Ειρήνη Αποστόλου «Μου το υποσχέθηκες!» Κούνησα το κεφάλι. « Έτσι θα γίνει Φοίβε!» Γύρισε την προσοχή του στο τιμόνι. Ο δρόμος γινότανε ανηφορικός αλλά για περισσότερο από μισό χιλιόμετρο, ευθύς. Η σελήνη πρόβαλε μισή, ανατολικά, πάνω από την κορυφή του Κιθαιρώνα. Έλουζε την πλαγιά το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Σε λίγο φτάναμε στα σύνορα με τη Βοιωτία. Ένοιωσα την καρδιά να χάνει το σταθερό, ήσυχο, ρυθμό. Τώρα, χωρίς ντροπή. Μπροστά, φάνηκε και αμέσως χάθηκε, ο πέτρινος χιλιομετρητής καθώς το αυτοκίνητο έπαιρνε στροφή στον κατήφορο. «Στάσου!» Η φωνή βγήκε πνιχτή. Πάτησε απότομα φρένο σα να είχα φωνάξει «πρόσεχε». Το στρίγκλισμα των τροχών μες στη νύχτα ακούστηκε σαν παραφωνία. Έλυσε τη ζώνη και γύρισε ένα τέταρτο του ρολογιού το σώμα, στο κάθισμα. Πέρασε το χέρι πάνω στον ώμο μου. «Έχω πολλά να μάθω ακόμη» μίλησε μετά από μακρά σιωπή και αφού εστίασε το βλέμμα πάνω μου πολλή ώρα. «Συγχώρεσε με» είπα και κάποιο δάκρυ που καιροφυλακτούσε κύλησε στο μάγουλο. «Σε αγαπώ πολύ Ειρήνη» Κούνησα το κεφάλι συγκατανεύοντας. «Τώρα έχω ανάγκη να μου το δείχνεις!» είπα. «Θα περιμένω στο αυτοκίνητο. Έλα να με βρεις» Η μικρή πέτρινη στήλη ήταν εκεί, όπως τότε, με βαθιά χαραγμένο στα σπλάχνα της τον αριθμό πενήντα εννέα. Γύρω το πλάτωμα λουσμένο στο αποψινό ασημί φως του φεγγαριού. Μακριά, ασημί λουσμένη και η λωρίδα του Ευβοϊκού. Ο Φοίβος αποτραβήχτηκε σε μια συστάδα δέντρων. Είδα τις τεράστιες φωτεινές, κόκκινες μπάλες, να σβήνουν. Έπειτα και η μηχανή. Ερχόμουν συχνά εκείνες τις μέρες. Μόνη, απερίσπαστη, μακριά από τον απόηχο των τραγικών γεγονότων. Έβλεπα την πόλη μακριά, ένοιωθα τον έντονο αναβρασμό μακριά, τον κόσμο μακριά, αλλά αυτό που περίμενα ήταν ακόμη μακρύτερα. Μήπως έπρεπε να ζητήσω να συνωμοτήσει το σύμπαν; Εδώ μπορούσα να το κάνω. Κι αν η διάψευση ερχόταν πιο τραγική από την πραγματικότητα; Άξιζα να το ζήσω! Ο θόρυβος ήταν αυτός, που κάνει το χαλίκι όταν τρίβεται στο χαλίκι, κάτω από βαριά πατημασιά. Πόσο υποκειμενική η αίσθηση της μουσικής! Δε γύρισα. Περίμενα να με φωνάξει. Ποτέ δεν είχε πει Ειρήνη. Τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δε με φωνάζανε. Μικρή, στις αλυκές, φώναζαν «νάτη!» και με έδειχναν. Ερχόντουσαν κοντά μου μα σαν πλησίαζαν, λες και οι μαγνητικοί πόλοι από μια ακατανίκητη δύναμη αντιστρέφονταν και τους σταματούσαν. Τόσο μακριά, τόσο κοντά, όσο να βλέπω καθαρά το δισταγμό, την ανημποριά και την επιθυμία, στα ίσα μοιρασμένα. Όσες εξηγήσεις περνούσαν στο μυαλό επέστρεφαν σα να συγκρούστηκαν στη λογική. Κι όμως τους ήθελα κοντά μου. Το ήθελαν και εκείνοι. Θυμάμαι ακόμη το μελαχρινό παλικάρι. Έφηβη τότε. Φτυάριζε με ανοιχτά τα πόδια αλάτι και κάθε τόσο όρθωνε το ψημένο από αρμύρα και νιάτα κορμί του, σκούπιζε τον ιδρώτα και συνέχιζε. Ένα απόγευμα, λίγο πριν ο ήλιος βουτήξει στα νερά της λιμνοθάλασσας, καθώς ποδηλατούσα, γνώρισα με απρόσμενο τρόπο το ερωτικό σκίρτημα. Δε φτερούγισε στον αέρα όπως πίστευα, αλλά στο στήθος. Πανικόβλητη έστρεψα το ποδήλατο πίσω. Αν είχα προβλέψει τη διάγνωση της μάνας μου, ποτέ δε θα της δήλωνα τι μου συνέβη. Μετά από μικρές σύντομες ερωτήσεις, αποφάνθηκε για την «ασθένεια» σοβαρή, αυστηρή, ανήσυχη: «έρωτας!». Πλούτισα τις συναισθηματικές εμπειρίες και με άλλο συναίσθημα: την ντροπή. Πολλές φορές από τότε ποδηλάτησα στις αλυκές. Κάθε φορά «αρρώσταινα» όταν πλησίαζα στο συρμάτινο φράχτη. Μα ήταν υπέροχα τα συμπτώματα της! Δεν αρκούσε όμως. Συνέλαβα το μυαλό να περιδιαβαίνει άγνωστα μονοπάτια, λοξοδρομώντας στη λογική.
