Kef1

  • June 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Kef1 as PDF for free.

More details

  • Words: 5,176
  • Pages: 11
1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΘΕΣΜΙΚΗ ∆ΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1989 Σκοπός Το Κεφάλαιο αυτό αποβλέπει στο να αναπτύξει περαιτέρω τις αρχικές γνώσεις που παρέχονται στα πρώτα κεφάλαια του εγχειριδίου που διανέµεται από το ΕΑΠ (Λάβδας 2002) και που αφορούν τα πρώτα βήµατα υλοποίησης της Ευρωπαϊκής συνεργασίας (ΟΕΟΣ, Σχέδιο Μάρσαλ κλπ.). Για το λόγο αυτό σκιαγραφεί το τρόπο µε τον οποίο τα δυο τµήµατα της ιδεολογικοπολιτικά διαιρεµένης Ευρώπης προσπάθησαν, πολλές φορές µέσα από κατά τεκµήριο πανοµοιότυπους διεθνείς οργανισµούς, να προσδώσουν θεσµική υπόσταση στην Ευρωπαϊκή διάσπαση µετά το Β' Παγκόσµιο Πόλεµο και να προχωρήσουν, µέσω αυτών των οργανισµών, σε µια πορεία Ευρωπαϊκής ενοποίησης όπως την αντιλαµβάνονταν η κάθε πλευρά και σε πλήρη αποµονωτισµό αλλά και αντιπαλότητα µε τους αντίστοιχους φορείς της άλλης πλευράς. Προσδοκώµενα αποτελέσµατα Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη µελέτη του κεφαλαίου θα είστε σε θέση να: • κατανοήσετε τη σηµασία της θεσµικής διαίρεσης της Ευρώπης µετά το Β' Παγκόσµιο Πόλεµο και τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτήν. • γνωρίσετε τους διάφορους οργανισµούς οικονοµικού, πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που αναπτύχθηκαν στη ∆υτική Ευρώπη και τις βασικές αρχές λειτουργίας τους • τους κυριότερους οργανισµούς οικονοµικού, πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που αναπτύχθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και τις βασικές αρχές λειτουργίας τους Έννοιες-Κλειδιά • Θεσµική διαίρεση • Θεσµοποίηση • Συνασπισµοί κρατών • ∆υτικοευρωπαϊκοί διεθνείς οργανισµοί • Ανατολικοευρωπαϊκοί διεθνείς οργανισµοί

2

Ενότητα 1.1 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Ένα από τα φαινόµενα που ακολούθησαν τη λήξη του Β' Παγκοσµίου Πολέµου ήταν ο εντυπωσιακός πολλαπλασιασµός των διεθνών οργανισµών σε παγκόσµια και ακόµη περισσότερο σε περιφερειακή βάση, µε αποτέλεσµα οι οργανισµοί αυτοί να καλύπτουν και σήµερα στο διεθνή χώρο πλήθος δραστηριοτήτων κάθε είδους. Η µεγάλη αυτή άνθιση των διεθνών οργανισµών όχι µόνο έδωσε µια νέα διάσταση στις διεθνείς σχέσεις, τη θεσµοποίησή τους, αλλά ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την µεταπολεµική ανοικοδόµηση της κατεστραµµένης Ευρώπης. Ο σχηµατισµός δύο διαφορετικών συνασπισµών κρατών, ενός στη ∆υτική και ενός στην Ανατολική Ευρώπη, µε διαφορετικούς πολιτικούς θεσµούς και κοινωνικοοικονοµικά συστήµατα, συντελέστηκε στην περίοδο 1945 έως 1960. Στη µεσοπολεµική περίοδο κανένα από τα κράτη, που συνδέθηκαν µε την (τότε) Σοβιετική Ένωση στο συνασπισµό, ο οποίος αποκαλούνταν, ανάλογα µε την πολιτική τοποθέτηση, Σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία, Ανατολικό µπλοκ ή απλά Ανατολική Ευρώπη, δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές σχέσεις µ’αυτήν, καθώς η διαφορά των πολιτικών συστηµάτων περιόριζε τις σχέσεις τους στον οικονοµικό και εµπορικό τοµέα. Ο τρόπος µε τον οποίο η ευρωπαϊκή ήπειρος ‘κατάφερε’ να χωριστεί σε δύο υποπεριφέρειες, η αναζήτηση των αιτίων και η κατανοµή της µοµφής για τη διαίρεση αυτή, είναι ζητήµατα πάνω στα οποία υπάρχει µεγάλη διαφορά ανατολικών και δυτικών απόψεων. Κατά την περίοδο του πολέµου, όταν οι ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρεττανία ήταν σύµµαχοι, στάθηκαν απρόθυµες ή ανίκανες να εξετάσουν σοβαρά την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας στη µεταπολεµική περίοδο. Στο τέλος του πολέµου υπήρχαν ήδη τόσο βαθιές ρωγµές µεταξύ των Αγγλοαµερικανών και της (τότε) Σοβιετικής Ένωσης, ώστε η δηµιουργία µιας ενωµένης Ευρώπης βρισκόταν έξω από κάθε διαπραγµατευτική ικανότητα, ακόµη και αν οι τρεις σύµµαχοι είχαν οποιεσδήποτε κοινές ιδέες για το µέλλον της Ευρώπης. Το µεγαλόπνοο σχέδιο του Τσώρτσιλ, που προέβλεπε σαν πρώτο βήµα την επαναδηµιουργία της Ευρωπαϊκής οικογένειας και τη σύσταση ενός είδους Ηνωµένων Πολιτειών Ευρώπης µε τη σύναψη µιας εταιρικής σχέσης µεταξύ Γαλλίας και Γερµανίας, και σαν δεύτερο βήµα τη δηµιουργία ενός Συµβουλίου της Ευρώπης µε εκτελεστικές εξουσίες στο οποίο θα συµµετείχαν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, συµπεριλαµβανοµένης και της (τότε) Σοβιετικής Ένωσης (όχι όµως και της Βρετανίας λόγω διαφορετικών συµφερόντων), προσέκρουσε στον σκεπτικισµό τόσο των Αµερικανών όσο και των Σοβιετικών, όταν τους προτάθηκε το 1942 και το 1943, και ποτέ δεν έπαιξε σηµαντικό ρόλο στις συνοµιλίες των συµµάχων καθώς ο πόλεµος πλησίαζε προς το τέλος του. Οι Αµερικανοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για την ανάπτυξη µεταπολεµικών διεθνών και όχι περιφερειακών οργανισµών και οι Σοβιετικοί έδιναν ήδη τη δική ερµηνεία της έννοιας ‘κυριαρχία’ για τα ευρωπαϊκά κράτη, που ήταν ασυµβίβαστη µε την ανάπτυξη πανευρωπαϊκών πολιτικών οργανισµών. Στην άµεση µεταπολεµική περίοδο µόνο µια πανευρωπαϊκή οργάνωση ιδρύθηκε, η Οικονοµική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωµένων Εθνών. Η πρόταση για την ίδρυση της Επιτροπής έγινε από µαι υποεπιτροπή του Οικονοµικού και Κοινωνικού Συµβουλίου των Ηνωµένων Εθνών τον Ιούνιο του 1946, απορρίφθηκε αρχικά από του Σοβιετικούς, αλλά στη συνέχεια έγινε δεκτή το ∆εκέµβριο το ίδιου έτους από τη Γενική Συνέλευση των Η.Ε. Τελικά ιδρύθηκε στις 28 Μαρτίου του 1947 και ήταν ο µόνος οργανισµός, στον οποίο συµµετείχαν ενεργά οι Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες µέχρι την ίδρυση των

