Ο Ε. Ντουρκχάιμ και η Νεωτερικότητα
Σπύρος Γάγγας Περίληψη Σκοπός Προσδοκώμενα αποτελέσματα Έννοιες κλειδιά 1. Νεωτερικότητα και Γαλλική Επανάσταση 2. Κλασική κοινωνιολογία και Ντουρκχάιμ: Σχέσεις και επιρροές 3. Νεωτερικότητα και κοινωνιολογική μέθοδος: Επιστήμη Ηθική Εκπαίδευση και Πολιτική 4. Ο καταμερισμός της εργασίας και η μετάβαση από την μηχανική στην οργανική αλληλεγγύη 5. Νεωτερικότητα και Παθολογία: Ανομία και Αυτοκτονία 6. Ατομικισμός και Σοσιαλισμός: Προς μια νεωτερική θρησκεία του ατόμου 7. Επίγονοι Δραστηριότητες Βιβλιογραφία Οδηγός για περαιτέρω μελέτη
Περίληψη Η θεωρία της νεωτερικότητας από τον Ε. Ντουρκχάιμ εντοπίζεται στον κοινωνικό τύπο της οργανικής αλληλεγγύης. Το μοντέρνο ζήτημα της απροσδιοριστίας της πραγματικότητας με τη διττή έννοια της ελευθερίας των υποκειμένων και της ανομικής μορφής του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας, ωθεί τον Ντουρκχάιμ να αξιώσει μια κανονιστική θεωρία με βάση τον ατομικισμό, η οποία προϋποθέτει ηθικά συγκροτημένους κοινωνικούς θεσμούς.
Σκοπός Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η παρουσίαση των κοινωνικών προϋποθέσεων της ατομικότητας, καθώς και των συστημικών διαδικασιών που διαρρηγνύουν το ιδεώδες του ατομικισμού στη νεωτερικότητα, όπως το θεμελίωσε ο E. Ντουρκχάιμ.
Προσδοκώμενα αποτελέσματα Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, θα είστε σε θέση να γνωρίζετε τις βασικές θέσεις του E. Ντουρκχάιμ, σχετικά με: - τις φιλοσοφικές έννοιες στις οποίες ανατρέχει η κοινωνιολογία του Ντουρκχάιμ - την έννοια των κοινωνικών γεγονότων. - τη μετάβαση από την μηχανική στην οργανική αλληλεγγύη. - την έννοια της οργανικότητας και της κανονιστικής της διάστασης. - το πρόβλημα της ανομίας. - τον εντοπισμό των κοινωνικών προϋποθέσεων της ατομικότητας.
Έννοιες κλειδιά Ανομία , Αξίες, Απροσδιοριστία, Ατομικισμός, Καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας, Μηχανική αλληλεγγύη, Νεωτερικότητα, Οργανική αλληλεγγύη.
2
1. Νεωτερικότητα και Γαλλική Επανάσταση Η συνδρομή του γάλλου κοινωνιολόγου Εμίλ Ντουρκχάιμ (Émile Durkheim) στην επιστημονική κατανόηση της νεωτερικότητας συμβαδίζει με την απόπειρα θεμελίωσης της κοινωνιολογίας ως έγκυρου και ιστορικά αναγκαίου γνωστικού πεδίου. Το αίτημα για εγκυρότητα εγείρεται λόγω της εξηγητικής ανεπάρκειας μοντέλων που εμπνέονται κυρίως από τον κοινωνικό δαρβινισμό και τον ωφελιμισμό. Η αναγκαιότητα δε της θέσπισης μιας νέας επιστήμης της κοινωνίας εδράζεται τόσο στα πιεστικά ερωτήματα που έθεσε η νεωτερική κοινωνία κατά τη μετάβαση από τον 19 ο στον 20ο αιώνα, όσο και στην πεποίθηση ότι μια επαρκής θεωρία της κοινωνίας με εμπειρικό ορίζοντα μπορεί να διαφωτίσει την πράξη, προκειμένου να επιλυθούν τα κοινωνικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν αυτή την ιστορική μετάβαση. Γεννημένος το 1858 στο Επινάλ της Λορένης από εβραϊκή οικογένεια, ο Ντουρκχάιμ γαλουχήθηκε με μια αυστηρή ηθική προσανατολισμένη στο σεβασμό για το νόμο. Έχοντας αισθανθεί το κλίμα αντισημιτισμού στη Γαλλία εγγράφεται το 1879 στο πανεπιστήμιο, όπου με καθοδηγητές σημαντικές προσωπικότητες από το χώρο της διανόησης, μελετά φιλοσοφία. Ωστόσο, αυτό που από νωρίς διέκρινε ο ίδιος, ως το σκοπό της φιλοσοφίας ήταν η πολιτική της αιχμή και η κοινωνική της εφαρμογή. Έπειτα από μια επίσκεψη στη Γερμανία από την οποία λαμβάνει σημαντικά επιστημονικά και φιλοσοφικά ερεθίσματα, ο Ντουρκχάιμ καταλαμβάνει την έδρα της κοινωνικής επιστήμης και παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό, όπου μεταξύ 1887-1902 γράφει ένα μεγάλο μέρος του έργου του. Τότε διαμορφώνει και τις βασικές του ιδέες για τη νεωτερικότητα στην διδακτορική του διατριβή Ο Καταμερισμός της Κοινωνικής Εργασίας (1893). Η μετάβασή του στη Σορβόννη το 1902 μέχρι και το 1917 σηματοδοτεί την ωρίμανση της ντουρκχαϊμιανής σχολής, καθώς και την εκτεταμένη ενασχόλησή του με ζητήματα ηθικής. Ο στοχασμός του για το πρόβλημα της νεωτερικότητας ολοκληρώνεται με έναν φαινομενικά ανορθόδοξο τρόπο, όταν ο Ντουρκχάιμ το 1912 δημοσιεύει το κύριο έργο του για τις Βασικές Μορφές του Θρησκευτικού Βίου, με κύριο τοπίο αναφοράς τις πρωτόγονες θρησκείες. Ωστόσο, ο νεωτερικός χαρακτήρας του έργου αυτού αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, όχι τόσο στη συμβολή του στο κατεξοχήν μοντέρνο πεδίο της κοινωνιολογίας της γνώσης, αλλά, κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωση της ηθικής σε συνθήκες νεωτερικότητας, όπου παρατηρείται ένταση μεταξύ της συλλογικότητας και της ατομικότητας. Αποκορύφωμα αυτής της έντασης είναι ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, όπου ο Ντουρχάιμ χάνει τον γιο του. Η υγεία του επιδεινώνεται ραγδαία εν μέσω πυρετώδους εργασίας σε επιτροπές με σκοπό την δημοσίευση εργασιών και ντοκουμέντων που καυτηρίαζαν την γενικότερη νοοτροπία και πολιτική της Γερμανίας. Πέθανε τελικά το 1917 έχοντας αρχίσει μια συστηματική μελέτη με τίτλο, Η Ηθική. Η επιστήμη της κοινωνιολογίας συνδέεται, σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ, με την αναγκαιότητα κατανόησης της νεωτερικότητας στο βαθμό που αυτή η ιστορική εποχή αποτελεί σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων που ικανοποιούν τις αξίες του Διαφωτισμού, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Απαραίτητη προϋπόθεση της, καθίσταται η Γαλλική Επανάσταση και οι αρχές της, καθώς στη «σημερινή» εποχή αποτελούν «κοινωνικό γεγονός» μέγιστου επιστημονικού 3
ενδιαφέροντος. Οι αρχές του 1789 δεν εξετάζονται όμως στην κατηγορική και απόλυτη μορφή τους μόνο. Η επιβίωση και επέκτασή τους πέρα από τα στενά πλαίσια εντός των οποίων αναπτύχθηκαν, αντανακλούν ένα γενικότερο μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής των Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο Ντουρκχάιμ θεωρεί ότι η κοινωνιολογία οφείλει να κατανοήσει αυτή τη ριζική αλλαγή που συντελείται στα θεμέλια της κοινωνίας, προκειμένου να αποδώσει στις αρχές του 1789 τη σημασία που έχουν για τη νεωτερικότητα. Επιπλέον, η υιοθέτηση αυτών των αξιών σε συνθήκες νεωτερικότητας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα. Μόνο μέσω της επιστήμης καθίσταται δυνατό να αξιολογηθούν ορθά τα γεγονότα του 1789. Αυτά θεωρούνται μεν παθολογικά -λόγω της αφηρημένης μορφής που έλαβαν και την μετατροπή τους σε βία- αλλά αναγνωρίζεται, επίσης, η συμβολή τους προκειμένου να συντελεσθεί πλήρως η μετάβαση στον ηθικοπολιτικό πυρήνα της νεωτερικότητας. Κεντρικό ρόλο στα γεγονότα του 1789 και στον Τρόμο του 1793-4 που ακολούθησε, διαδραματίζει η θεωρητική σύλληψη του «ιερού», έτσι όπως την αναπτύσσει ο Ντουρκχάιμ στο ύστερο έργο του για τη θρησκεία. Η ιερή ένδυση των γεγονότων που συντελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και οι πρακτικές που σταθεροποιήθηκαν αμέσως μετά, προκειμένου να εντυπωθεί στις συνειδήσεις η νέα αξιογένεση, εκφράζει τη γενικότερη πηγή του ιερού. Αυτή δεν είναι άλλη από συσσώρευση «πλεονάσματος ενέργειας» υπό συνθήκες έντονης κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Σε συνδυασμό με την υπόθεση Ντρέιφους και την ενεργό συμμετοχή του Ντουρκχάιμ στην υπεράσπισή του, το πρόγραμμα μιας νέας ‘θρησκείας’ που θα διαμεσολαβούσε τις αξίες του φιλελευθερισμού με τον σοσιαλισμό κατέστη προτεραιότητα για την ίδια τη επιστήμη της κοινωνιολογίας, όπως την οραματίστηκε ο Ντουρκχάιμ.
