Ο χρησμός Ο Λουκάς καθόταν στον ίσκιο της ακακίας σκεφτικός, αμίλητος. Χωρίς τη συντροφιά ποτηριού. Η Ευτυχία φάνηκε στην πόρτα. Κοντοστάθηκε πήγε να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. «Θα αργήσεις;» ρώτησε. «Θα επιστρέψω αργά το βράδυ» Ήταν πρώτη φορά που το αντρόγυνο είχε μια σύντομη φυσιολογική συζήτηση. Η ζέστη είχε καταφθάσει πρωί – πρωί. Σήμερα γύριζε η Έλλη με τη μητέρα της. Ίσως τις προλάβαινα πριν το ταξίδι στους Δελφούς. «Αστυνόμε!» Ήταν η φωνή του Λουκά. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είχε να μου απευθύνει το λόγο. «Τι θέλεις;» Μαζεύτηκε στην σπασμένη καρέκλα και δεν ξαναμίλησε. Περίμενα μήπως αλλάξει γνώμη και μετά γύρισα στο δωμάτιο. Όταν ξαναβγήκα τον βρήκα στην ίδια θέση. Φαινόταν ανήσυχος. «’Άλλαξες γνώμη;» ρώτησα. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Γεια» είπε δεν είπε όταν τον είχα προσπεράσει. Στις πέντε έφτασα στο σπίτι του Πορφυρογένη. Η Αποστόλου βρισκόταν εκεί. Το κόκκινο φιατάκι ήταν σε μια εσοχή του δρόμου. Μου άνοιξε η ίδια. Είχε αθλητικό ντύσιμο. Ένα παντελόνι τζιν αγκάλιαζε σφιχτά σαν παθιασμένος εραστής το κορμί της. Τελείωνε στη μέση της γάμπας. Τα παπούτσια ήταν άσπρα από λινό ύφασμα. Φορούσε κοντές αθλητικές κάλτσες. Το πουκάμισο ήταν και αυτό λινό. Είχε αφήσει τα δύο τελευταία κουμπιά ελεύθερα και είχε δεμένες τις άκρες του πουκαμίσου. Η βραχνή φωνή με έβγαλε από το θαυμασμό: «Ο κύριος Πορφυρογένης αρρώστησε ξαφνικά!» «Έλα κύριε Φιλώτα» Η φωνή του μόλις έφτασε στα αυτιά μου. Βάδισε μπροστά. Την κοίταγα χαμένος. Ο Πορφυρογένης είχε ανακαθίσει με την πλάτη στηριγμένη σε δυο μαξιλάρια. «Πηγαίνω να ετοιμάσω το γάλα» είπε η κοπέλα. «Η τύχη στάθηκε σκληρή και στους δυο. Εμένα με έριξε στο κρεβάτι..» « ..και εμένα με αναγκάζει να πάω στους Δελφούς!» «Είναι η τελευταία χάρη που σου ζητώ» «Εντάξει» είπα. «Πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις πιθανότητες. Να έχετε την προσοχή σας παντού. Η ερμηνεία του «χρησμού» την απαιτεί» Κοίταξα ασυναίσθητα προς την πόρτα. «Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Θα έρθει μαζί σου!» «Καλύτερα να μείνει εδώ. Έχετε ανάγκη από φροντίδα» Γέλασε θλιμμένα. «Σφύζει η ζωή μέσα της. Είναι σκληρό να ζητήσω να μείνει κοντά σε ένα γέρο και άρρωστο. Άλλωστε για σήμερα φρόντισα. Αύριο θα δω τι θα κάνω» Μπήκε ανάλαφρα κρατώντας το δίσκο στο χέρι. Εκτός από το γάλα είχε βάλει σε ένα μπολ μπισκότα. «Δε θυμάμαι να υπήρχαν» «Τα πήρα για το ταξίδι» Διόρθωσε τα μαξιλάρια, ίσιωσε τα σεντόνια και έβαλε μπροστά του το δίσκο. «Μήπως πρέπει να καλέσουμε γιατρό;» είπα. «Όταν καταλάβω πως είναι απαραίτητος θα το κάνω μόνος μου. Τώρα πηγαίνετε. Δεσποινίς Αποστόλου..» Η κοπέλα πήρε τα μάτια από πάνω μου. «…πάνω στο γραφείο υπάρχουν τρία εισιτήρια» Γύρισε κρατώντας τα στα χέρια. «Δώστε τα δύο στον κύριο Φιλώτα» Ήταν εισιτήρια θεατρικής παράστασης στο θέατρο των Δελφών. Με έντονα μαύρα γράμματα έγραφαν: «Επτά επί Θήβας» «Ήθελα πολύ να ήμουν και εγώ απόψε στο θέατρο των Δελφών!» «Νομίζω πως πάμε για κάποιο σκοπό και όχι για την παράσταση» «Ξέρω πόσο σου αρέσουν οι παραστάσεις. Πίστευα πως αυτό θα σε ευχαριστούσε και θα σου έδινε την ευκαιρία να ασχοληθείς με το σκηνοθέτη. Δεν ξέχασα τη συζήτηση που είχαμε κάποτε εδώ» Στα τελευταία λόγια η φωνή του χαμήλωσε. Γύρισε σε εκείνη «Εσάς σας αρέσουν;» «Αυτή θα μου αρέσει!» Το είπε εντελώς αυθόρμητα. Ο Πορφυρογένης με κοίταξε με χαμόγελο. Για να μην ξεκόβω από την πραγματικότητα, έφερα στο νου μου το νεαρό άντρα με το γρήγορο αυτοκίνητο. «Δε γνωρίζω τι έχει σκοπό να κάνει ο μυστηριώδης άγνωστος, αλλά δεν είναι σωστό να είμαστε περιορισμένοι στο θέατρο. Η έναρξη γράφει στις δέκα. Ως τα μεσάνυχτα θα είμαστε ακόμη εκεί» «Να πάμε στους Δελφούς γράφει. Δεν ζητάει να είμαστε κάπου συγκεκριμένα» «Στις μία θα επιστρέψουμε» «Θα διανυκτερεύσετε εκεί. Έχω κλείσει δωμάτια για τρεις. Θα τηλεφωνήσω να ακυρώσω το ένα. Πρέπει να πηγαίνετε» «Να τελειώσετε πρώτα» «Όχι δεσποινίς νιώθω καλύτερα. Το ξενοδοχείο είναι το «Δελφοί». Πάρτε τα κλειδιά του υπηρεσιακού αυτοκινήτου από το τραπέζι του σαλονιού. Καλή τύχη!
