Ι Μ Π Ε Ρ ΙΑ Λ ΙΣ Μ Ο Σ : ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ
Διεθνές Συνέδριο των περιοδικών Διάπλους, Στίγμα, Ουτοπία
Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις
φΐ
Ιμπεριαλισμός: αντιθέσεις και αντιστάσεις Διεθνές Συνέδριο των περιοδικών Διάπλους, Στίγμα, Ουτοπία Σειρά: Κοινωνία και Πολιτική © Copyright εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007 Σύμβουλος έκδοσης: Δημήτρης Γκόβας Διόρθωση: Βάσω Μπαχούρου Σχεδίαση εξωφύλλου: Ατελιέ εκδόσεων ΚΨΜ Ηλεκτρονική Σελιδοποίηση: ΣΥΝΘΕΣΗ Πρώτη έκδοση Εκδόσεις ΚΨΜ Ζωοδόχου Πηγής 54. ιο6 8 ι Αθήνα Τηλ.: 210 3 8 13 838, 210 38 39 7*4 Fax: 210 38 39 713 e-mail: info®kapsimi.gr www.kapsimi.gr ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ζ. Πηγής 55. τηλ.: 2ΐο 38 13 838, fax: 210 38 39 713 Σελίδες: 192 Σχήμα: 15.5X24 ISBN: 978-960-89453-3-3
ΚΨΜ είναι τα αρχικό για το «Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονόδος», τον μόνο χώρο στα στρατόπεδα όπου δεν υπάρχει πειθαρχία, στον οποίο γίνονται οι πραγματικές συζητήσεις, εκεί όπου ψυχαγωγούνται οι στρατιώτες... Επιδιώκουμε να είμαστε ένα κοινωνικό ΚΨΜ.
Επιτρέπεται η ολική ή μερική αναδημοσίευση και χρήση για μη εμπορικούς σκοπούς έπειτα από συνεννόηση με τον εκδότη και με την αναφορά των πηγών.
Περιεχόμενα
Π ρόλογος: Ευ τύχης Μπιτσάκης
9
Μέρος πρώτο: θ εω ρίες του ιμπεριαλισμού Εισηγήσεις
Βόλφγκανγκ ΦριτζΧάουγκ Αυτοκρατορία ή ιμπεριαλισμός;
15
ΡέμιΧερέρα Η οικοδόμηση εναλλακτικών δυνατοτήτων
29
Γιώργος Λιοδάκης Αντιθέσεις, αντιστάσεις και επαναστατική πάλη ενάντια στον σύγχρονο «ολοκληρωτικό καπιταλισμό»
57
Σταύρος Δ. Μαυρουδέας Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεωρία ς του ιμπεριαλισμού
73
Μέρος δεύτερο: Σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο Εισηγήσεις
Κοστάντσο Πρέβε Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και επαναστατικό υποκείμενο από την εποχή του Καρλ Μαρξ μέχρι τις μέρες μας
89
Σπόρος Σακελλαρόπουλος - Παναγιώτης Σωτήρης Τάξεις, μάζες και πολιτική: Σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας
ιο ί
Γιώργος Τ. Ρούσης Σύγχρονος ιμπεριαλισμός και οι οικονομικές βάσεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης (κριτική θεώρηση της κυρίαρχης θέσης των κλασικών του μαρξισμού)
127
Αλέξανδρος A. Χρύσης Οδοιπορικό προς μια νέα Κομμουνιστική Διεθνή. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική
159
Παρεμβάσεις
Δημήτρης Πατέλης Θεωρητική περιοδολόγηση και διακρίβωση του χαρακτήρα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας. Μεθοδολογικές επισημάνσεις
173
Κώστας Χαριτάκης Επαναστατικό υποκείμενο και σύγχρονος καπιταλισμός
185
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ |
8
Πρόλογος
