"αξεδίψαστη πύλη" υπότιτλος: " για αυτόν θα πω που τάχτηκε στην έβδομη την πύλη" θοδωρή ταχταρά

  • Uploaded by: TAHTARAS THEODORE
  • 0
  • 0
  • May 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View "αξεδίψαστη πύλη" υπότιτλος: " για αυτόν θα πω που τάχτηκε στην έβδομη την πύλη" θοδωρή ταχταρά as PDF for free.

More details

  • Words: 5,068
  • Pages: 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η επιστροφή ήταν επώδυνη. Οι κατάρες της μαυροντυμένης Ευτυχίας με συνόδευαν σε κάθε σκαλοπάτι που πατούσα. Σώπασε μόνο σαν μπήκα στο δωμάτιο. Όλα ήσαν καθαρά, τακτοποιημένα. Ακόμα και ο αέρας δεν καθυστερούσε ούτε λεπτό στο χώρο. Τον ανανέωνε το ανοιχτό παράθυρο και η πόρτα. Κάτω από το δέντρο με είχε καλωσορίσει το Hillman με την μακιγιαρισμένη εμφάνιση του. Είχανε μπει καινούργια τζάμια και είχε βαφτεί εξωτερικά. Στο απέναντι τοίχο είχε στηθεί ένα ράντζο. «Αυτό θα είναι το κρεβάτι μου!» Την κοίταξα με απορία. «Το είπα στη μαμά. Χάρηκε που το σκέφτηκα. Θα μείνω μαζί σας όσο με χρειαστείτε» «Νομίζω πως είμαι πια καλά. Εσύ φρόντισε τις καλοκαιρινές σου μέρες» «Τη νύχτα θα μένω μαζί σας. Τη μέρα θα σας επισκεπτόμαστε» «Θα φυλακιστείς εδώ μέσα» «Τις νύχτες είμαστε όλοι φυλακισμένοι!» Το βράδυ της ίδιας μέρας δέχτηκα μια περίεργη επίσκεψη. «Σε ζητούν δύο κύριοι. Ο ένας έχει ξανά έρθει» Τους κρατούσε έξω στο μπαλκόνι. «Ποιοι είναι;» «Ο φίλος σας ...» Έβαλε το χέρι στη μέση του στήθους με την παλάμη τεντωμένη να κοιτάει κάτω. «Ο Μιχαηλίδης! Να περάσουν» «Καλημέρα κύριε Φιλώτα. Να σας συστήσω τον κύριο Πάσπαλη» Αυτός με εκείνο το όνομα, έτεινε το χέρι. «Παλιός συνάδελφος σας. Στη σύνταξη πια. Όταν μου ζητήσουν τη συνδρομή ποτέ δεν το αρνιέμαι. Βλέπετε στη ζωή δεν έμαθα να κάνω κάτι άλλο» «Σας περίμενα νωρίτερα!» «Ίσως ήρθαμε σε ακατάλληλη στιγμή» απάντησε ο Μιχαηλίδης. «Μα είχατε αρνηθεί» είπε με έκπληξη ο Πάσπαλης. Ήταν περασμένης ηλικίας, αλλά καλοδιατηρημένος. Πλούσια μαλλιά, καλοχτενισμένα, τα συγκρατούσε κάποιο στιλπνό καλλυντικό. Φορούσε σκούρο κουστούμι μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ένοιωθε άνετα και αυτό ήταν ολοφάνερο. «Άνθρωποι σαν εσάς δεν εγκαταλείπουν τόσο εύκολα. Λοιπόν ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψης;» Ο Μιχαηλίδης ξερόβηξε. «Καθίστε» είπε η μικρή νοικοκυρά του σπιτιού «τι θα πάρετε;» Ο Πάσπαλης χαμογέλασε. «Μία κρύα πορτοκαλάδα» Το ίδιο ζήτησε και ο Μιχαηλίδης. Η Έλλη πήγε δίπλα. «Πώς να αρνηθείς σε αυτό το χαριτωμένο πλάσμα;» είπε ο Πάσπαλης. «Φροντίστε να μιλήσουμε χωρίς την παρουσία της» «Αφήστε τον κύριο Φιλώτα να αποφασίσει κύριε Μιχαηλίδη» Δε χρειάστηκε. Η Έλλη έφερε τα δροσιστικά ποτά και έφυγε. «Ζητάμε πληροφορίες. Αυτός είναι ο σκοπός της επίσκεψης» μπήκε κατευθείαν στο θέμα ο Πάσπαλης «ξέρετε το ενδιαφέρον του κυρίου Γαβριηλίδη για τα γεγονότα. Αυτό που σχετίζετε με την έκρηξη στο χώρο που του ανήκει» «Θα μπορούσα να σας πω όλους τους λόγους που δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Μένω στον ένα:το λίγο διάστημα που είχα στα χέρια την υπόθεση δεν βρήκα κάποιο αξιοποιήσιμο στοιχείο. Τώρα μου έχει αφαιρεθεί» «Το γνωρίζουμε κύριε Φιλώτα» «Συνεπώς η συζήτηση δεν μπορεί να πάει πιο πέρα» «Είχατε πάει στους Δελφούς. Για ποιο λόγο είχατε πάει;» Πήρε βαθιά αναπνοή και έσπευσε να διορθώσει: «Η συνήθεια βλέπετε…Οι ερωτήσεις φαίνονται σα να βγαίνουν από χείλη ανακριτή.…σας ζητώ συγγνώμη» «Ένα ταξίδι αναψυχής ήταν..» «Θέλετε να πιστέψουμε τις αηδίες του Πελώνη;» «Δεν παρακολουθώ τον τύπο. Δεν είμαι σε θέση» «Έγραψε πως ήταν ένα ρομαντικό ταξιδάκι. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ότι στο δημοσίευμα υπάρχουν αιχμές για τη συνοδό σας τη στιγμή που τους έχουν δει να συναντώνται αρκετές φορές. Εσείς μπορείτε να δώσετε κάποια εξήγηση;» «Όχι! Δεν είναι στα θέματα που με ενδιαφέρουν!» «Ηρεμήστε κύριε Φιλώτα. Οι μέθοδες του Πελώνη δε μας βρίσκουν σύμφωνους» είπε ο Μιχαηλίδης που παρακολουθούσε με προσοχή. «Όμως σας συνέβη κάποιο ατύχημα. Κάποιος σας έδωσε ένα γράμμα. Εσείς ταραχτήκατε και βγήκατε τρέχοντας να τον προλάβετε. Τότε σας συνέβη. Μπορείτε να αποκαλύψετε το περιεχόμενο του;» Περίμεναν με αγωνία την απάντηση μου. Αποφάσισα να την καθυστερήσω. «Ήταν χυδαίο και φαντάζομαι πως το περιεχόμενο είναι ανάλογο των δημοσιευμάτων» «Ο Πελώνης ήταν εκεί, αλλά δεν είναι τόσο ανόητος να ήταν αυτός» «Θα έχετε διαπιστώσει ότι πολλοί είναι πρόθυμοι να υποδυθούν αυτό το ρόλο» «Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει. Υπάρχει κάτι που έπεσε στην αντίληψη σας και δεν μπορείτε να το ερμηνεύσετε; Ίσως μας βοηθήσει» «Όχι!» «Όταν ξεκινήσαμε αυτή τη συζήτηση είχατε την πρόθεση να μας βοηθήσετε;» «Μιλάω ήδη μαζί σας»