1
-2Η Αποστόλου βγήκε πρώτη. «Κύριε Φιλώτα» με σταμάτησε στην πόρτα. «..καλή τύχη» είπε και χαμογέλασε. Αλήθεια πόσο άρρωστος ήταν; Από τη μούχλα και την εγκατάλειψη περάσαμε στο ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα. Ο ήλιος κατέβαινε στους λόφους. Μέχρι το αυτοκίνητο συλλογιζόμουν τι στάση έπρεπε να κρατήσω. Η Αποστόλου ήταν φανερά ευδιάθετη. Μακάρι να μην την είχα δει εκείνο το βράδυ! Επιτέλους τι μου συνέβαινε; Πήρε θέση στο κάθισμα του συνοδηγού. Το αυτοκίνητο έτρεχε στο δρόμο. «Δεν έχω πάει ποτέ στους Δελφούς!» Έκανα πως πρόσεχα την κίνηση. Έχει αυτή την ευχέρεια ο οδηγός! Βγήκαμε από την πόλη χωρίς κουβέντα. Τώρα η σιωπή φαινόταν ανόητη. Μόλις πήρα βαθιά αναπνοή, γύρισε το κεφάλι απότομα προς το μέρος μου περιμένοντας. «Πιστεύετε πως είναι φάρσα;» ρώτησα αδιάφορα. Είχε ανοίξει το τζάμι και τα μαλλιά της κυμάτιζαν. Τα μισά σκέπασαν τα μάτια της. Τα παραμέρισε με χάρη. «Όχι! Ο άγνωστος δεν είναι φαρσέρ» «Φανταστείτε να αποδειχτεί και να το αντιληφθεί ο Πελώνης» Γύρισα και την κοίταξα. Το πρόσωπό της σοβάρεψε ξαφνικά. «Δεν αξίζει να μιλάμε για αυτό το πρόσωπο!» Δεν είχε μιλήσει ποτέ έτσι. Το αυτοκίνητο είχε πάρει τον ανήφορο για το βουνό. Μπαίνοντας στην Αράχοβα κοιτούσε δεξιά και αριστερά. «Όμορφη πόλη!» Τρέχαμε για τους Δελφούς. Δεξιά υψωνόταν ο Παρνασσός, ψηλός, απότομος. Αριστερά, η πλαγιά κατρακυλούσε μέχρι τη θάλασσα. Χρυσάφιζε ο κορινθιακός καθώς ο ήλιος κατέβαινε στον ορίζοντα. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Καψουροτράγουδα των γύρω επαρχιακών σταθμών ξεχύθηκαν από τα μεγάφωνα. Η βελόνα πηγαινοερχόταν στο καντράν ώσπου η φωνή του Δήμα γέμισε το χώρο και διέφυγε από το ανοιχτό παράθυρο: «… εγώ το πυροφάνι σου θ’ αρθώ και θα σ΄ ανάψω πανιά καινούργια και κουπιά, απόψε θα σου φτιάξω...» Με την άκρη του ματιού την είδα πολλές φορές να κοιτάει. Είχε πάψει να μιλάει. Το πρόσωπο της είχε σοβαρέψει Φαινόταν σκεφτική. Από τη στροφή είδαμε απέναντι τους Δελφούς. «Εδώ είναι η Κασταλία πηγή..» Έδειξα στο πλάι του δρόμου. Στο πέρασμα ανάμεσα στις όρθιες κοκκινωπές πέτρες. Στα ριζά των Φαιδριάδων βράχων. Σα να ξύπνησε από λήθαργο ανακάθισε στο κάθισμα. «..πριν ζητήσεις χρησμό έπρεπε να λουστείς στα νερά της» «Σταματήστε!» είπε βιστικά Έφερα το αυτοκίνητο στο πλάι. Βγήκε και τράβηξε κατά την πηγή. Με εκείνο το μοναδικό τρόπο. Στο πέρασμα ανάμεσα στους βράχους στάθηκε. Γύρισε το κεφάλι πάνω από τον ώμο της. «Ελάτε! αλλιώς δε θα μας δοθεί» «Θα το δώσει σε σας» απάντησα «Μπορούμε να ζητήσουμε δύο;» «Δεν ξέρω, ίσως ναι» «Τότε ελάτε, εγώ θα ζητήσω δικό μου!» «Για ποιο πράγμα;» «Δεν μπορώ να σας πω!» Πλύναμε τα χέρια. Τα τίναξε με χάρη προς το μέρος μου γελώντας. Δροσίστηκα και στην ψυχή! «Είναι πανέμορφα κύριε Φιλώτα!» «Στην πλαγιά δεξιά, είναι ο αρχαιολογικός χώρος. Εκεί βρίσκεται το αρχαίο θέατρο» Με κοίταξε στα μάτια καθώς της έδειχνα και μετά την πλαγιά. «Θα είναι φανταστική η παράσταση τη νύχτα σε αυτό το τοπίο!» είπε με ενθουσιασμό. Ξεκινήσαμε. «Δεξιά, το μουσείο» «Δεν το βλέπω» «Το κρύβουν τα μεγάλα δέντρα» «Θα με ξεναγήσετε;» «Μάλλον δε θα προλάβουμε» «Ακόμη και αν έχουμε μια ζωή μπροστά;» Μίλησε σαν Πυθία! Φούντωσα. Προσπάθησα να το κρύψω. Το ξενοδοχείο βρισκόταν αριστερά, στην είσοδο της πόλης. Είχε αρπαχτεί από το δρόμο και κρατιόταν μην κατρακυλήσει στο βάραθρο. Ο ένας όροφος έβγαζε το κεφάλι πάνω από το δρόμο και υπόλοιποι δυο κατέβαιναν στην πλαγιά. Είχε ένα μικρό χώρο στάθμευσης. Έφερα το αυτοκίνητο δίπλα σε ένα μαύρο ακριβό. Η κοπέλα ταράχτηκε όταν το είδε. Έμοιαζε με το αυτοκίνητο που την είχε πάρει μεσάνυχτα εκείνο το βράδυ! Πως βρισκόταν εδώ; Ποιος ήταν; Μαστίγιο και καρότο με πήγαινε τελευταία η ζωή. Στη ρεσεψιόν έπεσαν όλοι επάνω μας. Για την ακρίβεια πάνω της. Εγώ ένα βήμα πίσω, έμοιαζα περισσότερο σαν αχθοφόρος. «Έχουμε κρατήσει τα καλύτερα δωμάτια» Ο κοντός και χοντρός άνδρας συστήθηκε σα διευθυντής. Είπε πως γνώριζε τον Πελοπίδα Πορφυρογένη και πόσο στενοχωρήθηκε που ματαίωσε την επίσκεψη. «Ζητήστε κατευθείαν εμένα για οτιδήποτε θελήσετε»
2
