Οι φόνοι Ο φάκελος ήταν έτοιμος. Είχα δουλέψει σκληρά με την επιμονή του πρωτάρη και από χρέος στην Κατερίνα. Σε ένα πρόχειρο σημείωμα κατέθετα τις σκέψεις μου για τα γεγονότα όπως τα πίστευα. Αναγνώριζα πως δεν υπήρχαν ικανά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά ένα ανεπίσημο χαρτί μπορούσε να δεχτεί τα συμπεράσματα που ήσαν βασισμένα και στη διαίσθηση. Ξανασκέφτηκα όσα θα έλεγα στον Πορφυρογένη. Όσο τα σκεφτόμουν τόσο λογικό μου φαινόταν να έχουν γίνει έτσι. Καθόμουν στον πέτρινο χιλιομετρητή. Ο κάμπος, η θάλασσα μακριά, το φιδίσιο ποτάμι αποφόρτισαν προσωρινά την κατάσταση. Ήταν τρομερή η πίεση των τελευταίων ημερών. Όλα ήσαν νωπά και θα παρέμεναν έτσι για πολύ καιρό. Στην πόλη ήταν το καθημερινό θέμα. Ο κόσμος σε κάθε ευκαιρία εκδήλωνε τη συμπάθεια στο πρόσωπο του τραγικού ήρωα: Πορφυρογένη. Γράμματα κατέκλυζαν το τμήμα, αλλά και προσωπικές επαφές με μας το πιστοποιούσαν. Είχε λείψει δέκα μέρες και αύριο θα επέστρεφε. Είχε αρνηθεί άδεια όσης διάρκειας χρειαζόταν μέχρι να αποσυρθεί. Αυτό θα γινόταν στα τέλη Αυγούστου. Ήμουν βέβαιος πως θα συμπεριφερόταν έτσι, όχι επειδή ήθελε να βρει τους δολοφόνους της κόρης του μόνο, αλλά για να κλείσει το κύκλο του ομαλά. Αργά το μεσημέρι και όταν η ζέστη του Ιούλη, είχε σκαρφαλώσει από τον κάμπο στο βουνό, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Στις δύο η ώρα το μεσημέρι εμφανίστηκε. Ένας ασυνήθιστος, ακαθόριστος θόρυβος με έκανε να κοιτάξω από το παράθυρο. Το αυτοκίνητο του κύλαγε σιγά-σιγά παράλληλα στο πεζοδρόμιο. Μπροστά στην πόρτα σταμάτησε. Ο φρουρός αποσπάστηκε από τη μικρή ξύλινη σκοπιά και έτρεξε να του ανοίξει. Ο Πορφυρογένης την είχε ήδη μισοανοίξει όταν τον σταμάτησε με ένα νεύμα του άλλου χεριού. Μέσα σε ένα βαθύ σκούρο κουστούμι βάδισε αργά προς την είσοδο. Στο διάδρομο, καθώς η άφιξη έγινε αστραπιαία γνωστή, βγήκαμε σχεδόν όλοι για να τον υποδεχτούμε. Μόλις φάνηκε, μας κοίταξε ανέκφραστα και συνέχισε προς το γραφείο του. Στην πόρτα κοντοστάθηκε γύρισε το κεφάλι και με αυτή τη βαθιά, επιβλητική φωνή είπε: «Σας ευχαριστώ όλους» Κανείς μας δε μίλησε. Πρόσεξα το χρώμα του νεκρού στο πρόσωπο του. Ήταν αυτό που είχε φανερά αλλάξει στην εξωτερική του όψη. Και αυτή η νηφαλιότητα που σε τρόμαζε! Έμοιαζε με το γέρο αφηγητή στο διήγημα του Πόε: Μπροστά στο σίγουρο θάνατο στη «Ρουφήχτρα του Μάελστρομ» Η μέρα συνεχιζόταν σα μια συνηθισμένη. Κλεισμένος μέσα στο γραφείο του δεν ζήτησε κανένα και κανένας μας δεν είχε διάθεση να τον ενοχλήσει. Κάποιοι είχαν αποχωρήσει και κάποιοι άλλοι ετοιμαζόντουσαν. Ο Μάρκος απέναντι, σηκώθηκε μάζεψε τα προσωπικά του και περίμενε την κοπέλα να φύγουν. Τελευταία τη συνόδευε άλλοτε για φαγητό, άλλοτε μέχρι το σπίτι, άλλοτε ως έξω, αλλά πάντα έφευγαν μαζί. Μετά από αυτούς συνήθως έφευγα και εγώ. «Κύριε Φιλώτα» Πετάχτηκα. Ήταν η φωνή του. Καθόταν στο γραφείο του με αναμμένο το μικρό φωτιστικό δίπλα του. Τα παράθυρα δεν ήταν ανοικτά. Δε θα άνοιγαν ποτέ. Το μισό πρόσωπό του φωτιζόταν αμυδρά και το άλλο μισό ήταν στο μισοσκόταδο. Δε μου έδωσε περιθώρια να πω κάτι. «Φέρε μου το φάκελο!» Επέστρεψα σύντομα. Μα πριν, σκέφτηκα να αφαιρέσω το πρόχειρο σημείωμα. Αμφιταλαντεύτηκα, αλλά τελικά το άφησα. «Αύριο στις οκτώ σπίτι μου» Πάνω στο μικρό τραπεζάκι τώρα ήσαν δύο τα γυναικεία πρόσωπα. Το ένα το είχα δει πολλές φορές. Το άλλο ήταν η Κατερίνα! Σε ηλικία δέκα οκτώ ετών περίπου, όρθια, με φόντο πίσω τα «γαρούφαλα του δειλινού». Είχε το κεφάλι γερμένο ελαφρά δεξιά και χαμογελούσε στο φακό! Μου είχε ανοίξει η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι. Περίμενα στο σαλόνι όπως μου υπέδειξε με το χέρι. Η γυναίκα έφυγε και ο Πορφυρογένης δεν εμφανιζόταν. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Κοιτούσα αφηρημένα γύρω και το μυαλό έτρεχε στη σύντομη γνωριμία με την Κατερίνα. Φάνηκε στην πόρτα που άνοιξε αριστερά πλάι μου. Ο ήλιος έδυε πίσω από τους λόφους και το σκοτάδι εισχωρούσε στο παγωμένο σπίτι. Δεν άναψε κανένα φως. «Διάβασα το σημείωμα σου κύριε Φιλώτα» «Ότι μπόρεσα έκανα» Δεν αναφέρθηκα στις σημειώσεις μου. «Έκανες αυτό που έπρεπε να γίνει. Από το χρόνο που είχες, συμπεραίνω πως δούλεψες σκληρά» Δε μου άφηνε περιθώρια να τον πλησιάσω. Να εκφράσω πάλι αυτά που αισθανόμουν. Μιλούσε αυστηρά, υπηρεσιακά. Συνέχισε μετά από μικρή διακοπή. «Δεν υπάρχει δολοφονία κύριε Φιλώτα!» Μου ήρθε σαν κεραυνός στο κεφάλι. «Νομίζω πως τεκμηριώνεται από τα ευρήματα. Δεν είναι συμπέρασμα που προέρχεται από τη διαίσθηση» «Στηρίζεις την εκδοχή στο κομμένο σωληνάκι. Ζήτησα σήμερα από τους εμπειρογνώμονες να ξανακάνουν αυτοψία. Με διαβεβαίωσαν κατηγορηματικά πως αυτό έγινε τη στιγμή που το αυτοκίνητο κατακρημνιζόταν» «Έχω τη μαρτυρία του άνθρωπου μου πως η τομή είναι σα να έχει γίνει με μαχαίρι!» «Οι εμπειρογνώμονες διαθέτουν περισσότερη πείρα και λιγότερη φαντασία. Ο άνθρωπος σου τα διαθέτει ανάποδα. Κύριε Φιλώτα πιστεύεις πως θέλω να συγκαλύψω το φόνο της κόρης μου;» Δύσκολα τα πράγματα όταν σε βάζουν να απαντήσεις εσύ. «Και το άτομο που τη συνόδευε;» ρωτάς. «Που είναι αυτό το άτομο; Στα συντρίμμια δεν βρέθηκε. Ήταν όμως δύσκολο να πηδήξει έξω. Αν στην πρώτη περίπτωση έχουμε τη μαρτυρία ενός νεαρού, εδώ έχουμε τη μαρτυρία ενός παιδιού οκτώ χρόνων. Έχουμε μόνο τη φαντασία. Εν πάση περιπτώσει το αφήνω ανοιχτό για έρευνα» Από την πορεία της συζήτησης προκύπτανε ανάμεικτα συναισθήματα. Απογοήτευση γιατί διαψευδόμουν σε αυτό που είχα πιστέψει, αλλά ανακούφιση με την πιθανότητα η Κατερίνα να ήταν θύμα δυστυχήματος.