2. Κλασική κοινωνιολογία και Ντουρκχάιμ: Σχέσεις και επιρροές Δεδομένης της ενδελεχούς και εκτεταμένης ενασχόλησης του Ντουρκχάιμ με τη φιλοσοφία, το ζήτημα των επιρροών στη σκέψη του αποτελεί σημαντικό κεφαλαίο που απασχολεί ακόμα και σήμερα την έρευνα (LaCapra 1972, Stedman Jones 2001, Schmaus 2004). Οι φιλοσοφικές επιρροές όμως που συνέβαλλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση τόσο των ερωτημάτων και των προκλήσεων που έθεσε η νεωτερικότητα, αλλά και των προτάσεων επίλυσης του προβλήματος της ηθικής συγκρότησης της νεωτερικής κοινωνίας, μπορούν να εντοπιστούν σε κομβικές προσωπικότητες και ρεύματα της φιλοσοφίας. Από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία ο Ντουρκχάιμ έλκεται περισσότερο από τον Αριστοτέλη παρά από τον Πλάτωνα. Παρόλο που στον τελευταίο οφείλει τον ορθολογισμό του και την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας θεωρίας του αγαθού που θα υπερβαίνει τις σκεπτικιστικές μομφές και τα αδιέξοδα των σοφιστών, ανατρέχει τελικά στην αριστοτελική έννοια της πόλεως την οποία επιχειρεί να ανασυγκροτήσει σε συνθήκες νεωτερικότητας. Στο έργο για τον καταμερισμό της εργασίας στο οποίο εξηγείται η μετάβαση από τον παραδοσιακό στο νεωτερικό τύπο κοινωνικής οργάνωσης ο Ντουρκχάιμ αναφέρει τον Αριστοτέλη ως υπόδειγμα πολιτικής θεώρησης της κοινωνίας με αρχές που αρμόζουν στη νεωτερικότητα, όπως η λειτουργική
4
διαφοροποίηση και η αλληλεξάρτηση των επιμέρους θεσμών. Επιπλέον, θεωρεί, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ότι η ανάπτυξη της νεωτερικότητας με βάση την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη συγκροτείται τελεολογικά με αναφορά στην εγγενή τάση του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας. Η κλασική πολιτική και ηθική φιλοσοφία αποτέλεσε σημαντικό πόλο έλξης, προκειμένου ο Ντουρκχάιμ να θεμελιώσει μέσα από την κοινωνιολογία μια θεωρία για τη νεωτερικότητα.. Η διάκριση των εξουσιών που επιχειρείται από τον Μοντεσκιέ (Montesquieu) αντανακλά σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ το κανονιστικό ιδεώδες της λειτουργικής διαφοροποίησης στη νεωτερική πολιτεία. Αυτό εκφράζει μια γενικότερη μορφή σχέσης μεταξύ διαφορετικών πεδίων δράσης, η οποία εδράζεται στον «μετριασμό» των επιμέρους βουλήσεων. Η λογική του μετριασμού, αριστοτελικής προέλευσης, δεν αποσκοπεί σε μια εξίσωση των λειτουργιών, αλλά αντίθετα προϋποθέτει την διαφοροποίηση και τον ανταγωνισμό. Αποφεύγει, ωστόσο, να καλλιεργήσει μέσω του ανταγωνισμού την μονομερή ανάπτυξη της μίας ή της άλλης εξουσίας στο βαθμό που να υπονομεύεται η ίδια η κοινωνία και το συλλογικό συμφέρον. Ανάλογες ιδέες προωθούνται στο σύστημα του Ντουρκχάιμ από έναν από τους αγαπημένους του συγγραφείς, τον Ρουσσώ (Rousseau). Αυτό που έλκει τον Ντουρκχάιμ στον Ρουσσώ, παρά την κριτική που του ασκεί σε επιμέρους ζητήματα, είναι η ιδέα μιας βούλησης που υπερβαίνει την ατομική, η οποία όμως με τη σειρά της αναγνωρίζει την πρώτη ως όρο και περιεχόμενό της. Η ιδέα της γενικής βούλησης (volonté generale) εφοδιάζει τον Ντουρκχάιμ με το ανάλογο κανονιστικό και ηθικό οπλοστάσιο, βάσει του οποίου θα επιχειρήσει να θεμελιώσει τον ηθικό χαρακτήρα της συλλογικής συνείδησης και την έλλογη μορφή ανάπτυξής της, που δεν είναι άλλη από τη νεωτερική κοινωνία με όρους ελευθερίας και δικαιοσύνης. Σημαντικό νεωτερικό μοτίβο που παραλαμβάνεται από τον Ρουσσώ είναι η ιδέα της αλληλεξάρτησης, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η μετάβαση από την φυσική κατάσταση στην οργανωμένη κοινωνία. Παρά την εξέχουσα σημασία της αλληλεξάρτησης των μερών για την σύσταση της κοινωνικής οργάνωσης, αυτή δεν είναι ικανή από μόνη της για να συντηρήσει την «κοινωνία». Αυτό που απαιτείται είναι μια ιδιαίτερη μορφή σχέσης με αναφορά σε «γεγονότα» διαφορετικής φύσης από αυτής των επιμέρους ατόμων. Σχετικά με την ηθική φύση αυτών των καταστατικών για την κοινωνία σχέσεων, ο Ντουρκχάιμ παραπέμπει στην ιδέα του Ρουσσώ, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αποτελεί «μια ηθική οντότητα με ιδιαίτερες ποιότητες ξεχωριστές από αυτές των ατόμων που την συνθέτουν [...]» (Durkheim 1970: 82). Οι δεσμοί που συγκροτούνται από την ισχύ της «συλλογικής» αυτής ιδέας, δεν αντιστοιχούν σε αφηρημένες έννοιες συμπάθειας ή συμπόνιας, καθώς αυτές υποστηρίζουν μόνο εφήμερες σχέσεις, αλλά μάλλον σε προσδιορισμένες σχέσεις μεταξύ των μερών που αναδεικνύουν την κοινωνία ως διαφοροποιημένη ολότητα. Φαίνεται ότι ο Ντουρκχάιμ αντλεί την ίδια την εικόνα του έλλογου οργανισμού από τον Ρουσσώ όταν μάλιστα αυτός εννοείται ως πολιτικό σώμα και ως προϊόν του λόγου. 1
2
Η σχέση του Ντουρκχάιμ με τους κορυφαίους εκφραστές του γερμανικού ιδεαλισμού Καντ (Kant) και Χέγκελ (Hegel) είναι αρκετά σύνθετη. Αποτελεί όμως σημαντική καμπή στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής διάστασης της θεωρίας για τη νεωτερικότητα την οποία σε πολλαπλά επίπεδα επιχειρεί να θεμελιώσει ο Ντουρκχάιμ. Συγκεκριμένα, η επιρροή του Καντ εμπλέκει τόσο την επαφή του γάλλου κοινωνιολόγου με τα έργα του, όσο και με το κλίμα του νεο-καντιανισμού που διαμορφώθηκε στη Γαλλία στις αρχές του
5
19ου αιώνα, μέσα από σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ρενουβιέ (Renouvier) και ο Μπουτρού (Boutroux). Από την πληθώρα επιχειρημάτων του Καντ, τόσο από την επιστημολογία, όσο και από την ηθική και πολιτική του φιλοσοφία, τα οποία παραλαμβάνει ο Ντουρκχάιμ προσαρμόζοντάς τα κριτικά στις κοινωνιολογικές του θέσεις, περισσότερη σημασία για την ανάπτυξη της έννοιας της νεωτερικότητας έχει η ιδέα της συμφιλίωσης αναγκαιότητας και ελευθερίας. Ακολουθώντας τον Καντ, ο Ντουρκχάιμ προτάσσει μια ιδέα ελευθερίας πέρα από την αυθαίρετη βούληση και μια ιδέα αιτιότητας (αναγκαία σχέση) η οποία όμως δεν αναπαράγει σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος, όπως αυτές συνδέονται στη φύση. Από την τρίτη Κριτική του Καντ, ο Ντουρκχάιμ ανακατασκευάζει την τελεολογικού τύπου οργανικότητα την οποία θα ταυτίσει με την νεωτερική κοινωνία τύπου ‘οργανικής αλληλεγγύης’. Στην οργανικότητα αυτή κάθε μέρος αποτελεί ταυτόχρονα σκοπό και μέσο. Τα εν λόγω μέρη, ωστόσο, συνεισφέρουν και στην παραγωγή των υπολοίπων, καθώς χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη μορφοποιητική δύναμη. Αυτή η έννοια της δύναμης είναι σημαντική διότι ο Ντουρκχάιμ, ανακατασκευάζει με αυτόν τον τρόπο ένα τύπο κοινωνίας ως οργανισμό, όπου διακρίνεται τόσο από τον ήδη οργανωμένο χαρακτήρα του, όσο και από την οργανωτική του δυνατότητα. Αυτές οι ιδέες του Αριστοτέλη και του Καντ επιτρέπουν στον Ντουρκχάιμ να συλλάβει τη μορφοποιητική αυτή ισχύ ως γενεσιουργό δύναμη του είδους, αλλά και ως δύναμη πειθάρχησης και υπέρβασης της φύσης του ανθρώπου. Η έννοια της ‘κοινωνίας’ στον Ντουρκχάιμ ανταποκρίνεται εν μέρει σε αυτό, το καντιανής προέλευσης, κανονιστικό αίτημα. Παρόλο που η σχέση με τον Χέγκελ (Hegel) αποτελεί υπό διερεύνηση ζήτημα, ορισμένες επιρροές έχουν εντοπιστεί και αφορούν στην πρόσληψη της νεωτερικής κοινωνίας ως ηθικού συστήματος. Χαρακτηριστικά, η ίδια η έννοια της κοινωνίας ως οργανική ολότητα με κανονιστικά περιεχόμενα φαίνεται να ανταποκρίνεται στην εγελιανής προέλευσης έκθεση της ‘κοινωνικής ηθικότητας’ (Sittlichkeit). Σε συνάρτηση με τη διάταξη της νεωτερικής κοινωνίας μέσα από διαλεκτικές σχέσεις θεσμών (π.χ. αφηρημένο δίκαιο, οικογένεια, αγορά, συμβόλαια, κυρώσεις, σωματεία, κράτος, κλ.π.) που ανταποκρίνονται σε βαθμίδες ανάπτυξης της ελευθερίας, ο Ντουρκχάιμ συμβαδίζει με τον Χέγκελ στο βαθμό που επιχειρεί να θεμελιώσει τις κοινωνικές προϋποθέσεις της ελευθερίας, συνδέοντάς τις με συγκεκριμένους θεσμούς, οι οποίοι, παρόλο που δεν έχουν διαμορφωθεί πλήρως, έχουν επιτύχει κάποιο βαθμό σταθεροποίησης στη νεωτερικότητα. 3
Ωστόσο, η σταθεροποίηση της οργανικής αλληλεγγύης (νεωτερικός τύπος οργάνωσης της κοινωνίας), παρά την ηθική και κανονιστική της υπεροχή έναντι της παραδοσιακής κοινωνίας, φανερώνει παθολογικά στοιχεία. Ο Ντουρκχάιμ, συνεπώς, δεν υποτιμά το στοιχείο της κρίσης που συνοδεύει τη μετάβαση από την παραδοσιακή στη νεωτερική κοινωνία. Μάλιστα, σε καίρια σημεία της κατασκευής της έννοιας της νεωτερικότητας εισάγει στοιχεία από τον πεσσιμισμό της φιλοσοφίας του Σοπενάουερ (Schopenhauer). Η δυσκολία που ο Ντουρκχάιμ εντοπίζει κατά την απόπειρα εκδίπλωσης των κανονιστικών περιεχομένων της νεωτερικότητας (π.χ. δικαιοσύνη) συνίσταται στο γεγονός ότι η απεριόριστη επιθυμία της βούλησης η οποία, κατά τον Σοπενάουερ, οδηγεί στην δυστυχία. Διανοίγει σε τέτοιο βαθμό τον ορίζοντα των περιεχομένων και αντικειμένων της επιθυμίας, έτσι ώστε η ικανοποίησή της να φαντάζει (και να καθίσταται) αδύνατη, καθώς εκτείνεται στο άπειρο. Ως εκ τούτου, η ελευθερία που συνοδεύει την νεωτερικότητα διακρίνεται από τον κίνδυνο της άπειρης επέκτασης της εγωιστικής
6
βούλησης και στην απώλεια της αίσθησης των ορίων και των κανόνων που καθιστούν αυτή την εγωιστική βούληση εφικτή. Σε συνδυασμό δε με την διάχυση του πραγματισμού στη φιλοσοφία, η άπειρη επέκταση του εγωισμού λαμβάνει επιστημολογική έκφραση με την απώλεια δεσμευτικών κριτηρίων στη γνώση και την εξίσωση της αλήθειας με την χρηστικότητα.
