Κριτική του Pierre Bourdieu στην κρατούσα - ακόμη μέχρι την δεκαετία του 1960 - αντίληψη περί έργων τέχνης και μουσείων Σύμφωνα με την κρατούσα αστική (και ελιτιστική) αισθητική αντίληψη, την οποία απορρίπτει ο Bourdieu με βάση την έρευνα που πραγματοποίησε σε πολλά ευρωπαϊκά μουσεία, το έργο τέχνης λειτουργεί από μόνο του, "κατέχει έναν αναγωγικό χαρακτήρα". Μερικές πλευρές της κυρίαρχης μέχρι το 1960-70 αστικής άποψης περί έργου τέχνης και μουσείου, όπως τις παραθέτει κριτικά ο συγγραφέας: "Εφόσον τα αντικείμενα διαθέτουν μία πλαστική αξία, κατέχουν μία τέτοια υπαινικτική δύναμη που είναι πιο εύκολο να την αντιληφθεί κανείς, παρά να του διαφύγει αυτή την προσοχή. Το αντικείμενο για να υπάρχει, πρέπει να μπορεί να το γευθεί κανείς". "¨Ένα μουσείο θα έπρεπε να είναι ένα μέρος όπου ο υπναλέος επισκέπτης θα εκαλείτο να δονηθεί με την επαφή των υψηλών έργων". "Ο πραγματικός εραστής του τουρισμός είναι η ιστορική και καλλιτεχνική περιέργεια". "Αντί να εκμεταλλεύεται κανείς την μοναδική και ασύγκριτη ευκαιρία να διδάσκει μέσω της άμεσης εντύπωσης των αντικειμένων, χάνεται μέσα στη σειρά των υπόλοιπων εκπαιδευτικών διαδικασιών, οι οποίες στοχεύουν στο να μεταδώσουν γνώσεις λίγο πολύ επιφανειακές, μέσα από έννοιες καθαρά διανοητικές. Άλλωστε, δεν θα επιτύχει ποτέ κανείς να αγγίξει τα βαθιά στρώματα του κοινού μέσω αυτών των διδακτικών μεθόδων". "H εκπαίδευση, είναι εγγενής (στον άνθρωπο)". P. Bourdieu, A. Darbel, L'amour de l'art. Les musées de l'art européens et leur public, Paris 1992 (1η έκδοση: 1969), σσ. 15-16, 17 . "Εάν είναι τέτοια η λειτουργία της κουλτούρας και εάν η αγάπη της τέχνης είναι όντως το σημάδι της εκλογής που χωρίζει, σαν ένα σύνορο αόρατο και αδιαπέραστο, αυτούς που έχουν αγγιχτεί από αυτό και αυτούς που δεν έχουν, καταλαβαίνει κανείς ότι τα μουσεία αφήνουν να διαφανεί, και στις παραμικρές λεπτομέρειες της μορφολογίας και της οργάνωσής τους, η πραγματική τους λειτουργία: αυτή συνίσταται στο να ενισχύουν στους μεν το συναίσθημα της ένταξης και στους άλλους το συναίσθημα του αποκλεισμού. Σε αυτούς τους ιερούς τόπους της τέχνης όπου η αστική κοινωνία αποθέτει τα λείψανα ενός παρελθόντος που δεν είναι δικό της παλαιά ανάκτορα ή ιστορικά μέγαρα, στα οποία ο 19ος αιώνας προσέθεσε εντυπωσιακά κτίρια, οικοδομημένα συχνά στο ελληνο-ρωμαϊκό στυλ των ιερών των
1
πόλεων - τα πάντα συντρέχουν στα να δείξουν ότι ο κόσμος της τέχνης αντιτίθεται στον κόσμο της καθημερινής ζωής, όπως το ιερό αντιτίθεται στο βέβηλο: η αδυναμία αγγίγματος των αντικειμένων, η θρησκευτική σιωπή που επιβάλλεται στους επισκέπτες, ο πουριτανικός ασκητισμός της επίπλωσης, που είναι πάντοτε σπάνια και άβολη, η σχεδόν συστηματική άρνηση κάθε διδακτικής, η μεγαλοπρεπής επισημότητα του διακόσμου - κιονοστοιχίες, απέραντες στοές, ζωγραφιστά ταβάνια, μνημειακές σκάλες -, όλα μοιάζουν να έχουν γίνει για να υπενθυμίζουν ότι το πέρασμα από τον βέβηλο στον ιερό κόσμο προϋποθέτει, όπως λέει ο Durkheim, "μία πραγματική μεταμόρφωση", μία ριζική αλλαγή του πνεύματος...". Bourdieu, Darbel, L'amour de l'art, ό.π., σσ. 165-166. Μετάφραση αποσπασμάτων: Ι. Βιταλιώτης
2