-2Όμως η Κατερίνα δεν ήταν πια ανάμεσα μας! «Υπάρχει όμως κάτι άλλο παράξενο!» Τι μπορούσε να υπάρχει άλλο πια; «Ζήτησες να μάθεις τον κάτοχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε η Κατερίνα…» «Καθυστερούν αδικαιολόγητα κάτι που είναι τόσο εύκολο να γίνει» «..την ίδια μέρα απάντησαν. Έστειλαν την απάντηση σε μένα. Κύριε Φιλώτα. Το αμάξι είχε κλαπεί την προηγουμένη από τη Γλυφάδα!» Το κεφάλι μου βρισκόταν στη μέση μιας καταιγίδας. Η Κατερίνα οδηγούσε κλεμμένο αυτοκίνητο! Αδύνατον! Το είπα με πάθος. «Σε αυτό με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνο. Ο κύριος Δημητριάδης μίλησε με τον ιδιοκτήτη. Ανέλαβε να τον αποζημιώσει σα δωρεά στη μνήμη της κόρης μου. Όμως τα ερωτηματικά μένουν» «Ο άνθρωπος που ταξίδευε μαζί της. Αυτός της έστησε παγίδα!» «Επιμένεις στην άποψη σου» «Έχουμε και τη μαρτυρία του κηπουρού που δεν είναι παιδάκι» «Σου είπα πως θα ερευνηθεί» Έφυγα με πολλά ερωτηματικά. Η υπόθεση της Κατερίνας Πορφυρογένη έκλεισε πολύ σύντομα. Ένας άντρας παρουσιάστηκε και κατέθεσε πως ακολουθούσε το μοιραίο όχημα. Είδε το αυτοκίνητο ξαφνικά να χάνει την πορεία του στο δρόμο και να πέφτει στο γκρεμνό. Κατέθεσε πως κανένα άτομο δεν πήδηξε από το αυτοκίνητο. Δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την παρουσία άλλου ατόμου μέσα. Ο Πορφυρογένης, θεωρώντας ότι κάτι μου χρωστά, μου το ανακοίνωσε ο ίδιος. Ήταν η μοναδική φορά, από την τελευταία επίσκεψη στο σπίτι του, που αναφέρθηκε στο θέμα. Είχε κλείσει. Με τη λογική έκλεισε και για μένα. Με τη διαίσθηση παρέμενε ανεξήγητα, ανοικτό! Η υπόθεση του κλεμμένου αυτοκινήτου διέρρευσε παρά τη μυστικότητα της έρευνας. Οι εκδότες του τοπικού τύπου χειρίσθηκαν με λεπτότητα το θέμα. Στον αθηναϊκό όμως, δεν έγινε το ίδιο. Παρουσιάστηκε με σκληρότητα και έλλειψη σεβασμού που τον πλήγωσε. Μετρούσε μέρες στο σώμα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τη ζωή του στο μέλλον. Τίποτα πια δε θα μπορούσε να του κάνει κακό. Αλλά δεν ήταν έτσι! Το ποτήρι δεν είχε αδειάσει ακόμη! Λες και μια κατάρα πλανιόταν στην πόλη! Τόσες μέρες τώρα, μόλις καταλάγιαζαν τα γεγονότα και έμενε ο απόηχος να σβήνει και αυτός τελικά, κάτι νέο θα συντηρούσε την ένταση και θα αναζωπύρωνε την αναταραχή. Είχαμε για χρόνια χαθεί στη ρουτίνα και την καθημερινότητα, που τόσα πολλά γεγονότα και τόσες εντάσεις, σε τόσες λίγες μέρες, μας πέταξαν στη δίνη του κυκλώνα! Βρέθηκε ξημερώματα από μια νεαρή γυναίκα. Φαινόταν να κάθεται κάτω, ακουμπισμένος σε μια τεράστια πέτρα. Είχε τη μία παλάμη ακουμπισμένη στη ράχη του άλλου χεριού, και τα δύο πάνω στην καρδιά του. Όπως καθόταν, η κοπέλα πίστεψε πως κοιμόταν. Της φάνηκε έτσι που είχε τα δυο χέρια, σα να ήθελε να ευχαριστήσει τα άστρα, το φεγγάρι, που τον συντρόφεψαν τη νύχτα. Είχαμε μια πρωτότυπη ποιητική κατάθεση! Θα προσπερνούσε και θα έφευγε, αν δεν πρόσεχε πως ανάμεσα στα χέρια του κρατούσε τη λαβή ενός στιλέτου. Υπόθεσε πως το κοφτερό μέρος πρέπει να βρίσκεται μέσα στο σώμα του. Και αν αυτό συνέβαινε ο άνθρωπος ήταν νεκρός! Τότε έβαλε τις φωνές στις έξι το πρωί, σε αυτό το απόμερο σημείο. Πολύ σύντομα στήθηκε το γνώριμο σκηνικό. Σειρήνα ασθενοφόρου που είχε κάθε λόγο να χτυπάει δαιμονισμένα, σειρήνες δικές μας που δεν είχαν κανένα. Ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στο περίεργο πλήθος που διαρκώς ογκώνονταν και σε μας που προσπαθούσαμε να πάρουμε τα πρώτα μέτρα, χωρίς συνεννόηση αφού ο καθένας έδινε εντολές στον άλλον που δεν κρατούσε ούτε ο ίδιος. Σύντομα όμως άρχισε να μπαίνει μια τάξη. Ο νεκρός καλύφτηκε πρόχειρα και ο χώρος γύρω του σε μια μεγάλη απόσταση, εκκενώθηκε. Βοηθούσε που ήταν απόμερα. Λίγη ώρα αργότερα φάνηκε ο Πορφυρογένης. Ήταν όπως το τελευταίο καιρό: χλωμός, αδυνατισμένος, αυτός και οι σκέψεις του. Μέχρι το τέλος της μέρας γίνανε αυτά που έπρεπε να γίνουν στον τόπο του εγκλήματος και ο νεκρός μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Εκεί ο ιατροδικαστής με το τεκμήριο του επιστήμονα συνέχισε το σκίσιμο της σάρκας ώσπου να καταλήξει στο προφανές: θάνατος από στιλέτο στην καρδιά. Είδα το νεκρό στο ψυχρό μάρμαρο του νεκροτομείου. Ένας άντρας περίπου σαράντα χρόνων, συνηθισμένος, που ποτέ δε θα σου τράβαγε την προσοχή εκτός αν έπεφτε πάνω σου και έβριζε. Τα λίγα και απεριποίητα μαλλιά, είχανε πάρει το χρώμα του γκρίζου. Αν κοιτούσες προσεχτικά, διέκρινες μια έκπληξη που δεν είχε καλά προλάβει να πάρει θέση στο πρόσωπό του! Είχε δολοφονηθεί αργά την περασμένη νύχτα χωρίς να το καταλάβει. Ο φάκελος που σχηματίστηκε τις επόμενες μέρες ήταν φτωχός. Μία μαρτυρία της νεαρής γυναίκας, η ιατροδικαστική γνωμάτευση, κάποια απαραίτητα έγγραφα για αυτές τις περιπτώσεις και τα στοιχεία του νεκρού. Αναγνωρίστηκε από τη γυναίκα του, που έσπευσε αμέσως μόλις η είδηση κυκλοφόρησε στην πόλη. Έκλαιγε ήδη πριν μπει στο θάλαμο γιατί με τη διαίσθηση της είχε καταλάβει πως ο νεκρός, ήταν ο άνδρας της. Αυτό κατάθεσε τις επόμενες μέρες. Την κατάθεση την πήρε ο ίδιος ο Πορφυρογένης στο γραφείο του, χωρίς την παρουσία κανενός. Διέρρευσε πως ο άνδρας της δέχτηκε ένα τηλεφώνημα νωρίς το μοιραίο βράδυ. Τέτοια τηλεφωνήματα δεχόταν συχνά γιατί η δουλειά του ήταν μεταφορέας. Έφυγε ανήσυχος. Στην ερώτηση της γυναίκας του: «Τι συμβαίνει;» απάντησε: «Μην ανησυχείς δε συμβαίνει τίποτα. Μια δουλειά μου έτυχε» Πρόσεξε πως έφυγε με το με το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Βρέθηκε παρκαρισμένο προσεχτικά ανάμεσα σε δύο άλλα εκατό μέτρα μακριά από το σημείο της δολοφονίας. Ο τόπος που διαπράχτηκε το έγκλημα επιβεβαιώθηκε πως ήταν ο ίδιος που βρέθηκε ο νεκρός. Ποια ήταν τα συμπεράσματα; Αυτό το ερώτημα βασάνιζε και την κυρία Όλγα. Έστειλε την Έλλη να με φωνάξει.