3. Νεωτερικότητα και κοινωνιολογική μέθοδος: Επιστήμη, Ηθική Εκπαίδευση και Πολιτική Η σχέση φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας στη νεωτερικότητα τίθεται από τον Ντουρκχάιμ ως πολιτικό πρόβλημα. Ο Ντουρκχάιμ θεωρεί πως σε συνθήκες εκτεταμένης διαφοροποίησης και εξειδίκευσης η φιλοσοφία οφείλει να λειτουργήσει ως ο ενοποιητικός παράγων των επιστημών και της γνώσης γενικότερα. Όπως κατέστη φανερό στην προηγούμενη ενότητα ο Ντουρκχάιμ ενσωματώνει σημαντικά φιλοσοφικά επιχειρήματα στη ανάλυση και συγκρότηση μιας θεωρίας της νεωτερικότητας. Θεωρεί, ωστόσο, ότι και η ίδια η φιλοσοφία οφείλει να ενθαρρύνει την επαφή με της με την κοινωνική πραγματικότητα. Το αίτημα του Ντουρκχάιμ αφορά κυρίως την ηθική φιλοσοφία και αναδεικνύει την αναγκαιότητα θεμελίωσης μιας ‘επιστήμης της ηθικής’, η οποία δεν είναι άλλη από την κοινωνιολογία. Η σχέση του Ντουρκχάιμ με τον Αύγουστο Κοντ (Auguste Comte) και την κληρονομιά του θετικισμού που τον επιβαρύνει εντοπίζεται σε αυτό ακριβώς το σημείο: η κοινωνιολογία ως επιστήμη είναι σε θέση να κατανοήσει τη συγκρότηση της νεωτερικής κοινωνίας και να διαφωτίσει την πράξη, έτσι ώστε να επιλυθούν ζητήματα που αφορούν την ηθικο-πολιτική σύσταση της νεωτερικής κοινωνίας. Σε αντίθεση με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο Ντουρκχάιμ συνεχίζει την θετικιστική προσέγγιση που εισήγαγε ο Κοντ στις κοινωνικές επιστήμες, η σχέση τους χαρακτηρίζεται από ουσιώδεις διαφορές τόσο σε επίπεδο επιστημονικής μεθοδολογίας, όσο και σε επίπεδο σύλληψης της νεωτερικότητας. Παρόλο που ο Κοντ διέκρινε ορθώς τον καταμερισμό της εργασίας ως κεντρική συνιστώσα της νεωτερικότητας που συνεισφέρει στη δημιουργία της κοινωνικής συνοχής, ο Ντουρκχάιμ θεωρεί ότι οι θέσεις του Κοντ απώθησαν το προοδευτικό στοιχείο που διακρίνει τη νέου τύπου αλληλεγγύη με βάση την ετερότητα και τη διαφοροποίηση. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, ο Κοντ δεν συνέλαβε επαρκώς το δημοκρατικό χαρακτήρα της νεωτερικότητας και τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η συνείδηση των δρώντων στην εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Η πρόσληψη της κοινωνίας μέσα από την εικόνα του οργανισμού που εξετάστηκε παραπάνω, εμπνέεται και από το έργο του Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer). Σε αντίθεση όμως με αυτόν, ο Ντουρκχάιμ θεωρεί ότι η συγκρότηση της αλληλεγγύης στη νεωτερικότητα δεν αποτελεί συνέπεια μιας συναίνεσης με βάση τα ατομικά διαφέροντα. Η κριτική στον Σπένσερ εδράζεται στην απώθηση του ηθικού στοιχείου που διακρίνει μια τέτοια αλληλεγγύη και συνεργασία μεταξύ των δρώντων στη βάση της λογικής των συμβολαίων. Η ανεπάρκεια αυτής της μάλλον επισφαλούς αλληλεγγύης τεκμαίρεται, σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ, από την άμεση σύνδεση εγωιστικού διαφέροντος και απουσίας κανονιστικών ορίων την οποία μια επιδερμική έννοια προόδου με βάση τον
7
συντονισμό των ατομικών διαφερόντων φαίνεται να λησμονεί. Ο Σπένσερ λοιπόν δεν συλλαμβάνει την επιθυμία της βούλησης να υπερβεί κάθε όριο (θέση που πηγάζει από τον Σοπενάουερ) και οδηγείται σε μια εσφαλμένη θεωρία περί κοινωνικής συνοχής νεωτερικού τύπου. Θα πρέπει να επισημανθεί σε αυτό το σημείο το γεγονός ότι ο Ντουρκχάιμ εντάσσει την κριτική στον Σπένσερ στο γενικότερο πλαίσιο αποτίμησης της ερμηνείας της νεωτερικότητας με βάση τον ωφελιμισμό και τον ατομικισμό που προκρίνει η πολιτική οικονομία. Η επίσκεψη του Ντουρκχάιμ στη Γερμανία του επέτρεψε να ενστερνιστεί την κριτική στον ωφελιμισμό που διέκρινε την κοινωνική επιστήμη θεωρητικών όπως ο Άλμπερτ Σέφλε (Albert Schäffle) και ο Βίλχελμ Βούντ (Wilhelm Wundt). Χρησιμοποιεί την κριτική τους στον ωφελιμισμό, προκειμένου να συναγάγει την έννοια της κοινωνίας ως αξιολογικής και δεσμευτικής έννοιας σε σχέση με τα άτομα και να ισχυριστεί, όπως και οι εν λόγω γερμανοί επιστήμονες, πως οι κοινωνικοί κανόνες και οι αξίες δεν εξηγούνται γενετικά με αναφορά στις ατομικές συνειδήσεις. Εντοπίζονται, μάλλον, στο επίπεδο συνεργατικών και διυποκειμενικών πρακτικών και δράσεων κυρίως θρησκευτικού και δικαϊκού περιεχομένου. Εξασκούν στα άτομα μια εξωτερική και δεσμευτική ισχύ, ιδέα που αποτελεί την επιτομή και το αξίωμα ολόκληρης της απόπειρας του Ντουρκχάιμ να θεμελιώσει επιστημολογικά και κανονιστικά την κοινωνιολογία. Η πρόσληψη της νεωτερικότητας από τον Ντουρκχάιμ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη γενικότερη μεθοδολογία και επιστημολογία του. Σε αντίθεση με την ταυτότητα του θετικιστή που του προσάπτετο, ακόμα και την εποχή που έγραφε και για κάποιες δεκαετίες αργότερα, ο Ντουρκχάιμ αποδέχεται μόνο τον τίτλο του ορθολογιστή. Πρόκειται για επιστημονικό ορθολογισμό, βασισμένο στο γεγονός ότι το αντικείμενο της κοινωνίας δεν μπορεί να θεωρηθεί apriori μη γνώσιμο, ανορθολογικό ή απλά να κριθεί απτό μέσα από την κοινή λογική και την εμπειρία. Ουσιαστικά, ο Ντουρκχάιμ θεωρεί την κοινωνιολογία ως την επιστημονική θεμελίωση φιλοσοφικών συμπερασμάτων που αφορούν κυρίως την ηθική. Μια σύντομη λοιπόν αναφορά στη θεμελιώδη μεθοδολογική έννοια των ‘κοινωνικών γεγονότων’ αναδεικνύει τους πολλαπλούς σκοπούς που εξυπηρετεί αυτή η μεθοδολογική κίνηση στον Ντουρκχάιμ: α) εντοπίζει τον κύριο μεθοδολογικό άξονα, βάσει του οποίου θεμελιώνεται η κοινωνιολογία ως αυτόνομη επιστήμη, β) θέτει, εν μέσω του αυξανόμενου ατομικισμού της νεωτερικότητας, το αίτημα για δεσμευτικότητα μέσα από τον περιεχομενικό πυρήνα του ‘κοινωνικού’, γ) διαμεσολαβεί την έννοια του κοινωνικού, ως μέγεθος που υπερβαίνει την ατομική οντότητα, με το πράττειν και τη σκέψη των δρώντων ενάντια σε μομφές περί υποστασιοποίησης της κοινωνίας και δ) συλλαμβάνει το αντικείμενο της κοινωνίας ως φύσει ελεύθερο και συνεπώς ανολοκλήρωτο κατά τη διαδικασία υπαγωγής του σε επιστημονικά σχήματα (εμφανής καντιανή επιρροή). Ο Ντουρκχάιμ επιδιώκοντας να αποφύγει ερμηνείες της κοινωνίας που υποβιβάζουν την εξήγηση κοινωνικών φαινομένων σε ατομικιστικά ή ψυχολογικά μοντέλα, κατασκεύασε την έννοια των ‘κοινωνικών γεγονότων’, τα οποία θεώρησε ως το κατεξοχήν αντικείμενο της κοινωνιολογίας. Με τον όρο ‘κοινωνικά γεγονότα’, ο Ντουρκχάιμ αντιλαμβάνεται ιδιότητες της κοινωνίας (όπως ο καταμερισμός της εργασίας, το δίκαιο, το έγκλημα κλπ.), οι οποίες δεν εξηγούνται με βάση τις επιμέρους ιδιότητες των εξατομικευμένων δρώντων. Τους προσάπτει ποιότητες όπως η γενικότητα, η δεσμευτικότητα και η
8
