Τ ΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤ ΟΤ ΥΠΟΥ: the man from beijing Aπό τις Εκδόσεις Vintage, Τορόντο 2010 Τ ΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Ο άνθρωπος από το Πεκίνο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Henning Mankell ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Μπαρουξής ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Φίλια Μπουγιούκου ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Βίκυ Αυδή ΗΛΕΚΤ ΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ελένη Σταυροπούλου
KINESEN © by Henning Mankell, 2009 Pubished by agreement with Leopard Förlag, Stockholm and Leonhardt & Høier Literary Agency A/S, Copenhagen. © Φωτογραφιών εξωφύλλου: Z. Barker/Millennium/Apeiron Photos, Depositphotos/megastocker
Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Νοέμβριος 2012
ISBN 978-960-496-604-2
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΜΕΡΟΣ 1
Η σιωπή (2006) Εγώ, η Μπιργκίτα Ρόσλιν, δηλώνω υπεύθυνα ότι θα καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια να κρίνω χωρίς φόβο ή εύνοια, με βάση ό,τι γνωρίζω και ό,τι μου υπαγορεύει η συνείδησή μου, ανεξαρτήτως αν ο κατηγορούμενος είναι πλούσιος ή φτωχός, εφαρμόζοντας τους νόμους της Σουηδίας· να μην παραβαίνω το νόμο και να μην αφήνω ατιμώρητα αδικήματα εξαιτίας οικογενειακών δεσμών, φιλίας, φθόνου, κακίας ή φόβου, ούτε εξαιτίας δωροδοκίας ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όποιος κι αν είναι αυτός· να μην ενοχοποιώ κάποιον όταν είναι αθώος, ούτε να τον αθωώνω όταν είναι ένοχος. Δεν θα αποκαλύψω ποτέ σ’ εκείνους που εμφανίζονται στο δικαστήριο, είτε πριν είτε μετά την έκδοση της απόφασης, τις διαβουλεύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί κεκλεισμένων των θυρών. Ως τίμια και ειλικρινής δικαστής θα προσπαθώ πάντα να τηρώ αυτό τον όρκο ευθύνης. Κώδικας Δικονομίας, Κεφ. 4, §11, Δικαστικός Όρκος
Επιτάφιος
1 Παγωμένο χιόνι, βαρύ κρύο. Μεσοχείμωνο. Στις αρχές Ιανουαρίου του 2006 ένας λύκος περνά τα σύνορα και μπαίνει στη Σουηδία από το Βαουλντάλεν της Νορβηγίας. Ένας άντρας πάνω σε χιονοσκούτερ τον βλέπει για μια στιγμή έξω από το Φιελνές, αλλά ο λύκος εξαφανίζεται μέσα στα δέντρα προς τα ανατολικά πριν προλάβει να τον εντοπίσει. Στα μακρινά νορβηγικά βουνά Εστερντάλαρνα είχε ανακαλύψει ένα παγωμένο κουφάρι άλκης με απομεινάρια σάρκας κολλημένα ακόμη στα κόκαλα. Αλλά από τότε έχουν περάσει πάνω από δύο μέρες. Έχει αρχίσει να αισθάνεται τους πόνους της πείνας και ψάχνει απεγνωσμένα για τροφή. Ο λύκος είναι ένα νεαρό αρσενικό που έχει ξεκινήσει να βρει μια δική του περιοχή. Συνεχίζει την πορεία του ανατολικά. Στο Νεβγιάρνα, βόρεια του Λίνσελ, βρίσκει άλλο ένα κουφάρι άλκης. Μένει εκεί μία ολόκληρη μέρα και τρώει μέχρι να χορτάσει, πριν συνεχίσει το ταξίδι του προς τα ανατολικά. Όταν φτάνει στο Κόρμπελε, διασχίζει τον παγωμένο ποταμό Γιούσναν και μετά ακολουθεί την ελικοειδή πορεία του προς τη θάλασσα. Μια αφέγγαρη νύχτα περνά αθόρυβα τη γέφυρα στο Γιερβσέ και κατευθύνεται προς τα αχανή δάση που απλώνονται ως την ακτή. Νωρίς το πρωί της 13ης Ιανουαρίου ο λύκος φτάνει στο Χεχουεβάλεν, ένα χωριουδάκι νότια της λίμνης Χανσεχέν στο Χέλσινγκλαντ. Σταματά και μυρίζει τον αέρα. Διακρίνει οσμή αίματος. Κοιτάζει ολόγυρα. Υπάρχουν άνθρωποι στα σπίτια, αλλά από τις καμινάδες δεν βγαίνει καπνός. Μολονότι η ακοή του είναι οξύτατη, δεν ακούει τίποτα.
Όμως, δεν έχει καμιά αμφιβολία για το αίμα. Κρύβεται στις παρυφές του δάσους με τη μύτη υψωμένη στον αέρα. Μετά προχωρά αθόρυβα στο χιόνι. Η οσμή έρχεται από ένα σπίτι στην άλλη άκρη του μικρού χωριού. Ο λύκος τώρα βρίσκεται σε πλήρη επαγρύπνηση – όταν υπάρχουν άνθρωποι τριγύρω πρέπει να είναι προσεκτικός και υπομονετικός. Σταματά πάλι. Η οσμή έρχεται από το πίσω μέρος του σπιτιού. Περιμένει. Τελικά αρχίζει να κινείται ξανά. Όταν φτάνει στο σπίτι, βρίσκει άλλο ένα κουφάρι. Σέρνει το μεγάλο κομμάτι του γεύματός του πίσω στα δέντρα. Δεν έχει γίνει αντιληπτός^ ούτε καν τα σκυλιά του χωριού δεν έχουν αντιδράσει. Η σιωπή είναι απόλυτη μέσα στο παγωμένο πρωινό. Μόλις πλησιάζει στα δέντρα αρχίζει να τρώει. Είναι εύκολο, γιατί η σάρκα δεν έχει παγώσει ακόμη. Είναι πολύ πεινασμένος. Όταν καταφέρνει να βγάλει το παπούτσι, ξεκινάει να μασουλάει τον αστράγαλο. Τη νύχτα χιόνιζε, αλλά σταμάτησε πριν χαράξει. Καθώς ο λύκος τρώει, χιονονιφάδες αρχίζουν πάλι να πέφτουν χορεύοντας στο παγωμένο χιόνι.
2 Όταν ο Κάρστεν Χέγκλιν ξύπνησε, θυμήθηκε ότι είχε ονειρευτεί μια φωτογραφία. Έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι και αισθάνθηκε την εικόνα να επιστρέφει σιγά σιγά, λες και το αρνητικό του ονείρου έστελνε ένα αντίγραφο στο συνειδητό του. Την αναγνώρισε. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και έδειχνε έναν άντρα καθισμένο σε ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι, με ένα κυνηγετικό τουφέκι να κρέμεται στον τοίχο και ένα δοχείο νυκτός στα πόδια του. Όταν την είχε δει πρώτη φορά τού είχε κάνει εντύπωση το μελαγχολικό χαμόγελο του γέρου. Έκρυβε κάτι άτολμο. Πριν από μερικά χρόνια ο άντρας είχε σκοτώσει κατά λάθος τον μοναχογιό του ενώ κυνηγούσε
θαλασσοπούλια. Από τότε το τουφέκι δεν ξανακατέβηκε ποτέ από τον τοίχο, και ο άντρας έγινε ερημίτης. Ο Χέγκλιν σκέφτηκε ότι απ’ όλες τις χιλιάδες φωτογραφίες και τα αρνητικά που είχε δει αυτή δεν θα την ξεχνούσε ποτέ. Θα ήθελε να την είχε τραβήξει ο ίδιος. Το ρολόι στο κομοδίνο του έδειχνε εφτάμισι. Ο Χέγκλιν συνήθως ξυπνούσε πολύ νωρίς, αλλά τη νύχτα αυτή είχε κοιμηθεί άσχημα^ το κρεβάτι και το στρώμα ήταν άβολα. Αποφάσισε να παραπονεθεί φεύγοντας από το ξενοδοχείο. Ήταν η ένατη και τελευταία μέρα του ταξιδιού του. Μια υποτροφία τού είχε δώσει τη δυνατότητα να μελετήσει ερημωμένα χωριά και άλλους μικρούς οικισμούς που τους εγκατέλειπαν οι κάτοικοί τους. Είχε φτάσει μέχρι το Χούντικσβαλ και είχε ακόμα ένα χωριουδάκι να φωτογραφίσει. Είχε διαλέξει αυτό το συγκεκριμένο χωριό επειδή ένας από τους γέρους που ζούσαν εκεί είχε διαβάσει για το εγχείρημά του και του είχε στείλει ένα γράμμα. Ο Χέγκλιν εντυπωσιάστηκε από το γράμμα και αποφάσισε ότι με αυτό το μικρό χωριό θα έκλεινε τη μελέτη του. Σηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας είχε χιονίσει και η μέρα ήταν γκρίζα. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη. Μια καλοντυμένη γυναίκα περνούσε με το ποδήλατό της κάτω στο δρόμο. Ο Κάρστεν την κοίταξε και αναρωτήθηκε πόσο κρύο είχε. Μείον πέντε, ίσως και μείον εφτά βαθμούς. Ντύθηκε και κατέβηκε με το αργοκίνητο ασανσέρ στη ρεσεψιόν. Είχε παρκάρει το αμάξι του στην περιφραγμένη αυλή πίσω από το ξενοδοχείο. Ήταν ασφαλές εκεί. Παρ’ όλα αυτά, είχε ανεβάσει όλο τον φωτογραφικό εξοπλισμό του στο δωμάτιο, όπως έκανε πάντα. Ο χειρότερος εφιάλτης του ήταν να πάει στο αμάξι του μια μέρα και να ανακαλύψει ότι είχαν εξαφανιστεί όλες του οι κάμερες. Η ρεσεψιονίστ ήταν μια κοπέλα κάτω από τα είκοσι. Πρόσεξε ότι ήταν βαμμένη στο πόδι και εγκατέλειψε την ιδέα να παραπονεθεί για το κρεβάτι. Εξάλλου, δεν σκόπευε να ξαναπάει σε αυτό το ξενοδοχείο. Στην τραπεζαρία μερικοί πελάτες ήταν αφοσιωμένοι στις πρωινές εφημερίδες τους. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να βγάλει την
κάμερα και να τραβήξει μια φωτογραφία. Είχε την αίσθηση ότι η Σουηδία ήταν πάντα ακριβώς έτσι. Αμίλητοι άνθρωποι να διαβάζουν τις εφημερίδες τους με ένα φλιτζάνι καφέ, απορροφημένοι στις δικές τους σκέψεις, στη δική τους μοίρα.
Αντιστάθηκε, όμως, στον πειρασμό, έβαλε καφέ, άλειψε με βούτυρο δυο φέτες ψωμί και πήρε κι ένα μελάτο αυγό. Χωρίς εφημερίδα έφαγε γρήγορα. Δεν του άρεσε να τρώει μόνος του δίχως να έχει κάτι να διαβάσει. Όταν βγήκε από το ξενοδοχείο, έκανε περισσότερο κρύο απ’ ό,τι περίμενε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να διαβάσει το θερμόμετρο στο παράθυρο της ρεσεψιόν. Μείον έντεκα βαθμοί. Και υποψιαζόταν ότι θα συνέχιζε να πέφτει κι άλλο. Αυτός ο χειμώνας ήταν πολύ ζεστός αρχικά, αλλά τώρα είχε έρθει το κρύο που όλοι περίμεναν. Άφησε τις θήκες με τις κάμερες στο πίσω κάθισμα, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι άρχισε ν’ απομακρύνει τον πάγο από το παρμπρίζ. Στη θέση του συνοδηγού υπήρχε ένας χάρτης. Την προηγούμενη μέρα, αφού τράβηξε φωτογραφίες σε ένα χωριό όχι μακριά από τη λίμνη Χάσελα, είχε μελετήσει τη διαδρομή για την τελευταία του στάση: Θα έπαιρνε τον κύριο δρόμο για το νότο, θα έστριβε προς το Σέρφουρσα, κοντά στο Ίγκεσουντ, και μετά θα ακολουθούσε είτε την ανατολική είτε τη δυτική ακτή της λίμνης, που σε μερικά σημεία ονομάζεται Στουρχουέν και σε άλλα Λονγκχουέν. Ο τύπος στο βενζινάδικο στο δρόμο για το Χούντικσβαλ τον είχε προειδοποιήσει ότι ο ανατολικός δρόμος ήταν κακός, αλλά αποφάσισε να πάει από ’κεί γιατί ήταν πιο σύντομος. Και το φως ήταν πολύ ωραίο αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό. Φανταζόταν ήδη τον καπνό από τις καμινάδες να υψώνεται ίσια στον ουρανό. Του πήρε σαράντα λεπτά για να φτάσει. Είχε ήδη στρίψει λάθος μία φορά σ’ έναν δρόμο που οδηγούσε νότια στο Νέκχουε. Το Χεχουεβάλεν βρισκόταν σε μια μικρή κοιλάδα δίπλα σε μια λίμνη που δεν θυμόταν το όνομά της. Χέχουεν ίσως; Το πυκνό δάσος εκτεινόταν σε όλη τη διαδρομή μέχρι το χωριουδάκι και από τις δύο πλευρές του στενού δρόμου που οδηγούσε στο Χεργεντάλεν. Σταμάτησε στις παρυφές του μικρού χωριού και βγήκε από το αυτοκίνητο. Τ ώρα υπήρχαν κάποια ανοίγματα στα σύννεφα. Θα ήταν πιο δύσκολο να αιχμαλωτίσει το φως, και η εικόνα ίσως να μην ήταν
τόσο εκφραστική. Κοίταξε τριγύρω. Τα πάντα ήταν ήσυχα. Τα σπίτια έδιναν την εντύπωση ότι ήταν εκεί προ αμνημονεύτων χρόνων. Κάπου μακριά άκουγε τον αμυδρό θόρυβο της κίνησης στον κεντρικό δρόμο. Ξαφνικά τον κυρίευσε ανησυχία. Κράτησε την ανάσα του, όπως έκανε πάντα όταν αντιμετώπιζε κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Και τότε συνειδητοποίησε τι ήταν: Δεν έβγαινε καπνός από τις καμινάδες, κάτι που θα ήταν ένα σημαντικό στοιχείο στις φωτογραφίες που ήλπιζε να τραβήξει. Το βλέμμα του κινήθηκε αργά από σπίτι σε σπίτι. Κάποιοι έχουν καθαρίσει ήδη το χιόνι, σκέφτηκε. Αλλά δεν άναψαν ούτε μια φωτιά; Θυμήθηκε το γράμμα που είχε λάβει από τον άνθρωπο που του μίλησε γι’ αυτό το χωριό. Είχε αναφερθεί στις καμινάδες και στο πώς φαινόταν ότι τα σπίτια έστελναν, με έναν παιδιάστικο τρόπο, σήματα καπνού το ένα στο άλλο. Αναστέναξε. Οι άνθρωποι δεν γράφουν την αλήθεια, γράφουν αυτά που νομίζουν ότι θέλεις να διαβάσεις. Και τώρα να τραβήξω φωτογραφίες με σβηστές καμινάδες ή να την εγκαταλείψω την όλη υπόθεση; Κανείς δεν τον ανάγκαζε να φωτογραφίσει το Χεχουεβάλεν και τους κατοίκους του. Είχε ήδη πολλές φωτογραφίες της Σουηδίας που χανόταν σιγά σιγά: εγκαταλειμμένες φάρμες, μακρινά χωριά, που μοναδική τους ελπίδα να επιβιώσουν ήταν να αγοράσουν οι Δανοί και οι Γερμανοί τα σπίτια για εξοχικά. Αποφάσισε να φύγει και επέστρεψε στο αμάξι του. Δεν έβαλε, όμως, μπροστά τη μηχανή. Αφού είχε φτάσει μέχρι εκεί, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα πορτρέτο των ντόπιων. Ήθελε πρόσωπα. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο Κάρστεν Χέγκλιν έβρισκε όλο και πιο συναρπαστικούς τους ηλικιωμένους. Ήθελε να φτιάξει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες γεμάτες από την ομορφιά που υπάρχει μόνο στα πρόσωπα των πολύ ηλικιωμένων γυναικών, με τη ζωή και τις κακουχίες της χαραγμένες στο δέρμα τους σαν τα διαδοχικά στρώματα στην κόψη ενός γκρεμού. Βγήκε πάλι από το αμάξι, κάλυψε με το γούνινο καπέλο τα αυτιά του, πήρε μια φωτογραφική μηχανή Λάικα Μ6, που χρησιμοποιούσε
τα τελευταία δέκα χρόνια, και πήγε στο κοντινότερο σύμπλεγμα σπιτιών. Ήταν δέκα συνολικά, τα πιο πολλά ξύλινα και βαμμένα κόκκινα, μερικά με πρόσθετες βεράντες. Διέκρινε μόνο ένα σύγχρονο σπίτι. Αν μπορούσες να το πεις σύγχρονο, από τη δεκαετία του ’50. Όταν έφτασε στην καγκελόπορτα, σταμάτησε και σήκωσε την κάμερα. Η πινακίδα στην είσοδο έγραφε ότι εκεί ζούσε η οικογένεια Αντρέν. Τ ράβηξε λίγες φωτογραφίες αλλάζοντας το διάφραγμα και το χρόνο έκθεσης και δοκιμάζοντας αρκετές διαφορετικές γωνίες, αν και ήταν φανερό ότι δεν είχε ακόμη αρκετό φως, και οι φωτογραφίες θα έβγαιναν θολές. Όμως, ποτέ δεν ξέρεις. Ορισμένες φορές οι φωτογράφοι αποκαλύπτουν απρόσμενα μυστικά. Ο Χέγκλιν δούλευε κυρίως διαισθητικά. Φυσικά και έκανε φωτομέτρηση όταν χρειαζόταν, αλλά μερικές φορές πετύχαινε εκπληκτικά αποτελέσματα χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στους χρόνους έκθεσης. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν χαρακτηριστικό της δουλειάς του. Η καγκελόπορτα ήταν φρακαρισμένη. Έπρεπε να τη σπρώξει δυνατά για να την ανοίξει. Δεν υπήρχαν πατημασιές στο φρέσκο χιόνι και δεν είχε ακούσει ακόμη τον παραμικρό ήχο, ούτε καν ένα σκυλί. Το χωριό είναι έρημο, σκέφτηκε. Αυτό δεν είναι χωριό, είναι ο Ιπτάμενος Ολλανδός. Χτύπησε την εξώπορτα, περίμενε, έπειτα χτύπησε πάλι. Τ ίποτα. Άρχισε να αναρωτιέται τι συνέβαινε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Χτύπησε ξανά, πιο δυνατά και πιο παρατεταμένα. Μετά δοκίμασε το πόμολο. Ήταν κλειδωμένα. Οι γέροι τρομοκρατούνται εύκολα, σκέφτηκε. Κλειδώνουν τις πόρτες τους και ανησυχούν ότι όλα αυτά που διαβάζουν στις εφημερίδες θα συμβούν και στους ίδιους. Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Τ ίποτα. Συμπέρανε ότι δεν ήταν κανένας μέσα. Βγήκε πάλι από τον κήπο στο δρόμο και κατευθύνθηκε προς το επόμενο σπίτι. Το φως είχε αρχίσει να δυναμώνει τώρα. Το σπίτι ήταν βαμμένο κίτρινο. Ο στόκος γύρω από τα παράθυρα είχε ξεκολλήσει – πρέπει να υπήρχαν πολλά ρεύματα αέρα μέσα στο σπίτι. Πριν χτυπήσει, δοκίμασε το πόμολο. Πάλι κλειδωμένα. Χτύπησε δυνατά, με τις κλειδώσεις των δαχτύλων του, και έπειτα άρχισε να
γρονθοκοπεί την πόρτα χωρίς να δώσει καν το χρόνο σε όποιον ήταν μέσα να του ανοίξει. Τ ίποτα ξανά. Αν γύριζε στο αμάξι του τώρα, θα έφτανε σπίτι του στο Πίτεο νωρίς το απόγευμα. Αυτό θα άρεσε στη γυναίκα του, η οποία τον θεωρούσε πολύ γέρο για να κάνει όλα αυτά τα ταξίδια, αν και ήταν μόλις εξήντα τριών ετών. Όμως, του είχαν διαγνώσει τα πρώτα συμπτώματα στηθάγχης. Ο γιατρός τον είχε συμβουλέψει να προσέχει τι τρώει και να προσπαθεί να γυμνάζεται όσο μπορεί. Μια τελευταία προσπάθεια. Πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού και δοκίμασε μια πόρτα που μάλλον οδηγούσε σε ένα πλυσταριό πίσω από την κουζίνα. Κλειδωμένη κι αυτή. Πλησίασε το κοντινότερο παράθυρο, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε μέσα. Από ένα άνοιγμα στις κουρτίνες είδε ένα δωμάτιο με μια τηλεόραση. Πήγε στο διπλανό παράθυρο. Ήταν το ίδιο δωμάτιο, καθώς διέκρινε πάλι την τηλεόραση. Μια ταπισερί που κρεμόταν από τον τοίχο τον πληροφορούσε ότι Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤ ΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ. Ετοιμαζόταν να προχωρήσει στο επόμενο παράθυρο όταν του τράβηξε την προσοχή κάτι στο πάτωμα. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν μια μπάλα από μαλλί. Μετά είδε ότι ήταν μια μάλλινη κάλτσα και ότι μέσα στην κάλτσα υπήρχε ένα πόδι. Πισωπάτησε και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ήταν πραγματικά πόδι; Πήγε πάλι στο πρώτο παράθυρο, αλλά από εκεί δεν έβλεπε τόσο καλά μέσα στο δωμάτιο. Επέστρεψε στο δεύτερο παράθυρο. Τ ώρα ήταν βέβαιος. Ήταν όντως πόδι. Ένα ακίνητο πόδι. Δεν μπορούσε να διακρίνει αν ήταν αντρικό ή γυναικείο. Ο ιδιοκτήτης του ποδιού μπορεί να καθόταν σε μια καρέκλα. Δυσκολευόταν να καταλάβει. Τότε, όμως, γιατί δεν του είχε ανοίξει έπειτα από τόσα χτυπήματα; Χτύπησε το τζάμι όσο πιο δυνατά τολμούσε, αλλά πάλι δεν πήρε απάντηση. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε την Άμεση Δράση. Δεν είχε σήμα. Έτρεξε στο τρίτο σπίτι και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του. Τ ίποτα. Ένιωθε σαν να βρισκόταν στη μέση ενός εφιάλτη. Πήρε μια μεταλλική σχάρα που χρησίμευε στον καθαρισμό των παπουτσιών, έσπασε την κλειδαριά της πόρτας και μπήκε μέσα. Έπρεπε να βρει ένα τηλέφωνο. Στο πάτωμα της κουζίνας είδε
πεσμένη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Το κεφάλι της είχε σχεδόν αποκοπεί πλήρως από το λαιμό. Δίπλα της κείτονταν το κουφάρι ενός σκύλου κομμένο στα δύο. Ο Χέγκλιν ούρλιαξε και το έβαλε στα πόδια. Καθώς έτρεχε στο διάδρομο, είδε το πτώμα ενός άντρα στο δάπεδο του καθιστικού, ανάμεσα στο τραπεζάκι και σ’ έναν κόκκινο καναπέ με λευκό ριχτάρι. Ο γέρος ήταν γυμνός. Η πλάτη του γεμάτη αίματα. Ο Χέγκλιν έφυγε τρέχοντας από το σπίτι. Ήθελε να ξεφύγει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όταν βγήκε στο δρόμο, του έπεσε η κάμερα, αλλά δεν σταμάτησε να την πάρει. Ήταν σίγουρος ότι κάποιος ή κάτι αόρατο ετοιμαζόταν να τον μαχαιρώσει στην πλάτη. Έκανε επιτόπου στροφή με το αυτοκίνητο και επιτάχυνε. Μόλις έφτασε στον κεντρικό δρόμο, σταμάτησε και κάλεσε την Άμεση Δράση, ενώ τα χέρια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Όταν έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του, αισθάνθηκε έναν διαπεραστικό πόνο στο στήθος. Ήταν σαν κάποιος να τον πρόλαβε και να τον μαχαίρωσε. Άκουσε κάποιον να του μιλά στο τηλέφωνο, αλλά δεν μπορούσε να απαντήσει. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει έναν ξέπνοο ψίθυρο. «Δεν σας ακούω», είπε μια γυναικεία φωνή. Προσπάθησε πάλι. Για άλλη μια φορά βγήκε μόνο ένας αμυδρός ψίθυρος. Κατάλαβε ότι πέθαινε. «Μπορείτε να μιλήσετε λίγο πιο δυνατά;» είπε η γυναίκα. «Δεν καταλαβαίνω τι λέτε». Ο Χέγκλιν έκανε μια ύστατη προσπάθεια και κατάφερε ν’ αρθρώσει μερικές λέξεις. «Πεθαίνω», είπε αγκομαχώντας. «Για όνομα του Θεού, πεθαίνω. Βοηθήστε με». «Πού είστε;» Η γυναίκα, όμως, δεν πήρε καμία απάντηση. Ο Κάρστεν Χέγκλιν βυθιζόταν σε ένα απέραντο σκοτάδι. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγει από τον αφόρητο πόνο, σαν άνθρωπος που πνίγεται και προσπαθεί μάταια να ανέβει στην επιφάνεια, πάτησε το γκάζι. Το αμάξι τινάχτηκε στην αντίθετη λωρίδα του δρόμου. Ένα φορτηγό που πήγαινε στο Χούντικσβαλ μεταφέροντας έπιπλα
γραφείου δεν πρόλαβε ν’ αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση. Ο οδηγός του φορτηγού κατέβηκε από την καμπίνα για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο οδηγός του αυτοκινήτου. Ο Χέγκλιν ήταν πεσμένος πάνω στο τιμόνι. Ο οδηγός ήταν από τη Βοσνία και μιλούσε ελάχιστα σουηδικά. «Πώς είσαι;» τον ρώτησε. «Το χωριό», μουρμούρισε ο Κάρστεν Χέγκλιν. «Χεχουεβάλεν». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Μέχρι να φτάσει η αστυνομία και το ασθενοφόρο, ο Κάρστεν Χέγκλιν είχε υποκύψει σε μια οξεία καρδιακή προσβολή. Δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρο τι είχε συμβεί. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την αιτία που προκάλεσε την καρδιακή προσβολή στον οδηγό του σκούρου μπλε Βόλβο. Δεν ήταν ξεκάθαρο, μέχρι που οι νοσοκόμοι πήραν το πτώμα του Κάρστεν Χέγκλιν, και οι γερανοί άρχισαν τις προσπάθειες για να απομακρύνουν το στραπατσαρισμένο φορτηγό, και μόνο τότε ένας αστυνομικός έκανε τον κόπο ν’ ακούσει τι είχε να πει ο Βόσνιος οδηγός. Ο αστυνομικός λεγόταν Έρικ Χουντέν και δεν του άρεσε να μιλά με ανθρώπους που δεν ήξεραν σουηδικά. Ήταν λες και αυτά που είχαν να πουν ήταν λιγότερο σημαντικά επειδή δεν μπορούσαν να τα εκφράσουν σωστά. Φυσικά, ο αστυνομικός άρχισε με ένα αλκοτέστ, αλλά ο οδηγός ήταν νηφάλιος, και το δίπλωμα οδήγησης έδειχνε εντάξει. «Κάτι προσπάθησε να πει», είπε ο οδηγός. «Τ ι;» ρώτησε αδιάφορα ο Χουντέν. «Κάτι σαν Χέχο. Μήπως είναι καμία τοποθεσία;» Ο Χουντέν ήταν ντόπιος. Έκανε ένα ανυπόμονο αρνητικό νεύμα. «Δεν υπάρχει κανένα μέρος εδώ γύρω που να λέγεται Χέχο». «Μπορεί δεν άκουσα καλά; Μπορεί με “ ου”; Χέχου ίσως;» «Χεχουεβάλεν;» Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αυτό είπε». «Και τι εννοούσε;» «Δεν ξέρω. Μετά πέθανε». Ο Χουντέν έβαλε το σημειωματάριο στην τσέπη του. Δεν έγραψε αυτό που είπε ο οδηγός. Μισή ώρα αργότερα, όταν έφυγαν οι γερανοί και ένα άλλο περιπολικό πήρε τον Βόσνιο στο αστυνομικό τμήμα για
ανάκριση, ο Χουντέν μπήκε στο αμάξι του για να επιστρέψει στο Χούντικσβαλ. Οδηγούσε ο συνάδελφός του, ο Λέιφ Ίτερστρεμ. «Πάμε στο Χεχουεβάλεν», είπε ξαφνικά ο Χουντέν. «Γιατί; Έγινε καμιά επείγουσα κλήση;» «Απλώς θέλω να ελέγξω κάτι». Ο Έρικ Χουντέν ήταν ο πιο μεγάλος από τους δύο αστυνομικούς. Όλοι ήξεραν ότι ήταν λιγομίλητος και ξεροκέφαλος. Ο Ίτερστρεμ έστριψε στο δρόμο προς το Σέρφουρσα. Όταν έφτασαν στο Χεχουεβάλεν, ο Χουντέν του ζήτησε να διασχίσει αργά το χωριό. Ακόμη δεν είχε εξηγήσει στον συνάδελφό του γιατί έκαναν αυτή την παράκαμψη. «Δείχνει εγκαταλειμμένο», είπε ο Ίτερστρεμ, καθώς περνούσαν αργά μπροστά από τα σπίτια. «Περίμενε. Κάνε πίσω», είπε ο Χουντέν. «Αργά». Μετά είπε στον Ίτερστρεμ να σταματήσει. Κάτι πάνω στο χιόνι δίπλα σε ένα σπίτι τού είχε τραβήξει την προσοχή. Βγήκε από το αμάξι και πήγε να δει τι ήταν. Ξαφνικά σταμάτησε επιτόπου και τράβηξε το πιστόλι του. Ο Ίτερστρεμ πετάχτηκε από το αμάξι και τράβηξε κι αυτός το δικό του. «Τ ι συμβαίνει;» Ο Χουντέν δεν απάντησε. Άρχισε να βαδίζει προσεκτικά. Έπειτα σταμάτησε πάλι και διπλώθηκε στα δύο σαν να τον είχε πιάσει ξαφνικά πόνος στο στήθος. Όταν γύρισε στο αμάξι, το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο. «Υπάρχει ένας νεκρός εκεί», είπε. «Τον έδειραν μέχρι θανάτου. Και κάτι λείπει». «Τ ι εννοείς;» «Το ένα του πόδι». Απέμειναν να κοιτάζονται χωρίς να μιλούν. Έπειτα ο Χουντέν μπήκε στο αμάξι, πήρε τον ασύρματο και ζήτησε τη Βίβι Σούντμπεργκ, που ήξερε ότι είχε βάρδια εκείνη τη μέρα. Του απάντησε αμέσως. «Ο Έρικ είμαι. Βρίσκομαι στο Χεχουεβάλεν». «Τ ι έγινε;» «Δεν ξέρω. Αλλά υπάρχει ένας νεκρός εδώ έξω στο χιόνι».
«Επανάλαβε σε παρακαλώ». «Υπάρχει ένας νεκρός. Στο χιόνι. Φαίνεται να τον έχουν δείρει μέχρι θανάτου. Του λείπει το ένα του πόδι». Γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλο. Η Σούντμπεργκ ήξερε ότι ο Έρικ Χουντέν δεν υπερέβαλλε ποτέ, όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό που είχε πει. «Ερχόμαστε», είπε η Σούντμπεργκ. «Φέρε και τη Σήμανση από το Γέβλε». «Ποιος είναι μαζί σου;» «Ο Ίτερστρεμ». Η Σούντμπεργκ το σκέφτηκε για λίγο. «Υπάρχει καμιά λογική εξήγηση;» «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο πράγμα».
Ο Χουντέν ήξερε ότι η Σούντμπεργκ θα τον καταλάβαινε. Ήταν αστυνομικός πολύ καιρό και είχε έρθει αντιμέτωπος με πολλές σκηνές πόνου και βίας. Πέρασαν τριάντα πέντε λεπτά μέχρι ν’ ακούσουν σειρήνες να πλησιάζουν. Ο Χουντέν είχε προσπαθήσει να πείσει τον Ίτερστρεμ να πάνε μαζί στο κοντινότερο σπίτι για να μιλήσουν στους γείτονες, αλλά ο συνάδελφός του δεν ήθελε να κινηθούν πριν φτάσουν ενισχύσεις. Ο Χουντέν δεν ήθελε να μπει στο σπίτι μόνος, κι έτσι έμειναν στο αμάξι. Περίμεναν χωρίς να μιλούν. Η Βίβι Σούντμπεργκ βγήκε από το πρώτο αυτοκίνητο που σταμάτησε δίπλα τους. Ήταν γεροδεμένη, γύρω στα πενήντα. Οι συνάδελφοί της ήξεραν ότι, παρά το ογκώδες σώμα της, ήταν πολύ ευκίνητη και είχε μεγάλες αντοχές. Πριν από μερικούς μήνες είχε κυνηγήσει δύο διαρρήκτες που ήταν γύρω στα είκοσι. Γέλασαν μαζί της όταν το έβαλαν στα πόδια και είδαν ότι άρχισε να τους κυνηγά, αλλά όταν τους έπιασε και τους δύο έπειτα από ένα κυνηγητό μερικών εκατοντάδων μέτρων δεν γελούσαν πια. Η Βίβι Σούντμπεργκ είχε κόκκινα μαλλιά. Τέσσερις φορές το χρόνο πήγαινε στο κομμωτήριο της κόρης της και τα έβαφε. Είχε γεννηθεί σε μια φάρμα λίγο έξω από το Χάρμονγκερ, όπου φρόντιζε τους γονείς της μέχρι που γέρασαν και πέθαναν. Κατόπιν άρχισε να μορφώνεται και ύστερα από μερικά χρόνια έκανε αίτηση στη Σχολή Αστυνομίας. Έμεινε κατάπληκτη όταν έγινε δεκτή. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί την είχαν δεχτεί με αυτή τη σωματική διάπλαση, αλλά κανένας δεν ρώτησε, και προφανώς η ίδια δεν είπε τίποτα. Η Βίβι Σούντμπεργκ ήταν φιλότιμη και εργατική αστυνομικός, επίμονη και εξαιρετικά ικανή στην ανάλυση των στοιχείων κάθε υπόθεσης, και των πιο ασήμαντων ακόμα. Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά της και κοίταξε διαπεραστικά τον Έρικ Χουντέν. «Λοιπόν, θα μου δείξεις;»
Πήγαν στο πτώμα. Η Σούντμπεργκ έκανε μια γκριμάτσα και κάθισε στις φτέρνες. «Ήρθε ο γιατρός;» «Η γιατρίνα. Έρχεται». «Γιατρίνα;» «Αντικαταστάτρια του γιατρού. Ο Ούγκο θα κάνει εγχείρηση. Όγκος». Η Βίβι Σούντμπεργκ έχασε προς στιγμή κάθε ενδιαφέρον για το πτώμα στο χιόνι. «Είναι άρρωστος;» «Έχει καρκίνο. Δεν το ήξερες;» «Όχι. Πού;» «Στο στομάχι. Δεν έχει κάνει μετάσταση όμως. Τέλος πάντων, έφερε μια αντικαταστάτρια από την Ουψάλα. Τη λένε Βαλεντίνα Μίιρ. Αν προφέρω σωστά το όνομά της». Ο Χουντέν φώναξε τον Ίτερστρεμ, που έπινε καφέ δίπλα στα αυτοκίνητα. Εκείνος του επιβεβαίωσε ότι η γιατρίνα θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή. Η Σούντμπεργκ άρχισε να εξετάζει προσεκτικά το πτώμα. Κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπη με κάτι τέτοιο την κυρίευε η ίδια αίσθηση ματαιότητας. Δεν μπορούσε να αναστήσει τον νεκρό, κι έτσι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να φωτίσει τα αίτια του εγκλήματος και να στείλει τον δράστη στη φυλακή ή στο ψυχιατρείο. «Ο δράστης πρέπει να έπαθε αμόκ», είπε. «Με ένα μακρύ μαχαίρι. Ή ξιφολόγχη. Ίσως και ξίφος. Βλέπω τουλάχιστον δέκα τραύματα, και σχεδόν όλα θα μπορούσαν να είναι μοιραία. Δεν καταλαβαίνω, όμως, το κομμένο πόδι. Ξέρουμε ποιο είναι το θύμα;» «Όχι ακόμη. Όλα τα σπίτια φαίνονται άδεια». Η Σούντμπεργκ σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω στο χωριό. Τα σπίτια έμοιαζαν να ανταποδίδουν το επίμονο βλέμμα της. «Χτυπήσατε τις πόρτες;» «Σκέφτηκα να περιμένω. Ο δράστης μπορεί να είναι ακόμη εδώ». «Καλά έκανες». Η Σούντμπεργκ έκανε νόημα στον Ίτερστρεμ, που πέταξε το άδειο χάρτινο κύπελλο στο χιόνι. «Πάμε μέσα», είπε η Σούντμπεργκ. «Πρέπει να υπάρχει κάποιος εδώ. Δεν είναι χωριό-φάντασμα».
«Δεν είδαμε κανέναν πάντως». Η Σούντμπεργκ κοίταξε πάλι τα σπίτια, τους χιονισμένους κήπους. Το δρόμο. Τ ράβηξε το πιστόλι της και ξεκίνησε για το κοντινότερο σπίτι. Οι δυο άντρες την ακολούθησαν. Ήταν μερικά λεπτά μετά τις έντεκα. Αυτό που ανακάλυψαν οι τρεις αστυνομικοί στο χωριό δεν είχε προηγούμενο στα ιστορικά της σουηδικής εγκληματολογίας και θα γινόταν μέρος της νομικής ιστορίας της χώρας. Σε όλα τα σπίτια υπήρχαν πτώματα. Βρήκαν σκοτωμένα σκυλιά και γάτες, ακόμα και έναν παπαγάλο με κομμένο κεφάλι. Δεκαεννέα πτώματα συνολικά, όλα ηλικιωμένων, εκτός από ενός παιδιού που πρέπει να ήταν γύρω στα δώδεκα. Κάποιους τους είχαν σκοτώσει στον ύπνο τους, άλλοι κείτονταν στο πάτωμα ή ήταν καθισμένοι σε καρέκλες στο τραπέζι της κουζίνας. Μια γριά είχε πεθάνει με μια χτένα στο χέρι, ένας άντρας ήταν δίπλα σε μια σόμπα με μια αναποδογυρισμένη καφετιέρα δίπλα του. Σε ένα σπίτι βρήκαν δύο άτομα αγκαλιασμένα και δεμένα μαζί. Όλοι τους είχαν πέσει θύματα άγριας βίας. Ήταν σαν ένας ματωμένος ανεμοστρόβιλος να είχε σαρώσει το χωριό την ώρα που ξυπνούσαν οι ηλικιωμένοι κάτοικοί του. Και επειδή οι ηλικιωμένοι στην εξοχή συνήθως ξυπνούν νωρίς, η Σούντμπεργκ πίστευε ότι οι φόνοι είχαν γίνει κοντά στα χαράματα. Η Βίβι Σούντμπεργκ αισθανόταν λες και όλο το κεφάλι της ήταν βυθισμένο στο αίμα. Έδιωξε την αγανάκτηση που την έπνιγε, αλλά ένιωθε να κρυώνει πάρα πολύ. Ήταν σαν να έβλεπε τα νεκρά παραμορφωμένα πτώματα μέσα από τηλεσκόπιο, πράγμα που σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να τα πλησιάσει πολύ. Πέρα απ’ όλα αυτά, υπήρχε και μια παράξενη μυρωδιά. Παρόλο που τα πτώματα δεν είχαν προλάβει καλά καλά να κρυώσουν, ανέδιναν ήδη μια γλυκόξινη οσμή. Όσο ήταν μέσα στα σπίτια, η Σούντμπεργκ προσπαθούσε να αναπνέει από το στόμα. Μόλις έβγαινε έξω, γέμιζε τα πνευμόνια της με καθαρό αέρα. Όταν περνούσε το κατώφλι του επόμενου σπιτιού, ήταν σαν να ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει κάτι σχεδόν αφόρητο. Όλα τα πτώματα που είδε, το ένα μετά το άλλο, είχαν υποστεί την ίδια λύσσα και τα ίδια τραύματα από κάποιο πολύ κοφτερό όπλο.
Αργότερα την ίδια μέρα έκανε έναν κατάλογο με όσα είχε δει, τον οποίο δεν έδειξε ποτέ σε κανέναν: Πρώτο σπίτι. Νεκρός ηλικιωμένος άντρας, μισόγυμνος, κουρελιασμένες πιτζάμες, παντόφλες, μισοπεσμένος στη σκάλα. Κεφάλι σχεδόν κομμένο από το σώμα, ο αντίχειρας του αριστερού χεριού ένα μέτρο μακριά. Νεκρή ηλικιωμένη γυναίκα, νυχτικό, ξεκοιλιασμένη, τα έντερα κρέμονται έξω, μασέλα σπασμένη σε κομμάτια. Δεύτερο σπίτι. Νεκροί άντρας και γυναίκα, και οι δύο τουλάχιστον ογδόντα ετών. Τα πτώματα βρέθηκαν σε ένα διπλό κρεβάτι στον πρώτο όροφο. Η γυναίκα μάλλον δολοφονήθηκε στον ύπνο της με μια τομή που ξεκίναγε από τον αριστερό ώμο και διέσχιζε το στήθος της προς τον δεξιό γοφό. Ο άντρας προσπάθησε να αμυνθεί με ένα σφυρί. Το ένα χέρι κομμένο, ο λαιμός κομμένος επίσης. Το παράξενο είναι ότι τα δύο σώματα ήταν δεμένα μεταξύ τους. Φαίνεται ότι ο άντρας ήταν ζωντανός όταν τον έδεσαν αλλά η γυναίκα νεκρή. Καμία απόδειξη, φυσικά, απλώς μια πρώτη εντύπωση. Μικρό παιδί σκοτωμένο στην ίδια κρεβατοκάμαρα. Μπορεί να κοιμόταν όταν το σκότωσαν. Τ ρίτο σπίτι. Μια γυναίκα μόνη, νεκρή στο δάπεδο της κουζίνας. Ένα σκυλί άγνωστης ράτσας σκοτωμένο δίπλα της. Η σπονδυλική στήλη της γυναίκας φαίνεται σπασμένη σε πολλά σημεία. Τέταρτο σπίτι. Άντρας νεκρός στο χολ. Φορά παντελόνι και πουκάμισο^ ξυπόλυτος. Μάλλον προσπάθησε ν’ αντισταθεί. Το σώμα του κομμένο σχεδόν στα δύο στο ύψος του στομαχιού. Ηλικιωμένη γυναίκα καθισμένη νεκρή στην κουζίνα. Δύο, ίσως τρία τραύματα στην κορυφή του κεφαλιού της. Έβδομο σπίτι. Δύο ηλικιωμένες γυναίκες και ένας ηλικιωμένος άντρας νεκροί στα κρεβάτια τους στον επάνω όροφο. Εντύπωση: ήταν ξύπνιοι, είχαν τις αισθήσεις τους, αλλά δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράσουν. Γάτα σκοτωμένη στην κουζίνα. Όγδοο σπίτι. Ηλικιωμένος άντρας νεκρός έξω, με το ένα του πόδι να λείπει. Δύο σκυλιά αποκεφαλισμένα. Γυναίκα νεκρή στη σκάλα, κατακρεουργημένη. Ένατο σπίτι. Τέσσερα πτώματα στο καθιστικό του πρώτου
ορόφου. Μισοντυμένοι, με φλιτζάνια καφέ, το ραδιόφωνο ανοιχτό, σταθμός ένα. Τ ρεις ηλικιωμένες γυναίκες, ένας ηλικιωμένος άντρας. Όλοι με τα κεφάλια ακουμπισμένα στα γόνατα. Δέκατο σπίτι. Δύο πολύ ηλικιωμένα άτομα, ένας άντρας και μια γυναίκα, νεκρά στα κρεβάτια τους. Αδύνατο να καταλάβεις αν είχαν επίγνωση τι τους συνέβη. Προς το τέλος της λίστας δεν είχε πια την ψυχική δύναμη να καταγράψει όλες τις λεπτομέρειες. Παρ’ όλα αυτά, όσα είχε δει ήταν αξέχαστα, μια εικόνα βγαλμένη από την ίδια την κόλαση. Η Σούντμπεργκ είχε αριθμήσει τα σπίτια με βάση την ανακάλυψη των πτωμάτων. Η αρίθμηση δεν συνέπιπτε με τη σειρά που είχαν τα σπίτια στο δρόμο. Όταν έφτασαν στο πέμπτο σπίτι κατά τη διάρκεια αυτής της μακάβριας επιθεώρησης, βρήκαν ίχνη ζωής. Άκουσαν μουσική να παίζει από μέσα. Ο Ίτερστρεμ είπε ότι έμοιαζε με Τ ζίμι Χέντριξ. Πριν μπουν, κάλεσαν άλλους δύο αστυνομικούς για ενισχύσεις. Πλησίασαν την εξώπορτα με τα πιστόλια στα χέρια. Ο Χουντέν χτύπησε δυνατά. Τους άνοιξε ένας μισόγυμνος μακρυμάλλης. Μόλις αντίκρισε τα όπλα έκανε πίσω έντρομος. Η Βίβι Σούντμπεργκ χαμήλωσε το πιστόλι της όταν είδε ότι ήταν άοπλος. «Είσαι μόνος στο σπίτι;» «Είναι και η γυναίκα μου μέσα», είπε ο άντρας με τρεμάμενη φωνή. «Κανείς άλλος;» «Όχι. Τ ι συμβαίνει;» Η Σούντμπεργκ έβαλε το πιστόλι στη θήκη και έκανε νόημα στους άλλους να κάνουν το ίδιο. «Πάμε μέσα», είπε στον μισόγυμνο άντρα, που έτρεμε από το κρύο. «Πώς σε λένε;» «Τομ». «Τ ίποτε άλλο;» «Χάνσον». «Έλα, Τομ Χάνσον, πάμε μέσα. Κάνει κρύο». Η μουσική έπαιζε στη διαπασών. Η Σούντμπεργκ είχε την αίσθηση ότι υπήρχαν ηχεία σε όλα τα δωμάτια. Ακολούθησε τον
άντρα σε ένα ακατάστατο καθιστικό, όπου μια γυναίκα καθόταν στον καναπέ με το νυχτικό. Ο Χάνσον χαμήλωσε τη μουσική κι έβαλε ένα παντελόνι που κρεμόταν στην πλάτη μιας καρέκλας. Τόσο αυτός όσο και η γυναίκα στον καναπέ έδειχναν γύρω στα εξήντα. «Τ ι έγινε;» ρώτησε η γυναίκα φανερά τρομαγμένη, με προφορά που πρόδιδε πως καταγόταν από τη Στοκχόλμη. Μάλλον ήταν χίπηδες που είχαν ξεμείνει εκεί από τη δεκαετία του ’60. Η Σούντμπεργκ αποφάσισε να μπει κατευθείαν στο θέμα. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Μπορεί ο δράστης αυτού του μακελειού να ετοιμαζόταν να το επαναλάβει και κάπου αλλού. «Πολλοί από τους γείτονές σας είναι νεκροί», είπε η Σούντμπεργκ. «Έγιναν φρικτά εγκλήματα σε αυτό το μικρό χωριό τη νύχτα. Είναι σημαντικό να απαντήσετε στις ερωτήσεις μας. Πώς λέγεσαι;» «Νίνι», είπε η γυναίκα. «Είναι νεκροί ο Χέρμαν και η Χίλντα;» «Πού μένουν;» «Στο σπίτι αριστερά». Η Σούντμπεργκ κατένευσε. «Δυστυχώς ναι. Τους σκότωσαν. Αλλά δεν είναι οι μόνοι». «Αν αυτό υποτίθεται ότι είναι αστείο, δεν είναι και πολύ καλό», είπε ο Τομ Χάνσον. Για μια στιγμή η Σούντμπεργκ έχασε την ψυχραιμία της. «Λυπάμαι, αλλά ο χρόνος που έχουμε είναι μόνο για να απαντήσετε στις ερωτήσεις μου. Καταλαβαίνω ότι σας φαίνεται απίστευτο, αλλά είναι αλήθεια – φρικτό αλλά αληθινό. Ακούσατε τίποτα χτες βράδυ;» Ο Χάνσον κάθισε στον καναπέ δίπλα στη γυναίκα. «Κοιμόμαστε». «Ακούσατε τίποτα σήμερα το πρωί;» Κούνησαν και οι δύο αρνητικά το κεφάλι. «Δεν προσέξατε καν ότι το χωριό ήταν γεμάτο αστυνομικούς;» «Όταν παίζουμε μουσική δυνατά δεν ακούμε τίποτα». «Πότε είδατε τελευταία φορά τους γείτονές σας;» «Αν εννοείς τον Χέρμαν και τη Χίλντα, χτες», είπε η Νίνι. «Συνήθως συναντιόμαστε όταν βγάζουμε έξω τους σκύλους».
«Έχετε σκύλο;» Ο Τομ Χάνσον έδειξε με ένα νεύμα προς την κουζίνα. «Είναι γέρος και τεμπέλης. Δεν κάνει καν τον κόπο να σηκωθεί όταν έρχεται κάποιος». «Δεν γάβγισε χτες βράδυ;» «Δεν γαβγίζει ποτέ». «Τ ι ώρα είδατε τους γείτονες;» «Γύρω στις τρεις χτες το απόγευμα. Αλλά μόνο τη Χίλντα». «Έδειχναν όλα φυσιολογικά;» «Την πονούσε η μέση της. Ο Χέρμαν μάλλον έλυνε σταυρόλεξα στην κουζίνα. Δεν τον είδα». «Και οι υπόλοιποι στο χωριό;» «Όλα ήταν όπως είναι πάντα. Εδώ μένουν μόνο γέροι. Όταν κάνει κρύο, μένουν μέσα. Τους βλέπουμε πιο συχνά την άνοιξη και το καλοκαίρι». «Δεν μένουν, δηλαδή, παιδιά στο χωριό;» «Κανένα». Η Σούντμπεργκ έκανε μια παύση. Σκεφτόταν το νεκρό παιδί. «Δηλαδή, είναι αλήθεια;» ρώτησε η γυναίκα στον καναπέ. Ήταν τρομοκρατημένη. «Ναι», είπε η Σούντμπεργκ. «Μπορεί όλοι οι κάτοικοι του χωριού να είναι νεκροί. Εκτός από εσάς». Ο Χουντέν στεκόταν στο παράθυρο. «Όχι όλοι», είπε. «Τ ι εννοείς;» «Δεν είναι όλοι νεκροί. Κάποιος είναι έξω στο δρόμο». Η Σούντμπεργκ έσπευσε στο παράθυρο και είδε μια γυναίκα να στέκει στο δρόμο απ’ έξω. Ήταν ηλικιωμένη και φορούσε ρόμπα και μαύρες γαλότσες. Είχε ενωμένα τα χέρια της σαν να προσευχόταν. Η Σούντμπεργκ την κοίταζε κρατώντας την ανάσα της. Η γυναίκα στεκόταν εκεί ακίνητη.
3 Ο Τομ Χάνσον πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε δίπλα στη Βίβι Σούντμπεργκ. «Είναι η Τ ζούλια», είπε. «Μερικές φορές τη βρίσκουμε έξω στο κρύο χωρίς παλτό. Η Χίλντα και ο Χέρμαν συνήθως την έχουν στο νου τους όταν δεν είναι εδώ οι άνθρωποι από την υπηρεσία οικιακής βοήθειας». «Πού ζει;» ρώτησε η Σούντμπεργκ. Ο Χάνσον έδειξε το προτελευταίο σπίτι στην άκρη του χωριού. «Όταν μετακομίσαμε εδώ», είπε, «η Τ ζούλια ήταν παντρεμένη. Ο άντρας της, ο Ρουν, οδηγούσε δασικά οχήματα, μέχρι που έπαθε ρήξη αρτηρίας και πέθανε στην καμπίνα του φορτηγού του. Από τότε η Τ ζούλια έγινε λίγο παράξενη. Περιπλανιόταν άσκοπα. Αλλά όλοι συμφωνούσαμε ότι έχει κάθε δικαίωμα να πεθάνει εδώ. Έχει δύο παιδιά που έρχονται και τη βλέπουν μία φορά το χρόνο. Απλώς περιμένουν τη μικρή τους κληρονομιά, δεν ενδιαφέρονται καθόλου γι’ αυτή». Η Σούντμπεργκ και ο Χουντέν βγήκαν έξω. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι όταν η Σούντμπεργκ στάθηκε μπροστά της, αλλά δεν μίλησε. Ούτε διαμαρτυρήθηκε μόλις ο Χουντέν την οδήγησε στο σπίτι της. Το σπίτι ήταν καθαρό και νοικοκυρεμένο. Στον ένα τοίχο υπήρχαν φωτογραφίες του νεκρού άντρα της και των δύο παιδιών που δεν νοιάζονταν γι’ αυτή. Η Σούντμπεργκ έβγαλε για πρώτη φορά το σημειωματάριό της. Ο Χουντέν εξέτασε ένα έγγραφο με επίσημες σφραγίδες που είδε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. «Τ ζούλια Χόλμγκρεν», είπε. «Είναι ογδόντα εφτά χρονών». «Φρόντισε να τηλεφωνήσει κάποιος στην υπηρεσία οικιακής βοήθειας. Δεν με νοιάζει τι ώρα έρχονται και τη βλέπουν συνήθως, πες τους να έρθουν εδώ τώρα». Η γριά κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό. «Να προσπαθήσουμε να της κάνουμε μερικές ερωτήσεις;»
«Όχι», είπε η Σούντμπεργκ. «Δεν έχει νόημα. Τ ι θα μπορούσε να μας πει;» Έκανε νόημα στον Χουντέν να τις αφήσει μόνες, κι αυτός βγήκε έξω στην αυλή. Η Σούντμπεργκ πήγε στο καθιστικό, στάθηκε στη μέση κι έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε να χωνέψει αυτό που είχε συμβεί. Κάτι σε αυτή τη γυναίκα είχε σημάνει έναν αμυδρό συναγερμό στο πίσω μέρος του μυαλού της Σούντμπεργκ. Δεν μπορούσε, όμως, να εντοπίσει τι ήταν. Άνοιξε τα μάτια, παραμένοντας στη μέση του καθιστικού, και προσπάθησε να σκεφτεί. Τ ι είχε πραγματικά συμβεί αυτό το γεναριάτικο πρωινό; Πολλοί άνθρωποι δολοφονήθηκαν σε ένα μικροσκοπικό απομακρυσμένο χωριό. Και αρκετά οικόσιτα ζώα. Όλα μαρτυρούσαν μια φονική φρενίτιδα. Θα μπορούσε ένας μόνο δράστης να τα κάνει όλα αυτά; Ή μήπως εμφανίστηκαν ξαφνικά κάμποσοι φονιάδες στη μέση της νύχτας και έπειτα από αυτή την απάνθρωπη σφαγή εξαφανίστηκαν πάλι; Ήταν πολύ νωρίς για να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Η Σούντμπεργκ δεν είχε απαντήσεις, μόνο κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες και πολλά πτώματα. Υπήρχε ένα ζευγάρι που ζούσε ακόμη, το οποίο είχε εγκαταλείψει τη Στοκχόλμη πριν από χρόνια για να έρθει να μείνει σε αυτό το μέρος στη μέση του πουθενά. Και μια γριά με άνοια που συνήθιζε να στέκεται στο δρόμο φορώντας μόνο το νυχτικό της. Όμως, φαινόταν ότι κάπου υπήρχε μια αφετηρία. Δεν ήταν νεκροί όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Τουλάχιστον τρία άτομα ζούσαν ακόμη. Γιατί; Απλή σύμπτωση ή μήπως κάτι σήμαινε αυτό; Η Σούντμπεργκ συνέχισε να στέκει ακίνητη για μερικά λεπτά ακόμα. Από το παράθυρο είδε ότι είχε φτάσει η Σήμανση από το Γέβλε, μαζί με μια γυναίκα που μάλλον ήταν η γιατρός. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν ακόμη η επικεφαλής της υπόθεσης, προς το παρόν τουλάχιστον, αλλά χρειαζόταν βοήθεια από τη Στοκχόλμη. Έβγαλε το κινητό της και πήρε τον Ρόμπερτσον, τον εισαγγελέα, για να του εκθέσει την κατάσταση. Αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε. Κανείς μας δεν έχει ξαναδεί ποτέ τέτοιο πράγμα, σκέφτηκε. Βγήκε έξω, όπου περίμεναν οι δύο άντρες της Σήμανσης και η
γιατρός της αστυνομίας. «Πρέπει να το δείτε και μόνοι σας. Θ’ αρχίσουμε από τον άντρα που είναι έξω στο χιόνι. Μετά θα περάσουμε από το καθένα σπίτι χωριστά. Και ύστερα μπορείτε να αποφασίσετε αν θα χρειαστείτε βοήθεια. Τα εγκλήματα είναι πάρα πολλά». Η Σούντμπεργκ παρέκαμψε τις ερωτήσεις τους. Έπρεπε να τα δουν όλα με τα ίδια τους τα μάτια. Οδήγησε την πομπή από τη μία μακάβρια σκηνή στην άλλη. Όταν έφτασαν στο τρίτο σπίτι, ο Λένγκρεν, ο ανώτερος αξιωματικός της Σήμανσης, είπε ότι έπρεπε να καλέσει αμέσως ενισχύσεις. Στο τέταρτο σπίτι, η γιατρός είπε το ίδιο πράγμα. Έκαναν τα τηλεφωνήματα. Συνέχισαν και στα υπόλοιπα σπίτια και τελικά μαζεύτηκαν πάλι στο δρόμο. Στο μεταξύ, είχε φτάσει ο πρώτος δημοσιογράφος. Η Σούντμπεργκ είπε στον Ίτερστρεμ να φροντίσει να μην του μιλήσει κανένας αστυνομικός. Θα του μιλούσε η ίδια μόλις είχε χρόνο. Όλοι όσοι στέκονταν γύρω της στον χιονισμένο δρόμο ήταν χλωμοί και αμίλητοι. Κανείς δεν μπορούσε να συλλάβει αυτό που είχε δει. «Λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα», είπε η Σούντμπεργκ. «Αυτή η υπόθεση θα δοκιμάσει την εμπειρία και τις ικανότητες όλων μας. Η έρευνα θα γίνει πρώτο θέμα στα μέσα ενημέρωσης, και όχι μόνο στη Σουηδία. Θα δεχτούμε τεράστιες πιέσεις για να έχουμε αποτελέσματα μέχρι αύριο. Το αργότερο. Ας ελπίσουμε πως όποιος είναι υπεύθυνος για όλα αυτά έχει αφήσει ίχνη που θα μπορέσουμε ν’ ακολουθήσουμε για να τον πιάσουμε γρήγορα – ή να τους πιάσουμε. Ο περιφερειακός εισαγγελέας Ρόμπερτσον είναι καθ’ οδόν. Θέλω να τα δει όλα με τα μάτια του και να αναλάβει την ευθύνη της έρευνας. Ερωτήσεις; Πρέπει να πιάσουμε δουλειά». «Νομίζω ότι έχω εγώ μία ερώτηση», είπε ο Λένγκρεν. Ήταν ένας κοντός και αδύνατος τύπος. Η Σούντμπεργκ τον θεωρούσε πολύ ικανό τεχνικό, αλλά η αδυναμία του ήταν ότι συχνά δούλευε πολύ αργά όταν η αστυνομία χρειαζόταν απεγνωσμένα απαντήσεις. «Ακούω». «Υπάρχει κίνδυνος αυτός ο μανιακός –αν πρόκειται για μανιακό–
να χτυπήσει ξανά;» «Ναι», είπε η Σούντμπεργκ. «Δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα, πρέπει να υποθέσουμε ότι όλα μπορούν να συμβούν». «Θα ξεσπάσει πανικός», είπε ο Λένγκρεν. «Πρώτη φορά νιώθω ανακούφιση που μένω σε πόλη». Η ομάδα χωρίστηκε τη στιγμή που έφτασε ο Στεν Ρόμπερτ σον. Ο δημοσιογράφος, που περίμενε έξω από την αποκλεισμένη περιοχή, πλησίασε αμέσως τον Ρόμπερτσον όταν βγήκε από το αμάξι του. «Όχι τώρα», του φώναξε η Σούντμπεργκ. «Πρέπει να περιμένεις». «Α, έλα τώρα, Βίβι! Δεν μπορείς να μου πεις κάτι; Συνήθως δεν είσαι τόσο δύσκολη». «Αυτή τη στιγμή είμαι». Η Σούντμπεργκ τον αντιπαθούσε αυτό τον δημοσιογράφο, ο οποίος δούλευε για τη Hudiksvalls T idning. Συχνά στα άρθρα του επέκρινε τον τρόπο που δούλευε η αστυνομία. Εκείνο που την εκνεύριζε περισσότερο, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν ότι συχνά οι επικρίσεις του ήταν βάσιμες. Ο Ρόμπερτσον κρύωνε, το σακάκι του ήταν πολύ λεπτό. Είναι μάταιο, ήταν η πρώτη σκέψη της Σούντμπεργκ. «Λοιπόν, τι έχουμε εδώ;» είπε ο Ρόμπερτσον. «Όχι, καλύτερα να σου δείξω». Για τρίτη φορά εκείνο το πρωί η Βίβι Σούντμπεργκ ξαναπέρασε απ’ όλα τα σημεία όπου είχαν διαπραχθεί οι φόνοι. Σε δύο περιπτώσεις ο Ρόμπερτσον αναγκάστηκε να βγει έξω έτοιμος να ξεράσει. Η Σούντμπεργκ τον περίμενε υπομονετικά. Δεν ήταν σίγουρη αν ο εισαγγελέας θα άντεχε μέχρι το τέλος. Ήξερε, όμως, επίσης ότι ήταν ο καλύτερος από τους διαθέσιμους εισαγγελείς. Όταν ξαναβγήκαν τελικά στο δρόμο, η Σούντμπεργκ του πρότεινε να καθίσουν στο αυτοκίνητό της. Είχε προλάβει να πάρει μαζί της ένα θερμός με καφέ πριν φύγει από το αστυνομικό τμήμα. Ο Ρόμπερτσον ήταν σοκαρισμένος. Το χέρι του έτρεμε καθώς κρατούσε το κύπελλο με τον καφέ. «Έχεις ξαναδεί ποτέ σου τέτοιο πράγμα;» ρώτησε.
«Ποτέ». «Σίγουρα μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να το κάνει αυτό». «Ποιος ξέρει; Ζήτησα από τη Σήμανση να καλέσουν όποια άλλη βοήθεια νομίζουν ότι χρειάζονται. Και από τη γιατρό επίσης». «Ποια είναι;» «Αντικαταστάτρια. Κατά πάσα πιθανότητα αυτά είναι τα πρώτα εγκλήματα που βλέπει. Ζήτησε κι αυτή βοήθεια». «Κι εσύ;» «Τ ι εννοείς;» «Τ ι χρειάζεσαι;» «Πρώτα και κύρια κάποια συμβουλή από σένα, αν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε. Και μετά πρέπει να φέρουμε το Εθνικό Τμήμα Ερευνών, φυσικά». «Σε τι πρέπει να επικεντρωθούμε;» «Εσύ είσαι ο επικεφαλής της έρευνας, όχι εγώ». «Το μόνο που έχει σημασία είναι να βρούμε το κάθαρμα που το έκανε όλο αυτό». «Ή τα καθάρματα. Δεν μπορούμε ν’ αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν πολλοί». «Οι τρελοί συνήθως δεν δουλεύουν σε ομάδες». «Όμως, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε αυτό». «Υπάρχει τίποτα που να μπορούμε ν’ αποκλείσουμε;» «Όχι. Τ ίποτα. Ούτε καν το ενδεχόμενο να ξανασυμβεί». Ο Ρόμπερτσον κατένευσε. Έμειναν σιωπηλοί, χαμένοι στις σκέψεις τους. Κόσμος κινούνταν στο δρόμο και ανάμεσα στα σπίτια. Πού και πού έβλεπαν το φλας μιας κάμερας. Πάνω από το πτώμα που είχαν βρει στο χιόνι είχε στηθεί ένα αντίσκηνο. Στο μεταξύ, είχαν καταφτάσει κάμποσοι δημοσιογράφοι. Και το πρώτο τηλεοπτικό συνεργείο. «Θέλω να συμμετάσχεις στην πρώτη συνέντευξη Τύπου», είπε η Σούντμπεργκ. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Και πρέπει να την κάνουμε σήμερα. Αργότερα το απόγευμα».
«Μίλησες με τον Λούντβιγκ;» Ο Τομπίας Λούντβιγκ ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας στο Χούντικσβαλ. Ήταν νέος και δεν είχε δουλέψει ποτέ ως αστυνομικός στο δρόμο. Είχε σπουδάσει νομική και μετά παρακολούθησε ειδικά μαθήματα για μελλοντικούς αστυνομικούς. Δεν τον συμπαθούσαν ούτε ο Στεν Ρόμπερτσον ούτε η Βίβι Σούντμπεργκ. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι σήμαινε πρακτική αστυνομική δουλειά και συνήθως ανησυχούσε περισσότερο για θέματα εσωτερικής διοίκησης της αστυνομίας. «Όχι, δεν μίλησα μαζί του», απάντησε η Σούντμπεργκ. «Το μόνο που θα μας πει θα είναι να προσέχουμε πολύ με τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις». «Δεν είναι τόσο κακός», είπε ο Ρόμπερτσον. «Είναι χειρότερος», απάντησε η Σούντμπεργκ. «Αλλά θα του τηλεφωνήσω». «Πάρ’ τον τώρα». Η Σούντμπεργκ κάλεσε στο αστυνομικό τμήμα του Χούντικσβαλ, αλλά ο Τομπίας Λούντβιγκ έλειπε στη Στοκχόλμη. Η Σούντμπεργκ ζήτησε από το τηλεφωνικό κέντρο να τον βρουν στο κινητό του. Ο Ρόμπερτσον μιλούσε με τους επιπλέον άντρες της Σήμανσης που μόλις είχαν φτάσει από το Γέβλε. Η Σούντμπεργκ απέμεινε να στέκει δίπλα στον Τομ και τη Νίνι Χάνσον στην αυλή τους. Οι Χάνσον είχαν φορέσει τα στρατιωτικά γούνινα παλτά τους και παρακολουθούσαν τις δραστηριότητες με ενδιαφέρον. Άρχισε με τους ζωντανούς, σκέφτηκε η Βίβι Σούντμπεργκ. Ο Τομ και η Νίνι Χάνσον μπορεί να είδαν κάτι χωρίς να το συνειδητοποιήσουν. Ένας δολοφόνος που αποφασίζει να εξαφανίσει ένα ολόκληρο χωριό πρέπει να έχει κάποιο σχέδιο, να έχει σκεφτεί πώς θα το κάνει, ακόμα κι αν είναι τελείως τρελός. Βγήκε στο δρόμο και κοίταξε γύρω της. Την παγωμένη λίμνη, το δάσος, τα μακρινά βουνά με τις κορυφές και τις κοιλάδες τους. Από πού ήρθε ο δράστης; αναρωτήθηκε. Μπορούμε να είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι δεν ήταν γυναίκα. Όμως, ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι πρέπει να ήρθαν από κάπου, όπως επίσης και να έφυγαν από κάπου. Ήταν έτοιμη να μπει πάλι μέσα, όταν έφτασε ένα αμάξι με τα
σκυλιά που είχαν ζητήσει. «Μόνο ένα;» ρώτησε, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τον εκνευρισμό της. «Ο Μπόνζο δεν νιώθει πολύ καλά», της απάντησε ο αστυνομικός. «Δηλαδή, θες να πεις ότι τα σκυλιά της αστυνομίας παίρνουν αναρρωτική άδεια;» «Όπως φαίνεται. Από πού θέλεις ν’ αρχίσω; Τ ι έγινε εδώ;» «Μίλα με τον Χουντέν». Ο αστυνομικός ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει κάτι, αλλά η Σούντμπεργκ του γύρισε την πλάτη και οδήγησε τον Τομ και τη Νίνι Χάνσον πάλι μέσα στο σπίτι τους. Μόλις κάθισαν, χτύπησε το κινητό της. «Μου είπαν ότι προσπαθείς να με βρεις», είπε ο Τομπίας Λούντβιγκ. «Ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να με ενοχλούν όταν είμαι σε συσκέψεις του Εθνικού Συμβουλίου της Αστυνομίας». «Φοβάμαι ότι σε αυτή την περίπτωση δεν γίνεται αλλιώς». «Τ ι έγινε;» «Έχουμε κάμποσα πτώματα στο Χεχουεβάλεν». Του περιέγραψε με λίγα λόγια την κατάσταση. Ο Λούντβιγκ δεν μίλησε. Η Σούντμπεργκ περίμενε. «Κατάλαβα. Θα ξεκινήσω το συντομότερο δυνατό». Η Βίβι Σούντμπεργκ κοίταξε το ρολόι της. «Πρέπει να δώσουμε συνέντευξη Τύπου», είπε. «Θα την προγραμματίσουμε για τις έξι. Μέχρι τότε θα πω μόνο ότι έγινε κάποιος φόνος. Δεν θα αποκαλύψω πόσα είναι τα θύματα. Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αλλά κοίτα μην τρακάρεις». «Θα δω μήπως βρω κανένα αμάξι έκτακτης ανάγκης να με φέρει». «Κατά προτίμηση βρες ελικόπτερο. Μιλάμε για δεκαεννέα θύματα, Τομπίας». Έκλεισαν. Οι Χάνσον είχαν ακούσει όλη τη συζήτηση. Αναγνώρισε την κατάπληξη στα πρόσωπά τους. Ο εφιάλτης εξαπλωνόταν συνεχώς. Η πραγματικότητα έμοιαζε να είναι πολύ μακριά. Η Σούντμπεργκ κάθισε σε μια καρέκλα, αφού έδιωξε τη γάτα που κοιμόταν πάνω.
«Όλοι στο χωριό είναι νεκροί. Εσείς οι δύο και η Τ ζούλια είστε οι μόνοι που μείνατε ζωντανοί. Στα άλλα σπίτια έχουν δολοφονηθεί ακόμα και τα ζώα. Καταλαβαίνω ότι είστε σοκαρισμένοι. Όλοι είμαστε. Αλλά πρέπει να σας κάνω μερικές ερωτήσεις. Σας παρακαλώ προσπαθήστε να απαντήστε με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορείτε. Θέλω επίσης να σκεφτείτε και πράγματα που δεν σας ρώτησα. Το παραμικρό που θα θυμηθείτε μπορεί να είναι σημαντικό. Καταλάβατε;» Οι Χάνσον ένευσαν ανήσυχοι. Η Σούντμπεργκ αποφάσισε να κάνει προσεκτικά βήματα. Άρχισε να τους ρωτά για το πρωινό. Πότε ξύπνησαν; Άκουσαν κάτι; Τ ι έγινε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας; Είχε συμβεί τίποτα; Υπήρχε κάτι διαφορετικό; Τους ζήτησε να σκαλίσουν εξονυχιστικά τη μνήμη τους. Της απαντούσαν εναλλάξ. Όταν σταματούσε ο ένας, συμπλήρωνε ο άλλος. Ήταν φανερό πως έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Η Σούντμπεργκ άρχισε να κινείται προς τα πίσω τώρα, σαν να ακολουθούσε τα παγωμένα της βήματα σε ένα άγνωστο τοπίο. Είχε συμβεί τίποτα ιδιαίτερο το προηγούμενο βράδυ; Τ ίποτα. «Όλα ήταν όπως συνήθως», ήταν η φράση που επαναλάμβαναν σχεδόν σε όλες τις απαντήσεις τους. Τους διέκοψε ο Έρικ Χουντέν. Τ ι να έκανε με τους δημοσιογράφους; Έφταναν συνεχώς κι άλλοι και είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται. «Περίμενε λίγο ακόμα», του απάντησε. «Θα έρθω σε λίγο. Πες τους ότι θα γίνει συνέντευξη Τύπου στο Χούντικσβαλ στις έξι το απόγευμα». «Θα είμαστε έτοιμοι;» «Πρέπει να είμαστε». Ο Χουντέν έφυγε. Η Σούντμπεργκ άρχισε πάλι τις ερωτήσεις. Άλλο ένα βήμα προς τα πίσω, στο πρωί και το απόγευμα της προηγούμενης μέρας. Αυτή τη φορά απάντησε η Νίνι. «Όλα ήταν όπως συνήθως χτες», είπε. «Εγώ ήμουν λίγο κρυωμένη. Ο Τομ πέρασε όλη τη μέρα κόβοντας ξύλα». «Μιλήσατε με κανέναν από τους γείτονες;» «Ο Τομ μίλησε λίγο με τη Χίλντα, αλλά αυτό σου το είπαμε ήδη».
«Είδατε κανέναν από τους άλλους;» «Ναι, υποθέτω ότι πρέπει να είδαμε. Χιόνιζε, και όταν χιονίζει βγαίνουν έξω για να φτυαρίσουν το χιόνι και να καθαρίσουν τα μονοπάτια. Ναι, είδα αρκετούς, χωρίς όμως να τους πολυπροσέξω». «Είδατε κανέναν άλλο;» «Τ ι εννοείς “ κανέναν άλλο”;» «Κάποιον που δεν μένει εδώ. Ή ίσως κανένα αμάξι που δεν το αναγνωρίζατε». «Όχι, κανέναν». «Την προηγούμενη μέρα;» «Μάλλον τα ίδια λίγο-πολύ. Δεν συμβαίνει τίποτα το σπουδαίο εδώ». «Τ ίποτα ασυνήθιστο;» «Τ ίποτα απολύτως». Η Βίβι έβγαλε το σημειωματάριό της κι ένα μολύβι. «Τ ώρα, δυστυχώς, πρέπει να σας ρωτήσω κάτι δύσκολο», είπε. «Χρειάζομαι τα ονόματα όλων των γειτόνων σας». Έκοψε μια σελίδα και την έβαλε στο τραπέζι. «Φτιάξτε ένα χάρτη του χωριού», είπε. «Το σπίτι σας και όλα τα υπόλοιπα σπίτια. Μετά θα δώσουμε στο κάθε σπίτι έναν αριθμό. Το δικό σας είναι το νούμερο ένα. Θέλω τα ονόματα όλων όσων ζούσαν στα άλλα σπίτια». Η Νίνι σηκώθηκε κι έφερε ένα μεγαλύτερο χαρτί. Σκίτσαρε το χωριό. Η Σούντμπεργκ παρατήρησε ότι ήξερε να σχεδιάζει. «Τ ι δουλειά κάνετε;» τους ρώτησε. «Είμαστε χρηματιστές – ομόλογα και μετοχές». Η Βίβι Σούντμπεργκ σκέφτηκε ότι τίποτα δεν πρέπει να την εκπλήσσει πια. Δυο ηλικιωμένοι χίπηδες που ζουν σε ένα χωριό στο Χέλσινγκλαντ είναι χρηματιστές – γιατί όχι; «Και μιλάμε πολύ», πρόσθεσε η Νίνι. «Λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλο. Ο κόσμος δεν το κάνει πια αυτό». Η Σούντμπεργκ είδε ότι η συζήτηση απομακρυνόταν από το θέμα που την απασχολούσε. «Τα ονόματα παρακαλώ», είπε. «Κατά προτίμηση και τις ηλικίες τους. Μη βιαστείτε, για να μη γίνουν λάθη».
Τους κοίταξε έτσι όπως είχαν σκύψει πάνω από το χαρτί και μιλούσαν μουρμουρίζοντας. Της πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ήταν πιθανό υπεύθυνος γι’ αυτή τη σφαγή να ήταν ένας από τους κατοίκους του χωριού. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχε τη λίστα στα χέρια της. Οι αριθμοί δεν συμφωνούσαν. Έλειπε ένα όνομα. Πρέπει να ήταν το παιδί. Η Σούντμπεργκ στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και διάβασε όλη τη λίστα. Βασικά, υπήρχαν τρεις οικογένειες στο χωριό: οι Άντερσον, οι Αντρέν και δύο άτομα που λέγονταν Μάγκνουσον. Καθώς στεκόταν εκεί με τη λίστα στο χέρι, σκέφτηκε όλα τα παιδιά και τα εγγόνια που είχαν φύγει από το χωριό και σε λίγες ώρες θα μάθαιναν τα τρομερά νέα. Τα γεγονότα στο χωριό θα επηρέαζαν πάρα πολλούς, και οι πόροι που θα απαιτούνταν για το χειρισμό της κρίσης θα ήταν σημαντικοί. Κοίταξε τα μικρά ονόματα: Έλνα, Σάρα, Μπρίτα, Όγκουστ, Χέρμαν, Χίλντα, Γιόχαν, Έρικ, Γκέρτρουντ, Βέντελα… Προσπάθησε να δει νοερά τα πρόσωπά τους, αλλά ήταν θολά. Ξαφνικά της ήρθε μια σκέψη, κάτι που είχε παραβλέψει εντελώς. Βγήκε έξω και φώναξε τον Έρικ Χουντέν, που μιλούσε με μερικούς άντρες της Σήμανσης. «Έρικ, ποιος τα ανακάλυψε όλα αυτά;» «Μας τηλεφώνησε ένας τύπος. Έπαθε καρδιακή προσβολή κι έπεσε με το αμάξι του πάνω σε ένα φορτηγό που το οδηγούσε ένας Βόσνιος». «Μήπως ήταν αυτός ο δράστης;» «Μπορεί. Το αμάξι του ήταν γεμάτο κάμερες. Πιθανόν φωτογράφος». «Μάθε ό,τι μπορείς γι’ αυτόν. Μετά πρέπει να στήσουμε ένα κέντρο επιχειρήσεων σ’ εκείνο το σπίτι. Πρέπει να διαβάσουμε λεπτομερώς τη λίστα με τα ονόματα και να βρούμε τους κοντινότερους συγγενείς. Τ ι απέγινε ο οδηγός του φορτηγού;» «Του έκαναν αλκοτέστ και ήταν νηφάλιος. Μιλούσε τόσο κακά σουηδικά που τον πήγαν στο Χούντικσβαλ προκειμένου να μην τον ανακρίνουν στη μέση του δρόμου. Αλλά δεν έδειχνε να ξέρει τίποτα». Ο Χουντέν έφυγε. Η Σούντμπεργκ γύρισε να μπει πάλι μέσα, όταν είδε έναν αστυνομικό να τρέχει στο δρόμο προς το χωριό. Βγήκε από
την καγκελόπορτα του κήπου και τον περίμενε. «Βρήκαμε το πόδι», είπε φανερά ταραγμένος. «Το ανακάλυψε ο σκύλος γύρω στα δεκαπέντε μέτρα μέσα στο δάσος». Έδειξε προς τα δέντρα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, αν έκρινε από την έκφρασή του. «Αυτό είναι όλο;» «Νομίζω ότι είναι καλύτερο να δεις μόνη σου», της απάντησε. Και μετά γύρισε από την άλλη και ξέρασε. Η Σούντμπεργκ τον άφησε εκεί και πήγε γρήγορα προς τα δέντρα. Γλίστρησε κι έπεσε δύο φορές. Όταν έφτασε, κατάλαβε αμέσως την αντίδραση του αστυνομικού. Σε μερικά σημεία η σάρκα ήταν φαγωμένη μέχρι το κόκαλο. Το άκρο του ποδιού από τον αστράγαλο και κάτω έλειπε εντελώς. Κοίταξε τον Ίτερστρεμ και τον χειριστή του σκύλου, που στέκονταν δίπλα στο πόδι. «Δηλαδή, ψάχνουμε για έναν κανίβαλο;» είπε ο Ίτερστρεμ. «Μήπως ήρθαμε και του διακόψαμε το γεύμα στη μέση;» Κάτι άγγιξε το χέρι της Σούντμπεργκ και τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Όμως, ήταν απλώς μια χιονονιφάδα που έλιωσε γρήγορα. «Ένα αντίσκηνο», είπε. «Χρειαζόμαστε ένα αντίσκηνο εδώ. Δεν θέλω να σβηστούν οι πατημασιές». Έκλεισε τα μάτια και ξαφνικά είδε μια γαλάζια θάλασσα και λευκά σπίτια σε μια ζεστή λοφοπλαγιά. Μπήκε στο σπίτι των Χάνσον και κάθισε στην κουζίνα τους με τη λίστα στο χέρι. Πρέπει να υπάρχει κάτι κάπου που δεν το πρόσεξα, σκέφτηκε. Άρχισε να διαβάζει σιγά σιγά τη λίστα. Ήταν σαν να περπατούσε σε ναρκοπέδιο.
4 Η Βίβι Σούντμπεργκ είχε την αίσθηση ότι μελετούσε ένα μνημείο
θυμάτων μιας μεγάλης καταστροφής, ενός αεροπορικού δυστυχήματος ή ενός βυθισμένου πλοίου. Όμως, ποιος θα ύψωνε μνημείο για τους κατοίκους του Χεχουεβάλεν που δολοφονήθηκαν μια νύχτα του Ιανουαρίου του 2006; Παραμέρισε τη λίστα με τα ονόματα και κοίταξε τα τρεμάμενα χέρια της. Δεν μπορούσε να σταματήσει το τρέμουλο. Τη διαπέρασε ένα ρίγος. Πήρε πάλι τη λίστα.
Έρικ Όγκουστ Άντερσον Βέντελα Άντερσον Χανς-Έβερτ Άντερσον Έλσα Άντερσον Γκέρτρουντ Άντερσον Βικτόρια Άντερσον Χανς Αντρέν Λαρς Αντρέν Κλάρα Αντρέν Σάρα Αντρέν Έλνα Αντρέν Μπρίτα Αντρέν Όγκουστ Αντρέν Χέρμαν Αντρέν Χίλντα Αντρέν Γιόχαν Αντρέν Τόρα Μάγκνουσον Ρεγκίνα Μάγκνουσον
Δεκαοχτώ ονόματα, τρεις οικογένειες. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο όπου οι Χάνσον κάθονταν στον καναπέ και ψιθύριζαν μεταξύ τους. Μόλις την είδαν σταμάτησαν. «Είπατε ότι δεν υπήρχαν παιδιά στο χωριό. Σωστά;» Συγκατένευσαν και οι δύο. «Και δεν είδατε κανένα παιδί τις τελευταίες μέρες;»
«Όταν έρχονται επίσκεψη τα παιδιά των γερόντων, μερικές φορές φέρνουν μαζί και τα δικά τους παιδιά, δηλαδή τα εγγόνια των γερόντων. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει συχνά». Η Σούντμπεργκ δίστασε. «Δυστυχώς υπάρχει ένα παιδί ανάμεσα στους νεκρούς», είπε τελικά. Έδειξε ένα από τα σπίτια. Η γυναίκα την κοίταζε τα μάτια ορθάνοιχτα. «Εννοείς ότι είναι κι αυτό νεκρό;» «Ναι. Αν αυτά που έχετε γράψει είναι σωστά, ήταν στο σπίτι του Χανς-Έβερτ και της Έλσας Άντερσον. Είστε σίγουροι ότι δεν το ξέρετε;» Γύρισαν και κοιτάχτηκαν, μετά έγνεψαν αρνητικά. Η Σούντμπεργκ πήγε πάλι στην κουζίνα. Αυτό είναι το πρώτο παράδοξο, σκέφτηκε. Το παιδί, οι Χάνσον και η Τ ζούλια, που πάσχει από άνοια και δεν έχει αντιληφθεί καν τη σφαγή. Όμως, κατά κάποιον τρόπο, αυτό κυρίως που δεν ταιριάζει είναι το παιδί. Δίπλωσε το χαρτί, το έβαλε στην τσέπη της και βγήκε έξω. Έπεφταν αραιές χιονονιφάδες. Παντού γύρω της επικρατούσε σιωπή, που πότε πότε τη διέκοπτε κάποια φωνή, μια πόρτα που έκλεινε, ο θόρυβος από κάποια συσκευή της Σήμανσης. Ο Έρικ Χουντέν την πλησίασε. Ήταν πολύ χλωμός. Όλοι ήταν χλωμοί. «Πού είναι η γιατρός;» τον ρώτησε. «Εξετάζει το πόδι». «Πώς τα πάει;» «Είναι σοκαρισμένη. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να εξαφανιστεί σε μια τουαλέτα. Μετά έβαλε τα κλάματα. Έρχονται, όμως, κι άλλοι γιατροί. Τ ι θα κάνουμε με τους δημοσιογράφους;» «Θα τους μιλήσω εγώ». Έβγαλε από την τσέπη της τη λίστα με τα ονόματα. «Για το παιδί δεν έχουμε όνομα. Πρέπει να μάθουμε πώς το λένε. Φρόντισε ν’ αντιγραφτεί αυτή η λίστα, αλλά μην τη δώσεις σε κανέναν». «Απίστευτο», είπε ο Χουντέν. «Δεκαοχτώ άτομα». «Δεκαεννιά. Το παιδί δεν είναι στη λίστα». Η Σούντμπεργκ έβγαλε ένα στιλό και πρόσθεσε στο κάτω μέρος
της λίστας: «Παιδί αγνώστων στοιχείων». Μετά μάζεψε τους ξεπαγιασμένους και απορημένους δημοσιογράφους σε ένα ημικύκλιο στο δρόμο. «Θα κάνω μια σύντομη δήλωση», είπε. «Μετά μπορείτε να κάνετε ερωτήσεις, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχουμε απαντήσεις. Αργότερα, σήμερα το απόγευμα, θα γίνει συνέντευξη Τύπου στο Χούντικσβαλ. Μάλλον στις έξι. Το μόνο που μπορώ να πω τώρα είναι ότι τη νύχτα διαπράχθηκαν εδώ πολλά και πολύ σοβαρά εγκλήματα. Δεν μπορώ να σας δώσω άλλες λεπτομέρειες». Μια νεαρή κοπέλα με φακίδες στο πρόσωπο σήκωσε το χέρι της.
«Δεν είναι δυνατό να μας πείτε μόνο αυτά. Είναι φανερό ότι κάτι τρομερό έχει συμβεί, αφού αποκλείετε με κορδέλες όλο το χωριό». Η Σούντμπεργκ δεν την αναγνώρισε, αλλά το λογότυπο στο τζάκετ της φανέρωνε ότι δούλευε για μια μεγάλη εφημερίδα. «Μπορείτε να κάνετε όσες ερωτήσεις θέλετε, αλλά δυστυχώς, για τεχνικούς λόγους που συνδέονται με την έρευνα, δεν μπορώ να σας πω περισσότερα αυτή τη στιγμή». Ένας από τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης έβαλε ένα μικρόφωνο κάτω από τη μύτη της. Τον είχε συναντήσει πολλές φορές στο παρελθόν. «Μπορείς να επαναλάβεις αυτά που είπες;» Η Σούντμπεργκ τα επανέλαβε, αλλά όταν ο δημοσιογράφος τής έκανε μια ερώτηση του γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Δεν σταμάτησε να περπατά, μέχρι που έφτασε στο τελευταίο από τα αντίσκηνα που είχαν στήσει. Ξαφνικά ένιωθε άρρωστη. Πήγε λίγο παράμερα και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Μόνο όταν της πέρασε η τάση για εμετό πλησίασε το αντίσκηνο. Μόνο μία φορά, τα πρώτα της χρόνια στο Σώμα, είχε λιποθυμήσει, όταν μπήκαν μαζί με έναν συνάδελφο σε ένα σπίτι και βρήκαν έναν κρεμασμένο. Θα προτιμούσε να μην της ξανασυμβεί αυτό. Η γυναίκα που ήταν καθισμένη στις φτέρνες δίπλα από το πόδι γύρισε και την κοίταξε μόλις μπήκε στο αντίσκηνο. Ένας δυνατός προβολέας είχε ζεστάνει πάρα πολύ το εσωτερικό του αντίσκηνου. Η Σούντμπεργκ συστήθηκε. «Τ ι μπορείς να μου πεις;» Η Βαλεντίνα Μίιρ, που έδειχνε γύρω στα σαράντα, μίλησε με έντονη ξενική προφορά. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοιο πράγμα», είπε. «Βλέπεις καμιά φορά κομμένα μέλη, αλλά αυτό…» «Προσπάθησε κάποιος να το φάει;» «Κατά πάσα πιθανότητα κάποιο ζώο, φυσικά. Αλλά υπάρχουν μερικά πράγματα που με ανησυχούν». «Όπως;»
«Τα ζώα τρώνε και ροκανίζουν τα κόκαλα με έναν συγκεκ ριμένο τρόπο. Συνήθως μπορείς να καταλάβεις λίγο-πολύ τι ζώο ήταν. Υποψιάζομαι ότι σε αυτή την περίπτωση ήταν λύκος. Όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να δεις». Πήρε μια διαφανή πλαστική σακούλα. Μέσα ήταν μια δερμάτινη μπότα. «Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η μπότα ήταν στο πόδι», είπε η γιατρός. «Προφανώς, ένα ζώο μπορεί να την έβγαλε για να φάει το πόδι. Όμως, εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι τα κορδόνια ήταν λυμένα». Η Σούντμπεργκ θυμήθηκε ότι στην άλλη μπότα, στο άλλο πόδι του θύματος, τα κορδόνια ήταν δεμένα. Το θύμα ήταν ο Λαρς Αντρέν. «Έχεις καταλήξει σε τίποτε άλλο;» «Όχι ακόμη, είναι πολύ νωρίς». «Μπορείς να ’ρθεις μαζί μου; Χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Βγήκαν από το αντίσκηνο και πήγαν στο σπίτι όπου υπήρχε το πτώμα του παιδιού μαζί με άλλα δύο πτώματα, που ήταν μάλλον ο Χανς-Έβερτ και η Έλσα Άντερσον. Η ησυχία μέσα στο σπίτι ήταν εκκωφαντική. Το παιδί ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι μπρούμυτα. Το δωμάτιο ήταν μικρό, με γυρτή στέγη. Η Σούντμπεργκ έσφιξε τα δόντια για να μη βάλει τα κλάματα. Η ζωή του δεν είχε αρχίσει καλά καλά και, πριν προλάβει να πάρει την επόμενη ανάσα, ξαφνικά τελείωσε. Στάθηκαν αμίλητες. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κάποιος να κάνει κάτι τόσο φρικτό σε ένα μικρό παιδί», είπε τελικά η Βαλεντίνα. «Μπορείς να δεις πόσα τραύματα έχει;» ρώτησε η Σούντμπεργκ. Η γιατρός έσκυψε και φώτισε το πτώμα με το πορτατίφ του κομοδίνου. Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να απαντήσει. «Φαίνεται να έχει μόνο ένα τραύμα, το οποίο και το σκότωσε ακαριαία». «Μπορείς να μου εξηγήσεις περαιτέρω;» «Έγινε πολύ γρήγορα. Του έχουν κόψει τη σπονδυλική στήλη στα δύο». «Πρόλαβες να εξετάσεις τα άλλα πτώματα;»
«Όπως είπα, περιμένω ενισχύσεις». «Μπορείς, όμως, να μου δώσεις μια γενική εικόνα για το πόσα ακόμα θύματα πέθαναν από ένα και μόνο τραύμα;» Στην αρχή η Βαλεντίνα έδειχνε να μην έχει καταλάβει την ερώτηση. Μετά προσπάθησε να θυμηθεί όσα είχε δει. «Κανένα, νομίζω», είπε αργά. «Αν δεν κάνω λάθος, όλοι οι άλλοι χτυπήθηκαν επανειλημμένα». «Και δεν υπήρχε ένα μόνο τραύμα που να ήταν μοιραίο;» «Είναι πολύ νωρίς για να πω κάτι τέτοιο με σιγουριά αλλά μάλλον όχι». «Ευχαριστώ πολύ». Η γιατρός έφυγε. Η Σούντμπεργκ έψαξε στο δωμάτιο και στα ρούχα του παιδιού με την ελπίδα να βρει κάτι με το όνομά του. Αλλά δεν βρήκε τίποτα, ούτε καν ένα εισιτήριο διαρκείας για λεωφορείο. Κατέβηκε κάτω και βγήκε στην πίσω αυλή του σπιτιού, που έβλεπε στην παγωμένη λίμνη. Προσπάθησε να καταλάβει τη σημασία της ανακάλυψης. Το παιδί είχε πεθάνει από ένα μόνο χτύπημα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν υποβληθεί σε πιο συστηματική βία. Τ ι μπορεί να σήμαινε αυτό; Έβλεπε μόνο μία πιθανή εξήγηση: Ο δράστης δεν ήθελε να υποφέρει το παιδί. Όλοι οι άλλοι είχαν υποβληθεί σε ένα είδος βίας που έμοιαζε με παρατεταμένα βασανιστήρια. Η Σούντμπεργκ κοίταξε τα μακρινά βουνά πέρα από τη λίμνη, που ήταν σκεπασμένα με ομίχλη. Ήθελε να τους βασανίσει, σκέφτηκε. Αυτός που κρατούσε το ξίφος ή το μαχαίρι ήθελε να ξέρουν ότι θα πεθάνουν. Γιατί; Δεν είχε ιδέα. Της τράβηξε την προσοχή ο ήχος από τον έλικα ενός ελικοπτέρου που πλησίαζε. Πήγε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Ένα ελικόπτερο κατέβαινε πάνω από τις δασωμένες λοφοπλαγιές και γρήγορα προσγειώθηκε σε μια επίπεδη έκταση σηκώνοντας σύννεφα χιονιού. Ο Τομπίας Λούντβιγκ πήδηξε από την πόρτα, και το ελικόπτερο απογειώθηκε αμέσως κι έστριψε προς το νότο. Η Σούντμπεργκ πήγε να τον προϋπαντήσει. Ο Λούντβιγκ φορούσε χαμηλά παπούτσια και, καθώς περπατούσε, το χιόνι τού έφτανε ως τον αστράγαλο. Κοίταζε τη Βίβι σαν τρομαγμένο έντομο που έχει
κολλήσει στο χιόνι και χτυπά μανιασμένα τα φτερά του. Συναντήθηκαν στο δρόμο όπου είχε σταματήσει ο Λούντβιγκ για να τιναχτεί. «Προσπαθώ να χωνέψω τι έγινε», είπε. «Αυτά που μου είπες». «Πρέπει να τους δεις. Είναι και ο Στεν Ρόμπερτσον εδώ. Έκανα ό,τι μπορούσα από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού. Αλλά τώρα εξαρτάται από σένα να εξασφαλίσεις τη βοήθεια που χρειαζόμαστε». «Ακόμη δεν το χωράει ο νους μου. Ένα σωρό νεκροί ηλικιωμένοι;» «Υπάρχει και ένα παιδί ανάμεσά τους». Η Σούντμπεργκ ξαναπέρασε από τα σπίτια για τέταρτη φορά εκείνη τη μέρα. Ο Λούντβιγκ, κάθε τόσο, έβγαζε απελπισμένα βογκητά καθώς τη συνόδευε από σπίτι σε σπίτι. Τελικά, κατέληξαν στο αντίσκηνο με το πόδι. Η γιατρός δεν φαινόταν πουθενά. Ο Λούντβιγκ κούνησε το κεφάλι του σαστισμένος. «Τ ι στην ευχή έγινε εδώ; Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο». «Δεν ξέρουμε αν ήταν μόνο ένας. Μπορεί να ήταν πολλοί». «Τ ρελοί;» «Κανείς δεν ξέρει». Την κοίταξε επίμονα. «Ξέρουμε κάτι; Οτιδήποτε;» «Ουσιαστικά όχι». «Αυτή η υπόθεση είναι πολύ μεγάλη για εμάς. Χρειαζόμαστε βοήθεια». Ο Ρόμπερτσον τους πλησίασε. «Είναι φρικτό, αποτρόπαιο», είπε ο Λούντβιγκ. «Αμφιβάλλω αν έχει ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο στη Σουηδία». Ο Ρόμπερτσον κούνησε το κεφάλι του. Η Σούντμπεργκ κοίταξε τους δυο άντρες. Η αίσθηση ότι η κατάσταση επείγει, ότι μπορεί να συμβεί κάτι χειρότερο αν δεν ενεργήσουν γρήγορα έγινε ακόμα πιο έντονη. «Ξεκίνα με τα ονόματα», είπε στον Τομπίας Λούντβιγκ. «Χρειάζομαι πραγματικά τη βοήθειά σου». Μετά έπιασε τον Ρόμπερτσον αγκαζέ και τον οδήγησε πιο κάτω στο δρόμο.
«Τ ι λες;» «Έχω τρομάξει. Εσύ;» «Δεν έχω χρόνο να το σκεφτώ αυτό». Ο Στεν Ρόμπερτσον την κοίταξε έντονα. «Αλλά κάτι έχεις βρει, έτσι δεν είναι; Πάντα κάτι βρίσκεις». «Αυτή τη φορά όχι. Μπορεί να ήταν ακόμα και δέκα άτομα, απλούστατα δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή. Δεν έχουμε απολύτως τίποτα για να συνεχίσουμε. Α, παρεμπιπτόντως, πρέπει να είσαι παρών στη συνέντευξη Τύπου». «Δεν μου αρέσει να μιλάω σε δημοσιογράφους». «Κρίμα». Ο Ρόμπερτσον έφυγε. Η Σούντμπεργκ ήταν έτοιμη να πάει να καθίσει στο αμάξι της, όταν είδε τον Χουντέν να της κάνει νόημα. Πλησίαζε κρατώντας κάτι στο χέρι. Θα πρέπει να βρήκε το όπλο του εγκλήματος, σκέφτηκε η Σούντμπεργκ. Αυτό θα ήταν μεγάλη επιτυχία. Όμως, ο Χουντέν δεν κρατούσε όπλο. Της έδωσε μια πλαστική σακούλα. Μέσα υπήρχε μια λεπτή κόκκινη κορδέλα. «Τη βρήκε το σκυλί. Στο δάσος. Γύρω στα τριάντα μέτρα μακριά από το πόδι». «Υπήρχαν τίποτα πατημασιές τριγύρω;» «Τ ώρα το ελέγχουν αυτό, αλλά όταν το σκυλί βρήκε την κορδέλα, δεν έδειξε διάθεση ν’ ακολουθήσει κάποια ίχνη». Η Σούντμπεργκ σήκωσε τη σακούλα και κοίταξε την κορδέλα. «Είναι λεπτή», είπε. «Φαίνεται μεταξωτή. Βρήκατε τίποτε άλλο;» «Όχι, μόνο αυτό. Έμοιαζε ν’ αστράφτει μέσα στο χιόνι». Του έδωσε πίσω τη σακούλα. «Τουλάχιστον έχουμε κάτι», είπε η Σούντμπεργκ. «Στη συνέντευξη Τύπου μπορούμε να ανακοινώσουμε ότι έχουμε δεκαεννέα πτώματα και ένα στοιχείο: μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα». «Μπορεί να βρούμε και τίποτε άλλο». Όταν έφυγε ο Χουντέν, η Σούντμπεργκ κάθισε στο αμάξι της για να σκεφτεί. Μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου της είδε μια γυναίκα από την υπηρεσία οικιακής βοήθειας να περπατά μαζί με την
Τ ζούλια. Η άγνοια είναι μακαριότητα, σκέφτηκε η Σούντμπεργκ. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη λίστα με τα ονόματα να τρέξει στο νου της. Ακόμη δεν μπορούσε να συνδέσει τα ονόματα με τα πρόσωπα που είχε δει τέσσερις φορές ως τώρα. Από πού άρχισε η σφαγή; αναρωτήθηκε. Ένα σπίτι πρέπει να ήταν πρώτο, ένα άλλο τελευταίο. Ο δολοφόνος, είτε ήταν μόνος του είτε όχι, πρέπει να ήξερε τι έκανε. Δεν διάλεξε τα σπίτια τυχαία, δεν προσπάθησε να μπει στο σπίτι των Χάνσον, ούτε στο σπίτι της Τ ζούλιας. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε έξω από το παρμπρίζ. Ήταν προσχεδιασμένο, σκέφτηκε. Πρέπει να ήταν. Μπορεί, όμως, ένας τρελός να σχεδιάσει μια τέτοια σφαγή; Σίγουρα κάτι δεν ταιριάζει. Άδειασε στο κύπελλο τις τελευταίες σταγόνες καφέ από το θερμός. Το κίνητρο, σκέφτηκε. Ακόμα κι ένας τρελός πρέπει να έχει ένα κίνητρο. Μπορεί ν’ ακούει φωνές που του λένε να σκοτώσει όποιον βρίσκει μπροστά του. Αλλά αυτές οι φωνές θα τον έστελναν ειδικά στο Χεχουεβάλεν απ’ όλα τα πιθανά μέρη; Και αν ναι, γιατί; Πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι συμπτώσεις σε αυτό το δράμα; Το παιδί πρέπει να είναι το κλειδί, σκέφτηκε. Δεν ζει στο χωριό, αλλά το σκότωσαν παρ’ όλα αυτά. Δύο άτομα που ζουν εδώ είκοσι χρόνια είναι ακόμη ζωντανά. Και τότε συνειδητοποίησε κάτι – κάτι που είχε πει ο Χουντέν. Θυμόταν σωστά; Ποιο ήταν το επώνυμο της Τ ζούλιας; Η πόρτα του σπιτιού της δεν ήταν κλειδωμένη. Η Σούντμπεργκ μπήκε μέσα και διάβασε το έγγραφο που είχε βρει ο Χουντέν στο τραπέζι της κουζίνας. Η απάντηση στο ερώτημά της έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. Κάθισε κάτω και προσπάθησε να οργανώσει τις σκέψεις της. Το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν απίθανο, αλλά μπορεί να ήταν και σωστό. Τηλεφώνησε στον Χουντέν. Της απάντησε αμέσως. «Είμαι στην κουζίνα της Τ ζούλιας. Της γυναίκας που στεκόταν στο δρόμο με το νυχτικό. Έλα αμέσως». «Έγινε». Ο Χουντέν κάθισε απέναντί της στο τραπέζι. Μετά σηκώθηκε πάλι και κοίταξε το κάθισμα της καρέκλας. Το μύρισε και έπειτα τράβηξε μια άλλη καρέκλα. Η Σούντμπεργκ τον κοίταξε απορημένη.
«Ούρα», είπε. «Μάλλον η γριά είχε κατουρηθεί πάνω της. Τ ι ήθελες;» «Θέλω να σου πω μια θεωρία που σκέφτηκα. Φαίνεται απίθανη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, έχει μια βάση. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει κάποια βαθύτερη λογική σε όσα έγιναν εδώ χτες βράδυ. Θέλω ν’ ακούσεις και να μου πεις αν κάνω λάθος. »Έχει σχέση με τα ονόματα», συνέχισε η Σούντμπεργκ. «Ακόμη δεν ξέρουμε το όνομα του παιδιού, αλλά, αν θυμάμαι σωστά, συνδέεται με την οικογένεια Άντερσον που ζούσε στο σπίτι όπου το βρήκαμε. Ένα κλειδί για όσα έγιναν εδώ χτες βράδυ είναι τα ονόματα. Οι οικογένειες. Οι κάτοικοι αυτού του χωριού ονομάζονταν Άντερσον, Αντρέν ή Μάγκνουσον. Το επώνυμο της Τ ζούλιας είναι Χόλμγκρεν. Τ ζούλια Χόλμγκρεν. Ζει ακόμη. Και μετά έχουμε τον Τομ και τη Νίνι Χάνσον. Ζουν κι αυτοί και έχουν διαφορετικό επώνυμο. Θα μπορούσαμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα απ’ αυτό». «Ότι ο δράστης για κάποιο λόγο ήθελε να σκοτώσει όσους είχαν αυτά τα επώνυμα», είπε ο Χουντέν. «Πήγαινε άλλο ένα βήμα μπροστά! Το Χεχουεβάλεν είναι ένα μικροσκοπικό χωριό. Κατά πάσα πιθανότητα, οι κάτοικοί του δεν είχαν μετακινηθεί. Μάλλον έγιναν γάμοι ανάμεσα στις οικογένειες. Δεν εννοώ ότι υπήρξαν αιμομιξίες, μόνο ότι αυτός είναι ένας καλός λόγος για να πιστεύουμε ότι δεν έχουμε τρεις οικογένειες αλλά ίσως δύο. Ή και μία μόνο. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η Τ ζούλια Χόλμγκρεν και οι Χάνσον είναι ακόμη ζωντανοί». Η Σούντμπεργκ σταμάτησε, περιμένοντας την αντίδραση του Χουντέν. Δεν τον θεωρούσε ιδιαίτερα έξυπνο, αλλά σεβόταν τη διαίσθησή του. «Αν είναι αλήθεια αυτό, τότε σημαίνει ότι ο δράστης ήξερε πολύ καλά αυτούς τους ανθρώπους. Ποιος μπορεί να έκανε τέτοιο πράγμα;» «Ίσως κάποιος συγγενής;» «Ένας τρελός συγγενής; Γιατί να θέλει να τους σκοτώσει;» «Δεν ξέρω». «Και πώς εξηγείς το κομμένο πόδι;»
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αλλά νομίζω ότι έχουμε μια αφετηρία. Αυτό και μια κόκκινη κορδέλα είναι τα μόνα που γνωρίζουμε. »Θέλω να γυρίσεις στο Χούντικσβαλ», συνέχισε η Σούντμπεργκ. «Υποτίθεται ότι ο Τομπίας θα αναθέσει σε κάποιους να βρουν τους κοντινότερους συγγενείς. Φρόντισε να γίνει αυτό. Και ψάξε για τους δεσμούς ανάμεσα σε αυτές τις τρεις οικογένειες. Προς το παρόν, όμως, θα το κρατήσουμε μεταξύ μας αυτό».
Λίγο πριν από τις πεντέμισι μερικοί από τους ανώτερους αξιωματικούς της αστυνομίας συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του Τομπίας Λούντβιγκ για να συζητήσουν τι θα έκαναν με τη συνέντευξη Τύπου. Αποφάσισαν να μην ανακοινώσουν τα ονόματα των θυμάτων, αλλά να πουν πόσα άτομα σκοτώθηκαν και να παραδεχτούν ότι η αστυνομία, προς το παρόν, δεν είχε στοιχεία. Οποιαδήποτε πληροφορία θα μπορούσε να δώσει ο κόσμος θα ήταν πολύτιμη. Ο Λούντβιγκ θα έδινε τις αρχικές λεπτομέρειες και μετά θα αναλάμβανε η Σούντμπεργκ. Πριν μπει στην αίθουσα που ήταν γεμάτη δημοσιογράφους, η Σούντμπεργκ κλείστηκε σε μια τουαλέτα. Εξέτασε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Μακάρι να μπορούσα να ξυπνήσω, σκέφτηκε. Και να ανακαλύψω ότι όλη αυτή η υπόθεση ήταν απλώς ένας εφιάλτης. Βγήκε έξω, χτύπησε δυνατά τη γροθιά της στον τοίχο του διαδρόμου κάμποσες φορές και μετά μπήκε σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο όπου έκανε τρομερή ζέστη. Πήγε στη μικρή εξέδρα και κάθισε δίπλα στον Τομπίας Λούντβιγκ. Ο Λούντβιγκ την κοίταξε, και η Σούντμπεργκ ένευσε καταφατικά. Μπορούσε ν’ αρχίσει.
Η δικαστής
5 Μια πεταλούδα της νύχτας ξεπρόβαλε μέσα από το σκοτάδι και άρχισε να πεταρίζει γύρω από το πορτατίφ του γραφείου. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν άφησε κάτω το στιλό, έγειρε πίσω στην καρέκλα της και παρακολούθησε για λίγο τις μάταιες προσπάθειες της πεταλούδας να περάσει μέσα από το πορσελάνινο αμπαζούρ. Ο θόρυβος που έκαναν τα φτερά τής θύμισε κάτι από τα παιδικά της χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. Η μνήμη της γινόταν πάντα ιδιαίτερα δημιουργική όταν ήταν κουρασμένη, όπως τώρα. Με τον ίδιο τρόπο, στον ύπνο της εμφανίζονταν μερικές φορές απροσπέλαστες μνήμες από μακρινές εποχές. Εμφανίζονταν από το πουθενά όπως η πεταλούδα. Έκλεισε τα μάτια κι έτριψε τους κροτάφους με τα δάχτυλα. Ήταν λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Είχε ακούσει δύο φορές τους νυχτοφύλακες να περνούν από τους διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου, καθώς έκαναν την περιπολία τους. Της άρεσε να δουλεύει αργά τη νύχτα, όταν το κτίριο ήταν άδειο. Πριν από χρόνια, όταν εργαζόταν σε ένα δικηγορικό γραφείο στο Βέρναμο, πήγαινε συχνά σε κάποια άδεια δικαστική αίθουσα αργά το βράδυ, άναβε μερικά φώτα, καθόταν κάπου και αφουγκραζόταν τη σιωπή. Φανταζόταν ότι ήταν σε ένα άδειο θέατρο. Υπήρχαν απόηχοι στους τοίχους, ψιθυριστές φωνές που συνέχιζαν να ζουν έπειτα από τα δράματα παλιών δικαστικών υποθέσεων. Δολοφόνοι είχαν καταδικαστεί εκεί, βίαιοι εγκληματίες, κλέφτες. Και πολλοί άντρες είχαν ορκιστεί για την αθωότητά τους σε μια ατέλειωτ η σειρά από καταθλιπτικές υποθέσεις
πατρότητας. Άλλοι είχαν κηρυχθεί αθώοι και είχαν αποκατασταθεί ως έντιμοι πολίτες στην κοινωνία. Όταν η Μπιργκίτα Ρόσλιν ολοκλήρωσε την άσκησή της και της πρόσφεραν τη θέση στο Βέρναμο, είχε σκοπό να γίνει εισαγγελέας. Όμως, όσο εργαζόταν ως βοηθός δικαστή άλλαξε γνώμη και άρχισε να εξειδικεύεται στον τομέα όπου θα σταδιοδρομούσε τελικά. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφειλόταν στον Άνκερ, τον ηλικιωμένο δικαστή που της άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του. Ο Άνκερ έδειχνε την ίδια ακριβώς υπομονή όταν άκουγε νεαρούς να αραδιάζουν απανωτά εμφανή ψέματα για να αποφύγουν τις ευθύνες τους σε υποθέσεις πατρότητας, όπως και όταν αντιμετώπιζε σκληροτράχηλους, βίαιους εγκληματίες που δεν έδειχναν καμία μεταμέλεια για τις κτηνώδεις πράξεις τους. Ήταν λες και ο γερο-δικαστής τής είχε ενσταλάξει έναν νέο βαθμό σεβασμού για το δικαστικό σύστημα, το οποίο ως τότε εκείνη το είχε ως κάτι δεδομένο. Τ ώρα, όμως, το βίωνε πραγματικά, όχι απλώς ως λέξεις αλλά ως πράξεις. Δικαιοσύνη σημαίνει πράξη. Όταν έφυγε πια από το Βέρναμο, είχε αποφασίσει να γίνει δικαστής. Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Κάτω στο δρόμο ένας άντρας κατουρούσε μπροστά στον τοίχο. Χιόνιζε όλη μέρα στο Χέλσινγκμποργκ, και ένα λεπτό στρώμα ψιλού χιονιού στροβιλιζόταν τώρα στο δρόμο. Καθώς παρακολουθούσε αφηρημένα τον άντρα, στο μυαλό της δούλευε εντατικά την απόφαση που ετοίμαζε. Είχε αφήσει περιθώριο στον εαυτό της μέχρι την επόμενη μέρα, αλλά όχι παραπάνω. Ο άντρας στο δρόμο απομακρύνθηκε. Η Ρόσλιν γύρισε στο γραφείο της και πήρε το μολύβι. Πάντα δούλευε με μολύβι μέχρι να καταλήξει στην τελική μορφή των κειμένων της. Έσκυψε πάνω από τις κακογραμμένες σελίδες με τις αλλαγές και τις προσθήκες. Η υπόθεση ήταν απλή και τα στοιχεία σε βάρος του κατηγορούμενου συντριπτικά. Παρ’ όλα αυτά, δυσκολευόταν να βγάλει την απόφαση. Ήθελε να επιβάλει κυρώσεις, αλλά δεν μπορούσε.
Ένας άντρας και μια γυναίκα είχαν συναντηθεί σε ένα από τα εστιατόρια του Χέλσινγκμποργκ. Η γυναίκα ήταν νέα, μετά βίας είκοσι, και είχε πιει πολύ. Ο άντρας ήταν γύρω στα σαράντα και προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει σπίτι της. Εκεί η γυναίκα τον κάλεσε να μπει στο διαμέρισμα για ένα ποτήρι νερό. Η γυναίκα αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Ο άντρας τη βίασε χωρίς να την ξυπνήσει και μετά έφυγε. Το επόμενο πρωί η γυναίκα είχε μόνο μια αμυδρή ανάμνηση όσων είχαν συμβεί στον καναπέ. Πήγε στο νοσοκομείο, όπου την εξέτασαν, και αποδείχτηκε ότι είχε υπάρξει συνουσία. Η αστυνομία απήγγειλε κατηγορίες στον άντρα. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο έναν ολόκληρο χρόνο μετά το περιστατικό. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ήταν η δικαστής της υπόθεσης και είχε παρατηρήσει προσεκτικά τη γυναίκα. Σύμφωνα με το φάκελο της υπόθεσης, δούλευε ως προσωρινή ταμίας σε διάφορα καταστήματα τροφίμων. Ήταν φανερό από μια προσωπική της κατάθεση ότι συνήθιζε να πίνει πολύ. Επίσης, είχε συλληφθεί για μικροκλοπές και μία φορά είχε απολυθεί για παραμέληση των καθηκόντων της. Από πολλές απόψεις ο κατηγορούμενος ήταν το αντίθετο άκρο. Εργαζόταν ως κτηματομεσίτης και ειδικευόταν σε εμπορικά ακίνητα. Όλοι είχαν καλή γνώμη γι’ αυτόν. Ήταν ανύπαντρος και έπαιρνε υψηλό μισθό. Είχε λευκό ποινικό μητρώο, αλλά η Μπιργκίτα Ρόσλιν ένιωθε ότι μπορούσε να διακρίνει το βαθύτερο ποιόν του έτσι όπως καθόταν μπροστά της με το ακριβό και καλοσιδερωμένο κοστούμι του. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος είχε βιάσει τη γυναίκα ενώ κοιμόταν στον καναπέ. Τα τεστ DNA είχαν αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είχε υπάρξει συνουσία, αλλά εκείνος αρνούνταν ότι την είχε βιάσει. Ό,τι έγινε έγινε συναινετικά, υποστήριζαν αυτός και ο συνήγορός του, ένας δικηγόρος από το Μάλμε, τον οποίο η Ρόσλιν είχε συναντήσει και σε άλλες υποθέσεις. Ήταν ο λόγος του ενάντια στο δικό της, ένας άμεμπτος κτηματομεσίτης ενάντια σε μια μεθυσμένη ταμία που τον είχε
καλέσει στο διαμέρισμά της στη μέση της νύχτας. Η Ρόσλιν είχε ενοχληθεί που δεν μπορούσε να τον καταδικάσει. Ένιωθε ότι σε αυτή την περίπτωση ένας ένοχος θα αθωωνόταν. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τ ι θα έκανε ο σοφός γερο-Άνκερ στη θέση της; Τ ι θα τη συμβούλευε; Σίγουρα θα συμμεριζόταν την ανησυχία μου, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Ένας ένοχος θα αθωωθεί. Ο Άνκερ θα στενοχωριόταν όπως κι εγώ. Αλλά κι αυτός δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα. Εκεί είναι το πρόβλημα με τους δικαστές: Είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε το νόμο ακόμα και όταν ξέρουμε ότι θα μείνει ατιμώρητος ένας εγκληματίας. Η γυναίκα μπορεί να μην είναι κανένας άγγελος, αλλά θα είναι υποχρεωμένη να ζει με αυτή την εξωφρενική αδικία για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου και πήγε να ξαπλώσει στον καναπέ. Τον είχε πληρώσει από την τσέπη της για να τον βάλει στο γραφείο της στη θέση της άβολης πολυθρόνας που τους παρείχε η Εθνική Διοίκηση Δικαστηρίων. Ο Άνκερ της είχε μάθει ένα τέχνασμα. Να ξαπλώνει στον καναπέ και να κλείνει τα μάτια κρατώντας το μπρελόκ με τα κλειδιά της στο χέρι. Όταν της έπεφταν τα κλειδιά, ήταν ώρα να σηκωθεί. Όμως, χρειαζόταν μια σύντομη ξεκούραση. Μετά θα τελείωνε το γράψιμο της απόφασης, θα πήγαινε σπίτι της να κοιμηθεί και θα την καθαροέγραφε την επόμενη μέρα. Είχε επεξεργαστεί όλα τα στοιχεία και είχε επιβεβαιώσει ότι ήταν αδύνατο να βγάλει καταδικαστική απόφαση. Την πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε τον πατέρα της, από τον οποίο δεν είχε προσωπικές αναμνήσεις. Ήταν μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού και σε μια σφοδρή καταιγίδα, στα μέσα Ιανουαρίου του 1949, το πλοίο του, το «Ρούνσκερ», είχε βυθιστεί αύτανδρο στο Γέβλεμπουκτεν. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ήταν τεσσάρων μηνών τότε. Η εικόνα που είχε για τον πατέρα της προερχόταν από τις φωτογραφίες που υπήρχαν στο σπίτι της. Εκείνη που θυμόταν καλύτερα ήταν μία που τον έδειχνε να στέκεται στην κουπαστή ενός πλοίου χαμογελαστός, με τα μαλλιά του ανακατωμένα και τα μανίκια του ανεβασμένα. Η μητέρα της της είχε πει ότι εκείνη τη φωτογραφία την είχε τραβήξει ο υποπλοίαρχος,
αλλά η Μπιργκίτα Ρόσλιν φανταζόταν πάντα ότι ο πατέρας της χαμογελούσε σ’ αυτή, παρόλο που η φωτογραφία είχε τραβηχτεί πριν ακόμη γεννηθεί. Τον έβλεπε συχνά στον ύπνο της. Τ ώρα της χαμογελούσε, όπως στη φωτογραφία, αλλά μετά χάθηκε σαν να τον κατάπιε ομίχλη. Πετάχτηκε στον ύπνο της. Αμέσως συνειδητοποίησε ότι είχε κοιμηθεί πολύ. Το κόλπο με τα κλειδιά δεν είχε πιάσει^ της είχαν πέσει χωρίς να το καταλάβει. Ανακάθισε και κοίταξε το ρολόι. Ήταν κιόλας έξι. Είχε κοιμηθεί πάνω από πέντε ώρες. Είμαι τσακισμένη, σκέφτηκε. Δεν κοιμάμαι αρκετά, όπως και πολλοί άλλοι. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου που με ανησυχούν. Τηλεφώνησε στον άντρα της, που είχε αρχίσει να αναρωτιέται τι συνέβαινε. Ήταν σύνηθες να κοιμάται τη νύχτα στον καναπέ του γραφείου της αν είχαν καβγαδίσει, αλλά τώρα δεν ήταν τέτοια περίπτωση. Ο Στάφαν Ρόσλιν ήταν ένα έτος μεγαλύτερο από την Μπιργκίτα στο Πανεπιστήμιο της Λουντ, όπου σπούδαζαν και οι δύο νομικά. Συναντήθηκαν πρώτη φορά σε ένα πάρτι που έδωσαν κάποιοι κοινοί τους φίλοι. Η Μπιργκίτα κατάλαβε αμέσως ότι αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της. Γοητεύτηκε από τα μάτια του, το ύψος του, τα μεγάλα χέρια του και το γεγονός ότι κοκκίνιζε συνέχεια. Όμως, ο Στάφαν, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, δεν εργάστηκε ως δικηγόρος. Αποφάσισε να δουλέψει στο σιδηρόδρομο και έγινε προϊστάμενος αμαξοστοιχίας. Ένα πρωί εμφανίστηκε στο καθιστικό φορώντας μια μπλε-κόκκινη στολή και της ανακοίνωσε ότι στις 12.19 θα ήταν υπεύθυνος για την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας 212 από το Μάλμε για την Αλβέστα και από ’κεί για το Βέχουε και το Κάλμαρ. Ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος με αυτή τη δουλειά. Όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη νομική του καριέρα, είχαν αποκτήσει ήδη τέσσερα παιδιά: πρώτα έναν γιο, μετά μια κόρη και έπειτα δίδυμα, κορίτσια και τα δύο. Τα παιδιά είχαν έρθει το ένα πίσω από το άλλο, και η Μπιργκίτα έμενε κατάπληκτη όταν σκεφτόταν εκείνες τις μέρες. Πώς τα είχαν καταφέρει; Τέσσερα παιδιά μέσα σε έξι χρόνια. Έφυγαν από το Μάλμε και μετακόμισαν στο
Χέλσινγκμποργκ, όπου η Μπιργκίτα διορίστηκε περιφερειακή δικαστής. Τα παιδιά είχαν μεγαλώσει τώρα. Οι δίδυμες είχαν φύγει από το σπίτι την προηγούμενη χρονιά και ζούσαν μαζί σε ένα διαμέρισμα στη Λουντ. Η Μπιργκίτα ήταν ικανοποιημένη που δεν σπούδαζαν και οι δύο το ίδιο πράγμα και που καμιά τους δεν φιλοδοξούσε να γίνει δικηγόρος. Η Σιβ, που ήταν δεκαεννέα λεπτά μεγαλύτερη από την αδερφή της, τη Λουίζ, είχε αποφασίσει τελικά, έπειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις, να γίνει κτηνίατρος. Η Λουίζ, που είχε πιο παρορμητικό χαρακτήρα από την αδερφή της, είχε δοκιμάσει αρκετά πράγματα, ακόμα και πωλήτρια σε κατάστημα ανδρικών ενδυμάτων, και τελικά αποφάσισε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες και θρησκειολογία. Η Μπιργκίτα είχε προσπαθήσει πολλές φορές να την πείσει να της πει τι ήθελε να κάνει στη ζωή της, αλλά η Λουίζ ήταν η πιο εσωστρεφής από τα τέσσερα παιδιά της και σπάνια εξέφραζε τις βαθύτερες σκέψεις της. Η Μπιργκίτα υποψιαζόταν ότι η Λουίζ της έμοιαζε περισσότερο. Ο γιος της, ο Ντάβιντ, που δούλευε σε μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία, έμοιαζε στον πατέρα του σχεδόν σε όλα. Η μεγαλύτερη κόρη τους, η Άννα, είχε αφήσει έκπληκτους τους γονείς της όταν έφυγε για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ασία δίνοντάς τους ελάχιστες εξηγήσεις. Η οικογένειά μου, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Μεγάλες έγνοιες αλλά και πολλή χαρά. Χωρίς αυτή, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου θα είχε πάει χαμένο. Στο διάδρομο έξω από το γραφείο της υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης. Εξέτασε το πρόσωπο και το σώμα της. Τα κοντά καστανά μαλλιά της είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Η συνήθεια να σφίγγει τα χείλια της έδινε στο πρόσωπό της μια αρνητική έκφραση. Όμως, εκείνο που την ανησυχούσε πραγματικά ήταν το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια είχε πάρει βάρος. Τ ρία με τέσσερα κιλά, όχι παραπάνω. Αλλά φαίνονταν. Δεν της άρεσε αυτό που έβλεπε. Ήξερε ότι βασικά ήταν ελκυστική γυναίκα. Όμως, είχε αρχίσει να χάνει τη γοητεία της. Και δεν έκανε καμία προσπάθεια για ν’ αντισταθεί σε αυτή την πορεία. Άφησε ένα σημείωμα στο γραφείο της γραμματέως της, λέγοντας
ότι θα επέστρεφε αργότερα. Ο καιρός είχε ζεστάνει λίγο, και το χιόνι είχε αρχίσει κιόλας να λιώνει. Ξεκίνησε να περπατάει προς το αυτοκίνητό της, που ήταν παρκαρισμένο σε μια πάροδο. Μετά, όμως, άλλαξε γνώμη. Εκείνο που χρειαζόταν περισσότερο δεν ήταν ο ύπνος. Ήταν πιο σημαντικό να μπορέσει να ξεγνοιάσει λίγο, να σκεφτεί κάτι άλλο. Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Δεν φυσούσε καθόλου, και τα σύννεφα της προηγούμενης μέρας είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Πήγε στην αποβάθρα όπου έφευγαν τα φέρι μποτ για το Έλσινορ. Η διαδρομή ήταν μερικά λεπτά μόνο, αλλά της άρεσε να κάθεται στο φέρι με ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα ποτήρι κρασί και να παρακολουθεί τους συνεπιβάτες της να πίνουν τα φτηνά ποτά που είχαν πάρει από τη Δανία. Κάθισε σε ένα γωνιακό τραπέζι. Η επιφάνειά του κολλούσε. Μια αίσθηση ενόχλησης φούντωσε μέσα της και φώναξε την κοπέλα που καθάριζε τα τραπέζια. «Δεν είναι κατάσταση αυτή», είπε. «Το τραπέζι είναι βρόμικο. Κολλάει». Η κοπέλα σήκωσε τους ώμους και το σκούπισε. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοίταξε αηδιασμένη το βρομερό κουρέλι που είχε χρησιμοποιήσει η κοπέλα, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο. Για κάποιο λόγο η σερβιτόρα τής θύμισε την κοπέλα που είχε πέσει θύμα βιασμού. Δεν ήξερε γιατί. Ίσως η έλλειψη ενθουσιασμού για τη δουλειά της; Ή μήπως ένα είδος παραίτησης που έμοιαζε να την τυλίγει; Το φέρι άρχισε να δονείται, κάτι που της δημιούργησε μια αίσθηση ευφορίας. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ήταν δεκαεννιά χρονών. Είχε πάει στην Αγγλία με μια φίλη της για να παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας. Το ταξίδι είχε αρχίσει με ένα φέρι από το Γκέτεμποργκ προς το Λονδίνο. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ αυτή την αίσθηση που ένιωσε όταν στάθηκε στο κατάστρωμα γνωρίζοντας ότι πήγαινε σε ένα μέρος άγνωστο και απελευθερωτικό. Η ίδια αυτή αίσθηση ελευθερίας την κυρίευε συχνά όταν ταξίδευε σε αυτό τον στενό πορθμό ανάμεσα στη Σουηδία και τη Δανία. Γρήγορα χάθηκαν από το νου της όλες οι σκέψεις για την ατυχή απόφαση που ήταν υποχρεωμένη να βγάλει.
Δεν είμαι πια καν στο μέσο της ζωής μου, σκέφτηκε. Πέρασα εκείνο το σημείο που δεν συνειδητοποιείς καν ότι το περνάς. Δεν μου έχουν απομείνει πολλές δύσκολες αποφάσεις να πάρω. Αλλά θα παραμείνω δικαστής μέχρι να βγω στη σύνταξη. Με λίγη τύχη, θα μπορέσω ν’ απολαύσω τα εγγόνια μου πριν τελειώσουν όλα. Οι σκέψεις της πήγαν στον άντρα της, και η διάθεσή της άλλαξε. Ο γάμος τους είχε αρχίσει να μαραίνεται, να πεθαίνει. Ήταν ακόμη καλοί φίλοι και πρόσφεραν ο ένας στον άλλο την απαραίτητη αίσθηση ασφάλειας. Όμως, ο έρωτας, η αισθησιακή απόλαυση που ένιωθαν παλιά όταν βρίσκονταν ο ένας κοντά στον άλλο είχε εξαφανιστεί εντελώς. Σε τέσσερις μέρες από σήμερα θα είχε περάσει μία ολόκληρη χρονιά από την τελευταία φορά που χάιδεψαν ο ένας τον άλλο, που έκαναν έρωτα πριν κοιμηθούν. Όσο πλησίαζε αυτή η επέτειος, τόσο πιο ανήμπορη ένιωθε. Και τώρα σχεδόν είχε φτάσει. Είχε προσπαθήσει ξανά και ξανά να μιλήσει στον Στάφαν, να του πει πόση μοναξιά ένιωθε. Αλλά εκείνος δεν ήθελε να μιλήσουν, αποτραβιόταν στο καβούκι του, προσπαθούσε να αναβάλει τη συζήτηση που ήξερε ότι έπρεπε να γίνει. Επέμενε ότι δεν του άρεσε καμία άλλη γυναίκα, ότι απλώς είχε χαθεί μια συγκεκριμένη αίσθηση που υπήρχε ανάμεσά τους, αλλά που σίγουρα θα επέστρεφε. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να δείξουν λίγη υπομονή. Δεν της άρεσε που είχε χάσει αυτή την αίσθηση της ένωσης που είχε παλιότερα με τον άντρα της, τον επιβλητικό ψηλό προϊστάμενο αμαξοστοιχίας που κοκκίνιζε τόσο εύκολα. Αλλά δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Δεν ήθελε να μετατραπεί η σχέση τους σε μια βαθιά φιλία και τίποτα παραπάνω. Πήγε στον πάγκο για να ξαναγεμίσει το φλιτζάνι της και μετά κάθισε σε ένα άλλο τραπέζι, που δεν κολλούσε τόσο πολύ. Μια παρέα νεαρών που ήταν ήδη αρκετά μεθυσμένοι, παρά την πρωινή ώρα, συζητούσαν αν εκείνος που φυλακίστηκε στο κάστρο Κρόνμποργκ στον γκρεμό έξω από το Έλσινορ ήταν ο Άμλετ ή ο Μάκβεθ. Παρακολούθησε τη συζήτησή τους χαμογελώντας και μπήκε στον πειρασμό να πάρει μέρος. Σε ένα άλλο τραπέζι καθόταν μια παρέα παιδιών. Δεν πρέπει να
ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών και κατά πάσα πιθανότητα είχαν κάνει σκασιαρχείο. Και γιατί να μην κάνουν, όταν κανείς δεν ενδιαφερόταν αν πήγαιναν στο σχολείο ή όχι; Η Μπιργκίτα δεν ένιωθε καμία απολύτως νοσταλγία για το αυταρχικό σχολείο στο οποίο είχε πάει, αλλά θυμήθηκε ένα περιστατικό που είχε συμβεί την προηγούμενη χρονιά. Ήταν κάτι που της προκάλεσε αγανάκτηση με την κατάσταση της σουηδικής δικαιοσύνης και την έκανε να επιθυμήσει περισσότερο από κάθε άλλη φορά τις συμβουλές του μέντορά της, του δικαστή Άνκερ, ο οποίος ήταν νεκρός εδώ και τριάντα χρόνια. Σε ένα οικιστικό συγκρότημα έξω από το Χέλσινγκμποργκ μια γυναίκα σχεδόν ογδόντα χρονών έπαθε καρδιακή προσβολή και σωριάστηκε σε ένα δημόσιο μονοπάτι. Ύστερα από λίγο πέρασαν από εκεί δυο αγόρια, το ένα δεκατριών και το άλλο δεκατεσσάρων χρονών. Αντί να βοηθήσουν τη γυναίκα, χωρίς δεύτερη σκέψη, της έκλεψαν την τσάντα και μετά προσπάθησαν να τη βιάσουν. Αν δεν ήταν ένας άντρας που είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο του, μάλλον θα τα είχαν καταφέρει. Η αστυνομία βρήκε τα παιδιά και τα συνέλαβε, αλλά επειδή ήταν ανήλικα αφέθηκαν ελεύθερα. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν πληροφορήθηκε το περιστατικό από έναν εισαγγελέα, ο οποίος, με τη σειρά του, το είχε μάθει από έναν αστυνομικό. Έγινε έξαλλη και προσπάθησε να μάθει γιατί δεν καταγγέλθηκε το έγκλημα στις κοινωνικές υπηρεσίες. Μετά συνειδητοποίησε ότι κάθε χρόνο στην περιοχή του Χέλσινγκμποργκ γύρω στα εκατό ανήλικα παιδιά διαπράττουν εγκλήματα με τα οποία δεν ασχολείται κανείς. Δεν ειδοποιούνται καν οι γονείς τους, ούτε και οι κοινωνικές υπηρεσίες. Και δεν μιλάμε απλώς για κάποια σποραδικά περιστατικά μικροκλοπών αλλά και για ληστείες και σοβαρές βιαιοπραγίες, που θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν σε φόνο. Είχε αρχίσει να απελπίζεται με τη σουηδική δικαιοσύνη. Τελικά, από τη δικαστική έδρα υπηρετούσε το νόμο ή απλώς την αδιαφορία; Και ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν όλο και περισσότερα παιδιά ήταν ελεύθερα να διαπράττουν εγκλήματα χωρίς κανείς να κάνει τον κόπο ν’ αντιδράσει; Πώς άφησαν τα πράγματα να εξοκείλουν σε τέτοιο
βαθμό ώστε η ίδια η βάση της δημοκρατίας να απειλείται από ένα ελαττωματικό δικαστικό σύστημα; Ήπιε τον καφέ της και συλλογίστηκε ότι μάλλον θα αναγκαζόταν να δουλέψει άλλα δέκα χρόνια. Θα είχε τη δύναμη; Είναι δυνατό να είσαι καλή και δίκαιη δικαστής όταν αρχίζεις να αμφιβάλλεις για το νομικό σύστημα της χώρας; Για να διώξει αυτά τα ερωτήματα, στα οποία δεν μπορούσε να απαντήσει, έκανε άλλη μία διαδρομή στον πορθμό. Όταν αποβιβάστηκε στη Σουηδία, η ώρα ήταν εννιά. Διέσχισε τον πλατύ κεντρικό δρόμο που περνούσε από το κέντρο του Χέλσινγκμποργκ. Καθώς έστριβε, πρόσεξε τυχαία μια αφίσα που κολλούσαν εκείνη τη στιγμή με τους κύριους τίτλους μιας μεγάλης απογευματινής εφημερίδας. Τα μεγάλα γράμματα της τράβηξαν την προσοχή. Σταμάτησε και διάβασε: ΜΑΖΙΚΟΣ ΦΟΝΟΣ ΣΤ Ο ΧΕΛΣΙΝΓΚΛΑΝΤ. ΦΡΙΚΤ Ο ΕΓΚΛΗΜΑ. Η ΑΣΤ ΥΝΟΜΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΣΤ ΟΙΧΕΙΟ. ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤ ΩΝ ΑΓΝΩΣΤ ΟΣ. ΜΑΖΙΚΟΣ ΦΟΝΟΣ. Συνέχισε να περπατά προς το αμάξι της. Σπάνια αγόραζε τις απογευματινές εφημερίδες. Την ενοχλούσαν –και μερικές φορές την προσέβαλλαν– οι συχνές επιθέσεις των δημοσιογράφων κατά της αστυνομίας. Παρόλο που συμφωνούσε με αρκετούς από τους ισχυρισμούς τους, την απωθούσε ο σκανδαλοθηρικός τους τόνος. Αυτά που έγραφαν οι δημοσιογράφοι συχνά έβλαπταν τη γνήσια κριτική, ακόμα κι αν οι προθέσεις τους ήταν έντιμες. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ζούσε στο Σέλστουρπ, μια περιοχή πολυτελών κατοικιών στο βόρειο άκρο του Χέλσινγκμποργκ. Στο δρόμο για το σπίτι σταμάτησε σε ένα μικρό μαγαζί. Το είχε ένας Πακιστανός μετανάστης που την υποδεχόταν πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο. Ήξερε ότι η Μπιργκίτα ήταν δικαστής και της έδειχνε μεγάλο σεβασμό. Η Μπιργκίτα αναρωτιόταν αν υπήρχαν γυναίκες δικαστές στο Πακιστάν, αλλά δεν τον είχε ρωτήσει ποτέ. Όταν έφτασε σπίτι, έκανε ένα μπάνιο πριν πάει για ύπνο. Ξύπνησε στη μία και επιτέλους ένιωθε εντελώς ξεκούραστη. Έπειτα από δύο σάντουιτς και έναν καφέ έπιασε πάλι δουλειά. Μερικές ώρες αργότερα τύπωσε την απόφαση που αθώωνε τον κατηγορούμενο,
γύρισε στο δικαστήριο και την άφησε στο γραφείο της γραμματέως της. Η γραμματέας έλειπε^ μάλλον είχε πάει να παρακολουθήσει κάποιο υπηρεσιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Δεν είχε πληροφορήσει την Μπιργκίτα Ρόσλιν ή, το πιθανότερο, της το είχε πει αλλά εκείνη το είχε ξεχάσει. Όταν γύρισε πάλι σπίτι, ζέστανε λίγη από την κοτόσουπα που είχε μείνει από το προηγούμενο βράδυ και άφησε την υπόλοιπη στο ψυγείο για τον Στάφαν. Κάθισε στον καναπέ με έναν καφέ και άνοιξε την τηλεόραση στο τελετέξτ. Θυμήθηκε τους τίτλους των ειδήσεων που είχε δει νωρίτερα. Η αστυνομία δεν είχε στοιχεία για την υπόθεση και αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει πόσα άτομα δολοφονήθηκαν και τα ονόματά τους, αφού δεν είχαν ειδοποιηθεί ακόμη οι συγγενείς. Πρέπει να το έκανε κάποιος τρελός, συμπέρανε η Μπιργκίτα. Κάποιος που είχε μανία καταδίωξης ή που πίστευε ότι του φέρθηκε άσχημα ο κόσμος. Τα χρόνια που δούλευε ως δικαστής τής είχαν μάθει ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές τρέλας που μπορεί να κάνουν κάποιον να διαπράξει αποτρόπαια εγκλήματα. Όμως, είχε μάθει επίσης ότι οι ψυχίατροι δεν κατάφερναν πάντα ν’ αποκαλύψουν τους εγκληματίες που απλώς προσποιούνταν τους ψυχασθενείς. Έκλεισε την τηλεόραση και κατέβηκε στο υπόγειο, όπου είχε δημιουργήσει ένα μικρό κελάρι με κόκκινα κρασιά, το οποίο συμπληρωνόταν με αρκετές λίστες κρασιών και έντυπα παραγγελιών από μερικούς οίκους εισαγωγής. Πριν από μερικά χρόνια είχε συνειδητοποιήσει ότι, αφότου έφυγαν τα παιδιά, τα οικονομικά της οικογένειας είχαν αλλάξει ριζικά. Τ ώρα ένιωθε ότι μπορούσε να ξοδεύει χρήματα για κάτι ξεχωριστό και είχε αποφασίσει ν’ αγοράζει μερικά μπουκάλια κόκκινο κρασί κάθε μήνα. Της άρεσε να μελετά τους καταλόγους και να διαλέγει καινούργια κρασιά για να τα δοκιμάσει. Το να πληρώνει γύρω στις πεντακόσιες κορόνες για κάθε μπουκάλι τής φαινόταν σχεδόν μια απαγορευμένη απόλαυση.
Στο κελάρι είχε αρκετή δροσιά. Βεβαιώθηκε ότι η θερμοκρασία ήταν στους δεκατέσσερις βαθμούς Κελσίου και μετά κάθισε σε ένα σκαμνί ανάμεσα στα ράφια. Εκεί κάτω, ανάμεσα σε όλα αυτά τα μπουκάλια, ένιωθε συμφιλιωμένη με τον κόσμο. Προκειμένου να μουλιάζει σε μια ζεστή πισίνα προτιμούσε αυτή τη συγκεκριμένη μέρα να κάθεται στο κελάρι της, περιτριγυρισμένη από εκατόν δεκατέσσερα μπουκάλια που ήταν τοποθετημένα στα ράφια τους. Από την άλλη μεριά όμως, ήταν γνήσια η γαλήνη που ένιωθε εκεί; Στα νιάτα της, αν της έλεγε κάποιος ότι μια μέρα θα γινόταν συλλέκτρια κρασιών, δεν θα το πίστευε. Δεν θα το αρνούνταν απλώς αυτό το ενδεχόμενο – θα την ενοχλούσε κιόλας αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν ήταν φοιτήτρια στη Λουντ, υποστήριζε τους αριστερούς ριζοσπάστες, που στα τέλη της δεκαετίας του ’60 αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας μέσα στην οποία θα δούλευαν τελικά. Εκείνες τις μέρες η συλλογή κρασιών θα θεωρούνταν σπατάλη χρόνου και προσπάθειας, ένα τυπικά μεσοαστικό και επομένως απορριπτέο χόμπι. Καθόταν ακόμη εκεί χαμένη στις σκέψεις της όταν άκουσε τον Στάφαν να κινείται στον επάνω όροφο. Άφησε τις λίστες των κρασιών και ανέβηκε πάνω. Ο Στάφαν μόλις είχε βγάλει την κοτόσουπα από το ψυγείο. Στο τραπέζι υπήρχαν δύο απογευματινές εφημερίδες που είχε φέρει μαζί του από το τρένο. «Το είδες αυτό;» «Απ’ ό,τι κατάλαβα, κάτι τρομερό συνέβη στο Χέλσινγκλαντ». «Δολοφονήθηκαν δεκαεννέα άτομα». «Στο τελετέξτ έλεγε ότι ο αριθμός των νεκρών δεν είναι ακόμη γνωστός». «Αυτές είναι οι τελευταίες εκδόσεις. Σκότωσαν ουσιαστικά όλους τους κατοίκους ενός μικρού χωριού εκεί πάνω. Είναι απίστευτο. Πώς πήγε με την απόφαση που δούλευες;» «Την τελείωσα. Τον αθώωσα. Δεν μπορούσα να κάνω
διαφορετικά». «Οι εφημερίδες έχουν πάθει αμόκ». «Ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό». «Μάλλον θα σου τα ψάλουν για την απόφαση». «Σίγουρα. Αλλά μπορώ να συμβουλέψω τους δημοσιογράφους να διαβάσουν το νόμο και μετά ν’ αποφασίσουν αν θα προτιμούσαν να καθιερώσουμε το νόμο του Λιντς στη Σουηδία». «Αυτοί οι φόνοι θα επισκιάσουν τη δική σου υπόθεση». «Φυσικά. Τ ι είναι ένας μικροβιασμός μπροστά σε έναν κτηνώδη μαζικό φόνο;» Εκείνο το βράδυ έπεσαν νωρίς για ύπνο. Το τρένο του Στάφαν έφευγε ξημερώματα το επόμενο πρωί, και η Μπιργκίτα δεν είχε βρει τίποτα ενδιαφέρον στην τηλεόραση. Επίσης, είχε αποφασίσει ποιο κρασί θα αγόραζε. Ένα κιβώτιο Μπαρόλο Αριόνε του 2002 με 252 κορόνες το μπουκάλι. Η Μπιργκίτα ξύπνησε αλαφιασμένη τα μεσάνυχτα. Ο Στάφαν κοιμόταν βαθιά δίπλα της. Ξυπνούσε αρκετά συχνά από ένα αίσθημα πείνας στη μέση της νύχτας. Φόρεσε τη ρόμπα της, κατέβηκε στην κουζίνα κι έφτιαξε ένα φλιτζάνι αραιό τσάι και δύο σάντουιτς. Οι απογευματινές εφημερίδες ήταν ακόμη στο τραπέζι της κουζίνας. Άρχισε να ξεφυλλίζει μία από αυτές αφηρημένη. Ήταν δύσκολο να σχηματίσεις μια καθαρή εικόνα για το τι είχε συμβεί σ’ εκείνο το μικρό χωριό του Χέλσινγκλαντ, αλλά δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι πολλά άτομα είχαν δολοφονηθεί με απάνθρωπο τρόπο. Ετοιμαζόταν ν’ αφήσει την εφημερίδα, όταν κοίταξε τη σελίδα ξαφνιασμένη. Ανάμεσα στους νεκρούς υπήρχαν αρκετοί που λέγονταν Αντρέν. Διάβασε προσεκτικά το κείμενο, μετά έλεγξε και την άλλη εφημερίδα. Τα ίδια κι εκεί. Κοίταξε τη σελίδα μπροστά της. Ήταν δυνατό; Ή μήπως δεν θυμόταν καλά; Πήγε στο γραφείο της κι έβγαλε ένα ντοσιέ με έγγραφα που ήταν δεμένο με μια κόκκινη κορδέλα. Άναψε το πορτατίφ και άνοιξε το ντοσιέ. Δεν είχε πάρει μαζί της τα γυαλιά της κάτω κι έτσι δανείστηκε ένα ζευγάρι του Στάφαν. Δεν ήταν τόσο δυνατά όσο τα δικά της, αλλά μπορούσε να διαβάσει. Στο ντοσιέ είχε όλα τα έγγραφα που είχαν σχέση με τους γονείς
της. Η μητέρα της ήταν νεκρή πάνω από δεκαπέντε χρόνια τώρα. Είχε πάθει καρκίνο στο πάγκρεας και είχε πεθάνει μέσα σε τρεις μήνες. Τελικά, η Μπιργκίτα βρήκε τη φωτογραφία που αναζητούσε μέσα σε έναν καφέ φάκελο. Πήρε τον μεγεθυντικό φακό της και την εξέτασε. Έδειχνε μερικά άτομα με παλιομοδίτικα ρούχα να στέκουν μπροστά από ένα σπίτι. Πήρε τη φωτογραφία μαζί της στην κουζίνα. Σε μία από τις εφημερίδες υπήρχε μια γενική άποψη του χωριού όπου είχε συμβεί η τραγωδία. Εξέτασε προσεκτικά τη φωτογραφία με τον μεγεθυντικό φακό της. Σταμάτησε στο τρίτο σπίτι και άρχισε να συγκρίνει τις δύο φωτογραφίες. Σωστά θυμόταν λοιπόν. Αυτό το χωριουδάκι που είχε χτυπηθεί από ένα τέτοιο κακό δεν ήταν ένα οποιοδήποτε μέρος. Ήταν το χωριό όπου είχε μεγαλώσει η μητέρα της. Όλα ταίριαζαν. Το επώνυμο της μητέρας της ήταν Λέεφ, όσο ήταν παιδί, αλλά οι γονείς της ήταν και οι δύο αλκοολικοί, και οι κοινωνικές υπηρεσίες την είχαν δώσει σε μια οικογένεια που λεγόταν Αντρέν. Η μητέρα της Μπιργκίτα μιλούσε σπάνια για κείνη την εποχή. Οι Αντρέν τη φρόντιζαν καλά, αλλά η μητέρα της λαχταρούσε πάντα να γνωρίσει τους πραγματικούς της γονείς. Όμως, είχαν πεθάνει και οι δύο πριν εκείνη γίνει δεκαπέντε, κι έτσι έμεινε στο χωριό μέχρι που θεωρήθηκε αρκετά μεγάλη για να βρει δουλειά και να φροντίζει τον εαυτό της. Όταν γνώρισε τον πατέρα της Μπιργκίτα, τα ονόματα Λέεφ και Αντρέν εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Τ ώρα, όμως, ένα από αυτά είχε επιστρέψει με αιφνίδιο τρόπο. Η φωτογραφία που υπήρχε στα χαρτιά της μητέρας της είχε τραβηχτεί μπροστά σε ένα από τα σπίτια του χωριού όπου έγιναν οι φόνοι. Η πρόσοψη του σπιτιού και το διακοσμητικό σκάλισμα γύρω από τα παράθυρα ήταν ακριβώς τα ίδια στην παλιά φωτογραφία και την εφημερίδα. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Πριν από μερικές νύχτες κάποιοι είχαν δολοφονηθεί στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει η μητέρα της. Μήπως είχαν σκοτωθεί οι θετοί γονείς της μητέρας της; Οι εφημερίδες έγραφαν ότι τα περισσότερα θύματα ήταν ηλικιωμένοι.
Οι θετοί γονείς της μητέρας της θα ήταν τώρα πάνω από ενενήντα χρονών. Ίσως. Ρίγησε με τη σκέψη. Σπάνια σκεφτόταν τους γονείς της. Δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμα και το πρόσωπο της μητέρας της. Τ ώρα, όμως, το παρελθόν ζωντάνεψε πάλι ξαφνικά. Ο Στάφαν μπήκε στην κουζίνα. Όπως πάντα, ήταν τελείως αθόρυβος. «Με τρομάζεις έτσι που εμφανίζεσαι χωρίς να σε ακούσω», του είπε. «Γιατί σηκώθηκες;» «Πεινούσα». Ο Στάφαν κοίταξε τις εφημερίδες στο τραπέζι. Του είπε για το συμπέρασμα που είχε βγάλει και ότι είχε αρχίσει να πιστεύει όλο και πιο πολύ πως αυτό που υποψιαζόταν ήταν τελικά αλήθεια. «Μα είναι πολύ μακρινό αυτό το μέρος», είπε ο Στάφαν. «Και είναι πολύ λεπτό το νήμα που σε συνδέει μ’ εκείνο το μικρό χωριό». «Λεπτό αλλά σημαντικό. Πρέπει να το παραδεχτείς αυτό». «Ίσως. Αλλά κι εσύ πρέπει να κοιμηθείς». Χρειάστηκε πολλή ώρα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Το λεπτό νήμα τεντώθηκε σχεδόν ως το όριο θραύσης του. Κοιμήθηκε ανήσυχα, και ο ύπνος της διακοπτόταν από σκέψεις για τη μητέρα της. Δυσκολευόταν ακόμη να δει δικά της χαρακτηριστικά στη μητέρα της. Τελικά αποκοιμήθηκε και, όταν ξύπνησε, είδε τον Στάφαν να στέκεται μπροστά στο κρεβάτι με τα μαλλιά υγρά από το ντους και να φορά τη στολή του. «Είμαι ο στρατηγός σου», της έλεγε παλιά. «Χωρίς όπλο στο χέρι μου, μόνο με ένα στιλό για να ακυρώνω εισιτήρια». Η Μπιργκίτα προσποιήθηκε ότι κοιμόταν ακόμη και περίμενε μέχρι να κλείσει την πόρτα πίσω του. Μετά πετάχτηκε πάνω και άνοιξε τον υπολογιστή στο γραφείο της. Έψαξε σε αρκετές μηχανές αναζήτησης, συγκεντρώνοντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε. Τα γεγονότα του Χέλσινγκλαντ ήταν ακόμη τυλιγμένα σε αβεβαιότητα. Το μόνο που φαινόταν ξεκάθαρο ήταν ότι το όπλο των εγκλημάτων ήταν μάλλον ένα μεγάλο μαχαίρι ή κάτι παρόμοιο.
Θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτή την υπόθεση, σκέφτηκε. Τουλάχιστον θέλω να μάθω αν οι θετοί γονείς της μητέρας μου ήταν ανάμεσα στα θύματα. Έψαχνε μέχρι τις οχτώ, οπότε έδιωξε κάθε σκέψη για τους φόνους για να μελετήσει τη δίκη εκείνης της μέρας, στην οποία δύο Ιρακινοί πολίτες κατηγορούνταν για διακίνηση λαθρομεταναστών. Πέρασαν άλλες δύο ώρες μέχρι να συγκεντρώσει τα χαρτιά της, να ρίξει μια ματιά στις προκαταρκτικές σημειώσεις της έρευνας και να καθίσει στην έδρα της στο δικαστήριο. Βοήθησέ με τώρα, καλέ μου Άνκερ, να περάσω κι αυτή τη μέρα, παρακάλεσε μέσα της. Μετά χτύπησε το σφυρί στο έδρανο μπροστά της και ζήτησε από τον εισαγγελέα ν’ αρχίσει τη διαδικασία. Πίσω από την πλάτη της υπήρχε μια σειρά από ψηλά παράθυρα. Πριν καθίσει, είχε προσέξει ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να διαπερνά τα πυκνά σύννεφα που είχαν σκεπάσει τη Σουηδία κατά τη διάρκεια της νύχτας.
6 Όταν η δίκη πλησίαζε στο τέλος της έπειτα από δύο μέρες, η Μπιργκίτα Ρόσλιν ήξερε ποια θα ήταν η ετυμηγορία της. Οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι, και ο πιο ηλικιωμένος από τους δύο, ο Αμπντούλ ιμπν Γιαμέντ, που ήταν ο αρχηγός του κυκλώματος διακίνησης λαθρομεταναστών, θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση τριών ετών και δύο μηνών. Ο βοηθός του, ο Γιασέρ αλ-Χάμπι, θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση ενός έτους. Και οι δύο θα απελαύνονταν μετά την αποφυλάκισή τους. Οι ποινές που επέβαλε ήταν παρόμοιες με αυτές που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν. Πολλοί από τους λαθρομετανάστες απειλήθηκαν και ξυλοκοπήθηκαν επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ποσό που τους ζητούσαν οι διακινητές για τα πλαστά
έγγραφα μετανάστευσης και το μεγάλο ταξίδι. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη αντιπάθεια για τον πιο ηλικιωμένο από τους δύο κατηγορούμενους. Είχε κάνει έκκληση στην ίδια και τον εισαγγελέα με συναισθηματικά επιχειρήματα, ισχυριζόμενος ότι δεν κρατούσε ποτέ τα χρήματα που έπαιρνε από τους λαθρομετανάστες, αλλά ότι τα έδινε όλα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα στην πατρίδα του. Σε ένα διάλειμμα της διαδικασίας ο εισαγγελέας πέρασε από το γραφείο της για έναν καφέ και της ανέφερε παρεμπιπτόντως ότι ο Αμπντούλ ιμπν Γιαμέντ κυκλοφορούσε με μια Μερσεντές που κόστιζε σχεδόν ένα εκατομμύριο κορόνες. Η δίκη ήταν επίπονη. Οι μέρες τής φαίνονταν ατέλειωτες και δεν είχε χρόνο να κάνει τίποτα περισσότερο πέρα από το να τρώει, να κοιμάται και να μελετά τις σημειώσεις της πριν επιστρέψει στην έδρα. Της τηλεφώνησαν οι δίδυμες κόρες της και την κάλεσαν στη Λουντ, αλλά δεν είχε χρόνο να πάει. Μόλις τελείωνε αυτή η υπόθεση, θα αντιμετώπιζε μια άλλη που ήταν μάλλον περίπλοκη και αφορούσε κάποιους Ρουμάνους που έκαναν απάτες με πιστωτικές κάρτες. Δεν είχε χρόνο να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο μικρό χωριό του Χέλσινγκλαντ, καθώς δεν έπαιρνε τις πρωινές εφημερίδες και δεν έβλεπε τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Το πρωί της ημέρας που έπρεπε ν’ αρχίσει την προετοιμασία για τη δίκη των Ρουμάνων ανακάλυψε στο ημερολόγιό της μια σημείωση. Ήταν ένα ραντεβού με τον γιατρό της για το ετήσιο τσεκάπ. Σκέφτηκε να το αναβάλει μερικές βδομάδες. Δεν έβλεπε να έχει κανένα πρόβλημα, πέρα από το γεγονός ότι ένιωθε κουρασμένη, ήταν εκτός φόρμας και μερικές φορές πάθαινε κρίσεις πανικού. Ήταν ένας υγιής άνθρωπος, που ζούσε μια απλή ζωή και συνήθως δεν πάθαινε ούτε κρυολόγημα. Αλλά τελικά δεν ακύρωσε το ραντεβού. Το ιατρείο δεν ήταν μακριά από το δημοτικό θέατρο. Άφησε το αμάξι της στην πάροδο όπου το είχε παρκαρισμένο και πήγε με τα πόδια από το δικαστήριο. Έκανε κρύο, αλλά κατά τα άλλα ο καιρός ήταν καλός και δεν φυσούσε καθόλου. Το χιόνι που είχε πέσει πριν από μερικές μέρες είχε ήδη λιώσει. Σταμάτησε σε μια βιτρίνα και κοίταξε ένα φόρεμα, αλλά σοκαρίστηκε από την τιμή και συνέχισε το δρόμο της.