-2«Αυτό δεν αρκεί. Αν αυτή η απάντηση σημαίνει «ναι», τότε εξηγήστε μας τι σήμαιναν τα λόγια σας «ερμήνευσα το χρησμό»!» «Γνωρίζετε πράγματα που κανονικά δεν έπρεπε. Το άτομο που σας πληροφόρησε γνωρίζει την κατάσταση που βρισκόμουν όταν το έλεγα» «Κάποιος από το κλιμάκιο της Αθήνας έδειξε ενδιαφέρον» «Δεν ήμουν σε θέση να αξιολογήσω καταστάσεις και πρόσωπα. Αναρωτιέμαι ποιος σας τα μετέφερε» «Έχω δυο σημαντικούς λόγους να μην το αποκαλύψω. Ο πρώτος: εμείς όπως και οι δημοσιογράφοι, δεν αποκαλύπτουμε τις πηγές» «Εγώ ανήκω στους πρώτους. Γιατί να σας αποκαλύψω στοιχεία;» «Έχουμε κοινό στόχο και επιθυμία να αποκαλύψουμε την αλήθεια. Από τη συνεργασία αυτή θα βγείτε κερδισμένος» «Με ποιο τρόπο;» «Φαίνεται πως τώρα δεν έχει νόημα» «Μπορούσατε να τον προαναφέρατε. Ίσως έλυνε τη γλώσσα» «Είμαι συνταξιούχος κύριε Φιλώτα. Αυτό σημαίνει γνώση των καταστάσεων» «Και ο δεύτερος;» «Καθοδηγείται από επιχειρηματική λογική: δεν πήρα για να δώσω. Χαίρετε κύριε Φιλώτα και περαστικά σας» «Ο κύριος Γαβριηλίδης μου είχε τάξει πόλεμο. Πολλοί μου γίνονται τελευταία, αλλά δε διακρίνω το δικό του» «Τον έπεισα να μην το κάνει. Δε τον ξεκίνησε» «Ως τώρα» Κούνησε τους ώμους σα να έλεγε «Ίσως» Μετά έκανε νόημα στο Μιχαηλίδη και έφυγαν. Σκεφτόμουν τη συζήτηση. Η σκέψη κόλλησε στις συναντήσεις του Πελώνη με την κοπέλα. Σκοτεινή σκέψη. Δυο μέρες κύλησαν χωρίς κάτι σημαντικό. Τη νύχτα η Έλλη ερχόταν έτοιμη για το βραδινό ύπνο. Σβήναμε το φως και κουβεντιάζαμε. Έδειχνε ενδιαφέρον για πολλά θέματα. Παράξενο για τόσο μικρό παιδί. Μετά αποκαμωμένη περασμένα μεσάνυχτα την έπαιρνε ο ύπνος. Η υπόθεση των φόνων είχε χαθεί στα βάθη του μυαλού. Σα να έγινε πολλά χρόνια πίσω. Μόνο η στάση της με απασχολούσε. Είχε ενταχθεί στο κλιμάκιο και αυτό τις έπαιρνε ώρες. Την άκουγα αργά το βράδυ να ανεβαίνει τις σκάλες. Δυο –τρεις φορές κάτι λέγανε με την Έλλη. Είχα ακούσει την Έλλη να της λέει: «νομίζω πως κοιμάται» Δεν είχα αποφασίσει πώς να χειριστώ το θέμα. Την τρίτη μέρα πήρα το δρόμο για το βουνό με το ανανεωμένο Hillman. Αισθάνθηκα το σώμα δυνατό και το μυαλό καθαρό. Από το μυαλό μου πέρασαν: η μορφή της Κατερίνας, η πρώτη μέρα της γνωριμίας, η κουβέντα για τις αρχαίες τραγωδίες το βράδυ που μας αποκάλυψε την επιτυχία της, η καταστροφή, ο Αλέξανδρος, το ταξίδι στην Αθήνα και η συνάντηση στους κήπους του Δημητριάδη. Ένοιωσα ένα σφίξιμο. Την αγάπησα αυτή την κοπέλα και τη θαύμασα για τον χαρακτήρα και την ωριμότητα. Η τύχη στάθηκε σκληρή μαζί της. Ήμουν βέβαιος πως είχε δολοφονηθεί. Μετά εκείνη. Ένοιωθα πως είχε μακρύνει η απόσταση. Η προσωπική μου άποψη και τα λόγια του Πάσπαλη μου δημιουργούσαν σύγχυση και απογοήτευση. Σκεφτόμουν σοβαρά να γυρίσω σελίδα στη ζωή. Ήταν τόσο όμορφη εκείνο το βράδυ! Είχε φανερώσει ένα υπέροχο εσωτερικό κόσμο! Εκείνο το καταραμένο βράδυ! Κοίταξα προς τη μεριά της πόλης. Αναστήθηκε πάλι ο εφιάλτης. Σκεφτόμουν τι ήταν αυτό που με οδήγησε στη λύση. Ο φόβος που είχε καταλάβει όλους τους θεατές από τη συγκλονιστική ερμηνεία; το σφίξιμο του χεριού της πάνω μου; η υποσυνείδητη μεταφορά στη σημερινή εποχή, στο σημερινό πανικό; Ο νεκρός στις Ηλέκτρες Πύλες, ο τρελός καθηγητής και ο νεκρός της πέμπτης πύλης; Μια ταύτιση όλων αυτών των εικόνων ίσως ήταν η απάντηση. Τότε υπήρξε χρησμός! Η ίδια η παράσταση! Αρκεί να το ένοιωθες. Ποιος όμως τα είχε προβλέψει; Δεν ήταν τυχαίο άτομο. Σκηνοθετούσε και εκτελούσε. Δεν ήταν ούτε μανιακός, ούτε ενεργούσε με συναισθηματική έξαρση. Ποιος ήταν; Γιατί τιμωρούσε τα θύματα του; Θα υπήρχαν άλλοι νεκροί; Ο δολοφόνος ζωντάνευε την τραγωδία του Αισχύλου. Θα ακολουθούσαν δύο νεκροί; Στην έβδομη πύλη; Τότε ο χώρος ήταν γνωστός, αλλά όχι ο χρόνος! Σκέφτηκα ότι είχα φερθεί εγωιστικά στον Πορφυρογένη. Αλλά και η δική του συμπεριφορά αυτό το βράδυ ήταν απαράδεκτη. Προείχε η προστασία μιας ζωής. Άξιζε όμως; Έτσι που τα μέτραγα όλα, έμοιαζα να παίζω το ρόλο του γαλατά Τέβγιε ανάμεσα στη ρεαλιστική θεώρηση και στην παράδοση, που εδώ την αντικαθιστούσε το πείσμα και ο εγωισμός. Θα μιλούσα στον Πορφυρογένη! Με ειλλημένη απόφαση άφησα το βουνό. Πέρασα τη διασταύρωση με το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Ζάκα. Στο φούρνο στάθηκα να πάρω φρέσκο ψωμί για την κυρά Όλγα. «Το συλλάβατε λοιπόν;» Ανατρίχιασα. «Ποιόν;» ρώτησα το φούρναρη. «Το Μιχάλη Ζάκα. Από τότε που τον ζητάτε έχει χαθεί» «Δεν το ζητάμε πια» «Αν εμφανιστεί να του πω κάτι;» Του άφησα σαφείς οδηγίες: -3«Ότι σε φωτίσει ο θεός!»

