Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
Αγγλικός όρος abrupt change acceleration access area access ladder accessibility accidental action accidental action accidental actions accidental load accidental situation accidental situation accidental situations accumulative deflection accuracy acrylic sheet act normal action action action active active fire protection measures actual actual length adjustment aerodynamic admittance aerodynamic exciting aeroelastic instability aggregate aggregate concrete aggregate for concrete crude air layer air stream air tightness airflow alluminium alloy alongwind acceleration alongwind dimension alongwind direction alongwind displacement alongwind vibration alteration alteration alternative
Ελληνικός όρος απότοµη αλλαγή επιτάχυνση περιοχή πρόσβασης σκάλα πρόσβασης προσβασιµότητα τυχαία επίδραση τυχηµατική δράση δράσεις ατυχηµάτων τυχαίο φορτίο περιπτωσιακή κατάσταση τυχηµατική κατάσταση τυχηµατικές καταστάσεις σωρευτικό βέλος ακρίβεια φύλλο ακρυλικού δρω κάθετα δράση ενέργεια επίδραση ενεργό ενεργητικά προστατευτικά µέτρα πραγµατικός οριζόντια προβολή προσαρµογή αεροδυναµική συνάρτηση αεροδυναµική διέγερσης αεροελαστική αστάθεια πρόσµικτο πρόσµικτα σκυροδέµατος µίγµα αδρανών για σκυρόδεµα στρώµα αέρος ρεύµα αέρος αεροστεγής ροή αέρα αλουµίνιο κατά µήκος επιτάχυνση κατά µήκος διάσταση κατά µήκος διεύθυνση κατά µήκος µετατόπιση κατά µήκος ταλαντώσεως διαρρύθµιση τροποποίηση εναλλαγή
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
1
Αγγλικός όρος alternative altitudes aluminium alloy amending amendment amplitude an upwind slope analytical model ancillaries angle of repose annex annex antinode apex appendage application rule application rules appraisal appraisal appraisal arc arc lamp arch arch bridge arch suspension bridge area of aerodynamic shade arrangement aspect aspect asphaltic concrete assesment assesment assessing associated analysis assumption autoclaved aerated concrete awning awning axial force background background background component background response balcony ballanced plywood ballast ballasted bed
Ελληνικός όρος εναλλακτική επιλογή υψόµετρο κράµα αλουµινίου διόρθωση τροποποίηση εύρος ανάντη επιφάνεια µοντέλο ανάλυσης δευτερεύοντα στοιχεία φυσική γωνία στηρίξεως παράρτηµα προσάρτηµα σηµείο µηδενισµού της στροφής της διατοµής κορωνίδα προσάρτηµα κανόνας εφαρµογής εφαρµοσµένοι κανονισµοί αξιολόγηση αποτίµηση εκτίµηση τόξο φανοστάτης τόξο αψιδωτή γέφυρα κρεµαστή γέφυρα περιοχή µε αεροδυναµικές ανωµαλίες διάταξη άποψη πλευρά ασφαλτικό σκυρόδεµα (ασφαλτοσκυρόδεµα) αποτίµηση εκτίµηση αποτίµηση σχετική ανάλυση παραδοχή σκυρόδεµα µε εγκλωβισµένο αέρα (κυψελοµπετόν) προστέγασµα στέγαστρο, προεξοχή αξονική δύναµη ιστορικό προλεγόµενα στατική ένταση µέση απόκριση µπαλκόνι συµµετρική αντικολλητή ξυλεία σκύρα σκυροστρωµένη βάση (υπόστρωµα)
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
2
Αγγλικός όρος ballasted track bandwindth barrier base pressure basement walls basement walls basis basis basis of design basis of design basis of design batch-to-batch Bayesian procedure beam beam and hollow-pot floors bearing behaviour behaviour bell tower bending bending moment bending resistance bentonite bilinear line birch bitumen black body block floors blust furnace slag bolt boundary boundary of enclosure boundary wall boxed bracing bracing support brass brick lined steel chimney brick sand brickwork bridge bridge beam bridge deck britile broken brick bronze buckling analysis
Ελληνικός όρος σιδηροτροχιά εύρος δέσµης φράκτης (εµπόδιο) πίεση βάσης τοιχία υπογείου τοίχοι υπογείων βάσεις βάση αρχές σχεδιασµού βάσεις του σχεδιασµού βασικά στοιχεία για τον σχεδιασµό από παρτίδα σε παρτίδα διαδικασίες Bayes δοκός πλακοδοκοί (κρυφοδοκοί) µε κυψελωτές πλάκες εφέδρανο διατοµή συµπεριφορά κωδωνοστάσιο κάµψη ροπή κάµψεως καµπτική αντοχή βεντονίτης δύο ευθείες σηµύδα ορυκτή άσφαλτος µαύρο σώµα συµπαγείς πλάκες υπολείµµατα από υψικάµινο ήλος όριο όριο του περιβάλλοντος διαχωριστικός τοίχος τιµές σε πλαίσιο γερανός αντιστήριξη µπρούντζος-ορείχαλκος µεταλλική καµινάδα µε επένδυση από τοιχοποιία άµµος από τούβλα τοιχοποιία γέφυρα γεφυροδοκός κατάστρωµα γέφυρας ψαθυρός σπασµένα τούβλα κασσιτερόχαλκος-ορείχαλκος ανάλυση του λυγισµού
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
3
Αγγλικός όρος buffeting building building code building enclosure building materials building structure building work buildings in tandem bulk materials bulk weight density bulk weight density bulk weight density bulked cable cable stayed bridge cable supported bridge cable truncking calcium silicate calculation calculation model calibration calm air calm air conditions calorific energy canopy roof cantilevered cantilevered cantilevered roof cantilevered structure cantilevered structure carriageway carriageway deck cast in place cast in place cast iron cellulosic cellulosic material cement cement mortar cement-bonded particleboard centre of gravity characteristic value charcoal chimney chipboard circular cylinder circumscribed circumference
Ελληνικός όρος πλήγµα κτίριο κτιριοδοµικός κανονισµός περίβληµα κτιρίου υλικά κτιρίων κτίριο κτιριακό έργο κτίρια το ένα πίσω από το άλλο ογκώδη υλικά ειδικό βάρος πυκνότητα πυκνότητα υλικού σε κατάσταση χύµα χύµα καλώδιο καλωδιωτή γέφυρα κρεµαστή γέφυρα οδηγός καλωδίου πυριτικό ασβέστιο υπολογισµός µοντέλο υπολογισµού βαθµονόµηση ήπιος άνεµος ήπιες καιρικές συνθήκες θερµαντική ενέργεια στέγαστρο εν-προβόλω δόµηση προβολοδόµηση στέγη σε πρόβολο δόµηµα υπό µορφή προβόλου πρόβολος οδός κυκλοφορίας οδόστρωµα επί τόπου διάστρωση επιτόπου σκυροδέτηση χυτοσίδηρος ζελατίνη υλικό ζελατίνης τσιµέντο τσιµεντοκονίαµα µοριοσανίδες µε συγκολλητικό τσιµεντοκονία, τσιµεντοσανίδες κέντρο βάρους χαρακτηριστική τιµή ξυλοκάρβουνο καµινάδα µοριοσανίδες πολύ χαµηλής πυκνότητας, τεµαχιοσανίδες κυκλικός κύλινδρος περιγεγραµµένη περιφέρεια κύκλου