-3«Ελάτε κύριε Ιάσονα σας ζητάει η μαμά» Το χαμόγελο ήταν έτοιμο να σκάσει σαν ανοιξιάτικο μπουμπούκι. «Τι μου ετοιμάζει;» «Ερωτήσεις!» Μόλις είχα ξυπνήσει από το μεσημεριανό ύπνο. Δεν κρατούσε πολύ αλλά ήταν απαραίτητος για την αναζωογόνηση. «Ε, ρίχτε και κάτι πάνω σας, είναι και η κυρία Περιστεράκη βλέπετε» «Δηλαδή τι να βάλω;» «Προτείνω τη στολή σας! Θα τις εντυπωσιάσετε! Μετά η γνώμη σας θα έχει άλλο βάρος» «Για στάσου Έλλη. Η κυρία Περιστεράκη; Ερωτήσεις; τι εννοείς;» Μου εξήγησε. «Πες πως δεν μπορώ. Καταλαβαίνεις πως η άποψη μου θα κάνει το γύρω της γειτονιάς. Με τις απαραίτητες προσθήκες στην κατεύθυνση του εντυπωσιασμού» Πήγε και γύρισε αμέσως. «Σπείρατε την απογοήτευση στις γηραιές κυρίες! Έλλειψης σεβασμού!» Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πλάι μου. Έσκυψε το κεφάλι στο πάτωμα. «Εμένα μου έχετε εμπιστοσύνη;» «Απόλυτη» «Θα μπορούσατε να μου πείτε;» Της εξήγησα πως αυτά που θα άκουγε ήταν δικές μου σκέψεις. Δε γνώριζα στοιχεία της κατάθεσης, όπως κανείς, εκτός από το Πορφυρογένη. Ο άντρας είχε παρασυρθεί στο σημείο του φόνου από το θύτη. «Θύτη; Τι θα πει αυτό;» Της έδωσα μια χαϊδευτική με το χέρι στο μηρό. Τσίριξε πιο πολύ από χαρά. «Τώρα ήσουν το θύμα και εγώ ο θύτης. Αυτό θα πει!» Μου έσκασε ένα ξαφνικό φιλί στο μάγουλο. «Εγώ τι είμαι τώρα;» «Γαϊδούρι!» Συνέχισα τις εκτιμήσεις. Οι δυο φαίνεται πως γνωριζόντουσαν και δεν πρέπει να υπήρχε κάποια φανερή έχθρα ανάμεσα τους. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο νεκρός. Κάποια στιγμή εντελώς ξαφνικά, του έμπηξε το στιλέτο βαθιά στην καρδιά. Ο θάνατος έφτασε αμέσως σα να περίμενε δίπλα. «Πώς είσαστε σίγουρος για αυτά που λέτε;» «Υποθέσεις κάνω» «Γιατί κάνατε αυτή την υπόθεση και όχι κάποια άλλη;» «Φαίνεται πως πήγε στο ραντεβού με το αυτοκίνητο. Εκεί συνάντησε το δολοφόνο του. Αυτός επειδή είχε πρόθεση να τον σκοτώσει τον έπεισε να πάνε μερικά μέτρα πιο μακριά, απόμερα. Πριν καταλάβει τις προθέσεις του, τον σκότωσε» «Ο θύτης!» «Ο θύτης» «Είσαστε βέβαιος πως το θύμα ήταν ανυποψίαστο;» Αμάν αυτά τα παιδιά με τις ερωτήσεις. Φυτρώνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας! Μία απαντάς δύο σου κάνουν! «Η έκφραση του νεκρού δεν έδειχνε ούτε φόβο, ούτε αγωνία. Δεν πρόλαβε να εξωτερικεύσει, αν πρόλαβε να αισθανθεί κάτι. Κόπηκε η ζωή του ακαριαία» «Στη σχολή τα μάθατε όλα αυτά κύριε Ιάσονα;» Την κοίταξα. Έψαχνα το πρόσωπο της για ίχνος κοροϊδίας. Μιλούσε σοβαρά. «Σας ευχαριστώ που με εμπιστευθήκατε. Μπορώ να μην τα ξεχάσω, αλλά να τα έχω στο μυαλό μου;» Τότε σκέφτηκα να της προτείνω να στραφεί στις νομικές επιστήμες. Θα γινόταν μια εξαιρετική δικηγόρος. Με πολύ χαριτωμένη παρουσία. Δεύτερος φόνος! Η κατάσταση γινόταν πλέον ανησυχητική. Αυτή τη φορά ο θάνατος είχε έρθει από τη δυτική πλευρά της πόλης. Είχε τόσες πολλές ομοιότητες με τον πρώτο, που θα μπορούσες για συντομία να πάρεις το φάκελο και να αλλάξεις το όνομα του νεκρού. Βρέθηκε ξημερώματα από ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι. Έγινε και αυτός απόμερα και μόνο κάποιος που ήθελε να βρεθεί μακριά από αδιάκριτα μάτια θα μπορούσε να το βρει. Ο νεαρός ειδοποίησε την αστυνομία και όταν χρειάστηκε να αιτιολογήσει την παρουσία του τέτοια ώρα εκεί, αναγκάστηκε να αναφέρει και τη σύντροφό του, φοβούμενος χειρότερο μπλέξιμο. Η κοπέλα δυσφορούσε με αυτή την εξέλιξη που την έφερνε στο προσκήνιο. Στα χέρια του Πορφυρογένη υπήρχαν τώρα δύο υποθέσεις. Οι ενδείξεις οδηγούσαν στον ίδιο δολοφόνο. Ο τρόπος δράσης, το στιλέτο όμοιου τύπου με αυτό που είχε χρησιμοποιηθεί στον πρώτο φόνο, ακόμη και η ώρα. Το πρώτο πράγμα που θέλεις να βρεις, δεν είναι ο δολοφόνος που δε σε περιμένει να τον συλλάβεις δίπλα στο πτώμα, αλλά το κίνητρο που θα σε οδηγήσει σε αυτόν. Απέκλεισα την εκδοχή της ληστείας. Είχανε βρεθεί χρήματα στις τσέπες τους. Μήπως ήταν έργο μανιακού; Ούτε και αυτή με ικανοποιούσε. Τα θύματα είχαν δεχτεί μια μαχαιριά στο μέρος της καρδιάς. Ο μανιακός δε θα σταματούσε εκεί. Όποια θεωρία και αν εξέταζα σκόνταφτε εδώ: τα θύματα λες και είχαν ακολουθήσει ανυποψίαστα τον άγνωστο δολοφόνο. Ήταν κάποιος γνωστός τους; Πάνω σε αυτό το συλλογισμό πίστευα, χωρίς να ξέρω, πρέπει να βάδιζε ο Πορφυρογένης. Έμελλε να ερευνηθεί το περιβάλλον τους. Ο δεύτερος νεκρός δεν κατοικούσε στην πόλη. Ήταν εργάτης γης και περιστασιακά εργαζόταν εδώ. Όταν δεν υπάρχει ενημέρωση, οι φήμες αναλαμβάνουν να καλύψουν το κενό. Ο τύπος παρακολουθούσε προσεχτικά τα δρώμενα και έγραφε περισσότερο για τα γεγονότα και λιγότερο τις εκτιμήσεις. Ο σεβασμός στο πρόσωπο του διοικητή με το προσωπικό του δράμα ακόμη νωπό, τους έκανε να συμπεριφέρονται έτσι. Οι πολίτες ανησυχούσαν. Δεύτερος φόνος σε λίγες μέρες! Από την εποχή των Γερμανών Ντούφτ και Μπασενάουερ είχαν να δουν φόνο.
-4Ένα μεσημέρι στο εστιατόριο άκουσα για πρώτη φορά δίπλα μου να αποκαλούν το δολοφόνο «δράκο». Από εκείνη τη στιγμή το άκουσα πολλές φορές. Η λέξη δολοφόνος δημιουργεί αποκρουστικό συναίσθημα, αλλά η λέξη δράκος, πανικό. Ο δράκος μας αφορά όλους, ο δολοφόνος ένα επιλεγμένο πρόσωπο. Η πρωτοβουλία ανήκε στο Μάρκο. Ζήτησε από το Μηνά, το Γρηγόρη, την κοπέλα και μερικούς ακόμη, να μη φύγουν το μεσημέρι. Μου προξένησε έκπληξη όταν ζήτησε και από μένα το ίδιο. Και μάλιστα αυτοπροσώπως. «Κύριε Φιλώτα» μου μιλούσε με πολύ σοβαρό ύφος «μπορείς να μείνεις για μια μικρή σύσκεψη το μεσημέρι;» «Ποιο είναι το θέμα;» «Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί» Ρώτησα αν είναι ενήμερος ο διοικητής. «Θέλω πρώτα να ξέρω τις απόψεις σας» Ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις πριν αποφασίσω τι θα κάνω. «Κύριε Φιλώτα, στο παρελθόν μας χώρισαν πολλά και στο μέλλον περισσότερα. Τώρα δεν υπάρχει προσωπική διαφορά. Μπορούμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε κάτι κοινό χωρίς να ξεχάσουμε τις διαφορές μας. Τουλάχιστον δεν τις ξεχνώ εγώ!» «Βασανίζω το μυαλό μου αλλά δε βρίσκω το κοινό» «Ξέρω τις δυνατότητες σου για αυτό θα στο πω εγώ! Πρέπει να βοηθήσουμε τον Πορφυρογένη. Σηκώνει όλο το βάρος μόνος του. Σε λίγο φεύγει. Πρέπει να ξεκουραστεί πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό του. Προτείνω να του ζητήσουμε να αναθέσει σε όλους μας τις έρευνες και αν αρνηθεί, έχω την εναλλακτική: όλα κάτω από την στενή εποπτεία του» «Προχωρήστε μόνοι σας. Ξέρει τι κάνει» «Δυστυχώς είναι το μόνο σημείο στο οποίο αναγνωρίζω την υπεροχή σου. Η γνώμη σου βαραίνει στον Πορφυρογένη. Λοιπόν;» «Όχι!» «Θα προχωρήσω χωρίς εσένα! Έπρεπε να ακούσω το Μηνά όταν έλεγε:«κάνε ότι νομίζεις, αλλά έχεις χάσει δέκα λεπτά από τη ζωή σου!» Η σύσκεψη έγινε το ίδιο απόγευμα. Το αποτέλεσμα μου ήταν τόσο γνωστό, όσο και ο δολοφόνος. Εγώ πήρα το Hillman για μια βόλτα στο μέρος που συνήθιζα. Η επιστροφή έγινε λίγο πριν πλαγιάσει ο ήλιος. Μόλις πήρα τη μικρή ανηφορική στροφή πριν το σπίτι την είδα μπροστά μου! Ήταν αργά να προσποιηθώ πως δεν πήγαινα να παρκάρω κάτω από το δέντρο δίπλα στο δικό της. Σταμάτησα αλλά δεν βγήκα αμέσως. Έκανα πως έψαχνα να βρω κάτι. Δεν προσποιούμουνα. Την αυτοκυριαρχία και την ψυχραιμία έψαχνα. Αλλά δεν την ψάχνουν με αυτό τον τρόπο και μέσα στο ντουλαπάκι! Ήμουν βέβαιος πως με περίμενε. Με κολάκευε, με αναστάτωνε και πίστευα σε αυτή την υποψία. Τη στιγμή που βγήκα είχε γυρισμένη την πλάτη και