Στην αίθουσα αναμονής υπήρχε μια εφημερίδα που η πρώτη της σελίδα ήταν γεμάτη με ειδήσεις για τον μαζικό φόνο στο Χέλσινγκλαντ. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να την πάρει στα χέρια της, όταν την κάλεσε ο γιατρός. Ήταν ηλικιωμένος και της θύμιζε τον δικαστή Άνκερ. Ήταν ασθενής του εδώ και δέκα χρόνια. Της τον είχε συστήσει ένας συνάδελφος. Τη ρώτησε πώς ένιωθε, αν πονούσε πουθενά και, αφού σημείωσε τις απαντήσεις της, την παρέδωσε σε μια νοσοκόμα που της πήρε αίμα από την άκρη του δαχτύλου. Μετά περίμενε στην αίθουσα αναμονής. Ένας άλλος ασθενής πρόλαβε και πήρε την εφημερίδα. Η Ρόσλιν έκλεισε τα μάτια και περίμενε. Σκέφτηκε την οικογένειά της, τι έκανε ο καθένας τους ή τουλάχιστον πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Ο Στάφαν ήταν σε ένα τρένο για το Χάλσμπεργκ, θα αργούσε να γυρίσει σπίτι. Ο Ντάβιντ δούλευε στο εργαστήριο της AstraZeneca λίγο έξω από το Γκέτεμποργκ. Η Άννα δεν ήταν βέβαιο πού ακριβώς βρισκόταν. Την τελευταία φορά που επικοινώνησε μαζί τους πριν από ένα μήνα ήταν στο Νεπάλ. Οι δίδυμες ήταν στη Λουντ και ήθελαν να πάει να τις επισκεφτεί η μητέρα τους. Η Ρόσλιν αποκοιμήθηκε και ξύπνησε όταν την έπιασε από τον ώμο η νοσοκόμα. «Μπορείς να δεις τον γιατρό τώρα». Δεν γίνεται να είμαι τόσο εξαντλημένη ώστε να με παίρνει ο ύπνος στην αίθουσα αναμονής του γιατρού, σκέφτηκε η Ρόσλιν καθώς έμπαινε πάλι στο ιατρείο. Δέκα λεπτά αργότερα η Μπιργκίτα Ρόσλιν στεκόταν στο δρόμο απ’ έξω και προσπαθούσε να χωνέψει ότι δεν θα πήγαινε στη δουλειά τις επόμενες δύο εβδομάδες. Ο γιατρός είχε δημιουργήσει μια ξαφνική και απρόσμενη αναταραχή στη ζωή της. Η πίεσή της ήταν πολύ ψηλή, και ο γιατρός, λαμβάνοντας υπόψη και τις κρίσεις πανικού, της επέβαλε μια δεκαπενθήμερη άδεια. Γύρισε στο δικαστήριο και μίλησε με τον Χανς Μάτσον, τον αρχιδικαστή και άμεσο προϊστάμενό της. Κατάφεραν να βρουν έναν τρόπο για να αντιμετωπίσουν τις δύο υποθέσεις στις οποίες ήταν αναμειγμένη η Ρόσλιν. Μετά μίλησε με τη γραμματέα της, ταχυδρόμησε μερικά γράμματα που είχε γράψει, τηλεφώνησε στο φαρμακείο για να πάρει τα καινούργια της φάρμακα και κατόπιν
γύρισε σπίτι. Το γεγονός ότι δεν είχε τίποτα να κάνει την παρέλυε. Έφτιαξε μεσημεριανό και μετά κάθισε στον καναπέ με την εφημερίδα. Δεν είχαν δοθεί στη δημοσιότητα όλα τα ονόματα των θυμάτων στο Χεχουεβάλεν. Μια αστυνομικός ονόματι Σούντμπεργκ είχε κάνει μια δήλωση και είχε ζητήσει από τον κόσμο να επικοινωνήσει με την αστυνομία αν είχε οποιαδήποτε πληροφορία. Δεν υπήρχαν ακόμη στοιχεία, αλλά η αστυνομία ήταν σίγουρη ότι ο δράστης ήταν μόνο ένας, όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό. Σε μια άλλη σελίδα, κάποιος εισαγγελέας Ρόμπερτσον ισχυριζόταν ότι είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην έρευνα και ότι εξέταζαν όλα τα ενδεχόμενα. Η αστυνομία του Χούντικσβαλ είχε λάβει τη βοήθεια που είχε ζητήσει από τις κεντρικές Αρχές. Ο Ρόμπερτσον έδειχνε σίγουρος για την επιτυχία της έρευνας. «Θα τον πιάσουμε όποιον το έκανε αυτό. Δεν θα εγκαταλείψουμε την προσπάθεια». Ένα άρθρο στην επόμενη σελίδα μιλούσε για την ανησυχία που είχε απλωθεί στα δάση του Χέλσινγκλαντ. Πολλά χωριά στην περιοχή είχαν ελάχιστους κατοίκους. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο κόσμος αγόραζε όπλα, σκυλιά, συστήματα συναγερμού και πόρτες ασφαλείας. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν παραμέρισε την εφημερίδα. Το σπίτι ήταν άδειο, σιωπηλό. Αυτός ο ελεύθερος χρόνος που είχε ξαφνικά ήταν απρόσμενος και ανεπιθύμητος. Κατέβηκε στο υπόγειο και πήρε μία από τις λίστες των κρασιών. Αποφάσισε να παραγγείλει το κιβώτιο του Μπαρόλο Αριόνε από το διαδίκτυο. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ ακριβό, αλλά αισθανόταν τη διάθεση να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της. Σκέφτηκε να καθαρίσει λίγο, μια δραστηριότητα που ήταν σχεδόν πάντα παραμελημένη στο σπίτι της, όμως άλλαξε γνώμη τη στιγμή που ετοιμαζόταν να βγάλει την ηλεκτρική σκούπα. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και προσπάθησε ν’ αξιολογήσει την κατάσταση. Είχε αναρρωτική άδεια, παρόλο που δεν ήταν πραγματικά άρρωστη. Είσαι άρρωστος όταν έχεις υπέρταση; Όμως, μπορεί όντως να βρισκόταν πολύ κοντά σε μια υπερκόπωση, και ίσως αυτό επηρέαζε την κρίση της στο δικαστήριο. Κοίταξε την εφημερίδα που ήταν μπροστά της στο τραπέζι και
σκέφτηκε πάλι τη μητέρα της και τα παιδικά της χρόνια στο Χέλσινγκλαντ. Της ήρθε μια ιδέα. Σήκωσε το τηλέφωνο, πήρε το τοπικό αστυνομικό τμήμα και ζήτησε τον αστυνόμο Ούγκο Μάλμπεργκ. Γνωρίζονταν πολλά χρόνια. Κάποτε ο Μάλμπεργκ είχε προσπαθήσει να μάθει σ’ αυτή και τον Στάφαν μπριτζ, αλλά δεν είχε βρει μεγάλη ανταπόκριση. Άκουσε την ήπια φωνή του Μάλμπεργκ στην άλλη άκρη της γραμμής. Πολλοί νομίζουν ότι οι αστυνομικοί έχουν τραχύ και απότομο τόνο – ο Ούγκο θα τους έπειθε για το αντίθετο. Η φωνή του θύμιζε περισσότερο καλοκάγαθο συνταξιούχο που κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και ταΐζει τα πουλιά. Τον ρώτησε πώς ήταν και αν είχε χρόνο να συναντηθούν. Της απάντησε καταφατικά. Θα πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα με τα πόδια. Μία ώρα αργότερα, η Μπιργκίτα Ρόσλιν μπήκε στο περιποιημένο γραφείο του Ούγκο Μάλμπεργκ. Ο Μάλμπεργκ μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά της έκανε νόημα να καθίσει. Το τηλεφώνημα αφορούσε μια επίθεση που είχε γίνει την προηγούμενη μέρα. Ο Μάλμπεργκ έκλεισε και της χαμογέλασε. «Θα ήθελες έναν καφέ;» «Όχι, ευχαριστώ». «Τ ι σημαίνει αυτό;» «Ότι ο καφές της αστυνομίας είναι εξίσου κακός με του δικαστηρίου». Ο Μάλμπεργκ σηκώθηκε. «Ας πάμε στην αίθουσα συσκέψεων», είπε. «Το τηλέφωνο εδώ χτυπά ασταμάτητα. Νιώθω όπως όλοι οι σωστοί Σουηδοί αστυνομικοί – ότι είμαι ο μόνος που δουλεύει σκληρά». Κάθισαν στο οβάλ τραπέζι, που ήταν γεμάτο άδειες κούπες καφέ και μπουκάλια νερού. Ο Μάλμπεργκ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Δεν καθαρίζουν ποτέ. Κάνουν τις συσκέψεις τους και, όταν τελειώνουν, εξαφανίζονται και αφήνουν πίσω όλα τα σκουπίδια. Λοιπόν, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω; Μήπως άλλαξες γνώμη για τα μαθήματα μπριτζ;»
Του είπε τι είχε ανακαλύψει για τη σχέση της με τον μαζικό φόνο. «Είμαι περίεργη», συνέχισε. «Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω από τις εφημερίδες και τις ειδήσεις είναι ότι δολοφονήθηκαν πολλοί άνθρωποι και ότι η αστυνομία δεν έχει στοιχεία». «Πρέπει να σου πω ότι χαίρομαι που δεν είμαι σε αυτή την περιφέρεια. Σίγουρα αντιμετωπίζουν πραγματική κόλαση. Δεν έχω ξανακούσει ποτέ μου τέτοια κατάσταση. Από μια άποψη, αυτό θα προκαλέσει παρόμοιο σάλο με το φόνο του Πάλμε». «Ξέρεις τίποτε άλλο πέρα από αυτά που γράφονται στις εφημερίδες;» «Δεν υπάρχει αστυνομικός σε όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας που να μην αναρωτιέται τι συνέβη. Ο καθένας έχει και μια θεωρία. Ξέρεις, είναι μύθος ότι οι αστυνομικοί είναι λογικοί άνθρωποι χωρίς φαντασία. Μόλις δούμε μια υπόθεση, αρχίζουμε τις εικασίες για το τι μπορεί να συνέβη». «Κι εσύ τι νομίζεις ότι συνέβη;» Ο Μάλμπεργκ σήκωσε τους ώμους και συλλογίστηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Δεν ξέρω τίποτα παραπάνω από σένα. Υπάρχουν πολλά πτώματα, και οι φόνοι ήταν απάνθρωποι. Όμως, δεν έχει κλαπεί τίποτα, αν δεν κάνω λάθος. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για κάποιον τρελό. Μόνο ένας Θεός ξέρει τι κρύβεται πίσω από αυτή την υπόθεση. Φαντάζομαι ότι η αστυνομία εκεί πάνω συλλαμβάνει βίαιους εγκληματίες με ψυχολογικά προβλήματα. Σίγουρα θα έχουν επικοινωνήσει ήδη με την Ιντερπόλ και τη Γιουροπόλ με την ελπίδα να βρουν κάποιο στοιχείο, αλλά αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο. Μόνο αυτά ξέρω». «Εσύ γνωρίζεις αστυνομικούς σε όλη τη Σουηδία. Έχεις κανέναν γνωστό στο Χέλσινγκλαντ; Κάποιον που θα μπορούσα να του τηλεφωνήσω;» «Έχω γνωρίσει τον αρχηγό της αστυνομίας εκεί», είπε ο Μάλμπεργκ. «Κάποιον Λούντβιγκ. Για να σου πω την αλήθεια, δεν με εντυπωσίασε πολύ. Όπως ξέρεις, δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τους αστυνομικούς που δεν έχουν βγει ποτέ στον πραγματικό κόσμο. Αλλά μπορώ να του τηλεφωνήσω και να δω τι έχει να πει».
«Υπόσχομαι να μην τους ενοχλήσω χωρίς λόγο. Απλώς θέλω να μάθω αν οι θετοί γονείς της μητέρας μου ήταν ανάμεσα στα θύματα. Ή τα παιδιά τους ίσως. Ή αν κάνω τελείως λάθος». «Αυτό είναι αρκετό για να τους τηλεφωνήσεις. Θα δω τι μπορώ να κάνω. Δυστυχώς, όμως, δεν έχω άλλο χρόνο. Σε λίγο πρέπει να ανακρίνω έναν εξαιρετικά απαίσιο και βίαιο τύπο». Εκείνο το βράδυ η Μπιργκίτα είπε στον Στάφαν τι είχε συμβεί. Η άμεση αντίδρασή του ήταν ότι ο γιατρός είχε κάνει το σωστό και τη συμβούλεψε να κάνει ένα ταξίδι στο νότο ν’ απολαύσει τον ήλιο. Η έλλειψη ενδιαφέροντος που έδειξε την εκνεύρισε, αλλά δεν του είπε τίποτα. Την επόμενη μέρα, λίγο πριν από το μεσημεριανό, κι ενώ ήταν καθισμένη στο κομπιούτερ και κοίταζε μερικά πακέτα διακοπών, χτύπησε το τηλέφωνό της. «Σου έχω ένα όνομα», είπε ο Ούγκο Μάλμπεργκ. «Υπάρχει μια αστυνομικός εκεί, κάποια Σούντμπεργκ». «Ναι, είδα το όνομα στις εφημερίδες». «Το μικρό της είναι Βίβιαν, αλλά τη φωνάζουν Βίβι. Ο Λούντβιγκ θα της δώσει το όνομά σου για να ξέρει ποια είσαι όταν της τηλεφωνήσεις. Κράτα τον αριθμό». «Ευχαριστώ για τη βοήθεια. Παρεμπιπτόντως, μπορεί να πάω νότια για μερικές μέρες. Έχεις πάει ποτέ στην Τενερίφη;»
«Ποτέ. Καλή τύχη». Η Ρόσλιν κάλεσε αμέσως τον αριθμό που της έδωσε. Βγήκε αυτόματος τηλεφωνητής που της ζήτησε ν’ αφήσει μήνυμα. Έβγαλε πάλι την ηλεκτρική σκούπα, αλλά δεν είχε διάθεση για καθαριότητα. Κάθισε ξανά στο κομπιούτερ και μέσα σε μία ώρα περίπου αποφάσισε να πάει στην Τενερίφη φεύγοντας από την Κοπεγχάγη δύο μέρες αργότερα. Έβγαλε έναν παλιό σχολικό άτλαντα κι άρχισε να ονειρεύεται ζεστές θάλασσες και ισπανικά κρασιά. Μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που μου χρειάζεται, σκέφτηκε. Μία εβδομάδα χωρίς τον Στάφαν, χωρίς δίκες, χωρίς την καθημερινή ρουτίνα. Δεν είμαι και τόσο πεπειραμένη να αντιμετωπίζω τα συναισθήματά μου ή και τη ζωή μου ακόμα, εδώ που τα λέμε. Αλλά στην ηλικία μου θα έπρεπε να μπορώ να δω τον εαυτό μου αντικειμενικά, να παραδεχτώ τις αδυναμίες μου και ν’ αλλάξω, αν χρειάζεται. Κάποτε, στα νιάτα μου, ονειρευόμουν να γίνω η πρώτη γυναίκα που θα έκανε το γύρο του κόσμου μόνη της με ιστιοπλοϊκό. Δεν το έκανα ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, ίσως μου κάνει καλό μια ολιγοήμερη κρουαζιέρα στη Δανία ή μερικές βόλτες στις παραλίες της Τενερίφης. Και τα δύο είναι καλές επιλογές για να δω αν έχω αρχίσει να γερνάω ή αν θα καταφέρω να βγω από την τρύπα στην οποία βουλιάζω. Αντιμετώπισα μάλλον καλά την εμμηνόπαυση, αλλά δεν είμαι σίγουρη τι μου συμβαίνει τώρα. Εκείνο που πρέπει να διαπιστώσω πρώτα απ’ όλα είναι αν η υπέρταση και οι κρίσεις πανικού έχουν σχέση με τον Στάφαν. Πρέπει να καταλάβουμε και οι δυο μας ότι δεν θα είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι αν δεν καταφέρουμε να βγούμε από την τωρινή κατάσταση απελπισίας που μας έχει τυλίξει. Άρχισε να προγραμματίζει το ταξίδι της χωρίς άλλη καθυστέρηση. Κάποιο πρόβλημα στο σύστημα δεν την άφησε να ολοκληρώσει την κράτηση από το διαδίκτυο κι έτσι έστειλε ένα μέιλ με το όνομα και το τηλέφωνό της, αναφέροντας το πακέτο που την ενδιέφερε. Πήρε αμέσως απάντηση ότι θα επικοινωνούσαν μαζί της μέσα σε μία ώρα.
Σχεδόν μία ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Αλλά δεν ήταν από το ταξιδιωτικό πρακτορείο. «Βίβι Σούντμπεργκ εδώ. Θα ήθελα να μιλήσω στην Μπιργκίτα Ρόσλιν». «Η ίδια». «Α, μου είπαν ποια είσαι, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς θέλεις. Όπως καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, είμαστε πολύ πιεσμένοι αυτή τη στιγμή. Κατάλαβα σωστά ότι είσαι δικαστής;» «Ναι. Δεν θέλω να το κάνω θέμα, αλλά η μητέρα μου –που πέθανε πριν από αρκετά χρόνια– είχε υιοθετηθεί από μια οικογένεια Αντρέν. Βρήκα μερικές φωτογραφίες που δείχνουν ότι έζησε σε ένα από τα σπίτια στο Χεχουεβάλεν». «Η επαφή με τους συγγενείς των θυμάτων δεν είναι δική μου αρμοδιότητα. Πρέπει να μιλήσεις με τον Έρικ Χουντέν». «Όμως, ισχύει όντως ότι μερικά από τα θύματα λέγονταν Αντρέν;» «Αφού ρωτάς, μπορώ να σου πω ότι η οικογένεια Αντρέν ήταν η μεγαλύτερη στο χωριό». «Και είναι όλοι τους νεκροί;» «Δεν μπορώ να το αποκαλύψω αυτό. Έχεις τα μικρά ονόματα των θετών γονιών της μητέρας σου;» Η Ρόσλιν είχε το ντοσιέ μπροστά της πάνω στο γραφείο. Έλυσε την κορδέλα και άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά. «Δυστυχώς δεν έχω χρόνο», είπε η Βίβι Σούντμπεργκ. «Όταν βρεις τα ονόματα, πάρε με». «Εντάξει, τα βρήκα. Μπρίτα και Όγκουστ Αντρέν. Πρέπει να είναι πάνω από ενενήντα χρονών, ίσως και ενενήντα πέντε». Ακολούθησε μια παύση, και η Ρόσλιν άκουσε χαρτιά να θροΐζουν. Μετά η Σούντμπεργκ σήκωσε πάλι το ακουστικό. «Είναι στον κατάλογο. Δυστυχώς είναι και οι δύο νεκροί, και ο μεγαλύτερος από τους δύο ήταν ενενήντα έξι χρονών. Σε παρακαλώ, μη δώσεις αυτή την πληροφορία στις εφημερίδες». «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Είσαι δικαστής. Είμαι σίγουρη ότι ξέρεις τι μπορεί να συμβεί και γιατί σου ζητώ να κρατήσεις τις λεπτομέρειες για τον εαυτό σου». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε η Σού-
ντμπεργκ, παρόλο που η αλήθεια ήταν ότι οι δημοσιογράφοι σπάνια προσπαθούσαν να πιέσουν δικαστές, προφανώς επειδή πίστευαν ότι ένας δικαστής δεν θα έδινε πληροφορίες που έπρεπε να παραμείνουν κρυφές. «Είναι σαφές ότι ενδιαφέρομαι για την πορεία της έρευνας». «Δεν είχαμε το χρόνο να δώσουμε συγκεκριμένες πληροφορίες στη δημοσιότητα. Μας έχουν πολιορκήσει τα μέσα ενημέρωσης. Τηλεφώνησε στον Έρικ Χουντέν στο Χούντικσβαλ». Η Βίβι Σούντμπεργκ ακουγόταν ανυπόμονη και εκνευρισμένη. «Ευχαριστώ που με πήρες. Δεν θα σε ενοχλήσω άλλο». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκε όσα είχε μάθει. Τουλάχιστον τώρα ήταν σίγουρη ότι οι θετοί γονείς της μητέρας της ήταν ανάμεσα στα θύματα. Αλλά έπρεπε να κάνει υπομονή, όπως και όλοι οι άλλοι, όσο έκανε τη δουλειά της η αστυνομία. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στο αρχηγείο της αστυνομίας στο Χούντικσβαλ και να μιλήσει με αυτό τον Έρικ Χουντέν. Όμως, τι παραπάνω θα μπορούσε να της πει εκείνος; Αποφάσισε να μην πάρει. Άρχισε να διαβάζει πιο προσεκτικά τα χαρτιά στο ντοσιέ των γονιών της. Είχε χρόνια να το ανοίξει. Συνειδητοποίησε ότι μερικά από τα έγγραφα δεν τα είχε διαβάσει ποτέ. Ταξινόμησε το περιεχόμενο του χοντρού φακέλου σε τρεις στοίβες. Η πρώτη ήταν το ιστορικό του πατέρα της, που το πτώμα του κείτονταν κάπου στο βυθό του Γέβλεμπουκτεν. Το νερό της Βαλτικής Θάλασσας είναι τόσο αλμυρό που οι σκελετοί δεν διαβρώνονται πολύ γρήγορα. Κάπου μέσα στη λάσπη του βυθού υπήρχαν τα οστά και το κρανίο του. Στη δεύτερη στοίβα έβαλε τα έγγραφα που αφορούσαν την κοινή ζωή της μητέρας και του πατέρα της. Εκεί υπήρχαν και έγγραφα που αφορούσαν την ίδια, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή της. Η τρίτη στοίβα ήταν η μεγαλύτερη και περιείχε έγγραφα που αφορούσαν την Γκέρντα Λέεφ, τη μητέρα της, που μετονομάστηκε σε Γκέρντα Αντρέν. Διάβασε τα πάντα προσεκτικά, ιδιαίτερα τα έγγραφα από την εποχή που η μητέρα της είχε υιοθετηθεί από τους Αντρέν. Πολλά ήταν ξεθωριασμένα και δυσανάγνωστα, παρόλο που χρησιμοποίησε μεγεθυντικό φακό.
Πήρε ένα σημειωματάριο κι έγραψε ονόματα και ηλικίες. Η ίδια είχε γεννηθεί το φθινόπωρο του 1948. Η μητέρα της ήταν δεκαεφτά χρονών τότε, καθώς είχε γεννηθεί το 1931. Βρήκε επίσης τις ημερομηνίες γέννησης του Όγκουστ και της Μπρίτα Αντρέν: Αυτή γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1909 κι αυτός το Δεκέμβριο του 1910. Έτσι, ήταν είκοσι δύο και είκοσι ενός αντίστοιχα όταν γεννήθηκε η Γκέρντα και κάτω από τριάντα όταν την υιοθέτησαν και πήγε να μείνει μαζί τους στο Χεχουεβάλεν. Δεν βρήκε τίποτα που ν’ αποδεικνύει ότι το Χεχουεβάλεν ήταν το μέρος όπου ζούσαν, αλλά την έπεισε η φωτογραφία, που τη σύγκρινε πάλι με τη φωτογραφία της εφημερίδας. Δεν υπήρχε περίπτωση να έκανε λάθος. Άρχισε να εξετάζει τα άτομα που πόζαραν σφιγμένα στην παλιά φωτογραφία. Δίπλα από το ηλικιωμένο ζευγάρι που στεκόταν στη μέση υπήρχαν δύο νέοι, ένας άντρας και μια γυναίκα. Θα μπορούσαν να ήταν η Μπρίτα και ο Όγκουστ; Δεν υπήρχε ημερομηνία, ούτε ήταν τίποτα γραμμένο πίσω από τη φωτογραφία. Προσπάθησε να καταλάβει πότε μπορεί να είχε τραβηχτεί. Τ ι έδειχναν τα ρούχα; Τα άτομα της φωτογραφίας είχαν φορέσει προφανώς τα καλά τους, αλλά ήταν αγρότες και μπορεί να είχαν ένα μόνο κοστούμι για όλη τους τη ζωή. Παραμέρισε τη φωτογραφία και κοίταξε τα υπόλοιπα έγγραφα και τις επιστολές. Το 1942, η Μπρίτα υπέφερε από κάποιο στομαχικό πρόβλημα και την είχαν πάει στο νοσοκομείο του Χούντικσβαλ. Η Γκέρντα της είχε γράψει μια κάρτα στην οποία της ευχόταν να γίνει γρήγορα καλά. Ήταν έντεκα χρονών εκείνη την περίοδο, και ο γραφικός της χαρακτήρας έδειχνε αδέξιος. Μερικές λέξεις είχαν ορθογραφικά λάθη, και στη μια άκρη της κάρτας είχε σκιτσάρει ένα λουλούδι με ακανόνιστα πέταλα. Η Μπιργκίτα συγκινήθηκε διαβάζοντας την κάρτα και της φάνηκε παράξενο που δεν την είχε προσέξει ως τότε. Ήταν μέσα σε ένα άλλο γράμμα. Γιατί όμως δεν το είχε ανοίξει ποτέ; Μήπως εξαιτίας του πόνου που ένιωσε όταν πέθανε η Γκέρντα, με αποτέλεσμα να μη θέλει ν’ αγγίξει τίποτα που θα της θύμιζε τη μητέρα της; Έγειρε πίσω στην καρέκλα κι έκλεισε τα μάτια. Όλα όσα είχε
καταφέρει στη ζωή της τα χρωστούσε στη μητέρα της. Η Γκέρντα δεν είχε τελειώσει καν το σχολείο, αλλά πάντα παρότρυνε την κόρη της να συνεχίσει τις σπουδές της. «Είναι η σειρά μας τώρα», έλεγε. «Τ ώρα οι κόρες της εργατικής τάξης πρέπει να μορφωθούν». Κι αυτό ακριβώς είχε κάνει η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Στη δεκαετία του ’60, όταν δεν σπούδαζαν πια μόνο τα παιδιά των μεσοαστικών οικογενειών, ήταν φυσικό να προσχωρήσει σε ριζοσπαστικές αριστερές οργανώσεις. Η ζωή δεν ήταν γι’ αυτήν απλώς θέμα κατανόησης, ήθελε επίσης να επιφέρει και κάποια αλλαγή. Συνέχισε να μελετά μεθοδικά τα έγγραφα. Ανακάλυψε άλλη μία επιστολή. Ο φάκελος ήταν σιέλ και η ταχυδρομική σφραγίδα από την Αμερική. Το λεπτό χαρτί ήταν γεμάτο μικροσκοπικά γράμματα. Εστίασε πάνω στο γράμμα το φως από το πορτατίφ και με τη βοήθεια ενός μεγεθυντικού φακού προσπάθησε να το διαβάσει. Ήταν γραμμένο στα σουηδικά, αλλά περιείχε πολλές αγγλικές λέξεις. Κάποιος Γκούσταφ περιέγραφε τη δουλειά του χοιροτρόφου. Μόλις είχε πεθάνει ένα παιδί που λεγόταν Έμιλι και υπήρχε «μεγάλη θλίψη» στο σπίτι. Αναρωτιέται πώς είναι τα πράγματα στο Χέλσινγκλαντ, πώς τα πάει η οικογένεια, οι σοδειές και τα ζώα. Το γράμμα είχε ημερομηνία 19 Ιουνίου 1896. Ο παραλήπτης στο φάκελο ήταν ο Όγκουστ Αντρέν στο Χεχουεβάλεν της Σουηδίας. Όμως, ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου δεν είχε γεννηθεί ακόμη τότε, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Η επιστολή μάλλον απευθυνόταν στον προπάππο της, αφού την είχε κρατήσει η οικογένεια της Γκέρντα. Αλλά γιατί είχε περάσει από τον ένα στον άλλο μέχρι να καταλήξει στα χέρια της; Στο κάτω μέρος της επιστολής, μετά την υπογραφή, υπήρχε μια διεύθυνση: κ. Γκούσταφ Αντρέν, Ταχυδρομείο Μινεάπ ολις, Μινεσότα, Ηνωμένες Πολιτείες. Η Μπιργκίτα κοίταξε πάλι τον παλιό της σχολικό άτλαντα. Η Μινεσότα είναι αγροτική περιοχή. Έτσι, ένα μέλος της οικογένειας Αντρέν στο Χεχουεβάλεν είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ πάνω από έναν αιώνα πριν. Όμως, βρήκε ακόμα μία επιστολή που αποκάλυπτε ότι και ένα άλλο μέλος της οικογένειας Αντρέν είχε καταλήξει σε ένα
διαφορετικό μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Τον έλεγαν Γιαν Όγκουστ και, όπως φαίνεται, δούλευε στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε την ανατολική με τη δυτική ακτή των ΗΠΑ. Η επιστολή του ρωτούσε για συγγενείς, ζωντανούς και νεκρούς, αλλά σε μεγάλα τμήματά της τα γράμματα είχαν ξεθωριάσει και δεν διαβάζονταν. Η διεύθυνση του Γιαν Όγκουστ ήταν: «Ταχυδρομείο Ρίνο, Νεβάδα, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής». Η Μπιργκίτα συνέχισε να διαβάζει, αλλά δεν βρήκε τίποτε άλλο που να συνέδεε τη μητέρα της με την οικογένεια Αντρέν. Έβαλε τα έγγραφα πίσω στο ντοσιέ, επέστρεψε στο διαδίκτυο και, χωρίς μεγάλες ελπίδες επιτυχίας, προσπάθησε να βρει κάποιον Γκούσταφ Αντρέν στην περιοχή της Μινεάπολις. Όπως ήταν αναμενόμενο, κατέληξε σε αδιέξοδο. Δοκίμασε τον Γιαν Όγκουστ στην περιοχή της Νεβάδα, και η μηχανή αναζήτησης της έδωσε έναν σύνδεσμο για μια εφημερίδα, τη Reno Gazette-Journal. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από το ταξιδιωτικό γραφείο. Ένας φιλικός νεαρός με δανέζικη προφορά τής έδωσε τις λεπτομέρειες του πακέτου που την ενδιέφερε και της περιέγραψε το ξενοδοχείο. Η Μπιργκίτα έκανε μια προκαταρκτική κράτηση και υποσχέθηκε να την επιβεβαιώσει το αργότερο το επόμενο πρωί. Επέστρεψε στον υπολογιστή και άνοιξε πάλι τη σελίδα της Reno Gazette-Journal. Ήταν έτοιμη να πάει σε άλλη ιστοσελίδα όταν θυμήθηκε ότι η αναζήτηση που είχε κάνει ήταν για το όνομα Αντρέν και όχι για την ταχυδρομική του διεύθυνση. Προφανώς σε κάποιο πρόσφατο φύλλο της θα γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο όνομα. Άρχισε να διαβάζει τον κατάλογο με τα άρθρα και τα θέματα, περνώντας από τη μια σελίδα στην άλλη. Όταν τελικά βρήκε τη σχετική σελίδα, ξαφνιάστηκε. Στην αρχή διάβασε το άρθρο χωρίς να συνειδητοποιεί τι πραγματικά διάβαζε. Μετά το διάβασε πάλι, πιο αργά, και άρχισε να αναρωτιέται αν έπρεπε να πιστέψει στα μάτια της. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε οπισθοχωρώντας από το κομπιούτερ. Το κείμενο και οι φωτογραφίες, όμως, δεν εξαφανίστηκαν. Τα εκτύπωσε και πήγε στην κουζίνα. Διάβασε πάλι το άρθρο από
την αρχή, πολύ αργά. Στις 4 Ιανουαρίου ένα απάνθρωπο φονικό συνέβη στη μικρή κωμόπολη του Άνκερσβιλ, βορειοανατολικά του Ρίνο. Ο ιδιοκτήτης ενός μηχανουργείου και ολόκληρη η οικογένειά του βρέθηκαν νεκροί το πρωί από έναν γείτονα, ο οποίος ανησύχησε όταν είδε ότι το μηχανουργείο δεν είχε ανοίξει όπως συνήθως. Η αστυνομία δεν έχει στοιχεία ακόμη, αλλά είναι βέβαιο ότι ολόκληρη η οικογένεια Αντρέν –ο Τ ζακ Αντρέν, η γυναίκα του, Κόνι, και τα δυο παιδιά τους, Στίβεν και Λόρα– δολοφονήθηκε με κάποιο μαχαίρι ή ξίφος. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει ότι έγινε ληστεία ή διάρρηξη, ούτε βρέθηκε κανένα εμφανές κίνητρο. Η οικογένεια Αντρέν ήταν συμπαθής και δεν είχε εχθρούς. Η αστυνομία αναζητά τώρα κάποιον ψυχικά διαταραγμένο ή ίσως έναν απελπισμένο ναρκομανή που διέπραξε αυτούς τους φρικτούς φόνους. Η Μπιργκίτα είχε μείνει εκεί ακίνητη. Από το δρόμο ακουγόταν ο ήχος του απορριμματοφόρου. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε φόβο. Σαν να την παρακολουθούσε κάποιος. Πήγε να βεβαιωθεί ότι η εξώπορτα ήταν κλειδωμένη. Μετά γύρισε στο κομπιούτερ και συνέχισε να διαβάζει τα άρθρα της Reno Gazette-Journal πηγαίνοντας προς τα πίσω. Το απορριμματοφόρο συνέχισε τη διαδρομή του. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.
7 Πολύ αργότερα, όταν η ανάμνηση όλων όσων είχαν συμβεί άρχισε να ξεθωριάζει, μερικές φορές αναρωτιόταν τι θα είχε συμβεί αν έκανε εκείνο το ταξίδι στην Τενερίφη και μετά γύριζε στο σπίτι και τη δουλειά της χωρίς υπέρταση και έχοντας απαλλαγεί από τη συνεχή κόπωση. Όμως, η πραγματικότητα εξελίχτηκε διαφορετικά. Νωρίς το
επόμενο πρωί τηλεφώνησε στο ταξιδιωτικό πρακτορείο και ακύρωσε την κράτηση. Ευτυχώς είχε την προνοητικότητα να συμπεριλάβει στην κράτηση ένα ασφαλιστικό πακέτο, κι έτσι η ακύρωση της στοίχισε μόνο μερικές εκατοντάδες κορόνες. Ο Στάφαν γύρισε αργά εκείνο το βράδυ – το τρένο στο οποίο δούλευε είχε ακινητοποιηθεί για ένα διάστημα λόγω μηχανικής βλάβης. Επί δύο ώρες προσπαθούσε να παρηγορήσει τους δυσαρεστημένους επιβάτες, ανάμεσα στους οποίους και μια ηλικιωμένη κυρία που είχε αρρωστήσει. Όταν έφτασε σπίτι ήταν κουρασμένος και εκνευρισμένος. Η Μπιργκίτα τον άφησε να φάει το βραδινό με την ησυχία του, αλλά, όταν τελείωσε, του μίλησε γι’ αυτά που ανακάλυψε ότι είχαν συμβεί στη μακρινή Νεβάδα και τη θεωρία της πως, κατά πάσα πιθανότητα, το περιστατικό συνδεόταν με τους φόνους στο Χέλσινγκλαντ. Είδε ότι ο Στάφαν δεν πείστηκε, αλλά δεν ήξερε αν αυτό έγινε επειδή ήταν κουρασμένος ή επειδή δεν πίστευε τη θεωρία της. Όταν ο άντρας της έπεσε για ύπνο, η Μπιργκίτα πήγε πάλι στο κομπιούτερ και άρχισε να διαβάζει πότε για το Χέλσινγκλαντ και πότε για τη Νεβάδα. Τα μεσάνυχτα κράτησε μερικές σημειώσεις σε ένα σημειωματ άριο, όπως έκανε όταν ετοίμαζε κάποια απόφαση. Όσο απίθανο κι αν φαινόταν, ήταν σίγουρη ότι υπήρχε κάποια σύνδεση ανάμεσα στα δύο περιστατικά. Γνώριζε επίσης πολύ καλά ότι, κατά κάποιον τρόπο, και η ίδια ήταν μια Αντρέν, έστω κι αν τώρα το όνομά της ήταν Ρόσλιν. Μήπως κινδύνευε; Έμεινε σκυμμένη ώρες πάνω από το σημειωματάριο. Μετά βγήκε στην ξάστερη γεναριάτικη νύχτα και κοίταξε τον ουρανό. Η μητέρα της της είχε πει κάποτ ε ότι ο πατέρας της ήταν παθιασμένος αστρονόμος. Λάμβανε γράμματά του, με μεγάλα ενδιάμεσα διαστήματα σιωπής, στα οποία της έγραφε ότι τις νύχτες στεκόταν στο κατάστρωμα, σε μακρινά μέρη, και μελετούσε τα αστέρια και τους διάφορους αστερισμούς. Είχε μια παράξενη πεποίθηση ότι οι νεκροί μεταμορφώνονται σε αστέρια. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν ο πατέρας της όταν βυθίστηκε το «Ρούνσκερ» στο Γέβλεμπουκτεν. Το πλοίο, που είχε μεγάλο φορτίο, ανατράπηκε από τη σφοδρή καταιγίδα και βυθίστηκε σε λιγότερο από ένα λεπτό. Είχε εκπέμψει μόνο ένα SOS πριν σιγήσει ο ασύρματος.
Άραγε πρόλαβε ο πατέρας της να συνειδητοποιήσει ότι πέθαινε; Ή μήπως το παγωμένο νερό τον αιφνιδίασε τόσο που δεν είχε το χρόνο να σκεφτεί τίποτα; Μόνο ένας ξαφνικός τρόμος και μετά το αφόρητο κρύο και ο θάνατος. Ο ουρανός έμοιαζε σαν να ήταν δίπλα της^ τα άστρα έλαμπαν έντονα εκείνη τη νύχτα. Βλέπω μόνο την επιφάνεια, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Υπάρχει κάποια σύνδεση εδώ, λεπτά νήματα πλεγμένα μεταξύ τους. Τ ι κρύβεται, όμως, πίσω από όλ’ αυτά; Ποιο ήταν το κίνητρο του δράστη να σκοτώσει δεκαεννέα άτομα σ’ ένα μικρό χωριό στα βόρεια της Σουηδίας, όπως επίσης και μια οικογένεια στην έρημο της Νεβάδα; Κατά πάσα πιθανότητα, τίποτε άλλο πέρα από τα συνηθισμένα: εκδίκηση, απληστία, ζήλια. Όμως, ποια αδικία θα μπορούσε να απαιτεί μια τόσο δραστική εκδίκηση; Ποιος θα είχε οικονομικά οφέλη σκοτώνοντας κάμποσους συνταξιούχους σε ένα χωριουδάκι του βορρά, που βρίσκονταν έτσι κι αλλιώς πολύ κοντά στο θάνατο; Και ποιος θα μπορούσε να τους ζηλεύει; Μόλις άρχισε να κρυώνει, μπήκε πάλι μέσα. Συνήθως έπεφτε νωρίς για ύπνο γιατί ήταν πάντα κουρασμένη το βράδυ και δεν ήθελε να πηγαίνει στη δουλειά το επόμενο πρωί χωρίς να έχει κοιμηθεί καλά, ιδιαίτερα όταν είχε δίκη. Ξάπλωσε στον καναπέ κι έβαλε μουσική, πολύ σιγά για να μην ενοχλήσει τον Στάφαν. Ήταν μια σειρά από σύγχρονες σουηδικές μπαλάντες. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ονειρευόταν κρυφά να γράψει ένα τραγούδι ποπ που να επιλεγόταν για να εκπροσωπήσει τη Σουηδία στο Διαγωνισμό Τ ραγουδιού της Γιουροβίζιον. Ντρεπόταν γι’ αυτή την επιθυμία, αλλά ταυτόχρονα της δημιουργούσε ένα πολύ θετικό συναίσθημα. Μάλιστα, είχε κάμποσα προσχέδια τραγουδιών κλειδωμένα στο γραφείο της. Ίσως ήταν ανάρμοστο για μια δικαστή να γράφει τραγούδια ποπ, αλλά, απ’ όσο ήξερε, δεν υπήρχε κανένας νόμος που να το απαγόρευε. Όταν έπεσε για ύπνο, η ώρα ήταν τρεις. Κούνησε τον Στάφαν που ροχάλιζε. Μόλις γύρισε στο πλάι, σταμάτησε να ροχαλίζει. Μετά αποκοιμήθηκε και η Μπιργκίτα. Το επόμενο πρωί θυμήθηκε ένα όνειρο που είχε δει τη νύχτα. Είχε ονειρευτεί τη μητέρα της, η οποία της μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Ήταν σαν να βρισκόταν πίσω από μια
τζαμαρία. Το όνειρο έμοιαζε ατελείωτο, με τη μητέρα της να ταράζεται όλο και πιο πολύ επειδή η κόρη της δεν την καταλάβαινε, και την κόρη να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που τις χώριζε. Η μνήμη είναι σαν το γυαλί, σκέφτηκε. Ένας άνθρωπος που έχει πεθάνει είναι ακόμη ορατός, πολύ κοντά, αλλά δεν μπορούμε πια να επικοινωνήσουμε μαζί του. Ο θάνατος είναι βουβός, αποκλείει τις συζητήσεις και επιτρέπει μόνο τη σιωπή. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν σηκώθηκε. Μια σκέψη είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό της. Πήγε και έφερε έναν οδικό χάρτη της Σουηδίας. Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, κάθε καλοκαίρι, πήγαιναν σε διάφορα εξοχικά που νοίκιαζαν, συνήθως για ένα μήνα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως τα δύο καλοκαίρια που είχαν περάσει στο νησί του Γκότλαντ, είχαν πάει αεροπορικώς. Όμως, δεν είχαν πάρει ποτέ τρένο, κι εκείνη την εποχή ο Στάφαν δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι μια μέρα θα αντάλλασσε τη ζωή του δικηγόρου με αυτή του προϊστάμενου αμαξοστοιχίας. Ξανακοίταξε το χάρτη. Το Χέλσινγκλαντ ήταν πιο βόρεια απ’ όσο νόμιζε. Δεν μπόρεσε να βρει το Χεχουεβάλεν. Ήταν τόσο μικρό χωριό που δεν το είχαν καν καταγράψει. Μόλις άφησε το χάρτη, είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Θα έπαιρνε το αμάξι και θα πήγαινε στο Χούντικσβαλ. Όχι τόσο επειδή ήθελε να επισκεφτεί τον τόπο του εγκλήματος, αλλά κυρίως για να δει το μικρό χωριό όπου είχε μεγαλώσει η μητέρα της. Όταν ήταν μικρότερη, ονειρευόταν ότι μια μέρα θα έκανε μια μεγάλη περιήγηση στη Σουηδία. Την είχε ονομάσει «Το ταξίδι της επιστροφής». Θα πήγαινε στο Τ ρίρικσρεσετ, στις εσχατιές του βορρά, εκεί όπου συγκλίνουν τα σύνορα της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Φινλανδίας, και μετά θα κατέβαινε νότια, μέχρι την ακτή της Σκόνα, όπου θα ήταν κοντά στην ηπειρωτική Ευρώπη, με την υπόλοιπη Σουηδία πίσω της. Πηγαίνοντας βόρεια θα ακολουθούσε την ακτή, αλλά επιστρέφοντας νότια θα ταξίδευε στο εσωτερικό της χώρας. Όμως, αυτό το ταξίδι δεν έγινε ποτέ. Το είχε αναφέρει στον Στάφαν, αλλά εκείνος δεν είχε δείξει ενδιαφέρον. Και θα ήταν αδύνατο να το κάνουν όσο ήταν στο σπίτι τα παιδιά. Τ ώρα, όμως, η Μπιργκίτα είχε την ευκαιρία να κάνει τουλάχιστον
ένα μέρος αυτού του ταξιδιού. Όταν ο Στάφαν τελείωσε το πρωινό του και ετοιμαζόταν να φύγει με το τρένο για την Αλβέστα, την τελευταία του διαδρομή μετά την οποία είχε αρκετές μέρες ρεπό, του είπε το σχέδιό της. Δεν της έφερε αντίρρηση, απλώς τη ρώτησε πόσο καιρό θα έλειπε και μήπως ο γιατρός της είχε ενδοιασμούς για την καταπόνηση που θα της προκαλούσε μια τόσο μεγάλη διαδρομή. Ο Στάφαν βρισκόταν κιόλας στο χολ, με το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, όταν ο θυμός φούντωσε μέσα της. Είχαν ήδη αποχαιρετιστεί στην κουζίνα, αλλά τον ακολούθησε και του πέταξε προς το μέρος του οργισμένα την πρωινή εφημερίδα. «Τ ι στην ευχή κάνεις;»
«Δεν σ’ ενδιαφέρει καθόλου να μάθεις γιατί θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι;» «Μα μου είπες γιατί». «Και δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να χρειάζομαι επίσης λίγο χρόνο για να σκεφτώ τη σχέση μας;» «Δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε τώρα τέτοια συζήτηση. Θα χάσω το τρένο». «Για σένα καμία στιγμή δεν είναι σωστή για να συζητήσουμε! Δεν μπορείς το βράδυ, δεν μπορείς ούτε το πρωί. Δεν αισθάνεσαι ποτέ την επιθυμία να μιλήσεις μαζί μου για τη ζωή μας;» «Ξέρεις ότι δεν με προβληματίζει όσο εσένα». «“ Δεν σε προβληματίζει”; Μιλάς για “ προβληματισμό”, ενώ εγώ αναρωτιέμαι γιατί δεν έχουμε κάνει έρωτα εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο;» «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα τώρα. Δεν έχω χρόνο». «Σε λίγο θα έχεις άφθονο». «Τ ι σημαίνει αυτό;» «Μπορεί να έχει εξαντληθεί η υπομονή μου». «Απειλή είναι αυτό;» «Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Φύγε, τρέχα να προλάβεις το αναθεματισμένο το τρένο σου». Η Μπιργκίτα έκανε μεταβολή, πήγε στην κουζίνα κι άκουσε την εξώπορτα να βροντά. Αισθάνθηκε ανακούφιση που είπε επιτέλους αυτά που ήθελε να πει εδώ και τόσο καιρό, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε άγχος για την πιθανή αντίδραση του Στάφαν. Της τηλεφώνησε το βράδυ. Δεν αναφέρθηκαν καθόλου σε αυτό που έγινε στο χολ το πρωί, αλλά η Μπιργκίτα κατάλαβε από τη φωνή του ότι ήταν σοκαρισμένος. Μήπως τώρα, λίγο αργά βέβαια, κατάφερναν να μιλήσουν γι’ αυτά που δεν μπορούσαν πια να καταπνίξουν;
Την επόμενη μέρα, νωρίς το πρωί, μπήκε στο αμάξι έτοιμη να ξεκινήσει το ταξίδι της προς το βορρά. Ο Στάφαν, που είχε γυρίσει σπίτι στη μέση της νύχτας, κουβάλησε τη βαλίτσα της στο αμάξι και την έβαλε στο πίσω κάθισμα. «Πού θα μείνεις;» «Υπάρχει ένα μικρό ξενοδοχείο στο Λίντεσμπεργκ. Θα διανυκτερεύσω εκεί. Υπόσχομαι να σου τηλεφωνήσω. Μετά φαντάζομαι ότι θα βρω να μείνω κάπου στο Χούντικσβαλ». Της χάιδεψε απαλά το μάγουλο και της κούνησε το χέρι καθώς έφευγε. Μία μέρα αργότερα η Μπιργκίτα βρισκόταν δέκα με δώδεκα χιλιόμετρα μακριά από το Χούντικσβαλ. Αν λίγο πιο βόρεια έστριβε προς το εσωτερικό της χώρας, θα περνούσε μέσα από το Χεχουεβάλεν. Για μια στιγμή δίστασε, νιώθοντας λίγο σαν ύαινα, αλλά μετά έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Είχε βάσιμους λόγους να βρίσκεται εκεί. Όταν έφτασε στο Ίγκεσουντ, έστριψε αριστερά και ξανά αριστερά σε μια διασταύρωση στο Έλσουντ. Συνάντησε ένα περιπολικό που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και μετά άλλο ένα. Ξαφνικά τα δέντρα έδωσαν τη θέση τους σε μια λίμνη. Στο δρόμο ήταν παραταγμένα μια σειρά από σπίτια, όλα αποκλεισμένα με ερυθρόλευκη αστυνομική ταινία. Κάμποσοι αστυνομικοί περπατούσαν κατά μήκος αυτού του δρόμου. Η Μπιργκίτα είδε ένα αντίσκηνο στημένο μπροστά από το δάσος και ένα δεύτερο στην πλησιέστερη αυλή. Κοίταξε το χωριό με ένα ζευγάρι κιάλια που είχε πάρει μαζί της. Κάμποσα άτομα με στολές ή φόρμες εργασίας κινούνταν ανάμεσα στα σπίτια ή κάπνιζαν σε ομάδες μπροστά από τις καγκελόπορτες των κήπων. Μερικές φορές επισκεπτόταν και η ίδια τους τόπους των εγκλημάτων ως μέρος της δουλειάς της, και η κατάσταση της ήταν οικεία, αν και όχι σε τέτοια κλίμακα. Ήξερε ότι οι εισαγγελείς και οι άλλοι δικαστικοί δεν ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι, γιατί συχνά οι αστυνομικοί φοβούνταν τις επικρίσεις. Ένας ένστολος αστυνομικός χτύπησε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου διακόπτοντας τις σκέψεις της.
«Τ ι κάνεις εδώ;» «Α, δεν ήξερα ότι μπήκα στην αποκλεισμένη περιοχή». «Δεν μπήκες. Αλλά έχουμε το νου μας με όσους έρχονται εδώ. Ιδιαίτερα αν έχουν κιάλια. Οι συνεντεύξεις Τύπου γίνονται στο Χούντικσβαλ, σε περίπτωση που δεν το ξέρεις». «Δεν είμαι δημοσιογράφος». Ο νεαρός αστυνομικός την κοίταξε καχύποπτα. «Τότε τι είσαι; Μήπως κανένας από αυτούς τους περίεργους που τους αρέσει να παρακολουθούν εγκλήματα;» «Όχι, είμαι συγγενής των θυμάτων». Ο αστυνομικός έβγαλε το σημειωματάριό του. «Ποιων θυμάτων;» «Της Μπρίτα και του Όγκουστ Αντρέν. Πήγαινα στο Χούντικσβαλ, αλλά δεν θυμάμαι το όνομα του αστυνομικού στον οποίο πρέπει να απευθυνθώ». «Έρικ Χουντέν. Αυτός είναι υπεύθυνος για την επικοινωνία με τους συγγενείς. Τα συλλυπητήριά μου». «Ευχαριστώ». Ο αστυνομικός τη χαιρέτισε στρατιωτικά. Η Μπιργκίτα, νιώθοντας ανόητη, έστριψε και απομακρύνθηκε. Όταν έφτασε στο Χούντικσβαλ, συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ο λόγος δεν ήταν μόνο οι στρατιές των δημοσιογράφων. Μια φιλική ρεσεψιονίστ στο «Φερστ Οτέλ Στατ» της είπε ότι γινόταν και ένα συνέδριο με εκπ ροσώπους απ’ όλη τη Σουηδία που είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να «συζητήσουν για τα δάση». Η Μπιργκίτα πάρκαρε το αυτοκίνητό της και περιπλανήθηκε για λίγο στη μικρή πόλη. Δοκίμασε σε δύο ξενοδοχεία και μία πανσιόν, αλλά ήταν όλα γεμάτα. Έψαξε να φάει κάπου μεσημεριανό και ανακάλυψε ένα μικρό κινέζικο εστιατόριο. Ήταν γεμάτο, αλλά βρήκε ένα μικρό τραπέζι δίπλα σ’ ένα παράθυρο. Η αίθουσα ήταν ακριβώς ίδια με των υπόλοιπων κινέζικων εστιατορίων που είχε δει. Τα ίδια βάζα, πορσελάνινα λιοντάρια και λάμπες με πολύχρωμες κορδέλες για αμπαζούρ. Μια Κινέζα πλησίασε με το μενού, και η Μπιργκίτα Ρόσλιν
παράγγειλε. Η κοπέλα δεν μιλούσε πολύ καλά σουηδικά. Μετά το βιαστικό γεύμα της προσπάθησε πάλι να βρει δωμάτιο και τελικά βρήκε ένα στο ξενοδοχείο «Άντμπακεν» στο Ντέλσμπο. Γινόταν κι εκεί ένα συνέδριο, αυτή τη φορά μιας διαφημιστικής εταιρείας. Φαίνεται ότι όλοι οι Σουηδοί έτρεχαν σε συνέδρια. Το «Άντμπακεν» ήταν ένα μεγάλο λευκό κτίριο στην όχθη μιας παγωμένης λίμνης. Καθώς περίμενε στην ουρά στη ρεσεψιόν, διάβασε ότι το απόγευμα οι διαφημιστές θα ήταν απασχολημένοι με ομάδες εργασίας. Το βράδυ θα είχαν ένα γκαλά, στο οποίο θα μοιράζονταν βραβεία. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, σκέφτηκε, ας μην αρχίσουν το βράδυ να τρέχουν μεθυσμένοι στους διαδρόμους και να βροντάνε τις πόρτες. Το δωμάτιό της έβλεπε στην παγωμένη λίμνη και τους κατάφυτους λόφους. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια της για λίγο, μετά σηκώθηκε, φόρεσε το τζάκετ της και πήγε στο Χούντικσβαλ. Δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία συνωστίζονταν μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Τελικά, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια νεαρή εξαντλημένη υπάλληλο στην υποδοχή και της εξήγησε τι ήθελε. «Η Βίβι Σούντμπεργκ δεν έχει χρόνο». Η αδιάφορη απάντηση την ξάφνιασε. «Δεν θα με ρωτήσεις καν για ποιο λόγο θέλω να τη δω;» «Φαντάζομαι ότι θέλεις να της κάνεις ερωτήσεις, όπως και όλοι οι άλλοι. Θα πρέπει να περιμένεις την επόμενη συνέντευξη Τύπου». «Δεν είμαι δημοσιογράφος. Είμαι συγγενής μιας από τις οικογένειες του Χεχουεβάλεν». Η στάση της γυναίκας άλλαξε αμέσως. «Με συγχωρείς. Πρέπει να μιλήσεις με τον Έρικ Χουντέν». Κάλεσε έναν αριθμό στο τηλέφωνο και είπε στον Έρικ ότι είχε επισκέπτρια. Ήταν σαφές πως δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. «Επισκέπτης» ήταν συνθηματικό και σήμαινε «συγγενής θύματος». «Θα κατέβει αμέσως. Περίμενε εκεί δίπλα στη γυάλινη πόρτα». Ξαφνικά βρέθηκε δίπλα της ένας νεαρός. «Αν δεν κάνω λάθος, σε άκουσα να λες ότι είσαι συγγενής θύματος. Μπορώ να σου κάνω μερικές ερωτήσεις;»
Η Μπιργκίτα Ρόσλιν συνήθως ήταν ευγενική. Όχι αυτή τη φορά όμως. «Όχι. Δεν έχω ιδέα ποιος είσαι». «Γράφω». «Για ποιον;» «Για όποιον ενδιαφέρεται». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν έχω τίποτα να σου πω». «Προφανώς λυπάμαι πολύ για την απώλειά σου». «Όχι», του απάντησε. «Δεν λυπάσαι καθόλου. Μιλάς σιγά για να μην τραβήξεις την προσοχή, για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι βρήκες κάποιον συγγενή». Η γυάλινη πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας άντρας. Το ταμπελάκι στο στήθος του έγραφε «Έρικ Χουντέν». Έσφιξαν τα χέρια. Ένα φλας άστραψε καθώς περνούσαν μαζί τη γυάλινη πόρτα. Υπήρχε κόσμος παντού. Οι ρυθμοί εκεί ήταν εντελώς διαφορετικοί από εκείνους στο Χεχουεβάλεν. Μπήκαν σε μια αίθουσα συσκέψεων, όπου το τραπέζι ήταν σκεπασμένο από ντοσιέ και λίστες. Εδώ συγκεντρώνουν τους νεκρούς, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Ο Χουντέν της είπε να καθίσει και έκατσε κι αυτός απέναντί της. Του είπε όλη την ιστορία της από την αρχή, τις δύο αλλαγές ονόματος και πώς ανακάλυψε ότι συνδέεται με τα θύματα. Είδε ότι ο Χουντέν απογοητεύτηκε όταν κατάλαβε πως η παρουσία της δεν θα τους βοηθούσε. «Αντιλαμβάνομαι ότι χρειάζεστε κι άλλες πληροφορίες», είπε η Ρόσλιν. «Εργάζομαι κι εγώ στη δικαιοσύνη και γνωρίζω τις διαδικασίες». «Είναι αυτονόητο ότι είμαι ευγνώμων που ήρθες να μας δεις». Άφησε το στιλό του και την κοίταξε καλά καλά. «Όμως, ήρθες από τη Σκόνα για να μας πεις μόνο αυτό; Θα μπορούσες να τηλεφωνήσεις». «Έχω να σας πω κάτι που σχετίζεται με την έρευνα. Θα ήθελα να μιλήσω με τη Βίβι Σούντμπεργκ». «Δεν μπορείς να το πεις σ’ εμένα; Είναι εξαιρετικά απασχολημένη». «Έχω κάνει ήδη μια μικρή συζήτηση μαζί της και θα ήταν χρήσιμο
να συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε». Ο Χουντέν βγήκε στο διάδρομο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Ρόσλιν τράβηξε το ντοσιέ που έγραφε ΜΠΡΙΤΑ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥΣΤ ΑΝΤ ΡΕΝ. Αυτό που είδε της προκάλεσε φρίκη. Υπήρχαν φωτογραφίες από το εσωτερικό του σπιτιού. Μόνο τότε συνειδητοποίησε την έκταση της σφαγής. Κοίταζε σοκαρισμένη τα κατακρεουργημένα πτώματα. Η γυναίκα ήταν αδύνατο να αναγνωριστεί, ο δολοφόνος τής είχε καταφέρει ένα χτύπημα που είχε κόψει το πρόσωπό της στα δύο. Το ένα χέρι του άντρα κρεμόταν από μερικές ίνες μόνο. Έκλεισε το ντοσιέ και το έσπρωξε μακριά της, αλλά οι εικόνες παρέμειναν. Δεν θα κατάφερνε να τις ξεχάσει. Τα χρόνια που δούλευε στο δικαστήριο είχε αναγκαστεί πολλές φορές να δει φωτογραφίες σαδιστικής βίας, αλλά καμία δεν συγκρινόταν με αυτές. Ο Έρικ Χουντέν επέστρεψε και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Η Βίβι Σούντμπεργκ ήταν καθισμένη σε ένα γραφείο φορτωμένο με έγγραφα. Το πιστόλι και το κινητό της τα είχε αφήσει πάνω σε ένα ντοσιέ που ξεχείλιζε από χαρτιά. Της έδειξε μια καρέκλα για τους επισκέπτες. «Ήθελες να μου μιλήσεις», είπε η Σούντμπεργκ. «Αν κατάλαβα σωστά, έκανες τόσο δρόμο από το Χέλσινγκμποργκ. Πρέπει να πιστεύεις ότι αυτό που έχεις να μας πεις είναι σημαντικό». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Το έκλεισε και κοίταξε την επισκέπτριά της. Η Ρόσλιν της είπε την ιστορία χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Πολλές φορές, καθισμένη στην έδρα, σκεφτόταν πώς έπρεπε να εκφράζεται ο εισαγγελέας ή ο συνήγορος, ο κατηγορούμενος ή ένας μάρτυρας. Ήταν εξαιρετικά εξασκημένη στη συγκεκριμένη ικανότητα συνοπτικής παρουσίασης. «Ίσως γνωρίζετε ήδη για το περιστατικό στη Νεβάδα», κατέληξε, αφού είχε τελειώσει την αφήγησή της. «Όχι, δεν αναφέρθηκε ακόμη στις ενημερώσεις που μας κάνουν». «Εσύ τι πιστεύεις;» «Δεν πιστεύω τίποτα».
«Μπορεί να σημαίνει ότι ο δολοφόνος που ψάχνετε δεν είναι τρελός». «Θα αξιολογήσω τις πληροφορίες που μας έδωσες όπως κάνω και με όλες τις υπόλοιπες. Και πίστεψέ με, παίρνουμε πάρα πολλές – τηλεφωνήματα, επιστολές, μέιλ. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κάτι χρήσιμο». Πήρε ένα σημειωματάριο και ζήτησε από την Μπιργκίτα Ρόσλιν να επαναλάβει την ιστορία της. Όταν τελείωσε με τις σημειώσεις, σηκώθηκε και τη συνόδεψε στην έξοδο. Πριν φτάσουν στη γυάλινη πόρτα, σταμάτησε. «Θέλεις να δεις το σπίτι όπου μεγάλωσε η μητέρα σου; Γι’ αυτό ήρθες εδώ;» «Γίνεται;» «Τα πτώματα έχουν απομακρυνθεί. Μπορώ να σε αφήσω να μπεις μέσα, αν θέλεις βέβαια. Θα πάω εκεί σε μισή ώρα. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πάρεις τίποτα από το σπίτι. Υπάρχουν άνθρωποι που θα ξήλωναν ευχαρίστως ακόμα και τα πλακάκια πάνω στα οποία βρέθηκε ένα πτώμα». «Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος». «Αν περιμένεις στο αμάξι σου, μπορείς να με ακολουθήσεις». Η Βίβι Σούντμπεργκ πάτησε ένα κουμπί και η γυάλινη πόρτα άνοιξε. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν βγήκε στο δρόμο πριν προλάβουν να τη σταματήσουν οι δημοσιογράφοι που ήταν συγκεντρωμένοι στη ρεσεψιόν. Ενώ καθόταν με το χέρι της στο κλειδί της μίζας, συνειδητοποίησε ότι είχε αποτύχει. Η Σούντμπεργκ δεν την είχε πάρει στα σοβαρά. Ήταν απίθανο να εξετάσει την πληροφορία που της έδωσε για τη Νεβάδα και ακόμα κι αν την εξέταζε, δεν θα το έκανε με μεγάλο ενθουσιασμό. Και ήταν φυσικό – το άλμα από το Χεχουεβάλεν στη Νεβάδα ήταν πολύ μεγάλο. Ένα μαύρο αμάξι σταμάτησε δίπλα της. Η Βίβι Σούντμπεργκ της κούνησε το χέρι. Όταν έφτασαν στο χωριό, η Σούντμπεργκ την οδήγησε στο σπίτι. «Θα σε αφήσω εδώ ώστε να μείνεις μόνη για λίγο».
Η Μπιργκίτα Ρόσλιν πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα. Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Ήταν σαν να περνούσε από τα παρασκήνια σε μια κατάφωτη σκηνή θεάτρου. Και ήταν ο μοναδικός ηθοποιός και ταυτόχρονα θεατής στο έργο.
8 Η Μπιργκίτα Ρόσλιν στάθηκε στο χολ και αφουγκράστηκε. Τα άδεια σπίτια έχουν μια σιωπή που είναι μοναδική, σκέφτηκε. Οι άνθρωποι φεύγουν και παίρνουν όλον το θόρυβο μαζί τους. Δεν ακούγεται ούτε τικ τακ από ρολόι. Πήγε στο καθιστικό. Παντού υπήρχαν παλιομοδίτικες οσμές από έπιπλα, ταπετσαρίες και ανοιχτόχρωμα βάζα πορσελάνης στριμωγμένα σε ράφια και ανάμεσα σε γλάστρες με φυτά. Έβαλε το δάχτυλό της στο χώμα μιας γλάστρας, μετά πήγε στην κουζίνα, βρήκε ένα ποτιστήρι και πότισε όλα τα φυτά που βρήκε. Κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταξε γύρω της. Πόσα από αυτά τα αντικείμενα ήταν εδώ όταν ζούσε η μητέρα της σε αυτό το σπίτι; Τα περισσότερα μάλλον. Τα πάντα εδώ είναι παλιά^ τα έπιπλα γερνούν μαζί με τους ανθρώπ ους που τα χρησιμοποιούν, συλλογίστηκε. Το πάτωμα όπου κείτονταν τα πτώματα ήταν ακόμη καλυμμένο με πλαστικό. Ανέβηκε τη σκάλα. Το κρεβάτι στην κύρια κρεβατοκάμαρα ήταν ξέστρωτο. Είδε μια παντόφλα μισοκρυμμένη από κάτω. Δεν μπόρεσε να βρει το ταίρι της. Στον επάνω όροφο υπήρχαν άλλα δύο δωμάτια. Στο δυτικό, η ταπετσαρία ήταν καλυμμένη με παιδικές αναπαραστάσεις ζώων. Είχε μια αμυδρή ανάμνηση της μητέρας της να της περιγράφει κάποτε μια τέτοια ταπετσαρία. Ένα κρεβάτι, μια τουαλέτα, ένα ερμάρι, μια καρέκλα και μια στοίβ α κουρελούδες μπροστά στον ένα τοίχο. Άνοιξε την ντουλάπα. Τα ράφια ήταν στρωμένα με εφημερίδες. Μία ήταν από το
1969. Από τότε είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια που η μητέρα της είχε φύγει από εκεί. Κάθισε στην καρέκλα μπροστά από το παράθυρο. Είχε σκοτεινιάσει, οι δασωμένες πλαγιές πίσω από τη λίμνη δεν φαίνονταν πια. Ένας αστυνομικός, που φωτιζόταν από το φακό ενός συναδέλφου του, κινούνταν εκεί όπου ξεκινούσαν τα δέντρα. Κάθε τόσο σταματούσε και έσκυβε για να εξετάσει το έδαφος σαν να αναζητούσε κάτι. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι η μητέρα της ήταν κοντά. Είχε καθίσει σε αυτό ακριβώς το μέρος πολύ πριν γεννηθεί η Μπιργκίτα. Εδώ, στο ίδιο δωμάτιο σε διαφορετικό χρόνο. Κάποιος είχε σκαλίσει καμπυλωτά σχήματα στο λευκό περβάζι του παραθύρου. Ίσως η μητέρα της. Και ίσως κάθε σκάλισμα να ήταν μια έκφραση της λαχτάρας της να ξεφύγει, να βρει μια νέα αυγή. Σηκώθηκε και κατέβηκε πάλι κάτω. Δίπλα στην κουζίνα υπήρχε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι, ένα ζευγάρι πατερίτσες, ακουμπισμένες στον τοίχο, και μια παλιά αναπηρική πολυθρόνα. Στο πάτωμα δίπλα από το κομοδίνο ήταν ένα πορσελάνινο δοχείο νυκτός. Το δωμάτιο έδινε την αίσθηση ότι είχε να χρησιμοποιηθεί πολύ καιρό. Γύρισε στο καθιστικό περπατώντας στις μύτες σαν να φοβόταν μήπως ενοχλούσε κάποιον. Τα συρτάρια σε ένα γραφείο ήταν μισάνοιχτα. Το ένα είχε τραπεζομάντιλα και πετσέτες, το άλλο σκούρα κουβάρια από μάλλινο νήμα. Στο τρίτο συρτάρι, το τελευταίο, υπήρχαν δεσμίδες με επιστολές και τετράδια με καφέ εξώφυλλο. Πήρε ένα από τα τετράδια και το άνοιξε. Δεν υπήρχε όνομα πάνω. Ήταν όλο πυκνογραμμένο με μικροσκοπικά γράμματα. Έβγαλε τα γυαλιά της και προσπάθησε να το διαβάσει. Έμοιαζε με ημερολόγιο, και η ορθογραφία ήταν καθαρευουσιάνικη. Μιλούσε για αμαξοστοιχίες, άμαξες, σιδηροδρομικές γραμμές. Τότε πρόσεξε μια λέξη που την ξάφνιασε: Νεβάδα. Έμεινε εντελώς ακίνητη, κρατώντας την ανάσα της. Κάτι άρχισε ξαφνικά ν’ αλλάζει. Αυτό το βουβό, άδειο σπίτι τής είχε στείλει ένα μήνυμα. Προσπάθησε ν’ αποκρυπτογραφήσει το κείμενο που ακολουθούσε, αλλά άκουσε την εξώπορτα ν’ ανοίγει. Έβαλε το ημερολόγιο στη θέση του κι έκλεισε το συρτάρι. Η Βίβι Σούντμπεργκ μπήκε στο
δωμάτιο. «Σίγουρα είδες πού ήταν τα πτώματα», είπε. «Δεν χρειάζ εται να σου δείξω». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κατένευσε. «Τα σπίτια τα κλειδώνουμε τη νύχτα. Πρέπει να φύγεις». «Βρήκατε τους συγγενείς του ζευγαριού που ζούσε εδώ;» «Αυτό ακριβώς ήρθα να σου πω. Φαίνεται ότι η Μπρίτα και ο Όγκουστ δεν είχαν δικά τους παιδιά, ούτε άλλους συγγενείς πέρα από αυτούς που ζούσαν στο χωριό και είναι επίσης νεκροί. Ο κατάλογος των θυμάτων θα δημοσιοποιηθεί αύριο». «Και μετά τι θ’ απογίνουν;» «Ίσως αυτό θα μπορούσες να το σκεφτείς εσύ, αφού είσαι συγγενής τους». «Δεν είμαι πραγματικά συγγενής τους. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, νοιάζομαι γι’ αυτούς». Βγήκαν από το σπίτι, και η Σούντμπεργκ κλείδωσε την πόρτα και κρέμασε το κλειδί σε ένα καρφί. «Δεν υπάρχει περίπτωση να δοκιμάσει κανείς να μπει μέσα», είπε. «Αυτό το χωριό φρουρείται εξίσου καλά με τη σουηδική βασιλική οικογένεια». Αποχαιρετίστηκαν στο δρόμο. Δυνατοί προβολείς φώτιζαν μερικά από τα σπίτια. Για άλλη μια φορά η Μπιργκίτα Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν σε σκηνή θεάτρου. «Θα φύγεις αύριο;» ρώτησε η Βίβι Σούντμπεργκ. «Μάλλον. Σκέφτηκες καθόλου αυτά που σου είπα;» «Θα ανακοινώσω τις πληροφορίες σου αύριο, όταν κάνουμε την πρωινή μας σύσκεψη». «Πρέπει να συμφωνήσεις, όμως, ότι φαίνεται δυνατό, για να μην πω πιθανό, να υπάρχει κάποια σχέση». «Είναι πολύ νωρίς για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Αλλά νομίζω ότι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις τώρα είναι να το ξεχάσεις». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοίταξε τη Βίβι Σούντμπεργκ που μπήκε στο αυτοκίνητό της κι έφυγε. «Δεν με πιστεύει», είπε μεγαλόφωνα μέσα στο σκοτάδι. «Δεν με πιστεύει – και, φυσικά, την καταλαβαίνω».
Από την άλλη μεριά όμως, αυτό την ενόχλησε. Αν ήταν η ίδια αστυνομικός, θα έδινε προτεραιότητα στις πληροφορίες που δείχνουν μια σύνδεση με ένα παρόμοιο περιστατικό, ακόμα κι αν αυτό είχε συμβεί σε άλλη ήπειρο. Αποφάσισε να μιλήσει με τον εισαγγελέα που ήταν επικεφαλής της έρευνας.
Γύρισε στο Ντέλσμπο οδηγώντας πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε και ήταν ακόμη εκνευρισμένη όταν έφτασε στο ξενοδοχείο. Το δείπνο των διαφημιστών βρισκόταν στο φόρτε του στην τραπεζαρία και αναγκάστηκε να φάει στο έρημο μπαρ. Μαζί με το γεύμα της παράγγειλε ένα ποτήρι κρασί. Ήταν ένα αυστραλιανό Σιράχ, πολύ γευστικό, αλλά δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν είχε άρωμα σοκολάτας ή γλυκόριζας ή ίσως και τα δύο μαζί. Μετά το γεύμα ανέβηκε στο δωμάτιό της. Η αγανάκτησή της είχε υποχωρήσει. Πήρε ένα χάπι σιδήρου, ενώ σκεφτόταν το ημερολόγιο που είχε δει στο χωριό. Έπρεπε να είχε πει στη Βίβι Σούντμπεργκ τι είχε ανακαλύψει^ για κάποιο λόγο, όμως, δεν το έκανε. Υπήρχε κίνδυνος να γίνει και το ημερολόγιο ακόμα μία ασήμαντη λεπτομέρεια σε μια ευρύτατη έρευνα που ξεχείλιζε από τεκμήρια. Οι καλοί αστυνομικοί έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν διασυνδέσεις σε μια μάζα από στοιχεία που στους άλλους φαίνονται τυχαία και χαοτικά. Τ ι είδους αστυνομικός ήταν η Βίβι Σούντμπεργκ; Μια υπέρβαρη μεσήλικη γυναίκα που δεν έδειχνε και τόσο έξυπνη. Απέσυρε αμέσως αυτή την κρίση. Ήταν άδικη. Δεν ήξερε τίποτα για τη Βίβι Σούντμπεργκ. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άναψε την τηλεόραση, ενώ από την τραπεζαρία άκουγε τις δονήσεις των μπάσων.
Την ξύπνησε το τηλέφωνό της. Κοίταξε το ρολόι και είδε ότι κοιμόταν πάνω από μία ώρα. Ήταν ο Στάφαν. «Πού στην ευχή είσαι;» «Στο Ντέλσμπο». «Δεν ξέρω πού είναι αυτό». «Στο Χούντικσβαλ, λίγο πιο δυτικά. Αν δεν με γελά η μνήμη μου, τον παλιό καιρό το Ντέλσμπο φημιζόταν για τα μαχαιρώματα που
γίνονταν ανάμεσα σε αγρότες». Του είπε για την επίσκεψή της στο Χεχουεβάλεν. Από το βάθος ακουγόταν τζαζ μουσική. Κατά πάσα πιθανότητα, το προτιμά να είναι μόνος του, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Μπορεί ν’ ακούει όσο θέλει την τζαζ που δεν μου αρέσει καθόλου. «Και τι γίνεται τώρα;» τη ρώτησε όταν τελείωσε. «Θα αποφασίσω αύριο. Μπορείς να γυρίσεις στη μουσική σου τώρα». «Είναι Τσάρλι Μίνγκους». «Ποιος;» «Θες να πεις ότι ξέχασες ποιος είναι ο Τσάρλι Μίνγκους;» «Μερικές φορές μού φαίνεται ότι όλοι αυτοί οι μουσικοί της τζαζ που ακούς έχουν το ίδιο όνομα». «Τ ώρα με προσβάλλεις». «Δεν είχα τέτοιο σκοπό». «Είσαι σίγουρη;» «Τ ι θα πει αυτό;» «Απλώς ότι εκφράζεις μόνο περιφρόνηση για τη μουσική που μου αρέσει τόσο πολύ». «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Μόνο εσύ μπορείς να το απαντήσεις αυτό». Η συζήτηση τελείωσε ξαφνικά, καθώς ο Στάφαν βρόντηξε το ακουστικό του τηλεφώνου. Αυτό την έκανε έξω φρενών. Τον ξαναπήρε, αλλά δεν το σήκωσε. Τελικά τα παράτησε. Δεν έχω κουραστεί μόνο εγώ, σκέφτηκε. Σίγουρα κι αυτός με βρίσκει εξίσου ψυχρή και απόμακρη. Ετοιμάστηκε για ύπνο. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρει να κοιμηθεί. Νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει ακόμη, την ξύπνησε μια πόρτα που βρόντηξε κάπου. Έμεινε ξαπλωμένη στο σκοτάδι ξαναφέρνοντας στη μνήμη της όσα είχε ονειρευτεί. Ήταν στο σπίτι της Μπρίτα και του Όγκουστ. Της μιλούσαν καθισμένοι και οι δύο στον σκούρο κόκκινο καναπέ, ενώ αυτή στεκόταν όρθια μπροστά τους. Ξαφνικά πρόσεξε ότι ήταν γυμνή. Προσπάθησε να σκεπαστεί με κάτι και να φύγει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια της έμοιαζαν να έχουν παραλύσει. Όταν κοίταξε κάτω, είδε ότι ήταν εγκλωβισμένα
μέσα στις σανίδες του πατώματος. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησε. Αφουγκράστηκε μέσα στο σκοτάδι. Δυνατές μεθυσμένες φωνές πλησίαζαν κι έσβηναν πάλι. Κοίταξε το ρολόι της. Πέντε παρά τέταρτο. Πολλή ώρα ακόμη μέχρι να ξημερώσει. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, αλλά τότε της ήρθε μια ιδέα. Το κλειδί κρεμόταν από ένα καρφί. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Προφανώς ήταν απαγορευμένο και εξωφρενικό. Σκέφτηκε να πήγαινε και να έπαιρνε ό,τι υπήρχε σ’ εκείνο το συρτάρι. Να μην περίμενε μέχρι κάποιος αστυνομικός τύχαινε να ενδιαφερθεί γι’ αυτά τα στοιχεία. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Ησυχία, ερημιά. Μπορώ να το κάνω, σκέφτηκε. Αν είμαι τυχερή, ίσως καταφέρω να μην κολλήσει αυτή η έρευνα στη λάσπη, όπως έγινε με τη χειρότερη υπόθεση που έχω δει ποτέ, τη δολοφονία του πρωθυπουργού. Αλλά έτσι θα πάρω το νόμο στα χέρια μου, και κάποιος φανατικός εισαγγελέας ίσως μπορέσει να πείσει κάποιον ηλίθιο δικαστή ότι αυτό που έκανα ήταν παρακώλυση της δικαιοσύνης. Ακόμα χειρότερο ήταν ότι είχε πιει κρασί. Θα ήταν καταστροφή αν την έπιαναν να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Υπολόγισε πόσες ώρες είχαν περάσει από το γεύμα. Το αλκοόλ πρέπει να είχε αποβληθεί από τον οργανισμό της τώρα. Αλλά δεν ήταν σίγουρη. Δεν πρέπει να το κάνω αυτό, σκέφτηκε. Ακόμα κι αν οι αστυνομικοί της βάρδιας κοιμούνται. Δεν μπορώ να το κάνω. Ντύθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Ο διάδρομος ήταν άδειος. Από διάφορα δωμάτια όπου συνεχιζόταν το πάρτι ακουγόταν θόρυβος. Της φάνηκε κιόλας ότι άκουσε ένα ζευγάρι να κάνει έρωτα. Η ρεσεψιόν ήταν άδεια. Το μόνο που είδε φευγαλέα ήταν η πλάτη μιας ξανθιάς κοπέλας στο δωμάτιο πίσω από τον πάγκο. Μόλις βγήκε από το ξενοδοχείο, πάγωσε. Δεν φυσούσε, και ο ουρανός ήταν καθαρός, αλλά έκανε πολύ περισσότερο κρύο από την προηγούμενη νύχτα. Στο αμάξι άρχισε να το μετανιώνει. Όμως, ο πειρασμός ήταν απλούστατα πολύ μεγάλος. Ήθελε να διαβάσει εκείνο το ημερολόγιο.
Ο δρόμος δεν είχε καθόλου κίνηση. Σε ένα σημείο φρέναρε απότομα όταν της φάνηκε ότι είδε μια άλκη κουβαριασμένη δίπλα στο χιόνι, στην άκρη του δρόμου, αλλά ήταν απλώς ένας κομμένος κορμός δέντρου. Όταν έφτασε στον τελευταίο λόφο πριν από την κατηφόρα που οδηγούσε στο χωριό, σταμάτησε κι έσβησε τα φώτα. Είχε πάντα ένα φακό στο ντουλαπάκι του ταμπλό. Άρχισε να περπατά προσεκτικά στο δρόμο. Κάθε τόσο σταματούσε και αφουγκραζόταν. Μια ελαφριά αύρα θρόιζε στις αόρατες κορυφές των δέντρων. Μόλις έφτασε στην κορυφή του λόφου, είδε ότι οι δύο προβολείς ήταν ακόμη αναμμένοι και ένα περιπολικό ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι που βρισκόταν πιο κοντά στα δέντρα. Θα μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι της Μπρίτα και του Όγκουστ χωρίς να τη δουν. Κάλυψε με το χέρι της το φακό, μπήκε από την καγκελόπορτα στην αυλή του γειτονικού σπιτιού και μετά έφτασε στην εξώπορτα από την πίσω πλευρά. Κανένα ίχνος ζωής από το περιπολικό. Ψαχούλεψε, μέχρι που βρήκε το κλειδί. Καθώς μπήκε στο σπίτι, τη διαπέρασε ένα ρίγος. Έβγαλε μια πλαστική σακούλα από την τσέπη του τζάκετ της και άνοιξε προσεκτικά το συρτάρι. Ο φακός έσβησε ξαφνικά. Τον κούνησε αλλά τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, άρχισε να γεμίζει τη σακούλα με τις επιστολές και τα ημερολόγια. Μια δεσμίδα επιστολών γλίστρησε από το χέρι της και έχασε ατέλειωτη ώρα ψαχουλεύοντας στο κρύο πάτωμα μέχρι να τη βρει. Βγήκε από το σπίτι και γύρισε βιαστικά στο αμάξι της. Η ρεσεψιονίστ την κοίταξε έκπληκτη όταν γύρισε στο ξενοδοχείο. Μπήκε στον πειρασμό ν’ αρχίσει να διαβάζει αμέσως, αλλά αποφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να κοιμηθεί μια-δυο ώρες πρώτα. Στις εννιά δανείστηκε έναν μεγεθυντικό φακό από τη ρεσεψιόν και κάθισε στο τραπέζι του δωματίου, που το είχε μετακινήσει δίπλα στο παράθυρο. Οι διαφημιστές αποχαιρετιούνταν και έπειτα έμπαιναν σε αυτοκίνητα και μικρά λεωφορεία. Κρέμασε την ταμπέλα ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤ Ε στο πόμολο της πόρτας της, πήρε το ημερολόγιο κι άρχισε να διαβάζει. Προχωρούσε αργά. Μερικές
λέξεις ή και μερικές προτάσεις ακόμα δεν διαβάζονταν. Ο συγγραφέας δεν έδινε το όνομά του, μόνο τα αρχικά: Γ.Ο. Για κάποιο λόγο δεν χρησιμοποιούσε ποτέ το πρώτο πρόσωπο όταν αναφερόταν στον εαυτό του, αλλά πάντα τα αρχικά Γ.Ο. Η Μπιργκίτα θυμήθηκε τη δεύτερη επιστολή που είχε βρει στα χαρτιά της μητέρας της. Γιαν Όγκουστ Αντρέν. Αυτός πρέπει να ήταν. Εργαζόταν ως επιστάτης στην κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών, που προχωρούσαν αργά, προς τα ανατολικά, διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα, και περιέγραφε με μεγάλες και διεξοδικές λεπτομέρειες το ρόλο του σε αυτό το εγχείρημα. Πόσο πρόθυμα υποτασσόταν σε όσους ήταν ψηλότερα στην ιεραρχία, ανθρώπους που τον εντυπωσίαζαν με τη δύναμή τους^ για τις αρρώστιες του, ανάμεσά τους και έναν επίμονο πυρετό που δεν τον άφησε να δουλέψει για πολύ καιρό. Σε μερικά σημεία ο γραφικός του χαρακτήρας γινόταν ασταθής. Ο Γ.Ο. περιέγραφε μια περίοδο με «υψηλή θερμοκρασία και αίμα στον συχνό και επώδυνο εμετό που με βασανίζει». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν σχεδόν ένιωθε το φόβο του θανάτου που εξέπεμπαν οι σελίδες του ημερολογίου. Καθώς ο Γ.Ο. δεν έβαζε ημερομηνία στις περισσότερες καταχωρίσεις του, η Μπιργκίτα δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο καιρό ήταν άρρωστος. Σε μία από τις επόμενες σελίδες έγραφε τη διαθήκη του: «Στον φίλο μου Χέρμπερτ τις καλύτερες μπότες μου και άλλα ενδύματα, και στον κύριο Χάρισον το τουφέκι και το περίστροφό μου, και τον παρακαλώ να πληροφορήσει τους συγγενείς μου στη Σουηδία ότι πέθανα. Δώστε χρήματα στον ιερέα του σιδηροδρόμου για να κάνει μια αξιοπρεπή κηδεία με δύο τουλάχιστον ύμνους. Δεν είχα υποψιαστεί ότι η ζωή μου θα τελείωνε τόσο γρήγορα. Ο Θεός ας με βοηθήσει». Όμως, ο Γ.Ο. δεν πέθανε. Ξαφνικά, και χωρίς κανένα εμφανές μεταβατικό στάδιο, είναι πάλι καλά στην υγεία του. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Γ.Ο. ήταν επιστάτης στη «Σέντραλ Πασίφικ Κόμπανι», της εταιρείας που κατασκεύασε τη σιδηροδρομική γραμμή από τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι ένα σημείο στο μέσο της αμερικανικής ηπείρου, όπου θα συναντιόταν με τη γραμμή από την Ανατολική Ακτή. Μερικές φορές παραπονιέται ότι οι
εργάτες είναι «τρομερά τεμπέληδες» αν δεν τους παρακολουθεί στενά. Εκείνοι που τον ενοχλούν περισσότερο είναι οι Ιρλανδοί, επειδή πίνουν πολύ και αργούν να πιάσουν δουλειά το πρωί. Υπολογίζει ότι θα αναγκαστεί να διώξει έναν στους τέσσερις Ιρλανδούς εργάτες, πράγμα που θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Είναι αδύνατο να χρησιμοποιήσει Ινδιάνους, γιατί αρνούνται να δουλέψουν σύμφωνα με τις οδηγίες που τους δίνουν. Οι Νέγροι είναι πιο εύκολοι, αλλά οι πρώην σκλάβοι, που είτε έχουν ελευθερωθεί είτε το έχουν σκάσει, δεν ακολουθούν τις εντολές του. Ο Γ.Ο. γράφει ότι «ένα εργατικό δυναμικό από αξιοπρεπείς Σουηδούς χωρικούς θα ήταν πολύ προτιμότερο απ’ όλους τους αναξιόπιστους Κινέζους εργάτες και τους μεθυσμένους Ιρλανδούς». Η προσπάθεια που κατέβαλλε η Μπιργκίτα Ρόσλιν για να διαβάσει το κείμενο ταλαιπωρούσε τα μάτια της κι έτσι αναγκαζόταν να ξαπλώνει συχνά στο κρεβάτι, με τα βλέφαρα κλειστά, για να ξεκουράζεται. Μετά άρχισε να διαβάζει μία από τις τρεις δεσμίδες επιστολών. Και πάλι γράφει ο Γ.Ο. Ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας που μετά βίας διαβαζόταν. Γράφει στους γονείς του και τους λέει πώς τα πάει. Ανάμεσα σε αυτά που γράφει στο ημερολόγιό του και σε αυτά που γράφει στις επιστολές υπάρχει μια εμφανής διαφορά. Αν όσα λέει στο ημερολόγιο είναι αλήθεια, τότε τα γράμματα είναι γεμάτα ψέματα. Στο ημερολόγιο έχει γράψει ότι ο μηνιαίος μισθός του ήταν έντεκα δολάρια. Σε ένα από τα πρώτα γράμματα που στέλνει στους γονείς του λέει ότι «τα αφεντικά μου είναι τόσο ευχαριστημένα μαζί μου ώστε τώρα βγάζω είκοσι πέντε δολάρια το μήνα, που είναι περίπου όσα βγάζει ένας εφοριακός στην πατρίδα». Καυχιέται, σκέφτηκε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Η Μπιργκίτα διάβασε κι άλλα γράμματα και ανακάλυψε κι άλλα ψέματα, το ένα πιο απίστευτο από το άλλο. Ξαφνικά ο Γ.Ο. αποκτά μια αρραβωνιαστικιά, μια μαγείρισσα που λέγεται Λόρα και προέρχεται από «μια οικογένεια με καλή θέση στην υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης». Κρίνοντας από την ημερομηνία του γράμματος, το είχε στείλει όταν ήταν κοντά στο θάνατο και είχε γράψει τη διαθήκη του. Ίσως είδε τη Λόρα σε κάποιο από τα παραληρήματά του. Ο άνθρωπος που προσπαθούσε να καταλάβει η Μπιργκίτα Ρόσλιν
ήταν πονηρός και κατάφερνε συνεχώς να της ξεγλιστρά. Άρχισε να ξεφυλλίζει τις επιστολές και τα ημερολόγια πιο ανυπόμονα. Ανάμεσα στα ημερολόγια βρήκε ένα έγγραφο που υπέθεσε ότι ήταν απόδειξη πληρωμής. Τον Απρίλιο του 1864 ο Γιαν Όγκουστ Αντρέν είχε πληρωθεί έντεκα δολάρια για τη δουλειά του. Τ ώρα η Μπιργκίτα ήταν σίγουρη ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε γράψει το γράμμα που είχε βρει στα έγγραφα της μητέρας της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ένας άντρας φτυάριζε το χιόνι. Κάποτε κάποιος Γιαν Όγκουστ Αντρέν μετανάστευσε από το Χεχουεβάλεν, σκέφτηκε. Κατέληξε στη Νεβάδα να δουλεύει στο σιδηρόδρομο. Έγινε επιστάτης και δεν συμπαθούσε πολύ τους εργάτες του. Η αρραβωνιαστικιά που είχε επινοήσει μπορεί να ήταν απλώς μία από εκείνες τις «γυναίκες χαλαρών ηθών που έλκονται από τα εργοτάξια του σιδηροδρόμου», όπως έγραφε σε μια καταχώριση. Τα αφροδίσια νοσήματα θέριζαν τους εργάτες. Οι πόρνες που ακολουθούσαν το σιδηρόδρομο δημιουργούσαν προβλήματα. Εκτός του ότι εκείνοι που κολλούσαν αφροδίσια νοσήματα έπρεπε να απολυθούν, οι βίαιοι καβγάδες για τις γυναίκες προκαλούσαν συνεχείς καθυστερήσεις. Σε μια περίπτωση, ο Γ.Ο. γράφει ότι ένας Ιρλανδός που λεγόταν Ο’Κόνορ καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή σκότωσε έναν Σκοτσέζο εργάτη. Ήταν μεθυσμένοι και μάλωσαν για μια γυναίκα. Τ ώρα θα κρεμούσαν τον Ο’Κόνορ, και ο δικαστής που είχε πάει στον καταυλισμό για να προεδρεύσει στη δίκη είχε συμφωνήσει ότι ο απαγχονισμός δεν ήταν απαραίτητο να γίνει στην κοντινότερη πόλη, αλλά μπορούσαν να τον μεταφέρουν και σε ένα λόφο κοντά στο σημείο όπου είχαν φτάσει οι σιδηροδρομικές γραμμές. Ο Γιαν Όγκουστ Αντρέν γράφει: «Μου αρέσει η ιδέα ότι θα μπορέσουν όλοι να δουν πού οδηγεί η μέθη και η βία». Αναφέρει ότι ο Ιρλανδός είναι νέος, «μόλις που έχει λίγο χνούδι στο πιγούνι του». Η εκτέλεση θα γίνει νωρίς, λίγο πριν αρχίσει η πρωινή βάρδια. Ακόμα και ένας απαγχονισμός δεν πρέπει να προκαλέσει την παραμικρή καθυστέρηση. Ο επιστάτης έχει εντολές να φροντίσει να παρακολουθήσουν όλοι την εκτέλεση. Φυσάει δυνατός άνεμος. Ο
Γιαν Όγκουστ Αντρέν δένει γύρω από τη μύτη και το στόμα του ένα μαντίλι και πηγαίνει στα αντίσκηνα για να βεβαιωθεί ότι όλα τα μέλη της ομάδας του έχουν φύγει για το λόφο όπου θα γίνει ο απαγχονισμός. Η κρεμάλα έχει στηθεί πάνω σε μια πλατφόρμα φτιαγμένη από τραβέρσες που μόλις τις έχουν περάσει με πίσσα. Όταν εκτελεστεί ο Ο’Κόνορ, θα αποσυναρμολογήσουν την πλατφόρμα και θα κουβαλήσουν τις τραβέρσες πάλι στις γραμμές. Ο καταδικασμένος φτάνει περικυκλωμένος από οπλισμένους φρουρούς. Είναι παρών και ένας ιερέας. Ο Αντρέν περιγράφει τη σκηνή: «Ένα βαρύ μουρμουρητό ακούγεται από τους συγκεντρωμένους άντρες. Για μια στιγμή νόμιζες ότι ήταν μουρμουρητό διαμαρτυρίας κατά του δήμιου, αλλά μετά καταλάβαινες ότι ήταν μουρμουρητό ανακούφισης επειδή δεν θα ήταν αυτοί που θα είχαν σε λίγο σπασμένο λαιμό. Φαντάζομαι ότι πολλοί που μισούσαν την καθημερινή δουλειά τώρα νιώθουν μακάρια ευχαρίστηση με την προοπτική ότι σήμερα θα μπορέσουν να κουβαλήσουν ράγες, να φτυαρίσουν χαλίκι και να στρώσουν τραβέρσες». Ο Αντρέν γράφει σαν παλιός δημοσιογράφος που καλύπτει το αστυνομικό ρεπορτάζ, σκέφτηκε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Όμως, γράφει για τον εαυτό του ή μήπως για κάποιον άγνωστο αναγνώστη στο μέλλον; Διαφορετικά, γιατί να χρησιμοποιεί όρους όπως «μακάρια ευχαρίστηση»; Ο Ο’Κόνορ, αλυσοδεμένος, περπατά με βήμα βαρύ, σαν να βρίσκεται σε ύπνωση, αλλά ξαφνικά ζωντανεύει μπροστά στην αγχόνη και αρχίζει να φωνάζει και να παλεύει για τη ζωή του. Η ταραχή ανάμεσα στους εργάτες μεγαλώνει, και ο Αντρέν γράφει ότι «είναι τρομερό να βλέπεις αυτόν το νέο να παλεύει για τη ζωή που ξέρει ότι γρήγορα θα χάσει. Τον πηγαίνουν στη θηλιά, ενώ αυτός κλοτσάει και ουρλιάζει και συνεχίζει να μουγκρίζει, μέχρι που ανοίγει η καταπακτή και σπάει ο λαιμός του». Εκείνη τη στιγμή τα μουρμουρητά παύουν και, σύμφωνα με τον Αντρέν, «απλώνεται απόλυτη σιωπή, σαν να βουβάθηκαν όλοι, σαν να αισθάνθηκαν τον δικό τους λαιμό να σπάει». Εκφράζεται καλά, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Ένας άνθρωπος με συναισθήματα που ξέρει να γράφει.
Η αγχόνη αποσυναρμολογείται, το πτώμα και οι τραβέρσες μεταφέρονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ξεσπάει ένας καβγάς ανάμεσα σε κάμποσους Κινέζους που θέλουν να πάρουν το σχοινί με το οποίο κρεμάστηκε ο Ο’Κόνορ. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Σούντμπεργκ. «Σε ξύπνησα;» «Όχι». «Μπορείς να κατέβεις κάτω; Είμαι στη ρεσεψιόν». «Περί τίνος πρόκειται;» «Κατέβα κάτω και θα σου πω». Η Βίβι Σούντμπεργκ περίμενε δίπλα στο αναμμένο τζάκι. «Ας καθίσουμε», είπε, δείχνοντας μερικές πολυθρόνες και έναν καναπέ γύρω από ένα τραπέζι στη γωνία. «Πώς ήξερες ότι μένω εδώ;» «Ρώτησα». Η Ρόσλιν άρχισε να υποψιάζεται το χειρότερο. Η Σούντμπεργκ ήταν συγκρατημένη, ψυχρή. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Έχουμε και μάτια και αυτιά, ξέρεις», είπε. «Παρόλο που είμαστε επαρχιώτες αστυνομικοί. Σίγουρα γνωρίζεις για τι πράγμα μιλάω». «Όχι». «Λείπει το περιεχόμενο ενός συρταριού από το σπίτι όπου είχα την καλοσύνη να σε αφήσω να μπεις. Σου ζήτησα να μην αγγίξεις τίποτα. Με αγνόησες όμως. Πρέπει να ξαναπήγες στο σπίτι κάποια στιγμή τη νύχτα. Στο συρτάρι που άδειασες υπήρχαν ημερολόγια και επιστολές. Θα περιμένω εδώ να τα φέρεις. Ήταν πέντε ή έξι ημερολόγια; Και πόσες δεσμίδες με επιστολές; Φέρ’ τα όλα κάτω. Τότε θα σου κάνω τη χάρη να ξεχάσω ό,τι έγινε. Και να είσαι επίσης ευγνώμων που έκανα τον κόπο να έρθω ως εδώ». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κατάλαβε ότι είχε κοκκινίσει. Την είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω με τα δάχτυλα μέσα στο βάζο με τη μαρμελάδα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η Σούντμπεργκ την είχε ανακαλύψει. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να κρατήσει το ημερολόγιο που διάβαζε, αλλά μπορεί η Σούντμπεργκ να ήξερε πόσα ήταν τα ημερολόγια. Δεν ήταν βέβαιο ότι η φαινομενική άγνοιά της ήταν πραγματική, μπορεί απλώς να
δοκίμαζε την εντιμότητα της Ρόσλιν. Κατέβασε στη ρεσεψιόν ό,τι είχε πάρει από το σπίτι. Η Βίβι Σούντμπεργκ είχε μια χαρτοσακούλα μέσα στην οποία έβαλε τα ημερολόγια και τα γράμματα. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε. «Από περιέργεια. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ζητήσω συγγνώμη». «Υπάρχει τίποτε άλλο που δεν μου έχεις πει;» «Όχι. Δεν έχω κρυφά κίνητρα». Η Σούντμπεργκ την κοίταξε επικριτικά. Η Ρόσλιν ένιωσε να κοκκινίζει πάλι. Η Σούντμπεργκ σηκώθηκε. Αν και μεγαλόσωμη, ήταν ευκίνητη. «Άσε την αστυνομία ν’ ασχοληθεί με αυτή την υπόθεση», είπε. «Δεν θα το κάνω θέμα ότι μπήκες στο σπίτι τη νύχτα. Θα το ξεχάσουμε. Τ ώρα γύρνα σπίτι σου, κι εμείς θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας». «Ζητώ συγγνώμη». «Ζήτησες ήδη». Η Σούντμπεργκ βγήκε από το ξενοδοχείο και μπήκε στο περιπολικό που περίμενε απ’ έξω. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν το κοίταξε καθώς απομακρυνόταν μέσα σε ένα σύννεφο χιονιού. Ανέβηκε στο δωμάτιο, φόρεσε το τζάκετ της και έκανε μια βόλτα στην όχθη της παγωμένης λίμνης. Ο άνεμος φυσούσε κι έσβηνε – διαδοχικές ψυχρές ριπές αέρα. Έσκυψε το κεφάλι. Ένιωθε ντροπιασμένη. Έκανε το γύρο της λίμνης και όταν επέστρεψε στο ξενοδοχείο ήταν ιδρωμένη. Έκανε ντους, άλλαξε ρούχα και μετά σκέφτηκε όσα είχαν συμβεί. Είχε δει το δωμάτιο της μητέρας της και ήξερε ότι ήταν πράγματι οι θετοί γονείς της εκείνοι που είχαν δολοφονηθεί. Ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι της. Κατέβηκε στη ρεσεψιόν και ενημέρωσε ότι θα κρατούσε το δωμάτιο άλλη μια νύχτα. Μετά πήγε στο Χούντικσβαλ, βρήκε ένα βιβλιοπωλείο και αγόρασε ένα βιβλίο για κρασιά. Σκέφτηκε να φάει πάλι στο κινέζικο εστιατόριο όπου είχε πάει και την προηγούμενη μέρα, αλλά τελικά διάλεξε ένα ιταλικό. Έφαγε αργά διαβάζοντας τις εφημερίδες, χωρίς να κάνει τον κόπο να διαβάσει τι έγραφαν για το
Χεχουεβάλεν. Γύρισε στο ξενοδοχείο, διάβασε μερικές σελίδες από το βιβλίο που είχε αγοράσει κι έπεσε για ύπνο νωρίς. Την ξύπνησε το τηλέφωνό της. Ήταν κατασκότεινα. Όταν απάντησε, το είχαν ήδη κλείσει. Η αναγνώριση κλήσης δεν είχε κρατήσει τον αριθμό. Ξαφνικά αισθάνθηκε ανησυχία. Ποιος είχε τηλεφωνήσει; Πριν ξανακοιμηθεί, βεβαιώθηκε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Μετά κοίταξε από το παράθυρο. Δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο. Γύρισε στο κρεβάτι με τη σκέψη ότι την επομένη θα έκανε το μόνο λογικό πράγμα που απέμενε. Θα γύριζε σπίτι της.
9 Στις εφτά το πρωί βρισκόταν ήδη στην τραπεζαρία. Τα παράθυρα έβλεπαν στη λίμνη, και είδε ότι είχε αρχίσει να φυσάει. Ένας άντρας πλησίαζε τραβώντας ένα έλκηθρο με δυο παιδιά βαριά ντυμένα. Η Ρόσλιν θυμήθηκε την εποχή που ανάλωνε τόσο χρόνο και προσπάθεια ανεβάζοντας τα δικά της παιδιά σε πλαγιές από τις οποίες κατέβαιναν μετά με το έλκηθρο. Ήταν μία από τις πιο παράξενες περιόδους της ζωής της – έπαιζε με τα παιδιά της στο χιόνι και ταυτόχρονα ανησυχούσε για την απόφαση που έπρεπε να βγάλει σε κάποια πολύπλοκη υπόθεση. Οι φωνές και τα γέλια των παιδιών δημιουργούσαν μια παράξενη αντίθεση με τα τρομακτικά εγκλήματα. Κάποτε είχε υπολογίσει ότι κατά τη διάρκεια της καριέρας της είχε στείλει στη φυλακή τρεις ενόχους για δολοφονία και επτά ενόχους για φόνο εξ αμελείας. Για να μην αναφέρει αρκετούς άλλους που είχε καταδικάσει για σοβαρές σωματικές βλάβες, οι οποίοι μπορούσαν να θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό επειδή το θύμα τους δεν είχε πεθάνει.
Αυτή η σκέψη την ανησύχησε. Να μετρά τις δραστηριότητες και τα κατορθώματά της με βάση τους ανθρώπους που είχε στείλει φυλακή – αυτό ήταν όλο το έργο της ζωής της; Καθώς έτρωγε, απέφευγε να κοιτάξει τις εφημερίδες, που φυσικά ήταν γεμάτες άρθρα και φωτογραφίες από τα γεγονότα στο Χεχουεβάλεν. Πήρε το επιχειρηματικό ένθετο και ξεφύλλισε τις χρηματιστηριακές σελίδες και τις συζητήσεις για τα ποσοστά των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των σουηδικών εταιρειών. Δεν υπήρχαν πολλά άτομα στην τραπεζαρία. Ξαναγέμισε το φλιτζάνι της με καφέ και αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλή ιδέα να γυρίσει από διαφορετική διαδρομή. Λίγο πιο δυτικά ίσως, μέσα από τα δάση του Βέρμλαντ; Κάποιος της μίλησε διακόπτοντας τις σκέψεις της. Ήταν ένας άντρας που καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι μερικά μέτρα μακριά. «Σ’ εμένα μιλάς;» «Απλώς αναρωτιόμουν τι ήθελε η Βίβι Σούντμπεργκ». Ο άντρας τής ήταν άγνωστος και ουσιαστικά δεν καταλάβαινε τι τη ρωτούσε. Πριν προλάβει να του απαντήσει, αυτός σηκώθηκε και πήγε στο τραπέζι της. Τ ράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Ήταν γύρω στα εξήντα, κοκκινοπρόσωπος και παχύσαρκος, ενώ η ανάσα του βρομούσε. «Θέλω να φάω ήρεμα το πρωινό μου». «Έχεις φάει. Ήθελα απλώς να σου κάνω μερικές ερωτήσεις». «Δεν ξέρω καν ποιος είσαι». «Λαρς Εμάνιουελσον. Ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Όχι ρεπόρτερ. Είμαι καλύτερος απ’ όλους αυτούς. Δεν είμαι ανίκανος. Κάνω μόνος μου την απαραίτητη έρευνα κι αυτά που γράφω είναι διεξοδικά διασταυρωμένα και καλογραμμένα». «Αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να μη με αφήνεις να φάω με την ησυχία μου». Ο Λαρς Εμάνιουελσον σηκώθηκε και κάθισε σε μια καρέκλα στο διπλανό τραπέζι. «Καλύτερα έτσι;» «Λιγάκι. Για ποιον γράφεις;» «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη σε ποιον θα δώσω το άρθρο μου.
Πρώτα πρέπει ν’ αποκτήσω σαφή εικόνα για τα γεγονότα και μετά θα αποφασίσω σε ποιον θα το προσφέρω. Δεν πουλάω τη δουλειά μου στον οποιονδήποτε». Η Ρόσλιν είχε εκνευριστεί με την έπαρσή του. Επίσης, την απωθούσε η οσμή του – πρέπει να είχε πολύ καιρό να κάνει ντους. Μια καρικατούρα ενοχλητικού δημοσιογράφου. «Πρόσεξα ότι χτες είχες μια μικρή συζήτηση με τη Βίβι. Όχι ιδιαίτερα εγκάρδια ανταλλαγή απόψεων, θα έλεγα. Περισσότερο σαν δυο κοκόρια που σημαδεύουν την περιοχή τους. Έχω δίκιο;» «Όχι. Δεν έχω τίποτα να σου πω». «Αλλά δεν μπορείς ν’ αρνηθείς ότι της μίλησες». «Φυσικά όχι». «Αναρωτιέμαι τι κάνει εδώ μια δικαστής από άλλη πόλη. Πρέπει να έχεις κάποια σχέση με την έρευνα. Σε ένα χωριουδάκι στα βόρεια συμβαίνουν φρικτά πράγματα, και η Μπιργκίτα Ρόσλιν σπεύδει να πάει εκεί από το Χέλσινγκμποργκ». Η Ρόσλιν έγινε ακόμα πιο επιφυλακτική. «Τ ι θέλεις; Και πώς ξέρεις ποια είμαι;» «Το βασικό είναι οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο καθένας. Περνάμε όλη μας τη ζωή αναζητώντας τα καλύτερα αποτελέσματα. Φαντάζομαι ότι αυτό ισχύει και για τους δικαστές. Έχετε κι εσείς αρχές και κανόνες. Αλλά τις μεθόδους τις διαλέγεις μόνος σου. Δεν ξέρω πόσες εγκληματολογικές έρευνες έχω καλύψει. Πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο –ή, για την ακρίβεια, τριακόσιες εξήντα έξι μέρες– παρακολουθώντας την έρευνα για την υπόθεση Πάλμε. Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι δεν θα έπιαναν ποτέ τον δολοφόνο, γιατί η έρευνα εξόκειλε πριν καν αρχίσει. Ήταν φανερό ότι ο δράστης δεν θα εμφανιζόταν ποτέ στο δικαστήριο, γιατί η αστυνομία και οι εισαγγελείς δεν προσπαθούσαν να διαλευκάνουν το φόνο, τους ενδιέφερε περισσότερο να εμφανίζονται στην τηλεόραση. Πολλοί πίστεψαν τότε ότι ο δράστης ήταν ο Κρίστερ Πέτερσον. Με εξαίρεση μερικούς μυαλωμένους και λογικούς ερευνητές που κατάλαβαν ότι αυτή η κατηγορία ήταν εντελώς αβάσιμη. Αλλά κανείς δεν τους έδωσε σημασία. Προσωπικά προτιμώ να κινούμαι στην περιφέρεια, να βλέπω τα πράγματα απ’ έξω. Έτσι προσέχω πράγματα που
διαφεύγουν στους άλλους. Για παράδειγμα, μια δικαστής που δέχεται επίσκεψη από μια αστυνομικό, η οποία δεν μπορεί να έχει χρόνο για οτιδήποτε άλλο εκτός από την υπόθεση πάνω στην οποία δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τ ι ήταν αυτό που της έδωσες;» «Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω σε αυτή την ερώτηση». «Επομένως, αυτό σημαίνει ότι είσαι βαθιά αναμειγμένη σε όσα έχουν συμβεί. Φαντάζομαι κιόλας τον τίτλο: “ Δικαστής από τη Σκόνα αναμειγμένη στο δράμα του Χεχουεβάλεν”». Η Ρόσλιν ήπιε τον υπόλοιπο καφέ της και σηκώθηκε. Ο Εμάνιουελσον την ακολούθησε στη ρεσεψιόν. «Αν μου δώσεις μία πληροφορία, μπορώ να σ’ την ανταποδώσω με το παραπάνω». «Δεν έχω απολύτως τίποτα να σου πω. Όχι επειδή έχω μυστικά, αλλά επειδή δεν ξέρω τίποτα που θα μπορούσε να ενδιαφέρει έναν ρεπόρτερ». Ο Λαρς Εμάνιουελσον την κοίταξε ενοχλημένος. «Όχι ρεπόρτερ, ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Εγώ δεν σε αποκάλεσα διεφθαρμένη δικαστή, έτσι δεν είναι;» «Εσύ μου τηλεφώνησες χτες βράδυ;» «Ε;» «Ώστε εσύ ήσουν. Τουλάχιστον τώρα ξέρω». «Θες να πεις ότι χτύπησε το κινητό σου; Στη μέση της νύχτας; Ενώ κοιμόσουν; Μήπως πρέπει να το ερευνήσω αυτό;» Δεν του απάντησε, απλώς πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρεις», είπε εκείνος. «Η αστυνομία έχει αποκρύψει μια σημαντική λεπτομέρεια. Αν μπορείς ν’ αποκαλέσεις λεπτομέρεια έναν άνθρωπο». Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε, η Ρόσλιν μπήκε μέσα. «Δεν σκότωσαν μόνο γέρους. Σε ένα από τα σπίτια υπήρχε και ένα παιδί». Η πόρτα έκλεισε. Όταν η καμπίνα έφτασε στον όροφό της, η Ρόσλιν πάτησε πάλι το κουμπί του ισογείου. Ο Εμάνιουελσον την περίμενε, δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Κάθισαν μαζί σε ένα τραπέζι, και ο Εμάνιουελσον άναψε τσιγάρο. «Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ μέσα».
«Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου». Πάνω στο τραπέζι υπήρχε μια γλάστρα και τη χρησιμοποίησε για τασάκι. «Πρέπει πάντα να εξετάζεις τι δεν σου λέει η αστυνομία. Αυτά που σου κρύβουν αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται, πού πιστεύουν ότι θα καταφέρουν να εντοπίσουν τον δράστη. Ανάμεσα σε όλους εκείνους τους νεκρούς υπήρχε και ένα αγόρι δώδεκα χρονών. Ξέρουν ποιοι είναι οι συγγενείς του και γιατί ήταν στο χωριό. Αλλά δεν το έχουν ανακοινώσει». «Πώς το ξέρεις;» «Αυτό είναι το δικό μου μυστικό. Σε μια τέτοια έρευνα υπάρχουν πάντα διαρροές. Το θέμα είναι να τις εντοπίσεις και ν’ ακούσεις προσεκτικά». «Ποιο είναι αυτό το παιδί;» «Προς το παρόν είναι ένας άγνωστος παράγοντας. Ξέρω το όνομά του, αλλά δεν θα σου το πω. Είχε πάει να επισκεφτεί κάποιους συγγενείς του. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν στο σχολείο, αλλά ανάρρωνε έπειτα από μια εγχείρηση στο μάτι. Το καημένο το παιδί είχε στραβισμό. Το μάτι του διορθώθηκε και μετά το σκότωσαν. Όπως και τους γέρους στους οποίους έμενε. Αλλά όχι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο». «Ποια ήταν η διαφορά;» Ο Εμάνιουελσον έγειρε πίσω στην καρέκλα. Το στομάχι του ξεχείλιζε πάνω από τη ζώνη. Η Ρόσλιν τον έβρισκε εξαιρετικά αποκρουστικό. Ο Εμάνιουελσον το ήξερε, αλλά δεν τον ένοιαζε. «Τ ώρα είναι η σειρά σου. Η Βίβι Σούντμπεργκ, τα τετράδια και τα γράμματα». «Είμαι μακρινή συγγενής ορισμένων θυμάτων. Έδωσα στη Σούντμπεργκ κάποιο υλικό που μου είχε ζητήσει». Ο Εμάνιουελσον μισόκλεισε τα μάτια και την κοίταξε διερευνητικά. «Και περιμένεις να το πιστέψω αυτό;» «Μπορείς να πιστέψεις ό,τι θέλεις». «Τ ι ήταν τα τετράδια; Και τα γράμματα;» «Αφορούσαν οικογενειακές υποθέσεις». «Για ποια οικογένεια μιλάμε;»
«Για την Μπρίτα και τον Όγκουστ Αντρέν». Ο Εμάνιουελσον έγνεψε σκεφτικός και μετά έλιωσε το τσιγάρο του με ένα απρόσμενο ξέσπασμα ενεργητικότητας. «Δεύτερο ή έβδομο σπίτι. Η αστυνομία έδωσε σε κάθε σπίτι έναν αριθμό. Το δεύτερο σπίτι το έχουν σημειώσει ως 2/3 – που προφανώς σημαίνει ότι βρήκαν τρία πτώματα εκεί». Συνέχισε να την κοιτάζει διαπεραστικά, καθώς έβγαζε ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο από ένα τσαλακωμένο πακέτο. «Αυτό δεν εξηγεί γιατί η συζήτησή σας ήταν τόσο ψυχρή». «Βιαζόταν. Τ ι διέφερε στον τρόπο με τον οποίο σκότωσαν το παιδί;» «Δεν έχω καταφέρει να μάθω όλες τις λεπτομέρειες. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η αστυνομία του Χούντικσβαλ και τα άτομα που κάλεσαν από το Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών στη Στοκχόλμη κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά με ασυνήθιστη επιμονή. Αλλά μπορώ να πω ότι το παιδί δεν υπέστη περιττή βία».
«Τ ι σημαίνει αυτό;» «Τ ι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει; Ότι το σκότωσαν χωρίς να το υποβάλουν σε περιττό πόνο, βασανιστήρια ή φόβο. Μπορείς να βγάλεις διάφορα συμπεράσματα από αυτό, το καθένα πιο πιθανό αλλά και μάλλον πιο λανθασμένο από το άλλο. Όμως, θα σε αφήσω να το κάνεις μόνη σου αυτό. Αν σ’ ενδιαφέρει». Σηκώθηκε, αφού πρώτα είχε λιώσει ξανά το τσιγάρο μέσα στη γλάστρα. «Πρέπει ν’ αρχίσω να κυκλοφορώ πάλι», είπε. «Μπορεί να ξανασυναντηθούμε. Ποιος ξέρει;» Τον κοίταζε καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο. Εκείνη τη στιγμή μια ρεσεψιονίστ πέρασε δίπλα από το τραπέζι και, όταν μύρισε τον καπνό, σταμάτησε. «Δεν το έκανα εγώ», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Το τελευταίο μου τσιγάρο το κάπνισα όταν ήμουν τριάντα δύο χρονών, δηλαδή την εποχή που γεννήθηκες περίπου». Ανέβηκε στο δωμάτιό της για να ετοιμάσει τη βαλίτσα της, αλλά σταμάτησε στο παράθυρο και κοίταξε τον επίμονο πατέρα με το έλκηθρο και τα παιδιά. Τ ι ακριβώς είχε πει εκείνος ο ενοχλητικός τύπος; Και ήταν όντως τόσο ενοχλητικός όσο νόμιζε; Απλώς έκανε τη δουλειά του. Η ίδια δεν είχε φανεί ιδιαίτερα συνεργάσιμη. Αν του φερόταν διαφορετικά, μπορεί να της έλεγε περισσότερα. Κάθισε στο μικρό γραφείο κι άρχισε να κρατά σημειώσεις. Όπως συνήθως, σκεφτόταν πιο καθαρά όταν είχε ένα στιλό στο χέρι. Δεν είχε διαβάσει πουθενά ότι σκότωσαν και ένα αγόρι. Πρέπει να ήταν το μοναδικό παιδί που δολοφονήθηκε, εκτός αν η αστυνομία είχε αποκρύψει κι άλλα θύματα. Αυτό που είχε πει ο Λαρς Εμάνιουελσον για την υπερβολική βία μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: Ότι τους άλλους κατοίκους τούς είχαν ξυλοκοπήσει βίαια ή ίσως και να τους είχαν βασανίσει πριν τους σκοτώσουν. Γιατί δεν έκαναν το ίδιο και στο αγόρι; Μήπως απλώς επειδή ήταν μικρό παιδί, και ο δολοφόνος το είχε λάβει υπόψη του αυτό; Ή υπήρχε κάποιος άλλος
λόγος; Δεν υπήρχαν προφανείς απαντήσεις. Άλλωστε, δεν ήταν δικό της πρόβλημα. Ντρεπόταν ακόμη για όσα είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα. Η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη. Δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα γινόταν αν την είχε ανακαλύψει κάποιος δημοσιογράφος. Η επιστροφή της στη Σκόνα θα ήταν τουλάχιστον ταπεινωτική. Τελείωσε με τη βαλίτσα της και ετοιμάστηκε να φύγει. Πρώτα, όμως, άναψε την τηλεόραση για να δει το δελτίο καιρού, το οποίο θα τη βοηθούσε ν’ αποφασίσει ποια διαδρομή έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Έπεσε πάνω σε μια συνέντευξη Τύπου από το αρχηγείο της αστυνομίας στο Χούντικσβαλ. Τ ρία άτομα ήταν καθισμένα σε ένα μικρό βάθρο^ η Βίβι Σούντμπεργκ ήταν η μοναδική γυναίκα ανάμεσά τους. Η καρδιά της Ρόσλιν χτύπησε πιο δυνατά. Μήπως η Σούντμπεργκ ανακοίνωνε στην τηλεόραση ότι μια δικαστής από το Χέλσινγκμποργκ ήταν μια κοινή κλέφτρα; Κάθισε στο κρεβάτι και δυνάμωσε τον ήχο. Μιλούσε ο άντρας στη μέση, ο Τομπίας Λούντβιγκ. Η Ρόσλιν συμπέρανε ότι η μετάδοση ήταν ζωντανή. Όταν τελείωσε ο Τομπίας Λούντβιγκ αυτά που είχε να πει, ο δεύτερος άντρας –ο εισαγγελέας Ρόμπερτσον– τράβηξε το μικρόφωνο προς το μέρος του και είπε ότι η αστυνομία χρειαζ όταν οπωσδήποτε όποια σχετική πληροφορία μπορεί να υπήρχε. Άγνωστα αυτοκίνητα, ξένοι που κυκλοφορούσαν στην περιοχή, οτιδήποτε ασυνήθιστο. Όταν τελείωσε και ο εισαγγελέας, ήρθε η σειρά της Βίβι Σούντμπεργκ. Σήκωσε μια διαφανή πλαστική σακούλα. Η κάμερα ζούμαρε πάνω της. Μέσα υπήρχε μια κόκκινη κορδέλα. Η Σούντμπεργκ δήλωσε ότι η αστυνομία ζητούσε να εμφανιστεί όποιος αναγνώριζε αυτή την κορδέλα. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έσκυψε προς την οθόνη. Δεν είχε δει κάπου μια μεταξωτή κορδέλα σαν αυτή μέσα στην πλαστική σακούλα; Γονάτισε για να δει καλύτερα. Η κορδέλα σίγουρα της θύμιζε κάτι. Έσπασε το κεφάλι της, αλλά δεν μπόρεσε να θυμηθεί πού την είχε δει. Η συνέντευξη Τύπου προχώρησε στο στάδιο των ερωτήσεων από
τους δημοσιογράφους, και η μετάδοση σταμάτησε. Η αίθουσα στο αρχηγείο της αστυνομίας αντικαταστάθηκε από έναν μετεωρολογικό χάρτη. Νιφάδες χιονιού έφταναν στην ανατολική ακτή από τον κόλπο της Φινλανδίας. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν αποφάσισε ν’ ακολουθήσει την ηπειρωτική διαδρομή, μακριά από τις ακτές. Πλήρωσε στη ρεσεψιόν και είπε στην κοπέλα ότι είχε απολαύσει τη διαμονή της. Καθώς πήγαινε στο αμάξι της, φυσούσε ένας ψυχρός άνεμος. Έβαλε τη βαλίτσα στο πίσω κάθισμα, μελέτησε το χάρτη και αποφάσισε να περάσει μέσα από το δάσος, μέχρι το Γιερβσέ, και από εκεί να συνεχίσει νότια. Όταν βγήκε στον κύριο δρόμο, σταμάτησε στο πρώτο σημείο στάθμευσης. Σκεφτόταν συνεχώς την κόκκινη κορδέλα που είχε δει στην τηλεόραση. Ήταν σίγουρη ότι κάπου είχε δει μια πανομοιότυπη κορδέλα, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και πού. Σχεδόν κατάφερνε να φέρει το περιστατικό στη μνήμη της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει το τελευταίο βήμα. Σίγουρα θα καταφέρω να θυμηθώ, σκέφτηκε και τηλεφώνησε στο αρχηγείο της αστυνομίας. Από το δρόμο περνούσαν συνέχεια φορτηγά με ξυλεία, υψώνοντας πυκνά σύννεφα χιονιού που περιόριζαν την ορατότητα. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να της απαντήσουν. Η τηλεφωνήτρια ακουγόταν ταλαιπωρημένη. Η Ρόσλιν ζήτησε να μιλήσει στον Έρικ Χουντέν. «Έχει σχέση με την έρευνα», της εξήγησε. «Για το Χεχουεβάλεν». «Νομίζω ότι είναι απασχολημένος. Θα τον καλέσω όμως». Μέχρι να πάει ο Χουντέν στο τηλέφωνο, η Ρόσλιν είχε αρχίσει να αμφιβάλλει. Ακουγόταν κι αυτός ανυπόμονος και πιεσμένος. «Χουντέν». «Δεν ξέρω αν με θυμάσαι», είπε η Ρόσλιν. «Είμαι η δικαστής που επέμενε να μιλήσει στη Βίβι Σούντμπεργκ». «Ναι, θυμάμαι». Η Ρόσλιν αναρωτήθηκε αν η Σούντμπεργκ είχε πει τίποτα για όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ. Όμως, κατάλαβε ότι ο Χουντέν δεν ήξερε τίποτα για το περιστατικό. Μπορεί η Σούντμπεργκ να μην το είπε πουθενά, όπως της υποσχέθηκε. Και ίσως βοήθησε σε αυτό και το γεγονός ότι είχε παραβιάσει και η ίδια τους κανονισμούς αφήνοντάς τη να μπει στο σπίτι.
«Πρόκειται για την κόκκινη κορδέλα που δείξατε στην τηλεόραση», του είπε. «Χμμμ, δυστυχώς αυτό ήταν μεγάλο λάθος», είπε ο Χουντέν. «Γιατί;» «Το τηλεφωνικό κέντρο κοντεύει να πιάσει φωτιά από τον κόσμο που τηλεφωνεί και ισχυρίζεται ότι έχει δει την κορδέλα. Συνήθως τυλιγμένη γύρω από χριστουγεννιάτικα δώρα». «Η δική μου μνήμη μού λέει κάτι πολύ διαφορετικό. Νομίζω ότι αυτή την κορδέλα κάπου την έχω δει». «Πού;» «Δεν ξέρω, δεν το έχω θυμηθεί ακόμη. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με χριστουγεννιάτικα δώρα». Ο Χουντέν ανάσαινε βαριά από την άλλη άκρη της γραμμής. Η Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι δυσκολευόταν να πάρει μια απόφαση. «Μπορώ να σου τη δείξω», είπε τελικά. «Αν έρθεις αμέσως από ’δώ». «Σε μισή ώρα είναι εντάξει;» «Εντάξει. Θα έχεις δύο λεπτά για να τη δεις, όχι παραπάνω». Την περίμενε στη ρεσεψιόν και κάθε τόσο έβηχε και φταρνιζόταν. Η πλαστική σακούλα με την κόκκινη κορδέλα ήταν στο γραφείο του. Την έβγαλε από τη σακούλα και την άπλωσε πάνω σε ένα λευκό χαρτί. «Έχει μήκος ακριβώς δεκαεννέα εκατοστά», της είπε. «Πλάτος ένα και τριάντα εκατοστά. Υπάρχει μια τρύπα στη μια άκρη που δείχνει ότι από κάπου ήταν πιασμένη. Είναι φτιαγμένη από βαμβάκι και πολυέστερ, αλλά δίνει την εντύπωση ότι είναι μεταξωτή. Τη βρήκαμε στο χιόνι. Τη μύρισε ένα σκυλί». Η Ρόσλιν ήταν σίγουρη ότι την είχε ξαναδεί, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να θυμηθεί πού. «Την έχω δει», είπε. «Παίρνω όρκο γι’ αυτό. Ίσως όχι αυτή τη συγκεκριμένη αλλά κάποια πανομοιότυπη». «Πού;» «Δεν θυμάμαι». «Αν την έχεις δει κάπου στη Σκόνα, αυτό δεν πρόκειται να μας βοηθήσει».
«Όχι», του απάντησε. «Ήταν κάπου εδώ». Η Ρόσλιν συνέχισε να κοιτάζει την κορδέλα, ενώ ο Έρικ Χουντέν περίμενε ακουμπισμένος στον τοίχο. «Δεν μπορείς να θυμηθείς;» «Δυστυχώς όχι». Ο Χουντέν έβαλε την κορδέλα πίσω στην πλαστική σακούλα και τη συνόδεψε στη ρεσεψιόν. «Αν θυμηθείς, τηλεφώνησέ μας», είπε. «Αλλά αν αποδειχτεί ότι ήταν καμιά κορδέλα από χριστουγεννιάτικα δώρα, μην κάνεις τον κόπο». Ο Λαρς Εμάνιουελσον την περίμενε απ’ έξω. Φορούσε ένα λιωμένο γούνινο καπέλο τραβηγμένο χαμηλά στο μέτωπο. Όταν κατάλαβε ότι η Ρόσλιν τον αναγνώρισε, ενοχλήθηκε. «Γιατί με παρακολουθείς;» «Δεν σε παρακολουθώ. Απλώς κυκλοφορώ, όπως σου είχα πει. Έτυχε να σε δω να μπαίνεις στο αστυνομικό τμήμα και σκέφτηκα να περιμένω να δω τι έγινε. Αυτή τη στιγμή αναρωτιέμαι τι σκοπό είχε αυτή η σύντομη επίσκεψη». «Αυτό δεν πρόκειται να το μάθεις ποτέ. Και τώρα άσε με ήσυχη, πριν αρχίσω να εκνευρίζομαι». Η Ρόσλιν έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε, αλλά τον άκουσε να λέει πίσω της: «Μην ξεχνάς ότι μπορώ να γράψω». Γύρισε πάλι θυμωμένη. «Με απειλείς;» «Καθόλου». «Σου είπα γιατί είμαι εδώ. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να με ανακατέψεις με ό,τι συμβαίνει». «Ο κόσμος διαβάζει ό,τι έχει γραφτεί, είτε είναι αλήθεια είτε όχι». Τ ώρα ήταν ο Λαρς Εμάνιουελσον εκείνος που έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Η Ρόσλιν τον κοίταξε αηδιασμένη και ευχήθηκε να μην τον ξαναδεί ποτέ. Γύρισε στο αμάξι της. Μόλις είχε βολευτεί στο τιμόνι, όταν ξαφνικά έγινε το «κλικ» και θυμήθηκε πού είχε δει την κόκκινη κορδέλα. Της ήρθε εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση.
Μήπως έκανε λάθος; Όχι, έβλεπε την κορδέλα ολοκάθαρα στη μνήμη της. Περίμενε δύο ώρες, γιατί το μέρος που ήθελε να επισκεφτεί ήταν κλειστό. Πέρασε την ώρα της περπατώντας άσκοπα στην πόλη, αν και ανυπομονούσε, γιατί δεν μπορούσε να βεβαιωθεί αμέσως αν είχε δίκιο. Το κινέζικο εστιατόριο άνοιξε στις έντεκα. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν μπήκε μέσα και κάθισε στο ίδιο τραπέζι με την προηγούμενη φορά. Κοίταξε τις λάμπες που κρέμονταν πάνω από τα τραπέζια. Ήταν φτιαγμένες από ένα διαφανές υλικό, λεπτό πλαστικό, σχεδιασμένο έτσι ώστε να κάνει τις λάμπες να μοιάζουν με χάρτινα φαναράκια. Οι λάμπες ήταν μακριές και λεπτές, με κυλινδρικό σχήμα. Από το κάτω μέρος τους κρέμονταν τέσσερις κόκκινες κορδέλες. Μετά την επίσκεψή της στο αρχηγείο της αστυνομίας ήξερε ότι κάθε κορδέλα είχε μήκος δεκαεννέα εκατοστά ακριβώς. Ήταν στερεωμένες στο αμπαζούρ κάθε λάμπας από έναν μικρό γάντζο που περνούσε από μια τρύπα στην κορυφή τους. Την πλησίασε η κοπέλα που δεν μιλούσε καλά σουηδικά κρατώντας το μενού. Χαμογέλασε όταν την αναγνώρισε. Η Ρόσλιν επέλεξε τον μπουφέ, παρόλο που δεν πεινούσε πολύ. Τα πιάτα που ήταν απλωμένα για να διαλέξει της έδωσαν την ευκαιρία να ελέγξει καλύτερα την αίθουσα. Γρήγορα βρήκε αυτό που αναζητούσε σε ένα τραπέζι για δύο σε μια γωνία στο βάθος. Από τη λάμπα που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι έλειπε η μία κόκκινη κορδέλα. Έμεινε ακίνητη κρατώντας την ανάσα της. Κάποιος καθόταν εκεί, σκέφτηκε. Στο βάθος, στην πιο σκοτεινή γωνιά. Μετά σηκώθηκε, βγήκε από το εστιατόριο και πήγε στο Χεχουεβάλεν. Κοίταξε γύρω της στην αίθουσα. Η κοπέλα τής χαμογέλασε. Η Ρόσλιν άκουσε φωνές από την κουζίνα, μιλούσαν κινέζικα. Συνειδητοποίησε ότι τόσο αυτή όσο και η αστυνομία δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι είχε συμβεί. Αυτή η υπόθεση ήταν πιο μεγάλη, πιο βαθιά και πιο μυστηριώδης απ’ όσο είχαν φανταστεί. Δεν ήξεραν απολύτως τίποτα.
ΜΕΡΟΣ 2
Ο σιδηρόδρομος (1863)
ΠΕΡΑΣΜΑ ΛΟΥΣΑΝ
Ο δυτικός άνεμος θρηνεί γοερά, αγριόχηνες κράζουν στον ουρανό, το παγωμένο πρωινό φεγγάρι. Παγωμένο το πρωινό φεγγάρι, οπλές αλόγων κροτούν δυνατά, πνίγουν της σάλπιγγας τον ήχο…
Μάο Τσε Τουνγκ, 1935
Ο δρόμος για την Καντόνα
10 Ήταν η πιο ζεστή περίοδος του 1863. Ο Σαν και τα δύο αδέρφια του περπατούσαν δυο μέρες τώρα στη μεγάλη πορεία τους μέχρι την ακτή και την πόλη της Καντόνας. Νωρίς το πρωί είχαν φτάσει σε ένα σταυροδρόμι όπου τρία ανθρώπινα κεφάλια ήταν καρφωμένα σε πασσάλους από μπαμπού. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πόσο καιρό ήταν εκεί τα κεφάλια. Ο Γου, ο μικρότερος από τα αδέρφια, πίστευε ότι πρέπει να ήταν τουλάχιστον μία εβδομάδα, γιατί τα κοράκια είχαν ήδη φάει τα μάτια τους και κομμάτια από τα μάγουλά τους. Ο Γκούο Σι, ο μεσαίος, υποστήριζε ότι τα κεφάλια είχαν κοπεί πριν από μερικές μέρες μόνο. Πίστευε ότι τα στόματα, που είχαν στραβώσει, διατηρούσαν ακόμη τα ίχνη της φρίκης που ένιωσαν τα θύματα γι’ αυτό που θα τους συνέβαινε. Ο Σαν δεν μίλησε. Τα τρία αδέρφια το είχαν σκάσει από ένα μακρινό χωριό στην επαρχία Γκουανγκξί. Τα κομμένα κεφάλια ήταν μια προειδοποίηση ότι η ζωή τους κινδύνευε ακόμη. Άφησαν πίσω τους τη Διασταύρωση των Τ ριών Κεφαλιών, όπως την ονόμασε ο Σαν. Ενώ ο Γκούο Σι και ο Γου διαφωνούσαν για το αν τα κεφάλια ανήκαν σε ληστές που είχαν εκτελεστεί ή σε χωρικούς που είχαν δυσαρεστήσει κάποιον ισχυρό τσιφλικά, ο Σαν σκεφτόταν τα γεγονότα που τους είχαν αναγκάσει να φύγουν. Κάθε βήμα που έκαναν τους απομάκρυνε όλο και περισσότερο από τη ζωή που είχαν ως τότε. Τα αδέρφια του, βαθιά μέσα τους, μάλλον ήλπιζαν ακόμη ότι μια μέρα θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο Γουέι Χέι, το χωριό που είχαν μεγαλώσει. Δεν ήταν σίγουρος τι ήλπιζε ο ίδιος. Ίσως οι φτωχοί χωρικοί σαν αυτούς να μην μπορούν ποτέ να ξεφύγουν από
τη μιζέρια που μιαίνει τη ζωή τους. Τ ι τους περίμενε στην Καντόνα όπου πήγαιναν; Οι φήμες έλεγαν ότι μπορείς να μπεις λαθραία σε κάποιο πλοίο και να ταξιδέψεις ανατολικά στον ωκεανό, μέχρι μια χώρα όπου τα ποτάμια είναι γεμάτα από αστραφτερά ψήγματα χρυσού μεγάλα σαν αυγά. Οι φήμες αυτές είχαν φτάσει ακόμα και στο μακρινό χωριό Γουέι Χέι και μιλούσαν για μια γη κατοικημένη από παράξενους λευκούς ανθρώπους, μια γη τόσο πλούσια που ακόμα και οι απλοί άνθρωποι από την Κίνα μπορούν, δουλεύοντας, να ξεφύγουν από την αθλιότητα και ν’ αποκτήσουν αφάνταστη δύναμη και πλούτη. Ο Σαν δεν ήξερε τι να πιστέψει. Οι φτωχοί ονειρεύονται πάντα μια ζωή που δεν θα τους ταλαιπωρεί ο τσιφλικάς. Και ο ίδιος έκανε τέτοιες σκέψεις από μικρό παιδί, όταν ήταν υποχρεωμένος να στέκεται στην άκρη του δρόμου με το κεφάλι σκυφτό, καθώς περνούσε κάποιος τσιφλικάς με την κλειστή του σέντια.* Πάντα αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό οι άνθρωποι να ζουν τόσο διαφορετικές ζωές. * Κουβούκλιο μεταφοράς επιβάτη από δύο αχθοφόρους. (Σ.τ.Μ.)
Κάποτε είχε ρωτήσει τον πατέρα του, και η απάντηση ήταν ένα χαστούκι. Δεν πρέπει να γίνονται τέτοιες περιττές ερωτήσεις. Οι θεοί των δέντρων, των ποταμών και των βουνών έχουν δημιουργήσει τον κόσμο όπου ζουν οι άνθρωποι. Για να μπορέσει αυτό το μυστηριώδες σύμπαν να έχει τη θεϊκή ισορροπία του, πρέπει να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, χωρικοί που οργώνουν με άροτρα, που τα τραβούν νεροβούβαλοι, και φεουδάρχες οι οποίοι σχεδόν δεν πατούν με τα πόδια τους στη γη που τους έχει γεννήσει όλους. Δεν είχε ρωτήσει ποτέ τους γονείς του τι ονειρεύονταν όταν γονάτιζαν μπροστά στα είδωλά τους. Ζούσαν τη ζωή τους σε μια κατάσταση αφόρητης δουλείας. Υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν τόσο σκληρά και έπαιρναν τόσα λίγα για το μόχθο τους; Δεν είχε βρει κανέναν που να μπορούσε να τον ρωτήσει, αφού όλοι στο χωριό ήταν εξίσου φτωχοί και φοβούνταν το ίδιο τον αόρατο τσιφλικά, που οι επιστάτες του, οπλισμένοι με μαστίγια, υποχρέωναν τους
χωρικούς να συνεχίζουν τις καθημερινές δουλειές τους. Είχε δει ανθρώπους να κάνουν την πορεία τους από την κούνια στον τάφο συντριμμένοι από το βάρος του καθημερινού τους μόχθου. Ήταν λες και οι πλάτες των παιδιών καμπούριαζαν πριν ακόμη μάθουν να περπατάνε. Οι κάτοικοι του χωριού κοιμούνταν σε ψάθες που τις ξετύλιγαν κάθε βράδυ πάνω στο κρύο χώμα. Ακουμπούσαν τα κεφάλια τους σε δεμάτια από σκληρά μπαμπού. Οι μέρες ακολουθούσαν τον μονότονο ρυθμό που υπαγόρευαν οι εποχές. Όργωναν το έδαφος περπατώντας πίσω από τους φλεγματικούς νεροβούβαλους, φύτευαν το ρύζι τους. Ήλπιζαν ότι η επόμενη σοδειά θα ήταν αρκετή για να φάνε. Όταν η σοδειά καταστρεφόταν, δεν είχαν σχεδόν τίποτα για να ζήσουν. Όταν δεν υπήρχε άλλο ρύζι, αναγκάζονταν να τρώνε φύλλα. Ή να πέσουν κάτω και να πεθάνουν. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο Σαν βγήκε από τις σκοτεινές του σκέψεις και κοίταξε τριγύρω. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Έπρεπε να βρει ένα μέρος για να κοιμηθούν. Κοντά στο δρόμο υπήρχε μια συστάδα από δέντρα, δίπλα σε μερικούς ογκόλιθους που έμοιαζ αν να έχουν ξεριζωθεί από την οροσειρά που υψωνόταν στον δυτικό ορίζοντα. Άπλωσαν στρώματα γεμισμένα με ξερά χόρτα και μοίρασαν το ρύζι που τους είχε απομείνει κι έπρεπε να τους φτάσει μέχρι την Καντόνα. Ο Σαν κοίταξε κλεφτά τα αδέρφια του. Θα τα κατάφερναν; Τ ι θα έκανε αν αρρώσταιναν; Ο ίδιος ένιωθε ακόμη δυνατός, αλλά ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κουβαλήσει ένα από τα αδέρφια του αν αυτό ήταν απαραίτητο. Δεν μιλούσαν πολύ μεταξύ τους. Ο Σαν τους είχε πει ότι δεν έπρεπε να σπαταλούν τη λίγη δύναμη που τους απέμενε διαφωνώντας και μαλώνοντας. «Κάθε λέξη που ξεστομίζετε σας κλέβει ένα βήμα. Και σημασία δεν έχουν οι λέξεις αλλά τα βήματα που χρειάζονται για να φτάσετε στην Καντόνα». Τα αδέρφια του δεν έφεραν αντίρρηση. Ο Σαν ήξερε ότι τον εμπιστεύονταν. Τ ώρα που δεν ζούσαν πια οι γονείς τους και το είχαν σκάσει από το χωριό ήταν αναγκασμένοι να πιστεύουν ότι οι αποφάσεις του Σαν ήταν σωστές.
Ξάπλωσαν στα στρώματά τους, τακτοποίησαν τις κοτσίδες ίσια κάτω από την πλάτη τους κι έκλεισαν τα μάτια. Ο Σαν τους άκουσε να αποκοιμιούνται, πρώτα τον Γκούο Σι και μετά τον Γου. Είναι και οι δύο πάνω από είκοσι, αλλά κάνουν ακόμη σαν μικρά παιδιά, σκέφτηκε. Τ ώρα έχουν μόνο εμένα. Παντού γύρω του πλανιόταν η οσμή της λάσπης και του φόβου. Ξάπλωσε ανάσκελα και κοίταξε τα αστέρια. Η μητέρα του τον πήγαινε συχνά έξω το βράδυ και του έδειχνε τον ουρανό. Σε αυτές τις περιπτώσεις απλωνόταν ένα χαμόγελο στο κουρασμένο πρόσωπό της. Τα αστέρια τής έδιναν κάποια παρηγοριά για τη σκληρή ζωή που ζούσε. Συνήθως είχε το πρόσωπο στραμμένο στο έδαφος, το ίδιο έδαφος που αγκάλιαζε τα φυτά του ρυζιού και περίμενε να την αγκαλιάσει και η ίδια. Όταν η μητέρα του κοίταζε τα αστέρια, για μια στιγμή δεν χρειαζόταν να κοιτάζει τη μουντή γη κάτω από τα πόδια της. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στον νυχτερινό ουρανό. Η μητέρα του είχε δώσει ονόματα σε μερικά αστέρια. Ένα ιδιαίτερα λαμπερό αστέρι σε έναν αστερισμό που έμοιαζε λίγο με δράκο το είχε ονομάσει Σαν. «Αυτό το αστέρι είσαι εσύ», του είπε. «Από εκεί ήρθες και εκεί θα επιστρέψεις μια μέρα». Η ιδέα ότι είχε έρθει από ένα αστέρι τον τρόμαξε. Δεν είπε τίποτα όμως, γιατί έβλεπε ότι αυτό έδινε στη μητέρα του μεγάλη χαρά. Σκέφτηκε τα βίαια περιστατικά που είχαν υποχρεώσει αυτόν και τα αδέρφια του να το σκάσουν. Ένας από τους καινούργιους επιστάτες του τσιφλικά της περιοχής, ο Φανγκ, που είχε ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια, είχε πάει να παραπονεθεί ότι οι γονείς του δεν έκαναν σωστά την ημερήσια δουλειά που τους αναλογούσε. Ο Σαν ήξερε ότι ο πατέρας του υπέφερε από δυνατούς πόνους στη μέση και δεν μπορούσε να κάνει βαριές δουλειές. Η μητέρα του βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά, παρ’ όλα αυτά, είχαν μείνει πίσω. Έτσι, ο Φανγκ στάθηκε έξω από τη λασποκαλύβα τους, με τη γλώσσα του να μπαινοβγαίνει από το κενό ανάμεσα στα δόντια του σαν γλώσσα φιδιού. Ο Φανγκ ήταν νέος, στην ίδια περίπου ηλικία με τον Σαν, αλλά προέρχονταν από διαφορετικούς κόσμους. Ο Φανγκ
κοίταξε άγρια τους γονείς του Σαν, που στέκονταν μπροστά του με τα κεφάλια σκυφτά και τα ψάθινα καπέλα τους στα χέρια. Ήταν σαν να κοίταζε έντομα που μπορούσε να τα λιώσει με το πόδι του όποτε ήθελε. Αν δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους, θα τους πετούσαν έξω από το σπίτι τους και θα αναγκάζονταν να γίνουν ζητιάνοι. Εκείνη τη νύχτα ο Σαν άκουσε τους γονείς του να ψιθυρίζουν. Καθώς ήταν πολύ σπάνιο να μην αποκοιμιούνται αμέσως μόλις ξάπλωναν, ο Σαν έστησε αυτί, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγαν. Το επόμενο πρωί η ψάθα στην οποία κοιμούνταν οι γονείς του ήταν άδεια. Η πρώτη του αντίδραση ήταν ο φόβος. Όλοι μέσα στη μικρή καλύβα ξυπνούσαν την ίδια ώρα, αλλά φαίνεται ότι οι γονείς του είχαν ξυπνήσει νωρίτερα και είχαν βγει έξω για να μην ενοχλήσουν τους γιους τους. Σηκώθηκε προσεκτικά και φόρεσε το κουρελιασμένο παντελόνι και το μοναδικό πουκάμισο που είχε. Όταν βγήκε από την καλύβα, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη. Ο ορίζοντας ήταν λουσμένος από ένα ρόδινο φως. Ένας κόκορας λάλησε από κάπου εκεί κοντά. Οι κάτοικοι του χωριού άρχιζαν να ξυπνούν. Όλοι, εκτός από τους γονείς του. Γιατί οι γονείς του είχαν κρεμαστεί από το δέντρο που τους έδινε σκιά την πιο ζεστή περίοδο της χρονιάς. Τα πτώματά τους ταλαντεύονταν αργά από την πρωινή αύρα. Οι αναμνήσεις του απ’ όσα ακολούθησαν ήταν θολές. Δεν ήθελε να δουν τα αδέρφια του τους γονείς τους κρεμασμένους από ένα σχοινί με τα στόματά τους ανοιχτά. Έκοψε το σχοινί με το δρεπάνι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας του στα χωράφια. Τα πτώματα έπεσαν βαριά πάνω του, σαν να προσπαθούσαν να τον πάρουν κι αυτόν μαζί τους στο θάνατο. Οι γείτονες κάλεσαν τον πρεσβύτερο του χωριού, τον γερο-Μπάο, που ήταν μισότυφλος και έτρεμε τόσο πολύ ώστε σχεδόν δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Μπάο πήρε τον Σαν παράμερα και του είπε ότι θα ήταν καλύτερα να το σκάσουν και οι τρεις. Ο Φανγκ θα ζητούσε εκδίκηση, θα τους έριχνε στα κελιά που είχε δίπλα στο σπίτι του. Ή θα τους εκτελούσε. Δεν υπήρχε δικαστής στο χωριό, ο μοναδικός νόμος ήταν ο λόγος του τσιφλικά, και ο Φανγκ μιλούσε
και ενεργούσε για λογαριασμό του. Έφυγαν αμέσως μετά την κηδεία των γονιών τους. Και τώρα ήταν ξαπλωμένος κάτω από τ’ αστέρια, με τα αδέρφια του να κοιμούνται δίπλα του. Δεν ήξερε τι τους επιφύλασσε το μέλλον. Ο γερο-Μπάο του είχε πει ότι έπρεπε να πάνε στην ακτή, στην Καντόνα, και να ψάξουν για δουλειά. Ο Σαν τον ρώτησε τι είδους δουλειά μπορεί να υπήρχε εκεί, αλλά ο γέρος δεν ήξερε. Απλώς του έδειξε ανατολικά με το τρεμάμενο χέρι του. Περπάτησαν μέχρι που μάτωσαν τα πόδια τους και στέγνωσε το στόμα τους από τη δίψα. Τα αδέρφια του έκλαψαν για το θάνατο των γονιών τους, αλλά και για την άγνωστη μοίρα που τους περίμενε. Ο Σαν προσπαθούσε να τους παρηγορήσει και ταυτόχρονα τους έλεγε να περπατούν πιο γρήγορα. Ο Φανγκ ήταν επικίνδυνος, είχε άλογα και άντρες με λόγχες και ξίφη που μπορεί να τους προλάβαιναν. Ο Σαν συνέχισε να κοιτάζει τ’ αστέρια. Σκέφτηκε τον τσιφλικά, που ζούσε σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, έναν κόσμο στον οποίο δεν επιτρεπόταν να μπουν οι φτωχοί. Δεν εμφανιζόταν ποτέ στο χωριό, ήταν απλώς μια απειλητική σκιά αδιαχώριστη από το σκοτάδι. Τελικά, ο Σαν αποκοιμήθηκε. Στα όνειρά του είδε τρία κομμένα κεφάλια να ορμούν κατά πάνω του. Ένιωσε τη μύτη του ξίφους στο λαιμό του. Τα αδέρφια του ήταν ήδη νεκρά^ τα κεφάλια τους κυλούσαν στην άμμο, και από τον κομμένο λαιμό τους έτρεχε το αίμα ποτάμι. Ξυπνούσε ξανά και ξανά για ν’ απαλλαγεί από αυτό το όνειρο, αλλά όταν τον ξανάπαιρνε ο ύπνος το έβλεπε πάλι. Ξεκίνησαν νωρίς το πρωί, αφού ήπιαν όσο νερό είχε απομείνει στο φλασκί που κρεμόταν από το λαιμό του Γκούο Σι. Έπρεπε να βρουν καθαρό νερό το συντομότερο δυνατό. Περπατούσαν γρήγορα στον πετρώδη δρόμο. Μερικές φορές συναντούσαν κόσμο που πήγαινε στα χωράφια ή κουβαλούσε βαριά φορτία στο κεφάλι και τους ώμους. Ο Σαν άρχισε να αναρωτιέται αν αυτός ο δρόμος θα τελείωνε ποτέ. Ίσως να μην υπήρχε ωκεανός στο τέλος του. Μπορεί να μην υπήρχε ούτε πόλη που την έλεγαν Καντόνα. Όμως, δεν είπε τίποτα στον Γκούο Σι και τον Γου. Αν άκουγαν κάτι τέτοιο, θα τους ήταν πολύ δύσκολο να συνεχίσουν.
Ένα μικρό μαύρο σκυλί με λευκό μπάλωμα στο στήθος άρχισε να τους ακολουθεί. Ο Σαν δεν ήξερε από πού ήρθε. Απλώς εμφανίστηκε κάποια στιγμή από το πουθενά. Προσπάθησε να το διώξει, αλλά αυτό γύριζε πάλι. Του πέταξαν πέτρες, αλλά εκείνο συνέχισε να τους ακολουθεί. «Ας ονομάσουμε το σκυλί Νταγιάνγκ Μπι Αν Ντε Ντατσενγκσί, “ η μεγάλη πόλη στην άλλη μεριά του ωκεανού”», είπε ο Σαν. «Θα τον λέμε Νταγιάνγκ για συντομία».
Το μεσημέρι, όταν η ζέστη έγινε αφόρητη, ξεκουράστηκαν κάτω από ένα δέντρο σε ένα μικρό χωριό. Οι χωρικοί τούς έδωσαν νερό και ξαναγέμισαν το φλασκί τους. Το σκυλί είχε ξαπλώσει λαχανιασμένο μπροστά στα πόδια του Σαν. Ο Σαν το παρατήρησε προσεκτικά. Είχε κάτι το ιδιαίτερο αυτό το σκυλί. Μήπως το είχε στείλει η μητέρα του σαν αγγελιοφόρο από το βασίλειο των νεκρών; Δεν ήξερε. Πάντα δυσκολευόταν να πιστέψει σε όλους αυτούς τους θεούς που πίστευαν οι γονείς του και οι άλλοι χωρικοί. Πώς γινόταν να προσεύχεται κανείς σε ένα δέντρο που δεν μπορούσε να απαντήσει, που δεν είχε αυτιά και στόμα; Ή σε έναν σκύλο χωρίς ιδιοκτήτη; Όμως, αν υπήρχαν οι θεοί, τώρα αυτός και τα αδέρφια του χρειάζονταν τη βοήθειά τους. Συνέχισαν το ταξίδι τους μέχρι το απόγευμα. Ο δρόμος απλωνόταν μπροστά τους φαινομενικά ατέλειωτος. Πέρασαν τρεις μέρες, και άρχισαν να συναντούν όλο και περισσότερο κόσμο. Κάρα περνούσαν δίπλα τους, φορτωμένα με καλάμια και σακιά γεμάτα καλαμπόκι, ενώ άλλα, άδεια, πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Σαν μάζεψε το κουράγιο του και φώναξε σε κάποιον που καθόταν σε ένα από τα άδεια κάρα. «Πόσο μακριά είναι η θάλασσα;» «Δύο μέρες. Όχι παραπάνω. Αύριο θ’ αρχίσετε να μυρίζετε την Καντόνα. Μην ανησυχείς, θα τη βρείτε». Γέλασε και συνέχισε το δρόμο του. Ο Σαν τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Τ ι εννοούσε ότι θα «μυρίσουν» την Καντόνα; Το ίδιο εκείνο απόγευμα έπεσαν ξαφνικά πάνω σε ένα σύννεφο από πεταλούδες. Ήταν διάφανες και κίτρινες, και ο ήχος από τα φτερά τους έμοιαζε με θρόισμα χαρτιού. Ο Σαν σταμάτησε στη μέση του σμήνους μαγεμένος. Ένιωθε σαν να είχε μπει σε ένα σπίτι με τοίχους φτιαγμένους από φτερά. Θα ήθελα να μείνω εδώ, σκέφτηκε. Μακάρι αυτό το σπίτι να μην είχε πόρτες. Θα μπορούσα να μείνω εδώ και ν’ ακούω τα φτερά των πεταλούδων μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω.
Όμως, υπήρχαν και τα αδέρφια του. Δεν μπορούσε να τα εγκαταλείψει. Άνοιξε δρόμο με τα χέρια του μέσα από τις πεταλούδες και τους χαμογέλασε. Δεν θα τους πρόδιδε. Πέρασαν άλλη μια νύχτα κάτω από ένα δέντρο, αφού έφαγαν λίγο από το ρύζι που τους είχε μείνει. Όταν έπεσαν να κοιμηθούν, πείναγαν όλοι πάρα πολύ. Την επόμενη μέρα έφτασαν στην Καντόνα. Ο σκύλος ήταν ακόμη μαζί τους. Ο Σαν πίστευε όλο και πιο πολύ ότι τον είχε στείλει η μητέρα τους από το βασίλειο των νεκρών για να τους προσέχει και να τους προστατεύει. Ο ίδιος δεν είχε καταφέρει ποτέ να πιστέψει αυτές τις ανοησίες. Τ ώρα όμως, όπως στεκόταν έξω από τις πύλες της πόλης, άρχισε να αναρωτιέται μήπως ήταν όντως έτσι. Μπήκαν στην κατάμεστη πόλη, που ήταν πλημμυρισμένη από κάθε είδους δυσάρεστες οσμές, όπως ακριβώς τους είχαν προειδοποιήσει. Ο Σαν φοβόταν μήπως έχανε τα αδέρφια του μέσα στα πλήθη που πλημμύριζαν τους δρόμους. Έδεσε ένα μακρύ σχοινί γύρω από τη μέση του και μετά το πέρασε και από τη μέση των αδερφών του. Τ ώρα ήταν αδύνατο να χαθούν μεταξύ τους, εκτός κι αν κάποιος έκοβε το σχοινί. Άρχισαν να προχωρούν σιγά σιγά μέσα στο πλήθος κατάπληκτοι από τα τεράστια σπίτια, τους ναούς και τα εμπορεύματα που πουλιούνταν. Το σχοινί που τους έδενε τεντώθηκε ξαφνικά. Ο Γου τους έδειξε κάτι. Ο Σαν είδε τι είχε κάνει τον αδερφό του να σταματήσει. Ένας άντρας ήταν καθισμένος σε μια σέντια. Συνήθως υπήρχαν κουρτίνες που έκρυβαν τον επιβάτη, αλλά σε αυτή την περίπτωση ήταν ανοιχτές. Και ήταν φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ετοιμοθάνατος. Ήταν κάτασπρος, λες και κάποιος του είχε αλείψει τα μάγουλα με λευκή σκόνη. Ή μήπως αυτό ήταν το πρόσωπο του κακού; Ο διάβολος στέλνει συχνά δαίμονες με λευκά πρόσωπα για να τρομοκρατήσουν τη γη. Άλλωστε δεν είχε κοτσίδα, και το πρόσωπό του ήταν μακρύ και άσχημο, με μια μεγάλη γαμψή μύτη. Ο Γου και Γκούο Σι πλησίασαν σπρώχνοντας τον Σαν και τον ρώτησαν αν αυτό το πλάσμα ήταν άνθρωπος ή διάβολος. Ο Σαν δεν ήξερε. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι τέτοιο, ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του.
Ξαφνικά οι κουρτίνες έκλεισαν, και η σέντια απομακρύνθηκε. Ένας άντρας που στεκόταν δίπλα στον Σαν έφτυσε κάτω. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε ο Σαν. Ο άλλος τον κοίταξε περιφρονητικά και του ζήτησε να επαναλάβει την ερώτηση. Ο Σαν κατάλαβε ότι μιλούσαν πολύ διαφορετικές διαλέκτους. «Ο άντρας στη σέντια. Ποιος είναι;» «Ένας λευκός που έχει πολλά από τα πλοία που έρχονται στο λιμάνι μας». «Είναι άρρωστος;» Ο άγνωστος γέλασε. «Έτσι είναι όλοι τους. Άσπροι σαν πτώματα που θα ’πρεπε να έχουν θαφτεί εδώ και πολύ καιρό». Τα αδέρφια συνέχισαν το δρόμο τους μέσα στη βρόμικη και εξαιρετικά δύσοσμη πόλη. Ο Σαν παρατηρούσε τους ανθρώπους γύρω του. Πολλοί ήταν καλοντυμένοι. Δεν φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα όπως αυτοί. Άρχισε να υποψιάζεται ότι ο κόσμος δεν ήταν όπως τον είχε φανταστεί. Αφού περιπλανιούνταν στην πόλη πολλές ώρες, στο τέλος του δρόμου αντίκρισαν νερό. Ο Γου ξέφυγε κι έτρεξε προς τα εκεί. Βούτηξε μέσα το κεφάλι του και άρχισε να πίνει, αλλά αμέσως μετά σταμάτησε και το έφτυσε, όταν κατάλαβε ότι ήταν αλμυρό. Ένας τουμπανιασμένος ψόφιος αρουραίος πέρασε επιπλέοντας από μπροστά τους. Ο Σαν παρατήρησε ότι το νερό ήταν γεμάτο ακαθαρσίες, όχι μόνο ψόφια ποντίκια αλλά και κόπρανα, ανθρώπων και ζώων. Του ήρθε αναγούλα. Στο χωριό τους χρησιμοποιούσαν τα κόπρανα σαν λίπασμα για τα μικρά χωράφια όπου καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους. Εδώ φαίνεται ότι οι άνθρωποι τα άδειαζαν απλώς στο νερό, παρόλο που δεν καλλιεργούσαν τίποτα εκεί. Κοίταξε στο νερό, αλλά δεν κατάφερε να δει την άλλη πλευρά. Φαίνεται ότι αυτό που λένε θάλασσα ή ωκεανό είναι ένα πολύ πλατύ ποτάμι, σκέφτηκε. Κάθισαν σε μια ξύλινη προβλήτα με σανίδια που ανεβοκατέβαιναν σε διάφορα σημεία σαν τραμπάλες. Γύρω της ήταν δεμένα τόσα πλοία που ήταν αδύνατο να τα μετρήσεις. Παντού άκουγες ανθρώπους να
φωνάζουν και να ουρλιάζουν. Αυτό ήταν επίσης άλλο ένα πράγμα στο οποίο διέφερε η ζωή της πόλης από τη ζωή στο χωριό. Εδώ μιλούσαν όλοι ασταμάτητα, είχαν συνέχεια κάτι να πουν, κάτι για να παραπονεθούν. Δεν υπήρχε πουθενά η ησυχία στην οποία ήταν συνηθισμένος ο Σαν. Έφαγαν το τελευταίο τους ρύζι και μοιράστηκαν το υπόλοιπο νερό από το φλασκί. Ο Γου και ο Γκούο Σι τον κοίταζαν με προσμονή. Δεν έπρεπε να τους απογοητεύσει. Όμως, πώς θα τους έβρισκε δουλειά μέσα σε αυτή την εκκωφαντικά χαοτική ανθρώπινη παραζάλη; Πού θα έβρισκαν τροφή; Πού θα κοιμούνταν; Κοίταξε το σκυλί, που ήταν ξαπλωμένο με το ένα πόδι πάνω από τη μύτη του. Τ ι να κάνω τώρα; Ένιωσε ότι έπρεπε να μείνει μόνος για να σκεφτεί την κατάστασή τους. Σηκώθηκε και είπε στα αδέρφια του να περιμένουν εκεί που ήταν, μαζί με το σκυλί. Για να τους καθησυχάσει, για να τους πείσει ότι δεν επρόκειτο να εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος και να μην επιστρέψει ποτέ, πρόσθεσε: «Σκεφτείτε εκείνο το αόρατο σχοινί που μας δένει μεταξύ μας. Θα γυρίσω γρήγορα. Αν σας μιλήσει κανείς όσο λείπω, απαντήστε του ευγενικά, αλλά μην απομακρυνθείτε από ’δώ. Αν φύγετε, δεν θα μπορέσω να σας ξαναβρώ ποτέ». Ο Σαν εξερεύνησε όλα τα δρομάκια, αλλά κάθε τόσο γύριζε πίσω για να μη χάσει το δρόμο. Ένας από τους στενούς δρόμους τον έβγαλε σε μια πλατεία με ένα ναό. Είδε κόσμο να γονατίζει και να περπατά με σκυφτό το κεφάλι προς ένα βωμό γεμάτο προσφορές και λιβάνι. Η μητέρα μου θα έτρεχε στο βωμό και θα προσκυνούσε, σκέφτηκε. Ο πατέρας μου θα πλησίαζε κι αυτός στο βωμό αλλά πιο διστακτικά. Δεν τον θυμάμαι ποτέ να κάνει έστω και ένα βήμα χωρίς να διστάσει. Τ ώρα, όμως, ήταν η ώρα ν’ αποφασίσει αυτός τι έπρεπε να κάνει. Τ ριγύρω υπήρχαν μερικές πέτρες που είχαν πέσει από τον τοίχο του ναού. Κάθισε πάνω σε μία, νιώθοντας ζαλισμένος από τη ζέστη, την πολυκοσμία και την πείνα, που προσπαθούσε να την αγνοεί όσο γινόταν. Όταν ξεκουράστηκε αρκετά, γύρισε στον Μαργαριταρένιο Ποταμό
και τις αποβάθρες στις όχθες του. Άντρες σκυφτοί από βαριά φορτία περπατούσαν τρεκλίζοντας σε ετοιμόρροπες σανιδόσκαλες. Πιο πάνω στο ποτάμι είδε μεγάλα πλοία με χαμηλωμένα πανιά να τα τραβούν ρυμουλκά κάτω από γέφυρες. Σταμάτησε και κοίταξε όλους αυτούς τους άντρες που κουβαλούσαν φορτία το ένα μεγαλύτερο από το άλλο. Οι επιστάτες στέκονταν στις σανιδόσκαλες και έλεγχαν όλα τα φορτία που μεταφέρονταν εντός των πλοίων ή, αντίστροφα, από τα πλοία στην όχθη. Έδιναν μερικά νομίσματα στους αχθοφόρους, οι οποίοι μετά χάνονταν στα δρομάκια. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Για να επιζήσουν, έπρεπε να κάνουν κι αυτοί το ίδιο. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό, σκέφτηκε. Τα αδέρφια μου κι εγώ θα γίνουμε αχθοφόροι. Εδώ δεν υπάρχουν λιβάδια, ούτε ορυζώνες. Αλλά μπορούμε να κουβαλάμε πράγματα. Είμαστε δυνατοί. Γύρισε στον Γου και τον Γκούο Σι, που περίμεναν ζαρωμένοι στην προβλήτα. Στάθηκε και τους κοίταξε για λίγο, παρατηρώντας πώς είχαν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο. Είμαστε σαν σκυλιά, σκέφτηκε. Όλοι μάς κλοτσάνε και πρέπει να ζήσουμε με ό,τι μας πετούν. Ο σκύλος τον είδε κι έτρεξε να τον υποδεχτεί. Ο Σαν δεν τον κλότσησε.
