μεταφρασεολογικά-ιβάνοβιτς 1

  • Uploaded by: Anastasia Michaleli
  • 0
  • 0
  • May 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View μεταφρασεολογικά-ιβάνοβιτς 1 as PDF for free.

More details

  • Words: 2,882
  • Pages: 7
1

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ Η μετάφραση συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δραστηριότητες εκείνες οι οποίες σχεδόν ταυτίζονται με την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Οι μυθικές απαρχές της εντοπίζονται την εποχή του Πύργου της Βαβέλ, τότε που, μετά το προπατορικό αμάρτημα και την εκδίωξη από τον Παράδεισο, μια νέα τιμωρία επεβλήθη στην ανθρωπότητα για την νέα αλαζονική συμπεριφορά μας. Αυτή τη φορά η φυλή των ανθρώπων υπέστη τη σύγχυση των γλωσσών, ίνα μη ακούσωσιν -τονίζουν οι Γραφές- έκαστος την φωνήν του πλησίον [Γεν. ΙΑ: 7]. Έκτοτε όχι μόνον έχουμε βρεθεί στην ανάγκη να μάθουμε «έκαστος την φωνήν του πλησίον», αλλά και να μεταφέρουμε «έκαστος» στη δική του «φωνήν» μηνύματα που, διαφορετικά, θα παρέμεναν εσαεί ανήκουστα. Παράλληλα, οι άνθρωποι θα άρχισαν και να προβληματίζονται γύρω από τη φύση της διαδικασίας της μεταγλώττισης, και να ερευνούν τους μηχανισμούς της. Πρέπει να εικάσουμε ότι, ευθύς αμέσως, θα ξεκίνησε και η μεταβίβαση των πρώτων συμπερασμάτων του συγκεκριμένου προβληματισμού, αλλά και των αποτελεσμάτων των σχετικών με αυτό ερευνών (αφού ο άνθρωπος υπάρχει ως κοινωνικό ον μόνον και μόνο στο μέτρο που είναι ικανός να αποκομίσει και να μεταφέρει εμπειρίες και γνώσεις). Εάν λοιπόν από τους μυθικούς εκείνους χρόνους ακόμη άρχισε να αρθρώνεται κάποιος θεωρητικός και διδακτικός λόγος γύρω από τη μετάφραση, κατά πάσα πιθανότητα ένα αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο με το ίδιο περιεχόμενο ανεφάνη πολύ αργότερα. Εντούτοις, παρ’ ότι λοιπόν το αντικείμενό μας είναι σχετικώς πρόσφατο, γύρω του έχει ήδη συσσωρευτεί μια βιβλιογραφία διόλου αμελητέα και ποσοτικά και ποιοτικά, η οποία μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, πολλαπλασιάζεται ακατάσχετα. Από ένα σημείο κι έπειτα συμβαίνει όμως η πληθώρα των αναφορών μάλλον ανασταλτικά να επιδρά επί της πρωτογενούς έρευνας. Γι’ αυτό, ή όποια νέα συμβολή που αξιώνει να είναι κάτι παραπάνω από ένα ακόμη βιβλιογραφικό λήμμα, οφείλει να αποκαταστήσει την απλότητα των βασικών μεταφρασεολογικών ερωτημάτων. Τι είναι η Μεταφρασεολογία; Είναι, όπως οι περισσότεροι επιστημονικοί κλάδοι, μια θεωρία η οποία πηγάζει από μια προγενέστερη πρακτική. Είναι ωστόσο -αντίθετα από άλλους επιστημονικού κλάδους- μια θεωρία όχι απλώς μη χειραφετημένη, αλλά και μ η χ ε ι ρ α φ ε τ ή σ ι μ η από την πρακτική στους κόλπους της οποίας διαμορφώθηκε. Εάν λ.χ. η εξέλιξη της γεωμετρίας σε κάποια φάση της επέβαλε να αποδεσμευτεί από την γεωμέτρηση, μία Μεταφρασεολογία που θα αδιαφορούσε για τη μετάφραση κυριολεκτικά δεν νοείται. Ως εκ τούτου, το γνωστικό αντικείμενο, αλλά και η διάρθρωση και διάταξη της ύλης του, πρέπει ίσως να προσδιοριστούν σε συνάρτηση προς ένα δεύτερο ερώτημα, που αφορά ακριβώς στο Τι είναι η Μετάφραση; Πριν επιχειρήσω να απαντήσω, θα διατυπώσω ένα αξίωμα το οποίο συνάγεται από το επιστημολογικό καθεστώς της συναφούς θεωρίας. Επειδή ο προορισμός της είναι να παίξειρόλο στοχαστικού εργαλείου στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης πρακτικής, μία υποτιθέμενη «γενική Μεταφρασεολογία» δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να μας διδάξει παρά γενικές κι αόριστες αρχές, με ελάχιστη πραγματική χρησιμότητα για τη μετάφραση την ίδια. Αντιθέτως, η διαδρομή της «μεταφράζουσας πρακτικής» καθορίζεται πάντα με ακρίβεια: από τη γλώσσα Α [‘γλώσσα-αφετηρία’, source language, langue source ή base· συντομογραφία: ΓΑ] έως την γλώσσα Β [‘γλώσσα-στόχος’, target language, langue cible ή but· συντομογραφία: ΓΣ]. Ειδικότερα, η μετάφραση ξεκινά από ένα κείμενο το οποίο ανήκει στη γλώσσα Α [‘κείμενο-αφετηρία’ - κα] για να φθάσει σε ένα άλλο κείμενο, που ανήκει στη γλώσσα Β [‘κείμενο-στόχος’ - κστ].