σκούπιζε τον ουρανό στο κόκκινου Φίατ. Γύρισε το κεφάλι ενώ συνέχιζε. Μου χαμογέλασε «Γεια σας» «Γεια» Τι άλλο να πω; Πέρασα δίπλα. Γύρισε το κορμί και με τα λεπτά χέρια της έστριψε το υγρό πανί. Μερικές σταγόνες έπεσαν στη γη. Μου είπε χαμηλόφωνα: «Πρότεινα να μην κάνουμε τίποτα!» «Θέλεις να σε βοηθήσω;» Δεν τον είχα προσέξει. Καθόταν σε μια πέτρα κάτω από τον πυκνό ίσκιο με ένα τσίγκινο κουτί λεμονάδας στο χέρι. Κάποιος είχε κεράσει το «ελαττωματικό γονίδιο» της γειτονιάς. Ήταν το κατά Λουκά προσωνύμιο. «Ευχαριστώ Αγγελή. Φέρε μου λίγο νερό ακόμη» του απάντησε τρυφερά. Έριξε το τσίγκινο κουτί ψηλά και πριν αυτό βρει γη, το κλώτσησε με δύναμη. Κάπου μπήκε γκολ, γιατί ο Αγγελής σήκωσε και τα δυο χέρια ψηλά, πανηγυρίζοντας. Μετά έτρεξε να φέρει νερό. Η κοπέλα γέλασε. Έκανα το ίδιο από αμηχανία. «Εσείς γιατί;» Απόφευγα τις μεγάλες προτάσεις. Ακούμπησε στο φτερό. Φορούσε ένα πρόχειρο πολύχρωμο φόρεμα. Ψηλά στο μπούστο, ένα πιαστράκι με πολλά πόδια έκλεινε το άνοιγμα. Και στολή φυλακής να φορούσε πάλι πανέμορφη θα ήταν! Σήκωσε τα μάτια από κάτω σιγά – σιγά. Υγρά λυπημένα. Αλλά γελαστά! «Πιστεύω στη γνώμη σας!» «Αγγελή πρόσεχε!» Τον είχε δει με την άκρη του ματιού. Ο Αγγελής βρέθηκε στο έδαφος. Έσκυψε τρυφερά πάνω του και του χάιδεψε τα μαλλιά. Αυτός ήσυχος σα σκύλος που του τρίβουν την κοιλιά ανάσκελα, γουργούριζε, πονούσε και γέλαγε ευχαριστημένος. Τώρα θα ήταν συχνά τα στραβοπατήματα! Με το θόρυβο που έκανε ο κουβάς πέφτοντας, κατέβηκε η Έλλη στην εξώπορτα. Αφού μας είδε όλους, μου είπε: «Μπορώ να σας πω κύριε Ιάσονα;» Ανεβήκαμε τα ξύλινα σκαλοπάτια. Στη μέση τη ρώτησα τι θέλει. «Τι ήθελα; τι ήθελα;» αναρωτήθηκε ξύνοντας το κεφάλι με παιδική χάρη. Αυτό το παιδί θα το σκοτώσω μια μέρα! Βόρεια-ανατολικά από το κέντρο της πόλης και πριν ο δρόμος πάρει τον ανήφορο προς το παλιό νεκροταφείο, πριν μερικά χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη, έφερε στο φως τις Προιτίδες Πύλες. Μια από της εφτά της αρχαίας Πόλης. Εδώ, απέναντι στον ξιπασμένο Τυδέα που όρισε πορθητή ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής όρισε υπερασπιστή: «… αντίμαχος ο ψυχωμένος γιος του Αστακού που η ρίζα του κρατάει από τους σπαρτούς, ο Μελάνιππος.. » Σήμερα μερικές τεράστιες πέτρες ριγμένες καταγής, άτακτα, θυμίζουν την περίφημη αρχαία Πύλη. Μεσάνυχτα. Η πόλη το καλοκαίρι κοιμάται αργά αλλά στην περιοχή αυτή, η κίνηση είναι από νωρίς περιορισμένη. Χαμηλά σπίτια, που με τον καιρό μεγάλωσαν και απέκτησαν πάνω τους ορόφους για να στεγάσουν τα όνειρα αυτών
-5που ήθελαν να «σηκωθούνε λίγο ψηλότερα». Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το σπίτι της κυρίας Όλγας. Κοντά εκεί που ο Μελάνιππος συνάντησε το Τυδέα, δύο άτομα συναντήθηκαν λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Ο ένας έφυγε παίρνοντας μαζί του την ταυτότητα του και αφήνοντας νεκρό τον άλλο με ένα μαχαίρι στο μέρος της καρδιάς! Κανείς δεν είδε τίποτα! Τρίτος φόνος ! Πριν εξιχνιαστούν οι δυο προηγούμενοι, τρίτος φόνος! Όμοιος. Μόνο το όνομα του νεκρού άλλαζε και ο τόπος. Τι θα ακολουθούσε ; Τι συνέβαινε; Η κατάσταση γινόταν επικίνδυνη. Ο δράκος χτυπούσε πάντα νύχτα! Ο κόσμος έπρεπε να προσέχει το βράδυ! Να κυκλοφορεί έξω αν είναι απαραίτητο και όχι απόμερα. Όλοι κινδυνεύουν! Χρειαζόταν βοήθεια η τοπική αστυνομία. Εκτιμήσεις, ερωτήσεις, αμφισβητήσεις, άρχισαν να πληθαίνουν από την επομένη μέρα. Τα καθημερινά προβλήματα, τα προσωπικά, τα επαγγελματικά, όλα έμπαιναν στη χοάνη και από κάτω έβγαιναν: οι φόνοι και ο πανικός. Βρέθηκα πρώτος γιατί δεν γινόταν να βρεθώ δεύτερος. Άκουσα τη φωνή που καλούσε «βοήθεια». Ήμουν πολύ κοντά στο σημείο του φόνου. Έτρεξα με όση ταχύτητα είχα. Η γυναίκα στεκόταν στην άκρη του δρόμου και έδειχνε με το χέρι. Πίσω από τη μεγάλη πέτρα βρισκόταν ξαπλωμένος ένας άνδρας! Ήταν πανσέληνος και η σελήνη ψηλά, αρκετά λαμπρή, φώτιζε την περιοχή. Κάποια παραθυρόφυλλα άνοιξαν με πάταγο και από κάποιες πόρτες δειλά – δειλά άρχισαν να ξεπροβάλουν κεφάλια. Καθώς περνούσαν τα λεπτά, ξεθάρρευαν και όλο πλησίαζαν προς το μέρος που βρισκόμουν. Το βουητό πλήθαινε και ο κόσμος πλήθαινε και αυτός. Μέσα στο πλήθος ξεχώρισα τη ψιλή σιλουέτα της. «Κύριε Φιλώτα είσαστε καλά;» άπλωσε το χέρι σα να ήθελε να το διαπιστώσει, αλλά το τράβηξε γρήγορα. «Έχουμε και άλλο νεκρό!» Ο κόσμος έφτανε σχεδόν πάνω από το θύμα. Μπήκα μπροστά σα να ήθελα να τον προστατεύσω. Η κοπέλα γύρισε στο πλήθος. «Μείνετε μακριά παρακαλώ» Σε άλλες στιγμές αυτό μπορούσε να είχε αποτέλεσμα. Τώρα μόνο οι πρώτοι προσπάθησαν να κάνουν μισό βήμα πίσω, αλλά βρήκαν το χώρο κατειλημμένο. «Θα τηλεφωνήσω στο τμήμα» Προχώρησε και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κάποιος έσπρωξε την πόρτα και της έδειξε πρόθυμα με το χέρι το εσωτερικό. Ο ψίθυρος γύρω έπαιρνε βουή ανέμου. Άλλοι που δεν ξάπλωσαν ποτέ, ντυμένοι με τα ρούχα της εξόδου και άλλοι που τα έριξαν πρόχειρα πάνω στις πιζάμες και γυναίκες με νυχτικά. Και αυτή η βουή να αλλάζει σε οργή, κατάρα, λόγια γεμάτα φόβο. Ρωτούσαν τον διπλανό τους για τον νεκρό. Όσοι τον είδανε, όλοι είπανε πως δε τον γνώριζαν. Κάποιοι νεοφερμένοι έσπρωχναν και έχωναν τα κεφάλια στα πλευρά των μπροστινών. Και εγώ σαν τον Μελάνιππο μπροστά στην Πύλη υπερασπιζόμουν το νεκρό. Γύρισα και τον κοίταξα. Δεν ανησυχούσε πια. Είχε προσπαθήσει να κρατηθεί από τη κορυφή της τεράστιας πέτρας. Καθώς η ζωή έφευγε, πήρε μαζί της και τις δυνάμεις του. Και πρέπει να είχε πολλές, γιατί ήταν ένα ψηλό γεροδεμένο παλικάρι που δεν πρόλαβε να γιορτάσει τα τριάντα του. Ήταν πολύ όμορφος με πλούσια μαλλιά. Το βλέμμα ήταν στραμμένο προς τον ουρανό σα να ήθελε να μετρήσει την απόσταση που είχε μπροστά του. Από μακριά ακούστηκαν οι σειρήνες που στρίγκλιζαν. Μουσική υπόκρουση στη τραγωδία που μόλις είχε αρχίσει. Από το ασθενοφόρο κατέβηκαν τρέχοντας ανάμεσα στον κόσμο, γιατροί, τραυματιοφορείς και ο οδηγός του. Ο γιατρός αφού έσκυψε πάνω του είπε αυτό που ήξερα: «Είναι νεκρός!» Ο Μάρκος, ο Μηνάς και άλλοι έπιασαν έργο. Ο κόσμος αρχικά, πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μια νέα επέλαση, τους έκανε να σκορπίσουν στα γύρω στενά. Πολλοί φιλοξενήθηκαν στα αντικρινά σπίτια και αυτό φάνηκε στα μπαλκόνια που μάζεψαν τόσο κόσμο που ήταν αδύνατον να μένουν όλοι εκεί. Από τη σιγουριά της απόστασης και του μισοσκόταδου, άρχισαν να εκτοξεύουν δηκτικά σχόλια για την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα μας. Μερικά τα βρήκα απολαυστικά! «Ο δράκος σκότωσε πάλι» άκουσα πολλές