11 Τη νύχτα έμειναν στην προβλήτα, γιατί ο Σαν δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο. Ο σκύλος τούς πρόσεχε και γρύλιζε όταν κάποια αθόρυβα και ανάλαφρα βήματα πλησίαζαν πολύ. Όμως, παρ’ όλα αυτά, όταν ξύπνησαν το πρωί, ανακάλυψαν ότι κάποιος είχε καταφέρει να τους κλέψει το φλασκί με το νερό. Ο Σαν κοίταξε έξαλλος γύρω του. Οι φτωχοί κλέβουν τους φτωχούς, σκέφτηκε.
Ακόμα και ένα άδειο φλασκί για νερό είναι σημαντικό για κάποιον που δεν έχει τίποτα. «Είναι καλό σκυλί, αλλά δεν αξίζει για φύλακας», είπε ο Σαν. «Τ ι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Γου. «Θα προσπαθήσουμε να βρούμε δουλειά», απάντησε ο Σαν. «Πεινάω», είπε ο Γκούο Σι. Ο Σαν κούνησε το κεφάλι. Ο Γκούο Σι ήξερε πολύ καλά ότι δεν είχαν καθόλου φαγητό. «Δεν μπορούμε να κλέψουμε», είπε ο Σαν. «Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, μπορεί να καταλήξουμε σαν εκείνους τους τρεις που είδαμε τα κεφάλια τους καρφωμένα στα μπαμπού στο σταυροδρόμι. Πρέπει να βρούμε δουλειά και τότε θα μπορούμε ν’ αγοράσουμε κάτι για να φάμε». Οδήγησε τα αδέρφια του εκεί που πηγαινοέρχονταν οι αχθοφόροι με τα φορτία τους. Ο σκύλος ήταν ακόμη μαζί τους. Ο Σαν στάθηκε σε ένα σημείο παρακολουθώντας για πολλή ώρα τους άντρες που έδιναν διαταγές πάνω στις σανιδόσκαλες του πλοίου. Τελικά, αποφάσισε να πλησιάσει έναν κοντό γεροδεμένο επιστάτη που δεν χτυπούσε τους αχθοφόρους ακόμα και όταν πήγαιναν αργά. «Είμαστε τρία αδέρφια», είπε. «Είμαστε δυνατοί». Ο επιστάτης τον κοίταξε θυμωμένα, αλλά συνέχισε να ελέγχει τους αχθοφόρους που έβγαιναν από το αμπάρι με βαριά φορτία στους ώμους. «Τ ι κάνουν όλοι αυτοί οι βλάχοι στην Καντόνα;» φώναξε. «Γιατί έρχονται εδώ; Υπάρχουν χιλιάδες χωριάτες που ψάχνουν για δουλειά. Έχω ήδη παραπάνω απ’ όσους χρειάζομαι. Φύγε. Πάψε να με ενοχλείς». Συνέχισαν να ρωτούν από αποβάθρα σε αποβάθρα, αλλά η απάντηση ήταν παντού η ίδια. Κανείς δεν τους ήθελε. Δεν ήταν χρήσιμοι σε κανέναν εκεί στην Καντόνα. Εκείνη τη μέρα δεν έφαγαν τίποτα, πέρα από μερικά βρόμικα υπολείμματα από ποδοπατημένα λαχανικά που βρήκαν σε ένα δρόμο δίπλα σε μια αγορά. Ήπιαν νερό από μια τρόμπα που ήταν περιτριγυρισμένη από πεινασμένους. Πέρασαν άλλη μια νύχτα κουλουριασμένοι στην προβλήτα. Ο Σαν δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Πίεζε το στομάχι του με τις γροθιές για να σταματήσει τους πόνους της πείνας. Σκέφτηκε το σμήνος των πεταλούδων. Τ ώρα ήταν λες και οι πεταλούδες είχαν μπει στο σώμα του και σκάλιζαν τα σωθικά του με τα μυτερά φτερά τους. Πέρασαν άλλες δύο μέρες χωρίς να βρουν κανέναν στις αποβάθρες που να τους πει ότι η πλάτη τους θα ήταν χρήσιμη. Καθώς πλησίαζε το τέλος της δεύτερης μέρας, ο Σαν κατάλαβε ότι δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμη. Δεν είχαν ξαναφάει τίποτα έπειτα από εκείνα τα ποδοπατημένα λαχανικά. Τ ώρα ζούσαν μόνο με νερό. Ο Γου είχε πυρετό^ ήταν ξαπλωμένος στη σκιά μιας στοίβας βαρελιών κι έτρεμε. Ο Σαν πήρε την απόφαση, καθώς άρχισε να δύει ο ήλιος. Έπρεπε να βρουν τροφή, αλλιώς θα πέθαιναν. Πήγε τα αδέρφια του και τον σκύλο σε μια ανοιχτή πλατεία, όπου πολλοί φτωχοί ήταν καθισμένοι γύρω από φωτιές κι έτρωγαν ό,τι είχε βρει ο καθένας. Τότε ο Σαν κατάλαβε γιατί τους είχε στείλει το σκύλο η μητέρα τους. Πήρε μια πέτρα κι έσπασε το κεφάλι του σκύλου. Ορισμένοι που κάθονταν κοντά στις φωτιές πήγαν εκεί για να δουν τι συνέβαινε. Είχαν όλοι αποστεωμένα πρόσωπα. Ο Σαν δανείστηκε ένα μαχαίρι, έγδαρε το σκυλί κι έβαλε τα κομμάτια σε μια κατσαρόλα. Πεινούσαν τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να περιμένουν να βράσει το κρέας. Ο Σαν μοίρασε την ίδια ποσότητα σε όλους γύρω από τη φωτιά. Μετά το φαγητό ξάπλωσαν όλοι κατάχαμα κι έκλεισαν τα μάτια. Ο Σαν ήταν ο μόνος που καθόταν ακόμη και κοίταζε τις φλόγες. Την επόμενη μέρα δεν θα είχαν ούτε το σκυλί. Έβλεπε μπροστά του την εικόνα των γονιών του να κρέμονται από το δέντρο εκείνο το φρικτό πρωινό. Πόσο μακριά ήταν τώρα από τον δικό του λαιμό το κλαδί και το σχοινί; Δεν ήξερε. Ξαφνικά ένιωσε να τον παρακολουθούν. Κοίταξε μες στη νύχτα. Πράγματι κάποιος ήταν εκεί, διέκρινε τα ασπράδια των ματιών του να γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Ο άγνωστος πλησίασε τη φωτιά. Ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Σαν αλλά όχι ιδιαίτερα μεγάλος. Χαμογέλασε. Πρέπει να είναι από εκείνους τους τυχερούς που δεν τριγυρίζουν συνέχεια πεινασμένοι, σκέφτηκε ο Σαν. «Λέγομαι Ζι. Σε είδα που έτρωγες τον σκύλο».
Ο Σαν δεν απάντησε. Περίμενε να δει τι θα γινόταν στη συνέχεια. Ο άγνωστος είχε κάτι που τον ανησυχούσε, τον έκανε να νιώθει ανασφάλεια. «Λέγομαι Ζι Κουάν Ζάο. Εσύ ποιος είσαι;» Ο Σαν κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Μήπως παραβίασα την περιοχή σου;» τον ρώτησε. Ο Ζι γέλασε. «Όχι, καθόλου. Απλώς αναρωτιέμαι ποιος είσαι. Η περιέργεια είναι ανθρώπινη αρετή. Όποιος δεν έχει διερευνητικό νου δεν ζει ικανοποιητική ζωή». «Με λένε Γουάνγκ Σαν». «Από πού είσαι;» Ο Σαν δεν ήταν συνηθισμένος να του κάνουν ερωτήσεις. Άρχισε να γίνεται καχύποπτος. Μήπως αυτός ο Ζι ήταν ένας από τους λίγους εκλεκτούς που είχαν το δικαίωμα να ανακρίνουν και να τιμωρούν; Μήπως αυτός και τα αδέρφια του είχαν παραβιάσει κάποιον από εκείνους τους αόρατους νόμους και κανονισμούς που πνίγουν τους φτωχούς; Ο Σαν έδειξε αόριστα στο σκοτάδι. «Από ’κεί πέρα. Τα αδέρφια μου κι εγώ περπατούσαμε πολλές μέρες. Περάσαμε δύο μεγάλα ποτάμια». «Είναι καλό να έχεις αδέρφια. Τ ι κάνετε εδώ;» «Ψάχνουμε για δουλειά, αλλά δεν μπορούμε να βρούμε». «Είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Πολλοί έρχονται στην πόλη, μαζεύονται σαν μύγες στο μέλι. Δεν είναι εύκολο να βγάλεις το ψωμί σου». Ο Σαν ήθελε να του κάνει μια ερώτηση, αλλά αποφάσισε να μη μιλήσει. Ο Ζι, όμως, φάνηκε να καταλαβαίνει. «Αναρωτιέσαι τι δουλειά κάνω, αφού δεν φοράω κουρέλια;» «Δεν θέλω να γίνομαι αδιάκριτος με τους ανώτερούς μου». «Δεν με ενοχλεί καθόλου», είπε ο Ζι και κάθισε. «Ο πατέρας μου είχε ποταμόπλοια και έκανε μεταφορές πάνω-κάτω στο ποτάμι με τον μικρό του στόλο. Όταν πέθανε, αναλάβαμε τη δουλειά εγώ και ο αδερφός μου. Τα άλλα αδέρφια μου, ο τρίτος και ο τέταρτος, μετανάστευσαν στη γη στην άλλη άκρη του ωκεανού, στην Αμερική. Έκαναν περιουσία πλένοντας τα ρούχα των λευκών. Η Αμερική είναι
πολύ παράξενη χώρα. Πού αλλού μπορείς να γίνεις πλούσιος από τη βρομιά των άλλων;» «Το έχω σκεφτεί να πάω κι εγώ εκεί», είπε ο Σαν. Ο Ζι τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Χρειάζεσαι λεφτά για να το κάνεις αυτό. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις στον μεγάλο ωκεανό τζάμπα. Τέλος πάντων, σου εύχομαι καλό βράδυ. Ελπίζω να καταφέρετε να βρείτε δουλειά». Ο Ζι σηκώθηκε, υποκλίθηκε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Ο Σαν ξάπλωσε πάλι. Αναρωτήθηκε μήπως αυτή τη σύντομη συζήτηση την είχε φανταστεί. Μήπως μιλούσε στην ίδια του τη σκιά, νομίζοντας ότι ήταν κάποιος άλλος; Τα αδέρφια συνέχισαν τη μάταιη αναζήτησή τους για δουλειά και τροφή, περπατώντας ατέλειωτες ώρες στην κατάμεστη πόλη. Ο Σαν αποφάσισε να δεθεί πάλι με τα δύο αδέρφια του, και αυτό τον έκανε να σκεφτεί ότι έδειχνε σαν ζώο με δύο μικρά που μένουν συνέχεια κολλημένα πάνω του μέσα στο μεγάλο κοπάδι. Έψαξαν για δουλειά στις αποβάθρες και στα στενά που ξεχείλιζαν από ανθρώπους. Ο Σαν έλεγε στα αδέρφια του να στέκονται ευθυτενείς όταν παρουσιάζονταν σε κάποιον που μπορεί να τους έδινε δουλειά.
«Πρέπει να φαινόμαστε δυνατοί», είπε. «Κανείς δεν δίνει δουλειά σε άντρες που δεν έχουν δύναμη στα χέρια και στα πόδια. Ακόμα κι αν είστε κουρασμένοι και πεινασμένοι, πρέπει να δίνετε την εντύπωση ότι είστε πολύ δυνατοί». Έτρωγαν μόνο ό,τι πετούσαν οι άλλοι. Όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν να μαλώνουν με σκυλιά για ένα πεταμένο κόκαλο, ο Σαν κατάλαβε ότι είχαν αρχίσει να γίνονται ζώα. Η μητέρα του, κάποτε, του είχε πει μια ιστορία για έναν άνθρωπο που έγινε ζώο με ουρά και τέσσερα πόδια επειδή ήταν τεμπέλης και δεν ήθελε να δουλεύει. Όμως, ο λόγος που αυτοί δεν δούλευαν δεν ήταν η τεμπελιά. Συνέχισαν να κοιμούνται στην προβλήτα, μέσα στην υγρασία και τη ζέστη. Μερικές φορές τη νύχτα έπεφτε δυνατή βροχή που έφτανε στην πόλη από τη θάλασσα. Προσπαθούσαν να βρουν καταφύγιο κάτω από την προβλήτα ανάμεσα στα βρεγμένα ξύλα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, γίνονταν μούσκεμα. Ο Σαν πρόσεξε ότι ο Γκούο Σι και ο Γου είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται. Η όρεξη για ζωή συρρικνωνόταν μέσα τους μέρα με τη μέρα από την πείνα, τις καταρρακτώδεις βροχές και την αίσθηση ότι κανείς δεν τους πρόσεχε και δεν τους χρειαζόταν. Ένα βράδυ ο Σαν παρατήρησε ότι ο Γου ήταν σκυμμένος και μουρμούριζε μπερδεμένες προσευχές στους θεούς των γονιών τους. Αυτό προς στιγμή τον ανησύχησε. Οι θεοί των γονιών τους δεν τους είχαν βοηθήσει ποτέ. Όμως, αν ο Γου έβρισκε παρηγοριά στις προσευχές του, ο Σαν δεν είχε το δικαίωμα να του τη στερήσει. Ο Σαν πειθόταν όλο και περισσότερο ότι η Καντόνα ήταν μια πόλη φρίκης. Κάθε πρωί, όταν ξεκινούσαν την ατέλειωτη αναζήτησή τους για δουλειά, έβλεπαν όλο και πιο πολλούς να κείτονται νεκροί στα χαντάκια. Μερικές φορές, ποντίκια ή σκυλιά είχαν φάει τα πρόσωπα των πτωμάτων. Κάθε πρωί, ο Σαν είχε την απαίσια αίσθηση ότι η ζωή του θα τελείωνε σε ένα χαντάκι σε κάποιο από τα πολλά δρομάκια της Καντόνας. Έπειτα από ακόμα μία μέρα ζέστης και υγρασίας, ο Σαν άρχισε να
χάνει κι αυτός τις ελπίδες του. Πεινούσε τρομερά, ζαλιζόταν και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Όπως ήταν ξαπλωμένος στην προβλήτα δίπλα στα κοιμισμένα αδέρφια του, σκέφτηκε για πρώτη φορά ότι θα μπορούσε ίσως να αποκοιμηθεί και να μην ξαναξυπνήσει ποτέ. Δεν είχε τίποτα να τον περιμένει όταν ξυπνούσε. Τη νύχτα ονειρεύτηκε πάλι τα τρία κομμένα κεφάλια. Ξαφνικά άρχισαν να του μιλούν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Όταν ξύπνησε, ενώ είχε αρχίσει να χαράζει, είδε τον Ζι να κάθεται σε έναν πάσσαλο και να καπνίζει πίπα. Μόλις είδε ότι ο Σαν ξύπνησε, χαμογέλασε. «Δεν κοιμήθηκες καλά», είπε. «Είδα ότι ονειρευόσουν κάτι που ήθελες να το αποφύγεις». «Ονειρευόμουν κομμένα κεφάλια», είπε ο Σαν. «Μπορεί ένα από αυτά να ήταν δικό μου». Ο Ζι τον κοίταξε σκεφτικός πριν απαντήσει. «Εκείνοι που έχουν επιλογή επιλέγουν. Εσύ και τα αδέρφια σου δεν φαίνεστε πολύ δυνατοί. Είναι φανερό ότι πεινάτε. Κανείς δεν παίρνει εργάτες που πεινούν για να του κουβαλήσουν φορτία, αφού υπάρχουν πάντα νεοφερμένοι που έχουν ακόμη δύναμη στο σώμα και τρόφιμα στους σάκους τους». Ο Ζι άδειασε την πίπα του και συνέχισε: «Κάθε πρωί επιπλέουν πτώματα στο ποτάμι. Άνθρωποι που δεν έχουν πια τη δύναμη να συνεχίσουν την προσπάθεια. Άνθρωποι που δεν βλέπουν το λόγο να συνεχίσουν να ζουν. Γεμίζουν το πουκάμισό τους με πέτρες ή δένουν βαρίδια στα πόδια τους. Η Καντόνα έχει γίνει μια πόλη γεμάτη ανήσυχα φαντάσματα, ψυχές ανθρώπων που αυτοκτόνησαν». «Γιατί μου τα λες αυτά; Έχω ήδη αρκετό πόνο να υπομείνω». Ο Ζι σήκωσε αδιάφορα το χέρι. «Δεν σου τα λέω για να σε ανησυχήσω. Δεν θα έλεγα τίποτα αν δεν είχα να προσθέσω και κάτι άλλο. Ο ξάδερφός μου έχει ένα εργοστάσιο, και πολλοί από τους εργάτες του αρρώστησαν ξαφνικά. Ίσως μπορώ να βοηθήσω εσένα και τα αδέρφια σου». Ο Σαν δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει.
Αλλά ο Ζι το είπε πάλι. Δεν ήθελε να υποσχεθεί τίποτα, αλλά ίσως μπορούσε να τους βρει δουλειά. «Γιατί ξεχώρισες εμάς;» Ο Ζι ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί κάνει κάτι ο καθένας; Ή γιατί δεν κάνει τίποτα; Ίσως σκέφτηκα απλώς ότι σας αξίζει λίγη βοήθεια». Ο Ζι σηκώθηκε. «Μόλις έχω νέα, θα ξανάρθω», είπε. Άφησε μερικά φρούτα στο έδαφος μπροστά στον Σαν κι έφυγε. Ο Σαν τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν στην προβλήτα, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Όπως είχε υποσχεθεί, ο Ζι επέστρεψε το ίδιο βράδυ. «Ξύπνα τα αδέρφια σου», είπε. «Πρέπει να φύγουμε. Σας βρήκα δουλειά». «Ο Γου είναι άρρωστος. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι αύριο;» «Μέχρι τότε θα την έχει πάρει κάποιος άλλος. Ή πάμε τώρα ή δεν πάμε καθόλου». Ο Σαν έσπευσε να ξυπνήσει τον Γκούο Σι και τον Γου. «Πρέπει να πάμε κάπου», είπε. «Αύριο θα έχουμε επιτέλους δουλειά». Ο Ζι προπορευόταν οδηγώντας τους μέσα από σκοτεινά δρομάκια. Ο Σαν πρόσεξε ότι πατούσε πάνω σε κόσμο που κοιμόταν στα πεζοδρόμια. Κρατούσε το χέρι του Γκούο Σι, κι αυτός με τη σειρά του κρατούσε από τους ώμους τον Γου. Γρήγορα ο Σαν κατάλαβε από τη μυρωδιά ότι βρίσκονταν κοντά στο νερό. Τα πράγματα φαίνονταν πιο εύκολα τώρα. Έπειτα όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Κάμποσοι άγνωστοι ξεπρόβαλαν μέσα από τις σκιές, τους άρπαξαν από τα χέρια και τους πέρασαν σακιά στο κεφάλι. Ο Σαν δέχτηκε μια γροθιά που τον έριξε κάτω, αλλά συνέχισε να παλεύει. Όταν τον κόλλησαν πάλι στο έδαφος, δάγκωσε ένα χέρι όσο πιο δυνατά μπορούσε και κατάφερε να ελευθερωθεί. Αλλά τον ξανάπιασαν αμέσως. Ο Σαν άκουσε τον Γου να ουρλιάζει τρομοκρατημένος κάπου εκεί κοντά. Μέσα στο φως από ένα φανάρι είδε τον αδερφό του να κείτεται ανάσκελα. Κάποιος τράβηξε ένα μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο στήθος του Γου και μετά πέταξε το πτώμα στο νερό.
Ο Γου απομακρύνθηκε αργά παρασυρμένος από το ρεύμα. Η τρομερή αλήθεια τσάκισε τον Σαν: Ο Γου ήταν νεκρός, δεν είχε καταφέρει να τον προστατέψει. Μετά δέχτηκε ένα βαρύ χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Όταν οι άγνωστοι κουβάλησαν αυτόν και τον Γκούο Σι σε μια βάρκα που τους μετέφερε σε ένα πλοίο αγκυροβολημένο στα ανοιχτά, ήταν αναίσθητος. Όλα αυτά έγιναν το καλοκαίρι του 1863. Μια χρονιά που χιλιάδες Κινέζοι χωρικοί απήχθησαν και μεταφέρθηκαν στην Αμερική, η οποία τους κατάπιε με τα αχόρταγα σαγόνια της. Εκεί τους περίμενε ο ίδιος μόχθος από τον οποίο ονειρεύονταν να ξεφύγουν. Τους μετέφεραν στην άλλη άκρη του απέραντου ωκεανού, αλλά η φτώχεια τούς συνόδευε για πάντα.
12 Στις 9 Μαρτίου του 1864, ο Γκούο Σι και ο Σαν άρχισαν να σκάβουν το βουνό που έφραζε το δρόμο της σιδηροδρομικής γραμμής η οποία τελικά θα διέσχιζε όλη την αμερικανική ήπειρο. Ήταν ένας από τους δριμύτερους χειμώνες που θυμόταν κανείς στη Νεβάδα. Το κρύο ήταν τόσο δυνατό ώστε κάθε ανάσα που έπαιρνες την αισθανόσουν περισσότερο σαν παγωμένους κρυστάλλους παρά σαν αέρα. Πριν από αυτό, ο Σαν και ο Γκούο Σι δούλευαν πιο δυτικά, όπου ήταν ευκολότερο να προετοιμάσεις το έδαφος και να στρώσεις τις γραμμές. Τους είχαν πάει εκεί στα τέλη Οκτωβρίου, κατευθείαν από το πλοίο. Τους είχαν μεταφέρει αλυσοδεμένους από την Καντόνα, μαζί με πολλούς άλλους, και στην Αμερική τους παρέλαβαν Κινέζοι με κομμένες κοτσίδες, που φορούσαν ρούχα Δυτικών και ρολόγια τσέπης στο γιλέκο τους. Τα δύο αδέρφια τα παρέλαβε κάποιος που είχε το ίδιο επώνυμο με το δικό τους: Γουάνγκ. Ο Γκούο Σι συνήθως
δεν μιλούσε, αλλά σε αυτή την περίπτωση άρχισε να διαμαρτύρεται, προκαλώντας μεγάλο φόβο στον Σαν. «Μας επιτέθηκαν, μας έδεσαν και μας ανέβασαν σε ένα πλοίο. Δεν ζητήσαμε να έρθουμε εδώ». Ο Σαν πίστεψε ότι αυτό θα ήταν το τέλος του μεγάλου ταξιδιού τους. Ο άντρας μπροστά τους δεν θα ανεχόταν να του μιλούν κατ’ αυτό τον τρόπο. Θα τραβούσε το πιστόλι που είχε στη ζώνη του και θα τους σκότωνε. Όμως, ο Σαν έκανε λάθος. Ο Γουάνγκ ξέσπασε σε γέλια, λες και ο Γου του είχε πει κάποιο αστείο. «Δεν είστε τίποτα παραπάνω από σκυλιά», είπε ο Γουάνγκ. «Ο Ζι μου έστειλε μερικά σκυλιά που μιλάνε. Μου ανήκετε μέχρι να με πληρώσετε για το ταξίδι με το πλοίο, την τροφή σας και το ταξίδι από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι εδώ. Όλα αυτά θα τα ξεπληρώσετε δουλεύοντας για μένα. Σε τρία χρόνια από τώρα μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά μέχρι τότε ανήκετε σ’ εμένα. Εδώ έξω στην έρημο δεν μπορείτε να το σκάσετε. Υπάρχουν λύκοι, αρκούδες και Ινδιάνοι, που θα σας κόψουν το λαιμό, θα σας σπάσουν το κεφάλι και θα φάνε το μυαλό σας σαν να είναι αυγό. Αλλά αν δοκιμάσετε να το σκάσετε παρ’ όλα αυτά, έχω σκυλιά που θα σας βρουν. Τότε θα δοκιμάσετε το μαστίγιο και θα πρέπει να δουλέψετε άλλον ένα χρόνο για μένα. Έτσι, λοιπόν, τώρα ξέρετε πώς έχει η κατάσταση». Ο Σαν κοίταξε τους άντρες που στέκονταν πίσω από τον Γουάνγκ. Είχαν σκυλιά δεμένα με λουριά και τουφέκια στα χέρια. Ο Σαν παραξενεύτηκε που αυτοί οι λευκοί με τις μακριές γενειάδες υπάκουαν στις εντολές που τους έδινε ένας Κινέζος. Έχουμε έρθει σε μια χώρα πολύ διαφορετική από την Κίνα, σκέφτηκε. Τους έβαλαν σε έναν καταυλισμό με αντίσκηνα στο βάθος ενός φαραγγιού, που τον διέσχιζε ένα μικρό ποτάμι. Από τη μια μεριά του ποταμού ήταν οι Κινέζοι εργάτες και από την άλλη ένα μείγμα από Ιρλανδούς, Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους. Ανάμεσα στους δύο καταυλισμούς υπήρχε μεγάλη ένταση. Το ποτάμι ήταν ένα σύνορο που κανείς Κινέζος δεν το περνούσε χωρίς λόγο. Οι Ιρλανδοί, που συχνά ήταν μεθυσμένοι, τους φώναζαν διάφορες βρισιές και τους πετούσαν πέτρες. Ο Σαν και ο Γκούο Σι δεν μπορούσαν να
καταλάβουν τι έλεγαν, αλλά οι πέτρες που σφύριζαν στον αέρα ήταν σκληρές^ έτσι πίστευαν ότι και τα λόγια τους ήταν το ίδιο. Βρέθηκαν να ζουν μαζί με άλλους δώδεκα Κινέζους. Κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν μαζί τους στο πλοίο. Ο Σαν συμπέρανε ότι ο Γουάνγκ προτιμούσε να ανακατεύει τους νεοφερμένους εργάτες μ’ εκείνους που δούλευαν ήδη στο σιδηρόδρομο για ένα διάστημα και θα μπορούσαν να τους εξηγήσουν τους κανόνες και την καθημερινή ρουτίνα. Το αντίσκηνο ήταν μικρό, κι όταν έπεφταν όλοι για ύπνο ήταν στριμωγμένοι. Αυτό τους βοηθούσε να ζεσταίνονται, αλλά ταυτόχρονα τους δημιουργούσε και μια ενοχλητική αίσθηση ότι δεν μπορούσαν να κινηθούν, σαν να ήταν δεμένοι μεταξύ τους. Επικεφαλής του αντίσκηνου ήταν ο Σου, ένας αδύνατος άντρας με χαλασμένα δόντια, που όλοι, όμως, του φέρονταν με μεγάλο σεβασμό. Ο Σου έδειξε στον Σαν και στον Γκούο Σι πού θα κοιμόντουσαν. Τους ρώτησε από πού ήταν και με ποιο πλοίο ταξίδεψαν, αλλά για τον εαυτό του δεν τους είπε τίποτα. Δίπλα στον Σαν κοιμόταν ο Χάο, ο οποίος του είπε ότι ο Σου ήταν στην κατασκευή του σιδηροδρόμου από την αρχή. Είχε πάει στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 1850 και είχε πρωτοξεκινήσει να δουλεύει στα χρυσωρυχεία. Οι φήμες έλεγαν ότι δεν μπόρεσε να βρει χρυσό στα ποτάμια, αλλά τελικά αγόρασε μια ετοιμόρροπη παλιά ξύλινη καλύβα όπου είχαν ζήσει κάμποσοι επιτυχημένοι χρυσωρύχοι. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε πιαστεί τόσο βλάκας ώστε να πληρώσει είκοσι πέντε δολάρια για μια καλύβα στην οποία δεν μπορούσε να ζήσει κανείς πια. Όμως, ο Σου σκούπισε προσεκτικά όλο το χώμα από το δάπεδο, μετά έβγαλε τις σάπιες σανίδες και σκούπισε όλη τη σκόνη και το χώμα από κάτω. Μέσα σε αυτό το υλικό βρήκε τόση πολλή χρυσόσκονη που γύρισε στο Σαν Φρανσίσκο με μια μικρή περιουσία. Αποφάσισε να επιστρέψει στην Καντόνα, ενώ αγόρασε και το εισιτήριο για το ταξίδι. Όμως, καθώς περίμενε να φύγει το πλοίο του, πήγε σε μία από τις χαρτοπαικτικές λέσχες όπου σύχναζαν πολύ οι Κινέζοι. Έπαιξε κι έχασε. Τελικά, έπαιξε και το εισιτήριό του και το έχασε κι αυτό. Τότε πήγε στη «Σέντραλ Πασίφικ» και έγινε ένας από τους πρώτους Κινέζους που προσλήφθηκαν στο σιδηρόδρομο.
Ο Σαν δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς τα ήξερε όλα αυτά ο Χάο για τον Σου, αφού ο ίδιος δεν μιλούσε για το παρελθόν του. Αλλά ο Χάο επέμενε ότι ήταν όλα αλήθεια, μέχρι την τελευταία λέξη. Ο Σου ήξερε αγγλικά. Με τη βοήθειά του, τα αδέρφια ανακάλυψαν τι φώναζαν οι Ευρωπαίοι από τον καταυλισμό τους. Ο Σου μιλούσε περιφρονητικά για τους άντρες της απέναντι όχθης. «Μας αποκαλούν κιτρινιάρηδες», είπε. «Είναι ένας πολύ ταπεινωτικός χαρακτηρισμός. Όταν οι Ιρλανδοί είναι μεθυσμένοι, μερικές φορές μάς αποκαλούν γουρούνια». «Γιατί μας αντιπαθούν;» ρώτησε ο Σαν. «Είμαστε καλύτεροι εργάτες», απάντησε ο Σου. «Δουλεύουμε πιο πολύ, δεν πίνουμε, δεν βρίσκουμε δικαιολογίες για να αποφύγουμε τη δουλειά. Και έχουμε διαφορετική εμφάνιση, το δέρμα και τα μάτια μας. Δεν τους αρέσουν αυτοί που διαφέρουν». Κάθε πρωί ο Σαν και ο Γκούο Σι, κρατώντας από ένα φανάρι ο καθένας, ανέβαιναν το απότομο μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το φαράγγι. Μερικές φορές κάποιος από το συνεργείο γλιστρούσε στον πάγο και κουτρουβαλούσε μέχρι κάτω στο φαράγγι. Δύο άντρες που είχαν σπάσει τα πόδια τους μαγείρευαν το φαγητό που έτρωγαν τα αδέρφια όταν γύριζαν στον καταυλισμό μετά την κουραστική μέρα. Οι Κινέζοι και οι εργάτες που ζούσαν στην άλλη όχθη του ποταμού δούλευαν σε διαφορετικά σημεία, τα οποία απείχαν πολύ μεταξύ τους. Κάθε ομάδα είχε το δικό της μονοπάτι μέχρι την κορυφή του φαραγγιού και τον δικό της χώρο εργασίας. Οι επιστάτες τούς παρακολουθούσαν συνεχώς για να μην πλησιάσουν οι μεν τους δε. Μερικές φορές ξεσπούσαν καβγάδες στη μέση του ποταμού ανάμεσα σε Κινέζους με κλομπ και Ιρλανδούς με μαχαίρια. Όταν συνέβαινε αυτό, οι γενειοφόροι φύλακες έφταναν καλπάζοντας με τα άλογά τους και τους χώριζαν. Ορισμένες φορές κάποιος τραυματιζόταν σοβαρά και πέθαινε. Ένας Κινέζος που έσπασε το κεφάλι ενός Ιρλανδού εκτελέστηκε. Ένας Ιρλανδός που μαχαίρωσε έναν Κινέζο απομακρύνθηκε από τους φύλακες αλυσοδεμένος. Ο Σου συμβούλευε τους εργάτες στο αντίσκηνό του να μην ανακ ατεύονται σε καβγάδες και να μην πετάνε πέτρες. Τους υπενθύμιζε συνέχεια ότι ήταν φιλοξενούμενοι σε αυτή την ξένη χώρα.
«Πρέπει να περιμένουμε», έλεγε ο Σου. «Μία από αυτές τις μέρες θα καταλάβουν ότι δεν θα γίνει ποτέ σιδηρόδρομος αν δεν τον φτιάξουμε εμείς, οι Κινέζοι. Μια μέρα όλα θα αλλάξουν». Αργότερα εκείνο το βράδυ, ενώ ήταν ξαπλωμένοι στο αντίσκηνο, ο Γκούο Σι ρώτησε ψιθυριστά τον αδερφό του τι εννοούσε ο Σου, αλλά ο Σαν δεν ήξερε να του απαντήσει. Είχαν προχωρήσει από την ακτή προς το εσωτερικό της χώρας, όπου ο ήλιος γινόταν όλο και πιο χλωμός. Όταν τους ξυπνούσαν οι δυνατές φωνές του Σου, σηκώνονταν αμέσως για να μη θυμώσουν οι φύλακες και τους αναγκάσουν να δουλέψουν περισσότερο από τις συνηθισμένες δώδεκα ώρες. Το κρύο ήταν δυνατό. Χιόνιζε σχεδόν κάθε μέρα. Μερικές φορές έβλεπαν και τον τρομερό Γουάνγκ, αυτόν που τους είχε πει ότι του ανήκουν. Εμφανιζόταν ξαφνικά και απροειδοποίητα και μετά χανόταν εξίσου ξαφνικά. Η δουλειά των αδερφών ήταν να ετοιμάζουν το ανάχωμα πάνω στο οποίο τοποθετούνταν οι τραβέρσες και οι ράγες. Παντού έκαιγαν φωτιές, εν μέρει για να βλέπουν τι κάνουν αλλά και για να ζεσταίνεται το παγωμένο έδαφος. Τους παρακολουθούσαν συνέχεια επιστάτες που ήταν πάνω σε άλογα, λευκοί με τουφέκια, σακάκια από λυκόδερμα και μαντίλια δεμένα πάνω από τα καπέλα τους για το κρύο. Ο Σου τους είχε μάθει να λένε πάντα «Ναι, αφεντικό», όταν τους μιλούσαν, ακόμα κι αν δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγαν. Από το σημείο όπου δούλευαν έβλεπαν φωτιές να καίνε αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Εκεί ήταν οι Ιρλανδοί που περνούσαν τις τραβέρσες και τις ράγες. Μερικές φορές άκουγαν το σφύριγμα των ατμομηχανών που εκτόνωναν ατμό. Ο Σαν και ο Γκούο Σι πίστευαν ότι αυτά τα τεράστια μαύρα κτήνη ήταν δράκοντες. Η μητέρα τους τους είχε μιλήσει για τέρατα που ξερνούσαν φωτιά. Τους είχε πει ότι ήταν πολύχρωμα, αλλά μάλλον εννοούσε αυτά τα μαύρα θηρία. Ο μόχθος δεν είχε τέλος. Όταν τελείωνε η ατέλειωτη μέρα, δεν είχαν σχεδόν τη δύναμη να συρθούν μέχρι το φαράγγι, να φάνε και μετά να σωριαστούν στο αντίσκηνο. Ο Σαν είχε προσπαθήσει πολλές φορές να καταφέρει τον Γκούο Σι να πλυθεί στο κρύο νερό. Ο ίδιος αηδίαζε με το σώμα του όταν ήταν βρόμικος. Γρήγορα διαπίστωσε με
έκπληξη ότι ήταν σχεδόν πάντα μόνος του στο ποτάμι, όταν πλενόταν μισόγυμνος τρέμοντας. Οι μόνοι άλλοι που πλένονταν τακτικά ήταν οι νεοφερμένοι. Η επιθυμία να κρατάς τον εαυτό σου καθαρό φθειρόταν από τη σκληρή δουλειά, και τελικά ήρθε η μέρα που σωριάστηκε κι αυτός για ύπνο στο αντίσκηνο, χωρίς να πλυθεί, μέσα στη δυσωδία που ανέδιδαν τα άπλυτα σώματα. Ήταν σαν να μεταμορφώνονταν σιγά σιγά σε όντα χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς όνειρα και επιθυμίες. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, έφερε στο μυαλό του τη μητέρα του και τον πατέρα του και είχε την αίσθηση ότι αντάλλαξε την κόλαση του χωριού του με μια άλλη, που ήταν μεν διαφορετική αλλά ακόμα χειρότερη. Τ ώρα ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν σαν σκλάβοι, σε συνθήκες χειρότερες από αυτές που είχε υπομείνει ποτέ η μητέρα και ο πατέρας τους. Αυτό ήλπιζαν να καταφέρουν όταν το έσκασαν για την Καντόνα; Δεν υπήρχε διέξοδος από τη φτώχεια; Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν αποκοιμηθεί, ο Σαν αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος για να επιζήσουν ήταν να δραπετεύσουν. Κάθε μέρα έβλεπε κάποιον από τους υποσιτισμένους εργάτες να καταρρέει. Την επόμενη μέρα συζήτησε το σχέδιό του με τον Χάο, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα του και τον άκουγε προσεκτικά. «Η Αμερική είναι μεγάλη χώρα», είπε τελικά ο Χάο, «αλλά όχι τόσο ώστε να μπορεί να εξαφανιστεί ένας Κινέζος όπως εσύ ή ο αδερφός σου. Αν το εννοείς αυτό που λες, πρέπει να γυρίσετε πίσω στην Κίνα. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα σας πιάσουν. Και δεν χρειάζεται να σου πω τι θα γίνει τότε». Ο Σαν σκέφτηκε πολύ τα λόγια του Χάο. Δεν είχε φτάσει ακόμα η κατάλληλη στιγμή για να το σκάσουν – ούτε καν για να μιλήσει στον Γκούο Σι για το σχέδιό του. Στα μέσα Μαρτίου, μια σφοδρή χιονοθύελλα σκέπασε την περιοχή. Μέσα σε δώδεκα ώρες έπεσε πάνω από ένα μέτρο χιόνι. Όταν κόπασε η θύελλα, η θερμοκρασία έπεσε. Το επόμενο πρωί έπρεπε να σκάψουν στο χιόνι για να βγουν από το αντίσκηνο. Οι Ιρλανδοί από την άλλη όχθη του παγωμένου ποταμού ήταν σε καλύτερη κατάσταση, γιατί ο καταυλισμός τους ήταν στην απάνεμη πλευρά. Άρχισαν να γελούν με τους Κινέζους που έσκαβαν στο χιόνι για να βγουν από τα αντίσκηνα και ν’ ανοίξουν δρόμο μέχρι την
κορυφή του φαραγγιού. Δεν έχουμε τίποτα με το μέρος μας, σκέφτηκε ο Σαν. Ακόμα και το χιόνι δεν μοιράστηκε δίκαια. Έβλεπε ότι ο Γκούο Σι ήταν πολύ κουρασμένος. Μερικές φορές μόλις που είχε τη δύναμη να σηκώσει το φτυάρι του. Όμως, ο Σαν πήρε την απόφασή του. Θα κρατούσαν ο ένας τον άλλο ζωντανό τουλάχιστον μέχρι την Πρωτοχρονιά των λευκών. Στα τέλη Μαρτίου, έφτασαν στον καταυλισμό στο φαράγγι οι πρώτοι μαύροι. Έστησαν τα αντίσκηνά τους στην ίδια όχθη με τους Κινέζους. Τα δυο αδέρφια δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους μαύρους. Φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα και υπέφεραν από το κρύο χειρότερα από κάθε άλλον που είχε δει ποτέ ο Σαν. Πολλοί από αυτούς πέθαναν τις πρώτες μέρες στο φαράγγι και στο σιδηρόδρομο. Ήταν τόσο εξασθενημένοι που σωριάζονταν κάτω μέσα στο σκοτάδι και δεν τους ανακάλυπταν παρά μόνο πολύ αργότερα, όταν είχαν αρχίσει να λιώνουν τα χιόνια την άνοιξη. Τους μαύρους τούς μεταχειρίζονταν ακόμα χειρότερα από τους Κινέζους. Τους αποκαλούσαν «αραπάδες» πιο περιφρονητικά απ’ ό,τι αποκαλούσαν τους Κινέζους «κιτρινιάρηδες». Ακόμα και ο Σου, που πάντα έλεγε ότι πρέπει να είναι κανείς συγκρατημένος όταν μιλά για άλλους που δουλεύουν στο σιδηρόδρομο, δεν έκρυβε την περιφρόνησή του για τους μαύρους.
«Οι λευκοί τούς αποκαλούν έκπτωτους αγγέλους», είπε ο Σου. «Οι αράπηδες είναι ζώα χωρίς ψυχή. Δεν στενοχωριέται κανείς όταν πεθαίνουν, και μέσα στο κεφάλι τους, αντί για μυαλό, έχουν κομμάτια από σάπια σάρκα». Το τρομερό κρύο απλωνόταν στο φαράγγι και στο εργοτάξιο σαν σιδερένια κουβέρτα. Ένα βράδυ, ενώ έτρωγαν γύρω από μια φωτιά η οποία ήταν τόσο μικρή που δεν μπορούσε να τους ζεστάνει, ο Σου ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα θα μετακινούνταν σε νέο καταυλισμό και νέο εργοτάξιο δίπλα στο βουνό, όπου θα άρχιζαν να σκάβουν και να ανατινάζουν τα βράχια. Ξεκίνησαν νωρίς. Ο Σαν δεν θυμόταν να είχε αισθανθεί ποτέ του ξανά τέτοιο κρύο. Είπε στον Γκούο Σι να πηγαίνει μπροστά για να τον βλέπει, γιατί υπήρχε κίνδυνος να πέσει και να τον αφήσουν εκεί. Ακολούθησαν τις σιδηροδρομικές γραμμές μέχρι το σημείο όπου τελείωναν. Μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω τελείωνε και ο δρόμος, αλλά ο Σου τους είπε να συνεχίσουν. Το τρεμάμενο φως των φαναριών πάλευε με το σκοτάδι. Ο Σαν ήξερε ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στα βουνά που οι λευκοί ονόμαζαν Σιέρα Νεβάδα. Εκεί θα άρχιζαν να σκάβουν τούνελ για να μπορέσει να συνεχίσει ο σιδηρόδρομος. Όταν έφτασαν στην πιο χαμηλή ράχη, ο Σου σταμάτησε. Εκεί υπήρχαν στημένα αντίσκηνα και αναμμένες φωτιές. Οι άντρες που είχαν περπατήσει όλη τη διαδρομή από το φαράγγι σωριάστηκαν κάτω δίπλα στις φωτιές. Ο Σαν γονάτισε κι άπλωσε τα παγωμένα χέρια του, που ήταν τυλιγμένα με κουρέλια. Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια φωνή πίσω του. Γύρισε και είδε έναν λευκό με μαλλιά ως τους ώμους και ένα μαντίλι δεμένο στο πρόσωπο, που τον έκανε να μοιάζει με μασκοφόρο ληστή. Κρατούσε ένα τουφέκι και φορούσε γούνινο παλτό και γούνινο καπέλο από το οποίο κρεμόταν μια ουρά αλεπούς. Τα μάτια του θύμισαν στον Σαν τα μάτια του Ζι. Ο λευκός σήκωσε ξαφνικά το τουφέκι κι έριξε έναν πυροβολισμό μέσα στο σκοτάδι. Οι άντρες που ζεσταίνονταν μπροστά από τη
φωτιά κουλουριάστηκαν κάτω τρομαγμένοι. «Σηκωθείτε πάνω!» φώναξε ο Σου. «Βγάλτε ό,τι φοράτε στο κεφάλι σας!» Ο Σαν τον κοίταξε έκπληκτος. Ήθελε να βγάλουν τα καπέλα που είχαν γεμίσει με ξερά χόρτα και κουρέλια για να κρατούν ζεστά τα κεφάλια τους. Γιατί όμως; «Βγάλτε τα», φώναξε ο Σου, που έδειχνε να φοβάται τον λευκό με το τουφέκι. «Βγάλτε τα καπέλα». Ο Σαν έβγαλε το καπέλο του και έκανε νόημα στον Γκούο Σι να βγάλει κι αυτός το δικό του. Ο λευκός με το τουφέκι κατ έβασε το μαντίλι αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Είχε φουντωτό μουστάκι. Αν και στεκόταν αρκετά μέτρα μακριά, ο Σαν μύρισε αλκοόλ. Αυτό τον έκανε ακόμα πιο προσεκτικό. Οι λευκοί που μύριζαν αλκοόλ ήταν πάντα πιο απρόβλεπτοι από τους νηφάλιους. Ο λευκός άρχισε να μιλά με στριγκή φωνή. Ο Σαν σκέφτηκε ότι ακούγεται σαν θυμωμένη γυναίκα. Ο Σου κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να μεταφράσει ό,τι έλεγε. «Σας είπα να βγάλετε τα καπέλα σας για να ακούτε καλύτερα», είπε. Η φωνή του Σου ήταν σχεδόν τόσο στριγκή όσο και του λευκού. «Τα αυτιά σας είναι βουλωμένα με σκατά και δεν θα με ακούγατε με τα καπέλα», μετέφρασε ο Σου. «Με λένε Γ.Ο., αλλά εσείς θα με λέτε απλώς “ Αφεντικό”. Όταν σας μιλάω, θα βγάζετε το καπέλο σας. Θα απαντάτε στις ερωτήσεις μου, αλλά εσείς δεν θα ρωτάτε τίποτα. Καταλάβατε;» Ο Σαν μουρμούρισε κάτι μαζί με τους άλλους. Ήταν ολοφάνερο ότι ο λευκός δεν συμπαθούσε τους Κινέζους. Ο Γ.Ο. συνέχισε να φωνάζει. «Μπροστά σας υπάρχει ένα πέτρινο τείχος. Η δουλειά σας είναι να σκίσετε αυτό το βουνό στα δύο και να κάνετε ένα άνοιγμα αρκετά φαρδύ για να περάσει ο σιδηρόδρομος. Σας διάλεξαν επειδή δείξατε ότι μπορείτε να δουλέψετε σκληρά. Δεν θέλουμε εκείνους τους γαμημένους τους αράπηδες ή τους μεθύστακες τους Ιρλανδούς. Αυτό το βουνό είναι για τους Κινέζους. Γι’ αυτό είστε εδώ. Κι εγώ είμαι εδώ για να φροντίσω να κάνετε αυτά που πρέπει να γίνουν. Όποιος
δεν δίνει και την τελευταία σταγόνα δύναμης που έχει, όποιος μου δείχνει ότι είναι τεμπέλης θα εύχεται να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Καταλάβατε; Θέλω να απαντήσετε όλοι. Μετά μπορείτε να ξαναβάλετε τα καπέλα σας. Θα πάτε να πάρετε τις αξίνες σας από τον Μπράουν. Όταν έχει πανσέληνο, τρελαίνεται. Του αρέσει να τρώει Κινέζους ωμούς. Τ ις άλλες φορές είναι ήρεμος σαν αρνάκι». Όλοι απάντησαν κάτι μουρμουρίζοντας. Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζει όταν βρέθηκαν να στέκονται με τις αξίνες στα χέρια στο βράχο που υψωνόταν σχεδόν κατακόρυφος μπροστά τους. Με κάθε ανάσα έβγαινε αχνός από το στόμα τους. Ο Γ.Ο. έδωσε το τουφέκι του στον Μπράουν, πήρε μια αξίνα και χάραξε δύο σημάδια στο κάτω μέρος του βράχου. Ο Σαν είδε ότι το πλάτος του ανοίγματος που έπρεπε να φτιάξουν ήταν πάνω από οχτώ μέτρα. Δεν υπήρχαν πουθενά πεσμένα κομμάτια βράχου, ούτε χαλίκια. Το βουνό θα πρόβαλλε τρομερή αντίσταση. Κάθε κομμάτι πέτρας που θα αφαιρούσαν θα απαιτούσε προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη απ’ όση είχαν καταβάλει μέχρι τότε. Με κάποιο τρόπο είχαν προκαλέσει τους θεούς, κι αυτοί τους είχαν στείλει τις δοκιμασίες με τις οποίες ήταν τώρα αντιμέτωποι. Έπρεπε να σκίσουν το βουνό για να ελευθερωθούν, για να μην είναι πια οι περιφρονημένοι «κιτρινιάρηδες». Ο Σαν ένιωσε να τον πλημμυρίζει μια αίσθηση ολοκληρωτικής απόγνωσης. Το μόνο πράγμα που τον βοηθούσε να συνεχίσει ήταν η σκέψη ότι μια μέρα αυτός και ο Γκούο Σι θα δραπέτευαν. Προσπάθησε να φανταστεί ότι το βουνό μπροστά του ήταν στην πραγματικότητα ένα τείχος που τον χώριζε από την Κίνα. Μόλις προχωρούσε το άνοιγμα ένα-δυο μέτρα, το κρύο θα έπαυε, οι δαμασκηνιές θα ήταν ανθισμένες. Εκείνο το πρωί άρχισαν να δουλεύουν στη βάση του βράχου. Ο καινούργιος επιστάτης τούς παρακολουθούσε σαν γεράκι. Ακόμα και όταν τους γύριζε την πλάτη το καταλάβαινε αν κάποιος χαμήλωνε την αξίνα του έστω και μια στιγμή. Είχε τυλίξει τις γροθιές του με δερμάτινες λωρίδες, οι οποίες έγδερναν το πρόσωπο των φουκαράδων που χτυπούσε. Γρήγορα όλοι μισούσαν τον λευκό με το τουφέκι. Ονειρεύονταν να τον σκοτώσουν. Ο Σαν αναρωτιόταν ποια ήταν η
σχέση ανάμεσα στον Γ.Ο. και τον Γουάνγκ. Ο Γ.Ο. ανήκε στον Γουάνγκ ή το αντίστροφο; Ο Γ.Ο. έμοιαζε να έχει συμμαχήσει με το βουνό, που δεν τους παραχωρούσε ούτε σπιθαμή χωρίς μάχη. Τους πήρε σχεδόν ένα μήνα για να πελεκήσουν ένα άνοιγμα στο μέγεθος που τους είχαν ορίσει. Στο μεταξύ, ένα άτομο είχε ήδη πεθάνει. Μια νύχτα βγήκε αθόρυβα από το αντίσκηνο, γδύθηκε και ξάπλωσε στο χιόνι. Όταν ο Γ.Ο. ανακάλυψε τον νεκρό, έγινε έξω φρενών. «Δεν έχετε λόγους να πενθήσετε για την αυτοκτονία», φώναξε με τη στριγκιά φωνή του. «Εκείνο που θα έπρεπε να σας στενοχωρεί είναι ότι τώρα οφείλετε να βγάλετε εσείς και τη δική του δουλειά». Όταν γύρισαν από το βουνό, το πτώμα είχε εξαφανιστεί.
Κάποια στιγμή ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν νιτρογλυκερίνη, και τότε άρχισαν να σκοτώνονται εργάτες. Ο Σαν συνειδητοποίησε ότι ήταν ώρα να το σκάσουν. Ό,τι κι αν τους περίμενε στην έρημο δεν μπορεί να ήταν χειρότερο από αυτά που περνούσαν τώρα. Θα το έσκαγαν και δεν θα σταματούσαν παρά μόνο αφού γύριζαν στην Κίνα. Απέδρασαν έπειτα από ένα μήνα. Βγήκαν αθόρυβα από το αντίσκηνο στη μέση της νύχτας, ακολούθησαν τις σιδηροδρομικές γραμμές, έκλεψαν δύο άλογα από μια αποθήκη της εταιρείας και ξεκίνησαν προς τα δυτικά. Μόνο όταν αισθάνθηκαν ότι είχαν απομακρυνθεί πολύ από τη Σιέρα Νεβάδα σταμάτησαν και ξεκουράστηκαν δίπλα σε μια φωτιά. Και μετά ξεκίνησαν πάλι. Έφτασαν σε ένα ποτάμι και το διέσχισαν μέσα από το νερό για να κρύψουν τα ίχνη τους. Συχνά σταματούσαν και κοίταζαν τριγύρω, αλλά δεν έβλεπαν τίποτα. Δεν τους ακολουθούσε κανείς. Ο Σαν άρχισε σιγά σιγά να σκέφτεται ότι ίσως κατάφερναν τελικά να γυρίσουν στην Κίνα. Αλλά οι ελπίδες του ήταν λιγοστές.
13 Ο Σαν ονειρεύτηκε ότι κάθε τραβέρσα στο ανάχωμα κάτω από τις ράγες ήταν ένα ανθρώπινο πλευρό, ίσως το δικό του. Ένιωθε το στήθος του να συνθλίβεται και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Προσπάθησε να ελευθερωθεί από το βάρος που τον πίεζε και τον έπνιγε, αλλά δεν μπορούσε. Άνοιξε τα μάτια του. Ο Γκούο Σι είχε κυλήσει πάνω του για να ζεσταθεί. Τον παραμέρισε μαλακά και τον σκέπασε με την κουβέρτα. Μετά ανακάθισε, έτριψε τα ξυλιασμένα χέρια του κι έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά, που είχαν ανάψει μέσα στον κύκλο που είχαν φτιάξει από πέτρες. Άπλωσε τα χέρια του προς τις φλόγες. Ήταν η τρίτη νύχτα αφότου το είχαν σκάσει από το βουνό. Ο Σαν δεν είχε ξεχάσει τα λόγια του Γουάνγκ για το τι περίμενε όποιον έκανε την ανοησία να το σκάσει. Θα καταδικαζόταν να δουλεύει στο βουνό τόσο πολύ καιρό που θα ήταν σχεδόν αδύνατο να επιζήσει. Δεν είχαν δει κανέναν να τους κυνηγάει. Ο Σαν υποπτευόταν ότι οι επιστάτες μάλλον θα πίστευαν ότι τα αδέρφια ήταν πολύ ηλίθια για να χρησιμοποιήσουν άλογα κατά την απόδρασή τους. Μερικές φορές τύχαινε να τριγυρνούν αλογοκλέφτες στην περιοχή που έκλεβαν άλογα από την αποθήκη, και αν ήταν τυχεροί, η έρευνα θα ήταν ακόμη επικεντρωμένη στην περιοχή του καταυλισμού. Όμως, ένα από τα άλογα πέθανε. Ήταν ένα μικρό ινδιάνικο πόνι που το καβαλούσε ο Σαν και έδειχνε εξίσου δυνατό με το πιτσιλωτό άλογο του Γκούο Σι. Ξαφνικά, όμως, σκόνταψε και σωριάστηκε κάτω. Είχε πεθάνει πριν ακόμη αγγίξει το έδαφος. Ο Σαν δεν ήξερε τίποτε από άλογα και σκέφτηκε ότι απλώς είχε σταματήσει η καρδιά του, όπως συμβαίνει μερικές φορές και στους ανθρώπους. Άφησαν το άλογο, αφού πρώτα έκοψαν ένα μεγάλο κομμάτι κρέας από την πλάτη του. Για να μπερδέψουν τους πιθανούς διώκτες τους, άλλαξαν κατεύθυνση και άρχισαν να πηγαίνουν πιο νότια απ’ ό,τι πριν. Για αρκετές εκατοντάδες μέτρα ο Σαν περπατούσε πίσω από τον Γκούο Σι σέρνοντας μερικά κλαδιά πίσω του για να σβήσει τα
ίχνη τους.
Ξύπνησε από έναν κρότο τόσο δυνατό που νόμισε ότι είχε σκάσει το κεφάλι του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, νιώθοντας το αριστερό αυτί του να πάλλεται από πόνο, βρέθηκε να κοιτάζει το πρόσωπο που φοβόταν περισσότερο απ’ όλα. Ήταν ακόμη σκοτεινά, αν και πάνω από τη μακρινή Σιέρα Νεβάδα φαινόταν μια αμυδρή ρόδινη λάμψη. Ο Γ.Ο. ήταν μπροστά του και κρατούσε ένα τουφέκι που η κάννη του κάπνιζε. Είχε πυροβολήσει δίπλα στο αυτί του Σαν. Ο Γ.Ο. δεν ήταν μόνος. Είχε μαζί του τον Μπράουν και αρκετούς Ινδιάνους, που είχαν λαγωνικά δεμένα με λουριά. Ο Γ.Ο. έδωσε το τουφέκι στον Μπράουν κι έβγαλε το πιστόλι του. Σημάδεψε τον Σαν στο κεφάλι. Μετά το έστρεψε λίγο στο πλάι κι έριξε δίπλα στο δεξί του αυτί. Όταν ο Σαν σηκώθηκε, είδε ότι ο Γ.Ο. φώναζε κάτι, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Μέσα στο κεφάλι του βούιζε ένα εκκωφαντικό μουγκρητό. Ο Γ.Ο. έστρεψε το πιστόλι στο κεφάλι του Γκούο Σι. Ο Σαν έβλεπε τον τρόμο στο πρόσωπο του αδερφού του, αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο Γ.Ο. έριξε δύο πυροβολισμούς, έναν δίπλα από το κάθε αυτί του Γκούο Σι. Ο Σαν διέκρινε δάκρυα στα μάτια του αδερφού του εξαιτίας του πόνου που ένιωσε. Η απόδρασή τους είχε αποτύχει. Ο Μπράουν έδεσε τα χέρια των δύο αδερφών πίσω από την πλάτη, τους πέρασε θηλιές στο λαιμό, κι άρχισαν το ταξίδι της επιστροφής για το εργοτάξιο. Όταν έφτασαν στο βουνό, ο Γ.Ο. πέρασε τους δραπέτες μπροστά από τους άλλους εργάτες, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και τις θηλιές περασμένες στο λαιμό. Ο Σαν αναζήτησε τον Γουάνγκ, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Δεν είχαν ξαναβρεί ακόμη την ακοή τους κι έτσι δεν μπορούσαν ν’ ακούσουν τι έλεγε ο Γ.Ο. καβάλα στο άλογό του. Όταν έπαψε να μιλά, ξεπέζεψε και, μπροστά στους συγκεντρωμένους εργάτες, έδωσε στα αδέρφια από μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Ο Σαν σωριάστηκε στο έδαφος και για μια στιγμή είχε την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε να ξανασηκωθεί. Τελικά, όμως, σηκώθηκε. Για άλλη μια φορά. Μετά την αποτυχημένη απόδραση, έγινε όντως αυτό που περίμενε
ο Σαν. Δεν τους κρέμασαν, αλλά κάθε φορά που χρησιμοποιούσαν νιτρογλυκερίνη για να ανατινάξουν τους μεγάλους βράχους ανέβαζαν τον Σαν και τον Γκούο Σι με τα καλάθια του θανάτου, όπως τα αποκαλούσαν οι Κινέζοι εργάτες. Ακόμα κι έπειτα από ένα μήνα τα αδέρφια δεν είχαν ξαναβρεί σχεδόν καθόλου την ακοή τους. Ο Σαν άρχισε να πιστεύει ότι θα περνούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του με αυτό τον εκκωφαντικό θόρυβο στο κεφάλι. Έφτασε το καλοκαίρι, που ήταν ατέλειωτο και καυτό. Με τεράστιο κόστος, συνέχισαν να εισχωρούν όλο και πιο βαθιά στην πέτρινη μάζα, που δεν παραχωρούσε ούτε πόντο χωρίς τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Κάθε πρωί ο Σαν ένιωθε ότι ήταν αδύνατο ν’ αντέξει άλλη μια μέρα. Ο Σαν μισούσε τον Γ.Ο. Ήταν ένα μίσος που μεγάλωνε όσο περνούσε ο καιρός. Αυτό δεν οφειλόταν απλώς στην απάνθρωπη συμπεριφορά του επιστάτη, ούτε και στο ότι τους ανέβαζαν ξανά και ξανά με τα καλάθια του θανάτου για να τοποθετήσουν τη νιτρογλυκερίνη. Οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι τους είχε περάσει μπροστά από τους άλλους εργάτες με θηλιές στο λαιμό σαν να ήταν ζώα. «Θα τον σκοτώσω», είπε ο Σαν στον Γκούο Σι. «Δεν θα φύγω απ’ αυτό το βουνό πριν τον σκοτώσω. Θα τον σκοτώσω». «Αυτό σημαίνει ότι θα πεθάνουμε κι εμείς», είπε ο Γκούο Σι. Ο Σαν επέμεινε. «Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα τον σκοτώσω. Όχι ακόμα. Αλλά δεν θα μου γλιτώσει». Το καλοκαίρι γινόταν όλο και πιο ζεστό. Δούλευαν μέσα στο αφόρητο λιοπύρι από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο. Οι ώρες της δουλειάς τους αυξάνονταν καθώς μεγάλωναν οι μέρες. Αρκετοί από τους εργάτες έπαθαν ηλίαση. Άλλοι πέθαναν από εξάντληση. Όμως, πάντα υπήρχαν κι άλλοι Κινέζοι που έπαιρναν τη θέση των νεκρών. Οι νεοφερμένοι έφταναν με ατέλειωτα καραβάνια με άμαξες. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος καινούργιος στο αντίσκηνό τους τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Από πού ήταν, με ποιο πλοίο πέρασε τον ωκεανό; Υπήρχε μια ακόρεστη δίψα για νέα από την Κίνα. Εκείνους τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς τα αδέρφια άρχισαν να ξαναβρίσκουν την ακοή τους, ο Γ.Ο. προσβλήθηκε από πυρετό και
εξαφανίστηκε. Ένα πρωί ήρθε ο Μπράουν και τους είπε πως, όσο ήταν άρρωστος ο επιστάτης, τα δύο αδέρφια δεν θα ήταν οι μόνοι που θα έμπαιναν στα καλάθια του θανάτου. Δεν τους εξήγησε γιατί τους απάλλασσε, σε κάποιο βαθμό, από αυτή την επικίνδυνη δουλειά. Ίσως επειδή ο Γ.Ο. συχνά φερόταν τόσο άσχημα στον Μπράουν όσο και στους Κινέζους. Ο Σαν προσπάθησε επιφυλακτικά να γνωριστεί καλύτερα μαζί του. Ο Σαν αναρωτιόταν συχνά για τους ερυθρόδερμους με τα μακριά μαύρα μαλλιά, που τα στόλιζαν με φτερά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους του θύμιζαν τα χαρακτηριστικά των Κινέζων. Ένα βράδυ ρώτησε γι’ αυτούς τον Μπράουν, που μιλούσε λίγα κινέζικα. «Οι Ινδιάνοι μάς μισούν όσο μας μισείτε κι εσείς», είπε ο Μπράουν. «Αυτή είναι η μοναδική ομοιότητα που βλέπω». «Παρ’ όλα αυτά, μας φρουρούν». «Τους ταΐζουμε. Τους δίνουμε τουφέκια. Τους αφήνουμε να είναι ένα σκαλοπάτι πάνω από εσάς. Και δύο σκαλοπάτια πάνω από τους αράπηδες. Νομίζουν ότι έχουν δύναμη. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι σκλάβοι, όπως και όλοι οι άλλοι». «Όλοι;» Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι. Ο Σαν δεν πήρε απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Κάθονταν μες στο σκοτάδι. Πότε πότε τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από τη λάμψη που έβγαζαν οι πίπες τους. Ο Μπράουν είχε δώσει στον Σαν μία από τις παλιές του πίπες και λίγο καπνό. Ο Σαν ήταν πάντα επιφυλακτικός. Δεν ήξερε ακόμη τι ήθελε ο Μπράουν ως αντάλλαγμα. Μπορεί να ήθελε απλώς συντροφιά, κάποιον τρόπο για να σπάσει την απέραντη μοναξιά της ερήμου τώρα που ήταν άρρωστος ο επιστάτης. Τελικά, ο Σαν τόλμησε να τον ρωτήσει για τον Γ.Ο. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που δεν τα παράτησε παρά μόνο αφού βρήκε τον Σαν και τον αδερφό του και τους κατέστρεψε την ακοή; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που του άρεσε να βασανίζει τους άλλους; «Έχω ακούσει διάφορα», είπε ο Μπράουν, δαγκώνοντας την πίπα
του. «Λένε ότι οι πλούσιοι στο Σαν Φρανσίσκο που επένδυσαν χρήματα στο σιδηρόδρομο του έδωσαν τη δουλειά του φύλακα. Ήταν καλός, κυνηγούσε τους δραπέτες και διέθετε την εξυπνάδα ώστε να χρησιμοποιεί σκυλιά και Ινδιάνους. Κι έτσι τον έκαναν επιστάτη. Όμως, μερικές φορές, όπως στη δική σας περίπτωση, αναλαμβάνει και πάλι να κυνηγήσει δραπέτες. Λένε ότι δεν του έχει ξεφύγει ποτέ κανείς, εκτός αν μετρήσεις εκείνους που πέθαναν στην έρημο. Σε αυτές τις περιπτώσεις τούς έκοβε το κεφάλι και τους έπαιρνε το σκαλπ, όπως κάνουν οι Ινδιάνοι, για να αποδείξει ότι τους βρήκε, έστω και νεκρούς. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι υπεράνθρωπος. Οι Ινδιάνοι λένε ότι βλέπει στο σκοτάδι. Γι’ αυτό τον αποκαλούν Μακριά Γενειάδα που Βλέπει τη Νύχτα». Ο Σαν σκέφτηκε όσα του είχε πει ο Μπράουν. «Δεν μιλάει όπως εσύ. Τα λόγια του ακούγονται διαφορετικά. Από πού είναι;» «Δεν ξέρω σίγουρα. Κάπου από την Ευρώπη. Από μια χώρα στο βορρά, είπε κάποιος, αλλά δεν είμαι σίγουρος». «Μιλάει ποτέ για τον εαυτό του;» «Ποτέ. Αυτό που σου είπα, ότι κατάγεται από κάποια χώρα στο βορρά, μπορεί να μην είναι αλήθεια». «Είναι Εγγλέζος;» Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι. «Αυτός ο άνθρωπος έχει έρθει από την κόλαση. Και εκεί θα γυρίσει μία από αυτές τις μέρες». Ο Σαν ήθελε να κάνει κι άλλες ερωτήσεις, αλλά ο Μπράουν τον σταμάτησε. «Δεν μιλάμε άλλο γι’ αυτόν. Γρήγορα θα ξαναγυρίσει. Ο πυρετός του υποχωρεί και η διάρροια σταμάτησε. Όταν γυρίσει, δεν θα μπορώ να κάνω τίποτα για να σας σώσω από τα καλάθια του θανάτου». Μερικές μέρες αργότερα ο Γ.Ο. γύρισε στη δουλειά. Ήταν πιο χλωμός και αδύνατος από πριν αλλά και πιο απάνθρωπος. Την πρώτη μέρα άφησε αναίσθητους δύο Κινέζους που δούλευαν δίπλα στον Σαν και τον Γκούο Σι επειδή δεν τον χαιρέτησαν όσο ευγενικά ήθελε όταν πλησίασε καβάλα στο άλογο. Δεν χάρηκε με την πρόοδο που είχε γίνει όσο ήταν άρρωστος. Τα αδέρφια γύρισαν πίσω στα καλάθια. Δεν μπορούσαν πια να
περιμένουν καμία συμπαράσταση από τον Μπράουν. Εισχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στο βουνό, ανατινάζοντας και σκάβοντας, μετακινώντας ογκόλιθους και φτιάχνοντας το ανάχωμα πάνω στο οποίο θα έστρωναν τις ράγες. Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατέκτησαν το βουνό μέτρο μέτρο. Από μακριά έβλεπαν τις αμαξοστοιχίες να φέρνουν ράγες, τραβέρσες και εργάτες. Καθώς οι νύχτες άρχισαν να γίνονται πιο κρύες και πλησίασε το φθινόπωρο, ο Γκούο Σι αρρώστησε. Ένα πρωί ξύπνησε με δυνατούς πόνους στο στομάχι. Έτρεξε έξω από το αντίσκηνο και μόλις που κατέβασε έγκαιρα το παντελόνι του για να προλάβει την έκρηξη της διάρροιας. Οι άλλοι εργάτες φοβήθηκαν μήπως κολλήσουν και τον άφησαν μόνο στο αντίσκηνο. Ο Σαν του πήγαινε νερό, και ένας γέρος μαύρος, ο Χος, του μούσκευε το μέτωπο και σκούπ ιζε τις νερουλές ακαθαρσίες που διέρρεαν από το σώμα του. Ο Χος είχε φροντίσει τόσους πολλούς αρρώστους που δεν τον έπιανε τίποτα πια. Είχε μόνο ένα χέρι, το άλλο το είχε χάσει σε μια κατολίσθηση. Ο Γ.Ο. ανυπομονούσε. Κοίταξε με αηδία τον Κινέζο που κείτονταν μέσα στα ίδια του τα κόπρανα. «Θα πεθάνεις, έτσι δεν είναι;» είπε. Ο Γκούο Σι προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Χρειάζομαι το αντίσκηνο», είπε ο Γ.Ο. «Γιατί αργείτε τόσο πολύ να πεθάνετε εσείς οι Κινέζοι;» Οι μέρες μίκραιναν, και καθώς το φθινόπωρο έδωσε τη θέση του στο χειμώνα, ο Γκούο Σι άρχισε ως εκ θαύματος να καλυτερεύει.
Έπειτα από τέσσερα χρόνια είχαν εκτίσει τη θητεία τους και μπορούσαν να φύγουν από το σιδηρόδρομο ως ελεύθεροι άνθρωποι πια. Ο Σαν άκουσε για έναν λευκό, κάποιον Σάμιουελ Άτσεσον, που σκόπευε να ταξιδέψει με ένα καραβάνι με άμαξες μέχρι την ανατολική ακτή. Χρειαζόταν κάποιον να του μαγειρεύει και να του πλένει τα ρούχα και είχε υποσχεθεί ότι θα πλήρωνε γι’ αυτή τη δουλειά. Ο Άτσεσον είχε πλουτίσει βρίσκοντας χρυσό στον ποταμό Γιούκον και τώρα σκόπευε να διασχίσει όλη την ήπειρο για να
επισκεφτεί την αδερφή του, τη μοναδική του ζωντανή συγγενή, που ζούσε στη Νέα Υόρκη. Ο Άτσεσον δέχτηκε να τους προσλάβει και τους δύο. Δεν θα μετάνιωναν για την απόφασή τους. Ο Σάμιουελ Άτσεσον φερόταν καλά στους άλλους, ανεξάρτητα από το χρώμα τους. Το ταξίδι μέχρι να διασχίσουν όλη την ήπειρο με τους απέραντους κάμπους τούς πήρε πολύ περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε ποτέ ο Σαν. Σε δύο περιπτώσεις ο Άτσεσον αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι αρκετούς μήνες. Η αρρώστια του δεν ήταν σωματική. Η ψυχή του έμοιαζε να βυθίζεται σε ένα σκοτάδι τόσο βαθύ ώστε κρυβόταν στο αντίσκηνό του και δεν έβγαινε παρά μόνο αφού περνούσε η κατάθλιψη. Δύο φορές κάθε μέρα ο Σαν του πήγαινε φαγητό και έβλεπε τον Άτσεσον, ξαπλωμένο στο βάθος του αντίσκηνου, να αποστρέφει το πρόσωπό του από τον κόσμο. Όμως, και τις δύο φορές συνήλθε, η κατάθλιψη υποχώρησε και συνέχισαν το μακρύ ταξίδι. Ο Άτσεσον είχε τα χρήματα για να ταξιδέψει με το τρένο, αλλά προτιμούσε τα φλεγματικά του βόδια και τις άβολες σκεπαστές άμαξες. Όσο ταξίδευαν στα απέραντα λιβάδια, ο Σαν ξάπλωνε συχνά τα βράδια και κοίταζε τον ουρανό. Αναζητούσε τη μητέρα του, τον πατέρα του και τον Γου, αλλά δεν τους βρήκε ποτέ. Τελικά, έφτασαν στη Νέα Υόρκη, ο Άτσεσον βρήκε την αδερφή του, και ο Σαν και ο Γκούο Σι πληρώθηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν για ένα πλοίο να τους πάει στην Αγγλία. Ο Σαν ήξερε ότι αυτή ήταν η μοναδική δυνατή διαδρομή, γιατί από τη Νέα Υόρκη δεν έφευγαν πλοία για την Καντόνα ή τη Σαγκάη. Κατάφεραν να βρουν θέσεις σε ένα πλοίο που πήγαινε στο Λίβερπουλ. Αυτά έγιναν το Μάρτιο του 1867. Το πρωί που έφυγαν από τη Νέα Υόρκη, το λιμάνι ήταν σκεπασμένο με πυκνή ομίχλη. Από παντού ακούγονταν σειρήνες πλοίων. Ο Σαν και ο Γκούο Σι στέκονταν στην κουπαστή. «Γυρίζουμε στην πατρίδα», είπε ο Γκούο Σι. «Ναι», απάντησε ο Σαν. «Γυρίζουμε στην πατρίδα τώρα». Το φτερό και η πέτρα
14 Στις 5 Ιουλίου 1867, τα δυο αδέρφια αναχώρησαν από το Λίβερπουλ με το πλοίο «Νέλι». Ο Σαν ανακάλυψε γρήγορα ότι αυτός και ο Γκούο Σι ήταν οι μοναδικοί Κινέζοι πάνω στο πλοίο. Τους είχαν βάλει να κοιμούνται σ’ ένα χώρο στην πλώρη του παλιού σκαριού που μύριζε σαπίλα. Πάνω στο «Νέλι» ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες με αυτούς στην Καντόνα: Δεν υπήρχαν τοίχοι, αλλά κάθε επιβάτης αναγνώριζε τον δικό του χώρο και το χώρο των άλλων. Πριν ακόμη βγει το πλοίο από το λιμάνι, ο Σαν είχε προσέξει δύο διακριτικούς επιβάτες με ξανθά μαλλιά που γονάτιζαν συχνά στο κατάστρωμα για να προσευχηθούν χωρίς να τους επηρεάζει καθόλου ό,τι γινόταν γύρω τους – ναύτες που τραβούσαν και έσπρωχναν, αξιωματικοί που τους παρότρυναν γαβγίζοντας διαταγές. Οι δυο άντρες συγκεντρώνονταν πλήρως στην προσευχή τους μέχρι να τελειώσουν και να σηκωθούν πάλι. Οι δυο άγνωστοι γύρισαν προς τον Σαν και υποκλίθηκαν. Αυτός έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω σαν να τον είχαν απειλήσει. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ λευκό να του κάνει υπόκλιση. Οι λευκοί δεν υποκλίνονται στους Κινέζους, τους κλοτσούν. Επέστρεψε τρέχοντας στο χώρο όπου θα κοιμόταν με τον Γκούο Σι, ενώ αναρωτιόταν ποιοι ήταν οι δύο λευκοί. Αργά το απόγευμα έλυσαν τα παλαμάρια, ένα ρυμουλκό οδήγησε το πλοίο έξω από το λιμάνι και εκεί σήκωσαν τα πανιά. Φυσούσε δυνατός βόρειος άνεμος, και το πλοίο ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα. Ο Σαν στεκόταν στην κουπαστή νιώθοντας τον ψυχρό αέρα στο πρόσωπό του. Επιτέλους γύριζαν στην πατρίδα τους ολοκληρώνοντας το γύρο του κόσμου. Ήταν σημαντικό να παραμείνουν υγιείς κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Ο Σαν δεν ήξερε τι θα συνέβαινε όταν έφταναν στην Κίνα, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην ξαναβουλιάξουν στη φτώχεια. Μερικές μέρες αφότου έφυγαν από το λιμάνι και βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα, οι δυο λευκοί πλησίασαν τον Σαν. Είχαν μαζί τους ένα ηλικιωμένο μέλος του πληρώματος που μιλούσε κινέζικα. Ο Σαν
φοβήθηκε ότι αυτός ή ο Γκούο Σι είχαν κάνει κάτι κακό, αλλά ο ναυτικός, ο κύριος Μοτ, του εξήγησε πως οι δυο λευκοί ήταν Σουηδοί ιεραπόστολοι και πήγαιναν στην Κίνα. Του είπε ότι λέγονται Έλγκστραντ και Λόντιν. Ο κύριος Μοτ μιλούσε κινέζικα με παράξενη προφορά, αλλά ο Σαν και ο Γκούο Σι κατάλαβαν ότι οι δυο νεαροί λευκοί ήταν ιερείς που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον προσηλυτισμό των Κινέζων. Πήγαιναν στο Φούτζοου για να δημιουργήσουν μια κοινότητα και ν’ αρχίσουν να προσηλυτίζουν τους Κινέζους στη μοναδική αληθινή θρησκεία. Θα πολεμούσαν τον παγανισμό και θα τους έδειχναν το δρόμο για τη βασιλεία των Ουρανών, που είναι ο τελικός προορισμός όλων των ανθρώπων. Μήπως θα μπορούσαν ο Σαν και ο Γκούο Σι να βοηθήσουν αυτούς τους κυρίους να βελτιώσουν τις γνώσεις τους στα κινέζικα, που είναι τόσο δύσκολη γλώσσα; Ήξεραν ήδη τα στοιχειώδη, αλλά ήθελαν να δουλέψουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ώστε να ήταν προετοιμασμένοι όταν αποβιβάζονταν στην Κίνα. Ο Σαν το σκέφτηκε για λίγο. Δεν έβλεπε το λόγο να μη δεχτεί την αμοιβή που ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν οι δυο λευκοί. Κάτι τέτοιο θα έκανε πιο εύκολη τη δική τους επιστροφή στην Κίνα. Υποκλίθηκε. «Ο Γκούο Σι κι εγώ θα βοηθήσουμε ευχαρίστως αυτούς τους κυρίους να μάθουν καλύτερα την κινεζική γλώσσα». Άρχισαν δουλειά την επόμενη κιόλας μέρα. Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν κάλεσαν τον Σαν και τον Γκούο Σι στην καμπίνα τους, αλλά ο Σαν αρνήθηκε. Προτιμούσε να μείνει στην πλώρη. Τελικά, ο Σαν ήταν εκείνος που έγινε ο δάσκαλος των ιεραπόστολων. Ο Γκούο Σι τις περισσότερες φορές καθόταν παράμερα και άκουγε. Οι Σουηδοί ιεραπόστολοι φέρονταν στα δυο αδέρφια σαν να ήταν ίσοι. Ο Σαν απόρησε όταν έμαθε ότι δεν έκαναν αυτό το ταξίδι για να βρουν δουλειά ή επειδή είχαν υποχρεωθεί να φύγουν από τη χώρα τους. Εκείνο που ωθούσε τους δυο νέους ήταν μια γνήσια επιθυμία και αποφασιστικότητα να σώσουν ψυχές από την αιώνια καταδίκη. Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν τη ζωή
τους για την πίστη τους. Ο Έλγκστραντ προερχόταν από οικογένεια απλών αγροτ ών, ενώ ο πατέρας του Λόντιν ήταν εφημέριος στην επαρχία. Του έδειξαν σε ένα χάρτη από πού είχαν έρθει. Μιλούσαν ανοιχτά, χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν την ταπεινή τους καταγωγή. Όταν ο Σαν είδε το χάρτη του κόσμου, κατάλαβε το μέγεθος του ταξιδιού τους.
Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν ήταν καλοί μαθητές. Δούλευαν σκληρά και μάθαιναν γρήγορα. Μέχρι να περάσει το πλοίο τον Βισκαϊκό Κόλπο, είχαν καταλήξει σε μια καθημερινή ρουτίνα με μαθήματα το πρωί και αργά το απόγευμα. Ο Σαν άρχισε να κάνει ερωτήσεις για την πίστη τους και τον Θεό τους. Ήθελε να καταλάβει κάποια πράγματα για τη μητέρα του που του ήταν ακατανόητα έως τότε. Η μητέρα του δεν ήξερε τίποτα για τον Θεό των χριστιανών, αλλά προσευχόταν σε άλλες αόρατες ανώτερες δυνάμεις. Πώς γινόταν ένας άνθρωπος να θυσιάσει τη ζωή του για να κάνει άλλους ανθρώπους να πιστέψουν στον Θεό που πιστεύει ο ίδιος; Ο Έλγκστραντ μιλούσε πιο συχνά, τονίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, αλλά μπορούν να σωθούν και, μετά το θάνατό τους, να πάνε στον Παράδεισο. Ο Σαν σκέφτηκε το μίσος που ένιωθε για τον Ζι, τον Γουάνγκ (που κατά πάσα πιθανότητα ήταν νεκρός) και τον Γ.Ο. Σύμφωνα με τον Έλγκστραντ, ο Θεός των χριστιανών δίδασκε ότι το χειρότερο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει ένας άνθρωπος ήταν να σκοτώσει έναν συνάνθρωπό του. Αυτή η ιδέα δεν άρεσε καθόλου στον Σαν. Η λογική τού έλεγε ότι δεν μπορεί να είχαν δίκιο ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν. Μιλούσαν συνέχεια για το τι περιμένει κάποιον μετά το θάνατο, αλλά ποτέ για το πώς μπορεί ν’ αλλάξει η ανθρώπινη ζωή όσο ζει κανείς. Ο Έλγκστραντ συχνά επανερχόταν στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Στα μάτια του Θεού όλοι είναι αμαρτωλοί. Όμως, ο Σαν δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό τη Μέρα της Κρίσης αυτός, ο Ζι και ο Γ.Ο. να κριθούν ισότιμα. Αμφέβαλλε πάρα πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, τον εξέπληττε ευχάριστα η καλοσύνη και η ανεξάντλητη υπομονή που έδειχναν οι δυο νεαροί από τη Σουηδία απέναντι σε αυτόν και τον Γκούο Σι. Έβλεπε επίσης ότι ο αδερφός του, που συχνά συζητούσε ιδιαιτέρως με τον Λόντιν, είχε εντυπωσιαστεί απ’ όσα άκουγε. Έτσι, ο Σαν δεν συζήτησε ποτέ με τον Γκούο Σι τη γνώμη του για τον λευκό Θεό.
Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν μοιράζονταν το φαγητό τους με τον Σαν και τον Γκούο Σι. Ο Σαν δεν μπορούσε να ξέρει τι ήταν αλήθεια και τι όχι σε σχέση με τον Θεό τους, αλλά δεν είχε καμία αμφιβολία ότι οι δυο λευκοί ζούσαν σύμφωνα με αυτά που κήρυτταν. Έπειτα από τριάντα δύο ημέρες ταξιδιού, το «Νέλι» έπιασε στο Κέιπ Τάουν για ανεφοδιασμό και αγκυροβόλησε στη σκιά του Τ ραπεζοειδούς Όρους, πριν συνεχίσει νότια. Μόλις έφτασαν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, τους χτύπησε μια σφοδρή καταιγίδα που ερχόταν από τα νότια. Το «Νέλι» παρασυρόταν επί τέσσερις μέρες με μαζεμένα πανιά, αντιμετωπίζοντας τα κύματα. Ο Σαν ένιωθε τρόμο στη σκέψη ότι το πλοίο μπορεί να βούλιαζε και έβλεπε πως το πλήρωμα ήταν τρομαγμένο κι αυτό. Οι μόνοι άνθρωποι πάνω στο πλοίο που ήταν απόλυτα ήρεμοι ήταν ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν. Ή μπορεί απλώς να έκρυβαν καλά το φόβο τους. Αν ο Σαν ήταν τρομαγμένος, ο αδερφός του ήταν πανικόβ λητος. Ο Λόντιν κάθισε με τον Γκούο Σι σε όλη τη διάρκεια της καταιγίδας. Όταν κόπασε, ο Γκούο Σι γονάτισε και είπε ότι ήθελε να δηλώσει την πίστη του στον Θεό που θα γνώριζαν οι λευκοί στους Κινέζους αδερφούς του. Ο Σαν αισθάνθηκε ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό για τους ιεραπόστολους που ήταν τόσο ήρεμοι όσο λυσσομανούσε η καταιγίδα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει και ο ίδιος αυτό που είχε κάνει ο Γκούο Σι, να γονατίσει και να προσευχηθεί σε έναν Θεό που γι’ αυτόν ήταν τόσο μυστηριώδης και δυσνόητος. Άφησαν πίσω τους το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, και οι ευνοϊκοί άνεμοι διευκόλυναν το ταξίδι τους στον Ινδικό Ωκεανό. Ο καιρός έγινε πιο ζεστός. Ο Σαν συνέχισε τη διδασκαλία του, ενώ ο Γκούο Σι κάθε μέρα απομακρυνόταν με τον Λόντιν και συζητούσε μαζί του ψιθυρίζοντας. Όμως, ο Σαν δεν ήξερε τι τους επεφύλασσε το μέλλον. Μια μέρα ο Γκούο Σι αρρώστησε ξαφνικά. Ξύπνησε τον Σαν τη νύχτα και του ψιθύρισε ότι είχε αρχίσει να βήχει και να φτύνει αίμα. Ήταν κατάχλωμος και έτρεμε. Ο Σαν ζήτησε από έναν ναύτη της νυχτερινής βάρδιας να ειδοποιήσει τους ιεραπόστολους. Ο ναύτης καταγόταν από την Αμερική –είχε μαύρη μητέρα και λευκό πατέρα–
και κοίταξε τον Σαν αφ’ υψηλού. «Μου ζητάς να ξυπνήσω τους κυρίους μόνο και μόνο επειδή ένας κούλης αιμορραγεί;» «Αν δεν τους ξυπνήσεις, θα σε τιμωρήσουν αύριο». Ο ναύτης συνοφρυώθηκε και μετά ειδοποίησε τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν. Αυτοί μετέφεραν τον Γκούο Σι στην καμπίνα τους και τον ξάπλωσαν σε μία από τις κουκέτες. Ο Λόντιν ήταν εκείνος που γνώριζε περισσότερα για αρρώστιες και του έδωσε κάμποσα διαφορετικά φάρμακα. Ο Σαν κάθισε στις φτέρνες ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο μέσα στη μικρή καμπίνα. Το φως του φαναριού τρεμόπαιζε δημιουργώντας σκιές στους τοίχους. Το πλοίο συνέχιζε αργά την πορεία του μέσα στη φουσκοθαλασσιά. Το τέλος ήρθε πολύ γρήγορα. Ο Γκούο Σι πέθανε τα χαράματα. Πριν βγάλει την τελευταία του πνοή, ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν του υποσχέθηκαν ότι θα πήγαινε στον Παράδεισο αν ομολογούσε τις αμαρτίες του και δήλωνε την πίστη του. Του έπιασαν τα χέρια και προσευχήθηκαν μαζί του. Ο Σαν καθόταν μόνος στη γωνία της καμπίνας. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο δεύτερος αδερφός του τον είχε αφήσει κι αυτός. Είδε, όμως, ότι οι ιεραπόστολοι έδωσαν στον Γκούο Σι μια αίσθηση γαλήνης και σιγουριάς που δεν την είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή του. Ο Σαν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τα τελευταία λόγια που του είπε ο Γκούο Σι, αλλά είχε την αίσθηση ότι ο αδερφός του δεν φοβόταν το θάνατο. «Σε αφήνω τώρα», είπε ο Γκούο Σι. «Περπατώ στο νερό σαν αυτόν που ονομάζουν Ιησού. Πηγαίνω σε έναν διαφορετικό και καλύτερο κόσμο. Ο Γου με περιμένει εκεί. Και μια μέρα θα έρθεις κι εσύ να μας βρεις». Όταν πέθανε ο Γκούο Σι, ο Σαν κάθισε με το κεφάλι πάνω στα γόνατα και τα χέρια να σκεπάζουν τα αυτιά του. Μόλις ο Έλγκστραντ προσπάθησε να του μιλήσει, ένευσε αρνητικά. Κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει έτσι όπως ένιωθε τόσο μόνος και ανήμπορος. Γύρισε στη θέση του, στην πλώρη του πλοίου. Δύο μέλη του πληρώματος τύλιξαν το πτώμα του Γκούο Σι με ένα παλιό πανί που
το έραψαν, αφού πρώτα έβαλαν μέσα σκουριασμένα σιδερένια καρφιά για βάρος. Ο Έλγκστραντ είπε στον Σαν ότι ο πλοίαρχος θα εκτελούσε την ταφή στη θάλασσα σε δύο ώρες. «Θέλω να μείνω με τον αδερφό μου», είπε ο Σαν. «Δεν θέλω να τον αφήσουμε στο κατάστρωμα πριν τον ρίξουν στη θάλασσα». Οι ιεραπόστολοι μετέφεραν το τυλιγμένο πτώμα στην καμπίνα τους και άφησαν τον Σαν μόνο με τον αδερφό του. Ο Γκούο Σι δεν θα γύριζε ποτέ στην Κίνα, αλλά σύμφωνα με την παράδοση ένα μέρος του σώματός του έπρεπε να θαφτεί εκεί. Ο Σαν πήρε ένα μαχαίρι από το τραπέζι και άνοιξε προσεκτικά το κάτω μέρος του ραμμένου πανιού. Έκοψε το αριστερό πόδι του Γκούο Σι στον αστράγαλο. Πρόσεξε να μη στάξει αίμα στο πάτωμα, έδεσε ένα πανί γύρω από το κομμένο μέλος, τύλιξε και το πόδι με ένα άλλο πανί και το έβαλε μέσα στο πουκάμισό του. Μετά έραψε πάλι την τρύπα στο πανί. Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι το είχε ανοίξει. Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα συγκεντρώθηκαν δίπλα στην κουπαστή του πλοίου. Το πανί με το πτώμα του Γκούο Σι τοποθετήθηκε σε μια σανίδα στηριγμένη σε τρίποδα. Ο πλοίαρχος έβγαλε το πηλίκιό του. Διάβασε κάτι από τη Βίβλο και μετά άρχισε να απαγγέλλει έναν ύμνο. Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν έψελναν κι αυτοί δυνατά. Καθώς ο πλοίαρχος ετοιμαζόταν να δώσει το σήμα στους ναύτες να αδειάσουν το πτώμα στη θάλασσα, ο Έλγκστραντ σήκωσε το χέρι του. «Αυτός ο απλός Κινέζος, ο Γουάνγκ Γκούο Σι, είδε το φως πριν πεθάνει. Μπορεί το σώμα του να βρεθεί σε λίγο στον πυθμένα του ωκεανού, αλλά η ψυχή του είναι ελεύθερη και πετά ήδη πάνω από τα κεφάλια μας. Ας προσευχηθούμε στον Θεό που φροντίζει τους νεκρούς και ελευθερώνει την ψυχή τους. Αμήν». Όταν ο πλοίαρχος έδωσε το σήμα, ο Σαν έκλεισε τα μάτια. Καθώς το σώμα έπεσε στο νερό, άκουσε έναν μακρινό παφλασμό. Ο Σαν επέστρεψε στο χώρο του πλοίου όπου ζούσε με τον αδερφό του. Ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ο Γκούο Σι ήταν νεκρός. Πάνω που νόμιζε ότι η θέληση του αδερφού του για ζωή είχε ενισχυθεί, ιδιαίτερα μετά τη γνωριμία του με τους ιεραπόστολους, ο
Γκούο Σι πέθανε ξαφνικά από μια άγνωστη αρρώστια. Τη νύχτα μετά την ταφή στη θάλασσα ο Σαν άρχισε ένα δυσάρεστο έργο: Να αφαιρέσει το δέρμα, τους τένοντες και τους μυς από το πόδι του Γκούο Σι. Το μόνο εργαλείο που είχε ήταν μια σιδερένια βίδα που είχε βρει στο κατάστρωμα. Τα κομμάτια της σάρκας τα πετούσε στη θάλασσα. Όταν καθάρισε τα οστά, τα έτριψε με ένα πανί για να τα στεγνώσει και τα έκρυψε στο σάκο του. Την επόμενη εβδομάδα την πέρασε πενθώντας μόνος. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ανέβει στην κουπαστή μέσα στο σκοτάδι και να πηδήξει κι αυτός στη θάλασσα. Αλλά έπρεπε να πάει τα οστά του νεκρού αδερφού του στην πατρίδα. Όταν άρχισε πάλι τα μαθήματα με τους ιεραπόστολους, σκεφτόταν συνέχεια πόσο είχαν βοηθήσει τον Γκούο Σι. Δεν είχε πεθάνει ουρλιάζοντας από τρόμο. Ήταν ήρεμος. Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν είχαν δώσει στον Γκούο Σι το πιο δύσκολο πράγμα απ’ όλα: Το κουράγιο να πεθάνει. Στο υπόλοιπο ταξίδι τους, πρώτα μέχρι την Ιάβα, όπου το πλοίο ανεφοδιάστηκε πάλι, και μετά στο τελευταίο σκέλος του μέχρι την Καντόνα, ο Σαν έκανε πολλές ερωτήσεις για τον Θεό που μπορούσε να δώσει τέτοια παρηγοριά στους ετοιμοθάνατους και πρόσφερε τον Παράδεισο σε όλους, ανεξάρτητα αν ήταν πλούσιοι ή φτωχοί. Όμως, το βασικό ερώτημα ήταν γιατί αυτός ο Θεός είχε επιτρέψει να πεθάνει ο Γκούο Σι τη στιγμή που γύριζαν στην πατρίδα έπειτα απ’ όλες τις κακουχίες που είχαν υποστεί. Ούτε ο Έλγκστραντ ούτε ο Λόντιν μπόρεσαν να του δώσουν μια ικανοποιητική απάντηση. «Οι βουλές του Θεού των χριστιανών είναι ανεξιχνίαστες», του είπε ο Έλγκστραντ. Τ ι σήμαινε αυτό; Ότι η ζωή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το να περιμένεις τι θα επακολουθήσει; Ότι η πίστη στην πραγματικότητα είναι ένας γρίφος; Ο Σαν ήταν σκυθρωπός καθώς το πλοίο πλησίαζε στην Καντόνα. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ όλα όσα είχε περάσει. Τ ώρα ήθελε να μάθει να γράφει, για να μπορέσει να καταγράψει αυτά που είχαν συμβεί στη ζωή του και στη ζωή των νεκρών αδερφών του από εκείνο το πρωί που βρήκε τους γονείς του κρεμασμένους στο δέντρο.
Λίγες ημέρες πριν δουν τις ακτές της Κίνας, ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν πήγαν και κάθισαν δίπλα του στο κατάστρωμα και τον ρώτησαν τι σκόπευε να κάνει όταν έφταναν στην Καντόνα. Δεν είχε κάποια απάντηση να τους δώσει. «Θέλουμε να είμαστε σ’ επαφή μαζί σου, δεν θέλουμε να χαθούμε», είπε ο Έλγκστραντ. «Δεθήκαμε σε αυτό το ταξίδι. Χωρίς εσένα, οι γνώσεις μας στα κινέζικα θα ήταν ακόμα πιο ελλιπείς απ’ όσο είναι τώρα. Θα θέλαμε να έρθεις μαζί μας. Θα σου δίνουμε ένα μισθό και θα μας βοηθήσεις να χτίσουμε τη μεγάλη χριστιανική κοινότητα που ονειρευόμαστε». Ο Σαν έμεινε αμίλητος για αρκετή ώρα πριν απαντήσει. Όταν πήρε την απόφασή του, σηκώθηκε και υποκλίθηκε δύο φορές στους ιεραπόστολους. Θα πήγαινε μαζί τους. Μπορεί μια μέρα ν’ αποκτούσε κι αυτός τη γνώση που είχε γλυκάνει τις τελευταίες μέρες του Γκούο Σι. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1867, ο Σαν αποβιβάστηκε στην Καντόνα. Μέσα στο σάκο του είχε τα οστά από το πόδι του νεκρού αδερφού του. Αυτό ήταν το μόνο που είχε να δείξει από το μεγάλο ταξίδι του. Κοίταξε γύρω του στην προβλήτα. Αναζητούσε τον Ζι ή τον Γου; Δεν ήξερε. Μερικές μέρες αργότερα συνόδευσε τους δύο Σουηδούς ιεραπόστολους στο ποταμόπλοιο που τους μετέφερε στην πόλη του Φούτζοου. Καθώς ταξίδευαν, κοίταζε τις εκτάσεις που περνούσαν δίπλα τους. Αναζητούσε ένα μέρος για να θάψει τα λείψανα του Γκούο Σι. Ήταν κάτι που ήθελε να το κάνει μόνος, κάτι που αφορούσε μόνο αυτόν, τους γονείς του και τα πνεύματα των προγόνων του. Το ποταμόπλοιο συνέχιζε αργά την πορεία του προς το βορρά. Στις όχθες έκραζαν βάτραχοι. Ο Σαν είχε επιστρέψει στην πατρίδα.
15 Το φθινόπωρο του 1868, ο Σαν άρχισε με μεγάλο κόπο να καταγράφει την ιστορία του ίδιου και των δύο νεκρών αδερφών του. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που ο Ζι απήγαγε αυτόν και τον Γκούο Σι, και τώρα είχε περάσει ένας χρόνος αφότου γύρισε στην Καντόνα με το πόδι του Γκούο Σι στο σάκο του. Μέσα σε αυτό το διάστημα είχε συνοδέψει τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν στο Φούτζοου, όπου δούλευε γι’ αυτούς ως προσωπικός τους υπηρέτης, και χάρη στον δάσκαλο που του είχε βρει ο Λόντιν είχε μάθει να γράφει. Το βράδυ που ο Σαν κάθισε κι άρχισε να γράφει την ιστορία της ζωής του ένας δυνατός άνεμος τράνταζε τα παράθυρα του σπιτιού στο οποίο είχε ένα δωμάτιο. Καθόταν και άκουγε τους ήχους και φανταζόταν ότι βρισκόταν πάλι στη θάλασσα. Μόλις τότε άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται τη σημασία των όσων είχε περάσει. Αποφάσισε να θυμηθεί και να καταγράψει κάθε λεπτομέρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα. Αλλά ποιος θα διάβαζε την ιστορία του; Δεν είχε κανέναν στον οποίο θα μπορούσε να γράψει. Παρ’ όλα αυτά, ήθελε να το κάνει. Αν υπήρχε πράγματι ένας Δημιουργός που εξουσίαζε τους ζωντανούς και τους νεκρούς, σίγουρα θα φρόντιζε, ό,τι κι αν έγραφε ο Σαν, να καταλήξει στα χέρια κάποιου που ήθελε να το διαβάσει. Έτσι, άρχισε να γράφει αργά και επίπονα, ενώ ο άνεμος έκανε τους τοίχους να τρίζουν. Ταλαντευόταν μπρος πίσω στο σκαμνί όπου καθόταν. Σε λίγο ήταν λες και το δωμάτιο είχε μετατραπεί σε πλοίο, και το δάπεδο κουνιόταν κάτω από τα πόδια του. Είχε αραδιάσει κάμποσες στοίβες με χαρτιά μπροστά του στο τραπέζι. Θα έκανε αυτό που κάνουν οι καραβίδες στο ποτάμι^ θα προχωρούσε προς τα πίσω, μέχρι το σημείο που είδε τους γονείς του να κρέμονται από τα σχοινιά και να ταλαντεύονται στον άνεμο. Ήθελε, όμως, ν’ αρχίσει με το ταξίδι του στο Φούτζοου. Αυτό ήταν το πιο έντονο κομμάτι στη μνήμη του.
Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν ήταν ενθουσιασμένοι, και ανήσυχοι μαζί, όταν αποβιβάστηκαν στην Καντόνα. Η χαώδης κοσμοπλημμύρα, οι παράξενες οσμές και το γεγονός ότι δεν καταλάβαιναν τη διάλεκτο Χάκα που μιλούσαν στην πόλη τούς προκαλούσε ανασφάλεια. Τους υποδέχτηκε ένας Σουηδός ιεραπόστολος. Λεγόταν Τόμας Χάμπεργκ και δούλευε σε μια γερμανική Βιβλική Εταιρεία που προσπαθούσε να διαδώσει κινεζικές μεταφράσεις βιβλικών κειμένων. Ο Χάμπεργκ ήταν εξαιρετικά φιλόξενος και τους επέτρεψε να μείνουν στο σπίτι της γερμανικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, όπου είχε το γραφείο και το διαμέρισμά του. Ο Σαν έπαιζε το ρόλο του σιωπηλού υπηρέτη που είχε επιλέξει. Έδινε εντολές στους Κινέζους που ανέλαβαν να μεταφέρουν τις αποσκευές των ιεραπόστολων, έπλενε τα ρούχα των δύο λευκών και φρόντιζε τις ανάγκες τους όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Δεν μιλούσε και φρόντιζε να περνά απαρατήρητος, αλλά άκουγε προσεκτικά όσα έλεγαν. Ο Χάμπεργκ ήξερε καλύτερα κινέζικα από τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν και συχνά μιλούσε μαζί τους για να τους βοηθήσει να βελτιωθούν. Μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα, ο Σαν άκουσε τον Χάμπεργκ να ρωτά τον Λόντιν πώς είχαν βρει τον Σαν. Και μετά άκουσε με έκπληξη τον Χάμπεργκ να προειδοποιεί τον Λόντιν να μην εμπιστεύεται πολύ έναν Κινέζο υπηρέτη. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε έναν ιεραπόστολο να λέει κάτι αρνητικό για τους Κινέζους. Όμως, πίστευε πως ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν δεν είχαν την ίδια νοοτροπία με τον Χάμπεργκ. Έπειτα από μερικές ημέρες εντατικής προετοιμασίας, έφυγαν από την Καντόνα με ένα πλοίο που ακολούθησε για λίγο τις ακτές και μετά ανέβηκε τον ποταμό Μιν Τ ζιάνγκ μέχρι το Φούτζοου, την Πόλη με τις Μαύρες και Λευκές Παγόδες. Ο Χάμπεργκ είχε φροντίσει να τους δοθεί μια συστατική επιστολή για τον αρχιμανδαρίνο της πόλης, ο οποίος ήταν θετικά διατεθειμένος απέναντι στους χριστιανούς ιεραπόστολους. Ο Σαν είδε κατάπληκτος τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν να γονατίζουν χωρίς κανένα δισταγμό και ν’ αγγίζουν το μέτωπό τους στο πάτωμα μπροστά στον μανδαρίνο. Αυτός τους έδωσε την άδεια να δουλέψουν στην πόλη, και ύστερα από μια
διεξοδική έρευνα βρήκαν ένα χώρο κατάλληλο για τους σκοπούς τους. Ήταν ένα κλειστό συγκρότημα με αρκετά σπίτια μέσα σε έναν περίβολο. Τη μέρα που εγκαταστάθηκαν εκεί, ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν γονάτισαν και ευλόγησαν το συγκρότημα, το οποίο θα ήταν το μελλοντικό τους σπίτι. Ο Σαν γονάτισε κι αυτός, αλλά δεν προσευχήθηκε. Απλώς σκέφτηκε ότι δεν είχε βρει ακόμη το κατάλληλο μέρος για να θάψει το πόδι του Γκούο Σι. Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να βρει ένα μέρος κοντά στο ποτάμι όπου ο απογευματινός ήλιος έλαμπε πάνω από τις κορυφές των δέντρων, μέχρι που το έδαφος σκεπαζόταν από σκιές. Ο Σαν επισκέφτηκε εκείνο το σημείο πολλές φορές και πάντα ένιωθε μεγάλη γαλήνη όταν καθόταν εκεί με την πλάτη ακουμπισμένη σε έναν ογκόλιθο. Το ποτάμι κυλούσε αργά στο κάτω μέρος της πλαγιάς που κατηφόριζε γαλήνια μπροστά του. Ακόμα και τώρα, παρόλο που είχε μπει το φθινόπωρο, υπήρχαν λουλούδια στις όχθες του. Εκεί θα μπορούσε να κάθεται και να μιλά με τα αδέρφια του. Εκεί θα μπορούσαν να έρχονται κι αυτοί για να μιλούν μαζί του. Θα επικοινωνούσαν, και η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο θα εξαφανιζόταν. Έσκαψε έναν βαθύ λάκκο στο χώμα και έθαψε τα οστά από το πόδι του αδερφού του. Μετά σκέπασε προσεκτικά το λάκκο, εξαφάνισε όλα τα ίχνη και πάνω σ’ εκείνο το σημείο έβαλε μια πέτρα που είχε κουβαλήσει μαζί του από την αμερικανική έρημο. Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να πει μία από τις προσευχές που είχε μάθει από τους ιεραπόστολους, αλλά ο Γου, που ήταν κι αυτός εκεί κατά κάποιον τρόπο, δεν είχε γνωρίσει τον Θεό στον οποίο απευθύνονταν αυτές οι προσευχές, και έτσι απλώς είπε τα ονόματα των αδερφών του. Έβαλε φτερά στις ψυχές τους και τους έδωσε τη δύναμη να πετάξουν μακριά. Ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν είχαν απίστευτη ενεργητικότητα. Ο Σαν ένιωθε όλο και μεγαλύτερο σεβασμό για τις ακατάπαυστες προσπάθειες που έκαναν για να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια και να πείσουν τον κόσμο της περιοχής να τους βοηθήσει να ενισχύσουν την ιεραποστολή τους. Φυσικά, είχαν και χρήματα. Τους ήταν
απαραίτητα για το έργο τους. Ο Έλγκστραντ είχε κλείσει μια συμφωνία με μια αγγλική ναυτιλιακή εταιρεία που έστελνε συχνά πλοία στο Φούτζοου και του έφερναν χρήματα από τη Σουηδία. Ο Σαν διαπίστωσε με έκπληξη ότι οι δύο ιεραπόστολοι δεν ανησυχούσαν ποτέ για τους κλέφτες, οι οποίοι δεν θα δίσταζαν να τους σκοτώσουν για να βάλουν στο χέρι τα πλούτη τους. Ο Έλγκστραντ φύλαγε τα χρήματα και τις συναλλαγματικές κάτω από το μαξιλάρι του. Όταν έλειπε αυτός και ο Λόντιν, υπεύθυνος ήταν ο Σαν. Μια φορά, ο Σαν μέτρησε κρυφά τα χρήματα που ήταν κρυμμένα σε ένα δερμάτινο πουγκί. Έμεινε έκπληκτος όταν είδε πόσο μεγάλο ήταν το ποσό. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να τα πάρει και να το σκάσει. Ήταν αρκετά για να πάει στο Πεκίνο και να ζήσει πλούσια μόνο από τους τόκους που θα έπαιρνε. Αλλά ο πειρασμός αυτός εξαφανίστηκε όταν σκέφτηκε τον Γκούο Σι και την καλοσύνη και τη φροντίδα που του έδειξαν οι ιεραπόστολοι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Ο Σαν τώρα είχε μια ζωή που δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί ποτέ. Είχε δικό του δωμάτιο με κρεβάτι, καθαρά ρούχα και άφθονο φαγητό. Από εκεί που ήταν στο κατώτερο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, τώρα είχε βρεθεί να είναι επικεφαλής όλων των υπηρετών του σπιτιού. Ήταν αυστηρός και αποφασιστικός, αλλά δεν χρησιμοποιούσε ποτέ σωματικές τιμωρίες όταν κάποιος έκανε ένα λάθος. Μερικές εβδομάδες μετά την άφιξή τους στο Φούτζοου, ο Έλγκστραντ και ο Λόντιν άνοιξαν τις πόρτες της ιεραποστολής σε όλους. Η αυλή του συγκροτήματος γέμισε κόσμο. Ο Σαν έμεινε παράμερα και άκουσε τον Έλγκστραντ να μιλά με τα σπαστά του κινέζικα για τον εκπληκτικό Θεό που έστειλε τον Μονογενή Υιό Του να σταυρωθεί. Ο Λόντιν μοίρασε εικόνες που πέρασαν χέρι χέρι σε όλους. Όταν τελείωσε ο Έλγκστραντ, η αυλή άδειασε αμέσως. Όμως, την επόμενη μέρα έγινε το ίδιο πράγμα, και ο κόσμος ήρθε πάλι, και μερικοί έφεραν φίλους και γνωστούς. Όλη η πόλη άρχισε να μιλά γι’ αυτούς τους παράξενους λευκούς που είχαν πάει να ζήσουν ανάμεσά
τους. Εκείνο που οι Κινέζοι δυσκολεύονταν να καταλάβουν περισσότερο απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι αυτό που έκαναν οι δυο λευκοί δεν ήταν εμπορική επιχείρηση. Ούτε πουλούσαν ούτε ήθελαν ν’ αγοράσουν τίποτα. Απλώς μιλούσαν με κακά κινέζικα για έναν Θεό που φέρεται ισότιμα σε όλους τους ανθρώπους. Εκείνες τις πρώτες μέρες οι προσπάθειες που κατέβαλλαν οι ιεραπόστολοι δεν είχαν όρια. Κάρφωσαν στην αψίδα πάνω από την είσοδο στην αυλή μερικούς κινεζικούς χαρακτήρες που έλεγαν ότι αυτός είναι ο Ναός του Μοναδικού Αληθινού Θεού. Οι δυο λευκοί δούλευαν ασταμάτητα κι έμοιαζαν να μην κοιμούνται ποτέ. Ο Σαν τους άκουγε μερικές φορές να χρησιμοποιούν μια κινεζική έκφραση που σήμαινε «εξευτελιστική ειδωλολατρία», λέγοντας ότι έπρεπε να της αντισταθούν. Αναρωτιόταν πώς πίστευαν οι δύο ιεραπόστολοι ότι θα μπορούσαν να πείσουν τους Κινέζους να εγκαταλείψουν τις ιδέες και τις πεποιθήσεις με τις οποίες ζούσαν εδώ και γενιές. Πώς ήταν δυνατό ένας Θεός που επέτρεψε να σταυρωθεί ο μοναδικός του γιος να δώσει σε έναν Κινέζο χωρικό πνευματική παρηγοριά ή θέληση για ζωή; Μερικές εβδομάδες μετά την άφιξή τους στο Φούτζοου, νωρίς το πρωί, όταν ο Σαν τράβηξε τους σύρτες και άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα του συγκροτήματος, είδε μπροστά του μια νεαρή κοπέλα που υποκλίθηκε και του είπε ότι την έλεγαν Λου Κι. Καταγόταν από ένα μικρό χωριό στον ποταμό Μιν, όχι μακριά από το Σούικου. Οι γονείς της ήταν φτωχοί χωρικοί, και το έσκασε από το χωριό της όταν ο πατέρας της αποφάσισε να την πουλήσει ως παλλακίδα σε έναν άντρα εβδομήντα ετών στο Ναντσάνγκ. Είχε ικετέψει τον πατέρα της να την αποδεσμεύσει από αυτή την υποχρέωση, γιατί σύμφωνα με τις φήμες ο γέρος είχε σκοτώσει αρκετές από τις προηγούμενες παλλακίδες του όταν τις βαρέθηκε. Όμως, ο πατέρας της αρνήθηκε ν’ ακούσει τις διαμαρτ υρίες της, κι έτσι η Λου Κι αναγκάστηκε να το σκάσει. Ένας Γερμανός ιεραπόστολος στο Γκου Σιχάν της είχε πει ότι υπήρχε μια ιεραποστολή στο Φούτζοου που βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Ο Σαν την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Της έκανε μερικές ερωτήσεις για να δει τι ήξερε να κάνει και την άφησε να μπει. Θα
βοηθούσε τις γυναίκες και τον μάγειρα που έφτιαχναν φαγητό για τα μέλη της ιεραποστολής και, αν τα κατάφερνε, ίσως μπορούσε να της προσφέρει μια δουλειά στο προσωπικό του σπιτιού. Συγκινήθηκε από τη χαρά που έλαμψε στο πρόσωπό της. Η Κι τα κατάφερε καλά, και ο Σαν την προσέλαβε. Ζούσε με τις άλλες υπηρέτριες και ήταν συμπαθής γιατί διατηρούσε πάντα την ηρεμία της και δεν προσπαθούσε ποτέ ν’ αποφύγει τις δουλειές που της ανέθεταν. Ο Σαν την παρακολουθούσε μερικές φορές καθώς δούλευε στην κουζίνα ή διέσχιζε βιαστικά την αυλή για κάποια δουλειά. Μερικές φορές το βλέμμα τους συναντιόταν, αλλά δεν τη μεταχειρίστηκε ποτέ διαφορετικά από τους άλλους υπηρέτες. Μια μέρα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, ο Έλγκστραντ του ζήτησε να μισθώσει μια βάρκα και να βρει μερικούς κωπηλάτες. Θα κατέβαιναν το ποτάμι για να επισκεφτούν ένα αγγλικό πλοίο που μόλις είχε φτάσει από το Λονδίνο. Ο Βρετανός πρόξενος στο Φούτζοου είχε πληροφορήσει τον Έλγκστραντ ότι στο πλοίο υπήρχε ένα δέμα για την ιεραποστολή. «Έλα κι εσύ μαζί μας», είπε χαμογελώντας ο Έλγκστραντ. «Θέλω να έχω μαζί μου τον καλύτερο βοηθό μου όταν πρόκειται να μεταφέρω πολλά χρήματα». Ο Σαν βρήκε μια ομάδα κωπηλάτες στο λιμάνι που δέχτηκαν τη δουλειά. Την επόμενη μέρα ο Έλγκστραντ και ο Σαν μπήκαν στη βάρκα. Λίγο νωρίτερα ο Σαν είχε ψιθυρίσει στο αφεντικό του ότι καλό θα ήταν να μην έλεγε τίποτα για το περιεχόμενο του δέματος που θα έπαιρναν από το αγγλικό πλοίο. Ο Έλγκστραντ χαμογέλασε. «Μπορεί να είμαι εύπιστος», είπε, «αλλά δεν είμαι τόσο αφελής όσο νομίζεις». Οι κωπηλάτες χρειάστηκαν τρεις ώρες για τη διαδρομή μέχρι το πλοίο. Έδεσαν δίπλα του, και ο Έλγκστραντ ανέβηκε τη σκάλα μαζί με τον Σαν. Τους υποδέχτηκε ένας φαλακρός πλοίαρχος, ο Τ ζον Νταν, που κοίταζε τους κωπηλάτες με μεγάλη καχυποψία. Μετά έριξε στον Σαν ένα παρόμοιο βλέμμα και έκανε ένα σχόλιο που ο Σαν δεν κατάλαβε. Ο Έλγκστραντ απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα και μετά εξήγησε στον Σαν ότι ο πλοίαρχος Νταν δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Κινέζους.
«Πιστεύει ότι είστε όλοι κλέφτες και απατεώνες», είπε ο Έλγκστραντ γελώντας. «Αλλά μία από αυτές τις μέρες θα καταλάβει πόσο λάθος κάνει». Ο Νταν και ο Έλγκστραντ κλείστηκαν στην καμπίνα του πλοιάρχου. Ύστερα από λίγο ο Έλγκστραντ βγήκε με μια δερμάτινη τσάντα, που την έδωσε επιδεικτικά στον Σαν. «Ο πλοίαρχος πιστεύει ότι είμαι τρελός που σε εμπιστεύομαι. Δυστυχώς, όμως, είναι ένας τρομερά χυδαίος άνθρωπος, που σίγουρα ξέρει πολλά για τα πλοία, τους ανέμους και τους ωκεανούς αλλά τίποτα για τους ανθρώπους». Κατέβηκαν πάλι στη βάρκα και επέστρεψαν στην ιεραποστολή. Όταν έφτασαν, είχε σκοτεινιάσει. Ο Σαν πλήρωσε τον αρχηγό των κωπηλατών. Καθώς περπατούσαν στα σκοτεινά δρομάκια, ο Σαν άρχισε ν’ ανησυχεί. Δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το βράδυ στην Καντόνα, όταν ο Ζι παγίδευσε τον ίδιο και τα αδέρφια του. Αυτή τη φορά, όμως, δεν έγινε τίποτα. Ο Έλγκστραντ πήγε στο γραφείο του με την τσάντα, ενώ ο Σαν έβαλε το σύρτη στην πόρτα και ξύπνησε τον νυχτοφύλακα, που είχε αποκοιμηθεί ακουμπώντας την πλάτη του στον εξωτερικό τοίχο. «Πληρώνεσαι για να φρουρείς, όχι για να κοιμάσαι», του είπε. Του μίλησε φιλικά, παρόλο που ήξερε ότι ο φύλακας ήταν τεμπέλης και γρήγορα θα αποκοιμιόταν πάλι. Όμως, είχε πολλά παιδιά, και η γυναίκα του είχε ζεματιστεί από βραστό νερό και ήταν κατάκοιτη πολλά χρόνια, συχνά ουρλιάζοντας από τους πόνους. Είμαι επιστάτης, αλλά πατάω γερά στη γη, σκεφτόταν ο Σαν. Δεν κάθομαι καβάλα στο άλογο, όπως έκανε ο Γ.Ο. Και κοιμάμαι σαν σκύλος-φύλακας, με το ένα μάτι ανοιχτό. Πήγε στο δωμάτιό του. Στο δρόμο πρόσεξε ότι υπήρχε φως στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν οι υπηρέτριες. Συνοφρυώθηκε. Απαγορευόταν να καίνε κεριά τη νύχτα, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς. Πήγε στο παράθυρο και κρυφοκοίταξε από ένα άνοιγμα στις λεπτές κουρτίνες. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν τρεις γυναίκες. Η μία, η πιο ηλικιωμένη υπηρέτρια, κοιμόταν, αλλά η Κι και μια άλλη κοπέλα, η Να, ήταν καθισμένες στο κρεβάτι που μοιράζονταν και μιλούσαν. Πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι
είχαν ένα αναμμένο φανάρι. Η νύχτα ήταν ζεστή, και η Κι είχε ξεκουμπώσει το επάνω μέρος του νυχτικού της, αποκαλύπτοντας το στήθος της. Ο Σαν απέμεινε να την κοιτάζει μαγεμένος. Δεν άκουγε τι έλεγαν, μάλλον ψιθύριζαν για να μην ξυπνήσουν την ηλικιωμένη συνάδελφό τους. Η Κι γύρισε ξαφνικά και κοίταξε το παράθυρο. Ο Σαν τραβήχτηκε πίσω. Τον είχε δει; Πήγε στις σκιές και περίμενε. Όμως, η Κι δεν έκλεισε τις κουρτίνες. Ο Σαν ξαναπήγε στο παράθυρο και έμεινε εκεί παρακολουθώντας τις δυο κοπέλες, μέχρι που η Να έσβησε το κερί βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Ο Σαν δεν κινήθηκε. Ένα από τα σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στο συγκρότημα τη νύχτα για να τρομάζουν τους κλέφτες πλησίασε και μύρισε τα χέρια του. «Δεν είμαι κλέφτης», ψιθύρισε ο Σαν. «Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος και ποθώ μια γυναίκα που μπορεί μια μέρα να γίνει δική μου». Από εκείνη τη στιγμή ο Σαν αποφάσισε να κατακτήσει την Κι. Ήταν προσεκτικός στις κινήσεις του, γιατί δεν ήθελε να την τρομάξει. Ούτε ήθελε να καταλάβουν οι υπόλοιπες υπηρέτριες το ενδιαφέρον του για την Κι. Η ζήλια πάντα εξαπλώνεται πολύ γρήγορα.
Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να καταλάβει η Κι τα προσεκτικά σήματα που της έστελνε. Άρχισαν να συναντιούνται στο σκοτάδι έξω από το δωμάτιό της, αφού η Να υποσχέθηκε να μην αποκαλύψει τις συναντήσεις τους. Σε αντάλλαγμα πήρε ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια. Τελικά, έπειτα από μισό χρόνο σχεδόν, η Κι άρχισε να πηγαίνει κάθε βράδυ στο δωμάτιο του Σαν. Όταν έκαναν έρωτα, ο Σαν ένιωσε μια αίσθηση αγαλλίασης που εξαφάνισε όλες τις οδυνηρές σκιές και τις αναμνήσεις που τον περιτριγύριζαν συνήθως. Ο Σαν και η Κι ήθελαν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί. Ο Σαν αποφάσισε να μιλήσει στον Έλγκστραντ και τον Λόντιν και να ζητήσει την άδειά τους για να παντρευτούν. Πήγε να δει τους δύο ιεραπόστολους ένα πρωί, αφού είχαν φάει το πρωινό τους, πριν αρχίσουν να ασχολούνται με τις δραστηριότητες της ημέρας. Τους εξήγησε τι ήθελε. Ο Λόντιν δεν μίλησε^ ανέλαβε να του απαντήσει ο Έλγκστραντ. «Γιατί θέλεις να την παντρευτείς;» «Είναι καλή και ευγενική. Δουλεύει σκληρά». «Είναι μια πολύ απλοϊκή γυναίκα, που δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Και δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το χριστιανικό μας μήνυμα». «Είναι πολύ νέα ακόμη». «Κάποιοι λένε ότι ήταν κλέφτρα». «Οι υπηρέτες πάντα κουτσομπολεύουν. Δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Ο καθένας κατηγορεί τους άλλους για κάτι. Εγώ ξέρω ποια είναι η αλήθεια. Η Κι δεν ήταν ποτέ κλέφτρα». Ο Έλγκστραντ γύρισε στον Λόντιν. Μίλησαν σε μια γλώσσα που ο Σαν δεν καταλάβαινε. «Νομίζουμε ότι πρέπει να περιμένεις», είπε ο Έλγκστραντ. «Αν πρόκειται να παντρευτείς, θέλουμε να κάνεις χριστιανικό γάμο. Θα είναι ο πρώτος γάμος που θα κάνουμε εδώ στην ιεραποστολή. Αλλά δεν είστε ώριμοι ακόμη. Θέλουμε να περιμένετε». Ο Σαν υποκλίθηκε κι έφυγε. Ήταν τρομερά απογοητευμένος.
Όμως, ο Έλγκστραντ δεν του είχε πει ξεκάθαρα όχι. Μια μέρα αυτός και η Κι θα γίνονταν ζευγάρι. Μερικούς μήνες αργότερα η Κι είπε στον Σαν ότι ήταν έγκυος. Ο Σαν, πανευτυχής, αποφάσισε αμέσως ότι αν το παιδί ήταν αγόρι θα το ονόμαζαν Γκούο Σι. Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποίησε ότι αυτή η εξέλιξη θα δημιουργούσε προβλήματα – η χριστιανική θρησκεία επέμενε ότι τα ζευγάρια έπρεπε να είναι παντρεμένα για να κάνουν παιδιά. Η συνουσία πριν από το γάμο θεωρούνταν μεγάλο αμάρτημα. Ο Σαν δεν μπορούσε να βρει κάποια λύση. Η κοιλιά της Κι μεγάλωνε. Για ένα διάστημα θα μπορούσε να την κρύβει, αλλά ο Σαν έπρεπε να πει κάτι πριν μαθευτεί η αλήθεια. Μια μέρα ο Σαν πληροφορήθηκε ότι ο Λόντιν θα χρειαζ όταν μερικούς κωπηλάτες για ένα ταξίδι σε μια γερμανική ιεραποστολή μερικά χιλιόμετρα πιο πάνω στο ποτάμι. Όπως πάντα, θα πήγαινε και ο Σαν μαζί του. Το βράδυ πριν από το ταξίδι αποχαιρέτησε την Κι και της υποσχέθηκε ότι θα έδινε λύση στο πρόβλημά τους μόλις επέστρεφε. Όταν γύρισε με τον Λόντιν έπειτα από τέσσερις μέρες, ο Έλγκστραντ κάλεσε τον Σαν για να του μιλήσει. Ο ιεραπόστολος ήταν καθισμένος στο γραφείο του. Συνήθως έλεγε στον Σαν να καθίσει, αλλά αυτή τη φορά τον άφησε να στέκει όρθιος. Ο Σαν υποψιάστηκε ότι κάτι είχε συμβεί. Όταν μίλησε ο Έλγκστραντ, η φωνή του ήταν πιο ήπια απ’ ό,τι συνήθως. «Πώς ήταν το ταξίδι;» «Όλα πήγαν καλά». Ο Έλγκστραντ κατένευσε σκεφτικός και μετά κοίταξε διερευνητικά τον Σαν. «Είμαι απογοητευμένος», είπε. «Ήλπιζα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι η φήμη που έφτασε στ’ αυτιά μου δεν ήταν αλήθεια. Τελικά, όμως, αναγκάστηκα να ενεργήσω. Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάω;» Ο Σαν είχε καταλάβει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, είπε όχι. «Αυτό με απογοητεύει ακόμα περισσότερο», συνέχισε ο Έλγκστραντ. «Όταν κάποιος λέει ψέματα, αυτό σημαίνει ότι ο
διάβολος έχει εισχωρήσει στη σκέψη του. Αναφέρομαι, φυσικά, στο γεγονός ότι η γυναίκα που ήθελες να παντρευτείς είναι έγκυος. Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία να μου πεις την αλήθεια». Ο Σαν έσκυψε το κεφάλι, αλλά δεν μίλησε. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. «Πρώτη φορά από τότε που γνωριστήκαμε στο πλοίο που μας έφερε εδώ με απογοήτευσες», είπε ο Έλγκστραντ. «Ήσουν ένας από εκείνους που έδωσαν σ’ εμένα και στον αδερφό Λόντιν την αίσθηση ότι και οι Κινέζοι ακόμα μπορούν να εξυψωθούν στο ανώτατο πνευματικό επίπεδο. Οι τελευταίες μέρες ήταν πολύ δύσκολες. Προσευχήθηκα για σένα και αποφάσισα ότι μπορώ να σου επιτρέψω να μείνεις. Αλλά πρέπει ν’ αφιερώσεις ακόμα περισσότερο χρόνο και προσπάθεια μέχρι να μπορέσεις να δηλώσεις την πίστη σου στον Θεό». Ο Σαν στεκόταν με το κεφάλι σκυφτό και περίμενε να δει τι θ’ ακολουθούσε. Αλλά δεν έγινε τίποτα. «Αυτό είναι όλο», είπε ο Έλγκστραντ. «Πήγαινε πίσω στη δουλειά σου». Μόλις έφτασε στην πόρτα, άκουσε τη φωνή του Έλγκστραντ πίσω του. «Καταλαβαίνεις, φυσικά, ότι δεν ήταν δυνατό να μείνει εδώ η Κι. Έφυγε». Ο Σαν βγήκε στην αυλή καταρρακωμένος. Ένιωθε όπως όταν πέθανε ο αδερφός του. Ήταν πάλι το ίδιο συντετριμμένος. Βρήκε τη Να, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε έξω από την κουζίνα. Ήταν η πρώτη φορά που φερόταν βίαια στους υπηρέτες. Η Να ούρλιαξε και σωριάστηκε κάτω. Ο Σαν γρήγορα κατάλαβε ότι δεν τους είχε κουτσομπολέψει αυτή. Εκείνο που συνέβη ήταν ότι η ηλικιωμένη υπηρέτρια είχε ακούσει την Κι να εκμυστηρεύεται στη Να την κατάστασή της. Ο Σαν κατάφερε να κρατηθεί και δεν επιτέθηκε και σε αυτή. Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να φύγει από την ιεραποστολή. Πήγε τη Να στο δωμάτιό του και την κάθισε σε ένα σκαμνί. «Πού είναι η Κι;» «Έφυγε πριν από δύο μέρες».
«Πού πήγε;» «Δεν ξέρω. Ήταν πολύ στενοχωρημένη. Το έσκασε». «Πρέπει να είπε κάτι, να σου είπε πού θα πάει». «Νομίζω ότι ούτε η ίδια ήξερε. Όμως, μπορεί να πήγε στο ποτάμι για να σε περιμένει εκεί». Ο Σαν πετάχτηκε πάνω, βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, πέρασε την κύρια πύλη και πήγε στο λιμάνι. Αλλά δεν μπόρεσε να τη βρει. Την αναζητούσε όλη μέρα, ρωτούσε όποιον έβρισκε στο δρόμο του, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Μίλησε με τους κωπηλάτες, οι οποίοι του υποσχέθηκαν ότι θα τον ειδοποιούσαν αν έβλεπαν την Κι. Όταν γύρισε στην ιεραποστολή και βρέθηκε πάλι με τον Έλγκστραντ, ήταν λες και ο Σουηδός είχε ήδη ξεχάσει όσα είχαν συμβεί. Ετοιμαζόταν για τη λειτουργία της επόμενης μέρας. «Δεν νομίζεις ότι χρειάζεται σκούπισμα η αυλή;» τον ρώτησε ο Έλγκστραντ με φιλικό τόνο. «Θα φροντίσω να τη σκουπίσουν αύριο πρωί πρωί, πριν έρθουν οι επισκέπτες». Ο Έλγκστραντ ένευσε καταφατικά, και ο Σαν υποκλίθηκε. Προφανώς ο Έλγκστραντ θεωρούσε την αμαρτία της Κι τόσο σοβαρή που δεν πίστευε ότι υπήρχε δυνατότητα σωτηρίας γι’ αυτή. Ο Σαν, απλούστατα, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας άνθρωπος ήταν δυνατό να στερηθεί τη χάρη του Θεού επειδή είχε διαπράξει την αμαρτία ν’ αγαπήσει έναν άλλο άνθρωπο. Παρακολουθούσε τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν που μιλούσαν στη βεράντα έξω από το γραφείο της ιεραποστολής. Ήταν σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά όπως πραγματικά ήταν. Δύο μέρες αργότερα ο Σαν πήρε ένα μήνυμα από έναν φίλο του στο λιμάνι. Πήγε τρέχοντας εκεί και έπρεπε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από τον κόσμο που είχε μαζευτεί. Η Κι κείτονταν πάνω σε μια σανίδα. Παρά τη βαριά αλυσίδα που ήταν δεμένη γύρω από τη μέση της, το πτώμα της είχε βγει στην επιφάνεια. Η αλυσίδα είχε μπερδευτεί στο πηδάλιο ενός πλοίου που την ανέβασε από τα βάθη της θάλασσας. Το δέρμα της ήταν γαλαζόλευκο, τα μάτια της κλειστά. Ο Σαν ήταν ο μόνος που μπορούσε να διακρίνει ότι υπήρχε ένα παιδί στην κοιλιά της.
Για άλλη μια φορά είχε μείνει μόνος. Ο Σαν έδωσε χρήματα στον άνθρωπο που του έστειλε το μήνυμα. Θα ήταν αρκετά για ν’ αποτεφρώσει το πτώμα. Δύο μέρες αργότερα έθαψε την τέφρα στο ίδιο μέρος όπου αναπαυόταν ήδη ο Γκούο Σι. Ώστε αυτό κατάφερα στη ζωή μου, σκέφτηκε. Δημιουργώ κάτι και μετά γεμίζω το νεκροταφείο μου. Ήδη αναπαύονται εδώ τα πνεύματα τεσσάρων ανθρώπων, ένας από τους οποίους δεν πρόλαβε καν να γεννηθεί. Γονάτισε κι άρχισε να χτυπά το κεφάλι του ξανά και ξανά στο χώμα. Η θλίψη ανάβλυζε ασυγκράτητη από μέσα του. Δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Ούρλιαξε σαν αγρίμι. Δεν είχε ξανανιώσει τόσο ανήμπορος στη ζωή του όσο ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Κάποτε νόμιζε ότι ήταν ικανός να προσέχει και να προστατεύει τα αδέρφια του και τώρα ήταν πια μια σκιά εκείνου του εαυτού του, και όλα γύρω του είχαν γκρεμιστεί. Όταν γύρισε στην ιεραποστολή αργά εκείνο το βράδυ, ο νυχτοφύλακας του είπε ότι ο Έλγκστραντ τον είχε αναζητήσει. Ο Σαν χτύπησε την πόρτα του δωματίου του. Τον βρήκε να κάθεται στο γραφείο του και να γράφει δίπλα σε μια λάμπα. «Έλειπες όλη μέρα», είπε ο Έλγκστραντ. «Προσευχήθηκα στον Θεό και ήλπιζα να μην σου έχει συμβεί τίποτα». «Όχι, δεν μου συνέβη τίποτα», είπε ο Σαν, κάνοντας μια υπόκλιση. «Απλώς είχα έναν πονόδοντο, τον οποίο κατάφερα να θεραπεύσω με μερικά βότανα». «Ωραία, γιατί δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε χωρίς εσένα. Πήγαινε κοιμήσου». Ο Σαν δεν είπε ποτέ στον Έλγκστραντ και τον Λόντιν ότι η Κι αυτοκτόνησε. Προσέλαβαν μια άλλη κοπέλα στη θέση της. Ο Σαν έκλεισε τον πόνο του μέσα του και για πολλούς μήνες συνέχισε να είναι ο αναντικατάστατος υπηρέτης των ιεραπόστολων. Δεν εξέφρασε ποτέ τις σκέψεις του, ούτε το γεγονός ότι τώρα άκουγε τα κηρύγματά τους με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι πριν. Εκείνη την περίοδο περίπου ο Σαν θεώρησε ότι είχε μάθει να γράφει αρκετά καλά ώστε ν’ αρχίσει την ιστορία του, όπως και την ιστορία των αδερφών του. Δεν ήξερε ακόμη για ποιον την έγραφε.
Ίσως μόνο για τον άνεμο. Όμως, αν ήταν έτσι, θα ανάγκαζε τον άνεμο να τον ακούσει. Έγραφε μέχρι αργά τη νύχτα και κοιμόταν όλο και πιο λίγο, αλλά αυτό φρόντιζε να μην επηρεάζει τη δουλειά του. Ήταν πάντα φιλικός, πρόθυμος να βοηθήσει, να πάρει αποφάσεις, να δώσει εντολές στους υπηρέτες και να διευκολύνει τον Έλγκστραντ και τον Λόντιν στην προσπάθειά τους να προσηλυτίσουν τους Κινέζους. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος αφότου έφτασαν στο Φούτζοου. Ο Σαν γνώριζε πολύ καλά ότι θα χρειαζόταν πολύς καιρός για να δημιουργηθεί η βασιλεία των Ουρανών που ονειρεύονταν οι ιεραπόστολοι. Έπειτα από δέκα μήνες είχαν δεχτεί τη χριστιανική πίστη δεκαεννέα άτομα. Έγραφε συνέχεια και σκεφτόταν τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει αρχικά να φύγει από το χωριό του. Ένα από τα καθήκοντα του Σαν ήταν να τακτοποιεί το γραφείο του Έλγκστραντ. Δεν επέτρεπαν σε κανέναν άλλο να μπει εκεί. Μια μέρα που ο Σαν ξεσκόνιζε προσεκτικά το γραφείο και τακτοποιούσε τα χαρτιά που υπήρχαν πάνω πρόσεξε ένα γράμμα που είχε γράψει ο Έλγκστραντ στα κινέζικα. Απευθυνόταν σε έναν από τους ιεραπόστολους της Καντόνας, με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις και έκαναν εξάσκηση στα κινέζικα ανταλλάσσοντας επιστολές.
Ο Έλγκστραντ έγραφε στον φίλο του: «Όπως γνωρίζεις, οι Κινέζοι είναι τρομερά εργατικοί και μπορούν ν’ αντέξουν τη φτώχεια με τον ίδιο τρόπο που τα μουλάρια και οι γάιδαροι αντέχουν τις κλοτσιές και το μαστίγιο. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι επίσης χυδαίοι, πονηροί ψεύτες και απατεώνες. Είναι αλαζόνες και άπληστοι και έχουν έναν ζωώδη αισθησιασμό που μερικές φορές με αηδιάζει. Σε γενικές γραμμές, είναι ένας άχρηστος λαός. Απλώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι μια μέρα η αγάπη του Θεού θα μπορέσει να μαλακώσει τη φρικτή σκληρότητα και απανθρωπιά τους». Ο Σαν διάβασε το γράμμα δύο φορές. Μετά τελείωσε το καθάρισμα και βγήκε από το δωμάτιο. Συνέχισε να δουλεύει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, έγραφε κάθε βράδυ και τη μέρα άκουγε τα κηρύγματα των ιεραπόστολων. Ένα βράδυ, το φθινόπωρο του 1868, έφυγε από την ιεραποστολή χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Είχε βάλει όλα του τα πράγματα σε έναν απλό πάνινο σάκο. Εκείνο το βράδυ φυσούσε κι έβρεχε. Ο νυχτοφύλακας κοιμόταν δίπλα στην πύλη και δεν άκουσε τον Σαν που σκαρφάλωνε. Ενώ είχε φτάσει στην κορυφή του τοίχου, ξεκόλλησε το σήμα που έγραφε ότι αυτή ήταν η πύλη του Ναού του Ενός και Μοναδικού Θεού. Το πέταξε στη λάσπη. Ο δρόμος ήταν άδειος. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο Σαν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
16 Ο Για Ρου καθόταν συχνά μόνος στο γραφείο του τα βράδια. Ο ουρανοξύστης στο κέντρο του Πεκίνου, όπου ο ίδιος χρησιμοποιούσε όλο τον τελευταίο όροφο, μια μεγάλη έκταση χώρων
με παράθυρα από το πάτωμα ως το ταβάνι, ήταν σχεδόν άδειος εκείνη την ώρα. Μόνο οι φύλακες στο ισόγειο και τα συνεργεία καθαρισμού ήταν ακόμη εκεί. Η γραμματέας του, η κυρία Σεν, βρισκόταν πάντα σε ετοιμότητα στον προθάλαμο. Έμενε στη δουλειά μέχρι πολύ αργά, αν ο Για Ρου πίστευε ότι μπορεί να τη χρειαζόταν – μερικές φορές μέχρι τα χαράματα. Αυτή τη μέρα του Δεκεμβρίου του 2005, ο Για Ρου έκλεινε τα τριάντα οχτώ. Συμφωνούσε με τον Δυτικό φιλόσοφο που κάποτε είχε γράψει ότι σε αυτή την ηλικία ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσο της ζωής του. Είχε πολλούς φίλους που, καθώς πλησίαζαν τα σαράντα, ένιωθαν τα γηρατειά σαν μια αμυδρή ψυχρή αύρα που τους φυσούσε το σβέρκο. Ο Για Ρου δεν είχε τέτοιες ανησυχίες. Είχε αποφασίσει, από τότε που ήταν φοιτητής ακόμη, να μη σπαταλά ποτέ χρόνο και ενέργεια ανησυχώντας για πράγματα για τα οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το πέρασμα του χρόνου ήταν αδυσώπητο και απρόβλεπτο, και στο τέλος κανείς έχανε τη μάχη μαζί του. Η μόνη αντίσταση που μπορούσε να προβάλλει ένας άνθρωπος ήταν να εκμεταλλεύεται το χρόνο του χωρίς να προσπαθεί ν’ αποτρέψει το πέρασμά του. Πίεσε τη μύτη του πάνω στο ψυχρό τζάμι. Πάντα διατηρούσε τη θερμοκρασία αρκετά χαμηλά στην τεράστια σουίτα γραφείων, όπου όλα τα έπιπλα ήταν μαύρα και σκουροκόκκινα σε καλαίσθητες αποχρώσεις. Η θερμοκρασία ήταν μόνιμα στους δεκαεφτά βαθμούς Κελσίου, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι, όταν στο Πεκίνο ξεσπούσαν αμμοθύελλες και καυτοί άνεμοι. Αυτή η θερμοκρασία τού πήγαινε. Πάντα προτιμούσε το κρύο. Οι επιχειρήσεις και οι πολιτικές αποφάσεις ήταν ένα είδος πολέμου, και το μόνο που είχε σημασία ήταν οι ψυχροί, λογικοί υπολογισμοί. Γι’ αυτό άλλωστε τον αποκαλούσαν Του Νάο Λενγκ – «ο Ψυχρός». Φυσικά, υπήρχαν κάποιοι που τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Ήταν αλήθεια ότι αρκετές φορές στη ζωή του παλιότερα είχε χάσει την ψυχραιμία του και είχε προκαλέσει σωματικές βλάβες σε άλλους ανθρώπους, αλλά αυτό είχε σταματήσει πια. Δεν τον πείραζε το γεγονός ότι πολλοί τον φοβούνταν. Το σημαντικότερο γι’ αυτόν ήταν να μη χάνει τον έλεγχο του θυμού που κάποιες φορές φούντωνε μέσα
του. Κάπου κάπου, ο Για Ρου έφευγε από το διαμέρισμά του από μια κρυφή πίσω πόρτα πολύ νωρίς το πρωί. Πήγαινε σε ένα κοντινό πάρκο και εκτελούσε τις γυμναστικές ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης που είναι γνωστές ως τάι τσι. Αυτό τον έκανε να νιώθει σαν ένα μικρό και ασήμαντο τμήμα της μεγάλης και ανώνυμης μάζας του κινεζικού λαού. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν και πώς λεγόταν. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι αυτές οι στιγμές ήταν σαν να έκανε ένα βαθύ ψυχολογικό λουτρό. Όταν, μετά, επέστρεφε στο διαμέρισμα και ανακτούσε πάλι την κανονική του ταυτότητα, ένιωθε πάντα πιο δυνατός. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Εκείνο το βράδυ περίμενε δύο επισκέπτες. Του άρεσε να κάνει συναντήσεις στη μέση της νύχτας ή τα χαράματα. Ο έλεγχος της ώρας τού έδινε ένα πλεονέκτημα: Μέσα στο κρύο δωμάτιο και το χλωμό φως της αυγής τού ήταν πιο εύκολο να πάρει αυτό που ήθελε. Κοίταξε την πόλη. Το 1967, όταν η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν στην πιο θυελλώδη φάση της, ο Για Ρου είχε γεννηθεί σε ένα νοσοκομείο κάπου εκεί κάτω, ανάμεσα στα λαμπερά φώτα. Ο πατέρας του δεν ήταν παρών. Ήταν καθηγητής πανεπιστημίου και είχε πέσει θύμα των φρενιασμένων εκκαθαρίσεων των Ερυθροφρουρών, που τον εξόρισαν στην επαρχία για να φροντίζει τα γουρούνια των αγροτών. Ο Για Ρου δεν τον είχε γνωρίσει. Ο πατέρας του είχε εξαφανιστεί και ποτέ κανένας δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν. Αργότερα, ο Για Ρου είχε στείλει μερικούς από τους κοντινότερους συνεργάτες του εκεί όπου πίστευαν ότι είχε εξοριστεί ο πατέρας του αλλά χωρίς επιτυχία. Δεν τον θυμόταν κανείς. Ούτε υπήρχε κανένα ίχνος του στα χαώδη αρχεία εκείνης της περιόδου. Ο πατέρας του Για Ρου είχε πνιγεί μέσα στο μεγάλο πολιτικό παλιρροϊκό κύμα που έθεσε σε κίνηση ο Μάο. Ήταν δύσκολη περίοδος για τη μητέρα του, καθώς είχε μείνει μόνη με τον γιο της και τη μεγαλύτερη κόρη της, τη Χονγκ Τσόου. Η πρώτη του ανάμνηση ήταν να βλέπει τη μητέρα του να κλαίει. Ήταν μάλλον θολή, αλλά δεν την είχε ξεχάσει ποτέ. Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η κατάσταση είχε βελτιωθεί, και η
μητέρα του είχε επιστρέψει στη δουλειά της ως λέκτορας θεωρητικής φυσικής σε ένα από τα πανεπιστήμια του Πεκίνου, ο Για Ρου κατανοούσε πλέον καλύτερα το χάος που βασίλευε όταν είχε γεννηθεί. Ο Μάο είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα νέο σύμπαν. Και όπως είχε δημιουργηθεί το σύμπαν, με τον ίδιο τρόπο θα αναδυόταν μια νέα Κίνα από τον μαζικό αναβρασμό που είχε προκαλέσει ο Μάο. Ο Για Ρου συνειδητοποίησε από νωρίς ότι η μόνη εγγύηση για να επιτύχει κανείς ήταν να ξέρει πού βρίσκεται το κέντρο της εξουσίας κάθε δεδομένη στιγμή. Η κατανόηση των διαφόρων τάσεων της πολιτικής και οικονομικής ζωής ήταν ουσιαστικό στοιχείο για να αναρριχηθεί στο επίπεδο που βρισκόταν τώρα. Όταν οι αγορές χαλάρωσαν εδώ στην Κίνα, ήμουν έτοιμος, σκέφτηκε ο Για Ρου. Ήμουν μία από εκείνες τις γάτες για τις οποίες είχε μιλήσει ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ – εκείνες που δεν έχει σημασία αν είναι μαύρες ή γκρίζες φτάνει να πιάνουν ποντίκια. Τ ώρα είμαι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της γενιάς μου. Εξασφάλισα αυτή τη θέση χάρη στις διασυνδέσεις μου με ανθρώπους στα βάθη της Απαγορευμένης Πόλης της νέας εποχής, εκεί όπου κυβερνούν οι εσώτεροι κύκλοι εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Πληρώνω τα ταξίδια τους στο εξωτερικό, φέρνω σχεδιαστές μόδας για τις γυναίκες τους. Βρίσκω θέσεις για τα παιδιά τους στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια και χτίζω σπίτια για τους γονείς τους. Σε αντάλλαγμα, έχω την ελευθερία μου. Διέκοψε τις σκέψεις του και κοίταξε το ρολόι. Σχεδόν μεσάνυχτα. Πήγε στο γραφείο του και πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. Η κυρία Σεν απάντησε αμέσως. «Περιμένω μια επισκέπτρια σε δέκα λεπτά περίπου», της είπε. «Άφησέ τη να περιμένει μισή ώρα. Μετά οδήγησέ τη μέσα». Ο Για Ρου κάθισε στο γραφείο του. Ήταν πάντα άδειο όταν έφευγε το βράδυ. Κάθε καινούργια μέρα έπρεπε ν’ αρχίζει σαν μια άδεια σελίδα πάνω στην οποία μπορούσες ν’ απλώσεις νέες προκλήσεις. Εκείνη τη στιγμή πάνω στο γραφείο του υπήρχε ένα φθαρμένο παλιό βιβλίο με σκισμένα εξώφυλλα. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι
έπρεπε να αναθέσει σε έναν καλό τεχνίτη να το ξαναδέσει πριν διαλυθεί. Αλλά τελικά είχε αποφασίσει να το αφήσει όπως ήταν. Πάντως, το περιεχόμενο ήταν ακόμη άθικτο, παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε που γράφτηκε. Το παραμέρισε προσεκτικά και πάτησε ένα κουμπί κάτω από το γραφείο. Μια οθόνη υπολογιστή υψώθηκε αθόρυβα. Πληκτρολόγησε μερικούς χαρακτήρες, και στην οθόνη εμφανίστηκε το οικογενειακό του δέντρο. Είχε αναλώσει πολύ χρόνο και χρήμα για να συγκεντρώσει αυτές τις πληροφορίες ή τουλάχιστον τις πληροφορίες για τις οποίες ήταν βέβαιος. Στη διάρκεια της βίαιης και αιματοβαμμένης ιστορίας της Κίνας, δεν είχαν χαθεί μόνο πολιτισμικοί θησαυροί, είχαν καταστραφεί και πολλά αρχεία. Υπήρχαν κενά στο οικογενειακό του δέντρο, κενά που δεν θα κατάφερνε να συμπληρώσει ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, τα ονόματα-κλειδιά υπήρχαν. Και το σημαντικότερο ανάμεσά τους ήταν το όνομα του ανθρώπου που είχε γράψει το ημερολόγιο που είχε πάνω στο γραφείο του. Ο Για Ρου είχε αναζητήσει το σπίτι όπου είχε γράψει ο πρόγονός του εκείνο το ημερολόγιο υπό το φως ενός κεριού. Όμως, δεν υπήρχε τίποτα. Στο μέρος όπου είχε ζήσει ο Γουάνγκ Σαν απλωνόταν τώρα ένα δίκτυο από δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Ο Σαν είχε γράψει στο ημερολόγιό του ότι έγραφε για τον άνεμο και τα παιδιά του. Ο Για Ρου δεν είχε καταλάβει ποτέ τι εννοούσε με αυτό για τον άνεμο. Μάλλον ο Σαν ήταν κατά βάθος ρομαντικός, παρά την απάνθρωπη ζωή που υποχρεώθηκε να ζήσει και την ανάγκη για εκδίκηση που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Όμως, τα παιδιά υπήρξαν, και κυρίως ένας γιος που λεγόταν Γκούο Σι. Ο Γκούο Σι γεννήθηκε το 1882. Ήταν ένας από τους πρώτους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος και τον είχαν σκοτώσει οι Ιάπωνες στον Σινοϊαπ ωνικό Πόλεμο. Ο Για Ρου σκεφτόταν συχνά ότι το ημερολόγιο που είχε γράψει ο Σαν προοριζόταν γι’ αυτόν. Παρόλο που είχε μεσολαβήσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που είχε γραφτεί το ημερολόγιο μέχρι τη βραδιά που κάθισε και το διάβασε, ήταν λες και ο Σαν μιλούσε απευθείας σε αυτόν. Το μίσος που ένιωθε ο πρόγονός του πριν από
τόσο καιρό σιγόβραζε ακόμη μέσα στον Για Ρου. Πρώτα ο Σαν, μετά ο Γκούο Σι και τελικά ο ίδιος. Υπήρχε μια φωτογραφία του γιου του Σαν, του Γκούο Σι, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, στην οποία πόζαρε μαζί με αρκετούς άλλους άντρες σε ένα ορεινό τοπίο. Ο Για Ρου την είχε σκανάρει και την είχε περάσει στον υπολογιστή του. Κάθε φορά που την κοίταζε ένιωθε πολύ κοντά στον Γκούο Σι, που στεκόταν ακριβώς πίσω από τον άντρα με το χαμόγελο και την κρεατοελιά στο μάγουλο. Ήταν τόσο κοντά στην απόλυτη δύναμη του Μάο Τσε Τουνγκ, σκέφτηκε ο Για Ρου. Κι εγώ, ο απόγονός του, έζησα τη ζωή μου εξίσου κοντά στα κέντρα εξουσίας. Ακούστηκε ένας απαλός βόμβος από την ενδοεπικοινωνία. Είχε φτάσει η επισκέπτριά του, αλλά δεν θα τη δεχόταν ακόμη, θα την άφηνε να περιμένει. Πριν από καιρό είχε διαβάσει για έναν πολιτικό ηγέτη που είχε αναγάγει σε τέχνη την κατάταξη των πολιτικών εχθρών και φίλων του με βάση το χρονικό διάστημα που τους άφηνε να περιμένουν πριν τους δεχτεί. Έτσι σύγκριναν τους χρόνους αναμονής μεταξύ τους και υπολόγιζαν πόσο μακριά ή κοντά βρίσκονταν από τον εσωτερικό κύκλο του ηγέτη. Έσβησε τον υπολογιστή, και η οθόνη εξαφανίστηκε κάτω από το γραφείο με τον ίδιο αμυδρό βόμβο όπως όταν είχε εμφανιστεί. Έβαλε ένα ποτήρι νερό από μια καράφα που ήταν πάνω στο γραφείο του. Το νερό προερχόταν από την Ιταλία και εμφιαλωνόταν ειδικά γι’ αυτόν από μια εταιρεία στην οποία είχε ποσοστά μία από τις δικές του επιχειρήσεις. Νερό και πετρέλαιο, σκέφτηκε. Περιβάλλω τον εαυτό μου με υγρά. Σήμερα πετρέλαιο, αύριο ίσως το δικαίωμα εκμετάλλευσης του νερού από διάφορους ποταμούς και λίμνες. Πήγε πάλι στο παράθυρο και κοίταξε προς την περιοχή όπου βρισκόταν η Απαγορευμένη Πόλη. Του άρεσε να πηγαίνει εκεί, να επισκέπτεται τους φίλους του που διαχειριζόταν τα χρήματά τους φροντίζοντας να τα αυξάνει σταθερά. Σήμερα ο θρόνος του αυτοκράτορα ήταν άδειος. Όμως, η εξουσία ήταν ακόμη συγκεντρωμένη μέσα στα τείχη της αρχαίας αυτοκρατορικής πόλης. Ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ είχε πει κάποτε ότι η παλιά αυτοκρατορική
δυναστεία θα ζήλευε το Κομμουνιστικό Κόμμα για την εξουσία του. Δεν υπήρχε άλλη χώρα στον κόσμο με ανάλογη δύναμη. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή ένας στους πέντε ανθρώπους εξαρτιόταν από τις αποφάσεις του αυτοκρατορικού ηγέτη του κόμματος. Ο Για Ρου ήξερε ότι ήταν τυχερός. Δεν το ξεχνούσε ποτέ αυτό. Όταν άρχιζε να το θεωρεί δεδομένο, θα έχανε την επιρροή και την ευμάρειά του. Ήταν ο μυστικοσύμβουλος αυτής της πανίσχυρης ελίτ. Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, είχε βαθιές διασυνδέσεις με το κέντρο των εσωτερικών κύκλων στους οποίους λαμβάνονταν οι πιο σημαντικές αποφάσεις. Ήταν επίσης σύμβουλος του κόμματος, και αυτό σήμαινε ότι προχωρούσε πάντα με τις κεραίες του σε επιφυλακή για να αποφεύγει τις παγίδες και να βρίσκει τα ασφαλή κανάλια. Σήμερα, τη μέρα των γενεθλίων του, ήξερε ότι βρισκόταν στη μέση της σημαντικότερης περιόδου της Κίνας μετά την Πολιτιστική Επανάσταση. Εσωστρεφής ούσα επί αιώνες, η Κίνα τώρα είχε αρχίσει να στρέφεται προς τον υπόλοιπο κόσμο. Αν και διεξαγόταν μια δραματική πάλη στο Πολιτικό Γραφείο για την επιλογή της κατεύθυνσης της χώρας, ο Για Ρου δεν είχε αμφιβολία για την έκβασή της. Ήταν αδύνατο ν’ αλλάξει η διαδρομή στην οποία είχε ήδη μπει η Κίνα. Κάθε μέρα που περνούσε, όλο και περισσότεροι συμπατριώτες του βρίσκονταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι στο παρελθόν. Την ώρα που το χάσμα ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων και τους αγρότες μεγάλωνε, ένα μικρό μέρος της νέας ευημερίας διαχεόταν αργά και στις πιο φτωχές περιοχές. Θα ήταν πραγματική τρέλα αν προσπαθούσαν να εκτρέψουν αυτή την εξέλιξη με έναν τρόπο που να θύμιζε το παρελθόν. Επίσης, το κυνήγι για ξένες αγορές και πρώτες ύλες έπρεπε να εντατικοποιηθεί. Είδε το είδωλο του προσώπου του μέσα στο μεγάλο παράθυρο. Ο Γουάνγκ Σαν μπορεί να ήταν ακριβώς έτσι. Έχουν περάσει πάνω από 135 χρόνια, σκέφτηκε ο Για Ρου. Ο Σαν δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τη ζωή που ζω σήμερα. Αλλά εγώ μπορώ να φανταστώ τη ζωή που έζησε αυτός και μπορώ να καταλάβω το θυμό του. Όλη η Κίνα σκιάζεται από τις αδικίες του παρελθόντος.
