Χόρχε Λουίς Μπόρχες Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ Mετάφραση Φοίβος Γκικόπουλος Ο Πωλ Κλωντέλ έγραψε, σε μια σελίδα ανάξια του Πωλ Κλωντέλ, ότι τα σενάρια που μας περιμένουν μετά το φυσικό θάνατο δεν θα μοιάζουν καθόλου μ’ εκείνα που δείχνει ο Δάντης στην Κόλαση, στο Καθαρτήριο και στον Παράδεισο. Αυτή η περίεργη παρατήρηση, που εκφράζεται εξάλλου σ’ ένα αξιοθαύμαστο άρθρο, μπορεί να σχολιαστεί με δύο τρόπους. Πρώτ’ απ’ όλα έχουμε μια απόδειξη της έντασης του δαντικού έργου: το γεγονός είναι ότι αφού διαβάσουμε το ποίημα, και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, τείνουμε να σκεφτούμε ότι ο Δάντης φανταζόταν τον άλλο κόσμο όπως ακριβώς τον παρουσιάζει. Μοιραία πιστεύουμε πως ο Δάντης φανταζόταν ότι μετά το θάνατο θα βρισκόταν μπροστά στον αναποδογυρισμένο κώνο της Κόλασης ή στα μπαλκόνια του Καθαρτήριου ή στους ομόκεντρους κύκλους του Παράδεισου. Και επιπλέον ότι θα μίλαγε με σκιές (σκιές της κλασικής αρχαιότητας) και ότι μερικές από αυτές θα συζητούσαν μαζί του με τρίστιχα και στα ιταλικά. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι παράλογο. Η παρατήρηση του Κλωντέλ αναφέρεται όχι σ’ αυτό που σκέφτονται οι αναγνώστες (γιατί αν το σκέφτονταν θα καταλάβαιναν ότι είναι παράλογο) αλλά σ’ αυτό που αισθάνονται και σ’ αυτό που μπορεί να τους απομακρύνει από την ευχαρίστηση, από την έντονη ευχαρίστηση της ανάγνωσης του έργου. Για να την αντικρούσουμε, διαθέτουμε διάφορες μαρτυρίες. Μία είναι η δήλωση που αποδίδεται στο γιο του Δάντη Γιάκοπο Αλιγκιέρι, ο οποίος είπε ότι ο πατέρας του είχε την πρόθεση να δείξει τη ζωή των αμαρτωλών μέσα από την εικόνα της Κόλασης, τη ζωή των μετανοούντων μέσα από την εικόνα του Καθαρτήριου και τη ζωή των δικαίων μέσα από την εικόνα του Παράδεισου. Η ανάγνωσή του δεν ήταν κυριολεκτική. Έχουμε μετά τη μαρτυρία του Δάντη στην Επιστολή στον Κανγκράντε. Η Επιστολή δεν θεωρήθηκε αυθεντική, αλλά δεν μπορεί να είναι πολύ μεταγενέστερη του Δάντη, και είναι πάντως ένα αξιόπιστο ντοκουμέντο της εποχής. Σ’ αυτή δηλώνεται ότι η Κωμωδία μπορεί να διαβαστεί με τέσσερις τρόπους. Ένας από αυτούς είναι ο κατά λέξη, ένας άλλος ο αλληγορικός. Σύμφωνα με το δεύτερο, ο Δάντης θα συμβόλιζε τον άνθρωπο, η Βεατρίκη την πίστη και ο Βιργίλιος τη λογική. Η ιδέα ενός κειμένου που υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις είναι χαρακτηριστική του σύνθετου Μεσαίωνα που τόσο συκοφαντήθηκε και που μας έδωσε τη γοτθική αρχιτεκτονική, τους ισλανδικούς θρύλους και τη σχολαστική φιλοσοφία, όπου συζητήθηκαν τα πάντα. Εκείνου του Μεσαίωνα που μας έδωσε, πάνω απ’ όλα, την Κωμωδία, που συνεχίζουμε να διαβάζουμε και που εξακολουθεί να μας εκπλήσσει, που θα διαρκέσει πέρα από τη ζωή μας, πέρα από τα ξενύχτια μας και θα εμπλουτίζεται όλο και περισσότερο από κάθε γενιά αναγνωστών. Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε εδώ τον Εριγένη τον Σκώτο, ο οποίος έλεγε ότι οι Άγιες Γραφές είναι ένα κείμενο που περικλείει άπειρες έννοιες και μπορεί να συγκριθεί με τα λαμπερά φτερά του παγωνιού. Οι εβραίοι μυστικιστές υποστήριζαν ότι οι Άγιες Γραφές προορίζονται για κάθε μεμονωμένο πιστό, πράγμα καθόλου απίστευτο αν σκεφτούμε ότι ο δημιουργός του κειμένου και
ο δημιουργός των αναγνωστών είναι ο ίδιος, δηλαδή ο Θεός. Ο Δάντης δεν είχε κανένα λόγο να υποθέσει ότι αυτά που μας έδειχνε αντιστοιχούσαν σε μια πραγματική εικόνα του κόσμου των νεκρών. Δεν είναι έτσι. Ο Δάντης δεν μπόρεσε να το σκεφτεί. Πιστεύω πάντως ότι εκείνη η αγαθή πεποίθηση, η πεποίθηση ότι διαβάζουμε ένα αληθοφανές κείμενο, είναι θετική. Εξυπηρετεί στο να μας αφήσει να μας κυριεύσει η ανάγνωση. Όσο για μένα, ξέρω ότι είμαι ένας ηδονιστικός αναγνώστης. Ποτέ δεν διάβασα ένα βιβλίο μόνο και μόνο επειδή ήταν παλιό. Διάβασα βιβλία για μια αισθητική συγκίνηση που μπορούσα να δεχτώ και πάντα στο τέλος έκανα σχόλια και κριτικές. Όταν διάβασα για πρώτη φορά την Κωμωδία, άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί από την ανάγνωση. Την διάβασα όπως διάβασα άλλα βιβλία λιγότερο φημισμένα. Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ, απ’ τη στιγμή που βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους και δεν μιλώ με όλους εσάς αλλά με τον καθένα από σας, την ιστορία του προσωπικού μου εμπορίου με την Κωμωδία. Όλα άρχισαν λίγο πριν από τη δικτατορία. Ήμουν υπάλληλος σε μια βιβλιοθήκη στη συνοικία Αλμάγκρο. Έμενα στην οδό Λας Χέρας γωνία Πουεϊρεντόν, έπρεπε να διασχίσω με αργά και μοναχικά τραμ μια απόσταση που από εκείνη τη βόρεια συνοικία οδηγεί μέχρι το Νότιο Αλμάγκρο, σε μια βιβλιοθήκη που βρισκόταν στη λεωφόρο Λα Πλάτα γωνία με την Κάρλο Κάλβο. Η τύχη (αλλά δεν υπάρχει η τύχη, αυτό που ονομάζουμε τύχη είναι η άγνοιά μας για τη σύνθετη μηχανική της τύχης) με έκανε να πέσω πάνω σε τρεις μικρούς τόμους στο Βιβλιοπωλείο Μίτσελ, που σήμερα δεν υπάρχει, και που μου φέρνει στο νου πολλές αναμνήσεις. Εκείνοι οι τρεις τόμοι (θα έπρεπε να φέρω σήμερα έναν για γούρι) ήταν η Κόλαση, το Καθαρτήριο και ο Παράδεισος, σε αγγλική μετάφραση του Καρλάυλ, όχι του Τόμας Καρλάυλ, για τον οποίο θα μιλήσω αργότερα. Ήταν πολύ εύχρηστοι τόμοι, του εκδοτικού οίκου Ντεντ. Χωρούσαν στην τσέπη μου. Στη μια σελίδα ήταν το ιταλικό κείμενο και στην άλλη η, κατά λέξη, αγγλική μετάφραση. Χρησιμοποίησα αυτό το modus operandi: στην αρχή διάβαζα ένα εδάφιο, ένα τρίστιχο, στα αγγλικά, μετά διάβαζα το ίδιο εδάφιο, το ίδιο τρίστιχο, στα ιταλικά, και συνέχιζα ως το τέλος του τραγουδιού. Έπειτα διάβαζα ολόκληρο το τραγούδι στα αγγλικά, και μετά στα ιταλικά. Σ’ αυτή την πρώτη ανάγνωση κατάλαβα ότι οι μεταφράσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το πρωτότυπο, αν και μπορούν να είναι ένα μέσο κι ένα ερέθισμα για να πλησιάσουν τον αναγνώστη στο πρωτότυπο, κυρίως στην περίπτωση των ισπανικών. Πιστεύω ότι ο Θερβάντες, σε ένα εδάφιο του Δον Κιχώτη, λέει ότι με δυο δεκάρες γλώσσας της Τοσκάνης μπορείς να καταλάβεις τον Αριόστο. Ωραία λοιπόν, εκείνες τις δυο δεκάρες γλώσσας της Τοσκάνης μου τις έδωσε η αδελφική ομοιότητα της ιταλικής με την ισπανική γλώσσα. Από τότε σημείωσα ότι οι στίχοι, κυρίως οι μεγάλοι στίχοι του Δάντη, είναι πολύ περισσότερο από αυτό που σημαίνουν. Ο στίχος είναι, ανάμεσα σε πολλά άλλα πράγματα, ένας τονισμός, μια χροιά που συχνά δεν μπορεί να μεταφραστεί. Το παρατήρησα από την αρχή. Όταν έφτασα στην κορυφή του Καθαρτήριου, όταν έφτασα στο γήινο Παράδεισο, εκεί, τη στιγμή που ο Δάντης εγκαταλείπεται από τον Βιργίλιο και βρίσκεται μόνος και τον καλεί, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή αισθάνθηκα ότι μπορούσα να διαβάσω απ’ ευθείας το ιταλικό κείμενο και να κοιτώ το εγγλέζικο μόνο κατά διαστήματα. Διάβασα τους τρεις τόμους μ’ αυτό τον τρόπο, κατά τη διάρκεια εκείνων των αργών ταξιδιών με το τραμ. Αργότερα διάβασα άλλες εκδόσεις. Διάβασα πολλές φορές την Κωμωδία. Για να πω την αλήθεια δεν ξέρω ιταλικά, δεν ξέρω άλλα ιταλικά εκτός από εκείνα που μου έμαθε ο Δάντης κι εκείνα που μου έμαθε ο Αριόστο όταν, αργότερα, διάβασα τον Μαινόμενο Ορλάντο. Και μετά εκείνα, ασφαλώς πιο εύκολα, του Κρότσε. Διάβασα σχεδόν όλα τα βιβλία του Κρότσε και δεν συμφωνώ πάντα μαζί του, αλλά αισθάνομαι τη γοητεία τους. Η γοητεία είναι, όπως είπε ο Στήβενσον, ένα από τα καθοριστικά χαρίσματα που πρέπει να έχει ο συγγραφέας. Χωρίς γοητεία, τα υπόλοιπα είναι περιττά.