-3Τα δωμάτια μας ήταν δίπλα-δίπλα. Μας συνόδευσε ο ίδιος. Ξεκλείδωσε με ένα φαρδύ χαμόγελο που οριοθετούσαν τα δυο αυτιά του. Είπε «καλή διαμονή» τόσες φορές, όσες το είχε πει σε όλη τη σεζόν. Μείναμε μόνοι έξω από τις πόρτες μας. Είχε συνέλθει. Ακουμπούσε στην κάσα της πόρτας, όπως την πρώτη μέρα που την είχα δει. «Λοιπόν τι προτείνετε να κάνουμε;» «Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε πολλά πράγματα» Ήθελε κάτι να πει. Δίσταζε. Τελικά είπε: «Μπορώ να κάνω μια σύντομη βόλτα; Είναι όμορφη πόλη. Τι ώρα θα συναντηθούμε;» «Στις εννέα και μισή κάτω. Θα περπατήσουμε ως το θέατρο» «Είναι υπέροχο που θα περπατήσουμε!» Τακτοποίησα το περιεχόμενο της βαλίτσας, έκανα μπάνιο και φόρεσα ένα λευκό λινό παντελόνι. Αργότερα θα συμπλήρωνα το ντύσιμο. Βγήκα στο μπαλκόνι. Δίπλα η λεπτή ψηλή σιλουέτα, ακουμπούσε στην κουπαστή. Κοιτούσε στον ουρανό. Το φεγγάρι από την κορυφογραμμή του Παρνασσού, φώτιζε την πλαγιά ως κάτω στον κάμπο με τους ελαιώνες. «Είναι μαγευτικά απόψε» Είχε γυρίσει το σώμα της. «..όλο το βράδυ θα μπορούσα να μείνω εδώ!» «Το ίδιο και η πόλη απόψε. Δε θα είναι μόνο μαγευτική, αλλά και μαγεμένη!» τόλμησα. Ένα γελάκι ξέφυγε από το στόμα της. «Στις εννέα και μισή θα είμαι έτοιμη» Είχα ξεχάσει το λόγο που βρισκόμουν εδώ. Όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει μια σκέψη πέρασε από το μυαλό. Έριξα πάνω μου ένα πουκάμισο. Το άφησα έξω από το παντελόνι. Κρύφτηκα πίσω από ένα σκοτεινό παρτέρι. Η ψηλή σιλουέτα βάδιζε στο διάδρομο. Η πόρτα του μαύρου αυτοκινήτου άνοιξε. Ο νεαρός άντρας με βιαστικά βήματα την πλησίασε. Της φώναξε. Σταμάτησε ξαφνιασμένη. Ο φωτισμός δεν ήταν καλός, η απόσταση αρκετή και έτσι δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Ένιωσα πάλι το σφίξιμο που μου είχε γίνει οικείο πια. Κοίταξε αριστερά-δεξιά και μετά τον άγνωστο άνδρα. Κάτι του έλεγε και το τόνιζε με μικρές χαριτωμένες κινήσεις των χεριών. Λιγάκι νευρικές. Ο άγνωστος φαινόταν να έχει αντιρρήσεις. Η κοπέλα αφού κοίταξε γύρω πάλι, του γύρισε την πλάτη. Ο νεαρός έμεινε λίγη ώρα σκεφτικός στο ίδιο σημείο και μετά χάθηκε στο σκοτάδι αντίθετα από την κατεύθυνση της. «Τι συνέβαινε λοιπόν; Τι της ήταν ο άγνωστος;» Μίλησα δυο φορές στο τηλέφωνο. Το πρώτο ήταν με τον Πορφυρογένη. Ρώτησε αν συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Απάντησα «όχι» Ούτε του μίλησα για τη βραδινή συνάντηση. «Να προσέχεις και τις λεπτομέρειες!» Έκλεισε με τη διαβεβαίωση πως η υγεία του πήγαινε καλύτερα. Δε μάθαινα κάτι νέο! Κάλεσα το Δουγέκο στην εφημερίδα. Μια νυσταγμένη φωνή μου θύμισε πως είναι και Σάββατο και βράδυ αργά. Ήταν πρόθυμος να μου δώσει το τηλέφωνο του σπιτιού. «Στους Δελφούς; Τι κάνεις εκεί;» Ήμουν σύντομος. «Σε σαρανταπέντε λεπτά είμαι εκεί!» Του υπενθύμισα πως ήταν πια διοικητικός. Μου υπενθύμισε τα λόγια μου «θα μείνεις πάντα δημοσιογράφος» «Δε θέλεις να έρθω ε; Δεν είσαι μόνος λοιπόν!» «Είμαι για υπηρεσιακό λόγο εδώ» «Ναι αλλά με την όμορφη. Τώρα που το ξέρω δε θέλω ούτε εγώ να έρθω. Γιατί με πήρες τηλέφωνο;» «Σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να κάνω σε ελεύθερο χρόνο δέκα λεπτών» «Μισό λεπτό σου χρειάζεται να πεις αυτό που πρέπει να πεις!» «Δεν καταλαβαίνω» «Αν δεν καταλαβαίνεις αυτό, μην περιμένεις να λύσεις κανένα γρίφο!» «Μπορεί να είναι φάρσα;» Η γραμμή σιώπησε. Άκουγα την αναπνοή του. «Με μία έννοια Ιάσονα μπορεί» «Ποια;» «Να θέλει να σε απομακρύνει από την πόλη» «Δε μου λύνεις απορίες. Μου δημιουργείς νέες» «Ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από αυτή την υπόθεση να σε θέλει μακριά από την πόλη, απόψε» «Για να μην είμαι εμπόδιο στα σχέδια του;» «Δεν ξέρω, ίσως για να σε εκθέσει, να εκθέσει την αστυνομία» «Κάνει τη δουλειά του χωρίς τέτοιους προβληματισμούς» «Ο Γαβριηλίδης έχει κάνει την εμφάνιση του;» «Μου ζήτησε να συνεργαστώ με κάποιον που έχει προσλάβει για να ερευνήσει την υπόθεση. Βασικά της έκρηξης στο οικόπεδο του. Αρνήθηκα. Μετράω αντιπάλους πια» «Τι σκέφτεσαι για τον Πελώνη;» «Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να τον ξαπλώσω κάτω, με την πρώτη ευκαιρία» «Ακου Ιάσονα, διαβάζω καθημερινά την εφημερίδα. Είναι χειρότερος από όσο στον περιέγραψα. Πρέπει να αισθάνεσαι πολύ άσχημα» «Μια ερώτηση Δημοσθένη πριν κλείσουμε. Τι αυτοκίνητο έχει ο Πελώνης;»
3
-4«Νομίζω Porsche» «Μαύρη;» «Μαύρη, ακριβή. Λατρεύει τα γρήγορα αυτοκίνητα. Γιατί ρωτάς;» «Νομίζω πως βρίσκεται εδώ» «Καληνύχτα Ιάσονα. Ελπίζω να δεις παράσταση απόψε, όχι να δώσεις!» Είχα στρογγυλοκαθίσει σε μια βαθιά άνετη πολυθρόνα στο βάθος της πολυτελούς αίθουσας. Θα πρέπει να είναι ακριβό ξενοδοχείο σκέφτηκα. Μια ματιά γύρο το επιβεβαίωνε. Υπήρχε πολύς κόσμος ντυμένος για βραδινή έξοδο. Υπέθεσα πως οι περισσότεροι θα πήγαιναν στην παράσταση. Κάποιες γηραιές κυρίες είχανε κάτω από τα μάτια τους το πρόγραμμα και κάποιες άλλες μιλούσαν δίπλα μου για ιστορικές παραστάσεις του παρελθόντος. Μερικών την ηλικία την συμπέραινα από αυτό ακριβώς. Ανάμεσα σε αυτό το πλήθος κινιόντουσαν νεαρά άτομα με πιο ελεύθερο στυλ εμφάνισης και ντυσίματος. Τα γκαρσόνια ευγενικά περιφερόντουσαν ανάμεσα στο πλήθος έτοιμοι με το πρώτο νεύμα. «Κύριε