Κοίταξε πάλι το ρολόι. Δεν είχε περάσει μισή ώρα ακόμα, αλλά ήταν έτοιμος να δεχτεί τον πρώτο του επισκέπτη. Μια κρυφή πόρτα στον τοίχο άνοιξε και μπήκε μέσα η αδερφή του, η Χονγκ Τσόου. Μια οπτασία, ακτινοβολούσε ομορφιά. Συναντήθηκαν στη μέση του δωματίου. «Λοιπόν, μικρέ μου αδερφέ», του είπε, «είσαι λίγο μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήσουν χτες. Μία απ’ αυτές τις μέρες θα προλάβεις κι εμένα». «Όχι», είπε ο Για Ρου. «Δεν θα σε προλάβω. Αλλά κανείς από τους δυο μας δεν ξέρει ποιος θα θάψει τον άλλο». «Γιατί μιλάς για τέτοια πράγματα τώρα; Σήμερα είναι τα γενέθλιά σου!» «Αν έχεις μυαλό, ξέρεις πάντα ότι ο θάνατος σε περιμένει στη γωνία». Τη συνόδευσε σε ένα σύνολο από πολυθρόνες στο βάθος της αίθουσας. Η Χονγκ Τσόου δεν έπινε αλκοόλ, κι έτσι της σέρβιρε τσάι από ένα επίχρυσο τσαγερό. Αυτός συνέχισε να πίνει νερό. Η Χονγκ Τσόου του χαμογέλασε. Μετά σοβάρεψε ξαφνικά. «Έχω ένα δώρο για σένα. Αλλά πρώτα θέλω να μάθω αν αληθεύει η φήμη που άκουσα». Ο Για Ρου άπλωσε τα χέρια του. «Περιβάλλομαι συνέχεια από φήμες, όπως όλοι οι διαπρεπείς άντρες, για να μη μιλήσω για τις διαπρεπείς γυναίκες. Όπως εσύ, αγαπητή μου αδερφή». «Θέλω να μάθω αν είναι αλήθεια ότι δωροδόκησες για να εξασφαλίσεις το κατασκευαστικό συμβόλαιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Η Χονγκ Τσόου χτύπησε δυνατά το φλιτζάνι στο τραπέζι. «Καταλαβαίνεις τις συνέπειες; Δωροδοκία και διαφθορά;» Ο Για Ρου έχασε την υπομονή του. Συχνά έβρισκε τις συζητήσεις τους διασκεδαστικές, γιατί η αδερφή του ήταν έξυπνη και εκφραζόταν με καυστικό τρόπο. Επίσης, όταν συζητούσε μαζί της, του έδινε την ευκαιρία να βελτιώνει τα επιχειρήματά του. Η Χονγκ Τσόου εκπροσωπούσε μια παλιομοδίτικη αντίληψη που βασιζόταν σε ιδανικά τα οποία δεν σήμαιναν τίποτα πια. Η αλληλεγγύη ήταν ένα αγαθό όπως οποιοδήποτε άλλο. Ο κλασικός κομμουνισμός δεν είχε καταφέρει να επιζήσει από την πίεση μιας πραγματικότητας την
οποία δεν είχαν κατανοήσει ποτέ πραγματικά οι παλιοί θεωρητικοί. Το γεγονός ότι ο Καρλ Μαρξ είχε δίκιο σε πολλά θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας ή ότι ο Μάο είχε αποδείξει πως ακόμα και οι φτωχοί αγρότες μπορούν να βγουν από την εξαθλίωση δεν σήμαινε ότι οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετώπιζε τώρα η Κίνα μπορούσαν να ξεπεραστούν με την επιστροφή σε κλασικές μεθόδους. Η Χονγκ Τσόου καθόταν ανάποδα πάνω στο άλογο που έτρεχε προς το μέλλον. Ο Για Ρου ήξερε ότι η αδερφή του θα αποτύγχανε. «Δεν θα γίνουμε ποτέ εχθροί», της είπε. «Τα μέλη της οικογένειάς μας ήταν πρωτοπόροι όταν άρχισαν την προσπάθεια για να ξεφύγουν από την παρακμή και τη φθορά. Απλώς έχουμε διαφορετικές απόψεις για τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται. Αλλά, φυσικά, δεν δωροδοκώ κανέναν, όπως και δεν επιτρέπω σε κανέναν να με δωροδοκήσει». «Σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου, κανέναν άλλο. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μου λες την αλήθεια». Ο Για Ρου είχε θυμώσει. «Για πες μου, τι σκεφτόσουν πριν από δεκαέξι χρόνια όταν χειροκροτούσες τους γέρους ηγέτες του κόμματος που διέταξαν τα τανκς να συνθλίψουν τους διαδηλωτές στην Τ ιεν Αν Μεν; Ποιες ήταν οι σκέψεις σου τότε; Σκέφτηκες ότι θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους; Τότε ήμουν είκοσι δύο χρονών». «Ήταν απαραίτητο να δράσουμε. Απειλούνταν η σταθερότητα όλης της χώρας». «Από χίλιους φοιτητές; Έλα τώρα, Χονγκ Τσόου. Φοβηθήκατε κάτι πολύ διαφορετικό». «Τ ι;» Ο Για Ρου έσκυψε μπροστά και ψιθύρισε στην αδερφή του: «Τους αγρότες. Φοβηθήκατε ότι θα έρχονταν να υποστηρίξουν τους φοιτητές. Αντί να σκεφτείτε νέους τρόπους για να προχωρήσει η χώρα μας μπροστά, στραφήκατε στα όπλα. Αντί να λύσετε ένα πρόβλημα, προσπαθήσατε να το κρύψετε». Η Χονγκ Τσόου δεν απάντησε. Κοίταξε τον αδερφό της κατάματα. Ο Για Ρου σκέφτηκε φευγαλέα ότι κατάγονταν από μια οικογένεια που πριν από μόλις δύο γενιές δεν θα τολμούσε ποτέ να
κοιτάξει έναν μανδαρίνο στα μάτια. «Δεν πρέπει ποτέ να χαμογελάσεις σε έναν λύκο», είπε η Χονγκ Τσόου. «Αν το κάνεις, ο λύκος θα νομίσει ότι ετοιμάζεσαι να του επιτεθείς». Σηκώθηκε κι άφησε στο τραπέζι ένα πακέτο δεμένο με μια κόκκινη κορδέλα. «Ανησυχώ για την πορεία που έχεις πάρει, μικρέ μου αδερφέ. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να διασφαλίσω ότι η χώρα μας δεν θα γίνει έτσι που θα μας ντροπιάσει. Η μεγάλη πάλη των τάξεων θα επανέρθει. Με ποια πλευρά είσαι εσύ; Με τον εαυτό σου, όχι με το λαό». «Εκείνο που αναρωτιέμαι εγώ αυτή τη στιγμή είναι ποιος από εμάς είναι ο λύκος», είπε ο Για Ρου. Πήγε να πλησιάσει την αδερφή του, αλλά αυτή γύρισε κι έφυγε. Σταμάτησε μπροστά στον άδειο τοίχο. Ο Για Ρου πήγε στο γραφείο του και πάτησε το κουμπί που άνοιγε την κρυφή πόρτα. Μετά γύρισε στο τραπέζι και ξετύλιξε το δώρο της Χονγκ Τσόου. Ήταν ένα μικρό κουτί από νεφρίτη. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα λευκό φτερό και μια πέτρα. Πολλές φορές αυτός και η αδερφή του αντάλλασσαν δώρα γεμάτα γρίφους ή μηνύματα. Κατάλαβε αμέσως τη σημασία του δώρου της. Αναφερόταν σε ένα ποίημα του Μάο. Το φτερό συμβόλιζε μια ζωή σπαταλημένη, η πέτρα μια ζωή –και ένα θάνατο– με νόημα. Η αδερφή μου με προειδοποιεί, σκέφτηκε ο Για Ρου. Ή ίσως με προκαλεί. Ποιο δρόμο θα επιλέξω για την υπόλοιπη ζωή μου; Χαμογέλασε με το δώρο της και αποφάσισε ότι στα δικά της γενέθλια θα της έκανε δώρο έναν λύκο σκαλισμένο σε ελεφαντόδοντο. Σεβόταν την ξεροκεφαλιά της Χονγκ Τσόου. Ήταν πράγματι αδερφή του, τουλάχιστον όσον αφορούσε τη δύναμη του χαρακτήρα και της θέλησης. Θα συνέχιζε να εναντιώνεται σε αυτόν και στα μέλη της κυβέρνησης που ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο. Όμως, έκανε λάθος όταν καταδίκαζε την πορεία που υποστήριζε αυτός, η οποία θα μετέτρεπε και πάλι την Κίνα στην ισχυρότερη χώρα του κόσμου. Κάθισε στο γραφείο του και άναψε το πορτατίφ. Φόρεσε πολύ
προσεκτικά ένα ζευγάρι λευκά γάντια. Μετά άρχισε πάλι να ξεφυλλίζει το βιβλίο που είχε γράψει ο Γουάνγκ Σαν και είχε περάσει από γενιά σε γενιά στην οικογένεια. Το είχε διαβάσει και η Χονγκ Τσόου, αλλά δεν την είχε επηρεάσει όπως τον αδερφό της. Γύρισε στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου. Ο Γουάνγκ Σαν ήταν ογδόντα τριών ετών, πολύ άρρωστος, και σε λίγο θα πέθαινε. Τα τελευταία του λόγια εξέφραζαν την ανησυχία του ότι θα πέθαινε χωρίς να έχει κάνει όσα είχε υποσχεθεί στα αδέρφια του. Πεθαίνω πρόωρα. Όμως, ακόμα κι αν έφτανα τα χίλια, πάλι θα πέθαινα πρόωρα, αφού δεν κατάφερα να αποκαταστήσω την τιμή της οικογένειάς μας. Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο Για Ρου έκλεισε το ημερολόγιο, το έβαλε σε ένα συρτάρι και το κλείδωσε. Έβγαλε τα γάντια. Άνοιξε ένα άλλο συρτάρι και τράβηξε από μέσα έναν χοντρό φάκελο. Μετά πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. Η κυρία Σεν απάντησε αμέσως. «Έχει έρθει ο επισκέπτης μου;» «Ναι, εδώ είναι». «Πες του να περάσει». Η πόρτα στον τοίχο άνοιξε. Ο άντρας που μπήκε στο δωμάτιο ήταν ψηλός και λεπτός. Διέσχισε το χώρο με αρμονικές, γρήγορες κινήσεις. Υποκλίθηκε στον Για Ρου.
«Είναι ώρα να φύγεις, Λιου Σιν», είπε ο Για Ρου. «Η Πρωτοχρονιά των Δυτικών είναι η πιο κατάλληλη εποχή για να εκτελέσεις την αποστολή σου. Όλα όσα χρειάζεσαι είναι σε αυτόν το φάκελο. Θέλω να έχεις γυρίσει εδώ μέχρι το Φεβρουάριο, τη δική μας Πρωτοχρονιά». Ο Για Ρου του έδωσε το φάκελο. Αυτός τον πήρε και υποκλίθηκε ξανά. «Λιου Σιν», είπε ο Για Ρου. «Αυτή η αποστολή είναι πιο σημαντική απ’ οτιδήποτε σου έχω ζητήσει να κάνεις μέχρι τώρα. Έχει σχέση με τη δική μου ζωή, τη δική μου οικογένεια». «Θα κάνω ό,τι ζητάς». «Το ξέρω. Αλλά, αν αποτύχεις, σε παρακαλώ, μην επιστρέψεις. Αν το κάνεις, θα πρέπει να σε σκοτώσω». «Δεν θα αποτύχω». Ο Για Ρου κατένευσε. Η συζήτηση είχε τελειώσει. Ο Λιου Σιν έφυγε, και η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του. Για τελευταία φορά εκείνο το βράδυ ο Για Ρου μίλησε στην κυρία Σεν. «Μόλις έφυγε ένας άντρας από το γραφείο μου», είπε ο Για Ρου. «Ήταν λιγομίλητος αλλά φιλικός». «Δεν ήρθε κανείς άντρας να με δει απόψε». «Φυσικά όχι». «Μόνο η αδερφή μου, η Χονγκ Τσόου, ήρθε εδώ». «Δεν είδα κανέναν άλλο. Ούτε έχω γράψει κανένα άλλο όνομα στο ημερολόγιο εκτός από της Χονγκ Τσόου». «Μπορείς να φύγεις τώρα. Εγώ θα μείνω μερικές ώρες ακόμα». Η συζήτηση τελείωσε. Ο Για Ρου ήξερε ότι η κυρία Σεν θα έμενε μέχρι να φύγει κι αυτός. Δεν είχε οικογένεια, δεν είχε ζωή, πέρα από τη δουλειά της ως γραμματέας του. Ήταν το δαιμόνιο που φρουρούσε την πόρτα του. Ο Για Ρου γύρισε στο παράθυρο και κοίταξε την κοιμισμένη πόλη. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ένιωθε αγαλλίαση. Ήταν μια καλή μέρα γενεθλίων, έστω κι αν η συζήτηση με τη Χονγκ Τσόου δεν είχε πάει
όπως θα ήθελε. Η αδερφή του δεν καταλάβαινε πια τι συνέβαινε στον κόσμο. Αρνιόταν να δεχτεί ότι οι καιροί αλλάζουν. Ο Για Ρου ήξερε ότι θα απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ και αυτό τον έθλιβε. Όμως, ήταν απαραίτητο. Απαραίτητο για την ίδια του την πατρίδα. Η Χονγκ Τσόου μπορεί να τον καταλάβαινε μια μέρα. Ωστόσο, το σημαντικότερο ήταν ότι αυτή τη βραδιά είχαν τελειώσει όλες οι προετοιμασίες, όλες οι πολύπλοκες έρευνες και οι σχεδιασμοί. Του είχε πάρει δέκα χρόνια για να εξακριβώσει τι είχε συμβεί στο παρελθόν και να καταστρώσει το σχέδιό του. Σχεδόν τα είχε παρατήσει σε πολλές περιπτώσεις. Όμως, κάθε φορά που διάβαζε το ημερολόγιο του Γουάνγκ Σαν έβρισκε πάλι το κουράγιο να συνεχίσει. Γιατί αυτός είχε τη δύναμη που δεν είχε αποκτήσει ποτέ ο Σαν. Στο τέλος του ημερολογίου υπήρχαν μερικές άδειες σελίδες. Εκεί ο Για Ρου θα έγραφε το τελευταίο κεφάλαιο όταν τελείωναν όλα. Είχε διαλέξει τη μέρα των γενεθλίων του για να στείλει τον Λιου Σιν να κάνει αυτό που έπρεπε. Τ ώρα ένιωθε ανακούφιση. Στεκόταν ακίνητος μπροστά στο παράθυρο για πολλή ώρα. Μετά έσβησε τα φώτα κι έφυγε από μια πίσω πόρτα που οδηγούσε στο ιδιωτικό του ασανσέρ. Μπήκε στο αμάξι του, που τον περίμενε στο υπόγειο πάρκινγκ, και ζήτησε από τον οδηγό να σταματήσει στην Τ ιεν Αν Μεν. Κοίταξε την πλατεία μέσα από το φιμέ τζάμι. Ήταν έρημη, πέρα από τη μόνιμη παρουσία των στρατιωτών με τις πράσινες στολές. Εκεί είχε διακηρύξει ο Μάο τη γέννηση της νέας Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Για Ρου δεν είχε καν γεννηθεί τότε. Γρήγορα θα συνέβαιναν μεγάλα γεγονότα, που κανείς δεν θα τα διακήρυττε στη φημισμένη πλατεία του Μέσου Βασιλείου. Η νέα παγκόσμια τάξη θα εξελισσόταν μέσα σε βαθιά σιωπή. Μέχρι που να μην μπορούσε πια κανείς να εμποδίσει αυτό που επρόκειτο να συμβεί.
ΜΕΡΟΣ 3
Η κόκκινη κορδέλα (2006) Όταν γίνονται μάχες, υπάρχουν απώλειες, και ο θάνατος είναι συχνό φαινόμενο. Όμως, εκείνο που είναι πιο κοντά στην καρδιά μας είναι το συμφέρον του λαού και τα δεινά της συντριπτικής πλειοψηφίας, και όταν πεθαίνουμε για το λαό, είναι ένας τιμημένος θάνατος. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφεύγουμε τις περιττές απώλειες.
Μάο Τσε Τουνγκ, 1944
Οι «Αντάρτες»
17 Η Μπιργκίτα Ρόσλιν βρήκε αυτό που αναζητούσε σε μια πίσω γωνία του κινέζικου εστιατορίου. Μία από τις κόκκινες κορδέλες έλειπε από τη λάμπα που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι. Έμεινε εντελώς ακίνητη κρατώντας την ανάσα της. Κάποιος είχε καθίσει εδώ, σκέφτηκε. Και έπειτα από ’δώ πήγε στο Χεχουεβάλεν. Πρέπει να ήταν άντρας. Σίγουρα άντρας. Κοίταξε γύρω της στο εστιατόριο. Η νεαρή σερβιτόρα τής χαμογέλασε. Από την κουζίνα ακούγονταν κάποιοι να συζητούν δυνατά στα κινέζικα. Τότε συνειδητοποίησε πως ούτε αυτή ούτε η αστυνομία είχαν αντιληφθεί το μέγεθος και τη σημασία των γεγονότων. Αυτή η υπόθεση ήταν πιο μεγάλη, πιο βαθιά και πιο μυστηριώδης απ’ όσο είχαν φανταστεί. Στην πραγματικότητα, δεν ήξεραν απολύτως τίποτα. Κάθισε στο τραπέζι σκαλίζοντας αφηρημένα το φαγητό που είχε πάρει από τον μπουφέ. Ήταν ακόμη η μοναδική πελάτισσα στο εστιατόριο. Έκανε νόημα στη σερβιτόρα και της έδειξε τη λάμπα. «Λείπει μια κορδέλα», είπε. Στην αρχή η σερβιτόρα δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Της έδειξε πάλι. Η σερβιτόρα κατένευσε έκπληκτη. Δεν ήξερε τίποτα για την κορδέλα που έλειπε. Έσκυψε και κοίταξε κάτω από το τραπέζι μήπως είχε πέσει εκεί. «Λείπει», είπε. «Δεν είναι εδώ». «Πόσο καιρό λείπει;» ρώτησε η Ρόσλιν. Η σερβιτόρα την κοίταξε μπερδεμένη. Η Ρόσλιν επανέλαβε την ερώτηση, νομίζοντας ότι η σερβιτόρα δεν είχε καταλάβει. Η σερβιτόρα κούνησε ανυπόμονα το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Αν δεν σου αρέσει το τραπέζι, παρακαλώ άλλαξε». Πριν προλάβει να απαντήσει η Ρόσλιν, η σερβιτόρα έφυγε για να εξυπηρετήσει μια παρέα που είχε μπει στο εστιατόριο. Μάλλον πρέπει να ήταν τοπικοί αξιωματούχοι. Όταν τους άκουσε να μιλούν,
κατάλαβε ότι συμμετείχαν σε κάποιο συνέδριο με θέμα τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στο Χέλσινγκλαντ. Η Ρόσλιν συνέχισε να σκαλίζει και να τσιμπολογάει το φαγητό της, ενώ το εστιατόριο άρχισε να γεμίζει. Οι θαμώνες ήταν πάρα πολλοί για να τα βγάλει πέρα μόνη της η νεαρή σερβιτόρα. Τελικά, βγήκε ένας άντρας από την κουζίνα και τη βοήθησε να μαζέψει τα πιάτα και να καθαρίσει τα τραπέζια. Έπειτα από δύο ώρες, η δουλειά άρχισε να μειώνεται. Η Ρόσλιν εξακολουθούσε να παίζει με το φαγητό της. Παράγγειλε ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι και πέρασε την ώρα της εξετάζοντας μεθοδικά όλα όσα της είχαν συμβεί από τότε που έφτασε στο Χέλσινγκλαντ. Η σερβιτόρα γύρισε στο τραπέζι της και τη ρώτησε αν ήθελε τίποτε άλλο. «Θα ήθελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις», είπε η Ρόσλιν. Υπήρχαν ακόμη μερικοί πελάτες που έτρωγαν. Η σερβιτόρα μίλησε στον άντρα που τη βοηθούσε και ξαναγύρισε στο τραπέζι της Ρόσλιν. «Αν θέλεις ν’ αγοράσεις τη λάμπα, μπορώ να τη φτιάξω», της είπε χαμογελώντας. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Όχι, δεν θέλω ν’ αγοράσω τη λάμπα», είπε. «Ήσαστε ανοιχτοί την Πρωτοχρονιά;» «Είμαστε πάντα ανοιχτοί», απάντησε η σερβιτόρα. «Έχουμε κινέζικο ωράριο. Είμαστε πάντα ανοιχτοί όταν οι άλλοι κλείνουν». «Θυμάσαι τους πελάτες σου;» ρώτησε η Ρόσλιν, χωρίς, όμως, να έχει πολλές ελπίδες για να πάρει μια απάντηση. «Έχεις ξανάρθει», είπε η σερβιτόρα. «Ναι, θυμάμαι τους πελάτες». «Θυμάσαι αν καθόταν κάποιος σε αυτό το τραπέζι την Πρωτοχρονιά;» Η σερβιτόρα κούνησε το κεφάλι. «Αυτό είναι καλό τραπέζι. Κάθονται πάντα πελάτες εδώ. Κι εσύ εδώ κάθεσαι τώρα. Αύριο θα κάθεται κάποιος άλλος». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να κάνει τόσο αόριστες ερωτήσεις. Έπρεπε να γίνει πιο ακριβής. Έπειτα από μια σύντομη παύση, βρήκε πώς έπρεπε να θέσει το ερώτημα. «Την Πρωτοχρονιά», είπε, «ήρθε κανένας πελάτης που δεν τον
είχες ξαναδεί ποτέ;» «Ποτέ;» «Ποτέ. Ούτε πριν ούτε μετά». Η σερβιτόρα προσπάθησε να θυμηθεί. Οι τελευταίοι πελάτες του μεσημεριού έφευγαν. Χτύπησε το τηλέφωνο, και η σερβιτόρα το σήκωσε και έγραψε μια παραγγελία για ντελίβερι. Μετά γύρισε στο τραπέζι της Ρόσλιν. Στο μεταξύ, κάποιος στην κουζίνα είχε βάλει μουσική. «Ωραία μουσική», είπε η σερβιτόρα χαμογελώντας. «Κινέζικη μουσική. Σου αρέσει;» «Ωραία είναι», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Πολύ ωραία». Η σερβιτόρα δίστασε. Τελικά, ένευσε καταφατικά, διστακτικά στην αρχή, μετά με μεγαλύτερη σιγουριά. «Κινέζος», είπε. «Καθόταν εδώ;» «Στην ίδια καρέκλα που κάθεσαι εσύ τώρα. Έφαγε βραδινό». «Πότε έγινε αυτό;» Σκέφτηκε για λίγο. «Τον Ιανουάριο. Αλλά όχι την Πρωτοχρονιά. Αργότερα». «Πόσο αργότερα;» «Ίσως εννιά με δέκα μέρες». Η Ρόσλιν δάγκωσε τα χείλια της. Η ημερομηνία ταίριαζε. Οι φόνοι στο Χεχουεβάλεν είχαν γίνει τη νύχτα μεταξύ 12ης προς 13η Ιανουαρίου. «Θα μπορούσε να είναι δυο μέρες αργότερα;» Η σερβιτόρα πήρε ένα ημερολόγιο στο οποίο έγραφαν όλες τις κρατήσεις τραπεζιών. «12 Ιανουαρίου», είπε. «Κάθισε εδώ. Δεν είχε κλείσει τραπέζι, αλλά θυμάμαι άλλους πελάτες που ήταν εδώ την ίδια ώρα». «Πώς ήταν;» «Κινέζος. Λεπτός». «Τ ι είπε;» Η απάντηση της σερβιτόρας ήταν άμεση και την ξάφνιασε. «Τ ίποτα. Έδειξε αυτά που ήθελε». «Αλλά ήταν σίγουρα Κινέζος;»
«Προσπάθησα να μιλήσω κινέζικα μαζί του, αλλά αυτός είπε μόνο “ σιωπή”. Και μου έδειξε τι ήθελε. Νομίζω ότι προτιμούσε να μείνει μόνος. Έφαγε. Σούπα, σπρινγκ ρολς, τηγανητό ρύζι και επιδόρπιο. Πεινούσε πολύ». «Ήπιε τίποτα;» «Νερό και τσάι». «Και δεν είπε τίποτα από την αρχή μέχρι το τέλος;» «Ήθελε να μείνει μόνος». «Και μετά τι έγινε;» «Πλήρωσε. Με σουηδικές κορόνες. Και μετά έφυγε». «Και δεν ξανάρθε ποτέ;» «Όχι». «Αυτός πήρε την κόκκινη κορδέλα;» Η σερβιτόρα γέλασε. «Γιατί να το κάνει αυτό;» «Μήπως η κόκκινη κορδέλα συμβολίζει κάτι;» «Είναι μια κόκκινη κορδέλα. Τ ι μπορεί να συμβολίζει;» «Συνέβη τίποτε άλλο;» «Τ ι εννοείς;» «Αφότου έφυγε». «Κάνεις πολλές παράξενες ερωτήσεις. Είσαι από την εφορία; Αυτός ο Κινέζος δεν δουλεύει εδώ. Εμείς πληρώνουμε φόρους. Όσοι δουλεύουν εδώ έχουν χαρτιά». «Ρωτάω απλώς από περιέργεια. Τον ξαναείδες ποτέ;» Η σερβιτόρα έδειξε το παράθυρο. «Πήγε δεξιά. Χιόνιζε. Μετά χάθηκε. Δεν ξανάρθε ποτέ. Γιατί ρωτάς;» «Μπορεί να τον γνωρίζω», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Πλήρωσε κι έφυγε. Έξω από το εστιατόριο έστριψε δεξιά. Έφτασε σε ένα σταυροδρόμι, σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω. Στη μια πάροδο είδε μερικές μπουτίκ και ένα πάρκινγκ. Η άλλη ήταν αδιέξοδο. Στο τέλος της υπήρχε ένα μικρό ξενοδοχείο με μια επιγραφή πίσω από ένα ραγισμένο τζάμι. Κοίταξε πάλι γύρω της προς όλες τις κατευθύνσεις, ύστερα ξανακοίταξε την επιγραφή του ξενοδοχείου. Επέστρεψε στο κινέζικο εστιατόριο. Η σερβιτόρα καθόταν σε μια
καρέκλα και κάπνιζε. Όταν άνοιξε η πόρτα, ξαφνιάστηκε κι έσβησε αμέσως το τσιγάρο. «Έχω άλλη μία ερώτηση», είπε η Ρόσλιν. «Αυτός ο άντρας που καθόταν στο τραπέζι στη γωνία φορούσε παλτό ή κάποιο άλλο βαρύ ρούχο;» Η σερβιτόρα σκέφτηκε για μια στιγμή. «Όχι, δεν φορούσε παλτό», είπε. «Πώς το ήξερες;» «Δεν το ήξερα. Τελείωσε το τσιγάρο σου. Ευχαριστώ για τη βοήθεια». Η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν παραβιασμένη. Κάποιος είχε προσπαθήσει να τη σπάσει, και η κλειδαριά έδειχνε να έχει επιδιορθωθεί προσωρινά. Πλησίασε στη ρεσεψιόν, που ήταν απλώς ένας πάγκος μπροστά από μια πόρτα. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Φώναξε. Τ ίποτα. Ανακάλυψε ένα κουδούνι και ετοιμαζόταν να το χτυπήσει, όταν ξαφνικά κατάλαβε ότι κάποιος στεκόταν πίσω της. Ήταν ένας άντρας τόσο αδύνατος που έμοιαζε σχεδόν διαφανής. Πρέπει να ήταν σοβαρά άρρωστος. Φορούσε γυαλιά με χοντρά τζάμια και μύριζε αλκοόλ. «Θέλεις δωμάτιο;» Η Ρόσλιν διέκρινε ίχνη προφοράς από το Γκέτεμποργκ στην ομιλία του. «Απλώς θέλω να κάνω μερικές ερωτήσεις. Για έναν φίλο μου που νομίζω ότι έμεινε εδώ». Ο άντρας απομακρύνθηκε, με τις παντόφλες του να κάνουν έναν κοφτό κρότο σε κάθε βήμα. Τελικά, εμφανίστηκε πίσω από τον πάγκο. Με χέρια που έτρεμαν, έβγαλε ένα βιβλίο πελατών. Η Ρόσλιν δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι υπάρχουν ακόμη ξενοδοχεία σαν κι αυτό. Ένιωθε σαν να είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο, σε ταινία της δεκαετίας του ’40. «Πώς λέγεται ο πελάτης;» «Το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι Κινέζος». Ο άντρας παραμέρισε το βιβλίο και την κοίταξε επίμονα κουνώντας το κεφάλι. Η Ρόσλιν σκέφτηκε ότι έπρεπε να υποφέρει από πάρκινσον. «Συνήθως ξέρουμε τα ονόματα των φίλων μας. Ακόμα κι αν είναι
Κινέζοι». «Είναι φίλος ενός φίλου». «Πότε υποτίθεται ότι έμεινε εδώ;» Γιατί, πόσους Κινέζους πελάτες έχεις; σκέφτηκε η Ρόσλιν. Αν είχε μείνει έστω και ένας εδώ, θα έπρεπε να το ξέρεις. «Στις αρχές Ιανουαρίου». «Ήμουν στο νοσοκομείο τότε. Όσο έλειπα, δούλευε εδώ ένας ανιψιός μου». «Μήπως θα μπορούσες να του τηλεφωνήσεις;» «Δυστυχώς όχι. Είναι κρουαζιέρα στην Αρκτική». Ο άντρας κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να διαβάσει τις σελίδες του βιβλίου. «Όμως, πράγματι έχω έναν Κινέζο εδώ», είπε ξαφνικά. «Κάποιον κύριο Γουάνγκ Μιν Χάο από το Πεκίνο. Έμεινε ένα βράδυ. Στις 12 Ιανουαρίου. Αυτόν ψάχνεις;» «Ναι», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν, συγκρατώντας με δυσκολία τον ενθουσιασμό της. «Αυτός είναι». Ο άντρας γύρισε το βιβλίο προς το μέρος της για να μπορέσει να το διαβάσει και η ίδια. Η Ρόσλιν έβγαλε ένα χαρτί από την τσάντα της και σημείωσε τις λεπτομέρειες. Όνομα, αριθμός διαβατηρίου και κάτι που μάλλον ήταν μια διεύθυνση στο Πεκίνο. «Ευχαριστώ», είπε. «Με βοήθησες πολύ. Μήπως άφησε τίποτα στο ξενοδοχείο;» «Λέγομαι Στουρ Χέρμανσον», είπε ο άντρας. «Η γυναίκα μου κι εγώ δουλεύαμε αυτό το ξενοδοχείο από το 1946. Έχει πεθάνει τώρα. Σε λίγο θα πεθάνω κι εγώ. Φέτος είναι η τελευταία χρόνια λειτουργίας του. Το κτίριο πρόκειται να κατεδαφιστεί». «Είναι κρίμα όταν εξελίσσονται έτσι τα πράγματα». Ο Χέρμανσον έβγαλε ένα γρύλισμα αποδοκιμασίας. «Γιατί είναι κρίμα; Το ξενοδοχείο είναι ερείπιο. Κι εγώ είμαι ερείπιο. Δεν είναι παράξενο να πεθαίνουν οι γέροι. Αλλά νομίζω ότι αυτός ο Κινέζος όντως άφησε κάτι εδώ». Εξαφανίστηκε στο δωμάτιο πίσω από τον πάγκο. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν περίμενε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως ο Χέρμανσον είχε πεθάνει,
όταν επιτέλους εμφανίστηκε πάλι. Κρατούσε ένα περιοδικό. «Αυτό το βρήκα σε ένα καλάθι αχρήστων όταν γύρισα από το νοσοκομείο. Έχω μια Ρωσίδα που μου καθαρίζει. Υπάρχουν μόνο οχτώ δωμάτια, κι έτσι τα βγάζει πέρα μόνη της. Αλλά είναι απρόσεκτη. Όταν γύρισα από το νοσοκομείο, έκανα έναν έλεγχο στα δωμάτια. Αυτό ήταν ακόμη στο δωμάτιο του Κινέζου». Ο Στουρ Χέρμανσον της έδωσε το περιοδικό. Ήταν στα κινέζικα και έδειχνε εξωτερικούς χώρους και ανθρώπους. Η Ρόσλιν υποψιάστηκε ότι ήταν φυλλάδιο δημοσίων σχέσεων κάποιας εταιρείας και όχι περιοδικό. Στο πίσω μέρος υπήρχαν μερικοί προχειρογραμμένοι κινεζικοί χαρακτήρες με μελάνι. «Μπορείς να το πάρεις», είπε ο Χέρμανσον. «Δεν ξέρω κινέζικα». Το έβαλε στην τσάντα της και ετοιμάστηκε να φύγει. «Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια». Ο Χέρμανσον χαμογέλασε. «Δεν ήταν τίποτα. Είσαι ικανοποιημένη;» «Παραπάνω από ικανοποιημένη». Πήγαινε προς την έξοδο, όταν άκουσε πάλι τον Χέρμανσον πίσω της. «Μπορεί να έχω και κάτι άλλο για σένα. Αλλά δείχνεις να βιάζεσαι. Μήπως δεν έχεις χρόνο;» Η Μπιργκίτα Ρόσλιν γύρισε στον πάγκο. Ο Χέρμανσον χαμογέλασε. Μετά έδειξε κάτι πίσω από το κεφάλι του. Στην αρχή η Ρόσλιν δεν κατάλαβε τι της έδειχνε. Στον τοίχο κρεμόταν ένα ρολόι και ένα διαφημιστικό ημερολόγιο από ένα συνεργείο αυτοκινήτων, που υποσχόταν γρήγορο και καλό σέρβις σε όλα τα αυτοκίνητα Φορντ. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Η όρασή σου πρέπει να είναι χειρότερη από τη δική μου», είπε ο Χέρμανσον. Πήρε μια ξύλινη βέργα κάτω από τον πάγκο. «Το ρολόι πηγαίνει πίσω», της εξήγησε. «Και χρησιμοποιώ αυτό το ξύλο για να διορθώνω την ώρα. Δεν είναι καλή ιδέα ν’ ανεβαίνω σε σκάλες στην ηλικία μου». Της έδειξε στον τοίχο δίπλα από το ρολόι. Το μόνο που είδε η Ρόσλιν ήταν μια γρίλια εξαερισμού. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να της δείξει. Και ξαφνικά κατάλαβε: Δεν ήταν γρίλια εξαερισμού, ήταν ένα άνοιγμα στον τοίχο που από μέσα υπήρχε μια κάμερα. «Μπορούμε να δούμε πώς ήταν αυτός ο Κινέζος», είπε ο Στουρ Χέρμανσον, δείχνοντας πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Είναι κάμερα ασφαλείας…» «Και βέβαια. Την εγκατέστησα μόνος μου». «Δηλαδή, φωτογραφίζεις όποιον μένει στο ξενοδοχείο;» «Τον βιντεοσκοπώ. Δεν ξέρω καν αν είναι νόμιμο. Αλλά έχω ένα κουμπί κάτω από τον πάγκο και το πατάω. Η κάμερα τραβάει όποιον στέκεται εκεί». Την κοίταξε χαμογελώντας. «Μόλις τράβηξα κι εσένα», είπε. «Είσαι ακριβώς στο σωστό σημείο για να βγεις μια καλή φωτογραφία». Η Ρόσλιν τον συνόδεψε στο δωμάτιο που ήταν πίσω από τον πάγκο. Προφανώς εκεί κοιμόταν, όπως επίσης ήταν και το γραφείο του. Από μια ανοιχτή πόρτα φαινόταν μια παλιομοδίτικη κουζίνα όπου μια γυναίκα έπλενε πιάτα. «Αυτή είναι η Νατάσα», είπε ο Χέρμανσον. «Δεν τη λένε έτσι πραγματικά, αλλά πιστεύω ότι αυτό το όνομα πρέπει να έχουν όλες οι Ρωσίδες». Κοίταξε τη Ρόσλιν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Ελπίζω να μην είσαι αστυνομικός», είπε. «Όχι βέβαια». «Δεν νομίζω να έχει καν όλα τα απαραίτητα χαρτιά. Αλλά, απ’
όσο ξέρω, αυτό ισχύει για τους περισσότερους μετανάστες». «Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτό», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Αλλά δεν είμαι αστυνομικός». Ο Χέρμανσον άρχισε να ψάχνει στις βιντεοκασέτες. Όλες είχαν ημερομηνία πάνω. «Ας ελπίσουμε ότι ο ανιψιός μου θυμήθηκε να πατήσει το κουμπί», είπε. «Δεν έχω ελέγξει τα βίντεο εκείνης της περιόδου. Τότε δεν είχαμε σχεδόν καθόλου πελάτες». Έπειτα από πολύ αδέξιο ψάξιμο, που έκανε τη Ρόσλιν να θέλει να του αρπάξει τις κασέτες από τα χέρια, ο Χέρμανσον βρήκε τη σωστή και άνοιξε την τηλεόραση. Η Νατάσα διέσχισε το δωμάτιο σαν σιωπηλή σκιά και εξαφανίστηκε. Ο Χέρμανσον άναψε το βίντεο. Η Ρόσλιν έγειρε μπροστά. Η εικόνα ήταν απρόσμενα καθαρή. Μπροστά στον πάγκο στεκόταν ένας άντρας με μεγάλο γούνινο καπέλο. «Ο Λούντγκρεν από το Γιερβσέ», είπε ο Χέρμανσον. «Έρχεται και μένει εδώ μία φορά το μήνα προκειμένου να είναι μόνος και να γίνεται τύφλα στο μεθύσι στο δωμάτιό του. Όταν είναι μεθυσμένος, ψέλνει ύμνους. Μετά γυρίζει σπίτι του. Καλός άνθρωπος. Έμπορος παλιοσιδερικών. Έρχεται εδώ σχεδόν τριάντα χρόνια. Του κάνω έκπτωση». Η οθόνη της τηλεόρασης άρχισε να τρεμοπαίζει. Όταν η εικόνα καθάρισε πάλι, μπροστά στον πάγκο στέκονταν δυο μεσόκοπες γυναίκες. «Φίλες της Νατάσας», είπε ο Χέρμανσον με επισημότητα. «Έρχονται πότε πότε. Προτιμώ να μη σκέφτομαι πώς βγάζουν το ψωμί τους. Αλλά δεν τους επιτρέπω να φέρνουν άντρες στο ξενοδοχείο. Αν και, μεταξύ μας, υποψιάζομαι ότι φέρνουν όταν κοιμάμαι». «Έχουν κι αυτές έκπτωση;» «Όλοι έχουν έκπτωση. Δεν έχω στάνταρ τιμές. Το ξενοδοχείο λειτουργεί με χασούρα από τη δεκαετία του ’60. Βασικά ζω από ένα μικρό χαρτοφυλάκιο μετοχών που έχω. Στηρίζομαι κυρίως σε δασικές εταιρείες και στη βαριά βιομηχανία. Μόνο μια συμβουλή δίνω στους έμπιστους φίλους μου».
«Ποια;» «Μετοχές της σουηδικής βιομηχανίας. Είναι αξεπέραστες». Μια νέα εικόνα εμφανίστηκε στην οθόνη. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ανακάθισε και κοίταξε καλύτερα. Η εικόνα ήταν πολύ καθαρή. Ένας Κινέζος με σκούρο παλτό. Τον είδε να ρίχνει μια ματιά στην κάμερα. Έμοιαζε σχεδόν να την κοιτάζει κατάματα. Νέος, σκέφτηκε. Όχι πάνω από τριάντα, εκτός αν λέει ψέματα η κάμερα. Πήρε το κλειδί του και εξαφανίστηκε από την οθόνη, η οποία μαύρισε. «Η όρασή μου δεν είναι πολύ καλή», είπε ο Χέρμανσον. «Αυτόν δεν έψαχνες;» «Αυτό ήταν στις 12 Ιανουαρίου;» «Έτσι νομίζω. Αλλά μπορώ να κοιτάξω το βιβλίο και να δω αν έπιασε το δωμάτιο μετά τις φίλες μας τις Ρωσίδες». Σηκώθηκε και πήγε στον πάγκο της ρεσεψιόν. Όσο ήταν εκεί, η Μπιργκίτα Ρόσλιν κατάφερε να ξαναπαίξει τα πλάνα του Κινέζου αρκετές φορές. Πάγωσε την εικόνα τη στιγμή που κοίταζε ίσια την κάμερα. Την πρόσεξε, σκέφτηκε. Μετά κοιτάζει κάτω και γυρίζει αλλού το κεφάλι του. Αλλάζει ακόμα και τον τρόπο που στέκεται για να μη φαίνεται το πρόσωπό του. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ξαναγύρισε την ταινία πίσω και παρακολούθησε πάλι τα πλάνα. Αυτή τη φορά είδε ότι ο Κινέζος ήταν σε συνεχή επιφυλακή, αναζητώντας από την αρχή την κάμερα. Πάγωσε πάλι την εικόνα. Κοντοκουρεμένα μαλλιά, μάτια γεμάτα ένταση, σφιγμένα χείλια. Γρήγορες κινήσεις, ξύπνιος άνθρωπος. Ίσως μεγαλύτερος απ’ ό,τι είχε νομίσει αρχικά. Ο Χέρμανσον γύρισε. «Φαίνεται ότι έχουμε δίκιο», είπε. «Οι δυο Ρωσίδες κυρίες έπιασαν δωμάτιο με ψεύτικα ονόματα, ως συνήθως. Και μετά ήρθε αυτός ο άνθρωπος, ο κύριος Γουάνγκ Μιν Χάο από το Πεκίνο». «Θα ήταν δυνατό να βγάλουμε ένα αντίγραφο αυτής της κασέτας;» Ο Χέρμανσον σήκωσε τους ώμους. «Πάρ’ τη. Τ ι μου χρειάζ εται εμένα; Εγκατέστησα την κάμερα από χόμπι. Έτσι κι αλλιώς, κάθε έξι μήνες τις κασέτες τις σβήνω. Πάρ’ τη». Έβαλε την κασέτα στη θήκη της και της την έδωσε. Βγήκαν πάλι
στο λόμπι. Η Νατάσα καθάριζε τα φώτα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο Στουρ Χέρμανσον έσφιξε φιλικά το μπράτσο της Ρόσλιν. «Θα μου πεις τώρα γιατί σε ενδιαφέρει τόσο πολύ αυτός ο Κινέζος; Σου χρωστάει λεφτά;» «Γιατί να μου χρωστάει λεφτά;» «Όλοι χρωστάνε κάτι σε όλους. Όταν κάποιος αρχίζει να ρωτά για κάποιον άλλο, συνήθως κάπου υπάρχουν λεφτά στην υπόθεση». «Νομίζω ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί ν’ απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα», είπε η Ρόσλιν. «Αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να σου πω σε ποια». «Και δεν είσαι αστυνομικός;» «Όχι». «Και ούτε είσαι απ’ αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Λέγομαι Μπιργκίτα Ρόσλιν και είμαι από το Χέλσινγκμποργκ. Θα σου ήμουν ευγνώμων αν επικοινωνούσες μαζί μου σε περίπτωση που ξανάρθει». Έγραψε τη διεύθυνση και το τηλέφωνό της σε ένα χαρτί και το έδωσε στον Στουρ Χέρμανσον. Όταν βγήκε στο δρόμο, πρόσεξε ότι ήταν ιδρωμένη. Τα μάτια του Κινέζου την ακολουθούσαν ακόμη. Έβαλε την κασέτα στην τσάντα της και κοίταξε τριγύρω. Δεν ήταν σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνει μετά. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται καθ’ οδόν για το Χέλσινγκμποργκ – ήταν ήδη αργά το απόγευμα. Πήγε σε μια κοντινή εκκλησία και κάθισε σε ένα στασίδι στις πρώτες σειρές. Έκανε κρύο. Ένας άντρας ήταν γονατισμένος μπροστά από έναν τοίχο και επιδιόρθωνε το σοβά. Η Ρόσλιν προσπάθησε να σκεφτεί μεθοδικά. Στο Χεχουεβάλεν είχε βρεθεί μια κόκκινη κορδέλα στο χιόνι. Συμπτωματικά ανακάλυψε ότι προερχόταν από ένα κινέζικο εστιατ όριο. Ένας Κινέζος είχε φάει εκεί το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου. Αργότερα εκείνο το βράδυ ή νωρίς το επόμενο πρωί δολοφονήθηκαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Χεχουεβάλεν. Σκέφτηκε τα πλάνα από τη βιντεοκασέτα του Στουρ Χέρμανσον. Ήταν πραγματικά δυνατό όλους εκείνους τους φόνους να τους έκανε ένας άνθρωπος; Μήπως ήταν αναμειγμένοι κι άλλοι, για τους οποίους
δεν ήξερε τίποτε ακόμη; Ή μήπως η κόκκινη κορδέλα είχε καταλήξει στο χιόνι στο Χεχουεβάλεν για κάποιον εντελώς διαφορετικό λόγο; Δεν μπορούσε να βρει καμία απάντηση, κι έτσι έβγαλε την μπροσούρα που είχαν αφήσει στο καλάθι των αχρήστων. Κι αυτή επίσης την έκανε ν’ αμφιβάλλει αν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στον Γουάνγκ Μιν Χάο και όσα είχαν συμβεί στο Χεχουεβάλεν. Θα άφηνε ένα δολοφόνος τέτοια εμφανή στοιχεία πίσω του; Το εσωτερικό της εκκλησίας ήταν μισοσκότεινο. Φόρεσε τα γυαλιά της και ξεφύλλισε την μπροσούρα. Μια δισέλιδη φωτογραφία έδειχνε έναν ουρανοξύστη στο Πεκίνο, ενώ πάνω της ήταν γραμμένα κάποια κινεζικά ιδεογράμματα. Σε άλλες σελίδες υπήρχαν στήλες με αριθμούς και φωτογραφίες χαμογελαστών Κινέζων. Όμως, εκείνο που την ενδιέφερε κυρίως ήταν οι χαρακτήρες που ήταν γραμμένοι με μελάνι στο πίσω μέρος της μπροσούρας. Αυτοί έφερναν τον Γουάνγκ Μιν Χάο πολύ κοντά της. Μάλλον αυτός τους είχε γράψει. Ήταν μια υπενθύμιση για κάτι; Ή μήπως τους είχε γράψει για κάποιον άλλο λόγο; Ποιος θα μπορούσε να τους διαβάσει; Μόλις έθεσε το ερώτημα, της ήρθε αμέσως η απάντηση. Θυμήθηκε τα μακρινά επαναστατικά νιάτα της. Βγήκε από την εκκλησία και στάθηκε στο προαύλιο με το κινητό στο χέρι. Η Κάριν Βίμαν, μια φίλη της από την εποχή που σπούδαζε στη Λουντ, ήταν σινολόγος και δούλευε στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Δεν πήρε απάντηση κι έτσι άφησε μήνυμα στην Κάριν να της τηλεφωνήσει. Μετά γύρισε στο αμάξι της και βρήκε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο κέντρο του Χούντικσβαλ που είχε άδεια δωμάτια. Αυτό που της έδωσαν ήταν μεγάλο, στον τελευταίο όροφο. Άναψε την τηλεόραση και είδε στο τελετέξτ ότι η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεπε χιόνι για εκείνο το βράδυ. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και περίμενε. Σε ένα από τα γειτονικά δωμάτια άκουσε έναν άντρα να γελάει. Την ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κάριν Βίμαν, που ακουγόταν λίγο απορημένη. Όταν η Μπιργκίτα της εξήγησε τι ήθελε, η Κάριν της είπε να βρει ένα φαξ και να της στείλει τη σελίδα με τα ιδεογράμματα. Η Ρόσλιν χρησιμοποίησε το φαξ στη ρεσεψιόν και μετά γύρισε
στο δωμάτιό της και περίμενε. Έξω είχε σκοτεινιάσει. Σε λίγο θα τηλεφωνούσε σπίτι για να εξηγούσε ότι, επειδή ο καιρός είχε χειροτερέψει, θα έμενε άλλη μια νύχτα. Η Κάριν Βίμαν τηλεφώνησε στις εφτάμισι. «Οι χαρακτήρες είναι κακογραμμένοι, αλλά νομίζω ότι κατάλαβα τι σημαίνουν».
Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κρατούσε την αναπνοή της. «Είναι το όνομα ενός νοσοκομείου. Το βρήκα, είναι στο Πεκίνο. Λέγεται Λόνγκφου. Είναι στο κέντρο της πόλης, σε ένα δρόμο που λέγεται Μέι Σουγκουάν Χουτόνγκ. Είναι αρκετά κοντά στη μεγαλύτερη γκαλερί της Κίνας. Μπορώ να σου στείλω ένα χάρτη αν θέλεις». «Ναι, στείλ’ τον μου σε παρακαλώ». «Εντάξει, και τώρα μπορείς να μου πεις τι είναι όλα αυτά; Είμαι πολύ περίεργη. Ξύπνησε το παλιό σου ενδιαφέρον για την Κίνα;» «Ίσως. Θα σου πω περισσότερα αργότερα. Μπορείς να στείλεις το χάρτη στο φαξ που χρησιμοποίησα κι εγώ;» «Θα τον έχεις σε μερικά λεπτά. Αλλά είσαι πολύ μυστικοπαθής». «Απλώς κάνε λίγη υπομονή. Θα σου τα πω όλα». «Πρέπει να βρεθούμε». «Σίγουρα. Έχουμε χαθεί». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κατέβηκε στη ρεσεψιόν και περίμενε. Σε λίγο έφτασε ο χάρτης του κεντρικού Πεκίνου. Η Κάριν είχε σημαδέψει το σημείο με ένα βέλος. Η Ρόσλιν κατάλαβε ότι πεινούσε. Το ξενοδοχείο δεν είχε εστιατόριο, κι έτσι πήρε το τζάκετ της και βγήκε έξω. Θα μελετούσε το χάρτη όταν γύριζε. Στην πόλη επικρατούσε σκοτάδι, κυκλοφορούσαν μόνο μερικά αυτοκίνητα και σχεδόν κανένας πεζός. Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν τής είχε συστήσει ένα ιταλικό εστιατόριο στην περιοχή. Πήγε εκεί και έφαγε στη μισοάδεια αίθουσα. Μέχρι να φύγει, είχε αρχίσει να χιονίζει. Ξεκίνησε για το ξενοδοχείο της. Ξαφνικά σταμάτησε. Για κάποιο λόγο, είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Γύρισε, αλλά δεν είδε κανέναν. Επέστρεψε βιαστικά στο ξενοδοχείο και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου της, βάζοντας και την αλυσίδα ασφαλείας. Μετά στάθηκε πίσω από τις κουρτίνες και κοίταξε στο δρόμο.
Ήταν ίδιος, όπως και πριν. Δεν φαινόταν κανείς. Μόνο χιόνι, που γινόταν όλο και πιο πυκνό.
18 Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοιμήθηκε άσχημα εκείνο το βράδυ. Ξύπνησε αρκετές φορές και πήγε στο παράθυρο. Χιόνιζε ακόμη, και ο άνεμος δημιουργούσε ψηλές στοίβες χιονιού στους τοίχους των σπιτιών. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Γύρω στις εφτά ξύπνησε για τα καλά από τα εκχιονιστικά που περνούσαν. Πριν πέσει για ύπνο, είχε τηλεφωνήσει σπίτι και είχε δώσει στον Στάφαν το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του ξενοδοχείου της. Ο Στάφαν την άκουσε χωρίς να πει πολλά πράγματα. Το γεγονός ότι δεν εξέφρασε καμία έκπληξη όταν άκουσε ότι δεν είχε ξεκινήσει καν το ταξίδι της επιστροφής τής προκάλεσε θυμό και απογοήτευση. Κάποια στιγμή μάθαμε να μη σκαλίζουμε πολύ βαθιά ο ένας τη συναισθηματική ζωή του άλλου, σκέφτηκε. Όλοι χρειάζονται τον ιδιωτικό τους χώρο. Αλλά αυτό δεν πρέπει να εξελίσσεται σε αδιαφορία. Προς τα εκεί οδεύουμε; Ή μήπως έχουμε φτάσει ήδη; Στο δωμάτιό της υπήρχε ένα ηλεκτρικό τσαγερό. Έφτιαξε ένα τσάι και κάθισε με το χάρτη που της είχε στείλει η Κάριν Βίμαν. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο, το μοναδικό φως ερχόταν από το πορτατίφ και την τηλεόραση, που ήταν αναμμένη με κλειστό τον ήχο. Δυσκολεύτηκε να διαβάσει το χάρτη, αλλά τελικά βρήκε την Απαγορευμένη Πόλη και την Τ ιεν Αν Μεν. Αυτό της ξύπνησε παλιές αναμνήσεις. Άφησε το χάρτη και σκέφτηκε τις κόρες της και τη γενιά τους. Η συζήτηση με την Κάριν της είχε θυμίσει πώς ήταν κάποτε η ίδια. Ένας άνθρωπος τόσο κοντινός και ταυτόχρονα τόσο μακρινός, σκέφτηκε. Εκείνες οι μέρες ήταν καθοριστικές. Στη μέση του αφελούς χάους
στο οποίο ζούσα, ήμουν σίγουρη ότι ο δρόμος για έναν καλύτερο κόσμο ήταν η αλληλεγγύη και η απελευθέρωση. Ακόμη δεν έχω ξεχάσει εκείνη την αίσθηση ότι ήμουν στο κέντρο του κόσμου σε μια εποχή που ήταν δυνατό ν’ αλλάξουμε τα πάντα. Όμως, δεν έζησα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις που είχα τότε. Στις χειρότερες στιγμές μου ένιωθα σαν προδότης, ιδιαίτ ερα απέναντι στη μητέρα μου, που με ενθάρρυνε να εξεγείρομαι. Ωστόσο, αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η πολιτικοποίησή μου στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα λούστρο που είχα απλώσει πάνω στη ζωή μου. Το μόνο πράγμα που με άγγιξε πραγματικά ήταν η απόφασή μου να γίνω μια έντιμη δικαστής. Αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς, σκέφτηκε. Ήπιε το τσάι της και έκανε τα σχέδιά της για την υπόλοιπη μέρα. Θα πήγαινε πάλι στην αστυνομία και θα τους έλεγε τι είχε ανακαλύψει. Αυτή τη φορά θα ήταν υποχρεωμένοι να την ακούσουν. Δεν είχαν κάνει κανένα ουσιαστικό βήμα στην έως τώρα έρευνά τους. Όταν έπιασε το δωμάτιο στο ξενοδοχείο, είχε ακούσει μερικούς Γερμανούς στο λόμπι να συζητούν τα γεγονότα στο Χεχουεβάλεν. Είχαν μαθευτεί και στο εξωτερικό. Οι μαζικοί φόνοι δεν έχουν θέση σε αυτή τη χώρα. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες ή και στη Ρωσία μερικές φορές, όχι όμως εδώ, και μάλιστα σε ένα μικρό απομακρυσμένο γαλήνιο χωριό στα βάθη των σουηδικών δασών.
Χιόνιζε ακόμη, όταν η Μπιργκίτα Ρόσλιν πήγε πάλι στο αστυνομικό τμήμα. Η θερμοκρασία είχε πέσει. Το θερμόμετρο έξω από το ξενοδοχείο έδειχνε μείον εφτά βαθμούς. Δεν είχαν καθαρίσει ακόμη τα πεζοδρόμια και περπατούσε προσεκτικά για να μη γλιστρήσει. Στο χώρο υποδοχής του αστυνομικού τμήματος επικρατούσε ησυχία. Ένας αστυνομικός διάβαζε τα μηνύματα σε έναν πίνακα ανακοινώσεων. Η γυναίκα στο τηλεφωνικό κέντρο κοίταζε αφηρημένα μπροστά της. Η Ρόσλιν είχε την αίσθηση ότι η σφαγή στο Χεχουεβάλεν δεν είχε
συμβεί ποτέ, ότι όλα αυτά ήταν μια φανταστική ιστορία που επινόησε κάποιος. «Θέλω τη Βίβι Σούντμπεργκ». «Είναι σε σύσκεψη». «Ο Έρικ Χουντέν;» «Κι αυτός». «Όλοι είναι στη σύσκεψη;» «Όλοι. Εκτός από μένα». «Πόσο θα κρατήσει;» «Δεν ξέρω. Μπορεί όλη μέρα». Η γυναίκα στο χώρο υποδοχής άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα ο αστυνομικός που διάβαζε τον πίνακα ανακοινώσεων. «Νομίζω ότι κάτι ανακάλυψαν», της είπε η γυναίκα χαμηλόφωνα κι έφυγε. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κάθισε κι άρχισε να ξεφυλλίζει μια εφημερίδα. Αστυνομικοί έμπαιναν κι έβγαιναν κάπου κάπου από τη γυάλινη πόρτα. Κατέφτασαν δημοσιογράφοι και ένα τηλεοπτικό συνεργείο. Η Ρόσλιν ψιλοπερίμενε να δει τον Λαρς Εμάνιουελσον. Εννιά και τέταρτο. Η Ρόσλιν έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πίσω στον τοίχο. Μετά τινάχτηκε τρομαγμένη, όταν άκουσε μια γνωστή φωνή. Η Βίβι Σούντμπεργκ στεκόταν μπροστά της. Έδειχνε πολύ κουρασμένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. «Ήθελες να μου μιλήσεις». «Αν δεν σε ενοχλώ». «Φυσικά και με ενοχλείς. Αλλά υποθέτω ότι είναι σημαντικό. Ξέρεις πια πώς λειτουργεί το σύστημα». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν την ακολούθησε μέσα από τη γυάλινη πόρτα. Πήγαν σε ένα άδειο γραφείο. «Δεν είναι αυτό το γραφείο μου», είπε η Σούντμπεργκ, «αλλά θα μιλήσουμε εδώ». Η Ρόσλιν κάθισε σε μια άβολη καρέκλα. Η Βίβι Σούντμπεργκ έμεινε όρθια, ακουμπώντας σε μια βιβλιοθήκη με κόκκινα ντοσιέ. Η Ρόσλιν προετοιμάστηκε για ό,τι θα επακολουθούσε. Ήξερε ότι η κατάσταση ήταν δύσκολη. Η Σούντμπεργκ είχε προαποφασίσει πως ό,τι κι αν της έλεγε ήταν άσχετο με την έρευνα. «Νομίζω ότι βρήκα κάτι», είπε. «Ένα στοιχείο, θα μπορούσες να
πεις». Το πρόσωπο της Σούντμπεργκ παρέμεινε ανέκφραστο. Η Ρόσλιν το εξέλαβε ως πρόκληση. «Αυτό που έχω να σου πω είναι τόσο σημαντικό που πρέπει να ζητήσεις και από κάποιον άλλο να είναι παρών». «Γιατί;» «Πρέπει. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Η Βίβι Σούντμπεργκ βγήκε από το γραφείο και γύρισε γρήγορα με έναν άντρα που συστήθηκε στη Ρόσλιν ως περιφερειακός εισαγγελέας Ρόμπερτσον. «Είμαι ο επικεφαλής της προκαταρκτικής έρευνας. Η Βίβι μου είπε ότι έχεις κάτι να μας πεις. Είσαι δικαστής στο Χέλσινγκμποργκ, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Είναι ακόμη εκεί ο εισαγγελέας Χάλμπεργκ;» «Έχει πάρει σύνταξη». «Αλλά μένει στο Χέλσινγκμποργκ, έτσι δεν είναι;» «Νομίζω ότι μετακόμισε στη Γαλλία. Στην Αντίμπ». «Τ υχερός. Του άρεσαν τα καλά πούρα, θυμάμαι. Οι ένορκ οι λιποθυμούσαν όταν κάπνιζε στα πίσω δωμάτια στα διαλείμματα της κάθε δίκης. Όταν απαγορεύτηκε το κάπνισμα, άρχισε να χάνει υποθέσεις. Πίστευε ότι οφειλόταν στη μελαγχολία και τη στέρηση του πούρου». «Ναι, έχω ακούσει κι εγώ ιστορίες για τα πούρα του». Ο εισαγγελέας κάθισε στο γραφείο. Η Σούντμπεργκ είχε επιστρέψει στη θέση της στη βιβλιοθήκη. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν τους περιέγραψε λεπτομερειακά όσα είχε ανακαλύψει. Τους είπε ότι αναγνώρισε την κόκκινη κορδέλα, πήγε στο κινέζικο εστιατόριο, μετά έμαθε για τον Κινέζο που είχε επισκεφτεί το Χούντικσβαλ. Έβαλε τη βιντεοκασέτα πάνω στο γραφείο μαζί με την μπροσούρα που ήταν στα κινέζικα και τους εξήγησε τι σήμαιναν οι κακογραμμένοι χαρακτήρες στο πίσω μέρος. Ο Ρόμπερτσον την κοίταζε επίμονα. Η Βίβι Σούντμπεργκ εξέταζε τα χέρια της. Μετά ο Ρόμπερτσον πήρε την κασέτα και σηκώθηκε. «Ας ρίξουμε μια ματιά. Τ ώρα αμέσως».
Πήγαν σε μια αίθουσα συσκέψεων, όπου μια κυρία ασιατικής καταγωγής απομάκρυνε μερικές κούπες με καφέ και διάφορες χαρτοσακούλες. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ενοχλήθηκε από τον απότομο τρόπο της Βίβι Σούντμπεργκ όταν διέταξε την καθαρίστρια να βγει από το δωμάτιο. Έπειτα από πολλές προσπάθειες και μια σειρά βλαστήμιες, ο Ρόμπερτσον κατάφερε επιτέλους να θέσει το βίντεο σε λειτουργία. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο Ρόμπερτσον ύψωσε τη φωνή του και είπε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Οι δυο Ρωσίδες εμφανίστηκαν στην οθόνη και χάθηκαν γρήγορα. Η εικόνα τρεμόπαιξε. Εμφανίστηκε ο Γουάνγκ Μιν Χάο, κοίταξε την κάμερα και μετά χάθηκε κι αυτός. Ο Ρόμπερτσον γύρισε πίσω την κασέτα και τη σταμάτησε τη στιγμή που ο Γουάνγκ κοίταζε την κάμερα. Η Σούντμπεργκ έδειχνε κι αυτή ενδιαφέρον τώρα. Έκλεισε τα στόρια στο πιο κοντινό παράθυρο, και η εικόνα έγινε πιο καθαρή. «Γουάνγκ Μιν Χάο», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Αν αυτό είναι το πραγματικό του όνομα. Εμφανίζεται εδώ, στο Χούντικσβαλ, από το πουθενά στις 12 Ιανουαρίου. Περνά τη νύχτα του σε ένα μικρό ξενοδοχείο, αφού πρώτα αφαιρεί μια κόκκινη κορδέλα από μια λάμπα πάνω από ένα τραπέζι του εστιατορίου. Αυτή η κορδέλα βρίσκεται αργότερα στον τόπο του εγκλήματος στο Χεχουεβάλεν». Ο Ρόμπερτσον στεκόταν μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, σκυμμένος ακριβώς από πάνω της. Κάθισε πάλι. Η Βίβι Σούντμπεργκ άνοιξε ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό. «Παράξενο», είπε ο Ρόμπερτσον. «Φαντάζομαι ότι βεβαιώθηκες πως η κόκκινη κορδέλα προήλθε πραγματικά από εκείνο το εστιατόριο». «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». «Τ ι συμβαίνει εδώ;» είπε άγρια η Βίβι Σούντμπεργκ. «Κάνεις δική σου έρευνα;» «Δεν θέλω να μπλέκομαι στα πόδια σου», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Ξέρω ότι είσαι πολύ απασχολημένη». Ξαφνικά η Βίβι βγήκε από το δωμάτιο. «Τους ζήτησα να φέρουν τη λάμπα από το εστιατόριο», είπε όταν γύρισε. «Ανοίγουν στις εφτά», είπε η Ρόσλιν.
«Η πόλη είναι μικρή», απάντησε η Σούντμπεργκ. «Θα βρούμε τον ιδιοκτήτη και θα του πούμε ν’ ανοίξει». «Φρόντισε να μη μάθουν τίποτα οι δημοσιογράφοι», την προειδοποίησε ο Ρόμπερτσον. «Φαντάσου τους τίτλους αν μαθευτεί: “ Κινέζος Πίσω από τη Σφαγή στο Χεχουεβάλεν;”» «Αυτό είναι μάλλον απίθανο μετά τη συνέντευξη Τύπου που θα δώσουμε το απόγευμα», είπε η Σούντμπεργκ. Ώστε η τηλεφωνήτρια είχε δίκιο, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Κάτι ανακάλυψαν και θα το ανακοινώσουν σήμερα. Γι’ αυτό δεν δείχνουν και τόσο ενδιαφέρον. Ο Ρόμπερτσον άρχισε να βήχει. Ήταν ένας βίαιος βήχας, το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. «Το κάπνισμα», είπε. «Έχω καπνίσει τόσα τσιγάρα που έτσι και τα άπλωναν το ένα δίπλα στο άλλο θα μπορούσαν να φτάσουν από το κέντρο της Στοκχόλμης μέχρι κάπου νότια του Σεντερτέλγια. Από το Μπότκιρκα περίπου και μετά είχαν και φίλτρα. Όχι ότι αυτό βελτίωσε τα πράγματα». «Ας κάνουμε μια συζήτηση για να τελειώνουμε», είπε η Βίβι Σούντμπεργκ και κάθισε. «Έχεις προκαλέσει πολλά προβλήματα και εκνευρισμούς εδώ μέσα». Τ ώρα θα πει για τα ημερολόγια, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Και τελικά ο Ρόμπερτσον θα βρει να μου απαγγείλει κατηγορίες για κάτι. Όχι για παρακώλυση της δικαιοσύνης βέβαια, αλλά υπάρχουν άλλες δυνατότητες. Όμως, η Σούντμπεργκ δεν μίλησε για τα ημερολόγια, και η Μπιργκίτα Ρόσλιν σχημάτισε την εντύπωση ότι, παρά την τωρινή στάση της Σούντμπεργκ, υπήρχε μια αμοιβαία κατανόηση μεταξύ τους. Αυτό που είχε συμβεί ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν να το μάθει ο εισαγγελέας. «Σίγουρα θα τα εξετάσουμε όλα αυτά», είπε ο Ρόμπερτσον. «Δεν έχουμε προδικάσει τίποτα, δεν υπάρχουν, όμως, άλλα στοιχεία που να δείχνουν ότι ο δράστης ήταν Κινέζος». «Και το όπλο;» ρώτησε η Ρόσλιν. «Το βρήκατε;» Δεν της απάντησε ούτε η Σούντμπεργκ ούτε ο Ρόμπερτσον. Το βρήκαν, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Αυτό θα ανακοινώσουν το απόγευμα.
Φυσικά. «Δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα σχόλιο γι’ αυτό προς το παρόν», είπε ο Ρόμπερτσον. «Ας περιμένουμε να φέρουν τη λάμπα και να συγκρίνουμε τις κορδέλες. Αν όντως είναι ίδιες, τότε αυτές οι πληροφορίες θα αποτελέσουν ένα σοβαρό μέρος της έρευνας. Φυσικά, θα κρατήσουμε την κασέτα». Πήρε ένα σημειωματάριο κι άρχισε να γράφει. «Ποιος έχει δει αυτό τον Κινέζο;» «Η σερβιτόρα στο εστιατόριο». «Τ ρώω συχνά εκεί. Η νέα ή η ηλικιωμένη; Ή εκείνος ο μίζερος γκρινιάρης στην κουζίνα; Αυτός με την κρεατοελιά στο μέτωπο;» «Η νέα». «Αυτή πότε δείχνει ντροπαλή και πότε φλερτάρει με θράσος. Νομίζω ότι βαριέται τόσο πολύ που δεν ξέρει τι να κάνει. Κανένας άλλος;» «Κανένας άλλος τι;» Ο Ρόμπερτσον αναστέναξε. «Αγαπητή μου συναδέλφισσα, μας αιφνιδίασες όλους με αυτό τον Κινέζο που εμφάνισες ξαφνικά. Ποιος άλλος τον έχει δει; Η ερώτηση είναι πολύ ξεκάθαρη». «Ένας ανιψιός του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά ο Στουρ Χέρμανσον είπε ότι είναι σε κρουαζιέρα στην Αρκτική». «Με άλλα λόγια, αυτή η έρευνα έχει αρχίσει να παίρνει ανήκουστες γεωγραφικές διαστάσεις. Πρώτα εμφανίζεις έναν μυστηριώδη Κινέζο και τώρα μας λες ότι υπάρχει ένας μάρτυρας στην Αρκτική. Έχουν γράψει γι’ αυτή την υπόθεση στο T ime και στο Newsweek, μου τηλεφώνησαν από την Guardian στο Λονδίνο και έχουν εκφράσει ενδιαφέρον και οι Los Angeles T imes. Έχει δει κανείς άλλος αυτό τον Κινέζο; Ελπίζω αυτός που θα αναφέρεις να μη βρίσκεται τώρα σε κάποια έρημο της Αυστραλίας». «Υπάρχει μια καθαρίστρια στο ξενοδοχείο. Είναι Ρωσίδα». Ο Ρόμπερτσον απάντησε σχεδόν θριαμβευτικά. «Τ ι σου έλεγα; Τ ώρα ανακατέψαμε και τη Ρωσία. Πώς λέγεται;» «Τη φωνάζουν Νατάσα. Αλλά σύμφωνα με τον Στουρ Χέρμανσον
δεν είναι αυτό το πραγματικό της όνομα». «Μπορεί να είναι παράνομη», είπε η Βίβι Σούντμπεργκ. «Μερικές φορές βρίσκουμε Ρώσους και Πολωνούς που δεν θα ’πρεπε να είναι εδώ». «Αυτό όμως δεν μας ενδιαφέρει προς το παρόν», είπε ο Ρόμπερτσον. «Υπάρχει κανείς άλλος που να είδε αυτό τον Κινέζο;» «Δεν ξέρω κανέναν άλλο», απάντησε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Αλλά πρέπει να ήρθε και να έφυγε με κάποιον τρόπο. Με λεωφορείο; Με ταξί; Σίγουρα κάποιος πρέπει να τον πρόσεξε». «Θα το ερευνήσουμε», είπε ο Ρόμπερτσον αφήνοντας το στιλό του. «Αν βέβαια αποδειχτεί ότι είναι κάτι σημαντικό». Πράγμα που δεν το πιστεύεις, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Έχετε ανακαλύψει κάτι άλλο που πιστεύετε ότι είναι πιο σημαντικό. Η Σούντμπεργκ και ο Ρόμπερτσον έφυγαν. Η Ρόσλιν ένιωθε κουρασμένη. Οι πιθανότητες να είχαν κάποια σχέση με την υπόθεση όσα είχε ανακαλύψει ήταν μικρές και μειώνονταν όλο και πιο πολύ. Ήξερε εκ πείρας ότι τα παράξενα γεγονότα συχνά αποδεικνύονταν παραπλανητικά. Όσο περίμενε, με την ανυπομονησία της να μεγαλώνει, άρχισε να βηματίζει πάνω-κάτω στην αίθουσα συσκέψεων. Στη ζωή της είχε γνωρίσει πολλούς εισαγγελείς σαν τον Ρόμπερτσον. Επίσης, η Σούντμπεργκ ήταν τυπικό παράδειγμα των γυναικών αστυνομικών που κατέθεταν στο δικαστήριό της, αν και σπάνια είχαν τόσο κόκκινα μαλλιά. Η Σούντμπεργκ γύρισε πάλι, ακολουθούμενη από τον Ρόμπερτσον και τον Τομπίας Λούντβιγκ. Ο τελευταίος κρατούσε μια πλαστική σακούλα με την κόκκινη κορδέλα, ενώ η Βίβι Σούντμπεργκ μετέφερε τη λάμπα από το εστιατόριο. Άπλωσαν τις κορδέλες στο τραπέζι και τις σύγκριναν. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν πανομοιότυπες. Κάθισαν πάλι γύρω από το τραπέζι. Ο Ρόμπερτσον συνόψισε με λίγα λόγια όσα τους είχε πει η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Ξέρει να κάνει μια σωστή παρουσίαση, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Όταν τελείωσε, κανείς δεν είχε ερωτήσεις. Ο μόνος που μίλησε ήταν ο Τομπίας Λούντβιγκ.
«Αυτά τα στοιχεία αλλάζουν τίποτα σε σχέση με τη συνέντευξη Τύπου που θα δώσουμε αργότερα;» «Όχι», απάντησε ο Ρόμπερτσον. «Θα τα εξετάσουμε όλ’ αυτά αλλά εν ευθέτω χρόνο». Ο Ρόμπερτσον δήλωσε ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Της έσφιξαν το χέρι κι έφυγαν. Όταν σηκώθηκε η Μπιργκίτα Ρόσλιν, η Βίβι Σούντμπεργκ την κοίταξε με έναν τρόπο που μάλλον σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει. Όταν έμειναν μόνοι, η Βίβι Σούντμπεργκ έκλεισε την πόρτα και μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Μένω έκπληκτη που ασχολείσαι ακόμη με αυτή την έρευνα. Προφανώς, αυτά που ανακάλυψες είναι εντυπωσιακά. Θα τα ερευνήσουμε περαιτέρω. Αλλά θα έχεις καταλάβει, πιστεύω, ότι αυτή τη στιγμή έχουμε άλλες προτεραιότητες». «Μπορείς να μου πεις τίποτα;» Η Σούντμπεργκ απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα. «Τ ίποτα απολύτως;» «Τ ίποτα». «Έχετε κάποιον ύποπτο;» «Όπως είπα, θα κάνουμε την ανακοίνωση στη συνέντευξη Τύπου. Ήθελα να μείνεις για εντελώς διαφορετικό λόγο». Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Όταν γύρισε, κρατούσε τα ημερολόγια που της είχε παραδώσει η Ρόσλιν πριν από μερικές ημέρες. «Τα μελετήσαμε», είπε η Βίβι Σούντμπεργκ. «Αποφάσισα ότι δεν έχουν σχέση με την έρευνα. Και έτσι σκέφτηκα, ως ένδειξη καλής θέλησης, να σου επιτρέψω να τα δανειστείς. Θα πρέπει να υπογράψεις για την παραλαβή τους. Η μόνη προϋπ όθεση είναι να τα επιστρέψεις μόλις τα ζητήσουμε πίσω». Η Ρόσλιν αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως ήταν παγίδα. Αυτό που έκανε η Σούντμπεργκ δεν επιτρεπόταν, έστω κι αν δεν ήταν παράνομο. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν δεν είχε καμία σχέση με την έρευνα. Τ ι μπορεί να συνέβαινε αν δεχότ αν να πάρει τα ημερολόγια; Η Βίβι Σούντμπεργκ πρόσεξε το δισταγμό της. «Μίλησα με τον Ρόμπερτσον», είπε. «Δεν είχε αντίρρηση, με την
προϋπόθεση να υπογράψεις απόδειξη παραλαβής». «Απ’ όσα διάβασα ως τώρα, τα ημερολόγια μιλούν για τους Κινέζους που δούλευαν στην κατασκευή της διηπειρωτικής σιδηροδρομικής γραμμής στις Ηνωμένες Πολιτείες». «Στη δεκαετία του 1860; Δηλαδή, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια σχεδόν».
Η Σούντμπεργκ έβαλε τα ημερολόγια σε μια πλαστική σακούλα στο τραπέζι. Στην τσέπη της είχε την απόδειξη που είχε υπογράψει η Ρόσλιν. Η Σούντμπεργκ τη συνόδευσε μέχρι το χώρο υποδοχής. Έσφιξαν τα χέρια μπροστά στη γυάλινη πόρτα. Η Ρόσλιν ρώτησε πότε θα γινόταν η συνέντευξη Τύπου. «Στις δύο. Σε τέσσερις ώρες από τώρα. Αν έχεις δημοσιογραφικό πάσο, μπορείς να την παρακολουθήσεις. Η αίθουσα θα είναι γεμάτη. Αυτό το έγκλημα είναι πολύ μεγάλο για μια μικρή πόλη σαν τη δική μας». «Ελπίζω να κάνατε κάποια σημαντική ανακάλυψη». Η Βίβι Σούντμπεργκ έκανε μια παύση πριν απαντήσει. «Ναι», είπε τελικά. «Νομίζω ότι είμαστε στο δρόμο προς ένα σημαντικό αποτέλεσμα». Ένευσε αργά, σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια της. «Ξέρουμε ότι όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν συγγενείς», είπε. «Όλοι οι νεκροί δηλαδή. Υπάρχει οικογενειακή σχέση ανάμεσά τους». «Όλοι εκτός από το παιδί;» «Το παιδί ήταν κι αυτό συγγενής. Αλλά απλώς είχε έρθει για επίσκεψη». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν βγήκε από το αστυνομικό τμήμα βυθισμένη σε σκέψεις για όσα θα ανακοίνωνε η αστυνομία σε μερικές ώρες. Ένας άντρας την πλησίασε στο χιονισμένο πεζοδρόμιο. Ο Λαρς Εμάνιουελσον χαμογέλασε. Η Ρόσλιν αισθάνθηκε ότι ήθελε να τον χτυπήσει. Ταυτόχρονα, δεν μπορούσε παρά να εντυπωσιαστεί από την επιμονή του. «Να που συναντιόμαστε πάλι», της είπε. «Επισκέπτεσαι την αστυνομία ξανά και ξανά. Η δικαστής από το Χέλσινγκμποργκ κινείται ακούραστα περιφερειακά της έρευνας. Πρέπει να καταλάβεις γιατί αυτό μου κινεί την περιέργεια». «Κάνε τις ερωτήσεις σου στην αστυνομία, όχι σ’ εμένα». Ο Λαρς Εμάνιουελσον σοβάρεψε.
«Να είσαι σίγουρη ότι τις έχω ήδη κάνει. Αλλά δεν έχω πάρει απαντήσεις ακόμη, κι αυτό είναι ενοχλητικό. Έτσι, είμαι υποχρεωμένος να κάνω υποθέσεις. Τ ι κάνει στο Χούντικσβαλ μια δικαστής από το Χέλσινγκμποργκ; Τ ι σχέση έχει με τα φρικτά γεγονότα που συνέβησαν εδώ;» «Δεν έχω τίποτα να σου πω». «Πες μου απλώς γιατί είσαι τόσο δυσάρεστη και απόλυτη». «Επειδή δεν με αφήνεις ήσυχη». Ο Λαρς Εμάνιουελσον έδειξε με ένα νεύμα την πλαστική σακούλα. «Το πρωί πρόσεξα ότι μπήκες στο αστυνομικό τμήμα με άδεια χέρια. Και τώρα βγαίνεις με μια βαριά πλαστική σακούλα. Τ ι είναι εκεί μέσα; Έγγραφα; Φάκελοι; Κάτι άλλο;» «Δεν είναι δική σου δουλειά». «Μη μιλάς ποτέ έτσι σε δημοσιογράφο. Τα πάντα είναι δική μου δουλειά. Τ ι είναι μέσα στη σακούλα και τι δεν είναι. Γιατί δεν θέλεις ν’ απαντήσεις;» Η Μπιργκίτα Ρόσλιν άρχισε ν’ απομακρύνεται, αλλά γλίστρησε κι έπεσε στο χιόνι. Ένα από τα παλιά ημερολόγια πετ άχτηκε έξω από τη σακούλα. Ο Λαρς Εμάνιουελσον έσπευσε να τη βοηθήσει, αλλά η Ρόσλιν έσπρωξε το χέρι του κι έβαλε στη θέση του το ημερολόγιο. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο από θυμό καθώς απομακρυνόταν βιαστικά. «Παλιά τετράδια», φώναξε πίσω της ο Εμάνιουελσον. «Αργά ή γρήγορα θα μάθω τι είναι». Δεν σταμάτησε για να τινάξει το χιόνι από πάνω της παρά μόνο όταν έφτασε στο αμάξι της. Έβαλε μπροστά τη μηχανή κι άναψε το καλοριφέρ. Όταν βγήκε στον κεντρικό δρόμο, άρχισε να ηρεμεί. Έδιωξε από το νου της τον Λαρς Εμάνιουελσον και τη Βίβι Σούντμπεργκ, ακολούθησε τη διαδρομή από την ενδοχώρα, σταμάτησε στο Μπόρλενγκε για φαγητό και μπήκε σε ένα πάρκινγκ λίγο έξω από το Λούντβικα λίγο πριν από τις δύο. Το ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων ήταν σύντομο. Η συνέντευξη Τύπου μόλις είχε αρχίσει. Σύμφωνα με όσα είχαν μάθει, η αστυνομία είχε συλλάβει έναν άντρα ως ύποπτο για τον μαζικό φόνο στο
Χεχουεβάλεν. Θα έδιναν περισσότερες πληροφορίες στο επόμενο δελτίο. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν συνέχισε το ταξίδι της και σταμάτησε πάλι μία ώρα αργότερα. Μπήκε προσεκτικά σε έναν δασικό δρόμο, αν και φοβόταν ότι το χιόνι θα ήταν τόσο πολύ που το αυτοκίνητό της θα κολλούσε. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Το πρώτο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή του Ρόμπερτσον. Είχαν συλλάβει έναν ύποπτο και τον ανέκριναν. Ο Ρόμπερτσον πίστευε ότι θα του απαγγέλλονταν κατηγορίες το απόγευμα ή το βράδυ. Μόνο αυτά μπορούσε να πει προς το παρόν. Όταν σταμάτησε να μιλά, ακούστηκαν φωνές και ερωτήσεις, αλλά ο Ρόμπερτσον αρνήθηκε να πει κάτι παραπάνω. Μόλις τελείωσε το δελτίο, η Ρόσλιν έσβησε το ραδιόφωνο. Μερικά χοντρά κομμάτια χιόνι έπεσαν από ένα έλατο δίπλα στο αμάξι. Έλυσε τη ζώνη ασφαλείας και βγήκε έξω. Η θερμοκρασία εξακολουθούσε να πέφτει. Ρίγησε. Τ ι είχε πει ο Ρόμπερτσον; Έναν ύποπτο. Τ ίποτα παραπάνω. Ακουγόταν σίγουρος όμως, όπως σίγουρη έδειχνε και η Σούντμπεργκ ότι είχαν εξιχνιάσει την υπόθεση. Δεν είναι ο Κινέζος, σκέφτηκε. Έβαλε πάλι μπροστά το αυτοκίνητο και συνέχισε το ταξίδι της. Ξέχασε ν’ ακούσει το επόμενο δελτίο ειδήσεων. Σταμάτησε στο Έρεμπρο και έπιασε δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο. Τη σακούλα με τα ημερολόγια την άφησε στο αυτοκίνητο. Πριν την πάρει ο ύπνος, ένιωσε μια σχεδόν ακατανίκητη λαχτάρα να αισθανθεί έναν άλλο άνθρωπο δίπλα της. Τον Στάφαν. Αλλά δεν ήταν εκεί. Σχεδόν δεν μπορούσε να θυμηθεί την αίσθηση από τα χέρια του πάνω της. Την επόμενη μέρα, γύρω στις τρεις το μεσημέρι, έφτασε σπίτι της στο Χέλσινγκμποργκ. Έβαλε τη σακούλα με τα ημερολόγια στο γραφείο της. Στο μεταξύ, έμαθε ότι ο Ρόμπερτσον είχε απαγγείλει κατηγορίες σε έναν άντρα γύρω στα σαράντα αγνώστων λοιπών στοιχείων. Δεν είχαν δώσει, όμως, άλλες λεπτομέρειες, και τα μέσα ενημέρωσης μαίνονταν για την έλλειψη πληροφόρησης. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο ύποπτος. Όλοι περίμεναν.
19 Το βράδυ, η Μπιργκίτα Ρόσλιν είδε ειδήσεις στην τηλεόραση με τον άντρα της. Ο Ρόμπερτσον μιλούσε για ένα σημαντικό βήμα στην έρευνα. Η Βίβι Σούντμπεργκ στεκόταν στο βάθος. Η συνέντευξη Τύπου ήταν χαώδης. Ο Τομπίας Λούντβιγκ δεν μπορούσε να ελέγξει τους δημοσιογράφους, που κόντεψαν σχεδόν να αναποδογυρίσουν το βάθρο στο οποίο στεκόταν ο Ρόμπερτσον. Ήταν ο μόνος που παρέμεινε ήρεμος. Τελικά, έδωσε συνέντευξη σε μία μόνο κάμερα και εξήγησε τι είχε συμβεί. Ένας άντρας σαράντα πέντε ετών περίπου συνελήφθη στο σπίτι του έξω από το Χούντικσβαλ. Δεν συνέβη τίποτα το δραματικό κατά τη σύλληψη, αλλά για καλό και για κακό είχαν καλέσει ενισχύσεις. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανάμειξη στη σφαγή του Χεχουεβάλεν. Για τεχνικούς λόγους, ο Ρόμπερτσον δεν ήταν προετοιμασμένος ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά του. «Γιατί το κάνει αυτό;» αναρωτήθηκε ο Στάφαν. «Αν είναι αναμειγμένοι κι άλλοι, η ανακοίνωση του ονόματος θα τους προειδοποιήσει και μπορεί να καταστρέψουν τα αποδεικτικά στοιχεία», απάντησε η Μπιργκίτα, κάνοντάς του νόημα να μη μιλά. Ο Ρόμπερτσον δεν έδωσε λεπτομέρειες, είπε, όμως, ότι η ανακάλυψη του υπόπτου έγινε χάρη σε πληροφορίες που είχε δώσει ο κόσμος. Τ ώρα είχαν αρχίσει να ελέγχουν διάφορα στοιχεία και είχαν κάνει ήδη μια προκαταρκτική ανάκριση. Ο δημοσιογράφος πίεσε τον Ρόμπερτσον με ερωτήσεις. Ομολόγησε; Όχι. Παραδέχτηκε κάτι, οτιδήποτε; Δεν μπορώ να το σχολιάσω αυτό. Γιατί όχι; Βρισκόμαστε σε κρίσιμο στάδιο της έρευνας. Αιφνιδιάστηκε με τη σύλληψή του; Κανένα σχόλιο. Έχει οικογένεια;
Κανένα σχόλιο. Όμως, ζει κοντά στο Χούντικσβαλ. Ναι. Τ ι δουλειά κάνει; Κανένα σχόλιο. Με ποιον τρόπο συνδέεται με τα θύματα; Αντιλαμβάνεστε ότι δεν μπορώ ν’ απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Πρέπει, όμως, κι εσείς ν’ αντιληφθείτε ότι οι τηλεθεατές μας ενδιαφέρονται να μάθουν τι συνέβη. Αυτό είναι το δεύτερο σοβαρότερο περιστατικό βίας που έχει συμβεί ποτέ στη Σουηδία. Ο Ρόμπερτσον ύψωσε έκπληκτος τα φρύδια του. Ποιο ήταν χειρότερο; Η σφαγή της Στοκχόλμης. Ο Ρόμπερτσον δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη γελάσει. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό με το θράσος του δημοσιογράφου. Τα δύο περιστατικά δεν μπορούν να συγκριθούν. Όμως, ας μην το συζητήσουμε τώρα αυτό. Τ ι θ’ ακολουθήσει μετά; Θα ανακρίνουμε πάλι τον ύποπτο. Ποιος είναι ο συνήγορός του; Ζήτησε τον Τόμας Μπόντστρεμ, αλλά μάλλον δεν θα τον έχει. Είστε σίγουροι ότι έχετε συλλάβει τον σωστό άνθρωπο; Είναι πολύ νωρίς για ν’ απαντήσουμε. Όμως, προς το παρόν, είμαι ικανοποιημένος με το γεγονός ότι του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Η συνέντευξη τελείωσε, και η Μπιργκίτα χαμήλωσε τον ήχο. Ο Στάφαν την κοίταξε. «Λοιπόν, τι έχει να πει η δικαστής για όλ’ αυτά;» «Προφανώς έχουν κάποια στοιχεία, γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να του απαγγείλουν κατηγορίες. Αλλά τον έχουν φυλακίσει ως ύποπτο. Ή ο Ρόμπερτσον είναι πολύ προσεκτικός ή δεν έχει τίποτα απτό». «Είναι δυνατόν να τα έκανε όλ’ αυτά ένας άνθρωπος;» «Το γεγονός ότι συνέλαβαν μόνο έναν δεν σημαίνει αναγκαστικά
ότι ο δράστης ήταν μόνος». «Μπορεί να ήταν κάτι άλλο εκτός από μια πράξη τρέλας;» Η Μπιργκίτα έμεινε αμίλητη για λίγο. «Μπορεί μια πράξη τρέλας να είναι τόσο προσεκτικά σχεδιασμένη;» είπε μετά. «Η απάντησή σου είναι εξίσου καλή με τη δική μου». «Επομένως, θα πρέπει να περιμένουμε και να δούμε». Ήπιαν τσάι και πήγαν για ύπνο νωρίς. Ο Στάφαν άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο. «Τ ι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε. «Πόσα πολλά δάση υπάρχουν στη Σουηδία». «Εγώ σκεφτόμουν μήπως θα σου έκανε καλό να ξεφύγεις απ’ όλα για λίγο». «Από τι; Από σένα;» «Από μένα. Και από τις δίκες. Μια μικρή κρίση μέσης ηλικίας». Η Μπιργκίτα στριμώχτηκε πιο κοντά του. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι συμβαίνει. Είναι άδικο, το ξέρω. Έχω εσένα, τα παιδιά, τη δουλειά μου, τι άλλο μπορώ να ζητήσω; Όμως, υπάρχουν κι άλλα πράγματα. Αυτό που μας έδινε ζωή όταν ήμαστε νεότεροι. Όχι μόνο η κατανόηση, αλλά και το ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Αν ρίξεις μια ματιά γύρω σου, θα δεις ότι ο κόσμος όσο πάει και χειροτερεύει». «Όχι σε όλους τους τομείς. Καπνίζουμε λιγότερο, έχουμε κομπιούτερ, κινητά». «Είναι λες και όλος ο κόσμος καταρρέει. Και τα δικαστήρια δεν καταφέρνουν να διατηρήσουν κάποια ηθική τάξη και αξιοπρέπεια στη χώρα». «Αυτά σκεφτόσουν όταν ήσουν εκεί πάνω στο βορρά;» «Μάλλον. Μ’ έχει πιάσει μια μικρή κατάθλιψη. Όμως, ίσως χρειάζεται και λίγη κατάθλιψη πότε πότε». Έμειναν αμίλητοι. Η Μπιργκίτα περίμενε να την αγκαλιάσει, αλλά ο Στάφαν δεν κινήθηκε. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο, σκέφτηκε απογοητευμένη. Αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τον αγκάλιαζε εκείνη. «Πρέπει να πάμε κάπου για λίγο», είπε τελικά ο Στάφαν.
«Μερικές συζητήσεις είναι καλύτερο να γίνονται τη μέρα και όχι λίγο πριν κοιμηθούμε». «Ίσως θα ’πρεπε να πάμε για ένα προσκύνημα», είπε η Μπιργκίτα. «Να κάνουμε αυτό που προστάζει η παράδοση, να πάρουμε το δρόμο για το Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα. Να βάλουμε πέτρες στα σακίδιά μας με κάθε πέτρα ν’ αντιπροσωπεύει ένα πρόβλημα που μας ταλαιπωρεί. Μετά, όταν βρούμε τις λύσεις, να βγάλουμε τις πέτρες και να τις αφήσουμε δίπλα στο δρόμο μία μία». «Μιλάς σοβαρά;» «Φυσικά. Αλλά δεν ξέρω αν θα άντεχαν κάτι τέτοιο τα γόνατά μου». «Αν κουβαλάς πολύ βαριά πράγματα, μπορεί να πάθεις άκανθα φτέρνας». «Τ ι είναι αυτό;» «Κάποιο σοβαρό πρόβλημα στις φτέρνες. Το είχε πάθει ένας καλός φίλος μου. Ο Τουρ, ο κτηνίατρος. Σωστή κόλαση». «Πρέπει να γίνουμε προσκυνητές», μουρμούρισε η Μπιργκίτα. «Αλλά όχι ακόμη. Προς το παρόν χρειάζομαι λίγο ύπνο. Κι εσύ το ίδιο». Την επομένη το πρωί η Μπιργκίτα Ρόσλιν τηλεφώνησε στον γιατρό της για να επιβεβαιώσει το ραντεβού που είχε μαζί του σε πέντε μέρες. Μετά έκανε μια καλή καθαριότητα στο σπίτι, ρίχνοντας μόνο μια ματιά στη σακούλα με τα ημερολόγια. Μίλησε στα παιδιά της για να κανονίσουν ένα πάρτι-έκπληξη για τα γενέθλια του Στάφαν. Όλοι συμφώνησαν ότι ήταν εξαιρετική ιδέα, και τηλεφώνησε στους φίλους τους για να τους καλέσει στο πάρτι. Άκουσε μερικές ανταποκρίσεις από το Χούντικσβαλ στα δελτία ειδήσεων. Οι πληροφορίες από το πολιορκημένο αστυνομικό τμήμα ήταν το λιγότερο πενιχρές. Ήταν πια απόγευμα όταν κάθισε στο γραφείο της κι έβγαλε τα ημερολόγια. Τ ώρα που είχαν απαγγείλει κατηγορίες σε κάποιον για τους φόνους, οι δικές της θεωρίες φαίνονταν λιγότερο σημαντικές. Τα ξεφύλλισε, μέχρι που έφτασε στην τελευταία σελίδα που είχε διαβάσει. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κάριν Βίμαν. Έδωσαν ένα
ραντεβού να την επισκεφτεί η Μπιργκίτα την επόμενη μέρα. Ο Γ.Ο. συνέχιζε να παραπονιέται στο ημερολόγιό του σχεδόν για όλους τους εργάτες της γραμμής. Οι Ιρλανδοί ήταν τεμπέληδες και μεθύστακες, οι λίγοι μαύροι που χρησιμοποιούσε η εταιρεία ήταν δυνατοί, αλλά δεν ήθελαν να κάνουν καμία προσπάθεια. Ο Γ.Ο. θα ήθελε να είχε σκλάβους από τα νησιά της Καραϊβικής, για τους οποίους είχε ακουστά. Μόνο το μαστίγιο μπορούσε να κάνει αυτούς τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν πραγματικά τη δύναμή τους. Θα ήθελε να μπορούσε να τους μαστιγώνει όπως τα βόδια ή τα γαϊδούρια. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν αδυνατούσε να καταλάβει ποια φυλή αντιπαθούσε περισσότερο. Ίσως τους Ινδιάνους, για τους οποίους έδειχνε μεγάλη περιφρόνηση. Η απροθυμία τους να δουλέψουν και η διπλοπρόσωπη πονηριά τους ήταν χειρότερες από οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα είχε συναντήσει ανάμεσα στα αποβράσματα που ήταν υποχρεωμένος να κλοτσά και να δέρνει για να εξασφαλίσει την πρόοδο της σιδηροδρομικής γραμμής. Έγραφε επίσης συστηματικά για τους Κινέζους: Ευχαρίστως θα τους πετούσε στον Ειρηνικό Ωκεανό και θα τους έβαζε να διαλέξουν αν προτιμούσαν να πνιγούν ή να γυρίσουν κολυμπώντας στην Κίνα. Αλλά δεν γινόταν ν’ αρνηθεί ότι οι Κινέζοι ήταν καλοί εργάτες. Δεν έπιναν αλκοόλ, φρόντιζαν να είναι καθαροί και υπάκουαν στους κανόνες. Το μόνο τους ελάττωμα ήταν η αδυναμία τους για τα τυχερά παιχνίδια και τις παράξενες θρησκευτικές τελετές. Ο Γ.Ο. προσπαθούσε συνέχεια να δικαιολογήσει για ποιους λόγους αντιπαθούσε αυτούς τους ανθρώπους που στην πραγματικότητα έκαναν πιο εύκολη τη δουλειά του. Μερικές αράδες σχεδόν δεν διαβάζονταν, αλλά μάλλον έγραφε ότι οι εργατικοί Κινέζοι ήταν κατάλληλοι γι’ αυτή τη δουλειά και τίποτε άλλο. Είχαν βυθιστεί σε ένα επίπεδο από το οποίο δεν μπορούσαν ποτέ να ανέβουν ό,τι κι αν έκανες για να τους βοηθήσεις. Εκείνοι τους οποίους εκτιμούσε περισσότερο ο Γ.Ο. ήταν οι Σκανδιναβοί. Στη στρατιά των εργατών που κατασκεύαζαν το σιδηρόδρομο υπήρχε και μια μικρή αποικία με μερικούς Νορβηγούς και Δανούς αλλά κυρίως Σουηδούς και Φινλανδούς. Τους εμπιστεύομαι αυτούς τους ανθρώπους. Δεν προσπαθούν να με ξεγελάσουν, φτάνει να έχω το νου μου. Και δεν φοβούνται τη σκληρή
δουλειά. Όμως, αν τους γυρίσω την πλάτη, μεταμορφώνονται σε μια συμμορία κακοποιών, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν παραμέρισε το ημερολόγιο και σηκώθηκε. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο επιστάτης της σιδηροδρομικής γραμμής τον έβρισκε όλο και πιο απωθητικό. Ένας απλοϊκός άνθρωπος που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική. Και ξαφνικά βρέθηκε να έχει τεράστια δύναμη πάνω σε άλλους. Ένας βάναυσος άνθρωπος που έγινε ένας μικρός τύραννος. Ντύθηκε και έκανε έναν μεγάλο περίπατο μέσα στην πόλη για να διώξει την αηδία που ένιωθε. Όταν άνοιξε το ραδιόφωνο στην κουζίνα, η ώρα ήταν έξι. Το δελτίο ειδήσεων άρχισε με τη δήλωση του Ρόμπερτσον. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν άκουγε προσηλωμένη. Στο βάθος ακουγόταν ήχος από φλας και καρέκλες που μετακινούνταν. Όπως και τις άλλες φορές, ο Ρόμπερτσον ήταν ακριβής. Ο άνθρωπος στον οποίο είχαν απαγγελθεί κατηγορίες την προηγούμενη μέρα είχε ομολογήσει ότι αυτός, και μόνο αυτός, είχε διαπράξει τους φόνους στο Χεχουεβάλεν. Στις έντεκα το πρωί ζήτησε, μέσω του δικηγόρου του, να μιλήσει πάλι στην αστυνομικό που τον είχε ανακρίνει αρχικά. Ζήτησε επίσης να είναι παρών ο εισαγγελέας. Είπε ότι το κίνητρό του ήταν η εκδίκηση. Θα γίνονταν αρκετές ανακρίσεις ακόμα μέχρι να διαπιστωθεί τι ήθελε ακριβώς να εκδικηθεί. Ο Ρόμπερτσον τελείωσε με τις λεπτομέρειες που περίμεναν όλοι. «Ο κατηγορούμενος ονομάζεται Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον. Είναι εργένης και εργαζόταν σε εταιρεία που διεξάγει εκσκαφές και ανατινάξεις βράχων. Έχει καταδικαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν για επίθεση και πρόκληση σωματικών βλαβών». Τα φλας συνέχισαν να αστράφτουν. Ο Ρόμπερτσον άρχισε ν’ απαντά στο μπαράζ των ερωτήσεων που του έκαναν οι δημοσιογράφοι. Η φωνή του Ρόμπερτσον έσβησε, και η εκφωνήτρια παρουσίασε συνοπτικά τα γεγονότα ως εκείνη τη στιγμή. Η Ρόσλιν άφησε το ραδιόφωνο ανοιχτό, αλλά πήγε στην τηλεόραση και άνοιξε το τελετέξτ. Δεν υπήρχε τίποτα καινούργιο, μόνο μια σύνοψη των δηλώσεων του Ρόμπερτσον. Έκλεισε και την τηλεόραση και το ραδιόφωνο και κάθισε στον καναπέ. Η φωνή του Ρόμπερτσον έδειχνε ότι ήταν σίγουρος πως είχε βρει τον δολοφόνο. Είχε ακούσει πολλούς
εισαγγελείς και μπορούσε να εξάγει συμπεράσματα για την ειλικρίνειά τους. Ήταν σίγουρος ότι είχε δίκιο. Και οι έντιμοι εισαγγελείς δεν βασίζουν ποτέ τις κατηγορίες τους σε αποκαλύψεις ή υποθέσεις, μόνο σε γεγονότα. Ήταν πολύ νωρίς για συμπεράσματα, αλλά η Ρόσλιν δεν μπόρεσε να μη βγάλει μερικά. Ο άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί για τους φόνους σίγουρα δεν ήταν Κινέζος. Πήγε στο γραφείο της κι έβαλε τα ημερολόγια στη σακούλα. Δεν χρειαζόταν πια να μελετήσει άλλο αυτές τις δυσάρεστες ρατσιστικές και μισάνθρωπες σημειώσεις που είχαν γραφτεί πριν από τουλάχιστον εκατό χρόνια. Το βράδυ δείπνησε αργά με τον Στάφαν. Μίλησαν ελάχιστα για όσα είχαν συμβεί. Οι βραδινές εφημερίδες που έφερε ο Στάφαν από το τρένο δεν είχαν τίποτα να προσθέσουν σε αυτά που ήδη γνώριζε. Σε μία από τις φωτογραφίες από τη συνέντευξη Τύπου είδε τον Λαρς Εμάνιουελσον με το χέρι υψωμένο για να κάνει κάποια ερώτηση. Ρίγησε όταν θυμήθηκε τις συναντήσεις τους. Είπε στον Στάφαν ότι θα πήγαινε να επισκεφτεί την Κάριν Βίμαν την επόμενη μέρα και μάλλον θα κοιμόταν εκεί το βράδυ. Ο Στάφαν γνώριζε την Κάριν, όπως επίσης και τον νεκρό πια σύζυγό της. «Πήγαινε», της είπε. «Θα σου κάνει καλό. Πότε πρέπει να ξαναπάς στον γιατρό;» «Σε μερικές μέρες. Σίγουρα θα πει ότι μπορώ να επιστρέψω στη δουλειά». Το επόμενο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Στάφαν είχε φύγει πριν από λίγο για τον σιδηροδρομικό σταθμό, και η Μπιργκίτα Ρόσλιν ετοίμαζε τη βαλίτσα της. Ήταν ο Λαρς Εμάνιουελσον. «Τ ι θέλεις; Και πώς βρήκες το τηλέφωνό μου; Είναι απόρρητο». Ο Εμάνιουελσον ξεφύσηξε. «Ένας δημοσιογράφος που δεν μπορεί να βρει έναν αριθμό, όσο απόρρητος κι αν είναι, πρέπει ν’ αλλάξει δουλειά». «Τ ι θέλεις;» «Ένα σχόλιο. Στο Χούντικσβαλ συμβαίνουν συνταρακτικά γεγονότα. Ένας εισαγγελέας που δεν δείχνει καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά, παρ’ όλα αυτά, μας κοιτά στα μάτια. Τ ι έχεις να πεις γι’ αυτό;»
«Τ ίποτα». Ο φιλικός τόνος του Λαρς Εμάνιουελσον, τεχνητός ή όχι, εξαφανίστηκε. Η φωνή του έγινε πιο έντονη, πιο ανυπόμονη. «Ας κόψουμε τις βλακείες. Απάντησε στις ερωτήσεις μου. Αλλιώς θ’ αρχίσω να γράφω για σένα». «Δεν έχω καμία απολύτως πληροφόρηση σχετικά με αυτά που ανακοίνωσε ο εισαγγελέας. Νιώθω την ίδια έκπληξη με όλη την υπόλοιπη χώρα». «Έκπληξη;» «Χρησιμοποίησε όποια λέξη θέλεις. Έκπληξη, ανακούφιση, αδιαφορία, διάλεξε».
«Θα σου κάνω μερικές απλές ερωτήσεις». «Κι εγώ θα κλείσω». «Αν κλείσεις, θα γράψω ότι μια δικαστής από το Χέλσινγκμποργκ, που πρόσφατα έφυγε βιαστικά από το Χούντικσβαλ, αρνείται ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Σου έχει συμβεί ποτέ να πολιορκείται το σπίτι σου από παπαράτσι; Είναι πολύ εύκολο να γίνει αυτό. Τον παλιό καιρό σε αυτή τη χώρα μερικές στοχευμένες φήμες ήταν αρκετές για να οδηγήσουν τα πλήθη να λιντσάρουν κάποιον. Μια αγέλη δημοσιογράφων δεν διαφέρει πολύ από αυτά τα πλήθη». «Τ ι θέλεις;» «Απαντήσεις. Γιατί ήσουν στο Χούντικσβαλ;» «Είμαι συγγενής μερικών θυμάτων. Δεν θα σου πω ποιων». Τον άκουγε να ανασαίνει βαριά, ενώ επεξεργαζόταν αυτή την πληροφορία ή ίσως τη σημείωνε. «Αυτό μάλλον είναι αλήθεια. Γιατί έφυγες;» «Γιατί ήθελα να γυρίσω σπίτι μου». «Τ ι ήταν εκείνα τα παλιά τετράδια στη σακούλα που πήρες από το αστυνομικό τμήμα». Η Ρόσλιν το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει. «Μερικά ημερολόγια που ανήκαν σε έναν από τους συγγενείς μου». «Είναι αλήθεια αυτό;» «Ναι, αλήθεια είναι. Αν έρθεις στο Χέλσινγκμποργκ, μπορώ να σου δείξω ένα από μακριά. Θα σε περιμένω». «Σε πιστεύω. Πρέπει να καταλάβεις ότι απλώς κάνω τη δουλειά μου». «Αυτό ήταν λοιπόν;» «Ναι, αυτό ήταν». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έκλεισε το τηλέφωνο χτυπώντας το ακουστικό με δύναμη. Το τηλεφώνημα την είχε κάνει να ιδρώσει. Όμως, οι απαντήσεις που είχε δώσει ήταν ειλικρινείς και σαφείς. Ο Λαρς Εμάνιουελσον δεν θα είχε τίποτα να γράψει εναντίον της. Αλλά,
και πάλι, την είχε εντυπωσιάσει η επιμονή του.
Θα ήταν πιο εύκολο να πάρει το φέρι για το Έλσινορ, αλλά προτίμησε να πάει με το αυτοκίνητο στο Μάλμε και να περάσει τη μεγάλη γέφυρα, την οποία κάποτε περνούσε μόνο με λεωφορείο. Η Κάριν Βίμαν ζούσε στο Γκεντόφτε, βόρεια της Κοπεγχάγης. Χάθηκε δυο φορές μέχρι να βρει τον σωστό αυτοκινητόδρομο και μετά τον παραλιακό δρόμο προς το βορρά. Έκανε κρύο και φυσούσε, αλλά ο ουρανός ήταν καθαρός. Η ώρα είχε πάει έντεκα όταν βρήκε επιτέλους το όμορφο σπίτι της Κάριν. Ήταν το σπίτι όπου ζούσε όταν παντρεύτηκε και το σπίτι που είχε πεθάνει ο σύζυγός της πριν από δέκα χρόνια. Λευκό, διώροφο, με έναν μεγάλο κήπο γύρω γύρω. Η Μπιργκίτα θυμήθηκε ότι από τον επάνω όροφο έβλεπες τη θάλασσα πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Η Κάριν Βίμαν βγήκε στην εξώπορτα για να την υποδεχτεί. Είχε αδυνατίσει και ήταν πιο χλωμή απ’ ό,τι τη θυμόταν η Μπιργκίτα. Μήπως ήταν άρρωστη; Αγκαλιάστηκαν, μπήκαν μέσα, άφησαν τη βαλίτσα της Μπιργκίτα στο δωμάτιο όπου θα κοιμόταν, και μετά η Κάριν της έκανε ξενάγηση στο σπίτι. Δεν είχαν αλλάξει πολλά από την τελευταία φορά που ήταν εκεί η Μπιργκίτα. Φαίνεται ότι η Κάριν ήθελε να τα αφήσει όλα όπως ήταν όταν ζούσε ακόμη ο άντρας της. Τ ι θα έκανε η Μπιργκίτα στη θέση της; Δεν ήξερε. Όμως, αυτή και η Κάριν Βίμαν ήταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Η μακροχρόνια φιλία τους βασιζόταν ακριβώς σε αυτό το γεγονός. Είχαν αναπτύξει μια πανοπλία που απορροφούσε ή απέκρουε τα μεταφορικά χτυπήματα που είχαν δώσει μερικές φορές η μία στην άλλη. Η Κάριν είχε φτιάξει μεσημεριανό. Κάθισαν σε μια σέρα γεμάτη φυτά και αρώματα. Σχεδόν αμέσως, μετά τις πρώτες διστακτικές φράσεις, άρχισαν να μιλούν για τα φοιτητικά τους χρόνια στη Λουντ. Η Κάριν, που οι γονείς της είχαν ένα ιπποφορβείο στη Σκόνα, είχε γραφτεί στο πανεπιστήμιο το 1966, η Μπιργκίτα ένα χρόνο μετά. Γνωρίστηκαν στον Φοιτητικό Σύλλογο, σε μια βραδιά ποίησης, και γρήγορα έγιναν φίλες παρ’ όλες τις διαφορές τους. Η Κάριν, παρά την καταγωγή της, είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Η Μπιργκίτα, από την
άλλη μεριά, ήταν ανασφαλής και συνεσταλμένη. Αναμείχθηκαν στις δραστηριότητες του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Κάθονταν ζαρωμένες και αμίλητες και άκουγαν ομιλητές, κυρίως νεαρούς που έμοιαζαν παντογνώστες, να ρητορεύουν για την αναγκαιότητα της εξέγερσης και της αγκιτάτσιας. Όμως, εκείνο που τις ενέπνευσε περισσότερο ήταν η εκπληκτική αίσθηση ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν μια νέα παγκόσμια τάξη, μια νέα πραγματικότητα – ότι συμμετείχαν στη διαμόρφωση του μέλλοντος. Και δεν ήταν μόνο το ΕΑΜ που τις οδήγησε στην πολιτική αγκιτάτσια. Υπήρχαν και πολλές άλλες οργανώσεις οι οποίες εξέφραζαν την αλληλεγγύη τους στα απελευθερωτικά κινήματα που ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια στις φτωχές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου και προσπαθούσαν να εκδιώξουν τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Μια παρόμοια διάθεση επικρατούσε και στην τοπική πολιτική σκηνή. Νεαροί Σουηδοί επαναστατούσαν ενάντια σε οτιδήποτε παλιό και απαρχαιωμένο. Ήταν, για να επινοήσουμε μια φράση, μια υπέροχη εποχή για να ζεις. Και οι δύο είχαν ενταχθεί σε μια ριζοσπαστική ομάδα της σουηδικής αριστεράς, τους «Αντάρτες». Για μερικούς πυρετώδεις μήνες ζούσαν σαν να ανήκαν σε θρησκευτική αίρεση, με κύρια δραστηριότητά τους τη βάναυση αυτοκριτική και τη δογματική συμμόρφωση με τις ερμηνείες της επαναστατικής θεωρίας από τον Μάο Τσε Τουνγκ. Είχαν αποκοπεί απ’ όλες τις άλλες αριστερές οργανώσεις, τις οποίες αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση. Είχαν σπάσει τους δίσκους κλασικής μουσικής, είχαν αδειάσει τα ράφια τους από βιβλία και ζούσαν όπως οι Ερυθροφρουροί του Μάο στην Κίνα. Η Κάριν ρώτησε την Μπιργκίτα αν θυμόταν τη διαβόητη επίσκεψή τους στο θέρετρο του Τ ίλεσαντ. Ναι, τη θυμόταν πολύ καλά. Ο πυρήνας των «Ανταρτών» στον οποίο ανήκαν είχε κάνει μια συνάντηση εκεί. Ο σύντροφος Μοζές Χολμ, που αργότερα έγινε γιατρός, αλλά έχασε την άδειά του επειδή όχι μόνο έκανε ο ίδιος χρήση ναρκωτικών αλλά τα προμήθευε και σε άλλους, είχε προτείνει να «καταγγείλουν τους ξεπεσμένους μπουρζουάδες που επιδίδονται σε ομαδικά όργια και περνούν το καλοκαίρι τους με μπάνια και ηλιοθεραπεία στο Τ ίλεσαντ». Ύστερα από εκτενείς συζητήσεις
συμφώνησαν και κατέστρωσαν τη στρατηγική τους. Την επόμενη Κυριακή, αρχές Ιουλίου, δεκαεννέα σύντροφοι μίσθωσαν ένα λεωφορείο και πήγαν στο Χόλμσταντ και το Τ ίλεσαντ. Οχυρωμένοι πίσω από ένα πορτρέτο του Μάο και περιτριγυρισμένοι από κόκκινες σημαίες, έκαναν πορεία μέχρι την παραλία, περνώντας μπροστά από τους κατάπληκτους λουόμενους. Φώναξαν συνθήματα, κούνησαν το Κόκκινο βιβλίο του Μάο και μετά κολύμπησαν στη θάλασσα με το πορτρέτο του Μάο υψωμένο. Κατόπιν, συγκεντρώθηκαν πάλι στην παραλία, τραγούδησαν την «Κόκκινη σημαία», καταδίκασαν τη φασιστική Σουηδία σε μια σύντομη ομιλία και παρακίνησαν τους εργάτες να ενωθούν, να οπλιστούν και να προετοιμαστούν για την επανάσταση που θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Μετά γύρισαν πίσω και πέρασαν τις επόμενες μέρες αξιολογώντας την «επίθεσή» τους. «Τ ι θυμάσαι απ’ όσα έγιναν τότε;» ρώτησε η Κάριν. «Τον Μοζές. Που υποστήριζε ότι η εισβολή στο Τ ίλεσαντ θα καταγραφεί στην ιστορία της επικείμενης επανάστασης». «Εκείνο που θυμάμαι εγώ είναι ότι το νερό ήταν πολύ κρύο». «Όμως, δεν θυμάμαι τι σκεφτόμασταν εκείνη την εποχή». «Δεν σκεφτόμασταν τίποτα. Αυτό ήταν το θέμα. Υπακούαμε στις σκέψεις άλλων. Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι υποτίθεται πως έπρεπε να ενεργούμε σαν ρομπότ για ν’ απελευθερώσουμε την ανθρωπότητα». Η Κάριν κούνησε το κεφάλι και ξέσπασε σε γέλια. «Ήμαστε σαν μικρά παιδιά. Παίρναμε πολύ σοβαρά τον εαυτό μας. Υποστηρίζαμε ότι ο μαρξισμός ήταν επιστήμη εξίσου βάσιμη με τις αρχές του Νιούτον, του Κοπέρνικου και του Αϊνστάιν. Αλλά επίσης ήμαστε πιστοί. Το Κόκκινο βιβλίο του Μάο ήταν η Βίβλος μας. Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι αυτό που κραδαίναμε δεν ήταν ο λόγος του Θεού αλλά μια συλλογή ρητών ενός μεγάλου επαναστάτη». «Θυμάμαι που είχα πολλές αμφιβολίες», είπε η Μπιργκίτα. «Βαθιά μέσα μου. Τ ις ίδιες αμφιβολίες είχα και όταν επισκέφτηκα την Ανατολική Γερμανία. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν: Αυτό είναι εξωφρενικό, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Αλλά δεν είπα τίποτα. Πάντα φοβόμουν ότι θα πρόσεχαν την αβεβαιότητά μου. Κι έτσι φώναζα τα συνθήματα πιο δυνατά απ’ όλους».
«Ζούσαμε σε μια κατάσταση πρωτοφανούς αυταπάτης, αν και είχαμε καλές προθέσεις. Πώς ήταν δυνατό να πιστεύουμε ότι οι Σουηδοί εργάτες που ήταν εκεί για ν’ απολαύσουν λίγο ήλιο θα ήταν διατεθειμένοι να οπλιστούν και να ανατρέψουν το σύστημα για ν’ αρχίσουν κάτι νέο;» Η Κάριν Βίμαν άναψε ένα τσιγάρο. Η Μπιργκίτα θυμήθηκε ότι κάπνιζε από παλιά, πάντα άπλωνε ενστικτωδώς το χέρι για να πιάσει ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα κουτί σπίρτα. Συνέχισαν να μιλούν μέχρι το βράδυ για κοινούς φίλους και τι απέγινε ο καθένας. Μετά πήγαν έναν περίπατο στη μικρή πόλη. Η Μπιργκίτα συνειδητοποίησε ότι και οι δύο είχαν την ίδια ανάγκη να επιστρέψουν στο παρελθόν για να καταλάβουν καλύτερα την τωρινή ζωή τους. «Και πάλι, όμως, δεν ήταν όλα όσα κάναμε αφελή και τρελά», είπε η Μπιργκίτα. «Η ιδέα ενός κόσμου βασισμένου στην αλληλεγγύη είναι ακόμη ζωντανή μέσα μου σήμερα. Θέλω να πιστεύω ότι, παρ’ όλα όσα έγιναν, δραστηριοποιηθήκαμε, αμφισβητήσαμε συμβάσεις και παραδόσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον κόσμο ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά». «Εγώ έχω πάψει να ψηφίζω», είπε η Κάριν. «Δεν μου αρέσει, αλλά αδυνατώ να βρω κάποια πολιτική αλήθεια την οποία να μπορώ να ασπαστώ. Προσπαθώ, όμως, να στηρίζω τα κινήματα που πιστεύω. Και υπάρχουν ακόμη, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, εξίσου ισχυρά και ανυποχώρητα. Πόσοι άνθρωποι νομίζεις ότι νοιάζονται σήμερα για το φεουδαρχικό σύστημα σε μια μικρή χώρα όπως το Νεπάλ; Εγώ νοιάζομαι. Υπογράφω εκκλήσεις και στέλνω χρήματα». «Εγώ δεν ξέρω καλά καλά πού είναι το Νεπάλ», είπε η Μπιργκίτα. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω γίνει τεμπέλα. Όμως, μερικές φορές λαχταρώ ακόμη εκείνη την αίσθηση της καλής θέλησης που υπήρχε παντού. Δεν ήμαστε απλώς τρελοί φοιτητές που νόμιζαν ότι βρίσκονταν στο κέντρο του κόσμου, όπου τίποτα δεν ήταν αδύνατο. Υπήρχε όντως αλληλεγγύη». Η Κάριν ξέσπασε σε γέλια. Μαγείρεψαν βραδινό μαζί. Η Κάριν της είπε ότι την επόμενη εβδομάδα θα πήγαινε στην Κίνα για να λάβει μέρος σε ένα παγκόσμιο
συνέδριο για την πρώιμη δυναστεία Τσιν, της οποίας ο πρώτος αυτοκράτορας ενοποίησε την Κίνα σε ένα βασίλειο. «Πώς ήταν όταν επισκέφτηκες πρώτη φορά τη γη των ονείρων σου;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Ήμουν είκοσι εννιά χρονών όταν πήγα εκεί για πρώτη φορά. Ο Μάο είχε ήδη πεθάνει και όλα άλλαζαν. Ήταν μια μεγάλη απογοήτευση, που δυσκολεύτηκα να την αντιμετωπίσω. Το Πεκίνο ήταν μια κρύα υγρή πόλη. Χιλιάδες επί χιλιάδων άνθρωποι πάνω σε ποδήλατα ακούγονταν σαν ένα τεράστιο σμήνος ακρίδες. Μετά, όμως, κατάλαβα ότι, παρ’ όλα αυτά, είχε επέλθει μια τεράστια αλλαγή. Οι άνθρωποι είχαν ρούχα να φορέσουν. Είχαν παπούτσια στα πόδια τους. Στο Πεκίνο δεν είδα κανέναν να λιμοκτονεί, δεν υπήρχαν ζητιάνοι. Θυμάμαι ότι ντρεπόμουν. Είχα πάει σε αυτή τη χώρα έχοντας όλ’ αυτά τα πλούτη που εμείς τα θεωρούμε δεδομένα. Έτσι, δεν είχα το δικαίωμα ν’ αντιμετωπίζω τις εξελίξεις στην Κίνα με περιφρόνηση ή αλαζονεία. Άρχισε να μου αρέσει η σκέψη ότι οι Κινέζοι νίκησαν στη δοκιμασία αντοχής στην οποία είχαν υποβληθεί. Τότε ήταν που αποφάσισα τελικά τι θα έκανα στη ζωή μου: Θα γινόμουν σινολόγος. Πριν από εκείνη τη στιγμή είχα άλλες ιδέες». «Όπως;» «Και να σου πω δεν θα με πιστέψεις». «Δοκίμασε!» «Σκεφτόμουν να γίνω στρατιωτικός». «Για ποιο λόγο;» «Εσύ έγινες δικαστής. Πώς παίρνει ο καθένας αυτές τις αποφάσεις;» Μετά το φαγητό πήγαν πάλι στη σέρα. Τα φώτα έκαναν το λευκό χιόνι έξω να λάμπει. Η Κάριν της είχε δανείσει ένα πουλόβερ γιατί είχε αρχίσει να κάνει κρύο. Είχαν πιει κρασί μαζί με το γεύμα τους, και η Μπιργκίτα είχε ζαλιστεί λίγο. «Έλα μαζί μου στην Κίνα», είπε η Κάριν. «Η πτήση δεν είναι τόσο ακριβή όσο παλιά. Σίγουρα θα μου δώσουν μεγάλο δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Μπορούμε να μείνουμε μαζί. Το έχουμε ξανακάνει αυτό. Θυμάμαι τις θερινές κατασκηνώσεις, όταν εσύ, εγώ και τρεις άλλες μοιραζόμασταν ένα μικρό αντίσκηνο. Λίγο-πολύ ξαπλώναμε η μία
πάνω στην άλλη». «Δεν μπορώ», είπε η Μπιργκίτα. «Ο γιατρός μάλλον θα μου επιτρέψει να ξαναγυρίσω στη δουλειά». «Έλα μαζί μου στην Κίνα. Η δουλειά μπορεί να περιμένει». «Θα το ήθελα. Αλλά θα ξαναπάς στο μέλλον, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Όταν, όμως, φτάνεις στην ηλικία μας, δεν πρέπει να αναβάλλεις τέτοια πράγματα παρά μόνο αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». «Θα ζήσουμε πολύ ακόμη. Θα γεράσουμε». Η Κάριν δεν μίλησε. Η Μπιργκίτα συνειδητοποίησε την γκάφα της. Ο άντρας της Κάριν είχε πεθάνει μόλις σαράντα πέντε χρονών και έκτοτε ήταν χήρα. Η Κάριν κατάλαβε τι σκεφτόταν η φίλη της. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το γόνατο της Μπιργκίτα. «Δεν πειράζει». Συνέχισαν να μιλούν. Κόντευαν μεσάνυχτα όταν έπεσαν για ύπνο. Η Μπιργκίτα ξάπλωσε στο κρεβάτι της με το κινητό στο χέρι. Ο Στάφαν θα γύριζε σπίτι τα μεσάνυχτα και είχε υποσχεθεί ότι θα της τηλεφωνούσε. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν άρχισε να δονείται το τηλέφωνο στο χέρι της. «Σε ξύπνησα;» «Σχεδόν». «Πήγαν όλα καλά;» «Μιλούσαμε ασταμάτητα πάνω από δώδεκα ώρες». «Θα γυρίσεις αύριο;» «Θα κοιμηθώ όσο πιο πολύ μπορώ το πρωί. Και μετά θα φύγω». «Υποθέτω ότι έμαθες τι έγινε. Είπε πώς το έκανε». «Ποιος;» «Αυτός που έπιασαν στο Χούντικσβαλ». Η Μπιργκίτα ανακάθισε. «Δεν ξέρω τίποτα. Πες μου!» «Ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον. Αυτός που του απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες. Η αστυνομία ψάχνει το όπλο τώρα. Προφανώς τους είπε πού το έθαψε. Ένα αυτοσχέδιο ξίφος σαμουράι, σύμφωνα με τις
ειδήσεις». «Σοβαρά μιλάς;» «Φυσικά και μιλάω σοβαρά. Τ ι εννοείς;» «Ναι, φυσικά. Δεν έχει σημασία. Είπε γιατί;» «Δεν είπαν τίποτα γι’ αυτό το θέμα, μόνο ότι ήταν για λόγους εκδίκησης». Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, η Μπιργκίτα έμεινε καθιστή στο κρεβάτι. Όλη τη μέρα με την Κάριν δεν είχε σκεφτεί ούτε μία φορά το Χεχουεβάλεν. Τ ώρα ξαναγύρισαν μονομιάς στη σκέψη της όλα όσα είχαν συμβεί εκεί. Μήπως η κόκκινη κορδέλα θα έδινε μια εξήγηση που δεν την είχε προβλέψει κανείς; Ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον μπορεί κάλλιστα να έφαγε στο κινέζικο εστιατόριο. Γιατί όχι; Ξάπλωσε κι έσβησε το φως. Θα γύριζε σπίτι αύριο. Θα έστελνε τα ημερολόγια πίσω στη Βίβι Σούντμπεργκ και θα έπιανε πάλι δουλειά. Δεν υπήρχε τρόπος να πάει στην Κίνα με την Κάριν, αν και αυτό ήθελε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.
20 Όταν η Μπιργκίτα σηκώθηκε το επόμενο πρωί, η Κάριν Βίμαν είχε ήδη φύγει για την Κοπεγχάγη γιατί είχε πρωινή διάλεξη. Είχε αφήσει ένα μήνυμα στο τραπέζι της κουζίνας. Μπιργκίτα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι μέσα στο μυαλό μου έχω ένα μονοπάτι. Κάθε μέρα που περνά γίνεται λίγο μεγαλύτερο και εισδύει πιο βαθιά σε ένα άγνωστο τοπίο, όπου τελικά θα σταματήσει μία από αυτές τις μέρες. Όμως, αυτό το μονοπάτι γυρίζει επίσης και προς τα πίσω. Μερικές φορές κάνω μεταβολή, όπως έκανα χτες όλες εκείνες τις ώρες που μιλούσαμε, και βλέπω πράγματα που είχα ξεχάσει ή που δεν άφηνα τον εαυτό μου να θυμηθεί. Θέλω να
συνεχίσουμε αυτές τις συζητήσεις. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το μόνο που μας έχει απομείνει είναι οι φίλοι. Ή, μάλλον, ίσως οι φίλοι είναι η τελευταία γραμμή άμυνας που μπορούμε να πολεμήσουμε για να μην τη χάσουμε. Κάριν. Η Μπιργκίτα έβαλε το σημείωμα στην τσάντα της, ήπιε έναν καφέ και ετοιμάστηκε να φύγει. Καθώς ετοιμαζόταν να κλείσει την εξώπορτα, πρόσεξε μερικά αεροπορικά εισιτήρια σε ένα τραπέζι στο χολ. Η Κάριν θα πετούσε από το Ελσίνκι στο Πεκίνο με τη Finnair. Πήρε το φέρι από το Έλσινορ. Φυσούσε. Όταν έφτασε στη Σουηδία, σταμάτησε σε ένα γωνιακό κατάστημα με διάφορες επιγραφές που έλεγαν ότι ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον είχε ομολογήσει. Αγόρασε μια στοίβα εφημερίδες και γύρισε σπίτι. Η συγκρατημένη λιγομίλητη Πολωνή καθαρίστρια την περίμενε στο χολ. Η Μπιργκίτα είχε ξεχάσει ότι ήταν η μέρα που πήγαινε να καθαρίσει. Αντάλλαξαν μερικά λόγια στα αγγλικά, και η Μπιργκίτα την πλήρωσε. Όταν τελικά έμεινε μόνη στο σπίτι, κάθισε να διαβάσει τις εφημερίδες. Όπως συνήθως, έμεινε έκπληκτη βλέποντας πόσες σελίδες μπορούσαν να γεμίσουν δίνοντας ελάχιστα γεγονότα. Αυτά που της είχε πει ο Στάφαν στη σύντομη τηλεφωνική τους συνομιλία το προηγούμενο βράδυ περιείχαν τις ίδιες πληροφορίες για τις οποίες οι εφημερίδες έκαναν τόση φασαρία. Το μόνο καινούργιο στοιχείο ήταν μια φωτογραφία του φερόμενου ως δράστη. Η φωτογραφία ήταν μεγέθυνση από διαβατήριο ή δίπλωμα οδήγησης και έδειχνε ένα πρόσωπο με άχρωμα χαρακτηριστικά, στενό στόμα, ψηλό μέτωπο και αραιά μαλλιά. Δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι αυτός ο άνθρωπος διέπραξε τους φρικτούς φόνους. Μοιάζει με πάστορα, σκέφτηκε. Σίγουρα πάντως όχι με τρελό που σκότωσε τόσα άτομα. Ήξερε, όμως, ότι αυτή η κρίση της ήταν αβάσιμη. Είχε δει πολλούς εγκληματίες στο δικαστήριο που από την εμφάνισή τους θα πίστευες ότι ήταν αδύνατο να έχουν διαπράξει τα εγκλήματα για τα οποία τους κατηγορούσαν. Μόνο όταν πέταξε τις εφημερίδες και άνοιξε το τελετέξτ στην τηλεόραση ξύπνησε το ενδιαφέρον της. Η κύρια είδηση ήταν ότι η αστυνομία είχε ανακαλύψει το όπλο των εγκλημάτων. Δεν είχε αποκαλυφθεί η ακριβής θέση του, αλλά ήταν θαμμένο εκεί που τους
είχε πει ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον. Ήταν ένα μάλλον κακό αυτοσχέδιο αντίγραφο ιαπωνικού ξίφους σαμουράι. Όμως, ήταν πολύ κοφτερό. Το όπλο εξεταζόταν με την ελπίδα να βρεθούν δακτυλικά αποτυπώματα και, κυρίως, ίχνη αίματος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε στην τσάντα της ένα φυλλάδιο του κινέζικου εστιατορίου. Κάλεσε τον αριθμό και αναγνώρισε τη φωνή της σερβιτόρας με την οποία είχε μιλήσει. Της εξήγησε ποια ήταν. Η σερβιτόρα χρειάστηκε μερικά δευτ ερόλεπτα για να καταλάβει. «Είδες τις εφημερίδες; Τη φωτογραφία του δράστη που σκότωσε όλους εκείνους τους ανθρώπους;» «Ναι. Τ ρομερός άνθρωπος». «Θυμάσαι αν είχε φάει ποτέ στο εστιατόριό σας;» «Όχι, ποτέ». «Είσαι σίγουρη;» «Ποτέ, όσο είχα εγώ βάρδια. Μερικές μέρες, όμως, δουλεύει η αδερφή μου ή ο ξάδερφός μου. Ζουν στο Σεντερχάμν. Έχουν εστιατόριο εκεί. Και δουλεύουμε εναλλάξ. Οικογενειακή επιχείρηση». «Θα μου κάνεις μια χάρη;» είπε η Μπιργκίτα. «Ζήτα τους να κοιτάξουν τη φωτογραφία στις εφημερίδες. Αν τον αναγνωρίσουν, σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου». Η σερβιτόρα κράτησε τον αριθμό της Ρόσλιν. «Πώς λέγεσαι;» τη ρώτησε η Ρόσλιν. «Λι». «Εγώ Μπιργκίτα. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια». «Δεν είσαι εδώ, στο Χούντικσβαλ;» «Είμαι στο σπίτι μου, στο Χέλσινγκμποργκ». «Έχουμε κι εκεί ένα εστιατόριο. Οικογενειακό επίσης. Λέγεται “ Σαγκάη”. Το φαγητό είναι εξίσου καλό με εδώ». «Θα πάω να φάω μια μέρα. Φτάνει να με βοηθήσεις». Περίμενε καθισμένη δίπλα στο τηλέφωνο. Όταν χτύπησε, ήταν ο γιος της. Του ζήτησε να την πάρει λίγο πιο μετά γιατί περίμενε ένα τηλεφώνημα. Μισή ώρα αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. «Μπορεί», είπε η Λι. «Μπορεί;»
«Ο ξάδερφός μου πιστεύει ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να είχε έρθει στο εστιατόριο μία φορά». «Πότε;» «Πέρσι». «Αλλά δεν είναι σίγουρος;» «Όχι». «Μπορείς να μου πεις το όνομά του;» Η Μπιργκίτα έγραψε το όνομα και το τηλέφωνο του εστιατορίου στο Σεντερχάμν κι έκλεισε. Έπειτα από μια μικρή παύση προκειμένου να ταξινομήσει στο μυαλό της τα γεγονότα, τηλεφώνησε στην αστυνομία στο Χούντικσβαλ και ζήτησε να μιλήσει στη Βίβι Σούντμπεργκ. Περίμενε να της πουν ν’ αφήσει μήνυμα, όταν η Σούντμπεργκ ήρθε στο τηλέφωνο. «Πώς πάει με τα ημερολόγια;» ρώτησε η Βίβι. «Τα βρίσκεις ακόμη ενδιαφέροντα;» «Δεν διαβάζονται εύκολα. Αλλά έχω χρόνο. Πάντως, συγχαρητήρια για την επιτυχία σας. Αν έχω καταλάβει σωστά, έχετε και ομολογία και ένα πιθανό όπλο του εγκλήματος». «Δεν νομίζω ότι τηλεφώνησες γι’ αυτόν το λόγο». «Φυσικά και όχι. Ήθελα να σου επιστήσω για άλλη μια φορά την προσοχή στο κινέζικο εστιατόριο». Είπε στη Βίβι για τον Κινέζο ξάδερφο στο Σεντερχάμν και ότι ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον μπορεί να είχε φάει στο εστιατόριο στο Χούντικσβαλ. «Αυτό μπορεί να εξηγεί την κόκκινη κορδέλα», κατέληξε η Μπιργκίτα. «Απλώς μια εκκρεμότητα». Η Βίβι Σούντμπεργκ έδειξε ένα αμυδρό μόνο ενδιαφέρον. «Αυτή τη στιγμή δεν μας ανησυχεί εκείνη η κορδέλα. Νομίζω ότι το αντιλαμβάνεσαι αυτό». «Όμως, ήθελα να σου το πω, παρ’ όλα αυτά. Μπορώ να σου δώσω το όνομα του σερβιτόρου που ενδέχεται να τον σέρβιρε, και το τηλέφωνό του». «Ευχαριστώ για την ενημέρωση». Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, η Ρόσλιν πήρε τον προϊστάμενό της, τον Χανς Μάτσον. Χρειάστηκε να περιμένει αρκ ετή ώρα μέχρι
να της μιλήσει. Του είπε ότι σε δυο μέρες θα πήγαινε να δει τον γιατρό της και περίμενε ότι θα της επέτρεπε να επιστρέψει στη δουλειά. «Πνιγόμαστε», είπε ο Μάτσον. «Ή ίσως θα έπρεπε να πω ότι μας πνίγουν. Όλες αυτές οι περικοπές έχουν στραγγαλίσει τα σουηδικά δικαστήρια. Δεν περίμενα ποτέ να το δω αυτό». «Να δεις τι;» «Να βάζουν τιμή στην ύπαρξη ενός ευνομούμενου κράτους. Δεν φανταζόμουν ότι ήταν δυνατό να δώσουν χρηματική αξία στη δημοκρατία. Αν δεν έχεις ένα κράτος που λειτουργεί με βάση το νόμο, δεν έχεις δημοκρατία. Έχουμε γονατίσει. Ακούγονται ανησυχητικοί τριγμοί και θόρυβοι κάτω από τις σανίδες αυτής της κοινωνίας. Ανησυχώ πραγματικά». «Προφανώς εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα για όλ’ αυτά, αλλά υπόσχομαι να αναλάβω πάλι τις δικές μου υποθέσεις». «Σε περιμένω πώς και πώς». Εκείνο το βράδυ έφαγε μόνη, γιατί ο Στάφαν ήταν υποχρεωμένος να περάσει τη νύχτα του στο Χάλσμπεργκ ανάμεσα στις δύο διαδοχικές βάρδιες. Η Μπιργκίτα συνέχισε να ξεφυλλίζει τα ημερολόγια. Οι μόνες καταχωρίσεις που σταμάτησε για να τις διαβάσει κανονικά ήταν εκείνες στο τέλος κάθε τετραδίου. Ήταν Ιούνιος του 1892, και ο Γ.Ο. ήταν γέρος πια. Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι στο Σαν Ντιέγκο και υπέφερε από πόνους στα πόδια και τη μέση. Ύστερα από πολλά παζάρια αγόραζε αλοιφές και βότανα από έναν γέρο μάγο Ινδιάνο^ ήταν τα μόνα φάρμακα που τον βοηθούσαν. Έγραφε για την τρομερή μοναξιά του, για το θάνατο της γυναίκας του και για τα παιδιά του, που είχαν μετακομίσει τόσο μακριά. Ένας από τους γιους του ζούσε στις ερημιές του Καναδά. Δεν ανέφερε καθόλου το σιδηρόδρομο. Το ημερολόγιό του τελείωνε στη μέση μιας πρότασης. Είναι 19 Ιουνίου 1892. Γράφει ότι έβρεχε όλη νύχτα. Η μέση του τον πονούσε περισσότερο από το συνηθισμένο. Είχε δει ένα όνειρο. Και το ημερολόγιο τελείωνε εκεί. Ούτε η Μπιργκίτα Ρόσλιν ούτε κανείς άλλος στον κόσμο θα μάθαινε ποτέ τι είχε ονειρευτεί. Ξεφύλλισε το ημερολόγιο προς τα πίσω. Τ ίποτα δεν έδειχνε ότι ο
Γ.Ο. ήξερε πως πλησίαζε το τέλος, τίποτα στις σημειώσεις του δεν προετοίμαζε το δρόμο γι’ αυτό που θα συνέβαινε γρήγορα. Μια ολόκληρη ζωή, σκέφτηκε. Και ο δικός μου θάνατος θα μπορούσε να είναι ίδιος. Το ημερολόγιό μου, αν κρατούσα, θα παρέμενε μισοτελειωμένο. Εδώ που τα λέμε, όμως, ποιος καταφέρνει ποτέ να ολοκληρώσει την ίδια την ιστορία της ζωής του, να γράψει την τελευταία φράση πριν πεθάνει; Έβαλε τα ημερολόγια πίσω στη σακούλα και αποφάσισε να τα ταχυδρομήσει την επόμενη μέρα. Και μετά θα παρακολουθούσε τα γεγονότα στο Χούντικσβαλ με τον ίδιο τρόπο που τα παρακολουθούσαν όλοι. Κοίταξε έναν κατάλογο με τους αρχιδικαστές στις διάφορες περιφέρειες της Σουηδίας. Ο αρχιδικαστής στο περιφερειακό δικαστήριο του Χούντικσβαλ ήταν κάποιος Τάγκε Πορσέν. Αυτή θα είναι η δίκη της ζωής του, σκέφτηκε. Ελπίζω να του αρέσει η δημοσιότητα. Η Μπιργκίτα ήξερε ότι μερικοί από τους συναδέλφους της φοβούνταν και απεχθάνονταν τους δημοσιογράφους και τις κάμερες. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε για τους δικαστές της δικής της γενιάς και τους πιο ηλικιωμένους. Δεν ήξερε πώς έβλεπε τη δημοσιότητα η νεότερη γενιά. Το θερμόμετρο έξω από το παράθυρο της κουζίνας έδειχνε ότι η θερμοκρασία είχε πέσει. Άναψε την τηλεόραση για να δει τις βραδινές ειδήσεις. Μετά θα έπεφτε για ύπνο. Η μέρα που είχε περάσει με την Κάριν Βίμαν ήταν πολύ ευχάριστη αλλά και πολύ κουραστική. Έχασε την αρχή του δελτίου, αλλά ήταν φανερό ότι κάτι δραματικό είχε συμβεί στην υπόθεση του Χεχουεβάλεν. Ένας δημοσιογράφος έπαιρνε συνέντευξη από έναν εγκληματολόγο που ήταν πολύ ομιλητικός αλλά και πολύ σοβαρός. Η Μπιργκίτα προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Όταν τελείωσε ο εγκληματολόγος, το δελτίο άρχισε να δείχνει εικόνες από το Λίβανο. Βλαστήμησε, γύρισε στο τελετέξτ και εκεί είδε αμέσως τι είχε συμβεί. Ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον είχε αυτοκτονήσει. Παρόλο που τον παρακολουθούσαν συνεχώς κάνοντας έλεγχο στο κελί του κάθε
δεκαπέντε λεπτά, είχε καταφέρει να κόψει ένα πουκάμισο σε λωρίδες, να φτιάξει μια θηλιά και να κρεμαστεί. Τον είχαν βρει σχεδόν αμέσως, αλλά δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έκλεισε την τηλεόραση. Το κεφάλι της γύριζε. Δεν μπορούσε άραγε να ζήσει με το βάρος των τύψεων; Ή μήπως ήταν τρελός; Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να είναι αυτός. Γιατί αυτοκτόνησε, γιατί ομολόγησε και γιατί οδήγησε την αστυνομία σε ένα θαμμένο ξίφος σαμουράι; Απλούστατα δεν βγαίνει νόημα. Κάθισε στην πολυθρόνα που χρησιμοποιούσε για να διαβάζει, αλλά έσβησε το πορτατίφ. Το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο. Άκουσε κάποιον που περνούσε από κάτω στο δρόμο να γελάει. Καθόταν συχνά εκεί και συλλογιζόταν τη δουλειά της. Έπιασε το νήμα από την αρχή. Κάτι δεν κολλάει, σκέφτηκε. Ναι, θα μπορούσε ίσως ένας αδίστακτος ψυχοπαθής να τα κάνει όλ’ αυτά, αλλά είναι πάρα πολλά για έναν άνθρωπο από το Χέλσινγκλαντ που έχει απλώς στο μητρώο του μερικές περιπτώσεις βιαιοπραγίας. Ομολογεί κάτι που δεν έκανε. Μετά δίνει στην αστυνομία ένα όπλο που έφτιαξε μόνος του και κρεμιέται στο κελί του. Μπορεί να κάνω λάθος, βέβαια, αλλά δεν νομίζω ότι όλ’ αυτά ταιριάζουν. Τον συνέλαβαν πολύ γρήγορα. Και τι στην ευχή μπορεί να ήταν αυτή η εκδίκηση που ισχυρίστηκε ότι ήταν το κίνητρό του; Ήταν μεσάνυχτα όταν σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Στάφαν, αλλά μετά σκέφτηκε ότι μπορεί να κοιμόταν τέτοια ώρα. Πήγε στο κρεβάτι κι έσβησε το φως. Η σκέψη της περιπλανιόταν πάλι στο χωριό. Έβλεπε ξανά και ξανά την κόκκινη κορδέλα που είχε βρεθεί στο χιόνι και την εικόνα του Κινέζου από τη βιντεοκασέτα του ξενοδοχείου. Η αστυνομία πρέπει να ξέρει κάτι που αγνοώ, κάτι που τους έκανε να συλλάβουν τον Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον και να θεωρήσουν ότι μπορεί να είχε ένα λογικό κίνητρο. Αλλά κάνουν λάθος όταν περιορίζονται αποκλειστικά σε μία μόνο γραμμή έρευνας. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όταν βαρέθηκε πια να στριφογυρίζει στο κρεβάτι, φόρεσε τη ρόμπα της και κατέβηκε πάλι κάτω. Κάθισε
στο γραφείο της κι έγραψε μια περίληψη όλων των γεγονότων που τη συνέδεαν με το Χεχουεβάλεν. Της πήρε σχεδόν τρεις ώρες για να ξαναζήσει λεπτομερειακ ά όλα όσα ήξερε. Καθώς έγραφε, είχε μια ενοχλητική αίσθηση ότι κάτι της είχε διαφύγει, ότι υπήρχε μια σύνδεση που δεν την είχε δει. Το στιλό στο χέρι της ήταν σαν αλυσοπρίονο που καθάριζε τους θάμνους σε ένα δάσος, αλλά έπρεπε να προσέχει μήπως υπήρχαν μικρά ελάφια κρυμμένα ανάμεσά τους. Όταν τελικά ίσιωσε την πλάτη της και σταύρωσε τα χέρια πάνω από το κεφάλι, ήταν τέσσερις το πρωί. Πήγε τις σημειώσεις στην πολυθρόνα της, άναψε το πορτατίφ κι άρχισε να τις διαβάζει, προσπαθώντας να δει ανάμεσα στις λέξεις ή, μάλλον, πίσω τους, αναζητώντας κάτι που είχε παραβλέψει. Αλλά δεν της τράβηξε την προσοχή τίποτα το ασυνήθιστο, κανένας συνδετικός κρίκος που θα έπρεπε να τον είχε προσέξει. Για ένα πράγμα, όμως, ήταν σίγουρη: Αυτό δεν γινόταν να είναι έργο ενός τρελού. Ήταν πολύ καλά οργανωμένο και είχε εκτελεστεί εν ψυχρώ, πράγμα που σήμαινε ότι μόνο ένας τελείως ήρεμος και ψύχραιμος δολοφόνος μπορούσε να το κάνει. Ίσως, σημείωσε στο περιθώριο, θα έπρεπε να ρωτήσει κανείς αν ο ύποπτος είχε ξαναπάει στο Χεχουεβάλεν. Ήταν κατασκότεινα, αλλά μπορεί να είχε ένα δυνατό φακό. Αρκετές από τις πόρτες ήταν κλειδωμένες. Πρέπει να ήξερε ποιος ακριβώς ζούσε σε κάθε σπίτι και πιθανόν να είχε και κλειδιά. Το κίνητρό του πρέπει να ήταν πολύ ισχυρό, αφού δεν δίστασε ούτε στιγμή. Ξαφνικά, της ήρθε μια ιδέα, κάτι που δεν είχε σκεφτεί ως τότε. Ο δράστης είχε δείξει το πρόσωπό του σ’ εκείνους που σκότωσε με το ξίφος του; Ήθελε να τον δουν; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει ν’ απαντήσει η Βίβι Σούντμπεργκ, σκέφτηκε. Ήταν αναμμένο το φως στα δωμάτια όπου βρέθηκαν τα πτώματα; Είχαν δει το πρόσωπο του θανάτου πριν πέσει το ξίφος; Μάζεψε τις σημειώσεις της. Η ώρα κόντευε πέντε. Κοίταξε το θερμόμετρο έξω από το παράθυρο της κουζίνας και είδε ότι η θερμοκρασία είχε πέσει στους μείον οχτώ βαθμούς. Ήπιε ένα ποτήρι νερό και πήγε για ύπνο. Κόντευε ν’ αποκοιμηθεί όταν κάτι την
ξύπνησε πάλι. Υπήρχε κάτι που της είχε διαφύγει. Δύο από τα πτώματα ήταν δεμένα μεταξύ τους. Πού την είχε ξαναδεί αυτή την εικόνα; Ανακάθισε στο κρεβάτι μέσα στο σκοτάδι, εντελώς ξύπνια ξαφνικά. Κάπου είχε δει την περιγραφή μιας παρόμοιας σκηνής. Στα ημερολόγια. Κατέβηκε κάτω, τα άπλωσε όλα στο τραπέζι κι άρχισε να ψάχνει. Βρήκε σχεδόν αμέσως το σημείο που αναζητούσε. Είναι 1865. Ο σιδηρόδρομος προχωράει προς τα ανατολικά, και κάθε τραβέρσα, κάθε ράγα είναι ένα μαρτύριο. Οι εργάτες προσβάλλονται από αρρώστιες. Πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο. Όμως, φτάνουν συνέχεια αντικαταστάτες από τα δυτικά ώστε να μπορέσει να προχωρήσει το έργο με τη μεγάλη ταχύτητα που είναι απαραίτητη για ν’ αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση της εταιρείας που το έχει αναλάβει. Σε μια περίπτωση, για την ακρίβεια στις 9 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, ο Γ.Ο. μαθαίνει ότι έρχεται ένα πλοίο με Κινέζους σκλάβους από την Καντόνα. Είναι ένα παλιό ιστιοφόρο, που πλέον χρησιμοποιείται μόνο για να μεταφέρουν στην Καλιφόρνια Κινέζους που έχουν απαχθεί. Πάνω στο πλοίο ξεσπούν ταραχές όταν τελειώνουν τα τρόφιμα και το νερό, αφού έπεσαν σε νηνεμία που κράτησε πολύ καιρό. Για να καταπνίξει την εξέγερση, ο καπετάνιος καταφεύγει σε μεθόδους απίστευτης σκληρότητας. Ακόμα και ο Γ.Ο., που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις γροθιές και το μαστίγιο για να κάνει τους εργάτες να δουλέψουν πιο σκληρά, σοκάρεται με αυτό που ακούει. Ο καπετάνιος πιάνει μερικούς από τους επικεφαλής της εξέγερσης, τους σκοτώνει και δένει τον καθένα τους με έναν ζωντανό Κινέζο. Μετά τους αφήνει να κείτονται στο κατάστρωμα, με τον έναν να λιμοκτονεί σιγά σιγά και τον άλλο να αποσυντίθεται. Ο Γ.Ο. γράφει στο ημερολόγιό του ότι αυτή «η τιμωρία είναι υπερβολική». Μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση; Ίσως ένα από τα θύματα στο Χεχουεβάλεν να έμεινε για ένα διάστημα δεμένο με ένα πτώμα. Μία ώρα ίσως, μπορεί και λιγότερο, μπορεί όμως και περισσότερο. Και μετά ήρθε το τελικό χτύπημα. Μου διέφυγε αυτό, σκέφτηκε. Μήπως διέφυγε και από την αστυνομία του Χούντικσβαλ; Δεν μπορεί να διάβασαν τα ημερολόγια πολύ προσεκτικά πριν μου τα δανείσουν.
Όμως, τώρα προέκυπτε άλλο ένα ερώτημα, έστω κι αν φαινόταν ουσιαστικά απίθανο. Μήπως ο δολοφόνος γνώριζε τα γεγονότα που περιγράφονταν στο ημερολόγιο του Γ.Ο.; Μήπως υπήρχε μια παράξενη σχέση ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους; Ίσως η Βίβι Σούντμπεργκ είναι πιο έξυπνη απ’ όσο νόμιζα, σκέφτηκε η Ρόσλιν. Μπορεί η Σούντμπεργκ να είχε αντιληφθεί το πείσμα της. Ήταν γυναίκα και, κατά πάσα πιθανότητα, είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με άντρες συναδέλφους. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοιμήθηκε μέχρι τις δέκα, σηκώθηκε και είδε στο πρόγραμμα του Στάφαν ότι θα γύριζε στο Χέλσινγκμποργκ γύρω στις τρεις. Ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στη Σούντμπεργκ, όταν χτύπησε η εξώπορτα. Μόλις την άνοιξε, είδε μπροστά της έναν κοντό Κινέζο να στέκεται κρατώντας ένα γεύμα ντελίβερι στα χέρια. «Δεν έχω παραγγείλει τίποτα», είπε έκπληκτη η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Από τη Λι στο Χούντικσβαλ», είπε ο Κινέζος χαμογελώντας. «Δωρεάν. Θέλει να της τηλεφωνήσεις. Είμαστε οικογενειακή επιχείρηση». «Το εστιατόριο “ Σαγκάη”…» Ο Κινέζος χαμογέλασε. «Ναι, εστιατόριο “ Σαγκάη”. Πολύ καλό φαγητό». Υποκλίθηκε, της έδωσε το πακέτο και έφυγε. Η Μπιργκίτα το άνοιξε, το μύρισε απολαμβάνοντας το άρωμα και το έβαλε στο ψυγείο. Μετά τηλεφώνησε στη Λι. Αυτή τη φορά απάντησε ο οξύθυμος γέρος. Πρέπει να ήταν ο πατέρας που διηύθυνε την κουζίνα. Φώναξε τη Λι, η οποία ήρθε αμέσως στο τηλέφωνο. «Ευχαριστώ πολύ για το φαγητό», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Ήταν μια πολύ ωραία έκπληξη». «Το δοκίμασες;» «Όχι ακόμη. Περιμένω να γυρίσει σπίτι ο άντρας μου». «Αρέσει και σε αυτόν η κινέζικη κουζίνα;» «Ναι, του αρέσει πολύ. Μου έστειλες μήνυμα να σου τηλεφωνήσω». «Μίλησα με τη μητέρα για τη λάμπα», είπε η Λι. «Εκείνη την
κόκκινη κορδέλα που λείπει». «Δεν νομίζω ότι την έχω γνωρίσει». «Η μητέρα μένει σπίτι. Έρχεται μερικές φορές μόνο για να καθαρίσει. Αλλά γράφει πότε έρχεται. Στις 12 Ιανουαρίου καθάρισε. Το πρωί πριν ανοίξουμε». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κρατούσε την ανάσα της. «Λέει ότι εκείνη τη μέρα ξεσκόνισε όλες τις λάμπες στο εστιατόριο και είναι σίγουρη ότι δεν έλειπε καμία κορδέλα. Θα το είχε προσέξει». «Μπορεί να κάνει λάθος;» «Η μητέρα μου δεν κάνει ποτέ λάθος. Είναι σημαντικό;» ρώτησε η Λι. «Μπορεί και να είναι», απάντησε η Μπιργκίτα. «Ευχαριστώ πολύ που με ενημέρωσες». Με το που έβαλε το ακουστικό στη θέση του, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε αμέσως . Αυτή τη φορά ήταν ο Λαρς Εμάνιουελσον. «Μην κλείσεις», είπε. «Τ ι θέλεις;» «Τη γνώμη σου γι’ αυτό που έγινε». «Δεν έχω τίποτα να σου πω». «Ξαφνιάστηκες;» «Για τι πράγμα;» «Που προέκυψε να είναι ύποπτος ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον». «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν πέρα από αυτά που διάβασα στις εφημερίδες». «Δεν γράφονται όλα στις εφημερίδες». Προσπαθούσε να κεντρίσει την περιέργειά της. Και τα κατάφερε. «Κακοποιούσε και τις δύο πρώην γυναίκες του», είπε ο Λαρς Εμάνιουελσον. «Η πρώτη κατάφερε να το σκάσει. Μετά ο Βάλφριντσον βρήκε μια κυρία από τις Φιλιππίνες και την έπεισε να έρθει εδώ με διάφορα ψέματα. Ύστερα την έδειρε τόσο άσχημα που κόντεψε να τη σκοτώσει. Μερικοί γείτονες κατάλαβαν τι συνέβη και τον κατήγγειλαν, οπότε του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Αλλά έχει κάνει και χειρότερα». «Τ ι;»
«Φόνο. Το 1977. Ήταν νέος ακόμη. Έγινε ένας καβγάς για ένα μοτοποδήλατο. Χτύπησε έναν άλλο νέο στο κεφάλι με μια μεγάλη πέτρα και τον σκότωσε ακαριαία. Τον εξέτασε ένας ψυχίατρος του ιατροδικαστικού που αποφάνθηκε ότι μπορεί να εμφανίσει πάλι βίαιη συμπεριφορά. Υποτίθεται ότι ανήκε σ’ εκείνη τη μικρή ομάδα ανθρώπων που θεωρούνται δυνητικά επικίνδυνοι για την κοινωνία. Η αστυνομία και ο εισαγγελέας μάλλον πίστεψαν ότι είχαν τον δράστη». «Εσύ, όμως, δεν το πιστεύεις αυτό, έτσι;» «Ο χρόνος θα δείξει. Αλλά μπορείς να καταλάβεις τον τρόπο που σκέφτομαι. Και τώρα, αρκετά απάντησα στις ερωτ ήσεις σου. Αναρωτιέμαι τι συμπεράσματα έχεις βγάλει εσύ. Συμφωνείς μαζί μου;» «Αυτή η υπόθεση δεν με απασχολεί περισσότερο απ’ ό,τι και όλους τους υπόλοιπους. Και σίγουρα πρέπει να έχεις καταλάβει ότι έχω βαρεθεί πια τα τηλεφωνήματά σου». Ο Λαρς Εμάνιουελσον συνέχισε σαν να μην την είχε ακούσει. «Πες μου για τα ημερολόγια. Πρέπει να έχουν κάποια σχέση με την υπόθεση». «Μη μου ξανατηλεφωνήσεις». Η Ρόσλιν έκλεισε. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι αμέσως. Το αγνόησε. Έπειτα από πέντε λεπτά σιωπής πήρε την αστυνομία στο Χούντικσβαλ. Περασε πολλή ώρα μέχρι να της απαντήσει η τηλεφωνήτρια. Η Ρόσλιν αναγνώρισε τη φωνή της^ ακουγόταν εκνευρισμένη και κουρασμένη. Η Σούντμπεργκ δεν μπορούσε να μιλήσει στο τηλέφωνο. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν άφησε το όνομα και τον αριθμό της. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα», είπε η κοπέλα. «Επικρατεί το απόλυτο χάος εδώ πέρα». «Το καταλαβαίνω. Σε παρακαλώ, ζήτα από τη Βίβι Σούντμπεργκ να μου τηλεφωνήσει όταν μπορέσει». «Είναι σημαντικό;» «Με γνωρίζει. Αυτό απαντά στην ερώτησή σου». Η Σούντμπεργκ της τηλεφώνησε την επόμενη μέρα. Στα δελτία ειδήσεων κυριαρχούσε το σκανδαλώδες συμβάν στη φυλακή του
Χούντικσβαλ. Ο υπουργός Δικαιοσύνης υποσχέθηκε ότι θα άρχιζαν αμέσως έρευνες για το συμβάν και θα τιμωρούνταν οι υπεύθυνοι. Ο Τομπίας Λούντβιγκ είχε διαδοχικές συγκρούσεις με δημοσιογράφους και τηλεπαρουσιαστές, στις οποίες αντιστεκόταν σθεναρά στις επικρίσεις. Όμως, κατά κοινή ομολογία η αυτοκτονία ήταν απαράδεκτη. Η Σούντμπεργκ ακουγόταν κουρασμένη. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν αποφάσισε να μην της κάνει ερωτήσεις για τις τελευτ αίες εξελίξεις. Έτσι, της εξήγησε μόνο όσα είχε ανακαλύψει για την κόκκινη κορδέλα και της εξήγησε τις σκέψεις που είχε καταγράψει στα περιθώρια των σημειώσεών της. Η Σούντμπεργκ την άκουγε αμίλητη. Η Μπιργκίτα διέκρινε φωνές στο βάθος και μπορούσε εύκολα να φανταστεί την ένταση που πρέπει να επικρατούσε στο αστυνομικό τμήμα. Η Μπιργκίτα τελείωσε ρωτώντας αν ήταν αναμμένα τα φώτα στα δωμάτια που βρήκαν τα πτώματα. «Οι υποψίες σου είναι σωστές», απάντησε η Βίβι. «Το προσέξαμε κι εμείς αυτό και αναρωτιόμαστε τι σημαίνει. Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Σε όλα τα δωμάτια. Εκτός από ένα». «Εκεί που ήταν το νεκρό παιδί;» «Ναι». «Έχετε καμία εξήγηση;» «Αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό δεν μπορώ να το συζητήσω μαζί σου από το τηλέφωνο». «Ναι, φυσικά. Με συγχωρείς». «Κανένα πρόβλημα. Θα ήθελα, όμως, να κάνεις κάτι. Γράψε όλα όσα ξέρεις και υποψιάζεσαι γι’ αυτά που έγιναν στο Χεχουεβάλεν. Θα ερευνήσω μόνη μου αυτή την υπόθεση με την κόκκινη κορδέλα. Αλλά γράψε και τα υπόλοιπα. Γράψε τα πάντα και στείλ’ τα μου». «Αυτοί οι φόνοι δεν έγιναν από τον Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Η δήλωση ήταν εντελώς αυθόρμητη. Αιφνιδίασε τόσο την ίδια τη Ρόσλιν όσο πρέπει να αιφνιδίασε και τη Βίβι Σούντμπεργκ. «Γράψ’ τα και στείλ’ τα μου», είπε πάλι η Σούντμπεργκ. «Ευχαριστώ για το τηλεφώνημα».