Διάβασα πολλές φορές την Κωμωδία, σε διάφορες εκδόσεις, και μπόρεσα να γευτώ τα σχόλια. Ανάμεσα στις άλλες, οι πιο αγαπητές είναι εκείνες του Μομιλιάνο και του Γκράμπερ. Θυμάμαι επίσης εκείνη του Κάρλο Στάινερ. Διάβαζα όλες τις εκδόσεις που εύρισκα και διασκέδαζα με τα διάφορα σχόλια και τις διαφορετικές ερμηνείες αυτού του πολλαπλού έργου. Διαπίστωσα ότι στις πιο παλιές κυριαρχούν ου τα θεολογικά σχόλια, σ’ εκείνες του 19 αιώνα, τα ιστορικά, και τώρα τα αισθητικά, που μας κάνουν να παρατηρήσουμε τον τονισμό του κάθε στίχου, μια από τις μεγαλύτερες αρετές του Δάντη. Ο Μίλτον συγκρίθηκε με τον Δάντη, αλλά ο Μίλτον έχει μόνο μία μουσική: είναι αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται «ένα ύψιστο ύφος». Εκείνη η μουσική είναι πάντα η ίδια, πέρα από τις συγκινήσεις των πρωταγωνιστών. Στον Δάντη αντίθετα, όπως στον Σαίξπηρ, η μουσική ακολουθεί τις συγκινήσεις. Ο τονισμός και η χροιά είναι αυτά που μετρούν περισσότερο, κάθε φράση πρέπει να διαβάζεται και να διαβάζεται δυνατά. Λέω ότι πρέπει να διαβάζεται δυνατά γιατί όταν διαβάζουμε στίχους πραγματικά εξαίρετους, πραγματικά καλούς, τείνουμε να το κάνουμε με δυνατή φωνή. Ένας καλός στίχος δεν μας αφήνει να τον διαβάσουμε με χαμηλή φωνή ή σιωπηλά. Αν τα καταφέρουμε δεν είναι ένας αποτελεσματικός στίχος: ο στίχος απαιτεί να απαγγέλλεται. Ο στίχος δεν ξεχνά ότι υπήρξε μια προφορική τέχνη πριν γίνει μια γραπτή τέχνη, δεν ξεχνά ότι υπήρξε τραγούδι. Υπάρχουν δύο φράσεις που το πιστοποιούν. Μία είναι του Όμηρου, ή των Ελλήνων που ονομάζουμε Όμηρο, που στην Οδύσσεια λέει: «οι θεοί υφαίνουν κακουχίες για τους ανθρώπους έτσι ώστε οι επόμενες γενιές να έχουν κάτι να τραγουδήσουν». Η άλλη, πολύ αργότερα, είναι του Μαλαρμέ που επαναλαμβάνει λιγότερο κομψά αυτό που είχε πει ο Όμηρος, tout aboutìt en un livre, «όλα καταλήγουν σ’ ένα βιβλίο». Εδώ βρίσκεται η διαφορά: οι Έλληνες μιλούν για γενιές που τραγουδούν, ο Μαλαρμέ μιλά για ένα αντικείμενο, για ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα, για ένα βιβλίο. Η ιδέα όμως είναι η ίδια, η ιδέα ότι είμαστε φτιαγμένοι για την τέχνη, ότι είμαστε φτιαγμένοι για τη μνήμη, για την ποίηση ή ίσως για τη λήθη. Κάτι όμως μένει κι αυτό το κάτι είναι η ιστορία ή η ποίηση, που στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα. Ο Καρλάυλ και άλλοι κριτικοί παρατήρησαν ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της Κωμωδίας είναι η ένταση. Κι αν σκεφτούμε τα εκατό τραγούδια της, φαίνεται πράγματι ένα θαύμα ότι αυτή η ένταση δεν ελαττώνεται, εκτός από ορισμένα σημεία του Παράδεισου που για τον ποιητή υπήρξαν φως ενώ για μας σκιά. Δεν θυμάμαι ανάλογο παράδειγμα άλλου συγγραφέα, εκτός ίσως από τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ, που αρχίζει με τις τρεις μάγισσες ή τις τρεις μοιραίες αδελφές και συνεχίζεται μέχρι το θάνατο του ήρωα χωρίς να εξασθενεί ποτέ η ένταση. Θα ήθελα να θυμίσω ένα άλλο χαρακτηριστικό του Δάντη: τη λεπτότητά του. Είμαστε συνηθισμένοι να σκεφτόμαστε το φλωρεντινό ποίημα σαν κάτι το σκοτεινό και αποφθεγματικό και ξεχνάμε ότι είναι γεμάτο απολαυστικά πράγματα, ευχάριστα, τρυφερά, που αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του έργου. Για παράδειγμα, ο Δάντης θα είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο γεωμετρίας ότι ο κύβος είναι το πιο σταθερό από τα στερεά. Είναι μια απλή παρατήρηση που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, παρ’ όλ’ αυτά ο Δάντης τη χρησιμοποιεί σαν μεταφορά του ανθρώπου που πρέπει να υπομείνει την ατυχία: «τετράγωνος στις κοπανιές της μοίρας» (Παράδεισος, 17, 24). Ο άνθρωπος είναι ένα καλό τετράγωνο, ένας κύβος, κι αυτό είναι πράγματι μοναδικό. Θυμάμαι επίσης την περίεργη μεταφορά του βέλους. Ο Δάντης θέλει να μας κάνει να αισθανθούμε την ταχύτητα του βέλους που ξεκινά από το τόξο και χτυπά τον στόχο («Ως πολυτανυσμένη σπάει μπαλίστρα,/ δοξάρι ομάδι κόρδες σύντας ρίξει», Καθαρτήριο, 31, 116-117). Μας λέει ότι καρφώνεται στο στόχο, φεύγει από το τόξο, απομακρύνεται από τη χορδή. Αντιστρέφει αρχή και τέλος για να μας δείξει με τι ταχύτητα συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Υπάρχει ένα τρίστιχο που βρίσκεται πάντα στη μνήμη μου. Είναι εκείνο, στο πρώτο τραγούδι του Καθαρτήριου, που αναφέρεται στο απίστευτο πρωινό πάνω στο βουνό του
Καθαρτήριου, στο νότιο ημισφαίριο. Ο Δάντης, που βγήκε από την ασχήμια, τη θλίψη και τον τρόμο της Κόλασης, λέει: «Χρώμα γλυκό ζαφείρι ανατολίτη / που στο γαλήνιο πρόσωπο του αγέρα / καθάριο ως τον πρωτόκυκλο απλωνόταν» (Καθαρτήριο, 1, 13-15). Οι στίχοι επιβάλλουν μια βραδύτητα στη φωνή. Θα ήθελα να σταματήσω πάνω στον περίεργο μηχανισμό αυτού του τρίστιχου, αν και η λέξη ‘μηχανισμός’ είναι πολύ σκληρή γι’ αυτό που θέλω να πω. Ο Δάντης περιγράφει τον ουρανό της Ανατολής, περιγράφει την αυγή και παρομοιάζει το χρώμα της αυγής με το χρώμα του ζαφειριού. Και το παρομοιάζει μ’ ένα ζαφείρι που ονομάζεται «ζαφείρι ανατολίτη», ζαφείρι της Ανατολής. Στο «Χρώμα γλυκό ζαφείρι ανατολίτη» υπάρχει ένα παιχνίδι με καθρέφτες, επειδή η Ανατολή υποδεικνύεται μέσα από το χρώμα του ζαφειριού κι αυτό το ζαφείρι είναι ένα «ζαφείρι ανατολίτη». Δηλαδή ένα ζαφείρι γεμάτο με τον πλούτο της λέξης «ανατολίτης», γεμάτο, μ’ άλλα λόγια, με τις Χίλιες και μια νύχτες