Zulvu Livaneli - σερενατα - εκδοσεις πατακη

  • Uploaded by: Giannis Antetokounmpo
  • 0
  • 0
  • July 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Zulvu Livaneli - σερενατα - εκδοσεις πατακη as PDF for free.

More details

  • Words: 120,278
  • Pages: 532
« Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου» .

Η έκδοση του βιβλίου αυτού πραγ ματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Υπουργ είου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας στο πλαίσιο του προγ ράμματος TEDA.

Εκδόσεις Πατάκη – Ξένη λογ οτεχνία Σύγ χρονη ξένη λογ οτεχνία – 274 Ζουλφί Λιβανελί, Σερενάτα Zülfü Livaneli, Serenad Μετάφραση: Θάνος Ζαράγ καλης Yπεύθυνος έκδοσης: Kώστας Γιαννόπουλος Eπιμέλεια-Διόρθωση: Μάριος Παρθένης-Γαρδίκης Σελιδοποίηση: Κατερίνα Σταματοπούλου Φιλμ-Μοντάζ: Γιώργ ος Κεραμάς Copyright © Zülfü Livaneli, 2011 Copyright © γ ια την ελληνική γ λώσσα Σ. Πατάκης AEΕΔΕ (Eκδόσεις Πατάκη), 2011 Πρώτη έντυπη έκδοση στην τουρκική γ λώσσα από τις εκδόσεις Dogan Kitap, 2011 Πρώτη έντυπη έκδοση στην ελληνική γ λώσσα από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Δεκέμβριος 2012 (ΚΕΤ 7737, ISBN 978-960-16-4442-4) Πρώτη ψηφιακή έκδοση (σε μορφή ηλεκτρονικού βιβλίου) από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Φεβρουάριος 2013 ΚΕΤ 8247 ISBN 978-960-16-4760-9

ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665, ΦΑΞ: 210.36.50.069 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ - ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄ ΚΤΕΟ), 570 09 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦΑΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: [email protected], [email protected]

Σερενάτα

1

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜ ΒΑΝΟΥΝ

ένα αεροπορικό ταξίδι είναι όσοι ξεχνούν ότι βρίσκονται μέσα σ’ ένα μεταλλικό κουτί και ασχολούνται μονάχα με την ποιότητα του κρασιού, τη νοστιμιά του φαγητού και την άνεση των καθισμάτων. Να σημειώσω αμέσως πως είμαι ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Καθισμένη άνετα στο αεροπλάνο που κάνει το δρομολόγιο Φρανκφούρτη - Βοστόνη, ακούω το γλυκό μουρμουρητό των κινητήρων και απολαμβάνω γουλιά γουλιά το λευκό Πόρτο. Μ ετά το σερβίρισμα του βραδινού φαγητού, το αεροσκάφος βούτηξε στα σκοτάδια. Κάποιοι απ’ τους επιβάτες φορούν τη μάσκα για τα μάτια που μας έδωσαν οι αεροσυνοδοί μέσα σε μια μπλε τσάντα και βυθίζονται στον ύπνο, ενώ κάποιοι άλλοι τραβούν απ’ την ίδια μπλε τσάντα τις χοντρές κάλτσες, τις φορούν και αρχίζουν να παρακολουθούν τηλεόραση. Επειδή φορούν ακουστικά κι αποκόπτονται απ’ τον περίγυρο, ξεσπούν σε ηχηρά γέλια κάθε φορά που υπάρχει μια αστεία σκηνή στην κωμωδία που παρακολουθούν. Ο ασπρομάλλης ηλικιωμένος που κάθεται μπροστά μου κουνάει ανήσυχος, με μανία, τα πόδια του.

Οι Γερμανίδες αεροσυνοδοί με την μπλε στολή και το ίδιου χρώματος καπελάκι, αφού μάζεψαν τους δίσκους με τα φαγητά, τράβηξαν τις κουρτίνες των παραθύρων και μας ευχήθηκαν όνειρα γλυκά. Το κάνουν για να μην ξυπνήσουν οι επιβάτες με τις πρώτες κιόλας ακτίνες του ήλιου που θα ανατείλει σε λίγες ώρες. Όποιος δεν θέλει να τον ξυπνήσουν για να πάρει πρωινό, πρέπει να το έχει δηλώσει βάζοντας την ανάλογη ένδειξη στην άκρη του καθίσματος. Πάντως εγώ δεν σκοπεύω να κοιμηθώ. Άρχισα να γράφω αυτές τις αράδες στον φορητό υπολογιστή που έχω πάνω στα γόνατά μου και θα συνεχίσω να γράφω μέχρι να φτάσουμε στη Βοστόνη. Όταν φτάσω στον προορισμό μου, θα πρέπει να έχω τελειώσει την αφήγηση. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πως έχω την υποχρέωση να τελειώσω την αφήγηση. Πρέπει να την τελειώσω, ώστε να μην έχω να πω τίποτα άλλο. Να κλείσουν οι ανοιχτοί λογαριασμοί του παρελθόντος, να ξεχαστούν τα βάσανα, να θαφτούν τα χνάρια της ανθρώπινης αγριότητας. Ο Καρλ Σάγκαν έγραψε ότι οι άνθρωποι ακόμη και τώρα κουβαλούν την επιθετικότητα των ερπετώνπρογόνων τους. «Ο εγκέφαλός μας είναι το όργανο στο οποίο κρύβονται η επιθετικότητα, οι τελετουργίες, η κοινωνική ιεραρχία· στοιχεία τα οποία εξελίχθηκαν μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια και τα οποία κληρονομήσαμε από τα ερπετά που ήταν οι πρόγονοί μας». Αυτή η άποψη μου φαίνεται πολύ σωστή. Κάτω από ευγενικές συμπεριφορές, όλοι μέσα μας κρύβουμε έναν κροκόδειλο, ο οποίος δείχνει αμέσως τα κοφτερά του δόντια όταν βρεθούμε μπροστά σε κίνδυνο. Πρέπει να τα αφηγηθώ όλα. Μ ονάχα έπειτα απ’ την εξομολόγηση μπορεί κανείς να υπερβεί τον πόνο.

Σήμερα το πρωί επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο που πετάει απ’ την Ιστανμπούλ στη Φρανκφούρτη. Περιμένοντας στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης την ανταπόκριση για τη Βοστόνη, ήπια έναν καφέ. Κατόπιν πέρασα από τους πολυδαίδαλους λαβύρινθους αυτού του απέραντου αεροδρομίου, που έχει τις διαστάσεις μιας πόλης, μιας πόλης αποκλειστικά αφιερωμένης στις πτήσεις, και εν τέλει έφτασα στον έλεγχο διαβατηρίων. Αφού στάθηκα στην ουρά των μη Ευρωπαίων, έδωσα στον αστυνομικό με το παγερό βλέμμα το διαβατήριό μου με την ημισέληνο και το αστέρι τυπωμένα στο εξώφυλλο. Εκείνος κατέγραψε λεπτομερώς τις πληροφορίες του διαβατηρίου μου στον υπολογιστή του: Όνομα: Μ άγια Επίθετο: Ντουράν Φύλο: Θήλυ Ημερομηνία γέννησης:

21

Ιανουαρίου

1965

Θα πρέπει να υπολόγισε ότι είμαι τριάντα έξι ετών. Ευτυχώς που στα διαβατήρια δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη θρησκεία, αλλιώς θα έγραφε “Θρησκεία: Ισλάμ”. Αφού ο Γερμανός αστυνομικός κρατάει στα χέρια του τουρκικό διαβατήριο, θα είναι σίγουρος ότι είμαι μουσουλμάνα. Τι άλλο θα μπορούσα να είμαι; Παρ’ όλα αυτά, εγώ μέσα μου φιλοξενούσα άλλες τρεις ξεχωριστές γυναίκες. Δεν ήμουν μόνο η Μ άγια: ήμουν ταυτόχρονα η Αϊσέ, η Νάντια και η Μ αρί. Θα πατήσω το πόδι μου στην Αμερική, φέρνοντας μαζί μου και αυτές τις τρεις ταυτότητες. Όταν φτάσω στο αεροδρόμιο Λόγκαν της Βοστόνης, θα πάρω ένα ταξί για να με οδηγήσει στο Γενικό Νοσοκομείο της Μ ασσαχουσέττης. Κανείς δεν ρώτησε τη θρησκεία μου. Κι αν ρωτούσε, η

απάντηση ήταν έτοιμη: Και μουσουλμάνα, και εβραία, και καθολική. Μ ε δυο λόγια, απλά άνθρωπος. Οι αεροσυνοδοί είναι ψηλές, ξανθιές, όμορφες. Όπως συμβαίνει με όλες τις Γερμανίδες, οι στολές τους στέκονται τέλεια πάνω στο κορμί τους. Μ ε εκπλήσσουν οι Γερμανοί που φορούν πάντοτε ατσαλάκωτα ρούχα, λες και τα πήραν πριν από λίγο από το καθαριστήριο. Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι κρατούν κάθετο το κορμί τους ή αν το σώμα τους έχει κάτι το διαφορετικό. Πάντως, εγώ που βγαίνω κάθε πρωί απ’ το σπίτι φροντισμένη και ατσαλάκωτη, όταν επιστρέφω από τη δουλειά, είμαι για κλάματα. Επειδή για πολλά χρόνια υποδέχομαι τους φιλοξενούμενους του Πανεπιστημίου Ιστανμπούλ, έχω κάνει πολλές –αν και όχι τόσες όσες ο Λα Μ προυγιέρ– παρατηρήσεις για κάθε έθνος σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Γι’ αυτό σπανίως πέφτω έξω. Μ ια από τις καλοντυμένες αεροσυνοδούς, καθώς παίρνει το άδειο ποτήρι μου, με ρωτά στα αγγλικά αν θέλω κι άλλο κρασί. «Thank you» της λέω και συμπληρώνω πως πράγματι θα ήθελα κι ένα δεύτερο ποτήρι. Από τότε που η φίλη μου η Φιλίζ μού έφερε ένα Πόρτο απ’ την Πορτογαλία, έγινα λάτρης αυτού του κρασιού. Η Φιλίζ είναι γιατρός και είχε πάει στην Πορτογαλία να παρακολουθήσει ένα ιατρικό συνέδριο. Στην πραγματικότητα δεν πίνω πολύ. Ο Αχμέτ μού είχε δώσει πρώτη φορά να πιω κρασί. Δεν μου άρεσε η γεύση του, αλλά επειδή τον αγαπούσα δεν του χάλασα το χατίρι. Αργότερα, μάλλον θα το συνήθισα. Αχ, εκείνα τα χρόνια! Τότε που το θηρίο, το οποίο έκρυβε μέσα του ο Αχμέτ, κοιμόταν ακόμα· τότε που τον φανταζόμουν ως άντρα δυνατό, αλλά με λεπτότητα κι ευαισθησίες. Το ότι αλλάζω συχνά θέμα δεν οφείλεται στο κρασί, αλλά στην ανακατωσούρα που ζω αυτή την περίοδο.

Ο Αχμέτ ήταν ένας ψηλός, καστανός, ωραίος άντρας. Τα μικρά του μάτια ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, όμως τέτοιες ατέλειες δεν δείχνουν άσχημους τους άντρες όσο τις γυναίκες. Οι άντρες τις ξεπερνούν με το ανάστημα και τους μύες. Ο Αχμέτ δεν είναι πια σύζυγός μου. Χωρίσαμε πριν από οκτώ χρόνια. Τώρα έχω σχέση μ’ έναν άντρα που τον λένε Ταρίκ. Για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του συρμού, είναι ο boyfriend μου. Αλλά τώρα τον έχω αφήσει πίσω στην Ιστανμπούλ, μαζί με τις άλλες αναμνήσεις μου. Διότι η Μ άγια πρέπει να είναι ελεύθερη, να μην περιορίζεται με καμιά σχέση και κανέναν δεσμό. Η αεροσυνοδός, γλιστρώντας αθόρυβα ανάμεσα στους κοιμισμένους επιβάτες, μου φέρνει το Πόρτο. Πίνω μια γουλιά και κλείνω τα μάτια. Μ ετά βγάζω κι εγώ απ’ την μπλε τσάντα τις χοντρές κάλτσες και τις φορώ. Νιώθω μια ανακούφιση που γλίτωσα απ’ τα παπούτσια με το τακούνι. Το ξέρω, θα πρηστούν τα πόδια μου απ’ το πολύωρο ταξίδι και, την ώρα που θα πρέπει να τα ξαναφορέσω, θα ταλαιπωρηθώ. Αλλά εκείνη η ταλαιπωρία μετράει λιγότερο από την τωρινή χαλάρωση. Αυτή η ιστορία, που θα τελειώσει όταν φτάσω στο Γενικό Νοσοκομείο της Μ ασσαχουσέττης και η οποία έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή μου, άρχισε πριν από τρεις μήνες. Ήταν Φεβρουάριος. Εκείνη την ημέρα, καθώς βγήκα απ’ το κτίριο της πρυτανείας και μπήκα στο αυτοκίνητο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Ταρίκ. «Είμαι πνιγμένη στη δουλειά, Ταρίκ» του είπα. «Είναι ατελείωτες οι δουλειές του πανεπιστημίου. Πρέπει να συντάξω δελτία Τύπου, να ετοιμάσω τις ομιλίες του πρύτανη, να διαψεύσω κάποιες ειδήσεις και άλλα πολλά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά,

θα πρέπει να τρέξω στο αεροδρόμιο να υποδεχθώ κι έναν ξένο επισκέπτη! Το αεροδρόμιο είναι μακριά, η κυκλοφορία χάλια και, επιπλέον, ο καιρός είναι άσχημος. Αυτή η βροχή κάνει την καρδιά μου να σφίγγεται». Σώπασα απότομα. Ανησύχησα μήπως ξεκινήσουμε καμιά λογομαχία γεμάτη ένταση. Μ πορεί κι ο Ταρίκ να ήταν κοντά στα όριά του ή να είχε στενοχώριες. Αλλά όχι. Δεν υπήρχε κίνδυνος να αρχίσει καμιά έντονη συζήτηση. Στην ουσία η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Απ’ το ακουστικό άκουγα κάτι μουρμουρητά του τύπου «Α… Έτσι… Χμμ…». Δεν ήξερα τι έκανε στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Δεν ένιωθε πάντως την ανάγκη να κάνει κάποια προσπάθεια να κρύψει την αδιαφορία του. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν. Ίσως να πληκτρολογούσε στον υπολογιστή την ώρα που μιλούσαμε. Θα ’ταν καλύτερα να μη με είχε καλέσει. Γιατί άδραξα την ευκαιρία κι άρχισα την γκρίνια. Μ ου ήταν δύσκολο, αλλά έπρεπε να δώσω ένα γλυκό τέλος στη συζήτησή μας και να κλείσω το τηλέφωνο. «Ξέρεις κι εσύ πολύ καλά» συνέχισα «ότι η Ιστανμπούλ τον Φεβρουάριο είναι σκέτη ταλαιπωρία». Και συνέχισα σε ήπιο τόνο: «Η συνεχής βροχή που κρατάει μέρες σε κάνει να νιώθεις μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο. Όπου αγγίζεις, είναι βρεγμένα. Τη μια λυσσομανάει ο νοτιάς, την άλλη ο βοριάς. Η θάλασσα συνεχώς φουρτουνιασμένη, η μέρα σκοτεινή…». «Για πες μου» είπε ο Ταρίκ. «Ποιες άλλες σκοτούρες έχεις στη ζωή σου;» Κοίταξα οργισμένη το κινητό. «Τις είπα όλες! Μ ην ανησυχείς, δεν έχω κάτι άλλο. Αντί να με παρηγορήσεις, ειρωνεύεσαι κι από πάνω!»

Δεν του είχα πει φυσικά όλα μου τα βάσανα. Δεν θα μπορούσα να του μιλήσω για τους πόνους της εμμηνόρροιας που με βασάνιζαν εδώ και τρεις μέρες, για το ότι ξέχασα το πρωί να πάρω μαζί μου ταμπόν και για τον εφιάλτη που έζησα έως ότου βρω ένα φαρμακείο. Ήταν καλός, συμπαθητικός, αλλά δεν είχαμε ακόμη πλησιάσει ο ένας τον άλλον αρκετά. «Ποιος είναι;» Προφανώς ένιωσε την ανάγκη να ρωτήσει κάτι για να σπάσει τη σιωπή. «Για ποιον λες;» ρώτησα με τη σειρά μου. «Ο ξένος επισκέπτης που θα υποδεχθείς στο αεροδρόμιο». Κοίταξα το χαρτί που είχα δίπλα μου. «Λέγεται Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ» είπα. «Γράφει ότι είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Το όνομά του είναι γερμανικό, αλλά ζει και διδάσκει στην Αμερική». «Για ποιον λόγο έρχεται; Για κάποιο συνέδριο;» «Έχω δίπλα μου το βιογραφικό του, αλλά δεν πρόλαβα ακόμα να το διαβάσω. Ο δρόμος έχει πολλή κίνηση, θα έχω άφθονο χρόνο μέχρι το αεροδρόμιο για να το κοιτάξω». «Ωραία τότε» είπε ο Αχμέτ. «Σου εύχομαι καλό κουράγιο, γλυκιά μου. Θα τα πούμε αργότερα». «Εσύ τι με ήθελες;» «Να σου πω να συναντηθούμε το βράδυ, αν ήσουν κι εσύ ελεύθερη». Κόπηκε η γραμμή απότομα. “Κι αυτός ίδιος όπως οι άλλοι” σκέφτηκα. Δεν θα συναντήσω ποτέ κάποιον που θα καταλαβαίνει, όχι αυτά που λέω, αλλά αυτά που θα ήθελα να πω! Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι, όταν λέω πως ο καιρός είναι άσχημος, δεν εννοώ μονάχα τον καιρό; Πρέπει οπωσδήποτε να

λέω κουβέντες του τύπου “Βαρέθηκα πια αυτήν τη ζωή…” για να γίνω αντιληπτή; Θα ήθελα έναν άντρα που, όταν λέω “Έχω πολλή δουλειά”, να καταλαβαίνει ότι εννοώ πως θέλω κάποιον να με υποστηρίξει… Πως, όταν λέω “Η βροχή με κάνει να νιώθω μουσκεμένη μέχρι το κόκαλο”, το λέω επειδή δεν μπορώ να πω “Θα ήθελα τώρα να είσαι δίπλα μου…”. Διότι, τι αξία έχει η αγκαλιά, όταν έχεις ήδη πει σε κάποιον ανοιχτά και καθαρά “Αγκάλιασέ με!”. Έχω διαρκώς την αίσθηση ότι ματαιοπονώ. Ο Σουλεϊμάν, ο μικροκαμωμένος οδηγός του μαύρου αυτοκινήτου της πρυτανείας, με επιδέξιες κινήσεις κατάφερε να φτάσει στον αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας. Ευτυχώς είχαμε περάσει πια το τμήμα της διαδρομής όπου πηγαίναμε με βήμα σημειωτόν. Σ’ αυτόν τον αυτοκινητόδρομο όπου ήμασταν τώρα, υπήρχε η λωρίδα έκτακτης ανάγκης, στην οποία μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα τα κρατικά μαύρα αυτοκίνητα όπως το δικό μας. Και ο αυτοκινητόδρομος ήταν γεμάτος ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. “Πόσο πολύ κόσμο έχει αυτή η πόλη, Θεέ μου” είπα στον εαυτό μου. Όπου κι αν κοιτάξεις, βλέπεις πλήθη κόσμου. Τι έπρεπε να κάνουν όσοι ταξιδεύουν το βράδυ; Να ξεκινήσουν απ’ τα χαράματα; Κάποιοι οδηγοί, που ζήλευαν έτσι όπως μας έβλεπαν να περνούμε γρήγορα από δίπλα τους, πολύ θα ήθελαν να μπουν κι αυτοί στη λωρίδα μας, αλλά η σκέψη του προστίμου τούς σταματούσε. Εντάξει, κι εγώ πήγαινα από την απαγορευμένη λωρίδα, αλλά δεν πήγαινα στο αεροδρόμιο για το κέφι μου. Πώς να ζήσεις σε μια πόλη όπου στοιβάζονται δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι, αν δεν έχεις μερικά προνόμια σαν κι αυτό;

1

«Γιατί γελάς, άμπλα ;» “Τι στο καλό; Μ ε παρακολουθεί ο οδηγός;” σκέφτηκα. “Τράβα το στραβό σου μάτι απ’ τον καθρέφτη, άνθρωπέ μου, και κοίτα μπροστά σου!” «Τίποτα… Θυμήθηκα κάτι…» Είχα στο μυαλό μου τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης στα δεξιά του δρόμου. Μ άλλον θα χαμογέλασα σκεπτόμενη πως, ακόμη κι αν δεν βρισκόμουν στο αμάξι του πρύτανη, εγώ και πάλι θα πήγαινα απ’ αυτήν τη λωρίδα. «Πότε υπολογίζεις πως θα φτάσουμε;» «Σε είκοσι λεπτά θα ’μαστε εκεί» είπε ο οδηγός. «Αν δεν υπήρχε η λωρίδα έκτακτης ανάγκης, μα τον Θεό, νύχτα θα φτάναμε». Όσο πλησιάζαμε στο αεροδρόμιο, οι τροχονόμοι μάς κοίταζαν προσεκτικά για να διαπιστώσουν αν ήμασταν απ’ αυτούς που παρανομούσαν ή αν ήμασταν κάποιοι επίσημοι τους οποίους όφειλαν να χαιρετίσουν. Όταν διέκριναν το γαλάζιο φωτάκι που αναβόσβηνε πάνω από την πινακίδα του αυτοκινήτου, καταλάβαιναν ότι ήμασταν μέλη της Δημοκρατίας των Εκλεκτών και μας χαιρετούσαν. Θεέ μου! Σε τι παραδεισένια χώρα ζούσαμε! Πόσο εύκολα ήταν όλα – εφόσον ήσουν σε ένα αυτοκίνητο της πρυτανείας, φυσικά. Έπρεπε να διαβάσω το βιογραφικό: Καθηγητής Νομικής, γερμανικής καταγωγής, ανύπαντρος… Ανύπαντρος; Υπάρχει ανύπαντρος καθηγητής στις μέρες μας; “Α, τώρα μάλιστα” μουρμούρισα. Είχα προσπεράσει αυτό που έπρεπε να δω πρώτο πρώτο. Κάτω από το όνομα Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ έγραφε την ημερομηνία γεννήσεως: 19 Αυγούστου 1914 , άρα ήταν ογδόντα επτά ετών. Πώς ερχόταν σ’ αυτά εδώ τα μέρη

σε τέτοια ηλικία; Η γυναίκα του θα είχε πεθάνει ή θα ήταν χωρισμένος. Βέβαια, εκείνες τις εποχές δεν είχαν τόσα διαζύγια όπως στις μέρες μας. Οι άνθρωποι παντρευόντουσαν για να ζήσουν μαζί και όχι για να χωρίσουν, όπως συμβαίνει τώρα. Οι τρεις μου ημέρες θα περνούσαν δίνοντας φάρμακα στον ηλικιωμένο για να καταλαγιάσω τους πόνους του. Αχ, μωρέ Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ! Δεν βρήκες άλλον μήνα να ’ρθεις στην Ιστανμπούλ, παρά διάλεξες αυτόν τον γρουσούζικο τον Φεβρουάριο; Ήξερα τις ερωτήσεις που θα έκανε αυτός ο γέρος που έρχεται απ’ τη Δύση. “Μ α πώς είναι τόσο κρύα η Ιστανμπούλ; Είχα πάρει ρούχα που φορούν στις ερήμους. Χμ, έχετε, βλέπω, και αυτοκινητόδρομους. Να με συμπαθάτε, αλλά εσείς γιατί δεν σκεπάζετε το κεφάλι σας; Οι γυναίκες μπορούν εδώ να εργάζονται στο πανεπιστήμιο;” Είχα συνηθίσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις. Συνήθως προετοίμαζα τον εαυτό μου για τέτοιου είδους απορίες κάθε φορά που είχα να υποδεχθώ κάποιον ξένο. Έτσι, και σ’ αυτόν τον γέρο, θα έδινα τις συνηθισμένες απαντήσεις με προσποιητό χαμόγελο: Θα μιλούσα για τη Δημοκρατία, για τις μεταρρυθμίσεις, για το ότι η Τουρκία παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι πολύ πριν από πολλές δυτικές χώρες και για το ότι το σαράντα τοις εκατό του διδακτικού προσωπικού στα πανεπιστήμια είναι γυναίκες. Θα του εξηγούσα πως σ’ αυτήν τη χώρα δεν φορούν φέσι εδώ και μισό αιώνα, πως οι άντρες δεν παντρεύονται τέσσερις γυναίκες και πως οι Τούρκοι δεν είναι Άραβες. Θα του έκανα γνωστό ότι στην Ιστανμπούλ δεν υπάρχουν έρημοι και καμήλες, πως τον χειμώνα παγώνει ο πισινός του ανθρώπου αν δεν είναι ζεστά ντυμένος και άλλα παρόμοια. Και, φυσικά, θα τον έβριζα από μέσα μου. “Βρε ανόητε” θα

σκεφτόμουν, “αφού έχεις αμέτρητες πηγές να μάθεις το πού πηγαίνεις, γιατί δεν κάθεσαι να διαβάσεις; Να μάθεις σε ποια χώρα πηγαίνεις! Τι θαρρείς; Πως εμείς νομίζουμε πως η Αμερική είναι η χώρα των Ινδιάνων και των καουμπόηδων; Καθηγητής είσαι, πώς έρχεσαι έτσι απληροφόρητος;” Φυσικά θα απέκρυπτα ότι, παρόλο που έχουν τόσα δικαιώματα, οι γυναίκες τρώνε ακόμα ξύλο, ότι τα σπίτια που έκτισε το κράτος για τις γυναίκες που χρειάζονται προστασία είναι κατάμεστα, ότι στις ανατολικές περιοχές νέα κορίτσια εκτελούνται κατόπιν οικογενειακής απόφασης. Διότι το να συζητώ τέτοια θέματα πλήγωνε την εθνική μου υπερηφάνεια. Εξάλλου, όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα μονάχα κομμάτι της πραγματικότητας. Μ ετά από τις εξηγήσεις, ακολουθούσαν οι περιηγήσεις του “Grand Bazaar, Blue M osque”, οι αγορές: δερμάτινα είδη, τσάι με γεύση μήλου, γαλάζια φυλαχτά και τούρκικα λουκούμια. Όλα αυτά ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα της δουλειάς μου. Ήταν λογικό να τα υπομένει κανείς όλα αυτά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, πρόθυμα ή απρόθυμα απαντούσα στις ανόητες ερωτήσεις, έκανα πως δεν καταλάβαινα τις προσπάθειες να με φλερτάρουν ηλικιωμένοι καθηγητές, άφηνα να με αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν στο αεροδρόμιο σαν να ήμασταν σαράντα χρόνια φίλοι και άκουγα υπομονετικά τα λογύδρια περί τουρκικής φιλοξενίας. Ό,τι κι αν πεις, κάθε δουλειά έχει τις δυσκολίες της. Έτσι κι η δική μου. Αν ο πρώην άντρας σου, παρά τη δικαστική απόφαση, δεν πληρώνει τη διατροφή του δεκατετράχρονου παιδιού σου, τότε δεν έχεις την πολυτέλεια να συμπεριφέρεσαι σαν σταρ του Χόλλυγουντ. Πετάγεσαι απ’ τα χαράματα έξω απ’ το σπίτι, κάθεσαι στο ταξί για να φτάσεις στον καταραμένο χώρο εργασίας σου, το βράδυ

ψόφια στην κούραση κάνεις πάλι την ίδια διαδρομή αντίστροφα, καλμάρεις την πείνα του γιου σου, ο οποίος νομίζει πως ο λόγος που ήρθε στη ζωή είναι να παίζει PlayStation, και σαν ένας θηλυκός Σίσυφος επαναλαμβάνεις τα ίδια ακριβώς πράγματα ώστε να μείνεις, με τα χίλια ζόρια, όρθια στα πόδια σου. Στο τέλος της εβδομάδας παρατηρείς τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Ελπίζεις να συναντήσεις κάνα δυο φίλους μήπως και περάσεις ευχάριστα. Τρέχεις στα τεράστια εμπορικά κέντρα, τα οποία έχουν γίνει οι νέοι ναοί της πόλης. Σου κάνει καλό να δεις μια χολλυγουντιανή κωμωδία και, προτού χάσεις την καλή διάθεση που σου δημιούργησε η ταινία, πίνεις δυο ποτηράκια κρασί σε κάποιο μπιστρό. Ρίχνεις μια ματιά τριγύρω και βλέπεις στα τραπεζάκια παρέες νέων κοριτσιών. Αναρωτιέσαι από πότε τα κορίτσια και τα αγόρια απομακρύνθηκαν τόσο πολύ. Στο μεταξύ, τα κορίτσια, αφού παραθέσουν ένα ένα τα καλά τού να είναι μόνα και αδέσμευτα, κατόπιν μιλούν συνεχώς για αγόρια. Οι κουβέντες είναι πάντα ίδιες: Οι γυναίκες, αφού σώθηκαν από τη μακραίωνη αιχμαλωσία, τώρα στέκονται μόνες και όρθιες πάνω στα δικά τους πόδια και έτσι αυτό που λέγεται γάμος δεν υπάρχει πια· πλέον οι γυναίκες είναι πιο μορφωμένες και ανώτερες, πράγμα που ανησυχεί πάρα πολύ τους άντρες· μετά από διακόσια χρόνια οι άντρες θα έχουν εξαφανιστεί, διότι οι γυναίκες θα αναπαράγονται χωρίς την παρέμβαση των αντρών… Καμιά φορά έπαιρνα κι εγώ μέρος στις συζητήσεις των γυναικών που κάθονταν κοντά μου. Έλεγα πως αυτή είναι η τραγωδία της εξελιγμένης γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο. Η κατάσταση αυτή θα συνεχιζόταν έως ότου μια μέρα η γυναίκα θα επέλεγε τον άντρα – και όχι το αντίθετο. Όταν επιτέλους θα

ερχόταν εκείνη η ευτυχισμένη μέρα, τότε μια γυναίκα θα αγόραζε ένα δαχτυλίδι και θα έκανε πρόταση γάμου στον άντρα, μια άλλη θα έστελνε την οικογένειά της να ζητήσει από την οικογένεια του αγοριού το χέρι του γιου τους. Οι οικογένειες πλέον δεν θα δέχονταν νύφες αλλά γαμπρούς. Πάντως η Τουρκία θα ήταν η τελευταία χώρα όπου θα ερχόντουσαν αυτά τα έθιμα. Διότι, όσο κι αν ισχυροποιούνταν οι γυναίκες, αυτή εδώ ήταν “ανδρική χώρα”. Εγώ χώριζα τις χώρες σε γυναικείες και ανδρικές. Για παράδειγμα, οι σκανδιναβικές χώρες, η Γαλλία, η Ιταλία ήταν γυναικείες· η Γερμανία, η Ισπανία, η Αμερική ανδρικές. Ο ηλικιωμένος ασπρομάλλης άντρας που κάθεται μπροστά ξάπλωσε το κάθισμά του και, καθώς μισοκοιμάται, τινάζεται συνέχεια. Δεν με ενοχλεί, αλλά είναι ολοφάνερο ότι είναι πολύ ανήσυχος. Το νεαρό ζευγάρι που κάθεται στα αριστερά του διαδρόμου φιλιέται διαρκώς. Επειδή τα καθίσματα της Business Class μπορούν να γίνουν τελείως οριζόντια, θαρρείς πως βλέπεις το ζευγάρι στο υπνοδωμάτιό του. Αν και είναι σκεπασμένοι με μια κουβέρτα, είμαι σίγουρη πως είναι αγκαλιασμένοι. Όπως έλεγε ο Σοπενάουερ, η φύση προσπαθεί να τους ξεγελάσει για να διαιωνιστεί το είδος. Αλήθεια, αυτό που λέγεται έρωτας, μήπως είναι απλώς ένα κόλπο για να γίνονται παιδιά; Καθώς πήγαινα στο αεροδρόμιο, ο Σουλεϊμάν, ο οδηγός, με παρατηρούσε πότε πότε απ’ τον καθρέφτη. Απέφευγα το βλέμμα του. Ήμουν σίγουρη πως ακόμη κι αυτός ο ανόητος είχε για μένα την εικόνα της “χωρισμένης γυναίκας”. Έτσι ήταν όλοι οι άντρες. Αν μία γυναίκα ζούσε χωρισμένη, οπωσδήποτε “έψαχνε άντρα”, οπωσδήποτε “είχε ανάγκη από άντρα”. Ποιος ξέρει τι περνούσε απ’ το μυαλό του. Ακούμπησα το κεφάλι στο παράθυρο και

παρακολούθησα για ένα διάστημα τη βροχή. Τελικά καταφέραμε να προσπεράσουμε τα οδοφράγματα των αστυνομικών στην είσοδο του αεροδρομίου Ατατούρκ και να μπούμε μέσα. Το κρατικό μεγάλο μαύρο αμάξι είχε κι εδώ τα πλεονεκτήματά του: πλησιάσαμε στην πλευρά των αφίξεων όπου απαγορευόταν να προσεγγίσουν τα άλλα αυτοκίνητα. Στην πραγματικότητα, το αυτοκίνητο ήταν μια πολύ παλιά Μ ερσεντές. Παλιατζούρα. Ποιος ξέρει από ποιον πρύτανη την είχαμε κληρονομήσει. Μ άλλον εκείνος θα έχει πεθάνει, αλλά η Μ ερσεντές, με τακτική συντήρηση και συχνές επισκέψεις στον μηχανικό, έστω και βαρυγκωμώντας, λειτουργεί ακόμα. Δεν απόρησα καθόλου που το αεροδρόμιο ήταν κατάμεστο. Εξάλλου, σ’ αυτήν τη χώρα, όπου κι αν πας, συναντάς πολυκοσμία: Δρόμοι, στάσεις λεωφορείων, εμπορικά κέντρα, κινηματογράφοι, εστιατόρια, πλατείες… Πολυκοσμία και θόρυβος. Είναι αδύνατο στην τεράστια πόλη να βρεις μια ήσυχη γωνιά και να ξεκουραστείς λιγάκι. Διατρέχοντας την πολύβουη πλατεία Εμίνονου, περνώντας ανάμεσα από το πυκνό πλήθος, από τους πωλητές κασετών που παίζουν στη διαπασών τις κασέτες με ανατολίτικη μουσική, από τους πλανόδιους που ξεφωνίζοντας πουλούν κουλούρια, καθαρισμένα αγγούρια ή μπαταρίες, από τους γητευτές φιδιών, από τους εμπόρους ρολογιών-μαϊμού, από τα παιδιά που περιμένουν κάποιον να ελευθερώσει για το γούρι το περιστέρι που έχουν στο κλουβί, ψάχνεις το καραβάκι που θα σε ταξιδέψει σε μια ήσυχη τοποθεσία του Βοσπόρου ώστε να ηρεμήσεις λίγο. Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς στεκόμουν μπροστά στην πύλη εξόδου των επιβατών. Συχνά πυκνά έριχνα ματιές στη φωτεινή οθόνη των αφίξεων. Το αεροσκάφος από τη Φρανκφούρτη είχε προσγειωθεί. Ο καθηγητής θα έβγαινε σε λίγο. Σήκωσα το χαρτόνι πάνω στο οποίο έγραφε “Μ αξιμίλιαν

Βάγκνερ” και περίμενα. Οι επιβάτες είχαν αρχίσει να βγαίνουν κατά ομάδες: Τούρκοι εργάτες που δούλευαν στη Γερμανία, γκρουπ τουριστών, ένα ξανθό κοριτσάκι που το συνόδευε μια αεροσυνοδός… Σε λίγο τον είδα. Ήταν ένας άντρας που τραβούσε την προσοχή με το ψηλό ανάστημα και τα καταγάλανα μάτια του. Φορούσε μαύρο παλτό και ρεπούμπλικα. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια θήκη βιολιού και στο αριστερό μια μεσαίου μεγέθους βαλίτσα. Είχε στρέψει το βλέμμα του προς το πλήθος που υποδεχόταν τους νεοαφιχθέντες. Μ όλις είδε το χαρτόνι, με πλησίασε χαμογελώντας. Όταν έφτασε στο κιγκλίδωμα που χώριζε τους επιβάτες από το πλήθος που περίμενε τους δικούς του, άφησε κάτω τη βαλίτσα, έβγαλε το καπέλο, άπλωσε το χέρι και είπε στα αγγλικά: «Καλησπέρα. Είμαι ο Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ». Εκείνην τη στιγμή διαπίστωσα ότι ο άντρας που είχα απέναντί μου ήταν εξαιρετικά όμορφος. Μ ε τα άσπρα καλοχτενισμένα μαλλιά, τη μικρή μύτη και τις βαθιές γραμμές του προσώπου που του ταίριαζαν πολύ, είχε μία πάρα πολύ ωραία εμφάνιση. Παράλληλα, το γεγονός ότι για πρώτη φορά ένας άντρας έβγαζε το καπέλο του για να με χαιρετίσει, μου έκανε μεγάλη εντύπωση. «Καλώς ήρθατε, κύριε καθηγητά» είπα. «Είμαι η Μ άγια Ντουράν». Έπειτα και οι δυο προχωρήσαμε προς την άκρη του κιγκλιδώματος. «Το αυτοκίνητο μας περιμένει έξω». Αρχίσαμε να περπατάμε προς αυτό. Παρότι το σκέφτηκα, δεν του πρότεινα να βοηθήσω στο κουβάλημα της βαλίτσας. Διότι φοβόμουν πως δεν θα το έβλεπε ως κίνηση μιας νέας να βοηθήσει έναν ηλικιωμένο, αλλά ως ανακλαστική κίνηση δουλοπρέπειας της μουσουλμάνας γυναίκας και της παραδοσιακής αντίληψης για την

υποχρέωσή της να υπηρετεί. Εξάλλου, ο άνθρωπος φαινόταν γεροδεμένος παρ’ όλη την ηλικία του. Είχε ολόισια κορμοστασιά. Ευτυχώς που ο ξύπνιος οδηγός μας ήταν εκεί. Χαμογελώντας φαρδιά πλατιά είπε «Welcome, welcome» με βαριά τουρκική προφορά και πήρε αμέσως τη βαλίτσα απ’ τα χέρια του καθηγητή. Όταν βγήκαμε έξω, ο καθηγητής φόρεσε ξανά το καπέλο του και τύλιξε στον λαιμό του ένα γκρι κασκόλ από κασμίρι. «Δεν αρρωσταίνω εύκολα, αλλά αυτή την εποχή στην Ιστανμπούλ κάνει πολύ κρύο» είπε χαμογελαστός. «Ήρθατε προετοιμασμένος» του απάντησα. «Πολλοί επισκέπτες μας, λες και έρχονται σε χώρα της Μ έσης Ανατολής, ντύνονται πολύ ελαφρά». Γέλασε. «Όμως εγώ γνωρίζω την Ιστανμπούλ. Έχω νιώσει για τα καλά το κρύο του χειμώνα της». Δεν είμαι σίγουρη, τώρα που κάθομαι στο αναπαυτικό κάθισμα του αεροπλάνου, αν το είχα διαισθανθεί εκείνην τη στιγμή ή αν το συνειδητοποιώ τώρα πως πίσω απ’ το χαμόγελο του καθηγητή κρυβόταν μελαγχολία. Όταν ο Σουλεϊμάν άνοιξε την πόρτα της μαύρης Μ ερσεντές, «Ω!» έκανε ο καθηγητής. «Old man, old car!» Γελάσαμε. Παρότι γελάσαμε, η μελαγχολική έκφραση παρέμεινε στην όψη του. Εγώ δεν είμαι απ’ τους τύπους που πιάνουν εύκολα φιλίες. Αντιθέτως, πολλοί με θεωρούν ψυχρή. Μ ολαταύτα, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή ένιωσα μια συμπάθεια γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Στον δρόμο της επιστροφής ο καθηγητής με κουρασμένο και θλιμμένο βλέμμα παρακολουθούσε το τοπίο έξω.

Συνειδητοποιούσα ότι η παρουσία του γινόταν έντονα αισθητή και, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, με επηρέαζε κιόλας. Μ ε κυρίευσε ένα συναίσθημα συμπάθειας ανάμεικτης με σεβασμό. Δεν ήξερα ποιο απ’ τα δύο βάραινε περισσότερο, ωστόσο ήξερα ότι ήταν ξεχωριστός άνθρωπος. «Ποια περίοδο ήσασταν στην Ιστανμπούλ;» ρώτησα. «Από το

1939

μέχρι

1942 ».

«Ω!» έκανα. «Αρκετά χρόνια πριν. Θα σας φαίνεται πολύ διαφορετική». «Μ άλιστα» απάντησε. «Τότε δεν υπήρχαν ούτε τόσο πολλά αυτοκίνητα ούτε τόσο πολλά κτίρια. Ούτε κι αυτοί οι αυτοκινητόδρομοι, φυσικά». Έπειτα βυθίστηκε στη σιωπή. Σιωπούσα κι εγώ. Ο Σουλεϊμάν, που δεν μπορούσε να εξηγήσει τη σιωπή μας, παρακολουθούσε απ’ τον καθρέφτη. Ο δρόμος της επιστροφής είχε κι αυτός πολλή κίνηση· εμείς όμως και πάλι ακολουθούσαμε τη λωρίδα έκτακτης ανάγκης. «Μ ήπως μπορούμε να χαμηλώσουμε λίγο τη θερμοκρασία του καλοριφέρ;» Όταν άκουσα τον καθηγητή, συνειδητοποίησα το πόσο ζέστη έκανε μέσα στο αμάξι. Ο Σουλεϊμάν το είχε μετατρέψει σε χαμάμ. Του είπα να χαμηλώσει τη θερμοκρασία. Καθώς ο καθηγητής έβγαζε το παλτό και το κασκόλ του, τον βοήθησα. Φορούσε ένα πουκάμισο –ο γιακάς του οποίου είχε μυτερές άκρες– κι ένα καφέ βελούδινο σακάκι με δερμάτινη ενίσχυση στους αγκώνες. Δεν έδειχνε κουρασμένος παρά το πολύωρο ταξίδι. «Δεν νιώθετε jet lag, κύριε Βάγκνερ;» Μ όλις τελείωσα τη φράση, σκέφτηκα πως ήταν πολύ ανόητη η ερώτηση. Σε τέτοια ηλικία ήταν φυσικό και κουρασμένος να είναι

και jet lag να νιώθει. «Όχι ακόμη» απάντησε. «Όμως τη νύχτα θα το νιώσω σίγουρα». «Αυτό το βράδυ δεν έχετε τίποτα στο πρόγραμμα. Σας πηγαίνουμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο σας. Μ πορείτε να ξεκουραστείτε μέχρι αύριο το πρωί». «Σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνω;» «Στο Πέρα Παλάς». Ένα αχνό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Χαίρομαι που το ακούω». «Γιατί;» «Διότι το γνωρίζω. Είχα μείνει εκεί κάποτε». «Κτίστηκε το 1895 . Η Άγκαθα Κρίστι έγραψε ένα μυθιστόρημα εκεί». «Είναι πολύ ευτυχές το γεγονός ότι δεν το κατεδάφισαν. Είχα διαβάσει πως έχουν κατεδαφίσει πάρα πολλά παλαιά κτίσματα». «Το Πέρα Παλάς κατάφερε να σωθεί. Έχετε να έρθετε από το 1942 , κύριε καθηγητά;» «Μ άλιστα». «Άρα…» έκανα τον υπολογισμό «πέρασαν πενήντα εννέα χρόνια». Ο καθηγητής δεν απάντησε. Η σιωπή που επικράτησε στο αυτοκίνητο με ενόχλησε. Περισσότερο για να σπάσω τη σιωπή παρά από περιέργεια, τον ρώτησα: «Πού καθόσασταν εκείνα τα χρόνια;» «Στο Μ πέγιαζιτ, για να είμαι κοντά στο πανεπιστήμιο». «Μ ιλάτε τουρκικά;» Χαμογέλασε και απάντησε στα τουρκικά. «Λίγο» και συμπλήρωσε «Πολύ λίγο». Μ ετά από λίγες στιγμές, συνέχισε στα αγγλικά.

«Τα χρόνια που δίδασκα είχα μάθει μερικά, τώρα όμως τα έχω ξεχάσει. Δεν μίλησα με κανέναν τουρκικά αφότου έφυγα απ’ την Τουρκία». «Τώρα θα φρεσκάρετε τη μνήμη σας κι έτσι θα τα θυμηθείτε». Μ ια σκιά έπεσε στο πρόσωπό του· βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή. Σκέφτηκα πως δεν θα έπρεπε να φταίει η γλώσσα που φαινόταν στενοχωρημένος, αλλά αυτά που είχε ζήσει. Αυτή ήταν δική μου εξήγηση, πάντως σε κάθε περίπτωση δεν ήθελα να επιμείνω. Όσο πλησιάζαμε στην πόλη, τόσο πύκνωνε η κυκλοφορία. Ένα δάσος από αυτοκίνητα, μια τρέλα… Άρχισε να με απασχολεί το πώς θα επέστρεφα στο σπίτι αφού άφηνα τον επισκέπτη στο ξενοδοχείο. Όταν έβρεχε, ήταν δύσκολο να βρει κανείς ταξί. Οι οδηγοί, λες και έπαιρναν εκδίκηση απ’ όσους δεν τα χρησιμοποιούσαν τις κανονικές μέρες, προσπερνούσαν τον κόσμο αδιάφοροι. Μ άταια κουνούσαν τα χέρια οι άνθρωποι. Κι αν ακόμη έβρισκα ταξί, ήθελα μια ώρα να φτάσω σπίτι. Υπήρχε η λύση να βρω σπίτι κοντά στο πανεπιστήμιο, όμως η περιοχή είχε υποβαθμιστεί πολύ. Σκεφτόμουν τον Κερέμ που θα είχε προ πολλού φτάσει σπίτι απ’ το σχολείο και θα είχε καθίσει κιόλας μπροστά στον υπολογιστή. Έπρεπε να του ετοιμάσω φαγητό. Άραγε υπήρχε κάτι έτοιμο στο ψυγείο; Και να υπήρχε, δεν θα άλλαζε τίποτα. Θα του πήγαινα το φαγητό δίπλα του. Θα άδειαζε ό,τι υπήρχε στο πιάτο, δίχως να ρίξει μια ματιά ούτε στο πιάτο ούτε σε μένα, λες και αν απομάκρυνε το βλέμμα του απ’ την οθόνη θα γινόταν μεγάλο κακό. Το πληκτρολόγιο του υπολογιστή θαρρείς και είχε γίνει η προέκταση των χεριών του. Μ όνο όταν πήγαινε για ύπνο αποχωριζόταν τον υπολογιστή του. Τι θα ’λεγε ο Σουλεϊμάν αν τον παρακαλούσα να με πάει μέχρι

το σπίτι; Ο νεαρός δεν έκανε τίποτα χωρίς αντάλλαγμα. Από κάθε πράγμα σκεφτόταν πώς θα είχε κάποιο όφελος. Δεν ήταν έξυπνος, αλλά, όπως πολλοί σαν κι αυτόν, πονηρός. Νομίζω πως η εξυπνάδα είναι αντιστρόφως ανάλογη της πονηριάς. Όσο μειωμένη είναι η μία, τόσο αυξημένη είναι η άλλη. Ο νεαρός χρησιμοποιούσε την πονηριά του όταν οδηγούσε με μαεστρία το αμάξι ή όταν φοβέριζε με τη σειρήνα τους οδηγούς που επιχειρούσαν να μπουν στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Παρότι είχα βυθιστεί στις σκέψεις, παρατήρησα ότι είχαμε στο κατόπι μας μόνιμα το ίδιο αυτοκίνητο. Ένα συνηθισμένο άσπρο Ρενό. Παραδόξως οι τροχονόμοι δεν το σταματούσαν, αν και βρισκόταν στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Μ ήπως οι τροχονόμοι νόμιζαν πως ήταν η συνοδεία μας ή συνέβαινε κάτι άλλο; Οι οδηγοί των άλλων λωρίδων, που πήγαιναν με βήμα σημειωτόν, μας κοίταζαν οργισμένοι. «Η κυκλοφορία της Βοστόνης μοιάζει μ’ αυτήν εδώ, κύριε καθηγητά;» «Όχι» είπε. «Και ευτυχώς· διότι εκεί τα πανεπιστήμια δεν έχουν τέτοια προνόμια». «Ίσως η Νέα Υόρκη να είναι έτσι». «Ναι, εκεί τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, αλλά και πάλι όχι όπως εδώ. Δεν καταλαβαίνω πώς προέκυψαν τόσο πολλά αυτοκίνητα. Στην εποχή μου τα αυτοκίνητα ήταν σπάνια. Όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους με το τραμ ή με το καραβάκι». «Δεν υπήρχαν και οι γέφυρες, φυσικά». «Η γέφυρα του Γαλατά; Υπήρχε και τότε». «Όχι, εννοώ τις γέφυρες του Βοσπόρου. Τις δύο γέφυρες που συνδέουν την Ασία με την Ευρώπη». «Α, βέβαια, έχω διαβάσει γι’ αυτές. Τότε περνούσαν απέναντι με το καράβι ή με τις βάρκες».

Εκείνην τη στιγμή με νίκησε η περιέργεια κι έτσι τον ρώτησα: «Είστε Γερμανός ή Αμερικανός γερμανικής καταγωγής;» Κατσούφιασε· υποψιάστηκα πως ενοχλήθηκε. Ψιθύρισε κάτι που δεν το κατάλαβα. «Μ ε συγχωρείτε» είπα. «Έχετε γερμανικό όνομα, αλλά είστε καθηγητής στην Αμερική. Από περιέργεια και μόνο ρώτησα». «Δεν πειράζει» απάντησε. «Δεν φταίτε εσείς. Η περίπτωσή μου είναι ιδιαίτερη. Αντιδρώ σε θέματα ταυτότητας και ιθαγένειας. Ναι, είμαι Γερμανός. Όμως…» «Μ η συνεχίζετε, κύριε καθηγητά, μη συνεχίζετε. Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω. Και πάλι ζητώ συγνώμη». Χαμογέλασε με κατανόηση. «Δεν θέλω να δημιουργηθεί παρεξήγηση τώρα που μόλις γνωριστήκαμε. Μ η δίνετε σημασία στις παραξενιές μου. Ναι, είμαι ένας Γερμανός της Βαυαρίας, όμως από το 1942 ζω στις ΗΠΑ . Πήρα την αμερικανική υπηκοότητα. Έχω να δω τη Γερμανία από το

1939 ». «Δηλαδή, πατρίδα σας είναι η Γερμανία». «Δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτήν τη λέξη». Διαισθάνθηκα ότι βρισκόταν σε ένταση· όταν έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο, κατάλαβα πως ήθελε να διακόψει αυτήν τη συζήτηση. Ήταν δύσκολο να καταλάβω τι τον θύμωσε. Άρχισα να σκέφτομαι πως ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος μυστικά. Στο μεταξύ είχαμε βγει από τον αυτοκινητόδρομο και κατευθυνόμασταν προς το Πέραν. Το αυτοκίνητο πίσω μας συνέχιζε να μας ακολουθεί. Επειδή μου αρέσει να φαντάζομαι ιστορίες, και επειδή οι ιστορίες που φαντάζομαι με βοηθούν να αντέξω τη σκληρότητα της ζωής, έπλασα αμέσως μια ιστορία. Ότι ο άνθρωπος δίπλα μου ήταν ένας μεγάλος κατάσκοπος! Και πίσω

μας, μέσα στο αυτοκίνητο, άντρες της Αντικατασκοπίας! Θα μας στρίμωχναν σε κάποιο σημείο, οι αστυνομικοί θα πετάγονταν απ’ το αμάξι με όπλα στα χέρια, θα απήγαν τον καθηγητή, εμένα θα μ’ έδεναν χειροπόδαρα και θα μ’ έριχναν σ’ ένα μπουντρούμι… Πλάκα θα είχε… Όμως αυτός ο διάολος, ο Σουλεϊμάν, θα ’βρισκε κάποιον τρόπο να διαφύγει. Ή, το πιθανότερο, θα ήταν άνθρωπος της αστυνομίας. Ήταν μία συνήθεια που είχα αποκτήσει τα χρόνια που σπούδαζα Φιλολογία στο πανεπιστήμιο και τη διατήρησα κατά τα επόμενα, τότε που ασχολιόμουν εντατικά με τη λογοτεχνία: Να φαντάζομαι ιστορίες και μέσα από αυτές να κατανοώ τη ζωή. Ωστόσο, αργότερα απομακρύνθηκα λίγο από αυτήν τη συνήθεια. Μ ε σκοπό να γράψω ένα μυθιστόρημα, είχα διαβάσει μερικά βιβλία σχετικά με τις τεχνικές της συγγραφής. Μ ήπως η ψυχρότητα της τεχνικής με απομάκρυνε απ’ τη λογοτεχνία; Ίσως ο λόγος που απομακρύνθηκα απ’ τη λογοτεχνία να μην έκρυβε κάποιο μυστήριο. Οι συνθήκες της ζωής με είχαν εμποδίσει να γίνω συγγραφέας. Ήταν τόσο απλό. Το σύνθημα “Αν θες, θα το πετύχεις!” που διαλαλούσαν τα βιβλία “προσωπικής εξέλιξης” ήταν μία απάτη. Ο άνθρωπος ζητά αυτό που μπορεί να πετύχει. Το “θέλω” είναι κάτι διαφορετικό από το “επιθυμώ” και το “ονειρεύομαι”. Ήταν κάτι σχετικό με το να παίρνει κανείς υπόψη του το τίμημα και την υπευθυνότητα. Ναι, τα τελευταία χρόνια δεν είχα καμιά επιθυμία να γράψω μυθιστόρημα. Διότι δεν είχα το κουράγιο να γράψω. Οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες. Ωστόσο, είχε παραμείνει η συνήθεια να κάνω όνειρα, να φαντάζομαι ιστορίες. Κι αυτό ήταν ωραίο, διασκεδαστικό. «Αφού χαμογελάτε, δεν θυμώσατε μαζί μου!»

Συνήλθα με τη φωνή του καθηγητή και συνειδητοποίησα ότι πράγματι χαμογελούσα. «Γιατί να θυμώσω μαζί σας, χοτζάμ2;» είπα και δάγκωσα τα χείλη ντροπιασμένη. Διότι, από συνήθεια, του είχα πει στα τουρκικά “χοτζάμ”. Επειδή σε όλους τους καθηγητές απευθυνόμασταν μ’ αυτή την προσφώνηση, ήταν φυσικό να χρησιμοποιούμε εκατοντάδες φορές την ημέρα αυτήν τη λέξη. Αυτήν τη φορά γέλασε ο Βάγκνερ. «Μ άλιστα!» είπε συγκινημένος. «Χοτζάμ, χοτζάμ! Έτσι με αποκαλούσαν τότε όλοι. Είχα να ακούσω αυτήν τη λέξη πάνω από μισό αιώνα. Ευχαριστώ. Τώρα συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι στην Ιστανμπούλ». Όταν φτάσαμε στο ιστορικό Πέρα Παλάς, οι πάγοι είχαν λιώσει. Το ξενοδοχείο, με την προμετωπίδα από γυαλί και σίδερο και με τα φώτα του που αντικατοπτρίζονταν εξαιτίας της βροχής, φάνταζε σαν παραμυθένιο. Για κάποιον λόγο, το να σκέφτομαι τώρα το Πέρα Παλάς μού έκανε καλό. Ήμουν οκτώ χιλιάδες μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, μέσα σ’ ένα αεροσκάφος που πέταγε μες στα σκοτάδια, και ένιωθα το φως της οθόνης του φορητού υπολογιστή μου να με χτυπά στο πρόσωπο. Το ξενοδοχείο, που κτίστηκε το 1895 για να υποδέχεται τους αριστοκράτες επιβάτες του Orient Express, για μένα είναι ακόμη το πιο αξιόλογο κτίριο της Ιστανμπούλ. Καθώς εμείς για να αποφύγουμε τη βροχή μπήκαμε τρέχοντας στο λόμπι του ξενοδοχείου, ο Σουλεϊμάν παρέδιδε στους υπαλλήλους τη βαλίτσα του Βάγκνερ. Τη θήκη του βιολιού την κρατούσε ο ίδιος ο Βάγκνερ. Καθώς έριξα μια ματιά στον Σουλεϊμάν μόλις μπήκαμε μέσα, διέκρινα το άσπρο Ρενό να

σταθμεύει εκεί κοντά. Δεν μπορούσε να είναι σύμπτωση. Μ ήπως η κυβέρνηση είχε στείλει φρουρούς; Μ ήπως ο Βάγκνερ ήταν κάποιος πολύ σπουδαίος; Ίσως, βέβαια, να ήταν σύμπτωση. Δεν μπορεί μονάχα εμείς να έχουμε προορισμό το Πέρα Παλάς από ολόκληρο το αεροδρόμιο. Από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο ξενοδοχείο, η θλίψη του Βάγκνερ έγινε εντονότερη. Τα γαλανά του μάτια έδειχναν ότι είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Μ ου φάνηκε πιο χλωμός, αλλά ίσως να έφταιγε το φως του γιγαντιαίου πολυέλαιου. «Εσείς καθίστε λιγάκι εδώ κι εγώ θα πάω για τα διαδικαστικά» του είπα και τον οδήγησα σε μια παλιά αλλά αναπαυτική πολυθρόνα της αίθουσας υποδοχής. «Θα παρακαλούσα να μου δώσετε το διαβατήριό σας. Στο μεταξύ, μήπως θα θέλατε έναν καφέ ή κάποιο ποτό;» Μ ε εξέπληξε η πρότασή του: «Μ πορούμε να πιούμε ένα ουίσκι μαζί, αφού τελειώσετε τη δουλειά σας;». «Φυσικά!» του είπα, αλλά μέσα μου ζωντάνεψαν οι έγνοιες τού πώς θα πάω σπίτι και τι ώρα θα ασχοληθώ με το φαγητό του Κερέμ. «Καινούριος φιλοξενούμενος;» ρώτησε ο υπάλληλος στην υποδοχή, ο Μ ουσταφά μπέη. «Ναι» είπα. «Τι να κάνουμε; Αυτή είναι η δουλειά μας. Ο ξένος μας είναι ηλικιωμένος και κουρασμένος. Καλό θα ήταν ένα ήσυχο δωμάτιο…» «Μ ην ανησυχείτε, Μ άγια χανούμ». «Σας ευχαριστώ». Καθώς επέστρεφα στον Βάγκνερ, παρήγγειλα ένα διπλό ένα λευκό Πόρτο. «Μ αζί με το

J&B,

J&B

κι

παρακαλώ, φέρτε παγάκια και λίγο νερό. Και

μερικούς ξηρούς καρπούς». Όμως, όταν έφτασα δίπλα στον Βάγκνερ, διαπίστωσα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Έπαιρνε βαθιές ανάσες έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι του στη ράχη της πολυθρόνας. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια αθώα έκφραση. Στην πραγματικότητα αυτή η κατάσταση ήταν προς όφελός μου. Ήθελα να πάω μια ώρα αρχύτερα σπίτι. Ακύρωσα την παραγγελία και είπα στους υπαλλήλους να μην τον ενοχλήσουν. «Όταν ξυπνήσει, τον οδηγείτε στο δωμάτιό του». Έπειτα του έγραψα σημείωμα σ’ ένα επιστολόχαρτο του ξενοδοχείου. “Κύριε καθηγητά, κοιμόσασταν πολύ βαθιά, δεν θέλησα να σας ξυπνήσω. Θα έρθω αύριο το πρωί στις έντεκα να σας πάρω”. Βγήκα απ’ το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα προς τον Σουλεϊμάν. Προσπάθησα να είμαι χαμογελαστή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τον άγγιξα ελαφρά και στιγμιαία στο μπράτσο προτού αρχίσω να του μιλώ. «Πολύ αργήσαμε σήμερα» του είπα. Και συνέχισα, αφού τον πλησίασα λίγο ακόμη: «Ο Κερέμ περιμένει το φαγητό του. Θα σου ήταν μεγάλος κόπος να μ’ άφηνες σπίτι;». Βρε, που να πάρει… Τώρα που το έγραψα αυτό, ντρέπομαι λιγάκι. Τι θα πει “να μ’ άφηνες”; Για δες λέξεις που διάλεξα στην αφήγησή μου για να φανώ συμπαθητική… Βέβαια, οι λέξεις αυτές δεν έχουν διαφορετικό νόημα απ’ όσα είπα στον Σουλεϊμάν. Άλλωστε, καθώς τα γράφω τώρα όλα αυτά, αν χρησιμοποιήσω ορισμένες λέξεις που μπορεί τότε να μην τις είπα, αν επιλέξω λέξεις που δηλώνουν πιο σωστά αυτό που θέλω να περιγράψω, δεν θα σημαίνει ότι γράφω άλλα αντ’ άλλων. Χωρίς να φοβάμαι μήπως παρεξηγηθώ, τα

γράφω όπως τα θυμάμαι. Εν τέλει, δεν είμαι λογοτέχνης· η αξία των όσων περιγράφω εξαρτάται μονάχα από την ειλικρίνειά μου. Εξάλλου, όταν βρίσκεται κανείς στον ουρανό, σ’ ένα μισοσκόταδο όπου όλοι οι τριγύρω κοιμούνται, δεν νιώθει την ανάγκη αυτολογοκρισίας. Ο Σουλεϊμάν το σκέφτηκε λίγο. Πιθανώς να συλλογιζόταν τι όφελος θα μπορούσε να έχει. «Εμπρός, μπες μέσα, άμπλα. Θα σε πάω». Καθώς έμπαινα στο αυτοκίνητο, πήρε πάλι το μάτι μου το άσπρο Ρενό. Μ έσα ήταν τρεις άντρες. Αυτός που καθόταν στο τιμόνι κάπνιζε χαμογελαστός. Μ ου φάνηκε πως μας κοίταζαν. Ή μήπως ήταν η εντύπωσή μου; “Όχι, καλέ, γιατί να μας κοιτάζουν;” αναρωτήθηκα. Ναι, αλλά μας κοίταζαν! Κάτι περίεργο συνέβαινε. Γιατί, αφού ήρθαν στο ξενοδοχείο, δεν κατέβηκαν; Μ άλλον τελικά θα ήταν φρουροί. Είτε η αμερικανική πρεσβεία είτε η τουρκική κυβέρνηση θα έβαλαν φρουρά να φυλάει τον Βάγκνερ. Θα πρέπει να ήταν κάποιος σημαντικός επιστήμονας. Αλλά ο άνθρωπος ήταν νομικός, δεν ήταν κάποιος επιστήμονας της Πυρηνικής Φυσικής. Όταν κοίταξα απ’ το πίσω τζάμι, είδα τους τύπους να συνεχίζουν να με κοιτούν επιδεικτικά. Ποιοι ήταν άραγε αυτοί οι περίεργοι τύποι; Στο μεταξύ ο Σουλεϊμάν έβαζε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου· αυτό έκανε πως θα πάρει μπροστά, αλλά μετά σταματούσε. Το αμάξι τρανταζόταν ολόκληρο. Καθώς ο Σουλεϊμάν γύριζε το κλειδί, πατούσε με δύναμη το γκάζι. Σε λίγο τράβηξε το χέρι του απ’ το κλειδί και, σαν να παραιτήθηκε απ’ την προσπάθεια, έστρεψε το κεφάλι του προς εμένα:

«Συγνώμη, άμπλα. Έχει μπουκώσει η μηχανή». Τον κοίταξα καχύποπτη. Η Μ ερσεντές ήταν πράγματι παλιά, κάθε λίγο και λιγάκι προέκυπταν βλάβες. Μ ήπως όμως ο Σουλεϊμάν το χρησιμοποιούσε σαν πρόφαση για να μη με πάει σπίτι; Δεν μπορούσα να ξέρω. «Εντάξει» είπα και κατέβηκα. Μ όλις βρέθηκα στον δρόμο δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Για να γλιτώσω απ’ την αμηχανία, ξαναμπήκα στο ξενοδοχείο. Όταν γύρισα να κοιτάξω έξω, αναρωτήθηκα γιατί δεν προτίμησα να μπω σ’ ένα απ’ τα κίτρινα ταξί που περίμεναν στην είσοδο. Ο ένστολος θυρωρός που με υποδέχθηκε με κοίταζε περίεργα καθώς έκλεινε την ομπρέλα του. Ο καθηγητής συνέχιζε να κοιμάται με κείνην την αθώα έκφραση στο πρόσωπό του. Μ ε το στόμα μισάνοιχτο κοιμόταν σαν ένα απροστάτευτο παιδί. Τα καλοχτενισμένα άσπρα μαλλιά του αντανακλούσαν ένα γαλάζιο φως. Άγγιξα ελαφρά το μπράτσο του και του είπα μαλακά: «Κύριε καθηγητά...». Άνοιξε αργά αργά τα μάτια του και κοίταξε γεμάτος περιέργεια τριγύρω του. Προφανώς προσπαθούσε να καταλάβει πού βρίσκεται. Όταν οι ερωτήσεις έσβησαν απ’ το βλέμμα του, στράφηκε προς εμένα. «Μ ε συγχωρείτε» μουρμούρισε. «Μ ε πήρε ο ύπνος, με συγχωρείτε». «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ζητάτε συγνώμη» του απάντησα χαμογελαστή. «Είχατε πτήση δεκατεσσάρων ωρών, η νύχτα σας έγινε μέρα. Τι πιο φυσικό;» Αφού στάθηκα λίγες στιγμές για να συνέλθει, συνέχισα: «Το δωμάτιό σας είναι έτοιμο. Ελάτε, θα σας οδηγήσω έως εκεί». Έχωσα το μπράτσο μου κάτω απ’ τη μασχάλη του και σήκωσα

το αδύνατο κορμί του απ’ την πολυθρόνα. Τον οδήγησα στο φιλοτεχνημένο από ξύλο και σίδερο ασανσέρ, που στην εποχή του ήταν διάσημο για την αισθητική του, και τον ανέβασα στον τρίτο όροφο. Όταν ο υπάλληλος του ξενοδοχείου που μας είχε συνοδεύσει άνοιξε με το ογκώδες σιδερένιο κλειδί την πόρτα, μια ελαφριά μυρωδιά μούχλας έκανε αισθητή την παρουσία της. Η παλιά μυρωδιά του παλιού κτιρίου. Old man, old hotel! Αμέσως θυμήθηκα τη μυστηριώδη Άγκαθα Κρίστι. Σ’ αυτό το ξενοδοχείο είχε γράψει το Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, αλλά είχε εξαφανιστεί για έντεκα ημέρες. Κανείς δεν ανακάλυψε πού ήταν. Αργότερα κάποιος είχε βρει ένα σιδερένιο κλειδί κρυμμένο κάτω από το δάπεδο του δωματίου. Πιστεύω πως ήταν μια ερωτική περιπέτεια που μπορεί να συμβεί σε κάθε γυναίκα, χωρίς μυστήρια και άλλα συναφή· ωστόσο, όταν πρόκειται για Οριάν Εξπρές, Πέρα Παλάς και Άγκαθα Κρίστι, η φαντασία των ανθρώπων οργιάζει. Ενώ ο υπάλληλος του ξενοδοχείου τοποθετούσε τη βαλίτσα στη θέση της, ο καθηγητής άφησε το βιολί πάνω στην αντίκα κονσόλα από μαόνι. «Εγώ φεύγω, κύριε καθηγητά» του είπα καθώς τον βοηθούσα να βγάλει το παλτό του. «Αύριο θα γευματίσετε με τον πρύτανη. Θα έρθω κατά τις έντεκα να σας πάρω». «Μ α δεν θα πίναμε μαζί ένα ποτό;» με ρώτησε. «Επειδή με πήρε ο ύπνος, έχασα την ευκαιρία. Εν τούτοις, μήπως μπορώ να σας προσκαλέσω σε δείπνο;» «Πολύ θα το ήθελα, κύριε καθηγητά, όμως με περιμένει σπίτι ο γιος μου». Κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Όταν κατέβηκα, είδα τη Μ ερσεντές να περιμένει στο ίδιο

σημείο. Ο Σουλεϊμάν, μόλις με είδε, χαμογέλασε μέχρι τα αυτιά. «Τελικά δούλεψε η σακαράκα. Άντε, άμπλα, ανέβα να σε πάω». Όταν ξεκινήσαμε κάτω απ’ τη βροχή, τους θυμήθηκα. Γύρισα και κοίταξα απ’ το πίσω τζάμι. Το άσπρο Ρενό δεν ήταν πια εκεί. “Ωραία, έφυγε λοιπόν” σκέφτηκα. Μ ια ηρεμία απλώθηκε μέσα μου. Άφησα τον εαυτό μου στο γλυκό λίκνισμα του αυτοκινήτου· ήταν ωραία που θα έβρισκα την ευκαιρία να ξεκουραστώ μέχρι να φτάσω σπίτι. Μ όλις είχα απλωθεί αναπαυτικά στο κάθισμα, μια υποψία φώλιασε μέσα μου. Είχε πράγματι φύγει το Ρενό; Κι αν ήταν κάπου εκεί κρυμμένο; Ίσως να είχαν μπει στο ξενοδοχείο. Μ ήπως είχαν κάποιο κακό σχέδιο για τον καθηγητή; Λέτε να τον απαγάγουν; Έπειτα σκέφτηκα κάτι άλλο: Άραγε μήπως συνεχίζουν να μας παρακολουθούν κρυφά; Ανατρίχιασα. “Μ άγια, μην παραλογίζεσαι” είπα στον εαυτό μου. “Αν συνεχίσεις έτσι, θα τρελαθείς”. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, και κοίταξα απ’ το πίσω τζάμι κάνα δυο φορές όσο ανεβαίναμε απ’ τη λεωφόρο Ταρλάμπασι προς την πλατεία Ταξίμ. Τριγύρω είχαμε ένα σωρό άσπρα Ρενό. Αλλά δεν έβλεπα εκείνους τους τύπους. Μ ου ’κανε εντύπωση ο μεγάλος αριθμός άσπρων Ρενό. Δεν θα είχαν αυξηθεί μέσα σε μια μέρα φυσικά· ήταν ενδιαφέρον που δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. Άρα, αν παρακολουθούσα άλλες μάρκες κι άλλου χρώματος αυτοκίνητα, θα διαπίστωνα ότι κι αυτά ήταν περισσότερα απ’ όσα φανταζόμουν. Το ίδιο θα συνέβαινε με τα πολυτελή αυτοκίνητα και με τους πολύ πλούσιους αυτής της χώρας. Ή και με τους φτωχούς και με το πόσο εκτεταμένη ήταν η αθλιότητα. Στο ίδιο πλαίσιο έπρεπε να αποδεχθώ πως, όταν σκεφτόμουν το πόσο χονδροειδείς και απωθητικοί ήταν πάρα πολλοί άντρες, αυτό

δεν είχε να κάνει με την πραγματικότητα, αλλά με τη δική μου ματιά. Ή, αντίστοιχα, όταν θεωρούσα έναν άντρα όμορφο και άξιο εμπιστοσύνης… Μ ήπως παραλογίζομαι; Πώς συνδέεται το να βρίσκω κάποιον όμορφο με τη δική μου ματιά; Όταν είμαι σε διαφορετική ψυχολογική κατάσταση, κρίνω διαφορετικά τον καθέναν; Μ ήπως έτσι είναι τα πράγματα; Δηλαδή, ένας από τους παράγοντες της κρίσης είναι η ψυχολογική κατάσταση εκείνης της στιγμής; Τότε, πόσο μπορούσε κανείς να βασίζεται στις κρίσεις του; Τις σκέψεις μου τις ορίζει η πραγματικότητα ή η ψυχολογική μου κατάσταση; Αλλά, όπως και να ’χει, αυτά τα δύο δεν είναι συνδεδεμένα; Άρα, τι προηγείται; Η σκέψη ή η αντίληψη; Ή μήπως υπάρχει κάποια άλλη σχέση μεταξύ σκέψης και αντίληψης; Μ ια σχέση άσχετη με το ποια προηγείται και ποια έπεται; Μ ήπως το ότι με απασχολούσαν τόσο αυτά τα ερωτήματα είχε να κάνει με τη διαρκή τριβή μου με τον ακαδημαϊκό χώρο; Μ ήπως αρκούσε, για να απαντήσω, να διαβάσω κάποιες σχετικές μελέτες; Όμως, αν ένας καθηγητής έλυνε τις απορίες μου, αυτό θα μου αρκούσε; Η γνώση είχε γίνει αυτοσκοπός. Να ρωτώ, να τρέχω πίσω από τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις, να μη με φοβίζει η αύξηση των ερωτημάτων… Άραγε, μήπως αδικούσα τον εαυτό μου; Όλοι ήξεραν ότι αγαπούσα το διάβασμα, την έρευνα. Επομένως πώς και με κούραζαν τόσες ερωτήσεις; Αλλά μήπως, τελικά, αυτό που έκανα δεν κούραζε το μυαλό μου, αλλά αντιθέτως το ξεκούραζε; Μ ήπως αποσπούσε το μυαλό μου απ’ το άσπρο Ρενό που μας παρακολούθησε μέχρι το ξενοδοχείο; Να που φτάσαμε επιτέλους! Μ ’ αυτή την κίνηση κάναμε μία ώρα. Ωραία, πέρασε κι αυτή η μέρα. Μ έχρι αύριο δεν θέλω να σκεφτώ το άσπρο Ρενό, τον καθηγητή, το πανεπιστήμιο, τις

δουλειές… Ανακάθισα στο κάθισμα στο οποίο είχα απλώσει το κορμί μου για να χαλαρώσω. Ευχαρίστησα τον Σουλεϊμάν και κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο. Καθώς πέρασα την εξώπορτα της πολυκατοικίας, κοίταξα το ρολόι. Ήταν εννιά η ώρα. “Θα ανησύχησε ο Κερέμ” σκέφτηκα. Αλλά, τι λέω! Είμαι σίγουρη ότι δεν έχει αντιληφθεί την απουσία μου. Τώρα θα ανέβω με το ασανσέρ στον τέταρτο όροφο, θα ανοίξω με το κλειδί την πόρτα του διαμερίσματος με τον αριθμό εννιά και, ενώ θα βγάζω το βρεγμένο πανωφόρι και τα μουσκεμένα παπούτσια, θα δω ότι στο διαμέρισμα δεν υπάρχει άλλο φως εκτός από αυτό που εκπέμπει η οθόνη του υπολογιστή του Κερέμ. Οι λεπτές πόρτες των διπλανών διαμερισμάτων δεν θα μ’ εμποδίσουν να ακούσω τον πνιχτό ήχο κάποιας τηλεόρασης, τα χαχανητά μιας γυναίκας, το κλάμα ενός μωρού. Η μύτη μου θα σπάσει απ’ τη μυρωδιά των διάφορων φαγητών που θα έχει κατακλύσει τους διαδρόμους της πολυκατοικίας. Θα περάσω στο σαλόνι, θα ανάψω τα φώτα και θα κατευθυνθώ στο δωμάτιο του Κερέμ, τον οποίο θα βρω σκυμμένο πάνω απ’ την οθόνη του υπολογιστή με το αδύνατο κορμί του να σχηματίζει μια μικρή καμπούρα. “Γεια σου, πώς είσαι, αγόρι μου” θα πω. Χωρίς να με κοιτάξει, θα μουρμουρίσει κάτι σαν “Καλά”. Θα πάω μετά στην κουζίνα, στο ψυγείο θα βρω μισή πίτσα που έμεινε από χτες, θα τη ζεστάνω και μαζί μ’ ένα κουτί κόκα κόλα θα τα πάω στο δωμάτιο του Κερέμ, θα τα αφήσω στο γραφείο του, εκείνος δίχως να σηκώσει τα μάτια του απ’ την οθόνη θα απλώσει το χέρι και θα πάρει την πίτσα, εγώ θα βγω απ’ το δωμάτιο και θα μπω στο μπάνιο, κάτω απ’ το ζεστό νερό θα σκεφτώ τα γεγονότα της ημέρας. Μ ετά θα τυλιχτώ στο μπουρνούζι και με βρεγμένα μαλλιά θα κατευθυνθώ στην κουζίνα, θα ετοιμάσω ένα σάντουιτς

με τυρί και θα καθίσω στο σαλόνι απέναντι στην τηλεόραση, από τη μια θα προσπαθώ να τελειώσω το σάντουιτς και από την άλλη θα ακούω τις ειδήσεις για τα πολιτικά, την οικονομική κρίση, τους αρχηγούς των κομμάτων να βρίζουν ο ένας τον άλλον, τις δολοφονίες που είχαν διαπραχθεί εκείνη την ημέρα, τους τραγουδιστές να χοροπηδούν σαν τους παλαβούς. Προτού κοιμηθώ, θα κάνω μια βόλτα στα κανάλια τα οποία δείχνουν ταινίες, θα πέσω πάνω σε κάποια ταινία που πήρε μέρος σ’ ένα από τα φεστιβάλ τα οποία έχουν γίνει της μόδας· στην ταινία ένας άντρας θα πει “Γεια σας”, η γυναίκα μετά από πέντε λεπτά θα απαντήσει “Καλώς ήρθες”, έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια χώρα που δεν μπορείς να πάρεις ανάσα απ’ την πολυκοσμία, θα πάρω για μια ακόμη φορά μηνύματα μοναξιάς και έλλειψης επικοινωνίας. Έπειτα, παρότι ξέρω ότι θα με γράψει στα παλιά του τα παπούτσια, θα φωνάξω “Έλα, Κερέμ, πήγαινε στο κρεβάτι πια” και θα πέσω να κοιμηθώ. Καθώς η πετσέτα θα απορροφά την υγρασία των μαλλιών μου, εγώ θα κάνω όνειρα για άλλους κόσμους και άλλες ζωές. Από τη στιγμή που θα ακουμπήσω το κεφάλι στο μαξιλάρι και θα κλείσω τα μάτια γίνομαι άλλος άνθρωπος. Άλλοτε μια ερωτευμένη κοπέλα, άλλοτε πολιτική ακτιβίστρια, άλλοτε κάποια που λατρεύει την περιπέτεια, αλλά ποτέ Μ άγια. Θα επαναλάβω από μέσα μου σαν προσευχή το ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον “Ένας άλλος ουρανός”, κάτι που ξεκίνησα να κάνω από τότε που σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, φυσικά ονειρευόμενη έναν άλλον ουρανό. Αφού έζησα όλα αυτά που σκεφτόμουν βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο, με την πετσέτα στο κεφάλι έπεσα στο κρεβάτι. Προτού με πάρει ο ύπνος, συνειδητοποίησα έκπληκτη πως η ύπαρξη του καθηγητή με είχε επηρεάσει πολύ και πως

ανυπομονούσα να τον συναντήσω αύριο το πρωί. Να και κάτι διαφορετικό λοιπόν. Κάτι διαφορετικό απασχολούσε το μυαλό μου και όταν ξύπνησα ανήσυχη έπειτα από μερικές ώρες: Τι θα ’κανα με τον Κερέμ; Έτσι ήταν όλα τα παιδιά ή μήπως εγώ τον ανέτρεφα λάθος; Πριν από μερικές μέρες είχα διαβάσει ότι, επειδή τα παιδιά δεν έκλειναν μόνα τους τον υπολογιστή, τεχνικοί είχαν σχεδιάσει κάποιο πρόγραμμα που διέκοπτε αυτόματα τη λειτουργία του. Ίσως έπρεπε να το αγοράσω αυτό το πρόγραμμα. Ο Κερέμ δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου μαζί μου. Όχι μονάχα με μένα, με κανέναν δεν μιλούσε. Όλη του η επικοινωνία γινόταν διαμέσου του διαδικτύου. Ο ψυχολόγος, στον οποίο είχα πάει τον Κερέμ μετά από ικεσίες και παρακάλια μου, είχε χρησιμοποιήσει για την κατάσταση του παιδιού τον όρο “φόβος για τη ζωή”. «Αν ξέρατε πόσο πολλά παιδιά λειτουργούν έτσι, θα μένατε με στόμα ανοιχτό» είχε πει ο ψυχολόγος. «Ο κόσμος είναι γεμάτος με άξεστους και σκληρούς ανθρώπους. Ιδιαιτέρως οι μεγαλουπόλεις. Τα σχολεία είναι φυτώρια βίας. Οπότε, μερικά ευφυή και ευαίσθητα παιδιά, για να μην πληγωθούν, κλείνονται στον εαυτό τους». Ενώ ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα, άνοιξα τα μάτια μου. Έπρεπε να ομολογήσω κάτι στον εαυτό μου. Μ ια απ’ τις σπάνιες φορές που ο Κερέμ βγήκε βόλτα με τον πατέρα του πριν από μερικές μέρες, άνοιξα τον υπολογιστή του διότι ήθελα να μάθω τι τον ενδιαφέρει. Και βρέθηκα απέναντι σ’ έναν φρικιαστικό κόσμο. Έμεινα έκπληκτη με τον τεράστιο αριθμό ταινιών πορνό που προσφέρονται στους έφηβους. Σ’ όλες αυτές τις ταινίες οι γυναίκες γίνονταν αντικείμενο φοβερής απαξίωσης αφού, για να ικανοποιήσουν τους άντρες, οι ίδιες επέτρεπαν να κακοποιηθεί το κορμί τους. Σ’ αυτές τις ταινίες οι άντρες δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να κακοποιήσουν το γυναικείο σώμα, να το πονέσουν

μέχρι δακρύων, να το ματώσουν. Αλυσόδεναν τα κακόμοιρα κορίτσια, τα έδεναν σαν να ’ταν πακέτο, τα μαστίγωναν, τα υποχρέωναν να έρθουν σε επαφή με άλογα, με σκύλους, με πίθηκους, με φίδια. Υπήρχαν ακόμη ταινίες όπου ογκώδεις άντρες βίαζαν μικρά κορίτσια. Δεν ήταν αναγκαστικά αυτό που προτιμούσαν οι πρωταγωνιστές τους, αλλά αυτό ζητούσε προφανώς η “αγορά”. Μ ου φαίνεται πως το πόσο αηδιαστικό και βλαβερό είναι αυτό το πράγμα που λέγεται “αγορά” φαίνεται πεντακάθαρα στην περίπτωση των ταινιών πορνό. Εδώ δεν είχε καμία θέση η αγάπη, το χάδι, η στοργή. Ήταν ένα περιβάλλον βίας τελείως αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρωπότητας. “Ο γιος μου μεγαλώνει γνωρίζοντας έτσι τον κόσμο και τις γυναίκες” συλλογιζόμουν λυπημένη. Άραγε σχεδίαζε να συμπεριφερθεί κι εκείνος μ’ αυτόν τον τρόπο στις γυναίκες; Μ ήπως δεν έδειχνε καθόλου σεβασμό προς τη μητέρα του επειδή κι εκείνη ανήκε σ’ αυτό το φύλο που ήταν απαξιωμένο σε τέτοιον βαθμό; Ήταν ένας αρρωστημένος κόσμος. Καθώς ο θεατής, σαν τους ναρκομανείς, ζητούσε όλο και κάτι περισσότερο, κάποια στιγμή θα άρχιζαν να κομματιάζουν τα κορίτσια. Μ ετά άνοιξα κάποιες ιστοσελίδες στις οποίες ήταν μέλος κι ο γιος μου. Δεν μπόρεσα να τις δω όλες λεπτομερώς διότι απαιτούσαν κωδικό. Πάντως με φρίκη είδα ότι σ’ αυτές τις ιστοσελίδες ένας νέος μπορούσε να βρει ότι ήθελε: από το να μάθει τρόπους εύκολης αυτοκτονίας μέχρι να κατασκευάζει βόμβες. Από τη μία ειρωνεύονταν κάθε αξία και από την άλλη προέβαλλαν έναν κόσμο νιχιλιστικό, κενό, στον οποίο δεν αξίζει να ζει κανείς. Είχα βιώσει μια μικρή κρίση όταν έκλεισα τον υπολογιστή. Ώστε αυτός ήταν ο κόσμος του διαδικτύου με τον οποίο ήταν τόσο σφιχτά δεμένος ο γιος μου. Μ ία κόλαση την οποία εμείς

αγνοούσαμε πλήρως. Ενόσω οι δάσκαλοι και οι οικογένειες προσπαθούν να δώσουν μερικά ψίχουλα παιδείας, τα παιδιά στην ουσία “μορφώνονταν” μέσα από αυτές τις ιστοσελίδες. Πώς το επέτρεπαν; Γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό το σύστημα που καταπατούσε κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα, που μετέτρεπε παιδιά σαν τον Κερέμ σε ανθρώπους ανώμαλους, ανθρώπους με τάσεις αυτοκτονίας, ανθρώπους στο περιθώριο της κοινωνίας; Όταν συζητούσα το θέμα με τον Αχμέτ, προσπαθούσε να το ξεπεράσει λέγοντας «Αγόρι είναι, περνά την εφηβεία, γνωστά πράγματα, μη σε απασχολεί τόσο…». Ο καημός του ήταν να μην χάνει τον καιρό του με την ανατροφή του Κερέμ, ώστε να μπορεί να αφιερώνει τον χρόνο του στην καινούρια του αγαπημένη. Θα πρέπει να με εξάντλησαν αυτές οι σκέψεις γιατί με ξαναπήρε ο ύπνος. Μ όλις ξύπνησα κατά τα χαράματα, σκέφτηκα το άσπρο Ρενό. Μ ήπως μεγαλοποιούσα το θέμα; Ίσως όλα να ήταν μια σύμπτωση. Παρότι έκανα αυτήν τη σκέψη, σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω έξω. Ο δρόμος ήταν ερημικός και σιωπηλός. Κάτω απ’ τον φανοστάτη ήταν σταθμευμένο ένα άσπρο Ρενό, αλλά δεν διακρινόταν αν ήταν κανείς μέσα. Πόσο πολλά άσπρα Ρενό είχε τούτη η χώρα. Πόσο πολλή φτώχεια, πόσο πολύς πλούτος… Επέστρεψα ξανά στο κρεβάτι. Έπειτα από δύο ώρες με ξύπνησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα και άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. Έτρεξα να ξυπνήσω τον Κερέμ. Ήταν η καθημερινή μας ρουτίνα. Έπρεπε να τον ικετεύσω για να σηκωθεί. Άνοιγα την τηλεόραση, δυνάμωνα τον ήχο, άνοιγα τις κουρτίνες, άναβα τα φώτα, όλα όμως μάταια. Ήξερα ότι θα σηκωνόταν αφότου έφευγα, ότι δεν θα πήγαινε σχολείο, ότι θα κολλούσε απέναντι στην οθόνη του υπολογιστή. Μ ερικές φορές

ήταν συνεργάσιμος και όλα πήγαιναν καλά, άλλες φορές όμως… Μ ια τέτοια μέρα είχα τηλεφωνήσει στον Αχμέτ. «Ο γιος σου δεν σηκώνεται, δεν πηγαίνει σχολείο… Δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο. Γιος σου είναι, έλα να τον πάρεις!» του είχα πει. Μ ου είπε ότι είχε μια συνάντηση, ότι ήταν πολύ βιαστικός και μου ’κλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Είχα βάλει τα κλάματα απ’ την απελπισία μου. Και η σημερινή μέρα ξεκίνησε μ’ αυτόν τον δύσκολο τρόπο. Έτσι, για να μην καθυστερήσω στη δουλειά, βγήκα βιαστικά απ’ το σπίτι κι έτρεξα να σταματήσω ένα ταξί. Στον δρόμο θα αγόραζα ένα κουλούρι και στο πανεπιστήμιο θα έπινα μια κούπα τσάι. Δεν υπήρχε χρόνος για πρωινό. Μ παίνοντας στο γραφείο μου, είδα τον Σουλεϊμάν να περιμένει στην πόρτα. «Καλημέρα, άμπλα, ήθελα να σου πω κάτι». «Έλα». «Πώς είσαι, άμπλα;» είπε χαμογελώντας. «Καλά είμαι. Τι θέλεις να μου πεις; Είμαι βιαστική. Πρέπει να πάω κάποια έγγραφα στον πρύτανη». «Σχετικά με αυτό ακριβώς ήθελα να σου πω». «Τι;» «Ο πρύτανης δεν θα σου χαλούσε το χατίρι. Έχω έναν εξάδελφο, τον Χουσεΐν. Να, έλεγα πως… Αν του ’λεγες του πρύτανη να του βρει καμιά θεσούλα στο θυρωρείο ή στο καφενείο…» Τώρα κατάλαβα γιατί ήταν τόσο εξυπηρετικός χτες το βράδυ. «Δεν μπορώ να ζητήσω κάτι τέτοιο απ’ τον πρύτανη. Στόμα έχεις· γιατί δεν του το λες εσύ;» Μ ε κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που δεν έκρυβε τον θυμό και την απογοήτευσή του.

Θέλησα να αλλάξω θέμα. «Στις έντεκα θα πρέπει να είμαστε στο ξενοδοχείο» είπα σε ήπιο τόνο. «Τι ώρα πρέπει να φύγουμε από δω;» «Στις δέκα». Η φωνή του ήταν ψυχρή. Και οργισμένη. Η καταπιεσμένη οργή στην πραγματικότητα είναι η πιο επικίνδυνη. Αυτό το μάθαινε κανείς από πολύ μικρός. Η εκδηλωμένη οργή προκαλούσε προσωρινό μόνο πρόβλημα. Αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε καταπιεσμένη οργή. Μ άλλον είχα κάνει λάθος που εξέφρασα καθαρά την άρνησή μου. Στη Μ έση Ανατολή δεν γίνονται έτσι οι δουλειές. Αν του έλεγα “Εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω με το ζήτημα του εξαδέλφου σου”, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα κατά πάσα πιθανότητα. Στην ουσία δεν χρειαζόταν να μιλήσω με τον πρύτανη γι’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσα για μεγάλο διάστημα να τρενάρω το θέμα κι έτσι θα εξασφάλιζα τη συνεργασία και τον σεβασμό του Σουλεϊμάν. Θα ένιωθε την υποχρέωση τα βράδια να με πηγαίνει μέχρι το σπίτι. Κι όταν ακόμη γινόταν φανερό ότι δεν θα είχα θετικό αποτέλεσμα, θα είχα κάποια αξία στα μάτια του ως άνθρωπος που προσπάθησε για εκείνον, έστω κι αν δεν τα κατάφερε. Πολύ δε περισσότερο μπορεί η καλή συμπεριφορά προς το άτομό μου να του γινόταν συνήθεια, να έπαιρνε έναν μόνιμο χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι στη Μ έση Ανατολή η έχθρα πολύ γρήγορα μπορεί να πάρει τη θέση της φιλίας. Όμως ο Σουλεϊμάν δεν ήταν μόνο άνθρωπος της Μ έσης Ανατολής, ήταν ταυτόχρονα και Δυτικός – όπως όλοι οι Τούρκοι. Θα μπορούσα να επωφεληθώ από το γεγονός ότι κουβαλούσε χαρακτηριστικά και των δύο περιοχών. Ωστόσο, επειδή δεν προσπαθούσα να μετατρέψω σε πλεονέκτημα

τέτοιου είδους καταστάσεις, ζούσα για μια ακόμη φορά την ταλαιπωρία τού να βιώνω την κουλτούρα της Μ έσης Ανατολής και αυτήν της Δύσης ταυτόχρονα. Ή, για να το πω πιο σωστά, μια κουλτούρα που δεν ήταν ούτε της Δύσης ούτε της Μ έσης Ανατολής. Επειδή βιαζόμουν, απομακρύνθηκα από δίπλα του και κάθισα στο γραφείο μου. Ο Σουλεϊμάν πήρε μαζί του την καταπιεσμένη οργή του και έφυγε. Έριξα μια διαγώνια ματιά στις ειδήσεις των εφημερίδων που έστελνε το πρακτορείο ειδήσεων. Ήταν η πρώτη μου δουλειά κάθε πρωί. Έβρισκα τις σχετικές με το πανεπιστήμιο και τον πρύτανη ειδήσεις, τις τύπωνα στον εκτυπωτή και τις παρουσίαζα μέσα σ’ ένα ντοσιέ στον πρύτανη. Στις εφημερίδες υπήρχε μια μικρή είδηση σχετικά με τον καθηγητή Βάγκνερ. Έγραφε ότι το απόγευμα θα έκανε μια ομιλία στο πανεπιστήμιο. Σηκώνω το κεφάλι για να κοιτάξω την αεροσυνοδό που με ρωτάει ψιθυριστά αν θέλω κάτι. Μ ε κοιτάει χαμογελαστή κρατώντας στο χέρι της το άδειο ποτήρι μου. Περιμένει απάντηση. Δεν είχα αντιληφθεί ότι είχε έρθει δίπλα μου αυτή η ψηλή ξανθιά κοπέλα. Είναι ακόμη πιο ευγενική από την προηγούμενη φορά. «Ευχαριστώ, δεν θέλω τίποτα» της λέω. Δεν είμαι σε θέση να πιω περισσότερο. Άλλωστε και τα πόδια μου άρχισαν να μουδιάζουν. Καλό θα ήταν να διακόψω το γράψιμο, να σηκωθώ να περπατήσω λιγάκι, να πάω στην τουαλέτα και μετά να πιω ένα ποτήρι νερό.

2

ΟΤΑΝ ΒΓΗΚΑ ΑΠ’ ΤΟ

κτίριο του πανεπιστημίου, η βροχή είχε

κοπάσει. Στη λεωφόρο υπήρχαν λιμνούλες νερού. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, αλλά ανάμεσα απ’ τα κενά οι ακτίνες του ήλιου σαν ακόντια έπεφταν στους θόλους των τεμενών, στις καμινάδες των καραβιών, στις φτερούγες των γλάρων που έκαναν βουτιές στη θάλασσα. Μ όλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, έλεγξα αν το άσπρο Ρενό ήταν εκεί. Δεν το είδα, αλλά και πάλι ήμουν ανήσυχη. Ίσως να είχαν σταθμεύσει πιο μακριά ή να ερχόντουσαν σε λίγο. Πήγα στην υποδοχή για να ζητήσω τον καθηγητή. Ο νεαρός υπάλληλος κοίταξε τα ράφια με τα κλειδιά. «Το κλειδί είναι εδώ» είπε. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω πως βγήκε έξω». Ήταν έντεκα παρά πέντε. Σκέφτηκα πως θα ξύπνησε νωρίς, οπότε θα βγήκε για μια βόλτα. Κάθισα στο λόμπι και περίμενα. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, που έμοιαζαν Αμερικανοί, είχαν ανοίξει πάνω στο τραπεζάκι έναν χάρτη της πόλης και συζητούσαν για τα μέρη που θα επισκέπτονταν. Έπειτα από μερικά λεπτά ήρθε ο

καθηγητής. Φαινόταν ακμαίος, περπατούσε έχοντας ολόισιο το κορμί. Δεν είχε ίχνος απ’ τη χτεσινή κούραση. Κάτω από το ανοιχτό μαύρο παλτό φορούσε ένα γκρι σακάκι και στον λαιμό είχε δέσει μια γαλάζια γραβάτα. Μ ε χαιρέτησε βγάζοντας και πάλι το καπέλο. Χαμογέλασα με τρόπο που έδειχνε ότι μου άρεσε πολύ ο τρόπος του χαιρετισμού του. «Σας έκανα να περιμένετε;» ρώτησε. Και η φωνή του ήταν πιο ζωηρή. «Όχι, κύριε καθηγητά, μόλις ήρθα». «Έκανα έναν περίπατο μετά το πρωινό» μου είπε απολογητικά. «Όπως και να ’χει, αυτά εδώ τα μέρη μού είναι γνωστά. Ωστόσο το Πέραν άλλαξε, δυσκολεύτηκα να το γνωρίσω». Έδειχνε να έχει περισσότερη διάθεση για κουβέντα σε σχέση με χτες. «Έχει αλλάξει και μέσα στο χρονικό διάστημα που το ξέρω εγώ. Φαντάζομαι πόσο πολύ έχει αλλάξει απ’ τη δική σας εποχή». «Τη Λεωφόρο Ιστικλάλ τη θυμάμαι σαν το πιο κοσμοπολίτικο μέρος… Τώρα έχω την εντύπωση πως έγινε αποκλειστικά τόπος διασκέδασης…» «Το λέτε πολύ κομψά. Δεν θα με πείραζε κι αν λέγατε ότι χάλασε». «Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Οι πόλεις, οι συνοικίες, οι άνθρωποι αλλάζουν. Είδα πάρα πολλά που επιβεβαιώνουν αυτό που λέω». «Όμως ο ξεπεσμός…» «Δεν θα χρησιμοποιούσα αυτήν τη λέξη. Ξεπεσμός ως προς τι; Ως προς ποιον; Είναι σχετική έννοια αυτή». Δεν έφερα αντίρρηση. Θα ήταν πολύ καλύτερα να κουβεντιάζουμε χωρίς να λογομαχούμε. «Πήγατε στη λεωφόρο περνώντας απ’ το Ασμαλίμεστζιτ;» «Ναι».

«Αυτός ο δρόμος αναπτύχθηκε πολύ, τώρα λειτουργούν νέα καφέ και μπαρ». «Τα είδα. Είναι πολύ ωραία». Προτού καθίσει στο αυτοκίνητο, τον είδα να δίνει φιλοδώρημα στον Σουλεϊμάν. Απ’ τη βαθιά υπόκλιση του Σουλεϊμάν συμπέρανα πως θα ήταν σεβαστό ποσό. Όταν ξεκινήσαμε, ο καθηγητής κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο με μεγάλη προσοχή σαν να μην ήθελε να του ξεφύγει τίποτα. Βλέποντάς τον τόσο ζωηρό σκέφτηκα ότι χτες θα πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένος. Κοίταζε με θαυμασμό την πόλη. Όταν φτάσαμε στη γέφυρα του Γαλατά, μου έδειξε το τζαμί Σουλεϊμάνιγιε που λαμπύριζε με μεγαλοπρέπεια στον απέναντι λόφο. «Ορίστε, να το!» Άρχισε να μιλάει με ενθουσιασμό και υψηλόφωνα. «Εξαιρετικό έργο. Δεν είναι ένα ψυχρό κτίριο, έχει ψυχή. Πότε πότε πήγαινα στην αυλή του να καθίσω για να ηρεμήσω την ψυχή μου». Μ ου φάνηκε πολύ παράξενο ένας μισός Αμερικανός μισός Γερμανός να αναζητά ηρεμία στην αυλή ενός τζαμιού. Απέφυγα όμως να το σχολιάσω, ούτε έκανα κάποια ερώτηση. Διέκρινα έναν παιδικό ενθουσιασμό στο βλέμμα του. Κοίταζε τριγύρω με μεγάλη περιέργεια, σχεδόν με άγχος, τα καραβάκια που άλλα άραζαν, άλλα σάλπαραν, τους πωλητές που πουλούσαν ψάρι με ψωμί μέσα στις βάρκες, το πλήθος που περπατούσε πάνω στη γέφυρα, τον Κεράτιο Κόλπο, τα περιστέρια έξω από τα τζαμιά… «Η Ιστανμπούλ μοιάζει με άπιστη γυναίκα» είπε απορροφημένος συνεχίζοντας να κοιτάζει έξω. Συμπέρανα πως αυτή η φράση έκρυβε βαθύ πόνο. Και πάλι δεν είπα τίποτα. Διότι, όπως κοίταζε έξω, έμοιαζε σαν να μιλά στον εαυτό του. Ύστερα από μια σύντομη παύση συνέχισε να μιλά. «Εξακολουθεί να σε προδίδει, όμως εσύ συνεχίζεις να την

αγαπάς». Αυτήν τη φορά αποφάσισα να μιλήσω. «Σας πρόδωσε η Ιστανμπούλ;» Συνέχισε να ατενίζει το περιβάλλον χωρίς να απαντήσει. «Αυτή εδώ είναι όμορφη, πολύ όμορφη πόλη» είπε έπειτα από λίγο. Μ άλλον θα σκεφτόταν τώρα κάτι άλλο. «Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, παλάτια, τεμένη… Σαν παραμύθι… Πώς να το πω… Πόλη με μπαχαρικά…» «Όμως, κύριε καθηγητά, αυτή είναι η πόλη που βλέπουν οι τουρίστες» του επεσήμανα. «Η δική μου Ιστανμπούλ είναι εντελώς διαφορετική. Εξάλλου δεν έχω χρόνο να δω αυτές τις ομορφιές». «Μ ην ξεχνάτε πως κι εγώ δεν ήμουν τουρίστας. Εργάστηκα εδώ επί δύο χρόνια». «Ωστόσο, τότε ήταν διαφορετικά. Η ζωή ήταν ευκολότερη». Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου. Ένα πικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. «Κάθε εποχή έχει τις δυσκολίες της, μολαταύτα καμία δεν μπορεί να συγκριθεί με χρόνια πολέμου. Εύχομαι να μη δείτε ποτέ πόλεμο». «Κι εγώ το εύχομαι». Πρόσεξα ότι συχνά πυκνά γύριζε και κοίταζε πίσω. Άραγε υποψιαζόταν κι εκείνος πως μας παρακολουθούσαν; Μ ήπως υπήρχε κάποιος λόγος να υποψιάζεται ότι τον παρακολουθούν; Έριξα κι εγώ μια ματιά, αλλά το μόνο που είδα ήταν πυκνή κυκλοφορία. «Αν έχουμε χρόνο, θα ήθελα να κατέβω για δυο λεπτά» είπε. Κι αν ακόμη δεν είχαμε, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ. Κατέβηκε από το αμάξι και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά την ιστορική πύλη του πανεπιστημίου και τον πύργο απ’ όπου παλαιότερα οι πυροσβέστες έλεγχαν την πόλη.

«Εξαιρετικά. Θαρρείς πως σταμάτησε ο χρόνος». Μ ιλούσε σε χαμηλό τόνο, αλλά η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση. Κοίταξα κι εγώ προς τα εκεί που κοίταζε. Μ ου φάνηκε σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά: Η διακοσμημένη με γράμματα από φύλλο χρυσού πύλη του πανεπιστημίου είχε μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική. Ποτέ δεν την είχα κοιτάξει με τέτοιο βλέμμα. Δεν θυμάμαι πότε είχα ακούσει τελευταία φορά να μιλούν για το πανεπιστήμιο της πλατείας Μ πέγιαζιτ. Θα είχαν περάσει πολλά χρόνια. Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι κτίστηκε το 1300 και αποτελούσε ένα από τα πολλά βυζαντινά κτίσματα που υπήρχαν σ’ αυτόν τον λόφο. Αντίθετα, άλλοι επιστήμονες θεωρούν ότι κτίστηκε αφού κατέλαβαν την πόλη οι Οθωμανοί, δηλαδή μετά το 3

έτος 1453 . Είναι γνωστό ότι την εποχή του σουλτάνου Φατίχ έκτισαν εδώ ένα σχολείο. «Λίγο νωρίτερα μιλήσατε για πόλεμο. Αυτό εδώ το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως Υπουργείο Πολέμου επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας» είπα. «Εδώ που τα λέμε, και τα πανεπιστήμια δεν απέχουν πολύ από πεδία μαχών». Επειδή ήθελε να περπατήσει λίγο, είπα στον Σουλεϊμάν να φύγει· εμείς προχωρήσαμε περνώντας κάτω από την πύλη. Διασχίσαμε τον μεγάλο κήπο και φτάσαμε στο κτίριο της πρυτανείας. Ο κήπος ήταν γεμάτος από φοιτητές και φοιτήτριες. Ο καθηγητής προχωρούσε ήρεμος μέσα σ’ ένα ζωηρό, γεμάτο κινητικότητα περιβάλλον. Κοίταζε με προσοχή τριγύρω του, όπως έκανε σε όλη τη διαδρομή. «Γιατί στην είσοδο υπάρχει αστυνομία;» «Προστατεύει το πανεπιστήμιο από τους φοιτητές» του

απάντησα. Η απάντησή μου του προξένησε μεγαλύτερη απορία. Δεν ήταν ώρα για τέτοιες ειρωνικές, περίπλοκες απαντήσεις. Έπρεπε να απαντήσω με σαφήνεια για να μην τον μπερδεύω τον άνθρωπο. «Τα τελευταία χρόνια η αστυνομία βρίσκεται εδώ για τις φοιτήτριες που φορούν μαντίλα. Απαγορεύεται στις κοπέλες να φορούν την ισλαμική μαντίλα μέσα στο πανεπιστήμιο». Σήκωσε το χέρι του σαν να έλεγε “Μ ια στιγμή, να το σκεφτώ”. Έμεινε για λίγο σκεπτικός και μετά συνέχισε: «Τι κάνουν οι φοιτήτριες που φορούν μαντίλα;» «Κάποιες λύνουν τη μαντίλα στην είσοδο και φορούν μπερέ, άλλες γυρίζουν την πλάτη και φεύγουν. Κόβουν κάθε σχέση με το πανεπιστήμιο. Υπάρχουν και μερικές που φορούν περούκα για να μη φανεί το μαλλί τους». «Στη δική μου εποχή δεν είχαμε τέτοια προβλήματα. Οι κοπέλες δεν φορούσαν μαντίλα». «Όπως σας είπα, κύριε καθηγητά, η Τουρκία έχει αλλάξει πολύ». Ο πρύτανης στεκόταν στην είσοδο του κτιρίου για να υποδεχθεί τον καθηγητή. Καθώς είχε σπουδάσει στη Γερμανία, του μίλησε γερμανικά. Εγώ δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Προχωρήσαμε μαζί μέχρι τη μεγάλη αίθουσα και εκεί τους άφησα μόνους. Όταν έφτασα στο γραφείο μου, προτού ξεκινήσω τις δουλειές, έλεγξα πρώτα το κινητό μου. Είχα δύο αναπάντητες κλήσεις. Είχα κλείσει το τηλέφωνο όσο ήμουν με τον καθηγητή. Ήταν ο Ταρίκ. Είχε αφήσει κι ένα μήνυμα: “What’s up, honey?”. Μ ήνυμα στα αγγλικά… Για πολλούς πλέον αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Οι νεόπλουτοι, οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες μιλούσαν σχεδόν μισά αγγλικά μισά τουρκικά: Great, wow, drastic, charisma, trendy, benchmark, success story, first class ήταν οι

αγαπημένες τους λέξεις. Μ ετά από έναν σύντομο δισταγμό, πάτησα το κουμπί της κλήσης. Αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε. «Πώς είναι ο γέρος σου;» «Πολύ κομψός και ευγενικός. Και όμορφος». «Άντε, καλή τύχη» είπε και γέλασε σαρκαστικά. «Τώρα κοιτάζεις και τους ογδοντάρηδες;» «Δεν το είπα μ’ αυτή την έννοια. Μ η γίνεσαι ξεδιάντροπος». «Αστειεύομαι. Εγώ δεν είμαι αυτός που σου λέει πάντα να μην παίρνεις τη ζωή τόσο πολύ στα σοβαρά;» «Έλα, όμως, που η ζωή μου είναι γεμάτη σοβαρά προβλήματα». «Μ η δίνεις σημασία. Κοίτα το κέφι σου. Εξάλλου, εσύ δεν είχες πει ότι και το χιούμορ είναι κάτι σοβαρό;» «Ωραία, αλλά τι σχέση έχει το χιούμορ με το να μη δίνεις σημασία και να κοιτάς το κέφι σου;» «Εντάξει, εντάξει. Μ πορούμε να συναντηθούμε το βράδυ;» «Δεν νομίζω». «Γιατί;» «Όσο είναι εδώ ο καθηγητής, δύσκολα μπορώ να τον αφήσω μόνο». «Εντάξει, όπως θέλεις». Πέρασε αμέσως σε άλλο θέμα. «Α, να ξέρεις, σύντομα θα σου έχω καλά νέα». «Τι είδους;» «Κερδίζεις χρήματα». Δεν μου ακούστηκε σαν καλό νέο. Δεν ήταν πειστικός. Γενικά ήταν κομμάτι τρελούτσικος. «Τρελάθηκες; Ο πρωθυπουργός είπε πως αρχίζει μια από τις δυσκολότερες κρίσεις που περάσαμε ποτέ. Το χρηματιστήριο καταρρέει, η τουρκική λίρα σέρνεται. Πώς μπορεί να κερδίζω

χρήματα ενώ όλοι οι άλλοι κλαίνε;» Τον άκουσα να γελά πονηρά. «Θα δεις!» Κλείσαμε το τηλέφωνο. Όταν σκέφτηκα πως βιάζεται να βρει μια άλλη γυναίκα για να περάσει τη βραδιά του, οργίστηκα. Άκουσα τη φωνή μου να ξεφεύγει απ’ το στόμα μου: «Άτιμε!». Ευτυχώς ήμουν μόνη. Στην πραγματικότητα, ήδη από τις πρώτες μέρες ήξερα ότι με αυτόν τον άνθρωπο δεν θα προέκυπτε κάτι καλό, αλλά, παρ’ όλα αυτά, συνέχιζα να τον βλέπω. Ήμουν σε μια περίεργη ψυχολογική κατάσταση: δεν ήθελα να συνεχίσω μαζί του, αλλά ούτε και να διακόψω. Αυτό που μου επέτρεπε να αποδέχομαι αρκετά συχνά τις προσκλήσεις του ήταν το γεγονός ότι δεν γινόταν πιεστικός. Αυτή, βέβαια, η χαλαρότητα στη συμπεριφορά του, που έφτανε στα όρια της αδιαφορίας, είχε και μια άλλη εξήγηση: Είχε κερδίσει αρκετά λεφτά στο χρηματιστήριο. Όσο κέρδιζε, τόσο αυξανόταν η αυτοπεποίθησή του. Άρχισε να υποτιμά τους γύρω του. Αυτοί οι χρηματιστές θεωρούν βλάκες όσους δεν βγάζουν όσα λεφτά βγάζουν εκείνοι. Όμως ίσως να τον αδικούσα. Έπειτα από την κακή εμπειρία με τον Αχμέτ σχηματίστηκε μέσα μου μια αντίδραση προς τους άντρες, που με οδηγούσε να κάνω γενικεύσεις. Αν εκείνην τη στιγμή κάποιος καλοπροαίρετος με ρωτούσε τι κακό μού έκανε ο Ταρίκ, δεν θα είχα απάντηση. Γενικά ήταν ευγενικός. Στις δύσκολες ώρες δεν αρνούνταν να προσφέρει τη βοήθειά του. Ήταν αλήθεια ότι με έκανε να νιώθω όμορφη και ελκυστική. Και, αν ο ίδιος καλοπροαίρετος άνθρωπος με ρωτούσε τι με ενοχλούσε στον Ταρίκ, πάλι δεν θα είχα απάντηση. Άραγε ζητούσα έναν δεσμό που θα διαρκούσε μια ζωή; Δεν μου αρκούσε που περνούσα

ευχάριστα τον καιρό μου; Νομίζω πως ένιωθα γι’ αυτόν μια οργή την οποία ούτε μπορούσα να περιγράψω ούτε να κατανοήσω την αιτία της. Όσο τα σκεφτόμουν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι στριφογύριζα συνεχώς το κινητό μου, που το είχα σφίξει ανάμεσα στον δείκτη και στον αντίχειρα. Να λοιπόν ακόμη μια ένδειξη νευρικότητας! Έτσι μου ’ρχόταν να στείλω ένα μήνυμα στον Ταρίκ: “Μ η με ξανακαλέσεις άλλη φορά!”. Ή μήπως ήταν καλύτερα να συνεχίσω να στριφογυρίζω το κινητό; Είναι αλήθεια πως εδώ και καιρό σκεφτόμουν να του στείλω ένα τέτοιο μήνυμα, αλλά δεν κατάφερνα να νικήσω την αναποφασιστικότητά μου. Από την άλλη, του είχα εμπιστευθεί τις λιγοστές οικονομίες μου να τις διαχειριστεί όπως νομίζει. Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο πάνω στο γραφείο, βγάζοντάς με από τις σκέψεις. Μ ε καλούσε η Γεσίμ χανούμ, η ιδιαιτέρα του πρύτανη. Μ ε πληροφόρησε ότι όλοι ήταν έτοιμοι για το γεύμα. Αυτήν τη φορά κάθισαν στη μαύρη Μ ερσεντές ο πρύτανης με τον φιλοξενούμενο. Εγώ τους ακολουθούσα μ’ ένα άλλο αυτοκίνητο του πανεπιστημίου. Το γεύμα θα γινόταν στο εστιατόριο Κόνιαλι, που βρίσκεται στον κήπο του παλατιού του Τόπκαπι. Καθώς περνούσαμε κάτω από τη γιγαντιαία πύλη του παλατιού, σκέφτηκα να πληροφορήσω τον καθηγητή πως παλαιότερα κρεμούσαν στον διπλανό τοίχο δίπλα δίπλα τα κεφάλια των εκτελεσμένων. Επειδή για πολλά χρόνια κυκλοφορούσα με ξένους, είχα γίνει κάτι σαν ξεναγός. Στο τραπέζι ήταν μερικοί καθηγητές ακόμη. Τα παράθυρα του εστιατορίου κοίταζαν προς το Σαράιμπουρνου4. Στο στενόμακρο τραπέζι διάλεξα μια θέση στην άκρη, μακριά απ’ τον κοσμήτορα και

από τον πρύτανη, διότι δεν ήξερα γερμανικά. Εξάλλου, χτες είχα κουραστεί να μιλώ συνεχώς αγγλικά. Ωστόσο και πάλι δεν κατάφερα να απολαύσω με ηρεμία το γεύμα μου. Αυτήν τη φορά δεν ξεκόλλησε από πάνω μου ένας νεαρός αναπληρωτής καθηγητής, ο οποίος όποτε μ’ έβλεπε κολλούσε σαν τσιμπούρι. Αυτός ο άνθρωπος με εκνεύριζε εδώ και πολύ καιρό με τα σεξουαλικά υπονοούμενα και την αυθάδειά του. Μ άλλον θα είχε κάποια εμμονή με τις χωρισμένες. Και πάλι έφερνε συνεχώς την κουβέντα στις μοναχικές νύχτες. Έκανα πως δεν καταλάβαινα. Ευτυχώς, ύστερα από λίγο έφτασε το χιουνκιάρ μπεγεντί που παρήγγειλα, οπότε έστρεψα το κεφάλι προς το φαγητό και δεν ασχολήθηκα παρά μόνο μ’ αυτό. Εκείνην τη στιγμή σκέφτηκα να πω στον καθηγητή πως το φαγητό αυτό πήρε την ονομασία του απ’ την αυτοκράτειρα της Γαλλίας Ευγενία, στην οποία άρεσε πάρα πολύ, όταν κάποτε 5 υπήρξε προσκεκλημένη του σουλτάνου Αζίζ . Ο καθηγητής, που καθόταν στητός, με τα καλοχτενισμένα μαλλιά και το λευκό δέρμα, βρισκόταν πολύ μακριά μου. Μ ου φάνηκε πολύ μακριά για να του απευθύνω τον λόγο. Αν καθόμασταν σε απόσταση που θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε, θα του εξιστορούσα και τη μελαγχολική ιστορία αγάπης μεταξύ της αυτοκράτειρας και του σουλτάνου. Θα του έλεγα ακόμη και ότι, έπειτα από τη δολοφονία του σουλτάνου, την οποία παρουσίασαν σαν αυτοκτονία, η Ευγενία ήρθε στην οθωμανική πρωτεύουσα για να τον πενθήσει. Πιστεύω πως θα του άρεσαν του καθηγητή τέτοιου είδους ερωτικές ιστορίες, αυτή την εντύπωση μου είχε δώσει. «Γιατί γελάτε;» «Μ α όχι» είπα στον αναπληρωτή καθηγητή που καθόταν δίπλα μου. «Δεν γελώ».

«Ελάτε τώρα, μη μου το κρύβετε, σας ήρθε στο μυαλό κάτι ωραίο. Ίσως κάτι που γίνεται στα κρυφά. Εγώ καταλαβαίνω». Όσο μιλούσε, έκανε γελοίους μορφασμούς και κουνούσε το δάχτυλό του σαν ταχυδακτυλουργός. Σαν να μιλούσε για ένα σοβαρό θέμα, αλλά ταυτόχρονα σαν να ’κανε πλάκα. Για να είναι προετοιμασμένος να πει σε περίπτωση έντονης αντίδρασης “Μ α εγώ αστειευόμουν!”. Θεέ μου, τι αηδιαστικός τύπος! Όταν έφτασαν οι καφέδες, ένιωσα ευχάριστα. Μ ύριζαν εξαίσια. Δεν ήταν μονάχα η γεύση και η μυρωδιά του καφέ που μ’ έκαναν να νιώσω ευχάριστα. Ήταν και η σκέψη πως μετά τον καφέ θα φεύγαμε. Θα γλίτωνα απ’ τον διπλανό γλοιώδη τύπο. Όταν επιστρέψαμε στο πανεπιστήμιο, οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί. Προχωρήσαμε κατευθείαν στο αμφιθέατρο που ήταν γεμάτο με φοιτητές και καθηγητές. Πρώτος ανέβηκε στο βήμα ο κοσμήτορας. Συγκινημένος τόνισε πως υποδέχεται με μεγάλο σεβασμό τον φιλοξενούμενο καθηγητή. Τον καλωσόρισε στο όνομα της ακαδημαϊκής κοινότητας. Μ ετά κλήθηκε στο βήμα ο καθηγητής Χακκί. Ήταν νομικός, όπως ο Βάγκνερ. Επιδαψίλευσε επαίνους στον συνάδελφό του. Εξήγησε πως ο φιλοξενούμενος ήταν ένας από τους καθηγητές που θεμελίωσαν τη σύγχρονη τουρκική παιδεία, ανέφερε τους Τούρκους ακαδημαϊκούς που υπήρξαν μαθητές του. Στο τέλος, κάλεσε στο βήμα τον Βάγκνερ, προσφωνώντας τον ως “καθηγητή των καθηγητών”. Ο Βάγκνερ ανέβηκε στο βήμα με σβέλτες κινήσεις. Πέρασε για λίγο το βλέμμα του πάνω απ’ το ακροατήριο. Επικράτησε άκρα ησυχία. Η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στον καθηγητή. «Μ έρχαμπα6!» Ένα ηχηρό χειροκρότημα τράνταξε την αίθουσα. Έριξα γύρω μου μια γρήγορη ματιά. Ήταν πεντακάθαρο ότι οι ακροατές είχαν

εντυπωσιαστεί. Κι όμως: δεν είχε κάνει τίποτα. Αρκούσε ο βηματισμός του προς το βήμα, η ματιά του προς το ακροατήριο. Φυσικά ο κόσμος είχε επηρεαστεί και από τις εγκωμιαστικές ομιλίες που προηγήθηκαν και από τον χαιρετισμό στα τουρκικά. Ο Βάγκνερ συνέχισε να μιλά τουρκικά. Μ ε έντονη αλλά συμπαθητική προφορά και με αρκετά κομπιάσματα. «Αισθάνομαι μεγάλη τιμή που βρίσκομαι και πάλι στο Πανεπιστήμιο της Ιστανμπούλ έπειτα από πενήντα εννέα χρόνια». Τον χειροκρότησαν και πάλι. Μ ιλούσε με δυσκολία τα τουρκικά. Δεν μπορούσε να προφέρει καθαρά το “ρ”. Κοίταζε συχνά κάπου μπροστά του. Έτσι συμπέρανα πως είχε μπροστά του γραμμένο τον λόγο που εκφωνούσε. Μ ετά άρχισε να μιλά στα αγγλικά. Ανέτρεξε στις αναμνήσεις που είχε από τα δύο χρόνια παραμονής στο πανεπιστήμιο. Επαίνεσε το καινούριο καθεστώς της χώρας, που είχε αποφασίσει η εκπαίδευση για τη νομική επιστήμη να γίνεται σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Σε κάποιο σημείο είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Ο Φίοντορ Ντοστογιέβσκι πίστευε ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο να ωριμάσει. Αν δεχθούμε αυτό το αξίωμα, η Ιστανμπούλ έχει πολύ σημαντική θέση στη ζωή μου. Διότι εγώ σ’ αυτή την πόλη ωρίμασα». Η πρόταση αυτή τόνιζε ότι σ’ αυτή την πόλη είχε βιώσει κάτι πολύ δραματικό, όμως δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες. Μ ετά συνέχισε ως εξής: «Ωστόσο, εγώ δεν ήρθα να σας μιλήσω για το παρελθόν, αλλά για το παρόν. Ο κόσμος εκείνης της εποχής είναι διαφορετικός από τον σημερινό κόσμο, μολαταύτα τα προβλήματα παραμένουν ίδια. Σύμφωνα με τον καθηγητή Χάντιγκτον, ο οποίος είναι φίλος μου, το σημερινό πρόβλημα ονομάζεται “Σύγκρουση Πολιτισμών”. Δεν

με βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη. Μ ερικοί το ονομάζουν “Πόλεμο Θρησκειών”. Και πάλι δεν θεωρώ ότι ευθύνονται οι μονοθεϊστικές θρησκείες, οι οποίες πρεσβεύουν τις ίδιες αρχές και έχουν όλες ξεπηδήσει απ’ τη Μ έση Ανατολή. Ο άλλος μου ο φίλος, ο Έντβαρντ Σαΐντ, αρνείται να αποδεχθεί τους παραπάνω όρους και προτείνει τον όρο “Σύγκρουση της Άγνοιας”. Μ πορώ να πω πως βρίσκομαι πιο κοντά σ’ αυτόν τον όρο. Διότι οι δύο πολιτισμοί που απλουστευτικά ονομάζονται δυτικός και ανατολικός δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Σε μια εποχή που η επικοινωνία έχει αναπτυχθεί σε εξαιρετικό βαθμό, ζούμε την εποχή της “άγνοιας”». Για τη λέξη άγνοια χρησιμοποίησε τον αραβικό όρο “Jahiliyya”. Αμέσως πέρασε το βλέμμα του απ’ το ακροατήριο. Ήθελε να δει την αντίδρασή του. Μ ετά συνέχισε: «Η αλήθεια είναι ότι ο όρος αυτός δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό και στις δύο πλευρές. Η Ανατολή γνωρίζει καλύτερα τη Δύση απ’ όσο η Δύση γνωρίζει την Ανατολή. Εν πάση περιπτώσει, είμαι της άποψης ότι πρέπει ο όρος να αποδίδει σωστά το πρόβλημα. Για μένα, περισσότερο από σύγκρουση πολιτισμών, μου φαίνεται σαν “Σύγκρουση Προκαταλήψεων”. Επειδή ακούτε για πρώτη φορά αυτόν τον όρο, θα ήθελα να τον αναλύσω λιγάκι. Ξέρετε τι σημαίνει η λέξη “βάρβαρος”;». Απ’ το ακροατήριο ακούστηκαν γέλια. Πάντως ήταν νευρικό γέλιο, διότι πιθανώς οι ακροατές θα θυμήθηκαν ότι πολλοί Δυτικοί χρησιμοποιούν τον επιθετικό προσδιορισμό “βάρβαρος” για τους Τούρκους. Ο καθηγητής συνέχισε: «Η λέξη “βάρβαρος” χρησιμοποιούνταν απ’ τους αρχαίους Έλληνες με την έννοια “ξένος”. Όλοι όσοι δεν ήταν Έλληνες –και ιδιαίτερα οι Πέρσες και οι ασιατικοί λαοί– θεωρούνταν

“βάρβαροι”. Η λέξη υιοθετήθηκε από τους Ευρωπαίους και άρχισε να χρησιμοποιείται για να δηλώσει όσους δεν ήταν Ευρωπαίοι. Στην αρχή η λέξη δεν είχε υποτιμητική έννοια. Για παράδειγμα, ο Ηρόδοτος ξεκινά το έργο του με τις παρακάτω καλοπροαίρετες φράσεις: “Η εργασία αυτή είναι μία έρευνα την οποία προσφέρει ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό στον λαό, για να μη λησμονηθούν όσα έφτιαξε η ανθρωπότητα, καθώς και για να μη μείνουν ούτε μία ημέρα χωρίς όνομα τα αριστουργήματα που έφτιαξαν οι Έλληνες και οι βάρβαροι· αυτός είναι ο βασικός σκοπός μου· και ο άλλος να μη μείνει κανείς με την περιέργεια γιατί αυτοί οι δύο μάχονταν αναμεταξύ τους”. Κοιτάξτε, μιλά για τα αριστουργήματα που έφτιαξαν οι βάρβαροι. Τότε υπήρχε αυτή η αντίληψη, όμως με τον καιρό οι προκαταλήψεις φόρτωσαν στη λέξη τη σημερινή έννοια της βαρβαρότητας. Όπως γνωρίζετε, οι μεγαλύτερες βαρβαρότητες του εικοστού αιώνα έχουν προέλευση τον πολιτισμό της Ευρώπης – ή, αλλιώς, πολιτισμούς που έχουν το λίκνο τους στην Ευρώπη». Ο τρόπος που μιλούσε έδειχνε ότι ήταν συνηθισμένος να δίνει διαλέξεις σε πολυάριθμο ακροατήριο. Έριξε και πάλι μια εξεταστική ματιά στο πλήθος που γέμιζε το αμφιθέατρο και μετά συνέχισε. «Η θέση μου είναι ότι όλοι οι λαοί, όλοι οι πολιτισμοί διακατέχονται από προκαταλήψεις ο ένας για τον άλλον. Εάν κάποια μέρα κατορθώσουμε να εξαλείψουμε τις λέξεις που δηλώνουν προκατάληψη, όπως τη λέξη βάρβαρος στις ευρωπαϊκές γλώσσες, τη λέξη γκαϊζίν στα ιαπωνικά, τη λέξη κιαφίρ στις μουσουλμανικές χώρες, τη λέξη Άριος στη γερμανική, τότε θα έχουμε κάνει ένα σπουδαίο βήμα προς τον στόχο μας. Κι αν με ρωτήσετε ποιος είναι ο στόχος μας, θα σας έλεγα ότι είναι μια

ουμανιστική αντίληψη κατά την οποία, αφενός, η αξία του ανθρώπου πηγάζει απλά από το ότι είναι άνθρωπος και, αφετέρου, αποκλείονται οι διακρίσεις που στηρίζονται σε θρησκεία, έθνος, φύλο, χρώμα, σεξουαλικές προτιμήσεις και πολιτικές θέσεις». Όλοι χειροκρότησαν θερμά τον καθηγητή. Οι άνθρωποι επηρεάζονται πολύ από τέτοιες ομιλίες, αλλά τις ιδέες που γεννιούνται από τις ομιλίες αυτές τις αφήνουν στα αμφιθέατρα. Άνθρωποι που δεν διστάζουν να κάνουν κάθε είδους διακρίσεις χειροκροτούν ζωηρά στα αμφιθέατρα τέτοιες ιδέες. Όταν επιστρέφουν στην καθημερινή ζωή, ξεχνούν να δουν “τον άνθρωπο ως άνθρωπο” και υποδαυλίζουν το μίσος και κάθε είδους διακρίσεις. Κατόπιν, για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους, ξεκινούν με τις λέξεις «Ναι, αλλά…» και σκαρφίζονται χίλιες δυο δικαιολογίες για να καταστρατηγήσουν τις αρχές που μόνο στα λόγια υποστηρίζουν. Ο καθηγητής με μια κίνηση του χεριού σταμάτησε τα χειροκροτήματα και συνέχισε την ομιλία του. Όμως εγώ, σ’ αυτό το σημείο, πάγωσα στη θέση μου. Έπαψα να καταλαβαίνω τι έλεγε ο καθηγητής. Η φωνή του καθηγητή πνιγόταν μέσα σ’ ένα βουητό. Άκουγα τη φωνή αλλά δεν καταλάβαινα την έννοια των λέξεων. Το ακροατήριο αποτελούσε μια θολή εικόνα. Δεν διέκρινα κάποια κίνηση. Ωστόσο έβλεπα πεντακάθαρα εκείνους τους τρεις τύπους στην άκρη της εικόνας. Έβλεπα μονάχα εκείνους. Ναι, σίγουρα ήταν εκείνοι! Οι τρεις τύποι μέσα στο Ρενό. Άκουγαν προσεκτικά τον καθηγητή και κρατούσαν σημειώσεις. Ίσως για εκατοστή φορά, αναρωτήθηκα ποιοι να ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Αλλά μάλλον έπρεπε να αναρωτηθώ και ποιος ήταν αυτός ο Βάγκνερ. Εάν είναι ένας αξιόλογος καθηγητής Νομικής, όπως προέκυπτε και από την

τελετή, τότε τι δουλειά είχαν να τρέχουν από πίσω του αυτοί οι άνθρωποι; Η υπόθεση άρχιζε να γίνεται ιδιαίτερα μυστηριώδης. Στο διάστημα που επιστρέφαμε προς το ξενοδοχείο, καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, συνεχώς σκεφτόμουν ποιος άραγε να είναι αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου. Ήμασταν και οι δυο σιωπηλοί. Ο Σουλεϊμάν μάς κοίταζε με περιέργεια απ’ τον καθρέφτη. Κάποια στιγμή πρόσεξα πως είχαν κλείσει τα μάτια του καθηγητή. Για έναν άνθρωπο της ηλικίας του θα πρέπει να ήταν κουραστική μέρα. Και πάλι καλά άντεχε. Όταν φτάσαμε, του είπα: «Φαίνεστε κουρασμένος, κοιμηθείτε λιγάκι να ξεκουραστείτε». Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Όμως, για αργότερα, θα σας παρακαλέσω κάτι». «Ορίστε». «Μ ια παράκληση που δεν αφορά τα καθήκοντά σας· μπορείτε να με συνοδεύσετε στο βραδινό φαγητό, Μ άγια;» Δεν περίμενα καθόλου μια τέτοια πρόταση. Και για πρώτη φορά είχε πει το όνομά μου. «Τι να σας πω… Στο σπίτι θα με περιμένει ο γιος μου…» Μ ε διέκοψε γεμάτος κατανόηση, γλιτώνοντάς με από δικαιολογίες. «Τότε δεν θα επιμείνω. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα». Βγάζοντας το καπέλο έσκυψε ελαφρά προς τα μπρος και, κατόπιν, προχώρησε προς το ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζε το κατώφλι, του φώναξα: «Κύριε καθηγητά!». Γύρισε προς το μέρος μου. Στο πρόσωπό του συνέχιζε να έχει τη γεμάτη κατανόηση έκφραση. Όχι περιέργεια, αλλά κατανόηση. Ρώτησε σε ευγενικό τόνο: «Μ άλιστα;».

«Τι ώρα θέλετε να δειπνήσουμε;» Σκέφτηκε για λίγο. «Οκτώ είναι καλά;» «Σύμφωνοι. Θέλετε να φάμε στο ξενοδοχείο ή κάπου αλλού;» «Εάν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα στο ξενοδοχείο». Καθώς ανέβαινα στη Μ ερσεντές, από συνήθεια κοίταξα τριγύρω. Οι τύποι δεν ήταν εδώ. Μ όλις ξεκίνησε το αμάξι ένιωσα πολύ κουρασμένη. Σκέφτηκα πως πρέπει να επιστρέψω στο πανεπιστήμιο και να ασχοληθώ με διάφορα για μια ώρα. Ύστερα θα άρχιζε το μαρτύριο της επιστροφής στο σπίτι. Και αργότερα θα επέστρεφα ξανά στο ξενοδοχείο. Όλα μού φαίνονταν πάρα πολύ δύσκολα. Τι καλά θα ήταν να πήγαινα κατευθείαν στο σπίτι, να έκανα ένα ζεστό μπάνιο, να ξεκουραζόμουν και μετά να ετοιμαζόμουν για το βράδυ. Αυτή είναι μια κανονική ζωή, και όχι το δικό μου καθημερινό τρέξιμο. Διέκοψα τον εσωτερικό μονόλογο και κοίταξα τον Σουλεϊμάν. Άραγε ήταν ακόμη θυμωμένος μαζί μου; Κουβαλούσε ακόμη την καταπιεσμένη οργή του; Δεν φαινόταν κάτι τέτοιο. Ίσως να είχε ξεχάσει τα όσα είπαμε το πρωί. Μ πορεί να είχε μαλακώσει μετά το φιλοδώρημα που είχε πάρει. «Ξέρεις, Σουλεϊμάν» του είπα, «το σκέφτηκα το θέμα. Ίσως μπορέσω να του μιλήσω του πρύτανη για τον εξάδελφό σου». Μ ε κοίταξε απ’ τον καθρέφτη. Χρειάστηκε δύο δευτερόλεπτα για να καταλάβει. Μ ετά, ένα ξαφνικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Αχ, να ’σαι καλά, άμπλα». Ο χαρούμενος τόνος της φωνής του άλλαξε σε παραπονιάρικο. «Έχει τρία παιδιά και είναι άνεργος. Ο Θεός θα σου το επιστρέψει το καλό που κάνεις». «Εντάξει, θα του το πω αύριο κάποια στιγμή. Ή αργότερα, δηλαδή στην πρώτη ευκαιρία». Ένιωθα λιγάκι ένοχη. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο.

Συνεχίσαμε για λίγο αμίλητοι. «Σουλεϊμάν, αυτό το βράδυ πρέπει να δουλέψω για τον καθηγητή, δεν μ’ αφήνεις στο σπίτι;» είπα μόλις φτάσαμε στη Λεωφόρο Ταρλάμπασι. «Εντάξει, άμπλα» είπε χαρούμενος. «Ό,τι πεις». «Εξάλλου, σε λίγο λήγει το ωράριό μου» είπα θέλοντας να του εξηγήσω την κατάσταση. «Να μη χάνω χρόνο πηγαίνοντας στο πανεπιστήμιο και μετά στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς το βράδυ θα δουλέψω στο…» «Ούτε συζήτηση, άμπλα» είπε διακόπτοντάς με. «Ό,τι νομίζεις». Κατέβηκα στη γωνία του δρόμου μας και έτρεξα κατευθείαν στο ψητοπωλείο. Παρήγγειλα μιάμιση μερίδα Αντάνα κεμπάπ, το αγαπημένο του Κερέμ. Μ έχρι να το ετοιμάσουν πετάχτηκα στο απέναντι μανάβικο. Πήρα μερικά φρούτα κι έτρεξα στο παντοπωλείο απ’ όπου αγόρασα ένα παγωτό σοκολάτα. Τελικά, όταν καταφέρνει κανείς να αυξήσει λίγο τον ελεύθερο χρόνο του, αμέσως ξεκινά την προσπάθεια να τον αυξήσει ακόμη περισσότερο. Ζωηρεύει. Όσο ζει με την επιθυμία να γλιτώσει απ’ τις υποχρεώσεις, τόσο αυξάνεται η επιθυμία του να ζήσει μια γεμάτη ζωή. Όταν πήγα σπίτι, είδα έκπληκτη τον Κερέμ να κοιμάται. Ώστε δεν άντεξε στην αϋπνία και τον πήρε ο ύπνος. Τον χάζεψα λίγο καθώς κοιμόταν. Ένιωσα χαρά κοιτάζοντας το όμορφο πρόσωπό του. Χάιδεψα το καστανό τσουλούφι που έπεφτε πάνω στο μέτωπο. Αυτό μπορούσα να το κάνω μόνο όταν κοιμόταν. Στενοχωριόμουν πάρα πολύ με τη ζωή που ζούσε, αλλά δυστυχώς δεν είχα τη δυνατότητα να κάνω κάτι διαφορετικό. Όλες οι προσπάθειες που έκανα με τρεις διαφορετικούς γιατρούς έμειναν άκαρπες. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι ο γιος μου κάθε

μέρα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα για να αφήσω τα ψώνια. Οι κινήσεις μου επιταχύνθηκαν και πάλι. Σαν τον διψασμένο ταξιδιώτη της ερήμου που βρίσκει μια πηγή, παρ’ όλη την εξάντλησή μου συγκέντρωσα όλες μου τις δυνάμεις για να ζωντανέψω. Ήθελα να πάω στο μπάνιο όσον το δυνατό πιο γρήγορα για να βρεθώ κάτω απ’ το ζεστό νερό. Ύστερα από λίγο είχα την αίσθηση ότι το ζεστό νερό που κυλούσε πάνω στο σώμα μου παρέσερνε και την κούρασή μου. Τυλίχτηκα στο άσπρο μπουρνούζι και πήγα ξανά κοντά στον Κερέμ. Κοιμόταν ακόμη. Η ματιά μου έπεσε στην οθόνη του υπολογιστή. Σκέφτηκα ότι, ως συνήθως, ο Κερέμ θα τον είχε αφήσει ανοιχτό και η οθόνη θα είχε κλείσει απ’ το αυτόματο πρόγραμμα προστασίας της. Πάτησα ένα τυχαίο πλήκτρο. Μ όλις φωτίστηκε η οθόνη, ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτή την ώρα δεν ήθελα να αντιμετωπίσω ένα τέτοιο πρόβλημα. Όμως, το πρόβλημα που απέφευγα να δω, που ανέβαλλα διαρκώς την αντιμετώπισή του, έκανε την εμφάνισή του. Στην οθόνη ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα η ίδια πρόταση πολλές φορές: ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ

Κύλησα τον κέρσορα προς τα κάτω. Η ίδια πρόταση επαναλαμβανόταν δεκάδες φορές. Δεκάδες ουρλιαχτά! Δεκάδες χτυπήματα! «Γιατί πειράζεις τον υπολογιστή μου;» Τινάχτηκα απ’ το ξάφνιασμα. Κόντεψε να σπάσει η καρδιά μου.

Σαν τους ανθρώπους που πιάστηκαν επ’ αυτοφώρω να κάνουν κάτι που δεν έπρεπε, έβαλα τα χέρια μου πάνω στο στήθος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μετά κατάφερα να μιλήσω. «Έμεινε ανοιχτή η οθόνη, ετοιμαζόμουν να την κλείσω». Τα χέρια μου έμειναν κοκαλωμένα πάνω στο στήθος. Ο Κερέμ ντροπαλά άπλωσε το χέρι του στο ποντίκι. «Θα τον κλείσω εγώ» μουρμούρισε. Έκανε μερικές γρήγορες κινήσεις με το ποντίκι. Στο παράθυρο διαλόγου που ρωτούσε αν ήθελε να σώσει το αρχείο, πάτησε το “Όχι”. Σχεδόν όρμησα και τον αγκάλιασα. Θέλησε να με σπρώξει για να ελευθερωθεί, αλλά δεν τον άφησα. «Σ’ αυτόν τον κόσμο ο άνθρωπος που σ’ αγαπά περισσότερο απ’ όλους είμαι εγώ. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Δεν απάντησε. «Είμαι έτοιμη να θυσιαστώ για σένα, δίχως κανέναν δισταγμό». «Άφησέ με». «Δεν θα σ’ αφήσω, σε χρειάζομαι». Τι θα πει “σε χρειάζομαι”; Μ α τι έλεγα στο παιδί; Άφησα ελεύθερα να κυλήσουν τα λόγια που μου έρχονταν στο μυαλό. «Έχω μπελάδες στο κεφάλι μου. Σε χρειάζομαι». Έπαψε να με σπρώχνει. «Τι έγινε;» ρώτησε ψιθυριστά. «Μ ε παρακολουθούν». «Ποιοι;» «Δεν γνωρίζω ποιοι είναι. Τρεις επικίνδυνοι άντρες που είναι μέσα σ’ ένα άσπρο Ρενό». «Γιατί;» «Ούτε αυτό το ξέρω. Έχει έρθει απ’ την Αμερική ένας καθηγητής. Μ άλλον πρέπει μ’ αυτόν να σχετίζεται. Πολύ

φοβάμαι». Έβλεπα να αυξάνει το ενδιαφέρον του όσο του εξηγούσα τα γεγονότα μεγεθύνοντάς τα και στολίζοντας τις περιγραφές με λεπτομέρειες που επινοούσα. «Αυτό το βράδυ πρέπει να συναντηθώ με τον καθηγητή για το βραδινό φαγητό. Κλείδωσε καλά την πόρτα. Μ ην ανοίξεις σε κανέναν. Πότε πότε ρίχνε μια ματιά απ’ το παράθυρο να δεις αν υπάρχει το άσπρο Ρενό». «Εντάξει». Ο Κερέμ ίσιωσε την πλάτη του. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε ότι μιλούσε για κάτι που τον ενδιέφερε. «Μ πορεί να έρθουν στο σπίτι. Αλλά εδώ είσαι εσύ. Είσαι ένας δυνατός νέος. Εξάλλου, πήρες μαθήματα Αϊκίντο, θα τα πας μια χαρά μαζί τους». Απ’ το διπλανό κομοδίνο έβγαλε κάτι μεταλλικό, σαν δαχτυλίδια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα δαχτυλίδια. «Τι είναι αυτό;» ρώτησα. «Σιδερογροθιά». Βλέποντας να μην καταλαβαίνω, μου εξήγησε. «Αν δώσεις μία σ’ ένα πιγούνι, το διέλυσε, το κομμάτιασε!» Δυσανασχέτησα. Τι δουλειά είχε η σιδερογροθιά στο συρτάρι του γιου μου; «Γιατί την πήρες;» «Για να τα βγάλω πέρα με τους συμμαθητές μου». Είχε ακόμη τη σοβαρότητα και τον ενθουσιασμό ενός παιδιού που είναι απορροφημένο στο παιχνίδι. Η ιστορία με τους επικίνδυνους άντρες του άσπρου Ρενό τού είχε κάνει καλό. Αλλά αυτή η σιδερογροθιά με είχε στενοχωρήσει πολύ. Γιατί ένιωθε την ανάγκη να κουβαλάει κάτι τέτοιο; Το κακόμοιρο, σκέφτηκα, θα πρέπει να το έδερναν στο σχολείο. Ίσως γι’ αυτό να

ενθουσιάστηκε μ’ αυτά που του είπα. Το καημένο το παιδί μου. Ίσως γι’ αυτό να ήθελε να φύγει προς έναν κόσμο όπου δεν θα είχε τα προβλήματα αυτής της ζωής ή έστω προς έναν κόσμο όπου θα μπορούσε να τα ξεπεράσει. «Σκέφτηκα κάτι ακόμη» είπα και σηκώθηκα. Έτρεξα στο υπνοδωμάτιο και πήρα το σπρέι που είχα πάντα στην τσάντα μου για να αμυνθώ σε περίπτωση ανάγκης. «Αν χρειαστεί, ρίξ’ τους μ’ αυτό στα μάτια». Ενθουσιάστηκε. «Μ πορώ να το κρατήσω για πάντα;» Ήταν φανερό ότι το ήθελε για το σχολείο. «Το ξέρεις ότι απαγορεύεται. Έτσι δεν είναι;» «Ποιο πράγμα;» «Απαγορεύεται να έχεις μαζί σου τέτοια πράγματα στο σχολείο». «Δεν θα το δει κανείς». «Εντάξει» είπα και τον φίλησα στο μάγουλο. Αυτήν τη φορά δεν με έσπρωξε. Σήμερα ήταν η μέρα που μοίραζα υποσχέσεις για να κερδίσω συμπάθειες. Σηκώθηκα και με γρήγορο βήμα πήγα στην κουζίνα. Έβαλα το κεμπάπ που είχε κρυώσει στο φούρνο μικροκυμάτων. Όσο ετοίμαζα το τραπέζι, η μυρωδιά του κεμπάπ που σου άνοιγε την όρεξη γέμισε το διαμέρισμα. Ένιωθα χαρά που ετοίμαζα το τραπέζι στον γιο μου. «Κερέμ!» Ήρθε με την πρώτη. «Να το φας όλο» του είπα. «Ετοιμαζόμαστε για πόλεμο». Άρχισε να τρώει χωρίς αντίρρηση. Εγώ έτρεξα στο υπνοδωμάτιο. Έβγαλα απ’ την ντουλάπα το μαύρο φόρεμα που

άφηνε γυμνούς τους ώμους μου. Ήταν λίγο ανοιχτό στο ντεκολτέ, αλλά θα σκέπαζα το στήθος μ’ ένα κολιέ. Κολιέ; Είχα χρόνια να το χρησιμοποιήσω. Το φύλαγα κλειδωμένο στην ντουλάπα. Γιατί άραγε το θυμήθηκα σήμερα; “Επειδή σήμερα θέλω να το φορέσω· τόσο απλά”, είπα στον εαυτό μου. Καθώς άνοιγα το κουτί που μέσα του έκρυβα το περιδέραιο, οι κινήσεις μου έγιναν πιο αργές. Έβγαλα με αργές, τελετουργικές κινήσεις το κολιέ απ’ το βυσσινί βελούδο. Κράτησα για λίγο στα χέρια μου τον μικρό σταυρό που ήταν κι αυτός μέσα στο βελούδινο κουτί. Μ ετά τον άφησα στη θέση του. Τα διαμάντια και τα ρουμπίνια του κολιέ έλαμπαν σαν ήλιος. Το κρέμασα στον λαιμό μου και κοίταξα τον καθρέφτη. Κάλυπτε τελείως το ντεκολτέ. Εξάλλου κανείς δεν θα κοίταζε το στήθος που καλυπτόταν από ένα τέτοιο κόσμημα. Είχα την αίσθηση πως μ’ έναν μαγικό τρόπο το περιδέραιο με είχε αλλάξει. Τόνισα τα βλέφαρα με λίγη σκούρα σκιά, έβαλα λίγη μάσκαρα στα ματοτσίνορα και πέρασα στα χείλη λίγο κραγιόν. Τώρα έβλεπα μια τελείως διαφορετική γυναίκα να μου χαμογελά στον καθρέφτη. Είχα την εντύπωση πως είχα μεταφερθεί σ’ έναν παραμυθένιο κόσμο. Μ ε το μαύρο φόρεμα και το κολιέ είχα γίνει γυναίκα που συναντάμε στα παραμύθια. Πήγα στην κουζίνα και έδωσα στον Κερέμ το παγωτό. Ο γιος μου εκείνη την ώρα έτρωγε τις τελευταίες μπουκιές του φαγητού. Τον προειδοποίησα για τελευταία φορά: «Να παραφυλάς απ’ το παράθυρο. Πότε πότε να κρυφακούς και την πόρτα. Αν συμβεί κάτι, κάλεσέ με αμέσως». Χαιρόμουν να τον βλέπω κατενθουσιασμένο απ’ το παιχνίδι. Ίσως έτσι να έμενε μακριά απ’ την οθόνη του υπολογιστή.