φορές να ενημερώνονται αυτοί που ερχόντουσαν καθυστερημένα, από αυτούς που είχαν ήδη αποκρυσταλλώσει γνώμη. Ο διοικητής ήρθε με καθυστέρηση. Δεν είχε βρεθεί σπίτι. Ο άνθρωπος που τον περίμενε έξω, μέσα στο περιπολικό, τον ενημέρωσε βιαστικά για το συμβάν. Η βουή του κόσμου κόπασε. Ο Πορφυρογένης μέσα στη νύχτα, πιο ωχρός από το νεκρό πλησίασε το πτώμα. Κοίταζε χωρίς να λυγίσει το κορμί του. Μετά γύρισε στο Μάρκο: «Ξέρουμε ποιος είναι;» «Ακόμη όχι!» «Κάντε αυτά που πρέπει. Θα τα πούμε αύριο» Έφυγε χωρίς να πει κάτι άλλο. Έτρεφα μεγάλη συμπάθεια στον άνθρωπο που ήταν αντίκρυ. Ήταν δημοσιογράφος, αφεντικό της εφημερίδας «ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ» στην πόλη. Η έδρα της εφημερίδας ήταν στην πρωτεύουσα του νομού. Παρακολουθούσα ταχτικά τη στήλη του και διάβαζα με ενδιαφέρον τα άρθρα. Δε συναντιόμασταν συχνά, αλλά όσες φορές είχε τύχει να γίνει, πάντα ανανέωνα την εκτίμηση μου. Η πρωτοβουλία της σημερινής συνάντησης, δύο μέρες μετά τον τρίτο φόνο, ήταν δική του. Δική μου παράκληση ήταν να συναντηθούμε μακριά από την πόλη. Το κλίμα ευνοούσε παρεξηγήσεις. Δέκα τρία χιλιόμετρα, ανατολικά, σε ένα μικρό χωριό. Στη μοναδική ταβέρνα και κάπως παράμερα, τα λέγαμε από νωρίς. Ο Δημοσθένης Δουγέκος ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα. Καλοφτιαγμένος, ψηλός όσο και εγώ, με καλοχτενισμένα μαλλιά και προσεγμένο ντύσιμο. Κουβαλούσε πάντα μαζί του μια ακριβή, δερμάτινη τσάντα. Είχε
-6όμως ένα τρωτό σημείο. Όπως ο Αχιλλέας! Το στόμα του τραβούσε αριστερά πάνω και σου έδινε την εντύπωση πως διαρκώς εμπιστευόταν κάτι στο αυτί του. Δεν ξέρω αν ήταν αποτέλεσμα κάποιου ελαφρού εγκεφαλικού ή «αστοχία υλικού». Κρίμα γιατί αυτό ήταν που δέσμευε πρώτα το μάτι του συνομιλητή. Εμένα, όχι πια! Μετά τα ορεκτικά και τα γενικόλογα, ο Δουγέκος έσκυψε προς το μέρος μου. «Πιστεύεις Ιάσονα πως τα δύο γεγονότα σχετίζονται;» «Ποια θεωρείς δύο;» «Ένα, την κλοπή, την καταστροφή των πινακίδων, την έκρηξη στο οικόπεδο και το θάνατο της κόρης του Πορφυρογένη. Άλλο, τους τρεις φόνους που έχουν γίνει μέχρι τώρα» «Δεν ξέρω τι είναι εκείνο που μπορεί να συνδέει τις δύο περιπτώσεις. Όμως στην πρώτη θα πρέπει να εξαιρέσουμε το θάνατο της Κατερίνας. Ήταν δυστύχημα» «Πιστεύεις αυτό που λες;» «Η πραγματογνωμοσύνη αυτό απέδειξε. Τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορεί να υπάρχει σχέση;» «Στην αρχή η διαίσθηση. Ξαφνικά, στην ήσυχη πόλη μας, συμβαίνουν φοβερά γεγονότα. Είναι σύμπτωση;» «Υπάρχει και κάτι άλλο τώρα;» «Ακριβώς. Ο Πορφυρογένης έχει αναλάβει μόνος του χωρίς βοήθεια τις έρευνες. Αυτό έχει κάνει εντύπωση. Η πιο λογική αντίδραση μετά το προσωπικό του δράμα, είναι να αναθέσει σε άλλο πρόσωπο της έρευνες και σε περίπτωση που δεν θεωρεί κανένα κατάλληλο να ζητήσει από αλλού συνδρομή» «Αυτός είναι ο λόγος που σχετίζεις τις δυο υποθέσεις;» «Όχι! αυτός είναι ο λόγος που δεν γνωρίζεις στοιχεία της έρευνας. Εγώ σα δημοσιογράφος μπορώ παράλληλα με την αστυνομία να κάνω τις δικές μου, χωρίς να την εμποδίζω. Το δεύτερο θύμα δούλευε το τελευταίο δίμηνο στο λατομείο από όπου έκλεψαν την εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιήθηκε» Με ξάφνιασε. «Οι άλλοι δυο;» «Εδώ αδυνατίζει προς το παρόν ο συσχετισμός. Ο πρώτος νεκρός, γνωστός μεταφορέας της περιοχής, θα μπορούσε να είχε κάποια σχέση, όμως το τελευταίο θύμα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο παζλ» Ο Δουγέκος είχε κάνει καλή δουλειά. «Τι γνωρίζεις για τον τρίτο νεκρό ;» Το όνομα του δε μου έλεγε τίποτα. Έμενε στην Αθήνα και στους κύκλους που κινιόταν είχε τη φήμη συνοδού ναυαγισμένων υπάρξεων που τα είχανε όλα χάσει, εκτός από τα χρήματα. Τώρα που ξανάφερα στο νου μου το παρουσιαστικό του, κατάλαβα πως αυτή τη δουλειά μπορούσε να την κάνει με επιτυχία. Ο ταβερνιάρης στάθηκε πάνω στο κεφάλι μας με φορτωμένο δίσκο. Από τα ηχεία, άρχισαν να παρελαύνουν τραγούδια του εξήντα. Δυο ζευγάρια που είχανε ξεκινήσει την οινοποσία πρώιμα, σηκώθηκαν και άρχισαν να λικνίζουν τα κορμιά τους. Ο ένας από τους άνδρες, ακολουθούσε δικό του ρυθμό, ενώ οι άλλοι χόρευαν εξαίσια με το σώμα, αλλά πιο πολύ με την ψυχή. «Το επόμενο θύμα θα δείξει αν είναι σωστός ο συλλογισμός μου» είπε προφητικά. «Είσαι σίγουρος και για άλλο νεκρό;» «Από διαίσθηση» Ήταν ικανός να βρει το δολοφόνο με τη διαίσθηση. Του το είπα. Γέλασε. «Την εμπιστεύομαι. Από αυτήν ξεκινάω για να φτάσω στις αποδείξεις. Λοιπόν Ιάσονα στη δουλειά μου με έχει βοηθήσει πολύ» «Γενικεύεται η αίσθηση πως έχουμε να κάνουμε με μανιακό. Αυτή η εξήγηση τον πανικοβάλλει» «Εσύ το πιστεύεις;» «Όχι! Ο μανιακός δε σκοτώνει με αυτό τον τρόπο. Ο δολοφόνος επιτίθεται ξαφνικά και τα σκοτώνει ή είναι γνωστός τους και τα πείθει να τον ακολουθήσουν. Όμως ο κόσμος δε σκέφτεται έτσι» «Όσο δεν υπάρχει ενημέρωση από σας, ο κόσμος θα πλάθει δράκους και ο πανικός θα σκεπάσει τα πάντα» «Η εφημερίδα σου γιατί δεν ενημερώνει; Έτσι, όλοι θα πάψουν να θεωρούν τον εαυτό τους υποψήφιο θύμα αφού δε θα βρίσκουν λόγο, αλλά και όσοι έχουν κάποιο λόγο να φοβούνται, θα γίνουν προσεκτικότεροι» «Ακούγεται σαν ιδέα καλή. Μπορεί να μετριάσει το φόβου. Όμως η στάση του Πορφυρογένη μας προβληματίζει. Ίσως μετά από επαφή μαζί του, να μπορέσουμε να δημοσιεύσουμε τις απόψεις μας» «Ζητάς και εσύ να μεσολαβήσω;» Γέλασε. «Εννοείς πως αυτό βλέπεις πίσω από τη σημερινή μου πρόταση; Όχι! Αν το αποφασίσω θα το επιδιώξω μόνος μου» Καθόμουν με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Είδα πολλούς να εγκαταλείπουν το χορό και σιγά – σιγά να κάθονται στο τραπέζι. Μόνο η Γκρέυ από τα μεγάφωνα συνέχιζε να λέει πως θα πάει να τραγουδήσει στο «πιο ψηλότερο βουνό» «Κοίτα!» Ο Δουγέκος έσκυψε μπροστά. Δε γύρισα. Μόλις είχα διαπιστώσει πως μπορούσα να το κάνω χωρίς να γυρίσω. Στον απέναντι τοίχο, ένας παλιός, ξεθωριασμένος καθρέφτης-«Καλημέρα» αντανακλούσε το είδωλο του Μάρκου και του Μηνά. «Γιατί σταμάτησαν;» «Δεν καταλαβαίνεις;» είπε με κάπως πονηρό ύφος. «Όχι! Θα ήταν παράλογο να τους φοβηθούν» «Να φοβηθούν; Ποιους αυτούς;» Γέλασε πάλι. «Για να θαυμάσουν σταμάτησαν!» Ο καθρέφτης έκρυβε τη μισή αλήθεια. Την άλλη μισή την είδα περιστρέφοντας το σώμα. Μαζί τους ήταν και η Αποστόλου! Δεν μας είχαν προσέξει. Προχωρούσε αργά με το υπέροχο βάδισμα και ένα μισό χαμόγελο στα χείλη. Παραμέριζαν για τη διευκολύνουν να περάσει κάποιοι από ευγένεια, κάποιοι από δουλικότητα και κάποιοι άλλοι που μπέρδευαν περισσότερο τα πράγματα αντί να διευκολύνουν. Στον καθένα χάριζε και το άλλο μισό.