που ο Δάντης δεν γνώριζε, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ήταν εκεί. Θα θυμίσω επίσης τον φημισμένο στίχο που κλείνει το πέμπτο τραγούδι της Κόλασης: «και πέφτω σαν νεκρό κουφάρι πέφτει». Γιατί η πτώση αντηχεί; Αντηχεί για την επανάληψη του ρήματος πέφτω. Ολόκληρη η Κωμωδία είναι γεμάτη με λύσεις σαν κι αυτές. Αλλά αυτό που τη στηρίζει είναι η αφηγηματικότητά της. Όταν ήμουν νέος όλοι υποτιμούσαν την αφηγηματική ποίηση, τη θεωρούσαν περιγραφική, ξεχνώντας ότι η ποίηση αρχίζει σαν αφήγημα, ότι στις ρίζες της βρίσκεται το έπος, το πρωταρχικό ποιητικό είδος, που είναι αφηγηματικό. Στο έπος υπάρχει ο χρόνος, ένα πριν, ένα ενώ κι ένα μετά. Στην ποίηση υπάρχουν όλ’ αυτά. Θα συμβούλευα τον αναγνώστη να ξεχάσει τις διαμάχες ανάμεσα στους γουέλφους και τους γιβελίνους, να ξεχάσει τη σχολαστική φιλοσοφία, να ξεχάσει επίσης τους μυθολογικούς υπαινιγμούς και τους στίχους του Βιργίλιου που επαναλαμβάνει ο Δάντης, πολλές φορές καλυτερεύοντάς τους, όσο κι αν είναι εξαίρετοι στα λατινικά. Είναι καλό, τουλάχιστον στην αρχή, ν’ αφοσιωθούμε στην αφήγηση. Πιστεύω ότι πρέπει να το κάνουμε. Μπαίνουμε λοιπόν στην αφήγηση, και το κάνουμε με τρόπο σχεδόν μαγικό. Σήμερα ένας συγγραφέας που αφηγείται κάτι το υπερφυσικό είναι ένα δύσπιστο πρόσωπο που απευθύνεται σε δύσπιστους αναγνώστες και άρα πρέπει να προετοιμάσει το υπερφυσικό. Ο Δάντης δεν έχει ανάγκη για κάτι τέτοιο: «Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας, / σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι» (Κόλαση, 1, 1-2). Δηλαδή, στα τριανταπέντε μου χρόνια βρέθηκα σ’ ένα σκοτεινό δάσος: το δάσος ίσως να είναι αλληγορικό, αλλά εμείς πιστεύουμε στην ύπαρξή του. Στα τριανταπέντε χρόνια, γιατί η Βίβλος αποδίδει στους συνετούς ανθρώπους την ηλικία των τριανταπέντε χρόνων. Είναι προφανές ότι πέρα από αυτή την ηλικία όλα είναι έρημα, όλα είναι θλίψη, άγχος. Όταν ο Δάντης γράφει «Στο μεσοστράτι απάνω της ζωής μας», δεν ενεργοποιεί μια μάταιη ρητορική: μας δηλώνει την ακριβή ημερομηνία του οράματος, που συμβαίνει όταν αυτός είναι τριανταπέντε χρονών. Δεν πιστεύω ότι ο Δάντης ήταν ένας οραματιστής. Ένα όραμα είναι σύντομο. Δεν είναι νοητό ένα όραμα που διαρκεί τόσο όσο εκείνο της Κωμωδίας. Το όραμα του Δάντη ήταν ηθελημένο: θα πρέπει ν’ αφήσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό και να το διαβάσουμε με ποιητική πίστη. Ο Κόλεριτζ είπε ότι η ποιητική πίστη είναι μια ηθελημένη αναστολή της δυσπιστίας. Όταν παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση γνωρίζουμε ότι στη σκηνή υπάρχουν άνθρωποι μεταμφιεσμένοι που επαναλαμβάνουν τα λόγια που ο Σαίξπηρ, ο Ίψεν ή ο Πιραντέλλο έβαλαν στο στόμα τους. Αλλά εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν είναι μεταμφιεσμένοι άνθρωποι, ότι εκείνος ο μεταμφιεσμένος άνθρωπος που μονολογεί αργά τη βεντέτα του είναι πράγματι ο Άμλετ, ο πρίγκιπας της Δανίας κι αφήνουμε τον εαυτό μας στην προσποίηση. Στον κινηματογράφο ο μηχανισμός είναι ακόμη πιο περίεργος, γιατί εκείνοι που βλέπουμε δεν είναι ούτε καν μεταμφιεσμένοι άνθρωποι, αλλά φωτογραφίες μεταμφιεσμένων. Ωστόσο, όσο κρατά η προβολή, πιστεύουμε στην ύπαρξή τους.
Στην περίπτωση της Θείας Κωμωδίας, όλα είναι τόσο ζωντανά που στο τέλος είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Δάντης πίστευε στ’ αλήθεια στον άλλο κόσμο του, έτσι όπως πίστευε στη γεωκεντρική γεωγραφία ή στη γεωκεντρική αστρονομία και όχι σε άλλες αστρονομίες. Γνωρίζουμε καλά τον Δάντη χάρη σε μια λεπτομέρεια που σημείωσε ο Πωλ Γκρουσσάκ: η Κωμωδία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο. Δεν πρόκειται μόνο για ένα γραμματικό τέχνασμα, δεν σημαίνει να πει «είδα» στη θέση του «είδαμε» ή «υπήρξα» στη θέση του «υπήρξε». Σημαίνει κάτι παραπάνω, σημαίνει ότι ο Δάντης είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της Κωμωδίας. Κατά τον Γκρουσσάκ, επρόκειτο για έναν νεωτερισμό. Ας θυμίσουμε ότι, πριν από τον Δάντη, ο Άγιος Αυγουστίνος είχε γράψει τις Εξομολογήσεις. Αλλά, ακριβώς λόγω της έξοχης ρητορικής τους, οι Εξομολογήσεις δεν είναι κοντά μας όπως είναι ο Δάντης, γιατί η εξαίρετη ρητορική του Αφρικανού παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ αυτό που θέλει να πει και σ’ αυτό που εμείς αισθανόμαστε. Δυστυχώς, συμβαίνει συχνά η ρητορική να έχει τέτοια αποτελέσματα. Η ρητορική πρέπει να είναι μια γέφυρα, ένας δρόμος. Και καμιά φορά είναι ένα τείχος, ένα εμπόδιο. Μπορούμε να το παρατηρήσουμε σε πολύ διαφορετικούς συγγραφείς όπως ο Σενέκα, ο Κεβέδο, ο Μίλτον ή ο Λουγκόνες. Σε όλους, οι λέξεις παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς. Γνωρίζουμε τον Δάντη πολύ πιο βαθιά απ’ ότι τον γνώρισαν οι σύγχρονοί του. Θα έλεγα μάλιστα ότι τον γνωρίζουμε όπως τον γνώρισε ο Βιργίλιος, που ήταν ένα όνειρό του. Σίγουρα καλύτερα απ’ όσο τον γνώρισε η Βεατρίκη Πορτινάρι, σίγουρα καλύτερα από κάθε άλλον. Ο Δάντης μένει εκεί και βρίσκεται στο κέντρο της δράσης. Όχι μόνο βλέπει όλα τα πράγματα, αλλά συμμετέχει σ’ αυτά. Και συμμετέχει μ’ έναν τρόπο που δεν είναι πάντα σύμφωνος με όσα περιγράφει, γεγονός που πολύ συχνά ξεχνάμε. Βλέπουμε τον Δάντη τρομοκρατημένο από την Κόλαση. Πρέπει να είναι όχι γιατί είναι άνανδρος, αλλά γιατί ο φόβος του πρέπει να μας οδηγήσει να πιστέψουμε στην Κόλαση. Ο Δάντης