Φιλώτα δε διακρίνω τη συνοδό σας. Άλλωστε και με κλειστά μάτια θα καταλάβαινα πως δε βρίσκεται ανάμεσα μας» Ήταν ο διευθυντής. «Στις εννέα και μισή θα είναι εδώ!» Στις εννέα και μισή φάνηκαν στη σκάλα δυο ψηλά τακούνια. Ακρίβεια διαστημικής πτήσης! Κατέβαινε σιγά πατώντας καλά τα βήματα. Ένα –ένα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της. Ο διευθυντής έτρεξε κοντά και με μια βαθιά υπόκλιση τη ρώτησε κάτι. Γύρισε το κεφάλι πάνω στον ώμο και του χαμογέλασε. Διέσχιζε την απόσταση, ενώ πολλά ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαν. Ήταν βέβαιη για τον εαυτό της, δεν της συνέβαινε πρώτη φορά! Εκείνος που τα είχε χάσει ήμουν εγώ και όσο πλησίαζε, περισσότερο. Δεν την είχα δει ποτέ, όσο τη γνώριζα, τόσο όμορφη! Είχε φροντίσει τον εαυτό της στην κάθε λεπτομέρεια. Τα μαλλιά ελεύθερα, σε κάθε βήμα κυμάτιζαν προσθέτοντας στη γοητεία. Όλοι στη φαντασίωση τους την προσδοκούσαν να κάτσει δίπλα τους, όπως τα χρώματα της ρουλέτας περιμένουν την μπίλια. Στάθηκε πάνω μου. Ξέχασα να σηκωθώ. «Που τον βρήκε τούτο τον ηλίθιο» είμαι βέβαιος θα σκέφτηκαν πολλοί. «Ανυπομονώ να περπατήσουμε» Είχε ρίξει το βάρος στο ένα πόδι και με κοιτούσε με το κεφάλι γερτό. Ήταν μια υπέροχη βραδιά καλοκαιριού. Μικρά φανάρια έριχναν ασθενικό φως. Το πλήθος συνέρεε προς τον αρχαιολογικό χώρο. Ο δρόμος αριστερά και δεξιά ήταν γεμάτος αυτοκίνητα. Περπατούσαμε μέσα στον κόσμο και το θαυμασμό του. Όταν περάσαμε την πύλη, κοντοστάθηκε και κοιτούσε τα τείχη και τους γκρεμισμένους ναούς με το υποβλητικό φωτισμό. Επάνω μας έστεκε κοφτό, απειλητικό το βουνό για τους ασεβείς και ιερόσυλους. Μας κατηύθυναν μέσα από την ορχήστρα να πάρουμε θέση στο κάτω διάζωμα. Το πλήθος είχε σχεδόν γεμίσει το θέατρο. Πολύχρωμο πλήθος, πολύχρωμες καλοκαιρινές μυρωδιές σε μια πολύχρωμη σε συγκινήσεις βραδιά. Η νεαρή κοπέλα με το ρόλο της ταξιθέτριας, ανέλαβε να βοηθήσει. Καθίσαμε στα πέτρινα καθίσματα. Το θέατρο ήταν μικρό, ο κόσμος πολύς. Την ένοιωσα να ακουμπάει πάνω μου. Με διέτρεξε ένα γλυκό ρίγος. Μετακινήθηκε πιο κοντά. Έμεινα ακίνητος. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά στον ουρανό. Διέγραψε ένα τόξο από άκρη σε άκρη και άφησε το βλέμμα ελεύθερο να χαθεί χαμηλά στον βραδινό ορίζοντα «Είναι μαγεία απόψε!» ψιθύρισε. Πολλά μάτια την παρακολουθούσαν. Οι σκηνές ζηλοτυπίας θα ήσαν αμέτρητες αυτό το βράδυ. Κάποια στιγμή τα φώτα στην σκηνή χαμήλωσαν. Η ησυχία απλωνόταν σιγά - σιγά στην πλαγιά του ιερού βουνού. Ο ήχος ενός τύμπανου ακούστηκε από το αλσύλλιο. Μετά άλλος από δεξιά, από αριστερά, από όλες τις μεριές. Κάθε φορά ποιο δυνατός. Ψηλά, πάνω μας άναψαν δυο προβολείς. Φάνηκε πλήθος κόσμου. Μπροστά του, με το κεφάλι ψηλά, ντυμένος με ρούχα που ξεχώριζαν, ο βασιλιάς. Είχε τα χέρια απλωμένα, ανοιχτά σα να τους αγκάλιαζε. «Πολίτες της χώρας του Κάδμου, αυτός που το σκάφος κυβερνά Όλο στοχασμό τα λόγια του να βγάζει τούτη την κρίσιμη στιγμή Στέρεο το πηδάλιο να κρατεί χωρίς να κλειούν τα βλέφαρα του Γιατί σαν έρθουν όλα βολικά, Θεός η αιτία, μα αν πάλι-είθε μη γενείΗ συμφορά μας εύρει, στην πόλη θρήνοι, κραυγές, κατάρες σύμμειχτες Όλων ο Ετεοκλής θα ακούει που άμποτε για αυτά ο προστάτης Δίας Σωτήρας να γενεί στη γη του Κάδμου….» Το πλήθος μετακινιόταν σαν κινούμενη άμμος περιστοιχίζοντας το βασιλιά. Ο φόβος τους είχε κυριεύσει. Η σιωπή ήταν απόλυτη. Παντού απλωνόταν ο φόβος της πολιορκημένης πόλης. Τα κεφάλια στην εξέδρα στράφηκαν δεξιά. Μέσα από το σκοτάδι πρόβαλλε ο Αγγελιαφόρος. «Ετεοκλή δοξασμένε βασιλιά ήρθα από εκεί απ΄’ το στρατό Που ο ίδιος είδα, φέρνοντας σωστές ειδήσεις. Εφτά αρχηγοί για μάχη μανιασμένοι…..» Υπόκωφο βουητό κάτι σα βουβό κλάμα ερχόταν από τη μεριά του πλήθους. «..κλήρο τους άφησα να βάζουνε σε ποια πύλη του καθενός θα λάχει να φέρει το στρατό του…» Το βουητό ανέβαινε πιο δυνατό στην εξέδρα. Απόλυτη ησυχία στο κοίλο και το βουνό. «…..νάτος! Ζυγώνει ο αργείτικος στρατός αρματωμένος Σηκώνει κουρνιαχτό κι όλο τον κάμπο ραντίζει αφρός λευκός από ρουθούνισμα αλόγων…» Χάθηκε από τη μεριά που είχε φανεί λέγοντας πως πάει να μάθει τι ετοιμάζουν οι εχθροί έξω από τα τείχη. Ο βασιλιάς πίσω, μπροστά στο πλήθος, σηκώνει τα χέρια ψηλά: «Ω! Δία και θεοί προστάτες της πατρίδας και του γονιού κατάρα, φοβερή Ερινύα Μην αφανίσετε την πόλη που τη γλώσσα την ελληνική μιλά…» Γύρισε και μεγαλόπρεπα ακόμη και αυτή την ώρα, όπως ταιριάζει σε βασιλιά, χάθηκε αριστερά στο παλάτι. Τα τελευταία λόγια ανέβηκαν ψηλά την πλαγιά και χάθηκαν προς τους αποδέκτες τους: « .. είναι κοινό το κέρδος. Γιατί σαν η πόλη ευτυχεί και τους θεούς της θα τιμήσει..»