3

Αναλικοευρωπαϊκών οργανισµών. Ο σκοπός της Επιτροπής ήταν να παίρνει πρωτοβουλίες και να συµµετέχει σε προσπάθειες, που θα διευκόλυναν την οικονοµική ανάταση της Ευρώπης, την ανύψωση του επιπέδου της ευρωπαϊκής οικονοµικής δραστηριότητας και τη διατήρηση και σύσφιγξη των οικονοµικών σχέσεων των ευρωπαϊκών κρατών µεταξύ τους και µε τις άλλες χώρες του κόσµου. Στην πραγµατικότητα, όµως, δεν είχε αποτελεσµατικές αρµοδιότητες, αφού µπορούσε µόνο να απευθύνει συστάσεις προς τις κυβερνήσεις των κρατών µελών και δεν µπορούσε να προβεί σε καµιά ενέργεια σχετικά µε οποιαδήποτε χώρα χωρίς τη συµφωνία της. Έτσι, µε την εξαίρεση της παραπάνω Επιτροπής, η µεταπολεµική ανοικοδόµηση προχώρησε µέσα από διαφορετικές θεσµικές, οικονοµικές, πολιτικές και ιδεολογικές δοµές στη ∆υτική και στην Ανατολική Ευρώπη.

Ενότητα 1.2 Η θεσµοποίηση στη ∆υτική Ευρώπη Στη ∆υτική Ευρώπη το φαινόµενο του πολλαπλασιασµού των διεθνών οργανισµών είχε σαν αποτέλεσµα τη δηµιουργία διαφόρων πολιτικών, πολιτικο-στρατιωτικών και οικονοµικών οργανισµών. Κατά χρονολογική σειρά (και λαµβάνοντας υπόψη την ηµεροµηνία έναρξης της λειτουργίας τους και/ή υπογραφής της ιδρυτικής τους συνθήκης) ο πρώτος δυτικοευρωπαϊκός οργανισµός ήταν ο Οργανισµός Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ)που ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1948. Έχοντας κατά κύριο λόγο οικονοµικό (και δευτερευόντως πολιτικό) χαρακτήρα, το πρωταρχικό µέληµα του ΟΕΟΣ ήταν να προπαρασκευάσει και να εφαρµόσει το πρόγραµµα «Ευρωπαϊκής αναρρώσεως», γνωστό σαν σχέδιο Μάρσαλ (από το όνοµα του Αµερικανού υπουργού εξωτερικών George Marshall) και στο οποίο αρνήθηκαν να πάρουν µέρος η (τότε) Σοβιετική Ένωση και οι υπόλοιπες Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Ο ΟΕΟΣ µετασχηµατίστηκε στον Οργανισµό Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 1960, καθώς διευρύνθηκε σε παγκόσµιο οργανισµό, µε κύριους σκοπούς του τη µεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη της παγκόσµιας οικονοµίας (συµπεριλαµβανοµένων και των κρατών µη µελών του) και τη πολυµερή και ισότιµη επέκταση του παγκόσµιου εµπορίου. Η ένταση στις σχέσεις Ανατολής – ∆ύσης και ειδικότερα µεταξύ των ΗΠΑ και της (τότε) Σοβιετικής Ένωσης έφερε στο προσκήνιο το ζήτηµα της κατοχύρωσης της ασφάλειας της ∆υτικής Ευρώπης. Οι διαπραγµατεύσεις που ξεκίνησαν στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο του 1948 κατέληξαν στις 4 Απριλίου 1949 στην υπογραφή Συνθήκης µε την οποία ιδρύονταν ο Οργανισµός Βορειοατλαντικού Συµφώνου (ΝΑΤΟ) και η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 24 Αυγούστου 1949 µε τη συµµετοχή 12 συνολικά κρατών. Ο Οργανισµός δεν είναι καθαρά ευρωπαϊκός, εφόσον συµµετέχουν από την ίδρυσή του ο Καναδάς και οι ΗΠΑ. Η Συνθήκη αποτελεί ένα πλαίσιο συνεργασίας των κρατών µελών όχι µόνο στο στρατιωτικό, αλλά και στον πολιτικό-οικονοµικό τοµέα. Πρωταρχικός σκοπός της δηµιουργούµενης Συµµαχίας είναι η αποτροπή κάθε επίθεσης και σε περίπτωση επίθεσης η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της περιοχής. Η πολιτική αυτή συνεπάγεται την ύπαρξη ανά πάσα στιγµή επαρκών δυνάµεων που να είναι έτοιµες να υπερασπιστούν την περιοχή του Βορείου Ατλαντικού. Το άρθρο 5, που αποτελεί την καρδιά της Συνθήκης, προβλέπει «ότι µια ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων κρατών στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αµερική θα θεωρηθεί επίθεση κατά όλων των κρατών του Συµφώνου». Η από κοινού αντιµετώπιση του κινδύνου δικαιολογείται από την άσκηση του δικαιώµατος της ατοµικής ή συλλογικής άµυνας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ. Όπως προκύπτει από το άρθρο 5 της Συνθήκης, η άσκηση του δικαιώµατος αυτού δε θίγει την πρωταρχική αρµοδιότητα του Συµβουλίου Ασφαλείας για θέµατα σχετικά µε τη διατήρηση της ειρήνης.