είναι τρομοκρατημένος, φοβάται, αναρωτιέται για όλα τα πράγματα. Γνωρίζουμε αυτά που σκέφτεται όχι από αυτά που λέει, αλλά από την ποιητικότητα, από τον τονισμό, από τη χροιά της γλώσσας του. Υπάρχει ύστερα ο άλλος πρωταγωνιστής. Για να πούμε την αλήθεια, στην Κωμωδία υπάρχουν τρεις, αλλά τώρα θα μιλήσω για τον δεύτερο, τον Βιργίλιο. Ο Δάντης κατάφερε να μας δώσει δύο εικόνες του Βιργίλιου: μία είναι εκείνη που μας έρχεται από την Αινειάδα ή από τα Γεωργικά, η άλλη είναι εκείνη, περισσότερο μύχια, που μας έρχεται από την ποίησή του, από την ευσπλαχνική ποίηση του Δάντη. Ένα από τα θέματα της λογοτεχνίας, κι ένα από τα θέματα της πραγματικότητας, είναι η φιλία. Θα έλεγα ότι η φιλία είναι το πάθος των αργεντινών. Υπάρχουν πολλές φιλίες στη λογοτεχνία, που είναι υφασμένη με φιλίες. Μπορούμε να θυμίσουμε μερικές. Γιατί να μην σκεφτούμε τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο, ή τον Αλόνσο Κουιγιάνο και τον Σάντσο, επειδή για τον τελευταίο ο Αλόνσο Κουιγιάνο είναι Αλόνσο Κουιγιάνο και μόνο στο τέλος γίνεται Δον Κιχώτης; Γιατί να μην σκεφτούμε τον Μαρτίν Φιέρρο και τον Κρουζ, τους δύο γκαούτσος που χάνονται στα σύνορα; Γιατί να μην σκεφτούμε τον γερο-γελαδάρη και τον Φάμπιο Καθέρες; Η φιλία είναι ένα κοινό θέμα, αλλά γενικά οι συγγραφείς ανατρέχουν στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο φίλους. Ξέχασα ένα άλλο φημισμένο ζευγάρι που προσφέρει μια αντίθεση, τον Κιμ και το λάμα. Στην περίπτωση του Δάντη, η διαδικασία είναι πιο λεπτή. Δεν πρόκειται ακριβώς για μια αντίθεση, όσο κι αν υπάρχει η γονική συμπεριφορά: ο Δάντης είναι κάτι σαν γιος του Βιργίλιου, αλλά την ίδια στιγμή είναι ανώτερός του γιατί θεωρεί ότι έχει κερδίσει τη σωτηρία. Πιστεύει ότι αξίζει τη χάρη ή ότι την άξιζε, γιατί του παραχωρήθηκε το όραμα του άλλου κόσμου. Από την αρχή της Κόλασης γνωρίζει εξάλλου ότι ο Βιργίλιος είναι μια χαμένη ψυχή, ένας αμαρτωλός. Όταν εκείνος του λέει ότι δεν μπορεί να τον συνοδεύσει πέρα από το Καθαρτήριο, καταλαβαίνει ότι ο Λατίνος θα είναι για πάντα ένας κάτοικος του «ευγενικού κάστρου» που φιλοξενεί τις μεγάλες
σκιές των μεγάλων νεκρών της αρχαιότητας, αυτούς που από ανυπέρβλητη άγνοια δεν γνώρισαν το λόγο του Χριστού. Και τότε του λέει: «Για πες μου, δάσκαλέ μου, πες μου αφέντη» (Κόλαση, 4, 46)... Για να καλύψει εκείνη τη στιγμή, χαιρετά τον Βιργίλιο με λαμπρές λέξεις και μιλά για την επίπονη μελέτη και για τη μεγάλη αγάπη που τον έσπρωξε ν’ αναζητήσει το έργο του. Κι αυτός ο τρόπος σχέσης θα διαρκέσει σ’ ολόκληρο το ταξίδι. Αυτή είναι ουσιαστικά η θλιβερή φιγούρα του Βιργίλιου, που γνωρίζει ότι είναι καταδικασμένος να κατοικεί για πάντα στο «ευγενικό κάστρο» γεμάτο με την απουσία του Θεού... Αντίθετα στον Δάντη θα επιτραπεί να δει το Θεό, θα του επιτραπεί να καταλάβει το σύμπαν. Έχουμε, λοιπόν, αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές. Βέβαια υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες, μια πληθώρα από πρόσωπα για τα οποία ειπώθηκε ότι είναι ευκαιριακά. Εγώ θα έλεγα ότι είναι αιώνια. Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα χρειάζεται πεντακόσιες ή εξακόσιες σελίδες για να μας γνωρίσει ένα πρόσωπο, αν μπορέσουμε βέβαια να το γνωρίσουμε. Στον Δάντη φτάνει μόνο μια στιγμή. Σ’ εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο καθορίζεται για πάντα. Ο Δάντης υποσυνείδητα αναζητά εκείνη την κεντρική στιγμή. Θέλησα να κάνω κι εγώ το ίδιο σε πολλά διηγήματα και με θαύμασαν γι’ αυτό μου το εύρημα, που είναι ανακάλυψη του Δάντη το Μεσαίωνα: να παρουσιάσω μια στιγμή σαν τον κώδικα μιας ζωής. Στον Δάντη έχουμε πρόσωπα η ζωή των οποίων περιορίζεται σε μερικά τρίστιχα, και παρ’ όλ’ αυτά η ζωή τους είναι αιώνια. Ζουν σε μία λέξη, σε μία πράξη, δεν χρειάζονται τίποτε άλλο, είναι μέρος ενός τραγουδιού, αλλά εκείνο το μέρος είναι αιώνιο. Εξακολουθούν να ζουν και ν’ ανανεώνονται στη μνήμη και στη φαντασία των ανθρώπων. Ο Καρλάυλ είπε ότι δύο είναι τα χαρακτηριστικά του Δάντη. Φυσικά είναι πολλά περισσότερα, αλλά δύο είναι τα κύρια: η τρυφερότητα και η αυστηρότητα (γιατί τρυφερότητα και αυστηρότητα δεν αναιρούνται, δεν είναι αντίθετα). Από τη μια υπάρχει η ανθρώπινη τρυφερότητα του Δάντη, αυτό που ο Σαίξπηρ θα ονόμαζε the milk of human kindness, «το γάλα της ανθρώπινης καλοσύνης», από την άλλη η συνειδητοποίηση ότι είμαστε κάτοικοι ενός κόσμου, με αυστηρούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες είναι δικαιοδοσία του Άλλου, του τρίτου συνομιλητή. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα: το πρώτο είναι το πιο γνωστό επεισόδιο της Κόλασης, εκείνο του πέμπτου τραγουδιού του Πάολο και της Φραντσέσκα. Δεν έχω την πρόθεση να συνοψίσω αυτά που είπε ο Δάντης –θα ήταν ασέβεια να ξαναπώ με άλλα λόγια αυτά που εκείνος είπε για πάντα στα ιταλικά του. Θέλω απλά να θυμίσω τις περιστάσεις. Ο Δάντης και ο Βιργίλιος φτάνουν στο δεύτερο κύκλο (αν θυμάμαι καλά) κι εκεί βλέπουν τη θύελλα των ψυχών κι αισθάνονται τη δυσωδία της αμαρτίας, τη δυσωδία της τιμωρίας. Υπάρχουν δυσάρεστες φυσικές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα ο Μίνωας που τυλίγει την ουρά του για να υποδείξει σε ποιο κύκλο πρέπει να κατέβουν οι καταδικασμένοι. Αυτό είναι σκόπιμα κακό γιατί τίποτε δεν μπορεί να είναι καλό στην Κόλαση. Όταν οι