Alexis De Tocqueville Peri Atomikismou

  • Uploaded by: SatyaPulak
  • 0
  • 0
  • November 2019
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Alexis De Tocqueville Peri Atomikismou as PDF for free.

More details

  • Words: 6,084
  • Pages: 24
Περί του ατοµικισµού στις ∆ηµοκρατικές κοινωνίες Alexis de Tocqueville

1

Ε∆ΕΙΞΑ ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ, στους καιρούς της ισότητας, κάθε άνθρωπος αναζητά στον ίδιο τον εαυτό του τις πεποιθήσεις του θέλω να δείξω µε ποιο τρόπο, στους ίδιους αυτούς καιρούς, στρέφει όλα του τα αισθήµατα προς τον εαυτό του και µόνο. Ο ατοµικισµός είναι µια πρόσφατη έκφραση που τη γέννησε µια νέα ιδέα. Οι πατεράδες µας γνώριζαν µόνο τον εγωισµό. Ο εγωισµός είναι µια παθιασµένη και υπερτροφική αγάπη του εαυτού µας, που οδηγεί τον άνθρωπο να κάνει τον εαυτό του σηµείο αναφοράς των πάντων και να τον προτιµά από τα πάντα. Ο ατοµικισµός είναι ένα συναίσθηµα λελογισµένο και ήρεµο που προδιαθέτει κάθε πολίτη στην αποµόνωση του από τη µάζα των οµοίων του και να αποσύρεται παράµερα µαζί µε την οικογένεια του και τους φίλους του" έτσι ώστε, αφού φτιάξει µια µικρή κοινωνία προς χρήση του, εγκαταλείπει ασµένως τη µεγάλη στην τύχη της. Ο εγωισµός γεννιέται από ένα τυφλό ένστικτο ο ατοµικισµός πηγάζει περισσότερο από µια εσφαλµένη κρίση και λιγότερο από ένα εκτροχιασµένο αίσθηµα. Έχει την πηγή του τόσο στα κουσούρια του πνεύµατος όσο και στις φαυλότητες της καρδιάς. Ο εγωισµός αποξηραίνει το σπόρο όλων των αρετών, ο ατοµικισµός στερεύει κατ' αρχήν µόνο την πηγή των δηµόσιων αρετών µακροπρόθεσµα όµως, προσβάλλει και καταστρέφει όλα τα άλλα και απορροφάται εντέλει στον εγωισµό. Ο εγωισµός είναι ελάττωµα παλαιό όσο και ο κόσµος. ∆εν ανήκει περισσότερο σε τούτη ή στην άλλη µορφή της κοινωνίας. Ο ατοµικισµός είναι δηµοκρατικής προέλευσης και απειλεί να αναπτυχθεί στο µέτρο που εξισώνονται οι συνθήκες ζωής. Στους αριστοκρατικούς λαούς οι οικογένειες µένουν επί αιώνες στην αυτή κατάσταση και συχνά στον αυτό τόπο. Αυτό καθιστά, 2

ας το πούµε έτσι, ύλες τις γενιές συγκαιρινές. Ένας άνθρωπος γνωρίζει σχεδόν πάντοτε τους προγόνους του και τους σέβεται πιστεύει ότι διακρίνει ήδη και τα δισέγγονά του και τα αγαπά. Συνιστά ανέτως καθήκοντα έναντι των µεν και των δε και συχνά του συµβαίνει να θυσιάζει τις προσωπικές του απολαύσεις στα όντα αυτά που πια δεν υπάρχουν ή που δεν υπάρχουν ακόµη. Οι αριστοκρατικοί θεσµοί έχουν, επιπλέον, ως συνέπεια τη στενή διασύνδεση κάθε ανθρώπου µε πολλούς από τους συµπολίτες του. Όντας οι τάξεις σαφώς διακεκριµένες και ασάλευτες µέσα στους κόλπους ενός αριστοκρατικού λαού, η καθεµιά τους γίνεται γι' αυτόν που είναι µέρος της µια µικρή πατρίδα, περισσότερο ορατή και περισσότερο αγαπητή από τη µεγάλη. Καθώς, στις αριστοκρατικές κοινωνίες όλοι οι πολίτες είναι τοποθετηµένοι σε θέση καθορισµένη, οι µεν πάνω από τους δε, συνάγεται επιπλέον ότι ο καθένας απ' αυτούς διακρίνει πάντοτε πιο πάνω απ' αυτόν έναν άνθρωπο του οποίου η προστασία του είναι αναγκαία και χαµηλότερα ανακαλύπτει κάποιον άλλον από τον οποίο Ι µπορεί να ζητήσει να τον συντρέξει. Οι άνθρωποι που ζουν στους αριστοκρατικούς καιρούς είναι εποµένως πάντοτε σχεδόν συνδεδεµένοι µε κάτι τοποθετηµένο έξω από αυτούς, και είναι συχνά προδιατεθειµένοι στη λήθη του εαυτού τους. Είναι αλήθεια ότι, στους ίδιους αυτούς Ι καιρούς, η γενική έννοια του όµοιου είναι σκοτεινή και κανείς δεν διανοούνταν να της αφοσιωθεί υπηρετώντας την υπόθεση της ανθρωπότητας συχνά όµως θυσίαζαν τον εαυτό τους χάριν ορισµένων ανθρώπων. Στους δηµοκρατικούς καιρούς, αντιθέτως, όπου τα καθήκοντα του κάθε ατόµου έναντι του είδους είναι πολύ σαφέστερα, η αφοσίωση έναντι ενός ανθρώπου γίνεται σπανιότερη: ο δεσµός της ανθρώπινης στοργής επεκτείνεται και χαλαρώνει.. Στους δηµοκρατικούς καιρούς καινούριες οικογένειες βγαίνουν ακατάπαυστα από το µηδέν, άλλες ξαναπέφτουν ακατάπαυστα 3

στο µηδέν, και όσες παραµένουν αλλάζουν όψη ο ιστός των καιρών κόβεται κάθε στιγµή και το χνάρι των γενεών εξαλείφεται. Λησµονούνται ανέτως εκείνοι που προηγήθηκαν και καµιά ιδέα δε σχηµατίζεται για αυτούς που θα ακολουθήσουν. Ενδιαφέρον προκαλούν µόνο οι πιο κοντινοί. Καθώς κάθε τάξη τείνει να προσεγγίσει τις άλλες και να συγχωνευθεί µαζί τους, τα µέλη της γίνονται αδιάφορα και σαν ξένα µεταξύ τους. Η αριστοκρατία είχε κάνει όλους τους πολίτες µια µακριά αλυσίδα που ανέβαινε από το χωριάτη έως το βασιλιά- η δηµοκρατία θραύει την αλυσίδα και βάζει κάθε κρίκο κατά µέρος. Στο βαθµό που οι συνθήκες εξισώνονται συναντούµε όλο και µεγαλύτερο αριθµό ατόµων που, µη όντας πια ούτε τόσο πλούσια ούτε τόσο ισχυρά ώστε να ασκούν µεγάλη επίδραση επί της µοίρας των οµοίων τους, έχουν εν τούτοις αποκτήσει ή διατηρήσει αρκετά φώτα και αγαθά ώστε να έχουν αυτάρκεια. Αυτοί δε χρωστούν τίποτε σε κανέναν και δεν περιµένουν, ας πούµε, τίποτε από κανέναν συνηθίζουν να βλέπουν τους εαυτούς τους πάντοτε µεµονωµένα και. ανέτως µπορούν να φαντασθούν τη µοίρα τους να βρίσκεται ολόκληρη στα χέρια τους και µόνο. Έτσι, η δηµοκρατία όχι µόνο κάνει τον κάθε άνθρωπο να λησµονεί τους προγόνους του αλλά του κρύβει και τους απογόνους του και τον διαχωρίζει από τους συγχρόνους του" τον ξαναφέρνει συνεχώς στον εαυτό του και µόνο και απειλεί να τον περιχαρακώσει τελικά ολάκερο µέσα στη µοναξιά της δικής του µόνο καρδιάς. ΠΩΣ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΟΝ ΑΤΟΜΙΚΙΣΜΟ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΘΕΣΜΩΝ Ο ∆ΕΣΠΟΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ, από τη φύση του, είναι περιδεής, βλέπει, στην αποµόνωση των ανθρώπων το ασφαλέστερο εχέγγυο για την ίδια τη δική του διάρκεια και όλες του οι φροντίδες αποβλέπουν στην αποµόνωση τους. ∆εν υπάρχει κουσούρι της ανθρώπινης ψυχής που να του αρέσει 4