Στο παρόν βιβλίο δημοσιεύονται τα κείμενα των εισηγήσεων στο Δ ιεθ νές Συ μπόσιο που οργάνω σαν τα περιοδικά Διάπλους, Ουτοπία και Στίγμα στις 31 Μ αρτίου-ιΑπριλίου 2θθ6 με θέμα «Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και αντιστά σεις».Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη: ι) Θ εω ρίες του ιμπεριαλισμού 2) Σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Ποιος ήταν ο στόχος του συμποσίου και ποια η επικαιρότητα του σημερινού βιβλίου; Με την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» η ανθρωπότητα εισήλθε σε μια νέα ιστορική περίοδο. Χω ρίς αντίπαλο δέος, οι ιμπεριαλιστικές χώρες με επικεφαλής τις ΗΠΑ δεν επιχειρούν μόνο να ακυρώσουν τις κατακτή σεις της εργατικής τάξης. Η ληστρική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και κυρίως των ενεργειακών αποθεμάτων του πλανήτη ήταν η κύρια αι τία των πολέμων της «ΝέαςΤάξης». Οι πόλεμοι αυτοί εξάλλου εντάσσονται στη συνολική στρατηγική των ΗΠΑ για παγκόσμια ηγεμονία.Τέλος, με πρόσχημα την «πάταξη της τρομοκρατίας» οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αποικοδομούν το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική η δομική κρίση του καπιταλισμού θα οξύνεται. Ο καπιταλισμός ω ς μορφή κοινωνικής συμβίωσης αγγίζει τα ιστορικά του όρια. Οικονομική και κοι νωνική κρίση, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, νέες αντιθέσεις που ωριμάζουν και θα αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ, ο παροξυσμός του συνολικού πλέγμα τος των αντιθέσεων του σημερινού κόσμου μπορεί να βρουν τη «λύση» τους στο πυρηνικό ολοκαύτωμα. Τι κάνουν λοιπόν όσοι δεν πιστεύουν στο τέλος της Ιστορίας; Όσοι δεν απο δέχονται τον σημερινό καλύτερο των δυνατών κόσμο; Όσοι αντιστέκονται στην τάση μεταλλαγής του ανθρώπινου όντος στο χθαμαλό, ουδέτερο, παραγωγικό-καταναλωτικό ανθρωπάριο το οποίο ευαγγελιζόταν ο πολύς Φουκουγιάμα στο πολύκροτο βιβλίο του;Τι κάνουμε μπροστά στην τραγική πραγματικότητα των ημερών μας η οποία την ίδια στιγμή μαζί με τους πλανητικούς κινδύνους ε μπεριέχει, ω ς τη δυνάμει άρνησή τους, εξίσου πλανητικές πρωτοφανείς δυνα τότητες για υπέρβαση της βάρβαρης προϊστορίας του ανθρώπινου είδους; Κύρια δύναμη αντίστασης στην καπιταλαστική βαρβαρότητα, και ταυτόχρο να δύναμη υπέρβασης του καπιταλισμού, θα είναι η Αριστερά. Ευρύτερα: κόμ
9
I ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ματα, οργανώσεις, κινήματα που η στρατηγική τους θα εκτείνεται από την αντί σταση στο νεοφιλελευθερισμό, στους πολέμους και στην καταπάτηση των αν θρώπινων δικαιωμάτων ω ς τη θ εω ρία και την πράξη για το σοσιαλισμό. Πώς θα μπορέσει όμως η Αριστερά, με την ευρεία έννοια, να ανακάμψει μετά την κοσμοϊστορική καταστροφή της δεκαετίας του 1990; Βασική προϋπόθεση, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελ θόν. Δηλαδή να αναζητήσει τα αίτια και να εξηγήσει, με όργανο τη μαρξιστική θεωρία, την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου.Ταυτόχρονα, ξεπερνώντας τόσο τον απολογητικό δογματισμό όσο και τον εύκολο, μικροαστικό μη δενισμό, να αναζητήσει και να αναδείξει, μέσα από τα ερείπια, το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού. Και παράλληλα, αναζητώντας την ενότητα θεωρίας και πράξης, να αναπτύσσει τη θεω ρία ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές πραγματικότητες και να οργανώνει τις δυνάμεις της αντίστασης και της υπέρ βασης. Έργο τιτάνιο σε καιρούς χαλεπούς, με την