1
Αν άφηνα να πέσει το μαντήλι που έδενα στο λαιμό; Και αν δε το πρόσεχε; Τον έβλεπα όμως που φτυάριζε και κοιτούσε κρυφά κάτω από την υγρή μασχάλη. Και εγώ πάλι έβλεπα τις χιλιάδες σταγόνες σα τσαμπιά, λουσμένες στο γαρυφαλένιο γέρμα. Να προσποιούμουν πως χάλασε; Σύντομα θα καταλάβαινε. Άδειασα από αέρα τον πίσω τροχό λίγο πριν η καρδιά πεταρίσει. Κατέβηκα και το κλώτσησα με θυμό. Με απόγνωση. Καμία κίνηση. Συνέχιζε να φτυαρίζει αλλά τώρα στο κενό. Μετά από μερικά πέρα δώθε βήματα που τα διέκοπτα για να κοιτώ με απελπισία το λάστιχο, άλλαξα συμπεριφορά. Ακούμπησα στο φράχτη τον ώμο και τον κοιτούσα από πάνω του. Τα πράγματα χειροτέρευσαν. Το όμορφο αγόρι τίναξε στο σωρό το ανύπαρκτο αλάτι και όπως τα μάτια του έπεσαν πάνω μου, έμεινε έτσι με το φτυάρι στον αέρα. Ακίνητος. Σαν μοντέλο αόρατου ζωγράφου. «Δεν μπορώ μόνη μου» ψιθύρισα όσο χρειαζόταν να φτάσει η φωνή στα αυτιά του. Συνήλθε κάπως δίχως να πάρει τα μάτια του απ΄τα δικά μου. Πλησίασε στο σύρμα. «Καλημέρα» μου απάντησε ενώ ο ήλιος μας καληνύχτιζε. Πήρα θάρρος από την δική του έλλειψη. «Θα με βοηθήσεις να γυρίσω έγκαιρα;» «Πώς;» ρώτησε «Να φροντίσεις το λάστιχο!» «Είναι καθισμένο!» με ενημέρωσε λες και δεν το ήξερα. Παρέμενε ακίνητος προσπαθώντας να αποτραβήξει το βλέμμα του. Τι έπρεπε να κάνω; «Πάρε αυτό. Με αυτό θα το φουσκώσεις» είπα και πέρασα την αεραντλία στο μέρος του. Ξεκίνησε αβέβαια κατευθείαν πάνω μου λες και μπορούσε να περάσει το εμπόδιο. Ήταν πολύ όμορφος. Και σίγουρα καθόλου χαζός, όσο με επιμονή τόση ώρα προσπαθούσε να αποδείξει. Η επαφή με το σύρμα το συνέφερε. «Ένα λεπτό δεσποινίς, να περάσω έξω» Ήταν το πιο λογικό που είχε πει. ‘Έκανε στροφή και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα μεσόκοπο άντρα που μόλις είχε φανεί πίσω από μια παλιά ιππήλατη άμαξα σταθμευμένη στο χρόνο και σε περιβάλλον παράταιρο. Για το αγόρι των τελευταίων καλοκαιρινών βραδιών ίσως ήταν ο «από μηχανής θεός» μα για μένα ήταν ο διάβολος! «Τι θέλετε» ρώτησε τραχιά στην αρχή και αμέσως επανέλαβε πολλές φορές την ερώτηση με τόνο κάθε φορά ηπιότερο. Από το θυμό δεν απαντούσα. Ώσπου να μην ακούω πια τη φωνή του. «Η δεσποινίς ζητάει βοήθεια» έσπευσε να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Έτσι βγήκε και ο ίδιος. Πήρε την αεραντλία και περνώντας στο πέρασμα που δημιούργησε παραμερίζοντας τα σύρματα, έσκυψε πάνω στη ρόδα του ποδηλάτου. Το μέτωπο του είχε ιδρώσει και πολλές σταγόνες πέφτανε στη σκόνη του δρόμου αφήνοντας μικρά σημάδια. Είχε τόσες πολλές ρυτίδες και τόσο βαθιές, σαν οργωμένο φθινοπωρινό χωράφι. Το αγόρι στεκόταν αμήχανο και με κοιτούσε με τα χέρια κρεμασμένα και τις παλάμες ανοιχτές στραμμένες στο μέρος μου. Η αγαλματοποιημένη εκδοχή του ανθρώπου που απορούσε ανήμπορος. «Έτοιμο» είπε. Περίμενε ανταμοιβή. Του χαμογέλασα. «Έρχεστε από μακριά;» Έφερα το δεξί χέρι πάνω στον αριστερό ώμο και έδειξα πίσω. «Από την ανατολή» «Οι δρόμοι εδώθε είναι έρημοι» «Δε μου λείπει το θάρρος!» αυθαδίασα. «Έχετε πολλά όπλα δεσποινίς, προσέξτε όμως μη γίνουν μπούμερανγκ» Γύρισε ικανοποιημένος και τρίβοντας τα χέρια απομακρύνθηκε. Πριν χαθεί φώναξε: «Αχρείαστος να είμαι, αλλά εδώ θα είμαι!» Η παρτίδα όμως δε σώθηκε. Περίμενα να πει κάτι. Αλλά ο όμορφος άντρας είχε γυρίσει το ρολόι του χρόνου στη νηπιακή του ηλικία. «Κάνω τη βόλτα μου κάθε απόγευμα» Κούνησε το κεφάλι. Τουλάχιστον καταλάβαινε! Υπήρχε ελπίδα. Τα χέρια του χαλάρωσαν και οι παλάμες γύρισαν στους μηρούς. «Σας έχω δει» Χαλάρωσα κι εγώ. Πήρα τα μάτια από πάνω του, τον προσπέρασα και πίσω από την πλάτη του χωρίς να γυρίσω είπα: «Έχεις ποδήλατο;» Μόλις απόσβησε η φράση μου, γύρισα. Εκείνος όχι. Σα μαρμαρωμένος τροχονόμος που συνιστά αναγκαστική πορεία αριστερά, σήκωσε το χέρι στο ύψος του ώμου. «Νάτο!»
2
«Θέλεις να πάμε στους βάλτους; Αύριο;» «Δεν μπορώ!» Τώρα έπρεπε να βρω γιατί με απέρριπτε. Δε χρειάστηκε να το ψάξω πολύ και δε το βρήκα εγώ. Ξαφνικά φούσκωσε το στήθος του όσο μπορούσε και όταν ο αέρας απελευθερώθηκε ελεγχόμενος, βγήκαν και τούτα τα λόγια: «Αύριο φεύγω!» Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Θεέ μου ήταν τόσο όμορφος! Γιατί; «Πρέπει να φύγω!» Η καρδιά πετάρισε ξέφρενη στο στήθος. Ένοιωσα δυστυχισμένη. Είχε κενά η διάγνωση της μάνας μου; Ή μήπως έρωτας δεν είναι μόνο ένα πράγμα; Δε γύρισα. Περίμενα να με φωνάξει. Το σταθερό βάδισμα μετεξελίχτηκε σε αβέβαιο σούρσιμο ποδιών. Πάλι αυτή η νεκρή ζώνη γύρω μου! Κι μετά σιγή, ένα εκκωφαντικό τίποτα! Ένοιωθα όμως την παρουσία του. Δεν είχε έρθει για να φύγει ξανά, σκέφτηκα. Την επιστροφή προετοίμαζε και εγώ ένοιωθα έτοιμη. Αντάξια του χρόνου που σπαταλήσαμε, αντάξια των ματιών που ανταλλάξαμε. Αντάξια τέλος των εύγλωττων σιωπών που μιλούσαν υπόγεια. Νάτο πάλι σταθερό τώρα, κανονικός ρυθμός, σίγουρο βήμα. Και αποφασισμένος να μη σταματήσει πριν διανυθεί όλη η απόσταση. Τι έμενε πια; Αυτό που φωνάξαμε ταυτόχρονα καθοδηγούμενοι από την μπαγκέτα αόρατου νυχτερινού μαέστρου: «Ειρήνη» «Ιάσονα!» Όμοια κι ίσα όλα. Ακόμη και τα γράμματα! Του άπλωσα το χέρι. Το έδωσε σιγά – σιγά σα να απολάμβανε κάθε χιλιοστό της διαδρομής! Τα δάχτυλα σμίξανε σαν κρυφή υπόσχεση. Μια γλυκιά ανατριχίλα από τις δυο μεριές συναντήθηκε στην άκρη τους. Ανέπνεε δίπλα μου! Κοιτούσα κάθε χιλιοστό του πρόσωπου του. Το αρρενωπό του άρωμα, ομιχλώδες, αόρατο, με τύλιγε. Ζούσα σε βαθιά παραζάλη. Τα δάχτυλα του χάιδευαν τα μαλλιά μου. «Μόλις άγγιξα κάτι δικό σου!» είπε. Λυγμοί τράνταζαν το αγκαλιασμένο κορμί μου. Έκλαιγα ασταμάτητα… «Τότε.. στους Δελφούς… φτάσαμε τόσο κοντά…» «Μόλις άγγιξα κάτι δικό σου!» ξανά πε «τώρα ξέρω πως μπορώ» «Τότε… στους Δελφούς… φτάσαμε τόσο κοντά…σε άγγιξα» Το σύμπαν είχε συνωμοτήσει! Χάριζα στον εαυτό μου στιγμές ψευδαίσθησης. Δάκρυα και λυγμοί θόλωσαν το νυχτερινό τοπίο. Μούσκεψε η νύχτα, το βραδινό πευκοφορτωμένο αεράκι, το τραγούδι των γρύλων. Τώρα το σύμπαν δεν μπορούσε να δηλώσει άγνοια! Στο χέρι του είναι πια να αποφασίσει!
Το χέρι ακούμπησε απαλά πάνω μου. «Είπα θα σε περίμενα, δεν άντεξα όμως» Σηκώθηκα. «Είμαι έτοιμη» Η μηχανή πρόσθεσε τη δική της φωνή στις νυχτερινές συνομιλίες. Παράταιρη, ψυχρή, έκανε τα κρυμμένα έμβια στις φυλλωσιές να σωπάσουν. «Ποια πορεία;» Δεξιά η πόλη. Τα φώτα της πάνω από τους λόφους, εξασθενούσαν καθώς χάνονταν στο έναστρο στερέωμα. Αριστερά η επιστροφή. Σκοτεινή. «Δεξιά!» Και μήπως γίνει το λάθος: «Δεξιά!» ξανά πα αποφασιστικά. «Είθε να ήμαστε κοντά στο τέλος» «Σ΄ ένα τέλος!» Μαζεύτηκα στο κάθισμα. Οδηγούσε σιωπηλός. Από το ανοιχτό παράθυρο, η νύχτα με τις μυρωδιές της συνταξίδευαν.