εξωτερικότητα, προκειμένου να δείξει ότι δεν υπόκεινται στις τυχαίες βουλήσεις των ατόμων. Αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται, όπως θεωρήθηκε για κάποιες δεκαετίες από την έρευνα, κάποια υποστασιοποίηση της κοινωνίας ως κάτι ανεξάρτητο από τα άτομα που την απαρτίζουν. Ο Ντουρκχάιμ τονίζει επανειλημμένως ότι παρόλο που η κοινωνία αποτελεί ευρύτερο μέγεθος από το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων που μετέχουν σε αυτή, δεν μπορεί, ωστόσο, να υπάρξει δίχως αυτά. Μια τέτοια υποστασιοποίηση της κοινωνίας θα αποτελούσε μια μεταφυσική οντότητα και σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ θα στερείτο νοήματος. Βέβαια, αυτή η στάση του Ντουρκχάιμ προδίδει μια θετικίζουσα μεθοδολογία, στο βαθμό που θεωρεί ότι αυτά τα κοινωνικά γεγονότα οφείλουν να προσεγγιστούν ως εάν ήταν φυσικά γεγονότα, με βάση κοινωνικούς δείκτες όπως στατιστικές, ιστορικές και εθνογραφικές συγκρίσεις. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση όμως, φανερώνει τον πολιτικό και κανονιστικό στόχο της μεθοδολογίας του και, συνεπώς, την αποστασιοποίησή του από τον θετικισμό. Ο Ντουρκχάιμ αναζητά, όχι απλώς ‘κοινωνικά γεγονότα’, αλλά ‘κανονικά κοινωνικά γεγονότα’. Το ζήτημα της κανονικότητας (έναντι της παθολογίας του κοινωνικού γεγονότος) είναι σίγουρα πολύ σύνθετο και εγείρει ενστάσεις. Ωστόσο, ολόκληρη η ντουρκχαϊμιανή προσέγγιση έλκεται από το αριστοτελικής προέλευσης ηθικό αίτημα της σταθεροποίησης της κανονικότητας στις κοινωνικές σχέσεις (για παράδειγμα, ο Ντουρκχάιμ προσδιορίζει ως παθολογικό όχι το έγκλημα καθεαυτό, αλλά το πλεόνασμα εγκληματικών και παραβατικών ενεργειών, κοινωνική κατάσταση που την συνδέει με την ανομία). Μέλημα του είναι να στρέψει τον ρόλο της κοινωνιολογίας προς την κατάδειξη αυτού που υπολείπεται από το να καταστεί ένα κοινωνικό γεγονός (λ.χ. η οικογένεια, τα συμβόλαια, το δίκαιο, η θρησκεία) κανονικό, στο βαθμό που αναγνωρίζεται ως δεσμευτικό από την ελεύθερη βούληση των δρώντων. Παρόλο που συναντάμε ένα ιδεοτυπικό και ιστορικιστικό στοιχείο στην ανάλυσή του (δηλαδή, η κανονικότητα των κοινωνικών γεγονότων εξαρτάται από τον εκάστοτε τύπο κοινωνίας), οι εν λόγω τύποι συνδέονται λογικά και κανονιστικά. Συνεπώς, μας οδηγούν προς την εκτίμηση ότι σε συνθήκες νεωτερικότητας αναζητείται μια κανονικότητα η οποία θα εξηγεί επίσης και τις παρελθούσες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Το πρόγραμμα συγκρότησης κανόνων κοινωνιολογικής μεθόδου, το οποίο έχει συζητηθεί εκτενώς και έχει υποστεί επικρίσεις προερχόμενες από ποικίλες κατευθύνσεις, περιέχει σύνθετες μεθοδολογικές κατασκευές, καθώς και έντονα νεωτερικά στοιχεία. Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η προτροπή του προς τον κοινωνιολόγο να μην προβεί σε ‘σταθεροποίηση’ του αντικειμένου της κοινωνιολογίας, το οποίο διακρίνεται από ‘ελευθερία’. Αυτή η αξιακή και ηθική χροιά εντός του επιστημονικού μανιφέστου της κοινωνιολογίας τεκμαίρεται και μέσα από ένα πολύ σημαντικό κείμενο του 1911, με τίτλο ‘Αξιολογικές κρίσεις και κρίσεις για την Πραγματικότητα’. Εκεί ο Ντουρκχάιμ καθιστά σαφές ότι η κοινωνιολογική εξήγηση δεν μπορεί να διαχωρίσει την αξιολογική διάσταση από την πραγματικότητα. Ο Ντουρκχάιμ εισάγει ένα αρχικό διαχωρισμό μεταξύ των ‘κρίσεων για την πραγματικότητα‘ και των ‘αξιολογικών κρίσεων’. Αυτός φαίνεται να λειτουργεί ως υπόθεση εργασίας, προκειμένου να ανασυγκροτηθεί επιστημονικά η αξιακή σύσταση του ‘πραγματικού’. Ενώ οι κρίσεις για το πραγματικό αναφέρονται στη σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο από τη σκοπιά του δρώντα (ο Ντουρκχάιμ θεωρεί, ότι μεταξύ της ατομικής εκτίμησης και αυτής του μέσου όρου δεν υπάρχει καμία διαφορά), οι αξιολογικές κρίσεις αναφέρονται
9
στην ίδια την αντικειμενική σύσταση του πραγματικού, η οποία δεν μπορεί να αναχθεί στις ατομικές βουλήσεις. Ο Ντουρκχάιμ κατασκευάζει το ιδεώδες (ως το ζητούμενο της αξιολογικής κρίσης) ως ‘κίνηση’ ή ‘ισχύ’ / ‘ενέργεια’ (force), που εκφράζει την ίδια τη συλλογικότητα. Με αυτή την έννοια, το ιδεώδες προέρχεται από στοιχεία του πραγματικού τα οποία όμως συνδυάζονται με πρωτότυπο τρόπο υπερβαίνοντάς το. Καθώς το άτομο με τις δικές του δυνάμεις μόνο δεν μπορεί να εξέλθει από τον ημιτελή χαρακτήρα του και να εμπλουτιστεί μέσα από ηθικά προσδιορισμένες σχέσεις, το πεδίο της αξίας ταυτίζεται με την δυναμική της συλλογικότητας μέσα από την οποία ανασυγκροτείται το πραγματικό. Όταν ο Ντουρκχάιμ το τοποθετεί εκτός άμεσης πρόσληψής του από τους δρώντες δεν του προσάπτει κάποια μεταφυσική υπόσταση. Θεωρεί μάλλον, ότι το ιδεώδες ως αξιολογική κρίση συνδέεται με την ενέργεια, τη δυναμική του συλλογικού γίγνεσθαι. Ένα ιδεώδες ή μια αξία αποκομμένη από το πραγματικό είναι σε κατάσταση αδράνειας, και προκειμένου οι αξίες αυτές να «αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους» (Durkheim 1924: 137) πρέπει να αποκτήσουν υλική υπόσταση και προσδιορισμό, ώστε να αναγνωρίζονται από όλους και να αντιπροσωπεύουν όλους. Ο χωρισμός, μεταξύ των δύο κρίσεων που είχε τεθεί στην αρχή, λοιπόν, κάμπτεται χωρίς ωστόσο να ουδετεροποιείται. Για τον Durkheim, το ιδεώδες είναι μέρος του πραγματικού δίχως ωστόσο να είναι μόνο πράγμα. Κατά μία έννοια όλες οι κρίσεις είναι κρίσεις για τα πράγματα και όλες εμπλέκουν αξιολογήσεις και ιδεώδη. Η διαφορά όμως που παραμένει, έγκειται στο ότι οι μεν έννοιες εκφράζουν την πραγματικότητα, ενώ τα ιδεώδη τη μετασχηματίζουν. Και οι δύο κρίσεις όμως εκφράζουν μια ενιαία λειτουργία (τη συγκρότηση του πραγματικού) παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται ως χωριστές. Σε αυτή τη διαφορά και ενότητά τους θα πρέπει να αφοσιωθεί η κοινωνιολογία ως η επιστήμη που μελετά το πραγματικό, στην αξιακή του διάσταση. Ο αξιολογικός χαρακτήρας της πραγματικότητας ενισχύεται και από το πρόγραμμα μιας ‘ηθικής εκπαίδευσης’, η οποία στοχεύει στο να καταπολεμήσει τον σχετικισμό που συνοδεύει την παθολογία της νεωτερικότητας (τον οποίο ο Ντουρκχάιμ συλλαμβάνει μέσα από το σχήμα της ‘ασθένειας της απειρότητας’). Σκοπός της ηθικής εκπαίδευσης είναι η μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της συνείδησης σε ζητήματα αδικίας. Αυτό όμως που προκύπτει ως μέγιστο καθήκον της ηθικής εκπαίδευσης και σε ακολουθία με τις επιταγές του Λόγου, είναι η γνώση της πολυπλοκότητας του κοινωνικού και η διανοητική εγρήγορση, έναντι βιαστικών ηθικών προγραμμάτων που επιχειρούν να απαλείψουν μονομιάς τη σύγκρουση και τον εγωισμό, μεταβαίνοντας σε μια κοινωνία «αγγέλων» (την οποία στα μεθοδολογικά γραπτά του ο Ντουρκχάιμ συνδέει με ουτοπικά μοντέλα απόλυτου συντονισμού μεταξύ κανονικότητας και απόκλισης). Τέτοιες θεωρίες αυθορμησίας με βάση αφηρημένες προσταγές, οδηγούν σε μια «ηθική μετριότητας (médiocre moralité)» (Durkheim 1963: 11). Αντίθετα, αυτό που επιζητά η ηθική εκπαίδευση είναι ο μετριασμός, ακόμα και προς τις ίδιες τις επιταγές του λόγου. Ο Ντουρκχάιμ δεν υποτιμά σε καμιά περίπτωση τις αξιώσεις και τα ηθικά ενεργήματα τέτοιων θεωριών. Επισημαίνει όμως τόσο τον κίνδυνο μετάβασης στο αντίθετό τους, όσο και την αναγκαιότητα υπέρβασης των στενών ορίων ηθικότητας (έθνος-κράτος) μέσω μιας ηθικής εκπαίδευσης που εργάζεται ταυτόχρονα και για την ανύψωση της τοπικότητάς της, αλλά και για τη συνεισφορά στην πραγματοποίηση της ηθικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Ένα τέτοιο εγχείρημα παραμένει δυσχερές και επίπονο, ειδικά όταν η επιστήμη βιαστεί και παραβλέψει αυθαίρετα γνωσιολογικές δυσκολίες ή όταν τις αποκρύπτει από τον εαυτό της. Μια τέτοια κίνηση -όπως και η αντίστροφη του 10
πεσσιμισμού- προκύπτει ως πλημμελής αντίληψη περί κοινωνικής προόδου, αφού το ότι αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα ως όφειλε, δεν πρέπει να αγκυλώνει την έρευνα, αλλά, μάλλον, όπως ισχυρίζεται ο Ντουρκχάιμ, να την «πεισματώνει», έτσι ώστε να εργάζεται πιο σκληρά για την επίτευξή της. Εμφανίζεται πάλι εδώ και σε επίπεδο μιας ορθής θεωρίας της πράξης, η απειλή του ανορθολογικού στοιχείου, όταν αυτό καθιστά το αντικείμενο apriori αντινομικό. Η μέριμνα του Ντουρκχάιμ σχετικά με την αξιολογική συγκρότηση της νεωτερικότητας, ανταποκρίνεται σε αυτό το επιστημολογικό και πολιτικό αίτημα.