υπάρχουσα Αριστερά ηττημένη και πολυδιασπασμένη. Ο ορίζοντας της εποχής μας είναι σκοτεινός. Σε ολόκληρο τον κόσμο όμως υπάρχουν και αναπτύσσονται εστίες αντίστασης, κινήματα, οργανώσεις. Και η θ εω ρία, απαλλαγμένη λιγότερο ή περισσότερο από τον στείρο απολογητικό «μαρξισμό», αναζητεί ήδη νέους δρόμους και διεξόδους. Επίσης, παρά τις αντί θετες προφητείες, στη Λατινική Αμερική εξελίσσεται μια πρωτότυπη επανα στατική διαδικασία, ενώ η Κούβα, παρά το εμπάργκο, την απομόνωση και τα σαμποτάζ, επιβιώ νει και ξεπερνά της δυσκολίες των πρώτων ετών μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και στη χώρα μας; Στη χώρα μας, παρά τις ήττες και την έλλειψη στρατηγι κής, υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα ριζοσπαστικών και επαναστατικών δυνάμε ων που αντλούν από την εποποιία της αντιφασιστικής αντίστασης και των μετέπειτα κοινωνικών και δημοκρατικών αγώνων. Οι δυνάμεις της Αριστερός όμως είναι ακόμα κατακερματισμένες. Εκτός απ’ αυτό, τα δύο κύρια κόμματά της δεν επιχείρησαν ούτε καν το πρώτο βήμα για την κριτική αποτίμηση του παρελθό ντος και την εξήγηση της τραγικής κατάρρευσης. Ο ΣΥΝ δεν ασχολείται μ’ αυτά τα θέματα, ενώ το ΚΚΕ βρήκε την εύκολη απάντηση:Το σοσιαλιστικό στρατόπε δο δεν κατέρρευσε. Προδόθηκε! Αλλά χω ρίς κριτική υπέρβαση του παρελθό ντος δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική προοπτική. Μένει η εξωκοινοβουλευτι κή Αριστερά, κι αυτή κατακερματισμένη, δέσμια, ω ς ένα βαθμό, του παρελθό ντος της. Και όμως, και παρά ταύτα, στο χώρο αυτό διεξάγεται θεωρητική συ ζήτηση: Εφημερίδες, περιοδικά, διαλέξεις, συνέδρια, «ντοκουμέντα» οργανώ σεων έχουν ήδη δημιουργήσει ένα θεωρητικό απόθεμα, πρώτη ύλη για περαι τέρω ανάπτυξη της θεωρίας. Προφανώς το συμπόσιο του οποίου τα πρακτικά συγκροτούν το παρόν βι βλίο δεν είχε ω ς θέμα το πρόβλημα της κατάρρευσης. Στόχος του ήταν να με λετηθούν τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού στη σημερινή φάση του και να ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ |
10
ανιχνευθούν οι δυνατότητες για την ανάπτυξη των αντιιμπεριαλιστικών δυνά μεων και τη συγκρότηση του «επαναστατικού υποκειμένου». Ως προς τον ιμπε ριαλισμό: Ο όρος αυτός δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα; Πρέπει να εγκαταλείφουμε τις έννοιες των κλασικών υπέρ της Αυτοκρατορίας, του «πλήθους» κ.λπ.; Η Αριστερά θα πρέπει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλι σμό; Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν ήταν δύσκολη και η θέση του βιβλί ου είναι ότι η έννοια «ιμπεριαλισμός» είναι επίκαιρη και μπορεί να λειτουργή σει ω ς θεωρητικό όργανο για την κατανόηση του σημερινού κόσμου. Έχει ό μως από καιρό τεθεί το ερώτημα: Νέα φάση ή νέο στάδιο του ιμπεριαλισμού; Ολοκληρωτικός καπιταλισμός; Ερωτήματα θεμιτά που πρέπει όμως να απαντη θούν με βάση τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Επαναλαμβάνουμε συχνά: «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Δηλαδή τι κό σμος θα είναι αυτός; Βελτιωμένος καπιταλισμός ή ένας κόσμος εν κινήσει προς μια παγκόσμια