ΕΛΠ10-ΤΟΜΟΣ Α΄-ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3 ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1.3.1 -- Για πολύ καιρό, το ευρύ κοινό έκανε διάκριση ανάμεσα στη “λαϊκή” ή “μαζική” κουλτούρα, ως υποδεέστερη ή υποβαθμισμένη κουλτούρα των “πολλών”, και την “υψηλή” κουλτούρα, ως τέχνη μιας εκλεκτής μειοψηφίας. Επίσης, επικρατούσε η άποψη ότι η Υψηλή Τέχνη περιλαμβάνει όλα εκείνα τα έργα και τα είδη τέχνης που διαθέτουν μια απόλυτη και διαχρονική καλλιτεχνική αξία στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Σήμερα, πιστεύεται ότι η τελευταία αυτή άποψη αντιστοιχεί στην απολυταρχική αντίληψη που χαρακτήριζε πάντα την ελίτ. Πράγματι, η σχετικιστική προσέγγιση των Mannheim και Bourdieu, συνδέει τη διάκριση ανάμεσα στη “λαϊκή” ή “μαζική” κουλτούρα και την “υψηλή” κουλτούρα με το φαινόμενο της ύπαρξης μιας οικονομικής και πολιτικής ελίτ, η οποία αξιολογεί τα έργα και τα είδη τέχνης, που χρησιμοποιεί, ως ανώτερα σε σχέση με εκείνα που χρησιμοποιούν οι κοινωνικά χαμηλότερες ομάδες· η πολιτισμική ιεραρχία που δημιουργείται επικυρώνει και νομιμοποιεί την υφιστάμενη κοινωνική ιεραρχία. Οι πρώτες πολιτισμικές διακρίσεις τέτοιου είδους αρχίζουν να εμφανίζονται ήδη από την αρχαιότητα, αλλά γίνονται πιο συστηματικές στη φεουδαρχική περίοδο του δυτικού πολιτισμού (8ος-18ος αιώνας). Σε όλη αυτή τη περίοδο, υπήρχε έντονη η σύγκρουση ανάμεσα στα αισθητικά ιδεώδη της αυλικής αριστοκρατίας και της ανερχόμενης αστικής τάξης, από τη μια πλευρά, και των λαϊκών στρωμάτων, από την άλλη. Κατά την Αναγέννηση, το πρότυπο υψηλής τέχνης που διαμορφώθηκε από τους αστούς διανοούμενους του ουμανισμού ήταν εμπνευσμένο από τη κλασική αρχαιότητα. Έτσι, η τέχνη της Αναγέννησης, γνωστή ως Κλασικισμός, είναι μια τέχνη ορθολογική. Η λογοτεχνία του κλασικισμού αντλεί από τα κείμενα της αρχαίας ελληνορωμαϊκής γραμματείας, ενώ οι εικαστικές και πλαστικές τέχνες ακολουθούν τους κλασικούς κανόνες όσον αφορά τη θεματολογία (ηρωικά/μυθολογικά ή ιστορικά θέματα) αλλά και τη τεχνοτροπία (λιτότητα, φυσική ακρίβεια, αρμονία, και μια ιδανική ομορφιά που είναι διαχρονική και οικουμενική). Ο Κλασικισμός καθιερώθηκε να ονομάζεται grand goϋt (μεγάλο ή υψηλό γούστο) το 1648, όταν τελικά οι αρχές του διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της ίδρυσης της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής και Γλυπτικής (Acadιmie Royale de Peinture et de Sculpture) στο Παρίσι. [Όμως, η ηθική και αισθητική αυστηρότητα του grand goϋt δεν το κατέστησε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές στην αυλική αριστοκρατία, η οποία προτιμούσε την διακόσμηση και την επιτήδευση, γι’αυτό και υιοθέτησε το μπαρόκ (17ος αι.) και το ροκοκό (τέλη 17ου/αρχές 18ου αι.). Η έννοια της “Υψηλής Τέχνης” πρωτοεμφανίζεται τον 18ο αι. με τον Νεοκλασικισμό, μια τέχνη της αστικής τάξης και των Διαφωτιστών, που αντιτίθεται μαχητικά στη τέχνη της αυλής (μπαρόκ, ροκοκό) και γίνεται η επίσημη τέχνη της Γαλλικής Επανάστασης. Το αισθητικό πρότυπο του Νεοκλασικισμού βασίζονταν στο ουμανιστικό πρότυπο του Κλασικισμού με τη διαφορά ότι είχε ένα ριζοσπαστικό προγραμματικό χαρακτήρα, και ονομάστηκε “Υψηλή Τέχνη” (High Art) το 1768, έτος