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
4
Αγγλικός όρος civil engineering work cladding cladding unit clamped structure class classical galloping classifications clause clay cliff climatic region coastal zone coating coating codification coefficient coefficient of variation coefficient of variation coherence collapse column column head combination coeficient combination values combustion behaviour common terms communicating vessels compartmentation compatible supporting standard comply component component components of the displacement of a point composite structure composition compression compustible compustion computation concentrated load concrete concrete protective layer concrete structure conditioning equipment conduit confidence level
Ελληνικός όρος έργα Πολιτικού Μηχανικού επένδυση επένδυση όψης πακτωµένη κατασκευή κλάση κλασσικός καλπασµός κατατάξεις διάταξη άργιλος γκρεµός κλιµατολογική περιοχή παραθαλάσσια ζώνη επίστρωση επίχρισµα κωδικοποίηση συντελεστής συντελεστής µεταβλητότητας συντελεστής παρέκκλισης συνοχή κατάρρευση υποστύλωµα κορυφή υποστυλώµατος συντελεστής συµµετοχής τιµές συνδυασµού συµπεριφορά ανάφλεξης κοινοί όροι συγκοινωνούντα δοχεία διαµερισµατοποίηση συµβατό σχετιζόµενο πρότυπο συµµορφώνοµαι στοιχείο συνιστώσα συνιστώσες της µετακινήσεως ενός σηµείου σύµµεικτο δόµηµα σύνθεση θλίψη αναφλέξιµος ανάφλεξη µηχανογράφηση συγκεντρωµένο φορτίο σκυρόδεµα προστατευτικό στρώµα σκυροδέµατος δόµηµα από σκυρόδεµα εξοπλισµός κλιµατισµού αγωγός διάστηµα εµπιστοσύνης
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
5
Αγγλικός όρος configuration factor confirming congregation areas considerations consistency consistency consistency constituent constrained expansion construction construction material construction operation construction product Construction Products Directive Construction Products Directive construction work continuous bridge contour map contractor contracts control convection convective component of heat transfer convective heat transfer conversion convetional curve convex curvature correction factor correlation correlation length correlation length factor correlation length factor coupled stacks coupling covering crack cracking crane crest criteria critical critical unit critical value cross wind amplitude cross-section crosswind
Ελληνικός όρος συντελεστής σχήµατος επιβεβαίωση αίθουσες συναθροίσεων προσεγγίσεις εσωτερική συνοχή σταθερότητα συνοχή συστατικό παρεµποδιζόµενη διόγκωση, εξαναγκασµένη διαστολή δόµηση δοµικό υλικό κατασκευαστική εργασία κατασκευαστικό προιόν Οδηγία ∆οµικών Προϊόντων Οδηγία περί Προϊόντων Κατασκευών κατασκευή συνεχής γέφυρα χάρτης ίσων τιµών εργολάβος συµβατικά τεύχη έλεγχος συναγωγή, µεταγωγή συνιστώσα θερµικής µετάδοσης µε µεταγωγή µετάδοση θερµότητας µε συναγωγή µετατροπή συµβατική καµπύλη κυρτή καµπυλότητα διορθωτικός παράγοντας συσχέτιση µήκος συσχετίσεως συντελεστής µήκους συσχετισµού συντελεστής συσχετίσεως µήκους συνδεδεµένες καµινάδες σύνδεση κάλυµµα ρηγµάτωση ρηγµάτωση γερανός κορυφή κριτήρια κρίσιµος κρίσιµη µονάδα οριακή τιµή εύρος ταλάντωσης εγκάρσια προς τον άνεµο διατοµή εγκάρσια στη διεύθυνση του ανέµου
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
6
Αγγλικός όρος crosswind direction crosswind vibration crushed brick crushed foamed current curved eave cutrain walling cycle track bridge cylindrical shell cylindrical shell damage damage tolerance damper damping damping decrement damping decrement damping ratios deck definition definition definitive value deflection deflection deflection deflection deflection limits deformability deformation degree of non-linearity degree of reliability dense limestone density deposit of snow derivation design design design brief design energy design fire design for earthquake resistance design resistance design rule design rule design shear force design situation design value designer
Ελληνικός όρος εγκάρσια διεύθυνση εγκάρσια ταλάντωση τριµµένα τούβλα τρίµµατα διογκωµένα ρεύµα καµπύλο γείσο παραπέτασµα τοίχου γέφυρα ποδηλάτων κυλινδρικό κέλυφος κυλινδρικό πλαίσιο βλάβη ανοχή σε βλάβες αποσβεστήρας απόσβεση αποσβετική µείωση συντελεστής αποσβέσεως ποσοστά απόσβεσης κατάστρωµα ορισµός προσδιορισµός οριστική τιµή απόκλιση (βέλος κάµψεως) βέλος εκτροπή, ανάκλαση παραµόρφωση όρια βελών παραµορφωσιµότητα παραµόρφωση βαθµός µη-γραµµικότητας βαθµός αξιοπιστίας πυκνός ασβεστόλιθος πυκνότητα χιονοστιβάδα εξαγωγή µελέτη σχεδιασµός τεχνική έκθεση ενέργεια σχεδιασµού πυρκαγιά σχεδιασµού αντισεισµικός σχεδιασµός αντοχή σχεδιασµού κανόνας σχεδιασµού κανονισµός σχεδιασµού τιµή σχεδιασµού τέµνουσας κατάσταση σχεδιασµού τιµή σχεδιασµού µελετητής
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
7
Αγγλικός όρος destabilizing destabilizing action destabilizing action destabilizing action detailing rule deterioration deterministic variable deviation diferentiated reliability levels differentiation differentiation factor differing thermal expansion dinstinction directional factor displacement dissipative device distribution distribution conduit divergence divergence wind velocity diversion of the wind dome domestic dominant action dowel downwind face downwind slope draft of European Standard drag coefficient drainage system drawing drift drift length drift load drifting ductile duo pitched roof duopitch roof durability durability dutch barn dwelling dwelling house dwelling house dynamic action dynamic deflection dynamic force