περισσότερο όσο ο εγωισµός: ένας δεσπότης συγχωρεί ανέτως στους κυβερνώµενους το να µην τον αγαπούν, αρκεί να µην αγαπά ο ένας τον άλλον. ∆εν τους ζητά να τον βοηθήσουν να κατευθύνει το κράτος' του αρκεί να µην επιζητούν να το κατευθύνουν οι ίδιοι. Αποκαλεί φιλοτάραχα και ανήσυχα στοιχεία όσους αξιώνουν να συνενώσουν τις προσπάθειες τους για να διαµορφώσουν την κοινή ευµάρεια, και, αλλάζοντας το φυσικό νόηµα των λέξεων, ονοµάζει, καλούς πολίτες όλους όσους περιχαρακώνονται στενά στους εαυτούς τους. Έτσι, τα ελαττώµατα που γεννά ο δεσποτισµός είναι εκείνα που ευνοεί η ισότητα. Τα δυο αυτά αλληλοσυµπληρώνονται και αλληλοβοηθούνται µε ολέθριο τρόπο. Η ισότητα τοποθετεί τους ανθρώπους τον έναν πλάι στον άλλον, χωρίς κοινό θεσµό που να τους συγκρατεί. Ο δεσποτισµός ανυψώνει φραγµούς ανάµεσα τους και τους διαχωρίζει. Τους προδιαθέτει να µη σκέφτονται διόλου τους οµοίους τους και κάνει ένα είδος δηµόσιας αρετής την αδιαφορία. Ο δεσποτισµός, που πάντοτε είναι επικίνδυνος, γίνεται ιδιαιτέρως επίφοβος στους δηµοκρατικούς καιρούς. Εύκολο είναι να δούµε ότι στους ίδιους αυτούς καιρούς οι άνθρωποι έχουν µια ιδιαίτερη ανάγκη της ελευθερίας. Όταν οι πολίτες εξαναγκάζονται να ασχοληθούν µε τις δηµόσιες υποθέσεις, αποσπώνται αναγκαστικά από τον κύκλο των ατοµικών τους συµφερόντων και αποσπώνται επίσης, από καιρό σε καιρό, απ' τη µέριµνα για τον εαυτό τους. Από την ώρα που γίνεται από κοινού πραγµάτευση των κοινών υποθέσεων, ο καθένας διακρίνει ότι δεν είναι τόσο ανεξάρτητος από τους οµοίους του όσο φανταζόταν πριν, και ακόµη ότι, για να αποκτήσει την υποστήριξη τους, συχνά πρέπει να τους προσφέρει τη συνδροµή του. Όταν κυβερνά το κοινό, δεν υπάρχει άνθρωπος που να µην αισθάνεται την ευεργεσία της δηµόσιας ευπραξίας και να µην 5

επιζητεί να την προσελκύσει στο άτοµο του προκαλώντας την εκτίµηση και την επιδοκιµασία αυτών µέσα στους οποίους θα ζήσει. Πολλά από τα πάθη που παγώνουν τις καρδιές και τις διχάζουν υποχρεώνονται τότε να αποσυρθούν στα βάθη της ψυχής και να κρυφτούν εκεί µέσα. Η έπαρση καλύπτεται η περιφρόνηση δεν τολµά να βγει στο φως. Ο εγωισµός φοβάται τον εαυτό του. Υπό µια ελεύθερη διακυβέρνηση, καθώς τα περισσότερα από τα δηµόσια αξιώµατα είναι αιρετά, οι άνθρωποι που η υψηλοφροσύνη τους ή η ανησυχία των επιθυµιών τους τους κάνουν να ασφυκτιούν στην ιδιωτική ζωή, νιώθουν καθηµερινά ότι δεν µπορούν να κάνουν χωρίς τον πληθυσµό που τους περιβάλλει. Συµβαίνει τότε να νοιάζονται για τους οµοίους τους από φιλοδοξία και συχνά το ίδιο το συµφέρον τους τους επιβάλλει να λησµονήσουν τον εαυτό τους. Ξέρω ότι εδώ µπορούν να µου αντιτείνουν όλες τις δολοπλοκίες που συνοδεύουν µια εκλογή, τα επαίσχυντα µέσα που χρησιµοποιούν συχνά οι υποψήφιοι καθώς και τις συκοφαντίες που διαδίδουν οι εχθροί τους. Πρόκειται εδώ για αφορµές που δηµιουργούν µίση και που εκδηλώνονται τόσο συχνότερα όσο πιο συχνές γίνονται οι εκλογές. Τα δεινά αυτά είναι οπωσδήποτε µεγάλα αλλά είναι παροδικά, ενώ τα αγαθά που γεννιούνται µαζί τους παραµένουν. Η επιθυµία να εκλεγούν µπορεί να φέρει προς στιγµήν κάποιους ανθρώπους σε πόλεµο µεταξύ τους η ίδια όµως αυτή επιθυµία φέρει µακροπρόθεσµα τους ανθρώπου στην παροχή αµοιβαίας βοήθειας" και, αν συµβαίνει µια εκλογή να διχάσει αµοιβαία δυο φίλους, το σύστηµα των εκλογών προσεγγίζει µε διαρκή τρόπο πλήθος πολιτών που διαφορετικά θα είχαν παραµείνει ξένοι µεταξύ τους. Η ελευθερία δηµιουργεί επιµέρους µίση, ο δεσποτισµός όµως γεννά τη γενική αδιαφορία.

6

Οι Αµερικανοί καταπολέµησαν µέσω της ελευθερίας τον ατοµικισµό που γεννά η ισότητα, και τον νίκησαν. Οι νοµοθέτες της Αµερικής δεν πίστεψαν ότι για να θεραπευθεί µια αρρώστια τόσο φυσική στο κοινωνικό σώµα των δηµοκρατικών καιρών και τόσο ολέθρια, αρκούσε να εκχωρηθεί σε ολόκληρο το έθνος µια αντιπροσώπευση του σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε, επιπλέον, να δοθεί πολιτική ζωή σε κάθε τµήµα του εδάφους, για να πολλαπλασιασθούν στο άπειρο, για τους πολίτες, οι ευκαιρίες της κοινής δράσης και για να µπορούν αυτοί να αισθάνονται καθηµερινά ότι βρίσκονται σε αµοιβαία αλληλεξάρτηση. Ήταν µια σοφή στάση. Οι γενικές υποθέσεις µιας χώρας απασχολούν µόνο τους κυριότερους πολίτες. Αυτοί αραιά και πού συναθροίζονται σε κοινούς χώρους και, καθώς συµβαίνει συχνά να µη βλέπει ο ένας τον άλλον, δεν εδραιώνονται ανάµεσα τους διαρκείς δεσµοί. Όταν όµως πρόκειται να ρυθµισθούν οι ιδιαίτερες υποθέσεις ενός καντ-ονίου από τους ανθρώπους που το κατοικούν, τα ίδια άτοµα βρίσκονται πάντοτε σε επαφή και κατά κάποιο τρόπο εξαναγκάζονται να γνωριστούν µεταξύ τους και να ταιριάξουν. ∆ύσκολα τραβούν έναν άνθρωπο από τα δικά του για να τον κάνουν να ενδιαφερθεί για τη µοίρα ολόκληρου του κράτους, γιατί δεν καταλαβαίνει την επίδραση που µπορεί να ασκήσει η µοίρα του κράτους πάνω στη δική του τύχη. Αλλά αρκεί να περάσει ένας δρόµος στην άκρη του κτήµατος του κι αµέσως θα δει µε την πρώτη µατιά ότι υπάρχει µια σχέση ανάµεσα στη µικρή αυτή υπόθεση του δηµοσίου και τις µεγαλύτερες δικές του ιδιωτικές υποθέσεις, και θα ανακαλύψει, χωρίς να του το δείξουν, το στενό δεσµό που ενώνει εδώ το ιδιωτικό µε το γενικό συµφέρον. Επιφορτίζοντας λοιπόν τους πολίτες µε τη διαχείριση των µικροζητηµάτων, πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν τους παρέδιδαν τη διακυβέρνηση των µεγάλων, τους δηµιουργούν το 7