4
5 Μέσα από τα δέντρα, κοπέλες αλαφιασμένες έτρεχαν προς τη σκηνή. Εκεί στάθηκαν με τις πλάτες ακουμπισμένες η μία στην άλλη σα να προστάτευαν τα νώτα τους. Η μουσική δυνάμωνε. Ακουγόταν από όλες τις μεριές. Ήταν διάχυτη η ατμόσφαιρα πανικού. Πάνω από τη μουσική έβγαιναν τα φοβισμένα λόγια του χορού: «Για φοβερά θα κράξω πάθη. Ορμά ο στρατός απ’ τα χαράκια…. Σαν κύμα ξέχειλο κυλά, αρίφνητοι καβαλαρέοι… .» « …Αα! Αα! Θεοί, θεές, κρατήστε μακριά τη συμφορά που μας πλακώνει…» «… Ποιος θα με σώσει, ποιος θεός και ποια θεά να με συνδράμει;…» «….Ακούτε ή δεν ακούτε τις ασπίδες να χτυπούν;» «….Σκιάζομαι τον αχό, δεν είναι ένα το κοντάρι που βαρεί…..» «. ..Τι έχεις σκοπό τη χώρα που από παλιά λογίζεται δικιά σου, θα αφήσεις Άρη να χαθεί ;» « …Βοήθα την πόλη! Θεέ με το χρυσό σκουφί που από παλιά αγαπούσες..» « …Το κάστρο του Κάδμου περίζωσαν οι Αργίτες…βροντούν τα άρματα…τρομάζω…» « …εφτά ξεχωριστοί μες στο στρατό ολάρματοι χιμούν στις πύλες.. καθώς ο κλήρος όρισε..» «Αα χαλάζι πέτρινο λιθοβολάει τα τείχη.. Ω! Απόλλωνα! Στις πύλες βροντοχτυπούν οι χάλκινες ασπίδες..»! Ένοιωσα το χέρι της να σφίγγει το μπράτσο μου. Την κοίταξα με την άκρη του ματιού. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο χορό. Γύρω, μόνο οι ανάσες ακουγόντουσαν. «Εσάς πλάσματα ανυπόφορα ρωτώ, είναι πράγματα αυτά που ωφελούν την πόλη Και θάρρος δίνουν στο στρατό που έτσι πολεμά ζωσμένος μες στο κάστρο Πεσμένες στα αγάλματα θεών με θρήνους και στριγκλιές, καμώματα που φέρνουν τη φρίκη Στους γνωστικούς;» Ο Βασιλιάς είχε φανεί στη σκηνή πηγαίνοντας θυμωμένος προς το χορό με σφιγμένες τις γροθιές. «-Ω! αγαπημένο του Οιδίποδα παιδί, έσκιαξα γρικώντας το βροντοχτύπημα αρμάτων καθώς στριγκλίζανε τ’ αξόνια» «-Και τι λοιπόν; Σαν τρέχει από την πρύμνα προς την πλώρη ο ναύτης λες βρίσκει τρόπο να σωθεί την ώρα που πελαγίσιο κύμα δαμάζει το καράβι;» Τώρα η ατμόσφαιρα είχε χαλαρώσει, η μουσική έπαιζε σε χαμηλά μοτίβα. Ο βασιλιάς μιλούσε με το χορό: «-.στων θεών τα αγάλματα τρέχοντας, πρόσπεσα…» «-.. Να ευχόσαστε να αντέξει το κάστρο στον εχθρό…» «-.. Όσο ζω…..τούτο τον ξενόφερτο στρατό μη δω να μπαίνει νικητής στην πόλη….» «-.. Μην κράζεις με νου φουρτουνιασμένο αρωγούς σου τους θεούς…..Μάθε της νίκης μάνα είναι η πειθαρχία …Αν τους θεούς τιμάς δε θα σταθώ εμπόδιο. Όμως ήσυχη να σαι και μήτε τόσο να τρομάζεις, γιατί δειλούς θα κάμεις τους πολίτες» «- Ήρθα με τρόμο γεμάτη στην ακρόπολη που των θεών είναι χώρος ιερός, ακούγοντας βοή πολλών ανθρώπων…» Μια βοή ερχόταν από το αλσύλλιο. Μεταφερόταν από πολλά μεγάφωνα σκορπισμένα στο χώρο. Όσο πλησίαζε γινόταν πιο έντονη. Ο χορός έστρεψε αριστερά και δεξιά τα κεφάλια, αναστατωμένος. Ανάμεσα του ο βασιλιάς, ένα κεφάλι πιο ψηλός, με τα χέρια απλωτά που τα ανεβοκατέβαζε, προσπαθούσε να ηρεμήσει τις γυναίκες. Δεν υπήρχαν ηθοποιοί στην ορχήστρα. Μόνο γυναίκες που θρηνούσαν κι ο βασιλιάς της πόλης! Η μουσική έμοιαζε με καλπασμό αλόγων. «- Τα άλογα ακούω να, φρουμάζουν» « - Κι αν φτάνουν στ’ αυτιά σου καθαρά, κάνε πως δεν ακούς» « - Σειέται συθέμελα η πόλη, μας κυκλώνουν!» « - Δε φτάνει που νοιάζομαι για τούτα;» « - Τρέμω, πληθαίνει ο αχός στις πύλες» « - Δε θα σωπάσεις τέτοια να λες στην πόλη;» « - Τους πύργους μας θεοί μην παρατάτε» « - κακό να σε έβρει δε θα σταματήσεις;» « - Θεοί της χώρας σκλάβα να μη γίνω» « - Σκλαβώνεις και σε και όλη σου την πόλη» « - Ω! Δία στρέψε στους εχθρούς μας την οργή» « - Παντοδύναμε θεέ πως έπλασες των γυναικών το γένος;» « - Δύστυχο σα νικημένους άντρες» « - Σώπα άμοιρη τους φίλους μην τρομάζεις» « - Σωπαίνω και στη μοίρα θα υποταχτώ» Η μουσική είχε χαμηλώσει σιγά- σιγά. Ο βασιλιάς χάθηκε προς τη μεριά του παλατιού. Πίσω του, ο χορός των κοριτσιών πιο ήρεμα τώρα, συνέχιζε το μονόλογο. Αυτές οι γυναίκες δεν ξέρουνε πότε να σταματάνε! Με κοίταξε συνεπαρμένη. Μετά πρόσεξε το χέρι της, έβγαλε ένα μικρό γελάκι, έκανε να το πάρει, αλλά το άφησε! Τι θαυμάσια βραδιά! Τώρα από τα δυο άκρα της σκηνής, βαδίζανε προς το κέντρο ο Ετεοκλής και ο αγγελιοφόρος. Ο βασιλιάς, αργά, όπως πρέπει σε ένα βασιλιά και ο αγγελιοφόρος σχεδόν τρέχοντας, όπως πρέπει για έναν άνθρωπο της δουλειάς του. Τον περίμενε ακριβώς στο κέντρο. « - Για τους εχθρούς κατέχοντας τα πάντα θα μιλήσω….. και πως του καθενός ο κλήρος έλαχε στις πόρτες… . Πρώτα ο Τυδέας μπρος στις Προιτίδες κράζει Ποιόν ενάντια του θα τάξεις;» « - …αυτόν που η ρίζα του κρατά από γενιά σπαρτών, αυτόν πρώτο τον Μελάνιππο....» «- …στις Πύλες της Ηλέκτρας, ο Καπανέας έλαχε, άλλος ετούτος γίγας ….» «- ..αντίκρυ θα σταθεί, αντίμαχος ο Πολυφόντης…» «- …..από τα βάθη του χάλκινου κράνους τρίτος λαχνός τραβήχτηκε του Ετέοκλου, με το στρατό του να ριχτεί στις Νηίστες Πύλες» Σε κάθε άκουσμα αργίτη πολιορκητή ο χορός οπισθοχωρούσε ένα βήμα πίσω, φοβισμένος.