Τηλεφώνησα και κάλεσα ένα ταξί. Η πιάτσα των ταξί δεν ήταν μακριά, αλλά δεν ήθελα έτσι όπως ήμουν ντυμένη να περπατήσω μέχρι εκεί. Από το σπίτι στο οποίο μπήκα αγχωμένη πριν από μερικές ώρες, τώρα έβγαινα χαλαρή κι ευτυχισμένη. Επιπλέον, σίγουρη για τον εαυτό μου. Τώρα πρέπει πάλι να σηκωθώ για να ξεμουδιάσω τα μουδιασμένα μου πόδια. Η ταινία που μας έδειξαν στο αεροσκάφος πριν από την αναχώρηση μας συμβούλευε να κινούμαστε πότε πότε, να τεντωνόμαστε κατά τις πολύωρες πτήσεις ώστε να αποφεύγουμε τις θρομβώσεις. Πετούσαμε εδώ και δύο ώρες, αλλά δεν πρόσεξα κανέναν να κάνει τέτοιες κινήσεις. Πιθανώς επειδή σχεδόν όλοι κοιμόντουσαν. Αφού κάθε βράδυ ξαπλωνόμαστε στο κρεβάτι μας, φαίνεται πως οι θρομβώσεις δεν γίνονται όταν είμαστε οριζόντιοι. Όμως επειδή εγώ είμαι καθιστή, το αίμα συσσωρεύεται στα πόδια μου. Γι’ αυτό σηκώνομαι και κινούμαι. Έτσι μού φεύγει κι ο ύπνος. Δεν έχω καμία πρόθεση να κοιμηθώ μέχρι τη Βοστόνη. Πρέπει να συνεχίσω να αφηγούμαι τα απίθανα γεγονότα που έζησα.

3

Ο

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΔΕΙΧΝΕ σαν να μην είχε προσέξει το μαύρο μου φόρεμα. Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα μια κουβέντα του τύπου “Αυτό το βράδυ αστράφτετε”. Αντιθέτως ήταν πολύ σοβαρός, ευγενικός και απόμακρος. Ήταν αδύνατο να μην είχε προσέξει ότι είχα ντυθεί με ιδιαίτερη φροντίδα γι’ αυτό το δείπνο. Το παράδοξο είναι ότι αυτή η στάση του συνέβαλε ώστε η ατμόσφαιρα σύντομα να χαλαρώσει. Έριξα μια γρήγορη ματιά στο πολυτελέστατο εστιατόριο του Πέρα Παλάς. Τα περισσότερα τραπέζια ήταν άδεια. Φαίνεται πως η πλειονότητα προτιμούσε τα πιο trendy μέρη. «Μ είνατε πολύ καιρό σ’ αυτό το ξενοδοχείο;» ρώτησα. «Όταν πρωτοήρθα στην Ιστανμπούλ, είχα εγκατασταθεί εδώ. Έμεινα έως ότου να νοικιάσω ένα διαμέρισμα με τη βοήθεια των φίλων μου. Πάνω κάτω έναν μήνα». «Είχατε φίλους στην Ιστανμπούλ;» «Ναι, είχα Γερμανούς φίλους. Εκείνον τον καιρό ζούσε μία μεγάλη γερμανική κοινότητα σ’ αυτήν εδώ την πόλη». «Δηλαδή τη δεκαετία του ’30 και του ’40 , έτσι; Δεν το ήξερα».

«Μ άλιστα, υπάλληλοι του προξενείου, έμποροι, μεταφραστές, οι Γερμανοί και Εβραίοι καθηγητές του πανεπιστημίου». «Είχα ακούσει κάπου πως οι Εβραίοι καθηγητές είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία για να σωθούν απ’ το χιτλερικό καθεστώς, έτσι είναι;» «Μ άλιστα». «Είστε κι εσείς ένας απ’ αυτούς;» Γέλασε. «Όχι, δεν είμαι. Στην πραγματικότητα κατάγομαι από μια οικογένεια της Άριας φυλής, όπως θα ήθελε κι ο Χίτλερ». «Τότε γιατί ήρθατε στην Ιστανμπούλ;» «Αυτό είναι μια άλλη ιστορία». Θα ήταν καλύτερο να μην έφερνα την κουβέντα σε προσωπικά ζητήματα. «Σ’ αυτό το ξενοδοχείο συναντιόσασταν με τους άλλους Γερμανούς;» «Μ ερικές φορές… Ωστόσο οι περισσότεροι Γερμανοί συναντιόντουσαν στο Teutonia Haus, το οποίο δεν απέχει πολύ από δω. Κάθε Κυριακή ήταν γεμάτο Γερμανούς. Όπως σας είπα, υπάλληλοι, καθηγητές, έμποροι, ακόμη και κατάσκοποι». «Κατάσκοποι;» «Μ α, φυσικά. Τον καιρό του πολέμου η Ιστανμπούλ ήταν γεμάτη από κατασκόπους όλων των κρατών. Φυσικά και ο Χίτλερ είχε στείλει τους δικούς του. Ιδιαίτερα αυτό το ξενοδοχείο ήταν άντρο κατασκόπων. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους». Η κουβέντα μου ’κοψε την ανάσα. Μ ήπως ο καθηγητής θα ’κανε κάποια αποκάλυψη; Πρώτα οι άνθρωποι που τον παρακολουθούσαν, τώρα αυτές οι ενδιαφέρουσες αναφορές περί κατασκοπείας. Τα γεγονότα που αφηγήθηκα στον Κερέμ, μεγαλοποιώντας τα για πλάκα, φαίνεται πως ήταν πιο σοβαρά απ’

όσο νόμιζα. Ο καθηγητής θα πρέπει να κατάλαβε πως το θέμα τραβούσε την προσοχή μου. Συνέχισε την κουβέντα από κει που την είχε αφήσει. «Δεν έχετε ακούσει για τον Κικέρωνα;» «Φυσικά κι έχω ακούσει. Για ένα διάστημα ήταν έπαρχος στην Κιλικία. Αλλά τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας;» «Δεν μιλώ γι’ αυτόν. Αναφέρομαι στον Κικέρωνα της Άγκυρας. Τον σπουδαιότερο κατάσκοπο του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου». Τον κοίταξα ερευνητικά, μήπως κι αστειευόταν. Όχι: ήταν πάρα πολύ σοβαρός. «Το όνομα “Κικέρων” ήταν ο κωδικός ενός Τούρκου κατασκόπου με αλβανικές ρίζες, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ιλγιάς. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο εργαζόταν στην Άγκυρα ως υπηρέτης του Βρετανού πρέσβη ΝάτσμπουλΧιούζεσσεν. Γνώριζε όλα τα μυστικά του πρέσβη. Ο Κικέρων ήταν τόσο κοντινός άνθρωπος του Βρετανού αξιωματούχου που, εκτός των άλλων, του σαπούνιζε την πλάτη όταν λουζόταν ο πρέσβης. Λέγεται ότι έβγαλε σε βουλοκέρι το καλούπι του κλειδιού του χρηματοκιβωτίου όταν ο πρέσβης είχε σαπουνάδα στα μάτια καθώς λουζόταν. Μ ’ αυτόν τον τρόπο άνοιγε το χρηματοκιβώτιο όπου ήταν φυλαγμένα τα μυστικά έγγραφα. Αργότερα άρχισε να δουλεύει για λογαριασμό των Γερμανών. Τότε στην Άγκυρα πρέσβης της Γερμανίας ήταν ο περίφημος Φραντς φον Πάπεν. Ο Κικέρων προμήθευε τον Φον Πάπεν με αντίγραφα των μυστικών εγγράφων. Κι εκείνος τα έστελνε κατευθείαν στο Βερολίνο». Τέτοιου είδους ιστορίες τις διάβαζα στα μυθιστορήματα ή τις παρακολουθούσα σε κινηματογραφικές ταινίες. Κάποιες φορές τις είχα ακούσει ως φήμες.

«Είναι αλήθεια όλα αυτά, κύριε καθηγητά, ή μήπως είναι φήμες;» Χαμογέλασε με κατανόηση. «Φυσικά και είναι αλήθεια». «Ακούγονται σαν παραμύθι». Παρά τη γερασμένη επιδερμίδα του και τα ξέθωρα απ’ τα πολλά χρόνια μάτια του, παρατήρησα το πρόσωπό του να ζωντανεύει. Θα πρέπει να του έδινε ενέργεια το ότι τον άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον. Σήκωσε το χέρι του σαν να έλεγε “Μ ισό λεπτό” και συνέχισε: «Περιμένετε, δεν τελειώσαμε ακόμη. Ο Κικέρων είχε πληροφορήσει τη Γερμανία ότι οι Σύμμαχοι θα έκαναν μεγάλη απόβαση στη Νορμανδία. Αυτό είναι μία ιστορική πληροφορία η οποία αποκαλύφθηκε αργότερα. Ωστόσο, επειδή ο Χίτλερ δεν του έδειξε εμπιστοσύνη, άλλαξε η έκβαση του πολέμου. Μ ε άλλα λόγια, εάν ο Χίτλερ είχε πιστέψει τον Κικέρωνα, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Ευτυχώς που δεν τον πίστεψε και έτσι νικήθηκε η Γερμανία». «Σαν ταινία είναι…» «Σωστά. Γι’ αυτό το Χόλιγουντ έκανε ταινία αυτή την υπόθεση. Η ταινία λεγόταν Five Fingers· πρωταγωνιστής ήταν ο Τζέιμς Μ έισον». Από τη μία άκουγα και από την άλλη σκεφτόμουν γιατί ένας καθηγητής της Νομικής έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για ιστορίες κατασκοπείας. Έφυγε από τη Γερμανία χωρίς να είναι Εβραίος, αλλά Άριος. Μ ήπως ήταν κι αυτός κατάσκοπος; Γνώριζε προσωπικά τον Κικέρωνα; Πώς γνώριζε ιστορίες κατασκοπείας με τόσες λεπτομέρειες; Άραγε το άσπρο Ρενό είχε σχέση μ’ όλα αυτά; Αλλά κι αν

ακόμη ήταν κατάσκοπος του Χίτλερ, είχε περάσει από τότε μισός αιώνας. Σε τι θα ωφελούσε να τον παρακολουθεί κάποιος τώρα; «Τι έγινε στο τέλος με τον Κικέρωνα;» «Ο Κικέρων, για κάθε πληροφορία που έδινε, έπαιρνε είκοσι χιλιάδες στερλίνες απ’ τους Γερμανούς». «Θα έγινε πολύ πλούσιος…» Ο καθηγητής γέλασε. «Όχι, οι Γερμανοί τού έδωσαν κάλπικες στερλίνες που είχαν τυπώσει οι ίδιοι για να προκαλέσουν κατάρρευση της οικονομίας της Βρετανίας. Έτσι, μετά τον πόλεμο είχε στα χέρια του μονάχα κουρελόχαρτα. Για ένα διάστημα δοκίμασε να κερδίσει τη ζωή του ως καλλιτέχνης όπερας, αλλά, καθώς ήταν ατάλαντος, απέτυχε. Πέθανε μέσα στη φτώχεια». «Φοβερή ιστορία». «Πράγματι έτσι είναι». Επικράτησε σιωπή. Τον κοίταξα κατάματα. «Κύριε καθηγητά, αυτές είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, αλλά εγώ περισσότερο ενδιαφέρομαι για σας. Γιατί ήρθατε στην Τουρκία και γιατί φύγατε; Γιατί δεν ξαναήρθατε τόσα χρόνια; Πενήντα εννέα χρόνια είναι αυτά, δεν είναι λίγα. Σε τι οφείλουμε την επίσκεψή σας μετά από τόσα χρόνια;» Ήταν φανερό ότι δεν περίμενε τόσο καθαρές και ευθέως διατυπωμένες ερωτήσεις. Τον είδα να κλονίζεται, στη ματιά του διέκρινα μια ανησυχία. Άραγε υπήρχαν κάποια πράγματα που έκρυβε σχετικά με την κατασκοπεία; Αλλά, τότε, πώς μιλούσε τόσο άνετα γι’ αυτά τα θέματα; Ή μήπως ήταν οι προσωπικές του αναμνήσεις απ’ την Ιστανμπούλ που τον κλόνιζαν έτσι; Έστρεψε το βλέμμα του τριγύρω για αρκετές στιγμές. Μ ετά ξαφνικά: «Το περιδέραιό σας είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης» είπε.

«Και πολύ παλιό. Ένα αριστούργημα. Κρύβει κάποια ιστορία;» Χαμογέλασα με τον ελιγμό του. Ήταν φανερό πως δεν τον ενδιέφερε η απάντηση, αλλά η αλλαγή του θέματος. Προσπέρασα την ερώτηση και στράφηκα στο φαγητό μου. Ωστόσο επέμεινε: «Τέτοιου είδους πράγματα κρύβουν οπωσδήποτε μια ιστορία». Χαμογέλασα και πάλι για να μη νομίσει ότι θίχτηκα. «Όχι μόνο εσείς, όλοι κρύβουν ένα μυστικό, κύριε καθηγητά». Αυτήν τη φορά το προσπέρασε εκείνος, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Έτσι αισθάνθηκα κι εγώ την ανάγκη να πω μια κουβέντα παραπάνω. «Αν επιτρέπετε, ας αρκεστώ να πω ότι το κληρονόμησα απ’ τη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου». Χαμογελαστός σήκωσε το ποτήρι με το λευκό κρασί. «Τότε στην υγειά των μυστικών μας. Κάνατε πολύ καλή επιλογή κρασιού. Ευχαριστώ» είπε ευγενικά. «Έχετε δύο μέρες ακόμη. Τι θα θέλατε να κάνετε αύριο, κύριε καθηγητά;» ρώτησα. «Έναν γύρο της Ιστανμπούλ; Σουλταναχμέτ, Αγία Σοφία, Βόσπορος… Ή μήπως προτιμάτε να κάνετε ψώνια στο Καπαλίτσαρσι;» «Αν δεν σας πειράζει, αύριο ας μην κάνουμε τίποτα. Θέλω να τριγυρίσω λιγάκι μόνος μου. Αλλά την επομένη, δηλαδή στις 24 Φεβρουαρίου, θα σας παρακαλέσω για κάτι σημαντικό». «Ορίστε». «Αν είναι δυνατόν, θα ήθελα να έρθετε να με πάρετε απ’ το ξενοδοχείο νωρίς το πρωί με το αυτοκίνητο». «Πόσο νωρίς;» «Ας πούμε στις τέσσερις το πρωί». Απόρησα. Πού μπορεί να θέλει να πάει στις τέσσερις η ώρα τα χαράματα αυτός ο άνθρωπος; Συγκρατήθηκα για να μη φανεί στο

πρόσωπό μου έντονη η έκφραση απορίας. «Εντάξει. Πού θα πάμε;» «Αν μου επιτρέπετε, θα σας το πω εκείνη την ώρα». Εκείνην τη στιγμή με κυρίευσε φόβος. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τηλεφωνήσω σπίτι να δω αν ο Κερέμ ήταν καλά. Θα ήθελα πολύ να ’ξερα σε τι μπελάδες είχα βρεθεί. Αυτή πλέον δεν ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη ενός καθηγητή. Αυτήν τη φορά δεν κατάφερα να κρύψω τις ανησυχίες μου. Τον κοίταξα καχύποπτη. Όμως εκείνος, αμέριμνος, συνέχιζε να είναι απασχολημένος με το φαγητό του, ενώ εγώ ένιωθα να παθαίνω κράμπες στο στομάχι. Στο υπόλοιπο του δείπνου κυριάρχησε ένταση και ψυχρότητα στην ατμόσφαιρα. Δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτά τα θέματα – πιο ακριβές θα ήταν να ’λεγα ότι δεν μιλήσαμε πολύ. Σαν να θέλαμε να διαλύσουμε την παρέα μια ώρα αρχύτερα, αρχίσαμε να τρώμε το φαγητό μας πιο γρήγορα. Μ όλις το τελειώσαμε, σηκώθηκα με τη δικαιολογία ότι με περίμενε ο Κερέμ. Πήρα ένα ταξί κι έφτασα γρήγορα σπίτι. Ο Κερέμ ενθουσιασμένος μού είπε ότι είδε στον δρόμο δύο Ρενό, αλλά ότι κανείς δεν χτύπησε την πόρτα. Η ματιά μου έπεσε στην περασμένη στο χέρι του σιδερογροθιά και στο σπρέι που είχε δίπλα του. Δεν είδα κάτι ανησυχητικό στην οθόνη του υπολογιστή. Κοίταξα το χαρούμενο πρόσωπο του γιου μου και χάρηκα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, όταν χάιδεψα το κεφάλι του καθώς του έλεγα καληνύχτα, δεν θύμωσε καθόλου. «Άντε κοιμήσου για να μην αργήσεις το πρωί στο σχολείο». Δεν είπε τίποτα. Ίσως η περιπέτεια που ζούσε σε συνδυασμό με το σπρέι τον ενθάρρυναν να πάει σχολείο. Θυμήθηκα τη ρήση της γιαγιάς μου: “Όλα κρύβουν κάτι καλό”.

Πήγα στην κουζίνα, γέμισα μια κανάτα με νερό και πότισα το φιντανάκι του έλατου στο σαλόνι. Είχα φυτέψει τρία κλαδάκια, αλλά είχε επιζήσει μονάχα το ένα. Ήταν φυσικό για κλαδάκια που τα έκοψαν από ένα έλατο της πεδιάδας Καφκασέρ του Άρτβιν να μην τους αρέσει το σαλόνι μου. Αλλά ήμουν αποφασισμένη να διατηρήσω το κλαδάκι που έπιασε ρίζα. Παρότι η γλάστρα ήταν μεγάλη, το μικρό έλατο έκανε το σαλόνι να δείχνει πιο ευρύχωρο. Έπειτα, άνοιξα τον φορητό μου υπολογιστή –τον οποίο μού είχε παραχωρήσει το πανεπιστήμιο– και συνέχισα τις σημειώσεις που είχα αρχίσει να κρατάω αφότου ήρθε ο καθηγητής. Μ ε έκπληξη διαπίστωσα ότι έγραφα ταχύτατα, παρόλο που δεν είχα σκεφτεί προηγουμένως το τι θα γράψω. Ο κέρσορας προχωρούσε γοργά, τραβώντας τις λέξεις που έρχονταν από πίσω του. Θαρρείς πως δεν ήμουν εγώ αυτή που έγραφε. Εκείνο το βράδυ, όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι, δεν κατάφερα να φανταστώ πως είμαι κάποια άλλη. Ούτε διάβασα το ποίημα “Ένας άλλος ουρανός”. Οφειλόταν άραγε στο ότι ήμουν πολύ κουρασμένη ή στο ότι είχα καταγράψει τα όσα έζησα; Το μόνο που πρόλαβα ήταν να σκεφτώ λιγάκι τον καθηγητή και το μυστικό που έκρυβε. Καθώς και το αθώο ύφος του προσώπου του…

4

ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ

23 ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ η βροχή ήταν πιο δυνατή κι έκανε ένα κρύο απίστευτο. Παρότι φορούσα ένα χοντρό πουλόβερ, από πάνω ένα πανωφόρι και στον λαιμό ένα λιλά μαντίλι, πάγωσα μέχρι να φτάσω στο πανεπιστήμιο. Ας σημειώσω

ότι επιπλέον φορούσα καπέλο και κρατούσα ομπρέλα. Μ όλις μπήκα στο γραφείο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γραμματέας του πρύτανη. Μ ε πληροφόρησε ότι ο πρύτανης ήθελε να πάω στο γραφείο του. Διέσχισα τον μακρύ διάδρομο του ιστορικού κτιρίου και έφτασα στο γραφείο της γραμματέως. Η Γεσίμ χανούμ μιλούσε στο τηλέφωνο· με μια κίνηση του κεφαλιού μού έκανε νόημα να περάσω στο γραφείο του πρύτανη. Τη χαιρέτησα και κινήθηκα προς τη βαριά πόρτα, τη φτιαγμένη από ξύλο καρυδιάς. «Καλημέρα σας, κύριε πρύτανη». Καθώς προχωρούσα προς τον πρύτανη, ξαφνικά πάγωσα στη θέση μου. Οι τρεις άντρες που μας παρακολουθούσαν εδώ και τρεις μέρες κάθονταν στις πολυθρόνες απέναντι απ’ τον πρύτανη. Δεν είχε φύγει ακόμη απ’ το μυαλό μου το ειρωνικό χαμόγελο του

ενός από αυτούς, όταν με κοίταζε με επιδεικτική αναίδεια καπνίζοντας μέσα στο αυτοκίνητο. Ένιωσα τον σφυγμό μου να ηχεί στα αυτιά μου. Τι δουλειά είχαν αυτοί οι άνθρωποι εδώ; Τι σχέση μπορεί να είχαν με τον πρύτανη; Αποδεικνυόταν ότι είχα μαντέψει σωστά, ότι πράγματι μας παρακολουθούσαν. Ίσως να είχε δημιουργηθεί κάποια περίπλοκη ή ακόμη και κάποια επικίνδυνη κατάσταση εξαιτίας του καθηγητή. Η έντονη απορία μου προξένησε αίσθηση στον πρύτανη. «Τι συμβαίνει, Μ άγια χανούμ; Χλωμιάσατε. Ορίστε, καθίστε. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε» είπε και μου έδειξε την πολυθρόνα. Ζαλισμένη, κάθισα φοβισμένα στην πολυθρόνα. Οι άντρες φορούσαν γραβάτες. Ο ένας φορούσε γκρι κοστούμι, οι άλλοι δύο μπλε. Ο άνθρωπος του οποίου τα χαρακτηριστικά είχαν εντυπωθεί στη μνήμη μου είχε ένα λεπτό μουστάκι. Ήταν αδύνατος και καθόταν με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Για κάποιον λόγο αυτός τραβούσε όλη την προσοχή. Στο μελαχρινό του πρόσωπο είχε μια έκφραση θαρρείς και κάθε στιγμή ήταν έτοιμος να θυμώσει. Οι άλλοι δύο έμεναν σε δεύτερο πλάνο. Ο ένας απ’ τους δύο ήταν φαλακρός. Ο μυστακοφόρος κι ο διπλανός του φαίνονταν γύρω στα σαράντα. Ο άλλος ήταν νεότερος. «Οι κύριοι είναι από την Υπηρεσία Πληροφοριών» είπε ο πρύτανης. «Έχουν να σου πουν κάποια πράγματα». Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, μ’ ένα χαμόγελο που περισσότερο από ευχαρίστηση δήλωνε δυσαρέσκεια. Ο πρύτανης σηκώθηκε, σηκώθηκαν και οι άλλοι, οπότε σηκώθηκα κι εγώ αναγκαστικά. «Πρέπει να προεδρεύσω στη συνάντηση της επιτροπής των καθηγητών. Εσείς καθίστε εδώ να τα πείτε με την άνεσή σας» είπε

ο πρύτανης. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Έμεινα μόνη με τους τρεις άντρες. Μ ετά από σύντομη σιωπή, πήρε τον λόγο ο μυστακοφόρος. «Πώς είστε, Μ άγια χανούμ;» ρώτησε. Σε αυτήν τη χωρίς νόημα ερώτηση αρκέστηκα να απαντήσω μ’ ένα ξερό «Καλά είμαι», αλλά η φωνή μου βγήκε τόσο βραχνή που αναγκάστηκα να το επαναλάβω. «Καλά είμαι». «Όπως ανέφερε ο κύριος πρύτανης, είμαστε από την Υπηρεσία Πληροφοριών». «Παρακαλώ, πείτε μου». «Ο λόγος που σας καλέσαμε είναι να ζητήσουμε την υποστήριξή σας σ’ ένα σημαντικό ζήτημα». «Τη δική μου υποστήριξη;» «Μ άλιστα, τη δική σας». «Ορίστε, πείτε μου». Ο μυστακοφόρος άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Η συμπεριφορά του ήταν πολύ άνετη. «Είσαστε πατριώτισσα, έτσι δεν είναι, Μ άγια χανούμ;» «Δεν κατάλαβα;» «Είναι απλό αυτό που ρωτώ. Είσαστε έτοιμη να υπηρετήσετε την πατρίδα σας;» «Τι είδους υπηρεσία;» «Εσείς πρώτα απαντήστε στην ερώτησή μου. Είστε πατριώτισσα ή δεν είστε;» «Γιατί ποιον λόγο η ερώτηση;» Όσο αποκτούσα την ψυχραιμία μου και απαντούσα με περισσότερη άνεση, τόσο έβλεπα τον άντρα να εκνευρίζεται. Μ ε μια σβέλτη κίνηση σηκώθηκε όρθιος. «Εγώ κάνω τις ερωτήσεις, κυρία μου» είπε. «Παρακαλώ,

απαντήστε!» «Δεν καταλαβαίνω γιατί θέλετε να ελέγξετε το αν είμαι ή δεν είμαι πατριώτισσα, κύριε». Σταμάτησε για λίγο, έριξε μια ματιά στους άλλους, μετά ξανακάθισε, πίεσε το τσιγάρο στο τασάκι και το έσβησε. «Γιατί σας ενοχλεί η ερώτηση;» «Διότι τη θεωρώ λανθασμένη» απάντησα. «Ξέρετε κάποια μέθοδο με την οποία μετριέται ποιος είναι περισσότερο πατριώτης; Γιατί μερικοί, με τον ισχυρισμό ότι αγαπούν περισσότερο την πατρίδα, προσπαθούν να αποκτήσουν οφέλη». Στήριξε το πιγούνι στο χέρι του, έσκυψε ελαφρά προς τα μπρος και άρχισε να σκέφτεται για λίγο. Έπειτα, και πάλι με μια σβέλτη κίνηση, σηκώθηκε. «Τότε να σας ρωτήσω κάτι άλλο» είπε. Απ’ τον τόνο της φωνής μάντεψα πως θα εκτόξευε κάποια απειλή. «Είστε ευχαριστημένη απ’ τη δουλειά σας στο πανεπιστήμιο;» Εγώ δεν άλλαξα τον τόνο της φωνής μου. «Μ άλιστα». «Εργάζεστε σ’ ένα ίδρυμα όπως το Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ, σε μια θέση πολύ κοντά στον πρύτανη. Άραγε έχετε κάποιο βιογραφικό που να πληροί τις προϋποθέσεις για μια τέτοια θέση;» «Νομίζω πως έχω, είμαι απόφοιτος αυτού του πανεπιστημίου, η εργασιακή μου εμπειρία…» «Όχι, όχι, δεν εννοώ αυτά. Για μιλήστε μας για το ιστορικό της οικογένειάς σας. Για παράδειγμα, για τη μητέρα του πατέρα σας. Πώς την έλεγαν; Σεμαχάτ μήπως;» Εκείνην τη στιγμή κατάλαβα πού πήγαινε την κουβέντα. «Θέλετε να πείτε πως αυτό το γεγονός σημαίνει πως δεν μπορώ να είμαι πολίτης της Τουρκίας;» Ένα χαμόγελο γεμάτο υπεροψία και αυτοπεποίθηση

εμφανίστηκε στα χείλη του. «Όχι, δεν λέω κάτι τέτοιο, απλά ρωτάω. Οι αρμόδιοι του πανεπιστημίου γνωρίζουν την αλήθεια;» Δεν απάντησα. Αφού περίμενε λίγο, μετά επέμεινε. «Την ξέρουν;» «Όχι, δεν την ξέρουν» είπα κομπιάζοντας. «Μ ήπως σκέφτεστε να τους αποκαλύψετε το μυστικό σας;» «Όχι». «Πώς είπατε; Δεν άκουσα. Μ ιλάτε στον εαυτό σας;» «Όχι». «Γι’ αυτό ρωτάω κι εγώ. Είστε έτοιμη να υπηρετήσετε την πατρίδα σας;» «Εγώ δεν μπορώ να σας φανώ χρήσιμη». «Εμείς θα το αποφασίσουμε αυτό». Ήταν οφθαλμοφανές πως θεωρούσε τον εαυτό του σαν αφέντη της χώρας και των κατοίκων της. «Και τι θέλετε να κάνω;» Τότε πήρε τον λόγο ο νεαρότερος, αυτός με το γκρίζο κοστούμι. «Πριν από δυο μέρες υποδεχθήκατε έναν Γερμανό καθηγητή». «Αμερικανό με γερμανική καταγωγή». «Το ξέρουμε. Μ ην ανησυχείτε, τα ξέρουμε όλα. Ο καθηγητής Βάγκνερ θα μείνει στην πόλη για τέσσερις μέρες και σ’ αυτό το διάστημα θα τον συνοδεύετε εσείς, έτσι δεν είναι;» «Μ άλιστα, το καθήκον αυτό μού το ανέθεσε η πρυτανεία». «Το πατριωτικό καθήκον που σας ζητάμε είναι να μας αναφέρετε κάθε κίνηση και κάθε συνομιλία του Βάγκνερ». Είχα μαντέψει ποιο ήταν το θέμα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την έκπληξή μου. «Τι σχέση μπορεί να έχει ένας ηλικιωμένος καθηγητής με τέτοιες ιστορίες;»

«Επιτρέψτε μας, αυτό να το αποφασίσουμε εμείς» είπε ο μυστακοφόρος. «Πρέπει να μας αναφέρετε τα πάντα, τα τηλεφωνήματα, τους ανθρώπους που συναντά… Ακόμη και την ανάσα του πρέπει να παρακολουθείτε». «Δηλαδή θα γίνω σπιούνος;» «Όχι, καλέ. Μ ην τα μεγαλοποιείτε. Μ ερικές πληροφορίες μονάχα». «Και πώς θα σας δίνω τις πληροφορίες;» «Μ ην ανησυχείτε, θα τις παίρνουμε εμείς. Εσείς να ’χετε ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά σας. Αξιοποιήστε την ευκαιρία που έχετε να αποδείξετε τον πατριωτισμό σας». Μ ετά από αυτή την κουβέντα σηκώθηκαν κι έφυγαν, αφήνοντάς με στο δωμάτιο μόνη και αποσβολωμένη. Αναρωτήθηκα πώς είχαν μάθει το μυστικό σχετικά με τη γιαγιά μου. Μ ετά σκέφτηκα πως, αφού δούλευαν στην Υπηρεσία Πληροφοριών, θα ήταν εύκολο γι’ αυτούς να το μάθουν. Ναι, αλλά από ποια Υπηρεσία Πληροφοριών; Από την κρατική Ασφάλεια; Μ ήπως από τη Χωροφυλακή; Επειδή ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Νετζντέτ, ήταν αξιωματικός στο τμήμα πληροφοριών στον στρατό, κάτι γνώριζα απ’ αυτά τα πράγματα. Επέστρεψα στο γραφείο μου, ακούμπησα το κεφάλι στο τζάμι του παραθύρου κι άρχισα να χαζεύω τα αιωνόβια δέντρα κάτω από τη βροχή, τους τυλιγμένους στα πανωφόρια τους φοιτητές, άλλους με ομπρέλες, άλλους χωρίς, τους ερωτευμένους που σφιχταγκαλιασμένοι αψηφούσαν τη βροχή. Η ώρα ήταν δέκα παρά πέντε. Τώρα έπρεπε να ελέγξω τον ημερήσιο Τύπο, να βάλω στην άκρη τις ειδήσεις που αφορούσαν το πανεπιστήμιο, να ξεχωρίσω τα κείμενα στα οποία έπρεπε να γράψω απάντηση. Αυτήν τη δουλειά που έκανα καθημερινά με ευχαρίστηση, σήμερα δεν είχα καμία όρεξη να την κάνω. Δεν είχα κέφι ούτε το δαχτυλάκι μου να

κουνήσω. Μ ια στενοχώρια έσφιγγε την καρδιά μου. Ήμουν θυμωμένη με τον καθηγητή που σήμερα δεν ήθελε να με δει. Γιατί να ήθελε άραγε να μείνει μόνος; Θα συναντούσε κάποιον; Τηλεφώνησα στο ξενοδοχείο και ρώτησα αν ο καθηγητής Βάγκνερ ήταν στο δωμάτιό του. Η τηλεφωνήτρια είπε «Περιμένετε, σας συνδέω». Αλλά εγώ δεν είχα ζητήσει να με συνδέσει. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή του καθηγητή να λέει «Hello!» και αμέσως έκλεισα το τηλέφωνο. Δεν είχα καμιά όρεξη για δουλειά. Κι αν έφευγα κρυφά, τι θα γινόταν; Τίποτα. Η πρυτανεία μού είχε αναθέσει αυτή την εβδομάδα να συνοδεύω τον καθηγητή. Κανείς δεν ήξερε ότι σήμερα ήθελε να μείνει μόνος. Ο μόνος κίνδυνος ήταν η φλυαρία του Σουλεϊμάν. Αλλά θα έβρισκα κάποια δικαιολογία. Θα έλεγα ότι ο καθηγητής επιθυμούσε να κάνει βόλτα στο Πέραν: σ’ εκείνα τα στενά δρομάκια δεν χρειαζόταν αμάξι. Εξάλλου στη Λεωφόρο Ιστικλάλ κυκλοφορούσε μονάχα τραμ. Χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο, πήρα το πανωφόρι μου κι έφυγα. Ο καιρός ήταν πολύ κρύος. Άρχισε να ρίχνει χιονόνερο. Οι πνεύμονές μου πονούσαν απ’ το υγρό κρύο. Βρήκα ένα ταξί στην πλατεία Μ πέγιαζιτ και κατευθύνθηκα στο σπίτι. «Ο Θεός να λυπηθεί τους άστεγους, τα παιδιά του δρόμου, τα αδέσποτα ζώα» είπε ο ηλικιωμένος οδηγός καθώς οδηγούσε. Αυτή η φράση με άγγιξε. Συγκινήθηκα πάρα πολύ. Μ όλις μπήκα στο διαμέρισμα, η στεγνή ζέστη του καλοριφέρ μ’ έκανε να νιώσω πολύ ευχάριστα. Αμέσως έβγαλα το πανωφόρι, το κασκόλ, το καπέλο και ό,τι άλλο φορούσα κι έτρεξα στο μπάνιο. Βρέθηκα διαμιάς κάτω απ’ το ζεστό νερό. Δεν ξέρω πόση ώρα στάθηκα κάτω απ’ το ζεστό νερό ενώ σκεφτόμουν τα παράξενα γεγονότα των τελευταίων ημερών, αλλά πάντως, όταν βγήκα απ’

την μπανιέρα, ο χώρος ήταν γεμάτος ατμούς και στον καθρέφτη δεν διακρινόταν τίποτα. Τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου, έδεσα στο κεφάλι μια πετσέτα και πήγα στην κουζίνα όπου έφτιαξα ένα τσάι Earl Grey. Η γεύση του τσαγιού μού φάνηκε εξαιρετική. Ήπια κι ένα δεύτερο και μετά πήγα στο κρεβάτι όπου αμέσως κοιμήθηκα. Ήταν ένας βαθύς ύπνος, δίχως διακοπές και όνειρα. Όταν σηκώθηκα, το ρολόι έδειχνε 3 :53 το απόγευμα. Ένιωσα στο στόμα μια μεταλλική γεύση. Θυμήθηκα ότι δεν είχα φάει τίποτα. Ωστόσο δεν υπήρχε κάτι που να τραβά η όρεξή μου. Ντύθηκα και βγήκα έξω. Πήγα τρέμοντας στο σχολείο του Κερέμ. Το κρύο είχε γίνει εντονότερο. Περίμενα στην είσοδο με το μαρμάρινο δάπεδο. Ύστερα από λίγο χτύπησε το κουδούνι. Οι μαθητές τινάχτηκαν έξω απ’ τις τάξεις σαν τους αλυσοδεμένους που ελευθερώνονται απ’ τα δεσμά τους. Μ ετά είδα τον Κερέμ. Δεν έτρεχε όπως τα άλλα παιδιά. Βγήκε μόνος απ’ την τάξη και προχωρούσε σκεπτικός. Όταν με είδε, σάστισε. Κοίταξε ανήσυχος τριγύρω. «Σε κάλεσαν απ’ το σχολείο;» με ρώτησε. «Όχι!» είπα. «Ήρθα να σε πάρω». «Γιατί;» «Γιατί έτσι μου ’ρθε. Σκέφτηκα πως οι δυο μας θα μπορούσαμε να πάμε να κάνουμε κάτι μαζί». «Σαν τι;» «Πάμε τώρα να φάμε ένα ωραίο φαγητό, να μιλήσουμε και μετά να πάμε σινεμά». Ζάρωσε τη μούρη του. «Αμάν, άσ’ τα αυτά» είπε. «Εγώ θέλω να πάω σπίτι». Ήξερα φυσικά ότι με τη λέξη “σπίτι” εννοούσε τον υπολογιστή και ότι λαχταρούσε μια ώρα αρχύτερα να ξαναρχίσει την online ζωή του. Είχαμε αγοράσει τον υπολογιστή πριν από δύο χρόνια. Τους

πρώτους μήνες τον χρησιμοποιούσε μονάχα για να παίξει παιχνίδια. Μ ου ζητούσε διαρκώς καινούρια παιχνίδια. Όμως, όταν πέρασε ο πρώτος καιρός, το αυξανόμενο πάθος του για το διαδίκτυο άρχισε να με ανησυχεί. Ο υπολογιστής θεωρούνταν ένδειξη της σημασίας που έδινε κάποιος στη φιλομάθεια και στην έρευνα. Τα εργαλεία αναζήτησης και οι διάφορες πηγές πληροφοριών θεωρούνταν κάτι θετικό. Ωστόσο πέρυσι στο πανεπιστήμιο, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης, ένας καθηγητής είχε εκφράσει τον προβληματισμό του γύρω από το θέμα. «Θα δείτε» είχε πει «πως, το αργότερο σε δέκα χρόνια, οι νέοι άνθρωποι θα μείνουν πιο πίσω απ’ το σημείο που έχει σήμερα φτάσει η ανθρωπότητα όσον αφορά την έρευνα και το επίπεδο σκέψης. Θα επικρατήσουν και πάλι οι διαδόσεις και τα κουτσομπολιά, χαρακτηριστικά του κόσμου ο οποίος δεν είχε γνωρίσει ακόμη την τυπογραφία και τα βιβλία». Δεν είχαμε συμφωνήσει, απεναντίας δηλώσαμε την αντίρρησή μας. Μ ιλήσαμε για τα οφέλη της άνετης πρόσβασης στην πληροφορία και της εύκολης έρευνας. Ωστόσο ο καθηγητής ισχυρίστηκε ότι όσο το διαδίκτυο διευκολύνει την έρευνα, άλλο τόσο νοθεύει την αντίληψη που έχουμε γι’ αυτήν, ελαττώνει την έγνοια που δείχνουμε για ασφαλείς πηγές και για ψάξιμο τεκμηρίων. Για μένα το πρόβλημα όσον αφορά τον Κερέμ δεν ήταν ότι σπαταλούσε πολύ χρόνο με το διαδίκτυο. Ήξερα ότι κατά βάση το πρόβλημά του αφορούσε την επικοινωνία. Η σχέση του με τον πατέρα του ήταν σε μεγάλο βαθμό προβληματική και ανεπαρκής. Πίστευα, βέβαια, πως ούτε και η σχέση του με μένα είχε υγιείς βάσεις. «Πού είναι η υπόσχεση που μου είχες δώσει πως θα με βοηθήσεις;» τον ρώτησα. «Αυτήν τη φορά έχω μπλέξει για τα

καλά. Ένα σωρό κατάσκοποι είναι μπλεγμένοι στην υπόθεση». «Αλήθεια;» «Φυσικά!» «Πώς μπορώ να βοηθήσω εγώ;» «Στην αρχή μπορείς να ξεκινήσεις ψάχνοντας κάποιες πληροφορίες στο διαδίκτυο». «Τότε ας πάμε αμέσως σπίτι». «Όχι, πρώτα πρέπει να μιλήσουμε». Εν τέλει, νίκησα την αντίστασή του και τον έπεισα να έρθει μαζί μου. Βγήκαμε απ’ το σχολείο και προχωρήσαμε προς το εμπορικό κέντρο που ήταν κοντά στο σχολείο. Το εσωτερικό του εμπορικού κέντρου ήταν κατάφωτο. Τα καταστήματα των πιο γνωστών παγκοσμίως εταιρειών φωταγωγούσαν τον χώρο. Καθίσαμε στο μπιστρό που βρισκόταν ακριβώς στο μέσο του εμπορικού κέντρου. Μ ε τα τροπικά φυτά που είχαν φυτέψει σε μεγάλες ζαρντινιέρες, είχαν δημιουργήσει ατμόσφαιρα τροπικής χώρας. Ακόμη και φοίνικες είχαν φυτέψει. «Εγώ πρώτα θα φάω μια ζεστή σούπα, μετά θα συνεχίσω με αρνίσια παϊδάκια και κόκκινο κρασί» είπα. «Κι εσύ τα ίδια θα θέλεις, έτσι δεν είναι;» Είδα να ζαρώνει τα μούτρα του από δυσαρέσκεια. Συμπλήρωσα αμέσως γελώντας: «Αστειεύομαι, αγόρι μου, δεν το κατάλαβες; Ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά τι τρως». «Και τι είναι αυτά που τρώω;» «Πολύ διαφορετικά πράγματα!» Μ ε κοίταζε επίμονα περιμένοντας απάντηση. «Πράγματα εντελώς διαφορετικά, όπως χάμπουργκερ, τηγανητές πατάτες, αναψυκτικό».

Γέλασε. Το γέλιο του με έκανε να χαρώ πολύ. Σκέφτηκα ότι ήταν σωστή η επιλογή μου να έρθουμε σ’ αυτόν τον χώρο. Πλησίαζε το τέλος του μήνα και ο μηνιαίος προϋπολογισμός έβαινε θετικά. Για ένα διάστημα δεν θα χρειαζόταν να κάνω οικονομίες. Δεν με ενθουσίαζε η ιδέα της διαρκούς αποταμίευσης μικρών ποσών. Ήθελα κάνα δυο μήνες να ξοδεύω δίχως να σκέπτομαι τα οικονομικά. Είχα να δω τον Κερέμ να γελάει πάρα πολύ καιρό. Ένα συναίσθημα στοργής γεννήθηκε μέσα μου. Έσκυψα και χάιδεψα τα μαλλιά του. Τραβήχτηκε αμέσως πίσω κι έσπρωξε το χέρι μου απότομα. Γύρισε και κοίταξε τριγύρω του ανήσυχος. «Εντάξει, εντάξει» είπα. «Παραλίγο να χαλάσω το μισό κιλό ζελέ που έχεις στα μαλλιά. Άλλη φορά δεν το ξανακάνω». Κατά τη διάρκεια του γεύματος, του έδωσα μερικά ονόματα. Του είπα να ψάξει ειδικά για τον Βάγκνερ, για τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, για το Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ. Δεν παρέλειψα να του μιλήσω και για τους ανθρώπους που συνάντησα το πρωί στο πανεπιστήμιο. «Αλήθεια μου λες ή κάνεις πλάκα;» «Σ’ τ’ ορκίζομαι» του είπα με σοβαρό ύφος. «Γίνονται πλάκες με τέτοια πράγματα; Βρίσκομαι στο κέντρο μιας πολύ περίπλοκης υπόθεσης». Παρατήρησα τα μάτια του που έλαμπαν. Τράβηξε ένα τετράδιο απ’ την τσάντα του κι άρχισε να σημειώνει τα ονόματα. «Έχεις τα μάτια της γιαγιάς μου» του είπα. «Δεν με νοιάζει». «Μ ια μέρα θα σου μιλήσω γι’ αυτή την εξαιρετική γυναίκα». Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. Ήταν φανερό ότι δεν τον έκοφτε καθόλου. Μ ετά το φαγητό ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο με τις

κινηματογραφικές αίθουσες. Έπαιζαν επτά διαφορετικές ταινίες. «Διάλεξε!» του είπα. Διάλεξε μία για την οποία γινόταν πολύς λόγος εκείνες τις μέρες. Σκέφτηκα να τηρήσουμε ακριβώς το τελετουργικό, οπότε πήρα ποπκόρν και αναψυκτικό. Μ πήκαμε στην αίθουσα προβολής και απλωθήκαμε αναπαυτικά στις βελούδινες πολυθρόνες. Στο τέλος της ταινίας ενοχλήθηκε επειδή έκλαιγα, αλλά δεν έκλαιγα μόνο εγώ, πάρα πολλές γυναίκες στην αίθουσα έκαναν το ίδιο. Αυτό που μας έκανε να κλαίμε ήταν ότι ο ήρωας της ταινίας επέλεξε τον θάνατο προκειμένου να σώσει τη ζωή της αγαπημένης του. Μ πορώ να πω ότι κλαίγαμε και για το ότι ήρθαμε στον κόσμο σε μια εποχή που τέτοιου είδους έρωτες θεωρούνταν πια ξεπερασμένοι. Μ ετά από τη συνειδητή βουτιά μου στον βάλτο του συναισθηματισμού, βγήκαμε απ’ το σινεμά και πήγαμε σπίτι. Ο Κερέμ δίχως να χάσει λεπτό έτρεξε στον υπολογιστή για να ξεκινήσει την έρευνα. «Αύριο πρέπει να φύγω πολύ νωρίς. Μ πορείς να τα βγάλεις πέρα μόνος σου;» «Βέβαια!» «Αν δεις κάτι περίεργο, ειδοποίησέ με αμέσως». «Θα φύγεις νωρίς εξαιτίας του Γερμανού;» «Ναι». «Πού θα πάτε;» «Το περίεργο είναι ότι απέφυγε να μου πει». «Δεν φοβάσαι;» Η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόμουν, αλλά είπα το αντίθετο. Σώπασε. Τα δάχτυλά του άρχισαν να πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο. «Καληνύχτα» του είπα.

«Καληνύχτα». Η χαρά που ένιωσα με το “Καληνύχτα” ήταν μεγάλη· έκανα να τον αγκαλιάσω, αλλά δεν τόλμησα. Πήγα στο υπνοδωμάτιο, ρύθμισα το ρολόι να χτυπήσει στις τρεις η ώρα το βράδυ και ξάπλωσα.

5

ΣΤΟ

ΟΝΕΙΡΟ Μ ΟΥ ΕΚΛΑΙΓΑ. Όταν ξύπνησα, το βρεγμένο μαξιλάρι αποδείκνυε ότι πράγματι έκλαψα. Αυτό μού δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι το όνειρο δεν είχε τελειώσει ακόμη. Κοίταξα το ηλεκτρονικό ρολόι. Έδειχνε 2 :35 . Δεν ακουγόταν τίποτα στο διαμέρισμα. Ο Κερέμ θα πρέπει να κοιμόταν. Τυλίχτηκα στο πάπλωμα· ήθελα να επιστρέψω και πάλι στο όνειρό μου. Έπρεπε να αφήσω εκεί τα δάκρυά μου και να ξυπνήσω. Εξάλλου δεν ήμουν έτοιμη ακόμη να αφήσω τη ζεστασιά του κρεβατιού μου. Τέτοιες στιγμές, μεταξύ ύπνου και ξυπνήματος, τις ζούσα όταν κοιμόμουν στην αγκαλιά της γιαγιάς μου. Τις θυμάμαι πολύ ευχάριστα εκείνες τις στιγμές. Το γερασμένο χέρι που χάιδευε τα μαλλιά μου, η μυρωδιά σαπουνιού που ερχόταν απ’ το καφέ, στολισμένο με ροζ λουλούδια, φανελένιο φουστάνι της, οι άκρες της μαντίλας της που χάιδευαν το μάγουλό μου, τα όμορφα παραμύθια που μου έλεγε με την απαλή φωνή της. Τι όμορφες στιγμές… Μ ου φαίνονταν σαν παραμύθι όλα αυτά κι όμως ήταν

πραγματικότητα. Στην ουσία κοιμόμουν, αλλά ταυτόχρονα αντιλαμβανόμουν κάθε άγγιγμά της και κάθε λέξη της. Η γιαγιά μου είχε μαύρα, εντυπωσιακά μάτια. Ο άντρας της, που εργαζόταν ως ταχυδρόμος, πέθανε νωρίς και την άφησε με τρία παιδιά. Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν το μικρότερο παιδί, ενώ το μεσαίο ήταν ο πατέρας μου. Τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν με τη μητέρα, τον πατέρα, τον μεγαλύτερο κατά οκτώ χρόνια αδελφό, τον Νετζντέτ, και τη γιαγιά μου. Καθόμασταν σ’ ένα διαμέρισμα στο Ούσκουνταρ7. Επειδή ο πατέρας ήταν υπάλληλος τράπεζας και η μητέρα δασκάλα, έφευγαν το πρωί και γύριζαν το βράδυ. Οπότε, ήταν η γιαγιά που ασχολιόταν μ’ εμάς και με αρκετές δουλειές του σπιτιού. Το απόγευμα, όταν επέστρεφα απ’ το σχολείο, με περίμενε μια φέτα φρατζόλας αλειμμένη με βούτυρο. Παλιά στην Τουρκία το ψωμί το έλεγαν “φρατζόλα”. Τώρα σχεδόν κανείς δεν χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη. Κάθε Κυριακή μαζί με τον αδελφό μου πηγαίναμε ένα ταψί στον φούρνο. Το ταψί είχε μέσα τυρόπιτα, γιουβέτσι ή ζυμάρι8. Την τυρόπιτα και το γιουβέτσι ο φούρναρης τα έβαζε κατευθείαν στον φούρνο. Το ζυμάρι το άπλωνε, το αλεύρωνε, έστρωνε μ’ ένα βουρτσάκι μια λεπτή στρώση αυγό και μόνο τότε το έβαζε στον πυρωμένο φούρνο. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς βρισκόμασταν εκεί κάθε Κυριακή. Εμένα με φώναζαν Μ άγια Μ έλισσα, από τη γνωστή ηρωίδα της σειράς κινουμένων σχεδίων. Εγώ ένιωθα ξεχωριστή, επειδή είχα το όνομα της τόσο συμπαθητικής μέλισσας, και νόμιζα πως η γιαγιά μου, που είχε επιλέξει αυτό το όνομα, το έκανε επειδή ήξερε την τηλεοπτική σειρά. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον τα

μακριά, ξύλινα φτυάρια, το κάτασπρο αλεύρι, οι δε μυρωδιές που ανέδιδε ο φούρνος μού άνοιγαν την όρεξη. Αφού αφήναμε το ταψί στον φούρνο, παίζαμε μέχρι την ώρα που έπρεπε να πάρουμε πίσω το ταψί. Στα χέρια μας κρατούσαμε ένα αριθμημένο χαρτάκι. Ο φούρναρης έκοβε στα δύο το διάτρητο στη μέση χαρτάκι, το μισό το έδινε στο κάθε παιδί και το άλλο μισό το έβαζε στο ταψί. Και κάτω από τα ψωμιά τότε κολλούσαν μικρές ετικέτες. Μ ε τον αδελφό μου κρατούσαμε το ταψί με τα πανιά που μας έδινε η μητέρα και τρέχαμε στο σπίτι, γιατί με πολύ μεγάλη δυσκολία αντιστεκόμασταν στις γαργαλιστικές μυρωδιές του φαγητού. Κοίταξα ξανά το ρολόι. Κόντευε τρεις. Έπρεπε να σηκωθώ και να ετοιμαστώ, αλλά ακόμη ήμουν υπό την επήρεια του ονείρου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα να αφήσω το όνειρο και να γυρίσω στην κρύα νύχτα της Ιστανμπούλ. Πού θα με πήγαινε αυτός ο παράξενος άνθρωπος στις τέσσερις η ώρα τα χαράματα; Και σε μια τόσο κρύα νύχτα; Σύμφωνα με τη γιαγιά μου που είδα στο όνειρο, θα πηγαίναμε στις κατακόμβες της Αγίας Σοφίας, όπου κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια. Ποιος ξέρει τι θα έψαχνε εκεί. “Μ η λες ανοησίες” είπα στον εαυτό μου, “δεν το είπε η γιαγιά σου, εσύ την έβαλες το πει”. Ποιος ξέρει πώς ήρθαν στο μυαλό μου οι κατακόμβες της Αγίας Σοφίας. Από κάποιο ντοκιμαντέρ; Από κάποιο διάβασμα ή άκουσμα; Πάντως οι τελευταίες λέξεις που είπε ήταν δικές της, διότι τις έλεγε κι όταν ζούσε: «Στον κόσμο αυτόν θα συναντήσεις ανθρώπους που θα θελήσουν να σου κάνουν κακό. Ωστόσο, μην ξεχνάς ότι θα συναντήσεις και ανθρώπους που θα θέλουν το καλό σου. Μ ερικοί έχουν σκοτεινή ψυχή, μερικοί φωτεινή. Σαν τη νύχτα με τη μέρα!

Μ η στενοχωριέσαι θεωρώντας πως ο κόσμος είναι γεμάτος κακούς, ούτε να θεωρείς ότι είναι γεμάτος καλούς και μετά ν’ απογοητεύεσαι. Φυλάξου, κόρη μου! Φύλαξε τον εαυτό σου απ’ τους ανθρώπους!». Μ ου τα είχε ξαναπεί λίγο προτού φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο. Μ ια νύχτα την άκουσα να βγάζει περίεργους ήχους. Σηκώθηκα και πήγα κοντά της τρομαγμένη. Τότε ήμουν φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο. Ο αδελφός μου είχε τελειώσει τη Στρατιωτική Σχολή και είχε γίνει αξιωματικός. Η γιαγιά δεν μπορούσε να αναπνεύσει, σφάδαζε, βογκούσε κι έσφιγγε το χέρι μου τόσο που με πονούσε. Ειδοποιήσαμε τον γιατρό που έμενε στον κάτω όροφο. Της έδωσε καταπραϋντικό και την ανακούφισε, μας συμβούλευσε όμως το πρωί να την πάμε οπωσδήποτε στο νοσοκομείο. Η γιαγιά την επομένη αισθανόταν πολύ κουρασμένη· ήταν χλωμή αλλά ανέπνεε κανονικά. Κρατώντας την απ’ τις μασχάλες, την κατεβάσαμε σιγά σιγά από τις σκάλες. Προτού φύγει, γύρισε και κοίταξε μελαγχολικά το σπίτι· σαν να σκεφτόταν πως ποτέ δεν θα το ξανάβλεπε. Και πράγματι έτσι έγινε, δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο σπίτι. Επειδή ο αδελφός μου ήταν αξιωματικός, την πήγαμε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί τη μετέφεραν σ’ έναν μικρό θάλαμο μ’ ένα κρεβάτι. Της έκαναν ηλεκτροκαρδιογράφημα, αναλύσεις αίματος και της έβαλαν ορό. Εκείνην τη νύχτα θα τη φρόντιζα εγώ. Κατά το βράδυ ήρθε ένας γιατρός που ήταν καθηγητής και στρατηγός. Δίπλα του είχε βοηθούς. Ήταν σοβαρός, επιβλητικός και είχε πυκνά φρύδια. Οι βοηθοί έδειχναν να τον σέβονται απεριόριστα. Φέρθηκε ευγενικά στη γιαγιά μου. Μ ου εξήγησε ότι είχε κάποιο πρόβλημα στο κυκλοφορικό και ότι θα προσπαθούσαν να τη θεραπεύσουν.

Μ ετά ξετυλίχτηκε η εξής σκηνή, την οποία δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο γιατρός, για να καταλάβει αν η γιαγιά είχε κληρονομήσει καρδιαγγειακό πρόβλημα από κάποιον συγγενή της, της έκανε την εξής απλή ερώτηση: «Από ποιες ασθένειες πέθαναν οι γονείς σας;». Η γιαγιά δεν απάντησε. Ο γιατρός, θεωρώντας ότι δεν άκουσε, επανέλαβε την ερώτηση πιο δυνατά. «Η μητέρα κι ο πατέρας σας, λέω, από τι πέθαναν;» Η γιαγιά συνέχισε να σιωπά. Είχε δημιουργηθεί μια περίεργη κατάσταση στον θάλαμο. Αυτήν τη φορά πήρα τον λόγο εγώ. «Γιαγιά, γιατί δεν απαντάς στον κύριο;» Μ ε κοίταξε στο πρόσωπο με πλήρη απελπισία. Άρχισε να κλαίει. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του σαν να έλεγε “Δώσε μου υπομονή, Θεέ μου”. Μ ετά στράφηκε στη γιαγιά και τη ρώτησε λίγο απότομα: «Γιατί κλαις, κυρά μου, τους έχασες πρόσφατα;». Κι αυτή η πρόταση χαράχτηκε για πάντα στο μυαλό μου, διότι ο γιατρός δίχως να το συνειδητοποιεί είχε εκφράσει μια μεγάλη αλήθεια: Ο θάνατος μερικών ανθρώπων παρέμενε για πάντα πρόσφατος. Σωπάσαμε όλοι για κάποιες στιγμές. Στον θάλαμο ακούγονταν μονάχα τα αναφιλητά της γιαγιάς. Ο γιατρός προσπάθησε να ελέγξει τη φωνή του και επανέλαβε την ερώτηση, έχοντας έναν τόνο κατανόησης, ταυτόχρονης με επίπληξη: «Λοιπόν… Για να δούμε… Από τι πέθαναν οι γονείς σου;». Μ ετά από μια σύντομη σιωπή, ακολούθησε η απάντηση της γιαγιάς:

«Δεν πέθαναν από κάποια ασθένεια». Η φωνή της έκρυβε παράπονο. Καθώς την κοιτάζαμε όλοι, σκεφτόμασταν πάνω κάτω το ίδιο: “Μ ήπως τρελάθηκε;”. Αλλά, παρότι έδειχνε πονεμένη και κλονισμένη, δεν είχε τρελαθεί. «Τι εννοείς, κυρά μου;» ξαναρώτησε ο γιατρός. Έξαφνα τα μάτια της γιαγιάς πήραν φωτιά. Στο χλωμό της πρόσωπο αυτά τα δυο μάτια φανέρωσαν τον έντονο πόνο που ένιωθε. «Η μητέρα και ο πατέρας μου δολοφονήθηκαν, γιατρέ. Δεν έζησαν αρκετά για να πεθάνουν από ασθένειες». Και πάλι επικράτησε σιωπή στον θάλαμο. Ο γιατρός αυτήν τη φορά μίλησε σε πιο ήπιο τόνο: «Αυτό δεν έχει να κάνει με το θέμα μας. Εγώ απλώς ήθελα να δω αν υπάρχει κληρονομικότητα σε καρδιαγγειακά θέματα». Η απάντηση της γιαγιάς θα ηχούσε στα αυτιά μου για πολλά χρόνια. Δεν μίλησε απευθυνόμενη στον γιατρό, περισσότερο το είπε στον εαυτό της κοιτάζοντας το ταβάνι. «Αν οπωσδήποτε ψάχνετε ασθένεια» είπε, «εκείνο που τους σκότωσε είναι η απανθρωπιά των ανθρώπων». Όλοι την κοιτάζαμε αποσβολωμένοι. Ο γιατρός-στρατηγός πήγε να πει κάτι, μετάνιωσε και βγήκε απ’ τον θάλαμο. Οι βοηθοί τον ακολούθησαν σιωπηλοί, κλείνοντας μαλακά την πόρτα. Μ είναμε μόνες η γιαγιά κι εγώ. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, έσκυψα προς το μέρος της και την αγκάλιασα. Έκλαψε για μεγάλο διάστημα με αναφιλητά. Δεν μιλούσα. Απλώς ακουμπούσα το μάγουλό μου στο δικό της. Το μάγουλό μου ήταν γεμάτο δάκρυα, αλλά δεν γνώριζα αν ήταν δικά μου ή της γιαγιάς. Είχε πέσει σκοτάδι στον θάλαμο. Τη νοσοκόμα, που πήγε να μπει μέσα, την παρακάλεσα να μας αφήσει λίγο μόνες.

Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Αλλά δεν σκόπευα να ρωτήσω. Αυτό που είχε σημασία εκείνην τη στιγμή ήταν να βρίσκομαι δίπλα της – και όχι να ικανοποιώ την περιέργειά μου. Ύστερα από λίγο άκουσα τη γιαγιά να λέει: «Θα σου τα εξηγήσω». Μ ιλούσε ψιθυριστά στο αυτί μου. «Θα σου αφηγηθώ κάτι το οποίο σε κανέναν δεν έχω πει μέχρι σήμερα». Της κράτησα το χέρι παραμένοντας σιωπηλή. Μ ετά από μια σύντομη σιωπή, άρχισε την αφήγηση με βραχνή φωνή. Μ ου προκάλεσαν μεγάλη κατάπληξη και τα όσα διηγήθηκε και το ότι η τόσο γνωστή φωνή της ακουγόταν σαν να ήταν κάποιας ξένης. Τα όσα άκουσα με συγκλόνισαν. Ήταν απίστευτο το πόσο είχε υποφέρει αυτή η γυναίκα. Ζούσα ένα σοκ όσο μάθαινα πως η γυναίκα που γνώριζα τόσο καλά ήταν μια εντελώς διαφορετική ύπαρξη. Η γιαγιά ξεκίνησε λέγοντας πως η καταγωγή της ήταν απ’ την πόλη Εγίν 9. Ήταν κόρη μιας πλούσιας οικογένειας, είχε αδέλφια, έμεναν σ’ ένα μεγάλο σπίτι, ο παππούς της έπαιζε βιολί. Όταν η γιαγιά ήταν έξι ετών, ήρθαν οι στρατιώτες και πήραν τη μητέρα, τον πατέρα, τον παππού, τους θείους και τις θείες της. Διότι ήταν Αρμένιοι και οι Αρμένιοι στέλνονταν εξορία. Όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι σύντομα θα τους εξορίσουν, οι γονείς της παρέδωσαν εκείνην και τα αδέλφια της στους μουσουλμάνους γείτονές τους. Δεν ήταν σίγουρο τι τους περίμενε στον δρόμο προς την εξορία. Οι φήμες έλεγαν πως τους λήστευαν, τους σκότωναν οι ληστές, ότι έκοβαν τα στήθη των γυναικών, ότι βίαζαν τα κορίτσια, ότι έκοβαν τα χέρια για να πάρουν τα χρυσά βραχιόλια. Γι’ αυτό θέλησαν να κρύψουν τα παιδιά τους. Είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους γείτονες, αμοιβαία αγάπη. Παρότι ήταν φτωχοί και πεινασμένοι, οι γείτονες

ούτε στιγμή δεν δίστασαν να πάρουν τα παιδιά. Τα μικρά παιδιά παρακολουθούσαν τους γονείς τους να μεταφέρονται απ’ τους στρατιώτες. Έκλαιγαν μαζί με την καινούρια τους οικογένεια. Ωστόσο ύστερα από κάποιο διάστημα κατέληξε να είναι επικίνδυνο να κρύβει κάποιος τα παιδιά των εκτοπισμένων Αρμενίων. Έτσι, οι οικογένειες που τα έκρυβαν αναγκάστηκαν να τα παραδώσουν στο κράτος, το οποίο εγκατέστησε τα παιδιά αυτά σε διάφορα ορφανοτροφεία. Η εξάχρονη Μ αρί παραδόθηκε σ’ ένα ορφανοτροφείο της Ιστανμπούλ με το όνομα “Σεμαχάτ”. Η γιαγιά είχε κουραστεί από την αφήγηση. Πήρε βαθιές ανάσες και σταμάτησε για λίγο. Η διακοπή με βοήθησε να ξεπεράσω λιγάκι το σοκ. «Τι έγιναν τα αδέλφια σου, γιαγιά;» «Ποτέ δεν έμαθα. Δεν ξέρω τι απέγιναν». «Πώς ξέρεις ότι σκότωσαν τους γονείς σου;» «Ύστερα από πολλά χρόνια πήγα στο Έγιν. Βρήκα την οικογένεια που μας προστάτεψε. Όταν συναντηθήκαμε, κλαίγαμε όλοι μαζί απ’ τη συγκίνηση. Μ ου είπαν ότι το καραβάνι στο οποίο βρίσκονταν οι γονείς μου το σταμάτησαν σε μια γέφυρα στα όρια της πόλης. Τους έσφαξαν όλους και έριξαν τα σώματά τους στο ποτάμι. Δεν σώθηκε κανείς. Χρόνια πολέμου βλέπεις... Ήταν χειμώνας, οι ληστές παραμόνευαν στους δρόμους. Μ ονάχα μερικοί φρουροί φύλαγαν καραβάνια με εκατοντάδες ανθρώπους. Τι μπορούσαν να κάνουν απέναντι στις συμμορίες των ληστών; Οι γονείς μου υπήρξαν θύματα αυτής της άγριας βαρβαρότητας». Της κράτησα ξανά το χέρι. Τα λόγια ήταν περιττά. Μ οιραζόμουν τον πόνο της με όλη μου την καρδιά. Η γιαγιά μάζεψε όλες τις δυνάμεις της και συνέχισε. Η φωνή της τώρα έβγαινε πιο ζωηρή:

«Εκείνους τους βάρβαρους, δηλαδή τους ληστές, για κάποιον λόγο δεν τους είδα σαν τους κύριους υπεύθυνους. Ίσως επειδή δεν τους γνώρισα ποτέ, αφού μόνο αργότερα τα έμαθα όλα αυτά. Οι κύριοι φταίχτες για μένα ήταν αυτοί που αποφάσισαν τον εκτοπισμό. Ο Ενβέρ πασάς και οι φίλοι του. Ποτέ δεν τους συγχώρεσα. Ποτέ δεν έπαψα να τους μισώ. Ήταν δήθεν μουσουλμάνοι! Το καθήκον προς τον συνάνθρωπο έρχεται πριν απ’ όλα, έλεγαν. Μ ακάρι να ήταν έτσι. Τώρα πεθαίνω. Εύχομαι στον Άλλο Κόσμο να με συναντήσουν και να ζητήσουν συγχώρεση. Τότε θα ουρλιάξω: “Δεν θα σας συγχωρήσω ποτέ!”». Ένιωθα τα δάκρυά μου να κυλούν στα μάγουλα σαν ρυάκι. Έσφιγγα ολοένα περισσότερο το χέρι της γιαγιάς. Μ ου ’ρχόταν να της πω “Γιαγιά, φτάνει, όχι άλλο”. Δεν ήθελα να ξανανιώσει τον πόνο τόσο βαθιά. Εκείνη όμως ήθελε να συνεχίσει. Ίσως να σκεφτόμουν έτσι επειδή μεγάλωσα σε μια χώρα που είχε την παράδοση να σκεπάζει τα προβλήματα. Πάντως, το να μου τα αφηγηθεί όλα λεπτομερώς ήταν το πιο σωστό. «Γιαγιά, θυμάσαι τη μητέρα και τον πατέρα σου;» «Μ α πώς δεν τους θυμάμαι. Βέβαια, δεν έχω ούτε μία φωτογραφία, γι’ αυτό δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Ωστόσο, κατά τα άλλα, τους θυμάμαι πολύ καλά, πολύ ζωντανά». Απ’ την αφήγηση της γιαγιάς έμαθα ότι, ενόσω έμενε στο ορφανοτροφείο, μια οικογένεια που ήρθε για υιοθεσία επέλεξε εκείνην. Η οικογένεια ζούσε στην Ιστανμπούλ. Η γιαγιά μεγάλωσε ως κόρη τους και όταν έγινε κοπέλα παντρεύτηκε τον παππού μου. «Γιαγιά, ο παππούς ήξερε ότι ήσουν Αρμένισσα;» Για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή του ένα μικρό χαμόγελο. «Το ήξερε. Εξάλλου δεν ήταν δυνατό να μην το ξέρει αφού στην ταυτότητά μου έγραφε “μουχτεντί10”».

«Τι σημαίνει “μουχτεντί”, γιαγιά;» «Αυτός που έχει αλλάξει θρησκεία». «Άλλαξες πράγματι τη θρησκεία σου;» «Κανείς δεν μου ζήτησε κάτι τέτοιο. Γεννήθηκα χριστιανή, αλλά έζησα σαν μουσουλμάνα». «Και όμως κάνεις ναμάζι, νηστεύεις στη γιορτή του Ραμαζανιού;» «Όλοι στον ίδιο Θεό δεν προσεύχονται, κόρη μου; Τι εκκλησία, τι τζαμί; Το ίδιο πράγμα είναι». Δεν ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα περαιτέρω. Μ ονάχα την επομένη, όταν ήμασταν οι δυο μας, με κάλεσε κοντά της και μου έδωσε ένα κλειδί κρυφά, λες και υπήρχε κάποιος που μας παρακολουθούσε. «Είναι το κλειδί του κομοδίνου μου. Πήγαινε και άνοιξέ το. Σου έχω ένα δώρο. Κάτι που έβαλε στον λαιμό μου η μητέρα προτού την πάρουν. Κάτι που έκρυβα απ’ όλους σε όλη μου τη ζωή. Ας είναι ένα ενθύμιο για σένα απ’ τους προγόνους μας». Η γιαγιά πέθανε στο νοσοκομείο ύστερα από μια βδομάδα από καρδιακή ανεπάρκεια. Η κηδεία της έγινε στο τζαμί. Ο ιμάμης διάβασε προσευχές για την ανάπαυση της ψυχής της. Στο τέλος ρώτησε το ποίμνιο: «Τι γνώμη είχατε για την αναπαυόμενη;». «Πολύ καλή!» απάντησαν όλοι μ’ ένα στόμα. Όταν στο σπίτι άνοιξα το κομοδίνο, βρήκα το περιδέραιο. Ήταν ολοφάνερο ότι είχε μεγάλη αξία και ήταν πολύ παλιό. Μ ου ’κανε μεγάλη εντύπωση το πώς κατάφερε η γιαγιά από τα παιδικά της χρόνια να κρύψει κάτι τέτοιο από τα μάτια τρίτων. Στο κουτί που βρήκα το περιδέραιο είχε ακόμη μία ταυτότητα κι έναν σταυρό. Κι αυτός ήταν πολύ παλιός. Η πέτρα από την οποία είχε κατασκευαστεί δεν φαινόταν πολύτιμη. Μ ου φάνηκε λίγο

λερωμένος. Πήγα και τον καθάρισα. Ήταν κι αυτός ένα πατρογονικό ενθύμιο. Το έκρυψα και πάλι. Το κολιέ αποφάσισα να το φορώ μονάχα στις πολύ σημαντικές ημέρες. Η γιαγιά μου μου είχε ζητήσει να μην αποκαλύψω το μυστικό της. Δεν το αποκάλυψα παρά μονάχα σε έναν: Το είπα στον αδελφό μου· δεν με πίστεψε. Τότε του έδειξα τη λέξη “μουχτεντί” στην παλιά ταυτότητα. Δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη και την οργή του. Είπε κάτι που με στενοχώρησε πολύ και προκάλεσε ψυχρότητα στις σχέσεις μας: «Ώστε και το δικό μας αίμα είναι βρόμικο». «Μ α τι ’ναι αυτά που λες;» είπα. «Αυτοί είμαστε εμείς. Τι θα πει βρόμικο αίμα; Υπάρχει βρόμικο αίμα;» «Ο Ασάλα11 έχει σκοτώσει τόσους διπλωμάτες μας. Εφημερίδες δεν διαβάζεις; Όλοι οι Αρμένιοι του κόσμου πολεμούν εναντίον μας». «Τι σχέση έχει η γιαγιά με την τρομοκρατική οργάνωση;» «Δεν εννοούσα ότι η γιαγιά έχει κάποια σχέση». «Η μητέρα του πατέρα ήταν Αρμένισσα, άρα είμαστε κατά το ένα τέταρτο Αρμένιοι, αυτό να το βάλεις καλά στο μυαλό σου». Είχα θυμώσει πολύ, γι’ αυτό τον πατούσα εκεί που πονούσε. «Τέλος πάντων» είπε. «Θα σε παρακαλέσω να μην το πεις σε κανέναν. Μ ην ανοίξεις το στόμα σου, σε παρακαλώ. Διότι αν αποκαλυφθεί ότι έχω αρμένικο αίμα, δεν θα πάρω προαγωγή, δεν θα μπορέσω να γίνω ανώτατος αξιωματικός. Πιθανώς να με αποστρατεύσουν ακόμα και με τον βαθμό του ταγματάρχη. Μ ε δυο λόγια, θα καταστραφεί η καριέρα μου. Είδες πουθενά Αρμένιο στρατηγό;» «Αν πάρεις πίσω τα όσα είπες για βρόμικο αίμα, θα σωπάσω» είπα.

Δέχθηκε να πάρει πίσω τα όσα είπε, με την προϋπόθεση ότι δεν θα άνοιγα ποτέ ξανά αυτό το θέμα. Και από εκείνη την ημέρα δεν συναντηθήκαμε ξανά παρά σε υποχρεωτικές οικογενειακές συναθροίσεις, όπως ο γάμος του και η γιορτή της περιτομής του γιου του. Όταν προάχθηκε σε συνταγματάρχη, τον επισκέφτηκα στο σπίτι του για να τον συγχαρώ. Είχε μετακομίσει στην περιοχή Ουτσακσαβάρ που ήταν κοντά στο σπίτι μου. Ο πατέρας και η μητέρα είχαν επωφεληθεί απ’ τις ευνοϊκές ρυθμίσεις που για ψηφοθηρικούς λόγους έκανε η εκάστοτε κυβέρνηση και συνταξιοδοτήθηκαν ο πατέρας στα σαράντα οκτώ και η μητέρα στα σαράντα έξι. Είχαν πουλήσει το διαμέρισμα στο Ούσκιουνταρ και είχαν αγοράσει στο Μ πόντρουμ, σ’ ένα συνεταιριστικό συγκρότημα κατοικιών, ένα παραλιακό σπίτι στην περιοχή Γκιουμπέτ. Έμεναν εκεί χειμώνα καλοκαίρι. Μ ε τους γονείς μου δεν είχαμε ποτέ κουβεντιάσει το θέμα της γιαγιάς. Την ημέρα που πήγα στον αδελφό μου, συμπεριφερθήκαμε και οι δύο σαν να είχαμε ξεχάσει τη συζήτηση που αφορούσε τη γιαγιά. Πιθανώς εκείνος να την είχε πραγματικά ξεχάσει. Ωστόσο οι αστυνομικοί στο δωμάτιο του πρύτανη… Ήταν φανερό ότι υπήρχαν κι άλλοι που γνώριζαν. Έξαφνα με κυρίευσε μεγάλη ανησυχία. Ή, πιο σωστά, ανακάλυψα την αιτία της λανθάνουσας ανησυχίας μου. Η αιτία δεν ήταν ο καθηγητής, αλλά οι τρεις άντρες που με παρακολουθούσαν και δεν δίστασαν να με απειλήσουν κιόλας. Δεν μπορούσα να ξεχάσω το ύπουλο χαμόγελο του αδύνατου τύπου με το γκρι κοστούμι. Εφόσον γνώριζαν το παρελθόν μου, θα γνώριζαν και αυτό του Νετζντέτ. Παρ’ όλα αυτά, εκείνον δεν τον είχαν ενοχλήσει. Είχε προαχθεί, είχε γίνει συνταγματάρχης, όδευε προς το αξίωμα του στρατηγού. Και, απ’

ό,τι άκουσα, η καριέρα του πήγαινε πολύ καλά στο τμήμα πληροφοριών. Αυτές οι πληροφορίες έρχονταν στα αυτιά μας απ’ τις διάφορες φήμες. Κανείς δεν έλεγε κάτι ξεκάθαρα. Χαμήλωναν τον τόνο της φωνής, μισόκλειναν τα μάτια κι έλεγαν “Σύμφωνα με πληροφορίες…”. Ο ήχος του κουδουνιού μ’ έκανε να τιναχτώ στη θέση μου. Ήταν τρεις η ώρα. Σταμάτησα το κουδούνι του ξυπνητηριού. Ντύθηκα γρήγορα και αθόρυβα. Ο Κερέμ κοιμόταν πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Τον ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ούτε που πήρε είδηση. Επωφελούμενη της κατάστασης, τον φίλησα στο μέτωπο. Τα παιδιά όταν κοιμούνται είναι υπέροχα. Μ ακάρι όλο να κοιμόντουσαν κι οι μητέρες να τα φιλούσαν και να τα χάιδευαν… Στην οθόνη του υπολογιστή πρόσεξα πληροφορίες σχετικά με τον Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ. Ώστε δούλευε σκληρά ο μικρός μου. Ένιωθα μεγάλη περιέργεια να διαβάσω τις πληροφορίες, αλλά δυστυχώς δεν είχα χρόνο. Και πάλι δεν άντεξα στον πειρασμό να διαβάσω μερικές αράδες. Μ ε δυσκολία σηκώθηκα και προχώρησα στον διάδρομο. Φόρεσα το πιο χοντρό παλτό που είχα, τύλιξα τον λαιμό μου με μια πράσινη εσάρπα κι έκλεισα την πόρτα αθόρυβα πίσω μου. Η άκρα ησυχία που επικρατούσε στους άδειους διαδρόμους και την είσοδο της πολυκατοικίας με φόβισε. Κι αν ακόμη δεν κάναμε κάτι κακό, η είσοδος και έξοδος από τα σπίτια σε ασυνήθιστες ώρες μάς δημιουργούσε αισθήματα ενοχής. «Όταν επιστρέφω αργά, ακόμη κι όταν λείπεις απ’ το σπίτι, αισθάνομαι ένοχος» είχε πει ο πρώην άντρας μου, ο Αχμέτ. Δεν είχα δώσει σημασία στα λόγια του επειδή σκέφτηκα πως τα λέει επειδή μ’ αγαπάει. Έπειτα όμως από ένα χρονικό διάστημα θα μάθαινα ότι τον γάμο τον αντιλαμβανόταν ως μια κατάσταση

συνεχούς ευθύνης και ενοχής. Εκείνος μόνος του μου τα είχε εξηγήσει. Θυμάμαι στο τέλος να μου λέει: «Δεν αντέχω άλλο, σε παρακαλώ, δείξε κατανόηση». Και είχε συνεχίσει: «Η κατάσταση δεν έχει να κάνει με σένα. Εγώ είμαι ακατάλληλος για γάμο. Έκανα λάθος. Ο γάμος με πνίγει, νιώθω σαν τον καταδικασμένο σε ισόβια». Θυμάμαι πως τον είχα ρωτήσει: «Δεν ήξερες ότι γάμος σημαίνει να παραχωρείς την ελευθερία σου για να κτίσεις μια κοινή στέγη και να μοιραστείς μια ζωή;» «Ναι, το ήξερα» είχε απαντήσει. «Το ήξερα, αλλά μόνο θεωρητικά. Νόμιζα ότι ήμουν έτοιμος γι’ αυτό, αλλά τελικά άλλο είναι να ξέρεις κάτι κι άλλο να το ζεις. Συγχώρεσέ με!». Όταν βγήκα έξω, κλονίστηκα απ’ την ένταση του κρύου. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά είχε πάρα πολλή υγρασία. Δεν θυμόμουν να είχα ξαναζήσει τέτοιο κρύο. Αν ζούσε η γιαγιά μου, θα ’λεγε «Ο καιρός μαζεύει χιόνι». Πιθανώς λίγο αργότερα να είχαμε χιονόπτωση. Η γιαγιά έλεγε πως, όταν χιόνιζε, η υγρασία ελαττωνόταν και το κρύο μαλάκωνε λιγάκι. Κι επειδή ήταν παιδί της Ανατολίας έλεγε και το εξής ωραίο: «Το χιόνι είναι το πάπλωμα της Ανατολίας». Η μαύρη Μ ερσεντές στεκόταν κάτω από τον φανοστάτη. Χάρηκα που ο Σουλεϊμάν ήταν στην ώρα του, αλλά, μόλις μπήκα μέσα, πνίγηκα απ’ τον καπνό του τσιγάρου. Δεν άντεξα και του είπα απότομα: «Τι κατάσταση είναι αυτή! Σαν τεκές είναι εδώ μέσα. Γιατί δεν τον καπνίζεις έξω αυτόν τον διάολο; Ντροπή σου, Σουλεϊμάν!». Ο πυκνός καπνός έτσουζε τα μάτια μου, έκαιγε τον λαιμό μου. Αντιλήφθηκα ότι ο τόνος της φωνής και τα λόγια μου ήταν υπερβολικά, αλλά πλέον δεν γινόταν τίποτα.

«Κάνει πολύ κρύο έξω» γρύλισε ο Σουλεϊμάν. «Δεν σκέφτηκες έστω να ανοίξεις τα παράθυρα;» Ο Σουλεϊμάν ξεκίνησε το αυτοκίνητο πολύ απότομα και άρχισε να οδηγεί επικίνδυνα. Άλλωστε, χαρακτηριστικό των Τούρκων είναι να οδηγούν επικίνδυνα όταν είναι θυμωμένοι. Γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγουμε τις λογομαχίες με τους οδηγούς. Οι οικογενειακοί καβγάδες έχουν σημαντικό ρόλο στα τροχαία ατυχήματα, όπου κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους περίπου επτά χιλιάδες άνθρωποι. Η γυναίκα γκρινιάζει, ο άντρας πατάει γκάζι, η γυναίκα γκρινιάζει λίγο ακόμη, ο άντρας πατάει κι άλλο γκάζι και έτσι άθελά τους οδηγούνται στην αυτοκτονία. Αυτοί που την πληρώνουν είναι τα αθώα παιδιά που κάθονται αμέριμνα στο πίσω κάθισμα και χαιρετούν τους επιβάτες των άλλων αυτοκινήτων. «Ηρέμησε!» του είπα κάπως απότομα. «Έχουμε χρόνο». Ο κρύος αέρας που έμπαινε απ’ το παράθυρο έκανε το πρόσωπό μου να τσούζει. Είχε πράγματι ασυνήθιστο κρύο. Πού θα μας πήγαινε ο καθηγητής, άραγε, μια τέτοια ασυνήθιστα κρύα μέρα, αναρωτιόμουν. Άρχισα να τρέμω απ’ το κρύο. Στο μεταξύ ο Σουλεϊμάν σήμερα παραήταν κακότροπος. Ήταν οργισμένος μαζί μου επειδή χτες δεν μίλησα στον πρύτανη για τον εξάδελφό του όπως του είχα υποσχεθεί. Μ ακάρι να είχα πει ότι του μίλησα. Αργότερα θα μπορούσα να του πω ότι του ανέφερα ξανά το θέμα, αλλά ότι δεν προέκυψε κάτι θετικό. Έτσι δεν θα είχα αποκτήσει έναν εχθρό. Αλλά σ’ αυτό το σημείο που είχαμε φτάσει δεν σκόπευα να κάνω παραχωρήσεις. «Σουλεϊμάν, γιατί δεν ανάβεις το καλοριφέρ;» «Διότι χάλασε». Εκείνην τη στιγμή ακούω δίπλα στο αυτί μου μια φωνή. Μ ια

ανδρική φωνή που μιλά αγγλικά: «Θα γράφετε έτσι αδιάκοπα;» με ρωτάει. Σαστίζω. Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Κοιτάζω στο πρόσωπο τον άντρα· ένας άγνωστος. Μ ετά χαμογελώ. «Μ άλλον» του λέω. «Γράφετε από τη στιγμή που το αεροσκάφος απογειώθηκε». Είναι ένας μεσήλικας Αμερικανός, με μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν. «Πρέπει να σας πω ότι έχω ξεκινήσει πολύ πιο πριν να γράφω. Συνενώνω τις σημειώσεις μου, κάνω μερικές προσθήκες, κάποιες διορθώσεις». «Όλοι κοιμούνται, όμως εσείς διαρκώς γράφετε. Συγγραφέας είστε;» Μ ιλούσε χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσει τους γύρω μας. «Όχι, αλλά γράφω ένα βιβλίο». «Τι θα πει αυτό; Δεν κατάλαβα». «Δεν είμαι επαγγελματίας συγγραφέας. Δεν σκέφτομαι να συνεχίσω αυτήν τη δουλειά. Εξιστορώ κάποια γεγονότα που έζησα». «Θα πρέπει να είναι σημαντικά για να κάνετε τον κόπο να τα γράψετε». «Ω, αναμφίβολα, ναι» του λέω χαμογελώντας. «Ωραία, τότε να σας αφήσω να συνεχίσετε». Μ ετά την απομάκρυνσή του, συνειδητοποιώ πόσο μεγάλη ένταση ένιωθα. Τα χέρια, οι ώμοι, ο σβέρκος μου είναι σκληρά σαν πέτρα. Ίσως επειδή κάθομαι ακίνητη πολλή ώρα, ίσως επειδή ξαναζώ τα όσα διηγούμαι. Σηκώνομαι και βαδίζω στον διάδρομο του αεροσκάφους. Πίνω λίγο νερό, κάνω μερικές κινήσεις για να ξεμουδιάσω. Μ ετά προχωρώ πάνω κάτω δύο φορές κατά μήκος του διαδρόμου.

Το γιγαντιαίο Airbus 340 είναι κατάμεστο. Στα καθίσματα κοιμούνται κάθε είδους άνθρωποι: Άντρες, γυναίκες, νέοι, γέροι, παιδιά. Είναι άγνωστοι μεταξύ τους, όμως δεν ξέρουν ότι έχουν κοινή μοίρα. Αν έπεφτε το αεροσκάφος, θα πέθαιναν όλοι την ίδια στιγμή και ο θάνατος θα τους έδενε μέχρι την αιωνιότητα. Η ηλικιωμένη κυρία και ο εγγονός της που κοιμάται ακουμπώντας πάνω της, ο νεαρός που κάθεται στο επόμενο κάθισμα, οι επιχειρηματίες που κοιμούνται στην πρώτη θέση, οι πιλότοι, οι ατσαλάκωτες αεροσυνοδοί. Τους κοιτάζω και σκέφτομαι πως το κάθε ταξίδι προσφέρει κοινή μοίρα στους ταξιδιώτες. Όμως εκείνοι δεν το ξέρουν. Αυτό είναι αλήθεια κι αν δούμε το θέμα από άλλη άποψη. Για παράδειγμα, η περιπέτεια του ανθρώπινου είδους σ’ αυτόν τον πλανήτη δεν είναι ένα ταξίδι; Ένα ταξίδι που αρχίζει να χαλάει την οικολογική ισορροπία; Η προσπάθεια να μη χαλάσει η οικολογική ισορροπία δεν είναι κοινή μοίρα; Η ατομική μοίρα του καθενός δεν ενώνεται με του διπλανού; Το κάθε ταξίδι, με την ευρεία έννοια, οδηγεί σε παρόμοια κατάσταση. Αλλά, όταν δεν συμβαίνει κάποιο επεισόδιο, οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την κατάσταση. Ίσως να σας φαίνονται περίεργα όλα αυτά που γράφω, αλλά κάντε λίγη υπομονή, θα καταλάβετε τι εννοώ με αυτά που θα διηγηθώ αργότερα. Καθώς επέστρεφα στη θέση μου, σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να κοιμηθώ λιγάκι. Πρέπει να έχω δυνάμεις για να μπορέσω να βάλω τις αναμνήσεις σε μια σειρά και να τις μεταφέρω σωστά. Αν καταφέρω να ξεκουράσω τα μάτια μου για μισή ώρα, μετά θα είμαι πιο δυνατή. Το καλύτερο, να γείρω την πλάτη του καθίσματος, να σκεπάσω τα μάτια με τη μάσκα, να σκεπαστώ με την κουβέρτα και να πάρω έναν μικρό υπνάκο.

Προτού κλείσω όμως τον φορητό υπολογιστή, να συμπληρώσω μια δυο παραγράφους ακόμη, ώστε, όταν ξυπνήσω, να έχω να αφηγηθώ πιο ευχάριστα πράγματα. Όταν ο κατσούφης και θυμωμένος Σουλεϊμάν διασχίζοντας τις άδειες λεωφόρους στάθμευσε το αμάξι μπροστά από το ξενοδοχείο, η ώρα ήταν 3 :52 τη νύχτα. Βρήκα τον καθηγητή να με περιμένει στο λόμπι. Φορούσε το μαύρο παλτό και τη ρεπούμπλικα. Μ ε χαιρέτησε με σοβαρό ύφος, δίχως να αμελήσει και πάλι να βγάλει το καπέλο. «Good morning!» Μ ετά, απ’ το διπλανό τραπεζάκι, πήρε τη θήκη του βιολιού και κάτι ακόμη, το οποίο φαινόταν πολύ παράξενο εκείνη την ώρα στο άδειο λόμπι: ένα μικρό στεφάνι. Ένα στρογγυλό στεφάνι από λευκά λουλούδια. Έγραφε κάτι πάνω του. Έσκυψα και κοίταξα: “Für Nadia”. Βγήκαμε έξω. Ο καθηγητής μπήκε στο αυτοκίνητο απ’ τη δεξιά πόρτα που του άνοιξε ο Σουλεϊμάν. Εγώ κάθισα στα αριστερά. Μ ου είχε φανεί παράξενο ότι δεν μου χαμογέλασε, ότι το πρόσωπό του είχε πάρει μια σκληρή έκφραση και ότι ήταν πολύ απόμακρος. Μ πορώ να πω πως είχα θυμώσει λιγάκι. Πρώτα ο Σουλεϊμάν, μετά αυτό. Καθώς φαίνεται, αυτό το πρωί η μια αναποδιά θα ακολουθούσε την άλλη. «Πού πηγαίνουμε, καθηγητά» ρώτησα ψυχρά. «Στη Σίλε12!» Τον κοίταξα κεραυνόπληκτη. «Πού;» «Στη Σίλε». Ή λάθος θα άκουσα ή ο καθηγητής δεν ήξερε για τι πράγμα

μιλούσε. «Καθηγητά, η Σίλε είναι μια παραθεριστική κωμόπολη στις ακτές της Μ αύρης Θάλασσας. Το γνωρίζετε;» «Το γνωρίζω». «Και ζητάτε να σας πάμε εκεί;» «Ναι, παρακαλώ». «Τέσσερις η ώρα τα χαράματα στη Σίλε. Δεν κάνετε κάποιο λάθος, έτσι;» Ο καθηγητής απάντησε με τρόπο που έδειχνε ότι προσπαθούσε να κυριαρχήσει στα νεύρα του. «Μ άλιστα, Fräulein. Θέλω να πάω στη Σίλε. Θυμάστε που μου μιλήσατε για τις νέες γέφυρες του Βοσπόρου; Διασχίζοντας μία απ’ αυτές θέλω να περάσουμε στην ασιατική πλευρά και να πάμε στο σημείο που θα σας υποδείξω. Έχετε κάποια άλλη ερώτηση;» «Όχι». Στράφηκα στον Σουλεϊμάν που είχε γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω για να καταλάβει τι τρέχει. «Θέλει να πάει στη Σίλε» του είπα. «Τι;» «Ναι, σωστά άκουσες. Εμπρός λοιπόν. Αυτό το ωραίο πρωινό του Φεβρουαρίου, θα πάμε στη Σίλε. Μ ακάρι να είχαμε πάρει και τα μαγιό μας». Περάσαμε από τη γέφυρα Φατίχ Σουλτάν Μ εχμέτ και πήραμε την κατεύθυνση προς Άγκυρα. Στον αυτοκινητόδρομο τέτοια ώρα κυκλοφορούσαν μονάχα φορτηγά. Όταν στρίψαμε προς τη Σίλε, μπήκαμε σ’ έναν στενό και κακοσυντηρημένο δρόμο. Τώρα δεν έβλεπα ούτε φορτηγά. Τρέχαμε ολομόναχοι στον ερημικό δρόμο. Στο αυτοκίνητο δεν μιλούσε κανείς. Εξαιτίας του κρύου, όλοι είχαμε τυλίξει σφιχτά τα πανωφόρια μας και όλοι ήμασταν θυμωμένοι ο ένας με τον άλλον.

Στη Σίλε είχαμε πάει δύο φορές με τον Αχμέτ. Μ ε το ψαρολίμανο, τα παραλιακά εστιατόρια και τις απέραντες παραλίες θα έπρεπε κανονικά να είναι μία εξαιρετική παραθεριστική κωμόπολη, αλλά δεν ήταν. Της έλειπε κάτι. Έφταιγαν οι κακότροποι επαγγελματίες ή μήπως έφταιγε η κακή αισθητική της πόλης; Δεν ξέρω. Πάντως είχα ορκιστεί να μην πάω άλλη φορά. Μ πορεί, βέβαια, να μην ήμουν αντικειμενική. Μ πορεί στη γνώμη αυτήν να έπαιξε ρόλο η έντονη λογομαχία που είχα στην επιστροφή με τον Αχμέτ. Είχαμε καθίσει σ’ ένα συνηθισμένο παραλιακό εστιατόριο όπου φάγαμε ψάρι και ήπιαμε λευκό κρασί. Γύρω μας είχαμε ένα σωρό αντιπαθητικούς ανθρώπους. Κάποια ζευγάρια που κυκλοφορούν με αθλητικές φόρμες, αν και κουβαλούν αρκετά περιττά κιλά, και που κοιτάζουν τριγύρω τους μ’ ένα ενοχλητικό βλέμμα που φωνάζει «Κοιτάξτε μας, δείτε πώς διασκεδάζουμε!». Που, ακόμη κι όταν τσουγκρίζουν τα ποτήρια, η συμπεριφορά τους έχει κάτι το απρεπές. Όπως κάθε φορά που έπινα ποτό κατά τη διάρκεια της ημέρας, έτσι και τότε μ’ έπιασε ημικρανία. Καθώς επιστρέφαμε απ’ τον γεμάτο στροφές δρόμο, με δυσκολία κρατιόμουν να μην κάνω εμετό. «Στο διάολο εσύ κι η Σίλε σου!» σκεφτόμουν διαρκώς, αφού είχαμε πάει εκεί επειδή ο Αχμέτ είχε επιμείνει πάρα πολύ. Πώς να ήταν άραγε τον χειμώνα αυτό το μέρος; Η Μ αύρη Θάλασσα ήταν επικίνδυνη. Το καλοκαίρι πνιγόταν πολύς κόσμος διότι τα κύματα έσκαβαν την άμμο κάτω από τα πόδια των λουόμενων σχηματίζοντας μεγάλα βαθουλώματα. Αλλά τι δουλειά είχε αυτός ο παράξενος άνθρωπος χειμωνιάτικα στη Σίλε; Μ ε ποιον θα συναντιόταν τέτοια ώρα; Αν ήμασταν εν καιρώ Ψυχρού Πολέμου, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί διάφορες ιστορίες, αφού η απέναντι ακτή ανήκει στη

Ρωσία. Για παράδειγμα, ένα σοβιετικό υποβρύχιο που έξαφνα εμφανίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας ή κάποια φώτα που αναβοσβήνουν απ’ το αγκυροβολημένο απέναντι απ’ την παραλία καράβι. Στην περιοχή της Μ αύρης Θάλασσας παλαιότερα πολλοί καθηγητές με αριστερά φρονήματα είχαν συλληφθεί επειδή τάχα με τα ραδιοφωνάκια τους επικοινωνούσαν με τη Σοβιετική Ρωσία. Και φυσικά οι συλλήψεις αυτές είχαν καταστρέψει ζωές και καριέρες. Επίσης στις ακτές της Μ αύρης Θάλασσας βρίσκονταν οι γιγαντιαίοι σταθμοί παρακολούθησης και τα υποβρύχια του ΝΑΤΟ που παραμόνευαν στις πελώριες θαλάσσιες σπηλιές. Έκλεισα τα μάτια. Θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς: «Στον κόσμο αυτόν θα συναντήσεις ανθρώπους που θα θελήσουν να σου κάνουν κακό. Ωστόσο, μην ξεχνάς ότι θα συναντήσεις και ανθρώπους που θα θέλουν το καλό σου. Μ ερικοί έχουν σκοτεινή ψυχή, μερικοί φωτεινή. Σαν τη νύχτα με τη μέρα! Μ η στενοχωριέσαι θεωρώντας πως ο κόσμος είναι γεμάτος κακούς, ούτε να θεωρείς ότι είναι γεμάτος καλούς και μετά ν’ απογοητεύεσαι. Φυλάξου, κόρη μου! Φύλαξε τον εαυτό σου απ’ τους ανθρώπους!» «Θα τον φυλάξω, γιαγιά» σκέφτηκα. «Μ ην ανησυχείς καθόλου!» Επί δύο ώρες κινούμασταν με μεγάλη ταχύτητα στους ελικοειδείς δρόμους. Καθώς πλησιάζαμε στη Σίλε, άρχισε η μέρα να χαράζει κάτω από έναν μολυβένιο ουρανό.

6

ΠΑΡΟΤΙ

ΔΕΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΤΟ ΚΑΛΟΡΙΦΕΡ, η θερμοκρασία μέσα στο αμάξι είχε γίνει πια υποφερτή. Η ζέστη της μηχανής μαζί με τις ανάσες μας είχαν ανεβάσει τη θερμοκρασία. Ο καθηγητής έβγαλε απ’ την τσέπη του έναν χάρτη. Κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού μου, παρατήρησα ότι είχε βάλει κάποια σημάδια. Αφού τον εξέτασε προσεκτικά, γύρισε και με ρώτησε: «Μ πορούμε να πηγαίνουμε λιγάκι πιο αργά;». Μ ετέφρασα τα λόγια του για τον Σουλεϊμάν. Το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται πιο αργά. Βρισκόμασταν σ’ έναν στενό δρόμο με δέντρα φυτεμένα στις δυο πλευρές. Ο καθηγητής κοίταζε με προσοχή στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Μ ου φάνηκε σαν να έψαχνε κάτι. «Να σταματήσουμε, παρακαλώ, και να πάμε λίγο πίσω». Το αμάξι κινήθηκε προς τα πίσω με την όπισθεν. Μ ετά από περίπου εκατόν πενήντα μέτρα διακρίναμε την αρχή ενός χωματόδρομου, λίγο ανηφορικού. Ο καθηγητής ζήτησε να στρίψουμε. «Δεν θα πηγαίναμε στη Σίλε, κύριε καθηγητά;»

«Όχι, σ’ ένα μέρος κοντά στη Σίλε». Εκείνην τη στιγμή με κυρίευσε ο φόβος. Σε ποιο ερημικό μέρος θα πηγαίναμε; Και το άλλο που με απασχολούσε: Πώς ήξερε αυτά εδώ τα μέρη; Πώς μπορούσε να θυμάται τα στενά δρομάκια μιας χώρας στην οποία είχε να έρθει πενήντα εννέα χρόνια; Ευτυχώς που ήταν δίπλα ο Σουλεϊμάν. Ήταν θυμωμένος μαζί μου, αλλά έστω κι έτσι ήταν μια ασφάλεια για μένα. Ο καθηγητής ήταν σε τέτοιον βαθμό βυθισμένος στον κόσμο του ώστε να μην μπορεί να διακρίνει την ανησυχία και τον εκνευρισμό μου. Πότε πότε γύριζα και κοίταζα το καλοφτιαγμένο προφίλ του, την ελαφρά ανασηκωμένη, μικρή μύτη του, το ωραίο πιγούνι του και έλεγα στον εαυτό μου πως είναι αδύνατο αυτός ο άνθρωπος να κάνει κακό. Ωστόσο τα πράγματα ολοένα δυσκόλευαν, ολοένα πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και ήθελαν να αποδείξουν ότι κάνω λάθος. Στο κάθισμα ανάμεσά μας βρίσκονταν η θήκη του βιολιού και το στεφάνι. Διάβασα ξανά αυτό που έγραφε το στεφάνι: “Für Nadia”. Ένα στεφάνι για τη Νάντια. Ποια να ήταν άραγε η Νάντια; Τι σχέση είχε με τον ερχομό μας απ’ τα χαράματα στη Σίλε; Όσο σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο μπερδεμένη ένιωθα. Ήταν αδύνατον να βρω απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Απ’ τη στιγμή που βγήκα απ’ το σπίτι, παρακολουθούσα την κίνηση πίσω μας· δεν μας ακολουθούσε κανένα αυτοκίνητο. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα είχε γίνει οπωσδήποτε αντιληπτό στον στενό και ερημικό δρόμο. Άρα, αφού με επιφόρτισαν με τα καθήκοντα του σπιούνου, δεν θεώρησαν αναγκαία την παρακολούθηση. Έλπιζαν ότι θα πάρουν όλες τις πληροφορίες από εμένα. Ύστερα από λίγο τα δέντρα ελαττώθηκαν, είχαμε πλησιάσει σ’

έναν λόφο. Όταν φτάσαμε στον λόφο, είδαμε ξαφνικά μπροστά μας τη θάλασσα. Η οργισμένη θάλασσα έδερνε τους βράχους του γκρεμού, έσκαγε πάνω στα μαύρα βράχια διασκορπίζοντας τριγύρω λευκούς αφρούς. Μ ετά τον λόφο η επιφάνεια του χωματόδρομου από τον οποίο ήρθαμε γινόταν αμμώδης με διάσπαρτα βότσαλα. Προχωρήσαμε προς την παραλία. Η γκρίζα μέρα που χάραζε είχε το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα, γι’ αυτό ήταν αδύνατον να διακρίνει κανείς τη γραμμή του ορίζοντα. Ένας μολυβένιος ουρανός με μαύρα σύννεφα εδώ κι εκεί είχε ενωθεί στο βάθος με τη θάλασσα. Το τοπίο μ’ έκανε να νιώσω ακόμη πιο έντονα το κρύο. Ο καθηγητής εμφανώς συγκινημένος είχε στυλώσει το βλέμμα του στην παραλία μπροστά μας. Είχε την εικόνα ανθρώπου που βρισκόταν σε έκσταση. Μ ε μισόκλειστα μάτια προσπαθούσε να αναγνωρίσει το τοπίο. Είχαμε φτάσει σε μια απόσταση είκοσι μέτρων από τη θάλασσα. Ο δρόμος τελείωνε σ’ αυτό το σημείο. Η παραλία ήταν έρημη. Μ ονάχα στα αριστερά, πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα, ήταν ένα διώροφο, ασοβάτιστο κτίσμα. Περισσότερο έμοιαζε με ημιτελή οικοδομή. Το ισόγειο είχε τζαμαρία· συμπέρανα πως μάλλον το καλοκαίρι θα λειτουργούσε εκεί κάποιο καφέ. Όταν κοίταξα πιο προσεκτικά, είδα μια πινακίδα που έγραφε πάνω της “Black Sea M otel”. Αναρωτήθηκα ποιος να ’ρχόταν άραγε σ’ ένα τέτοιο μέρος. Ίσως τα παράνομα ζευγάρια. Αλλά κι αυτά δεν θα ερχόντουσαν τέτοια εποχή. Πίσω απ’ την οικοδομή, προς την πλευρά της παραλίας, διέκρινα μια μισογκρεμισμένη παράγκα. Πρέπει να ήταν εγκαταλειμμένη αφού η στέγη ήταν μισογκρεμισμένη. Ο καθηγητής πήρε στην αγκαλιά του τη θήκη με το βιολί και το στεφάνι. Οι κινήσεις του μου φάνηκαν λίγο διστακτικές. Γύρισε το

κεφάλι του πίσω και κοίταξε τον λοφίσκο που είχαμε αφήσει πίσω μας πριν από λίγο. Απείχαμε εκατό μέτρα περίπου. «Μ πορούμε να επιστρέψουμε στον λόφο;» Ο Σουλεϊμάν μουρμουρίζοντας προσπάθησε να συγκρατήσει τον θυμό του. Μ όλις έβαλε όπισθεν, η μηχανή έσβησε. Ο Σουλεϊμάν οργισμένος προσπάθησε να την ξαναβάλει μπρος, αλλά αυτή αρνήθηκε να υπακούσει. Δοκίμασε τρεις φορές ακόμη, μάταιος κόπος. Κοιταχτήκαμε γεμάτοι αμηχανία. Ξαναδοκίμασε· αυτήν τη φορά πήρε μπρος. Αρχίσαμε να κινούμαστε προς τα πίσω. Όταν φτάσαμε στο μέσο της απόστασης, ο καθηγητής ζήτησε να σταματήσουμε. Τον κοίταξα γεμάτη περιέργεια· αναρωτιόμουν τι θα μας ζητούσε αυτήν τη φορά. Ο Σουλεϊμάν, επειδή δεν καταλάβαινε αγγλικά, συνήθως δεν μας κοίταζε. Τώρα, όμως, απ’ την πολλή περιέργεια γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε κατάματα τον καθηγητή. «Αν επιτρέπετε, θέλω να κατέβω μόνος» είπε ο καθηγητής. «Εσείς συνεχίστε λίγο ακόμη και περιμένετε στον λόφο, παρακαλώ. Σε λίγο θα έρθω εγώ να σας συναντήσω». «Και ύστερα;» ρώτησα. «Ύστερα; Χμ… Ύστερα μάλλον θα επιστρέψουμε». Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο κρατώντας το βιολί και το στεφάνι. Για λίγες στιγμές κοντοστάθηκε δίπλα στο αμάξι. Μ ε το που άνοιξε την πόρτα για να βγει, μπήκε στο αυτοκίνητο ένα φοβερό κρύο που μ’ έκανε να τρέμω. Περίμενε ανυπόμονος να ξεκινήσουμε. Ο Σουλεϊμάν θα πρέπει να πάτησε υπερβολικά το γκάζι διότι το αμάξι ξεκίνησε μουγκρίζοντας άγρια. Το έκανε επειδή ήταν θυμωμένος ή επειδή φοβόταν να μη σβήσει η μηχανή; Άγνωστο. Άλλωστε δεν καταλάβαινα και τίποτα απ’ ό,τι γινόταν γύρω μου. Όσο η Μ ερσεντές πήγαινε προς τα πίσω, παρακολουθούσα απ’

το μπροστινό παρμπρίζ την πλάτη του καθηγητή. Προχωρούσε προς τη θάλασσα, ακλόνητος παρά τον δυνατό άνεμο. Όταν φτάσαμε πίσω από την κορυφή του λόφου, ο Σουλεϊμάν σταμάτησε. Από κείνο το σημείο δεν φαίνονταν ούτε ο καθηγητής ούτε η θάλασσα. Κατέβηκα αμέσως απ’ το αυτοκίνητο και προχώρησα πέντε δέκα βήματα ως την κορυφή. Από κει, είδα τον καθηγητή να συνεχίζει να προχωρά προς τη θάλασσα. Ο κρύος αέρας μου ’κοβε την ανάσα, θαρρείς πως περνούσε μέσα απ’ το κορμί μου. Εξάλλου, σήμερα κρύωνα απ’ τη στιγμή που είχα βγει από το σπίτι. Ο καθηγητής έφτασε κοντά στη θάλασσα. Αν προχωρούσε κι άλλο, θα τον πλάκωναν τα κύματα. Σταμάτησε στην παραλία. Μ ε το μαύρο του παλτό και το καπέλο σχημάτιζε πολύ περίεργη εικόνα στο γκρι φόντο. Έσκυψε κι άφησε κάτω τη θήκη με το βιολί. Στο χέρι του τώρα κρατούσε μονάχα το στεφάνι. Προχώρησε λίγα μέτρα ακόμη κι έσκυψε προς τα μπρος. Πρέπει να άφησε το στεφάνι στη θάλασσα, αφού όταν ίσιωσε το κορμί του δεν κρατούσε πια τίποτα. Γύρισε προς τα πίσω, έκανε ένα βήμα και μετά σταμάτησε. Νομίζω πως ενοχλήθηκε όταν με διέκρινε. Κι εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να αρρωστήσω για χάρη αυτού του μισότρελου. Γύρισα την πλάτη κι απομακρύνθηκα. Όταν επέστρεψα στο αυτοκίνητο, είδα τον Σουλεϊμάν στηριγμένο στο αμάξι να καπνίζει. Προσπάθησα να ζεστάνω τα χέρια μου πλησιάζοντάς τα στο καπό της μηχανής. «Τι κάνει εκεί;» ρώτησε σε θυμωμένο τόνο. Δεν ήξερα τι να του πω. Σήκωσα τους ώμους και σουφρώνοντας τα χείλη τού έκανα νόημα σαν να ’λεγα “Δεν ξέρω”. Η ζέστη της μηχανής με συνέφερε λιγάκι. Για λίγα λεπτά περιμέναμε εκεί.

Τη στιγμή που αποφάσισα να μπω στο αμάξι, είδα τον Σουλεϊμάν να πετά το αποτσίγαρο στη γη και να κατευθύνεται προς την κορυφή του λόφου. Φοβήθηκα μήπως κάνει καμιά “χοντράδα” κι αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Όταν ο Σουλεϊμάν έφτασε στην κορυφή, έβαλε τα χέρια του στη μέση κι έκανε μια κίνηση του κεφαλιού που έδειχνε την έκπληξή του. Πήγα κοντά του και είδα γιατί είχε εκπλαγεί. Εγώ πια δεν εκπλησσόμουν με τίποτα. Τα μανιασμένα κύματα που χτυπούσαν στους βράχους σκόρπιζαν λευκούς αφρούς. Όλα τα άλλα ήταν γκρίζα. Οι άκρες του μαύρου παλτού του καθηγητή με φόντο το γκρίζο του ουρανού και της θάλασσας τινάζονταν στον αέρα απ’ τον δυνατό άνεμο. Ο καθηγητής στραμμένος προς τη θάλασσα έπαιζε βιολί. Ο Σουλεϊμάν σήκωσε τα χέρια σαν να ’θελε να πει “Θεέ μου, τι βλέπουν τα μάτια μου!”. Ύστερα έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε στο αμάξι. Εγώ άρχισα να κατευθύνομαι προς τη θάλασσα. Έφτασα στο μέσο της απόστασης που είχα από τον καθηγητή και σταμάτησα. Από κείνο το σημείο άκουγα τη μουσική με διακοπές. Για να την ακούσω καλύτερα, πλησίασα λίγο ακόμη. Στάθηκα περίπου δεκαπέντε μέτρα πίσω του. Ο καθηγητής έπαιζε μια πολύ ωραία, γλυκιά μελωδία. Θύμιζε λίγο τη “Σερενάτα”» του Σούμπερτ. Επειδή ο αέρας φυσούσε προς την ξηρά, παρ’ όλο τον θόρυβο που έκαναν τα κύματα, άκουγα καθαρά τη μελωδία. Κοιτάζοντας τον άνθρωπο με το μαύρο παλτό άκουγα παράλληλα μουσική στην παραλία της Μ αύρης Θάλασσας. Ενώ σκεφτόμουν ότι ποτέ προηγουμένως στη ζωή μου δεν είχα δει μια τόσο αλλόκοτη σκηνή, ένιωσα τη Μ ερσεντές να πλησιάζει και να στέκεται δίπλα μου. Άκουσα τη μηχανή να σβήνει – αφού πρώτα έκανε έναν περίεργο θόρυβο.

«Γιατί έσβησες τη μηχανή;» γκρίνιαξα στον Σουλεϊμάν. «Δεν την έσβησα εγώ, μόνη της σταμάτησε» μου απάντησε γεμάτος θυμό. «Δεν είναι καλό να βάζεις μπροστά τη μηχανή όταν είναι ζεστή. Θα δοκιμάσω λίγο αργότερα». Στο μεταξύ η μελωδία σταμάτησε. Ο καθηγητής, σαν να μην ήξερε πώς θα έπρεπε να συνεχίσει, έπαιζε διστακτικά μερικές νότες και μετά σταματούσε. Ο Σουλεϊμάν, με μια έκφραση βαριεστημάρας και δίχως να ελέγξει τον τόνο της φωνής του, έκανε «Αμάααν!» και μπήκε στο αυτοκίνητο. Θαρρείς πως έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να με εξοργίσει. Ο καθηγητής άρχισε και πάλι να παίζει αβίαστα απ’ την αρχή τη μελωδία. Μ όλις έφτασε στο ίδιο σημείο, επαναλήφθηκε το διστακτικό παίξιμο και μετά σταμάτησε. Συμπέρανα πως δεν θυμόταν το παρακάτω τμήμα της παρτιτούρας. Η μηχανή είχε πάψει να σκορπά την ευεργετική ζέστη της. Δεν άντεχα άλλο το κρύο κι έτσι μπήκα στο αμάξι. Το εσωτερικό δεν ήταν τόσο ζεστό, όμως σε σύγκριση με έξω ήταν παράδεισος. Ύστερα από λίγο πρόσεξα τις πρώτες νιφάδες χιονιού να πέφτουν στο παρμπρίζ. Στην αρχή έπεφταν αραιές, αλλά ολοένα πύκνωναν. Έμοιαζε πως ο καιρός θα γύριζε σε χιονοθύελλα. Το κρύο γινόταν ακόμη πιο αφόρητο, ακόμη και μέσα στο αμάξι. Ο μισότρελος γέρος συνέχιζε να παίζει βιολί στην παραλία. Σκέφτηκα πως, αν πάθαινε κάτι εξαιτίας του ψύχους, θα βρισκόμουν σε δυσχερέστατη θέση. Θα ζητούσαν από εμένα να πληρώσω τον λογαριασμό. Θα ήθελαν να μάθουν τι δουλειά είχαμε στην παραλία της Σίλε τα χαράματα, κι εγώ η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω θα ήταν “Δεν ξέρω!”. Βγήκα απ’ το αμάξι, τύλιξα το κεφάλι μου με την εσάρπα και με

την άκρη της σκέπασα το στόμα. Κάνοντας προσπάθειες να νικήσω την ανεμοθύελλα, περπατώντας με δυσκολία στην άμμο, προχώρησα στην παραλία. Τι τα ’θελα τα παπούτσια με τακούνι; Αλλά πώς να ’ξερα ότι θα ’ρχόμασταν εδώ; Όταν έφτασα δίπλα στον καθηγητή, τρόμαξα. Το πρόσωπό του είχε γίνει μοβ. Έμοιαζε με πρόσωπο νεκρού. Ήταν τρομακτικό. Τα χείλη του ήταν κατάλευκα. Τα δάκρυα που είχαν κυλήσει απ’ τα μάτια είχαν παγώσει πάνω στα μάγουλα. Τα δάχτυλά του που θύμιζαν λευκά κόκαλα είχαν παγώσει και στεκόντουσαν ακίνητα πάνω στις χορδές. Εάν δεν στεκόταν όρθιος, θα ήμουν σίγουρη πως έβλεπα ένα παγωμένο πτώμα. Στους ώμους και στο καπέλο του είχε μαζευτεί χιόνι. «Καθηγητά!» φώναξα. Δεν μ’ άκουγε. «Καθηγητά, καθηγητά! Κύριε Βάγκνερ! Θα πεθάνετε! Ελάτε μαζί μου». Τον άρπαξα απ’ το μπράτσο κι άρχισα να τον τραντάζω. «Εεε! Καθηγητά!» Τα μανιασμένα κύματα έπεφταν με δύναμη κατά πάνω μας. Λευκά λουλούδια που είχαν αποσπαστεί απ’ το στεφάνι πηγαινοέρχονταν πάνω στα ορμητικά νερά. Είχαν ανακατευτεί στους λευκούς αφρούς των κυμάτων. Ο κρύος αέρας, που ορμούσε απ’ το στόμα μου στους πνεύμονες, μου ’κοβε την ανάσα. Άγγιξα τα παγωμένα δάχτυλά του. Προσπάθησα να τα αποσπάσω απ’ το βιολί. Δεν τα κατάφερα γιατί είχαν ξυλιάσει. Γι’ αυτό προσπάθησα να τον οδηγήσω στο αμάξι, τραβώντας τον με όλη μου τη δύναμη από το μπράτσο. Σταματούσα, όμως, και ξανάρχιζα, καθώς δεν ήθελα να τον τραβήξω βίαια όταν έκανε κάποιες αδύναμες προσπάθειες να

ελευθερώσει το μπράτσο του. Γύριζε το κεφάλι συνεχώς προς τη θάλασσα, μισόκλεινε τα μάτια λες και ήθελε να διακρίνει κάτι στα ανοιχτά κι έκανε κινήσεις σαν να ήθελε να τρέξει προς τα εκεί. Τον εμπόδιζα τραβώντας τον απ’ το μπράτσο. Εξάλλου, κι αν ακόμη τον άφηνα, θα ’κανε δυο τρία βήματα κι ύστερα θα σωριαζόταν στην άμμο. Τον έκανα να στραφεί προς το αμάξι και τον ξανατράβηξα. Καθώς βάδιζε τρεκλίζοντας, μουρμούριζε κάτι ακατάληπτο, κάτι σαν «Σουτούρμ… σούτμα… σουτούμα…». Δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Καταλάβαινα κάποιες λέξεις, όπως «Ήρθε… σταμάτησε… έρχεται… πέταξε», αλλά δεν έδινα σημασία, αφού εκείνο που μ’ ένοιαζε ήταν να τον σπρώξω προς το αμάξι. Εκείνος στο μεταξύ συνέχιζε να προσπαθεί να γυρίσει προς τη θάλασσα. Αναγκαστικά χαλάρωνα λίγο το σφίξιμό μου. Αυτό επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές. Ήταν προφανές πως δεν ήξερε τι έκανε. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο τράβηγμα, αλλά πάντως δυσκολευόμουν πολύ να τον φέρω κοντά στο αυτοκίνητο. Ο αέρας και το κρύο έκαναν πιο δύσκολες τις κινήσεις μας. Ευτυχώς που μετά από λίγο ο Σουλεϊμάν κατάλαβε τι τρέχει κι έκανε τον κόπο να δώσει ένα χεράκι. Κι οι δυο μαζί βάλαμε τον καθηγητή στο κάθισμα. Το εσωτερικό του αμαξιού είχε κρυώσει πολύ. Έλειπε μόνο ο άνεμος, το κρύο ήταν σχεδόν ίδιο. «Σουλεϊμάν, είσαι ένας βλάκας!» σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα. «Άντε, βάλε μπρος τη μηχανή!» είπα. Γύρισε αμέσως το κλειδί αλλά το αυτοκίνητο αρκέστηκε στα μουγκρητά. «Αλίμονο!» φώναξα. «Θεέ μου, σε ικετεύω, μην το κάνεις αυτό! Όχι τώρα!» Ο ηλικιωμένος, που καθόταν παγωμένος δίπλα μου, άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Άκουγα να χτυπούν τα δόντια του. Φοβήθηκα

πως θα πέθαινε. Δεν μπορούσε ούτε τα μάτια του να ανοίξει. Πήρα τα χέρια του στα δικά μου, προσπάθησα να τα ζεστάνω με την ανάσα μου, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ο Σουλεϊμάν προσπαθούσε να βάλει μπρος τη μηχανή χωρίς αποτέλεσμα. «Άντε, Σουλεϊμάν, κάνε κάτι, ο άνθρωπος κοντεύει να πεθάνει. Οτιδήποτε κι αν πάθει, εμείς θα πληρώσουμε τη νύφη!» του φώναξα. Ταράχτηκε με τα λόγια μου. Άρχισε να προσεύχεται και να πατά με δύναμη το γκάζι. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν για λίγο, μετά όμως χάθηκαν οι ελπίδες μας. Η καταραμένη μηχανή είχε μπουκώσει απ’ το πολύ γκάζι. Σαν να μην έφτανε ότι ο άνθρωπος θα πέθαινε στα χέρια μας, τώρα κινδυνεύαμε κι εμείς. Μ όνο ένα πράγμα μού έμενε να κάνω και το έκανα. Είπα στο Σουλεϊμάν να με βοηθήσει να βγάλουμε τον καθηγητή έξω απ’ το αμάξι. Κρατώντας τον απ’ τις μασχάλες αρχίσαμε να τον σέρνουμε. Πλέον τα πόδια του δεν τον κράταγαν. Γι’ αυτό τον σέρναμε όπως θα σέρναμε έναν νεκρό. Βέβαια, ποτέ προηγουμένως δεν είχα σύρει κάποιον νεκρό, αλλά κάπως έτσι θα ήταν. Το Black Sea M otel ήταν σε απόσταση περίπου τριακοσίων μέτρων. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος, δεν ήταν καθόλου εύκολο να κουβαλάμε τον ηλικιωμένο, έστω και αν ήταν αδύνατος. Όμως δεν είχαμε άλλη λύση, έτσι διανύσαμε με δυσκολία την απόσταση και φτάσαμε μπροστά απ’ την τζαμαρία. Ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω και το κρύο ήταν κι εδώ έντονο. Μ ου φάνηκαν τόσο κακομοιριασμένα τα πέντε έξι βρόμικα τραπέζια, οι φτηνές καρέκλες και οι θαλασσογραφίες στους

τοίχους που σφίχτηκε η καρδιά μου. Ήταν απαίσιο μέρος. Έκανα λίγο θόρυβο και ταυτόχρονα φώναξα: «Δεν υπάρχει κανείς εδώ;». Λίγες στιγμές μετά έκανε την εμφάνισή του ένα αδύνατο αγόρι που φορούσε μπουφάν. Είχε περίεργο πρόσωπο. Το πρόσωπο, τα φρύδια, το πιγούνι, όλα πάνω του ήταν μυτερά. «Γρήγορα!» του είπα. «Ο άνθρωπος πεθαίνει. Έχετε καλοριφέρ εδώ;» «Όχι!» απάντησε σαστισμένος. «Σόμπα;» «Ούτε!» «Εσύ τι κάνεις εδώ;» «Είμαι φύλακας. Το μοτέλ δεν δουλεύει τον χειμώνα. Εγώ είμαι ο φύλακας». Δύσκολα καταλάβαινα τι έλεγε το αγόρι. Ήταν φανερό ότι δεν μιλούσε καλά τουρκικά και ότι ήταν κρυωμένο. Έριξα μια ματιά τριγύρω· δεν υπήρχε ούτε τζάκι. «Κι εσύ πώς ζεσταίνεσαι, πώς ζεις εδώ πέρα;» Μ ε το χέρι έδειξε μια φθαρμένη πόρτα λίγο πιο πέρα. «Μ ένω σ’ εκείνο το δωμάτιο. Είναι μικρό. Υπάρχει μια ηλεκτρική εστία. Μ αγείρευα, έψηνα τσάι, ζεσταινόμουν». Όταν τον κοίταξα κατάματα για να καταλάβω γιατί μιλούσε σε παρελθοντικό χρόνο, συνέχισε. «Χάλασε. Την πήγα για επισκευή στη Σίλε. “Πέρασε το βράδυ να την πάρεις” μου είπαν. Αν δεν προλάβουν, τότε αύριο. Έτσι και δεν προλάβουν, όμως, θα παγώσω τη νύχτα». Σε μικρό διάστημα είχα ζήσει τόσα παράξενα πράγματα, που πλέον άρχισα να τα βρίσκω όλα κανονικά. Δεν απόρησα που χάλασε μόλις χτες η εστία. Ίσως επειδή δεν είχα χρόνο να απορήσω, το προσπέρασα.

«Εντάξει» είπα. «Άνοιξε ένα απ’ τα δωμάτια». «Δεν ξέρω αν γίνεται…» είπε το αγόρι. «Μ πορεί να θυμώσει ο Αμπντουλλάχ αμπή13». «Ποιος είναι ο Αμπντουλλάχ αμπή;» «Ο ιδιοκτήτης». «Πού είναι τώρα;» «Στην Ιστανμπούλ. Έρχεται το καλοκαίρι». Τούτην τη φορά τού μίλησα με αυταρχικό ύφος και απότομα: «Άνοιξε ένα δωμάτιο. Θα σου δώσω λεφτά. Αν δεν ανοίξεις, τότε είναι που θα θυμώσει ο Αμπντουλλάχ αμπή». Αφού δίστασε λίγο, προχώρησε προς τον τοίχο και τράβηξε ένα συρτάρι. Απ’ τους ήχους καταλάβαινα ότι διάλεγε κάποιο κλειδί. Στο μεταξύ είχαμε βάλει τον καθηγητή να καθίσει σε μια καρέκλα. Μ αζί με τον Σουλεϊμάν σηκώσαμε τον μισοπεθαμένο ηλικιωμένο και με μεγάλη δυσκολία τον ανεβάσαμε απ’ τις σκάλες στον πρώτο όροφο. Το αγόρι άνοιξε μια πόρτα. Όπως φανταζόμουν, το δωμάτιο είχε τα χάλια του. Στη μέση ένα διπλό κρεβάτι, στις δυο πλευρές του κρεβατιού από ένα φτηνό κομοδίνο, στον τοίχο ένας ραγισμένος καθρέφτης. Αυτό ήταν όλο. Ξαπλώσαμε τον καθηγητή στο κρεβάτι και τον σκεπάσαμε. «Θα καταφέρεις να κάνεις το αμάξι να δουλέψει;» ρώτησα τον Σουλεϊμάν. «Χρειάζεται μηχανικός. Ίσως κάποιος γερανός…» Στράφηκε προς το αγόρι και ρώτησε: «Υπάρχει ταξί για τη Σίλε;» Το παιδί κούνησε το χέρι με τρόπο που έδειχνε κάπου μακριά. «Πέρα στον κεντρικό δρόμο. Πότε πότε». «Θα πάω στη Σίλε» είπε ο Σουλεϊμάν. «Θα βρω μηχανικό και θα τον φέρω. Αν το φτιάξει, θα τον πάω πίσω στο συνεργείο του.

Ύστερα θα έρθω να σας πάρω». Τον κοίταξα απελπισμένη. Ο Σουλεϊμάν συνέχισε χαμηλόφωνα: «Αν δεν καταφέρει να το φτιάξει, σίγουρα θα ξέρει κάποιον γερανό. Θα φέρω γερανό. Οπωσδήποτε θα τη φτιάξουμε τη σακαράκα». «Αχ, Σουλεϊμάν! Πόση ώρα θα πάρουν όλα αυτά;» «Τρεις τέσσερις ώρες, αν όλα πάνε καλά». «Μ ακάρι να μην πεθάνει μέχρι τότε ο άνθρωπος» είπα. «Μ ήπως πρέπει να καλέσουμε κάποιον απ’ την Ιστανμπούλ;» «Δεν χρειάζεται» είπε απότομα, λες και εγώ ήμουν υπαίτια γι’ αυτή την κατάσταση. «Κανείς δεν μπορεί να έρθει από κει νωρίτερα απ’ όσο θα κάνω εγώ». «Εμπρός τότε! Κάνε γρήγορα». Βγήκαν και οι δύο βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Καθώς έβγαιναν, άκουσα να λέει ο μικρός στον Σουλεϊμάν: «Να ’ρθω κι εγώ μαζί σου, αμπή». Έμεινα μόνη στο δωμάτιο με τον ξαπλωμένο με το παλτό στο κρεβάτι καθηγητή. Ήμουν πανικόβλητη. Έτρεξα και πίεσα την κουβέρτα πάνω του φροντίζοντας να μη μείνει καμία χαραμάδα απ’ όπου θα εισχωρούσε το κρύο. Ωστόσο η κουβέρτα, το παλτό και το πρόσωπο του καθηγητή ήταν τόσο κρύα που σκέφτηκα ότι η κατάσταση δεν ήταν καλή. Τράβηξα την κουβέρτα, έβγαλα το παλτό, το σακάκι, το πουλόβερ, τα παπούτσια και το παντελόνι του. Έτσι διαπίστωσα ότι το σεντόνι, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος απ’ την αρχή, συνέχιζε να είναι παγωμένο. Τον έστρεψα για να ξαπλώσει πλάγια και έφερα τα γόνατά του προς το στήθος. Πίεσα από τον σβέρκο για να λυγίσει λίγο το κορμί του. Ο σκοπός μου ήταν να πιάνει όσο το δυνατό λιγότερο χώρο στο κρεβάτι. Μ ετά τον σκέπασα ξανά σφιχτά.

Θυμήθηκα τις χειμωνιάτικες νύχτες όταν παντρευτήκαμε με τον Αχμέτ. Το σπίτι δεν είχε καλοριφέρ· όταν μπαίναμε στο κρεβάτι μάς έπιανε τρεμούλα. Αγκαλιαζόμασταν σφιχτά και σκεπαζόμασταν με το πάπλωμα, προσέχοντας να μην μείνει κανένα κενό. Μ ετά από λίγο ο αέρας κάτω απ’ το πάπλωμα ζεσταινόταν απ’ τη θερμοκρασία των σωμάτων μας. Έλεγξα ξανά το κάλυμμα του καθηγητή ώστε να μη χάνεται ο ζεστός αέρας κάτω απ’ την κουβέρτα. Αν και ήταν σκεπασμένος σφιχτά, όπου ακουμπούσε το χέρι μου ένιωθα φοβερό κρύο. Προφανώς το σώμα του δεν είχε καθόλου θερμότητα ώστε να ζεστάνει τα σεντόνια. Κάτι έπρεπε να κάνω. Κάθε λεπτό που περνούσε ήταν σε βάρος του καθηγητή. Ήμουν υπεύθυνη για τη φροντίδα του καθηγητή. Τι θα έλεγα στον πρύτανη αν πέθαινε τώρα, μπρος στα μάτια μου; Δεν θα μπορούσα να πω “Τον πήγα στη Σίλε, κρύωσε και πέθανε”. Κι ο Τύπος; Ποιος ξέρει τι ιστορίες θα σκαρφίζονταν οι δημοσιογράφοι… «Αμερικανός καθηγητής πέθανε απ’ το κρύο στη Σίλε όπου τον πήγαν με αυτοκίνητο του οποίου δεν λειτουργούσε το καλοριφέρ». Ένα τέτοιας έκτασης σκάνδαλο θα προκαλούσε την παραίτηση του πρύτανη. Και τι δικαιολογία θα πρόβαλλε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ; Εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους ο θάνατος του καθηγητή. Άφησα τους δισταγμούς στην άκρη κι έβγαλα το παλτό μου. Κι ό,τι φορούσα κάτω απ’ αυτό. Πέρασα στο πίσω μέρος του κρεβατιού και όρμησα μεμιάς μέσα με τα εσώρουχά μου. Έτσι όπως μπαίνουμε να κολυμπήσουμε σε κρύα νερά. Στην αρχή ζαλίστηκα απ’ το έντονο κρύο. Νόμισα πως θα λιποθυμήσω. Έτρεμα σύγκορμη, χτυπούσαν τα δόντια μου. Κόλλησα από πίσω το σώμα μου στο σώμα του καθηγητή. Τα

φανελένια εσώρουχά του ήταν σαν ξύλο απ’ την παγωνιά. Προσπαθούσα να βγάζω ζεστό αέρα απ’ το στόμα μου. Φυσούσα κάτω απ’ την κουβέρτα προς τον σβέρκο και τους ώμους του καθηγητή. Άρχισαν να πονούν τα δόντια μου επειδή δεν μπορούσα να σταματήσω την τρεμούλα του σαγονιού μου. Ύστερα από λίγο, ευτυχώς, η κατάσταση έγινε λίγο πιο υποφερτή. Αυτό που έκανα βοήθησε να ζεσταθώ κομμάτι, αλλά ο καθηγητής ήταν ακόμη πολύ κρύος. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανήμπορος και χωρίς να ξέρει τι του συμβαίνει. Μ ήπως ήταν ήδη αργά πια; Θύμωσα με τον εαυτό μου που είχα διστάσει για τόσο μεγάλο διάστημα. Σηκώθηκα βιαστικά και γύμνωσα τον καθηγητή. Έβγαλα τη φανέλα του. Το κοκαλιάρικο κορμί του είχε γίνει μοβ. Σκέφτηκα πως η κουβέρτα δεν ήταν πολύ χοντρή. Κοίταξα τριγύρω και είδα το παλτό. Θα χρησιμοποιούσα κι αυτό για σκέπασμα. Χωρίς να χάσω χρόνο τον ξάπλωσα πάλι στα πλάγια. Πέρασα πίσω απ’ το κρεβάτι και όρμησα πάλι μέσα, σκέπασα και τους δυο μας με την κουβέρτα και με το παλτό και τυλίχτηκα πάνω του από πίσω. Τα μέρη του σώματός μου που δεν καλύπτονταν απ’ τα εσώρουχα πάγωσαν, λες και είχα αγκαλιάσει κολόνα πάγου. Ανατρίχιασα, άρχισα πάλι να τρέμω, αλλά δεν αποθαρρύνθηκα. Όσο κρύωνα, τόσο πίεζα το σώμα μου στο δικό του. Ήταν τόσο αδύνατος που ένιωθα τα κόκαλά του. Όταν ήρθαν στο μυαλό μου τα όσα έζησα τις τελευταίες μέρες, λυπήθηκα τον εαυτό μου. Πώς είχα μπλέξει τόσο άσχημα; Στη θάλασσα δεν υπήρχε ούτε καράβι ούτε κάποιο ψαροκάικο. Εξάλλου, θα ’πρεπε να ήταν τρελός όποιος σάλπαρε με τέτοια θάλασσα. Τώρα κάποιοι ψαράδες σίγουρα θα επιδιόρθωναν τα

δίχτυα τους στην αποβάθρα της πόλης, ενώ άλλοι καθισμένοι γύρω από τη σόμπα θα ρουφούσαν το ζεστό τσάι τους στο εντευκτήριο. Ή θα έπαιζαν χαρτιά στο καφενείο. Ήταν αδύνατο ο καθηγητής να έκανε σινιάλο σε κάποιον στη θάλασσα. Άρα η ιστορία δεν είχε να κάνει με κρυφές και μυστικές ενέργειες. Όμως τότε γιατί τον παρακολουθούσε η Υπηρεσία Πληροφοριών; Γιατί τους ενδιέφερε ένας κλονισμένος, ταλαιπωρημένος άνθρωπος; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Δεν είχα απαντήσεις στα ερωτήματα. Γύριζα γύρω γύρω και βρισκόμουν πάντα στο ίδιο σημείο. Κατόπιν οι αναμνήσεις απ’ τις κρύες, χειμωνιάτικες νύχτες που περάσαμε με τον Αχμέτ έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους. Αμέσως προσπάθησα να τις απομακρύνω απ’ το μυαλό μου, σαν να ήταν αμαρτωλές. Τι σχέση έχουν εκείνες οι νύχτες μ’ αυτά που ζω τώρα; Τότε, αφού ζεσταινόμασταν λιγάκι κάτω απ’ το πάπλωμα, ξεντυνόμασταν, ενώ τώρα ξεντυθήκαμε για να ζεσταθούμε. Γιατί ένιωθα την ανάγκη να δίνω τέτοιες περίεργες εξηγήσεις στον εαυτό μου; Σε λίγο συνειδητοποίησα ότι, ενώ εγώ προσπαθούσα να ζεστάνω τον καθηγητή, τελικά εκείνος με είχε παγώσει. Όλη η θερμοκρασία του σώματός μου είχε μεταφερθεί στο δικό του. Αυτό, βέβαια, ήταν καλό σημάδι· η ράχη, οι γοφοί του είχαν ζωντανέψει λιγάκι. Τυλίχτηκα πάνω του ακόμη πιο σφιχτά. Ήταν ενδιαφέρον: εκείνην τη στιγμή οι πλάτες του μου φάνηκαν παράξενα ελκυστικές. Θυμήθηκα το μυθιστόρημα του Γιασουνάρι Καβαμπάτα με τον τίτλο Τα κορίτσια που χαϊδεύονται στον ύπνο. Αλλά τα μπράτσα μου που έσφιγγαν το στήθος του, το μπρος μέρος του σώματός του, μού έλεγαν ότι μπροστά ήταν ακόμη σαν

πάγος. Μ ετά απ’ αυτό γλίστρησα πάνω απ’ το κορμί του καθηγητή και πέρασα μπροστά. Ακούμπησα την πλάτη, τους γοφούς, το πίσω μέρος των ποδιών μου που ήταν σχετικά πιο θερμά πάνω του. Τώρα είχαμε την εντελώς αντίθετη θέση σε σχέση με λίγο νωρίτερα. Αυτήν τη φορά η βουβωνική του χώρα ακουμπούσε στους γοφούς μου. Ήμασταν σαν δύο κουτάλια το ένα μέσα στο άλλο. Έκανα προσπάθειες να ζεστάνω το κάθε μέρος του σώματός του. Ύστερα από λίγο κρύωσε η πλάτη μου, ενώ ζεστάθηκε το μπροστινό μου μέρος. Άλλαξα και πάλι θέση, πέρασα πίσω του. Μ ετά πάλι μπρος. Στο μεταξύ το κρεβάτι είχε αποκτήσει μια υποφερτή θερμοκρασία. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα με τον θόρυβο της πόρτας. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο Σουλεϊμάν, μάλλον για να μου πει ότι το αμάξι επισκευάστηκε, όρμησε στο δωμάτιο. Όταν μας είδε σ’ εκείνην τη στάση, τα ’χασε· είδε τα ρούχα μας πάνω στην καρέκλα. «Φτου! Να πάρει ο διάολος!» ούρλιαξε. Προτού προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, τινάχτηκε έξω απ’ το δωμάτιο. «Ξεδιάντροποι!» άκουσα να φωνάζει στον διάδρομο. «Σουλεϊμάν!» φώναξα από πίσω του, αυτός όμως έκανε πως δεν άκουσε. Έπειτα από λίγο άκουσα το μουγκρητό της Μ ερσεντές που ξεκινούσε μπροστά απ’ το μοτέλ· ο ήχος της μηχανής ολοένα και απομακρυνόταν ώσπου χάθηκε. Έμεινα σύξυλη στο κρεβάτι. Τώρα μπορούσα να μαντέψω τι θα έλεγε στους ανθρώπους του πανεπιστημίου. Θα έπεφτε στους δικούς μου ώμους το βάρος της εξήγησης του τι δουλειά είχα στο κρεβάτι μ’ έναν ηλικιωμένο καθηγητή. Το γνώριζα ότι οι περισσότεροι δεν θα με πίστευαν, θα προτιμούσαν να πιστεύουν ότι είμαι μια διεστραμμένη που παρασύρει ηλικιωμένους άντρες

στο κρεβάτι. Τώρα όμως είχα πιο σοβαρά πράγματα να ασχοληθώ. Πώς θα γλιτώναμε από δω; Το σώμα του καθηγητή είχε κάπως ζεσταθεί κι η αναπνοή του είχε κανονικό ρυθμό. Ωστόσο δεν είχε συνέλθει τελείως. Το σωστό θα ήταν να τον μεταφέρω κατευθείαν στο νοσοκομείο. Σηκώθηκα και ντύθηκα. Τα ρούχα μού φάνηκαν παγωμένα. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν καλό σημάδι· έδειχνε ότι το σώμα μου ήταν ζεστό, ότι το κρεβάτι είχε ζεσταθεί, επομένως και το σώμα του καθηγητή. Έβγαλα απ’ την τσάντα το κινητό. Πρόσεξα ότι είχα πολλές αναπάντητες κλήσεις διότι είχα κλείσει τον ήχο. Όλες οι κλήσεις ήταν απ’ τον Κερέμ. Τον κάλεσα αμέσως. Μ ήπως του είχε συμβεί κάτι; Ήταν βλακεία που έκλεισα το κουδούνισμα του κινητού. «Πώς είσαι, Κερέμ;» ρώτησα αμέσως μόλις άκουσα τη φωνή του. «Είσαι καλά;» «Εδώ είναι» μου απάντησε ταραγμένος. «Ποιος είναι εκεί;» «Εκείνοι οι άνθρωποι». «Ποιοι άνθρωποι, Κερέμ;» «Εσύ μου μίλησες γι’ αυτούς. Εκείνοι οι τρεις τύποι». Μ ου κόπηκε η λαλιά. Οι τρεις αστυνομικοί ήταν σπίτι μου μαζί με τον γιο μου. Τι ήθελαν από μας οι καταραμένοι; Τι ήθελαν! «Είναι κι αυτός με το μουστάκι εκεί, Κερέμ;» «Ναι!» «Για δώσ’ τον μου λίγο». Όταν άκουσα τη φωνή του αστυνομικού, άρχισα να μιλώ σαν πολυβόλο. Τον ρώτησα με ποιο δικαίωμα μπήκαν στο σπίτι μου και μιλούσαν με τον γιο μου. Όταν τελείωσα, μου είπε: «Όμως εσείς δεν μας δώσατε καμιά πληροφορία. Είπαμε κι εμείς να κάνουμε μια φιλική επίσκεψη».

«Να εγκαταλείψετε αμέσως το σπίτι μου!» του είπα. «Πρώτα εξηγήστε μου: τι κάνατε;» «Τίποτα δεν κάναμε. Εγκαταλείψτε αμέσως το σπίτι μου!» «Ώστε δεν κάνατε τίποτα… Τότε τι δουλειά έχετε εκεί, στην άκρη του κόσμου;» «Πού εκεί;» «Εκεί, στη Σίλε». Σάστισα. «Πώς το ξέρετε;» «Το κινητό σας δείχνει ότι καλείτε απ’ τη Σίλε» είπε γελώντας. Τι βλάκας που είμαι. Οι άνθρωποι δουλεύουν στην Υπηρεσία Πληροφοριών· τα ξέρουν όλα. «Θέλω τον γιο μου» είπα. Ευτυχώς μου τον έδωσε. «Φοβάσαι, αγόρι μου;» «Όχι, καθόλου» είπε. «Μ πορώ να πω κιόλας πως είναι διασκεδαστικό». «Εντάξει. Εγώ είμαι κομμάτι μακριά». «Ναι, το άκουσα, στη Σίλε». «Θα σου τα εξηγήσω αργότερα. Είναι αδύνατο να έρθω, όμως θα ψάξω κάποιον να έρθει σπίτι». «Ο πατέρας μου;» Σκέφτηκα λιγάκι. «Δεν ξέρω αυτήν τη στιγμή». Κι εγώ είχα σκεφτεί πρώτα τον Αχμέτ. Ήταν πατέρας του και θα μπορούσε να αναλάβει την υπόθεση. Μ ετά όμως σκέφτηκα πόσο εγωιστής κι αφερέγγυος ήταν ο Αχμέτ και άλλαξα γνώμη. Κι αν ακόμη τηλεφωνούσα, είτε δεν θα απαντούσε είτε θα σκαρφιζόταν κάποιο ψέμα είτε δεν θα καταλάβαινε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Και, στο τέλος, θα έβρισκε άφθονο υλικό να με

κατηγορεί για μέρες. Κάλεσα τον αδελφό μου. Είχα να του μιλήσω πολύν καιρό. Απάντησε αφού χτύπησε τέσσερις φορές. «Μ άγια;» «Ναι, Νετζντέτ, εγώ είμαι». Ένιωσα να κοντοστέκεται γεμάτος απορία. «Ω! Γεια σου». «Σε κάλεσα για μια επείγουσα υπόθεση. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου». «Τι συμβαίνει;» «Είμαι στη Σίλε. Ο Κερέμ είναι μόνος σπίτι, αλλά έχουν πάει κάποιοι απ’ την Υπηρεσία Πληροφοριών». «Υπηρεσία Πληροφοριών;» «Ναι». «Αστυνομικοί ή στρατιωτικοί;» «Είναι πολιτικά ντυμένοι, δεν ξέρω». «Και τι δουλειά έχουν στο σπίτι σου;» «Θα σου τα εξηγήσω όλα, Νετζντέτ. Μ πορείς να πας τώρα σπίτι να ασχοληθείς με τον Κερέμ;» Έμεινε σιωπηλός για αρκετές στιγμές. «Έχω επισκέπτες» είπε τελικά. «Νετζντέτ!» του είπα. «Η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν καταλαβαίνεις; Στο σπίτι μου βρίσκονται άντρες απ’ την Υπηρεσία Πληροφοριών. Ποιος ξέρει πού φτάνει το νήμα αυτής της υπόθεσης». Μ ίλησα με υπονοούμενα για να τον αγγίξω. «Εντάξει» είπε. «Πηγαίνω τώρα αμέσως». Αναστέναξα με ανακούφιση. «Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου» είπα. Ήμουν έτοιμη να ξεσπάσω σε κλάματα. «Θα προσπαθήσω να ’ρθω κι εγώ» συμπλήρωσα.

«Τι θα πει “θα προσπαθήσω”; Τι κάνεις χειμωνιάτικα τέτοια ώρα στη Σίλε;» «Έχω έναν επισκέπτη απ’ την Αμερική. Ήρθαμε εδώ επειδή εκείνος ήθελε να έρθει. Όμως χάλασε το αυτοκίνητο. Αποκλειστήκαμε σ’ ένα μοτέλ της περιοχής. Εδώ δεν υπάρχει κανείς». «Τότε να στείλω κάποιον να σας πάρει από κει». «Σ’ ευχαριστώ πολύ, αδελφέ μου. Είσαι κάτι σαν άγγελος σωτηρίας. Βρισκόμαστε σ’ ένα μοτέλ που λέγεται Black Sea». «Μ ην ανησυχείς, θα το βρουν. Θα δώσω και τον αριθμό του κινητού σου». Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, πήγα κοντά στον καθηγητή με σκοπό να τον ξυπνήσω. Κοιμόταν βαθιά, σκεπασμένος με την κουβέρτα και το παλτό του. Το χρώμα του είχε επιστρέψει, το σώμα του είχε ζεσταθεί, άραγε σε τι κατάσταση να ήταν οι πνεύμονές του; Τον έσπρωξα ελαφρά. «Καθηγητά, είστε καλά; Θα μπορέσετε να σηκωθείτε;» ρώτησα. Άνοιξε για λίγο τα μάτια του και μετά τα ξανάκλεισε. Ταυτόχρονα έβγαλε το χέρι του που ήταν σκεπασμένο με την κουβέρτα κι έπιασε το δικό μου. Άρχισε και πάλι να μιλά ακατάληπτα όπως στην παραλία. «Το σουτούμα ήρθε, το σουτούμα στάθηκε, η Νάντια, το σουτούμα πέταξε…» «Καθηγητά, με ακούτε; Ποιος ήρθε; Τι είναι το σουτούμα; Θα μπορέσετε να σηκωθείτε;» Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Αυτήν τη φορά τα κράτησε για λίγο ανοιχτά. Κοίταξε γύρω του απορημένος. «Πού είμαστε;» ρώτησε. Άρχισε να τρέμει. Τα δόντια του χτυπούσαν.