ενδιαφέρον για το κοινό καλό και τους κάνουν φανερή την ανάγκη που έχουν ο ένας τον άλλο για να το επιτύχουν. Μπορείτε, µε µια περίλαµπρη πράξη, να προσελκύσετε ξάφνου την εύνοια ενός λαού για να κερδίσετε όµως την αγάπη και το σεβασµό του πληθυσµού που σας περιβάλλει, χρειάζεται µακρά διαδοχή υπηρεσιών που θα παράσχετε, καλές περιθωριακές αρµοδιότητες, µια σταθερή στάση ευµένειας και µια γερά εδραιωµένη φήµη ανθρώπου ανιδιοτελούς. Οι τοπικές ελευθερίες, που κάνουν ώστε ένας µεγάλος αριθµός πολιτών να δίνει σηµασία στην επιδοκιµασία των γειτόνων και κοντινών τους, οδηγεί έτσι ακατάπαυστα τους ανθρώπους τον έναν κοντά στον άλλον, παρά τα ένστικτα που τους διαχωρίζουν, και τους εξαναγκάζουν σε αλληλοβοήθεια. Στις Ηνωµένες Πολιτείες, και οι πλέον εύποροι πολίτες µεριµνούν πολύ να µην αποµονώνονται από το λαό αντιθέτως, συγχρωτίζονται µ' αυτόν αδιάλειπτα, τον ακούν µε κάθε διάθεση και του µιλούν καθηµερινά. Γνωρίζουν ότι οι πλούσιοι των δηµοκρατιών έχουν πάντοτε ανάγκη των φτωχών και ότι, στους δηµοκρατικούς καιρούς, παίρνεις µαζί σου το φτωχό πιο πολύ µε τους τρόπους παρά µε τα ευεργετήµατα. Το µέγεθος µάλιστα των ευεργεσιών, που κάνει ανάγλυφη τη διαφορά των συνθηκών, προκαλεί έναν κρυφό ερεθισµό σ' αυτούς που επωφελούνται από αυτές" η απλότητα όµως των τρόπων έχει σχεδόν ακαταµάχητα θέλγητρα η οικειότητα τους προσελκύει και η χοντράδα τους ακόµη δεν είναι πάντοτε δυσάρεστη. Στο πνεύµα των πλουσίων δεν εισχωρεί µεµιάς η αλήθεια αυτή. Συνήθως αντιστέκονται σ' αυτήν όσο διαρκεί η δηµοκρατική επανάσταση και ούτε την αποδέχονται αµέσως µετά την ολοκλήρωση της επανάστασης αυτής. Συγκατατίθενται ανέτως να κάνουν το καλό στο λαό θέλουν όµως να εξακολουθούν να τον κρατούν προσεκτικά σε απόσταση. Νοµίζουν ότι αυτό αρκεί απατώνται. Θα καταστραφούν έτσι χωρίς να θερµάνουν την καρδιά αυτών που τους περιβάλλουν. ∆εν τους ζητούν να

8

θυσιάσουν το χρήµα τους" τους ζητούν να θυσιάσουν την αλαζονεία τους. Θα έλεγε κανείς ότι στις Ηνωµένες Πολιτείες δεν υπάρχει φαντασία που να µην εξαντλείται στην επινόηση µέσων αύξησης του πλούτου και ικανοποίησης των αναγκών του κοινού. Οι πλέον φωτισµένοι κάτοικοι κάθε καντονίου χρησιµοποιούν ασταµάτητα τα φώτα τους για να ανακαλύψουν καινούρια µυστικά κατάλληλα να αυξήσουν την κοινή ευµάρεια και, όταν βρίσκουν µερικά τέτοια, σπεύδουν να τα παραδώσουν στο πλήθος. Αν εξετάσει κανείς εκ του σύνεγγυς τα ελαττώµατα και τις αδυναµίες που επιδεικνύουν συχνά στην Αµερική εκείνοι που κυβερνούν, εκπλήσσεται µε την αύξουσα ευηµερία του λαού κάνει όµως λάθος. Την αµερικανική δηµοκρατία δεν την κάνει να προκόβει ο αιρετός άρχοντας η αµερικανική δηµοκρατία προκόβει επειδή ο άρχοντας είναι αιρετός. Θα ήταν άδικο να θεωρήσουµε ότι ο πατριωτισµός των Αµερικανών και ο ζήλος που δείχνει ο καθένας τους για την ευηµερία των συµπολιτών του στερούνται πραγµατικού περιεχοµένου. Αν και το ιδιωτικό συµφέρον διέπει, στις Ηνωµένες Πολιτείες, το ίδιο όπως και αλλού, το πλείστο των ανθρωπίνων πράξεων, εν τούτοις δεν τις ρυθµίζει όλες. Οφείλω να πω ότι είδα συχνά Αµερικανούς να κάνουν µεγάλες και αληθινές θυσίες στο καλό του συνόλου και µύριες φορές παρατήρησα ότι στην ανάγκη δε θα παρέλειπαν σχεδόν ποτέ να παράσχουν πιστή υποστήριξη οι µεν στους δε. Οι ελεύθεροι θεσµοί που έχουν οι κάτοικοι των Ηνωµένων Πολιτειών και τα πολιτικά δικαιώµατα, που τόση χρήση τους κάνουν θυµίζουν συνεχώς και µε χίλιους τρόπους σε κάθε πολίτη ότι ζει εν κοινωνία. Επαναφέρουν κάθε στιγµή το πνεύµα του προς την ιδέα τούτη, ότι τόσο το καθήκον όσο και το συµφέρον των ανθρώπων είναι να, γίνονται ωφέλιµοι στους οµοίους τους και, καθώς ο πολίτης αυτός δε βλέπει κανένα, ιδιαίτερο λόγο για να µισεί τους θεσµούς αυτούς, καθώς δεν 9

είναι ποτέ ούτε δούλος ούτε αφέντης τους, η καρδιά του σκύβει ανέτως προς την πλευρά της ευµένειας. Στην αρχή ασχολούνται µε το γενικό συµφέρον από ανάγκη, στη συνέχεια από επιλογή ό,τι ήταν υπολογισµός, γίνεται ένστικτο" και, από την πολλή εργασία προς όφελος των συµπολιτών τους, αποκτούν τελικά τη συνήθεια να τους υπηρετούν. Πολλοί άνθρωποι στη Γαλλία θεωρούν την ισότητα ως το πρώτο κακό και την πολιτική ελευθερία ως το δεύτερο. Όταν εξαναγκάζονται να υποστούν το ένα, επιχειρούν τουλάχιστον να διαφύγουν από το δεύτερο. Κι εγώ λέω ότι µόνο ένα αποτελεσµατικό φάρµακο υπάρχει για την καταπολέµηση των δεινών που µπορεί να επιφέρει η ισότητα: η πολιτική ελευθερία. Alexis de Tocqueville Από το βιβλίο του Alexis de Tocqueville «Για την ∆ηµοκρατία στην Αµερική»