1

2

ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται μία και μόνο θεωρία της μεταφράσεως αλλά πολλές, και συγκεκριμένα τόσες όσα τα ζεύγη των γλωσσών σε επαφή 1. Η μεθοδολογική αυτή προοπτική, που στη διδακτική των ξένων γλωσσών ονομάζεται αντιπαραβολικότητα, αποτελεί και το καταλληλότερο πρίσμα μέσα από το οποίο πρέπει να δούμε το γνωστικό μας αντικείμενο σε όλες και στην καθεμία από τις φάσεις της μελέτης του. Όσο για το ερώτημα «Τι είναι η Μετάφραση;» η επαρκής απάντηση θα μπορούσε να είναι η εξής: Είναι μια ‘Τέχνη’ -με την διπλή σημασία που είχε η λέξη τόσο στα αρχαία ελληνικά όσο και στα λατινικά [ars]-, δηλαδή ‘ δ η μ ι ο υ ρ γ ί α ‘ αλλά και ‘ ε π ά γ γ ε λ μ α ’. Στην μετάφραση εμπλέκονται λοιπόν πνευματικοί παράγοντες όπως το αρκούντως ασαφές «τάλαντο», δηλαδή οι έμφυτες ι κ α ν ό τ η τ ε ς που ενδεχομένως διαθέτει ένα άτομο για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα· εμπλέκονται επίσης ορισμένες επίκτητες (και ως εκ τούτου πολύ πιο «πεζές») δ ε ξ ι -ό τ η τ ε ς . Και οι μεν και οι δε στηρίζονται, με την σειρά τους, σε μια γ ν ώ σ η . Τέλος, η γνώση αυτή, αλλά και οι προαναφερθείσες δεξιότητες αποτελούν αντικείμενο ε κ μ ά θ η σ η ς . Στο τρισδιάστατο της μεταφραστικής πράξεως: δημιουργία + επάγγελμα (= Τέχνη) + εκμάθηση αντιστοιχούν τρεις κύριες φάσεις ή τρία μεγάλα κεφάλαια της θεωρίας της μεταφράσεως: 1 Αντιπαραβολική ανάλυση (ή ‘α. γραμματική’).- Η φάση αυτή ταυτίζεται με το τελικό στάδιο στην κατάκτηση μιας ξένης γλώσσας, όταν πια τίθεται θέμα τελειοποιήσεως και εκλεπτυσμού των γνώσεών μας. Εδώ θα εξετάσουμε κατά πόσον οι δομές της γλώσσας Α (η οποία κατά κανόνα, αν και όχι αναγκαστικά, είναι η μητρική) διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν την αφομοίωση των δομών της γλώσσας Β (η οποία πάλι κατά κανόνα, αν και όχι αναγκαστικά, είναι η ξένη). Οι ίδιες ευκολίες και τα ίδια εμπόδια αφορούν επίσης στη μεταγλώττιση των δομών της ΓΑ σε δομές της ΓΣ. 2 Αντιπαραβολική υφολογία (λειτουργική).- Το κεφάλαιο αυτό πραγματεύεται τις διάφορες λειτουργικές παραλλαγές ή ποικιλίες, με άλλα λόγια τις «γλώσσες» που διαμορφώνονται και εκδηλώνονται μέσα σε μια γλώσσα, υπό συνθήκες κάθε φορά συγκεκριμένες (γεωγραφικής, κοινωνιογλωσσικής και εκφραστικής φύσεως), Η αντιπαραβολικότητα συνίσταται εδώ στην σύγκριση δυο γλωσσών, απ’ αυτήν ακριβώς την άποψη και με κριτήριο την επαφή τους. 3 Αντιπαραβολικό υφολογικό μοντέλο.