4

Τα κοσµογονικά γεγονότα του 1989 (κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, ένωση των δύο Γερµανιών, κατάρρευση των κοµµουνιστικών καθεστώτων που τελικά οδήγησαν στη διάλυση του Συµφώνου της Βαρσοβίας το 1991) ανάγκασαν το ΝΑΤΟ να ξανασκεφτεί το λόγο ύπαρξής του, αφού ο «εξ Ανατολών» κίνδυνος επίθεσης είχε πλέον εκλείψει. Έτσι, στις 7 και 8 Νοεµβρίου 1991, στη Σύνοδο των Αρχηγών Κρατών του ΝΑΤΟ στη Ρώµη, υπογράφηκε η ∆ιακήρυξη για την Ειρήνη και τη Συνεργασία, η οποία «άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Συµµαχίας» µε την προσπάθεια απαγκίστρωσης του ΝΑΤΟ από τον ψυχροπολεµικό του ρόλο και την εµπέδωση νέων προοπτικών, όπως αυτήν της προστασίας των τέως ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών που ζητούσαν «χείρα βοηθείας». Στον απότοκο της ιστορικής αυτής ∆ιακήρυξης, το ∆εκέβριο του 1991 οι Υπουργοί εξωτερικών των 16 πλέον κρατών µελών της Συµµαχίας (µετά την προσχώρηση της Ελλάδας και της Τουρκίας το 1952, της ∆υτικής Γερµανίας το 1955 και της Ισπανίας το 1982) συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις Βρυξέλλες µε τους αντίστοιχους Υπουργούς της Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Ρωσίας, Λεττονίας και Λιθουανίας «για να θέσουν τις βάσεις συνεργασίας ανάµεσα στις χώρες του Βορείου Ατλαντικού και της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης» δηµιουργώντας ένα καινούριο όργανο, το Συµβούλιο Βορειοατλαντικής Συνεργασίας (North Atlantic Cooperation Council – NACC). Το 1997 το NACC αντικαταστάθηκε από το Ευρωατλαντικό Συµβούλιο Συνεργασίας (Euro-Atlantic Partnership Council – EAPC), στο οποίο συµµετέχουν όλα τα µέλη του NACC, καθώς και τα µέλη ενός άλλου προγράµµατος του ΝΑΤΟ, της Συνεργασίας για την Ειρήνη, (Partnership for Peace) φτάνοντας έτσι συνολικά τα 44 κράτη. Στις 12 Μαρτίου 1999 τα κράτη της Ουγγαρίας, Πολωνίας και Τσεχίας προσχώρησαν στο ΝΑΤΟ, ενώ το Μάρτιο του 2004 τα ακολουθησαν η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λεττονία, η Λιθουανία, η Ρουµανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία µε αποτέλεσµα ο συνολικός αριθµός των κρατών-µελών του ΝΑΤΟ σήµερα ν’ανέρχεται σε 26. Στη Σύνοδο της Ουάσιγκτον του 1999 το ΝΑΤΟ υιοθέτησε ένα νέο Στρατηγικό ∆όγµα προκειµένου να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τις προτεραιότητές του στο νέο περιβάλλον ασφάλειας, όπως αυτό διαµορφώνονταν στο λυκαυγές του 21ου αιώνα. Η κυριότερη καινοτοµία του νέου δόγµατος συνίσταται στο ότι τοποθετεί τη Ρωσία στο τοµέα της συνεργασίας και του διαλόγου και όχι σ’εκείνον των πιθανών κινδύνων και διαταράξεων της ειρήνης. Τονίζεται ακόµη η προσήλωση στην κατοχύρωση της συλλογικής ασφάλειας σε ευρω-ατλαντικό επίπεδο και προβλέπεται η εµπλοκή του ΝΑΤΟ σε διάφορες δραστηριότητες συµπεριλαµβανοµένων της καταπολέµισης των εθνοτικών διενέξεων και της περιφερειακής αστάθειας, της καταστολής της τροµοκρατίας και του οργανωµένου εγκλήµατος και της πρόληψης της εξάπλωσης των όπλων µαζικής καταστροφής. Στα πλαίσια του δόγµατος αυτού θα πρέπει να ιδωθεί και η ενεργή εµπλοκή του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβική κρίση από το 1992 και µετέπειτα και ειδικότερα η επέµβασή του στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, µολονότι η σχετική περιοχή βρίσκεται εκτός των ορίων των κρατών µελών του ΝΑΤΟ. Η ένοπλη αυτή επέµβαση στο έδαφος µιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης τρίτης χώρας, η οποία πραγµατοποιήθηκε χωρίς την εξουσιοδότηση του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, πέρα από τις ευρύτατες επιστηµονικές συζητήσεις που προκάλεσε για τη διεθνή νοµιµότητά της (το ΝΑΤΟ επικαλέστηκε ηθικούς και ανθρωπιστικούς λόγους), έφερε στο προσκήνιο και την, από νοµική τουλάχιστον άποψη, επιβεβληµένη αναθεώρηση της ιδρυτικής συνθήκης της Συµµαχίας. Στο µεταξύ, η ανάγκη της πρακτικής µεθόδευσης του εγχειρήµατος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οδήγησε στην οργάνωση ενός συνεδρίου στη Χάγη (7-10 Μαϊου 1948) υπό την προεδρία του Τσώρτσιλ και µε τη συµµετοχή εκατοντάδων προσωπικοτήτων από 19 ευρωπαϊκά κράτη, συµπεριλαµβανοµένων και 16 πρώην πρωθυπουργών. Οι τρεις