3
«Προς Δελφούς!» Η πόλη ζούσε μια ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα. Πλήθος ανέβαινε και κατέβαινε τους δρόμους που κάποτε βάδισα. Γνώριμοι δρόμοι. Παρέες μικτές, χαρούμενες, φωνασκώντας ζούσαν με τον τρόπο τους τη ζωή. Ζευγάρια σφιχτά αγκαλιασμένα φτιάχνανε το δικό τους κόσμο με αρχέγονο υλικό τον έρωτα. Και ανάμεσα τους μοναχικοί που ζήλευαν ή ελπίζανε. Κατεβαίναμε την Πινδάρου. Αριστερά το οικόπεδο έχασκε ανοιχτό σα στόμα ξαπλωμένου γίγαντα. Από εδώ ξεκίνησε η πορεία μιας τραγικής ιστορίας. «Το δρόμο για τους Δελφούς Φοίβε!» Η πινακίδα μπροστά στο μουσείο, έδειχνε αριστερά. «Γιατί όχι στην πόλη;» Δεν απάντησα. Θεώρησε την σιωπή επιμονή. Πίσω μας η πόλη. Μπροστά ο δρόμος των Δελφών. Εισέπνεα γλυκιά νοσταλγία. Γύρισα στο Φοίβο. Στο νυχτερινό κάδρο, έτσι φάνταζε το παράθυρο πλάι του, η μορφή του από ακίνητη, ανήσυχη με εστιασμένο βλέμμα στο δρόμο, μετασχηματιζόταν σε άλλη. Ήταν όμορφος άντρας ο Φοίβος. Και ο άλλος ήταν. Ξαφνικά, ο ήλιος πετάχτηκε από τους λόφους και αγκιστρώθηκε λίγα μέτρα πάνω τους. «Δεν έχω πάει ποτέ στους Δελφούς!» είπα. Περίμενα να πιαστεί από το σκοινί που πετούσα. Κολυμπούσε σε δίνη, άπελπις. Γύριζε το κεφάλι αριστερά, δεξιά, πίσω ακόμη και πάνω λες και είχαμε εισέλθει σε εναέρια κυκλοφορία. Αν δεν ένοιωθα τίποτα για αυτόν, θα διηγιόμουν στις παρέες μου πόσο αστείος ήταν. Αυτό το καλοκαιριάτικο απόγευμα τα εύρισκα όλα γοητευτικά. Δεν έφτανε. Πήρε βαθιά αναπνοή. Γύρισα ασυναίσθητα. «Πιστεύετε πως είναι φάρσα;» είπε τάχα αδιάφορα. Όμως είχε τρέξει τη φράση του από φόβο μη και δεν την τελειώσει. Πήρα θάρρος. Παραμέρισα τα μαλλιά που ο αέρας συχνά έφερνε στο πρόσωπό μου. «Όχι» είπα «ο άγνωστος δεν είναι φαρσέρ» Πιο πολύ έδειξε να απευθύνεται στον εαυτό του. Ο λόγος βγήκε σίγουρος, σταθερός. «Φανταστείτε να αποδειχτεί και να το αντιληφθεί ο Πελώνης» Οργή με πλημμύρισε. Δίκαια υπήρχε σα συναίσθημα. Για να το νοιώθεις για κάποιον που το αξίζει! «Δεν αξίζει να μιλάμε για αυτό το πρόσωπο!» Πόσο γρήγορα χάνεται ένα αντικείμενο όταν σβήσει το φως που πέφτει πάνω του; Τόσο γρήγορα διέγραψα την άκαιρη εισβολή του στις αναμνήσεις. Πριν η μορφή δίπλα μου μετασχηματιστεί στο πρόσωπο του σήμερα. «Όμορφη πόλη» Αράχοβα. Κυλούσαν τα σπίτια στην πλαγιά. Παλιά, ανακαινισμένα, πέτρινα, κλεισμένες στα σφαλιστά παράθυρα και πόρτες μικρές ιστορίες. Προσωπικές. Ανοιχτά στο χρόνο να μπαίνει, να φιλεύεται και να περνά. Στον άνεμο να διασχίζει τα ανοιχτά παράθυρα σείοντας τα λευκά κοφτά κουρτινάκια πριν κρημνιστεί στην πλαγιά. Και πάνω ψηλά, να χάνεται στην κατεύθυνση του Θεού, ο Παρνασσός απότομος στους εχθρούς, φιλικός στην πέτρινη παράδοση που κρατούσε στην αγκαλιά του. Ένοιωθα υπέροχα! Τον κοιτούσα πολλές φορές. Όλες τον προλάβαινα καθώς έπαιρνε την τελευταία στιγμή τη ματιά του μόνο. Γιατί το κεφάλι του κοιτούσε σταθερά μπρος. Μια νοσταλγική μουσική ομόρφαινε το μικρό μας κόσμο. Σήμερα λοιπόν ή ποτέ! Όχι αύριο! «Εδώ είναι Κασταλία πηγή..» έδειξε και το χέρι του βρέθηκε κοντά στο πρόσωπό μου. Ανακάθισα στο κάθισμα και η καρδιά μου στο στήθος αναπηδούσε. Πιο σοβαρό σύμπτωμα από το πετάρισμα στις αλυκές! Είχε καιρό καταχωρηθεί στη συνείδηση μου, ανίατη περίπτωση. «…πριν ζητήσεις χρησμό, πρέπει να λουστείς στα νερά της» «Σταματήστε!» ξεθάρρεψα. Χώθηκα ανάμεσα στους κοκκινωπούς βράχους. Εκεί στάθηκα κοιτώντας την πηγή. «Ελάτε! Αλλιώς δε θα μας δοθεί» ροκάνισα τη «απόσταση» κοιτώντας τον πάνω από τον ώμο.