4. Ο καταμερισμός της εργασίας και η μετάβαση από την ‘μηχανική’ στην ‘οργανική αλληλεγγύη’ Ο τρόπος με τον οποίο ο Ντουρκχάιμ προσέγγισε την κοινωνία δεν αντιστοιχεί σε μια στατική θεώρηση, αλλά σε μια αναπτυξιακή διαδικασία μέσα από μια ακολουθία επιπέδων, τα οποία συνδέονται εξελικτικά. Στον Καταμερισμό της Κοινωνικής Εργασίας, ο Ντουρκχάιμ επιχειρεί να ανασυγκροτήσει το ιδεώδες της έννοιας της πόλεως, όπως αυτή εκφράστηκε από τον Αριστοτέλη, σε συνθήκες όμως μετάβασης και απροσδιοριστίας στην σταθεροποίηση του κοινωνικού τρόπου οργάνωσης της νεωτερικότητας. Η έκθεση της ανάλυσης των δύο κυρίαρχων τύπων κοινωνίας ακολουθείται και σε ένα παράλληλο επίπεδο θεμελίωσης μιας ηθικής κοινωνικής θεωρίας. Αυτό φανερώνεται ήδη από την αντιστροφή των κατηγοριών του Φέρντιναντ Τένις (Ferdinand Tönnies) για την κοινωνία. Σύμφωνα με τον γερμανό κοινωνιολόγο ο παραδοσιακός τύπος κοινωνίας με βάση της κοινότητα (Gemeinschaft) αντιστοιχεί σε ένα τύπο ‘οργανικότητας’ του κοινωνικού το οποίο εμπεριέχει αυθόρμητες μορφές συλλογικότητας. Αντίθετα, ο νεωτερικός τύπος κοινωνικής οργάνωσης (Gesellschaft), χαρακτηρίζεται από ‘μηχανική’ συνεκτικότητα, η οποία διασφαλίζεται μέσα από τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους μετριάζοντας και ρυθμίζοντας τις εγωιστικές βουλήσεις των εξατομικευμένων δρώντων. Ο Ντουρκχάιμ συμμερίζεται μεγάλο μέρος της ανάλυσης του Τένις, ειδικά σε σχέση με τον πρώτο τύπο κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο, διαφοροποιείται στο ουσιαστικό σημείο της ηθικής συγκρότησης της νεωτερικότητας. Εδώ, πλέον, φαίνεται να διασώζεται κάτι από τον αυθορμητισμό μιας οργανικότητας, καθώς ο ατομικισμός που διέπει την νεωτερική κοινωνία (ο οποίος δεν είναι μόνο οικονομικού τύπου), συγκροτείται, ως συλλογικό διαφέρον. Ως εκ τούτου, προκύπτει αυθόρμητα και οργανικά από την ίδια την σύσταση της νεωτερικής κοινωνίας. Μηχανικής οργάνωσης είναι μάλλον η παραδοσιακού τύπου κοινωνία, καθώς η ενότητά της εξασφαλίζεται μέσα από την ομοιογένεια των μερών της, η οποία με τη σειρά της βασίζεται εν πολλοίς στην απουσία ελευθερίας. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί, σε αυτό το σημείο, ότι η οργανικότητα της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ, δεν λογίζεται ως άμεση και αδιαμεσολάβητη σταθεροποίηση της ελευθερίας. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, η πολυπλοκότητα των νεωτερικών κοινωνιών, αντανακλά τις κοινωνικές και θεσμικές προϋποθέσεις της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των ατόμων, αλλά και την δυσκολία σταθεροποίησής τους σε συνθήκες μετάβασης, τόσο από την παραδοσιακή στη νεωτερική κοινωνία, όσο και στο εσωτερικό της δεύτερης, δηλαδή από τον ωφελιμισμό προς τον ηθικό σοσιαλισμό. 11
Η αρχική εντύπωση περί αποκοπής του ατομικού από κοινωνικά περιεχόμενα, υποχωρεί στο βαθμό που η ανάπτυξη της ατομικότητας την οποία επικαλείται ο Durkheim προϋποθέτει στη νεωτερικότητα, ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που αναφέρεται σε διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας, σε ελευθερία έκφρασης, σε αναγκαιότητα εκπαίδευσης, σε ισχυροποίηση των περιοχών ανάπτυξης ατομικών δεξιοτεχνιών, δηλαδή, κατευθύνσεις που υλοποιούνται σε κοινωνίες εγκαθιδρυμένης δημοκρατίας και δικαιοσύνης. Μόνο μέσα από τέτοιες αξιοπρακτικές προϋποθέσεις, η συλλογική συνείδηση παραχωρεί το «ανοιχτό πεδίο» (espace vide) για την ανάπτυξη της ετερότητας. Ωστόσο, η «λατρεία της προσωπικής αξιοπρέπειας» δεν αποτελεί «αληθινό κοινωνικό δεσμό» με την έννοια ότι «δεν μας συνδέει με την κοινωνία, αλλά μεταξύ μας» (Durkheim 1998: 147). Δεν μπορεί να αναχθεί στο επίκεντρο μιας ηθικής θεωρίας απωθώντας την ίδια την συνοχή του κοινωνικού, όπως έχει επιχειρηθεί από άλλους στοχαστές. Η κοινωνική πρόοδος εκλαμβάνεται, μάλλον, ως αναδιπλασιασμός του συναισθήματος του «εαυτού» και της «ενότητας». Ο κοινωνικός σύνδεσμος που επιτυγχάνει αυτόν τον αναδιπλασιασμό είναι ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας. 4
Έχει ενδιαφέρον, ότι στη διαδικασία σχηματισμού του κοινωνικού τύπου που αντιστοιχεί στη νεωτερικότητα, οι παρελθούσες μορφές ηθικού καταμερισμού του πληθυσμού (όπως η οικογένεια ή γεωγραφική περιοχή) αφαιρούνται και επανεισάγονται σε «κοινωνικά συστήματα των οποίων τα όργανα έχουν υψηλό βαθμό ανάπτυξης» (Durkheim 1998: 166). Ο Durkheim χαρακτηρίζει αυτή την κίνηση διπλή, αφού μέσω αυτής επιτυγχάνεται ο αναδιπλασιασμός «γενικού-ιδιαιτέρου», ο οποίος και εμπλουτίζεται διαρκώς με κοινωνικά περιεχόμενα. Ο μετασχηματισμός των διαφορετικών ‘οργάνων στην νεωτερική μορφή αλληλεγγύης’ δεν υπάγεται σε γραμμική μορφή εξέλιξης. Αντιστοιχεί, μάλλον, σε μια λογική «συντονισμού και υπαγωγής του ενός στοιχείου στο άλλο» (coordonnés et subordonnés les uns aux autres) υπό την εποπτεία ενός κεντρικού οργάνου που ασκεί μια δράση μετριασμού (une action modératrice)σε ολόκληρο τον οργανισμό (Durkheim 1998: 157). Ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας προκύπτει όχι μόνο ως δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας, αλλά και ως ουσιαστική συλλογική παράσταση της αλληλεξάρτησης των μερών της. Ο υψηλός βαθμός διαφοροποίησης των ατομικών ή ομαδικών δραστηριοτήτων προϋποθέτει την εγγραφή στη συνείδησή τους των κοινωνικών όρων που καθιστούν την ετερότητα και την ατομικότητα κοινωνική αξία στη νεωτερικότητα. Θα πρέπει να επισημανθεί σε αυτό το σημείο η ομοιότητα που φέρει η σύλληψη της νεωτερικής κοινωνίας ως ταυτόχρονα συστημικής και ηθικής οντότητας με την κοινωνική ηθικότητα που θεμελιώνει ο Χέγκελ στη Φιλοσοφία του Δικαίου (1821). Σημαντικό στοιχείο στην ανάλυση είναι το γεγονός ότι για τον Ντουρκχάιμ, όπως και για τον Χέγκελ, η ελευθερία εδράζεται σε κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες κατανοούνται ως έλλογοι κοινωνικοί θεσμοί. Για παράδειγμα, ο Ντουρκχάιμ εντάσσει το ανταποδοτικό δίκαιο στη σφαίρα της νεωτερικότητας (σε αντίθεση με τον κατασταλτικό νόμο) που χαρακτηρίζει την μηχανική αλληλεγγύη, διότι διαφυλάσσει και προάγει την κεντρική ηθική προσταγή της νεωτερικότητας, η οποία καλεί τους δρώντες να πράξουν με γνώμονα την πραγματοποίηση μιας ιδιαίτερης λειτουργίας στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η ηθική, που μάλλον αντηχεί ως συντηρητική, αν εξεταστεί πιο προσεκτικά, φανερώνει μια λανθάνουσα θεωρία κοινωνικών ρόλων στην κανονιστική πυξίδα των οποίων εγγράφονται περιεχόμενα όπως η δικαιοσύνη, η ισονομία, η αξιοπρέπεια. Εισάγεται,
12
δηλαδή, μια θεωρία κοινωνικής συνοχής με βάση το αίτημα για δι-υποκειμενικές σχέσεις αναγνώρισης. Αυτές δεν εδράζονται σε κλειστές μορφές κοινωνικών ρόλων, καθώς οι ρόλοι αυτοί, σύμφωνα με τον Ντουρκχάιμ, δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο άκαμπτοι και αυστηροί, διότι, τότε, θα αφαιρέσουν την ίδια την απροσδιοριστία που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη βούληση, και θα ολισθήσουν σε μηχανιστικές μορφές κοινωνικού βίου. Συνεπώς, το νεωτερικό δίκαιο τείνει να λαμβάνει διαδικαστικό χαρακτήρα, στο βαθμό που συντονίζει τις επιμέρους λειτουργικές δραστηριότητες του αυξημένου καταμερισμού της εργασίας, δίχως να επεμβαίνει καταλυτικά στις βουλήσεις των δρώντων. Ωστόσο, το δίκαιο αυτό γειτνιάζει με το θετικό δίκαιο και την απώθηση του ηθικού περιεχομένου που αυτό προάγει. Ο Ντουρκχάιμ, όμως, επανεισάγει την ηθική στο επίπεδο της ορθής διακυβέρνησης αυτού του σύνθετου συστήματος δικαίου. Δεν πρόκειται, από πλευράς Ντουρκχάιμ, για μια τυχαία κίνηση μετατόπισης της ηθικότητας σε άλλο πεδίο αφαίρεσης. Μάλλον, αντανακλά την ευρύτερη σύλληψη της κοινωνίας ως ηθικά και θεσμικά διαφοροποιημένου συστήματος. Η διαφοροποίηση αυτή, όμως, δεν λαμβάνει ‘άπειρη’ επέκταση όπως συμβαίνει στην ύστερη συστημική θεωρία τύπου Λούμαν (Luhmann). Αντίθετα, επειδή η νεωτερικότητα ταυτίζεται με τη δημοκρατία, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ελεύθερη επικοινωνία (και κριτική) μεταξύ των επιπέδων συγκρότησής της, ο Ντουρκχάιμ, θεωρεί πως οι ρυθμιστές του κοινωνικού βίου διαπαιδαγωγούν και διαπαιδαγωγούνται από τους πολίτες, που με τη σειρά τους ελέγχουν (και ελέγχονται) από τους όρους ρύθμισης του κοινωνικού βίου τους. Ο ρόλος του κράτους είναι ουσιώδης για τον Ντουρκχάιμ, ακριβώς επειδή διαφυλάττει ενεργά την ‘μνήμη’ της συλλογικότητας και των όρων συγκρότησης της κοινωνίας ως ελεύθερης. Ο Ντουρκχάιμ ολοκληρώνει την ανάλυση αυτή με την αποτίμηση για τα ορθοπρακτικά αποτελέσματα των δύο τύπων κανονικής κοινωνίας, οι οποίοι πληρούν ηθικούς σκοπούς αλλά με διαφορετικά τρόπο. Η πρώτη (μηχανική αλληλεγγύη) τους πραγματοποιεί αδιαμεσολάβητα, ενώ η δεύτερη (οργανική αλληλεγγύη) μέσα από μια «συγκεκριμένη ενότητα» που αίρει και διατηρεί το στοιχείο της ετερότητας. Ο Ντουρκχάιμ δεν συλλαμβάνει, δηλαδή, τους δύο τύπους ως αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Αντίθετα, αυτό που κρίνεται αναγκαίο είναι να αποδοθεί στον κάθε τύπο σε κάθε στιγμή της ιστορίας, η θέση που του αρμόζει. Ο Ντουρκχάιμ προσδιορίζει το «ηθικό» ως «οτιδήποτε είναι μορφή αλληλεγγύης», «οτιδήποτε κάνει τον άνθρωπο να συνυπολογίσει τους άλλους», «οτιδήποτε οδηγεί στον μετριασμό του εγωισμού» (Durkheim 1998: 393-4). Στην νεωτερική εποχή όμως, η ηθική έχει αποκτήσει ένα περιεχόμενο που την έχει καταστήσει δεσμευτική τόσο για το παρελθόν (όρος ανακατασκευής των προηγούμενων τρόπων παραγωγής αλληλεγγύης) όσο και για το μέλλον (εξασφάλιση της συστημικής «κίνησης», δηλαδή η σταθεροποίηση των όρων της ελευθερίας στο σήμερα), όπου «η ηθική -που παρουσιάζεται σε όλες τις υγιείς συνειδήσεις- αναφέρεται στον σεβασμό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια» (Durkheim 1998: 395), με την οποία συμμορφωνόμαστε τόσο σε σχέση με τον εαυτό μας, όσο και σε σχέση με τους άλλους. Αυτό λογίζεται ως η ουσιαστική ποιότητα της ατομικής ηθικής. Και αυτή συντελείται μέσω του καταμερισμού της εργασίας που είναι ο «ουσιαστικός όρος» (Durkheim 1998: 395) για την κοινωνική αλληλεγγύη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο αποκτά ηθικό χαρακτήρα ο καταμερισμός της εργασίας, αφού το άτομο κατανοεί, και τελικά επιδιώκει, μέσα από αυτόν την εξάρτησή του από την κοινωνία. Αυτή η κίνηση «διπλής χειραφέτησης» (Durkheim 1998: 400), συνιστά την τάση της ίδιας της κοινωνίας, μεσολαβητές της οποίας είναι τα άτομα. Σε αυτή την κίνηση και την μετάβαση από την μηχανική στην οργανική αλληλεγγύη, 13
εντάσσεται και η πραγματική δυνατότητα συγκρότησης μιας ενιαίας Ευρώπης (και ανθρωπότητας). Βέβαια η έρευνα έχει οδηγήσει σε δυσχέρειες σχετικά με τη δυνατότητα προσδιορισμού της ιστορικής επέλευσης της οργανικής αλληλεγγύης την οποία οραματίζεται ο Ντουρκχάιμ. 5
5. Νεωτερικότητα και Παθολογία: Ανομία και Αυτοκτονία Ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της οργανικής αλληλεγγύης, κατά την διαπλοκή του με την ιστορία, αντανακλάται στα προβλήματα που συνοδεύουν τον καταμερισμό της εργασίας. Ο Ντουρκχάιμ επιδιώκει να διαχωρίσει τις παθολογικές μορφές που σχετίζονται με την ιδιαιτερότητα της νεωτερικότητας από αυτές που αποτελούν κατάλοιπα παραδοσιακών μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι αναφέρεται συστηματικά στο πρόβλημα της ανομίας στη νεωτερικότητα, όπως εκδηλώνεται με παθολογικές μορφές της αγοράς, της γραφειοκρατίας, και της αποσύνδεσης των κοινωνικών λειτουργιών. Συνεπώς, αποτρέπονται ερμηνείες που συνδέουν την οργανική αλληλεγγύη με μια απλή κατάφαση της παρούσης εποχής. Αντίθετα, η κατάσταση οργανικής αλληλεγγύης τελεί υπό ιστορικό μετασχηματισμό, χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν θα αναπτυχθεί σύμφωνα με την λογική και ηθική ανάπτυξη των στιγμών της. Οι ανομικές μορφές του καταμερισμού της εργασίας συνδέονται με το κατεξοχήν μοντέρνο πρόβλημα της ανισότητας, της αδικίας, της ελλειπτικής μορφής που λαμβάνει η δημοκρατία, του εργαλειακού λόγου και κυρίως της υπονόμευσης των ίδιων των όρων της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, ο όρος ‘ανομία’ (dérèglement) αποδίδεται δύσκολα και δεν εξαντλείται στην απουσία κανόνων αλλά, όπως τονίζεται από την έρευνα (Besnard 1987, Meštrović 1993: 62-75) εμπεριέχει και ηθικό προσδιορισμό, καθώς συνδέεται με σχέσεις υπέρμετρου εγωισμού που οδηγεί στη ‘δυστυχία’. Ο Ντουρκχάιμ εκκινεί από μια ουσιαστική αποσαφήνιση εννοιών. Αποσυνδέει την ηθική φύση του καταμερισμού της εργασίας από τις παθολογικές μορφές που εκλαμβάνει, ως εξαίρεση, κάτω από συνθήκες καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής. Οι μορφές απορύθμισης του καταμερισμού της εργασίας, καθώς και τα «εγκληματικά επαγγέλματα» που τις προωθούν αντανακλούν την «άρνηση της αλληλεγγύης». Παρόλα αυτά, λαμβάνουν την μορφή των επιμέρους, εξειδικευμένων δραστηριοτήτων (π.χ. Μαφία, εξειδίκευση σε μηχανισμούς οικονομικής εξαπάτησης κλπ). Η έννοια που αρμόζει σε αυτή την περίπτωση δεν αναφέρεται σε καταμερισμό της εργασίας αλλά σε διαφοροποίηση (ο Ντουρκχάιμ, μάλιστα, συνδέει την διαφοροποίηση με την οργανική φθορά και την αποδίδει στη θεωρία τύπου Σπένσερ). Δεν γίνεται λόγος σε αυτή την περίπτωση για «λειτουργία», αφού αυτό το όνομα αρμόζει σε δραστηριότητες που προάγουν την «συνεργασία και διατηρούν την γενική ζωή» (Durkheim 1998: 344). Ως παθολογική μορφή ο ανομικός καταμερισμός της εργασίας αποτελεί φυγόκεντρη δύναμη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της ανάπτυξης της οργανικής αλληλεγγύης. Ο Ντουρκχάιμ φαίνεται ότι τον συνδέει με το συγκρουσιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό, ιδιαίτερα όταν κάνει λόγο για τη σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας. Η
14
ανομία όμως δεν εξαντλείται στην οικονομική σφαίρα, αλλά διαμεσολαβεί και αυτή των επιστημών, όπου η τάση για υπέρμετρη εξειδίκευση τείνει να διασπάσει την ίδια την ενότητα της επιστήμης, καταλήγοντας σε κατακερματισμό του γνωστικού αντικειμένου, με επακόλουθα τον προοπτικισμό και σχετικισμό. Ο Ντουρκχάιμ θεωρεί ότι οι επιστήμονες προσεγγίζουν τη γνώση ως εάν τα διαφορετικά επίπεδα γεγονότων που μελετούν να συγκροτούν διαφορετικούς κόσμους. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχει αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Αυτό όμως που παρουσιάζεται ως διαφορετικό είναι στην ουσία ο στοχασμός και η επιστημονική μελέτη σε άλλο επίπεδο αφαίρεσης.. Κεντρικό ρόλο στην απορύθμιση των συλλογικών συναισθημάτων διαδραματίζει και η κατάσταση απροσδιοριστίας, στην οποία βρίσκεται το δίκαιο υπό συνθήκες καπιταλισμού. Στο πρόβλημα κεντρικού συντονισμού που έχει προκύψει από την ταχύρυθμη ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων κατά την επέκταση της βιομηχανοποίησης, η κυβέρνηση δεν μπορεί να εμπλακεί και να ρυθμίσει όλες τις λεπτομέρειες της αγοράς αφού αυτές βασίζονται σε αμέτρητους παράγοντες. Τέτοια προβλήματα δεν οφείλουν να εξηγηθούν μόνο με αναφορά στην έλλειψη νέων συνθηκών ρύθμισης, αλλά επίσης σε σχέση με την μεγάλη ανισότητα στις συνθήκες του ανταγωνισμού. Το πρόβλημα της ανομίας δεν θα πρέπει να συνδεθεί με την απώλεια ή εξασθένιση ενός τύπου συλλογικής συνείδησης αφού αυτή η εξασθένηση για την συγκεκριμένη μετάβαση, είναι κανονικό φαινόμενο. Οι όροι για την σταθεροποίηση της οργανικής αλληλεγγύης δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί. Προκειμένου να τελεστεί αυτό, προϋποτίθενται συγκεκριμένοι τρόποι συσχετισμού των επιμέρους μερών ενός οργανισμού, δηλαδή, σε ένα τύπο αλληλεγγύης που μετριάζει αυτές τις συγκρούσεις. Και τούτο, διότι σε μια ομαλή κατάσταση, οι κανόνες αποσυνδέονται από τον καταμερισμό της εργασίας, καθώς αποτελούν προέκτασή του. Οι κανόνες αποτελούν μια τέτοια επέκταση του ρόλου του καταμερισμού της εργασίας, διότι δεν αφορούν πλέον μεμονωμένα άτομα που συνενώνονται περιστασιακά κατά τη στιγμή ανταλλαγής στην αγορά. Αναφέρονται, μάλλον, στον συσχετισμό λειτουργιών, δηλαδή, τρόπων προσδιορισμένης κοινωνικής δράσης, που επαναλαμβάνονται εφόσον συνδέονται με τις γενικές συνθήκες και όρους της κοινωνικής ζωής. Η σχέση με τις θέσεις του Μαρξ μπορεί να εντοπιστεί στις αναφορές του Ντουρκχάιμ στο πρόβλημα μιας παγκόσμιας αγοράς που δεν υπόκειται σε ρυθμίσεις, και επίσης, στην αλλοτρίωση της εργατικής δύναμης από τις αυξημένες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Στον δεύτερο παθολογικό τύπο, τον οποίο ο Ντουρκχάιμ ονομάζει εξαναγκαστικό καταμερισμό της εργασίας, το πρόβλημα της κανονιστικότητας που τον απασχολεί στα πλαίσια μιας θεωρίας της νεωτερικότητας, τίθεται και με βάση την φύση των κανόνων. Η ύπαρξη κανόνων δεν είναι αρκετή από μόνη της προκειμένου να αποκαταστηθεί η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν σημαίνει αυτομάτως και αλληλεγγύη. Δεν είναι αρκετό να κατανεμηθούν οι επιμέρους εργασίες στους δρώντες. Αυτό που οφείλει να διασφαλιστεί, είναι ο κοινωνικός ρόλος του κάθε δρώντα ή ομάδας. Η θέση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόβλημα της δικαιοσύνης όπως προκύπτει από τις κοινωνικές διαδικασίες που κατανέμουν άνισα την κοινωνική εργασία (αυτή νοείται ως κατανομή των κοινωνικών λειτουργιών). Απόρροια αυτής της ανισότητας μεταξύ των δεξιοτήτων των ατόμων και της δραστηριότητας που