συνέχειες και ασυνέχειες Η έννοια του «κοινωνικού κεφαλαίου» κατέχει σηµαντική θέση στο έργο του σύγχρονού µας αµερικανού πολιτικού κοινωνιολόγου Ρόµπερτ Πάτναµ (Robert D. Putnam). Η έννοια αυτή αναφέρεται στο απόθεµα εµπιστοσύνης, στους κανόνες αµοιβαιότητας και στα κοινωνικά δίκτυα που υπάρχουν ανάµεσα στους ανθρώπους έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή µια συντονισµένη και αποτελεσµατική συλλογική δράση. Η τελευταία έχει ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της ποιότητας της δηµόσιας ζωής, την αποδοτικότητα κοινωνικών και αντιπροσωπευτικών θεσµών καθώς και την οικονοµική ανάπτυξη (Putnam, 1993: 167 , 1995: 66-67 , 1996a: 34 , 2000a: 18-24). Το «κοινωνικό κεφάλαιο» αποτελεί µια έννοια η οποία διαµορφώθηκε στη διάρκεια του 20ου αιώνα[1] και κατά 10

συνέπεια δεν συναντάται µε τους ίδιους όρους στο έργο του Αλέξις ντε Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville), χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι η σχετική συλλογιστική απουσιάζει από αυτό. Η πεποίθηση ότι όταν οι άνθρωποι συνασπίζονται σε εθελοντικές οργανώσεις, σε τοπικές συνενώσεις, συλλόγους κ.λ.π. υπερασπίζονται την ελευθερία τους και συντελούν στην εύρυθµη λειτουργία της δηµοκρατίας, συνιστά οργανικό στοιχείο του ιδιότυπου φιλελευθερισµού του Τοκβίλ και, όπως θα δούµε στη συνέχεια, αποτελεί την κύρια πηγή έµπνευσης του Πάτναµ. Θα προσπαθήσω λοιπόν να ανασυστήσω την άποψη του Τοκβίλ στο θέµα αυτό για να µπορέσω στη συνέχεια, αφού παρουσιάσω τη σαφώς φτωχότερη σε θεωρητική πρωτοτυπία συλλογιστική του Πάτναµ, να επιχειρήσω µια σύγκριση των δύο αυτών στοχαστών που το έργό τους είναι ιδιαίτερα επίκαιρο, κυρίως στις Η.Π.Α. Ο Τοκβίλ ως φιλελεύθερος θέλει να προασπίσει τα δικαιώµατα του ατόµου απέναντι στις επεµβάσεις της κεντρικής εξουσίας. Αλλά σε αντίθεση µε άλλους φιλελεύθερους της εποχής του, δεν πιστεύει ότι ο καταλληλότερος τρόπος προστασίας του ατόµου συνίσταται στην απεριόριστη ανεξαρτησία του (Κωνσταντακόπουλος, 1994: 154 , 2000: 93-98). Η εκχώρηση στον άνθρωπο των σύγχρονων δηµοκρατικών κοινωνιών απεριόριστης ελευθερίας δεν καταλήγει στην πλήρη αυτονοµία του, γράφει ο Τοκβίλ, αλλά µάλλον στο αντίθετό της, δηλαδή, στην υποδούλωσή του σε µια κρατική εξουσία που γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή. Η αιτία αυτού του παραδόξου πρέπει να αναζητηθεί στο ότι το ολοένα και πιο ανεξάρτητο άτοµο, αποµονωνόµενο από τους οµοίους του, στρέφεται αποκλειστικά στον εαυτό του, µε αποτέλεσµα να γίνεται τελικά ανίσχυρο. Ετσι, το σύγχρονο άτοµο κινδυνεύει να αποτελέσει εύκολη βορά στις επιθυµίες, τις επιλογές και τη δράση του γραφειοκρατικού κράτους. Στο παραπάνω συµπέρασµα ο Τοκβίλ καταλήγει µέσα από τη συγκριτική µελέτη ανάµεσα στις αριστοκρατικές κοινωνίες του παρελθόντος και στις δηµοκρατικές κοινωνίες του παρόντος, µια µελέτη που αποτελεί 11

εξάλλου σταθερά στο πολυποίκιλο έργό του. Στις αριστοκρατικές κοινωνίες οι άνθρωποι συνασπίζονταν, έστω και µε τη βία, κάτω από τις εντολές του φεουδάρχη-ευγενή. σχηµάτιζαν µε τον τρόπο αυτό ισχυρές και σχεδόν αδιαπέραστες συσσωµατώσεις µε αποτέλεσµα η κεντρική εξουσία να δυσκολεύεται να διεισδύσει στο εσωτερικό τους και να ρυθµίσει έτσι στον απόλυτο βαθµό τις ιδιαίτερες τύχες των υπηκόοων της. Στις σύγχρονες δηµοκρατικές κοινωνίες οι άνθρωποι είναι τυπικά ελεύθεροι και ανεξάρτητοι αλλά είναι ταυτόχρονα αδύναµοι, οπότε τα ενεργήµατα της κεντρικής εξουσίας, µε τη φυσική τάση της να επεκτείνεται, δεν συναντούν ισχυρά προσκόµµατα (Tocqueville, 1996-1997: 525-526). Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο ο Τοκβίλ πιστεύει ότι υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες, µία εκ των οποίων είναι η ίδια η αυτενέργεια των πολιτών. Μόνον αν οι ίδιοι οι πολίτες παύσουν να ασχολούνται αποκλειστικά µε τα δικά τους ιδιαίτερα µικροσυµφέροντα και στηριζόµενοι στις καθηµερινές εµπειρίες τους, πάρουν, συνδεόµενοι µε τους οµοίους τους, τις υποθέσεις που τους αφορούν στα χέρια τους, θα καταστεί δυνατή η επανασύσταση του κοινωνικού δεσµού που στην αριστοκρατία ήταν κατά κάποιο τρόπο δεδοµένος και που κατέλυσε η δηµοκρατία. Μόνον αν οι ίδιοι οι πολίτες θητεύσουν στην «τέχνη του συνεταιρίζεσθαι», όπως την αποκαλεί, µπορεί να αποτραπεί η γιγάντωση της δεσποτικής εξουσίας που απειλεί τις σύγχρονες δηµοκρατικές κοινωνίες. Η Αµερική προσέφερε στον Τοκβίλ το παράδειγµα της ικανότητας των πολιτών να δηµιουργούν ισχυρές ενώσεις. Στο έργο του αναφέρεται µε θαυµασµό στην ύπαρξη κάθε είδους ενώσεων, πολιτικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών κ.α. στη χώρα αυτή (Tocqueville, 1996-1997: 524). Η προσπάθειά του, όµως να εξηγήσει το φαινόµενο αυτό είναι σχετικά παράδοξη. Από τη µια πλευρά, ο ίδιος διαπιστώνει την απουσία ενός ισχυρού γραφειοκρατικού κράτους. Την αποδίδει σε δύο κυρίως λόγους: α) Στην έλλειψη ανταγωνιστικών γειτονικών κρατών και β) στην ύπαρξη πλουσίων εδαφών και φυσικών πόρων. Ο τελευταίος παράγοντας, αφενός, απέτρεπε την εµφάνιση 12