4
«Θα το δώσει σε σας» απάντησε με θάρρος μικραίνοντας και αυτός το δρόμο που είχαμε ανάμεσα μας. «Μπορούμε να ζητήσουμε δύο;» πλησίασα. «Δεν ξέρω, ίσως ναι» «Τότε ελάτε, εγώ θα ζητήσω το δικό μου!» «Για πιο πράγμα;» Ήθελα τόσο να τον αποκαλύψω! «Δεν μπορώ να σας πω!» Κάθε απόσταση μίκρυνε. Πλύνομε δίπλα – δίπλα τα χέρια. Αφουγκραζόμουν την ανάσα του άρρυθμη, κοφτή. Διαπίστωσα με πανικό πως έτσι ανέπνεα και εγώ. Δεν ξέρω αν ήταν η στιγμή. Σκέφτηκα να τρέξω το υπόλοιπο, εγώ. Κάτι με συγκράτησε την τελευταία στιγμή. Ο φόβος; Ίσως. Ήμασταν σε καλό δρόμο. Ας χαιρόμουν ότι είχα καταφέρει και ας ζούσα τη συνέχεια στα όνειρά μου. Πάντως απόψε ή ποτέ. Όχι αύριο! Τίναξα τα βρεγμένα χέρια πάνω του. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Μετά πήρε μια έκφραση, όπως θα έπαιρνε η γη της ερήμου, αν ξαφνικά έβρεχε και αν είχε μορφή ανθρώπου! Μου έδειξε καθώς περνούσαμε το μουσείο. Δεν πρόλαβα να το δω από το μικρό ξέφωτο που μόλις προσπεράσαμε. Ζήτησα να με ξεναγήσει. «Μάλλον δε θα προλάβουμε» Πήρα θάρρος. Ίσως και θράσος. Η φλόγα έπρεπε να συντηρηθεί. Έριξα εύφλεκτο υλικό. «Ακόμη και αν έχουμε μια ζωή μπροστά;» Τον κοιτούσα όταν είπα αυτά τα λόγια. Μέσα του φούντωσε το είδα καθαρά. Έκανε κάτι αδέξιες κινήσεις στα όργανα του αυτοκινήτου που στη συνέχεια τις διόρθωσε όλες. Εκτός από αυτή που έφερε ορμή βουνίσιου, δροσερού αέρα. Αυτό μας χρειαζόταν. Ενίσχυα τη φωτιά μη σβήσει. Μέχρι εκείνη την καταραμένη στιγμή, την απρόσμενη συνάντηση που κόντεψε να τα συντρίψει όλα. Δε θα τη φέρω στο μυαλό. Όχι τώρα! Απόψε λοιπόν στο αρχαίο θέατρο. Αυτή τη νύχτα! «Είναι μαγεία απόψε!» το είπα αυθόρμητα. Πολλά κεφάλια μας κοιτούσαν. Διακριτικά και αδιάκριτα. Είχα εκστασιαστεί σε αυτό το νυχτερινό περιβάλλον. Δίπλα του. Ξεκίνησα την περιήγηση στο νυχτερινό έναστρο ουρανό αρχίζοντας βόρεια από τις ψηλές κορυφές των Φαιδριάδων βράχων ως χαμηλά στον κάμπο με τους ελαιώνες. Μπορούσα να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου, εδώ. Τέτοια ήταν η νύχτα! Εδώ λοιπόν. Όχι ποτέ! Κι ούτε Πυθίας λόγια και χρησμοί. Είχα αποφασίσει! Τα φώτα χαμήλωναν στη σκηνή. Ησυχία. Μόνο την καρδιά μου άκουγα. Ο ήχος ενός τύμπανου που έφτανε από το αλσύλλιο, τη συντρόφευε. Μετά πολλά, από παντού. Κάτω η τραγωδία ενσαρκωνότανε πιστή στο πνεύμα του Αισχύλου. Συνταρακτική. Κραυγές, φόβος, αγωνία. Οιμωγές φρενιασμένων γυναικών. Έτοιμος κάποιος να το πει: «Η πόλις εάλω». Μα θα το πει η ιστορία αργότερα. Μέσα από τα δέντρα, νεράιδες θα τις έλεγες άλλη φορά, γυναίκες τώρα αλαφιασμένες με απλωμένα χέρια κωπηλατούν στη νύχτα σαν από κάπου να αρπαχτούν. Κραυγάζουν λόγια και απελπισία. «……ορμά ο στρατός απ΄ τα χαράκια…» «Σαν κύμα ξέχειλο κυλά, αρίφνητοι καβαλαρέοι» «Ακούτε ή δεν ακούτε τις ασπίδες που χτυπούν;» «..εφτά ξεχωριστοί μες στο στρατό ολάρματοι χιμούν στις πύλες…» Σαν μια από αυτές, άπλωσα το χέρι να πιαστώ. Από κάπου. Τα λόγια του Ετεοκλή ηρέμησαν, καλμάρισαν το πλήθος. Η μουσική συνόδευε τα λόγια του με χαμηλά μοτίβα. Υποβλητικά. Γύρισα να δω την κρίσιμη στιγμή που είχα στέρξει για βοήθεια. Το χέρι μου έσφιγγε το δικό του! Έκανα να το τραβήξω αλλά το άφησα. Ούτε αυτός το τράβηξε! Το τέλος με βρήκε μισή να πατώ στο σήμερα και μισή στο χθες! Γύρω, όρθιο το πλήθος χειροκρόταγε. Μόνο εγώ και εκείνος δεν το κάναμε. Πώς να το κάνεις με ένα χέρι; «Ας μείνουμε ακόμη» παρακάλεσα. «Οι αργίτες τράπηκαν σε φυγή!» είπε και μου έσφιξε το χέρι. «Πρέπει να θάψουμε τους νεκρούς μας! Όλους εκτός από ένα!» «Το εγκρίνουν οι θεοί αυτό;» «Φορώ στολή, είμαι ένας Κρέων» «Ξέρω πως θες να την πετάξεις…» μούτρωσα τάχα θυμωμένη και συνέχισα με τόλμη: «Τότε θα είσαι στην καρδιά μου βασιλιάς!» Που είχα βρει τόσο θάρρος; Ούτε ξέρω τι με ώθησε να κατέβω τις αρχαίες κερκίδες. Μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά καθώς οι τελευταίοι θεατές είχαν εγκαταλείψει το θέατρο.
5
Στάθηκα στη μέση της ορχήστρα. Από το πάνω διάζωμα, ένα ξεχασμένο φως σχημάτιζε ένα μόλις ευδιάκριτο κύκλο, φωτεινό. Γύρω σκοτάδι. Μόνη, εκτεθειμένη σε αυτόν εκεί πάνω που δεν τον έβλεπα, αλλά τον ένοιωθα. Εκστασιασμένη άπλωσα τα χέρια και ένα χείμαρρος από λόγια αυθόρμητα απευθύνθηκαν σαν νουθεσία στο βασιλιά: «..τώρα που ναι πιο σιμά ο θάνατος, γιατί με τον καιρό μπορεί να στρέψει η μοίρα και να φυσήξει απαλά για σένα, τώρα κοχλάζει ακόμη η οργή της» Ήθελα πολύ να συνεχίσω. Όλα ήταν μαγικά. Τότε απρόσμενα τον είδα στο μισόφωτο. Ο Βασιλιάς! «…γιατί φουντώσαν οι πατρικές κατάρες και του ύπνου μου τα φαντάσματα αληθέψαν «που λέγανε πως μοιρασιά της πατρικής κληρονομιάς θα γίνει….» Και πιο σιγά: «Υπέροχα δεσποινίς. Εμπρός λοιπόν νουθέτησε με: «Να ξέρεις άδικα χάνεις τον καιρό!» Έσπευδα με την τελευταία συλλαβή του να επαναλαμβάνω μη ξεχαστώ και προδώσω το κείμενο. Και να μιμούμαι αυτά που πριν με είχαν καθηλώσει. Έτσι τρόμαξα και εγώ σαν ή κραυγή μου ακούστηκε και ανηφόρισε ψηλά: «Μην πας εσύ στον έβδομο πυλώνα…!» Χάθηκε στο σκοτάδι αλλά γύρισε άγγελος κακών ειδήσεων. Χωρίς στολή. «Η πόλη σώθηκε μα ο ένας τον άλλον σκότωσε..» Έφερα τα χέρια ψηλά και τα τύλιξα στο κεφάλι. Ένοιωσα απελπισία. Κοντράστ συναισθημάτων αυτή τη νύχτα! Και τόσο αληθινά! «Ποιοι; Τι είπες; Ο φόβος με τρελαίνει…» «…με χέρια αδελφικά σκοτώθηκαν….και έτσι των δυο η τύχη στάθηκε κοινή….» Και τότε.. Τότε από το απόλυτο σκοτάδι…. Δε θέλω απόψε να μιλήσω για αυτό.