«Είμαστε ακόμη στην παραλία. Ή καλύτερα στο μοτέλ κοντά στην παραλία. Χάσατε τις αισθήσεις σας απ’ το πολύ κρύο. Σας έφερα εδώ. Σε λίγο θα έρθουν να μας πάρουν. Παρακαλώ, ντυθείτε, κύριε καθηγητά». Τότε συνειδητοποίησε απορημένος ότι ήταν γυμνός. Καθώς ντυνόταν αργά αργά, με κοίταζε γεμάτος ερωτηματικά. «Ναι, κύριε καθηγητά. Εγώ σας ξέντυσα και σας έβαλα στο κρεβάτι» είπα. «Έπρεπε να κάνω κάτι για να σας σώσω τη ζωή». «Σαν τι;» Αμέσως μετά, δίχως να περιμένει απάντηση, συνέχισε με αδύναμη φωνή. «Σας ευχαριστώ». Τον βοήθησα να ντυθεί. Μ ετά τον βοήθησα να περπατήσει –ή πιο σωστά σχεδόν τον κουβάλησα– και κατεβήκαμε τις σκάλες. Το παιδί είχε ανάψει μια μικρή φωτιά κοντά στην πόρτα στην οποία άπλωνε τα χέρια του για να τα ζεστάνει. Μ όλις μας είδε, ανασηκώθηκε. Καθώς προχωρούσαμε προς τη φωτιά, διέκρινα ένα σκούρο αυτοκίνητο να έρχεται με ταχύτητα και να σταματά μπροστά στο μοτέλ. Ένας άντρας κατέβηκε και μας πλησίασε. «Μ άγια χανούμ;» «Μ άλιστα;» «Ήρθαμε να σας πάρουμε». Στο μεταξύ ήρθε κοντά μας κι ο οδηγός. «Τι γρήγορα που φτάσατε!» είπα. «Εγώ φανταζόμουν πως θα κάνατε τουλάχιστον δύο ώρες για να έρθετε απ’ την Ιστανμπούλ». «Μ α δεν ήρθαμε απ’ την Ιστανμπούλ» είπε αυτός που κατέβηκε πρώτος. «Ερχόμαστε από πολύ κοντά για να εκτελέσουμε την επιθυμία του συνταγματάρχη μας». Τους ευχαρίστησα. Μ ετά, με τη βοήθειά τους, καθίσαμε τον

καθηγητή στο αυτοκίνητο. «Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε ο καθηγητής. «Ήρθαν να μας βοηθήσουν. Θα μας οδηγήσουν στην Ιστανμπούλ». «Τι έγινε με τη Μ ερσεντές;» «Έπαθε βλάβη, κύριε καθηγητά. Γι’ αυτό θα πάμε με άλλο αμάξι· μην ανησυχείτε». Μ όλις ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, θυμήθηκα το παιδί. Κατέβηκα απ’ το αμάξι, πήγα κοντά στο παιδί και ρώτησα τι χρωστούσα για το δωμάτιο. «Δεν ξέρω» απάντησε. Του έδωσα πενήντα εκατομμύρια. Επέστρεψα στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν πολύ ζεστό. Εδώ και πολλές ώρες είχαμε να νιώσουμε τέτοια ζέστη. Κοίταξα τον καθηγητή· είχε βυθιστεί και πάλι στον ύπνο. Στήριξα το κεφάλι στο παράθυρο του αυτοκινήτου και άρχισα να συλλογιέμαι τα όσα είχα ζήσει αυτή την ασυνήθιστη ημέρα. Ο αδελφός μου θα πρέπει τώρα να είναι σπίτι. Είναι ικανός άνθρωπος, πιστεύω πως θα τα έχει τακτοποιήσει όλα. Για ένα παιδί θα πρέπει να είναι πολύ περίεργο να μην μπορεί να καλέσει τον πατέρα του για βοήθεια όταν έχει κάποιο πρόβλημα, σκέφτηκα. Σε τέτοιες περιπτώσεις καλείς τον πατέρα και όχι τον θείο. Όσοι όμως γνωρίζουν τον Αχμέτ, θα καταλάβουν αμέσως γιατί δεν του τηλεφώνησα. Ο πρώην σύζυγός μου έχει καλή εμφάνιση, με λεπτά, καστανά μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο και ψηλό ανάστημα. Γενικά ωραίος άντρας. Ωστόσο η φοβισμένη, καχύποπτη έκφραση του προσώπου του, που αντανακλούσε τον εσωτερικό του κόσμο, αρκούσε να μηδενίσει όλη του την ελκυστικότητα. Δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αυτό ίσως να ήταν το αποτέλεσμα της υπερβολικά

ισχυρής προσωπικότητας του πατέρα του. Ο πρώην πεθερός μου ήταν ένας λίγο πολύ γνωστός σ’ όλη τη χώρα εθνικιστής πολιτικός. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στο να αποδείξει ότι οι πρόγονοί μας, που ήρθαν στην Ανατολία απ’ την κεντρική Ασία, ήταν ο πιο σπουδαίος και ηρωικός λαός του κόσμου. Ανήκε στους κύκλους που υποστήριζαν τον γερμανικό Ναζισμό. Πιθανότατα η ισχυρή προσωπικότητά του να είχε προκαλέσει μεγάλη ζημιά στον γιο του. Διότι ο Αχμέτ ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να αναλάβει κανένα ρίσκο, που προσπαθούσε να βγάλει έξω την ουρά του από κάθε επεισόδιο, που δεν μπορούσε να φροντίσει μια γυναίκα, ένα παιδί, έναν φίλο, έτοιμος να προδώσει τους πάντες, κοντολογίς ένα ασπόνδυλο. Λιγάκι να αγρίευες, αμέσως μαζευτόταν· ενώ, αν έκανες κάποια παραχώρηση, ζητούσε και τα ρέστα. Η καχυποψία και η κουτοπονηριά που εξέπεμπαν τα μάτια του, τα τοποθετημένα από τη φύση τόσο κοντά το ένα στο άλλο, αποκάλυπταν καθαρά αυτή την προσωπικότητα. Ήμουν κουρασμένη, η μέρα ήταν ατελείωτη. Το μόνο που λαχταρούσα ήταν να φτάσω σπίτι, να σφιχταγκαλιάσω τον Κερέμ και να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Τα πράγματα είχαν πάει πολύ στραβά. Ο Σουλεϊμάν… Ουφ! Δεν είχα κουράγιο γι’ αυτές τις σκέψεις. Έβγαλα το κινητό μου, κάλεσα τη φίλη μου τη Φιλίζ που ήταν γιατρός στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Τσάπα. Της είπα ότι ο καλεσμένος του πρύτανη, ο φιλοξενούμενος καθηγητής υπέστη σοβαρή υποθερμία και ότι πιθανότατα να χρειαζόταν νοσηλεία. Ήταν πολύ εύκολο σ’ αυτή την ηλικία να πάθει πνευμονία. Η Φιλίζ με συμβούλευσε να τον πάω κατευθείαν στο νοσοκομείο. Εκείνη δεν ήταν εκεί, αλλά θα τηλεφωνούσε στον συνάδελφό της που είχε βάρδια εκείνη την ώρα για να τον

ενημερώσει. Έπειτα από λίγο ξύπνησα τον καθηγητή. «Σε λίγο θα φτάσουμε στην Ιστανμπούλ» είπα. «Αυτοί οι κύριοι θα σας πάνε στο νοσοκομείο». «Στο νοσοκομείο;» «Μ άλιστα. Έχετε υποστεί σοβαρή υποθερμία. Θα πρέπει να ρίξουν μια ματιά στους πνεύμονές σας». «Κι εσείς;» «Θα πάω σπίτι. Νιώθω τελείως εξαντλημένη. Αύριο θα περάσω να σας δω». «Ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι;» Ήμουν έτοιμη να απαντήσω, αλλά με πρόλαβε ο άντρας που καθόταν δίπλα στον οδηγό. «Μ ην ανησυχείτε, καθηγητά. Είμαστε φίλοι» είπε σε καλά αγγλικά. Επειδή ήταν στον δρόμο μας, περάσαμε πρώτα απ’ το σπίτι μου. Πλησίασα στο αυτί του καθηγητή και ρώτησα όσο πιο χαμηλόφωνα γινόταν: «Καθηγητά, ποιος είναι ο Σουτουούμα;». Μ ε κοίταξε μ’ ένα βλέμμα σαν να μην κατάλαβε τίποτα. Πρόσεξα πως με δυσκολία κρατούσε μισάνοιχτα τα μάτια του. Επέμεινα όμως λίγο. Τον έσπρωξα κιόλας ελαφρά για να τον εμποδίσω να ξανακοιμηθεί. Επανέλαβα τις ακατάληπτες λέξεις, όσο τις θυμόμουν, και διατύπωσα ξανά την ερώτησή μου: «Καθηγητά, ποιος είναι ο Σουτουούμα;» Τα χείλη του απλώθηκαν λιγάκι. Δεν κατάλαβα αν αυτό αποτελούσε χαμόγελο ή έκφραση πόνου. Ένα μουρμουρητό χύθηκε απ’ τα χείλη του. «Είναι το όνομα ενός πλοίου. Ερχόταν απ’ τη Ρουμανία…» Το αμάξι σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην πόρτα μου λες και

είχαν ξανάρθει πολλές φορές προηγουμένως. Ευχαρίστησα τους ανθρώπους και κατέβηκα. Μ ε την άκρη του ματιού είδα τον καθηγητή να κοιμάται και πάλι. Οι άντρες ήταν πολύ ευγενικοί. Ο ένας κατέβηκε και μου άνοιξε την πόρτα. Όταν μπήκα στο διαμέρισμα, με περίμενε μια έκπληξη. Δεν βρήκα ούτε τους άντρες της Υπηρεσίας Πληροφοριών ούτε τον αδελφό μου. Ενώ ο Κερέμ ήταν ζωηρός και χαρούμενος. Είχα πάρα πολύ καιρό να τον δω έτσι. Μ ου χαμογελούσε κρατώντας στα χέρια μια τεράστια σακούλα με πατατάκια. Ήταν τόσο χαρούμενος που δεν έφερε αντίσταση όταν τον αγκάλιασα. «Πού είναι ο θείος σου;» «Έφυγε. Θέλει να του τηλεφωνήσεις αύριο». «Και οι άλλοι;» «Ο θείος μίλησε λιγάκι μαζί τους. Δεν μπόρεσα να ακούσω τι έλεγαν. Ύστερα έφυγαν. Ο θείος μού είπε πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ και ότι θα ’ρχόσουν σύντομα. Μ ετά έφυγε. Τι συμβαίνει, μητέρα; Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι;» «Θα σε πείραζε να τα λέγαμε αύριο; Είμαι πεθαμένη στην κούραση. Για δώσε λιγάκι αυτήν τη σακούλα με τα πατατάκια». Είχε περάσει ένα εικοσιτετράωρο χωρίς να φάω τίποτα. Πονούσε η κοιλιά μου απ’ την πείνα. Ο Κερέμ με κοίταζε απορημένος καθώς καταβρόχθιζα τα πατατάκια – που άλλες φορές τού τα έπαιρνα απ’ τα χέρια λέγοντας ότι είναι βλαβερά για την υγεία. Γέμιζα τις χούφτες και τα έτρωγα. Ήταν πολύ νόστιμα· μου φάνηκε πως ποτέ στη ζωή μου δεν είχα φάει κάτι τόσο νόστιμο. «Μ ητέρα, άφησε και μερικά για μένα» είπε γελώντας ο Κερέμ. «Μ ε συγχωρείς» είπα με γεμάτο στόμα. «Αυτήν τη φορά δεν γίνεται». Μ ετά πήγα στο μπάνιο. Έμεινα αρκετή ώρα κάτω απ’ το ζεστό νερό. Έλουσα τα μαλλιά μου. Μ ετά καθάρισα τον καθρέφτη απ’

τους ατμούς και στάθηκα για ένα διάστημα μπροστά του. Άλειψα τα χείλη μου με το κραγιόν για τα σκασμένα χείλη· έβαλα άφθονη ενυδατική κρέμα στο πρόσωπο και στον λαιμό που είχαν καταταλαιπωρηθεί από το κρύο. Η επιδερμίδα μου απορρόφησε αμέσως την κρέμα. Τυλίχτηκα στο μπουρνούζι μου και πήγα κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο. Προτού με πάρει ο ύπνος, σκέφτηκα τον καθηγητή. Το αδύνατο κορμί του θα άντεχε άραγε τη σημερινή ταλαιπωρία; Πόσο αδύνατος ήταν! Ακόμη ένιωθα τα κρύα του κόκαλα στο σώμα μου. Κοιμήθηκα μέχρι το πρωί έναν βαθύ ύπνο δίχως διακοπές.

7

ΗΤΑΝ ΕΠΤΑ Η ΩΡΑ

όταν ξύπνησα το πρωί. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα δει κανένα όνειρο. Μ ου είχε κάνει καλό το ότι κοιμήθηκα νωρίς και χωρίς διακοπή. Πεινούσα πάρα πολύ. Όπως έλεγε ο Κερέμ, “Θα μπορούσα να φάω ένα ολόκληρο άλογο”. Αισθανόμουν καλά όχι μόνο επειδή ξεκουράστηκα, αλλά απ’ όλες τις απόψεις. Ένιωθα ευτυχισμένη χωρίς να ξέρω τον λόγο. Σαν να είχε φύγει ένα βάρος από επάνω μου. Και όμως δεν υπήρχε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να χαίρομαι. Το αντίθετο μάλιστα. Ποιος ξέρει με ποιον τρόπο ο Σουλεϊμάν θα έσκαβε τον λάκκο μου στο πανεπιστήμιο. Οι παχιές, ηλικιωμένες κυρίες που δούλευαν στη γραμματεία, οι οποίες ποτέ δεν με είχαν συμπαθήσει, θα με κουτσομπόλευαν ψιθυριστά. “Μ α ήταν εντελώς γυμνοί;” “Ώστε μπορεί να τα καταφέρει ένας τόσο ηλικιωμένος άντρας…” “Ε, δηλαδή, μπράβο του!” “Άλλωστε αυτή η κοπέλα ποτέ δεν μου γέμιζε το μάτι…” “Η ψηλομύτα που περνούσε φιγουράτη από μπροστά μας και

πήγαινε κατευθείαν στον πρύτανη σαν να μην υπήρχαμε εμείς…” “Ήταν, λέει, απόφοιτος του πανεπιστημίου, το πουλάκι μου, γι’ αυτό μας έκανε την καμπόση…” “Μ ια κοκότα με τα όλα της…” “Δήθεν τα αγγλικά της ήταν πολύ καλά και διάβαζε πολύ…” “Γι’ αυτό δεν την άντεξε ο άντρας της και σηκώθηκε κι έφυγε…” “Αναρωτιέμαι πώς έχει τόσο καλές σχέσεις με τον πρύτανη…” “Δεν την απασχολεί το ωράριο, όποια ώρα κι αν είναι σηκώνεται και φεύγει!” “Λέει πως δεν της αρέσουν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε”. “Δεν παρακολουθεί τη μόδα, λέει, αλλά πώς καταφέρνει να έρχεται έτσι στολισμένη κάθε μέρα;” “Να τη δείτε πώς ντύνεται όταν πρόκειται να υποδεχθεί κάποιον ξένο…” “Ακόμη κι όταν ο φιλοξενούμενος είναι ενενηντάρης!” Οι κυράδες θα ρουφούσαν με περισσότερο κέφι το πρωινό τους τσάι. Ο καθηγητής βρισκόταν στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας Πληροφοριών είχαν μπουκάρει στο σπίτι μου, ήμουν στο κέντρο ανεξήγητων γεγονότων και παρ’ όλα αυτά ένιωθα μέσα μου γαλήνη. Πιθανώς το υποσυνείδητό μου, κουρασμένο απ’ την καθημερινότητα και τη δίχως νόημα ζωή, να ζωντάνεψε με τις απρόσμενες συγκινήσεις και να μπόλιαζε τον οργανισμό μου με ενδορφίνες και σεροτονίνη. Μ ου ήταν ευχάριστο να βλέπω το ίδιο πράγμα να συμβαίνει και με τον Κερέμ. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια παρατήρησα τα λακκάκια στα μάγουλά του. Πήγα στην κουζίνα. Έβαλα στη μικρή τσαγιέρα το αγαπημένο μου τσάι, το Earl Grey. Έβαλα την τσαγιέρα στη φωτιά. Από το ψυγείο πήρα τέσσερα αυγά και σουτζούκι Καισαρείας. Έστρωσα

στο τηγάνι μερικές φέτες σουτζουκιού και το άφησα σε χαμηλή φωτιά. Λάδι δεν έβαλα διότι το λίπος του σουτζουκιού ήταν αρκετό. Στο μεταξύ, μόλις το νερό της μεγάλης τσαγιέρας ήταν έτοιμο να βράσει, το άδειασα στη μικρή τσαγιέρα. Αυτό ήταν ένα μυστικό της τέχνης του ψησίματος τσαγιού που το έμαθα από τη γιαγιά μου. Το νερό έπρεπε να ζεσταθεί, αλλά να μη βράσει, αλλιώς θα έχανε το οξυγόνο του. Σε κάποιο ντοκιμαντέρ είχα δει τους Βερβερίνους να χύνουν το τσάι στο ποτήρι από πολύ ψηλά. Ρώτησα τη γιαγιά γιατί το κάνουν. Δεν ήξερε. Αργότερα συμπέρανα ότι η παράδοση αυτή, που υπήρχε και στους Άραβες, γινόταν για να αποκτήσει το νερό οξυγόνο. Κάτι παρόμοιο γινόταν και με το κρασί όταν το έχυναν από το βαρέλι σε κάποιο άλλο σκεύος. Σε λίγο το σουτζούκι άρχισε να τσιτσιρίζει στο τηγάνι. Μ ια μυρωδιά που σου άνοιγε την όρεξη γέμισε την κουζίνα. Έσπασα τα αυγά πάνω στο σουτζούκι. Το λευκό των αυγών απλώθηκε στο τηγάνι, όμως ο κρόκος παρέμεινε σφιχτός σαν μπάλα. Η μυρωδιά έγινε ακόμη πιο ερεθιστική. Γέμισα δυο φλιτζάνια τσάι και τα πήγα στο τραπέζι. Μ ετά, πήρα το τηγάνι όπως ήταν και πήγα στο δωμάτιο του Κερέμ. Το όμορφό του πρόσωπο είχε μια αθώα έκφραση. «Κακόμοιρο, γλυκό μου παιδάκι» σκέφτηκα και του ’δωσα ένα φιλάκι. Όμως αυτό που τον ξύπνησε ήταν η πικάντικη μυρωδιά που ανέδιδε το τηγάνι. Μ ύρισε δυο φορές τον αέρα και μετά σήκωσε αργά αργά τα βλέφαρά του. «Μ αμά!» είπε και ανασηκώθηκε στηριζόμενος στους αγκώνες. «Εμπρός!» του είπα. «Αυγά με σουτζούκι για τα πατατάκια που μου χάρισες χτες. Πλύνε το πρόσωπο κι έλα αμέσως· να μην κρυώσουν». Οι καλές μας σχέσεις θα πρέπει να ήταν η κύρια αιτία που

ένιωθα ευτυχισμένη τις τελευταίες μέρες. Γιατί λες και ένα βουνό πλάκωνε συνήθως την καρδιά μου όποτε σκεφτόμουν τον Κερέμ. Θα έκανα τα πάντα για να τον βλέπω έτσι χαρούμενο· πάντως αυτό που δεν κατάφεραν να πετύχουν οι γιατροί κι οι ψυχολόγοι το είχαν καταφέρει ο καθηγητής και τα βάσανα που μου είχε προξενήσει. Ακόμη και μόνο γι’ αυτό ένιωθα ευγνωμοσύνη στον καθηγητή. Άραγε πώς να ήταν αυτή την ώρα. Θα κατάφερνε να ξεπεράσει σώος και αβλαβής τη δυσάρεστη περιπέτεια; Εκείνη την ημέρα φάγαμε με τον γιο μου το πιο χαρούμενο πρωινό. «Οι άνθρωποι απόρησαν, μητέρα» μου εξηγούσε ενθουσιασμένος. «Δεν φοβήθηκα καθόλου. Όταν τους είδα, είπα “Α, εσείς είστε οι άνθρωποι που παρακολουθείτε τη μητέρα μου. Περάστε μέσα!”. Κοιτάχτηκαν πρώτα απορημένοι και μετά μπήκαν μέσα». Από τη μια έτρωγε με όρεξη κι από την άλλη συνέχιζε να διηγείται. «Μ ε ρώτησαν αν μπορούν να ρίξουν μια ματιά στο σπίτι. “Έχετε ένταλμα απ’ τον εισαγγελέα;” τους ρώτησα. “Πού το ξέρεις εσύ αυτό;” με ρώτησαν. “Απ’ τη σειρά Ally M cBeal και από το CSI M iami” τους είπα. Έβαλαν τα γέλια κουνώντας δεξιά αριστερά το κεφάλι. Γέλασα τότε κι εγώ. “Μ πορείτε να ψάξετε όπου θέλετε, εμείς δεν έχουμε κρυμμένα πράγματα” είπα». Όταν έβλεπα να ξεχνάει το φαγητό του, τον προειδοποιούσα: «Τρώγε, γιατί θα κρυώσει». Έριχνε δυο μπουκιές βιαστικά στο στόμα και συνέχιζε. «Πάντως η πλάκα άρχισε ύστερα από λίγο. “Ο υπολογιστής είναι δικός σου ή της μητέρας σου” με ρώτησαν. “Δικός μου” είπα. Τότε τον προσπέρασαν, θα νόμισαν ότι τον έχω μόνο για να παίζω.

“Κάνω μια σημαντική έρευνα” τους είπα. “Για ποιο θέμα;” με ρώτησαν σε ειρωνικό τόνο. “Για την περίοδο των Γερμανών και Εβραίων καθηγητών και ιδιαίτερα για τον Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ” είπα. Και πάλι σάστισαν· και πάλι κοιτάχτηκαν με απορία. “Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;” με ρώτησε ο τύπος με το μουστάκι. “Μ ου το ζήτησε η μητέρα μου” του απάντησα. Μ ετά ακολούθησε το τηλεφώνημά σου και ύστερα από λίγο ήρθε ο θείος μου. Οι τύποι, όταν είδαν τον θείο, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Ήταν τέλειο το χτεσινό μου βράδυ. Τι να σου πω… Θαρρείς πως έβλεπα ταινία…» Η ματιά μου έπεσε στο χνούδι που είχε αρχίσει να εμφανίζεται πάνω απ’ το άνω χείλος του. Μ ετά κοίταξα το πρόσωπό του. Τα πυκνά μαύρα φρύδια και τα σκούρο λαδί μάτια θύμιζαν τόσο πολύ τη γιαγιά μου! «Εντάξει» του είπα. «Τι βρήκες στο διαδίκτυο;» «Και τι δεν βρήκα!» απάντησε. «Ο καθηγητής σου είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που το ’σκασαν απ’ τη Γερμανία κι ήρθαν στην Τουρκία». «Αυτό το ξέρω. Άλλο;» «Βρήκα ένα σωρό έγγραφα. Επειδή έχουν παλιές ημερομηνίες δεν τα καταλαβαίνω· τυπώνω από ένα αντίγραφο και τα συγκεντρώνω. Θα σου ετοιμάσω ένα ντοσιέ να τα κοιτάξεις το βράδυ». «Εντάξει, θα τα κοιτάξω» είπα. «Στο μεταξύ θέλω να ψάξεις και κάτι ακόμα. Ένα πλοίο με το όνομα “Σουτουούμα” ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων». «Μ α, μητέρα, χρειάζομαι κι άλλες πληροφορίες για να μπορέσω να το ψάξω». «Δεν έχω άλλες πληροφορίες. Α, τώρα θυμήθηκα. Γνωρίζω ότι το πλοίο ήρθε απ’ τη Ρουμανία».

«Ένα πλοίο που ήρθε απ’ τη Ρουμανία… Σουμούτα είπες;» «Ακριβώς δεν το ξέρω ούτε εγώ. Μ ου φαίνεται πως είναι Σουτουούμα». Επανέλαβε τη λέξη για να την αποστηθίσει. Τον φίλησα, του φόρεσα το μπουφάν και έδεσα σφιχτά στον λαιμό του το κασκόλ, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του. Έβαλα στην τσέπη του δύο εκατομμύρια λίρες και τον ξεπροβόδισα για το σχολείο. Συμμάζεψα το τραπέζι κι έβαλα τα χρησιμοποιημένα πιάτα στο πλυντήριο πιάτων. Τα είχαμε καθαρίσει τόσο καλά με το ψωμί μας που δεν χρειάστηκε να τα ξεπλύνω. Άνοιξα το παράθυρο για να αερίσω λιγάκι το διαμέρισμα. Φρέσκος, κρύος αέρας όρμησε μέσα. Τέντωσα το κεφάλι έξω απ’ το παράθυρο. Έκανε και πάλι κρύο, αλλά δεν είχε καμία σχέση με το χτεσινό· σήμερα το κρύο ήταν πιο μαλακό. Ίσως το χιόνι να έκανε το κρύο ηπιότερο. «Μ ακάρι να πηγαίναμε σήμερα στη Σίλε, καθηγητά» ψιθύρισα στον εαυτό μου. «Διάλεξες την πιο κρύα μέρα του χρόνου· ταλαιπώρησες τον εαυτό σου, αλλά κι εμένα». Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Ζήτησα τη γιατρό Φιλίζ Ούναλντι. Ήξερα ότι οι γιατροί κατά τις ώρες εργασίας έκλειναν το κινητό τους. Τουλάχιστο η Φιλίζ το έκλεινε. Μ ετά από δυο τρεις προσπάθειες κατάφεραν να βρουν τη Φιλίζ. «Σε τι κατάσταση βρίσκεται;» ρώτησα. «Βρε Μ άγια, έναν ζωντανό-νεκρό μάς έφερες, κορίτσι μου. Θα έπρεπε προ πολλού να είχε πάει στον Άλλο Κόσμο, αλλά καθώς φαίνεται έχει γερή κράση. Αντέχει ακόμη». «Τι έχει;» «Μ πορεί να είναι πνευμονία. Γίνονται εξετάσεις. Το ότι υπέστη τόσο έντονη υποθερμία μπορεί να προκάλεσε βλάβη σε καίρια όργανα. Γι’ αυτό εξετάζονται ένα ένα από ειδικές ομάδες γιατρών.

Τώρα εξετάζεται από τους λοιμωξιολόγους». «Σ’ ευχαριστώ, Φιλίζ. Ο καθηγητής είναι ένας αξιόλογος επιστήμονας και καλεσμένος του πρύτανη… Γι’ αυτό…» «Το ξέρω» είπε η Φιλίζ διακόπτοντάς με. «Βρε παιδί μου, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, τι ωραίος άντρας είναι. Θαρρείς πως είναι ηθοποιός. Ποιος ξέρει πώς να ήταν νέος…» «Βλέπω εντυπωσιάστηκες πολύ, φιλενάδα». «Μ α τι λες; Ας τον χαίρονται οι δικοί του». «Τέλος πάντων. Θα περάσω να σε δω. Σε φιλώ» Η Φιλίζ έκλεισε τη συνομιλία μ’ εκείνη την εκνευριστική έκφραση: «Άντε, bye!». Πολλοί άνθρωποι έκαναν το ίδιο στις μέρες μας. Οι αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές είχαν αρνητικές επιδράσεις. Μ ια άλλη τέτοια έκφραση ήταν το “Πρόσεχε τον εαυτό σου”. Προφανώς ήταν η μετάφραση της αγγλικής έκφρασης “Take care yourself”. Πολλοί νεαροί, όταν έκλειναν το τηλέφωνο, έλεγαν «Θα σε πάρω πίσω». Δηλαδή: «I’ll call you back!». Όταν αντιδρούσα σε τέτοιου είδους ομιλίες, οι τριγύρω με κοιτούσαν σαν να ήμουν καμιά παράξενη, λες και αυτές οι εκφράσεις ήταν κάτι συνηθισμένο κι εγώ προσπαθούσα να κάνω τη διαφορετική. Το περασμένο καλοκαίρι ο Κερέμ είχε πει στον παππού του «Παππού, πρόσεχε τον εαυτό σου». Εκείνος σαστισμένος του είπε «Δεν έχω κάποιο πρόβλημα, αγόρι μου, μην ανησυχείς, προσέχω». Ήταν πράγματι αλήθεια ότι φρόντιζε τον εαυτό του. Η μητέρα κι ο πατέρας μου κάθε πρωί έκαναν περίπατο στην παραλία, έτρωγαν άφθονο ψάρι και φρέσκα λαχανικά που αγόραζαν απ’ την αγορά του Μ πόντρουμ, κοιμόντουσαν τουλάχιστον μισή ώρα μετά

το μεσημεριανό γεύμα και σ’ εκείνη την παραδεισένια φύση επωφελούνταν απ’ όλα τα καλά που προσέφερε το Αιγαίο. Εν συντομία, ζούσαν μια ζηλευτή ζωή. Ακόμη κι οι πλουσιότεροι των μεγαλουπόλεων δεν θα μπορούσαν να χαρούν μια ζωή με τόσο υψηλές προδιαγραφές. Διότι τα λεφτά δεν αρκούσαν για εκείνον τον αέρα, τη μυρωδιά της θάλασσας, τα τρόφιμα. Η πόλη αυτή, εξάλλου, ήταν ευεργετική και για τη ρευματοπάθεια της μητέρας. Παρότι ήταν παραλιακή πόλη, δεν είχε υγρασία. Ο περίφημος άνεμος των Κυκλάδων, ο οποίος στα βιβλία παρουσιάζεται με την εικόνα του Δία που φυσά, παρασύρει την υγρασία καθιστώντας το κλίμα ξερό. Μ ε δυο λόγια η ζωή των γονιών μου ήταν υπέροχη. Κάθε καλοκαίρι μαζί με τον Κερέμ τούς επισκεπτόμασταν για να περάσουμε τις διακοπές μας που διαρκούσαν έναν μήνα. Για ένα διάστημα με απασχόλησε η σκέψη μήπως ήταν καλύτερα να γράψω τον Κερέμ σ’ ένα απ’ τα σχολεία αυτής της πόλης. Η Φιλίζ και διάφοροι άλλοι φίλοι με απέτρεψαν. Διότι η πόλη αυτή είχε και μία άλλη όψη που δεν ταίριαζε σ’ ένα παιδί που ήταν στην ηλικία της εφηβείας. Η τρελή νυχτερινή ζωή που έγινε η αιτία να αποκαλούν το Μ πόντρουμ “Bedroom”, τα αχαλίνωτα πάρτι στα νυχτερινά κέντρα, η διάδοση των ναρκωτικών και τα σοκάκια όπου σχεδόν κανείς δεν τολμά να πατήσει το πόδι του δεν ήταν το κατάλληλο περιβάλλον να μεγαλώσει ένα παιδί. Η περιοχή Γκιουμπέτ όπου ζούσαν οι γονείς μου ήταν διάσημη για τα νυχτερινά της κέντρα. Τουριστικά πρακτορεία έφερναν χιλιάδες νέους απ’ τη Βρετανία, οι οποίοι έπιναν συνεχώς νύχτα μέρα και κοιμόντουσαν στους δρόμους για μια εβδομάδα και στο τέλος τούς μετέφεραν πάλι πίσω, χωρίς να έχουν δει στο μεταξύ ούτε το κέντρο της πόλης. Καθώς το σπίτι αεριζόταν, έβγαλα απ’ την ντουλάπα το μπλε

ταγέρ και μια μεταξωτή, άσπρη μπλούζα. Έβαψα ελαφρά τα βλέφαρα με μοβ χρώμα και τόνισα τις βλεφαρίδες με μάσκαρα. Ολοκλήρωσα την εμφάνισή μου με λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη. Φόρεσα τα πιο ψηλοτάκουνα παπούτσια. Προετοιμαζόμουν σαν πολεμιστής, γιατί οι επόμενες μέρες θα ήταν πραγματικές μέρες πολέμου. Ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω κακούς ανθρώπους. Πρώτα πήγα στο στρατόπεδο του Μ άσλακ. Είπα στον φύλακα της εισόδου ότι θέλω να συναντήσω τον συνταγματάρχη Νετζντέτ Ντουράν. «Σας περιμένει;» ρώτησε ο φύλακας. «Ναι, είμαι η αδελφή του». Μ ου συμπεριφέρθηκε με σεβασμό, αλλά φρόντισε πρώτα να ρωτήσει απ’ το εσωτερικό τηλέφωνο. «Περιμένετε λίγο. Θα έρθουν αμέσως να σας παραλάβουν». Όσο περίμενα, χάζεψα το καλοσχεδιασμένο πάρκο, τα ωραία κτίρια, τους πεντακάθαρους δρόμους, τους στρατιώτες που πήγαιναν με “βήμα”. Όλοι είχαν το ίδιο ανάστημα και οι κινήσεις τους δεν έχαναν ούτε χιλιοστό, λες και ολόκληρο το άγημα ήταν ένας και μόνο άνθρωπος. Αναρωτήθηκα πόσες ώρες εξάσκησης έκρυβε αυτός ο τέλειος βηματισμός. Έτσι γίνονταν οι στρατιώτες με τη φοβερή πειθαρχία του τρίτου μεγαλύτερου στρατού στον κόσμο. Όχι μονάχα στους επαγγελματίες οπλίτες, αλλά και σε αυτούς που καλούνταν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία δίδασκαν ότι σημαντικότερη και από τη σκέψη ήταν η υπακοή. Ο στόχος ήταν να δημιουργήσουν ανθρώπους που θα είχαν όχι μονάχα ίδιο βηματισμό, αλλά και ίδιο τρόπο ομιλίας και σκέψης. Επομένως, επειδή όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, η αξία του καθενός εξαρτάται από τα σύμβολα

που φέρουν στους ώμους ή στα μπράτσα. Κατά κάποιον τρόπο, σ’ αυτήν τη μηχανή που λέγεται στρατός από τη μια πλευρά έμπαινε άνθρωπος και από την άλλη έβγαινε στρατιώτης. Επειδή οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις είχαν κτιστεί σε κεντρικά σημεία της πόλης, που ήταν και τα ομορφότερα, είχα έρθει εδώ με μεγάλη ευκολία. Δίπλα από το ξενοδοχείο Χίλτον, το οποίο είναι ένα από τα ομορφότερα κτίρια της πόλης, υψώνεται ένα ίσως ακόμη ομορφότερο κτίριο, που είναι η λέσχη των αξιωματικών. Ο Βόσπορος και οι παραλίες της θάλασσας του Μ αρμαρά ήταν γεμάτοι με στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία και εστιατόρια του στρατού. Μ έσα στις απέραντες στρατιωτικές λέσχες υπήρχαν πολυτελέστατες βίλες συνταξιούχων υψηλόβαθμων αξιωματικών, ξενοδοχεία πέντε αστέρων, εστιατόρια. Απ’ όσο γνώριζα από τον αδελφό μου, όλα αυτά τα μέρη ήταν πολύ φτηνά. Απαγορευόταν η είσοδος στους πολίτες που δεν είχαν συγγενή αξιωματικό. Ο αδελφός μου είχε δίκιο που προσπαθούσε τόσο πολύ να γίνει στρατηγός. Διότι, έτσι και αποκτούσε αυτό το αξίωμα, θα αποκτούσε ταυτόχρονα και μια ζωή υψηλών προδιαγραφών. Σε λίγο ήρθε ένας πολύ ευγενικός στρατιώτης και με οδήγησε σ’ ένα από τα κτίρια. Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο. Οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι με αξιωματικούς όλων των βαθμών. Δεν ξέρω αν τους επέλεγαν με μεγάλη προσοχή ή αν οφειλόταν στη στολή, πάντως όλοι είχαν εξαιρετική εμφάνιση. Ίσως γι’ αυτό οι στρατοί όλου του κόσμου έδιναν τόσο μεγάλη σημασία στη στολή. Θυμήθηκα τα δερμάτινα ρούχα των Ναζί. Ο στρατιώτης χτύπησε δύο φορές την πόρτα και περίμενε την εντολή να ακουστεί από μέσα. Όταν άκουσε το «Εμπρός!», άνοιξε ευγενικά την πόρτα για να περάσω και μετά την έκλεισε πίσω μου. Ο αδελφός μου σηκώθηκε από το μεγάλο μαονένιο γραφείο και

ήρθε κοντά μου. Μ ε φίλησε στα μάγουλα και μετά μου έδειξε μία από τις δύο πολυθρόνες που είχαν ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους για να καθίσω. Κάθισε κι εκείνος απέναντί μου. Τα λουλούδια μέσα στο γαλάζιο βάζο που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι σκορπούσαν μια ευχάριστη μυρωδιά στο δωμάτιο. Πάνω στο γραφείο στεκόταν μέσα σε ασημένιο πλαίσιο μια φωτογραφία που απεικόνιζε τον αδελφό μου, τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά σε μια ευτυχισμένη στιγμή. Στο δωμάτιο επικρατούσε τέτοια τάξη που σκέφτηκα ότι ούτε μύγα δεν θα μπορούσε να μπει εδώ μέσα δίχως άδεια. Κι ο αδελφός μου με τη στολή του είχε τέλεια εμφάνιση. Το μοναδικό σημάδι που έδειχνε ότι ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμάς ήταν το κόψιμο με το ξυράφι του ξυρίσματος στο δεξί μέρος του λαιμού. «Έναν μέτριο καφέ για την κυρία» είπε στον στρατιώτη που μπήκε μέσα. «Εγώ δεν θέλω τίποτα». Χαμογέλασα. Θυμόταν ακόμη καλά το πώς έπινα τον καφέ, παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν. «Ευχαριστώ πολύ» είπα. «Χτες ήσουν άγγελος σωτηρίας». «Πόσο μεγάλωσε ο Κερέμ!» είπε χαμογελώντας. «Παλικάρι έγινε. Χτες συμπεριφέρθηκε με πολύ μεγάλη ωριμότητα». «Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, Νετζντέτ;» «Στελέχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπως είπες κι εσύ». «Δηλαδή της ΜΙΤ14;» «Όχι!» «Στρατιωτική υπηρεσία;» «Ούτε!» «Τότε;» «Κάτι τέτοιο τέλος πάντων… Μ ια ειδική μονάδα…» «Και τι ζητούν από μας;»

«Τους ενδιαφέρει ο καθηγητής, όχι εσύ». «Ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός!» «Ό,τι είναι τέλος πάντων. Αυτός τους ενδιαφέρει». «Τι ζητούν απ’ αυτόν;» «Δεν μπορώ να σου πω». «Πριν από πενήντα εννέα χρόνια ήταν στη Ιστανμπούλ. Καμιά υπόθεση που έμεινε από τότε;» «Πιθανώς». «Είναι ένοχος για κάποιο πράγμα;» «Θα μπορούσαμε να το πούμε και έτσι». Εκείνην τη στιγμή ο στρατιώτης χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο καλοψημένος καφές μου ήταν μέσα σ’ ένα όμορφο, λευκό φλιτζάνι. Δίπλα του υπήρχε κρύο νερό. Σίγουρα θα υπήρχε και ειδικό εγχειρίδιο για το ψήσιμο του καφέ. Οι αναλογίες καφέ νερού, η θερμοκρασία ψησίματος… Αφού έφυγε ο στρατιώτης, πήρα μια ρουφηξιά απ’ τον καφέ. Αδιαφορώντας για την ανυπομονησία του αδελφού μου να τελειώσει αυτή η συζήτηση, συνέχισα να τον πιέζω με τις ερωτήσεις μου. «Ποιο είναι το αδίκημά του;» «Δεν μπορώ να πω». «Έλα τώρα, Νετζντέτ. Έχω δικαίωμα να ξέρω τι είδους υπόθεση είναι αυτή που μ’ έβαλε σε τόσους μπελάδες». «Το καλό που σου θέλω, να ξεχάσεις αυτή την ιστορία και να διακόψεις κάθε σχέση με τον καθηγητή Βάγκνερ». «Σύμφωνοι, θα το κάνω αν εσύ ικανοποιήσεις λιγάκι την περιέργειά μου» είπα. Και μ’ ένα ειρωνικό ύφος συνέχισα: «Μ ήπως είναι κατάσκοπος;». «Όχι!» «Ληστεία;»

«Όχι!» «Δολοφονία;» Αφού δίστασε λιγάκι, μουρμούρισε: «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». Ανατρίχιασα. Όλα αυτά αφορούσαν ένα έγκλημα που είχε διαπραχθεί πριν από πενήντα εννέα χρόνια; Ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα; Ο καθηγητής; Μ ήπως είχε σκοτώσει τη Νάντια, της οποίας το όνομα ψέλλιζε; Ίσως να την είχε πνίξει σ’ εκείνον τον κολπίσκο της Σίλε και οι τύψεις μετά από χρόνια να τον είχαν οδηγήσει εκεί. Στα βιβλία διαβάζαμε διαρκώς πως οι δολοφόνοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην επιθυμία να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος. «Νετζντέτ, ο καθηγητής είναι δολοφόνος;» «Όχι!» «Τότε ποιο είναι το πρόβλημα;» «Αμάν πια, Μ άγια!» Σηκώθηκε βαριεστημένος. Έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο, πέρασε πίσω από το γραφείο και όρθιος, ακουμπώντας τα χέρια στο γραφείο, μου είπε: «Μ η με πιέζεις περισσότερο. Δεν μπορώ να μιλήσω, πίστεψέ με. Αυτή η υπόθεση υπερβαίνει τις δυνατότητές σου. Μ πορώ να πω μονάχα πως είναι ένα σοβαρό διεθνές ζήτημα. Για το καλό το δικό σου και του Κερέμ, ξέχνα αυτή την ιστορία». «Εντάξει. Θα κάνω αυτό που λες. Μ όνο μια τελευταία ερώτηση. Μ η σηκώνεις τα φρύδια. Είναι πράγματι τελευταία. Αφού ο καθηγητής δεν είναι δολοφόνος, γιατί ενδιαφέρονται τόσο πολύ;» Σκέφτηκε για λίγο. Σαν να συλλογιζόταν το πώς θα μιλήσει. Στο τέλος μίλησε χαμηλόφωνα: «Υπάρχει φόβος μην τυχόν ο καθηγητής αναψηλαφήσει το

παρελθόν και φέρει στην επιφάνεια κάποιο έγκλημα». Η απάντηση μ’ έριξε μέσα σ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο μυστήριο. Εάν ο καθηγητής δεν ήταν ένοχος, εάν, αντιθέτως, προσπαθούσε να αποκαλύψει τον δράστη ενός εγκλήματος, πού ήταν ο κίνδυνος; Ένιωσα ανακούφιση όταν άκουσα ότι ο καθηγητής δεν ήταν δολοφόνος. Άρα δεν είχε σκοτώσει κάποια γυναίκα ονόματι Νάντια. Μ ήπως ο στόχος του ήταν η αποκάλυψη κάποιας δολοφονίας; Ο αδελφός μου ήρθε κοντά μου για να με αποχαιρετήσει. Μ ε κράτησε από τους ώμους. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος. Μ ε κοίταξε κατάματα. «Κοίταξε, Μ άγια» είπε. «Πρέπει να καταλάβεις κάτι. Όταν χτες μου τηλεφώνησες απελπισμένη, έτρεξα για βοήθεια. Όμως αυτό ας είναι το τελευταίο. Το παιδί έχει πατέρα· μίλησε μαζί του. Είσαι ώριμη γυναίκα, ασχολήσου με τον γιο σου. Οι κόσμοι μας είναι διαφορετικοί. Μ η με μπλέκεις σε τέτοιες δουλειές. Σε παρακαλώ, να μην μπλέξω ξανά». «Αδελφός μου δεν είσαι;» «Είμαι, ωστόσο είμαστε δυο ξένοι όσον αφορά το πώς βλέπουμε τη ζωή. Ας ακολουθήσει ο καθένας την πορεία του». Η έκφραση του προσώπου, το ψυχρό βλέμμα, ο χαμηλόφωνος τόνος της φωνής που έβγαινε από τα μισόκλειστα χείλη μ’ έκαναν να πονέσω περισσότερο από τα λόγια που ξεστόμισε. Ο άνθρωπος που είχα απέναντί μου δεν ήταν ο αδελφός μου, ο Νετζντέτ, ήταν σαν να τον είχε αντικαταστήσει κάποιος άλλος. Κάποτε φανταζόμουν πως, όταν τα παιδιά έφταναν σε μια συγκεκριμένη ηλικία, τα έπαιρναν κι έφερναν στη θέση τους μεγάλους ανθρώπους. Μ ε άλλα λόγια θεωρούσα πως η ενηλικίωση γινόταν απότομα. Ο Νετζντέτ ήταν ένα παράδειγμα που δικαίωνε

αυτή την πίστη. Ήταν φανερό ότι φοβόταν πολύ. Στο βλέμμα του, στη στάση του, στα χέρια του που κρατούσαν τους ώμους μου ένιωθα έναν βαθύ φόβο που ήταν η αιτία της οργής του. Ωστόσο, αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να με πονέσει τόσο βαθιά. Έξαφνα ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να τον κάνω με τη σειρά μου να πονέσει. «Νετζντέτ» του είπα, «εκείνοι οι άνθρωποι γνωρίζουν για τη γιαγιά». Κλονίστηκε· άνοιξε διάπλατα τα μάτια του απορημένος. «Αλήθεια λες;» ρώτησε. «Ναι» είπα. «Μ ε απείλησαν κιόλας γι’ αυτό το θέμα». «Να πάρει ο διάολος!» είπε μ’ έναν μορφασμό. «Να πάρει, να πάρει!» Μ ετά, βυθισμένος σε σκέψεις, συνέχισε: «Εντάξει. Αντίο, Μ άγια». «Νετζντέτ» του είπα, «μη στενοχωριέσαι. Είναι φανερό ότι το ξέρουν εδώ και καιρό, αλλά δεν είχαν αντίρρηση να φτάσεις σ’ αυτήν τη θέση. Επομένως κανένας δεν αμφισβητεί την αγάπη σου για την πατρίδα». «Έτσι λες;» «Ναι» είπα. «Είμαι σίγουρη, αλλιώς ήδη τώρα θα σε είχαν προ πολλού εκδιώξει. Εξάλλου, γιατί να το κάνουν; Είσαι ένας τόσο καλός εθνικιστής που μπορεί να λέει για τη γιαγιά του ότι είχε “βρόμικο αίμα”». «Δεν ξέχασες, βλέπω, εκείνη την κουβέντα». «Καθόλου δεν την ξέχασα. Και αναρωτιέμαι: άραγε και τώρα έτσι σκέφτεσαι;» «Τα όσα συνέβησαν πριν ακόμη γεννηθώ δεν με αφορούν. Ακόμη περισσότερο τα όσα έγιναν πριν από τη Δημοκρατία. Εγώ είμαι Τούρκος και το καθήκον μου είναι να προστατεύσω την

πατρίδα». «Να με συμπαθάς, αδελφέ μου, θα προτιμούσα να είσαι ένας Τούρκος που έσωσε τους προγόνους μας, που έχυσε δάκρυα μαζί μ’ αυτούς, αντί να είσαι αυτός ο Τούρκος που μου λες». «Έτσι μου λες “ευχαριστώ”;» «Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω, Νετζντέτ» είπα. «Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην ανοίξουμε ξανά αυτό το θέμα. Σ’ ευχαριστώ πολύ για ό,τι έκανες». Ενοχλημένος κοίταξε το πρόσωπό μου για να καταλάβει αν τον κορόιδευα. Τέντωσα το χέρι μου και άγγιξα το μπράτσο του. Μ ου ήρθε η επιθυμία να τον πλησιάσω λίγο, αλλά το χέρι του μέσα στη στολή στεκόταν σαν άψυχο. «Νετζντέτ» του είπα. «Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω τα όσα έκανες για τον Κερέμ. Σε ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου. Δώσε τους χαιρετισμούς μου στη νύφη μου και στα παιδιά». Κοντοστάθηκε αμήχανος. Ήταν εμφανές ότι τον είχε συγκλονίσει το ότι θυμόμουν τα λόγια του για τη γιαγιά. Είχε σπρώξει στο βάθος του μνημονικού του αυτό το θέμα και δεν επέτρεπε να έρθει στην επιφάνεια. Ωστόσο εγώ, σαν ένα φάντασμα που έρχεται απ’ το παρελθόν, αναμείχθηκα ξαφνικά στη ζωή του υποχρεώνοντάς τον να αντιμετωπίσει και πάλι το παρελθόν του. «Δεν ξέρετε, δεν ξέρετε!» μουρμούρισε με μισόκλειστα χείλη. «Τι λες, Νετζντέτ;» ρώτησα. «Δεν ξέρετε τίποτα. Παρασύρεστε απ’ την επικαιρότητα και συμπεριφέρεστε σαν αγράμματοι». «Ποιοι; Εγώ και ο Κερέμ;» «Εσύ και οι φίλοι σου». «Ποιοι φίλοι μου;» «Οι διανοούμενοι φίλοι σου».

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, αδελφέ μου. Ποιους φίλους εννοείς; Τι δεν ξέρουμε;» Μ ιλούσε με την έκφραση βαριεστημάρας του ανθρώπου που λέει διαρκώς τα ίδια. «Αναμασάτε το ζήτημα των Αρμενίων και γίνεστε όργανο της αρμενικής διασποράς». «Νετζντέτ, εγώ μιλώ μονάχα για τη μητέρα του πατέρα μου». «Καλά. Και γιατί δεν μιλάς για τη μητέρα της μητέρας σου;» «Τι σχέση έχει;» «Φυσικά και έχει, αλλά δεν σας συμφέρει». Η υπομονή μου είχε φτάσει στα όριά της. «Σε παρακαλώ, πάψε να μιλάς με αινίγματα. Τι συνέβη στη μητέρα της μητέρας μας; Τι είναι αυτό που δεν ξέρω; Και μη μιλάς λέγοντας “εσείς”. Πες μου λοιπόν τι έγινε; Γιατί θύμωσες τόσο πολύ;» Φαινόταν καθαρά ότι είχε θυμώσει πάρα πολύ. Μ ια φλέβα παλλόταν λίγο πάνω απ’ τον κρόταφό του. Είχε μεγάλη ένταση. «Τότε έλα, κάθισε». Μ ’ έπιασε και πάλι απ’ τον ώμο, με πήγε προς την πολυθρόνα που καθόμουν πριν και με πίεσε απότομα για να καθίσω. Εκείνος κάθισε απέναντί μου. «Αυτό που δεν ξέρετε» είπε «είναι η πρόσφατη ιστορία του τόπου, τα γεγονότα, τα όσα έχουμε υποστεί…» «Εξήγησέ μου, σε ακούω». «Τον τελευταίο καιρό έγινε μόδα μεταξύ των διανοουμένων να μιλούν για τους Αρμενίους. Λες και μόνο εκείνοι υπέφεραν, σφαγιάστηκαν σ’ αυτήν τη χώρα». «Εγώ αναφέρομαι μονάχα στη γιαγιά μου και αυτό δεν σημαίνει πως ακολουθώ τη μόδα». Η έκφραση ανυπομονησίας εμφανίστηκε πάλι στο πρόσωπό του. Σώπασα. Εξάλλου, ό,τι κι αν έλεγα δεν θα είχε νόημα.

«Κατά τη γνώμη σου, μπορεί να υπάρχει διάκριση στον πόνο;» «Μ άλλον όχι» είπα. «Τότε γιατί κάνετε πως δεν βλέπετε, δίπλα στους Αρμενίους, τους Τούρκους των Βαλκανίων, τους Τούρκους της Ανατολίας, τους εκατομμύρια νεκρούς, τα βάσανα των εξορισμένων; Όταν τα δυτικά κράτη έκαναν κομμάτια την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπέφεραν όλοι οι υπήκοοι αυτής της χώρας. Αρμένιοι, Ρωμιοί, Εβραίοι. Σύμφωνοι. Όμως ξεχνούν τους πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνους Οθωμανούς που έχασαν τη ζωή τους. Δεν είναι αδικία αυτό;» «Εντάξει, είναι» είπα. «Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να μνημονεύω τη γιαγιά μου». «Ωστόσο σε εμποδίζει να μνημονεύεις τη γιαγιά απ’ την πλευρά της μητέρας!» «Γιατί να με εμποδίζει;» ρώτησα. «Μ α τι συνέβη στη γιαγιά;» Δεν βλέπαμε συχνά τη μητέρα της μητέρας μου, την Αϊσέ χανούμ, όχι τόσο συχνά όσο τη μητέρα του πατέρα μου. Διότι έμενε στην Αντάκια15. Τους επισκεπτόμασταν καμιά φορά το καλοκαίρι στις διακοπές. Ήταν πολύ στοργική, αλλά πάντοτε θλιμμένη και λιγομίλητη. Το ίδιο ήταν κι ο άντρας της, ο παππούς Αλή. Ήταν σαν δύο καλόκαρδοι ξένοι που μας συμπεριφέρονταν εξαιρετικά. Στη μνήμη μου έμειναν οι εξαιρετικές γεύσεις των φαγητών της περιοχής που τρώγαμε στο σπίτι της γιαγιάς. Ιδιαίτερα το “ορούκ” που έφτιαχνε η γιαγιά με πλιγούρι και κιμά ήταν νοστιμότατο. Υπήρχαν πάντως κάποια φαγητά που μου φαίνονταν πολύ καυτερά. Στον κήπο του διώροφου σπιτιού είχαν υπέροχες ροδιές. Η γιαγιά έστυβε τα ρόδια για να πιούμε το ζουμί. Ο παππούς Αλή είχε κόψει μια φορά ένα πελώριο ρόδι και το ζύγισε στον διπλανό μπακάλη. Το ρόδι ζύγιζε ακριβώς εννιακόσια ογδόντα γραμμάρια.

Ο παππούς πετούσε απ’ τη χαρά του. Όταν επιστρέφαμε απ’ τις διακοπές, οι βαλίτσες μας ήταν γεμάτες ρόδια, ορούκ, πιπεριές, σάλτσες με πιπεριές και βάζα με διάφορες μαρμελάδες. Μ ια φορά είχα ρωτήσει τη μητέρα μου γιατί μαγείρευαν τόσο καυτερά φαγητά. «Εδώ κοντά είναι τα σύνορα της Συρίας, λίγο πιο πέρα είναι το Χαλέπι. Γι’ αυτό τα φαγητά μαγειρεύονται σύμφωνα με την αραβική παράδοση» είχε πει. Είχε πολύ ωραία φυσιογνωμία η γιαγιά, το δέρμα της ήταν λείο. Ο παππούς είχε ζαρωμένο δέρμα και κάπνιζε υπερβολικά. Και οι δύο πέθαναν πρόωρα. Καθώς η μητέρα μου ήταν έντεκα χρόνια μικρότερη απ’ τον πατέρα μου, έτσι και οι γονείς της ήταν πιο νέοι σε σχέση με τους γονείς του πατέρα μου. «Μ ήπως και η γιαγιά από την πλευρά της μητέρα μας ήταν Αρμένισσα;» ρώτησα τον αδελφό μου. «Όχι» απάντησε. «Ήταν Τουρκάλα της Κριμαίας, ενώ ο παππούς καταγόταν απ’ την Αντάκια». «Ποια είναι η ιστορία τους;» «Θα σου εξηγήσω» είπε. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως αυτά που θα μου εξιστορούσε θα μου προκαλούσαν τέτοια φρίκη. Όσο άκουγα τον αδελφό μου, συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζα καθόλου τους ανθρώπους που νόμιζα ότι ήξερα. Ζούσαμε σε παράξενη χώρα· κάθε σπίτι είχε τα μυστικά του, τις ιστορίες του. Σύμφωνα με τα όσα μου αφηγήθηκε ο αδελφός μου, η γιαγιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κριμαία. Όταν ήταν έφηβη, ξέσπασε ο πόλεμος. Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι της Κριμαίας υπέφεραν τα πάνδεινα απ’ την καταπιεστική πολιτική του Στάλιν. Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι άντρες κατατάχθηκαν στον Ερυθρό Στρατό. Έπειτα από λίγο ο στρατός του Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική

Ένωση. Ο γερμανικός στρατός άρχισε να προελαύνει στο εσωτερικό της Ρωσίας. Στο μεταξύ η κυβέρνηση της Άγκυρας έπεισε τους Τούρκους της Κριμαίας να περάσουν στην πλευρά των Γερμανών. Οι κυβερνητικοί τούς είπαν: “Αφού τον πόλεμο θα τον κερδίσει ο Χίτλερ, καλύτερα να είστε με τους Γερμανούς”. Η τουρκική κυβέρνηση εκείνης της περιόδου, παρότι δεν πήρε μέρος στον πόλεμο, υποστήριζε κρυφά τη Γερμανία. Επιπλέον, της εξασφάλιζε το χρώμιο που ήταν αναγκαίο για τον πόλεμο. Έτσι, με την παρότρυνση της Τουρκίας, οι Τούρκοι της Κριμαίας αυτομόλησαν και πέρασαν στην πλευρά των Γερμανών. Οι Γερμανοί τούς έδωσαν την ονομασία “Το Γαλάζιο Σύνταγμα”. Ωστόσο, όταν ύστερα από λίγο η κατάσταση πήρε αντίθετη τροπή, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και, μαζί με τις οικογένειές τους, να ακολουθήσουν τον γερμανικό στρατό. Οι Τούρκοι στρατιώτες έλαβαν την εντολή να εγκατασταθούν στην ορεινή βόρεια Ιταλία. Σε αυτό το σημείο ρώτησα τον αδελφό μου: «Η γιαγιά ήταν μαζί τους;» «Φυσικά» είπε. «Αφού τη δική της ιστορία σού αφηγούμαι. Για να γλιτώσει τη ζωή της, έφυγε μαζί με τη μητέρα και τον πατέρα της που ήταν στρατιώτης του Γαλάζιου Συντάγματος. Αν είχαν παραμείνει, θα τους είχαν εξοντώσει οι στρατιώτες του Ερυθρού Στρατού. Χιλιάδες Τούρκοι της Κριμαίας τούς ακολούθησαν φοβούμενοι την εκδίκηση του Στάλιν». «Εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» Μ ε κοίταξε με μια έκφραση σαν να έλεγε “Τι ανόητη ερώτηση” και συνέχισε δίχως να απαντήσει. «Όταν οι Συμμαχικές Δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Ιταλία, το Γαλάζιο Σύνταγμα δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε εκεί. Οπότε

τους μετακίνησαν στην Αυστρία και συγκεκριμένα στην περιοχή Όμπερ Ντράουμπουργκ που είναι δίπλα στον ποταμό Ντράου. Όμως τα βάσανά τους δεν είχαν τέλος. Όταν η Όγδοη Βρετανική Στρατιά κυρίευσε την Αυστρία, αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Ντέλλαχ. Ίσως να φαντάστηκαν πως, τώρα που κατέληξαν αιχμάλωτοι των Βρετανών, θα γλίτωναν. Έκαναν όνειρα ότι θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στην Τουρκία για να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι». Μ ε είχε κυριεύσει φρίκη. Η σιωπηλή, θλιμμένη, γλυκιά γιαγιά μου τα είχε ζήσει όλα αυτά; Γιατί κανείς δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτά τα πράγματα; «Το 1945 έφτασε στο στρατόπεδο ένα τηλεγράφημα που διέταζε να μεταφερθούν οι αιχμάλωτοι στη Σοβιετική Ένωση. Οι Βρετανοί τούς έστελναν σε βέβαιο θάνατο, αφού οι Σοβιετικοί είχαν ανακοινώσει ήδη ότι θα τους εκτελούσαν. Τους παρακάλεσαν, τους ικέτευσαν, κανείς όμως δεν έδινε σημασία. Τότε συνέβη κάτι πολύ φοβερό». «Τι έγινε;» «Τρεις χιλιάδες άνθρωποι προτίμησαν να ριχτούν στα παγωμένα νερά του ποταμού Ντράου και να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών. Έπεσαν πρώτα οι γυναίκες κρατώντας τα παιδιά τους απ’ το χέρι, μετά ακολούθησαν οι άντρες. Οι τέσσερις χιλιάδες που έμειναν πίσω, καθώς τους επιβίβαζαν στο τρένο, άκουγαν τις κραυγές των αυτοχείρων. Αφού τους ανέβασαν όλους, σφράγισαν τις πόρτες των βαγονιών καρφώνοντας δοκάρια». «Η γιαγιά ήταν μέσα στο τρένο;» «Ναι, μαζί με τους γονείς της. Τα δυο της αδέλφια είχαν αυτοκτονήσει. Μ ετά από μέρες το τρένο πέρασε τα σύνορα της

Τουρκίας. Ταξίδευσαν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας υπό την επιτήρηση Τούρκων στρατιωτών». «Πόσο διάρκεσε το ταξίδι αυτό;» «Το λιγότερο τρεις μέρες. Η μοναδική τους ελπίδα ήταν η τουρκική κυβέρνηση. Έλπιζαν πως θα τους απελευθέρωνε αποσφραγίζοντας τις πόρτες των βαγονιών. Ωστόσο δεν συνέβη κάτι τέτοιο». Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά συνέχισε: «Τα βαγόνια ήταν πατείς με πατώ σε. Οι συνθήκες ήταν απελπιστικές. Οι πόρτες ήταν σφραγισμένες με τα δοκάρια. Άνθρωποι πέθαιναν από ασφυξία ή από ασθένειες, αλλά ούτε αυτούς μπορούσαν να τους βγάλουν έξω. Εκλιπαρούσαν τους Τούρκους στρατιώτες να ανοίξουν τις πόρτες. Αυτοί όμως με δάκρυα στα μάτια τούς απαντούσαν πως δεν μπορούσαν να παραβούν τις εντολές. «Η γιαγιά μας παρακαλούσε επίμονα έναν στρατιώτη ονόματι Αλή. “Αντί να μας χτυπήσουν οι Ρώσοι, καλύτερα χτυπήστε μας εσείς” του έλεγε». «Μ ήπως είναι ο παππούς αυτός ο στρατιώτης;» «Μ η βιάζεσαι. Μ ια χειμωνιάτικη μέρα έφτασαν στην παραλία της τεχνητής λίμνης Κιζίλτσακτσακ κοντά στα ρωσικά σύνορα. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες, με τα όπλα στα χέρια, περίμεναν στην απέναντι πλευρά των συνόρων. Τότε μερικοί αιχμάλωτοι έσπασαν τις πόρτες και ρίχτηκαν στα νερά της λίμνης. Δύο χιλιάδες Τούρκοι της Κριμαίας αυτοκτόνησαν εκεί. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν από τα πυρά των Ρώσων στρατιωτών. Όλοι οι στρατιώτες του Γαλάζιου Συντάγματος μαζί με τις οικογένειές τους εξοντώθηκαν ολοκληρωτικά». «Και η γιαγιά;» «Η ιστορία της έχει ενδιαφέρον. Είχε ριχτεί κι αυτή στα νερά

της λίμνης, όμως ένας στρατιώτης βούτηξε και την έσωσε». «Δηλαδή ο παππούς!» Κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι δαγκώνοντας τα χείλη. «Ο Αλή απ’ την Αντάκια έσωσε τη ζωή της νεαρής κοπέλας, την οδήγησε στην πατρίδα του, την εφοδίασε με πλαστή ταυτότητα στο όνομα Αϊσέ και την παντρεύτηκε». «Γιατί πλαστή ταυτότητα;» «Διότι, αν η κυβέρνηση έβρισκε κάποιον που βγήκε σώος απ’ αυτή την τραγωδία, θα τον έστελνε στη Σοβιετική Ένωση». Ανατρίχιασα απ’ τη φρίκη. «Νετζντέτ» του είπα, «είναι αλήθεια όλα αυτά που λες;» «Δυστυχώς» είπε. «Είναι λέξη προς λέξη αλήθεια». «Και τι απέγιναν οι γονείς της;» «Τους τουφέκισαν στα σύνορα». «Μ ου προκαλούν σύγχυση τόσες πολλές συμπτώσεις. Οι μητέρες του πατέρα και της μητέρας έκρυβαν την ταυτότητά τους. Σαν πολλά δεν σου φαίνονται τόσα μυστικά σε μια οικογένεια; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Αυτό είναι το θέμα. Στην Τουρκία κάθε οικογένεια κρύβει κάποιο μυστικό. Όταν σε μια χώρα χάνεται ο μισός πληθυσμός, φυσικό είναι να υπάρχει έντονος αντίκτυπος σε όλες τις οικογένειες. Συμβαίνει τα ίδια τα μέλη μιας οικογένειας να μη γνωρίζουν τα μυστικά τους. Όταν κατέρρευσε η αυτοκρατορία, άλλοι ήρθαν απ’ τα Βαλκάνια, άλλοι απ’ τον Καύκασο, άλλοι απ’ τη Μ έση Ανατολή. Υπολείμματα του στρατού. Οι άνθρωποι πολέμησαν σε εννέα μέτωπα. Γι’ αυτό οι οικογένειες μπερδεύτηκαν η μία με την άλλη». «Ναι, αλλά εμείς όλους τούς ονομάζουμε Τούρκους!» «Αυτή η λέξη δεν σηματοδοτεί μια ράτσα, αλλά έναν συνασπισμό ανθρώπων που κατέφυγαν στην Ανατολία για να

διαφύγουν τη σφαγή. Μ ια νέα ζωή, μια νέα χώρα, ένα νέο έθνος. Δεν τονίζει με άλλα λόγια την τουρκική ράτσα της κεντρικής Ασίας». «Νετζντέτ, δεν είναι ένοχη η κυβέρνηση της Άγκυρας, η οποία στην αρχή υποκίνησε το Γαλάζιο Σύνταγμα και μετά παρακολούθησε απαθής την εξόντωσή του;» «Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν μπορώ να κρίνω την κυβέρνηση». «Σκέφτεσαι το ίδιο και για τη σφαγή των Αρμενίων;» «Μ άλιστα. Το καθήκον μου δεν είναι να κάνω κριτική στο κράτος, αλλά να το προστατεύω». «Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις το κράτος είναι ένοχο». «Κοίταξε το ζήτημα και από άλλη σκοπιά: Οι Αρμένιοι, όπως και οι Τούρκοι της Κριμαίας, τα χρόνια του πολέμου συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Οι Αρμένιοι βοήθησαν τους Ρώσους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας της οποίας ήταν υπήκοοι, ενώ οι Τούρκοι της Κριμαίας συμμετείχαν στον γερμανικό στρατό. Τέτοιου είδους αδικήματα δεν μένουν ατιμώρητα σε κανένα μέρος του κόσμου». «Ωστόσο, αδελφέ μου, τι έφταιγαν τα γυναικόπαιδα;» «Τι ψάχνεις τώρα; Μ ιλάμε για πόλεμο. Σε τέτοιους καιρούς μαζί με το ξερό καίγεται και το χλωρό». «Δεν σε καταλαβαίνω» του είπα. «Πώς μπορείς να μιλάς έτσι όταν πρόκειται για τις γιαγιάδες μας; Δεν σκέφτεσαι καθόλου τα βάσανά τους, την ψυχική τους οδύνη; Δεν νιώθεις τύψεις όταν μιλάς έτσι; Αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο στα παιδιά σου, θα παρέμενες έτσι απαθής; Δεν νιώθεις καθόλου συμπάθεια προς αυτούς τους ανθρώπους;» «Να μια ακόμη λέξη του συρμού. Αντί να νιώθετε συμπάθεια αλλού κι αλλού, δείξτε λίγη συμπάθεια για το δικό μας έθνος». «Μ α προ ολίγου εσύ δεν είπες ότι δεν πρόκειται περί έθνους;»

«Εμείς φτιάξαμε ένα έθνος. Και το φτιάξαμε με χίλιες δυο δυσκολίες. Δεν θα αφήσουμε τους διανοούμενους να το γκρεμίσουν». «Αχ, Νετζντέτ» του απάντησα. «Μ ακάρι να ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά για να το έλεγες μπροστά τους. Κι ο παππούς ο Αλή ήταν στρατιώτης, αλλά πολύ πιο έντιμος». Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπεζάκι. «Περνάς τα όρια, Μ άγια!» φώναξε. «Και λίγα λέω» του είπα. «Ξέρεις ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ μας; Εσύ, όταν κοιτάζεις τους ανθρώπους, βλέπεις στολές, σημαίες και θρησκείες!» «Για πες μου, λοιπόν. Εσύ τι βλέπεις;» «Τον άνθρωπο, μονάχα τον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που αγαπά, που πονά, που πεινάει, κρυώνει, φοβάται». Καθώς ο στρατιώτης με οδηγούσε στο φυλάκιο της εξόδου, συνέχιζα να νιώθω φρίκη για τα όσα άκουσα. Ωστόσο δεν έφευγε μπροστά από τα μάτια μου και η εικόνα του κίτρινου ντοσιέ πάνω στο γραφείο του Νετζντέτ. Είχε τη σφραγίδα του άκρως απόρρητου και από κάτω ήταν γραμμένες δυο λέξεις: Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ.

8

ΟΤΑΝ

ΕΦΥΓΑ ΑΠ’ ΤΟ στρατόπεδο ένιωθα πλήρη σύγχυση.

Μ όλις έφτανα στο σπίτι, θα πήγαινα κατευθείαν στο οικογενειακό άλμπουμ, θα έβγαζα τις φωτογραφίες του παππού και της γιαγιάς και θα τις έδινα στο κορνιζάδικο ώστε να μπορώ να τις κρεμάσω στον τοίχο. Η ιστορία τους με είχε συγκλονίσει. Για ποιον λόγο δεν γνωρίζαμε αυτά τα γεγονότα; Ώστε σ’ αυτήν τη χώρα η καταπίεση δεν έκανε διαχωρισμούς ανάμεσα σε Τούρκους, Αρμενίους, Κούρδους, Ρωμιούς, Εβραίους. Τα κράτη συμπεριφέρονταν με απονιά απέναντι σε όλους ανεξαιρέτως. Ο δρόμος προς το Μ άσλακ όπως πάντα είχε πολύ κίνηση. Στην απέναντι πλευρά έβλεπα στη σειρά τους καλοσχεδιασμένους ουρανοξύστες που ήταν μόδα τα τελευταία χρόνια. Σήμερα ο ήλιος πότε πότε ξεπρόβαλλε πίσω απ’ τα σύννεφα και μετά χανόταν· πάντως ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος. Κάθισα σ’ ένα ταξί και είπα στον οδηγό: «Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Τσάπα». Αναρωτιόμουν πώς θα με αντιμετώπιζαν στο πανεπιστήμιο. Ποια τιμωρία θα μου επέβαλαν; Θα με απέλυαν μήπως; Άραγε οι

άνθρωποι της Υπηρεσίας Πληροφοριών είχαν μιλήσει στον πρύτανη για τη γιαγιά μου; Ο πρύτανης γνώριζε ποιος ήταν ο Βάγκνερ και για ποιον λόγο είχε έρθει εδώ; Εκατοντάδες ερωτήσεις πετούσαν γύρω μου όπως οι μέλισσες γύρω απ’ την κερήθρα. Τι να ήταν κι αυτή η ιστορία δολοφονίας; Καθώς προχωρούσαμε με το ταξί, ακούστηκε μια φοβερή βροντή. Η βροχή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Ίσως και χιονόνερο. Ο υγρός χειμώνας καθιστούσε ακόμη περισσότερο υγρή την πόλη, και τελικά οι άνθρωποι θα ένιωθαν τυλιγμένοι σε υγρές πετσέτες. Μ πήκαμε απ’ την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου και κατευθυνθήκαμε προς το παθολογικό τμήμα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με αρρώστους και με νοσοκόμες που φορούσαν καφέ μπέρτες πάνω από τις λευκές στολές τους. Την ίδια εικόνα είχε και το εσωτερικό του νοσοκομείου. Οι περισσότεροι ασθενείς ανήκαν στα φτωχά τμήματα του πληθυσμού. Καθισμένοι στα παγκάκια περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Άραγε οι φτωχοί αρρώσταιναν πιο συχνά σε σχέση με τους πλούσιους ή μήπως γέμιζαν έτσι τα νοσοκομεία επειδή ήταν περισσότεροι; Ανέβηκα στον τρίτο όροφο με το ασανσέρ. Ρώτησα τη νοσοκόμα που καθόταν πίσω από ένα γραφείο πού μπορώ να βρω τη Φιλίζ. Η νοσοκόμα από το μικρόφωνο κάλεσε τη γιατρό Φιλίζ Ούναλντι. Η φωνή της αντιλάλησε ελαφρά στους διαδρόμους. Παντού επικρατούσε η μυρωδιά των φαρμάκων. Μ ετά από λίγο είδα τη Φιλίζ να πλησιάζει με γρήγορο βήμα. Αφού φιληθήκαμε, με οδήγησε στο γραφείο της, όπου με κέρασε τσάι. Θέλησε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τον Βάγκνερ, όμως εγώ αρκέστηκα να της πω ότι ήταν καλεσμένος του πρύτανη. Στο μεταξύ σκεφτόμουν ότι, εξαιτίας του συνωστισμού, το νοσοκομείο δεν είχε την καθαριότητα που επιβάλλεται να έχει ένα

τέτοιο ίδρυμα. Είχα την αίσθηση ότι τα πάντα ήταν βρόμικα. Ακόμη και το τσάι δίσταζα να πιω. Νόμιζα ότι θα μολυνθώ από τα μικρόβια των αρρώστων. Και προσπαθούσα να μην αγγίξω τίποτα εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Η Φιλίζ μέσα στη λευκή ιατρική μπλούζα της ήταν και πάλι πολύ κομψή, πολύ όμορφη. Λεία επιδερμίδα και πραγματικά ξανθά μαλλιά. Το κεφάλι της ήταν, αναλογικά με το σώμα, λίγο μικρότερο, όπως συνέβαινε συχνά με όσους κατάγονται από τη Βαλκανική. Αυτό την έδειχνε πιο ψηλή, κάτι που συμβαίνει και με τους Ευρωπαίους. Την ίδια αναλογία είχε και ο Βάγκνερ. Ενώ στην Ανατολία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μεγάλο κεφάλι και γι’ αυτό φαίνονται κοντύτεροι. «Τι έχει;» ρώτησα. «Οι αναλύσεις συνεχίζονται, αλλά πάντως παρουσιάζει καλύτερη εικόνα. Έφαγε το πρωινό του. Η αναπνοή, ο σφυγμός, η πίεση, όλα είναι κανονικά. Έχει μονάχα λίγο πυρετό. Τώρα γράφουν τα αποτελέσματα της ακτινογραφίας». «Ωραία» είπα. «Χαίρομαι πολύ». Πραγματικά είχα χαρεί. Τον είχα συμπαθήσει αυτόν τον άνθρωπο. «Απ’ το πρωί ρωτάει συνεχώς για σένα» είπε η Φιλίζ. Χαμογέλασε πονηρά. «Λες και αν δεν είσαι κοντά του όλα θα πάνε στραβά. Μ έσα σε λίγες μέρες κατάφερες να τον κάνεις να δεθεί μαζί σου. Κι αν ήταν λιγάκι νεότερος θα ’λεγα πως…» «Αμάν, Φιλίζ, άσε πια τους παραλογισμούς. Ξέρεις πόσους ξένους έχω φιλοξενήσει;». Και μετά συμπλήρωσα: «Μ πορώ να δω τον καθηγητή;». «Μ α δεν ήπιες το τσάι σου…» «Ήπια λίγο πιο πριν. Έλα πάμε».

Καθώς διασχίζαμε τους διαδρόμους, οι άρρωστοι και οι συγγενείς τους κοίταζαν τη Φιλίζ όπως θα κοίταζαν έναν σπουδαίο άνθρωπο. Η Φιλίζ ήταν άνετη μέσα σ’ αυτή την πολυκοσμία. Σταθήκαμε έξω απ’ τον θάλαμο με τον αριθμό 344 . Ήταν ένα άνετο δωμάτιο με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στον κήπο. Ο Βάγκνερ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Φορούσε τις πιτζάμες που έδιναν στους ασθενείς· στο μπράτσο του είχαν συνδέσει ορό. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα και το χρώμα του ωχρό, αλλά μόλις με είδε το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Φοβήθηκα πως δεν θα σας ξανάβλεπα» είπε. Χαμογέλασα. «Γιατί, καθηγητά;» «Μ ετά από τα τόσα προβλήματα που σας προκάλεσα χτες, σκέφτηκα πως ήσασταν θυμωμένη μαζί μου». «Όχι, καθηγητά, δεν θύμωσα μαζί σας. Απλά, επειδή δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, στενοχωρήθηκα λιγάκι». Στο μεταξύ η Φιλίζ μάς άφησε μόνους για να πάει στους ασθενείς της. Βγαίνοντας έκλεισε και την πόρτα. Μ είναμε μόνοι στον θάλαμο. Πλησίασα την πολυθρόνα προς το κρεβάτι και κάθισα με τρόπο που μπορούσαμε να κοιταζόμαστε άνετα. «Πώς νιώθετε, καθηγητά;» Το πρόσωπό του χαμογελούσε, αλλά η φωνή του έβγαινε αρκετά αδύναμη. «Καλά είμαι. Όλη τη νύχτα κοιμόμουνα». «Το ίδιο και την ημέρα». Συνέχισε να μιλά, ντροπαλά αυτήν τη φορά. «Ναι, τη θυμάμαι σαν όνειρο τη χτεσινή ημέρα. Στο δωμάτιο του μοτέλ. Όταν ξύπνησα, ήμουν μισόγυμνος». «Ναι». «Σας ρώτησα αν με ξεντύσατε εσείς;»

«Ναι, με ρωτήσατε και σας είπα πως πράγματι εγώ σας ξέντυσα». «Μ ε συγχωρείτε». «Δεν υπάρχει λόγος να ζητάτε συγνώμη, καθηγητά. Αν σας είχα αφήσει στην κατάσταση που βρισκόσασταν, δεν θα ζούσατε τώρα». «Πιθανότατα… Μ ου σώσατε τη ζωή». Μ ετά σωπάσαμε. Η πνιγηρή σιωπή μεταξύ των ανθρώπων που δεν βρίσκουν να πουν κάτι έπεσε βαριά στο δωμάτιο. Συνειδητοποίησα ότι αποφεύγαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Η κατάσταση ήταν πολύ άβολη. Κινήθηκα με αμηχανία στη θέση μου. «Εγώ να πηγαίνω, καθηγητά» είπα. «Θα ξαναπεράσω αργότερα». «Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι. Μ πορώ να σας κάνω μια ερώτηση;» «Ορίστε, καθηγητά». «Πού είναι το βιολί μου;» Κοντοστάθηκα, προσπάθησα να θυμηθώ. «Όπως σας τραβούσα προς το αμάξι, ήταν στα χέρια σας. Λογικά πρέπει να είναι στο αμάξι» είπα. «Θα χαιρόμουν πολύ αν το φροντίζατε». «Μ ην ανησυχείτε. Θα το κλειδώσω στο γραφείο μου και, όταν θα είστε έτοιμος να φύγετε από δω, θα σας το φέρω». Προχώρησα προς την πόρτα. Τη στιγμή που την άνοιγα: «Χτες συνέβη κάτι πολύ περίεργο» άκουσα να λέει. Γύρισα πίσω και τον κοίταξα. «Χτες, όταν κοιμόμουν, λες και είχα τη Νάντια δίπλα μου. Μ ε είχε αγκαλιάσει. Την ένιωθα ζωντανή επάνω μου, μύριζα ακόμη και τη μυρωδιά της». Έστρεψε το κεφάλι προς το παράθυρο και συνέχισε:

«Λες και δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Ήταν νέα· με ζέσταινε με το κορμί της. Μ ου φάνηκε ακόμη πως με φίλησε στον ώμο. «Καθηγητά» είπα, «ποια είναι η Νάντια;» Έστρεψε και πάλι το βλέμμα του προς εμένα. Μ ε κοίταξε για αρκετό διάστημα και «Θα σας το εξηγήσω αργότερα» είπε. «Διότι το αξίζετε». Βγήκα έξω και έκλεισα μαλακά την πόρτα πίσω μου. Η Φιλίζ δεν φαινόταν πουθενά. Μ ε αργό βήμα προχώρησα προς τον κήπο και έκανα εκεί μερικές βόλτες αφηρημένη. Ήταν παράξενο το συναίσθημα που μου προκαλούσε το γεγονός ότι ο καθηγητής θεώρησε ότι ήμουν κάποια Νάντια. Αλλά και το ότι είχα αγκαλιάσει το σώμα ενός αγνώστου ήταν εξίσου παράξενο. Μ έχρι σήμερα είχα βρεθεί στο κρεβάτι με δύο άντρες. Μ ε τον σύζυγό μου, τον Αχμέτ, και με τον Ταρίκ. Ο τρίτος άντρας ήταν ο καθηγητής και είχα νιώσει μια παράξενη γαλήνη απ’ αυτό. Μ ία γαλήνη που δεν είχε καμία σχέση με τη σεξουαλικότητα. Όταν αισθάνθηκα την πλάτη του, τους γοφούς του, το στήθος του, τα πόδια του να αγγίζουν το σώμα μου, είχα νιώσει ένα έντονο συναίσθημα στοργής να με κατακλύζει. Όταν τον είχα σφίξει στο στήθος μου, με κυρίευσε ένα συναίσθημα γαλήνης. Η εικόνα που τρέλανε τον Σουλεϊμάν ίσως ήταν η πιο έντιμη στιγμή της ζωής μου. Η όμορφη μυρωδιά που ανέδιδε το κατάλευκο σώμα του καθηγητή, και την οποία ρούφηξα βαθιά μέσα μου, σαν να ήταν ακόμη επάνω στο κορμί μου. Τα λευκά, απαλά σαν μετάξι μαλλιά του χάιδευαν το πρόσωπό μου. Δεν είχα καταλάβει πώς είχαν περάσει τόσο γρήγορα οι ώρες που ήμασταν αγκαλιασμένοι. Ποιος μπορεί να σταθεί τρεις τέσσερις ώρες αγκαλιασμένος; Και όμως: να που γίνεται – με μεγάλη απόλαυση κιόλας. Και μιας και

έγινε λόγος, ας το ομολογήσω. Του είχα δώσει και μερικά μικρά φιλάκια στον ώμο. Ξαπλωμένη στο παγωμένο κρεβάτι είχα θυμηθεί τον συγγραφέα Γιασουνάρι Καβαμπάτα και το βιβλίο του Τα κορίτσια που χαϊδεύονται στον ύπνο. Το μυθιστόρημα περιέγραφε κάποιους ηλικιωμένους άντρες που πήγαιναν σε οίκο ανοχής όπου παρακολουθούσαν νέα κορίτσια να κοιμούνται. Στην πραγματικότητα η δική μας περίπτωση ήταν το ακριβώς αντίθετο, αλλά και πάλι, κατά έναν παράξενο τρόπο, έμοιαζε. Μ ε τους δύο άντρες που είχα κοιμηθεί, υπήρχε ερωτική ένταση, αλλά έλειπαν η στοργή και η γαλήνη. Ήταν η ένωση δύο σωμάτων ξένων, που παρέμεναν ξένα. Σωμάτων που δεν εμπιστεύονταν το ένα το άλλο. Μ ε τους δύο αυτούς άντρες, που προσπαθούσαν απλώς να αποδείξουν τον ανδρισμό τους, δεν είχα μπορέσει να αντλήσω ηδονή. Σε πολλές γυναίκες – συμπεριλαμβανομένης και της Φιλίζ– άρεσαν οι μυώδεις, αρρενωποί άντρες. Εγώ, αντιθέτως, δεν ένιωθα έλξη προς τέτοιους τύπους. Βέβαια, αν ένας άντρας ήταν ευγενικός, δεν θα με πείραζε πότε πότε στο κρεβάτι να συμπεριφερόταν σαν “άντρακλας”. Προχώρησα προς την έξοδο του νοσοκομείου και πήρα ένα ταξί. Αποφάσισα να πάω στο πανεπιστήμιο· κάτι που ανέβαλλα να κάνω από το πρωί. Τα χρήματα που ξόδευα εδώ και μέρες στα ταξί με απασχολούσαν, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είχα βγει έξω απ’ την καθημερινή μου ρουτίνα. Οι άνθρωποι που συνάντησα μέχρι να μπω στο γραφείο μου, που βρισκόταν στο κτίριο της πρυτανείας, δεν μου έδειξαν διαφορετική συμπεριφορά. Ο καφετζής Χασάν, ο αντιπρύτανης Σουάτ μπέη, η καθηγήτρια Σουνά χανούμ με χαιρέτησαν ευγενικά με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν υπήρχε κάτι περίεργο στην

ατμόσφαιρα. Έριξα μια ματιά στα έγγραφα που είχαν σωρευτεί καθώς και στις εφημερίδες. Μ ετά τηλεφώνησα στη γραμματέα του πρύτανη και της είπα πως θέλω να τον δω. Ούτε αυτή η δύστροπη γυναίκα μού είπε κάτι κακό. Δεν διέκρινα κάτι διαφορετικό στον τόνο της φωνής της κι όταν πέρασα από μπροστά της μου χαμογέλασε. Ο πρύτανης καθόταν στο γραφείο του και μιλούσε στο τηλέφωνο. Μ ου έδειξε με το χέρι την πολυθρόνα μπροστά απ’ το γραφείο· κάθισα. Ο πρύτανης ήταν πενήντα οκτώ ετών, καθηγητής Ιατρικής. Ήταν ένας συμπαθητικός, παχύς άνθρωπος με λιγοστά μαλλιά. Είχε κερδίσει τον σεβασμό των ανθρώπων. Η επιδεξιότητά του στη χειρουργική, ο μεγάλος αριθμός φοιτητών του που έγιναν πετυχημένοι γιατροί και τέλος το γεγονός ότι δεν είχε εμπλακεί το όνομά του σε κανένα σκάνδαλο, τον καθιστούσαν σεβαστό πρόσωπο. Κι εγώ τον αγαπούσα. Ήταν ευγενικός μαζί μου, όπως και με όλο τον κόσμο. Φορούσε ένα κοστούμι χρώματος μπεζ και μια κακόγουστη γραβάτα με κίτρινες και μπλε ρίγες. Όπως πάντα ο κόμπος της γραβάτας ήταν στραβός. Έτσι μου ’ρχόταν να πάω και να την ισιώσω. Μ όλις ολοκλήρωσε τη συνομιλία του, στράφηκε προς εμένα. «Πώς πάει;» ρώτησε. «Ο καθηγητής αρρώστησε, κύριε πρύτανη» είπα. «Τον πήγα στο νοσοκομείο Τσάπα». Αμέσως ταράχτηκε, πετάχτηκε όρθιος. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, κύριε πρύτανη. Κρύωσε πάρα πολύ. Επειδή όμως είναι προχωρημένης ηλικίας, προτίμησα να πάρω τα μέτρα μου». Έγινε και πάλι ένας ώριμος, παχύς άνθρωπος και κάθισε στη θέση του. «Ευτυχώς» είπε. «Πώς είναι τώρα;»

«Πολύ καλά, κύριε πρύτανη» είπα. «Όμως δεν ξέρω πότε θα του δώσουν εξιτήριο. Γι’ αυτό, το πρόγραμμα της επιστροφής μπορεί να αλλάξει. Κανονικά αύριο έπρεπε να αναχωρήσει, όμως απ’ ό,τι φαίνεται η επίσκεψη θα παραταθεί για μερικές μέρες ακόμη». «Δεν πειράζει» είπε. «Ας είναι καλά κι ας μείνει λίγο παραπάνω. Εξάλλου θα πρέπει να ξεκουραστεί αρκετά προτού ξεκινήσει ένα πολύωρο ταξίδι». «Κύριε πρύτανη» είπα. «Θέλω να σας πω κάτι, αλλά…» «Ορίστε, Μ άγια χανούμ». «Τις τελευταίες ημέρες χρειάζεται να πηγαίνω εδώ κι εκεί μαζί με τον καθηγητή. Κάθε φορά παίρνω ταξί…» Κατάλαβε που οδηγούσα τη συζήτηση. «Έχεις δίκιο» είπε. «Ο Σουλεϊμάν πήγε τη Μ ερσεντές στο μηχανικό. Αυτήν τη φορά θα την κρατήσει λίγο περισσότερο. Εγώ του είπα να την κρατήσει όσο χρειάζεται. Διότι τον τελευταίο καιρό έχουμε ταλαιπωρηθεί αρκετές φορές». «Το αμάξι είναι πολύ παλιό, κύριε πρύτανη, σχεδόν αντίκα. Αν παίρνατε κάποιο καινούριο…» «Σωστά, θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα καινούριο, κανείς δεν θα είχε αντίρρηση, αλλά διστάζω. Μ πορεί να το κάνουν θέμα, να το σχολιάσουν… Αυτά τα αξιώματα είναι πολύ επικίνδυνα. Έχω μόνο δύο χρόνια μπροστά μου. Θα ήθελα να ολοκληρώσω την υπηρεσία άμεμπτος. Όμως, στο μεταξύ, εσύ πες το στη γραμματέα, να σου παραχωρήσουν ένα άλλο αυτοκίνητο». «Ευχαριστώ πολύ, κύριε πρύτανη, για την κατανόηση». Ήμουν έτοιμη να περάσω από την καλυμμένη με μαροκέν πόρτα όταν άκουσα να μου μιλά. «Παραλίγο να το ξεχάσω» είπε. «Απ’ την πολλή δουλειά δεν έμεινε μυαλό. Για ελάτε λίγο».

Γύρισα και προχώρησα προς το γραφείο του. Είδα στα χέρια του να κρατάει έναν μεγάλο, ωραίο φάκελο. «Σήμερα το βράδυ το βρετανικό προξενείο οργανώνει δεξίωση. Εγώ έχω άλλη υποχρέωση. Πετάξου για λίγο ως εκπρόσωπός μου». Πήρα τον φάκελο που μου έτεινε. «Όμως, κύριε πρύτανη, δεν είναι ορθότερο να πάει ο αντιπρύτανης ή η γενική γραμματέας;» «Κι εγώ αυτήν τη γνώμη είχα. Ωστόσο, όταν τους είπα πως δεν μπορώ να παραβρεθώ, ζήτησαν εσένα». «Εμένα;» «Ναι, και μάλιστα ονομαστικά». «Μ α δεν με γνωρίζουν. Κάποιο λάθος θα ’χει γίνει». «Όχι, δεν υπάρχει λάθος!» Έδειξε με το δάχτυλο τον φάκελο που κρατούσα. «“Επίσημη ενδυμασία” λέει. Άντε, να σε δω». Καθώς έβγαινα απ’ το γραφείο του πρύτανη ήμουν γεμάτη απορίες. Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πολλές φορές ο πρύτανης δεν μπορούσε να παραβρεθεί σε κάποια επίσημη εκδήλωση. Τότε τον εκπροσωπούσε κάποιος απ’ αυτούς που ανέφερα στον πρύτανη. Γιατί να ζητήσουν ονομαστικά μια ασήμαντη, άγνωστη συμβασιούχο υπάλληλο; Ποιος ξέρει πόσο θα τσαντίζονταν αν το μάθαιναν η γραμματέας κι ο αντιπρύτανης. Πήγα στο γραφείο μου και άνοιξα τον χοντρό φάκελο με τα όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα επάνω. Κάτω από το οικόσημο της βασιλικής οικογένειας, μερικές προτάσεις, γραμμένες με πολύ ευγενικό τρόπο, με καλούσαν στη δεξίωση η οποία θα άρχιζε στις επτάμισι το βράδυ. Στο κάτω μέρος έγραφε “black tie” και “night dress”. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα λάβει τέτοια πρόσκληση ούτε είχα παραβρεθεί σε τέτοια δεξίωση. Ταράχτηκα. Μ ε κυρίευσε

πανικός. Τι θα έκανα σε μια δεξίωση όπου δεν γνώριζα κανέναν; Και, ακόμη χειρότερο, δεν ήξερα πώς συμπεριφέρονται σε τέτοιες περιστάσεις. Πέρα απ’ αυτά, ενώ περίμενα απομόνωση και ειρωνεία στον χώρο του πανεπιστημίου, βρέθηκα μπροστά σε μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση. Για κάποιον λόγο ο Σουλεϊμάν δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν. Προς το παρόν, βέβαια. Ποιος ξέρει τι σχεδίαζε. Άραγε σκόπευε να με εκβιάσει; Περίμενα τα πάντα απ’ αυτόν τον τύπο. Ήταν αδίστακτος και σκεφτόταν μονάχα τον εαυτό του. Έμεινα καθισμένη αρκετή ώρα στο γραφείο. Ξαφνικά πετάχτηκα όρθια. Είχα πολλές εκκρεμότητες που έπρεπε να τακτοποιήσω μέχρι το βράδυ και ήταν ήδη περασμένες τρεις. Πήγα στη γενική γραμματέα. Της είπα ότι ο πρύτανης θέλει να διατεθεί ένα καινούριο αμάξι για τον φιλοξενούμενο. Όπως πάντα χαμογέλασε πονηρά και κοίταξε το στήθος μου. Πολλοί άντρες το έκαναν δίχως να γίνουν αντιληπτοί, εκείνης όμως της άρεσε να δείχνει το πού κοιτάζει. Αδιαφόρησα. «Βιαζόμαστε» της είπα. Τηλεφώνησε κάπου. Όταν μετά από δέκα λεπτά κατέβηκα κάτω, με περίμενε ένα μπλε Φορντ Φόκους. Ο οδηγός ήταν ο Ιλγιάς, ένα ευγενικό παιδί που με είχε εξυπηρετήσει άλλες δύο φορές. «Ιλγιάς» είπα, «ας πάμε γρήγορα στο σπίτι μου, στο Λέβεντ». Επειδή τα γραφεία δεν είχαν ακόμη κλείσει και οι χιλιάδες υπάλληλοι δεν είχαν ριχτεί στους δρόμους, φτάσαμε σχετικά σύντομα στο Λέβεντ. Τη στιγμή που ο Ιλγιάς ζητούσε να του εξηγήσω πού βρίσκεται το σπίτι, άλλαξα γνώμη, του είπα πως θα πάμε εκεί αργότερα, και του έδωσα μια διεύθυνση. Ο κομμωτής, ο Μ εχμέτ, που δεν ήταν συνηθισμένος να με

βλέπει σε εργάσιμες ώρες, στην αρχή απόρησε και μετά χάρηκε. Οι σχέσεις μας ήταν πολύ καλές μ’ αυτό το γκέι αγόρι. Όλοι αγαπούν τους καλόκαρδους ανθρώπους· ο Μ εχμέτ ήταν ένας απ’ αυτούς. «Είμαι πολύ βιαστική. Το βράδυ θα πάω στη δεξίωση ενός προξενείου» είπα. «Τότε να τα χτενίσουμε κάνοντας κότσο, Μ άγια άμπλα». «Κάνε ό,τι νομίζεις. Έχω εμπιστοσύνη στο γούστο σου». Το κομμωτήριο ήταν γεμάτο με γυναίκες που χτένιζαν ή έβαφαν τα μαλλιά τους, που έκαναν μανικιούρ ή αποτρίχωση. Μ ου φάνηκε πως ήμουν η μοναδική με μαύρα μαλλιά. Ένας νεαρός κομμωτής έστριψε το κάθισμα και έγειρε το κεφάλι μου προς τον νιπτήρα όπου έλουσε τα μαλλιά μου σαν να με χάιδευε. Αργότερα, καθώς από τη μία με χτένιζαν και από την άλλη έπινα τον καφέ μου, κάλεσα τη Φιλίζ. Έτσι έμαθα πως ο καθηγητής ήταν καλύτερα και πως τη μεθεπομένη θα έπαιρνε εξιτήριο. Ο Μ εχμέτ είχε κάνει πραγματικά έναν πολύ ωραίο κότσο, όμως, επειδή έμεναν εκτεθειμένοι ο λαιμός και ο σβέρκος μου, ένιωθα σαν γυμνή. “Στο κάτω κάτω το κολιέ θα καλύψει τη γύμνια” σκέφτηκα. Βγήκα απ’ το κομμωτήριο και προχώρησα προς το αυτοκίνητο με τον οδηγό σαν τις πλούσιες κυρίες. Σκοτείνιαζε· άρχισε να ρίχνει και πάλι χιονόνερο. Οι άνθρωποι έκαναν τα βραδινά ψώνια τους στην αγορά. Αγόρασα μισό κιλό μπουγάτσα με τυρί απ’ το γωνιακό τυροπιτάδικο. Όταν έφτασα σπίτι, ο Κερέμ ήταν όπως πάντα μπροστά στον υπολογιστή του, αλλά δεν είχε εκείνην τη γνωστή απελπισία στο πρόσωπό του. «Ω, μητέρα! Δεν φαντάζεσαι τι έχω βρει». Ο εκτυπωτής τύπωνε αδιάκοπα· ήδη είχε σχηματιστεί μια στοίβα από τυπωμένα χαρτιά.

«Να σου πω» είπε. «Γνώριζες ότι ο Αϊνστάιν είχε γράψει γράμμα στον Ατατούρκ;» «Όχι, δεν το γνώριζα. Όμως τι σχέση έχει αυτό μ’ εμάς;» «Μ ’ εμάς δεν έχει. Έχει όμως με τον Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ». Έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη. Μ α τι είχε ανακαλύψει ο μικρός μου γιος; Του υποσχέθηκα ότι το βράδυ θα τα διαβάσω όλα, μετά έβαλα την τυρόπιτα στο πιάτο και πήγα για ντους. Πλύθηκα προσέχοντας να μη χαλάσω τα υπέροχα μαλλιά μου. Πήγα στο υπνοδωμάτιο και φόρεσα το μαύρο φόρεμα που είχα διαλέξει για τη βραδιά που δειπνήσαμε με τον Βάγκνερ. Έκανα το μακιγιάζ μου. Άνοιξα το χρηματοκιβώτιο, πήρα το περιδέραιο της γιαγιάς και το πέρασα στον λαιμό μου. Ομολογώ ότι μου άρεσε αυτό που είδα στον καθρέφτη. Τα κομπλιμέντα του Κερέμ, στα οποία ήμουν εντελώς ασυνήθιστη, αύξησαν την αυτοπεποίθησή μου. «Μ ητέρα, απόψε μοιάζεις με τις κυρίες που βλέπουμε στα τηλεοπτικά μαγκαζίνο». «Μ η δουλεύεις περισσότερο» του είπα. «Ήδη έχει μαζευτεί πάρα πολύ υλικό για διάβασμα. Μ ελέτησε λίγο τα μαθήματά σου. Ή, αν θέλεις, κοίτα λιγάκι τηλεόραση». Έτριψε τα μάτια του. Ήταν πραγματικά πολύ κουρασμένος, αλλιώς θα είχε αντιδράσει στις συμβουλές μου. Καθώς με αργές κινήσεις έκλεινε τον υπολογιστή, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι, τεντώθηκε στο πλάι και έπιασε μερικές σελίδες που στέκονταν ξέχωρα απ’ τις άλλες. «Κοίτα, αυτές οι σελίδες γράφουν σχετικά μ’ εκείνο το καράβι». Πήρα τις σελίδες. Η πρώτη σελίδα είχε έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο: Απόρρητο

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Αριθμός : 55912-S / 13 Σεπτεμβρίου 1941 «Τι είναι αυτά;» ρώτησα. «Δεν συμφωνήσαμε να ψάξεις για το καράβι που ήρθε απ’ τη Ρουμανία;» Ένα χαμόγελο που δήλωνε υπερηφάνεια απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ο Κερέμ σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε βρει πλήθος πληροφοριών που είχαν τυπωθεί σε αμέτρητα χαρτιά. Παρότι δεν του είχα δώσει τις πρέπουσες πληροφορίες. Ήμουν κατάπληκτη. Ή το διαδίκτυο είχε γίνει μια σπουδαία πηγή πληροφοριών ή ο γιος μου είχε ωριμάσει πια αρκετά. Ίσως να ίσχυαν και τα δύο. Μ ολονότι με ενδιέφεραν πολύ οι πληροφορίες, δεν είχα χρόνο να τις διαβάσω. Άφησα τις σελίδες πάνω στο κομοδίνο και βγήκα απ’ το διαμέρισμα. Στον δρόμο με περίμενε το αυτοκίνητο με τον οδηγό, πράγμα που μου θύμισε και πάλι τις κυρίες των πλουσίων. Το βρετανικό προξενείο ήταν πολύ κοντά στο Πέρα Παλάς. Ήταν ένα μεγάλο, επιβλητικό, πέτρινο κτίριο. Είχα διαβάσει ότι, όταν έκτιζαν το παλάτι του Ντολμάμπαχτσε, η Οθωμανική και η Βρετανική Αυτοκρατορία ανταγωνίζονταν με αυτά τα δύο κτίρια. Μ εγάλος αγώνας γινόταν για το ποιος θα εξασφαλίσει τις καλύτερες πέτρες και τους ικανότερους μαστόρους. Έδωσα στον φύλακα της εισόδου του προξενείου την πρόσκληση. Άνοιξαν αμέσως την πύλη. Ανέβηκα τη μαρμάρινη σκάλα του μεγαλοπρεπούς κτιρίου και μπήκα στην αίθουσα υποδοχής την οποία φώτιζαν γιγαντιαίοι πολυέλαιοι. Ντυμένοι στα μαύρα υπηρέτες πήραν το μαντό μου και μετά με οδήγησαν στον πάνω όροφο.

Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Ο πρόξενος και η σύζυγός του, όρθιοι στην είσοδο της αίθουσας, καλωσόριζαν τους επισκέπτες με χειραψία και αντάλλασσαν μαζί τους λίγες φιλοφρονήσεις. Από τη φιλική συμπεριφορά και τα γελάκια ήταν προφανές πως μερικούς τους γνώριζαν από πριν. Μ πήκα στην ουρά που είχε σχηματιστεί μπροστά τους. Είπα το όνομά μου στον πρόξενο ενώ του έσφιγγα το χέρι· φυσικά γι’ αυτόν δεν σήμαινε τίποτα. Μ ετά συμπλήρωσα ότι ήρθα εκπροσωπώντας τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Ιστανμπούλ. Τότε το παχουλό πρόσωπο του κοκκινομάλλη πρόξενου φωτίστηκε μ’ ένα χαμόγελο. Έσφιξε με θέρμη το χέρι μου. Στράφηκε προς τη σύζυγό του. «Η καθηγήτρια είναι από το Πανεπιστήμιο της Ιστανμπούλ» είπε. Κι εκείνη χαμογελαστή έσφιξε το χέρι μου ζωηρά. Επειδή θα ήταν άκομψο να τον διορθώσω λέγοντας ότι δεν είμαι καθηγήτρια αλλά συμβασιούχος υπάλληλος, σώπασα. Αρκέστηκα να ανταποδώσω το χαμόγελό τους. Όλοι οι επισκέπτες φορούσαν μαύρα ρούχα, και οι περισσότεροι άντρες σμόκιν. Οι γυναίκες έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από περιοδικά μόδας. Είχαν σχηματίσει ομάδες τριών τεσσάρων ατόμων και κουβέντιαζαν. Μ ερικοί σερβιτόροι μοίραζαν ποτά που τα είχαν μέσα σε στρογγυλούς δίσκους, ενώ κάποιοι άλλοι μικρά λουκανικάκια και κεφτεδάκια. Πήρα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κι ένα κεφτεδάκι. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φάει τίποτα άλλο εκτός από τα αυγά με σουτζούκι που είχα ετοιμάσει για πρωινό. Πεινούσα πολύ. Σκέφτηκα πως ούτως ή άλλως κανείς δεν με γνωρίζει· κι έτσι, κάθε φορά που περνούσε ένας σερβιτόρος από μπροστά μου, τσιμπούσα κάτι. Τετράγωνες μπουκιές τυρόπιτας, μικρά λουκάνικα, γαρίδες… Η υπόθεση είχε καταλήξει σ’ ένα ευχάριστο φαγοπότι.

Τη στιγμή που εξέταζα ένα πελώριο ταπισερί-γκομπλέν στον τοίχο, ο πρόξενος άρχισε να εκφωνεί τον χαιρετισμό του. Τις αρχικές προτάσεις τις είπε στα τουρκικά και συνέχισε στα αγγλικά. Όλοι χειροκρότησαν στο τέλος της ομιλίας. Μ όλις τελείωσε ο χαιρετισμός, άρχισαν και πάλι να προσφέρουν ποτό και φαγητό. Κάνα δυο φορές πλησίασα τις ομάδες που συνομιλούσαν, δοκίμασα να συμμετάσχω, αλλά, βλέποντας ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται, πήρα ένα ποτήρι με σαμπάνια κι άρχισα να εξετάζω τους πίνακες και τα περίτεχνα γκομπλέν των τοίχων. Είχα σταθεί μπροστά σ’ έναν γιγαντιαίο πίνακα που απεικόνιζε τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, όταν ένιωσα πίσω μου την παρουσία κάποιου που κοίταζε τον ίδιο πίνακα. Μ ετά, σκύβοντας πάνω απ’ τον ώμο μου, με ρώτησε: «Πλήττετε μήπως;» Όταν γύρισα το κεφάλι, είδα ότι ήταν ένας λεπτός, ψηλός, διοπτροφόρος Βρετανός. «Όχι, καθόλου» απάντησα. «Όλα είναι τόσο ευχάριστα». Χτένισε με το βλέμμα του τον περίγυρο. «Μ οιάζει σαν να μη γνωρίζετε πολλούς εδώ». «Μ άλιστα» είπα. «Θα μπορούσα να πω ότι δεν γνωρίζω κανέναν». Χαμογέλασε ευγενικά. «Πάντως εγώ σας γνωρίζω». «Θα γνωρίζετε ότι εκπροσωπώ το πανεπιστήμιο». «Όχι. Δεν αναφέρομαι στην υπηρεσία σας. Σας γνωρίζω». Χαμογέλασα. «Τότε πείτε το όνομά μου» είπα. Έσκυψε το κεφάλι ελαφρά σαν να χαιρετούσε. «M rs. M aya Duran!» Έμεινα στήλη άλατος. Το χαμόγελο έσβησε απ’ τα χείλη μου. «Από πού με γνωρίζετε;»

«Αυτές τις ημέρες πολλαπλασιάστηκαν αυτοί που σας γνωρίζουν. Δεν το αντιληφθήκατε;» «Τι σημαίνει αυτό;» Μ ε τα χέρια του έκανε μια κίνηση όλο χάρη που σήμαινε “Στάσου”. «Μ ην εκνευρίζεστε. Θέλω να σας προσφέρω ένα ποτήρι σαμπάνια». Πήρε απ’ τα χέρια μου το σχεδόν άδειο ποτήρι, το άφησε στον δίσκο του σερβιτόρου που περνούσε από δίπλα μας και πήρε ένα γεμάτο. Μ ετά τσούγκρισε το δικό του στο δικό μου. «Στην υγεία της διάσημης Μ άγιας Ντουράν». «Ποιος είστε εσείς;» «Αχ, με συγχωρείτε πολύ για την αθέλητη απρέπειά μου. Μ άθιου Μ πράουν, διπλωματικός ακόλουθος του προξενείου». Ταυτόχρονα τράβηξε μια κάρτα απ’ το σμόκιν του και την έτεινε μ’ έναν τελετουργικό τρόπο. «Δεν είμαι καθηγήτρια ή κάτι τέτοιο». «Το ξέρω». «Ούτε βοηθός του πρύτανη· μια απλή υπάλληλος είμαι». «Το ξέρω». Το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει απ’ τα χείλη του. Ήταν απ’ αυτούς τους Βρετανούς των οποίων η αυτοπεποίθηση δεν κλονίζεται ποτέ, τα δε συναισθήματά τους είναι κρυμμένα στα βάθη της ψυχής τους. Θυμήθηκα ότι είχα διαβάσει κάπου πως εξωτερικά οι Βρετανοί είναι ευτυχισμένοι, ενώ εσωτερικά δυστυχείς. Ήταν κομψός άντρας· μου θύμιζε λιγάκι τον Χιου Γκραντ. «Τότε γιατί με καλέσατε;» «Διότι ήθελα να σας μιλήσω». «Για ποιο θέμα;»

Παραλίγο να μου πέσει το ποτήρι μ’ αυτό που άκουσα. «Σχετικά με τον καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ». Θεέ μου, μα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Σαν να μην έφταναν οι Τούρκοι, είχε και τους Βρετανούς να τρέχουν από πίσω του. Κι αυτός ο νεαρός Βρετανός θα πρέπει να είναι κάποιος κατάσκοπος που κρύβεται κάτω από τον μανδύα του ακολούθου. Άλλωστε, το όνομα “Μ πράουν” είναι φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτούς. Θυμήθηκα το βιβλίο διδασκαλίας αγγλικών που άρχιζε ως εξής: “M r. and M rs. Brown went to the seaside”. «Για ποιο θέμα σχετικά με τον Βάγκνερ θα θέλατε να μου μιλήσετε;» «Για ποιον λόγο ήρθε στην Ιστανμπούλ, για το τι κάνει αυτές τις μέρες εδώ κλπ.» «Για ποιον λόγο να σας μιλήσω γι’ αυτά;» «Δεν είστε, φυσικά, υποχρεωμένη. Απλώς κουβεντιάζουμε στο πλαίσιο μιας δεξίωσης». «Ήρθε για να κάνει μία ομιλία στο πανεπιστήμιό μας. Αυτό είναι όλο». Σήκωσε για μια στιγμή τα φρύδια του και μετά τα κατέβασε. «Δεν είναι αυτό όλο». «Έτσι είναι. Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω τίποτα περισσότερο». «Τότε τι κάνατε χτες στη Σίλε;» Άντε στο διάολο! Κι αυτός ήξερε για τη Σίλε! Κι εμείς νομίζαμε ότι ήμασταν ολομόναχοι. «Να σας κάνω κι εγώ μια ερώτηση» είπα. «Ο άνθρωπος αυτός γιατί είναι τόσο σημαντικός;» Για πρώτη φορά πήρε ένα σοβαρό ύφος· με κοίταξε για αρκετό χρονικό διάστημα.

«Για σας είναι προτιμότερο να μην ξέρετε». Είπε τη φράση σε τόσο αποφασιστικό τόνο που κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο να πει κάτι παραπάνω. Οι ενοχλητικές ερωτήσεις του μου είχαν προκαλέσει πονοκέφαλο. Ο κότσος του κομμωτή και τα διαφορετικά ποτά σίγουρα συνέτειναν στην αύξηση του πονοκεφάλου. «Μ ε την άδειά σας, θα προτιμούσα να φύγω. Χαίρετε» είπα. «Να σας συνοδεύσω έως την έξοδο» απάντησε. Περάσαμε ανάμεσα απ’ το θορυβώδες πλήθος των προσκεκλημένων και κατεβήκαμε τη σκάλα. Ο υπηρέτης έφερε το μαντό μου. Ο Μ άθιου με βοήθησε ευγενικά να το φορέσω. Μ ε συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο. Λίγο προτού καθίσω, μου είπε σε σοβαρό ύφος: «M rs. Duran! Εάν μας δώσετε πληροφορίες για τη δράση αυτού του ανθρώπου, θα έχετε βοηθήσει πολύ τη βρετανική κυβέρνηση και επίσης θα έχετε κερδίσει τη φιλία μας». Όταν είδε να τον κοιτάζω χωρίς να λέω τίποτα, συνέχισε: «Όπως γνωρίζετε, οι φίλοι χρειάζονται ο ένας τον άλλον. Έχετε την κάρτα μου. Καλέστε με, παρακαλώ». Μ ε βοήθησε να καθίσω στο αυτοκίνητο, έκλεισε μαλακά την πόρτα και με αποχαιρέτησε στα τουρκικά. Φύγαμε απ’ το προξενείο και βυθιστήκαμε στην έντονη νυχτερινή κίνηση της πόλης. Έλυσα τον κότσο, έβγαλα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια και άνοιξα το παράθυρο για να με χτυπήσει ο δροσερός αέρας. Ήμουν πανικόβλητη και γεμάτη ερωτηματικά. Αυτή η υπόθεση δεν ήταν στα μέτρα μου και επιπλέον δεν είχα κανέναν δίπλα μου: ούτε ο αδελφός μου ούτε ο άντρας μου ούτε ο φίλος μου ούτε και ο πρύτανης. Είχα δίπλα μου μονάχα ένα δεκατετράχρονο παιδί. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να μιλήσω κατευθείαν με τον

Βάγκνερ, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει στο νοσοκομείο. Καθώς περνούσαμε μπροστά από το ξενοδοχείο Πέρα Παλάς, «Αχ, και να ’ταν εδώ τώρα ο Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ» είπα στον εαυτό μου. «Θα πήγαινα στο δωμάτιό του και θα ρωτούσα “Μ α ποιος είσαι τέλος πάντων; Γιατί όλοι είναι στο κατόπι σου;”». Ένιωθα να με έχει κουράσει αυτή η ιστορία. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή παρά να πάω σπίτι και να διαβάσω τα στοιχεία που ανακάλυψε ο Κερέμ στο διαδίκτυο. Άρχισα να τρίβω το δεξί μέρος του μετώπου μου για να διώξω τον πονοκέφαλο. «Είστε καλά, Μ άγια χανούμ;» ρώτησε ο Ιλγιάς. «Καλά είμαι. Μ όνο λιγάκι το κεφάλι μου πονάει». «Να ψάξω για κανένα διανυκτερεύον φαρμακείο;» Αυτός ήταν καλός άνθρωπος. Δεν έμοιαζε στον Σουλεϊμάν. «Ευχαριστώ, Ιλγιάς. Στο σπίτι έχω φάρμακο» είπα. «Είσαι καλός άνθρωπος». «Ευχαριστώ» είπε. Μ όλις μπήκα στο σπίτι, έβγαλα αμέσως τα παπούτσια, τα κράτησα στο χέρι και προχώρησα. Ο Κερέμ ήταν ακόμη πάνω απ’ τον υπολογιστή του. «Μ α τι ιστορία κι αυτή, μητέρα. Δεν έχει τέλος». «Δεν τις χρειαζόμαστε όλες τις πληροφορίες, αγόρι μου. Μ ας αρκεί να μάθουμε ποιος είναι ο Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ». «Μ ητέρα, πού είναι τώρα αυτός ο άνθρωπος;» «Στο νοσοκομείο. Βαρύ κρυολόγημα». «Πότε επιστρέφει στην Αμερική;» «Φαντάζομαι σε δύο ημέρες. Γιατί ρωτάς;» «Θέλω κάτι από σένα». Τον ρώτησα γελώντας: «Σε ανταπόδωση για την έρευνα που έκανες;». «Όχι, αλλά, μιας και ασχολήθηκα τόσο πολύ μ’ αυτόν τον

άνθρωπο, ας τον γνωρίσω κιόλας». Έμεινα με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο αίτημα του γιου μου. «Γιατί θέλεις κάτι τέτοιο;» «Γιατί δεν έχω δει τόσο σπουδαίο άνθρωπο στη ζωή μου». «Πώς ξέρεις ότι είναι τόσο σπουδαίος;» «Μ α τι λες τώρα, μητέρα. Αν δεν ήταν σπουδαίος, θα τον παρακολουθούσαν τόσοι πράκτορες; Άρα ο ίδιος είναι ο μεγαλύτερος κατάσκοπος». Επαναλαμβάνοντας τις λέξεις “ο μεγαλύτερος κατάσκοπος” προχώρησα στην κουζίνα. Έβγαλα απ’ το ντουλάπι δύο δισκία Alka Seltzer. Τα έριξα σ’ ένα ποτήρι με νερό και τα παρακολούθησα που έλιωναν. Μ ετά ήπια το υγρό. Αν ήταν ημικρανία, θα έπαιρνα Relpax, όμως ύστερα από τόσα χρόνια ήξερα να ξεχωρίζω την ημικρανία απ’ τον άλλον πόνο. Αυτήν τη φορά ο πόνος ήταν συνέπεια της πλήξης, της ταραχής, του κότσου που τραβούσε τα μαλλιά μου και των ποτών που ήπια νηστικιά. Έκανα ένα ζεστό ντους· άφησα τον σβέρκο μου πολλή ώρα κάτω από το ζεστό νερό. Έλουσα και τα μαλλιά μου γιατί δεν ήθελα να ασχολούμαι άλλο με τον κότσο. Όσο ήμουν κάτω απ’ το ζεστό νερό, σκεφτόμουν τον Μ άθιου Μ πράουν. Δεν μας έφταναν όλα τ’ άλλα, μας προέκυψε κι αυτός. Ήθελαν να βοηθήσω τη βρετανική κυβέρνηση. Ποια ήμουν εγώ που θα βοηθούσα την κυβέρνηση της βασίλισσας; Εξάλλου, τι είδους υποστήριξη θα μπορούσα να έχω απ’ αυτούς; Λεφτά θα μου έδιναν ή δουλειά; Θα βοηθούσαν μήπως στις σπουδές του γιου μου στην Αγγλία; Δεν θα ήταν κακή ιδέα. Το κλέψιμο μερικών προτάσεων απ’ το στόμα του Βάγκνερ, η συνάντηση σ’ ένα δείπνο με τον Μ άθιου και να σου κάτω απ’ τις προστατευτικές φτερούγες της βρετανικής κυβέρνησης. Θυμήθηκα

τον πράκτορα της Γερμανίας Κικέρωνα, για τον οποίο μου είχε μιλήσει ο καθηγητής. Μ ήπως θα ξεγελούσαν κι εμένα με κίβδηλα χρήματα; Το ζεστό νερό σε συνδυασμό με το φάρμακο μου είχαν κάνει καλό. Ο πόνος είχε μειωθεί. Και, καθώς φορούσα το μπουρνούζι μου, σφύριζα κιόλας σιγανά ένα τραγούδι. Κατάπληκτη συνειδητοποίησα πως ήταν η μελωδία της εισαγωγής της σερενάτας που προσπαθούσε να παίξει στο βιολί του ο καθηγητής. Είχε δοκιμάσει τόσες φορές τη μελωδία που είχε χαραχτεί στη μνήμη μου. Σταματούσα το σφύριγμα της μελωδίας εκεί που σταματούσε κι εκείνος. Γιατί άραγε δεν κατάφερε να παίξει τη συνέχεια; Επειδή πάγωσαν τα δάχτυλά του απ’ το κρύο; Αν ήταν έτσι, δεν θα μπορούσε να παίξει ούτε την αρχή. Το πρόβλημα άρχιζε με το δεύτερο μέρος. Κατά πάσα πιθανότητα θα είχε ξεχάσει τη μελωδία. Αυτό το θέμα θα ήταν μία από τις ερωτήσεις μου. Πήρα από τον Κερέμ τα χαρτιά που είχε εκτυπώσει. «Θα μου δώσεις και τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις που βρήκες;» «Βέβαια». «Καληνύχτα» του είπα και πήγα στο κρεβάτι. Άρχισα να εξετάζω τις σελίδες· εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν το γράμμα του Αϊνστάιν. Τι σχέση μπορεί να είχε ο επιστήμονας που ανακάλυψε τη θεωρία της σχετικότητας με τον Ατατούρκ; Κι ακόμη περισσότερο με τον Βάγκνερ; Άρχισα να διαβάζω το γράμμα. Όσο διάβαζα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Απ’ το πολύ γράψιμο, τις αντιγραφές, τις επικολλήσεις και την οργάνωση του κειμένου πιάστηκε ο σβέρκος μου. Νιώθω έναν πόνο στην αριστερή πλευρά του σώματός μου. Πρέπει πάλι να

σηκωθώ και να κάνω μερικές κινήσεις. Στην οθόνη που έχω μπροστά μου το αεροσκάφος φαίνεται να πετά πάνω απ’ τον Ατλαντικό. Η σκέψη ότι μπορεί να μην προλάβω να τελειώσω την αφήγηση μέχρι τη Βοστόνη με αγχώνει. Ωστόσο στα επόμενα κεφάλαια έχω έτοιμα κομμάτια που χρειάζεται απλά να τα επικολλήσω: Πληροφορίες, μαρτυρίες, συνεντεύξεις που έχω περάσει ήδη στον υπολογιστή. Απ’ την άλλη, η ενέργεια της μπαταρίας του υπολογιστή εξαντλείται. Θα πρέπει να βρω κάποια λύση. Πηγαίνω προς την αεροσυνοδό που κάθεται πιο μπροστά και ανταλλάσσω μερικές κουβεντούλες. Τη ρωτώ πόσο μένουν στην Αμερική, πότε επιστρέφουν και πώς διαχειρίζονται το jet lag. Θα πρέπει να έπληττε προηγουμένως γιατί μου απαντάει με κέφι. Σύμφωνα με τα όσα είπε η αεροσυνοδός, στις υπερατλαντικές πτήσεις μένουν κατά μέσο όρο τρεις μέρες στη χώρα άφιξης. Το αεροσκάφος επιστρέφει με νέο, ξεκούραστο πλήρωμα. Συνήθισαν, λέει, πια σ’ αυτή την κατάσταση. Τα jet lag είναι περισσότερο έντονα στην επιστροφή παρά όταν φτάνουν στην Αμερική. Μ ερικοί πιλότοι και αεροσυνοδοί χρησιμοποιούν ειδικά φάρμακα που ρυθμίζουν τον ύπνο, όμως εκείνη, η Ρενάτα, αποφεύγει τη χρήση φαρμάκων. Στο μεταξύ με ρώτησε αν ήθελα κάτι. Θα μπορούσε να μου προσφέρει ένα πιάτο με φρούτα. Μ ε ρώτησε αν ήμουν συγγραφέας, επειδή δεν είναι συνηθισμένο κάποιος επιβάτης να γράφει ακατάπαυστα. Της λέω ότι είμαι συγγραφέας. Μ ε ρώτησε για ποιο θέμα γράφω. Της απαντώ ότι πρόκειται για τους Γερμανούς καθηγητές οι οποίοι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μετανάστευσαν στην Τουρκία. Μ ε κοιτάζει με ανοιχτό στόμα. Ποτέ δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο. Της λέω να μην ανησυχεί γιατί ελάχιστοι το ξέρουν. Μ ετά πρόσθεσα ότι τα φρούτα θα ήταν εξαιρετική ιδέα,

αλλά συμπλήρωσα πως είχα και μία παράκληση. «Άραγε υπάρχει περίπτωση να φορτίσω κάπου τον υπολογιστή μου;» «Φυσικά» λέει η Ρενάτα. Πηγαίνουμε και παίρνουμε απ’ το κάθισμά μου τον φορητό υπολογιστή. Τον παίρνει η Ρενάτα και τον συνδέει σε μία πρίζα του τμήματος των αεροσυνοδών. Έτσι θα έχω λίγο χρόνο για να φάω τα φρούτα και να κοιμηθώ. Ας είναι καλά η Ρενάτα.

9

ΕΞΟΧOΤΑΤΕ, Ως πρόεδρος επί τιμή της Διεθνούς Ενώσεως OSE, απευθύνομαι στην εξοχότητά σας για να σας παρακαλέσω όπως επιτρέψετε σε σαράντα ιατρούς και καθηγητές πανεπιστημίου να συνεχίσουν τις επιστημονικές και ιατρικές τους έρευνες στην Τουρκία. Οι προαναφερόμενοι επιστήμονες δεν δύνανται να ασκήσουν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις εξαιτίας της νομοθεσίας, η οποία έχει τεθεί σε ισχύ στη Γερμανία. Οι περισσότεροι των εν λόγω επιστημόνων διαθέτουν μεγάλη πείρα, γνωστική και επιστημονική επάρκεια και θα αποδειχθούν πολύ ωφέλιμοι στη χώρα η οποία θα τους υποδεχθεί. Οι σαράντα επιστήμονες και εκλεκτοί ακαδημαϊκοί, για τους οποίους παρακαλούμε από την εξοχότητά σας να τους χορηγηθεί άδεια, επιλέχθηκαν μεταξύ πολλών άλλων μελών της Ενώσεώς μας. Οι εν λόγω επιστήμονες επιθυμούν να εργασθούν αμισθί για το διάστημα ενός έτους σε ένα οποιοδήποτε ίδρυμά σας υπό τις οδηγίες της κυβερνήσεώς

σας. Τολμώ να δηλώσω ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η κυβέρνησή σας αποδεχθεί να υποστηρίξει τούτη την παράκλησή μας, δεν θα έχετε πράξει μόνον μία ανθρωπιστική ενέργεια, αλλά ταυτοχρόνως ελπίζω πως θα κάνετε τη χώρα σας να έχει όφελος από τούτη την πράξη. Διατελών εν τιμή, Καθηγητής Άλμπερτ Αϊνστάιν Μ εταξύ των σελίδων που πήρα από τον Κερέμ, πρώτα πρώτα διάβασα την επιστολή του Αϊνστάιν. Όσο καθόμουν στο κρεβάτι με μια στοίβα χαρτιά στην αγκαλιά, είχα δίπλα μου τον φορητό υπολογιστή. Ήταν πολύ καλό που μου άλλαξαν τον σταθερό υπολογιστή του γραφείου μ’ έναν φορητό. Έτσι μπορούσα μερικές δουλειές να τις τελειώνω στο σπίτι δίχως να χρειάζεται να παρακαλώ τον Κερέμ επί ώρες για να μου παραχωρήσει λιγάκι τον δικό του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έγραφε από κάτω η επιστολή, είχε ταχυδρομηθεί στις

17

Σεπτεμβρίου του

1933

στο Υπουργείο

Εξωτερικών. Είχα περιέργεια να μάθω τι ήταν η Ένωση OSE , της οποίας επίτιμος πρόεδρος ήταν ο Αϊνστάιν. Έτσι άνοιξα τον φορητό κι άρχισα να ψάχνω. Υπήρχαν πολλά

OSE ,

για παράδειγμα το Osaka Securities

Exchange ή το Operation System Embedded. Όταν όμως δίπλα στα αρχικά έγραψα και τη λέξη Αϊνστάιν, τότε το ανακάλυψα. Τελικά ήταν ένα ίδρυμα που είχε ιδρυθεί στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Ναζί και είχε σκοπό να σώζει Εβραίους. Πράγματι ο Αϊνστάιν ήταν επίτιμος πρόεδρος. Διότι, όταν είδε όσο δίδασκε

στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου ότι οι Ναζί αύξησαν πολύ την επιρροή τους, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ σ’ αυτήν τη χώρα και έτσι μετανάστευσε στο Παρίσι. Εκείνη την περίοδο ήταν καθηγητής στο Collège de France. Άρα έγραψε αυτό το γράμμα στις 17 Σεπτεμβρίου του 1933 με σκοπό να σώσει τους Εβραίους καθηγητές. Ο καθηγητής Βάγκνερ είχε έρθει στην Τουρκία έπειτα από αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ωστόσο αυτή η επιστολή ήταν η αρχή των όσων ακολούθησαν. Οι τουρκικές ιστοσελίδες του διαδικτύου παρουσίαζαν την επιστολή του Αϊνστάιν με μεγάλη εθνική υπερηφάνεια και συγκίνηση. Και είχαν δίκιο. Διότι επρόκειτο για ένα ζήτημα αλληλεγγύης κατά του χιτλερικού καθεστώτος. Μ ολαταύτα, όταν διασταύρωσα διαφορετικές πηγές, διαπίστωσα ότι υπήρχαν και άλλες πτυχές στην υπόθεση που συγκίνησε τόσο τον Κερέμ. Πρώτον, η επιστολή δεν απευθυνόταν στον Ατατούρκ, αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Και, δεύτερον, παρότι στο κάτω μέρος της επιστολής υπήρχε η υπογραφή του Αϊνστάιν, στην πραγματικότητα ο αληθινός συντάκτης ήταν η OSE . Σύμφωνα με τη μαρτυρία της γραμματέως του επιστήμονα, εκείνη την περίοδο ο Αϊνστάιν έλειπε από το Παρίσι για δέκα μέρες, συμπεριλαμβανομένης και της

17 ης

Σεπτεμβρίου, αλλά είχε αφήσει υπογεγραμμένα κενά επιστολόχαρτα για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που χρειαζόταν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι θέμα συζήτησης το κατά πόσο η επιστολή μπορεί να αποδοθεί στον μεγάλο επιστήμονα. Για μένα πάντως είναι του Αϊνστάιν, διότι και πολλοί πολιτικοί εκφωνούν ομιλίες τις οποίες έχουν συντάξει ειδικοί συνεργάτες

τους και παρ’ όλα αυτά οι λόγοι θεωρείται ότι ανήκουν στους πολιτικούς. Κι αυτή η περίπτωση ήταν κάτι παρόμοιο. Όσο και αν ο επιστήμονας δεν ήταν παρών, γνώριζε το τι έγραφε το γράμμα. Η ενυπόγραφη επιστολή που έφτασε στην Άγκυρα μπορεί να μην ήταν προσωπική, αλλά πάντως ήταν επίσημη επιστολή του επιστήμονα. Συνέχισα να εξετάζω τις πηγές. Εκείνη την περίοδο πρωθυπουργός ήταν ο Ισμέτ μπέης. Επειδή ακόμη δεν είχε ψηφιστεί ο νόμος που ρύθμιζε τα επίθετα, ο πρωθυπουργός δεν είχε πάρει ακόμη το επίθετο Ίνονου. Ο τότε πρωθυπουργός, αφού έλαβε το γράμμα, έγραψε μια σημείωση στο περιθώριο και την έστειλε στον υπουργό Παιδείας Δρα. Ρεσίτ Γκαλίπ. Η απάντηση που δόθηκε αργότερα ήταν αρνητική. Ο πρωθυπουργός είχε απορρίψει το αίτημα του Αϊνστάιν και ως απάντηση του έγραψε στις επιστολή:

14

Νοεμβρίου

1933

την παρακάτω

Αξιότιμε κύριε καθηγητά, Έλαβα την επιστολή σας, την αναφερόμενη στο αίτημα των σαράντα ιατρών και επιστημόνων, οι οποίοι δεν δύνανται να εργασθούν στη Γερμανία και ως εκ τούτου επιθυμούν να συνεχίσουν τις εργασίες τους στην Τουρκία. Διάβασα και ότι δέχονται να εργασθούν αμισθί για ένα έτος σε τουρκικά ιδρύματα. Η πρότασή σας είναι όντως πολύ ελκυστική· μολαταύτα δεν δύναμαι να σας απαντήσω θετικά εξαιτίας των ισχυόντων στη χώρα μου νόμων. Αξιότιμε κύριε καθηγητά, όπως γνωρίζετε, μέχρι σήμερον προσλάβαμε ήδη περισσότερους από σαράντα ιατρούς και επιστήμονες, οι οποίοι αφενός έχουν τις ίδιες ικανότητες και

αφετέρου τελούν υπό το ίδιο πολιτικό καθεστώς. Οι καθηγητές αυτοί έχουν αποδεχθεί να εργασθούν υπό το υπάρχον νομικό καθεστώς. Προσπαθούμε να παγιώσουμε τη νέα κατάσταση που είναι εύθραυστη, αφού τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες, ομιλούν διαφορετικές γλώσσες και έχουν διαφορετικές καταβολές. Υπό αυτές τις συνθήκες, σας πληροφορώ μετά λύπης ότι αδυνατούμε να απασχολήσουμε περισσότερους επιστήμονες. Αξιότιμε κύριε καθηγητά, Εκφράζω τη λύπη μου που δεν δύναμαι να πραγματοποιήσω την επιθυμία σας και παρακαλώ να έχετε εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις μου. Το γράμμα αυτό μοιάζει σαν να κλείνει τις πόρτες στους Γερμανούς επιστήμονες και όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου τέτοιο. Όχι σαράντα, αλλά εκατόν ενενήντα επιστήμονες εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Μ ερικοί επιστήμονες ήρθαν από τη Γερμανία, άλλοι από την Αυστρία μετά το Anschluss –δηλαδή την ένωση με τη Γερμανία– και τέλος από την Πράγα όταν κυριεύτηκε το 1939 από τις χιτλερικές δυνάμεις. Άνοιξα ένα καινούριο αρχείο στον υπολογιστή μου. Το τιτλοφόρησα “Αυτά που θα ερευνήσω”. Ως πρώτο θέμα έγραψα τη λέξη Anschluss. Ύστερα επέστρεψα στις σελίδες του Κερέμ. Εκείνη την περίοδο η Τουρκία είχε θετική συμβολή στα πράγματα, διότι πολλοί επιστήμονες ήρθαν στην Τουρκία για μια νέα αρχή – όπως για παράδειγμα ο οδοντίατρος Άλφρεντ Καντόροβιτς, ο οποίος αφού έμεινε εννέα μήνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έφτασε στην Ιστανμπούλ και με την οικογένειά του άρχισε μια καινούρια ζωή.

Ποιες ήταν όμως οι δυνάμεις που εξασφάλισαν την έλευση στην Τουρκία αυτών των επιστημόνων παρά την αρνητική θέση του υπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου; Ορισμένες πηγές τις αποδίδουν στον τότε πρόεδρο Ατατούρκ, ο οποίος επιθυμούσε τον ταχύτατο εκσυγχρονισμό της χώρας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, παρενέβη ο πρόεδρος και άνοιξε τον δρόμο στους επιστήμονες. Εκείνος ήταν που τους κάλεσε σε μία δεξίωση, η οποία γινόταν στο παλάτι Ντολμάμπαχτσε προς τιμήν του σάχη της Περσίας. Είχε συνομιλήσει με όλους, καλωσορίζοντάς τους έναν προς έναν. Λέγεται ακόμη πως ο καθηγητής Άλφρεντ Καντόροβιτς θεράπευσε τον σάχη απ’ τους πονόδοντους και ο οφθαλμίατρος Ζόζεφ Ιγκερσάιμερ έγραψε καινούρια συνταγή για τα μάτια του Ιρανού μονάρχη. Στα κείμενα αυτά συναντούσα πολλούς άγνωστους όρους για τους οποίους έπρεπε να κάνω έρευνα ώστε να αντιληφθώ το νόημά τους. Μ ερικούς τους πρόσθετα στο αρχείο με τον τίτλο “Αυτά που θα ερευνήσω”. Απ’ ό,τι κατάλαβα, Anschluss ονομαζόταν η κατάληψη της Αυστρίας απ’ τη ναζιστική Γερμανία. Μ ετά το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους το 1806 , είχε επικρατήσει η ιδέα της επανένωσης της γερμανικής φυλής και ο Αδόλφος Χίτλερ κατέλαβε την Αυστρία σαν πρώτο βήμα αυτής της προσπάθειας. Έριξα μια σύντομη ματιά στα ιστορικά γεγονότα ώστε να καταλάβω καλύτερα το θέμα. Επειδή η Τουρκία δεν πήρε μέρος στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε περιορισμένες πληροφορίες για το ζήτημα. Τα όσα ξέραμε τα γνωρίζαμε από τις χολλυγουντιανές ταινίες.

Τις εκλογές που διεξήχθησαν το φθινόπωρο του 1932 στη Γερμανία τις κέρδισε το Εθνικό Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα του Χίτλερ, ο οποίος στις 30 Ιανουαρίου 1933 έγινε πρωθυπουργός. Ο στόχος των Ναζί ήταν να εξοντώσουν τους Εβραίους της Γερμανίας. Στην ουσία οι αντισημιτικές ενέργειες αυτού του κόμματος είχαν ξεκινήσει προτού πάρει την εξουσία. Ωστόσο, όταν το ναζιστικό κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση, οι διώξεις κατά των Εβραίων πολλαπλασιάστηκαν. Ως αποτέλεσμα των διώξεων αυτών, πολλοί Εβραίοι εγκατέλειψαν τη χώρα. Κάποια στιγμή ένιωσα τα βλέφαρά μου να κλείνουν. Είχα ζήσει πάλι μια δύσκολη μέρα. Ήμουν εξαντλημένη. Στο μεταξύ είχα καταλάβει πως ήταν μεγάλο λάθος να αναθέσω την έρευνα αυτή στον Κερέμ. Ακόμη κι εγώ δυσκολευόμουν να αντιληφθώ τα γεγονότα. Όμως παρ’ όλα αυτά η ζωή του είχε αποκτήσει ένα νόημα. Ήμουν σίγουρη πως αύριο στο σχολείο θα εξηγούσε καμαρωτός στους φίλους του πως ο Αϊνστάιν είχε στείλει γράμμα στον Ατατούρκ. Ήταν πολύ πιθανό να μη γνώριζε το γεγονός ούτε ο δάσκαλός του. Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, σκέφτηκα την κακόμοιρη γιαγιά μου απ’ τη πλευρά της μητέρας. Είχε ζήσει φοβερά βάσανα, όμως δεν μας είχε πει τίποτα. Αυτό γινόταν συχνά στα τουρκικά σπίτια· δεν μιλούσαν για το παρελθόν. Λες και το να αναφέρεις τα δυσάρεστα γεγονότα, θα τα έκανε να επιστρέψουν και να βιωθούν ξανά. Άραγε η προτεραιότητα που δίνεται στην Τουρκία στην κάλυψη αντί της αντιμετώπισης και λύσης του οποιουδήποτε ζητήματος, ήταν αποτέλεσμα αυτής της συνήθειας; Σ’ αυτήν τη χώρα, από το κουρδικό πρόβλημα μέχρι το ζήτημα της φτώχειας, υπάρχει η συνήθεια να κάνουν πως δεν υπάρχει. Εάν κάποιος αντιπολιτευόμενος αναφερόταν σε κάποιο απ’ αυτά

τα θέματα, αντιμετωπιζόταν με οργή λες και εκείνος το είχε δημιουργήσει. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος διαφορετικά για να θεωρηθεί εχθρός. Σιωπηρά είχε γίνει μια συλλογική κοινωνική συμφωνία ώστε να μη μιλά κανείς για το περασμένα. Και, ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας, οι νέες γενιές δεν γνώριζαν τίποτα για το παρελθόν. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Είχαμε ανατραφεί με τρόπο που να αποφεύγουμε να γινόμαστε εχθρός κάποιου. Αυτό ήταν η καλή πλευρά του νομίσματος, από την άλλη όμως είχαμε απόλυτη άγνοια. Αν είχα σταθεί πιο κοντά στη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου, ίσως να μου τα είχε εξηγήσει, όπως έκανε η μητέρα του πατέρα μου. Καθώς βυθιζόμουν στον ύπνο, προσευχήθηκα γι’ αυτές τις δύο ευλογημένες γυναίκες. Δεν ξέρω αν πρόλαβα να ολοκληρώσω την προσευχή.

10

ΜΟΛΙΣ

ΞΥΠΝΗΣΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜ ΕΝΗ, βρέθηκα ανάμεσα στα χαρτιά και στον υπολογιστή. Όλη μου η ζωή ήταν γεμάτη με αυτά τα χαρτιά, τις πληροφορίες και τα γεγονότα. Πόσο πολλά πράγματα δεν ήξερα και άλλα τόσα δεν καταλάβαινα! Βάγκνερ, Νάντια, κατασκοπεία, δολοφονία, γιαγιά… Έξαφνα θυμήθηκα το άσπρο Ρενό. Δεν είχα δει τις τελευταίες μέρες τα στελέχη της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Για ποιον λόγο άραγε; Δεν με παρακολουθούσαν πια; Τους είχε παρακαλέσει ο αδελφός μου γι’ αυτό; Ούτε ο πρύτανης είχε κάνει λόγο για το θέμα. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν πια στο κατόπι μου. Ίσως ο λόγος να ήταν ότι πλέον την έρευνα είχε αναλάβει ο αδελφός μου. Μ ήπως είχε βάλει αυτός κάποιον να μας παρακολουθεί; Τον φάκελο του Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ που είδα πάνω στο γραφείο του τον είχε ζητήσει εκείνο το πρωί ή μήπως υπήρχε από πριν; Μ ήπως, επομένως, ήταν ήδη μέσα στην υπόθεση; Ωστόσο, όταν του τηλεφώνησα απ’ τη Σίλε, είχε συμπεριφερθεί σαν να μη γνώριζε τίποτα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχε απορήσει κιόλας.

Τα θέματα που με απασχολούσαν από τη μέρα που ήρθε ο Βάγκνερ έτρεχαν γρήγορα, ωστόσο υπήρχε και η καθημερινότητα. Άρχιζε μια συνηθισμένη μέρα. Έπρεπε να ξυπνήσω τον Κερέμ, να ετοιμάσω πρωινό, να τον στείλω στο σχολείο, να πάω στο πανεπιστήμιο… Εκείνο το πρωί δεν βρήκα το κουράγιο να ετοιμάσω ένα μεγαλοπρεπές πρωινό. Ένιωθα ένα βάρος επάνω μου. Πονούσαν οι αρθρώσεις μου· αν δεν είχα τόσο πολλή δουλειά, θα καθόμουν σπίτι να διαβάσω και να δω τηλεόραση. Για πρωινό έβγαλα κορν φλέικς και γάλα για τον Κερέμ, και κεφίρ για μένα. Ο Κερέμ, επειδή ήξερε ότι έτσι κι αλλιώς θα προλάβαινε το σχολικό, δεν βιαζόταν, έκανε αργές κινήσεις. Είχε συνηθίσει στις παροτρύνσεις του είδους «Άντε, αγόρι μου, αργήσαμε, θα χάσεις το σχολικό!». Εκείνο το πρωί όμως έμοιαζε απορημένος, διότι δεν του έλεγα τίποτα. Έτρωγε με άνεση το πρωινό του και το έκανε λιγάκι για να με πειράξει. Σε λίγο κατάλαβε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Κοίταξε το ρολόι κατάδυσης που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του και μετά με κοίταξε συνοφρυωμένος. Προσποιήθηκα την αδιάφορη συνεχίζοντας να διαβάζω την εφημερίδα μου. Ήθελα να γελάσω, αλλά κρατιόμουν. Ο Κερέμ ανησυχούσε ολοένα περισσότερο, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Κοίταξε κάνα δυο φορές ακόμη το ρολόι και μετά: «Μ ητέρα, τι μέρα είναι σήμερα;» ρώτησε. «Παρασκευή» είπα δίχως να σηκώσω το κεφάλι μου. Και συνέχισα πλήρως αδιάφορη. «Τι τρέχει;» «Δηλαδή, έχω σχολείο». «Ναι» απάντησα αδιάφορα καθώς γύριζα τη σελίδα της εφημερίδας.

Εκείνος καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα κι εγώ το απολάμβανα γιατί έπαιρνα την εκδίκησή μου. Στο τέλος δεν άντεξε, τινάχτηκε απ’ την καρέκλα. «Τι έχεις πάθει;» φώναξε. «Θα χάσω το σχολικό. Δυο λεπτά μου μείνανε». «Α, έτσι;» είπα. «Δεν το κατάλαβα». Έτρεξε στο χολ να φορέσει το μπουφάν. Έκανε απότομες κινήσεις που τον έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο παιδί. Ένα συμπαθητικό παιδί. Πήγα δίπλα του γελαστή. «Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι. Σήμερα θα σ’ αφήσω εγώ στο σχολείο» είπα. «Εσύ;» «Ναι». Πήγα στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Όπως είχα μαντέψει, ο Ιλγιάς περίμενε κάτω. Φώναξα τον Κερέμ και του έδειξα το Φορντ Φόκους που στεκόταν μπροστά από την εξώπορτα. Ο Ιλγιάς ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο κάπνιζε το τσιγάρο του. «Να, λοιπόν» του είπα. «Αυτό είναι το αμάξι μας κι εκείνος ο οδηγός μας». «Γαμώτο!» φώναξε και μετά αμέσως έφραξε γρήγορα με την παλάμη το στόμα σαν να ήθελε να κλείσει τη λέξη στο στόμα του. «Τώρα θα πηγαίνουμε στο σχολείο με αμάξι με σοφέρ σαν τα πλουσιόπαιδα;» «Ναι!» του απάντησα. «Μ ητέρα, γιατί το πανεπιστήμιο σου έδωσε αμάξι; Λόγω Βάγκνερ;» «Ναι!» «Όλο και περισσότερο αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο, μητέρα». Του είχα κι άλλη έκπληξη, αλλά δεν θα την έλεγα εκείνην τη στιγμή.

Κατεβήκαμε κάτω και καθίσαμε στο αυτοκίνητο. Ο ευγενικός Ιλγιάς μού άνοιξε την πόρτα. Ο Κερέμ, που κάθισε στα αριστερά μου, κοίταζε στα παράθυρα των σπιτιών να δει αν μας κοίταζε κάποιος. Του είχε αρέσει πολύ η ιστορία αυτή. Δεν χαμογελούσε, αλλά δεν υπήρχε ίχνος απ’ την έκφραση δυστυχίας που ήταν κολλημένη τον προηγούμενο καιρό στο πρόσωπό του. Και να που όταν πλησιάσαμε στο σχολείο ένα μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του. Επωφελούμενη της ευκαιρίας, του έσκασα ένα φιλάκι στο μάγουλο. Δεν είπε τίποτα. «Άντε γεια!» είπε μονάχα. Όταν έφτασα στο γραφείο, ασχολήθηκα αμέσως με τις δουλειές που είχα αμελήσει τις τελευταίες μέρες. Διάβασα στα γρήγορα τις εφημερίδες των προηγούμενων ημερών. Δεν υπήρχε κάποια είδηση που αφορούσε την πρυτανεία. Αυτό ήταν σπάνιο. Η σκανδαλοθηρική μανία του Τύπου μάς προκαλούσε συχνά πονοκέφαλο. Φυσικά σ’ αυτά τα γραπτά ή τις ειδήσεις έπαιζαν ρόλο και οι προσωπικές επιδιώξεις. Πατέρας ενός φοιτητή που κόπηκε στις εξετάσεις, ιδιωτική εταιρία που δεν κέρδισε τον πλειοδοτικό διαγωνισμό, ανταγωνιστές του πρύτανη που εποφθαλμιούσαν τη θέση του συχνά κατέφευγαν σε συκοφαντικά άρθρα. Εμείς βρίσκαμε έναν έναν τους συντάκτες αυτών των άρθρων, τους καλούσαμε στο πανεπιστήμιο, τους δίναμε άφθονες πληροφορίες και χαϊδεύαμε το εγώ τους. Σε όσους δεν καταλάβαιναν από λόγια, τους στέλναμε εξώδικο διά της δικαστικής οδού. Εγώ δεν παρακολουθούσα τα εξώδικα. Δεν ήταν δική μου αρμοδιότητα. Εφόσον αποφάσιζαν να σταλεί εξώδικο, αναλάμβανε κάποιος άλλος. Αυτή ήταν λοιπόν η βασική μου δουλειά. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να μου διαφύγει καμιά εφημερίδα. Αφού τελείωσα τη δουλειά μου, έφαγα το μεσημεριανό στην καντίνα. Ο βασικός λόγος δεν ήταν το φαγητό αλλά η συνάντηση

με τη Νερμίν χανούμ, η οποία ήταν μια κυρία γύρω στα σαράντα με αρκετά παχάκια. Δεν έχανε ποτέ το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν η υπεύθυνη του αρχείου του πανεπιστημίου και η συντροφιά της ήταν ευχάριστη. Είχε σπουδάσει βιβλιοθηκονόμος. Ήταν σημαντικό να τη συναντήσω εκείνη την ημέρα. Δεν είχα κάνει λάθος. Την πέτυχα να ξεκινά το φαγητό της. Ήμουν τυχερή. Προτού καν την πλησιάσω, μου μίλησε εκείνη. «Ω! Μ άγια! Χρόνια και ζαμάνια…» Όπως ήταν φυσικό, φάγαμε μαζί. Στην κατάλληλη ευκαιρία τής είπα ότι έχουμε έναν φιλοξενούμενο του πρύτανη και ότι γι’ αυτόν τον λόγο χρειάζομαι μερικές πληροφορίες. «Μ ιλάς για τον καθηγητή Βάγκνερ;» ρώτησε. «Ναι!» «Φυσικά» είπε. «Έχουμε ένα ξεχωριστό τμήμα για τους ξένους καθηγητές που υπηρέτησαν στο πανεπιστήμιό μας. Όποτε θέλεις, έλα να κοιτάξεις». «Μ πορώ να έρθω μετά το φαγητό;» ρώτησα. Επειδή είχε γεμάτο το στόμα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ύστερα από μισή ώρα ήμουν στο αρχείο, όπου είχαν καταχωρηθεί εκατοντάδες χιλιάδες φάκελοι. Η Νερμίν χανούμ με πληροφόρησε ότι είχαν ξεκινήσει ένα νέο πρόγραμμα για τη διδασκαλία ταξινόμησης και συλλογής των στοιχείων, ότι τα νέα στοιχεία καταχωρούνται κατευθείαν ηλεκτρονικά, ενώ ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια όλοι οι φάκελοι να γίνουν προσβάσιμοι από υπολογιστές. «Οι ξένοι καθηγητές είναι προσβάσιμοι από υπολογιστή;» ρώτησα. «Δυστυχώς, δεν ήρθε ακόμη η σειρά τους. Υπάρχουν τόσο πολλά αρχεία που ούτε μπορείς να φανταστείς τον αριθμό».