5
-6«- … Ας φεύγει του Κρέοντα ο γιος που την έπαρση κρατεί στα δυο του χέρια, Για άλλονε τώρα πες χωρίς τις καυχησιές του να μου κρύβεις» «- ..τέταρτος στις γειτονικές τις Πύλες της Όγκας Αθηνάς, έσπευσε με χουγιαχτά ο γίγας στην κορμοστασιά, Ιππομέδοντας…» Ο Χορός γύρισε με αγωνία το πρόσωπο στο βασιλιά. «- Και πρώτα η Όγκα Αθηνά που δίπλα στέκει στην πόλη , σιμά στις πύλες, μισώντας την περηφάνια του, απ΄ τα κλωσσόπουλα το φοβερό το φίδι θα αποδιώξει. Μετά ο Υπέρβιος, τ’ άξιο του Οίνοπα παιδί ορίστηκε γι αυτόν αντίμαχος Ποθώντας να γνωρίσει τη μοίρα του σ’ αυτήν την κρίσιμη ώρα …» «Για τον πέμπτο τώρα θα σου πω που τάχτηκε στη βορινή την πέμπτη πύλη Σιμά στ’ Αμφίονος το μνήμα... τον αρκαδινό Παρθενοπαίο Που κόντρα στο πείσμα του Διός, καυχιέται πως θα μπει στη χώρα των Καδμείων….. .» « - Γι αυτόν που τώρα λες άντρας υπάρχει φειδωλός στα λόγια αλλά το χέρι ξέρει να ασκεί, ο Άκτορας του Υπέρβιου τ’ αδέλφι …» Το ξαφνικό σφίξιμο του κορμιού την έκανε να με κοιτάξει με απορία. « - ..ο έκτος που θα πω ο Τυδέας που ο μάντης Αμφιάραος φονιά τον κράζει μπρός Ομολωίδες πύλες » « - ..το Λασθένη θα τάξω εχθρόξενο που γνώση έχει γέροντα μα το κορμί ενός νέου ….» Ο Αγγελιοφόρος, έσκυψε το κεφάλι. Ο χορός σώπασε. Σιωπή παντού καθόλου μουσική. Σήκωσε σιγά-σιγά το βλέμμα και κοίταξε το βασιλιά. Του έκανε νόημα με το κεφάλι να συνεχίσει. Με φωνή αλλαγμένη, πιο σιγανή, ο αγγελιαφόρος μίλησε στη βουβή ατμόσφαιρα του θεάτρου. « - Και τώρα τον έβδομο θα πω.. τ’ αδέλφι σου που τάχτηκε στην έβδομη την πύλη και ποιες κατάρες φοβερές και τι κακά θα βρουν την πόλη, αφού τα τείχη ανεβεί παιάνας νικητήριος θα ακουστεί, κι ύστερα με σένανε θα χτυπηθεί δίπλα σου νεκρός να σωριαστεί σκοτώνοντας σε ή ζωντανό που άτιμα εξόρισες, όμοια να σε εκδικηθεί… Αυτά φωνάζει ο Πολυνείκης και τους γενέθλιους θεούς καλεί της πατρικής της χώρας επίκουρους και επήκοους των προσευχών του Κρατεί ασπίδα νιόφτιαχτη και πάνω της θα δεις διπλή εικόνα σκαλιστή Σεβάσμια γυναίκα να οδηγεί χρυσόθωρο πολεμιστή Η Δίκη λέει τάχα αυτή και έτσι οι γραφές το λένε «πίσω θα φέρω αυτόν στα πατρικά παλάτια και την πόλη» τέτοια καμώματα σκαρφίστηκαν, μα κρίνε τώρα εσύ ποιος ναν αντίμαχος του … » «- Ω! Του Οιδίποδα πολύκλαυστη γενιά! Νάτες οι πατρικές κατάρες… Για τον Πολυνείκη μιλώ που ταιριαστό το όνομα του φέρει Ήρθε ο καιρός να μάθουμε που οδηγούν τα εμβλήματα και η χρυσή γραφή Αν έρχεται ξανά στη γη ξεφρενιασμένος με λύσσα και μανία Μπορεί και κείνο να γενεί σαν παραστάτης του σταθεί του Διός η κόρη Μα ούτε σαν βγήκε απ’ της μητρός τα σκότη, ούτε στα παιδικά του Ούτε στην πρώτη νιότη τότε που φύτρων κι ίδρωνε το γένι, στάθηκε να τον δει Ούτε σαν ήρθε κουρσευτής την ίδια του τη χώρα ν’ αφανίσει, θα στέρξει Γιατί στ’ αλήθεια ψεύτικο το όνομά της, μαζί του τέτοια ώρα… » Έκανε μερικά βήματα προς το χορό. «Αυτά πιστεύω εγώ κι αντίκρυ θα σταθώ εχθρός του …» Ο χορός έκανε μερικά βήματα πίσω τρομαγμένος και αμέσως πάλι μπροστά, πλησίασε το βασιλιά με τα χέρια προτεταμένα σαν να ήθελε να τον εμποδίσει. « …ποιος άλλος από μένα να χτυπηθεί περισσότερο ταιριάζει; Άρχοντας με άρχοντα, αδέλφι ενάντια αδελφού, εχθρός μ’ εχθρό ..» Γύρισε προς το παλάτι φωνάζοντας με φωνή στερεή, βαριά: «.φέρτε κνημίδες γρήγορα, που σε φυλούν από κοντάρια μυτερά και πέτρες...» Ο Χορός γονάτισε μπροστά του σηκώνοντας σε ικεσία τα χέρια. « Αγαπημένε γιε του Οιδίποδα, μη γίνεις όμοιος, άθλιος απ’ το θυμό σου απ’ τους Καδμείους είναι αρκετοί να πλήξουν τους αργίτες γιατί αυτό το αίμα συγχωρείτε Μα φόνου τέτοιου αδελφών το κρίμα δεν ξεχνιέται….» «-.. το πράγμα ο θεός εκεί το πάει …» «-..το άγριο πάθος σ’ οδηγεί, πικρός θα ναι ο καρπός…» «-..