Όταν το αυτοκίνητο μπήκε στο χαλικόστρωτο περίβολο, περνώντας την γιασεμένια αψίδα, τα φώτα έπεσαν σε ένα ζευγάρι που τεμπέλιαζε στο βάθος με απλωμένα τα πόδια αριστερά και δεξιά σε ένα παλιό στρογγυλό σιδερένιο τραπέζι. Τα χέρια του Φοίβου μετακινήθηκαν δεξιά στη στεφάνη του τιμονιού. Δίπλα - δίπλα. Έτοιμος να πάρει στροφή. «Δεν ήρθαμε στο σωστό μέρος» είπε. «Εδώ Φοίβε!» «Μα δε βλέπεις την ταμπέλα; Εδώ ο έρωτας φωλιάζει. Αν υπάρχει, κρύβεται!» «Δεν επέστρεψα για τον κρύψω!» Δεν ήθελα στην πόλη. Ζητούσα την αυτοσυγκέντρωση. Εκεί δε θα την είχα. Κανείς τους δε σηκώθηκε. Ο Φοίβος τους μιλούσε με την πλάτη γυρισμένη σε μένα. Ο άντρας έσυρε το αριστερό πόδι και με τον αντίχειρα έδειξε πάνω από τον ώμο του στο εσωτερικό του φωτεινού διαδρόμου. «Πάρε το τυχερό σου νούμερο. Το καλοκαίρι διώχνει τους πελάτες στις παραλίες» Ο Φοίβος τράβηξε έξω τις δυο χειροαποσκευές και μου έκανε νόημα. Άνοιξα την πόρτα. «Μη βγεις αν άλλαξες γνώμη» Με το θόρυβο που έκανε η πόρτα όταν έκλεισε πίσω μου, ο άντρας τινάχτηκε όρθιος. Δίπλα του η γυναίκα καθιστή απορούσε. «Εσείς!» μπόρεσε να πει μόνο μια φορά. «Δεν έχετε λόγο να φοβάστε τώρα» του είπα. «Δε φοβόμαστε πια» απάντησε η γυναίκα. «Άλλος είναι ο λόγος που απορούμε» «Πάψε εσύ» της απάντησε περισσότερο για να βρει διέξοδο. «Όμως….» «Είμαστε κουρασμένοι» διέκοψε ελαφρά συγχυσμένος ο Φοίβος. Διασχίζαμε το μακρύ διάδρομο, όταν πρώτα κατέβηκαν τα γελάκια και αμέσως μετά δύο ζευγάρια πόδια. Ξαφνικά και πριν εμφανιστεί το υπόλοιπο σώμα, οι μύτες των ποδιών γύρισαν κοιτώντας οι μεν τις δε. Τα γυναικεία πόδια ανασηκώθηκαν σε αυτές και την ίδια στιγμή κατρακύλησε ένας σύμμειχτος θόρυβος από παθιασμένα φιλιά και γελάκια. Ο ξενοδόχος θυμήθηκε να καθαρίσει με πάταγο το λαιμό. Το ζευγάρι διέκοψε και ξεκίνησε να κατεβαίνει. Στη θέα μας ο μεσόκοπος άντρας τα έχασε. Η μικρή ατάραχη μασούσε τσίχλα σαν τα παλιά χαζά στερεότυπα του ελληνικού σινεμά. Με ανοιχτά τα κατακόκκινα βαμμένα χείλη. Με όσο χρώμα είχε απομείνει. Το υπόλοιπο είχε μεταναστεύσει παντού στο λαιμό και το πρόσωπο του άντρα. Δεν ήταν πολύ όμορφη. Ούτε μπορούσε να γίνει πιο ξανθιά. «Υπάρχει ακόμη λόγος να φοβάστε» είπα στο σαστισμένο ξενοδόχο που όλο αυτό το διάστημα δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω μου. Τώρα είχα και το μεσόκοπο να έχει
6
στυλώσει τα μάτια. Ο Φοίβος φαινόταν εκνευρισμένος. Και μόνο η μικρή αδιαφορούσε. Ούτε καν μπήκε στο κόπο να ζηλέψει. Τον έσερνε με το ένα χέρι στην έξοδο με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι σαν παλιομούλαρο το βαρύ αμάξι στην ανηφοριά. Ο άντρας κοιτούσε διαρκώς πίσω και από θαύμα δεν έφαγε την πόρτα στο κεφάλι. Ο ξενοδόχος πέρασε πίσω από το φτηνό φθαρμένο πάγκο. «Ευγενία» φώναξε μόλις μπόρεσε να πάρει τα μάτια από πάνω μου. «Τι θέλεις;» ρώτησε στο κατώφλι. «Πως πέρασε αυτή μέσα;» Ο Φοίβος έδειχνε να χάνει την υπομονή. «Δεν έχει το δικαίωμα να παίρνει καταθέσεις πια. Ούτε και την ενδιαφέρει» είπε και με έδειξε. Άφησα τις πρωτοβουλίες σε εκείνον. «Θέλω μία ταυτότητα» είπε πιο ξελαφρωμένος ο ξενοδόχος. Πίσω μας η Ευγενία είχε γυρίσει στη θέση της και στις απορίες. «Θα πάρεις και τις δυο» είπε ο Φοίβος επιτακτικά «Μα δε χρειάζεται…» «Και θα τις διαβάσεις προσεχτικά» ‘Ένοχη προσταγή. Χτύπησε το χέρι στο πάγκο. Εκείνος κοίταξε εμένα. Ξαναπάγωσε πάλι το βλέμμα. «Εμπρός, ας τελειώνουμε!» Τις πήρε. Σημείωσε τα στοιχεία του Φοίβου βιαστικά, αδιάφορα. Την άφησε δίπλα. Πήρε τη δική μου. Έμεινε άγαλμα. Ξαναπήρε του Φοίβου και πάλι τη δική μου. Έκανε μόνο αυτό και τίποτα άλλο. «Άκου φίλε, αυτό που κάνεις μοιάζει με τον «Παπά». «Μα….» Ήξερα καλά το Φοίβο και που τον οδηγούσε ο θυμός. Ήξερα καλά πως όταν δεν ήθελε να τον αφήσει ελεύθερο, επιστράτευε το σαρκασμό. «Αντί να τη θαυμάζεις από τη φωτογραφία, θαύμασε το πρωτότυπο» «Μα…» Τον άρπαξε από τον ώμο. «Αν συνεχίσουμε έτσι θα σε κάνω να πεις δυο φορές κολλητά αυτή τη συλλαβή που επαναλαμβάνεις ώρα» Μπροστά στη διαγραφόμενη απειλή συνήλθε. Έσκυψε στο πάγκο του και απελευθερωμένος είπε: «Δεν καταλαβαίνω δεσποινίς Αποστόλου τι ζητάτε εσείς εδώ. Εδώ καταφεύγουν ειδικές περιπτώσεις» Είδα το αριστερό του χέρι πάνω στον πάγκο. Ακούμπησα απαλά το δικό μου αριστερό. Κάποιοι μυείς έπαιξαν τρελά υποδόρια. «Δεσποινίς….» «Κύριε Ανδρέου…» «Με θυμάστε;» Και ξανάπαιξαν οι μυείς. «Θέλω διακριτική παρουσία. Και ηρεμία» «Θα τη ξαναδούμε σε λίγο στις σκάλες» σάρκασε ο Φοίβος. «Εμείς είμαστε μόνο κύριε» Ξεκρέμασε πίσω του ένα κλειδί χωρίς να πάρει το χέρι από τον πάγκο. Η κίνηση αυτή με τον τρόπο που την έκανε ήταν αστεία. «Και δεύτερο κλειδί» είπε ο Φοίβος «Γιατί;» ρώτησε συγχυσμένος από πολλές αιτίες. Η ώρα περνούσε. Άφησα το χέρι του. Τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια. «Κύριε Ανδρέου, είναι ο αδελφός μου» Ξεροκατάπιε πολλές φορές. Το είδα στο καρύδι του που ανεβοκατέβαινε σαν τρελός ανελκυστήρας. «Συγνώμη δεσποινίς» Πήραμε και το δεύτερο κλειδί. Στις σκάλες μας πρόφτασε η φωνή του. Σιγανή, αβέβαιη. «Ήρθατε για αύριο;» Γύρισα το κεφάλι πάνω από τον ώμο. Τον βρήκα να χαϊδεύει τον αριστερό βραχίονα, εκεί που τον κρατούσα πριν, με το δεξί. Του χαμογέλασα. Τα έχασε εντελώς. Τον βρήκα καθυστερημένα, συμπαθητικό. Καληνύχτισα το Φοίβο στο διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιο μου.
Ο ύπνος αργούσε. Το δωμάτιο ήταν αρκετά προσεγμένο και καθαρό. Άνοιξα το παράθυρο να μπει του κήπου η μοσκοβολιά. Με τους αγκώνες ακουμπισμένες στο περβάζι και το πρόσωπο στερεωμένο πάνω τους, η ματιά μου διέγραψε πορεία ανάποδου εκκρεμές, από βοριά σε νότο. Αυτή η νύχτα ήταν φτιαγμένη να μην τη ζεις μόνη. Μόνη.