«Ξεκάθαρη απάντηση!» Στην πόρτα ρώτησα: «Τι έχει σπουδάσει;» «Ο Μιχάλης;» Γέλασε. «..φορτηγατζής!» «Αργήσατε και ανησύχησα» είπε η Έλλη. «Τώρα πια δεν χρειάζεται» «Σας ζήτησε ένας φίλος σας. Εδώ έχω την κάρτα του και ένα τηλέφωνο. Θα είναι μέχρι τις δύο εκεί» Του τηλεφώνησα. Ήταν ο Δημοσθένης. «Σε μισή ώρα στο εστιατόριο. Θέλω να σε δω» Φόρεσα ότι πιο ελαφρύ είχα. Από νωρίς κατέβαινε νότιος άνεμος από τους λόφους, λίβας που σάρωνε την πόλη. Τρύπωσα γρήγορα στην κλιματιζόμενη αίθουσα. Καθόταν στο βάθος μπροστά από τη γυάλινη προθήκη με τα πιάτα της ημέρας. Σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι. «Χτύπησες σοβαρά» «Κινδύνεψα να βρεθώ στο βάθος του γκρεμνού» «Διάβαζα τα γεγονότα καθημερινά. Γράφτηκαν κάτι παράξενα πράγματα. Βέβαια ο Πελώνης δεν τα έγραψε σα σοβαρό ρεπορτάζ, αλλά τα χρησιμοποίησε στο χρονογράφημα. Για χρησμούς, για εφτά φόνους που μπορεί να γίνουν οκτώ. Για μια περίεργη παράσταση που δόθηκε στους Δελφούς και παρόμοια. Γιατί τα έγραψε όλα αυτά, αφού δεν ήταν κατανοητά σε κανένα;» «Έμαθα πως έπαψε πια να ασχολείται μαζί μου» «Όχι τελείως, αλλά αραιώνει τις αναφορές» «Και ο κόσμος κάνει το ίδιο» «Αφού έπαψε να ρίχνει ξύλα στη φωτιά, αυτή θα σβήσει κάποτε» Παραγγείλαμε. Ζήλεψα το ψάρι που παρήγγειλε ο Δημοσθένης και έκανα το ίδιο. «Έχουν κάποια βάση όλα αυτά που διέρρευσαν πως είπες;» Ξαφνιάστηκε με την απάντηση μου. Έμεινε με το πιρούνι στο χέρι την ώρα που έπαιρνε τη στροφή για το στόμα. «Έχουν!» Δε συνέχισε την κίνηση. Άφησε το πιρούνι κάτω καρφωμένο με την ψαρομπουκιά. «Άκουσε Δημοσθένη, δε θα σου πω γιατί είσαι δημοσιογράφος» «Είμαι διοικητικός!» «Αυτό ξέχνα το! Θα σου πω γιατί είσαι φίλος. Όχι τώρα. Ζητάω μια χάρη πρώτα» «Τι χάρη;» «Πρόκειται για τον Πορφυρογένη. Η κατάσταση του είναι απελπιστική» «Δε θα σε πιστέψω. Τον είδα σήμερα και μου φάνηκε καλύτερος από κάθε άλλη φορά» «Κρύβει την αλήθεια. Προσπαθεί. Τώρα που πέρασαν αρκετές μέρες από το θάνατο της κόρης του και έχει συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα, ανακτά το προσωπικό του στυλ. Η πραγματικότητα φαίνεται στο σπίτι του. Υπάρχει ακαταστασία, παραίτηση, εγκατάλειψη. Η γυναίκα που τον φρόντιζε, τον εγκατέλειψε. Χρειάζεται την καθημερινή φροντίδα» «Να την προσφέρω εγώ;» «Άσε τα αστεία. Είχα αποφασίσει να κάνω εγώ αυτό το ταξίδι, όμως η κατάσταση δεν το επιτρέπει. Ο Πορφυρογένης κατάγεται από να χωριό στις ανατολικές πλαγιές του Παρνασσού» «Τι νόημα έχει αυτό το ταξίδι;» «Αν βιάζεσαι να φας το ψάρι, μη με διακόπτεις» «Σύμφωνοι» Του εξήγησα με κάθε συντομία. «Πρέπει να γυρίσει στο χωριό του. Εκεί θα βρει βοήθεια. Αν φύγει για την Αθήνα αυτό δεν μπορεί να γίνει» «Εσύ τι πιστεύεις;» «Θα επιστρέψει» «Στο διάστημα που δοκιμάζεται, είδες κάποιον δικό του;» «Όχι. Το χωριό του είναι απομονωμένο» «Δεν νομίζω» είπε δύσπιστα «τα γεγονότα έχουν φτάσει σε κάθε γωνιά της χώρας, έστω και εξασθενημένα σα σεισμικά κύματα. Δεν πειράζει που μου λες ψέματα θα πάω!» «Υπέροχο ψάρι» είπα. «Υπέροχος ψεύτης» είπε. Το εστιατόριο είχε γεμίσει. Όποιος έμπαινε αισθανόταν την ανάγκη να μας κοιτάξει λίγα δευτερόλεπτα πιο πολύ από το συνηθισμένο. Κάποιοι πάλι, κοίταζαν την προθήκη αρκετή ώρα ώσπου να αποφασίσουν να πουν αυτό που είχαν ήδη αποφασίσει. Ήταν ενοχλητικό, αλλά είχα γνωρίσει χειρότερα. Τελειώσαμε το γεύμα σιωπηλά, συνεννοημένοι να μην πούμε τίποτα. Γιατί κάτι όταν θέλουμε να πούμε πολύ, το αφήνουμε τελευταίο; Ο Δημοσθένης δεν αποτελούσε εξαίρεση. «Πως τα πας με την όμορφη;» «Η συνεργασία τερμάτισε στη χαράδρα των Δελφών. Δε βλεπόμαστε» «Τότε φταις εσύ!» «Πως το εννοείς;» «Δε χρειάζεται να στο επιβάλει η ανάγκη για να είσαι μαζί της. Μπορείς να το επιδιώξεις» «Πρέπει να το θέλει» «Όταν έχει απέναντι της κάποιον που ξέρει τι θέλει, δείχνει να μην το ξέρει και δε βρίσκει τρόπο να το δείξει, πάει πολύ να της ρίχνεις ευθύνες» «Ξέρεις ότι συναντά τον Πελώνη;» μου ξέφυγε. Πάγωσε. Μετά ξέσπασε σε γέλια. «Τον Πελώνη; Μια τέτοια γυναίκα αποκλείεται να ενδιαφέρεται για αυτόν. Αυτός ναι, όπως εσύ, όπως εγώ, -4όπως όλοι μας. Αυτή ποτέ! »