15
τους αποδίδεται, είναι μια επισφαλής και εύθραυστη αλληλεγγύη, όπου μια βίαιη δέσμευση συνδέει τα άτομα με τις λειτουργίες τους. Το γεγονός ότι το πρόβλημα του ορθού καταμερισμού της εργασίας συνδέεται με τη δίκαιη κατανομή των μερών μέσα στην ολότητα, γίνεται φανερό από το ακόλουθο απόσπασμα: «Η τέλεια αυθορμησία δεν είναι μια κατάσταση αναρχίας όπου θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ικανοποιούν όλες τις καλές και κακές τάσεις τους, αλλά μια περίπλοκη οργάνωση όπου κάθε κοινωνική αξία, δίχως να υπερεκτιμάται ή να υποτιμάται από κάτι εξωτερικό προς αυτή, θα κρίνεται με βάση την πραγματική αξία της» (Durkheim 1998: 371). Παρόλο που μια τέτοια αυθορμησία νοθεύεται από τον ανομικό καταμερισμό της εργασίας, ωστόσο δεν μπορεί παρά να διακρίνει κανείς στοιχεία μορφοποίησής της μέσα στην κοινωνία. Η νεωτερική κοινωνία παραχωρεί ελεύθερο πεδίο για όλα τα ταλέντα και τις δεξιότητες βοηθώντας ποικιλοτρόπως αυτούς που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Η έννοια της ισότητας αποκτά μεγάλη απήχηση κι ένα τόσο ισχυρό συναίσθημα δεν μπορεί να είναι πλάνη· παρά την κανονιστική σύγχυση που επικρατεί, αναπαριστά ορθά ένα μέρος της πραγματικότητας. Ο Durkheim θέτει εντυπωσιακά το πρόβλημα της δικαιοσύνης στην καρδιά του προβλήματος της νεωτερικότητας και της υπέρβασης της αντινομικής μορφής που λαμβάνει. Κι αυτή η στάση του είναι ενδεικτική του ανοικτού χαρακτήρα του ντουρκχαϊμιανού συστήματος. Στην νεωτερική κοινωνία, η συλλογική συνείδηση έχει απολέσει τόσο την ενότητά της, όσο και την ισχύ που θα επέτρεπε τον μετριασμό των φυγόκεντρων δυνάμεων που ασκούν τα εγωιστικά συμφέροντα, ειδικά όπως αυτά εξωτερικεύονται σε συνθήκες μιας εξατομικευμένης αγοράς. Η κοινωνική οργάνωση χάνει σταδιακά τον υπερβατικό της χαρακτήρα και τοποθετείται πλέον στο ίδιο επίπεδο με τα ανθρώπινα ενεργήματα των οποίων αποτέλεσμα είναι και η ίδια. Αδυνατεί, ωστόσο, να εμφυσήσει στα υποκείμενα τις απαραίτητες αξίες προκειμένου αυτά να συσχετιστούν με τρόπους αμοιβαίας αναγνώρισης και συνεργασίας. Για αυτό το λόγο, σε οργανωμένες κοινωνίες είναι απαραίτητο ο καταμερισμός της εργασίας να εναρμονίζεται με το ιδεώδες της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη που αρμόζει στα συμβόλαια και που αφορά στην ανταλλαγή υπηρεσιών με ίση κοινωνική αξία, αίρεται την στιγμή που παρεισφρύουν δεσμεύσεις, παρεμποδίζοντας την δίκαιη αμοιβή της εργασίας και οδηγώντας σε ένα τύπο ανταλλαγής όπου οι ανταλλάξιμες αξίες δεν ισορροπούν, παρά μόνο μέσα από πλασματικά μέσα, ή με την βίαιη παρέμβαση μιας εξωτερικής δύναμης (μορφή της αξίας, κεφάλαιο). Ο Ντουρκχάιμ επανέρχεται σε αυτό το σημείο στο καίριο ζήτημα του συσχετισμού ελευθερίας και δέσμευσης. Η ελευθερία είναι η ίδια προϊόν δεσμευτικών κανόνων. Αποτελεί μια κατάκτηση της κοινωνίας πάνω στη φύση. Νοείται, δηλαδή, ως η υποταγή των εξωτερικών δυνάμεων στις κοινωνικές δυνάμεις. Η ανύψωση του ανθρώπου και η εξουσία του πάνω στα πράγματα αφορά το γεγονός ότι καθίσταται «νομοθέτης και αφαιρεί από τα πράγματα, την τυχαία, ακατανόητη και στερούμενη ηθικής φύση τους. Στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες, αυτό το έργο είναι η δικαιοσύνη. Αυτό το ιδανικό των κοινωνιών μας, αφορά στο να καταστούν οι κοινωνικές σχέσεις πιο ισόνομες, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ελεύθερη ανάπτυξη όλων των κοινωνικά χρήσιμων δυνάμεών μας» (Durkheim, 1998: 381).6 Σε αυτό το πλαίσιο κρίσης της νεωτερικότητας εντάσσονται και σημαντικές πλευρές της μελέτης του Ντουρκχάιμ για την αυτοκτονία. Στις νεωτερικές μορφές αυτοκτονίας
16
(‘εγωιστική’ και την ‘ανομική’), τίθεται και πάλι το πρόβλημα της πραγματοποίησης της λειτουργικής και ηθικής συνοχής της κοινωνίας, καθώς και αυτό της ατομικής ευμάρειας. Η εγωιστική αυτοκτονία συνδέεται με τις συνέπειες του φιλελευθερισμού, στο βαθμό που τα άτομα απομονώνονται κοινωνικά, καθότι το συλλογικό νόημα έχει υποσκελιστεί από τις οικονομικές δραστηριότητες και την διάσπαση συνεκτικών ταυτοτήτων στη νεωτερικότητα. Ο ανομικός τύπος αυτοκτονίας απορρέει από την πλάνη ότι η υπαρξιακή μοναχικότητα που συνδέεται με την συσκότιση της συλλογικότητας στη νεωτερικότητα, συνεπάγεται και απουσία κανονιστικών πλαισίων. Είτε ως δεσμευτικές αξίες, ιδεώδη και ρυθμιστικοί κανόνες, η έννοια του ορίου ολισθαίνει στη συνείδηση των νεωτερικών δρώντων, και καθώς αυτή η ολίσθηση ενθαρρύνεται από κοινωνικο-οικονομικές πρακτικές αλλά και ρηχές φιλοσοφικές πεποιθήσεις, η προσμονή για αέναη υπέρβαση ορίων και ικανοποίηση της επιθυμίας οδηγεί σε απογοήτευση, ματαιότητα και δυστυχία. Η παθολογία της νεωτερικότητας προσεγγίζεται σε αυτό το σημείο και μέσα από τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ, ειδικά όταν ο Ντουρκχάιμ θεωρητικοποιεί την κοινωνική, συστημική αλλά και ατομική σημασία της τάσης για απειρότητα που συνοδεύει την επιθυμία ή, ορθότερα, την επιθυμία διαμεσολαβημένη από παθολογικές μορφές καταμερισμού της εργασίας.
6. Ατομικισμός και Σοσιαλισμός: Προς μια νεωτερική ‘θρησκεία του ατόμου’ Έχοντας υπόψη την κανονιστική διάσταση της νεωτερικότητας αλλά και την κρίση που ελλοχεύει στην πολυπλοκότητά της, καθώς ο Ντουρκχάιμ εντάσσει στο εσωτερικό της οργανικής αλληλεγγύης τη μετάβαση προς τον σοσιαλισμό. Ωστόσο, το σοσιαλιστικό ιδεώδες διαφοροποιείται ουσιαστικά στον Ντουρκχάιμ σε σχέση με ορθόδοξες μαρξιστικές θέσεις, αφού συνδέεται με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας και καθίσταται συμβατό μα τον ατομικισμό. Η νεωτερική κοινωνία κατά τον Ντουρκχάιμ, έρχεται αντιμέτωπη με την τυχαιότητα της αγοράς, η οποία κάμπτεται μέσα από τον διαμεσολαβητικό θεσμό των σωματείων, αλλά κυρίως μέσα από ένα δημοκρατικό κράτος, η κύρια λειτουργία του οποίου είναι η διαφύλαξη της μνήμης της κοινωνικής ολότητας. Σε αυτό το ιδεώδες της ολότητας μέσα όμως από την διαφοροποίηση επιστρέφει και ο ύστερος Ντουρκχάιμ, όταν συλλαμβάνει ως περιεχόμενο της θρησκείας στη νεωτερικότητα, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τη θεσμική διάταξη της ‘οργανικής αλληλεγγύης’ που εξασφαλίζει και επικυρώνει αυτή την αξιοπρέπεια. Η θεμελίωση του ηθικού ιδεώδους της νεωτερικότητας στο ύστερο έργο του Ντουρκχάιμ επιχειρείται μέσα από έναν φαινομενικά ανορθόδοξο τρόπο. Το τελευταίο του έργο με τίτλο Βασικές Μορφές του Θρησκευτικού Βίου (1912) ανατρέχει σε κοινωνικές μορφές συγκρότησης των συλλογικών παραστάσεων, συναισθημάτων και ιδεών, οι οποίες αρμόζουν σε απλές και πρωτόγονες κοινωνίες. Μέλημα του Ντουρκχάιμ είναι να δείξει, μέσα από ένα αρκετά σύνθετο επιχείρημα, ότι τα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στις πρωτόγονες κοινωνίες σχετικά με την κοινωνική εγκυρότητα των εννοιών και πρακτικών που εντάσσονται στο χώρο του ‘ιερού’ σε αντίστιξη με το επίπεδο του ‘κοσμικού’, αποτελούν δείκτες της λογικής και ηθικής αναγκαιότητας της συλλογικότητας να θέσει
17
τα ιδεώδη σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει και δεσμεύει τις συνειδήσεις των επιμέρους μελών της. Εστιάζοντας μέσα από πλήθος (ενίοτε αμφιλεγόμενων) εθνογραφικών και ανθρωπολογικών δεδομένων, στην απόδειξη αυτής της θέσης, ο Ντουρκχάιμ την ανασυγκροτεί στο επίπεδο της νεωτερικής κοινωνίας. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι σε συνθήκες νεωτερικότητας –τις οποίες ο Ντουρκχάιμ συνδέει με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό– το περιεχόμενο του πλέγματος αξιών που τίθεται ως ευρύτερο της ατομικότητας αποτελεί η αξιοπρέπεια της ίδιας της ατομικότητας. Η ιδέα της αξιοπρέπειας αναγνωρίζεται πλέον ως προσδιορισμός των θεσμών της νεωτερικότητας από την ίδια τη συνείδηση των δρώντων. Ο Ντουρκχάιμ συνδέει τη μορφή του κανονιστικά ανεπτυγμένου καταμερισμού της εργασίας, με τον σοσιαλισμό.