- Η τρίτη φάση είναι και η πλέον μυστηριώδης, καθώς διαδραματίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου μπροστά στο λευκό χαρτί όπου ο μεταφραστής αποτυπώνει το διάλογό του με το (υπαρκτό) κα και το (ανύπαρκτο ακόμη) κστ· διάλογος από τον οποίον αναφύονται επιλογές που εκλογικεύονται σχεδόν εξ ίσου δύσκολα όσο κι εκείνες του πρωτογενούς δημιουργού. Για να το πούμε σε γλώσσα θεωρητική, το μεταφραστικό εγχείρημα κινείται αμφίδρομα και επαναληπτικά από τον πόλο της «προσληπτικής ποιητικής» [poétique] σ’ εκείνον της «ορθωτικής ποιητικής» του κειμένου [poïétique] 2. Αυτό σημαίνει ότι, από την 1Οριακά δε, θα μπορούσε κανείς να εκπονήσει από μια θεωρία για το κάθε προς μετάφρασιν έργο ή, τουλάχιστον, για τον κάθε συγγραφέα. 2Ο γαλλικός όρος poïétique -εκ του ελληνικού ποιείν- είναι δηλωτικό μιας science du faire [‘επιστήμης του ποιείν’], με αντικείμενο τον θεωρητικό στοχασμό που ο συγγραφέας αναπτύσσει έμπρακτα, γύρω από το εν γενέσει έργο. (Ο στοχασμός αυτός ενίοτε αποτυπώνεται ρητά, σε ορισμένα «ντοκουμέντα»: σημειώσεις, προσχέδια, ημερολόγια δημιουργίας κλπ.· άλλοτε πάλι πρέπει να τον συναγάγουμε από το 2

3

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ ανάλυση του κα, ο μεταφραστής συνάγει υποθέσεις εργασίας, με τις οποίες κατασκευάζει ένα επιχειρησιακό μοντέλο, το οποίο προσπαθεί να υλοποιήσει στο κστ. Στη συγκεκριμένη φάση, αναπτύσσει λοιπόν δραστηριότητες που θα τις χαρακτήριζα κατ’ εξοχήν κριτικές, για τις οποίες ένα χρήσιμο εργαλείο μπορεί να αποβεί η λογοτεχνική υ φ ο λ ο γ ί α , δηλαδή μελέτη των γλωσσικών μέσων που επιστρατεύει ο λογοτέχνης προκειμένου να φθάσει σε ορισμένα αισθητικά αποτελέσματα 3. Εξάλλου, αυτό είναι ίσως και το μόνο κομμάτι του συγκεκριμένου κεφαλαίου το οποίο προσφέρεται για διδασκαλία/εκμάθηση. Όπως μπορεί να διαπιστώσεις κανείς, στην παρουσίαση των υποκεφαλαίων της θεωρίας μας έχω προχωρήσει κατά διδακτική σειρά, δηλαδή από την βάση προς την κορυφή, από το απλό στο περίπλοκο, από πτυχές που εμπίπτουν στην απλή εκμάθηση μιας γλώσσας σε άλλες, καθαρά δημιουργικές. Η θεωρία και η πρακτική της μεταφράσεως, αλλά και ο μεταξύ τους συσχετισμός, συνοψίζονται σχηματικά στο ακόλουθο σχεδιάγραμμα:

ΕΜΠΛΕΚ. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜEΤΑΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΑ

• ικανότητες (έμφυτες)

δημιουργία

αντιπαρ.