«Γιατί;» αναθάρρησα. «Ξέρω καλά τον Πελώνη όπως δεν τον ξέρεις εσύ» «Και οι συναντήσεις;» «Αυτό είναι μυστήριο. Είναι εξακριβωμένο;» «Απόλυτα» «Τότε θα μάθω» Χωρίσαμε. Αύριο θα πήγαινε στον Παρνασσό. Περίμενα με αγωνία την απάντηση του. Στις εννιά το βράδυ ακούστηκε το τηλέφωνο στο δωμάτιο της κυρίας Όλγας. Αμέσως κατάλαβα πως ήταν για μένα. Μετά από τη σύντομη ανάκριση με φώναξε. «Δεν υπάρχει συγγενής στο χωριό του, Ιάσονα. Ούτε καν πατρικό σπίτι. Οι γονείς έχουν πεθάνει πολλά χρόνια. Από ένα γέρο έμαθα πως η μία κόρη του έχει πεθάνει και η άλλη έχει αφιερωθεί στον κύριο: είναι μοναχή» Ένοιωσα κάτι ανάμεικτο με τα δυο αντίθετα: απογοήτευση και ανακούφιση. «Κάτι άλλο;» «Όχι. Ο γέρος μου έφαγε πολύ ώρα ώσπου να μου πει αυτές τις κουβέντες» «Ευχαριστώ Δημοσθένη» «Τελικά ήταν μια υπέροχη βόλτα σε μια φανταστική τοποθεσία. Α! για να μην πεις πως σου έκρυψα κάτι: το μοναστήρι κρέμεται πάνω από το Ύπατο. Αυτό που κάποια μέρα θα καταπλακώσει το χωριό» Η Έλλη είχε ξαπλώσει από νωρίς. «Είμαι κουρασμένη κύριε Ιάσονα» «Απόψε θα σε προσέχω εγώ!» Έτρεξε μπερδεύοντας τα πόδια με το σεντόνι. Παραλίγο να της στοιχίσει. Προσγειώθηκε πάνω μου. Αισθάνθηκα μια σουβλιά στο πονεμένο χέρι. «Συγνώμη» είπε κοκκινίζοντας «να! δεν έδωσα το φάρμακο απόψε» Με φίλησε στο μάγουλο, της ανταπόδωσα και κουκουλώθηκε ντροπιασμένη. Ένα δειλό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Η Έλλη πέταξε από το πρόσωπο το σεντόνι. «Έχουμε επισκέψεις» είπε μουτρωμένη. Ήταν η Αποστόλου. Τα έχασε βλέποντας μπροστά της την Έλλη. «Δεν μπόρεσα να έρθω πιο νωρίς» είπε με τη βραχνή κοριτσίστικη φωνή. «Αισθάνομαι καλύτερα. Σύντομα όλα θα γίνουν όπως πρώτα» «Αλήθεια;» αναθάρρησε «τότε να πηγαίνω. Χάρηκα που σας είδα τόσο καλά!» Τράβηξε την πόρτα με γυρισμένο το κεφάλι πάνω από τον ώμο. Είδα το υπέροχο χαμόγελό της. Ξαφνικά είχα διάθεση για κουβέντα. «Όλο με ξυπνάτε κύριε Ιάσονα, σας είπα είμαι κουρασμένη!» Είχε χαλάσει η διάθεση της. Η ημέρα πέρασε χωρίς κάτι αξιόλογο. Η Έλλη μου έφερε πολλές εφημερίδες. Αθηναϊκές και τις τοπικές. Στις μισές αθηναϊκές, οι μεγάλοι τίτλοι κατακρίνανε την κυβέρνηση για την οικονομική πολιτική και στις υπόλοιπες μισές την εξυμνούσαν για το ίδιο πράγμα! Δυο τραβούσαν μοναχικό δρόμο. Η μία μιλούσε για την κρυφή ζωή επώνυμης που όμως δεν αποκάλυπτε και η άλλη ασχολιόταν με την πασίγνωστη παγκόσμια δύναμη του κακού. Φιλοξενούσε μια εξαιρετική ανάλυση της πολιτικής της στο χώρο των πετρελαίων. Στις εσωτερικές σελίδες, όλες είχαν αφιερώσει λίγο χώρο στην υπόθεση που εξελίσσονταν σε αυτό το μέρος. Ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ και η άλλη εφημερίδα είχαν την υπόθεση πρωτοσέλιδη. Η στάση της εφημερίδας του Πελώνη ήταν θετική στην τροπή που είχε πάρει η έρευνα. Μιλούσε για τη σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αστυνομία, τη νυχθημερόν προσπάθειά της και τη συμβολή των περιπολιών στο αίσθημα ασφάλειας. Περίπου στα ίδια βήματα κινιόταν και η άλλη εφημερίδα. Έλειπα από παντού. Δε με χάλασε. Λίγο πριν το σούρουπο μπήκα στο Hillman. Το χωριό βρίσκεται βορειοανατολικά, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Έφτασα σύντομα. Αριστερά και δεξιά του κεντρικού δρόμου, πάνω σε πρόχειρα καθίσματα, πεζούλες, μεγάλες πέτρες ή χαμηλά σκαμνιά ηλικιωμένα κυρίως άτομα, συζητούσαν με τους διπλανούς τους και πότε-πότε με τους απέναντι. Στη θέα του αυτοκινήτου διέκοψαν, με συνόδεψαν με τα μάτια και με άφησαν όταν και εγώ τους είχε αφήσει. Όπου περνούσα, έσκυβαν το κεφάλι μπροστά και με τη ματιά τους προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό. Σε μια διασταύρωση σταμάτησα αναποφάσιστος σαν τον Ηρακλή. Ένα παιδί ερχόταν από μακριά με το ποδήλατο. Στο νεύμα μου, άφησε το αριστερό πόδι να συρθεί στην άσφαλτο και φρενάρισε δίπλα μου. «Αυτόν» είπε και μου έδειξε. Δεν είχα ξανά δει τόσο ανηφορικό δρόμο. Λες και ανέβαινα την υποτείνουσα ορθογωνίου τριγώνου! Ήμουν ανήσυχος με το Hillman. Αυτό αγκομαχούσε αλλά συνέχιζε να ανεβαίνει. Στην