Αφού περάσαμε ανάμεσα σε χιλιάδες φακέλους, ταξινομημένους με τη μέθοδο που ονομάζεται “space saver”, με οδήγησε σ’ ένα ιδιαίτερο χώρισμα. «Εδώ είναι αυτό που γυρεύεις» είπε. «Συγνώμη που θα σε αφήσω μόνη, αλλά έχω πάρα πολλή δουλειά». Χάρηκα που θα ήμουν μόνη. Άρχισα να διαβάζω τα ονόματα που ήταν γραμμένα έξω απ’ τους φακέλους: Ernst Reuter, Fritz Neumark, Paul Hindemith, Alfred Braun, Ruth Sello, Robert Anhegger, M aximilian Ruben, Ernst Praetorius, Rudolf Belling, Carl Ebert, M argarete Scütte-Lihotzky, Julius Stern, Bruno Taut, Hans Bodlaender, Eduard Zuckmayer, George Tabori, Alfred Joachim Fischer, Clemens Holzmeister, M artin Wagner, Gustav Oelsner, Erna Eckstein και Ernst Engelberg… Τα ονόματα ήταν πάρα πολλά. Οι περισσότεροι είχαν εγκατασταθεί στην Ιστανμπούλ, ένας μικρός αριθμός επιστημόνων είχε μείνει στην Άγκυρα. Ένα ντοκουμέντο έγραφε τα εξής: Οι επιστήμονες που διέφυγαν από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας και ήρθαν στη Τουρκία υπήρξαν οι θεμελιωτές του Πανεπιστημίου της Ιστανμπούλ. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο εκπόνησε ο Ελβετός ιατρικός επιστήμονας Άλμπερτ Μάλχε, τέθηκε σε εφαρμογή το έτος 1933. Η ονομασία Νταρουλφουνούν, η οποία χρησιμοποιούνταν από την οθωμανική περίοδο, άλλαξε σε Πανεπιστήμιο της Ιστανμπούλ. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το νέο δημοκρατικό καθεστώς, που επιθυμούσε τον εξευρωπαϊσμό της χώρας, ζήτησε τη στήριξη των Γερμανών επιστημόνων στους επιστημονικούς κλάδους

της νομικής, της ιατρικής, των συστημάτων εκπαίδευσης, της οργάνωσης βιβλιοθηκών, της εκπαίδευσης αρχαιολόγων. Οι επιστήμονες προσέφεραν επίσης τις υπηρεσίες τους στους επιστημονικούς κλάδους της βοτανικής, γεωλογίας, χημείας και βιοχημείας. Οι καθηγητές στην αρχή δίδασκαν με τη διαμεσολάβηση μεταφραστή. Υπήρχε πάντως όρος που απαιτούσε από τους καθηγητές να μάθουν εντός τριών ετών την τουρκική και να διδάσκουν χωρίς μεταφραστή. Ο μισθός των Γερμανών καθηγητών ήταν πενταπλάσιος των Τούρκων συναδέλφων τους. Απ’ όσο κατάλαβα μελετώντας τα έγραφα, η ζωή των καθηγητών αυτών δεν ήταν τόσο ρόδινη, παρότι έπαιρναν πενταπλάσιο μισθό. Η υποστήριξη των Ρωμιών και των Αρμενίων της πόλης προς τους Ναζί επειδή αντιπαθούσαν τους Εβραίους, η συνεχής πίεση του Χίτλερ προς την Άγκυρα ώστε να στείλει πίσω στη Γερμανία τους καθηγητές, τα προβλήματα εκμάθησης της γλώσσας, οι προκαταλήψεις που είχαν ορισμένοι καθηγητές κατά των Τούρκων, τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλούσε στους Τούρκους καθηγητές ο πενταπλάσιος μισθός των ξένων ήταν μερικές από τις αιτίες που έκαναν δύσκολη τη ζωή των Γερμανών επιστημόνων. Μ ολαταύτα, έθεσαν τα θεμέλια του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος και ορισμένοι έμειναν για πολλά χρόνια στην Τουρκία και όχι μόνο αυτό, αλλά ζήτησαν και να θαφτούν στη χώρα που τους δέχθηκε. Στο νεκροταφείο Ασιγιάν του Βοσπόρου οι τάφοι του Κουρτ Κόσβιγκ και του Έρικ Φρανκ ήταν δίπλα δίπλα. Ο διάσημος αρχιτέκτονας Μ προύνο Τάουτ αναπαυόταν στο νεκροταφείο

Εντιρνέκαπι, ενώ ο αρχαιολόγος Κλέμενς Μ πος στο νεκροταφείο του Φερίκιοϊ. Ο ιδρυτής της Οικονομικής Σχολής Φριτς Νόιμαν είχε μείνει στην Τουρκία δεκαεννέα χρόνια. Κατόπιν είχε επιστρέψει στη Γερμανία, όπου εκλέχτηκε δύο φορές πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Διάβαζα κατάπληκτη όλα αυτά που αφορούσαν τόσο σημαντικές προσωπικότητες. Ο Ερνστ Ρόιτερ είχε ιδρύσει το Ινστιτούτο Πολεοδομίας και, όταν επέστρεψε στη Γερμανία, έγινε ο πρώτος δήμαρχος του Βερολίνου. Ο διάσημος οικονομολόγος Βίλχελμ Ρέπκε, ο Ουμπέρτο Ρίτσι, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ρώμης, ο Μ προύνο Τάουτ, ιδρυτής της σχολής Μ πάουχαους, ο Κλέμενς Χολσμάιστερ, πολεοδόμος, ο Κουρτ Μ πίτελ, αρχαιολόγος… Τα ονόματα συνέχιζαν δίχως τέλος. Αυτό σημαίνει ότι κάποια χρονική περίοδο η Ιστανμπούλ είχε συγκεντρώσει τους πιο σημαντικούς επιστήμονες του κόσμου. Και όμως ούτε στην Τουρκία γινόταν λόγος γι’ αυτούς τους ανθρώπους ούτε στον υπόλοιπο κόσμο. Υπήρχαν εκατοντάδες ονόματα· παρ’ όλα αυτά, το όνομα του καθηγητή της Νομικής Ερνστ Χιρς προβαλλόταν περισσότερο. Σύμφωνα με τα αρχεία, η μελέτη του καθηγητή Χιρς με τον τίτλο Μέθοδος στην Πρακτική Νομική ήταν ακόμη και στις μέρες μας το Ευαγγέλιο όλων των νομικών. Ο Χιρς το 1934 πολιτογραφήθηκε Τούρκος. Ο Έρικ Άουερμπαχ, πολύ γνωστός για τις λογοτεχνικές κριτικές του, εδώ είχε γράψει το γνωστό έργο του Μίμησις.

Συγκίνηση πλημμύριζε την καρδιά μου όσο διάβαζα· μπροστά στα μάτια μου ξεδιπλωνόταν ένας καινούριος άγνωστος κόσμος. Πηγαινοερχόμασταν στο πανεπιστήμιο δίχως να γνωρίζουμε επάνω σε τι θησαυρό καθόμασταν. Αν εξαιρέσουμε μερικούς καθηγητές, κανείς δεν είχε πάρει είδηση γι’ αυτόν τον πλούτο. Στους φακέλους υπήρχαν σημειώσεις όπως “Άριος”, “Άριος κατά το ήμισυ”, “Μ εικτός”, “Εβραίος”. Όλα αυτά ήταν ενδιαφέροντα, αλλά ακόμη δεν είχα συναντήσει τίποτα για τον Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ. Έτσι αποφάσισα να αφήσω στην άκρη πολλούς ενδιαφέροντες φακέλους και να ψάξω για το όνομα Βάγκνερ. Διέσχισα πολλά ράφια και στο τέλος τον βρήκα. Ωστόσο, ήδη τη στιγμή που πήρα στα χέρια μου τον φάκελο, κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Διότι, ενώ οι προηγούμενοι φάκελοι ήταν γεμάτοι έγγραφα, αυτός εδώ ήταν σχεδόν άδειος. Πράγματι, όταν άνοιξα το ντοσιέ, βρήκα μονάχα δύο σελίδες. Η πρώτη ήταν μία αστυνομική έκθεση, η οποία έγραφε ότι ο Γερμανός υπήκοος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιστανμπούλ, Άριος, Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ τέθηκε υπό κράτηση από τις δυνάμεις ασφαλείας και κατόπιν απελάθηκε. Επιπλέον, είχε σημειωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο τον είχε κηρύξει “Ανεπιθύμητο”. Το δεύτερο έγγραφο ήταν μία καταγγελία του ειδικού απεσταλμένου του καγκελαρίου του Τρίτου Ράιχ Αδόλφου Χίτλερ, του χερ Σκούρλα, ο οποίος προσήλθε στο πανεπιστήμιο και δήλωσε στις πρυτανικές αρχές ότι το άτομο αυτό, ο καθηγητής Βάγκνερ, ήταν κατάσκοπος της Βρετανίας και ότι έστελνε τις πληροφορίες του κωδικοποιημένες σε νότες του πενταγράμμου. Νότες του πενταγράμμου! Ήμουν αποσβολωμένη. Ανάμεσα σε τόσους σεβάσμιους καθηγητές, είχα πέσει πάνω σ’ έναν κατάσκοπο. Κι όχι μόνο, αλλά τον συμπάθησα κιόλας, και μπήκα μαζί του στο ίδιο κρεβάτι!

Αφού έβγαλα φωτοτυπία τις δύο σελίδες, επέστρεψα τον φάκελο στη θέση του. Χαιρέτησα από μακριά με το χέρι τη Νερμίν χανούμ, που εκείνην τη στιγμή εξηγούσε κάτι στους φοιτητές που την είχαν περιτριγυρίσει. Καθώς επέστρεφα στο γραφείο μου, ίσως για εκατοστή φορά αναρωτήθηκα: “Ποιος είσαι επιτέλους, Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ;”. Παρήγγειλα στον καφετζή έναν μέτριο καφέ. Ήπια τον καφέ μου και κάθισα ακίνητη για λίγο στο κάθισμά μου για να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Ήθελα να ξεπεράσω το σάστισμα που με είχε κυριεύσει. Σύμφωνα με τα έγγραφα που μόλις διάβασα, δεν χωρούσε αμφιβολία πως ο Βάγκνερ ήταν κατάσκοπος, ωστόσο παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος που γνώρισα δεν ταίριαζε με τα στοιχεία που είχα στα χέρια μου. Λες και είχα απέναντί μου δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Ο Κερέμ θα πρέπει να έχει πια επιστρέψει. Αναζήτησα τηλεφωνικά τον Ιλγιάς. «Σε παρακαλώ, φέρνεις τον Κερέμ εδώ απ’ το σπίτι;» του είπα. Τον είδα απ’ το παράθυρο να ξεκινά. Μ ετά τηλεφώνησα στον Κερέμ. «Θα έρθει να σε πάρει ο Ιλγιάς» του είπα. «Να είσαι έτοιμος». Ο σοβαρός τόνος της φωνής μου θα πρέπει να τον ανησύχησε. «Τι τρέχει, μητέρα; Συνέβη κάτι;» ρώτησε. «Όχι» του είπα. Έδεσα τα χέρια μου πάνω στο γραφείο και ακούμπησα πάνω τους το κεφάλι. Έκλεισα τα μάτια. Ήμουν ανήσυχη. Γιατί σ’ αυτήν τη χώρα γίνονταν τόσο πολλές μυστικές ενέργειες; Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, όποιον άνθρωπο κι αν συναντήσεις, όποιον φάκελο κι αν ανοίξεις βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα μυστικό. Όπως έκανα συχνά όταν ήθελα να ηρεμήσω λίγο, άρχισα να σκέφτομαι την πεδιάδα Καφκασέρ του Άρτβιν.

Ένιωσα ανακούφιση. Άνοιξα χαρούμενη τα μάτια. Μ ετά τα ξανάκλεισα. Βρισκόμουν εκεί, στην πεδιάδα Καφκασέρ του Άρτβιν. Περπατούσα στις χιονισμένες κορυφές. Τα πόδια μου βυθίζονταν στο κατάλευκο χιόνι· ρουφούσα μέσα μου τον παγωμένο αέρα που κρύωνε τα σωθικά μου. Ατένιζα με θαυμασμό τα έλατα και τα πεύκα που μου θύμιζαν Πόντιες και Γεωργιανές νύφες. Βουτούσα ολόκληρη μες στα χιόνια, κυλιόμουν πάνω τους. Οι τούμπες μού πάγωναν τα μάγουλα και τα χέρια. Ένιωθα σαν να μούδιαζαν τα μπράτσα μου. Άνοιξα τα μάτια αναγκαστικά. Έτσι όπως καθόμουν, είχαν πονέσει τα μπράτσα μου. Σκεφτόμουν συχνά τη μαγική πεδιάδα όποτε είχα στενοχώριες. Πριν από δύο χρόνια είχα πάρει μέρος σ’ ένα τρέκινγκ στα βουνά Κάτσκαρ. Τη νύχτα μέναμε σε σκηνές. Ο κομψός ξεναγός μάς μιλούσε για τη μαγική περιοχή. Οι καταρράκτες, που το καλοκαίρι κυλούσαν ορμητικά απ’ τα βουνά, πάγωναν τον χειμώνα σχηματίζοντας εξαιρετικά αγάλματα από πάγο. Στους λόφους το βλέμμα συναντούσε πού και πού μοναχικά ξύλινα σπιτάκια, απομακρυσμένα το ένα από το άλλο. Σ’ αυτή την εκδρομή ήμουν πλημμυρισμένη με συναισθήματα ευτυχίας, ανακούφισης, καθαρότητας. Δεν ήθελα να επιστρέψω. Τρία κλαδάκια ελάτου που είχα πάρει απ’ την πεδιάδα τα είχα φυτέψει σε γλάστρες. Τα δύο δεν είχαν κρατήσει, όμως το ένα επέζησε. Μ εγάλωνε αργά αργά στο σαλόνι του σπιτιού. Όποτε το κοίταζα, με γέμιζε χαρά σαν να έβλεπα έναν φίλο που έρχεται από μακριά. Αφότου έμαθα την ιστορία της γιαγιάς, το κλαδί του ελάτου πήρε άλλο νόημα. Δυνάμωσε και η αγάπη για την πεδιάδα Καφκασέρ. Ένιωθα μια έλξη προς τη γιαγιά, ενώ ταυτόχρονα λαχταρούσα τον δροσερό αέρα των βουνών του Καυκάσου.

Σκούρλα! Οι ωραίες χιονισμένες εικόνες και η αναπόληση της χιονισμένης πεδιάδας μεμιάς σκοτείνιασαν με το που ήρθε στο μυαλό μου αυτό το όνομα. Ο ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ! Ήρθε στο πανεπιστήμιο γιατί ενδιαφερόταν για τον Βάγκνερ. Το όνομα αυτό το συνάντησα λίγο πριν στον φάκελο και τώρα ορμούσε ξαφνικά, παρεμβαίνοντας στις σκέψεις μου. Τώρα είχα κι άλλο ένα όνομα για το οποίο είχα μεγάλη περιέργεια. Ποιος ήταν αυτός ο Σκούρλα; Τι σήμαινε το ότι ο Βάγκνερ έστελνε πληροφορίες κωδικοποιημένες σε νότες του πενταγράμμου; Το βιολί που είχε φέρει μαζί του είχε κάποια σχέση μ’ αυτό; Η μελωδία που έπαιζε στην παραλία ήταν κάποιο κατασκοπευτικό τέχνασμα; Νότες και κώδικες. Ποτέ δεν είχα ξανακούσει κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα, όμως αυτή την εβδομάδα είχαν συμβεί τόσα περίεργα που πλέον όλα τα έβλεπα πιθανά. Άνοιξα τον υπολογιστή και συνδέθηκα διαδικτυακά με μια μηχανή αναζήτησης. Έγραψα τη λέξη “Σκούρλα”. Εμφανίστηκε και πάλι ένα τεράστιος αριθμός πληροφοριών, τόσων που ήταν αδύνατο να τις ερευνήσω όλες. Τότε δοκίμασα δύο λέξεις: “Σκούρλα” και “Χίτλερ”. Εμφανίστηκαν πληροφορίες που αποδείκνυαν ότι πράγματι υπήρχε ένας πράκτορας μ’ αυτό το όνομα. Οι περισσότερες πληροφορίες ήταν φυσικά στα αγγλικά. Τις πέρασα βιαστικά σε αυτά που έχω να διαβάσω και άρχισα να ερευνώ το θέμα μουσικής και μαθηματικών. Και πάλι κατακλυσμός πληροφοριών. Πέρασα στο “Όσα έχω να διαβάσω” λήμματα όπως “Ακολουθία Φιμπονάτσι και μουσική”, “Ο αριθμός π και η μουσική”. Τα συμπεράσματα ήταν, αφενός, ότι ο Σκούρλα ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και, αφετέρου, ότι πράγματι με τις νότες μπορούσε να πραγματοποιηθεί κωδικοποίηση.

Ενώ ήμουν απασχολημένη με τον υπολογιστή, μπήκε στο δωμάτιο ο κλητήρας για να μου δώσει την αλληλογραφία. Έριξα μια γρήγορη ματιά στους φακέλους· δεν υπήρχε κάτι σημαντικό. Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η νέα υπάλληλος της γραμματείας, η Γκιζέμ. «Σας καλούν από τη ρωσική πρεσβεία. Σας συνδέω» είπε. Απόρησα λίγο. Ένας άντρας που μιλούσε τουρκικά με σλαβική προφορά: «Καλημέρα σας, Μ άγια χανούμ» είπε. «Καλημέρα σας» είπα. «Είμαι ο πολιτιστικός ακόλουθος της ρωσικής πρεσβείας, Αρκάντι Βασίλγεβιτς». «Ορίστε, κύριε». «Εάν δεν έχετε αντίρρηση, θα ήθελα να σας συναντήσω». «Για ποιο θέμα;» «Θα ήθελα να συζητήσω μαζί σας κάποια θέματα που αφορούν το πανεπιστήμιό σας». «Η συζήτηση μας θα αγγίξει το θέμα του καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ, ο οποίος δίδαξε στο πανεπιστήμιό μας;» Είχα πλέον συνηθίσει· το πήρα πολύ ελαφρά το θέμα. Ο άντρας κοντοστάθηκε. Πιθανότατα δεν περίμενε τέτοια ερώτηση· ξαφνιάστηκε. «Εεε… pajalsta... περισσότερο το πανεπιστήμιο…» Μ περδεύτηκε, μίλησε με μισά ρωσικά μισά τουρκικά. Μ ετά συγκεντρώθηκε: «Αν επιτρέπετε, την αιτία της επίσκεψής μου θα σας την παρουσιάσω ενόσω είμαστε ενώπιος ενωπίω». Ο Αρκάντι Βασίλγιεβιτς θα πρέπει να είχε δάσκαλο μεγάλης ηλικίας στη Μ όσχα, αφού τα τουρκικά του ήταν λιγάκι παλιά.

«Μ πορείτε τη Δευτέρα μετά τις τρεις;» «Μ πορώ, κυρία μου. Θα είμαι εκεί τη Δευτέρα». Ξαφνικά είχα γίνει πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Ύστερα από μία ώρα κατέβηκα κάτω να περιμένω το αυτοκίνητο. Περίμενα είκοσι λεπτά. Όταν τελικά έφτασαν, κάθισα κι εγώ στο αυτοκίνητο. Όταν φτάσαμε στο Νοσοκομείο Τσάπα, ήταν λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Ανεβήκαμε κατευθείαν στον τρίτο όροφο και προχωρήσαμε προς τον θάλαμο 344 . Χτύπησα την πόρτα. Μ ια φωνή από μέσα είπε στα τουρκικά «Περάστε!». Άνοιξα την πόρτα. Ο καθηγητής ήταν μόνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. «Καθηγητά, μια χαρά τα πηγαίνετε με τα τουρκικά» είπα. «Μ πα, όχι. Μ ονάχα μερικές λέξεις ξέρω και αυτοσχεδιάζω μ’ αυτές». «Σας έφερα επισκέπτη» είπα και έβαλα μέσα τον Κερέμ. Ο καθηγητής ανασηκώθηκε ελαφρά στο κρεβάτι, έτεινε το χέρι του· έκαναν χειραψία. «Ο γιος σας δεν είναι;» ρώτησε. «Τι ωραία έκπληξη. Ξέρει αγγλικά;» Μ ετά ρώτησε κατευθείαν τον Κερέμ: «What’s your name?». «Κερέμ» απάντησε ο γιος μου. Ήταν φανερό ότι ντρεπόταν πολύ να μιλήσει αγγλικά. Το επίπεδο των αγγλικών του σχολείου ήταν καλό, όμως ο γιος μου, όπως και πολλοί άλλοι μαθητές, ντρεπόταν να μιλήσει στους ξένους αγγλικά. Άλλωστε δεν ήταν ομιλητικό παιδί, γι’ αυτό στεκόταν δίπλα μου γεμάτος αμηχανία. Ο καθηγητής ρώτησε αν διδάσκονται αγγλικά στο σχολείο. «Yes!»

Τόσο κράτησε η συνομιλία τους. «Πώς αισθάνεστε σήμερα;» τον ρώτησα. «Είμαι πολύ καλά» είπε. «Η φίλη σας η Φιλίζ μ’ έκανε να νιώθω πολύ καλά. Καλύτερα κι απ’ ό,τι ήμουν πριν. Μ ου έκαναν μετάγγιση αίματος, μου έδωσαν βιταμίνες, με δυνάμωσαν». Μ ου έδειξε τον ορό. Πράγματι φαινόταν πολύ καλά. Τα μάγουλά του είχαν ροδίσει. «Εξάλλου, αύριο θα βγω» συμπλήρωσε. «Θα έρθω να σας πάρω για να πάμε μαζί στο ξενοδοχείο. Πότε θέλετε να ταξιδέψετε;» «Αν βρείτε θέση, θα επιθυμούσα να φύγω την Κυριακή». «Σύμφωνοι. Θα μιλήσω με το ταξιδιωτικό πρακτορείο». Κοιταχτήκαμε για λίγες στιγμές. Μ ας χαμογέλασε με γλυκύτητα. Μ ετά στράφηκα στο Κερέμ. «Αποχαιρέτησε τον καθηγητή, φεύγουμε» του είπα. Ο Κερέμ έκανε ξανά χειραψία· με μια φωνή που μόλις ακούστηκε, του είπε: «Bye-bye!» Μ ου άρεσε που δεν είπε «Άντε, bye!» Ωστόσο κάτι περίεργο συνέβαινε. Ο Κερέμ δεν του άφηνε το χέρι κι έδειχνε να προσπαθεί να του πει κάτι. «Άντε, Κερέμ!» του είπα. Ο Κερέμ ξαφνικά ρώτησε τον καθηγητή στα τουρκικά: «Είστε ο μεγαλύτερος κατάσκοπος;». Ένιωσα σαν να με χτύπησε κεραυνός· τα μάγουλά μου έγιναν κατακόκκινα. «Κύριε καθηγητά. Ο Κερέμ σάς αποχαιρετά» του πέταξα στα γρήγορα. Ο καθηγητής γέλασε. «Κατάλαβα τι είπε» μου απάντησε. «Μ η στενοχωριέστε, έχει δικαίωμα να ρωτήσει».

Στράφηκε στον Κερέμ και είπε στα τουρκικά: «Όχι!». Τραβώντας τον απ’ το χέρι έσυρα τον Κερέμ έξω. Είχα θυμώσει πολύ με την απρέπειά του, αλλά δεν είπα τίποτα. Δεν ήθελα να χαλάσω τις σχέσεις μας που είχαν βελτιωθεί τόσο πολύ τις τελευταίες μέρες. Στο κάτω κάτω ο Κερέμ ήταν γιος μου, πιο σημαντικός από τον καθηγητή. Τη στιγμή που περνούσαμε μπροστά απ’ το γραφείο της προϊσταμένης χτύπησε το τηλέφωνό της. Απάντησε, μετά με κοίταξε και σήκωσε το χέρι της προς εμένα. «Ο καθηγητής ήθελε να σας πει κάτι, αλλά το ξέχασε. Σας παρακαλεί να επιστρέψετε». Γύρισα πίσω γεμάτη απορία και μπήκα στον θάλαμο. «Μ ήπως βρήκατε το βιολί μου;» ρώτησε ο Βάγκνερ. Αλίμονο! Το είχα ξεχάσει εντελώς. «Αύριο θα το κοιτάξω, κύριε καθηγητά. Μ ην ανησυχείτε». Στην επιστροφή μίλησα για το βιολί στον Ιλγιάς. Τον ρώτησα αν έχει το τηλέφωνο του Σουλεϊμάν. «Ναι, το έχω» είπε. «Έχει ξεχαστεί το βιολί στη Μ ερσεντές» του είπα. «Σε παρακαλώ, μπορείς να το πάρεις αύριο;» «Ναι, μπορώ» είπε ο Ιλγιάς. Στο αυτοκίνητο κοίταζα αφηρημένη έξω απ’ το παράθυρο τους ανθρώπους που προσπαθούσαν αγχωμένοι να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Είχα πολλά αναπάντητα ερωτήματα στο μυαλό μου. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα σχημάτιζαν ατελείωτες ουρές, οι οδηγοί γεμάτοι νεύρα περίμεναν μέσα στο σύννεφο καπνού των εξατμίσεων. Οι στάσεις των λεωφορείων ήταν γεμάτες κόσμο. Φτωχοί άνθρωποι περίμεναν απελπισμένοι τα ήδη γεμάτα λεωφορεία βαρυγκωμώντας κάτω από τις δύσκολες συνθήκες, σκυφτοί κάτω από τα ασήκωτα βάρη, θυμωμένοι με τη ζωή.

Γιατί ο Βάγκνερ ρωτούσε με τέτοια επιμονή για το βιολί; Επειδή τον συνέδεαν αναμνήσεις; Ή μήπως… Ή μήπως η σχέση της μουσικής με τα μαθηματικά; Κρυπτογραφία; Όταν φτάσαμε σπίτι, έβγαλα τα φαγητά απ’ το ψυγείο και τα ζέστανα. Φάγαμε δίχως να μιλάμε. Όταν τελειώσαμε, αποσυρθήκαμε στα δωμάτιά μας. Είχε και πάλι δημιουργηθεί μια ένταση ανάμεσά μας. Πήρα στην αγκαλιά τον φορητό μου. Πρώτα διάβασα τα σχετικά με τον Σκούρλα. Σε ορισμένες πηγές αναφερόταν ως γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, ενώ σε άλλες ειδικός απεσταλμένος. Στο διαδίκτυο δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο οτιδήποτε διαβάζουμε. Ωστόσο, όποια κι αν ήταν τα καθήκοντά του, το πρόσωπο αυτό, που είχε αναλάβει σημαντικούς ρόλους κατά τη ναζιστική περίοδο, ήταν σίγουρα υπαρκτό. Σε μία ιστοσελίδα διάβασα τα εξής: Ο Χέρμπερτ Σκούρλα γεννήθηκε το 1906 στην πόλη Κόττμπους. Σπούδασε στο Βερολίνο νομικά και οικονομικά. Το 1933 έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 εργάστηκε στο Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα Αλλαγής. Μεταξύ των ετών 1937 και 1939 έζησε στην Τουρκία. Κατόπιν εντάχθηκε στη Βέρμαχτ. Η βιογραφία του Σκούρλα συνεχιζόταν με πολλές λεπτομέρειες, αλλά το εκπληκτικό ήταν ότι αυτό το προβεβλημένο στέλεχος του ναζιστικού καθεστώτος δεν δικάστηκε μετά το τέλος του πολέμου

και ότι συνέχισε τη ζωή του δίχως κανένα πρόβλημα στη Σοβιετική Ζώνη. Επιπλέον είχε συγγράψει βιβλία και είχε αποκτήσει φήμη ως συγγραφέας. Πώς ήταν δυνατό; Μ ήπως ήταν ένας σοβιετικός πράκτορας που κατάφερε να πλησιάσει ακόμη και τον Χίτλερ; Σε μία τουρκική ιστοσελίδα υπήρχαν οι εξής πληροφορίες: Ο Χίτλερ, τις ημέρες που ξεκινά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι δυσαρεστημένος επειδή οι επιστήμονες, για να σωθούν από την καταπίεση που ασκούσε το ναζιστικό καθεστώς, εγκαταλείπουν Αυστρία και Γερμανία και εγκαθίστανται στην Τουρκία. Ο Χέρμπερτ Σκούρλα, γενικός γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών έρχεται το 1939 στην Τουρκία κα συναντά τον υπουργό Παιδείας Χασάν Αλή Γιουτζέλ στον οποίο δηλώνει τα εξής: «Στείλετε πίσω τους επιστήμονες που δεχθήκατε· αντ’ αυτών θα σας στείλουμε νέους, λαμπρούς επιστήμονες από τη Γερμανία». Ωστόσο, η Τουρκία απορρίπτει την πρόταση του Χίτλερ και έτσι οι επιστήμονες παραμένουν στα καθήκοντά τους. Το 1987 στα αρχεία των Ναζί βρέθηκε η έκθεση του Σκούρλα την οποία συνέταξε μετά το τέλος του ταξιδιού στην Τουρκία. Ώστε ό,τι έχει γραφτεί σχετικά με τον Βάγκνερ βρίσκεται σ’ αυτή την έκθεση, η οποία βρισκόταν στα αρχεία των Ναζί. Αλλά πού να ήταν άραγε τα αρχεία των Ναζί; Ας είναι καλά το διαδίκτυο. Ύστερα από μία σύντομη έρευνα, βρέθηκε η απάντηση στο ερώτημα. Τα αρχεία βρίσκονταν στην κωμόπολη Μ παντ Άρολσεν κοντά στην πόλη Κάσσελ. Τα αρχεία είχαν την ονομασία

ITS.

Από τις

αγγλικές λέξεις International Tracing Service. Διεθνής Υπηρεσία Παρακολούθησης. Η έκθεση του Σκούρλα, την οποία επιθυμούσα τόσο πολύ να διαβάσω, θα βρισκόταν οπωσδήποτε εκεί. Πώς θα μπορούσα άραγε να έχω πρόσβαση στην έκθεση; Ήταν φανερό ότι οι τουρκικές αρχές δεν θα μου αποκάλυπταν ποιο ήταν το μυστικό του Βάγκνερ, ποιος ήταν ο ίδιος και γιατί απελάθηκε. Άρα το μόνο που έμενε ήταν η έκθεση Σκούρλα. Αυτός ήταν ο άνθρωπος που θα φώτιζε το παρελθόν. Έκλεισα τον φορητό και έβγαλα το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ που φύλαγα στο υπνοδωμάτιο, μέσα στο σεντούκι από καρυδιά. Το σεντούκι ήταν κληρονομιά απ’ τη μητέρα του πατέρα μου. Το άλμπουμ ήταν πολύ όμορφο με τα ανάγλυφα στο εξώφυλλο και το λεπτό χαρτί ανάμεσα στα φύλλα για να προστατεύει τις κιτρινισμένες φωτογραφίες. Από μικρό παιδί μού άρεσε να ξεφυλλίζω το άλμπουμ, να κοιτάζω τις παλιές φωτογραφίες με το κυματιστό κόψιμο στις άκρες. Κοίταζα για πολλή ώρα τη γιαγιά και τον παππού, αυτούς απ’ την πλευρά της μητέρας. Τώρα που εξέταζα τις φωτογραφίες μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, μου φάνηκε πως η έκφραση του προσώπου τους έκρυβε ένα μεγάλο μυστικό, μια ιστορία που ποτέ δεν διηγήθηκαν. Πιθανώς να είχα αυτή την εντύπωση λόγω όσων είχα ακούσει. Η γιαγιά είχε λαμπερό, τεντωμένο δέρμα και έντονα ζυγωματικά, χαρακτηριστικά που τα κληρονόμησε η μητέρα μου κι από εκείνη εγώ. Τα μαύρα της μάτια ήταν ελαφρώς σχιστά. Αυτό τής έδινε έναν ωραίο αέρα. Ο παππούς ήταν αδύνατος, με σκαμμένα μάγουλα και με κάπως μεγάλη μύτη. Προσπάθησα να τον φανταστώ στα είκοσί του, όταν ήταν στρατιώτης. Όπως δείχνουν τα πράγματα, είχε ερωτευτεί την κοπέλα που επιτηρούσε

και όταν αυτή ρίχτηκε στα παγωμένα νερά δεν δίστασε να πέσει κι αυτός να τη σώσει. Η γιαγιά, η μητέρα, εγώ κι ο αδελφός μου οφείλαμε την ύπαρξή μας στην ηρωική ενέργεια του παππού. Έξαφνα μια υπαρξιακή στενοχώρια αποσπάστηκε απ’ την καρδιά κι ανέβηκε στο κεφάλι μου. Το να έρθει κανείς στον κόσμο εξαρτιόταν από πάμπολλες συμπτώσεις. Εάν η μία γιαγιά είχε σφαγιαστεί κι η άλλη δεν είχε ριχτεί στο ποτάμι, δεν θα είχε γεννηθεί κανένας από εμάς. Ούτε ο Κερέμ. Όλα ήταν τόσο απλά. Ποιος ξέρει πόσες ακόμη λεπτομέρειες να υπήρχαν που αγνοούσα. Ωραία όλα αυτά, όμως είναι δυνατόν και οι δύο γιαγιάδες ενός ανθρώπου να σώθηκαν απ’ τον θάνατο και να άλλαξαν ταυτότητα; Αν το διάβαζα σε μυθιστόρημα, θα σκεφτόμουν πως ο συγγραφέας υπερβάλλει. Ωστόσο ο αδελφός μου είχε ακλόνητα στοιχεία στα χέρια του που προέρχονταν απ’ το κράτος. Άρα αυτή ήταν η ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Εκείνα τα χρόνια της μεγάλης αναταραχής οι φυλές, οι θρησκείες, οι γλώσσες, οι σφαγές προκάλεσαν τέτοια σύγχυση που στο τέλος κάθε οικογένεια είχε ένα μυστικό. Η δική μας οικογένεια δεν ήταν εξαίρεση, αντιθέτως διέθετε μία τυπική οθωμανική ιστορία. Αυτός θα ήταν ο λόγος που, όταν απευθυνόμουν στα κρατικά αρχεία για να βρω το γενεαλογικό μου δέντρο, έφτανα μονάχα μέχρι τις δύο προηγούμενες γενιές. Τα αρχεία έφταναν μέχρι τη γιαγιά και τον παππού. Ο αδελφός μου έλεγε «Αυτά τα έγγραφα δεν μπορούν να δημοσιευτούν. Διότι θα δημιουργηθεί πανδαιμόνιο. Θα αποκαλυφθούν οι ρίζες πολλών μεγάλων αντρών του κράτους». Η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα τουρκικό έθνος, όπου όλοι θα μοιάζουν μεταξύ τους κι ας προέρχονται από μία κοινωνία πολλών πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών, όπως υπήρξε η

οθωμανική, έφερνε μαζί της και τέτοιου είδους εξαναγκασμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο το κράτος ήταν τόσο ευαίσθητο στο θέμα της τουρκικής ταυτότητας. Διότι, και πάλι όπως λέει ο αδελφός μου, εμείς δεν μπορέσαμε να σχηματίσουμε ένα κράτος όπως τα άλλα έθνη. Μ ε άλλα λόγια, αυτό που ιδρύθηκε δεν ήταν ακριβώς ένα έθνος-κράτος: το κράτος έφτιαξε ένα έθνος για τον εαυτό του. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη νέα δημοκρατία μας ως κράτος-έθνος. Ως εκ τούτου η κριτική προς το κράτος σήμαινε χτύπημα προς το έθνος και γι’ αυτό θεωρούνταν ασυγχώρητη. Συνειδητοποίησα πόσο αθώους και αφελείς μας έκανε το σύστημα. Όχι μόνο δεν μάθαμε την πρόσφατη ιστορία μας, αλλά ούτε το παρελθόν της ίδιας της οικογένειάς μας δεν γνωρίζαμε. Επομένως, δεν δινόταν άδικα κάθε πρωί ο συλλογικός όρκος που άρχιζε με τις λέξεις “Είμαι Τούρκος” και τελείωνε με τη φράση “Η ύπαρξή μου ας αφιερωθεί στην ύπαρξη του τουρκικού έθνους”, όρκος τον οποίο έδιναν εκατομμύρια μαθητές κάθε πρωί. Και όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν να βγει δυνατή η φωνή μας, καθώς δεν σκεφτόμασταν τι σήμαιναν οι λέξεις που προφέραμε. Τον ίδιο όρκο έδιναν φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν οι Ρωμιοί και Αρμένιοι συμμαθητές μας. Η μητέρα της μητέρας μου ήταν Τουρκάλα, αλλά ούτε αυτή είχε γλιτώσει απ’ την απονιά του κράτους, όπως και η μητέρα του πατέρα μου. «Αχ, καλή μου γιαγιά» ψιθύρισα. «Δεν γνώριζα την αξία σου, συγχώρα με». Μ ετά φίλησα το όμορφό της πρόσωπο και έβαλα τη φωτογραφία στη θέση της, στο παλιό άλμπουμ που θα έκρυβε για πάντα το μυστικό της. Έβαλα το άλμπουμ στο σεντούκι και το κλείδωσα.

Άρχισα να σκέφτομαι τον Μ αξιμίλιαν, ο οποίος από τη Δευτέρα είχε κάνει άνω κάτω τη ζωή μου. Δεν ήξερε φυσικά την ιστορία της γιαγιάς μου, αλλά εγώ την έμαθα με τα γεγονότα που άρχισαν να εξελίσσονται με την άφιξή του. Αύριο είναι Σάββατο. Θα τον πάρω από το νοσοκομείο και θα τον οδηγήσω στο ξενοδοχείο όπου θα μου αφηγηθεί την ιστορία του, όπως μου υποσχέθηκε. Ήταν υποχρεωμένος να το κάνει μετά τα όσα έζησα εξαιτίας του. Εξάλλου, ο ίδιος είπε ότι το δικαιούμαι πια. Άρα η μεγάλη μέρα θα ήταν η αυριανή. Ωστόσο, εγώ που ήμουν τόσο απληροφόρητη για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας μου, πώς θα καταλάβαινα τη δική του ιστορία, πώς θα την τοποθετούσα στη θέση που άξιζε; Άλλωστε συνειδητοποιούσα ότι δεν ήθελα να φανώ αγράμματη μπροστά σ’ αυτόν τον καλλιεργημένο άνθρωπο. Γι’ αυτό θα ήταν καλό να προετοιμαζόμουν λιγάκι. Ακόμη ήταν εννιά η ώρα, είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου για να διαβάσω. Το διαδίκτυο ήταν γεμάτο με αμέτρητες πληροφορίες σχετικά με τη ναζιστική περίοδο. Πιθανότατα να ήταν το μοναδικό θέμα σ’ όλο τον κόσμο για το οποίο υπήρχαν τόσες πληροφορίες. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσα να ταξινομήσω το υλικό, πώς θα έβρισκα την αλήθεια μέσα από εκατομμύρια αλληλοσυγκρουόμενες λεπτομέρειες, αλλά άξιζε τον κόπο να προσπαθήσω. Θα έπρεπε να πάω στη συνάντηση με τον καθηγητή κατατοπισμένη γι’ αυτό το θέμα. Εξάλλου, είχα ήδη κάποια πληροφόρηση, από παλαιότερα διαβάσματα. Από τις πληροφορίες που διάβασα στο διαδίκτυο μερικές τις ήξερα –οπότε τις ξαναθυμήθηκα– και μερικές τις διάβαζα για πρώτη φορά. Οι πηγές ερμήνευαν την άνοδο του Χίτλερ με βάση την πολιτική και οικονομική κρίση που έζησε η Γερμανία. Κατά

την περίοδο του “υπερπληθωρισμού” το

1922 -23 ,

ένα αμερικανικό

δολάριο έφτασε να αντιστοιχεί σε 4 ,2 τρισεκατομμύρια γερμανικά μάρκα. Όταν διάβασα το νούμερο, νόμισα πως ήταν λάθος. Το διασταύρωσα με άλλες πηγές. Και διαπίστωσα πως, πράγματι, ο απίστευτος αριθμός ήταν σωστός. Κι εμείς υποφέραμε απ’ τον πληθωρισμό, κι εμείς ζούσαμε μια έντονη οικονομική κρίση, αλλά, βέβαια, καμία σύγκριση με την τότε γερμανική. Ήταν αλήθεια πως αυτή την εβδομάδα, την τόσο σημαντική για την προσωπική μου ζωή, ζούσαμε ως χώρα ιδιαίτερες στιγμές αναφορικά με τις οικονομικές εξελίξεις. Είχα σε τέτοιον βαθμό βυθιστεί στα προσωπικά μου βάσανα, που τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και οι πολύ σημαντικές ειδήσεις των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Την ημέρα που έφτασε ο καθηγητής, είχε ξεσπάσει έντονος καβγάς μεταξύ του προέδρου και του πρωθυπουργού, ο οποίος καθώς έφευγε απ’ το προεδρικό μέγαρο δήλωσε πως είχε ήδη ξεκινήσει η μεγαλύτερη οικονομική κρίση της σύγχρονης ιστορίας μας. Μ ου είχε προκαλέσει κατάπληξη αυτή η δήλωση, διότι μέχρι σήμερα οι πρωθυπουργοί προσπαθούσαν να συγκαλύψουν τις κρίσεις και όχι να τις αποκαλύψουν. Δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ μ’ αυτά, όμως κατά καιρούς άκουγα ειδήσεις που έλεγαν ότι η τουρκική λίρα έχανε ταχύτατα την αξία της έναντι του δολαρίου, ότι η ισοτιμία είχε φτάσει να αντιστοιχεί ένα δολάριο σε 1 .700 .000 λίρες, ότι τα λεφτά της χώρας έφευγαν στο εξωτερικό και ότι χρεοκοπούσαν η μία μετά την άλλη μεγάλες εταιρείες και τράπεζες. Μ ερικοί επιχειρηματίες είχαν συλληφθεί, ενώ άλλοι είχαν αυτοκτονήσει. Το χρηματιστήριο σερνόταν. Ζούσαμε κάτι παρόμοιο με την προ-χιτλερική Γερμανία.

Είχα άγχος για τις αποταμιεύσεις μου που τις είχα παραδώσει στα χέρια του Ταρίκ. Ο ίδιος ισχυριζόταν το αντίθετο, αλλά μάλλον θα είχαν εξανεμιστεί. Πάντως αυτά τα λεφτά ήταν πάρα πολύ σημαντικά για μένα. Ο Αχμέτ κάθε μήνα προφασιζόταν κάτι για να μην πληρώσει διατροφή. Τη μία είχε δόσεις να πληρώσει, την άλλη του χρωστούσε ο φίλος του αλλά δεν του τα επέστρεψε και άλλα διάφορα. Είχε εκατοντάδες δικαιολογίες στο ταγάρι του. Γι’ αυτό όλα τα έξοδα του Κερέμ τα πλήρωνα εγώ, ακόμη και τα δίδακτρα του σχολείου. Συνειδητοποίησα ότι βαριαναστέναζα, γι’ αυτό συγκεντρώθηκα και πάλι στο διάβασμα. Στην προπολεμική Γερμανία ο πληθωρισμός είχε εξατμίσει όλες τις αποταμιεύσεις. Οι οργισμένες, ανήσυχες και απελπισμένες λαϊκές μάζες παρασύρθηκαν απ’ τον οργισμένο, εθνικιστικό λόγο του νέου κόμματος. Το κόμμα λεγόταν Εθνικιστικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας. Το αρκτικόλεξο του ήταν “Ναζί”. Απογοητευμένοι απ’ τον πόλεμο κα τον πληθωρισμό οι Γερμανοί έγιναν υποχείριο του Χίτλερ. Αργότερα πολλοί αρθρογράφοι συμφώνησαν στο γεγονός ότι ελάχιστοι προείδαν τους κινδύνους που εγκυμονούσε ο Χίτλερ και το κόμμα του. Ακόμη και το 1933 , όταν ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία, επικρατούσε αδιαφορία για το πραγματικό νόημα του “κινήματος” του Χίτλερ. Ο τελευταίος είχε πάρει την εξουσία με εκλογές, δηλαδή με δημοκρατικό τρόπο. Ο ίδιος ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ, ο οποίος αποκαλούσε τον Χίτλερ “λοχία του Μ πέχμερ ”, του παρέδωσε το αξίωμα της Καγκελαρίας. Την εποχή που ο Χίτλερ γινόταν δικτάτορας, τα άλλα κράτη απλά εφησύχαζαν, επαναλαμβάνοντας το κλισέ πως σ’ εκείνα δεν επρόκειτο να συμβεί κάτι παρόμοιο. Ένας από τους πρώτους νόμους που ψήφισε το χιτλερικό

καθεστώς ήταν ο “Νόμος για την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών”. Ο σκοπός αυτού του δυσνόητου νομοθετήματος ήταν η απομάκρυνση των Εβραίων από τις κρατικές υπηρεσίες – ή, καλύτερα, η πρόσληψη στον κρατικό μηχανισμό πιστών κομματικών στελεχών. Αυτός ήταν ο νόμος που έστειλε στην Τουρκία τους Γερμανούς επιστήμονες. Διότι με την ψήφιση του νόμου καθηγητές, δικαστές, συμβολαιογράφοι και διάφοροι άλλοι κρατικοί υπάλληλοι βρέθηκαν έξω απ’ την πόρτα. Υπήρχε ένα θέμα που σκάλωσε στο μυαλό μου και για το οποίο ήθελα να ρωτήσω τον Μ αξιμίλιαν. Αφού δεν ήταν Εβραίος αλλά καθαρόαιμος Γερμανός, γιατί αποφάσισε να φύγει απ’ τη Γερμανία; Θα έκανα υπομονή μέχρι αύριο για να μάθω την απάντηση, οπότε επέστρεψα στο διάβασμα. Το κλίμα ανασφάλειας στη χώρα κατεύθυνε πολλούς αναποφάσιστους προς το ναζιστικό κόμμα, δηλαδή προς αυτούς που είχαν την εξουσία. Επίσης, όσοι ήταν απογοητευμένοι από το προηγούμενο καθεστώς ή όσοι ήθελαν να το εκδικηθούν, στρέφονταν προς το καινούριο κίνημα. Αυτούς τους ονόμαζαν “ουραγούς”. Άνθρωποι που παλαιότερα υποστήριζαν άλλες ιδέες και είχαν αποκτήσει αξιόλογη θέση μέσα στην κοινωνία, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα των φίλων τους τοποθετούσαν τη σβάστικα των Ναζί στο πέτο τους. Ο Αδόλφος Χίτλερ, τον οποίο γνωρίσαμε ως αδίστακτο δικτάτορα, βήμα προς βήμα εγκαθίδρυε την προσωπική του αυτοκρατορία, εντάσσοντας πάντως την κάθε του κίνηση μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος. Η πλειονότητα του λαού, η βιομηχανία και τα ιδρύματα στέκονταν δίπλα του· τον υποστήριζαν με όλες τους τις δυνάμεις, δίχως να αμφιβάλλουν καθόλου για τις προθέσεις του. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πώς ολόκληρη η χώρα παρέμενε μουδιασμένη σε

τέτοιον βαθμό, πώς έκλεινε τα μάτια στην πραγματικότητα, αλλά πάντως ο Χίτλερ βρήκε τρόπο να θέσει εκτός λειτουργίας το κοινοβούλιο μόλις τον δεύτερο μήνα που βρέθηκε στην εξουσία. Στις 24 Μ αρτίου του 1933 το κοινοβούλιο ψήφισε νόμο ο οποίος παρείχε στην κυβέρνηση μια δίχως όρια ελευθερία κινήσεων. Έτσι δεν υπήρχε πλέον καμία δύναμη να τον ελέγξει. Όπως συμβαίνει πάντα, ο δρόμος προς την κόλαση ήταν στρωμένος με καλές προθέσεις. Στο μεταξύ άρχισα να νυστάζω. Όπως και τώρα στο αεροσκάφος καθώς συνεχίζω την εξιστόρηση. Πρέπει να βρισκόμαστε πάνω από τα μισά του ωκεανού. Κλείνουν τα βλέφαρά μου. Κι αν κοιμηθώ μισή ώρα δεν θα βλάψει κανέναν. Γέρνω το κάθισμα τελείως προς τα πίσω. Μ ε το που έκλεισα τα μάτια μου νιώθω σαν δύο διαφορετικοί χρόνοι να είναι ταυτόχρονοι. Λες και ακούω τα δάχτυλα του Κερέμ να κινούνται πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του. Καθώς βυθίζομαι στον ύπνο η τελευταία μου σκέψη είναι πως αύριο θα μάθω το μυστικό του καθηγητή. «Καληνύχτα, Μ αξιμίλιαν» μουρμουρίζω. «Καληνύχτα, γιαγιά και παππού. Καληνύχτα, γενναίοι άνθρωποι».

11

ΣΤΟ

OΝΕΙΡO Μ ΟΥ κολυμπούσα στα γαλάζια νερά του Αιγαίου. Μ ε κάθε απλωτή απομακρυνόμουν λίγο παραπάνω απ’ την παραλία. Ένιωθα πως θα μπορούσα να κολυμπήσω μέχρι το άπειρο. Στον ουρανό και τη θάλασσα κυριαρχούσε το γαλάζιο. Κανένα σύννεφο δεν υπήρχε στον ορίζοντα. Ο ήλιος έκαιγε τους ώμους μου. Το νερό με τύλιγε τόσο ευχάριστα που ένιωθα σαν να με χάιδευε μετάξι. Σκεφτόμουν πως ζούσα την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου. Ένιωθα τόσο ανάλαφρη, σχεδόν πετούσα. Είχα τέτοια ταχύτητα που θα μπορούσα να φτάσω στην Κω μέσα σε λίγα λεπτά. Εκείνην τη στιγμή ένιωσα κάτι να αγγίζει το πόδι μου. Κάτι άγνωστο με είχε αρπάξει απ’ το κάτω μέρος του ποδιού και με τραβούσε προς τα βάθη της θάλασσας. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι ένα γιγάντιο χταπόδι, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν φοβήθηκα. Αφέθηκα να με παρασύρει το άγνωστο δυνατό ον στα βαθιά. Μ προστά από τα μάτια μου περνούσαν πολύχρωμα ψάρια, χταπόδια, φύκια. Εν τέλει τα πόδια μου πάτησαν κάπου. Ήμασταν ανάμεσα στα βράχια του βυθού. Τότε γύρισα να δω τι ήταν αυτό

που με παρέσυρε και είδα τη γιαγιά μου. Τα μαλλιά της χόρευαν ακολουθώντας τα ρεύματα του νερού, ενώ το στραμμένο προς εμένα βλέμμα της είχε κάτι το πονηρό· είχε ακουμπήσει τον δείκτη στα χείλη της για να μου κάνει νόημα να σωπάσω. Την αγκάλιασα. Ήταν κρύα και κολλώδης. Αυτό μ’ έκανε να σκεφτώ πως δεν θα πρέπει να είναι η γιαγιά μου. Μ εμιάς ξύπνησα. Κοίταξα το ρολόι· κόντευε εννιά. Επειδή ήταν ημέρα αργίας, δεν είχε χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τεντώθηκα με ευχαρίστηση καθώς σκεφτόμουν ότι είχα μπροστά μου μια μεγάλη μέρα. Θα έκανα ένα ζεστό ντους, στη συνέχεια ένα γερό πρωινό, μετά θα πήγαινα σ’ ένα εμπορικό κέντρο για να επωφεληθώ απ’ τις εκπτώσεις αγοράζοντας κάποιο ρούχο, έπειτα μπορεί να έτρωγα εκεί το μεσημεριανό και τέλος θα πήγαινα στο νοσοκομείο να πάρω τον Βάγκνερ. Χαιρόμουν που δεν θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο. «Εμπρός!» είπα στον εαυτό μου. «Σήκω! Σε περιμένει μια σημαντική μέρα». Μ όλις τράβηξα την κουρτίνα, όρμησε ο ήλιος μέσα. Όσα παράπονα κι αν κάναμε, αυτή ήταν η Ιστανμπούλ. Ταλαιπωρούσε επί μέρες με τις φουρτούνες και το κρύο τους ανθρώπους και μετά, λες και μετάνιωσε για την ταλαιπωρία που προκάλεσε, φορούσε ξαφνικά τα ανοιξιάτικα. Ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της πόλης το να προσφέρει ανοιξιάτικες μέρες στα μέσα του χειμώνα. Χιλιάδες άνθρωποι θα χυθούν στους δρόμους σήμερα για να αδράξουν την ευκαιρία να χαρούν τον ήλιο. Άλλοι θα κάνουν πεζοπορία δίπλα στον Βόσπορο, στα παράλια του Μ αρμαρά, στο δάσος του Βελιγραδίου, χιλιάδες θα ρίξουν την πετονιά τους στη θάλασσα, άλλοι θα επιβιβαστούν στο καραβάκι για μια βόλτα στα νησιά και τέλος κάποιοι άλλοι θα προτιμήσουν τη λαμπερή, πολυτελή ατμόσφαιρα των εμπορικών κέντρων. Τα εστιατόρια και οι κινηματογράφοι θα είναι πατείς με πατώ σε. Προς το βραδάκι

από τις παραλιακές ταβέρνες θα αναδίδονται μυρωδιές τηγανισμένων μυδιών και ψαριών, ενώ οι κάτοικοι της πόλης θα πίνουν αργά αργά το παγωμένο ρακί τους ατενίζοντας τα αστραφτερά νερά του Βοσπόρου που σχεδόν θα βρέχουν τα πόδια τους ή τον κατακόκκινο ήλιο που θα δύει πίσω από τους όγκους των τζαμιών. Αυτή ήταν η Ιστανμπούλ. Τυραννική, επικίνδυνη, αλλά κι άλλο τόσο όμορφη. Όπως είπε ο καθηγητής Βάγκνερ: «Σε προδίδει διαρκώς, αλλά εσύ συνεχίζεις να την αγαπάς». Ο Γιαχγιά Κεμάλ16 σ’ ένα ποίημά του έγραφε: “Αν η καρδιά δεν αγαπήσει την Ιστανμπούλ, σημαίνει πως δεν ξέρει τι θα πει αγάπη”. Δεν ήμουν ερωτευμένη με κανέναν, ωστόσο αγαπούσα την Ιστανμπούλ. Έριξα μια ματιά στο δωμάτιο του Κερέμ. Ο νέος μου σύμμαχος, το αγαπημένο μου παιδί, κοιμόταν σαν αγγελούδι. Επειδή ήταν αργία δεν πήγε η καρδιά μου να τον ξυπνήσω, το άφησα για μετά το μπάνιο. Είναι κανόνας που δεν αλλάζει ποτέ: Πάντοτε θα βρεθεί κάποιος να σου χαλάσει μια τόσο ωραία ημέρα. Έτσι, γύρω στις δέκα, την ώρα που παίρναμε το πρωινό μας, χτύπησε το κουδούνι. Εκείνην τη στιγμή ο Κερέμ μού διηγιόταν διάφορες ασυνάρτητες ιστορίες με κατασκόπους, κι εγώ του έλεγα πως ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω την καριέρα μου σ’ αυτόν τον τομέα αφού μόλις δέχθηκα πρόταση απ’ τη βρετανική κυβέρνηση, και συμπλήρωνα πως θα ανέτρεφα τον ικανότατο γιο μου ως έναν διεθνή, πετυχημένο κατάσκοπο. Ήταν ο Αχμέτ. Είχε έρθει να πάρει τον Κερέμ για το Σαββατοκύριακο. Στην πραγματικότητα δεν έπρεπε να απορήσω, αυτή ήταν η συμφωνία μας, αλλά συνήθως δεν τηρούσε την υπόσχεσή του, γι’ αυτό μου φάνηκε παράξενο ότι ήρθε σήμερα –

και επιπλέον τόσο νωρίς. Μ ε φοβισμένη έκφραση στο πρόσωπο στήθηκε στον διάδρομο και με κοίταζε με τα μάτια του που ήταν κοντά κοντά το ένα στο άλλο. Ακόμη και το «Γεια σου» που είπε είχε έναν ψεύτικο, εγωιστικό, δόλιο τόνο. Έμοιαζε με έφηβη που περίμενε διαρκώς κομπλιμέντα και επαίνους. Στηριζόμενος στην ελκυστικότητά του, δημιουργούσε αλλεπάλληλες σύντομες σχέσεις με γυναίκες που δεν γνώριζαν τον δόλιο χαρακτήρα του, και αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει την αυταρέσκειά του. Τον είχα γνωρίσει τόσο καλά που θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν. Τα πρωινά επί μία ώρα κλεινόταν στο μπάνιο για να στολιστεί· κάνα δυο φορές τον είχα τσακώσει κιόλας να αυτοθαυμάζεται στον καθρέφτη. Ωστόσο, έβλεπα πλέον να τον κυριεύει μεγάλη θλίψη επειδή πλησίαζε τα πενήντα και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει για τα καλά. Όταν ήταν νέος, είχε πιστέψει πως ήταν μεγάλος φιλόσοφος-ποιητής, ο οποίος θα έδινε σπουδαία έργα κάποτε. Έχοντας ένα μπουκάλι κρασί δίπλα του καθόταν κι έγραφε ασυναρτησίες σε μικρά χαρτιά τις οποίες με υποχρέωνε να διαβάσω ή τις απήγγελλε μόνος του. Ήξερα φυσικά εξαρχής πως θα ήταν ανάξια λόγου, αλλά δεν έβγαζα τσιμουδιά, προσποιούμουν ότι μου άρεσαν κιόλας. Παρ’ όλα αυτά δεν έμενε ικανοποιημένος· περίμενε να αντιδράσω σαν να είχα ακούσει στίχους του Δάντη. Ήθελε να τον θαυμάζουν, κάτι που έβλεπα και σε πολλούς άλλους γύρω μου. Γι’ αυτό επαινούσε τον εαυτό του ασταμάτητα. Πίστευα πως όλα αυτά προέρχονταν από παιδικά τραύματα που προκάλεσε η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι Τούρκοι μεγάλωναν πρώτα τρώγοντας ξύλο απ’ τους γονείς τους, αργότερα το κόψιμο της άκρης του οργάνου τους τους προξενούσε σεξουαλικό τραύμα, μετά στο σχολείο, στον στρατό,

σε ποδοσφαιρικούς αγώνες συνέχιζαν να τρώνε ξύλο. Όλα αυτά δεν άφηναν ίχνος αυτοπεποίθησης. Πολλοί επέλεγαν την επιθετικότητα, καταπίεζαν τους πιο αδύνατους απ’ αυτούς. Πάντως ο Αχμέτ ήταν τόσο δειλός που δεν μπορούσε ούτε επιθετικός να είναι. Επιχείρησε να πιάσει κουβέντα με την ελπίδα ότι θα του έλεγα να μπει μέσα: «Τι κάνεις τον τελευταίο καιρό;». «Τίποτα» είπα. «Προσπαθώ να βγάλω χρήματα για τα έξοδα του σπιτιού και του σχολείου του Κερέμ». Γύρισα το κεφάλι προς το εσωτερικό του διαμερίσματος. «Κερέμ!» φώναξα. «Ετοιμάσου, ο πατέρας σου σε περιμένει κάτω στο αυτοκίνητο». Τη στιγμή που έκλεινα την πόρτα πρόλαβα να τον δω να τεντώνει τον λαιμό του προς τα μπρος. Ήθελε να μου πει κάτι σηκώνοντας τα φρύδια, αλλά δεν πρόλαβε. Ό,τι ήθελε να πει, θα το έλεγε πλέον στην κλειστή πόρτα. Ο Κερέμ ετοιμάστηκε και ήρθε. Καθώς έβγαινε, του έβαλα στην τσέπη είκοσι εκατομμύρια λίρες. «Μ ην τα δείξεις στον πατέρα σου· αν θέλεις κάτι, ζήτησέ του να σ’ το πάρει. Κρύψ’ τα τα δικά σου. Τα ξοδεύεις την ερχόμενη εβδομάδα». Έφυγε δίχως να μου πει τίποτα. Ούτε “ευχαριστώ” ούτε “αντίο”. Αυτή ήταν η παράξενη οικογένειά μας. Είχα ξεχάσει κάτι όταν σχεδίαζα το πρόγραμμα της ημέρας: Έπρεπε να φροντίσω λιγάκι το σπίτι. Μ ια φορά την εβδομάδα ερχόταν η Ελμάς χανούμ και καθάριζε το σπίτι, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Σε μερικές μέρες το σπίτι γινόταν άνω κάτω. Ξεκίνησα απ’ το δωμάτιο του Κερέμ. Μ άζεψα τα φανελάκια, τα παντελόνια,

τα σλιπάκια που πετούσε δεξιά αριστερά. Μ ερικά τα έριξα στο καλάθι των απλύτων και μερικά τα τύλιξα και τα έβαλα στην ντουλάπα του. Καθώς έστρωνα το κρεβάτι, πρόσεξα κάτι λεκέδες στο σεντόνι. Ήταν φανερό από τι ήταν. Μ ετά απ’ όσα έβλεπε στο διαδίκτυο… Άλλαξα τα σεντόνια. Στην πραγματικότητα, ο πατέρας του έπρεπε να κουβεντιάσει μαζί του γι’ αυτό το θέμα. Αλλά… Εγώ δεν μπορούσα να του μιλήσω γι’ αυτό. Μ ου ήταν αδύνατο. Αφού τακτοποίησα λίγο το σπίτι, ντύθηκα και βγήκα. Περπάτησα μέχρι το εμπορικό κέντρο που ήταν κοντά στο σπίτι. Το εσωτερικό ήταν καλόγουστο, φωτεινό και ζεστό. Είχε πάρα πολύ κόσμο, αν και δεν ήταν ακόμη μεσημέρι. Ζήλεψα όταν είδα τους νέους να πίνουν τον καφέ τους· υπέθεσα πως, αν έπινα τον αρωματικό καφέ που απολάμβαναν οι νεαροί, τότε θα αποκτούσα κι εγώ το ανέμελο κέφι τους. Παρατήρησα για λίγο τη νεολαία που είχε αλλάξει τόσο πολύ τον τελευταίο καιρό. Το ντύσιμο, η συμπεριφορά, η αυτοπεποίθηση των κοριτσιών ήταν πολύ διαφορετική. Πολλές φορούσαν μαύρο κολάν, κοντό πουλόβερ, και πάνω απ’ όλα αυτά δερμάτινο σακάκι. Σε κάθε περίπτωση αυτή εδώ δεν ήταν η Τουρκία που είχε γνωρίσει ο καθηγητής. Ήταν μία απ’ τις πολλές μητροπόλεις του κόσμου. Μ ετά από τον καφέ, έκανα μία βόλτα χαζεύοντας τις βιτρίνες. Λόγω της φύσης της δουλειάς μου, πρέπει να διαθέτω μεγάλη γκαρνταρόμπα, γι’ αυτό προσπαθούσα πάντα να αγοράζω ρούχα στις εκπτώσεις. Είχα τόσο συνηθίσει, που πλέον ποτέ δεν ψώνιζα σε κανονικές τιμές. Ο κόσμος είχε ήδη κάνει τις αγορές του και οι καταστηματάρχες ήταν έτοιμοι να δώσουν αυτά που είχαν απομείνει σχεδόν τζάμπα για να μην τους πιάνουν χώρο. Δεν ήταν δύσκολο να βρω κάτι, μιας και φορούσα το μέγεθος

38 .

Σε όποιο μαγαζί κι αν μπήκα, οι

πωλητές έκαναν τα πάντα για να ξεφορτωθούν το εμπόρευμα. Τώρα τελευταία είχε γίνει μόδα η πληρωμή με δόσεις μέσω πιστωτικής κάρτας. Αγόρασα κάνα δυο φούστες, ένα τζιν και δυο σακάκια. Μ ε τις δώδεκα δόσεις, το ποσό δεν θα το καταλάβαινα καν. Εκείνην τη στιγμή το μάτι μου έπεσε σ’ ένα πολύ ωραίο κασκόλ. Ήταν ένα ασυνήθιστο ανδρικό κασκόλ χρώματος λιλά. Είχε πολύ μεγάλη έκπτωση. Το αγόρασα κι αυτό και παρακάλεσα να το κάνουν πακέτο για δώρο. Μ ετά μπήκα σ’ ένα βιβλιοπωλείο, από αυτά τα τεράστια που υπάρχουν σε κάθε εμπορικό κέντρο. Εδώ πουλούσαν ακόμη και βιβλία στα αγγλικά. Πάντως οι νέες τουρκικές εκδόσεις ήταν τόσο πολλές που όχι να τις διαβάσει κανείς, αλλά ούτε να τις παρακολουθήσει μπορούσε. Σκέφτηκα να κοιτάξω αν υπήρχε κάποιο βιβλίο σχετικά με τους Γερμανούς καθηγητές που ήρθαν στην Τουρκία. Ρώτησα μία κοπέλα που τακτοποιούσε τα βιβλία στα ράφια. Μ ε πήγε μπροστά από έναν υπολογιστή. «Γνωρίζετε το όνομα του συγγραφέα ή τον τίτλο;» ρώτησε. «Δεν ξέρω. Απλά ρώτησα αν υπάρχουν βιβλία σχετικά μ’ αυτό το θέμα». «Είναι δύσκολο να βρω κάτι έτσι» είπε, αλλά έψαξε με ζήλο. Ύστερα από λίγο, «Μ ου φαίνεται πως βρήκα κάτι» είπε. «Ελάτε μαζί μου». Πήγαμε στο τμήμα με τις ιστορικές μελέτες. Η κοπέλα, αφού πέρασε το βλέμμα της προσεκτικά απ’ τα ράφια, στο τέλος είπε: «Ορίστε, το βρήκα». Μ ου έδωσε ένα πολυσέλιδο βιβλίο, στο ροζ εξώφυλλο του οποίου έγραφε τα εξής: Οι αναμνήσεις μου – Η περίοδος του Κάιζερ, Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, Η χώρα του Ατατούρκ.

Ερνστ Χιρς. Το βιβλίο είχε μεταφραστεί από τη Φατμά Σουπχί και εκδότης ήταν το Ίδρυμα Επιστημονικών και Τεχνικών Ερευνών. Χάρηκα πάρα πολύ που το βρήκα. Διότι ήδη γνώριζα το όνομα του συγγραφέα και το πόσο σημαντικό πρόσωπο ήταν. Τι περίεργο πράγμα ήταν η γνώση. Σαν το τζίνι στην μποτίλια περίμενε την ημέρα που θα έρθεις να την ελευθερώσεις. Ποιος ξέρει τι μελέτες να είχαν γίνει γι’ αυτό το θέμα που μόλις πρόσφατα με είχε απασχολήσει. Πιθανώς να υπήρχαν άνθρωποι που αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους στο ζήτημα των Εβραίων Γερμανών που έφτασαν στην Τουρκία. Για παράδειγμα, η Φατμά Σουπχί ποιος ξέρει πόσο μόχθο είχε ξοδέψει για να μεταφράσει αυτό το τριακοσίων ενενήντα σελίδων βιβλίο. Κάθισα στο καλόγουστο καφέ του βιβλιοπωλείου. Παρήγγειλα καφέ και σάντουιτς. Μ ετά, οπισθόφυλλο. Έγραφε τα εξής:

διάβασα με ενθουσιασμό το

Ο καθηγητής Χιρς το 1933 εγκατέλειψε τη Γερμανία και εργάσθηκε ως επισκέπτης καθηγητής μεταξύ των ετών 1933 και 1943 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιστανμπούλ και από το έτος 1943 μέχρι το 1952 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αγκύρας. Οι αναμνήσεις του καθηγητή, οι οποίες αναφέρονται στην πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στην άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ και στο πώς την αντιμετώπισαν οι νομικοί κύκλοι, οι παρατηρήσεις και οι απόψεις του για τα πρώτα τριάντα χρόνια της Τουρκίας του Ατατούρκ είναι ζητήματα που θα πρέπει να απασχολούν όχι μόνο τους νομικούς αλλά τον κάθε πολίτη που ενδιαφέρεται

για την πρόσφατη ιστορία καθώς και για την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει την εξέλιξη των πανεπιστημίων μας. Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου υπήρχε μία ολοσέλιδη φωτογραφία του επιστήμονα: Ένας ηλικιωμένος άντρας που κοιτάζει προς τα πλάγια, με το χέρι να αγγίζει το κεφάλι του σαν να θέλει να θυμηθεί κάτι, με αραιά άσπρα μαλλιά, διοπτροφόρος, με σκούρα φορεσιά και γραβάτα. Η λεζάντα έγραφε “Μ ια ζωή που ξεπερνά τα όρια του χρόνου”. Ο Χιρς γεννήθηκε το 1902 και πέθανε το 1985 . Επομένως ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον Βάγκνερ. Έριξα μια ματιά στο πλούσιο ευρετήριο. Ο Βάγκνερ δεν αναφερόταν. Ο Χιρς στην αρχή του βιβλίου είχε ένα απόσπασμα από ένα ποίημα του Γκαίτε: Περνούν και φεύγουν σ’ αυτόν τον κόσμο Ακόμη και τα καλύτερα αγαθά, Με τους συλλογισμούς μας που ξεπερνούν τα όρια του χρόνου Επηρεάζουμε τους σκεπτόμενους ανθρώπους Μόνο αυτή η επίδραση είναι που παραμένει μέχρι την αιωνιότητα Ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου ήταν “Μ ην ξεχνάς ποτέ τον γενέθλιο τόπο σου”· σ’ αυτό ο συγγραφέας αφηγούνταν τα παιδικά του χρόνια. Ξεφύλλισα το βιβλίο για να βρω την περίοδο του Χίτλερ. Στο μεταξύ ο σερβιτόρος μού έφερε τον καφέ και το

σάντουιτς. Σε λίγο βρήκα αυτό που έψαχνα. Τα όσα έγραφε ο καθηγητής συμφωνούσαν με αυτά που είχα διαβάσει τις τελευταίες μέρες. Οι σελίδες απηχούσαν το πόσο βαθιά είχαν τραυματίσει τον καθηγητή τα γεγονότα που εξελίχθηκαν μετά την ψήφιση του νόμου με τον οποίο ο Χίτλερ απέκτησε απεριόριστη δύναμη. Αυτό το σημείο το αφηγούνταν ως εξής: Το ναζιστικό κόμμα, και όχι κάποια κρατική αρχή, κάλεσε τον κόσμο να μην αγοράζει εμπόρευμα από Εβραίους εμπόρους, να μη συναλλάσσεται με Εβραίους γιατρούς, δικηγόρους και άλλους Εβραίους επαγγελματίες. “Γερμανοί! Προστατευτείτε! Μη συναλλάσσεστε με τους Εβραίους!” έγραφαν οι αφίσες τις οποίες υποχρεώθηκαν να αναρτήσουν στα καταστήματα και στα γραφεία τους οι καταστηματάρχες και οι επαγγελματίες. Έτσι άρχισε η τρομοκρατία. Αυτό που κατέστησε αποτελεσματικότερο το μποϊκοτάζ, ήταν οι “φρουροί” που απαγόρευαν την είσοδο σε όσους αψηφούσαν την προειδοποίηση και επιχειρούσαν να ψωνίσουν από τα εβραϊκά καταστήματα. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, ο γερμανικός λαός επέτρεψε την εξάπλωση της τρομοκρατίας αποφεύγοντας να δείξει συλλογική τόλμη. Η πραγματική “Ημέρα ντροπής για τους Γερμανούς” δεν είναι η “Νύχτα των Κρυστάλλων” τον Νοέμβριο του 1938, αλλά η “Ημέρα μποϊκοτάζ κατά των Εβραίων” που ξεκίνησε την 1η Απριλίου του 1933. Είναι αυτή η ημέρα κατά την οποία η γερμανική κοινωνία έδειξε την αδυναμία της να αντισταθεί στην αυθαιρεσία του ναζιστικού κόμματος, το οποίο αποθρασύνθηκε και προχώρησε σε ακόμη πιο αυθαίρετες ενέργειες.

Τα όσα διάβαζα με είχαν τόσο πολύ συνεπάρει που άργησα να συνειδητοποιήσω ότι το κινητό μου χτυπούσε. Μ έχρι να το βρω ανάμεσα σε τόσα άλλα πράγματα που κουβαλούσα μέσα στην τσάντα, σταμάτησε να κουδουνίζει. Κοίταξα τον αριθμό που με είχε καλέσει: ήταν της Φιλίζ. Αμέσως την κάλεσα εγώ. «Μ ε συγχωρείς, δεν το πρόλαβα. Πότε να περάσω για τον καθηγητή;» «Κι εγώ γι’ αυτό σε κάλεσα» είπε. «Οι γιατροί είπαν να του κάνουμε με την ευκαιρία έναν γενικό έλεγχο. Τα αποτελέσματα θα είναι έτοιμα προς το βραδάκι. Αν θέλεις, έλα εκείνη την ώρα». «Εντάξει» είπα. «Θα έρθω γύρω στις έξι». Μ ετά τηλεφώνησα στον Ιλγιάς. «Μ πορείς να με πάρεις απ’ το σπίτι κατά τις πέντε; Θα πάμε στο νοσοκομείο». «Φυσικά, κυρία» είπε. «Ιλγιάς, μήπως βρήκες το βιολί;» ρώτησα. «Όχι, κυρία» απάντησε. «Γιατί; Ρώτησες τον Σουλεϊμάν;» «Ρώτησα. Είπε ότι δεν είναι στο αυτοκίνητο». «Εντάξει, ευχαριστώ» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Τώρα είχα κι άλλο ένα βάσανο στο κεφάλι μου. Ή μέσα στην ταραχή μας το είχαμε αφήσει στην παραλία ή ο Σουλεϊμάν έλεγε ψέματα. Ήμουν σίγουρη πως καθώς έσπρωχνα τον καθηγητή προς το αυτοκίνητο έκανα μεγάλη προσπάθεια να πάρω το βιολί απ’ τα χέρια του, αλλά δεν το κατόρθωσα. Το κρατούσε πολύ σφιχτά. Όταν με χίλια ζόρια καταφέραμε να τον βάλουμε στο αυτοκίνητο, δεν θυμάμαι τι έγινε το βιολί. Κατά πάσα πιθανότητα το είχα αφήσει μέσα στο αμάξι, άλλωστε δεν θα είχα λόγο να το πετάξω στην άμμο. Βγήκα από το εμπορικό κέντρο και περπάτησα προς το σπίτι. Οι δρόμοι τώρα είχαν ακόμη περισσότερο κόσμο. Όταν έφτασα στο

σπίτι, ξεντύθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Συνέχισα να διαβάζω τις αναμνήσεις του Χιρς. Διάβασα μέχρι τις τέσσερις. Οι παρακάτω αράδες περιέγραφαν με μεγάλη σαφήνεια την κατάσταση: Ήταν γεγονός ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει τις ψήφους των μισών ψηφοφόρων. Όμως, προκειμένου να εξαπατήσει τον λαό, το κόμμα του χρησιμοποίησε κάθε είδους μέσο –όπως η υποβολή, η δημαγωγία, η διαφθορά–, καταπάτησε κάθε είδους παραδοσιακές αξίες και, στη θέση τους, επινόησε νέες αμφίβολες αξίες. Μολαταύτα, όλοι όσοι παρακολουθούσαν το χαμηλότατο επίπεδο μεγάλου μέρους του Τύπου και γίνονταν μάρτυρες του εκτραχηλισμού του πολιτικού λόγου καταλάβαιναν ότι η θεσμική ανάληψη της εξουσίας αποτελούσε την επίφαση ενός πραξικοπήματος. Έκλεισα το βιβλίο και άρχισα να σκέφτομαι: Οι πενήντα εκατομμύρια νεκροί ήταν το τίμημα του υψηλού πληθωρισμού, της θιγμένης εθνικής αξιοπρέπειας και των υψηλών ποσοστών ανεργίας. Έπειτα θυμήθηκα τα γεγονότα 6 ης και της

7 ης

Σεπτεμβρίου

που συνέβησαν στην Ιστανμπούλ. Αναρίγησα λες και είχαν συμβεί μόλις χτες. Το σημάδεμα των καταστημάτων στο Μ πέιογλου, όπως σημάδευαν οι Ναζί τα μαγαζιά των Εβραίων… Φτηνά την είχαμε γλιτώσει. Ήταν φανερό πως η πίστη των ανθρώπων ότι το δικό τους έθνος ήταν το ανώτερο ή ότι η δική τους θρησκεία ήταν πάνω απ’ όλες προκαλούσε τρομερά γεγονότα και αξεπέραστα βάσανα. Σε λίγο σκέφτηκα πως έπρεπε να σηκωθώ, να ετοιμαστώ γι’ 1955

αυτό το σπουδαίο βράδυ. Θα φορούσα το μαύρο σακάκι και τη φούστα με τα καρό που είχα αγοράσει το πρωί. Κι από μέσα μια λευκή μεταξωτή μπλούζα. Λίγο προτού σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, έπεσε το βλέμμα μου στη στοίβα των χαρτιών που ήταν στο κομοδίνο δίπλα μου. Ήταν οι σελίδες που είχε τυπώσει ο Κερέμ με πληροφορίες σχετικές με το πλοίο. Άπλωσα το χέρι και τις πήρα. Όταν διάβασα τον τίτλο της πρώτης σελίδας, απόρησα πώς τις είχα παραμελήσει. Απόρρητο ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ Αριθμός: 55912-S / 13 Σεπτεμβρίου 1941 Κατόπιν του αιτήματός σας της 4ης Σεπτεμβρίου 1941, σας κάνουμε γνωστό ότι θα δοθεί άδεια αναχώρησης σε όσους έχουν κάνει και σε όσους θα κάνουν εφεξής τις απαιτούμενες αιτήσεις για να ταξιδεύσουν με το πλοίο Στρούμα, αφού πρώτα έχουν ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες για μετανάστευση. Υπενθυμίζουμε ότι πρέπει να μας παραδώσετε τον κατάλογο των Εβραίων που βρίσκονται στα στρατόπεδα εργασίας και έχουν υποβάλει αίτηση αναχώρησης, ώστε να μπορέσουν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Άρα το πλοίο λεγόταν “Στρούμα”. Ο Κερέμ είχε συλλέξει σκόρπιες πληροφορίες και είχε τυπώσει μια στοίβα χαρτιά που, βέβαια, χρειάζονταν ταξινόμηση, αφού συμπεριλάμβαναν και άσχετες πληροφορίες. Ήταν φανερό ότι εκείνον λίγο τον ενδιέφεραν αυτές οι πληροφορίες. Διάφορες

ιστορικές αναφορές που δεν είχαν κάποια προφανή σχέση μεταξύ τους, αλληλογραφίες, παραθέματα από βιβλία, ακολουθούσαν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Χάρη στα βιβλία που είχα διαβάσει προηγουμένως, κατάφερα να καταλάβω το τι έγραφαν μερικές από τις σελίδες. Στη Ρουμανία, ενώ από τη μια οι Ναζί προέβαιναν σε μαζική εξόντωση των Εβραίων, από την άλλη τα λαδώματα και οι διευκολύνσεις έδιναν και έπαιρναν. Μ ε την καταβολή χρημάτων κάποια θύματα κατάφερναν να σώσουν τη ζωή τους. Αλλά πώς θα σώζονταν; Μ ε ποιον τρόπο θα διέφευγαν; Το πλοίο Στρούμα ήταν σχετικό μ’ αυτό το θέμα. Από τις σελίδες που τύπωσε ο Κερέμ έμαθα πως από τον Σεπτέμβρη του 1941 δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της Ρουμανίας διαφημίσεις που αναφέρονταν στο πλοίο αυτό. Πουλούσαν εισιτήρια για το ταξίδι από τη Ρουμανία στην Παλαιστίνη. Πάντως στις διαφημίσεις του πλοίου Στρούμα, που ταξίδευε υπό σημαία Παναμά, υπήρχαν πολλά παραπλανητικά στοιχεία, με κυριότερο ότι οι παρουσιαζόμενες φωτογραφίες ανήκαν σε άλλα πλοία. Ύστερα, το εισιτήριο πωλούνταν στην εξωφρενική τιμή των χιλίων δολαρίων. Επομένως, δεν πουλούσαν μονάχα εισιτήρια πλοίου: πουλούσαν ταυτόχρονα μάταιες ελπίδες σε όσους ήθελαν να σωθούν απ’ τη ναζιστική καταπίεση. Αν σκεφτούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, θα αντιληφθούμε το πόσο μεγάλη ζήτηση υπήρξε για τα εισιτήρια του πλοίου αυτού. Εκατοντάδες επιβάτες που αγόρασαν εισιτήριο μεταφέρθηκαν από το Βουκουρέστι στο λιμάνι της Κωστάντζας με βαγόνια που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ζώων. Εκεί, περίμεναν επί μέρες πεινασμένοι και διψασμένοι να σαλπάρει το πλοίο. Στο τελωνείο τούς είχαν αφαιρέσει τα

υπάρχοντά τους. Τα στοιχεία έδειχναν πως το Λονδίνο παρακολουθούσε διά μέσου των μυστικών υπηρεσιών όλες αυτές τις εξελίξεις. Ήταν βέβαιο πως είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση της Άγκυρας να μην επιτρέψει στο πλοίο τη διέλευση από τα Στενά. Μ ε άλλα λόγια, η μοίρα των κακόμοιρων επιβατών είχε αρχίσει να καθορίζεται πριν ακόμη επιβιβαστούν στο πλοίο. Τελικά επιβιβάστηκαν στο πλοίο επτακόσιοι εξήντα εννιά επιβάτες – μεταξύ αυτών υπήρχαν έγκυες, παιδιά και μωρά. Οι επιβάτες διαπίστωσαν τότε ότι το πλοίο, που διαφημιζόταν ως υπερωκεάνιο, δεν ήταν παρά ένα ποταμόπλοιο που μετέφερε ζώα στον Δούναβη. Στο πλοίο Στρούμα είχε γίνει μία υποτυπώδης μετασκευή, κατά την οποία προστέθηκαν στα αμπάρια του κάποιες πρόχειρες κατασκευές, όπως κουκέτες από κασόνια μεταφοράς πορτοκαλιών. Κανείς δεν πίστευε πως το καράβι ήταν σε θέση να ταξιδέψει σε ανοιχτή θάλασσα με τόσο πολλούς επιβάτες. Γι’ αυτό είχαν λαδώσει με μεγάλα ποσά τους αρμόδιους για να του δώσουν άδεια να αποπλεύσει. Ενόσω το Στρούμα σάλπαρε απ’ το λιμάνι της Κωστάντζας, συγγενείς και φίλοι χαιρετούσαν με τα μαντίλια τους απ’ την αποβάθρα. Πολλοί απ’ αυτούς αποχαιρετούσαν τη γυναίκα ή το παιδί τους, αφού τα χρήματά τους δεν είχαν αρκέσει για να πάρει εισιτήρια όλη η οικογένεια. Μ ερικοί άλλοι είχαν εξασφαλίσει μόνο τα χρήματα που απαιτούνταν για το εισιτήριο των παιδιών τους. Έλπιζαν ότι έτσι θα τα σώσουν. Πριν την αναχώρηση είχαν παρακαλέσει κάποιους γνωστούς τους που ταξίδευαν με το Στρούμα να τα προσέχουν. Στο ταξίδι του από τη Μ αύρη Θάλασσα προς τον Βόσπορο το

πλοίο αντιμετώπισε πολλά προβλήματα και βλάβες. Κάποια στιγμή, οι μηχανές του έπαψαν να λειτουργούν. Ένα τουρκικό ρυμουλκό το ρυμούλκησε μέχρι τα ανοιχτά της Ιστανμπούλ στις

16

Δεκεμβρίου του 1941 . Το καράβι, όταν έφτασε στην Ιστανμπούλ, έμοιαζε περισσότερο με φέρετρο. Η Ρουμανία δεν επιθυμούσε να επιστρέψει το πλοίο σε λιμάνι της. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι αρμόδιοι δεν επέτρεπαν στους επιβάτες να αποβιβαστούν, διότι δεν είχαν βίζα για την Τουρκία, αλλά για την Παλαιστίνη. Εκείνη την περίοδο, η Παλαιστίνη ήταν προτεκτοράτο της Βρετανίας. Ήταν αδύνατο για τους επιβάτες του Στρούμα να αποβιβαστούν στην Παλαιστίνη χωρίς την άδεια των Άγγλων. Αρμόδιοι του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών είχαν ζητήσει εγγύηση από τον Νάτσμπουλ-Χιούζεσσεν, τον Βρετανό πρέσβη στην Άγκυρα, ότι οι ταξιδιώτες θα πάρουν άδεια εισόδου στην Παλαιστίνη – και αυτό επειδή οι Τούρκοι έδειχναν να επιθυμούν την προσωρινή αποβίβαση των επιβατών μέχρι να επισκευαστεί το πλοίο. Ωστόσο, οι Βρετανοί αρνούνταν να δώσουν οποιαδήποτε εγγύηση. Παρ’ όλες τις παρεμβάσεις διεθνών ιδρυμάτων, η βρετανική κυβέρνηση, με το τηλεγράφημα που έστειλε στον Βρετανό ύπατο αρμοστή της Παλαιστίνης, του ζητούσε να εμποδίσει με κάθε μέσο τον κατάπλου του πλοίου σε παλαιστινιακό λιμάνι. Μ ετά από αυτό, η Ύπατη Αρμοστεία της Παλαιστίνης διαμήνυσε στην Άγκυρα πως το πρόβλημα θα λυθεί μόνο αν το πλοίο σταλεί πίσω στη χώρα από την οποία απέπλευσε. Ο υπουργός Αποικιών της Βρετανίας, ο λόρδος Μ όυν, δήλωσε ότι η διαφυγή αυτών των ανθρώπων θα έχει κακό αποτέλεσμα, διότι θα ενθαρρύνει και άλλους Εβραίους να επιχειρήσουν το ίδιο.

Έτσι, το Στρούμα, με τις μηχανές να έχουν βλάβη και τις γεννήτριες να μη λειτουργούν, αφέθηκε στη μοίρα του στα ανοιχτά της Ιστανμπούλ. Έξαφνα τινάχτηκα απ’ το κρεβάτι. Είχα καθυστερήσει. Μ ε είχαν συνεπάρει όλες αυτές οι πληροφορίες και ξεχάστηκα. Άρπαξα τη φούστα και τη λευκή μπλούζα.

12

Ο

ΙΛΓΙAΣ ΕIΧΕ EΡΘΕΙ πριν από τις πέντε. Όταν κοίταξα απ’ το παράθυρο, τον είδα για μια ακόμη φορά να καπνίζει ακουμπισμένος στο αμάξι. Κι αυτός κάπνιζε πολύ, αλλά τουλάχιστον δεν κάπνιζε μέσα στο αυτοκίνητο όπως ο Σουλεϊμάν. Όταν ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο, τον ρώτησα για το βιολί. «Ο Σουλεϊμάν λέει πως δεν είναι στο αμάξι, κυρία» είπε λίγο στενοχωρημένος. Διέκρινα έναν τόνο καχυποψίας στη φωνή του. «Του είπα να ψάξει πιο προσεκτικά, αλλά επέμεινε ότι δεν υπάρχει βιολί στ’ αμάξι». Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Είχα καταλάβει πως το βιολί ήταν πολύ σημαντικό για τον καθηγητή. Ίσως επειδή ήταν μια ανάμνηση. Τώρα θα έπρεπε ή να πάω στη Σίλε να ψάξω στην παραλία για το βιολί –πράγμα εντελώς παράλογο– ή να βρω έναν τρόπο να στριμώξω τον Σουλεϊμάν. Δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι το ότι δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τη στιγμή που φώναξε «Ξεδιάντροποι!» στο δωμάτιο του μοτέλ. Ήταν αδύνατο να μην εκμεταλλευτεί μια τέτοια κατάσταση. Επομένως είτε προετοίμαζε κάποιο σχέδιο είτε καθυστερούσε την

αποκάλυψή του για να με βασανίσει. Το πιθανότερο ήταν να κάνει την κίνησή του την ερχόμενη εβδομάδα. «Πού επισκευάζεται το αμάξι;» ρώτησα. «Στην περιοχή Ότο Σαναγί, σε κάποιον μάστορα ονόματι Ριζά» απάντησε. «Θα μπορούσαμε να πεταχτούμε έως εκεί;» «Φυσικά, έτσι κι αλλιώς κοντά είναι». «Ωραία» είπα. «Τότε ας πάμε». Ο Ιλγιάς έστριψε στην επόμενη διασταύρωση και μπήκαμε στον δρόμο του Ότο Σαναγί. Νεαρά παιδιά που φορούσαν λαδωμένες μπλε φόρμες πήγαιναν κι ερχόντουσαν κρατώντας άλλο βίδες, άλλο γαλλικά κλειδιά και άλλο μπιντόνια. Κάποια άλλα ήταν χωμένα κάτω από ανυψωμένα σε γρύλους αυτοκίνητα, τα οποία προσπαθούσαν να επισκευάσουν. Αυτή ήταν μια διαφορετική νεολαία. Είχαν την ίδια ηλικία με τα παιδιά που συναντούσες στα εμπορικά κέντρα, ωστόσο ήταν εντελώς διαφορετικά. Στα λερωμένα με γράσο πρόσωπά τους διέκρινα μια θλίψη που δεν ταίριαζε στην ηλικία τους. Για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην των οικογενειών τους δούλευαν ακόμη και τις αργίες σ’ αυτές τις βαριές δουλειές, και τα λίγα λεφτά που κέρδιζαν τα πήγαιναν στους γονείς τους που έμεναν στις απομακρυσμένες φτωχογειτονιές. Μ ερικοί είχαν ανάπηρο πατέρα, άλλοι φυλακισμένο, άνεργο, ανεπάγγελτο, ανήμπορο. Μ ια άλλη πιθανότητα ήταν ο πατέρας να είχε παρατήσει τα παιδιά στη μάνα και να είχε γίνει καπνός. Όπως στη δική μου περίπτωση. Αυτά τα σκυθρωπά και δυστυχισμένα παιδιά είχαν περίπου την ηλικία του Κερέμ, αλλά ήταν δυστυχισμένα για αιτίες διαφορετικές από αυτές του γιου μου. Από κάποια συνεργεία ακούγονταν σπαρακτικές μελωδίες ανατολίτικης μουσικής.

Όταν φτάσαμε στο συνεργείο του μαστρο-Ριζά, είδα την πελώρια Μ ερσεντές ανυψωμένη στον γρύλο. Εκείνην τη στιγμή κανείς δεν ασχολιόταν μαζί της. Ο Σουλεϊμάν δεν ήταν εκεί. Απ’ τον ημιώροφο κατέβηκε ένας άντρας. Είχε μεγάλα μουστάκια και φαινόταν καλοσυνάτος άνθρωπος. Ήταν ο μαστρο-Ριζά. Του είπα ποια είμαι, ότι έρχομαι απ’ την πρυτανεία και του έδωσα μια κάρτα μου. Του εξήγησα ότι έπρεπε να πάρω το βιολί που ξέχασε ένας φιλοξενούμενός μας καθηγητής στο αμάξι. Μ ε άκουσε καλοπροαίρετα, μιας και το θέμα ήταν απλό, και ρώτησε ευγενικά εμένα και τον Ιλγιάς αν θα θέλαμε να πιούμε μαζί του ένα φλιτζάνι τσάι. Τον ευχαρίστησα, συμπληρώνοντας ότι ήμασταν βιαστικοί. Ο μαστρο-Ριζά έδωσε εντολή να κατεβάσουν το αμάξι. Ο υδραυλικός στύλος άρχισε να κατεβαίνει αργά αργά. Εκείνην τη στιγμή ήρθε στο μυαλό μου μια πληροφορία που είχα διαβάσει πριν από δυο τρεις μέρες. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Μ ερσέντες-Μ πεντς, ο Έντζαρντ Ρόιτερ, είχε μεγαλώσει στην Άγκυρα και μιλούσε πολύ καλά τουρκικά. Ο πατέρας του, ο Ερνστ Ρόιτερ, εργαζόταν στην Άγκυρα και ο γιος του ο “Έντζι” ήταν πολύ αγαπητός στους φίλους του. Σκέφτηκα πως και η Μ ερσεντές που είχαμε τώρα μπροστά μας ήταν εκείνης της εποχής. Εν τέλει το αυτοκίνητο προσγειώθηκε μαλακά και οι ρόδες του πάτησαν στη γη. Ο μαστρο-Ριζά μού είπε «Ορίστε, κυρία μου» και άνοιξε την πόρτα. Άρχισα να ψάχνω μέσα στο αμάξι. Δεν υπήρχε βιολί ούτε στο μπρος ούτε στο πίσω κάθισμα. Τους είπα να ανοίξουν το πορτμπαγκάζ. Ήταν άδειο. Στη δεξιά πίσω γωνία πρόσεξα έναν σωρό από πανιά καθαρίσματος. Δεν υπήρχε κάτι

άλλο. Μ ήπως ο Σουλεϊμάν είχε πει την αλήθεια; Μ ήπως είχε πράγματι ξεχαστεί το βιολί στην αμμουδιά; Ή μήπως στο μοτέλ; Όμως αποκλείεται να ήταν στο μοτέλ, γιατί με δυσκολία μεταφέραμε τον καθηγητή εκεί. Δεν ήταν δυνατό να κρατούσαμε και το βιολί στα χέρια μας. Ρώτησα τα παιδιά του συνεργείου αν ο Σουλεϊμάν πήρε κάτι απ’ το αμάξι. «Όχι, δεν πήρε» απάντησαν. Ευχαρίστησα τον μαστρο-Ριζά. Ήμουν έτοιμη να μπω στο αμάξι για να φύγουμε, όταν σκέφτηκα κάτι και γύρισα πίσω. «Αν δεν σας πειράζει, μπορώ να ξανακοιτάξω μέσα στο πορτμπαγκάζ;» ρώτησα. «Φυσικά». Το πορτμπαγκάζ άνοιξε τρίζοντας. Έσκυψα προς το εσωτερικό και άγγιξα τα πανιά καθαρίσματος. Αμέσως κατάλαβα ότι το βιολί ήταν εκεί. Τράβηξα στην άκρη τα πανιά και πράγματι εμφανίστηκε το βιολί. Ήταν τυλιγμένο στα πανιά όπως τυλίγουν τα μωρά. Πήρα το βιολί και στράφηκα προς τον μάστορα και τους βοηθούς του. «Είδατε όλοι σας πού ήταν κρυμμένο το βιολί, έτσι δεν είναι;» είπα. «Φυσικά και το είδαμε» απάντησαν μ’ ένα στόμα. Μ ετά γύρισα προς τον Ιλγιάς. «Ιλγιάς, είδες κι εσύ τι έκανε ο Σουλεϊμάν, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε το κεφάλι και είπε: «Το είδα, κυρία». Μ ετά από αυτό χαιρετήσαμε τον μαστρο-Ριζά που επέμενε στο κέρασμά του και φύγαμε. Ήμουν διπλά χαρούμενη διότι, από τη μία, βρήκα το βιολί και, από την άλλη, τώρα κρατούσα στα χέρια μου αυτόν τον σιχαμένο τον Σουλεϊμάν. Ίσως αυτό το γεγονός να τον εμπόδιζε να

επιχειρήσει να μου προκαλέσει πρόβλημα. Θα έπρεπε τώρα να σκεφτεί διπλά την κάθε του πράξη. Όπως είχα υποθέσει, καθώς απομακρύναμε από την παραλία τον καθηγητή, είχαμε μαζί μας και το βιολί. Η θήκη του βιολιού πιθανότατα θα είχε μείνει στην αμμουδιά, οπότε θα την τράβηξαν τα κύματα στον βυθό της Μ αύρης Θάλασσας. «Ιλγιάς, μπορούμε να περάσουμε απ’ το Σιράσελβιλερ;» ρώτησα. Ο ευγενικός Ιλγιάς δίχως να διστάσει απάντησε: «Φυσικά». «Θυμάμαι πως εκεί υπάρχουν δύο καταστήματα μουσικής δίπλα δίπλα. Ας περάσουμε από κει για να πάρουμε μια θήκη». Περάσαμε δίπλα από τα περίφημα σαντουιτσάδικα της πλατείας Ταξίμ και προχωρήσαμε προς την πυκνή από κυκλοφορία οδό Σιράσελβιλερ. Είχε βραδιάσει, είχαν ανάψει τα φώτα, από τους μιναρέδες ακουγόταν η εσπερινή προσευχή. Οι νεαροί μπροστά στα υπερβολικά φωτισμένα μαγαζιά έτρωγαν τοστ ή χάμπουργκερ, μιλώντας και γελώντας δυνατά. Ο Ιλγιάς στάθμευσε με επιδεξιότητα μπροστά απ’ τα καταστήματα μουσικής. «Δεν μπορώ να σας περιμένω εδώ, κυρία. Φράζουμε τον δρόμο· μπορείτε να έρθετε στον χώρο στάθμευσης του Γερμανικού Νοσοκομείου όταν τελειώσετε;» με ρώτησε ο Ιλγιάς. Πήρα το βιολί και κατέβηκα, ενώ αναρωτιόμουν ποιος ανέθρεψε αυτό το ευγενικό παιδί σε τέτοιες εποχές. Είπα στον καταστηματάρχη που ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί αν είχε καμιά θήκη για το βιολί. Πήρε το βιολί στα χέρια του, άρχισε να το εξετάζει απ’ όλες τις πλευρές. «Τούτο είναι ένα πολύ παλιό και πολύτιμο βιολί, κυρία μου» είπε. «Γερμανικής κατασκευής. Αν ενδιαφέρεστε να το πουλήσετε,

θα μπορούσα να το δείξω στους ενδιαφερόμενους». «Όχι» του είπα. «Δεν θέλω να το πουλήσω, για θήκη ψάχνω μονάχα». «Σύμφωνοι, κυρία μου. Ωστόσο το κατάστημά μας είναι ένα απλό, μικρό κατάστημα. Αν ενδιαφέρεστε για κάτι το ιδιαίτερο που να ταιριάζει στο βιολί…» «Όποια θήκη κι αν μου δίνατε, θα ήταν εντάξει». Μ ου έδειξε τρεις θήκες, ήταν όλες παρόμοιες. Πήρα τη μία και έβαλα μέσα το βιολί. Αφού πλήρωσα, προχώρησα προς το Γερμανικό Νοσοκομείο που βρισκόταν λίγα μέτρα παρακάτω. Χαμογέλασα στον Ιλγιάς και μπήκα στο αμάξι. «Τώρα μπορούμε να πάμε στο νοσοκομείο» του είπα. Ένιωθα μεγάλη ανακούφιση· δεν είχα αφήσει το βιολί σ’ αυτό το τσακάλι τον Σουλεϊμάν. Ένιωθα έστω και λιγάκι υπερήφανη που τα κατάφερα. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, ήταν κιόλας επτά η ώρα. Η Φιλίζ με υποδέχθηκε με παράπονα. «Πού είσαι, παιδί μου; Ο γέρος κοντεύει να τρελαθεί. Κάθε λίγο και λιγάκι μας ρωτάει πότε θα έρθεις». «Μ ε συγχωρείς» της είπα. «Καθυστέρησα γιατί έκανα μια δική του δουλειά. Μ ε συγχωρείς που σε κράτησα εδώ μέρα αργίας». «Αυτό δεν με πειράζει» είπε. «Σήμερα έχω εφημερία» συμπλήρωσε και συνέχισε χαμηλόφωνα: «Εσύ όμως πρέπει να συμπεριφέρεσαι με καλοσύνη σ’ αυτόν τον γέρο άνθρωπο». Η τελευταία της πρόταση μου κίνησε την περιέργεια επειδή μου φάνηκε πως ήθελε να μου πει κάτι περισσότερο απ’ αυτά που έλεγαν οι λέξεις. Η ατμόσφαιρα του νοσοκομείου, την οποία είχα συνηθίσει έστω και λίγο, έγινε ξαφνικά κάτι εντελώς ξένο. Ένας ξένος τόπος όπου μύριζε παντού φάρμακα και δεν έπρεπε να αγγίζω πουθενά.

«Τι τρέχει;» ρώτησα. «Συμβαίνει κάτι;» «Σου είχα πει πως του κάναμε έναν γενικό έλεγχο». «Το θυμάμαι». «Η αξονική τομογραφία έδειξε ότι στο πάγκρεάς του υπάρχει ένας όγκος. Δεν φαινόταν σαν αμελητέα περίπτωση. Μ ετά απ’ αυτό μιλήσαμε μαζί του για να μας επιτρέψει να τον εξετάσουμε λεπτομερέστερα. Αρνήθηκε». Η Φιλίζ σώπασε. Κούνησε το κεφάλι σαν να έλεγε “Τι να κάνουμε;”. «Τι θα πει “αρνήθηκε”; Αφού η κατάσταση είναι σοβαρή…» «Είναι πράγματι. Όμως, μας είπε πως ήδη το γνωρίζει, ότι στη Βοστόνη έχει κάνει εξετάσεις και, τέλος, ότι ο όγκος είναι κακοήθης». «Κακοήθης;» «Ναι, με άλλα λόγια ο άνθρωπος έχει καρκίνο στο πάγκρεας!» «Τι μου λες! Και το ξέρει κιόλας;» «Το ξέρει, αλλά μου φαίνεται πως δεν του δίνει σημασία. Όλα αυτά μας τα είπε γελώντας και ευχαριστώντας μας. Πολύ αξιόλογος άνθρωπος». «Και πόση ζωή λες να έχει μπροστά του;» «Είναι δύσκολο να το πει κανείς. Πάντως οι συνάδελφοι που είναι ειδικοί δεν του δίνουν περισσότερο από έξι μήνες». «Ώστε ήρθε να αποχαιρετήσει την Ιστανμπούλ…» «Μ άλλον. Λοιπόν, μην τον κάνεις να περιμένει. Και, σε κάθε περίπτωση, μη δείξεις ότι το ξέρεις, εκτός και αν το αναφέρει εκείνος. Μ ην ξεχνάς ότι οι κανόνες δεοντολογίας δεν μου επιτρέπουν να σ’ το έχω πει». «Μ ην ανησυχείς, Φιλίζ». Προχωρήσαμε μαζί προς τον θάλαμο. Είχα ταραχτεί. Το ότι ο Βάγκνερ ήταν καταδικασμένος σε σύντομο θάνατο μου

προκαλούσε περίεργα συναισθήματα. Φωτίστηκαν τα μάτια του όταν με είδε. «Νόμισα ότι με εγκαταλείψατε, ότι δεν θα έρθετε καθόλου». Φαινόταν εύθυμος. Μ ε τη σκουρόχρωμη φορεσιά, τη γραβάτα, τα καλοχτενισμένα μαλλιά, ήταν τόσο όμορφος που φαινόταν αδιανόητο το ότι έπειτα από λίγους μήνες δεν θα υπήρχε πια. Τους αποχαιρέτησε όλους έναν έναν πριν φύγουμε. Έδωσε φιλοδώρημα στους νοσηλευτές και στις νοσοκόμες. Μ ετά μπήκαμε στο αυτοκίνητο. «Άλλαξε το αμάξι. Και ο οδηγός». «Μ άλιστα» είπα. «Η Μ ερσεντές επισκευάζεται και ο οδηγός είναι στο συνεργείο για να επιβλέπει. Ο οδηγός αυτός είναι καλύτερος από τον άλλον». «Αυτό είναι το τελευταίο σας βράδυ εδώ, κύριε καθηγητά» συνέχισα. «Θέλετε να σας οδηγήσουμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο ή προτιμάτε να δείτε πρώτα κάποιο μέρος;» «Θα ήθελα, βέβαια» είπε. «Αλλά δεν είπα τίποτα για να μη σας ταλαιπωρώ άλλο. Εάν περνούσαμε από την πλατεία Σουλταναχμέτ, θα έβλεπα μια τελευταία φορά εκείνα τα μέρη». Οι λέξεις “τελευταία φορά” μ’ έκαναν να νιώσω ένα σφίξιμο στην καρδιά. Μ ετέφερα την επιθυμία του στον Ιλγιάς. Φτάσαμε στην πλατεία και κατεβήκαμε απ’ το αμάξι. Ο περίπατος ανάμεσα στη φωτισμένη Αγία Σοφία και στο Μ πλε Τζαμί προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα. Ήταν σαν ένα ταξίδι στον χρόνο. Ο καθηγητής κοίταζε τριγύρω απορροφημένος στις σκέψεις του. Πήρα ένα σακουλάκι κάστανα απ’ τον πλανόδιο πωλητή που στεκόταν δίπλα απ’ τον τοίχο της αυλής της Αγίας Σοφίας. Προσπαθήσαμε να τα φάμε ενώ ακόμη μας έκαιγαν το στόμα. «Θα ξέρετε ότι εδώ βρισκόταν ο περίφημος βυζαντινός

ιππόδρομος» είπε ύστερα από λίγο. «Το γνωρίζω» είπα. «Οι στασιαστές της Στάσης του Νίκα είχαν κάψει και την Αγία Σοφία. Γνωρίζετε κι αυτό εκεί το κτίριο;» «Μ άλιστα. Το παλάτι του Νταμάτ Ιμπραήμ πασά. Τώρα πια λειτουργεί ως μουσείο». «Γνωρίζετε επίσης ότι ο άτυχος βεζίρης του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομομαθή είχε στήσει σ’ αυτήν εδώ την πλατεία τρία αγάλματα;» «Όχι!» είπα δίχως να κύψω την απορία μου. «Απ’ όσο ξέρω, ο ισλαμισμός απαγορεύει τα αγάλματα». «Σωστά. Όμως ο βεζίρης πίστευε τόσο πολύ στη δύναμή του ώστε έστησε πάνω σε τρεις κολόνες τα μπρούτζινα αγάλματα της Άρτεμης, του Ηρακλή και του Απόλλωνα. Οι έγκυες γυναίκες της πόλης έρχονταν να κάνουν τάμα κάτω από το άγαλμα της Άρτεμης, ώστε τα παιδιά τους να γίνουν δυνατά και όμορφα όπως εκείνη». «Τι έγιναν αυτά τα αγάλματα;» «Μ ετά τη δολοφονία του βεζίρη, που έγινε κατόπιν εντολής του σουλτάνου, το πλήθος γκρέμισε και κατέστρεψε τα αγάλματα. Μ ερικοί ισχυρίστηκαν ότι ο Ιμπραήμ πασάς ήταν ειδωλολάτρης. Έτσι είναι η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ένας χτίζει, ο άλλος γκρεμίζει. Ο αγώνας διεξαγόταν μεταξύ αυτών των δύο δυνάμεων. Έχετε επισκεφτεί ποτέ τη Βενετία;» Ήταν ολοφάνερο πως ήταν ακμαίος εκείνο το βράδυ· περνούσε από το ένα θέμα στο άλλο. «Όχι!» «Το διασημότερο και ακριβότερο ξενοδοχείο της πόλης είναι το Γκρίττι Παλάς». Μ ου έκανε εντύπωση το απότομο πέρασμα απ’ τους

Οθωμανούς στην Ιταλία, αλλά δεν είπα τίποτα. Ίσως να ήταν η σκοτεινή, απόκοσμη ατμόσφαιρα της πλατείας που τον έκανε να μιλά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Η ιστορία τόσων αιώνων που είχαν αυτοί οι δύο μεγαλοπρεπείς ναοί της Ορθοδοξίας και του Ισλαμισμού, μαζί με τα όσα δραματικά έχουν συμβεί σ’ αυτή την πλατεία, δημιουργούσαν ένα υποβλητικό κλίμα. Το δέος γινόταν εντονότερο τα βράδια όταν αποσύρονταν τα τουριστικά λεωφορεία και ο κόσμος, και στην πλατεία δεν έμενε πλέον κάποιο σημάδι από τον σύγχρονο κόσμο. Κάθε φορά που ερχόμουν στην Αγία Σοφία αναλογιζόμουν τους δύο αρχιτέκτονές της. Είχαν πεθάνει πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια· δεν είχε μείνει ούτε κοκαλάκι όχι μόνο από κείνους, αλλά και από τους απογόνους τους, ωστόσο το έργο τους στεκόταν ακόμη όρθιο. «Οι Γκρίττι ήταν μία από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Βενετίας» συνέχισε ο καθηγητής. «Τον πρέσβη της Βενετίας στην οθωμανική πρωτεύουσα τον προσφωνούσαν “δόγη”. Ο πρέσβης της περιόδου εκείνης, ο Αντρέα Γκρίττι, είχε έναν γιο. Ο νεαρός Αλβίζε Γκρίττι και ο Ιμπραήμ, που ήταν Έλληνας από την Πάργα, ήταν οι καλύτεροι φίλοι του διαδόχου Σουλεϊμάν. Νύχτα μέρα ήταν μαζί. Ο Ιμπραήμ με το βιολί και ο Γκρίττι με την κιθάρα διασκέδαζαν τον διάδοχο. Τι ξέρετε για το Πέραν;» Ήταν αποφασισμένος να με εκπλήξει σήμερα ο καθηγητής. «Τώρα εκεί πηγαίνουμε. Εκεί βρίσκεται και το ξενοδοχείο σας. Οι ξένοι το λένε “Πέραν” και οι Τούρκοι “Μ πέιογλου”17». «Σκεφτήκατε ποτέ γιατί λέγεται έτσι;» «Όχι». «Ο Αλβίζε Γκρίττι είχε ένα αρχοντικό στο Πέραν. Και ήταν γιος ενός άρχοντα, του Αντρέ Γκρίττι. Αυτό σας λέει κάτι;» Χαμογέλασα αυθόρμητα.

«Φυσικά» είπα. «Πάντως με απασχολεί το γιατί ο σουλτάνος Σουλεϊμάν έβαλε δολοφόνους να σκοτώσουν τον παιδικό του φίλο, τον Ιμπραήμ πασά». «Για έναν πολύ συνηθισμένο λόγο: Επειδή βρισκόταν στην εξουσία». «Η εξουσία σκοτώνει ανθρώπους;» «Μ άλιστα! Εξουσία σημαίνει απονιά. Ειδικά η ανεξέλεγκτη εξουσία». «Ναι, αλλά αν στην εξουσία βρίσκονται καλοί άνθρωποι;» «Ποτέ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο!» «Γιατί;» Μ ου εξήγησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη: «Οι καλοί άνθρωποι δεν μπορούν να έρθουν στην εξουσία· αλλά, ακόμη κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, η εξουσία θα τους διαβρώσει, θα τους μετατρέψει σε καταπιεστές». Γέλασα. «Να με συμπαθάτε, κύριε καθηγητά, αλλά εσείς σκαλώσατε στην περίπτωση του Χίτλερ. Τι θα πει “η εξουσία σκοτώνει”; Δηλαδή, αν εγώ –ας κάνουμε μια παράλογη υπόθεση– έρθω στην εξουσία, θα αρχίσω να σκοτώνω;» Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου και με κοίταξε κατάματα. «Ναι!» είπε. «Ακόμη κι εσείς θα σκοτώνατε. Αλλιώς δεν θα μπορούσατε να αναρριχηθείτε και να παραμείνετε στην εξουσία. Στο παρελθόν γινόταν πιο φανερά, τώρα στα κρυφά». Κατέβασε τα χέρια του και συνέχισε σε πιο ήπιο τόνο. «Θα σκοτώνατε έμμεσα, θα προκαλούσατε τον θάνατο· πάντως κατά κάποιον τρόπο η διατήρηση της εξουσίας σας θα εξαρτιόταν από δολοφονίες. Πιθανώς τώρα ο χαρακτήρας σας να μην

επιτρέπει κάτι τέτοιο. Όμως ο δρόμος της εξουσίας είναι δύσκολος, μακρύς. Μ εταμορφώνει τον άνθρωπο. Και θα μπορέσετε να τον ολοκληρώσετε, μόνο αν έχετε μεταμορφωθεί όσο χρειάζεται ώστε να είσαστε έτοιμη για την εξουσία». “Μ πορεί να έχει δίκιο” σκέφτηκα. «Να σας αφηγηθώ την ιστορία του διαδόχου Σελίμ και του αδελφού του, του Κορκούτ» συνέχισε ο καθηγητής. «Αυτοί οι δύο 18 βασιλικοί γόνοι ζούσαν στην Μ πούρσα . Όταν πέθανε ο πατέρας τους, ένας απ’ τους δύο θα γινόταν σουλτάνος. Επειδή ίσχυε η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο νέος σουλτάνος εξοντώνει τα αδέλφια του για χάρη της εξουσίας, αυτό θα σήμαινε πως η ανάρρηση στον θρόνο του ενός θα σήμαινε το τέλος του άλλου. Ωστόσο τα δύο αδέλφια δεν γνώριζαν ποιος θα γίνει σουλτάνος. Γι’ αυτό έδωσαν αμοιβαίο όρκο. Όποιος αναλάμβανε την εξουσία, θα χάριζε τη ζωή στον άλλον. Εν τέλει έφτασε η μέρα και έγινε σουλτάνος ο Σελίμ». «Τι συνέβη στον Κορκούτ;» «Τι θέλατε να συμβεί; Δολοφονήθηκε. Αυτή η υπόθεση δεν έχει να κάνει με υποσχέσεις και καλές προθέσεις. Την εξουσία μπορεί να τη χαλιναγωγήσει μονάχα ο σφιχτός έλεγχος. Αλλιώς, ακόμη και τους αγίους να φέρνατε στην εξουσία, κι αυτοί τα ίδια θα έκαναν». «Σε αυτή την περίπτωση, αυτό που κάνει τη διαφορά θα πρέπει να είναι η αντιπολίτευση και όχι η εξουσία». Σαν ένας ικανοποιημένος απ’ τον μαθητή του καθηγητής, κούνησε χαμογελαστός καταφατικά το κεφάλι. Ίσως επηρεασμένοι απ’ την ιστορική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πλατεία Σουλταναχμέτ από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας, μιλούσαμε για θανάτους. Για να αλλάξω το θέμα, του είπα:

«Το 1204 οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν την πόλη». «Μ άλιστα» είπε. «Αυτοί που κατέστρεψαν την Κωνσταντινούπολη είναι οι Σταυροφόροι και όχι οι Οθωμανοί». «Τα τέσσερα άλογα που κοσμούν την πλατεία Σαν Μ άρκο στη Βενετία τα άρπαξαν από δω». «Σωστά. Έχετε σπουδάσει Ιστορία;» «Φιλολογία, κύριε καθηγητά. Αλλά αυτές είναι απλές αλήθειες που λέγονται παντού. Ακόμη και οι εφημερίδες τις γράφουν». «Στη Δύση δεν είναι γνωστά αυτά». «Ναι. Ακόμη και τη δική σας περίοδο πολλοί λίγοι την ξέρουν». «Ποια περίοδο;» «Την περίοδο κατά την οποία πάρα πολύ σπουδαίοι επιστήμονες ήρθαν στην Τουρκία». «Σπουδαίοι επιστήμονες;» «Μ άλιστα. Ρόιτερ, Νόιμαρκ, Χιρς, Άουερμπαχ, Σπίτζερ, εσείς…» «Μ ισό λεπτό. Όλοι αυτοί υπήρξαν φίλοι μου. Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» «Ξέρω ανάγνωση, κύριε καθηγητά. Μ ’ ενδιαφέρουν κιόλας…» «Διαβάσατε, μήπως, τα απομνημονεύματά τους;» «Έχω διαβάσει μόνο λίγα πράγματα. Είμαι στην αρχή ακόμη. Έκανα και μια έρευνα στο αρχείο του πανεπιστημίου». «Αρχείο; Υπάρχουν φάκελοι για τον καθέναν εκεί;» «Υπάρχουν. Όλοι είναι γεμάτοι πληροφορίες. Πάντως οφείλω να σας ομολογήσω πως ο πιο λεπτός είναι ο δικός σας». «Γιατί;» «Διότι η Υπηρεσία Πληροφοριών πήρε όλα τα έγγραφα για εσάς, εκτός από δύο». «Ποια;» «Τη βεβαίωση που δείχνει ότι εξοριστήκατε, καθώς και ένα

έγγραφο από το οποίο φαίνεται πως ο Σκούρλα έκανε έρευνα για σας». «Ο Σκούρλα;» «Μ άλιστα». Ο καθηγητής σώπασε και βυθίστηκε στις σκέψεις για αρκετά δευτερόλεπτα. «Εμπρός» είπε μετά. «Ας επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο. Έχω πολλά να σας διηγηθώ. Θα είναι μεγάλη η νύχτα».

13

ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΑΜ Ε ΣΤΟ

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ, του έδωσα το βιολί με την καινούρια του θήκη. «Βρήκαμε το βιολί». Ο καθηγητής στην αρχή χάρηκε. Όταν όμως πήρε στα χέρια του τη χοντροκομμένη θήκη, «Αυτό το βιολί δεν είναι το δικό μου» είπε. «Μ ην ανησυχείτε. Η θήκη είναι διαφορετική, το βιολί όμως είναι το ίδιο». Όταν άνοιξε τη θήκη και είδε το βιολί, ικανοποιήθηκε. Μ ε βλέμμα γεμάτο στοργή και νοσταλγία το κοίταξε για λίγο. Του αφηγήθηκα το πώς τον σύραμε απ’ την αμμουδιά, πώς μέσα στην ταραχή μας ξεχάσαμε τη θήκη που ήταν πάνω στην άμμο, αλλά πήραμε το βιολί. Δεν χρειαζόταν να του μιλήσω για τις πονηριές του Σουλεϊμάν. Κράτησε στοργικά στην αγκαλιά του το βιολί. «Διακινδυνεύσατε κι εσείς εξαιτίας μου εκείνη την ημέρα» είπε. «Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς τα γεγονότα». «Κύριε καθηγητά, μιλήστε μου επιτέλους. Ποια είναι η

Νάντια;» «Θα σας μιλήσω, αλλά υπό έναν όρο». «Ποιον;» «Θα πάψετε με αποκαλείτε “κύριε καθηγητά”. Θα με λέτε Μ αξιμίλιαν ή σκέτα Μ αξ». «Κι εγώ έχω κάτι να σας αφηγηθώ, Μ αξ» είπα. Αισθάνθηκα περίεργα που τον αποκάλεσα Μ αξ. Τον κοίταξα προσεκτικά· χαμογελούσε ευχαριστημένος. Όταν φτάσαμε στο Πέρα Παλάς, είπα στον Ιλγιάς να μην περιμένει. Η παραμονή μου στο ξενοδοχείο μπορεί να διαρκούσε αρκετά. Άλλωστε, θα μπορούσα να του τηλεφωνήσω για να έρθει να με πάρει. Το λόμπι και το μπαρ του ιστορικού ξενοδοχείου είχαν πολύ κόσμο. Το μπαρ, που κάποτε έβριθε από κατασκόπους, σήμερα ήταν γεμάτο με κατοίκους της πόλης που προτιμούσαν την ιστορική ατμόσφαιρα από τα ξενοδοχεία αμερικανικού στιλ, καθώς και με ξένους που ήθελαν να αναπνεύσουν τον αέρα της πόλης της εποχής του Οριάν Εξπρές. Καθώς ερχόμασταν, ο Μ αξ μού πρότεινε να δειπνήσουμε μαζί το βράδυ. Ήταν κάτι που το περίμενα. Πήρε απ’ τον υπάλληλο το κλειδί του δωματίου του. Του έτεινα το πακέτο με το δώρο. «Ένα ενθύμιο από την Ιστανμπούλ» είπα. Σάστισε, κοκκίνισε, είπε «Ευχαριστώ» και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Προχώρησα προς το μπαρ και κάθισα σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι. Παρήγγειλα στον σερβιτόρο ένα λευκό Πόρτο. Τον παρακάλεσα, επίσης, να κρατήσει ένα τραπέζι για δύο άτομα στο εστιατόριο. Καθώς ρουφούσα γουλιά γουλιά το ποτό μου, η σκέψη ότι σε λίγο θα μάθαινα την ιστορία του Μ αξ μ’ έκανε να νιώθω μεγάλη συγκίνηση. Το μυστήριο, που διαρκούσε εδώ και μια

βδομάδα, επιτέλους θα λυνόταν. Θα μάθαινα ποιος είναι ο Μ αξ και ποια η Νάντια, γιατί πήγαμε στη Σίλε, τι σήμαινε όλη εκείνη η τελετουργία στην παραλία, γιατί τόσες ξένες και ντόπιες υπηρεσίες ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για το άτομό του και γιατί τον εξόρισαν. Ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι το Πόρτο είχε τελειώσει. Παρήγγειλα δεύτερο. Το κρασί –που το έπινα νηστική– μου είχε κιόλας δημιουργήσει ευδιαθεσία. Όταν ο Μ αξ μπήκε στο μπαρ, πολλά κεφάλια γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε πολύ ωραία εμφάνιση με το γκρίζο σακάκι, το λευκό πουκάμισο και το μπλε φουλάρι. Η σκέψη ότι μετά από έξι μήνες δεν θα ζούσε μου προκαλούσε θλίψη. «Ευχαριστώ πολύ για το δώρο σας, Μ άγια» είπε. «Είναι εξαιρετικό. Θα το φορώ συχνά στη Βοστόνη· και κάθε φορά που το φορώ, θα σας σκέφτομαι». Επειδή ήταν ώρα για φαγητό, δεν θέλησε να πιει κάτι. Προχωρήσαμε στο εστιατόριο. Καθίσαμε σε μια ήσυχη γωνιά, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Εκείνην τη βραδιά το μενού είχε φαγητά οθωμανικής κουζίνας. Διαλέξαμε αγκινάρες λαδερές και μπεγεντιλί κεμπάπ19. Παραγγείλαμε και πάλι λευκό Πόρτο. Παρατήρησα ότι ο Μ αξ είχε λιγάκι άγχος. Σαν να ήταν στενοχωρημένος. Λες και φοβόταν επειδή θα μιλούσε για το παρελθόν. Πιθανώς επειδή θα διηγιόταν την ιστορία του, την οποία ποτέ δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν. «Την περασμένη εβδομάδα τέτοια μέρα δεν ήξερα τίποτα ούτε για σας ούτε για τους φίλους σας» είπα. «Και σίγουρα ήσασταν πιο χαλαρή. Σας προκάλεσα ένα σωρό σκοτούρες». «Όχι, είμαι πολύ ευχαριστημένη. Μ ου ανοίξατε νέους ορίζοντες».

Έκανε με το κεφάλι την κίνηση που δήλωνε τη συγκατάβαση του ανθρώπου που μπορεί να μη συμφωνούσε, αλλά πάντως δεν εκδήλωνε την αντίρρησή του. Ανασήκωσε ελαφρώς τα φρύδια και έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Εγώ συνέχισα χαμογελώντας: «Στα κείμενα που μελέτησα, διάβασα ότι ένας Τούρκος φοιτητής έστειλε ευχαριστήρια επιστολή στον Χίτλερ». Μ ε κοίταξε γεμάτος απορία. «Γιατί;» «Διότι, αν δεν ήταν ο Χίτλερ, θα ήταν αδύνατο να έρθουν στην Τουρκία επιστήμονες τέτοιου μεγέθους. Ήταν μαθητής του Έρικ Άουερμπαχ». «Ήταν πράγματι πολύ τυχερός, διότι ο Άουερμπαχ ήταν εξαιρετικός επιστήμονας. Θα έχετε διαβάσει το έργο που έγραψε στην Ιστανμπούλ με τον τίτλο Μίμησις, φαντάζομαι». «Δυστυχώς, όχι, κύριε καθηγητά. Δηλαδή… Μ αξ». «Όμως σπουδάσατε φιλολογία στο πανεπιστήμιο που δίδασκε· πώς σας ξέφυγε τέτοιο αριστούργημα;» «Συνάντησα αυτόν τον τίτλο στα κείμενα που διαβάζω τις τελευταίες μέρες. Δυστυχώς αυτό το έργο δεν μεταφράστηκε στα τουρκικά. Τώρα όμως που το συζητάμε, μου φαίνεται περίεργο το ότι έμεινε αμετάφραστο μέχρι σήμερα». «Το Μίμησις είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της κριτικής της λογοτεχνίας. Και επιπλέον γράφτηκε εδώ, στο δικό σας πανεπιστήμιο. Μ όλις επιστρέψω στη Βοστόνη, θα σας στείλω την αγγλική μετάφραση». «Μ εταφράστηκε στα αγγλικά;» «Βέβαια. Έχουν γραφτεί αρκετές μελέτες σχετικά με αυτό το βιβλίο. Ο Έρικ είχε λάβει προσκλήσεις να διδάξει σε αμερικανικά

πανεπιστήμια. Όταν πέθανε, δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Το έργο εκδόθηκε το 1953 από το Πανεπιστήμιο Πρίνστον». «Αυτό δείχνει ότι οι Αμερικανοί κατάλαβαν τι τρέχει και σας πήραν όλους από δω». «Η δική μου η αποχώρηση ήταν διαφορετική. Πάντως τώρα έχετε ένα σημαντικό καθήκον να επιτελέσετε». «Τι καθήκον;» «Να μεταφράστε το Μίμησις, ώστε το βιβλίο να επιστρέψει στα εδάφη όπου γράφτηκε». Οφείλω να ομολογήσω πως η ιδέα αυτή με συγκίνησε πολύ. Πράγματι θα ήταν κάτι εξαιρετικό. Ο Μ αξ με κάθε του φράση συνέχιζε να με συγκινεί, να προσθέτει χρώμα και περιπέτεια στη ζωή μου. «Πράγματι» είπα. «Θα ήταν πάρα πολύ ωραίο». «Το πόσο σημαντικό καθήκον είναι θα το καταλάβετε αφού διαβάσετε το βιβλίο. Ιδού λοιπόν για εσάς μια ιστορική ευκαιρία να υπηρετήσετε τη χώρα σας. Μ ου το υπόσχεστε;» «Σύμφωνοι! Αλλά τι είναι αυτό που καθιστά τόσο σημαντικό αυτό το βιβλίο, Μ αξ;» «Δεν είναι δυνατό να το πει κανείς με δυο λόγια». «Τότε εξηγήστε το αναλυτικά». Ένα συμπαθητικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Αγαπητή μου νεαρή κυρία, θα δειπνήσουμε τώρα τετ-α-τετ ή θα κάνουμε μάθημα;» «Για να γίνει πιο ευχάριστο το δείπνο, θα επιθυμούσα, παρακαλώ, μία συζήτηση πνευματικού περιεχομένου, κύριέ μου». «Τότε να σας εξηγήσω σύντομα – απλά και μόνον για να αυξήσω τη όρεξή σας για τη μετάφραση. Ο Έρικ Άουερμπαχ, σε συνεργασία με τον συνάδελφό του Λέο Σπίτζερ, προσπάθησε να

συστηματοποιήσει την έννοια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, αυτή η έννοια είχε παρουσιαστεί νωρίτερα: από τον Γκαίτε. Ο Γκαίτε, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και φιλόσοφος, περισσότερο προσπαθούσε να κατανοήσει τη λογοτεχνία του κόσμου ως όλον, παρά ως λογοτεχνία που παρήγαγαν διαφορετικοί πολιτισμοί. Γι’ αυτό σε προχωρημένη ηλικία έμαθε περσικά. Μ ελέτησε τους μεγάλους ποιητές, όπως ο Χαφίζ, ο Σαντί και ο Μ εβλανά Ρουμί, ο οποίος θεωρείται καθολική αξία. Ο Γκαίτε συνέγραψε το περίφημο West-Östlicher Diwan». «Δηλαδή το “Ανατολικο-δυτικό Διβάνιο”20;» «Μ άλιστα, αυτή είναι η μετάφρασή του». «Μ αξ, γιατί αποκαλέσατε “καθολική αξία” τον Μ εβλανά;» «Διότι, ενώ έζησε στο Ικόνιο, έγραψε στα περσικά. Εάν έγραφε στα τουρκικά, να με συμπαθάτε, πολύ λίγοι θα τον γνώριζαν. Διότι οι μεγάλοι σας ποιητές, όπως ο Γιουνούς Εμρέ, ο Σέιχ Γκαλίπ, παρότι είναι εξίσου αξιόλογοι, δεν είναι γνωστοί. Αντιθέτως, ο Ομάρ Καγιάμ, ο Χαφίζ, ο Σαντί, ο Ρουμί διαβάζονται πολύ. Σ’ αυτό, βέβαια, παίζουν ρόλο τα περσικά και φυσικά ο Γκαίτε». «Έχετε δίκιο. Δεν το είχα σκεφτεί από αυτή την άποψη». «Ο άνθρωπος, όταν κοιτάζει από κοντά, πολλά είναι που δεν βλέπει. Τέλος πάντων. Ο Έρικ με τον Λέο προσπάθησαν να συστηματοποιήσουν την έννοια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι μελετητές ξεκινούν από την Παλαιά Διαθήκη και τον Όμηρο, δηλαδή από τις δύο θεμελιώδεις πηγές της δυτικής λογοτεχνίας, και φτάνουν έως τον Προυστ και τη Βιρτζίνια Γουλφ. Ωστόσο, μπορεί να πει κανείς πως η μελέτη περιορίζεται στη δυτική λογοτεχνία. Εξάλλου, ο πλήρης τίτλος είναι Μίμησις: Η Εικόνα της Πραγματικότητας στη Δυτική Λογοτεχνία». «Μ ισό λεπτό, μπερδεύτηκα τώρα» είπα. «Η μελέτη εκπονείται

στο όνομα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γράφεται στην Ιστανμπούλ και, παρ’ όλα αυτά, εξοστρακίζεται η λογοτεχνία της Ανατολής;» «Για να μην αδικήσουμε το βιβλίο, να πούμε ότι το έργο αναφέρεται στη λογοτεχνία της Δύσης. Ο Έρικ παραπονιόταν ότι στην Ιστανμπούλ οι πηγές στις οποίες μπορούσε να έχει πρόσβαση ήταν περιορισμένες». «Τότε, να σας πω μια παραβολή σχετική με τα βιβλία της Ανατολής, Μ αξ. Γνωρίζετε τον ιμάμη Γκαζαλί;» «Βέβαια!» «Ο Γκαζαλί, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βαγδάτη, επιστρέφει στην πόλη Τουζ μ’ ένα καραβάνι. Όμως οι ληστές ληστεύουν το καραβάνι στη μέση της διαδρομής, αφαιρούν το χρυσάφι και το ασήμι των ταξιδιωτών. Ο Γκαζαλί έχει μονάχα ένα σακίδιο. Το παίρνουν κι αυτό. Και ενώ όλοι συμβιβάζονται με τη μοίρα τους, ο Γκαζαλί ψάχνει τους ληστές. Μ ετά από ψάξιμο πολλών μηνών, ανακαλύπτει τη σπηλιά όπου κρύβονται οι ληστές. Τους λέει ότι θέλει πίσω τον σάκο του. Καθώς οι φρουροί είναι έτοιμοι να στείλουν στον Άλλο Κόσμο τον τρελό νεαρό, ο αρχιληστής που ακούει τη φασαρία ζητάει να μάθει τι γίνεται. Του λένε ότι ήρθε ένας παλαβός νεαρός και χαλάει τον κόσμο ζητώντας τον σάκο του. Ο αρχιληστής προστάζει να φέρουν τον νεαρό ενώπιόν του. Όταν τον φέρνουν, ρωτά: “Νεαρέ μου, πήραμε την περιουσία των συνταξιδιωτών σου, κανείς δεν μίλησε. Εσύ τι τόσο πολύτιμο έχεις στον σάκο σου που ήρθες μέχρι εδώ, διακινδυνεύοντας τη ζωή σου;”. “Ο σάκος μου είναι πιο πολύτιμος” απαντά ο νεαρός. “Διότι μέσα του βρίσκονται οι σημειώσεις του δασκάλου μου από τη Βαγδάτη”. Τότε ο αρχιληστής διατάζει τους ανθρώπους του να επιστρέψουν τον σάκο του νεαρού, να του δώσουν φαγητό και κατόπιν να τον

ξεπροβοδίσουν. Μ ετά στρέφεται στον Γκαζαλί. “Σου επιστρέφω τις σημειώσεις σου, νεαρέ” του λέει. “Ωστόσο, αν θέλεις να γίνεις επιστήμονας, μην ξεχνάς κάτι” συνεχίζει. “Τι πράγμα;” ρωτάει ο νεαρός. “Η γνώση που μπορεί να κλαπεί από σένα δεν είναι δική σου γνώση” του απαντά ο αρχιληστής». Ο Μ αξ χαμογέλασε. «Πολύ ωραία παραβολή. Εξάλλου, η Δύση παράγει βιβλία, ενώ η Ανατολή παραβολές. Ώστε έχουμε μία εξ Ανατολών αντίσταση κατά της Μίμησης, έτσι;» Αυτήν τη φορά γέλασα εγώ. «Μ πορεί. Αν ο συγγραφέας μελετούσε τις πλούσιες πηγές της Ανατολής που βρίσκονται στην Ιστανμπούλ, θα έφτανε στην παγκόσμια λογοτεχνία όπως ο Γκαίτε, αλλά, απ’ όσο καταλαβαίνω, μελέτησε περισσότερο τη λογοτεχνία της Δύσης. Ωστόσο θα περιμένω να μου στείλετε το βιβλίο και θα το μεταφράσω». «Ίσως στον πρόλογο να καταθέσετε αυτές τις σκέψεις σας». «Βέβαια!» «Εν τω μεταξύ, εκτιμώ ότι η αλληλογραφία του Έρικ θα σας φανεί πολύ χρήσιμη. Διότι παρουσιάζει τη χώρα σας, τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, τον Ατατούρκ». «Θυμάστε τι γράφει για τον Ατατούρκ; Διότι στις ημέρες μας συζητείται πολύ αν ήταν ένας από τους δικτάτορες της εποχής εκείνης». «Ο Άουερμπαχ τον διαχωρίζει ξεκάθαρα από τους υπόλοιπους δικτάτορες. Τον περιγράφει ως έναν ευφυή άνθρωπο με χιούμορ και ευθυμία. Πάντως, στα γράμματα που γράφει στον Βάλτερ Μ πένγιαμιν υποστηρίζει ότι δεν συμφωνεί με τη βιασύνη του Ατατούρκ να απομακρύνει τη Δημοκρατία από την ισλαμική θρησκεία, την παλιά παράδοση, να αλλάξει τη γραφή και τη

γλώσσα. Στις επιστολές του αναφέρεται στο “πικρό ψωμί των άλλων”. Αυτό είναι απόσπασμα από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη που αναφέρεται στο 17 ο Άσμα του “Παραδείσου”. “Θα δεις πόσο πικρό είναι το ψωμί των άλλων, πόσο δύσκολο είναι να ανεβαίνεις από τις σκάλες των άλλων”». «Πικρό ψωμί;» «Μ άλιστα. Παραπέμπει στο πικρό ψωμί που έτρωγε μαζί με τον λαό του ο Ιησούς του Ναυή όταν εξορίστηκε στη Βαβυλώνα. Έτσι ο συγγραφέας αναφέρεται στη δική του εξορία. Αυτό και μόνο το παράδειγμα δείχνει τη βαθιά του αντίληψη για τον κόσμο, που ξεκινά απ’ την Παλαιά Διαθήκη, φτάνει στον Δάντη και από κει εκτείνεται μέχρι την εξορία στην Ιστανμπούλ». «Βέβαια. Αλλά ταυτόχρονα μαρτυρά και το πόσο ευρεία παιδεία έχετε κι εσείς ο ίδιος, Μ αξ. Θα μπορούσα να σας ακούω να μιλάτε έτσι επί μέρες». Μ ετά από αυτήν τη φιλοφρόνηση κοκκίνισε, έβηξε ελαφρά και δοκίμασε να αλλάξει θέμα. Πρότεινε να κάνουμε πρόποση για τον Άουερμπαχ και για τη μετάφραση του Μίμησις. «Τι νομίζετε, Μ αξ; Αυτό που έγραψε ο φοιτητής είναι σωστό; Πράγματι, αν δεν υπήρχε ο Χίτλερ, δεν θα ’ρχοταν εδώ κανείς;» «Για να λέμε την αλήθεια, ναι. Διότι η κουλτούρα της Τουρκίας ήταν σε μας ξένη. Πολύ λίγα πράγματα γνωρίζαμε γι’ αυτήν. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο προέβαινε σε δυτικού τύπου μεταρρυθμίσεις. Δεν γνωρίζαμε τίποτα για τη γλώσσα. Αυτοί που ήρθαν ήταν η ραχοκοκαλιά του ακαδημαϊκού κύκλου της Γερμανίας». Γέλασε. «Φυσικά εκτός από εμένα. Για σκεφτείτε, εκείνη την εποχή υπήρχε μονάχα η Ιατρική

Σχολή σ’ ολόκληρη την Τουρκία. Κι αυτή ήταν εντελώς ανεπαρκής. Φανταστείτε τα υπόλοιπα τμήματα. Ο Ατατούρκ επιθυμούσε τον ταχύτατο εκδυτικισμό της χώρας. Αυτό το καθήκον το ανέλαβαν οι Γερμανοί καθηγητές. Μ όρφωσαν την ελίτ της Τουρκίας, δημιουργώντας μία παράδοση η οποία μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Για παράδειγμα, το σύστημα μουσικής εκπαίδευσης το διαμόρφωσε ο Πάουλ Χίντεμιτ, συνθέτης παγκοσμίου κύρους. Μ ιλάμε για κάποιου είδους θαύμα». «Πώς ήταν η Τουρκία όταν ήρθατε εσείς;» «Αν σκεφτείτε ότι οι πρώτοι έφτασαν το

1933 ,

εγώ ήρθα

σχετικά αργά. Στις αρχές του 1939 . Τότε η Τουρκία ήταν μία αγροτική χώρα με δεκαεπτά εκατομμύρια πληθυσμό. Τώρα πόσος είναι ο πληθυσμός;» «Εβδομήντα εκατομμύρια. Απ’ ό,τι διάβασα, το 1933 εκδιώχτηκαν από τα γερμανικά πανεπιστήμια οι Εβραίοι καθηγητές. Μ έχρι το 1939 φαντάζομαι θα ζήσατε πολύ χειρότερες καταστάσεις. Εσείς γιατί φύγατε τόσο αργά;» Σιγά σιγά μπαίναμε στο κυρίως θέμα. «Ο λόγος είναι απλός. Διότι εγώ δεν είμαι Εβραίος. Εγώ προέρχομαι από μία καθολική, αστική οικογένεια». «Ωραία, αλλά τότε γιατί εγκαταλείψατε τη Γερμανία το 1939 ;» «Αυτό θέλω να σας εξηγήσω κι εγώ, αλλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω». «Αρχίστε από όσο το δυνατό πιο βαθιά στο παρελθόν. Από τα παιδικά σας χρόνια, από την εφηβεία σας». «Σύμφωνοι. Πάντως να είστε προετοιμασμένη για μια μακρά αφήγηση». «Είμαι έτοιμη» είπα. «Όμως θέλω να σας παρακαλέσω κάτι.

Μ πορώ να ηχογραφήσω ως ενθύμιο την αφήγησή σας;» Έσμιξε ελαφρώς τα φρύδια του. Τον είδα να αμφιταλαντεύεται. «Δεν έχω κάποιον σκοπό» του εξήγησα. «Απλά αισθάνομαι ότι μετά την αναχώρησή σας θα βρεθώ μέσα σ’ ένα μεγάλο κενό. Θα μπορούσα να γεμίσω το κενό μονάχα ακούγοντας τη φωνή σας και διαβάζοντας βιβλία που αναφέρονται σ’ εκείνη την περίοδο». Συμπλήρωσα χαμογελώντας: «Και, φυσικά, μεταφράζοντας το Μίμησις». Γέλασε κι εκείνος. «Εντάξει» είπε. «Μ πορείτε να με ηχογραφήσετε». Έβγαλα από την τσάντα μου τη μικρή ψηφιακή συσκευή. Την πλησίασα προς το μέρος του και την άφησα πάνω στο άσπρο τραπεζομάντιλο. Το κόκκινο φωτάκι της συσκευής που αναβόσβηνε μου φάνηκε σαν να ήθελε να τονίσει τη σημασία αυτών που θα άκουγα. Ήταν Σάββατο βράδυ, γι’ αυτό το εστιατόριο είχε κόσμο. Έμπειροι σερβιτόροι περνούσαν με σβέλτες κινήσεις ανάμεσα από τα τραπέζια. Ο καθηγητής Βάγκνερ άρχισε να αφηγείται: «Όπως σας είπα, μεγάλωσα σε πλούσια οικογένεια, η οποία ισχυριζόταν μάλιστα ότι είχε αριστοκρατικές ρίζες. Η παιδεία μου ήταν πάρα πολύ καλή. Ο πατέρας μου ήταν φημισμένος δικαστής. Η μητέρα μου ήταν καλή πιανίστα. Πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια μελετώντας λατινικά, αρχαία ελληνικά, φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία και μουσική. Έγινα λέκτορας στο πανεπιστήμιο σε εξαιρετικά μικρή ηλικία. »Ζούσα ευτυχισμένες μέρες. Δεν είχα καμία σκοτούρα. Οι καθηγητές μου, οι συνάδελφοί μου, οι μαθητές μου και το ερασιτεχνικό κουαρτέτο εγχόρδων με το οποίο παίζαμε μια φορά την εβδομάδα έργα που απολαμβάναμε όλοι μας, όλα ήταν

υπέροχα. Ο κόσμος μάς φαινόταν πολύ όμορφος. Πότε πότε γινόταν λόγος για κάποιον υποδεκανέα που δημιουργούσε φασαρίες, συγκρουόταν με την αστυνομία στις μπιραρίες του Μ ονάχου, αλλά οι περισσότεροι γελούσαν σε βάρος του. Κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. »Κάποια στιγμή γνωρίστηκα με τη Νάντια. Σπούδαζε Ιστορία. Όταν την πρωτοείδα, θυμάμαι, “Πολύ γλυκιά κοπέλα” είχα πει από μέσα μου. Έπειτα από μερικές μέρες, “Πολύ ωραία κοπέλα”, σκέφτηκα. Μ ετά από μια εβδομάδα σκεφτόμουν ότι έχει “Καταπληκτικά μάτια”. Ύστερα από κάποιο διάστημα έλεγα στον εαυτό μου “Το πρόσωπο, τα μάτια, το σώμα της είναι σαν να βγήκαν από χέρια ζωγράφου”. Συνειδητοποίησα ότι τη σκεφτόμουν ακόμα κι όταν ήμουν εκτός πανεπιστημίου. Το να ντυθώ το πρωί και να πάω στη σχολή μού προκαλούσε μια γλυκιά ταραχή επειδή θα έβλεπα εκείνην. Όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι, σκεφτόμουν τη Νάντια· όταν το Σαββατοκύριακο παίζαμε μουσική, το μυαλό μου ήταν σ’ εκείνην. Είχε κομψές, πεταχτές κινήσεις, κι εξαιρετικά χείλη που της έδιναν την έκφραση μουτρωμένου παιδιού. Η εικόνα της ήταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μου. Εκείνη δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα αυτά· δεν γνώριζε ότι μέσα σ’ έναν μήνα είχα καταλήξει να είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί της. Ήταν το έτος 1934 . Ο Χίτλερ ήταν εδώ κι έναν χρόνο στην εξουσία και εκείνος ο περιβόητος νόμος…» «Ο σχετικός με τους κρατικούς υπαλλήλους» είπα. Ο Μ αξιμίλιαν απόρησε. «Από πού το ξέρετε;» «Το διάβασα. Τέλος πάντων, συνεχίστε παρακαλώ». «Ήταν ένα φοβερό και απρόσμενο χτύπημα. Οι εβραϊκής καταγωγής δάσκαλοί μου στο πανεπιστήμιο υποχρεώθηκαν να

παραιτηθούν. Εν τω μεταξύ, άρχισαν να ενοχλούν και τους Εβραίους φοιτητές. Ήταν αδύνατο πλέον να σπουδάσουν. Οι φοιτητές που είχαν ασπαστεί τον ναζισμό ασκούσαν τρομοκρατία. Η Νάντια συνέχιζε να έρχεται στο πανεπιστήμιο, όμως μία μέρα είδα τους ναζιστές να την προπηλακίζουν στο πάρκο του πανεπιστημίου. Έτρεξα αμέσως να τη σώσω». «Ναι» είπα διακόπτοντάς τον. «Πολύ δυσάρεστα πράγματα γίνονταν τότε. Για παράδειγμα, η ημέρα μποϊκοταρίσματος των εβραϊκών καταστημάτων». Έκανα την πολύξερη. Ωστόσο ο στόχος μου ήταν απλώς να καθυστερήσω την ιστορία του καθηγητή για την οποία είχα τόσο μεγάλη περιέργεια. Ήθελα να την καθυστερήσω για να είμαι ακόμη πιο έτοιμη να την ακούσω. «Ναι» είπε. «Έχετε δίκιο. Η ημέρα μποϊκοταρίσματος εβραϊκών καταστημάτων ήταν η πρώτη βάρβαρη ενέργεια που αποθράσυνε τους Ναζί. Είχαν πάει στο ραφτάδικο του πατέρα της Νάντιας και τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια τον κακόμοιρο». «Αναρωτιέμαι, ο γερμανικός λαός δεν μπορούσε να σταματήσει αυτή την αγριότητα;» Ο Μ αξιμίλιαν χαμογέλασε. «Θα διαβάσατε το βιβλίο του Χιρς» είπε. «Ο Χιρς ποτέ δεν συγχώρεσε τον γερμανικό λαό που εκείνη την ημέρα παρέμεινε σιωπηλός. Όμως εγώ θεωρώ πως κάνει λάθος». «Γιατί;» «Διότι ο λαός μονάχα εάν είναι οργανωμένος μπορεί να είναι αποτελεσματικός. Αλλιώς οι άνθρωποι, όταν είναι μονάδες, λουφάζουν απέναντι στη βία. Αυτό είναι γενικός κανόνας. Ο γερμανικός λαός δεν είχε καμιά δύναμη στα χέρια του. Αλλά, βεβαίως, τα κόμματα και οι άλλες οργανώσεις είναι σίγουρο πως έχουν σοβαρή ενοχή».