υφολ.

επάγγελμα

αντιπαρ.(λειτ).

μοντέλο Τέχνη

• δεξιότης (επίκτητη) υφολογία Εκμάθηση

αντιπαρ.ανάλυση (γραμμ).

• γνώση

Όπως προκύπτει από το σχεδιάγραμμα, η αντιπαραβολικότητα, δηλαδή η προοπτική που εστιάζει στην επαφή μεταξύ των γλωσσών, χαρακτηρίζει και τη Μεταφρασεολογία ως σύνολο και τα επί μέρους στάδιά της. Έπεται λοιπόν ότι και η θεμελιώδης έννοιά της Μεταφρασεολογίας πάλι εκεί θα πρέπει να επικεντρώνεται. Η έννοια αυτή ονομάζεται μεταφρασιμότητα και είναι εκείνη η οποία, με τους επιθετικούς προσδιορισμούς μ ε τ α φ ρ ά σ ι μ ο / μ η μ ε τ α φ ρ ά σ ι μ ο , δίδει λογαριασμό για το μέτρο και τον βαθμό που ένα κείμενο προσφέρεται ή όχι για μετάφραση.

ίδιο το έργο.) Η δε poétique (η παρουσία ή μη του ετυμολογικού i κάνει την διαφορά μεταξύ των δύο), καθώς είναι «απόγονος» της αρχαίας ρητορικής, πραγματεύεται θεωρητικά το έργο αυτό καθ’ εαυτό, ως έτοιμο, ολοκληρωμένο ή και κλειστό προϊόν της πρώτης. [Πρβ. Passeron/Recherches 1977]. Η απόδοση του όρου poïétique με το ελληνικό «ορθωτική ποιητική» παραπέμπει στην αισθητική του Étienne Souriau (τον οποίον αναφέρει και ο Passeron)· για τον Γάλλο αισθητικό, η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί «ο ρ θ ω τ ι κ ή δραστηριότητα» [activité i n s t u r a t r i c e ]. Εξάλλου, η poétique είναι προφανές ότι ανήκει στον κύκλο της προσλήψεως του έργου τέχνης· ως εκ τούτου μετέφρασα (επεξηγηματικά) τον όρο ως «π ρ ο σ λ η π τ ι κ ή ποιητική». (Πρβ. και Μεθοδολογία της Μεταφράσεως, Μεταφράσεως όπου γίνεται εκτενής συζήτηση περί τόσο της εν λόγω ορολογίας όσο και περί του περιεχομένου της.) 3…που κι ο μεταφραστής, με την σειρά του, θα προσπαθήσει να αναπαραγάγει στο κστ. 3

4

ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

Για να αντιληφθούμε σαφέστερα την ουσία της μεταφρασιμότητας ας προσφύγουμε, κατ’ αναλογίαν με τα μαθηματικά, στην έννοια του διαλείμματος από… έως… Έχοντάς την κατά νουν, θα διατυπώσουμε ως εξής το βασικό μας θεωρητικό ερώτημα: Το κείμενο (αφετηρία) α, ανήκον στην γλώσσα (αφετηρία) Α, είναι/δεν είναι μεταφράσιμο στην γλώσσα (στόχο) Β, με/χωρίς αποτέλεσμα το κείμενο όπου (στόχο) β ; το α [κα] και το β [κστ] οριοθετούν βεβαίως το διάλειμμα. Παρατηρούμε όμως ότι στα σημεία εκείνα τα οποία είναι επιρρεπή σε αμφίδρομες απαντήσεις («είναι/δεν είναι» και «με/χωρίς»)- ανοίγουν νέα διαλείμματα, τίθενται νέα ερωτήματα, του είδους: ‘από πού μέχρι πού’ και/ή ‘σε ποιο βαθμό’. Παρόμοια διαπίστωση μας οδηγεί στη σκέψη ότι η μεταφρασιμότητα και η μη μεταφρασιμότητα ουδέποτε είναι απόλυτες, αλλά πάντα σχετικές, δηλαδή πραγματώνονται εντός συγκεκριμένων ορίων. Ό λ α είναι μεταφράσιμα/ Τ ί π ο τ α δεν είναι μεταφράσιμο: δύο ισχυρισμοί συμπληρωματικοί, άρα εξίσου ορθοί ή εσφαλμένοι. Το μαθηματικό ανάλογο που επικαλέσθηκα εδώ 4 παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι μας δίδει μίαν εικόνα της μεταφρασιμότητας με μόνη διάσταση τη γραμμική. Στη λειτουργική όμως δυναμική της, ως διαδικασίας, θα ταίριαζε ίσως καλύτερα μία πολυδιάστατη προβολή του διαλείμματος: κείμενο α [κα]