τελευταία στροφή φάνηκε ένας μακρύς ευθύς δρόμος. Κατέληγε στο μοναστήρι. Έτσι που το έβλεπα σκέφτηκα πως ο Θεός και οι μοναχές είχανε μοιράσει δίκαια το δρόμο. Η βαριά πόρτα υποχώρησε στο σπρώξιμο. Έτριξε και περιστράφηκε σε χοντρά σκουριασμένα στηρίγματα. Ο ήλιος είχε βασιλέψει στην πεδιάδα. Διάβηκα την αυλή χωρίς να συναντήσω κανένα. Οι μοναχές ήσαν συγκεντρωμένες στο ναό. Μπήκα και εκτέλεσα τις θρησκευτικές υποχρεώσεις όπως τις θυμόμουν. Φίλησα κάποιον άγιο που δεν το γνώρισα, μια αγία που με κοιτούσε με τη στοργή της μάνας και την εικόνα του καβαλάρη που σκότωνε το δράκο. Μες στη βιασύνη φίλησα το θεριό στο κεφάλι! Εδώ είπα να σταματήσω γιατί ήσαν πολλοί. Οι μοναχές έστρεψαν τη ματιά τους προς το μέρος μου χωρίς να σταματήσουν την υμνωδία. Μετά γύρισαν αποκλειστικά στην επικοινωνία τους. Που και που κάποιο κρυφό μάτι με κατασκόπευε. Στάθηκα όρθιος σε κάποιο στασίδι και για να περάσει η ώρα παρατηρούσα το χώρο. Ήταν παλιός ναός με παλιές τοιχογραφίες, παλιά εικονίσματα και παλιά ξύλινα στασίδια. Το λιγοστό φως της μέρας που έφευγε, ίσα που έμπαινε από τα παράθυρα και το μικρό άνοιγμα στο πίσω μέρος του Ιερού. Εξάντλησα την περιήγηση στο χώρο και εστίασα στους ύμνους και τις ικεσίες. Τα μετάφραζα αυτόματα στο -5-

μυαλό μου. Κοντά στο αυτί του Θεού καθώς ήσαν, παρακαλούσαν για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ελπίζω να υπολόγιζαν και μένα! Η μέρα χανόταν έξω. Μαζί και η υπομονή. Επιτέλους κάποια στιγμή κατάλαβα πως πλησίαζε το τέλος. Στους παλιούς υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς περίμενα σα βάλσαμο το: «δι΄ευχών των αγίων ημών..» Οι μοναχές σαν κοπάδι, βάλανε το κεφάλι κάτω και με κοντό, κοφτό βήμα χάθηκαν από την πλαϊνή πόρτα. Μία ήρθε κατά πάνω μου. «Τι ζητάτε;» «Να μιλήσω στη μοναχή Πορφυρογένη» «Αφήνουμε τα ονόματα έξω από τη μονή. Δεν ξέρω αν υπάρχει το πρόσωπο που ζητάτε ανάμεσα μας» «Είναι σοβαρό θέμα» «Το βλέπετε με το μάτι θνητού» Με κοιτούσε με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο στα χείλη και είχε τα δάχτυλα των χεριών πλεγμένα κάτω από το σαγόνι. Η ηλικία της ήταν απροσδιόριστη όπως στις περισσότερες. «Αγνοείτε πως έξω από εδώ υπάρχουν προβλήματα που βασανίζουν ανθρώπους» «Υπάρχει διαφορετική αξιολόγηση. Αν ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου θα δείτε πως δεν υπάρχει κανένα!» «Ακούστε» είπα θυμωμένα «δεν έχω καιρό για θεολογικές συζητήσεις. Πρέπει να της μιλήσω» Η μοναχή σταμάτησε να μου χαμογελά. «Περάστε στο προαύλιο. Θα μεταφέρω το αίτημα στην ηγουμένη. Ποιος είστε;» «Να μνημονεύετε τον Ιάσονα Φιλώτα στις προσευχές σας» Ούτε σα θράσος, ούτε σα χιούμορ το πήρε. Αδιαφόρησε. Γύρισε πιο σύντομα από όσο περίμενα. Ήρθε κατά πάνω μου, πήρε στροφή μπροστά μου σαν τα “follow me” των αεροδρομίων και είπε: «Ακολουθείστε με» Με οδήγησε σε μια μικρή σάλα. Στη μέση υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι. Μου έδειξε που να καθίσω. Γύρισα να της πω ευχαριστώ και να ζητήσω συγνώμη, αλλά έμελλε να μη γίνει ποτέ. Είχε εξαφανιστεί. Στους τοίχους είχαν στριμωχτεί όλοι οι άγιοι της χριστιανοσύνης. Πρόσωπα αυστηρά και ισχνά. Οι περισσότεροι είχαν το δεξί χέρι δίπλα στο πρόσωπο με τα δύο δάχτυλα ενωμένα στις άκρες. Σαν να ευλογούσε ο ένας τον άλλον. Η πόρτα άνοιξε σιγά – σιγά. Μια νεαρή μοναχή υποβάσταζε μια ηλικιωμένη. Δε σήκωσε καθόλου το βλέμμα της. Την οδήγησε με προσοχή στο κεφάλι του τραπεζιού. «Να σας προσφέρουμε καφέ;» ρώτησε μόλις τακτοποιήθηκε. Είπα «ναι» χωρίς να τον θέλω. Μέχρι που να τον φέρει η μοναχή δε μιλήσαμε. «Σας ακούω» είπε ήρεμα και καλοσυνάτα. «Υπάρχει σοβαρός λόγος που βρίσκομαι εδώ» «Μπορείτε να τον εκθέσετε» «Θέλω να μιλήσω στην αδελφή του Πελοπίδα Πορφυρογένη» «Πριν από χρόνια είχα αυτό το όνομα!» Η σεβάσμια ηλικιωμένη μίλησε χωρίς να αλλάξει καθόλου ο τόνος της φωνής. Η γυναίκα που ήταν στο πλάι μου ήταν η αδελφή του! «Η αγάπη και η εκτίμηση που έχω στον αδελφό σας με οδήγησαν τέτοια ώρα εδώ» «Τα κίνητρα σας είναι ευγενικά» «Πέστε μου έχετε επικοινωνία μαζί του;» «Όχι!» «…δεν ανέβηκε ποτέ εδώ και εγώ από την ημέρα που αποφάσισα να ακολουθήσω τη μοναστηριακή ζωή, δεν εγκατέλειψα ποτέ αυτό τον τόπο» συνέχισε. «Μα είσαστε αδέλφια..» «Και σεις μου είστε. Θεωρούμε όλο τον κόσμο αδέλφια. Στις προσευχές μας, προσευχόμαστε για όλους σας!» Η ηγουμένη απαντούσε μόνο στις ερωτήσεις και σώπαινε. Κανένα άλλο ενδιαφέρον. «Ακούστε» είπα «ο αδελφός σας περνάει δύσκολες στιγμές. Βρίσκομαι εδώ γιατί θέλω πολύ να τον βοηθήσω» Με κοιτούσε ανέκφραστα περιμένοντας τη συνέχεια. Καμιά περιέργεια έστω και από την ξεχασμένη φύση της γυναίκας. «..πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του και λίγο αργότερα την κόρη του» Σταμάτησα απότομα και την κοίταξα. Ολύμπια γαλήνη! «Υποφέρει. Κάθε μέρα που περνάει παραιτείται. Χρειάζεται βοήθεια» «Μια μοναστηριακή κοινότητα μπορεί να προσφέρει απεριόριστη πνευματική βοήθεια και μόνο μικρή υλική σε όποιον έχει ανάγκη …» «Ο Πορφυρογένης δε χρειάζεται τέτοια βοήθεια!» τη διέκοψα. «.. θα προσεύχομαι για τις ψυχές των ανθρώπων του τότε» «Υπάρχει άλλος από την οικογένεια που να μην σκέφτεται όπως εσείς;» Αφού έχουν μάθει να συγχωρούν, ας συγχωρούσε και την δική μου αγένεια. Ο Θεός ας έκρινε και τους δυο μας. Δεν έδειξε καμιά ενόχληση. «Η αδελφή μας έχει πεθάνει πολλά χρόνια. Και ο αδελφός μας…» «Ο αδελφός σας;» τη διέκοψα. «Έφυγε πριν από πολλά χρόνια στην Αμερική» «Υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσω μαζί του;» Σηκώθηκε με δυσκολία όρθια. Η πόρτα άνοιξε και η μοναχή που παραμόνευε αθέατη, την έπιασε από το μπράτσο. «Στο χωριό να ζητήσετε τον «αμερικάνο» Ίσως σας βοηθήσει» Είχε νυχτώσει όταν κατέβηκα την υποτείνουσα. Στο καφενείο ζήτησα τον «αμερικάνο» Μου τον έδειξαν. Αλλά και να μη το κάνανε θα τον εύρισκα εύκολα. Καθόταν κάτω από την πυκνή, ήμερη μουριά. Φορούσε άσπρο κουστούμι, άσπρα παπούτσια, κόκκινη γραβάτα δεμένη τόσο ψηλά, που η άκρη της κρεμόταν στα ανοιχτά σκέλια. Από την καρέκλα ξεχώριζαν μόνο τα πόδια της καθώς το κορμί του ξεχείλιζε σαν τεράστια κουταλιά μαρμελάδας σε φέτα ψωμί. Στη διπλανή είχε ακουμπήσει το ψάθινο καπέλο. Το πρόσωπο του είχε χρώμα σκανδιναβού που έκατσε -6-

υπερβολικά πρώτη μέρα στον μεσογειακό ήλιο. Κρατούσε στα χέρια του, διπλωμένη στα δυο, μιαν εφημερίδα. Κουνούσε το κεφάλι δεξιά-αριστερά δείχνοντας να διαφωνεί με αυτά που διάβαζε. Κάτι μουρμούριζε κάθε τόσο. Έκατσα δίπλα του. Γύρισε και με κοίταξε. «Καλύτερα να παίρνεις μικρό καλάθι στα ψώνια για να δείχνει γεμάτο μετά, παρά κανονικό και να το βλέπεις αδειανό!» Γύρισε πάλι στην εφημερίδα και απότομα πάλι σε μένα. «Ποιος είσαι εσύ; Δε σε ξέρω!» «Θέλω να μιλήσουμε» «Άκουσε νεαρέ, στην Αμερική συστηνόμαστε στην αρχή, όχι στο τέλος!» Δίπλωσε άλλη μια φορά την εφημερίδα και την ακούμπησε στο ψάθινο καπέλο. «Με λένε Φιλώτα, Ιάσονα Φιλώτα» «Στην Ελλάδα δε με λένε Πήτ, αλλά Πέτρο Ευαγγέλου» Ανακάθισε στην καρέκλα. Εκείνη έδειξε δυσφορία. Έσκυψε το κεφάλι προς το πρόσωπό μου για να με δει καλύτερα. Το προγούλι που αναπαυόταν στο στήθος του, κρεμάστηκε στο κενό. «Στάσου, που σε ξέρω;» «Πάντως όχι στην Αμερική» «Αμερικάνικο χιούμορ, για αυτό μου άρεσε! Λοιπόν;» Του εξήγησα. Έδειξε ενδιαφέρον. «Είσαι ο στόχος που εξασκείται πάνω του αυτός ο δημοσιογράφος;» «Παθιάζομαι με τον αλτρουισμό!» «Συνάντησα πριν λίγο καιρό τον Πορφυρογένη» «Ξέρετε όσα του συνέβησαν. Είμαι εδώ για να τον βοηθήσω» «Με ποιο τρόπο;» «Τώρα δε τον ξέρω. Η ηγουμένη με έστειλε. Με πληροφόρησε πως το πιο κοντινό του πρόσωπο βρίσκεται στην Αμερική» Τεράστια σεισμικά κύματα ξεπήδησαν από μέσα του. Η καρέκλα κόντευε να διαλυθεί. Γύρισαν και μας κοίταξαν. Σιγάσιγά καταλάγιαζαν. «Κύριε Φιλώτα ξέρει ο Πελοπίδας για τη βοήθεια που θέλεις να του προσφέρεις;» «Όταν την εξασφαλίσω, θα μάθει» «Η μόνη βοήθεια που μπορεί να περιμένει από τον αυτόν, είναι να το στείλει να βρει την κόρη του!» Σκληρά λόγια. «Δεν καταλαβαίνω..» «Πόσο καλά γνωρίζεις τον Πελοπίδα;» «Πολύ. Με τιμά με τη φιλία του» «Αγνοείς κάποια πράγματα» «Θα βοηθούσε να το μάθω για να μην κάνω γκάφες» «Πίνω