«Και τα ημερολόγια;» «Μάλλον στείλ’ τα κι αυτά τώρα». Όταν τελείωσε το τηλεφώνημα, η Μπιργκίτα ένιωσε ανακ ούφιση. Παρ’ όλα όσα έγιναν, οι προσπάθειές της δεν ήταν μάταιες. Τ ώρα μπορούσε να τα παραδώσει όλα σε κάποιον άλλο. Με λίγη τύχη, η αστυνομία θα κατάφερνε να βρει τον πραγματικό δολοφόνο, είτε είχε ενεργήσει μόνος είτε είχε συνεργούς. Δεν θα της φαινόταν καθόλου παράξενο αν σε αυτή τη υπόθεση ήταν αναμειγμένος κάποιος από την Κίνα.
Την επομένη η Μπιργκίτα Ρόσλιν πήγε να δει τον γιατρό της. Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα και φυσούσε μανιασμένα. Ένιωθε ανυπομονησία, δεν έβλεπε την ώρα να ξαναγυρίσει στη δουλειά της. Περίμενε μερικά λεπτά μόνο μέχρι να έρθει η σειρά της. Ο γιατρός τη ρώτησε πώς ήταν και του απάντησε ότι ένιωθε πολύ καλά. Η νοσοκόμα τής πήρε αίμα, και η Μπιργκίτα επέστρεψε στην αίθουσα αναμονής. Όταν την κάλεσαν να πάει πάλι στο εξεταστήριο, ο γιατρός τής πήρε την πίεση και μετά μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Φαίνεσαι να είσαι σε καλή κατάσταση, αλλά η πίεσή σου είναι ακόμη πολύ ψηλή. Πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια για να βρούμε το αίτιο. Θα σου δώσω άλλες δύο εβδομάδες αναρρωτική άδεια. Όπως επίσης θα σε παραπέμψω και σε έναν ειδικό». Μόνο όταν βγήκε πάλι στο δρόμο και τη χτύπησε ο παγωμένος άνεμος άρχισε να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Ανησυχούσε πολύ μήπως είχε κάτι σοβαρό, παρά τις διαβεβαιώσεις του γιατρού για το αντίθετο. Στάθηκε στη μέση της πλατείας με τον άνεμο πίσω της. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ένιωθε ανήμπορη. Ενώ στεκόταν εκεί ακίνητη, αισθάνθηκε το κινητό να δονείται στην τσέπη του παλτού της. Ήταν η Κάριν, ήθελε να την ευχαριστήσει για την επίσκεψη. «Τ ι κάνεις;» τη ρώτησε. «Στέκομαι σε μια πλατεία», απάντησε η Μπιργκίτα. «Και αυτή τη στιγμή δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι θα κάνω στην υπόλοιπη ζωή
μου». Είπε στην Κάριν για την επίσκεψη στον γιατρό και υποσχέθηκε ότι θα της τηλεφωνούσε πριν έφευγε για την Κίνα. Όταν έφτασε σπίτι κι άνοιξε την καγκελόπορτα του κήπου, άρχισε να χιονίζει, και ο άνεμος δυνάμωσε.
21 Την ίδια εκείνη μέρα πήγε στο δικαστήριο και μίλησε με τον Χανς Μάτσον. Ο προϊστάμενός της ανησύχησε και αποθαρρύνθηκε όταν του είπε ότι η αναρρωτική άδειά της είχε παραταθεί. Την κοίταξε σκεφτικός πάνω από τα γυαλιά του. «Αυτό δεν ακούγεται πολύ καλό. Αρχίζω ν’ ανησυχώ για σένα». «Σύμφωνα με τον γιατρό, δεν χρειάζεται. Οι εξετάσεις αίματος δεν είναι πολύ καλές και πρέπει να μειώσω την πίεσή μου. Με παρέπεμψε σε έναν ειδικό. Αλλά δεν νιώθω άρρωστη, απλώς λίγο κουρασμένη». «Όπως όλοι μας», είπε ο Χανς Μάτσον. «Εγώ νιώθω κουρασμένος τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η μεγαλύτερη απόλαυση για μένα τώρα πια είναι όταν μπορώ να κοιμηθώ». «Θα λείψω άλλες δύο εβδομάδες. Και ελπίζω μέχρι τότε να έχει λυθεί το πρόβλημα». «Πάρε όση άδεια χρειάζεσαι. Θα μιλήσω με την Εθνική Διοίκηση Δικαστηρίων για να δω αν μπορούν να μας βοηθήσουν. Όπως ξέρεις, δεν λείπεις μόνο εσύ. Λείπει και ο Κλας Χάνσον. Έχει τοποθετηθεί πρόεδρος μιας έρευνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλες. Αμφιβάλλω αν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Πάντα είχα την υποψία ότι είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες από μια απλή θέση δικαστή». «Λυπάμαι που σου δημιουργώ προβλήματα». «Δεν μου δημιουργείς εσύ προβλήματα, η πίεσή σου μου τα δημιουργεί. Ξεκουράσου. Φρόντισε τις τριανταφυλλιές σου και γύρνα
όταν είσαι πάλι καλά». Τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν έχω τριανταφυλλιές. Δεν ασχολούμαι με την κηπουρική». «Έτσι έλεγε η γιαγιά μου. Πίστευε πως όταν σου λένε να μη δουλεύεις τόσο πολύ, πρέπει να ασχολείσαι με τις φανταστικές τριανταφυλλιές σου. Είναι ωραία εικόνα. Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1879, ξέρεις. Την ίδια χρονιά που ο Στρίντμπεργκ εξέδωσε το Κόκκινο δωμάτιο. Παράξενη σκέψη. Το μόνο πράγμα που έκανε στη ζωή της, πέρα από το να γεννά παιδιά, ήταν να ράβει κάλτσες». «Εντάξει, θα κάνω αυτό που μου είπες», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Θα πάω σπίτι μου και θα φροντίσω τις τριανταφυλλιές μου». Την επόμενη μέρα ταχυδρόμησε τα ημερολόγια και τις σημειώσεις της στο Χούντικσβαλ. Όταν παρέδωσε το πακέτο και της έδωσαν την απόδειξη, είχε την αίσθηση ότι έκλεινε μια πόρτα στα γεγονότα του Χεχουεβάλεν. Ένιωσε ανακούφιση και άρχισε να ασχολείται με τις ετοιμασίες για το πάρτι γενεθλίων του Στάφαν.
Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας και αρκετοί φίλοι περίμεναν τον Στάφαν όταν επέστρεψε σπίτι, αφού είχε ταξιδέψει με ένα απογευματινό τρένο από την Αλβέστα στο Μάλμε, επιστρέφοντας στο Χέλσινγκμποργκ μετά το τέλος της βάρδιάς του. Τους κοίταξε εμβρόντητος από το κατώφλι, φορώντας τη στολή του και ένα παλιό γούνινο καπέλο, ενώ του τραγουδούσαν το «Να ζήσεις Στάφαν και χρόνια πολλά». Η Μπιργκίτα ένιωσε ανακούφιση βλέποντάς τους όλους καθισμένους γύρω από το τραπέζι. Τα γεγονότα στο Χέλσινγκλαντ, καθώς και το πρόβλημα της υπέρτασης, έμοιαζαν λιγότερο σημαντικά όταν μπορούσε ν’ απολαύσει αυτή την αίσθηση ηρεμίας που μόνο η οικογένειά της της έδινε. Φυσικά, θα ήθελε να είχε έρθει και η Άννα από την Ασία, αλλά είχε αρνηθεί την πρόσκληση, όταν τελικά η Μπιργκίτα μίλησε μαζί της μέσα από μια κακή τηλεφωνική σύνδεση στην Ταϊλάνδη. Ήταν πολύ αργά όταν έφυγαν οι καλεσμένοι και έμεινε μόνο η οικογένεια. Είχε ομιλητικά παιδιά, που τους άρεσε να κάνουν παρέα μεταξύ τους. Αυτή και ο άντρας της κάθισαν στον
καναπέ και άκουγαν τις συζητήσεις χαμογελώντας. Πότε πότε η Μπιργκίτα γέμιζε τα ποτήρια τους. Οι δίδυμες θα κοιμούνταν στον ξενώνα, αλλά ο Ντάβιντ θα πήγαινε σε ξενοδοχείο, παρά τις διαμαρτυρίες της Μπιργκίτα. Ήταν τέσσερις το πρωί όταν διαλύθηκε το πάρτι. Έμειναν μόνοι οι γονείς για να καθαρίσουν, να γεμίσουν το πλυντήριο πιάτων και να βάλουν τα άδεια μπουκάλια στο γκαράζ. «Ήταν πραγματικά υπέροχη έκπληξη», είπε ο Στάφαν, όταν τελικά κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας. «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Τ ώρα νιώθω μια θετική ενέργεια μέσα μου. Νωρίτερα είχα μπουχτίσει με τη δουλειά, έτσι που περιπλανιέμαι από τρένο σε τρένο. Ταξιδεύω συνέχεια και δεν φτάνω πουθενά. Αυτή είναι η κατάρα για το προσωπικό των αμαξοστοιχιών. Περνάμε όλο το χρόνο μας μέσα στα τρένα». «Πρέπει να κάνουμε πιο συχνά πάρτι. Ας μην κρυβόμαστε – κάτι τέτοιες στιγμές παίρνει διαφορετικό νόημα η ζωή. Να μην ασχολούμαστε μόνο με το καθήκον, μόνο με αυτά που πρέπει να κάνουμε». «Και τώρα;» «Τ ι εννοείς;» «Έχεις άλλες δύο εβδομάδες άδεια. Τ ι θα κάνεις;» «Ο Χανς Μάτσον μου έλεγε πόσο λαχταράει να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Ίσως αυτό θα ’πρεπε να κάνω κι εγώ για μερικές μέρες». «Πήγαινε σε κάποιο ζεστό μέρος για μία εβδομάδα. Πάρε και καμιά φίλη σου μαζί». Η Μπιργκίτα κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Ίσως. Αλλά ποια;» «Την Κάριν Βίμαν;» «Θα πάει στην Κίνα για ένα συνέδριο». «Δεν υπάρχει καμία άλλη φίλη σου; Ή ίσως θα μπορούσες να πας με μία από τις δίδυμες». Αυτή ήταν πολύ δελεαστική σκέψη. «Θα δω τι έχουν να πουν. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθω αν όντως μπορώ να φύγω. Μην ξεχνάς ότι πρέπει να δω τον ειδικό». Ο Στάφαν άπλωσε το χέρι και της έπιασε το μπράτσο. «Ελπ ίζω να μου τα έχεις πει όλα. Πρέπει ν’ ανησυχήσω;» «Όχι. Εκτός αν μου λέει ψέματα ο γιατρός μου. Αλλά δεν το
νομίζω». Κάθισαν λίγο ακόμη πριν πάνε για ύπνο. Όταν η Μπιργκίτα ξύπνησε το άλλο πρωί, ο Στάφαν είχε ήδη φύγει. Το ίδιο και οι δίδυμες. Είχε κοιμηθεί μέχρι τις εντεκάμισι. Ένα πρωινό σαν αυτά που ονειρεύεται ο Χανς Μάτσον, σκέφτηκε. Μετά το μεσημεριανό μίλησε στο τηλέφωνο με τη Σιβ και τη Λουίζ, αλλά δεν είχαν χρόνο για ταξίδια, παρόλο που θα ήθελαν πολύ και οι δύο να πάνε διακοπές με τη μητέρα τους. Είχε επίσης ένα τηλεφώνημα στο οποίο την ενημέρωσαν ότι λόγω μιας ακύρωσης θα μπορούσε να δει τον ειδικό την επόμενη μέρα. Γύρω στις τέσσερις χτύπησε το κουδούνι. Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε αν της είχαν στείλει κι άλλο κινέζικο γεύμα, αλλά όταν άνοιξε την πόρτα είδε μπροστά της τον αστυνόμο Ούγκο Μάλμπεργκ με χιόνια στα μαλλιά και παλιομοδίτικες γαλότσες. «Βρέθηκα τυχαία με τον Χανς Μάτσον. Μου είπε ότι δεν είσαι καλά – εμπιστευτικά βέβαια, ξέρει ότι είμαστε παλιοί φίλοι». Του είπε να περάσει. Παρά το πελώριο μέγεθός του, δεν δυσκολεύτηκε να σκύψει για να βγάλει τις γαλότσες. Κάθισαν στην κουζίνα και ήπιαν καφέ. Του είπε για την υπέρταση και τις εξετάσεις αίματος και ότι το πρόβλημα δεν είναι ασυνήθιστο για τις γυναίκες της ηλικίας της. «Η δική μου υπέρταση δουλεύει σαν ωρολογιακή βόμβα μέσα μου», είπε σκυθρωπός ο Μάλμπεργκ. «Παίρνω φάρμακα, και ο γιατρός λέει ότι οι εξετάσεις είναι εντάξει. Αλλά εγώ ανησυχώ. Κανείς στην οικογένειά μου δεν έχει πεθάνει από καρκίνο. Όλοι, άντρες και γυναίκες, έχουν πεθάνει από εγκεφαλικά και καρδιακές προσβολές. Κάθε μέρα καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να ξεπεράσω τις ανησυχίες μου».
«Πήγα στο Χούντικσβαλ», του είπε η Ρόσλιν. «Μου είχες δώσει το όνομα της Βίβι Σούντμπεργκ. Το ήξερες ότι πήγα εκεί;» «Όχι, και πρέπει να παραδεχτώ ότι εκπλήσσομαι». «Θυμάσαι τις λεπτομέρειες; Ανακάλυψα ότι έχω συγγενική σχέση με μία από τις οικογένειες που σκότωσαν στο Χεχουεβάλεν. Στο μεταξύ, προέκυψε ότι τα θύματα των φόνων συνδέονται μεταξύ τους μέσω γάμου. Έχεις χρόνο να μιλήσουμε;» «Το μήνυμα στον τηλεφωνητή μου λέει ότι θα λείπω για δουλειά της αστυνομίας όλη την υπόλοιπη μέρα. Αφού δεν είμαι σε υπηρεσία, μπορώ να μείνω εδώ όλη νύχτα αν χρειάζ εται». «Μέχρι να βγει ο ήλιος από τη δύση; Έτσι δεν λένε;» «Ή μέχρι να περάσουν οι ιππείς της Αποκαλύψεως και να μας εξοντώσουν όλους. Τέλος πάντων, ψυχαγώγησέ με με όλα αυτά τα φρικτά που ευτυχώς δεν θα περάσουν από τα χέρια μου». «Γίνεσαι κυνικός;» Ο Μάλμπεργκ συνοφρυώθηκε. «Θα περίμενα να με ξέρεις καλύτερα ύστερα από τόσα χρόνια. Με προσβάλλεις». «Δεν είχα τέτοια πρόθεση». «Λέγε, λοιπόν. Σε ακούω». Έδειχνε να ενδιαφέρεται πραγματικά, κι έτσι η Μπιργκίτα του είπε λεπτομερειακά όσα είχαν συμβεί. Την άκουγε προσεκτικά, της έκανε κάποιες ερωτήσεις πού και πού, αλλά έδειχνε να έχει πειστεί ότι η Μπιργκίτα είχε ερευνήσει διεξοδικά τα πράγματα. Όταν τελείωσε η αφήγηση, ο Μάλμπεργκ έμεινε αμίλητος για λίγο κοιτάζοντας τα χέρια του. Η Μπιργκίτα ήξερε ότι ο Ούγκο Μάλμπεργκ θεωρούνταν εξαιρετικά ικανός αστυνομικός. Συνδύαζε την υπομονή με την ταχύτητα, τη μεθοδικότητα με τη διαίσθηση. Είχε ακούσει ότι ο Μάλμπεργκ ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους καθηγητές στη σχολή της σουηδικής αστυνομίας. Αν και δούλευε στο Χέλσινγκμποργκ, τον καλούσε συχνά η Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών σε ιδιαίτερα δύσκολες υποθέσεις σε άλλα μέρη της χώρας. Ξαφνικά η Μπιργκίτα συνειδητοποίησε ότι ήταν παράξενο που
δεν τον είχαν καλέσει να βοηθήσει στην έρευνα για τους φόνους στο Χεχουεβάλεν. Τον ρώτησε σχετικά, κι αυτός χαμογέλασε. «Βασικά, μου το ζήτησαν. Αλλά δεν μου είπε κανείς ότι αναμείχθηκες κι εσύ και ότι έκανες μερικές εκπληκτικές ανακαλύψεις». «Νομίζω ότι δεν με συμπαθούν», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Οι αστυνομικοί συνήθως προστατεύουν την περιοχή τους. Ήθελαν να πάω εκεί ως σύμβουλος, αλλά έχασαν το ενδιαφέρον τους όταν έπιασαν τον Βάλφριντσον». «Είναι νεκρός τώρα». «Όμως, η έρευνα συνεχίζεται», είπε αναστενάζοντας ο Μάλμπεργκ. «Παρ’ όλα αυτά, τώρα ξέρεις ότι δεν ήταν αυτός ο δολοφόνος;» «Το ξέρω;» «Άκουσες αυτά που σου είπα». Τον κοίταξε σοβαρή. «Εντυπωσιακά και ευλογοφανή γεγονότα. Πράγματα που προφανώς πρέπει να ερευνηθούν εξονυχιστικά. Αλλά η κύρια γραμμή έρευνας, ο Βάλφριντσον, δεν ακυρώνεται απλώς και μόνο επειδή έτυχε να αυτοκτονήσει». «Δεν το έκανε αυτός. Όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα της 12ης προς τη 13η Ιανουαρίου ήταν πολύ σοβαρά, δεν θα μπορούσε να τα κάνει κάποιος με μερικές καταδίκες για βιαιοπραγία και μια παλιά ανθρωποκτονία». «Μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά μπορεί και όχι. Έχει αποδειχτεί ξανά και ξανά ότι τα μεγαλύτερα ψάρια κολυμπάνε στις πιο ήρεμες λίμνες. Κλέφτες ποδηλάτων γίνονται ληστές τραπεζών. Καβγατζήδες μετατρέπονται σε επαγγελματίες δολοφόνους, που είναι ικανοί να σκοτώσουν οποιονδήποτε για ένα ποσό. Γιατί, λοιπόν, ένας τύπος που μεθάει και δέρνει τις γυναίκες του και έχει σκοτώσει κάποιον να μην καταρρεύσει και να διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα σαν αυτό του Χεχουεβάλεν;» «Μα δεν υπάρχει κίνητρο», επέμεινε η Ρόσλιν. «Ο εισαγγελέας μιλά για εκδίκηση». «Για τι πράγμα; Τ ι θα μπορούσε να δικαιολογεί την εκδίκηση σε
βάρος ενός ολόκληρου χωριού; Απλούστατα δεν έχει νόημα». «Αν το έγκλημα δεν έχει νόημα, τότε και το κίνητρο μπορεί να μην έχει επίσης», είπε ο Μάλμπεργκ. «Τέλος πάντων. Νομίζω ότι ο Βάλφριντσον δεν ήταν ο δολοφόνος». «Όπως σου είπα, η έρευνα συνεχίζεται, παρόλο που είναι νεκρός. Να σου κάνω μια ερώτηση; Η δική σου ιδέα για έναν μυστηριώδη Κινέζο είναι πιο λογική; Πώς μπορείς να συνδέσεις ένα μικρό χωριό στη βόρεια Σουηδία με έναν Κινέζο με κίνητρο;» «Δεν ξέρω». «Θα πρέπει να περιμένουμε και να δούμε. Κι εσύ πρέπει να φροντίσεις να συνέρθεις γρήγορα». Το χιόνι έπεφτε ακόμα πιο πυκνό, καθώς ετοιμάστηκε να φύγει. «Γιατί δεν πας διακοπές σε ένα ζεστό μέρος;» «Όλοι αυτό μου λένε. Θα πρέπει να το συζητήσω με τον γιατρό πρώτα». Η Μπιργκίτα τον κοίταζε, καθώς εξαφανιζόταν μέσα στις δίνες του χιονιού. Συγκινήθηκε με τη σκέψη ότι έκανε τον κόπο να την επισκεφτεί. Την επόμενη μέρα είχε σταματήσει να χιονίζει. Η Μπιργκίτα πήγε στο ραντεβού της με τον ειδικό, της πήραν αίμα για εξετάσεις και την πληροφόρησαν ότι θα περνούσε μία εβδομάδα ή και παραπάνω μέχρι να έβγαιναν τα αποτελέσματα. «Υπάρχει κάτι που δεν πρέπει να κάνω;» ρώτησε τον νέο γιατρό. «Να αποφεύγεις την περιττή καταπόνηση». «Μπορώ να πάω διακοπές;» «Αυτό θα σου έκανε καλό». «Έχω άλλη μία ερώτηση. Πρέπει να φοβάμαι;» «Όχι. Αφού δεν έχεις άλλα συμπτώματα, δεν έχεις λόγο ν’ ανησυχείς». «Δηλαδή, δεν πρόκειται να πεθάνω;» «Φυσικά και θα πεθάνεις. Κάποτε. Όπως κι εγώ. Αλλά δεν θα έχεις πρόβλημα αν καταφέρουμε να κατεβάσουμε την πίεσή σου σε λογικά επίπεδα». Όταν η Μπιργκίτα βγήκε στο δρόμο, αναγνώρισε ότι τόσο καιρό
ήταν αγχωμένη ή και φοβισμένη ακόμα. Τ ώρα ένιωθε ανακουφισμένη. Αποφάσισε να κάνει έναν μεγάλο περίπατο, αλλά δεν είχε προλάβει ν’ απομακρυνθεί πολύ όταν σταμάτησε πάλι. Η σκέψη τής ήρθε εντελώς αυθόρμητα. Ή ίσως είχε πάρει ήδη την απόφαση χωρίς να το ξέρει. Πήγε σε ένα καφέ και τηλεφώνησε στην Κάριν Βίμαν. Το τηλέφωνό της μιλούσε. Περίμενε ανυπόμονα, παράγγειλε έναν καφέ, ξεφύλλισε μια εφημερίδα. Δοκίμασε πάλι. Μιλούσε ακόμη. Τελικά, την πέτυχε στην πέμπτη προσπάθεια. «Θα έρθω μαζί σου στο Πεκίνο».
Η Μπιργκίτα δεν μπόρεσε να βρει θέση στην ίδια πτήση – θα έφτανε μία μέρα αργότερα. Ο Στάφαν δεν είχε καμία αντίρρηση, αντίθετα χάρηκε για την απόφασή της να ξεφύγει λίγο. Το βράδυ πριν από την αναχώρησή της, η Μπιργκίτα έψαξε σε ένα χαρτοκιβώτιο στο γκαράζ. Στον πάτο του βρήκε αυτό που αναζητούσε: το παλιό της πολυξεφυλλισμένο αντίτυπο του Κόκκινου βιβλίου του Μάο. Στο εσωτερικό του εξωφύλλου είχε γράψει μια ημερομηνία: 19 Απριλίου 1967. Ήμουν μικρή κοπέλα τότε, σκέφτηκε. Αθώα σχεδόν, από κάθε άποψη. Είχα πάει μόνο μία φορά με έναν νεαρό, τον Τόρε από το Μπορστάχουσεν, που ήθελε να γίνει υπαρξιστής και στενοχωριόταν επειδή το μούσι του δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Έχασα την παρθενιά μου μαζί του σε μια παγωμένη παράγκα κήπου που μύριζε μούχλα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η αφόρητη αμηχανία. Μετά ντρεπόμαστε τόσο πολύ με όλα εκείνα τα κολλώδη υγρά πάνω στο σώμα μας που χωρίσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε και δεν ξανακοιταχτήκαμε ποτέ στα μάτια. Αναρωτιέμαι ακόμη τι να είπε στους φίλους του. Και μετά ήρθε η πολιτική θύελλα που με παρέσυρε. Αλλά δεν κατάφερα ποτέ να ζήσω σύμφωνα με τη γνώση του κόσμου που απέκτησα. Έπειτα από ένα διάστημα με τους «Αντάρτες», φρόντισα να κρυφτώ. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί παρασύρθηκα και μπήκα σε μια οργάνωση που ήταν σχεδόν σαν θρησκευτική αίρεση. Η Κάριν μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Εγώ μετά συνδέθηκα με τη Διεθνή Αμνηστία και τώρα δεν έχω καμιά
πολιτική σχέση με τίποτα. Κάθισε σε μια στοίβα παλιά λάστιχα αυτοκινήτου και ξεφύλλισε το Κόκκινο βιβλίο. Βρήκε μια φωτογραφία ανάμεσα σε δυο σελίδες, ήταν αυτή και η Κάριν Βίμαν. Θυμήθηκε την περίπτωση. Είχαν στριμωχτεί σε έναν φωτογραφικό θάλαμο στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λουντ – ιδέα της Κάριν, όπως συνήθως. Η Μπιργκίτα γέλασε δυνατά όταν είδε τη φωτογραφία, αλλά ταυτόχρονα την τρόμαζε η σκέψη ότι είχε περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε. Ένας κρύος άνεμος, σκέφτηκε. Τα γηρατειά πλησιάζουν αθόρυβα πίσω μου. Έβαλε το βιβλίο στην τσέπη της και βγήκε από το γκαράζ. Ο Στάφαν μόλις είχε γυρίσει. Κάθισε απέναντί του στην κουζίνα, καθώς έτρωγε το βραδινό που του είχε ετοιμάσει. «Λοιπόν, είναι έτοιμη να φύγει η Ερυθροφρουρός;» τη ρώτησε. «Μόλις βρήκα το Κόκκινο βιβλίο μου». «Μπαχαρικά», της είπε. «Αν θέλεις να κάνεις κάποιο δώρο, φέρε μπαχαρικά. Πάντα πίστευα ότι στην Κίνα υπάρχουν οσμές και γεύσεις που δεν τις βρίσκεις πουθενά αλλού». «Τ ι άλλο θέλεις;» «Εσένα, υγιή και ευτυχισμένη». «Νομίζω ότι αυτό μπορώ να το φέρω». Προσφέρθηκε να την πάει στην Κοπεγχάγη την επόμενη μέρα, αλλά η Μπιργκίτα του είπε ότι αρκούσε να την πάει στο σταθμό. Ήταν μια όμορφη χειμωνιάτικη μέρα με καθαρό ουρανό, όταν ο Στάφαν Ρόσλιν πήγε τη γυναίκα του στον σιδηροδρομικό σταθμό και της κούνησε το χέρι από την πλατφόρμα, ενώ έφευγε το τρένο της. Στο αεροδρόμιο του Κέστρουπ έκανε τσεκ ιν χωρίς δυσκολία και βρήκε τις θέσεις που προτιμούσε, στο διάδρομο, και για τις δύο πτήσεις, για Ελσίνκι και για Πεκίνο. Καθώς το αεροπλάνο απογειωνόταν, η Μπιργκίτα είχε την αίσθηση ότι έβγαινε από ένα κλειδωμένο δωμάτιο. Χαμογέλασε στον ηλικιωμένο Φινλανδό δίπλα της κι έκλεισε τα μάτια. Δεν πήρε τίποτα να φάει ή να πιει μέχρι το Ελσίνκι. Άρχισε να σκέφτεται την εποχή που η Κίνα ήταν ο επίγειος παράδεισός της αλλά και ο παράδεισος των ονείρων της. Ξύπνησε όταν το αεροπλάνο άρχισε την κάθοδό του προς το Ελσίνκι. Οι τροχοί άγγιξαν το διάδρομο, και η Μπιργκίτα είχε τώρα
δύο ώρες μέχρι να αναχωρήσει η πτήση της για το Πεκίνο. Κάθισε σε έναν πάγκο κάτω από ένα παλιό αεροπλάνο που κρεμόταν από το ταβάνι της αίθουσας αναχωρήσεων. Έκανε κρύο. Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στους διαδρόμους προσγείωσης διέκρινε την ανάσα των ανθρώπων του προσωπικού εδάφους καθώς δούλευαν. Σκέφτηκε την τελευταία συζήτηση που είχε με τη Βίβι Σούντμπεργκ πριν από μερικές μέρες. Την είχε ρωτήσει αν είχαν βγάλει πλάνα από τη βιντεοκασέτα του ξενοδοχείου. Της απάντησε ότι είχαν βγάλει και δεν τη ρώτησε καν γιατί, όταν η Μπιργκίτα της ζήτησε ένα αντίγραφο της φωτογραφίας του Κινέζου. Την επόμενη μέρα έφτασε στο γραμματοκιβώτιό της μια μεγεθυμένη φωτογραφία. Τ ώρα την είχε στην τσάντα της. Έβγαλε τη φωτογραφία από το φάκελο. Ένα πρόσωπο ανάμεσα στο ένα δισεκατομμύριο Κινέζους που υπάρχουν, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Δεν θα μπορέσω να σε βρω ποτέ. Δεν θα ανακαλύψω ποτέ ποιος είσαι. Κι αν είναι αληθινό το όνομα που έδωσες. Και, πάνω απ’ όλα, τι έκανες. Πήγε αργά στην πύλη αναχώρησης της πτήσης για το Πεκίνο. Είχε κιόλας σχηματιστεί ουρά. Εδώ αρχίζει η Ασία, σκέφτηκε. Τα σύνορα παραμορφώνονται από τα αεροδρόμια, έρχονται πιο κοντά αλλά ταυτόχρονα και πιο μακριά. Το κάθισμά της ήταν το 22C. Δίπλα της καθόταν ένας μελαψός άντρας που δούλευε σε μια βρετανική εταιρεία στην κινεζική πρωτεύουσα. Μίλησαν λίγο, αλλά κανείς από τους δύο δεν ήθελε ν’ ανοίξει σοβαρή συζήτηση. Η Μπιργκίτα σκεπάστηκε με την κουβέρτα της. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε δώσει τώρα τη θέση του σε μια αίσθηση ότι ξεκίνησε για ένα ταξίδι χωρίς να είναι προετοιμασμένη. Τ ι θα έκανε στο Πεκίνο; Θα περιπλανιόταν στους δρόμους, θα κοίταζε τους ανθρώπους και θα πήγαινε σε μουσεία; Ήταν σίγουρο ότι η Κάριν Βίμαν δεν θα είχε πολύ χρόνο για να κάνουν πολλά πράγματα μαζί. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε ακόμη μέσα της η ανασφαλής «Αντάρτισσα». Στα μισά της πτήσης, καθώς περνούσαν πάνω από τα σύνορα της Κίνας, ο πιλότος ανακοίνωσε ότι είχε ξεσπάσει αμμοθύελλα και θα ήταν αδύνατο να προσγειωθούν στο Πεκίνο. Έτσι, θα
προσγειώνονταν στο Ταϊγιουάν και θα περίμεναν να βελτιωθεί ο καιρός. Μετά την προσγείωση τους πήγαν με λεωφορείο σε ένα παγωμένο κτίριο, όπου βαριά ντυμένοι Κινέζοι περίμεναν σιωπηλοί. Λόγω της διαφοράς ώρας ένιωθε κουρασμένη και αβέβαιη για τις πρώτες της εντυπώσεις για την Κίνα. Η περιοχή ήταν σκεπασμένη από χιόνι, το αεροδρόμιο ήταν περιτριγυρισμένο από λόφους και σε έναν κοντινό δρόμο έβλεπε λεωφορεία και βοϊδάμαξες. Δύο ώρες αργότερα η αμμοθύελλα στο Πεκίνο κόπασε. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και προσγειώθηκε πάλι. Όταν πέρασε από τον έλεγχο, βρήκε την Κάριν να την περιμένει. «Η “ Αντάρτισσα” προσγειώθηκε», είπε. «Καλωσόρισες στο Πεκίνο!» «Ευχαριστώ. Δεν το έχω χωνέψει ακόμη ότι είμαι εδώ». «Είσαι στο Μέσο Βασίλειο. Στο κέντρο του κόσμου. Στο κέντρο της ζωής». Εκείνο το βράδυ της πρώτης μέρας βρέθηκε στον δέκατο ένατο όροφο του ξενοδοχείου, στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Κάριν. Κοίταξε τη φωτισμένη γιγάντια πόλη και αισθάνθηκε ένα ρίγος προσμονής.
Την ίδια στιγμή, σε έναν άλλο ουρανοξύστη, ένας άντρας κοίταζε την ίδια πόλη και τα ίδια φώτα με την Μπιργκίτα Ρόσλιν. Κρατούσε μια κόκκινη κορδέλα στο χέρι του. Όταν άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα πίσω του, γύρισε αργά για να υποδεχτεί τον επισκέπτη που περίμενε με ανυπομονησία.
Κινέζικο παιχνίδι
22 Το πρώτο της πρωί στο Πεκίνο η Μπιργκίτα Ρόσλιν βγήκε έξω νωρίς. Είχε πάρει το πρωινό της στη γιγάντια τραπεζαρία μαζί με την Κάριν Βίμαν, που μετά έφυγε για το συνέδριο, λέγοντας ότι ανυπομονούσε ν’ ακούσει τι θα έλεγαν για τους παλιούς αυτοκράτορες. Για την Κάριν, η ιστορία ήταν από πολλές απόψεις πιο ζωντανή απ’ ό,τι ο πραγματικός κόσμος στον οποίο ζούσε. Η Μπιργκίτα είχε προμηθευτεί ένα χάρτη από μια κοπέλα στη ρεσεψιόν που ήταν πολύ όμορφη και μιλούσε σχεδόν τέλεια αγγλικά. Της ήρθε στο νου μια φράση: Η τρέχουσα ανάκαμψη της αγροτικής επανάστασης έχει τεράστια σπουδαιότητα. Ήταν ένα από τα αποφθέγματα του Μάο που ακουγόταν συνέχεια στις έντονες συζητήσεις που έκαναν την άνοιξη του 1968. Η τρέχουσα ανάκαμψη της αγροτικής επανάστασης έχει τεράστια σπουδαιότητα. Τα λόγια αντηχούσαν στο νου της καθώς έφευγε από το ξενοδοχείο, περνώντας από τους σιωπηλούς και πολύ νέους πρασινοντυμένους άντρες που φρουρούσαν την είσοδο. Ο δρόμος μπροστά της ήταν πλατύς, με πολλές λωρίδες. Αυτοκίνητα παντού, σχεδόν καθόλου ποδήλατα. Στο δρόμο ήταν παραταγμένα επιβλητικά κτίρια τραπεζών και ένα πενταώροφο βιβλιοπωλείο. Έξω από το κατάστημα στεκόταν κόσμος με μεγάλες πλαστικές τσάντες γεμάτες με μπουκάλια νερό. Έπειτα από μερικά βήματα η Μπιργκίτα αισθάνθηκε τη μολυσμένη ατμόσφαιρα στο λαιμό και τη μύτη της και μια μεταλλική γεύση στο στόμα. Στα οικόπεδα που δεν ήταν ήδη κτισμένα βραχίονες ψηλών γερανών βρίσκονταν σε συνεχή κίνηση. Ήταν φανερό ότι το Πεκίνο ήταν μια πόλη σε διαδικασία θεμελιακής και πυρετώδους αλλαγής. Ένας άντρας τραβούσε ένα παραφορτωμένο κάρο με άδεια κλουβιά για κοτόπουλα. Έμοιαζε να βρίσκεται σε λάθος αιώνα. Πέρα από αυτό, η Ρόσλιν θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Όταν ήμουν νέα, σκέφτηκε, φανταζόμουν αμέτρητα πλήθη Κινέζων αγροτών με πανομοιότυπα καπιτονέ ρούχα να μοχθούν με
αξίνες και φτυάρια, περιτριγυρισμένοι από επαναστάτες που τραγουδούσαν και ανέμιζαν κόκκινες σημαίες, μεταμορφώνοντας τους βραχώδεις λόφους σε γόνιμα χωράφια. Τα τεράστια πλήθη υπάρχουν ακόμη, αλλά στο Πεκίνο τουλάχιστον, στο δρόμο όπου στέκομαι τώρα, ο κόσμος δεν είναι όπως τον περίμενα. Δεν κινούνται καν με ποδήλατα. Έχουν αυτοκίνητα, και οι γυναίκες περπατούν στα πεζοδρόμια με κομψά ψηλοτάκουνα παπούτσια. Την εποχή που τα πλήθη των Σουηδών ετοιμάζονταν να συγκεντρωθούν σε πλατείες πόλεων και να ψάλουν τα αποφθέγματα του μεγάλου Κινέζου ηγέτη, στη φαντασία της Μπιργκίτα όλοι οι Κινέζοι φορούσαν πανομοιότυπες φαρδιές γκριζομπλέ στολές, όμοια κασκέτα και είχαν τα ίδια κοντοκουρεμένα μαλλιά και συνοφρυωμένα μέτωπα. Μερικές φορές, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν έπαιρνε ένα τεύχος του εικονογραφημένου περιοδικού Κίνα, ένιωθε έκπληξη βλέποντας Κινέζους με πρόσωπα που άστραφταν από υγεία και μάτια που έλαμπαν από πάθος να υψώνουν τα χέρια στον θεό που είχε κατεβεί από τον ουρανό, τον Μεγάλο Τ ιμονιέρη, τον Αιώνιο Δάσκαλο και όλα τα άλλα ονόματα που είχαν δώσει στον μυστηριώδη Μάο. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν ήταν μυστηριώδης. Αυτό θα γινόταν ξεκάθαρο καθώς περνούσε ο χρόνος. Ήταν ένας πολιτικός με εξαιρετικό αισθητήριο για όσα συνέβαιναν στη γιγάντια κινεζική αυτοκρατορία. Μέχρι την ανεξαρτησία το 1949, ήταν ένας από εκείνους τους μοναδικούς ηγέτες που βγάζει σπάνια η ανθρώπινη ιστορία. Όμως, αφότου ανέβηκε στην εξουσία, προκάλεσε τεράστια δεινά, χάος και σύγχυση. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί το γεγονός ότι, σαν ένας σύγχρονος αυτοκράτορας, είχε αναστήσει την Κίνα, που πια γινόταν σταδιακά μια παγκόσμια δύναμη. Έτσι όπως στεκόταν τώρα έξω από το αστραφτερό ξενοδοχείο με τις μαρμάρινες εισόδους και τους καλοντυμένους ρεσεψιονίστ που μιλούσαν άπταιστα αγγλικά, η Μπιργκίτ α ένιωθε σαν να είχε μεταφερθεί σε έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτα. Αυτή ήταν όντως η κοινωνία στην οποία η ανάκαμψη της αγροτικής επανάστασης ήταν ένα τόσο σημαντικό γεγονός;
Αυτό έγινε πριν από σαράντα χρόνια, σκέφτηκε. Πάνω από μία γενιά. Τότε που δελεάστηκα από ένα στοιχείο που θύμιζε θρησκευτική αίρεση η οποία προσφέρει τη λύτρωση. Δεν μας παρακίνησαν ν’ αυτοκτονήσουμε ομαδικά επειδή πλησίαζε η Μέρα της Κρίσεως, αλλά ν’ απαρνηθούμε την ατομικότητά μας για χάρη μιας συλλογικής μέθης στην καρδιά της οποίας ήταν ένα Κόκκινο βιβλίο που είχε αντικαταστήσει κάθε άλλη μορφή φώτισης. Περιείχε όλη τη σοφία του κόσμου, τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, τις εκφράσεις των κοινωνικών και πολιτικών οραμάτων που χρειαζόταν ο κόσμος για να προοδεύσει από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν και να δημιουργήσει μια για πάντα έναν επίγειο παράδεισο αντί για έναν παράδεισο σε κάποια μακρινή βασιλεία των ουρανών. Εκείνο, όμως, που δεν είχαμε αντιληφθεί ούτε στο ελάχιστο ήταν ότι τα αποφθέγματα ήταν ζωντανές λέξεις. Δεν ήταν χαραγμένα στην πέτρα. Περιέγραφαν την πραγματικότητα. Διαβάζαμε τα αποφθέγματα χωρίς να τα ερμηνεύουμε. Λες και το Κόκκινο βιβλίο ήταν μια νεκρή κατήχηση, ένα επαναστατικό λειτουργικό. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν χρειάστηκε πάνω από μία ώρα για να φτάσει στην Τ ιεν Αν Μεν – την Πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης. Ήταν η μεγαλύτερη πλατεία που είχε δει ποτ έ της. Την πλησίασε από έναν πεζόδρομο κάτω από την Τ ζιανγκουομενέι Ντάτζιε. Το μέρος ήταν γεμάτο κόσμο. Όπου κι αν γύριζε έβλεπε ανθρώπους να παίρνουν φωτογραφίες, να κουνούν σημαίες, να πουλούν μπουκάλια νερό και καρτ ποστάλ. Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω. Ο ουρανός από πάνω της ήταν θολός. Κάτι έλειπε. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι ήταν. Δεν υπήρχαν καθόλου πουλιά. Υπήρχαν, όμως, άνθρωποι που τριγύριζαν παντού, άνθρωποι που δεν θα την πρόσεχαν αν έμενε ή αν έφευγε ξαφνικά. Θυμήθηκε τις εικόνες από το 1989, όταν οι φοιτητές είχαν διαδηλώσει για να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους να σκέφτονται και να μιλούν ελεύθερα, και την τελική λύση, όταν μπήκαν τα τανκς στην πλατεία και πολλοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Εδώ στεκόταν ένας νεαρός με μια λευκή πλαστική σακούλα στο χέρι, σκέφτηκε. Όλος ο
κόσμος τον είδε στην τηλεόραση, και οι άνθρωποι παντού κρατούσαν την ανάσα τους. Στάθηκε μπροστά σε ένα τανκ και αρνήθηκε να υποχωρήσει. Σαν ένας ασήμαντος μικρός τενεκεδένιος στρατιώτης, εκπροσώπησε όλη την αντίσταση που μπορεί να εκφράσει ένας άνθρωπος. Όταν το τανκ προσπάθησε να περάσει δίπλα του, αυτός μπήκε πάλι μπροστά του. Η Μπιργκίτα δεν ήξερε τι συνέβη στο τέλος. Δεν είχε δει φωτογραφίες. Όμως, όλοι εκείνοι που συνθλίφτηκαν από τις ερπύστριες των τανκς ή πυροβολήθηκαν από τους στρατιώτες ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Αυτά τα γεγονότα ήταν η αφετηρία της δεύτερης περιόδου στη σχέση της με την Κίνα. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής της ήταν θεμελιωμένο στην πρώτη περίοδο, που άρχιζε από τη θητεία της στους «Αντάρτες», όταν επικαλούνταν τα λόγια του Μάο Τσε Τουνγκ και διακήρυτταν εξωφρενικά ότι η επανάσταση είχε αρχίσει ήδη ανάμεσα στους Σουηδούς φοιτητές το 1968, και τελείωνε με την εικόνα του νεαρού που στεκόταν μπροστά στο τανκ το 1989. Μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια είχε εξελιχθεί από νεαρή ιδεαλίστρια φοιτήτρια σε μητέρα τεσσάρων παιδιών και δικαστής. Η ιδέα της Κίνας ήταν πάντα ένα μέρος της σκέψης της. Πρώτα σαν ένα όνειρο και μετά σαν κάτι που είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν το καταλάβαινε καθόλου γιατί ήταν πολύ μεγάλο και γεμάτο αντιφάσεις. Ανακάλυψε ότι τα παιδιά της είχαν μια πολύ διαφορετική ιδέα για την Κίνα. Τη συνέδεαν με τεράστιες μελλοντικές δυνατότητες, όπως ακριβώς το όνειρο της Αμερικής είχε χαρακτηρίσει τη δική της γενιά και τη γενιά των γονιών της. Προς έκπληξή της, ο Ντάβιντ της είχε πει πρόσφατα πως, όταν έκανε παιδιά, θα προσπαθούσε να προσλάβει Κινέζα νταντά για να μάθουν τη γλώσσα. Περιπλανιόταν στην Τ ιεν Αν Μεν, κοιτάζοντας τον κόσμο που τραβούσε φωτογραφίες και τους αστυνομικούς που ήταν πανταχού παρόντες. Στο βάθος φαινόταν το κτίριο όπου το 1949 ο Μάο διακήρυξε τη γέννηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Όταν άρχισε να κρυώνει, πήρε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο. Η Κάριν είχε υποσχεθεί ν’ αποφύγει τα επίσημα γεύματα του συνεδρίου και να φάει μαζί της. Στον τελευταίο όροφο του ουρανοξύστη όπου έμεναν υπήρχε ένα
εστιατόριο. Τους έδωσαν ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο με θέα προς την αχανή πόλη. Η Μπιργκίτα της είπε για τον μεγάλο περίπατο που έκανε μέχρι την τεράστια πλατεία και τις σκέψεις της για τα νεανικά τους χρόνια. Έφαγαν κάμποσα μικρά κινέζικα πιάτα και τελείωσαν το γεύμα με τσάι. Η Μπιργκίτα έβγαλε την μπροσούρα με τους χειρόγραφους κινεζικούς χαρακτήρες που, σύμφωνα με την Κάριν, ήταν το όνομα του νοσοκομείου Λόνγκφου. «Σκοπεύω να κάνω μια επίσκεψη σε αυτό το νοσοκομείο το απόγευμα», είπε. «Γιατί;» «Είναι πάντα καλή ιδέα να έχεις να κάνεις κάτι συγκεκριμένο όταν περιπλανιέσαι σε μια πόλη που δεν γνωρίζεις. Οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Αν δεν έχεις κάποιο σχέδιο, κουράζεσαι. Δεν έχω να επισκεφτώ κανέναν, ούτε υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που θέλω να δω. Όμως, ποιος ξέρει, μπορεί να βρω μια πινακίδα με αυτούς τους χαρακτήρες πάνω της. Έτσι, θα μπορώ να γυρίσω εδώ και να σου πω ότι είχες δίκιο». Χώρισαν έξω από τα ασανσέρ. Η Κάριν έπρεπε να επιστρέψει στο συνέδριο. Η Μπιργκίτα πήγε στο δωμάτιό της στον δέκατο ένατο όροφο και ξάπλωσε για να ξεκουραστεί. Ήταν κάτι που είχε αρχίσει να το νιώθει στον πρωινό της περίπατο στους δρόμους – μια αίσθηση ατονίας που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει. Είτε ήταν περιτριγυρισμένη από κόσμο είτε ήταν μόνη σε αυτό το ανώνυμο ξενοδοχείο της γιγάντιας πόλης, ένιωθε την ταυτότητά της να ξεθωριάζει. Αν χανόταν, ποιος θα το καταλάβαινε; Ποιος θα πρόσεχε έστω και την ύπαρξή της; Είχε μια παρόμοια εμπειρία παλιότερα, όταν ήταν πολύ νέα. Ξαφνικά ένιωσε ότι έπαψε να υπάρχει, ότι έχασε την επαφή με την ταυτότητά της. Σηκώθηκε πάλι με μια ανυπομονησία και πήγε και στάθηκε στο παράθυρο. Η πόλη φαινόταν πολύ μακριά, το πλήθος, κάθε διαβάτης με τα δικά του όνειρα, που της ήταν παντελώς άγνωστα. Μάζεψε τα ρούχα που ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα πίσω της. Το μόνο που έκανε μένοντας εκεί
ήταν να ανασκαλίζει μια ανησυχία που της ήταν όλο και πιο δύσκολο ν’ αντιμετωπίσει. Έπρεπε να κινηθεί, να γνωρίσει την πόλη. Η Κάριν της είχε υποσχεθεί να την πάει σε μια παράσταση της Όπερας του Πεκίνου εκείνο το βράδυ. Σύμφωνα με το χάρτη, το Λόνγκφου ήταν αρκετά μακριά. Όμως, είχε άφθονο χρόνο. Άρχισε να περπατά στους ίσιους και φαινομενικά ατέλειωτους δρόμους, μέχρι που έφτασε στο νοσοκομείο, αφού προσπέρασε μια μεγάλη γκαλερί. Το Λόνγκφου αποτελούνταν από δύο κτίρια. Μέτρησε εφτά ορόφους, όλοι λευκοί και γκρίζοι. Τα παράθυρα στο ισόγειο είχαν κάγκελα. Τα στόρια ήταν κλειστά και στα παράθυρα υπήρχαν παλιές ζαρντινιέρες γεμάτες μαραμένα φύλλα. Τα δέντρα έξω από το νοσοκομείο ήταν γυμνά, και το καφέ μισοξεραμένο γκαζόν ήταν γεμάτο ακαθαρσίες από σκυλιά. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι το Λόνγκφου έμοιαζε περισσότερο με φυλακή παρά με νοσοκομείο. Μπήκε στον περίβολο. Ένα ασθενοφόρο πέρασε δίπλα της, μετά άλλο ένα. Δίπλα στην κύρια είσοδο υπήρχε μια επιγραφή στα κινέζικα. Τη σύγκρινε με τους χαρακτήρες της μπροσούρας. Ναι, βρισκόταν στο σωστό μέρος. Ένας γιατρός με λευκή μπλούζα στεκόταν έξω από την είσοδο, κάπνιζε και μιλούσε δυνατά στο κινητό. Η Μπιργκίτα βγήκε πάλι στο δρόμο και περιπλανήθηκε λίγο τριγύρω. Ήταν περιοχή κατοικιών και παντού έβλεπε γέροντες να κάθονται στα πεζοδρόμια και να παίζουν επιτραπέζια παιχνίδια. Όταν έφτασε στη γωνία του μεγάλου περίβολου του νοσοκομείου αντιλήφθηκε κάτι που είχε δει χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Από την άλλη μεριά του δρόμου υπήρχε ένας καινούργιος ουρανοξύστης. Έβγαλε την μπροσούρα από την τσέπη της. Έδειχνε αυτό το κτίριο. Χωρίς αμφιβολία. Στον επάνω όροφο υπήρχε μια βεράντα που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Προεξείχε από το πλάι του κτιρίου σαν πρόστεγο πλοίου. Η πρόσοψη του ουρανοξύστη ήταν καλυμμένη με φιμέ τζάμια. Έξω από την είσοδο υπήρχαν οπλισμένοι φρουροί. Μάλλον ήταν κτίριο όπου στεγάζονταν γραφεία και όχι κατοικίες. Στάθηκε πίσω από ένα δέντρο που την προστάτευε λίγο από τον παγερό άνεμο. Μερικοί άντρες βγήκαν από τις ψηλές πόρτες της εισόδου, που έμοιαζαν να είναι από ορείχαλκο, και μπήκαν σε μια
σειρά μαύρα αυτοκίνητα που τους περίμεναν. Της ήρθε μια δελεαστική σκέψη. Κοίταξε αν είχε ακόμη στην τσέπη της τη φωτογραφία του Κινέζου. Αν ο Γουάνγκ Μιν Χάο είχε κάποια σχέση με αυτό το κτίριο, μπορεί να τον αναγνώριζε ένας από τους φύλακες. Όμως, τι θα έκανε αν ο φύλακας της έλεγε ότι ο άνθρωπος της φωτογραφίας ήταν πράγματι μέσα στο κτίριο; Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει τι ήταν καλύτερο να κάνει. Πριν να έδειχνε σε κάποιον τη φωτογραφία, έπρεπε να έχει βρει μια δικαιολογία: Γιατί ρωτούσε γι’ αυτό τον άνθρωπο; Προφανώς δεν μπορούσε να μιλήσει για τους φόνους στο Χεχουεβάλεν. Όμως, ό,τι έλεγε θα έπρεπε να είναι αληθοφανές. Ένας νεαρός σταμάτησε δίπλα της. Της είπε κάτι, αλλά η Μπιργκίτα δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Μετά συνειδητοποίησε ότι μιλούσε αγγλικά. «Χάθηκες; Μπορώ να σε βοηθήσω;» «Απλώς κοιτάζω εκείνο το ωραίο κτίριο εκεί πέρα. Ξέρεις ποιανού είναι;» «Όχι», απάντησε έκπληκτος ο νεαρός. «Σπουδάζω κτηνίατρος. Δεν ξέρω τίποτα από κτίρια. Μπορώ να σε βοηθήσω; Προσπαθώ να μάθω καλύτερα αγγλικά». «Τα αγγλικά σου είναι πολύ καλά». Του έδειξε τη βεράντα που προεξείχε. «Αναρωτιέμαι ποιος ζει εκεί…» «Κάποιος που είναι πολύ πλούσιος». «Μπορείς να με βοηθήσεις;» τον ρώτησε. Έβγαλε τη φωτογραφία του Γουάνγκ Μιν Χάο. «Μπορείς να πας στους φύλακες και να τους ρωτήσεις αν ξέρουν αυτό τον άνθρωπο; Αν ρωτήσουν γιατί ρωτάς, πες ότι κάποιος σου ζήτησε να του δώσεις ένα μήνυμα». «Ποιο είναι το μήνυμα;» «Πες τους ότι θα πας να το φέρεις. Και έλα εδώ. Θα περιμένω στην είσοδο του νοσοκομείου». «Γιατί δεν τους ρωτάς εσύ;» «Ντρέπομαι. Δεν νομίζω ότι μια Δυτική γυναίκα μόνη της επιτρέπεται να ρωτά για έναν Κινέζο». «Τον ξέρεις;» «Ναι».
Η Μπιργκίτα προσπαθούσε να δείχνει ήρεμη, αλλά είχε ήδη αρχίσει να μετανιώνει για την έμπνευσή της. Όμως, ο νεαρός πήρε τη φωτογραφία και ήταν έτοιμος να φύγει. «Και κάτι ακόμα», του είπε. «Ρώτα ποιος μένει εκεί πάνω, στον τελευταίο όροφο. Μοιάζει να είναι ένα διαμέρισμα με μεγάλη βεράντα». «Με λένε Χούο», είπε ο νεαρός. «Θα ρωτήσω». «Εμένα με λένε Μπιργκίτα. Απλώς προσποιήσου ότι ρωτάς από περιέργεια». «Από πού είσαι; Από τις ΗΠΑ;» «Από τη Σουηδία. Νομίζω ότι στα κινέζικα λέγεται Ρουίντιαν». «Δεν ξέρω πού είναι». «Είναι σχεδόν αδύνατο να σου εξηγήσω». Ο νεαρός ξεκίνησε για να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, και η Μπιργκίτα γύρισε γρήγορα στην είσοδο του νοσοκομείου. Ένας γέροντας με δεκανίκια βγήκε αργά από την ανοιχτή πόρτα. Ξαφνικά η Μπιργκίτα είχε την αίσθηση ότι εκτίθεται σε κίνδυνο. Καθησύχασε τον εαυτό της κοιτάζοντας γύρω στο δρόμο, που ήταν γεμάτος κόσμο. Ο δολοφόνος μπορεί να σκότωσε τόσα άτομα στη βόρεια Σουηδία και να μην τον έπιασαν, αλλά ήταν αδύνατο να γλίτωνε αν σκότωνε μια Δυτική τουρίστρια σε ένα δρόμο γεμάτο κόσμο. Και μάλιστα μέρα μεσημέρι. Η Κίνα δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ο άντρας με τα δεκανίκια σωριάστηκε κάτω ξαφνικά. Ο νεαρός αστυνομικός που φρουρούσε την είσοδο δεν κινήθηκε. Η Μπιργκίτα αρχικά δίστασε, μετά όμως βοήθησε τον γέροντα να σηκωθεί. Άρχισε να της μιλάει ορμητικά, αλλά η Μπιργκίτα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε – δεν ήξερε καν αν ήταν ευγνώμων ή θυμωμένος. Της ήρθε μια έντονη μυρωδιά από μπαχαρικά – ή από αλκοόλ. Ο γέροντας συνέχισε να κατευθύνεται προς το δρόμο. Ο Χούο γύρισε. Έδειχνε ήρεμος και δεν κοίταζε κλεφτά γύρω του. Η Μπιργκίτα πήγε να τον συναντήσει. «Δεν τον έχει δει κανείς», της είπε. «Δεν ήξερε κανείς ποιος είναι;» «Κανείς».
«Σε ποιον έδειξες τη φωτογραφία;» «Στους φύλακες. Ήρθε και ένας άλλος μέσα από το κτίριο. Φορούσε γυαλιά ηλίου. Το προφέρω σωστά; “ Γυαλιά ηλίου”;» «Πολύ καλά. Ποιος μένει στον τελευταίο όροφο;» «Δεν απάντησαν σε αυτό». «Όμως, κάποιος ζει εκεί». «Έτσι νομίζω. Δεν τους άρεσε η ερώτηση». «Γιατί;» «Μου είπαν να φύγω». «Και τι έκανες;» Την κοίταξε έκπληκτος. «Έφυγα». Η Μπιργκίτα έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων από την τσάντα της. Στην αρχή ο νεαρός δεν ήθελε να το πάρει. Της έδωσε τη φωτογραφία του Γουάνγκ Μιν Χάο και τη ρώτησε σε ποιο ξενοδοχείο έμενε, βεβαιώθηκε ότι ήξερε πώς να γυρίσει εκεί και μετά υποκλίθηκε ευγενικά και την αποχαιρέτησε. Στο δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο η Μπιργκίτα είχε πάλι εκείνη την ιλιγγιώδη αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να την κατάπινε αυτή η ανθρώπινη μάζα και να μην την ξαναέβρισκαν ποτέ. Ζαλίστηκε τόσο πολύ που ακούμπησε σε έναν τοίχο. Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα τεϊοπ οτείο. Μπήκε μέσα, παράγγειλε τσάι και βουτήματα και προσπάθησε να πάρει μεγάλες βαθιές ανάσες. Ήταν πάλι εκείνη η αίσθηση πανικού που την έπιανε πότε πότε τα τελευταία χρόνια. Το μεγάλο ταξίδι μέχρι το Πεκίνο δεν την είχε ανακουφίσει καθόλου από τις έγνοιες που τη βάραιναν. Σκέφτηκε πάλι τον Γουάνγκ. Μπόρεσα ν’ ακολουθήσω τα ίχνη του μέχρι εκείνο τον ουρανοξύστη, σκέφτηκε, αλλά όχι παραπέρα. Πλήρωσε το λογαριασμό της, νιώθοντας έκπληξη για το μεγάλο ποσό, και μετά ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει πάλι τον ψυχρό άνεμο. Εκείνο το βράδυ πήγαν στο θέατρο που βρισκόταν μέσα στο τεράστιο ξενοδοχείο «Σιανμέν Τ ζιανγκούο». Στα καθίσματα υπήρχαν ακουστικά, αλλά η Κάριν Βίμαν είχε κανονίσει να έχουν διερμηνείς. Σε όλη την τετράωρη παράσταση, η Μπιργκίτα καθόταν γερμένη προς τη μία πλευρά και άκουγε τις συχνά ακατανόητες περιλήψεις της νεαρής διερμηνέως για όσα συνέβαιναν στη σκηνή. Η Μπιργκίτα και
η Κάριν απογοητεύτηκαν όταν αντιλήφθηκαν ότι η παράσταση αποτελούνταν από αποσπάσματα από διάφορες κλασικές Όπερες του Πεκίνου, που σίγουρα ήταν υψηλής ποιότητας, αλλά είχαν επιλεγεί ειδικά για τουρίστες. Όταν τελείωσε η παράσταση και μπόρεσαν να φύγουν επιτέλους από την παγωμένη αίθουσα, είχαν και οι δύο πιασμένο λαιμό. Έξω από το θέατρο περίμεναν να τους φέρουν το αυτοκίνητο που είχαν διαθέσει οι διοργανωτές του συνεδρίου στην Κάριν. Κάποια στιγμή, η Μπιργκίτα είχε την εντύπωση ότι είδε τον Χούο, τον νεαρό που της είχε μιλήσει νωρίτερα στα αγγλικά μπροστά από το νοσοκομείο. Έγινε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε καλά καλά να δει το πρόσωπό του πριν εξαφανιστεί πάλι. Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο τους, η Μπιργκίτα κοίταξε πάνω από τον ώμο της, αλλά δεν είδε κανέναν – ή τουλάχιστον κανέναν που να τον γνώριζε. Τη διαπέρασε ένα ρίγος. Ο φόβος που ένιωθε έμοιαζε να μην έχει αιτία. Όμως, είχε δει όντως τον Χούο έξω από το θέατρο, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Κάριν τη ρώτησε αν ήθελε ένα ποτό, και η Μπιργκίτα της απάντησε καταφατικά. Μία ώρα αργότερα η Κάριν είχε κοιμηθεί. Η Μπιργκίτα στάθηκε στο παράθυρο, κοιτάζοντας τα λαμπερά φώτα από νέον. Ανησυχούσε ακόμη. Πώς ήταν δυνατό να ήξερε ο Χούο ότι θα ήταν εκεί; Γιατί την είχε ακολουθήσει; Όταν τελικά ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στη φίλη της που κοιμόταν, είχε μετανιώσει που είχε δείξει τη φωτογραφία του Γουάνγκ Μιν Χάο. Κρύωνε. Έμεινε ξύπνια πολλές ώρες, τυλιγμένη από την ψύχρα της χειμωνιάτικης νύχτας.
23 Την επόμενη μέρα χιόνιζε κατά διαστήματα. Η Κάριν είχε σηκωθεί από τις έξι για να ελέγξει πάλι την ανακοίνωση που θα έκανε. Η Μπιργκίτα σηκώθηκε και είδε τη φίλη της σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο να διαβάζει με το φως ενός πορτατίφ. Έξω ήταν ακόμη σκοτεινά. Ένιωσε μια αόριστη ζήλια. Η Κάριν είχε διαλέξει μια ζωή με ταξίδια και επαφές με ξένες κουλτούρες. Η δική της ζωή εκτυλισσόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου με μια συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, τις αυθαίρετες αποφάσεις και τη δικαιοσύνη: Εκβάσεις που συνήθως ήταν αβέβαιες και συχνά εκνευριστικές. Η Κάριν πρόσεξε ότι η Μπιργκίτα είχε ξυπνήσει. «Χιονίζει», είπε. «Όχι πολύ, πάντως. Δεν ρίχνει ποτέ πολύ χιόνι στο Πεκίνο. Είναι σαν πούδρα, σαν κόκκοι άμμου από την έρημο». «Είσαι πολυάσχολη, βλέπω. Σηκώθηκες πολύ νωρίς». «Έχω άγχος. Θα είναι ένα σωρό κόσμος εκεί, θ’ ακούσουν αυτά που θα πω και θα ψάχνουν να βρουν λάθη». Η Μπιργκίτα ανακάθισε και κούνησε διστακτικά το κεφάλι της. «Ο λαιμός μου είναι ακόμη πιασμένος». «Οι Όπερες του Πεκίνου απαιτούν υψηλό επίπεδο σωματικής αντοχής». «Δεν θα με πείραζε να δω άλλη μία. Αλλά χωρίς διερμηνέα». Η Κάριν έφυγε λίγο μετά τις εφτά. Κανόνισαν να συναντηθούν πάλι το βράδυ. Η Μπιργκίτα κοιμήθηκε άλλη μία ώρα και μέχρι να φάει πρωινό η ώρα είχε πάει εννιά. Οι χτεσινές ανησυχίες της είχαν εξαφανιστεί. Το πρόσωπο που νόμιζε ότι είχε αναγνωρίσει έξω από το θέατρο πρέπει να ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Το εύρος των φαντασιώσεών της την ξάφνιαζε μερικές φορές, αν και θα έπρεπε να τις είχε συνηθίσει πια. Κάθισε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, όπου αθόρυβοι υπηρέτες, οπλισμένοι με φτερά ξεσκονίσματος, καθάριζαν τους μαρμάρινους κίονες. Η Μπιργκίτα δεν μπορούσε να μείνει άλλο αδρανής. Αποφάσισε να βρει ένα πολυκατάστημα για ν’ αγοράσει ένα κινέζικο
επιτραπέζιο παιχνίδι. Επίσης, είχε υποσχεθεί στον Στάφαν να του πάει μπαχαρικά. Ένας νεαρός υπάλληλος στη ρεσεψιόν τής σημείωσε στο χάρτη τη διαδρομή για ένα κατάστημα όπου θα έβρισκε ό,τι ήθελε. Η Μπιργκίτα άλλαξε χρήματα στο ξενοδοχείο και βγήκε έξω. Δεν έκανε τόσο κρύο όσο την προηγούμενη μέρα. Αραιές χιονονιφάδες στροβιλίζονταν πού και πού στον αέρα. Κάλυψε το στόμα και τη μύτη της με το κασκόλ και ξεκίνησε. Της πήρε σχεδόν μία ώρα για να φτάσει στο πολυκατάστημα. Ήταν σε ένα δρόμο που λεγόταν Γουανγκφουτζίνγκ Ντάτζιε και καταλάμβανε ένα ολόκληρο τετράγωνο. Όταν διέσχισε την επιβλητική είσοδο, αισθάνθηκε σαν να έμπαινε σε έναν γιγάντιο λαβύρινθο. Αμέσως παρασύρθηκε από το πλήθος. Παρατήρησε ότι οι Κινέζοι τής έριχναν περίεργα βλέμματα και σχολίαζαν τα ρούχα και την εμφάνισή της. Αναζήτησε μάταια κάποια επιγραφή στα αγγλικά. Καθώς πήγαινε προς μία από τις κυλιόμενες σκάλες, άκουσε μερικούς πωλητές να της απευθύνονται σε κακά αγγλικά.
Στον τρίτο όροφο βρήκε ένα τμήμα που πουλούσε βιβλία, χαρτικά και παιχνίδια. Μίλησε σε μια πωλήτρια, αλλά σε αντίθεση με το προσωπικό του ξενοδοχείου αυτή δεν ήξερε αγγλικά. Όμως, πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας, είπε κάτι και μέσα σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε δίπλα της ένας πιο ηλικιωμένος άντρας και της χαμογέλασε. «Πού μπορώ να βρω επιτραπέζια παιχνίδια;» τον ρώτησε. «Μα-τζονγκ;» Την οδήγησε σε έναν άλλο όροφο, όπου ξαφνικά βρέθηκε περικυκλωμένη από ράφια με κάθε είδους επιτραπέζια παιχνίδια. Διάλεξε δύο, ευχαρίστησε τον υπάλληλο για τη βοήθειά του και πήγε να βρει τα ταμεία. Αφού της τύλιξαν τα παιχνίδια και τα έβαλαν σε μια μεγάλη πολύχρωμη πλαστική σακούλα, η Μπιργκίτα βρήκε το δρόμο για το τμήμα τροφίμων. Της μύρισαν μπαχαρικά και γρήγορα ανακάλυψε μια μεγάλη ποικιλία σε μικρά όμορφα χάρτινα πακέτα. Αφού αγόρασε μερικά, κάθισε σε μια καφετέρια κοντά στην είσοδο. Ήπιε τσάι και έφαγε ένα κινέζικο κέικ που ήταν τόσο γλυκό που δυσκολεύτηκε να το καταπιεί. Δυο μικρά παιδιά στάθηκαν δίπλα της και την κοίταζαν, μέχρι που τα φώναξε απότομα η μητέρα τους από ένα γειτονικό τραπέζι. Λίγο πριν σηκωθεί να φύγει, η Μπιργκίτα είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Κοίταξε τριγύρω και εντόπισε κάμποσα πρόσωπα, αλλά δεν αναγνώρισε κανένα. Εκνευρισμένη από αυτές τις φανταστικές ανησυχίες της, έφυγε από το κατάστημα. Η πλαστική σακούλα ήταν βαριά, κι έτσι γύρισε στο ξενοδοχείο με ταξί. Όταν έφτασε, αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει την υπόλοιπη μέρα. Δεν θα έβλεπε την Κάριν παρά μόνο αργά το βράδυ – είχε ένα επίσημο γεύμα που θα ήθελε να το αποφύγει, αλλά δεν μπορούσε. Η Μπιργκίτα αποφάσισε να επισκεφτεί την γκαλερί που είχε δει την προηγούμενη μέρα. Ήξερε το δρόμο για να πάει εκεί. Θυμήθηκε ότι είχε δει αρκετά εστιατόρια όπου θα μπορούσε να φάει αν πεινούσε. Είχε σταματήσει να χιονίζει, και τα σύννεφα διαλύονταν στον
ουρανό. Η Μπιργκίτα ένιωθε πιο νέα, πιο δραστήρια από το πρωί. Αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε, είμαι ελεύθερη, όπως ονειρευόμαστε να γίνουμε στα νιάτα μας. Ελεύθερη, αλλά με πιασμένο λαιμό. Το κύριο κτίριο της γκαλερί έμοιαζε με τυπικό κινέζικο πύργο, με μικρές πλατφόρμες και κατασκευές που προεξείχαν στη στέγη. Οι επισκέπτες έμπαιναν από δύο μεγαλόπρεπες επιβλητικές πόρτες. Επειδή η γκαλερί ήταν πολύ μεγάλη, αποφάσισε να περιοριστεί στο ισόγειο. Εκεί γινόταν μια έκθεση για τη χρήση της τέχνης ως όπλο προπαγάνδας από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Οι περισσότεροι πίνακες είχαν το γνωστό στιλ που θυμόταν από τα εικονογραφημένα κινέζικα περιοδικά της δεκαετίας του ’60. Όμως, υπήρχαν και μερικά έργα που απεικόνιζαν τον πόλεμο και το χάος με λαμπερά χρώματα. Όπου πήγαινε, έβλεπε γύρω φρουρούς και ξεναγούς, κυρίως νέες γυναίκες με σκούρες μπλε στολές. Καμία δεν μιλούσε αγγλικά. Έμεινε μερικές ώρες στην γκαλερί. Η ώρα κόντευε τρεις όταν έφυγε, ρίχνοντας μια ματιά στο νοσοκομείο και στον ουρανοξύστη με τη βεράντα που προεξείχε. Αρκετά κοντά στην γκαλερί είδε ένα απλό εστιατόριο. Της έδωσαν ένα γωνιακό τραπέζι, αφού πρώτα τους έδειξε μερικά πιάτα με φαγητό στα τραπέζια των άλλων θαμώνων. Έδειξε επίσης ένα μπουκάλι μπίρα και, όταν άρχισε να την πίνει, κατάλαβε πόσο διψούσε. Έφαγε πάρα πολύ και μετά, για να ξεπεράσει τη νύστα που την έπιασε, ήπιε δυο φλιτζάνια δυνατό τσάι, ενώ ξεφύλλιζε τις καρτ ποστάλ με έργα τέχνης που είχε αγοράσει από την γκαλερί. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το Πεκίνο το είχε βαρεθεί, παρόλο που ήταν εκεί μόνο δύο μέρες. Ένιωθε ένταση, της έλειπε η δουλειά της και είχε την αίσθηση ότι έχανε χρόνο χωρίς λόγο. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους. Έπρεπε να βρει κάτι συγκεκριμένο να κάνει τώρα που είχε αγοράσει τα επιτραπέζια και τα μπαχαρικά. Πρώτα έπρεπε να γυρίσει στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστεί και μετά θα κατέστρωνε ένα σχέδιο – είχε άλλες τρεις μέρες, δύο από τις οποίες θα τις περνούσε μόνη. Όταν ξαναβγήκε στο δρόμο, ο ήλιος είχε εξαφανιστεί πάλι πίσω από τα σύννεφα, και η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ. Έσφιξε το
τζάκετ γύρω της και τύλιξε το στόμα και τη μύτη της με το κασκόλ. Την πλησίασε ένας άντρας, κρατώντας ένα χαρτί κι ένα μικρό ψαλίδι. Με σπασμένα αγγλικά τής ζήτησε να του επιτρέψει να κόψει τη σιλουέτα της στο χαρτί. Έβγαλε ένα ντοσιέ με πλαστικές θήκες στις οποίες είχε κι άλλες σιλουέτες που είχε φτιάξει. Η πρώτη της αντίδραση ήταν ν’ αρνηθεί, αλλά μετά άλλαξε γνώμη, έβγαλε το μάλλινο καπέλο και το κασκόλ και πόζαρε σε στάση προφίλ. Η σιλουέτα που έφτιαξε ο άγνωστος ήταν απίστευτα καλή. Της ζήτησε πέντε δολάρια, αλλά του έδωσε δέκα. Ο άντρας ήταν ηλικιωμένος και είχε μια ουλή στο ένα μάγουλο. Θα ήθελε να μάθει την ιστορία της ζωής του, αν ήταν δυνατό αυτό. Έβαλε τη σιλουέτα στην τσάντα της. Αποχαιρετίστηκαν με μια υπόκλιση και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Όταν άρχισε η επίθεση, η Μπιργκίτα δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι συνέβαινε. Αισθάνθηκε ένα χέρι να τυλίγεται γύρω από το λαιμό της και να την τραβά προς τα πίσω, ενώ ταυτόχρονα κάποιος της άρπαζε την τσάντα. Μόλις ούρλιαξε και προσπάθησε να την κρατήσει, το χέρι γύρω από το λαιμό της την έσφιξε ακόμα περισσότερο. Δέχτηκε μια γροθιά στο στομάχι και της κόπηκε η ανάσα. Σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Είχαν γίνει όλα πολύ γρήγορα, δεν κράτησαν πάνω από δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Ένας περαστικός ποδηλάτης σταμάτησε και προσπάθησε να τη σηκώσει, μαζί με μια γυναίκα που άφησε κάτω τις βαριές σακούλες με τα μπακαλικά προκειμένου να τη βοηθήσει. Όμως, η Μπιργκίτα Ρόσλιν δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τα γόνατά της λύγισαν και έχασε τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε, ήταν σε ένα φορείο μέσα σε ένα ασθενοφόρο που έτρεχε με τις σειρήνες να ουρλιάζουν. Ένας γιατρός πίεζε ένα στηθοσκόπιο στο στήθος της. Τα πάντα ήταν θολά. Θυμήθηκε ότι της έκλεψαν την τσάντα. Γιατί, όμως, ήταν σε ασθενοφόρο; Προσπάθησε να ρωτήσει τον γιατρό με το στηθοσκόπιο, αλλά αυτός απάντησε στα κινέζικα, και από τις χειρονομίες του κατάλαβε ότι της ζητούσε να ηρεμήσει και να μην κινείται. Ο λαιμός της την πονούσε. Μήπως είχε τραυματιστεί σοβαρά; Αυτή η σκέψη την τρομοκράτησε. Μπορεί να τη σκότωναν. Ο δράστης δεν δίστασε να της επιτεθεί μέρα μεσημέρι
σε ένα δρόμο γεμάτο κόσμο. Άρχισε να κλαίει. Ο γιατρός αντέδρασε παίρνοντας το σφυγμό της. Εκείνη τη στιγμή το ασθενοφόρο σταμάτησε και οι πίσω πόρτες άνοιξαν. Την έβαλαν σε άλλο φορείο με τροχούς και τη μετέφεραν σε ένα διάδρομο με πολύ δυνατά φώτα. Η Μπιργκίτα έκλαιγε ανεξέλεγκτα και δεν πρόσεξε ότι της έδωσαν ηρεμιστικό. Το φάρμακο την παρέσυρε σαν τσουνάμι, ενώ ήταν περιτριγυρισμένη από πρόσωπα Κινέζων που έμοιαζαν να κολυμπούν κι αυτοί στα ίδια νερά: Τα κεφάλια τους ανεβοκατέβαιναν στα κύματα και ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Μεγάλο Τ ιμονιέρη, καθώς πλησίαζε στην ακτή έπειτα από ένα παρατεταμένο και κοπιαστικό κολύμπι. Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, ήταν σε ένα θάλαμο με χαμηλωμένα φώτα και τραβηγμένες κουρτίνες. Ένας άντρας με στολή καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα. Όταν είδε ότι άνοιξε τα μάτια της, σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Λίγο αργότερα μπήκαν μέσα δυο άλλοι άντρες με στολή και μαζί τους ένας γιατρός που της μίλησε αγγλικά με έντονη αμερικάνικη προφορά. «Πώς νιώθετε;» «Δεν ξέρω. Είμαι κουρασμένη. Πονάει ο λαιμός μου». «Σας εξετάσαμε προσεκτικά. Επιζήσατε από το ατυχές περιστατικό χωρίς κανέναν σοβαρό τραυματισμό». «Γιατί είμαι εδώ; Θέλω να γυρίσω στο ξενοδοχείο μου». Ο γιατρός έσκυψε προς το μέρος της. «Θέλει να σας μιλήσει πρώτα η αστυνομία. Δεν μας αρέσει όταν κακομεταχειρίζονται ξένους στη χώρα μας. Ντρεπόμαστε. Πρέπει να βρεθεί αυτός που σας επιτέθηκε». «Μα δεν είδα τίποτα». «Πρέπει να μιλήσετε στην αστυνομία, όχι σ’ εμένα». Ο γιατρός σηκώθηκε και έκανε νόημα στους δύο άντρες με τη στολή, που τράβηξαν τις καρέκλες τους κοντά στο κρεβάτι και κάθισαν. Ο ένας, ο διερμηνέας, ήταν νέος, αλλά αυτός που έκανε τις ερωτήσεις ήταν γύρω στα εξήντα. Φορούσε γυαλιά με σκούρους φακούς, πράγμα που σήμαινε ότι η Μπιργκίτα δεν έβλεπε τα μάτια του. Άρχισε να της κάνει ερωτήσεις, χωρίς να της συστηθεί κανένας από τους δύο. Η Μπιργκίτα είχε την αόριστη εντύπωση ότι ο
ηλικιωμένος δεν τη συμπαθούσε καθόλου. «Πρέπει να μάθουμε τι είδατε». «Δεν είδα τίποτα. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα». «Όλοι οι μάρτυρες συμφώνησαν ότι οι δυο άντρες δεν φορούσαν μάσκες». «Δεν ήξερα καν ότι ήταν δύο». «Εσείς τι θυμάστε;» «Αισθάνθηκα ένα χέρι γύρω από το λαιμό μου. Μου επιτέθηκαν από πίσω. Μου άρπαξαν την τσάντα και με χτύπησαν στο στομάχι». «Πρέπει να μας πείτε ό,τι μπορείτε γι’ αυτούς τους δύο άντρες». «Μα δεν είδα τίποτα». «Δεν είδατε τα πρόσωπά τους;» «Όχι». «Ακούσατε τις φωνές τους;» «Δεν νομίζω ότι μίλησαν». «Τ ι έγινε λίγο πριν σας επιτεθούν;» «Κάποιος έφτιαξε τη σιλουέτα μου σε χαρτί. Τον είχα πληρώσει και ετοιμαζόμουν να φύγω». «Όταν σας έφτιαχνε τη σιλουέτα αυτός ο άνθρωπος, μήπως είδατε τίποτα τότε;» «Όπως;» «Κάποιον να περιμένει ίσως;» «Πόσες φορές θα σας το πω, δεν είδα τίποτα απολύτως». Όταν ο διερμηνέας μετέφρασε την απάντησή της, ο αστυνομικός έσκυψε προς το μέρος της και ύψωσε τη φωνή του. «Κάνουμε αυτές τις ερωτήσεις επειδή θέλουμε να πιάσουμε αυτούς που σας επιτέθηκαν και σας έκλεψαν την τσάντα. Γι’ αυτό θα πρέπει να απαντάτε χωρίς να χάνετε την ψυχραιμία σας». Τα λόγια του τη σόκαραν. «Απλώς σας λέω τι συνέβη». «Τ ι είχατε στην τσάντα σας;» «Λίγα ψιλά σε κινέζικα νομίσματα, όχι πολλά, και μερικά αμερικάνικα δολάρια. Μια χτένα, ένα μαντίλι, μερικά χάπια, ένα στιλό… Τ ίποτα σημαντικό». «Βρήκαμε το διαβατήριό σας στην εσωτερική τσέπη του σακακιού σας. Όπως φαίνεται, είστε από τη Σουηδία. Γιατί
βρίσκεστε στην Κίνα;» «Ήρθα για διακοπές, με μια φίλη». Ο πιο ηλικιωμένος από τους δύο έμεινε σκεφτικός για λίγο. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. «Δεν τη βρήκαμε τη χάρτινη σιλουέτα», είπε τελικά. «Ήταν στην τσάντα μου». «Δεν το είπατε αυτό όταν σας ρώτησα τι είχατε στην τσάντα. Υπάρχει τίποτε άλλο που ξεχάσατε;» Η Μπιργκίτα σκέφτηκε για λίγο και μετά απάντησε αρνητικά. Η ανάκριση είχε τελειώσει. Ο ηλικιωμένος αστυνομικός είπε κάτι και βγήκε από το θάλαμο. «Όταν αισθανθείτε καλύτερα, θα σας πάμε στο ξενοδοχείο σας. Θα επανέλθουμε αργότερα και θα σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα για τα αρχεία μας». Ο διερμηνέας είπε το όνομα του ξενοδοχείου της χωρίς να του το έχει αναφέρει. «Πώς ξέρετε σε ποιο ξενοδοχείο μένω; Το κλειδί ήταν στην τσάντα μου». «Τα ξέρουμε αυτά τα πράγματα». Υποκλίθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Πριν κλείσει η πόρτα, μπήκε μέσα ο γιατρός με την αμερικάνικη προφορά. «Σας χρειαζόμαστε μερικά λεπτά ακόμη», είπε. «Να κάνουμε μερικές εξετάσεις αίματος και να αξιολογήσουμε την ακτινογραφία». Το ρολόι μου, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Δεν το πήραν. Το κοίταξε. Πέντε παρά τέταρτο. «Πότε μπορώ να γυρίσω στο ξενοδοχείο;» «Σε λίγο». «Η φίλη μου θ’ ανησυχήσει πολύ αν δεν με βρει εκεί». «Θα φροντίσουμε να σας μεταφέρουμε εμείς στο ξενοδοχείο. Θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι οι επισκέπτες μας δεν απογοητεύονται από τη φιλοξενία μας, παρά τα ατυχή περιστατικά που συμβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις». Την άφησαν μόνη στο θάλαμο. Κάπου μακριά άκουσε κάποιον να ουρλιάζει, μια μοναχική κραυγή που αντήχησε στο διάδρομο. Η Ρόσλιν άρχισε να σκέφτεται όσα είχαν συμβεί. Όλο το
περιστατικό τής φαινόταν εξωπραγματικό – το ξαφνικό σοκ όταν την άρπαξαν από πίσω, η γροθιά στο στομάχι, οι περαστικοί που τη βοήθησαν. Όμως, κάτι πρέπει να είδαν, σκέφτηκε. Τους ρώτησε η αστυνομία; Ήταν ακόμη εκεί όταν έφτασε το ασθενοφόρο; Ή έφτασε πρώτη η αστυνομία; Δεν είχε ξαναδεχτεί επίθεση στη ζωή της. Την είχαν απειλήσει, αλλά δεν της είχαν επιτεθεί ποτέ. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν στη θέση του θύματος. Ένιωθε φόβο, αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν συνηθισμένη αντίδραση έπειτα από μια επίθεση. Φόβο αλλά και θυμό, μια αίσθηση ταπείνωσης, συντριβή. Και μια επιθυμία για εκδίκηση. Αυτή τη στιγμή, εκεί που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν θα διαμαρτυρόταν αν έβαζαν τους δύο δράστες της επίθεσης να γονατίσουν και τους πυροβολούσαν στο κεφάλι. Μια νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και τη βοήθησε να ντυθεί. Την πονούσε το στομάχι της και είχε μια γρατζουνιά στο γόνατο. Όταν η νοσοκόμα τής έδωσε μια χτένα και της κράτησε έναν καθρέφτη μπροστά της, η Μπιργκίτα είδε ότι ήταν πολύ χλωμή. Ώστε έτσι είμαι όταν είμαι φοβισμένη, σκέφτηκε. Δεν θα το ξεχάσω. Ο γιατρός γύρισε τη στιγμή που καθόταν πάλι στο κρεβάτι, έτοιμη να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. «Ο πόνος στο λαιμό σας θα περάσει, κατά πάσα πιθανότητα μέχρι αύριο», της είπε. «Ευχαριστώ για όσα κάνατε για μένα». Στο διάδρομο την περίμεναν τρεις αστυνομικοί. Ο ένας κρατούσε ένα τρομακτικό αυτόματο. Τη συνόδευσαν στο ασανσέρ και την έβαλαν σε ένα περιπολικό. Δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν, δεν ήξερε καν το όνομα του νοσοκομείου όπου την είχαν πάει. Σε κάποιο σημείο τής φάνηκε ότι αναγνώρισε μια πλευρά της Απαγορευμένης Πόλης, αλλά δεν ήταν σίγουρη. Ευτυχώς οι αστυνομικοί δεν άναψαν τις σειρήνες. Δεν θα ήθελε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο με τα μπλε φώτα του περιπολικού να αναβοσβήνουν. Αναγνώρισε την είσοδο του ξενοδοχείου και βγήκε από το αυτοκίνητο, το οποίο απομακρύνθηκε αμέσως, πριν η
Μπιργκίτα προλάβει καν να γυρίσει την πλάτη της. Αναρωτιόταν ακόμη πώς ήξεραν πού έμενε. Εξήγησε στη ρεσεψιόν ότι είχε χάσει το κλειδί της και της έδωσαν άλλο χωρίς κάποια ερώτηση. Η αντίδραση ήταν τόσο άμεση που η Μπιργκίτα κατάλαβε ότι ήταν προετοιμασμένοι. Η ρεσεψιονίστ χαμογέλασε. Το ξέρει, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Η αστυνομία πέρασε από ’δώ, τους ενημέρωσε για την επίθεση και τους είπε να έχουν έτοιμο άλλο κλειδί. Καθώς περπατούσε προς τα ασανσέρ, σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για την προνοητικότητά τους, αλλά αντί γι’ αυτό ένιωθε ανήσυχη. Αυτό το συναίσθημα δεν χάθηκε ούτε όταν μπήκε στο δωμάτιό της. Κατάλαβε ότι κάποιος ήταν εκεί πριν από αυτή. Η καμαριέρα είχε περάσει νωρίτερα το πρωί. Μπορεί, φυσικά, να είχε πάει για λίγο και η Κάριν για να πάρει κάτι ή ν’ αλλάξει. Όμως, τι θα εμπόδιζε την αστυνομία να κάνει μια διακριτική έρευνα; Ή και κάποιον άλλο, εδώ που τα λέμε. Εκείνο που πρόδωσε τον άγνωστο επισκέπτη ήταν η πλαστική σακούλα με τα επιτραπέζια. Παρατήρησε αμέσως ότι δεν ήταν εκεί που την είχε αφήσει. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο αργά ώστε να μην της διαφύγει τίποτα. Αλλά η σακούλα ήταν το μόνο πράγμα που το είχαν μετακινήσει και δεν το είχαν ξαναβάλει στη θέση του. Πήγε στο μπάνιο. Το νεσεσέρ της ήταν ακριβώς εκεί που το είχε αφήσει το πρωί. Δεν έλειπε τίποτα από μέσα. Βγήκε πάλι στο δωμάτιο και κάθισε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Η βαλίτσα της ήταν ανοιχτή. Σηκώθηκε και πήγε να εξετάσει το περιεχόμενο, σηκώνοντας τα ρούχα ένα ένα. Αν την είχε ψάξει κάποιος, το είχε κάνει πολύ προσεκτικά. Όταν έφτασε στον πάτο της βαλίτσας σταμάτησε επιτόπου. Εκεί θα έπρεπε να υπάρχει ένας φακός κι ένα κουτί σπίρτα. Πάντα τα έπαιρνε μαζί της στα ταξίδια. Είχε αποκτήσει αυτή τη συνήθεια ένα χρόνο πριν παντρευτεί, όταν είχαν πάει στη Μαδέρα και είχε γίνει μια διακοπή ρεύματος που κράτησε πάνω από μία μέρα. Είχε βγει για έναν βραδινό περίπατο δίπλα στους απότομους γκρεμούς στα περίχωρα του Φουνσάλ, όταν όλα σκοτείνιασαν. Της πήρε ώρες μέχρι να γυρίσει στο ξενοδοχείο ψηλαφώντας. Από τότε έπαιρνε πάντα ένα
φακό κι ένα κουτί σπίρτα στη βαλίτσα της. Ο φακός ήταν εκεί αλλά τα σπίρτα όχι. Τα σπίρτα είχαν πράσινη ετικέτα και ήταν από ένα εστιατόριο στο Χέλσινγκμποργκ. Έψαξε πάλι τα ρούχα, χωρίς, όμως, να βρει τα σπίρτα. Μήπως τα είχε βάλει στην τσάντα της; Το έκανε μερικές φορές αυτό, αλλά αυτή τη φορά δεν θυμόταν κάτι τέτοιο. Όμως, ποιος θα έπαιρνε ένα κουτί σπίρτα από ένα δωμάτιο στο οποίο έψαχνε στα κρυφά;
Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Εκείνη η τελευταία ώρα που έμεινα στο νοσοκομείο, σκέφτηκε. Από τότε είχα την αίσθηση ότι με κρατούσαν χωρίς λόγο. Τ ι εξετάσεις ήταν αυτές που περίμεναν τα αποτελέσματα; Μήπως ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ήθελαν να με έχουν περιορισμένη κάπου, όσο η αστυνομία έψαχνε το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο; Γιατί όμως; Σε τελική ανάλυση, εγώ είμαι το θύμα της ληστείας. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, και η Μπιργκίτα τινάχτηκε τρομαγμένη. Κοίταξε από το ματάκι και είδε στο διάδρομο μερικούς αστυνομικούς. Άνοιξε την πόρτα αγχωμένη. Οι αστυνομικοί τής ήταν άγνωστοι, δεν ήταν αυτοί που είχε δει στο νοσοκομείο. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα, κοντή, στην ίδια περίπου ηλικία με την Μπιργκίτα. Αυτή ανέλαβε να μιλήσει. «Θέλαμε απλώς να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι εντάξει». «Ευχαριστώ». Η αστυνομικός έδειξε ότι ήθελε να μπει στο δωμάτιο, και η Μπιργκίτα παραμέρισε. Ένας αστυνομικός στάθηκε έξω από την πόρτα κι ένας άλλος από μέσα. Η γυναίκα πήγε στις πολυθρόνες δίπλα στο παράθυρο και έβαλε ένα χαρτοφύλακα στο τραπέζι. Κάτι στη συμπεριφορά της παραξένεψε την Μπιργκίτα Ρόσλιν, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. «Θα ήθελα να δείτε μερικές φωτογραφίες. Έχουμε πληροφορίες από μερικούς μάρτυρες και ίσως ξέρουμε ποιοι σας επιτέθηκαν». «Μα δεν είδα τίποτα. Μόνο ένα μπράτσο ίσως. Πώς να αναγνωρίσω ένα μπράτσο;» Η αστυνομικός δεν την άκουγε. Έβγαλε μερικές φωτογραφίες και τις έβαλε στο τραπέζι μπροστά στην Μπιργκίτα Ρόσλιν. Όλες έδειχναν άντρες νεαρής ηλικίας. «Μπορεί να είδατε κάτι χωρίς να το συνειδητοποιήσετε». Προφανώς δεν είχε νόημα να διαμαρτύρεται. Ξεφύλλισε τις φωτογραφίες και σκέφτηκε ότι αυτοί οι νέοι μπορεί τελικά να είχαν διαπράξει ένα έγκλημα για το οποίο θα τιμωρούνταν με εκτέλεση.
Φυσικά, δεν αναγνώρισε κανέναν. «Δεν τους έχω ξαναδεί ποτέ». «Είστε σίγουρη;» «Ναι». «Κανέναν;» «Κανέναν». Η αστυνομικός έβαλε πάλι τις φωτογραφίες στο χαρτοφύλακα. Η Μπιργκίτα πρόσεξε ότι τα νύχια της ήταν φαγωμένα. «Θα τους πιάσουμε τους δράστες της επίθεσης», είπε η γυναίκα. «Πόσο θα μείνετε ακόμη στο Πεκίνο;» «Τ ρεις μέρες». Η αστυνομικός κατένευσε, υποκλίθηκε κι έφυγε. Το ήξερες αυτό, σκέφτηκε η Μπιργκίτα, καθώς έβαζε την αλυσίδα ασφαλείας. Ότι θα έμενα άλλες τρεις μέρες. Γιατί να με ρωτήσεις κάτι που το ξέρεις ήδη; Δεν μπορείτε να με ξεγελάσετε τόσο εύκολα. Έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε ότι έπρεπε να τηλεφωνήσει σπίτι. Όταν ξύπνησε, έξω είχε σκοτεινιάσει. Ο πόνος στο λαιμό της άρχιζε να υποχωρεί. Όμως, η επίθεση φαινόταν πιο απειλητική τώρα. Είχε μια παράξενη αίσθηση ότι τα χειρότερα δεν είχαν συμβεί ακόμη. Έβγαλε το κινητό της και πήρε στο Χέλσινγκμποργκ. Ο Στάφαν δεν ήταν σπίτι και δεν απάντησε ούτε στο κινητό. Του άφησε μήνυμα. Μετά σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στα παιδιά της, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Εξέτασε για άλλη μια φορά νοερά το περιεχόμενο της τσάντας της. Είχε χάσει εξήντα δολάρια. Όμως, τα περισσότερα μετρητά τα είχε κλειδωμένα στο μικρό χρηματοκιβώτιο στην ντουλάπα. Σηκώθηκε και πήγε να το ελέγξει. Ήταν ακόμη κλειδωμένο. Πληκτρολόγησε τον κωδικό και εξέτασε το περιεχόμενο. Δεν έλειπε τίποτα. Έκλεισε το χρηματοκιβώτιο και το κλείδωσε πάλι. Ακόμη προσπαθούσε να καταλάβει τι την είχε παραξενέψει στη συμπεριφορά της αστυνομικού. Στάθηκε δίπλα στην πόρτα και προσπάθησε να επαναφέρει τη σκηνή στη μνήμη της. Τ ίποτα. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι. Σκέφτηκε τις φωτογραφίες που είχε βγάλει η αστυνομικός από το χαρτοφύλακα. Ξαφνικά η Μπιργκίτα ανακάθισε. Άνοιξε την πόρτα μετά το
χτύπημα. Η αστυνομικός τής έδειξε ότι ήθελε να μπει μέσα, και η Μπιργκίτα παραμέρισε. Μετά η αστυνομικός πήγε κατευθείαν στις πολυθρόνες δίπλα στο παράθυρο. Δεν έριξε καν μια ματιά στην ανοιχτή πόρτα του μπάνιου ή στο μέρος του δωματίου με το μεγάλο διπλό κρεβάτι. Μόνο μία εξήγηση υπήρχε. Η αστυνομικός είχε ξαναβρεθεί στο δωμάτιο. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει γύρω της, ήξερε ήδη πού βρίσκονταν τα πάντα. Η Μπιργκίτα κοίταξε το τραπέζι όπου είχε ακουμπήσει η αστυνομικός το χαρτοφύλακα και τις φωτογραφίες. Δεν είχε αναγνωρίσει κανένα από τα πρόσωπα που της είχαν δείξει. Όμως, αυτό ήθελε να ελέγξει πραγματικά η αστυνομικός; Ότι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν στις φωτογραφίες; Το ερώτημα δεν ήταν αν θα μπορούσε να αναγνωρίσει κάποιον από τους δράστες της επίθεσης. Το αντίθετο. Η αστυνομία ήθελα να βεβαιωθεί πως όντως δεν είχε δει τίποτα. Γιατί όμως; Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο. Μια σκέψη που είχε κάνει όσο ήταν ακόμη στο Χούντικσβαλ επέστρεψε στο μυαλό της. Αυτό που συνέβη είναι σοβαρό, πολύ σοβαρό για να το χειριστώ μόνη μου, σκέφτηκε. Ο φόβος την κυρίευσε τόσο απότομα που την έπιασε εντελώς απροετοίμαστη. Πέρασε πάνω από μία ώρα μέχρι να βρει το κουράγιο να πάρει το ασανσέρ και να κατέβει στην τραπεζαρία. Πριν διασχίσει τη γυάλινη πόρτα, κοίταξε γύρω της. Όμως, δεν υπήρχε κανείς.
24 Η Μπιργκίτα έκλαιγε στον ύπνο της. Η Κάριν ανακάθισε και την άγγιξε απαλά στον ώμο για να την ξυπνήσει. Η Κάριν είχε επιστρέψει πολύ αργά το βράδυ. Η Μπιργκίτα δεν
ήθελε να μείνει ξύπνια για πολλές ώρες, κι έτσι είχε πάρει ένα από τα υπνωτικά χάπια που χρησιμοποιούσε σπάνια, αλλά τα είχε πάντα μαζί της. «Πρέπει να έβλεπες κάποιο όνειρο», είπε η Κάριν. «Κάτι λυπηρό που σε έκανε να κλάψεις». Η Μπιργκίτα δεν θυμόταν να είχε δει κανένα όνειρο. Το εσωτερικό τοπίο από το οποίο μόλις είχε επιστρέψει ήταν εντελώς άδειο. «Τ ι ώρα είναι;» «Κοντεύει πέντε. Είμαι κουρασμένη, πρέπει να κοιμηθώ λίγο ακόμη. Γιατί έκλαιγες;» «Δεν ξέρω. Μάλλον θα είδα κάποιο όνειρο, παρόλο που δεν το θυμάμαι». Η Κάριν ξάπλωσε πάλι και σε λίγο αποκοιμήθηκε. Η Μπιργκίτα σηκώθηκε και άνοιξε λίγο τις κουρτίνες. Είχε αρχίσει η πρωινή κίνηση στους δρόμους. Μερικές σημαίες που πλατάγιζαν στους ιστούς τους έδειχναν ότι στο Πεκίνο φυσούσε γι’ άλλη μια μέρα. Ο φόβος που είχε νιώσει μετά την επίθεση επανήλθε. Όμως, αποφάσισε να τον καταπολεμήσει, όπως είχε κάνει όταν την είχαν απειλήσει στη δουλειά της. Διέτρεξε πάλι με το νου της όσα είχαν συμβεί και αυτή τη φορά τα εξέτασε όλα όσο πιο κριτικά μπορούσε. Τελικά, της έμεινε μια αμήχανη αίσθηση ότι η φαντασία της είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Υποψιαζόταν συνωμοσίες παντού, δημιουργώντας φανταστικές διασυνδέσεις ανάμεσα σε γεγονότα που στην πραγματικότητα ήταν ασύνδετα. Της επιτέθηκαν και της άρπαξαν την τσάντα. Τ ώρα δεν μπορούσε να διανοηθεί γιατί να είναι αναμειγμένη η αστυνομία στην επίθεση. Σίγουρα έκαναν απλώς ό,τι μπορούσαν για να τη βοηθήσουν. Μήπως έκλαιγε για τον εαυτό της και τις φαντασιώσεις της; Άναψε το πορτατίφ και το έγειρε προς τα πίσω για να μην πέφτει το φως προς την πλευρά της Κάριν. Μετά άρχισε να ξεφυλλίζει τον οδηγό του Πεκίνου που είχε πάρει μαζί της. Τσέκαρε στο περιθώριο αυτά που ήθελε να δει τις ημέρες που της απέμεναν. Πρώτα ήθελε να επισκεφτεί την Απαγορευμένη Πόλη, για την οποία είχε διαβάσει πολλά και τη γοήτευε πάρα πολύ από τότε που άρχισε να την
ενδιαφέρει η Κίνα. Μια άλλη μέρα ήθελε να επισκεφτεί έναν από τους βουδιστικούς ναούς της πόλης. Αυτή και ο Στάφαν συμφωνούσαν συχνά ότι, αν κατά τύχη ένιωθαν ποτέ την ανάγκη να γνωρίσουν καλύτερα τον πνευματικό κόσμο, ο Βουδισμός ήταν η μόνη θρησκεία που θα εξέταζαν. Ο Στάφαν της είχε επισημάνει ότι ήταν η μοναδική θρησκεία που δεν είχε κάνει ποτέ πόλεμο ούτε είχε καταφύγει στη βία για να διαδώσει το μήνυμά της. Το γεγονός ότι ο Βουδισμός αναγνώριζε μόνο τον θεό που υπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στον καθένα ήταν πολύ σημαντικό για την Μπιργκίτα. Η κατανόηση των δογμάτων του σημαίνει ότι βαθμιαία κανείς αφυπνίζεται και συνειδητοποιεί αυτό τον θεό που έχει μέσα του. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι και κοιμήθηκε μερικές ώρες ακόμα. Όταν ξύπνησε, είδε την Κάριν γυμνή να τεντώνεται και να χασμουριέται στη μέση του δωματίου. Μια παλιά «Αντάρτισσα» με ένα σώμα που είναι ακόμη πολύ καλοδιατηρημένο, σκέφτηκε. «Να κι ένα ωραίο θέαμα», είπε. Η Κάριν ξαφνιάστηκε, σαν να την είχαν πιάσει να κάνει κάτι κακό. «Νόμιζα ότι κοιμόσουν». «Πριν από ένα λεπτό ξύπνησα. Κι αυτή τη φορά χωρίς να κλαίω». «Είδες κανένα όνειρο;» «Μάλλον. Αλλά δεν θυμάμαι τίποτα. Τα όνειρα ξέφυγαν και κρύφτηκαν. Σίγουρα θα είδα ότι ήμουν σε εφηβική ηλικία και είχα ατυχήσει στον έρωτα». «Εγώ δεν βλέπω ποτέ όνειρα για τα νεανικά μου χρόνια. Αλλά μερικές φορές φαντάζομαι τον εαυτό μου πολύ γερασμένο». «Δεν απέχουμε πολύ από αυτή την κατάσταση». «Όχι ακόμη. Προς το παρόν απλώς συγκεντρώνομαι σε διαλέξεις που ελπίζω ότι θα είναι ενδιαφέρουσες». Μπήκε στο μπάνιο και όταν ξαναβγήκε ήταν ντυμένη. Η Μπιργκίτα δεν της είχε πει ακόμη για την επίθεση. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να το κρατήσει μυστικό. Ανάμεσα σε όλα τα άλλα συναισθήματα που της προκαλούσε το συμβάν ήταν και μια αίσθηση ντροπής, λες και θα έπρεπε να είχε αποφύγει αυτό που έγινε. Συνήθως είχε επίγνωση τι συνέβαινε γύρω της. «Θα αργήσω το ίδιο και απόψε», είπε η Κάριν. «Αλλά το συνέδριο
θα τελειώσει αύριο. Και τότε θα είναι η σειρά μας». «Έχω κάνει ένα σωρό λίστες», είπε η Μπιργκίτα. «Σήμερα θα πάω στην Απαγορευμένη Πόλη». «Εκεί ζούσε ο Μάο», είπε η Κάριν. «Μερικοί υποστηρίζουν ότι προσπάθησε συνειδητά να μιμηθεί έναν από τους παλιούς αυτοκράτορες. Κατά πάσα πιθανότητα τον Τσιν, για τον οποίο μιλάμε στο συνέδριο καθημερινά. Αλλά νομίζω ότι αυτά είναι κακόβουλες συκοφαντίες. Πολιτικές συκοφαντίες». «Σίγουρα το πνεύμα του πλανάται πάνω απ’ όλο το συνέδριο», είπε η Μπιργκίτα. «Φύγε τώρα. Δούλεψε καλά και σκέψου έξυπνα». Η Κάριν έφυγε γεμάτη ενεργητικότητα. Η Μπιργκίτα, αντί να ενδώσει στο φθόνο, πετάχτηκε από το κρεβάτι, έκανε μερικές κάμψεις με μισή καρδιά και ετοιμάστηκε να περάσει μια μέρα στο Πεκίνο χωρίς συνωμοσίες ή ανήσυχα βλέμματα πάνω από τον ώμο της. Αφιέρωσε το πρωινό της στην εξερεύνηση του μυστηριώδους λαβυρίνθου της Απαγορευμένης Πόλης. Στο τείχος με το έντονο ροζ χρώμα, πάνω από τη μεσαία πύλη την οποία κάποτε χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι αυτοκράτορες, κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο του Μάο. Η Μπιργκίτα πρόσεξε ότι όλοι οι Κινέζοι που περνούσαν από την κόκκινη πύλη άγγιζαν τις χρυσές βάσεις της. Υπέθεσε ότι μάλλον ήταν κάποια πρόληψη. Ίσως η Κάριν να μπορούσε να της το εξηγήσει. Περπάτησε πάνω στις φθαρμένες πέτρες που σκέπαζαν τον εσωτερικό περίβολο του παλατιού και θυμήθηκε πως όταν ήταν «Αντάρτισσα» είχε διαβάσει ότι η Απαγορευμένη Πόλη έχει 9.999 και μισό δωμάτια. Επειδή ο Ουράνιος Θεός είχε 10.000 δωμάτια, ο Ουράνιος Γιος του, ο αυτοκράτορας, δεν μπορούσε να έχει περισσότερα. Αμφέβαλλε, όμως, αν αυτό ήταν αλήθεια. Παρά τον κρύο άνεμο, υπήρχαν πολλοί επισκέπτες. Οι περισσότεροι ήταν Κινέζοι, που κινούνταν με ευλάβεια μέσα στα δωμάτια στα οποία οι πρόγονοί τους δεν μπορούσαν να μπουν. Τ ι τεράστια επανάσταση ήταν αυτή, σκέφτηκε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Όταν ένας λαός ελευθερώνεται, κάθε άτομο αποκτά το δικαίωμα να κάνει τα δικά του όνειρα και έχει πλέον πρόσβαση στα απαγορευμένα δωμάτια μέσα στα οποία είχε γεννηθεί η καταπίεση.
Ένας στους πέντε ανθρώπους στον κόσμο είναι Κινέζος. Όταν συγκεντρώνονται τα μέλη της οικογένειάς μου, αν ήμαστε όλος ο κόσμος, ο ένας από εμάς θα ήταν Κινέζος. Έτσι, τελικά είχαμε δίκιο όταν ήμαστε νέοι. Οι κόκκινοι επαναστάτες προφήτες μας, και ο Μοζές ακόμα, που ήταν ο πιο μορφωμένος θεωρητικά, μας υπενθύμιζαν ξανά και ξανά ότι ήταν αδύνατο να συζητήσεις για το μέλλον χωρίς να λάβεις υπόψη την Κίνα. Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από την Απαγορευμένη Πόλη, ανακάλυψε έκπληκτη ένα καφέ αμερικανικής αλυσίδας. Η κραυγαλέα επιγραφή του κρεμόταν σε έναν τοίχο από κόκκινα τούβλα. Η Μπιργκίτα κάθισε εκεί για να δει πώς αντιδρούσαν οι Κινέζοι όταν περνούσαν από εκεί. Μερικοί σταματούσαν και έδειχναν, άλλοι έμπαιναν μέσα, αλλά οι περισσότεροι δεν πρόσεχαν καν αυτό το καφέ που, για την Μπιργκίτα, ήταν μια απαράδεκτη ιεροσυλία. Η Κίνα είχε μετατραπεί γι’ αυτήν σε ένα διαφορετικό είδος μυστηρίου από τότε που προσπάθησε για πρώτη φορά να κατανοήσει το Μέσο Βασίλειο. Αυτό, όμως, δεν είναι σωστό, σκέφτηκε. Είναι δυνατό να καταλάβει κανείς πώς γίνεται να υπάρχει ένα αμερικανικό καφέ στην Απαγορευμένη Πόλη αν λάβει υπόψη του πώς εξελίσσεται ο κόσμος. Έφαγε σε ένα μικρό εστιατόριο και ένιωσε πάλι μεγάλη έκπληξη όταν είδε πόσο ακριβός ήταν ο λογαριασμός. Μετά αποφάσισε να προσπαθήσει να βρει μια αγγλική εφημερίδα στο ξενοδοχείο και να πιει έναν καφέ στο μπαρ στην τεράστια ρεσεψιόν. Βρήκε ένα φύλλο της Guardian στο κιόσκι των εφημερίδων και κάθισε σε μια γωνία όπου υπήρχε ένα αναμμένο τζάκι. Μερικοί Αμερικανοί τουρίστες σηκώθηκαν όρθιοι και ανακοίνωσαν, φωνάζοντας πολύ δυνατά, ότι θα πήγαιναν στο Σινικό Τείχος. Η Μπιργκίτα τους αντιπάθησε αμέσως. Πότε θα πήγαινε κι αυτή να δει το Τείχος; Ίσως η Κάριν να είχε χρόνο την τελευταία μέρα πριν από το ταξίδι της επιστροφής. Πώς είναι δυνατό να πας στην Κίνα και να μη δεις το Τείχος, το οποίο, σύμφωνα με τον σύγχρονο θρύλο, είναι μία από τις ελάχιστες ανθρώπινες κατασκευές που φαίνονται από το διάστημα; Πρέπει να πάω στο Τείχος, σκέφτηκε. Σίγουρα η Κάριν θα το έχει δει, αλλά θα πρέπει να το ξαναδεί για χάρη μου.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μια γυναίκα μπροστά στο τραπέζι της. Ήταν στην ίδια περίπου ηλικία με την Μπιργκίτα και είχε μαύρα στιλπνά μαλλιά. Χαμογέλασε δίνοντας μια επιβλητική αίσθηση αξιοπρέπειας. Απευθύνθηκε στην Μπιργκίτα Ρόσλιν με άπταιστα αγγλικά. «Η κυρία Ρόσλιν;» «Ναι». «Θα σας πείραζε να καθίσω; Έχω κάτι σημαντικό να σας πω». «Παρακαλώ». Η γυναίκα φορούσε ένα σκούρο μπλε κοστούμι που πρέπει να ήταν πολύ ακριβό. Κάθισε. «Λέγομαι Χονγκ Τσόου», είπε. «Δεν θα τολμούσα να σας ενοχλήσω αν δεν είχα να σας μιλήσω για κάτι πολύ σημαντικό». Έκανε ένα διακριτικό νόημα σε έναν άντρα που περίμενε στο βάθος. Αυτός πλησίασε και άφησε πάνω στο τραπέζι την τσάντα της Μπιργκίτα σαν να ήταν ένα τρομερά πολύτιμο δώρο. Μετά υποκλίθηκε και αποσύρθηκε. Η Μπιργκίτα κοίταξε τη Χονγκ Τσόου έκπληκτη. «Η αστυνομία βρήκε την τσάντα σας», είπε η Χονγκ Τσόου. «Είναι ταπεινωτικό για εμάς να έχει εκτεθεί ένας επισκέπτης μας σε ένα τόσο ατυχές περιστατικό, και έτσι μου ζητήθηκε να σας την επιστρέψω». «Είστε αστυνομικός;» Η Χονγκ Τσόου συνέχισε να χαμογελά. «Όχι βέβαια. Αλλά μερικές φορές μου ζητούν να εκτελέσω ορισμένες υπηρεσίες για τις Αρχές. Λείπει τίποτα;» Η Μπιργκίτα άνοιξε την τσάντα της. Όλα ήταν εκεί, εκτός από τα χρήματα. Επίσης, προς μεγάλη της έκπληξη, ανακάλυψε ότι το σπιρτόκουτο που δεν είχε βρει στη βαλίτσα ήταν στην τσάντα της. «Λείπουν τα χρήματα». «Είμαστε σίγουροι ότι θα πιάσουμε τους εγκληματίες. Θα τιμωρηθούν αυστηρά». «Όμως, ελπίζω ότι δεν θα καταδικαστούν σε θάνατο, έτσι δεν είναι;» Στο πρόσωπο της Χονγκ Τσόου φάνηκε μια σχεδόν αδιόρατη
αντίδραση, αλλά η Μπιργκίτα την πρόσεξε. «Οι νόμοι μας είναι αυστηροί. Αν έχουν διαπράξει σοβαρά αδικήματα στο παρελθόν, μπορεί και να τιμωρηθούν με τη θανατική ποινή. Αν, όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν αλλάξει, μπορεί να τιμωρηθούν μόνο με φυλάκιση». «Ωστόσο, τι γίνεται αν δεν εκφράσουν μεταμέλεια;» Η απάντηση ήταν θολή. «Οι νόμοι μας είναι ξεκάθαροι και σαφείς. Όμως, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Βγάζουμε αποφάσεις σύμφωνα με τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες κάθε υπόθεσης. Οι τιμωρίες δεν μπορούν ποτέ να καθορίζονται με βάση κάποιους κανόνες ρουτίνας». «Εργάζομαι στον τομέα της Δικαιοσύνης, είμαι δικαστής. Μόνο ένα τρομερά πρωτόγονο νομικό σύστημα μπορεί να καταφεύγει στη θανατική ποινή, η οποία σπάνια έχει προληπτική επιρροή». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν μετάνιωσε για τα αδιάκριτα σχόλιά της. Η Χονγκ Τσόου την άκουγε με προσοχή, αλλά το χαμόγελό της είχε εξαφανιστεί. Μια σερβιτόρα τούς πλησίασε, αλλά η Χονγκ Τσόου την έδιωξε με ένα αρνητικό νεύμα. Η Ρόσλιν είχε την εντύπωση ότι επαναλαμβανόταν το ίδιο πράγμα: Η Χονγκ Τσόου δεν αντέδρασε όταν άκουσε ότι η Μπιργκίτα ήταν δικαστής – το ήξερε ήδη. Σε αυτή τη χώρα ξέρουν τα πάντα για μένα, σκέφτηκε. Ή μήπως το φαντάζομαι; «Φυσικά, είμαι ικανοποιημένη που έχω πάρει πίσω την τσάντα μου. Όμως, πρέπει να καταλάβετε ότι έχω εκπλαγεί με τον τρόπο που έγιναν όλ’ αυτά. Μου φέρνετε την τσάντα, αλλά δεν είστε αστυνομικός – δεν ξέρω τι είστε και ποια είστε. Συνελήφθησαν αυτοί που έκλεψαν την τσάντα μου ή μήπως παρανόησα αυτά που είπατε; Τη βρήκε κάποιος άλλος, αφού την πέταξαν οι κλέφτες;» «Δεν έχει συλληφθεί κανείς, αλλά η αστυνομία έχει τις υποψίες της. Η τσάντα βρέθηκε κοντά στο σημείο όπου κλάπηκε». Η Χονγκ Τσόου πήγε να σηκωθεί, αλλά η Μπιργκίτα τη σταμάτησε. «Πες μου ποια είσαι. Μια άγνωστη γυναίκα εμφανίζεται ξαφνικά και επιστρέφει την τσάντα μου». «Εργάζομαι σε θέματα ασφαλείας. Επειδή μιλάω και αγγλικά και γαλλικά, μερικές φορές μου ζητούν να εκτελέσω ορισμένα
καθήκοντα». «Ασφάλεια; Ώστε είσαι αστυνομικός. Παρ’ όλα όσα είπες». «Όχι», είπε η Χονγκ Τσόου. «Η ασφάλεια πάει πέρα από τα όρια ευθύνης της αστυνομίας. Φτάνει πιο βαθιά, στις ίδιες τις ρίζες της κοινωνίας. Σίγουρα το ίδιο ισχύει και στη δική σου χώρα». «Ποιος σου ζήτησε να με βρεις και να μου επιστρέψεις την τσάντα μου;» «Ένας αξιωματούχος στο κεντρικό γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων του Πεκίνου». «Απολεσθέντων αντικειμένων; Ποιος παρέδωσε την τσάντα μου;» «Δεν ξέρω». «Πώς ήταν δυνατό να ήξερε ότι η τσάντα ήταν δική μου; Δεν περιέχει καμία ταυτότητα ή οτιδήποτε με το όνομά μου». «Υποθέτω ότι τον ενημέρωσαν οι αστυνομικές Αρχές που ερεύνησαν την υπόθεση». «Θέλεις να πεις ότι υπάρχουν πολλά τμήματα που ασχολούνται με ληστείες;» «Είναι φυσικό να συνεργάζονται αστυνομικοί με διαφορετικές ειδικότητες». «Για να βρουν μια χαμένη τσάντα;» «Για να διαλευκάνουν μια σοβαρή επίθεση σε βάρος μιας επισκέπτριας στη χώρα μας». Κάνει συνέχεια κύκλους, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Δεν θα της αποσπάσω ποτέ μια αληθινή απάντηση. «Είμαι δικαστής», είπε πάλι η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Θα μείνω στο Πεκίνο μερικές μέρες ακόμα. Επειδή φαίνεται να γνωρίζεις τα πάντα για μένα, δεν χρειάζεται βέβαια να σου πω ότι έχω έρθει εδώ με μια φίλη μου, που μιλά όλη μέρα για τον πρώτο σας αυτοκράτορα σε ένα διεθνές συνέδριο». «Οι γνώσεις σχετικά με τη δυναστεία Τσιν είναι σημαντικές για να κατανοήσει κανείς τη χώρα μου. Αλλά κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι γνωρίζω πολλά πράγματα για σένα, ποια είσαι και γιατί ήρθες στο Πεκίνο». «Αφού μπόρεσες να μου φέρεις την τσάντα που είχα χάσει, θα σου ζητήσω μια συμβουλή. Τ ι πρέπει να κάνω για να μπορέσω να μπω σε
ένα κινεζικό δικαστήριο; Δεν χρειάζεται να είναι κάποια σημαντική δίκη, απλώς θέλω να παρακολουθήσω τη διαδικασία και ίσως να κάνω μερικές ερωτήσεις». «Μπορώ να το κανονίσω για αύριο. Και να έρθω μαζί σου».
Η άμεση απάντηση ξάφνιασε την Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Δεν θέλω να γίνω βάρος. Φαντάζομαι ότι έχεις πολλά να κάνεις». «Κάνω ό,τι αποφασίζω ότι είναι σημαντικό». Η Χονγκ Τσόου σηκώθηκε. «Θα επικοινωνήσω μαζί σου αργότερα το απόγευμα για να σε ειδοποιήσω πού θα συναντηθούμε αύριο». Η Μπιργκίτα ήταν έτοιμη να της πει τον αριθμό του δωματίου της, αλλά μετά σκέφτηκε ότι η Χονγκ Τσόου σίγουρα τον γνώριζε ήδη. Την παρακολούθησε καθώς διέσχιζε το μπαρ προς την έξοδο. Ο άντρας που κρατούσε την τσάντα της και ένας ακόμα την πλησίασαν και βγήκαν και οι τρεις έξω. Η Μπιργκίτα κοίταξε την τσάντα της και γέλασε. Υπάρχει μια είσοδος, σκέφτηκε, και υπάρχει και μια έξοδος. Μια τσάντα χάνεται και μετά βρίσκεται πάλι. Όμως, δεν έχω ιδέα για το τι ακριβώς έγινε ενδιάμεσα. Κινδυνεύω να μην μπορώ σε λίγο να διακρίνω τι συμβαίνει στη φαντασία μου και τι στην πραγματικότητα. Η Χονγκ Τσόου τηλεφώνησε μία ώρα αργότερα, αμέσως μόλις η Μπιργκίτα είχε επιστρέψει στο δωμάτιό της. Τ ίποτα δεν την εξέπληττε πια. Ήταν λες και αόρατοι άνθρωποι παρακολουθούσαν κάθε κίνησή της και ήξεραν πού βρισκόταν ανά πάσα στιγμή. Όπως τώρα. Μπήκε στο δωμάτιο, και το τηλέφωνο χτύπησε αμέσως. «Αύριο το πρωί στις εννιά», είπε η Χονγκ Τσόου. «Πού;» «Θα περάσω να σε πάρω. Θα επισκεφτούμε ένα δικαστήριο σε ένα προάστιο του Πεκίνου. Το διάλεξα γιατί αύριο έχει υπηρεσία γυναίκα δικαστής». «Σου είμαι ευγνώμων». «Θέλω να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να σε αποζημιώσω για το ατυχές περιστατικό». «Το έχεις κάνει ήδη αυτό. Αισθάνομαι ότι περιβάλλομαι από φύλακες αγγέλους». Μετά το τηλεφώνημα η Μπιργκίτα άδειασε την τσάντα της στο
κρεβάτι. Της ήταν ακόμη δύσκολο να δεχτεί ότι τα σπίρτα ήταν εκεί και όχι στη βαλίτσα της. Άνοιξε το σπιρτόκουτο. Ήταν μισοάδειο. Κάποιος καπνίζει, σκέφτηκε. Το σπιρτόκουτο ήταν γεμάτο όταν το έβαλα στη βαλίτσα μου. Έβγαλε τα σπίρτα και κοίταξε μέσα. Δεν ήξερε τι περίμενε να βρει. Είναι απλώς ένα σπιρτόκουτο, σκέφτηκε. Ένιωσε άσχημα, καθώς έβαλε πάλι τα σπίρτα στο κουτί και το έριξε στην τσάντα της. Το παράκανε πάλι. Η φαντασία της οργίαζε. Αφιέρωσε την υπόλοιπη μέρα σε έναν βουδιστικό ναό και ένα παρατεταμένο δείπνο σε ένα εστιατόριο όχι μακριά από το ξενοδοχείο. Όταν η Κάριν μπήκε ακροπατώντας στο δωμάτιό τους, κοιμόταν και απλώς άλλαξε πλευρό μόλις η φίλη της άναψε το φως. Την επόμενη μέρα ξύπνησαν μαζί. Η Κάριν έπρεπε να είχε σηκωθεί νωρίτερα, κι έτσι το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να της πει ότι το συνέδριο θα τελείωνε στις δύο το μεσημέρι. Μετά θα ήταν ελεύθερη. Η Μπιργκίτα την ενημέρωσε ότι θα επισκεπτόταν ένα κινεζικό δικαστήριο, αλλά και πάλι δεν της είπε τίποτα για την επίθεση. Η Χονγκ Τσόου την περίμενε στη ρεσεψιόν. Φορούσε ένα λευκό γούνινο παλτό. Η Μπιργκίτα ένιωσε ενοχλητικά κακοντυμένη δίπλα της. Όμως, η Χονγκ Τσόου πρόσεξε ότι φορούσε ζεστά ρούχα. «Συχνά κάνει κρύο στα δικαστήριά μας», είπε. «Όπως και στα θέατρα;» Η Χονγκ Τσόου χαμογέλασε. Δεν ήξερε, βέβαια, ότι πήγαμε στην Όπερα πριν από μερικά βράδια, σκέφτηκε η Μπιργκίτα – ή μήπως το ήξερε; «Η Κίνα είναι ακόμη πολύ φτωχή χώρα. Προσεγγίζουμε το μέλλον με μεγάλη ταπεινοφροσύνη και σκληρή δουλειά». Δεν είναι όλοι φτωχοί, σκέφτηκε κυνικά η Μπιργκίτα. Ακόμα και το δικό μου ανεκπαίδευτο μάτι μπορεί να δει ότι η γούνα σου είναι γνήσια και τρομερά ακριβή. Ένα αμάξι με σοφέρ περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Η Μπιργκίτα αισθάνθηκε μια αόριστη απροθυμία να μπει μέσα. Τ ι ήξερε πραγματικά γι’ αυτή τη γυναίκα και έμπαινε μαζί της σε ένα αμάξι με έναν άγνωστο άντρα στο τιμόνι; Έπεισε τον εαυτό της ότι δεν κινδύνευε. Γιατί δεν μπορούσε να
αισθανθεί απλώς ευγνωμοσύνη για την ευγένεια και τις περιποιήσεις που της πρόσφεραν; Η Χονγκ Τσόου κάθισε αμίλητη στη μια γωνία στο πίσω κάθισμα με τα μάτια μισόκλειστα. Το αμάξι έτρεχε πολύ γρήγορα σε έναν ατέλειωτο δρόμο. Έπειτα από μερικά λεπτά, η Μπιργκίτα Ρόσλιν δεν είχε την παραμικρή ιδέα σε ποιο μέρος του Πεκίνου βρίσκονταν. Σταμάτησαν έξω από ένα χαμηλό τσιμεντένιο κτίριο με δυο αστυνομικούς στην είσοδο. Πάνω από την πόρτα υπήρχε μια σειρά από κόκκινους κινεζικούς χαρακτήρες. «Το όνομα του περιφερειακού δικαστηρίου», είπε η Χονγκ Τσόου, που πρόσεξε τι κοίταζε η Μπιργκίτα. Μόλις ανέβηκαν τη σκάλα και έφτασαν στην είσοδο, οι δύο αστυνομικοί πρότειναν τα όπλα τους. Η Χονγκ Τσόου δεν αντέδρασε. Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε ποια ήταν πραγματικά η συνοδός της. Σίγουρα δεν ήταν μια απλή αγγελιοφόρος που η δουλειά της ήταν να επιστρέφει κλεμμένες τσάντες σε αλλοδαπούς επισκέπτες. Συνέχισαν σε έναν έρημο διάδρομο και έφτασαν στην αίθουσα του δικαστηρίου, που ήταν λιτή, με ξύλινη επένδυση στους τοίχους. Σε ένα ψηλό βάθρο στο βάθος της αίθουσας ήταν καθισμένοι δυο άντρες με στολή. Η θέση ανάμεσά τους ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν θεατές. Η Χονγκ Τσόου πήγε στον μπροστινό πάγκο, όπου είχαν τοποθετηθεί δυο μαξιλάρια. Όλα είναι έτοιμα, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Η παράσταση μπορεί ν’ αρχίσει. Ή μήπως απλώς με υποδέχονται ευγενικά σε μια αίθουσα δικαστηρίου; Δεν είχαν προλάβει να καθίσουν, όταν μπήκαν δύο αστυνομικοί με τον κατηγορούμενο. Ήταν μεσόκοπος, με κοντά μαλλιά και φορούσε σκούρα μπλε στολή της φυλακής. Είχε σκυμμένο το κεφάλι. Δίπλα του καθόταν ο συνήγορος, ενώ σε ένα άλλο τραπέζι καθόταν ένας άντρας που η Μπιργκίτα συμπέρανε ότι ήταν ο εισαγγελέας. Ήταν φαλακρός και ηλικιωμένος, με πολιτικά ρούχα και ρυτιδωμένο πρόσωπο. Η δικαστής μπήκε στην αίθουσα από μια πόρτα πίσω από το βάθρο. Ήταν γύρω στα εξήντα, κοντή και εύσωμη. Όταν έκατσε, έμοιαζε σχεδόν σαν παιδί καθισμένο σε τραπέζι. «Ο Σου Φου ήταν αρχηγός μιας συμμορίας που έκλεβε
αυτοκίνητα», της είπε η Χονγκ Τσόου με σιγανή φωνή. «Οι άλλοι έχουν καταδικαστεί ήδη. Επειδή ο Σου είναι ο αρχηγός της συμμορίας και υπότροπος, η ποινή που θα του επιβληθεί θα είναι μάλλον σκληρή. Στο παρελθόν είχε πιο ήπια μεταχείριση, αλλά επειδή πρόδωσε την εμπιστοσύνη που του έδειξαν και συνέχισε τις εγκληματικές του δραστηριότητες, το δικαστήριο σίγουρα θα τον τιμωρήσει πιο αυστηρά». «Όχι, όμως, με θανατική ποινή, έτσι;» «Φυσικά και όχι». Η Χονγκ Τσόου ενοχλήθηκε από την τελευταία της ερώτηση. Η απάντηση ήταν ανυπόμονη, σχεδόν περιφρονητική. Εξαφανίστηκε το χαμόγελο από το πρόσωπό της, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Όμως, είναι πραγματική δίκη αυτό που βλέπω ή μήπως τα έχουν σκηνοθετήσει όλ’ αυτά, και η ποινή έχει προαποφασιστεί; Οι φωνές ήταν στριγκές και αντηχούσαν μέσα στην αίθουσα. Ο μόνος που δεν είπε λέξη ήταν ο κατηγορούμενος, που απλώς καθόταν κοιτάζοντας στο πάτωμα. Η Χονγκ Τσόου κατά διαστήματα της μετέφραζε ό,τι έλεγαν. Ο συνήγορος δεν έκανε μεγάλη προσπάθεια για να υποστηρίξει τον πελάτη του – αυτό, όμως, δεν είναι ασυνήθιστο ούτε στα σουηδικά δικαστήρια, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Όλη η δίκη ήταν ένας διάλογος ανάμεσα στον εισαγγελέα και τη δικαστή. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη λειτουργία των δύο βοηθών που κάθονταν στο βάθρο. Η δίκη τελείωσε σε λιγότερο από μισή ώρα. «Θα καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα για περίπου δέκα χρόνια», είπε η Χονγκ Τσόου. «Δεν άκουσα τη δικαστή να λέει τίποτα που να μοιάζει με ποινή». Η Χονγκ Τσόου δεν απάντησε. Η δικαστής σηκώθηκε, και αμέσως σηκώθηκαν και οι υπόλοιποι. Οι αστυνομικοί οδήγησαν τον κατηγορούμενο έξω. Η Μπιργκίτα δεν κατάφερε να δει τα μάτια του. «Και τώρα θα γνωρίσουμε τη δικαστή», είπε η Χονγκ Τσόου. «Μας έχει καλέσει για τσάι στο γραφείο της. Λέγεται Μιν Τα. Όταν δεν δουλεύει, φροντίζει τα δυο εγγόνια της». «Τ ι φήμη έχει;» Η Χονγκ Τσόου δεν κατάλαβε την ερώτηση.
«Όλοι οι δικαστές έχουν μια φήμη, που ανταποκρίνεται λιγότερο ή περισσότερο στην πραγματικότητα, σπάνια όμως απέχει πολύ από αυτή. Εγώ θεωρούμαι ήπια αλλά πολύ αποφασιστική δικαστής», εξήγησε η Μπιργκίτα. «Η Μιν Τα ακολουθεί το νόμο. Είναι περήφανη που είναι δικαστής. Και επίσης είναι μια γνήσια εκπρόσωπος της χώρας μας». Πέρασαν από τη χαμηλή πόρτα πίσω από το βάθρο, και η Μιν Τα τους δέχτηκε στο σπαρτιάτικο και παγωμένο γραφείο της. Ένας γραμματέας σέρβιρε τσάι και κάθισαν όλοι. Η Μιν Τα άρχισε αμέσως να μιλά με την ίδια στριγκή φωνή που είχε και στο δικαστήριο. Όταν τελείωσε, η Χονγκ Τσόου μετέφρασε τα λόγια της. «Είναι μεγάλη τιμή που γνωρίζει μια συνάδελφο από τη Σουηδία. Έχει ακούσει πολλά θετικά σχόλια για το σουηδικό νομικό σύστημα. Δυστυχώς, έχει άλλη μια δίκη σε λίγο, αλλιώς θα ήθελε πολύ να συζητήσει μαζί σου για το σουηδικό νομικό σύστημα». «Σε παρακαλώ, ευχαρίστησέ τη για την πρόσκληση», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Ρώτα την ποια πιστεύει ότι θα είναι η ποινή. Είχες δίκιο που είπες ότι θα ήταν γύρω στα δέκα χρόνια;» «Δεν μπαίνω ποτέ στο δικαστήριο χωρίς να είμαι πλήρως προετοιμασμένη», είπε η Μιν Τα όταν άκουσε τη μεταφρασμένη ερώτηση. «Είναι καθήκον μου να χρησιμοποιώ αποδοτικά το χρόνο μου και το χρόνο των άλλων δικαστικών αξιωματούχων. Γι’ αυτή την υπόθεση δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ο κατηγορούμενος είχε ομολογήσει. Είναι υπότροπος. Δεν υπήρχαν ελαφρυντικά. Νομίζω ότι θα τον καταδικάσω σε εφτά έως δέκα χρόνια φυλάκιση, αλλά, πριν αποφασίσω, θα το σκεφτώ προσεκτικά». Αυτή ήταν η μοναδική ερώτηση που μπόρεσε να κάνει η Μπιργκίτα. Μετά η Μιν Τα εξαπέλυσε μια ολόκληρη σειρά από δικές της ερωτήσεις. Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε για μια στιγμή τι ακριβώς έλεγε η Χονγκ Τσόου στις μεταφράσεις της. Μπορεί αυτή και η Μιν Τα να συζητούσαν για κάτι εντελώς διαφορετικό. Έπειτα από είκοσι λεπτά, η Μιν Τα σηκώθηκε και εξήγησε ότι έπρεπε να επιστρέψει στο δικαστήριο. Ένας άντρας μπήκε μέσα με μια φωτογραφική μηχανή. Η Μιν Τα στάθηκε δίπλα στην Μπιργκίτα Ρόσλιν και τις φωτογράφισαν μαζί. Η Χονγκ Τσόου στεκόταν
παράμερα, έξω από το πλάνο της κάμερας. Οι δύο δικαστές έσφιξαν τα χέρια και μετά βγήκαν πάλι στο διάδρομο μαζί. Όταν η Μιν Τα άνοιξε την πόρτα, η Μπιργκίτα παρατήρησε ότι αυτή τη φορά η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη θεατές. Γύρισαν στο αμάξι και απομακρύνθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Όταν σταμάτησαν, δεν βρίσκονταν έξω από το ξενοδοχείο αλλά έξω από ένα τεϊοποτείο με μορφή παγόδας πάνω σ’ ένα νησί σε μια τεχνητή λίμνη. «Κάνει κρύο», είπε η Χονγκ Τσόου. «Το τσάι σε ζεσταίνει». Η Χονγκ Τσόου την οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο που χωριζόταν με ένα παραβάν από το υπόλοιπο κατάστημα. Δυο φλιτζάνια περίμεναν πάνω σε ένα τραπέζι, δίπλα στο οποίο στεκόταν μια σερβιτόρα με το τσαγερό στο χέρι. Όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την ημέρα ήταν λεπτομερώς σχεδιασμένα. Από εκεί που η Μπιργκίτα ήταν απλώς ακόμα μία τουρίστρια, είχε μεταμορφωθεί σε μια ιδιαίτερα σημαντική επισκέπτρια για την Κίνα. Ακόμη δεν ήξερε γιατί. Η Χονγκ Τσόου ξαφνικά άρχισε να μιλά για το σουηδικό νομικό σύστημα. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν πολύ μορφωμένη. Έκανε ερωτήσεις για τους φόνους του Ούλοφ Πάλμε και της Άννας Λιντ. «Σε μια ανοιχτή κοινωνία δεν μπορείς ποτέ να εγγυηθείς εκατό τοις εκατό την ασφάλεια ενός ατόμου», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει πάντα κάποιο τίμημα. Η ελευθερία και η ασφάλεια είναι πάντα ανταγωνιστικές μεταξύ τους». «Αν ένας άνθρωπος θέλει πραγματικά να δολοφονήσει κάποιον άλλο, τίποτα δεν μπορεί να το αποτρέψει», είπε η Χονγκ Τσόου. «Ακόμα και ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν μπορεί να προστατευτεί». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν διέκρινε κάποιο βαθύτερο νόημα σε αυτό που είπε η Χονγκ Τσόου, αλλά δεν μπορούσε να εντοπ ίσει ποιο ήταν. «Δεν ακούμε συχνά νέα από τη Σουηδία», είπε η Χονγκ Τσόου. «Όμως, πρόσφατα διαβάσαμε στις εφημερίδες μας για έναν φρικτό μαζικό φόνο». «Συμβαίνει να γνωρίζω μερικά πράγματα γι’ αυτή την υπόθεση», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Αν και δεν ήμουν επίσημα αναμειγμένη. Έπιασαν έναν ύποπτο, αλλά στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Πράγμα που
είναι σκανδαλώδες από μόνο του, όπως κι αν συνέβη». Ενώ η Χονγκ Τσόου έδειχνε ένα ευγενικό ενδιαφέρον, η Μπιργκίτα της περιέγραψε όσα είχαν συμβεί με όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσε. Η Χονγκ Τσόου άκουγε προσεκτικά. Δεν έκανε ερωτήσεις, αλλά σε μερικές περιπτώσεις τής ζήτησε να επαναλάβει αυτό που είχε πει. «Ένας τρελός», κατέληξε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Ο οποίος, μετά, κατάφερε ν’ αυτοκτονήσει. Ή ένας άλλος τρελός τον οποίο δεν έχει βρει ακόμη η αστυνομία. Ή κάτι τελείως διαφορετικό, κάποιος με κίνητρο και ένα απάνθρωπο σχέδιο που το εκτέλεσε εν ψυχρώ». «Ποιο μπορεί να ήταν αυτό το κίνητρο;» «Αφού δεν κλάπηκε τίποτα, πρέπει να ήταν ένας συνδυασμός μίσους και εκδίκησης». «Εσύ τι νομίζεις;» «Εννοείς ποιος υποψιάζομαι ότι είναι ο δράστης; Δεν ξέρω. Αλλά δυσκολεύομαι να δεχτώ τη θεωρία του τρελού». Η Μπιργκίτα της ανέπτυξε τις υποψίες της για την «κινεζική σύνδεση», όπως την ονόμασε. Ξεκίνησε την αφήγησή της από την αρχή, όταν ανακάλυψε ότι συνδεόταν με μερικούς από τους νεκρούς, και συνέχισε με την επόμενη φάση του Κινέζου επισκέπτη στο Χούντικσβαλ. Όταν πρόσεξε ότι η Χονγκ Τσόου την άκουγε απολύτως απορροφημένη, δεν μπορούσε πια να σταματήσει. Τελικά, έβγαλε τη φωτογραφία και την έδειξε στη Χονγκ Τσόου. Η Χονγκ Τσόου έκανε ένα αργό νεύμα. Για μια στιγμή, φάνηκε χαμένη σε δικές της σκέψεις. Ξαφνικά η Μπιργκίτα σκέφτηκε ότι η Χονγκ Τσόου είχε αναγνωρίσει τον Κινέζο της φωτογραφίας. Όμως, αυτό ήταν απίθανο. Ένα πρόσωπο μέσα σε ένα δισεκατομμύριο Κινέζους; Η Χονγκ Τσόου χαμογέλασε, της έδωσε τη φωτογραφία και τη ρώτησε τι σκόπευε να κάνει όσο θα ήταν ακόμη στο Πεκίνο. «Αύριο ελπίζω να μπορέσει η φίλη μου να με πάει να δω το Σινικό Τείχος. Και μεθαύριο θα φύγουμε». «Δυστυχώς, θα είμαι απασχολημένη και δεν θα μπορέσω να σας βοηθήσω». «Ήδη έκανες πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσα να
ζητήσω». «Όπως και να ’χει, θα έρθω να σε αποχαιρετήσω πριν φύγεις». Χώρισαν έξω από το ξενοδοχείο. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοίταξε το αμάξι που απομακρυνόταν μαζί με τη Χονγκ Τσόου. Η Κάριν γύρισε στις τρεις και με έναν αναστεναγμό ανακούφισης πέταξε το περισσότερο υλικό του συνεδρίου στο καλάθι των αχρήστων. Όταν η Μπιργκίτα πρότεινε ένα ταξίδι στο Σινικό Τείχος, η Κάριν συμφώνησε αμέσως. Πρώτα, όμως, ήθελε να πάνε για ψώνια. Η Μπιργκίτα τη συνόδευσε από το ένα κατάστημα στο άλλο, σε ημιεπίσημες αγορές μέσα σε δρομάκια και μισοσκότεινες μπουτίκ γεμάτες με κάθε είδους κελεπούρια, από παλιές λάμπες μέχρι ξύλινα γλυπτά που απεικόνιζαν δαίμονες. Φορτωμένες με διάφορα πακέτα, σταμάτησαν ένα ταξί, καθώς είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Η Κάριν ήταν κουρασμένη, κι έτσι έφαγαν στο ξενοδοχείο. Η Μπιργκίτα πήγε στον υπάλληλο της ρεσεψιόν και κανόνισε ένα ταξίδι στο Τείχος για την επόμενη μέρα. Η Κάριν κοιμήθηκε, ενώ η Μπιργκίτα κουλουριάστηκε σε μια πολυθρόνα και παρακολούθησε κινεζική τηλεόραση με τον ήχο κατεβασμένο. Κάποιες στιγμές αισθανόταν μαχαιριές φόβου που προέρχονταν από τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Όμως, είχε αποφασίσει να μην πει τίποτα, ούτε καν στην Κάριν. Την επομένη πήγαν με αυτοκίνητο στο Σινικό Τείχος. Δεν φυσούσε καθόλου, και το ξηρό κρύο ήταν πιο ανεκτό. Περιπλανήθηκαν στο Τείχος εντυπωσιασμένες, φωτογραφίζοντας η μία την άλλη ή δίνοντας την κάμερα σε κάποιον φιλικό ντόπιο που ευχαρίστως τις φωτογράφιζε. «Λοιπόν, ήρθαμε κι εδώ τελικά», είπε η Κάριν. «Με μια κάμερα στα χέρια και όχι με το Κόκκινο βιβλίο του Μάο». «Πρέπει να έχει γίνει ένα θαύμα σε αυτή τη χώρα», είπε η Μπιργκίτα. «Ένα θαύμα που δεν το έκαναν οι θεοί αλλά άνθρωποι με εκπληκτικό κουράγιο». «Στις πόλεις τουλάχιστον. Όμως, η φτώχεια είναι ακόμη γενικευμένη στην επαρχία. Τ ι θα κάνουν όταν εκατοντάδες εκατομμύρια αγροτών αποφασίσουν τελικά ότι δεν αντέχουν άλλο;» «“ Η τρέχουσα ανάκαμψη της αγροτικής επανάστασης έχει
τεράστια σπουδαιότητα”. Ίσως αυτό το μάντρα εμπεριέχει μια θεμελιώδη αλήθεια παρ’ όλα αυτά;» «Εκείνη την εποχή κανείς δεν μου είχε πει ότι μπορεί να κάνει τόσο κρύο στην Κίνα. Έχω ξεπαγιάσει». Γύρισαν στο αμάξι που τους περίμενε. Τη στιγμή που η Μπιργκίτα κατέβαινε τα σκαλοπάτια κοίταξε πάνω από τον ώμο της, μια τελευταία ματιά στο Σινικό Τείχος. Εκείνο που είδε, όμως, ήταν ένας από τους άντρες της Χονγκ Τσόου να διαβάζει έναν τουριστικό οδηγό. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήταν αυτός που είχε πάει την τσάντα της στο τραπέζι. Η Κάριν της κούνησε ανυπόμονα το χέρι από το αμάξι. Κρύωνε και ήθελε να φύγουν. Όταν η Μπιργκίτα γύρισε πάλι το κεφάλι της, ο άνθρωπος της Χονγκ Τσόου είχε εξαφανιστεί.
25 Εκείνο το τελευταίο βράδυ στο Πεκίνο η Μπιργκίτα και η Κάριν έμειναν στο ξενοδοχείο. Κάθισαν στο μπαρ πίνοντας κοκτέιλ με βότκα και συζητώντας διάφορους δυνατούς τρόπους για να κλείσουν την επίσκεψή τους στην Κίνα. Όμως, η βότκα τις ζάλισε και ένιωθαν κουρασμένες. Έτσι, αποφάσισαν να φάνε στο ξενοδοχείο. Μετά μιλούσαν επί ώρες για το πώς εξελίχτηκε η ζωή τους. Ήταν λες και τα πράγματα είχαν προκαθοριστεί από τα νεανικά επαναστατικά τους όνειρα για την Κόκκινη Κίνα. Τ ώρα είχαν πάει επιτέλους εκεί για να βρουν μια χώρα που είχε υποστεί θεμελιακές αλλαγές, αλλά ίσως δεν είχε διαμορφωθεί έτσι όπως τη φαντάζονταν κάποτε. Έμειναν στην τραπεζαρία, μέχρι που έφυγαν όλοι οι άλλοι θαμώνες. Πάνω από το τραπέζι τους υπήρχε μια λάμπα από την οποία κρέμονταν κάμποσες μπλε μεταξωτές κορδέλες. Η Μπιργκίτα έσκυψε στην Κάριν και της ψιθύρισε ότι ίσως έπρεπε να πάρουν από μια κορδέλα για σουβενίρ
από το ταξίδι τους. Η Κάριν έκοψε δυο κορδέλες με ένα ψαλιδάκι κάποια στιγμή που δεν κοίταζαν οι σερβιτόροι. Όταν ετοίμασαν τις βαλίτσες τους, η Κάριν αποκοιμήθηκε. Το συνέδριο ήταν πολύ κουραστικό. Η Μπιργκίτα κάθισε στον καναπέ με σχεδόν όλα τα φώτα σβηστά. Ξαφνικά ένιωθε γερασμένη. Είχε φτάσει μέχρι εκεί και τώρα θα προχωρούσε λίγο ακόμη και μετά η διαδρομή της θα τελείωνε και θα την κατάπινε το σκοτάδι. Είχε ήδη αρχίσει να παρατηρεί ότι το μονοπάτι τώρα ήταν κατηφορικό, έστω και ελάχιστα. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ν’ αλλάξει την κατεύθυνσή του. «Σκέψου δέκα πράγματα που θέλεις να πετύχεις», ψιθύρισε στον εαυτό της. «Δέκα πράγματα που σου έχουν μείνει ακόμη να κάνεις». Κάθισε στο μικρό γραφείο κι άρχισε να γράφει σε ένα σημειωματάριο. Τ ι ήταν αυτό που είχε απομείνει και ήθελε πραγματικά να το βιώσει; Ένα από τα πράγματα που ήλπιζε ήταν να δει και ν’ απολαύσει ένα εγγόνι, ίσως και αρκετά. Επίσης, είχαν πει αρκετές φορές με τον Στάφαν ότι έπρεπε να επισκεφτούν διάφορα νησιά. Τα μόνα στα οποία είχαν πάει ως τότε ήταν η Ισλανδία και η Κρήτη. Ένα από τα ταξίδια που ονειρεύονταν ήταν στα Γκαλαπάγκος, ένα άλλο στις Νήσους Πίτκερν, όπου το αίμα των στασιαστών του Μπάουντι κυλούσε ακόμη στο αίμα των κατοίκων. Να μάθει μερικές γλώσσες ακόμα; Ή τουλάχιστον να βελτιώσει τα γαλλικά της, μια γλώσσα που κάποτε τη μιλούσε πολύ καλά. Όμως, το πιο σημαντικό γι’ αυτή και τον Στάφαν ήταν ν’ αφυπνίσουν πάλι τη σχέση τους. Μερικές φορές ένιωθε μεγάλη θλίψη όταν σκεφτόταν ότι μπορεί γερνώντας να μην έμενε ζωντανό το παλιό τους πάθος. Κανένα ταξίδι δεν ήταν πιο σημαντικό από αυτό. Έσκισε τη σελίδα, την τσαλάκωσε και την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Γιατί να γράφει στο χαρτί αυτά που γνώριζε ήδη πολύ καλά μέσα της; Γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Η Κάριν ανέπνεε ήρεμα. Ξαφνικά ένιωσε ότι ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι της, να της πει ο γιατρός ότι είναι καλά και ν’ αρχίσει πάλι δουλειά. Χωρίς την καθημερινή ρουτίνα της δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει κανένα από
τα όνειρα που την περίμεναν. Για μια στιγμή δίστασε, μετά πήρε το κινητό της κι έστειλε ένα μήνυμα στον άντρα της. «Επιστρέφω σπίτι. Κάθε ταξίδι αρχίζει με ένα βήμα. Το ίδιο και το ταξίδι της επιστροφής». Ξύπνησε στις εφτά το πρωί. Αν και είχε κοιμηθεί μόνο πέντε ώρες, ένιωθε εντελώς ξύπνια. Ένας αμυδρός πονοκέφαλος της θύμισε τα κοκτέιλ βότκας της προηγούμενης βραδιάς. Η Κάριν κοιμόταν τυλιγμένη με το σεντόνι της, με το ένα χέρι να κρέμεται στο πάτωμα. Η Μπιργκίτα το έβαλε προσεκτικά κάτω από το σεντόνι. Η τραπεζαρία είχε ήδη κόσμο, παρά την πρωινή ώρα. Κοίταξε τριγύρω για να δει αν θα αναγνώριζε κάποιο πρόσωπο. Ήταν σίγουρη ότι ο άντρας που είχε δει στο Σινικό Τείχος ανήκε στη συνοδεία της Χονγκ Τσόου. Μήπως το κινεζικό κράτος την είχε πάρει υπό την προστασία του για να μην της συμβούν άλλα ατυχήματα; Έφαγε το πρωινό της, ξεφύλλισε μια αγγλική εφημερίδα και ήταν έτοιμη να γυρίσει στο δωμάτιό της, όταν η Χονγκ Τσόου εμφανίστηκε ξαφνικά στο τραπέζι της. Δεν ήταν μόνη. Δίπλα της ήταν δυο άντρες, που η Μπιργκίτα δεν είχε ξαναδεί. Η Χονγκ Τσόου τους έκανε ένα νεύμα, κι αυτοί οπισθοχώρησαν και κάθισαν. Είπε κάτι σε μια σερβιτόρα, που της έφερε ένα ποτήρι νερό. «Ελπίζω να είναι όλα καλά», είπε η Χονγκ Τσόου. «Πώς ήταν το ταξίδι σας στο Τείχος;» «Το Σινικό Τείχος ήταν εντυπωσιακό. Αλλά έκανε κρύο». Κοίταξε τη Χονγκ Τσόου στα μάτια, ελπίζοντας να έβλεπε από την αντίδρασή της αν κατάλαβε ότι η Μπιργκίτα είχε προσέξει τον άνθρωπο που την παρακολουθούσε. Αλλά το πρόσωπο της Χονγκ Τσόου παρέμεινε ανέκφραστο. Δεν αποκάλυψε τα χαρτιά της. «Σε περιμένει κάποιος σε ένα δωμάτιο δίπλα στην τραπεζαρία», είπε η Χονγκ Τσόου. «Λέγεται Τσαν Μπινγκ». «Τ ι θέλει;» «Να σε πληροφορήσει ότι η αστυνομία συνέλαβε κάποιον που ήταν αναμειγμένος στην επίθεση εναντίον σου». Η Μπιργκίτα αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπά πιο γρήγορα. Υπήρχε κάτι παράξενο και σκοτεινό σε αυτό που είχε πει η Χονγκ Τσόου.
«Γιατί δεν έρχεται εδώ αν θέλει να μου μιλήσει;» «Είναι με στολή. Δεν θέλει να σ’ ενοχλήσει στο πρωινό σου». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν άπλωσε τα χέρια ενοχλημένα και μοιρολατρικά μαζί. «Δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω σε κάποιον με στολή». Σηκώθηκε και άφησε την πετσέτα της στο τραπέζι. Την ίδια στιγμή μπήκε στην τραπεζαρία η Κάριν και τους κοίταξε έκπληκτη. Η Μπιργκίτα αναγκάστηκε να εξηγήσει τι είχε συμβεί και της σύστησε τη Χονγκ Τσόου. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει», είπε στην Κάριν. «Φαίνεται ότι η αστυνομία έπιασε έναν από αυτούς που με λήστεψαν. Πάρε εσύ πρωινό με την ησυχία σου. Θα γυρίσω όταν ακούσω τι έχει να μου πει ο αστυνομικός». «Γιατί δεν μου είπες τίποτα για όλ’ αυτά;» «Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω». «Και τελικά με ανησυχείς τώρα. Έχω αρχίσει να θυμώνω». «Δεν χρειάζεται». «Στις δέκα πρέπει να φύγουμε για το αεροδρόμιο». «Έχουμε ακόμα δύο ώρες μέχρι τις δέκα». Η Μπιργκίτα ακολούθησε τη Χονγκ Τσόου. Οι δυο άντρες περπατούσαν πίσω τους σε κάποια απόσταση. Διέσχισαν ένα διάδρομο που οδηγούσε στα ασανσέρ και σταμάτησαν έξω από μια μισάνοιχτη πόρτα. Όταν μπήκαν μέσα, η Μπιργκίτα είδε ότι ήταν μια μικρή αίθουσα συσκέψεων. Στην άλλη άκρη ενός οβάλ τραπεζιού καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας καπνίζοντας. Φορούσε σκούρα μπλε στολή με πολλά γαλόνια. Το πηλίκιό του ήταν στο τραπέζι μπροστά του. Σηκώθηκε και υποκλίθηκε, μετά της έκανε νόημα να καθίσει σε μια καρέκλα δίπλα του. Η Χονγκ Τσόου στάθηκε μπροστά από ένα παράθυρο. Ο Τσαν Μπινγκ είχε κόκκινα μάτια και αραιά μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν σχημάτισε την εντύπωση ότι ο άνθρωπος που καθόταν δίπλα της ήταν πολύ επικίνδυνος. Τ ράβηξε μια δυνατή τζούρα από το τσιγάρο του. Υπήρχαν κιόλας τρία αποτσίγαρα στο τασάκι. Η Χονγκ Τσόου είπε κάτι, και ο Τσαν κατένευσε. Η Μπιργκίτα
προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε ποτέ της δει κανέναν που να είχε περισσότερα κόκκινα αστέρια στις επωμίδες του. Η φωνή του Τσαν Μπινγκ βγήκε βραχνή όταν άρχισε να μιλάει. «Συλλάβαμε έναν από τους δύο άντρες που σου επιτέθηκαν. Σου ζητάμε να μας τον υποδείξεις». Τα αγγλικά του Τσαν Μπινγκ ήταν διστακτικά αλλά κατανοητά. «Μα δεν είδα τίποτα». «Πάντα βλέπεις περισσότερα απ’ όσα νομίζεις». «Ήταν συνέχεια πίσω μου. Δεν έχω μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού».
Το πρόσωπο του Τσαν ήταν ανέκφραστο. «Στην πραγματ ικότητα, έχεις. Σε στιγμές έντασης και κινδύνου βλέπεις και με το πίσω μέρος του κεφαλιού». «Αυτό μπορεί να ισχύει στην Κίνα αλλά όχι στη Σουηδία. Δεν έχω ξανακούσει να έχει καταδικαστεί κατηγορούμενος επειδή κάποιος τον είδε με μάτια που είχε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του». «Υπάρχουν άλλοι μάρτυρες. Δεν θα τον υποδείξεις μόνο εσύ. Θα τον αναγνωρίσουν και οι άλλοι». Η Μπιργκίτα κοίταξε ικετευτικά τη Χονγκ Τσόου, που είχε καρφώσει το βλέμμα της σε ένα σημείο πάνω από το κεφάλι της. «Πρέπει να γυρίσω στην πατρίδα μου», είπε η Μπιργκίτα. «Η φίλη μου κι εγώ πρέπει να φύγουμε από το ξενοδοχείο σε δύο ώρες και να πάμε στο αεροδρόμιο. Πήρα την τσάντα μου πίσω. Η βοήθεια που μου πρόσφερε η αστυνομία σε αυτή τη χώρα ήταν εξαιρετική. Μπορεί να γράψω ένα άρθρο σε κάποιο νομικό περιοδικό της Σουηδίας περιγράφοντας τις εμπειρίες μου και την ευγνωμοσύνη που οφείλω στην Κίνα. Αλλά δεν θα μπορέσω να αναγνωρίσω κάποιον ύποπτο για την επίθεση που δέχτηκα». «Το αίτημά μας δεν είναι παράλογο. Οι νόμοι σε αυτή τη χώρα λένε ότι αποτελεί καθήκον σου να θέτεις τον εαυτό σου στη διάθεση της αστυνομίας όταν προσπαθεί να διαλευκάνει ένα σοβαρό έγκλημα». «Μα σε λίγο θα φύγω. Πόση ώρα θα πάρει;» «Μάλλον όχι πάνω από μία μέρα». «Αυτό είναι αδύνατο». Η Χονγκ Τσόου είχε πλησιάσει χωρίς να την προσέξει η Μπιργκίτα. «Φυσικά, θα σε βοηθήσουμε ν’ αλλάξεις το εισιτ ήριό σου», είπε. Η Μπιργκίτα χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Φεύγω σήμερα. Αρνούμαι να παρατείνω τη διαμονή μου για μία μέρα». «Ο Τσαν Μπινγκ είναι εξαιρετικά υψηλόβαθμος αξιωματικός. Ό,τι λέει γίνεται. Μπορεί να σε αναγκάσει να παραμείνεις στην Κίνα».