Ελληνικός όρος αποσταθεροποιητικός δράση ανατροπής (απώλειας ευστάθειας) δράση απώλειας ευστάθειας δύναµη αποσταθεροποίησης κατασκευαστικός κανόνας χειροτέρευση προσδιορισµική µεταβλητή απόκλιση διαφοροποιηµένα επίπεδα αξιοπιστίας διαφοροποίηση συντελεστής διαφοροποίησης διαφορική θερµική διαστολή πίεση αναφοράς του ανέµου συντελεστής διεύθυνσης µετατόπιση διάταξη αναλώσεως ενέργειας κατανοµή κύκλωµα διανοµής απόκλιση ταχύτητα απόκλισης του ανέµου αλλαγή κατεύθυνσης του ανέµου τρούλος οικιακός δεσπόζουσα δράση γόµφος υπήνεµη επιφάνεια κατάντη κλίση σχέδιο Ευρωπαϊκού Προτύπου συντελεστής αεροδυναµικής αντίστασης αποχετευτικό σύστηµα σχέδιο συσσώρευση µήκος συσσώρευσης µετατοπισµένο φορτίο συσσώρευση πλάστιµος δίκλινη στέγη δίρριχτη στέγη ανθεκτικότητα σε διάρκεια ανθεκτικότητα στη διάρκεια του χρόνου σιταποθήκη κατοικία κατοικία κτίριο κατοικίας δυναµική δράση δυναµικό βέλος δυναµική φόρτιση
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
8
Αγγλικός όρος dynamic interference effect dynamic magnification earth earth load earth load earth pressure earthquake eave eccentricity eccentricity of a force effect of action effective effective effective slenderness effective use effectiveness eigen frequency elevated temperature elevation elongated structure embedding equation equidistant curves equilibrium moisture content equilibrium moisture content equivalent dynamic amplification factor equivalent height equivalent time of fire exposure erection erection on site error escape route escarpment estuary eurocode evaluation exceedance excitation exciting force execution exfoliated expanded polystyrene experimental investigation explosion exponent exponential decay coefficient
Ελληνικός όρος δυναµική αλληλεπίδραση δυναµική επαύληση χώµα φορτίο γαιών φορτίο χώµατος ώθηση γαιών σεισµός απόληξη εκκεντρότητα εκκεντρότητα δύναµης εντατικό µέγεθος δρων ενεργός ισοδύναµη λυγηρότητα αποτελεσµατική χρήση αποτελεσµατικότητα ιδιοσυχνότητα υψηλή θερµοκρασία όψη επιµήκης κατασκευή άντυγα εξίσωση ισαπέχουσες καµπύλες ποσοστό ισορροπίας ποσοστό υγρασίας συντελεστής ισοδύναµης δυναµικής επαύλησης ενεργό ύψος ισοδύναµος χρόνος έκθεσης σε πυρκαγιά ανέγερση επί τόπου σύνδεση σφάλµα διαδροµή διαφυγής έξαρση εκβολή ποταµού ευρωκώδικας αποτίµηση υπέρβαση διέγερση διεγείρουσα δύναµη εκτέλεση αποφλοιωµένο πολυστερίνη ανεπτυγµένη µε κενά αέρα πειραµατικές διερευνήσεις έκρηξη εκθέτης συντελεστής εκθετικά αποσβενόµενος
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
9
Αγγλικός όρος exposure coefficient exposure to fire expression external fire curve extinguising system extrapolation extreme value distribution facade factor factor of galloping instability failure farmland fatigue fatigue load fatigue loading feedback feedback feedback fence fetch angle fetch upwind fibre building board finish finite element model finite slederness fire action fire compartment fire design situation fire engine fire load fire load density fire protection fire resistance fire safety engineering fire wall first order reliability method fixed action fixed action fixed machinery fixed value in serviceability limit state fixing flakeboard, oriented strand board, waferboard flame flame height flange
Ελληνικός όρος συντελεστής έκθεσης (στις καιρικές επιδράσεις) έκθεση σε πυρκαγιά έκφραση εξωτερική καµπύλη πυρκαγιάς σύστηµα κατάσβεσης προεκβολή κατανοµή ακροτάτων τιµών όψη συντελεστής συντελεστής αστάθειας λόγω καλπασµού αστοχία αγροτικές εκτάσεις κόπωση φορτίο κόπωσης κόπωση ανασυντάξεις συµπληρώσεις σχόλια φράχτης γωνία πρόσπτωσης µήκος ανάπτυξης κυµατισµού ινοσανίδες (ινοπλάκες) κατασκευών τελείωµα πεπερασµένο στοιχείο πεπερασµένη λυγηρότητα δράση πυρκαγιάς πυροδιαµέρισµα κατάσταση σχεδιασµού έναντι πυρκαγιάς πυροσβεστικό όχηµα φορτίο πυρκαγιάς πυκνότητα φορτίου πυρκαγιάς πυροπροστασία πυραντίσταση µηχανική πυρασφάλειας πυρότοιχος µέθοδος αξιοπιστίας πρώτης τάξης δεσµευµένη δράση σταθερή (παγιοποιηµένη) δράση σταθερά µηχανήµατα καθορισµένη τιµή για την ορική κατάσταση λειτουργικότητας στερέωση µοριοσανίδες από πλανίσµατα (στρώσεις οδοντωτώς συγκολληµένες και προσανατολισµένες) φλόγα ύψος φλόγας πέλµα
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
10
Αγγλικός όρος flange compression stress flat roof flexibility flexural floor floor floor area flow fluctuating loads fluctuation flutter flux fly ash fold foot bridge footing footway force force vector forced draught forecasting fork-lift truck form form of structure formal comments formal reliability format format format formulae foundation foundation piles fractile frame free action free burning fire free water free-standing boundary wall frequency frequent value friction friction force fully developed fire function function functioning fundamental
Ελληνικός όρος θλιπτική τάση πέλµατος επίπεδη στέγη-δώµα ευκαµψία καµπτικός δάπεδο πάτωµα επιφάνεια κάτοψης ροή κυµαινόµενα φορτία διακύµανση πτερυγισµός ροή τέφρα (παιπάλη) πτύχωση πεζογέφυρα θεµέλια πεζοδρόµιο δύναµη άνυσµα δύναµης εξαναγκασµένη έλξη πρόβλεψη ανυψωτικός φορτωτής µορφή είδος φορέα επίσηµα σχόλια τυπική αξιοπιστία διάταξη σχήµα τυποποιηµένη µορφή τύποι θεµελίωση πάσσαλοι θεµελίωσης ποσοστιµόριο πλαίσιο ελεύθερη δράση ελεύθερα καιόµενης πυρκαγιάς ελεύθερα ύδατα ελεύθερος διαχωριστικός τοίχος συχνότητα συχνή τιµή τριβή δύναµη τριβής πλήρως ανεπτυγµένη πυρκαγιά λειτουργία συνάρτηση λειτουργία θεµελιώδης
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
11