7. Επίγονοι Η κληρονομιά του Ντουρκχάιμ στο χώρο των κοινωνικών επιστημών δεν αντιστοιχεί ίσως σε αυτή του Μαρξ και του Βέμπερ, ωστόσο, επηρέασε πολλούς σημαντικούς κοινωνικούς επιστήμονες και συνέβαλε καταλυτικά στη διαμόρφωση του λειτουργισμού στις διάφορες εκδοχές του. Αμέσως μετά το θάνατο του, αλλά και κάποια χρόνια πριν, μέσα από τις επιστημονικές εκδόσεις τις οποίες συνεπιμελείτο ο Ντουρκχάιμ, διαμορφώθηκε ένα ισχυρό ερευνητικό πρόγραμμα με έμφαση τόσο στη θεωρία όσο και στην εφαρμοσμένη κοινωνιολογία και ανθρωπολογία. Στις Η.Π.Α. κατά τη δεκαετία του 1930 και έπειτα από μια μάλλον εχθρική αρχική αντιμετώπιση, το έργο του Ντουρκχάιμ ενσωματώθηκε με συστηματικό, αν και όχι πάντα ακριβή τρόπο, από τον Τάλκοττ Πάρσονς (Talcott Parsons) στο θεωρητικό υπόδειγμα του δομο-λειτουργισμού. Η ερμηνεία του Πάρσονς στον Ντουρκχάιμ τον κατέστησε σημαίνουσα προσωπικότητα μέχρι το 1950, αλλά οδήγησε και σε δυσχέρεια στον μετέπειτα τρόπο πρόσληψής του, ειδικά από μαρξιστές θεωρητικούς, οι οποίοι τον ενέταξαν βιαστικά στο ‘αμερικάνικο’ ερμηνευτικό πλαίσιο και τον απώθησαν ως θετικιστή, λειτουργιστή, συντηρητικό και εκπρόσωπο ενός φετιχοποιημένου κοινωνιολογισμού. Αντίστοιχες παρερμηνείες ακολούθησαν και την ένταξη των απόψεων του περί εγκλήματος στον λειτουργισμό όχι τόσο από τον Ρόμπερτ Μέρτον (Robert Merton) η θεωρία του οποίου διέσωσε εν μέρει την κριτική απόχρωση των θέσεων του Ντουρκχάιμ, αλλά από αυτή των Ντάιηβις και Μουρ (Davis και Moore). Η μετεξέλιξη του λειτουργιστικού υποδείγματος μέσα από τον νεο-λειτουργισμό του Αλεξάντερ (Jeffrey Alexander), μετέδωσε ιδέες του Ντουρκχάιμ και στο πεδίο των ‘πολιτιστικών σπουδών’ (cultural studies). Η στροφή προς τον δομο-λειτουργισμό και τον νέο-λειτουργισμό άσκησε επιρροή στη συστημική θεωρία, καθώς τόσο ο Χάμπερμας (Habermas) όσο και Λούμαν (Luhmann), ανακατασκεύασαν μια θεωρία νεωτερικότητας μέσα από συστημικές προκείμενες οι οποίες εμπνέονται από τους τύπους της μηχανικής και οργανικής αλληλεγγύης.
18
Οι επεξεργασίες του Ντουρκχάιμ σχετικά με τον συλλογικό χαρακτήρα της εγκυρότητας των πεποιθήσεων, αξιών και γνωσιοθεωρητικών αρχών, επηρέασαν βαθύτατα το πεδίο της κοινωνιολογίας της γνώσης, όπως αυτό αναπτύχθηκε από τον Μανχάιμ (Mannheim) και τον Σέλερ (Scheler). Ο χωρισμός μεταξύ ‘ιερού’ και ‘κοσμικού’ υιοθετήθηκε όμως και από τη συμβατιοκρατική σχολή στο πεδίο της κοινωνιολογίας της επιστημονικής γνώσης (από το ‘ισχυρό πρόγραμμα’ της σχολής του Εδιμβούργου), με σκοπό την θεμελίωση της ιδέας ότι τα κριτήρια εγκυρότητας της επιστήμης θα πρέπει να αναζητηθούν εξίσου (πέρα δηλαδή από τις αρχές και θεωρίες της ίδιας της επιστήμης) και στο πεδίο της κοινότητας και των συλλογικών κριτηρίων εγκυρότητας της γνώσης, τα οποία αναζητούνται στο πεδίο της κοινωνικής σύμβασης. Ο Ντουρκχάιμ, ωστόσο, δεν υιοθετεί αυτή την θέση, αλλά θέτει, όπως κατέστη σαφές από τα προηγούμενα, τη νεωτερικότητα ως προνομιακή ιστορική περίοδο, ακριβώς λόγω της έμφασης στην αναστοχαστικότητα των δρώντων και την αξίωσή τους να αναζητούν έλλογα κριτήρια εγκυρότητας γνωστικών αρχών και ισχυρισμών, τα οποία δεν εξαντλούνται σε μια συμβασιοκρατική συναίνεση.
Δραστηριότητες 1. Με βάση την ενότητα 3, περιγράψτε τον τρόπο με τον οποίο συνδέεται από τον Ντουρκχάιμ η κοινωνιολογική μέθοδος με την εξήγηση της νεωτερικότητας. 2. Στην ενότητα 4 εκτίθεται η μετάβαση από την ‘μηχανική’ στην ‘οργανική αλληλεγγύη’. Πως αντιλαμβάνεται ο Ντουρκχάιμ την οργανικότητα και ποιους κοινωνικούς και ηθικούς προσδιορισμούς της αποδίδει; Θεωρείτε πως το σχήμα του επαρκεί για τις νεωτερικές κοινωνίες σήμερα; Αιτιολογείστε με παραδείγματα την απάντησή σας. 3. Χρησιμοποιώντας το υλικό της ενότητας 5 και 6, συνδέστε το πρόβλημα της ‘ανομίας’ με το σοσιαλιστικό ιδεώδες του ατομικισμού που προκρίνει ο Ντουρκχάιμ. Είναι εφικτή αυτή η σύνδεση;
19
Βιβλιογραφία
Besnard, Philippe (1987). L’Anomie. Ses usages et ses functions dans la discipline sociologique depuis Durkheim. Παρίσι: PUF. Durkheim, Emile ([1892] 1970). Montesquieu and Rousseau. Forerunners of Sociology. Ανν Άρμπορ: The University of Michigan Press. Durkheim, Émile ([1893] 1998). De la Division du Travail Social. Παρίσι: PUF. Durkheim, Émile (1924). Sociologie et Philosophie. Παρίσι: PUF. Durkheim, Émile (1963). L’ Éducation Morale. Παρίσι: PUF. Durkheim, Émile ([1883-4] 2004). Durkheim’s Philosophy Lectures. Notes from the Lycée de Sens Course, 1883-1884. (επιμ. Neil Gross και Robert Alun Jones). Καίημπριτζ: Cambridge University Press. Gehlke, Charles Elmer (1915). Emile Durkheim’s Contributions to Sociological Theory. Νέα Υόρκη: AMS Press. LaCapra, Dominick (1972). Emile Durkheim. Sociologist and Philosopher. Ιθάκη: Cornell University Press. Meštrović, Stjepan (1993). Emile Durkheim and the Reformation of Sociology. Λάναμ, Μέρυλαντ: Rowman and Littlefield. Schmaus, Warren (2004). Rethinking Durkheim and his Tradition. Καίημπριτζ: Cambridge University Press. Stedman Jones, Susan (2001). Durkheim Reconsidered. Καίημπριτζ: Polity.
20
Οδηγός για περαιτέρω μελέτη
Durkheim, Émile ([1893] 1998). De la Division du Travail Social. Παρίσι: PUF (Το κύριο έργο του πρώιμου Ντουρκχάιμ εκθέτει συστηματικά τη θεωρία του για τη νεωτερικότητα και την οργανική αλληλεγγύη, καθώς και για τις παθολογικές μορφές που λαμβάνει ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας. Ειδικά ο πρόλογος στη δεύτερη έκδοση αποτελεί τη σύνοψη του ευρύτερου πολιτικού και ηθικού προγράμματος, εντός του οποίου εντάσσεται η κοινωνιολογική του θεωρία). Durkheim, Émile ([1890-1900] 2003). Leçons De Sociologie. Παρίσι: PUF (Οι διαλέξεις του Ντουρκχάιμ για την κοινωνιολογία, αποτελούν ένα προσιτό οδηγό για τη θεωρία της νεωτερικότητας με ιδιαίτερη έμφαση στη θεμελίωση μιας θεωρίας δημοκρατικού κράτους, καθώς και στην θεωρία περί σωματείων. Το τελευταίο τμήμα καταπιάνεται με το ζήτημα της ηθικής των συμβολαίων). Lukes, Steven ([1973] 1985). Emile Durkheim. His Life and Work: A Historical and Critical Study. Στάνφορντ, Καλιφόρνια: Stanford University Press (Αυτή η κλασική και άριστα τεκμηριωμένη εργασία, αποτελεί κατάλληλο σημείο εκκίνησης για τον μελετητή του Ντουρκχάιμ, παρέχοντας το κατάλληλο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύχθηκε η θεωρία του. Παρότι κάποιες θέσεις του συγγραφέα ελέγχονται από την μετέπειτα έρευνα, το κείμενο αυτό παραμένει απαραίτητο βοήθημα για τον μελετητή του Ντουρκχάιμ). Stedman Jones, Susan (2001). Durkheim Reconsidered. Καίημπριτζ: Polity (Μια από τις καλύτερες πρόσφατες μελέτες του Ντουρκχάιμ, όπου παρέχονται σημαντικές απαντήσεις στις παρερμηνείες που συνόδευσαν το έργο του, και αναδεικνύεται εντυπωσιακά ο πλούτος και ο σύνθετος χαρακτήρας της σκέψης του Ντουρκχάιμ). Watts-Miller, Willie (1996). Durkheim, Morals and Modernity. Μόντρεαλ και Κίνγκστον: McGill-Queen’s University Press (Μια πιο απαιτητική έκθεση της θεωρίας του Ντουρκχάιμ, η οποία εστιάζει στην θεμελίωση της νεωτερικής ηθικής, μέσα από την ανακατασκευή που επιχείρησε ο Ντουρκχάιμ στην ηθική θεωρία του Καντ).
21