ούζο. Το ουίσκι μου έχει σκάψει τα σωθικά» «Κερνάω» «Με μια συμφωνία: θα κεράσεις και τον εαυτό σου. Το ούζο θέλει παρέα. Σε αυτό διαφέρει από το ουίσκι» Μας φέρανε μια πιατέλα σε μέγεθος ασπίδας. Η οδοντογλυφίδα στα χέρια του «αμερικάνου» ανεβοκατέβαινε σα δόρυ καρφώνοντας γαύρο μαρινάτο, λουκάνικα και ότι άλλο εύρισκε όπου έπεφτε. «Δε βλέπω να παίρνεις» παρατήρησε σε μια διακοπή. Ήθελα να του πω ότι το ούζο θέλει παρέα αλλά και ρέγουλο. Δεν το είπα. Αυτοί οι «αμερικάνοι» δεν ξέρεις πως θα το πάρουν. Ανασήκωσε με τα δυο χέρια την κοιλιά και την άφησε να ξαναπέσει. «Την οικογένεια Πορφυρογένη τη γνωρίζω από μικρό παιδί. Είχα σχέση με το χωριό τους. Γνώρισα πολύ καλά και τα τέσσερα αδέλφια. Ο πατέρας τους ήταν το απόλυτο αφεντικό στο σπίτι. Σκληρή πάστα βουνίσιου ανθρώπου. Δουλευταράς, δίκαιος και απαιτητικός. Αλλά και μεγάλος πότης. Δε μεθούσε συχνά, αλλά όσες φορές τον είδα μεθυσμένο, γινόταν αγνώριστος. Η γυναίκα του ζούσε στον ίσκιο του. Απλή γυναίκα. Μεγάλωνε τα παιδιά και τον βοηθούσε στα χωράφια. Το δόρυ είχε πάρει φωτιά. Τον ακολούθησα για να αισθανθεί πιο βολικά. «..Έτσι έμαθαν και τα παιδιά: να δουλεύουν σκληρά. Όλα, εκτός από τον μεγάλο: τον Πλούταρχο. Αυτός ήταν ο τύπος του γλεντζέ. Ψηλός, όμορφος, έξω καρδιά. Η παρέα μαζί του ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι. Είχαμε περάσει καταπληκτικά βράδια εκείνα τα χρόνια. Όλες οι γυναίκες ήταν ερωτευμένες μαζί του. Ο Πελοπίδας, όμορφος και αυτός, ήταν εγκρατής, μεθοδικός και εσωστρεφής. Η κόντρα τους κρατούσε από την παιδική τους ηλικία. Με τον Πλούταρχο συνεχίσαμε την παρέα στην Αθήνα. Ο πατέρας τους, αν και πίστευε πως δε θα έκανε κάτι χρήσιμο στη ζωή του, δέχτηκε να το στείλει κοντά σε ένα πλούσιο έμπορο συγγενή του. Περισσότερο για να τον απομακρύνει από τον Πελοπίδα. Ο Πλούταρχος συνέχισε αυτό που ήξερε να κάνει θαυμάσια:γλέντια και να σκορπάει τα χρήματα. Γυρίζαμε τα πρωινά για ύπνο έπειτα από μεθύσια και ακολασίες. Το λάθος του ήταν που έβαλε χέρι στο ταμείο της εταιρείας. Τον έδιωξαν χωρίς να δώσουν συνέχεια» Τον παρακολουθούσα να ξετυλίγει τις μακρινές μνήμες. «Να φέρω άλλη ποικιλία;» Ο ταβερνιάρης στεκόταν πάνω από το κεφάλι μας. «Αν υποσχεθεί ο φίλος μου πως θα είναι πιο ενεργός» είπε ο «αμερικάνος» Έκανα «ναι» «Φέρε μας» Τράβηξε πίσω το κεφάλι, έκανε την καρέκλα να διαμαρτυρηθεί ξανά και συνέχισε. «Σου είπα πως τον έδιωξαν;» «Εκεί μείναμε» «Αν με διακόπτουν, ξεχνώ. Γύρισε στο χωριό και ζήτησε από τον πατέρα του το μερίδιο που του ανήκε. Θα άνοιγε δική του επιχείρηση τώρα που γνώριζε τον κόσμο τους. Ο γέρος ήξερε τη συνέχεια. Του έδωσε αυτά που του αναλογούσαν. Ο Πλούταρχος σύντομα τα εκχώρησε σε χιλιάδες πρόσωπα με τη γνωστή μέθοδο: γλέντια, γυναίκες, ξενύχτια» Σταμάτησε για λίγο και παρέμεινε σκεφτικός. Ανέσυρε βαθιά από τη μνήμη του νέο υλικό. -7-

«Κάποια μέρα, πριν πολλά χρόνια, άρχισε το δράμα. Ο Πλούταρχος γνώρισε μια ξεχωριστή γυναίκα. Η δύναμη της δεν ήταν τόσο στην εξωτερική της εμφάνιση, όσο στη δυνατή της προσωπικότητα. Με την πρώτη ματιά, έμοιαζε αταίριαστο ζευγάρι. Την αγάπησε με πάθος. Άλλαξε τη ζωή του. Τον χάσαμε από τις βραδινές εξόδους. Άρχισε μια ζωή διαφορετική. Η είδηση αυτή έφτασε στα αυτιά του γέρου που θέλησε να τον αναστήσει πάλι. Τον κάλεσε να επιστρέψει στο χωριό. Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ, όταν έφτασε από την Αθήνα. Βρισκόμουν και εγώ τότε εκεί για διακοπές. Είναι θαυμάσια αυτή την εποχή στο βουνό. Ο Πελοπίδας έλειπε. Τα είχανε βρει. Ο γέρος είχε πειστεί για τις προθέσεις του γιου του. Περισσότερο τον είχε πείσει η προσωπικότητα της. Λίγο πριν φύγουν, συναντήθηκαν με τον Πελοπίδα. Ο γέρος ζήτησε τη γνώμη του. Ήταν απόλυτα αρνητικός. Δεν τον εμπιστευόταν. Είπε πως η κοπέλα θα τον εγκατέλειπε σύντομα και ο Πλούταρχος θα ακολουθούσε το δρόμο που γνώριζε. Ας αφήσουμε τα δυσάρεστα για τα ευχάριστα της ζωής» Ο ταβερνιάρης ακούμπησε μπροστά μας μια πιατέλα λογικών διαστάσεων. «Πάρε πρώτος!» είπε. Σιωπούσε. Σα να στέρεψαν οι αναμνήσεις. Ξαφνικά