ίδρυσης της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών/Royal Academy of Arts στο Λονδίνο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα χάρη στις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές. Τότε ορίστηκαν και οι αρχές της Υψηλής Τέχνης σύμφωνα με τους καλλιτεχνικούς κανόνες της κλασικής αρχαιότητας (βλ. παραπάνω, Κλασικισμός), ούτως ώστε η Υψηλή Τέχνη να στοχεύει στη πνευματική ανάταση και ηθική διάπλαση του κοινού. Η Υψηλή Τέχνη του Νεοκλασικισμού εκλαμβάνεται από τους Διαφωτιστές ως μέσο έκφρασης και αναβίωσης των κλασικών ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του πατριωτισμού και της αρετής του πολίτη, αλλά και ως δάσκαλος των αιώνιων και οικουμενικών αληθειών που αποκαλύπτουν ο Ορθός Λόγος και η Φύση. Η σύγχρονη έννοια της Υψηλής Τέχνης, ως τέχνης της κυρίαρχης πλέον αστικής τάξης, που αντιτίθεται στη τέχνη των λαϊκών μαζών, που ονομάζεται τώρα πλέον “Μαζική Κουλτούρα”, καθιερώνεται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα (εποχή νεωτερικότητας ή μοντερνισμού --εποχή εκβιομηχάνισης, αστικοποίησης και εκδημοκρατισμού της Δύσης). Όμως, ο ορισμός της Υψηλής Τέχνης διευρύνεται αισθητά τώρα, ώστε να συμπεριλάβει τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών όλων των παρελθόντων εποχών του δυτικού πολιτισμού. Τα έργα αυτά καθιερώνονται ως
“κλασικά” και θεωρείται ότι αποτελούν μια Μεγάλη Παράδοση ή έναν “κανόνα” με διαχρονική και οικουμενική αξία, και με παιδευτική και ηθικοπλαστική αποστολή (σύμφωνα με τον Arnold, ο κανόνας αυτός είναι “ό,τι το καλύτερο έχει σκεφτεί και πεί ο άνθρωπος”). Συγχρόνως, καθιερώνονται οι θεσμοί για την ευρεία διάδοση της Υψηλής Κουλτούρας (Ακαδημίες, Μουσεία, Θέατρα, Μέγαρα Μουσικής, Ωδεία κτλ.). Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικισμού, κάθε κράτος της Δύσης καθιέρωσε τον δικό του κανόνα υψηλής εθνικής τέχνης. ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1.3.2 --Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα σημειώθηκαν πολλές αντιδράσεις στον κανόνα της Υψηλής Τέχνης και τον Ακαδημαϊσμό από τα διαδοχικά καλλιτεχνικά ρεύματα του ιμπρεσιονισμού, κυβισμού, κονστρουκτιβισμού, φουτουρισμού, εξπρεσιονισμού και ντανταϊσμού, καθώς και της Avant-Garde (1890-1930) και του σουρρεαλισμού. Τελικά, όμως, όλα αυτά τα κινήματα καθιερώθηκαν και συμπεριλήφθηκαν στα μουσεία ως νεότερα μέλη της Υψηλής Τέχνης, συγκροτώντας αυτό που αποκαλούμε “Μοντέρνα Τέχνη”. --Όμως, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, η Υψηλή Τέχνη άρχισε να αμφισβητείται και να απομυθοποιείται συστηματικά. Μαζί της άρχισε να αμφισβητείται σοβαρά η ύπαρξη μιας πολιτισμικής ιεραρχίας και η διάκριση ανάμεσα στην Υψηλή- και τη μαζική κουλτούρα (βλ. επίσης 1.1.3). Η κριτική που εξασκήθηκε στην Υψηλή Τέχνη την παρουσιάζει ως • ένα είδος κοσμικής θρησκείας με τις ανάλογες τελετουργίες και τους θεσμούς της (Μουσεία, Θέατρα, Μέγαρα Μουσικής κτλ.) ως ναούς της τέχνης (W. Benjamin, σ. 86). Ανάγκη για κατάργηση αυτής της κοσμικής θρησκείας και για αποδέσμευση έργων τέχνης από τα Μουσεία-ναούς τέχνης μέσα από την ενίσχυση του παγκόσμιου “Μουσείου χωρίς τοίχους” -αυτού του “φανταστικού μουσείου”, που περιλαμβάνει