5

επιτροπές του συνεδρίου (πολιτική, οικονοµική και πολιτισµική) κατέληξαν στη διατύπωση ορισµένων συστάσεων προς τα ευρωπαϊκά κράτη, µια από τις οποίες αφορούσε την άµεση σύγκλιση µιας Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης αποτελουµένης από εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων. Χρειάστηκε ένας χρόνος περίπου για την υλοποίηση της παραπάνω σύστασης, αλλά όταν εκδηλώθηκε η σχετική Γαλλοβελγική πρωτοβουλία προσέκρουσε στη διαφορετική προσέγγιση της Αγγλίας στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης: η πρώτη προέβλεπε διορισµό των µελών της από εθνικά κοινοβούλια, απόλυτη ανεξαρτησία και ευρύτατες αρµοδιότητες, ενώ η δεύτερη υποστήριζε το διορισµό και την πλήρη εξάρτηση των µελών της από τις αντίστοιχες εθνικές κυβερνήσεις. Η συµβιβαστική λύση βρέθηκε µε τη δηµιουργία δύο οργάνων: µιας συνέλευσης συµβουλευτικού χαρακτήρα (χαλαρή οµοσπονδιακή προσέγγιση) µε εκπροσώπους εκλεγµένους από εθνικά κοινοβούλια ή µε διαδικασία προβλεπόµενη απ’αυτά και µιας επιτροπής υπουργών (ενωσιακή αντίληψη) µε αρµοδιότητα λήψης αποφάσεων. Έτσι, στις 5 Μαϊου 1949 υπογράφηκε στο Λονδίνο το Καταστατικό για την ίδρυση του Συµβουλίου της Ευρώπης το οποίο όριζε ως έδρα του οργανισµού το Στρασβούργο. Πάντως, αποτέλεσµα του συµβιβασµού ήταν η αντιστρόφως ανάλογη σχέση µεταξύ των σκοπών του οργανισµού και των εξουσιών που απονέµονταν σ’αυτόν (συζήτηση θεµάτων κοινού ενδιαφέροντος, σύναψη συµφωνιών και υιοθέτηση κοινής δράσης). Αξίζει να σηµειωθεί η ρητή εξαίρεση ζητηµάτων εθνικής άµυνας από τις αρµοδιότητες του οργανισµού. Η πολύπλευρη συνεργασία µεταξύ των χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης είχε ήδη δροµολογηθεί από το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα µε την ίδρυση της Βόρειας Ταχυδροµικής Ένωσης (1869) και της ∆ιακοινοβουλευτικής Ένωσης (1890). Ο τελευταίος αυτός οργανισµός υπήρξε και ο πρόδροµος του σηµερινού Βορείου Συµβουλίου το Καταστατικό του οποίου υιοθετήθηκε από τα κοινοβούλια της ∆ανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας και Ισλανδίας το 1952 και της Φιλανδίας το 1955 και τέθηκε σε ισχύ στις 25 Ιουνίου 1952. Με τη πάροδο του χρόνου οι ανάγκες ανάπτυξης και εντατικοποίησης της συνεργασίας µεταξύ των χωρών αυτών οδήγησαν τα κράτη µέλη, στις 23 Μαρτίου 1962, στην υπογραφή της Συνθήκης Βόρειας Συνεργασίας, γνωστής και ως Συνθήκης του Ελσίνκι, που έθεσε το θεσµικό πλαίσιο του οργανισµού. Το άρθρο 1 του Καταστατικού του 1952 θεσπίζει το συµβουλευτικό ρόλο του Βορείου Συµβουλίου οσοναφορά τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών µελών σε θέµατα κοινής συνεργασίας. Η συνεργασία αυτή, που ήδη από τότε κάλυπτε ένα ευρύτατο φάσµα θεµάτων όπως εκείνα της γλώσσας, της φυλής, της θρησκείας των πολιτιστικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και άλλα, διευρύνθηκε µε τη Συνθήκη του Ελσίνκι για να εµπλουτιστεί µε τοµείς όπως η οικονοµία, η προστασία του περιβάλλοντος, η δικαστική ισότητα, η νοµοθετική συνεργασία και άλλα. Στο στρατιωτικό τοµέα, πέρα από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, η συνεργασία των Ευρωπαϊκών κρατών υπαγορεύθηκε τόσο από το ενδεχόµενο αναβίωσης του γερµανικού κινδύνου όσο και από τη δυσµενή διεθνή συγκυρία και το φόβο της ‘εξ Ανατολής’ επίθεσης. Το πρώτο βήµα έγινε στιις 4 Μαρτίου 1947 µε την υπογραφή της συνθήκης συµµαχίας και αµοιβαίας βοήθειας µεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, συµβολικά στη ∆ουνκέρκη. Στη συνέχεια, στις 17 Μαρτίου 1948, υπογράφεται στις Βρυξέλλες από την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεµβούργο, την Αγγλία και τη Γαλλία µια συνθήκη Οικονοµικής, Κοινωνικής, Πολιτισµικής Συνεργασίας και Συλλογικής Άµυνας ισχύος 50 ετών – γνωστη και ως «∆υτική Ένωση». Η συνθήκη προέβλεπε την ίδρυση διασυµµαχικού στρατηγείου στο Φοντανεµπλώ, τη δηµιουργία δικτύου πολιτικών και οικονοµικο-πολιτισµικών σχέσεων, ενώ περιλάµβανε και µια πρόσκληση ένταξης και

6

προς άλλα ευρωπαϊκά κράτη, διάταξη που αποτελούσε σαφή υπαινιγµό για προσχώρηση των «ηττηµένων», δηλαδή της Γερµανίας και της Ιταλίας. Η συνθήκη παρέµεινε µάλλον ανενεργή για την επόµενη πενταετία µέχρι την υποβολή της Βρετανικής έµπνευσης - πρότασης του Υπουργού Εξωτερικων Άντονι Ήντεν για επανενεργοποίηση του Συµφώνου των Βρυξελλών, δηλαδή της «∆υτικής Ένωσης», µε τη συµµετοχή της Ιταλίας και της Γερµανίας. Μετά τις ∆ιασκέψεις του Λονδίνου και του Παρισιού υπογράφονται στις 23 Οκτωβρίου 1954 οι Συµφωνίες του Παρισιού που προέβλεπαν: ♦ την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Οµοσπονδιακής Γερµανίας στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, ♦ την είσοδό της ως ισότιµο µέλος στο ΝΑΤΟ, ♦ τη δηµιουργία της ∆υτικοευρωπαϊκής Ένωσης (∆ΕΕ) µε τη συµµετοχή της Αγγλίας, της Γαλλίας, των Κάτω Χωρών, της Ιταλίας και της Οµοσπονδιακής Γερµανίας, και ♦ τη συγκρότηση της θεσµικής δοµής του νέου οργανισµού από το Συµβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών, την Κοινοβουλευτική Συνέλευση και ένα Όργανο ελέγχου των εξοπλισµών. Στη δεκαετία του ’90 η ∆ΕΕ εµπλουτίστηκε και µε άλλα κράτη (η Ελλάδα έγινε µέλος στις 5 Μαρτίου 1995) τα οποία, ανάλογα µε το νοµικό τους καθεστώς, συµµετείχαν είτε ως «µέλη» (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) είτε ως «συνδεδεµενα µέλη» (χώρες-µέλη του ΝΑΤΟ, αλλά όχι της ΕΕ: Ισλανδία, Νορβηγία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τουρκία, Τσεχία) είτε ως «συνδεδεµένοι εταίροι» (χώρες που δεν συµµετείχαν ούτε στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΕ: Βουλγαρία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουµανία, Σλοβακία, Σλοβενία) είτε ως «παρατηρητές» (χώρες που ήταν µέλη της ΕΕ, αλλά όχι του ΝΑΤΟ: Αυστρία, ∆ανία, Ιρλανδία, Φινλανδία, Σουηδία). Παρά το σηµαντικό θεσµικό της ρόλο στην υπόθεση της ευρωπαϊκής άµυνας και ασφάλειας, η ∆ΕΕ έζησε µάλλον στη σκιά του ΝΑΤΟ και χρησίµευσε σα γέφυρα επικοινωνίας µεταξύ του τελευταίου και της ΕΕ. Τελικά, και στη πορεία προς τη Νίκαια, η διυπουργική σύνοδος της ∆ΕΕ, που έγινε στη Μασσαλία το Νοέµβριο του 2000, αποφάσισε την ενσωµάτωσή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον εµπορικό και οικονοµικό τοµέα οι προσπάθειες συνεργασίας και ολοκλήρωσης, που χρονολογούνταν από το τέλος του Α' Παγκοσµίου Πολέµου, υλοποιήθηκαν µε την υπογραφή στο Λονδίνο, στις 5 Σεπτεµβίου 1944, από τις εξόριστες κυβερνήσεις του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεµβούργου µιας τελωνειακής σύµβασης, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1948. Χρειάστηκε να παρέλθει µια δεκαετία για να υπογραφεί στη Χάγη, το Φεβρουάριο του 1958, η Συνθήκη που εγκαθίδρυσε το θεσµικό πλαίσιο λειτουργίας της Οικονοµικής Ένωσης της Μπενελούξ (Benelux – ονοµασία που προήλθε από τις αρχικές συλλαβές των ονοµάτων των τριών ιδρυτικών κρατών µελών της στην αγγλική γλώσσα) και η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1960. Χαρακτηριστικό της Συνθήκης αυτής είναι ότι δεν περιλαµβάνει καµµία διάταξη για είσοδο νέων µελών και για αποβολή ή αποχώρηση υφισταµένων µελών, γεγονός που καθιστά τη Μπενελούξ ένα περιφερειακό οργανισµό αυστηρά «κλειστού» τύπου. Ο πρωταρχικός στόχος της Μπενελούξ είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, των προσώπων και των κεφαλαίων στον χώρο των τριών κρατών µελών της µε την απάληψη των σχετικών περιορισµών και διακρίσεων. Η εναρµόνιση των νοµοθεσιών, η κοινή πολιτική των κρατών µελών της στις σχέσεις τους µε τα τρίτα κράτη, η προαγωγή και βελτίωση της κοινωνικής ζωής των κρατών µελών είναι µερικοί από τους παράπλευρους στόχους αυτής της ουσιαστικά πρώτης ολοκληρωµένης προσπάθειας οικονοµικής ενοποίησης στη ∆υτική Ευρώπη.