ρώτησε: «Μπορείς να συνεχίσεις; Αν είσαι έξυπνος μπορείς να το κάνεις!» «Τον εγκατέλειψε» Αφού άφησε το ποτήρι κάτω, έγλειψε τα χείλη. «Είπες τη λογικότερη εκδοχή» «Η γυναίκα ερωτεύτηκε τον Πελοπίδα Πορφυρογένη» «Έτσι έγινε. Αγαπήθηκαν με πάθος» «Την έλεγαν Σεμέλη;» «Ναι» «Ήταν η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Πορφυρογένης;» «Σε λίγους μήνες. Η μοίρα την έδωσε εκεί που ταίριαζε περισσότερο» «Και ο Πλούταρχος;» «Ο κόσμος του έγινε συντρίμμια. Προσπάθησε να βρει τον εαυτό του στην προηγούμενη ζωή. Επέστρεψε σα φάντασμα. Δεν ήταν ο παλιός Πλούταρχος πια, αλλά μια καρικατούρα του. Ερχόταν πάντα μεθυσμένος, απειλούσε, παρακαλούσε και έφευγε καταρρακωμένος. Ο γέρος έγινε πιο σκληρός, βίαιος. Μεθούσε κάθε βράδυ .Έγιναν φοβερά πράγματα στην οικογένεια. Η μάνα τους είπαν πως πέθανε από καημό. Μετά από λίγο καιρό πέθανε και η αδελφή τους» «Η άλλη έφυγε για το μοναστήρι;» «Αυτή θα έφευγε οπωσδήποτε μια μέρα. Από μικρή έδειχνε τέτοια πρόθεση» «Ο γέρος τους έδιωξε από το σπίτι..» «Έτσι ακριβώς έγινε» «Και τους καταράστηκε..» «Συνηθισμένο στα μέρη μας όταν υπάρχει μίσος στα αδέλφια» «.. Ο Πελοπίδας μπήκε στην αστυνομία, η γυναίκα του σπούδασε, παντρεύτηκαν και απόκτησαν μία κόρη» Ο «αμερικάνος» με κοίταξε αυστηρά. «Με τα γνωστά δεν αποδεικνύεις την εξυπνάδα σου!» «Πως βρέθηκε στην Αμερική;» «Μη βιάζεσαι. Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβει το θολωμένο του μυαλό, την τραγική πραγματικότητα. Αυτή την εποχή είχα μια πρόσκληση από την Αμερική. Σχεδόν λειωμένο σωματικά τον έπεισα να φύγουμε» «Ορκίστηκε όμως να γυρίσει για να πάρει εκδίκηση..» «Με αυτό το όνειρο ζούσε. Πριν πατήσει στο πλοίο, έδωσε όρκο» «Γύρισε;» Ο συνομιλητής μου άπλωσε το πόδι του στη διπλανή καρέκλα. «Όλοι θέλουμε να γυρίσουμε στον τόπο μας κάποτε...» «Για αυτόν ήταν ο μόνος λόγος, αλλιώς θα ξανάνοιγαν οι πληγές του…» «Για να ξανανοίξουν έπρεπε πρώτα να κλείσουν. Του Πλούταρχου δεν έκλεισαν ποτέ! Στην Αμερική έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Έφτιαξε πρώτα μια μικρή επιχείρηση, μετά τη μεγάλωσε και σε κάποιο ταξίδι μας στην Αριζόνα, είδε τη μεγάλη ευκαιρία. Έστησε μια εταιρεία, αγόρασε μικρά αεροπλάνα και με αυτά ταξίδευε τους τουρίστες πάνω από τον ποταμό Κολοράντο, στο Μεγάλο Φαράγγι. Αργότερα επέκτεινε τις δραστηριότητες στη Νότια Γιούτα στο Bryce Canyon. Ο Πλούταρχος έκρυβε τεράστιες ικανότητες που δεν τις είχε καταλάβει νωρίτερα» «Γύρισε;» επανέλαβα. Τον κοίταξα στα μάτια. Τα δικά του χωμένα μέσα σε ένα παχύ στρώμα λίπους παίζανε ερευνητικά. Συνέχισε σα να μην το είχα διακόψει. «Με φώναξε κοντά του. Μου φέρθηκε γενναιόδωρα. Ήμουν ο άνθρωπός του» «Απέκτησε οικογένεια;» «Δεν παντρεύτηκε ποτέ» «Δε θέλησε;» «Γνώρισε πολλές γυναίκες. Μου ζητούσε τη γνώμη. Μετά τις χώριζε. Στο μυαλό του ήταν μόνο εκείνη» «Μισείτε τον Πελοπίδα;» «Σπάνιος άνθρωπος ο Πελοπίδας. Η αγάπη βλέπεις έχει δικούς της νόμους» Σηκώθηκα όρθιος. Στο βάθος του κήπου άλλη μια παρέα κρατούσε ανοιχτό το μαγαζί. Ο ταβερνιάρης καθόταν έξω από την πόρτα, σε μια καρέκλα. Στο τραπέζι είχε απλώσει την είσπραξη. Μετρούσε τα κέρδη, χωρίζοντας τα νομίσματα ανάλογα με την αξία τους. Ο «αμερικάνος» τον είδε. «Ο Πλούταρχος έβγαζε αυτά στον ένα χτύπο της καρδιά του!» Του έδωσα το χέρι. «Μη μου αφήνεις χρέη!» Άφησα μισό χτύπο καρδιάς χρήματα. Τα είδε. «Αυτά έκανε και ο Πλούταρχος» «Πότε γύρισε;» τον αιφνιδίασα. «Ο Πώλ; Ποτέ! Πέθανε πριν από ένα χρόνο!» με αιφνιδίασε εκείνος. -8-

Κατέβασε το πόδι και σηκώθηκε με δυσκολία. «Εγώ ήρθα να πεθάνω εδώ, στοιχίζει λιγότερο!» Έκανε μερικά ασταθή βήματα προς την έξοδο, αβέβαια καθοδηγούμενος από το ούζο. «Τελικά δεν είσαι όπως σε παρουσιάζει εκείνος ο τύπος» «Έχω το αυτοκίνητο, βάζετε τη διάθεση;» «Θέλω να βλέπω τα αστέρια πάνω μου, όχι λαμαρίνες!» Τον ευχαρίστησα. «Μπα για μένα το έκανα. Στην ηλικία που είμαι ζω με τις αναμνήσεις. Απόψε ήμουν τυχερός. Είχα καλό ακροατή!»

More Documents from "TAHTARAS THEODORE"

May 2020 1
May 2020 4
May 2020 3
May 2020 3
May 2020 2
June 2020 3