«Δεν καταλαβαίνω» επέμεινα. «Γιατί ένας λαός να μένει σιωπηλός όταν κακοποιούνται οι γείτονές του;» Ο Μ αξιμίλιαν με κοίταξε κατάματα. «Για θυμηθείτε τι συνέβη εδώ στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του είπε. «Μ άλιστα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή, το Πέραν. Αφού λεηλάτησαν τα καταστήματα των Ρωμιών, μερικές ομάδες αγρίων βγήκαν για κυνήγι πολιτών που δεν ήταν Τούρκοι και μουσουλμάνοι. Εκείνες οι μέρες δεν ήταν μέρες λιντσαρίσματος;» «Πράγματι ήταν» είπα. «Και ο απλός λαός μπόρεσε να βγάλει τη φωνή του;» «Απ’ όσο ξέρω, δεν μπόρεσε. Μ ονάχα μερικοί Τούρκοι έσωσαν τη ζωή των Ρωμιών και Αρμενίων γειτόνων τους». «Δηλαδή, ατομικές προσπάθειες ευσυνείδητων ανθρώπων». «Μ άλιστα». «Μ η με παρεξηγήσετε. Δεν τα αναφέρω αυτά για να κατηγορήσω τον τουρκικό λαό ή να παρομοιάσω τα γεγονότα με τις θηριωδίες των ναζιστών. Στην ιστορία κάθε λαού υπάρχουν τέτοια γεγονότα για τα οποία ο απλός λαός τσιμουδιά δεν βγάζει. Τι σας είχα πει νωρίτερα; Η κάθε εξουσία σκοτώνει! Άλλη περισσότερο, άλλη λιγότερο». «Κατάλαβα, κύριε καθηγητά· ας επιστρέψουμε στην αφήγησή σας». «Συμφωνήσαμε να μη λέμε “κύριε καθηγητά”». Άπλωσα το χέρι και άγγιξα το μπράτσο του. «Μ ου ξέφυγε. Εντάξει, Μ αξ, συνεχίστε». Τέντωσε το δάχτυλό του προειδοποιητικά – αφού όμως πήρε μια έκφραση που έδειχνε ότι αστειευόταν: «Χμμ! Να μην ξαναγίνει!». Γέλασα. Είχα χαλαρώσει. Ήμουν έτοιμη για τη συνέχεια. «Είχαμε μείνει στην ημέρα που οι Ναζί προπηλάκιζαν τη Νάντια 1955 »

στο πάρκο του πανεπιστημίου» είπα. Προτού ξαναρχίσει, κάρφωσε το βλέμμα του σ’ ένα σημείο πάνω στο άσπρο τραπεζομάντιλο. Έμεινε να το κοιτάζει για αρκετές στιγμές. Έπειτα, λες και από εκείνο το σημείο έβλεπε τα γεγονότα, άρχισε να μιλά με σταθερό τόνο. Το κόκκινο φωτάκι της ψηφιακής συσκευής που κατέγραφε τη φωνή του συνέχιζε να αναβοσβήνει. Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν, ξαναγέμιζαν τα ποτήρια μας με κρασί, έφερναν καινούρια πιάτα και πιρούνια. Ο καθηγητής κάποιες στιγμές έμοιαζε συνεπαρμένος από τη διήγησή του, δίχως να δίνει σημασία στο τι συνέβαινε τριγύρω του. Κάποιες άλλες στιγμές περίμενε τον σερβιτόρο να τελειώσει κάποια ενέργεια, έπινε μερικές γουλιές απ’ το κρασί του, τύχαινε να πει και δυο τρεις άσχετες κουβέντες. Έπειτα έστηνε το βλέμμα το στο ίδιο σημείο του τραπεζιού και συνέχιζε την αφήγηση από κει που είχε μείνει. Εγώ δεν μπορούσα να παρακολουθήσω κάποια σημεία. Σε κάποια άλλα ήθελα να βάλω τα κλάματα· καμιά φορά να σηκωθώ όρθια και να βροντοφωνάξω την αγανάκτησή μου. Ωστόσο αυτό που έκανα ήταν να προσπαθώ διαρκώς να παραμείνω ήρεμη ώστε να μη διασπάσω τη συγκέντρωσή του. Σε κάποια σημεία που δεν άντεχα, προσποιούμουνα ότι ακούω, ενώ προσπαθούσα να απασχολήσω το μυαλό μου με άλλα θέματα – ούτως ή άλλως, η συσκευή κατέγραφε την αφήγηση. Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, κάποια στιγμή που δεν άντεξα, τινάχτηκα όρθια. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα, η καρδιά μου είχε σφίξει μέχρι που δεν πήγαινε άλλο. Χωρίς να πω τίποτα, προχώρησα προς την τουαλέτα. Δεν είχα κουράγιο να πω ούτε μια λέξη. Όταν επέστρεψα, στο τραπέζι δεν ήταν κανείς. Τρόμαξα. Είχα

πανικοβληθεί. Έκανα με το βλέμμα μου έναν γύρο πάνω στο τραπεζομάντιλο. Το ψηφιακό μαγνητόφωνο ήταν εκεί. Το φωτάκι συνέχιζε να αναβοσβήνει. Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε ο καθηγητής. Φαινόταν ξεκούραστος. Χαμογελούσε. Ίσως η αφήγηση να τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα. «Μ ε συγχωρείτε, Μ αξ» είπα. «Χάλασα την αφήγηση». Απάντησε με φωνή γεμάτη κατανόηση: «Δεν πειράζει. Καλό ήταν το διάλειμμα». Παρατείναμε το διάλειμμα πίνοντας λίγο από το κρασί μας. Παρακάλεσα τον σερβιτόρο να καθαρίσει το τραπέζι και να φέρει λίγα φρούτα. Σε λίγο ο καθηγητής άρχισε και πάλι την αφήγηση, κοιτάζοντας το ίδιο σημείο στο τραπέζι. Άλλοτε μισόκλεινε τα μάτια, άλλοτε μια έκφραση πόνου έκανε την εμφάνισή της στο πρόσωπό του και άλλοτε τα μάτια του φωτίζονταν από κάποια ελπίδα κι έλαμπαν σαν τα πολλά λαμπιόνια του ξενοδοχείου. Ήταν φανερό πως αυτά που έβλεπε σ’ εκείνο το σημείο τού προκαλούσαν πόνο, μετά δημιουργούσαν ελπίδα, ακολούθως απογοήτευση. Ωστόσο ο τόνος της φωνής του ήταν σταθερός, δεν άλλαζε. Όσο μιλούσε, το πρόσωπό του ζωντάνευε. Είχα την αίσθηση πως, όσο μοιραζόταν το φορτίο που κουβαλούσε στην καρδιά του, τόσο καλύτερα ένιωθε. Σκέφτηκα πως, αφού ήταν σύντομη η ζωή που του έμενε, έπρεπε κάποιος να γνωρίσει αυτή την ιστορία. Στο μεταξύ, το εστιατόριο είχε αδειάσει. Όσο στον χώρο επικρατούσε μεγαλύτερη ησυχία, τόσο η φωνή του ακουγόταν πιο έντονα. Οι σερβιτόροι, νυσταγμένοι, στέκονταν όρθιοι σε κάποια γωνιά περιμένοντας να αποχωρήσουν και οι τελευταίοι πελάτες. Ακούμπησα την παλάμη μου ελαφρά πάνω στο χέρι του. Συνέχισε να μιλά χωρίς να δώσει σημασία. Όταν ολοκλήρωσε την

ενότητα για την οποία μιλούσε, σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά μάλλον πρέπει να σηκωθούμε, Μ αξ» ψιθύρισα. «Μ είναμε μόνο εμείς οι δύο». Κοίταξε αφηρημένος τριγύρω του. «Φυσικά, φυσικά» είπε. Σήκωσε το χέρι και ζήτησε τον λογαριασμό, ο οποίος ήταν ήδη έτοιμος στα χέρια του σερβιτόρου. Ήρθε αμέσως και τον άφησε στο τραπέζι. Ο Μ αξ έγραψε τον αριθμό δωματίου και τον υπέγραψε. Καθώς σηκωνόμασταν, άφησα κάποιο φιλοδώρημα. Περάσαμε στο έρημο λόμπι. «Πρέπει οπωσδήποτε να ακούσω το τέλος της ιστορίας, Μ αξ. Κλείνει, απ’ ό,τι βλέπω, και το μπαρ του ξενοδοχείου. Θέλετε να πάμε σ’ ένα από τα μπαρ εδώ κοντά;» «Όχι» είπε. «Ας μη βγούμε έξω τέτοια ώρα. Σας προσκαλώ στο δωμάτιό μου. Στο μίνι μπαρ έχει ποτά να σας προσφέρω». Ήταν λογική πρόταση. Ούτως ή άλλως. ο Κερέμ θα έμενε στου πατέρα του. Είχα μεγάλη περιέργεια για το τέλος της αφήγησης. Θα μπορούσα να μείνω μια δυο ώρες στο δωμάτιό του. Όμως έπειτα δεν θα μπορούσα να καλέσω τον Ιλγιάς. Δεν πειράζει· υπήρχαν ταξί στην έξοδο του ξενοδοχείου. Κάτω από το βλέμμα του υπαλλήλου στην υποδοχή, προχωρήσαμε προς το περίφημο ασανσέρ του ξενοδοχείου. Μ πήκαμε στο δωμάτιο και καθίσαμε στις αναπαυτικές πολυθρόνες. Σε λίγο ο Μ αξ σηκώθηκε και πήρε απ’ το μίνι μπαρ ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ. Αφού γεμίσαμε τα ποτήρια μας, ο Μ αξ ξεκίνησε και πάλι την εξιστόρηση. «Θα μπορούσα να σας αφηγηθώ πολλά σχετικά με τη ζωή στην Ιστανμπούλ εκείνης της περιόδου, τους καθηγητές και το πανεπιστήμιο, αλλά διαισθάνομαι πως δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή».

«Έχετε δίκιο» απάντησα. «Παρακαλώ, πείτε μου για τη Νάντια. Μ πορέσατε να τη βρείτε;» Κούνησε το κεφάλι. «Εντάξει». Για ένα δυο λεπτά μείναμε σιωπηλοί. Μ ετά ήπιαμε λίγο κονιάκ. Είχαμε μείνει στις αναμνήσεις του καθηγητή από τη δεκαετία του τριάντα. Καθώς ο Μ αξ ετοιμαζόταν να ξαναρχίσει την αφήγηση, θυμήθηκα την κακόμοιρη τη γιαγιά μου. Η καταστροφή της οικογένειάς της άρχιζε περίπου εκείνη την περίοδο. Είχα την εντύπωση πως ο καθηγητής συγκέντρωνε δυνάμεις για να ολοκληρώσει δίχως άλλες διακοπές την αφήγησή του. Σαν τους ταξιδιώτες που ετοιμάζονται για μακρινό ταξίδι, έψαχνε να βρει την πιο αναπαυτική θέση στο κάθισμα και αναφερόταν σε θέματα που θα ανέβαζαν το ηθικό του. Μ ε το που γεμίσαμε ξανά με κονιάκ τα ποτήρια μας, το μπουκάλι άδειασε. Σηκώθηκε χαμογελαστός, λες και χάρηκε που θα ανέβαλλε έστω και για λίγο την εξιστόρηση, σήκωσε το τηλέφωνο και παρήγγειλε ένα μπουκάλι κονιάκ Μ artell. Περιμέναμε σιωπηλοί να έρθει η παραγγελία. Όσο η σιωπή συνεχιζόταν, στο δωμάτιο επικράτησε μια ενοχλητική ένταση. Εν τέλει πήρε το ποτό που έφερε ο σερβιτόρος και γέμισε τα ποτήρια. Και έτσι άρχισε ξανά με σταθερή φωνή την εξιστόρηση των αναμνήσεών του απ’ το σημείο που σταμάτησε στο εστιατόριο. Πάτησα αμέσως το κουμπί του ψηφιακού μαγνητόφωνου που ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Το μικρό κόκκινο φωτάκι άρχισε και πάλι να αναβοσβήνει. Αφού άκουγα ακίνητη για ένα διάστημα, μια εσωτερική παρόρμηση να κάνω κάτι, να παρέμβω στα γεγονότα, με ανάγκασε να σηκωθώ και να κόβω βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Φυσικά, ήταν αδύνατο να αλλάξω τη ροή των γεγονότων που συνέβησαν πριν

από εξήντα χρόνια, μολαταύτα μού ήταν αδύνατο να τα αποδεχθώ με ηρεμία. Επειδή η συσκευή κατέγραφε την αφήγηση του καθηγητή, δεν με απασχολούσε η περίπτωση να χάσω κάτι απ’ τα λεγόμενά του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μου έκανε καλό να σκέφτομαι κάτι διαφορετικό. Το μυαλό μου επέστρεψε στη δική μου εποχή, στους ανθρώπους που είχα γύρω μου. Δεν ζούσαν τέτοιες μεγάλες καταστροφές, τόσο φοβερά βάσανα. Ωστόσο νύχτα μέρα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δυσκολέψουν τη ζωή τους, να την κάνουν ανυπόφορη, να προκαλέσουν δυστυχία. Ευτυχώς, οι σημερινοί άνθρωποι δεν είχαν τόσες ευκαιρίες να κάνουν κακό, όσες θα είχαν αν ζούσαν την εποχή που ήταν νεαρός ο καθηγητής. Κάποια στιγμή, άκουσα τη φωνή του καθηγητή να βραχνιάζει. Σε λίγο σταμάτησε να μιλά. Έβλεπα ότι είχε εξαντληθεί· το χρώμα είχε φύγει απ’ το πρόσωπό του. Τα γεμάτα ζάρες χέρια του έτρεμαν. Η κούρασή του ήταν ψυχική και σωματική. Όμως είχαμε φτάσει στο τέλος της εξιστόρησης. Θα συνέχιζε λίγο ακόμη, θα τον βοηθούσα να ξαπλώσει στο κρεβάτι και θα έφευγα. «Πολύ κουραστήκατε, Μ αξ, αλλά σε λίγο τελειώνει η ιστορία, οπότε θα σας αφήσω να ξεκουραστείτε». Όμως εκείνος μού είπε κάτι που με άφησε έκπληκτη: «Όχι, δεν τελειώνει. Απεναντίας: τώρα αρχίζει η ουσία της ιστορίας!». Οπότε του είπα: «Τότε καλύτερα να ξαπλώσετε στο κρεβάτι σας. Αν σας πάρει ύπνος, θα ολοκληρώσετε αύριο την αφήγηση». Στην αρχή έφερε αντιρρήσεις, αλλά μετά, βλέποντας ότι πράγματι είχε εξαντληθεί, συναίνεσε. Τον βοήθησα να φορέσει την πιζάμα του και τον έβαλα στο κρεβάτι.

Ο καθηγητής είχε ξαπλώσει πλάγια στο κρεβάτι κι εγώ είχα καθίσει στη διπλανή πολυθρόνα. Συνέχισε να μιλά με βραχνή, κουρασμένη φωνή. Μ ε ταξίδευε ανάμεσα σε Ρουμανία, Γερμανία, Ιστανμπούλ και Άγκυρα. Αισθανόμουν θλίψη και συγκίνηση. Έπειτα οι εικόνες που ζωντάνευα στα μάτια μου άρχισαν να ελαττώνονται, να διαλύονται. Ο Μ αξ έπαψε να μιλά. Η ανάσα του απέκτησε σταθερό ρυθμό. Κοιμόταν. Σηκώθηκα αθόρυβα, πλησίασα το παράθυρο και ατένισα για λίγο τη Λεωφόρο Ταρλάμπασι με την πυκνή κυκλοφορία του σαββατόβραδου και τον Κεράτιο. Μ ήπως έπρεπε να κλείσω την πόρτα και να φύγω; Κι αν σε λίγο ξυπνούσε και ήθελε να συνεχίσει την εξιστόρηση; Ύστερα, με μια ξαφνική απόφαση, έβγαλα το σακάκι μου και μπήκα κι εγώ στο κρεβάτι. Όπως και στο μοτέλ στην παραλία της Μ αύρης Θάλασσας, ξάπλωσα πίσω του και τον αγκάλιασα. Κι εγώ ήμουν πολύ κουρασμένη. Στην αρχή νόμισα ότι δεν με αντιλήφθηκε, όμως σε λίγο άκουσα να μου λέει: «Σας ευχαριστώ πολύ». Το εσωτερικό του αεροσκάφους είναι σκοτεινό. Επειδή τα παράθυρα είναι κλειστά, δεν μπορώ να καταλάβω αν έξω έχει φως ή κυριαρχεί το σκοτάδι. Σκέφτομαι ότι, για την πλειονότητα των ανθρώπων, γεγονότα που συνέβησαν πριν από δυο τρεις δεκαετίες φαντάζουν πολύ μακρινά. Είναι δυνατόν να μην επηρεαστούν οι επόμενες γενιές μετά από τόσες μεταναστεύσεις, τόσα βάσανα, τόσα γεγονότα που κρατιούνται στο σκοτάδι; Κι αν ακόμη δεν έζησαν τα όσα βίωσε ο καθηγητής, μήπως αυτοί οι νέοι άνθρωποι δεν ανατράφηκαν από αυτούς που τα έζησαν; Κοιμούνται μέσα στο λιλιπούτειο αεροσκάφος που πετά στον ατελείωτο ουρανό. Πόσο σκοτεινός

φαίνεται ο κόσμος όταν δεν γνωρίζουν τον κόσμο που κρύβεται πίσω απ’ τις κουρτίνες! Στα καθίσματα που είναι γύρω απ’ το δικό μου, μερικοί ταξιδιώτες ξυπνούν. Αυξάνεται ο αριθμός αυτών που επισκέπτονται τις τουαλέτες. Οι περισσότεροι είναι μεσήλικες άντρες. Όπως φαίνεται, τους πιέζει ο προστάτης τους. Είναι περίεργο να βλέπεις το πώς είναι τη νύχτα άνθρωποι που δεν τους γνωρίζεις καθόλου. Δεν γνωρίζουν ότι αυτήν τη στιγμή έπαψα να συντάσσω το κείμενό μου και άρχισα να γράφω γι’ αυτούς. Αν είχαν διαβάσει τις τελευταίες σελίδες, στις οποίες γράφω ότι μπήκα στο κρεβάτι ενός ξένου και τον αγκάλιασα από πίσω, θα τους φαινόταν τόσο αλλόκοτο. Αν όμως ήξεραν την ιστορία του Μ αξ, κι αν μάλιστα την είχαν ακούσει απ’ τη συγκινητική φωνή του… Ας ολοκληρώσω αυτό το κεφάλαιο προτού κάνω ένα μικρό διάλειμμα. Όταν άκουσα τον καθηγητή να μου λέει “Ευχαριστώ”, τον ρώτησα: «Για ποιο πράγμα;». «Τώρα μπορώ πιο εύκολα να σας αφηγηθώ το υπόλοιπο της ιστορίας». «Δεν είναι η πρώτη φορά που σας αγκαλιάζω, Μ αξ». «Ναι, το γνωρίζω. Μ ου σώσατε τη ζωή. Σας ευχαριστώ και γι’ αυτό». Τούτην τη φορά ήμασταν κι οι δυο ντυμένοι, αλλά εγώ είχα πλημμυριστεί από ένα πυκνό συναίσθημα στοργής, όπως ακριβώς και την πρώτη φορά. Ακούμπησα το κεφάλι μου στην πλάτη του. Ρούφηξα την ωραία του μυρωδιά και παρέμεινα ακίνητη. Η γλυκιά του φωνή ακουγόταν σχεδόν σαν ψίθυρος. Το

κόκκινο φωτάκι της συσκευής που κατέγραφε τη φωνή του με καθησύχαζε, γιατί ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω τι έλεγε. Καθώς αγκάλιαζα σφιχτά τον πονεμένο αυτόν άνθρωπο θέλοντας να του μεταδώσω τη θεραπευτική μου δύναμη, με νίκησε ο ύπνος. Ξύπνησα με τον ήχο του τηλεφώνου μου. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Ο Ιλγιάς ρωτούσε τι ώρα ήθελα να περάσει να με πάρει. «Δεν χρειάζεται να έρθεις σπίτι, Ιλγιάς» είπα. «Έλα στις δύο η ώρα στο Πέρα Παλάς, να συναντηθούμε εκεί και να οδηγήσουμε τον καθηγητή στο αεροδρόμιο». «Εντάξει, κυρία» είπε ο Ιλγιάς. Ο καθηγητής δεν ήταν στο κρεβάτι, ούτε στο δωμάτιο. Από το μπάνιο ερχόταν θόρυβος του νερού που έτρεχε. Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε τυλιγμένος σ’ ένα άσπρο μπουρνούζι. Είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του. Μ ου χαμογέλασε. «Πόσο βαθιά κοιμόσασταν» είπε. «Αχ, ο όμορφος ύπνος της νεότητας». Μ ετά το ντους, συνήλθα κι εγώ. Ο λίγος ύπνος, το ποτό και το κλάμα είχαν σχηματίσει μαύρους κύκλους στα μάτια μου, ενώ το πρόσωπό μου ήταν λίγο πρησμένο. Έκανα μερικές κομπρέσες με κρύο νερό. Δεν ήθελα να με δει άσχημη ο καθηγητής. Μ ετά παραγγείλαμε το πρωινό μας στο δωμάτιο. Ήπιαμε τον καφέ μας που τον συνόδευε αυγό και τυρί αγναντεύοντας τη θέα του Κερατίου. Έπειτα από το πρωινό, ετοιμάσαμε τη βαλίτσα του καθηγητή. Τύλιξε στον λαιμό του το λιλά κασκόλ και μου έστειλε ένα συμπαθητικό χαμόγελο. Έπειτα τράβηξε από μία θήκη της βαλίτσας ένα γράμμα και μου το έδωσε. «Αυτό είναι το γράμμα για το οποίο σας μίλησα χτες». Όσο διάβαζα το γράμμα, δεν μπόρεσα να εμποδίσω τα

αναφιλητά μου παρότι προσπάθησα πολύ. Ο καθηγητής είχε γυρισμένη την πλάτη, δεν έβλεπε ότι έκλαιγα. Γιατί όμως είχε γυρίσει την πλάτη; Μ ήπως κι εκείνος ήθελε να κρύψει τα μάτια του από εμένα; Μ ε αργό βήμα προχώρησε προς το μπάνιο απ’ το οποίο είχε βγει πριν από λίγο. Αντέγραψα στα γρήγορα το κείμενο του γράμματος σ’ ένα χαρτί. Τη στιγμή που έγραφα τις τελευταίες λέξεις, βγήκε από το μπάνιο. Του έτεινα το γράμμα, το πήρε και το τοποθέτησε πάλι στη θήκη. Κι εγώ με τη σειρά μου δίπλωσα το αντίγραφο και το έβαλα στην τσέπη μου. «Θα το φροντίσω καλά» είπα στον Μ αξ χτυπώντας την παλάμη μου πάνω στην τσέπη. Χαμογέλασε. Δεν μιλήσαμε άλλο. Καθίσαμε λίγο στο δωμάτιο αμίλητοι. Έπειτα κατεβήκαμε στο ισόγειο. Ο λογαριασμός του δωματίου θα πληρωνόταν από το πανεπιστήμιο. Ο Μ αξ πλήρωσε μονάχα τα επιπλέον έξοδα. Κρατούσε στα χέρια του τη θήκη με το βιολί. Ένας υπάλληλος μετέφερε τη βαλίτσα του καθηγητή στο αυτοκίνητο. Καθίσαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για το αεροδρόμιο. Δεν μιλήσαμε καθόλου μέχρι να φτάσουμε. Επειδή ήταν Κυριακή, οι δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι. Καθώς τον αποχαιρετούσα στην έξοδο, με φίλησε στο μάγουλο. «Σας ευχαριστώ για όλα» είπε χαμηλόφωνα. Μ ετά έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω. Χάθηκε στο βάθος με το μαύρο παλτό, το καπέλο, το βιολί, τη βαλίτσα και το λιλά κασκόλ του στον λαιμό.

14

ΤΟ

ΚΕΝΟ ΠΟΥ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ από τη στιγμή που είδα τον Μ αξ να φεύγει ήταν απερίγραπτο. Έξαφνα ο κόσμος είχε αλλάξει άρδην. Τα αγχώδη τρεξίματα των επιβατών να προλάβουν κάτι με τις βαλίτσες στο χέρι μού φαίνονταν σαν κινήσεις δίχως νόημα. Στη διάρκεια της επιστροφής παρακολουθούσα την κίνηση στους δρόμους. Πόσο πολλοί άνθρωποι κυκλοφορούσαν! Άνθρωποι αποκομμένοι απ’ τους υπόλοιπους, που δεν ήξεραν τίποτα για το τι περνούσε ο διπλανός τους. Η ζωή κυλούσε κάνοντας τους ανθρώπους να τρέχουν πίσω από διάφορους στόχους, από διάφορες σκοτούρες. Κανείς όμως δεν γνώριζε τη ζωή του διπλανού του. Μ όλις μπήκα στο διαμέρισμα, άφησα το κορμί μου να πέσει σε μια πολυθρόνα. Ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της Κυριακής ξοδεύοντας όσο γίνεται λιγότερη ενέργεια. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου το ψηφιακό μαγνητόφωνο. Τα όσα αφηγήθηκε ο Μ αξ χτες το βράδυ βρίσκονταν μέσα σ’ αυτήν τη μικροσκοπική συσκευή. Στα χέρια μου κρατούσα μια φοβερή ιστορία. Ένιωθα σαν να είχα πλησιάσει πολύ κοντά στο να

κατανοήσω το μυστήριο της ζωής. Τις τελευταίες μέρες είχα μάθει πάρα πολλά. Λίγες γενιές νωρίτερα, άνθρωποι σ’ αυτά τα εδάφη είχαν βιώσει απίστευτα βάσανα. Και όχι μόνο εδώ, αλλά σε όλο τον κόσμο. Μ ου ήταν γνωστά πλέον τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από εξήντα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλά θέματα που έπρεπε να ερευνήσω για να μάθω. Ενώ, από τη μια, σκεφτόμουν έτσι, από την άλλη, είχα καταλάβει πως το να γνωρίζω όλες αυτές τις πληροφορίες δεν είχε και μεγάλη σημασία. Τι θα άλλαζε αν γνώριζα λεπτομερώς όλα τα ιστορικά γεγονότα που έζησε η γιαγιά μου; Τι θα άλλαζε αν ήξερα τι συνέβη την τάδε μέρα πριν από εξήντα, εκατό ή ακόμα και εξακόσια χρόνια; Τι θα κάνω με τις πληροφορίες τις οποίες πήρα από την εξιστόρηση του καθηγητή σχετικά με τους ανθρώπους που έζησαν σ’ αυτήν εδώ την πόλη; Θα είχαν νόημα μόνο αν τις αντιλαμβανόμουν ως τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Οι αγχωμένοι ταξιδιώτες του αεροδρομίου, οι μπλοκαρισμένοι στα αυτοκίνητά τους επιβάτες, οι χοντρούλες κυρίες του πανεπιστημίου, οι άνθρωποι που βγήκαν για ψώνια, όλοι έχουν μονάχα μια πλευρά που με ενδιαφέρει: την προσωπική τους ιστορία. Η ιστορία του κάθε ανθρώπου μάς ενδιαφέρει όσο και η δική μας. Αρκεί να γίνει αντιληπτή εντός της δικής της πραγματικότητας. Μ ήπως η κάθε ιστορία, εν τέλει, δεν είναι η ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης; Και της ίδιας της ζωής που συνεχίζει να κυλά ασταμάτητη; Κοίταξα ξανά τη συσκευή που κρατούσα στα χέρια μου. Έπρεπε να αλλάξω μπαταρία και να ακούσω την αφήγηση απ’ την αρχή έως το τέλος. Ίσως να έπρεπε να την ακούσω αρκετές φορές. Και

μετά έπρεπε να την αφηγηθώ, να τη γράψω. Μ όνο καθώς θα προσπαθούσα να τη γράψω, θα μπορούσα να την καταλάβω κιόλας. Δεν ήταν υποχρεωτικό να τη μεταφέρω κατά γράμμα. Θα μπορούσα να τη διηγηθώ με τρόπο διαφορετικό απ’ αυτόν του καθηγητή. Και θα έπρεπε να το κάνω έχοντας στον νου ότι η ιστορία ενός ανθρώπου είναι η ιστορία όλων των ανθρώπων. Βέβαια, θα ήταν καλύτερο να ξεκινούσα αυτήν τη δουλειά αύριο. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα σήμερα το απόγευμα. Χρειαζόμουν λίγη ανάπαυση μετά από τις τόσο έντονες τελευταίες μέρες. Έκλεισα τα μάτια καθώς καθόμουν στην πολυθρόνα. Θυμήθηκα τις ημέρες της εφηβείας. Η Κυριακή μού φαινόταν εντελώς άνοστη και πληκτική. Ο πατέρας παρακολουθούσε γεμάτος άγχος ποδόσφαιρο στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, η μητέρα μαγείρευε στην κουζίνα ή έλυνε σταυρόλεξα με βλοσυρό ύφος καθισμένη στην τραπεζαρία, κι εγώ δεν είχα να κάνω κάτι άλλο παρά να πλήττω. Καμιά φορά έπιανα ένα μυθιστόρημα, κλεινόμουν στο μικρό δωμάτιό μου και μετά από λίγο μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Ο αδελφός μου συνήθως έβγαινε έξω. Εγώ δεν είχα πού να πάω. Εκείνη την ημέρα ένιωθα τα ίδια συναισθήματα που ένιωθα έφηβη. Το καθετί που αναστάτωνε τη ζωή μου, που κέντριζε την περιέργειά μου, που με ξυπνούσε και με αναζωογονούσε εδώ και μια εβδομάδα, είχε χαθεί μαζί με τον Μ αξ. Ύστερα από λίγο, ο Αχμέτ θα έφερνε τον Κερέμ. Μ αζί θα συνεχίζαμε να ζούμε τις πανομοιότυπες μέρες, θα εκτελούσαμε τα καθήκοντά μας, όταν έφτανε η νύχτα θα κοιμόμασταν και θα ξυπνούσαμε την επομένη για να κάνουμε τα ίδια ακριβώς πράγματα. Θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο, θα επέστρεφα, φαγητό, ύπνος, την επομένη θα πήγαινα και πάλι στο πανεπιστήμιο, θα επέστρεφα, φαγητό, ύπνος και ούτω καθεξής… Αυτό ίσως να συνεχιζόταν έτσι

για τριάντα χρόνια. Ίδιοι δρόμοι, ίδιοι άνθρωποι, ίδια κουτσομπολιά. Ναι: το να μπω στην ιστορία του καθηγητή θα μπορούσε να είναι μια σωτηρία για μένα. Επιπλέον είχα στο κεφάλι μου έναν μπελά που λεγόταν Σουλεϊμάν. Σίγουρα, όταν έμαθε ότι πήρα το βιολί, θα θύμωσε ακόμη περισσότερο. Είχε κρύψει το βιολί για να το πουλήσει ή για να πάρει εκδίκηση; Δεν το ήξερα. Όταν ήρθε ο Κερέμ, έτρεξε αμέσως στον υπολογιστή. Του υπενθύμισα ότι αύριο έχει σχολείο, ότι θα ξυπνήσει νωρίς το πρωί, άρα ότι δεν έπρεπε να κοιμηθεί αργά. Παρότι δεν έφερε αντίρρηση, φαινόταν καθαρά ότι εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να με ξεφορτωθεί. Δεν είχα την ενέργεια που χρειαζόταν για να τον αποσπάσω απ’ τον υπολογιστή. Σέρνοντας τα πόδια μου πήγα στο υπνοδωμάτιό μου. Όμως αυτήν τη φορά δεν μ’ έπαιρνε ύπνος. Στην πραγματικότητα η κούρασή μου δεν ήταν σωματική, άρα ήταν λογικό να μην μπορώ να κοιμηθώ νωρίς. Καθώς στριφογύριζα στο κρεβάτι, η ματιά μου έπεσε στις σελίδες πάνω στο κομοδίνο. Άπλωσα το χέρι βαριεστημένα και τις πήρα. Αποφάσισα να διαβάσω τα σχετικά με το ρουμάνικο πλοίο Στρούμα, το οποίο εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του στα ανοιχτά της Ιστανμπούλ. Άρχισα να διαβάζω με την ελπίδα ότι μετά από κάποιες σελίδες θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Ωστόσο οι πληροφορίες ήταν τόσο δυσάρεστες που σφίχθηκε η καρδιά μου: Στα κάτω διαμερίσματα του πλοίου υπήρχε μεγάλη έλλειψη κρεβατιών. Δεν υπήρχε χώρος για να κοιμηθεί κανείς. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και ο χώρος όπου θα μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα στη διάρκεια της ημέρας ήταν πολύ περιορισμένος. Δεν υπήρχε μπανιέρα ή ντους για να πλυθούν οι επιβάτες. Ήταν

δύσκολο να βρει κάποιος νιπτήρα για τα μωρά. Δεν υπήρχε τρόπος να πλύνει κανείς τα ρούχα του. Το χειρότερο: για επτακόσιους εξήντα εννιά ανθρώπους υπήρχε μονάχα μία τουαλέτα, μπροστά από την πόρτα της οποίας υπήρχε συνεχώς μια ατελείωτη ουρά. Γι’ αυτόν τον λόγο οι επιβάτες ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους στο κατάστρωμα· το αποτέλεσμα ήταν το δάπεδο να γίνει γλιστερό και να βρομά αφόρητα. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν, λοιπόν, τραγικές. Έτσι, οι είκοσι από τους επιβάτες που ήταν γιατροί ασχολούνταν νύχτα μέρα με τα κρούσματα δυσεντερίας. Εξαιτίας της έλλειψης φαρμάκων, η παροχή τους γινόταν με το σταγονόμετρο. Δύο νεαροί δεν άντεξαν στις συνθήκες και έχασαν την πνευματική τους ισορροπία. Γενικά οι συνθήκες στο πλοίο ήταν εντελώς τραγικές. Επειδή οι επιβάτες δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, η μέρα ξεκινούσε στις τέσσερις ή πέντε η ώρα τα χαράματα. Ορισμένοι τραβούσαν με κουβάδες νερό από τη θάλασσα για να πλύνουν το πρόσωπο και τα χέρια οι συνεπιβάτες τους. Λόγω έλλειψης καυσίμων μοίραζαν τσάι μόνο μια φορά κάθε τρεις μέρες. Μ ερικές φορές, μάλιστα, για να βράσουν το τσάι χρησιμοποιούσαν ξύλα από τα κασόνια όπου φύλαγαν λαχανικά. Ως τροφή μοίραζαν ένα πορτοκάλι, λίγα φιστίκια κι έναν κύβο ζάχαρη. Έπρεπε να περάσουν αρκετές μέρες για να βρουν οι επιβάτες ζεστό φαγητό. Δεν υπήρχε ψωμί, αφού το αλεύρι είχε σχεδόν εξαντληθεί. Σε κάθε παιδί έδιναν ένα ποτήρι γάλα από σκόνη κι ένα μπισκότο. Οι Εβραίοι της Τουρκίας, της Παλαιστίνης και των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίοι είχαν κάποια πολιτική επιρροή, προσπαθούσαν να βοηθήσουν. Οι Σάιμον Μ προντ και Ριφάτ Καράκο, προεξάρχοντα μέλη της εβραϊκής κοινότητας της

Ιστανμπούλ, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν τους ταξιδιώτες του Στρούμα. Απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές υποσχόμενοι τα πάντα ώστε να αποσπάσουν την πολυπόθητη άδεια που θα επέτρεπε στους ταξιδιώτες να μεταφερθούν διά ξηράς στην Παλαιστίνη. Μ άταιες όλες οι προσπάθειες. Η βρετανική κυβέρνηση και οι μυστικές υπηρεσίες της έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους ώστε η υπόθεση Στρούμα να μην πάρει διαστάσεις, αλλά και οι επιβάτες να μη φτάσουν ποτέ στην Παλαιστίνη. Από την άλλη, η ζωή στο πλοίο συνεχιζόταν. Αυτό ήταν απόδειξη ότι ακόμη και σ’ αυτήν τη θλιβερή κατάσταση οι άνθρωποι δεν έχαναν την ελπίδα τους. Ένας νέος παντρεύτηκε μία κοπέλα με τις ευλογίες ενός χαχάμη που βρισκόταν στο πλοίο. Οι ταξιδιώτες οργάνωναν κοινωνικές εκδηλώσεις για να αξιοποιήσουν τις μέρες που περνούσαν σε απραξία. Δύο μουσικοί κάθε βράδυ έδιναν συναυλία. Σχηματίστηκαν τάξεις όπου οι μαθητές μάθαιναν εβραϊκή λογοτεχνία και ιστορία. Εκείνην τη χρονιά η Ιστανμπούλ διένυε έναν από τους πιο κρύους χειμώνες. Είχαν παγώσει τα πάντα. Οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης, για να ανυψώσουν το ηθικό των επιβατών, άναψαν μια μεγάλη φωτιά στην παραλία. Για να μη σβήσει η φωτιά, που ήταν ορατή από το Στρούμα, της έριχναν ασταμάτητα κούτσουρα. Αυτές οι τελευταίες αράδες καταλάγιασαν –έστω λίγο– τη στενοχώρια που ένιωθα διαβάζοντας τα σχετικά με το πλοίο. Χαλάρωσα λίγο και έτσι με πήρε ο ύπνος. Την επομένη, με το πήγα στο πανεπιστήμιο, κατάλαβα αμέσως ότι ο Σουλεϊμάν κάτι είχε σκαρώσει. Διότι οι κυρίες της γραμματείας, οι κλητήρες, όλοι με κοίταζαν περίεργα και ψιθύριζαν

από πίσω μου. Στις ανταύγειες των ματιών των αντρών διέκρινα πείνα και στων γυναικών εχθρότητα. Δεν φαντάζομαι να πίστευαν ότι έκανα έρωτα μ’ έναν άνθρωπο ογδόντα επτά ετών. Πάντως η στάση τους έδειχνε ότι πίστευαν ακριβώς κάτι τέτοιο. Οι εργαζόμενοι στην πρυτανεία έδειχναν σαν να είχαν αντλήσει ενέργεια απ’ αυτό το επεισόδιο. Την εβδομάδα που εγώ είχα μαραθεί, εκείνοι είχαν ανθίσει. Άραγε είχαν φτάσει και στα αυτιά του πρύτανη αυτές οι διαδόσεις; Σε μία κανονική μέρα θα είχα τις δυνάμεις να τα βγάλω πέρα μ’ όλες αυτές τις ανοησίες, αλλά εκείνη την εβδομάδα μού ήταν αδύνατο. Δεν είχα δυνάμεις, ήμουν απελπισμένη, θιγμένη, βαριεστημένη, αποθαρρυμένη. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά της αναχώρησης του Μ αξ. Η μοίρα της Νάντιας μπλέχτηκε με αυτήν των δύο γιαγιάδων μου και μου προκάλεσε μια απερίγραπτη θλίψη. Τα όσα βίωσαν τρεις άγνωστες μεταξύ τους γυναίκες από την Τουρκία, τη Γερμανία και την Αρμενία μ’ έκαναν να χάσω κάθε ελπίδα για τον κόσμο και τους ανθρώπους· σχεδόν ρούφηξαν κάθε στάλα ενδιαφέροντός μου για τη ζωή. Ένιωθα ένα μούδιασμα απέναντι στη μοχθηρία του ανθρώπου. Εξαιτίας όλων αυτών, δεν είχα το κουράγιο να ασχοληθώ με τους πανούργους “Σουλεϊμάν”, που ηδονίζονταν παράγοντας κακία με τα κουτσομπολιά τους. Ήθελα να φύγω μακριά απ’ όλα αυτά. Μ ε μια ξαφνική απόφαση σηκώθηκα απ’ το γραφείο μου και βγήκα έξω. Δεν θα ερχόμουν στο πανεπιστήμιο τουλάχιστον για μια εβδομάδα. Σίγουρα θα έβρισκα κάποιον γιατρό να μου γράψει άδεια. Θα θύμωναν, βέβαια· αλλά, ό,τι κι αν γινόταν, δεν μ’ ένοιαζε πλέον.

Η τελευταία εβδομάδα είχε προκαλέσει αλλαγές στον τρόπο σκέψης μου, είχε γίνει αιτία να κοιτάξω αποστασιοποιημένα τη ζωή μου, να κάνω νέες αξιολογήσεις. Περπάτησα μέχρι την πλατεία Μ πέγιαζιτ και πήρα από κει ένα ταξί. Δεν έβρεχε, ούτε χιόνιζε, όμως ο ουρανός ήταν γκρίζος. Όταν έφτασα στο διαμέρισμα, τηλεφώνησα στη γραμματέα του πρύτανη. Της είπα ότι ήμουν άρρωστη, ότι δεν θα ερχόμουν στην πρυτανεία για μερικές μέρες και ότι θα τους ταχυδρομούσα την ιατρική βεβαίωση. Έκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο προτού προλάβει να μου απαντήσει. Ακαταστασία κυριαρχούσε στο σπίτι· ο νιπτήρας ήταν βρόμικος, έπρεπε να αλλαχτούν τα σεντόνια, να σκουπιστεί η σκόνη απ’ τα έπιπλα. Το δωμάτιο του Κερέμ είχε τα χάλια του. Παρ’ όλα αυτά, δεν έκανα τίποτα. Αφού κάθισα για λίγο άπρακτη, τηλεφώνησα στον Ταρίκ. «Θέλεις να συναντηθούμε το βράδυ;» «Α!» έκανε χαρούμενος. «Έφυγε ο γέρος σου;» «Ναι». «Εντάξει» είπε. «Να περάσω στις επτά να σε πάρω;» «Όχι, θα περάσω εγώ από σένα». «Εντάξει» είπε. «Άντε, bye!» Πήγα στο υπνοδωμάτιο και έκλεισα τις κουρτίνες· το δωμάτιο έγινε κατασκότεινο. Μ πήκα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα σαν κούτσουρο. Ξύπνησα με το κουδούνι της πόρτας. Ήταν ο Κερέμ. Είχε κλειδί, αλλά πάντα χτυπούσε πρώτα. «Πώς πήγε το σχολείο σήμερα;» «Καλά» είπε και προχώρησε στο δωμάτιό του. Η επικοινωνία μας κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή, που είχε και πάλι σπάσει.

Γέμισα την μπανιέρα με ζεστό νερό και μπήκα μέσα. Άφησα τη βρύση ελάχιστα ανοιχτή ώστε να τρέχει λίγο νερό. Μ ου άρεσε να ακούω το νερό να τρέχει. Το ζεστό νερό κι ο αφρός του σαπουνιού έκαναν καλό στο κουρασμένο κορμί μου και στα τσακισμένα νεύρα μου. Έκλεισα τα μάτια. Αφέθηκα στην προστατευτική στοργή του νερού. Προσπάθησα να βάλω σε μια σειρά τα όσα συνέβησαν αυτή την εβδομάδα. Δεν τα κατάφερα. Σύγχυση επικρατούσε στο μυαλό μου. Μ ετά ντύθηκα. Έκανα ένα ελαφρύ μακιγιάζ. Παρήγγειλα τηγανητές φτερούγες κοτόπουλου για τον Κερέμ, άφησα μερικά χρήματα πάνω στο τραπέζι και έφυγα. Ήταν οκτώ η ώρα το βράδυ. Ο Ταρίκ έμενε σ’ έναν από τους ουρανοξύστες της πόλης. Στην είσοδο του κτιρίου κανονικά γινόταν αυστηρός έλεγχος. Ο υπεύθυνος ασφαλείας θα πρέπει να ήταν ενημερωμένος για την επίσκεψή μου. Μ ε συνόδευσε μέχρι το ασανσέρ. Ανέβηκα επάνω και χτύπησα την πόρτα· άνοιξε ο Ταρίκ. Ήταν μόνος στο σπίτι. Η υπηρέτρια έλειπε. Ο Ταρίκ δεν είχε πολύ ωραία χαρακτηριστικά, αλλά είχε σφιχτοδεμένο κορμί. Σ’ αυτό έπαιζε ρόλο ότι ήταν νέος, αλλά και ότι γυμναζόταν τρεις φορές την εβδομάδα σε γυμναστήριο. Το διαμέρισμά του ήταν ψυχρό και επιπλωμένο με μινιμαλιστικό τρόπο. Δεν υπήρχε ίχνος ξύλου, υφάσματος, κουρτίνας, των στοιχείων που ζεσταίνουν έναν χώρο. Πλήρης επικράτηση του λευκού. Τα περισσότερα αντικείμενα που στόλιζαν τους τοίχους ήταν μεταλλικά. Όμως το διαμέρισμα, που βρισκόταν στον εικοστό έβδομο όροφο, είχε εξαιρετική θέα στον Βόσπορο. Από τη γυάλινη μπαλκονόπορτα τα φώτα του Βοσπόρου λαμπύριζαν σαν κοσμήματα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που κυλούσαν στην παραλιακή λεωφόρο της απέναντι όχθης, τα φώτα της γέφυρας του

Βοσπόρου, ο φωτισμός της Στρατιωτικής Σχολής του Κούλελι και τα καράβια που έπλεαν στη θάλασσα σχημάτιζαν μία εικόνα εξαιρετικής ομορφιάς. Αισθανόμουν λίγο καλύτερα· η στενοχώρια σαν να είχε ελαφρύνει κάπως. «Ας πιούμε λίγο κρασί» είπα. «Σου έχω έτοιμο λευκό Πόρτο». «Ευχαριστώ πολύ, όμως σήμερα έχω διάθεση για κόκκινο» απάντησα. Πάντοτε είχε κρασί πολύ καλής ποιότητας. Εκείνο το βράδυ άνοιξε ένα υπέροχο ιταλικό κρασί, το Αμαρόνε. Το πρόσφερε μέσα σε πελώρια ποτήρια. Αφού ήπιαμε στα γρήγορα το πρώτο ποτήρι, με φίλησε. Τον έσπρωξα. Όταν με ρώτησε τι τρέχει, του είπα ξερά ότι δεν θέλω. Δεν επέμεινε· ρώτησε μονάχα: «Τι συμβαίνει με σένα;». «Δεν ξέρω» του απάντησα. Ένιωθα λιγάκι ντροπή. Πράγματι δεν ήξερα τι έκανα. Αργότερα δειπνήσαμε στο τραπέζι από μέταλλο και γυαλί που είχε θέα τον Βόσπορο. Επειδή τρελαινόταν για σούσι, είχε παραγγείλει από το καλύτερο εστιατόριο της πόλης που ειδικευόταν σ’ αυτό το είδος, το Μ όρι. Ήταν φρέσκο και υπέροχο. Ο Ταρίκ είχε υιοθετήσει τον τρόπο ζωής των γιάπηδων. Δεν μπορούσε πια να ζήσει αλλιώς. «Ώστε έφυγε ο γέρος σου» είπε. «Γιατί ο γέρος “μου”;» «Τρόπος του λέγειν». «Τότε εντάξει». «Τι είδους άνθρωπος ήταν;» «Θα πάρει πολύ χρόνο να σου πω». «Γιατί;»

«Τέλος πάντων, ένας από τους ξένους καθηγητές που ξέρεις» είπα για να κλείσω το θέμα. Δεν είχα καμία επιθυμία να μιλήσω για τον Μ αξ στον Ταρίκ. για κάποιον λόγο μου προκαλούσε θλίψη αυτή η προοπτική. Το θεωρούσα ασέβεια προς τον Μ αξ. «Για πες μου τώρα εσύ, πώς μπορείς και είσαι τόσο ευδιάθετος;» «Γιατί να μην είμαι;» «Ζούμε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση. Το δολάριο έγινε διαμιάς ένα εκατομμύριο επτακόσιες χιλιάδες λίρες. Χρεοκοπίες, αυτοκτονίες, φυλακισμένοι επιχειρηματίες, φαλιρισμένες τράπεζες… Κι εσύ ασχολείσαι με τον χρηματο-οικονομικό κλάδο. Πώς μπορείς και είσαι τόσο άνετος;» «Διότι είμαι ξύπνιος». «Τι θα πει αυτό;» «Όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο Μ πράουν και αργότερα στην καριέρα μου ως χρηματιστής, έμαθα ένα πράγμα πολύ καλά». «Τι είναι αυτό; Δεν το λες και σε μας να επωφεληθούμε κι εμείς λιγάκι;» «Είναι εύκολο, απλά χρειάζονται γερά νεύρα». «Πες το και μη με σκας!» Ένα γεμάτο θράσος χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του. Του άρεσε να μιλά γι’ αυτά τα θέματα. «Δεν κινείσαι πανικόβλητος, ούτε κάνεις αυτό που κάνει το πλήθος». «Δηλαδή;» «Όταν όλοι αγοράζουν, θα πουλάς· όταν όλοι πουλούν, θα αγοράζεις και δεν θα επιτρέπεις στον πανικό να σε κυριεύει». «Έτσι κάνεις τώρα σ’ αυτή την κρίση; Δεν κατρακυλήσαμε όλοι μαζί στο χρηματιστήριο;» Γέλασε δυνατά. Απλώθηκε στην πολυθρόνα και ήπιε μια γουλιά

απ’ το ποτήρι του. «Όχι. Αντιθέτως, εμείς κερδίσαμε». «Κι εγώ;» «Φυσικά. Αυτή η περίοδος ήταν από τις πιο κερδοφόρες της ζωής σου. Ενώ εσύ έκανες βόλτες με τον καθηγητή, γινόσουν ταυτόχρονα πλούσια». Ένιωσα ζωηρό χτυποκάρδι. Και ποιος δεν θα ένιωθε; Διότι, καθώς ερχόμουν, φανταζόμουν πως θα μου πει ότι χρεοκόπησα και είχα σκεφτεί πως αυτό θα ήταν καταστροφή για μένα, αλλά και πάλι ήμουν αποφασισμένη να μην τον κατηγορήσω. «Πώς συνέβη αυτό το θαύμα;» «Να σου πω. Όλοι φοβήθηκαν· ό,τι είχαν και δεν είχαν, το μετέτρεψαν σε συνάλλαγμα και προσπάθησαν να το βγάλουν έξω απ’ τη χώρα». «Εσύ τι έκανες;» «Δεν μετέτρεψα ούτε δεκάρα σε συνάλλαγμα. Παρέμεινα στην τουρκική λίρα». «Τρελάθηκες; Η λίρα έγινε κουρέλι». Θυμήθηκα την περίοδο που στη Γερμανία ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε 4 ,2 τρισεκατομμύρια μάρκα. Ύστερα από λίγο τα λεφτά αυτά χρησίμευαν μόνο για προσάναμμα. «Εδώ κρύβεται τα μυστικό» είπε. «Να σου το εξηγήσω με απλά λόγια. Η λίρα έχασε τόση αξία που το επιτόκιο μιας νύχτας για συναλλαγές μεταξύ τραπεζών, αυτό που λέγεται overnight, πήγε στο εννιά χιλιάδες τοις εκατό». «Και λοιπόν;» «Όλα τα χρήματα των πελατών, μαζί τα δικά σου και τα δικά μου, τα κατέθεσα στον λογαριασμό που έδινε αυτόν τον τόκο. Τι σημαίνει εννέα χιλιάδες κάθε νύχτα; Σημαίνει ότι τα λεφτά σου

γεννούν». «Όμως απέναντι στο δολάριο…» «Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει. Θα δεις, το δολάριο θα πάρει πιο φυσιολογική αξία. Να μου έχεις εμπιστοσύνη. Εξάλλου, ήδη έχεις κερδίσει πολλά και από το συνάλλαγμα!» «Πόσα;» «Σχεδόν τα διπλάσια του προηγούμενου μήνα. Το εννοώ: Σχεδόν διπλασίασες τα κέρδη σου από τον προηγούμενο μήνα. Κάνε λίγη υπομονή να δεις πόσες φορές θα πολλαπλασιάσεις το κεφάλαιό σου. Οι περίοδοι κρίσης είναι οι πιο κερδοφόρες, αλλά αυτό λίγοι μόνο το γνωρίζουν». Έκανα στα γρήγορα έναν πρόχειρο υπολογισμό. Εφόσον τα χρήματά μου τριπλασιάζονταν, δεν θα χρειαζόταν πια να εργάζομαι. Ο Ταρίκ σήκωσε το ποτήρι του για πρόποση. «Στην υγεία της νεόπλουτης Μ άγια χανούμ!» «Αμάν, μη χρησιμοποιείς αυτήν τη λέξη. Δεν μου αρέσει» είπα. «Ποια λέξη;» «Το “νεόπλουτη”. Δεν έχεις ακούσει ποτέ την έννοια “nouveau riche”;» «Δεν την έχω ακούσει. Δεν ξέρω γαλλικά». «Σημαίνει νεόπλουτος. Αλλά με την έννοια του ξιπασμένου». «Δεν παρατάς αυτές τις ανοησίες; Ο πλούσιος είναι πλούσιος! Τι σημασία έχει αν είναι παλιός ή νέος;» Έτσι ήταν οι νέοι επιχειρηματίες που σπούδασαν σε αμερικανικά πανεπιστήμια. Στη ζωή υπήρχαν μόνο winners και losers. Το μοναδικό κριτήριο ήταν το χρήμα. Συνειδητοποίησα γιατί δεν ήθελα να του μιλήσω για τον Μ αξ. Διότι ούτως ή άλλως δεν θα καταλάβαινε. Δεν είχε καμία σχέση με τον κόσμο του Μ αξ. Σ’ αυτόν τον καινούριο κόσμο δεν είχαν μείνει άνθρωποι που θα

καταλάβαιναν τη γιαγιά μου απ’ τον πατέρα, την άλλη απ’ τη μητέρα, τη Νάντια, τον Μ αξ. Τον Ταρίκ δεν τον ενδιέφερε η “ιστορία”. Γύρισα το κεφάλι και, καθώς ατένιζα τη θέα του Βοσπόρου, βυθίστηκα στις σκέψεις. Αυτές οι τρεις γυναίκες είχαν γίνει ένα μέσα στο μυαλό μου. Τις φανταζόμουν και τις τρεις να γνωρίζονται και να συνομιλούν. Η Νάντια ήταν στο Γαλάζιο Σύνταγμα· μαζί με τη μητέρα της μητέρας μου ρίχτηκαν στη λίμνη Κιζίλτσακτσακ. Η μητέρα του πατέρα ήταν στο πλοίο Στρούμα. Τρεις διαφορετικές θρησκείες, τρεις διαφορετικές γυναίκες, αλλά κοινή μοίρα. Στο 21 σχολείο μάς είχαν διδάξει ένα απόφθεγμα του Ιμπν Χαλντούν . Το θυμάμαι ακόμα: “Γεωγραφία σημαίνει πεπρωμένο”. Το πεπρωμένο αυτών των τριών γυναικών είχε καθοριστεί με βάση τη γεωγραφία και την εποχή που γεννήθηκαν. Πάντως η επίσκεψη στον Ταρίκ είχε ελαφρύνει τη στενοχώρια μου. Γιατί η ξαφνική γνωριμία με το παρελθόν είχε καταπλακώσει την ψυχή μου. Ένιωθα πως δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τόσο πόνο. Η αλήθεια είναι ότι στην επίσκεψη υπήρχε και λίγη ιδιοτέλεια εκ μέρους μου. Ήξερα ότι θα μου έκανε καλό να διαπιστώσω την εκτίμηση που έτρεφε για εμένα ένας κομψός νέος άντρας, καθώς επίσης να αγγίξω, έστω και ακροθιγώς, τον υλικό και χαρούμενο κόσμο του. Και πράγματι, όπως φαντάστηκα, μου έκανε καλό. Και πέρα απ’ όλα τα άλλα, είχα μάθει ότι πλούτιζα. Τι άλλο να θέλω! Βέβαια, είχαμε και την υπόθεση του γιατρού. Ο αδελφός του Ταρίκ ήταν γυναικολόγος· οπότε του ζήτησα να μιλήσει στον αδελφό του ώστε να μου γράψει άδεια μιας εβδομάδας. Μ ου είπε πως ήταν πολύ εύκολο και ότι θα έστελνε την άδεια στο πανεπιστήμιο με τον οδηγό του. Επέμεινε να με οδηγήσει στο σπίτι.

Όταν μπήκα στο σκοτεινό διαμέρισμά μου, όπου το μοναδικό φως που έκαιγε ήταν το φωτιστικό του Κερέμ, ένιωθα πολύ καλύτερα. Τα μαύρα σύννεφα που σκέπαζαν την ψυχή μου είχαν αραιώσει αρκετά. Το μυαλό μου έτρεξε στον Μ αξ· τι να έκανε άραγε τώρα; Θα κοιμόταν μάλλον, διότι κι εκείνος ήταν άυπνος απ’ την προηγούμενη νύχτα. Παρ’ όλη την ηλικία και την ασθένειά του στεκόταν πολύ καλά. Εγώ σ’ αυτή την ηλικία δεν θα άντεχα τα όσα βίωσε. Επειδή είχα κοιμηθεί την ημέρα, δεν νύσταζα. Άνοιξα τον υπολογιστή και διάβασα σχόλια για το έργο του Έρικ Άουερμπαχ Μίμησις. Όλοι οι σχολιαστές εγκωμίαζαν το βιβλίο και συμπλήρωναν ότι ήταν το καλύτερο έργο που γράφτηκε για κριτική λογοτεχνίας. Προηγουμένως είχε γράψει και ένα βιβλίο για τον Δάντη. Δεν παρέλειψα να διαβάσω τα άρθρα που βρήκα και γι’ αυτό το βιβλίο. Όπως είπε ο Μ αξ, το να μεταφράσει κανείς τα βιβλία του Άουερμπαχ θα μπορούσε να είναι σκοπός ζωής. Επίσης, το να διηγηθεί την ιστορία του πλοίου Στρούμα. Καθώς και το να αποκαλύψει την άγνωστη τραγωδία του Γαλάζιου Συντάγματος. Άραγε, μήπως έπρεπε να ξανασχεδιάσω την πορεία της ζωής μου παίρνοντας υπόψη όλα αυτά; Να αφιέρωνα τον ελεύθερο χρόνο μου σε αυτές τις ιστορίες; Όσο έθετα στον εαυτό μου τέτοιου είδους ερωτήσεις, τόσο ένιωθα το κενό μέσα μου να μικραίνει. Χρειαζόμουν έναν στόχο. Ο ψεύτικος κόσμος του Ταρίκ μπορεί να ήταν πότε πότε ευχάριστος, διασκεδαστικός, όμως δεν πρόσθετε νόημα στη ζωή μου. Έπρεπε να τακτοποιήσω τα όσα μου διηγήθηκε ο καθηγητής. Θα άρχιζα γράφοντας την ιστορία της Νάντιας και του Μ αξιμίλιαν. Πάτησα το κουμπί του ψηφιακού μαγνητόφωνου. Τώρα δεν άναβε

το κόκκινο φωτάκι, όπως στην εγγραφή, αλλά το πράσινο.

Η ιστορία του Μαξιμίλιαν και της Νάντιας

ΤΟ

1934 ΣΤΟ ΜOΝΑΧΟ ο ψηλός και λεπτός νεαρός λέκτορας προχωρούσε με σταθερό βήμα προς το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο στο πάρκο της Νομικής Σχολής. Όπως πάντα, φορούσε ένα καλοραμμένο κοστούμι που τόνιζε την κομψότητά του· ωστόσο βάδιζε αναστατωμένος, πράγμα που δεν ήταν συνηθισμένο για εκείνον. Το αποφασιστικό βάδισμά του προς ένα σημείο τράβηξε τα βλέμματα επάνω του. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, ο νεαρός Μαξιμίλιαν Βάγκνερ τραβούσε την προσοχή. Τραβούσε την προσοχή των κοριτσιών· ήταν όμορφος και ευγενικός. Τραβούσε την προσοχή των Ναζί· η δομή του σώματός του έδειχνε ότι ανήκε στην ανώτερη Άρια φυλή και θα έπρεπε οι Άριοι να νιώθουν υπερήφανοι γι’ αυτόν. Ήταν η ενσάρκωση του “Υπερανθρώπου” του Νίτσε. Τραβούσε επίσης την προσοχή των άλλων καθηγητών· ήταν ένας εργατικός και ανοιχτόμυαλος νέος επιστήμονας. Πέρασε ανάμεσα από τους εκατοντάδες συγκεντρωμένους φοιτητές και έφτασε σε μια ομάδα εννιά δέκα ατόμων. Στο τελευταίο βήμα, χτύπησε δυνατά το

πόδι του στη γη και σταμάτησε. Οι νεαροί Ναζί που σχημάτιζαν την ομάδα είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην κοπέλα που είχαν ανάμεσά τους. Με την άφιξη του καθηγητή, όμως, έστρεψαν τα κεφάλια προς αυτόν. Στη Γερμανία του 1934, όταν ένας καθηγητής πλησίαζε τους φοιτητές, οι τελευταίοι όφειλαν να δείξουν σεβασμό. Κι ας ήταν ελάχιστα μόνο μεγαλύτερος απ’ αυτούς. Επιπλέον, όχι απλώς ήταν λέκτορας, αλλά όλοι ήταν βέβαιοι ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα γινόταν ένας πετυχημένος καθηγητής. Θα γινόταν ένας σπουδαίος Άριος καθηγητής, μία αυθεντία στον κλάδο του, από αυτούς που θα χρειαζόταν η Μεγάλη Γερμανία η οποία θα κυριαρχούσε σ’ όλο τον κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι Ναζί φοιτητές σταμάτησαν αμέσως να κακοποιούν και να σπρώχνουν την κοπέλα που ήταν στο κέντρο της ομάδας, και έστρεψαν το βλέμμα προς τον Μαξιμίλιαν Βάγκνερ. Η κοπέλα, ενώ με το ένα χέρι κάλυπτε το κεφάλι και με το άλλο προστάτευε τον λαιμό της, είχε μείνει αμίλητη και φοβισμένη. Κρατούσε ακόμη τη στάση που είχε πάρει για να φυλαχτεί απ’ το τράβηγμα των μαλλιών και από τα δάχτυλα που μπήγονταν βάναυσα στους ώμους και στον λαιμό της. Με μαλλιά ανάκατα και κοκκινισμένο πρόσωπο κοίταζε οργισμένη, αλλά και τρομαγμένη συνάμα. Ο νεαρός λέκτορας έτεινε το χέρι του προς την Εβραία κοπέλα. Το νεαρό κορίτσι έσπρωξε τους φοιτητές για να ανοίξει δρόμο και πέρασε πίσω από τον καθηγητή δίχως να του δώσει το χέρι της. Τώρα είχε ορθώσει το κορμί της. Τα μάτια της έφταναν στο ύψος του ώμου του καθηγητή. Επειδή ήταν στο επίκεντρο της προσοχής, απέφευγε να κοιτάξει γύρω της.

Ένας Ναζί φοιτητής ρώτησε: «Όμως, αφού εσείς ανήκετε στην Άρια φυλή, γιατί προστατεύετε αυτή την Εβραία;». «Εμποδίζω την αδικία που υφίσταται μία φοιτήτριά μου» είπε ο Βάγκνερ γεμάτος αυτοπεποίθηση. «Βρίσκεστε στη Νομική Σχολή, μην το ξεχνάτε». Μετά από αυτή την απάντηση οι Ναζιστές διαλύθηκαν μουρμουρίζοντας. Έπειτα από μερικές στιγμές, είχαν απομείνει οι δύο τους στο σημείο του επεισοδίου, ενώ τα βλέμματα όλων των φοιτητών συνέχιζαν να είναι καρφωμένα επάνω τους. Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. Αντίκρισε δύο ντροπαλά μάτια να τον κοιτούν με θαυμασμό. «Νάντια, είστε καλά;» «Ευχαριστώ πολύ. Φυσικά. Τώρα είμαι καλά». Ο Μαξιμίλιαν έδειξε με το χέρι τον δρόμο. «Περάστε να πάμε για έναν καφέ». Άρχισαν να περπατούν. Στην πραγματικότητα ο νεαρός άντρας απορούσε πού έβρισκε τις δυνάμεις και συμπεριφερόταν με τέτοια σιγουριά και ηρεμία. Πώς είχε τέτοιον αυτοέλεγχο δίπλα στην κοπέλα την οποία εδώ και μήνες προσπαθούσε να πλησιάσει; Πιθανώς επειδή η προσοχή του ήταν εστιασμένη στο ότι έκανε το ανθρωπιστικό του καθήκον και όχι μια κίνηση που αποσκοπούσε σε προσωπικό σκοπό. Και όμως: εδώ και εβδομάδες, εδώ και μήνες, κάθε μέρα, κάθε ώρα σκεφτόταν τη Νάντια. Όταν την πλησίαζε, όμως, αισθανόταν σαν να έχανε τον έλεγχο. Καθώς έμπαιναν μαζί στο κτίριο της Σχολής, ο λέκτορας είχε την αίσθηση πως άρχιζε μια καινούρια περίοδος της

ζωής του· και χαιρόταν πολύ γι’ αυτό. Εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά κάθισαν αντικριστά και ήπιαν τον καφέ τους. Επίσης παρήγγειλαν και μοιράστηκαν ένα κέικ Bienenstick. Ο νεαρός λέκτορας ένιωθε πολύ όμορφα επειδή βρισκόταν δίπλα στη Νάντια. Ωστόσο οι συνθήκες ήταν δυσμενέστατες. Η Νάντια καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε πλέον να παρακολουθεί τα μαθήματα, κάτι που τη στενοχωρούσε αφάνταστα. «Θα σας κάνω ιδιαίτερα μαθήματα» της είπε για να την παρηγορήσει ο Μαξιμίλιαν. «Παρακαλώ, δεχθείτε το. Η αδικία αυτή με πονάει πολύ». Η Νάντια καθόταν σκυφτή. Δάγκωνε μαλακά τα χείλη της. «Οι Ναζί είπαν πως είστε ένας Άριος Γερμανός. Γιατί παίρνετε ένα τόσο μεγάλο ρίσκο;» «Είμαι πρώτα νομικός και μετά Γερμανός» απάντησε ο λέκτορας. «Τούτην τη στιγμή η χώρα περνά κρίση, όμως υπάρχουν και λογικοί Γερμανοί. Ο γερμανικός λαός θα σταματήσει αυτή την πορεία. Θα το δείτε». Η Νάντια τον κοίταξε γεμάτη απελπισία. Έμοιαζε σαν κάτι να ήθελε να πει, αλλά δεν το έλεγε. Παρότι στο βλέμμα της υπήρχε ευγνωμοσύνη και συμπάθεια, κουνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι σαν να προετοιμαζόταν για αρνητική απάντηση. «Παρακαλώ» συνέχισε ο νεαρός. «Επιτρέψτε μου να κάνουμε ιδιαίτερα. Κι αν ακόμη δεν το κάνετε για σας, κάντε το για τη δική μου αίσθηση ευθύνης. Ύ στερα από κάποιο χρονικό διάστημα η αλλοφροσύνη αυτή θα τελειώσει. Και τότε θα δώσετε εξετάσεις για να συνεχίσετε στη Σχολή».

«Δεν ξέρω τι να πω». «Δεν θέλω να εκτίθεστε σε κίνδυνο ερχόμενη στη Σχολή. Οι φοιτητές που παρασύρονται απ’ τη ναζιστική ιδεολογία, κάθε μέρα που περνά γίνονται ολοένα πιο βίαιοι. Πριν από μερικές ημέρες, ένας φίλος καθηγητής μού έδειξε ένα απειλητικό γράμμα που έλαβε. Είχαν γράψει φοβερά πράγματα. Εάν δεν θέλετε να ανησυχώ για εσάς καθημερινά, δεχθείτε παρακαλώ την πρότασή μου». Ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσει κανείς στο πρόσωπο της Νάντιας την έκφραση ανασφάλειας και φόβου που δεν μπορούσε να κρύψει. Έπειτα από λίγο, ήρθε η πρώτη ένδειξη ότι η ακαμψία της είχε αρχίσει να μειώνεται. «Εφόσον θεωρείτε επικίνδυνο να έρχομαι στη Σχολή, άρα τα μαθήματα δεν θα γίνονται εκεί». «Όχι… Δηλαδή ναι, δεν θα γίνονται εκεί». «Τότε;» Ένα χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο πρόσωπο του νεαρού άντρα· για πρώτη φορά τόλμησε να αφήσει το χέρι του πάνω στο δικό της. «Μην ανησυχείτε» είπε. «Μη σας προβληματίζει το θέμα του χώρου. Θα γίνει στον ασφαλέστερο τόπο. Κανείς δεν θα μπορεί να σας ενοχλήσει». Έπειτα από μερικές μέρες, ένα απόγευμα, ο Μαξιμίλιαν έκανε αγχωμένος τις τελευταίες προετοιμασίες στο σπίτι. Σκέπαζε με χαρτοπετσέτες τα ποτήρια με χυμό στο δωμάτιο εργασίας. Το ίδιο έκανε και για το πιάτο με τα κουλουράκια. Μόλις διέκρινε τη μητέρα του να περνά έξω απ’ την πόρτα του δωματίου, έτρεξε αμέσως κοντά της. «Μητέρα, το χρώμα του σακακιού ταιριάζει με το

παντελόνι;» «Ναι, Μαξ, σου το είπα και λίγο πριν. Η εμφάνισή σου είναι τέλεια». «Ναι, αλλά σκεφτόμουν μήπως πρέπει να βγάλω το σακάκι… Ο καιρός είναι καλός. Αν έμενα με το πουκάμισο… Να φορέσω, άραγε, ένα πιο σκούρο πουκάμισο;» «Χμ… Ναι, καλύτερα να φορέσεις το πιο σκούρο». Ο νέος άντρας έφυγε τρεχάτος για το υπνοδωμάτιο. Η μητέρα του ρώτησε φωναχτά για να ακουστεί: «Μαξ! Πώς είπες το όνομα της κοπέλας;». «Νάντια! Έρχεται όπου να ’ναι. Θα της ανοίξεις αν είμαι στο υπνοδωμάτιο, έτσι;» «Φυσικά» είπε η γυναίκα. Μετά κοίταξε το ρολόι του διαδρόμου. Είχε τουλάχιστον τριάντα λεπτά έως την ώρα του μαθήματος. Χαμογέλασε με κατανόηση. Από εκείνη την ημέρα, ο Μαξ άρχισε να κάνει μάθημα στη Νάντια δύο φορές την εβδομάδα. Σιγά σιγά αυξάνονταν οι συναντήσεις τους πέραν των μαθημάτων. Συναντιόντουσαν με κάθε ευκαιρία. Μολονότι η Νάντια δεν έπαιρνε πρωτοβουλία, δεχόταν όλες τις προτάσεις του Μαξ. Ένα Σαββατοκύριακο, ο αρμονικός ήχος τεσσάρων εγχόρδων απλωνόταν στην αίθουσα. Δύο βιολιά, μία βιόλα και ένα βιολοντσέλο. Ήταν μία από τις τακτικές συναντήσεις του Μαξ με τους φίλους του. Τις τελευταίες εβδομάδες στις συναντήσεις αυτές υπήρχε και ένας επισκέπτης: η Νάντια. Εκείνη την ημέρα έπαιζαν τη “Σερενάτα” του Σούμπερτ. Ενώ οι αισθαντικές μελωδίες γέμιζαν την αίθουσα, η νεαρή κοπέλα σηκώθηκε, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Το μπαλκόνι, στο πίσω μέρος το κτιρίου που

ανήκε στο πανεπιστήμιο, έβλεπε στο έρημο πάρκο. Επειδή ήταν αργία, η παρουσία της Νάντιας δεν εγκυμονούσε κινδύνους. Η Νάντια, με γυρισμένη την πλάτη στους νέους μουσικούς, ατένιζε το πάρκο. Όταν τελείωσε το μουσικό κομμάτι, βγήκε κι ο Μαξ στο μπαλκόνι. Έπιασε μαλακά την κοπέλα απ’ τους ώμους και τη γύρισε προς το μέρος του. Αμέσως τον πλημμύρισε θλίψη. Τα όμορφα μάτια της κοπέλας ήταν γεμάτα δάκρυα. Κοίταξε σιωπηλή κατάματα τον νεαρό άντρα, τον αγκάλιασε και μετά άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ο Μαξ, αφού περίμενε λίγο να ελαττωθούν τα αναφιλητά, τη ρώτησε: «Τι είναι αυτό που σε στενοχωρεί;». Επειδή η κοπέλα δεν απάντησε, ρώτησε κάτι άλλο: «Μήπως το ότι ο συνθέτης είναι Αυστριακός όπως ο Χίτλερ;». Η Νάντια δεν ήταν σε θέση να μιλήσει. «Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή» είπε μόνο. Ύ στερα από κάποιες μέρες, την ώρα του ιδιαίτερου μαθήματος, ο Μαξ θυμήθηκε τα δάκρυα της Νάντιας και την ξαναρώτησε. Η κοπέλα απάντησε με απόλυτη ηρεμία. «Τα όσα θα πω μπορεί να φανούν δυσνόητα, πάντως η ποιητικότητα, εκτός από συναισθήματα χαράς, μου προξενεί και πόνο. Ίσως να νιώθω ότι υπερβαίνω τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέφτω σ’ ένα υπαρξιακό κενό. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να δημιουργήσει κάτι τέτοιο, πώς μπορεί; Είναι η φωνή του Θεού αυτή!» Το επόμενο Σαββατοκύριακο η Νάντια δεν εμφανίστηκε στις πρόβες του κουαρτέτου. Ο Μαξ έθεσε στους φίλους του ένα ζήτημα προς συζήτηση: Για ποιον λόγο ορισμένοι

άνθρωποι επηρεάζονται περισσότερο από τα μουσικά έργα; Συμφώνησαν ότι πράγματι ορισμένοι άνθρωποι συγκινούνται περισσότερο. Κάποιος είπε ότι ο μεγάλος συγγραφέας Τολστόι, δημιουργός και της περίφημης νουβέλας Η σονάτα του Κρόιτσερ, όταν εργαζόταν ή σε κάποιες δύσκολες στιγμές της ζωής του, απέφευγε να ακούσει μουσική. Ο διάσημος συγγραφέας έλεγε ότι συγκινούνταν υπερβολικά απ’ τη μουσική, ότι ένιωθε τα συναισθήματά του να στροβιλίζονται σαν φύλλο στον άνεμο και την ύπαρξή του να κλονίζεται συθέμελα. Ο Μαξ είπε στους φίλους του πως η Νάντια ήταν ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν αντιλαμβανόταν τη μουσική ως “όμορφους ήχους”. Κλονιζόταν συθέμελα η ύπαρξή της. Μετά τις πρόβες, ο Μαξ ανακοίνωσε στους φίλους του την απόφασή του: Θα συνέθετε για τη Νάντια μια σερενάτα. Μια σερενάτα στην οποία θα έβαζε όλες τις μουσικές του ικανότητες καθώς και την ψυχή του. Εφεξής αυτός θα ήταν ο πρωταρχικός σκοπός του. Ο Μαξ και η Νάντια αποφάσισαν να βρίσκονται πιο συχνά. Πήγαιναν στα εστιατόρια, έκαναν βόλτες χέρι με χέρι στα πάρκα. Το ζευγάρι σχημάτιζε μια ενδιαφέρουσα εικόνα: Δίπλα σ’ έναν ψηλό, ξανθό νεαρό άντρα, μία λεπτεπίλεπτη, εύθραυστη μαυρομάλλα κοπέλα με πράσινα μάτια. Το παρουσιαστικό της Νάντιας δεν ήταν συνηθισμένο. Έμοιαζε να είναι Βόρεια, αλλά και Νότια συνάμα. Το μοναδικό μέρος που δεν μπορούσαν να επισκεφτούν ήταν οι αίθουσες συναυλιών. Ένα βράδυ είχαν πάει σε μία συναυλία, την ορχήστρα της οποίας διηύθυνε ένας διάσημος μαέστρος. Η ορχήστρα θα έπαιζε την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν.

Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν απ’ το πρόσωπο της Νάντιας καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Κρατούσε σφιχτά με τα δυο χέρια τα μπράτσα της πολυθρόνας. Στο τέλος την έπιασε δύσπνοια. Ο Μαξ αναγκάστηκε να τη βγάλει έξω από την αίθουσα υπό τα επιτιμητικά βλέμματα των άλλων θεατών. Κάθε μέρα που περνούσε, ο Μαξ ένιωθε την αγάπη του να δυναμώνει. Παράλληλα όμως μ’ αυτό συνειδητοποίησε και κάτι ακόμη: Το νευρικό σύστημα της Νάντιας ήταν εντελώς αδύναμο, με αποτέλεσμα οι συναισθηματικές φουρτούνες που ξεσπούσαν μέσα της συχνά πυκνά να την ταρακουνούν σαν φθινοπωρινό φύλλο. Ο Μαξιμίλιαν εκείνες τις ημέρες αποφάσισε να ξαναδιαβάσει Τα παθήματα του νεαρού Βέρθερου του Γκαίτε. Του είχε αρέσει όταν το είχε διαβάσει, αλλά δεν είχε καταλάβει γιατί είχε προκαλέσει κύμα αυτοκτονιών μεταξύ των νεαρών αναγνωστών της εποχής που πρωτοδημοσιεύτηκε. Όμως τώρα καταλάβαινε. Για να συλλάβει κανείς το βαθύ νόημα του μυθιστορήματος, έπρεπε να είναι ερωτευμένος. Όπως ήταν τώρα εκείνος. Σε κάθε στιγμή της νύχτας ή της ημέρας υπήρχε η Νάντια. Τη σκεφτόταν καθώς παρέδιδε τα μαθήματα στη Σχολή· όταν έπαιζε βιολί· τη νύχτα καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι έλεγε «Καληνύχτα, αγαπημένη»· το πρωί ξυπνούσε λέγοντας «Καλημέρα, Νάντια»· την κάθε στιγμή που περνούσε μακριά της τη θεωρούσε χαμένο χρόνο που με δυσκολία υπέμενε. Η μοναδική του παρηγοριά ήταν η μελέτη για τη σερενάτα. Το να συνθέσεις σερενάτα έπειτα από την παγκοσμίως γνωστή “Σερενάτα“ του μουσικού γίγαντα Σούμπερτ ήταν τρέλα, και το ήξερε, αλλά δεν

αποθαρρυνόταν. Καθισμένος μπροστά στο μεγαλοπρεπές Bösendοrfer πιάνο της μητέρας του, δοκίμαζε μελωδίες και αρμονίες τις οποίες κατέγραφε στο πεντάγραμμο. Ο Σούμπερτ είχε συνθέσει τη “Σερενάτα“ το 1826. Μια καλοκαιρινή μέρα, καθώς ο Σούμπερτ έκανε βόλτα με τους φίλους του στον κήπο Zum Bierstack, είδε τον φίλο του τον Τίζε να κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι. Πήγε κοντά του. Ο Τίζε είχε μπροστά του ένα ανοιγμένο βιβλίο. Ο Σούμπερτ πήρε στα χέρια του το βιβλίο και το ξεφύλλισε. Σταμάτησε σε μια σελίδα όπου υπήρχε ένα ποίημα. Το έδειξε στους φίλους του λέγοντας «Τι κρίμα που δεν έχω ένα φύλλο χαρτιού: Καθώς διάβαζα αυτό το ποίημα, μου ήρθε στο μυαλό μια πολύ ωραία μελωδία». Ο φίλος του ο Ντόπλερ τράβηξε αμέσως μερικές γραμμές στο πίσω μέρος ενός εισιτηρίου τρένου. Σ’ εκείνον τον κήπο, με τους σερβιτόρους να τρέχουν πέρα δώθε, κάτω από τις μελωδίες της ορχήστρας του κήπου και ανάμεσα στους πολυπληθείς θαμώνες που γλεντούσαν, ο συνθέτης συνέθεσε την αθάνατη μελωδία. Για τον Μαξιμίλιαν αυτό ήταν μεγάλη ατυχία. Το έργο που προσπαθούσε να συνθέσει θα συγκρινόταν, χωρίς να το επιδιώκει, με αυτό του Σούμπερτ· και το αποτέλεσμα, φυσικά, δεν θα ήταν ευνοϊκό για τον λέκτορα. Μολαταύτα, επέμενε ο τίτλος της σύνθεσης να είναι Σερενάτα. Τον λόγο δεν τον ήξερε ούτε ο ίδιος. Γιατί για παράδειγμα δεν ήταν “Σονάτα”, αλλά “Σερενάτα”; Στο κάτω κάτω δεν ήταν και η μοναδική μουσική φόρμα. Αναρωτιόταν και ο ίδιος· η μοναδική απάντηση που έβρισκε ήταν «Αυτό επιθυμεί η καρδιά μου!».

(Σε αυτό το σημείο πρέπει να παρέμβω ως Μ άγια. Διότι ο κόσμος που περιγράφει ο Μ αξιμίλιαν είναι τόσο ξένος που δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είναι πραγματικός. Αν δεν τα άκουγα από το στόμα ενός τόσο σεβάσμιου και πονεμένου ανθρώπου, θα τα προσπερνούσα χαρακτηρίζοντάς τα υπερβολές. Άνθρωποι που αυτοκτονούν εξαιτίας ενός μυθιστορήματος, νεαροί που σιγοκαίγονται με το όραμα της αγαπημένης, συνθέτες που συνθέτουν σε κήπους… Είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο στον σημερινό κόσμο, και είναι αστείο να σκεφτεί κανείς πως ο Αχμέτ, ο Ταρίκ και ο Κερέμ –όταν μεγαλώσει– θα έκαναν κάτι παρόμοιο. Ίσως και ο ρομαντισμός να είναι μεταδοτικός. Πάντως αυτή η κατάσταση μπορεί να εξηγηθεί μονάχα με τη χρονική περίοδο. Αυτό που ονομάζουν «το πνεύμα του καιρού».) Η μητέρα του Μαξιμίλιαν, η Αννελόρε, ήταν καλή πιανίστα. Εκείνες τις εποχές οι γονείς φρόντιζαν για τη μουσική εκπαίδευση των παιδιών τους. Έτσι και η Αννελόρε από παιδί πήρε μαθήματα πιάνου από τους καλύτερους δασκάλους. Ο Μαξιμίλιαν, ένα απόγευμα, έδωσε την παρτιτούρα της σύνθεσης που μόλις είχε τελειώσει στη μητέρα του και την παρακάλεσε να εκτελέσουν μαζί το έργο του. Για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα μητέρα και γιος έπαιξαν το μουσικό έργο. Μαζί έλυσαν μερικά προβλήματα ρυθμού και αρμονίας. Το βράδυ η Νάντια θα ερχόταν για δείπνο. Η ατμόσφαιρα ήταν καλή στο μακρύ τραπέζι. Απέφυγαν να μιλήσουν για την πολιτική και για την κλιμακούμενη ένταση στη χώρα. Φυσικά κανείς δεν αναφέρθηκε στο εβραϊκό ζήτημα. Μετά το φαγητό, όταν πέρασαν στο σαλόνι για καφέ, κάποια στιγμή η Αννελόρε είπε:

«Ο Μαξ συνέθεσε ένα πολύ ωραίο έργο». Ο Μαξ πρόσθεσε πως το πήρε απ’ το στόμα του, γιατί ήταν έτοιμος να την παρακαλέσει να το παίξουν μαζί. Η Αννελόρε κάθισε στο πιάνο· ο Μαξ έλεγξε αν το βιολί ήταν κουρδισμένο σύμφωνα με το πιάνο. Έπειτα άρχισαν να παίζουν. Μία συναρπαστική και αισθαντική μελωδία απλώθηκε στο σαλόνι. Κανείς δεν μιλούσε. Ο Άλμπερτ, ο πατέρας του Μαξ, απολάμβανε το έργο του γιου του. Η εικόνα της Νάντιας είχε πολύ ενδιαφέρον: Δάγκωνε συγκινημένη τα χείλη της για να μην κλάψει, το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο. Ανέπνεε με δυσκολία. Είχε βρεθεί στο κέντρο μιας συναισθηματικής φουρτούνας, αλλά με όλες της τις δυνάμεις προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της μπροστά στους ξένους ανθρώπους. Όταν η εκτέλεση τελείωσε, όλοι χειροκρότησαν. Μετά πήρε τον λόγο ο Μαξ. «Το πιθανότερο είναι πως κανένας μέχρι σήμερα δεν έκανε πρόταση γάμου με τη συνδρομή της μητέρας του, όμως εγώ θα το κάνω» είπε και στράφηκε προς τη Νάντια. «Νάντια, θα ήθελες να παντρευτούμε;» ρώτησε. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπόρεσε να το αντέξει η Νάντια. Σηκώθηκε, σκέπασε με τις παλάμες της το πρόσωπο για να μη φανούν τα δάκρυα που ξεπηδούσαν απ’ τα μάτια κι έτρεξε στον κήπο. Οι γονείς, έκπληκτοι μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός ενώπιον του οποίου τούς είχε φέρει ο γιος τους, δεν ήταν σε θέση να κάνουν κάτι άλλο παρά να παρακολουθήσουν τον Μαξ να τρέχει στον κήπο. Ο Μαξ πλησίασε τη Νάντια που στεκόταν κάτω από τη μισοφωτισμένη πέργκολα. Αγκάλιασε το κορμί της που συγκλονιζόταν απ’ το κλάμα. Η Νάντια ακούμπησε το

κεφάλι στον ώμο του. «Νάντια, μιλώ σοβαρά. Παντρέψου με» είπε. Μετά τη φίλησε γα πρώτη φορά στα χείλη. Το επόμενο βράδυ στο σπίτι των Βάγκνερ επικρατούσε βαριά σιωπή. Ο Μαξιμίλιαν καθόταν μόνος στην πολυθρόνα και άκουγε τους γονείς του να μιλούν λακωνικά. Δεν αντιδρούσε που εξέφραζαν την ανησυχία τους. Οι μεσήλικες γονείς του Μαξ, καθισμένοι σε πολυθρόνες τοποθετημένες κοντά η μία στην άλλη, εκδήλωναν τον προβληματισμό τους με τρόπο που δεν άφηνε αμφιβολία ότι η πρώτη προτεραιότητα ήταν η ευτυχία του παιδιού τους. Είχαν φιλελεύθερες ιδέες, ως εκ τούτου κατ’ αρχήν δεν είχαν αντίρρηση να παντρευτεί ο Μαξ μία Εβραία. «Ξέρω πόσο οδυνηρή θα ήταν για σένα η απόφαση να ακυρώσεις τον γάμο» έλεγε η μητέρα του. Στη συνέχεια έπεφτε άκρα σιωπή. «Ωστόσο» έλεγε ο Άλμπερτ παίρνοντας τον λόγο, «αν αναλογιστείς τα βάσανα που θα ζήσετε επί χρόνια σε περίπτωση που παντρευτείτε, ίσως αυτή η οδύνη να είναι προτιμότερη». Ο Μαξ δεν απαντούσε, λες και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να τελειώσει αυτή η συζήτηση. Αυτές οι στενόχωρες συζητήσεις εξακολούθησαν να γίνονται και τις επόμενες μέρες. Σε μία απ’ αυτές, ο Άλμπερτ προειδοποίησε τον γιο του: «Δεν θα αφήσουν ήσυχη τη γυναίκα σου, ούτε τους γονείς της· δεν θα χάσουν καμία ευκαιρία να την εκδικηθούν που παντρεύτηκε ένα μέλος της Άριας φυλής». Η γυναίκα του συμπλήρωσε αμέσως: «Είναι άγνωστο σε τι είδους χώρα θα ζήσουν τα παιδιά

σας. Ίσως σε όλη τους τη ζωή να κινδυνεύουν και να ζουν δυστυχισμένα». Εκείνο το βράδυ ο Μαξιμίλιαν για πρώτη φορά απάντησε στους γονείς του. «Θα παντρευτώ τη Νάντια. Χτες το βράδυ συμφώνησε κι εκείνη». Σαν να μούδιασε η γλώσσα της μητέρας του. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Έστρεψε το βλέμμα της στον Άλμπερτ για βοήθεια. Εκείνος, μετά από αυτή την πληροφορία, έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Έσκυψε, στήριξε τον αγκώνα στο γόνατο και το σαγόνι στην παλάμη και συνέχισε να σκέφτεται. Μετά, με μια απότομη κίνηση, σηκώθηκε από την πολυθρόνα. «Τότε δεν έχουμε παρά να ετοιμαστούμε για τον γάμο!» Η γυναίκα κοίταζε τον άντρα της με ορθάνοιχτα, γεμάτα απορία μάτια· ο Μαξ ξέσπασε σε γέλια. Όταν τον ακολούθησε κι ο πατέρας του, ο Μαξ γελούσε με χαχανητά. Στο τέλος έβαλε τα γέλια και η γυναίκα. Γέλασαν και οι τρεις με την καρδιά τους για αρκετή ώρα. «Το ήξερα ότι δεν επρόκειτο να αλλάξεις γνώμη» είπε η μητέρα του Μαξ με δάκρυα στα μάτια. «Διότι κι εσύ ένας Βάγκνερ είσαι. Τη γνωρίζω καλά αυτή την οικογένεια. Έτσι και βάλουν κάτι στο μυαλό τους…» Δεν ήταν σαφές αν έκλαιγε ή αν γελούσε. Ύ στερα από λίγο, ο Άλμπερτ τούς έκανε νεύμα να σταματήσουν. Για να έχουν βαρύτητα τα λόγια του, για λίγες στιγμές στάθηκε σιωπηλός και μετά ανακοίνωσε τον όρο που είχε στο μυαλό του: «Όμως θέλω να μετακομίσετε σε άλλη πόλη και να κρύψετε, στο μέτρο του δυνατού, ότι η Νάντια είναι

Εβραία. Κανείς δεν θα την υποπτευτεί εφόσον έχει το όνομα Βάγκνερ». Η πρόταση έγινε αποδεκτή αμέσως. Έπειτα επισκέφτηκαν την οικογένεια της Νάντιας. Ο ράφτης πατέρας της ήταν Εβραίος της Ρουμανίας. Έμεναν στην περιφέρεια της πόλης σ’ ένα διώροφο σπίτι-ερείπιο. Η οικογένεια της Νάντιας ζούσε στον επάνω όροφο. Στον κάτω όροφο, ο πατέρας της Νάντιας, ο Ισαάκ, είχε εργαστήριο όπου έκανε επιδιορθώσεις ρούχων. Στην πρόσοψη η επιγραφή του εργαστηρίου έγραφε “Σνάιντερ”. Μετά το μποϊκοτάρισμα κατά των εβραϊκών καταστημάτων, δεν ερχόταν πλέον πολύς κόσμος. Την απόφαση των παιδιών για τον γάμο τη δέχθηκαν λιγότερο με χαρά, και περισσότερο με ανησυχία. Ύ στερα από μερικές εβδομάδες, στον κήπο του αρχοντικού των Βάγκνερ τελέστηκε ο γάμος σύμφωνα με την παράδοση των καθολικών. Όταν τελείωσε η τελετή κι έφυγε ο καθολικός ιερέας και ο πολύς κόσμος, οι δύο οικογένειες τέλεσαν τον γάμο και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εβραϊκής παράδοσης. Η Νάντια και ο Μαξιμίλιαν στάθηκαν κάτω από το “χούπα”. Οι γονείς ευλόγησαν σύμφωνα με τις εβραϊκές επιταγές τα ποτήρια με κρασί του ζευγαριού, έχυσαν λίγο κρασί και μετά έσπασαν τα ποτήρια. Διάβασαν αποσπάσματα από τις Γραφές, φόρεσαν “κίππα”, ανέγνωσαν “κετούμπα” και τις “Επτά προσευχές”. Μετά απ’ όλα αυτά, όταν ο γαμπρός σηκώθηκε όρθιος, οι υπόλοιποι κατάλαβαν πως κάτι σημαντικό ήθελε να ανακοινώσει. Κάτω από τα όλο ενδιαφέρον βλέμματα των παρισταμένων, ο Μαξιμίλιαν πήρε στα χέρια του το βιολί. Η

Αννελόρε πήρε τη θέση της μπροστά στο πιάνο, το οποίο είχαν φροντίσει να μεταφέρουν στον κήπο. Πάνω στις δύο άκρες του πιάνου έκαιγαν κεριά μέσα σε κηροπήγια. Καθώς ο Μαξιμίλιαν έπαιζε τη μελωδία με τη συνοδεία της Αννελόρε, αστραφτερά δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της Νάντιας. Όταν τελείωσε η μουσική, ο Μαξιμίλιαν περίμενε λίγο ώσπου να κοπάσει το χειροκρότημα και μετά ανακοίνωσε το όνομα του έργου. «“Σερενάτα για τη Νάντια”!» Ένας τέτοιος γάμος ήταν σπάνιο φαινόμενο στις συνθήκες του ναζιστικού καθεστώτος. Η οικογένεια της Νάντιας ήταν κατενθουσιασμένη. Η οικογένεια Βάγκνερ, γνήσιοι καθολικοί, συμπεριφέρθηκαν με κατανόηση και συναίνεσαν σε όλα. Επειδή οι Εβραίοι εδώ και αιώνες ζούσαν υπό διωγμό, οι γονείς της Νάντιας της είχαν δώσει κι ένα όνομα που ήταν συνάμα χριστιανικό: Καταρίνα. Οι νεόνυμφοι δήλωσαν ότι από δω και στο εξής η Νάντια θα χρησιμοποιεί το όνομα αυτό. Έπειτα από ένα σύντομο διάστημα, ο Μαξιμίλιαν άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, οπότε το ζευγάρι μετακόμισε σ’ αυτή την πανέμορφη πόλη. Σύντομα άρχισαν να ζουν μια χαρούμενη ζωή. Το “Καταρίνα Βάγκνερ” ήταν ένα ωραίο γερμανικό ονοματεπώνυμο. Στο πανεπιστήμιο όπου εργαζόταν τώρα ο Μαξιμίλιαν δεν υπήρχαν καθόλου Εβραίοι καθηγητές. Αλλά και στο προηγούμενο δεν είχε μείνει κανένας Εβραίος. Μερικοί φίλοι του Μαξ είχαν μεταναστεύσει στην Ιστανμπούλ. Τα γράμματα που του έστελναν διά μέσου της Μασσαλίας, και τα οποία έφταναν μετά από μήνες, ήταν γεμάτα από καλές

εντυπώσεις για την πόλη και φαίνονταν ευχαριστημένοι απ’ την καινούρια τους ζωή. Το νεαρό ζευγάρι έχαιρε εκτίμησης ως κύριος και κυρία Βάγκνερ. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν έτσι, ωστόσο τις νύχτες συζητούσαν μεταξύ τους για τους φόβους και τις έγνοιες που προκαλούσε η κατάσταση της χώρας. Τους φαινόταν απίστευτο ότι η κατάσταση είχε χειροτερέψει τόσο πολύ. Είχαν κι εκείνοι γελαστεί, όπως πολλοί άλλοι. Το Τρίτο Ράιχ δεν κατέρρευσε μέσα σε μερικά χρόνια, αντιθέτως ολοένα και ισχυροποιούνταν. Πότε πότε άκουγαν ότι οι ναζιστές μετέφεραν τους Εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο μεταξύ, με μια ξαφνική απόφαση του πατέρα της, η οικογένεια της Νάντιας μετανάστευσε άρον άρον στη Ρουμανία. Ο Μαξ και η Νάντια χάρηκαν για την είδηση. Τουλάχιστον είχαν σώσει τις ζωές τους. Κινήθηκαν γρήγορα και δίχως να πληροφορήσουν κανέναν. Οι Ναζί υποστήριζαν δίχως προσχήματα την απάνθρωπη πολιτική τους. Διότι η πλειονότητα των υποστηρικτών τους τους υποστήριζε ενσυνείδητα, ήξερε τι σημαίνει ναζισμός και ενέκρινε τις πράξεις τους. Στο μεταξύ άρχισαν να ακούγονται εδώ κι εκεί ελάχιστες φωνές που επέκριναν τους ναζιστές, οι οποίοι, με διάφορες κατ’ επίφαση δημοκρατικές μεθόδους εφαρμοσμένες με μαεστρία, εξουδετέρωναν τις αντιπολιτευτικές κινήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η είδηση για μια απόπειρα δολοφονίας που έφτασε απ’ το Παρίσι άλειψε βούτυρο στο ψωμί των ναζιστών. Ένας δεκαεπτάχρονος νεαρός Πολωνός χτύπησε έναν υπάλληλο της γερμανικής πρεσβείας για να εκδικηθεί τη δολοφονία των γονιών του.

Το επεισόδιο αυτό παρουσιάστηκε ως επίθεση των Εβραίων κατά των Ναζί. Δημιούργησαν τεχνητή ένταση. Έφεραν στην επικαιρότητα ζητήματα όπως επιθέσεις κατά της γερμανικής φυλής. Τέτοιου είδους επιθέσεις έπρεπε να συντριβούν. Η κοινωνική έκρηξη, την οποία φοβόντουσαν ο Μαξιμίλιαν και η Καταρίνα που παρακολουθούσαν με ανησυχία τις εξελίξεις, ξέσπασε τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1938. Η μεγάλη αναταραχή που διήρκεσε μέχρι τα μεσημέρι της επόμενης μέρας πέρασε στην ιστορία ως μία ημέρα ντροπής για τη Γερμανία, αλλά και για την ανθρωπότητα. Σε σειρά επιθέσεων χιλιάδες εβραϊκά καταστήματα λεηλατήθηκαν, ενενήντα ένας άνθρωποι δολοφονήθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Η βραδιά της αναταραχής ονομάστηκε “Νύχτα των Κρυστάλλων” από τα σπασμένα γυαλιά που αντανακλούσαν τις φλόγες των αμέτρητων πυρκαγιών. Τότε κατέστρεψαν και συναγωγές, σύλησαν τάφους. Ένα βράδυ ο καθηγητής Μαξιμίλιαν Βάγκνερ κρατώντας απ’ το χέρι την ντυμένη με βραδινό φόρεμα κομψή γυναίκα του προχωρούσε προς το πανεπιστήμιο. «Αγάπη μου, ακόμη και τώρα, αν θέλεις, μπορείς να αλλάξεις γνώμη. Αν επιθυμείς. γυρίζουμε σπίτι». «Αχ, Μαξ. Αυτήν τη φορά πρέπει να είμαι παρούσα. Ακόμη κι εσύ προχθές είπες ότι πολύ λίγες φορές πήρα μέρος σ’ αυτές τις τελετές. Θα μας είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε γιατί δεν συμμετείχα σε μια τελετή που αφορούσε εσένα τον ίδιο».

Ο καθηγητής Βάγκνερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στον κύκλο των πανεπιστημιακών. Σε σύντομο διάστημα ανήλθε στη βαθμίδα του αναπληρωτή και μετά του καθηγητή. Οι δυνατότητες που του παρείχε το πανεπιστήμιο διευρύνονταν διαρκώς. Η αναβάθμιση κάποιου μέλους του διδακτικού προσωπικού ή η όποια επιτυχία έδινε την ευκαιρία για συγκέντρωση, διασκέδαση κι εορτασμό με σαμπάνια. Εκείνο το βράδυ συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την επιτυχία που είχε η δημοσίευση μιας επιστημονικής μελέτης του Βάγκνερ. Στις δεξιώσεις αυτού του είδους συνήθως οι καλεσμένοι αντάλλασσαν χαιρετισμούς και φιλοφρονήσεις. Η κυρία που ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση της δεξίωσης ανέβηκε στο βήμα για να αναφερθεί με συντομία στην αιτία της συνάντησης. Μετά κάλεσε στο βήμα τον πρύτανη. Ο πρύτανης στην αρχή είπε τα τυπικά που λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, και στη συνέχεια έδωσε πληροφορίες για τις εργασίες του καθηγητή Μαξιμίλιαν Βάγκνερ. Προς το τέλος της ομιλίας, ύψωσε τη φωνή του με τρόπο που ήθελε να δείξει πως αυτό απαιτούσε ο κανόνας. Προσπαθώντας να φανεί συγκινημένος, μίλησε για τα επιτεύγματα των Γερμανών επιστημόνων. Συνεχάρη τον καθηγητή Μαξιμίλιαν Βάγκνερ ως υπόδειγμα καθηγητή. Εκείνην τη στιγμή ο σερβιτόρος που περίμενε στο κέντρο της αίθουσας άνοιξε με θόρυβο τη σαμπάνια. Αμέσως ξέσπασαν τα χειροκροτήματα. Ο πρύτανης κατέβηκε απ’ το βήμα και άρχισε να δοκιμάζει το ποτό του με τους υπόλοιπους καθηγητές. Όλοι οι παριστάμενοι πλησίαζαν τον Βάγκνερ για να τον

συγχαρούν. Η υπεύθυνη για τη δεξίωση κυρία ανέβηκε πάλι στο βήμα για να κάνει την αποχαιρετιστήρια ομιλία. Διάβασε το μήνυμα που είχε στείλει το Υπουργείο Παιδείας. Μόλις τελείωσε η ανάγνωση του μηνύματος, οι παριστάμενοι τίναξαν ψηλά το δεξί τους χέρι και φώναξαν όλοι μαζί «Heil Hitler!». Η Καταρίνα αγχώθηκε. Άραγε να είχε προσέξει κάποιος ότι εκείνη δεν σήκωσε το χέρι της; Εξάλλου, τον τελευταίο καιρό κάποιες διαδόσεις είχαν φτάσει ως τα αυτιά τους. Στο μεταξύ, η γυναίκα στο βήμα επανέλαβε ορισμένες λέξεις του μηνύματος. Οι καλεσμένοι πήραν ξανά το ποτήρι στο αριστερό χέρι, σήκωσαν το δεξί και, χωρίς να συγχρονιστούν, φώναξαν «Heil Hitler!». Αυτήν τη φορά και η Καταρίνα τίναξε απότομα ψηλά το χέρι της. Τόσο απότομα που ένιωσε πόνο στον ώμο. Φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη: «Heil Hitler!». Λύγισε το μπράτσο από τον αγκώνα και πλησίασε το χέρι προς το στήθος. Τίναξε ξανά, ακόμη πιο απότομα, το χέρι της και φώναξε τόσο δυνατά που αυτήν τη φορά πόνεσε ο λαιμός της: «Heil Hitler!». Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Ο Μαξιμίλιαν Βάγκνερ πλησίασε τη γεμάτη ένταση γυναίκα του που έτρεμε ελαφρά. Έπιασε μαλακά το μπράτσο της και το χαμήλωσε. Την αγκάλιασε από τους ώμους και την κατηύθυνε προς την πόρτα. Έφυγαν χωρίς να αποχαιρετήσουν κανέναν. Οι παρευρισκόμενοι έδειξαν κατανόηση για το ότι το ζευγάρι έφυγε χωρίς να αποχαιρετήσει. Κατανοούσαν τη συγκίνηση

και ακόμη περισσότερο τα συναισθήματα υπερηφάνειας της Γερμανίδας συζύγου για τον επιτυχημένο σύζυγό της. Αυτά συζητούσαν χαμογελαστοί οι καλεσμένοι κοιτάζοντας από πίσω το ζευγάρι που απομακρυνόταν. Όταν έφτασαν σπίτι, μίλησε πρώτη η Νάντια: «Με συγχωρείς, αγάπη μου». Ο Μαξ έσκυψε και φίλησε στοργικά το υγρό μάγουλο της Νάντιας. Κάποια άλλη μέρα, ο Μαξ ήρθε στο σπίτι κρατώντας ένα ψωμί και μία εφημερίδα. Φίλησε τη γυναίκα του που τον υποδέχθηκε στην πόρτα. Αφού άφησαν το ψωμί στην κουζίνα, πέρασαν στο πίσω δωμάτιο. Το δωμάτιο αυτό ήταν το πιο απομακρυσμένο από το διπλανό διαμέρισμα. Φρόντιζαν να βρίσκονται εδώ όταν τα βράδια κουβέντιαζαν διαβάζοντας εφημερίδα. Διάβασαν το κείμενο ενός αρθρογράφου που ισχυριζόταν ότι οι Εβραίοι μπορούν να αναγνωριστούν απ’ τη μυρωδιά τους. Γέλασαν πικρά για μια ακόμη φορά. Είχαν αποκτήσει τη συνήθεια να γελούν μετά από κάθε τέτοια είδηση και κάθε τέτοιο σχόλιο. Ο Μαξ ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα και κοίταξε με θαυμασμό και αγάπη τη γυναίκα του που διάβαζε εφημερίδα. Μετά έτεινε το χέρι και άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων τα μαλλιά της. Έπειτα, κατεβάζοντας αργά αργά το χέρι, χάιδεψε τον λαιμό της· στη συνέχεια έσκυψε το κεφάλι και τη φίλησε στον λαιμό. «Ίσως ο άνθρωπος να έχει δίκιο. Κι εγώ σε γνωρίζω απ’ τη μυρωδιά σου. Για μένα έχει και θεραπευτικές ιδιότητες». Η Νάντια τούτην τη φορά δεν γέλασε.

«Μαξ, ερευνούν τους γάμους των Εβραίων με τους Άριους» είπε. «Έχουν ήδη ξεκινήσει σε μερικές πόλεις». Συνέχισε με μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο. «Δεν θα μας αφήσουν να ζήσουμε πια εδώ». «Δεν ξέρω, γλυκιά μου. Πάντως στο πανεπιστήμιο δεν έχει ξεκινήσει κάποια τέτοια έρευνα. Εξάλλου, είμαστε απ’ αυτούς που εμπιστεύονται. Δεν υπάρχει κάποιος κίνδυνος προς το παρόν». Η Νάντια κράτησε με τα δυο χέρια το κεφάλι της που πονούσε. Ήξερε από τις συζητήσεις στα σπίτια, στις αγορές, απ’ τις συνομιλίες με άλλες γυναίκες ότι ο κίνδυνος αυξανόταν συνεχώς. Είχε συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας της συνεχώς την παρηγορούσε και παρουσίαζε τον κίνδυνο μικρότερο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε να της κρύψει το γεγονός ότι ο κλοιός στένευε κάθε μέρα που περνούσε. Η Νάντια άκουγε συχνά φήμες για ανθρώπους που έκρυβαν την ταυτότητά τους. Και όχι μόνο αυτό: κυκλοφορούσαν και ιστορίες για πολίτες που, ενώ πράγματι ήταν Γερμανοί, κατά λάθος τούς άρπαζαν απ’ τον γιακά και τους έριχναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η νέα γυναίκα δεν άντεχε άλλο. Δεν ήθελε να ζει έτσι. Η σκέψη ότι θα μπορούσε να ριχτεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της προκαλούσε φρίκη και μόνο επειδή θα αποχωριζόταν τον Μαξ. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ζούσε ούτε μία μέρα μακριά του. Το σημαντικότερο: διαισθανόταν ότι κι ο Μαξιμίλιαν δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνην· και, για να μη νιώσει ο άντρας της τον πόνο του χωρισμού, συμπεριφερόταν πολύ προσεκτικά για να μη συλληφθεί. Επιπλέον θα αποκτούσαν παιδί. Ήταν δύο μηνών έγκυος.

Οι φόβοι και οι έγνοιες πολλαπλασιάζονταν διαρκώς. Οι φίλοι τους από το πανεπιστήμιο σιγά σιγά απομακρύνονταν – πιθανώς κάτι να είχε φτάσει στα αυτιά τους. Όσο και αν ο Μαξ έλεγε «Είμαστε απ’ αυτούς που εμπιστεύονται», ήταν έκδηλο πως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Άλλωστε κανείς δεν εμπιστευόταν τον διπλανό του. Όλοι είχαν υποψίες. Την προηγούμενη μέρα ο πρύτανης ζήτησε από τον καθηγητή Βάγκνερ να δώσει “όρκο πίστης στον Χίτλερ” και εκείνος αρνήθηκε. Πλέον ήταν πολύ δύσκολο να βρουν ασφαλή στέγη στη Γερμανία. Αυτό το θέμα το συζητούσαν επί ώρες. Και οι δύο είχαν αντιληφτεί πως ήταν πια έτοιμοι να φύγουν. Ωστόσο, λες και ακόμη προσπαθούσαν να πάρουν την απόφαση, κάθονταν και το συζητούσαν ξανά και ξανά. Το ίδιο θέμα πριν από μερικές μέρες ο Μαξιμίλιαν το είχε συζητήσει και με τους γονείς του. Και εκείνοι είχαν τη γνώμη ότι το νεαρό ζευγάρι έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα. «Εντάξει, αλλά πού θα πάμε; Πού θα ζήσουμε;» ρώτησε μια μέρα η Νάντια. «Στην Ιστανμπούλ… Εκεί θα στήσουμε μια καινούρια ζωή. Έτσι κι αλλιώς εκεί έχουμε φίλους». Τις διαδικασίες έκδοσης διαβατηρίου και άδειας εξόδου από τη χώρα τις ανέλαβε ο πατέρας του Μαξιμίλιαν, ο οποίος γνώριζε ανθρώπους με διασυνδέσεις στο Βερολίνο. Το ζευγάρι πούλησε τα έπιπλά του σ’ έναν έμπορο, ο οποίος δεν τους γνώριζε και εμπορευόταν έπιπλα από δεύτερο χέρι στην άλλη άκρη της πόλης. Την επομένη ο καθηγητής Βάγκνερ υπέβαλε την παραίτησή του από το πανεπιστήμιο

για οικογενειακούς λόγους. Ένα Σάββατο επιβιβάστηκαν στο τρένο με προορισμό το Παρίσι. Η τελευταία ενέργεια του καθηγητή λίγο προτού ξεκινήσει το τρένο ήταν να ρίξει ένα γράμμα στο ταχυδρομικό κουτί του σταθμού. Με την επιστολή αυτή ο Μαξιμίλιαν απευθυνόταν στον πρύτανη. Η Νάντια προσπάθησε να τον αποτρέψει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο καθηγητής πίστευε ότι ήταν αναπόδραστο καθήκον του να συντάξει την ιστορικής σημασίας επιστολή. Στο γράμμα επέκρινε το Τρίτο Ράιχ, καταδίκαζε τη ρατσιστική πολιτική του Χίτλερ και σημείωνε ότι ένιωθε υπερήφανος για την Εβραία γυναίκα του. Καθώς το τρένο ξεκινούσε για το Παρίσι, το ζευγάρι έκανε σχέδια για το μέλλον του: Θα έμεναν μία εβδομάδα στο Παρίσι, μετά θα επιβιβάζονταν στο Simplon Orient Express για να ταξιδέψουν στην Ιστανμπούλ. Ζούσαν την ευτυχία μιας νέας αρχής. Αργότερα κάθισαν σ’ ένα τραπέζι του καλόγουστου εστιατορίου του τρένου, οι σερβιτόροι του οποίου φορούσαν παπιγιόν. «Στις ωραίες μέρες του μέλλοντος!» Ο Μαξιμίλιαν έπινε σαμπάνια. Ζούσαν τη δική τους γιορτή. Η Νάντια τον συνόδευε πίνοντας νερό. Ήταν έγκυος, επιπλέον τον τελευταίο καιρό είχε διαρκείς πονοκεφάλους, πιθανώς απ’ την ένταση. Το τρένο σταμάτησε στα σύνορα. Ο σταθμός ήταν κατάμεστος από Ναζί. Με τους αγκυλωτούς σταυρούς, τα πηλήκια με το ψηλό γείσο και τα δερμάτινα πανωφόρια τους θύμιζαν κοπάδι λύκων. Η Νάντια είχε πει πως λέγεται Καταρίνα στους συνταξιδιώτες με τους οποίους είχαν πιάσει κουβέντα. Σε

λίγο θα διέσχιζαν τα σύνορα και τότε θα έλεγε με υπερηφάνεια πως λέγεται Νάντια. Ο Μαξιμίλιαν έδωσε στους ελεγκτές τα διαβατήρια και τις άδειες εξόδου. Επειδή όλα ήταν σωστά, δεν είχε καθόλου άγχος. Ούτε καν γύρισε να κοιτάξει τον Ναζί ελεγκτή. Όπως περίμενε, ο βλοσυρός Ναζί σφράγισε τα διαβατήρια και τις άδειες και τις επέστρεψε. Μετά ευχήθηκε καλό ταξίδι και απομακρύνθηκε μαζί με τον συνάδελφό του που τον ακολουθούσε. Οι Ναζί δεν αμέλησαν να χαιρετήσουν τη “φράου Βάγκνερ” αγγίζοντας με το δάχτυλο το γείσο του πηλήκιού τους. Ίσως αυτοί να ήταν οι τελευταίοι Ναζί που θα έβλεπαν στη ζωή τους. Ήταν σίγουρο, πάντως, πως δεν θα τους νοσταλγούσαν. Οπότε, οι νεαροί ταξιδιώτες συνέχισαν την κουβέντα τους από κει που την είχαν αφήσει. Η Νάντια έτριβε τους κροτάφους της για να της περάσει ο πονοκέφαλος. Ο Μαξ γέμισε ένα ποτήρι νερό. «Αγάπη μου, πάρε το φάρμακό σου, προτού αυξηθεί ο πόνος». «Δεν το έχω μαζί μου. Έμεινε στη βαλίτσα. Θα πάω να το πάρω σε λίγο». «Κάθισε εσύ, θα το φέρω εγώ». Ο Μαξ σηκώθηκε και έτριψε λίγο κι εκείνος τους κροτάφους της γυναίκας του. «Θα δεις. Όταν φτάσουμε στην Ιστανμπούλ, θα περάσουν οι πονοκέφαλοί σου. Είμαι σίγουρος πως οι δύσκολες μέρες που πέρασες προκαλούν τους πονοκεφάλους». Άγγιξε τον ώμο της γυναίκας του σαν να της έλεγε “Περίμενε, έρχομαι” και απομακρύνθηκε. Η καμπίνα τους

ήταν τρία βαγόνια μπροστά. Επειδή το τρένο δεν προχωρούσε, το βάδισμα ήταν εύκολο. Όταν μπήκε στην καμπίνα, άνοιξε τη βαλίτσα και άρχισε να ψάχνει το φάρμακο. Εκείνην τη στιγμή το τρένο ξεκίνησε. Βρήκε το φάρμακο μέσα στην τσάντα της Νάντιας. Περπάτησε τρεκλίζοντας προς τα πίσω και επέστρεψε στο εστιατόριο. Κάθισε στο τραπέζι τους, όπου τα φαγητά και τα ποτά ήταν όπως τα άφησε. Η Νάντια δεν καθόταν στη θέση της, πιθανώς να είχε πάει στην τουαλέτα. Ήπιε μια γουλιά απ’ τη σαμπάνια του. Άφησε το φάρμακο δίπλα απ’ το ποτήρι με το νερό της Νάντιας. Το τρένο έτρεχε σχίζοντας το σκοτάδι της νύχτας. Τώρα που εγκατέλειψαν τη ναζιστική Γερμανία ο ήχος των τροχών του τρένου τού φάνηκε διαφορετικός, σαν να ήταν εύθυμος σκοπός. Πλέον βρίσκονταν σε γαλλικό έδαφος. Δεν θα επέστρεφαν στη Γερμανία αν πρώτα δεν κατέρρεε το ναζιστικό καθεστώς. Ο καθηγητής ήταν αποφασισμένος να προσφέρει στη Νάντια τη ζωή που της άξιζε: Μια ζωή γεμάτη ηρεμία και ευτυχία σε μια ουδέτερη χώρα. Ο Μαξ περίμενε, αλλά η Νάντια δεν εμφανιζόταν. Στο μεταξύ παρατήρησε τις κλεφτές ματιές των συνταξιδιωτών του και άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει. Αφού περίμενε λίγο ακόμη, προχώρησε προς το βάθος του βαγονιού όπου ήταν η τουαλέτα και χτύπησε την πόρτα. «Νάντια, είσαι καλά, αγάπη μου;» Έπειτα από κάποια δευτερόλεπτα άνοιξε η πόρτα και βγήκε από μέσα ένας κομψός κύριος με παπιγιόν. Μετά απ’ αυτό ο Μαξιμίλιαν απευθύνθηκε στον σερβιτόρο. «Θυμάστε την κυρία που καθόμασταν μαζί;» «Φυσικά, κύριε Βάγκνερ».

«Πού πήγε;» «Στα σύνορα ήρθε η Γκεστάπο και κατέβασε απ’ το τρένο την κυρία». «Τιιι;» «Μάλιστα, ακριβώς έτσι. Ήρθαν και πήραν τη φράου Βάγκνερ λίγο μετά την απομάκρυνσή σας». Έμοιαζε σαν να απολάμβανε κρυφά αυτά που έλεγε. Κάτω από την υποκριτική ευγένεια θα πρέπει να κρυβόταν κάποιος Ναζί, ο οποίος διασκέδαζε με την κατάσταση. «Δηλαδή, η σύζυγός μου έμεινε στη Γερμανία;» «Μάλιστα, κύριε Βάγκνερ. Ακριβώς έτσι». «Θέλω να γυρίσω πίσω». «Δεν μπορείτε. Απέχουμε πολύ από τον επόμενο σταθμό». Ο Μαξιμίλιαν γεμάτος φρίκη έτρεξε στον μηχανοδηγό. Όταν είδε ότι δεν είχε αποτέλεσμα παρ’ όλες τις παρακλήσεις του, έτρεξε στον διάδρομο και τράβηξε το χερούλι του σήματος κινδύνου. Το τρένο σταμάτησε απότομα κάνοντας να τσουλήσουν πολλά αντικείμενα στο εσωτερικό των βαγονιών. «Τι κάνετε, κύριε Βάγκνερ!» φώναξε ο μηχανοδηγός που έτρεξε κοντά του. «Σταματήσατε το τρένο μεσάνυχτα στη μέση των χωραφιών! Κι αν ακόμη κατέβετε εδώ, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα». Εκείνην τη στιγμή ο Μαξιμίλιαν είδε πίσω απ’ τον μηχανοδηγό τον γιατρό του τρένου, ο οποίος του βύθισε αστραπιαία στο μπράτσο, σαν να τον μαχαίρωνε, τη σύριγγα που κρατούσε στο χέρι. Ο γιατρός ήταν η τελευταία εικόνα που είδε ο καθηγητής εκείνο το βράδυ. Ένιωσε έναν πόνο στο χέρι και μετά έχασε τις αισθήσεις

του. Οι φωνές, η νευρική συμπεριφορά, το τράβηγμα του σήματος κινδύνου ήταν οι αιτίες που έκαναν τον μηχανοδηγό να διατάξει την αναισθητοποίηση του καθηγητή. Όταν ο Μαξιμίλιαν ανέκτησε τις αισθήσεις του, συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κουπέ του. Είχε πονοκέφαλο. Όταν προσπάθησε να σηκωθεί, διαπίστωσε ότι ήταν δεμένος με χειροπέδες στο κρεβάτι. Αυτά που είχαν συμβεί ήταν φοβερά, ήταν απίστευτα. Ο ίδιος βρισκόταν σε γαλλικό έδαφος, ενώ η Νάντια ήταν στα χέρια της Γκεστάπο. Ήθελε να επιστρέψει αμέσως. Έβαλε ξανά τις φωνές. Όταν άνοιξε η πόρτα του κουπέ, είδε τον υπάλληλο ασφαλείας του τρένου. «Ελευθερώστε με!» «Μην ανησυχείτε, θα σας ελευθερώσουμε στο Παρίσι» είπε ο υπάλληλος. «Επειδή θέσατε σε κίνδυνο την ασφάλεια του τρένου και των επιβατών, ασκήσαμε το νόμιμο δικαίωμά μας να σας αναισθητοποιήσουμε και να σας περάσουμε χειροπέδες». «Ελευθερώστε μεεε!» Μόλις αποβιβάστηκε στο Παρίσι, τηλεφώνησε στη Γερμανία. Όμως ο πατέρας του μιλούσε κάπως περίεργα. Μιλούσε στον Μαξ λες και ήταν κάποιος μακρινός φίλος και έδινε άσχετες απαντήσεις στα ερωτήματα του γιου του. «Τι λες, πατέρα. Δεν καταλαβαίνω». «Εντάξει, φίλε μου. Θα σου τηλεφωνήσω με την πρώτη ευκαιρία». «Πατέρα, είμαι στο Παρίσι. Κατάλαβες τι συνέβη στο τρένο;»

«Φυσικά, ναι, σύμφωνοι. Εντάξει, ας κάνουμε έτσι όπως λες. Εσύ πήγαινε εκεί καλύτερα. Ναι, εκεί είναι καλύτερα». «Πατέρα, μου λες να μην επιστρέψω; Μα, ούτως ή άλλως, δεν μπορώ. Έστειλα μια επιστολή στον πρύτανη…» «Η Γκεστάπο είναι εδώ!» είπε για μια στιγμή ψιθυριστά ο πατέρας του. Μετά συνέχισε στον κανονικό τόνο. «Μάλιστα, φίλε μου Κουρτ. Όταν φτάσεις εκεί, να μιλήσουμε, εντάξει;» «Καταλαβαίνω, πατέρα. Εντάξει, εγώ πηγαίνω στην Ιστανμπούλ. Πατέρα, βρες τη Νάντια! Σε ικετεύω!» Το μόνο που μπορούσε να κάνει στο Παρίσι ήταν να περιμένει το τρένο που θα τον πήγαινε ανατολικά. Ο Μαξ, με τα δάκρυα να κυλούν, κυκλοφόρησε άσκοπα στους άγνωστους δρόμους της πόλης ανάμεσα σε άγνωστο κόσμο. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δεν καθόταν πουθενά. Έλπιζε πως, αν κουραζόταν πολύ, ίσως να τον έπαιρνε ο ύπνος στο τρένο ώστε να φτάσει σώος, χωρίς να τρελαθεί, στην Ιστανμπούλ. Έπρεπε να ζήσει· ήταν υποχρεωμένος να ζήσει για τη Νάντια. Στον σιδηροδρομικό σταθμό Σίρκετζι της Ιστανμπούλ μία ομάδα Εβραίων περίμενε έναν ταξιδιώτη που θα κατέβαινε απ’ το τρένο. Η είδηση της έλευσης του καθηγητή Βάγκνερ είχε φτάσει στην πόλη πριν από κείνον. Οι φίλοι του είχαν τρέξει στον σταθμό για να τον υποδεχθούν. Παρότι ήξεραν ότι απ’ το τρένο θα κατέβαινε ένας κουρασμένος και πονεμένος άνθρωπος, η εικόνα που είδαν τους συγκλόνισε. Ο Μαξιμίλιαν, μέχρι να φτάσει στην Ιστανμπούλ, είχε μετατραπεί σε ζωντανό-νεκρό. Οι κινήσεις των ανθρώπων που τον περίμεναν βάρυναν

λες και βρίσκονταν σε κηδεία. Απέναντι απ’ τον ταξιδιώτη σχηματίστηκε μια μικρή ουρά. Σε πένθιμο κλίμα όλοι τον αγκάλιασαν και τον καλωσόρισαν. Ο καθηγητής ήταν αποφασισμένος να σώσει με κάθε τρόπο τη Νάντια. Ακόμη και με τίμημα τη ζωή του. Εάν αυτό θα ωφελούσε, ήταν έτοιμος να επιστρέψει στη Γερμανία. Θα αυτοθυσιαζόταν σκοτώνοντας τον Χίτλερ. Εξάλλου, τις νύχτες σκότωνε τον Χίτλερ, κάθε φορά μ’ έναν άλλον τρόπο. Δεν μίλησαν καθόλου γι’ αυτά. Ο Μαξιμίλιαν δεν τους διηγήθηκε τίποτα. Δεν χρειαζόταν, όλα ήταν ολοφάνερα. Οι γνωστοί του καθηγητή έμεναν στην παραλία της περιοχής Μπέμπεκ. Στην αρχή τον εγκατέστησαν στο ξενοδοχείο Πέρα Παλάς. Μετά από μερικές μέρες, νοίκιασαν ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο πανεπιστήμιο. Δεν χρειαζόταν μεγάλο σπίτι μέχρι να έρθει η Νάντια. Ο Μαξιμίλιαν τοποθέτησε πρώτα τα πράγματα της Νάντιας στο διαμέρισμα. Άνοιξε τη βαλίτσα της, σιδέρωσε τα ρούχα της και προσεκτικά τα κρέμασε στην ντουλάπα. Τοποθέτησε στη θέση τους τα παπούτσια της. Μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας έβαλε τα αρώματα και τις κρέμες της. Ακόμη κι εκείνο το γρουσούζικο φάρμακο το έβαλε στο κομοδίνο του κρεβατιού, από την πλευρά που προοριζόταν να κοιμηθεί η Νάντια. Στους τοίχους κρέμασε τα κάδρα με τις φωτογραφίες του γάμου τους και άλλες, στις οποίες εμφανίζονταν οι δυο τους. Όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που έλειπε ήταν η Νάντια. Ο Μαξιμίλιαν αφενός πηγαινοερχόταν στο πανεπιστήμιο σαν ρομπότ παραδίδοντας μαθήματα, αφετέρου μάθαινε τουρκικά. Η προσοχή του ήταν εστιασμένη στο να μάθει

πού βρισκόταν η Νάντια, ωστόσο, στις συνθήκες εκείνες, αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Το κάθε γράμμα, αφού περνούσε από λογοκρισία, έφτανε στα χέρια του παραλήπτη μετά από έξι περίπου μήνες. Ο πατέρας του Μαξιμίλιαν, παρ’ όλες τις γνωριμίες του, αδυνατούσε να εντοπίσει τη νύφη του. Από την άλλη, η Εβραία νύφη κλόνιζε την κοινωνική τους θέση θέτοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο. Στο μεταξύ, δεν ήταν δυνατό ο καθηγητής Βάγκνερ να επικοινωνεί με τους παλιούς και νέους φίλους του στην Ιστανμπούλ συζητώντας μονάχα για τη Νάντια. Στον κόσμο επικρατούσαν οι ειδήσεις για τον πόλεμο. Όλους τούς απασχολούσε η έκβαση του πολέμου. Η Τουρκία διατήρησε την ουδετερότητά της σ’ αυτόν τον πόλεμο. Η προσοχή της ήταν εστιασμένη στη διατήρηση των καλών σχέσεων με όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας. Στη θέση του Ατατούρκ που πέθανε την επομένη της “Νύχτας των Κρυστάλλων”, εκλέχτηκε πρόεδρος ο Ισμέτ Ινονού, ο οποίος έκλεινε τα αυτιά στις παραινέσεις του Τσόρτσιλ για είσοδο στον πόλεμο και προσπαθούσε επίμονα να κρατήσει τη χώρα μακριά απ’ τις πολεμικές συγκρούσεις. Παρ’ όλα αυτά, στον Τύπο και στους πολιτικούς κύκλους, ακόμη και στην κυβέρνηση, υπήρχαν άνθρωποι που θαύμαζαν τους Γερμανούς. Όσο έφταναν ειδήσεις νίκης των χιτλερικών στρατευμάτων, στην Άγκυρα οι βουλευτές αγκαλιάζονταν και θριαμβολογούσαν υπέρ του Χίτλερ λες και ήταν τα δικά τους στρατεύματα. Η Τουρκία προμήθευε τη Γερμανία με χρώμιο, στοιχείο

αναγκαίο για την παραγωγή όπλων. Στην Ιστανμπούλ είχε ιδρυθεί ένα Γερμανικό Γραφείο Πληροφόρησης. Το Γραφείο υποστήριζε τις γερμανικές θέσεις με επιτυχία. Ο Μαξιμίλιαν και οι φίλοι του ζούσαν εξοστρακισμένοι από τη γερμανική κοινότητα της Ιστανμπούλ. Η γερμανική κοινότητα συγκεντρωνόταν στο Teutonia Haus και οργάνωνε πάρτι στον κήπο του ξενοδοχείου Ταράμπγια* Οτέλ. Ο Μαξιμίλιαν και η παρέα του δεν είχαν καμία θέση σ’ αυτές τις συναθροίσεις. Και όχι μόνο, αλλά η γερμανική κυβέρνηση πίεζε την τουρκική να τους στείλει πίσω στη Γερμανία. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε στείλει στην Τουρκία ειδικό απεσταλμένο για να συντάξει έκθεση για τους καθηγητές και να ασκήσει πιέσεις προς την τουρκική κυβέρνηση. Ο Σκούρλα! Ήταν περίεργος άνθρωπος αυτός ο Σκούρλα. Μολονότι η ζωή κυλούσε στο πανεπιστήμιο και στα εντευκτήρια με συζητήσεις για διάφορα θέματα, τον Μαξιμίλιαν στην πραγματικότητα τον απασχολούσε μονάχα ένα και μοναδικό: να βρει τη Νάντια. Οι προσπάθειές του προς αυτόν τον σκοπό τον οδήγησαν στο Νοτρ Νταμ ντε Σιόν. Αυτό ήταν ένα από τα πιο γνωστά σχολεία της Ιστανμπούλ. Το σχολείο, στο οποίο η εκπαίδευση γινόταν στα γαλλικά, στεγαζόταν σ’ ένα από τα ωραία παλιά κτίρια του οικοδομικού συγκροτήματος στο Χάρμπιγιε που ανήκε στη γαλλική κοινότητα. Ο Μαξιμίλιαν είχε φίλους οι οποίοι ήταν απόφοιτοι του σχολείου αυτού. Μία φορά είχε παραβρεθεί και σ’ έναν γάμο που έγινε στην εκκλησία Σεντ

Εσπρί που βρισκόταν στον κήπο του σχολείου. Ο Μαξιμίλιαν είχε προσέξει ότι σ’ εκείνη την υπέροχη εκκλησία, ενώ υπήρχαν πάρα πολλές εικόνες της Παναγίας, υπήρχαν ελάχιστες που απεικόνιζαν τον Χριστό. Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει νωρίτερα τον Μαξιμίλιαν, γι’ αυτό γνώριζε την εξήγηση. Στη πραγματικότητα οι ιδρυτές αυτού του σχολείου ήταν Εβραίοι. Ένας Εβραίος ονόματι Τεοντόρ Ρατισμπόν μελετώντας φιλοσοφία κατέληξε να ασπαστεί τον χριστιανισμό. Χρίστηκε ιερέας και το 1850 ίδρυσε το σχολείο Νοτρ Νταμ ντε Σιόν. Επειδή θεωρούσε ότι χρωστά την ύπαρξή του στην Παναγία, ονόμασε την αδελφότητα “Νοτρ Νταμ ντε Σιόν”. Το μήνυμά τους ήταν “Μία καρδιά, ένα πνεύμα”. Γι’ αυτόν τον λόγο στέκονταν κοντά στους Εβραίους. Άλλωστε και ο Μαξιμίλιαν είχε πάει εκεί ακριβώς επειδή είχε ακούσει ότι βοηθούσαν τους Εβραίους που είχαν βρεθεί σε δυσχερή θέση εξαιτίας του πολέμου. Βρήκε τα μέλη της αδελφότητας και τους διηγήθηκε όλη την ιστορία. Στενοχωρήθηκαν πολύ, είπαν πως θα προσευχηθούν για τη Νάντια. Ωστόσο, δήλωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να κάνουν κάτι για τη Νάντια. Την ώρα που τους αποχαιρετούσε απελπισμένος, άκουσε την ηγουμένη να του λέει: «Μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να σας βοηθήσει, κύριε Βάγκνερ. Ο πατέρας Ρονκάλλι». Ο καθηγητής Βάγκνερ άρχισε να ζει μέρες γεμάτες άγχος. Στην αρχή ερεύνησε ποιος είναι ο πατέρας Ρονκάλλι. Απ’ ό,τι είπε η ηγουμένη, ήταν ο ανεπίσημος εκπρόσωπος του Βατικανού στην Ιστανμπούλ. Επειδή η Τουρκία δεν είχε

επίσημες σχέσεις με το Βατικανό, ο Άντζελο Ρονκάλλι εκπροσωπούσε ανεπίσημα τον Πάπα. Ο πατέρας Ρονκάλλι είχε κερδίσει τη συμπάθεια των Τούρκων, είχε δημιουργήσει καλές φιλίες και με την παρότρυνσή του ορισμένες προσευχές διαβάζονταν και στα τουρκικά. Στο μέλλον ο πατέρας Ρονκάλλι θα γινόταν πολύ γνωστός. Με το όνομα Ιωάννης ο 23ος θα γινόταν πάπας. Στην Ιταλία θα ονομαζόταν “ο καλός πάπας” και μετά τον θάνατό του θα ανακηρυσσόταν άγιος. Στην Ιστανμπούλ εμφανίστηκαν ορισμένοι που υποστήριζαν ότι υπήρξαν μάρτυρες στη θεραπεία αναπήρων από τον μελλοντικό πάπα Ιωάννη. Ο Μαξιμίλιαν, με τις έρευνες που έκανε, έμαθε ότι ο πατέρας Ρονκάλλι ήταν καλόκαρδος άνθρωπος. Επίσης έκπληκτος διάβασε ότι, επειδή ο πατέρας Ρονκάλλι πίστευε στην αδελφοσύνη των ανθρώπων, αγαπούσε τους προτεστάντες και τους Εβραίους, αποδεχόταν τον ισλαμισμό, πρέσβευε ότι στον δρόμο προς τον Θεό όλες οι θρησκείες είναι ίδιες. Ωστόσο, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τον Μαξιμίλιαν ήταν το γεγονός ότι ο πατέρας Ρονκάλλι, συνεργαζόμενος με τον Φον Πάπεν, έσωσε τη ζωή πολλών Εβραίων στην περιοχή των Βαλκανίων. Η συνεργασία με τον Φον Πάπεν τού είχε φανεί περίεργη, ωστόσο δεν είχε καμία αμφιβολία για το ότι η πληροφορία ήταν έγκυρη. Ο Φον Πάπεν ήταν ο πρέσβης της ναζιστικής Γερμανίας στην Άγκυρα. Το 1932 διετέλεσε πρωθυπουργός της χώρας. Το 1933 ήταν εκείνος που συμβούλευσε τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ να χρίσει καγκελάριο τον Αδόλφο

Χίτλερ. Τότε ο ίδιος έγινε αντικαγκελάριος. Όμως αργότερα ο Χίτλερ εξουδετέρωσε κι εκείνον και τους οπαδούς του. Ο Φον Πάπεν διορίστηκε πρώτα πρέσβης στην Αυστρία και βοήθησε στην προσάρτηση της χώρας από τη Γερμανία. Στη συνέχεια επεδίωξε να διοριστεί στην Άγκυρα· όμως, επειδή ο Ατατούρκ είχε αντιρρήσεις, δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του. Ο Ατατούρκ είχε αντιρρήσεις για τον διορισμό του Φον Πάπεν επειδή τον είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, τότε που ο οθωμανικός στρατός τελούσε υπό γερμανική διοίκηση. Τον θεωρούσε αναξιόπιστο. Αντιθέτως, ο Ατατούρκ συμπαθούσε πολύ τον πατέρα Ρονκάλλι. Μετά τον θάνατο του Ατατούρκ το 1938, ο Φον Πάπεν έφτασε στην Άγκυρα ως πρέσβης της Γερμανίας. Εκείνην τη χρονική περίοδο η μεγαλύτερη επιθυμία του Χίτλερ ήταν να εμποδίσει την Τουρκία να πάρει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και, εάν ήταν δυνατό, να εξασφαλίσει τη συμφωνία της τουρκικής κυβέρνησης για από κοινού επίθεση στη Σοβιετική Ένωση. Ο πρέσβης είχε και τη μυστική αποστολή να δημιουργήσει καλές σχέσεις με τις αραβικές χώρες. Ωστόσο, παραδόξως, ο Φον Πάπεν συνεργάστηκε με τον πατέρα Ρονκάλλι για να σώσει Εβραίους. Κυκλοφορούσαν φήμες σύμφωνα με τις οποίες είχαν σώσει τη ζωή είκοσι τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων. Ο Μαξιμίλιαν δεν μπορούσε να καταλάβει το κίνητρο του Γερμανού πρέσβη. Και όμως είχε διασταυρώσει από διαφορετικές πηγές την ακρίβεια της πληροφορίας. Γι’ αυτό αργότερα, μετά τον πόλεμο, όταν ο καθηγητής καθώς παρακολουθούσε από τον Τύπο την πορεία της

δίκης της Νυρεμβέργης διάβασε μια μέρα πως ο Φον Πάπεν αθωώθηκε, δεν απόρησε καθόλου. Ο πατέρας Ρονκάλλι είχε καταθέσει υπέρ του. Ο Μαξιμίλιαν μία μέρα ζήτησε να συναντήσει τον πατέρα Ρονκάλλι. Τον συνάντησε σ’ ένα μεγαλοπρεπές κτίριο στο Χάρμπιγιε. Ο πατέρας ήταν ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με στρογγυλό πρόσωπο και χαρακτηριστικά μεσογειακού τύπου. Ήταν ντυμένος στα λευκά. Είχε ήρεμους τρόπους που σαγήνευαν τον συνομιλητή και μάτια που εξέπεμπαν στοργή και μαρτυρούσαν ότι ο πατέρας ήταν ουμανιστής. Ο καθηγητής τού διηγήθηκε λεπτομερώς τα όσα έζησε τον τελευταίο καιρό. «Είμαι ένας καθολικός Γερμανός, πατέρα» είπε. «Η γυναίκα μου είναι Εβραία και έτοιμη να γεννήσει. Αλλά δεν γνωρίζω κάτω από ποιες συνθήκες ζει ή, έστω, αν ζει. Στο όνομα του Θεού, της Παναγίας, του Χριστού… Στο όνομα της αδελφοσύνης της ανθρωπότητας, σας ικετεύω. Βοηθήστε με. Κοντεύω να τρελαθώ». Ο πατέρας Ρονκάλλι ακούμπησε το χέρι του πάνω σε αυτό το Μαξιμίλιαν. «Σε καταλαβαίνω, παιδί μου» είπε. «Καταλαβαίνω τον πόνο σου, γι’ αυτό θα κάνω ό,τι μπορώ για σένα». Μετά, σε ήπιο τόνο και χαμηλόφωνα, του διηγήθηκε ότι με τη βοήθεια κάποιων ιερωμένων, διερμηνέων και εμπόρων έδωσε πιστοποιητικά χριστιανικής βάπτισης σε αρκετούς Εβραίους και ότι, χάρη σ’ αυτά τα πιστοποιητικά, σώθηκαν χιλιάδες ζωές. Ο καθηγητής, φανερά συγκινημένος, δεν μπορούσε να

μείνει στο κάθισμά του από την ένταση. Σηκωνόταν, έκανε δυο βήματα, ξανακαθόταν, κοίταζε κατάματα τον ιερωμένο, έπιανε το χέρι του, ξανασηκωνόταν. Είχε παραδεχθεί ότι η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ο πατέρας ήταν αποτελεσματική. Διότι κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την πίστη ενός ανθρώπου που αποδεικνυόταν με πιστοποιητικό του Βατικανού. «Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για να γίνει αυτό» συμπλήρωσε ο πατέρας Ρονκάλλι. «Πρώτον, πρέπει να μάθετε πού βρίσκεται η σύζυγός σας. Δεύτερον, θα βρείτε τον τρόπο να παραδώσετε το πιστοποιητικό στη συμβία σας. Αδυνατώ να κάνω αυτά τα δύο εγώ ο ίδιος. Βέβαια, υπάρχει και το ζήτημα εάν η σύζυγός σας θα δεχθεί το πιστοποιητικό». «Μα γιατί να μην το δεχθεί, πατέρα;» «Διότι μερικοί Εβραίοι προτιμούν τον θάνατο αντί του πιστοποιητικού χριστιανικής βάπτισης». «Δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, πατέρα. Η Νάντια θα δεχθεί ασμένως το πιστοποιητικό. Είναι λογική γυναίκα. Θα συλλογιστεί το παιδί της κι εμένα. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου δίνατε το πιστοποιητικό». Αντίθετα με τις νευρικές κινήσεις του Μαξιμίλιαν, ο ιερωμένος μιλούσε αργά και ήρεμα. «Όμως, προσέξτε: όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας!» προειδοποίησε χαμηλόφωνα. «Αλλιώς οι ζωές των ανθρώπων που προσπαθούμε να σώσουμε θα τεθούν σε μεγάλο κίνδυνο». Ο Μαξιμίλιαν ορκίστηκε ότι δεν θα μιλούσε σε κανέναν για το θέμα. Έπειτα και οι δύο μαζί πήγαν στον κάτω όροφο. Εκεί ο Ρονκάλλι έδωσε οδηγίες σε έναν υπάλληλο. Εκείνος,

αφού ζήτησε τα στοιχεία ταυτότητας της Νάντιας, συνέταξε το πιστοποιητικό βάπτισης. Ο καθηγητής, την ώρα που αποχαιρετούσε με όλο του τον σεβασμό τον ιερωμένο, ρώτησε: «Ίσως να υπερβαίνω τα εσκαμμένα, πατέρα, όμως θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: Θα μπορούσατε να ενημερώσετε τον Φον Πάπεν, μήπως εκείνος ανακάλυπτε πού βρίσκεται η σύζυγός μου;». «Δυστυχώς, παιδί μου, μου είναι αδύνατον να κάνω κάτι τέτοιο» είπε ο Ρονκάλλι. «Ο Θεός βοηθός!» Ο καθηγητής έσκυψε το κεφάλι με κατανόηση. Υποκλίθηκε με σεβασμό και αποχώρησε. Δίχως να φαντάζεται ότι στο μέλλον ο πατέρας Ρονκάλλι θα γινόταν πάπας, σκέφτηκε: «Είναι άγιος άνθρωπος». Τώρα τουλάχιστον μπορούσε να ελπίζει. Τώρα είχε στην τσέπη του ένα πιστοποιητικό βάπτισης της καθολικής Νάντιας-Καταρίνα. Και μάλιστα ένα πιστοποιητικό που είχε εκδοθεί από τον εκπρόσωπο του Βατικανού. Πλέον αυτό που όφειλε να κάνει ήταν να βρει τη Νάντια. Αν δεν γινόταν αλλιώς, θα πήγαινε ο ίδιος στη Γερμανία με πλαστή ταυτότητα να τη βρει. Το πρόβλημα δεν μπορούσε να το λύσει μόνος του. Είχε όμως πολλούς φίλους ανάμεσα στους καθηγητές. Μια μέρα, κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, περπατούσαν στην πλατεία Σουλταναχμέτ με τον Έρικ Άουερμπαχ. Ο Έρικ ζούσε στην Ιστανμπούλ από το 1935. Δεν μπλεκόταν στα πόδια κανενός, ήταν ένα σοβαρός, ήσυχος άνθρωπος τον οποίο σεβόταν εξαιρετικά όλος ο κόσμος. Ο Μαξιμίλιαν του είχε εμπιστοσύνη. Εκτιμούσε την

προσωπικότητα, τη φιλανθρωπία, τις σκέψεις, τα σχόλιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο τού διηγήθηκε τα τελευταία συμβάντα και ζήτησε τη γνώμη του. Ο Έρικ δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε για ένα διάστημα σκεφτικός. Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί. Μετά ο Έρικ μίλησε σαν να μονολογούσε, δίχως να στρέψει το κεφάλι του προς τον Μαξιμίλιαν. «Ίσως ο Σούμμι να μπορεί να σε βοηθήσει» είπε. Έμοιαζε σαν να μην είναι σίγουρος γι’ αυτό που έλεγε. Είχε μιλήσει λίγο σκυφτός, κοιτάζοντας τις άκρες των παπουτσιών του. Όμως, επειδή ο Μαξιμίλιαν ήξερε ότι ο Έρικ δεν μιλούσε αν δεν είναι σίγουρος, η πρότασή του τον χαροποίησε. «Πώς;» ρώτησε. «Πώς θα μπορούσε να βοηθήσει; Τι θα μπορούσε να κάνει;» Το άτομο για το οποίο μιλούσε ο Έρικ ήταν ο διάσημος παιδίατρος καθηγητής Άλμπερτ Έκσταϊν. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν “Σούμμι”. Αφού έχασε τη θέση του από το Πανεπιστήμιο Ντίσελντορφ, δέχθηκε την πρόταση του τουρκικού Υπουργείου Υγείας και εγκαταστάθηκε το 1935 μαζί με την οικογένειά του στην Άγκυρα. Εργαζόταν στο νοσοκομείο Νουμουνέ. Είχε κερδίσει τον σεβασμό των ανθρώπων που τον γνώριζαν. Όλοι έτρεχαν σ’ αυτόν όταν τα παιδιά τους είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας. Ακόμη και ο Φον Πάπεν, όπως και άλλοι Γερμανοί της πρεσβείας, προτιμούσαν αυτόν. Ο Άουερμπαχ διηγήθηκε στον Μαξιμίλιαν μία ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με τον Σούμμι. Το πεντάχρονο κορίτσι μιας γνωστής οικογένειας της Άγκυρας, αυτής του Σακίρ Κεσεμπίρ, αρρώστησε. Τη μετέφεραν στη

Βιέννη. Το παιδί κινδύνευε επειδή η πνευμονία είχε δημιουργήσει εμφύσημα. Η σύζυγος του Κεσεμπίρ τηλεφώνησε απ’ τη Βιέννη και είπε στον άντρα της ότι το παιδί ήταν έτοιμο να πεθάνει. Ο Κεσεμπίρ απευθυνόμενος στον Σούμμι τον παρακάλεσε να πάει στη Βιέννη για να σώσει το παιδί του. Η οικογένεια του Σούμμι εναντιώθηκε, διότι ο Χίτλερ είχε ήδη προσαρτήσει την Αυστρία. Εν τέλει παρενέβη ο Ατατούρκ, ο οποίος εγγυήθηκε την ασφάλεια του γιατρού. «Ο διπλωματικός μας ακόλουθος» του είπε ο Ατατούρκ «θα βρίσκεται διαρκώς δίπλα σας. Παρακαλώ, πηγαίνετε να σώσετε το παιδάκι». Έπειτα απ’ αυτό, ο Σούμμι ταξίδευσε έως τη Βουδαπέστη με το τρένο. Εκεί συνάντησε τον διπλωματικό ακόλουθο και μαζί έφτασαν στη Βιέννη. Στο νοσοκομείο ο γιατρός διαπίστωσε ότι πράγματι το κορίτσι κινδύνευε να χάσει τη ζωή του. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και κόκκινο. Ο Έκσταϊν ζήτησε να χειρουργήσουν αμέσως την άρρωστη. Ωστόσο οι γιατροί τού απάντησαν λέγοντας: «Εμείς δεν χειρουργούμε πτώματα». Κατόπιν της επιμονής του Σούμμι, οι χειρουργοί άνοιξαν τον θώρακα και καθάρισαν τη φλεγμονή. Τότε το παιδί άρχισε να αναπνέει χωρίς δυσκολία. Ο Σούμμι επέστρεψε σε πολύ κακή ψυχική κατάσταση, διότι είχε δει με τα μάτια του την απανθρωπιά των Ναζί. Τη δε ανικανότητα των Αυστριακών γιατρών την ερμήνευσε με το ότι το μυαλό τους ήταν απασχολημένο με κάτι άλλο, δηλαδή με την καταπίεση των Ναζί. Στην επιστροφή του από τη Βιέννη είχε μαζί του έναν Εβραίο γιατρό και μία νοσοκόμα της οποίας ο αρραβωνιαστικός ήταν αγνοούμενος. Ο Σούμμι φρόντισε να τους προμηθεύσει

τουρκικά διαβατήρια. Ο Μαξιμίλιαν απόρησε που ο λιγομίλητος Άουερμπαχ διηγήθηκε την ιστορία με τόση λεπτομέρεια. «Σ’ ευχαριστώ, Έρικ» είπε ο καθηγητής στον φίλο του. «Με βοήθησες πολύ». Ο Μαξιμίλιαν είχε κιόλας αποφασίσει να ταξιδέψει στην Άγκυρα για να συναντήσει τον Σούμμι. «Περίμενε» του είπε ο φίλος του. «Δεν τελείωσα. Μη νομίσεις ότι σου τα λέω αυτά για να φλυαρήσω. Τα λέω επειδή είναι σημαντικά». «Σε ακούω με ενδιαφέρον, Έρικ». «Η φήμη του Σούμμι εξαπλώθηκε σε τέτοιον βαθμό που μέλη της κυβέρνησης, η γυναίκα του Φον Πάπεν ακόμη και ορισμένοι επικεφαλής των Ναζί είναι πελάτες του». «Επικεφαλής των Ναζί;» «Ναι, αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν για την περίπτωσή σου. Πριν από μερικές μέρες τον κάλεσε ο Μάιτζιγκ, ο οποίος έχει έρθει υπό τον μανδύα του εμπορικού ακολούθου, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο επικεφαλής όλων των Ναζί που βρίσκονται στη χώρα. Το παιδί του είχε υψηλό πυρετό. Σε ενημερώνω ότι το γραφείο του Μάιτζιγκ είναι το κέντρο των Γερμανών κατασκόπων». «Ναι, το έχω ακούσει αυτό το όνομα». «Ο Σούμμι θεράπευσε το παιδί. Τη στιγμή που εγκατέλειπε το σπίτι, ο Μάιτζιγκ τον σταμάτησε. “Σας ευχαριστώ, γιατρέ” του είπε. “Τι μπορώ να κάνω για σας; Έχετε συγγενείς στη Γερμανία;” ρώτησε. “Όλοι πέθαναν” του απάντησε ο Σούμμι. “Εξαιτίας σας, τους έχασα όλους”. Όταν επιχείρησε να του δώσει χρήματα, ο Σούμμι τού είπε “Τα χρήματά σας είναι βρόμικα για μένα!” κι έφυγε».