δύο φτάνουν στον κύκλο όπου τιμωρούνται οι φιλήδονοι, βρίσκουν μεγάλα φημισμένα ονόματα. Λέω «μεγάλα ονόματα» γιατί ο Δάντης, απ’ τη στιγμή που άρχισε να γράφει αυτό το τραγούδι, δεν είχε φτάσει ακόμη στην τελειότητα της τέχνης του, να κάνει έτσι ώστε τα πρόσωπά του να είναι κάτι πέρα από τα ονόματά τους. Ωστόσο κατάφερε να περιγράψει το «ευγενικό κάστρο». Ας δούμε τους μεγάλους ποιητές της αρχαιότητας. Ανάμεσά τους είναι ο Όμηρος, με το σπαθί στο χέρι. Ανταλλάσσουν λόγια που δεν είναι τίμιο να επαναλάβω. Είναι δίκαιη η σιωπή, γιατί είναι κατάλληλη στη φοβερή ντροπή εκείνων που είναι καταδικασμένοι στην Αντικόλαση, εκείνων που δεν θα δουν ποτέ το πρόσωπο του Θεού. Όταν φτάνουμε στο πέμπτο τραγούδι, ο Δάντης έχει φτάσει στη μεγάλη ανακάλυψή του: τη δυνατότητα ενός διαλόγου ανάμεσα στις ψυχές των νεκρών και τον Δάντη, που θα ακούσει και θα κρίνει με τον τρόπο του. Όχι, δεν θα κρίνει: ξέρει ότι δεν είναι ο Δικαστής, ότι ο Δικαστής είναι ο Άλλος, ο τρίτος συνομιλητής, η Θεότητα. Εκεί λοιπόν βρίσκονται ο Όμηρος, ο Πλάτωνας και άλλα μεγάλα λαμπρά ονόματα. Αλλά ο Δάντης βλέπει δύο που δεν γνωρίζει, λιγότερο λαμπρά, που ανήκουν στο σύγχρονο κόσμο, τον
Πάολο και τη Φραντσέσκα. Ξέρει ότι είναι νεκροί, μοιχοί, τους φωνάζει κι αυτοί τρέχουν. Ο Δάντης λέει: «πως περιστέρια ο πόθος τα μαυλίζει» (Κόλαση, 5, 82). Βρισκόμαστε μπροστά σε δύο αμαρτωλούς κι ο Δάντης τους παρομοιάζει με δύο περιστέρια που κυριεύθηκαν από το πάθος, γιατί πρέπει να υπάρχει αισθησιασμός και στην ουσιαστική σκηνή. Πλησιάζουν και η Φραντσέσκα, που είναι η μόνη που μιλά (ο Πάολο δεν μπορεί), τον ευχαριστεί που τους κάλεσε και του απευθύνει αυτά τα τρυφερά λόγια: «φίλο το ρήγα αν είχαμε της πλάσης», -λέει ρήγα της πλάσης γιατί δεν μπορεί να πει Θεός, αυτό το όνομα είναι απαγορευμένο στην Κόλαση και στο Καθαρτήριο- «να βρεις θα του προσπέφταμεν ειρήνη» (Κόλαση, 5, 91-92), γιατί νιώθεις οίκτο για τα μαρτύριά μας. Η Φραντσέσκα διηγείται την ιστορία τους και τη διηγείται δυο φορές. Την πρώτη με επιφύλαξη, αλλά επιμένει στο γεγονός ότι εξακολουθεί να αγαπά τον Πάολο. Η μετάνοια απαγορεύεται στην Κόλαση. Η Φραντσέσκα γνωρίζει ότι αμάρτησε και εξακολουθεί να είναι πιστή στο αμάρτημά της, γεγονός που της προσδίδει ένα ηρωικό μεγαλείο. Θα ήταν φοβερό αν μετανοούσε, αν θρηνούσε γι’ αυτό που της συνέβη. Ξέρει ότι η τιμωρία είναι δίκαιη, την αποδέχεται και συνεχίζει να αγαπά τον Πάολο. Ο Δάντης έχει μια περιέργεια. «Αγάπη στο ίδιο οδήγησέ μας μνήμα» (Κόλαση, 5, 106): ο Πάολο και η Φραντσέσκα δολοφονήθηκαν μαζί. Στον Δάντη δεν ενδιαφέρει η μοιχεία, ούτε με ποιο τρόπο τους ανακάλυψαν και τους εκτέλεσαν. Τον ενδιαφέρει κάτι πιο βαθύ, δηλαδή να μάθει πώς κατάλαβαν ότι ήταν ερωτευμένοι, πώς ερωτεύτηκε ο ένας τον άλλον, πώς έφτασε ο καιρός των γλυκών αναστεναγμών. Και κάνει την ερώτηση: «πώς και με τι σας βόλεσεν η αγάπη / τις μέτωρες λαχτάρες να γνωρίστε;» (Κόλαση, 5, 119-120). Ξεφεύγοντας λίγο απ’ όσα λέω, θέλω να θυμίσω μια στροφή, ίσως την καλύτερη του Λεοπόλντο Λουγκόνες, αναμφίβολα εμπνευσμένη από το πέμπτο τραγούδι της Κόλασης. Πρόκειται για το πρώτο τετράστιχο της Βασανισμένης ψυχής, ένα σονέτο από τις Χρυσές ώρες, του 1922: «Η βραδιά είχε προχωρήσει εκείνη τη μέρα, / όταν το συνηθισμένο αντίο σου έδινα, / μια λεπτή ανησυχία που σε άφηνα / μ’ έκανε να καταλάβω πως σε αγαπούσα». Ένας μικρότερος ποιητής θα έλεγε ότι ο άνθρωπος αισθάνεται μια βαθιά θλίψη όταν αποχαιρετά τη γυναίκα, θα έλεγε ότι θα βλέπονται συχνά. Αντίθετα εδώ αρκεί «όταν το συνηθισμένο αντίο σου έδινα», που είναι ένας βαρύς στίχος, αλλά δεν ενοχλεί, γιατί «συνηθισμένο αντίο» προϋποθέτει ότι βλέπονταν συχνά. Και τέλος οι δύο τελευταίοι στίχοι, «μια λεπτή ανησυχία που σε άφηνα / μ’ έκανε να καταλάβω πως σε αγαπούσα». Το θέμα είναι, σε γενικές γραμμές, το ίδιο με το πέμπτο τραγούδι: δύο άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι είναι ερωτευμένοι και δεν το γνώριζαν. Αυτό είναι που θέλει να μάθει ο Δάντης, και θέλει από τη Φραντσέσκα να του διηγηθεί πώς συνέβη. Εκείνη του αποκαλύπτει ότι μια μέρα, για να διασκεδάσουν, διάβαζαν για τον Λάνσελοτ και πώς ο έρωτας τον τυραννούσε. Ήταν μόνοι τους και δεν υποψιάζονταν τίποτε. Τι δεν υποψιάζονταν; Δεν υποψιάζονταν ότι ήταν ερωτευμένοι. Και διάβαζαν μια ιστορία της Βρετάνης, ένα από εκείνα τα βιβλία που οι Βρετόνοι στη Γαλλία φαντάζονταν μετά τη σαξονική εισβολή, ένα από εκείνα που τροφοδότησαν την τρέλα του Αλόνσο Κουιγιάνο. Ένα από αυτά τα βιβλία ήταν αυτό που αποκάλυψε στον Πάολο και τη Φραντσέσκα τον παράνομό τους έρωτα. Ωραία λοιπόν, η Φραντσέσκα διηγείται ότι καμιά φορά κοκκίνιζαν, αλλά μόνο για μια στιγμή, «όντας / διαβάσαμε το ποθητό της γέλιο / τέτοιος το φίλησε αγαπός», όπου ο Πάολο την φίλησε: «ετούτος / που δεν θα χωριστεί ποτέ από μένα / ολότρεμος μου φίλησε το στόμα» (Κόλαση, 5, 131-136). Υπάρχει κάτι που ο Δάντης δεν λέει, αλλά που αντιλαμβανόμαστε σ’ ολόκληρο το επεισόδιο κι ίσως είναι αυτό που του δίνει τη δύναμή του. Με ατέλειωτο οίκτο, ο Δάντης μας διηγείται το πεπρωμένο των δύο εραστών κι αισθανόμαστε ότι νιώθει ζήλια γι’ αυτό το πεπρωμένο. Ο Πάολο και η Φραντσέσκα βρίσκονται στην Κόλαση κι ο Δάντης θα σωθεί, αλλά εκείνοι αγαπήθηκαν, ενώ αυτός δεν απέκτησε την αγάπη της γυναίκας που αγαπά, της Βεατρίκης.