«Τότε απαιτώ να μιλήσω με την πρεσβεία μου». «Φυσικά». Η Χονγκ Τσόου ακούμπησε ένα κινητό τηλέφωνο στο τραπ έζι μπροστά από την Μπιργκίτα και ένα χαρτί με έναν αριθμό. «Η πρεσβεία θ’ ανοίξει σε μία ώρα». «Γιατί να είμαι υποχρεωμένη να το δεχτώ αυτό;» «Δεν θέλουμε να τιμωρήσουμε έναν αθώο, αλλά ούτε θέλουμε ν’ αφήσουμε ελεύθερο έναν ένοχο». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν την κοίταξε και συνειδητοποίησε ότι θ’ αναγκαζόταν να μείνει στο Πεκίνο τουλάχιστον άλλη μία μέρα. Είχαν αποφασίσει να την κρατήσουν εκεί. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι ν’ αποδεχτώ την κατάσταση, σκέφτηκε. Όμως, κανείς δεν θα με αναγκάσει να υποδείξω ως ένοχο κάποιον που δεν έχω ξαναδεί ποτέ. «Πρέπει να μιλήσω στη φίλη μου», είπε. «Τ ι θα γίνουν οι αποσκευές μου;» «Το δωμάτιο θα παραμείνει κλεισμένο στο όνομά σου», είπε η Χονγκ Τσόου. «Φαντάζομαι ότι το έχετε ήδη κανονίσει αυτό. Πότε αποφασίστηκε ότι θα με αναγκάσετε να μείνω; Χτες; Προχτές;» Δεν πήρε απάντηση. Ο Τσαν Μπινγκ άναψε άλλο ένα τσιγάρο και είπε κάτι στη Χονγκ Τσόου. «Τ ι είπε;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Ότι πρέπει να βιαστούμε. Ο Τσαν Μπινγκ είναι πολυάσχολος άνθρωπος». «Ποιος είναι;» Η Χονγκ Τσόου της εξήγησε καθώς περπατούσαν στο διάδρομο. «Ο Τσαν Μπινγκ είναι ένας πολύ πεπειραμένος αστυνομικός. Είναι υπεύθυνος για περιστατικά που αφορούν ανθρώπους σαν εσένα, επισκέπτες στη χώρα μας». «Δεν μου αρέσει». «Γιατί;» Η Μπιργκίτα Ρόσλιν σταμάτησε. «Αν πρόκειται να μείνω άλλη μία μέρα, θέλω να είσαι μαζί μου. Αλλιώς, δεν θα βγω από το ξενοδοχείο μέχρι ν’ ανοίξει η πρεσβεία και να μιλήσω μαζί τους».
«Θα είμαι κι εγώ μαζί». Συνέχισαν κι έφτασαν στην τραπεζαρία. Η Κάριν Βίμαν ετοιμαζόταν να φύγει όταν έφτασαν. Η Μπιργκίτα της εξήγησε τι είχε συμβεί. Η Κάριν την κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη περιέργεια. «Γιατί δεν μου είπες τίποτα για όλ’ αυτά; Αν μου είχες μιλήσει, θα ήμαστε προετοιμασμένες για κάτι τέτοιο, ότι μπορεί να χρειαζόταν να παραμείνεις». «Όπως σου είπα, δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Εδώ που τα λέμε, δεν ήθελα ν’ ανησυχήσω κι εγώ η ίδια. Νόμιζα ότι είχε λήξει το θέμα. Πήρα την τσάντα μου πίσω. Τ ώρα, όμως, πρέπει να μείνω άλλη μία μέρα». «Είναι απαραίτητο αυτό;» «Ο αστυνομικός με τον οποίο μίλησα τώρα δεν είναι από τους τύπους που αλλάζουν γνώμη». «Θέλεις να μείνω κι εγώ;» «Όχι, εσύ φύγε. Και θ’ ακολουθήσω κι εγώ αύριο. Θα τηλεφωνήσω σπίτι και θα τους εξηγήσω τι έγινε». Η Κάριν ήταν ακόμη διστακτική. Η Μπιργκίτα την οδήγησε στην έξοδο. «Πήγαινε. Εγώ θα μείνω και θα ξεκαθαρίσω αυτή την ιστορία. Όπως φαίνεται, οι νόμοι αυτής της χώρας λένε ότι δεν επιτρέπεται να φύγω αν δεν τους βοηθήσω πρώτα». «Μα είπες ότι δεν είδες αυτούς που σου επιτέθηκαν». «Αυτό θα πω και σε αυτούς^ και θα επιμείνω. Πήγαινε τώρα! Όταν γυρίσω, θα βρεθούμε και θα κοιτάξουμε τις φωτογραφίες μας από το Σινικό Τείχος». Η Μπιργκίτα κοίταξε την Κάριν που κατευθύνθηκε προς τα ασανσέρ. Η ίδια είχε πάρει το παλτό της όταν κατέβηκε στην τραπεζαρία κι έτσι τώρα ήταν έτοιμη να φύγει. Σε λίγο ήταν μέσα σε ένα αυτοκίνητο μαζί με τη Χονγκ Τσόου και τον Τσαν Μπινγκ. Μοτοσικλέτες με αναμμένες σειρήνες άνοιγαν δρόμο μέσα στην πυκνή κίνηση. Πέρασαν την Τ ιεν Αν Μεν και συνέχισαν σε έναν πλατύ κεντρικό δρόμο, μέχρι που μπήκαν στην είσοδο ενός υπόγειου γκαράζ που το φρουρούσαν αστυνομικοί. Ανέβηκαν με το ασανσέρ στον δέκατο τέταρτο όροφο και διέσχισαν
ένα διάδρομο, περνώντας μπροστά από άντρες με στολή που την κοίταζαν περίεργα. Τ ώρα περπατούσε δίπλα της ο Τσαν Μπινγκ και όχι η Χονγκ Τσόου. Σε αυτό το κτίριο δεν είναι η Χονγκ Τσόου η πιο σημαντική προσωπικότητα, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Εδώ αποφασίζει ο Τσαν Μπινγκ. Έφτασαν στον προθάλαμο ενός μεγάλου γραφείου, όπου κάμποσοι αστυνομικοί πετάχτηκαν όρθιοι και στάθηκαν προσοχή. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Η Μπιργκίτα συμπέρανε ότι αυτό ήταν το γραφείο του Τσαν. Στον τοίχο πίσω από το έπιπλο του γραφείου του κρεμόταν ένα πορτρέτο του προέδρου της Κίνας. Ο Τσαν είχε έναν σύγχρονο υπολογιστή και αρκετά κινητά τηλέφωνα. Της έδειξε μια καρέκλα, και η Μπιργκίτα κάθισε. Η Χονγκ Τσόου είχε παραμείνει στον προθάλαμο. «Λάο Σαν», είπε ο Τσαν Μπινγκ. «Έτσι λέγεται ο άνθρωπ ος που θα δεις σε λίγο και θ’ αναγνωρίσεις ανάμεσα σε εννιά άλλους». «Πόσες φορές πρέπει να επαναλάβω ότι δεν είδα τους ανθρώπους που μου επιτέθηκαν;» Ξαφνικά άρχισε να φοβάται. Συνειδητοποίησε, αν και πολύ αργά, ότι η Χονγκ Τσόου και ο Τσαν Μπινγκ ήξεραν ότι αναζητούσε τον Γουάνγκ Μιν Χάο. Γι’ αυτό την είχαν πάει εκεί. Για κάποιο λόγο τη θεωρούσαν επικίνδυνη. Το ερώτημα ήταν: επικίνδυνη για ποιον; Το ξέρουν και οι δύο, σκέφτηκε. Η Χονγκ Τσόου δεν μπήκ ε στο γραφείο γιατί ξέρει ήδη για ποιο θέμα θα μου μιλήσει ο Τσαν Μπινγκ. Η φωτογραφία ήταν ακόμη στην εσωτερική τσέπη του παλτού της. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τη βγάλει και να εξηγήσει στον Τσαν Μπινγκ γιατί είχε πάει σ’ εκείνο το μέρος όπου της επιτέθηκαν. Όμως, κάτι της είπε να μην το κάνει. Εκείνη τη στιγμή ο Τσαν Μπινγκ έπαιζε τη γάτα, κι αυτή ήταν το ποντίκι. Ο Τσαν παραμέρισε μερικά χαρτιά από το γραφείο του – όχι επειδή σκόπευε να τα διαβάσει, αυτό ήταν φανερό, αλλά για να κάνει κάτι μέχρι ν’ αποφάσιζε τι θα της έλεγε. «Πόσα χρήματα σου έκλεψαν;» τη ρώτησε. «Εξήντα αμερικανικά δολάρια. Και κάτι λιγότερο σε κινεζικά νομίσματα». «Δαχτυλίδια; Κοσμήματα; Πιστωτική κάρτα;»
«Όλα τα άλλα ήταν μέσα όταν μου επέστρεψαν την τσάντα». Ακούστηκε ένας βόμβος από ένα τηλέφωνο που ήταν πάνω στο γραφείο. Ο Τσαν απάντησε, άκουσε για λίγο και μετά το έκλεισε. «Είναι έτοιμοι», είπε. «Τ ώρα θα δεις τον άνθρωπο που σου επιτέθηκε». «Νόμιζα ότι δεν ήταν μόνο ένας…» «Μόνο ένας από αυτούς που σου επιτέθηκαν μπορεί να υποβληθεί σε ανάκριση». Ώστε ο άλλος είναι νεκρός, σκέφτηκε η Μπιργκίτα κι άρχισε να νιώθει ναυτία. Θα ήθελε να μην ήταν εκεί, στο Πεκίνο. Έπρεπε να είχε επιμείνει να φύγει με την Κάριν Βίμαν. Είχε πέσει σε κάποια παγίδα. Ακολούθησαν ένα διάδρομο, κατέβηκαν μια σκάλα και πέρασαν από μια πόρτα. Το φως ήταν χαμηλό. Ένας αστυνομικός στεκόταν δίπλα σε μια κουρτίνα. «Θα σε αφήσω μόνη», είπε ο Τσαν Μπινγκ. «Όπως καταλαβαίνεις, οι άντρες δεν μπορούν να σε δουν. Μπορείς να μιλήσεις στο μικρόφωνο που υπάρχει στο τραπέζι αν θέλεις να βγει κάποιος μπροστά ή να γυρίσει προφίλ». «Σε ποιον θα μιλώ από το μικρόφωνο;» «Σ’ εμένα. Με την ησυχία σου». «Δεν έχει νόημα. Πόσες φορές πρέπει να σας πω ότι δεν είδα τα πρόσωπα αυτών που μου επιτέθηκαν;» Ο Τσαν Μπινγκ δεν απάντησε. Η κουρτίνα τραβήχτηκε, και η Μπιργκίτα Ρόσλιν έμεινε μόνη στο δωμάτιο. Από την άλλη μεριά του ημιπερατού τζαμιού στέκονταν κάμποσοι άντρες γύρω στα τριάντα, απλά ντυμένοι, μερικοί τρομερά αδύνατοι. Τα πρόσωπά τους της ήταν άγνωστα. Δεν αναγνώρισε κανέναν, αν και για μια στιγμή τής φάνηκε ότι ένας στα αριστερά έμοιαζε λίγο με τον άνθρωπο που είχε αποτυπώσει η κάμερα ασφαλείας του Στουρ Χέρμανσον στο Χούντικσβαλ. Αλλά δεν ήταν αυτός. Το πρόσωπό του ήταν πιο στρογγυλό, τα χείλια του πιο χοντρά. Από ένα αόρατο μεγάφωνο ακούστηκε η φωνή του Τσαν Μπινγκ. «Με την ησυχία σου». «Δεν τους έχω ξαναδεί ποτέ αυτούς τους ανθρώπους».
«Άφησε τις εντυπώσεις να ωριμάσουν». «Ακόμα κι αν μείνω εδώ μέχρι αύριο, οι εντυπώσεις μου δεν θ’ αλλάξουν». Ο Τσαν Μπινγκ δεν απάντησε. Η Μπιργκίτα πάτησε ενοχλημένη το κουμπί του μικροφώνου. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κανέναν από αυτούς τους άντρες». «Είσαι σίγουρη;» «Ναι». «Τ ώρα δες προσεκτικά αυτόν εδώ». Πίσω από το ημιπερατό τζάμι, ο τέταρτος άντρας από τα αριστερά έκανε ένα βήμα μπροστά. Φορούσε καπιτονέ σακάκι και μπαλωμένο παντελόνι. Είχε αδύνατο αξύριστο πρόσωπο. Η φωνή του Τσαν Μπινγκ ακούστηκε σφιγμένη. «Έχεις ξαναδεί αυτό τον άνθρωπο;» «Ποτέ». «Είναι ένας από αυτούς που σου επιτέθηκαν. Λάο Σαν, είκοσι εννιά χρονών, έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για πολλά εγκλήματα. Ο πατέρας του εκτελέστηκε για φόνο». «Δεν τον έχω ξαναδεί». «Ομολόγησε το έγκλημα». «Τότε εμένα δεν με χρειάζεστε πια…» Ένας αστυνομικός που ήταν κρυμμένος στις σκιές πίσω της βγήκε μπροστά κι έκλεισε τις κουρτίνες. Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Επέστρεψαν στο γραφείο όπου περίμενε ο Τσαν Μπινγκ. Η Χονγκ Τσόου δεν φαινόταν πουθενά. «Θέλουμε να σ’ ευχαριστήσουμε για τη βοήθεια», είπε ο Τσαν. «Τ ώρα απομένει μόνο μια τυπική διαδικασία. Να γραφτεί η κατάθεση». «Κατάθεση για τι πράγμα;» «Για την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον εγκληματία». «Τ ι θα του συμβεί τώρα;» «Δεν είμαι δικαστής. Τ ι θα του συνέβαινε στη χώρα σου;» «Αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες». «Φυσικά, και το δικό μας νομικό σύστημα λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Κρίνουμε τον εγκληματία, τη θέλησή του να ομολογήσει και
τις ειδικές συνθήκες». «Υπάρχει κίνδυνος να καταδικαστεί σε θάνατο;» «Όχι βέβαια», είπε ξερά ο Τσαν. «Αυτή είναι μια Δυτική προκατάληψη ότι στη χώρα μας καταδικάζουμε απλούς κλέφτες σε θάνατο. Αν είχε χρησιμοποιήσει όπλο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά». «Όμως, ο συνένοχός του είναι νεκρός». «Αντιστάθηκε στη σύλληψη. Επιτέθηκε σε δύο αστυνομικούς, οι οποίοι τώρα είναι στην εντατική». «Πώς ξέρετε ότι ήταν ένοχος;» «Αντιστάθηκε στη σύλληψη». «Μπορεί να το έκανε για άλλους λόγους». «Ο άνθρωπος που είδες, ο Λάο Σαν, ομολόγησε και για τον συνεργό του». «Αλλά δεν υπάρχει απόδειξη». «Υπάρχει ομολογία». Η Μπιργκίτα κατάλαβε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να υπερνικήσει την υπομονή του Τσαν. Αποφάσισε να κάνει αυτό που της ζητούσαν και μετά θα έφευγε από την Κίνα το συντομότερο δυνατό. Μια γυναίκα με στολή αστυνομικού μπήκε μέσα κρατώντας ένα ντοσιέ. Φρόντισε με μεγάλη προσοχή να μην κοιτάξει την Μπιργκίτα. Ο Τσαν Μπινγκ άρχισε να της διαβάζει την κατάθεση. Η Μπιργκίτα σκέφτηκε ότι έδειχνε βιαστικός τώρα. Η υπομονή του τελείωσε, σκέφτηκε. Ή μπορεί να είναι κάτι άλλο. Ίσως τώρα έχει αυτό που θέλει. Η μακροσκελής κατάθεση έλεγε ότι η κυρία Μπιργκίτα Ρόσλιν, Σουηδή υπήκοος, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τον Λάο Σαν, ο οποίος ήταν ο δράστης της σοβαρής επίθεσης την οποία δέχτηκε. Ο Τσαν Μπινγκ διάβασε την κατάθεση μέχρι το τέλος και της την έδωσε. Ήταν γραμμένη στα αγγλικά. «Υπόγραψε», της είπε. «Μετά μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν διάβασε προσεκτικά και τις δύο σελίδες και μετά υπέγραψε. Ο Τσαν Μπινγκ άναψε τσιγάρο. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει ήδη την παρουσία της. Η Χονγκ Τσόου μπήκε στο δωμάτιο. «Μπορούμε να φύγουμε
τώρα», είπε. «Τελειώσαμε». Η Μπιργκίτα δεν μίλησε στο δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο. «Υποθέτω ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη πτήση για σήμερα». «Δυστυχώς θα πρέπει να περιμένεις μέχρι αύριο». Στη ρεσεψιόν υπήρχε ένα σημείωμα γι’ αυτή, που έγραφε ότι της είχαν κλείσει θέση με τη Finnair για την επόμενη μέρα. Ήταν έτοιμη ν’ αποχαιρετήσει τη Χονγκ Τσόου, όταν αυτή της πρότεινε να πήγαινε να την πάρει αργότερα για να φάνε βραδινό. Η Μπιργκίτα συμφώνησε αμέσως. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να είναι μόνη στο Πεκίνο. Μπήκε στο ασανσέρ και σκέφτηκε την Κάριν που γύριζε στη Σουηδία. Εν πτήσει και αόρατη ψηλά στον ουρανό. Τηλεφώνησε αμέσως σπίτι, αλλά δυσκολεύτηκε να υπολογίσει τη διαφορά ώρας. Όταν απάντησε ο Στάφαν, κατάλαβε ότι τον ξύπνησε. «Πού είσαι;» «Ακόμη στο Πεκίνο». «Γιατί;» «Καθυστέρησα». «Τ ι ώρα είναι;» «Εδώ είναι μία το μεσημέρι». «Δεν είσαι στην πτήση για Κοπεγχάγη;» «Με συγχωρείς που σε ξύπνησα. Θα φτάσω αύριο την ίδια ώρα». «Όλα εντάξει;» «Όλα είναι μια χαρά». Το τηλέφωνο έκλεισε. Η Μπιργκίτα προσπάθησε να πάρει πάλι, αλλά δεν έπιασε γραμμή. Έστειλε ένα γραπτό μήνυμα στο οποίο επιβεβαίωνε την αλλαγή της πτήσης. Όταν τελείωσε, κοίταξε γύρω και είχε την αίσθηση ότι κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο όσο την κρατούσαν στην αστυνομία. Η βαλίτσα της ήταν ανοιχτή. Τα ρούχα της δεν ήταν όπως τα είχε βάλει. Το προηγούμενο βράδυ είχε δοκιμάσει να κλείσει τη βαλίτσα για να βεβαιωθεί ότι ήταν εντάξει. Προσπάθησε πάλι να την κλείσει, αλλά ήταν αδύνατο. Και τότε κατάλαβε. Η αναγνώριση του δράστη της επίθεσης ήταν
απλώς ένας τρόπος για να τη βγάλουν από το δωμάτιο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, αφού ο Τσαν Μπινγκ της διάβασε την κατάθεση βιαστικά. Πρέπει να τον πληροφόρησαν ότι αυτός που έψαχνε το δωμάτιό της είχε τελειώσει. Δεν έχει σχέση με την επίθεση, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Η αστυνομία έψαξε το δωμάτιο για άλλους λόγους. Όπως και η Χονγκ Τσόου εμφανίστηκε ξαφνικά στο τραπέζι μου για άλλους λόγους. Μόνο μία δυνατή εξήγηση υπάρχει. Κάποιος θέλει να μάθει τι έκανα με τη φωτογραφία ενός άγνωστου άντρα έξω από τον ουρανοξύστη δίπλα στο νοσοκομείο. Μήπως η ταυτότητα αυτού του άντρα δεν είναι τόσο μυστηριώδης τελικά; Ο φόβος που είχε νιώσει νωρίτερα τώρα φούντωσε μέσα της σε όλη του την ένταση. Άρχισε να ψάχνει για κάμερες και μικρόφωνα, κοιτάζοντας πίσω από πίνακες και εξετάζοντας αμπαζούρ, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Τη συμφωνημένη ώρα βρήκε τη Χονγκ Τσόου στο λόμπι. Η Χονγκ Τσόου πρότεινε να πάνε σε ένα φημισμένο εστιατόριο, αλλά η Μπιργκίτα δεν ήθελε να βγει από το ξενοδοχείο. «Είμαι κουρασμένη», είπε. «Ο κύριος Τσαν Μπινγκ είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. Το μόνο που θέλω είναι να φάω κάτι στα γρήγορα και να κοιμηθώ. Θα φύγω αύριο». Η τελευταία της φράση ήταν στην πραγματικότητα ερώτηση. Η Χονγκ Τσόου κατένευσε. «Ναι, θα φύγεις». Κάθισαν δίπλα σε ένα από τα ψηλά παράθυρα. Ένας πιανίστας έπαιζε σε μια μικρή σκηνή στη μέση της τεράστιας αίθουσας, που ήταν γεμάτη ενυδρεία και σιντριβάνια. «Τη γνωρίζω αυτή τη μελωδία», είπε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Είναι ένα αγγλικό τραγούδι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. We’ll meet again, don’t know where, don’t know when. Ίσως να μιλά για εμάς;» «Πάντα ήθελα να επισκεφτώ τις σκανδιναβικές χώρες. Ποιος ξέρει;» Η Μπιργκίτα ήπιε κόκκινο κρασί. Ήταν νηστική και τη ζάλισε. «Όλα τελείωσαν τώρα», είπε. «Μπορώ να γυρίσω σπίτι μου. Πήρα
την τσάντα μου πίσω και είδα το Σινικό Τείχος. Πείστηκα ότι η επανάσταση των Κινέζων αγροτών έχει κάνει τεράστια βήματα. Όσα έχουν συμβεί σε αυτή τη χώρα είναι ένα πραγματικό ανθρώπινο θαύμα. Στα νιάτα μου λαχταρούσα να ήμουν κι εγώ ανάμεσα σ’ εκείνους που έκαναν πορεία με το Κόκκινο βιβλίο του Μάο στο χέρι μου και περιτριγυρισμένη από χιλιάδες άλλους νέους. Εσύ κι εγώ έχουμε περίπου την ίδια ηλικία. Ποιο ήταν το δικό σου όνειρο;» «Ήμουν μέσα στην πορεία». «Πίστευες;» «Όλοι πιστεύαμε. Έχεις δει ποτέ τσίρκο ή θέατρο γεμάτο παιδιά; Στριγκλίζουν από χαρά. Όχι απαραίτητα από αυτά που βλέπουν, αλλά επειδή είναι μαζί με χίλια άλλα παιδιά μέσα στο τσίρκο ή το θέατρο. Ούτε δάσκαλοι ούτε γονείς. Κυβερνούν τον κόσμο. Αν είσαι μαζί με πολλούς, μπορείς να πιστέψεις οτιδήποτε». «Αυτό δεν απαντά στην ερώτησή μου». «Θα σου απαντήσω τώρα. Ήμουν σαν εκείνα τα παιδιά στο τσίρκο. Αλλά είχα πειστεί επίσης ότι χωρίς τον Μάο Τσε Τουνγκ η Κίνα δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει από τη φτώχεια της. Ο κομμουνισμός σήμαινε να πολεμάς τη φτώχεια και την εξαθλίωση». «Και τι έγινε μετά;» «Έγινε αυτό για το οποίο προειδοποιούσε συνέχεια ο Μάο. Ότι η ένταση και η δυσαρέσκεια θα υπάρχουν πάντα. Αλλά η δυσαρέσκεια προκαλούνταν από διάφορες προσδοκίες. Μόνο ένας ανόητος νομίζει ότι μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές. Σήμερα βλέπω καθαρά πόσο μεγάλο μέρος του μέλλοντος είχε προβλέψει ο Μάο». «Είσαι ακόμη κομμουνίστρια;» «Ναι. Μέχρι τώρα τίποτα δεν με έχει πείσει ότι υπάρχει άλλος τρόπος για να καταπολεμήσεις τη φτώχεια, που εξακολουθεί να είναι τόσο διαδεδομένη στη χώρα μας, παρά μόνο αν συνεργάζεσαι με τους συντρόφους σου». Η Μπιργκίτα έκανε μια χειρονομία κι έριξε κατά λάθος το ποτήρι της, χύνοντας μερικές σταγόνες στο τραπεζομάντιλο. «Αυτό το ξενοδοχείο… Όταν ξυπνώ εδώ και κοιτάζω γύρω μου, θα μπορούσα να είμαι οπουδήποτε στον κόσμο». «Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα».
Τους σέρβιραν το φαγητό. Ο πιανίστας είχε σταματήσει να παίζει. Η Μπιργκίτα πάλευε με τις σκέψεις της. Τελικά, άφησε κάτω το μαχαίρι και το πιρούνι και κοίταξε τη Χονγκ Τσόου, που αμέσως σταμάτησε να τρώει. «Πες μου την αλήθεια τώρα. Σε λίγο θα φύγω. Δεν χρειάζ εται να παίζεις πια παιχνίδια μαζί μου. Ποια είσαι; Γιατί με παρακολουθούσαν συνέχεια όσο ήμουν εδώ; Ποιος είναι ο Τσαν Μπινγκ; Ποιος ήταν εκείνος ο άντρας που υποτίθεται ότι θα αναγνώριζα; Δεν τις πιστεύω όλες εκείνες τις ανοησίες ότι όλ’ αυτά έχουν να κάνουν με την τσάντα μου και το γεγονός ότι μια ξένη έπεσε θύμα μιας επίθεσης». Περίμενε ότι η Χονγκ Τσόου θ’ αντιδρούσε με κάποιον τρόπο, ότι θα χαμήλωνε κάποιες από τις άμυνες πίσω από τις οποίες κρυβόταν συνέχεια αλλά τίποτα. «Τ ι άλλο θα μπορούσαν ν’ αφορούν πέρα από την επίθεση;» «Κάποιος έψαξε το δωμάτιό μου». «Λείπει τίποτα;» ρώτησε η Χονγκ Τσόου. «Όχι. Αλλά ξέρω ότι κάποιος μπήκε μέσα όσο έλειπα». «Αν θέλεις, μπορώ να μιλήσω με τον επικεφαλής ασφαλείας του ξενοδοχείου». «Θέλω ν’ απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Τ ι συμβαίνει;» «Τ ίποτα, πέρα από το γεγονός ότι θέλω οι ξένοι να νιώθουν ασφαλείς στη χώρα μας». «Και υποτίθεται ότι πρέπει να το πιστέψω αυτό;» «Ναι», είπε η Χονγκ Τσόου. «Θέλω να πιστέψεις αυτό που σου λέω». Κάτι στη φωνή της έκανε την Μπιργκίτα Ρόσλιν να χάσει τη διάθεση γι’ άλλες ερωτήσεις. Κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε απαντήσεις. Δεν θα μάθαινε ποτέ αν εκείνος που την παρακολουθούσε συνέχεια ήταν η Χονγκ Τσόου ή ο Τσαν Μπινγκ. Υπάρχει μια είσοδος και μια έξοδος, και η Μπιργκίτα έτρεχε πάνωκάτω σε ένα διάδρομο ανάμεσά τους με τα μάτια δεμένα. Η Χονγκ Τσόου τη συνόδευσε μέχρι το δωμάτιό της. Η Μπιργκίτα της έπιασε το χέρι. «Τέρμα οι παρεμβάσεις; Τέρμα οι ληστείες; Δεν θα εμφανιστούν
ξαφνικά γύρω μου πρόσωπα που αναγνωρίζω;» «Θα έρθω να σε πάρω στις δώδεκα». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κοιμήθηκε ανήσυχα εκείνη τη νύχτα. Σηκώθηκε χαράματα κι έφαγε πρωινό στα γρήγορα στην τραπεζαρία. Δεν αναγνώρισε καμία από τις σερβιτόρες ή τους πελάτες. Πριν βγει από το δωμάτιό της για να φάει πρωινό, κρέμασε την ταμπέλα ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤ Ε κι έριξε άλατα μπάνιου στο χαλάκι μέσα από την πόρτα. Όταν γύρισε, είδε ότι δεν είχε μπει κανείς στο δωμάτιο. Η Χονγκ Τσόου πήγε να την πάρει όπως είχαν συμφωνήσει. Όταν έφτασαν στο αεροδρόμιο, η Χονγκ Τσόου την οδήγησε σε μια ειδική πύλη ασφαλείας για να μη χρειαστεί να σταθεί στην ουρά. Αποχαιρετίστηκαν στον έλεγχο διαβατηρίων. Η Χονγκ Τσόου της έδωσε ένα μικρό πακέτο. «Ένα δώρο από την Κίνα». «Από σένα ή από τη χώρα;» «Και από τους δύο». Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε μήπως τελικά είχε αδικήσει τη Χονγκ Τσόου. Μπορεί απλώς να έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει μια ξένη να ξεχάσει την επίθεση που είχε δεχτεί. «Σου εύχομαι καλή πτήση», είπε η Χονγκ Τσόου. «Μπορεί να ξανασυναντηθούμε μια μέρα». Η Μπιργκίτα πέρασε από τον έλεγχο διαβατηρίων. Όταν γύρισε, η Χονγκ Τσόου είχε εξαφανιστεί. Έκατσε στο κάθισμά της και μόνο αφού απογειώθηκε το αεροπλάνο άνοιξε το πακέτο. Ήταν μια πορσελάνινη μινιατούρα, μια κοπέλα που κρατούσε ψηλά το Κόκκινο βιβλίο του Μάο. Την έβαλε στην τσάντα της κι έκλεισε τα μάτια. Η ανακούφισή της που βρισκόταν στο δρόμο της επιστροφής την έκανε να αισθανθεί πολύ κουρασμένη. Όταν έφτασε στην Κοπεγχάγη, την περίμενε ο Στάφαν. Εκείνο το βράδυ κάθισε δίπλα του στον καναπέ και του αφηγήθηκε ιστορίες από το ταξίδι της. Αλλά δεν του είπε τίποτα για την επίθεση. Τηλεφώνησε η Κάριν Βίμαν. Η Μπιργκίτα της υποσχέθηκε ότι θα την επισκεπτόταν στην Κοπεγχάγη το συντομότερο δυνατό. Μία μέρα αφότου γύρισε πήγε να δει τον γιατρό. Η πίεσή της είχε
μειωθεί. Αν παρέμενε σταθερή, σε μερικές ημέρες θα μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά. Όταν βγήκε πάλι στο δρόμο, έπεφτε ένα αραιό χιόνι. Δεν έβλεπε την ώρα ν’ αρχίσει πάλι να δουλεύει. Την επόμενη μέρα ήταν στο γραφείο της στις εφτά το πρωί. Άρχισε να ταξινομεί τα έγγραφα που είχαν μαζευτεί, αν και επισήμως δεν είχε τελειώσει η άδειά της. Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πιο πυκνό. Είχε σχηματίσει ένα στρώμα πάνω στο περβάζι του παραθύρου που συνεχώς μεγάλωνε. Έβαλε δίπλα στο τηλέφωνο το αγαλματάκι της Χονγκ Τσόου, που είχε κόκκινα μάγουλα και ένα μεγάλο θριαμβευτικό χαμόγελο. Έβγαλε τη φωτογραφία του Κινέζου από την εσωτερική τσέπη του παλτού της και την έβαλε στο κάτω συρτάρι του γραφείου. Όταν έκλεισε το συρτάρι, είχε την αίσθηση ότι όλα είχαν τελειώσει επιτέλους.
ΜΕΡΟΣ 4
Οι έποικοι (2006) Στον αγώνα σας για την ολοκληρωτική απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών να στηρίζεστε πρώτα και κύρια στις δικές τους προσπάθειες και μετά –μόνο μετά– στη διεθνή βοήθεια. Ο λαός που πετυχαίνει στη δική του επανάσταση πρέπει να βοηθά εκείνους που πολεμούν ακόμη για την ελευθερία τους. Αυτό είναι το διεθνές καθήκον μας.
Μάο Τσε Τουνγκ, συζήτηση με Αφρικανούς φίλους, 8 Αυγούστου 1963
Δέντρα μαδημένα από ελέφαντες
26 Γύρω στα πενήντα πέντε χιλιόμετρα δυτικά του Πεκίνου, όχι μακριά από τα ερείπια του ανακτόρου του Κίτρινου Αυτοκράτορα, υπήρχαν αρκετά γκρίζα κτίρια που περιβάλλονταν από έναν ψηλό τοίχο. Μερικές φορές χρησιμοποιούνταν από τους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα κτίρια δεν έδειχναν τόσο επιβλητικά απ’ έξω, αλλά μέσα είχαν αρκετές μεγάλες αίθουσες συσκέψεων, μια κουζίνα και ένα εστιατόριο, ενώ γύρω τους υπήρχε ένας μεγάλος κήπος, όπου οι σύνεδροι μπορούσαν να ξεμουδιάσουν ή να διεξάγουν προσωπικές συζητήσεις. Μόνο εκείνοι που ανήκαν στους εσώτερους κύκλους του Κομμουνιστικού Κόμματος ήξεραν ότι αυτά τα κτίρια, τα οποία είχαν την ονομασία «Κίτρινος Αυτοκράτορας», στέγαζαν τις σημαντικότερες συζητήσεις για το μέλλον της Κίνας. Και αυτό ακριβώς συνέβαινε εκεί μια χειμωνιάτικη μέρα του 2006. Νωρίς το πρωί, μια σειρά από μαύρα αυτοκίνητα πέρασαν με μεγάλη ταχύτητα την καγκελόπορτα, η οποία, μετά, έκλεισε πάλι αμέσως. Στη μεγαλύτερη αίθουσα συσκέψεων ήταν αναμμένο το τζάκι. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί δεκαεννέα άντρες και τρεις γυναίκες. Οι περισσότεροι ήταν πάνω από εξήντα, ο νεότερος γύρω στα τριάντα πέντε. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Αυτή η ομάδα ήταν η ελίτ που κυβερνούσε πρακτικά την Κίνα, πολιτικά και οικονομικά. Ο πρόεδρος και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου απουσίαζαν, αλλά οι σύνεδροι θα τους έδιναν αναφορά όταν τελείωνε το συνέδριο και θα τους παρουσίαζαν τις προτάσεις στις οποίες θα είχαν συμφωνήσει όλοι. Εκείνη την ημέρα υπήρχε μόνο ένα θέμα στην ημερήσια διάταξη. Ήταν άκρως απόρρητο, και όλοι οι παρόντες είχαν δώσει όρκους σιωπής. Αν κάποιος παραβίαζε αυτό τον όρκο, ήταν σίγουρο ότι θα εξαφανιζόταν από τη δημόσια ζωή χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Σε ένα από τα ιδιωτικά δωμάτια του κτιρίου, ένας άντρας γύρω στα σαράντα βημάτιζε νευρικά πάνω-κάτω. Στο χέρι του είχε την ομιλία που προετοίμαζε μήνες και την οποία θα εκφωνούσε εκείνο το πρωί. Ήξερε ότι ήταν ένα από τα σημαντικότερα έγγραφα που
είχαν παρουσιαστεί ποτέ στον εσωτερικό κύκλο του Κομμουνιστικού Κόμματος από τότε που η Κίνα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1949. Ο Γιαν Μπα δίδασκε μελλοντολογία στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, και αυτή η εργασία τού είχε ανατεθεί από τον ίδιο τον πρόεδρο της Κίνας πριν από δύο χρόνια. Από εκείνη τη μέρα είχε απαλλαγεί από όλα τα επαγγελματικά του καθήκοντα και του είχε δοθεί ένα προσωπικό τριάντα βοηθών. Η έρευνα καλυπτόταν από τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα και γινόταν υπό την επίβλεψη της προσωπικής υπηρεσίας ασφαλείας του προέδρου. Ο Γιαν Μπα είχε γράψει την ομιλία του σε ένα μόνο κομπιούτερ, στο οποίο είχε πρόσβαση μόνο ο ίδιος. Κανείς άλλος δεν είχε δει το κείμενο που κρατούσε τώρα στα χέρια του. Κανένας ήχος δεν διαπερνούσε αυτούς τους τοίχους. Σύμφωνα με τις φήμες, το δωμάτιο ήταν κάποτε η κρεβατοκάμαρα της Τ ζιανγκ Τσινγκ, της γυναίκας του Μάο Τσε Τουνγκ. Μετά το θάνατο του Μάο, συνελήφθη μαζί με τρεις άλλους, τη λεγόμενη «Συμμορία των Τεσσάρων», δικάστηκε και αργότερα αυτοκτόνησε στη φυλακή. Η Τ ζιανγκ Τσινγκ απαιτούσε να υπάρχει απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο που κοιμόταν. Όταν ταξίδευε, πάντα προηγούνταν οικοδόμοι και διακοσμητές για να μονώσουν το δωμάτιο όπου θα κοιμόταν, ενώ ταυτόχρονα έστελναν στρατιώτες να σκοτώσουν όλα τα σκυλιά σε απόσταση ακοής. Ο Γιαν Μπα κοίταξε το ρολόι του. Ήταν εννιά παρά δέκα. Θα άρχιζε την παρουσίασή του ακριβώς στις εννιά και τέταρτο. Στις εφτά είχε πάρει ένα χάπι που του έδωσε ο γιατρός του. Υποτίθεται ότι θα τον ηρεμούσε χωρίς να του προκαλέσει νύστα. Τ ώρα ένιωθε τη νευρικότητα να υποχωρεί. Αν γίνονταν πραγματικότητα αυτά που είχε γράψει στα χαρτιά που κρατούσε στο χέρι του, οι συνέπειες θα ήταν συνταρακτικές για όλο τον κόσμο, όχι μόνο για την Κίνα. Όμως, κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ ότι αυτός επινόησε και διατύπωσε τις προτάσεις που θα εφαρμόζονταν στην πράξη. Απλώς θα επέστρεφε στην έδρα του στο πανεπιστήμιο και στους φοιτητές του. Ο μισθός του θα αυξανόταν και ήδη είχε μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα στο κεντρικό Πεκίνο. Η εγγύηση απορρήτου που είχε
υπογράψει θα τον δέσμευε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι ευθύνες, οι κριτικές και ίσως οι έπαινοι για όσα συνέβαιναν θα πήγαιναν στους πολιτικούς, στους οποίους και ο ίδιος, όπως και όλοι οι πολίτες, όφειλε την πίστη του. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Οι μεγάλες αλλαγές δεν συμβαίνουν στο πεδίο της μάχης, σκέφτηκε. Συμβαίνουν πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Πέρα από τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, ο πρόεδρος της Κίνας είναι ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο. Τ ώρα έπρεπε να πάρει μερικές κοσμοϊστορικές αποφάσεις. Οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί εκεί ήταν τα αυτιά του. Θα άκουγαν όσα είχε να πει ο Γιαν Μπα και θα έκαναν τις αξιολογήσεις τους. Και οι συνέπειες θα εξαπλώνονταν βαθμιαία από τα κτίρια του Κίτρινου Αυτοκράτορα σε όλο τον κόσμο. Ο Γιαν Μπα θυμήθηκε ένα ταξίδι που είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια μαζί με έναν φίλο του γεωλόγο. Είχαν πάει στις μακρινές ορεινές περιοχές όπου βρίσκεται η πηγή του ποταμού Γιανγκτσέ. Είχαν ακολουθήσει τους μαιάνδρους του ποταμού, που στένευε συνεχώς, μέχρι που έφτασαν σε ένα σημείο όπου ήταν ένα απλό ρυάκι. Ο φίλος του είχε βάλει κάτω το πόδι του και είχε πει: «Τ ώρα μπορώ να σταματήσω τον πανίσχυρο Γιανγκτσέ». Θυμόταν συχνά αυτό το περιστατικό τους κοπιαστικούς μήνες όταν δούλευε την παρουσίασή του για το μέλλον της Κίνας. Τ ώρα ήταν ο άνθρωπος που είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει την πορεία του πανίσχυρου ποταμού.
Ο Γιαν Μπα πήρε τον κατάλογο με τους συνέδρους που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην αίθουσα. Γνώριζε όλα τα ονόματα και του προκαλούσε μεγάλη κατάπληξη το γεγονός ότι είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν. Αυτοί ήταν οι ισχυρότεροι άνθρωποι της Κίνας: πολιτικοί, μερικοί στρατιωτικοί, οικονομολόγοι, φιλόσοφοι και οι επιλεγμένοι γκρίζοι μανδαρίνοι, οι άνθρωποι που επινοούσαν πολιτικές στρατηγικές οι οποίες δοκιμάζονταν συνεχώς στο πεδίο της
πραγματικότητας. Υπήρχαν επίσης μερικοί από τους κορυφαίους σχολιαστές εξωτερικών υποθέσεων, καθώς και εκπρόσωποι από τις οργανώσεις ασφαλείας. Όλοι ήταν μέρος ενός εξαιρετικού μείγματος που αποτελούσε το κέντρο εξουσίας της Κίνας, μιας χώρας που ο πληθυσμός της ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και μια σερβιτόρα ντυμένη στα λευκά μπήκε μέσα με το τσάι που είχε παραγγείλει. Η κοπέλα ήταν πολύ νέα και πολύ όμορφη. Χωρίς να πει λέξη, άφησε το δίσκο κι έφυγε. Μόλις έφτασε επιτέλους η ώρα, ο Γιαν Μπα εξέτασε το πρόσωπό του στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Ήταν έτοιμος να βάλει κάτω το πόδι του και να σταματήσει τον ποταμό.
Όταν ο Γιαν Μπα ανέβηκε στο βήμα, μέσα στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Έφτιαξε το μικρόφωνο, τακτοποίησε τα χαρτιά του και κοίταξε το ακροατήριο, που δεν φαινόταν καλά στο μισοσκόταδο. Άρχισε να μιλά για το μέλλον: Γιατί βρισκόταν εκεί, γιατί ο πρόεδρος και το Πολιτικό Γραφείο τον είχαν καλέσει να εξηγήσει ποιες μεγάλες αλλαγές ήταν απαραίτητες τώρα. Είπε στο ακροατήριο αυτό που του είχε πει ο πρόεδρος όταν του ανέθεσε αυτή την αποστολή. «Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου απαιτείται μια δραματική αλλαγή κατεύθυνσης. Αν δεν κάνουμε αυτή την αλλαγή ή αν η αλλαγή που θα κάνουμε είναι λανθασμένη, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ξεσπάσουν ταραχές. Ακόμα και οι πιστές ένοπλες δυνάμεις μας δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν αν εξεγερθούν εκατοντάδες εκατομμύρια εξοργισμένων αγροτών». Αυτή ήταν η οπτική από την οποία έβλεπε ο Γιαν Μπα το έργο που του είχαν αναθέσει. Η Κίνα κινδύνευε από μια απειλή που έπρεπε ν’ αντιμετωπιστεί με διορατικά και τολμηρά αντίμετρα. Σε αντίθετη περίπτωση, η χώρα θα κατέρρεε και θα περιερχόταν στην ίδια χαώδη κατάσταση που είχε βιώσει τόσες φορές στην ιστορία της. Πίσω από τους άντρες και τις γυναίκες που κάθονταν μπροστά του στο μισοσκόταδο ήταν κρυμμένοι εκατοντάδες εκατομμύρια
αγροτών που περίμεναν ανυπόμονα μια νέα ζωή παρόμοια με τη ζωή που απολάμβανε η διευρυνόμενη μέση τάξη στις αστικές περιοχές. Η υπομονή τους είχε αρχίσει να εξαντλείται και να μετατρέπεται σε απέραντη οργή και σε απαιτήσεις για άμεση δράση. Οι συνθήκες είχαν ωριμάσει. Το μήλο θα έπεφτε γρήγορα στο έδαφος και θα άρχιζε να αποσυντίθεται αν δεν έσπευδαν να το μαζέψουν. Ο Γιαν Μπα άρχισε την παρουσίασή του σχηματίζοντας με τα δάχτυλά του ένα συμβολικό σταυροδρόμι. «Τ ώρα βρισκόμαστε εδώ», είπε. «Η μεγάλη μας επανάσταση μας οδήγησε σε ένα σημείο που οι γονείς μας δεν θα μπορούσαν ούτε να ονειρευτούν. Για μια στιγμή, μπορούμε να σταματήσουμε σε αυτό το σταυροδρόμι και να κοιτάξουμε πίσω. Στο βάθος θα δούμε την εξαθλίωση και τα δεινά του παρελθόντος. Αυτή η εποχή είναι τόσο πρόσφατη που η προηγούμενη γενιά από τη δική μας θυμάται πώς ήταν όταν οι άνθρωποι ζούσαν σαν ποντικοί. Οι πλούσιοι τσιφλικάδες και οι παλιοί κρατικοί αξιωματούχοι μεταχειρίζονταν το λαό σαν άψυχα ζωύφια, που δεν τους άξιζε τίποτα περισσότερο από το να πεθαίνουν στη δουλειά. Είναι απίστευτο πόσο έχουμε προοδεύσει από τότε χάρη στο μεγάλο κόμμα μας και τους ηγέτες που μας οδήγησαν στον σωστό δρόμο. Γνωρίζουμε ότι η αλήθεια αλλάζει πάντα, ότι νέες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται συνεχώς για να διασφαλίσουμε την επιβίωση των παλαιών αρχών του σοσιαλισμού και της αλληλεγγύης. Η ζωή δεν περιμένει, νέες απαιτήσεις προκύπτουν συνεχώς, και πρέπει να επιδιώκουμε τη γνώση που θα μας επιτρέψει να βρούμε λύσεις σε αυτά τα νέα προβλήματα. Γνωρίζουμε επίσης ότι δεν θα μπορούμε ποτέ να φτάσουμε σε έναν αιώνιο παράδεισο. Αν το πιστέψουμε αυτό, ο παράδεισος γίνεται μια παγίδα. Δεν υπάρχει πραγματικότητα χωρίς πάλη, δεν υπάρχει μέλλον χωρίς μάχες. Έχουμε μάθει ότι οι ταξικές διαφορές θα εκδηλώνονται πάντα, καθώς οι συνθήκες στον κόσμο μεταβάλλονται και ισχυρές χώρες εξασθενούν και μετά ισχυροποιούνται πάλι. Ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε πει ότι υπάρχει συνεχής ένταση κάτω από τον ουρανό, και γνωρίζουμε ότι είχε δίκιο – βρισκόμαστε σε ένα πλοίο και πλέουμε σε κανάλια το βάθος των οποίων δεν μπορούμε ποτέ να μετρήσουμε από πριν. Γιατί ακόμα και ο πυθμένας της θάλασσας μεταβάλλεται
συνεχώς: Υπάρχουν πράγματα που απειλούν την ύπαρξη και το μέλλον μας και τα οποία δεν μπορούμε να τα δούμε».
Ο Γιαν Μπα γύρισε σελίδα. Αισθανόταν την απόλυτη αυτοσυγκέντρωση που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα. Δεν κινούνταν κανείς, όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν τι θα ακολουθούσε. Είχε προγραμματίσει να μιλήσει πέντε ώρες. Αυτό ήταν κάτι που το γνώριζαν οι σύνεδροι. Όταν ενημέρωσε τον πρόεδρο ότι είχε γράψει την παρουσίασή του, εκείνος του είπε ότι δεν θα υπάρξουν διακοπές. Οι σύνεδροι θα παρέμεναν στις θέσεις τους από την αρχή ως το τέλος. «Πρέπει να δουν ολόκληρη την εικόνα», είχε πει ο πρόεδρος. «Το όλο δεν πρέπει να διασπαστεί. Κάθε παύση δημιουργεί τον κίνδυνο να εμφανιστούν αμφιβολίες, να δημιουργηθούν ρωγμές στην κατανόηση όσων πρέπει να κάνουμε». Αφιέρωσε την επόμενη ώρα σε μια ιστορική επισκόπηση της Κίνας, η οποία υπέστη μια σειρά από δραματικές αλλαγές όχι μόνο κατά τον τελευταίο αιώνα αλλά σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, από τότε που ο αυτοκράτορας Τσιν έβαλε για πρώτη φορά τα θεμέλια μιας ενωμένης χώρας. Ήταν λες και μέσα σε αυτό το Μέσο Βασίλειο είχε τοποθετηθεί μια μεγάλη σειρά από κρυφές «βόμβες». Μόνο οι πιο εξαιρετικοί ηγέτες, εκείνοι με τη μεγαλύτερη διορατικότητα, μπορούσαν να προβλέψουν πότε θα γίνονταν οι εκρήξεις. Μερικοί από αυτούς τους άντρες, ανάμεσά τους ο Σουν Γιατ-σεν και, φυσικά, ο Μάο, διέθεταν μια σχεδόν μαγική ικανότητα να ερμηνεύουν την εποχή τους και ήταν σε θέση να προκαλέσουν τις εκρήξεις που κάποιος άλλος, ας το ονομάσουμε «θεϊκή νέμεση της ιστορίας», είχε τοποθετήσει στην αόρατη διαδρομή που έπρεπε να διανύσει το κινεζικό έθνος.
Φυσικά, ο Γιαν Μπα αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της παρουσίασής του στον Μάο και την εποχή του. Ο Μάο ίδρυσε την πρώτη κομμουνιστική δυναστεία. Βέβαια, δεν χρησιμοποίησε τη λέξη «δυναστεία» –κάτι τέτοιο θα έφερνε αναμνήσεις από την
τρομοκρατία του παρελθόντος–, αλλά όλοι ήξεραν ότι έτσι έβλεπαν τον Μάο οι αγρότες που ήταν επικεφαλής της επανάστασης. Ήταν ένας αυτοκράτορας, παρόλο που επέτρεπε σε κοινούς θνητούς να μπουν στην Απαγορευμένη Πόλη και δεν τους ανάγκαζε να παραμερίζουν όταν περνούσε ο Μεγάλος Ηγέτης, ο Μεγάλος Τ ιμονιέρης, τιμωρώντας με αποκεφάλιση όποιον δεν συμμορφωνόταν. Τ ώρα, εξήγησε ο Γιαν Μπα, είχε έρθει η ώρα να στραφούν πάλι στον Μάο και να δεχτούν με ταπεινοφροσύνη ότι είχε δίκιο στις προβλέψεις του για τον τρόπο που θα εξελισσόταν το μέλλον, παρόλο που ήταν νεκρός εδώ και τριάντα χρόνια. Η φωνή του ήταν ακόμη ζωντανή. Είχε τις ικανότητες του προφήτη και του επιστήμονα, μπορούσε να βλέπει το μέλλον και να φωτίζει με το δικό του φως το σκοτάδι των δεκαετιών του μέλλοντος. Όμως, σε τι είχε δίκιο ο Μάο; Σε πολλά πράγματα είχε κάνει λάθος. Ο ηγέτης της πρώτης κομμουνιστικής δυναστείας δεν φερόταν πάντα όπως έπρεπε στους σύγχρονούς του. Βρισκόταν στην πρώτη γραμμή όταν απελευθερώθηκε η χώρα, και, σύμφωνα με τον Γιαν Μπα, το όνειρο της ελευθερίας, το πνευματικό περιεχόμενο της ίδιας της πάλης για απελευθέρωση αφορούσε το δικαίωμα ακόμα και του πιο φτωχού αγρότη να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον χωρίς να κινδυνεύει ν’ αποκεφαλιστεί από κάποιον ποταπό τσιφλικά. Αντίθετα, οι τσιφλικάδες είναι αυτοί που αποκεφαλίζονται τώρα. Το δικό τους αίμα, και όχι των αγροτών, είναι αυτό που ποτίζει τη γη. Όμως, ο Μάο έκανε λάθος όταν πίστευε ότι η Κίνα θα μπορούσε να παρουσιάσει τεράστια οικονομική πρόοδο μέσα σε μερικά χρόνια. Υποστήριζε ότι τα χυτήρια θα ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους ώστε οι εργάτες θα έβλεπαν τις καπνοδόχους τους να κάνουν σήματα καπνού η μία στην άλλη. Το Μεγάλο Άλμα, που υποτίθεται ότι θα έφερνε την Κίνα στο παρόν και το μέλλον, ήταν ένα τεράστιο λάθος. Αντί για βιομηχανική παραγωγή μεγάλης κλίμακας, ο κόσμος έλιωνε στην αυλή του παλιά πιρούνια και κατσαρόλες σε πρωτόγονα καμίνια. Το Μεγάλο Άλμα απέτυχε. Οι Κινέζοι εργάτες δεν μπόρεσαν να υπερπηδήσουν τον πήχη, επειδή οι ηγέτες τους τον είχαν σηκώσει πολύ ψηλά. Τ ώρα ήταν αδύνατο ν’ αρνηθεί κανείς ότι εκατομμύρια άνθρωποι είχαν πεθάνει από την πείνα, έστω κι αν οι Κινέζοι
ιστορικοί ήταν αναγκασμένοι να είναι φειδωλοί με την αλήθεια, όταν περιέγραφαν εκείνη τη δύσκολη εποχή. Για μερικά χρόνια, η διακυβέρνηση του Μάο δεν διέφερε από τις παλιότερες αυτοκρατορικές δυναστείες. Ο Μάο είχε κλειδωθεί στα δωμάτιά του στην Απαγορευμένη Πόλη και δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι το Μεγάλο Άλμα είχε αποτύχει. Δεν επιτρεπόταν σε κανέναν να μιλά γι’ αυτό το θέμα. Όμως, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι πραγματικά σκεφτόταν ο Μάο τότε. Στα κείμενα του Μεγάλου Τ ιμονιέρη υπήρχε πάντα ένας τομέας που έλαμπε διά της απουσίας του: Δεν εξέφραζε ποτέ τις βαθύτερες σκέψεις του. Κανείς δεν ξέρει αν ο Μάο ξυπνούσε ποτέ στις τέσσερις το πρωί, την πιο ζοφερή ώρα της μέρας, και αναρωτιόταν τι είχε κάνει. Μήπως έμενε ξάγρυπνος κι έβλεπε μέσα στις σκιές όλους εκείνους που είχαν πεθάνει από πείνα, θυσιασμένοι στο βωμό του ανέφικτου ονείρου του, του Μεγάλου Άλματος; Εκείνο που έκανε ο Μάο ήταν να περάσει στην αντεπίθεση. Αντεπίθεση ενάντια σε τι; ρώτησε ρητορικά ο Γιαν Μπα και έκανε μια παύση για μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. Αντεπίθεση κατά της ίδιας της ήττας του, της αποτυχημένης πολιτικής του και του κινδύνου ν’ αρχίσουν ψίθυροι μέσα στο σκοτάδι, ένα πιθανό πραξικόπημα. Η αντίδραση του Μάο σε όσα έβλεπε γύρω του ήταν η προτροπή να «βομβαρδίσουν τα αρχηγεία» – ένα νέο είδος «βόμβας», θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Μάο κινητοποίησε τους νέους, όπως κάνουν όλοι σε περίπτωση πολέμου. Εκμεταλλεύτηκε τους νέους με τον ίδιο τρόπο που τους εκμεταλλεύτηκαν η Γαλλία, η Αγγλία και η Γερμανία, όταν τους οδηγούσαν στα πεδία των μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για να πεθάνουν με τα όνειρά τους πνιγμένα στη λάσπη. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για την Πολιτιστική Επανάσταση – αυτό ήταν το δεύτερο λάθος του Μάο, μια σχεδόν τελείως προσωπική βεντέτα ενάντια στις δυνάμεις της κοινωνίας που τον αμφισβητούσαν. Στο μεταξύ, ο Μάο είχε αρχίσει να γερνά. Το ερώτημα του διαδόχου του βρισκόταν πάντα στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης. Όταν ο διάδοχός του, ο Λιν Μπιάο, έγινε προδότης και σκοτώθηκε σε ένα αεροπορικό δυστύχημα καθ’ οδόν προς τη Μόσχα, ο Μάο άρχισε να χάνει τον έλεγχο. Όμως, μέχρι το τέλος συνέχισε να
διατυπώνει προκλήσεις για εκείνους που θα επιζούσαν και έπειτα από αυτόν. Θα ακολουθούσαν νέοι ταξικοί αγώνες. Νέες ομάδες θα προσπαθούσαν να επωφεληθούν σε βάρος άλλων. Ή, όπως επαναλάμβανε ο Μάο σαν μάντρα, «κάθε άτομο θ’ αντικατασταθεί από το αντίθετό του». Μόνο οι ανόητοι, οι αφελείς και όποιοι αρνούνταν να δουν την πραγματικότητα θα μπορούσαν να φανταστούν ότι το μέλλον της Κίνας ήταν εξασφαλισμένο μια για πάντα. «Και τώρα», είπε ο Γιαν Μπα, «ο Μάο, ο μεγάλος ηγέτης μας, είναι νεκρός εδώ και τριάντα χρόνια. Τ ώρα βλέπουμε ότι είχε δίκιο. Αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει επακριβώς τις συγκρούσεις που είχε προβλέψει ότι θα έρχονταν. Ούτε προσπάθησε να το κάνει, γιατί ήξερε ότι ήταν αδύνατο. Η Ιστορία δεν μπορεί ποτέ να μας δώσει την ακριβή γνώση των μελλοντικών γεγονότων. Απλώς μας δείχνει ότι η ικανότητά μας να προετοιμαστούμε για την αλλαγή είναι περιορισμένη».
Ο Γιαν Μπα είδε ότι οι θεατές του παρακολουθούσαν ακόμη απόλυτα συγκεντρωμένοι. Τ ώρα που είχε τελειώσει την ιστορική εισαγωγή, θα τον άκουγαν με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή. Σίγουρα πολλοί θα είχαν ήδη κάποιο προαίσθημα για το τι θα επακολουθούσε. Ο Γιαν Μπα ήξερε ότι έκανε μία από τις σημαντικότερες ομιλίες στην ιστορία της νέας Κίνας. Μια μέρα τα λόγια του θα επαναλαμβάνονταν από τον πρόεδρο. Δίπλα στη λάμπα πάνω στο βήμα υπήρχε ένα μικρό ρολόι. Ο Γιαν Μπα άρχισε τη δεύτερη ώρα της παρουσίασής του περιγράφοντας την τωρινή κατάσταση της Κίνας και τις αλλαγές που ήταν απαραίτητες. Περιέγραψε το διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες πολιτών, ένα χάσμα που απειλούσε τώρα τις μελλοντικές εξελίξεις. Είχε θεωρηθεί απαραίτητο να ενισχυθούν οι παράκτιες περιοχές και τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα που βρίσκονταν στην καρδιά της οικονομικής προόδου. Μετά το θάνατο του Μάο, ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ είχε αποφασίσει ορθά ότι μόνο ένας δρόμος υπήρχε για να προχωρήσουν: Να βγουν από την απομόνωση και ν’ ανοίξουν τα κινεζικά λιμάνια στον κόσμο. Ανέφερε ένα απόσπασμα από τη
φημισμένη ομιλία του Ντενγκ, στο οποίο δήλωνε ότι «οι πόρτες ανοίγουν τώρα και δεν μπορούν να ξανακλείσουν ποτέ». Το μέλλον της Κίνας μπορούσε να διαμορφωθεί μόνο σε συνεργασία με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ντενγκ κατανοούσε πώς λειτουργούσε ο καπιταλισμός και οι δυνάμεις της αγοράς, πώς συνεργάζονταν αυτοί οι δύο παράγοντες μεταξύ τους, και η γνώση αυτή τον είχε πείσει ότι γρήγορα θα ερχόταν η στιγμή που θα μπορούσαν να κόψουν το μήλο. Η Κίνα θα μπορούσε, για άλλη μια φορά, να αναλάβει το ρόλο του Μέσου Βασιλείου, μιας μεγάλης δύναμης υπό διαμόρφωση, και μέσα σε τριάντα ή σαράντα χρόνια να γίνει η κυρίαρχη χώρα του κόσμου, πολιτικά και οικονομικά. Τα τελευταία είκοσι χρόνια η Κίνα είχε αναπτυχθεί οικονομικά με πρωτοφανή τρόπο. Ο Ντενγκ τον είχε περιγράψει κάποτε λέγοντας ότι, αν συγκρίνουμε το πέρασμα από την κατάσταση όπου κάθε πολίτης έχει ένα παντελόνι με το πέρασμα στην κατάσταση όπου κάθε πολίτης θα μπορεί ν’ αποκτήσει και δεύτερο παντελόνι, το δεύτερο άλμα είναι μεγαλύτερο από το πρώτο. Εκείνοι που καταλάβαιναν τον τρόπο έκφρασης του Ντενγκ ήξεραν ότι εννοούσε κάτι πολύ βασικό: Δεν ήταν δυνατό να βρεθούν όλοι ταυτόχρονα σε θέση ν’ αποκτήσουν το δεύτερο παντελόνι. Αυτό δεν ήταν δυνατό ούτε στην εποχή του Μάο^ οι πιο φτωχοί αγρότες που ζούσαν σε άθλια χωριά στις πιο απομακρυσμένες περιοχές ήταν οι τελευταίοι στη σειρά, με τους κατοίκους των πόλεων να έρχονται πρώτοι. Ο Ντενγκ ήξερε ότι η πρόοδος δεν μπορούσε να είναι παντού η ίδια. Αυτό ήταν ενάντια στους οικονομικούς νόμους. Η πρόοδος μοιάζει με ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί, όπου προσπαθείς να διασφαλίσεις πως ούτε ο πλούτος ούτε η φτώχεια θα εξαπλωθούν τόσο γρήγορα ώστε το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι εσωτερικοί του κύκλοι, που ήταν οι σχοινοβάτες, να γκρεμιστούν στην άβυσσο. Ο Ντενγκ δεν ζούσε πια, αλλά η στιγμή που φοβόταν και για την οποία μας είχε προειδοποιήσει, το σημείο στο οποίο υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η ισορροπία, είχε φτάσει.
Ο Γιαν Μπα έφτασε στο κομμάτι της παρουσίασης στο οποίο θα κυριαρχούσαν δύο λέξεις: «απειλή» και «αναγκαιότητα». Η
μεγαλύτερη απειλή προερχόταν από το χάσμα στο βιοτικό επίπεδο – ενώ εκείνοι που ζούσαν σε παραλιακές πόλεις έβλεπαν τη ζωή τους να βελτιώνεται, οι αγρότες στην επαρχία δεν έβλεπαν ν’ αλλάζει τίποτα και μετά βίας κατάφερναν να ζουν από τις αγροτικές τους δραστηριότητες. Η μόνη πορεία που τους απέμενε ήταν να μεταναστεύσουν σε αστικές περιοχές με την ελπίδα να βρουν δουλειά. Οι Αρχές ενθάρρυναν αυτή τη μετανάστευση, ιδιαίτερα στις περιοχές με βιομηχανίες που κατασκεύαζαν προϊόντα για τη Δύση, παιχνίδια και ρούχα. Όμως, τι θα συνέβαινε όταν αυτές οι βιομηχανικές πόλεις δεν θα μπορούσαν πια να δεχτούν την εισροή των νεοφερμένων; Πώς θα ήταν δυνατό να εμποδίσουν μια εξέγερση εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν είχαν να χάσουν τίποτα πέρα από τη φτώχεια τους; Ο Μάο είχε πει ότι είναι πάντα σωστό να επαναστατείς. Γιατί, λοιπόν, θα ήταν λάθος να επαναστατήσουν εκείνοι που ήταν σήμερα τόσο φτωχοί όσο ήταν και πριν από είκοσι χρόνια;
Ο Γιαν Μπα ήξερε ότι πολλοί από τους ακροατές του είχαν αφιερώσει πολύ χρόνο στη μελέτη αυτού του προβλήματος. Ήξερε επίσης ότι είχαν τυπωθεί μερικά αντίτυπα ενός σχεδίου που περιλάμβανε μια ακραία λύση. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό, αλλά όλοι όσοι γνώριζαν τον τρόπο σκέψης του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήξεραν ποια ήταν αυτή η λύση. Τα γεγονότα που συνέβησαν στην Τ ιεν Αν Μεν το 1989 θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένας πρόλογος που αποδείκνυε την ύπαρξη αυτού του σχεδίου. Το κόμμα δεν θα επέτρεπε ποτέ να επικρατήσει χάος. Αν συνέβαινε το χειρότερο, αν δεν μπορούσε να βρεθεί άλλη λύση, θα καλούσαν το στρατό. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η σύγκρουση –δέκα ή δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι–, το κόμμα θα διατηρούσε τη δύναμή του πάνω στους πολίτες και τη χώρα. «Το ερώτημα τελικά είναι πολύ απλό», τους είπε ο Γιαν Μπα. «Υπάρχει καμία άλλη λύση;» Αμέσως έδωσε την απάντηση: Ναι, αλλά για να εφαρμοστεί απαιτεί το υψηλότερο δυνατό επίπεδο στρατηγικής σκέψης. «Όμως, κυρίες και κύριοι», συνέχισε ο Γιαν
Μπα, «αυτές οι προετοιμασίες έχουν αρχίσει ήδη, έστω κι αν δείχνουν ότι αφορούν κάτι εντελώς διαφορετικό». Μέχρι τώρα είχε μιλήσει μόνο για την Κίνα, την ιστορία της και το παρόν της. Τ ώρα, καθώς πλησίαζε η τρίτη ώρα της παρουσίασης, άφησε την Κίνα και άρχισε να συζητά για την Αφρική. «Και τώρα», είπε ο Γιαν Μπα, «ας ταξιδέψουμε σε μια εντελώς διαφορετική ήπειρο, την Αφρική. Τα τελευταία χρόνια, για να εξασφαλίσουμε επαρκή τροφοδοσία με πρώτες ύλες, ανάμεσα στις οποίες και το πετρέλαιο, αναπτύξαμε όλο και πιο στενές σχέσεις με πολλά αφρικανικά κράτη. Φανήκαμε γενναιόδωροι με τα δάνεια και τα δώρα μας προς αυτές τις χώρες, αλλά χωρίς να παρεμβαίνουμε στα εσωτερικά πολιτικά τους θέματα. Είμαστε ουδέτεροι. Συναλλασσόμαστε με όλους. Έτσι, δεν έχει σημασία για εμάς αν η χώρα με την οποία συναλλασσόμαστε είναι η Ζιμπάμπουε, το Μαλάουι, το Σουδάν ή η Αγκόλα. Όπως απορρίπτουμε κάθε είδους ξένες παρεμβάσεις στα εσωτερικά μας και στο νομικό μας σύστημα, έτσι αναγνωρίζουμε ότι αυτές οι χώρες είναι ανεξάρτητες και ότι δεν μπορούμε να διατυπώσουμε απαιτήσεις ως προς τον τρόπο διακυβέρνησής τους. Μας έχουν επικρίνει γι’ αυτή την προσέγγιση, αλλά αυτό δεν μας ανησυχεί, γιατί γνωρίζουμε ότι πίσω από αυτές τις επικρίσεις κρύβεται φθόνος και φόβος, καθώς οι ΗΠΑ και η Ρωσία αρχίζουν ν’ αντιλαμβάνονται ότι η Κίνα δεν είναι πια ένα τεράστιο μηδενικό, όπως μας θεωρούσαν για τόσο πολύ καιρό. Η Δύση αρνείται να καταλάβει ότι οι αφρικανικές χώρες προτιμούν να συνεργάζονται μαζί μας. Η Κίνα δεν τις καταπίεσε ποτέ, δεν τις αποίκισε ποτέ. Αντίθετα, όταν άρχισαν να απελευθερώνονται τη δεκαετία του ’50, τις στηρίξαμε. Οι φίλοι μας στην Αφρική σ’ εμάς στρέφονται όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή η Παγκόσμια Τ ράπεζα απορρίπτει τις αιτήσεις τους για δάνεια. Εμείς δεν διστάζουμε να τις βοηθήσουμε. Και το κάνουμε με καθαρή συνείδηση, γιατί είμαστε κι εμείς μια φτωχή χώρα. Είμαστε ακόμη μέρος του αποκαλούμενου Τ ρίτου Κόσμου. Καθώς συνεργαζόμαστε όλο και πιο επιτυχώς με αυτές τις χώρες, γίνεται σαφές ότι, μακροπρόθεσμα, μπορεί κάλλιστα να βρούμε εκεί ένα μέρος της λύσης για την απειλή που μιλήσαμε νωρίτερα. Για πολλούς από εσάς,
και ίσως επίσης για μένα, η εξήγηση της σκέψης μου θ’ αποτελέσει ένα ιστορικό παράδοξο. »Επιτρέψτε μου να αναφέρω έναν παραλληλισμό για να δείξω πώς ήταν τα πράγματα σε αυτές τις χώρες πριν από πενήντα χρόνια. Εκείνη την εποχή, η Αφρική αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από αποικίες που υπέφεραν από την καταπίεση του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Εμείς σταθήκαμε δίπλα σε αυτούς τους λαούς. Στηρίξαμε τα απελευθερωτικά τους κινήματα παρέχοντας συμβούλους και οπλισμό. Ο Μάο και η γενιά του αποτέλεσαν ένα παράδειγμα, δείχνοντας πώς ένα καλά οργανωμένο αντάρτικο κίνημα μπορεί να νικήσει έναν ισχυρότερο εχθρό, πώς χίλια μυρμήγκια που τσιμπούν το πόδι ενός ελέφαντα μπορούν να τον γκρεμίσουν. Η υποστήριξή μας συνέβαλε στην απελευθέρωση της μιας χώρας μετά την άλλη. Είδαμε πώς ο ιμπεριαλισμός άρχισε να χάνει όλο και πιο πολύ την ορμή του. Όταν ο σύντροφος Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίστηκε ύστερα από τόσα χρόνια, αυτό ήταν το τελικό χτύπημα που νίκησε τον Δυτικό ιμπεριαλισμό με τη μορφή της αποικιοκρατίας. Η απελευθέρωση της Αφρικής έκλινε τον άξονα της γης προς την κατεύθυνση που δείχνει ότι η ελευθερία και η δικαιοσύνη τελικά θα νικήσουν. Τ ώρα μπορούμε να δούμε ότι μεγάλες περιοχές, συχνά πολύ γόνιμες, παραμένουν έρημες. Η Μαύρη Ήπειρος, σε αντίθεση με τη δική μας, είναι αραιοκατοικημένη. Και τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι μας προσφέρει τουλάχιστον ένα μέρος της λύσης του προβλήματος που απειλεί τη δική μας σταθερότητα».
Ο Γιαν Μπα ήπιε λίγο νερό από το ποτήρι δίπλα στο μικρόφωνο. Μετά συνέχισε την παρουσίαση. Έφτανε στο σημείο που ήξερε ότι θα οδηγούσε σε ζωηρές συζητήσεις όχι μόνο ανάμεσα στους ακροατές του αλλά και μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα και το Πολιτικό Γραφείο. «Πρέπει να έχουμε επίγνωση του τι κάνουμε», είπε ο Γιαν Μπα, «αλλά πρέπει επίσης να έχουμε επίγνωση και του τι δεν κάνουμε. Αυτό που προτείνουμε και σ’ εσάς και στους Αφρικανούς δεν είναι άλλο ένα κύμα αποικιοκρατίας. Ερχόμαστε όχι ως κατακτητές αλλά
ως φίλοι. Δεν έχουμε πρόθεση να επαναλάβουμε τα έκτροπα που είναι αναπόσπαστα από την αποικιοκρατία. Γνωρίζουμε τι σημαίνει καταπίεση, γιατί πολλοί από τους προγόνους μας ζούσαν σε συνθήκες δουλείας στις ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα. Εμείς οι ίδιοι υποβληθήκαμε στη βαρβαρότητα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Το γεγονός ότι επιφανειακά μπορεί να υπάρχουν ομοιότητες δεν σημαίνει ότι θα επιβάλουμε αποικιοκρατικά καθεστώτα στην αφρικανική ήπειρο για δεύτερη φορά. Απλώς θα λύσουμε ένα πρόβλημα, παρέχοντας ταυτόχρονα βοήθεια σε αυτούς τους λαούς. Στους έρημους κάμπους, στις γόνιμες κοιλάδες, όπου κυλούν οι μεγάλοι ποταμοί της Αφρικής, θα καλλιεργήσουμε τη γη μεταφέροντας εκεί εκατομμύρια από τους δικούς μας αγρότες, οι οποίοι, χωρίς καμιά αμφιβολία, θ’ αρχίσουν να δουλεύουν τις εκτάσεις που παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Δεν προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε από μέρος του πληθυσμού. Απλώς θα γεμίσουμε ένα κενό, και όλοι θα ωφεληθούν από αυτό. Υπάρχουν εκτάσεις στην Αφρική, ιδιαίτερα στα νότια και νοτιοανατολικά, όπου τεράστιες περιοχές μπορούν να κατοικηθούν από φτωχούς της δικής μας χώρας. Θα κάνουμε την Αφρική γόνιμη και ταυτόχρονα θα εξαλείψουμε μια απειλή που αντιμετωπίζουμε. Γνωρίζουμε ότι θα συναντήσουμε αντίσταση, και όχι μόνο από τον κόσμο γενικά, που θα υποστηρίξει ότι η Κίνα από υποστηρικτή των απελευθερωτικών κινημάτων μετατράπηκε σε αποικιοκράτη. Θα συναντήσουμε αντίσταση και μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο σκοπός αυτής της ομιλίας είναι να αποσαφηνίσω αυτή την αντίσταση. Θα υπάρχουν πολλές και ποικίλες γνώμες ανάμεσα στα κορυφαία μυαλά της χώρας μας. Εσείς που είστε συγκεντρωμένοι εδώ σήμερα διαθέτετε αρκετή κοινή λογική και διορατικότητα για να αντιληφθείτε ότι ένα μεγάλο μέρος της απειλής που υπονομεύει τη σταθερότητά μας μπορεί να εξαλειφθεί με τον τρόπο που περιέγραψα. Νέοι τρόποι σκέψης πάντα προκαλούν αντίσταση. Κανείς δεν το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον Μάο και τον Ντενγκ. Οι δυο τους ήταν αδέρφια, με την έννοια ότι δεν φοβήθηκαν ποτέ τις νέες ιδέες και αναζητούσαν πάντα τρόπους για να δώσουν στους φτωχούς αυτού του κόσμου μια καλύτερη ζωή στο όνομα της αλληλεγγύης».
Ο Γιαν Μπα συνέχισε την ομιλία του για ακόμα μία ώρα και σαράντα λεπτά, διατυπώνοντας την πολιτική της Κίνας στο άμεσο μέλλον. Όταν τελείωσε, ήταν τόσο εξαντλημένος που έτρεμαν τα πόδια του. Όμως, το χειροκρότημα ήταν συγκλονιστικό. Μόλις έπεσε πάλι σιωπή και άναψαν τα φώτα, κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι το χειροκρότημα είχε κρατήσει δεκαεννέα λεπτά. Είχε ολοκληρώσει το έργο του. Άφησε το βήμα και έσπευσε στο αυτοκίνητο που τον περίμενε σε μία από τις εισόδους. Κατά το ταξίδι της επιστροφής του στο πανεπιστήμιο προσπάθησε να φανταστεί τις συζητήσεις που θ’ ακολουθούσαν. Ή μήπως οι σύνεδροι είχαν φύγει αμέσως; Για να επιστρέψει ο καθένας στη δική του περιοχή και ν’ αρχίσει να προετοιμάζεται για τις βαρυσήμαντες εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό της Κίνας μέσα στα επόμενα χρόνια; Δεν ήξερε τι από τα δύο θα συνέβαινε και ένιωθε μια αίσθηση απώλειας τώρα που είχε εγκαταλείψει τη σκηνή. Αυτός την είχε κάνει τη δουλειά του. Κανείς δεν θα ανέφερε ποτέ το όνομά του όταν οι ιστορικοί του μέλλοντος θα εξέταζαν τα επαναστατικά γεγονότα που θ’ άρχιζαν στην Κίνα το 2006. Θα κυκλοφορούσαν φήμες για μια σημαντική συνάντηση που έγινε στον «Κίτρινο Αυτοκράτορα», αλλά οι λεπτομέρειες θα παρέμεναν άγνωστες. Εκείνοι που είχαν παραβρεθεί στη συνάντηση είχαν πάρει αυστηρές οδηγίες – απαγορευόταν να κρατήσουν σημειώσεις. Όταν ο Γιαν Μπα γύρισε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα, έριξε το κείμενο της ομιλίας του στον καταστροφέα εγγράφων και μετά πήγε τα τεμαχισμένα χαρτιά στον καυστήρα στο υπόγειο του πανεπιστημίου. Ένας επιστάτης άνοιξε μία από τις πόρτες του καυστήρα. Ο Γιαν Μπα έριξε μέσα τα χαρτιά και τα είδε να γίνονται στάχτη. Και αυτό ήταν. Πέρασε την υπόλοιπη μέρα του δουλεύοντας ένα άρθρο για τη σημασία της έρευνας στον τομέα του DNA. Έφυγε από το γραφείο του μετά τις έξι και γύρισε σπίτι. Καθώς πλησίαζε το καινούργιο γιαπωνέζικο αμάξι του, μέρος της αμοιβής του για την εργασία του, αισθάνθηκε μια μικρή έξαψη. Ο χειμώνας αργούσε ακόμη να τελειώσει, αλλά ο Γιαν Μπα λαχταρούσε να μπει η άνοιξη.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ο Για Ρου στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του μεγάλου γραφείου του στον τελευταίο όροφο ενός ουρανοξύστη που του ανήκε. Σκεφτόταν την παρουσίαση που είχε ακούσει το πρωί. Εκείνο που του είχε κινήσει περισσότερο το ενδιαφέρον δεν ήταν το περιεχόμενο της παρουσίασης. Εδώ και λίγο καιρό γνώριζε ήδη τις στρατηγικές που αναπτύσσονταν στους εσωτερικούς κύκλους του κόμματος για ν’ αντιμετωπιστούν οι κύριες προκλήσεις της χώρας. Εκείνο που τον εξέπληξε ήταν η παρουσία της αδερφής του, της Χονγκ Τσόου, που είχε κληθεί επίσης για ν’ ακούσει την παρουσίαση. Η Χονγκ Τσόου ήταν σύμβουλος των μελών του εσωτερικού κύκλου του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά ο Για Ρου δεν περίμενε να τη δει εκεί. Δεν του άρεσε. Είχε πειστεί ότι η Χονγκ Τσόου ανήκε στις τάξεις των παλιών κομμουνιστών, που θ’ αντιδρούσαν σε αυτή την κίνηση, θεωρώντας τη μια επαίσχυντη νεοαποικιοκρατική επέκταση στην Αφρική. Ο ίδιος ήταν ένας από τους πιο ενθουσιώδεις οπαδούς της νέας πολιτικής και δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπος με την αδερφή του. Αυτό μπορεί να δημιουργούσε προβλήματα και ν’ απειλούσε την εξουσία του. Αν υπήρχε κάτι που αποδοκίμαζαν οι ηγέτες του κόμματος κι εκείνοι που κυβερνούσαν τη χώρα, ήταν οι συγκρούσεις ανάμεσα σε συγγενείς με σημαντικές θέσεις. Κανείς δεν είχε ξεχάσει την τρομερή αντιπαλότητα ανάμεσα στον Μάο και τη γυναίκα του, την Τ ζιανγκ Τσινγκ. Το ημερολόγιο του Σαν ήταν ανοιχτό πάνω στο γραφείο του Για Ρου. Δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τις άδειες σελίδες. Ήξερε, όμως, ότι ο Λιου Σιν είχε επιστρέψει από την αποστολή του και γρήγορα θα τον έβλεπε για να του δώσει αναφορά. Το θερμόμετρο στον τοίχο έδειχνε ότι η θερμοκρασία έπεφτε. Ο Για Ρου χαμογέλασε κι έδιωξε τις σκέψεις για την αδερφή του και τον κρύο καιρό. Άρχισε να σκέφτεται ότι πολύ γρήγορα θ’ άφηνε το κρύο πίσω του λαμβάνοντας μέρος σε μια αντιπροσωπεία πολιτικών και επιχειρηματιών που θα επισκεπτόταν τέσσερις χώρες στη νότια και ανατολική Αφρική. Δεν είχε ξαναπάει στην Αφρική. Τ ώρα, όμως, που η Μαύρη Ήπειρος θα γινόταν όλο και πιο σημαντική για την ανάπτυξη της
Κίνας –μακροπρόθεσμα μπορεί να γινόταν ακόμα και μια «ήπειρος δορυφόρος» της Κίνας– ήταν σημαντικό να είναι παρών όταν εδραιώνονταν οι πρώτες επιχειρηματικές σχέσεις. Οι επόμενες εβδομάδες θα απαιτούσαν εντατική δουλειά, πολλά ταξίδια και πολλές συναντήσεις. Όμως, είχε αποφασίσει ν’ άφηνε για μερικές μέρες την αντιπροσωπεία πριν επέστρεφε στο Πεκίνο. Θα έμπαινε στη ζούγκλα με την ελπίδα να δει κάποια λεοπάρδαλη. Το Πεκίνο απλωνόταν μπροστά του. Ένα πράγμα που ήξερε για τις λεοπαρδάλεις ήταν ότι συχνά αναζητούσαν ψηλά σημεία από τα οποία έβλεπαν καλύτερα τη γύρω περιοχή. Αυτό είναι το δικό μου ύψωμα, σκέφτηκε. Το δικό μου βουνό. Από εδώ πάνω τίποτα δεν διαφεύγει της προσοχής μου.
27 Το πρωί της 7ης Μαρτίου 2006, το Ανώτατο Λαϊκό Δικαστήριο του Πεκίνου επικύρωσε τη θανατική ποινή του επιχειρηματία Σεν Γουεϊσιέν. Την προηγούμενη χρονιά είχε καταδικαστεί σε θάνατο με αναστολή. Αν και τους τελευταίους δώδεκα μήνες εξέφραζε τη μεταμέλειά του για το γεγονός ότι είχε αποδεχτεί δωροδοκίες εκατομμυρίων γιουάν, το δικαστήριο δεν μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια φυλάκιση. Τελευταία είχαν ενταθεί δραματικά οι λαϊκές αντιδράσεις για τους διεφθαρμένους επιχειρηματίες που είχαν διασυνδέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, το κόμμα είχε αποφασίσει ότι ήταν σημαντικό να φοβίσει εκείνους που αποκτούσαν περιουσίες από δωροδοκίες. Ο Σεν Γουεϊσιέν ήταν πενήντα εννέα ετών όταν επικυρώθηκε η ποινή του. Είχε ξεκινήσει φτωχός και σταδιακά είχε καταφέρει να γίνει επικεφαλής μιας μεγάλης αλυσίδας σφαγείων, που ειδικεύονταν σε χοιρινά προϊόντα. Διάφοροι προμηθευτές άρχισαν να του προσφέρουν χρηματικά ποσά για να τους προτιμήσει και γρήγορα
άρχισε να τα δέχεται. Αρχικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν προσεκτικός. Έπαιρνε μόνο μικρά ποσά και φρόντιζε να μη ζει με τρόπο που να είναι πέρα από τις φαινομενικές οικονομικές του δυνατότητες. Προς τα τέλη της δεκαετίας όμως, όταν σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του δωροδοκούνταν, άρχισε να γίνεται όλο και πιο απρόσεκτος, να απαιτεί μεγαλύτερα ποσά και να μην κάνει καμία προσπάθεια για να κρύψει τον πολυτελή τρόπο ζωής του. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα γινόταν τελικά το εξιλαστήριο θύμα για να τρομάξουν οι άλλοι. Μέχρι την τελευταία του εμφάνιση στο δικαστήριο ήταν σίγουρος ότι η θανατική ποινή θα μειωνόταν σε μερικά χρόνια φυλάκισης και ότι θα αποφυλακιζόταν σχετικά σύντομα. Όταν ο δικαστής επικύρωσε την ποινή και πρόσθεσε ότι η εκτέλεση θα πραγματοποιούνταν μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες, έμεινε εμβρόντητος. Κανείς στο δικαστήριο δεν τολμούσε να τον κοιτάξει. Μόλις τον πήραν οι αστυνομικοί, άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά ήταν πολύ αργά. Κανείς δεν τον άκουγε. Τον μετέφεραν αμέσως στην πτέρυγα των θανατοποινιτών, όπου οι φυλακισμένοι ήταν υπό συνεχή επιτήρηση, μέχρι να τους οδηγήσουν σε ένα χωράφι, είτε μόνους είτε μαζί με άλλους, να τους βάλουν να γονατίσουν με τα χέρια δεμένα και να τους εκτελέσουν με μια βολή στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι κρατούμενοι που καταδικάζονταν σε θάνατο για φόνο, βιασμό, ληστεία ή παρόμοια εγκλήματα μεταφέρονταν απευθείας από το δικαστήριο στον τόπο εκτέλεσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η κινεζική κοινωνία έδειχνε την υποστήριξή της στη θανατική ποινή, μεταφέροντας τους καταδικασμένους με ανοιχτά φορτηγά. Οι εκτελέσεις γίνονταν μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος, που είχε την ευκαιρία ν’ αποφασίσει, την τελευταία στιγμή, αν ο κατάδικος θα εκτελούνταν ή θα έπαιρνε χάρη. Όμως, τα πλήθη που συγκεντρώνονταν σε τέτοιες περιστάσεις δεν είχαν ποτέ τη διάθεση να δείξουν έλεος. Τα τελευταία χρόνια, οι εκτελέσεις είχαν γίνει πιο διακριτικές. Απαγορευόταν η παρουσία φωτογράφων ή κινηματογραφιστών που δεν είχαν τη σχετική άδεια από το κράτος. Μόνο αφού είχε εκτελεστεί ο κατάδικος έγραφαν οι εφημερίδες για την εκτέλεση. Για ν’ αποφύγουν την υποκριτική οργή του εξωτερικού, όπως την ονόμαζαν οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας, η επικύρωση της θανατικής ποινής δεν ανακοινωνόταν πια δημόσια. Κανείς δεν ήξερε τον ακριβή αριθμό των εκτελέσεων εκτός από τις κινεζικές Αρχές. Η δημοσιότητα επιτρεπόταν μόνο σε περιπτώσεις εγκληματιών όπως ο Σεν Γουεϊσιέν ως προειδοποίηση προς άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους και επιχειρηματίες και ως μέσο κατευνασμού της κοινής γνώμης, η οποία ήταν όλο και πιο επικριτική απέναντι σε μια κοινωνία που επέτρεπε τέτοια διαφθορά.
Το νέο της επικύρωσης της θανατικής ποινής του Σεν Γουεϊσιέν διαδόθηκε πολύ γρήγορα στους πολιτικούς κύκλους του Πεκίνου. Η Χονγκ Τσόου το έμαθε μερικές ώρες μετά την απόφαση. Είχε γνωρίσει τον Σεν Γουεϊσιέν πριν από μερικά χρόνια σε μια δεξίωση της γαλλικής πρεσβείας και τον είχε αντιπαθήσει αμέσως, νιώθοντας διαισθητικά ότι ήταν άπληστος και διεφθαρμένος. Όμως, ο Σεν Γουεϊσιέν ήταν στενός φίλος του αδερφού της, του Για Ρου.
Προφανώς τώρα ο Για Ρου θα έπαιρνε αποστάσεις από τον Σεν και θα δήλωνε ότι ήταν απλώς γνωστοί, αλλά η Χονγκ Τσόου ήξερε την αλήθεια. Η Χονγκ Τσόου είχε δει πολλούς να πεθαίνουν. Είχε παραβρεθεί σε αποκεφαλισμούς, απαγχονισμούς και εκτελέσεις από απόσπασματα. Η εκτέλεση για εξαπάτηση του κράτους ήταν ο πιο ποταπός θάνατος που μπορούσε να φανταστεί. Ποιος θα ήθελε να πεταχτεί στο σκουπιδότοπο της Ιστορίας με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού; Η Χονγκ Τσόου ρίγησε στη σκέψη αυτή. Αλλά δεν διαφωνούσε με τη θανατική ποινή. Τη θεωρούσε ένα απαραίτητο όπλο με το οποίο μπορούσε ν’ αμυνθεί το κράτος και πίστευε ότι οι σοβαροί εγκληματίες δεν έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να ζουν σε μια κοινωνία που προσπάθησαν να την υπονομεύσουν. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να επισκεφτεί τον Σεν. Ήξερε τον κυβερνήτη κι έτσι πίστευε ότι είχε κάποιες πιθανότητες να την άφηναν να δει τον κατάδικο. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά στην πύλη της φυλακής. Πριν ανοίξει την πόρτα, η Χονγκ Τσόου κοίταξε στο πεζοδρόμιο μέσα από το φιμέ τζάμι. Είδε αρκετά άτομα που μάλλον ήταν δημοσιογράφοι και φωτογράφοι. Μετά βγήκε από το αμάξι και πήγε βιαστικά σε μια πόρτα που ήταν στον τοίχο δίπλα από την πύλη. Της άνοιξε ένας δεσμοφύλακας. Πέρασε σχεδόν μισή ώρα μέχρι να την οδηγήσει ένας άλλος δεσμοφύλακας μέσα στο λαβύρινθο της φυλακής, για να φτάσουν τελικά στο γραφείο του διευθυντή, του Χα Νιν, στον τελευταίο όροφο. Είχε πολλά χρόνια να τον δει και έμεινε έκπληκτη βλέποντας πόσο είχε γεράσει. «Χα Νιν», είπε απλώνοντας και τα δύο χέρια. «Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε!» Ο Χα Νιν της έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε δυνατά. «Χονγκ Τσόου. Βλέπω μια-δυο γκρίζες τρίχες στα μαλλιά σου, όπως κι εσύ στα δικά μου. Θυμάσαι την τελευταία φορά που βρεθήκαμε;» «Όταν ο Ντενγκ έκανε την ομιλία για την αναγκαιότητα εθνικοποίησης των βιομηχανιών μας». «Ο χρόνος περνάει γρήγορα».
«Περνάει πιο γρήγορα όσο πιο μεγάλος είσαι. Νομίζω ότι ο θάνατος πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα, τόσο γρήγορα που ίσως να μην μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει». «Σαν χειροβομβίδα με βγαλμένη την περόνη; Ο θάνατος θα εκραγεί στα μούτρα μας;» Η Χονγκ Τσόου τράβηξε τα χέρια της. «Σαν την πτήση μιας σφαίρας που βγαίνει από την κάννη του τουφεκιού. Ήρθα να σου μιλήσω για τον Σεν Γουεϊσιέν». Ο Χα Νιν δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Κάθισαν σε ένα παλιό τραπέζι. Ο Χα Νιν άναψε τσιγάρο, και η Χονγκ Τσόου μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Ήθελε να δει τον Σεν, να τον αποχαιρετήσει, να μάθει αν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτόν. «Είναι πολύ παράξενο», είπε ο Χα Νιν. «Ο Σεν γνωρίζεται με τον αδερφό σου. Ικέτεψε τον Για Ρου να τον σώσει. Αλλά ο Για αρνείται να του μιλήσει και λέει ότι του αξίζει η θανατική ποινή. Και μετά εμφανίζεσαι εσύ, η αδερφή του Για». «Μπορεί ν’ αξίζει σε κάποιον να πεθάνει, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι του αξίζει να μην έχει κάποιον που να του κάνει μια τελευταία εξυπηρέτηση ή ν’ ακούσει τα τελευταία του λόγια». «Έχω πάρει άδεια να σε αφήσω να τον επισκεφτείς. Αν το θέλει κι αυτός». «Το θέλει;» «Δεν ξέρω. Αυτή τη στιγμή είναι στο κελί του ο γιατρός της φυλακής και του μιλάει». Η Χονγκ Τσόου έγνευσε καταφατικά και έπειτα γύρισε από την άλλη σαν ένδειξη ότι δεν ήθελε να συζητήσει το θέμα περαιτέρω. Πέρασε άλλη μισή ώρα πριν καλέσουν τον Χα Νιν έξω στον προθάλαμο. Όταν μπήκε πάλι μέσα, είπε στη Χονγκ Τσόου ότι ο Σεν ήταν έτοιμος να τη δεχτεί. Ο Σεν ήταν στο πιο μακρινό κελί, στο βάθος του διαδρόμου. Κανονικά είχε πυκνά μαύρα μαλλιά, αλλά του τα είχαν ξυρίσει. Φορούσε την μπλε στολή της φυλακής. Το παντελόνι ήταν πολύ μεγάλο, το σακάκι πολύ μικρό. Ο Χα Νιν έκανε πίσω και είπε σε έναν φύλακα να ξεκλειδώσει την πόρτα. Όταν η Χονγκ Τσόου μπήκε στο κελί, ένιωσε ότι ο μικροσκοπικός χώρος ήταν εμποτισμένος από
αγωνία και τρόμο. Ο Σεν της άρπαξε το χέρι κι έπεσε στα γόνατα. «Δεν θέλω να πεθάνω», ψιθύρισε. Τον βοήθησε να καθίσει στο κρεβάτι, που είχε ένα στρώμα και μια κουβέρτα. Η Χονγκ Τσόου τράβηξε ένα σκαμνί και κάθισε μπροστά του. «Πρέπει να φανείς δυνατός», είπε. «Αυτό θα θυμάται ο κόσμος. Το γεγονός ότι πέθανες με αξιοπρέπεια. Το οφείλεις στην οικογένειά σου. Όμως, κανείς δεν μπορεί να σε σώσει. Ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος». Ο Σεν την κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα. «Απλώς έκανα αυτό που έκαναν και όλοι οι άλλοι». «Όχι όλοι, αλλά πολλοί. Πρέπει να δεχτείς την ευθύνη γι’ αυτό που έκανες και να μην εξευτελίζεις ακόμα περισσότερο τον εαυτό σου λέγοντας ψέματα». «Γιατί πρέπει να είμαι εγώ αυτός που θα πεθάνει;» «Θα μπορούσε να ήταν κάποιος άλλος. Αλλά επιλέχτηκες εσύ. Τελικά, όλοι όσοι δεν αλλάξουν θα έχουν το ίδιο τέλος». Ο Σεν κοίταξε τα τρεμάμενα χέρια του και κούνησε το κεφάλι. «Κανείς δεν θέλει να μου μιλήσει. Δεν είναι μόνο ότι θα πεθάνω^ είναι ότι είμαι κι εντελώς μόνος στον κόσμο. Ούτε η οικογένειά μου δεν θέλει να έρθει εδώ και να μου μιλήσει. Είμαι ήδη νεκρός». «Ούτε ο Για Ρου ήρθε», είπε η Χονγκ Τσόου. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Αυτός φταίει που βρίσκομαι τώρα εδώ». «Δεν έχω καμία διάθεση να τον βοηθήσω». «Δεν κατάλαβες. Ο Για Ρου δεν χρειάζεται βοήθεια. Φροντίζει να μην εκτίθεται και αρνείται ότι είχε οποιαδήποτε σχέση μαζί σου. Είναι μέρος της μοίρας σου ότι όλοι μιλούν άσχημα για σένα. Ο Για Ρου δεν αποτελεί εξαίρεση». «Είναι αλήθεια αυτό;» «Σου λέω ψυχρά τα γεγονότα. Μόνο ένα πράγμα υπάρχει που μπορώ να κάνω για σένα. Μπορώ να σε βοηθήσω να πάρεις εκδίκηση αν μου πεις πώς συνεργάστηκες με τον Για Ρου». «Μα είναι αδερφός σου». «Οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν κοπεί εδώ και πολύ καιρό. Ο Για
Ρου είναι επικίνδυνος για τη χώρα μας. Η κινεζική κοινωνία έχει χτιστεί πάνω στο θεμέλιο της ατομικής εντιμότητας. Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί παρά μόνο όταν οι πολίτες είναι έντιμοι και φέρονται σωστά. Άνθρωποι σαν εσένα και τον Για Ρου διαφθείρουν όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και όλη την κοινωνία». Επιτέλους ο Σεν κατάλαβε το σκοπό της επίσκεψης της Χονγκ Τσόου. Η προοπτική της εκδίκησης φάνηκε να του δίνει μια νέα δύναμη και προς το παρόν εξουδετέρωσε το φόβο που τον είχε κυριέψει. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή ο Σεν θα επανερχόταν στην προηγούμενη κατάσταση, θα παρέλυε από το φόβο του θανάτου και δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της. Έτσι, άρχισε να τον πιέζει, σαν να τον υπέβαλλε σε ανάκριση. «Είσαι κλειδωμένος σε ένα κελί και περιμένεις να σε εκτελέσουν. Ο Για Ρου κάθεται στο γραφείο του στον ουρανοξύστη που ονομάζει “ Βουνό του Δράκου”. Είναι δίκαιο αυτό;» «Θα μπορούσε εύκολα να βρίσκεται στη θέση μου». «Οι φήμες για τις δραστηριότητές του είναι πολλές. Όμως, ο Για Ρου είναι έξυπνος. Κανείς δεν μπορεί να εντοπίσει τα ίχνη του μετά το πέρασμά του». Ο Σεν έσκυψε προς το μέρος της και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ακολουθήστε το χρήμα». «Πού θα οδηγήσει;» «Σ’ εκείνους που του δάνεισαν μεγάλα ποσά για να χτίσει το κάστρο του. Πού αλλού θα έβρισκε όλα εκείνα τα εκατομμύρια που χρειαζόταν;» «Από τις επενδύσεις του». «Επενδύσεις σε ετοιμόρροπα εργοστάσια που φτιάχνουν πλαστικά παπάκια για να παίζουν τα παιδιά των Δυτικών στο μπάνιο τους; Σε βιοτεχνίες-κάτεργα όπου φτιάχνουν παπούτσια και μπλουζάκια; Όχι, ούτε καν από τα πλινθοποιεία του δεν θα μπορούσε να βγάλει τόσα λεφτά». Η Χονγκ Τσόου συνοφρυώθηκε. «Έχει ο Για Ρου μερίδιο σε πλινθοποιεία; Έχουμε μάθει ότι πολλοί συμπατριώτες μας δουλεύουν εκεί σαν σκλάβοι και ότι, σαν τιμωρία, τους καίνε αν δεν δουλεύουν
αρκετά». «Ο Για Ρου είχε προειδοποιηθεί για τις εξελίξεις. Πούλησε το μερίδιό του πριν γίνουν οι μεγάλες επιδρομές από την αστυνομία. Αυτό είναι το όπλο του. Είναι πάντα σωστά πληροφορημένος. Έχει παντού κατασκόπους». Ο Σεν έπιασε ξαφνικά το στομάχι του σαν να πονούσε. Η Χονγκ Τσόου έβλεπε την αγωνία στο πρόσωπό του και για μια στιγμή σχεδόν τον λυπήθηκε. Ήταν μόνο πενήντα εννιά χρονών, είχε κάνει μια λαμπρή καριέρα και τώρα θα τα έχανε όλα: τα λεφτά του, την άνετη ζωή του, την όαση που είχε δημιουργήσει για την οικογένειά του μέσα στη γενική φτώχεια. Όταν τον έπιασαν και του απήγγειλαν κατηγορίες, οι εφημερίδες ήταν γεμάτες συνταρακτικές πληροφορίες για τις δυο κόρες του που πήγαιναν τακτικά στο Τόκιο ή το Λος Άντζελες για ν’ αγοράσουν ρούχα. Η Χονγκ Τσόου θυμόταν ακόμη τον τίτλο ενός άρθρου που σίγουρα είχε υπαγορευτεί από τις μυστικές υπηρεσίες και το Υπουργείο Εσωτερικών: «Αγοράζουν ρούχα με τις οικονομίες των χοιροτρόφων». Αυτός ο τίτλος εμφανιζόταν ξανά και ξανά. Είχαν δημοσιευτεί επιστολές προς τον εκδότη, που σίγουρα είχαν γραφτεί από την ίδια την εφημερίδα και είχαν ελεγχθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν την πολιτική ευθύνη για την έκβαση της δίκης του Σεν. Οι επιστολές ζητούσαν να κάνουν κομματάκια το πτώμα του Σεν και να το ταΐσουν στα γουρούνια. Η μόνη δίκαιη τιμωρία για τον Σεν ήταν να τον μετατρέψουν σε χοιροτροφή. «Δεν μπορώ να σε σώσω», είπε πάλι η Χονγκ Τσόου. «Αλλά μπορώ να σου δώσω την ευκαιρία να πάρεις κι άλλους μαζί σου. Μου έδωσαν άδεια να μιλήσω μαζί σου για τριάντα λεπτά. Αυτός ο χρόνος σχεδόν τελειώνει. Είπες ότι πρέπει ν’ ακολουθήσω το χρήμα;» «Μερικές φορές τον αποκαλούν Χρυσά Χέρια». «Τ ι σημαίνει αυτό;» «Τ ι άλλο μπορεί να σημαίνει; Ότι είναι ο χρυσός μεσάζοντας. Ξεπλένει μαύρο χρήμα. Βγάζει χρήματα έξω από την Κίνα. Βάζει λεφτά σε λογαριασμούς χωρίς να μαθαίνει τίποτα η Εφορία. Χρεώνει δεκαπέντε τοις εκατό για όλες τις συναλλαγές του. Μία από τις δραστηριότητές του είναι να ξεπλένει το χρήμα που κυκλοφορεί στο
Πεκίνο: Τα σπίτια, τα στάδια και όλα τα άλλα που χτίζονται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνουν σε δύο χρόνια». «Είναι δυνατό να αποδειχτεί κάτι απ’ όλ’ αυτά;» «Χρειάζεσαι δύο χέρια», είπε ο Σεν αργά. «Ένα χέρι παίρνει. Αλλά υπάρχει και το άλλο χέρι, που είναι διατεθειμένο να δώσει. Πόσο συχνά καταδικάζονται αυτοί σε θάνατο; Το άλλο χέρι, αυτό που πληρώνει για να εξασφαλίσει ένα πλεονέκτημα; Ποτέ. Γιατί ο ένας θεωρείται μεγαλύτερος εγκληματίας από τον άλλο; Γι’ αυτό πρέπει να εντοπίσεις τις πηγές του χρήματος. Άρχισε με τον Τσανγκ και τον Λου, τους εργολάβους οικοδομών. Είναι τρομαγμένοι και θα μιλήσουν για να προστατευτούν. Έχουν εκπληκτικές ιστορίες να σου πουν». Ο Σεν σώπασε. Η Χονγκ Τσόου σκέφτηκε την πάλη που υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνους που ήθελαν να διατηρήσουν την παλιά περιοχή κατοικιών στο κεντρικό Πεκίνο κι εκείνους που ήθελαν να κατεδαφιστεί για να γίνει χώρος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, μια πάλη που κρυβόταν πίσω από τους τίτλους των εφημερίδων. Η ίδια ανήκε σ’ εκείνους που υποστήριζαν παθιασμένα την παλιά περιοχή και πολλές φορές είχε απορρίψει θυμωμένα την κατηγορία ότι το έκανε για συναισθηματικούς λόγους. Ναι, κατασκευάστε νέα κτίρια και ανακαινίστε παλιά, αλλά τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεν πρέπει να υπαγορεύουν την εμφάνιση της πόλης. Η Χονγκ Τσόου είδε ότι οι ερωτήσεις της σχεδόν είχαν κάνει τον Σεν να ξεχάσει την εκτέλεση. Άρχισε να της μιλά πάλι. «Ο Για Ρου είναι εκδικητικός άνθρωπος. Λένε ότι δεν ξεχνάει ποτέ αν πιστεύει ότι κάποιος τον αδίκησε, όσο ασήμαντη κι αν ήταν η αδικία. Μου είπε επίσης ότι θεωρεί την οικογένειά του μια μοναδική δυναστεία, που η μνήμη της πρέπει να διατηρηθεί με κάθε θυσία. Καλά θα κάνεις να προσέχεις μήπως θεωρήσει ότι προδίδεις την τιμή της οικογένειας». Ο Σεν την κοίταξε διαπεραστικά. «Είναι ικανός να σκοτώσει όποιον του εναντιωθεί. Αυτό το ξέρω με σιγουριά. Ιδιαίτερα εκείνους που τον χλευάζουν. Έχει ανθρώπους που μπορεί να τους καλέσει όταν χρειάζεται. Βγαίνουν κάτω από τις πέτρες και εξαφανίζονται πάλι εξίσου γρήγορα. Άκουσα πρόσφατα ότι
έστειλε έναν από τους άντρες του στις ΗΠΑ. Οι φήμες λένε ότι βρέθηκαν πολλά πτώματα εκεί τριγύρω όταν γύρισε ο άνθρωπός του στο Πεκίνο. Λένε επίσης ότι πήγε και στην Ευρώπη». «Στις ΗΠΑ; Και στην Ευρώπη;» «Έτσι λένε οι φήμες». «Και είναι αλήθεια;» «Οι φήμες λένε πάντα αλήθεια. Όταν αφαιρέσεις τα ψέματα και τις υπερβολές, παραμένει πάντα ένας πυρήνας αλήθειας. Αυτόν πρέπει να αναζητήσεις». «Πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά;» «Η εξουσία που δεν βασίζεται στη γνώση και στη συνεχή ροή πληροφοριών τελικά είναι αδύνατο να διατηρηθεί». «Αυτό εσένα δεν σε βοήθησε». Ο Σεν δεν απάντησε. Η Χονγκ Τσόου σκέφτηκε αυτά που της είχε πει. Την είχαν ξαφνιάσει. Σκέφτηκε επίσης αυτά που της είχε πει η δικαστής από τη Σουηδία. Η Χονγκ Τσόου είχε αναγνωρίσει τον άντρα της φωτογραφίας που της είχε δείξει η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Αν και θολή, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ο Λιου Σιν, ο σωματοφύλακας του αδερφού της. Υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σε όσα της είχε πει η Μπιργκίτα Ρόσλιν και στις αποκαλύψεις του Σεν; Ήταν δυνατό να είχε γίνει κάτι τέτοιο; Ο δεσμοφύλακας εμφανίστηκε στο διάδρομο. Η ώρα της είχε τελειώσει. Ξαφνικά ο Σεν έγινε άσπρος σαν το πανί και της άρπαξε το χέρι. «Μη μ’ αφήνεις», είπε. «Δεν θέλω να είμαι μόνος όταν πεθάνω». Η Χονγκ Τσόου ελευθέρωσε το χέρι της. Ο Σεν άρχισε να ουρλιάζει. Ήταν λες και η Χονγκ Τσόου είχε μπροστά της ένα τρομοκρατημένο παιδί. Ο φύλακας τον έριξε στο δάπεδο. Η Χονγκ Τσόου βγήκε από το κελί και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι απεγνωσμένες κραυγές του Σεν την ακολούθησαν. Αντηχούσαν στα αυτιά της, μέχρι που βρέθηκε πάλι στο γραφείο του Χα Νιν. Τότε πήρε την απόφασή της. Δεν θα άφηνε τον Σεν μόνο στις τελευταίες του στιγμές.
Λίγο πριν από τις εφτά το επόμενο πρωί η Χονγκ Τσόου εμφανίστηκε στο αποκλεισμένο χωράφι που χρησιμοποιούσαν για τις εκτελέσεις. Είχε ακούσει ότι εκεί είχε εκπαιδευτεί ο στρατός προτού κάνει την επίθεση στην Τ ιεν Αν Μεν τουλάχιστον μία δεκαετία πριν. Τ ώρα υπήρχαν εκεί εννιά κρατούμενοι που θα τους εκτελούσαν. Η Χονγκ Τσόου πήρε τη θέση της δίπλα τους συγγενείς που έκλαιγαν τρέμοντας από το κρύο. Νεαροί στρατιώτες με τουφέκια στα χέρια τούς παρακολουθούσαν. Η Χονγκ Τσόου κοίταξε τον πιο κοντινό στρατιώτη. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαεννέα χρονών. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι περνούσε από το μυαλό του. Είχε την ίδια περίπου ηλικία με τον γιο της. Ένα σκεπαστό φορτηγό μπήκε στο χωράφι. Ανυπόμονοι στρατιώτες κατέβασαν από την καρότσα του εννιά καταδικασμένους. Η Χονγκ Τσόου ένιωθε πάντα έκπληξη όταν έβλεπε πόσο γρήγορα γίνονται τα πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν υπήρχε καμία αξιοπρέπεια γι’ αυτούς που θα πέθαιναν στο παγωμένο υγρό χωράφι. Είδε τον Σεν να πέφτει, όταν τον έσπρωξαν για να κατέβει από την καρότσα. Δεν έβγαλε άχνα, αλλά η Χονγκ Τσόου είδε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του. Μία από τις γυναίκες ούρλιαζε. Ένας στρατιώτης γάβγισε μια διαταγή, αλλά αυτή συνέχισε να ουρλιάζει, μέχρι που ένας αξιωματικός πλησίασε και τη χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο με τη λαβή του πιστολιού του. Η γυναίκα σώπασε και την έσυραν στη θέση της στη σειρά. Τους ανάγκασαν όλους να γονατίσουν. Στρατιώτες με τουφέκια στάθηκαν πίσω από τους κατάδικους. Οι κάννες των τουφεκιών δεν απείχαν πάνω από τριάντα εκατοστά από το πίσω μέρος του κεφαλιού τους. Όλα έγιναν αστραπιαία. Ένας αξιωματικός έδωσε τη διαταγή, ακούστηκαν πυροβολισμοί, και οι κατάδικοι έπεσαν μπρούμυτα με το πρόσωπο θαμμένο στη λάσπη. Όταν ο αξιωματικός πέρασε και έδωσε στον καθένα τη χαριστική βολή, η Χονγκ Τσόου γύρισε αλλού. Τ ώρα δεν χρειαζ όταν να δει τίποτε άλλο. Οι συγγενείς των νεκρών θα πλήρωναν για το κόστος των δύο σφαιρών. Θα πλήρωναν για το θάνατο του ανθρώπου τους. Τ ις επόμενες μέρες η Χονγκ Τσόου σκεφτόταν όσα της είχε πει ο Σεν. Ιδιαίτερα γύριζε ξανά και ξανά στα λόγια του για την
εκδικητικότητα του Για Ρου. Ήξερε ότι στο παρελθόν ο αδερφός της δεν δίσταζε να καταφύγει στη βία. Μια βία απάνθρωπη, σχεδόν σαδιστική. Μερικές φορές η Χονγκ Τσόου υποψιαζόταν ότι ο αδερφός της ήταν κατά βάθος ψυχοπαθής. Χάρη στον Σεν, που τώρα ήταν νεκρός, μπορεί να μάθαινε επιτέλους ποιος πραγματικά ήταν ο αδερφός της. Οι συνθήκες είχαν ωριμάσει. Θα μιλούσε σε έναν από τους εισαγγελείς που ασχολούνταν αποκλειστικά με κατηγορίες διαφθοράς. Δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό. Όσα είχε πει ο Σεν ήταν αλήθεια.
Τ ρεις μέρες αργότερα, η Χονγκ Τσόου έφτασε αργά το βράδυ σε ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο έξω από το Πεκίνο. Δύο από τα μεγαλύτερα επιβατικά τζετ της Air China, λουσμένα από το φως των προβολέων, περίμεναν μια αντιπροσωπεία σχεδόν τετρακοσίων ατόμων που θα επισκέπτονταν τη Ζιμπάμπουε. Ο ρόλος που είχε αναλάβει η Χονγκ Τσόου ήταν να κάνει ορισμένες συζητήσεις για μια στενότερη συνεργασία ανάμεσα στις υπηρεσίες ασφαλείας της Ζιμπάμπουε και της Κίνας – οι Κινέζοι θα παρείχαν γνώσεις και τεχνική βοήθεια στους Αφρικανούς συναδέλφους τους. Η Χονγκ Τσόου, ως προνομιούχος επιβάτης, είχε τοποθετηθεί στο μπροστινό μέρος του αεροσκάφους, όπου τα καθίσματα ήταν μεγάλα και άνετα. Τους σέρβιραν φαγητό, λίγο αργότερα τα φώτα χαμήλωσαν, και η Χονγκ Τσόου κοιμήθηκε. Ξύπνησε όταν αισθάνθηκε κάποιον να κάθεται στο άδειο κάθισμα δίπλα της. Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε το χαμογελαστό πρόσωπο του Για Ρου. «Ξαφνιάστηκες, καλή μου αδερφή; Δεν βρήκες το όνομά μου στον κατάλογο των μελών της αντιπροσωπείας, γιατί απλούστατα δεν έχουν καταγραφεί όλοι σε αυτή τη λίστα. Εγώ, φυσικά, ήξερα ότι εσύ θα ήσουν εδώ». «Θα ’πρεπε να το φανταστώ ότι δεν θα άφηνες να σου ξεφύγει μια τέτοια ευκαιρία».
«Η Αφρική είναι μέρος του κόσμου. Τ ώρα που οι Δυτικές δυνάμεις εγκαταλείπουν όλο και περισσότερο την ήπειρο, είναι ώρα να βγει στο προσκήνιο η Κίνα. Προβλέπω τεράστιες επιτυχίες για την πατρίδα μας». «Εγώ βλέπω την Κίνα ν’ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα ιδανικά της». Ο Για Ρου σήκωσε τα χέρια σε μια αμυντική στάση. «Μην αρχίσεις πάλι στη μέση της νύχτας. Ο κόσμος από κάτω μας κοιμάται. Μπορεί αυτή τη στιγμή να πετάμε πάνω από το Βιετνάμ ή ίσως να το έχουμε περάσει. Αλλά ας μη μαλώσουμε. Ας κοιμηθούμε λίγο. Οι ερωτήσεις που θέλεις να μου κάνεις μπορούν να περιμένουν. Ή μήπως θα ’πρεπε να τις πω παράπονα;» Ο Για Ρου σηκώθηκε και ακολούθησε το διάδρομο μέχρι τη σκάλα που οδηγούσε στο πιο πάνω επίπεδο, ακριβώς πίσω από τη μύτη του αεροσκάφους. Η Χονγκ Τσόου έκλεισε πάλι τα μάτια. Δεν γίνεται να το αποφύγω πια, σκέφτηκε. Πλησιάζει η στιγμή που δεν θα μπορεί να κρυφτεί το τεράστιο χάσμα ανάμεσά μας – και ούτε πρέπει να κρυφτεί. Όπως δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρυφτεί το τεράστιο σχίσμα που έχει δημιουργηθεί μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η προσωπική μας βεντέτα αντικατοπτρίζει τη μάχη που αντιμετωπίζει η χώρα. Τελικά, κατάφερε να κοιμηθεί. Δεν θα μπορούσε να πολεμήσει τον αδερφό της αν δεν ήταν ξεκούραστη.
Ακριβώς από πάνω της, ο Για Ρου καθόταν ξύπνιος με ένα ποτό στο χέρι. Είχε συνειδητοποιήσει ότι μισούσε την αδερφή του. Έπρεπε να την ξεφορτωθεί. Η Χονγκ Τσόου δεν ανήκε πια στην οικογένεια που ο ίδιος λάτρευε. Ανακατευόταν σε πάρα πολλά πράγματα που δεν ήταν δική της δουλειά. Μία μέρα πριν φύγουν είχε μάθει από τους συνδέσμους του ότι η Χονγκ Τσόου είχε επισκεφτεί έναν από τους εισαγγελείς που ήταν επικεφαλής των ερευνών κατά της διαφθοράς. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι το θέμα της συζήτησης ήταν ο ίδιος. Επιπλέον, ένας φίλος του, ο υψηλόβαθμος αξιωματικός της
αστυνομίας Τσαν Μπινγκ, του είχε πει ότι η Χονγκ Τσόου είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια δικαστή από τη Σουηδία που είχε επισκεφτεί το Πεκίνο. Ο Για Ρου θα μιλούσε μαζί του όταν γύριζε από την Αφρική. Η αδερφή του θα έχανε τη μάχη πριν καλά καλά άρχιζε. Ο Για Ρου συνειδητοποίησε με κάποια έκπληξη ότι δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό. Δεν θα άφηνε κανέναν να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του, ούτε καν την αγαπημένη του αδερφή, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν ακριβώς κάτω από αυτόν στο ίδιο αεροπλάνο. Βολεύτηκε σε ένα κάθισμα που μετατρεπόταν σε κρεβάτι. Γρήγορα κοιμόταν κι αυτός. Από κάτω του απλωνόταν ο Ινδικός Ωκεανός και σε αρκετή απόσταση η ακτή της Αφρικής, σκεπασμένη ακόμη από το σκοτάδι.
28 Η Χονγκ Τσόου καθόταν στη βεράντα του μπανγκαλόου όπου θα έμενε κατά την επίσκεψή της στη Ζιμπάμπουε. Ο κρύος χειμώνας του Πεκίνου φαινόταν πολύ μακρινός, έχοντας δώσει τη θέση του στη ζεστή αφρικανική νύχτα. Άκουγε τους ήχους που έβγαιναν από το σκοτάδι, ιδιαίτερα το τερέτισμα των τριζονιών. Παρά τη ζέστη της βραδιάς, φορούσε μακρυμάνικο πουκάμισο, γιατί την είχαν προειδοποιήσει ότι υπήρχαν πάρα πολλά κουνούπια που μετέφεραν ελονοσία. Εκείνο που θα ήθελε να κάνει ήταν να γδυθεί, να βγάλει το κρεβάτι στη βεράντα και να κοιμηθεί κάτω από τον νυχτερινό ουρανό. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ της τέτοια ζέστη σαν αυτή που την τύλιξε όταν βγήκε από το αεροπλάνο τα χαράματα. Η αίσθηση ήταν λυτρωτική. Το κρύο μάς περιορίζει με χειροπέδες, σκέφτηκε. Η ζέστη είναι το κλειδί που μας απελευθερώνει. Το μπανγκαλόου, ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, βρισκόταν σε ένα τεχνητό χωριό φτιαγμένο από την κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε
για διακεκριμένους καλεσμένους. Το είχαν φτιάξει την εποχή του Ίαν Σμιθ, όταν η λευκή μειονότητα προχώρησε σε μονομερή διακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας από την Αγγλία για να διατηρήσει το ρατσιστικό λευκό καθεστώς της πρώην αποικίας, που τότε ονομαζόταν ακόμη Ροδεσία. Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο μια μεγάλη πανσιόν με εστιατόριο και πισίνα. Ο Σμιθ πήγαινε συχνά εκεί τα Σαββατοκύριακα με τους υπουργούς του για να συζητήσουν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το καθεστώς λόγω της αυξανόμενης διεθνούς απομόνωσης. Μετά το 1980, όταν κατέρρευσε το λευκό καθεστώς, η χώρα ελευθερώθηκε και ανέβηκε στην εξουσία ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Τότε προστέθηκαν στην περιοχή αρκετά μπανγκαλόου, ένα δίκτυο από πεζόδρομους και μια μεγάλη βεράντα που έβλεπε στον ποταμό Λόγκο, όπου με τη δύση του ηλίου κοπάδια ελεφάντων έρχονταν στις όχθες του ποταμού για να πιουν νερό. Η Χονγκ Τσόου διέκρινε με δυσκολία έναν φρουρό που περιπολούσε σε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τόσο πηχτό σκοτάδι όσο αυτό της αφρικανικής νύχτας. Θα μπορούσε να κρύβεται οποιοσδήποτε εκεί – κάποιο αρπακτικό, είτε είχε δύο πόδια είτε τέσσερα. Η σκέψη ότι ο αδερφός της μπορεί να την παρακολουθούσε, να καραδοκούσε την προβλημάτιζε. Έτσι όπως καθόταν μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε για πρώτη φορά έναν τρομερό φόβο γι’ αυτόν. Ήταν λες και μόλις τώρα είχε συνειδητοποιήσει τι ήταν ικανός να κάνει για να ικανοποιήσει τη δίψα του για δύναμη, για ακόμα μεγαλύτερα πλούτη, για εκδίκηση. Ρίγησε με αυτή τη σκέψη. Όταν ένα έντομο τη χτύπησε στο πρόσωπο, τινάχτηκε τρομαγμένη. Ένα ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι μπαμπού έπεσε στις πέτρινες πλάκες και έσπασε. Τα τριζόνια σταμάτησαν για μια στιγμή, μετά άρχισαν πάλι. Η Χονγκ Τσόου μετακίνησε την καρέκλα της για να μην πατήσει τα σπασμένα γυαλιά. Πάνω στο τραπέζι είχε το πρόγραμμά της. Την πρώτη μέρα την είχε περάσει παρακολουθώντας μια ατέλειωτη πομπή από στρατιώτες και στρατιωτικές μπάντες. Μετά η μεγάλη αντιπροσωπεία μεταφέρθηκε με ένα καραβάνι αυτοκινήτων συνοδεία
μοτοσικλετών σε ένα γεύμα όπου υπουργοί εκφώνησαν μακροσκελείς ομιλίες και έκαναν προπόσεις. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα ήταν παρών και ο πρόεδρος Μουγκάμπε, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε. Όταν τελείωσε το παρατεταμένο γεύμα, τους μετέφεραν επιτέλους στα μπανγκαλόου. Το χωριό βρισκόταν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα έξω από το Χαράρε, προς τα νοτιοδυτικά. Μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου η Χονγκ Τσόου παρατηρούσε την άγονη γη και τα γκρίζα χωριά και σκέφτηκε ότι η φτώχεια είναι πάντα ίδια, όπου κι αν τη βρεις. Οι πλούσιοι μπορούν να εκφράσουν την ευμάρειά τους δίνοντας ποικιλία στη ζωή τους. Διαφορετικά σπίτια, ρούχα, αυτοκίνητα. Διαφορετικές σκέψεις, όνειρα. Για τους φτωχούς, όμως, υπάρχει μόνο το υποχρεωτικό γκρίζο, η μοναδική μορφή έκφρασης διαθέσιμη στη φτώχεια. Αργά το απόγευμα έγινε μια σύσκεψη για να προγραμματιστεί η δουλειά που έπρεπε να γίνει τις επόμενες μέρες, αλλά η Χονγκ Τσόου προτίμησε να μείνει στο δωμάτιό της και να μελετήσει το υλικό μόνη της. Μετά πήγε έναν μεγάλο περίπατο μέχρι το ποτάμι και είδε τους ελέφαντες να κινούνται αργά προς τις όχθες και τα κεφάλια των ιπποπόταμων να ξεπροβάλλουν από την επιφάνεια του νερού. Ήταν σχεδόν μόνη της εκεί κάτω, μοναδικοί της σύντροφοι ένας χημικός από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου και ένας από τους ριζοσπάστες οικονομολόγους που είχαν σπουδάσει την εποχή του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ. Ήξερε ότι ο οικονομολόγος, που δεν θυμόταν το όνομά του, είχε στενές σχέσεις με τον Για Ρου. Στην αρχή αναρωτήθηκε μήπως ο αδερφός της είχε στείλει ανιχνευτή για να παρακολουθεί τις δραστηριότητές της, αλλά μετά την απέρριψε αυτή την ιδέα, θεωρώντας την αποκύημα της φαντασίας της – ο Για Ρου ήταν πολύ πονηρός για να καταφύγει σε μια τέτοια τακτική. Θα ήταν εφικτή η συζήτηση που ήθελε να κάνει με τον αδερφό της; Είχε την υποψία ότι το σχίσμα που δίχαζε το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ξεπεράσει το σημείο στο οποίο θα ήταν δυνατό να γεφυρωθεί το χάσμα. Δεν ήταν πια θέμα ξεκάθαρων και επιλύσιμων διαφορών σχετικά με το ποια συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική ήταν η πιο σωστή. Το σχίσμα αφορούσε πλέον θεμελιώδεις διαφωνίες, παλιά ιδανικά ενάντια σε νέα, που μόνο
επιφανειακά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κομμουνιστικά, συγκρούσεις οι οποίες είχαν τις ρίζες τους στην παράδοση που είχε δημιουργήσει τη Λαϊκή Δημοκρατία πριν από πενήντα εφτά χρόνια. Αν επέτρεπαν σε ανθρώπους σαν τον αδερφό της να καθορίσει την πολιτική της χώρας, τα τελευταία προπύργια της κινεζικής κοινωνίας θα γκρεμίζονταν. Ένα κύμα ανευθυνότητας καπιταλιστικής έμπνευσης θα σάρωνε όλα τα υπολείμματα των θεσμών και των ιδανικών που είχαν δημιουργηθεί με βάση την αλληλεγγύη. Η Χονγκ Τσόου πίστευε ότι ο άνθρωπος ήταν κατά βάση λογικό πλάσμα, ότι η αλληλεγγύη ήταν κοινή λογική και όχι συναίσθημα και ότι, παρ’ όλα τα εμπόδια, ο κόσμος προόδευε προς ένα σημείο όπου θα επικρατούσε η λογική. Όμως, πίστευε επίσης ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο από μόνο του, ότι τίποτα στην ανθρώπινη κοινωνία δεν συμβαίνει αυτόματα. Δεν υπήρχαν φυσικοί νόμοι που να εξηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Πάλι ο Μάο. Ήταν λες και το πρόσωπό του ακτινοβολούσε μέσα στο σκοτάδι. Ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί, σκέφτηκε. Το μέλλον δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένο μια για πάντα. Επαναλάμβανε αυτή τη σοφία ξανά και ξανά, αλλά δεν τον ακούγαμε. Νέες ομάδες θα εμφανίζονταν πάντα και θα άρπαζαν τα προνόμια για τον εαυτό τους, και νέες επαναστάσεις θα γίνονταν συνεχώς. Καθισμένη στη βεράντα, άφηνε τις σκέψεις της να έρχονται και να φεύγουν. Την πήρε ο ύπνος. Έπειτα από λίγο την ξύπνησε ένας θόρυβος. Αφουγκράστηκε. Να τος πάλι. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα του μπανγκαλόου. Κοίταξε το ρολόι της. Μεσάνυχτα. Ποιος θα ερχόταν να την επισκεφτεί τόσο αργά; Αναρωτήθηκε αν έπρεπε ν’ ανοίξει. Ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα. Κάποιος ξέρει ότι είμαι ξύπνια, σκέφτηκε. Κάποιος με είδε στη βεράντα. Πήγε μέσα και κοίταξε από το ματάκι. Έξω στεκόταν ένας Αφρικανός. Φορούσε τη στολή του ξενοδοχείου. Η περιέργεια μέσα της νίκησε, και η Χονγκ Τσόου άνοιξε την πόρτα. Ο νεαρός τής έδωσε ένα γράμμα. Είδε ότι το όνομά της πάνω στο φάκελο ήταν γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα του Για Ρου. Έδωσε στον νεαρό μερικά δολάρια Ζιμπάμπουε, χωρίς να ξέρει αν ήταν πολλά ή λίγα, και γύρισε στη βεράντα. Διάβασε το σύντομο μήνυμα.
Χονγκ Τσόου, Πρέπει να κάνουμε ειρήνη για χάρη της οικογένειας και της πατρίδας. Ζητώ συγγνώμη για την αγένεια που δείχνω μερικές φορές. Ας ξανακοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Τ ις τελευταίες μέρες πριν επιστρέψουμε στην πατρίδα, επίτρεψέ μου να σε καλέσω σε ένα ταξίδι στη ζούγκλα για να δούμε την πρωτόγονη φύση και τα ζώα. Εκεί θα μπορέσουμε να μιλήσουμε. Για Ρου.
Η Χονγκ Τσόου ξανακοίταξε προσεκτικά το κείμενο σαν να περίμενε να βρει κρυμμένο κάποιο μήνυμα ανάμεσα στις γραμμές. Δεν βρήκε τίποτα, αλλά ούτε μπόρεσε να καταλάβει γιατί ο αδερφός της της είχε στείλει αυτό το μήνυμα στη μέση της νύχτας. Κοίταξε έξω στο σκοτάδι και σκέφτηκε τα αρπακτικά που παρακολουθούν τη λεία τους, μια λεία που δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι πρόκειται να της συμβεί. «Σε βλέπω», ψιθύρισε. «Απ’ όπου κι αν με πλησιάσεις θα σε εντοπίσω έγκαιρα. Δεν θα μπορέσεις να ξανακαθίσεις δίπλα μου χωρίς να έχω αντιληφθεί ότι πλησιάζεις».
Η Χονγκ Τσόου ξύπνησε νωρίς το επόμενο πρωί. Είχε ανήσυχο ύπνο, ονειρευόταν σκιές να την πλησιάζουν, απειλητικές και απρόσωπες. Τ ώρα ήταν στη βεράντα και κοίταζε τη σύντομη αφρικανική αυγή, με τον ήλιο να υψώνεται πάνω από την αχανή ζούγκλα. Μια αλκυόνα με το μακρύ ράμφος της προσγειώθηκε στο κάγκελο της βεράντας και αμέσως μετά πέταξε πάλι μακριά. Η πρωινή πάχνη άστραφτε στο γρασίδι. Από κάπου στο βάθος ακούγονταν αφρικανικές φωνές, κάποιος που φώναζε, γελούσε. Την τύλιγαν έντονα αρώματα. Σκέφτηκε το γράμμα που είχε λάβει στη μέση της νύχτας και υπενθύμισε στον εαυτό της ότι έπρεπε να είναι σ’ επιφυλακή. Για κάποιο λόγο αισθανόταν ότι έπρεπε να προσέχει ακόμα περισσότερο τον Για Ρου σε αυτή την ξένη χώρα. Στις οχτώ, μια ειδικά επιλεγμένη ομάδα αντιπροσώπων με
επικεφαλής τον υπουργό Εμπορίου και τους δημάρχους της Σαγκάης και του Πεκίνου συγκεντρώθηκε σε μια αίθουσα συσκέψεων δίπλα στο φουαγιέ του ξενοδοχείου. Το πρόσωπο του Μουγκάμπε τους κοίταζε από κάμποσα πορτρέτα που κρέμονταν στους τοίχους με ένα χαμόγελο που η Χονγκ Τσόου δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν ήταν φιλικό ή περιφρονητικό. Ο γραμματέας του υπουργού Εμπορίου κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης.
«Και τώρα θα συναντηθούμε με τον πρόεδρο Μουγκάμπε. Ο πρόεδρος θα μας δεχτεί στο ανάκτορό του. Θα μπούμε ο ένας πίσω από τον άλλο, με τη συνηθισμένη απόσταση ανάμεσα στους υπουργούς και τους δημάρχους και άλλους αντιπροσώπους. Θα ανταλλάξουμε χαιρετισμούς, θα ακουστούν οι εθνικοί μας ύμνοι και μετά θα καθίσουμε σ’ ένα τραπέζι στις προκαθορισμένες θέσεις. Ο πρόεδρος Μουγκάμπε και οι υπουργοί μας θα ανταλλάξουν χαιρετισμούς μέσω διερμηνέων, και στη συνέχεια ο πρόεδρος θα εκφωνήσει έναν σύντομο λόγο. Δεν μας έχει δοθεί αντίγραφο του κειμένου. Δεν ξέρουμε τη διάρκειά του, μπορεί να είναι από είκοσι λεπτά μέχρι τρεις ώρες. Καλό είναι να έχετε προνοήσει να επισκεφτείτε την τουαλέτα. Μετά την ομιλία θα γίνουν ερωτήσεις. Σε όσους από εσάς έχουν δοθεί έτοιμες ερωτήσεις θα σηκώσετε το χέρι σας, θα συστηθείτε, όταν κληθείτε να μιλήσετε, και όσο απαντά ο πρόεδρος Μουγκάμπε, θα παραμείνετε όρθιοι. Δεν επιτρέπεται να γίνει δεύτερη ερώτηση από το ίδιο άτομο ούτε να μιλήσει κανείς άλλος από την αντιπροσωπεία. Μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρο, το μεγαλύτερο μέρος της αντιπροσωπείας θα επισκεφτεί ένα ορυχείο χαλκού, το Γουαντλάνα, ενώ ο υπουργός και ορισμένοι επιλεγμένοι αντιπρόσωποι θα συνεχίσουν τη συζήτησή τους με τον πρόεδρο Μουγκάμπε και έναν άγνωστο αριθμό υπουργών του». Η Χονγκ Τσόου κοίταξε τον Για Ρου, που ήταν ακουμπισμένος με μισόκλειστα μάτια σε έναν κίονα στο βάθος της αίθουσας. Μόνο όταν βγήκαν έξω κοιτάχτηκαν. Ο Για Ρου της χαμογέλασε και μετά μπήκε σε ένα από τα αυτοκίνητα που προορίζονταν για υπουργούς, δημάρχους και επιλεγμένους αντιπροσώπους. Η Χονγκ Τσόου κάθισε σε ένα από τα λεωφορεία που τους περίμεναν έξω από το ξενοδοχείο. Η ανησυχία της μεγάλωνε συνεχώς. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον, σκέφτηκε, κάποιον που να καταλάβει το φόβο μου. Κοίταξε γύρω της στο λεωφορείο. Πολλούς από τους πιο ηλικιωμένους αντιπροσώπους τούς γνώριζε καιρό τώρα. Οι περισσότεροι
συμμερίζονταν τις αντιλήψεις της για τις πολιτικές εξελίξεις στην Κίνα. Όμως, είναι κουρασμένοι, σκέφτηκε. Είναι τόσο γέροι που δεν αντιδρούν πια όταν πλησιάζει ο κίνδυνος. Συνέχισε να ψάχνει αλλά μάταια. Δεν υπήρχε κανείς που να ένιωθε ότι μπορούσε να του μιλήσει. Μετά τη συνάντηση με τον πρόεδρο Μουγκάμπε θα κοίταζε πάλι όλη τη λίστα των αντιπροσώπων. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Το λεωφορείο ξεκίνησε για το Χαράρε με μεγάλη ταχύτητα. Από το παράθυρο η Χονγκ Τσόου έβλεπε την κόκκινη σκόνη που σήκωναν οι πεζοί καθώς περπατούσαν στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησαν ξαφνικά. Ένας αντιπρόσωπος που καθόταν από την άλλη πλευρά του διαδρόμου τής εξήγησε το λόγο. «Δεν γίνεται να φτάσουμε όλοι ταυτόχρονα», είπε. «Τα αυτοκίνητα με τους πιο σημαντικούς αντιπροσώπους πρέπει να προηγηθούν. Μετά θα ακολουθήσουμε εμείς, το πολιτικό και οικονομικό μπαλέτο που αποτελεί το φόντο της συνάντησης». Η Χονγκ Τσόου χαμογέλασε. Δεν θυμόταν το όνομα του αντιπροσώπου, ήξερε, όμως, ότι κατά την Πολιτιστική Επανάσταση ήταν ένας πιεσμένος καθηγητής φυσικής. Όταν επέστρεψε από μια ζωή ταλαιπωρίας στην επαρχία, τον τοποθέτησαν αμέσως επικεφαλής της υπηρεσίας που αργότερα θα γινόταν το Ινστιτούτο Διαστημικών Ερευνών της Κίνας. Η Χονγκ Τσόου υποψιαζόταν ότι είχε τις ίδιες απόψεις με αυτή για την κατεύθυνση που έπρεπε ν’ ακολουθήσει η Κίνα. Ήταν ένα από τα μέλη της παλιάς σχολής, που συνέχιζε την πορεία του, κι όχι ένας από τους νέους που δεν κατάλαβαν ποτέ τι σημαίνει να ζεις μια ζωή στην οποία υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από τον εαυτό σου. Είχαν σταματήσει κοντά σε μια μικρή αγορά που απλωνόταν και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι η Ζιμπάμπουε βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που επισκεπτόταν τη χώρα μια τόσο μεγάλη αντιπροσωπεία. Ήταν κάτι που δεν θα ανακοινωνόταν ποτέ δημόσια, αλλά στην πραγματικότητα ο πρόεδρος Μουγκάμπε ήταν εκείνος που παρακάλεσε την κινεζική κυβέρνηση να βοηθήσει
τη Ζιμπάμπουε να βγει από τη σοβαρή ύφεση που αντιμετώπιζε. Οι κυρώσεις της Δύσης είχαν φέρει τη βασική υποδομή της χώρας κοντά στην κατάρρευση. Μερικές μέρες πριν φύγουν από το Πεκίνο, η Χονγκ Τσόου είχε διαβάσει σε μια εφημερίδα ότι ο πληθωρισμός στη Ζιμπάμπουε πλησίαζε το πέντε χιλιάδες τοις εκατό. Οι πεζοί που περπατούσαν δίπλα στο δρόμο κινούνταν πολύ αργά. Πρέπει να ήταν ή πεινασμένοι ή κουρασμένοι. Η Χονγκ Τσόου πρόσεξε ξαφνικά μια γυναίκα που είχε γονατίσει. Είχε ένα παιδί σε σάκο στην πλάτη της και στο κεφάλι της φορούσε ένα δακτύλιο από διπλωμένα πανιά για τη στήριξη φορτίων. Δυο άντρες δίπλα της σήκωσαν μαζί ένα βαρύ σακί γεμάτο τσιμέντο και το ισορρόπησαν πάνω στο κεφάλι της. Μετά τη βοήθησαν να σηκωθεί. Η Χονγκ Τσόου την είδε ν’ απομακρύνεται τρεκλίζοντας. Χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε, διέσχισε το διάδρομο του λεωφορείου και μίλησε στη διερμηνέα. «Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ». Η διερμηνέας, μια νέα γυναίκα, πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Χονγκ Τσόου δεν την άφησε να μιλήσει. Ο οδηγός είχε ανοίξει την μπροστινή πόρτα για να μπει αέρας στο λεωφορείο, γιατί ο κλιματισμός δεν λειτουργούσε. Η Χονγκ Τσόου έσυρε τη διερμηνέα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου οι δυο άντρες είχαν καθίσει στη σκιά και μοιράζονταν ένα τσιγάρο. Η γυναίκα με το σακί του τσιμέντου στο κεφάλι είχε ήδη εξαφανιστεί μέσα στη θολή ατμόσφαιρα. «Μάθε πόσο ζυγίζει ο σάκος που έβαλαν στο κεφάλι της γυναίκας». «Γύρω στα πενήντα κιλά», της είπε η διερμηνέας, αφού ρώτησε τους άντρες. «Μα αυτό είναι πολύ μεγάλο φορτίο. Θα καταστρέψει τη μέση της πριν φτάσει στα τριάντα». Οι άντρες απλώς γέλασαν. «Είμαστε περήφανοι για τις γυναίκες μας. Είναι πολύ δυνατές». Η Χονγκ Τσόου είδε στα μάτια τους ότι δεν καταλάβαιναν ποιο ήταν το πρόβλημα. Οι γυναίκες εδώ υποφέρουν από τα ίδια δεινά που υπέμεναν οι Κινέζοι αγρότες, σκέφτηκε. Οι γυναίκες πάντα
κουβαλούσαν βαριά φορτία πάνω στο κεφάλι τους, αλλά ακόμα χειρότερα είναι τα φορτία που κουβαλούν μέσα στο κεφάλι τους. Γύρισε στο λεωφορείο με τη διερμηνέα. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν – τώρα είχαν και συνοδεία από μοτοσικλέτες. Η Χονγκ Τσόου άφησε τον άνεμο από το ανοιχτό παράθυρο να τη φυσά στο πρόσωπο. Δεν θα ξεχνούσε τη γυναίκα με το σακί του τσιμέντου στο κεφάλι της.
Η συνάντηση με τον πρόεδρο Μουγκάμπε κράτησε τέσσερις ώρες. Όταν μπήκε ο Μουγκάμπε στο δωμάτιο, θύμιζε περισσότερο φιλικό καθηγητή παρά πρόεδρο χώρας. Όταν της έσφιξε το χέρι, κοίταζε κάπου πέρα από το πρόσωπό της, σαν άνθρωπος που βρίσκεται σε άλλο κόσμο και έτυχε να συναντηθεί στιγμιαία μαζί της. Μετά τη συνάντηση δεν θα τη θυμόταν. Ήξερε ότι αυτός ο μικρόσωμος άντρας, που ακτινοβολούσε δύναμη παρόλο που ήταν ηλικιωμένος και ασθενικός, θεωρούνταν από μερικούς ένας αιμοσταγής τύραννος που βασάνιζε το λαό του καταστρέφοντας τα σπίτια τους και εκδιώκοντας πολλούς από τη γη τους όταν τον βόλευε. Άλλοι, όμως, τον θεωρούσαν έναν ήρωα που δεν εγκατέλειψε ποτέ την πάλη κατά των υπολειμμάτων της αποικιοκρατικής εξουσίας, τα οποία επέμενε ότι κρύβονταν πίσω απ’ όλα τα προβλήματα της Ζιμπάμπουε. Τ ι πίστευε η ίδια; Η Χονγκ Τσόου ήξερε ελάχιστα πράγματα για την πολιτική αυτής της χώρας για να μπορεί να σχηματίσει μια σαφή γνώμη, αλλά ο Μουγκάμπε ήταν ένας άνθρωπος που από πολλές απόψεις άξιζε το θαυμασμό και το σεβασμό της. Μπορεί να μην ήταν όλες οι ενέργειές του θετικές, αλλά πίστευε ότι οι ρίζες της αποικιοκρατίας ήταν πολύ βαθιές και έπρεπε να κοπούν όχι μία αλλά πολλές φορές. Ένας από τους λόγους για τους οποίους τον σεβόταν ήταν ότι δεχόταν συνεχείς και βίαιες επιθέσεις από τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι οι κραυγαλέες διαμαρτυρίες από τους γαιοκτήμονες και τις εφημερίδες τους είχαν συχνά σκοπό να πνίξουν τις κραυγές πόνου εκείνων που υπέφεραν ακόμη από τα μαρτύρια της αποικιοκρατίας. Η Ζιμπάμπουε και ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε βρίσκονταν σε
κατάσταση πολιορκίας. Η αγανάκτηση της Δύσης ήταν μεγάλη όταν, πριν από μερικά χρόνια, ο Μουγκάμπε προχώρησε σε κατάσχεση εκτάσεων που ανήκαν στους λευκούς γαιοκ τήμονες, οι οποίοι εξουσίαζαν ακόμη τη χώρα και άφηναν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ακτήμονες. Και το μίσος για τον Μουγκάμπε μεγάλωνε για κάθε λευκό γαιοκτήμονα που, στις συγκρούσεις με ακτήμονες μαύρους, τραυματιζόταν από πέτρες ή σφαίρες. Όμως, η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι από το 1980 κιόλας, όταν η Ζιμπάμπουε, που ακόμα ονομαζόταν Ροδεσία, απελευθερώθηκε από το φασιστικό καθεστώς του Ίαν Σμιθ, ο Μουγκάμπε είχε προτείνει στους λευκούς γαιοκτήμονες δημόσιες διαβουλεύσεις για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στο ζωτικό ερώτημα της ιδιοκτησίας της γης. Οι προσπάθειές του αντιμετώπισαν ένα τείχος σιωπής σ’ εκείνη την πρώτη περίπτωση, αλλά και πολλές ακόμα φορές μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Επαναλάμβανε συνεχώς την πρότασή του για διαπραγματεύσεις, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση, μόνο μια περιφρονητική σιωπή. Τελικά, εξαντλήθηκε η υπομονή του, και πολλές φάρμες παραδόθηκαν στους ακτήμονες. Αυτό καταδικάστηκε αμέσως από τη Δύση και άρχισαν οι διαμαρτυρίες απ’ όλες τις πλευρές. Εκείνη τη στιγμή η εικόνα του Μουγκάμπε άλλαξε και από μαχητής της ελευθερίας θεωρήθηκε ένας κλασικός Αφρικ ανός τύραννος. Άρχισαν να τον παρουσιάζουν όπως παρουσιάζονται οι Εβραίοι από τους αντισημίτες, και αυτός ο άνθρωπος που είχε τεθεί επικεφαλής της απελευθέρωσης της χώρας του συκοφαντήθηκε ανελέητα. Κανείς δεν ανέφερε το γεγονός ότι στους ηγέτες του προηγούμενου καθεστώτος, αλλά και στον ίδιο τον Ίαν Σμιθ, είχε επιτραπεί να παραμείνουν στη Ζιμπάμπουε. Ο Μουγκάμπε δεν τους έστειλε στα δικαστήρια και μετά στην αγχόνη, όπως έκαναν οι Βρετανοί με τους επαναστάτες μαύρους στις αποικίες. Όμως, ένας απείθαρχος λευκός δεν ήταν το ίδιο πράγμα με έναν απείθαρχο μαύρο. Η Χονγκ Τσόου άκουσε την ομιλία του Μουγκάμπε. Μιλούσε αργά και η φωνή του ήταν ήπια. Δεν την ύψωσε καθόλου ακόμα και όταν μιλούσε για τις κυρώσεις που οδήγησαν σε αύξηση της παιδικής θνησιμότητας, σε εκτεταμένη λιμοκτονία και σε μια αύξηση της
λαθρομετανάστευσης προς τη Νότια Αφρική. Ο Μουγκάμπε μίλησε για τις συγκρούσεις μέσα στη Ζιμπάμπουε. «Έχουν υπάρξει περιστατικά», παραδέχτηκε. «Όμως, τα ξένα μέσα ενημέρωσης δεν μιλούν ποτέ για τις επιθέσεις που δέχονται όσοι είναι πιστοί σ’ εμένα και το κόμμα. Εμείς πάντα είμαστε εκείνοι που πετάμε πέτρες ή κάνουμε επιθέσεις με κλομπ, ενώ οι άλλοι δεν ρίχνουν ποτέ βόμβες μολότοφ, δεν δέρνουν ούτε ακρωτηριάζουν ποτέ τους αντιπάλους τους». Ο Μουγκάμπε μίλησε πολλή ώρα, αλλά μίλησε καλά. Η Χονγκ Τσόου υπενθύμισε στον εαυτό της ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν πάνω από ογδόντα χρονών. Όπως και πολλοί άλλοι Αφρικανοί ηγέτες, είχε μείνει πολύ καιρό στη φυλακή εκείνη την παρατεταμένη περίοδο που οι αποικιοκρατικές δυνάμεις πίστευαν ακόμη ότι θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις κατά της κυριαρχίας τους. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι η Ζιμπάμπουε ήταν διεφθαρμένη χώρα. Είχε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της. Όμως, ήταν πολύ απλοϊκό να ρίχνει κανείς όλο το φταίξιμο στον Μουγκάμπε. Η αλήθεια ήταν πιο πολύπλοκη. Έβλεπε τον Για Ρου που καθόταν στην άλλη μεριά του τραπεζιού, πιο κοντά στον υπουργό Εμπορίου και το βήμα όπου μιλούσε ο Μουγκάμπε. Έκανε αφηρημένα σχέδια στο σημειωματάριό του. Συνήθιζε να το κάνει από παιδί αυτό^ όταν σκεφτόταν ή άκουγε, σχεδίαζε καρικατούρες ανθρώπων, συνήθως μικρούς δαίμονες που χοροπηδούσαν έχοντας γύρω τους φωτιές. Παρ’ όλ’ αυτά, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου, κατά πάσα πιθανότητα ακούει πιο προσεκτικά από κάθε άλλον εδώ μέσα. Ρουφάει κάθε λέξη για να δει τι οφέλη μπορεί να του αποφέρει μια μελλοντική συναλλαγή ανάμεσα στις δύο χώρες, που είναι και ο πραγματικός λόγος της επίσκεψής μας. Ποιες πρώτες ύλες έχει η Ζιμπάμπουε που τις χρειαζόμαστε; Πώς θα τις αποκτήσουμε στη χαμηλότερη δυνατή τιμή; Όταν τελείωσε η συνάντηση, και ο πρόεδρος Μουγκάμπε έφυγε από την αίθουσα συσκέψεων, ο Για Ρου και η Χονγκ Τσόου συναντήθηκαν δίπλα στην πόρτα. Ο αδερφός της στεκόταν εκεί και την περίμενε. Πήραν και οι δύο από ένα πιάτο και το γέμισαν από τον μπουφέ. Ο Για Ρου έπινε κρασί, η Χονγκ Τσόου αρκέστηκε σ’ ένα ποτήρι νερό.
«Γιατί μου στέλνεις γράμματα καταμεσής της νύχτας;» «Είχα την ακατανίκητη αίσθηση ότι αυτό το μήνυμα ήταν σημαντικό, ότι δεν μπορούσε να περιμένει». «Ο άνθρωπος που χτύπησε την πόρτα μου ήξερε ότι ήμουν ξύπνια. Πώς το γνώριζε αυτό;» Ο Για Ρου ύψωσε έκπληκτος τα φρύδια του. «Χτυπάς διαφορετικά την πόρτα ανάλογα με το αν ο άλλος που βρίσκεται πίσω της είναι ξύπνιος ή κοιμάται», επέμεινε η Χονγκ Τσόου. Ο Για Ρου ένευσε καταφατικά. «Η αδερφή μου είναι πολύ έξυπνη». «Και μην ξεχνάς ότι βλέπω στο σκοτάδι. Χτες το βράδυ κάθισα στη βεράντα πολλή ώρα. Τα πρόσωπα φαίνονται στο φεγγαρόφωτο». «Μα δεν είχε φεγγαρόφωτο χτες βράδυ». «Υπάρχει και το φως από τα άστρα, και η όρασή μου είναι πολύ καλή. Η αστροφεγγιά για μένα είναι σαν φεγγαρόφωτο». Ο Για Ρου την κοίταξε σκεφτικός. «Με προκαλείς σε αναμέτρηση δύναμης; Αυτό θέλεις;» «Αυτό δεν κάνεις κι εσύ;» «Πρέπει να μιλήσουμε. Ήρεμα και ειρηνικά. Εδώ συμβαίνουν επαναστατικά πράγματα. Έχουμε περικυκλώσει την Αφρική με μια μεγάλη αλλά φιλική αρμάδα. Τ ώρα συμμετέχουμε στην απόβαση». «Σήμερα είδα δυο άντρες να σηκώνουν ένα σακί τσιμέντο πενήντα κιλών και να το βάζουν πάνω στο κεφάλι μιας γυναίκας. Η ερώτηση που σου κάνω είναι απλή: Γιατί ήρθαμε εδώ με την αρμάδα; Θέλουμε να βοηθήσουμε αυτή τη γυναίκα να ελαφρύνει το φορτίο της ή θέλουμε να γίνουμε σαν αυτούς που σηκώνουν τα σακιά και της τα φορτώνουν στο κεφάλι;» «Αυτό είναι ένα σημαντικό ερώτημα, που ευχαρίστως θα συζητήσω μαζί σου. Αλλά όχι τώρα. Ο πρόεδρος περιμένει». «Όχι εμένα». «Πέρνα τη βραδιά στη βεράντα σου. Αν δεν σου χτυπήσω την πόρτα μέχρι τα μεσάνυχτα, μπορείς να πέσεις για ύπνο». Ο Για Ρου άφησε το ποτήρι του κι έφυγε χαμογελώντας. Η Χονγκ Τσόου πρόσεξε ότι η σύντομη συζήτησή τους την είχε κάνει να
ιδρώσει. Μια φωνή ανακοίνωσε ότι το λεωφορείο της Χονγκ Τσόου θα έφευγε σε τριάντα λεπτά. Η Χονγκ Τσόου γέμισε πάλι το πιάτο της με μικροσκοπικά σάντουιτς. Όταν αισθάνθηκε ότι είχε φάει αρκετά, πήγε στο πίσω μέρος του ανακτόρου, όπου τους περίμενε το λεωφορείο. Έκανε τρομερή ζέστη, και ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στους λευκούς πέτρινους τοίχους του ανακτόρου. Φόρεσε γυαλιά ηλίου και ένα λευκό καπέλο που είχε στην τσάντα της. Ετοιμαζόταν να μπει στο λεωφορείο, όταν άκουσε κάποιον να της μιλάει. Γύρισε. «Μα Λι; Πώς βρέθηκες εδώ;» «Αντικατέστησα τον γερο-Ζου. Έχει πάθει θρόμβωση και δεν μπορούσε να έρθει. Με κάλεσαν να πάρω τη θέση του. Γι’ αυτό δεν είμαι στη λίστα των αντιπροσώπων». «Δεν σε είδα το πρωί όταν ερχόμασταν». «Κάποιος μου επισήμανε, μάλλον αυστηρά, ότι είχα μπει σε ένα από τα αυτοκίνητα που απαγορευόταν από το πρωτόκολλο να μπω. Τ ώρα είμαι εκεί που πρέπει». Η Χονγκ Τσόου έπιασε τα χέρια της Μα Λι. Ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που ήλπιζε να βρει. Κάποιος στον οποίο μπορούσε να μιλήσει. Η Μα Λι ήταν φίλη της από τα φοιτητικά της χρόνια, μετά την Πολιτιστική Επανάσταση. Μια μέρα, νωρίς το πρωί, η Χονγκ Τσόου είχε βρει τη Μα Λι να κοιμάται σε μια καρέκλα σε μία από τις αίθουσες του πανεπιστημίου. Όταν ξύπνησε, άρχισαν να μιλούν. Ήταν γραφτό τους να γίνουν φίλες. Η Χονγκ Τσόου ακόμη θυμόταν μία από τις πρώτες συζητήσεις που είχαν κάνει. Η Μα Λι είχε πει ότι ήταν πια καιρός να πάψουν να «βομβαρδίζουν τα αρχηγεία». Αυτή ήταν μία από τις παροτρύνσεις του Μάο προς τους πολιτισμικούς επαναστάτες. Ούτε οι κορυφαίοι αξιωματούχοι του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έπρεπε να προστατεύονται από την απαραίτητη κριτική. Η Μα Λι υποστήριζε ότι, αντ’ αυτού, τώρα έπρεπε να βομβαρδίσει το κενό μέσα στο κεφάλι της, την έλλειψη γνώσης που όφειλε να καταπολεμήσει. Η Μα Λι σπούδασε οικονομική αναλύτρια και εργαζόταν στο Υπουργείο Εμπορίου με μια ομάδα ειδικών που η δουλειά τους ήταν να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις των τιμών των νομισμάτων σε όλο τον κόσμο. Η Χονγκ Τσόου είχε γίνει σύμβουλος του υπουργού
Ασφαλείας, συντόνιζε τις θέσεις των κορυφαίων στρατιωτικών ηγετών για την εσωτερική και εξωτερική άμυνα της χώρας και ασχολούνταν ιδιαίτερα με την ασφάλεια της πολιτικής ηγεσίας. Η Χονγκ Τσόου είχε πάει στο γάμο της Μα Λι, αλλά μετά τη γέννηση των δύο παιδιών της φίλης της οι συναντήσεις τους είχαν αραιώσει. Τ ώρα, όμως, είχαν συναντηθεί ξανά σε ένα λεωφορείο πίσω από το ανάκτορο του Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Σε όλη την επιστροφή μιλούσαν ασταμάτητα. Η Χονγκ Τσόου είδε ότι η Μα Λι ήταν κι αυτή πολύ χαρούμενη που ξαναβρέθηκαν. Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο, αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα στη μεγάλη βεράντα με την υπέροχη θέα στο ποτάμι. Καμία από τις δυο τους δεν είχε κάποια δέσμευση στο πρόγραμμά της μέχρι την επόμενη μέρα, όταν η Μα Λι θα επισκεπτόταν μια πειραματική φάρμα, και η Χονγκ Τσόου θα παρακολουθούσε μια συζήτηση με μια ομάδα Ζιμπαμπουανών στρατιωτικών ηγετών στους καταρράκτες της Βικτόριας. Η ζέστη ήταν αποπνικτική καθώς περπατούσαν προς το ποτάμι. Στο βάθος έβλεπαν λάμψεις από αστραπές και άκουγαν αμυδρά μπουμπουνητά. Τ ριγύρω δεν έβλεπαν κανένα σημείο ζωής, ούτε καν από κάποιο ζώο. Ήταν λες και όλη η περιοχή είχε ξαφνικά ερημώσει. Όταν η Μα Λι άρπαξε το μπράτσο της Χονγκ Τσόου, εκείνη τινάχτηκε τρομαγμένη. «Το είδες αυτό;» ρώτησε η Μα Λι, δείχνοντας με το δάχτυλό της. Η Χονγκ Τσόου κοίταξε, αλλά δεν είδε καμία κίνηση στους πυκνούς θάμνους γύρω από την όχθη. «Πίσω από εκείνο το δέντρο που το έχουν μαδήσει οι ελέφαντες, δίπλα στο βράχο που ξεπροβάλλει από το έδαφος σαν λόγχη». Η Χονγκ Τσόου το είδε. Η ουρά του λιονταριού κουνιόταν αργά, χτυπώντας το κόκκινο χώμα. Μέσα από τα φυλλώματα διακρίνονταν πού και πού τα μάτια και η χαίτη του. «Έχεις πολύ καλή όραση», είπε η Χονγκ Τσόου. «Έχω μάθει να προσέχω διάφορα πράγματα γύρω μου. Αλλιώς το περιβάλλον μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Ακόμα και σε μια πόλη ή σε μια αίθουσα συσκέψεων υπάρχουν παγίδες στις οποίες μπορεί να πέσεις αν δεν προσέξεις». Με μια σχεδόν ευλαβική σιωπή παρακολούθησαν το λιοντάρι που
κατέβηκε στο ποτάμι κι άρχισε να πίνει νερό. Στη μέση της κοίτης φαίνονταν μερικά κεφάλια ιπποπόταμων που ανεβοκατέβαιναν. Μια αλκυόνα, εξίσου πολύχρωμη με αυτή που είχε πετάξει στη βεράντα της Χονγκ Τσόου, κάθισε σε ένα δέντρο με μια λιβελούλη στο ράμφος της. «Ησυχία και γαλήνη», είπε η Μα Λι. «Τ ις λαχταρώ όλο και περισσότερο όσο γερνάω. Μήπως αυτό είναι το πρώτο σημάδι των γηρατειών; Κανείς δεν θέλει να πεθάνει μέσα σε θόρυβο από μηχανές και ραδιόφωνα. Η πρόοδος που σημειώνουμε μας κοστίζει πολλά από πλευράς ησυχίας. Είναι δυνατό να ζήσει πραγματικά κανείς χωρίς την ησυχία που απολαμβάνουμε αυτή τη στιγμή;» «Έχεις δίκιο», είπε η Χονγκ Τσόου. «Τ ι γίνεται, όμως, με τις αόρατες απειλές για τη ζωή μας; Τ ι κάνουμε μ’ αυτές;» «Υποθέτω ότι μιλάς για τη μόλυνση. Για δηλητήρια. Αρρώστιες που μεταλλάσσονται συνεχώς». «Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, το Πεκίνο αυτή τη στιγμή είναι η πιο μολυσμένη πόλη στον κόσμο. Πρόσφατες μετρήσεις έδειξαν εκατόν σαράντα δύο μικρογραμμάρια σωματιδίων σκόνης ανά κυβικό μέτρο αέρα. Ο αντίστοιχος αριθμός για τη Νέα Υόρκη είναι είκοσι εφτά, για το Παρίσι είκοσι δύο. Όπως ξέρουμε πολύ καλά, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». «Για σκέψου όλους αυτούς που ανακαλύπτουν για πρώτη φορά στη ζωή τους ότι μπορούν ν’ αγοράσουν ένα μοτοποδήλατο. Πώς θα τους πείσεις να μην το κάνουν;» «Ενισχύοντας τον έλεγχο του κόμματος πάνω στις εξελίξεις. Πάνω σε ό,τι παράγεται από αγαθά και ό,τι παράγεται από σκέψεις». Η Μα Λι χάιδεψε απαλά το μάγουλο της Χονγκ Τσόου. «Χαίρομαι πάρα πολύ κάθε φορά που βλέπω ότι δεν είμαι μόνη. Δεν ντρέπομαι να υποστηρίζω ότι εκείνο που μπορεί να σώσει τη χώρα μας από την αποσύνθεση και τη φθορά είναι ακριβώς αυτή η ενίσχυση του κόμματος, το μπαοξιάν γιουντόνγκ». «Η εκστρατεία για να διατηρηθεί το δικαίωμα του Κομμουνιστικού Κόμματος να ηγείται», είπε η Χονγκ Τσόου. «Συμφωνώ μαζί σου. Όμως, ταυτόχρονα ξέρουμε και οι δύο ότι ο κίνδυνος που μας απειλεί προέρχεται από μέσα. Κάποτε η γυναίκα
του Μάο ήταν πράκτορας της νέας αστικής τάξης, παρόλο που ανέμιζε την κόκκινη σημαία της πιο παθιασμένα απ’ όλους. Σήμερα υπάρχουν άλλοι που κρύβονται μέσα στο κόμμα οι οποίοι θέλουν να το υπονομεύσουν και ν’ αντικαταστήσουν τη σταθερότητα που απολαμβάνουμε με ένα είδος καπιταλιστικής ελευθερίας που κανείς δεν θα μπορεί να ελέγξει». «Η σταθερότητα έχει ήδη χαθεί», είπε η Μα Λι. «Είμαι αναλύτρια και γνωρίζω με ποιους τρόπους εισρέουν χρήματα στη χώρα μας, όπως γνωρίζω επίσης πολλά που δεν έχετε υπόψη σας ούτε εσύ ούτε και κανείς άλλος. Αλλά, φυσικά, δεν μου επιτρέπεται να πω τίποτα». «Είμαστε μόνες. Το λιοντάρι δεν ακούει». Η Μα Λι την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Η Χονγκ Τσόου ήξερε πολύ καλά τι σκεφτόταν – μπορώ να την εμπιστευτώ ή όχι; «Μην πεις τίποτα αν έχεις αμφιβολίες», είπε η Χονγκ Τσόου. «Αν κάνεις λάθος επιλογή ως προς τα άτομα στα οποία πιστεύεις ότι μπορείς να στηριχτείς, είσαι ανυπεράσπιστη και ανήμπορη. Αυτό ήταν κάτι που μας το δίδαξε ο Κομφούκιος». «Σε εμπιστεύομαι», είπε η Μα Λι. «Όμως, είναι γεγονός ότι το φυσικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης πάντα ενθαρρύνει την επιφυλακτικότητα». Η Χονγκ Τσόου έδειξε προς την όχθη του ποταμού. «Το λιοντάρι εξαφανίστηκε. Δεν το προσέξαμε όταν έφυγε». Η Μα Λι ένευσε καταφατικά. «Φέτος η κυβέρνηση αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά δεκαπέντε τοις εκατό σχεδόν», συνέχισε η Χονγκ Τσόου. «Δεδομένου ότι η Κίνα δεν έχει ουσιαστικούς εχθρούς γύρω της, είναι φυσικό και επόμενο το Πεντάγωνο και το Κρεμλίνο να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Οι αναλυτές τους βλέπουν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ότι το κράτος και οι ένοπλες δυνάμεις προετοιμάζονται ν’ αντιμετωπίσουν μια εσωτερική εξέγερση. Επιπλέον, ξοδεύουμε σχεδόν δέκα δισεκατομμύρια γιουάν για συστήματα επιτήρησης του διαδικτύου. Είναι αδύνατο να κρύψει κανείς αυτές τις στατιστικές. Όμως, υπάρχει και ένας άλλος αριθμός που τον γνωρίζουν ελάχιστοι. Πόσες ταραχές και μαζικές διαμαρτυρίες πιστεύεις ότι έγιναν στη χώρα μας τον τελευταίο
χρόνο;» Η Μα Λι σκέφτηκε για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Πέντε χιλιάδες ίσως;» Η Χονγκ Τσόου κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Σχεδόν ενενήντα χιλιάδες. Μπορείς να υπολογίσεις πόσες αντιστοιχούν στην κάθε μέρα. Είναι ένας αριθμός που ρίχνει τη σκιά του σε οτιδήποτε αναλαμβάνει το Πολιτικό Γραφείο. Αυτό που έκανε ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ πριν από δεκαπέντε χρόνια, όταν απελευθέρωσε την οικονομία, ήταν αρκετό για να κατευνάσει την ένταση που υπήρχε στη χώρα. Τ ώρα, όμως, δεν είναι πια. Ιδιαίτερα όταν οι πόλεις δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν χώρο και δουλειά στα εκατοντάδες εκατομμύρια αγροτών που περιμένουν ανυπόμονα τη σειρά τους για ν’ απολαύσουν την καλή ζωή που όλοι ονειρευόμαστε». «Τ ι πρόκειται να συμβεί;» «Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Είναι λογικό ν’ ανησυχούμε και να είμαστε σε επαγρύπνηση. Σήμερα υπάρχει μια πάλη εξουσίας μέσα στο κόμμα που είναι πιο σοβαρή από οποιαδήποτε ανάλογη πάλη είχε συμβεί την εποχή του Μάο. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Ο στρατός φοβάται το χάος που δεν μπορεί να ελεγχθεί. Εσύ κι εγώ ξέρουμε ότι το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, το μόνο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι ν’ αποκαταστήσουμε τις βασικές αρχές που ίσχυαν στο παρελθόν». «Μπαοξιάν γιουντόνγκ». «Ο μόνος τρόπος. Δεν μπορείς να κόψεις δρόμο προς το μέλλον». Ένα κοπάδι ελέφαντες κατέβαινε αργά προς την όχθη του ποταμού για να πιει νερό. Μια ομάδα Δυτικοί τουρίστες εμφανίστηκαν στη βεράντα, και οι δυο γυναίκες επέστρεψαν στο φουαγιέ του ξενοδοχείου. Η Χονγκ Τσόου ήθελε να της προτείνει να φάνε μαζί, αλλά η Μα Λι την πρόλαβε λέγοντας ότι είχε μια υποχρέωση εκείνο το βράδυ. «Θα είμαστε εδώ δύο βδομάδες», είπε η Μα Λι. «Θα έχουμε πολύ χρόνο να μιλήσουμε για όσα συμβαίνουν». «Όσα έχουν συμβεί και όσα πρόκειται να συμβούν», είπε η Χονγκ Τσόου. «Για όλα εκείνα που δεν έχουμε ακόμη μια απάντηση». Η Χονγκ Τσόου κοίταξε τη Μα Λι που απομακρυνόταν από την
άλλη πλευρά της μεγάλης πισίνας. Θα της μιλήσω αύριο, σκέφτηκε. Ακριβώς τη στιγμή που έχω την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, εμφανίζεται ξαφνικά μία από τις παλιότερες φίλες μου. Έφαγε μόνη εκείνο το βράδυ. Μια μεγάλη ομάδα από την κινεζική αντιπροσωπεία είχε καθίσει σε δυο μακρόστενα τραπέζια, αλλά η Χονγκ Τσόου προτίμησε να μείνει μόνη.