σοσιαλιστική κοινότητα; Ποιες εναλλακτικές δυνατότητες μπο ρούμε να ανιχνεύσουμε στην εποχή μας;Το ερώτημα αυτό συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης: πρόκειται απλώς για «παγκοσμιοποίηση» ή για τάση του κεφαλαίου για παγκοσμιοποίηση, δηλαδή για διαδικασία παγκο σμιοποίησης του ιμπεριαλισμού; Και ποιες αντιθέσεις γεννά αυτή η διαδικασία; Ποιο είναι το μέλλον του έθνους-κράτους; Πώς η «παγκοσμιοποίηση» τείνει να ακυρώσει αυτή την έννοια και πώς ταυτόχρονα γεννάει νέους εθνικισμούς; Ακόμα, μπροστά στις νέες πραγματικότητες τι νόημα έχουν κλασικές έννοιες ό πως τάξη, μάζα, λαός, ταξική πάλη κ.λπ.; Και τι μπορεί να προσφέρει η μαρξι στική θεω ρία; Τέλος, ποιες θα είναι οι δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το «νέο επαναστατικό υποκείμενο» και μέσα από ποιους δρόμους θα μπορούσε να πε ράσει η ιστορική διαδικασία που θα έχει ω ς κατάληξη την κομμουνιστική κοι νωνία; Σημείωσα μερικά από τα βασικά προβλήματα που προσεγγίζονται σ’ αυτό το βιβλίο. Ούτε οι απαντήσεις είναι πάντοτε ικανοποιητικές ούτε υπάρχει ταυ τότητα απόψεων σε πολλά ζητήματα. Αλλά η αξία του βιβλίου βρίσκεται στο ότι θέτει και προσεγγίζει κεφαλαιώδη προβλήματα και ανοίγει διάλογο ανάμεσα σε ιδεολογικά ρεύματα που δεν ταυτίζονται, αλλά συμφωνούν στο βασικό: στο ότι ο καπιταλισμός δεν είναι η τελευταία μορφή κοινωνικής συμβίωσης και στο ότι ο κομμουνισμός είναι όχι μόνον όρος για την επιβίωση της ανθρωπότητας, αλλά και δυνατότητα εγγεγραμμένη στα «γονίδια» του καπιταλισμού. Ευτύχης Μπιτσάκης
Il
I ΠΡΟΛΟΓΟΙ
μέρος πρώτο
Θεωρίες του ιμπεριαλισμού
Αυτοκρατορία ή ιμπεριαλισμός; Β ό λφ γ κ α νγ κ Φ ρ ιτ ζ Χ ά ο υγ κ Έως τη συνταξιοδότησή του το 2θοι διατέλεσε καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διευθύνει το περιοδικό Das Argument και συντονίζει την έκδοση του Historisch - Kritisches Wôrterbuch des Marxismus
0 υγιής ανθρώπινος νους, λέει κάπου με χλευασμό ο Χέγκελ (Hegel), είναι ο πιο μεγάλος μεταφυσικός. Στο όνομα των πραγμάτων βρίσκει συμπυκνωμένη, με τρόπο αδιόρατο όσο και φαινομενικό σαφή, την υποτιθέμενη ουσία ενός πρόγματος.Το όνομα, σημειώνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) της προμαρξιστικής περιόδου, είναι η «ουσιαστική κλήση της γλώσσας».1 Η άποψη αυτή έ χει ως θεμέλιο την αντίληψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το Θεό: «Μόνο ε
κεί το όνομα είναι η καθαρή ουσία της γνώσης, καθότι ταυτίζεται βαθύτατα με τη δημιουργική λέξη».2 Ο ΛουίΑλτουσέρ (Louis Althusser) μας έδωσε τη δυνατό τητα να κατανοήσουμε καλύτερα την ιδεολογική λειτουργία του ονόματος με το οποίο προσφωνείται κάθε άτομο ω ς υποκείμενο, και «μάλιστα με μια έννοια πα θητική», όπως τονίζει, «διότι ποτέ το άτομο δεν είναι εκείνο που δίνει στον εαυ τό του το όνομά του».3 Ο ιστορικός υλιστής καλείται διαρκώς να διαλύσει αυτή τη μαγεία του ονόματος.Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του ερωτήματος με το οποίο βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι: «Αυτοκρατορία ή ιμπεριαλι σμός;». Για να το αναλύσουμε, θα πρέπει να μετατρέψουμε αυτά τα ονόματα σε έννοιες. Ό,τι συνήθως θεωρείται έννοια δεν είναι τελικά παρά όνομα. Στο όνομα η διαδικασία της σύλληψης ακινητοποιείται. Κάτω από τους ορισμούς «τα πράγ ματα περνούν και χάνονται», όπως λέει ο Μπρεχτ (Brecht). Φυσικά, από αυτή τη μοίρα δεν εξαιρείται μια έννοια τόσο σημαντική όσο ο ιμπεριαλισμός. Δίχω ς να λησμονούμε τις παλαιότερες επεξεργασίες που συντελέστηκαν υπό αυτή την ο ρολογία, είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινάμε κάθε φορά από την αρχή για να διαλεχθούμε -μ ε την πρωταρχική έννοια του ελληνικού διαλογίζεσθαι- πάνω στους εκάστοτε προκείμενους συσχετισμούς. Είναι αυτονόητο ότι για κάτι τέτοιο δεν αρκούν λίγες σύντομες παρατηρήσεις.Το ερώτημά μας απαιτεί πολυφωνική*
* Μετάφραση κειμένου: Γιώργος Σαγκριώτης
15
I ΑΥΤΟΚΙ
διεθνή συζήτηση. Η μακροχρόνιας πνοής αλλαγή παραδείγματος της πολιτικής των ΗΠΑ, που πρωτοεκδηλώθηκε ως αντίδραση στα χτυπήματα της η'* Σεπτεμ βρίου του 2001, το σταδιακό πέρασμα από μια «πολύπλευρη» ηγεμονία σε μια «μονοπολική στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ» ενεργοποίησε το «τρίτο κύμα» των θεωριών του ιμπεριαλισμού, στο οποίο εντάσσεται η συζήτησή μας. Η λατινική έκφραση imperium (empire: αυτοκρατορία) προέρχεται από το ρή μα im perare, το οποίο σημαίνει προστά ζω /δια τάζω , καθώς διατηρήθηκε στη γραμματική κατηγορία της προστακτικής (imperativus) ή στη γλωσσική «μορφή προσταγής». Η αυτοκρατορία (imperium) είναι η εξουσία του διατάσσειν. Η πραγ μάτωση των διαταγών εξαρτάται από την ισχύ του διατάσσοντος. Ως γνωστόν, ο Βέμπερ (Weber) ορίζει αυτή την ισχύ ω ς την «πιθανότητα επιβολής της ιδίας βού λησης στο πλαίσιο μιας κοινωνικής σχέσης, ακόμη και όταν υπάρχει αντίσταση και ανεξάρτητα από το πού εδράζεται η πιθανότητα αυτή». Ως κυριαρχία ορίζει τη «δυνατότητα να βρει κανείς σε συγκεκριμένα πρόσωπα υπακοή για μια διαταγή προσδιορισμένου περιεχομένου».4 Με αυτή την προσωποποίηση συγκαλύπτεται η «κυριαρχία των καπιταλιστών επί των εργατών», που αναλύθηκε από τον Μαρξ (Marx) και η οποία είναι κατά πρώτο λόγο έμμεση κυριαρχία με την έννοια της «κυ ριαρχίας των [...] όρων της εργασίας που έχουν αυτονομηθεί έναντι του εργάτη», όπου «τα εμπορεύματα [...] μετατρέπονται σε μέσα κυριαρχίας [...] επί των εργα τών». Καθώς το χρήμα προσφέρει στον κάτοχό του «καθολική κυριαρχία στην κοινωνία, σε ολόκληρο τον κόσμο των απολαύσεων, των εργασιών κ.ο.κ.»,5 η κυ ριαρχία του κεφαλαίου είναι διαμεσολαβημένη από τα πράγματα. Ο καπιταλιστής είναι κυρίαρχος μέσω διαταγής μόνο στην επιχείρηση, όπου εξοφλεί την άρνηση υπακοής με απόλυση. Η ιδιοκτησία, που θεμελιώνει και διαμεσολαβεί αυτή την κυ ριαρχία, όπως και η εξουσία διαταγής η οποία την πραγματώνει απαιτούν δύο πα ράγοντες, η αντίθεση μεταξύ των οποίων δομεί το σύμπαν όλων των προσταγών κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο: τη συμφωνία και τον εξαναγκασμό. Πώς μπορούμε, άραγε, να οριοθετήσουμε τις έννοιες «αυτοκρατορία» και «ιμπεριαλισμός» μεταξύ τους καθώς και από την κοινωνικο-οικονομική κυριαρ χία του κεφαλαίου αφενός και από την κρατική κυριαρχία