Υπάρχει επίσης ένα είδος έπαρσης στα λόγια της Φραντσέσκα, και ο Δάντης πρέπει να τα αισθάνεται σαν κάτι το φοβερό, γιατί είναι μακριά για πάντα από τη Βεατρίκη. Αντίθετα εκείνοι οι δύο αμαρτωλοί είναι μαζί, δεν μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους, στριφογυρίζουν στη μαύρη θύελλα χωρίς ελπίδα, ούτε –μας λέει ο Δάντης- ότι τα βάσανα μπορεί να σταματήσουν, αλλά είναι μαζί. Όταν μιλά η Φραντσέσκα, λέει «εμείς»: μιλά για τον εαυτό της και για τον Πάολο, ένας άλλος τρόπος να είναι ενωμένοι. Είναι ενωμένοι στην αιωνιότητα, μοιράζονται την Κόλαση, κι αυτό στον Δάντη πρέπει να φαίνεται σαν ένας Παράδεισος. Ξέρουμε ότι είναι αναστατωμένος. Μετά πέφτει «σαν κουφό κουφάρι». Κάθε άνθρωπος καθορίζεται για πάντα σε μια μόνο στιγμή της ζωής του, τη στιγμή που βρίσκεται μόνος απέναντι στον εαυτό του. Ειπώθηκε ότι ο Δάντης είναι σκληρός με τη Φραντσέσκα γιατί την καταδικάζει. Αυτό όμως σημαίνει ότι αγνοεί το Τρίτο Πρόσωπο. Η κρίση του Θεού δεν συμπίπτει πάντα με το συναίσθημα του Δάντη. Όποιος δεν καταλαβαίνει την Κωμωδία λέει ότι ο Δάντης την έγραψε για να εκδικηθεί τους εχθρούς του και να επαινέσει τους φίλους του. Τίποτε το πιο λαθεμένο. Ο Νίτσε με κακία είπε ότι ο Δάντης είναι η ύαινα που κάνει ποίηση μέσα στους τάφους. Η ύαινα που κάνει ποίηση είναι μια αντίφαση υπό όρους, εξάλλου ο Δάντης δεν ηδονίζεται από τον πόνο των άλλων. Ξέρει ότι υπάρχουν ασυγχώρητα αμαρτήματα, θανάσιμα. Για το κάθε ένα από αυτά επιλέγει έναν άνθρωπο που υπέπεσε στο αμάρτημα, όμως για το υπόλοιπο της ζωής του μπορεί να είναι θαυμαστός ή αξιαγάπητος. Η Φραντσέσκα και ο Πάολο είναι μόνο φιλήδονοι. Δεν έχουν άλλα αμαρτήματα, αλλά ένα αρκεί για να τους καταδικάσει. Η ιδέα ενός αδιευκρίνιστου Θεού είναι παρούσα και σ’ ένα άλλο από τα σημαντικά βιβλία της ανθρωπότητας, το Βιβλίο του Ιώβ. Θα θυμάστε ότι ο Ιώβ κατηγορεί το Θεό, ότι οι φίλοι του τον δικαιολογούν και ότι στο τέλος ο Θεός μιλά μέσα από τη θύελλα και αντικρούει κι αυτούς που τον δικαιολόγησαν κι εκείνους που τον κατηγόρησαν. Ο Θεός είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη κρίση, και για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε αυτή την έννοια Αυτός χρησιμοποιεί δύο εκπληκτικά παραδείγματα: εκείνο της φάλαινας κι εκείνο του ελέφαντα. Επιλέγει αυτά τα τέρατα για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν είναι λιγότερο τερατώδη από τον Λεβιάθαν και τον Μπέχεμοθ (το όνομα του οποίου είναι στον πληθυντικό και στα εβραϊκά σημαίνει πολλά ζώα). Ο Θεός είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη κρίση κι Αυτός ο ίδιος το επιβεβαιώνει στο Βιβλίο του Ιώβ. Και οι άνθρωποι ταπεινώνονται μπροστά Του γιατί τόλμησαν να τον κρίνουν, να τον δικαιολογήσουν. Δεν έχει τέτοια ανάγκη. Ο Θεός είναι, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, πέρα από το καλό και το κακό. Ανήκει σε μια άλλη κατηγορία. Αν ο Δάντης είχε ταυτιστεί πάντα με το Θεό που φαντάζεται, θα παρατηρούσαμε την πλαστότητα εκείνου του Θεού, που άλλο δεν θα ήταν από το αντίγραφο του Δάντη. Αντίθετα ο Δάντης πρέπει να αποδεχτεί εκείνον το Θεό όπως πρέπει να αποδεχτεί ότι η Βεατρίκη δεν τον αγάπησε, ότι η Φλωρεντία είναι άθλια, όπως πρέπει να αποδεχτεί την εξορία και το θάνατο στη Ραβέννα. Πρέπει να αποδεχτεί τα κακά του κόσμου και ταυτόχρονα πρέπει να λατρέψει εκείνον το Θεό που δεν καταλαβαίνει. Υπάρχει ένα πρόσωπο που απουσιάζει από το ποίημα του Δάντη και που δεν θα μπορούσε να είναι εδώ γιατί θα ήταν πολύ ανθρώπινο. Αυτό το πρόσωπο είναι ο Ιησούς. Ο Ιησούς που εμφανίζεται στην Κωμωδία δεν είναι εκείνος των Ευαγγελίων: ο Ιησούς άνθρωπος των Ευαγγελίων δεν μπορεί να είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδας που απαιτεί η Κωμωδία. Και έρχομαι, τελικά, στο δεύτερο επεισόδιο, που για μένα είναι το πιο υψηλό της Κωμωδίας. Βρίσκεται στο εικοστό έκτο τραγούδι της Κόλασης. Είναι το επεισόδιο του Οδυσσέα. Εδώ και χρόνια έγραψα ένα άρθρο με τίτλο Το αίνιγμα του Οδυσσέα. Το δημοσίευσα και μετά το έχασα. Τώρα θα προσπαθήσω να το ανακατασκευάσω. Πιστεύω ότι πρόκειται για το πιο αινιγματικό επεισόδιο της Κωμωδίας κι ίσως το πιο έντονο: αλλά είναι πολύ δύσκολο, επειδή
πρόκειται για κορυφές, να ξέρουμε ποια είναι η πιο υψηλή, και η Κωμωδία είναι φτιαγμένη από κορυφές. Αν γι’ αυτή τη διάλεξη επέλεξα την Κωμωδία είναι γιατί είμαι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και πιστεύω ότι αυτή είναι η κορυφή της λογοτεχνίας και των λογοτεχνιών. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι αποδέχομαι τη θεολογία ή τις μυθολογίες. Εκεί βρίσκουμε, αναμειγμένες, τη χριστιανική και την παγανιστική θεολογία. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό. Το γεγονός είναι ότι κανένα βιβλίο δεν μου έδωσε αισθητικές συγκινήσεις τόσο έντονες. Κι εγώ, επαναλαμβάνω, είμαι ένας ηδονιστικός αναγνώστης. Εγώ, στα βιβλία, αναζητώ συγκινήσεις. Η Κωμωδία είναι ένα βιβλίο που όλοι πρέπει να διαβάσουμε. Να μην το κάνουμε σημαίνει να στερηθούμε το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να μας προσφέρει η λογοτεχνία, σημαίνει να καταδικάσουμε τον εαυτό μας σ’ έναν περίεργο ασκητισμό. Γιατί να αρνηθούμε τη χαρά να διαβάσουμε την Κωμωδία; Εξάλλου δεν είναι μια δύσκολη ανάγνωση. Το δύσκολο βρίσκεται πίσω από την ανάγνωση: οι απόψεις, οι συζητήσεις. Αλλά το βιβλίο αυτό καθ’ εαυτό είναι κρυστάλλινο. Έπειτα υπάρχει ο κεντρικός πρωταγωνιστής, ο Δάντης, που είναι ίσως το πιο ζωντανό πρόσωπο ολόκληρης της λογοτεχνίας. Έπειτα υπάρχουν και τα άλλα πρόσωπα... Αλλά ας επιστρέψω στο επεισόδιο του Οδυσσέα. Φτάνουν σ’ έναν κύκλο, πιστεύω πως είναι ο όγδοος, εκείνος των δόλιων συμβούλων. Στην αρχή υπάρχει μια αποστροφή για τη Φλωρεντία, για την οποία λέγεται ότι χτυπά τα φτερά της σε ουρανό και γη και ότι τ’ όνομά της βρίσκεται παντού στην Κόλαση. Έπειτα βλέπουν από ψηλά πολλές φωτιές και μέσα στις φλόγες, κρυμμένες, τις ψυχές των δόλιων συμβούλων: κρυμμένες γιατί ενήργησαν κρυφά. Οι φλόγες κινούνται και ο Δάντης χάνει τις αισθήσεις του. Τον στηρίζει ο Βιργίλιος, ο λόγος του Βιργίλιου. Μιλούν γι’ αυτούς που βρίσκονται μέσα σ’ αυτές τις φλόγες και ο Βιργίλιος αναφέρει δύο εξαίρετα ονόματα: εκείνο του Οδυσσέα κι εκείνο του Διομήδη. Είναι εκεί γιατί μαζί σχεδίασαν το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου που επέτρεψε στους Έλληνες να εισβάλουν στην πολιορκημένη πόλη. Ο Οδυσσέας και ο Διομήδης είναι εκεί, κι ο Δάντης θέλει να τους γνωρίσει. Εκφράζει στον Βιργίλιο την επιθυμία να μιλήσει μ’ αυτές τις δύο φημισμένες αρχαίες σκιές, μ’ αυτούς τους φημισμένους και μεγάλους