Αγγλικός όρος fundamental alongwind modal shape fundamental frequency fundamental frequency fundamental requirement funelling effect furnishing galloping instability galvanised steel surface gantry girder geometric data geometrical data geotechnical girder glass block, hollow glass, in sheets global force global ratio glue resin glued laminated timber grain direction granule gravel gross area gross displacement gross weight ground ground level ground-water guard rail guidance guidance guidance document guideline gussasphalt gusset plate gust load gust loading gust response gust speed guyed mast gypsum mortar gypsum, ground hand rail hand rail hardboard, standard and tempered harmonised technical rule
Ελληνικός όρος δεσπόζουσα ιδιοµορφή κατά µήκος του ανέµου δεσπόζουσα ιδιοσυχνότητα θεµελιώδης ιδιοσυχνότητα θεµελιώδης απαίτηση φαινόµενο τύπου Venturi επίπλωση αστάθεια καλπασµού γαλβανισµένη χαλύβδινη επιφάνεια πασαρέλα επιθεώρησης γεωµετρικά στοιχεία γεωµετρικό δεδοµένο γεωτεχνικός δοκός υαλότουβλο, κενό γυαλί, σε φύλλα συνολική δύναµη σφαιρικός λόγος ρητίνη κόλλας συγκολλητή ξυλεία διεύθυνση των ινών κόκκος χαλίκι µικτή επιφάνεια γενική µετατόπιση µικτό βάρος έδαφος στάθµη του εδάφους υπόγεια ύδατα αντίραβδο αλλαγής τροχιάς καθοδήγηση οδηγία κείµενο καθοδήγησης κατευθυντήρια οδηγία άσφαλτος "gussasphalt" ενισχυτικό έλασµα δράση ανεµορριπής φόρτιση ανεµορριπής απόκριση σε ανεµορριπή ταχύτητα ανεµορριπής ιστός µε επιτόνους γυψοκονίαµα γύψος, σκόνη (τριµµένος) κάγκελο κιγκλίδωµα σκληρή ινοσανίδα µέτριας πυκνότητας εναρµονισµένος τεχνικός κανόνας
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
12
Αγγλικός όρος harmonised technical specification hatched area hazards hazards hazards heaped pile heat transfer heating equipment heavy rain heavyweight high cycle fatigue high-rise building highway bridge hipped roof hot rolled asphalt humidity hydrocarbon curve ice loading ignition impact impact impact snow loads imperfection impermeable implicit importance factor imposed acceleration imposed deformation imposed load imposed load imposed load in bag in bulk in situ inaccuracy inclination inclined incremental area indirect industrial building inertia force inferior infinite slenderness influence informative annex in-line response insertion
Ελληνικός όρος εναρµονισµένη τεχνική προδιαγραφή διαγραµµισµένη περιοχή καταστροφικά φαινόµενα κίνδυνοι κίνδυνοι σωρευµένος όγκος (σωρού) θερµική µετάδοση εξοπλισµός θέρµανσης πυκνή βροχή βαρύ σκυρόδεµα πολυκυκλική κόπωση κτίριο µεγάλου ύψους οδική γέφυρα τετράρριχτη στέγη θερµή ασφαλτόστρωση κυλινδρισµένη υγρασία καµπύλη υδρογονάνθρακα φόρτωση πάγου ανάφλεξη κρούση πρόσκρουση δυναµικά φορτία ατέλεια αδιαπέρατος έµµεσος συντελεστής σπουδαιότητας επιβαλλόµενη επιτάχυνση επιβαλλόµενη παραµόρφωση επιβαλλόµενο φορτίο επιβαρυµένο φορτίο επιβεβληµένο φορτίο σε σάκο χύµα επί τόπου ανακρίβεια κλίση κεκλιµένος στοιχειώδης επιφάνεια έµµεσος βιοµηχανικό κτίριο δύναµη αδράνειας κατώτερος άπειρη λυγηρότητα επιρροή πληροφοριακό παράρτηµα διαδοχική απόκριση γραµµική παρεµβολή
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
13
Αγγλικός όρος inspectability inspection instability installation instantaneous instantaneous action insulation integral length scale integration method intended propability intended use intensity interaction interference interference factor interference galloping interference galloping internal stresses interpolation interpolation Interpretative Document intersection in-wind response iron, cast iron, wrought irregular shape of snow irreversible isolated hill iterative process joint joint jointed together with adhesives kerb key kinematic viscosity laminboard and blockboard landwidth factor lateral lateral loading lattice steel tower lattice structure lattice tower lattice tower leeward length of snow drift lift lift force
Ελληνικός όρος επισκεψιµότητα επιθεώρηση αστάθεια εγκατάσταση στιγµιαίος στιγµιαία δράση µόνωση εκθετική κλίµακα µέθοδος ολοκλήρωσης σκοπούµενη πιθανότητα σκοπούµενη χρήση ένταση αλληλεπίδραση καλπασµός συντελεστής παρεµβολής καλπασµός αλληλεπίδρασης καλπασµός από παρεµβολή εσωτερικές τάσεις γραµµική παρεµβολή γραµµική συνάρτηση Επεξηγηµατικό Κείµενο αλληλοτοµία για ένταση εντός του επιπέδου ροής του ανέµου χυτοσίδηρος (κ. µαντέµι) κατεργασµένος σίδηρος χιόνι µε ακανόνιστο σχήµα µη αναστρέψιµος µεµονωµένος λόφος επαναληπτική διαδικασία άρθρωση αρµός µε συνδέσεις συγκολλητές στηθαίο, κράσπεδο ορισµός κινηµατικό ιξώδες πηχοσανίδες συντελεστής εύρους δέσµης πλευρικός πλαγιοφόρτιση δικτυωτός µεταλλικός πύργος δικτύωµα δικτυωτή κατασκευή πυργοδικτύωµα υπήνεµος µήκος της επιφάνειας συσσώρευσης χιονιού ανελκυστήρας ανυψωτική δύναµη
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
14
Αγγλικός όρος lift force lighting column lightweight concrete lignite filter ash likelihood likelihood lime lime mortar lime-cement mortar limestone, powder limit state limitation line load linear linear interpolation linear-elastic lined steel chimney liner lining lining load load load arrangenment load arrangenment load arrangenment load bearing element load bearing function load bearing resistance load carrying part load intensity load level load sharing load-bearing capacity load-bearing elements loading path local failure lognormal distribution longitundinal load long-term action loose loose material loss of stability low low cycle fatigue lowland lump machine
Ελληνικός όρος δύναµη ανύψωσης στύλος φωτισµού ελαφρύ σκυρόδεµα τέφρα φίλτρου λιγνίτη (παιπάλη λιγνίτη) ένταση πιθανότητα άσβεστος ασβεστοκονίαµα ασβεστο-τσιµεντοκονίαµα ασβεστόλιθος, σκόνη οριακή κατάσταση περιορισµός γραµµικό φορτίο γραµµικός γραµµική παρεµβολή γραµµική ελαστική επενδεδυµένη µεταλλική καµινάδα επένδυση επένδυση εσωτερική επιφάνεια δύναµη φορτίο διάταξη φόρτισης διάταξη φορτίων καθορισµός του φορτίου φέρων στοιχείο λειτουργία ανάληψης φορτίου ικανότητα ανάληψης φορτίου φέρον στοιχείο ένταση του φορτίου στάθµη φορτίου διανοµή φορτίου φέρουσα ικανότητα φέρων οργανισµός βήµα φόρτισης τοπική αστοχία κατανοµή lognormal κατά µήκος δύναµη ανέµου µακροχρόνια δράση χαλαρός (ασύνεκτος) χαλαρό υλικό απώλεια ευστάθειας χαµηλός ολιγοκυκλική κόπωση κάµπος σβώλος (χωρίς κανονισµένο σχήµα) µηχάνηµα