-7Έκατσαν στο βάθος μακριά μας. Τα βλέμματα όλων, άλλα διακριτικά, άλλα όχι, τους συντρόφευαν. Αλλά και οι ματιές του Μάρκου και του Μηνά σάρωναν το χώρο. Τους κολάκευε να τους κοιτούν. Η Αποστόλου καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στο τραπέζι μας. Με τα δυο της χέρια μάζεψε τα μαλλιά της πίσω και έπειτα τα άφησε να πέσουν στους ώμους. Στήριξε με το αριστερό χέρι το σαγόνι και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Το σέρβις του μαγαζιού ήταν αστραπιαίο. Πάνω τους βρέθηκε όλο το προσωπικό. Καθώς ο Μάρκος σήκωνε τα μάτια, μια να δει το ταβερνιάρη και μια να συμβουλευτεί την Αποστόλου, μια από τις ματιές αστόχησε και έπεσε πάνω μας. Φάνηκε να ενοχλείτε. Δεν ξανακοίταξα. «Πανέμορφη κοπέλα..» Ο Δουγέκος με συνέφερε. «…πανέμορφη και γλυκιά. Απορώ τι βρίσκει σε αυτά τα ζώα» συνέχισε. Τον κοίταξα προσπαθώντας να θυμηθώ που είχε διακοπεί η συζήτηση μας. «Κοίτα» είπα «αν θεωρήσω κάποια στιγμή κατάλληλη, θα το κάνω» «Ποιο πράγμα;» ρώτησε ξαφνιασμένος. «Να μιλήσω στο Πορφυρογένη» «Είσαι βέβαιος πως θέλεις να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση;» «Η γνώμη σου με βοηθάει να δω την κατάσταση με άλλο μάτι» «Η γνώμη μου για την Αποστόλου;» «Δε μου προσφέρει τίποτα. Είναι φανερό πως είναι πολύ όμορφη» «Λύσε μου μια απορία» Δεν περίμενε να συγκατανεύσω. Έσκυψε πάνω από μισοτελειωμένη χωριάτικη. «Γιατί δεν κάνει μαζί σου παρέα; Στη θέση της δε θα σε άφηνα σε χλωρό κλαδί» Ο από μηχανής θεός φάνηκε με τη μορφή μιας πήλινης κανάτας γεμάτη κρασί. Μπήκε κάτω από τα ρουθούνια μας την ώρα που ήμασταν σκυμμένοι. «Από το συνάδελφό σου, κερασμένη» είπε ο ταβερνιάρης. Τραβήξαμε πίσω τα κεφάλια. Ο Δημοσθένης γέμισε δυο ποτήρια. «Τώρα πρέπει να τα σηκώσουμε στην υγειά τους. Εμπρός λοιπόν μας κοιτούν!» «Δεν παν στο διάβολο!» «Κοίτα, για τους δύο συμφωνώ. Αλλά είναι και η κοπέλα» Σηκώσαμε τα ποτήρια. Του Δημοσθένη πέρασε το ύψος του κεφαλιού. Το δικό μου όχι. Την ίδια ώρα ο Καζαντζίδης βασανιζότανε «.. μες στου Βελγίου τις στοές…» Η Αποστόλου όπως κρατούσε το κεφάλι με το χέρι το έστριψε πάνω από το ώμο της. Σήκωσε τα μάτια και μας κοίταξε. Μας έστειλε ότι καλύτερο μπορούσε: ένα πλατύ, υπέροχο χαμόγελο. Το κράτησα για τον εαυτό μου! «Θεέ μου! Άλλο ένα τέτοιο κοίταγμα και θα το χύσω πάνω μου!» Η ώρα περνούσε. Κάποιοι νεαροί σηκώθηκαν κορδωμένοι σαν τον φαντάρο της «Ευδοκίας» να χορέψουν το βαρύ αντρίκειο, μοναχικό χορό. Κάποιοι εντυπωσίαζαν με τις χορευτικές τους φιγούρες. Ένας νεαρός, που κάθε μέρα έδενε το κορμί του στα χωράφια, ξεθαρρεμένος από το μεθύσι, πλησίασε με ανοιχτά τα χέρια την Αποστόλου σαν το Χριστό του Ρίου και άρχισε να χορεύει μπροστά της. Τον κοίταξε χαμογελώντας. Ο νεαρός ξεθάρρεψε. Έκανε νόημα να σηκωθεί. Η κοπέλα ίσα που κούνησε ανεπαίσθητα, αριστερά – δεξιά το κεφάλι, αρνητικά. Άρχισε όμως να του κρατάει ρυθμό, χτυπώντας τα χέρια της. Σε λίγο είχανε μαζευτεί όλοι γύρω του, γονατιστοί και στη μέση αυτός, δίπλωνε, ανασηκωνόταν, περιστρεφόταν πότε αργά, πότε πιο γρήγορα. Από το πρόσωπο του ξεπηδούσαν χοντρές σταγόνες ιδρώτα. Η παρέα του, δυο νεαροί της ίδιας ηλικίας, τον κερνούσαν. Αυτός έπινε και συνέχιζε. Ο Μάρκος έδειχνε φανερά ενοχλημένος, αλλά δεν τόλμησε να κάνει κάτι. Η Αποστόλου φαινόταν να διασκεδάζει. «Θα του μείνει αξέχαστη η σημερινή νύχτα του νεαρού» προέβλεψε ο Δημοσθένης «αύριο, ξεμέθυστος, θα αντιληφθεί πόση είναι η απόσταση που τους χωρίζει» Καθώς ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, ένοιωσα το Δουγέκο να με σκουντάει. «Σε σένα μιλούσα τόση ώρα» «Σε άκουγα Δημοσθένη!» Δεν έλεγα ψέματα. Μόνο που υπολόγιζα και τη δική μου απόσταση. Ξαφνικά η Αποστόλου σηκώθηκε. Το ζεϊμπέκικο έμεινε στη μέση. Ο νεαρός κρέμασε τα χέρια του. Οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω της, γονάτισαν και άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια. Τους κοίταξε όλους αργά σαν να τους ευχαριστούσε. Ξαφνικά σήκωσε τα χέρια στο ύψος των ώμων. Οι καρποί ήταν λυγισμένοι κάτω. Τίναξε πίσω το κεφάλι και με τα δάχτυλα των χεριών κρατούσε το ρυθμό. Τώρα οι νεαροί χτυπούσαν με περισσότερο πάθος τα χέρια. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα πάνω της με θαυμασμό. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα και το κεφάλι ριγμένο πίσω. Ο νεαρός γονάτισε και τη συνόδευε κοιτώντας την με θαυμασμό. « .. οι συμφορές αμέτρητες δεν έχει ο κόσμος άλλες…» «Δεν επιδοκιμάζεις;» ρώτησε ο Δημοσθένης και με σκούντησε. Βρήκα σύντομα το ρυθμό και ακολούθησα τους άλλους. Κάποια στιγμή κατέβασε το κεφάλι άνοιξε τα υπέροχα μάτια και μας κοίταξε. Χαμογέλασε και έκανε μερικά βήματα προς το τραπέζι μας. Ο ανθρώπινος κύκλος μετακινήθηκε τόσο, όσο και το κέντρο του. Συνεχίσαμε να κρατάμε το ρυθμό όλοι, έτσι που τα λόγια είχανε σκεπαστεί από τα ρυθμικά χτυπήματα. Μόλις τέλειωσαν οι συμφορές του Τάσου Λειβαδίτη, άρχισε ο Μάρκος με τις δικές του: « θα πάω να εύρω μια σπηλιά με πέτρες και με χώμα και κει θα αφήσω κόκαλα ζωή, ψυχή και σώμα..» Εμείς συνεχίζαμε. Ο νεαρός με περισσότερη θέρμη και ο χορός σε διονυσιακή έξαψη. Το πάθος ξεχείλιζε. Ο γιος του ταβερνιάρη, κρυμμένος στον πάγκο και πάνω στο πικ- απ, άλλαξε με σβελτάδα το δίσκο μόλις τέλειωσαν τα λόγια της απελπισίας. Οι πρώτες νότες του Ζορμπά πλημμύρισαν την αίθουσα. Ο νεαρός με ένα άλλον της παρέας το ίδιο ψηλό, σήκωσαν τα χέρια στο ύψος των ώμων. Είχανε βάλει στη μέση την κοπέλα. Σήκωσε και αυτή τα δικά της. Τώρα βλέπαμε στην αίθουσα τρεις ψηλούς σταυρούς. Έτσι που τους έβλεπα καθιστός, έμοιαζαν με τους σταυρούς τη μέρα της σταύρωσης στον «Κρανίου Τόπο» Τα χέρια δέθηκαν. Τα πόδια κινούσαν το σώμα πότε αριστερά, πότε δεξιά, πότε πίσω. Όταν ο ρυθμός απαιτούσε βήματα εμπρός, πλησίαζαν σχεδόν στο τραπέζι μας. Τότε τα μάτια της άνοιγαν και κάρφωνε το βλέμμα στο δικό μου. Ένοιωθα υπέροχα και έδειχνα τη χαρά μου χτυπώντας πιο δυνατά τα χέρια σαν παιδάκι που του αγόρασαν παιχνίδι.
-8Ο Μάρκος με το Μηνά πίνανε ασταμάτητα. Η έκφραση πρόδιδε νευρικότητα. Παραμένανε κομπάρσοι. Οι ανάσες ακουγόντουσαν ολοένα και πιο δυνατές, κοφτές, ρυθμικές, καθώς γινόντουσαν τα βήματα τους πιο γρήγορα. Έβγαζαν από μέσα τους το πάθος σα λάβα που βρήκε διέξοδο. Όλοι οι θαμώνες τους συντρόφευαν με σφυρίγματα ενθουσιασμού, κραυγές και δυνατά χτυπήματα των χεριών στο ρυθμό του τραγουδιού. Ένα απίστευτο χορευτικό κρεσέντο! Ήταν η στιγμή που οι ήρωες του Καζαντζάκη αποδεχόντουσαν την καταστροφή και μετουσίωναν την απελπισία σε αστείρευτη ενέργεια. Όταν ο χορός πήρε δαιμονιώδη ρυθμό, η Αποστόλου πέταξε τα παπούτσια της με εκπληκτική άνεση. Ο Μάρκος και ο Μηνάς έπιναν. Ο Χορός ατελείωτος. Οι χορευτές λαχανιασμένοι σε έκσταση σαν τις Μαινάδες στις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Τα μαλλιά της κοπέλας κυμάτιζαν αριστερά, δεξιά, πότε κάλυπταν το μισό πρόσωπό της, πότε το άλλο μισό και πότε τα τίναζε πίσω. Το στητό κορμί της, τώρα είχε σπάσει σε πολλά κομμάτια που το κάθε ένα χόρευε μόνο του, αλλά σε αρμονία με τα υπόλοιπα. Οι δυο νεαροί είχαν ιδρώσει από την έξαψη παρά από τον δαιμονιώδη ρυθμό. Δίπλα ο Δουγέκος δεν είχε πάψει να χτυπάει τα χέρια του και να σφυράει, στέλνοντας το σφύριγμα σε λάθος κατεύθυνση. «Δεν είναι υπέροχη;» «Είναι!» Η μουσική σταμάτησε ξαφνικά. Όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Έλυσαν τα χέρια τους. Η κοπέλα διόρθωσε τα μαλλιά και έστειλε χαμόγελα στο χώρο για να τα μοιραστούμε. Πήρε το αριστερό παπούτσι, σχημάτισε ένα τρίγωνο με τα πόδια και το φόρεσε. Το άλλο ήταν δίπλα μου. Πλησίασε. Ένοιωσα την καυτή ανάσα και το άρωμα της. Βρέθηκα να το κρατάω στο χέρι. Με κοίταζε στα μάτια. Το πρόσωπο της είχε σοβαρέψει. Το πήρε από το απλωμένο χέρι μου και πριν κάνει μισό βήμα πίσω την άκουσα να λέει : «Θα αργήσει να ξημερώσει!» Το φόρεσε με τον ίδιο τρόπο. Γύρισε στην παρέα της. Τότε σηκώθηκε ο Μάρκος. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα με το πόδι. Η φωνή του ακούστηκε βροντερή: «Ένα ζεϊμπέκικο!» Ο μικρός από τη βιασύνη του πανικού, του έσυρε τη βελόνα στο βινύλιο. Ο τραγουδιστής πανικόβλητος έβγαλε μια τσιριχτή φωνή και όταν κατάλαβε το λάθος του, το ξανάπιασε από την αρχή. Ο Μηνάς γονατιστός του κρατούσε το ρυθμό. Γύρω όλοι τους κοίταζαν. Χόρευε όμορφα ο Μάρκος. Τόσα βράδια το κορμί του είχε μάθει όλα τα μυστικά του χορού. Κοιτούσε πιο πολύ το δάπεδο, αλλά που και πού σήκωνε το κεφάλι ψηλά με μισόκλειστα τα μάτια. Οι στροφές συνοδευόντουσαν από φιγούρες που τις εκτελούσε με άψογο τρόπο. Τότε, τα χέρια δίπλωναν γύρω από το σώμα, όπως τα φίδια στον Λαοκόωντα. Δεν ήταν τέλειος ο Μάρκος. Τα γόνατα του, πότε το ένα και πότε το άλλο άγγιζαν το πάτωμα και έπειτα τίναζε το σώμα του ψηλά και το επαναλάμβανε άλλη μια φορά. Τότε η κοιλιά του ανεβοκατέβαινε σαν πιστόνι καραβίσια ντηζελομηχανής. Οι νεαροί που είχανε συνοδέψει την κοπέλα στο χορό, σηκώθηκαν, γονάτισαν δίπλα στο Μηνά και άρχισαν να χτυπούν τα χέρια στο ρυθμό του τραγουδιού. Σε μια χορευτική στροφή ο Μάρκος τους πρόσεξε. Σταμάτησε μπροστά τους, το σώμα του διέγραψε μικρή τροχιά ανάποδου εκκρεμές και με άγρια φωνή πρόσταξε: «Χαθείτε από μπροστά μου!» «Δεν ακούτε;» επανέλαβε ο Μηνάς μετά το ίδιο τρόπο. Οι νεαροί κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις προς το Μάρκο. Ο σωματώδης άντρας, κινήθηκε με ανοιχτά τα χέρια και σάρωσε ότι βρήκε μπροστά του. Κάποιες καρέκλες αναποδογύρισαν και κάποια γυαλικά βρέθηκαν στο πάτωμα, σπασμένα. Φωνές αποδοκιμασίας ακούστηκαν από όλες τις πλευρές. Οι περισσότερες, εκεί που κοίταγε η πλάτη του καθώς αυτή γύριζε όπως γύριζε το πρόσωπό του σα ραντάρ να εντοπίσει το επόμενο θύμα. «Νομίζω πως πρέπει να τον συγκρατήσεις» Κοίταξα το Δουγέκο. «Κάντο καλύτερα εσύ!» «Με τον τρόπο που μπορώ, θα αργήσω. Ως τότε θα έχει καταστρέψει το σύμπαν!» Ο Μάρκος στητός, θεόρατος, έφερε ένα γύρο με το κεφάλι του ικανοποιημένος που οι θαμώνες βάλανε την ουρά στα σκέλια. «Από την αρχή!» διέταξε. Είδαμε πάλι το θέαμα από την αρχή. Κάποιες ειρωνείες καλυμμένες, μετά πιο ξεκάθαρες, μικρά σφυρίγματα και κρυφογελάσματα γέμισαν πάλι το χώρο. Ξαναμμένος μετά το σύντομο επεισόδιο, ο Μάρκος άργησε να το καταλάβει. Σταμάτησε απότομα. Με τα χέρια απλωμένα και το κεφάλι σκυφτό σαν το γεράκι που κατοπτεύει το θύμα του. Το σήκωσε αργά, ενώ άφησε τα χέρια να πέσουν στα πλευρά του. «Οι άνδρες να βγουν μπροστά. Αν απόμειναν!» Κανείς δεν κουνήθηκε. Γέλασε μεθυσμένα. Ο Δουγέκος σηκώθηκε πριν προλάβω να τον συγκρατήσω. «Σηκώθηκα!» «Κάτσε κάτω δημοσιογράφε!» «Μάζεψε τον» συνέχισε ο Δουγέκος μιλώντας προς τη μεριά του Μηνά. Ο Μάρκος κινήθηκε απειλητικά προς το τραπέζι μας. Γύρω, άρχισαν να ξεθαρρεύουν και να φωνάζουν. Η κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Τότε είδα την κοπέλα να σηκώνεται. Βάδισε στη μέση της αίθουσας. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στην ηλεκτρισμένη αίθουσα. Μέσα στη ησυχία ακούστηκε παράξενα η βραχνή η φωνή της. «Σας παρακαλώ ας το ξεχάσουμε!» Κοίταξε στα μάτια ο Μάρκο. Χαλάρωσε το σώμα του και έκατσε στην καρέκλα. «Δεσποινίς Αποστόλου!» Γύρισε ξαφνιασμένη. Της είχε φωνάξει ο Δουγέκος. Με κοίταξε στα μάτια σα να περίμενε από μένα τη συνέχεια. «Θέλω να σας ευχαριστήσω που αποτρέψατε τα χειρότερα» «Σε αυτούς που δεν έδωσαν συνέχεια, ανήκουν οι ευχαριστίες» Γύρισε να φύγει. «Δεσποινίς Αποστόλου στην κατάσταση που βρίσκονται οι φίλοι σας, είναι επικίνδυνο να ταξιδεύσετε μαζί τους. Θα είναι χαρά μας να σας συνοδεύσουμε» Οι πρωτοβουλίες του Δουγέκου με αναστάτωναν. Η κοπέλα έμεινε για λίγο αμίλητη, αναποφάσιστη. «Δεν μπορώ να τους αφήσω» είπε σιγά «ήρθαμε παρέα. Τώρα με έχουν ανάγκη. Σας ευχαριστώ και τους δυο σας»
-9Γύρισε στους δυο. Σε λίγο σηκώθηκαν. Ο Μάρκος είχε ξαναβρεί το κέφι του. Κοίταξε την αίθουσα με ένα πλατύ μεθυσμένο χαμόγελο και με αβέβαια βήματα βγήκε στη νύχτα. Έξω όπως συνήθιζε, τράβηξε από κάπου το πιστόλι και σημάδεψε ένα αστέρι. Ο Μηνάς, όπως συνήθιζε του το κατέβασε. Αν ήταν κάθε φορά που μεθούσε ο Μάρκος να πυροβολήσει ένα αστέρι, θα είχε καταστρέψει το Γαλαξία! Σε λίγη ώρα φύγαμε και εμείς. Στο δρόμο ο Δημοσθένης μιλούσε συνεχώς για την κοπέλα. Όταν διαπίστωσε πως έκανε μονόλογο, γύρισε την κουβέντα στην κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη. Του ζήτησα να με αφήσει μακριά από το σπίτι. Με κοίταξε με παράξενο ύφος. «Δε φοβάσαι; Δες η πόλη έχει νεκρώσει!» «Μου υποβάλεις το φόβο;» «Σε προειδοποιώ» Τον ευχαρίστησα και χωρίσαμε. Είχα ανάγκη να περπατήσω πριν κοιμηθώ. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Η σκέψη ήταν σε αυτή. Την ξανάδα να χορεύει, να κοιτά. Της ξανάδωσα το παπούτσι με πιο σίγουρο τρόπο αυτή τη φορά και ένα πλατύ χαμόγελο. Ήξερα να συμπεριφέρομαι με λεπτότητα στο κουδούνι της εξώπορτας όταν δεν ήμουν αφηρημένος. Άνοιξα με τόση προσοχή που ο ήχος σχεδόν έσβησε πριν ακουστεί. Το ίδιο έκανα και στα ξύλινα σκαλοπάτια. Το τρίτο, άφησε ένα μικρό παράπονο. Κάτι με παρακίνησε να γυρίσω το κεφάλι αριστερά. Την είδα να κάθεται στο μισοσκόταδο στο δεύτερο σκαλοπάτι. Ήμουν σε δύσκολη θέση. Κοίταξα τα αποθέματα θάρρους. Αστεία πράγματα. Όμως το αποφάσισα και αμέσως αναρωτήθηκα που πήγαινα. Το κεφάλι της συνόδευε την πορεία μου. «Δεσποινίς Αποστόλου!» «Ναι;» είπε με ταραχή. «Είσαστε καλά;» «Σας περίμενα!» Τα πόδια μου λίγο έλειψε να με προδώσουν. «Πώς;» ήθελα να ήμουν σίγουρος για αυτό που άκουσα. «Σας περίμενα!» επανέλαβε και άρχισε να χάνει και εκείνη το θάρρος. «Αν είχα έρθει πρώτος θα σας περίμενα εγώ!» Τα λόγια σα να χτύπησαν στον απέναντι τοίχο, γύρισαν αντίλαλος στα αυτιά μου. Τότε συνειδητοποίησα τι είχα πει. Με άλλες συνθήκες, το φως που άναψε στο δωμάτιο της κυρά Όλγας, θα ήταν αιτία να τα βάλω με την κακοδαιμονία μου. Τώρα ήταν λυτρωτικό, γιατί είχα φτάσει την κουβέντα τόσο μακριά που δεν ήμουν έτοιμος για το παραπέρα βήμα. Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια. Έγειρε το σώμα της και το κεφάλι της με πλησίασε αρκετά. Πάλι τα αρώματα της ξεχύθηκαν γύρω. Στύλωσε τα υπέροχα μάτια της στα δικά μου και ψιθύρισε βιαστικά. «Δε θα ξεχάσω αυτή τη νύχτα!» Γύρισε και ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά. Δεύτερο φως άναψε τώρα. Έξω από την πόρτα της κυρα Όλγας. Έτρεξα στην άλλη σκάλα. Συναντηθήκαμε την ώρα που τα πόδια μου πατούσαν στο διάδρομο. «Γύρισε ο ήρωας μας;» «Γιατί ήρωας;» «Μάλωσε με που σε νοιάζομαι κιόλας!» «Προσέχω κυρία Όλγα» «Άντε κοιμήσου και αν έχω όρεξη αύριο, συνεχίζω!» Οι γυναίκες που τους λείπει ο άντρας κάπου πρέπει να διοχετεύουν την γκρίνια! Αυτή τη νύχτα είχα ένα ανάλαφρο ύπνο. Η γυναίκα μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο τμήμα. Ήταν περίπου σαράντα χρόνων, ντυμένη πρόχειρα σα να μην είχε χρόνο να περιποιηθεί τον εαυτό της. Σταμάτησε λίγο και μίλησε στο φρουρό. Αυτός της έδειξε με το χέρι το εσωτερικό και στη συνέχεια λυγίζοντας τα δάχτυλα του δεξιού χεριού ανάποδα από το φυσιολογικό, της υπέδειξε που έπρεπε να απευθυνθεί. Από τις κινήσεις αυτές, την έστελνε στον αξιωματικό υπηρεσίας. Αντιλήφθηκα την παρουσία της λίγα μέτρα πριν από το τμήμα. Την πρόσεξα μόνο επειδή βάδιζε βιαστικά. Για κανένα άλλο λόγο. Ο αξιωματικός υπηρεσίας την κρατούσε όρθια απέναντι του. Εκείνη του μιλούσε βιαστικά σα να τελείωνε ο χρόνος και αυτός την κοιτούσε αδιάφορα. «Χθες βράδυ;» ρώτησε διακόπτοντας. «Μάλιστα. Έφυγε και στην πόρτα μου είπε πως θα γυρίσει σε λίγο. Δεν έχει φανεί ακόμη…» «Καλά κυρία μου» την ξαναδιέκοψε «αυτά μου τα είπατε» Με είχε προσέξει. «Κύριε Φιλώτα μπορείτε να εξυπηρετήσετε την κυρία;» «Ελάτε» Την έβαλα να καθίσει απέναντι μου. Είχε έρθει να δηλώσει την εξαφάνιση του συζύγου της. «Γιατί πιστεύετε πως ο σύζυγος σας έχει εξαφανιστεί;» «Ποτέ δεν έχει λείψει βράδυ από το σπίτι» «Πρέπει να περάσουν κάποιες ώρες για θεωρηθεί εξαφανισμένος» «Ίσως τότε είναι αργά» «Γιατί το λέτε αυτό; Υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί τους φόβους σας; Είχε δεχτεί απειλές;» Η γυναίκα δε μίλησε. «Πως λένε το σύζυγός σας;» «Με λένε Ελένη και είμαι η γυναίκα του Δημήτρη Θεοδώρου. Ο άνδρας μου είναι ηλεκτρολόγος» «Ακούστε κυρία Θεοδώρου. Αν υποπτεύεστε κάτι, καλύτερα να το καταθέσετε για το καλό του συζύγου σας» «Τίποτα» «Τότε δεν έχετε παρά να γυρίσετε σπίτι σας. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα» «Φοβάμαι. Έχω μια προαίσθηση» «Φταίει το κλίμα αυτών των ημερών» Πίσω από τη γυναίκα είδα τον Πορφυρογένη να πηγαίνει στο γραφείο του. «Περιμένετε εδώ» Την ώρα που στεκόμουν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, ο Πορφυρογένης ετοιμαζόταν να την κλείσει.