του αγαπημένου μου πατέρα η φοβερή Κατάρα… κέρδος μια ώρα αρχύτερα ο χάρος..» Η φωνή του Ετεοκλή, τραγική, απελπισμένη ανέβηκε ψηλά προς την κορυφή. Αντιλαλούσε στα βράχια, επέστρεφε βαθιά στην ψυχή μας και χανόταν για πάντα στον νυχτερινό ουρανό. Αισθάνθηκα το χέρι της κοπέλας να ριγεί. Κοίταξα γύρο μου παντού σιωπή. Το μικρό θρόισμα στα ξερά χόρτα σου έδινε την εντύπωση πως πίσω τους ήταν κρυμμένος ο στρατός των αργείων. Η μυσταγωγία στο αρχαίο θέατρο των Δελφών συνεχιζόταν. Η παράσταση τελείωσε. Πέρασε λίγη ώρα χωρίς τον παραμικρό ψίθυρο. Σιγά – σιγά επιστρέφαμε στο σήμερα. Κάθε κύτταρο είχε κερδίσει κάτι, όπως σε ένα καλό ύπνο. Γύριζα από ένα θαυμάσιο όνειρο σε ένα πιο υπέροχο. Η κοπέλα είχε μείνει ακίνητη δίπλα μου κοιτώντας εμπρός σα να περίμενε τη συνέχεια. Το χέρι της πάντα κρατούσε το μπράτσο μου. Δεν κουνιόμουν μήπως συνέλθει. Ήταν ωραία έτσι. Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα, άλλοι στις θέσεις τους, άλλοι όρθιοι. «Ας μείνουμε ακόμη!» Η ώρα περνούσε και ο κόσμος ελευθέρωνε τα πέτρινα καθίσματα. Κάποια στιγμή στο χαμηλό φως των διαζωμάτων, δυο θεατές μόνοι παρέμεναν στη μαγική καλοκαιριάτικη νύχτα. «Ας μείνουμε λίγο ακόμη» επανέλαβε. «Μα δεν υπάρχει πια κίνδυνος. Οι Αργείοι τράπηκαν σε φυγή!»
6
-7Γέλασε και μου έσφιξε το χέρι. «Πρέπει να θάψουμε τους νεκρούς μας!» «Έχεις δίκιο» «Εσύ λοιπόν που τώρα πήρες τα σκήπτρα τα βασιλικά, τι λες;» «Όλους εκτός από ένα» «Το εγκρίνουν οι θεοί αυτό;» «Φορώ στολή είμαι ένας Κρέων! Να εφαρμοστεί ο νόμος!» Μούτρωσε χαριτωμένα το πρόσωπό της. «Ξέρω πως θες από πάνω σου να την πετάξεις! Τότε, θα λογίζεσαι στην καρδιά μου, βασιλιάς!» Ξαφνικά σηκώθηκε. Άρχισε να κατεβαίνει στητή, αλύγιστη, με χάρη τα πέτρινα σκαλιά. Ένα ασθενικό φως σχημάτιζε ένα ασαφή κύκλο στην ορχήστρας. Στάθηκε στη μέση του. Άπλωσε τα χέρια. Η βραχνή κοριτσίστικη φωνή έφτασε καθαρά στα αυτιά μου: « ..τώρα που ναι πιο σιμά ο θάνατος, γιατί με το καιρό μπορεί να στρέψει η μοίρα και να φυσήξει απαλά για σένα, τώρα κοχλάζει ακόμη από την οργή της » « …γιατί φουντώσαν οι πατρικές κατάρες και του ύπνου μου τα φαντάσματα αληθέψαν που λέγανε πως μοιρασιά της πατρικής κληρονομιάς θα γίνει» Η φωνή ερχόταν από τα δέντρα δεξιά και πίσω από την ορχήστρα. Στο μισόφωτο φάνηκε να έρχεται προς το μέρος της ο Ετεοκλής. Φορούσε ακόμη τα βασιλικά ρούχα χωρίς το διάδημα. Κάτι ψιθύρισε που δεν άκουσα. Η κοπέλα συνέχισε: «Εμάς τις γυναίκες άκουγε κι ας μη το θέλεις» «Λέγε ποιο το όφελος με λιγοστά τα λόγια» Πάλι της μίλησε σιγά. «Μην πας εσύ στον έβδομο πυλώνα…» Χάθηκε στο σκοτάδι. Από εκεί ακούστηκε η φωνή του αλλαγμένη: «Να καταφτάνει ο Άγγελος!» Ξαναμπήκε τρέχοντας χωρίς τα βασιλικά ρούχα. Έμοιαζε να είναι μεγάλος σε ηλικία. «… στις έξη πύλες μετρώντας τα πιότερα μας ήρθανε καλά στην έβδομη, ο σεβαστός, ο βασιλιάς Απόλλων διάλεξε του Λάιου τις παλιές κακοτοπιές να εκδικηθεί στου Οιδίποδα τη φύτρα… » Η κοπέλα τον πρόσεχε με αγωνία. «Ποιο νέο κακό τη χώρα βρήκε πάλι;» «Η πόλη σώθηκε μα ο ένας τον άλλον σκότωσε…» Έφερε τα χέρια στο κεφάλι. Κάτι κακό είχε συμβεί. «Ποιοι; Τι είπες; Ο φόβος με τρελαίνει….» «Κράτα το νου σου καθαρό και άκου: τα τέκνα του Οιδίπου..» «Α! η δύστυχη τις συμφορές μαντεύω…έφτασαν ως εκεί;» Παρακολουθούσα σαστισμένος αυτό που έβλεπα. «… Με χέρια αδελφικά σκοτώθηκαν…και έτσι των δυο η τύχη στάθηκε κοινή» Ξαφνικά από δεξιά μέσα από το απόλυτο σκοτάδι, μπήκε στην ορχήστρα ο νεαρός άντρας. Τον γνώρισα αμέσως. Άλλος ένας αγγελιοφόρος κακών ειδήσεων. Πλησίασε τον πρώτο και με φωνή προσποιητή, σαρκαστική είπε: «Έρως ανίκατε μάχαν!» Ο ηθοποιός τον κοίταξε αυστηρά. «Νεαρέ, μπερδεύεις το Σοφοκλή με τον Αισχύλο!» Σήκωσε ψηλά τα χέρια με απόγνωση. «Τι τραγωδία να μπερδεύεις τις τραγωδίες!» απάντησε με αναίδεια. Η κοπέλα ταράχτηκε. Μαζεύτηκε δυο βήματα πίσω. Πιο ταραγμένη και από το