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
15
Αγγλικός όρος machinery magnesite, ground magnification effect magnitude maintain maintenance malfunction manufactured stone map masonry masonry masonry structure masonry structure masonry structure masonry units mass distribution mast mastic asphalt material property maximum permitted load mean value measure of rigidity mechanical fastener mechanical resistance mechanically-moveable bridge medium density fibreboard medium-term action method of assesment method of construction minor repair modal analysis modal shape mode mode mode shape factor model model model modelling modelling modification modulus of elasticity moisture moisture content moment monopitch roof monopitch roof
Ελληνικός όρος µηχάνηµα µαγνησίτης / ανθρακικό µαγνήσιο, τριµµένο µεγεθυντικό φαινόµενο µέγεθος συντηρώ συντήρηση δυσλειτουργία τεχνητή πέτρα (οπτόλινθος, τούβλα) χάρτης οπτοπλινθοδοµή τοιχοποιία δόµηµα από τοιχοποιία κατασκευή εξ οπτολίνθου και λιθοδοµής λίθινη κατασκευή υλικά και είδη τοιχοποιίας κατανοµή µάζας ιστός ασφαλτική µαστίχη ιδιότητα υλικού µέγιστο επιτρεπόµενο φορτίο µέση τιµή µέτρο δυσκαµψίας µηχανικός σύνδεσµος αντοχή µηχανοκίνητη γέφυρα ινοσανίδα µέτριας πυκνότητας µεσοχρόνια δράση µέθοδος αποτίµησης µέθοδος κατασκευής µικροδιόρθωση φασµατική ανάλυση ιδιοµορφία ιδιοµορφή µορφή συντελεστής ιδιοµορφής µοντέλο προσοµοίωµα υπόδειγµα µορφή προσοµοίωση τροποποίηση µέτρο ελαστικότητας υγρασία περιεκτικότητα σε υγρασία ροπή µονοκλινής στέγη µονόρριχτη στέγη
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
16
Αγγλικός όρος monumental building structures mortar moving stairways multibay multi-component action multilevel multimodal distribution multipitch roof multispan roof multispan roof multi-storey multi-storey frame structure National Application Document (NAD) National Application Document (NAD) National Application Document (NAD) National Application Document (NAD) National Zone natural deposition patterns natural frequency natural slope natural stone net area net calorific value net heat flux net pressure net pressure net wind pressure node node point nominal nominal nominal temperature-time curve nominal value non resonant non-destructive nondimentional frequency non-linear non-linear analysis non-structrural element non-structural elements non-symmetrical distribution normal distribution normal stress
Ελληνικός όρος µνηµειώδη κτιριακά δοµήµατα κονίαµα κυλιόµενες σκάλες σύνθετος δράση µε πολλές συνιστώσες πολλαπλά επίπεδα πολυµορφική κατανοµή πολυκλινής στέγη πολυκλινής στέγη στέγη πολλαπλών ανοιγµάτων πολυόροφος πολυώροφη πλαισιωτή κατασκευή Έγγραφο Εθνικής Εφαρµογής Εγκύκλιος Εθνικής Εφαρµογής Εθνικό Κείµενο Εφαρµογής Κείµενο Κρατικής Εφαρµογής Εθνική Ζώνη φυσικές εναποθέσεις διαφόρων σχηµάτων ιδιοσυχνότητα φυσική κλίση φυσική πέτρα (λιθοδοµή) καθαρή επιφάνεια καθαρή θερµαντική αξία καθαρή ροή θερµότητας ολική πίεση τελική πίεση τελική πίεση ανέµου κόµβος κοµβικό σηµείο επώνυµος ονοµαστικός ονοµαστικές καµπύλες θερµοκρασίας-χρόνου ονοµαστική τιµή µη αντηχητικός µη-καταστροφικός αδιάστατη συχνότητα µη-γραµµική µη-γραµµική ανάλυση µη φέρον στοιχείο µη- φέροντα στοιχεία µη συµµετρική κατανοµή κανονική κατανοµή ορθή τάση
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
17
Αγγλικός όρος normal temperature design normal weight normative references normative references normative references normative references notation notation nuclear structure numerical value objective objective objective observation tower obstacle obstruction obstruction factor offshore mounted structure on and off-site on site opening factor operating load operational formulae operations ordinary structure organizational measures orographic lifting orography oscillation outbreak of fire ovalling ovalling frequency oven-dry mass overcladding overpressure painting panels parametric fire exposure parapet parapet parapet partial factor partial factor partial factor method partial safety factor particle boards partition
Ελληνικός όρος σχεδιασµός κανονικής θερµοκρασίας κανονικού βάρους σκυρόδεµα αναφορά σε προδιαγραφές εµπλεκόµενοι κανονισµοί κανονιστικές αναφορές τυποποιητικές παραποµπές σηµείωση συµβολισµός πυρηνικός σταθµός αριθµητική τιµή αντικείµενο σκοπός στόχος πύργος παρατήρησης σκέπαστρο εµπόδιο συντελεστής παρεµπόδισης δόµηµα στην ανοικτή θάλασσα εντός και εκτός εργοταξίου εργοτάξιο παράγων ανοιγµάτων λειτουργικό φορτίο τύποι προς χρήση εργασίες συνήθης κατασκευή οργανωτικά µέτρα γεωγραφικό πλάτος µορφολογία των βουνών ταλάντωση εκδήλωση πυρκαγιάς συντονισµός λόγω δίνης συχνότητα ωοειδούς ταλάντωσης ξηραµένη σε φούρνο µάζα υπερεπένδυση υπερπίεση βαφή πανέλα παραµετρική έκθεση σε πυρκαγιά παραπέτο προπέτασµα στηθαίο επιµέρους συντελεστής επιµέρους συντελεστής ασφαλείας µέθοδος των επιµέρους συντελεστών µερικός συντελεστής ασφαλείας µοριοσανίδες διαχωριστικό
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
18
Αγγλικός όρος partition wall passive fire protection measures pavement of rail bridges pavement of road bridges peak factor peak factor peat pedestrian bridge performance performance performance performance permanent action permeability permeability to the air permeable persistent persistent situation persistent situations pile pilot test pipe pitch pitch angle pitch of roof pitch tile pitched roof plain (web) beam plain concrete plan plane plane lattice frame planning plant plaster plastic zones plastics plate plate plate thickness plate-like section ply plywood plywood pointlike structure Poisson ratio polished metal