αρχαίους ήρωες. Ο Βιργίλιος επιδοκιμάζει την επιθυμία του αλλά του ζητά ν’ αφήσει τον ίδιο να μιλήσει, γιατί πρόκειται για δύο περήφανους έλληνες. Καλύτερα να μην μιλήσει ο Δάντης. Αυτό ερμηνεύθηκε με διάφορους τρόπους: ο Τορκουάτο Τάσσο σκεφτόταν ότι ο Βιργίλιος ήθελε να νομίσουν ότι ήταν ο Όμηρος. Η υποψία ήταν παράλογη και άδικη, γιατί ο Βιργίλιος είχε υμνήσει τον Οδυσσέα και τον Διομήδη, κι αν ο Δάντης τους γνώριζε ήταν γιατί εκείνος τους είχε γνωρίσει σ’ αυτόν. Μπορούμε ν’ αφήσουμε κατά μέρος τις υποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες θα περιφρονούσαν τον Δάντη γιατί ήταν απόγονος του Αινεία ή επειδή ήταν βάρβαρος, άρα οι έλληνες θα τον περιφρονούσαν. Ο Βιργίλιος, όπως ο Διομήδης και ο Οδυσσέας, είναι ένα όνειρο του Δάντη. Ο Δάντης τους ονειρεύεται, αλλά τους ονειρεύεται με τέτοια ένταση, με τόσο ζωντανό τρόπο που μπορεί να σκέφτεται ότι εκείνα τα όνειρα (που δεν έχουν άλλη φωνή εκτός από εκείνη που τους δίνει, που δεν έχουν άλλη μορφή εκτός από εκείνη που τους δανείζει) μπορούν να τον υποτιμήσουν, εκείνον που δεν είναι τίποτε, που ακόμη δεν έχει γράψει την Κωμωδία του. Ο Δάντης μπήκε στο παιχνίδι, όπως μπαίνουμε κι εμείς: κι ο Δάντης πέφτει στην παγίδα της Κωμωδίας. Σκέφτεται: αυτοί είναι φημισμένοι ήρωες της αρχαιότητας κι εγώ δεν είμαι κανένας, δεν είμαι παρά ένας ανθρωπάκος. Γιατί θα πρέπει να με προσέξουν; Τότε ο Βιργίλιος τους προσκαλεί να του διηγηθούν πώς πέθαναν και μιλά η φωνή του αόρατου Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας δεν έχει πρόσωπο, βρίσκεται μέσα στη φλόγα. Να που φτάνουμε λοιπόν σε κάτι που μοιάζει με θαύμα, στη δημιουργία, από τη μεριά του Δάντη, ενός θρύλου, ενός ανώτερου θρύλου από εκείνους που περιέχουν η Οδύσσεια και η
Αινειάδα, ή εκείνους που θα διηγηθούν οι Χίλιες και μια νύχτες, ένα άλλο βιβλίο όπου εμφανίζεται, κάτω από το όνομα του Σινταμπάντ του ναύτη, ο Οδυσσέας. Ο θρύλος υπαγορεύτηκε στον Δάντη από διάφορες δοξασίες: και πρώτ’ απ’ όλα από εκείνη σύμφωνα με την οποία η πόλη της Λισσαβόνας ιδρύθηκε από τον Οδυσσέα κι από την άλλη που υποστήριζε την ύπαρξη, στον Ατλαντικό, των Τυχερών Νήσων. Οι Κέλτες πίστευαν ότι στον Ατλαντικό υπήρχαν φανταστικές χώρες: ένα νησί όπου ρέει ένα ποτάμι που διασχίζει το σύμπαν και είναι γεμάτο ψάρια και καράβια που δεν πέφτουν ποτέ στη γη, ένα περιστρεφόμενο νησί από φωτιά, ένα νησί όπου μπρούτζινα άλογα κυνηγούν ασημένια ελάφια. Για όλ’ αυτά ο Δάντης έπρεπε να είχε κάποια ιδέα, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι αυτό που κατάφερε να κάνει μ’ αυτούς τους θρύλους. Κατάφερε να δώσει ζωή σε κάτι το βαθιά ευγενικό. Ο Οδυσσέας αφήνει την Κίρκη, φωνάζει τους συντρόφους του και τους λέει ότι, όσο κι αν είναι γέροι και κουρασμένοι, αντιμετώπισαν μαζί του χίλιους κινδύνους και τους προτείνει ένα ευγενές εγχείρημα, το εγχείρημα να περάσουν τις Κολόνες του Ηρακλή, να διασχίσουν τη θάλασσα, να γνωρίσουν το νότιο ημισφαίριο, που τότε πίστευαν από νερό, που δεν το κατοικούσε κανείς. Τους λέει ότι είναι άνθρωποι, όχι ζώα, ότι γεννήθηκαν για την τόλμη, για τη γνώση, ότι γεννήθηκαν για να μάθουν και να καταλάβουν. Εκείνοι τον ακολουθούν, και κάνουν τα κουπιά τους φτερά. Είναι αξιοπερίεργο ότι αυτή η μεταφορά βρίσκεται και στην Οδύσσεια, που ο Δάντης δεν μπορούσε να γνωρίζει. Έτσι λοιπόν προχωρούν κι αφήνουν πίσω τους τη Σέτα και τη Σεβίλια, ξανοίγονται στη θάλασσα και βιράρουν στ’ αριστερά. Στ’ αριστερά, στο αριστερό πλευρό, στην Κωμωδία σημαίνει το κακό. Για ν’ ανεβούμε στο Καθαρτήριο πηγαίνουμε δεξιά, για να κατεβούμε στην Κόλαση πηγαίνουμε αριστερά. Το αριστερό πλευρό, δηλαδή, έχει και μια δεύτερη έννοια... Μετά διαβάζουμε: «Τ’ αστέρια πια του πόλου του άλλου εθώρουν / τη νύχτα» (Κόλαση, 26, 127128), είναι το δικό μας ημισφαίριο, το νότιο, γεμάτο αστέρια. (Ένας μεγάλος ιρλανδός ποιητής, ο Γαίητς, μιλά για starladen sky, για «ουρανό γεμάτο αστέρια». Αυτό είναι λάθος για το βόρειο ημισφαίριο, όπου υπάρχουν λιγότερα αστέρια σε σύγκριση με το δικό μας). Ταξιδεύουν επί πέντε μήνες και στο τέλος βλέπουν γη. Βλέπουν ένα μουντό από την απόσταση βουνό, ένα βουνό πιο ψηλό απ’ όλα όσα είχαν δει ως τότε. Ο Οδυσσέας λέει ότι η χαρά μετατρέπεται σε κλάμα, γιατί από τη στεριά σηκώνεται ένας ανεμοστρόβιλος και το καράβι τους βουλιάζει. Εκείνο το βουνό είναι το Καθαρτήριο, όπως καταλαβαίνουμε από ένα άλλο τραγούδι. Ο Δάντης πιστεύει (προσποιείται ότι πιστεύει, για ποιητικούς λόγους) ότι το Καθαρτήριο βρίσκεται στους αντίποδες της Ιερουσαλήμ. Φτάνουμε λοιπόν σ’ αυτή τη φοβερή στιγμή κι αναρωτιόμαστε γιατί τιμωρήθηκε ο Οδυσσέας. Προφανώς όχι για το τέχνασμα του Δούρειου Ίππου, απ’ τη στιγμή που το κορυφαίο επεισόδιο της ζωής του, εκείνο που αναφέρεται στον Δάντη και σ’ εμάς, είναι ένα άλλο: είναι το γενναίο, τολμηρό εγχείρημα να γνωρίσει το απαγορευμένο, το αδύνατο. Αναρωτιόμαστε γιατί αυτό το τραγούδι έχει τόση δύναμη. Πριν απαντήσω, θα ήθελα να θυμίσω κάτι που κανείς ως τώρα δεν έχει σημειώσει, απ’ όσο γνωρίζω. Αφορά ένα άλλο μεγάλο βιβλίο, ένα μεγάλο ποίημα του καιρού μας, το Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλλ, που σίγουρα γνώριζε την Κωμωδία στη μετάφραση του Λογκφέλλοου. Εκεί περιγράφεται το απελπισμένο εγχείρημα του ακρωτηριασμένου καπετάνιου Αχάμπ, που θέλει να εκδικηθεί την άσπρη φάλαινα. Τελικά τη βρίσκει και η φάλαινα τον βυθίζει, και το μεγάλο μυθιστόρημα επαναλαμβάνει την ίδια κατάληξη του τραγουδιού του Δάντη: η θάλασσα κλείνει πάνω από τον Αχάμπ, όπως είχε κλείσει πάνω από τον Οδυσσέα. Ο Μέλβιλλ, σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να θυμήθηκε την Κωμωδία, αν και προτιμώ να σκεφτώ ότι την είχε διαβάσει και την είχε αφομοιώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει ξεχάσει τα λόγια, ότι η Κωμωδία έγινε μέρος του εαυτού του και ότι μόνο αργότερα ανακάλυψε αυτό που χρόνια πριν είχε διαβάσει. Η ιστορία πάντως είναι η ίδια. Εκτός από το γεγονός ότι ο Αχάμπ δεν παροτρύνεται από ευγενικά κίνητρα αλλά από