γλώσσα B [ΓΣ]

όπου τα διάφορα γλώσσα A [ΓΑ] κείμενο β [κστ] βέλη και γραμμές απεικονίζουν τις παρακάτω διαδρομές της μεταφρασιμότητας: • α - Β = διαδρομή της καθαυτής μεταφρασιμότητας (υπό την συνήθη έννοια της λέξεως). Μια επιστημολογική δυσχέρεια μείζονος σημασίας ανακύπτει σε τούτο το σημείο: ενώ στο α έχουμε να κάνουμε με μια πράξη Ομιλίας [Parole] (ή μάλλον με το αποτέλεσμά της αποκρυσταλλωμένο σε κείμενο), στο Β καλούμεθα μόλις να αξιολογήσουμε τις δυνατότητες και τους πειθαναγκασμούς που εγείρει μπροστά μας ο Λόγος [Langue] 5. Γι’ αυτό, πρακτικά, η διαδρομή α - Β είναι δύσκολα αν όχι αδύνατο να καλυφθεί (χαρακτηριστικό που συμβολίζεται στο σχεδιάγραμμα δια της στικτής γραμμής). Γεννάται λοιπόν η ανάγκη για ανεύρεση κάποιων εναλλακτικών παρακαμπτηρίων διαδρομών. Μία εξ αυτών αρχίζει με το τμήμα: • Α - Β = διαδρομή της αντιπαραβολικής υφολογίαςπου, όπως ήδη ανέφερα, συνίσταται στην αντιπαραβολή των «λειτουργικών υφών» ή «επιπέδων» των δύο σε επαφή γλωσσών, εγχείρημα το οποίο επιτρέπει να αξιολογηθεί η κατ’ αρχήν μεταφρασιμότητά τους προς τις δύο κατευθύνσεις. Η διαδρομή Α - Β περιλαμβάνεται όμως ανάμεσα σε δύο άλλα διαλείμματα: 4…και το οποίο ανάγεται, εξάλλου, και στην λεγόμενη «Θεωρία των Συστημάτων», καθώς το «από» ισοδυναμεί με το input και το «έως», με το output του συστήματος. 5Για την απόδοση της ορολογίας του Ferdinand de Saussure υιοθέτησα τις προτάσεις του Γεωργίου Μπαμπινιώτη [πρβ. Μπαμπινιώτης 1980]. 4