Ελληνικός όρος διαχωριστικός τοίχος παθητικά προστατευτικά µέτρα οδόστρωµα σιδηροδροµικών γεφυρών οδόστρωµα οδικών γεφυρών συντελεστής αιχµής συντελεστής ανεµορριπής τύρφη πεζογέφυρα επίδοση επιτελεστικότητα λειτουργικότητα συµπεριφορά µόνιµη δράση διαπερατότητα αεροπερατότητα διαπερατή µόνιµος µόνιµη κατάσταση διαρκείς καταστάσεις πάσσαλος πιλοτική δοκιµή σωλήνας κλίση κλίση στέγης κλίση της στέγης πλακάκι πισσαφάλτου κεκλιµένη στέγη απλή δοκός (µε κορµό) άοπλο σκυρόδεµα κάτοψη φύλλο επίπεδο δικτύωµα προγραµµατισµός εγκατάσταση παραγωγής σοβάς πλαστικές ζώνες πλαστικά έλασµα πλάκα πάχος δίσκου πλακοειδής διατοµή φύλλο αντικολλητά αντικολλητή ξυλεία υπερυψωµένη κατασκευή λόγος Poisson γυαλισµένο µέταλλο
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
19
Αγγλικός όρος polyester resin polyethylene polystyrene polystyrol granulated polyvinylochloride, powder porosity porous fence post-fire situation post-tensioning practice in the distribution of the property preboned hole prefabicated prescriptive rules presressing action prestandard prestandard prestandard prestandard prestandard prestressed prestressing principal Principal Classification principles probabilistic reliability theory probability distribution probability of exceedence production profile profile projection projection proof loading protective measure provision provision provision provisions provisions proximity pylon qualified and experienced personnel quality quality assurance quality control
Ελληνικός όρος πολυεστερική ρητίνη πολυαιθυλένιο πολυστερίνη πολυστυρόλιο σε κόκκους πολυβινυλοχλωρίδιο, σε σκόνη πορώδες διάτρητος φράχτης κατάσταση µετά την πυρκαγιά µετένταση ποσοστηµόριο της υπόψη ιδιότητας προδιατρηµένη ριπή προκατασκευή οδηγοί-κανόνες δράση προέκτασης δοκιµαστικό πρότυπο πειραµατικό πρότυπο προκανονισµός σχέδιο Κανονισµού σχέδιο προδιαγραφής προεντεταµένος προένταση κύρια Κύρια Κατάταξη αρχές πιθανοτική θεωρία αξιοπιστίας πιθανότητα κατανοµής πιθανότητα υπέρβασης παραγωγή καθ΄ ύψος µεταβολή κατατοµή πρόβολος προεξοχή δοκιµαστική φόρτιση προστατευτικό µέτρο διάταξη πρόβλεψη πρόβλεψη πληροφορίες πρόβλεψη µέσων εγγύτητα πυλώνας προσωπικό που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και εµπειρία ποιότητα διασφάλιση ποιότητας έλεγχος ποιότητας
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
20
Αγγλικός όρος quantification quasi-permanent value quasi-static action quasi-static gust load radiation temperature radiative component of heat transfer radiative heat flux radius radius of gyration rail rail bridge railway bridge rain fall rainflow counting method random variable rate of burning raw plywood reciprocal recognised rule rectangular cross section rectangular plan building rectangular section redistribution reduction reduction coefficient reduction factor reduction factor reference area reference document reference velocity reference wind regular polygonal section regulation reinforced and prestressed concrete reinforced concrete reinforced concrete chimney reliability reliability format reliability index remain fit remedial measures repair repairability replaceable representation representation
Ελληνικός όρος ποσοτικοποίηση οιονεί µόνιµη τιµή οιονεί-στατική δράση ισοδύναµη στατική φόρτιση της ανεµορριπής ακτινοβολούµενη θερµοκρασία συνιστώσα θερµικής µετάδοσης µε ακτινοβολία θερµική ροή δια ακτινοβολίας ακτίνα ακτίνα αδρανείας σιδηροτροχιά σιδηροδροµική γέφυρα σιδηροδροµική γέφυρα βροχόπτωση µέθοδος µέτρησης της αδιάλειπτης ροής τυχαία µεταβλητή ρυθµός καύσης αντικολλητή ξυλεία ακατέργαστης επιφάνειας αντίστροφος αποδεκτός κανόνας ορθογωνική διατοµή κτίριο ορθογωνικής κάτοψης ορθογωνική διατοµή διασπορά αποµείωση συντελεστής µείωσης µειωτικός παράγων µειωτικός συντελεστής επιφάνεια αναφοράς κείµενο αναφοράς ταχύτητα αναφοράς άνεµος αναφοράς κανονική πολυγωνική διατοµή κανονισµός ενισχυµένο και προεντεταµένο σκυρόδεµα οπλισµένο σκυρόδεµα καµινάδα από οπλισµένο σκυρόδεµα αξιοπιστία σχήµατα αξιοπιστίας δείκτης αξιοπιστίας παραµένει επαρκές µέτρα αποκατάστασης επισκευή επισκευασιµότητα αντικαταστάσιµος αναπαράσταση παράσταση
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
21
Αγγλικός όρος representative requirements reservoir counting method residential area residual deformation resistance resistance resonant component resonant response resonant response resonant vibration resonant vortex shedding response restraint resultant resultant emissivity resultant emissivity resultant emissivity resultant friction force resulting force retaining wall return period return period reversible revision Reynolds number rib ridge ridge rigid body rigid structure rigidity rigid-plastic ripple rise road bridge road bridge road bridge road surfacing robustness rock rod rolling engine roof roofed bridge root-mean-square rotational displacement
Ελληνικός όρος αντιπροσωπευτικός απαιτήσεις µέθοδος µέτρησης της δεξαµενής περιοχή κατοικίας παραµένουσα παραµόρφωση αντίσταση αντοχή δυναµική ένταση απόκριση συντονισµού συντονιστική απόκριση ταλάντωση συντονισµού έκχυση δινών που προκαλούν συντονισµό απόκριση περιορισµός συνισταµένη ικανότητα ακτινοβολίας ικανότητα ακτινοβολίας µετά την κατασκευή συνισταµένη δύναµη τριβής συνισταµένη δύναµη τοίχος αντιστήριξης επαναλαµβανόµενη περίοδος περίοδος επαναφοράς αναστρέψιµος αναθεώρηση αριθµός Reynolds ράβδωση κορφιάς οριζόντια δοκός στερεό σώµα άκαµπτη κατασκευή δυσκαµψία στερεοπλαστική κυµατισµός ανάπτυξη δρόµοι γεφυρών οδική γέφυρα οδογέφυρα ασφαλτικά ευρωστία βράχος ράβδος µηχανή κυλινδρισµού στέγη σκεπαστή γέφυρα τετραγωνική ρίζα µέσων στροφή
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
22