Η ιστορία που διηγήθηκε ο Άουερμπαχ ίσως να ήταν μια αχτίδα ελπίδας για την απελευθέρωση της Νάντιας. Ο Μαξιμίλιαν του έσφιξε με θέρμη το χέρι και τον ευχαρίστησε. Την επομένη ζήτησε άδεια από το πανεπιστήμιο και ταξίδεψε με το τρένο στην Άγκυρα για να συναντήσει τον Σούμμι. Ο Δρ. Έκσταϊν έπινε καφέ παρέα μ’ έναν φίλο στο γραφείο του στο νοσοκομείο Νουμουνέ. Ήταν ένας φαλακρός άνθρωπος που και μόνο απ’ τη φυσιογνωμία του καταλάβαινε κανείς πως ήταν ευφυής και αποφασιστικός χαρακτήρας. Μόλις τον αντίκρισε, ο Μαξιμίλιαν σκέφτηκε αμέσως πως έχει τυπική εμφάνιση καθηγητή. Ο Έκσταϊν, μέσα στην άσπρη ιατρική του μπλούζα, απέπνεε εμπιστοσύνη. Οι βοηθοί και οι μαθητές του έτρεφαν μεγάλο σεβασμό στον “κύριο καθηγητή”. Ο γιατρός υποδέχθηκε φιλικά τον Μαξιμίλιαν και τον οδήγησε αμέσως στο γραφείο του. Μόλις κάθισαν, παρήγγειλε δύο καφέδες – αν και από τη συμπεριφορά του φαινόταν ότι είχε περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή του. Ο Μαξιμίλιαν το καταλάβαινε, γι’ αυτό διηγήθηκε την ιστορία του περιληπτικά. «Τούτην τη στιγμή δεν γνωρίζω σε ποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης βρίσκεται η γυναίκα μου, αν ζει, αν είναι νεκρή ή αν είναι έτοιμη να γεννήσει. Εδώ έχω το πιστοποιητικό βάπτισης. Σας παρακαλώ, κύριε καθηγητά. Η μοίρα μιας οικογένειας είναι στα χέρια σας». Ο Δρ. Έκσταϊν κοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο τον Μαξιμίλιαν. Τα φωτεινά του μάτια είχαν υγρανθεί. Κάτω από το αυστηρό παρουσιαστικό κρυβόταν μια ευαίσθητη καρδιά.

«Δεν μπορεί κανείς να μη σας βοηθήσει» είπε. «Όμως δεν μπορώ να ξαναπάω σ’ αυτόν τον Μάιτζιγκ. Θα ήταν σαν να γλείφω εκεί που έφτυσα». «Πρόκειται για τη σωτηρία μιας ζωής, κύριε καθηγητά. Σας ικετεύω, βοηθήστε με». Ο Μαξιμίλιαν έκλεισε τα μάτια του για λίγες στιγμές και πήρε μια ανάσα. Μετά συνέχισε: «Δώστε μου ένα γράμμα. Να πάω εγώ να μιλήσω με τον Μάιτζιγκ». «Όχι!» είπε ο Δρ. Έκσταϊν. «Κι αυτό θα σήμαινε το ίδιο πράγμα». Κοίταξε κατάματα τον Μαξιμίλιαν. «Δεν σαν υπόσχομαι κάτι σίγουρα, αλλά υπάρχει μια λύση». Ο καθηγητής Βάγκνερ περίμενε με κομμένη την ανάσα. Δεν είχε νόημα να κάνει κάτι, απλά περίμενε τον Έκσταϊν να μιλήσει. Εξάλλου, περίμενε εδώ και μήνες. «Η κυρία Φον Πάπεν θα έρθει σε λίγο στο νοσοκομείο να με δει. Στη διάρκεια της εξέτασής της, θα μπορούσα να την παρακαλέσω κάτι τέτοιο». Ο Μαξιμίλιαν καταλάβαινε ότι ο άνθρωπος που είχε απέναντί του είχε τις καλύτερες προθέσεις. Και σίγουρα θα μπορούσε να τον βοηθήσει. «Είστε ένας υπέροχος άνθρωπος, κύριε καθηγητά. Αυτό που κάνετε, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου». «Μη βιάζεστε. Ακόμη δεν ξέρουμε τι πρόκειται να γίνει». Ο Μαξιμίλιαν του έδωσε το πιστοποιητικό βάπτισης και σηκώθηκε. «Εγώ θα περιμένω στον κήπο. Εάν μετά τη συνάντησή σας με την κυρία Φον Πάπεν μού αφιερώσετε δύο λεπτά, θα σας είμαι ευγνώμων». «Θα σας έλεγα να περιμένετε εδώ, καθηγητά Βάγκνερ,

αλλά δεν θα ήταν ευχάριστο για την κυρία Φον Πάπεν». «Μην το σκέφτεστε καθόλου. Όταν η κυρία φύγει απ’ το νοσοκομείο, θα έρθω να σας δω». Ο Μαξιμίλιαν έκανε βόλτες ανάμεσα στους απελπισμένους αγρότες της Ανατολίας που περίμεναν καθισμένοι οκλαδόν στον κήπο του νοσοκομείου. Δεν είχε επίγνωση του τι γινόταν γύρω του. Αντιλαμβανόταν ότι ο καθένας εκεί γύρω είχε κάποιο βάσανο, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Για εκείνον το σημαντικότερο ήταν να βρει τη δύναμη ώστε να περιμένει υπομονετικά. Έπειτα από λίγο, μία μαύρη λιμουζίνα συνοδευόμενη από αστυνομικούς μπήκε στον κήπο. Απ’ τη λιμουζίνα κατέβηκε η κυρία Φον Πάπεν και οι σωματοφύλακές της. Ο διευθυντής του νοσοκομείου μαζί με τον αρχίατρο την υποδέχθηκαν στην είσοδο του κτιρίου και την καλωσόρισαν. Αντίθετα με τους αγρότες που περίμεναν επί ώρες, ή και επί μέρες, η κυρία Φον Πάπεν έγινε δεκτή χωρίς να περιμένει καθόλου. Ο Βάγκνερ περίμενε… Περίμενε… Δοκίμασε να καθίσει όπως οι αγρότες, αλλά σε μερικά λεπτά πόνεσαν τα γόνατά του οπότε σηκώθηκε. Δεν καταλάβαινε πώς οι αγρότες μπορούσαν να κάθονται μ’ αυτόν τον τρόπο με τις ώρες. Ίσως αυτό να ήταν το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των Τούρκων αγροτών που τους έκανε να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς. Δεν είχε ιδέα για το πόση ώρα περίμενε. Κάποια στιγμή, όμως, είδε τον διευθυντή και τον αρχίατρο να ξεπροβοδίζουν την κυρία Φον Πάπεν. Ο Σούμμι δεν είχε φανεί ούτε όταν ήρθε ούτε όταν έφυγε η σύζυγος του πρέσβη. Ο Μαξιμίλιαν, με την αγωνία του να έχει φτάσει

στο αποκορύφωμα, πήγε αμέσως στο γραφείο του γιατρού. Για μερικές στιγμές κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Ο Έκσταϊν φαινόταν αρκετά κουρασμένος. Φαινόταν ότι δεν ένιωθε καλά. Ο Μαξιμίλιαν δεν τολμούσε να τον ρωτήσει. Πίστευε πως, αν έπαιρνε αρνητική απάντηση, δεν θα το άντεχε. «Καθηγητά Βάγκνερ» είπε στο τέλος ο Σούμμι. «Έκανα το καθήκον μου. Έδωσα το πιστοποιητικό της συζύγου σας στην κυρία Φον Πάπεν και την παρακάλεσα να ενδιαφερθεί. Μου είπε ότι θα κάνει ό,τι χρειάζεται. Όταν με ευχαριστούσε καθώς έφευγε, της είπα: “Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε, το να ενδιαφερθείτε για τη Νάντια-Καταρίνα θα σημαίνει Ευχαριστώ”. Μου υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Πλέον δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Όλοι μας εξαρτώμεθα από τη βούληση του Θεού». Κοιτάχτηκαν ξανά για λίγο. Ο Έκσταϊν πήρε μια ανάσα και συνέχισε: «Εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου να βρείτε σώα και υγιή τη γυναίκα σας». Ο Μαξιμίλιαν δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τον γιατρό. Έκανε δυο βήματα προς το μέρος του. Έτεινε το χέρι του και έκαναν χειραψία. Μετά γύρισε σιωπηλός και βγήκε απ’ το γραφείο. Το ίδιο βράδυ πήρε το τρένο για την Ιστανμπούλ. Πήγε κατευθείαν στον Άουερμπαχ και του διηγήθηκε τα συμβάντα. Πλέον το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει. Ένιωθε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τον Άουερμπαχ, τον Έκσταϊν και τους άλλους Εβραίους που τον βοήθησαν. Η Γερμανία κατέστρεψε τις ζωές τους, εξόντωσε τους

συγγενείς τους, παρ’ όλα αυτά εκείνοι δεν δίστασαν ούτε στιγμή να βοηθήσουν έναν “καθαρόαιμο” Γερμανό. Η κάθε μέρα περνούσε σαν ένας αιώνας. Περίμενε με ανυπομονησία μία είδηση, αλλά δεν είχε κανένα νέο. Μια μέρα έμαθε πως οι γονείς της Νάντιας σκοτώθηκαν μετά την κατάληψη της Ρουμανίας από τα χιτλερικά στρατεύματα. Σύμφωνα με την πληροφορία, οι Ναζί έκλεισαν πολλούς Εβραίους σ’ ένα κτίριο. Μετά τους απελευθέρωναν σε ομάδες τριών έως πέντε ατόμων. Όμως η απελευθέρωση ήταν παγίδα. Διότι, όσους έβγαιναν έξω, τους κρεμούσαν σε τσιγκέλια. Όταν έφτασε η είδηση από τη Νάντια, είχαν περάσει τρεις εβδομάδες από το ταξίδι στην Άγκυρα. Οι τρεις εβδομάδες ήταν ένας ολόκληρος αιώνας για τον Μαξιμίλιαν. Ο Σούμμι ήταν αυτός που ειδοποίησε τον καθηγητή: Η Νάντια ζούσε. Βρισκόταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Είχε χάσει το μωρό της. Με την παρέμβαση του Φον Πάπεν είχε σταλεί στην πατρίδα των γονιών της, τη Ρουμανία. Επίσης, της είχαν δώσει το πιστοποιητικό βάπτισης. Αυτές ήταν οι πληροφορίες. Λίγες μεν, αλλά αρκούσαν για να κάνουν τον καθηγητή να πετάξει στους ουρανούς. Ήταν ένα θαύμα το ότι η Νάντια ζούσε και ότι είχε γλιτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Πλέον αυτό που έμενε ήταν να βρει τη διεύθυνσή της στη Ρουμανία και να εξασφαλίσει το ταξίδι της στην Τουρκία. Αυτά έμοιαζαν παιχνιδάκια μπροστά στα άλλα. Ζούσε ευτυχισμένος για μέρες. Παρόλο που δεν είχε άλλη είδηση, η χαρά του ήταν μεγάλη. Η σκέψη ότι η Νάντια δεν

ήταν στριμωγμένη πια μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του έφτιαχνε τη διάθεση. Εξάλλου, τώρα κρατούσε στα χέρια της το πιστοποιητικό που θα τεκμηρίωνε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι ήταν χριστιανή. Ήταν φορές που σκεφτόταν να πάει μόνος του στη Ρουμανία. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Η Ρουμανία είχε καταληφθεί απ’ τη Γερμανία. Αν και δεν ήταν Εβραίος, είχε καταγραφεί ως εχθρός των Ναζί. Κατά συνέπεια η παρουσία του δεν θα ωφελούσε τη Νάντια. Όμως τα πράγματα ήταν σε καλό δρόμο. Με την πρώτη ευκαιρία θα έφερνε τη Νάντια στην Τουρκία, θα την έκανε να ξεχάσει όλα τα βάσανα που είχε υποστεί μέχρι τώρα, θα την αγκάλιαζε με αγάπη και στοργή. Εκείνο το βράδυ ήταν τόσο χαρούμενος που έβγαλε το βιολί του από τη θήκη και, μετά από πολύν καιρό, έπαιξε μπροστά στη φωτογραφία της Νάντιας τη Σερενάτα. Όταν τελείωσε το έργο, του φάνηκε πως η Νάντια χαμογελούσε, πιο χαρούμενη από πριν. Έπειτα το έπαιξε μια φορά ακόμα, κοιτάζοντας τη Νάντια μες στα μάτια. Όταν άκουσε να χτυπούν την πόρτα, άφησε το βιολί στο τραπεζάκι και πήγε να ανοίξει. Ήταν οι γείτονες του κάτω ορόφου, το ζευγάρι Αρντίτι, από τους Σεφαρδίτες Εβραίους της Ιστανμπούλ. Απόγονοι των Εβραίων που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία και μετανάστευσαν στην οθωμανική πρωτεύουσα πριν από πεντακόσια χρόνια. Στα χείλη τους σχηματιζόταν ένα ντροπαλό χαμόγελο. «Όταν καταλάβαμε ότι ο ήχος του βιολιού ερχόταν από εσάς, αποφασίσαμε να έρθουμε να σας ακούσουμε» είπε η κυρία Ματίλντα Αρντίτι. Ο Μαξιμίλιαν έκανε μια μικρή υπόκλιση και τους κάλεσε

μέσα. Περίμενε να καθίσουν στις πολυθρόνες και μετά έπαιξε ξανά τη Σερενάτα. Μετά διηγήθηκε την ιστορία του μουσικού έργου και κατόπιν όλα όσα έζησε τον τελευταίο καιρό. Όταν τελείωσε, ο κύριος Ρομπέρ Αρντίτι με κόμπο στον λαιμό τον παρακάλεσε να παίξει μία ακόμη φορά τη Σερενάτα. Αυτήν τη φορά οι επισκέπτες άκουγαν με βουρκωμένα μάτια. Καθώς ο Μαξιμίλιαν άφηνε το βιολί στο τραπεζάκι, ο κύριος Αρντίτι έφυγε αθόρυβα. Η γυναίκα του έμεινε και έπιασε κουβέντα με τον καθηγητή. Του είπε πως, όταν κάποτε έρθει η Νάντια, θα ήθελε πολύ να τη βοηθήσει, να την πάρει μαζί της για να της γνωρίσει την Ιστανμπούλ, να κάνει ό,τι μπορεί για να μη νιώσει η Νάντια ξένη. Στο μεταξύ, ο κύριος Αρντίτι επέστρεψε μ’ ένα μπουκάλι κρασί. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και ήπιαν στην υγεία της Νάντιας. Ο κύριος Αρντίτι ήταν έμπορος σιδήρου. Του άρεσε να κάνει αστεία και το χιούμορ του έμοιαζε αστείρευτο. Το ζευγάρι λυπήθηκε που η Νάντια έχασε το μωρό της, όμως όλοι μαζί παραδέχθηκαν πως δεν είναι ώρα να σκέφτονται τέτοια πράγματα. Ούτως ή άλλως, θα έκαναν άλλα παιδιά. Οι Αρντίτι ήταν αισιόδοξοι ότι αργά η γρήγορα θα εντοπίζονταν τα ίχνη της Νάντιας. Ο Ρομπέρ Αρντίτι είπε πως θα μπορούσε να βοηθήσει. Είχε εμπορικές σχέσεις με Ρουμάνους εμπόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να την ανακαλύψουν και να τη βοηθήσουν να φτάσει στην Ιστανμπούλ. Αλλά σε ποια περιοχή της Ρουμανίας θα έπρεπε να ψάξουν; Ο καθηγητής άρχισε να τους δίνει τις λίγες πληροφορίες

που είχε μαζέψει από δεξιά κι αριστερά. Ο γείτονας ζήτησε χαρτί και μολύβι για να σημειώσει τις πληροφορίες. Έκανε κι ο ίδιος μερικές ερωτήσεις. Το όνομα του πατέρα. Της μητέρας της Νάντιας. Τον τόπο γέννησης. Αν είχαν συγγενείς εμπόρους… Ο Μαξιμίλιαν γνώριζε αυτές τις πληροφορίες. Τους διηγήθηκε πώς σκότωσαν οι Ναζί τους γονείς της γυναίκας του. Τους έδωσε και τη διεύθυνση του σπιτιού τους στη Ρουμανία. Από εκείνη την ημέρα, ο Μαξιμίλιαν συναντούσε τακτικά τους γείτονες του κάτω ορόφου. Του έκανε καλό να μιλά μαζί τους. Ο Ρομπέρ Αρντίτι τον πληροφορούσε για τις προσπάθειες εντοπισμού της Νάντιας στη Ρουμανία. Έκανε αστεία ακόμη κι όταν το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Είχε χιούμορ, αλλά συνάμα και ευαισθησία. Μία μέρα, ο κύριος Αρντίτι ανέβηκε τρεχάτος τις σκάλες. Ήταν φανερά συγκινημένος καθώς χτυπούσε λαχανιασμένος την πόρτα του καθηγητή. Είχαν περάσει περίπου δύο μήνες απ’ το βράδυ που άκουσαν μουσική και ήπιαν κρασί. Μόλις άνοιξε η πόρτα, προτού προλάβει ο καθηγητής να ανοίξει το στόμα του, ο κύριος Αρντίτι τού είπε το καλό νέο ότι βρέθηκε η Νάντια. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η Νάντια επέστρεψε στη γενέθλια πόλη του πατέρα της και εργαζόταν δίπλα σ’ έναν ράφτη, φίλο του πατέρα της. Ωστόσο, η κατάσταση ήταν επικίνδυνη. Οι φόνοι των Εβραίων είχαν αυξηθεί πολύ στη χώρα. Η Νάντια έπρεπε το ταχύτερο να απομακρυνθεί από κει. Τότε αποφάσισαν να γράψει ο καθηγητής ένα γράμμα στη Νάντια. Ο Μαξιμίλιαν, όσα χρήματα είχε αποταμιεύσει

μέχρι εκείνη την ημέρα, τα μετέτρεψε σε δολάρια. Τα έκλεισε σ’ έναν φάκελο τον οποίο παρέδωσε στον κύριο Αρντίτι με την παράκληση να δοθεί στη Νάντια. Ο κύριος Αρντίτι θα φρόντιζε να βρει κάποιους ανθρώπους οι οποίοι, με τα λεφτά και το πιστοποιητικό της Νάντιας, θα τη βοηθούσαν να έρθει στην Ιστανμπούλ. Έπειτα από έναν μήνα, έφτασε μια καλή είδηση από έναν Ρουμάνο έμπορο. Η Νάντια είχε πάρει τα λεφτά μαζί με το γράμμα και θα ερχόταν στην Ιστανμπούλ μ’ ένα καράβι που θα σάλπαρε απ’ το λιμάνι της Κωστάντζας. Όταν έφτασε η είδηση στον Μαξιμίλιαν, είχαν μείνει πέντε μέρες έως την αναχώρηση του πλοίου. Αν διαρκούσε δύο ημέρες το ταξίδι, σε μία εβδομάδα η Νάντια θα ήταν σπίτι, δίπλα στον Μαξιμίλιαν, στο κρεβάτι της. Η κυρία Ματίλντα πρότεινε να στολίσουν το σπίτι, να διοργανώσουν μια μικρή γιορτή υποδοχής. Τα φαγητά θα τα μαγείρευε όλα με τα χέρια της. Ο καθηγητής ήταν τόσο ευτυχισμένος που γέμιζε με φιλιά τους γείτονές του. Την επομένη είπε το χαρμόσυνο νέο στους Τούρκους και Γερμανούς φίλους του στο πανεπιστήμιο. Όλοι τον συγχάρηκαν. Ο Μαξιμίλιαν σχεδίαζε να επισκεφτεί μαζί με τη Νάντια τον πατέρα Ρονκάλλι και τον Σούμμι. Κάθε μέρα καθάριζε το σπίτι, το στόλιζε με λουλούδια. Εκείνη η εβδομάδα πέρασε με μεγάλη συγκίνηση, αλλά συνάμα με τρομερή βραδύτητα. Όταν έμεναν εκατόν είκοσι ώρες, ο καθηγητής σκεφτόταν πως οι κακές μέρες έμεναν πια πίσω. Είχε φτάσει το τέλος του χωρισμού που κράτησε μήνες, και πλέον οι μέρες που έμοιαζαν εφιάλτης θα ήταν παρελθόν. Όταν έμεναν εβδομήντα δύο ώρες, η αγωνία του είχε φτάσει στο αποκορύφωμα. Όταν έμεναν

δεκαεπτά, είχε την αίσθηση ότι δεν άντεχε πια άλλη αγωνία. Βέβαια, στη πραγματικότητα, οι υπολογισμοί για το τι ώρα θα φτάσει η Νάντια στην Ιστανμπούλ στηρίζονταν περισσότερο σε προβλέψεις. Και κυρίως σε αισιόδοξες προβλέψεις. Όταν έμεναν δώδεκα ώρες σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Μαξιμίλιαν, ο καθηγητής πήγε στον λόφο Τελλί Μπαμπά, στην τοποθεσία όπου ο Βόσπορος ανοίγεται στη Μαύρη Θάλασσα. Από αυτό το σημείο ο Βόσπορος και η Μαύρη Θάλασσα παρουσίαζαν μία άγρια αλλά και μεγαλοπρεπή θέα. Το πλοίο θα περνούσε από κει. Ο καθηγητής είχε κλείσει ένα ταξί ώστε να το έχει δίπλα του μέχρι την άφιξη της Νάντιας. Ο Βάγκνερ, παρέα με τον οδηγό Ρεμζί, περίμεναν το πλοίο στην κορφή του λόφου. Ενώ ο οδηγός κάπνιζε, ο Μαξιμίλιαν χτένιζε τον ορίζοντα με τα κιάλια. Οι δεκαεπτά ώρες που νόμιζε ότι δεν θα αντέξει είχαν περάσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είχαν προστεθεί κι άλλες δεκαεπτά. Στο μεταξύ, μία ομάδα στρατιώτες τούς πλησίασαν γεμάτοι υποψίες. Επειδή ήταν χρόνια πολέμου, είχαν υποψιαστεί τους δύο άντρες που ανέβηκαν στον λόφο και παρατηρούσαν τον τριγύρω χώρο. Όταν όμως άκουσαν την ιστορία του καθηγητή, απομακρύνθηκαν. Την επομένη, καθώς ο Μαξιμίλιαν παρατηρούσε με τα κιάλια, διέκρινε τη σιλουέτα ενός πλοίου που πλησίαζε απ’ τα ανοιχτά προς τον Βόσπορο. Ταραγμένος περίμενε να πλησιάσει. Όσο η εικόνα γινόταν πιο καθαρή, καταλάβαινε ότι επρόκειτο για ένα παμπάλαιο, έτοιμο να διαλυθεί πλοίο, ωστόσο υπήρχε κάτι περίεργο σ’ αυτή την εικόνα. Το πλοίο πρέπει να είχε χαλάσει, διότι προχωρούσε με τη βοήθεια

ενός ρυμουλκού. Το κατάστρωμα ήταν κατάμεστο με ανθρώπους. Ο καθηγητής τώρα είχε αμφιβολίες αν ήταν το καράβι που περίμενε. Με την αγωνία να του τρώει τα σωθικά, περίμενε λίγο ακόμη. Εν τέλει το καράβι πλησίασε αρκετά κι έτσι ο καθηγητής κατάφερε να διαβάσει το όνομά του: Στρούμα! Ναι, ήταν το καράβι που περίμενε. Επιτέλους η Νάντια βρισκόταν στα τουρκικά χωρικά ύδατα, μερικά χιλιόμετρα μακριά απ’ τον Μαξ. Όσο πλησίαζε το πλοίο, άρχιζαν να διακρίνονται σιγά σιγά κι οι άνθρωποι. Ταραγμένος ο καθηγητής έκανε έντονες προσπάθειες να διακρίνει τη γυναίκα του, αλλά δεν τα κατάφερε. Καθώς το καράβι έπλεε μπροστά από τον λόφο, είχε πλησιάσει αρκετά. Οι άνθρωποι φαίνονταν σε κακή κατάσταση. Στο κατάστρωμα του σαραβαλιασμένου καραβιού οι επιβάτες ήταν σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλον. Ο Μαξιμίλιαν δεν μπορούσε να εντοπίσει πουθενά τη Νάντια. Ακολουθώντας την παραλιακή λεωφόρο άρχισαν να προχωρούν παράλληλα με το πλοίο. Όταν το καράβι έφτασε στα ανοιχτά του λιμανιού, σταμάτησε. Ο καθηγητής κατέβηκε από το αυτοκίνητο. Ο οδηγός στάθμευσε εκεί κοντά. Ο Μαξιμίλιαν σκέφτηκε να νοικιάσει μία βάρκα με μηχανή για να φτάσει δίπλα στο καράβι με σκοπό να πάρει τη Νάντια. Ο οδηγός συμφώνησε μ’ έναν ψαρά· μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν. Το καράβι έδινε την εικόνα του μισοναυαγισμένου. Επιπλέον ήταν πολύ βρόμικο. Ο Μαξιμίλιαν λαχταρούσε να πάρει τη γυναίκα του μια ώρα αρχύτερα και να την οδηγήσει στο σπίτι τους. Όμως, σκάφη του Λιμενικού δεν

τους άφησαν να πλησιάσουν στο σαπιοκάραβο. Οι λιμενικοί κουνούσαν έντονα τα χέρια τους, φυσούσαν με δύναμη τις σφυρίχτρες και φώναζαν «Φύγετε! Φύγετε! Καραντίνα!». Αναγκαστικά, επέστρεψαν στην παραλία. Ο Μαξιμίλιαν σκέφτηκε πως οι επιβάτες θα περνούσαν από ιατρικό έλεγχο και κατόπιν από τις διαδικασίες εισόδου στη χώρα. Ωστόσο πέρασαν πολλές ώρες χωρίς να γίνεται τίποτα. Ο καθηγητής αποφάσισε να πάει στη διεύθυνση του Λιμενικού Σώματος. Έδειξε την ταυτότητά του και ζήτησε να μιλήσει με τον διοικητή. Ο διοικητής τον ενημέρωσε ότι ο προορισμός του Στρούμα είναι η Παλαιστίνη, όμως, επειδή παρουσιάστηκε βλάβη στις μηχανές του, ρυμουλκήθηκε στο λιμάνι της Ιστανμπούλ. «Μα η σύζυγός μου θα αποβιβαστεί εδώ, όχι στην Παλαιστίνη» είπε ο καθηγητής. «Δεν μπορώ να την πάρω απ’ το καράβι;» «Όχι!» είπε ο διοικητής κουνώντας το κεφάλι. «Έχουμε εντολή να μην αφήσουμε κανέναν επιβάτη να εγκαταλείψει το πλοίο, ούτε να επιτρέψουμε σε κάποιον να το πλησιάσει». Μετά από τόσες μέρες που είχε περάσει μετρώντας τις ώρες, μια τέτοια ατυχία ήταν πια ανυπόφορη. Ωστόσο ο Μαξιμίλιαν συγκρατήθηκε και πάλι. Αν και είχε μπροστά του ατελείωτες αντιξοότητες, παρ’ όλα αυτά έπρεπε να βρει τις δυνάμεις να κάνει υπομονή. Εκτίμησε ότι κι αυτό το πρόβλημα μέσα σε δυο τρεις μέρες θα έβρισκε τη λύση του. Η Νάντια βρισκόταν στην Ιστανμπούλ, τα υπόλοιπα ήταν εύκολα. Όμως οι μέρες περνούσαν, αλλά σε κανέναν δεν επέτρεπαν να φύγει απ’ το καράβι. Στο μεταξύ οι επιβάτες

είχαν σηκώσει πανό που έγραφαν “Sauvez nous” και “Immigrants Juif” που σήμαιναν “Σώστε μας” και “Εβραίοι Μετανάστες”. Η κατάσταση ήταν πολύ περίεργη. Ο καθηγητής ένιωθε καμιά φορά πως κόντευε να χάσει τα λογικά του. Βρισκόταν τόσο κοντά στη Νάντια, όμως δεν μπορούσε να τη δει. Αυτή η κατάσταση δεν χωρούσε στο μυαλό του. Την επομένη συναντήθηκε με τον πρύτανη· του εξιστόρησε τα γεγονότα και τον παρακάλεσε να βοηθήσει. Ο πρύτανης τον κατηύθυνε προς τον Σαντίκ μπέη, ο οποίος είχε υψηλή θέση στην Υπηρεσία Ακτοπλοϊκών Γραμμών. Μεσολάβησε κιόλας ώστε να οριστεί μία συνάντηση μεταξύ του Μαξιμίλιαν και του αρμόδιου παράγοντα. Ο Σαντίκ μπέη υποδέχθηκε ευγενικά τον καθηγητή. Τον κέρασε καφέ και του διηγήθηκε την ιστορία του Στρούμα. Το πλοίο, που έφερε σημαία του Παναμά, είχε ναυπηγηθεί στα ναυπηγεία του Νιούκασλ της Αγγλίας το 1867. Το πλοίο ήταν ιδιοκτησία της εταιρείας Compania Mediterranea de Vapores Limitada που ανήκε σε κάποιον Έλληνα εφοπλιστή ονόματι Παντελή. Το διαχειριζόταν ένας Εβραίος ονόματι Βαρούχ Κονφίνο. Όταν το 1941 στο Ιάσιο της Ρουμανίας εξοντώθηκαν τέσσερις χιλιάδες Εβραίοι, οι ομόδοξοί τους άρχισαν να ψάχνουν τρόπους διαφυγής από τη χώρα. Εκείνες τις ημέρες έκανε την εμφάνισή της στις εφημερίδες μία εικονογραφημένη καταχώριση που διαφήμιζε το “πολυτελές πλοίο Στρούμα” το οποίο θα αναχωρούσε από το λιμάνι της Κωστάντζας για την Παλαιστίνη. Στη διαφήμιση είχαν

χρησιμοποιήσει εικόνες από τις πολυτελείς αίθουσες και καμπίνες του πλοίου Queen Mary. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν αρκετά τσουχτερή: χίλια δολάρια το άτομο. Επτακόσια εξήντα εννιά άτομα θυσίασαν αυτά τα χρήματα και αγόρασαν εισιτήριο. Μερικές οικογένειες, που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν το ποσό, υποχρεώθηκαν να επιλέξουν ένα μόνο από τα παιδιά τους. Οι επιβάτες, όταν είδαν το σαραβαλιασμένο Στρούμα, ένιωσαν φρίκη. Ζήτησαν εξηγήσεις. Οι υπεύθυνοι, για να τους καθησυχάσουν, τους είπαν ότι το πραγματικό πλοίο είχε αγκυροβολήσει έξω από τα χωρικά ύδατα της Ρουμανίας. Σύντομα, βέβαια, έγινε αντιληπτό ότι αυτό ήταν ψέμα. Στρίμωξαν τους ταξιδιώτες στο πλοίο σαν τις σαρδέλες. Επειδή το κατάστρωμα δεν τους χωρούσε όλους, υποχρεωτικά μερικοί έπρεπε να κατέβουν στο κατώτερο επίπεδο που είχε τελείως πνιγηρή ατμόσφαιρα. Οι επιβάτες ένιωθαν την ανάγκη να ανεβούν στο κατάστρωμα για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Δεν υπήρχε ούτε φαγητό της προκοπής. Μόλις το καράβι απομακρύνθηκε μερικά μίλια απ’ το λιμάνι, άρχισαν να παρουσιάζονται βλάβες στη μηχανή. Όταν τα πλοίο πλησίαζε στον Βόσπορο, η μηχανή ράγισε κι έπαψε να λειτουργεί. Τότε εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Σύντομα έφτασε ένα τουρκικό ρυμουλκό το οποίο οδήγησε το Στρούμα στο λιμάνι. «Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να συνεχίσει προς Παλαιστίνη» είπε ο Σαντίκ μπέη. «Μόνο εάν καταφέρουν να το επισκευάσουν» συμπλήρωσε και έτσι ολοκλήρωσε τη διήγησή του.

«Τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε ο καθηγητής. «Θα περιμένουμε». «Όμως η σύζυγός μου, ούτως ή άλλως, ερχόταν εδώ. Πρέπει να την πάρω». «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε». «Γιατί;» «Η κυβέρνηση έχει δώσει αυστηρή εντολή· κανείς δεν πρέπει να βγει απ’ το καράβι». Ο καθηγητής, αμήχανος, δεν ήξερε τι να πει. Συνεχώς άλλαζε στάση στο κάθισμα, κουνούσε τα χέρια του νευρικά. Κι ο Σαντίκ μπέη ανασήκωνε τα φρύδια, έσκυβε το κεφάλι στα πλάγια, μετά ανασήκωνε τους ώμους. Δεν ήταν κινήσεις που ταίριαζαν με όσα είπε· ήταν μάλλον αυτόματες αντιδράσεις σε όσα δεν είπε. Καθώς περνούσαν οι μέρες, το θέμα άρχισε να απασχολεί και τον Τύπο, οπότε ήρθαν στο φως μερικά ζητήματα που είχαν μείνει μέχρι τότε στο σκοτάδι. Η τουρκική κυβέρνηση πίστευε ότι ο κύριος σκοπός των επιβατών δεν ήταν να ταξιδεύσουν στην Παλαιστίνη, αλλά να αποβιβαστούν στην Ιστανμπούλ. Η κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να δεχθεί επτακόσιους εξήντα εννιά Εβραίους σε περίοδο πολέμου. Ήθελε να επισκευαστεί η μηχανή του πλοίου και οι επιβάτες να συνεχίσουν την πορεία τους προς την Παλαιστίνη. Όμως σ’ αυτό είχε αντίρρηση η βρετανική κυβέρνηση. Εκείνη την περίοδο, η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό βρετανική διοίκηση. Οι Βρετανοί, προκειμένου να έχουν καλές σχέσεις με τους Άραβες, εμπόδιζαν την έλευση Εβραίων στην περιοχή. Γι’ αυτόν τον λόγο ασκούσαν

αφόρητες πιέσεις προς την κυβέρνηση της Άγκυρας. Η τελευταία υποψιαζόταν ότι μεταξύ των επιβατών βρίσκονταν κατάσκοποι, γι’ αυτό δεν ήθελε να ριψοκινδυνεύσει δεχόμενη σε καιρό πολέμου αυτούς τους ανθρώπους. Ο Μαξιμίλιαν κάθε μέρα κατέβαινε στο λιμάνι και με τα κιάλια προσπαθούσε να δει τη Νάντια. Από την άλλη, σκεφτόταν διαρκώς τα όσα διάβαζε στον Τύπο. Γιατί η βρετανική κυβέρνηση έκανε τη ζωή αφόρητη σ’ αυτούς τους κακόμοιρους ανθρώπους; Γιατί η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν διακόμιζε τους επιβάτες σε κάποιο νοσοκομείο; Τι σχέση είχε η Νάντια με το γεγονός ότι οι Βρετανοί ήθελαν καλές σχέσεις με τους Άραβες ή με τις υποψίες των τουρκικών αρχών για ύπαρξη στο καράβι κατασκόπων; Εξαιτίας του παράλογου αγώνα εξουσίας, οι άνθρωποι εμποδίζονταν να σμίξουν, ζούσαν απερίγραπτα βάσανα. Η ευτυχία των ανθρώπων γινόταν παιχνιδάκι στα χέρια αυτών που έπαιζαν παιχνίδια εξουσίας. «Φαίνεται καθαρά ότι καμία εξουσία δεν είναι αθώα» είπε ο καθηγητής απευθυνόμενος στον οδηγό του ταξί. Ο Ρεμζί κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια προς το σημείο που κοίταζε και ο καθηγητής με τα κιάλια. Ο Μαξιμίλιαν, όπως έκανε κάθε μέρα εδώ και δύο μήνες, πήγε στο λιμάνι με το ίδιο ταξί, έχοντας πάντα δίπλα του τα κιάλια. Όπως οι επιβάτες του καραβιού περίμεναν απελπισμένοι στο καράβι, έτσι κι αυτός περίμενε δίχως ελπίδα στην ακτή. Αυτήν τη φορά όμως είχε μία επιπλέον αγωνία. Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Επειδή η ώρα δεν έλεγε να περάσει, αποφάσισε να μην το ξανακοιτάξει.

Η πρωινή εφημερίδα έγραφε ότι δύο νέοι είχαν πηδήξει στη θάλασσα για να διαφύγουν, ωστόσο τους συνέλαβαν και τους επέστρεψαν στο καράβι. Ο καθηγητής δεν είχε δει το συμβάν· αυτό, βέβαια, ήταν φυσικό αφού δεν μπορούσε όλη την ημέρα να περιμένει στην παραλία με τα κιάλια στο χέρι. Πήγαινε στο πανεπιστήμιο, παρέδιδε μαθήματα, αλλά ρύθμιζε τη μέρα του έτσι ώστε να βρίσκεται όσο γίνεται περισσότερο κάπου που να διακρίνεται το καράβι. Τις πρώτες μέρες δεν ανέβαινε κανείς στο πλοίο εκτός απ’ τους υπεύθυνους των αρμόδιων αρχών. Έπειτα από κάποιο διάστημα, μέλη του συνδέσμου της εβραϊκής κοινότητας κατάφεραν να πάρουν άδεια με σκοπό να βοηθήσουν τους ταξιδιώτες. Τους πήγαν τροφή και φάρμακα. Στο μεταξύ αποσυναρμολόγησαν τη μηχανή, τη μετέφεραν στη στεριά και άρχισαν να την επισκευάζουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν γνωστές πολλές πληροφορίες σχετικά με τους ταξιδιώτες. Ο καθηγητής έμαθε ότι η μοναδική τουαλέτα είχε φράξει και ότι είχε ξεσπάσει επιδημία. Στο καράβι δεν υπήρχαν τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα για θέρμανση. Όσοι ανέβαιναν στο καράβι, ήταν υποχρεωμένοι να ακούν τα κλάματα των μωρών, τους λυγμούς των γυναικών, τα απελπισμένα “Σώστε μας!” των αντρών. Μερικές φορές οι φωνές ακούγονταν μέχρι την παραλία. Οι κάτοικοι της πόλης άκουγαν τους ολοφυρμούς που έρχονταν απ’ το καράβι, ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά οι αρμόδιοι δεν τους επέτρεπαν να πλησιάσουν. Ο καθηγητής Βάγκνερ δεν δυσκολεύτηκε να μάθει τα ονόματα των δύο ατόμων που είχαν άδεια πρόσβασης στο

καράβι. Ήταν ο Σίμον Μπροντ και ο Ριφάτ Καράκο. Με τη βοήθεια του Αρντίτι γνωρίστηκε μαζί τους. Εξήγησε στον κύριο Μπροντ πώς έχει η κατάσταση και τον παρακάλεσε να δώσει ένα γράμμα που έγραψε στη Νάντια. Ο φιλεύσπλαχνος άνθρωπος δέχθηκε. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά από τη συνάντηση, με συγκίνηση περίμενε να πάει η ώρα τρεις. Οι ώρες τού φάνηκαν αιώνες. Κοίταξε το ρολόι· ήθελε δύο λεπτά να πάει τρεις ακριβώς. Κοίταξε στο σημείο του καραβιού που περιέγραφε στο γράμμα. Ναι, ήταν εκεί! Η Νάντια! Είχε αδυνατίσει, φαινόταν εξαντλημένη, όμως και πάλι ήταν πολύ όμορφη. Ο Μαξ νόμισε πως η καρδιά του πάει να γίνει κομμάτια. Η Νάντια είχε πάρει το γράμμα. Για να τη δει καλύτερα κοίταξε με τα κιάλια. Τόσες μέρες δεν θα πρέπει να είχε βγει στο κατάστρωμα. Τώρα όμως ήταν εκεί. Ο καθηγητής δεν χόρταινε να κοιτάζει το όμορφο πρόσωπό της. Η Νάντια πρώτα κούνησε το χέρι της, μετά του έστειλε φιλιά. Κρατούσε κι εκείνη κιάλια στα χέρια της. Άραγε, ο κύριος που της έδωσε το γράμμα φρόντισε και για τα κιάλια; Ο Μαξ σήκωσε το χέρι στον αέρα κι άρχισε να το κουνάει. Της έστειλε κι εκείνος φιλιά. «Σ’ αγαπώ!» της φώναξε. Ναι, και η Νάντια σίγουρα τον είχε δει. Κουνούσε κι εκείνη το χέρι της. Ο Μαξιμίλιαν την επομένη συνάντησε ξανά τον κύριο Μπροντ. Ο καθηγητής ήταν καταχαρούμενος. Πήρε γεμάτος συγκίνηση ένα κομμάτι χαρτί που του έδωσε ο

κύριος Μπροντ. Ήταν κάτι σαν απόδειξη που έγραφε κάποιες ρουμάνικες λέξεις. Το χαρτί ήταν κίτρινο. Όταν γύρισε το πίσω μέρος, αμέσως αναγνώρισε τα γράμματα της γυναίκας του. Ήταν γραμμένα στα γρήγορα, με ταραχή: “Περίμενέ με! Νάντια”. Ο Μπροντ τού είπε ότι η κατάσταση στο πλοίο χειροτέρευε συνεχώς. Φοβόντουσαν μήπως η επιδημία θερίσει τον κόσμο. «Τι σκέφτεστε να κάνετε, κύριε Μπροντ;» ρώτησε ο Μαξιμίλιαν. «Δεν μπορέσαμε να κάμψουμε το πείσμα της τουρκικής κυβέρνησης» είπε. «Η μόνη λύση είναι να επισκευάσουμε τη μηχανή και να βάλουμε καύσιμα, ώστε να συνεχίσει το ταξίδι του». «Όμως αυτό δεν το επιτρέπουν οι Βρετανοί». «Σωστά. Γι’ αυτό οι φίλοι μας στο Λονδίνο συγκρότησαν μια ομάδα πίεσης. Αναζητούν τρόπο να επικοινωνήσουν με την κυβέρνηση. Εμείς εδώ συζητούμε το θέμα με την πρεσβεία. Η κατάσταση είναι δύσκολη, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση». Ο καθηγητής κάγχασε δυνατά. Το νευρικό του σύστημα είχε εξασθενήσει πάρα πολύ. «Η υπόθεση τελικά είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ όσο φανταζόμουν. Η συνάντησή μας με τη Νάντια, που βρίσκεται σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων, μετατράπηκε σε ζήτημα παγκόσμιας πολιτικής». Χαιρέτισε τον κύριο Μπροντ και προχώρησε προς το πανεπιστήμιο. Σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει. Ο Σούμμι δεν μπορούσε να βοηθήσει, η μόνη ελπίδα ήταν ο πατέρας Ρονκάλλι. Ίσως εκείνος να μπορούσε να βγάλει από το

καράβι έναν “χριστιανό” που διέθετε πιστοποιητικό βάπτισης. Επισκέφτηκε τον ιερωμένο και του αφηγήθηκε την κατάσταση· όμως δυστυχώς ο πατέρας Ρονκάλλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ο πατέρας είχε ήδη κάνει παρόμοιες προσπάθειες, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Ο Μαξιμίλιαν, μια μέρα καθώς περίμενε στην παραλία, είδε μια βενζινάκατο να οδηγεί κάποιους επιβάτες στην ακτή. Ο καθηγητής ταραγμένος έδειξε το σκάφος στον Ρεμζί, τον οδηγό. Κι εκείνος τινάχτηκε όρθιος. Παράξενα συναισθήματα πλημμύρισαν τον καθηγητή. Πρώτα απ’ όλα, μερικοί άνθρωποι σώζονταν. Αυτό ήταν κάτι πολύ ευχάριστο. Από την άλλη, αναρωτήθηκε τι να σκέφτονταν άραγε οι υπόλοιποι επιβάτες που έμειναν στο καράβι; Αναμφίβολα όλοι θα ήθελαν να είναι στη θέση αυτών που μεταφέρονταν με τη βενζινάκατο. Άραγε, η Νάντια με τι συναισθήματα παρακολουθούσε τους συνταξιδιώτες της να απομακρύνονται; Τους είδε άραγε; Την επομένη ο καθηγητής έμαθε για τους επιβάτες που αποβιβάστηκαν στην ακτή. Ο επιχειρηματίας Βεχμπί Κοτς είχε σώσει τον Μάρτιν Σέγκαλ, τη σύζυγο και τα δύο παιδιά του. Ο Σέγκαλ ήταν ο αντιπρόσωπος στη Ρουμανία της εταιρείας Στάνταρντ Όιλ. Ύ στερα από δύο μέρες, μια άλλη βενζινάκατος έφερε στην ακτή μία άρρωστη γυναίκα. Ο καθηγητής έμαθε απ’ τον κύριο Μπροντ ότι η γυναίκα ήταν έτοιμη να γεννήσει και ότι της παρουσιάστηκε αιμορραγία, γι’ αυτό τη διακόμισαν στο νοσοκομείο Ορ-Αχαγίμ της συνοικίας Μπάλατ. Μετά από αυτή την πληροφορία, παρακάλεσε τους ιατρούς συναδέλφους του να του κλείσουν ραντεβού με τον αρχίατρο του νοσοκομείου.

Το νοσοκομείο ήταν κτισμένο στην παραλία του Κερατίου Κόλπου. Είπε στον αρχίατρο, ο οποίος τον δέχθηκε ευγενικά, ότι η γυναίκα του ήταν στο πλοίο Στρούμα και ότι θα ήθελε να συναντήσει την κυρία που διακομίστηκε στο νοσοκομείο για να μάθει πληροφορίες για τη σύζυγό του. Η κατάστασή του ήταν περίεργη: Εκείνος, Γερμανός, επισκεπτόταν ένα ένα τα εβραϊκά ιδρύματα και ζητούσε βοήθεια. Θα ήταν πολύ λογικό, εκείνες τις ημέρες που μαινόταν ο πόλεμος, να τον υποψιαστούν για κατάσκοπο· και όμως κάτι τέτοιο δεν πέρασε απ’ το μυαλό κανενός. Όταν έπειτα από λίγο ο Μαξιμίλιαν μπήκε στον θάλαμο της γυναίκας πατώντας στις μύτες των ποδιών του, η άρρωστη κοιμόταν. Είχαν συνδέσει ορό στο μπράτσο της. Η γυναίκα μετά την αιμορραγία είχε χάσει το μωρό της. Ο καθηγητής περίμενε εκεί αθόρυβα να ξυπνήσει η ασθενής. Ήταν μία νέα γυναίκα με λεπτά χαρακτηριστικά, λευκό δέρμα και σκούρα μαλλιά. Το πρόσωπό της φαινόταν στεγνό, τα μάγουλά ζαρωμένα, ενώ τα μάτια της είχαν σχηματίσει μαύρους κύκλους. Η όψη της έδειχνε πεντακάθαρα τα βάσανα που είχε βιώσει στο καράβι. Κάποια στιγμή, επιτέλους, η γυναίκα ξύπνησε. Λεγόταν Μεντέα Σολομοβίτσι. Κατά καλή τύχη του Μαξιμίλιαν ήξερε γερμανικά. Είχε κάνει σπουδές σε σχολή ξένων γλωσσών. Μιλούσε επιπλέον γαλλικά και αγγλικά. Όταν ξύπνησε, το βλέμμα της στάθηκε πάνω στον Μαξιμίλιαν. Πιθανώς προσπαθούσε να μαντέψει ποιος γιατρός ήταν. «Με συγχωρείτε, κυρία Σολομοβίτσι, θα σας ξύπνησα μάλλον».

Η γυναίκα, δίχως να αντιδράσει, κοίταζε σταθερά τον καθηγητή με τα σκούρα μάτια της που φαίνονταν ακόμη μεγαλύτερα στο αδύνατο πρόσωπό της. Οι μακριές της βλεφαρίδες σκίαζαν τα μάτια της. Κοίταξε για μεγάλο διάστημα και στο τέλος, με αδύναμη φωνή που μόλις ακουγόταν, μίλησε: «Χαίρετε, κύριε Βάγκνερ» είπε. Ο καθηγητής την κοίταξε έκπληκτος. Πώς ήταν δυνατό να τον γνώριζε; Η γυναίκα μίλησε λίγο ακόμη. Ή, καλύτερα, προσπάθησε να μιλήσει. Η φωνή της έβγαινε τόσο αδύναμη που ο Μαξιμίλιαν δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Για να ακούσει, πλησίασε το αυτί του στο στόμα της. «Η Νάντια με βοήθησε πολύ» έλεγε. «Έκανε ό,τι μπορούσε για να καταπραΰνει τους πόνους μου». Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Μετά έπιασε το χέρι του Μαξιμίλιαν. Κάρφωσε τα μαύρα της μάτια σ’ αυτά του καθηγητή. «Μου μιλούσε συνέχεια για σας. Μου έδειξε τις φωτογραφίες σας. Γι’ αυτό σας γνώριζα εκ των προτέρων» είπε. «Γλιτώστε την απ’ την κόλαση του καραβιού. Δεν μπορώ να σας περιγράψω το τι συμβαίνει εκεί επάνω. Γλιτώστε την, αλλιώς θα πεθάνει, θα πεθάνει σας λέω! Κι ο άντρας μου είναι εκεί». Όσο μιλούσε, έτρεχαν τα δάκρυά της. Άρχισε να επαναλαμβάνει την ίδια πρόταση: «Γλιτώστε την, θα πεθάνει, γλιτώστε και τον άντρα μου!». Κι όσο επαναλάμβανε την ίδια πρόταση, σιγά σιγά η φωνή της εξασθενούσε ώσπου ξαναβυθίστηκε σε ύπνο. Ο γιατρός, που μπήκε στον θάλαμο εκείνην τη στιγμή,

παρακάλεσε ευγενικά τον καθηγητή να την αφήσει μόνη. Ο Μαξιμίλιαν έφυγε απ’ το νοσοκομείο πιο ταραγμένος από πριν. Τον είχε πλημμυρίσει απερίγραπτη απελπισία. Ωστόσο ήταν αποφασισμένος να κρατήσει την αισιοδοξία του. Δεν θα αφηνόταν να κάνει κακό στον εαυτό του μετά τα όσα έζησαν εκείνος και η Νάντια. Διότι έπρεπε να είναι δυνατός ώστε να αγωνιστεί για τη Νάντια. Ούτως ή άλλως, θα είχαν άφθονο χρόνο να πενθήσουν για όσα πέρασαν. Γι’ αυτό δεν έκλαψε, δεν είχε χρόνο για τέτοια πράγματα. Ο Τύπος δημοσίευε ειδήσεις σχετικά με τις διαβουλεύσεις της τουρκικής και βρετανικής κυβέρνησης. Ο Τσόρτσιλ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, δήλωσε κατηγορηματικά πως δεν θα επέτρεπαν στο πλοίο να συνεχίσει το ταξίδι του. Είχαν περάσει ακριβώς εβδομήντα μέρες. Ο Μαξιμίλιαν, καθώς παρατηρούσε το καράβι με τα κιάλια, είδε να ανεβαίνουν πολλοί αστυνομικοί. Ήταν φανερό πως κάτι συνέβαινε. Παρότι οι επιβάτες αντιστέκονταν, οι αστυνομικοί διά της βίας τούς υποχρέωναν να κατεβούν στα αμπάρια και μετά τους κλείδωναν. Μετά σήκωσαν την άγκυρα και ένα ρυμουλκό άρχισε να σέρνει το καράβι στα ανοιχτά. Το ρυμουλκό πορευόταν προς τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Μαξιμίλιαν κοίταζε έκπληκτος. Το καράβι απομακρυνόταν προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει, δίχως να έχει μηχανή. Και ο Ρεμζί κοίταζε αποσβολωμένος. Λες και δεν το έβλεπε ο καθηγητής, του έδειχνε το καράβι ταρακουνώντας τον από τον ώμο. Προχώρησαν με το αυτοκίνητο παράλληλα προς τον Βόσπορο. Παρακολούθησαν το καράβι μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Στο σημείο που ανοίγεται ο Βόσπορος προς τη

θάλασσα, είδαν το καράβι να πηγαίνει προς τα δεξιά, προς την κατεύθυνση της Ρίβα και της Σίλε. Επέστρεψαν στην πόλη. Ο καθηγητής ήθελε να επιβιβαστεί αμέσως στο φέρι μποτ ώστε να περάσει στην απέναντι όχθη και να αναζητήσει το Στρούμα. Όμως ο Ρεμζί, έπειτα από έντονη προσπάθεια, τον έπεισε να το αναβάλει για την επόμενη μέρα· σε τίποτα δεν θα ωφελούσε αν πήγαινε τη νύχτα. Θα ήταν αδύνατο να βρουν μέσα στο σκοτάδι την κατάλληλη παραλία απ’ όπου θα παρακολουθούσαν το πλοίο. Άλλωστε το βράδυ σταματούσαν τα δρομολόγια των φέρι μποτ. Έτσι, συμφώνησαν να ξεκινήσουν τα χαράματα, κατά τις τέσσερις η ώρα. Με αυτόν τον τρόπο ο καθηγητής πήρε τη λάθος απόφαση για την οποία θα μετάνιωνε οικτρά και η οποία θα τον βασάνιζε σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Τη νύχτα στο σπίτι, μόνος, περίμενε άγρυπνος και δεινοπάθησε μέχρι η ώρα να φτάσει τις τέσσερις. Με το πρώτο δρομολόγιο του φέρι μποτ πέρασαν απέναντι και κατευθύνθηκαν προς τη Σίλε. Από κάποιον λόφο που μπορούσε να δει τη θάλασσα, χτένισε με τα κιάλια τα ανοιχτά. Εν τέλει εντόπισε το Στρούμα κοντά στη Σίλε, και συγκεκριμένα έξω απ’ το ακρωτήρι Γιομ. Φαινόταν σαν εγκαταλειμμένο. Το ρυμουλκό που το τραβούσε δεν φαινόταν πουθενά. Ο καθηγητής, συνοδευόμενος από τον οδηγό, προχώρησε προς την ακτή. Εάν εκείνη την ημέρα τού έλεγαν πως θα επέστρεφε ύστερα από πενήντα εννέα χρόνια σ’ εκείνο το σημείο για να παίξει βιολί, δεν θα το πίστευε με τίποτα. Επιτάχυνε το βήμα του. Σε λίγο άρχισε να τρέχει. Απ’ τους ψαράδες της παραλίας ζήτησε να τον οδηγήσουν στο

καράβι. Αρνήθηκαν, με τη δικαιολογία ότι ο καιρός ήταν κακός κι η θάλασσα ταραγμένη. Στο τέλος, όμως, ένας απ’ αυτούς δέχθηκε, αφού η αμοιβή ήταν πολύ δελεαστική. Επιβιβάστηκαν στο ψαροκάικο. Ο Ρεμζί είπε ότι θα περιμένει στην ακτή. Παλεύοντας με τα κύματα, άρχισαν να πλησιάζουν το πλοίο. Σε λίγο θα αντάμωνε με τη Νάντια. Όρθιος στο ψαροκάικο που το παράδερναν τα κύματα, άρχισε να φωνάζει: «Νάντια! Νάντια! Έρχομαι! Τελειώνουν τα βάσανα! Οι κακές μέρες τελειώνουν!». Γύρω από το πλοίο δεν υπήρχαν αστυνομικοί ή λιμενικοί. Το πολύ μετά από μισή ώρα θα επέστρεφε μαζί με τη Νάντια, θα καθόντουσαν στο αμάξι και θα πήγαιναν στο σπίτι τους. Ο ψαράς, φοβούμενος ότι ο ξένος που φώναζε σε μια άγνωστη γλώσσα κινδύνευε να πέσει στη θάλασσα, τον προειδοποιούσε να προσέχει. Στο τέλος, αποφάσισε να σηκωθεί απ’ τη θέση του και να τραβήξει τον καθηγητή απ’ το μπράτσο. Τη στιγμή που τον τραβούσε απ’ το μπράτσο, ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη. Το Στρούμα τινάχτηκε στον αέρα. Μετά τον εκκωφαντικό θόρυβο ακολούθησε άκρα σιωπή. Ο ουρανός γέμισε με ανθρώπινα κορμιά, κομμάτια ξύλου και μετάλλου. Αμέσως μετά, το πλοίο βυθίστηκε, μέσα σε λίγες στιγμές. Τρομοκρατημένος ο ψαράς έστριψε βιαστικά τη μύτη του ψαροκάικου προς τη στεριά και άνοιξε το γκάζι μέχρι τέλους. Ο καθηγητής έτρεχε πίσω μπρος πάνω στο σκάφος φωνάζοντας μανιασμένος: «Στάσου! Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω!».

Ο ψαράς δεν τον άκουγε, όμως ο Μαξιμίλιαν ήταν αποφασισμένος: όρμησε πάνω στον ψαρά. Πάλεψαν για αρκετά δευτερόλεπτα. Καθώς προσπαθούσε να εξουδετερώσει ο ένας τον άλλον, ο ψαράς έπεσε στη θάλασσα. Ο καθηγητής μόνος, κυρίαρχος του σκάφους, έτρεξε στο τιμόνι και το έστριψε απότομα, όσο πήγαινε, προς την κατεύθυνση του βυθισμένου πλοίου. Το μικρό σκάφος ανατράπηκε, οπότε βρέθηκε στη θάλασσα και ο καθηγητής. Η θάλασσα ήταν παγωμένη, τα κύματα παρέσερναν τον καθηγητή προς την παραλία. Κάποια στιγμή ένιωσε το παγωμένο, αλμυρό υγρό να γεμίζει τα πνευμόνια του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, πρώτα πρώτα αναρωτήθηκε πού βρισκόταν. Τι δουλειά είχε ανάμεσα σ’ αυτούς τους αγνώστους; Αυτός ο μουσκεμένος άντρας που έσταζαν νερά από πάνω του γιατί συμπεριφερόταν σαν τρελός; Αν τον άφηναν, θα ορμούσε πάνω στον καθηγητή και θα τον έκανε κομμάτια. Και οι υπόλοιποι φαινόντουσαν θυμωμένοι. Κάποιοι απ’ αυτούς συγκρατούσαν τον φίλο τους, ενώ άλλοι φώναζαν ο ένας στον άλλον. Πιο σωστά, ο Μαξιμίλιαν έβλεπε τους οργισμένους και ταραγμένους ανθρώπους να φωνάζουν, αλλά δεν άκουγε τις φωνές τους. Δεν άκουγε τίποτα. Σε λίγο, όμως, άρχισε ξαφνικά και πάλι να ακούει. Πρώτα άκουσε τα μανιασμένα κύματα. Έπειτα τις οργισμένες φωνές των αντρών. Όταν ανασήκωσε λίγο το κεφάλι, είδε στα ανοιχτά να επιπλέουν διάφορα αντικείμενα. Ανάμεσα στα ψηλά κύματα που ανεβοκατέβαιναν μαζί με τα υπολείμματα του καραβιού, έβλεπε κανείς ανθρώπινα μέλη, τη μια στιγμή να

διακρίνονται και την άλλη να χάνονται. Στο μεταξύ στην παραλία είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Εμφανίστηκαν κρατικά οχήματα και σωστικά συνεργεία που έπιασαν αμέσως δουλειά. Ο Μαξιμίλιαν μεμιάς τινάχτηκε όρθιος κραυγάζοντας σαν τρελός. Άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα καθώς τα νερά κυλούσαν απ’ τα ρούχα του. Όμως ένας άντρας τον πρόλαβε από πίσω και τον συγκράτησε. Ο Μαξιμίλιαν γνώριζε τον άνθρωπο αυτόν. Ήταν φίλος, αλλά γιατί του έκανε τέτοιο κακό; Γιατί δεν τον άφηνε να ριχτεί στη θάλασσα; Ήταν ο Ρεμζί. Ο Ρεμζί, ο οδηγός. Τόσες μέρες, χωρίς να καταλαβαίνουν πολύ καλά ο ένας τον άλλον, είχαν μοιραστεί τα βάσανα και τις ελπίδες. Γιατί τώρα εμπόδιζε τον καθηγητή να τρέξει προς τα απομεινάρια του καραβιού; Γιατί δεν καταλάβαινε; Τέσσερις πέντε άνθρωποι έτρεξαν να βοηθήσουν τον Ρεμζί. Έσυραν τον καθηγητή στην ξηρά. Ο καθηγητής ήταν πολύ θυμωμένος με τον Ρεμζί. Έτρεμε απ’ το κρύο, τον πόνο, την οργή: «Νάντιααα!». Τότε έφτασε η αστυνομία. Αστυνομικοί πέρασαν χειροπέδες στα χέρια του καθηγητή και τον οδήγησαν πίσω στην Ιστανμπούλ. Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Μαξιμίλιαν ρωτούσε διαρκώς στα τουρκικά: «Σώθηκε κανείς; Σώθηκε κανείς;». «Σώθηκε ένας» του είπαν. Εκτός από το πλήρωμα, ένας στους επτακόσιους εξήντα εννιά, σκέφτηκε ο καθηγητής. Προσευχήθηκε αυτός που σώθηκε να είναι η Νάντια. Όμως δεν ήταν. Είχε σωθεί μονάχα ένας νέος με το όνομα Νταβίντ. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν χάσει τη ζωή τους. Μόλις έμαθε αυτή την πληροφορία

στο αστυνομικό τμήμα, ο καθηγητής άρχισε να ουρλιάζει μανιασμένος: «Δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοι!». Οι αστυνομικοί τον έριξαν σ’ ένα κελί του υπογείου. Οι τοίχοι ήταν υγροί, ο τόπος μύριζε μούχλα. Στην οροφή έκαιγε διαρκώς μια δυνατή λάμπα. Επειδή στο κελί δεν υπήρχε παράθυρο, δεν καταλάβαινε αν ήταν μέρα ή νύχτα. Ο καθηγητής συμπεριφερόταν σαν να είχαν σαλέψει τα λογικά του. Κατά διαστήματα σηκωνόταν και χτυπούσε ρυθμικά το κεφάλι του στον τοίχο. Μάτωνε το μέτωπό του, αλλά δεν του περνούσε απ’ το μυαλό να καθαρίσει το αίμα. Δεν έτρωγε το φαγητό που του έδιναν, προτιμούσε να μένει κουλουριασμένος στο δάπεδο. Τη στιγμή που έκλεινε τα μάτια, εμφανιζόταν μπροστά στα μάτια του η εικόνα της ανατίναξης του πλοίου και των ανθρώπινων κορμιών στον αέρα. Άραγε πού βρισκόταν η Νάντια την ώρα της έκρηξης; Μήπως τον είχε δει και τον περίμενε γαντζωμένη στην κουπαστή; Μήπως βρισκόταν στα αμπάρια; Τι είχε φάει τελευταία φορά; Ποια ήταν η τελευταία της σκέψη; Είχε προλάβει να τρομάξει; Βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτούς που εκτινάχτηκαν στη θάλασσα; Είχε πεθάνει μεμιάς ή χαροπάλευε στα παγωμένα νερά; Ύ στερα από αυτά τα ερωτηματικά, σηκωνόταν και ξαναχτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο. Ο χτύπος του κεφαλιού αντηχούσε στο υπόγειο. Όταν τον ανέβασαν επάνω για ανάκριση, βρισκόταν σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση. Δεν κατάφερνε να δώσει μια ακριβή απάντηση, ούτε καταλάβαινε με σαφήνεια τις ερωτήσεις. Μονάχα φώναζε:

«Θα αφιερώσω τη ζωή μου στο να πληροφορήσω όλο τον κόσμο γι’ αυτό το έγκλημα!». Ήταν 24 Φεβρουαρίου. Τις επόμενες μέρες συζητήθηκε πολύ το θέμα της βύθισης του Στρούμα. Κυκλοφόρησαν πολλές και αντιφατικές φήμες. Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι το τορπίλισαν οι Τούρκοι. Άλλοι είπαν πως ήταν οι Γερμανοί. Ορισμένοι μίλησαν για εκρηκτικά που τοποθετήθηκαν λίγο πριν τη ρυμούλκηση του πλοίου στα ανοιχτά της Μαύρης Θάλασσας. Έπειτα από χρόνια ένας ερευνητής, επιφορτισμένος από την εισαγγελία της Φρανκφούρτης, αποκάλυψε την αλήθεια. Το πλοίο Στρούμα είχε τορπιλιστεί από ρωσικό υποβρύχιο που έφερε τον κωδικό αριθμό SC 213. Διότι ο Στάλιν είχε δώσει εντολή να βυθίζουν κάθε άγνωστης ταυτότητας πλοίο που έπλεε στη Μαύρη Θάλασσα. Όταν το σοβιετικό υποβρύχιο υπό τη διοίκηση του ανθυποπλοιάρχου Ντεζνένκο εντόπισε το πλοίο στα νερά της Μαύρης Θάλασσας, έστειλε στην κεντρική διοίκηση την πληροφορία και περίμενε εντολές. Όταν δεν πήρε απάντηση, βύθισε το πλοίο. Μετά την ανάκριση, οι αστυνομικοί οδήγησαν τον καθηγητή στο σπίτι του. Τον πληροφόρησαν ότι απαγορεύεται να βγει από αυτό και έβαλαν φρουρό στην εξώπορτα. Επίσης του δήλωσαν ότι η ανάκριση δεν είχε ολοκληρωθεί. Μετά από μερικές μέρες, τον απέλασαν με συνοπτικές διαδικασίες. Όταν τον ρώτησαν σε ποια χώρα θέλει να πάει, είπε «Στην Αμερική». Δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία γι’ αυτό. Ούτε τα

πράγματά του πρόλαβε να μαζέψει. Ακόμη και η παρτιτούρα της Σερενάτας έμεινε μαζί με τα υπόλοιπα στην Ιστανμπούλ. Την τελευταία στιγμή επικοινώνησε με το πανεπιστήμιο και παρακάλεσε να φροντίσουν ώστε τα πράγματά του να παραδοθούν στην οικογένεια Αρντίτι. Αφότου εγκαταστάθηκε στην Αμερική, για μεγάλο διάστημα δεν έκανε καμία προσπάθεια επαφής με την Τουρκία. Ούτε ενδιαφέρθηκε για τα πράγματα που άφησε στην Ιστανμπούλ. Διότι για μήνες έμεινε στο νοσοκομείο, πήρε πολλά και βαριά φάρμακα, έκανε ψυχοθεραπεία. Οι γιατροί ήθελαν να διακόψει τις σχέσεις του με το παρελθόν. Η θεραπεία του πήγαινε καλά. Πλέον μπορούσε να συγκεντρωθεί, είχε αρχίσει μια καινούρια ζωή. Ωστόσο, ένα γράμμα που έλαβε έγινε αιτία να ξαναγίνει άνω κάτω μέσα σ’ ένα λεπτό. Ήταν ένα γράμμα της Νάντιας. Αγαπημένε μου, Αυτή η άτυχη γυναίκα, η Μ εντέα, όταν σου δώσει το γράμμα, μη στενοχωρηθείς καθόλου. Μ ην την πιστέψεις ό,τι κι αν σου πει. Διότι, εξαιτίας της εγκυμοσύνης και της αρρώστιας της, βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση. Οι συνθήκες που επικρατούν στο καράβι την επηρέασαν περισσότερο από όλους. Δεν τα γράφω αυτά για να σε καθησυχάσω. Πίστεψέ με, είμαι καλά. Πιστεύω επίσης ότι θα σωθώ από δω. Διότι πριν από δύο ημέρες σήκωσα το κεφάλι προς τον ουρανό και έκλεισα τα μάτια. Ικέτευσα τον Θεό να μου στείλει ένα σημάδι. Όταν τα άνοιξα, πίστευα ότι θα δω έναν άδειο ουρανό. Και όμως: δεν συνέβη αυτό. Ο Θεός με άκουσε. Ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου πετούσε ένα κοπάδι πουλιών σε σχήμα V. Όλα τα πουλιά δεν ξέφευγαν

ούτε εκατοστό απ’ τη θέση τους και έτσι απεικόνιζαν ένα τέλειο V. Ναι, πετούσαν ακριβώς επάνω απ’ το κεφάλι μου. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν ένα θαύμα. Ο Κύριος όλων μας μου έστειλε απ’ τον ουρανό το σήμα της νίκης. Μ ε πλημμύρισαν συναισθήματα ευγνωμοσύνης και χαράς. Εκτός από το γεγονός ότι το διαισθάνομαι, το ξέρω κιόλας πως θα ανταμώσουμε. Θα μου παίξεις και πάλι τη Σερενάτα που συνέθεσες και την οποία νοστάλγησα τόσο πολύ να ακούσω. Το ότι ξέρω πως βρισκόμαστε στην ίδια πόλη, το ότι είμαστε κοντά και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα με κάνει ευτυχισμένη. Σε λίγο θα ανταμώσουμε και θα έχουμε πολλά να πούμε ο ένας στον άλλον. Στο μεταξύ όμως μη στενοχωριέσαι. Είμαι καλά, είμαι γερή, ζεσταινόμαστε, χορταίνουμε. Περιμένω με ανυπομονησία την ημέρα που θα ανταμώσουμε. Η γυναίκα σου Νάντια Η Νάντια είχε δώσει το γράμμα στη Μεντέα. Διότι σωστά υπέθεσε ότι ο Μαξιμίλιαν θα πήγαινε να τη βρει. Όμως η έγκυος γυναίκα που χαροπάλευε δεν βρήκε την ευκαιρία να του δώσει το γράμμα. Όταν όμως έγινε καλά, προτού φύγει για την Παλαιστίνη, παρέδωσε το γράμμα στη διεύθυνση του νοσοκομείου. Η διεύθυνση το έστειλε στο πανεπιστήμιο. Η πρυτανεία χρειάστηκε πολύ χρόνο για να μάθει τη διεύθυνση του καθηγητή. Αφού βρήκαν ότι διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, το έστειλαν εκεί. Επειδή όμως ο καθηγητής εκείνη την περίοδο είχε εισαχθεί

στο νοσοκομείο, το γράμμα καθυστέρησε ακόμη περισσότερο να φτάσει στα χέρια του. Εν τέλει πήρε το γράμμα όταν βρισκόταν σ’ ένα νοσοκομείο της Βοστόνης. Αν οι γιατροί γνώριζαν το περιεχόμενο, σίγουρα δεν θα επέτρεπαν να φτάσει στα χέρια του. Διότι, αφού το διάβασε, έπεσε σε μαύρα σκοτάδια. Χρειάστηκε πάρα πολύ χρόνο για να σταθεί και πάλι όρθιος στα πόδια του. Έστηνε το βλέμμα του κάπου έξω απ’ το παράθυρο και μονολογούσε μουρμουρίζοντας: «Θα έρθω, Νάντια» έλεγε. «Θα έρθω…». Μετά προσπαθούσε να θυμηθεί τη μελωδία της Σερενάτας. Όμως το συγχυσμένο μυαλό του δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μία νότα.

Η συνέχεια απ’ το σημείο που είχα μείνει…

15

ΔΙΑΒAΣΑΤΕ ΣΕ ΞΕΧΩΡΙΣΤO

τμήμα τη δραματική ιστορία του Μ αξιμίλιαν και της Νάντιας, γραμμένη με τρόπο που συναντάται πολύ συχνά στη λογοτεχνία της Ανατολής. Ο τρόπος αυτός είναι πολύ διαδεδομένος στον Φεριντουντίν-ι Αττάρ, στα παραμύθια Χίλιες και Μ ία Νύχτες, στα ποιήματα του είδους Μ εσνεβί όπου ένα κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί ως ανεξάρτητο, αλλά ταυτόχρονα και ως τμήμα του έργου. Φυσικά δεν σκοπεύω να γίνω επαγγελματίας συγγραφέας, ούτε έχω τη φιλοδοξία να εκπροσωπήσω τη λογοτεχνία της Ανατολής. Ωστόσο, ελπίζω να μη θεωρηθεί μεμπτό το ότι ακολούθησα την οικειότερη σε μένα παράδοση σ’ αυτήν τη χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις αφήγηση. Και τώρα ας συνεχίσω την εξιστόρησή μου απ’ το σημείο που την άφησα. Την επομένη ξύπνησα με τέτοια ενέργεια που απόρησα κι εγώ η ίδια. Παρότι κοιμήθηκα μόνο για λίγο, δεν ένιωθα καθόλου κουρασμένη. Αφού φρόντισα να πάει ο Κερέμ στο σχολείο, έστειλα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Πληροφορούσα την αρμόδια υπηρεσία ότι έγραφα ένα βιβλίο σχετικά με έναν ακαδημαϊκό που δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ και είχε σχέση με το λυπηρό συμβάν του πλοίου Στρούμα που συνέβη το 1942 . Στη συνέχεια, ρωτούσα εάν θα ήταν δυνατόν να μου δοθεί άδεια για έρευνα στα αρχεία του Υπουργείου. Δεν περίμενα θετική απάντηση, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλησα να δοκιμάσω την τύχη μου. Είχα την ελπίδα πως θα υπήρχε κάποιος διευθυντής που να μη θεωρούσε ως επικίνδυνη ενέργεια το άνοιγμα των σχετικών αρχείων ύστερα από τόσα χρόνια. Μ ετά, ντύθηκα γρήγορα και βγήκα έξω. Έριχνε ψιλό χιόνι. Καθώς πήγαινα με το ταξί προς το Μ πέγιαζιτ, ήταν σαν να ακολουθούσα τη συνηθισμένη διαδρομή προς το πανεπιστήμιο, όμως αυτήν τη φορά ο προορισμός και ο σκοπός μου ήταν διαφορετικοί. Αφού κατέβηκα στη γεμάτη κόσμο πλατεία, έβγαλα απ’ την τσέπη μου το χαρτί. Ήταν η φωτοτυπία του εγγράφου απέλασης του καθηγητή Βάγκνερ. Το έγγραφο ήταν φυλαγμένο στον φάκελο του καθηγητή στα αρχεία του πανεπιστημίου. Το σημαντικό ήταν ότι στο έγγραφο είχαν γράψει τη διεύθυνση κατοικίας του καθηγητή. Ορισμένα καφενεία της πλατείας είχαν ζωντανέψει την οθωμανική παράδοση του ναργιλέ. Ήταν γεμάτα με φοιτητές και τουρίστες. Ποτέ δεν είχα δοκιμάσει ναργιλέ. Αποφάσισα ότι μια μέρα σ’ αυτή την πλατεία θα δοκίμαζα κι εγώ. Τι αίσθηση να προκαλούσε άραγε ο καπνός που περνούσε μέσα απ’ το νερό; Καθώς περνούσα μπροστά απ’ αραδιασμένα στη σειρά σαντουιτσάδικα, με σταμάτησε η μυρωδιά του τοστ με σουτζούκι. Το πρωί δεν είχα τσιμπήσει τίποτα. Κάθισα σ’ ένα μικρό τραπεζάκι·

μαζί με το τοστ με σουτζούκι παρήγγειλα κι ένα αϊράνι. Στο μεταξύ ρώτησα τον σερβιτόρο αν ήξερε την οδό Νασίπ. Εκείνος δεν την ήξερε, ίσως όμως, πρότεινε, να την ήξερε ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του πλαϊνού μπακάλικου. Αφού τελείωσα το τοστ, πήγα δίπλα και ρώτησα τον ηλικιωμένο άντρα που στεκόταν πίσω απ’ τον πάγκο. Σκέφτηκε για λίγο ζαρώνοντας το μέτωπό του. «Κάτι μου λέει, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ. Εδώ άλλαξαν πολλές ονομασίες δρόμων. Γι’ αυτό, κορίτσι μου, το καλύτερο είναι να ρωτήσεις τον κοινοτάρχη». Μ ου έδωσε οδηγίες για το πώς θα πάω στον κοινοτάρχη. Δυστυχώς, όμως, ούτε εκείνος γνώριζε τον δρόμο. Εφόσον δεν τον ήξερε και ο κοινοτάρχης, είτε είχε γραφτεί λάθος είτε είχε αλλάξει η ονομασία. Συζητήσαμε με τον κοινοτάρχη αυτή την πιθανότητα. Ο κοινοτάρχης ήταν ένας πάρα πολύ αργός –σε βαθμό να βαριέσαι να τον βλέπεις– άνθρωπος, αλλά συνάμα εξυπηρετικός. Άνοιξε παλιά αρχεία, τετράδια και στο τέλος τον βρήκε. Ο δρόμος τώρα λεγόταν Άκντογαν. Καθώς προχωρούσα προς τον δρόμο, σκεφτόμουν τις αλλαγές στις ονομασίες που γίνονταν σ’ αυτήν τη χώρα. Γιατί άραγε άλλαζαν διαρκώς τις ονομασίες των δρόμων, λεωφόρων, πλατειών, χωριών; Για να ξεφύγουν απ’ την Ιστορία; Για να αρχίσουν και πάλι απ’ το μηδέν; Τι θα έλεγε άραγε ο Έρικ Άουερμπαχ για μια χώρα που θέλει να αλλάξει το παρελθόν της; Στην αλληλογραφία του με τον Βάλτερ Μ πένγιαμιν αναφέρθηκε σ’ αυτή την “υπερβολική επιθυμία αλλαγής”; Δίχως να το καταλαβαίνουμε βρισκόμασταν σε μια διαρκή αλλαγή του κελύφους. Να ξεφύγουμε απ’ το Βυζάντιο. Να ξεφύγουμε απ την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Να ξεφύγουμε απ’ τον αραβικό πολιτισμό… Τώρα έφτασε η νέα μόδα: “Να

ξεφύγουμε απ’ τον κεμαλισμό!”. Κρύψε όμως το Γαλάζιο Σύνταγμα, το πλοίο Στρούμα, τα επεισόδια με τους Αρμενίους… Κάποτε αναρωτιόμουν γιατί στην Τουρκία υπάρχουν τόσο πολλές πόλεις με την ονομασία “Έρεγλι”: η Έρεγλι της Κόνια, η Έρεγλι του Μ αρμαρά, η Έρεγλι στη Μ αύρη Θάλασσα. Μ ετά έψαξα και βρήκα ότι είναι η αρχαία Ηράκλεια. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη “Μ πόλου”. Μ πόλου, Σαφράνμπολου, Ινέμπολου, Τιρέμπολου. Στην πραγματικότητα προέρχεται απ’ την ελληνική λέξη “πόλη”. Ενώ ακόμα σκεφτόμουν αν υπάρχει άλλη χώρα που να ορίζει διαρκώς εκ νέου το παρελθόν της, έφτασα στην οδό Άκντογαν. Ήταν ένα σοκάκι με μικρά, αφρόντιστα σπίτια. Ο δρόμος ήταν λιθόστρωτος, γεμάτος λακκούβες. Ανάμεσα στα σχετικά νεόκτιστα σπίτια υπήρχαν και μερικά παλιά ξύλινα, σχεδόν ερειπωμένα. Ήταν τα όμορφα σπίτια με εξώστη του παλιού καιρού, που τώρα είχε ξεφτίσει το χρώμα των σκεβρωμένων τους ξύλων. Προχώρησα προς το βάθος για να εντοπίσω τον αριθμό δεκαεπτά. Ήταν ένα καινούριο, άσχημο σπίτι, καλυμμένο με γιαπωνέζικα πλακάκια. Δεν θα μπορούσε να είναι αυτή η κατοικία όπου έμεναν οι Αρντίτι και ο Βάγκνερ. Ήταν φανερό πως κι αυτός ο δρόμος, όπως και τόσοι άλλοι, είχαν επωμιστεί το βάρος της μετανάστευσης απ’ την Ανατολία. Γκρέμισαν τα παλιά σπίτια και έκτισαν καινούρια. Δεν είχα άλλη λύση παρά να απευθυνθώ στον υπ’ αριθμόν ένα σύμβουλο εύρεσης δρόμων ολόκληρης της χώρας, δηλαδή σ’ έναν μπακάλη της γειτονιάς. Τον βρήκα και τον ρώτησα αν ήξερε την οικογένεια Αρντίτι. Σ’ όλους τους τοίχους του μαγαζιού υπήρχαν πινακίδες με προσευχές στα αραβικά. Τα γένια, το μπερέ και το κομπολόι του άντρα έδειχναν ότι ήταν ένας καθ’ όλα θρήσκος ηλικιωμένος άνθρωπος.

«Κόρη μου» είπε. «Εμείς ήρθαμε πριν από πέντε χρόνια απ’ την Κάισερι22 και ανοίξαμε αυτό εδώ το μαγαζί. Δεν γνωρίζουμε τους παλιούς. Όμως έχουμε μερικούς Εβραίους πελάτες που μένουν εδώ χρόνια. Ίσως αυτοί να σε βοηθήσουν». Μ ετά γύρισε το κεφάλι προς το βάθος του μαγαζιού και φώναξε: «Κιούμπρα, Κιούμπρα… Οδήγησε την κοπελίτσα στο σπίτι της Μ αντάμ». Πίσω από τον πάγκο πρόβαλε ένα αδύνατο κορίτσι με λεπτό πρόσωπο. Στο κεφάλι είχε ένα σφιχτοδεμένο εμπριμέ μαντίλι. Καθώς το κορίτσι φορούσε το πανωφόρι του, ο άντρας με ρώτησε: «Να σου προσφέρουμε κάτι, κορίτσι μου; Τι θέλεις να πιεις;». Τον ευχαρίστησα λέγοντας ότι δεν διψάω. Τότε ο ηλικιωμένος άντρας μού έδωσε μία προσευχή τυπωμένη σ’ ένα χαρτόνι. «Να το έχεις πάντα μαζί σου, κόρη μου. Είναι ο λόγος του Θεού. Θα σε φυλάει από ατυχήματα, από μπελάδες και από το κακό μάτι». Η καλοκάγαθη συμπεριφορά του ηλικιωμένου, η επιθυμία να προφυλάξει μια γυναίκα που ούτε καν τη γνώριζε, με γέμισε με αισθήματα γαλήνης. Ήταν μια καλή, παραδοσιακή οικογένεια της Ανατολίας, όπου μπορούσε να συναντήσει κανείς πολλές παρόμοιες. Βγήκα έξω συνοδευόμενη από την Κιούμπρα. Περάσαμε μερικά σπίτια και σταθήκαμε μπροστά σ’ ένα παλιό κτίριο. Η Κιούμπρα χτύπησε το παλιό κουδούνι που ήταν κρεμασμένο πάνω στην ξύλινη πόρτα. Μ ια ηλικιωμένη κυρία απ’ το παράθυρο του πάνω ορόφου έγειρε προς τα κάτω για να δει. «Εσύ είσαι, Κιούμπρα; Έρχομαι, κορίτσι μου» είπε. Μ ιλούσε με έντονη προφορά τα τουρκικά. Όταν άνοιξε την πόρτα, εμφανίστηκε μπροστά μας μία αδύνατη ηλικιωμένη

γυναίκα. Από την εμφάνιση και την ομιλία της φαινόταν καθαρά ότι ήταν Σεφαρδίτισσα Εβραία. Τώρα είχα μάθει ότι οι μουσουλμάνοι γείτονες την αποκαλούσαν “Μ αντάμ”. Φορούσε γυαλιά περασμένα σε μια λεπτή αλυσίδα που κρεμόταν απ’ τον λαιμό της. Σκύβοντας λίγο το κεφάλι, μας κοίταζε πάνω απ’ τα γυαλιά. «Ορίστε, ορίστε!» είπε. Η Κιούμπρα τής εξήγησε την κατάσταση, συμπλήρωσε πως έχει πολλή δουλειά και έφυγε. Προτού γυρίσει να φύγει, ρώτησε: «Θεία, χρειάζεστε κάτι;». «Όχι, παιδάκι μου. Να ’σαι καλά, γλυκό μου κορίτσι» είπε η Μ αντάμ. Καθώς περνούσε μέσα, μου είπε: «Πολύ καλή φαμίλια αυτοί οι άνθρωποι. Τα αρθριτικά με τρελαίνουν· δεν μπορώ εύκολα να βγω έξω. Τηλεφωνώ, και η Κιούμπρα φέρνει αμέσως ό,τι ζητήσω. Επίσης, στις γιορτές ποτέ δεν ξεχνούν να έρθουν μ’ ένα κουτί λουκούμια ή γλυκά». Αυτά ήταν ίχνη της παλιάς κοσμοπολίτικης ζωής της Ιστανμπούλ. Ίχνη από εκείνη την ωραία, χαμένη περίοδο. Η Μ αντάμ με οδήγησε σ’ ένα μικρό σαλόνι. Το σπίτι είχε μία ιδιαίτερη μυρωδιά που θύμιζε παλιές εποχές. Πάνω στα πολύ παλιά, σκαλιστά τραπεζάκια στέκονταν δεκάδες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. «Να σας κάνω έναν καφέ;» «Μ ην κάνετε τον κόπο». «Εγώ το πρωί δεν ήπια καφέ, παιδάκι μου. Να τον πιούμε μαζί». Ύστερα από λίγο επέστρεψε κρατώντας έναν δίσκο με δύο λεπτά φλιτζάνια απ’ όπου άχνιζαν οι καϊμακλίδικοι καφέδες που μύριζαν εξαιρετικά. Δίπλα στα φλιτζάνια είχε τοποθετήσει δύο ποτήρια νερού και δύο πιατάκια που είχαν από ένα λουκούμι με

γεύση τριαντάφυλλο. Αυθεντικό, παλιό σερβίρισμα που συνήθιζαν σ’ αυτή την πόλη. Κάτι που δεν θα βρείτε στα σύγχρονα “café”. Αναρωτήθηκα για μια ακόμη φορά για ποιον λόγο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τέτοια ωραία έθιμα και επιλέγουν να πίνουν στιγμιαίο καφέ, που επιπλέον έχει γεύση τόσο ξένη προς τις παραδοσιακές μας. Στην πραγματικότητα η αιτία ήταν φανερή: Εκατομμύρια άνθρωποι που ζούσαν σε διαφορετικές περιοχές, με διαφορετικά ιδιαίτερα γνωρίσματα, πρέπει να τους αρέσουν τα ίδια φαγητά και ποτά, τα ίδια ρούχα και να ζουν με τον ίδιο τρόπο. Έτσι οι μεγάλες πολυεθνικές θα μπορούν να πουλούν τα προϊόντα τους σε κάθε γωνιά της γης. Το κακό αυτού του συστήματος ήταν ότι εκμηδένιζε τους τοπικούς πολιτισμούς. Χαμογέλασα γι’ αυτές τις σκέψεις. Από την περασμένη εβδομάδα είχα γίνει “επιστήμονας της νοσταλγίας”. Σε λίγο έμαθα ότι η κομψή κυρία που καθόταν απέναντί μου, και την οποία όλοι αποκαλούσαν “Μ αντάμ”, λεγόταν Ραχήλ Οβάντια. Ήταν πράγματι από τους Σεφαρδίτες Εβραίους που κατοικούσαν στην Ιστανμπούλ εδώ και πεντακόσια χρόνια. Το είχαν εγκαταλείψει, επιβιβαζόμενοι στα αραγμένα στο λιμάνι Κάντιθ οθωμανικά καράβια, την Ισπανία της Ισαβέλλας και του Φερδινάνδου όπου επικρατούσε η Ιερά Εξέταση. Από το ίδιο λιμάνι την ίδια εποχή είχαν σαλπάρει και τα καράβια ενός 1492

εξερευνητή με τον όνομα Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος είχε σκοπό να φτάσει στην Ινδία διαπλέοντας τον ωκεανό. Η μαντάμ Οβάντια τα εξιστορούσε όλα αυτά γλυκά γλυκά με τη λαντίνο23 προφορά της. Μ ου μιλούσε για τα πρόσωπα που απεικονίζονταν στις φωτογραφίες, επαινούσε την ομορφιά του συζύγου της που είχε χάσει πριν από πέντε χρόνια. Ήταν φανερό

ότι την ταλαιπωρούσε η μοναξιά· έψαχνε κάποιον να μιλήσει. «Μ αντάμ Οβάντια» της είπα μόλις βρήκα ευκαιρία. «Μ ε λένε Μ άγια Ντουράν. Εργάζομαι στο Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ. Θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Μ ήπως γνωρίζετε την οικογένεια Αρντίτι που έμενε κάποτε σ’ αυτόν τον δρόμο;» Βυθίστηκε στις σκέψεις. Κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι και, μέσα από τις πάμπολλες αναμνήσεις που συσσώρευσαν τα χρόνια, προσπάθησε να ανασύρει το όνομα Αρντίτι. «Αρντίτι, Αρντίτι…» μουρμούρισε. «Μ ατίλντα και Ρομπέρ Αρντίτι» είπα για να τη βοηθήσω. «Καθόντουσαν στο σπίτι με τον αριθμό δεκαεπτά». Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Μ α φυσικάαα» είπε. «Μ α πώς δεν το θυμήθηκα, παιδάκι μου. Η κυρία Μ ατίλντα. Όταν ήμουν νέα, μου χάριζε μαντίλια με δαντέλα στις άκρες. Ήταν πολύ καλή φαμίλια, πάρα πολύ». «Μ ήπως ξέρετε πού βρίσκονται τώρα;» «Όπως καταλαβαίνετε, εκείνοι είναι μεγαλύτεροι από μένα. Μ ου φαίνεται πως ο κύριος Ρομπέρ πέθανε. Απ’ ό,τι έχω ακούσει, η κυρία Μ ατίλντα ζει σε γηροκομείο. Πρέπει να είναι τώρα πάνω από ενενήντα». «Ζει άραγε;» «Δεν ξέρω, παιδάκι μου». «Σε ποιο γηροκομείο βρίσκεται;» «Αχ, καλό μου παιδί, ούτε κι αυτό το ξέρω. Πώς άλλαξε η Ιστανμπούλ, πώς. Αχ, να ’ξερες πώς ήταν αυτά εδώ τα μέρη παλιά». Υποψιάστηκα ότι θα άρχιζε απ’ την αρχή τις παλιές ιστορίες. «Σας παρακαλώ, μαντάμ» τη διέκοψα. «Είναι πολύ σημαντικό να βρω την κυρία Μ ατίλντα. Μ πορείτε να σκεφτείτε λίγο ακόμα;»

«Γιατί αναζητάς αυτήν τη φαμίλια;» «Θα πάρει πολλή ώρα να σας εξηγήσω. Μ ε δυο λόγια κάνω μια έρευνα για το πανεπιστήμιο. Πρέπει να της κάνω κάνα δυο ερωτήσεις». «Να απαντήσω εγώ στις ερωτήσεις σου, παιδάκι μου. Γνωρίζω πολλά πράγματα. Σπούδασα στη σχολή Νταμ ντε Σιόν». «Ευχαριστώ πολύ» της είπα. «Όμως είναι σχετικά με την οικογένειά της. Σας παρακαλώ». «Για να δούμε, παιδάκι μου. Μ ου φαίνεται πως ο Ίζι μού μίλησε για την κυρία Μ ατίλντα. Για να τον ρωτήσω». Σηκώθηκε και πήγε στο παλιό μαύρο τηλέφωνο πάνω στο γωνιακό τραπεζάκι. Πρώτα αφαίρεσε το δαντελωτό σκέπασμα πάνω απ’ τη συσκευή και μετά γύρισε αργά αργά τον δίσκο με τους αριθμούς. Μ ε τον Ίζι μιλούσε σε μια τόσο παράξενη γλώσσα που δεν καταλάβαινα τίποτα. Μ ερικές λέξεις ήταν στα γαλλικά, άλλες στα ισπανικά και άλλες στα τουρκικά. Καθώς εκείνη μιλούσε, θυμήθηκα μια ωραία ιστορία σχετική με τους Σεφαρδίτες της Ιστανμπούλ. Επειδή είχαν έρθει εδώ το 1492 , μιλούσαν τα ισπανικά της εποχής του Θερβάντες. Μ ία ομάδα φιλολόγων είχε έρθει απ’ τη Μ αδρίτη να μελετήσει τη γλώσσα και τις λέξεις εκείνης της εποχής. Ωστόσο, όταν οι φιλόλογοι έφεραν την κουβέντα στην πολιτική, ένας Σεφαρδίτης Εβραίος είχε απαντήσει με μια πρόταση όπου οι μισές λέξεις ήταν ισπανικές και οι άλλες μισές τουρκικές, αλλά με ισπανικές καταλήξεις. Στο πανεπιστήμιο μερικοί καθηγητές το διηγιόντουσαν ως αστείο, όμως τώρα η κυρία Ραχήλ μιλούσε ακριβώς έτσι. «Άντε, παιδάκι μου, au revoir» είπε στο τέλος και έκλεισε το τηλέφωνο.

Στράφηκε προς εμένα και είπε: «Βρήκαμε την κυρία Μ ατίλντα. Μ ένει στο Χάρμπιγιε, στο γηροκομείο Αρτιζιάνα. Περίμενε να σε κεράσω μια κρέμα που έφτιαξα χτες». «Να με συμπαθάτε, αλλά μην κάνετε τον κόπο. Είμαι λίγο βιαστική. Ήταν μεγάλη εξυπηρέτηση αυτό που κάνατε, κυρία Ραχήλ. Αντίο». Άφησα μόνη την ηλικιωμένη με τις αναμνήσεις και τη μοναξιά της κι έφυγα. Διέκρινα στο πρόσωπό της μία απερίγραπτη θλίψη όταν με αποχαιρετούσε με τα λόγια «Στο καλό. Σε περιμένω να ’ρθεις ξανά, παιδάκι μου». Προχώρησα προς την πλατεία. Βρισκόμουν απέναντι από την ιστορική πύλη του πανεπιστημίου. Το γεγονός ότι δεν θα πατούσα το πόδι μου έστω και για μία εβδομάδα εκεί με γέμιζε με ανακούφιση. Πήρα ένα ταξί και πήγα στο Χάρμπιγιε. Δεν ήξερα πού βρισκόταν το Αρτιζιάνα. Ρώτησα δύο τρεις καταστηματάρχες και στο τέλος το βρήκα. Αργότερα έμαθα ότι το γηροκομείο κτίστηκε με φιρμάνι του Αμπντουλμεντζίντ, ο οποίος ταυτόχρονα έκανε δωρεά είκοσι χιλιάδων γροσίων. Ήταν το καταφύγιο των άπορων, μη μουσουλμάνων ηλικιωμένων, οι οποίοι περνούσαν εκεί τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους. Παραχωρούσαν ένα δωμάτιο στον κάθε ηλικιωμένο. Οι φιλοξενούμενοι είχαν το δικαίωμα, αν ήθελαν, να φέρουν στο δωμάτιο δικά τους έπιπλα. Επίσης μπορούσαν να λείπουν όλη την ημέρα και να επιστρέφουν το βράδυ. Όταν είπα στους αρμόδιους ότι ζητώ την κυρία Αρντίτι, μου είπαν να ανέβω στον δεύτερο όροφο. Πάνω από τις ξεφτισμένες από τον χρόνο πόρτες ήταν γραμμένα τα ονόματα των οικότροφων: Κουγιουμτζουγιάν, Σταυρόπουλος, Μ αυρομάτης, Σερρέρο.

Ποιος ξέρει τι αναμνήσεις φώλιαζαν σ’ αυτό το παλιό οίκημα. Τι δράματα, έρωτες, γλέντια να περνούσαν μπρος από τα μάτια των φιλοξενούμενων. Αφού βάδισα για λίγα δευτερόλεπτα, διάβασα στα αριστερά του διαδρόμου το όνομα “Αρντίτι”· χτύπησα και μπήκα. Η ξαπλωμένη στο κρεβάτι πολύ ηλικιωμένη γυναίκα ανασηκώθηκε όταν με είδε. «Ορίστε» είπε. «Ψάχνω την κυρία Μ ατίλντα Αρντίτι» απάντησα. «Γιατί τη ζητάτε;» «Για λίγη κουβέντα». «Ορίστε τότε» είπε η ηλικιωμένη. Μ ου έδειξε την πράσινη πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Κάθισα. «Είστε η κυρία Μ ατίλντα Αρντίτι;» «Ναι. Όμως έχει περάσει τόσος χρόνος πάνω από τα πάντα που δεν θυμάμαι πια καλά καλά ούτε και το ποια είμαι». «Μ αντάμ» είπα, «αυτά τα έφερα για εσάς» και έτεινα το μοβ μπουκέτο που είχα αγοράσει απ’ το γωνιακό ανθοπωλείο. «Αχ!» έκανε. «Πόσο ευγενική είστε. Πόσος καιρός να πέρασε από την τελευταία φορά που μου πρόσφεραν λουλούδια; Ένας αιώνας; Δύο αιώνες;» «Ελάτε τώρα, κυρία Αρντίτι, δεν είστε δα και τόσο ηλικιωμένη». «Και όμως νιώθω σαν να ζω απ’ την αρχή του κόσμου. Πώς είπατε ότι λέγεστε;» «Μ άγια». «Α! Μ άγια! Πολύ μου αρέσει αυτό το όνομα. Στη Σμύρνη η γειτόνισσά μας είχε μια κόρη, την έλεγαν Μ άγια. Ήμασταν συνομήλικες. Δεν ξέρω αν τώρα ζει ακόμη». «Μ αντάμ Αρντίτι, θέλω να σας ρωτήσω κάτι».

«Ορίστε». «Θυμάστε τον Μ αξιμίλιαν;» Κοντοστάθηκε· καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί, το ρυτιδωμένο μέτωπό της ζάρωσε ακόμη περισσότερο. Μ ετά, το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Ναι!» είπε ζωηρά. «Ο Μ αξιμίλιαν. Βέβαια. Φυσικά και τον θυμάμαι». «Ήταν γείτονάς σας στην οδό Νασίπ». «Ναι, οδός Νασίπ, φυσικά». Από την προσπάθεια να φανεί σίγουρη για τον εαυτό της, οι κινήσεις της είχαν χάσει τη φυσικότητά τους. Κοντοστάθηκε πάλι. Προφανώς είχε προκληθεί σύγχυση στο μυαλό της. «Η οδός Νασίπ στη Γενεύη, έτσι δεν είναι;» «Όχι, μαντάμ Αρντίτι, εδώ, στην Ιστανμπούλ». Σώπασε για λίγο. Μ ετά γεμάτη αυτοπεποίθηση ξαναπήρε τον λόγο: «Εντάξει» είπε. «Στην Ιστανμπούλ φυσικά». «Θυμηθήκατε τον Μ αξιμίλιαν;» «Τον Μ αξιμίλιαν. Μ α φυσικά τον θυμάμαι». «Μ πορείτε να μου μιλήσετε λιγάκι γι’ αυτόν;» «Αχ!» Μ ου ’κλεισε το μάτι πονηρά. Μ ε το χέρι της μου έκανε νεύμα να πλησιάσω. Πλησίασα την πολυθρόνα στο κρεβάτι. «Τώρα» είπε χαμογελώντας πονηρά, «ας μιλήσουμε σαν γυναίκα προς γυναίκα, γλυκιά μου. Ήταν τόσο ευγενικός, τόσο τζέντλεμαν, τόσο πλούσιος, τι να σου πω… Ήταν λίγο γυναικάς, αλλά όλοι έχουν τα ελαττώματά τους. Τι να σου κάνει ο καημένος, οι γυναίκες δεν άφηναν το κατόπι του. Η Ιστανμπούλ ήταν τόσο όμορφη στα νιάτα μου! Μ ε τον Μ αξιμίλιαν χέρι χέρι πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο Λε Μ πον. Οι πάστες εκλέρ που έφτιαχνε

ήταν τόσο εύγευστες. Παντού πηγαίναμε. Υπήρχε το Πέτρογκραντ καφέ, που το είχαν ανοίξει Ρώσοι. Οι σερβιτόρες ήταν νεαρές Ρωσίδες. Ήταν πολύ ωραίο μέρος». Κοντοστάθηκε σαν να θυμήθηκε κι άλλα. Μ ετά έκανε έναν μορφασμό σαν να ήθελε να πει “Δεν βαριέσαι” και συνέχισε. «Και πού δεν πηγαίναμε, γλυκιά μου. Έκανα ψώνια στη στοά Κάρλμαν. Τα παπούτσια μου τα αγόραζα από τον Πατσικάκη. Υπήρχε το κατάστημα Λιόν, το κατάστημα Μ άγιερ. Στο PetitChamps για θεατρικές παραστάσεις ή συναυλίες». Σταμάτησε για λίγο σαν να θυμήθηκε κάτι. «Ο Μ αξιμίλιαν δεν αγόραζε τίποτα για τον εαυτό του. Εγώ του αγόραζα τις κάλτσες, τα φανελάκια και τα σλιπάκια απ’ το Μ άγιερ. Εκεί υπήρχε και ο Φριτς. Κι αυτός Γερμανοεβραίος. Ήταν κι ο Λάζαρο Φράνκο. Αυτός πρέπει να έκλεισε πριν από είκοσι χρόνια. Εκεί πουλούσαν κουρτίνες. Οικιακά είδη. Τα καπέλα μου τα αγόραζα από ένα ειδικό μέρος. Πήγαινα σε Ρωσίδες που ήξεραν να φτιάχνουν ωραία καπέλα. Την έλεγαν κυρία Μ πέλλα. Πάνω από τον κινηματογράφο Λαλέ. Υπήρχε και η Μ αριέτα. Όμως η δική μου ήταν ακριβή. Τότε υπήρχαν πολλές καπελούδες». Όταν σώπαινε έπαιρνε ένα ύφος που έδειχνε ότι συλλογιζόταν βαθιά. Ταυτόχρονα μου έκανε νεύμα να περιμένω. Προσπαθούσε να συνεχίσει την ομιλία της χωρίς να τη διακόψω. «Μ ου άρεσε η κλασική μουσική. Για παράδειγμα ο Μ παχ. Πήγαινα συχνά στην πλατεία Ταξίμ μια συναυλίες. Νωρίτερα δεν υπήρχε όπερα. Είχαν ανοίξει ένα εστιατόριο με το όνομα Νοβότνι. Στο Τεπέμπασι. Το διαχειρίζονταν πέντε έξι Ρώσοι. Ήταν αδέρφια. Μ ερικές βραδιές έπαιζαν μουσική στο πιάνο. Μ ας άρεσαν πολύ τα φαγητά τους· όποτε αποφασίζαμε να φάμε έξω, πηγαίναμε εκεί. Πουθενά αλλού, δυστυχώς, δεν έπαιζαν κλασική μουσική. Πηγαίναμε και σε συναυλίες. Κάποτε είχε έρθει ο Ρούμπινσταϊν. Ο

Γεχούντι Μ ενούχιν. Όταν έμπαινα στην αίθουσα αγκαζέ με τον Μ αξιμίλιαν, ένιωθα σαν βασίλισσα. Κάθε Τρίτη παίζαμε χαρτιά με τις φίλες μου. Όμως ντυνόμασταν λες και πηγαίναμε σε σπουδαία δεξίωση. Ήμασταν οκτώ άτομα. Κάθε φορά φορούσαμε διαφορετικά ρούχα». Η κυρία Αρντίτι με είχε αναστατώσει. Μ ου μιλούσε συγκινημένη, παθιασμένη. Όμως είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για όσα μου αφηγούνταν. Πιθανώς είχε μπερδέψει τον Μ αξιμίλιαν με κάποιον άλλον. «Μ αντάμ Αρντίτι» της είπα. «Είστε σίγουρη ότι μιλάτε για τον καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ;» Απάντησε τελείως σίγουρη για τον εαυτό της: «Φυσικά. Κι αν ακόμη ξεχάσει κανείς τον ίδιο, αποκλείεται να ξεχάσει τη μουσική του». Εντάξει, τώρα μιλούσαμε για το ίδιο άτομο. «Θυμάστε τη Σερενάτα;» ρώτησα. «Μ α είστε στα καλά σας, παιδάκι μου; Πώς μπορεί κανείς να ξεχάσει εκείνο το έργο! Εκείνη την παραδεισένια μελωδία που όποτε την άκουγα με ταξίδευε πέρα απ’ τα σύννεφα». Μ ετά άρχισε να τραγουδά τη μελωδία με μια λεπτεπίλεπτη φωνή που έσβηνε και ξαναδυνάμωνε. «Λα, λα, λα…». Ταυτόχρονα λικνιζόταν ελαφρά σαν να χόρευε βαλς. Καθώς κουνούσε ρυθμικά το δεξί της χέρι στον αέρα, γλίστρησε το μανίκι της φανελένιας νυχτικιάς της. Εμφανίστηκε τότε ένα καφετί γεμάτο λεκέδες δέρμα κολλημένο πάνω στο κόκαλο. Η τραγική αντίθεση που σχηματίστηκε μεταξύ της εμφάνισης του μπράτσου και του χαρούμενου προσώπου της προκαλούσε πόνο στην καρδιά. Έπειτα έκανε νεύμα να πλησιάσω κι άλλο. Κράτησε το χέρι μου και με μεγάλη δυσκολία σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Μ ε το ζαρωμένο της κορμί μέσα στη φανελένια νυχτικιά, μ’ ένα

ασυνάρτητο «Λα, λα, λα» να μας συνοδεύει, προσπαθούσε να ταλαντευτεί πέρα δώθε σαν να χορεύει βαλς, χωρίς να αφήνει πάντως το χέρι μου. Ήταν αδύνατο να καταλάβω τη μελωδία. Έπειτα από λίγο διέκοψα τη μελωδία που είχα την αίσθηση ότι θα κρατούσε μέχρι το άπειρο και, κάνοντας προσπάθεια να μην πονέσω το εύθραυστο κορμί της, την έβαλα να καθίσει στο κρεβάτι. «Μ αντάμ Αρντίτι. Άκουσα ότι εσείς έχετε τα πράγματα του Μ αξιμίλιαν». Μ ου ’κλεισε πονηρά το μάτι. «Μ α ποιος άλλος θα τα είχε, παιδάκι μου;» Η ηλικιωμένη κυρία έκανε διαρκείς υπαινιγμούς ότι είχε ερωτική σχέση με τον Μ αξιμίλιαν, ωστόσο αυτό δεν συμβάδιζε με την αφήγηση του Μ αξ και την ψυχολογική του κατάσταση ενόσω περίμενε το αντάμωμα με τη Νάντια. Ύστερα από λίγο ήμουν πεπεισμένη ότι η κυρία Αρντίτι τα είχε όλα μπερδέψει μέσα στο μυαλό της. Ετοιμάστηκα να σηκωθώ απελπισμένη. Εκείνην τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο μια αδελφή. «Βλέπω έχετε επισκέψεις, μαντάμ Ρίτα» είπε. «Τώρα όμως είναι η ώρα να πάρετε τα φάρμακά σας». «Μ αντάμ Ρίτα;» ρώτησα. «Ναι, η μαντάμ Ρίτα. Βρίσκεται εδώ και τέσσερα χρόνια στο ίδρυμα». «Νόμιζα ότι είναι η κυρία Μ ατίλντα Αρντίτι» είπα. «Την μπερδέψατε. Η μαντάμ Αρντίτι είναι σ’ εκείνο το δωμάτιο». Έδειχνε μία πόρτα στην άκρη του δωματίου, που έως τώρα δεν την είχα προσέξει. Δηλαδή, για να φτάσεις στο δωμάτιο της μαντάμ Αρντίτι, έπρεπε να περάσεις μέσα από αυτό της μαντάμ

Ρίτας. Η Ελληνίδα κυρία Ρίτα, τώρα που αποκαλύφθηκε η αληθινή της ταυτότητα, απέφευγε το βλέμμα μου ντροπιασμένη. Είχε χαθεί η προηγούμενη ζωντάνια της. Καθόταν στο κρεβάτι ζαρωμένη σαν μαλωμένο παιδί. Μ ου φάνηκε πολύ συμπαθητική. Παρότι με εξαπάτησε, τη λυπήθηκε η ψυχή μου εκείνη την ηλικιωμένη και μόνη γυναίκα. Πήγα δίπλα της και της έσφιξα το χέρι: «Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, κυρία Ρίτα. Κουβεντιάσαμε ευχάριστα. Θα περάσω ξανά να τα πούμε». Μ ε κοίταξε με μάτια που έλαμπαν: «Δεν θυμώσατε μαζί μου;». «Γιατί να θυμώσω; Ήταν πολύ διασκεδαστικό που σας άκουσα». «Ο Θεός να σας έχει καλά!» είπε κι έκανε τον σταυρό της. Αυτή είναι η Ιστανμπούλ, σκέφτηκα. Η μουσουλμανική προσευχή και ο ορθόδοξος σταυρός δίπλα δίπλα. Πόλη των διαφορετικών πολιτισμών, θρησκειών, προσευχών, που αγκαλιάζουν η μία την άλλη. Φίλησα τη δύστυχη γυναίκα στα μάγουλα και προχώρησα στο επόμενο δωμάτιο. Η μαντάμ Μ ατίλντα δεν ήταν σε τόσο καλή σωματική κατάσταση όσο η γειτόνισσά της. Ήταν ξαπλωμένη με μισόκλειστα μάτια, λες και είχε πετάξει η ψυχή της. Είχε την εμφάνιση ανθρώπου που ήθελε να αποχαιρετήσει τον κόσμο το συντομότερο. Ωστόσο, η διανοητική της κατάσταση ήταν πολύ καλή. «Μ αντάμ Αρντίτι;» Ξαπλωμένη στα πλάγια, είχε βυθίσει το κεφάλι στο μαξιλάρι. Δίχως να κινηθεί καθόλου, μισανοίγοντας μονάχα τα μάτια, ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Τι θέλετε;». «Λέγομαι Μ άγια Ντουράν. Εργάζομαι στο Πανεπιστήμιο

Ιστανμπούλ. θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση». «Ρωτήστε». «Τα χρόνια 1939 -1940 καθόσασταν στην οδό Νασίπ, έτσι δεν είναι;» «Μ άλιστα». «Εκείνη την περίοδο είχατε έναν γείτονα. Τον καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ. Τον θυμάστε;» Κουνώντας μονάχα τα μάτια, με κοίταξε με θυμό. «Γιατί να μην τον θυμάμαι; Τι θέλετε να μάθετε;» Είχε μια έκφραση σαν να έλεγε “Τελείωνε μια ώρα νωρίτερα και άσε με ήσυχη”. «Όταν ο καθηγητής απελάθηκε, ζήτησε να αφήσουν σε εσάς τα έγγραφά του». «Έτσι έγινε». «Πού βρίσκονται τώρα αυτά, κυρία Αρντίτι;» «Αργότερα ήρθε κάποιος απ’ τη γερμανική πρεσβεία και τα πήρε όλα». «Ποιος ήταν; Θυμάστε το όνομά του;» «Η εικόνα του προσώπου του είναι μπροστά στα μάτια μου. Είχε μακρόστενο κεφάλι, αλλά μην περιμένετε να θυμηθώ το όνομά του. Μ ου φαίνεται πως είχε ένα σίγμα κάπου». «Μ ήπως “Σκούρλα”;» «C’ est possible» είπε. «Δεν μου ακούγεται άγνωστο αυτό το όνομα». Είχε απίστευτη μνήμη η ηλικιωμένη γυναίκα. Θυμόταν λεπτομέρειες που δεν θα θυμόταν ούτε μία νεότερή της. Όταν άφηνα πίσω μου το γηροκομείο, σκεφτόμουν τη Ρίτα και τη Μ ατίλντα – και όχι τον Σκούρλα. Επειδή δεν είχα εμπειρία σ’ αυτό το θέμα, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω την ελληνική απ’ την

εβραϊκή προφορά. Η κυρία Ρίτα με δούλεψε άσχημα, αλλά και πάλι τη συμπάθησα τη γυναίκα. Όταν γεράσω, θα ήθελα να είμαι σαν τη Ρίτα. Η Ρίτα ήταν μια γλυκύτατη μουρλή και με το μπερδεμένο μυαλό της έστηνε διασκεδαστικά παιχνίδια. Ενώ, αντίθετα, το ακόμη λαμπερό μυαλό της Μ ατίλντα είχε προδοθεί απ’ το ηλικιωμένο κορμί και περίμενε τον θάνατο σαν τον θανατοποινίτη που είναι σε γνώση του τα όσα τον περιμένουν. Στα γηρατειά τις περισσότερες φορές το μυαλό και το κορμί δεν κατέρρεαν την ίδια ώρα. Σήμερα είχα μάθει την απάντηση στην ερώτηση τι είναι προτιμότερο να καταρρεύσει πρώτα. Αν κατέρρεε πρώτα το μυαλό, ο άνθρωπος πέθαινε πιο ευτυχισμένος. Δυστυχώς ο Μ αξιμίλιαν δεν θα είχε αυτή την τύχη. Μ ετά από έξι μήνες ένα λαμπερό μυαλό θα χανόταν καθώς θα πάλευε με τις κακές αναμνήσεις του παρελθόντος. Ήθελα να τον βοηθήσω. Εάν έβρισκα την παρτιτούρα της Σερενάτας, ο κακόμοιρος θα ένιωθε μεγάλη χαρά τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Μ όλις βγήκα απ’ το γηροκομείο Αρτιζιάνα είδα να πέφτουν μεγάλες νιφάδες χιονιού. Οι δρόμοι, τα δέντρα ήδη ήταν κατάλευκα. Το χιόνι κάλυπτε τις ασχήμιες και με γέμιζε χαρά. Η Ιστανμπούλ κάτω απ’ το χιόνι μετατρεπόταν σε πόλη παραμυθιού. Τα τεμένη, οι εκκλησίες, οι συναγωγές, οι γέφυρες του Βοσπόρου φορούσαν άσπρα και ο αέρας λικνιζόταν πέρα δώθε μαζί με μια ελαφρά ομίχλη. Τα νερά του Βοσπόρου έπαιρναν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα. Εκείνην τη στιγμή ήρθε στον νου μου η μητέρα του πατέρα μου. Το χιόνι ήταν το πάπλωμα της Ανατολίας, αλλά και ο παραμυθένιος μανδύας της Ιστανμπούλ. Αν όχι ολόκληρης, τουλάχιστον των συνοικιών κοντά στο κέντρο. Περπατώντας κάτω από το χιόνι συνέχισα να ακολουθώ τα χνάρια του Μ αξιμίλιαν. Βάδισα προς τη συνοικία Σισλί που δεν

ήταν πολύ μακριά και, αφού ρώτησα μερικούς περαστικούς, βρήκα την οδό Ολτσέκ. Δεν ήταν δύσκολο να βρω το κτίριο, το οποίο ανήκε στο Βατικανό. Διότι το ιστορικό κτίριο, που είχε κτιστεί το 1849 , ξεχώριζε με την κομψή αρχιτεκτονική και την τοξωτή του είσοδο. Στην πινακίδα της εισόδου, γύρω από ένα δυσνόητο σχήμα, έγραφε κυκλικά “Nuntiatura Apostolica”. Κάτω από αυτό έγραφε στα τουρκικά “Πρεσβεία του Βατικανού”. Ώστε ο Μ αξ πέρασε απ’ αυτή την πόρτα, συναντήθηκε με τον πατέρα Ρονκάλλι και πήρε το πιστοποιητικό βάπτισης για τη Νάντια. Θεέ μου, σε ποια πόλη ζούσαμε! Αλλά, άραγε, πόσοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που έτρεχαν στις στάσεις και στα καταστήματα για να γλιτώσουν απ’ το χιόνι είχαν συναίσθηση του παρελθόντος της πόλης στην οποία κατοικούσαν; Από τα δεκαπέντε εκατομμύρια κατοίκους πόσοι γνώριζαν την κοσμοπολίτικη ιστορία της πόλης; Όμως δεν είχα το δικαίωμα να κατακρίνω κανέναν. Μ έχρι πριν από μία εβδομάδα, ζούσα κι εγώ σε άλλη πόλη. Παρότι είχα κάνει σπουδές φιλολογίας, παρότι ήξερα λίγη ιστορία, όλα αυτά έμεναν εκτός της καθημερινότητάς μου. Στον τόπο που είχε πάρει το όνομά του από τον γιο του πρέσβη της Βενετίας, το Μ πέιογλου, κανείς από τους περαστικούς δεν σήκωνε το κεφάλι να παρατηρήσει τα εξαιρετικά γλυπτά που στόλιζαν τα κτίρια καθώς διέσχιζε τη “Μ εγάλη Λεωφόρο του Πέραν”, τη σημερινή Λεωφόρο Ιστικλάλ. Το πλήθος των νέων με τα σκουρόχρωμα ρούχα βάδιζε σκυφτό ανάμεσα στις μυρωδιές του κεμπάπ, των τοστ, του λαχματζούν. Όμως τώρα δεν ήταν η ώρα να ασχολούμαι με τέτοιες ιδέες. Το να ακολουθώ τα χνάρια του Μ αξ κάτω από το χιόνι μού φαινόταν σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι. Βρήκα ένα άδειο ταξί και μπήκα. «Θα ήθελα να πάω στον Κεράτιο, στο νοσοκομείο Ορ-Αχαγίμ»

είπα στον οδηγό. Καθώς διασχίζαμε τη Γέφυρα του Κερατίου, σκέφτηκα πως και οι γλάροι θα πρέπει να είναι χαρούμενοι όπως κι εγώ. Μ ου φάνηκαν περισσότερο κινητικοί. Καθώς βουτούσαν στη θάλασσα και μετά ξανάβγαιναν, είχαν κάτι που μ’ έκανε να πιστεύω ότι το διασκέδαζαν. Αφού πλησιάσαμε στη συνοικία Μ πάλατ, ακολουθήσαμε την Παραλιακή. Στα αριστερά είχαμε τα βυζαντινά τείχη και στα δεξιά ενδιαφέροντα κτίσματα. Το πιο ενδιαφέρον ήταν η κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από σίδερο Βουλγάρικη Εκκλησία. Οι Βούλγαροι έφτιαξαν το κάθε κομμάτι της εκκλησίας στη Βουλγαρία και το μετέφεραν στην Ιστανμπούλ διαμέσου του Δούναβη. Ύστερα από λίγο κατέβηκα από το ταξί μπροστά στο νοσοκομείο. Δίπλα στο ιστορικό, πολύ όμορφο, παραλιακό κτίριο είχαν κατασκευάσει και ένα νεότερο. Πέρασα από τη σιδερένια πόρτα. Διέσχισα το πλήθος από αρρώστους και κατευθύνθηκα στις Πληροφορίες. Είπα στον υπάλληλο ότι έρχομαι από την πρυτανεία του Πανεπιστημίου Ιστανμπούλ και ότι θα ήθελα να συναντήσω τον διευθυντή. Ύστερα από λίγο, ήρθε ένας μεσήλικας μεγαλόσωμος κύριος και μου έσφιξε φιλικά το χέρι. Όταν του είπα ότι βρισκόμουν εκεί για μια έρευνα, χάρηκε πολύ. Άρχισε να μου δίνει πληροφορίες και να μου δείχνει τις διάφορες πτέρυγες του νοσοκομείου. Στην είσοδο του κτιρίου είχα προσέξει πινακίδες με ονόματα –προφανώς– ευεργετών. Ορισμένα εβραϊκά ονόματα έφεραν τον τίτλο του πασά. Ρώτησα σχετικά τον διευθυντή. Μ ου είπε ότι ήταν Οθωμανοί ναύαρχοι, οι οποίοι συνέβαλαν στην οικοδόμηση του κτιρίου: Ναύαρχος Δρ. Ισαάκ Μ όλχο πασάς, Δρ. Ιζίντορ Γκράβιερ πασάς, Δρ. Ελίγιας Κοέν πασάς. Μ εταξύ των άλλων, υπήρχε και

το όνομα του γιατρού του Ατατούρκ: Δρ. Σαμουέλ Αμπραβάγια Μ αρμαραλή. Ο τελευταίος είχε εκλεγεί και βουλευτής. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του διευθυντή, το νοσοκομείο είχε κτιστεί το 1898 επάνω στο οικόπεδο που είχε δωρίσει ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ. Καθώς διασχίζαμε τους διαδρόμους, περνούσαν από δίπλα μας γιατροί με άσπρες ιατρικές μπλούζες, νοσοκόμοι, νοσοκόμες και ηλικιωμένες κυρίες που φορούσαν ροζ ρούχα. Ρώτησα τον διευθυντή για τα καθήκοντα αυτών των κυριών με τα ροζ. Ο διευθυντής χαμογέλασε: «Είναι οι “Ροζ Άγγελοι”» είπε. Μ ου εξήγησε ότι ήταν εθελόντριες που πρόσφεραν βοήθεια στους αρρώστους. Εργάζονταν νύχτα μέρα με μεγάλη αυτοθυσία. Στο τέλος καθίσαμε στο γραφείο του διευθυντή όπου μου πρόσφερε καφέ. Τότε ρώτησα σε ποιο δωμάτιο είχε νοσηλευτεί η Μ εντέα Σολομοβίτσι. Δεν ήξερε. Ούτε είχε ακούσει αυτό το όνομα. Όταν του μίλησα για την υπόθεση Στρούμα, μου απάντησε ότι ελάχιστα πράγματα ήξερε. Όμως ίσως η Λεϊλά χανούμ, μία από τους Ροζ Αγγέλους, θα μπορούσε να βοηθήσει. Κάλεσε τη Λεϊλά χανούμ στο γραφείο. Ήταν μια συμπαθητική γυναίκα γύρω στα εβδομήντα. Ήταν προφανές ότι είχε αφιερώσει τη ζωή της στη φιλανθρωπία. Τη ρώτησα για τη Μ εντέα. Βυθίστηκε στις σκέψεις για λίγο. Μ ετά στράφηκε προς εμένα. «Κανείς δεν θυμάται αυτή την περίπτωση» είπε. «Ή, πιο σωστά, κανείς δεν θέλει να τη θυμάται. Γι’ αυτόν τον λόγο και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Εγώ όμως είχα την περιέργεια να μάθω. Έτσι ρώτησα κάποια μεγαλύτερη από μένα και έμαθα το δωμάτιο της Μ εντέα». Το γλυκό χαμόγελο της Λεϊλά χανούμ με ενθάρρυνε να της ζητήσω να με οδηγήσει σε εκείνο το δωμάτιο. Ευχαρίστησα τον

διευθυντή και ακολούθησα την εθελόντρια. Έντονη ταραχή με κυρίευσε καθώς προχωρούσαμε στους διαδρόμους. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, λες και σε λίγο θα συναντούσα τη Μ εντέα με το χλωμό πρόσωπο και τον Μ αξ να περιμένει με αγωνία στο προσκέφαλό της. Δεν συνέβη, βέβαια, αυτό. Το δωμάτιο ήταν ένα συνηθισμένο δωμάτιο νοσοκομείου και μέσα ήταν ξαπλωμένη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Βγήκαμε, αθόρυβα όπως μπήκαμε, για να μην ενοχλήσουμε την ασθενή. Για άγνωστο λόγο αισθάνθηκα δυσάρεστα. Σκέφτηκα πως ίσως δεν έπρεπε να είχα έρθει. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να μην επισκεφτώ άλλους χώρους που είχα γνωρίσει απ’ την αφήγηση του Μ αξ. Πιθανώς να είναι καλύτερο να ζωντανεύουμε στη φαντασία μας επεισόδια και τόπους, παρά να βλέπουμε πώς είναι στην πραγματικότητα. Θέλησα να ευχαριστήσω τη Λεϊλά χανούμ και να φύγω, αλλά δεν ήταν δυνατό να το κάνω αν δεν δοκίμαζα πρώτα μια κουταλιά γλυκό τριαντάφυλλο που είχαν ετοιμάσει οι Ροζ Άγγελοι. Όταν βγήκα έξω, είχε ήδη βραδιάσει. Το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Ήταν δύσκολο να βρει κανείς ταξί κάτω από τέτοιες συνθήκες. Περίμενα πολλή ώρα έξω απ’ το νοσοκομείο. Κανένα αποτέλεσμα. Ακόμη και τα ελεύθερα ταξί περνούσαν αδιάφορα από μπροστά μου, αργά αργά, λες και ήθελαν να εκδικηθούν για τις μέρες που κανείς δεν θέλει να μπει σε ταξί. Θα είχαν οπωσδήποτε κάποια δικαιολογία: πήγαιναν σε πελάτη που τους κάλεσε τηλεφωνικά ή προσπαθούσαν να βγουν στις κεντρικές λεωφόρους όπου η κίνηση ήταν ευκολότερη. Στο τέλος, βρήκα ένα ταξί που έφερε ασθενή στο νοσοκομείο, έτρεξα, το πήρα και έτσι κατάφερα να φτάσω σπίτι. Ετοίμασα το βραδινό φαγητό για να τρώει πότε πότε πιο υγιεινά

ο Κερέμ, συμμάζεψα την κουζίνα και τελείωσα κάποιες άλλες καθημερινές δουλειές. Κατόπιν, πήγα στο δωμάτιό μου για να διαβάσω τις τελευταίες σελίδες σχετικά με την υπόθεση Στρούμα. Επειδή είχα σταματήσει την ανάγνωση σε κάποιο ελπιδοφόρο σημείο, είχα ενθουσιασμό για τη συνέχεια. Ήμουν στη σελίδα που έγραφε ότι άναβαν φωτιές στην παραλία εκείνες τις παγωμένες και επίπονες μέρες για να ανεβάσουν το ηθικό των επιβατών και ότι, παρ’ όλη τη δυστυχία, η ζωή στο πλοίο συνεχιζόταν. Ωστόσο, μόλις ξεκίνησα το διάβασμα με πλάκωσε απαισιοδοξία. Η πρώτη πληροφορία έλεγε ότι δύο νέοι έπεσαν στα παγωμένα νερά για να σωθούν, αλλά συνελήφθησαν και υποχρεώθηκαν να επιβιβαστούν και πάλι στο πλοίο. Σκέφτηκα να διακόψω το διάβασμα. Έτσι κι αλλιώς ο Μ αξ μού τα είχε αφηγηθεί. Εξάλλου, καθώς ο Κερέμ δεν γνώριζε την υπόθεση, είχε συλλέξει πληροφορίες που επαναλάμβαναν τα ίδια πράγματα. Έριξα μια γρήγορη ματιά στις σελίδες. Τώρα πια, με βάση τα όσα είχα διαβάσει προηγουμένως και την αφήγηση του Μ αξ, σχηματίζονταν μπροστά στα μάτια μου καθαρές εικόνες από τα γεγονότα. Για παράδειγμα, μπορούσα να φανταστώ τους επιβάτες γαντζωμένους στην κουπαστή να ατενίζουν την παραλία που απομακρυνόταν. Όταν διάβαζα τις σελίδες που έγραφαν για την τρομακτική έκρηξη, έκλεισα τα μάτια· απερίγραπτες εικόνες φρίκης έκαναν έφοδο στο μυαλό μου. Μ ολαταύτα, πιέζοντας λιγάκι τον εαυτό μου, προσπάθησα να δω τις θετικές πλευρές αυτού του πλάσματος που λέγεται άνθρωπος. Για παράδειγμα, μου έκανε καλό να διαβάζω για μια σειρά από διαμαρτυρίες που ξέσπασαν μετά την ανατίναξη του καραβιού. Η

βύθιση του πλοίου δημιούργησε αμέσως σοβαρή ένταση στις σχέσεις μεταξύ του Εβραϊκού Συνδέσμου και του σερ Χάρολντ Μ ακ Μ άικελ, ύπατου αρμοστή της Παλαιστίνης και πρωτοστάτη στη βρετανική άρνηση να δοθεί βίζα στους επιβάτες. Μ ερικές μέρες μετά τη βύθιση του πλοίου στη Μ αύρη Θάλασσα, στις περιοχές της Παλαιστίνης όπου έμεναν Εβραίοι εμφανίστηκαν στους τοίχους των σπιτιών αφίσες που έγραφαν τα παρακάτω: “Καταζητείται ο εγκληματίας Χάρολντ Μ ακ Μ άικελ που προκάλεσε τον θάνατο από πνιγμό των 800 επιβατών του πλοίου Στρούμα”. Κύριος υπαίτιος του δράματος θεωρήθηκε ο υπουργός Αποικιών της Βρετανίας Γουόλτερ Έντουαρντ Γκίνες Μ όυν, ο οποίος ασκούσε σχετικές πιέσεις στην τουρκική κυβέρνηση. Ο λόρδος Μ όυν δολοφονήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1944 . Οι συλληφθέντες ως δράστες Ελιάχου Χακίμ, δεκαεπτά ετών, και Ελιάχου Μ πετ Ζουρί, είκοσι δύο ετών, απαγχονίστηκαν στο Κάιρο στις 22 Μ αρτίου 1945 . Η απάντηση που έδωσαν οι δύο νέοι στην ερώτηση «Γιατί διαπράξατε το έγκλημα;» ήταν: «Για να πάρουμε εκδίκηση για το πλοίο Στρούμα!». Και ο ύπατος αρμοστής της Παλαιστίνης Μ ακ Μ άικελ παραλίγο να χάσει τη ζωή του από μία σοβαρή απόπειρα δολοφονίας τον Αύγουστο του 1944 . Στις σελίδες που κρατούσα διάβασα ότι μόνο μετά από πολλά χρόνια αποκαλύφθηκε με βεβαιότητα η αιτία της ανατίναξης του πλοίου. Στη δεκαετία του 1960 , ο εισαγγελέας της Φρανκφούρτης ανέθεσε τη διακρίβωση της υπόθεσης Στρούμα στον ερευνητή

στρατιωτικής ιστορίας Δρα Γιούργκεν Ρόχβερ. Ο ερευνητής μελέτησε τα αρχεία του γερμανικού στόλου από την αρχή του πολέμου μέχρι τον Φεβρουάριο του 1942 . Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν το εξής: Γερμανικά υποβρύχια δεν είχαν διεισδύσει στη Μ αύρη Θάλασσα εκείνη την περίοδο. Τα γερμανικά πολεμικά πλοία, αγκυροβολημένα στη ναυτική βάση της Βάρνα, είχαν ως καθήκον να συνοδεύουν για προστασία τα ιταλικά δεξαμενόπλοια. Μ εταξύ 20 και 28 Φεβρουαρίου του 1942 κανένα γερμανικό πλοίο δεν είχε αποπλεύσει για οποιαδήποτε αποστολή. Άρα το Στρούμα δεν είχε βυθιστεί από γερμανικό πλοίο. Κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Δρ. Ρόχβερ συνάντησε τον Εκαζόβα, πρόεδρο του Τμήματος Στρατιωτικής Ιστορίας του Σοβιετικού Στόλου, από τον οποίο πληροφορήθηκε ότι σοβιετικό υποβρύχιο με κωδικό

SC 213

βρισκόταν στη Μ αύρη Θάλασσα τις

ημέρες που βυθίστηκε το Στρούμα και ότι στις

24

Φεβρουαρίου

του 1942 , δεκατέσσερα μίλια βορειοανατολικά του Βοσπόρου, βύθισε ένα άγνωστης ταυτότητας πλοίο. Σε μια άλλη σελίδα διάβασα ότι ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκικής Δημοκρατίας Δρ. Ρεφίκ Σαϊντάμ, κατά την ομιλία του στο κοινοβούλιο της 20 ής Απριλίου 1942 , αναφερόμενος στην υπόθεση του Στρούμα είπε τα εξής: «Εμείς πράξαμε το καθήκον μας· δεν φέρουμε καμία ευθύνη για το συμβάν. Η Τουρκία δεν μπορεί να καθίσταται πατρίδα όσων απελαύνονται. Αυτή είναι η πολιτική μας. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να δεχθούμε τους ανθρώπους αυτούς στη χώρα. Λυπόμαστε που έπεσαν θύμα δυστυχήματος». Πέταξα με οργή τις σελίδες στο πάτωμα. Δεν χρειαζόταν να μάθω τίποτα άλλο. Ήταν ένα μαζικό έγκλημα. Βρετανία, Ρουμανία,

Γερμανία, Τουρκία, Σοβιετική Ένωση, όλες μαζί χέρι χέρι προκάλεσαν το θάνατο επτακοσίων εξήντα εννιά αθώων ανθρώπων και φρόντισαν να σκεπάσουν καλά την υπόθεση. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μ αξιμίλιαν υποστήριζε ότι δεν υπάρχει αθώα κυβέρνηση. Για να μην ξεσκεπάσει τους ενόχους, για να μη σύρει τη βαριά κουρτίνα που έριξαν επάνω στο τραγικό γεγονός, τον απέλασαν. Γι’ αυτό οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας, Βρετανίας και Ρωσίας τον πήραν στο κατόπι μόλις πάτησε απροσδόκητα το πόδι του στην Τουρκία. Ωστόσο, τι σχέση είχαν ο καθηγητής Μ αξιμίλιαν και η φοιτήτρια Νάντια με όλα αυτά; Εκείνοι το μόνο που ήθελαν ήταν να ζήσουν μαζί μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Θα προσπαθούσαν να βελτιώσουν την ακαδημαϊκή τους καριέρα, θα αποκτούσαν παιδιά, θα ζούσαν ευτυχισμένοι. Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, θυμήθηκα την παρτιτούρα της Σερενάτας. Ήμουν αποφασισμένη να τη βρω. Η αναζήτηση της παρτιτούρας σήμαινε για μένα αντίσταση στις κακίες, στους πολέμους, στις εχθρότητες του κόσμου, αντίσταση σε όλες τις εξουσίες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχα συλλέξει μέχρι τώρα, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα, μαζί με τον φάκελο και τα υπόλοιπα ντοκουμέντα που πήραν απ’ το Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ, να πήραν και την παρτιτούρα της Σερενάτας· έτσι τώρα αυτή ίσως να βρισκόταν στα αρχεία των Ναζί στη Γερμανία. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και μάζεψα τις διάσπαρτες σελίδες. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Καθώς διέσχιζα τον διάδρομο, είδα τον Κερέμ στημένο μπροστά στον υπολογιστή του. Η σκέψη ότι μπορεί να τον παραμελούσα μου προκάλεσε σφίξιμο στην

καρδιά. Πήγα δίπλα του και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του. Έκανε σαν να μην πήρε είδηση ότι ήμουν εκεί. «Μ πορείς να με βοηθήσεις;» ρώτησα. Δεν απάντησε· σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα. «Μ πορείς να βρεις πού βρίσκονται σήμερα τα αρχεία των Ναζί; Πολύ χρειάζομαι αυτή την πληροφορία. Όσο να ’ναι, μια γριά σαν κι εμένα δεν μπορεί να χειριστεί το διαδίκτυο όπως ο έξυπνος γιος της». Γέλασε. Προφανώς του άρεσε ο χαρακτηρισμός. Στην πραγματικότητα γνώριζα την απάντηση στην ερώτηση που του έκανα. Την είχα μάθει νωρίτερα. Όμως έκανε καλό στον Κερέμ να πιστεύει ότι κάνει κάτι σπουδαίο, ότι με βοηθάει. Και ήταν γεγονός ότι με είχε ήδη βοηθήσει πολύ. Όταν είδα να αρχίζει αμέσως το ψάξιμο, χτύπησα ελαφρά δύο φορές τον ώμο του σαν να του έλεγα “Ευχαριστώ”. Ύστερα από λίγο, με φώναξε και μου έδειξε τα ευρήματά του. Τα αρχεία βρίσκονταν στην πόλη Μ παντ Άρολσεν. Η ITS, δηλαδή η Παγκόσμια Υπηρεσία Αναζήτησης, έδινε τις παρακάτω πληροφορίες σχετικά με τα αρχεία: • 50 •

εκατομμύρια καταγραφές για

Αρχειοθήκες μήκους

26

• 232 .870

μέτρα μικροφίλμ

• 106 .870

μικροδελτία



Από το

1934

εξυπηρετηθεί υλικό.

17 ,5

εκατομμύρια ανθρώπους

χιλιομέτρων

που ξεκίνησε η λειτουργία τους, έχουν 11 ,8

εκατομμύρια αιτήματα πρόσβασης στο

Μ εταξύ των 17 ,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, φυσικά, θα βρίσκονταν και ο Μ αξιμίλιαν με τον Σκούρλα. Έπρεπε το ταχύτερο να πάω στο Μ παντ Άρολσεν. Το Μ παντ Άρολσεν ήταν κέντρο ιαματικών λουτρών, σαράντα πέντε χιλιόμετρα δυτικά της πόλης Κάσσελ. Ήθελα να φύγω για τη Γερμανία αμέσως· δεν με χωρούσε ο τόπος. Η ελπίδα ότι θα έβρισκα την παρτιτούρα μού προκαλούσε ταραχή και ανυπομονησία. Όμως δεν μπόρεσα να το κάνω, διότι την επομένη με βρήκαν όλα τα δεινά του κόσμου.

16

ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ

στριγκλίζει το τηλέφωνο, ήμουν ακόμη στο κρεβάτι. Απολάμβανα τις μέρες ξεκούρασης αφού είχα αναρρωτική άδεια. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο χαίρομαι που πρέπει να κάνω μία διόρθωση. Διότι, έτσι, θα κάνω ένα διάλειμμα στη διαδικασία αντιγραφής - επικόλλησης. Το να δουλεύεις στο αεροπλάνο με πιασμένο σβέρκο και πλάτη είναι πολύ πιο δύσκολο από το να δουλεύεις στο σπίτι. Ήμουν άνετη όταν έγραφα εκείνες τις γεμάτες από συγκίνηση ημέρες, προτού ακόμη ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι. Προχωρούσα ταχύτατα, υπολογίζοντας ότι θα τα έλεγχα αυτά που γράφω αργότερα. Ωστόσο, μερικές φορές η προσπάθεια να δώσω την τελική μορφή στα κείμενα με στενοχωρεί. Συμβαίνει να σκαλώνω σε μία πρόταση για πολλή ώρα. Και τώρα σκαλώνω στη φράση “Όταν άρχισε να στριγκλίζει το τηλέφωνο…”. Διότι τα τηλέφωνα δεν στριγκλίζουν, χτυπούν πάντα με τον ίδιο τρόπο, απλώς εμείς χαρακτηρίζουμε τον ήχο

τους ανάλογα με την είδηση που παίρνουμε. Άρα, έχοντας παρασυρθεί απ’ το γράψιμο, πριν ακόμη σηκώσω το τηλέφωνο, ουσιαστικά δήλωσα ότι θα συμβεί κάτι αρνητικό. Πάντως, όταν ανατρέχω στην ανάμνηση εκείνου του τηλεφωνήματος, το θυμάμαι πραγματικά σαν να “στριγκλίζει”. Επομένως, καλύτερα να μην κάνω κάποια διόρθωση. Έτσι κι αλλιώς, αφότου έγραψα τις παραπάνω αράδες, νιώθω να ξεκουράστηκε λίγο το μυαλό μου. Συνεχίζω λοιπόν. Στο τηλέφωνο ακούγονταν τα ουρλιαχτά του Αχμέτ. Άρχισε να φωνάζει χωρίς να πει μια “Καλημέρα”, ούτε ένα “Τι κάνεις, καλά είσαι;”. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ούρλιαζε. «Μ ας έκανες όλους ρεζίλι! Μ ε τι μούτρα θα κοιτάξεις τον Κερέμ, εμένα, τη μητέρα, τον πατέρα σου;» «Ε! Για στάσου λίγο! Τώρα μόλις ξύπνησα. Ούτε που καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς». Τι είχε πάθει αυτός ο χαλβάς ο Αχμέτ; Για πρώτη φορά στη ζωή του άφησε την κρυψίνοια και πέρασε στην οργή. Τι τον είχε κάνει έτσι άραγε; «Μ α καθόλου δεν ντρέπεσαι;» «Κοίτα, Αχμέτ!» του είπα. «Σταμάτα να με εκνευρίζεις, μίλα σαν άνθρωπος. Τι πρόβλημα έχεις. Πάψε να ουρλιάζεις». «Ντροπή σου! Ντροπή σου!» «Τι φωνάζεις, μωρέ; Σου ’στριψε;» «Δεν είδες τις εφημερίδες;» «Δεν τις είδα. Τι έγινε;» «Κάνε έναν κόπο και αγόρασε μία. Είσαι και μάνα κιόλας. Ντροπή σου!» «Άι στο καλό, μωρέ! Άντε χάσου!»

Του ’κλεισα το τηλέφωνο στη μούρη. Τα νεύρα μου είχαν γίνει κομμάτια. Το να ξυπνάς μ’ ένα τέτοιου είδους τηλεφώνημα είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Από την άλλη, μια φοβερή περιέργεια με είχε τυλίξει ολόκληρη. Δεν ήταν του χαρακτήρα του Αχμέτ να μιλά μ’ αυτόν τον τρόπο. Τι να ήταν αυτό που τον τρέλανε άραγε; Σηκώθηκα. Ο Κερέμ είχε πάει σχολείο. Κοίταξα στο τραπέζι της κουζίνας και είδα ότι είχε φάει το πρωινό που του είχα ετοιμάσει από το βράδυ. Τελικά, αν δεν σηκωθώ το πρωί, δεν έχει πρόβλημα να πηγαίνει μόνος στο σχολικό. Έτρεξα αμέσως στην εξώπορτα του διαμερίσματος. Ο θυρωρός άφηνε κάθε πρωί μια εφημερίδα. Ο Κερέμ ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον ούτε μια ματιά να της ρίξει. Πήρα την εφημερίδα κι άρχισα να την εξετάζω. Όπως πάντα οι πολιτικές ειδήσεις πρωτοσέλιδο· επάνω δεξιά στην πρώτη σελίδα η φωτογραφία μιας ωραίας γυναίκας, στη δεύτερη σελίδα κοινωνικές ειδήσεις, στην τρίτη ακολουθούσαν οι ειδήσεις με δολοφονίες… Στην πέμπτη σελίδα είδα την είδηση που διάβασε ο Αχμέτ. Ξαφνικά ο κόσμος άρχισε να γυρίζει πιο γρήγορα. Γύρισε, γύρισε, γύρισε και γκρεμίστηκε πάνω μου. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου. Μ ε χέρια που έτρεμαν προσπάθησα να συγκεντρωθώ για να διαβάσω τα απίστευτα πράγματα που έγραφε η είδηση. ΣΚAΝΔΑΛΟ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤHΜΙΟ ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ Το Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ συγκλονίζεται από ένα μεγάλο σκάνδαλο. Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου, Μάγια Ντουράν, ετών 36, την περασμένη εβδομάδα συνήψε ερωτική σχέση με τον φιλοξενούμενο Αμερικανό καθηγητή Μαξιμίλιαν Βάγκνερ,

ετών 87. Ο υπάλληλος του πανεπιστημίου Σ.Λ. και ο υπεύθυνος του μοτέλ Α.Κ. ισχυρίζονται ότι είδαν σε ακατάλληλη στάση το ζευγάρι σ’ ένα μοτέλ της Σίλε. Και οι δύο χαρακτήρισαν την εικόνα που είδαν “αηδιαστική”. Δήλωσαν ότι είδαν το ζευγάρι με την πάρα πολύ μεγάλη ηλικιακή διαφορά γυμνό στο κρεβάτι του μοτέλ. Το επεισόδιο προκάλεσε σοκ στους κύκλους του πανεπιστημίου. Ο πρύτανης, τη γνώμη του οποίου ζητήσαμε, δήλωσε ότι ξεκίνησε διοικητική εξέταση για την υπάλληλο και ότι, εφόσον διαπιστωθεί ότι οι ισχυρισμοί είναι ακριβείς, η υπάλληλος θα αποβληθεί από το πανεπιστήμιο. Ο γενικός διευθυντής του πανεπιστημίου δήλωσε τα εξής: “Το ίδρυμά μας, το οποίο διακονεί τη γνώση και την επιστήμη, είναι αδύνατο να αποδεχθεί ένα τέτοιων διαστάσεων σκάνδαλο”. Ο καθηγητής Βάγκνερ έχει αποχωρήσει από τη χώρα, ενώ αναμένεται με ενδιαφέρον η στάση που θα κρατήσει η υπάλληλος του πανεπιστημίου Μάγια Ντουράν, η οποία απουσιάζει από το πανεπιστήμιο λόγω ασθενείας. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Στο κεφάλι μου είχε καρφωθεί ένας φοβερός πόνος, ίδρωνα, έτρεμαν τα χέρια μου, ανέπνεα με δυσκολία. Άκουσα μια κραυγή. Κάποιος κραύγαζε σπαραξικάρδια. Σε λίγο κατάλαβα ότι οι κραυγές έβγαιναν απ’ τον λαιμό μου. Έφραξα το στόμα με την παλάμη μου. Ένιωσα πως ήθελα να κάνω εμετό. Έτρεξα στην τουαλέτα. Έβγαλα ό,τι είχα στο στομάχι. Στο τέλος δεν έβγαιναν παρά μόνο κάτι πράσινα υγρά.

Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μηχανικά. Μ ια γυναικεία φωνή ρώτησε: «Η Μ άγια χανούμ;». «Ναι». «Σας καλώ απ’ την εφημερ…» Έκλεισα το τηλέφωνο προτού τελειώσει την πρότασή της. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά διαρκώς. Καλούσαν διαφορετικοί, άγνωστοι αριθμοί. Έβαλα το τηλέφωνο στο αθόρυβο. Το κόκκινο φωτάκι αναβόσβηνε διαρκώς. Χαστούκισα τα μάγουλά μου. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να ξεπεράσω τον πανικό. Είχα τη συναίσθηση ότι αυτή η είδηση θα άλλαζε εκ βάθρων τη ζωή μου. Κλονιζόταν η ύπαρξή μου. Ωστόσο, έπρεπε να συγκεντρωθώ, να κερδίσω την αυτοκυριαρχία μου. Πήγα στην κουζίνα κι έφτιαξα έναν δυνατό καφέ. Πιέζοντας τον εαυτό μου, προσπάθησα να τον πιω. Ο καφές επέστρεφε στον λαιμό μου. Έριξα λίγο γάλα, πήρα ένα μπισκότο και το βούτηξα. Προσπάθησα να το φάω. «Συγκεντρώσου, Μ άγια. Ηρέμησε, ηρέμησε». Ό,τι κι αν έκανα, δεν μπορούσα να επιβραδύνω την καρδιά μου που σπαρταρούσε σαν παγιδευμένο πουλάκι. Ένιωθα σαν να με είχαν ρίξει ολόγυμνη στο κέντρο της πόλης. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρω έναν τρόπο να ηρεμήσω. Αν έπινα λίγο Πόρτο; Πρωί πρωί; Η σκέψη και μόνο με ανακάτωσε. Εκείνην τη στιγμή σκέφτηκα τα φάρμακα. Η Φιλίζ μού είχε δώσει Lexotanil για τις νύχτες που είχα αϋπνία. Ήταν στο πρώτο συρτάρι του κομοδίνου. Δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ. Πήγα στο υπνοδωμάτιο, πήρα το φάρμακο απ’ το συρτάρι και κατάπια ένα δισκίο. Άρχισα να κάνω βόλτες στο σαλόνι. Μ ία τέτοια είδηση λογικά θα πρέπει να δημοσιεύτηκε και σε

άλλες εφημερίδες. Αυτήν τη στιγμή οι καθηγητές, οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι στο πανεπιστήμιο, όλοι σίγουρα θα μιλούσαν γι’ αυτή την είδηση. Θα έλεγαν διάφορα αστεία σε βάρος του ογδονταεπτάχρονου άντρα και της τριανταεξάχρονης γυναίκας. Και ο Κερέμ; Μ όλις σκέφτηκα τον Κερέμ, ο πανικός άρχισε και πάλι να με κυριεύει. Ο γιος μου δεν διάβαζε εφημερίδες, οι φίλοι του δεν με γνώριζαν, όμως θα μπορούσε να δει την είδηση στο διαδίκτυο. Ύστερα από λίγο, χάρη στην επίδραση του φαρμάκου, άρχισα να κοιτάζω την κατάσταση από απόσταση, ωστόσο ο πόνος παρέμενε ίδιος. Είχα την εντύπωση ότι τα χέρια και το στόμα μου είχαν μουδιάσει. Το κεφάλι μου είχε ελαφρύνει. Έπεσα στο κρεβάτι μπρούμυτα. Για ένα διάστημα έμεινα ακίνητη δίχως να σκέφτομαι τίποτα. Το φωτάκι της τηλεφωνικής συσκευής πάνω στο κομοδίνο αναβόσβηνε συνεχώς. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι ξαπλωμένη. Όταν σηκώθηκα, ήμουν λίγο καλύτερα. Θα πρέπει να είχα ξεπεράσει το πρώτο σοκ. Έκανα ένα ζεστό ντους. Πιέζοντας και πάλι τον εαυτό μου, τσίμπησα κάτι. Αντιστάθηκα στις κρίσεις κλάματος που πήγαιναν να με κυριεύσουν. Όμως, όταν συνομίλησα νοερά με τη γιαγιά μου λέγοντας “Γιαγιά, οι κακόβουλοι άνθρωποι που θέλουν το κακό μου είναι εδώ”, δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Μ ετά από λίγο συνήλθα και πάλι. Άρχισα να σχεδιάζω ένα πλάνο. Δεν θα άφηνα να αμαυρωθεί η τιμή μου εξαιτίας ενός χαμερπή τύπου σαν τον Σουλεϊμάν. Ήμουν πιο έξυπνη και πιο μορφωμένη από κείνον. Θα έδινα τον αγώνα μου. Πήρα το τηλέφωνο. Κάλεσα τον αριθμό της πρώτης δημοσιογράφου που τηλεφώνησε. «Είμαι η Σιμπέλ. Σας ακούω».

«Μ ου τηλεφωνήσατε σήμερα το πρωί» είπα. Όταν της είπα το όνομά μου, αναστατώθηκε. «Θέλω να κάνω μία δήλωση» συμπλήρωσα. «Θέλετε να έρθω σπίτι σας να πάρω συνέντευξη;» με ρώτησε. «Όχι! Θέλω μονάχα να κάνω μία δήλωση». «Τι είδους δήλωση;» «Η είδηση που δημοσιεύσατε δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα». «Εμείς δεν είπαμε ότι έχει, Μ άγια χανούμ. “Σύμφωνα με πληροφορίες” είπαμε». «Ακούστε να σας πω. Εγώ είμαι μητέρα. Έχω έναν γιο δεκατεσσάρων ετών. Έχω μητέρα, πατέρα, έναν συνταγματάρχη αδελφό. Μ ε τι μούτρα θα τους κοιτάξω; Για σκεφτείτε το λίγο». «Μ ην ταράζεστε, Μ άγια χανούμ». «Πώς να μην ταραχτώ; Έγινα ρεζίλι σ’ όλη τη χώρα. Παρακαλώ, δημοσιεύστε μία δήλωσή μου. Τουλάχιστον γράψτε ότι απορρίπτω μετά βδελυγμίας αυτόν τον ισχυρισμό». «Να έρθω αμέσως να κουβεντιάσουμε. Δεν θα ήταν καλύτερα αν μου λέγατε όλα όσα θέλετε να εκφράσετε;» Έκανα τη μεγάλη ανοησία: Δηλαδή, είπα «Ναι» στη δημοσιογράφο. «Σημειώστε· να σας πω τη διεύθυνση». «Την ξέρουμε, Μ άγια χανούμ. Ξεκινάμε αμέσως». Έπρεπε να περάσω αυτήν τη δοκιμασία για να βγω ασπροπρόσωπη απ’ αυτή την υπόθεση. Φρόντισα λίγο την εμφάνισή μου. Τακτοποίησα το δωμάτιο. Στο μεταξύ πρόσεξα ότι η μητέρα μου με είχε καλέσει πέντε φορές. Της τηλεφώνησα αμέσως. «Μ ητέρα». «Αχ, Μ άγια μου! Κόντευε να σπάσει η καρδιά μου! Πού ήσουν;»

«Μ ητέρα, διάβασες την είδηση στις εφημερίδες;» «Τη διάβασα». «Είναι ψέματα! Όλα είναι ψέματα, μητέρα. Αισχρές συκοφαντίες!» «Φυσικά και είναι ψέματα, κόρη μου. Τι θαρρείς; Πως δεν σε ξέρω;» «Τώρα έρχονται δημοσιογράφοι. Θα διαψεύσω τη λασπολογία. Κάνε υπομονή μέχρι αύριο. Ο πατέρας είναι καλά;» «Καλά, ευτυχώς. Όμως, φυσικά, στενοχωριέται». «Πες του να μη στενοχωριέται. Θα διορθώσω το ψέμα. Θα στείλω στα δικαστήρια τους συκοφάντες». Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. «Μ ητέρα, ήρθαν. Κλείνω τώρα. Θα σε πάρω αργότερα». «Ο Θεός να ’να μαζί σου, παιδί μου». Άνοιξα την πόρτα. Μ ια νέα, μελαχρινή κοπέλα μ’ έναν νεαρό που είχε κρεμασμένες απ’ τον λαιμό του μεγάλες φωτογραφικές μηχανές μπήκαν μέσα. Τσαντίστηκα που είχε έρθει φωτογράφος, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι εκείνην τη στιγμή. Έκανα προσπάθειες να φανώ όσο το δυνατόν πιο αποφασιστική και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Καθώς αρχίσαμε να συζητάμε με την κοπέλα, ο νεαρός πήγαινε γύρω γύρω, άλλαζε μηχανές και τραβούσε φωτογραφίες. «Θέλω να σας διαβεβαιώσω» είπα «πως αυτές οι διαδόσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Είναι μία αισχρή πλεκτάνη που στήθηκε εναντίον μου». «Ποιος έστησε την πλεκτάνη;» «Ο Σουλεϊμάν, ο οδηγός του πρύτανη». «Γιατί;» «Διότι δεν είπα κάποια πράγματα που μου ζήτησε να μεταφέρω στον πρύτανη. Από την άλλη επιχείρησε να κλέψει το βιολί του

καθηγητή. Εγώ αποκάλυψα την απάτη και βρήκα το βιολί, το οποίο επέστρεψα στον κάτοχό του». «Μ ισό λεπτό. Ο καθηγητής έπαιζε βιολί;» «Μ άλιστα!» «Για ποιον έπαιζε; Για εσάς;» «Φυσικά και όχι». «Καλά· έπαιζε τουλάχιστον ωραία; Δηλαδή το παίξιμό του ήταν επαγγελματικό; Μ ου φαίνεται αλλόκοτο ένας επιστήμονας να παίζει βιολί». «Δεν ξέρω, δεν τον άκουσα πολύ, εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα μας». «Είδα τις φωτογραφίες του καθηγητή Βάγκνερ. Πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία». «Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν με αφορά αυτό το πράγμα». «Πάντως ευχάριστος τύπος, έτσι δεν είναι;» «Μ πορεί να είναι ευχάριστος. Και λοιπόν;» «Εντάξει. Πήγατε μαζί του στη Σίλε;» «Ναι». «Γιατί θελήσατε να πάτε στη Σίλε χειμωνιάτικα;» «Όχι εγώ, ο καθηγητής ζήτησε να πάει στη Σίλε. Είχε αναμνήσεις από εκείνο το μέρος. Τον πήγαμε με το αυτοκίνητο του πρύτανη, το οποίο οδηγούσε ο Σουλεϊμάν». «Όμως λέγεται ότι μείνατε μόνοι στο μοτέλ Black Sea». «Ναι. Διότι το αυτοκίνητο του πρύτανη παρουσίαζε συχνά βλάβες. Έτσι συνέβη κι εκεί, δεν έπαιρνε μπρος. Ο Σουλεϊμάν πήγε στη Σίλε για να φέρει μηχανικό. Ο καιρός ήταν χιονιάς. Δεν μπορούσαμε να περιμένουμε έξω». «Αργότερα ήρθε ο Σουλεϊμάν». «Ναι, ήρθε». «Μ ε συγχωρείτε που κάνω αυτή την ερώτηση, αλλά είναι

αλήθεια ότι σας είδε γυμνούς στο κρεβάτι;» Αυτό δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Αν ισχυριζόμουν ότι τον ξέντυσα και τον αγκάλιασα μισόγυμνη για να μην παγώσει και ότι το έκανα για να σώσω τη ζωή του, δεν θα με πίστευε κανείς. Για να μη δώσω αφορμή να δημιουργηθούν υποψίες στη δημοσιογράφο, προσποιήθηκα ότι θύμωσα με την ερώτηση. Σαν να κοντοστεκόμουν για να κυριαρχήσω τα νεύρα μου. «Τον αφιλότιμο! Πώς μπόρεσε να σκαρφιστεί τέτοιες αηδίες!» «Δηλαδή λέτε ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο». «Δεν συνέβη». «Εντάξει» είπε η δημοσιογράφος. «Τότε να πηγαίνουμε ώστε να προλάβουμε την εκτύπωση της εφημερίδας». Τη σταμάτησα μπροστά στην πόρτα. Της έπιασα το χέρι και την κοίταξα κατάματα. «Κοιτάξτε» της είπα. «Κι οι δυο είμαστε γυναίκες. Ξέρουμε πώς αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σ’ αυτήν τη χώρα. Ακόμη χειρότερα όταν είναι χωρισμένες. Έχω έναν γιο δεκατεσσάρων ετών. Σας παρακαλώ σαν γυναίκα. Γλιτώστε με απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Σας ορκίζομαι ότι όλα είναι συκοφαντίες». Η δημοσιογράφος με κοίταξε με συμπάθεια. Ήταν μια κοπέλα που συμπεριφερόταν διαρκώς σαν να έτρεχε να προλάβει κάτι. Εκείνην τη στιγμή, όμως, οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές. «Μ ην ανησυχείτε» είπε. «Σας καταλαβαίνω απολύτως. Θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου. Κάντε κουράγιο». Αισθανόμουν κάπως ανακουφισμένη. Το αργότερο μέχρι αύριο θα είχαν τακτοποιηθεί όλα. «Γιαγιά, μετά τους κακόβουλους ήρθαν οι καλόβουλοι» είπα φωναχτά. «Όλα θα πάνε καλά». Τηλεφώνησα στη μητέρα μου για να της πω το καλό νέο ότι αύριο η εφημερίδα θα ανασκεύαζε την είδηση. Μ ετά προσπάθησα

να κυριαρχήσω τα νεύρα μου και τηλεφώνησα στον Αχμέτ. «Σου επιστρέφω όλες τις πρωινές προσβολές» του είπα. «Θα πρέπει να ντρέπεσαι. Μ ου κάνεις επίθεση βασιζόμενος σε μία συκοφαντία. Να πάρεις αύριο την εφημερίδα για να μάθεις!» Του ’κλεισα το τηλέφωνο στη μούρη. Μ ετά τηλεφώνησα πρώτα στον Ταρίκ και μετά στη Φιλίζ. Τους εξήγησα τι είχε συμβεί. Είχε φτάσει η σειρά για το τελευταίο και πιο δύσκολο τηλεφώνημα. Θα τηλεφωνούσα στην πρυτανεία. Ζήτησα από τη γραμματέα να με συνδέσει με τον κύριο πρύτανη. Περίμενα για κάποιο διάστημα· έπειτα η γραμματέας μού είπε ότι ο πρύτανης είναι απασχολημένος και ότι δεν θα μπορέσω να συνομιλήσω μαζί του. Τη μέθοδο αυτήν τη γνώριζα καλά. Διότι κι εγώ την είχα χρησιμοποιήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Κάλεσα τώρα τη γενική γραμματέα στο κινητό της. Το σήκωσε. «Έχω πέσει θύμα μιας μεγάλης μηχανορραφίας» της είπα. «Θέλω να έρθω για να αποκαλύψω την αλήθεια». «Μ α δεν είστε άρρωστη, Μ άγια χανούμ;» ρώτησε σε ειρωνικό τόνο. «Είμαι. Ωστόσο, επειδή κηλίδωσαν στην τιμή μου, είμαι έτοιμη να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε η εφημερίδα αύριο θα διορθώσει το λάθος της». «Θα ξέρετε ότι διενεργείται διοικητική εξέταση σε βάρος σας». «Το γνωρίζω. Διάβασα τη δήλωση του πρύτανη. Εξάλλου, κι εγώ γι’ αυτόν τον λόγο θέλω να δώσω αναφορά, να εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα». «Να έρθετε· όμως θέλω να σας προειδοποιήσω: Δεν θα είναι εύκολη δουλειά. Υπάρχουν πολλές καταθέσεις εναντίον σας».

«Πρόκειται για τις συκοφαντίες του γελοίου υποκειμένου που λέγεται Σουλεϊμάν». «Δεν είναι μόνο αυτός». «Ποιος άλλος;» «Το παιδί που εργάζεται στο μοτέλ. Οι σερβιτόροι του Πέρα Παλάς, οι υπεύθυνοι στην υποδοχή του ξενοδοχείου, οι καθαρίστριες, ακόμη κι ο Ιλγιάς». Ένιωσα σαν να ’πεσε το ταβάνι και να με πλάκωσε. Είχα καταστραφεί. Θα συνέδεαν το μοτέλ με το δείπνο και τη διανυκτέρευση στο δωμάτιο του Μ αξ στο Πέρα Παλάς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ό,τι κι αν έλεγα δεν θα με πίστευαν. Ωστόσο όφειλα κάτι να κάνω. «Πότε να έρθω;» ρώτησα. «Αύριο το πρωί» είπε η γενική γραμματέας. «Ο κύριος πρύτανης είναι πολύ εκνευρισμένος. Επιθυμεί να κλείσει αυτή η επαίσχυντη υπόθεση μια ώρα αρχύτερα». Κλείσαμε το τηλέφωνο. Το είχα καταλάβει. Μ ε απέλυαν απ’ το πανεπιστήμιο. Αυτό σήμαινε η διατύπωση “να κλείσει η επαίσχυντη υπόθεση”. Η απόφαση ήταν ήδη ειλημμένη· η ανάκριση ήταν τυπική. Ο άνθρωπος, ακόμη και στις πιο απελπιστικές καταστάσεις, ψάχνει για ελπίδα. Κάνει προσπάθειες να βρει διέξοδο. Απ’ το μυαλό μου περνούσαν ταχύτατα πολλές και διάφορες ιδέες. “Δεν έχει μεγάλη σημασία η απόλυση, θα βρω κάτι άλλο, ίσως ακόμη και καλύτερη δουλειά. Ο Ταρίκ είπε ότι έχω πολλά λεφτά. Αρκεί να αποκατασταθεί η υπόληψή μου. Αύριο η εφημερίδα θα διαψεύσει την προηγούμενη είδηση. Άλλωστε καλό θα είναι να αλλάξω ριζικά τη ζωή μου. Ας τελειώσει το πανεπιστήμιο για να πάρω μια βαθιά ανάσα. Ίσως να μετακομίσω σε άλλη πόλη. Ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Τίποτα δεν έχει σημασία. Ο Ταρίκ είπε ότι

έχω πολλά λεφτά. Μ πορεί έτσι να ζήσω μια καλύτερη ζωή. Να βρω άλλη δουλειά. Αύριο θα περάσω απ’ τον Ταρίκ να πάρω τα χρήματά μου. Να μπω στο αεροπλάνο, να πάω κάπου που δεν με ξέρει κανείς. Αύριο η εφημερίδα θα ανασκευάσει, θα τελειώνω και με το πανεπιστήμιο. Θα πάω κάπου που να έχει ζεστό κλίμα και ευτυχισμένους ανθρώπους. Θα βρω άλλη δουλειά”. Λέξεις, ιδέες, σχέδια πηγαινοερχόντουσαν στο μυαλό μου. Η επιθυμία να τα παρατήσω όλα και να φύγω μεγάλωνε διαρκώς. Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας που με αποτράβηξε απ’ τις ζεστές αμμουδερές παραλίες. Ήταν ο γιος μου – ή αλλιώς ο λόγος που δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Ήμουν υποχρεωμένη να μείνω εδώ και να αγωνιστώ. Η ζωή με είχε δέσει με αόρατα δεσμά στην περιοχή αυτή της πόλης. Δεν μπορούσα να πετάξω σαν ελεύθερο πουλί. Ήμουν σε κλουβί. Κατάλαβα αμέσως ότι ο Κερέμ δεν ήξερε τίποτα. Όπως πάντα, ήταν στον κόσμο του. Για κάθε ενδεχόμενο δεν άνοιξα την τηλεόραση μετά το φαγητό. Όταν η υπόθεση είχε σεξ, γυναίκα και πανεπιστήμιο θα ήταν δύσκολο να αντισταθούν στον πειρασμό. Ο Κερέμ δεν διάβαζε ειδήσεις στο διαδίκτυο· για να αποκλείσω, πάντως, κάθε πιθανότητα, τον παρακάλεσα να κοιτάξει τα αρχεία των Ναζί της πόλης Μ παντ Άρολσεν. Άραγε θα έβρισκε πληροφορίες για τον Σκούρλα και τον Βάγκνερ; Άλλο που δεν ήθελε ο Κερέμ. Έτρεξε αμέσως και στήθηκε απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή. Το μυαλό μου πήγε στη παράξενη σχέση ανάμεσα στη γραφή και στον άνθρωπο. Η γραφή δεν είναι κάτι φυσικό. Είχε ανακαλυφθεί, με άλλα λόγια δεν ήταν μέρος της φύσης μας· με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που δεν μπορούμε να πετάξουμε. Κατά συνέπεια, όπως φοβόμαστε την πτήση, έτσι φοβόμαστε και τη γραφή. Μ ήπως

είχε δίκιο ο Κλοντ Λεβί-Στρος όταν έλεγε πως η γραφή οδήγησε την ανθρωπότητα στην οπισθοδρόμηση; Οι πιο αθώες ανθρώπινες ενέργειες, μόλις περνούσαν στο χαρτί, ακόμη περισσότερο όταν γράφονταν στις εφημερίδες, αποκτούσαν κάποιο στοιχείο ενοχής. Θα μπορούσατε να βγείτε το βράδυ, να συναντηθείτε μ’ έναν φίλο σας, να δειπνήσετε στο Ρεζάνς και να επιστρέψετε σπίτι. Αυτά όλα είναι πολύ συνηθισμένα πράγματα. Αν όμως γράφονταν σε μια εφημερίδα ή σε μία αστυνομική έκθεση, θα δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ενοχής: «Το άτομο βγήκε απ’ το σπίτι στις

19 :14 .

Επιβιβάστηκε στο υπ’

αριθμόν 34 ΑΦ 6781 ταξί και πήγε στην πλατεία Ταξίμ. Προχώρησε στη Λεωφόρο Ιστικλάλ και μπροστά στο Γαλλικό Προξενείο συναντήθηκε με το άλλο άτομο. Διέσχισαν τη λεωφόρο και μπήκαν στο εστιατόριο Ρεζάνς το οποίο διαχειρίζονται Ρώσοι. Τα άτομα, αφού παρέμειναν επί δύο ώρες στον εν λόγω χώρο, χωρίστηκαν στην έξοδο του εστιατορίου. Το άτομο βάδισε και πάλι προς την πλατεία Ταξίμ. Επιβιβάστηκε στο υπ’ αριθμόν

34 ΖΝ 2645

ταξί και στις 23 :27 επέστρεψε στο σπίτι του». Αυτό ήταν. Η γραφή θα μπορούσε να αμαυρώσει τη ζωή ενός ανθρώπου, να τον εμφανίσει σαν ένοχο, ακόμη περισσότερο θα μπορούσε να τον καταστρέψει. Ένα ντοκιμαντέρ δεν θα μπορούσε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα. Διότι οι θεατές θα διαπίστωναν ότι η συνάντηση είχε κάτι το πολύ συνηθισμένο, θα έβλεπαν τις εκφράσεις, τα φιλικά αστεία που ανταλλάσσονταν και θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η συνάντηση δεν είχε κάτι το επιλήψιμο. Αντίθετα, η γραφή έθετε σε λειτουργία τη φαντασία, η οποία απέδιδε εντελώς διαφορετικές διαστάσεις σε συνηθισμένες

συμπεριφορές. Αυτή ήταν η πιο ισχυρή, η πιο καταστρεπτική δύναμη του Τύπου και της αστυνομίας. Αμέσως σκέφτηκα ότι από δω πήγαζε και η δύναμη της λογοτεχνίας. Συγγραφέας ήταν ο Τολστόι, αλλά και ο Χίτλερ. Το πρόβλημα δεν ήταν η ίδια η γραφή, αλλά το ποιος και με τι σκοπό γράφει. Ακόμη κι ο Θεός περιγράφει τον εαυτό του με τη βοήθεια της γραφής. Ναι, αλλά δεν υπήρχε ο Θεός προτού ανακαλυφθεί η γραφή; Πήγα και ξάπλωσα. Ζάρωσα κάτω από το πάπλωμα. Βαθιά μέσα μου υπήρχε πόνος και φόβος. Θυμήθηκα την περίοδο που ήμουν μικρό παιδάκι, όταν τις νύχτες μ’ έπιανε φόβος επειδή η φαντασία μου μετέτρεπε τις σκιές σε φοβερά πλάσματα. Μ όλις έτριζε κάτι – τότε δεν γνώριζα ότι τα ξύλινα έπιπλα τρίζουν μόνα τους–, τρόμαζα, νόμιζα πως κάποιος κακός μπήκε στο δωμάτιο. Έκλεινα σφιχτά τα μάτια και με κομμένη ανάσα περίμενα. Μ ετά από μερικά δευτερόλεπτα τιναζόμουν απ’ το κρεβάτι και σαν αστραπή έτρεχα στο δωμάτιο της γιαγιάς. Εκεί χωνόμουν αμέσως κάτω από το πάπλωμα. Η γιαγιά με αγκάλιαζε σφιχτά και με παρηγορούσε χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. Εκείνην τη νύχτα με είχαν περικυκλώσει εκείνοι οι φόβοι. Είχα να αντιμετωπίσω σκληρές δοκιμασίες και ήμουν ολομόναχη απέναντι σ’ όλο τον κόσμο.

17

ΞΥΠΝΗΣΑ ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ

έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Δεν είχε χαράξει ακόμα. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να πάω στην πόρτα να δω αν έφτασε η εφημερίδα. Η κρεμασμένη στο πόμολο πλαστική σακούλα ήταν άδεια. Επέστρεψα στο δωμάτιο και ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι. Ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Η καρδιά μου φτερούγιζε σαν πουλί. Θυμήθηκα το φάρμακο. Πώς ξέχασα να πάρω το βράδυ; Το δισκίο χωριζόταν στα τέσσερα. Η Φιλίζ μού είχε πει να πάρω ένα τέταρτο· εγώ πήρα μισό. Είχα την εντύπωση πως η καρδιά μου δεν θα ηρεμούσε με τίποτα. Μ ολονότι ήξερα ότι η εφημερίδα δεν ήταν δυνατό να έρθει τόσο νωρίς, κοίταξα τρεις φορές. Την τελευταία φορά η πλαστική σακούλα ήταν πάλι άδεια, αλλά άκουσα κάποιο βηματισμό στο βάθος. Άρα ο θυρωρός είχε ξεκινήσει να μοιράζει ψωμί και εφημερίδες. Μ πήκα μέσα κι άρχισα να περιμένω. Ο βηματισμός πλησίασε, ακούστηκε ο ήχος της εφημερίδας που γλιστρούσε στη σακούλα. Μ ετά από λίγο και πάλι ησυχία. Άνοιξα αμέσως την πόρτα και

πήρα το πλαστικό με την εφημερίδα. Στην πρώτη σελίδα δεν έγραφε τίποτα για μένα, αλλά, όταν γύρισα τη σελίδα, μου ’ρθε νταμπλάς. Στη δεύτερη σελίδα είχαν τυπώσει μια τεράστια φωτογραφία μου. Κοίταζα ντροπαλά τον φακό. Δίπλα στη φωτογραφία εντός εισαγωγικών έγραφε “Ήταν συμπαθητικός άνθρωπος”. Κάτω από τη φωτογραφία είχαν γράψει “Η γυναίκα-κλειδί του σκανδάλου στο πανεπιστήμιο μίλησε με τη δημοσιογράφο μας”. Υπήρχε και μία φωτογραφία του Μ αξ. Η είδηση δεν είχε καμία σχέση με τα όσα είχα δηλώσει. Έγραφε ότι δήλωσα πως ήταν συμπαθητικός άνθρωπος και ότι έπαιζε πολύ ωραία βιολί. Η είδηση αποτελούσε τη θανατική μου καταδίκη. Πλέον δεν μπορούσα να ζήσω σ’ αυτό το κοινωνικό περιβάλλον. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου. Άρπαξα το τηλέφωνο και κάλεσα τη δημοσιογράφο Σιμπέλ. Μ ου είπαν ότι δεν έφτασε ακόμη. Έπαιρνα κάθε δέκα λεπτά. Την τέταρτη φορά βγήκε η ίδια. Της ξεφώνισα με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου. «Γιατί μου το κάνατε αυτό; Αυτά σας είπα εγώ; Θα πάω σε δικηγόρο· θα απαιτήσω διάψευση δικαστικώς». Είχα τόσο πολύ εξοργιστεί που δεν έλεγχα ούτε τη φωνή ούτε τα λόγια μου. Μ ε τη φωτογραφία και τα κείμενα η είδηση είχε σχεδιαστεί με τέτοια μαεστρία που έβγαινε πεντακάθαρα η εικόνα της βρομιάρας υπαλλήλου που έζησε μια ρομαντική ερωτική ιστορία με τον κομψό αλλά ηλικιωμένο καθηγητή που έπαιζε πολύ ωραία βιολί. Τονιζόταν, μάλιστα, ιδιαιτέρως ότι ήμουν διαζευγμένη. Έπειτα από λίγο, ανάμεσα στα ουρλιαχτά μου, άκουσα τη φωνή της κοπέλας. «Σας ζητώ συγνώμη» έλεγε. «Έχετε δίκιο, κι εγώ στενοχωρήθηκα πολύ. Καλά θα κάνετε να απευθυνθείτε σε

δικηγόρο». Έμεινα με ανοιχτό στόμα. «Τότε γιατί μου το κάνατε αυτό το κακό;» «Σας διαβεβαιώνω πως δεν είναι δικό μου το φταίξιμο. Εγώ έγραψα αυτά που μου είπατε. Ούτε λέξη λιγότερα ούτε και παραπάνω. Ο τίτλος που είχα προτείνει ήταν “Όλα είναι συκοφαντίες”». «Και τότε; Γιατί βγήκε έτσι η είδηση;» «Ο αρχισυντάκτης την προτίμησε έτσι» είπε κομπιάζοντας. «Είμαι μια άσημη δημοσιογράφος. Τους πηγαίνω την είδηση που θέλουν, αλλά εκείνοι αποφασίζουν πώς θα δημοσιευτεί». «Γιατί μου έκαναν αυτό το κακό;» ρώτησα. «Κανέναν τους δεν γνωρίζω, ούτε με γνωρίζουν. Μ α δεν σέβονται καθόλου την αλήθεια; Πώς θα ζήσω τώρα εγώ;» «Έχετε δίκιο» είπε η κοπέλα. «Σας μιλώ ειλικρινά, πολύ στενοχωρήθηκα. Καλύτερα να πάτε δικαστικώς». Μ ιλούσε χαμηλόφωνα. Πίστεψα ότι ήταν ειλικρινής. «Μ ε συγχωρείτε που σας έβαλα τις φωνές» είπα. «Δεν πειράζει. Σας καταλαβαίνω». Καθώς έκλεινα το τηλέφωνο, αναπήδησα με τη φωνή του Κερέμ. «Τι έγινε, μητέρα; Σε ποιον φώναζες;» «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Μ ια αναποδιά με τη δουλειά. Κάτσε να σου ετοιμάσω το πρωινό σου». Αφού έστειλα τον Κερέμ στο σχολείο, αναζήτησα τον Ταρίκ. Του εξήγησα τι συνέβη, τη στάση της εφημερίδας. Του είπα ότι χρειάζομαι έναν δικηγόρο. Αυτές τις υποθέσεις δεν θα μπορούσα να τις αντιμετωπίσω μόνη. Μ ε συμβούλευσε να ηρεμήσω, να μην πανικοβάλλομαι. Θα

έβρισκε δικηγόρο, επιπλέον γνώριζε κάποιον σ’ εκείνη την εφημερίδα. Θα παρακαλούσε να διορθώσουν την είδηση. «Κάνε λίγη υπομονή» μου είπε. «Ζούμε σε μία χώρα όπου ακόμη και τα μεγαλύτερα σκάνδαλα λησμονιούνται σε μια βδομάδα. Να είσαι σίγουρη πως σε λίγο κανείς δεν θα το θυμάται». «Όμως οι συγγενείς, οι γείτονες, οι συνάδελφοι θα το θυμούνται» είπα. «Μ ε πνίγει η αδικία». «Αχ!» έκανε. «Να ’ξερες τι αδικίες συμβαίνουν σ’ αυτήν τη χώρα. Δολοφόνοι αφήνονται ελεύθεροι, βιαστές φυλακίζονται ένα δυο χρόνια και μετά έξω. Αδικίες με τη σέσουλα! Η δική σου υπόθεση είναι ασήμαντη. Πίστεψέ με». Μ ιλούσε όχι σαν να είχε αντίρρηση, αλλά σαν να με υποστήριζε και να με παρηγορούσε. Αλλά, για κάποιον που ήταν στην κατάστασή μου, τα λόγια δεν αρκούσαν. «Εγώ ξέρω τι τραβάω τώρα. Αν ήσουν στη θέση μου, δεν θα μιλούσες έτσι». «Κι αυτό σωστό. Όμως κι αυτά που σου είπα είναι σωστά». Σωπάσαμε και οι δύο για λίγο. Μ ετά ο Ταρίκ συνέχισε: «Αν θέλεις, ας δώσουμε μαζί συνέντευξη Τύπου. Θα δηλώσω ότι είσαι αρραβωνιαστικιά μου, ότι σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και ότι δεν συνέβησαν αυτά που γράφουν οι εφημερίδες. Πιασμένοι χέρι χέρι θα χαμογελάμε στις κάμερες». «Αχ!» έκανα, «καλύτερα όχι. Θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα. “Η παλιογυναίκα ήταν και αρραβωνιασμένη” θα λένε από πίσω μου». «Τι θα κάνεις σήμερα;» «Θα πάω στο πανεπιστήμιο» είπα. «Διενεργείται διοικητική εξέταση». «Τηλεφώνησέ μου μετά. Να σου συστήσω τον δικηγόρο. Αν χρειαστεί, θα μηνύσουμε και το πανεπιστήμιο».

Δεν ήξερα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε τόσο καλή καρδιά. Οι άνθρωποι στις δύσκολες μέρες φαίνονται. Όμως και πάλι είχα μια στενοχώρια. Ο Ταρίκ πίστευε ότι όλα όσα είχαν γραφτεί ήταν ψέματα. Γι’ αυτό θεωρούσε λογικό να υποβάλω μήνυση κατά του πανεπιστημίου. Όμως οι μάρτυρες θα κατέθεταν ότι με είδαν ημίγυμνη στο κρεβάτι με τον Μ αξ, ότι δειπνήσαμε τετ-α-τετ, ότι διανυκτέρευσα στο δωμάτιό του, ακόμη και ότι παραγγείλαμε ποτό απ’ το δωμάτιο. Ήμουν αθώα, αλλά δεν μπορούσα να τεκμηριώσω την αθωότητά μου. Διάλεξα ένα κλασικό ντύσιμο για να έχω σοβαρή εμφάνιση και πήγα στο πανεπιστήμιο. Το φάρμακο με είχε ηρεμήσει λιγάκι. Ήμουν προετοιμασμένη για λοξές ματιές με υπονοούμενα, για γελάκια και για ψιθυρίσματα πίσω απ’ την πλάτη μου. Πήγα κατευθείαν στο γραφείο της γενικής γραμματέως. Αυτήν τη φορά δεν κοίταξε τα στήθη μου. Ήταν πολύ σοβαρή. «Καθίστε, Μ άγια χανούμ» είπε. «Φέρατε σε πολύ δύσκολη θέση το πανεπιστήμιό μας». «Όχι» είπα. «Δεν αποδέχομαι την κατηγορία. Είναι ψέματα τα όσα γράφουν οι εφημερίδες. Δεν έκανα τίποτα το επιλήψιμο». Η γενική γραμματέας με οδήγησε στο γραφείο του πρύτανη. Κάτω από τα βλέμματα των γραμματέων, δίχως να χαιρετήσω καμία, προχώρησα υπερήφανα με στητό το κεφάλι. Ο πρύτανης με δέχθηκε ψυχρά. Στο δωμάτιο υπήρχαν μερικοί ακόμα καθηγητές. Η γενική γραμματέας ξεκίνησε τη συζήτηση λέγοντας: «Η Μ άγια χανούμ τα αρνείται όλα. Ισχυρίζεται πως όλα είναι συκοφαντίες». Ο πρύτανης έδωσε εντολή σε μία γραμματέα να καλέσει τον Σουλεϊμάν. Ο οδηγός θα πρέπει να περίμενε κάπου κοντά διότι εμφανίστηκε αμέσως. Μ πήκε μέσα σαν βρεγμένη γάτα. Περίμενε

όρθιος με τα χέρια δεμένα μπροστά. Δεν με κοίταξε καθόλου. «Η Μ άγια χανούμ υποστηρίζει ότι τη συκοφάντησες» είπε ο πρύτανης. «Εξήγησέ μας τι είδες». «Μ α τον Θεό, σας ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό…» «Άφησε στην άκρη τους όρκους και πες μας τι είδες» τον μάλωσε ο πρύτανης. «Εκείνη την ημέρα ξεκινήσαμε χαράματα για τη Σίλε. Εκείνος ο άνθρωπος άρχισε να παίζει βιολί στην άκρη της θάλασσας. Νόμισα ότι μουρλάθηκε. Ύστερα, για να μην παγώσει ο άνθρωπος, τον πήγαμε στο μοτέλ. Στο μεταξύ χάλασε τ’ αμάξι. Εγώ πήγα στη Σίλε για να βρω μηχανικό. Ύστερα από περίπου τρεις ώρες βρήκα αυτήν τη γυναίκα μ’ εκείνον τον άνθρωπο στο κρεβάτι». Ο πρύτανης στράφηκε σ’ εμένα. «Τι έχετε να πείτε γι’ αυτούς τους ισχυρισμούς;» «Ορθοί είναι, κύριε πρύτανη». Τα μέλη της επιτροπής έμειναν με το στόμα ανοικτό διότι περίμεναν να τα αρνηθώ. «Δηλαδή; Πώς είναι ορθοί;» «Αυτά που είπε είναι αλήθεια». Κοιτάχτηκαν γεμάτοι απορία. «Επομένως αποδέχεστε την ενοχή σας». «Όχι, δεν είμαι καθόλου ένοχη». «Τι θέλετε να πείτε;» «Αυτή είναι η περίληψη των γεγονότων, όμως το νόημα είναι διαφορετικό». «Ξαπλώσατε στο κρεβάτι με τον καθηγητή Βάγκνερ, ναι ή όχι;» «Ξάπλωσα, όμως όχι με την έννοια που του δίνετε εσείς». «Μ ε ποια λοιπόν τότε;» «Η ημέρα που μας ζήτησε να τον οδηγήσουμε στη Σίλε για να ξαναζήσει μια ανάμνησή του ήταν η πιο κρύα ημέρα του χρόνου.

Παρακαλώ, θυμηθείτε την 24 η Φεβρουαρίου. Φανταστείτε πόσο ισχυρότερο είναι το κρύο στην παραλία της Μ αύρης Θάλασσας. Ο καθηγητής έμεινε για μεγάλο διάστημα κοντά στη θάλασσα. Ο κίνδυνος θανάτου για τον ηλικιωμένο άντρα ήταν πολύ μεγάλος. Τον σύραμε με δυσκολία στο αμάξι, αλλά δυστυχώς το αυτοκίνητο είχε χαλάσει. Επιπλέον δεν λειτουργούσε ούτε το καλοριφέρ. Δεν ωφελούσε σε τίποτα η παραμονή μας μέσα σ’ αυτό. Αυτήν τη φορά μεταφέραμε τον καθηγητή σ’ ένα μοτέλ στην κορυφή ενός διπλανού λόφου. Ούτε στο μοτέλ υπήρχε θέρμανση. Όταν τον έβαλα να ξαπλώσει στο κρεβάτι, το χρώμα του ήταν μοβ. Τα χέρια του ήταν παγωμένα. Συνειδητοποίησα ότι σε λίγο θα άφηνε την τελευταία του πνοή». Πήρα μια ανάσα και συνέχισα αμέσως γιατί σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσω σ’ αυτό το σημείο. «Για να σώσω τη ζωή του αποφάσισα να μπω στο κρεβάτι ώστε να του μεταφέρω τη θερμοκρασία του σώματός μου. Πράγματι η σκέψη μου έφερε καλό αποτέλεσμα· ο καθηγητής σώθηκε. Έπειτα τον διακομίσαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Μ πορείτε να εξετάσετε τις γνωματεύσεις των γιατρών ώστε να εξακριβώσετε ότι ο καθηγητής υπέστη ισχυρή κρυοπληξία. Έπραξα αυτό που όφειλα να πράξω ώστε το όνομα του πανεπιστημίου μας να μην εμπλακεί σε σκάνδαλο όπου φιλοξενούμενός μας καθηγητής πεθαίνει από το κρύο». Τα μέλη της επιτροπής ξανακοιτάχτηκαν. Ο πρύτανης έκανε σκιτσάκια σκυμμένος στο χαρτί μπροστά του. Φαίνονταν όλοι σαστισμένοι, δεν ήξεραν τι να πουν. «Υπάρχει και κάτι ακόμα, κύριε πρύτανη». «Τι;» έκανε ο πρύτανης. «Ο Σουλεϊμάν, ο οδηγός σας, μου είχε ζητήσει να σας

παρακαλέσω να προσλάβετε τον εξάδελφό του. Δεν το έκανα. Θύμωσε γι’ αυτό, και θέλησε τώρα να πάρει εκδίκηση. Συν τοις άλλοις είναι και ένοχος». «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο πρύτανης. «Ισχυρίστηκε ότι το βιολί-αντίκα που άφησε ο καθηγητής στο αμάξι, δεν ήταν εκεί. Ο Ιλγιάς είναι μάρτυρας γι’ αυτό που θα σας πω. Πήγαμε στον μηχανικό που επισκεύαζε το αμάξι και βρήκαμε το βιολί στο πορτμπαγκάζ τυλιγμένο σε κουρέλια. Το πήρα και το επέστρεψα στον καθηγητή. Ορίστε, αυτή εδώ είναι η κάρτα του μηχανικού μαστρο-Ριζά που ήταν παρών στο γεγονός». Άφησα την κάρτα πάνω στο γραφείο του πρύτανη. Είχα την αίσθηση ότι είχα γκρεμίσει τους τοίχους απέναντί μου. Ήμουν έτοιμη να νικήσω. Ο Σουλεϊμάν έτρεμε απ’ τον φόβο μη χάσει τη δουλειά του. «Στηριζόμενοι στους ισχυρισμούς ενός οδηγού που έχει ροπή προς παραβατικές ενέργειες και στα ψεύδη μιας εφημερίδας που σας εχθρεύεται, παίξατε με την αξιοπρέπεια μιας πιστής και έντιμης υπαλλήλου σας» συνέχισα. «Είμαι μητέρα, έχω αξιοσέβαστη θέση εντός της κοινωνίας και γονείς που είναι ευυπόληπτοι συνταξιούχοι. Δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους σας». Ήταν προφανές ότι η στάση του πρύτανη είχε αλλάξει. Είχα την εντύπωση πως θα σηκωθεί να μου ζητήσει συγνώμη. Ήμουν σχεδόν σίγουρη για τη νίκη μου όταν πήρε τον λόγο η γρουσούζα γενική γραμματέας. «Μ πορώ να σας κάνω μια ερώτηση, Μ άγια χανούμ;» «Ορίστε». «Όταν ο καθηγητής πήρε εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο, ήταν καλά στην υγεία του, έτσι δεν είναι;» «Μ άλιστα». «Η θέρμανση του Πέρα Παλάς λειτουργούσε – σωστά;»

Κατάλαβα πού οδηγούσε την κουβέντα, αλλά για να μη δημιουργήσω αρνητική ατμόσφαιρα συνέχισα να απαντώ δίχως καθυστέρηση. «Μ άλιστα». «Δηλαδή ο καθηγητής δεν κρύωνε όπως στη Σίλε». «Ναι, δεν κρύωνε». «Τότε γιατί προτιμήσατε να περάσετε τη νύχτα στο δωμάτιό του, στο κρεβάτι του; Μ ήπως κι αυτή η ενέργεια προσδοκούσε να σώσει τη ζωή του;» «Όχι». «Παραγγείλατε ένα μπουκάλι κονιάκ για να ζεστάνετε καλύτερα τον καθηγητή;» «Όλα αυτά μπορούν να εξηγηθούν» είπα. «Ο καθηγητής είναι πολύ βασανισμένος άνθρωπος. Τον καιρό που ζούσε στην Ιστανμπούλ βίωσε φοβερά γεγονότα. Εκείνο το βράδυ μού αφηγήθηκε τα φοβερά εκείνα γεγονότα. Τον άκουσα για να τον παρηγορήσω». Αυτήν τη φορά η γενική γραμματέας γέλασε κοιτάζοντας προκλητικά τα στήθη μου: «Πολύ παρηγορητική μέθοδος» είπε. Εκτός από τον πρύτανη, όλοι οι άλλοι γέλασαν. Ένιωθα πως είχα ξανακερδίσει τη συμπάθεια του πρύτανη και πως πίστευε στην εντιμότητά μου, αλλά δεν τολμούσε να με υποστηρίξει. Σ’ εκείνην τη χρονική στιγμή κατάλαβα πως είχα χάσει το παιχνίδι. Πλέον, ό,τι κι αν έλεγα, δεν θα με άκουγαν. Το ζήτημα είχε χρωματιστεί με το στοιχείο της σεξουαλικότητας, κι όταν σε μια υπόθεση ανακατευόταν η σεξουαλικότητα, όλες οι άλλες παράμετροι υποβαθμίζονται. «Πολύ λυπάμαι, Μ άγια χανούμ» είπε ο πρύτανης. «Όμως, μετά από αυτά τα γεγονότα, μου φαίνεται δύσκολη η συνεργασία μας.

Σας ευχαριστώ για την προσφορά σας μέχρι σήμερα. Προτιμάτε να παραιτηθείτε ή θα περιμένετε την απομάκρυνσή σας μετά από το πόρισμα της διοικητικής εξέτασης;» Αποφάσισα πως σ’ αυτό το σημείο δεν έπρεπε να κοντοσταθώ καθόλου. «Θα γράψω αμέσως την επιστολή παραίτησής μου». Ο πρύτανης κοίταξε στα γρήγορα ένα ένα όλα τα μέλη της επιτροπής. «Η συνεδρίαση τελείωσε» είπε. Δίχως καθυστέρηση, κατευθύνθηκα αμέσως προς το γραφείο μου. Στον υπολογιστή έγραψα τα εξής: “Έπεσα θύμα μιας άδικης συκοφαντίας. Παραιτούμαι επειδή η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν με υποστήριξε. Μ ε εκτίμηση”. Τύπωσα τη σελίδα, την υπέγραψα και την άφησα επάνω στο γραφείο. Πήρα από τα ράφια τα βιβλία μου, τη φωτογραφία του Κερέμ πάνω απ’ το τραπέζι, τα μικροπράγματα που είχα ξεχασμένα στα συρτάρια κι εγκατέλειψα το κτίριο δίχως να χαιρετήσω κανέναν και ξέροντας ότι ποτέ πια δεν θα ξαναπατούσα εκεί το πόδι μου. Στην πραγματικότητα υπήρχαν άνθρωποι που ήθελα να αποχαιρετήσω αφού τους εξηγήσω πρώτα την αλήθεια, όπως η Νερμίν χανούμ στα αρχεία. Όμως εκείνη την ώρα δεν είχα το κουράγιο για κάτι τέτοιο. Μ ε δυσκολία κρατιόμουν να μην ξεσπάσω σε κλάματα. Στο ταξί όμως δεν κρατήθηκα, άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ο δύστυχος οδηγός του ταξί δεν ήξερε τι να κάνει. «Μ ην κλαις, αδελφούλα, θα περάσει. Μ όνο για τον θάνατο δεν υπάρχει λύση». Όταν βρεθήκαμε μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σίρκετζι, η θλίψη μου είχε κάπως καταλαγιάσει. «Αδελφούλα, θέλεις να σου πάρω κάνα τσάι με κουλούρι;»

ρώτησε ο οδηγός. «Όχι, αδερφέ μου. Να ’σαι καλά, αλλά δεν τραβάει τίποτα η καρδιά μου τώρα». Περάσαμε τη γέφυρα του Γαλατά και φτάσαμε στο Καράκιοϊ. Στο λιμάνι πηγαινοέρχονταν τα καράβια που έκαναν δρομολόγια ανάμεσα στις δύο όχθες του Βοσπόρου. Οι γλάροι τούς κρατούσαν παρέα. Παντού κυριαρχούσε η μυρωδιά του τηγανισμένου ψαριού που πουλούσαν οι ψαράδες μέσα σε φέτες ψωμί. Αυτήν τη φορά ο οδηγός άλλαξε σχέδιο: «Αδελφούλα, να σου πάρω ψάρι με ψωμί σαν σάντουιτς; Θα κλείσω το ταξίμετρο, μην ανησυχείς». «Σ’ ευχαριστώ πολύ, αδερφέ μου» του είπα πάλι. «Πήγαινέ με σπίτι όσο μπορείς πιο γρήγορα, αυτό μου αρκεί». Ο καημένος δεν έβρισκε ανταπόκριση, παρόλο που προσπαθούσε μ’ όλη του την καρδιά να βοηθήσει μια δυστυχισμένη γυναίκα. Σύμφωνα με τις παλιές παραδόσεις της Ανατολίας, το φάρμακο κάθε βάσανου ήταν το φαγητό. Όσο θλιβερό κι αν ήταν το γεγονός, το φαγητό μπορούσε να το θεραπεύσει. Όταν είχε πεθάνει η γιαγιά μου στην Αντάκια, οι γείτονες επί έναν μήνα δεν είχαν επιτρέψει να μαγειρέψουμε στο σπίτι. Κάθε γείτονας με τη σειρά του μας προσκαλούσε για φαγητό. Το φαγητό τρωγόταν “για την ψυχή των νεκρών”. Πάντως θύμωνα με όσους κατέκριναν και μείωναν αυτά τα έθιμα, κρίνοντας με βάση τη σημερινή υλιστική νοοτροπία. Ήταν ένας τρόπος παρηγοριάς που εξέλιξε η ανθρωπότητα στη μακραίωνη ιστορία της. Όταν φτάσαμε σπίτι, ο οδηγός δεν θέλησε να πάρει λεφτά. «Αδελφούλα, σ’ αυτήν τη δύσκολη για σένα μέρα ας μην κερδίσω χρήματα, καθόλου δεν με πειράζει. Χαλάλι τα λεφτά!»

Δεν είχε καμία ιδέα για το τι με βασάνιζε· ούτε και τον ενδιέφερε. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν ότι ήμουν δυστυχισμένη. Έκανα μεγάλη προσπάθεια μέχρι να τον πείσω να πάρει τα λεφτά. Αφού άλλαξα ρούχα και τακτοποίησα τα πράγματα που έφερα, κάλεσα τον Ταρίκ. Σε λίγο ήρθε και με πήρε με τη φανταχτερή Τζάγκουάρ του. Ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν οι γείτονες που είχαν διαβάσει την είδηση. Μ ετά τον ηλικιωμένο καθηγητή, είχε προκύψει ένας πλούσιος νέος. Ο Ταρίκ με οδήγησε στο Paper M oon. Επέμεινα να μην πάμε σ’ αυτό το κοσμικό εστιατόριο, όπου όλοι πήγαιναν για να δουν και για να τους δουν, αλλά δεν με άκουσε. Οι σερβιτόροι τον χαιρέτησαν με το μικρό του όνομα και μας οδήγησαν σ’ ένα τραπέζι σε ωραία θέση. Μ ας έφεραν δύο φανταχτερούς καταλόγους. Είπα στον Ταρίκ να διαλέξει εκείνος. Διάλεξε πολύ ωραία φαγητά. «Τούτες τις μέρες πρέπει να φας γερά για να είσαι καλά» έλεγε. Μ ε άλλα λόγια, σκεφτόταν πάνω κάτω όπως ο οδηγός. Αν και η προσφορά είχε τεράστια διαφορά, η νοοτροπία ήταν ολόιδια. Το εστιατόριο, που συνήθως ήταν πατείς με πατώ σε, εκείνη την ημέρα ήταν σχεδόν άδειο. Η μεγάλη οικονομική κρίση είχε χτυπήσει πολλούς επιχειρηματίες. Μ ολονότι οι απώλειες τους δεν ήταν τόσο βαριές ώστε να κόψουν το φαγητό, δεν ήθελαν όμως να εμφανίζονται σε τόσο ακριβά μέρη και να τραβούν πάνω τους την προσοχή. Αυτοί με τα μέτρια εισοδήματα δεν περνούσαν ούτε απ’ έξω από τέτοια μέρη. Ο Ταρίκ, το εστιατόριο, τα φαγητά, οι θαμώνες του εστιατορίου τραβούσαν αλλού την προσοχή μου, όμως και πάλι ένιωθα πότε πότε ένα μαχαίρι να βυθίζεται στο στήθος μου. Η αδικία και οι συκοφαντίες με είχαν πληγώσει βαθιά. Ιδιαιτέρως η συμπεριφορά του αρχισυντάκτη.

Μ ετά το γεύμα, ρώτησα τον Ταρίκ αν είχε βρει κάποιον καλό δικηγόρο. «Ηρέμησες λιγάκι;» ρώτησε. «Τι θα πει “Ηρέμησες λιγάκι”; Μ ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, οι εφημερίδες με ρεζίλεψαν σ’ όλη τη χώρα, δεν ξέρω τι να πω στον γιο μου… Πώς θες να ηρεμήσω;» «Είναι σημαντικό να μ’ ακούσεις με ηρεμία» είπε. «Δεν μίλησα με δικηγόρο». «Τι είπες;» «Δεν μίλησα, γιατί αυτή η δουλειά δεν είναι για δικηγόρο». «Θα τρίψω στη μούρη του το ψέμα του αρχισυντάκτη, θα τον υποχρεώσω να διαψεύσει, θα του κάνω αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση!» Εκείνην τη στιγμή ήρθε ο σερβιτόρος να ρωτήσει αν ήμασταν ευχαριστημένοι απ’ τα φαγητά. Τον ευχαριστήσαμε λέγοντας ότι ήταν όλα νόστιμα. Πίναμε μόνο νερό επειδή είχα πάρει Lexotanil. «Ας υποθέσουμε ότι μιλάμε με τον δικηγόρο» πήρε τον λόγο ο Ταρίκ. «Εκείνος θα ετοιμάσει ένα κείμενο διάψευσης. Θα πάει στο δικαστήριο. Αν τα καταφέρει, τότε θα πάρει διαταγή δημοσίευσης της διάψευσης. Η εφημερίδα, αν θέλει, θα τη δημοσιεύσει». «Τι θα πει “αν θέλει”;» «Έχει δικαίωμα να καθυστερήσει τη δημοσίευση εκατό ημέρες. Άσε που, κι αν ακόμη δεν τη δημοσιεύσει ποτέ, και πάλι δεν τρέχει τίποτα. Το πολύ να πληρώσει ένα μικρό πρόστιμο. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι τη δημοσιεύει. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι μετά από μήνες θα έχεις φέρει στην επικαιρότητα μια παλιά ιστορία». «Κι η αγωγή αποζημίωσης λόγω συκοφαντικής δυσφήμησης;» «Σ’ αυτήν τη χώρα η απλούστερη δίκη διαρκεί πέντε χρόνια τουλάχιστον. Μ ετά αρχίζει το στάδιο του Εφετείου. Ο φάκελος περιμένει εκεί ακόμα μερικά χρόνια. Εάν κερδίσεις τη δίκη,

αρχίζουν όλα απ’ την αρχή. Τι θα ’χεις κερδίσει, όμως, αν μετά από δέκα χρόνια βγει θετική απόφαση;» «Είναι πράγματι τόσο απελπιστική η κατάσταση;» «Ναι!» είπε. «Δυστυχώς έτσι είναι. Ο δρόμος της δικαιοσύνης έχει φράξει, δεν λειτουργεί. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω να τα ξεχάσεις όλα. Θα φθαρείς, θα στενοχωρηθείς. Κάθε φορά που θα πηγαίνεις στο δικαστήριο, θα ξαναζείς τα παλιά». «Καλά. Και ο απλός πολίτης πώς μπορεί να βρει το δίκιο του σ’ αυτήν τη χώρα;» Η απάντησή του ήταν κοφτή: «Δεν το βρίσκει! Ξέρεις ότι υπάρχουν δολοφόνοι που κυκλοφορούν ελεύθεροι επειδή παραγράφηκε το αδίκημά τους, αφού επί τριάντα χρόνια το δικαστήριο δεν κατάφερε να βγάλει απόφαση;» «Τριάντα χρόνια;» «Μ άλιστα, τριάντα χρόνια». Μ ε είχε πιάσει μαύρη απελπισία. Το φαγητό σκάλωσε στον λαιμό μου. «Τι θα κάνω τώρα εγώ;» «Πρώτα θα πάψεις να στριφογυρίζεις το πιρούνι για να τελειώσεις το φαγητό σου. Μ ετά θα πας σπίτι, θα ρίξεις έναν βαθύ ύπνο και θα περιμένεις την αυριανή μέρα». «Ύστερα;» «Αύριο θα βγει στην εφημερίδα μια καλή είδηση για σένα. Θα την πάρεις και θα τη δείξεις σε όσους σε κατηγορούν. Θα τους πεις πως έγινε κάποιο λάθος». «Μ ήπως μίλησες με τον φίλο σου;» «Φυσικά! Εσύ να κάνεις ό,τι σου είπα και τα υπόλοιπα θα τα σκεφτούμε. Θέλεις πανακότα;» «Όχι».

«Τιραμισού;» «Όχι» είπα ξανά και γέλασα. «Γιατί γελάς;» «Σήμερα όλοι προσπαθούν να με κάνουν να φάω. Τα χρήματά μου αυξήθηκαν;» «Βέβαια». «Ευτυχώς. Θα τα χρειαστώ, διότι από σήμερα είμαι επισήμως άνεργη». «Μ η στενοχωριέσαι» είπε. «Θα σου βρούμε εύκολα καμιά δουλειά». Ο Ταρίκ με άφησε στο σπίτι. Όταν κάθισα στο σαλόνι, βυθίστηκα στις σκέψεις. Μ ου είχε κάνει πολύ καλό αυτήν τη δύσκολη μέρα η φιλία του Ταρίκ. Βέβαια ήταν τύπος που του άρεσε η επίδειξη, τα ακριβά ρολόγια και αμάξια, με άλλα λόγια ήταν ένας πλέι μπόι, δεν ήταν ο τύπος μου, δεν είχε τις ίδιες αξίες με μένα, ωστόσο είχε καλή καρδιά. Ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη φιλία του. Εάν ο Κερέμ δεν είχε ακούσει κάτι ούτε σήμερα, θα αποσιωπούσα το θέμα. Θα του μιλούσα μόνο εάν δημοσιευόταν η καλή για μένα είδηση. Δεν είχα πολλές ελπίδες, αν και ο Ταρίκ φαινόταν πολύ σίγουρος. Δεν αισθάνθηκα μόνη στο σπίτι όπου επικρατούσε άκρα ησυχία. Η ύπαρξη του ελάτου μού έκανε καλό τέτοιες ώρες. Γέμισα την κανάτα με νερό και το πότισα. Χάιδεψα τα φύλλα του σαν να χάιδευα το πρόσωπο της γιαγιάς. Μ ε την επίδραση του ηρεμιστικού και του φαγητού, τα βλέφαρά μου άρχισαν να βαραίνουν. Εξάλλου τη νύχτα δεν είχα κοιμηθεί καθόλου καλά. Στον ύπνο μου νομίζω πως γίνεται σεισμός. Η πολυθρόνα

τραντάζεται σαν να θέλει να φύγει απ’ τη θέση της. Κοντεύω να πέσω κάτω. Θα είναι ο αναμενόμενος μεγάλος σεισμός, σκέφτομαι και ηρεμώ. Διότι θα πεθάνουν όλοι: και αυτοί του πανεπιστημίου και εκείνοι της εφημερίδας. Για άγνωστο λόγο δεν σκέφτομαι ότι μπορεί να πεθάνει κι ο γιος μου. Οι κραδασμοί με κάνουν να νιώθω ευχάριστα. Από μπροστά ακούγεται κάποια ανακοίνωση. Κοντά μου κάποιος λέει τη λέξη “αναταράξεις”. Ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου: «Παρακαλώ, δέστε τη ζώνη ασφαλείας». Είναι η Ρενάτα, η αεροσυνοδός. «Μ άλλον δεν ακούσατε την προειδοποίηση. Βρισκόμαστε σε περιοχή ισχυρών αναταράξεων». «Μ ε συγχωρείτε». Δένω τη ζώνη μισοζαλισμένη απ’ τον ύπνο. Το πελώριο αεροσκάφος συγκλονίζεται απ’ τους ισχυρούς ανέμους. Όλα τρίζουν. Έχουν ανοίξει τις κουρτίνες στα παράθυρα. Το εσωτερικό του αεροπλάνου είναι φωτεινό. Οι επιβάτες έχουν μπροστά τους τον δίσκο με το πρωινό. Κρατούν με τα χέρια τους τα ποτήρια με τον καφέ ή τον χυμό για να μην πέσουν. Οι αεροσυνοδοί σταμάτησαν το σερβίρισμα. Το αγκαλιασμένο κάτω από το σκέπασμα ζευγάρι ξυπνά από έναν βαθύ και ευχάριστο ύπνο. Τα μάτια τους λάμπουν. Κοιτάζονται ευτυχισμένοι. “Ο όμορφος ύπνος της νεότητας”. Ποιος το είχε πει; Ο Μ αξ φυσικά. Είχα πάρει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Μ αξ. Έγραφε πως το ταξίδι του ήταν άνετο και πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ την προηγούμενη εβδομάδα. Ρωτούσε πώς ήμουν. Επειδή δεν μπορούσα να του γράψω πως έμπλεξα πάρα πολύ άσχημα εξαιτίας του, αρκέστηκα σ’ ένα ξερό “Καλά είμαι”.

18

ΤΗ

ΝΥΧΤΑ ΕΙΧΑ πάρει και πάλι φάρμακο· όταν ξύπνησα το πρωί, πονούσαν όλες οι αρθρώσεις μου. Είτε από το σφίξιμο λόγω έντασης είτε από τη στενοχώρια, όλο το κορμί μου ήταν σε κακή κατάσταση. Από την ημέρα που δημοσιεύτηκε η είδηση, κάθε πρωί μόλις ξυπνούσα είχα την αίσθηση ότι κάτι πήγαινε στραβά, ότι θα συνέβαινε κάποια καταστροφή, με δυο λόγια το ηθικό μου ήταν πολύ χαμηλό. Μ ετά, όταν θυμόμουν την είδηση, ένιωθα μια μαχαιριά στο στήθος. Έτσι αισθανόμουν κι εκείνο το πρωινό. Το μαξιλάρι ήταν υγρό. Μ ήπως έκλαψα τη νύχτα; Δεν το πήρα χαμπάρι. Μ ε πόνους σ’ όλο το κορμί, σηκώθηκα αργά αργά απ’ το κρεβάτι, πήρα απ’ την πόρτα την εφημερίδα και άρχισα να την ξεφυλλίζω με την ελπίδα να βρω κάτι καλό. Δεν βρήκα τίποτα στη δεύτερη σελίδα. Τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοη… Ξεφύλλιζα, ξεφύλλιζα… Ήμουν έτοιμη να βυθιστώ στην απελπισία όταν είδα μια μικρή είδηση στη δωδέκατη σελίδα: ΔΙΑΨΕΥΔΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΗΚΕ

ΓΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟ: “ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΑ!” Χτες υπήρξε νέα εξέλιξη στο σκάνδαλο που συγκλόνισε το Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ. Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του πανεπιστημίου Μάγια Ντουράν, για την οποία υπήρξαν ισχυρισμοί ότι συνήψε ερωτική σχέση με τον φιλοξενούμενο καθηγητή Βάγκνερ, δήλωσε ότι όλοι οι ισχυρισμοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά συκοφαντίες. Η δήλωση που έκανε η Μάγια Ντουράν στην εφημερίδα μας έχει ως εξής: “Η σχέση μου με τον καθηγητή Βάγκνερ ήταν η απολύτως τυπική σχέση φιλοξενούμενου και δημοσίας υπαλλήλου. Οι ισχυρισμοί αποτελούν ένα καλοστημένο σχέδιο κατασυκοφάντησης μου. Αν λάβετε υπόψη σας την ηλικία και την κοινωνική θέση του παγκοσμίως γνωστού καθηγητή καθώς και την ευθύνη που κουβαλώ ως γυναίκα της Τουρκίας και ως μητέρα, θα καταλάβετε πολύ εύκολα ότι οι ισχυρισμοί είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας. Απορρίπτω μετά βδελυγμίας αυτούς τους ισχυρισμούς”. Διάβασα με μεγάλη έκπληξη την είδηση. Ήταν καλό που δημοσιεύτηκε, αλλά εγώ δεν είχα κάνει τέτοιες δηλώσεις. Για να με υποστηρίξουν καλύτερα είχαν γράψει “γυναίκα της Τουρκίας και μητέρα που γνώριζε την ευθύνη της”. Συνεπώς πίστεψαν ότι μπορούν να με προστατεύσουν καλύτερα ακόμη κι από μένα. Σε κάθε περίπτωση, καλό ήταν κι αυτό. Αισθάνθηκα μια μικρή ανακούφιση. Διότι, επιτέλους, κρατούσα στα χέρια μου μια είδηση που ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση από την προηγούμενη. Από την άλλη, δεν είχαν γράψει ότι απολύθηκα. Θεέ μου, πόσο δυνατός είναι ο Τύπος! Μ πορεί να σε οδηγήσει στην κρεμάλα,

αλλά και στον παράδεισο. Ακριβώς τη στιγμή που θα άφηνα την εφημερίδα στο τραπέζι, η ματιά μου έπεσε σε μία φωτογραφία κάτω από την είδηση. Καθώς έψαχνα προηγουμένως την είδηση, την είχα δει και σκέφτηκα αφηρημένη πόσο μοιάζει στον Αχμέτ. Τούτην τη φορά την κοίταξα πιο προσεκτικά και πάγωσα. Ναι: ήταν αυτός! Ο Αχμέτ, ο πρώην σύζυγός μου! Το να δω τη φωτογραφία του σε εφημερίδα ήταν κάτι που δεν περίμενα ποτέ, το να μην τον γνωρίσω όμως με την πρώτη ήταν απίστευτο. Κοίταξα ξανά τη φωτογραφία· απέναντί του καθόταν η δημοσιογράφος που είχε έρθει στο διαμέρισμά μου. Η Σιμπέλ. Ο Αχμέτ φαινόταν καθαρά με τα μάτια κοντά το ένα στο άλλο, με τα αραιωμένα τώρα πια μαλλιά, αλλά με το ίδιο πάντα χτένισμα. Παρότι τον γνώριζα τόσο καλά, είχα την αίσθηση ότι κοίταζα τη φωτογραφία κάποιου ξένου. Όλα ήταν γνωστά στο πρόσωπό του, μόνο η έκφρασή του ήταν ασυνήθιστη. Άρα, μια ασυνήθιστη έκφραση καθιστούσε άγνωστη μια γνωστή φυσιογνωμία. Ο φακός τον συνέλαβε με το στόμα λίγο ανοιχτό και με τα φρύδια ελαφρώς σμιχτά. Μ ε το χέρι έκανε μια κίνηση σαν να έλεγε στη δημοσιογράφο “Περίμενε”. Τελικά η είδηση που με αφορούσε συνέχιζε παρακάτω, έχοντας ενδιάμεσα τη φωτογραφία του Αχμέτ. Μ ε αγωνία συνέχισα να διαβάζω την είδηση: ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΣΤΗ ΜΑΓΙΑ ΝΤΟΥΡΑΝ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΡΩΗΝ ΣΥΖΥΓΟ Ο Αχμέτ Μπαλτατζή, διαζευγμένος εδώ και οκτώ χρόνια από τη Μάγια Ντουράν, ανακοίνωσε ότι δεν πιστεύει τα όσα γράφτηκαν για την πρώην σύζυγο του. Στη δήλωση που

έκανε στη δημοσιογράφο μας, είπε τα εξής: “Γνωρίζω πολύ καλά τη Μάγια χανούμ. Αν και όχι συχνά, συναντιόμαστε τακτικά και τα τελευταία οκτώ χρόνια. Αποκλείεται να πιστέψουν τη συκοφαντία όσοι τη γνωρίζουν. Είναι καλή μητέρα και άνθρωπος εμπιστοσύνης. Είναι γυναίκα υπεύθυνη και πιστή στις αρχές της. Φυσικά, υπάρχουν ζητήματα στα οποία δεν συμφωνούμε. Όμως, αναφορικά με το θέμα που προέκυψε, δηλώνω πως της έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη. Εξάλλου, η Μάγια χανούμ είναι μία σύγχρονη, ελεύθερη, ανύπαντρη γυναίκα. Η σχέση την οποία θα επιλέξει δεν αφορά διόλου την κοινή γνώμη. Όμως, είναι αδύνατο να συνάψει ερωτική σχέση με άτομο που γνώρισε μόλις πριν από λίγες ημέρες στο πλαίσιο των εργασιακών καθηκόντων της, το οποίο μάλιστα είναι αρκετά προχωρημένης ηλικίας. Δεν το πιστεύω. Ή, καλύτερα, γνωρίζω: γνωρίζω πως κάτι τέτοιο είναι ψέμα”. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν πίστευα πως ο Αχμέτ έκανε τέτοια δήλωση. Θαρρείς πως ένα πολύ γνωστό μου άτομο κάθισε απέναντί μου και, με μία εντελώς άγνωστη έκφραση στο πρόσωπό του, μου μιλούσε με φωνή που δεν ήταν δική του. Άραγε ο αρχισυντάκτης είχε αυτήν τη φορά διαστρέψει τα λεγόμενα του Αχμέτ και τα συνέταξε με δικό του τρόπο; Πάντως η δήλωση δεν έφερνε στον νου ύφος Αχμέτ. Ήταν δήλωση ανθρώπου σίγουρου για τον εαυτό του, αποφασιστικού, δυνατού. Αλλά, από την άλλη, γιατί να αλλάξει ο συντάκτης τα όσα είπε; Εάν είχε στόχο να τα διαστρέψει, δεν θα άφηνε ένα τέτοιο περιεχόμενο. Άφησα την εφημερίδα και πήρα το τηλέφωνο.

«Μ πορώ να μιλήσω με τη Σιμπέλ χανούμ;» «Ορίστε, εγώ είμαι». «Γεια σας, είμαι η Μ άγια Ντου…» «Α! Γεια σας. Τη διαβάσατε, δεν είναι;» Διέκρινα έναν τόνο υπερηφάνειας στη φωνή της. Μ ου έδινε την εντύπωση ότι περίμενε να της πω “Ευχαριστώ”. «Ναι, και ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: Πώς συναντηθήκατε με τον πρώην σύζυγό μου;» «Όπως έψαξα εσάς, έτσι έψαξα και βρήκα κι εκείνον. Την πρώτη φορά που τον κάλεσα μάλλον είχε κάποιο πρόβλημα, άκουγα στο βάθος κάποιες φωνές που δεν έβγαζαν νόημα. Αρνήθηκε να με συναντήσει με τη δικαιολογία ότι είχε κάποιο προσωπικό κώλυμα». «Φυσικά, εσείς δεν αφήσατε εύκολα το κατόπι του». «Όχι, δεν το άφησα. Η αλήθεια είναι ότι τον αναζήτησα μήπως βγει κάτι καλό για σας, επειδή ένιωθα υποχρεωμένη απέναντί σας. Όμως με τη δουλειά τον ξέχασα. Μ ετά από μία ώρα με κάλεσε εκείνος και ζήτησε να συναντηθούμε. Για κάποιον λόγο με κάλεσε από έναν άλλο αριθμό…» «Για φαντάσου…» «Γιατί απορείτε;» «Δεν είναι κάτι που θα το περίμενα από κείνον». «Στην πραγματικότητα, κι εγώ κατάλαβα πως ζούσε κάτι εντελώς διαφορετικό εκείνη την ημέρα. Ήταν θυμωμένος, αλλά κυρίαρχος του εαυτού του. Είχε συμπεριφορά ανθρώπου που έκανε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που κάνει συνήθως». «Μ ήπως ήταν θυμωμένος με την είδηση ή με το άτομό σας;». «Όχι. Δηλαδή, δεν ξέρω. Πιθανώς θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο». «Μ ια τελευταία ερώτηση για να μη σας απασχολώ. Τα όσα

δημοσιεύτηκαν είναι δικά του λόγια ή μήπως παρενέβη και πάλι ο αρχισυντάκτης;» «Σχεδόν αυτολεξεί». Από τη φωνή της κατάλαβα ότι χαμογελούσε. «Ομολογώ πως δεν ήξερα αν θα δημοσιευτεί η δήλωση. Τελικά την ένωσαν με κάποια άλλη». «Σας ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη». «Εγώ προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου». Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, κάθισα και ξαναδιάβασα τις δύο ειδήσεις με ψυχραιμία. Η όψη και τα λόγια του Αχμέτ μού φάνηκαν και πάλι ξένα. Ήταν προφανές ότι η στάση του δήλωνε ανοιχτά και καθαρά πως στεκόταν δίπλα μου. Ξαφνικά είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Πήρα το τηλέφωνο. Κοντοστάθηκα λίγο. Σκέφτηκα πως δεν υπήρχε λόγος να διστάζω. Πάτησα τους αριθμούς. Χτύπησε αρκετή ώρα· ήμουν έτοιμη να το κλείσω, όταν άκουσα μια γυναικεία φωνή. «Α! Μ ε συγχωρείτε, ήθελα τον Αχμέτ μπέη». «Είμαι η μητέρα του. Εσύ είσαι, Μ άγια;» Γνώρισα τη φωνή της πρώην πεθεράς μου. Στην αρχή ένιωσα αμηχανία. Μ ετά σκέφτηκα πως το καλύτερο ήταν να της μιλήσω δίχως καθυστέρηση. «Πώς είστε;» «Ευχαριστώ. Καλά είμαι. Εσύ τι κάνεις;» «Ευχαριστώ. Κι εγώ καλά είμαι». Σωπάσαμε για λίγο. Μ ετά ξαναπήρε τον λόγο: «Θέλεις τον Αχμέτ, αλλά δεν είναι εδώ. Χτες είχε έρθει σ’ εμάς. Και ξέχασε εδώ το κινητό του». Γιατί δεν είχε πάει να πάρει το κινητό του; «Περίεργο» είπα. «Γιατί δεν γύρισε να πάρει το τηλέφωνό του;» «Χμ… Τα τσούγκρισαν χτες λίγο με τον πατέρα του… Δεν θα

αργήσει, θα περάσει να το πάρει κάποια στιγμή». Δεν μπορούσα να φανταστώ τον Αχμέτ να μαλώνει με τον πατέρα του. Ένας άνθρωπος που φοβάται να κοιτάξει στα μάτια τον πατέρα του, που τραυλίζει όταν του μιλά, πώς είναι δυνατό να τα τσουγκρίσει μαζί του; Ίσως επειδή η σιωπή διαρκούσε, η μητέρα του ένιωσε την ανάγκη να πει δυο κουβέντες: «Καθόμασταν όλοι μαζί και κουβεντιάζαμε. Χτύπησε το τηλέφωνο του Αχμέτ. Τον κάλεσαν από κάποια εφημερίδα για να τον συναντήσουν. Ο Αχμέτ πανικοβλήθηκε. Ξέρεις: όταν μιλά στο τηλέφωνο με τον πατέρα του δίπλα, ταράζεται κομμάτι». «Ναι, κομμάτι». «Είπε ότι δεν επιθυμεί να τους συναντήσει και το ’κλεισε. Όμως το θέμα δεν έκλεισε. Άρχισε ο πατέρας του να μουρμουρίζει. Ήταν αυτό το ζήτημα… ξέρεις τώρα το ζήτημα…» «Κατάλαβα. Η είδηση που αναφερόταν σε μένα». «Ναι. Τέλος πάντων. Που λες… μετά ο Αχμέτ έφυγε. Αλλά ξέχασε το κινητό». «Και δεν ήρθε ακόμη να το πάρει». «Τηλεφώνησε μια ώρα αφότου έφυγε. Ζήτησε τον αριθμό της τελευταίας κλήσης. Μ ετά απ’ αυτό, ούτε ήρθε ούτε τηλεφώνησε». Όσο μιλούσαμε, η εικόνα της αλλαγής του Αχμέτ γινόταν όλο και πιο καθαρή. Άρα ο πατέρας του είχε αρνητική στάση για μένα. Άρα ο Αχμέτ, μετά από τόσα χρόνια, αποφάσισε να σταθεί απέναντι στον πατέρα του. Τηλεφώνησε στη Σιμπέλ και ζήτησε να συναντηθούν. Τότε θα τράβηξαν και τη φωτογραφία. Άρα τελικά κράτησε τη στάση που επέλεξε ο ίδιος, με τη δική του θέληση. Ήταν εύκολο να καταλάβω πως η πρώην πεθερά μου βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Μ ια γυναίκα που σ’ όλη της τη ζωή προσπάθησε να προστατεύσει τα παιδιά της απ’ τον άντρα της, κρατώντας

διπλωματική στάση, τώρα δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί απέναντι στην εξέγερση του γιου της. Συναντιόμασταν πολύ σπάνια με τη μητέρα του Αχμέτ. Η στάση της απέναντί μου ούτε θετική ήταν ούτε αρνητική. Θα μπορούσε να πει κανείς πως γενικότερα κρατούσε “ουδέτερη” στάση. Στο κέντρο της ζωής της ήταν ο άντρας της, τον οποίο πάντοτε προσπαθούσε να μη θυμώνει. Ξαφνικά μ’ έπιασε μια ανυπομονησία. Δεν μπορούσα να σκέφτομαι όλα αυτά και να χασομερώ, ενώ είχα τόσα προβλήματα να αντιμετωπίσω. Καθώς η συνομιλία μας είχε πολλές σιωπές και αμηχανία, δυσκολεύτηκα να δώσω ένα τέλος στο τηλεφώνημά μας. Στο τέλος τα κατάφερα και την αποχαιρέτησα. Ήταν ακόμη πρωί. Παρότι το κορμί μου συνέχιζε να πονάει παντού, με γρήγορες κινήσεις ντύθηκα, βγήκα έξω και αγόρασα δέκα φύλλα από την ίδια εφημερίδα προτού εξαντληθούν. Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να τις έχω στα χέρια μου για κάθε ενδεχόμενο. Αγόρασα τις εφημερίδες από διαφορετικά μαγαζιά ώστε να μη στερήσω τη δυνατότητα να διαβάσουν την είδηση όσοι αγόραζαν αυτή την εφημερίδα. Άλλωστε όλα αυτά τα μαγαζιά ήταν κοντά στο σπίτι μου. Επέστρεψα στο διαμέρισμα κι έκανα ένα ζεστό μπάνιο. Μ ου έκανε καλό. Και τώρα επιθυμώ πολύ να κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Όμως στα οκτώ χιλιάδες μέτρα πάνω απ’ τη γη δεν έχω, βέβαια, αυτήν τη δυνατότητα. Εδώ ψηλά ο καθένας έχει ιδιωτικό χώρο όσο το εμβαδόν της πολυθρόνας του. Κι αυτός δεν θεωρείται και τόσο ιδιωτικός. Στα μακράς διάρκειας ταξίδια ο άνθρωπος κατανοεί καλύτερα τη σημασία του ιδιωτικού χώρου. Σε αυτό το σημείο συνειδητοποιώ ότι κατά τη διάρκεια της

αφήγησης γράφω κάθε τόσο ότι κάνω μπάνιο. Αλλά αυτό είναι γεγονός. Στις δύσκολες μέρες, τίποτα δεν με γαληνεύει περισσότερο από το ζεστό νερό. Πέρα από την καθαριότητα, είναι και θεραπεία. Ο Βίλχεμ Ράιχ, τον οποίο διάβασα στα φοιτητικά μου χρόνια, το ερμήνευε ως επιθυμία επιστροφής στη μήτρα της μητέρας. Αλλά, όπως και να ’ναι, όταν ο άνθρωπος διαπιστώνει τόσες κακίες σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι λογικό να παρασύρεται από μια τέτοια επιθυμία. Τώρα μπορεί να μην έχω δυνατότητα να κάνω μπάνιο, όμως αυτές οι σκέψεις μού δίνουν την ευκαιρία να κάνω ένα διάλειμμα. Όταν βγήκα από το μπάνιο, είδα ότι κάποιοι είχαν τηλεφωνήσει. Η μητέρα μου, η Φιλίζ, ο Ταρίκ. Σίγουρα θα είχαν διαβάσει την είδηση, όμως θα τους έπαιρνα αργότερα. Άνοιξα το σεντούκι και έβγαλα το παλιό, καφέ άλμπουμ. Στο άλμπουμ υπήρχαν δεκάδες φωτογραφίες των περασμένων χρόνων. Άλλες πολύ παλιές ασπρόμαυρες κι άλλες έγχρωμες, πιο πρόσφατες. Αγαπούσα περισσότερο τις ασπρόμαυρες. Είχα την εντύπωση ότι σ’ αυτές οι εκφράσεις των προσώπων ήταν πιο δραματικές, το φως και η σκιά αποδίδονταν με μεγαλύτερη μαεστρία. Πιθανώς αυτό να γινόταν επειδή οι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες σε στούντιο. Οι φωτογράφοι έβαζαν πάντοτε τους άντρες και τις γυναίκες να στέκονται σε συγκεκριμένη στάση. Η νεαρή γυναίκα καθόταν σε μια καλόγουστη καρέκλα, ενώ ο άντρας με κοστούμι και γραβάτα στεκόταν όρθιος δίπλα της. Το χέρι του ακουμπούσε με χάρη στη ράχη της καρέκλας. Στις πολυμελείς οικογένειες οι ηλικιωμένοι κάθονταν στις καρέκλες με τα εγγόνια στην αγκαλιά τους, ενώ οι νεότεροι στέκονταν όρθιοι πίσω τους, ο ένας δίπλα στον άλλον. Αυτό το στήσιμο δεν άλλαζε

ποτέ. Αυτός ήταν ο κλασικός τρόπος που εμφανιζόταν στις φωτογραφίες ο τουρκικός λαός. Από την άλλη, κανείς δεν κοίταζε τον φακό χαμογελαστός όπως κάνουν τώρα. Σίγουρα κανείς δεν φώναζε “Cheese” όταν τον φωτογράφιζαν. Ούτε σούφρωναν τα χείλη όπως οι σταρ του κινηματογράφου. Στέκονταν σοβαροί ή, το πολύ, μ’ ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα. Ιδιαίτερα οι κυρίες. Χτένιζαν τα μαλλιά τους με μεγάλη φροντίδα, φορούσαν τα καλύτερά τους ρούχα και περίμεναν με αγωνία τη μεγάλη μέρα της φωτογράφισης. Μ ου άρεσε η ατμόσφαιρα που αναδυόταν απ’ τις φωτογραφίες εκείνες. Έβρισκα στοιχεία αθωότητας, καθαρότητας, συγκίνησης. Φωτογράφιζαν επίσης ολόγυμνα τα αγόρια που ήταν ακόμη μόνο μερικών μηνών, φροντίζοντας να φαίνεται το πιπί τους, λες και ήθελαν να τεκμηριώσουν το φύλο του παιδιού. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας έγραφαν με πλάγια καλλιγραφικά γράμματα “Ήρθα να φιλήσω το χέρι σας” και την ημερομηνία. Μ ου ’κανε καλό να κοιτάζω αυτές τις φωτογραφίες. Κι εκείνη την ημέρα, τυλιγμένη στο μπουρνούζι και με την πετσέτα στο κεφάλι, ένιωθα γαλήνη καθώς κοίταζα το οικογενειακό άλμπουμ. Κοίταξα με μεγαλύτερη προσοχή τις φωτογραφίες της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας. Μ ετά τράβηξα έξω τη φωτογραφία ταυτότητας που είχε βγάλει για κάποιο επίσημο έγγραφο. Έκανα το ίδιο και με τη φωτογραφία της άλλης γιαγιάς, εκείνης απ’ την πλευρά του πατέρα. Τις έβαλα δίπλα δίπλα. Απ’ το συρτάρι τράβηξα μια παρόμοια δική μου φωτογραφία. Τις έκοψα λίγο και τις τοποθέτησα όλες μαζί στη θέση που βάζουμε συνήθως την ταυτότητά μας στο πορτοφόλι. Άφησα μεταξύ μας ένα μικρό κενό στο οποίο, αν είχα τύχη, θα έβαζα τη φωτογραφία της Νάντιας.

Μ ’ αυτόν τον τρόπο θα είχαν ενωθεί και οι τρεις γυναίκες των οποίων τα βάσανα και τους καημούς ένιωσα στο πετσί μου. Η Ιστορία είχε πνίξει την κραυγή αυτών των τριών γυναικών και είχε προσπαθήσει να πνίξει και τη δική μου. Όμως εγώ θα ύψωνα τις κραυγές τους. Ήμουν η Μ άγια, η Αϊσέ, η Μ αρί και η Νάντια, της οποίας δεν είχα δει ακόμη ούτε τη φωτογραφία. Ήμουν ταυτόχρονα μουσουλμάνα, εβραία, καθολική. Μ ε άλλα λόγια ήμουν άνθρωπος. Μ προστά μου έβλεπα έναν φωτεινό αλλά συνάμα δύσκολο δρόμο. Σαν τους Επτά Κοιμώμενους, ξυπνούσα από ύπνο που είχε διαρκέσει αιώνες. Για να ξεκινήσω την εφαρμογή του σχεδίου μου έπρεπε πρώτα να τηλεφωνήσω στον Αχμέτ. Όμως είχε αφήσει το κινητό στο σπίτι του πατέρα του. Αφού έψαξα για πολλή ώρα να βρω τον αριθμό του σταθερού του, τελικά τα κατάφερα. Πάτησα τους αριθμούς· το τηλέφωνο χτύπησε για πολλή ώρα, αλλά κανείς δεν το σήκωσε. Αφού αμφιταλαντεύτηκα για λίγο, τον κάλεσα στο κινητό. Αν έβγαινε και πάλι η μητέρα του, θα της μιλούσα σύντομα και θα το έκλεινα. Ήταν ο Αχμέτ. «Γεια σου, Αχμέτ. Πώς είσαι;» «Καλά. Εσύ;» Μ ιλούσε πιο φοβισμένος από άλλες φορές κι η φωνή του ακουγόταν βραχνή. Ξαφνικά εκνευρίστηκα. Εγώ επιθυμούσα να κουβεντιάσουμε όμορφα, να πούμε λίγο τον καημό μας, και μετά λογάριαζα να ζητήσω τη βοήθειά του στα σχέδιά μου. Όμως αποφάσισα να συγκρατηθώ. «Ήταν ωραία έκπληξη για μένα. Σ’ ευχαριστώ». «Ναι». Γνώριζα αυτόν τον τόνο φωνής και τον τρόπο ομιλίας. Σίγουρα

ήταν κοντά στον πατέρα του. «Πού είσαι;» «Στο σπίτι του πατέρα μου». Φαντάστηκα πως θα είχε πάει να πάρει το κινητό του και θα συνάντησε τον μικρό τύραννο. Οπότε, και πάλι ήταν συγχυσμένος, είχε χάσει ξανά την αυτοπεποίθησή του. «Άκου να σου πω. Θέλω να σου μιλήσω» του είπα. «Πότε;» «Έλα στις έντεκα στο καφέ “ S”». «Έχω μια δουλειά στο…» «Άι παράτα με τώρα με τις δουλειές!» Μ άλλον μιλούσε έτσι για να τον ακούσει ο πατέρας του. «Εγώ προσπαθώ να μην καταρρεύσω κι εσύ μιλάς για δουλειές! Στις έντεκα ακριβώς να ’σαι εκεί!» Ήξερα ότι θα ερχόταν. Τον γνώριζα πολύ καλά. Τώρα είχε μπει σε κλίμα αμφιβολίας και φόβου. Θα μπορούσα να τον είχα καλέσει στο σπίτι, αλλά δεν ήθελα. Μ ετά τηλεφώνησα στον Ταρίκ. «Σου άρεσε;» με ρώτησε. «Ναι» του είπα. «Βέβαια θα προτιμούσα να μου είχαν τηλεφωνήσει αντί να τα γράψουν σαν να τα είπα εγώ, αλλά τέλος πάντων…» «Αμάν πια!» είπε. «Μ ε τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένη». Κατάλαβα ότι περίμενε ένα “Ευχαριστώ”. «Σ’ ευχαριστώ. Σου είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά σου, εντάξει;» «Όχι» είπε. «Δεν εννοούσα εμένα. Ο άνθρωπός σου αποδείχθηκε μεγαλόκαρδος». «Ποιος είναι ο “άνθρωπός μου”;» «Ο πρώην άντρας σου. Μ πράβο του!»

«Τέλος πάντων… Σ’ ευχαριστώ πολύ, ειλικρινά. Μ ε βοήθησες πολύ αυτές τις δύσκολες μέρες. Σήμερα θα χρειαστώ μερικά χρήματα». «Όποτε θέλεις». «Μ πορώ να πάρω μερικά ευρώ από την τράπεζα;» «Φυσικά. Αλλά δεν θα σου το συμβούλευα: Αυτόν τον καιρό το συνάλλαγμα είναι πολύ ακριβό. Τώρα κερδίζεις με τις τουρκικές λίρες. Άλλωστε, όταν έρθει η ώρα, θα τις μετατρέψουμε σε συνάλλαγμα». «Όχι, δεν εννοούσα όλα τα χρήματα. Μ ου αρκούν πεντακόσια ευρώ». «Τι θα τα κάνεις;» «Έχω μια δουλειά. Μ πορώ να τα πάρω το απόγευμα;» «Μ πορείς. Πέρασε μετά τις δύο». Ο Ταρίκ δεν σχολίασε τίποτα για το ότι και η δήλωση του Αχμέτ δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα. Μ ετά μίλησα με τη μητέρα μου και τη Φιλίζ. Η μητέρα μου είχε χαρεί πολύ. Ήμουν σίγουρη ότι κι εκείνη είχε πάρει τρία φύλλα για να τα μοιράσει στις φίλες της, με σκοπό να τεκμηριώσει την αθωότητά μου. Και οι δύο, αν και επαίνεσαν τον Αχμέτ, μίλησαν πολύ ψυχρά γι’ αυτόν. «Κόρη μου, δεν ξέρεις τι ανακούφιση ένιωσε ο πατέρας σου» είπε η μητέρα μου. «Τις τελευταίες νύχτες ύπνος δεν τον έπιανε τον κακόμοιρο. Τα μεσάνυχτα έκοβε βόλτες στο σαλόνι. Βέβαια, ποτέ δεν είχε πιστέψει τις ψευτιές…» Δεν της είπα ότι απολύθηκα. Πάντως η Φιλίζ το είχε ακούσει. «Πολύ στενοχωρήθηκα» μου είπε η Φιλίζ. «Καθόλου μη στενοχωριέσαι. Είναι πολύ καλύτερα έτσι». «Γιατί;» «Επειδή θα γίνει αιτία για ένα ολοκαίνουριο ξεκίνημα. Έχω να

κάνω πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα σ’ αυτήν τη ζωή από το να πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα σ’ εκείνο το κτίριο και να παρακολουθώ τις ειδήσεις για την πρυτανεία». «Μ ια άλλη δουλειά, δηλαδή;» «Μ ια άλλη ζωή!» «Δεν κατάλαβα». «Μ ια πιο δημιουργική, πιο ζωντανή ζωή. Μ ε περισσότερο νόημα! Αυτό είναι που με ενθουσιάζει. Κατάλαβες τώρα;» «Όχι». «Θα συναντηθούμε και τότε θα σου εξηγήσω τα σχέδιά μου». Καθώς προχωρούσα προς το εμπορικό κέντρο, ένιωθα τη δύναμη και την αποφασιστικότητά μου να ενισχύονται. Η απελπισία στην οποία είχα πέσει την πρώτη μέρα άρχισε να διαλύεται. Η χτεσινή άθλια κατάστασή μου, το κλάμα στο ταξί… Ούτε που ήθελα να τα θυμάμαι. Όταν έφτασα στο καφέ “ S”, είδα τον Αχμέτ να κάθεται και να με περιμένει. Αφού σηκώθηκε απ’ τη θέση του με το προσποιητό του ύφος και την απατηλή του ευγένεια, μ’ έβαλε να καθίσω. Κι όμως έλπιζα πως θα έβρισκα τον Αχμέτ που έδωσε τη συνέντευξη στην εφημερίδα. «Τα εννοούσες αυτά που είπες στη δημοσιογράφο;» Μ ου απάντησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, που δεν μου έδειχνε ακριβώς τι εννοούσε. Καθόταν απέναντί μου έχοντας τις ίδιες εκφράσεις και κινήσεις που με έκαναν έξαλλη επί πολλά χρόνια. «Γιατί μου τα ’ψαλες τόσο άγρια στηριζόμενος σε μια κατασκευασμένη είδηση;» ρώτησα. «Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο όταν διάβασα την εφημερίδα».

«Τέλος πάντων. Άκουσέ με τώρα καλά». «Τι θα πιεις;» «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω μόνο να μ’ ακούσεις πέντε λεπτά· ύστερα θα σηκωθώ να φύγω». Η απορία του μεγάλωνε μπροστά στην αποφασιστική στάση μου. Κοίταξα με κρυφό κέφι το γεμάτο καχυποψία βλέμμα του. «Μ ε απέλυσαν απ’ τη δουλειά» είπα. «Τι; Πότε;» «Χτες!» «Εξαιτίας του επεισοδίου;» «Ναι, εξαιτίας της συκοφαντίας». «Λυπάμαι πολύ». «Μ η λυπάσαι για μένα, για σένα να λυπάσαι!» «Γιατί;» «Διότι πλέον δεν έχω ούτε δουλειά ούτε μισθό. Δεν έχω δυνατότητα να συντηρήσω σπίτι, να πληρώνω τα έξοδα του σχολείου, του φαγητού, των ρούχων του Κερέμ. Αν εγώ είμαι η μητέρα του, εσύ ο πατέρας του». «Δηλαδή θέλεις να πληρώνω τη διατροφή;» «Όχι!» Κοίταζε έκπληκτος με το κάτω χείλος να κρέμεται και με μια αστεία έκφραση στο πρόσωπο. «Το ζήτημα δεν είναι η διατροφή» του εξήγησα. «Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι το εξής: Θα πάρεις τον Κερέμ, θα τον ντύσεις, θα τον στείλεις στο σχολείο, θα τον προετοιμάσεις στα διαγωνίσματα, όταν αρρωστήσει θα κάθεσαι στο προσκέφαλό του, θα προσπαθήσεις να αντιμετωπίσεις τα ψυχολογικά του προβλήματα, θα τον πας διακοπές. Εγώ, όποιο Σαββατοκύριακο θέλω, θα έρχομαι να τον πάρω για βόλτα, θα του δίνω δώρα». «Όμως εγώ είμαι άντρας· πώς μπορώ να φροντίσω ένα παιδί;»

«Όπως τον φρόντιζα εγώ τόσα χρόνια. Δεν έχεις, εξάλλου, άλλη λύση. Θα αδειάσω το σπίτι. Θα φύγω απ’ την Ιστανμπούλ». Ο πανικός που τον έπιασε ήταν ορατός από δεκάδες μέτρα. Προσπαθούσε να με διακόψει, να κάνει ερωτήσεις, όμως επειδή μιλούσα σαν πολυβόλο δεν του έδινα την ευκαιρία. «Αν δεν θέλεις να μείνει το παιδί σου στον δρόμο, έρχεσαι αύριο και το παίρνεις». Μ όλις τελείωσα τη φράση, σηκώθηκα κι έφυγα. Ένιωθα πολύ όμορφα. Επειδή δεν γύρισα πίσω να κοιτάξω, δεν είδα την έκφραση του προσώπου του· όμως η εικόνα που φανταζόμουν μ’ έκανε να χαμογελώ. Τώρα την είχε πατήσει. Δεν είχε ιδέα για τις αποταμιεύσεις μου στην τράπεζα, ούτε για τα λεφτά που κέρδιζα κάθε στιγμή που περνούσε. Σχεδόν χαιρόμουν για το σκάνδαλο και την απόλυση. Έβγαινε από μέσα μου μια καινούρια γυναίκα έτοιμη να δώσει μάχες. Μ ε δυναμικό βηματισμό ανέβηκα στον επάνω όροφο του εμπορικού κέντρου, κάθισα σ’ ένα άλλο καφέ, παρήγγειλα έναν γαλλικό καφέ κι ένα σάντουιτς. Παρασκεύαζαν μόνοι τους το ψωμί· ήταν πεντανόστιμο. Μ ετά κατέβηκα στο ισόγειο, όπου υπήρχε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο. Ρώτησα πώς μπορεί να ταξιδέψει κανείς στο Κάσσελ της Γερμανίας. Η υπάλληλος, αφού συμβουλεύτηκε τον υπολογιστή της, μου είπε: «Δεν υπάρχει πτήση απευθείας για το Κάσσελ. Έχετε δύο επιλογές: Αννόβερο ή Φρανκφούρτη· και, από εκεί, τρένο». Έβγαλα για την επόμενη μέρα εισιτήριο με επιστροφή για τη Φρανκφούρτη. Πλήρωσα με την πιστωτική μου κάρτα. Επειδή ήταν χειμώνας, οι Τουρκικές Αερογραμμές είχαν φτηνά εισιτήρια. Η κοπέλα με ρώτησε αν έχω βίζα για τη Γερμανία. «Έχω πράσινο διαβατήριο» απάντησα.

Το πράσινο διαβατήριο που είχα αποκτήσει χάρη στο πανεπιστήμιο με διευκόλυνε πολύ. Μ πορούσα να κυκλοφορώ δίχως βίζα στις χώρες που είχαν υπογράψει τη Συμφωνία Σένγκεν. Το απόγευμα πέρασα απ’ την τράπεζα κι έκανα ανάληψη πεντακοσίων ευρώ. Δεν ήταν πολλά λεφτά, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα έμενα πολλές μέρες στη Γερμανία. Άλλωστε, θα είχα μαζί μου και την πιστωτική κάρτα. Εκείνο το βράδυ μίλησα με τον γιο μου. Μ ε κατάλληλη γλώσσα, του εξήγησα τα όσα συνέβησαν. Έκρυψα τις δύο πρώτες ειδήσεις και του έδειξα την τελευταία. «Μ ερικές φορές συμβαίνουν αναπάντεχα πράγματα» είπα. «Την τελευταία εβδομάδα είδα με τα μάτια μου το πόσο έξυπνος, τολμηρός, νοήμων είσαι». «Τι θα πει νοήμων;» ρώτησε. «Δηλαδή… κάτι σαν έξυπνος κι αυτό. Να ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και πότε». Κούνησε το κεφάλι. Συνέχισα το λογύδριό μου. «Είσαι ώριμος νέος. Είμαι σίγουρη ότι θα καταλάβεις αυτά που θα σου πω. Εξαιτίας της μηχανορραφίας έχασα τη δουλειά μου». «Δηλαδή σε έδιωξαν;» ρώτησε με ορθάνοιχτα μάτια. «Ναι» είπα. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Κατά τη γνώμη μου, η βασική αιτία είναι το μπλέξιμο με την κατασκοπία. Τα άλλα είναι απλά προφάσεις». «Ώστε ο άνθρωπος ήταν πράγματι κατάσκοπος, έτσι;» «Όχι» είπα. «Για μένα δεν είναι, αλλά έτσι νομίζουν. Εφόσον λοιπόν είμαι άνεργη, είναι αδύνατο να διατηρήσουμε την ίδια ζωή και αυτό το σπίτι. Γι’ αυτό θέλω να μείνεις για ένα διάστημα με τον πατέρα σου. Εξάλλου δεν έχουμε άλλη λύση». «Για πόσο διάστημα;» «Μ έχρι να τακτοποιήσω κάποιες δουλειές. Άσε που δεν έμεινε

πολύς καιρός ως τις διακοπές. Το καλοκαίρι θα πάμε στον παππού και τη γιαγιά στο Μ πόντρουμ, και από το φθινόπωρο θα είμαστε πάλι μαζί. Δηλαδή ο χωρισμός θα είναι για τρεις μήνες, αλλά βέβαια θα σε βλέπω συχνά πυκνά. Αφού δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Πώς σου φαίνεται;» Σήκωσε τους ώμους. «Τι μπορώ να πω;» Σφίχτηκε η καρδιά μου. Δεν φτάνει που του κάναμε τόσο κακό με το διαζύγιο, τώρα γινόταν μπαλάκι μεταξύ μητέρας και πατέρα. Όμως σκέφτηκα πως όλα τα κάνω για να του προσφέρω ένα καλύτερο μέλλον και έτσι παρηγορήθηκα κάπως. Έπρεπε να μείνω για ένα διάστημα ελεύθερη, γιατί έτσι θα έκανα ένα μεγάλο άλμα. Για πολλά χρόνια είχα ζήσει ως μισθωτή. Προσπαθούσα να κάνω μικρές αποταμιεύσεις. Αγόραζα με δόσεις. Αυτός ο τρόπος ζωής μεταλλάσσει τον άνθρωπο. Το επίπεδο διαβίωσης και οι ανάγκες του προσαρμόζονται στο εισόδημά του. Η διατήρηση του επιπέδου ζωής και η ικανοποίηση των αναγκών γίνεται βασικό του μέλημα. Άλλωστε, με τις μεγάλης διάρκειας δόσεις και τις πιστωτικές κάρτες δεσμευόταν μεγάλο τμήμα των μελλοντικών μισθών. Υπήρχαν κι αυτοί που δεν αγόραζαν σπίτι ή αυτοκίνητο για να μη δεσμεύσουν εκ των προτέρων το μελλοντικό εισόδημά τους, αλλά προτιμούσαν να κάνουν αποταμιεύσεις. Για όλους εμάς που πρέπει να εργαστούμε για να κερδίσουμε τη ζωή μας, ο μισθός είναι το πρωταρχικό ζήτημα που μας απασχολεί, αλλά και το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να αλλάξουμε τη ζωή μας. Αυτή η κατάσταση μας οδηγεί σε μια συνηθισμένη ζωή. Ακόμη και αν δεν εξελίχτηκαν με τη δική μου θέληση, τα τελευταία γεγονότα είχαν επιφέρει μια επανάσταση στη ζωή μου.

Κάθε άνθρωπος που εργάζεται σε μια οργανωμένη δουλειά έχει στην άκρη του μυαλού του το όραμα μιας ανεξάρτητης ζωής και της ελεύθερης δράσης. Τώρα ήμουν έτοιμη να κάνω ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι αποταμιεύσεις που είχα εμπιστευθεί στον Ταρίκ, και οι οποίες είχαν πολλαπλασιαστεί, με διευκόλυναν πολύ σ’ αυτό το εγχείρημα. Πλέον δεν χρειαζόταν να έχω έναν σταθερό μηνιαίο μισθό. Θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα και με λιγότερα χρήματα που θα κέρδιζα σε όχι τακτά διαστήματα. Πάντως, θα έπρεπε να τακτοποιήσω θέματα όπως η κοινωνική μας ασφάλιση, η δική μου και του Κερέμ. Αυτά, όμως, δεν απαιτούσαν επείγουσα λύση. Πιθανώς αν ζούσα αυτή την κατάσταση μερικά χρόνια αργότερα να μην ήμουν σε θέση να σκεφτώ και να δράσω μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιθανώς τότε να με απασχολούσε περισσότερο το ζήτημα της συνταξιοδότησης. Όσο σκεφτόμουν αυτά τα θέματα, τόσο περισσότερη ευγνωμοσύνη ένιωθα για τον Μ αξ. Μ ου είχε κάνει πολύ καλό, πράγμα που εκείνος δεν θα μπορούσε ούτε να το διανοηθεί. Είχε γίνει αιτία να απολυθώ, να δημοσιευτούν συκοφαντίες σε βάρος μου. Αλλά ταυτόχρονα προκάλεσε την εσωτερική μου αλλαγή, χάρη στην οποία μπορώ και αντιμετωπίζω αυτά τα προβλήματα. Είχα αποκτήσει την ευκαιρία να ξεφύγω από μία ζωή χωρίς νόημα. Προτού κοιμηθώ, πέρασα αρκετή ώρα ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Πρώτα κοίταξα τον καιρό στη Γερμανία. Γενικά η θερμοκρασία κυμαινόταν μεταξύ του μηδέν και του μείον ένα. Το Μ παντ Άρολσεν ήταν χιονισμένο. Μ ετά συνδέθηκα με την ιστοσελίδα www.its-arolsen.org και προσπάθησα να διαβάσω τους όρους με τους οποίους μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τα αρχεία. Τα αρχεία ήταν ελεύθερα για τα κράτη και τους συγγενείς των θυμάτων. Επίσης μπορούσαν να τα εξετάσουν και οι ερευνητές.

Δεν ζητούσαν χρήματα, παρά μόνο τα έξοδα φωτοτυπίας και χαρτιού. Ωστόσο χρειαζόμουν μία αίτηση εγγραφής ως ερευνήτρια, κάτι που μπορούσε να γίνει μέσω διαδικτύου. Στις πληροφορίες περί του αρχείου, οι αρμόδιοι εξηγούσαν για ποιον λόγο δεν έδιναν άδεια ηλεκτρονικής πρόσβασης στα αρχεία. Αυτό το κομμάτι δεν το διάβασα προσεκτικά. Γενικά αφορούσε τις διμερείς συμβάσεις με άλλα κράτη. Άνοιξα το αρχείο της αίτησης και άρχισα να το συμπληρώνω. Στην ερώτηση που αφορούσε το επάγγελμα και τον χώρο εργασίας έγραψα “Ερευνήτρια” και “Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ”. Έτσι κι αλλιώς, η διαδικασία της απόλυσης θα διαρκούσε κάποιο διάστημα. Μ ετά έψαξα τα ξενοδοχεία. “Μ παντ” στα γερμανικά σημαίνει λουτρό. Η πόλη ήταν γνωστή για τα ιαματικά της λουτρά, γι’ αυτό είχε πολλά ξενοδοχεία. Επιπλέον ήταν και οι ερευνητές που μελετούσαν τα αρχεία. Διάλεξα το ξενοδοχείο Land Comfort που πρόσφερε προσιτές τιμές μαζί με ιαματικό λουτρό. Έκλεισα δωμάτιο για δύο νύχτες. Το δωμάτιο που επέλεξα κόστιζε σαράντα επτά ευρώ τη νύχτα. Αφού τελείωσα τα διαδικαστικά, έβγαλα τη βαλίτσα και άρχισα να τη γεμίζω με ζεστά ρούχα. Την επομένη ξύπνησα νωρίς και ετοίμασα το πρωινό του Κερέμ. Του άφησα πάνω στο τραπέζι εκατό εκατομμύρια λίρες. Πότισα καλά τις γλάστρες και τις τοποθέτησα μέσα σε πλαστικές λεκάνες με νερό. Καθώς πότιζα το έλατο, χάιδεψα τα φύλλα και τον κορμό του. Το αποχαιρέτησα. Μ ετά κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Κερέμ. Κοιμόταν· έσκυψα και τον φίλησα. Έβγαλα το κινητό και έστειλα στον Αχμέτ ένα μήνυμα, με το οποίο του υπενθύμιζα να πάρει τον Κερέμ απ’ το σχολείο. Φόρεσα το πιο ζεστό παλτό, τις χειμωνιάτικες μπότες, πήρα τη βαλίτσα και βγήκα απ’ το σπίτι. Ξεκινούσα την καινούρια μου ζωή.

19

ΕΙΧΑ

ΕΝΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΦΙΛΟ από την πόλη Μ άρντιν. Όποτε συζητούσαμε, έφερνε την κουβέντα σ’ αυτή την ιστορική πόλη και, σαν να μιλούσε για κάτι που έγινε μόλις χτες, μου έλεγε: «Γνωρίζεις πως, όταν ο Ταμερλάνος κατέκτησε την Ανατολία, το μοναδικό μέρος που δεν κατάφερε να κυριεύσει ήταν ο πύργος της Μ άρντιν;». Τότε του έλεγα «Συγχαρητήρια, είστε πολύ γενναίοι άνθρωποι» και γελούσαμε. Μ ια μέρα μού διηγήθηκε την ιστορία ενός κατοίκου της Μ άρντιν ονόματι Ιλγιάς-ι Χαμπίρ. Ο Ιλγιάς είχε συγγενείς που εργάζονταν σ’ ένα εστιατόριο της Ρώμης. Κάποτε τους επισκέφτηκε. Όταν οι δικοί του έφευγαν για τη δουλειά, έβγαινε κι αυτός και τριγύριζε στους άγνωστους δρόμους της Ρώμης. Κάποια μέρα βρέθηκε σ’ έναν εξαίσιο τόπο σαν πάρκο. Καθώς τριγύριζε ανάμεσα στα λουλούδια, τα δέντρα, τις μικρές λίμνες, το βλέμμα του έπεσε σε μερικούς μαρμάρινους τάφους. Οι τάφοι ήταν στολισμένοι με μαρμάρινα αγάλματα και με πολύχρωμα λουλούδια. Όταν πρόσεξε τα γράμματα πάνω στα μάρμαρα, απόρησε πολύ. Διότι οι επιτύμβιες πλάκες έγραφαν ότι ο

ένας ένοικος του τάφου έζησε είκοσι μία μέρες, ο άλλος τριάντα τέσσερις και κάποιος άλλος δεκαεπτά. Μ ολονότι δεν γνώριζε τη γλώσσα, απ’ τους αριθμούς έβγαλε αυτό το συμπέρασμα. Αλλά οι τάφοι ήταν πολύ μεγάλοι για νήπια. Σάστισε, δεν μπόρεσε να βγάλει νόημα και, επειδή δεν ήξερε ιταλικά, δεν τόλμησε να ρωτήσει τον φύλακα. Στο σπίτι έθεσε το θέμα στους συγγενείς, τους οποίους παρακάλεσε να επισκεφτούν όλοι μαζί τους τάφους κάποια μέρα αργίας ώστε να λύσουν το μυστήριο. Πήγαν μια μέρα όλοι μαζί, βρήκαν τον φύλακα και ζήτησαν τη βοήθειά του για τη λύση του μυστηρίου. «Αυτό εδώ είναι ιδιωτικό νεκροταφείο» είπε ο φύλακας. «Στις επιτύμβιες πλάκες δεν έγραφαν την ηλικία του νεκρού, αλλά το πόσες μέρες υπήρξε ευτυχισμένος. Κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ξεπεράσει τις πενήντα δύο» συμπλήρωσε. Οι άνθρωποι ευχαρίστησαν τον φύλακα και έφυγαν. Ο Ιλγιάς ύστερα από μερικές μέρες επέστρεψε στην πόλη του. Εκεί έζησε πολλά χρόνια. Όταν κάποια μέρα αρρώστησε, μάζεψε τους γιους του γύρω από το κρεβάτι του θανάτου και τους είπε: «Γιοι μου, τελευταία μου επιθυμία είναι να γράψετε τα εξής πάνω στον τάφο μου: “Ο Ιλγιάς-ι Χαμπίρ τελείωσε / Απ’ της μάνας του την κοιλιά, κατευθείαν στον τάφο κύλησε”». Όταν ο φίλος μου από τη Μ άρντιν μού διηγιόταν αυτή την ιστορία του δύστυχου που δεν έζησε ούτε μία καλή μέρα, γελούσαμε μαζί. Καθώς πετούσα προς τη Φρανκφούρτη, σκεφτόμουν αυτή την αφήγηση και προσπαθούσα να αναλογιστώ τι θα έκανα εγώ όταν έφτανε η ώρα του αποχαιρετισμού. Πόσες μέρες άραγε θα ζητούσα να γράψουν; Στη ζωή μου είχαν υπάρξει, βέβαια, ευτυχισμένες μέρες,

ωστόσο το ζήτημα δεν ήταν η ευτυχία. Το σημαντικό είναι να αισθάνεσαι ότι η ζωή σου έχει κάποιο νόημα, κάποια αξία. Αυτό δεν ήταν κάτι σαν την ευτυχία της ντυμένης με λευκό νυφικό κοπέλας που κρατάει λουλούδια. Ήταν ένα βαθύτερο υπαρξιακό ζήτημα. Ήταν η απάντηση σε περίεργες ερωτήσεις, όπως αν έχει νόημα που ήρθα στη ζωή, αν έχω κάποια θετική επίδραση σ’ αυτόν τον γερασμένο πλανήτη ή στους κατοίκους του; Αν κοίταζα το θέμα από αυτήν τη σκοπιά, θα μπορούσα να γράψω στον τάφο μου τις ημέρες που πέρασα με τον καθηγητή. Μ ολονότι είχα πονέσει, με είχε συνάμα κάνει να νιώσω πως έχω κάποια αξία. Και αυτό δεν το έκανε απλά με το να βγάζει τον καπέλο του όταν με συναντούσε. Μ έχρι που έφτασα στη Φρανκφούρτη με απασχόλησαν τέτοιου είδους σκέψεις καθώς και το σχέδιο δράσης. Είχα πάντως την αίσθηση ότι μπροστά μου ανοιγόταν ένα μέλλον με νόημα. Στο αεροδρόμιο επικρατούσε μια απερίγραπτη κινητικότητα. Είχε κανείς την εντύπωση πως βρισκόταν σε διασταύρωση μεγάλων εθνικών οδών με πυκνή κυκλοφορία. Το πλήθος αυτών που έρχονταν, οι άλλοι που αναχωρούσαν, οι αμέτρητες διαδικασίες, οι αναγγελίες, τα κυλιόμενα γράμματα που ανακοίνωναν πληροφορίες. Και, μέσα σε όλ’ αυτά, άνθρωποι βυθισμένοι στις δικές τους σκοτούρες, χωρίς να παίρνουν είδηση τι συμβαίνει στον διπλανό τους. Παρατηρώντας τους, θυμήθηκα έναν φίλο μου θεατράνθρωπο. «Ο κάθε άνθρωπος παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του» μου έλεγε. Από το βιβλιοπωλείο του αεροδρομίου αγόρασα ένα βιβλιαράκι που έδινε πληροφορίες για την πόλη Μ παντ Άρολσεν και τη γύρω περιοχή. Ρώτησα για τα βιβλία του Έρικ Άουερμπαχ, αλλά δεν υπήρχε κανένα, ούτε καν στα γερμανικά. Σ’ αυτού του είδους τα βιβλιοπωλεία πουλούσαν βιβλία που τα έπαιρνες για να περάσεις

την ώρα σου και μετά τα άφηνες στο ξενοδοχείο. Βρήκα τον σιδηροδρομικό σταθμό κι άρχισα το ταξίδι προς το Κάσσελ και μετά προς το Μ παντ Άρολσεν. Απ’ το παράθυρο αγνάντευα τα παγωμένα λιβάδια, τα ποτάμια, τα βαριά σύννεφα, την οργάνωση του γερμανικού κράτους που ξεπηδούσε από παντού, και σκεφτόμουν τα όσα βίωσε ο τόπος πριν από εξήντα χρόνια. Ναι, η Γεωγραφία ήταν πεπρωμένο, αλλά και η Ιστορία το ίδιο. Όσοι γεννήθηκαν εκείνη την περίοδο, είχαν την ατυχία να ζήσουν τα βάσανα του πρώτου μέρους του εικοστού αιώνα. Αντιθέτως, όσοι γεννήθηκαν στα τέλη του ίδιου αιώνα, απολάμβαναν ευημερία, ασφάλεια και ελευθερία. Για λίγο πήρα έναν υπνάκο, μετά διάβασα την ιστορία της πόλης και χάζεψα τις φωτογραφίες της. Δεν φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο όμορφη πόλη. Μ ε τα μπαρόκ κτίρια, τα πάρκα, τον πύργο και τα δέντρα της παρουσίαζε εξαιρετική εικόνα. Ιδιαίτερα η Μ εγάλη Λεωφόρος με τις οκτακόσιες βελανιδιές δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν καταπληκτική, ωστόσο οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί την άνοιξη, ενώ τώρα όλα ήταν κατάλευκα. Το έτος

1131

το τάγμα των Αυγουστινιανών είχε κτίσει εδώ

ένα μοναστήρι για γυναίκες. Από τον

17 ο

έως τον

20 ό

αιώνα είχαν

την έδρα τους οι πρίγκιπες Waldeck-Pyrmont. Μ έχρι το η πρωτεύουσα του ανεξάρτητου κρατιδίου Βάλντεκ.

1929

ήταν

Ήταν ενδιαφέροντα όλα αυτά· όμως εμένα εκείνο που με ενδιέφερε ιδιαιτέρως ήταν ότι το 1946 είχε ιδρυθεί εδώ το International Tracing Service. Διοικούνταν από τον Ερυθρό Σταυρό και από το γερμανικό κράτος. Όταν αποβιβάστηκα στον μικρό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, είχε κιόλας αρχίσει να σκοτεινιάζει. Έκανε πολύ κρύο.

Εκείνη την ημέρα δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι. Μ πήκα σε μία άσπρη Μ ερσεντές, απ’ αυτές που περίμεναν έξω απ’ τον σταθμό και, κυλώντας πάνω στους παγωμένους δρόμους, έφτασα στο ξενοδοχείο. Το χιόνι λαμπύριζε στα πεζοδρόμια, άλλοτε κίτρινο κι άλλοτε γαλάζιο, ανάλογα με το φως των φανοστατών. Το ξενοδοχείο ήταν καλό. Είχε λίγο κόσμο. Επίσης πρόσφερε δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου στο δωμάτιο, κατέβηκα στο εστιατόριο και παρήγγειλα κοκκινόψαρο του γλυκού νερού, το οποίο ήταν προϊόν της περιοχής, και μία μπίρα Beck’s. Κατόπιν επέστρεψα στο δωμάτιο και συνδέθηκα στο διαδίκτυο. Το μοναδικό σημαντικό μήνυμα ήταν η απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών: “Δεν υπάρχουν στο υπουργείο μας έγγραφα σχετικά με αυτό το θέμα”. Το περίμενα. Αφού και το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μ ουσείο της Βρετανίας θεωρούσε ανύπαρκτα τα εκατοντάδες θύματα του πλοίου Στρούμα, ήταν ανοησία να περιμένει κανείς σχετικά επίσημα έγγραφα στην Τουρκία. Πάντως εγώ ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου. Μ ετά από το πρωινό ξύπνημα, την αεροπορική πτήση και το ταξίδι με το τρένο ένιωθα πολύ κουρασμένη. Ύστερα από ένα χλιαρό ντους, έπεσα στο κρεβάτι με τα πεντακάθαρα και μυρωδάτα σεντόνια. Κοιμήθηκα δίχως διακοπή μέχρι τις επτά το πρωί. Επιπλέον, χωρίς φάρμακο. Το πρωί ξεκίνησα ακμαία απ’ το ξενοδοχείο. Το ταξί με άφησε μπροστά από το κτίριο του International Tracing Service. Απ’ την αγωνία ένιωθα το στόμα μου κατάστεγνο. Εδώ, κατά κάποιον τρόπο, ήταν ένα ψηφιακό νεκροταφείο: Μ έσα στο κτίριο ήταν αποθηκευμένες αμέτρητες αναμνήσεις, πληροφορίες, φωτογραφίες εκατομμυρίων θυμάτων πολέμου.

Επικρατούσε ησυχία. Σε μια μαρμάρινη πλάκα πάνω από την είσοδο έγραφε “International Tracing Service”. Διέσχισα τον κήπο και μπήκα στο κτίριο. Κατευθύνθηκα στις Πληροφορίες και, προσέχοντας να μην ταράξω την ησυχία του χώρου, είπα στον αρμόδιο ότι χτες είχα στείλει την αίτηση για έρευνα. Ο παχουλός, μεσήλικας Γερμανός ζήτησε ευγενικά την ταυτότητά μου. Του έδωσα το πράσινο κρατικό διαβατήριο. Εκεί φαινόταν ότι εργαζόμουν στο Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ. Από τον υπολογιστή βρήκε την αίτησή μου· κατόπιν στο φωτοτυπικό έβγαλε φωτοτυπία το διαβατήριο. Εκείνην τη στιγμή δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του είπα: «Εβραίοι επιστήμονες είχαν διδάξει στο πανεπιστήμιό μας». Ήταν περιττή κουβέντα, αλλά ο αρμόδιος χαμογέλασε. «Ναι, το γνωρίζω» είπε. «Διαβάσατε τους κανόνες μας;» ρώτησε μετά. «Ναι, τους διάβασα». «Ωραία. Είσαστε έτοιμη. Ακολουθήστε με, παρακαλώ». Καθώς προχωρούσαμε στους διαδρόμους, η αγωνία μου πολλαπλασιαζόταν. Είχα την αίσθηση ότι εισερχόμασταν σ’ ένα νεκροταφείο. Περίμενα να δω ατελείωτες σειρές ράφια με ντοσιέ, αλλά, αντί γι’ αυτό, ο αρμόδιος με οδήγησε σε μια άδεια αίθουσα. Ή, καλύτερα, σε μια αίθουσα με τραπέζια, καθίσματα και υπολογιστές. Σ’ ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο κάθονταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι με σκουρόχρωμα ρούχα. Ήταν παράξενο να συναντά κανείς εδώ παιδιά. Αλλά και η εμφάνιση των παιδιών είχε επίσης κάτι παράξενο. Έδιναν την εικόνα παιδιού αλλά και ενηλίκου ταυτόχρονα. Ο αρμόδιος με άφησε στην αίθουσα και έφυγε. Έμεινα ακίνητη, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Το αγόρι είπε κάτι στα γερμανικά. Η φωνή του ήταν φωνή μεγάλου άντρα. Είπα ότι δεν κατάλαβα. «Καθίστε, σε λίγο θα σας εξυπηρετήσουν» ψιθύρισε στα

αγγλικά. Όταν μιλήσαμε, κατάλαβα ότι ήταν νάνοι. Τα κεφάλια τους μόλις ξεπερνούσαν το τραπέζι. Τους ευχαρίστησα χαμογελώντας. Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε μια ψηλή, καστανή, αδύνατη κυρία. Μ ου ’σφιξε το χέρι, είπε ότι λεγόταν Αγγέλικα Τράουμπ και μετά με ρώτησε ποιο θέμα ήθελα να ερευνήσω. «Χέρμπερτ Σκούρλα». «Είναι κάποιο θύμα;» ρώτησε. «Όχι» είπα. «Ήταν ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι κάποια στοιχεία που ίσως βρίσκονται στα αρχεία του Σκούρλα σχετικά με κάποια θύματα. Τους καθηγητές οι οποίοι τη δεκαετία του τριάντα δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ. Ιδιαίτερα με ενδιαφέρει ο καθηγητής Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ». «Ούτε αυτό είναι εβραϊκό όνομα». «Δεν είναι. Όμως κι αυτός υπήρξε θύμα». Σημείωσε τα όσα της είπα και μετά έψαξε στον υπολογιστή. Το όνομα “Σκούρλα” μάς οδήγησε σε αναρίθμητα έγγραφα. Τα περισσότερα είχαν σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό. Η Αγγέλικα Τράουμπ, ξεκαθαρίζοντας λίγο λίγο το τοπίο των εγγράφων, έφτασε στο πανεπιστήμιό μου. Έπειτα από λίγο εμφανίστηκε στην οθόνη η περίφημη έκθεση που έγραψε ο Σκούρλα για τους καθηγητές, την οποία και έστειλε στον Χίτλερ. Κοίταζα με αγωνία το έγγραφο. Ήταν σαν να είχαμε μπει στη μηχανή του χρόνου του H. G. Wells. Η Ιστορία ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μας· αρκούσαν μερικά πατήματα με το ποντίκι του υπολογιστή. Η αγωνία μου έφτασε στο αποκορύφωμα όταν η υπάλληλος έγραψε το όνομα “Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ”. Ναι! Εδώ ήταν τα έγγραφα που πήρε ο Σκούρλα απ’ την κυρία Μ ατίλντα Αρντίτι! Η Αγγέλικα βγήκε απ’ την αίθουσα για να φέρει τους φακέλους.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Περίμενα με αμηχανία. Στο μεταξύ οι νάνοι με κοίταζαν με συμπάθεια. Έπειτα από λίγο, έφτασε η Αγγέλικα Τράουμπ με τους φακέλους. Άφησε τους φακέλους στο τραπέζι και έφυγε. Ξεκίνησα με αυτόν του Μ αξ. Άνοιξα σιγά σιγά τον φάκελο, σαν να άνοιγα μια σαρκοφάγο. Αισθάνθηκα τη χαρακτηριστική μυρωδιά του παλιού χαρτιού. Ανάμεσα στα χαρτιά με σημειώσεις στα γερμανικά βρήκα μερικές φωτογραφίες. Ο Μ αξ νέος, και δίπλα του μια μελαχρινή, πολύ όμορφη κοπέλα. Μ άλιστα: η Νάντια! Πρώτη φορά έβλεπα τη Νάντια. Κοίταζε κατευθείαν τον φακό, ανεπιτήδευτη. Είχε έντονα ζυγωματικά. Τα φρύδια της σχημάτιζαν έντονο τόξο. Τα πράσινα μάτια της της χάριζαν βαθύ, υποβλητικό βλέμμα. Η έκφραση των χειλιών της δημιουργούσε την αίσθηση της αθωότητας. Στις περισσότερες φωτογραφίες ήταν μόνοι τους. Όλα αυτά τα είχαν πάρει από την οδό Νασίπ. Μ ου φαινόταν απίστευτο. Πήγα κοντά στους νάνους. «Μ πορώ να βγάλω αντίγραφα από αυτά εδώ;» ρώτησα. «Φυσικά» απάντησε ο άντρας. «Όμως απαγορεύεται να βγει κάτι έξω από αυτή την αίθουσα. Θα το πείτε στους υπαλλήλους για να σας βοηθήσουν». «Έχετε κι εσείς συγγενείς που υπήρξαν θύματα;» ρώτησα. Μ ιλούσαμε ψιθυριστά. Αυτήν τη φορά απάντησε η γυναίκα. «Μ άλιστα. Έξω υπάρχει ένα καφέ. Αν θέλετε, πάμε εκεί να κουβεντιάσουμε». «Πολύ θα το ήθελα» είπα. «Να βγάλω τα αντίγραφα και πηγαίνουμε». Επέστρεψα και πάλι στο τραπέζι με τα αρχεία. Κοίταξα τα

υπόλοιπα ντοκουμέντα που δεν είχα προλάβει να κοιτάξω απ’ την ταραχή που ένιωσα με τις φωτογραφίες. Και μετά την είδα! Ήταν εδώ, μπροστά μου! Μ ε δυσκολία συγκράτησα τη φωνή που ήταν έτοιμη να μου ξεφύγει. Συνειδητοποίησα ότι, ασυναίσθητα, με την παλάμη, είχα κλείσει το στόμα μου. Την κρατούσα στα χέρια. Σ’ ένα κιτρινισμένο φύλλο παρτιτούρας είχε γραφτεί με σινική μελάνη που δεν είχε ξεθωριάσει καθόλου. Πάνω της έγραφε τα εξής: “Serenade für Nadia” Maximilian Wagner Έκλεισα τα μάτια. Ευχαρίστησα όλους τους Θεούς του σύμπαντος και όλες τις θεϊκές δυνάμεις. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια μου. Οι δύο νάνοι κοίταζαν με βλέμμα γεμάτο κατανόηση. Μ ακάρι να ήξερα να διαβάζω νότες, σκέφτηκα. Μ ακάρι να είχα μάθει στα σχολικά χρόνια. Τότε θα μπορούσα να ακούσω στο μυαλό μου αυτήν τη γραμμένη στο κιτρινισμένο χαρτί χαμένη μελωδία. Βγήκα έξω και είπα στον υπάλληλο ότι ήθελα να βγάλω μερικές φωτοτυπίες. «Περιμένετε στην αίθουσα» είπε. Ύστερα από λίγο ήρθε η φράου Τράουμπ. Της έδειξα τις φωτογραφίες και την παρτιτούρα. Πήρε όλους τους φακέλους και έφυγε. Έπειτα από πέντε λεπτά επέστρεψε με τις φωτοτυπίες. «Θα πληρώσετε στο ταμείο» είπε. Την ευχαρίστησα. «Μ ε συγχωρείτε, αλλά υπάρχει κι ένα θέμα ακόμη» είπα. Μ ε κοίταξε. «Το Γαλάζιο Σύνταγμα». «Τι είναι αυτό;» ρώτησε.

«Όσο ο Χίτλερ έκανε την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, ένα σύνταγμα που αποτελούνταν από Τούρκους της Κριμαίας συντάχθηκε με τις χιτλερικές δυνάμεις. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν να οπισθοχωρούν, τους ακολούθησαν κι αυτοί, μαζί με τις οικογένειές τους. Για ένα διάστημα παρέμειναν σε στρατόπεδα της βόρειας Ιταλίας και της Αυστρίας. Όταν, αργότερα, οι Βρετανοί αποφάσισαν να επιστρέψουν τους Τούρκους της Κριμαίας στους Σοβιετικούς, κάποιοι από αυτούς αυτοκτόνησαν, ενώ οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν απ’ τους Σοβιετικούς στρατιώτες». «Πρώτη φορά το ακούω» είπε η φράου Τράουμπ. «Ψάχνετε κάποιο συγκεκριμένο άτομο;» «Μ άλιστα. Τη γιαγιά μου. Το όνομά της ήταν Αϊσέ. Όμως, επειδή εκείνον τον καιρό δεν είχαν επίθετα, δεν ξέρω πώς μπορώ να την αναζητήσω». «Θα σας βοηθήσω» είπε. «Ωστόσο υπάρχει ένα θέμα που πρέπει πρώτα να τακτοποιήσουμε». «Ποιο;» «Πρέπει να συμπληρώσουμε μερικές πληροφορίες στην αίτησή σας». «Για ποιον λόγο;» «Μ ε το προηγούμενο θέμα ασχοληθήκατε ως ερευνήτρια. Τώρα είστε συγγενής κάποιου θύματος. Αυτό πρέπει να δηλωθεί στην αίτησή σας». Δεν είπα τίποτα, παρότι μου φάνηκε πολύ σχολαστική η διαδικασία. Γερμανική πειθαρχία, σκέφτηκα. Στα παιδικά μας χρόνια τη γερμανική πειθαρχία μάς τη δίδασκαν ως υποδειγματική. Μ ας ανέφεραν ακραία και υπερβολικά παραδείγματα, όπως τον υπάλληλο που πότιζε ακόμη και τις μέρες που έβρεχε. Ο πατέρας μου συχνά πυκνά έλεγε ότι η

πειθαρχία δεν ήταν κάτι που περιόριζε την ελευθερία, αντιθέτως την αύξανε. Πίστευε ότι η πειθαρχία έβαζε σε τάξη τη ζωή, πολλαπλασίαζε τον ελεύθερο χρόνο, οδηγούσε σ’ έναν τρόπο ζωής όπου ο καθένας ζούσε ελεύθερα δίχως να γίνεται εμπόδιο σε κανέναν. Αναμφίβολα οι απόψεις αυτές είχαν μεγάλη δόση αλήθειας. Εάν οι αρμόδιοι του ιδρύματος δεν ήταν τόσο σχολαστικοί, σίγουρα τα αρχεία δεν θα ήταν τόσο πλούσια και εύχρηστα. Κατευθύνθηκα και πάλι στην είσοδο, εξήγησα στον αρμόδιο υπάλληλο το θέμα που προέκυψε, και ακολούθως κάναμε τις απαραίτητες διαδικασίες. Καθώς γίνονταν όλα αυτά, έσφιγγα πάνω μου τον φάκελο με τα φωτοαντίγραφα για να τον φυλάξω, όπως φύλαγε ο Μ ωυσής τις Δέκα Εντολές. Κατόπιν επέστρεψα στην αίθουσα. Οι δύο νάνοι σηκώθηκαν, έκαναν πολύ ευγενικά χειραψία και συστήθηκαν. Έφταναν μέχρι τη μέση μου. Ήταν Ρουμάνοι. Είχα φανταστεί ότι είναι αντρόγυνο, αλλά τελικά ήταν αδέλφια. Όταν έμαθαν ότι έρχομαι απ’ την Ιστανμπούλ, χάρηκαν πολύ. Προχωρήσαμε προς το καφέ. Ο κύριος Όβιτζ με ρώτησε τι θα πιω και επέμεινε να πάει ο ίδιος να δώσει την παραγγελία. Μ ε την αδελφή του καθίσαμε σ’ ένα ξύλινο τραπέζι. Ο κύριος Όβιτζ έφερε μέσα σε δύο δίσκους τους καφέδες και τα κέικ. Αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε βοήθεια. Οι δίσκοι φάνταζαν τόσο μεγάλοι στα χέρια του που μ’ έπιασε φόβος ότι θα τους ρίξει. Φυσικά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Ήταν συγκινητική η ευγένεια του ώριμου και συνάμα μικροσκοπικού ανθρώπου. Σαν να μην ήταν δυνατό να περιμένει κανείς αβρότητα από έναν μικροκαμωμένο άνθρωπο. Αλλά τι σχέση έχει η ευγένεια με το ανάστημα; Όσο πίναμε τον καφέ μας, τους διηγήθηκα την ιστορία της

Νάντιας και του πλοίου Στρούμα. Τους είπα πόσο χάρηκα για τις φωτογραφίας που βρήκα. Φυσικά, εκείνοι γνώριζαν τα του πλοίου Στρούμα. Μ ου εξήγησαν ότι γράφουν ένα βιβλίο για τους προγόνους τους και ότι γι’ αυτό πηγαινοέρχονταν εδώ και βδομάδες μεταξύ Ρουμανίας και Γερμανίας. Τους ρώτησα αν μεταξύ των θυμάτων βρίσκονταν και οι γονείς τους. «Ναι, θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό» είπε ο άντρας. «Όμως, όταν λέμε “θύμα”, συνήθως εννοούμε ανθρώπους που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντιθέτως, η οικογένεια του παππού μου ήταν η μοναδική οικογένεια που βγήκε ζωντανή από το Άουσβιτς». Κατόπιν, μου αφηγήθηκε τη συγκλονιστική ιστορία της οικογένειάς τους. Στην οικογένειά τους είχαν νάνους, αλλά και κανονικού ύψους ανθρώπους. Όταν η Ρουμανία κυριεύθηκε απ’ τα χιτλερικά στρατεύματα, εννέα αδέρφια –από τα οποία τα επτά ήταν νάνοι– στάλθηκαν στο Άουσβιτς. Μ ια μέρα, μαζί με άλλους κρατούμενους, τα έριξαν στους θαλάμους αερίων. Όμως, ο –γνωστός ως “Άγγελος του Θανάτου”– Δρ. Μ ένγκελε την τελευταία στιγμή σταμάτησε τη διαδικασία και έσωσε τους νάνους, οι οποίοι γλίτωσαν πίνοντας γάλα επειδή δεν είχαν εισπνεύσει παρά μόνο μικρή ποσότητα αερίου. Καθώς μιλούσε ο κύριος Όβιτζ, σκέφτηκα τη φρίκη που βίωναν οι καταδικασμένοι να πεθάνουν στους θαλάμους αερίων. Πρώτα το ξεγύμνωμα, μετά ο πανικός όταν αισθάνονται την οσμή του αερίου, οικογένειες που αγκαλιάζονται μπροστά στη φρίκη του θανάτου, η διακοπή της παροχής αερίου, οι Ναζί που μπαίνουν μέσα και βγάζουν τους νάνους, το κλείδωμα εκ νέου της πόρτας και η αυξανόμενη μυρωδιά του αερίου που γεμίζει ξανά τον θάλαμο…

Ο Δρ. Μ ένγκελε τους χρησιμοποίησε ως πειραματόζωα για τις έρευνες που πραγματοποιούσε σχετικά με τις κληρονομικές ασθένειες. Τους εγκατέστησε σε ξεχωριστό χώρο. Καθημερινά έπαιρνε δείγματα από το αίμα και τον μυελό τους, τους υπέβαλλε σε ακτινοβολίες, έχυνε στα αυτιά τους καυτά και παγωμένα υγρά, τους τύφλωνε στάζοντας χημικές ουσίες στα μάτια, διέχεε δηλητηριώδεις ουσίες στις μήτρες των γυναικών. Μ ια μέρα, τους έγδυσε για να τους παρουσιάσει στους συναδέλφους του, ενώ μια άλλη –για να διασκεδάσει τον Χίτλερ– τους κινηματογράφησε ενόσω τους υποχρέωνε να τραγουδάνε και να κάνουν αστεία. Οι δύστυχοι άνθρωποι σώθηκαν όταν ο Ερυθρός Στρατός κατέλαβε το στρατόπεδο. Ο μικροκαμωμένος άντρας μιλούσε ατάραχος, ενώ εγώ έτρεμα απ’ τη συγκίνηση. Τι συγκλονιστική ιστορία! Αν ο άνθρωπος είναι ένα τόσο φοβερό πλάσμα που μπορεί να κάνει τέτοιες εξωφρενικά βάναυσες πράξεις, τι νόημα είχε να ζει κανείς; Ποιος ξέρει πόσα δράματα έκρυβαν τα κάθε είδους έγγραφα των αρχείων. Όταν επιστρέψαμε στην αίθουσα, η Αγγέλικα Τράουμπ μού είπε ότι βρήκε στοιχεία για το Γαλάζιο Σύνταγμα, αλλά ήταν όλα γραμμένα στα γερμανικά και στα ρωσικά. Ρώτησα αν υπήρχαν φωτογραφίες. Μ ου απάντησε ότι υπάρχει μία φωτογραφία που εικονίζει όλους μαζί τους πρόσφυγες στο στρατόπεδο της Αυστρίας. Ζήτησα και πήρα αντίγραφα της φωτογραφίας και των εγγράφων. Είχα τελειώσει. Αποχαιρέτησα τα δύο αδέλφια και έφυγα. Η μέρα μού έκρυβε πολλές συγκινήσεις. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ. Πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Δανείστηκα έναν μεγεθυντικό φακό και αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου. Εξέτασα προσεκτικά τα πρόσωπα των προσφύγων του στρατοπέδου

Ντράου της Αυστρίας. Προσπάθησα πολύ να ανακαλύψω ανάμεσα στα κακόμοιρα, απελπισμένα πρόσωπα τη γιαγιά και την οικογένειά της, αλλά οι προσπάθειές μου ήταν άκαρπες. Την επομένη έκανα την ίδια διαδρομή αντίστροφα με το τρένο και το αεροπλάνο. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, είχα μπροστά στα μάτια μου τη φωτογραφία της Νάντιας και την παρτιτούρα της Σερενάτας. Μ ε τις άκρες των δαχτύλων άγγιξα τη φωτογραφία και τις νότες. Αν μου επιτρέπετε, σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να ξεφύγω απ’ τη χρονολογική σειρά και να επικολλήσω ένα παράθεμα από ένα βιβλίο που διάβασα αρκετά αργότερα απ’ τα γεγονότα που τώρα αφηγούμαι. Διότι, παρόλο που δεν ταιριάζει χρονολογικά, ταιριάζει όσον αφορά το νόημα. Σ’ ένα από τα βιβλία του Άουερμπαχ, πρόσεξα ένα δοκίμιο που έγραψε σχετικά με τον Πασκάλ. Ο τίτλος ήταν “Ο θρίαμβος του κακού”. Το εισαγωγικό απόσπασμα από τον Πασκάλ που είχε παραθέσει στις πρώτες σελίδες με επηρέασε πολύ και με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα το ζήτημα της κρατικής καταπίεσης, αρκετά παραδείγματα της οποίας είχα γνωρίσει τον τελευταίο καιρό. Είναι ορθό να ακολουθεί κανείς τον δίκαιο, είναι απαραίτητο να ακολουθεί τον δυνατό. Η δικαιοσύνη που δεν έχει δύναμη είναι ανήμπορη, η δύναμη χωρίς δικαιοσύνη είναι τυραννική. Στη δικαιοσύνη που δεν έχει δύναμη μπορεί κανείς να εναντιωθεί, διότι πάντοτε υπάρχουν κακοί άνθρωποι. Η δε δύναμη που δεν έχει δικαιοσύνη παρανομεί. Πρέπει να συνενωθεί η δικαιοσύνη με τη δύναμη. Ώστε να καταστεί είτε ο δίκαιος δυνατός είτε ο δυνατός δίκαιος. Η δικαιοσύνη υπόκειται στην αμφισβήτηση. Ενώ η

δύναμη είναι εύκολα αναγνωρίσιμη και αδιαφιλονίκητη. Έτσι δεν μπορεί να δώσει κανείς δύναμη στη δικαιοσύνη, διότι η δύναμη αντιδρά στη δικαιοσύνη, ισχυριζόμενη ότι η ίδια είναι το δίκαιο. Γι’ αυτό, αφού δεν είναι εφικτό να καταστεί ο δίκαιος δυνατός, φαντάζει δίκαιος ο δυνατός. Ο Άουερμπαχ, στο τέλος της πολυσέλιδης μελέτης του, αναφέρεται στους διανοητές που δίνουν μεγάλη σημασία στο κράτος και στην εξουσία και καταλήγει ως εξής: …αυτοί οι διανοητές απαιτούσαν το κράτος για χάρη του κράτους, απέδιδαν στο κράτος καθ’ εαυτόν μια αξία· είτε, όπως ο Μακιαβέλλι, χαίρονταν τη ζωτικότητα και τη δυναμική του, είτε, τέλος, όπως ο Χομπς, έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον για τα οφέλη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει στους ανθρώπους που ζούσαν στην επικράτειά του. Όλα αυτά όμως δεν είχαν κανένα νόημα για τον Πασκάλ, διότι, κατά την άποψή του, η δυναμικότητα του κράτους δεν είναι εγγενής· κι αν υπήρχε, θα ήταν μοχθηρή. Δεν ενδιαφέρεται για το ζήτημα του ποιο κράτος θα μπορούσε να είναι το καλύτερο, διότι όλα είναι στον ίδιο βαθμό διαβρωμένα. “Πολύ ορθές σκέψεις” είχα σκεφτεί, διαβάζοντας αυτό το σημείο. Μ άλιστα! Όλα τα κράτη είναι μοχθηρά. Και στην πραγματικότητα υπάρχουν για να διαιωνίζουν το κακό. Ζήτω ο Πασκάλ! Προτού το αεροσκάφος αρχίσει τη διαδικασία της προσγείωσης, έβγαλα το καφέ πορτοφόλι μου. Το άνοιξα. Τέσσερις γυναίκες με κοίταζαν τώρα.

Η Μ άγια, η Αϊσέ, η Μ αρί και η Νάντια!