5

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ • Α - α = διαδρομή κατά την οποίαν προσδιορίζεται αυτό που θα ονόμαζα σημείο καταχωρήσεως της ποιητικής ιδιολέκτου (ή «προσωπικού ύφους») του προς μετάφρασιν συγγραφέα εντός του λειτουργικού υφολογικού συστήματος της ΓΑ. Με άλλα λόγια, το εγχείρημά μας εστιάζει εδώ στα ευρύτερα γλωσσικά συστατικά της ατομικής εκφράσεως, το οποίο ισοδυναμεί με τον εντοπισμό ενός - ας πούμε «αναγνωστικού κανόνα» του κα. • Β - β = διαδρομή κατά την οποίαν προσδιορίζεται ένα δεύτερο σημείο καταχωρήσεως, που αφορά στη θέση και στη σχέση των υφολογικών χαρακτηριστικών του κστ με το λειτουργικό υφολογικό σύστημα της ΓΣ. Στο μέτρο του δυνατού, το δεύτερο αυτό σημείο πρέπει να είναι λειτουργικά αντίστοιχο ή ο μ ό λ ο γ ο του πρώτου· στόχος ο οποίος επιτυγχάνεται μόνο με την ανεύρεση του «παραγωγικού κανόνα» του κστ, ο οποίος πρέπει να είναι επίσης λειτουργικά αντίστοιχος ή ο μ ό λ ο γ ο ς προς τον «αναγνωστικό κανόνα» του κα. Η Α - α και η Β - β είναι οι βασικές συνιστώσες του αντιπαραβολικού υφολογικού μοντέλου. Εάν όμως γενικεύσουμε την αρχή της ομολογίας (ή λειτουργικής αντιστοιχίας), που αναφέραμε προηγουμένως, και την διατυπώσουμε αναλυτικότερα ως εξής: όπως το α (α1, α2…αν) για το Α, επίσης το β (β1, β2…βν) για το B αυτή η αρχή θα μας παράσχει την δυνατότητα για ανά πάσα στιγμή διασταύρωση των μεταφραστικών επιλογών μας με το πρωτότυπο. Στο μοντέλο μας, τον «ομολογικό» (ούτως ειπείν) έλεγχο απεικονίζει, σε raccourci, η διαδρομή: • α - β, η οποία, επιπλέον, ικανοποιεί την ανάγκη το Α - α και το Β - β να συνδέονται μεταξύ τους και απ’ ευθείας. Τέλος, από την ίδια αρχή της ομολογίας συνάγεται ο εξής κανόνας τον οποίο θα αποκαλούσα α ν τ ι σ τ α θ μ ι σ τ ι κ ό ή, μεταφορικά, «κανόνα της ισορροπίας εσόδων και εξόδων», που το ιδανικό θα ήταν να εφαρμόζεται στη μετάφραση με την ίδια συνέπεια όπως στην λογιστική: κάθε φορά που, σε ορισμένα συμφραζόμενα, σημειωθεί κάποια απώλεια (νοήματος, εκφραστικότητας κλπ)., οφείλουμε στα ίδια ή σε όσο το δυνατόν εγγύτερα συμφραζόμενα να παραγάγουμε ένα κέρδος (νοήματος, εκφραστικότητας κλπ)., ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία του συνόλου.

Ο σχετικός «κανόνας» μας παραπέμπει στη διαδρομή: ✔ β – Α = το αναγκαίο feed-back στο οποίο προσφεύγουμε κατά διαστήματα 6, όσες φορές δηλαδή μας το επιβάλλει η αρχή της ομολογίας και ο αντισταθμιστικός κανόνας. Το απαραίτητο γνωσιολογικό εργαλείο για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι η αντιπαραβολική ανάλυση(ή γραμματική) που, όπως είπαμε και προηγουμένως δεν είναι παρά η τελειοποίηση της ε κ μ α θ ή σ ε ω ς της γλώσσας Β σε επαφή με την γλώσσα Α. Ένας τρόπος πρακτικής «επαλήθευσης» του αποτελέσματος, ισοδύναμος με τον παραπάνω αλλά ίσως πιο διασκεδαστικός, και που επιπλέον θυμίζει την 6Γι’ αυτό και απεικονίζεται με διακεκομμένη γραμμή. 5