χορό. Ήταν η ώρα που έταξα τον εαυτό μου αντίμαχο του, στην όγδοη πύλη! Πήρα κουτρουβαλώντας τα σκαλιά. Τον άρπαξα από το γιακά. Έμεινε ανέκφραστος με τα χέρια κάτω σαν παραδομένος. «Μη! αφήστε τον!» φώναξε η κοπέλα απελπισμένα. Τον παράτησα. Ίσιωσε του πουκάμισο και μετά άπλωσε τα χέρια. Ο ηθοποιός χάθηκε ενοχλημένος στο σκοτάδι. «Τάχα ποιος τίτλος αύριο στην πόλη θα υμνεί τα έργα σου! Μα να! Το βρήκα! » Ξεφούσκωσε τα στήθη του, κατέβασε τα χέρια και γύρισε τον εαυτό του στο σήμερα. Έγραψε στο αέρα με ξύλινα γράμματα: «Τον ένοχο στους έξη φόνους αναζητεί στα πρόσωπα του Αισχύλου!» «…δεν είναι υπέροχος;» ρώτησε. Κοιταχτήκαμε στα μάτια με την κοπέλα. Με κοιτούσε με την ίδια έκπληξη. «Οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να ενημερώνουν το κοινό αλλά και την αστυνομία» πρόσθεσε κοροϊδευτικά. Η καταστροφή ήταν απόλυτη. Πίσω το γέλιο του αντήχησε ανατριχιαστικό στη σιωπή του βουνού. Θα την περίμενα στο αυτοκίνητο. «Έρχομαι αμέσως» Ζήτησα από τη ρεσεψιόν να μιλήσω στο σπίτι του Πορφυρογένη. «Περάστε στο θάλαμο δίπλα» Δεν απαντούσε. Κάλεσα στην αστυνομία. Βρισκόταν εκεί. «Πως το έμαθες κύριε Φιλώτα;» Του είπα χωρίς λεπτομέρειες.
7
-8«Ο άνθρωπος που δολοφονήθηκε απόψε είναι γνωστός σου» «Ο Λουκάς Ψυχογιός;» Έδειξε να ξαφνιάζεται. «Αυτό δεν πρέπει να το γνώριζε ο Πελώνης» «Ήταν παράξενος σήμερα. Κάτι το βασάνιζε» «Σου είπε κάτι;» «Προτίμησε να μη μιλήσει. Ίσως για αυτό δε θα μιλήσει ποτέ!» «Τι συνέβη εκεί στους Δελφούς;» «Απολαύσαμε μια υπέροχη τραγωδία. Μια πραγματική!» «Δεν σε καταλαβαίνω» «Επιστρέφουμε απόψε. Δεν υπάρχει λόγος να βρισκόμαστε εδώ. Ο άγνωστος μας έστησε μια κακόγουστη φάρσα» Μετά ζήτησα να μιλήσω στην κυρία Όλγα. Το τηλέφωνο καλούσε στο αυτί μου. «Γιε μου» την άκουσα να φωνάζει «..που είσαι; Μας βρήκε μεγάλο κακό!» Της εξήγησα πως ήμουν εκτός πόλης για υπηρεσιακή ανάγκη. «Μην επιστρέψεις απόψε γιε μου, εδώ. Έχει σαλέψει το μυαλό της Ευτυχίας. Καταριέται και φωνάζει. Αύριο θα δούμε» «Κύριε Φιλώτα αυτό το άφησαν για σας» Ο διευθυντής κρατούσε στα χέρια ένα λευκό φάκελο. Τον άνοιξα με χέρια που έτρεμαν από τη βιασύνη. Έγραφε: «Οι ιερείς μου απόψε παραδώσαν το χρησμό!» «Συμβαίνει κάτι σοβαρό κύριε Φιλώτα;» «Πότε σας το έδωσαν;» «Ο άνθρωπος που μου το έδωσε δεν θα έχει να απομακρυνθεί πολύ. Πήγε προς το χώρο του πάρκινγκ» Είχα βγει τρέχοντας στο χώρο της στάθμευσης. Ήταν μισοσκόταδο. Περιφερειακά, ασθενικά φώτα οριοθετούσαν το χώρο. Σιγά – σιγά τα μάτια συνήθιζαν. Έμεινα ακίνητος, παρατηρώντας γύρω. Αν είχε προλάβει να βγει στο δρόμο θα έμενε για πάντα άγνωστος. Αν όμως ήταν εδώ… Αν ήταν όμως εδώ ίσως επιτέλους να πιάναμε την άκρη του νήματος. Τότε πολλά πράγματα θα αλλάζανε. Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό άρχισα να ψάχνω ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Ο κρυμμένος άντρας κατάλαβε πως τον αντελήφθηκα. Κάτι πάνω του άστραψε στο φως του φεγγαριού. Ήταν σκυμμένος στην τελευταία σειρά των αυτοκινήτων, εκεί που άγριες πικροδάφνες και λιγούστρα σχημάτιζαν φράχτη. Τον πήδηξε και χάθηκε. Έτρεξα πίσω του. Άρχιζε η πλαγιά. Τον έβλεπα να κατεβαίνει γράφοντας πορεία φιδίσια. Κινιόταν με εκπληκτική άνεση θαρρείς και ήταν ο Μόγλης των βουνών. Πεισμάτωσα και άρχισα να τρέχω πίσω του. Τα παπούτσια δε με βοηθούσαν καθόλου. Ο άγνωστος συνέχιζε αμείωτα την προσπάθεια να ξεφύγει. Ξαφνικά μπροστά συνάντησα το γκρεμό. Έκοψα την ορμή σταματώντας σε μια μεγάλη πέτρα. Αφουγκράστηκα. Τον είχα χάσει. Έπρεπε να έστριψε αριστερά η δεξιά. Μπροστά ο δρόμος διαφυγής ήταν κλειστός.. Ο νυχτερινός ουρανός ήταν κατάσπαρτος με αστέρια. Το φεγγάρι κρεμόταν στο χάος σαν άδεια αιώρα. Ένα ξαφνικό τρίξιμο. Πως έγινε ξαφνικά και ο ουρανός γέμισε με πιο πολλά άστρα; Με τόσα φεγγάρια; Και γιατί σκοτείνιασε;
8