7

Η ανάπτυξη και προώθηση των εµπορικοοικονοµικών σχέσεων στη ∆υτική Ευρώπη µε την απελευθέρωση των εµπορικών συναλλαγών είχε συζητηθεί στα πλαίσια του ΟΕΟΣ αλλά αρχικά δεν καρποφόρησε. Όµως, µετά την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, ΕΚΑΕ), επτά κράτη µέλη του ΟΕΟΣ που δεν συµµετείχαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, (Αυστρία, Βρετανία, ∆ανία, Ελβετία, Νορβηγία, Πορτογαλία, και Σουηδία) αποφάσισαν να ιδρύσουν µια Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) και υπέγραψαν τη σχετική Συνθήκη στη Στοκχόλµη, στις 4 Ιανουαρίου του 1960, η οποία τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του ίδιου έτους. Στα επτά ιδρυτικά µέλη προστέθηκαν αργότερα η Ισλανδία (1970), η Φινλανδία (1986) και το Λιχτενστάιν (1991). Μετά την προσχώρηση των περισσοτέρων κρατών µελών της στις αλλεπάληλες διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η ΕΖΕΣ έχει πλέον χάσει την αρχική της σηµασία, αφού τα τωρινά της µέλη περιορίζονται στις Ελβετία, Ισλανδία, Λιστενστάιν και Νορβηγία. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η ΕΖΕΣ (εκτός της Ελβετίας) συνδέθηκε οικονοµικά µε την Ευρωπαϊκή Ένωση µε τη συνθήκη ιδρύσεως ενός Ευρωπαίκού Οικονοµικού Χώρου (ΕΟΧ - 1993). Η ΕΖΕΣ, όπως και κάθε ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, αποτελεί τη χαλαρότερη προσπάθεια οικονοµικής ολοκλήρωσης και αυτό αποτυπώνεται στους στόχους της. Πρωταρχικό της µέληµα είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών και των υπηρεσιών που προέρχονται από τα κράτη-µέλη της µεταξύ των χωρών που την αποτελούν χωρίς δασµολογικές ή άλλες επιβαρύνσεις και εµπόδια. ∆εν εγκαθιδρύει τελωνειακή ένωση (και γι’αυτό στερείται κοινού εξωτερικού δασµολογίου µε αποτέλεσµα κάθε κράτος-µέλος της να ακολουθεί τη δική του δασµολογική πολιτική σε σχέση µε εισαγωγές από τρίτες χώρες) ούτε βέβαια «κοινή αγορά», αφού η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας δεν καλύπτει πρόσωπα και κεφάλαια και η ιδρυτική της συνθήκη δεν προβλέπει την ύπαρξη κοινών πολιτικών. Μέσα στο κλίµα της αµοιβαίας καχυποψίας που επικρατούσε κατά τη περίοδο του ψυχρού πολέµου και µετά από πολλές προσπάθειες και επίπονες διαπραγµατεύσεις, πραγµατοποιήθηκε η ∆ιάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (∆ΑΣΕ) µε τη συµµετοχή όλων των ευρωπαϊκών κρατών (εκτός της Αλβανίας), των ΗΠΑ και του Καναδά. Οι σχετικές διαβουλεύσεις ξεκίνησαν το Σεπτέµβριο του 1973 στο Ελσίνκι, επαναλήφθηκαν στη Γενεύη το 1975 και κατέληξαν τελικά στη πραγµατοποίηση της ∆ιάσκεψης Κορυφής τη 1η Αυγούστου 1975 στο Ελσίνκι και στην υπογραφή της Τελικής Πράξης από τα 35 συµµετέχοντα κράτη, η οποία αποτέλεσε τη βάση δηµιουργίας του πρώτου πανευρωπαϊκού συστήµατος συλλογικής ασφάλειας. Η τελική πράξη του Ελσίνκι περιλαµβάνει τρεις τοµείς (που είναι γνωστοί και ως «καλάθια» ή «κάνιστρα»), οι οποίοι αναφέρονται: ο µεν πρώτος στη διακύρηξη µιας σειράς αρχών όπως ο σεβασµός της κρατικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας των µελών της ∆ΑΣΕ, η αποχή από την απειλή ή χρήση βίας και η ειρηνική επίλυση των διαφορών, ο σεβασµός των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών κ.α., ο δεύτερος στη προαγωγή της συνεργασίας σε θέµατα οικονοµίας, επιστήµης, τεχνολογίας και περιβάλλοντος και ο τρίτος τοµέας στην ανάπτυξη της συνεργασίας σε ανθρωπιστικά και πολιτιστικά ζητήµατα καθώς επίσης και σε ζητήµατα εκπαίδευσης και πληροφόρησης. Έτσι, η ∆ΑΣΕ έγινε ο µόνος ευρωπαϊκός οργανισµός (µε εξαίρεση την Οικονοµική επιτροπή για την Ευρώπη των ΗΕ) που κατάφερε να υπερκεράσει τη θεσµική διαίρεση µεταξύ Ανατολικής και ∆υτικής Ευρώπης και να λειτουργήσει σαν διέξοδος στον αποµονωτισµό της κάθε πλευράς. Η ∆ΑΣΕ συνήλθε αρκετές φορές µετά το 1995, αλλά η πιο σηµαντική ∆ιάσκεψη Κορυφής ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη και ολοκληρώθηκε στο Παρίσι στις 21 Νοεµβρίου 1990, όπου και υιοθετήθηκε ο «Χάρτης του Παρισιού για µια νέα Ευρώπη», ο οποίος δεν αντικαθιστά αλλά συµπληρώνει τη Τελική Πράξη του Ελσίνκι ως το βασικό κείµενο.