έντονων κοινωνικών διεκδικήσεων και την ανάγκη καταστολής τους, ενώ, αφετέρου, καθιστούσε την ενασχόληση µε την εκµετάλλευση εδαφών και πόρων καθώς και το εµπόριο ισχυρούς παράγοντες συνοχής, οπότε η ανάγκη ενός ισχυρού κράτους µε ενοποιητικό ρόλο στην αµερικανική κοινωνία, ήταν αντικειµενικά µικρή[2]. Από την άλλη πλευρα, όµως, ο Τοκβίλ αρνείται να συσχετίσει οργανικά την άνθηση των ενώσεων στην Αµερική, µε αυτήν ακριβώς την απουσία ισχυρού γραφειοκρατικού κράτους, η οποία εξανάγκαζε τους πολίτες να συνασπίζονται για να αναπληρώσουν την έλλειψή του, όπως επίσης και µε την ανυπαρξία ενός επισήµου-κρατικού θρησκευτικού δόγµατος και την καταστατικά θεσµοθετηµένη ανεξιθρησκεία, συνθήκες οι οποίες διευκόλυναν τη δηµιουργία πολλαπλών θρησκευτικών οργανώσεων. Προτιµά, λοιπόν, απλώς να τη διαπιστώσει και να αποδώσει τη γέννηση των µυριάδων αυτών οργανώσεων στα ιδιαίτερα και σχετικά ασαφή κοινωνικά και πολιτισµικά χαρακτηριστικά του αµερικανικού λαού. Συγκρίνει, όχι χωρίς ζήλεια, την εικόνα της Αµερικής όπου απουσιάζει ένα συγκεντρωτικό κράτος και αναπτύσσεται µια δραστήρια κοινωνία των πολιτών προς την εικόνα της Γαλλίας, στην οποία η απόλυτη µοναρχία είχε κληροδοτήσει τον κρατικό συγκεντρωτισµό. Ο συγκεντρωτισµός που τελειοποίησαν οι διάδοχοι της µοναρχίας, αποτρέπει κάθε πρωτοβουλία των πολιτών. Ο συχνά ανεπιφύλακτος θαυµασµός του προς το κοινωνικό κεφάλαιο που παράγεται στην Αµερική δεν οφείλεται όµως αποκλειστικά στη θεώρηση που διαµορφώνει για την κοινωνία της, αλλά και στη νοσταλγία του αριστοκράτη Τοκβίλ για το προεπαναστατικό καθεστώς. Ο Τοκβίλ αναπολεί εκείνη την κοινωνική συνθήκη όπου οι πλούσιοι και ισχυροί ευγενείς µαζί µε τα εξαρτηµένα από αυτούς πρόσωπα, καθώς και οι συντεχνίες -σχηµατισµοί που παραπέµπουν στις τοπικούς συλλόγους των Αµερικανών- τοποθετούνταν ανάµεσα στον κυρίαρχο και τον υποτελή, ανακόπτοντας τις αυθαιρεσίες της συγκεντρωτικής εξουσίας και διαφυλάσσοντας την ελευθερία (Besnier, 1991: 80-82, 1999: 158-160).

13

Σε κανένα σηµείο του έργου του δεν τάσσεται υπέρ της άµεσης δηµοκρατίας, όπως µια βιαστική αποτίµηση της συνηγορίας του υπέρ αυτών των µορφών αυτο-οργάνωσης θα µας έκανε ενδεχοµένως να εικάσουµε. Η ένθερµη αποδοχή των ενώσεων, συλλόγων, συνεταιρισµών και των κάθε λογής εθελοντικών οργανώσεων που συναντά στην Αµερική αποτελεί απόδειξη για την επιθυµία του Τοκβίλ να ανασυσταθούν οι αριστοκρατίες, έστω και σε τοπικό επίπεδο. Ο Τοκβίλ θεωρεί απαραίτητη την ίδρυση και λειτουργία τέτοιου είδους ενώσεων γιατί πιστεύει ότι από τους κόλπους τους θα προκύψουν εκείνες οι ελίτ οι οποίες θα ανακόψουν τη δράση ενός κράτους πιθανού υποχειρίου των λαϊκών πλειοψηφιών. Εξάλλου οι ενώσεις αυτές καλούνται να µετριάσουν τους ταξικούς ανταγωνισµούς που την εποχή εκείνη εντείνονταν ιδιαίτερα στη Γαλλία . η συνύπαρξη σε αυτές τις οριζοντίου χαρακτήρα οργανώσεις πλουσίων και φτωχών, αφεντών και υπηρετών, βιοµηχάνων και εργατών θα συνέβαλε στη µείωση των µεταξύ τους εντάσεων και τη σύσφιγξη των δεσµών τους. Ο Τοκβίλ, ένας στοχαστής που προτιµά να διαπιστώνει τα κοινωνικά φαινόµενα και να αναλύει τις επιπτώσεις της λειτουργίας τους παρά να εµβαθύνει στις αιτίες ύπαρξής τους, αρκείται να επισηµάνει ότι στις σύγχρονες δηµοκρατικές κοινωνίες το άτοµο στρέφει τόσο τα συναισθήµατά του όσο και τις σκέψεις του προς τον ίδιο του τον εαυτό. Ο ατοµικισµός αυτός οδηγεί στην εγκατάλειψη του δηµόσιου χώρου και στην ανάληψη όλων εκείνων των δραστηριοτήτων που κανονικά θα επιτελούσαν οι ίδιοι οι πολίτες, αν ως ενεργά υποκείµενα κατατρίβονταν µε τα κοινά, από ένα συγκεντρωτικό κράτος. Για την αντιµετώπιση του ατοµικισµού που γεννούν οι δηµοκρατικές κοινωνίες και για να αποτραπούν οι βλαβερές συνέπειες της ίδιας της φύσης της δηµοκρατίας, ο Τοκβίλ συνιστά την ανάπτυξη µιας τέχνης . Η τέχνη αυτή συνίσταται στην επανασύσταση των καταλυµένων από τον ατοµικισµό κοινωνικών δεσµών, στη συγκρότηση συλλογικοτήτων µε πολλαπλές µορφές, στην παραγωγή κοινωνικού κεφαλαίου, όπως θα λέγαµε σε µια σύγχρονη γλώσσα, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η ελευθερία. 14

Του Τοκβιλιανού αυτού διδάγµατος κληρονόµος είναι ο Πάτναµ. Ενας κληρονόµος όµως που απλώς αναπαράγει µια παράδοση χωρίς να την ανανεώνει. Σε κανένα σηµείο του έργου του, εξ όσων γνωρίζω, ο Πάτναµ δεν δηλώνει ρητά ότι θα εµβαθύνει το θεωρητικό πλαίσιο του Τοκβίλ ή τουλάχιστον ότι θα το τροποποιήσει µερικά. Και, πράγµατι, αυτό που επιχειρεί (για το Highlight: ο Πάτναµ) είναι η εµπειρική επαλήθευση των απόψεων του Τοκβίλ. Το εµπειρικού χαρακτήρα εγχείρηµα του Πάτναµ εκτίθεται σε δύο κυρίως βιβλία. Στο πρώτο, το Κάνοντας τη δηµοκρατία να αποδώσει (Making Democracy Work) [1993], προσπαθεί να αναδείξει το συγκριτικό πλεονέκτηµα της βόρειας Ιταλίας όπου το κοινωνικό κεφάλαιο ήταν ισχυρό έναντι της νότιας Ιταλίας όπου το ίδιο κεφάλαιο ήταν ελλειµµατικό. Το πλεονέκτηµα αυτό συνίσταται σε µια πιο εύρυθµη λειτουργία των θεσµών, όπως και σε µια οικονοµία πολύ πιο αποδοτική. Μέσα από τη µελέτη ενός πλούσιου εµπειρικού υλικού που του παρέχει η σύγχρονη Ιταλία αλλά και της ιστορίας της χώρας αυτής, ο Πάτναµ επιχειρεί να αποδείξει ότι εκεί όπου υπήρχε ένα πλούσιο δίκτυο από τοπικές ενώσεις, µια ενεργή συµµετοχή των πολιτών στις δηµόσιες υποθέσεις, εµπιστοσύνη ανάµεσα στους πολίτες, ένα πνεύµα ισότητας και υποταγής στο νόµο, οι θεσµοί όχι µόνο λειτουργούσαν πιο αποδοτικά αλλά επιπλέον ανταποκρίνονταν καλύτερα στα αιτήµατα των πολιτών. Βάσει του παραδείγµατος της Ιταλίας ο Πάτναµ καταλήγει στο ότι µια δραστήρια κοινωνία των πολιτών όχι µόνον δεν αποδυναµώνει µια δηµοκρατική κυβέρνηση αλλά αντίθετα την ενισχύει[3]. Στο δεύτερο βιβλίο του, το Παίζοντας µόνοι µπόουλινγκ (Bowling Alone) [2001] το κέντρο του ενδιαφέροντός του µετατοπίζεται στη γενέθλια χώρα του. Με δεδοµένο το συµπέρασµα του προηγούµενου βιβλίου του σύµφωνα µε το οποίο ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο σηµαίνει ισχυρή και αποτελεσµατική κυβέρνηση, προσπαθεί να διαγνώσει την κατάσταση του κοινωνικού κεφαλαίου στις Η.Π.Α. στο κλείσιµο του 20ού αιώνα. Το πόρισµα στο οποίο καταλήγει, επεξεργαζόµενος και εδώ ένα πλούσιο εµπειρικό υλικό, είναι 15