Αγγλικός όρος roughness roughness coefficient round off effects rounded corner rupture safety barrier safety barrier safety element safety factor sand sand stone scaffolding scalar scale scaled to scatter schedule scheme scope scope scope screed sea level second moment of area section section seismic action seismic design seismic situation self vibration self-weight separative action serciceability sercvices service life set settlement settlement settlement shaken down shallow shape parameter sharp corner sharp edged section shear shear bracing shear force
Ελληνικός όρος τραχύτητα συντελεστής τραχύτητας επιπτώσεις στρογγυλεύσεων στρογγυλευµένη γωνία θραύση εµπόδιο ασφαλείας φράχτης ασφαλείας στοιχείο ασφαλείας συντελεστής ασφαλείας άµµος αµµόλιθος ικρίωµα βαθµωτό µέγεθος κλίµακα ανοιγµένος ως προς διασπορά κατάλογος διάταξη αντικείµενο πεδίο εφαρµογής σκοπός οδηγός στάθµη της θάλασσας ροπή αδράνειας τοµέας τοµή σεισµική δράση αντισεισµικός σχεδιασµός σεισµική κατάσταση αυτοδόνηση ίδιο βάρος λειτουργία διαχωρισµού λειτουργικότητα εγκαταστάσεις χρόνος λειτουργίας σώµα καθίζηση υποχώρηση υποχώρηση στηρίξεως κονιορτοποιηµένος (αναδευµένος, αναταραγµένος) απαλός παράµετρος σχήµατος οξεία γωνία διατοµή µε οξείες ακµές διάτµηση διατµητικός σύνδεσµος τέµνουσα
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
23
Αγγλικός όρος shear stress shell shelter factor short term load short-term action sign signboard silos simplification simulation single action single action site situation situation skill skin slab slag slate sleeper slender structure slenderness sliding sliding mass of snow slip modulus slope slope sloshing tank snow fence snow load snow load shape coefficient snow overhanging snowfall snowguard softboard softwood soil solid angle solid boundary wall solid building face solid face solid fuels solid timber solid timber in pole form solid timber planed solid timber sawn
Ελληνικός όρος διατµητική τάση κέλυφος συντελεστής προστασίας φορτίο σύντοµης χρονικής διάρκειας βραχυχρόνια δράση πρόσηµο πινακίδα σιλό απλοποίηση προσοµοίωση µεµονωµένη δράση µοναδική δράση εργοτάξιο κατάσταση περίπτωση εξειδίκευση επιφάνεια πλάκα σκουριά σχιστόλιθος στρωτήρας (τραβέρσα) εύκαµπτο δόµηµα λυγηρότητα ολίσθηση ολισθαίνουσα µάζα χιονιού µέτρο ολίσθησης συνδέσµου κλίση παρειά δοχείο αποσβέσεως φράκτης χιονιού φορτίο χιονιού συντελεστής σχήµατος φορτίου χιονιού αναρτώµενο χιόνι χιονόπτωση προστατευµένη δίοδος µαλακή ινοσανίδα αφρόξυλο έδαφος πλήρης γωνία συµπαγής διαχωριστικός τοίχος συµπαγής όψη κτιρίου συµπαγής όψη στερεά καύσιµα φυσική ξυλεία φυσική ξυλεία στρογγυλή φυσική ξυλεία πλανισµένη φυσική ξυλεία πριστή
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
24
Αγγλικός όρος solidiity solidity ratio sound insulation spacing span span ratios spatial special terms species specific heat specifically stated specification specification specified service criteria spectator gallery spectra spectral density spectral density spiral cable spread of fire spring stability stabilizing action stack stacking stadia stage stair standard standard standard standard deviation standard fire resistance rating standard temperature-time curve statement statement statement static actions static equilibrium static equilibrium statically indeterminate members statistical interpretation status steady-state steel steel structure steep
Ελληνικός όρος πληρότητα λόγος πληρότητας ηχοµόνωση διάστηµα τοποθετήσεως άνοιγµα λόγος ανοίγµατος τρισδιάστατος ειδικοί όροι είδος του ξύλου ειδική θερµότητα δηλώνεται ειδικώς προδιαγραφή τεχνική προδιαγραφή προδιαγραµµένα κριτήρια λειτουργίας στοά θέασης φάσµατα πυκνότητα φάσµατος φασµατική πυκνότητα σπειροειδές καλώδιο εξάπλωση πυρκαγιάς ελατήριο ευστάθεια σταθεροποιητική δράση καµινάδα αποθήκευση στάδια σκηνή θεάτρου κλιµακοστάσιο κανονισµός προδιαγραφή πρότυπο τυπική απόκλιση κατηγορίες τυπικής πυραντίστασης ονοµαστική καµπύλη θερµοκρασίας-χρόνου ανάλυση όρος παραδοχή στατικές δράσεις στατική επάρκεια στατική ευστάθεια υπερστατικά µέλη στατιστική ερµηνεία ισχύς σταθερή απόκριση χάλυβας δόµηµα από χάλυβα απότοµος
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
25
Αγγλικός όρος Stefan Boltzmann constant stiff stiff wall stiffening ring stiffness stochastic response stored materials storey storey strain stranded cable strength strengthening stress stress cycle stress cycle stringency structrural design structrural element structrural eurocode Structrural Eurocodes structrural material structrural system structural structural analysis structural analysis structural appraisal structural aspect structural design structural detailing structural fire design structural integrity structural response structural safety structural type structure structure structure sub-annual subclause suburban suction superelevation superior supervision support supporting standard
Ελληνικός όρος σταθερά Stefan Boltzmann δύσκαµπτος άκαµπτο τοίχωµα ενισχυτικός δακτύλιος δυσκαµψία στοχαστική απόκριση αποθηκευµένα υλικά επίπεδο όροφος παραµόρφωση καλώδιο µε νήµα αντοχή ενίσχυση τάση κύκλος τάσεως κύκλος φόρτισης αυστηρότητα δοµητικός σχεδιασµός φέρον στοιχείο ευρωκώδικας κατασκευών ∆οµητικοί Ευρωκώδικες δοµικό υλικό φέρων οργανισµός στατικός δοµητική ανάλυση στατική ανάλυση στατική αποδοχή θέµα δοµικής συµπεριφοράς κατασκευαστικός σχεδιασµός κατασκευαστικές λεπτοµέρειες σχεδιασµός έναντι πυρκαγιάς δοµητική ακεραιότητα δοµητική απόκριση δοµητική ασφάλεια δοµητικός τύπος δόµηµα κατασκευή φέρουσα κατασκευή υπο-ετήσιος δευτερεύουσα διάταξη περίχωρα υποπίεση υπερύψωση ανώτερος επίβλεψη στήριξη σχετιζόµενο πρότυπο
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
26
