Είμαστε αθεράπευτα ερωτευμένοι με τη φωνή μας Από τον Αθανάσιο Ραούλη Είμαι βέβαιος πως οι αρχαίοι προγονοί μας, ακόμα και στο μεσουράνημα του<< χρυσού αιώνα>>, δε θα φιλοσοφούσαν από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί.Ασφαλώς θα έλεγαν και κουβεντούλες ασήμαντες, σίγουρα θα φλυαρούσαν μηδαμινότητες και αναμφίβολα στην αγορά θα σαχλαμάριζαν παρεούλες-παρεούλες. Επομένως είναι αφέλεια να απαιτείται από τους Νεοέλληνες, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, να φιλοσοφούν αδιάκοπα, μόνο και μόνο επειδή η σύγχρονη τεχνολογία τούς δίνει την ευκαιρία να βγαίνουν στην τηλεόραση και να μιλούν αχρεωστήτως.Έχουν το δημοκρατικό δικαίωμα και τις άρες τους να λένε και τις μάρες τους και να μετριέται με δημοσκόπηση και η ακροαματικότητά τους.Επί του προκειμένου δεν διαφωνεί κανείς, αρκεί να υπάρχει αντίλογος.Όμως ο αντίλογος προϋπο θέτει διάλογο και ο διάλογος είναι το μόνο που δε μας έστερξε ο Ύψιστος εν τη μεγαθυμία του.Όλα τα άλλα μάς τα έδωσε άφθονα.Την εξυπνάδα, την ικανότητα, την ευφράδεια, την καπατσοσύνη, την κουτοπονηριά και βάλε…Το διάλογο όμως όχι.Άγνωστες οι βουλές του Υψίστου και το δίχως άλλο θα έχει τους λόγους του. Ωστόσο με βάση το αξίωμα πως ο κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, προσπαθώ εδώ και χρόνια να βρω αποδείξεις ότι ακόμα και η εκ Θεού απουσία διαλόγου στο ρωμαίικο έχει εξαιρέσεις.Αναφέρομαι σε διαλέξεις, που προειδοποιούν ότι<<μετά το πέρας της ομιλίας θα επακολουθήσει συζήτηση>>.Παραβρέθηκα σε γενικές συνελεύσεις σωματείων και συλλόγων, σε συζητήσεις διοικητικών συμβουλίων, σε οργανωμένες τυπικές και άτυπες μαζώξεις.Κάθομαι σε καφενεία, παρακολουθώ τις Βουλές των απομάχων στην κεντρική πλατεία στα όρθια και με συγχρονισμένο βηματισμό δίκην θαλαμοφύλακα εν υπηρεσία αλλά και στα πάρκα.Σχεδόν παντού οχλοβουή ανεκδιήγητη και βαβούρα ασίγαστη, διάλογος όμως όχι.Ο καθένας το χαβά του. Η κωμικότερη πάντως παρερμηνεία του διαλόγου είναι όταν η κάθε κυβέρνηση τον επικαλείται στις επαφές της με τις διάφορες κοινωνικές ομάδες.Τότε, διάλογος σημαίνει την άκαμπτη στάση της κυβέρνησης προς ο,τιδήποτε είναι δυνατόν να την εκτροχιάσει από την προκαθορισμένη γραμμή της, ή το πιθανόν να την εκτρέψει από τη συντεταγμένη πλεύση της, καθώς και τη συχνή αμετακίνητη θέση των ομάδων από τα σιδηροπαγή αιτήματά τους και τις προαποφασισμένες αρνήσεις τους. Λειτουργ ώντας δε συνειρμικά μού έρχεται στο νου ο άλλος διάλογος, ο εθνικός για την Παιδεία μας, που ξέμεινε στο δρόμο λόγω ακρίβειας της βενζίνης..? Το συμπέρασμά μου είναι ότι διάλογος σε τούτο τον τόπο δεν μπορεί να γίνει παρόλες τις προσπάθειες και τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο Ο λόγος, βέβαια, δεν είναι μόνο η σκοπιμότητα αλλά πως ο Έλληνας είναι ανίατα ερωτευμένος με τη φωνή του και καθόλου με το αυτί του.Θέλει να την ακούει ακαταύπαυστα, να τη δημοσιοποιεί συχνά, να γεμίζει συνεχώς με τον αχό της χώρους και τόπους.Δεν τον απασχολεί το τι λέει.Φτάνει να λέει.