7
Έπεσα ξανά στο κρεβάτι. Κάπου μια πόρτα άνοιξε και έκλεισε πάλι. Και οι γνωστοί καλοκαιρινοί, νυχτερινοί ήχοι. Αυτούς που δεν τους βρήκα στη μουντή, σκοτεινή Νυρεμβέργη. Ένα ρίγος με διέτρεξε. Στην ιδέα της επιστροφής εκεί. Το είχα υποσχεθεί όμως στο Φοίβο. Εκτός και αν….. Εκτός και αν. Τώρα με διέτρεξε πιο έντονα. Μα είχε μια γλύκα τώρα. Θεέ μου ας ξημέρωνες τη μέρα πιο γρήγορα. Ας τον έβλεπα όπως τότε… Τότε. Τριάμισι χρόνια πίσω… όταν πέρασα την πόρτα για πρώτη φορά…. Συμβουλεύτηκα πάλι το χαρτί. «Στο τέλος του κατήφορου, δεξιά. Στης κυρίας Όλγας» Περασμένο απόγευμα. Το σκοτάδι ανέβαινε σιωπηλά τον απέναντι λόφο. Στη διασταύρωση στάθηκα αναποφάσιστη. Δεν υπήρχε κανείς να ρωτήσω. Στάθμευσα το φιατάκι. Πριν καλά σβήσω τη μηχανή, ένα μούτρο χώθηκε στο ανοιχτό παράθυρο. Τα βρώμικα χνώτα με έκαναν να αντιδράσω ακαριαία. Τραβήχτηκα στο εσωτερικό. «Τι θέλεις….» Δεν ξέρω τι ήθελε να πει γιατί ποτέ δεν τελείωσε τη φράση. Έμεινε να κοιτάει. Στη σιωπή που ακολούθησε τον παρατηρούσα. Δεκαπεντάχρονο παιδί. Αδύνατο, σκεβρωμένο, δόντια πεταχτά, άταχτα θαρρείς σαν αποτέλεσμα μιας μικρής έκρηξης στο στόμα του. Το βλέμμα του πρόδιδε τη διανοητική του κατάσταση. Θολό, ανεστίαστο, μισοσκεπασμένο από άτριχα ή πολύ ξανθά βλέφαρα. Μόνο κοιτούσε. Του άγγιξα ελαφρά το χέρι που ακουμπούσε στο παράθυρο. Ακούμπησε και το άλλο. «Πως σε λένε;» «Δεν ξέρω!» «Πως σε φωνάζουν;» «Έχω πολλά ονόματα. Πολλοί με λένε Αγγελή. Όμως αυτός εκεί μέσα, γονίδιο!» «Ξέρεις που μπορώ να βρω την κυρία Όλγα;» «Ξέρω που μπορείς να βρεις την κυρία Όλγα» Πάλι καλά που ήξερε να κλείνει τα ρήματα. «Θα μου δείξεις;» «Δεν μπορώ μου κρατάς το χέρι!» Μια νεαρή κοπελίτσα φάνηκε να κατεβαίνει προς το μέρος μας. Όμορφο χαριτωμένο προσωπάκι, γελαστό. Ανέμιζε στο αριστερό χέρι ένα μικρό λεπτό υφασμάτινο τσαντάκι. Διέκοψε απότομα την περιστροφή μόλις έφτασε κοντά μας. «Ζητάτε κάτι;» ρώτησε. «Το σπίτι της κυρίας Όλγας» «Τη μαμά μου θέλετε. Ελάτε» Ο Αγγελής, το γονίδιο ή όπως αλλιώς το έλεγαν έτρεξε μπροστά σέρνοντας ανοιχτά τα πόδια του. Σύντομα σκοτείνιασε την ατμόσφαιρα. Έπεσε με πάταγο πάνω στην ξύλινη αυλόπορτα. Ακολούθησε ένας ακουστικός σεισμός από το τρελαμένο κουδούνι που ήταν στερεωμένο ψηλά στο κάσωμα. «Τι συμβαίνει έξω;» ακούστηκε μια άγρια γυναικεία φωνή. «Τίποτα μαμά. Ο Αγγελής» Μου έδειξαν το χώρο. Αδιάφορα. Πίστευαν πως έχαναν τον καιρό τους. Στο τέλος συμφώνησα. Παρατήρησα μια απορία στο πρόσωπο της κυρίας Όλγας. Η μικρή που την έλεγαν Έλλη, άλλαξε διάθεση. Το χαμόγελο χάθηκε και σοβάρεψε η όψη της. Μόνο ο Αγγελής πανηγύρισε. «Φύγε γρήγορα» του φώναξε θυμωμένη. Αύριο θα έφερνα τα πράγματα μου. Αύριο. «Αυτό το αύριο» είπα δυνατά. Πήρα μια βαθιά ανάσα στο ανοιχτό παράθυρο. Τρόμαξα ένα γρύλο που σώπασε ξαφνικά. Ίσως για να ακούσει το αύριο. Έριξα μια ματιά γεμάτη ικανοποίηση στο χώρο. Δεν ήταν ότι ονειρευόμουν, αλλά ικανοποιητικό για τις δυνατότητες του. Μετά από μια περίοδο προσαρμογής μπορούσα το παραπέρα βήμα. Κάπου αλλού στην πόλη. Αυτά σκεπτόμουν, όταν άκουσα το διαβολεμένο τρελό κουδούνισμα. Αποφάσισα μη δώσω περισσότερο θάρρος στον Αγγελή. Έσυρα το μικρό κουρτινάκι με τα κοφτά μοτίβα. Δεν ήταν ένοχος ο Αγγελής για αυτό που συνέβη. Ένας λεπτός, ψηλός άντρας ανέβαινε τα σκαλιά, αφήνοντας πίσω του τους τελευταίους κραδασμούς ενός κουδουνιού που είχε υποστεί τη βίαιη επίθεση του. Φαινόταν να αδιαφορεί για την κατάσταση. Όταν τον μελέτησα περισσότερο μου φάνηκε πιο πιθανό, χαμένος όπως φαινόταν στις σκέψεις του, να μην αντιλήφθηκε τι προξένησε. Έσπρωξε την
8
πόρτα και μπήκε στο απέναντι δωμάτιο. Την άφησε ανοιχτή. Ακούμπησε στη μέση του δωματίου μια παλιά φθαρμένη δερμάτινη βαλίτσα. Έκοβε βήματα χιαστί και κάθε φορά περίμενα με τα χείλη σφιγμένα, να πέσει πάνω της. Η θεία πρόνοια όμως τον βοηθούσε να μην του συμβεί. Κάποια στιγμή ακινητοποιήθηκε στη μέση του χώρου. Έφερε το αριστερό χέρι στη μέση, ακούμπησε το ανάστροφο της παλάμης στη ζώνη και με τη δεξιά παλάμη στήριξε στον αέρα το σαγόνι. Η εικόνα ήταν διασκεδαστική και ένα μικρό γέλιο που πρόλαβα να το πνίξω, ήταν αποτέλεσμα της ταύτισης της με την εικόνα του σαλταρισμένου οδηγού ταξί στην ταινία του Κάπρα, που έχοντας χάσει την υπομονή, χάνει και την ταυτότητα δηλώνοντας «τσαγιέρα» Έμεινε έτσι αρκετή ώρα. Ήταν προφανές πως σκεπτόταν. Όλη την ώρα σκεπτόταν. Το καταλάβαινα από τις πολλές ασυντόνιστες και περιττές κινήσεις. Μια φορά γύρισε προς το μέρος μου. Κοίταξε, αλλά δεν είδε. Μετά από μερικά λεπτά κοίταξε πάλι, τώρα με προσοχή. Κάτι είχε εντυπωθεί στο μυαλό του πριν, που τώρα, είχε έρθει η σειρά του να το επεξεργαστεί. Πίσω από το κοφτό υφασμάτινο ανθοδοχείο που κυμάτιζε ελαφρά στο ανοιχτό παράθυρο κρυβόμουν, αθέατη. Ο ψηλός άνδρας έβγαλε τη βαμβακερή μπλούζα, την πέταξε στο κρεβάτι και άρχιζε να τακτοποιεί τα βιβλία που έβγαζε από τη βαλίτσα. Πολλές φορές επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα: αφού το τοποθετούσε, το έπαιρνε πίσω και αφού το φυλλομετρούσε, έστεκε αρκετή ώρα και διάβαζε. Άλλες φορές προσπαθούσε χωρίς να διακόπτει, να αδειάζει από ρούχα τη βαλίτσα, αδιαφορώντας που τα βάζει. Άλλες πάλι έστεκε ακίνητος να αφουγκράζεται σαν αγρίμι του δάσους. Ξαναφόρεσε τη μπλούζα. Αποφάσισα να δράσω. Όμως με πρόλαβε άλλη εξέλιξη. Η πόρτα της κυρίας Όλγας άνοιξε και η Έλλη έτρεξε και χώθηκε μέσα. Ο ψηλός άντρας αφού συνήλθε από μια άλλη ασυνήθιστη στάση, άνοιξε τα χέρια του και τη σήκωσε ψηλά. Η μικρή σπαρταρούσε από χαρά. Τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και η Έλλη τύλιξε τα χέρια γύρω στο λαιμό του και έγειρε το κεφάλι στον ώμο του. Κάτι συνομιλούσαν αλλά η απόσταση ήταν μακρινή και τα λόγια σκορπούσαν πριν φτάσουν στα αυτιά μου. Ήταν ολοφάνερο πως ανάμεσα τους υπήρχε μια τρυφερή σχέση. Αυτό το παιδί ήταν το μόνο που μπορούσε να ταυτίσει το σήμερα της υλικής του ύπαρξης με το χθες ή αύριο της σκέψης του. Κάποια στιγμή την ακούμπησε ελαφρά στο ξύλινο δάπεδο, τόσο ελαφρά, όπως ακουμπάμε ένα πορσελάνινο διακοσμητικό ή ένα κρυστάλλινο βοημικό βάζο. Η μικρή έβγαλε μια μικρή κραυγή χαράς. Ο άντρας ένα κρεμαστό από την αριστερή τσέπη. Χτύπησε τα χέρια της και τον φίλησε πεταχτά. Κάτι έλεγαν μέσα σε φορτισμένο κλίμα. Μέσα στο σούρουπο ακούστηκε η φωνή της Έλλης απρόσμενα δυνατά: «Ψεύτη!» Ο ψηλός άντρας έσκασε στα γέλια. Η μικρή ντροπιασμένη με ελαφρά σκυμμένο το κεφάλι έμοιαζε με τη στάση αυτή να εκλιπαρούσε τη συγνώμη. Στα χέρια του, το κόσμημα, αναπηδούσε από παλάμη σε παλάμη και κάμποσες φορές κινδύνεψε να βρεθεί στο δάπεδο. Έμοιαζαν οι κινήσεις του περισσότερο με αδέξιου, πρωτάρη ταχυδακτυλουργού. Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό: κατάφερε να το περάσει στο λαιμό της. Της έδωσε ένα φιλί. Η μικρή που τον είχε φωνάξει τρέχοντας «Κύριε Ιάσονα», έφυγε. Γύρισε πάλι στον κόσμο του. Στο χθες ή αύριο. Δεν ήταν πιο όμορφος από το παλικάρι στις αλυκές. Ήταν ψηλός, λεπτός με σφιχτοδεμένο κορμί, πλούσιο μαύρο μαλλί ατίθασα χτενισμένο. Δέρμα καθαρό όσο μπορούσα να δω, μαυρισμένο ελαφρά από κατασκευή και όχι λόγω εποχής. Ιάσονας λοιπόν. «Χμ! συνάδερφος αυτουνού εκεί» είχε παρατηρήσει η κυρία Όλγα και με μια κίνηση του κεφαλιού είχε δείξει απέναντι.
Πόση ώρα στο ανοιχτό παράθυρο; Ο γρύλος ξανάρχισε. Ίσως να υπενθυμίσει πως υπάρχει συνέχεια. Αριστερά ο σκοτεινός όγκος του Κιθαιρώνα, έμοιαζε να εισχωρεί σα γιγάντιο ακρωτήρι, σα χερσόνησος, στο λαμπερό αυγουστιάτικο ουρανό. Δεξιά ο φεγγαρόλουστος κάμπος. Ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα δυό μου χέρια κάτω από το κεφάλι. Το μισό σώμα σε κανονική θέση αλλά από τη μέση και κάτω πλαγιασμένη ελαφρά αριστερά. Με το γερμένο κεφάλι έβλεπα στο ανοιχτό πλαίσιο τα άστρα. Ένα φεγγοβολούσε περισσότερο. Ο γρύλος έξω επέμενε. Μια γλυκιά ανατριχίλα, μια ανησυχία, στο βάθος ένα φως, μια ελπίδα. Πίσω.. Ο γρύλος σώπασε. Αποφάσισα να δράσω. Άφησα την κρυψώνα. Άγγιξα με την πλάτη το πλαίσιο της πόρτας. Και με το δεξί πόδι χαμηλά κάτω. Έγειρα το κεφάλι πάνω από τον ώμο. Στο κομοδίνο υπήρχε ένας μικρός καθρέφτης. Μέσα από αυτόν ίσα που διέκρινα το εσωτερικό του απέναντι δωματίου. Για πολλή ώρα έκανε αυτό που τον είχα δει να κάνει ως τώρα. Τοποθετούσε ένα βιβλίο, ένα ρούχο, ένα αντικείμενο και αμέσως μετά αναιρούσε την προηγούμενη κίνηση. Τώρα έμοιαζε νευρικός στις κινήσεις. Ίσως κάποια στιγμή συνειδητοποιούσε πως με τον τρόπο
9
αυτό θα ξημέρωνε στην αφετηρία. Συγκρατήθηκα όταν τον είδα μέσα από το καθρέφτη να σηκώνει το βλέμμα του. Είχε παγώσει. Μαζί του τα έχασα και εγώ. Σε τι παιχνίδι είχα μπει; Θα συνέχιζα αποφάσισα. Γύρισα το κεφάλι προς το μέρος του, σκυμμένο με τα μάτια να κοιτούν τις παμπάλαιες σανίδες. Όταν ήμουν έτοιμη τα σήκωσα αργά-αργά, σταθερά, ελεγχόμενα. Στο ύψος των δικών του, σταμάτησα. Δεν είχε κινηθεί τίποτα επάνω του. Δεν ξέρω αν είχε ανασάνει κιόλας. Απορούσε υπέροχα, έκπληκτα μάτια, όμορφα, ψηλό κορμί, ακίνητο, βήμα μισοτελειωμένο προς την κατεύθυνση της πόρτας. Έσπρωξα το πλαίσιο και βάδισα στο εσωτερικό του δωματίου. Τον διέκρινα στον καθρέφτη. Κάτι πήγε να σπάσει πάνω του. Γύρισα και κοίταξα ξανά. Καμιά ρωγμή δεν πρόλαβε να διαρρήξει την εικόνα που είχε τόση ώρα. Δεν ξαναβγήκα στο προσκήνιο ως αργά τη νύχτα. Το φως στο δωμάτιο έσβησε. Έσβησα και το δικό μου. Ξάπλωσα στο αλλοτινών εποχών, σιδερένιο κρεβάτι. Τη νύχτα γύριζε στο μυαλό η φιγούρα του. Τίποτα δεν είχε φτερουγίσει στο στήθος. Κάτι όμως με τραβούσε. Αυτή η αφηρημάδα, η αδεξιότητα στις κινήσεις και το ανεστίαστο βλέμμα, με γοήτευαν. Μια μικρή ευχάριστη νότα στην μικρή άγνωστη πόλη. Αργά κοντά μεσάνυχτα, βγήκα στο μπαλκόνι. Ήμουνα βέβαιη πως με παρακολουθούσε. Από μια μικρή τρύπα στην πόρτα; από τις γρίλιες του σκοτεινού παραθύρου; Την επόμενη μέρα συνάντησα τον Πορφυρογένη. Το σημαντικότερο πρόσωπο που είχα γνωρίσει. Λίγα