20

ΟΣΟ

ΤΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ ετοιμαζόταν να προσγειωθεί, η αεροσυνοδός έκανε διάφορες ανακοινώσεις. Μ ία από αυτές αφορούσε τους επιβάτες που έρχονταν απ’ το εξωτερικό και θα συνέχιζαν για κάποια άλλη πόλη της χώρας. Δεν αφορούσε εμένα. Η ανακοίνωση απευθυνόταν στους τουρίστες που είχαν προορισμό κάποια πόλη όπου θα περνούσαν τις διακοπές τους. Όμως, όταν είδα τον μουντό, στενόχωρο ουρανό της πόλης, σκέφτηκα «Γιατί όχι;». Έτσι κι αλλιώς, δεν με περίμενε κανείς στο σπίτι. Ούτε καμιά δουλειά. Ήμουν ελεύθερη σαν το πουλί. Θα μπορούσα να συνεχίσω για το Μ πόντρουμ. Μ ετά τα όσα πέρασα, η παραμονή μου εκεί θα βοηθούσε να καταλαγιάσουν τα νεύρα μου. Άλλωστε θα χαιρόντουσαν πολύ οι δικοί μου. Είπα την απόφασή μου στην αεροσυνοδό. Μ ε συμβούλευσε να περάσω πρώτα απ’ το τελωνείο και μετά να απευθυνθώ στις γραμμές εσωτερικού. Έκανα ό,τι μου είπε. Πέρασα από τον έλεγχο διαβατηρίων και, καθώς έφευγα, σκέφτηκα ότι πριν από δέκα μόλις μέρες περίμενα

εδώ τον Μ αξ. Όταν έφτασα στο κτίριο των εσωτερικών γραμμών, έλεγξα τις πτήσεις για το Μ πόντρουμ. Υπήρχε ένα αεροπλάνο που έφευγε ύστερα από μία ώρα και πενήντα λεπτά. Χάρηκα. Πήρα εισιτήριο, παρέδωσα τη βαλίτσα και μετά κατευθύνθηκα προς ένα κατάστημα για να αγοράσω δώρα για τους γονείς μου. Δεν θα τους ειδοποιούσα. Προτίμησα να τους κάνω έκπληξη. Αγόρασα εφημερίδα και περιοδικό και προχώρησα προς ένα καφέ. Η εφημερίδα ήταν και πάλι γεμάτη με καταθλιπτικές ειδήσεις. Οικονομική κρίση, πολιτικοί που αλληλοκατηγορούνταν, αρθρογράφοι που χρησιμοποιούσαν τη στήλη τους για να τα ψάλλουν στους συναδέλφους τους. Οι συντάκτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ρίξουν στην απαισιοδοξία και στη θλίψη τους αναγνώστες. Πήρα τηλέφωνο τον Κερέμ· δεν απάντησε. Πώς να ήταν άραγε; Περνούσε καλά; Προσπαθούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου αυτό το θέμα, όμως έτσι ένιωθα ακόμη περισσότερες τύψεις. Ένιωθα ενοχές. Μ ου είχε κιόλας λείψει πολύ. Ωστόσο κι εγώ βρισκόμουν σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Η προσπάθειά μου για μια νέα, καλύτερη ζωή θα είχε θετικά αποτελέσματα και για τον Κερέμ. Διότι δεν είχα καμία πρόθεση να αφήσω τον γιο μου στον Αχμέτ, ο οποίος δεν είχε ίχνος προσωπικότητας. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στον Αχμέτ, αφού δεν έβρισκα τον Κερέμ. Όμως ένιωθα να μη μου κάνει καρδιά να του μιλήσω. Αναρωτήθηκα μήπως αδικούσα τον Αχμέτ – που έτρεφα τελείως αρνητικά συναισθήματα γι’ αυτόν, που του συμπεριφερόμουν εντελώς εχθρικά. Όταν ανακάλεσα στη μνήμη μου, όμως, τα χρόνια που ζήσαμε παντρεμένοι, τα όσα πέρασα μαζί του, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν τον αδικούσα καθόλου. Ίσως, πάντως, κι εκείνος να περνούσε τις ωδίνες μιας ριζικής

αλλαγής στη ζωή του. Ίσως να προσπαθούσε να αλλάξει τις σχέσεις με τον πατέρα του. Ίσως να ήταν στη φάση της προσπάθειας να γίνει ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Πιθανότατα οι μέρες που διένυε τώρα θα άφηναν τη σφραγίδα τους στο πώς θα διαμορφωνόταν το μέλλον του. Ίσως θα έπρεπε να ελέγξω την οργή μου και να τον στηρίξω λίγο. Όμως δεν ήμουν αυτήν τη στιγμή σε θέση να κάνω κάτι τέτοιο. Κι η δική μου ζωή ήταν άνω κάτω. Όταν άκουσα την αναγγελία ότι το αεροπλάνο ήταν έτοιμο για απογείωση, αποφάσισα να σκεφτώ αυτό το ζήτημα αργότερα. Η θέση μου στο αεροσκάφος ήταν στα δεξιά. Έτσι μπορούσα να παρακολουθήσω τη θέα του Αιγαίου κατά τη δύση του ήλιου, τους κολπίσκους, τα φωτισμένα πλοία, τις παραλίες. Αυτές οι εικόνες ανύψωσαν το ηθικό μου. Κάθε φορά που ταξίδευα νότια γινόμουν πιο αισιόδοξη. Η μαγεία του Αιγαίου, που είναι η γη της ελιάς, της ρίγανης, του βασιλικού, του κρασιού, κέρδιζε αμέσως τον επισκέπτη. Αυτό συνέβη μόλις πάτησα στο έδαφος του Μ πόντρουμ. Ο χλιαρός αέρας κουβαλούσε το ιώδιο που ερχόταν απ’ τη θάλασσα και την εξαιρετική μυρωδιά της ρίγανης που ανέδιδαν τα βουνά. Η μείξη ήταν μεθυστική. “Καλά που ήρθα” σκέφτηκα. Μ ε τους συνταξιδιώτες μου, που οι περισσότεροι ήταν Γερμανοί και Άγγλοι κατευθυνθήκαμε στο τμήμα παραλαβής των αποσκευών. Εκείνοι, πίσω από τους ξεναγούς, προχώρησαν προς τα λεωφορεία κι εγώ προς τα ταξί. Καθώς το ταξί ακολουθούσε την Παραλιακή, άνοιξα το παράθυρο και ρούφηξα τον καθαρό αέρα. Ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πολύ περίεργο πράγμα. Για κάποιον άγνωστο λόγο ήρθαν στο μυαλό μου τα μικρόσωμα αδέλφια που γνώρισα στη Γερμανία. Φαντάστηκα πως τέτοια ώρα θα είχαν τελειώσει τις

σημερινές έρευνές τους και θα είχαν επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Άραγε πώς έφταναν στον νιπτήρα; Ανέβαιναν πάνω σε καρέκλα; Παράξενες απορίες που επινοούσε το μυαλό μου. Θα έπρεπε να διαβάσω οπωσδήποτε τη μελέτη τους όταν θα τελείωνε. Τι παράξενο: οι πρόγονοί τους θα καταριόνταν τη μοίρα τους που γεννήθηκαν νάνοι, ωστόσο, χάρη σ’ αυτή την ιδιομορφία τους, κατάφεραν να επιβιώσουν. Άρα κάποιες αδυναμίες, κάποια ελαττώματα θα μπορούσαν υπό ορισμένες συνθήκες να αποδειχθούν ωφέλιμα. Εξάλλου ο Νίτσε δεν ήταν αυτός που εισηγήθηκε να μετατρέπουμε την αδυναμία σε δύναμη; Ωστόσο, οι Ναζί διαστρέβλωσαν την έννοια του “υπερανθρώπου” που πρέσβευε και την έκαναν θεμέλιο της ιδεολογίας τους. Παρότι δεν είμαι ειδική, δεν πιστεύω πως από τα κείμενα του Νίτσε προκύπτει κάπου η έννοια μιας “καταπιεστικήςανώτερης φυλής” όπως πρέσβευαν οι ναζιστές. Μ ετά από αυτήν τη σκέψη, γέλασα μόνη μου. “Ποιον ενδιαφέρει το τι πιστεύεις εσύ, βρε κορίτσι μου;” απάντησα στον εαυτό μου. “Να ξέρεις τα όριά σου! Στο κάτω κάτω, αν και συλλογίζεσαι τους Ναζί, τον Νίτσε και τους νάνους στο Άουσβιτς, δεν είσαι παρά μια ζωντοχήρα, απολυμένη απ’ τη δουλειά της, που έχει βγάλει όνομα σαν πόρνη”. Ωστόσο αυτές οι σκέψεις δεν χάλασαν τα κέφια μου. Ο ενθουσιασμός για ένα νέο ξεκίνημα, μια καινούρια ζωή, έναν νέο αγώνα διατηρούσε ψηλά το ηθικό μου. Μ ια νέα Μ άγια ξεπηδούσε μέσα απ’ την παλιά. Είχαμε φτάσει στην αρχή της κατηφοριάς που οδηγούσε στο Μ πόντρουμ. Έξαφνα εμφανίστηκε μπροστά μου το επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο μέσα στη θάλασσα. Το φρούριο, το οποίο έκτισαν οι Ιωαννίτες Ιππότες, έλαμπε σαν πετράδι μέσα στο νερό. Το φεγγάρι, που κόντευε να γίνει πανσέληνος, καθρεφτιζόταν στα

νερά του Αιγαίου. Απ’ την κωμόπολη έφτανε ήδη στη μύτη μας η μυρωδιά ψαριού και ούζου. Το διαμέρισμα των γονιών μου βρισκόταν σε ένα συγκρότημα κατοικιών. Στην περιοχή έμεναν άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Ο πατέρας μου είχε γίνει μέλος μιας συνεταιριστικής οικοδομικής εταιρείας και για χρόνια πλήρωνε το μερίδιό του από τον χαμηλό μισθό του. Μ ’ αυτόν τον τρόπο οι γονείς μου, έπειτα από πολλά χρόνια, έγιναν κάτοχοι ενός απλού μικρού διαμερίσματος. Όταν παρέλαβαν το διαμέρισμα, συχνά παρουσιάζονταν βραχυκυκλώματα εξαιτίας των υγρών τοίχων, έφραζε η λεκάνη της τουαλέτας, στρατιές από μυρμήγκια ορμούσαν στα δωμάτια, δεν έκλειναν τα παράθυρα επειδή είχαν σκεβρώσει τα ξύλινα κουφώματα, έσταζαν νερά κάτω απ’ τον νεροχύτη της κουζίνας. Όμως, μόλις έβγαινε ο πατέρας στο μπαλκόνι, χάρη στην εξαιρετική θέα προς τη θάλασσα, ξεχνούσε όλες τις ταλαιπωρίες που προκαλούσε το σπίτι. Μ ε τον καιρό άλλαξαν τις βρύσες και τα κουφώματα. Μ ετά άλλαξαν τα πατώματα, επισκευάστηκε το τζάκι που κάπνιζε διαρκώς, τοποθετήθηκε κλιματιστικό. Έτσι το διαμέρισμα έγινε ένα διακριτικό αλλά συμπαθητικό μικροαστικό διαμέρισμα. Το καλοκαίρι γέμιζαν όλα τα διαμερίσματα, η αμμουδιά μπροστά από το σπίτι έσφυζε από ζωή, μικροί μεγάλοι βουτούσαν στη θάλασσα, μετά το μεσημέρι έπιναν το απογευματινό τσάι κι έτρωγαν κουλούρια και, τέλος, το βραδάκι έστρωναν το τραπέζι στα μπαλκόνια. Τον χειμώνα, όμως, δεν έμεναν παρά μόνο πέντε έξι οικογένειες. Κι αυτοί, όπως οι γονείς μου, ήταν συνταξιούχοι. Μ ε τον καιρό τα σπίτια καλύφθηκαν από μοβ, κόκκινες, κίτρινες μπιγκόνιες, και έτσι η γειτονιά απέκτησε ένα εξαιρετικό μεσογειακό χρώμα.

Όταν το ταξί πέρασε από την είσοδο του συγκροτήματος, συνειδητοποίησα το πόσο είχα νοσταλγήσει αυτό το μέρος. Η έντονη μυρωδιά του ιωδίου είχε γίνει αισθητή ήδη τη στιγμή που είχα βγει από το αεροσκάφος. Και τώρα που βρέθηκα στην παλιά γειτονιά ζωντάνεψαν οι αναμνήσεις της εφηβείας. Όταν άρχισε να νυχτώνει, η μυρωδιά τηγανισμένου κολοκυθιού που ανέδιδαν οι κουζίνες συμβόλιζε για μένα το καλοκαίρι. Οι μαγικές βραδιές στην παραλία, όπου καθισμένοι γύρω απ’ τη φωτιά ακούγαμε κιθάρα, το νυχτερινό κολύμπι στη θάλασσα που αντανακλούσε το φως του φεγγαριού, τα πρώτα φλερτ, τα κρυφά φιλιά που προκαλούσαν ζαλάδα. Τι εύκολη που ήταν τότε η ζωή, πόσο ωραίος ο κόσμος! Όπως είχα μαντέψει, μόλις με είδε η μητέρα μου άρχισε να ξεφωνίζει απ’ τη χαρά της. «Ααα! Ήρθε η κόρη μου!» Μ ’ αγκάλιασε. Στο σπίτι μας ο πατέρας μου ποτέ δεν άνοιγε την πόρτα. Μ όλις άκουσε τις χαρούμενες φωνές της μητέρας μου, έτρεξε κι εκείνος. «Άσε κι εμένα λίγο!» είπε τραβώντας τη μητέρα μου. Μ ε φίλησε στα μάγουλα. Μ ου άρεσε πάρα πολύ η υποδοχή. Ήταν κάτι που είχα ανάγκη. Ένα νησί στοργής στο κέντρο ενός κόσμου γεμάτου κακία. Εκείνο το βράδυ το περάσαμε κουβεντιάζοντας και τρώγοντας μοσχομυρωδάτα μανταρίνια που είχαμε κόψει προ ολίγου απ’ τη μανταρινιά του κήπου. Τους διηγήθηκα όλα όσα ήταν δυνατό να διηγηθεί κανείς. Ήξερα ότι μου είχαν εμπιστοσύνη. Και ένιωθα ευγνωμοσύνη που δεν μου ζήτησαν καμιά απολογία, ούτε μου είπαν ότι “έγιναν ρεζίλι στους γείτονες”. Στην Τουρκία οι περισσότερες οικογένειες δραματοποιούν

τέτοιες καταστάσεις και καταδικάζουν τα κορίτσια δίχως να κάνουν τον κόπο να εξετάσουν αν είναι ένοχα ή όχι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στις ανατολικές περιοχές είναι διαδεδομένο φαινόμενο η θανάτωση του κοριτσιού κατόπιν οικογενειακού συμβουλίου. Αν ήμασταν τέτοια οικογένεια, είτε θα μου έδιναν σχοινί να κρεμαστώ, είτε θα μ’ έριχναν στις ρόδες ενός κινούμενου τρακτέρ δίνοντας την εικόνα αυτοκτονίας, είτε θα μ’ έθαβαν στο χωράφι λίγο πιο πέρα. Στα εφημερίδες είχα διαβάσει περιπτώσεις που έθαψαν ζωντανά τα κορίτσια. Να, λοιπόν! Αυτή ήταν η Τουρκία: η χώρα των αντιφάσεων. Μ πορούσε κανείς να βρει τα πάντα, από τον πιο αβανγκάρντ τρόπο ζωής μέχρι το φεουδαρχικό σύστημα. Καμία προδιαγραφή δεν ήταν σταθερή. Μ ερικές φορές είχα την εντύπωση ότι ζούσα στη Νέα Υόρκη κι άλλες στο Κανταχάρ. Ευτυχώς, στο ζήτημα των γονέων υπήρξα τυχερή. Την επομένη κάναμε πρωινό με ντόπια προϊόντα: Γλυκό κουταλιού από νεράντζι και από μανταρίνι, τυρί, ελιές. Έπειτα βγήκαμε έξω. Μ πήκαμε στο παλιό Όπελ του πατέρα. Πήγαμε στη λαϊκή αγορά του Γιαλίκαβακ. Ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος. Μ ετά την παγωνιά του Μ παντ Άρολσεν, μου φαινόταν απίστευτος τούτος ο καιρός. Στις άκρες του δρόμου είχαν φυτρώσει σπάρτα και δενδρύλλια αλόης. Αυτή την εποχή παντού επικρατούσε το πράσινο, ενώ το καλοκαίρι ο καυτός ήλιος κιτρίνιζε τα πάντα. Γνώριζα ότι η μεγαλύτερη διασκέδαση των μόνιμων κατοίκων της χερσονήσου του Μ πόντρουμ ήταν η λαϊκή αγορά. Κάθε μέρα έστηναν κάπου λαϊκή αγορά με φρούτα, λαχανικά, υφάσματα και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Σε κάποιο τμήμα της λαϊκής υπήρχαν εξαιρετικής ποιότητος χειροποίητα υφάσματα από το Μ πούλνταν και υφαντά από το Μ ίλας. Πολλοί Αμερικανοί διακοσμητές εσωτερικού χώρου τα αγόραζαν από δω πάμφθηνα

και τα πουλούσαν στη Νέα Υόρκη πανάκριβα. Τα τελευταία χρόνια είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή πολλοί Βρετανοί. Οι μισοί πελάτες στη λαϊκή ήταν ξένοι. Όταν τελειώσαμε τα ψώνια μας, πήγαμε στο καφέ με την πέργκολα που αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου. Μ όλις είχαμε παραγγείλει τσάι και σβίγκους για τους τρεις μας, χτύπησε το κινητό μου. Τηλεφωνούσαν απ’ τη γραμματεία του πανεπιστημίου. Είχε φτάσει απ’ την Αμερική ένα δέμα στο όνομά μου και ρωτούσαν τι ήθελα να κάνουν. Έδωσα τη διεύθυνση των γονιών μου. Μ ετά είπα στη μητέρα μου ότι θα πάω μια μικρή βόλτα κι απομακρύνθηκα απ’ το τραπέζι. Πιέζοντας λίγο τον εαυτό μου, τηλεφώνησα στον Αχμέτ. «Πώς είναι ο Κερέμ;» ρώτησα. «Καλά» είπε. «Αλλά είναι πολύ δύσκολο για μένα». «Δεν ρώτησα τι κάνεις εσύ, αλλά ο γιος μου» απάντησα κοφτά. «Καλά, καλά». «Πηγαίνει κανονικά στο σχολείο;» «Ναι. Επειδή δεν τακτοποιήσαμε ακόμη το θέμα του σχολικού, τον πηγαίνω εγώ». “Καλά να πάθεις! Να μάθεις επιτέλους τι σημαίνει ευθύνη” σκέφτηκα. «Θα ξαναπάρω το βράδυ να μιλήσω με τον Κερέμ» είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Η σχέση μας είχε τη χαριτωμένη ένταση που έχουν μεταξύ τους οι σκύλοι με τις γάτες. Όσο έδειχνα τα δόντια σαν σκύλος, εκείνος έψαχνε τρύπα να κρυφτεί. Μ ου άρεσε αυτό το παιχνίδι. Αφού τεντώθηκα κάτω απ’ τον ζεστό ήλιο, προχώρησα προς την αγορά με τα ρούχα. Αγόρασα τέσσερα φανελάκια, ένα τζιν κι ένα κοντό παντελόνι. Όλα απομίμηση μεγάλων εταιρειών. Στην

Ευρώπη δεν θα αγόραζα ούτε ένα φανελάκι με τα χρήματα που συνολικά πλήρωσα. Μ ετά επέστρεψα στο καφέ. Τότε η μητέρα μου μου είπε την κακή είδηση. «Τι ωραία σύμπτωση, κόρη μου! Σύντομα θα συναντηθεί όλη η οικογένεια». «Τι τρέχει, μητέρα;» «Αύριο έρχεται ο αδελφός σου με την οικογένειά του. Θα μείνουν μαζί μας το Σαββατοκύριακο». «Πού θα μείνουν; Σε σας;» «Όχι, καλέ. Πότε έμειναν σε μας για να μείνουν τώρα; Στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις θα μείνουν». Σε μία από τις καλύτερες παραλίες του Μ πόντρουμ υπήρχε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων που ανήκε στον στρατό. Το κτίριο, το εστιατόριο, η ακτή ήταν πρώτης τάξεως. Θα έμεναν εκεί. Δεν μου είχε αρέσει καθόλου αυτή η προοπτική, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Το απόγευμα κοιμήθηκα παρέα με το μελτέμι που λίκνιζε ελαφρά την κουρτίνα. Ο μοναδικός ήχος που διέκοπτε την απόλυτη ησυχία ήταν αυτός του φλοίσβου. Θα κοιμόμουν ακόμη περισσότερο αν δεν με ξυπνούσε η μητέρα μου. Ένιωθα πως έδιωχνα από επάνω μου την κούραση μιας ζωής. Όμως η μητέρα, που πίστευε ότι θα ήταν μεγάλο λάθος να χάσω το τσάι στο λεπτό φλιτζάνι με το κουλούρι και το τυρί, με ξύπνησε. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι, διαμαρτυρήθηκα: «Θα παχύνω!». «Μ ην ανησυχείς» είπε η μητέρα μου. «Αύριο θα κάνεις περίπατο· είσαι νέα, δεν θα πάθεις τίποτα». Διερωτήθηκα πόσες, άραγε, μητέρες σ’ αυτήν τη χώρα να έλεγαν την ίδια πρόταση στις κόρες τους. Ήθελα να μιλήσουμε με τη μητέρα μου για τη δική της, αλλά

έπρεπε να είμαστε μόνες. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, όταν ήμουν με τον πατέρα μου μ’ έπιανε μια δειλία. Διότι γνωρίζαμε καλά πως ο πατέρας δεν ήθελε να μιλάει για τη μητέρα του και για το παρελθόν του γενικότερα. Είχε κλείσει το τετράδιο του πόνου και δεν επιθυμούσε να το ξανανοίξει. Οι συμφωνίες σιωπής εντός των οικογενειών εμπόδιζαν να μεταφερθούν οι οδύνες του παρελθόντος στις επόμενες γενιές. Ήμασταν σαν τα μικρά παιδιά που τους απαγόρευαν να παίξουν στη γεμάτη φίδια και σκορπιούς πίσω αυλή. Τα βάσανα της πρόσφατης ιστορίας μας ήταν η επικίνδυνη πίσω αυλή. Την ευκαιρία να μιλήσω με τη μητέρα μου τη βρήκα το βράδυ, όταν ο πατέρας πήγε να κοιμηθεί. Καθόμασταν στο μπαλκόνι. Επειδή το βράδυ δρόσιζε, είχαμε ρίξει στην πλάτη μας από μία ζακέτα. Η σελήνη είχε μεγαλώσει κι άλλο· στη θάλασσα οι ακτίνες της είχαν σχηματίσει έναν δρόμο από ασήμι. Τα σκάφη που πρόβαλλαν κατά διαστήματα μέσα απ’ το σκοτάδι και διέσχιζαν τον ασημένιο δρόμο έμοιαζαν με φαντάσματα του Ποσειδώνα. «Μ ητέρα» είπα κάποια στιγμή. «Πώς έλεγαν τη γιαγιά;» «Α!» έκανε. «Αϊσέ, δεν το θυμάσαι;» «Όχι. Εγώ ρωτώ το πραγματικό της όνομα». Κοντοστάθηκε. Για λίγο έμεινε σιωπηλή. «Έμαθα για το Γαλάζιο Σύνταγμα, για τα όσα υπέστη η γιαγιά, για τα σφραγισμένα με δοκάρια βαγόνια, για τη λίμνη Κιζίλτσακτσακ, για τα πάντα. Γιατί δεν μου τα είπατε νωρίτερα, μητέρα;» «Από ποιον τα έμαθες όλα αυτά;» ρώτησε αρκετά χαμηλόφωνα. «Από τον αδελφό μου». «Δεν έπρεπε». «Γιατί;» «Δεν ωφελεί κανέναν να ζει ξανά και ξανά εκείνα τα θλιβερά

γεγονότα». «Ίσως η γιαγιά κι ο παππούς Αλή να ήθελαν τα εγγόνια τους να ξέρουν την ιστορία τους». «Όχι, δεν θα ήθελαν» είπε. Ωστόσο η φωνή της δεν είχε τον τόνο της αντίρρησης, της διαφωνίας. Περισσότερο σαν να ντρεπόταν μου φάνηκε. «Από πού το συμπεραίνεις, μητέρα;» «Αν ήθελαν, θα τη διηγιόντουσαν. Για δες, ούτε σ’ εμάς δεν την είπαν». «Ούτε σ’ εσάς; Δηλαδή δεν μιλήσατε ποτέ γι’ αυτό το ζήτημα;» «Μ ιλήσαμε μία φορά. Η μακαρίτισσα με κάθισε απέναντί της και μου τα είπε όλα. Μ ’ έβαλε κι έγραψα σ’ ένα χαρτί τα ονόματα των προγόνων μας, των γονιών της που τουφεκίστηκαν και των δύο αδελφών της που ρίχτηκαν στον ποταμό Ντράου. Σώπασε για ένα διάστημα σαν να περίμενε κάποια ερώτηση από εμένα. Μ ετά συνέχισε. «Το όνομα του πατέρα της ήταν Σεγίτ. Της μητέρας της, Αϊσέ. Αυτοί εκτελέστηκαν από τους Ρώσους. Τα αδέρφια της, Ομέρ και Κουρμπάν. Αυτοκτόνησαν πηδώντας στον ποταμό. Αφού έγραψα τα ονόματα, μετά μου είπε: “Να κάνεις μνημόσυνο στους νεκρούς και να δώσεις ελεημοσύνη στους φτωχούς. Όλοι ήταν πολύ καλοί άνθρωποι”. Επειδή δεν ήξερε να γράφει και να διαβάζει, γι’ αυτό μου ζήτησε να γράψω τα ονόματα». «Όλοι ήταν μουσουλμάνοι Τούρκοι, έτσι δεν είναι;» «Ναι» είπε η μητέρα μου. «Μ ητέρα, πώς συνέβη αυτή η θηριωδία; Για ποιον λόγο η τουρκική κυβέρνηση έστειλε στον θάνατο αυτούς τους ανθρώπους;» «Δεν γνωρίζουμε, κόρη μου. Έτσι αποφάσισαν». «Η γιαγιά δεν αγανακτούσε με αυτά που συνέβησαν;»

«Όχι, το έβλεπε μοιρολατρικά. Μ ονάχα την ημέρα που έγραφα τα ονόματα έκλαψε πάρα πολύ. Κάθε φορά που μου ανέφερε το όνομα ενός συγγενή, έκανε μια μικρή προσευχή για την ανάπαυση της ψυχής του». «Ο παππούς;» «Ο πατέρας μου ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτά τα πράγματα. Άλλωστε ήταν γενικά σιωπηλός. Κάπνιζε διαρκώς. Η μητέρα μού είπε ότι στον πόλεμο είδε τέτοια αγριότητα που βογκούσε στον ύπνο του». «Ήταν απίστευτο αυτό που έκανε: Πήδηξε στον ποταμό κι έσωσε τη γιαγιά». «Πράγματι». Πρώτη φορά χαμογέλασε από τη στιγμή που αρχίσαμε να συζητάμε αυτό το θέμα. «Και τι δεν κάνει ο έρωτας! Αγαπούσε τόσο πολύ τη μητέρα μου που, ακόμη και στο κρεβάτι του θανάτου, ήθελε να πεθάνει κοιτάζοντάς την. Της έπιασε το χέρι, ψιθύρισε τρεις φορές το όνομά της και έφυγε απ’ τον κόσμο αυτόν κοιτάζοντάς την». «Ποιο όνομά της; Το πραγματικό;» «Το πραγματικό». «Και ποιο ήταν;» «Δεν μπορείς να το φανταστείς;» «Όχι» είπα. «Γνωρίζεις ότι το όνομά σου το έδωσε η γιαγιά, έτσι δεν είναι;» Ένιωσα ένα σκίρτημα σ’ όλο μου το σώμα. «Μ άγια!» έκανα. Η μητέρα κούνησε το κεφάλι. «Ήθελε το όνομά της να ζήσει τουλάχιστον σ’ εσένα». Αυτό ήταν λοιπόν το όνομα που κανείς δεν τολμούσε να προφέρει: Μ άγια. Κι εγώ από μικρή αναρωτιόμουν πού βρήκαν αυτό το σπάνιο όνομα. Μ ου άρεσε, βέβαια. Ήταν εύηχο, αλλά

σπανιότατο. Επίσης μου άρεσε όταν οι συμμαθητές στο δημοτικό με φώναζαν Μ άγια Μ έλισσα, όπως η ηρωίδα των κινουμένων σχεδίων. Τρεις γυναίκες, τρία ονόματα. Η Μ άγια είχε γίνει Αϊσέ. Η Μ αρί, Σεμαχάτ. Η Νάντια, Καταρίνα. Δεν τους είχαν επιτρέψει να χαρούν τα ονόματά τους. Ωστόσο, η πιο άτυχη ανάμεσά τους ήταν η Νάντια. Η Μ άγια και η Μ αρί τουλάχιστον παντρεύτηκαν με ανθρώπους που τις αγαπούσαν, απέκτησαν παιδιά και εγγόνια και βρήκαν την ευκαιρία να αφηγηθούν την ιστορία τους. Η πιο τυχερή ήταν η μητέρα της μητέρας μου. Έχασε την οικογένειά της κάτω από φοβερές συνθήκες, έζησε με διαφορετικό όνομα, αλλά δεν χρειάστηκε να αλλάξει θρησκεία και εθνότητα. Η ιστορία της δύστυχης Νάντιας είχε καταποντιστεί μαζί με την ίδια στα σκοτεινά νερά της Μ αύρης Θάλασσας. Όμως εγώ θα ανέσυρα την ιστορία της απ’ τον σκοτεινό βυθό και θα τη διηγιόμουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή ήταν η αποστολή μου. Η μητέρα μου, αφού έκλαψε λιγάκι, μετά ηρέμησε. Μ είναμε καθισμένες στο μπαλκόνι δίπλα δίπλα, αμίλητες. Απέναντι, τα φώτα της Κω αναβόσβηναν σαν να μας έκλειναν το μάτι. Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ένα τόσο κοντινό νησί ανήκε σε άλλη χώρα και ότι ήταν αδύνατο να το επισκεφτεί δίχως διαβατήριο. Μ ε το αναρχικό πνεύμα που είχα αναπτύξει τον τελευταίο καιρό, “Αχ, αυτά τα κράτη!” σκέφτηκα. “Τα κράτη που με τα τεχνητά σύνορα χωρίζουν τους ανθρώπους και γίνονται αιτία βασάνων”. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, όχι μόνο γι’ αυτά τα νησιά, αλλά ακόμη και για τις βραχονησίδες του Αιγαίου,

φτάνουν ένα βήμα πριν τον πόλεμο· όμως, ο Εγκέλαδος, όταν χτυπά, δεν δίνει καμία σημασία στα τελωνεία, στα σύνορα, στα διαβατήρια και γκρεμίζει τις δύο πλευρές ταυτόχρονα. Θυμήθηκα κάποιες αράδες του Στέφαν Τσβάιχ που είχα διαβάσει πολλά χρόνια πριν. Η ανακάλυψη των αεροπλάνων είχε πολύ συγκινήσει τη γενιά του Τσβάιχ, η οποία είχε πιστέψει ότι αυτή η ανακάλυψη θα σήμαινε το τέλος των πολέμων. Αφού τα αεροπλάνα πετούσαν στον ουρανό, τα σύνορα δεν θα σήμαιναν τίποτα πλέον. Επομένως, με τον εκμηδενισμό των συνόρων, θα είχαμε ειρήνη. Δυστυχώς, εκείνη η ίδια γενιά είχε σύντομα υποστεί νευρικό κλονισμό όταν είδε τα αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες και να γκρεμίζουν την Ευρώπη. Ο πολιτικός ρεαλισμός εναντίον της αισιοδοξίας της διανόησης. Μ ε σκοπό να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα, ρώτησα τη μητέρα μου: «Μ ητέρα, μήπως ξέρεις την ιστορία με τον αισιόδοξο και τον απαισιόδοξο;». «Όχι». «Ενώ ο απαισιόδοξος οδύρεται λέγοντας “Δεν θα μπορούσε να γίνει χειρότερα”, ο αισιόδοξος απαντά “Μ η χολοσκάς, μπορεί να γίνει και χειρότερα”. Τώρα, για πες μου: Είσαι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη;» «Παράτα με, τρελοκόριτσο!» είπε η μητέρα μου. «Όλο ζαβολιές σκέφτεται το μυαλό σου. Άντε σήκω να πάμε στο κρεβάτι. Δρόσισε αρκετά».

21

ΠΑΡΟΤΙ

ΗΤΑΝ ΧΩΡΟΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ, στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Μ πόντρουμ επικρατούσε η ίδια τάξη, καθαριότητα και οργάνωση που επικρατούσε στο στρατόπεδο της Ιστανμπούλ. Για το μεσημεριανό γεύμα είχαμε καθίσει στο παραλιακό εστιατόριο: Οι γονείς μου, εγώ, ο αδελφός μου ο Νετζντέτ και η νύφη μου η Ογιά. Ο αδελφός μου είχε μία επαγγελματική συνάντηση το Σαββατοκύριακο. «Μ ε την ευκαιρία, πήρα την Ογιά και ήρθα» είπε χαμογελαστός. «Τι όμορφο καιρό που έχετε εδώ!» «Δεν είναι πάντοτε έτσι» απάντησε ο πατέρας μου. «Αλλά, για κάποιον άγνωστο λόγο, εφέτος δεν έκανε χειμώνα». «Μ α τι χειμώνα να κάνει στο Μ πόντρουμ;» πήρε τον λόγο η Ογιά. «Θα βρέξει λιγάκι και, μόλις βγει ο ήλιος, όλοι θα πεταχτούν έξω». Σερβιτόροι με άσπρα σακάκια σερβίριζαν υπέροχα παρουσιασμένα θαλασσινά. Στο φύλλο ενός μαρουλιού είχαν κάνει σχέδια με μαγιονέζα και πάνω είχαν τοποθετήσει γαρίδες. Το πιάτο είχε τόσο ωραία εμφάνιση που δεν μας έκανε καρδιά να το

χαλάσουμε. Αρχίσαμε να γευματίζουμε αγναντεύοντας τη θάλασσα. Το φρούριο του Μ πόντρουμ ήταν με όλη του τη μεγαλοπρέπεια μπροστά στα μάτια μας. Μ ιλήσαμε για τα συνηθισμένα ζητήματα που μιλούν όλες οι οικογένειες. Αποφεύγαμε την πολιτική. Μ ετά το φαγητό ήπιαμε καλοψημένους καφέδες. «Μ άγια, θέλεις να κάνουμε έναν περίπατο;» με ρώτησε ο αδελφός μου. «Εντάξει» είπα και σηκώθηκα. Οι σχέσεις με τον αδελφό μου είχαν πολλές διακυμάνσεις. Μ έχρι κάποια ηλικία, τον αποδεχόμουν σαν δεύτερο πατέρα λόγω της αυταρχικής του εικόνας. Εξάλλου, είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ήταν ογκώδης και σοβαρός. Γι’ αυτό ποτέ δεν είχαμε μια αδελφική σχέση. Δεν μαλώναμε, δεν παίζαμε μαζί, δεν αστειευόμασταν όπως τα κανονικά αδέλφια. Ήταν ένα μέλος της οικογένειας που με βοηθούσε στα μαθήματα, που έδειχνε ότι με αγαπάει, αλλά που απέφευγε να εκδηλώσει φανερά την αγάπη του, που περίμενε από εμένα σεβασμό και σοβαρότητα. Όταν μεγάλωσα, η σχέση μας άρχισε να αλλάζει. Λογομαχούσα μαζί του, έκανα κριτική σε ορισμένες σκέψεις και τοποθετήσεις του απέναντι στη ζωή. Συνειδητοποιούσα ότι τα βιβλία που διάβαζα μου άνοιγαν νέους ορίζοντες, διαπίστωνα πως, απέναντι στη σωματική του ανωτερότητα, εδραίωνα μία διανοητική ανωτερότητα. Αυτή η νέα κατάσταση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον αδελφό μου. Γι’ αυτό δημιουργήθηκε ένταση στις σχέσεις μας. Μ ε τον καιρό, η ένταση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, και στο τέλος επήλθε ρήξη. Άλλωστε, όταν οι άνθρωποι δεν συναντιούνται συχνά, ακόμη κι αν είναι αδέλφια, δυσκολεύει η επικοινωνία λόγω έλλειψης κοινών παραστάσεων.

Αρχίσαμε να βαδίζουμε σαν δύο ξένοι στην παραλία. Η ένταση ήταν έκδηλη. «Οι γονείς μου είναι ενήμεροι;» ρώτησε. «Για ποιο θέμα;» «Γι’ αυτό που συνέβη στο πανεπιστήμιο». «Ναι, είναι». «Τι είπαν;» «Επειδή έχουν εμπιστοσύνη στην κόρη τους, κατάλαβαν ότι πρόκειται περί συκοφαντίας». «Δεν θύμωσαν καθόλου;» «Όχι. Δεν υπήρχε λόγος να θυμώσουν, Νετζντέτ. Φταίω εγώ που με συκοφάντησαν;» «Ξέρουν ότι απολύθηκες από τη δουλειά σου;» «Προς το παρόν, δεν το ξέρουν. Είπα ότι έχω άδεια, αλλά αύριο θα τους το πω». «Αχ, Μ άγια, αχ». «Τι έγινε, Νετζντέτ;» «Σε είχα προειδοποιήσει, σου είχα πει να μείνεις μακριά από τέτοιες υποθέσεις. Θυμάσαι;» «Φυσικά και θυμάμαι». «Μ ε αγνόησες όμως. Συνέχισες να σκαλίζεις τα πράγματα. Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι οι ειδήσεις που γράφτηκαν στις εφημερίδες και η απόλυσή σου αποτελούν μια απλή σύμπτωση». «Δηλαδή; Όλα αυτά μου συνέβησαν επειδή διερεύνησα την υπόθεση του Στρούμα;» «Μ ην έχεις καμία αμφιβολία. Τα γεγονότα έχουν μια ορατή και μια αθέατη όψη. Κανένα κράτος δεν επιτρέπει ενέργειες που στρέφονται εναντίον του». «Στην υπόθεση Στρούμα είναι ένοχα από κοινού τα κράτη της Βρετανίας, της Ρωσίας, της Τουρκίας, της Γερμανίας και της

Ρουμανίας». «Κι αν ακόμη είναι σωστό αυτό που λες, κανένα απ’ αυτά τα κράτη δεν θα σου επιτρέψει να αποκαλύψεις την αλήθεια». «Μ όνο η Γερμανία παραδέχθηκε το λάθος της και ζήτησε συγνώμη. Γι’ αυτό έριξαν όλο το φταίξιμο σ’ αυτήν. Όμως υπάρχουν κι άλλα κράτη που είναι εξίσου ένοχα». «Κοίταξε, Μ άγια. Όπως και να ’χει, είσαι αδελφή μου. Κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου να σε προστατεύσω. Όμως, σε παρακαλώ, μην προχωρήσεις περαιτέρω. Μ ην τα βάζεις με το κράτος· κανείς δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα αντιμέτωπος μ’ ένα κράτος». «Δεν υπάρχει κάτι απτό που να λέγεται κράτος. Υπάρχουν μόνο κάποιοι τσοπάνηδες στην κορφή που νομίζουν ότι το κράτος είναι οι ίδιοι και που αποφασίζουν για τις ζωές των άλλων». «Σώπασε, Μ άγια. Αυτές είναι άκρως επικίνδυνες, αναρχικές ιδέες. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την εξουσία του κράτους. Έχεις δει καμιά χώρα δίχως κράτος; Από την πιο πρωτόγονη φυλή μέχρι την πιο εξελιγμένη χώρα, όλοι χρειάζονται έναν τσοπάνο να τους οδηγεί». «Ωστόσο, κι εγώ έχω το δικαίωμα να μη δέχομαι αυτή την άποψη». «Αυτές είναι ξεπερασμένες, πρωτόγονες ιδέες διανοητών όπως ο Κροπότκιν και ο Μ πακούνιν. Όλες είναι ουτοπικές. Κοίταξε αυτό το παραθεριστικό κέντρο. Παρατήρησε να δεις πώς λειτουργούν όλα σαν ρολόι. Αυτό οφείλεται σ’ ένα πράγμα μονάχα: Στην εξουσία. Φαντάζεσαι, νομίζω, τι θα γίνει εάν καταργήσεις την ιεραρχία και την υπακοή, εάν τους αφήσεις όλους ελεύθερους». «Δεν καταδικάζω συνολικά την πειθαρχία» είπα διακόπτοντάς τον. «Η κοινωνία χρειάζεται και πειθαρχία. Όμως η ζημιά από μια

πειθαρχία που εξασφαλίζεται με τη μαγκούρα του τσοπάνου είναι μεγαλύτερη από το όφελος. Γιατί να είναι προϋπόθεση το να ορίζεις ιεραρχία, το να ασκείς καταπίεση; Πού είναι οι έννοιες συνεννόηση, συλλογική οργάνωση;» «Έχεις παρασυρθεί από πολύ επικίνδυνες ιδέες. Τα τελευταία ραπίσματα που δέχθηκες δεν σε συνέτισαν. Εκείνος ο Εβραίος κομμουνιστής σού κόλλησε αυτές τις ιδέες;» «Ποιος είναι ο Εβραίος κομμουνιστής;» «Ο Βάγκνερ». Έβαλα τα γέλια. «Γιατί γελάς;» «Ο άνθρωπος ούτε Εβραίος είναι ούτε κομμουνιστής. Αν ο φάκελος που είχες πάνω στο γραφείο σου περιείχε τόσο λανθασμένες πληροφορίες, την έχουμε πατήσει πολύ άσχημα ως χώρα». «Το ξέρω ότι δεν είναι Εβραίος· το είπα απλώς εν τη ρύμη του λόγου. Οι περισσότεροι από εκείνους τους καθηγητές ήταν Εβραίοι». «Η γυναίκα του ήταν Εβραία. Πού είναι το κακό;» «Εσύ δεν ξέρεις, φυσικά, τι κινδύνους κρύβει το Ισραήλ για μας, τις σχέσεις του με τους Κούρδους του βόρειου Ιράκ. Δεν έχεις ιδέα περί σιωνισμού, περί διεθνών στρατηγικών υπολογισμών». «Κοίτα, Νετζντέτ. Στην πραγματικότητα, εσύ δεν έχεις ιδέα για μερικά πράγματα. Ο Βάγκνερ δεν ήταν Εβραίος ούτε κομμουνιστής. Ήταν μόνο αντίθετος στον χιτλερικό φασισμό. Η δε γυναίκα του δεν ήταν καθόλου σιωνίστρια. Εξάλλου πέθανε προτού καν ιδρυθεί το εβραϊκό κράτος. Εάν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τους Εβραίους από το κράτος του Ισραήλ και τον σιωνισμό απ’ την εβραϊκή θρησκεία, σημαίνει ότι τόσα χρόνια σάς

έμαθαν λάθος πράγματα». Μ ήπως είχα ξεπεράσει το όριο; Η φλέβα στον κρόταφό του είχε γίνει ορατή. Παρότι την πρόσεξα, συνέχισα. «Νετζντέτ, η γιαγιά μας ήταν Εβραία;» «Όχι, τι σχέση έχει αυτό;» «Ήταν κομμουνίστρια;» «Όχι». «Ήταν μία μουσουλμάνα γυναίκα της Τουρκίας, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Εγώ σου το είχα πει». «Σωστά και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Η ερώτησή μου είναι η εξής: Η τουρκική κυβέρνηση οδήγησε στον θάνατο αυτούς τους ανθρώπους. Έκλεισε τα αυτιά της στους κλαυθμούς και οδυρμούς των δύστυχων τους οποίους είχαν στριμώξει στα σφραγισμένα βαγόνια. Παρακολούθησε απαθής τις αυτοκτονίες τους και την εκτέλεσή τους στα σύνορα. Γιατί έκανε αυτή την απανθρωπιά στους δικούς της ανθρώπους, σε ανθρώπους που κυλούσε τουρκικό αίμα στις φλέβες τους; Μ πορείς να μου το εξηγήσεις;» Μ ουρμούρισε μερικές κοινοτοπίες όπως «Οι συνθήκες εκείνης της περιόδου…», αλλά ο κλονισμός του ήταν έκδηλος. Η μητέρα, ο πατέρας, η Ογιά, καθισμένοι στο τραπέζι έτρωγαν το φρούτο τους. Ήταν σαν να ’βλεπα μια εικόνα ευτυχίας. Κατά διαστήματα γύριζαν το κεφάλι και μας κοίταζαν. Μ άλλον θα νόμιζαν ότι τα δύο αδέλφια χαίρονταν που ήταν μαζί ύστερα από τόσο καιρό. Θα έβλεπαν τον ψηλό, μεγαλόσωμο άντρα που, παρότι ντυμένος σπορ, είχε πολύ σοβαρή εμφάνιση και τη γυναίκα που έφτανε έως τους ώμους του, ντυμένη προσεγμένα μεν, αλλά λίγο ατημέλητη γι’ αυτόν τον χώρο όπου έδιναν μεγάλη βαρύτητα στην τήρηση των τύπων. Και σίγουρα θα έρχονταν καλές σκέψεις στο μυαλό τους όταν έβλεπαν τα δύο αδέλφια να κουβεντιάζουν. «Δεν υπάρχει λόγος να μου δώσεις κάποια εξήγηση» είπα.

«Μ ακάρι να μπορούσες να εξηγήσεις στη γιαγιά, στους γονείς και στα αδέλφια της γιατί έπρεπε να πεθάνουν. Αυτό θα είχε περισσότερο νόημα. Ευτυχώς που ο γεμάτος ανθρωπιά παππούς Αλή έσωσε τη γιαγιά. Αλλιώς, δεν θα υπήρχαμε ούτε εσύ ούτε εγώ. Kι ο παππούς ανήκε στον στρατό. Δεν ήταν βέβαια αξιωματικός, ένας απλός στρατιώτης ήταν. Ωστόσο, να με συμπαθάς, εγώ είμαι υπερήφανη για εκείνον και όχι για τον ανώτερο αξιωματικό τον αδελφό μου». «Να απλώνεις το πόδι σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά σου» είπε σε τόνο ανθρώπου που ήθελε να έχει την τελευταία κουβέντα. «Αν δεν σε είχα προφυλάξει, ποιος ξέρει τι άλλο θα σου είχε συμβεί. Όμως μπορεί να φτάσεις σε τέτοιο σημείο που ούτε εγώ να μπορώ να σε σώσω. Να είσαι προσεκτική». «Έχω μία ιδέα, την οποία πρόκειται να γράψω. Θα ήθελα να μου πεις τη γνώμη σου, Νετζντέτ, ως στρατιωτικός». «Σ’ ακούω» είπε με απότομο ύφος. «Ας υποθέσουμε ότι ο ηγέτης που πρέπει να πάρει απόφαση για τη διεξαγωγή ενός πολέμου είναι υποχρεωμένος απ’ τους κανόνες να σκοτώσει προηγουμένως με τα χέρια του ένα μικρό παιδί. Ούτως ή άλλως, με την υπογραφή του θα πεθάνουν χιλιάδες παιδιά. Θα πρέπει όμως πρώτα να πάρει ο ίδιος την ψυχή ενός παιδιού. Δεν θα ήταν καλή ιδέα; Διότι εκείνος, στο άνετο γραφείο του, βάζει μια υπογραφή και συνεχίζει να ζει δίχως να δει ούτε μια στάλα αίμα. Όμως με τους βομβαρδισμούς πεθαίνουν εκατοντάδες χιλιάδες γυναικόπαιδα. Ο πρόεδρος δεν φταίει, ο πιλότος που εκτελεί εντολές δεν φταίει, τότε ποιος φταίει; Όλους αυτούς τους ανθρώπους τούς σκοτώνει ένα κουμπί;» Ο αδελφός μου δεν άντεξε. Απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα. Ο μεγαλόσωμος αξιωματικός, ακόμη και με σπορ ντύσιμο, ήταν

πολύ επιβλητικός. Δεν ήμουν σίγουρη αν στενοχωρήθηκα που απομακρύνθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο. Μ ου φαίνεται πως είχα μιλήσει πολύ σκληρά. Ιδιαίτερα αναφορικά με τις λανθασμένες γνώσεις του. Όμως δεν άντεχα να ακούω τα όσα είπε για τον Μ αξ. Αν μετέφερα στον Μ αξ αυτό το επεισόδιο, θα του έδινα ένα νέο δείγμα της ανατολίτικης “σοφίας”. Χαμογέλασα καθώς θυμήθηκα μια σχετική ιστοριούλα. Μ ια μέρα ένα αγράμματος χότζας ρώτησε τους πιστούς για τον Ιωσήφ: «Ποιος ήταν εκείνος ο άγιος τον οποίο οι αδελφές του έριξαν στη λίμνη κι έτρεξε η μάνα του να τον σώσει;». Ένας σοφός άνθρωπος ανάμεσα στο πλήθος τού έδωσε την απάντηση: «Ποιο λάθος σου να διορθώσω πρώτα, χότζα μου; Πρώτα απ’ όλα, δεν ήταν άγιος, αλλά προφήτης· δεν ήταν οι αδελφές του, αλλά οι αδελφοί του· δεν τον έριξαν στη λίμνη, αλλά στο πηγάδι· δεν τον έσωσε η μάνα του, αλλά τα μέλη ενός καραβανιού». Όταν γυρίζαμε σπίτι, η μητέρα μού είπε χαμογελαστή: «Κουβεντιάζατε γλυκά γλυκά με τον αδελφό σου». «Ναι, μητέρα. Είχαμε καιρό να τα πούμε, βλέπεις». «Εύχομαι σύντομα να τον δούμε στρατηγό». «Ναι, πράγματι. Θα ’ναι πολύ ωραία. Στρατηγός Νετζντέτ, ωραίο ακούγεται». Εκείνην τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Απ’ το ταχυδρομείο με πληροφορούσαν ότι είχε φτάσει ένα δέμα στο όνομά μου. Παρακάλεσα τον πατέρα να με πάει στο ταχυδρομείο. Κινηθήκαμε ανάμεσα από τα στενά δρομάκια που επέτρεπαν να περάσει μόνο ένα μικρό αυτοκίνητο και φτάσαμε στο ταχυδρομείο. Καθώς επιστρέφαμε, έσκισα το πλαστικό περιτύλιγμα. Από μέσα

εμφανίστηκε ένα γερό κουτί από χαρτόνι. Άνοιξα το κουτί κι είδα μέσα του ένα βιβλίο. Το έβγαλα και το κράτησα στα χέρια μου. Mimesis: The representation of Reality in Western Literature Μ ια κάρτα ήταν πιασμένη στο εξώφυλλο με συνδετήρα. Με αγάπη, Μαξ Αμέσως συνειδητοποίησα πόσο τον είχα επιθυμήσει.

22

ΕΚΕΙΝΟ

ΤΟ ΒΡΑΔΥ πήγαμε με τους γονείς μου σε μια ψαροταβέρνα στο Γκιουμουσλούκ. Ο Νετζντέτ με τη σύζυγό του θα συμμετείχαν σ’ ένα επίσημο δείπνο. Αυτό μ’ έκανε να χαρώ ιδιαιτέρως. Δεν θα άντεχα μια νέα συνάντηση με τον αδελφό μου. Είχαμε πολλές τριβές στο παρελθόν, αλλά καμία δεν ήταν τόσο έντονη όσο η τελευταία. Δεν νομίζω πως θα θέλαμε να συναντηθούμε ξανά στο μέλλον. Εξάλλου, ήμουν σίγουρη πως κι εκείνος θα ήθελε να ξεχάσει ότι έχει μια αδελφή σαν εμένα. Για να απολαύσω την όμορφη βραδιά με τους γονείς μου, προσπαθούσα να βγάλω απ’ το μυαλό μου το ζήτημα του Νετζντέτ. Όταν φτάσαμε στο Γκιουμουσλούκ, ο ήλιος ήταν έτοιμος να δύσει. Οι παραλιακές ταβέρνες έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες για να υποδεχθούν τους πελάτες. Οι σερβιτόροι έπαιρναν θέση για να αρχίσουν να προσκαλούν τους περαστικούς. Σε ειδικά διαμορφωμένους πάγκους παρουσίαζαν φρέσκα ψάρια, όπως λαβράκια, λιθρίνια και γλώσσες που ήταν πολύ νόστιμες αυτή την εποχή. Επειδή το βράδυ δρόσιζε αρκετά, οι εστιάτορες

είχαν τοποθετήσει τζαμαρίες που έκοβαν το κρύο, αλλά όχι και τη θέα, καθώς και σόμπες. Η θέα της δύσης ήταν εξαιρετική. Μ ε δυσκολία συγκρατιόμουν να μην πηδήξω σ’ ένα σκάφος και να ανοιχτώ στη θάλασσα. Έξω απ’ το λιμάνι του Γκιουμουσλούκ το πλησιέστερο νησί ήταν η Κάλυμνος, δίπλα της η χαριτωμένη Λέρος και πιο πέρα η Πάτμος, όπου είχε γραφτεί η Αποκάλυψη. Ένα καλοκαίρι είχαμε επισκεφτεί τα ελληνικά νησιά. Θυμάμαι την υπέροχη ταβέρνα του Τάκη στη Λέρο, τους αχινούς στη Μ ήλο, το σπήλαιο της Πάτμου όπου γράφτηκαν τα ιερά κείμενα. Όμως οι αναμνήσεις απ’ τα νησιά δεν ήταν όλες ευχάριστες. Κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, είχαν στηθεί στα νησιά στρατόπεδα όπου είχαν βασανιστεί μεταξύ άλλων ο Ρίτσος κι ο Θεοδωράκης. Όπου κι αν πήγαινε κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο, συναντούσε την ομορφιά της φύσης και την αγριότητα του ανθρώπου. Μ άλλον είχε δίκιο ο Άρθουρ Κέσλερ που στο βιβλίο του Ιανός υποστήριζε ότι η ανθρώπινη εξέλιξη κάπου είχε σκαλώσει. Καμία μητέρα όταν γεννούσε το παιδί της δεν σκεφτόταν ότι το πλάσμα που έφερε στον κόσμο θα μπορούσε να δολοφονηθεί από κάποιον. Ο κάθε άνθρωπος πιστεύει ότι θα γεράσει και θα έχει έναν φυσικό θάνατο, ωστόσο εκατομμύρια άνθρωποι δολοφονούνται. Μ όνο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο είχαν χάσει τη ζωή τους πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι. Και μάλιστα στην πιο πολιτισμένη περιοχή του κόσμου, εκεί όπου είχαν διαπρέψει ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Μ πετόβεν, ο Δάντης και ο Θερβάντες. «Φαίνεσαι αφηρημένη, κόρη μου» είπε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου, η μητέρα. «Σκέφτεσαι τον Κερέμ;» «Ναι, μητέρα» είπα. «Τι να κάνει άραγε; Ας του τηλεφωνήσω

μια στιγμή να δω πώς είναι». Δεν ήθελα να πω στη μητέρα μου ότι μου είχε κολλήσει ο ιός κάποιας ψευδο-φιλοσοφικής τάσης και σκεφτόμουν διαρκώς, υπερβαίνοντας τα όριά μου, για το μέλλον της ανθρωπότητας. Πάντως ήταν γεγονός ότι έπρεπε να τηλεφωνήσω στον Κερέμ. Σηκώθηκα και στάθηκα λίγο πιο μακριά απ’ το τραπέζι. Κάλεσα τον Αχμέτ και του ζήτησα τον Κερέμ. Όταν τον άκουσα στη γραμμή, ρώτησα πώς ήταν τα κέφια του. Τον πληροφόρησα ότι ήμουν στο Μ πόντρουμ με τους γονείς μου και ότι σε τρεις μήνες θα ήταν κι εκείνος εδώ. Συμπλήρωσα ότι θα κάνουμε μαζί κανό, καθώς και πόσο πολύ τον πεθύμησα. Μ ετά έκανα τις συνήθεις ερωτήσεις που κάνει μια μάνα στον γιο της: αν ο πατέρας του τον φροντίζει, αν ο καιρός είναι καλός, αν ντύνεται καλά και αν πηγαίνει καλά στα μαθήματά του. Σε όλες μού απάντησε μονολεκτικά. Ήμασταν έτοιμοι να κλείσουμε όταν μου είπε: «Οι φίλοι στο σχολείο μιλούν για σένα». Πάγωσα. «Τι λένε;» «Η μητέρα σου χωρίζει απ’ τον πατέρα σου;» «Κι εσύ τι τους λες;» «Είναι ήδη χωρισμένοι, τους λέω. Τότε ρωτούν αν η μητέρα μου αγαπά έναν άντρα που θα μπορούσε να είναι παππούς της». «Και;» «Φυσικά, λέω όχι. Εκείνος ο άνθρωπος είναι μεγάλος κατάσκοπος, λέω, και η μητέρα μου τον παρακολουθεί. Μ ετά τους δείχνω τη σιδερογροθιά και το σπρέι. Τους εξηγώ την ιστορία με τους κατασκόπους που πλάκωσαν στο σπίτι μας. Τους φεύγει το καφάσι. Νιώθω τέλεια!» «Θαυμάσια, συνέταιρε!» του είπα. «Είσαι και ο πρώτος! Η

αλήθεια είναι πως δεν τολμά το κάθε παλικάρι να ρωτήσει στην ψύχρα “Είστε ο μεγαλύτερος κατάσκοπος;”. Μ πράβο, γιε μου. Σ’ αγαπώ πολύ και θέλω να σε δω σύντομα». Σχεδόν δάκρυσα απ’ την ευτυχία όταν κατάλαβα απ’ τη φωνή του και τον τρόπο που μιλούσε ότι ήταν πολύ κεφάτος. Τι περίεργο πράγμα ήταν η ζωή. Το ρεζίλεμα που έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου έκανε ευτυχισμένο τον γιο μου και βελτίωνε τις σχέσεις μου μ’ αυτόν. Το ίδιο όπως με την οικογένεια Όβιτζ, που σώθηκε επειδή τα μέλη της ήταν νάνοι. Επέστρεψα πολύ ευτυχισμένη στο τραπέζι με τους γονείς μου. Οι γλώσσες που μας σερβίρισαν ήταν απίστευτα νόστιμες. Αφού ο γιος μου περνούσε καλά, θα μπορούσα ένα διάστημα να μείνω εδώ, ώστε να ξεκινήσω τη μετάφραση του Μίμησις. «Θα σας πω κάτι σημαντικό» είπα στρεφόμενη στους γονείς μου. «Απολύθηκα από τη δουλειά στο πανεπιστήμιο». Οι γονείς μου με κοίταξαν άναυδοι. «Όπως μπορείτε να μαντέψετε, εξαιτίας της μηχανορραφίας που έστησαν σε βάρος μου, έχασα και τη δουλειά μου». «Μ η στενοχωριέσαι, κόρη μου» είπε ο πατέρας, «θα βρεις μια άλλη δουλειά, δεν χάθηκε ο κόσμος». «Και μη βιαστείς να πάρεις αποφάσεις» συμπλήρωσε η μητέρα μου. «Μ είνε λιγάκι εδώ, ξεκουράσου, συγκεντρώσου. Έτσι κι αλλιώς, ο Κερέμ περνάει ωραία δίπλα στον πατέρα του». «Κι εγώ έτσι σκέφτομαι» είπα. «Σχεδιάζω να μεταφράσω ένα βιβλίο». «Θαυμάσια» είπε ο πατέρας μου. «Η μετάφραση είναι κάτι που έχει διάρκεια στον χρόνο. Εμπρός, ας τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας!» Σηκώσαμε τα γεμάτα παγωμένο ούζο ποτήρια μας για το καλό της μετάφρασης του βιβλίου.

Όπως σας είπα πιο πριν, όσον αφορά τους γονείς μου, ήμουν πολύ τυχερή και προνομιούχα. Και όταν τους είχα πληροφορήσει για την απόφασή μου να χωρίσω απ’ τον Αχμέτ, όχι μόνον έδειξαν κατανόηση, αλλά με υποστήριξαν κιόλας. Μ άντευα ότι είχαν μεγάλη περιέργεια για τον καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ που έγινε αιτία για όλα αυτά, αλλά από διακριτικότητα απέφευγαν να ρωτήσουν. Ως απάντηση στην ευγενική στάση τους, άρχισα από μόνη μου να τους αφηγούμαι την υπόθεση. Τους διηγήθηκα με λεπτομέρειες τον έρωτα του Μ αξ και της Νάντιας, τον γάμο τους, την καταστροφή της ζωής τους, το πλοίο Στρούμα. Όταν στο τέλος τούς πληροφόρησα ότι ο Μ αξ έπασχε από καρκίνο του παγκρέατος και ότι είχε μονάχα έξι μήνες ζωής, η μητέρα μου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Όταν τελείωσε η αφήγηση, για μεγάλο διάστημα μείναμε σιωπηλοί. Και οι τρεις είχαμε βυθιστεί στις σκέψεις. Διερωτήθηκα μήπως οι γονείς μου σκέφτονταν τα όσα είχαν υποφέρει οι δικοί τους. Η φοβερή κατάρα του πολέμου, ακόμη και ύστερα από πάνω από μισό αιώνα, ερχόταν να ρίξει τη σκιά της στο τραπέζι μας. Την επομένη ξεκίνησα τη μετάφραση του Μίμησις. Ωστόσο μόνο δύο ημέρες κατάφερα να δουλέψω. Την τρίτη μέρα χρειάστηκε να επιστρέψω στην Ιστανμπούλ άρον άρον. Πλέον πλησιάζω προς το τέλος της αφήγησης. Έπειτα από μερικές ακόμη αντιγραφές και επικολλήσεις, έπειτα από κάποιες διορθώσεις εδώ κι εκεί, όλα θα έχουν τελειώσει. Εξάλλου, μόλις το αεροσκάφος ξεκινήσει τη διαδικασία προσγείωσης, θα ζητήσουν να κλείσω τον υπολογιστή. Πρέπει να τελειώσω προτού συμβεί αυτό. Στο εσωτερικό του αεροσκάφος διακρίνω κάποια κινητικότητα. Όσοι επιβάτες κοιμήθηκαν τη νύχτα κι έφαγαν το πρωινό τους,

κινούνται τώρα ακμαίοι πέρα δώθε. Τα μάτια τους ακτινοβολούν ζωντάνια. Τα δικά μου μάλλον θα είναι κατακόκκινα. Όλοι φαίνονται ανυπόμονοι, διότι στην οθόνη με τον χάρτη βλέπουν ότι έχουμε διασχίσει πια τον ωκεανό και ότι τώρα πετάμε πάνω απ’ την αμερικανική ήπειρο. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά, όταν το αεροσκάφος πετά πάνω από ξηρά, οι επιβάτες νιώθουν πιο άνετα. Οι αεροσυνοδοί μοίρασαν δύο έντυπα που έπρεπε να συμπληρώσουμε για την είσοδο στις ΗΠΑ . Όμως εγώ είχα ήδη δώσει όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για βίζα στο αμερικανικό προξενείο. Άρα τις ίδιες πληροφορίες έπρεπε να τις δώσω ξανά. Ρυθμίζω το ρολόι μου στην τοπική ώρα με βάση την αναγγελία που κάνει ο πιλότος. Σας είχα πληροφορήσει ότι, τρεις μέρες αφότου άρχισα τη μετάφραση του Μίμησις, επέστρεψα στην Ιστανμπούλ. Τώρα να σας εξηγήσω γιατί επέστρεψα. Καθισμένη μπροστά απ’ το τραπέζι εκείνη την ημέρα μετέφραζα στο μπαλκόνι του διαμερίσματος. Δίπλα μου είχα μια κούπα με τσάι. Είχα μπροστά μου το Μίμησις, ήμουν ακόμη στην αρχή του τόμου. Για να εμποδίσω το αεράκι να γυρίζει τις σελίδες, έβαλα πάνω στο ανοιχτό βιβλίο ένα πανέμορφο βότσαλο, πράσινο με γαλάζιες κηλίδες. Έγραφα κατευθείαν στον φορητό υπολογιστή. Σ’ ένα διάλειμμα συνδέθηκα στο διαδίκτυο και διάβασα μερικές πληροφορίες σχετικές με το Μ πόντρουμ, την αρχαία πόλη της Αλικαρνασσού. Ο Μ έγας Αλέξανδρος, αφού την κυρίευσε, ξαναέδωσε τη διοίκησή της στη βασίλισσα της Αλικαρνασσού, την Άδα. Η αρχαία πόλη ήταν γνωστή και για το περίφημο ταφικό μνημείο του Μ αυσώλου, απ’ όπου προέρχεται η λέξη

“μαυσωλείο”. Εντός του φημισμένου φρουρίου της πόλης υπήρχε το Μ ουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων. Όταν έβγαινα για περίπατο τα πρωινά, σκεφτόμουν ότι πατούσα στα ίδια εδάφη όπου βάδιζε ο Ηρόδοτος. Εκείνος ήταν γέννημα θρέμμα αυτής της πόλης, εγώ ήμουν απλή επισκέπτρια. Όταν απ’ το διαμέρισμα βάδιζα προς την παραλία, το φρούριο εμφανιζόταν μ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Δεν χόρταινα να κοιτάζω τα πανέμορφα τείχη και τους πύργους του. Σκεφτόμουνα με λύπη ότι, παρόλο που είχα περάσει αρκετά μεγάλο διάστημα στο Μ πόντρουμ, δεν είχα επισκεφτεί ακόμη το φρούριο. Η πρώτη δουλειά των τουριστών ήταν να επισκεφτούν το φρούριο. Το δε Μ ουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων ήταν γνωστό παγκοσμίως. Αποφάσισα την επομένη να επισκεφτώ το φρούριο και το μουσείο. Για να είμαι κάπως ενημερωμένη, έψαξα στο διαδίκτυο. Στο μουσείο υπήρχαν εκθέματα από το πλοίο που βυθίστηκε πριν από

3 .300

χρόνια. Από τη θέση στην οποία βρέθηκε, το πλοίο

ονομάστηκε “Το ναυάγιο του Ουλούμπουρουν”. Ήταν ένα πλοίο από τη Λυκία, μήκους δεκαπέντε μέτρων, κατασκευασμένο από κέδρο. Είχε βυθιστεί τον

14 ο

αιώνα π.Χ. και περίμενε για να

ανακαλυφθεί μέχρι το 1999 . Εντός του πλοίου βρέθηκαν κρύσταλλοι χρώματος κοβαλτίου, γαλαζοπράσινοι και ανοιχτοί μοβ, κορμοί εβένου που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, ελεφαντόδοντα, χαυλιόδοντες θαλάσσιου λέοντα, κελύφη ενός είδους θαλάσσιου σαλίγκαρου, μέταλλα και κεραμικά, ένα καύκαλο χελώνας, με το οποίο κατασκεύαζαν μουσικά όργανα, και πολυάριθμα αυγά στρουθοκαμήλου. Στο φορτίο του πλοίου βρέθηκαν και προϊόντα κατασκευασμένα από ανθρώπους.

Κεραμικοί λύχνοι από την Κύπρο, κοσμήματα, βραχιόλια για τα χέρια και τα πόδια, ένα χρυσό ποτήρι, άλλα αντικείμενα από αχάτη και από χρυσό, γυάλινες χάντρες, δύο κουτιά για καλλυντικά σε σχήμα πάπιας, στα φτερά της οποίας υπήρχαν μεντεσεδάκια για να ανοιγοκλείνουν σαν καπάκια, και ένα πνευστό όργανο από χαυλιόδοντα θαλάσσιου λέοντα. Τη νύχτα είδα ένα όνειρο στο οποίο ένα καράβι πάλευε με τα κύματα. Στην πλώρη του ένας νάνος φυσούσε ένα κέρας από χαυλιόδοντα. Ήταν ένα παιχνίδι του μπερδεμένου εγκεφάλου μου. Την επομένη επισκέφτηκα το φρούριο. Περπάτησα πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο με τις τεράστιες πέτρες που είχε φθείρει ο χρόνος κι έφτασα στο μουσείο. Είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα μισοφωτισμένου βυθού. Ένας νεαρός μελαχρινός ξεναγός έδινε πληροφορίες σε μία ομάδα τουριστών. Τους ακολούθησα. Ήταν καταπληκτική η αίσθηση του να βρίσκεσαι εκεί. Η παρουσία καραβιών και εμπορευμάτων, που περίμεναν την ανακάλυψή τους επί χιλιάδες χρόνια στον βυθό της θάλασσας, προκαλούσε σύγχυση τόπου και χρόνου και απανωτές εκπλήξεις στον εγκέφαλό μου. Την ώρα που κοίταζα το βυθισμένο καράβι, άστραψε στο μυαλό μου μια ιδέα. Πώς να ήταν σήμερα το βυθισμένο Στρούμα; Είχε, άραγε, σαπίσει στη Μ αύρη Θάλασσα στο σημείο όπου είχε βυθιστεί; Αφού ένα βυθισμένο πλοίο 3 .300 ετών βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας, γιατί ένα καράβι που βυθίστηκε πριν από μόλις χρόνια να είχε εξαφανιστεί; Μ ήπως θα μπορούσε να μεθοδευτεί μια απόπειρα ανέλκυσης του Στρούμα; Αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να γίνει ένας σκοπός της ζωής μου; Αφού τελείωσε η ξενάγηση, διατύπωσα ορισμένα από τα ερωτήματά μου στον επιστήμονα ξεναγό που έδινε πληροφορίες 59

σχετικά με το βυθισμένο πλοίο. Ξεκίνησα με την ερώτηση αν γνωρίζει την περίπτωση Στρούμα. «Βέβαια» είπε. «Το ναυάγιο του πλοίου Στρούμα είναι πολύ γνωστό ανάμεσα στους ασχολούμενους με τη θαλάσσια έρευνα». «Εφόσον βρέθηκε ένα πλοίο 3 .300 ετών, θα μπορούσε να βρεθεί και το Στρούμα, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά!» «Γιατί δεν έγινε κάποια υποβρύχια έρευνα;» «Μ α έγινε! Δεν το ακούσατε; Το έγραψαν και οι εφημερίδες. Το ανακάλυψαν κάποιοι φίλοι μου από τον Σύλλογο Υποβρυχίων Ερευνών». «Θα μπορούσατε να μου δώσετε τα ονόματα αυτών των φίλων σας;» «Βέβαια, γιατί όχι». Καθώς έβγαινα απ’ το μουσείο, είχα στα χέρια μου ένα χαρτί με τα ονόματα και τα τηλέφωνα των δύο δυτών. Είχα δυνατό χτυποκάρδι διότι είχα κάνει ένα ακόμη βήμα για την ολοκλήρωση της ιστορίας.

23

ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ, αφού πλησίασε στην Ιστανμπούλ, άρχισε να κάνει κύκλους πάνω απ’ την πόλη εξαιτίας της πυκνής κυκλοφορίας αεροσκαφών. Κατευθυνόταν προς τη Μ αύρη Θάλασσα, γύριζε πίσω, διέσχιζε τον Βόσπορο και πλησίαζε τις ακτές του Μ αρμαρά. Η πόλη ήταν σκεπασμένη από ένα πυκνό σύννεφο ρύπων. Δέκα εκατομμύρια άνθρωποι και εκατομμύρια εξατμίσεις αυτοκινήτων είχαν δημιουργήσει πάνω απ’ την πόλη έναν δηλητηριώδη θόλο. Η περιοχή ήταν ζωσμένη με εκατομμύρια αυθαίρετα κτίσματα. Αφού κάναμε βόλτες επί μισή ώρα, επιτέλους προσγειωθήκαμε. Αν δεν είχα έναν τόσο σοβαρό λόγο, θα ήταν κυριολεκτικά βλακεία να αφήσω τον παράδεισο του Μ πόντρουμ και να επιστρέψω στην Ιστανμπούλ. Για τους γονείς μου ήταν μια πικρή έκπληξη η ξαφνική αναχώρηση, αλλά, επειδή γνώριζαν το τρελοκόριτσό τους, δεν έφεραν αντίρρηση. Εξάλλου, έπειτα από μερικούς μήνες θα επιστρέφαμε μαζί με τον Κερέμ. Βγαίνοντας απ’ το αεροδρόμιο μπήκα σ’ ένα ταξί. Έπειτα από μιάμιση ώρα ήμουν σπίτι. Τι παράξενο: όταν πάτησα το πόδι μου

στο διαμέρισμα μου φάνηκε σαν να μην είχα φύγει καθόλου. Λες και είχα δει τους νάνους, το Μ παντ Άρολσεν και το Μ πόντρουμ στο όνειρό μου. Πρώτη μου δουλειά ήταν να ελέγξω τα φυτά. Όλα ήταν μια χαρά. Αποφάσισα να μην ασχοληθώ τώρα να βγάλω τις γλάστρες από τις πλαστικές λεκάνες με το νερό. Χάιδεψα λιγάκι τα φυλλαράκια του αγαπημένου μου έλατου. Πήγα στο υπνοδωμάτιο και με βιαστικές κινήσεις άνοιξα τη βαλίτσα και τακτοποίησα τα ρούχα. Και, τέλος, έφτασε η στιγμή να κάνω αυτό που ανυπομονούσα. Έβγαλα το χαρτί απ’ την τσάντα και τηλεφώνησα στον Λεβέντ μπέη απ’ τον Σύλλογο Υποβρυχίων Ερευνών. Ήταν ο επικεφαλής της ομάδας των δυτών που έκαναν κατάδυση στο Στρούμα. Του είπα πως ήθελα να τον συναντήσω για να μιλήσουμε σχετικά με το Στρούμα. Μ ου έκανε μερικές ερωτήσεις για να μάθει ποια ήμουν. Αυτήν τη φορά δεν ανέφερα το πανεπιστήμιο· σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είχε διαβάσει την είδηση στις εφημερίδες. Του είπα ότι είμαι ανεξάρτητη ερευνήτρια. Τον πληροφόρησα ότι θα μ’ ενδιέφερε να μάθω για την κατάσταση του πλοίου, να έβλεπα αν είχαν φωτογραφίες ή βίντεο της κατάδυσης. «Τότε να καλέσω τους συναδέλφους με τους οποίους κάναμε την κατάδυση, ώστε να έχετε μια ολοκληρωμένη εικόνα» είπε ευγενικά. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. Δεν είχα καμία διάθεση να βγω έξω. Κάθισα στο τραπέζι και συνέχισα τη μετάφραση του Μίμησις. Ήταν απερίγραπτο το κενό που ένιωθα από τότε που έφυγε ο Μ αξ. Καθετί που δεν είχε σχέση με το Στρούμα, τη Νάντια ή τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο μου φαινόταν πληκτικό, χωρίς νόημα. Όσο δεν ασχολιόμουν με αυτά τα θέματα ή με τη μετάφραση ένιωθα τέτοιο κενό που τίποτα δεν

μπορούσε να το γεμίσει. Είχα γίνει ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Καθώς μετέφραζα, θυμήθηκα ότι, κατά τη δεκαετία του εβδομήντα, είχε γυριστεί μία σειρά σχετικά με το Ολοκαύτωμα. Είχα διαβάσει ότι η σειρά αυτή είχε προβληθεί και στη Γερμανία. Ο γερμανικός λαός παρακολούθησε τη σειρά με δάκρυα στα μάτια. Έτσι, η πικρή αλήθεια, που κρυβόταν ως τότε με ζήλο, είχε γίνει συνείδηση στον κόσμο. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Και άξιζε έπαινος στους Γερμανούς που πρόβαλαν μια σειρά η οποία τους παρουσίαζε τόσο κακούς. Τις ημέρες που διάβαζα τα σχόλια σχετικά με το θέμα αυτό, ανακάλυψα ότι η κρατική τουρκική τηλεόραση απαγόρευσε την εν λόγω σειρά. Για χιλιοστή φορά σκέφτηκα “Θεέ μου, τι περίεργη χώρα που είμαστε!”. Φόρεσα το παλτό μου και πήγα στο εμπορικό κέντρο. Μ πήκα στο DVD club και ζήτησα τη σειρά “Ολοκαύτωμα”. Δεν το είχαν. Ο νεαρός υπάλληλος μου αντιπρότεινε την ταινία “Η ζωή είναι ωραία”. «Άλλωστε είναι πιο διασκεδαστική» συμπλήρωσε. Για τους νέους ο μοναδικός σκοπός του κινηματογράφου, της μουσικής, των βιβλίων, της τηλεόρασης ήταν η διασκέδαση. Στο οτιδήποτε ψάχνουν τη διασκέδαση. Πήρα την ταινία και κάθισα σ’ ένα καφέ. Άρχισα να σκέφτομαι πως “η διασκέδαση στον καινούριο κόσμο έπαιρνε τη θέση της κουλτούρας”. Μ ετά όμως είπα στον εαυτό μου: “Άσε τις βλακείες, δεν είσαι ούτε φιλόσοφος ούτε επιστήμονας. Αντί να λύσεις τα προβλήματα της ανθρωπότητας, κοίτα να λύσεις τα δικά σου”. Έριξα μια ματιά στο DVD που κρατούσα. Μ ετά πήγα σπίτι και παρακολούθησα την ταινία που με πηγαινοέφερνε ανάμεσα στη θλίψη και στη χαρά. Στην πραγματικότητα, ο υπάλληλος αδίκησε

την ταινία όταν τη χαρακτήρισε διασκεδαστική. Ήταν και αυτό, αλλά είχε πιο σημαντικά στοιχεία. Η ταινία μ’ έκανε να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι που πραγματικά ήθελαν να ζήσουν μία καλύτερη ζωή θα προσπαθούσαν να το πετύχουν ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Και, επίσης, είτε θα αξιοποιούσαν την κάθε ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν, είτε θα δημιουργούσαν οι ίδιοι νέες ευκαιρίες προς αυτή την κατεύθυνση. Μ ονάχα αυτοί οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να πιστεύουν σε αυτό που μοιάζει αδύνατο για τους πολλούς: στο να επαναστατήσουν για να αλλάξουν τον κόσμο. Η σχέση πατέρα - γιου με συγκίνησε. Όταν συναντήθηκα με τον Κερέμ εκείνο το βράδυ, σκεφτόμουν διαρκώς εκείνην τη σχέση. Αναρωτιόμουν αν το ενδιαφέρον και η στοργή που έδειξα στον γιο μου ήταν το αποτέλεσμα της επίδρασης που είχε επάνω μου η ταινία. Όμως δεν ίσχυε αυτό. Τον Κερέμ τον αγαπούσα πάντα, έτρεμα γι’ αυτόν, όταν κάποια μέρα είχε πυρετό ξαγρυπνούσα στο προσκέφαλό του, προσπαθούσα να τον βοηθήσω σαν μάνα και σαν πατέρας ταυτόχρονα στα προβλήματα της εφηβείας. Όσο ετοίμαζα το τραπέζι, επειδή του είχα ζητήσει να με βοηθήσει, δεν άνοιξε τον υπολογιστή. Δεν μπορώ να πω ότι βοήθησε πολύ, αλλά τουλάχιστον ήταν δίπλα μου στην κουζίνα. Έφαγε ορεξάτος το φαγητό του. Χαιρόμουν να τον βλέπω. Συμπέρανα ότι η αλλαγή τού είχε κάνει καλό, η μονότονη ζωή που ζούσαμε τον έκανε να πλήττει. Κουβεντιάζοντας, έμαθα ότι κάποια φίλη του Αχμέτ με το όνομα Λαλέ πηγαινοερχόταν σπίτι του και ότι σύντομα θα παντρευόντουσαν κιόλας. Ο Αχμέτ είχε μιλήσει με τον Κερέμ γι’ αυτό το θέμα. Το νέο δεν μου δημιούργησε ούτε ίχνος ζήλιας, απεναντίας χάρηκα. Η κακόμοιρη Λαλέ, δεν ήξερε τι την περίμενε.

Χάρηκε πολύ ο Κερέμ όταν του είπα να μείνει τη νύχτα. Το επόμενο πρωί τού ετοίμασα το πρωινό, τύλιξα καλά το κασκόλ στον λαιμό του και μετά τον πήγα σχολείο. Μ ετά πήγα να δω τον Λεβέντ μπέη και τους φίλους του. Ήταν τέσσερις. Μ ου συστήθηκαν ένας ένας. Τους είπα ότι ήμουν πολύ συγκινημένη που θα άκουγα για το Στρούμα. Μ ε ρώτησαν γιατί με ενδιέφερε τόσο πολύ το θέμα. Τους διηγήθηκα περιληπτικά την ιστορία του Μ αξ και της γυναίκας του. Μ ετά, τους ρώτησα πώς κατάφεραν να πάρουν άδεια γι’ αυτή την κατάδυση. Κοιτάχτηκαν και μετά γέλασαν. Μ ου εξήγησαν το πόσο δύσκολα κατάφεραν να πάρουν άδεια έπειτα από προσπάθειες πολλών ετών. Τα δίχτυα των ψαράδων συχνά σκάλωναν στο σημείο όπου είχε βυθιστεί το πλοίο. Οι κάτοικοι της περιοχής το είχαν ονομάσει “Το πλοίο των Εβραίων”. Η ομάδα του συλλόγου ερεύνησε αρχεία και πηγές και προσδιόρισε το πιθανό σημείο βύθισης του Στρούμα. Πλησίασαν τους ψαράδες, σημείωσαν τα σημεία όπου σκάλωναν τα δίχτυα τους. Μ ετά από αυτές τις προκαταρκτικές ενέργειες, έκαναν έρευνες με βυθόμετρο. Οι δύτες διενήργησαν καταδύσεις, ερευνώντας άλλα τρία ναυάγια στην περιοχή. Τράβηξαν φωτογραφίες. Οι εργασίες πραγματοποιούνταν κάτω από αντίξοες συνθήκες εξαιτίας της περιορισμένης ορατότητας της θάλασσας, των ισχυρών ρευμάτων –τόσο στην επιφάνεια, όσο και στον βυθό– και της χαμηλής θερμοκρασίας του νερού τον χειμώνα. Εν τέλει, μετά απ’ όλες αυτές τις προσπάθειες, εστίασαν την προσοχή τους σ’ ένα βυθισμένο πλοίο μήκους σαράντα έξι και πλάτους έξι μέτρων. «Αυτό το πλοίο δεν ήταν ένα οποιοδήποτε πλοίο» είπε ο Λεβέντ μπέη. Τα λόγια του αυτά με συγκίνησαν πολύ. Και

συνέχισε: «Ήταν ένα υποβρύχιο νεκροταφείο. Έπρεπε να δείξουμε σεβασμό στους ανθρώπους που πέθαναν εδώ. Έπρεπε να είμαστε άκρως προσεκτικοί. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι εργασίες μας κράτησαν περισσότερο χρόνο. Δεν ακολουθήσαμε τις συνηθισμένες τεχνικές κατάδυσης και αποτύπωσης». Κοίταξα με σεβασμό τους τέσσερις άντρες. Ζούσαμε σ’ έναν τόσο παράξενο κόσμο… Από τη μια πλευρά, βάρβαροι τυφλωμένοι από το πάθος που εξαφάνιζαν ζωές και, από την άλλη, άνθρωποι σαν τον Λεβέντ μπέη που δεν ξέφευγαν ούτε εκατοστό από τις ηθικές τους αρχές. Από τη μια η βαρβαρότητα κι από την άλλη το ήθος. Τελικά τα μέλη του συλλόγου πραγματοποίησαν την κατάδυση με την υποστήριξη της Ομάδας Τεχνικών Καταδύσεων και του Ομίλου Έρευνας Ναυαγίων. Είχαν βρει το πλοίο Στρούμα έξι μίλια στα βόρεια του Βοσπόρου σε βάθος εβδομήντα τρία έως ογδόντα μέτρα. «Είχα την αίσθηση ότι το πνεύμα εκατοντάδων ανθρώπων ήταν εκεί. Η συγκίνηση ήταν τόσο έντονη που κάποια στιγμή νόμισα πως είδα να περπατούν παιδιά στο κατάστρωμα. Είμαι σίγουρος πως και οι συνάδελφοί μου ήταν στην ίδια ψυχική κατάσταση». Μ ολονότι ο Λεβέντ μπέη μιλούσε σε ήρεμο τόνο και έλεγχε τις κινήσεις του, ήταν έκδηλη η συγκίνησή του. Κάποια στιγμή πήρε τον λόγο ο φίλος του με τα γυαλιά και το ψηλό ανάστημα. «Το πλοίο είχε κλίση προς τη δεξιά πλευρά. Πράγματι παρουσίαζε την εικόνα υγρού τάφου. Πιθανώς, βέβαια, να μας φαινόταν έτσι επειδή γνωρίζαμε την ιστορία του. Συνήθως οι δύτες, σε άλλες περιπτώσεις ναυαγίων, σκέφτονται το πλήρωμα· όμως το Στρούμα ήταν εντελώς διαφορετική περίπτωση. Ήμασταν

πάρα πολύ προσεκτικοί ώστε να μην του προκαλέσουμε ζημιά». Μ ετά από αυτή την ενημέρωση, επικράτησε άκρα σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Είχα την αίσθηση ότι στεκόμασταν σε στάση προσοχής πάνω από ομαδικό τάφο. Οι νέοι άντρες που είχα απέναντί μου είχαν αγγίξει το Στρούμα, αλλά δεν το είχαν ξυπνήσει απ’ τον ύπνο του που διαρκούσε εδώ και εξήντα χρόνια· απλά το είχαν χαϊδέψει μονάχα. Μ ετά, μου έδειξαν τις εικόνες του πλοίου. Το Στρούμα ξαπλωμένο στα πλάγια κοιμόταν σκεπασμένο με κελύφη διάφορων ειδών. Δεν ξυπνούσε ούτε από τα ψάρια που έκοβαν βόλτες μέσα του, ούτε από τους δύτες. Τους ρώτησα εάν ήταν δυνατό να προμηθευτώ ένα αντίγραφο του DVD . Μ ου είπαν ότι θα είναι έτοιμο την επόμενη μέρα. Έφυγα από τον σύλλογο των δυτών γεμάτη περίεργα συναισθήματα. Πήγα σπίτι και αμέσως κάθισα μπροστά στον υπολογιστή για να γράψω τις εντυπώσεις της πρωινής συνάντησης. Την επομένη επέστρεψα στο Μ πόντρουμ. Δύο μήνες πέρασαν συντροφιά με τη μετάφραση, τις αναμνήσεις και τους γονείς μου. Έζησα ήρεμες και ωραίες μέρες. Κοιμόμουν πολλές ώρες, έκανα βραδινούς περιπάτους στην παραλία, πήρα δύο κιλά ως αποτέλεσμα των νόστιμων φαγητών της μητέρας μου και της πίεσής της να τα τρώω. Έφτασα στη μέση της μετάφρασης. Εκτός από αυτά, δεν έγινε τίποτα το σημαντικό. Προς το τέλος του δεύτερου μήνα, καθώς κοίταζα τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα, πρόσεξα ένα μήνυμα από κάποια Νάνσυ Άντερσον. Η αποστολέας δήλωνε ότι ήταν βοηθός του καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ, πληροφορούσε ότι ο καθηγητής είχε

εισαχθεί στο νοσοκομείο, ότι η κατάστασή του ήταν κρίσιμη και, τέλος, πως είχε αναλάβει μετά από παρότρυνση του πανεπιστημίου να μεταδώσει αυτό το μήνυμα σε όλους τους φίλους του καθηγητή. Επομένως, η ασθένειά του είχε προχωρήσει πιο γρήγορα κι απ’ όσο περίμεναν οι γιατροί. Στάθηκα παγωμένη για ένα διάστημα μπροστά στην οθόνη. Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω. Μ ετά απόρησα που το σκεφτόμουν. Αφού ήταν δεδομένο τι θα έκανα. Θα πήγαινα, φυσικά, στην Αμερική να δω τον καθηγητή. Έγραψα στην Άντερσον ότι την ευχαριστούσα για την ενημέρωση και ότι θα ερχόμουν να δω τον καθηγητή. Μ ετά αναζήτησα τον Ταρίκ. Ρώτησα αν είχε κάποια γνωριμία στο αμερικανικό προξενείο. Έπρεπε να πάρω βίζα δίχως καθυστέρηση. Δεν μπορούσα πλέον να χρησιμοποιήσω το πανεπιστήμιο. Όμως, ως άνεργη που ήμουν, ήταν αδύνατο να μου δώσουν βίζα. Ο Ταρίκ, που έβρισκε λύση σε κάθε πρόβλημα, είχε την απάντηση: «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε. «Θα πούμε ότι εργάζεσαι στη δική μας εταιρεία. Οι Αμερικανοί τρελαίνονται για τους brokers. Μ ην ανησυχείς: θα πάρουμε πολύ γρήγορα τη βίζα». «Θα χρειαστώ μερικά χρήματα ακόμη» είπα. «Αυτήν τη φορά δολάρια». «Κανένα πρόβλημα. Όποτε θέλεις, πέρασε από την τράπεζα. Πλέον δικαιούμαι μία βραδινή έξοδο, έτσι δεν είναι;» Γέλασα. «Δικαιούσαι, αλλά μετά από το ταξίδι». «ΟΚ . Bye!» Από τα μεγάφωνα του αεροσκάφους μάς πληροφορούν ότι βρισκόμαστε σε φάση προσγείωσης, πως πρέπει να κλείσουμε τις

ηλεκτρονικές συσκευές, να ορθώσουμε τα καθίσματα και να κλείσουμε τα τραπεζάκια. Η αεροσυνοδός Ρενάτα κάθε φορά που περνάει από μπροστά μου μου κάνει νεύμα να κλείσω τον υπολογιστή. Την τελευταία φορά τής χαμογελώ φιλικά και με το δάχτυλό μου της κάνω πως θέλω μόνο ένα λεπτό ακόμη. Έρχεται δίπλα μου με σοβαρό ύφος: «Πρέπει να τον κλείσετε» μου λέει. «Γράφω την τελευταία πρόταση». Και τα δάχτυλά μου πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο. Σε λίγο θα αποβιβαστώ, θα πάρω τη βαλίτσα, θα μπω σ’ ένα ταξί και θα πάω κατευθείαν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μ ασσαχουσέττης. Θα ρωτήσω για το δωμάτιο του καθηγητή. Στην τσάντα που θα κρατώ θα βρίσκονται η παρτιτούρα της Σερνεάτας και το DVD του βυθισμένου πλοίου. Τι θα κάνει άργε όταν με δει ο Μ αξ; Τι θα κάνει όταν δει στα χέρια μου την παρττούρα; Ύστεερα θα του δώσω το DVD . Τις εικόνες του Στρούμα που κοιμάται εδω και εξήντα χρόναια. Log out! Λόγω βιασύνης, γρ΄αφω λάθος μερικές λέξεις… αλλά η αεροσυνοδός είναι πάνω απ’ το κεφ…

Επίλογος

ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ

ΠΟΤΕ ΔΕΝΤΡΟ ΠΙΠΕΡΙΑΣ; Να λικνίζεται στον αέρα με τα λεπτά κλαδιά του σαν νυφικό; Να σκορπά όσο φυσά ο άνεμος τη χαρακτηριστική του μυρωδιά και να επιδεικνύει τα κατακόκκινα άνθη του; Ή την αλόη, που αρκεί να χαρείτε τη μορφή των πράσινων φύλλων της για να αρχίσετε να επωφελείστε από την ιαματική της δύναμη; Έχετε δει μπιγκόνια; Σε ορισμένα μέρη την ονομάζουν “πέπλο της νύφης”. Πανδαιμόνιο χρωμάτων. Όλα αυτά είναι τώρα μπροστά μου. Η θάλασσα το απόγευμα μετασχηματίζεται σε καθρέφτη που αντανακλά τον ήλιο. Ένα ελαφρύ αεράκι που κουνάει απαλά τις κουρτίνες φέρνει απ’ τα βουνά τη μυρωδιά της ρίγανης και του πεύκου. Απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούγεται ο ήχος του βιολιού που παίζει ένας ατζαμής μουσικός. Το δοξάρι κινείται πάνω στις χορδές και βγάζει κάτι ήχους που θυμίζουν το τρίξιμο της πόρτας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ήχοι βασανιστηρίου. Είναι σίγουρο ότι οι ακροατές βασανίζονται. Η διαδικασία εκμάθησης μουσικού οργάνου είναι γενικά βασανιστική, αλλά καμία δεν συγκρίνεται με

αυτήν του βιολιού. Πάντως εγώ είμαι ευτυχισμένη, πολύ. Πότε γίνεται ώριμο ένα κορίτσι άραγε; Όταν ξεκινά η εμμηνόρροια; Όταν συμπληρώνει τα δεκαοκτώ; Όταν παντρεύεται; Ή όταν κάνει την εμφάνισή της η πρώτη άσπρη τρίχα; Για μένα κανένα από αυτά δεν ισχύει. Το κορίτσι ποτέ δεν μεγαλώνει: Όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν αισθάνεται ότι μεγάλωσε. Αφήνει την τελευταία της πνοή σαν ένα κορίτσι, γεμάτο επιθυμίες, συγκινήσεις. Ωστόσο ζει τις μεταβολές. Η ζωή αλλάζει διαρκώς το κορίτσι και αυτές οι αλλαγές έχουν έναν μόνιμο πρωταγωνιστή: τον άντρα. Κοιτάζοντας το παρελθόν, διαπιστώνω ότι ακόμη κι ο Αχμέτ μ’ έκανε πιο ώριμη. Κι ο Ταρίκ έπαιξε κάποιον ρόλο – αν και μικρότερο. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη αλλαγή την οφείλω σ’ έναν ηλικιωμένο άντρα. Έναν άντρα με τον οποίο δεν είχα ερωτική, σεξουαλική σχέση, δεν είχα κοινή γλώσσα ή πατρίδα. Τον οποίο γνώρισα για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει μία διαφορετική Μ άγια. Πιο γαλήνια, πιο συμπαθητική, με περισσότερη κατανόηση. Τις τελευταίες μέρες προσπαθώ να κατανοήσω ακόμη και τον Αχμέτ. Μ πορώ να πω τον κατανοώ. Κι αυτός είχε προβλήματα, όπως όλος ο κόσμος. Αγαπούσε και εμένα, αλλά και το παιδί μας. Η ρήξη στις σχέσεις μας μπορεί σε κάποιον βαθμό να οφείλεται στον δύστροπο χαρακτήρα μου. Κανένας άνθρωπος δεν παραδέχεται ότι είναι δύστροπος. Δεν μπορεί να το παραδεχθεί. Για να δει κατάματα την αλήθεια, πρέπει πρώτα να αλλάξει, να πάψει να είναι δύστροπος. Η ανασφάλεια της Μ άγιας την ωθούσε να δείχνει τα δόντια της σ’ αυτόν τον σκληρό κόσμο και να φορά ένα σκληρό καβούκι για να μη φανερώσει τα αδύνατα σημεία της. Κατηγορούσα τον Κερέμ

ότι συμπεριφερόταν έτσι, αλλά στην πραγματικότητα εγώ ήμουν αυτή που το έκανα. Μ ια γυναίκα που προσπαθούσε να ελέγχει διαρκώς τι γινόταν γύρω της. Όμως η ζωή άνοιγε πολλούς δρόμους μπροστά μας και την επιλογή έπρεπε να την κάνουμε μόνοι μας. Ανάβω ένα τσιγάρο και το ρουφώ με απόλαυση. Καθώς γράφω αυτές τις αράδες, πότε πότε ρίχνω ματιές στο έργο μου που με κάνει περήφανη. Μ ε εντυπωσιακά γράμματα ο τίτλος του γράφει: ΜΙΜΗΣΙΣ: Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Μ ετάφραση: Μ άγια Ντουράν Στην επόμενη σελίδα με πλάγια γράμματα έχω γράψει την εξής αφιέρωση: Τη μετάφραση αυτή την αφιερώνω στον αξιοσέβαστο καθηγητή Μαξιμίλιαν Βάγκνερ, που με έμαθε να διακρίνω το καλό από το κακό και μου έδωσε την ευκαιρία να μεταφράσω τούτο το έργο, αλλά και στην αγαπημένη του σύζυγο ΝάντιαΚαταρίνα Βάγκνερ. Εύχομαι αυτοί οι δύο άνθρωποι να βρουν τη γαλήνη στον θαλάσσιο τάφο τους. Μ ετά από προσπάθειες που κράτησαν μήνες, δεν τελείωσε μόνο η μετάφραση, αλλά και το βιβλίο που μνημονεύει τη ζωή του Μ αξ, της Νάντιας, της Μ αρί και της Μ άγιας. Ένα βιβλίο που ολοκλήρωσα στη διάρκεια του ταξιδιού προς τη Βοστόνη,

επικολλώντας τις σημειώσεις που είχα γράψει προηγουμένως και προσθέτοντας ανάμεσά τους τις αναγκαίες σημειώσεις. Δεν θα αγγίξω στην τελευταία παράγραφο τις λέξεις που έγραψα λάθος εξαιτίας του ανυπόμονου βλέμματος της Ρενάτας που είχε στηθεί πάνω απ’ το κεφάλι μου. Διότι αυτό δεν φιλοδοξεί να είναι ένα βιβλίο γραμμένο με μαεστρία, αλλά μία εξομολόγηση, μία ομολογία, μία λαχτάρα να μοιραστώ τα όσα έζησα. Επομένως, δεν χρειάζεται να επιμεληθεί κάποιος το κείμενο για να γίνει τέλειο, δεν υπάρχει λόγος να διορθωθούν τα γλωσσικά και ορθογραφικά λάθη. Μ ου φαίνεται πως τότε η προσπάθεια θα γίνει επαγγελματική, θα χάσει κάτι απ’ τον αυθορμητισμό της. Γι’ αυτό εύχομαι ο εκδότης να μην πειράξει καμία αράδα, όσο λάθος και αδέξια κι αν είναι γραμμένη. (Εφόσον βέβαια βρεθεί εκδότης που να θέλει να το εκδώσει.) Σκέφτηκα πολύ ποιος θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της αφήγησης. “Ο Μ αξ και η Νάντια”. “Η ιστορία τριών γυναικών”. “Ιδιωτικές ζωές”. “Υγρός τάφος”. Εξάλλου, εδώ και χιλιάδες χρόνια, όλοι στρέφονται γύρω από τα ίδια θέματα των ελληνικών τραγωδιών: Έρωτας, μίσος, εκδίκηση, απληστία, ζήλια, πεπρωμένο… Και ο Σαίξπηρ τα ίδια θέματα μελετά, όπως και τα pulp-fiction. Σύμφωνα με μία άποψη, το ζήτημα είναι ο τρόπος αφήγησης. Εγώ δεν έχω τέτοιες έγνοιες. Έγραψα στο χαρτί όσα έζησα. Η εστίαση της προσοχής στο ύφος ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, θα πρέπει στην πραγματικότητα να προέρχεται από την πεποίθηση ότι το αφηγούμενο είναι ασήμαντο. Ο Πέρσης Φιρντεβσί, στον πρόλογο του “Σαχναμέ”, ισχυριζόταν πως ό,τι ήταν να λεχθεί, έχει λεχθεί, πως δεν υπάρχει πλέον κάτι που να

αξίζει να λεχθεί, οπότε αυτό που έχει σημασία είναι, όχι το τι λέγεται, αλλά το πώς λέγεται. Όμως εγώ αυτή την ιστορία δεν την αφηγούμαι επειδή είναι ωραία, αλλά επειδή αξίζει να ακουστεί. Σε κάθε περίπτωση αυτά δεν με απασχολούν πολύ. Στην αρχή του βιβλίου σκέφτομαι να βάλω ένα απόσπασμα από το περίφημο ποίημα του Πολ Βαλερύ “Υγρός Τάφος”, αλλά δεν είμαι σίγουρη ακόμη. Θα δούμε. Στη ζωή όλα εξαρτώνται απ’ την ψυχική κατάσταση. Καθώς έγραφα το βιβλίο, εκτός από δύο, οι υπόλοιποι κεντρικοί χαρακτήρες είχαν πεθάνει. Μ όνο ο Μ αξ κι εγώ ζούσαμε. Τώρα είμαι μόνη, διότι ο Μ αξ δεν ζει πια. Θα πρέπει τώρα να διηγηθώ τα όσα δεν μπόρεσα να γράψω εξαιτίας του αυστηρού βλέμματος της Ρενάτας. Αφού τελείωσα στο διεθνές αεροδρόμιο της Βοστόνης τις πληκτικές διαδικασίες στον έλεγχο διαβατηρίων, πήρα ένα ταξί και πήγα κατευθείαν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μ ασσαχουσέττης. Δεν ήθελα να χασομερήσω περνώντας απ’ το ξενοδοχείο, διότι γνώριζα σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Μ αξ. Δεν φανταζόμουν ότι θα έμπαινα τόσο εύκολα στο νοσοκομείο. Το συνηθισμένο είναι να μην επιτρέπουν επισκέψεις εκτός του προβλεπόμενου ωραρίου, αλλά επηρεάστηκαν όταν κατάλαβαν πως ερχόμουν κατευθείαν από την Ιστανμπούλ. Σ’ ένα λεπτό βρέθηκα έξω από τον θάλαμο του καθηγητή στον τέταρτο όροφο. Βρήκα τον Μ αξ χλωμό και εξαντλημένο. Όταν όμως είδα το λεπτό και καλοσχηματισμένο πρόσωπό του, συνειδητοποίησα το πόσο μού είχε λείψει. Η έκφρασή του δημιουργούσε συναισθήματα σεβασμού και συμπόνιας. Όταν με είδε, καταχάρηκε. Μ ολονότι ήταν εξαντλημένος, προσπάθησε να ανασηκωθεί. Τον πλησίασα,

τον έσπρωξα πίσω στο κρεβάτι κρατώντας τον από τους ώμους και τον φίλησα στα μάγουλα. «Η Νάνσυ μού είχε πει ότι θα έρθετε» είπε. «Της είπα πως δεν χρειάζεται να κάνετε τόσο δρόμο, αλλά της είπα ψέματα. Ήθελα πολύ να έρθετε, να συναντηθούμε για τελευταία φορά…» «Τελευταία φορά;» «Ναι, τελευταία. Πλέον δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό. Πεθαίνω. Μ ε άλλα λόγια, τελειώνουν τα βάσανά μου. Όμως αυτό δεν είναι καινούριο νέο για σας. Θα το είχατε μάθει στην Ιστανμπούλ». «Μ α δεν μου είχατε πει κάτι σχετικά». Γέλασε. «Μ πορεί να είμαι λιγάκι χαζός, αλλά όχι και τόσο, Μ άγια. Νομίζετε πως δεν διέκρινα την αλλαγή στη συμπεριφορά σας μετά από το νοσοκομείο;» «Αφήστε τα τώρα αυτά, κύριε καθηγητά». Μ ετά το διόρθωσα αμέσως σε «Μ αξ!» και συνέχισα: «Ίσως να ανοίξουμε παλιά κιτάπια, ίσως να ξύσουμε παλιές πληγές, αλλά σας έφερα κάποια πράγματα που θα σας ξυπνήσουν αναμνήσεις». «Τι είδους αναμνήσεις;» «Από τη Νάντια!» Χλώμιασε μεμιάς. Ανησύχησα λιγάκι, αλλά τι διαφορά θα έκανε σ’ έναν άνθρωπο λίγο πριν απ’ το κατώφλι του θανάτου; Κάθισα προς τα πόδια του κρεβατιού. Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα την παρτιτούρα της Serenade für Nadia μέσα από την πλαστική θήκη. Την κράτησε στα χέρια, την κοίταξε σαν να μην πίστευε στα μάτια του, την άγγιξε σαν να άγγιζε κάποιο θαύμα. Από το αριστερό του μάτι κύλησε ένα, μόνο ένα δάκρυ. Μ ε βραχνή φωνή

και σαν να μονολογούσε τραγούδησε τη μελωδία. Μ ετά στράφηκε προς εμένα μ’ ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Αυτό είναι ένα θαύμα! Πού το βρήκατε αυτό, Μ άγια;» Του διηγήθηκα τη συνάντησή μου με την κυρία Μ ατίλντα Αρντίτι, του μίλησα για τον Σκούρλα, το αρχείο στο Μ παντ Άρολσεν. Έβγαλα τις φωτογραφίες και του τις έδειξα. Εκείνην τη στιγμή ήρθε η νοσοκόμα και μου είπε πως έπρεπε πια να αφήσω μόνο τον καθηγητή και ότι, αν ήθελα, θα μπορούσα να ξαναέρθω αύριο. Προτού προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, πετάχτηκε ο Μ αξ: «Σας παρακαλώ» είπε στη νοσοκόμα. «Μ ου έφερε κάποια πράγματα που κρύβουν πάρα πολύ σημαντικές αναμνήσεις για μένα. Σας παρακαλώ, αφήστε μας μόνους». Μ ίλησε σε τέτοιον τόνο, που φαινόταν καθαρά ότι ήταν πολύ σημαντική η συνάντησή μας. Η νοσοκόμα κατάλαβε και βγήκε αθόρυβα. Ο Μ αξ βυθίστηκε στις φωτογραφίες. Εγώ σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και προχώρησα προς το παράθυρο. Έξω είχε σκοτεινιάσει. Στο γυαλί του παραθύρου καθρεφτιζόταν το εσωτερικό του θαλάμου. Παρότι είχα γυρισμένη τη ράχη, μπορούσα να δω τον Μ αξ. Κάποια στιγμή, πήρε τη φωτογραφία της Νάντιας, την πίεσε πάνω στο στήθος του και έμεινε ακίνητος. Είπε μερικές λέξεις στα γερμανικά – που βέβαια δεν τις κατάλαβα. Ύστερα από λίγο με ευχαρίστησε. «Δεν τελείωσα, Μ αξ» είπα. «Έχω και κάτι ακόμη». «Τι;» ρώτησε ταραγμένος. «Ίσως να στενοχωρηθείτε, αλλά σκέφτομαι πως πρέπει να σας δείξω κάτι ακόμη» είπα. «Θα είναι σαν να επισκέπτεστε τον τάφο της Νάντιας».

Έβγαλα από την τσάντα τον φορητό υπολογιστή, τον έθεσα σε λειτουργία και έβαλα να παίξει το DVD . Μ ετά από λίγο, στην οθόνη εμφανίστηκε το βυθισμένο Στρούμα. Μ ε κομμένη την ανάσα ο Μ αξ στύλωσε το βλέμμα του στην οθόνη. Στο σκοτάδι του βυθού της Μ αύρης Θάλασσας οι προβολείς των δυτών φωτίζουν τον σκελετό του πλοίου, τα τοιχώματα, τις πόρτες, την κουβέρτα του πλοίου, τα ιστία του. Τα σιδερένια τμήματα του πλοίου είχαν σκεπαστεί από κάθε είδους θαλάσσια ζωντανά και από φύκια που πηγαινοέρχονταν παρασυρμένα απ’ το θαλάσσιο ρεύμα. Καθώς η κάμερα του δύτη κατέγραφε το εσωτερικό του πλοίου, εμείς παρακολουθούσαμε τα μέρη όπου βάδιζε, καθόταν, άγγιζε, έγραφε το γράμμα της η Νάντια. Ήταν σαν να είχαμε βυθιστεί σ’ έναν υγρό τάφο. Γύρω απ’ το πλοίο είχαν σκορπιστεί μερικά αντικείμενα. Όταν οι δύτες επιχειρούσαν να τα πιάσουν για να δουν τι είναι, σηκωνόταν άμμος και αμέσως θόλωνε η εικόνα. Ο Μ αξ κι εγώ ήμασταν γεμάτοι ανάμεικτα συναισθήματα. Σκέφτηκα πως, ενώ δεν μπορεί κανείς να εισέλθει σ’ έναν τάφο της ξηράς, εμείς βρισκόμασταν μέσα σ’ έναν τάφο της θάλασσας. Ο Μ αξ ξαναέβλεπε το καράβι μετά από εξήντα χρόνια. Παρακολουθούσε και πάλι –έστω κι αν ήταν σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένα– τα ιστία, το κατάστρωμα, τον θάλαμο του καπετάνιου, όλα αυτά που παρακολουθούσε με πόνο ψυχής από την παραλία κάθε μέρα επί μήνες. Το νερό ήταν θολό· κατά διαστήματα βλέπαμε ψάρια και άλλα θαλάσσια ζωντανά να κινούνται μπροστά στον φακό της κάμερας. Όλα τα μέρη του καραβιού ήταν εκεί, μονάχα οι άνθρωποι έλειπαν. Όταν τελείωσε το DVD , έπεσε βαριά σιωπή στον θάλαμο. Δεν ξέραμε τι να πούμε, τι να κάνουμε. Έκλεισα τον φορητό

υπολογιστή, τακτοποίησα την τσάντα. Είχα την εντύπωση ότι ο Μ αξ αγνοούσε την παρουσία μου. Είχε στήσει το βλέμμα του σ’ ένα σημείο στον απέναντι τοίχο και το κοίταζε ακίνητος. Ένιωσα παρείσακτη. Λες και στεκόμουν ανάμεσα στον Μ αξ και τη Νάντια, σαν να τους εμπόδιζα να μείνουν μόνοι. Πήρα το παλτό, την τσάντα και, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, βγήκα αθόρυβα έξω. Καθώς πήγαινα στο ξενοδοχείο, με κυρίευσε ανησυχία. Μ ήπως είχα κάνει κάποιο λάθος; Είχα έρθει απ’ τη μακρινή Ιστανμπούλ στη Βοστόνη για να ματώσω τις πληγές ενός ανθρώπου που ήταν έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του; Μ ήπως του στέρησα έναν γαλήνιο θάνατο; Μ ετάνιωσα γι’ αυτό που έκανα. Είχα συμπεριφερθεί τόσο απερίσκεπτα στον ηλικιωμένο άνθρωπο, λες και ήμουν καμιά αναίσθητη! Διασχίζοντας τους δρόμους που είχαν πιάσει πάγο στην άσφαλτο, φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ο οδηγός παρέδωσε τη βαλίτσα μου στον υπάλληλο του ξενοδοχείου. Ανέβηκα στο μικρό, άσχημο, αλλά πεντακάθαρο δωμάτιο και άνοιξα τη βαλίτσα. Μ ετά έτρεξα στο μπάνιο για να κάνω ένα ζεστό αφρόλουτρο που λαχταρούσα τόσο πολύ. Γέμισα την μπανιέρα με ζεστό νερό και ρίχτηκα μέσα. Μ ετά από μισή ώρα αισθανόμουν πολύ καλύτερα. Παρήγγειλα απ’ το εστιατόριο του ξενοδοχείου μία σούπα Clam Chowder, που δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν. Ήταν ζεστή και νόστιμη. Μ ου ’κανε καλό. Ωστόσο, δεν μπορούσα να διώξω την ανησυχία που κατέτρωγε τα σωθικά μου. Έπεσα στο κρεβάτι γεμάτη θλίψη. Λόγω του jet lag και των έντονων συναισθημάτων, ξυπνούσα κάθε μία ώρα. Η λύση ήταν να πάρω φάρμακο. Έτσι κατάφερα να ξεκουραστώ μέχρι το πρωί.

Την επομένη, μετά το πρωινό, τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Παρακάλεσα την υπεύθυνη νοσοκόμα του τέταρτου ορόφου να ρωτήσει τον Μ αξ αν ήθελε να με δει. Μ ε πληροφόρησε ότι για τον Μ αξ ήταν ημέρα χημειοθεραπείας, επομένως δεν θα ήταν σε θέση να δει κάποιον. Όμως την επόμενη μέρα θα ρωτούσε και μετά θα με ενημέρωνε. Γι’ αυτό και ζήτησε τον αριθμό του τηλεφώνου μου. Είχα μπροστά μου μια άδεια, χωρίς νόημα μέρα· δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν δυσαρεστημένη με τον εαυτό μου, το λάθος που διέπραξα με στενοχωρούσε πολύ. Δοκίμασα να βγω έξω για περίπατο, αλλά έκανε πολύ κρύο. Ο παγωμένος αέρας μου ’κοβε την ανάσα. Σταμάτησα ένα ταξί και είπα στον οδηγό ότι θέλω να πάω στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Ο οδηγός μάλλον δεν κατάλαβε γιατί με ρώτησε «Στο Κέιμπριτζ;». Τι σχέση έχει το αγγλικό Κέιμπριτζ με το Χάρβαρντ, σκέφτηκα. Τελικά η περιοχή όπου βρίσκεται το Χάρβαρντ λέγεται Κέιμπριτζ. Όταν μου το εξήγησε ο ομιλητικός οδηγός, χαμογέλασα. Του είπα ότι ήταν πρώτη φορά που ερχόμουν στη Βοστόνη. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος την ημέρας τριγυρίζοντας στα διάφορα τμήματα, στη βιβλιοθήκη και σε άλλους ενδιαφέροντες χώρους του θρυλικού πανεπιστημίου. Τυχαία διάβασα μία ανακοίνωση που πληροφορούσε ότι στο Stone Hall θα διεξαγόταν ένα συνέδριο για τη Μ έση Ανατολή. Πήγα στην αίθουσα και παρακολούθησα τον ομιλητή που αναφερόταν στον ισλαμικό κόσμο και σ’ αυτόν της Δύσης. Μ ία συμπαθητική υπάλληλος ονόματι Ιλέιν με βοήθησε να βρω θέση. Η ομιλία δεν μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Μ ιλούσε για γνωστά πράγματα. Εξάλλου, τον τελευταίο καιρό όλοι μιλούσαν για τον ισλαμικό κόσμο. Για την περίπτωση που ρωτούσε κάποιος, κρατούσα στην τσέπη του παλτού μου την κάρτα που δήλωνε ότι εργαζόμουν στο πανεπιστήμιο, αλλά κανείς δεν ρώτησε τίποτα. Μ παινόβγαινα

άνετα σε όλους τους χώρους. Ακολουθώντας μία ομάδα φοιτητών, πήγα στο εστιατόριο, πήρα έναν δίσκο και στάθηκα στην ουρά. Οι φοιτητές φαίνονταν πολύ άνετοι, ελεύθεροι και ευτυχισμένοι. Τα ζευγάρια ξεχώριζαν πολύ εύκολα. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως δεν ζήλεψα. Η ευχάριστη ατμόσφαιρα μου άρεσε πολύ· όμως, όποτε το μυαλό μου πήγαινε στον Μ αξ, ένιωθα ένα βάρος στο στήθος. Έτσι πέρασε όλη η μέρα. Την επομένη τηλεφώνησε η Μ πάρμπαρα, η νοσοκόμα, για να μου πει πως ο Μ αξ με περίμενε. Έφυγα τρεχάτη. Μ όλις πάτησα το πόδι μου στον θάλαμο, κατάλαβα ότι δεν ήταν θυμωμένος. Τα βλέμμα του ήταν γεμάτο συμπάθεια. Είναι δύσκολο να περιγράψω εκείνο το βλέμμα. Κράτησε τα χέρια μου, με ευχαρίστησε και κατόπιν συμπλήρωσε λέγοντας ότι τον συγκίνησε πάρα πολύ που με τόσο κόπο έψαξα και βρήκα τα ανεκτίμητα ενθύμια, ταξίδεψα από τόσο μακριά και έφτασα στη Βοστόνη για να του τα προσφέρω. Εξήγησε ότι, με την παρτιτούρα της Σερενάτας και τον υγρό τάφο της Νάντιας, κατά κάποιον τρόπο τού έφερα πίσω τα νιάτα του. Ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένος. «Όταν σας γνώρισα, δεν φανταζόμουν ότι θα παίξετε τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου» είπε. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από μέσα μου. Ήμουν πια σίγουρη ότι δεν τον είχα στενοχωρήσει. Κατόπιν, μου είπε κάτι που μου προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη. Αφού τον είχα βοηθήσει τόσο πολύ, αφού είχε μοιραστεί μαζί μου όλα τα μυστικά του, είχε μία ακόμη τελευταία και πολύ σημαντική παράκληση. «Το σκέφτηκα πολύ» είπε. «Διερωτήθηκα αν ταίριαζε να σας ζητήσω να αναλάβετε μια τέτοια ευθύνη. Όμως, ό,τι κι αν γίνει, αποφάσισα να σας το ζητήσω. Δικαίωμά σας να αρνηθείτε. Δεν θα θιχτώ καθόλου, απεναντίας θα σας καταλάβω».

Κατάλαβα ότι θέλει να το πει, αλλά δυσκολεύεται πολύ. «Γνωρίζετε ότι για σας θα έκανα τα πάντα, Μ αξ. Παρακαλώ, πείτε το». Τότε το είπε και πάγωσα. Δεν ήταν δυνατό να πω όχι, όμως ήταν πολύ δύσκολο καθήκον. Στο μεταξύ, επειδή έκαναν την εμφάνισή τους οι γιατροί, αναγκάστηκα να βγω έξω. Πήγα στο καφέ του κάτω ορόφου. Όσο έπινα τον καφέ μου, σκεφτόμουν με βαριά καρδιά το τι θα έκανα. Το απόγευμα δεν μπόρεσα να δω τον Μ αξ. Ρώτησα τη Μ πάρμπαρα για την κατάστασή του. Από την έκφραση και το απελπισμένο βλέμμα της, κατάλαβα πώς έχουν τα πράγματα. Είχε πολύ λίγο χρόνο. Εξάλλου, αυτός ήταν ο λόγος που τον συναντούσα για τόσο λίγο. Τον κοίμιζαν για να καταπραΰνουν τους πόνους του. Την επομένη ζήτησα να τον δω, αλλά πάλι δεν ήταν δυνατό. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Την τρίτη μέρα, όταν τηλεφώνησα, η Μ πάρμπαρα μου είπε: «Δυστυχώς ποτέ πια δεν θα μπορέσετε να τον δείτε. Τον χάσαμε τις πρωινές ώρες. Λυπάμαι πολύ». Μ ολονότι το περίμενα, μου φάνηκε σαν να μου βάρεσε κάποιος το κεφάλι· τα ’χασα. Ήμουν έτοιμη να ρωτήσω «Είστε σίγουρη;», όμως συγκρατήθηκα καθώς σκέφτηκα το παράλογο της ερώτησης. Ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια. Ανακάλεσα στη μνήμη όλα όσα ζήσαμε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας. Πότε χαμογελούσα, πότε ένιωθα ένα βάρος στο στήθος. Την επομένη, μου τηλεφώνησε η Νάνσυ για να μου πει ότι έπρεπε να συναντηθούμε. Την κάλεσα στο ξενοδοχείο. Ήρθε το απόγευμα, μετά το τέλος της δουλειάς της. Κρατούσε ένα μεγάλο δέμα. Από τη φωνή της είχα συμπεράνει ότι ήταν νέα κοπέλα, όμως

ήταν μια ξανθιά κυρία γύρω στα πενήντα. Ήπιαμε από ένα ουίσκι στο μισοσκότεινο μπαρ του ξενοδοχείου. Εγώ με πάγο, εκείνη σκέτο. Σηκώσαμε τα ποτήρια σε ανάμνηση του Μ αξ. Κουβεντιάσαμε λίγο για τον καθηγητή και για την κηδεία που θα γινόταν μετά από δύο ημέρες. «Ο καθηγητής με παρακάλεσε να παραδώσω αυτό το δέμα σε σας» είπε η Νάνσυ καθώς έφευγε. Το πήρα γεμάτη απορία. Προσπάθησα να το ανοίξω. Η Νάνσυ με σταμάτησε. Αφού την ξεπροβόδισα, ανέβηκα στο δωμάτιό μου και άνοιξα το δέμα. Από μέσα βγήκε η θήκη με το βιολί. Το βιολί που προσπάθησε να κλέψει ο Σουλεϊμάν ήταν τώρα στα χέρια μου. Ο καθηγητής μέσα στη θήκη είχε αφήσει έναν φάκελο μ’ ένα γράμμα. Απόρησα όταν διάβασα έξω απ’ το φάκελο να γράφει “Κερέμ Μ παλτατζή”. Ο φάκελος δεν ήταν κλειστός. Τον άνοιξα και διάβασα το γράμμα. Ο Μ αξ, στο γράμμα που ξεκινούσε με τις λέξεις Dear Kerem, έγραφε ότι ήταν πολύ χαρούμενος που γνώρισε τον Κερέμ και ότι θα χαιρόταν ακόμη περισσότερο αν ο Κερέμ δεχόταν ως δώρο το βιολί του. Συμπλήρωνε πως, εάν ο νεαρός Κερέμ που φαινόταν πολύ ικανός άνθρωπος μάθαινε βιολί, τότε θα πρόσφερε μια καινούρια ζωή στο μουσικό όργανο, πράγμα που θα ικανοποιούσε αφάνταστα τον Μ αξ. Ο καθηγητής έκλεινε το γράμμα γράφοντας στα τουρκικά το εξής: Μαξ, Ο μεγαλύτερος κατάσκοπος Δεν θυμάμαι αν έκλαιγα ή αν γελούσα όταν το διάβασα. «Αχ, Μ αξ» αναστέναξα. «Αχ, αγαπημένε μου Μ αξ!»

Ας επιστρέψω στο σήμερα. Καθώς γράφω αυτές τις αράδες μπροστά από το δέντρο της πιπεριάς, ο ήχος του βιολιού που έρχεται από μέσα φτάνει στα αυτιά μου ως απόδειξη των βασανιστηρίων που υφίσταται το βιολί του Μ αξ στα χέρια του Κερέμ. Στο Μ πόντρουμ, όπου κάνουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές, βρήκαμε μια δασκάλα βιολιού για τον Κερέμ. Είναι μία κυρία από την Ολλανδία που παντρεύτηκε έναν ναυτικό της περιοχής και ήρθε να ζήσει εδώ. Στην πραγματικότητα, ο Κερέμ είναι πολύ τυχερός. Διότι έχει στα χέρια του ένα εξαιρετικό, παλιό βιολί και μια πολύ καλή δασκάλα απ’ την Ολλανδία. Από την άλλη, το γράμμα του Μ αξ πρόσφερε στον Κερέμ αυτοπεποίθηση, την οποία εγώ και ο πατέρας του, ό,τι κι αν κάναμε, δεν θα μπορούσαμε να την εξασφαλίσουμε. Από τότε που πήρε το γράμμα και το δώρο του Μ αξ, άλλαξαν η συμπεριφορά και το βλέμμα του. Το δώρο “του μεγαλύτερου κατασκόπου” τού άνοιξε νέους δρόμους. Αποφάσισε να σπουδάσει στο ωδείο και άρχισε νύχτα μέρα να μελετά βιολί. Το αποτέλεσμα ήταν συγγενείς και γείτονες να κυκλοφορούν με ασπιρίνες. Ας επιστρέψουμε στη Βοστόνη. Μ ετά από δύο μέρες, συμμετείχα στις τελετές που έγιναν στο πανεπιστήμιο και στο κρεματόριο. Στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου καθηγητές μίλησαν εγκωμιαστικά για το έργο του Μ αξ. Αναφέρθηκαν στην επιστημονική του επάρκεια, στον χαρακτήρα του και μοιράστηκαν τις αναμνήσεις τους. Είχαν συμπεριλάβει κι εμένα ως ομιλήτρια. Δίπλα στο όνομά μου έγραφε “Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ”. «Πριν από εμένα, μίλησαν φίλοι του καθηγητή Μ αξιμίλιαν και αξιόλογοι συνάδελφοί του καθηγητές. Δεν έχω να συμπληρώσω

τίποτα σε αυτά» είπα αρχίζοντας την ομιλία μου, που την είχα συντάξει το προηγούμενο βράδυ. «Ζητώντας την επιείκειά σας για τα αγγλικά μου, θα ήθελα να αναφερθώ πολύ σύντομα στα χρόνια που έζησε ο καθηγητής στην Ιστανμπούλ. Ο αγαπητός μας καθηγητής πρόσφατα επισκέφτηκε ξανά την πόλη όπου έζησε το

1939 ,

’40 και ’41 και η επίσκεψη

αυτή μού πρόσφερε την ευκαιρία να γνωρίσω αυτή την καθ’ όλα εξαιρετική προσωπικότητα. Παράλληλα έμαθα τις επιστημονικές δραστηριότητες και των υπόλοιπων καθηγητών που διέφυγαν από τη ναζιστική Γερμανία και εργάστηκαν στο Πανεπιστήμιο Ιστανμπούλ». Η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε στον χώρο μού έδωσε την εντύπωση ότι αυτά που έλεγα ήταν σημαντικά. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο ένιωθα τη φωνή μου να βγαίνει λίγο τρεμουλιαστή. «Στην ομιλία που είχε κάνει στο πανεπιστήμιό μας, αλλά και στις μεταξύ μας συζητήσεις, ο καθηγητής Βάγκνερ είχε επισημάνει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Στους όρους “Σύγκρουση των Πολιτισμών” του καθηγητή Χάντιγκτον και “Σύγκρουση της Άγνοιας” του Έντβαρντ Σαΐντ, είχε αντιπροτείνει τον όρο “Σύγκρουση των Προκαταλήψεων”, συμβάλλοντας έτσι στον προβληματισμό. Διότι είχε ζήσει ο ίδιος, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, την καταστροφή που προκαλούν οι προκατειλημμένες κοινωνίες και είχε υποστεί μεγάλα βάσανα». Σταμάτησα για λίγες στιγμές· εξακολουθούσε να μου κάνει εντύπωση η σιωπή του πολυάριθμου ακροατηρίου. «Καθώς σκύβω με σεβασμό στην ανάμνηση αυτού του σπουδαίου ανθρώπου, θα ήθελα να αναφέρω έναν άνθρωπο, του οποίου το όνομα πολύ θα ήθελε ο καθηγητής να ακουστεί τώρα εδώ, αν βρισκόταν ανάμεσά μας. Είναι η πολυαγαπημένη του

σύζυγος Νάντια-Καταρίνα Βάγκνερ. Η αγάπη αυτού του ζευγαριού, που αποτελείτο από έναν Γερμανό και μια Εβραία, ήταν ένας ανθρώπινος δεσμός πολύ ισχυρότερος απ’ όλες τις προκαταλήψεις του κόσμου. »Ας φωτίζει τον δρόμο μας η ανάμνησή τους». Όταν τελείωσε η τελετή, πάρα πολλοί άνθρωποι ήρθαν και μου έσφιξαν πολύ θερμά το χέρι. Πιθανώς να είχαν απορήσει που μία μουσουλμάνα γυναίκα είχε εκφωνήσει τέτοιον λόγο. Διότι, όπως εμείς δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε έναν Νιγηριανό από έναν Σενεγαλέζο, έναν κάτοικο του Μ άλι από έναν κάτοικο της Ναμίμπια, όπως δεν διαχωρίζουμε τον Κορεάτη, τον Κινέζο και τον Καμποτζιανό, ονομάζοντάς τους όλους κατοίκους της Αφρικής ή της Άπω Ανατολής, έτσι και οι Δυτικοί, χωρίς να διαχωρίζουν Τούρκους, Αφγανούς ή Πέρσες, μας ονομάζουν όλους μαζί μουσουλμάνους και πιστεύουν ότι έχουμε την ίδια κουλτούρα. Από το πανεπιστήμιο, πήγαμε κατευθείαν στο κρεματόριο. Ο καθηγητής, παρότι ήταν καθολικός, είχε θελήσει να μη γίνει τελετή. Καθίσαμε στις καρέκλες του κρεματορίου. Ήμασταν περίπου πενήντα άτομα. Στο μαρμάρινο βάθρο μπροστά μας έγραφε “Ισαάκ Νεύτων” – δεν ξέρω γιατί. Έπειτα από λίγο, κάποιοι μαυροντυμένοι άντρες έφεραν το φέρετρο και το άφησαν πάνω στο βάθρο. Κι εδώ έγιναν μερικές ομιλίες. Δίπλα στο φέρετρο άφησαν πολλά κόκκινα γαρίφαλα. Μ ετά συνέβη κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μ ία κοπέλα ανέβηκε στο μαρμάρινο βάθρο για να παίξει τη Σερενάτα που συνέθεσε ο Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα μικρό ψηφιακό μαγνητόφωνο και πάτησα το κουμπί εγγραφής. Για πρώτη φορά άκουγα ολόκληρο το έργο. Έκλεισα τα μάτια μου. Θυμήθηκα την ημέρα στη Σίλε, όπου δίπλα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ο Μ αξ έκανε μεγάλη

προσπάθεια να παίξει το έργο. Ήταν υπέροχο. Τώρα μπορούσα να αντιληφθώ τη συγκίνηση της Νάντιας. Η Νάντια που συγκλονιζόταν όταν άκουγε τη “Σερενάτα” του Σούμπερτ, ποιος ξέρει τι να είχε αισθανθεί όταν άκουγε ένα έργο γραμμένο γι’ αυτήν. Όταν τελείωσε η εκτέλεση του έργου, ακολούθησε σιωπή. Κανένας δεν χειροκρότησε. Μ ετά σηκωθήκαμε και ένας ένας περάσαμε δίπλα από το φέρετρο για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Όταν έφτασε η σειρά μου, άφησα ένα γαρίφαλο. Έσκυψα το κεφάλι και είπα από μέσα μου: “Αντίο, Μ αξ. Θα εκτελέσω την τελευταία σου επιθυμία”. Αφού τελείωσε ο αποχαιρετισμός, το φέρετρο βυθίστηκε προς τα κάτω όπου βρισκόταν ο κλίβανος για την αποτέφρωση. Καθώς οι φλόγες υποδέχονταν τον Μ αξ, έφυγα. Πλέον δεν είχα κάποια δουλειά στη Βοστόνη. Το αεροπλάνο πετούσε τα μεσάνυχτα για Φρανκφούρτη. Είχα άφθονο χρόνο. Πήγα στο ξενοδοχείο, ετοιμάστηκα. Η Νάνσυ ήρθε το βράδυ για δείπνο. Φάγαμε ελαφρά, μιλήσαμε για τον Μ αξ. Επέμεινε να πληρώσει τον λογαριασμό. Ύστερα από λίγο με το αυτοκίνητό της πήγαμε μαζί στο αεροδρόμιο. Μ ε συνόδευσε μέχρι τον έλεγχο εισιτηρίων. Μ ου έδωσε το δέμα και τα έγγραφα που κρατούσε. Μ ε ευχαρίστησε, σφίξαμε τα χέρια και έφυγε. Παρέδωσα τη βαλίτσα μου στον έλεγχο. Κρατώντας στο δεξί χέρι τη θήκη του βιολιού και στο αριστερό το δέμα που μου έδωσε η Νάνσυ, προχώρησα προς τον τελωνειακό έλεγχο. Εξήγησα στον υπάλληλο την κατάσταση. Μ ε οδήγησε σ’ έναν ειδικό χώρο. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας τελωνειακός υπάλληλος που ήταν μαύρος. Ρώτησε αν το δέμα ήταν μεταλλικό. «Όχι» είπα, «από μαόνι είναι».

«Διότι απαγορεύεται το μέταλλο» συνέχισε ο τελωνειακός. «Μ πορείτε να το ανοίξετε;» Ξετύλιξα με προσοχή το χαρτί του δέματος και μετά σήκωσα το καπάκι του χαρτονένιου κουτιού. Έβγαλα το μαονένιο κουτί μέσα απ’ το αφρώδες πλαστικό που χρησιμοποιούν στα δέματα και το άφησα πάνω στο τραπέζι. Στην μπροστινή πλευρά του κουτιού υπήρχε ένα γαλάζιο τμήμα σε σχήμα όρθιου οβάλ. Πάνω στο γαλάζιο ήταν σχεδιασμένα δύο πανέμορφα περιστέρια. Είχα την εντύπωση πως κοίταζα έργο τέχνης. «Τίνος η τέφρα βρίσκεται μέσα;» ρώτησε ο τελωνειακός. «Είναι του καθηγητή Μ αξιμίλιαν Βάγκνερ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ». «Πού την πηγαίνετε;» «Στην Ιστανμπούλ. Είναι η τελευταία του επιθυμία που γράφτηκε και στη διαθήκη του». «Είστε συγγενής του;» «Όχι». «Μ πορώ να δω το διαβατήριό σας;» «Φυσικά». Ο τελωνειακός εξέτασε για λίγο το διαβατήριο. «Θα πρέπει μάλλον να είστε μουσουλμάνα» είπε. «Ναι». «Στη θρησκεία σας, απ’ όσο γνωρίζω, η αποτέφρωση των νεκρών είναι αμαρτία, έτσι δεν είναι;» «Δεν το γνωρίζω. Αλλά είναι πολύ πιθανό. Αφού στην Ιστανμπούλ δεν υπάρχει κρεματόριο». Ήταν έκδηλη η απορία του υπαλλήλου. Μ ία μουσουλμάνα μετέφερε την τέφρα ενός καθολικού με γερμανικό όνομα.

“Εντάξει η παγκοσμιοποίηση, αλλά όχι σε τέτοιον βαθμό” θα σκεφτόταν μάλλον ο τελωνειακός. Εξαιτίας του σοβαρού μου ύφους και των κοφτών απαντήσεων, δεν έκανε περισσότερες ερωτήσεις. Άρχισε να κάνει ό,τι απαιτούσε η δουλειά του. «Έχετε το πιστοποιητικό θανάτου;» «Μ άλιστα, ορίστε». Του έδωσα τον κίτρινο φάκελο που μου είχε παραδώσει λίγο πριν η Νάνσυ. «Ωραία. Και η βεβαίωση αποτέφρωσης;» «Όλα είναι μέσα στον φάκελο». Αφού εξέτασε όλα τα έγγραφα, έλεγξε το βιολί. «Εντάξει» είπε στο τέλος. «Όλα φαίνονται σύμφωνα με τον νόμο. Αν με τις ερωτήσεις μου σαν στενοχώρησα, ζητώ συγνώμη». «Δεν υπάρχει θέμα» είπα. «Αλλά γιατί είχατε τέτοια περιέργεια;» «Διότι κι εγώ είμαι μουσουλμάνος» είπε και συμπλήρωσε «Πρώτα ο Θεός». Ήταν φανερό ότι δεν θα ζητούσε να αποτεφρωθεί το σώμα του. Τοποθέτησα με προσοχή το μαονένιο κουτί μέσα στο αφρώδες πλαστικό του χαρτονένιου κουτιού. Τύλιξα το χαρτί και προχώρησα προς την αίθουσα αναμονής. Στη διάρκεια του ταξιδιού δεν άνοιξα τον φορητό μου, δεν έγραψα τίποτα. Αν εξαιρέσουμε τις ώρες του φαγητού, κρατούσα διαρκώς την τέφρα στα χέρια μου. Λες και το άγγιγμα του κουτιού κρατούσε ζωντανές τις αναμνήσεις του Μ αξ. Από τη στιγμή που συστήθηκε βγάζοντας το καπέλο του στο αεροδρόμιο Ατατούρκ μέχρι την τελευταία συνάντηση, όλες οι στιγμές που έζησα μαζί του πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια μου. Στο διάστημα που αναπολούσα, με είχαν κυριεύσει παράξενα συναισθήματα. Παρότι

κρατούσα την τέφρα του στα χέρια μου, λες και ήταν κάπου εκεί γύρω ζωντανός. Μ ιλούσε, γελούσε, διηγιόταν. Σκέφτηκα πως δεν μπορεί να είναι εκείνος μέσα στο κουτί. Τόση γνώση, εμπειρία, έρωτας, χαρά, πόνος, θύμηση δεν μπορούσαν να χωρέσουν μέσα σ’ ένα μικρό κουτί. Μ ολονότι το μυαλό μας δεχόταν κάτι τέτοιο, τα συναισθήματα το αρνούνταν. Στη Φρανκφούρτη, επειδή ταξίδευα κατευθείαν για Ιστανμπούλ, δεν πέρασα από το τελωνείο. Πήγα και κάθισα στην αίθουσα αναμονής. Αν και ο Μ αξ μετά το 1939 δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του στη Γερμανία, η τέφρα του έμεινε στην πατρίδα του επί δύο ώρες. Τι παράξενο. Δεν είχε ζητήσει να σπείρουμε την τέφρα του στον τάφο των γονιών του ή στον ποταμό Ρήνο ή ακόμη στο σπίτι τους στο Μ όναχο. Η ζωή του είχε στην πραγματικότητα τελειώσει σε μια μικρή παραλία της Μ αύρης Θάλασσας, τώρα θα γινόταν απλώς η καθυστερημένη τελετή της. Στο τελωνείο της Ιστανμπούλ κανένας δεν με ρώτησε για το δέμα. Πήρα ένα ταξί και ήρθα σπίτι. Τοποθέτησα το μαονένιο κουτί στο κέντρο του τραπεζιού. Δίπλα του άφησα το βιολί. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο, πήρα φάρμακο και κοιμήθηκα. Την επομένη πήρα ένα ταξί και πήγα στη Σίλε. Περιέγραψα τον κεντρικό δρόμο στο οδηγό και από εκεί βρήκα το δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία. Όταν φτάσαμε στο μικρό λόφο, ζήτησα απ’ τον οδηγό να σταματήσει. Από το σημείο όπου βρισκόμασταν δεν φαινόταν η παραλία, ήξερα όμως ότι πιο πέρα εκτεινόταν η θάλασσα. Είχα αποφασίσει να περπατήσω μέχρι την παραλία. Έτσι δεν θα με έβλεπε ο οδηγός. Ήθελα να είμαι μόνη με τη Νάντια και τον Μ αξ. Ήταν μία γλυκιά ημέρα που δεν θύμιζε καθόλου το φοβερό

κρύο της προηγούμενης φοράς. Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και η θάλασσα ήταν ήρεμη. Όπως έλεγαν οι ψαράδες της περιοχής “Ήταν τόσο ήρεμη που τα μυρμήγκια έπιναν νερό”. Είπα στον οδηγό να με περιμένει και βάδισα προς την παραλία. Δεν κοίταξα καθόλου το κακόγουστο Black Sea M otel. Προχώρησα κατευθείαν στη θάλασσα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου το ψηφιακό μαγνητόφωνο, πάτησα το κουμπί έναρξης και το άφησα πάνω στην άμμο. Άρχισε να ακούγεται η Σερενάτα που έπαιζε η κοπέλα στο Χάρβαρντ. Άνοιξα το καπάκι του κουτιού με τη τέφρα, η οποία έφτανε μέχρι τη μέση του κουτιού. Αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν ολόκληρος άντρας να μετατράπηκε σε τόσο λίγη τέφρα. Άδειασα το κουτί στη θάλασσα λέγοντας «Αντίο, Μ αξ!». Η τέφρα, με τη βοήθεια του ελαφρού αέρα, τινάχτηκε πάνω στον αφρό των κυμάτων, υγράνθηκε, πήρε ένα πιο σκούρο χρώμα και μαζί με τα κύματα απομακρύνθηκε απ’ την παραλία. «Ο καθηγητής τρέχει προς τη Νάντια» σκέφτηκα. Το μαγνητόφωνο έπαιζε το δεύτερο μέρος της Σερενάτας. Πέταξα το άδειο κουτί στη θάλασσα. Το κουτί άρχισε να χορεύει χαρούμενα πάνω στα κύματα. Έπειτα ξαπλώθηκα ανάσκελα πάνω στην άμμο. Στον ουρανό έτρεχαν λευκά, αφράτα, χαρούμενα σύννεφα. Πού και πού έβλεπα να πετούν μερικοί γλάροι πέρα δώθε. Χάνονταν ξαφνικά απ’ τα μάτια μου. Θυμήθηκα το γράμμα που έγραψε η Νάντια στον Μ αξ. Είχε γράψει ότι, για να βρει ένα σημάδι που θα προοιωνίζεται πως όλα θα διορθωθούν, έψαχνε τον ουρανό. Και ότι είχε δει ένα κοπάδι πουλιών να πετά πάνω απ’ το κεφάλι της. «Μ ήπως κι εγώ θα μπορούσα να δω κάποια ένδειξη αυτήν τη σημαντική στιγμή;» σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια μου. Τα άνοιξα ύστερα από λίγο. Δεν είχε γίνει τίποτα.

Η Σερενάτα είχε τελειώσει· στο σύμπαν δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τον φλοίσβο και το ελαφρύ αεράκι. Βάραιναν τα βλέφαρά μου. Στο μεταξύ, η Σερενάτα άρχισε να παίζει ξανά. Θα είχα ρυθμίσει το μαγνητόφωνο στη συνεχή αναπαραγωγή. Νομίζω πως κοιμήθηκα λίγο. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα έναν νεαρό δίπλα μου, όρθιο να με κοιτάζει. Όταν μας πιάσουν να κοιμόμαστε, μας κυριεύει ένα συναίσθημα ντροπής. Σηκώθηκα μ’ αυτό το συναίσθημα. Αναγνώρισα αμέσως τον άνθρωπο που με κοίταζε: ήταν ο νεαρός του μοτέλ με το μακρόστενο πρόσωπο και το μυτερό πιγούνι. «Καλά έκανες, αδελφούλα». «Τι πράγμα έκανα καλά;» «Έπραξες το καθήκον σου». «Δηλαδή;» «Γαλήνεψες την ψυχή του καθηγητή. Τον έστειλες δίπλα στη Νάντια». «Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» «Στην ουσία ξέρω ακόμη περισσότερα, αλλά αναρωτιέμαι αν μπορείς να τα αντέξεις. Γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να σου τα πω». Ήταν τόσο περίεργη κατάσταση που τα είχα χάσει τελείως. Πώς μιλούσε έτσι αυτός ο τύπος; Ποιος ήταν; Μ ήπως ήταν κάποιος πράκτορας της Υπηρεσίας Πληροφοριών που του είχαν αναθέσει να με παρακολουθεί; «Ποιος είσαι;» ρώτησα. «Μ α, αν σου πω, δεν θα το πιστέψεις». «Δοκίμασε». «Όχι, δεν θα το πιστέψεις, θα αρχίσεις να κοροϊδεύεις». «Γιατί;» «Διότι η ψυχή σου δεν είναι έτοιμη ακόμα γι αυτό».

«Θα σε πιστέψω, σου το υπόσχομαι. Πες μου: ποιος είσαι;» Σκέφτηκε για λίγο, δίστασε. «Δεν θα γελάσεις, σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι» του είπα. Δεν θα γελάσω, δεν θα κοροϊδέψω. Πες μου ποιος είσαι». Έριξε μια ματιά τριγύρω και μετά έσκυψε στο αυτί μου: «Είμαι ο αρχάγγελος Γαβριήλ» είπε. Κρατήθηκα να μη γελάσω. «Είδες; Σου το είχα πει» είπε ο νεαρός. «Τι έγινε;» «Γέλασες». «Δεν γέλασα». «Συγκρατήθηκες να μη γελάσεις». «Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό;» «Σου είπα, είμαι ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Μ πορώ να ξέρω τα πάντα, όμως εκμυστηρεύομαι τα μυστικά μόνο σε όσους είναι έτοιμοι ψυχικά. Βλέπω ότι εσύ δεν είσαι έτοιμη. Αλλιώς θα σου έλεγα ενδιαφέροντα πράγματα». Γύρισε την πλάτη του και άρχισε να βαδίζει προς το μοτέλ. Τον ακολούθησα φωνάζοντάς τον. Προχωρούσα πιο γρήγορα από κείνον, σχεδόν έτρεχα, όμως ήταν αδύνατο να τον προλάβω αν και βάδιζε αργά. Η απόσταση μεταξύ μας αυξανόταν. Στο τέλος εξαντλημένη έπεσα με τα γόνατα πάνω στην άμμο. Σταμάτησε, ήρθε κοντά μου. «Να ξέρεις, είσαι πολύ παράξενη γυναίκα εσύ» είπε. «Μ πορώ να πω η πιο παράξενη του κόσμου» «Γιατί;» «Διότι κανείς δεν λέει στον αρχάγγελο Γαβριήλ “Στάσου! Μ η φεύγεις!”». «Μ α αφού δεν ήρθες για μένα».

«Έχεις δίκιο. Δεν ήρθα για σένα. Εσύ έχεις ακόμη χρόνο. Γιατί με φώναξες όμως; Τι θέλεις;» «Σε παρακαλώ, μίλησέ μου. Διηγήσου τα μου όλα». «Η ψυχή σου δεν είναι έτοιμη ακόμα». «Τώρα πια είναι έτοιμη. Διηγήσου τα, σε παρακαλώ». Άρχισα να κλαίω. «Κοίτα, τα δάκρυά σου είναι πιο πειστικά απ’ τα λόγια σου» είπε χαρούμενος. «Όλοι στην αρχή κάνουν τον δύσκολο, αλλά μετά με πιστεύουν. Εξάλλου, δεν περνάει κάτι άλλο απ’ το χέρι τους». «Διηγήσου!» «Εντάξει. Κανονικά, ο θάνατος του Μ αξ θα επερχόταν στις 24 Φεβρουαρίου. Θα πέθαινε στο μοτέλ απ’ το κρύο. Όλα ήταν προγραμματισμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό κι ήμουν εγώ εκεί». Τον κοίταζα δίχως να μπορώ να πω κάτι. Μ ε κοίταξε κι εκείνος για λίγες στιγμές και μετά συνέχισε: «Θα ξέρεις ότι και η Νάντια πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου. Η μοναξιά του Μ αξ ήταν πια αφόρητη. Η δουλειά μου θα ήταν πολύ εύκολη». «Και μετά;» «Εσύ χάλασες τα σχέδιά μου. Τον θέρμανες και τον έφερες πίσω στον κόσμο. Το ετοιμοθάνατο κορμί του, έπειτα από πολλά χρόνια, θυμήθηκε τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εχθρός του θανάτου». «Μ ήπως μου αφηγείσαι την ιστορία του βεζίρη της Σαμαρκάνδης; Αυτού που είχε ραντεβού με τον Γαβριήλ;» «Όχι, εγώ δεν κάνω αφηγήσεις. Αυτά είναι μέσα στο δικό σου το κεφάλι». «Για στάσου μια στιγμή» είπα «Τότε, κι εσύ είσαι ένα κομμάτι

της αφήγησης. Κι εσύ είσαι μέσα στο κεφάλι μου». «Να που το κατάλαβες τώρα» είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ. «Η ψυχή σου είναι έτοιμη για την αφήγηση». Απομακρύνθηκε έχοντας ξεσπάσει σε χαχανητά. Δίπλα μου το μαγνητόφωνο ξεκινούσε απ’ την αρχή τη Σερενάτα. Σηκώθηκα, τίναξα από πάνω μου την άμμο, έσκυψα και πήρα το μαγνητόφωνο. Άραγε ο οδηγός με περίμενε; Ή μήπως έπρεπε να πάω στο μοτέλ Black Sea και να ζητήσω απ’ τον αρχάγγελο να καλέσει ένα ταξί; Έριξα μια ματιά στη θάλασσα να δω το κουτί. Θα πρέπει να είχε παρασυρθεί στα ανοιχτά. «Αντίο, Μ αξ, αντίο, Νάντια» είπα. Αποφάσισα να διηγηθώ τη ζωή τους. Διότι οι άνθρωποι υπάρχουν μονάχα όταν λέγεται η ιστορία τους.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστώ πάρα πολύ τον Ζαφέρ Κιοσέ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της συγγραφής αυτού του μυθιστορήματος με βοήθησε με τη δημιουργική επιμέλεια των κειμένων, τους Σααντέτ Οζέν, Ριφάτ Μ παλί, Γιαλτσίν Γκελέντζε, Σουνάι Ακίν, Σαβάς Καράκας, Λεβέντ Γιουκσέλ, Σαντί Τάνμαν και Ενγκίν Άιγκιουν από τον Σύλλογο Υποβρυχίων Ερευνών, τον ερευνητή Τζιχάν Άκερσον, τη Νεμπίλ Οζγκέντουρκ και τον Νετζατί Γιαγτζί από τα άρθρα και τα βιβλία των οποίων επωφελήθηκα. Τις εκδόσεις Μ έτις και Τούμπιτακ, τη Φατμά Σουπχί, τον καθηγητή Φαρούκ Σεν, τον καθηγητή Δρα Κλάους-Ντέτλεβ Γκροτχάουσεν, τη Φατμά Αρτούνκαλ, τον Νικ Πορκάρο, τη Νουκχέτ Καράμπαϊρακταρ. Τον Σελαχαττίν Όζπαλαμπιγικλαρ, την Γκιουλγκούν Τσάρκογλου και την Ντενίζ Γιουτζέ Μ πασαράν, οι οποίες μοιράστηκαν μαζί μου την αγωνία της δημιουργίας αυτού του βιβλίου και σε ολόκληρη την οικογένεια των εκδόσεων Ντογάν Κιτάπ.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Άμπλα: Η μεγ αλύτερη σε ηλικία αδελφή. Προσφώνηση που χρησιμοποιείται γ ια να δηλώσει σεβασμό. 2. Χοτζάμ σημαίνει “ καθηγ ητά μου”. 3. Ο Πορθητής. 4. Η προεξοχή της ιστορικής βυζαντινής χερσονήσου που αγ ναντεύει τον Βόσπορο. 5. “ Χουνκιάρ μπεγ εντί” σημαίνει “ αυτό που αρέσει στον ηγ εμόνα”, δηλαδή, εν προκειμένω, στην αυτοκράτειρα. 6. Γεια σας. 7. Στα ελληνικά Σκούταρι. 8. Για την παρασκευή της σκέτης πίτας που στην Ελλάδα λέμε “ αραβική”. 9. Κωμόπολη της ανατολικής Τουρκίας. Το νέο καθεστώς τη μετονόμασε σε Κεμάλιγ ιε. 10. Προσηλυτισμένος στην ισλαμική θρησκεία. 11. Αρμενική τρομοκρατική οργ άνωση. 12. Στα ελληνικά Χηλή. Κωμόπολη στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. 13. Ο μεγ αλύτερος αδελφός. Χρησιμοποιείται συχνά ως προσφώνηση που δηλώνει

σεβασμό. 14. Το τουρκικό αντίστοιχο της ελληνικής ΕΥΠ. 15. Αντιόχεια στα ελληνικά. 16. Πολύ γ νωστός Τούρκος ποιητής (1884-1958) που ξεκίνησε ως εκπαιδευτικός, κατόπιν έγ ινε διπλωμάτης και, τέλος, πολιτικός. 17. “ Μπέιογ λου” σημαίνει “ του γ ιου του μπέη”, δηλαδή του γ ιου του άρχοντα. 18. Προύσα στα ελληνικά. 19. Κεμπάπ με κρέας και μελιτζάνα. 20. Διβάνιο: συλλογ ή λυρικών ποιημάτων. 21. Άραβας ιστορικός, γ εννημένος το 1406 στην περιοχή της Τυνησίας. 22. Καισαρεία. 23. Γλώσσα των Σεφαρδιτών Εβραίων.

More Documents from "Giannis Antetokounmpo"

July 2020 0
June 2020 6
June 2020 0
May 2020 0
July 2020 1
May 2020 1