ότι στη σηµερινή Αµερική παρατηρείται µια µείωση του κοινωνικού κεφαλαίου και της συµµετοχής στα κοινά σε σχέση µε παλαιότερες εποχές και ιδιαίτερα σε σχέση µε την πρώτη µεταπολεµική περίοδο. Ο Πάτναµ καταλήγει στο παραπάνω πόρισµα επισηµαίνοντας τη θεαµατική κάµψη του ποσοστού αυτών που ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές αλλά και γενικώτερα την παρατηρούµενη έλλειψη ενδιαφέροντος για τα πολιτικά πράγµατα, είτε αυτή εκφράζεται µε χαµηλή συµµετοχή στις πολιτικές οργανώσεις, είτε µε τις ολοένα και λιγότερες υπογραφές στα κείµενα πολιτικής διαµαρτυρίας, τις άµαζες πολιτικές συγκεντρώσεις κ.ά. ∆εν εγκαταλείπουν όµως οι Αµερικάνοι µόνο την πολιτική αλλά και κάθε άλλη µορφή συλλογικής δραστηριότητας ανεξάρτητα από το αν έχει ως επίκεντρο τη θρησκεία, την αυτοδιοίκηση ή, τέλος, το χώρο εργασίας. Ως µείζονες αιτίες αυτής της µείωσης του κοινωνικού κεφαλαίου ο Πάτναµ υποδεικνύει µια σειρά φαινόµενα. Η ολοένα και µεγαλύτερη έλλειψη ελεύθερου χρόνου, κυρίως στις µεσαίες και ανώτερες τάξεις, καθώς και η αυξανόµενη οικονοµική ανασφάλεια των κατώτερων τάξεων, ως συνέπεια της ανεργίας και της πτώσης των πραγµατικών µισθών, καθιστούν προβληµατική τη συµµετοχή σε εθελοντικού χαρακτήρα οργανώσεις, παρότι ο Πάτναµ, αν και τους αναφέρει, δεν δείχνει να θεωρεί καθοριστικούς τους δύο παραπάνω παράγοντες. Μιας κάποιας σηµασίας µοιάζει να είναι και η φυγή των κατοίκων των αστικών κέντρων προς τα προάστια, παρότι και αυτός ο εξηγητικός παράγοντας δεν λύνει σε σηµαντικό βαθµό το πρόβληµα της απίσχνασης του δηµόσιου βίου. Η τηλεόραση, αντίθετα, παίζει ένα σηµαντικό ρόλο στην πτώση του ενδιαφέροντος για τα κοινά αλλά και γενικώτερα στη µείωση της απλής κοινωνικής εµπλοκής εφόσον καθηλώνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, τους αποµονώνει δηµιουργώντας τους ταυτόχρονα την ψευδαίσθηση ότι έρχονται σε επαφή µε τους άλλους. Για τον Πάτναµ, όµως, η πρωταρχική αιτία για την πτώση του κοινωνικού κεφαλαίου στην Αµερική συνίσταται στη διαδοχή των γενεών. Η πρώτη µεταπολεµική γενιά, όσοι, δηλαδή, γεννήθηκαν ανάµεσα στο 1910 και το 1940, βαθµιαία 16

αντικαταστάθηκε από νεότερες γενιές, τους baby-boomers (γεννηµένοι ανάµεσα στο 1946 και το 1964) και την X generation (γεννηµένοι ανάµεσα στο 1965 και το 1980). Η πρώτη γενιά χαρακτηριζόταν από έντονο πολιτικό ενδιαφέρον, µε αδιάψευστο µάρτυρα την υψηλή κυκλοφορία των εφηµερίδων, καθώς και τη συµµετοχή στα πολιτικά δρώµενα, από συλλογική άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, από ενδιαφέρον για τα ζητήµατα της τοπικής αυτοδιοίκησης, από ανάµειξη στις φιλανθρωπικές οργανώσεις κ.ά. Σε αντίθεση µε αυτή, οι δύο επόµενες γενεές εγκατέλειψαν µε γοργούς ρυθµούς κάθε συλλογική προσπάθεια και ερήµωσαν το δηµόσιο χώρο. Για τον Πάτναµ η πτώση του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ευθέως ανάλογη της φυσιολογικής αριθµητικής επικράτησης των δύο τελευταίων γενεών. Το πόρισµα του Πάτναµ δεν φαίνεται να επιδέχεται αµφισβήτηση: η κοινωνία των πολιτών στην Αµερική γίνεται εξαιτίας των παραπάνω παραγόντων και ιδιαίτερα εξαιτίας των νέων γενεών ολοένα και πιο ατροφική. Ακόµα και η θεαµατική ανάπτυξη κοινωνικών κινηµάτων στις ΗΠΑ τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν συνιστούν πρόβληµα για τη συλλογιστική του Πάτναµ εφόσον θεωρεί ότι δεν εµπλέκουν τα µέλη τους στις δραστηριότητές τους, αποτελώντας µάλλον οργανώσειςσφραγίδες στις οποίες η συµµετοχή των απλών µελών εξαντλείται στην υπογραφή επιταγών για την πληρωµή της ετήσιας συνδροµής και στην ανάγνωση των εντύπων που τα επαγγελµατικά επιτελεία τους συντάσσουν. Μια τέτοια αποτίµηση των κοινωνικών κινηµάτων από πλευράς του Πάτναµ δεν είναι όµως σίγουρο ότι απηχεί αυτό που πράγµατι συµβαίνει και ότι δεν είναι απλώς µια ένδειξη της βαθειάς δυσπιστίας που διαπιστώνεται σε ολόκληρο το έργο του απέναντι στις συλλογικότητες στις οποίες το πολιτικό στοιχείο είναι κυρίαρχο. Ο Πάτναµ παρά τη µεθοδικότητα του διαβήµατός του αρνείται να λάβει υπόψη του µια σειρά παραµέτρους στην εξήγηση της µείωσης του κοινωνικού κεφαλαίου στις Η.Π.Α. Αρνείται, για παράδειγµα, να αναδείξει τον ρόλο που παίζουν οι 17