Πεταλούδες της νύχτας χόρευαν γύρω από τη λάμπα πάνω από το κεφάλι της. Όταν τελείωσε το φαγητό της, κάθισε για λίγο στο μπαρ δίπλα στην πισίνα και ήπιε ένα τσάι. Μερικοί από τους αντιπ ροσώπους μέθυσαν και άρχισαν να πειράζουν τις όμορφες νεαρές σερβιτόρες που πήγαιναν από τραπέζι σε τραπέζι. Η Χονγκ Τσόου ενοχλήθηκε κι έφυγε. Σε μια άλλη Κίνα αυτό δεν θα επιτρεπόταν ποτέ, σκέφτηκε θυμωμένα. Οι φύλακες θα είχαν ήδη επέμβει. Αν κάποιος μεθούσε και συμπεριφερόταν ανάρμοστα, δεν θα είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να εκπροσωπήσει την Κίνα. Μπορεί να πήγαινε ακόμα και φυλακή. Αλλά σήμερα κανείς δεν δίνει σημασία. Κάθισε στη βεράντα του μπανγκαλόου και σκέφτηκε την αλαζονεία που δημιουργούνταν από την ασύδοτη πεποίθηση ότι ένα λιγότερο περιοριστικό καπιταλιστικό σύστημα θα ήταν καλό για την ανάπτυξη της χώρας. Ο σκοπός του Ντενγκ Ξιαοπίνγκ ήταν να κάνει τους τροχούς της Κίνας να κυλούν πιο γρήγορα. Σήμερα, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Ζούμε με τον κίνδυνο της υπερθέρμανσης, όχι μόνο της οικονομίας μας αλλά και του ίδιου του εγκεφάλου μας, σκέφτηκε. Δεν βλέπουμε το τίμημα που πληρώνουμε με τη μορφή των μολυσμένων ποταμών, του αέρα που μας πνίγει και των εκατομμυρίων ανθρώπων που θέλουν απεγνωσμένα να φύγουν από τις αγροτικές περιοχές. Κάποτε ήρθαμε στη χώρα που λεγόταν Ροδεσία για να στηρίξουμε τον απελευθερωτικό αγώνα. Τ ώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την απελευθέρωση, επιστρέφουμε σαν κακομεταμφιεσμένοι αποικιοκράτες. Ο ίδιος ο αδερφός μου είναι ένας από εκείνους που ξεπουλάνε όλα τα παλιά μας ιδανικά. Δεν έχει ούτε ίχνος της έντιμης πίστης στη δύναμη και την ευημερία του λαού που κάποτε απελευθέρωσε τη δική μας χώρα. Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε τους ήχους της νύχτας. Όλες οι σκέψεις της γύρω από τη Μα Λι και τη συζήτ ηση που είχαν κάνει έσβησαν σιγά σιγά από το κουρασμένο της μυαλό.
Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν άκουσε κάτι που διαπέρασε το τραγούδι των τριζονιών. Ένα κλαδί που έσπαγε. Άνοιξε τα μάτια της και ανακάθισε. Τα τριζόνια είχαν σωπάσει. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι κάποιος είχε πλησιάσει. Μπήκε τρέχοντας στο μπανγκαλόου και κλείδωσε τη γυάλινη πόρτα. Έσβησε το φως. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήταν τρομαγμένη. Κάποιος ήταν έξω στο σκοτάδι. Πάτησε ένα κλαδί, που έσπασε κάτω από το πόδι του. Έπεσε στο κρεβάτι. Φοβόταν ότι κάποιος μπορεί να προσπαθούσε να μπει στο μπανγκαλόου με τη βία. Όμως, κανείς δεν βγήκε μέσα από το σκοτάδι. Αφού περίμενε σχεδόν μία ώρα, έκλεισε τις κουρτίνες, κάθισε στο γραφείο κι έγραψε το γράμμα που διαμόρφωνε στο μυαλό της καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
29 Η Χονγκ Τσόου χρειάστηκε αρκετές ώρες για να γράψει μια σύνοψη όσων είχαν συμβεί πρόσφατα, ξεκινώντας από τον αδερφό της και τις παράξενες πληροφορίες από τη Σουηδή δικαστή, την Μπιργκίτα Ρόσλιν. Το έκανε για να προστατέψει τον εαυτό της. Ήταν πλέον πεπεισμένη ότι ο αδερφός της ήταν διεφθαρμένος και ένας από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να κυριέψουν την Κίνα. Επιπλέον, αυτός και ο σωματοφύλακάς του, ο Λιου Σιν, μπορεί να ήταν αναμειγμένοι σε πολλούς στυγνούς φόνους έξω από τα σύνορα της χώρας. Η Χονγκ Τσόου δεν άνοιξε τον κλιματισμό για ν’ ακούει καλύτερα τους ήχους απ’ έξω. Τα έντομα της νύχτας βούιζαν γύρω από τη λάμπα στο αποπνικτικά ζεστό δωμάτιο, ενώ μεγάλες σταγόνες ιδρώτα έσταζαν συνεχώς πάνω στο γραφείο. Είχε κάθε λόγο ν’ ανησυχεί. Είχε αρκετή πείρα από τη ζωή και μπορούσε να
ξεχωρίσει τους πραγματικούς από τους φανταστικούς κινδύνους. Ο Για Ρου ήταν αδερφός της, αλλά πάνω απ’ όλα ήταν ένας άνθρωπος που δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να πετύχει τους σκοπούς του. Η Χονγκ Τσόου δεν ήταν ενάντια στην ανάπτυξη προς νέες κατευθύνσεις. Όπως ακριβώς άλλαζε ο κόσμος γύρω τους, έτσι και οι ηγέτες της Κίνας έπρεπε να επινοήσουν νέες στρατηγικές για να λύσουν τωρινά και μελλοντικά προβλήματα. Εκείνο που αμφισβητούσε η ίδια και πολλοί άλλοι με παρόμοιες απόψεις ήταν το γεγονός ότι η ηγεσία δεν συνδύαζε τα σοσιαλιστικά θεμέλια με τις εξελίξεις προς μια οικονομία στην οποία η ελεύθερη αγορά έπαιζε κυρίαρχο ρόλο. Ήταν αδύνατη μια εναλλακτική λύση; Μια ισχυρή χώρα σαν την Κίνα δεν χρειαζόταν να πουλήσει την ψυχή της στο κυνήγι του πετρελαίου, των πρώτων υλών και των νέων αγορών, προκειμένου να τους πουλήσει τα βιομηχανικά της προϊόντα. Αυτή ακριβώς δεν ήταν η μεγάλη πρόκληση; Ν’ αποδείξουν στον κόσμο ότι ο απάνθρωπος ιμπεριαλισμός και η αποικιοκρατία δεν είναι αναπόφευκτες συνέπειες όταν αναπτύσσεται μια χώρα; Η Χονγκ Τσόου είχε δει την απληστία να κυριεύει νέους ανθρώπους, που μέσα από διασυνδέσεις, συγγενείς και ανελέητες πράξεις κατάφεραν να δημιουργήσουν τεράστιες περιουσίες. Αισθάνονταν απρόσβλητοι, και αυτό τους έκανε ακόμα πιο απάνθρωπους και κυνικούς. Ήθελε να προβάλει αντίσταση σε αυτούς τους ανθρώπους και στον Για Ρου. Το μέλλον δεν είχε προεξοφληθεί. Τα πάντα ήταν ακόμη δυνατά. Όταν τελείωσε το γράμμα, το διάβασε από την αρχή, έκανε μερικές διορθώσεις και διευκρινίσεις, σφράγισε το φάκελο, έγραψε πάνω το όνομα της Μα Λι και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Δεν είχε ακούσει ξανά τίποτα από το σκοτάδι έξω από το μπανγκαλόου. Αν και ήταν πολύ κουρασμένη, πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκε στις εφτά και παρακολούθησε την ανατολή από τη βεράντα της. Η Μα Λι ήταν ήδη στην τραπεζαρία για πρωινό. Κάθισε μαζί της, παράγγειλε τσάι στη σερβιτόρα και κοίταξε γύρω της στην αίθουσα. Στα περισσότερα τραπέζια κάθονταν μέλη της κινεζικής αντιπροσωπείας. Η Μα Λι της είπε ότι σκόπευε να πάει στο ποτάμι
να δει τα ζώα. «Έλα στο δωμάτιό μου σε μία ώρα από τώρα», είπε η Χονγκ Τσόου χαμηλόφωνα. «Είμαι στον αριθμό είκοσι δύο». Η Μα Λι κατένευσε χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Είναι κι αυτή σαν εμένα, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου. Η ζωή που ζήσαμε μας έχει διδάξει ότι υπάρχουν πάντα μυστικά. Τελείωσε το πρωινό της και γύρισε στο δωμάτιο για να περιμένει τη Μα Λι. Το ταξίδι στην πειραματική φάρμα ήταν προγραμματισμένο για τις εννιά και μισή. Ακριβώς σε μία ώρα η Μα Λι χτύπησε την πόρτα της. Η Χονγκ Τσόου της έδωσε την επιστολή που είχε γράψει τη νύχτα. «Αν μου συμβεί τίποτα», είπε, «αυτό το γράμμα θα είναι σημαντικό. Αν πεθάνω στο κρεβάτι μου από γηρατειά, μπορείς να το κάψεις». Η Μα Λι την κοίταξε επίμονα. «Ν’ ανησυχώ για σένα;» «Όχι. Αλλά το γράμμα είναι σημαντικό παρ’ όλα αυτά. Για το καλό άλλων. Και της χώρας μας». Η Χονγκ Τσόου κατάλαβε ότι η Μα Λι είχε εκπλαγεί. Δεν έκανε, όμως, άλλες ερωτήσεις, απλώς έβαλε το γράμμα στην τσάντα της. «Τ ι περιλαμβάνει το σημερινό σου πρόγραμμα;» ρώτησε η Μα Λι. «Μια συζήτηση με τα μέλη της ασφάλειας του Μουγκάμπε. Θα τους βοηθήσουμε». «Με όπλα;» «Εν μέρει. Πρώτα και κύρια, όμως, θα εκπαιδεύσουμε το προσωπικό τους, θα τους διδάξουμε τεχνικές μάχης σώμα με σώμα, όπως επίσης και την τέχνη της παρακολούθησης του λαού». «Κάτι στο οποίο είμαστε ειδικοί». «Διακρίνω μια συγκαλυμμένη κριτική στα λόγια σου;» «Όχι βέβαια», είπε έκπληκτη η Μα Λι. «Ξέρεις ότι πάντα θεωρούσα σημαντική την προστασία της χώρας μας όχι μόνο από τους εξωτερικούς αλλά και από τους εσωτερικούς εχθρούς. Πολλές χώρες στη Δύση θα ήθελαν πολύ να δουν τη Ζιμπάμπουε να καταρρέει και να οδηγείται σε ένα αιματηρό χάος. Η Αγγλία δεν δέχτηκε ποτέ ολοκληρωτικά την απελευθέρωση της χώρας το 1980. Ο Μουγκάμπε περιβάλλεται από εχθρούς. Θα ήταν ανόητο
από μέρους του να μην απαιτεί από την ασφάλειά του να λειτουργεί στο έπακρο των δυνατοτήτων της». «Και δεν είναι ανόητος, φαντάζομαι, έτσι δεν είναι;» «Ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε είναι αρκετά έξυπνος και έχει αντιληφθεί ότι πρέπει ν’ αντισταθεί σε όλες τις προσπάθειες της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης να υπονομεύσει το κυρίαρχο κόμμα. Αν πέσει η Ζιμπάμπουε, υπάρχουν και πολλές άλλες χώρες που μπορεί ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο». Η Χονγκ Τσόου συνόδευσε τη Μα Λι στην πόρτα και την παρακολούθησε μέχρι που εξαφανίστηκε στο πλακόστρωτο ελικοειδές μονοπάτι που περνούσε μέσα από τη βλάστηση. Δίπλα στο μπανγκαλόου της Χονγκ Τσόου υπήρχε μια ιακαράνδη. Κοίταξε τα λιλά άνθη της και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι για να παρομοιάσει το χρώμα τους αλλά μάταια. Σήκωσε ένα λουλούδι που είχε πέσει στο έδαφος και το έβαλε ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου της για να το διατηρήσει. Το ημερολόγιό της το έπαιρνε μαζί της όπου πήγαινε, αλλά σπάνια έβρισκε την ευκαιρία να γράψει. Ετοιμαζόταν να βολευτεί στη βεράντα και να μελετήσει μια έκθεση για την αντιπολίτευση στη Ζιμπάμπουε, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα της. Έξω στεκόταν ένας από τους Κινέζους ξεναγούς, ένας μεσόκοπος άντρας που λεγόταν Σου Φου. Η Χονγκ Τσόου είχε προσέξει νωρίτερα ότι φαινόταν τρομοκρατημένος μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη διοργάνωση. Μάλλον ήταν ακατάλληλος για μια τόσο μεγάλη αποστολή, ιδιαίτερα μάλιστα αφού τα αγγλικά του δεν ήταν καθόλου καλά. «Χονγκ Τσόου», είπε ο Σου Φου. «Έγινε μια αλλαγή στα σχέδια. Ο υπουργός Εμπορίου θέλει να επισκεφτεί μια γειτονική χώρα, τη Μοζαμβίκη, και θέλει να είσαι κι εσύ στην αντιπροσωπεία που θα τον συνοδεύσει». «Γιατί;» Η έκπληξη της Χονγκ Τσόου ήταν ειλικρινής. Δεν είχε ποτέ στενές επαφές με τον υπουργό Εμπορίου, τον Κε. Ουσιαστικά, απλώς του είχε σφίξει το χέρι πριν φύγουν για το Χαράρε.
«Ο υπουργός απλώς μου ζήτησε να σε πληροφορήσω ότι θα ταξιδέψεις μαζί του. Θα είναι μια μικρή αντιπροσωπεία». «Πότε θα φύγουμε; Και πού θα πάμε;» Ο Σου Φου σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του, μετά άπλωσε τα χέρια κι έδειξε το ρολόι του. «Δεν ξέρω να σου πω άλλες λεπτομέρειες. Τα αυτοκίνητα θα φύγουν για το αεροδρόμιο σε σαράντα πέντε λεπτά. Δεν θα γίνει ανεκτή καμία καθυστέρηση. Όλοι πρέπει να πάρουν μαζί τους μόνο ελαφριές αποσκευές και να είναι προετοιμασμένοι για μία διανυκτέρευση. Όμως, μπορεί να επιστρέψετε και απόψε το βράδυ». «Πού θα πάμε; Για ποιο σκοπό;» «Αυτό δεν μου το εξήγησε ο υπουργός». «Σίγουρα, όμως, μπορείς να μου πεις την πόλη που θα πάμε». «Στην Μπέιρα, στον Ινδικό Ωκεανό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχω, η πτήση φεύγει σε λιγότερο από μία ώρα». Η Χονγκ Τσόου δεν μπόρεσε να κάνει άλλες ερωτήσεις. Ο Σου Φου έφυγε βιαστικά. Η Χονγκ Τσόου απέμεινε να στέκει ακίνητη στο κατώφλι. Μόνο μια εξήγηση υπάρχει, σκέφτηκε. Ο Για Ρου θέλει να είμαι κι εγώ εκεί. Προφανώς είναι ανάμεσα σε αυτούς που θα πάνε με τον Κε. Και με θέλει κι εμένα μαζί. Θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει κατά τη διάρκεια της πτήσης στην Αφρική. Ο πρόεδρος Καούντα της Ζάμπια είχε απαιτήσει από την εθνική αεροπορική εταιρεία, τη Zambia Airways, ν’ αγοράσει ένα από τα μεγαλύτερα επιβατικά αεροσκάφη της εποχής, ένα Μπόινγκ 747. Η ζήτηση δεν δικαιολογούσε τη χρήση ενός τόσο μεγάλου αεροσκάφους για τακτικές πτήσεις ανάμεσα στη Λουσάκα και το Λονδίνο, γρήγορα όμως αποδείχτηκε ότι ο πραγματικός στόχος του Καούντα ήταν να χρησιμοποιεί το 747 στα τακτικά ταξίδια του σε άλλες χώρες. Όχι επειδή ήθελε να ταξιδεύει με πολυτελές αεροσκάφος, αλλά για να έχει αρκετό χώρο ώστε να παίρνει μαζί του τα μέλη της αντιπολίτευσης ή τους κυβερνητικούς παράγοντες και
τους στρατιωτικούς ηγέτες που δεν εμπιστευόταν. Γέμιζε το Μπόινγκ μ’ εκείνους που συνωμοτούσαν εναντίον του ή ήθελαν να οργανώσουν ένα πραξικόπημα όσο αυτός θα έλειπε από τη χώρα. Μήπως έκανε κάτι παρόμοιο και ο Για Ρου; Μήπως ήθελε να έχει την αδερφή του κοντά του για να την παρακολουθεί; Σκέφτηκε το κλαδί που είχε σπάσει τη νύχτα έξω από το μπανγκαλόου. Φυσικά, εκεί μέσα στο σκοτάδι δεν στεκόταν ο Για Ρου, αλλά μάλλον κάποιος που τον είχε στείλει για να την κατασκοπεύσει. Η Χονγκ Τσόου δεν ήθελε να εναντιωθεί στον Κε, κι έτσι έφτιαξε τη μικρότερη από τις δύο βαλίτσες της και ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Μερικά λεπτά πριν από την αναχώρηση πήγε στη ρεσεψιόν. Δεν είδε πουθενά ούτε τον Κε ούτε τον Για Ρου. Από την άλλη μεριά, της φάνηκε ότι είδε τον σωματοφύλακα του Για Ρου, τον Λιου Σιν, αν και δεν ήταν σίγουρη. Ο Σου Φου τη συνόδευσε σε μία από τις λιμουζίνες που περίμεναν. Μέσα βρήκε δυο άντρες που ήξερε ότι εργάζονταν στο Υπουργείο Γεωργίας στο Πεκίνο. Το αεροδρόμιο ήταν μερικά χιλιόμετρα έξω από το Χαράρε. Τα τρία αυτοκίνητα της πομπής έτρεχαν πολύ γρήγορα με τη συνοδεία μοτοσικλετιστών. Η Χονγκ Τσόου πρόσεξε ότι σε κάθε γωνία υπήρχαν αστυνομικοί που σταματούσαν τα άλλα αυτοκίνητα για να περάσει η πομπή. Πέρασαν κατευθείαν από τις πύλες του αεροδρομίου και χωρίς άλλες διατυπώσεις ανέβηκαν σε ένα αεροσκάφος της Ζιμπάμπουε. Η Χονγκ Τσόου μπήκε από την πίσω είσοδο και πρόσεξε ότι υπήρχε ένα παραπέτασμα που απέκλειε το μισό μπροστινό τμήμα της καμπίνας. Υπέθεσε ότι ήταν το ιδιωτικό αεροπλάνο του Μουγκάμπε, που το δάνεισε στην κινεζική αντιπροσωπεία. Έπειτα από μερικά λεπτά αναμονής, το αεροπλάνο απογειώθηκε. Δίπλα στη Χονγκ Τσόου καθόταν μία από τις γραμματείς του Κε. «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε η Χονγκ Τσόου, όταν έφτασαν σε ύψος που είχαν πια σταθερή ταχύτητα, και ο πιλότος ανακοίνωσε ότι το ταξίδι θα διαρκούσε πενήντα λεπτά. «Στην κοιλάδα του Ζαμβέζη», απάντησε η γραμματέας. Ο τόνος της έδειχνε καθαρά ότι δεν είχε νόημα να της κάνει άλλες
ερωτήσεις. Θα ανακάλυπτε τελικά μόνη της τι σκοπό είχε αυτό το ξαφνικό ταξίδι. Αλλά ήταν όντως τόσο ξαφνικό; Η Χονγκ Τσόου σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρη γι’ αυτό. Ίσως όλα ήταν μέρος ενός σχεδίου που εκείνη αγνοούσε. Όταν το αεροπλάνο προετοιμάστηκε για προσγείωση, έστριψε πάνω από τη θάλασσα. Η Χονγκ Τσόου είδε το γαλαζοπράσινο νερό να λαμπυρίζει ακριβώς από κάτω τους και μικρά αλιευτικά με τριγωνικά πανιά ν’ ανεβοκατεβαίνουν στα κύματα. Η Μπέιρα άστραφτε κατάλευκη στο φως του ήλιου. Γύρω από το τσιμεντένιο κέντρο της πόλης υπήρχε μια σειρά από ατέλειωτες παράγκες, πιθανόν τρώγλες. Μόλις βγήκε από το αεροπλάνο, τη χτύπησε η ζέστη. Είδε τον Κε να περπατά προς το πρώτο από τα αυτοκίνητα που τους περίμεναν, το οποίο δεν ήταν μαύρη λιμουζίνα αλλά ένα λευκό Λαντ Κρούιζερ με σημαίες της Μοζαμβίκης στο καπό. Είδε και τον Για Ρου να μπαίνει στο ίδιο αυτοκίνητο. Δεν γύρισε να την κοιτάξει. Ξέρει, όμως, ότι είμαι εδώ, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου. Κατευθύνθηκαν βορειοδυτικά. Η Χονγκ Τσόου ήταν στο αυτοκίνητο με τους ίδιους δύο άντρες από το Υπουργείο Γεωργίας. Κοίταζαν μικρούς τοπογραφικούς χάρτες και τους σύγκριναν με τις εκτάσεις που έβλεπαν από τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Η Χονγκ Τσόου ένιωθε ακόμη άβολα, όπως όταν εμφανίστηκε ο Σου Φου στην πόρτα της και της ανήγγειλε το ταξίδι. Ήταν σαν να την είχαν υποχρεώσει να κάνει κάτι για το οποίο η πείρα και η διαίσθησή της την προειδοποιούσαν ότι ήταν τρομερά επικίνδυνο. Ο Για Ρου με θέλει εδώ, σκέφτηκε. Όμως, τι επιχειρήματα παρουσίασε στον Κε ώστε να καταλήξω να κάθομαι σ’ ένα γιαπωνέζικο αυτοκίνητο που σηκώνει τεράστια σύννεφα κόκκινης σκόνης; Στην Κίνα το έδαφος είναι κίτρινο^ εδώ είναι κόκκινο, αλλά σχηματίζει εξίσου εύκολα σύννεφα σκόνης και μπαίνει στα μάτια και στους πόρους. Ο μόνος πιθανός λόγος για κείνη να παραβρίσκεται σε αυτή την επίσκεψη ήταν το γεγονός ότι η Χονγκ Τσόου ήταν ένα από τα πολλά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος που εξέφραζαν σκεπτικισμό για τις τρέχουσες πολιτικές της χώρας, ανάμεσά τους και
για την πολιτική που υποστήριζε ο Κε. Όμως, βρισκόταν εκεί ως όμηρος ή με την ελπίδα ότι αυτά που θα έβλεπε θα την έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη για τις πολιτικές που έβρισκε τόσο δυσάρεστες; Η παρουσία υψηλόβαθμων αξιωματούχων του Υπουργείου Γεωργίας και του υπουργού Εμπορίου σε ένα άβολο ταξίδι στην καρδιά της Μοζαμβίκης πρέπει να σήμαινε ότι ο σκοπός του ταξιδιού ήταν πολύ σημαντικός. Το τοπίο που έβλεπε από τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν μονότονο – χαμηλά δέντρα και θάμνοι, ποταμάκια και ρυάκια, πού και πού, και κάποιες συστάδες από καλύβες και μικρά περιποιημένα χωράφια. Η Χονγκ Τσόου απόρησε βλέποντας ότι ένα τόσο γόνιμο έδαφος ήταν τόσο αραιοκατοικημένο. Στη φαντασία της, η αφρικανική ήπειρος ήταν σαν την Κίνα ή την Ινδία, ένα μέρος του φτωχού Τ ρίτου Κόσμου όπου τεράστιες μάζες ανθρώπων συνωστίζονταν προσπαθώντας να επιβιώσουν. Όμως, αυτό που φανταζόμουν πάντα είναι ένας μύθος, σκέφτηκε. Οι μεγάλες αφρικανικές πόλεις δεν διαφέρουν πολύ από τη Σαγκάη ή το Πεκίνο. Η κορύφωση της καταστροφικής ανάπτυξης που φτωχαίνει και τους ανθρώπους και τη φύση. Όμως, δεν ήξερα τίποτα για τις αγροτικές περιοχές της Αφρικής, μέχρι τώρα που τις βλέπω με τα μάτια μου. Συνέχισαν με βορειοδυτική κατεύθυνση. Σε μερικά σημεία οι δρόμοι ήταν σε τόσο κακή κατάσταση που τα αυτοκίνητα αναγκάζονταν να επιβραδύνουν σε ρυθμό βάδισης. Η βροχή είχε διαβρώσει το κόκκινο χώμα καταστρέφοντας την επιφάνεια των δρόμων και σχηματίζοντας βαθιά αυλάκια. Τελικά, έφτασαν σε ένα μέρος που λεγόταν Σατσόμπε. Ήταν ένα μεγάλο χωριό με καλύβες, μερικά καταστήματα και κάποια ημιερειπωμένα τσιμεντένια κτίρια από την αποικιοκρατική περίοδο, όταν οι Πορτογάλοι διοικητές και οι ντόπιοι βοηθοί τους κυβερνούσαν τις διάφορες επαρχίες της χώρας. Η Χονγκ Τσόου είχε διαβάσει κάποτε για τον δικτάτορα της Πορτογαλίας, τον Σαλαζάρ, που είχε χαρακτηρίσει «υπερπόντιες περιοχές της Πορτογαλίας» τις γιγάντιες εκτάσεις της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης και της ΓουινέαςΜπισάου, τις οποίες κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή. Εκεί έστελνε όλους τους φτωχούς και συχνά αγράμματους αγρότες του, εν μέρει
για να λύσει ένα τοπικό πρόβλημα και ταυτόχρονα για να δημιουργήσει μια αποικιοκρατική δομή εξουσίας που συγκεντρωνόταν στις παραλιακές περιοχές και που συνέχιζε να υπάρχει ακόμα και κατά τη δεκαετία του ’50. Κι εμείς κάτι παρόμοιο πάμε να κάνουμε; αναρωτήθηκε η Χονγκ Τσόου. Επαναλαμβάνουμε την ίδια αδικία, αλλά είμαστε ντυμένοι με διαφορετική αμφίεση. Όταν βγήκαν από τα αυτοκίνητα και σκούπισαν τη σκόνη και τον ιδρώτα από τα πρόσωπά τους, η Χονγκ Τσόου ανακάλυψε ότι όλη η περιοχή ήταν αποκλεισμένη από οπλισμένους στρατιώτες και στρατιωτικά οχήματα. Πίσω από τα φράγματα έβλεπε περίεργους ντόπιους να παρατηρούν τους παράξενους ξένους. Οι φτωχοί υπάρχουν πάντα, σκέφτηκε – είναι εκείνοι που ισχυριζόμαστε ότι προστατεύουμε τα συμφέροντά τους. Σε μια επίπεδη έκταση άμμου μπροστά από τα λευκά κτίρια ήταν στημένα δύο μεγάλα αντίσκηνα. Πριν ακόμη σταματήσει η αυτοκινητοπομπή, είχε φτάσει μια μεγάλη σειρά από μαύρες λιμουζίνες, καθώς και δύο ελικόπτερα της πολεμικής αεροπορίας της Μοζαμβίκης. Δεν ξέρω τι συμβαίνει, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου, αλλά είναι σημαντικό. Τ ι ήταν αυτό που έκανε τον υπουργό Εμπορίου να δεχτεί ξαφνικά να επισκεφτεί μια χώρα που δεν είναι καν στο πρόγραμμά μας; Ένα μικρό μέρος της αντιπροσωπείας θα περνούσε μία μέρα στο Μαλάουι και στην Τανζανία, αλλά πουθενά δεν υπήρχε κάποια αναφορά για τη Μοζαμβίκη. Μια μπάντα πλησίασε με στρατιωτικό βήμα. Ταυτόχρονα, κάμποσα άτομα βγήκαν από το ένα αντίσκηνο. Η Χονγκ Τσόου αναγνώρισε αμέσως τον κοντό άντρα που προπορευόταν. Είχε γκρίζα μαλλιά, φορούσε γυαλιά και ήταν μυώδης. Ο άνθρωπος που χαιρετούσε τώρα τον υπουργό Εμπορίου Κε δεν ήταν άλλος από τον νεοεκλεγμένο πρόεδρο της Μοζαμβίκης, τον Γκουεμπούζα. Ο Κε παρουσίασε τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας στον πρόεδρο και τους βοηθούς του. Όταν η Χονγκ Τσόου έσφιξε το χέρι του, βρέθηκε να κοιτάζει ένα ζευγάρι φιλικά αλλά διαπεραστικά μάτια. Ο Γκουεμπούζα είναι άνθρωπος που δεν ξεχνά ποτέ πρόσωπο, σκέφτηκε. Μετά τις συστάσεις, η μπάντα έπαιξε τους δύο εθνικούς ύμνους. Η Χονγκ Τσόου στάθηκε προσοχή.
Καθώς άκουγε τον εθνικό ύμνο της Μοζαμβίκης, κοίταξε γύρω της αναζητώντας τον Για Ρου, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Δεν τον είχε δει καθόλου αφότου έφτασαν στο Σατσόμπε. Συνέχισε να κοιτάζει τους Κινέζους της αντιπροσωπείας και βεβαιώθηκε ότι μετά την προσγείωσή τους στην Μπέιρα είχαν εξαφανιστεί και αρκετοί άλλοι. Κούνησε το κεφάλι της. Δεν είχε νόημα ν’ ανησυχεί για το τι σκάρωνε ο Για Ρου. Πιο σημαντικό ήταν να προσπαθήσει να καταλάβει τι συνέβαινε εκεί, στην κοιλάδα μέσα από την οποία περνούσε ο ποταμός Ζαμβέζης. Νεαροί μαύροι και μαύρες τούς οδήγησαν σε ένα από τα αντίσκηνα. Δίπλα τους χόρευαν αρκετές, πιο ηλικιωμένες, γυναίκες στον επίμονο ρυθμό των τυμπάνων. Έβαλαν τη Χονγκ Τσόου να καθίσει στην πίσω σειρά. Το δάπεδο του αντίσκηνου ήταν σκεπασμένο με χαλιά, και κάθε μέλος της αντιπροσωπείας είχε μια μαλακή πολυθρόνα. Όταν κάθισαν όλοι, ο πρόεδρος Γκουεμπούζα ανέβηκε στο βήμα. Η Χονγκ Τσόου φόρεσε τα ακουστικά της. Τα πορτογαλικά μεταφράζονταν σε τέλεια κινέζικα. Η Χονγκ Τσόου συμπέρανε ότι ο διερμηνέας προερχόταν από την κορυφαία σχολή του Πεκίνου που εκπαίδευε τους διερμηνείς οι οποίοι συνόδευαν τον πρόεδρο, την κυβέρνηση και τις σημαντικότερες επιχειρηματικές αντιπροσωπείες στις διαπραγματεύσεις τους. Η Χονγκ Τσόου είχε ακούσει κάποτε ότι δεν υπήρχε ούτε μία γλώσσα στον κόσμο, όσο μικρή και ασήμαντη κι αν ήταν, που να μην είχε πιστοποιημένους διερμηνείς στην Κίνα. Αυτό την έκανε περήφανη. Δεν υπήρχαν όρια στο τι μπορούσαν να πετύχουν οι συμπολίτες της, οι άνθρωποι που μέχρι πριν από μία γενιά ήταν καταδικασμένοι στην άγνοια και τη δυστυχία. Γύρισε και κοίταξε την είσοδο του αντίσκηνου. Το παραπέτο κινούνταν από τον άνεμο. Με την άκρη του ματιού της διέκρινε τον Σου Φου να κάθεται έξω, μερικούς στρατιώτες, αλλά τον Για Ρου πουθενά. Ο πρόεδρος μίλησε πολύ λίγο. Καλωσόρισε την κινεζική αντιπροσωπεία και είπε μερικά εισαγωγικά λόγια. Η Χονγκ Τσόου άκουγε προσεκτικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω της.
Τ ινάχτηκε ξαφνιασμένη, νιώθοντας ένα χέρι στον ώμο της. Ο Για Ρου είχε μπει στο αντίσκηνο χωρίς να τον αντιληφθεί και είχε γονατίσει πίσω της. Της έβγαλε ένα από τα ακουστικά και της ψιθύρισε στο αυτί: «Άκου προσεκτικά τώρα, αγαπητή μου αδερφή, και θα καταλάβεις κάτι από τα μεγάλα γεγονότα που θ’ αλλάξουν τη χώρα μας και τον κόσμο μας. Αυτό θα είναι το μέλλον». «Πού ήσουν;» Η Χονγκ Τσόου κοκκίνισε όταν συνειδητοποίησε πόσο ανόητη ακούστηκε η ερώτησή της. Της θύμισε την εποχή που ο αδερφός της ήταν παιδί και αργούσε να γυρίσει σπίτι. Η Χονγκ Τσόου συχνά έπαιζε το ρόλο της μάνας, όταν οι γονείς τους έλειπαν σε κάποιες από τις συχνές πολιτικές τους συναντήσεις. «Πηγαίνω όπου νομίζω. Αλλά τώρα θέλω ν’ ακούσεις και να μάθεις κάτι. Πώς τα παλιά ιδανικά δίνουν τη θέση τους σε νέα χωρίς να χάνουν το περιεχόμενό τους». Ο Για Ρου της έβαλε πάλι το ακουστικό στο αυτί και βγήκε από το αντίσκηνο. Η Χονγκ Τσόου είδε για μια στιγμή τον σωματοφύλακά του, τον Λιου Σιν, και αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά αν ήταν όντως αυτός που σκότωσε όλους εκείνους τους ανθρώπους για τους οποίους της μίλησε η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Αποφάσισε ότι σύντομα, μόλις γύριζε στο Πεκίνο, θα μιλούσε με έναν από τους φίλους της στην αστυνομία. Ο Λιου Σιν δεν έκανε ποτέ τίποτα χωρίς να έχει πάρει διαταγές από τον Για Ρου. Η Χονγκ Τσόου είχε σκοπό να πιέσει τον αδερφό της σχετικά με το θέμα αυτό, αλλά πρώτα έπρεπε να μάθει περισσότερα πράγματα για το τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο πρόεδρος παρέδωσε το βήμα στον υπεύθυνο της επιτροπής που είχε κάνει τις προετοιμασίες αυτής της συνάντησης από την πλευρά της Μοζαμβίκης. Ήταν εντυπωσιακά νέος, φαλακρός και φορούσε γυαλιά χωρίς σκελετό. Μάλλον είχαν πει ότι λέγεται Μαπίτο ή, ίσως, Μαπίρο. Μιλούσε με ενθουσιασμό, σαν να τον ενέπνεαν πραγματικά αυτά που έλεγε. Και η Χονγκ Τσόου κατάλαβε. Σιγά σιγά οι λεπτομέρειες διευκρινίστηκαν: Ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της συνάντησης, η
μυστικότητα με την οποία έγινε. Βαθιά μέσα στη ζούγκλα της Μοζαμβίκης είχε αρχίσει ένα γιγάντιο εγχείρημα, στο οποίο συμμετείχαν δύο από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο – όμως η μία ήταν μια μεγάλη δύναμη και η άλλη μια μικρή χώρα της Αφρικής. Η Χονγκ Τσόου άκουγε τις ομιλίες, με την απαλή φωνή του διερμηνέα να μεταφράζει στα κινέζικα έπειτα από κάθε παύση, και κατάλαβε γιατί ο Για Ρου ήθελε να είναι κι εκείνη εκεί. Η Χονγκ Τσόου ήταν κάθετα αντίθετη σε οτιδήποτε θα μπορούσε να μεταμορφώσει την Κίνα σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη – και επομένως, όπως έλεγε ο Μάο, σε μια χάρτινη τίγρη που θα συντριβόταν αργά ή γρήγορα από την ενωμένη λαϊκή αντίσταση. Ίσως ο Για Ρου να είχε την αμυδρή ελπίδα ότι θα κατάφερνε να την πείσει πως από αυτό που έκαναν θα επωφελούνταν και οι δύο χώρες. Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι η παράταξη στην οποία ανήκε η Χονγκ Τσόου δεν τρόμαζε εκείνους που είχαν την εξουσία. Ούτε ο Κε ούτε ο Για Ρου φοβούνταν τη Χονγκ Τσόου κι εκείνους που συμμερίζονταν τις απόψεις της. Όταν ο Μαπίτο σταμάτησε για να πιει λίγο νερό, η Χονγκ Τσόου σκέφτηκε ότι αυτό ακριβώς ήταν που φοβόταν περισσότερο: Η Κίνα είχε μετατραπεί σε μια ταξική κοινωνία. Ήταν κάτι χειρότερο και από αυτό για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Μάο: Η Κίνα θα γινόταν μια χώρα διαιρεμένη ανάμεσα σε ισχυρές ελίτ και μια κατώτατη τάξη παγιδευμένη μέσα στη φτώχεια της. Και κάτι ακόμα χειρότερο, θα επέτρεπε στον εαυτό της να φέρεται στον υπόλοιπο κόσμο όπως φέρονταν πάντα οι ιμπεριαλιστές.
Ο Μαπίτο συνέχισε την ομιλία του. «Αργότερα σήμερα θα ταξιδέψουμε με ελικόπτερο κατά μήκος του ποταμού Ζαμβέζη, προς τα πάνω, μέχρι το Μπαντάρ, και μετά προς τις εκβολές του, μέχρι το Λουάμπο, όπου αρχίζει το τεράστιο δέλτα που συνδέει τον ποταμό με τη θάλασσα. Θα πετάξουμε πάνω από γόνιμες αλλά αραιοκατοικημένες εκτάσεις. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχουμε κάνει, μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια θα μπορέσουμε να υποδεχτούμε τέσσερα εκατομμύρια Κινέζους αγρότες, οι οποίοι θα καλλιεργήσουν τις εκτάσεις που αυτή τη στιγμή παραμένουν ανεκμετάλλευτες. Κανείς δεν θα υποχρεωθεί να μετακινηθεί από τη γη του. Κανείς δεν θα χάσει τα μέσα βιοπορισμού του. Αντίθετα, οι συμπολίτες μας θα ωφεληθούν από τις μεγάλες αλλαγές. Όλοι θα έχουν πρόσβαση στους δρόμους, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τον ηλεκτρισμό, όλα τα πράγματα που προηγουμένως ήταν διαθέσιμα σε ελάχιστους στις αγροτικές περιοχές και αποτελούσαν το προνόμιο εκείνων που ζουν στις πόλεις». Η Χονγκ Τσόου είχε ακούσει ήδη φήμες ότι οι κινεζικές Αρχές προετοίμαζαν την εξαναγκαστική μετακίνηση αγροτών από ορισμένες περιοχές λόγω της κατασκευής τεράστιων φραγμάτων. Οι Αρχές υπόσχονταν στους αγρότες ότι μια μέρα θα ζούσαν ζωή γαιοκτημόνων στην Αφρική. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί μια τέτοια μετανάστευση μεγάλης κλίμακας. Τα ωραία λόγια των Αρχών θα δημιουργούσαν στους φτωχούς, αγράμματους και αδαείς Κινέζους αγρότες ειδυλλιακές εικόνες, θα τους έπειθαν ότι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν αμέσως σε αυτό το ξένο περιβάλλον. Δεν θα υπήρχαν προβλήματα, χάρη στη φιλία και τη διάθεση συνεργασίας των δύο λαών. Δεν θα υπήρχαν συγκρούσεις ανάμεσα στους νεοφερμένους κι εκείνους που ζούσαν ήδη στις όχθες του ποταμού. Όμως, κανείς δεν μπορούσε να την πείσει ότι αυτά που άκουγε τώρα δεν ήταν το πρώτο στάδιο της μεταμόρφωσης της Κίνας σε μια αρπακτική χώρα που δεν θα δίσταζε να πάρει διά της βίας το πετρέλαιο και τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν για να διατηρήσει την ταχύτατη οικονομική της
ανάπτυξη. Η Σοβιετική Ένωση είχε δώσει στη Μοζαμβίκη όπλα – συνήθως παλιά και απαρχαιωμένα– για τον παρατεταμένο απελευθερωτικό πόλεμο που οδήγησε στην απόσυρση των Πορτογάλων αποικιοκρατών από τη χώρα το 1974. Σε αντάλλαγμα, οι Σοβιετικοί απέσπασαν το δικαίωμα της υπεραλίευσης στους πλούσιους ψαρότοπους της Μοζαμβίκης. Τ ώρα θ’ ακολουθούσε και η Κίνα την ίδια παράδοση που βασίζεται σε μία και μοναδική εντολή να βάζεις πάντα τα δικά σου συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα όλων των άλλων; Όταν τελείωσε η ομιλία, η Χονγκ Τσόου χειροκρότησε όπως και όλοι οι υπόλοιποι για να μην τραβήξει την προσοχή. Μετά ο υπουργός Εμπορίου Κε απευθύνθηκε στην αντιπροσωπεία. Δεν υπάρχουν κίνδυνοι, διαβεβαίωσε τους ακροατές του. Όλοι θα επωφεληθούν εξίσου από αυτή τη συμφωνία. Η ομιλία του Κε ήταν σύντομη. Έπειτα τα μέλη της αντιπροσωπείας οδηγήθηκαν σε ένα άλλο αντίσκηνο, όπου υπήρχε μπουφές. Κάποιος έδωσε στη Χονγκ Τσόου ένα παγωμένο ποτήρι κρασί. Κοίταξε γύρω της αναζητώντας τον Για Ρου, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Μία ώρα αργότερα απογειώθηκαν τα ελικόπτερα και κατευθύνθηκαν βορειοδυτικά. Η Χονγκ Τσόου κοίταζε κάτω τον τεράστιο ποταμό. Τα λιγοστά μέρη όπου κατοικούσαν άνθρωποι, όπου η γη ήταν καθαρισμένη και καλλιεργούνταν, έρχονταν σε έντονη αντίθεση με τις τεράστιες εκτάσεις που ήταν εντελώς ανέγγιχτες. Η Χονγκ Τσόου αναρωτήθηκε μήπως τελικά έκανε λάθος. Ίσως η Κίνα προσπαθούσε πραγματικά να βοηθήσει τη Μοζαμβίκη χωρίς να προσφέρει σε αυτή τη συναλλαγή πολύ λιγότερα απ’ όσα θα έπαιρνε. Ο ήχος των μηχανών ήταν εκκωφαντικός και της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο. Πριν ανέβει στο ελικόπτερο, της είχαν δώσει έναν μικρό χάρτη που τον αναγνώρισε. Ήταν αυτός που μελετούσαν οι δυο άντρες του Υπουργείου Γεωργίας κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους από την Μπέιρα. Έφτασαν στο βορειότερο σημείο και έστριψαν ανατολικά. Όταν
πλησίασαν στο Λουάμπο, τα ελικόπτερα έκαναν μια μικρή παράκαμψη πάνω από τη θάλασσα και μετά επέστρεψαν και προσγειώθηκαν σε ένα μέρος που, σύμφωνα με το χάρτη, ονομαζόταν Τσίντε. Εκεί τους περίμεναν άλλα αυτοκίνητα για να τους μεταφέρουν σε δρόμους φτιαγμένους από το ίδιο συμπιεσμένο κόκκινο χώμα που υπήρχε παντού. Πήγαν κατευθείαν μέσα στη ζούγκλα και σταμάτησαν σε έναν μικρό παραπόταμο του Ζαμβέζη. Τα αυτοκίνητα στάθμευσαν σε μια έκταση που είχε καθαριστεί από τους θάμνους και τη βλάστηση. Μερικά αντίσκηνα ήταν στημένα σε ημικύκλιο βλέποντας προς το ποτάμι. Όταν η Χονγκ Τσόου βγήκε από το αμάξι, την περίμενε ο Για Ρου. «Καλωσήρθες στο Κάγια Κουάνγκα. Αυτό σημαίνει “ Σπίτι Μου” σε μία από τις τοπικές διαλέκτους . Θα διανυκτερεύσουμε εδώ». Έδειξε το πιο κοντινό αντίσκηνο στο ποτάμι. Μια νεαρή μαύρη πήρε τη βαλίτσα της. «Τ ι κάνουμε εδώ;» ρώτησε η Χονγκ Τσόου. «Απολαμβάνουμε τη σιωπή της Αφρικής έπειτα από μια μέρα κουραστικής δουλειάς». «Εδώ θα δω τη λεοπάρδαλη;» «Όχι. Το μεγαλύτερο μέρος της πανίδας εδώ είναι φίδια και σαύρες. Συν τα μυρμήγκια-κυνηγοί που τα φοβούνται όλοι τόσο πολλοί. Αλλά δεν υπάρχουν λεοπαρδάλεις». «Και τι γίνεται τώρα;» «Τ ίποτα. Η δουλειά μας τελείωσε. Θα ανακαλύψεις ότι δεν είναι όλα τόσο πρωτόγονα όσο φαίνονται. Στο αντίσκηνό σου υπάρχει ακόμα και ντους. Και ένα άνετο κρεβάτι. Αργότερα το βράδυ θα φάμε όλοι μαζί. Όποιος θέλει να καθίσει γύρω από τη φωτιά μετά είναι ευπρόσδεκτος. Εκείνοι που θα προτιμήσουν να κοιμηθούν μπορούν να κοιμηθούν». «Εσύ κι εγώ πρέπει να συζητήσουμε για όλ’ αυτά», είπε η Χονγκ Τσόου. «Είναι απαραίτητο». Ο Για Ρου χαμογέλασε. «Μετά το φαγητό. Μπορούμε να καθίσουμε έξω από το αντίσκηνό μου». Δεν χρειαζόταν να της πει ποιο ήταν. Η Χονγκ Τσόου είχε ήδη
συμπεράνει ότι ήταν το διπλανό από το δικό της. Η Χονγκ Τσόου κάθισε δίπλα στην είσοδο του αντίσκηνου και κοίταξε τον ήλιο που χαμήλωνε γοργά πάνω από τη ζούγκλα. Μια φωτιά έκαιγε ήδη στον ανοιχτό χώρο στη μέση του ημικύκλιου που δημιουργούσαν τα αντίσκηνα. Είδε και τον Για Ρου εκεί. Φορούσε λευκό σμόκιν. Της θύμισε μια φωτογραφία που είχε δει πριν από πολύ καιρό σε ένα άρθρο για την αποικιοκρατική ιστορία της Αφρικής και της Ασίας. Δύο λευκοί με σμόκιν ήταν καθισμένοι μέσα στην αφρικανική ζούγκλα και έτρωγαν σε ένα τραπέζι με λευκό τραπεζομάντιλο, χρησιμοποιώντας πανάκριβα πιατικά και πίνοντας παγωμένο λευκό κρασί. Οι Αφρικανοί σερβιτόροι στέκονταν ακίνητοι πίσω από τις καρέκλες τους, έτοιμοι να τους εξυπηρετήσουν. Η Χονγκ Τσόου ήταν η τελευταία από τους παριστάμενους που πήρε τη θέση της στο τραπέζι δίπλα στη φωτιά. Σκέφτηκε το γράμμα που είχε γράψει το προηγούμενο βράδυ. Και τη Μα Λι – και ξαφνικά δεν ήταν καν σίγουρη αν μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη. Τ ίποτα δεν είναι ασφαλές πια, σκέφτηκε. Τ ίποτα απολύτως.
30 Μετά το φαγητό, με τις σκιές της νύχτας να έχουν τυλίξει το μικρό ξέφωτο, εμφανίστηκε ένας θίασος χορευτών για να τους ψυχαγωγήσει. Η Χονγκ Τσόου, που δεν είχε δοκιμάσει καν το κρασί που σέρβιραν με το γεύμα για να έχει καθαρό μυαλό, παρακολουθούσε τους χορευτές με θαυμασμό και τα υπολείμματα μιας παλιάς της λαχτάρας. Κάποτε, όταν ήταν πολύ μικρή, ονειρευόταν να γίνει αρτίστα σε κινέζικο τσίρκο ή ίσως στην κλασική Όπερα του Πεκίνου. Η Χονγκ Τσόου παρατηρούσε τον Για Ρου που ήταν καθισμένος στην πτυσσόμενη πολυθρόνα του, με ένα ποτήρι κρασί ισορροπημένο
στο γόνατό του και τα μάτια μισόκλειστα, και σκέφτηκε πόσα λίγα γνώριζε για τα δικά του παιδικά όνειρα. Ο αδερφός της ζούσε πάντα σε έναν δικό του κόσμο. Για ένα διάστημα είχε καταφέρει να τον πλησιάσει, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να μιλήσουν ποτέ για τα όνειρά τους. Ένας Κινέζος διερμηνέας παρουσίαζε τους χορούς. Αυτό δεν είναι απαραίτητο, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου. Θα μπορούσε να καταλάβει και μόνη της ότι αυτοί οι παραδοσιακοί χοροί είχαν τις ρίζες τους στην καθημερινή ζωή ή σε συμβολικές συναντήσεις με δαίμονες ή ευμενή πνεύματα. Οι λαϊκές τελετές έχουν την ίδια πηγή ανεξάρτητα από τη χώρα ή από το χρώμα του δέρματος. Το κλίμα παίζει ένα ρόλο – στις κρύες περιοχές οι χορευτές συνήθως είναι ντυμένοι. Όταν, όμως, οι χορευτές πέφτουν σε ύπνωση και αναζητούν γραμμές επαφής με τον πνευματικό ή τον κάτω κόσμο, με τα παρελθόντα ή τα μέλλοντα, οι Κινέζοι και οι Αφρικανοί συμπεριφέρονται λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο. Η Χονγκ Τσόου συνέχισε να κοιτάζει γύρω της. Ο πρόεδρος Γκουεμπούζα και η ακολουθία του είχαν φύγει. Οι μόνοι που παρέμεναν στον καταυλισμό όπου θα περνούσαν τη νύχτα ήταν τα μέλη της κινεζικής αντιπροσωπείας, οι σερβιτόροι, οι μάγειροι και ένας μεγάλος αριθμός από φύλακες που τριγύριζαν στις σκιές. Πολλοί από τους Κινέζους που παρακολουθούσαν τους ξέφρενους χορούς έδειχναν βυθισμένοι σε σκέψεις γι’ άλλα θέματα. Ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός σχεδιάζεται μέσα στην αφρικανική νύχτα, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου. Όμως, αρνούμαι να δεχτώ ότι αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε. Δεν υπάρχει τρόπος να συμβεί αυτό: Τέσσερα ή και παραπάνω εκατομμύρια από τους πιο φτωχούς αγρότες μας να μεταναστεύσουν στην αφρικανική ζούγκλα χωρίς να απαιτήσουμε κάποια σημαντική ανταμοιβή από τη χώρα που θα τους δεχτεί. Μια γυναίκα άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Ο Κινέζος διερμηνέας ενημέρωσε τους ακροατές ότι το τραγούδι ήταν νανούρισμα. Η Χονγκ Τσόου το άκουσε για λίγο και πείστηκε ότι αυτή η μελωδία θα μπορούσε να ηρεμήσει και ένα παιδί στην Κίνα. Στις φτωχές χώρες οι γυναίκες μεταφέρουν τα παιδιά τους σε μπόγους δεμένους στην
πλάτη τους επειδή θέλουν να έχουν τα χέρια τους ελεύθερα για να δουλεύουν, κυρίως στα χωράφια – στην Αφρική με τσάπες, στην Κίνα περπατώντας μέσα στο νερό ως το γόνατο και φυτεύοντας ρύζι. Κάποιος το είχε παρομοιάσει αυτό με τις κούνιες που τις κουνούν με το πόδι, που ήταν διαδεδομένες σε άλλες χώρες ή ακόμα και σε ορισμένα μέρη της Κίνας. Ο ρυθμός του ποδιού που κουνάει την κούνια είναι ίδιος με τις κινήσεις των γοφών της γυναίκας που περπατά. Και τα παιδιά κοιμούνται. Η Χονγκ Τσόου συνέχισε ν’ ακούει με τα μάτια κλειστά. Η γυναίκα τελείωσε με μια νότα που παρατάθηκε και μετά έσβησε δίνοντας την αίσθηση φτερού που πέφτει απαλά στο έδαφος. Η παράσταση τελείωσε, και οι θεατές χειροκρότησαν. Μερικοί μετακίνησαν τα καθίσματά τους πιο κοντά κι άρχισαν συζητήσεις με σιγανές φωνές. Άλλοι σηκώθηκαν, γύρισαν στα αντίσκηνά τους ή στάθηκαν στην περίμετρο της φωτισμένης περιοχής σαν να περίμεναν να συμβεί κάτι, χωρίς να είναι σίγουροι τι. Ο Για Ρου πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα που είχε αδειάσει δίπλα στη Χονγκ Τσόου. «Μια εκπληκτική βραδιά», είπε. «Απόλυτη ελευθερία και ηρεμία. Δεν νομίζω ότι είχα απομακρυνθεί ποτέ τόσο πολύ από τη μεγάλη πόλη». «Και το γραφείο σου;» είπε η Χονγκ Τσόου. «Τόσο ψηλά πάνω από τους κοινούς θνητούς, τα αυτοκίνητα και το θόρυβο;» «Δεν είναι το ίδιο. Εδώ είμαι στο έδαφος. Με κρατά η γη. Θα ήθελα να έχω ένα σπίτι σε αυτή τη χώρα, ένα μπανγκαλόου σε μια παραλία, για να μπορώ να πηγαίνω για κολύμπι το βράδυ και μετά κατευθείαν για ύπνο». «Σίγουρα θα μπορείς να το ζητήσεις. Ένα οικόπεδο, ένας φράχτης και κάποιος για να φτιάξει το σπίτι ακριβώς όπως το θέλεις». «Ίσως. Αλλά όχι ακόμη». Η Χονγκ Τσόου πρόσεξε ότι είχαν μείνει μόνοι. Τα καθίσματα γύρω τους ήταν άδεια. Αναρωτήθηκε αν ο Για Ρου είχε ενημερώσει τους άλλους ότι ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως με την αδερφή του. «Είδες εκείνη τη γυναίκα που χόρευε σαν εκστασιασμένη μάγισσα;»
Η Χονγκ Τσόου σκέφτηκε τη γυναίκα. Απέπνεε δύναμη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, κινούνταν ρυθμικά. «Ο χορός της ήταν πολύ δυνατός». «Κάποιος μου είπε ότι είναι σοβαρά άρρωστη. Σε λίγο θα πεθάνει». «Από τι;» «Έχει κάποια ασθένεια στο αίμα. Όχι AIDS, ίσως λευχαιμία. Είπαν επίσης ότι χορεύει για να γεννήσει δύναμη. Ο χορός είναι η μάχη της για ζωή. Αναβάλλει το θάνατο». «Όμως, θα πεθάνει». «Σαν πέτρα, όχι σαν φτερό». Ο Μάο πάλι, σκέφτηκε η Χονγκ Τσόου. Ίσως βρίσκεται στις σκέψεις του Για Ρου για το μέλλον πιο συχνά απ’ όσο νόμιζα. Ξέρει ότι ανήκει στη νέα ελίτ, που βρίσκεται πολύ μακριά από το λαό που υποτίθεται ότι υπηρετεί. «Τ ι θα κοστίσουν όλ’ αυτά;» ρώτησε. «Ποια; Ο καταυλισμός; Η επίσκεψη; Τ ι εννοείς;» «Η μεταφορά τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων από την Κίνα σε μια αφρικανική κοιλάδα. Και μετά, ίσως δέκα ή είκοσι ή και εκατό εκατομμύρια από τους φτωχότερους αγρότες μας σε άλλες χώρες της Αφρικής». «Βραχυπρόθεσμα, πάρα πολλά λεφτά. Μακροπρόθεσμα, τίποτα απολύτως». «Να υποθέσω», συνέχισε η Χονγκ Τσόου, «ότι όλα έχουν προετοιμαστεί. Οι διαδικασίες επιλογής, η μεταφορά και η αρμάδα των πλοίων που θα χρειαστεί, απλά σπίτια, που οι έποικοι θα μπορούν να στήσουν μόνοι τους, τρόφιμα, εξοπλισμός, καταστήματα, σχολεία, νοσοκομεία. Έχουν συνταχθεί και υπογραφεί ήδη οι συμβάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες; Τ ι θα κερδίσει η Μοζαμβίκη από αυτή την υπόθεση; Τ ι θα κερδίσουμε εμείς, πέρα από τη δυνατότητα να ξεφορτώσουμε ένα μέρος των φτωχών μας σε μια άλλη φτωχή χώρα; Τ ι θα γίνει αν κάτι δεν πάει καλά με αυτή την τεράστια μετανάστευση; Τ ι κρύβεται πίσω από όλ’ αυτά, πέρα από την επιθυμία ν’ απαλλαγούμε από ένα πρόβλημα που έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τον έλεγχο στην Κίνα – και τι θα κάνετε με τα
υπόλοιπα εκατομμύρια των αγροτών που απειλούν να επαναστατήσουν κατά της κυβέρνησης;» «Θέλω να τα δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Να χρησιμοποιήσεις την κοινή λογική και ν’ αντιληφθείς πόσο σημαντικό είναι να κατοικηθεί η κοιλάδα του Ζαμβέζη. Τα αδέρφια μας θα παράγουν εδώ ένα πλεόνασμα που θα μπορεί να εξαχθεί». «Το παρουσιάζεις σαν να κάνουμε χάρη στον κόσμο αδειάζοντας τους φτωχούς μας εδώ. Εγώ νομίζω ότι ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο που ακολουθούσαν πάντα οι ιμπεριαλιστές. Πιέζεις τις αποικίες και μεταφέρεις τα κέρδη στη χώρα σου. Νέες αγορές από τα προϊόντα μας, ένας τρόπος για να μεγαλώσουμε την αντοχή του καπιταλισμού. Για Ρου, αυτή είναι η αλήθεια πίσω από όλ’ αυτά τα φανταχτερά σου λόγια. Ξέρω ότι χτίζουμε ένα νέο Υπουργείο Οικονομικών για τη Μοζαμβίκη. Το αποκαλούμε δώρο, αλλά εγώ το βλέπω σαν δωροδοκία. Άκουσα επίσης ότι οι Κινέζοι επιστάτες δέρνουν τους ντόπιους όταν δεν δουλεύουν πολύ. Φυσικά, όλ’ αυτά αποσιωπούνται. Αλλά ντρέπομαι όταν ακούω τέτοια πράγματα. Και φοβάμαι. Δεν σε πιστεύω, Για Ρου». «Αρχίζεις να γερνάς, Χονγκ Τσόου. Και, όπως όλοι οι γέροι, φοβάσαι οτιδήποτε καινούργιο. Υποψιάζεσαι παντού συνωμοσίες κατά των παλιών ιδανικών. Νομίζεις ότι υποστηρίζεις το σωστό, όταν στην πραγματικότητα έχεις αρχίσει να γίνεσαι αυτό που φοβόσουν περισσότερο. Μια συντηρητική, μια αντιδραστική». Η Χονγκ Τσόου έσκυψε μπροστά και τον χαστούκισε. Ο Για Ρου τινάχτηκε πίσω κοιτάζοντάς την κατάπληκτος. «Τ ώρα το παράκανες», είπε. «Δεν θα σου επιτρέψω να με προσβάλλεις. Μπορούμε να συζητάμε και να διαφωνούμε. Αλλά δεν σου επιτρέπω να με χτυπάς». Ο Για Ρου σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Κανείς δεν φάνηκε να πρόσεξε τι είχε συμβεί. Η Χονγκ Τσόου είχε ήδη μετανιώσει για την αντίδρασή της. Έπρεπε να είχε δείξει υπομονή και να είχε προσπαθήσει να πείσει τον Για Ρου ότι έκανε λάθος. Ο Για Ρου δεν επέστρεψε. Η Χονγκ Τσόου μπήκε στο αντίσκηνό της. Λάμπες κηροζίνης φώτιζαν την περιοχή έξω από το αντίσκηνο αλλά και το εσωτερικό του. Η κουνουπιέρα ήταν ήδη στη θέση της,
το κρεβάτι της έτοιμο για να πέσει για ύπνο. Βγήκε πάλι και κάθισε έξω από το αντίσκηνο. Η βραδιά ήταν ζεστή και υγρή. Το αντίσκηνο του Για Ρου ήταν άδειο. Η Χονγκ Τσόου ήξερε ότι ο αδερφός της θα έπαιρνε εκδίκηση για εκείνο το χαστούκι, αλλά αυτό δεν την τρόμαζε. Μπορούσε να καταλάβει και να δεχτεί ότι είχε θυμώσει με την αδερφή του επειδή τον χτύπησε. Την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε θα του ζητούσε αμέσως συγγνώμη. Το αντίσκηνό της ήταν τόσο μακριά από τη φωτιά που οι ήχοι της φύσης ακούγονταν πολύ πιο καθαρά από τα μουρμουρητά των συζητήσεων. Η ελαφριά αύρα έφερνε μια μυρωδιά από αλμύρα, υγρή άμμο και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Η Χονγκ Τσόου έμεινε ξάγρυπνη για ένα μεγάλο μέρος της νύχτας και τη λίγη ώρα που κοιμήθηκε ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Οι ήχοι που ακούγονταν από το σκοτάδι τής ήταν άγνωστοι, διείσδυαν στα όνειρά της και την ξυπνούσαν. Όταν βγήκε ο ήλιος, είχε ήδη σηκωθεί και είχε ντυθεί. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ο Για Ρου. Της χαμογέλασε. «Ξυπνάμε και οι δύο πρωί», είπε. «Δεν έχουμε την υπομονή να κοιμόμαστε παραπάνω από το απολύτως απαραίτητο». «Με συγχωρείς που σε χτύπησα». Ο Για Ρου σήκωσε τους ώμους και της έδειξε ένα πράσινο τζιπ στο δρόμο δίπλα από το αντίσκηνο. «Αυτό είναι για σένα», είπε. «Ο οδηγός θα σε πάει σ’ ένα μέρος που απέχει γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα από ’δώ. Όταν φτάσετε, θα δεις το εκπληκτικό δράμα που εκτυλίσσεται τα χαράματα σε όλες τις πηγές όπου πίνουν νερό τα ζώα. Για ένα μικρό διάστημα τα αρπακτικά και η πιθανή λεία τους κάνουν ανακωχή για να πιουν νερό δίπλα δίπλα». Ένας μαύρος στεκόταν δίπλα στο τζιπ. «Τον λένε Αρτούρο», είπε ο Για Ρου. «Είναι έμπιστος οδηγός και μιλά αγγλικά». «Σ’ ευχαριστώ για τον κόπο σου», είπε η Χονγκ Τσόου. «Αλλά πρέπει να μιλήσουμε». Ο Για Ρου αγνόησε την αντίρρησή της. «Μπορούμε να μιλήσουμε
αργότερα. Η αυγή στην Αφρική δεν διαρκεί πολύ. Όταν γυρίσεις, θα υπάρχει καφές και πρωινό». Η Χονγκ Τσόου κατάλαβε ότι ο Για Ρου προσπαθούσε να συμφιλιωθεί μαζί της. Αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα δεν είχε μπει ανάμεσά τους. Πήγε στο ανοιχτό τζιπ, χαιρέτησε τον οδηγό, έναν λεπτό μεσόκοπο άντρα, και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Ο δρόμος που εισχωρούσε στη ζούγκλα με συνεχείς στροφές ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, απλώς ένα άνοιγμα μέσα στους θάμνους. Η Χονγκ Τσόου απέκρουε αγκαθωτά κλαδιά από τα χαμηλά δέντρα. Όταν έφτασαν στην πηγή, ο Αρτούρο πάρκαρε κοντά στην άκρη ενός απότομου γκρεμού που έφτανε μέχρι το ποτάμι από κάτω και έδωσε στη Χονγκ Τσόου ένα ζευγάρι κιάλια. Κάμποσες ύαινες και βούβαλοι έπιναν νερό, και ο Αρτούρο της έδειξε ένα κοπάδι ελέφαντες. Τα γκρίζα ογκώδη ζώα πλησίαζαν στην πηγή με βαρύ και αργό βήμα. Η Χονγκ Τσόου είχε την αίσθηση ότι έτσι πρέπει να ήταν ο κόσμος στις απαρχές του. Αμέτρητες γενιές ζώων είχαν περάσει από εκεί. Ο Αρτούρο της σέρβιρε ένα φλιτζάνι καφέ χωρίς να μιλήσει. Οι ελέφαντες είχαν πλησιάσει τώρα, με τη σκόνη να στροβιλίζεται γύρω από τα τεράστια σώματά τους. Ξαφνικά η σιωπή διαλύθηκε από έναν κρότο. Ο Αρτούρο ήταν ο πρώτος που πέθανε. Η σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και του άνοιξε το κεφάλι στα δύο. Η Χονγκ Τσόου δεν πρόλαβε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μια δεύτερη σφαίρα τής διέλυσε το σαγόνι, εξοστρακίστηκε προς τα κάτω και της έσπασε τη σπονδυλική στήλη. Οι δυνατοί κρότοι των πυροβολισμών έκαναν τα ζώα να σηκώσουν τα κεφάλια τους για μια στιγμή και ν’ αφουγκραστούν. Μετά άρχισαν πάλι να πίνουν νερό. Ο Για Ρου και ο Λιου Σιν πλησίασαν το τζιπ και το έσπρωξαν στον γκρεμό. Ο Λιου Σιν το έβρεξε με ένα μπιτόνι βενζίνη, απομακρύνθηκε λίγο και πέταξε ένα αναμμένο κουτί σπίρτα στο τζιπ, που άρπαξε αμέσως φωτιά. Τα ζώα το έβαλαν στα πόδια από την πηγή. Ο Για Ρου περίμενε στο πίσω κάθισμα του δικού τους τζιπ. Ο
Λιου Σιν κάθισε στο τιμόνι και ετοιμάστηκε να βάλει μπροστά. Ο Για Ρου τον χτύπησε με δύναμη στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα μεταλλικό ραβδί. Συνέχισε να τον χτυπά, μέχρι που ο Λιου Σιν έπαψε να κινείται, και μετά έσπρωξε το πτώμα του σωματοφύλακά του στη φωτιά, που συνέχιζε να καίει μανιασμένα. Ο Για Ρου απομακρύνθηκε με το τζιπ μέσα στην πυκνή βλάστηση και περίμενε. Έπειτα από μισή ώρα γύρισε στον καταυλισμό και σήμανε συναγερμό για το δυστύχημα που είχε συμβεί στην πηγή. Το τζιπ έπεσε από τον γκρεμό και κύλησε μέχρι την πηγή, όπου άρπαξε φωτιά. Η αδερφή του και ο οδηγός σκοτώθηκαν. Όταν προσπάθησε να τους σώσει ο Λιου Σιν, τυλίχτηκε κι αυτός στις φλόγες. Όλοι όσοι είδαν τον Για Ρου εκείνη τη μέρα σχολίασαν πόσο ταραγμένος ήταν. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι εντυπωσιάστηκαν από τον αυτοέλεγχό του. Επέμενε ότι το δυστύχημα δεν έπρεπε να παρεμποδίσει το σημαντικό έργο τους. Ο υπουργός Κε έδωσε τα συλλυπητήριά του στον Για Ρου, και οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Τα πτώματα απομακρύνθηκαν σε μαύρες πλαστικές σακούλες και αποτεφρώθηκαν στο Χαράρε. Οι εφημερίδες δεν έγραψαν τίποτα για το δυστύχημα, ούτε στη Μοζαμβίκη ούτε στη Ζιμπάμπουε. Η οικογένεια του Αρτούρο, που ζούσε στην πόλη Ζάι-Ζάι στη νότια Μοζαμβίκη, ανταμείφθηκε με μια σύνταξη μετά το θάνατό του. Χάρη σε αυτή, τα έξι παιδιά του μπορούσαν να σπουδάσουν, ενώ η γυναίκα του, η Εμίλντα, αγόρασε καινούργιο σπίτι και αυτοκίνητο.
Όταν ο Για Ρου γύρισε στο Πεκίνο μαζί με την υπόλοιπη αντιπροσωπεία, είχε μαζί του δύο τεφροδόχους. Ένα από τα πρώτα βράδια μετά την επιστροφή του, βγήκε έξω στην τεράστια βεράντα πάνω από την πόλη και σκόρπισε τις στάχτες μέσα στο σκοτάδι. Είχε αρχίσει κιόλας να του λείπει η Χονγκ Τσόου και οι συζητήσεις τους. Ήξερε, όμως, επίσης ότι αυτό που είχε κάνει ήταν απολύτως απαραίτητο. Η Μα Λι θρήνησε σιωπηλά το χαμό της παλιάς της φίλης. Βαθιά μέσα της δεν πίστεψε ποτέ την εξήγηση για το δυστύχημα με το τζιπ.
31 Πάνω στο τραπέζι ήταν μια λευκή ορχιδέα. Ο Για Ρου χάιδεψε ένα από τα απαλά πέταλά της με το δάχτυλο. Ήταν νωρίς το πρωί, ένα μήνα μετά την επιστροφή του από την Αφρική. Μπροστά του πάνω στο τραπέζι είχε τα σχέδια ενός σπιτιού που είχε αποφασίσει να χτίσει στην παραλία έξω από την πόλη Κουελιμάνε στη Μοζαμβίκη. Είχε αγοράσει μια μεγάλη έκταση της παρθένας παραλίας σε πλεονεκτική τιμή ως ανταμοιβή για τις μεγάλες συμφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες. Μακροπρόθεσμα σκόπευε να χτίσει ένα αποκλειστικό θέρετρο για πλούσιους Κινέζους, που τώρα θα άρχιζαν να κινούνται όλο και περισσότερο στο εξωτερικό. Μία μέρα μετά το θάνατο της Χονγκ Τσόου και του Λιου Σιν, ο Για Ρου είχε σταθεί σε έναν ψηλό αμμόλοφο κοιτάζοντας τον Ινδικό Ωκεανό. Μαζί του ήταν ο κυβερνήτης της Επαρχίας του Ζαμβέζη και ένας Νοτιοαφρικανός αρχιτέκτονας που τον είχε καλέσει ειδικά για το σπίτι. Ξαφνικά ο κυβερνήτης τού έδειξε τον ύφαλο ανοικτά της ακτής. Μια φάλαινα κολυμπούσε φυσώντας κάθε τόσο. Ο κυβερνήτης τού εξήγησε ότι δεν ήταν ασυνήθιστο να εμφανίζονται φάλαινες σε αυτό το μέρος της ακτής. «Μήπως εμφανίζονται και παγόβουνα;» αναρωτήθηκε ο Για Ρου. «Έχει φτάσει ποτέ παγόβουνο από την Ανταρκτική τόσο βόρεια;» «Υπάρχει ένας θρύλος σχετικά», είπε ο κυβερνήτης. «Πριν από πολλές γενιές, λίγο πριν αποβιβαστούν στις ακτές μας οι πρώτοι λευκοί, οι Πορτογάλοι ναυτικοί, λένε ότι είδαν ένα παγόβουνο σε αυτό το σημείο στα ανοιχτά. Οι ντόπιοι που πήγαν μέχρι εκεί με τα κανό τους για να το εξετάσουν τρόμαξαν από το κρύο που εξέπεμπε ο πάγος. Αργότερα, όταν βγήκαν στην ακτή οι λευκοί από τα μεγάλα ιστιοφόρα, οι ντόπιοι είπαν ότι το παγόβουνο ήταν ένας οιωνός για ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Οι λευκοί είχαν το ίδιο χρώμα με το παγόβουνο, και οι σκέψεις και οι πράξεις τους ήταν εξίσου ψυχρές. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό ήταν αλήθεια ή όχι». «Θέλω να χτίσω εδώ», είπε ο Για Ρου. «Και δεν θα περάσουν ποτέ από αυτή την ακτή κίτρινα παγόβουνα».
Ύστερα από μία μέρα μετρήσεων, σημάδεψαν ένα μεγάλο οικόπεδο, και η ιδιοκτησία του μεταβιβάστηκε σε μία από τις πολλές εταιρείες του Για Ρου. Το αντίτιμο ήταν σχεδόν συμβολικό. Με ένα παρόμοιο ποσό ο Για Ρου αγόρασε επίσης την έγκριση του κυβερνήτη και των σημαντικότερων αξιωματούχων, εξασφαλίζοντας ότι θα έπαιρνε την επικύρωση και την απαραίτητη οικοδομική άδεια χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Έδωσε οδηγίες στον Νοτιοαφρικανό αρχιτέκτονα, ο οποίος γρήγορα του έφερε τα σχέδια και μια υδατογραφία του πολυτελέστατου σπιτιού, με δύο πισίνες με θαλασσινό νερό, φοινικόδεντρα και έναν τεχνητό καταρράκτη. Το σπίτι θα είχε έντεκα δωμάτια συν μια κρεβατοκάμαρα, που η στέγη της θα άνοιγε για να φαίνεται ο έναστρος ουρανός. Ο κυβερνήτης είχε υποσχεθεί ότι θα τοποθετούνταν τα απαραίτητα καλώδια ηλεκτρικού και τηλεπικοινωνιών μέχρι το μακρινό οικόπεδο του Για Ρου. Ενώ καθόταν στο Πεκίνο και σκεφτόταν το σπίτι του στην Αφρική, αποφάσισε ότι ένα από τα δωμάτια θα ήταν ειδικά διαμορφωμένο ως φόρος τιμής στη μνήμη της Χονγκ Τσόου. Εκεί θα έβαζε ένα στρωμένο κρεβάτι για μια καλεσμένη που δεν θα έφτανε ποτέ. Ανεξάρτητα απ’ όσα είχαν συμβεί, η Χονγκ Τσόου παρέμενε μέλος της οικογένειας. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Για Ρου συνοφρυώθηκε. Ποιος μπορεί να ήθελε να του μιλήσει τόσο νωρίς το πρωί; Σήκωσε το ακουστικό. «Έχουν έρθει δυο άντρες από τις υπηρεσίες ασφαλείας». «Τ ι θέλουν». «Είναι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από το Ειδικό Τμήμα Πληροφοριών. Λένε ότι είναι επείγον». «Οδήγησέ τους μέσα σε δέκα λεπτά». Ο Για Ρου άφησε το ακουστικό στη θέση του. Κρατούσε την ανάσα του. Το ΕΤ Π ασχολούνταν μόνο με υποθέσεις που αφορούσαν είτε άτομα στην κορυφή της κυβέρνησης είτε ανθρώπους σαν τον Για Ρου, μεσάζοντες που ζούσαν ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία – τους σύγχρονους γεφυροποιούς που ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ θεωρούσε ότι θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας. Τ ι ήθελαν όμως; Ο Για Ρου πήγε στο παράθυρο και κοίταξε την
πόλη μέσα στην πρωινή αχλή. Μήπως είχε καμία σχέση με το θάνατο της Χονγκ Τσόου; Σκέφτηκε όλους τους γνωστούς και άγνωστους εχθρούς που είχε. Μήπως κάποιος από αυτούς προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί το θάνατο της Χονγκ Τσόου για να καταστρέψει το καλό του όνομα και την υπόληψή του; Ή μήπως είχε παραβλέψει κάτι, παρ’ όλη την προσοχή που είχε επιδείξει; Ήξερε ότι η Χονγκ Τσόου είχε επικοινωνήσει με έναν εισαγγελέα, αλλά αυτός ανήκε σε εντελώς διαφορετική υπηρεσία. Φυσικά, η Χονγκ Τσόου μπορεί να είχε μιλήσει και με άλλους, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει. Αδυνατούσε να σκεφτεί κάποια εξήγηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ ακούσει τι είχαν να πουν οι δύο επισκέπτες. Έπειτα από δέκα λεπτά έβαλε τα σχέδια σε ένα συρτάρι και κάθισε στο γραφείο. Οι δυο άντρες που οδήγησε μέσα η κυρία Σεν ήταν γύρω στα εξήντα. Αυτό μεγάλωσε την ανησυχία του Για Ρου. Οι αξιωματούχοι που έστελναν συνήθως ήταν πιο νέοι. Το γεγονός ότι αυτοί ήταν ηλικιωμένοι έδειχνε ότι ήταν πολύ πεπειραμένοι και ότι το θέμα που ήθελαν να συζητήσουν ήταν σοβαρό. Ο Για Ρου σηκώθηκε, υποκλίθηκε και τους ζήτησε να καθίσουν. Δεν ρώτησε τα ονόματά τους, γιατί ήξερε ότι η κυρία Σεν είχε ελέγξει την ταυτότητά τους πολύ προσεκτικά. Κάθισαν στις πολυθρόνες γύρω από ένα τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο. Ο Για Ρου τους πρόσφερε τσάι, αλλά αρνήθηκαν. Μιλούσε κυρίως ο πιο ηλικιωμένος από τους δύο. Ο Για Ρου διέκρινε μια χαρακτηριστική προφορά από τη Σαγκάη. «Λάβαμε ορισμένες πληροφορίες», είπε. «Δεν μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε την προέλευσή τους, αλλά είναι τόσο λεπτομερείς που δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε. Έχουμε λάβει οδηγίες να είμαστε πιο αυστηροί όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση εγκλημάτων κατά του κράτους και του Συντάγματος». «Έχω συμμετάσχει στη δράση κατά της διαφθοράς», είπε ο Για Ρου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είστε εδώ». «Λάβαμε πληροφορίες που δείχνουν ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες σου επιδιώκουν να έχουν οφέλη χρησιμοποιώντας απαγορευμένες μεθόδους».
«Απαγορευμένες μεθόδους;» «Απαγορευμένες ανταλλαγές εκδουλεύσεων». «Με άλλα λόγια, δωροδοκία και διαφθορά;» «Οι πληροφορίες που λάβαμε είναι πολύ λεπτομερείς. Ανησυχούμε». «Και έρχεστε εδώ τόσο νωρίς το πρωί για να μου πείτε ότι ερευνάτε παρατυπίες στις εταιρείες μου;» «Θα προτιμούσαμε να πούμε ότι σε ενημερώνουμε για τις υποψίες μας». «Για να με προειδοποιήσετε;» «Αν προτιμάς έτσι». Ο Για Ρου κατάλαβε. Ήταν άνθρωπος με ισχυρούς φίλους, ακόμα και μέσα στις υπηρεσίες που καταπολεμούσαν τη διαφθορά. Έτσι, είχαν φροντίσει να τον προειδοποιήσουν για να προλάβει να εξαφανίσει τα ίχνη, να απαλλαγεί από τις αποδείξεις ή ν’ απαιτήσει εξηγήσεις από τους υφισταμένους του, αν ο ίδιος δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Σκέφτηκε την πρόσφατη εκτέλεση του Σεν Γουεϊσιέν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν λες και οι δυο άντρες που κάθονταν απέναντί του εξέπεμπαν ένα ψύχος όπως το παγόβουνο έξω από τις ακτές της Αφρικής. Ο Για Ρου αναρωτήθηκε πάλι μήπως είχε φανεί απρόσεκτος. Μπορεί σε κάποια περίπτωση να ένιωσε πολύ ασφαλής και να παρασύρθηκε από την αλαζονεία του. Αν είχε κάνει κάτι τέτοιο, ήταν λάθος. Και τέτοια λάθη πάντα τιμωρούνται. «Πρέπει να μάθω περισσότερα», είπε. «Αυτά που μου λέτε είναι πολύ αόριστα, πολύ γενικά». «Οι οδηγίες που μας έχουν δώσει δεν μας επιτρέπουν να πούμε περισσότερα». «Οι κατηγορίες, ακόμα κι αν είναι ανώνυμες, πρέπει να προήλθαν από κάπου». «Δεν μπορούμε ν’ απαντήσουμε ούτε σ’ αυτό». Ο Για Ρου αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως έπρεπε να πληρώσει τους δύο άντρες για να του δώσουν περισσότερες πληροφορίες. Αλλά δεν τολμούσε να το ρισκάρει. Μπορεί ο ένας ή και
οι δύο να είχαν κρυμμένο μικρόφωνο και να κατέγραφαν τη συνομιλία. Φυσικά, υπήρχε επίσης το ενδεχόμενο να ήταν τίμιοι και να μην εξαγοράζονταν – σε αντίθεση με πολλούς άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. «Αυτές οι αόριστες κατηγορίες είναι εντελώς αβάσιμες», είπε ο Για Ρου. «Είμαι ευγνώμων που ενημερώθηκα για τις φήμες που προφανώς περιβάλλουν εμένα και τις εταιρείες μου. Όμως, η ανωνυμία συχνά είναι πηγή ύπουλων ψεμάτων και φθόνου. Φροντίζω οι επιχειρήσεις μου να είναι άμεμπτες. Έχω εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και το κόμμα και δηλώνω ότι έχω τον έλεγχο των επιχειρήσεών μου και ξέρω ότι οι διευθυντές μου ακολουθούν τις οδηγίες μου. Προφανώς, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχουν μικροανωμαλίες. Οι υπάλληλοί μου ξεπερνούν τις τριάντα χιλιάδες». Ο Για Ρου σηκώθηκε δείχνοντας ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Οι δυο άντρες υποκλίθηκαν κι έφυγαν. Ο Για Ρου κάλεσε την κυρία Σεν. «Βρες έναν από τους επικεφαλής της ασφάλειάς μας και πες του να βρει ποιοι είναι αυτοί οι δύο», είπε. «Βρείτε ποιοι είναι οι προϊστάμενοί τους. Μετά καλέστε τους εννιά γενικούς διευθυντές μου σε σύσκεψη σε τρεις μέρες από τώρα. Πρέπ ει να παραβρεθούν όλοι, χωρίς δικαιολογίες. Όποιος δεν εμφανιστεί θα απολυθεί επιτόπου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αυτή την υπόθεση». Ο Για Ρου ήταν έξω φρενών. Αυτά που έκανε δεν ήταν χειρότερα απ’ όσα έκαναν όλοι οι άλλοι. Ο Σεν Γουεϊσιέν το είχε παρακάνει. Επιπλέον, είχε φανεί αγενής με τους κρατικούς αξιωματούχους που τον εξυπηρετούσαν. Ήταν σωστό να γίνει το εξιλαστήριο θύμα και, τελικά, δεν θα έλειπε από κανέναν. Τ ις επόμενες ώρες ο Για Ρου δούλευε εντατικά διαμορφώνοντας ένα σχέδιο για τις μελλοντικές κινήσεις του. Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να εντοπίσει ποιος από τους διευθυντές του μπορεί να έδωσε πληροφορίες για τις ύποπτες συναλλαγές και τις μυστικές συμφωνίες του.
Τ ρεις μέρες αργότερα οι γενικοί διευθυντές των εταιρειών του
συγκεντρώθηκαν σε ένα ξενοδοχείο στο Πεκίνο. Ο Για Ρου το είχε επιλέξει προσεκτικά. Εκεί συνήθιζε να κάνει μία σύσκεψη μία φορά το χρόνο και ν’ απολύει έναν από τους διευθυντές του για να δείξει στους υπόλοιπους ότι κανείς δεν ήταν σίγουρος για τη θέση του. Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα συσκέψεων λίγο μετά τις δέκα το πρωί έδειχναν χλωμοί. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς ήταν ο σκοπός της σύσκεψης. Ο Για Ρου τους άφησε να περιμένουν πάνω από μία ώρα πριν εμφανιστεί. Η στρατηγική του ήταν πολύ απλή. Πρώτα τους πήρε τα κινητά τηλέφωνα για να μην μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους ή με τον έξω κόσμο και μετά τους έστειλε έξω από την αίθουσα. Ο καθένας τους κάθισε σε ένα μικρό δωμάτιο έχοντας δίπλα του έναν από τους φύλακες που είχε καλέσει η κυρία Σεν. Μετά ο Για Ρου τους ανέκρινε έναν έναν και τους είπε χωρίς περιστροφές αυτά που είχε ακούσει πριν από μερικές ημέρες. Τ ι είχαν να πουν; Καμία εξήγηση; Μήπως ήξεραν κάτι; Παρακολουθούσε προσεκτικά τα πρόσωπά τους, προσπαθώντας να διακρίνει αν κάποιος είχε προετοιμάσει αυτά που θα του έλεγε. Αν εντόπιζε κάτι τέτοιο, ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε και την πηγή της διαρροής. Όμως, όλοι οι διευθυντές του έδειξαν την ίδια έκπληξη και αγανάκτηση. Τελικά, αναγκάστηκε να συμπεράνει ότι δεν είχε βρει τον ένοχο. Τους άφησε να φύγουν χωρίς ν’ απολύσει κανέναν. Όμως, τους έδωσε επίσης αυστηρές εντολές να εξετάσουν την ασφάλεια των επιχειρήσεων που διοικούσε ο καθένας.
Μερικές μέρες μετά, όταν η κυρία Σεν του έδωσε αναφορά για όσα είχαν ανακαλύψει οι ερευνητές τους για τους άντρες από τις υπηρεσίες ασφαλείας, ο Για Ρου κατάλαβε ότι ακολουθούσε λάθος δρόμο. Για άλλη μια φορά μελετούσε τα σχέδια του σπιτιού του στην Αφρική, όταν μπήκε μέσα η κυρία Σεν. Της ζήτησε να καθίσει και ρύθμισε το πορτατίφ του γραφείου ώστε το πρόσωπό του να είναι στη σκιά. Του άρεσε ν’ ακούει τη φωνή της. Ό,τι κι αν του έλεγε, είτε ήταν μια οικονομική αναφορά είτε μια σύνοψη των νέων κανονισμών κάποιας κυβερνητικής Αρχής, είχε την αίσθηση ότι η
κυρία Σεν του αφηγούνταν μια ευχάριστη ιστορία. Υπήρχε κάτι στη φωνή της που του θύμιζε τα παιδικά χρόνια που είχε ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό ή που ίσως είχε στερηθεί – δεν ήταν σίγουρος τι από τα δύο. «Αυτή η υπόθεση φαίνεται τελικά ότι συνδέεται, με κάποιον τρόπο, με τη νεκρή αδερφή σας, τη Χονγκ Τσόου. Αυτή είχε στενή επικοινωνία με μερικούς κορυφαίους αξιωματούχους στην Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας. Το όνομά της εμφανίζεται συνεχώς κάθε φορά που προσπαθούμε να συνδέσουμε αυτούς που σας επισκέφτηκαν τις προάλλες και κάποια άλλα πρόσωπα που αιωρούνται στο παρασκήνιο. Πιστεύουμε ότι οι πληροφορίες πρέπει να κυκλοφορούσαν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα πριν από τον τραγικό θάνατό της. Ωστόσο, κάποιος από τις ανώτερες βαθμίδες πρέπει να έχει δώσει την έγκρισή του για να προχωρήσει η έρευνα». Ο Για Ρου πρόσεξε το δισταγμό της κυρίας Σεν. «Τ ι είναι αυτό που δεν μου λες;» «Δεν είμαι σίγουρη». «Τ ίποτα δεν είναι σίγουρο. Κάποιος ανώτερος αξιωματούχος ενέκρινε αυτή την έρευνα των δραστηριοτήτων μου;» «Δεν μπορώ να πω αν αυτό είναι αλήθεια η όχι, αλλά οι φήμες λένε ότι οι Αρχές δεν είναι ικανοποιημένες με την έκβαση της ποινής σε βάρος του Σεν Γουεϊσιέν». Ένα ρίγος διαπέρασε τον Για Ρου. Είχε καταλάβει τι σήμαινε αυτό, πριν προλάβει η κυρία Σεν να πει τίποτε άλλο. «Ψάχνουν κι άλλο εξιλαστήριο θύμα; Θέλουν να καταδικάσουν άλλον ένα πλούσιο για να δείξουν ότι έχουν αρχίσει πραγματική εκστρατεία και ότι ο Σεν Γουεϊσιέν δεν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό;» Η κυρία Σεν κατένευσε. Ο Για Ρου αποτραβήχτηκε πιο πίσω μέσα στη σκιά. «Τ ίποτε άλλο;» «Όχι». «Μπορείς να πηγαίνεις». Η κυρία Σεν βγήκε από το γραφείο του. Ο Για Ρου δεν κινήθηκε. Ανάγκασε τον εαυτό του να σκεφτεί, αν και εκείνο που ήθελε πάνω απ’ όλα ήταν να το βάλει στα πόδια.
Όταν πήρε τη δύσκολη απόφαση να σκοτώσει τη Χονγκ Τσόου, και συγκεκριμένα να το κάνει στην Αφρική, ήταν σίγουρος ότι η αδερφή του του ήταν πιστή. Φυσικά, είχαν διαφορετικές απόψεις και συχνά διαφωνούσαν. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο, τη μέρα των γενεθλίων του, η Χονγκ Τσόου τον είχε κατηγορήσει ότι δωροδοκείται. Τότε είχε συνειδητοποιήσει ότι αργά ή γρήγορα η Χονγκ Τσόου θα γινόταν πολύ επικίνδυνη. Και τώρα έβλεπε ότι έπρεπε να είχε ενεργήσει νωρίτερα. Η Χονγκ Τσόου είχε προλάβει να τον προδώσει. Ο Για Ρου κούνησε αργά το κεφάλι. Τ ώρα καταλάβαινε κάτι που δεν είχε συνειδητοποιήσει στο παρελθόν. Η Χονγκ Τσόου δεν είχε διστάσει να του κάνει το ίδιο πράγμα που της έκανε τελικά κι αυτός. Δεν σκόπευε, βέβαια, να χρησιμοποιήσει όπλο – η Χονγκ Τσόου ήθελε να τηρεί τους νόμους. Όμως, αν ο Για Ρου είχε καταδικαστεί σε θάνατο, η Χονγκ Τσόου θα ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που θα θεωρούσαν την απόφαση σωστή. Ο Για Ρου σκέφτηκε τον φίλο του Λάι Σανγκσίνγκ, που πριν από μερικά χρόνια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, όταν η αστυνομία έκανε επιδρομές σε όλες τις εταιρείες του νωρίς ένα πρωί. Ο μόνος λόγος που κατάφερε να σωθεί ο ίδιος και η οικογένειά του ήταν ότι είχε ένα ιδιωτικό αεροπλάνο που ήταν πάντα έτοιμο ν’ απογειωθεί μέσα σε μερικά λεπτά. Είχε καταφύγει στον Καναδά, ο οποίος δεν έχει συνθήκη έκδοσης με την Κίνα. Ήταν ο γιος ενός αγρότη που είχε μια εκπληκτική σταδιοδρομία, όταν ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ δημιούργησε την ελεύθερη αγορά. Αρχικά, έσκαβε πηγάδια, αργότερα, όμως, έγινε λαθρέμπορος και επένδυε όσα κέρδιζε σε εταιρείες που μέσα σε μερικά χρόνια παρήγαγαν μια τεράστια περιουσία. Ο Για Ρου τον είχε επισκεφτεί κάποτε στην Κόκκινη Έπαυλη που είχε χτίσει στην ιδιαίτ ερη πατρίδα του, το Σιαμέν. Ο Λάι είχε αναλάβει σημαντικές κοινωνικές ευθύνες κατασκευάζοντας γηροκομεία και σχολεία. Ακόμα κι εκείνη την εποχή, ο Για Ρου είχε ενοχληθεί από τον αλαζονικό και επιδεικτικό τρόπο ζωής του Λάι
Σανγκσίνγκ και τον είχε προειδοποιήσει ότι μπορεί να ερχόταν η πτώση του κάποια στιγμή. Ένα βράδυ είχαν συζητήσει το φθόνο που αισθάνονται πολλοί για τους νέους καπιταλιστές, τη «Δεύτερη Δυναστεία», όπως τους αποκαλούσε ειρωνικά ο Λάι Σανγκσίνγκ, αν και μόνο όταν μιλούσε ιδιαιτέρως με ανθρώπους που εμπιστευόταν. Ο Για Ρου δεν εξεπλάγην όταν αυτό το γιγάντιο οικοδόμημα από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε τελικά, και ο Λάι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει άρον άρον τη χώρα. Αφού έφυγε, αρκετοί από εκείνους που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του εκτελέστηκαν. Άλλοι, εκατοντάδες άτομα, φυλακίστηκαν. Όμως, από την άλλη μεριά, στην περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του όλοι τον σέβονταν και τον θεωρούσαν γενναιόδωρο. Έδινε ολόκληρες περιουσίες σαν φιλοδώρημα σε ταξιτζήδες ή, χωρίς κανένα φανερό λόγο, έκανε μεγάλα δώρα σε φτωχές οικογένειες που δεν γνώριζε καν το όνομά τους. Ο Για Ρου ήξερε επίσης ότι ο Λάι έγραφε τώρα τα απομνημονεύματά του, κάτι που ανησυχούσε πολλούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους και πολιτικούς στην Κίνα. Ο Λάι γνώριζε πολλά μυστικά και, αφού τώρα ζούσε στον Καναδά, κανείς δεν μπορούσε να τον πιέσει. Όμως, ο Για Ρου δεν είχε σκοπό να το σκάσει από τη χώρα του. Υπήρχε και μια άλλη σκέψη που είχε αρχίσει να τον βασανίζει. Η Μα Λι, η φίλη της Χονγκ Τσόου, είχε πάει μαζί τους σ’ εκείνο το ταξίδι στην Αφρική. Ο Για Ρου ήξερε ότι οι δυο γυναίκες έκαναν μεγάλες συζητήσεις. Επιπλέον, η Χονγκ Τσόου ήταν άνθρωπος που έγραφε επιστολές. Ήταν δυνατό η Μα Λι να είχε στην κατοχή της κάποια ενοχοποιητική επιστολή της Χονγκ Τσόου; Κάποιο έγγραφο που είχε δώσει σε τρίτους, οι οποίοι με τη σειρά τους έδωσαν πληροφορίες στις υπηρεσίες ασφαλείας;
Τ ρεις μέρες αργότερα, ενώ μαινόταν στο Πεκίνο μία από τις πιο σφοδρές αμμοθύελλες του χειμώνα, ο Για Ρου επισκέφτηκε τη Μα Λι στο γραφείο της, όχι μακριά από το Ρίταν Γκονγκγιουάν, το Πάρκο του Θεού του Ήλιου. Η Μα Λι εργαζόταν σε μια κυβερνητική
υπηρεσία που ασχολούνταν με οικονομικές αναλύσεις, και η θέση της δεν ήταν τόσο υψηλή ώστε να μπορεί να του προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Η κυρία Σεν και οι βοηθοί της είχαν ερευνήσει τη ζωή της και δεν είχαν βρει διασυνδέσεις με τους εσωτερικούς κύκλους της κυβέρνησης και του κόμματος. Η Μα Λι είχε δύο παιδιά. Ο τωρινός της σύζυγος ήταν ένας ασήμαντος γραφειοκράτης. Επειδή ο πρώτος της άντρας είχε σκοτωθεί στον πόλεμο με τους Βιετναμέζους τη δεκαετία του ’70, κανείς δεν έφερε αντίρρηση όταν ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε κι άλλο παιδί. Και τα δύο παιδιά της ζούσαν ανεξάρτητα τώρα: Το μεγαλύτερο, η κόρη, ήταν εκπαιδευτική σύμβουλος σε ένα παιδαγωγικό κολέγιο, και ο γιος ήταν χειρούργος σε ένα νοσοκομείο στη Σαγκάη. Κανείς από τους δύο δεν είχε διασυνδέσεις που ν’ ανησυχούν τον Για Ρου. Είχε προσέξει, όμως, ότι η Μα Λι είχε επίσης δύο εγγόνια, στα οποία αφιέρωνε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου της. Η κυρία Σεν κανόνισε ένα ραντεβού με τη Μα Λι. Δεν της είχε αναφέρει το σκοπό της συνάντησης, της είχε πει μόνο ότι ήταν επείγουσα και μάλλον είχε σχέση με το ταξίδι στην Αφρική. Αυτό πρέπει να την ανησυχήσει λίγο, σκέφτηκε ο Για Ρου. Καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του και παρατηρούσε τις περιοχές από τις οποίες περνούσαν. Επειδή είχε άφθονο χρόνο, είχε ζητήσει από τον οδηγό να τον περάσει πρώτα από ορισμένα εργοτάξια στα οποία είχε επαγγελματικά συμφέροντα. Η κύρια προτεραιότητά του ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μία από τις μεγάλες συμφωνίες που είχε κλείσει αφορούσαν την κατεδάφιση μιας περιοχής κατοικιών που έπρεπε να καθαριστεί για να γίνουν δρόμοι που θα οδηγούσαν στα καινούργια στάδια. Ο Για Ρου περίμενε να κερδίσει δισεκατομμύρια από αυτή την επιχείρηση, ακόμα κι αφού αφαιρούσε τα τεράστια ποσά που θα πλήρωνε σε δημόσιους υπαλλήλους και πολιτικούς. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά από το απλό κτίριο όπου δούλευε η Μα Λι. Την είδε να στέκεται στη σκάλα και να τον περιμένει. «Μα Λι», είπε ο Για Ρου. «Έτσι που σε βλέπω νομίζω ότι έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από εκείνο το ταξίδι στην Αφρική που τελείωσε τόσο τραγικά». «Σκέφτομαι την καλή μου φίλη, τη Χονγκ Τσόου, κάθε μέρα»,
απάντησε η Μα Λι. «Αλλά έχω αφήσει την Αφρική να χαθεί στο παρελθόν. Δεν θέλω να ξαναπάω ποτέ εκεί». «Όπως ξέρεις, κάθε μέρα υπογράφουμε νέες συμβάσεις με πολλές χώρες στην αφρικανική ήπειρο. Χτίζουμε γέφυρες που θα συνεχίσουν να υπάρχουν για πολύ καιρό στο μέλλον». Μιλούσαν περπατώντας σε έναν έρημο διάδρομο προς το γραφείο της Μα Λι, που τα παράθυρά του έβλεπαν σε έναν μικρό κήπο ο οποίος περιβαλλόταν από έναν ψηλό τοίχο. Στη μέση του κήπου υπήρχε ένα σιντριβάνι που ήταν κλειστό για το χειμώνα. Η Μα Λι έκλεισε το τηλέφωνό της και σέρβιρε τσάι. Ο Για Ρου άκουσε κάποιον να γελά κάπου μακριά. «Η αναζήτηση της αλήθειας είναι σαν να παρακολουθείς ένα σαλιγκάρι να κυνηγά ένα άλλο σαλιγκάρι», είπε ο Για Ρου σκεφτικός. «Προχωράει αργά αλλά επίμονα». Ο Για Ρου την κοίταξε ίσια στα μάτια, αλλά η Μα Λι δεν απέφυγε το βλέμμα του. «Κυκλοφορούν κάποιες φήμες που δεν μου αρέσουν καθόλου», συνέχισε ο Για Ρου. «Φήμες για τις εταιρείες μου, για το χαρακτήρα μου. Αναρωτιέμαι από πού προέρχονται. Πρέπει να ρωτήσω ποιος θα ήθελε να με βλάψει. Δεν είναι τα συνηθισμένα άτομα που με φθονούν αλλά κάποιος άλλος, με κίνητρα που δεν καταλαβαίνω». «Γιατί να θέλω εγώ να βλάψω την υπόληψή σου;» «Δεν εννοούσα αυτό. Η ερώτησή μου ήταν εντελώς διαφορετική: Ποιος γνωρίζει, ποιος έχει στην κατοχή του αυτές τις πληροφορίες που δημιουργούν τις φήμες;» «Οι ζωές μας είναι εντελώς διαφορετικές. Εγώ είμαι μια δημόσια υπάλληλος. Εσύ κάνεις μεγάλες επιχειρηματικές συμφωνίες, για τις οποίες διαβάζουμε στις εφημερίδες. Εσύ ζεις μια ζωή που εγώ δεν μπορώ καν να φανταστώ». «Γνώριζες, όμως, τη Χονγκ Τσόου», είπε ο Για Ρου, «την αδερφή μου, που είχε πολύ στενή σχέση μαζί μου. Αφού δεν είχατε ειδωθεί για πολύ καιρό, συναντηθήκατε στην Αφρική. Κάνετε μεγάλες συζητήσεις, και η Χονγκ Τσόου σε επισκέπτεται βιαστικά ένα πρωί. Όταν γυρίζω στην Κίνα, αρχίζουν οι φήμες». Η Μα Λι χλώμιασε. «Με κατηγορείς ότι σε συκοφαντώ
δημοσίως;» «Θα έπρεπε να καταλαβαίνεις –και είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις– ότι στην κατάστασή μου δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο χωρίς να κάνω πρώτα διεξοδικές έρευνες. Έχω αποκλείσει το ένα ενδεχόμενο μετά το άλλο. Και στο τέλος μού μένει μόνο μία εξήγηση. Ένας άνθρωπος». «Εγώ;» «Βασικά, όχι». «Εννοείς τη Χονγκ Τσόου; Την ίδια σου την αδερφή;» «Δεν είναι μυστικό ότι διαφωνούσαμε σε κάποια θεμελιώδη θέματα σχετικά με το μέλλον της Κίνας: τις πολιτικές εξελίξεις, την οικονομία, τις απόψεις μας για την Ιστορία». «Όμως, ήσαστε εχθροί;» «Η έχθρα μπορεί να αναπτύσσεται για πολύ μεγάλο διάστημα, σχεδόν αδιόρατα, έτσι όπως υψώνεται αργά αργά η γη μέσα από τη θάλασσα. Και εντελώς ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έχεις έναν εχθρό που δεν τον γνώριζες». «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η Χονγκ Τσόου θα χρησιμοποιούσε ανώνυμες καταγγελίες γι’ αυτόν το σκοπό. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος». «Το ξέρω. Γι’ αυτό σου κάνω αυτή την ερώτηση. Για τι πράγμα μιλήσατε;» Η Μα Λι δεν απάντησε. Ο Για Ρου συνέχισε χωρίς να της δώσει χρόνο να σκεφτεί. «Μπορεί να υπάρχει κάποια επιστολή», είπε αργά. «Μπορεί να σου έδωσε ένα γράμμα εκείνο το πρωί. Έχω δίκιο; Ένα γράμμα; Ή κάποιο έγγραφο; Πρέπει να μάθω τι σου είπε και τι σου έδωσε». «Ήταν σαν να είχε διαισθανθεί ότι θα πέθαινε», είπε η Μα Λι. «Το έχω σκεφτεί πολύ αυτό το θέμα, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πόσο πολύ πρέπει ν’ ανησυχούσε. Απλώς μου ζήτησε να φροντίσω ν’ αποτεφρωθεί το πτώμα της αφού πεθάνει. Ήθελε να σκορπίσουν την τέφρα της στη Λονγκτάνχου Γκονγκγιουάν, τη μικρή λίμνη στο πάρκο. Μου ζήτησε επίσης να φροντίσω τα πράγματά της, τα βιβλία της, να δώσω τα ρούχα της και ν’ αδειάσω το σπίτι της». «Τ ίποτε άλλο;»
«Όχι». «Όλ’ αυτά σου τα είπε ή σου τα έγραψε;» «Μου τα έγραψε σε ένα γράμμα. Το απομνημόνευσα και μετά το έκαψα». «Δηλαδή, ήταν μικρό γράμμα;» «Ναι». «Γιατί το έκαψες όμως; Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν σαν μια διαθήκη». «Μου είπε ότι κανείς δεν θ’ αμφισβητούσε τα λόγια μου». Ο Για Ρου συνέχισε να παρατηρεί το πρόσωπό της όσο σκεφτόταν τα λόγια της. «Δεν σου έδωσε κι άλλο ένα γράμμα;» «Τ ι γράμμα;» «Ίσως ένα γράμμα που δεν το έκαψες. Αλλά που το έδωσες σε κάποιον άλλο». «Μου έδωσε μόνο ένα γράμμα. Απευθυνόταν σ’ εμένα. Το έκαψα. Αυτό είναι όλο». «Δεν θα ήταν έξυπνο να μου λες ψέματα». «Γιατί να σου πω ψέματα;» Ο Για Ρου άπλωσε τα χέρια. «Γιατί λένε ψέματα οι άνθρωποι; Γιατί έχουμε αυτή την ικανότητα; Γιατί σε ορισμένες περιστάσεις μπορεί να μας συμφέρει. Τα ψέματα και η αλήθεια είναι όπλα, Μα Λι, που κάποιοι τα χρησιμοποιούν επιδέξια, όπως άλλοι ξέρουν να χειρίζονται πολύ καλά το ξίφος». Την κοίταζε ακόμη στα μάτια, αλλά η Μα Λι δεν απέφευγε το βλέμμα του. «Τ ίποτε άλλο;» τη ρώτησε. «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να θέλεις να μου πεις;» «Όχι. Τ ίποτα». «Αντιλαμβάνεσαι, φυσικά, ότι αργά ή γρήγορα θα μάθω αυτά που θέλω;» «Ναι». Ο Για Ρου έκανε ένα σκεφτικό καταφατικό νεύμα. «Είσαι καλός άνθρωπος, Μα Λι. Το ίδιο κι εγώ. Μπορώ, όμως, να γίνω πικρόχολος και επικίνδυνος αν κάποιος δεν είναι ειλικρινής μαζί μου». «Σου τα είπα όλα». «Ωραία. Έχεις δυο εγγόνια, Μα Λι. Τα αγαπάς περισσότερο από
καθετί άλλο στον κόσμο». Την είδε να ξαφνιάζεται. «Με απειλείς;» «Καθόλου. Απλώς σου δίνω την ευκαιρία να μου πεις την αλήθεια». «Σου τα είπα όλα. Η Χονγκ Τσόου μου μίλησε για τους φόβους της σχετικά με τις εξελίξεις στην Κίνα. Αλλά δεν υπάρχουν ούτε απειλές ούτε φήμες». «Τότε σε πιστεύω». «Με τρομάζεις, Για Ρου. Το αξίζω πραγματικά αυτό;» «Δεν σε τρόμαξα εγώ. Αυτό το έκανε η Χονγκ Τσόου με το κρυφό της γράμμα. Μίλα στην ψυχή της γι’ αυτό το θέμα. Ζήτα της να σ’ ελευθερώσει από τις ανησυχίες σου». Ο Για Ρου σηκώθηκε, και η Μα Λι τον συνόδεψε έξω στο δρόμο. Της έσφιξε το χέρι και μετά μπήκε στο αμάξι του. Η Μα Λι γύρισε πίσω στο γραφείο της και ξέρασε μέσα στο νιπτήρα. Μετά κάθισε στο γραφείο της και απομνημόνευσε λέξη προς λέξη την επιστολή που της είχε δώσει η Χονγκ Τσόου και που την είχε κρυμμένη σε ένα από τα συρτάρια της. Ήταν θυμωμένη όταν πέθανε, σκέφτηκε η Μα Λι. Ανεξάρτητα από το πώς έγινε. Και κανείς δεν μου έχει δώσει ως τώρα μια ικανοποιητική εξήγηση για το δυστύχημα. Πριν φύγει από το γραφείο της εκείνο το βράδυ έσκισε το γράμμα κομματάκια και τα πέταξε στην τουαλέτα.
Ο Για Ρου πέρασε εκείνο το βράδυ σε ένα από τα νάιτ κλαμπ που είχε στο Σανλίτουν, την ψυχαγωγική περιοχή του Πεκίνου. Σε ένα από τα πίσω δωμάτια, χαλάρωσε στο κρεβάτι και άφησε τη Λι Γου, μία από τις κοπέλες του κλαμπ, να του κάνει μασάζ στο κεφάλι και το λαιμό. Είχαν την ίδια ηλικία και κάποτε ήταν εραστές. Η Λι Γου ανήκε ακόμη στη μικρή ομάδα ανθρώπων που εμπιστευόταν ο Για Ρου. Πρόσεχε πάρα πολύ τι της έλεγε, αλλά ήξερε ότι του ήταν πιστή. Η Λι Γου ήταν πάντα γυμνή όταν του έκανε μασάζ. Ο ήχος της
μουσικής από το νάιτ κλαμπ ακουγόταν αμυδρά μέσα από τους τοίχους. Τα φώτα στο δωμάτιο ήταν χαμηλωμένα, η ταπετσαρία στους τοίχους κόκκινη. Ο Για Ρου επανέφερε στο μυαλό του τη συζήτηση που είχε με τη Μα Λι. Όλα αρχίζουν από τη Χονγκ Τσόου, σκέφτηκε. Ήταν μεγάλο λάθος αυτό από μέρους μου να εμπιστεύομαι τόσο μεγάλο διάστημα την οικογενειακή της αφοσίωση. Η Λι συνέχισε να του κάνει μασάζ στην πλάτη. Ξαφνικά της έπιασε το χέρι και σηκώθηκε. «Σε πόνεσα;» «Πρέπει να μείνω μόνος, Λι. Θα σε φωνάξω όταν σε χρειαστώ πάλι». Η Λι έφυγε από το δωμάτιο, και ο Για Ρου τυλίχτηκε με ένα σεντόνι. Αναρωτήθηκε μήπως η σκέψη του ήταν προς λάθος κατεύθυνση. Μπορεί το βασικό ερώτημα να μην ήταν τι έγραφε η Χονγκ Τσόου στην επιστολή που είχε δώσει στη Μα Λι. Μήπως η Χονγκ Τσόου είχε μιλήσει και σε κάποιον άλλο; αναρωτήθηκε. Κάποιον που πίστευε ότι δεν θα τον σκεφτόμουν ποτέ; Θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο Τσαν Μπινγκ για τη Σουηδή δικαστή για την οποία είχε ενδιαφερθεί η Χονγκ Τσόου. Μήπως η Χονγκ Τσόου είχε μιλήσει σε αυτή; Μήπως της είχε δώσει εμπιστευτικές πληροφορίες; Ο Για Ρου ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι. Ο σβέρκος του τον πονούσε λιγότερο μετά το μασάζ από τα ευαίσθητα δάχτυλα της Λι.
Το επόμενο πρωί τηλεφώνησε στον Τσαν Μπινγκ. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Μου μίλησες για μια Σουηδή δικαστή με την οποία είχε επαφή η αδερφή μου. Τ ι συνέβη;» «Την έλεγαν Μπιργκίτα Ρόσλιν. Τη λήστεψαν, ένα περιστατικό ρουτίνας. Τη φέραμε για να αναγνωρίσει τον άνθρωπο που της επιτέθηκε. Δεν αναγνώρισε κανέναν, αλλά, όπως έμαθα, είχε μιλήσει στη Χονγκ Τσόου για κάποιους φόνους που έγιναν στη Σουηδία και
υποψιαζόταν ότι είχαν γίνει από κάποιον Κινέζο». Το πράγμα ήταν χειρότερο απ’ όσο φοβόταν και δυνητικά πολύ πιο επικίνδυνο από οποιαδήποτε κατηγορία διαφθοράς. Έδωσε τέλος ευγενικά στη συζήτηση. Είχε αρχίσει κιόλας να μαζεύει το κουράγιο του για κάτι που έπρεπε να κάνει μόνος του τώρα που δεν είχε πια τον Λιου Σιν. Άλλη μία αποστολή που έπρεπε να ολοκληρώσει. Η Χονγκ Τσόου δεν είχε νικηθεί ακόμη μια και καλή. Λονδίνο, Τσάιναταουν
32 Ένα βροχερό πρωινό στις αρχές Μαΐου η Μπιργκίτα Ρόσλιν συνόδευσε την οικογένειά της στην Κοπεγχάγη, όπου θα έπαιρναν την πτήση για Μαδέρα. Έπειτα από μεγάλη εσωτερική διερεύνηση και πολλές συζητήσεις με τον Στάφαν, είχε αποφασίσει να μην πάει μαζί τους διακοπές. Η παρατεταμένη αναρρωτική άδεια που είχε πάρει νωρίτερα εκείνη τη χρονιά σήμαινε ότι ήταν αδύνατο να ζητήσει τώρα μια νέα άδεια διακοπών. Απλούστατα δεν μπορούσε να πάει μαζί τους. Όταν έφτασαν στην Κοπεγχάγη, έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο Στάφαν, που ταξίδευε δωρεάν στα σουηδικά τρένα, ήθελε να πάει με το τρένο στο αεροδρόμιο Κέστρουπ, όπου τον περίμεναν τα παιδιά, αλλά η Μπιργκίτα επέμεινε να τον πάει εκείνη στο αεροδρόμιο με το αμάξι. Τους αποχαιρέτησε όλους στο κτίριο αναχωρήσεων και μετά κάθισε σε ένα καφέ και παρακολουθούσε τον κόσμο που έσερνε τις αποσκευές του και ονειρευόταν ταξίδια σε μακρινές χώρες. Πριν από μερικές μέρες είχε τηλεφωνήσει στην Κάριν Βίμαν και της είχε πει ότι θα πήγαινε στην Κοπεγχάγη. Αν και είχαν περάσει αρκετοί μήνες αφότου είχαν επιστρέψει από το Πεκίνο, δεν είχαν βρει ακόμη την ευκαιρία να συναντηθούν. Η Μπιργκίτα ήταν
πνιγμένη στη δουλειά από τότε που ο γιατρός τη βρήκε πάλι υγιή. Ο Χανς Μάτσον την υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες, έβαλε ένα βάζο με λουλούδια στο γραφείο της και αμέσως μετά της έστειλε μια στοίβα υποθέσεις. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, στα τέλη Μαρτίου, μαινόταν μια διαμάχη στις τοπικές εφημερίδες της νότιας Σουηδίας για τους εξωφρενικά μεγάλους χρόνους αναμονής μέχρι την εκδίκαση υποθέσεων στα περιφερειακά δικαστήρια. Σύμφωνα με τους συναδέλφους της Μπιργκίτα Ρόσλιν, ο Χανς Μάτσον, που δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί ότι είχε πολεμοχαρή χαρακτήρα, δεν είχε εξηγήσει όσο καθαρά έπρεπε την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα δικαστήρια από τις αποφάσεις της Εθνικής Διοίκησης Δικαστηρίων και ειδικότερα της κυβέρνησης, που ήθελε να κάνει περικοπές με κάθε τρόπο. Ενώ οι συνάδελφοί της γκρίνιαζαν και μαίνονταν για το φόρτο εργασίας τους, η Μπιργκίτα ήταν πολύ ευχαριστημένη που δούλευε ξανά. Συχνά έμενε στο γραφείο τόσο αργά ώστε ο Χανς Μάτσον την είχε προειδοποιήσει, με τον ήπιο τρόπο του, να μην κουράζεται τόσο πολύ και αρρώσταινε πάλι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι είχε μιλήσει μόνο τηλεφωνικά με την Κάριν Βίμαν. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν δύο φορές ως τώρα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις κάτι προέκυψε και αναγκάστηκαν να το ακυρώσουν. Τ ώρα όμως, αυτή τη βροχερή μέρα στην Κοπεγχάγη, η Μπιργκίτα ήταν ελεύθερη. Δεν είχε δικαστήριο εκείνη την ημέρα και θα περνούσε τη νύχτα στο σπίτι της Κάριν. Είχε στην τσάντα της τις φωτογραφίες από την Κίνα και ανυπομονούσε με παιδιάστικη λαχτάρα να δει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει και η Κάριν. Είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν για μεσημεριανό σε ένα εστιατόριο σε μια πάροδο του Στρόγκετ. Η Μπιργκίτα σκόπευε να περιπλανηθεί στα μαγαζιά για να βρει ένα φόρεμα που θα μπορούσε να φορά στο δικαστήριο, αλλά η δυνατή βροχή την ανάγκασε ν’ αλλάξει γνώμη. Έμεινε στο Κέστρουπ μέχρι την ώρα του ραντεβού τους και μετά πήγε στην πόλη με ταξί, γιατί δεν ήταν σίγουρη αν θα έβρισκε το δρόμο. Η Κάριν της κούνησε εύθυμα το χέρι όταν μπήκε στο γεμάτο εστιατόριο. «Έφυγαν οι δικοί σου; Όλα καλά;»
«Μόνο αφού φύγουν παθαίνεις το σοκ. Αρχίζεις να σκέφτεσαι τα φρικτά ενδεχόμενα με όλη την οικογένειά σου στο ίδιο αεροπλάνο». Η Κάριν κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα γίνει τίποτα», είπε. «Αν θέλεις να ταξιδεύεις με ασφάλεια, το αεροπλάνο είναι το καλύτερο μέσο». Έφαγαν μεσημεριανό, κοίταξαν τις φωτογραφίες και συζήτησαν τις αναμνήσεις τους από το ταξίδι. Ενώ η Κάριν μιλούσε, η Μπιργκίτα άρχισε να σκέφτεται για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό την επίθεση που είχε δεχτεί στο Πεκίνο. Τη Χονγκ Τσόου που εμφανίστηκε ξαφνικά στο τραπέζι της. Την κλεμμένη τσάντα της που βρέθηκε. Όλη εκείνη την παράξενη και τρομακτική υπόθεση στην οποία βρέθηκε μπλεγμένη. «Με ακούς;» ρώτησε η Κάριν. «Φυσικά και σε ακούω. Γιατί ρωτάς;» «Δεν δείχνεις ν’ ακούς». «Σκέφτομαι τους δικούς μου εκεί πάνω στον ουρανό». Παράγγειλαν καφέ για να τελειώσουν το γεύμα τους. Η Κάριν πρότεινε να πιουν κι από ένα μπράντι η καθεμία ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον κρύο ανοιξιάτικο καιρό. «Φυσικά και θα πιούμε μπράντι». Γύρισαν στο σπίτι της Κάριν με ταξί. Όταν έφτασαν, η βροχή σταμάτησε και τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται. «Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο», είπε η Μπιργκίτα. «Κάθομαι συνέχεια, ή στο γραφείο μου ή στο δικαστήριο». Έκαναν έναν περίπατο στην παραλία, που δεν είχε καθόλου κόσμο, εκτός από μερικούς ηλικιωμένους που είχαν βγάλει βόλτα τα σκυλιά τους. Σταμάτησαν και κοίταξαν ένα γιοτ που διέσχιζε γοργά τον πορθμό με βόρεια κατεύθυνση. «Δεν νομίζεις ότι είναι ώρα να μου πεις πια;» είπε η Κάριν.
«Να σου πω τι;» «Τ ι πραγματικά έγινε στο Πεκίνο. Ξέρω ότι αυτά που μου είπες δεν ήταν αλήθεια. Ή τουλάχιστον δεν ήταν όλη η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, όπως λέτε στο δικαστήριο». «Μου επιτέθηκαν. Μου έκλεψαν την τσάντα». «Το ξέρω αυτό. Μιλάω για τις λεπτομέρειες, Μπιργκίτα. Δεν πιστεύω αυτά που μου είπες. Κάτι λείπει. Μπορεί να μη βρισκόμαστε συχνά τα τελευταία χρόνια, αλλά σε ξέρω. Εγώ δεν θα προσπαθούσα ποτέ να σε παραπλανήσω. Ή να σε ξεγελάσω. Ξέρω ότι θα το καταλάβαινες». Η Μπιργκίτα ένιωσε ανακούφιση. «Δεν το καταλαβαίνω ούτε η ίδια», είπε. «Δεν ξέρω γιατί σου απέκρυψα τη μισή ιστορία. Ίσως επειδή ήσουν πολύ απασχολημένη με το συνέδριο και την Πρώτη Δυναστεία. Ίσως επειδή κι εγώ δεν καταλάβαινα πραγματικά τι συνέβαινε». Συνέχισαν να περπατούν, κι όταν βγήκε ο ήλιος και άρχισαν να ζεσταίνονται, έβγαλαν τα τζάκετ τους. Η Μπιργκίτα της είπε για τη φωτογραφία του Κινέζου από την κάμερα ασφαλείας στο μικρό ξενοδοχείο στο Χούντικσβαλ και την προσπάθειά της να τον εντοπίσει. Της τα εξήγησε όλα με κάθε λεπτομέρεια, σαν να καθόταν στο εδώλιο του μάρτυρα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα ενός δικαστή. «Δεν μου είπες τίποτα για όλ’ αυτά», είπε η Κάριν, όταν η Μπιργκίτα έφτασε στο κρίσιμο σημείο. Είχαν κάνει μεταβολή και επέστρεφαν στο σπίτι. «Όταν έφυγες από το Πεκίνο, ήμουν τρομαγμένη», είπε η Μπιργκίτα. «Φοβόμουν ότι θα με άφηναν να σαπίσω σε κάποιο υπόγειο μπουντρούμι. Και μετά η αστυνομία θα έλεγε απλώς ότι εξαφανίστηκα». «Αυτό το θεωρώ έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου. Θα ’πρεπε να είμαι θυμωμένη μαζί σου». Η Μπιργκίτα σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. «Δεν γνωρίζουμε η μία την άλλη τόσο καλά», είπε. «Ίσως
νομίζουμε ότι γνωριζόμαστε. Ή θα θέλαμε να γνωριζόμαστε. Στα νιάτα μας η σχέση μας ήταν πολύ πιο διαφορετική απ’ ό,τι είναι τώρα. Είμαστε φίλες. Αλλά δεν έχουμε τόσο στενή φιλία. Ίσως δεν είχαμε ποτέ». Η Κάριν κατένευσε. Συνέχισαν να περπατούν στην παραλία, στη ζώνη πάνω από τα φύκια όπου η άμμος ήταν πιο στεγνή. «Πάντα θέλουμε τα πράγματα να μένουν όπως ήταν, να είναι όλα όπως παλιά», είπε η Κάριν. «Όμως, καθώς μεγαλώνεις, πρέπει να προσέχεις και ν’ αποφεύγεις τους συναισθηματισμούς. Για να διαρκέσει μια φιλία, πρέπει να την επανεξετάζεις και να την ανανεώνεις. Ίσως οι παλιές αγάπες να μη σβήνουν ποτέ, οι παλιές φιλίες, όμως, σβήνουν». «Το γεγονός ότι το συζητάμε είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι σαν να ξύνεις τη σκουριά με συρματόβουρτσα». «Και τι έγινε μετά; Πώς τελείωσε η υπόθεση;» «Γύρισα σπίτι μου. Η αστυνομία, ή κάποιος κλάδος των μυστικών υπηρεσιών, είχε ψάξει το δωμάτιό μου. Δεν έχω ιδέα τι ήλπιζαν να βρουν». «Όμως, πρέπει να σου φάνηκε παράξενο. Να σου επιτεθούν ξαφνικά;» «Όλα έγιναν για τη φωτογραφία από το ξενοδοχείο στο Χούντικσβαλ, φυσικά. Κάποιος ήθελε να με σταματήσει, να μη συνεχίσω την προσπάθεια να βρω αυτό τον άνθρωπο. Όμως, νομίζω ότι η Χονγκ Τσόου έλεγε αλήθεια. Η Κίνα δεν θέλει να γυρίζουν οι ξένοι στη χώρα τους και να μιλούν για τέτοια “ ατυχή περιστατικά”. Ειδικά τώρα που η χώρα προετ οιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες». «Μια ολόκληρη χώρα με περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο κατοίκους περιμένει στα παρασκήνια για να κάνει τη λαμπρή της είσοδο στην παγκόσμια σκηνή. Εντυπωσιακή σκέψη». «Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, οι αγαπημένοι μας φτωχοί αγρότες, σίγουρα δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνουν αυτοί οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ή μπορεί απλώς να ξέρουν ότι δεν θα βελτιωθεί τίποτα στη δική τους ζωή μόνο και μόνο επειδή οι νέοι όλου του κόσμου συγκεντρώνονται στο Πεκίνο για να αγωνιστούν».
«Ξέρεις, αυτή τη γυναίκα, τη Χονγκ Τσόου, τη θυμάμαι αμυδρά πια. Ήταν πολύ όμορφη. Αλλά είχε κάτι το φευγαλέο πάνω της, σαν να ήταν σε συνεχή ένταση». «Μπορεί. Εγώ τη θυμάμαι διαφορετικά. Με βοήθησε». «Ήταν υπηρέτρια πολλών αφεντικών;» «Το έχω σκεφτεί πολύ αυτό. Δεν ξέρω. Αλλά μάλλον έχεις δίκιο». Περπάτησαν σε μια προβλήτα. Αρκετές από τις θέσεις πρόσδεσης ήταν άδειες. Μια γυναίκα καθόταν σε μια παλιά ξύλινη βάρκα και άδειαζε τα νερά. Τ ις χαιρέτησε χαμογελαστή με ένα νεύμα και είπε κάτι σε μια διάλεκτο που η Κάριν δεν καταλάβαινε. Μόλις γύρισαν σπίτι, ήπιαν καφέ στο καθιστικό της Κάριν, που άρχισε να της μιλά για την τρέχουσα δουλειά της. Μελετούσε ορισμένους Κινέζους ποιητές και το έργο τους από την απελευθέρωση του 1949 μέχρι σήμερα. «Δεν μπορώ ν’ αφιερώσω όλη μου τη ζωή σε αυτοκρατορίες που χάθηκαν πριν από πολύ καιρό. Τα ποιήματα είναι μια ευχάριστη αλλαγή». Η Μπιργκίτα κόντεψε να της αποκαλύψει τους δικούς της κρυφούς και παθιασμένους στίχους για ποπ μουσική, αλλά τελικά δεν μίλησε. «Πολλοί από τους ποιητές ήταν γενναίοι», είπε η Κάριν. «Ο Μάο και η υπόλοιπη κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας σπάνια ανέχονταν την κριτική. Όμως, ο Μάο ανεχόταν τους ποιητές. Ίσως επειδή έγραφε ποιήματα και ο ίδιος. Όμως, νομίζω ότι ήξερε πως οι καλλιτέχνες μπορούν να αναδείξουν την πολιτική σκηνή με ένα νέο φως. Όταν άλλοι πολιτικοί ηγέτες ήθελαν να καταπιέσουν τους ποιητές που έγραφαν για απαγορευμένα θέματα ή που ζωγράφιζαν ύποπτους πίνακες, ο Μάο πάντα πατούσε πόδι και τους σταματούσε. Και επέμεινε μέχρι το τέλος. Αυτό που έπαθαν οι καλλιτέχνες κατά την Πολιτιστική Επανάσταση ήταν, φυσικά, δική του ευθύνη, αλλά δεν ήταν πρόθεσή του. Μπορεί η τελευταία επανάσταση που έθεσε σε κίνηση να είχε πολιτισμικά χαρακτηριστικά, αλλά βασικά ήταν πολιτική. Όταν ο Μάο αντιλήφθηκε ότι μερικοί από τους νεαρούς επαναστάτες το παράκαναν, φρέναρε. Ίσως να μην μπορούσε να το εκφράσει με λόγια, αλλά νομίζω ότι μετάνιωσε για το χάος που
προκάλεσε εκείνα τα χρόνια. Αλλά ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι αν θέλεις να φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να σπάσεις τα αυγά. Έτσι δεν λέει η έκφραση;» «Ή ότι η επανάσταση δεν ήταν δεξίωση για τσάι». Ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια. «Τ ι νομίζεις για την τωρινή Κίνα;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Τ ι ακριβώς συμβαίνει εκεί;» «Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει μια τρομερή διελκυστίνδα. Μέσα στο κόμμα, μέσα στη χώρα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να δείξει στον υπόλοιπο κόσμο, σε ανθρώπους σαν εσένα κι εμένα, ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συνδυαστεί με ένα μη δημοκρατικό κράτος. Ακόμα κι αν το αρνούνται όλοι οι προοδευτικοί στοχαστές της Δύσης, μια μονοκομματική δικτατορία μπορεί να συμφιλιωθεί με την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό προκαλεί ένταση στο δικό μας μέρος του κόσμου. Γι’ αυτό λέγονται και γράφονται τόσα πολλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κίνα. Η έλλειψη ελευθερίας και διαφάνειας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, που έχουν τόσο κεντρική θέση στις Δυτικές αξίες, γίνονται στόχος των Δυτικών επιθέσεων κατά της Κίνας. Για μένα αυτό είναι υποκριτικό, αφού και το δικό μας μέρος του κόσμου είναι γεμάτο χώρες, ανάμεσά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, στις οποίες τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται καθημερινά. Άλλωστε, οι Κινέζοι γνωρίζουν ότι θέλουμε να έχουμε εμπορικές συναλλαγές μαζί τους, με οποιοδήποτε τίμημα. Κατάλαβαν το ποιόν μας τον 19ο αιώνα, όταν αποφασίσαμε να τους χαρακτηρίσουμε όλους οπιομανείς και να δώσουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα να συναλλασσόμαστε μαζί τους με τους δικούς μας όρους. Οι Κινέζοι έχουν πάρει τα μαθήματά τους και δεν θα επαναλάβουν τα δικά μας λάθη. Έτσι τα βλέπω εγώ τα πράγματα και προφανώς γνωρίζω ότι τα συμπεράσματά μου δεν είναι τέλεια. Αυτό που συμβαίνει είναι πολύ μεγάλο για να μπορώ να το αντιληφθώ και να το σχηματοποιήσω. Δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στην Κίνα τον δικό μας τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Όμως, ό,τι κι αν πιστεύουμε, πρέπει να σεβαστούμε αυτό που συμβαίνει. Σήμερα, μόνο ένας ανόητος θα πίστευε ότι οι εξελίξεις εκεί δεν θα επηρεάσουν το δικό μας μέλλον. Αν είχα μικρά
παιδιά τώρα, θα προσλάμβανα Κινέζα νταντά για να μάθουν από μικρά τη γλώσσα». «Αυτό ακριβώς λέει και ο γιος μου». «Έχει όραμα». «Η επίσκεψη στην Κίνα με συγκλόνισε», είπε η Μπιργκίτα. «Η χώρα είναι τεράστια. Περιπλανιόμουν έχοντας συνεχώς την αίσθηση ότι μπορεί απλώς να εξαφανιζόμουν από στιγμή σε στιγμή. Και κανείς δεν θα έψαχνε για ένα άτομο, όταν υπάρχουν αμέτρητα ακόμη. Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο να μιλήσω με τη Χονγκ Τσόου». Το βράδυ έφαγαν στο σπίτι και βυθίστηκαν για άλλη μια φορά στις αναμνήσεις τους από το παρελθόν. Η Μπιργκίτα ένιωθε όλο και πιο έντονα ότι δεν ήθελε να χάσει πάλι την επαφή της με την Κάριν. Δεν υπήρχε κανείς άλλος με τον οποίο να είχε μοιραστεί τα νεανικά της χρόνια, κανείς που να μπορούσε να την καταλάβει. Μιλούσαν μέχρι αργά και πριν πέσουν για ύπνο υποσχέθηκαν η μία στην άλλη ότι στο μέλλον θα συναντιούνταν συχνότερα. «Φρόντισε να κάνεις κάποια μικρή τροχαία παράβαση στο Χέλσινγκμποργκ», της είπε η Μπιργκίτα. «Μην παραδεχτείς τίποτα όταν σε ανακρίνει η αστυνομία επιτόπου. Έτσι, θα καταλήξεις στο δικαστήριο. Αφού σε καταδικάσω, θα μπορούμε να πάμε κάπου να φάμε». «Δυσκολεύομαι να σε φανταστώ στο δικαστήριο». «Το ίδιο κι εγώ. Αλλά εκεί περνώ τις περισσότερες μέρες μου». Την επόμενη μέρα η Κάριν πήγε με την Μπιργκίτα στον σιδηροδρομικό σταθμό. «Λοιπόν, εγώ πρέπει να γυρίσω στους Κινέζους ποιητές μου», είπε η Κάριν. «Εσύ τι θα κάνεις;» «Σήμερα το απόγευμα θα μελετήσω τις δικογραφίες για μερικές δίκες που πλησιάζουν. Σε ζηλεύω που θα μελετάς ποιητές. Αλλά προτιμώ να μην το σκέφτομαι». Ήταν έτοιμες να χωρίσουν, όταν η Κάριν έπιασε το χέρι της Μπιργκίτα. «Δεν σε ρώτησα για όλα εκείνα τα γεγονότα στο Χούντικ σβαλ. Τ ι έγινε;» «Η αστυνομία επιμένει ότι το έκανε αυτός που αυτοκτόνησε».
«Μόνος του; Σκότωσε τόσους ανθρώπους;» «Ίσως. Αλλά ακόμη δεν κατάφεραν να βρουν το κίνητρο». «Ψυχοπάθεια;» «Δεν το πιστεύω αυτό». «Επικοινωνείς ακόμη με την αστυνομία;» «Όχι. Απλώς διαβάζω τις εφημερίδες». Η Μπιργκίτα παρακολούθησε την Κάριν, καθώς έβγαινε βιαστικά από το σταθμό, και μετά πήρε το τρένο για το αεροδρόμιο Κέστρουπ, εντόπισε το αμάξι της στο πάρκινγκ και γύρισε σπίτι. Όταν μεγαλώνεις, αρχίζεις κατά κάποιον τρόπο ν’ αποτραβιέσαι από τον κόσμο, σκέφτηκε. Δεν ορμάς συνεχώς μπροστά, όπως όταν ήσουν νέος. Είναι σαν τις συζητήσεις που κάναμε με την Κάριν. Προσπαθούμε να βρούμε τον πραγματικό μας εαυτό, ποιες είμαστε, και τώρα και τότε. Γύρισε στο Χέλσινγκμποργκ γύρω στις δώδεκα. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο της, όπου διάβασε ένα υπόμνημα από την Εθνική Διοίκηση Δικαστηρίων και μετά άρχισε να ασχολείται με τις δύο υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να προετ οιμαστεί. Ξαφνικά αισθάνθηκε ευτυχία να αναβλύζει από μέσα της. Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε βαθιά. Ποτέ δεν είναι πολύ αργά, σκέφτηκε. Τ ώρα έχω δει το Σινικό Τείχος. Υπάρχουν και άλλα μέρη, ιδιαίτερα νησιά, που θέλω να επισκεφτώ πριν τελειώσει η ζωή μου και καρφώσουν το σκέπασμα στο φέρετρό μου. Κάτι μέσα μου μου λέει ότι ο Στάφαν κι εγώ θα καταφέρουμε ν’ αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα που έχουμε. Η ώρα είχε πάει έντεκα όταν γύρισε σπίτι κι άρχισε να ετοιμάζεται για να κοιμηθεί. Ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Συνοφρυώθηκε, αλλά πήγε ν’ ανοίξει. Δεν ήταν κανείς. Βγήκε έξω και κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο δρόμο. Ένα αμάξι πέρασε μπροστά από το σπίτι, αλλά, πέρα απ’ αυτό, ο δρόμος ήταν άδειος. Η καγκελόπορτα του κήπου ήταν κλειστή. Παιδιά, σκέφτηκε. Χτυπάνε το κουδούνι και το βάζουν στα πόδια. Μπήκε πάλι μέσα κι έπεσε για ύπνο πριν από τα μεσάνυχτα. Ξύπνησε λίγο μετά τις δύο χωρίς να ξέρει γιατί. Δεν θυμόταν να είδε κάποιο όνειρο και αφουγκράστηκε μέσα στο σκοτάδι, αλλά δεν
άκουσε τίποτα. Ήταν έτοιμη να γυρίσει από την άλλη και να ξανακοιμηθεί, όταν ανακάθισε. Άναψε το φως του κομοδίνου και αφουγκράστηκε πάλι. Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα προς το κεφαλόσκαλο. Δεν άκουγε τίποτα. Φόρεσε τη ρόμπα της και κατέβηκε κάτω. Όλες οι πόρτ ες και τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα. Στάθηκε σε ένα παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και παραμέρισε την κουρτίνα. Της φάνηκε ότι μπορεί να είδε για μια στιγμή μια σκιά ν’ απομακρύνεται στο πεζοδρόμιο, αλλά τελικά το απέδωσε στη ζωηρή φαντασία της. Δεν είχε ξαναφοβηθεί ποτέ το σκοτάδι. Ίσως είχε ξυπνήσει επειδή πεινούσε. Έπειτα από ένα σάντουιτς κι ένα ποτήρι νερό γύρισε στο κρεβάτι και ύστερα από λίγο ξανακοιμήθηκε. Το επόμενο πρωί, όταν πήγε να πάρει το χαρτοφύλακά της, είχε την αίσθηση ότι κάποιος είχε μπει στο γραφείο της. Ήταν η ίδια αίσθηση που είχε με τη βαλίτσα της στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Πεκίνο. Όταν έπεσε για ύπνο το προηγούμενο βράδυ, τοποθέτησε όλα τα έγγραφά της τακτικά στο χαρτοφύλακα. Τ ώρα, μερικές από τις άκρες των εγγράφων προεξείχαν στο επάνω μέρος. Αν και βιαζόταν, κατέβηκε και έλεγξε το υπόγειο. Δεν έλειπε τίποτα, δεν είχαν πειράξει τίποτα. Η φαντασία μου οργιάζει, σκέφτηκε. Μου φτάνει η μανία καταδίωξης που είχα πάθει στο Πεκίνο, δεν μου χρειάζεται να πάθω το ίδιο και στο Χέλσινγκμποργκ. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν κλείδωσε την εξώπορτα και κατέβηκε με τα πόδια στην πόλη μέχρι το δικαστήριο. Όταν έφτασε, πήγε στο γραφείο της, έκλεισε το τηλέφωνο, έγειρε πίσω στο κάθισμα με τα μάτια κλειστά και σκέφτηκε την υπόθεση που θα εκδίκαζε. Αφορούσε μια συμμορία Βιετναμέζων που κατηγορούνταν για λαθρεμπόριο τσιγάρων. Διέτρεξε νοερά τα σημαντικότερα σημεία του κατηγορητηρίου σε βάρος των δύο αδερφών Τ ραν, που είχαν συλληφθεί τρεις διαφορετικές φορές πριν τους απαγγελθούν τελικά κατηγορίες. Τ ώρα αντιμετώπιζαν μια πιθανή καταδίκη. Δύο άλλοι Βιετναμέζοι, ο Ντανγκ και ο Φαν, είχαν συλληφθεί στη διάρκεια της έρευνας. Το ευχάριστο ήταν ότι θα είχε εισαγγελέα τον Παλμ. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας, που έπαιρνε πολύ σοβαρά τα επαγγελματικά του καθήκοντα. Ο Παλμ βασίστηκε στο υλικό που είχε στη διάθεσή της η
Ρόσλιν και επέμεινε να γίνει μια διεξοδική έρευνα από την αστυνομία, κάτι που δεν γινόταν πάντα. Τη στιγμή που το ρολόι χτυπούσε δέκα, μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου και κάθισε στην έδρα της. Οι πάρεδροι και οι στενογράφοι ήταν ήδη στις θέσεις τους. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Υπήρχαν αστυνομικοί και υπάλληλοι της εταιρείας φύλαξης. Όλοι είχαν περάσει από ανιχνευτές μετάλλων. Η Ρόσλιν κήρυξε την έναρξη της διαδικασίας, σημείωσε τα ονόματα, βεβαιώθηκε ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν παρόντες και άφησε τον εισαγγελέα να συνεχίσει. Ο Παλμ μιλούσε αργά και καθαρά και μερικές φορές απηύθυνε τα σχόλιά του στους θεατές. Υπήρχε μια μεγάλη ομάδα Βιετναμέζων, οι περισσότεροι πολύ νέοι. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν αναγνώρισε επίσης μερικούς δημοσιογράφους και έναν σκιτσογράφο, που δούλευε για σουηδικές εφημερίδες. Η Μπιργκίτα είχε ένα δικό της σκίτσο, φτιαγμένο από τον ίδιο σκιτσογράφο, που το είχε κόψει από την εφημερίδα. Το είχε βάλει σε ένα συρτάρι του γραφείου της για να μη νομίζουν οι επισκέπτες της ότι είναι ματαιόδοξη. Ήταν δύσκολη μέρα. Παρόλο που η έρευνα της αστυνομίας είχε αποδείξει πώς είχαν διαπραχθεί τα εγκλήματα, οι τέσσερις νεαροί άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο. Δύο από αυτούς μιλούσαν σουηδικά, αλλά οι αδερφοί Τ ραν χρειάζονταν διερμηνέα. Η Ρόσλιν αναγκάστηκε να επισημάνει σε αρκετές περιπτώσεις ότι η μετάφραση δεν ήταν σαφής. Πραγματικά, αναρωτιόταν αν η κοπέλα καταλάβαινε τι έλεγαν τα δύο αδέρφια. Επίσης, χρειάστηκε να πει σε μερικούς θεατές να κάνουν ησυχία και απείλησε να τους αποβάλει από την αίθουσα. Ενώ έτρωγε μεσημεριανό, πέρασε ο Χανς Μάτσον για να δει πώς πήγαιναν τα πράγματα. «Λένε ψέματα», είπε η Μπιργκίτα. «Όμως, τα στοιχεία εναντίον τους είναι ακράδαντα. Το μόνο ερώτημα είναι τι σκαρώνει η διερμηνέας». «Έχει καλή φήμη», είπε έκπληκτος ο Χανς Μάτσον. «Υποτ ίθεται ότι είναι η καλύτερη που υπάρχει στη Σουηδία». «Μπορεί να περνά κακή μέρα». «Μήπως περνάς κι εσύ κακή μέρα;»
«Όχι. Αλλά το πράγμα αργεί. Αμφιβάλλω αν θα τελειώσουμε αύριο». Στην απογευματινή συνεδρίαση, η Μπιργκίτα συνέχισε να παρατηρεί τους θεατές. Πρόσεξε μια μεσήλικη Βιετναμέζα που καθόταν μόνη σε μια γωνία της αίθουσας, μισοκρυμμένη πίσω από τους μπροστινούς της. Κάθε φορά που η Μπιργκίτα κοίταζε εκεί έβρισκε τη γυναίκα να την κοιτάζει, ενώ όλοι οι υπόλοιποι Βιετναμέζοι κοίταζαν τους κατηγορούμενους. Η Μπιργκίτα θυμήθηκε τη δίκη που είχε παρακολουθήσει στην Κίνα πριν από μερικούς μήνες. Μπορεί να με παρακολουθεί μια συνάδελφος από το Βιετνάμ, σκέφτηκε ειρωνικά. Όμως, σίγουρα κάποιος θα μου το έλεγε. Άλλωστε, δεν βλέπω να κάθεται δίπλα της διερμηνέας. Όταν έδωσε τέλος στη συνεδρίαση, δεν ήξερε πόσος χρόνος θα χρειαζόταν ακόμη για να ολοκληρωθεί η δίκη. Κάθισε στο γραφείο της και μελέτησε τι απέμενε να γίνει. Άλλη μια μέρα μπορεί να είναι αρκετή, σκέφτηκε, αν δεν προκύψει κάτι απρόβλεπτο. Κοιμήθηκε βαθιά εκείνο το βράδυ, χωρίς να την ενοχλήσουν παράξενοι θόρυβοι. Όταν άρχισε πάλι η δίκη την επόμενη μέρα, η γυναίκα καθόταν ξανά στην ίδια θέση. Κάτι πάνω της έκανε την Μπιργκίτα να νιώθει ανασφάλεια. Σε ένα σύντομο διάλειμμα κάλεσε έναν κλητήρα και του ζήτησε να ελέγξει αν η γυναίκα έμενε μόνη της και έξω από το δικαστήριο. Λίγο πριν αρχίσει πάλι η δίκη, ο κλητήρας πήγε και της είπε πως όντως η γυναίκα δεν είχε μιλήσει με κανέναν. «Σε παρακαλώ, να την παρακολουθείς», είπε η Μπιργκίτ α Ρόσλιν. «Μπορώ να την απομακρύνω αν θέλεις». «Με ποια αιτιολογία». «Ότι σε ανησυχεί». «Όχι, απλώς να την παρακολουθείς. Τ ίποτε άλλο». Το πράγμα παρέμεινε αμφίβολο μέχρι την τελευταία στιγμή, αλλά τελικά η Ρόσλιν κατάφερε να ολοκληρώσει τη διαδικασία αργά εκείνο το απόγευμα. Δήλωσε ότι οι ποινές θα ανακοινώνονταν στις 20 Ιουνίου και έκλεισε την υπόθεση. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν γυρίσει στο γραφείο της, αφού ευχαρίστησε τους διάφορους βοηθούς
της, ήταν η Βιετναμέζα, που είχε γυρίσει και κοίταζε την Μπιργκίτα καθώς έφευγε από την αίθουσα. Έπειτα από λίγο πέρασε από το γραφείο της ο Χανς Μάτσον. Είχε ακούσει τις τελικές αγορεύσεις του εισαγγελέα και του συνηγόρου από το εσωτερικό ηχητικό σύστημα. «Ο Παλμ έχει μερικές καλές μέρες τελευταία». «Το μόνο ερώτημα είναι πώς να μοιράσω τις ποινές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδέρφια είναι οι αρχηγοί της συμμορίας. Οι άλλοι δύο είναι επίσης ένοχοι, φυσικά, αλλά δείχνουν να φοβούνται τα αδέρφια. Είναι δύσκολο ν’ αποφύγω την υποψία ότι μπορεί να έχουν επωμιστεί μεγαλύτερο μέρος της ενοχής από αυτό που τους αναλογεί πραγματικά». «Πες μου αν θέλεις να συζητήσουμε τίποτα». Η Μπιργκίτα μάζεψε τις σημειώσεις της και ετοιμάστηκε να φύγει για το σπίτι. Ο Στάφαν της είχε στείλει ένα μήνυμα στο κινητό λέγοντας ότι όλα πήγαιναν καλά. Ήταν έτοιμη να φύγει, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Δίστασε, μετά το σήκωσε. Ήταν ο κλητήρας. «Ήθελα να σου πω ότι έχεις μια επισκέπτρια». «Ποια;» «Τη γυναίκα που μου ζήτησες να παρακολουθώ». «Είναι ακόμη εδώ; Τ ι θέλει;» «Δεν ξέρω». «Αν είναι συγγενής των κατηγορουμένων, δεν επιτρέπεται να της μιλήσω». «Δεν νομίζω ότι είναι συγγενής». Η Μπιργκίτα είχε αρχίσει ν’ ανυπομονεί. «Τ ι εννοείς;» «Εννοώ ότι δεν είναι από το Βιετνάμ. Μιλάει εξαιρετικά αγγλικά. Είναι Κινέζα. Και θέλει να σου μιλήσει. Λέει ότι είναι πολύ σημαντικό». «Πού είναι;» «Περιμένει έξω. Τη βλέπω από ’δώ. Μόλις έκοψε ένα φύλλο από ένα δέντρο». «Έχει όνομα;» «Σίγουρα έχει, αλλά δεν μου το είπε».
«Έρχομαι. Πες της να περιμένει». Η Μπιργκίτα πήγε στο παράθυρο. Είδε τη γυναίκα να στέκει στο πεζοδρόμιο. Μερικά λεπτά αργότερα βγήκε από το δικαστήριο.