8

Τέλος, στη Βουδαπέστη το 1994, αποφασίστηκε η µετονοµασία της ∆ΑΣΕ σε Οργανισµό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και ο νέος οργανισµός άρχισε να λειτουργεί µε το καινούριο του όνοµα από την 1η Ιανουαρίου 1995. Αν και οι παραπάνω οργανισµοί αποτέλεσαν τους σηµαντικότερους σταθµούς θεσµοποίησης της διαίρεσης στη ∆υτική Ευρώπη, δε θα πρέπει, βέβαια, να λησµονείται η συµβολή στην πορεία αυτή του «φαινοµένου» των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ και ΕΚΑΕ) των οποίων, όµως, η δηµιουργία, ανάπτυξη και εξέλιξη µέχρι τις µέρες µας είναι αντικείµενο διεξοδικής µελέτης και εξέτασης καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του µαθήµατος.

Ενότητα 1.3 Η θεσµοποίηση στην Ανατολική Ευρώπη Στην Ανατολική Ευρώπη η θεσµοποίηση της διαίρεσης δεν πήρε τόσο ολοκληρωµένη µορφή όσο στη ∆υτική ή µάλλον λίγοι από τους οργανισµούς που δηµιουργήθηκαν κατάφεραν να αποκτήσουν διεθνή εµβέλεια και να επιβιώσουν. Ο πρώτος οργανισµός, που περιέκλειε όλα τα κυβερνώντα κοµµουνιστικά κόµµατα, καθώς και άλλα που δεν βρίσκονταν στην εξουσία, (κυρίως το Γαλλικό και το Ιταλικό), ήταν το Κοµµουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών (Cominform) που ιδρύθηκε το Νοέµβριο του 1947 µε σκοπό να επιβάλει και να διατηρήσει µια κοινά αποδεκτή κοµµατική γραµµή. Το Cominform δηµιούργησε τόσα προβλήµατα όσα έλυσε γι αυτό και καταργήθηκε από τον Χρούτσεφ το 1956 και από τότε δεν ξαναλειτούργησε. Από τους υπόλοιπους οργανισµούς που αναπτύχθηκαν, δύο ήταν οι πιο σηµαντικοί: η ΚΟΜΕΚΟΝ και το Σύµφωνο της Βαρσοβίας. Η Σοβιετική Ένωση, εκτιµώντας ότι το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν το τίµηµα που κατέβαλαν οι ΗΠΑ για την καπιταλιστική διάρθρωση των µεταπολεµικών οικονοµιών µιας οµάδας χωρών κάτω από ένα καθεστώς εξαρτηµένης συνεργασίας στον πολιτικοοικονοµικό τοµέα, όχι µόνο αρνήθηκε να συµµετάσχει σ’αυτό, αλλά και ξεκίνησε τις διαπραγµατεύσεις για την ίδρυση της ΚΟΜΕΚΟΝ. Έτσι, µε τη Συνθήκη της Μόσχας, στις 18 Ιανουαρίου 1949, ιδρύθηκε το Συµβούλιο Αµοιβαίας Οικονοµικής Βοήθειας (ΣΑΟΒ), πιο γνωστό σαν ΚΟΜΕΚΟΝ, µε ιδρυτικά µέλη τη Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουµανία, Τσεχοσλοβακία και φυσικά τη Σοβιετική Ένωση. Ακολουθεί η προσχώρηση της Αλβανίας το ίδιο έτος (που αποσύρθηκε άτυπα το 1961 λόγω της Σινο-Σοβιετικής ρήξης), και της Ανατολικής Γερµανίας το 1959, ενώ µε την τροποποίηση του Καταστατικού της ΚΟΜΕΚΟΝ το 1962, επιτράπηκε η προσχώρηση µη ευρωπαϊκών κρατών και έτσι σταδιακά έγιναν µέλη η Μογγολία (1962), η Κούβα (1972) και το Βιετνάµ (1978). Παρά το ότι η ΚΟΜΕΚΟΝ ήταν ένας θεωρητικά «ανοικτός» οργανισµός σε όσες χώρες αποδέχονταν τους σκοπούς και τις αρχές του, το ειδικό βάρος των ευρωπαϊκών κρατών ήταν καθοριστικό για τον περιφερειακό και όχι παγκόσµιο χαρακτήρα του, έτσι ώστε η ΚΟΜΕΚΟΝ να µπορεί να χαρακτηριστεί επιγραµµατικά σαν διεθνής, διακυβερνητικός, περιφερειακός, οικονοµικός οργανισµός. Η δηµιουργία της ΚΟΜΕΚΟΝ δε θα πρέπει να αποδοθεί µόνον στην αντίθεση της Σοβιετικής Ένωσης στο σχέδιο Μάρσαλ. Πολιτικά και οικονοµικά κίνητρα φαίνεται ότι έπαιξαν ένα σηµαίνοντα ρόλο. Έτσι, κατά τη σοβιετική αντίληψη, η ΚΟΜΕΚΟΝ θα µπορούσε αφενός να εκπληρώσει µερικές εµπορικές και οικονοµικές λειτουργίες που η ∆ύση είχε αναθέσει στη Γενική Συµφωνία ∆ασµών και Εµπορίου (γνωστή σαν GATT) και στο ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο αντίστοιχα, και αφετέρου θα εξασφάλιζε τη Σοβιετική Ένωση από ενδεχόµενες αυτονοµήσεις «τύπου Γιουγκοσλαβίας» και θα στερέωνε συνακόλουθα την επικυριαρχία της στις σοσιαλιστικές χώρες. Μετά από µια αρχική περίοδο αδράνειας η ΚΟΜΕΚΟΝ επανενεργοποιήθηκε µόλις το 1954 µε την άνοδο στην εξουσία του Χρούτσεφ, ενώ το Καταστατικό της δηµοσιεύτηκε