Αγγλικός όρος supports surfacing suspended beam suspended cable suspended ceiling suspended tank suspension bridge symbol synchronising effect tabulated data tangent tank tank tar tar-board target size target value technical specigication temperature analysis temporary temporary (seasonal) factor temporary factor temporary factor tensile strength tension terra cotta, solid terrace terrace terrain terrain terrain category test on prototypes test series testing of scale models thermal action thermal conductivity thermal deformation thermal expansion thermal gradients thermal gradients thermal gradients thermal insulation thermal insulation thermal radiation tide timber timber structure
Ελληνικός όρος στηρίξεις επιστρώσεις ανηρτηµένη δοκός καλώδιο ανάρτησης ανηρτηµένη οροφή κρεµαστή δεξαµενή κρεµαστή γέφυρα σύµβολο φαινόµενο συγχρονισµού πινακοποιηµένα δεδοµένα εφαπτόµενη δεξαµενή δοχείο πίσσα πισσαρισµένη σανίδα σκοπούµενο µέγεθος τιµή-στόχος τεχνική προδιαγραφή θερµοκρασιακή ανάλυση προσωρινός συντελεστής προσωρινότητας εποχικός συντελεστής συντελεστής προσωρινότητας εφελκυστική αντοχή εφελκυσµός οπτή γη (τερακότα), στερεά αναβαθµίδα βεράντα ανάγλυφο εδάφους έδαφος κατηγορία εδάφους δοκιµή σε φυσική κλίµακα σειρά δοκιµών δοκιµές υπό κλίµακα θερµική δράση θερµική αγωγιµότητα θερµοκρασιακή παραµόρφωση θερµοκρασιακή διαστολή διαφορές θερµοκρασίες θερµικές διαφορές θερµικές κλίσεις θερµική µόνωση θερµοµόνωση θερµική ακτινοβολία παλίρροια ξύλο δόµηµα από ξύλο
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
27
Αγγλικός όρος timper structure tolerance topographic feature topography topography coefficient torsion torsional axis torsional effect torsional moment torsional stiffness torsional stiffness track fastening traffic load traffic load traffic load trajectory transformation transient transient situation transient situations transition zone translational natural frequency transverse bending mode triangulated structure tributary zone trilinear line truss truss girder tube bridge tuned mass damper turbulence turbulence turbulence intensity turbulent wind tying type type of construction ultimate ultimate limit state unabingouous unbalanced distribution uncertainty undrifted snow undulating region unhardened concrete uniformly distributed load unit area
Ελληνικός όρος ξύλινη κατασκευή ανοχή εδαφική ανωµαλία τοπογραφία συντελεστής αναγλύφου στρέψη άξονας στρέψης στρεπτικό φαινόµενο ροπή στρέψεως δυστρεψία στρεπτική ακαµψία σύνδεσµος τροχιάς κινητό φορτίο κυκλοφοριακά φορτία φορτίο κυκλοφορίας τροχιά µετατροπή µεταβλητός µεταβλητή κατάσταση προσωρινές καταστάσεις µεταβατική ζώνη µεταφορική ιδιοσυχνότητα εγκάρσια καµπτική παραµόρφωση δικτύωµα ζώνη συνεισφοράς τρεις ευθείες δικτύωµα δικτύωµα σωληνωτή γέφυρα αποσβεστήρας ρυθµιζόµενης µάζας τύρβη τυρβώδης ροή ένταση της τύρβης τυρβώδης άνεµος διασύνδεση τύπος τύπος κατασκευής αστοχία οριακή κατάσταση αστοχίας αµφίσηµη ανισόρροπη κατανοµή αβεβαιότητα αµετατόπιστο χιόνι πτυχωτή περιοχή µη σκληρυθέν σκυρόδεµα οµοιόµορφα κατανεµηµένο φορτίο µονάδα επιφάνειας
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
28
Αγγλικός όρος unit mass unit mass unit weight unit-by-unit unlined welded steel chimney unlined welded steel stack unrendered upper upper design value of a permanent action upwind face upwind slope urban area vague distribution variability variable variable action variation vaulted roof vector vectorial force vehicle ventilating equipment ventilation verification verification verifying vermiculite vertical direction vibration vibration vibration amplitude viscocity voids vortex excitation vortex exciting force vortex shedding vortex shedding vortex shedding vortex shedding wake wake behind the structure wake buffeting walkway wall cladding wall-panel wansard eave
Ελληνικός όρος µάζα ανά µονάδα όγκου πυκνότητα ειδικό βάρος µονάδα -προς-µονάδα συγκολλητική µεταλλική καµινάδα χωρίς επένδυση ανεπένδυτη συγκολληµένη χαλύβδινη καµινάδα ανεπίχριστος άνω ανώτερη τιµή σχεδιασµού µόνιµης δράσης προσήνεµη επιφάνεια κλίση ανάντη αστική περιοχή ασαφής κατανοµή µεταβλητότητα µεταβλητή µεταβλητή δράση διακύµανση θολωτή στέγη άνυσµα ανυσµατική δύναµη όχηµα εξοπλισµός αερισµού αερισµός έλεγχος επαλήθευση επαλήθευση ελµινθουργήµατα (σκωληκοειδή κατασκευάσµατα) κατακόρυφη διεύθυνση δόνηση ταλάντωση εύρος ταλάντωσης ιξώδες κενά διέγερση από δίνες δύναµη στροβιλισµού εγκάρσιες ταλαντώσεις έκχυση δινών περιδίνηση φαινόµενα περιδίνησης διέγερση διέγερση στην υπήνεµη πλευρά του δοµήµατος πλήγµα του οµόρρους διάδροµος επενδύσεις τοίχων πλαίσιο τοίχου γείσο µορφής σοφίτας
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
29
Αγγλικός όρος warehouse water, fresh waterproofing wave wave load weather resistances weather systems web weight density weight factor weighted average height widspan wind angle of attack wind load wind map wind pressure wind resistance wind speed wind storm wind tunnel wind tunnel windiness windy conditions winward wood-based panel working life workmanship workmanship workmanship workmanship on site yield Young's modulus
Ελληνικός όρος αποθήκη νερό, φυσικό (φρέσκο) αδιαβροχοποίηση κύµα φορτίο κυµατισµού καιρικές αντιστάσεις καιρικά συστήµατα κορµός ειδικό βάρος συντελεστής βαρύτητας γεωµετρικό µέσο ύψος µέσο του ανοίγµατος γωνία πρόσπτωσης του ανέµου φορτίο ανέµου ανεµολογικός χάρτης πίεση ανέµου αντίσταση στον άνεµο ταχύτητα ανέµου ανεµοθύελλα αεροδυναµική σήραγγα σήραγγα ανέµου ταχύτητα ανέµου συνθήκη έντονων ανέµων προσήνεµος φύλλο προϊόντων ξύλου διάρκεια ζωής επίπεδο εργασίας κανόνας της τέχνης τεχνουργία επί τόπου τεχνουργία διαρροή µέτρο ελαστικότητας
---------------------------------------------------------------------------------------------ΤΕΕ-Τµήµα Τυποποίησης/Ευρετήριο όρων Ευρωκωδίκων (αγγλική σειρά)
30