δευτερόλεπτα αρκούσαν για να βρεθείς στο πεδίο έλξης του, λιγότερο από το χρόνο που απαιτεί ένα ισχυρός μαγνήτης να έλξει μια καρφίτσα. Με δέχτηκε στο γραφείο του. Ήταν πολύ ευγενικός. Πρώτα με σύστησε στο προσωπικό, πάντα ένα βήμα πίσω μου και σε όλους έλεγε τα ίδια: «Η δεσποινίς Αποστόλου, νέα και νεαρά συνάδελφος» Οι γυναίκες με κοίταξαν σα γυναίκες. Με καχυποψία στα μάτια και σκηνοθετημένο φιλικό χαμόγελο. Το δικό μου πάντως ήταν γνήσιο! Στους άντρες διέκρινα μια αμηχανία και έλλειψη βούλησης να την αποβάλλουν. Ήταν όμως οι πρώτοι που σύντομα θα μου φερόντουσαν φυσιολογικά. Μετά ακολούθησαν οι γυναίκες. Μετά τη μικρή περιοδεία ζήτησε να επιστρέψω στο γραφείο του. Όσο μιλούσε στο τηλέφωνο και αφού είχε κάνει νόημα να μη σηκωθώ, παρατηρούσα κάθε τι πάνω του. Αρχοντικός στις κινήσεις, λιτός στις χειρονομίες. Όταν βάδιζε συνήθιζε να έχει το αριστερό χέρι στην τσέπη. Πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά στο πλάι, τόσο γκριζαρισμένα, όσο χρειαζόταν για να υποδηλώσουν σοφία και διακριτικά να αποκρύψουν την ηλικία. Άλλωστε την εικόνα αυτή υποβοηθούσε η καλοφτιαγμένη ψηλή σιλουέτα. Είχε τα μάτια του, βαθιά μέσα στις κόγχες τόσο, που έλεγες πως ήταν επίτηδες βαλμένα εκεί για να εστιάζουν διαπεραστικά με επιμονή. Αυτός ο άνθρωπος βάδιζε αργά στο γραφείο από τη μια άκρη στην άλλη χωρίς να μιλά. Μόλις είχε τελειώσει το τηλεφώνημα. Στο πρόσωπο που λίγο πριν είχε στη γραμμή, μιλούσε με απίστευτη τρυφερότητα. Η γυναίκα του σκέφτηκα. Δεν μου είχε τύχει ποτέ να με αγνοήσουν. Έτσι δε γνώριζα τι δυσάρεστο συναίσθημα προκαλεί. Πάντως αισθάνθηκα και όμορφα καθώς η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη νωπή σε τρυφερότητες. Ο Πορφυρογένης σταμάτησε την πορεία προς το παράθυρο στη μέση. «Δεσποινίς Αποστόλου μόλις απεκάλυψα την «αχίλλειο πτέρνα μου» «Δεν κινδυνεύετε» Με κοίταξε περίεργα με μισό χαμόγελο. «Κινδυνεύω;» «Σκέφτηκα τον ομηρικό ήρωα. Η αποκάλυψη έφερε τον αφανισμό. Η τωρινή περίπτωση υποδηλώνει την ευτυχία» «Ήταν τόσο φανερό;» «Επειδή το αντιλαμβάνεσαι με την καρδιά» Με κοίταξε ξαφνιασμένος. Μίκρυνε τα μάτια του. Συνέχισα: «Μήπως να αναθεωρήσουμε την εκτίμηση; Άτρωτος στα συναισθήματα. Άντεξαν τόσα χρόνια» «Τόσα χρόνια;» «Είπα το πιθανότερο. Γνωρίζετε τη γυναίκα σας….» Δεν πρόλαβα να συνεχίσω. Με διέκοψε απότομα. «Η γυναίκα μου πέθανε πρόσφατα» Το μικρό δάκρυ καιροφυλακτούσε. Θόλωσε το βλέμμα. Δεν το εμπόδισα να κυλήσει. Δεν είχα το θάρρος να ζητήσω συγνώμη. Ας δεχόταν αυτό. Συνέχισε τη διαδρομή στο παράθυρο. Κοιτούσε έξω για πολλή ώρα. Όσο δε μιλούσε, άκουγα την ανάσα του. Και μαζί τη δική μου. Με πλησίασε. «Για την κόρη μου μίλαγα» Ένοιωθα θυμωμένη τώρα. Με μένα, με τον Πορφυρογένη. Το πρόσωπό του είχε ημερέψει και τα χαρακτηριστικά του είχαν γλυκάνει. Ξαναγυρίσαμε για αρκετή ώρα στη σιωπή. Εκείνος την έσπασε πρώτος με απρόσμενη ερώτηση: «Σκεφτήκατε ποτέ δεσποινίς Αποστόλου ότι βρίσκεστε σε λάθος θέση;» «Είναι τόσο φανερό; Δε δόθηκε η ευκαιρία να το αποδείξω»
10
Γέλασε. «Σας πλήγωσα πριν και το χειρότερο δεν σας έδωσα να καταλάβετε πόσο μετάνιωσα. Δεσποινίς Αποστόλου είσαστε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο άτομο και πολύ όμορφη. Τι ζητάτε στο δικό μας κόσμο;» «Αν είχα θάρρος θα ρωτούσα το ίδιο. Και θράσος, περισσότερα» «Σας επιτρέπω» «Το πρότυπο του αστυνομικού στη χώρα μας είναι αιώνια καθορισμένο και τόσο αμετάβλητο που λες πως το «τα πάντα ρει» έχει την εξαίρεση του» «..και έξυπνη. Συμπλήρωμα σε περασμένες διαπιστώσεις. Αυτή η παρατήρηση υποθέτω πως υπαγορεύτηκε από το θάρρος, από το θράσος τι να περιμένω;» «Καμιά!» «Καλώς! Μια παρατήρηση όμως: δεν ανήκετε και σεις στο πρότυπο, όμως είσαστε μαζί μας» «Ονειρεύομαι την εξαίρεση στην εξαίρεση!» «Δυο εδώ μέσα πρέπει να φύγουν!» Τότε δεν κατάλαβα τι έκρυβε στα λόγια του. Από κάτω, το δρόμο, μια φωνή σα να έδωσε το σύνθημα. Πολλές φωνές τη συνέδραμαν. Στην αρχή διέκρινα απλές φωνές μετά κατάρες, βρισιές, απειλές και λέξεις που ίσως δε θα συναντούσα ποτέ σε ελληνικό λεξικό. Μετά όλα εξελίχτηκαν σε βουητό που διαρκώς αύξαινε. Κάποιος συνάδελφος ενημέρωσε στην πόρτα τον Πορφυρογένη. «Δύσκολες στιγμές μας περιμένουν, δεσποινίς Αποστόλου. Μπορείτε να φύγετε» Μετά απευθύνθηκε στον άνθρωπο που περίμενε διαταγή στην πόρτα. Του την έδωσε: «Τρεις από κάθε οικογένεια!» «Η αντοχή σας θα δοκιμαστεί, η ακοή σας θα υποφέρει, δεν θα έπρεπε να είσαστε παρούσα. Όμως…» Πρόλαβε να συμπληρώσει πριν η πόρτα υποχωρήσει με πάταγο: «Μείνετε! Σήμερα δε βρίσκεστε σε λάθος θέση!» Το ανθρώπινο ορμητικό κύμα με την ιδιότητα που έχουν τα υγρά κατέλαβε το χώρο. Και οι φωνές, βρισιές και απειλές με την ιδιότητα των αερίων, τα πάντα! Ένας μικρός χώρος για μένα και τον Πορφυρογένη. Εκείνο το μεσημέρι οι άγνωστες λέξεις που διαχέονταν ήταν πιο πολλές από τις γνωστές και από την εκφορά τους και το μένος που τις εκτόξευαν εναντίον αλλήλων
11