τη τέχνη όλων των λαών και εποχών και που δημιούργησαν τα ΜΜΕ με την αναπαραγωγή των έργων τέχνης χάρη στα μέσα και τις τεχνικές της μαζικής κουλτούρας--, ούτως ώστε η τέχνη να γίνει προσιτή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (Malraux, σ. 87). • ελιτιστική και αστική (σ. 77, 88-89). Με βάση τη σχετικιστική προσέγγιση των Mannheim και Bourdieu, η Υψηλή Τέχνη είναι η τέχνη μιας οικονομικής και πολιτικής μειοψηφίας/ελίτ σε μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία. Η ελίτ αυτή αξιολογεί τα έργα και τα είδη τέχνης που χρησιμοποιεί ως ανώτερα σε σχέση με εκείνα που χρησιμοποιούν οι κατώτερες κοινωνικές ομάδες. Δημιουργείται, έτσι, μια πολιτισμική ιεραρχία, η οποία νομιμοποιεί την υφιστάμενη κοινωνική ιεραρχία. Σύμφωνα με τον Bourdieu, το κοινό που επισκέπτεται τα μουσεία είναι ταξικά καθορισμένο και αποτελείται κυρίως από την αστική τάξη, η οποία με τον τρόπο αυτό αποσκοπεί στην νομιμοποίηση της κυριαρχίας της. Έτσι, η αστική τάξη, αυτή η ίδια που ίδρυσε αρχικά τα Μουσεία, κατέληξε να συμπεριφέρεται όπως και η αριστοκρατία της προβιομηχανικής εποχής. • φετιχιστική (σ. 88-89). Οι αριστεροί Adorno και Horkheimer υποστηρίζουν ότι στις καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης, όπου ήδη από το 1900 η Υψηλή Τέχνη καταναλώνεται και χρησιμοποιείται επιδεικτικά από την αστική τάξη ως μέσο απόκτησης κοινωνικού γοήτρου, η κοινωνική ή εμπορική αξία (σε αντιδιαστολή με τη καλλιτεχνική αξία) του έργου τέχνης έγινε ένα πραγματικό φετίχ. • ανδροκρατική και πατριαρχική (σ. 89-90) • εθνοκεντρική και ευρωκεντρική (σ. 89-91· βλ. επίσης σ. 45) • αποικιοκρατική και ρατσιστική (σ. 90-91· βλ. επίσης σ. 45). Η αμφισβήτηση και απομυθοποίηση της Υψηλής Τέχνης είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση της Μεταμοντέρνας τέχνης, που είναι μια ανάμειξη Υψηλής και Μαζικής Τέχνης, παραδοσιακού και μοντέρνου, ιθαγενούς και αλλογενούς (δηλ. δυτικού και μη δυτικού). Πρόδρομος Μεταμοντέρνας τέχνης: ο σουρρεαλισμός ή υπερρεαλισμός (π.χ. Dali). Οι πρώτες εκδηλώσεις της Μεταμοντέρνας τέχνης εμφανίζονται με το ζωγραφικό κίνημα “ποπ-αρτ”/pop art της δεκαετίας 1960-1970 (Warhol, Lichtenstein, Altenbourg): χρήση κόμικς, διαφημίσεων, βιομηχανικού σχεδίου. Από το 1970-1980 και εξής, η μεταμοντέρνα προσέγγιση εξαπλώθηκε στα άλλα είδη τέχνης και ανέδειξε παντού (στις εικαστικές τέχνες, στη λογοτεχνία, τη μουσική,
το θέατρο και τον κινηματογράφο) πολλούς “ποιοτικούς” καλλιτέχνες, που συνδυάζουν τα μέσα της Μαζικής Τέχνης με τις τεχνικές της Υψηλής Τέχνης. Επικριτές Μεταμοντέρνας τέχνης Fredric Jameson : “[Η Μεταμοντέρνα τέχνη είναι] σύμπτωμα της ολοκληρωτικής εμπορευματοποίησης της τέχνης”. --Dwight Macdonald: “Οι ανταγωνιστές [Μαζική Κουλτούρα και Υψηλή Τέχνη] συγχωνεύτηκαν, όπως συμβαίνει συχνά στο κόσμο των επιχειρήσεων”. Γενικά, οι αριστεροί θεωρούν την Μεταμοντέρνα τέχνη ως μια κουλτούρα Μέσης Στάθμης, χλιαρή και πλαδαρή, μια κουλτούρα “κιτς”, που δεν ανεβάζει το επίπεδο της Μαζικής Κουλτούρας και διαφθείρει την Υψηλή Κουλτούρα. Υπερασπιστές Μεταμοντέρνας τέχνης: Karl Mannheim: “[Η Μεταμοντέρνα τέχνη είναι] αναγκαία συνέπεια του κοινωνικού και πολιτισμικού εκδημοκρατισμού της Δύσης”.