επιθυμία εκδίκησης. Ο Οδυσσέας, αντίθετα, αντιδρά όπως ο καλύτερος των ανθρώπων. Ο Οδυσσέας επικαλείται έναν δίκαιο λόγο, που έχει να κάνει με την εξυπνάδα, και τιμωρείται. Σε τι οφείλει την τραγική του δύναμη αυτό το επεισόδιο; Πιστεύω ότι η μοναδική έγκυρη εξήγηση είναι αυτή: ο Δάντης αισθάνθηκε ότι ο Οδυσσέας, κατά κάποιο τρόπο, ήταν αυτός ο ίδιος. Δεν ξέρω αν το αισθάνθηκε συνειδητά, και ελάχιστα ενδιαφέρει. Σε ένα τρίστιχο της Κωμωδίας λέει ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τις αποφάσεις της Θείας Δίκης. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την απόφαση της Θείας Δίκης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος θα καταδικαστεί και ποιος θα σωθεί. Αυτός όμως είχε τολμήσει να προβλέψει, στην ποιητική έμπνευση, εκείνη την απόφαση. Μας παρουσιάζει τους καταδικασμένους και μας παρουσιάζει τους εκλεκτούς. Έπρεπε να ξέρει ότι μ’ αυτό τον τρόπο διέτρεχε έναν κίνδυνο. Δεν μπορούσε να αγνοήσει ότι προέβλεπε τη δυσανάγνωστη Θεία Δίκη. Γι’ αυτόν το λόγο το πρόσωπο του Οδυσσέα έχει τη δύναμη που έχει, γιατί ο Οδυσσέας είναι ένας καθρέφτης του Δάντη, γιατί ο Δάντης αισθάνθηκε ότι ίσως κι αυτός θα άξιζε μια τέτοια τιμωρία. Είχε γράψει ένα ποίημα, αλλά είχε παραβιάσει τους μυστηριώδεις νόμους της νύχτας, του Θεού, της Θεότητας. Φτάνω στο τέλος. Θέλω μόνο να επιμείνω στο γεγονός ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να στερηθεί τη χαρά της Κωμωδίας, τη χαρά της ανάγνωσης με τρόπο αθώο. Μετά θα έρθουν τα σχόλια, η επιθυμία να γνωρίσουμε το νόημα κάθε μεμονωμένου μυθολογικού υπαινιγμού, να δούμε πώς ο Δάντης πήρε έναν μεγάλο στίχο του Βιργίλιου κι ίσως τον βελτίωσε μεταφράζοντάς τον. Αλλά στην αρχή πρέπει να διαβάσουμε το ποίημα του Δάντη με την πίστη ενός παιδιού, να εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό, κι αυτό θα μας συνοδεύσει σ’ όλη μας τη ζωή. Είναι πολλά χρόνια που η Κωμωδία με συνοδεύει, και ξέρω ότι αν τη διαβάσω αύριο θα βρω πράγματα που ως τώρα δεν είδα. Ξέρω ότι αυτό το βιβλίο θα διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ τα ξενύχτια μου κι από τα δικά σας ξενύχτια. (Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος)
* Η Θεία Κωμωδία είναι η πρώτη από τις επτά διαλέξεις που έδωσε ο Μπόρχες μεταξύ 1 ης και 9ης Αυγούστου 1947 στο Θέατρο «Coliseo» του Μπουένος Άιρες. Τα κείμενα δημοσιεύθηκαν τον ίδιο χρόνο στην εφημερίδα «La Opiniòn» του Μπουένος Άιρες, αλλά, επειδή ο Μπόρχες δεν θέλησε να τα διορθώσει, εμφανίστηκαν με σοβαρότατες ελλείψεις και με πάμπολλα λάθη. Τρία χρόνια αργότερα, με τη βοήθεια του Ρόυ Μπαρθόλομιου, ο Μπόρχες τα επιμελήθηκε και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Επτά σημειώσεις. ** Για τα εδάφια της Θείας Κωμωδίας που αναφέρονται στο κείμενο, ακολουθήσαμε πιστά τη γνωστή μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1962. ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ Ο Μπόρχες συχνά στα δοκίμιά του αναφέρεται σε σχολιασμένες εκδόσεις της Θείας Κωμωδίας. Είναι σκόπιμο να παραθέσουμε, με χρονολογική σειρά, τα πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία επειδή και οι δεκαεννέα έχουν μεγάλο φιλολογικό αλλά και ιστορικό ενδιαφέρον για τους μελετητές του έργου του Δάντη.
1. 2.
3.
4. 5.
6. 7.
8. 9. 10.
11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19.
Jacopo Alighieri (1322), Chiose alla Cantica dell’Inferno di Dante Alighieri, a cura di Jarro (Giulio Piccini), Firenze, Bemporad, 1915. Jacopo della Lana (1324-28), Comedia di Dante Allagherii col commento di Jacopo della Lana bolognese, nuovissima edizione della Regia Commissione per la pubblicazione dei testi di lingua sopra iterati studii del suo socio Luciano Scarabelli, Bologna, Tip. Regia, 1866-67, 3 vol. Pietro Alighieri (1340-41), Petri Allegherii super Dantis ipsius genitoris comoediam commentarius nunc primum in lucem editum consilio et sumtibus, curante Vincentio Nannucci, Firenze, Piatti, 1845. Giovanni Boccaccio (1373-74), Esposizioni sopra la Comedia di Dante, a cura di Domenico Guerri, Bari, Laterza, 1918. Benvenuto da Imola (1375), Benvenuti de Rambaldis de Imola commentum super Dantis Aldigherij comoediam nunc primum integre in lucem editum sumptibus Guilelmi Warren Vernon curante Philippo Lacaita, Firenze, Barbèra, 1887, 6 vol. Francesco da Buti (1385-95), Commento sopra la Divina Commedia di Dante Alighieri, a cura di Crescentino Giannini, Pisa, Nistri, 1858-62, 3 vol. Anonimo fiorentino (1400), Commento alla Divina Commedia d’Anonimo fiorentino del secolo XIV ora per la prima volta stampato a cura di Pietro Fanfani, Bologna, Romagnoli, 1866-74, 3 vol. Torquato Tasso (1568), La Divina Commedia di Dante Alighieri postillata da Torquato Tasso, Pisa, Didot, 1830. Niccolò Tommaseo, La Commedia di Dante Alighieri con commento, Venezia Co’Tipi del Gondoliere, 1837, 3 vol. Lombardi Bonaventura M.C., La Divina Commedia di Dante Alighieri con commento, con le illustrazioni aggiuntevi dagli editori di Padova nel 1822 e con un appendice novellamente compilata per questa ristampa, Firenze, Passigli, 1838. Raffaele Andreoli, La Commedia di Dante Alighieri col commento su tutti i migliori, Napoli, Lauriel/Rondinella, 1856. Tommaso Casini, a cura di, La Divina Commedia, Firenze, Sansoni, 1903. Francesco Torraca, La Divina Commedia di Dante Alighieri nuovamente commentata, Roma/Milano, Società Editrice Dante Alighieri, 1908. Guido Vitali, La Divina Commedia di Dante Alighieri con note e tre tavole schematiche, Livorno, R. Giusti, 1915-17. Carlo Steiner, a cura di, La Divina Commedia, Milano-Messina, Principato, 1921. Luigi Pietrobono, La Divina Commedia commentata, Torino, SEI, 1924. Enrico Bianchi, La Divina Commedia con commento, Firenze, Salani, 1938. Carlo Grabher, a cura di, La Divina Commedia, Milano-Messina, Principato, 1940. Attilio Momigliano, a cura di, La Divina Commedia, Firenze, Sansoni, 1945.
Φ.Γ. ΕΠΙΜΕΤΡΟ Για τον Δάντη, όπως και για πολλούς άλλους συγγραφείς, ο Μπόρχες αποδείχθηκε ικανός να μας πει αυτά που αλλού δεν θα μπορούσαμε να βρούμε, αλλά κυρίως να μας τα πει ξεκινώντας από θέσεις και οπτικές γωνίες προσιτές μόνο σ’ αυτόν. Προσανατολισμένη προς ένα είδος «αθωότητας», η ανάγνωσή του της Κωμωδίας («το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε από άνθρωπο»)
κινείται πράγματι ανάμεσα σε λεπτομέρειες, εντυπώσεις, ερεθίσματα της φαντασίας για να προτείνει, με πολλαπλές λογοτεχνικές αναφορές, υποθέσεις συχνά εκκεντρικές κι ένα βλέμμα μοναδικό και προσωπικό. Ακριβώς αυτή η ανάγνωση του Μπόρχες ανοίγει απρόβλεπτα παράθυρα σ’ ένα κείμενο για το οποίο όλοι νομίζαμε ότι ξέραμε τα πάντα και μας αποκαλύπτει πτυχές που ούτε οι ειδικοί είχαν εντοπίσει. Το γεγονός είναι ότι ο Μπόρχες διαβάζει την ποίηση του Δάντη σαν να την ξανάγραφε ο ίδιος, κάθε απόχρωση του δαντικού κειμένου έχει, για τον συγγραφέα του Το Άλεφ (1945), μια ανεξερεύνητη ως τώρα φόρτιση αντήχησης. Το παιχνίδι με τους καθρέφτες, στο οποίο ο Μπόρχες είναι δεξιοτέχνης, διαθλάται στο παιχνίδι με τα τρίστιχα που στέλνουν το ένα στο άλλο ένα εκτυφλωτικό φως: του Μπόρχες βέβαια, αλλά που προκάλεσε ο Δάντης.