6

ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

πειραματική μέθοδο των θετικών επιστημών, είναι αυτός που προτείνει ο Umberto Eco, βάσει της αρχής της «μετατρεψιμότητας» [reversibilità]: η αντίστροφη μετάφραση με αφετηρία το κστ που, εάν δεν επιφέρει σημαντικές απώλειες στη ΓΑ, αποδεικνύει ότι το μετάφρασμα είναι μέχρις ενός σημείου ικανοποιητικό 7. Η «αντιπαραβολική ανάλυση» (διαδρομή β – Α) και η «αντιπαραβολικής υφολογία» (διαδρομή Α – Β) είναι δύο βασικά κεφάλαια της Μεταφρασεολογίας. Ο ρόλος τους από επιστημολογικής πλευράς είναι να προλειάνουν το έδαφος για το αντιπαραβολικό υφολογικό μοντέλο (διαδρομές α – Α και β – Β, στις οποίες προστίθεται επίσης η α – β). Στις ανωτέρω διαδρομές επικεντρώνεται και η Μεθοδολογία η οποία, ιδωμένη από σκοπιάς του λογοτεχνικού κειμένου, ισούται με μια Ποιητική της Μετάφρασης. Το πεδίο της είναι ένα modus operandi, το μεταφράζειν, αλλά και το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί, δηλαδή το μετάφρασμα. Περιττό να τονίσω ότι το θεωρητικό εγχείρημα προσκρούει εν προκειμένω σε δυσκολίες σχεδόν ανυπέρβλητες: το «αντιπαραβολικό υφολογικό μοντέλο» αξιώνει να αποτιμήσει μια δημιουργική πράξη εν τω γίγνεσθαι· πράξη που όμως, όπως ανέφερα και προηγουμένως, αποδεικνύεται εξ ίσου ιδιωτική και ανεξερεύνητη όσο η πρωτογενώς ποιητική. Για την ακρίβεια, «η ποιητική μετάφραση […] είναι ανάλογη με την ποιητική δημιουργία, με τη διαφορά ότι εκτυλίσσεται σε αντίθετη κατεύθυνση» [Paz 1971/80, 14]. Η τελευταία επισήμανση παραπέμπει μεταξύ άλλων στο αξίωμα ότι, μεταφράζοντας, δεν δημιουργούμε «εκ του μηδενός»: εντεύθεν του εγχειρήματός μας βρίσκεται πάντα ένα πρωτότυπο. Αυτό, εξάλλου, επιτρέπει να παρακάμψουμε σιωπηρώς τις προαναφερόμενες δυσκολίες, εστιάζοντας στην αναλυτική προσέγγιση του πρωτοτύπου, μέσα από τις διάφορες προσβάσεις που μας προσφέρει η «αισθητική υφολογία». Έχοντας εξαντλήσει και αυτό το στάδιο, ας προχωρήσουμε στην καρδιά του αντιπαραβολικού υφολογικού μοντέλου. Το εν λόγω μοντέλο, το επαναλαμβάνω, πραγματεύεται τόσο μία δημιουργική πράξη όσο και το προϊόν της, δηλαδή ένα δημιούργημα. Θέση μου είναι ότι εδώ ακριβώς έγκειται η πλέον χαρακτηριστική προβληματική του. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο είναι η Μεθοδολογία της Μεταφράσεως να μας οδηγήσει, ή να καταστεί η ίδια μία Ποιητική του μεταφράζειν και του μεταφράσματος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΈΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΈΣ: ECO, Umberto: Dire quasi la stressa cosa. cosa. Esperienze di traduzione, traduzione εκδ. Bompiani, Milano 2003 [Eco 2003]. ΜΠΑΜΠΙΝΙΏΤΗ, Γεωργίου: Θεωρητική Γλωσσολογία (Εισαγωγή στην Σύγχρονη Γλωσσολογία), Γλωσσολογία) Αθήνα 1980 [Μπαμπινιώτης 1980]. PASSERON, René: «La poïétique», στον συλλογικό τόμο Recherches poïétiques, poïétiques εκδ. Klincksieck, Paris 1977 [Passeron/Recherches 1977]. PAZ, Octavio: Traducción: literatura y literalidad (1971), εκδ. Tusquets, Barcelona 2 1980 [Paz 1971/80]. 7Πρβ. «il testo B nella lingua Beta è la traduzione del testo A nella lingua Alfa se, ritraducendo B nella lingua Alfa, il testo A2 che si ottiene ha in qualche modo lo stesso senso del testo A» [Eco 2003, 58]. Το in qualche modo δείχνει όμως ότι ο Eco παραμένει επί του προκειμένου επιφυλακτικός, αφού το προϊόν της μετατρεψιμότητας μπορεί μεν να είναι ικανοποιητικό από σημασιολογικής απόψεως, όχι όμως κατ’ ανάγκην και από αισθητικής. 6

7

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΊΑ

7

Related Documents


More Documents from ""

Theocritus Eidyllia
April 2020 7
Dimitroulia
April 2020 17
May 2020 13
May 2020 14
May 2020 13
May 2020 11