9

µόλις 10 χρόνια µετά την ίδρυσή της, δηλαδή το 1959. Οσοναφορά τους σκοπούς της, εκτός από την ανάπτυξη µιας ευρείας οικονοµικής συνεργασίας µεταξύ των κρατών µελών της, στόχευε επίσης στη συµµετοχή της στο παγκόσµιο καταµερισµό της εργασίας. Παρά το γεγονός ότι ο δυτικοευρωπαϊκός τύπος συχνά χρησιµοποιούσε τη παροµοίωση ότι η ΚΟΜΕΚΟΝ ήταν «η ΕΟΚ της Ανατολικής Ευρώπης», η γενικότητα αυτή, µε όλη τη σαφήνεια και δελεαστικότητά της, δεν παύει να είναι λανθασµένη και παραπλανητική. Η ΚΟΜΕΚΟΝ δεν µπορεί να ορισθεί µ’έναν απλό παραλληλισµό προς το δυτικοευρωπαϊκό µοντέλο ολοκλήρωσης και µε µια ανάλογη παραβολή προς τους νοµικούς και οικονοµικούς θεσµούς της ΕΟΚ, αφού όχι µόνο στερούνταν κάθε στοιχείου υπερεθνικότητας, αλλά δεν είχε καν τη δυνατότητα να δεσµεύει τα µέλη της και δεν διέθετε κανενός είδους δικαιοδοτικό όργανο για να επιλύει τις διαφορές που αναφύονταν είτε µεταξύ των µελών της είτε µεταξύ του οργανισµού και κάποιου κράτους µέλους της. Η Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αµοιβαίας Βοήθειας, πιο γνωστή σαν Σύµφωνο της Βαρσοβίας ήταν µια στρατιωτική συµµαχία των Ανατολικοευρωπαϊκών κρατών (µε µέλη τις Σοβιετική Ένωση, Αλβανία, Βουλγαρία, Ανατολική Γερµανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουµανία και Τσεχοσλοβακία), που απέβλεπε στην οργάνωση της ασφάλειάς τους κατά της υποτιθέµενης απειλής από το ΝΑΤΟ, και η οποία δηµιουργήθηκε µε αφορµή την ενσωµάτωση της επαναστρατικοποιηµένης ∆υτικής Γερµανίας στις χώρες του ΝΑΤΟ µετά την επικύρωση των Συµφωνιών του Παρισιού. Το σχέδιο Συνθήκης συντάχθηκε από τον Χρούτσεφ το 1955 και υπογράφηκε στη Βαρσοβία στις 14 Μαϊου του 1955. Η πολυµερής αυτή Συνθήκη ήταν πανοµοιότυπη µε τις υπάρχουσες διµερείς συµφωνίες που η (τότε) Σοβιετική Ένωση είχε συνάψει µε τους Ανατολικοευρωπαίους συµµάχους της, ενώ, αντίθετα µε τη Συνθήκη του ΝΑΤΟ, δεν είχε ανεξάρτητη οργανωτική δοµή αλλά λειτουργούσε σαν τµήµα του (τότε) Σοβιετικού Υπουργείου Άµυνας. Όλες οι κοµµουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (εκτός της Γιουγκοσλαβίας) υπέγραψαν τη Συνθήκη, ενώ τα µέλη του Συµφώνου ανέλαβαν την υποχρέωση αµοιβαίας υπεράσπισης σε περίπτωση που ένα ή περισσότερα µέλη δεχόταν επίθεση. Στο Σύµφωνο της Βαρσοβίας η Σοβιετική Ένωση δέσποζε τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, ενώ χρησιµοποίησε τη Συµµαχία σαν ένα αξιόπιστο όργανο ελέγχου των Ανατολικοευρωπαίων συµµάχων της. Πραγµατικά, οι εκάστοτε προσπάθειες των κρατών µελών του Συµφώνου να το εγκαταλείψουν συνετρίβησαν όπως για παράδειγµα η Ουγγρική επανάσταση του 1956. Η Ουγγαρία σχεδίαζε να βγει από το Σύµφωνο της Βαρσοβίας και να ανακυρηχθεί ουδέτερη στη σύγκρουση µεταξύ Ανατολής και ∆ύσης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέµου, αλλά τον Οκτώβριο του 1956 «ο Κόκκινος Στρατός» εισέβαλε στην Ουγγαρία και κατέπνιξε την αντίσταση σε δυο εβδοµάδες. Οι δυνάµεις του Συµφώνου της Βαρσοβίας χρησιµοποιήθηκαν επίσης και για την καταστολή της περίφηµης Άνοιξης της Πράγας του 1968, όταν εισέβαλαν στη Τσεχοσλοβακία για να καταστείλουν τις δηµοκρατικές αλλαγές που προσπαθούσε να εφαρµόσει η κυβέρνηση της χώρας. Αυτή η ενέργεια αποκάλυψε τη Σοβιετική πολιτική για τον έλεγχο και το σκοπό του Συµφώνου της Βαρσοβίας που βασιζόταν στο «∆όγµα Μπρέζνιεφ» το οποίο υποστήριζε ότι όταν δυνάµεις οι οποίες είναι εχθρικές προς το σοσιαλισµό και οι οποίες προσπαθούν να εκτρέψουν την ανάπτυξη κάποιας σοσιαλιστικής χώρας προς τον καπιταλισµό, τότε η ενέργεια αυτή γίνεται πρόβληµα όχι µόνο της συγκεκριµένης χώρας αλλά κοινό πρόβληµα και αντικείµενο κοινού ενδιαφέροντος για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Μετά την εισβολή στη Τσεχοσλοβακία, η Αλβανία αποσύρθηκε και τυπικά από το Σύµφωνο, αν και η Αλβανία είχε σταµατήσει να παίρνει µέρος στις εργασίες του από το 1961 εξαιτίας της Σινο-Σοβιετικής ρήξης, στην οποία το σκληροπυρηνικό καθεστώς συντάχθηκε τελικά µε την πλευρά της Κίνας.