διευρυνόµενες κοινωνικές ανισότητες του τελευταίου τετάρτου του εικοστού αιώνα, στη µικρότερη εµπλοκή, ιδιαίτερα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, στο πολιτικό γίγνεσθαι (Εhrenberg, 2002: 61, Fried, 2002: 30-33). Αρνείται να επισηµάνει την κυριαρχία των ιδεών του ατοµικισµού οι οποίες αποτρέπουν οποιαδήποτε συλλογική έκφραση συµφερόντων, διεκδικήσεων κ.λ.π. ευνοώντας στον ύψιστο βαθµό την ατοµική έκφραση. Η παραγνώριση αυτών των παραµέτρων δεν µπορεί να αποδοθεί σε κάποια «αµέλεια» του Πάτναµ, αλλά οφείλεται στη µέθοδο που συνειδητά επέλεξε για να µελετήσει το πρόβληµα της µείωσης του κοινωνικού κεφαλαίου. Η ανάλυση του Πάτναµ αρνείται να λάβει υπόψη της τους κοινωνικοοικονοµικούς και ιδεολογικούς δοµικούς παράγοντες στρεφόµενη αποκλειστικά σε ατοµικού χαρακτήρα επιλογές. Ετσι, για παράδειγµα, η παραίτηση από συλλογικές διεκδικήσεις και η συνακόλουθη εσωστρέφεια των άνεργων κατοίκων των υποβαθµισµένων περιοχών ή η υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης παρουσιάζονται ως ατοµικές επιλογές οι οποίες µηχανικά αθροιζόµενες οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσµα, στη µείωση του κοινωνικού κεφαλαίου (Fried, 2002: 35). Το εγχείρηµα του Πάτναµ είναι κατά κύριο λόγο εµπειρικό[4] και συνεπώς πρέπει κανείς να ανιχνεύσει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες προς τη θεωρητική προσέγγιση του Τοκβίλ διαβάζοντας ανάµεσα από τις γραµµές. Πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουµε ότι ο Πάτναµ εκθειάζοντας τη δραστήρια κοινωνία των πολιτών δεν στοχεύει στην αποτροπή της ισοπεδωτικής λειτουργίας του κράτους, όπως ο Τοκβίλ, αλλά αντίθετα επιθυµεί την εύρυθµη λειτουργία του. Για τον Πάτναµ το πρόβληµα δεν έγκειται τόσο σε ένα κράτος ικανό να καταπνίξει το µεµονωµένο άτοµο όσο σε ένα κράτος παραλυµένο και ανίκανο να λειτουργήσει εξαιτίας της αδράνειας της κοινωνίας των πολιτών. Το φάντασµα ενός παντοδύναµου κράτους ικανού να απορροφήσει όλες τις ζωτικές λειτουργίες της κοινωνίας, µετατρέποντας τον λαό σε «ένα ποίµνιο δειλών και εργατικών ζώων, των οποίων ποιµένας είναι η κυβέρνηση» (Tocqueville, 1996-1997:701) δεν φαίνεται να 18

απασχολεί τον Πάτναµ. Για τον τελευταίο το πρόβληµα συνίσταται περισσότερο στο ότι το σύγχρονο κράτος αδυνατεί να είναι αποδοτικό και να επιτελέσει όσα είναι απαραίτητα για την αποτελεσµατική λειτουργία της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πάτναµ προβάλλει στη σκέψη του Τοκβίλ τις δικές του αναζητήσεις, παρουσιάζοντάς τον να έχει ως κύριο µέληµα την αποτελεσµατικότητα και τη σταθερότητα της κυβέρνησης (Putnam, 1993: 89), ενώ αντιθέτως το ζήτηµα που απασχολεί τον Τοκβίλ είναι η αποδυνάµωση της κυβέρνησης µέσα από την ανάπτυξη των ενώσεων. Από αυτήν την άποψη δεν είναι ασφαλώς τυχαία η διαφορετική αποτίµηση την οποία κάνουν οι δύο στοχαστές των πλεονεκτηµάτων που απορρέουν από τη συλλογική αυτοοργάνωση. Ο Τοκβίλ τονίζει ότι οι ενώσεις αποσπούν κυριολεκτικά τους πολίτες από την απάθεια στην οποία τους βυθίζει ο ατοµικισµός και τους κάνουν να θητεύσουν στη δηµόσια ζωή, καθιστώντας τους έτσι ενεργά πολιτικά υποκείµενα της ιστορίας ικανά να απολαύσουν την ελευθερία. µια ελευθερία που οι πολίτες µαθαίνουν όχι µέσα από κάποια «θεωρητικά» µαθήµατα αλλά µέσα από την πρακτική τους ενασχόληση µε τα καθηµερινά προβλήµατα, τα οποία καλούνται να αντιµετωπίσουν οι ενώσεις. Ο Πάτναµ κινείται µάλλον σε µια τελείως διαφορετική κατεύθυνση, εφόσον υπογραµµίζει κυρίως τη σηµασία των ενώσεων στην ενδυνάµωση και τη σταθερότητα της διοίκησης. Ούτε είναι τυχαία η διαφορά τους στην αντιµετώπιση των πολιτικών ενώσεων. Ο Τοκβίλ διατυπώνει σοβαρές ανησυχίες για το ρόλο τους. πιστεύει ότι η δράση τους είναι ικανή να κλονίσει την εύρυθµη λειτουργία του κράτους και να οδηγήσει ένα έθνος στο χείλος της αναρχίας. Παρά τις επιφυλάξεις του, όµως, τάσσεται αναφανδόν υπέρ τους γιατί θεωρεί ότι από αυτές εξαρτάται η δηµιουργία και η διάρκεια όλων των άλλων ενώσεων. Για τον Τοκβίλ η ένταξη στις πολιτικές ενώσεις είναι πιό εύκολη από την ένταξη στις ιδιωτικές ενώσεις, εφόσον, από τη µια, δεν απαιτούν από τα µέλη τους να θέσουν σε κίνδυνο τα χρήµατά τους, όπως συµβαίνει στις περισσότερες ιδιωτικές 19

ενώσεις, ενώ, από την άλλη, η ευρύτητα των στόχων τους συσπειρώνει ένα σαφώς µεγαλύτερο αριθµό ατόµων απ’ ό,τι η διεκδίκηση περιορισµένων συµφερόντων από την πλευρά των ιδιωτικών ενώσεων. Η ευκολία ένταξης, σε συνδυασµό µε τις εµπειρίες που αποκοµίζουν τα µέλη τους, την υποταγή, δηλαδή, της θέλησης του καθενός στη θέληση των πολλών και την υπαγωγή των επιµέρους προσπαθειών στην κοινή δράση, καθιστούν τις πολιτικές ενώσεις απαραίτητα σχολεία της συλλογικής προσπάθειας. Στις πολιτικές ενώσεις µαθαίνουν οι άνθρωποι την τέχνη του συνεταιρίζεσθαι και συνειδητοποιούν την εξουσία που η τέχνη αυτή παρέχει. Μέσα από την εξοικείωση αυτή µαθαίνουν να την εφαρµόζουν στις µηπολιτικές υποθέσεις, σχηµατίζοντας ιδιωτικές ενώσεις. Η θερµή συνηγορία του Τοκβίλ υπέρ των πολιτικών ενώσεων δεν συναντιέται στον Πάτναµ, παρότι αυτός ο τελευταίος κηρύσσει το γάλλο στοχαστή «προστάτη άγιο των σύγχρονων θεωρητικών του κοινωνικού κεφαλαίου» (Putnam, 2000a: 292). Στο κρίσιµο αυτό σηµείο όµως ο Πάτναµ δεν ακολουθεί τον Τοκβίλ, εφόσον απαξιώνει τόσο τις πολιτικές ενώσεις όσο και τα κοινωνικά κινήµατα θεωρώντας ότι εντείνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις. Το παράδοξο ενός οπαδού µιας δραστήριας κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος σε όλο το έργο του τάσσεται υπέρ της δηµιουργίας πολλών ενώσεων, αρκεί αυτές να µην είναι πολιτικές και να µην αντιπροσωπεύουν διακριτά κοινωνικά συµφέροντα, µπορεί να εξηγηθεί µόνον αν τον εντάξουµε στην πλουραλιστική παράδοση. Ο Πάτναµ ως πλουραλιστής πιστεύει στην πολλαπλότητα των οριζόντιων ιδιωτικών ενώσεων. Η ύπαρξη αυτών των ενώσεων υπερβαίνει το ανάγλυφο της κοινωνικής διαφοροποίησης, µε τέτοιο τρόπο ώστε να µην εντείνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις. τότε συντελείται αυτό που αποτελεί και τον κύριο στόχο του, δηλαδή, την απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους (Foley & Edwards, 1996: 45). Καταληκτικά, πιστεύω ότι οι παραπάνω διαφορές, οι οποίες επισηµαίνονται όχι ανάµεσα σε δύο στοχαστές ισοδύναµου βεληνεκούς, αλλά ανάµεσα σε έναν πρωτοπόρο και στον 20