33 Η γυναίκα, που λεγόταν Χο, θα μπορούσε να είναι μικρότερη αδερφή της Χονγκ Τσόου. Η Μπιργκίτα εντυπωσιάστηκε από την ομοιότητα, όχι μόνο στα μαλλιά και το πρόσωπο αλλά και στο επιβλητικό της παράστημα. Η Χο της συστήθηκε με εξαιρετικά αγγλικά, όπως είχε κάνει και η Χονγκ Τσόου. «Έχω ένα μήνυμα για σένα», είπε η Χο. «Αν δεν σε ενοχλώ». «Μόλις τελείωσα τη δουλειά για σήμερα». «Δεν κατάλαβα λέξη απ’ όσα είπαν στο δικαστήριο», είπε η Χο, «αλλά είδα το σεβασμό που σου έδειχναν». «Πριν από μερικούς μήνες παρακολούθησα μια δίκη στην Κίνα. Η δικαστής ήταν επίσης γυναίκα. Και της έδειχναν επίσης μεγάλο σεβασμό». Η Μπιργκίτα ρώτησε τη Χο αν θα ήθελε να πάνε σε ένα καφέ ή ένα εστιατόριο, αλλά η Χο έδειξε απλώς ένα κοντινό πάρκο όπου υπήρχαν αρκετά παγκάκια. Πήγαν και κάθισαν. Όχι πολύ μακριά, μερικοί ηλικιωμένοι αλκοολικοί μάλωναν έντονα. Η Μπιργκίτα τους είχε ξαναδεί πολλές φορές στο παρελθόν. Είχε μια θολή ανάμνηση ότι έναν από αυτούς τον είχε καταδικάσει για κάποιο πταίσμα, αλλά δεν θυμόταν για τι. Οι μεθυσμένοι στα πάρκα και οι μοναχικοί άντρες που μαζεύουν ξερά φύλλα με την τσουγκράνα στα νεκροταφεία είναι το κέντρο της σουηδικής κοινωνίας, σκεφτόταν συχνά. Αν εξαφανιστούν αυτοί, τι θ’ απομείνει; Πρόσεξε ότι ένας από τους μεθυσμένους ήταν μελαψός. Η
νέα Σουηδία εμφανίζεται ακόμα κι εδώ. Η Μπιργκίτα χαμογέλασε. «Μπήκε η άνοιξη», είπε. «Ήρθα να σου πω ότι η Χονγκ Τσόου είναι νεκρή». Η Μπιργκίτα δεν ήξερε τι να περιμένει – σίγουρα, όμως, δεν ήταν αυτό. Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο βαθιά μέσα της. Δεν ήταν από θλίψη αλλά από άμεσο φόβο. «Τ ι συνέβη;» «Σκοτώθηκε σε ένα τροχαίο δυστύχημα σε ένα ταξίδι στην Αφρική. Ήταν εκεί και ο αδερφός της. Αυτός επέζησε όμως. Μπορεί να μην ήταν στο ίδιο αμάξι. Δεν ξέρω όλες τις λεπτομέρειες». Η Μπιργκίτα κοίταζε τη Χο αμίλητη, αναμασώντας τα λόγια της και προσπαθώντας να καταλάβει. Η πολύχρωμη άνοιξη ξαφνικά είχε τυλιχτεί από σκιές. «Πότε έγινε αυτό;» «Πριν από μερικούς μήνες». «Στην Αφρική;» «Η καλή μου φίλη, η Χονγκ Τσόου, ήταν μέρος μιας μεγάλης αντιπροσωπείας που πήγε στη Ζιμπάμπουε. Ο υπουργός Εμπορίου, ο Κε, ήταν επικεφαλής της επίσκεψης, που θεωρούνταν πολύ σημαντική. Το δυστύχημα έγινε σε μια εκδρομή στη Μοζαμβίκη». Δύο από τους μεθυσμένους άρχισαν ξαφνικά να φωνάζουν και να σπρώχνουν ο ένας τον άλλο. «Πάμε», είπε η Μπιργκίτα και σηκώθηκε. Πήγε τη Χο σε ένα κοντινό καφέ, όπου ήταν σχεδόν οι μοναδικοί πελάτες. Η Μπιργκίτα ζήτησε από την κοπέλα στον πάγκο να χαμηλώσει τη μουσική. Η Χο πήρε ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό, η Μπιργκίτα έναν καφέ. «Πες μου τι έγινε», είπε. «Με λεπτομέρειες, πολύ αργά, όλα όσα ξέρεις. Εκείνες τις λίγες μέρες που γνώρισα τη Χονγκ Τσόου έγινε φίλη μου κατά κάποιον τρόπο. Όμως, κατ’ αρχάς, εσύ ποια είσαι; Ποιος σε έστειλε τόσο δρόμο από το Πεκίνο; Και πάνω απ’ όλα γιατί;» «Όχι», είπε η Χο, «έχω έρθει από το Λονδίνο. Η Χονγκ Τσόου είχε πολλούς φίλους, που τώρα πενθούν το χαμό της. Η Μα Λι, που ήταν με τη Χονγκ Τσόου στην Αφρική, μου είπε το λυπηρό νέο. Και
μου ζήτησε να έρθω σ’ επαφή μαζί σου». «Η Μα Λι;» «Μία από τις φίλες της Χονγκ Τσόου». «Πες τα μου όλα από την αρχή», είπε η Μπιργκίτα. «Ακόμη δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτά που μου λες». «Όλοι μας δυσκολευόμαστε. Όμως, είναι αλήθεια. Η Μα Λι μου έγραψε και μου είπε τι έγινε». Η Μπιργκίτα περίμενε. Είχε την αίσθηση ότι και η σιωπή περιείχε ένα μήνυμα. Η Χο δημιουργούσε ένα χώρο γύρω τους, άπλωνε ένα πέπλο που τις απομόνωνε. «Οι πληροφορίες δεν έχουν λογική ακολουθία», είπε η Χο. «Η επίσημη εκδοχή για το θάνατο της Χονγκ Τσόου φαίνεται να μην έχει καμία λογική». «Ποιος είπε στη Μα Λι τι έγινε;» «Ο Για Ρου, ο αδερφός της Χονγκ Τσόου. Σύμφωνα με τον Για Ρου, η Χονγκ Τσόου είχε αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι βαθιά στη ζούγκλα για να δει άγρια ζώα. Ο οδηγός έτρεχε πολύ, το αμάξι ανατράπηκε και η Χονγκ Τσόου σκοτώθηκε ακαριαία. Το αμάξι κάηκε, υπήρχε διαρροή βενζίνης». Η Μπιργκίτα κούνησε το κεφάλι και ταυτόχρονα ρίγησε. Απλούστατα δεν μπορούσε να φανταστεί τη Χονγκ Τσόου νεκρή, θύμα ενός κοινότοπου τροχαίου δυστυχήματος. «Μερικές μέρες πριν σκοτωθεί, η Χονγκ Τσόου είχε κάνει μια μεγάλη συζήτηση με τη Μα Λι», συνέχισε η Χο. «Δεν ξέρω για ποιο θέμα. Η Μα Λι δεν είναι άνθρωπος που θα πρόδιδε την εμπιστοσύνη μιας φίλης της. Όμως, η Χονγκ Τσόου της είχε δώσει καθαρές οδηγίες. Αν της συνέβαινε κάτι, έπρεπε να ειδοποιηθείς». «Γιατί; Την ήξερα ελάχιστα». «Αυτό δεν το γνωρίζω». «Σίγουρα δεν σου εξήγησε η Μα Λι;» «Η Χονγκ Τσόου της ζήτησε να ενημερωθείς πού μπορείς να με βρεις στο Λονδίνο, αν χρειαστείς βοήθεια». Η Μπιργκίτα ένιωθε το φόβο της να μεγαλώνει. Μου επιτίθενται σε ένα δρόμο στο Πεκίνο. Η Χονγκ Τσόου σκοτώνεται στην Αφρική. Αυτά τα δύο γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο.
Το μήνυμα την είχε τρομάξει. Αν ποτέ χρειαστείς βοήθεια, πρέπει να ξέρεις ότι υπάρχει μια γυναίκα στο Λονδίνο που λέγεται Χο. «Μα δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Ήρθες για να μου δώσεις κάποια προειδοποίηση; Τ ι θα μπορούσε να συμβεί;» «Η Μα Λι δεν μου έδωσε λεπτομέρειες». «Όμως, ό,τι κι αν έγραφε το γράμμα ήταν αρκετό για να σε κάνει να έρθεις εδώ. Ήξερε πού ζω, ήξερες πώς να επικοινωνήσεις μαζί μου. Τ ι σου έγραψε η Μα Λι;» «Η Χονγκ Τσόου της είχε μιλήσει για μια Σουηδή δικαστή που λεγόταν Μπιργκίτα Ρόσλιν και που ήταν στενή φίλη της για πολλά χρόνια. Της περιέγραψε την ατυχή επίθεση και την κλοπή της τσάντας, καθώς και τη διεξοδική έρευνα της αστυνομίας». «Της είπε όντως έτσι;» «Σου λέω τι έλεγε το γράμμα. Λέξη προς λέξη. Η Χονγκ Τσόου της είπε επίσης για μια φωτογραφία που της είχες δείξει». Η Μπιργκίτα ξαφνιάστηκε. «Αλήθεια; Μια φωτογραφία; Είπε τίποτε άλλο;» «Ότι ήταν ένας Κινέζος που πίστευες ότι είχε σχέση με κάποια περιστατικά που είχαν συμβεί στη Σουηδία». «Τ ι είπε γι’ αυτό τον άνθρωπο;» «Ανησυχούσε. Είχε ανακαλύψει κάτι». «Τ ι;» «Δεν ξέρω». Η Μπιργκίτα δεν μίλησε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από αυτό το μήνυμα της Χονγκ Τσόου. Δεν μπορεί να ήταν μόνο μια προειδοποίηση. Υποψιαζόταν η Χονγκ Τσόου ότι μπορεί να της συνέβαινε κάτι; Ή ήξερε ότι κινδύνευε η Μπιργκίτα; Μήπως είχε ανακαλύψει την ταυτότητα του ανθρώπου στη φωτογραφία; Σε αυτή την περίπτωση, γιατί δεν το είπε; Η Μπιργκίτα ένιωθε την ανησυχία της να μεγαλώνει. Η Χο την παρακολουθούσε αμίλητη περιμένοντας. «Υπάρχει ένα ερώτημα που πρέπει να μου απαντήσεις. Ποια είσαι;» «Ζω στο Λονδίνο από τις αρχες της δεκαετίας του ’90. Πρώτα πήγα εκεί ως γραμματέας της κινεζικής πρεσβείας. Μετά διορίστηκα
επικεφαλής του Αγγλοκινεζικού Επιμελητηρίου. Τ ώρα είμαι ανεξάρτητη σύμβουλος σε κινεζικές εταιρείες που θέλουν να ιδρύσουν υποκαταστήματα στην Αγγλία. Και όχι μόνο στην Αγγλία. Συνεργάζομαι επίσης με ένα μεγάλο εκθεσιακό σύμπλεγμα που θα χτιστεί στη Σουηδία κοντά στο Κάλμαρ. Λόγω της δουλειάς μου γυρίζω όλη την Ευρώπη». «Πώς γνώρισες τη Χονγκ Τσόου;» Η απάντηση της Χο ξάφνιασε την Μπιργκίτα. «Είμαστε συγγενείς. Ξαδέρφες. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, αλλά γνωριζόμαστε από παιδιά». Η Μπιργκίτα σκέφτηκε αυτό που είχε πει η Χονγκ Τσόου ότι οι δυο τους ήταν πολλά χρόνια φίλες. Υπήρχε ένα κρυμμένο μήνυμα εκεί. Η μόνη ερμηνεία που μπορούσε να δώσει η Μπιργκίτα ήταν ότι η σύντομη γνωριμία τους είχε δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Ήταν δυνατό να υπάρξει μεγάλη εμπιστοσύνη ανάμεσά τους. Ή, μήπως, όχι απλώς δυνατό αλλά και απαραίτητο; «Τ ι έγραφε στο γράμμα; Για μένα;» «Η Χονγκ Τσόου ήθελε να ενημερωθείς το συντομότερο δυνατό». «Τ ι άλλο;» «Όπως σου είπα ήδη, ήθελε να ξέρεις πού ζω σε περίπτωση που συμβεί κάτι». «Τ ι θα μπορούσε να συμβεί;» «Δεν ξέρω». Κάτι στον τόνο της Χο έκανε την Μπιργκίτα να μπει σε επιφυλακή. Μέχρι εκείνη την ώρα η Χο της έλεγε αλήθεια, τώρα όμως απαντούσε με υπεκφυγές. Ξέρει περισσότερα από αυτά που λέει, σκέφτηκε. «Η Κίνα είναι μεγάλη χώρα», είπε η Μπιργκίτα. «Ένας Δυτικός μπορεί εύκολα να μπερδέψει το μέγεθός της με την αίσθηση ότι είναι μια μυστικοπαθής χώρα. Η έλλειψη γνώσης μεταμορφώνεται σε μυστήριο. Σίγουρα αυτό κάνω κι εγώ. Έτσι βίωσα τη Χονγκ Τσόου. Ό,τι κι αν μου έλεγε, δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω τι εννοούσε». «Η Κίνα δεν είναι πιο μυστικοπαθής από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Και η εντύπωση ότι η χώρα μας είναι ακατανόητη είναι ένας Δυτικός μύθος. Οι Ευρωπαίοι δεν δέχτηκαν ποτέ ότι απλούστατα δεν
καταλαβαίνουν τον τρόπο σκέψης μας. Ούτε ότι κάναμε τόσες πολλές κρίσιμες ανακαλύψεις και εφευρέσεις πριν από εσάς. Η πυρίτιδα, η πυξίδα, η τυπογραφία, όλ’ αυτά επινοήθηκαν πρώτα από τους Κινέζους. Δεν ήσαστε καν οι πρώτοι που ανακαλύψατε τη μέτρηση του χρόνου. Χιλιάδες χρόνια πριν αρχίσετε εσείς να φτιάχνετε μηχανικά ρολόγια, εμείς είχαμε κλεψύδρες. Δεν θα μπορέσετε ποτέ να μας συγχωρήσετε γι’ αυτό».
«Πότε συναντήθηκες τελευταία φορά με τη Χονγκ Τσόου;» «Πριν από τέσσερα χρόνια. Ήρθε στο Λονδίνο και περάσαμε μερικά βράδια μαζί. Ήταν καλοκαίρι. Ήθελε να κάνουμε μεγάλους περίπατους στο Χάμπστεντ Χιθ και με ανέκρινε για το πώς βλέπουν οι Άγγλοι τις εξελίξεις στην Κίνα. Οι ερωτήσεις της ήταν απαιτητικές, και γινόταν ανυπόμονη αν οι απαντήσεις μου δεν ήταν σαφείς. Ήθελε επίσης να πάμε σε αγώνες κρίκετ». «Γιατί;» «Δεν μου εξήγησε ποτέ. Η Χονγκ Τσόου είχε αρκετά απρόσμενα ενδιαφέροντα». «Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου τα σπορ, αλλά το κρίκετ μού φαίνεται τελείως ακατανόητο – μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς κερδίζει ή χάνει μια ομάδα». «Νομίζω ότι ήθελε να δει αγώνες κρίκετ για να καταλάβει πώς λειτουργούν οι Άγγλοι μελετώντας το εθνικό τους σπορ. Η Χονγκ Τσόου ήταν πολύ πεισματάρα». Η Χο κοίταξε το ρολόι της. «Πρέπει να γυρίσω στο Λονδίνο μέσω Κοπεγχάγης σήμερα». Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε αν έπρεπε να θέσει την απορία που της είχε δημιουργηθεί. «Δεν πιστεύω να βρέθηκες κατά τύχη στο σπίτι μου προχτές το βράδυ; Μέσα στο γραφείο μου;» «Έμενα σε ένα ξενοδοχείο. Γιατί να μπω στο σπίτι σου σαν κλέφτης;» είπε η Χο απορημένη. «Ήταν απλώς μια σκέψη. Με ξύπνησε ένας θόρυβος». «Είχε μπει κάποιος μέσα;» «Δεν ξέρω». «Έλειπε τίποτα;» «Νομίζω ότι κάποιος πείραξε τα χαρτιά μου». «Όχι», είπε η Χο. «Δεν ήμουν εγώ». «Και είσαι μόνη σου εδώ;» «Κανείς δεν ξέρει ότι είμαι στη Σουηδία. Ούτε καν ο άντρας μου
και τα παιδιά μου. Νομίζουν ότι είμαι στις Βρυξέλες. Πηγαίνω συχνά εκεί». Έβγαλε μια κάρτα και την έβαλε στο τραπέζι μπροστά στην Μπιργκίτα. Πάνω έγραφε το όνομά της, Χο Μέι Γουάν, τη διεύθυνσή της και διάφορα τηλέφωνα. «Πού ακριβώς μένεις στο Λονδίνο;» «Στην Τσάιναταουν. Το καλοκαίρι έχει πολύ θόρυβο στους δρόμους όλη νύχτα. Παρ’ όλα αυτά, μου αρέσει να ζω εκεί. Είναι μια μικρή Κίνα στη μέση του Λονδίνου». Η Μπιργκίτα έβαλε την κάρτα στην τσάντα της. Συνόδευσε τη Χο μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό για να βεβαιωθεί ότι θα έπαιρνε το σωστό τρένο. «Ο άντρας μου είναι προϊστάμενος αμαξοστοιχιών», είπε η Μπιργκίτα. «Τ ι δουλειά κάνει ο δικός σου άντρας;» «Είναι σερβιτόρος», απάντησε η Χο. «Γι’ αυτό ζούμε στην Τσάιναταουν. Δουλεύει σε ένα εστιατόριο στο ισόγειο». Η Μπιργκίτα κοίταζε το τρένο για την Κοπεγχάγη, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα σε ένα τούνελ. Μετά γύρισε σπίτι, έφτιαξε να φάει και συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένη ήταν. Αποφάσισε να δει ειδήσεις, αλλά την πήρε ο ύπνος, αφού έμεινε για λίγο ξαπλωμένη στον καναπέ. Την ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Στάφαν από το Φουνσάλ. Η σύνδεση ήταν κακή. Ο Στάφαν φώναζε για να τον ακούσει μέσα στα παράσιτα. Η Μπιργκίτα συμπέρανε ότι όλα πήγαιναν καλά και ότι διασκέδαζαν. Μετά η γραμμή κόπηκε. Περίμενε να την ξαναπάρει αλλά μάταια. Ξάπλωσε πάλι στον καναπέ. Δυσκολευόταν να χωνέψει το γεγονός ότι η Χονγκ Τσόου ήταν νεκρή. Όμως, ακόμα κι όταν της είπε η Χο τι είχε συμβεί, είχε την αίσθηση ότι κάτι δεν κόλλαγε. Άρχισε να μετανιώνει που δεν έκανε κι άλλες ερωτήσεις στη Χο. Όμως, ήταν πολύ κουρασμένη μετά την πολύπλοκη δίκη και δεν είχε το κουράγιο. Και τώρα ήταν πολύ αργά. Η Χο ήταν στο δρόμο για το σπίτι της στην Τσάιναταουν του Λονδίνου. Η Μπιργκίτα άναψε ένα κερί για τη Χονγκ Τσόου και μετά έψαξε τους χάρτες στη βιβλιοθήκη, μέχρι που βρήκε έναν του Λονδίνου. Το εστιατόριο όπου δούλευε ο άντρας της Χο ήταν δίπλα στην πλατεία
Λέστερ. Η Μπιργκίτα είχε καθίσει κάποτε με τον Στάφαν εκεί, στο μικρό πάρκο, κοιτάζοντας τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Ήταν προς τα τέλη του φθινοπώρου και είχαν κάνει το ταξίδι εντελώς παρορμητικά. Αργότερα μιλούσαν συχνά γι’ αυτό, το θεωρούσαν μια μοναδική και πολύτιμη ανάμνηση. Έπεσε για ύπνο νωρίς, γιατί είχε δικαστήριο την επόμενη μέρα. Η υπόθεση αφορούσε μια γυναίκα που είχε ξυλοκοπήσει τη μητέρα της. Δεν ήταν τόσο πολύπλοκη όσο αυτή με τους τέσσερις Βιετναμέζους, αλλά δεν μπορούσε να είναι κουρασμένη όταν έπαιρνε τη θέση της στην έδρα. Δεν της το επέτρεπε ο αυτοσεβασμός της. Για να βεβαιωθεί ότι δεν θα έμενε ξάγρυπνη όλη νύχτα, πήρε μισό υπνωτικό χάπι πριν κλείσει το φως. Η υπόθεση αποδείχτηκε πιο απλή απ’ ό,τι περίμενε. Η κατηγορούμενη άλλαξε ξαφνικά την αρχική της δήλωση και αποδέχτηκε όλες τις κατηγορίες εναντίον της. Και η υπεράσπιση δεν έκανε κανέναν ελιγμό που θα μπορούσε να παρατείνει τη διαδικασία. Στις τέσσερις παρά τέταρτο, η Μπιργκίτα Ρόσλιν μπόρεσε να συνοψίσει την υπόθεση και να δηλώσει ότι η ποινή θα ανακοινωνόταν την 1η Ιουνίου. Όταν γύρισε στο γραφείο της, τηλεφώνησε αυθόρμητα στην αστυνομία του Χούντικσβαλ. Της φάνηκε ότι αναγνώρισε τη φωνή της κοπέλας που απάντησε. Ακουγόταν λιγότερο νευρική και κουρασμένη από τον περασμένο χειμώνα. «Ψάχνω τη Βίβι Σούντμπεργκ. Έχει έρθει σήμερα;» «Την είδα να περνά πριν από μερικά λεπτά. Ποιος τη ζητά;» «Η δικαστής από το Χέλσινγκμποργκ. Αυτό αρκεί». Η Βίβι Σούντμπεργκ ήρθε στο τηλέφωνο σχεδόν αμέσως. «Μπιργκίτα Ρόσλιν. Καιρό είχαμε να σε ακούσουμε». «Σκέφτηκα να κάνω ένα τηλέφωνο». «Έχεις τίποτα καινούργιους Κινέζους; Καμιά νέα θεωρία;» Η Μπιργκίτα άκουσε τον ειρωνικό της τόνο και μπήκε στον πειρασμό να της απαντήσει ότι θα μπορούσε να βγάλει πολλούς Κινέζους από το καπέλο της. Παρ’ όλα αυτά, απλώς είπε ότι ήταν περίεργη να μάθει πώς πήγαιναν τα πράγματα. «Ακόμη πιστεύουμε ότι ο δράστης ήταν αυτός που δυστυχώς
κατάφερε ν’ αυτοκτονήσει», είπε η Βίβι. «Όμως, παρόλο που είναι νεκρός, η έρευνα συνεχίζεται. Δεν μπορούμε να καταδικάσουμε έναν νεκρό, αλλά μπορούμε να δώσουμε στους ζωντανούς μια εξήγηση για όσα έγιναν, και ιδιαίτερα γιατί». «Θα τα καταφέρετε;» «Είναι νωρίς ακόμη για να σου απαντήσω». «Κανένα νέο στοιχείο;» «Δεν μπορώ να το σχολιάσω αυτό». «Κανένας καινούργιος ύποπτος; Καμιά άλλη πιθανή εξήγηση;» «Δεν μπορώ να το σχολιάσω ούτε αυτό. Είμαστε ακόμη στη μέση μιας έρευνας μεγάλης κλίμακας με πολλές και πολύπλοκες λεπτομέρειες». «Όμως, εξακολουθείς να πιστεύεις ότι ο δράστης ήταν ο άνθρωπος που συλλάβατε; Και ότι είχε όντως κάποιο κίνητρο για να σκοτώσει δεκαεννέα ανθρώπους;» «Έτσι δείχνουν τα πράγματα. Εκείνο που μπορώ να σου πω είναι ότι επιστρατεύσαμε όλους τους ειδικούς που μπορείς να φανταστείς – εγκληματολόγους, αναλυτές ψυχολογικού προφίλ, ψυχολόγους και τους πιο πεπειραμένους αστυνομικούς και τεχνικούς της Σήμανσης απ’ όλη τη χώρα. Περιττό να πω, βέβαια, ότι ο καθηγητής Πέρσον έχει μεγάλες αμφιβολίες. Αλλά και πότε δεν είχε; Όμως, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας ακόμη». «Τ ι έγινε με το παιδί;» ρώτησε η Μπιργκίτα. «Το θύμα που δεν ταίριαζε με το όλο σκηνικό. Πώς το εξηγείτε αυτό;» «Δεν έχουμε κάποια εξήγηση αυτή καθαυτή. Αλλά, φυσικά, έχουμε μια εικόνα του πώς συνέβη το πράγμα». «Υπάρχει κάτι που με απασχολούσε», είπε η Μπιργκίτα. «Μήπως κάποιος από τους νεκρούς φαινόταν πιο σημαντικός από τους άλλους;» «Τ ι εννοείς;» «Μήπως κάποιο από τα θύματα είχε υποστεί ιδιαίτερα απάνθρωπη μεταχείριση. Ή ίσως αυτός που σκοτώθηκε πρώτος; Ή τελευταίος;» «Δεν μπορώ να κάνω κανένα σχόλιο γι’ αυτά τα ερωτήματα». «Απλώς πες μου αν οι ερωτήσεις μου σε εξέπληξαν». «Όχι».
«Βρήκατε καμιά εξήγηση για την κόκκινη κορδέλα;» «Όχι». «Ξέρεις, πήγα στην Κίνα», είπε η Μπιργκίτα. «Είδα το Σινικό Τείχος. Με λήστεψαν στο δρόμο και πέρασα μία ολόκληρη μέρα με μερικούς πολύ σκληρούς αστυνομικούς». «Αλήθεια;» είπε η Βίβι. «Σε τραυμάτισαν;» «Όχι, απλώς φοβήθηκα. Αλλά ξαναβρέθηκε η τσάντα που μου είχαν κλέψει». «Επομένως, στάθηκες τυχερή τελικά». «Ναι», είπε η Μπιργκίτα. «Ήμουν τυχερή. Ευχαριστώ για το χρόνο σου». Η Μπιργκίτα παρέμεινε στο γραφείο της αφού έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι όλοι αυτοί οι ειδικοί που είχε καλέσει η αστυνομία θα έλεγαν κάτι αν θεωρούσαν ότι η έρευνα δεν οδηγούσε πουθενά. Εκείνο το βράδυ έκανε έναν μεγάλο περίπατο και πέρασε αρκετές ώρες ξεφυλλίζοντας μπροσούρες με κρασιά. Σημείωσε αρκετά που ήθελε να παραγγείλει από την Ιταλία και μετά είδε στην τηλεόραση μια παλιά ταινία που είχε δει με τον Στάφαν όταν είχαν αρχίσει να βγαίνουν μαζί. Η Τ ζέιν Φόντα έπαιζε μια πόρνη, τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα, η πλοκή ήταν παράξενη και δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει με τα παράξενα ρούχα, ιδιαίτερα τα χυδαία παπούτσια πλατφόρμες που ήταν πολύ της μόδας εκείνη την εποχή. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, την είχε πάρει ο ύπνος σχεδόν. Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε δώδεκα παρά τέταρτο. Το κουδούνισμα σταμάτησε. Αν ήταν ο Στάφαν ή ένα από τα παιδιά, θα την έπαιρναν στο κινητό. Άναψε το φως. Το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Πήδησε και το σήκωσε από τη συσκευή στο γραφείο της. «Η Μπιργκίτα Ρόσλιν; Ζητώ συγγνώμη που τηλεφωνώ τόσο αργά. Γνωρίζεις τη φωνή μου;» Τη γνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον ανήκε. Ήταν ένας άντρας, ηλικιωμένος. «Όχι». «Ο Στουρ Χέρμανσον». «Σε γνωρίζω;»
«Μάλλον θα ήταν υπερβολή να πω κάτι τέτοιο. Αλλά πέρασες από το μικρό ξενοδοχείο μου, το “ Ίντεν”, στο Χούντικσβαλ, πριν από μερικούς μήνες». «Α, ναι, θυμάμαι». «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη που τηλεφωνώ τόσο αργά». «Ζήτησες ήδη. Φαντάζομαι ότι θα έχεις κάποιο λόγο που πήρες». «Ξανάρθε». Ο Χέρμανσον χαμήλωσε τη φωνή του όταν είπε αυτή την τελευταία λέξη. Ξαφνικά η Μπιργκίτα κατάλαβε τι εννοούσε. «Ο Κινέζος;» «Ακριβώς». «Είσαι σίγουρος;» «Έφτασε πριν από λίγο. Δεν είχε κλείσει δωμάτιο από πριν. Μόλις του έδωσα το κλειδί του. Είναι στο ίδιο δωμάτιο με την άλλη φορά. Αριθμός δώδεκα». «Είσαι σίγουρος ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος;»
«Εσύ έχεις τη βιντεοκασέτα. Αλλά φαίνεται να είναι ο ίδιος. Τουλάχιστον χρησιμοποίησε το ίδιο όνομα». Η Μπιργκίτα προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ο Χέρμανσον διέκοψε τις σκέψεις της. «Και κάτι ακόμα». «Τ ι;» «Ρώτησε για σένα». Κράτησε την ανάσα της. Ο φόβος μέσα της φούντωσε. «Δεν είναι δυνατόν αυτό». «Τα αγγλικά μου δεν είναι καλά. Για να είμαι ειλικρινής, μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβω για ποια ρωτούσε. Αλλά είμαι σίγουρος ότι ρωτούσε για σενα». «Τ ι του είπες;» «Ότι ζεις στο Χέλσινγκμποργκ. Φάνηκε να ξαφνιάζεται. Φαίνεται πως νόμιζε ότι είσαι από το Χούντικσβαλ». «Τ ι άλλο του είπες;» «Του έδωσα τη διεύθυνσή σου, γιατί μου την είχες αφήσει και μου είχες ζητήσει να επικοινωνούσα μαζί σου αν γινόταν κάτι». Ηλίθιε βλάκα, σκέφτηκε η Μπιργκίτα. Ξαφνικά την έπιασε πανικός. «Κάνε μου μια χάρη», είπε. «Όταν βγει έξω, τηλεφώνησέ μου. Ακόμα κι αν είναι στη μέση της νύχτας. Τηλεφώνησέ μου». «Φαντάζομαι ότι θέλεις να του πω ότι επικοινώνησα μαζί σου». «Θα ήταν προτιμότερο να μην το αναφέρεις αυτό». «Εντάξει. Δεν θα του πω τίποτα». Το τηλεφώνημα τελείωσε. Η Μπιργκίτα δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Η Χονγκ Τσόου ήταν νεκρή. Αλλά ο άνθρωπος με την κόκκινη κορδέλα είχε ξαναγυρίσει.
34 Έπειτα από μια ξάγρυπνη νύχτα, η Μπιργκίτα τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο «Ίντεν» λίγο πριν τις εφτά το πρωί. Το τηλέφωνο χτυπούσε για πολλή ώρα χωρίς να το σηκώσει κανείς. Είχε προσπαθήσει ν’ αντιμετωπίσει το φόβο της. Αν δεν είχε πάει η Χο από το Λονδίνο να της πει ότι η Χονγκ Τσόου ήταν νεκρή, δεν θα είχε αντιδράσει τόσο έντονα στο τηλεφώνημα του Στουρ Χέρμανσον. Όμως, πίστευε ότι, αφού ο Χέρμανσον δεν είχε έρθει πάλι σε επαφή μαζί της τη νύχτα, δεν είχε συμβεί τίποτε άλλο. Μπορεί απλώς να κοιμόταν ακόμη. Περίμενε άλλη μισή ώρα. Είχε αρκετές μέρες μπροστά της χωρίς δίκες και ήλπιζε να τελείωνε με τη συσσωρευμένη γραφική δουλειά που είχε και να σκεφτόταν την τελική της απόφαση για την ποινή που θα επέβαλλε στους τέσσερις Βιετναμέζους. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Στάφαν από το Φουνσάλ. «Θα κάνουμε ένα μικρό ταξίδι», της είπε. «Πού, στα βουνά; Κάτω στις κοιλάδες; Σ’ εκείνα τα ωραία μονοπάτια με τα λουλούδια;» «Όχι, κλείσαμε εισιτήρια με ένα μεγάλο ιστιοφόρο για ένα ταξίδι στη θάλασσα. Μπορεί να είμαστε εκτός ακτίνας κινητών τηλεφώνων τις επόμενες δύο μέρες». «Πού θα πάτε;» «Πουθενά. Ήταν ιδέα των παιδιών. Θα είμαστε μαθητευόμενα μέλη πληρώματος μαζί με τον πλοίαρχο, έναν μάγειρα και δύο πραγματικούς ναυτικούς». «Πότε θα φύγετε;» «Είμαστε ήδη στη θάλασσα. Έχει υπέροχο καιρό. Δυστυχώς, όμως, δεν φυσάει ακόμη». «Υπάρχουν ναυαγοσωστικές λέμβοι; Φοράτε σωσίβια;» «Μας υποτιμάς. Ευχήσου μας καλή διασκέδαση. Αν θέλεις, μπορώ να σου φέρω ένα μικρό μπουκάλι με θαλασσόνερο για σουβενίρ». Η σύνδεση δεν ήταν καλή. Αποχαιρετίστηκαν φωνάζοντας. Όταν η Μπιργκίτα έκλεισε το τηλέφωνο, ευχήθηκε ξαφνικά να είχε πάει στο
Φουνσάλ μαζί τους, αν και ο Χανς Μάτσον θα απογοητευόταν, και οι συνάδελφοί της θα εκνευρίζονταν. Τηλεφώνησε πάλι στο ξενοδοχείο «Ίντεν». Τ ώρα η γραμμή μιλούσε. Περίμενε και δοκίμασε πάλι έπειτα από πέντε λεπτά – μιλούσε ακόμη. Από το παράθυρο έβλεπε ότι ο ανοιξιάτικος καιρός συνεχιζόταν. Ήταν πολύ ζεστά ντυμένη κι έτσι πήγε και άλλαξε ρούχα. Το τηλέφωνο του ξενοδοχείου μιλούσε ακόμη. Αποφάσισε να δοκιμάσει από το γραφείο της στο ισόγειο. Αφού κοίταξε στο ψυγείο και έκανε μια λίστα με ψώνια, τηλεφώνησε πάλι στο ξενοδοχείο. Μια γυναίκα απάντησε μιλώντας σπασμένα σουηδικά. «Ίντεν». «Μπορώ να μιλήσω στον Στουρ Χέρμανσον, παρακαλώ;» «Όχι, δεν μπορείς», φώναξε η γυναίκα. Μετά ξεφώνησε κάτι υστερικά σε μια ξένη γλώσσα που μάλλον πρέπει να ήταν ρωσικά. Από τους ήχους που άκουγε η Μπιργκίτα συμπέρανε ότι το ακουστικό είχε πέσει στο πάτωμα. Κάποιος το σήκωσε. Αυτή τη φορά άκουσε έναν άντρα. Είχε προφορά του Χέλσινγκλαντ. «Εμπρός;» «Μπορώ να μιλήσω στον Στουρ Χέρμανσον, παρακαλώ;» «Ποιος είναι;» «Με ποιον μιλάω; Είναι εκεί το ξενοδοχείο “ Ίντεν;”» «Ναι. Αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις στον Στουρ». «Λέγομαι Μπιργκίτα Ρόσλιν και τηλεφωνώ από το Χέλσινγκμποργκ. Χτες βράδυ μού τηλεφώνησε ο Στουρ Χέρμανσον και συμφωνήσαμε να μιλήσουμε πάλι το πρωί». «Είναι νεκρός». Η Μπιργκίτα Ρόσλιν πήρε μια βαθιά ανάσα. Μια σύντομη στιγμή ζάλης. «Τ ι έγινε;» «Δεν ξέρουμε. Απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον κατάφερε να κοπεί με ένα μαχαίρι και πέθανε από αιμορραγία». «Με ποιον μιλάω;» «Λέγομαι Τάγκε Έλαντερ. Όχι ο πρώην πρωθυπουργός, εκείνος είναι Έρλαντερ. Έχω μια βιοτεχνία που φτιάχνει ταπετσαρίες στο διπλανό κτίριο. Η καμαριέρα του ξενοδοχείου, μια Ρωσίδα, βγήκε έξω τρέχοντας πριν από λίγα λεπτά. Τ ώρα περιμένουμε την
αστυνομία και το ασθενοφόρο». «Τον σκότωσαν;» «Τον Στουρ; Ποιος διάβολο θα ήθελε να σκοτώσει τον Στουρ; Φαίνεται ότι κόπηκε με ένα κουζινομάχαιρο. Ήταν μόνος στο ξενοδοχείο χτες βράδυ και φαίνεται ότι δεν τον άκουσε κανείς όταν φώναξε βοήθεια. Είναι τραγικό. Ήταν τόσο φιλικός άνθρωπος». Η Μπιργκίτα δεν ήταν σίγουρη αν είχε καταλάβει καλά. «Δεν μπορεί να ήταν μόνος στο ξενοδοχείο». «Γιατί;» «Γιατί είχε πελάτη». «Σύμφωνα με την καμαριέρα, το ξενοδοχείο ήταν άδειο». «Είχε τουλάχιστον έναν πελάτη. Μου το είπε χτες βράδυ. Έναν Κινέζο στο δωμάτιο δώδεκα». «Μπορεί να μην κατάλαβα καλά. Θα τη ρωτήσω». Η Μπιργκίτα άκουσε τη συζήτηση στο βάθος. Η Ρωσίδα καμαριέρα ήταν ακόμη σε κατάσταση υστερίας. Ο Έλαντερ επέστρεψε στο τηλέφωνο. «Επιμένει ότι δεν υπήρχαν πελάτες εδώ χτες βράδυ». «Μπορείς απλώς να ελέγξεις το βιβλίο πελατών. Δωμάτιο αριθμός δώδεκα. Ένας άντρας με κινέζικο όνομα». Ο Έλαντερ άφησε πάλι το τηλέφωνο. Η Μπιργκίτα άκουγε τη σερβιτόρα, που μπορεί να λεγόταν Νατάσα, να κλαίει. Άκουσε επίσης μια πόρτα να κλείνει και διαφορετικές φωνές να μιλούν στο βάθος. Ο Έλαντερ πήρε πάλι το ακουστικό. «Πρέπει να κλείσω. Ήρθε η αστυνομία και το ασθενοφόρο. Όμως, δεν υπάρχει βιβλίο πελατών». «Τ ι εννοείς;» «Εξαφανίστηκε. Η καμαριέρα λέει ότι είναι πάντα πάνω στον πάγκο. Αλλά δεν υπάρχει». «Είμαι σίγουρη ότι υπήρχε ένας πελάτης στο ξενοδοχείο χτες βράδυ». «Πάντως, τώρα δεν είναι εδώ. Μήπως είναι αυτός που έκλεψε το βιβλίο;» «Μπορεί να είναι κάτι χειρότερο», είπε η Μπιργκίτα. «Μπορεί να είναι αυτός που κρατούσε το μαχαίρι της κουζίνας που σκότωσε τον Στουρ Χέρμανσον».
«Δεν καταλαβαίνω τι λες. Ίσως είναι καλύτερα να μιλήσεις με κάποιον από τους αστυνομικούς». «Θα τους μιλήσω. Αλλά όχι αυτή τη στιγμή». Έκλεισε το τηλέφωνο. Όσο μιλούσε, ήταν όρθια, αλλά τώρα έπρεπε να καθίσει. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Όλα είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη θέση τους τώρα. Αν ο άνθρωπος που είχε δολοφονήσει τους κατοίκους του Χεχουεβάλεν επέστρεψε, ρώτησε γι’ αυτή και μετά εξαφανίστηκε με το βιβλίο πελατών αφήνοντας πίσω του νεκρό τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα. Είχε έρθει για να τη σκοτώσει. Όταν ζήτησε από τον νεαρό Κινέζο να δείξει στους φύλακες τη φωτογραφία από την κάμερα του Στουρ Χέρμανσον, δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τις συνέπειες. Για προφανείς λόγους, ο δολοφόνος είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ρόσλιν ζούσε στο Χούντικσβαλ. Τ ώρα αυτό το λάθος είχε διορθωθεί. Ο Χέρμανσον του είχε δώσει τη διεύθυνσή της. Ο πανικός της μεγάλωνε. Η επίθεση στο Πεκίνο, ο θάνατος της Χονγκ Τσόου, η τσάντα που κλάπηκε και ξαναβρέθηκε, η επίσκεψη στο δωμάτιό της στο ξενοδοχείο – όλα συνδέονταν μεταξύ τους. Όμως, τώρα τι επρόκειτο να συμβεί; Απελπισμένη, κάλεσε τον άντρα της στο κινητό. Δεν είχε σήμα. Βλαστήμησε τη ναυτική του περιπέτεια. Δοκίμασε το κινητό της μιας κόρης της με το ίδιο αποτέλεσμα. Πήρε την Κάριν Βίμαν. Καμιά απάντηση κι απ’ αυτή. Ο πανικός τής είχε κόψει την ανάσα. Έπρεπε να φύγει από το σπίτι. Όταν πήρε αυτή την απόφαση, ενέργησε όπως έκανε πάντα στις δύσκολες καταστάσεις: γρήγορα και αποφασιστικά, χωρίς δισταγμούς. Τηλεφώνησε στον Χανς Μάτσον και κατάφερε να του μιλήσει, παρόλο που ήταν σε σύσκεψη. Του είπε ότι είχε κάποια ίωση και έκλεισε απότομα. Ανέβηκε πάνω κι έβαλε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα. Στις σελίδες ενός παλιού βιβλίου από τις φοιτητικές της μέρες είχε μερικά χαρτονομίσματα πέντε και δέκα λιρών από ένα προηγούμενο ταξίδι στην Αγγλία. Ήταν σίγουρη ότι ο άντρας που σκότωσε τον Στουρ
Χέρμανσον ερχόταν νότια. Μπορεί να είχε ξεκινήσει ακόμα και τη νύχτα αν ταξίδευε με αμάξι. Κανείς δεν τον είχε δει να φεύγει. Τότε συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει την κάμερα ασφαλείας. Πήρε πάλι στο ξενοδοχείο. Αυτή τη φορά της απάντησε ένας άντρας βήχοντας. Δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει ποια ήταν. «Υπάρχει μια κάμερα ασφαλείας στο ξενοδοχείο. Ο Στουρ Χέρμανσον βιντεοσκοπούσε τους πελάτες του. Δεν είναι αλήθεια ότι το ξενοδοχείο ήταν άδειο χτες βράδυ. Υπήρχε τουλάχιστον ένας πελάτης». «Με ποια ομιλώ;» «Είσαι αστυνομικός;» «Ναι». «Άκουσες τι είπα. Το ποια είμαι δεν έχει σημασία». Έκλεισε το τηλέφωνο. Η ώρα ήταν οχτώ και μισή. Βγήκε από το σπίτι, κάλεσε ένα ταξί και ζήτησε να την πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό. Γρήγορα βρισκόταν σε ένα τρένο για την Κοπεγχάγη. Ο πανικός της τώρα μεταμορφωνόταν σε μια προσπάθεια να αιτιολογήσει τις πράξεις της. Ήταν σίγουρη ότι ο κίνδυνος δεν ήταν φανταστικός. Η μοναδική της ελπίδα τώρα ήταν να εκμεταλλευτεί τη βοήθεια που μπορούσε να της προσφέρει η Χο. Στην αίθουσα αναχωρήσεων του Κέστρουπ είδε σε μια οθόνη ότι υπήρχε μια πτήση για Λονδίνο σε δύο ώρες. Αγόρασε ένα εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή. Αφού έκανε τσεκ ιν, κάθισε με έναν καφέ και τηλεφώνησε στην Κάριν Βίμαν, το έκλεισε όμως πριν προλάβει να της απαντήσει. Τ ι θα της έλεγε; Η Κάριν δεν θα καταλάβαινε, παρόλο που η Μπιργκίτ α της είχε πει την αλήθεια στην τελευταία τους συνάντηση. Αυτά τα πράγματα που συνέβαιναν στην Μπιργκίτα Ρόσλιν δεν συνέβαιναν στον κόσμο της Κάριν Βίμαν. Ουσιαστικά, δεν συνέβαιναν ούτε στον δικό της κόσμο, αλλά μια απίθανη σειρά γεγονότων την είχαν οδηγήσει σε αυτή την επίσης απίθανη κατάσταση. Έφτασε στο Λονδίνο έπειτα από μια καθυστέρηση μίας ώρας: Το αεροδρόμιο βρισκόταν σε χαώδη κατάσταση ύστερα από έναν αντιτρομοκρατικό συναγερμό, όταν ανακαλύφθηκε μια ξεχασμένη βαλίτσα σε μία από τις αίθουσες αναχώρησης. Ήταν αργά το
απόγευμα όταν κατάφερε να φτάσει στο κεντρικό Λονδίνο και βρέθηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δύο αστέρων ένα δρόμο δίπλα στην Τότεναμ Κορτ Ρόουντ. Αφού ανέβηκε στο δωμάτιο και έκλεισε με τη βοήθεια ενός πουλόβερ τις χαραμάδες ενός παραθύρου που έβλεπ ε σε μια βρόμικη αυλή, ξάπλωσε στο κρεβάτι νιώθοντας εξαντλημένη. Είχε κοιμηθεί λίγα λεπτά στην πτήση, αλλά την ξυπνούσε συνέχεια ένα παιδί που έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που προσγειώθηκαν στο Χίθροου. Η μητέρα, που έμοιαζ ε πολύ νέα για να έχει παιδί, τελικά έβαλε τα κλάματα και η ίδια επειδή δεν μπορούσε να το κάνει να σταματήσει. Όταν ξύπνησε με ένα τρομαγμένο τίναγμα, είδε ότι είχε κοιμηθεί τρεις ώρες. Είχε αρχίσει κιόλας να σουρουπώνει. Είχε σκοπό να βρει τη Χο στη διεύθυνση του σπιτιού της στην Τσάιναταουν την ίδια μέρα, αλλά τώρα αποφάσισε να περιμένει μέχρι την επομένη. Έκανε έναν μικρό περίπατο μέχρι το Πικαντίλι Σέρκους και μπήκε σ’ ένα εστιατόριο. Λίγο αργότερα, μια μεγάλη παρέα Κινέζοι τουρίστες μπήκαν μέσα από τη γυάλινη πόρτα. Τους κοίταζε με τον πανικό της να μεγαλώνει, αλλά κατάφερε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Μετά το γεύμα επέστρεψε στο ξενοδοχείο και κάθισε στο μπαρ με ένα φλιτζάνι τσάι. Όταν πήρε το κλειδί του δωματίου, πρόσεξε ότι ο θυρωρός που έκανε τη νυχτερινή βάρδια ήταν Κινέζος. Αναρωτήθηκε αν η Ευρώπη είχε γεμίσει Κινέζους πρόσφατα ή αν αυτό ήταν μια παλιότερη εξέλιξη που δεν την είχε προσέξει ως τώρα. Σκέφτηκε πάλι όσα είχαν συμβεί: την επιστροφή του Κινέζου στο ξενοδοχείο «Ίντεν» και το θάνατο του Στουρ Χέρμανσον. Μπήκε στον πειρασμό να τηλεφωνήσει στη Βίβι Σούντμπεργκ, αλλά δεν το έκανε. Αφού έλειπε το βιβλίο πελατών, ήταν απίθανο να εντυπωσιαστεί η αστυνομία από μια φωτογραφία στην αυτοσχέδια κάμερα ασφαλείας. Επιπλέον, αν πίστευαν ότι ο θάνατος του Χέρμανσον ήταν ατύχημα, θα ήταν ανώφελο να τους μιλήσει. Όμως, τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε καν τηλεφωνητής που να λέει ότι ήταν κλειστό – όχι για τη σεζόν, αλλά μάλλον για τα καλά. Μη μπορώντας ν’ απαλλαγεί από το φόβο της, μπλόκαρε την πόρτα με μια καρέκλα και τσέκαρε προσεκτικά τις ασφάλειες στο παράθυρο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι άρχισε να γυρίζει κανάλια, αλλά
αντί να βλέπει αυτό που ήταν στην οθόνη έβλεπε συνέχεια ένα ιστιοφόρο να ταξιδεύει στη θάλασσα από τη Μαδέρα. Ξύπνησε στη μέση της νύχτας και βρήκε την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει μια παλιά ασπρόμαυρη γκανγκστερική ταινία με τον Τ ζέιμς Κάγκνεϊ. Έσβησε το πορτατίφ που έριχνε το φως του κατευθείαν στο πρόσωπό της και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε. Έμεινε ξύπνια όλη την υπόλοιπη νύχτα. Όταν σηκώθηκε και ήπιε καφέ χωρίς να φάει τίποτα, έξω έβρεχε. Δανείστηκε μια ομπρέλα από τη ρεσεψιόν, όπου τώρα ήταν μια νεαρή γυναίκα με ασιατική εμφάνιση, ίσως από τις Φιλιππίνες ή την Ταϊλάνδη, και βγήκε στους δρόμους του Λονδίνου. Τα περισσότερα εστιατόρια ήταν ακόμη κλειστά. Ο Χανς Μάτσον, που ταξίδευε στον κόσμο αναζητώντας νέες γεύσεις, της είχε πει κάποτε ότι ο καλύτερος τρόπος για να βρεις καλά εστιατόρια, ανεξάρτητα αν ήταν κινέζικα, ιρανικά ή ιταλικά, ήταν να αναζητήσεις εκείνα που ήταν ανοιχτά και τα πρωινά, γιατί αυτό σήμαινε ότι δεν εξυπηρετούσαν μόνο τουρίστες. Στη διεύθυνση της Χο υπήρχε ένα εστιατόριο στο ισόγειο, όπως της είχε πει. Ήταν κλειστό. Το κτίριο ήταν φτιαγμένο από κόκκινο τούβλο, με ένα στενό δρομάκι δεξιά κι αριστερά. Αποφάσισε να χτυπήσει το κουδούνι, το οποίο ήταν δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στα διαμερίσματα του κτιρίου. Όμως, κάτι την έκανε να διστάσει. Πέρασε απέναντι σε ένα καφέ –που ήταν ανοιχτό το πρωί– και παράγγειλε ένα τσάι. Τ ι ήξερε πραγματικά για τη Χο; Και τι για τη Χονγκ Τσόου, εδώ που τα λέμε; Μια μέρα η Χονγκ Τσόου εμφανίστηκε ξαφνικά στο τραπέζι της. Ποιος την είχε στείλει; Μήπως η ίδια η Χονγκ Τσόου είχε στείλει έναν από τους σωματοφύλακές της να παρακολουθούν την Κάριν Βίμαν και την Μπιργκίτα όταν πήγαν στο Σινικό Τείχος; Υπήρχε ένα γεγονός που δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί: Και η Χονγκ Τσόου και η Χο ήξεραν πολλά πράγματα για την Μπιργκίτα. Και όλα αυτά εξαιτίας μιας φωτογραφίας. Ήταν σωστές οι υποψίες της; Είχε εμφανιστεί η Χονγκ Τσόου για να την απομακρύνει από το ξενοδοχείο; Μπορεί να μην ήταν καν αλήθεια ότι είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα. Μπορεί η Χονγκ Τσόου και αυτός που είχε δώσει το όνομα Γουάνγκ Μιν Χάο στο
ξενοδοχείο να ήταν αναμειγμένοι και οι δύο σε όσα είχαν συμβεί στο Χεχουεβάλεν. Και μήπως η Χο είχε πάει στο Χέλσινγκμποργκ για τον ίδιο λόγο; Μήπως ήξερε ότι ο άγνωστος Κινέζος ήταν πάλι καθ’ οδόν για το μικρό ξενοδοχείο «Ίντεν»; Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε πει στη Χονγκ Τσόου στις διάφορες συζητήσεις τους. Πάρα πολλά, συνειδητοποιούσε τώρα. Εκείνο που την εξέπληττε ήταν ότι δεν είχε προσέξει καθόλου. Η Χονγκ Τσόου είχε ανοίξει η ίδια τη συζήτηση με ένα τυχαίο σχόλιο ότι τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης είχαν γράψει για τους φόνους στο Χεχουεβάλεν. Ήταν αληθοφανές αυτό; Ή μήπως η Χονγκ Τσόου την είχε δελεάσει να περπατήσει σε λεπτό πάγο, για να τη δει να γλιστρά, και μετά τη βοήθησε να επιστρέψει σε στέρεο έδαφος, αφού είχε μάθει αυτά που ήθελε; Γιατί η Χο είχε μείνει τόσες ώρες στο δικαστήριο της Μπιργκίτα; Δεν καταλάβαινε σουηδικά. Ή μήπως καταλάβαινε; Και ξαφνικά έπρεπε να γυρίσει στο Λονδίνο. Μήπως είχε πάει στο δικαστήριο μόνο και μόνο για να προσέχει την Μπιργκίτα; Μπορεί η Χο να είχε κάποιον συνεργάτη που πέρασε ώρες ψάχνοντας το σπίτι της, ενώ εκείνη ήταν στο δικαστήριο. Αυτή τη στιγμή έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον, σκέφτηκε. Όχι στην Κάριν Βίμαν, δεν θα καταλάβει. Στον Στάφαν ή στα παιδιά μου. Όμως, λείπουν ταξίδι και δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους. Ετοιμαζόταν να φύγει από το καφέ, όταν είδε την πόρτα απέναντι ν’ ανοίγει. Η Χο βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά προς την πλατεία Λέστερ. Της φάνηκε ότι η Χο ήταν σε συνεχή επαγρύπνηση. Η Μπιργκίτα δίστασε, αλλά τελικά βγήκε κι αυτή στο δρόμο και την ακολούθησε. Όταν έφτασαν στην πλατεία, η Χο μπήκε στο μικρό πάρκο και μετά έστριψε προς το Στραντ. Η Μπιργκίτα περίμενε συνέχεια ότι η Χο θα κοίταζε πίσω για να έβλεπε μήπως την ακολουθούσε κανείς. Τελικά το έκανε λίγο πριν φτάσει στο Ζιμπάμπουε Χάουζ. Η Μπιργκίτα πρόλαβε να χαμηλώσει την ομπρέλα και να κρύψει το πρόσωπό της, αλλά κόντεψε να χάσει τη Χο, μέχρι που εντόπισε πάλι το κίτρινο αδιάβροχό της. Καθώς πλησίαζαν στο ξενοδοχείο «Σαβόι», η Χο άνοιξε τη βαριά πόρτα
ενός μεγάλου κτιρίου γραφείων. Η Μπιργκίτα περίμενε μερικά λεπτά και μετά πήγε και διάβασε την καλογυαλισμένη μπρούντζινη πινακίδα. Ήταν το Αγγλοκινεζικό Επιμελητήριο. Η Μπιργκίτα ακολούθησε την ίδια διαδρομή αντίστροφα και διάλεξε ένα καφέ στη Ρίτζεντ Στριτ, κοντά στο Πικαντίλι. Παράγγειλε έναν καφέ και πήρε έναν από τους αριθμούς στην κάρτα της Χο. Ο τηλεφωνητής τής ζήτησε ν’ αφήσει μήνυμα. Έκλεισε, προετοίμασε αυτά που ήθελε να πει στα αγγλικά και μετά πήρε πάλι. «Έκανα αυτό που μου είπες. Ήρθα στο Λονδίνο γιατί νομίζω ότι με κυνηγούν. Αυτή τη στιγμή κάθομαι στο Σάιμον’ς, ένα καφέ δίπλα στον οίκο μόδας Ρόσον στη Ρίτζεντ Στριτ, δίπλα στο Πικαντίλι. Τ ώρα είναι δέκα. Θα μείνω μία ώρα. Αν δεν επικοινωνήσεις μαζί μου μέχρι τότε, θα σε ξαναπάρω αργότερα». Η Χο έφτασε σε σαράντα λεπτά. Το φανταχτερό κίτρινο αδιάβροχό της ξεχώριζε ανάμεσα στα σκούρα ρούχα που φορούσαν οι περισσότεροι. Η Μπιργκίτα είχε την αίσθηση ότι ακόμα κι αυτό είχε κάποια σημασία. «Τ ι έγινε;» Μια σερβιτόρα ήρθε και πήρε την παραγγελία της Χο για τσάι, πριν προλάβει να της απαντήσει η Μπιργκίτα. Της εξήγησε λεπτομερειακά για τον άνθρωπο που εμφανίστηκε στο ξενοδοχείο στο Χούντικσβαλ, ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε ξαναπάει εκεί και ότι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου είχε βρεθεί δολοφονημένος. «Είσαι σίγουρη για όλ’ αυτά;» «Δεν ήρθα από τη Σουηδία στο Λονδίνο για να σου πω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρη. Ήρθα εδώ επειδή όλα αυτά έγιναν πραγματικά και είμαι τρομοκρατημένη. Αυτός ο άνθρωπος ρώτησε συγκεκριμένα για μένα. Του έδωσαν τη διεύθυνσή μου, πού μένω. Τ ώρα ήρθα εδώ. Έκανα αυτό που η Μα Λι, ή μάλλον η Χονγκ Τσόου, είπε σ’ εσένα κι εσύ σ’ εμένα. Είμαι τρομοκρατημένη αλλά και θυμωμένη γιατί υποψιάζομαι πως εσύ και η Χονγκ Τσόου δεν μου είπατε την αλήθεια». «Γιατί να πω ψέματα; Ήρθες μέχρι το Λονδίνο, αλλά μην ξεχνάς ότι κι εγώ ήρθα από το Λονδίνο για να σε βρω». «Δεν μου τα έχεις πει όλα. Δεν άκουσα καμία εξήγηση για όλ’
αυτά και είμαι σίγουρη ότι υπάρχει». «Σίγουρα υπάρχει», είπε η Χο. «Όμως, ξεχνάς ότι μπορεί η Χονγκ Τσόου και η Μα Λι να μην ήξεραν τίποτα παραπάνω από αυτά που είπαν». «Δεν το είχα αντιληφθεί καθαρά όταν ήρθες στη Σουηδία και με βρήκες», είπε η Μπιργκίτα, «τώρα, όμως, καταλαβαίνω. Η Χονγκ Τσόου ανησυχούσε ότι κάποιος μπορεί να προσπαθούσε να με σκοτώσει. Αυτό είπε στη Μα Λι. Κι εσύ διαβίβασες το μήνυμα^ τρεις γυναίκες στη σειρά που προειδοποιούν μια τέταρτη ότι κινδυνεύει. Όμως, δεν μιλάμε για έναν οποιονδήποτε κίνδυνο. Μιλάμε για θάνατο. Χωρίς να καταλάβω πώς, έβαλα τον εαυτό μου σε κίνδυνο το μέγεθος του οποίου μόνο τώρα αρχίζω ν’ αντιλαμβάνομαι. Έχω δίκιο;» «Γι’ αυτό με έστειλαν να σε βρω». Η Μπιργκίτα έσκυψε μπροστά κι έπιασε το χέρι της Χο. «Βοήθησέ με να καταλάβω. Απάντησε στις ερωτήσεις μου». «Αν μπορώ». «Μπορείς. Δεν είχες κανέναν άλλο μαζί σου όταν ήρθες στο Χέλσινγκμποργκ, έτσι δεν είναι; Και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποιος που μας παρακολουθεί, σωστά; Δεν θα τηλεφωνούσες σε κάποιον πριν έρθεις εδώ». «Γιατί να το κάνω αυτό;» «Αυτό δεν είναι απάντηση, είναι μια νέα ερώτηση. Θέλω απαντήσεις». «Δεν είχα κανέναν μαζί μου όταν ήρθα στο Χέλσινγκμποργκ». «Γιατί κάθισες στην αίθουσα του δικαστηρίου δύο ολόκληρες μέρες; Σε τελική ανάλυση, δεν καταλάβαινες λέξη απ’ όσα έλεγαν». «Όχι». Η Μπιργκίτα άρχισε να μιλά σουηδικά. Η Χο συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω».
«Είσαι σίγουρη; Ή μήπως καταλαβαίνεις σουηδικά πολύ καλά;» «Αν μιλούσα, θα σου είχα μιλήσει σουηδικά». «Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Μπορεί να υπήρχε κάποιο όφελος στο να προσποιηθείς ότι δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου. Αναρωτιέμαι ακόμα και μήπως φοράς κίτρινο αδιάβροχο για να είναι πιο εύκολο να σε δει κάποιος». «Γιατί να το κάνω αυτό;» «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα απολύτως αυτή τη στιγμή. Το σημαντικότερο, φυσικά, είναι ότι η Χονγκ Τσόου ήθελε να με προειδοποιήσει. Γιατί, όμως, να στραφώ σ’ εσένα για βοήθεια; Τ ι μπορείς να κάνεις;» «Ν’ αρχίσω από την τελευταία ερώτησή σου», είπε η Χο. «Η Τσάιναταουν είναι ένας διαφορετικός ανεξάρτητος κόσμος. Μπορεί να περιπλανιούνται χιλιάδες Άγγλοι και τουρίστες στους δρόμους μας –στην Γκέραρντ Στριτ, τη Λισλ Στριτ, τη Γουάρντορ Στριτ, τα δρομάκια–, αλλά σας επιτρέπουμε να δείτε μόνο την επιφάνεια. Κρυμμένη πίσω από τη δική σου Τσάιναταουν είναι η δική μου Τσάιναταουν. Μπορώ να σε κρύψω εκεί, ν’ αλλάξεις ταυτότητα, να επιζήσεις για μήνες ή και χρόνια ακόμα χωρίς να σε ανακαλύψει κανείς. Μπορεί οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Τσάιναταουν να είναι Κινέζοι που έχουν πάρει αγγλική υπηκοότητα, αλλά η ουσία είναι ότι όλοι νιώθουμε πως ζούμε στον δικό μας κόσμο. Μπορώ να σε βοηθήσω να μπεις στη δική μου Τσάιναταουν, ένα μέρος όπου αλλιώς δεν θα μπορούσες ποτέ να μπεις». «Τ ι ακριβώς πρέπει να φοβάμαι;» «Η Μα Λι δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρη όταν μου έγραψε. Αλλά μην ξεχνάς ότι και η Μα Λι ήταν τρομαγμένη. Δεν είπε πολλά, αλλά το διαισθάνθηκα». «Όλοι είναι τρομαγμένοι. Είσαι κι εσύ;» «Όχι ακόμη. Αλλά μπορεί να είμαι σε λίγο». Χτύπησε το κινητό της, και η Χο κοίταξε την οθόνη και σηκώθηκε. «Πού μένεις;» ρώτησε. «Σε ποιο ξενοδοχείο; Πρέπει να
πάω στη δουλειά». «Στο “ Σάντερσον”». «Ξέρω πού είναι. Σε ποιο δωμάτιο;» «Εκατόν τριάντα πέντε». «Μπορούμε να βρεθούμε αύριο;» «Γιατί να περιμένουμε τόσο πολύ;» «Μέχρι τότε θα είμαι απασχολημένη με τη δουλειά μου. Έχω μια συνάντηση σήμερα το βράδυ που δεν μπορώ να την αποφύγω». «Είναι αλήθεια τώρα αυτό;» Η Χο έπιασε το χέρι της Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Ναι», είπε. «Μια κινεζική αντιπροσωπεία θα μιλήσει για επιχειρηματικά θέματα με τους προέδρους μερικών μεγάλων βρετανικών εταιρειών. Πρέπει να είμαι εκεί». «Αυτή τη στιγμή είσαι η μόνη που μπορώ να εμπιστευτώ». «Τηλεφώνησέ μου αύριο το πρωί. Θα προσπαθήσω να πάρω ρεπό». Η Χο βγήκε έξω στη βροχή με το κίτρινο αδιάβροχό της ν’ ανεμίζει καθώς περπατούσε. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν έμεινε εκεί αρκετή ώρα νιώθοντας τρομερά κουρασμένη. Τελικά, γύρισε πίσω στο ξενοδοχείο, το οποίο, φυσικά, δεν ήταν το «Σάντερσον». Ακόμη δεν εμπιστευόταν τη Χο. Αυτές τις μέρες δεν είχε εμπιστοσύνη σε οποιονδήποτε είχε έστω και αμυδρά ασιατική εμφάνιση. Εκείνο το βράδυ έφαγε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Όταν τελείωσε το φαγητό, είχε σταματήσει να βρέχει. Αποφάσισε να πάει στο πάρκο και να καθίσει λίγο στο ίδιο παγκάκι όπου είχε καθίσει με τον Στάφαν πριν από τόσο καιρό. Κοίταζε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Ένα νεαρό ζευγάρι κάθισε για λίγο στο ίδιο παγκάκι. Άρχισαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Μετά ακολούθησε ένας άντρας με την εφημερίδα της προηγούμενης ημέρας, που την είχε βρει σε κάποιο καλάθι απορριμμάτων. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να τηλεφωνήσει στον Στάφαν στο ιστιοφόρο έξω από τις ακτές της Μαδέρας, αν και ήξερε ότι ήταν χαμένος χρόνος. Είδε ότι ο κόσμος που περνούσε από το πάρκο λιγόστευε συνεχώς
και τελικά σηκώθηκε για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της. Και τότε τον είδε. Ερχόταν από ένα μονοπάτι διαγώνια πίσω από το παγκάκι. Φορούσε μαύρα και δεν μπορούσε παρά να ήταν ο άνθρωπος που είχε βιντεοσκοπήσει η κάμερα ασφαλείας του Στουρ Χέρμανσον. Ερχόταν ίσια κατά πάνω της κρατώντας κάτι γυαλιστερό στο χέρι του. Η Μπιργκίτα ούρλιαξε κι έκανε ένα βήμα πίσω. Καθώς την πλησίαζε, η Μπιργκίτα έπεσε πίσω και χτύπησε το κεφάλι της στη σιδερένια άκρη που προεξείχε από το παγκάκι. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν το πρόσωπό του. Ήταν λες και τα μάτια της τον είχαν τραβήξει άλλη μία φωτογραφία. Και μετά έσβησε μέσα σε ένα βαθύ και σιωπηλό σκοτάδι.
35 Ο Για Ρου αγαπούσε τις σκιές. Μπορούσε να γίνει αόρατος εκεί, όπως τα αρπακτικά που θαύμαζε και φοβόταν. Όμως, και άλλοι είχαν την ίδια ικανότητα. Συχνά σκεφτόταν ότι οι νέοι επιχειρηματίες είχαν αρχίσει να ελέγχουν την οικονομία και επομένως σε λίγο θα απαιτούσαν μια θέση στο τραπέζι όπου παίρνονταν οι πολιτικές αποφάσεις. Όλοι αρχίζουν από τις σκιές, όπου μπορούν να παρακολουθούν και να παρατηρούν αόρατοι. Όμως, αυτό το συγκεκριμένο βράδυ ήταν κρυμμένος στις σκιές στο βροχερό Λονδίνο για διαφορετικό λόγο. Παρακολουθούσε την Μπιργκίτα Ρόσλιν που ήταν καθισμένη σε ένα παγκάκι σε ένα μικρό πάρκο κοντά στην πλατεία Λέστερ. Από εκεί που στεκόταν έβλεπε μόνο την πλάτη της, αλλά δεν ήθελε να ρισκάρει. Είχε ήδη προσέξει ότι η Ρόσλιν ήταν σε πλήρη επιφυλακή, σαν ανήσυχο ζώο. Ο Για Ρου δεν την υποτιμούσε. Αν η Χονγκ Τσόου εμπιστευόταν την Μπιργκίτα Ρόσλιν, έπρεπε κι αυτός να την πάρει πολύ στα σοβαρά. Την παρακολουθούσε όλη μέρα, από τη στιγμή που εμφανίστηκε
έξω από το κτίριο όπου έμενε η Χο. Ο Για Ρου είχε χαμογελάσει όταν συνειδητοποίησε ότι το εστιατόριο στο οποίο δούλευε ο άντρας της Χο, ο Βα, ήταν δικό του. Δεν το ήξεραν, φυσικά – ο Για Ρου σπάνια κρατούσε ιδιοκτησίες στο δικό του όνομα. Το εστιατόριο «Μινγκ» ανήκε στην Chinese Food, Inc., μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Λιχτενστάιν, όπου ο Για Ρου είχε μεταφέρει τις ιδιοκτησίες των εστιατορίων του στην Ευρώπη. Παρακολουθούσε με προσοχή τους λογαριασμούς και τις τριμηνιαίες αναφορές που του υπέβαλλαν νέοι, ταλαντούχοι Κινέζοι, τους οποίους είχε βρει στα κορυφαία αγγλικά πανεπιστήμια. Ο Για Ρου μισούσε τους Άγγλους και οτιδήποτε το αγγλικό. Δεν ξεχνούσε ποτέ την Ιστορία. Και του άρεσε το γεγονός ότι στερούσε από τη χώρα τους ταλαντούχους νέους επιχειρηματίες που είχαν σπουδάσει στα καλύτερα πανεπιστήμιά της. Ο Για Ρου δεν είχε φάει ποτέ στο εστιατόριο «Μινγκ». Δεν είχε σκοπό να φάει ούτε και τώρα. Αφού τελείωνε την αποστολή του, θα επέστρεφε στο Πεκίνο. Υπήρχε μια περίοδος στη ζωή του που τα αεροδρόμια του προκαλούσαν σχεδόν θρησκευτικά συναισθήματα. Τα θεωρούσε το σύγχρονο αντίστοιχο των παλιών λιμανιών. Εκείνο το διάστημα ο Για Ρου δεν ταξίδευε ποτέ χωρίς να έχει μαζί του Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Τον ενέπνεε η ατρόμητη επιθυμία αυτού του ανθρώπου να ερευνήσει το άγνωστο. Τ ώρα αισθανόταν όλο και περισσότερο ότι τα ταξίδια είναι μπελάς, παρόλο που είχε ιδιωτικό τζετ και δεν ήταν υποχρεωμένος να περιμένει σε θλιβερά και ψυχοφθόρα αεροδρόμια. Η αίσθηση ότι ο νους σου αναζωογονείται απ’ όλες αυτές τις ξαφνικές αλλαγές χώρου, η μεθυστική απόλαυση της διέλευσης από διαφορετικές χρονικές ζώνες ακυρώνονταν από τον άδειο χρόνο της αναμονής για την αναχώρηση του αεροπ λάνου ή για την παράδοση των αποσκευών. Τα φωτεινά εμπορικά κέντρα στα αεροδρόμια, οι κυλιόμενοι διάδρομοι, οι μεγάλοι χώροι, τα όλο και μικρότερα γυάλινα κλουβιά στα οποία στρίμωχναν τους καπνιστές δεν ήταν μέρη όπου μπορούσαν να αναπτυχθούν νέες σκέψεις ή φιλοσοφικές ιδέες. Θυμόταν την εποχή που οι άνθρωποι ταξίδευαν με τρένα ή με υπερωκεάνια. Εκείνη την εποχή οι διανοητικές συζητήσεις και τα
καλλιεργημένα επιχειρήματα θεωρούνταν κάτι το δεδομένο, εξίσου αναπόσπαστο μέρος του περιβάλλοντος με την πολυτέλεια και την απραξία. Γι’ αυτό είχε τοποθετήσει στο ιδιωτικό του τζετ, το μεγάλο Γκάλφστριμ, ράφια, στα οποία είχε τα πιο σημαντικά έργα της κινεζικής και της ξένης λογοτεχνίας. Αισθανόταν σαν μακρινός συγγενής του πλοιάρχου Νέμο – αν και η σχέση δεν ήταν συγγένεια αίματος αλλά μια μυστηριακή σύνδεση μάλλον. Ο ήρωας του Βερν ταξίδευε με το υποβρύχιό του σαν ένας μοναχικός αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία και είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και ένα τρομερό μίσος για τους ανθρώπους που είχαν καταστρέψει τη ζωή του. Ο Νέμο ήταν ένας Ινδός πρίγκιπας που μισούσε τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Για Ρου ένιωθε συμπάθεια για το μίσος του, αλλά εκείνο που συμπαθούσε περισσότερο ήταν η σκοτεινή και χολωμένη μορφή του ίδιου του Νέμο, του εμπνευσμένου μηχανικού και καλλιεργημένου φιλόσοφου. Γι’ αυτό είχε ονομάσει το Γκάλφστριμ «Ναυτίλο ΙΙ». Στον τοίχο δίπλα στην είσοδο είχε ένα μεγεθυμένο αντίγραφο μιας γκραβούρας του βιβλίου που έδειχνε τον Νέμο με τους απρόθυμους επισκέπτες του στη μεγάλη βιβλιοθήκη του «Ναυτίλου». Τ ώρα, όμως, προτιμούσε τις σκιές. Ήταν καλά κρυμμένος και παρατηρούσε τη γυναίκα που έπρεπε να σκοτώσει. Ένα άλλο κοινό στοιχείο που είχε με τον Νέμο ήταν η πίστη του στην εκδίκηση. Η αναγκαιότητα της εκδίκησης είχε αφήσει τη σφραγίδα της σε όλη την Ιστορία, ένα βασικό μοτίβο των εξελίξεων. Γρήγορα όλα θα τελείωναν. Τ ώρα που ήταν στην Τσάιναταουν, με τη βροχή να πέφτει στο γιακά του σακακιού του, σκεφτόταν ότι ήταν αξιοσημείωτο που το τέλος αυτής της ιστορίας θα γραφόταν στην Αγγλία. Από εδώ οι αδερφοί Γουάνγκ είχαν αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής τους στην Κίνα, τη χώρα που μόνο ο ένας από τους δύο θα ξανάβλεπε. Ο Για Ρου δεν ενοχλούνταν από την αναμονή όταν είχε αυτός τον έλεγχο του χρόνου, κάτι που δεν συνέβαινε στα αεροδρόμια. Αυτή η στάση συχνά παραξένευε τους φίλους του, που πίστευαν ότι η ζωή είναι πολύ σύντομη, δημιουργημένη από έναν θεό που, σαν μίζερος
γέρος μανδαρίνος, δεν ήθελε να κρατά πολύ η χαρά της ύπαρξης. Ο Για Ρου τους έλεγε, αντίθετα, ότι οι θεοί που ευθύνονταν για τη δημιουργία της ζωής ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Αν οι άνθρωποι ζούσαν πάρα πολύ, οι γνώσεις τους θα αυξάνονταν σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν ν’ αντιληφθούν την αδυναμία των μανδαρίνων και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τους εξοντώσουν. Μια σύντομη ζωή αποτρέπει πολλές επαναστάσεις, υποστήριζε ο Για Ρου. Και οι φίλοι του συνήθως συμφωνούσαν, αν και δεν καταλάβαιναν πάντα τη σκέψη του. Όταν ο Για Ρου ήθελε να κατανοήσει τη συμπεριφορά του και τη συμπεριφορά των άλλων, στρεφόταν στα ζώα. Ο ίδιος ήταν η λεοπάρδαλη που είχε δημιουργήσει μια αυτοκρατορία και εξόντωνε όλους όσους τολμούσαν ν’ αμφισβητήσουν την εξουσία του. Αν ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ ήταν η άχρωμη γάτα που κυνηγούσε ποντίκια καλύτερα από κάθε άλλη, ο Μάο ήταν η κουκουβάγια, το σοφό πουλί, αλλά και το ψυχρό αρπακτικό που ήξερε πότε να κάνει αθόρυβη εφόρμηση από ψηλά και ν’ αρπάξει τη λεία της. Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν είδε την Μπιργκίτα Ρόσλιν να σηκώνεται. Όλη εκείνη τη μέρα που την παρακολουθούσε για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: Η Ρόσλιν ήταν τρομοκρατημένη. Κοίταζε συνέχεια γύρω της, δεν έμενε ακίνητη ούτε στιγμή. Ανήσυχες σκέψεις έτρεχαν συνέχεια στο μυαλό της. Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός, έστω κι αν δεν είχε αποφασίσει ακόμη πώς. Τ ώρα, όμως, η Ρόσλιν σηκώθηκε, και ο Για Ρου οπισθοχώρησε πιο πολύ μέσα στις σκιές. Και τότε συνέβη κάτι για το οποίο ήταν εντελώς απροετ οίμαστος. Η Ρόσλιν έδειξε να ξαφνιάζεται, έβγαλε μια κραυγή και μετά έπεσε πίσω και χτύπησε το κεφάλι της σε ένα παγκάκι. Ένας Κινέζος σταμάτησε και έσκυψε για να δει τι είχε συμβεί. Αρκετοί άλλοι πλησίασαν αμέσως. Ο Για Ρου βγήκε από τις σκιές και πλησίασε τον κόσμο που ήταν μαζεμένος γύρω από την πεσμένη γυναίκα. Δύο αστυνομικοί ήρθαν τρέχοντας. Ο Για Ρου προχώρησε πιο μπροστά για να δει καλύτερα. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ανακάθισε. Φαίνεται ότι για μερικά δευτερόλεπτα είχε χάσει τις αισθήσεις της. Ο Για Ρου
άκουσε τους αστυνομικούς να τη ρωτούν αν χρειαζόταν ασθενοφόρο, αλλά εκείνη είπε όχι. Ήταν η πρώτη φορά που ο Για Ρου άκουγε τη φωνή της. Την απομνημόνευσε – μια βαθιά, εκφραστική φωνή. «Πρέπει να σκόνταψα», την άκουσε να λέει. «Νόμισα ότι κάποιος ερχόταν κατά πάνω μου. Τ ρόμαξα». «Σας επιτέθηκαν;» «Όχι. Ήταν απλώς της φαντασίας μου». Ο άνθρωπος που την είχε τρομάξει ήταν ακόμη εκεί. Ο Για Ρου πρόσεξε ότι υπήρχε κάποια ομοιότητα ανάμεσα στον Λιου Σιν και εκείνο τον Κινέζο που από καθαρή σύμπτωση είχε μπλεχτεί σε μια ιστορία με την οποία δεν είχε καμία σχέση. Ο Για Ρου χαμογέλασε. Όντως η Ρόσλιν ήταν τρομοκρατημένη και σ’ επιφυλακή. Οι αστυνομικοί τη συνόδευσαν πίσω στο ξενοδοχείο της. Ο Για Ρου παρέμεινε σε απόσταση. Τ ώρα, όμως, ήξερε πού έμενε η Ρόσλιν. Αφού οι αστυνομικοί βεβαιώθηκαν για άλλη μια φορά ότι ήταν καλά, έφυγαν, ενώ εκείνη μπήκε στο ξενοδοχείο. Ο Για Ρου είδε τον ρεσεψιονίστ να της δίνει το κλειδί της. Το είχε πάρει από τα επάνω ράφια. Περίμενε μερικά λεπτά ακόμα και μετά μπήκε στο λόμπι του ξενοδοχείου. Ο ρεσεψιονίστ ήταν Κινέζος. Ο Για Ρου υποκλίθηκε και του έδειξε ένα χαρτί που κρατούσε. «Αυτό είναι της κυρίας που μόλις μπήκε μέσα. Της έπεσε στο δρόμο απ’ έξω». Ο ρεσεψιονίστ πήρε το χαρτί και το έβαλε στην άδεια θυρίδα. Ήταν για το δωμάτιο 614, στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου. Το χαρτί ήταν λευκό. Ο Για Ρου υποψιαζόταν ότι η Ρόσλιν θα ρωτούσε τον ρεσεψιονίστ ποιος το είχε φέρει. «Ένας Κινέζος», θα της απαντούσε. Και θα άρχιζε να φοβάται ακόμα περισσότερο. Ο ίδιος δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Ο Για Ρου προσποιήθηκε ότι διάβαζε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο του ξενοδοχείου, ενώ σκεφτόταν πώς θα ανακάλυπτε πόσο θα έμενε η Ρόσλιν εκεί. Η ευκαιρία ήρθε όταν ο Κινέζος ρεσεψιονίστ εξαφανίστηκε σε ένα πίσω δωμάτιο και τον αντικατέστησε μια νεαρή Αγγλίδα. Ο Για Ρου πήγε στη ρεσεψιόν.
«Πρόκειται για την κυρία Μπιργκίτα Ρόσλιν από τη Σουηδία», είπε. «Υποτίθεται ότι πρέπει να την πάρω με το αυτοκίνητο και να την πάω στο αεροδρόμιο. Αλλά δεν ξέρω αν περιμένει να την πάρω αύριο ή μεθαύριο». Χωρίς κανένα δισταγμό, η ρεσεψιονίστ άρχισε να πληκτρολογεί στο κομπιούτερ. «Η κυρία Ρόσλιν έχει δωμάτιο για τρεις μέρες», είπε. «Να της τηλεφωνήσω για να τη ρωτήσετε πότε πρέπει να περάσετε;» «Όχι, θα το ξεκαθαρίσω με το γραφείο. Δεν θέλουμε να ενοχλούμε τους πελάτες μας χωρίς λόγο». Ο Για Ρου βγήκε από το ξενοδοχείο. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει πάλι. Σήκωσε το γιακά του και πήγε προς την Γκάουερ Στριτ για να βρει ταξί. Τ ώρα δεν ανησυχούσε για το χρόνο που είχε στη διάθεσή του. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που άρχισαν όλ’ αυτά, σκέφτηκε. Δεν έχουν σημασία μερικές μέρες ακόμα μέχρι να φτάσουν τα πράγματα στο αναπόφευκτο τέλος τους. Σταμάτησε ένα ταξί και έδωσε μια διεύθυνση στο Χουάιτχολ, όπου η εταιρεία του στο Λιχτενστάιν είχε ένα διαμέρισμα στο οποίο έμενε όταν ερχόταν στην Αγγλία. Συχνά είχε σκεφτεί ότι πρόδιδε τη μνήμη των προγόνων του μένοντας στο Λονδίνο όταν μπορούσε κάλλιστα να μείνει στο Παρίσι ή στο Βερολίνο. Ενώ καθόταν στο ταξί, αποφάσισε να πουλήσει το διαμέρισμα στο Χουάιτχολ και να βρει ένα άλλο στο Παρίσι. Ήταν ώρα να δώσει τέλος σε αυτό το μέρος της ζωής του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι απολαμβάνοντας τη σιωπή. Όταν αγόρασε το διαμέρισμα είχε μονώσει όλους τους τοίχους. Τ ώρα δεν άκουγε καν τον μακρινό βόμβο της κυκλοφορίας. Ο μοναδικός ήχος ήταν ο ψίθυρος του κλιματισμού. Είχε την αίσθηση ότι ήταν πάνω σε πλοίο. Ένιωθε μεγάλη γαλήνη. «Πόσος καιρός πάει;» είπε μεγαλόφωνα. «Πότε άρχισε αυτή η ιστορία που τώρα πλησιάζει στο τέλος της;» Έκανε τους υπολογισμούς. Το 1868 ο Σαν κάθισε για πρώτη φορά στο μικρό του δωμάτιο στην ιεραποστολή. Και τώρα ήταν 2006. Εκατόν τριάντα οχτώ χρόνια. Ο Σαν είχε καθίσει με το φως ενός κεριού και είχε καταγράψει διεξοδικά την ιστορία του και την ιστορία
των δύο αδερφών του, του Γκούο Σι και του Γου. Μια ιστορία που άρχισε τη μέρα που έφυγαν από το άθλιο σπίτι τους και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι για την Καντόνα. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με έναν μοχθηρό δαίμονα, με τη μορφή του Ζι. Και από ’κεί και πέρα τους ακολουθούσε ο θάνατος όπου κι αν πήγαιναν. Στο τέλος, ο μόνος που έμεινε ζωντανός ήταν ο Σαν, με την πεισματική αποφασιστικότητά του ν’ αφηγηθεί την ιστορία του. Πέθαναν σε κατάσταση βαθιάς ταπείνωσης, σκέφτηκε ο Για Ρου. Οι διαδοχικοί αυτοκράτορες και μανδαρίνοι ακολουθούσαν τη συμβουλή του Κομφούκιου να καταπιέζουν τόσο πολύ τον πληθυσμό ώστε να μην μπορεί ποτέ να εξεγερθεί. Όμως, τα αδέρφια είχαν βασανιστεί από τους Αμερικανούς όταν δούλευαν στους σιδηρόδρομους με τον ίδιο τρόπο που κακομεταχειρίζονταν οι Άγγλοι τους ντόπιους στις αποικίες τους. Ταυτόχρονα, οι Άγγλοι έδειχναν μια παγερή περιφρόνηση για τους Κινέζους και προσπαθούσαν να τους μετατρέψουν όλους σε ναρκομανείς, πλημμυρίζοντας την Κίνα με όπιο. Έτσι έβλεπε εκείνους τους απάνθρωπους Άγγλους, σαν εμπόρους ναρκωτικών που στέκονταν στις γωνίες και πουλούσαν τα ναρκωτικά τους στους ανθρώπους που μισούσαν και θεωρούσαν κατώτερα πλάσματα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που οι Κινέζοι παρουσιάζονταν στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά καρτούν σαν πίθηκοι με ουρές. Όμως, οι καρικατούρες ήταν αλήθεια: Γεννιόμασταν για να μας ταπεινώνουν και να μας μετατρέπουν σε σκλάβους. Δεν ήμαστε άνθρωποι. Ήμαστε ζώα. Είχαμε ουρές. Όταν ο Για Ρου περιπλανιόταν στους δρόμους του Λονδίνου, σκεφτόταν πόσα από τα κτίρια γύρω του ήταν χτισμένα από τα χρήματα υποδουλωμένων λαών, από το μόχθο και τα δεινά τους, από τις πλάτες τους και το θάνατό τους. Τ ι είχε γράψει ο Σαν; Ότι έφτιαξαν το σιδηρόδρομο στην αμερικανική έρημο χρησιμοποιώντας τα ίδια τα πλευρά τους σαν τραβέρσες κάτω από τις ράγες. Με τον ίδιο τρόπο, τα ουρλιαχτά και ο πόνος των σκλάβων είχαν διαποτίσει τις σιδερένιες γέφυρες που ένωναν τις όχθες του Τάμεση ή τους χοντρούς πέτρινους τοίχους των τεράστιων κτιρίων στην παλιά οικονομική περιοχή του Λονδίνου. Οι σκέψεις του Για Ρου έσβησαν βαθμιαία και τον πήρε ο ύπνος.
Όταν ξύπνησε, πήγε στο καθιστικό, όπου όλα τα έπιπλα και τα φωτιστικά ήταν κινεζικά. Πάνω στο τραπέζι μπροστά στον σκούρο κόκκινο καναπέ υπήρχε μια γαλάζια μεταξωτή σακούλα. Την άνοιξε, αφού πρώτα έβαλε ένα χαρτί πάνω στο τραπέζι. Άδειασε πάνω του μια ποσότητα από λεπτοθρυμματισμένο γυαλί. Ήταν μια αρχαία μέθοδος δολοφονίας να ρίχνεις αυτές τις σχεδόν αόρατες ίνες γυαλιού σε ένα μπολ με σούπα ή ένα φλιτζάνι τσάι. Δεν υπήρχε σωτηρία για όποιον το έπινε. Οι χιλιάδες μικροσκοπικές ίνες γυαλιού έσκιζαν τα έντερα του θύματος. Την αρχαία εποχή αυτό το ονόμαζαν αόρατο θάνατο, γιατί γινόταν ξαφνικά και ήταν αδύνατο να βρεθεί η αιτία. Το θρυμματισμένο γυαλί θα οδηγούσε την ιστορία του Σαν στο τέλος της. Ο Για Ρου άδειασε πάλι προσεκτικά το γυαλί στη μεταξωτή σακούλα και την έδεσε κόμπο. Μετά έσβησε όλες τις λάμπες, εκτός από μία που είχε κόκκινο αμπαζούρ με ένθετους δράκοντες από χρυσό μπροκάρ. Κάθισε σε μια πολυθρόνα που κάποτε ανήκε σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα στην επαρχία Σαντόνγκ. Η αναπνοή του ήταν αργή, και σε λίγο βυθίστηκε στη γαλήνια κατάσταση στην οποία σκεφτόταν πιο καθαρά. Του πήρε μία ώρα για ν’ αποφασίσει πώς θα ολοκλήρωνε το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας σκοτώνοντας την Μπιργκίτα Ρόσλιν, η οποία κατά πάσα πιθανότητα είχε δώσει στην αδερφή του, τη Χονγκ Τσόου, πληροφορίες που θα μπορούσαν να τον βλάψουν. Πληροφορίες που η αδερφή του μπορεί κάλλιστα να μεταβίβασε σε άλλους. Όταν πήρε την απόφασή του, πάτησε ένα κουμπί στο τραπέζι. Μερικά λεπτά αργότερα άκουσε τη γριά Λανγκ ν’ αρχίζει να ετοιμάζει το βραδινό στην κουζίνα.
Παλιότερα, η Λανγκ καθάριζε το γραφείο του Για Ρου στο Πεκίνο. Συχνά παρακολουθούσε τις αθόρυβες κινήσεις της τα βράδια. Ήταν η καλύτερη καθαρίστρια απ’ όλες τις άλλες που δούλευαν στον ουρανοξύστη του. Όταν έμαθε ότι, πέρα από τη δουλειά της καθαρίστριας, μαγείρευε κιόλας παραδοσιακά γεύματα για γάμους και κηδείες, της ζήτησε να του μαγειρέψει το επόμενο βράδυ. Μετά τη διόρισε μαγείρισσά του δίνοντάς της ένα μισθό που η Λανγκ δεν θα μπορούσε ούτε να τον φανταστεί. Είχε έναν γιο που είχε μεταναστεύσει στο Λονδίνο, και ο Για Ρου φρόντισε να μετακινηθεί και η Λανγκ στο διαμέρισμα του Λονδίνου για να του μαγειρεύει στις πολλές επισκέψεις του εκεί. Εκείνο το βράδυ η Λανγκ του σέρβιρε μια σειρά από μικρά γεύματα. Είχε καταλάβει τι ήθελε ο Για Ρου, χωρίς εκείνος να της πει τίποτα. Έφερε το τσάι του στο καθιστικό, σε ένα μικρό σκεύος θέρμανσης με φλόγα κηροζίνης. «Πρωινό αύριο;» τον ρώτησε πριν φύγει. «Όχι, αυτό θα το κανονίσω μόνος μου. Αλλά βραδινό ναι – ψάρι». Ο Για Ρου έπεσε για ύπνο νωρίς. Δεν είχε κοιμηθεί πολύ αφότου έφυγε από το Πεκίνο. Πρώτα η πτήση για την Ευρώπη, μετά η πολύπλοκη διαδρομή μέχρι τη μικρή πόλη στα βόρεια της Σουηδίας, έπειτα η επίσκεψη στο Χέλσινγκμποργκ, όπου είχε μπει στο γραφείο της Μπιργκίτα και είχε βρει τη λέξη «Λονδίνο» υπογραμμισμένη σε ένα χαρτί δίπλα στο τηλέφωνό της. Έτσι, πέταξε στη Στοκχόλμη με το ιδιωτικ ό του τζετ και από εκεί στην Κοπεγχάγη και μετά στο Λονδίνο. Υποψιαζόταν ότι η Ρόσλιν θα πήγαινε να επισκεφτεί τη Χο. Έγραψε μερικές σημειώσεις στο ημερολόγιό του, έσβησε το πορτατίφ και γρήγορα κοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα το Λονδίνο ήταν σκεπασμένο από βαριά σύννεφα. Ο Για Ρου σηκώθηκε, ως συνήθως, στις πέντε το πρωί και άκουσε τις
ειδήσεις από την Κίνα στο ραδιόφωνο. Μετά ενημερώθηκε για τα παγκόσμια χρηματιστήρια από έναν υπολογιστή, μίλησε με δύο από τους διευθυντές του για διάφορες υποθέσεις και έφτιαξε ένα απλό πρόγευμα από φρούτα. Στις εφτά βγήκε από το διαμέρισμα με τη μεταξωτή σακούλα στην τσέπη του. Το σχέδιό του είχε ένα πιθανό μειονέκτημα. Δεν ήξερε τι ώρα έτρωγε συνήθως πρωινό η Μπιργκίτα Ρόσλιν. Αν ήταν ήδη στην τραπεζαρία όταν έφτανε, θα έπρεπε να περιμένει για την επόμενη μέρα. Σταμάτησε μερικά λεπτά για ν’ ακούσει έναν τσελίστα που έπαιζε στο πεζοδρόμιο με ένα αναποδογυρισμένο καπέλο στα πόδια του. Έριξε μέσα μερικά νομίσματα και συνέχισε. Έστριψε στην Έρβινγκ Στριτ κι έφτασε στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν ήταν ένας άντρας που δεν τον είχε ξαναδεί. Πλησίασε στον πάγκο και πήρε μία από τις κάρτες του ξενοδοχείου. Ταυτόχρονα, πρόσεξε ότι το χαρτί δεν υπήρχε πια στη θυρίδα της Μπιργκίτα Ρόσλιν. Η πόρτα της τραπεζαρίας ήταν ανοιχτή. Είδε αμέσως την Μπιργκίτα Ρόσλιν. Ήταν καθισμένη σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Φαίνεται ότι μόλις τώρα άρχιζε το πρωινό της, ένας σερβιτόρος τής έβαζε καφέ. Ο Για Ρου κράτησε την ανάσα του και συλλογίστηκε για λίγο. Αποφάσισε να μην περιμένει. Αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή. Έβγαλε το παλτό του και πλησίασε τον αρχισερβιτόρο. Εξήγησε ότι δεν έμενε στο ξενοδοχείο, αλλά θα ήθελε να φάει πρωινό. Ο αρχισερβιτόρος ήταν από τη Νότια Κορέα. Οδήγησε τον Για Ρου σε ένα τραπέζι διαγώνια πίσω από το τραπέζι της Μπιργκίτα, που είχε αρχίσει να τρώει. Ο Για Ρου κοίταξε γύρω του στο εστιατόριο. Στον τοίχο κοντά στο τραπέζι του υπήρχε μια έξοδος κινδύνου. Καθώς πήγαινε να πάρει μια εφημερίδα, δοκίμασε την πόρτα και είδε ότι ήταν ξεκλείδωτη. Γύρισε στο τραπέζι του, παράγγειλε τσάι και περίμενε. Πολλά από τα τραπέζια ήταν άδεια ακόμη, αλλά ο Για Ρου είχε προσέξει ότι τα περισσότερα κλειδιά έλειπαν από τον τοίχο πίσω από τη ρεσεψιόν. Το ξενοδοχείο ήταν σχεδόν γεμάτο. Έβγαλε το κινητό του και την κάρτα που είχε πάρει από τη
ρεσεψιόν. Πήρε τον αριθμό του ξενοδοχείου και περίμενε. Όταν απάντησε ο ρεσεψιονίστ, του είπε ότι είχε ένα σημαντικό μήνυμα για μια πελάτισσα, την κυρία Μπιργκίτα Ρόσλιν. «Θα σας συνδέσω με το δωμάτιό της». «Θα είναι στην τραπεζαρία», είπε ο Για Ρου. «Τ ρώει πάντα πρωινό αυτή την ώρα. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να τη βρείτε. Συνήθως προτιμάει τραπέζι δίπλα σε παράθυρο. Θα φορά ένα γαλάζιο φόρεμα. Τα μαλλιά της είναι καστανά και κοντά». «Θα της ζητήσω να έρθει στη ρεσεψιόν τότε». Ο Για Ρου κράτησε το τηλέφωνο στο χέρι του με τη γραμμή ανοιχτή, μέχρι που είδε τον ρεσεψιονίστ να μπαίνει στην τραπεζαρία. Μετά έκλεισε, έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα τη μεταξωτή σακούλα με το θρυμματισμένο γυαλί. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν σηκώθηκε και βγήκε από την τραπεζαρία ακολουθώντας τον ρεσεψιονίστ, και τότε ο Για Ρου πήγε στο τραπέζι της. Πήρε την εφημερίδα της και κοίταξε τριγύρω, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο πελάτ ης που καθόταν εκεί είχε φύγει. Περίμενε, καθώς ένας σερβιτόρος γέμιζε φλιτζάνια με καφέ σε ένα γειτονικό τραπέζι, ενώ ταυτόχρονα είχε το νου του στην πόρτα προς τη ρεσεψιόν. Όταν ο σερβιτόρος προχώρησε παρακάτω, ο Για Ρου άνοιξε τη μεταξωτή σακούλα και άδειασε το περιεχόμενο στο μισοάδειο φλιτζάνι του καφέ. Η Μπιργκίτα Ρόσλιν ξαναμπήκε στην τραπεζαρία. Ο Για Ρου είχε ήδη γυρίσει και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο δικό του τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή η τζαμαρία θρυμματίστηκε, και ο ήχος μιας τουφεκιάς ενώθηκε με το θόρυβο από τα γυαλιά που πετάχτηκαν παντού. Ο Για Ρου δεν πρόλαβε καν να συνειδητοπ οιήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η σφαίρα τον βρήκε στον δεξή κρόταφο και τον σκότωσε ακαριαία. Όλες οι ζωτικές λειτουργίες του είχαν σταματήσει ήδη όταν το σώμα του έπεσε σε ένα τραπέζι κι έριξε κάτω ένα βάζο με λουλούδια.
Η Μπιργκίτα Ρόσλιν στεκόταν εκεί ακίνητη, όπως και όλοι οι άλλοι πελάτες στην τραπεζαρία, οι σερβιτόροι, οι σερβιτόρες και ένας
αρχισερβιτόρος που κρατούσε ένα πιάτο με σφιχτοβρασμένα αυγά. Η σιωπή έσπασε από μια κραυγή. Η Ρόσλιν κοίταζε το πτώμα πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο. Ακόμη δεν της είχε περάσει από το μυαλό πως η εκτέλεση είχε οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Σκέφτηκε φευγαλέα ότι το Λονδίνο δέχεται τρομοκρατική επίθεση. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα χέρι να την αρπάζει από το μπράτσο. Προσπάθησε να ελευθερωθεί ενώ γύριζε. Η Χο στεκόταν δίπλα της. «Μην πεις λέξη», της είπε. «Απλώς ακολούθησέ με. Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ». Η Χο οδήγησε την Μπιργκίτα έξω στο φουαγιέ. «Δώσε μου το κλειδί του δωματίου σου. Θα μαζέψω τα πράγματά σου, ενώ εσύ θα πληρώνεις το λογαριασμό σου». «Τ ι συμβαίνει;» «Άσε τις ερωτήσεις, κάνε ό,τι σου λέω». Η Χο της έσφιγγε το μπράτσο τόσο δυνατά που την πονούσε. Στο ξενοδοχείο είχε ξεσπάσει χάος. Κόσμος ούρλιαζε και φώναζε, έτρεχε από ’δώ κι από ’κεί. «Πρέπει να πληρώσεις», είπε η Χο. «Είναι απόλυτη ανάγκη να φύγουμε από ’δώ». Η Μπιργκίτα κατάλαβε – όχι τι είχε συμβεί, απλώς τι της είπε η Χο. Πήγε στη ρεσεψιόν και φώναξε σε έναν από τους σαστισμένους ρεσεψιονίστ ότι ήθελε να πληρώσει το λογαριασμό της. Η Χο εξαφανίστηκε σε ένα από τα ασανσέρ και ξαναγύρισε σε δέκα λεπτά με τη βαλίτσα της Μπιργκίτα. Στο μεταξύ, το λόμπι του ξενοδοχείου ήταν γεμάτο αστυνομικούς και νοσοκόμους. Η Μπιργκίτα είχε πληρώσει το λογαριασμό της. «Και τώρα θα βγούμε ήρεμα έξω», είπε η Χο. «Αν δοκιμάσει κανείς να σε σταματήσει, απλώς πες ότι πρέπει να προλάβεις το αεροπλάνο». Βγήκαν στο δρόμο χωρίς να τις σταματήσει κανείς. Η Μπιργκίτα σταμάτησε και κοίταξε πίσω. Η Χο την τράβηξε πάλι από το χέρι. «Μη γυρίζεις. Απλώς περπάτα φυσιολογικά. Θα μιλήσουμε αργότερα».
Έφτασαν στο σπίτι της Χο και ανέβηκαν στο διαμέρισμά της στον δεύτερο όροφο. Εκεί βρισκόταν ένας νέος γύρω στα είκοσι. Ήταν πολύ χλωμός και άρχισε να μιλά γεμάτος έξαψη στη Χο. Η Μπιργκίτα είδε ότι η Χο προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Τον πήγε σε ένα διπλανό δωμάτιο, όπου η ταραγμένη συζήτηση συνεχίστηκε. Όταν ξαναβγήκαν, ο νεαρός κρατούσε ένα μακρόστενο δέμα. Έφυγε από το διαμέρισμα με το δέμα, και η Χο πήγε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Η Μπιργκίτα σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Μόλις τότε συνειδητοποίησε ότι ο άντρας που σκοτώθηκε είχε πέσει σε ένα τραπέζι δίπλα από το δικό της. Κοίταξε τη Χο, που είχε φύγει από το παράθυρο. Ήταν πολύ χλωμή. Η Μπιργκίτα είδε ότι έτρεμε. «Τ ι έγινε;» τη ρώτησε. «Θα πέθαινες εσύ αν δεν προλαβαίναμε», είπε η Χο. «Θα σε σκότωνε». Η Μπιργκίτα κούνησε το κεφάλι. «Μίλα καθαρά», είπε. «Αλλιώς δεν ξέρω τι θα κάνω». «Ο άνθρωπος που σκοτώθηκε ήταν ο Για Ρου. Ο αδερφός της Χονγκ Τσόου». «Τ ι έγινε;» «Πήγε να σε σκοτώσει. Καταφέραμε να τον σταματήσουμε την τελευταία στιγμή». «Να τον σταματήσετε; Ποιοι;» «Μπορεί να πέθαινες επειδή μου έδωσες ψεύτικο ξενοδοχείο. Γιατί το έκανες αυτό; Δεν μου είχες εμπιστοσύνη; Είσαι τόσο μπερδεμένη που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς;» Η Μπιργκίτα σήκωσε το χέρι. «Πηγαίνεις πολύ γρήγορα, δεν μπορώ να σε παρακολουθήσω. Ο αδερφός της Χονγκ Τσόου; Γιατί να θέλει να με σκοτώσει;» «Γιατί ήξερες πολλά γι’ αυτά που έγιναν στη χώρα σου. Για κείνους τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν. Πίσω απ’ όλ’ αυτά ήταν ο Για Ρου– ή τουλάχιστον έτσι πίστευε η Χονγκ Τσόου». «Μα γιατί;» «Δεν ξέρω».
Η Μπιργκίτα σκεφτόταν. Η Χο πήγε να μιλήσει πάλι, αλλά σήκωσε το χέρι και τη σταμάτησε. «Είπες ότι τον σταματήσατε», είπε έπειτα από λίγο. «Ο νεαρός που έφυγε τώρα από το διαμέρισμα κρατούσε κάτι. Ήταν τουφέκι;» «Ναι. Είχα αποφασίσει ότι ο Σαν έπρεπε να σε παρακολουθεί. Όμως, δεν υπήρχε κανείς με το όνομά σου στο ξενοδοχείο που μου έδωσες. Αλλά ο Σαν σκέφτηκε ότι αυτό το ξενοδοχείο ήταν το πιο κοντινό. Σε είδαμε από το παράθυρο. Όταν ο Για Ρου πλησίασε στο τραπέζι σου, αφού σε είχαν φωνάξει στη ρεσεψιόν, κατάλαβα ότι θα σε σκότωνε. Ο Σαν έβγαλε το τουφέκι του και τον σκότωσε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που κανείς στο δρόμο δεν κατάλαβε τίποτα. Οι περισσότεροι μάλλον νόμισαν ότι ήταν εξάτμιση από κάποια μοτοσικλέτα. Ο Σαν είχε το τουφέκι κρυμμένο στο αδιάβροχό του». «Ο Σαν;» «Ο γιος της Χονγκ Τσόου. Τον έστειλαν σ’ εμένα». «Γιατί;» «Η Χονγκ Τσόου δεν φοβόταν μόνο για τη δική της ζωή και τη δική σου. Φοβόταν εξίσου για τον γιο της. Ο Σαν ήταν σίγουρος ότι ο Για Ρου είχε σκοτώσει τη μητέρα του. Έτσι, δεν χρειαζόταν πολλή ενθάρρυνση για να πάρει εκδίκηση». Η Μπιργκίτα ένιωθε ναυτία. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να συνειδητοποιεί τι είχε συμβεί. Ήταν αυτό που είχε υποψιαστεί αρχικά, αλλά το είχε απορρίψει επειδή θεώρησε εξωφρενική αυτή την ιστορία. Κάτι στο παρελθόν είχε προκαλέσει το θάνατο όλων εκείνων των ανθρώπων στο Χεχουεβάλεν. Άρπαξε τη Χο. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. «Τ ώρα τελείωσαν όλα;» «Έτσι νομίζω. Μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου. Ο Για Ρου είναι νεκρός. Ούτε εσύ ούτε εγώ ξέρουμε τι θα συμβεί στο μέλλον. Αλλά τουλάχιστον δεν θα είσαι μέρος αυτής της ιστορίας πια». «Πώς θα μπορέσω να ζήσω χωρίς να ξέρω ότι τελείωσε αυτή η ιστορία;» «Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω». «Τ ι θα γίνει με τον Σαν;» «Σίγουρα η αστυνομία θα βρει μάρτυρες που θα πουν ότι ένας
Κινέζος σκότωσε έναν άλλο Κινέζο. Όμως, κανείς δεν θα μπορεί να υποδείξει τον Σαν». «Μου έσωσε τη ζωή». «Μάλλον έσωσε τη δική του ζωή σκοτώνοντας τον Για Ρου». «Μα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που όλοι τον φοβούνταν;» Η Χο κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε αυτό. Από πολλές απόψεις εκπροσωπούσε τη νέα Κίνα, η οποία δεν άρεσε ούτε στη Χονγκ Τσόου ούτε στη Μα Λι ούτε καν στον Σαν, εδώ που τα λέμε. Αυτή τη στιγμή γίνεται μεγάλη πάλη στη χώρα μας για την πορεία που θ’ ακολουθήσουμε. Για τη μορφή που θα έχει το μέλλον. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Μπορείς να κάνεις μόνο αυτό που θεωρείς σωστό». «Όπως το να σκοτώσεις τον Για Ρου;» «Αυτό ήταν απαραίτητο». Η Μπιργκίτα πήγε στην κουζίνα και ήπιε ένα ποτήρι νερό. Όταν άφησε κάτω το ποτήρι, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να γυρίσει σπίτι της. Υπήρχαν πολλά πράγματα ακόμη που δεν ήξερε, αλλά αυτά έπρεπε να περιμένουν. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να γυρίσει σπίτι της, ν’ αφήσει πίσω της το Λονδίνο και όλα όσα είχαν συμβεί. Η Χο τη συνόδευσε με ένα ταξί μέχρι το Χίθροου. Έπειτα από μια αναμονή τεσσάρων ωρών, κατάφερε να βρει μια θέση στην πτήση για Κοπεγχάγη. Η Χο ήθελε να περιμένει μέχρι να φύγει το αεροπλάνο, αλλά η Μπιργκίτα της ζήτησε να φύγει. Όταν έφτασε στο Χέλσινγκμποργκ, άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί και το ήπιε όλο μέσα σε μια βραδιά. Κοιμόταν σχεδόν όλη την επόμενη μέρα. Την ξύπνησε ένα τηλεφώνημα του Στάφαν, που της είπε ότι το ταξίδι τους με το ιστιοπλοϊκό είχε τελειώσει. Η Μπιργκίτα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξέσπασε σε κλάματα. «Τ ι συμβαίνει; Έγινε τίποτα;» «Όχι, τίποτα. Είμαι κουρασμένη». «Μήπως να τα μαζέψουμε και να γυρίσουμε;» «Όχι. Δεν είναι τίποτα. Αν θέλεις να με βοηθήσεις, απλώς πίστεψέ με όταν σου λέω ότι δεν είναι τίποτα. Πες μου για τη θαλασσινή σας περιπέτεια». Μίλησαν πολλή ώρα. Η Μπιργκίτα επέμεινε να της πει κάθε
λεπτομέρεια για το ταξίδι τους και για τα σχέδια που είχαν για το βράδυ και για την επόμενη μέρα. Όταν έκλεισαν, είχε ηρεμήσει. Την επόμενη μέρα δήλωσε υγιής και γύρισε στη δουλειά. Έκανε επίσης ένα τηλεφώνημα στη Χο. «Σε λίγο θα έχω πολλά να σου πω», είπε η Χο. «Υπόσχομαι ν’ ακούσω. Πώς είναι ο Σαν;» «Είναι ταραγμένος, τρομαγμένος και του λείπει η μητέρα του. Αλλά είναι δυνατός». Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, η Μπιργκίτα παρέμεινε καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας. Έκλεισε τα μάτια. Η εικόνα του άντρα που είχε σωριαστεί πάνω στο τραπέζι στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου έσβηνε σιγά σιγά και σε λίγο είχε σχεδόν χαθεί.
36 Στα μέσα Ιουνίου η Μπιργκίτα Ρόσλιν έκανε την τελευταία της δίκη πριν από τις διακοπές. Είχαν νοικιάσει με τον Στάφαν ένα εξοχικό στο νησί του Μπόρνχολμ. Θα έμεναν εκεί τρεις εβδομάδες, και θα έρχονταν να τους δουν και τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο. Η δίκη που η Μπιργκίτα υπολόγιζε ότι θα κρατούσε δύο μέρες αφορούσε τρεις γυναίκες και έναν άντρα που λήστευαν περαστικούς σε πάρκινγκ και κάμπινγκ. Δύο από τις γυναίκες ήταν από τη Ρουμανία. Ο άντρας και η τρίτη γυναίκα ήταν Σουηδοί. Εκείνο που εντυπωσίασε περισσότερο τη Ρόσλιν ήταν η ωμότητα που είχε δείξει η νεότ ερη από τις γυναίκες σε δύο περιπτώσεις, όταν επιτέθηκαν σε κατασκηνωτές με τροχόσπιτα σταθμευμένα σε κάμπινγκ. Ένα από τα θύματα ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας από τη Γερμανία. Η γυναίκα τον είχε χτυπήσει τόσο δυνατά στο κεφάλι με ένα σφυρί που του είχε σπάσει το κρανίο. Ο άντρας επέζησε, αλλά αν το σφυρί είχε πέσει δύο
εκατοστά πιο δεξιά ή αριστερά, μπορεί να πέθαινε. Σε μια άλλη περίπτωση είχε μαχαιρώσει μια γυναίκα με ένα κατσαβίδι, το οποίο πέρασε μερικά εκατοστά μόνο από την καρδιά της. Ο εισαγγελέας τούς είχε περιγράψει ως «επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν σε διάφορους κλάδους εγκληματικής δράσης». Τα βράδια λήστευαν πάρκινγκ ανάμεσα στο Χέλσινγκμποργκ και το Βάρμπεργκ, ενώ την ημέρα έκλεβαν καταστήματα, ιδιαίτερα μπουτίκ και μαγαζιά με ηλεκτρικά. Χρησιμοποιούσαν ειδικά διαμορφωμένες βαλίτσες, που τους είχαν βγάλει την εσωτερική φόδρα και την είχαν αντικαταστήσει με αλουμινόχαρτο ώστε να μην ενεργοποιείται ο συναγερμός όταν έβγαιναν από τα καταστήματα. Έτσι, είχαν κλέψει εμπορεύματα που η αξία τους έφτανε σχεδόν το ένα εκατομμύριο κορόνες. Όμως, έκαναν το λάθος να επιστρέψουν στην ίδια μπουτίκ κοντά στο Χάλμσταντ και τους αναγνώρισε το προσωπικό. Ομολόγησαν όλοι, και τα κλοπιμαία βρέθηκαν. Προς έκπληξη της αστυνομίας, αλλά και της Μπιργκίτα, δεν άρχισαν να μαλώνουν και να κατηγορούν ο ένας τον άλλο όταν μπήκε το θέμα τι είχε κάνει ο καθένας. Το πρωί έβρεχε και έκανε κρύο καθώς πήγαινε στο δικαστήριο. Κυρίως τα πρωινά, την προβλημάτιζαν ακόμη όσα είχαν γίνει στο ξενοδοχείο του Λονδίνου. Είχε μιλήσει με τη Χο δύο φορές στο τηλέφωνο. Και τις δύο απογοητεύτηκε, γιατί είχε την αίσθηση ότι η Χο απέφευγε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις της για το τι είχε συμβεί μετά το θάνατο του Για Ρου. Όμως, η Χο της είχε πει ότι έπρεπε να κάνει υπομονή. «Η αλήθεια δεν είναι ποτέ απλή», της είπε. «Μόνο στον Δυτικό κόσμο νομίζετε ότι η γνώση είναι κάτι που αποκτιέται γρήγορα και εύκολα. Η γνώση χρειάζεται χρόνο. Η αλήθεια δεν βιάζεται ποτέ». Η Χο, όμως, της είχε δώσει μια πληροφορία που την τρόμαξε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η αστυνομία είχε ανακαλύψει στο χέρι του νεκρού Για Ρου μια μικρή μεταξωτή σακούλα με τα υπολείμματα μιας τρομερά λεπτής σκόνης από θρυμματισμένο γυαλί. Οι Βρετανοί αστυνομικοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό, αλλά η Χο εξήγησε στην Μπιργκίτα ότι το θρυμματισμένο γυαλί είναι μια παλιά κινεζική μέθοδος δολοφονίας.
Είχε βρεθεί τόσο κοντά στο θάνατο. Μερικές φορές, αλλά πάντα όταν ήταν μόνη, την έπιαναν βίαιες κρίσεις κλάματος. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν, ούτε καν στον Στάφαν. Τα είχε κρατήσει όλα μέσα της αφότου γύρισε από το Λονδίνο. Ο Στάφαν δεν είχε ιδέα σε τι συναισθηματική κατάσταση βρισκόταν. Μία εβδομάδα μετά το θάνατο του Για Ρου, πήρε ένα τηλεφώνημα από κάποιον που θα προτιμούσε να μην του μιλήσει: τον Λαρς Εμάνιουελσον. «Ο χρόνος περνά», της είπε. «Κανένα νέο;» Για μια στιγμή η Μπιργκίτα φοβήθηκε ότι ο Εμάνιουελσον είχε ανακαλύψει με κάποιον τρόπο ότι η Μπιργκίτα κόντεψε να πέσει θύμα δολοφονίας στο ξενοδοχείο του Λονδίνου. «Τ ίποτα απολύτως», του απάντησε. «Δεν φαντάζομαι ν’ άλλαξε γνώμη η αστυνομία στο Χούντικσβαλ;» «Ότι ο δολοφόνος ήταν αυτός που αυτοκτόνησε; Ένας ασήμαντος, μηδαμινός, νοητικά διαταραγμένος άνθρωπος που διέπραξε υποτίθεται τον πιο βίαιο μαζικό φόνο στην εγκληματολογική ιστορία της Σουηδίας; Για να το λένε αυτοί, πρέπει να είναι αλήθεια. Αλλά ξέρω πολλούς που αμφιβάλλουν ακόμη. Όπως εγώ. Κι εσύ». «Δεν το σκέφτομαι. Το έχω αφήσει πίσω μου». «Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια αυτό». «Μπορείς να νομίζεις ό,τι θέλεις. Λοιπόν, τι συμβαίνει; Έχω δουλειά». «Πώς πάνε τα πράγματα με τις διασυνδέσεις σου στο Χούντικσβαλ; Μιλάς ακόμη με τη Βίβι Σούντμπεργκ;» «Όχι. Μπορείς να κλείσεις τώρα, σε παρακαλώ;» «Προφανώς θέλω να επικοινωνήσεις μαζί μου όταν μάθεις κάτι ενδιαφέρον. Ξέρω εκ πείρας ότι υπάρχουν πάντα πολλές εκπλήξεις κρυμμένες πίσω από εκείνα τα τρομερά γεγονότα στο μικρό χωριό». «Κλείνω τώρα». Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε πόσο ακόμη θα συνέχιζε να την ενοχλεί ο Λαρς Εμάνιουελσον. Όμως, μπορεί να της έλειπε η επιμονή του όταν τελικά σταματούσε. Εκείνο το πρωί στα μέσα Ιουνίου έφτασε στο γραφείο της, μάζεψε όλα τα έγγραφα που είχαν σχέση με την υπόθεση, μίλησε με μία από
τις γραμματείς του δικαστηρίου για να ορίσει μια ημερομηνία το φθινόπωρο για τον καθορισμό των ποινών και βγήκε στην αίθουσα. Αμέσως είδε τη Χο να κάθεται στην πίσω σειρά των καθισμάτων, στην ίδια θέση όπως και στην τελευταία της επίσκεψή της στο Χέλσινγκμποργκ. Τη χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι και είδε τη Χο να της χαμογελά. Έγραψε δυο λόγια σε ένα χαρτί, εξηγώντας της ότι το μεσημέρι θα έκαναν διάλειμμα για φαγητό. Έκανε νόημα σε έναν από τους κλητήρες και του έδειξε τη Χο. Της πήγε το σημείωμα και αυτή το διάβασε και κατένευσε. Μετά η Μπιργκίτα έστρεψε την προσοχή της στον αξιολύπητο συρφετό στο εδώλιο των κατηγορουμένων. Όταν ήρθε η ώρα της μεσημεριανής διακοπής, η διαδικασία είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να ολοκληρωθεί την επόμενη μέρα. Βρήκε τη Χο στο δρόμο, όπου την περίμενε κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. «Φαντάζομαι ότι κάτι έγινε και γι’ αυτό είσαι εδώ», της είπε.
«Όχι». «Μπορούμε να βρεθούμε το βράδυ. Πού μένεις;» «Στην Κοπεγχάγη. Με φίλους». «Έχεις κάτι σημαντικό να μου πεις ή κάνω λάθος;» «Όλα είναι πιο ξεκάθαρα τώρα. Γι’ αυτό είμαι εδώ. Και σου έφερα κάτι». «Τ ι;» «Όχι τώρα, μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το βράδυ. Τ ι έκαναν αυτοί που δικάζονται;» «Ληστείες και βιαιοπραγίες. Αλλά όχι φόνο». «Τους παρακολουθούσα. Σε τρέμουν». «Δεν νομίζω. Όμως, ξέρουν ότι εγώ θ’ αποφασίσω τις ποινές που θα τους επιβληθούν. Με όλα τα προβλήματα που έχουν προκαλέσει είναι φυσικό να φοβούνται». Η Μπιργκίτα της πρότεινε να φάνε μαζί μεσημεριανό, αλλά η Χο αρνήθηκε λέγοντας ότι είχε δουλειά. Αφού χώρισαν, η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε τι δουλειά μπορεί να είχε η Χο σε μια πόλη σαν το Χέλσινγκμποργκ που της ήταν τελείως άγνωστη. Η δίκη συνεχίστηκε αργά αλλά σταθερά, και όταν η Μπιργκίτα έκλεισε τη διαδικασία για κείνη τη μέρα, είχαν φτάσει στο σημείο που ήλπιζε. Η Χο περίμενε έξω από το δικαστήριο. Ο Στάφαν ήταν σε ένα τρένο για το Γκέτεμποργκ, κι έτσι η Μπιργκίτα της πρότεινε να πάνε σπίτι της. Είδε τη Χο να διστάζει. «Είμαι μόνη μου. Ο άντρας μου λείπει. Τα παιδιά μου ζουν σε άλλες πόλεις. Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως συναντήσεις κάποιον». «Δεν είμαι μόνη. Έχω τον Σαν μαζί μου». «Πού είναι;» Η Χο της έδειξε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο Σαν περίμενε ακουμπισμένος στον τοίχο. «Φώναξέ τον», είπε η Μπιργκίτα. «Και μετά μπορούμε να πάμε
όλοι μαζί σπίτι μου». Ο Σαν έδειχνε λιγότερο ταραγμένος τώρα σε σύγκριση με τις χαώδεις περιστάσεις της πρώτης τους συνάντησης. Η Μπιργκίτα είδε ότι έμοιαζε στη μητέρα του: Είχε το πρόσωπο της Χονγκ Τσόου και κάτι από το χαμόγελό της. «Πόσο χρονών είσαι;» τον ρώτησε. «Είκοσι δύο». Τα αγγλικά του ήταν εξίσου τέλεια με της Χονγκ Τσόου και της Χο. Κάθισαν στο καθιστικό. Ο Σαν ήθελε καφέ, ενώ η Χο ήπιε τσάι. Στο τραπέζι ήταν στημένο το επιτραπέζιο παιχνίδι που η Μπιργκίτα είχε αγοράσει στο Πεκίνο. Η Χο κρατούσε την τσάντα της και μια χαρτοσακούλα. Έβγαλε από μέσα αρκετές χειρόγραφες σελίδες στα κινέζικα και μετά ένα σημειωματάριο με τη μετάφραση στα αγγλικά. «Ο Για Ρου είχε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο. Ένας από τους φίλους μου ήξερε τη Λανγκ, την οικονόμο του. Αυτή του μαγείρευε και τον περιέβαλλε με τη σιωπή που ήθελε. Μας άφησε να μπούμε στο διαμέρισμα και βρήκαμε ένα ημερολόγιο. Από αυτό προέρχονται τα αποσπάσματα που θα διαβάσεις. Έχω μεταφράσει κάποια κομμάτια που εξηγούν γιατί έγιναν όσα έγιναν. Δεν εξηγούν τα πάντα, αλλά μόνο τις πλευρές που καταλαβαίνουμε. Υπάρχουν κάποια κίνητρα που μόνο ο Για Ρου θα μπορούσε να τα εξηγήσει». «Ήταν ισχυρός άνθρωπος, σύμφωνα με όσα μου είπες. Αυτό πρέπει να σημαίνει ότι ο θάνατός του προκάλεσε θόρυβο στην Κίνα». Απάντησε ο Σαν, που δεν είχε μιλήσει καθόλου ως τότε. «Δεν έγινε τίποτα απολύτως. Δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του. Απλώς σιωπή – εκείνο το είδος της σιωπής για το οποίο γράφει ο Σαίξπηρ. “ Τα υπόλοιπα είναι σιωπή”. Ο Για Ρου ήταν τόσο ισχυρός ώστε άλλοι εξίσου ισχυροί κατάφεραν να αποσιωπήσουν όσα έγιναν. Είναι λες και ο Για Ρου δεν υπήρξε ποτέ. Πιστεύουμε ότι πολλοί ικανοποιήθηκαν ή ανακουφίστηκαν όταν πέθανε, ακόμα και πολλοί που θεωρούνταν φίλοι του. Ο Για Ρου ήταν επικίνδυνος. Συγκέντρωνε πληροφορίες που τις χρησιμοποιούσε για να καταστρέψει τους εχθρούς του ή εκείνους που θεωρούσε επικίνδυνους ανταγωνιστές. Τ ώρα όλες οι εταιρείες του διαλύονται, εξαγοράζεται
η σιωπή πολλών και όλα σκληραίνουν και μετατρέπονται σε έναν τσιμεντένιο τοίχο που χωρίζουν αυτόν και τη μοίρα του από την επίσημη Ιστορία και τους ζωντανούς». Η Μπιργκίτα ξεφύλλισε τις σελίδες στο τραπέζι. «Να τις διαβάσω τώρα;» «Όχι. Αργότερα, όταν είσαι μόνη». «Και δεν χρειάζεται να φοβάμαι πια;» «Όχι». «Θα καταλάβω τι συνέβη στη Χονγκ Τσόου;» «Τη σκότωσε. Όχι με τα ίδια του τα χέρια. Τη σκότωσε κάποιος άλλος για λογαριασμό του. Και μετά ο Για Ρου σκότωσε τον δολοφόνο της. Ένας θάνατος που καλύπτει έναν άλλο. Κανείς δεν θα πίστευε ότι ο Για Ρου σκότωσε την ίδια του την αδερφή^ εκτός από τους πιο διορατικούς παρατηρητές, οι οποίοι ήξεραν πώς σκεφτόταν ο Για Ρου για τον εαυτό του και τους άλλους. Όμως, εκείνο που είναι αξιοσημείωτο και κάπως ακατανόητο είναι ότι ήταν σε θέση να σκοτώσει την αδερφή του και ταυτόχρονα να έχει τέτοια ευλάβεια για την οικογένειά του, τους προγόνους τους. Υπάρχει κάτι αντιφατικό εκεί, ένας γρίφος που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τον λύσουμε. Ο Για Ρου ήταν ισχυρός. Τον φοβούνταν γιατί ήταν έξυπνος και ανελέητος. Αλλά ίσως ήταν άρρωστος επίσης». «Από ποια άποψη;» «Είχε ένα μίσος που διάβρωσε την προσωπικότητά του. Ίσως ήταν τρελός». «Υπάρχει κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω. Τ ι έκανε στην Αφρική;»
«Υπάρχει ένα σχέδιο να σταλούν εκατομμύρια φτωχοί Κινέζοι αγρότες σε διάφορες αφρικανικές χώρες. Αυτό το διάστημα δημιουργούνται οι απαραίτητες πολιτικές και οικονομικές δομές που θα κάνουν μερικές από αυτές τις φτωχές αφρικανικές χώρες να εξαρτώνται από την Κίνα. Πρόκειται για μια κυνική επανάληψη της τακτικής της αποικιοκρατίας που εφάρμοζε νωρίτερα ο Δυτικός κόσμος. Για τον Για Ρου, όμως, αυτή ήταν μια διορατική λύση. Από την άλλη μεριά, για τη Χονγκ Τσόου, για μένα, τη Μα Λι και πολλούς άλλους τέτοιες δραστηριότητες χτυπούν τα ίδια τα θεμέλια της Κίνας στη δημιουργία της οποίας βοηθήσαμε κι εμείς». «Δεν καταλαβαίνω», είπε η Μπιργκίτα. «Η Κίνα έχει δικτατορικό καθεστώς. Η ελευθερία είναι περιορισμένη παντού. Η δικαιοσύνη είναι αδύναμη. Τ ι ακριβώς προσπαθείτε να υπερασπιστείτε;» «Η Κίνα είναι μια φτωχή χώρα. Η οικονομική ανάπτυξη για την οποία μιλούν όλοι έχει περιοριστεί μόνο σε ένα μέρος του πληθυσμού. Αν η χώρα συνεχίσει να κινείται προς αυτ ή την κατεύθυνση στο μέλλον, με το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να μεγαλώνει συνεχώς, θα οδηγηθεί στην καταστροφή. Η Κίνα θα πέσει πάλι σε ένα απελπιστικό χάος. Ή θα κυριαρχήσουν οι φασιστικές δομές. Υπερασπιζόμαστε τα εκατοντάδες εκατομμύρια αγροτών που, σε τελική ανάλυση, είναι εκείνοι που ο μόχθος τους παράγει τον πλούτο στον οποίο στηρίζονται οι εξελίξεις. Από τις οποίες εξελίξεις εκείνοι ωφελούνται όλο και λιγότερο». «Όμως, και πάλι δεν καταλαβαίνω. Ο Για Ρου από τη μια πλευρά και η Χονγκ Τσόου από την άλλη; Και ξαφνικά η συζήτηση σταματά και σκοτώνει την ίδια του την αδερφή;» «Η πάλη που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Κίνα είναι πάλη ζωής και θανάτου. Οι φτωχοί κατά των πλουσίων, οι αδύναμοι ενάντια σ’ εκείνους που έχουν συγκεντρώσει την εξουσία. Αφορά ανθρώπους που θυμώνουν όλο και περισσότερο καθώς βλέπουν να καταστρέφονται όλα εκείνα για τα οποία πολέμησαν. Και αφορά επίσης ανθρώπους που βλέπουν ευκαιρίες να πλουτίσουν και ν’
αποκτήσουν θέσεις εξουσίας που παλιότερα δεν θα μπορούσαν ούτε να διανοηθούν. Τότε αρχίζουν να υπάρχουν θύματα». Η Μπιργκίτα γύρισε και κοίταξε τον Σαν. «Πες μου για τη μητέρα σου». «Δεν την ήξερες;» «Την είχα γνωρίσει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι την ήξερα». «Δεν ήταν εύκολο να είμαι παιδί της. Ήταν δυνατή, αποφασιστική, συχνά ευγενική. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, μπορεί να θύμωνε και να γινόταν εκδικητική. Προσωπικά παραδέχομαι ότι τη φοβόμουν. Αλλά την αγαπούσα κιόλας, γιατί προσπαθούσε να δει τον εαυτό της σαν μέρος από κάτι μεγαλύτερο. Γι’ αυτήν ήταν εξίσου φυσικό να βοηθήσει έναν μεθυσμένο να σταθεί στα πόδια του όταν έπεφτε στο δρόμο όσο και να κάνει μια παθιασμένη πολιτική συζήτηση. Για μένα ήταν περισσότερο ένας άνθρωπος που τον έβλεπα σαν ίνδαλμα παρά σαν μια γυναίκα που ήταν απλώς η μητέρα μου. Τ ίποτα δεν ήταν εύκολο. Όμως, μου λείπει και τώρα είμαι υποχρεωμένος να ζήσω με αυτή την αίσθηση απώλειας». «Τ ι θα κάνεις;» «Θα γίνω γιατρός. Αλλά προς το παρόν θα κάνω διάλειμμα για ένα χρόνο. Για να πενθήσω. Να προσπαθήσω να καταλάβω τι σημαίνει να ζω χωρίς αυτή». «Ποιος είναι ο πατέρας σου;» «Πέθανε πριν από πολύ καιρό. Έγραφε ποίηση. Το μόνο που ξέρω γι’ αυτόν ήταν ότι πέθανε λίγο μετά τη γέννησή μου. Η μητέρα μου δεν μου είχε πει πολλά πράγματα γι’ αυτόν, μόνο ότι ήταν καλός άνθρωπος και επαναστάτης. Το μοναδικ ό κομμάτι του που μου έχει απομείνει είναι μια φωτογραφία που τον δείχνει να κρατά ένα κουτάβι στην αγκαλιά του». Μίλησαν πολύ εκείνο το βράδυ για την Κίνα. Η Μπιργκίτ α παραδέχτηκε πως όταν ήταν νέα ήθελε να γίνει Ερυθροφρουρός στη Σουηδία. Όμως, ταυτόχρονα, περίμενε ανυπόμονα τη στιγμή που θα μπορούσε να διαβάσει τα χαρτιά που της είχε φέρει η Χο. Γύρω στις δέκα κάλεσε ένα ταξί που θα μετέφερε τη Χο και τον Σαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. «Όταν τα διαβάσεις, τηλεφώνησέ μου», είπε η Χο.
«Υπάρχει τέλος σε αυτή την ιστορία;» Η Χο το σκέφτηκε για μια στιγμή πριν απαντήσει. «Πάντα υπάρχει ένα τέλος», είπε. «Ακόμα και σε αυτή την υπόθεση. Όμως, το τέλος είναι πάντα η αρχή από κάτι άλλο. Οι περίοδοι που διακρίνουμε στη ζωή μας είναι πάντα υπό αίρεση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο». Η Μπιργκίτα κοίταξε για λίγο το ταξί καθώς απομακρυνόταν και μετά κάθισε να διαβάσει τη μετάφραση του ημερολογίου του Για Ρου. Ο Στάφαν θα γύριζε σπίτι την επόμενη μέρα. Ήλπιζε να τα έχει διαβάσει ως τότε. Δεν ήταν πάνω από είκοσι σελίδες, αλλά ο γραφικός χαρακτήρας της Χο ήταν δυσανάγνωστος γιατί τα γράμματα ήταν πολύ μικρά.
Τ ι ακριβώς ήταν αυτό το ημερολόγιο; Όταν θυμόταν εκ των υστέρων εκείνο το βράδυ που διάβαζε μόνη στο σπίτι, με ίχνη από το άρωμα της Χο ακόμη στο δωμάτιο, σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να μπορούσε να συμπεράνει μόνη της τα περισσότερα γεγονότα. Ή, μάλλον, τα είχε συμπεράνει, αλλά αρνιόταν να δεχτεί αυτό που υποψιαζόταν. Φυσικά, αναρωτιόταν συνέχεια τι είχε παραλείψει να της πει η Χο. Θα μπορούσε να τη ρωτήσει, αλλά ήξερε ότι δεν θα έπαιρνε απάντηση. Υπήρχαν ίχνη από μυστικά που δεν θα τα καταλάβαινε ποτέ, κλειδαριές που δεν θα κατάφερνε ποτέ ν’ ανοίξει. Υπήρχαν αναφορές σε ανθρώπους στο παρελθόν, σε ένα άλλο ημερολόγιο που είχε γραφτεί σαν αντίβαρο στο ημερολόγιο του Γ.Ο., του Σουηδού που είχε γίνει επιστάτης στην κατασκευή του αμερικανικού σιδηρόδρομου. Ο Για Ρου εξέφραζε συνεχώς τον εκνευρισμό του επειδή η Χονγκ Τσόου δεν καταλάβαινε ότι ο δρόμος που ακολουθούσε τώρα η Κίνα ήταν ο μόνος σωστός και ότι άνθρωποι σαν τον Για Ρου έπρεπε να ελέγχουν τα πάντα. Η Μπιργκίτα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο Για Ρου είχε πολλά ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία, αν διάβαζες «ανάμεσα στις γραμμές», έβλεπες ότι τα αντιλαμβανόταν και ο ίδιος. Δεν μπορούσε να βρει σε αυτό τον άνθρωπο καμία αρετή που να
επανορθώνει τα πολλά του ελαττώματα. Δεν εξέφραζε καμία αμφιβολία, καμία ενοχή για το θάνατο της Χονγκ Τσόου, που στο κάτω κάτω ήταν αδερφή του. Η Μπιργκίτα αναρωτήθηκε μήπως η Χο είχε αλλοιώσει το κείμενο για να παρουσιάσει τον Για Ρου τόσο απάνθρωπο. Αναρωτήθηκε ακόμα και μήπως η Χο είχε επινοήσει όλο αυτό το ημερολόγιο. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Σαν είχε διαπράξει φόνο. Όπως και στα ισλανδικά έπη, είχε πάρει εκδίκηση για το θάνατο της μητέρας του.
Όταν διάβασε τη μετάφραση της Χο για δεύτερη φορά, κόντευαν μεσάνυχτα. Υπήρχαν πολλά σκοτεινά σημεία σε όσα είχε γράψει η Χο, πολλές λεπτομέρειες που δεν είχαν εξήγηση. Η κόκκινη κορδέλα – ποια ήταν η σημασία της; Μόνο ο Λιου Σιν θα μπορούσε να το εξηγήσει αυτό, αν ζούσε. Υπήρχαν πράγματα που θα παρέμεναν ανεξήγητα, για πάντα ίσως. Όμως, τι έπρεπε να γίνει ακόμη. Τ ι μπορούσε ή τι έπρεπε να κάνει με βάση όσα έμαθε; Θα το σκεφτόταν αυτό στις διακοπές της. Όταν ο Στάφαν ψάρευε, για παράδειγμα, μια δραστηριότητα που η Μπιργκίτα έβρισκε απελπιστικά βαρετή. Και νωρίς το πρωί, όταν ο Στάφαν διάβαζε τα ιστορικά του μυθιστορήματα ή τις βιογραφίες μουσικών της τζαζ, κι εκείνη έκανε περιπάτους μόνη της. Θα είχε το χρόνο να διαμορφώσει το γράμμα που θα έστελνε στην αστυνομία του Χούντικσβαλ. Όταν το έκανε κι αυτό, θα μπορούσε να κρύψει το κουτί με τις αναμνήσεις των γονιών της. Θα τελείωναν όλα από τη δική της πλευρά. Το Χεχουεβάλεν θα έσβηνε σιγά σιγά από το νου της, θα μετατρεπόταν σε μια χλωμή ανάμνηση. Αν και, φυσικά, δεν θα ξεχνούσε ποτέ όσα είχαν συμβεί.
Πήγαν στο Μπόρνχολμ, είχαν άστατο καιρό και απόλαυσαν τη ζωή στο εξοχικό που είχαν νοικιάσει. Τα παιδιά ήρθαν κι έφυγαν, οι μέρες περνούσαν σε μια ατμόσφαιρα νωθρής ικανοποίησης. Προς μεγάλη τους έκπληξη, εμφανίστηκε και η Άννα, αφού είχε ολοκληρώσει το μεγάλο της ταξίδι στην Ασία, και τους κατέπληξε ακόμη περισσότερο
ανακοινώνοντας ότι το φθινόπωρο θ’ άρχιζε σπουδές πολιτικής επιστήμης στη Λουντ. Σε αρκετές περιπτώσεις η Μπιργκίτα είχε αποφασίσει ότι ήταν ώρα να πει στον Στάφαν τι είχε συμβεί, και στο Πεκίνο και αργότερα στο Λονδίνο, αλλά δεν το έκανε. Δεν είχε νόημα να του μιλήσει, γιατί υπήρχε περίπτωση εκείνος να μην μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει το γεγονός ότι του είχε αποκρύψει κάτι τόσο σημαντικό. Θα τον πλήγωνε, θα το ερμήνευε ως έλλειψη εμπιστοσύνης και κατανόησης. Δεν άξιζε τον κόπο ο κίνδυνος, κι έτσι δεν μίλησε. Ούτε στην Κάριν Βίμαν μίλησε για την επίσκεψή της στο Λονδίνο και για όσα είχαν συμβεί εκεί. Έμειναν όλα σφραγισμένα μέσα της, μια ουλή που δεν θα την έβλεπε κανείς. Τη Δευτέρα 7 Αυγούστου έπιασαν πάλι δουλειά, και αυτή και ο Στάφαν. Το προηγούμενο βράδυ είχαν καθίσει επιτέλους και είχαν συζητήσει για τη ζωή τους. Ήταν σαν να συνειδητοποίησαν και οι δύο, χωρίς να πουν τίποτα εκ των προτέρων, ότι δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν άλλη μια χρονιά δουλειάς χωρίς ν’ αρχίσουν τουλάχιστον να μιλούν για την παρακμή του γάμου τους. Εκείνο που η Μπιργκίτα θεώρησε μεγάλο βήμα ήταν ότι ο άντρας της έθεσε από μόνος του το θέμα της σχεδόν ανύπαρκτης σεξουαλικής ζωής τους, χωρίς να του υποβάλει εκείνη την ιδέα. Της είπε ότι τον θλίβει η κατάσταση και ότι νιώθει φρίκη για το γεγονός ότι δεν έχει ούτε την επιθυμία ούτε την ικανότητα. Όταν τον ρώτησε ευθέως, της απάντησε ότι δεν ένιωθε έλξη για καμία άλλη γυναίκα. Ήταν απλώς έλλειψη επιθυμίας, κάτι που τον ανησυχούσε, αλλά συνήθως προτιμούσε να μην το σκέφτεται. «Τ ι θα κάνεις;» τον ρώτησε. «Δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλον ένα χρόνο χωρίς ν’ αγγίζουμε ο ένας τον άλλο. Δεν θα το αντέξω». «Θα προσπαθήσω να ζητήσω βοήθεια. Δεν μου είναι πιο εύκολο απ’ ό,τι είναι σ’ εσένα. Αλλά, επιπλέον, δυσκολεύομαι να μιλάω γι’ αυτό το θέμα». «Μιλάς γι’ αυτό τώρα». «Γιατί αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει». «Δεν ξέρω πια καθόλου τι σκέφτεσαι. Μερικές φορές σε κοιτάζω
το πρωί και σκέφτομαι ότι είσαι ένας ξένος». «Εκφράζεσαι καλύτερα από μένα. Αλλά μερικές φορές νιώθω κι εγώ ακριβώς το ίδιο. Ίσως όχι τόσο έντονα». «Έχεις δεχτεί πραγματικά ότι μπορούμε να ζήσουμε την υπόλοιπη ζωή μας έτσι;» «Όχι. Αλλά απέφευγα να το σκεφτώ. Σου υπόσχομαι να τηλεφωνήσω σε έναν θεραπευτή». «Θέλεις να ’ρθω μαζί σου;» «Όχι την πρώτη φορά. Αργότερα, αν χρειάζεται». «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό για μένα;» «Ελπίζω πως ναι». «Δεν θα είναι εύκολο. Όμως, με λίγη τύχη θα μπορέσουμε να το ξεπεράσουμε. Είναι λιγάκι σαν να περιπλανιόμαστε στην έρημο». Ο Στάφαν άρχισε τη μέρα του στις 7 Αυγούστου ανεβαίνοντας σε ένα τρένο για τη Στοκχόλμη στις 8:12 το πρωί. Η Μπιργκίτα έφτασε πιο αργά στο γραφείο της, γύρω στις δέκα. Ο Χανς Μάτσον ήταν ακόμη σε διακοπές, κι έτσι είχε την ευθύνη για όλες τις δραστηριότητες του περιφερειακού δικαστηρίου^ άρχισε με μια σύσκεψη με το νομικό και υπαλληλικό προσωπικό. Αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν υπό έλεγχο, αποσύρθηκε στο γραφείο της κι έγραψε στη Βίβι Σούντμπεργκ ένα μεγάλο γράμμα που το συνέτασσε στο νου της όλο το καλοκαίρι. Προφανώς είχε ρωτήσει τον εαυτό της τι ήθελε ή τουλάχιστον τι ήλπιζε να πετύχει. Την αλήθεια, προφανώς. Την ελπίδα ότι όλα τα συμβάντα στο Χεχουεβάλεν θα εξηγούνταν, συμπεριλαμβανομένου του φόνου του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Μήπως, όμως, αναζητούσε επίσης κάποια επανόρθωση για την έλλειψη εμπιστοσύνης που της είχε δείξει η αστυνομία του Χούντικσβαλ; Σε ποιο βαθμό ήταν προσωπική ματαιοδοξία και σε ποιο μια γνήσια προσπάθεια να πείσει την ομάδα έρευνας ότι ο αυτόχειρας, παρά την ομολογία του, δεν είχε καμία σχέση με τους φόνους; Από μια άποψη είχε επίσης σχέση με τη μητέρα της. Αναζητώντας την αλήθεια, η Μπιργκίτα ήθελε ν’ αποτίσει φόρο τιμής στους θετούς γονείς της μητέρας της, που είχαν βρει τόσο αποτρόπαιο θάνατο. Της πήρε δύο ώρες για να γράψει το γράμμα. Το ξαναδιάβασε
αρκετές φορές και μετά το έβαλε σε ένα φάκελο και έγραψε τη διεύθυνση της αστυνομίας του Χούντικσβαλ, υπόψη της Βίβι Σούντμπεργκ. Κατόπιν έβαλε το φάκελο στο δίσκο της εξερχόμενης αλληλογραφίας στο χώρο υποδοχής στο ισόγειο και άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα του γραφείου της με την ελπίδα να διώξει όλες τις σκέψεις για τα θύματα σ’ εκείνα τα απομονωμένα σπίτια στο Χεχουεβάλεν. Πέρασε την υπόλοιπη μέρα διαβάζοντας ένα συμβουλευτικό έγγραφο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για μια φαινομενικά ατέλειωτη διαδικασία αναδιοργάνωσης που θα επηρέαζε όλες τις πλευρές της σουηδικής δικαιοσύνης. Όμως, φρόντισε να βρει χρόνο για να ανασύρει ένα από τα μισοτελειωμένα ποπ τραγούδια της και να προσπαθήσει να γράψει μερικούς στίχους ακόμα. Η ιδέα τής είχε έρθει το καλοκαίρι. Θα το ονόμαζε «Μια βόλτα στην παραλία». Όμως, δυσκολευόταν, ιδιαίτερα σήμερα. Τελικά, τσαλάκωσε τις αποτυχημένες προσπάθειές της, τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων και κλείδωσε το ημιτελές κείμενο σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου της. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αποφασισμένη να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια. Στις έξι έκλεισε το κομπιούτερ της και βγήκε από το γραφείο. Φεύγοντας, πρόσεξε ότι ο δίσκος εξερχομένων της αλληλογραφίας της ήταν άδειος.
37 Ο Λιου Σιν κρύφτηκε στα δέντρα στην άκρη του δάσους: Επιτέλους είχε φτάσει στον προορισμό του. Δεν είχε ξεχάσει τα λόγια του Για Ρου ότι αυτή ήταν η σημαντικότερη αποστολή που θα του ανέθετε ποτέ. Έπρεπε να γράψει την τελευταία πράξη στο τρομερό δράμα που είχε αρχίσει πάνω από εκατό χρόνια πριν.
Όπως στεκόταν εκεί, σκεφτόταν τον Για Ρου που του είχε αναθέσει την αποστολή που θα εκτελούσε σε λίγο, του είχε δώσει τον απαραίτητο εξοπλισμό και του είχε ζητήσει να είναι απόλυτα αποτελεσματικός. Του είχε εξηγήσει όλα όσα είχαν συμβεί στο παρελθόν. Το ταξίδι είχε διαρκέσει πολλά χρόνια, σε ωκεανούς και ηπείρους, ένα ταξίδι γεμάτο φόβο και θάνατο και φρικτούς κατατρεγμούς – και τώρα ερχόταν το απαραίτητο τέλος, η εκδίκηση. Εκείνοι που είχαν κάνει αυτό το ταξίδι είχαν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Ένας ήταν στο βυθό της θάλασσας, άλλοι ήταν θαμμένοι σε άγνωστα σημεία. Όλα αυτά τα χρόνια ένας συνεχής θρήνος υψωνόταν από τους τόπους της ανάπαυσής τους. Και τώρα ο Για Ρου του είχε αναθέσει να δώσει τέλος σε αυτόν το θρήνο. Ο Λιου Σιν αισθανόταν το χιόνι κάτω από τα πόδια του και τον παγερό αέρα που τον τύλιγε. Ήταν 12 Ιανουαρίου 2006. Νωρίτερα εκείνη τη μέρα είχε προσέξει ένα θερμόμετρο που έδειχνε μείον εννιά βαθμούς Κελσίου. Κάθε τόσο κουνούσε τα πόδια του για να τα ζεστάνει. Ήταν ακόμη νωρίς το βράδυ. Από το σημείο όπου στεκόταν έβλεπε σε αρκετά από τα σπίτια αναμμένα φώτα και σε μερικά παράθυρα τη γαλαζωπή λάμψη της τηλεόρασης. Τέντωσε τα αυτιά του, αλλά δεν άκουσε τον παραμικρό ήχο. Ούτε καν γαβγίσματα σκυλιών. Σκέφτηκε ότι σε αυτό το μέρος του κόσμου πολλοί είχαν σκυλιά-φύλακες για τη νύχτα. Είχε δει ίχνη τους στο χιόνι, αλλά φαίνεται ότι τα είχαν μέσα στα σπίτια. Είχε αναρωτηθεί μήπως τα σκυλιά τού δημιουργούσαν προβλήματα, αλλά ήταν απίθανο. Κανείς δεν υποψιαζόταν τι θα συνέβαινε σε λίγο. Τα σκυλιά δεν θα μπορούσαν να τον σταματήσουν. Έβγαλε το ένα γάντι του και κοίταξε την ώρα. Εννιά παρά τέταρτο. Είχε ακόμη χρόνο μέχρι να σβήσουν τα φώτα. Φόρεσε πάλι το γάντι και σκέφτηκε τον Για Ρου και τις ιστορίες για τους νεκρούς που είχαν ταξιδέψει τόσο μακριά. Όλα τα μέλη της οικογένειας του Για Ρου είχαν αναμειχθεί εν μέρει στο ταξίδι. Μέσα από μια παράξενη σύμπτωση, ο Λιου Σιν ήταν εκείνος που θα έγραφε το τέλος, παρόλο που δεν ήταν συγγενής. Αυτό τον γέμιζε με βαθιές σκέψεις. Ο Για Ρου τον εμπιστευόταν σαν αδερφό του.
Άκουσε ένα αυτοκίνητο κάπου μακριά, αλλά δεν πλησίασε στο χωριό. Ήταν στον κεντρικό δρόμο. Σε αυτή τη χώρα, σκέφτηκε, τις σιωπηλές χειμωνιάτικες νύχτες ο ήχος φτάνει πολύ μακριά – όπως πάνω από το νερό. Συνέχισε να κουνάει τα πόδια του. Πώς θα αντιδρούσε όταν θα τελείωναν όλα; Μήπως υπήρχαν ακόμη μέσα του κάποια υπολείμματα συνείδησης, έστω κι αν δεν τα αντιλαμβανόταν; Στη Νεβάδα όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Όμως, δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ, ιδιαίτερα αφού αυτή η αποστολή ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η σκέψη του άρχισε να περιπλανιέται. Θυμήθηκε ξαφνικά τον δικό του πατέρα, έναν χαμηλόβαθμο αξιωματούχο του κόμματος που είχε υποστεί μεγάλη κακομεταχείριση κατά την Πολιτιστική Επανάσταση. Ο πατέρας του του είχε πει ότι οι Ερυθροφρουροί έπιασαν αυτόν και άλλα «καπιταλιστικά γουρούνια» και τους έβαψαν το πρόσωπο λευκό. Γιατί το κακό έχει πάντα λευκό χρώμα. Προσπάθησε να σκεφτεί έτσι τους κατοίκους των σιωπηλών σπιτιών: Να έχουν όλοι λευκά πρόσωπα, σαν δαίμονες του κακού. Τα φώτα άρχισαν να σβήνουν ένα ένα. Δύο από τα σπίτια ήταν σκοτεινά τώρα. Περίμενε. Οι νεκροί περίμεναν πάνω από έναν αιώνα, η δική του αναμονή θα κρατούσε μόνο μερικές ώρες. Έβγαλε το δεξί του γάντι και έπιασε το ξίφος που κρεμόταν στο πλευρό του. Το ατσάλι ήταν ψυχρό, η λεπίδα απίστευτα κοφτερή. Ήταν ένα ιαπωνικό ξίφος που είχε βρει τυχαία σε μια επίσκεψη στη Σαγκάη. Κάποιος του είχε πει για έναν παλιό συλλέκτη που είχε ακόμη μερικά από αυτά τα πολύτιμα ξίφη από την ιαπωνική κατοχή στη δεκαετία του ’30. Κατάφερε να βρει το μικρό κατάστημα και όταν έπιασε το ξίφος στα χέρια του, δεν δίστασε. Το αγόρασε επιτόπου και το πήγε σε έναν σιδηρουργό, ο οποίος επιδιόρθωσε τη λαβή και ακόνισε τη λεπίδα μέχρι που έκοβε σαν ξυράφι. Τ ινάχτηκε ξαφνιασμένος. Η πόρτα ενός σπιτιού άνοιξε. Ο Λιου Σιν τραβήχτηκε πιο πίσω μέσα στα δέντρα. Ένας άντρας βγήκε στη σκάλα με ένα σκυλί. Το φως πάνω από την πόρτα φώτισε τη χιονισμένη αυλή. Ο Λιου Σιν έσφιξε γερά το ξίφος και μισόκλεισε τα μάτια, παρακολουθώντας προσεκτικά τις κινήσεις του σκύλου. Τ ι θα γινόταν αν έπιανε την οσμή του; Αυτό θα κατέστρεφε το σχέδιό του.
Αν αναγκαζόταν να σκοτώσει το σκυλί, δεν θα δίσταζε. Τ ι θα έκανε, όμως, ο άντρας που τώρα στεκόταν στην πόρτα καπνίζοντας;
Το σκυλί σταμάτησε ξαφνικά και οσμίστηκε τον αέρα. Για μια στιγμή ο Λιου Σιν νόμισε ότι τον είχε εντοπίσει, μετά όμως ο σκύλος άρχισε να τρέχει πάλι στην αυλή. Ο άντρας φώναξε το σκυλί, που έτρεξε αμέσως μέσα στο σπίτι. Η πόρτα έκλεισε. Λίγο αργότερα το φως έσβησε. Συνέχισε να περιμένει. Τα μεσάνυχτα, όταν το μοναδικό φως στο σπίτι ερχόταν από μια οθόνη τηλεόρασης, ο Λιου Σιν πρόσεξε ότι είχε αρχίσει να χιονίζει. Νιφάδες έπεφταν στο απλωμένο χέρι του σαν πούπουλα. Σαν άνθη δαμασκηνιάς, σκέφτηκε. Όμως, το χιόνι δεν μυρίζει. Δεν ανασαίνει όπως τα λουλούδια. Ύστερα από είκοσι λεπτά η τηλεόραση έσβησε κι αυτή. Χιόνιζε ακόμη. Ο Λιου Σιν έβγαλε από την τσέπη του άνορακ ένα μικρό ζευγάρι κιάλια με νυχτερινή όραση και κοίταξε αργά αργά όλα τα σπίτια του χωριού. Δεν υπήρχαν πουθενά φώτα. Έβαλε τα κιάλια στην τσέπη και πήρε μια βαθιά ανάσα. Στο νου του έβλεπε την εικόνα που του είχε περιγράψει ο Για Ρου τόσες πολλές φορές. Ένα πλοίο. Άνθρωποι στο κατάστρωμα σαν μυρμήγκια κουνούσαν μαντίλια και καπέλα. Αλλά δεν έβλεπε πρόσωπα. Καθόλου πρόσωπα, μόνο χέρια να κινούνται.
Περίμενε λίγο ακόμα. Μετά πήρε αργά το δρόμο. Στο ένα χέρι κρατούσε έναν μικρό φακό και στο άλλο το ξίφος. Πλησίασε το σπίτι στην άκρη του χωριού. Σταμάτησε για ν’ αφουγκραστεί μια τελευταία φορά. Έπειτα μπήκε μέσα.
Βίβι, Αυτή η αφήγηση υπάρχει σε ένα ημερολόγιο γραμμένο από κάποιον Για Ρου. Στηρίζεται στην προφορική αναφορά που του
έδωσε ο άνθρωπος που πήγε πρώτα στη Νεβάδα, όπου σκότωσε αρκετά άτομα, και μετά ήρθε στο Χεχουεβάλεν. Θέλω να τη διαβάσεις για να καταλάβεις όλα τα υπόλοιπα που σου έγραψα σε αυτό το γράμμα. Κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν ζει πια. Όμως, αυτό που έγινε στο Χεχουεβάλεν ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο διαφορετικό απ’ ό,τι νομίζαμε όλοι. Δεν είμαι σίγουρη αν μπορούν ν’ αποδειχτούν όλα όσα σου έγραψα. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορούν. Όπως, για παράδειγμα, δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η κόκκινη κορδέλα κατέληξε στο χιόνι στο Χεχουεβάλεν. Ξέρουμε ποιος την πήγε εκεί, αλλά τίποτα παραπέρα. Ο Λαρς-Έρικ Βάλφριντσον, που κρεμάστηκε στο κελί του, δεν ήταν ένοχος. Τουλάχιστον αυτό θα πρέπει να το μάθουν οι συγγενείς του. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τους λόγους που τον οδήγησαν να αναλάβει την ευθύνη. Καταλαβαίνω ότι αυτό το γράμμα θα αναστατώσει την έρευνά σας. Όμως, αυτό που αναζητάμε όλοι, φυσικά, είναι η αλήθεια. Ελπίζω όσα σου έγραψα να βοηθήσουν. Προσπάθησα να συμπεριλάβω στο γράμμα μου όλα όσα ξέρω για την υπόθεση. Η μέρα που θα πάψουμε να ψάχνουμε για την αλήθεια, που δεν είναι ποτέ αντικειμενική αλλά στην καλύτερη περίπτωση στηρίζεται σε γεγονότα, είναι η μέρα που θα καταρρεύσει εντελώς το σύστημα της δικαιοσύνης. Έχω ξαναγυρίσει στη δουλειά. Είμαι στο Χέλσινγκμποργκ και θα περιμένω να επικοινωνήσεις μαζί μου, γιατί υπάρχουν πολλά και δύσκολα ερωτήματα.
Με τις καλύτερες ευχές μου, Μπιργκίτα Ρόσλιν 7 Αυγούστου 2006
Επίλογος Εκείνη την ίδια μέρα η Μπιργκίτα Ρόσλιν έκανε μερικά ψώνια στο συνηθισμένο της κατάστημα γυρίζοντας σπίτι από τη δουλειά. Ενώ στεκόταν στην ουρά στο ταμείο, πήρε μία από τις βραδινές εφημερίδες από το σταντ και την ξεφύλλισε. Σε μια σελίδα διάβασε στα πεταχτά ότι σε ένα χωριό βόρεια του Γέβλε είχαν σκοτώσει έναν λύκο. Ούτε αυτή ούτε και κανένας άλλος ήξερε ότι ο ίδιος λύκος είχε μπει στη Σουηδία από το Βαουλντάλεν της Νορβηγίας μια μέρα του Ιανουαρίου. Ήταν πεινασμένος και δεν είχε φάει τίποτα από τότε που βρήκε τα υπολείμματα μιας νεκρής άλκης στο Εστερντάλαρνα. Ο λύκος είχε συνεχίσει την πορεία του ανατολικά. Πέρασε το Νεβγιάρνα, διέσχισε τον παγωμένο ποταμό Γιούσναν στο Κόρμπελε και μετά χάθηκε πάλι στα αχανή δάση. Τ ώρα κείτονταν νεκρός σε μια φάρμα κοντά στο Γέβλε. Κανείς δεν ήξερε ότι το πρωί της 13ης Ιανουαρίου είχε φτάσει σ’ ένα χωριό του Χέλσινγκλαντ, το Χεχουεβάλεν. Όλα ήταν σκεπασμένα από χιόνι τότε. Τ ώρα, το καλοκαίρι θα τελείωνε σύντομα. Το χωριουδάκι του Χεχουεβάλεν ήταν άδειο. Δεν ζούσε πια κανείς εκεί. Σε μερικούς από τους κήπους τα βατόμουρα ήταν κιόλας κατακόκκινα, αλλά δεν υπήρχε κανένας για να θαυμάσει τα λαμπερά τους χρώματα. Το φθινόπωρο είχε απλωθεί στη Νόρλαντ. Ο κόσμος άρχιζε να ετοιμάζεται για άλλον ένα μακρύ χειμώνα.
Σημείωμα του συγγραφέα Αυτό το βιβλίο είναι μυθιστόρημα. Αυτό σημαίνει ότι όσα έχω
γράψει στηρίζονται στην πραγματικότητα, αλλά δεν είναι όλα μια ρεαλιστική περιγραφή γεγονότων που συνέβησαν πραγματικά. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει πουθενά χωριό με το όνομα Χεχουεβάλεν – ελπίζω η έρευνα που έκανα σε χάρτες και άτλαντες να ήταν διεξοδική. Όμως, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι την εποχή που γράφτηκε το βιβλίο πρόεδρος της Ζιμπάμπουε ήταν ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε. Με άλλα λόγια, έχω γράψει για πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν και όχι απαραίτητα για πράγματα που συνέβησαν όντως. Στον κόσμο της μυθιστοριογραφίας αυτό δεν είναι απλώς μια δυνατότητα αλλά μια βασική προϋπόθεση. Όμως, ακόμα και σ’ ένα μυθιστόρημα, οι σημαντικότερες λεπτομέρειες πρέπει να παρουσιάζονται σωστά, είτε πρόκειται για την ύπαρξη πουλιών στο σημερινό Πεκίνο είτε για το αν μια δικαστής έχει στο γραφείο της έναν καναπέ που προέρχεται από την Εθνική Διοίκηση Δικαστηρίων. Με βοήθησαν πολλοί στη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Πρώτα και κύρια, φυσικά, ο Ρόμπερτ Τ ζόνσον, που για άλλη μια φορά ερεύνησε επίμονα και διεξοδικά τα γεγονότα. Όμως, υπάρχουν και πολλοί ακόμα που, αν τους κατονόμαζα, θα έκανα αυτό τον κατάλογο πολύ μεγάλο. Ανάμεσά τους είναι και πάρα πολλοί άνθρωποι στην Αφρική, με τους οποίους συζήτησα αυτό το βιβλίο. Δεν θα αναφέρω κανέναν ονομαστικά, αλλά θέλω εδώ να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη σε όλους. Φυσικά, η ευθύνη για την ίδια την ιστορία του βιβλίου είναι δική μου και κανενός άλλου.
Χένινγκ Μάνκελ Μαπούτο, Μοζαμβίκη Ιανουάριος 2008
Τ ΕΛΟΣ
Ο ΧΕΝΙΝΓΚ ΜΑΝΚΕΛ γεννήθηκε το 1948 σ’ ένα χωριό στη βόρεια Σουηδία. Τα βιβλία του, που στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, έχουν μεταφραστεί σε 35 γλώσσες, έχουν πουλήσει περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, έχουν γυριστεί κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες, και έχουν τιμηθεί με πολλά βραβεία. Το ΕΚΤ ΕΛΕΣΤ ΕΣ ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ, το πρώτο βιβλίο της σειράς μυθιστορημάτων με ήρωα τον επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ, έχει βραβευτεί ως το Καλύτερο Σουηδικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα για το 1991 από τη Σουηδική Ακαδημία Εγκλήματος και ως το Καλύτερο Σκανδιναβικό Αστυνομικό Μυθιστόρημα από τον Σκανδιναβικό Σύνδεσμο Εγκλήματος. Το ΕΝΤ ΟΛΕΣ ΘΑΝΑΤ ΟΥ τιμήθηκε με το βραβείο Macallan Gold Dagger 2001, ενώ ο συγγραφέας ανακηρύχθηκε συγγραφέας της χρονιάς 2002 στη Γερμανία και τιμήθηκε με το βραβείο Tolerance από την Deutsche Evangelische Akademie T utzing. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν ακόμη εννιά μυθιστορήματα του Χένινγκ Μάνκελ, ενώ ετοιμάζονται και άλλα.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του συγγραφέα: www.henningmankell.com