10

Οι χώρες του ΝΑΤΟ και του Συµφώνου της Βαρσοβίας ποτέ δεν ήλθαν σε ένοπλη σύγκρουση µεταξύ τους, αν και διχάζονταν από το καθεστώς του Ψυχρού Πολέµου για περισσότερα από 35 χρόνια. Το ∆εκέµβριο του 1988 ο Μιχαήλ Γκορµπατζώφ, τότε ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, ανακοίνωσε το λεγόµενο «∆όγµα Σινάτρα» σύµφωνα µε το οποίο το «∆όγµα Μπρέζνιεφ» εγκαταλείπονταν και οι Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες µπορούσαν να ακολουθήσουν τη πορεία που επιθυµούσαν. Όταν έγινε σαφές ότι η τότε Σοβιετική Ένωση δε θα χρησιµοποιούσε πλέον ένοπλη βία για να ελέχξει τις χώρες του Συµφώνου της Βαρσοβίας, µια σειρά από κατακλυσµιαίες πολιτικές αλλαγές άρχισε στην Ανατολική Ευρώπη το 1989. Οι νέες κυβερνήσεις των Ανατολικοευρωπαϊκών χωρών δεν έτρεφαν καµµιά εµπιστοσύνη στο Σύµφωνο της Βαρσοβίας και τον Ιανουάριο του 1991 η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία και η Πολωνία ανακοίνωσαν ότι θα σταµατούσαν να υποστηρίζουν το Σύµφωνο από την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους. Το Φεβρουάριο του ίδιου έτους η Βουλγαρία ακολούθησε το παράδειγµά τους και ήταν πλέον εµφανές ότι το Σύµφωνο ήταν ουσιαστικά νεκρό. Η (τότε) Σοβιετική Ένωση αναγνώρισε αυτό το γεγονός και το Σύµφωνο της Βαρσοβίας διαλύθηκε επίσηµα σε µια συνάντηση των µελών του στη Πράγα, στις 1 Ιουλίου 1991.

Ενότητα 1.4 Συµπερασµατικές παρατηρήσεις Με το τέλος της δεκαετίας του ’50 η πολιτική διαίρεση µεταξύ Ανατολικής και ∆υτικής Ευρώπης είχε σχεδόν απόλυτα «θεσµοθετηθεί». Και στις δυο πλευρές, οι παλιότεροι οργανισµοί δηµιουργήθηκαν σε µια περίοδο οξείας πολιτικής έντασης µεταξύ Ανατολής και ∆ύσης και όταν ακόµη η ένταση χαλάρωσε κάπως, µετά το θάνατο του Στάλιν το 1953 και την έναρξη της περιόδου του Χρούτσεφ (1954-1964), δε χάθηκε η έξαρση, που η πορεία της θεσµοποίησης είχε κερδίσει στα σκοτεινά χρόνια του Ψυχρού Πολέµου. Σύντοµα, όµως, έγινε αντιληπτό πως η ύπαρξη δυο κόσµων µε διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά και οικονοµικά συστήµατα, µέσα στη µικρή ευρωπαϊκή ήπειρο, δεν µπορούσε να βασισθεί στη παράλληλη πορεία τους. Η ανάγκη για ανάπτυξη της ευηµερίας και της προόδου των ευρωπαϊκών λαών επέβαλε την αναζήτηση σηµείων επαφής, η οποία υλοποιήθηκε µε τη προαγωγή και την ενδυνάµωση των οικονοµικών δεσµών µεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Θα χρειαστεί, όµως, να έλθει το τέλος της δεκαετίας του ’80 για να πέσουν τα παντός είδους «τείχη» µεταξύ Ανατολικής και ∆υτικής Ευρώπης, ώστε έννοιες όπως «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» ή «ευρωπαϊκή ενοποίηση» ν’αποκτήσουν κυριολεκτικό και ουσιαστικό περιεχόµενο.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Bornstein M., Gitelman Z., Zimmerman W. (eds.), East – West Relations and the Future of Eastern Europe: Politics and Economics, HarperCollins, London 1981. Butler W.E., Α Source Book on Socialist Organisations, Leiden 1981. Calvocoressi P., World Politics since 1945, Longman, London 1982. John I. (ed.), European Economic Community Policy towards Eastern Europe, Saxon House, London 1975. Kaser M., COMECON: Integration Problems of the Planned Economies, 1977. Kuznetsov V.I., Economic Integration: Two Approaches, Central Books, Moscow 1976.

11

Κωνσταντινίδης Σ.Β., ΕΟΚ-Χώρες Κρατικού Εµπορίου της Ανατολικής Ευρώπης: Η Εξέλιξη και Προβληµατική των Εµπορικών και Οικονοµικών τους Σχέσεων και οι ∆ιαπραγµατεύσεις µε την ΚΟΜΕΚΟΝ, Επιστηµονικά ∆ηµοσιεύµατα Ινστιτούτου ∆ιεθνούς ∆ηµοσίου ∆ικαίου και ∆ιεθνών Σχέσεων Θεσσαλονίκης (17), Θεσσαλονίκη 1987. Laqueur M., Europe since Hitler: The Rebirth of Europe, Penguin Books, London 1972. Maier C.S., The Origins of Cold War and Contemporary Europe, Berg Publishers, New York 1978. Maximova M., USSR and International Economic Cooperation, Central Books, Moscow 1979. Milward A. S., The Reconstruction of Western Europe, 1945-1951, Routledge, London 19877. Νάσκου-Περράκη Π., Το ∆ίκαιο των ∆ιεθνών Οργανισµών: Η Θεσµική ∆ιάσταση, γ' έκδοση, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2002. Nicholls A., The Semblance of Peace: the Political Settlement after the Second World War, Macmillan, London 1972. Pinder J. and Pinder P., The European Community’s Policy Towards Eastern Europe, Royal Institute of International Affairs, PEP, London 1975. Ransom C., The European Community and Eastern Europe, Butterworth, London 1973. Schiavone G. (ed.), East – West Relations. Prospects for the 1980s, Palgrave Macmillan, London 1982. Shlaim A., The EEC and Eastern Europe, Cambridge University Press, Cambridge 1979. Taylor P., (ed.), A Survey of International Institutions, Greenwood Press, London 1982. . Vaughan R., Twentieth Century Europe: Paths to Unity, Croom Helm, London 1979. Χριστοδουλίδης Θ.Α., Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Ιστορική ∆ιάσταση του Ευρωπαϊκού Εγχειρήµατος, β' έκδοση, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2002. Zorgbibe C., Histoire de la construction européenne, Presses Universitaires de France, 1993.

Related Documents

Kef1
October 2019 4
Kef1
June 2020 3