συνεχιστή του, πρέπει να αποδοθούν στο ότι σκέφτονται και γράφουν σε ριζικά διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες και στο ότι δεν κατατρέχονται από τους ίδιους ιδεολογικούς φόβους. Ο αριστοκράτης Τοκβίλ επιδιώκει µέσα από τις ενώσεις αφενός να γεφυρώσει τις ταξικές αντιπαραθέσεις που µε δεδοµένο τον απόηχο της γαλλικής Επανάστασης είναι ιδιαίτερα βίαιες στη Γαλλία του πρώτου µισού του 19ου αιώνα, και αφετέρου να προστατεύσει το φιλελεύθερο πολίτη απέναντι στις πιθανές επεµβάσεις ενός κράτους που θα µπορούσε να αποτελέσει όργανο στα χέρια των λαϊκών πλειοψηφιών που πρωτοεµφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας. Από την άλλη πλευρά, ο Πάτναµ, καθηγητής πολιτικής επιστήµης στο Harvard, ζώντας στην Αµερική του τέλους του 20ού αιώνα, σε µια εποχή, δηλαδή, κατά την οποία οι λαϊκές πλειοψηφίες έχουν ενσωµατωθεί στο κοινωνικό παιχνίδι της φιλελεύθερης δηµοκρατίας, έχει ως µέληµα την εύρυθµη λειτουργία αυτής της φιλελεύθερης δηµοκρατίας και όχι την προάσπισή της. Σταύρος Κωνσταντακόπουλος Υποσηµειώσεις [1] Για την επεξεργασία και χρήση της έννοιας στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα από τους Pierre Bourdieu και James Coleman, αλλά και από τον ίδιο τον Putnam βλ. Portes & Landolt (1996): 18-19 και Edwards & Foley (2001): 8-11. [2] Τις παραπάνω ενδιαφέρουσες σκέψεις του ο Τοκβίλ τις καταγράφει σε ιδιόχειρες σηµειώσεις οι οποίες φυλάσσονται σήµερα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστηµίου Yale, βλ. Pierson (1996):121-123. [3] Για µια καταλυτική κριτική του εγχειρήµατος του Putnam, όπως εκτίθεται στο συγκεκριµένο βιβλίο, βλ.:Tarrow (1996) [4] Χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι τα εµπειρικά δεδοµένα του Πάτναµ δεν τίθενται υπό αµφισβήτηση, βλ.: Fine (2003): 90-91 µε πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές στην παραπάνω

21

κατεύθυνση, αλλά και Lipset (1995): passim, Schudson (1996): passim. Βιβλιογραφία Besnier, Jean-Michel (1991): «Tocqueville et les associations», Cahiers de Philosophie Politique et Juridique 19, σελ. 75-82. (1999): «Tocqueville et la discussion libérale de la democratie». Στη συλλογή Histoire de la philosophie politique, τοµ. 4, Les critiques de la modernité politique (επιµέλεια Alain Renaut). Παρίσι: Calmann-Levy, σελ. 133-161.Edwards, Bob & Foley, Michael W. (2001): «Civil Society and Social Capital. A Primer». Στη συλλογή Beyond Tocqueville. Civil Society and the Social Capital Debate in Comparative Perspective. (επιµέλεια Bob Edwards - Michael W. Foley & Mario Diani). Hanover,NH/ Λονδίνο: University Press of New England, σελ. 1-14. Ehrenberg, John (2002): «Equality, Democracy, and Community from Tocqueville to Putnam». Στη συλλογή Social Capital. Critical Perspectives on Community and «Bowling Alone» (επιµέλεια Scott McLean - David Schultz & Manfred Steger ). Νέα Υόρκη/Λονδίνο: New York University Press, σελ. 50-73. Fine, Ben (2003): Social Capital versus Social Theory. Political Economy and Social Science at the Turn of the Millenium. Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Routledge. Foley, Michael W. & Edwards, Bob. (1996): «Τhe Paradox of Civil Society», Journal of Democracy 7(3), σελ. 38-52. Fried, Amy (2002): «The Strange Disappearance of Alexis de Tocqueville in Putnam’s Analysis of Social Capital». Στη συλλογή Social Capital. Critical Perspectives on Community and «Bowling Alone» (επιµέλεια Scott McLean - David Schultz & Manfred Steger ). Νέα Υόρκη/Λονδίνο: New York University Press, σελ. 21-49. 22

Κωνσταντακόπουλος, Σταύρος (1994): «Ο ατοµικισµός στη σκέψη του Alexis de Tocqueville», Αξιολογικά 7, σελ. 137-155. (2000): «Σχέσεις ατόµου και κοινωνίας: δύο ρεύµατα σκέψης». Στη συλλογή Σύγχρονα ρεύµατα στις κοινωνικές επιστήµες. (επιµέλεια Ι. Νέστορος, Β. Πεσµαζόγλου, Μ. Σαµατάς). Αθήνα: Τυπωθήτω/ Γ. ∆αρδανός, σελ. 93-98. Lipset, Seymour-Martin (1995): «Malaise and Resiliency in America», Journal of Democracy 6(3), σελ. 4-18 Pierson, George-Wilson (1996): Tocqueville in America. Επανεκτύπωση [1η έκδοση 1938]. Βαλτιµόρη,Maryland/Λονδίνο: John Hopkins University Press. Portes, Alejandro & Landolt, Patricia (1996): «The Downside of Social Capital», American Prospect 26, σελ. 18-21. Putnam, Robert D. -Leonardi, Robert & Nanetti, Rafaella Y. (1993): Making Democracy Work. Civic Traditions in Modern Italy. Princeton, NJ: Princeton University Press. Putnam, Robert D. (1993): «The Prosperous Community. Social Capital and Public Life.» The American Prospect 4 (13), από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.prospect.org (1995): «Bowling Alone: America’s Declining Social Capital», Journal of Democracy 6 (1), σελ. 65-78. (1996a): «The strange disappearance of civic America», The American Prospect 24, σελ. 34-48. (1996b): «Robert Putnam Responds», The American Prospect 7(25), από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.prospect.org (2000a): Bowling Alone. The Collapse and Revival of American Community. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster. (2000b): «Lonely in America». The Atlantic Monthly Schudson, Michael (1996): «What if Civic Life Didn’t Die?», The 23

American Prospect 7 (25), από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.prospect.org Tarrow, Sidney (1996): «Making Social Science Work Across Space and Time: A Critical Reflection on Robert Putnam’ s Making Democracy Work»,The American Political Science Review 90(2), σελ. 389-397. Tocqueville, Alexis de (1996-1997): Η δηµοκρατία στην Αµερική. Εισ. Γ. Μανιάτης. Μετφ. Μ. Λυκούδης. Αθήνα: Στοχαστής.

24

Related Documents

Alexis
October 2019 13
Alexis
June 2020 6
Alexis
November 2019 10

More Documents from ""

November 2019 3
November 2019 2
Tombaidis_oedb
November 2019 3
Ellines_mikras_asias
November 2019 1