Δεν απέμεινε τηλεοπτικός σταθμός που να μη φιλοξενεί <<παντείδους>>(όπως θα τους έλεγε ο Μακρυγιάννης)εκπροσώπους της ρωμιοσύνης σε συζητήσεις επικαιρότητας.Τι υπουργοί, τι βουλευτές, τι πολιτευτές, τι δημοσιογράφοι, τι φιλόσοφοι και αριστείς του πνεύματος, τι, τι…Όλοι τους μοδάτα ντυμένοι μηδέ εξαιρουμένου του συντονιστή, με χτυπητές γραβάτες ανεξαρτήτου ηλικίας, φρέσκοι, χαρούμενοι, προσηνείς και καλοπροαίρετοι, με άψογη υποκριτική σωματική γλώσσα, έτοιμοι από καιρό για το ποιηματάκι τους ωσάν μαθητές σε σχολική γιορτή.Όμορφη εικόνα αγγελικά πλασμένη. Στην πρωτολογία όλοι τους ευγενείς και χαμηλόφωνοι, ενίοτε μοιράζουν φιλοφρονήσεις στους συζητητές τους και το άγχος τους είναι μη αδικηθούν στο χρόνο και για καλό και για κακό ρίχνουν και μια μπηχτή στην κατακλείδα της. Στο δεύτερο κύκλο της συζήτησης ο συντονιστής βλέποντας πως δεν υπάρχει ηλεκτρισμός στην κουβέντα μοιράζει καυτές ερωτήσεις ενώ οι συζητητές έχουν μονίμως στραμμένο το βλέμμα τους σε αυτόν για να τούς δοθεί ο λόγος.Το κλίμα της συζήτησης δυναμώνει, πρόσωπα συνοφρυώνονται, καθίσματα μετατοπίζονται, φωνές υψώνονται, παραδιάλογοι αναπτύσσονται μεταξύ τους, ατμόσφαιρα σεισμική. Ποιος μιλά δε γνωρίζουν αλλά ολονών οι κραυγές ακούγονται εκτός από τη φωνή του συντονιστή.Χείμαρρος πραγματικός άναρθρων λαρυγγισμών, ξεχειλίζει από την οθόνη.Μα τι λένε όλοι αυτοί, τι εννοούν, τι ζητούν, γιατί μιλούν, προς τι διαφωνούν.Ανεξιχνίαστο ευρετήριο.Η αοριστολογία, η ασημαντολογία, η τιπολογία και η ασυναρτησία κουβάρι μπερδεμένο που ούτε άκρη βρίσκεις ούτε νόημα βγάζεις ούτε μήνυμα πιάνεις.Οι αφέλειες που λέγονται, οι κοινοτοπίες που σφενδονίζονται, οι ακριτολογίες που διασκορπίζονται, ανταγωνίζονται επιδρομή ακρίδων.Τί να απομένει, άραγε, έπειτα από τέτοιο πέρασμα για να μπορέσεις να το σκεφτείς, να το συζητήσεις, να το δεχτείς ή να το απορρίψεις; Μόνο διάχυτα ηχηρά σώματα φράσεων χωρίς ψυχή. Τελευταία συνηθίζεται το πάνελ να κοσμείται με φανταζί νέες βουλευτίνες και όχι μόνο-ποσόστωσης γαρ επακόλουθο που τύφλα να έχουν τα μανεκέν.Στην πλειοψηφία τους ξανθιές αιθέριας ομορφιάς, με φροντισμένο εικονικό image και…με καλό σε ξέφρενους ρυθμούς πιπίγκι. Ουδείς κατηγορεί το ωραίο και ευφάνταστο, φτάνει να είναι στην ώρα του και προπάντων αληθινό. Ευτυχώς που η νεολαία μας τρώει πολύ λιγότερο κουτόχορτο σε σύγκριση με τους μεγάλους και σίγουρα δεν το χωνεύει.Κατάλαβε ότι το θέαμα με το κιλό της τηλεόρασης δεν είναι μήνυμα, δεν είναι πρότυπο ούτε φορέας ονείρων και δημιουργίας.Μας προσπερνά και καλά κάνει κατασκευάζοντας δικά της πρότυπα κρατώντας μόνο όσα αξίζουν.Δε μένει στα κίβδηλα που συνήθως την προσφέρουμε.Δεν ανέχεται τη μισή αλήθεια, γιατί γνωρίζει πως ισοδυναμεί με το πιο χοντρό ψέμμα.Όπως επίσης γνωρίζει πως μισή αλήθεια και μάλιστα γαρνιρισμένη με ανάλογο φτιασίδωμα είναι καλογυαλισμένο παπούτσι που όμως από κάτω είναι τρύπιο. Κοντολογίς, ασπάζεται την αυθεντία της λογικής και όχι την προβαλλόμενη κάθε φορά λογική της αυθεντίας. Τί να φταίει, λοιπόν, για αυτόν τον ατερμάτιστο φωνητικό ερωτισμό;
Μόνιμη απάντηση όλων μας η αγωγή μαζί με κάποιες εγγενείς αδυναμίες που έχουμε ως Έλληνες στην επικοινωνία μας με τους άλλους και που δεν επιτρέπει η φιλοξενία αυτής της γραφής να τις θυμήσουμε.Σκέφτομαι και πάλι δεν πείθομαι. Έρως και φωνή, το τελικό συμπέρασμα.Οι άνθρωποι αυτοί ακούνε, χαίρονται και θαυμάζουν μόνο τη φωνή τους και είναι τρισευτυχισμένοι.Όσο για μας μη και μη χειρότερα. Ας αδράξουμε, τουλάχιστον, την ευκαιρία αυτές τις γιορτινές ημέρες να ακούσουμε αγαθές φωνές, τις μόνο αγαθές φωνές από τα κάλαντα των παιδιών. Ο κ.Αθανάσιος Β. Ραούλης είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου, πρώην Περιφερειακός Δ/ντής Εκπαίδευσης Θεσσαλίας, πρώην Δημοτικός Σύμβουλος Λάρισας.
ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2006