-10«Τι θέλεις κύριε Φιλώτα;» Φαινόταν πολύ κουρασμένος. Του εξήγησα με σύντομες προτάσεις. «Να της πω να φύγει;» «Να περάσει σε μένα!» Η γυναίκα σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα. Το μεσημέρι ο Πορφυρογένης ανακοίνωσε πως άρχιζαν έρευνες για την εξαφάνιση του Θεοδώρου. Αναζητούσαμε και αυτόν και το αυτοκίνητο του. Ένα επαγγελματικό Nissan κλειστού τύπου με σκούρα φυμέ τζάμια.
Το λευκό Nissan δεν άργησε να βρεθεί. Μαζί βρέθηκε και ο Θεοδώρου. Δε θα το οδηγούσε ξανά καθώς το κοφτερό μαχαίρι, βαθιά μπηγμένο στην καρδιά, του στερούσε αυτή τη δυνατότητα. Τέταρτος φόνος! Ο δρόμος που βρέθηκε σταματημένο ήταν ένα μικρό δρομάκι, νότια της πόλης. Ένας από τους περίοικους, βεβαίωσε πως μέχρι αργά το βράδυ στο σημείο αυτό δεν υπήρχε το αυτοκίνητο του Θεοδώρου. Ένας άλλος, προχωρημένης ηλικίας, ήταν κατηγορηματικός: το άκουσε να παρκάρει στις μία το βράδυ. Για να γίνει πειστικός είπε πως αυτό έγινε την ώρα που το τηλεοπτικό κανάλι μετέδιδε τις νυχτερινές ειδήσεις. Ο τέταρτος είχε γίνει σε αυτοκίνητο. Ήταν η μόνη διαφορά γιατί στα άλλα σημεία, υπήρχαν ομοιότητες. Εδώ το θύμα είχε βάλει το δολοφόνο στο αυτοκίνητο. Οι έρευνες απόδειξαν πως ο Θεοδώρου καθόταν στο τιμόνι και ο δολοφόνος στη θέση του συνοδηγού. Το χρώμα των τζαμιών εμπόδιζε τους περαστικούς να δουν το μακάβριο θέαμα. Τις πληροφορίες αυτές μου τις μετάδωσε ο Δουγέκος. Ο Πορφυρογένης είχε αναλάβει και αυτήν την περίπτωση φόνου προσωπικά. Ήδη το κλίμα στην πόλη βάραινε και για αυτόν. Δειλά ακουγόντουσαν στις συζητήσεις πως ήταν καιρός να εγκαταλείψει τις έρευνες και αυτές να ανατεθούν σε άλλους έμπειρους που θα έπρεπε να έρθουν από την πρωτεύουσα. Ο φόβος κυριαρχούσε και καθόριζε τη ζωή στην πόλη. Τη μέρα όλα ήταν φαινομενικά ήρεμα. Μόνο συζητήσεις, απόψεις και αναλύσεις στα γραφεία, στα μαγαζιά, στο δρόμο. Με το πέσιμο του ήλιου πίσω από τους λόφους, ο κόσμος αραίωνε ή κυκλοφορούσε σε μικρές ομάδες όταν ήταν απαραίτητο. Αυτή η ανωμαλία προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις καθώς οι επιχειρηματίες της νύχτας είδαν κατακόρυφη πτώση στα έσοδα. Και οι πολίτες ένοιωθαν σα φυλακισμένοι που γυρίζουν στη φυλακή μετά τη λήξη της άδειας τους. Η ζωή είχε πάρει αφύσικη πορεία. Γινόμουν συχνά αποδέκτης της δυσαρέσκειας που απλωνόταν και αφορούσε τη δική μας αποτελεσματικότητα. Ο Πορφυρογένης συνέχιζε πεισματικά την ίδια στάση. Μόνος του τα πάντα. Άρχιζαν να μου περνούν πολλά από το μυαλό. Καμιά εξήγηση δε με ικανοποιούσε. Ο Δουγέκος μου είχε εμπιστευτεί πως γινόταν μια κίνηση με κύριο μοχλό τον δήμαρχο Βουδούρη και αποσκοπούσε να έρθει σε επαφή με το διοικητή. Είχε προηγηθεί συνάντηση με τις εισαγγελικές αρχές. Η προσωπικότητα του, η αποδεδειγμένη ικανότητα του και κυρίως το νωπό προσωπικό του δράμα, έκανε τις κινήσεις του αργές και προσεχτικές. Ο Βουδούρης είχε απευθυνθεί στην Ανώτερη Αστυνομική Διεύθυνση και ίσως είχε επαφές με παράγοντες του Υπουργείου. Για το τελευταίο δεν ήταν σίγουρος. Με το Δουγέκο είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Αποφύγαμε μια προσωπική συνάντηση. «Από το επόμενο φύλλο θα μπω πιο βαθιά στην υπόθεση. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια» «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Σαν πρώτο βήμα μερικές οδηγίες για την καλύτερη προφύλαξη των πολιτών» «Δεν μας υποκαθιστάς έτσι;» «Στην εισαγωγή θα αναλύσω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν οι φόνοι. Τόπο, χρόνο και τον τρόπο. Νομίζω πως από την ανάλυση αυτή θα πάρουν τα μέτρα τους, αυτοί που πρέπει να τα πάρουν. Γιατί κάποιοι μόνο πρέπει να τα πάρουν!» «Αν κάνεις λάθος, θα την πληρώσουν αθώοι» «Αθώοι;» επανέλαβε «δεν έχουμε να κάνουμε με μανιακό για αυτό είμαι σίγουρος! Για κάποιον, κάποιοι, πρέπει να πεθάνουν!» Αυτή τη μέρα δέχτηκα και δεύτερο τηλεφώνημα. Ήταν από εκείνον που θα τον έλεγα τελευταίο, αν έλεγα όλους τους ανθρώπους που συνάντησα στη ζωή μου. Από τον ίδιο το Γαβριηλίδη. «Κύριε Φιλώτα, δεν έχω καμιά ενημέρωση για το θέμα που με απασχολεί όσο και σας. Μάλιστα πιστεύω πως μονάχα εμένα απασχολεί πλέον» «Κύριε Γαβριηλίδη γνωρίζετε καλά τι συμβαίνει στην πόλη τον τελευταίο καιρό» «Με κρατούν ενήμερο οι συνεργάτες μου» «Κάτω από αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, έχει δοθεί προτεραιότητα στη σύλληψη του δολοφόνου. Αυτό δε θα πει πως το άλλο θέμα καθυστερεί» «Ψιθυρίζετε πως τα δυο θέματα σχετίζονται» «Τίποτα δε δείχνει αυτή τη στιγμή πως συμβαίνει αυτό» «Πως μπορείτε να το ξέρετε; Ο διοικητής σας κρατάει την υπόθεση μόνος του» Ο Γαβριηλίδης ήταν ενήμερος της κατάστασης. «Ακούστε κύριε Φιλώτα, η υπόθεση εξακολουθεί να με ενδιαφέρει. Σας ενημερώνω πως σκοπεύω να απευθυνθώ ψηλότερα για να βρεθούν και τιμωρηθούν οι ένοχοι. Για λόγους που τους κατανοώ, θεωρώ τον Πορφυρογένη ανίκανο να αντεπεξέλθει. Μπορείτε να του το μεταβιβάσετε!» Αυτό το μεσημέρι γύρισα προβληματισμένος στο σπίτι. Η Έλλη καθόταν στο ξύλινο διάδρομο, πάνω σε μια παλιά καρέκλα. Η ράχη της ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο και τα μπροστινά πόδια της καρέκλας στον αέρα. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο. Μόλις με είδε, άφησε τα πόδια να πέσουν κάτω και έκλεισε το βιβλίο με πάταγο. Από το εσωτερικό του κάτω δωματίου, έφτανε δυνατά στα αυτιά μας ο διάλογος του Λουκά με τη γυναίκα του. Είναι απίστευτο με πόσα επίθετα μπορείς να στολίσεις κάποιον. Ασύγκριτη και σε αυτό η ελληνική γλώσσα! «Κύριε Ιάσονα!» Απέφυγα να κοιτάξω αλλού. «Σας συμβαίνει κάτι;» «Σκεφτόμουν» «Θέλετε να πάμε μια βόλτα;» «Μια άλλη φορά»
11 «Η μαμά μου απαγορεύει να πάω μόνη μου. Ακόμη και μέρα» «Δεν είναι η μόνη που το κάνει. Καταλαβαίνεις τους λόγους» «Μέχρι πότε όμως; Το καλοκαίρι θα τελειώσει» Έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα βαριά.