αφετέρου;Τούτο μοι άζει πολύ εύκολο για εκείνους που, όπως ο Μαξ Βέμπερ, βλέπουν στον «“ιμπε ριαλιστικό” καπιταλισμό (...) ανέκαθεν τη φυσιολογική μορφή επίδρασης των καπιταλιστικών συμφερόντων στην πολιτική».6Τότε όμως η έννοια του ιμπερια λισμού δεν έχει πλέον ιδιαίτερο αντικείμενο και είναι περιττή. Θα ονομάσουμε μήπως ιμπεριαλιστική την κυριαρχία που υπερβαίνει τα σύνορα σε καπιταλιστι κή βάση, φερ’ ειπείντην εξωτερική πολιτική του κεφαλαίου το οποίο εδράζεται στο επίπεδο του εθνικού κράτους και εκπροσωπείται από αυτό συνολικά προς τα έξω ; Ή μήπως, δανειζόμενοι τους όρους του Γκράμσι (Gramsci), θα θέσουμε ω ς κριτήριο τη σχέση μεταξύ συναίνεσης και εξαναγκασμού, με άλλα λόγια με ταξύ ηγεμονίας και δικτατορίας; Ή μήπως είναι η άνιση ανταλλαγή που επιβάλ λει με τη βία ένα κράτος στην οικονομία ενός άλλου; ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ |
ΐ6
Οι π ερισσότερες από τις νεότερες θεω ρητικές εργα σίες για τον ιμπεριαλι σμό έχουν απομακρυνθεί από τις κεντρικές -ο ικονο μιστικές- εργαλειακού τύπου παραδοχές των κλασικών θ εω ρ ιώ ν του ιμπεριαλισμού [...]. Λαμβά νουν ω ς αφετηρία ότι η αυτοκρατορική λογική του κεφαλαίου - ω ς κίνηση που δρα αντίθετα στην πτωτική τάση των ποσοστών κ έ ρ δ ο υ ς- αποτελεί μια διαρκή διαδικασία, που συνδέεται προπάντων μ ε διαδικασίες της πρωταρχι κής συσ σ ώ ρ ευσ η ς και απα λλοτρίω σης[...], κα θώ ς και ότι τα α νεπτυγμένα καπιταλιστικό κράτη δεν κινητοποιούν πια το ευ ρύ τους οπλοστάσιο των μ έ σω ν εξουσίας με στόχο τη συγκρότητηση «τυπικών» αλλά μάλλον «άτυπων» αυτοκρατορικών δομών.7 Ο πολιτειολόγος από το Μάρμπουργκ Μπίλινγκ (Bieling) λαμβάνει ω ς αφε τηρία ότι «οι σχέσεις κυριαρχίας στον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν είναι κατ’ ανά γκην ιμπεριαλιστικές» και προτείνει «να τοποθετήσουμε τον ιμπεριαλισμό και την ηγεμονία στο ίδιο επίπεδο αφαίρεσης ω ς ειδικές μορφές διεθνούς ή και υ περεθνικής κυριαρχίας αντιστοίχως- και μάλιστα ω ς δύο παραλλαγές ή δύο πό λους που περικλείουν διαφορετικές σχέσεις ανάμειξης ή και άρθρωσης μεταξύ στοιχείων εξαναγκασμού και στοιχείων συναίνεσης».8 Παράλληλα, στον υπερε θνικό καπιταλισμό της υψηλής τεχνολογίας διαγράφεται ένας «τρόπος συστηματοποίησης του κοινωνικού», ο οποίος μπορεί να περιγράφει ω ς «μεικτή οικο νομία προτύπων» («mixed economy von Mustern»).9 «Αυτό που είναι το “κρά τος” προσλαμβάνει όλο και πιο έντονα υβριδικές μορφές μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού».10 Ήδη αυτά θα αρκούσαν για να μεταβάλουν το αρχικό μας ερώτημα «αυτο κρατορία ή ιμπεριαλισμός». Αυτοκρατορία θα μπορούσε να σημαίνει ηγεμονία και ιμπεριαλισμός δικτατορία. Και τα δύο θα αποτελούσαν ιδεότυπους, τους ο ποίους ουδέποτε συναντά κανείς στην πραγματικότητα. Επομένως, θα έπρεπε να διερευνήσουμε συγκεκριμένα την οργανική σύνθεση των υφιστάμενων σχέ σεων κυριαρχίας, και τούτο σε διαφορετικά συστηματικά επίπεδα, τα οποία δεν είναι απαραιτήτως μεταξύ τους ισότιμα. Η αμερικανική «κοσμοπροεδρία» θα μπορούσε να γίνει νοητή με δεσπόζον θεμέλιο τόσο τη συναίνεση όσο και τον καταναγκασμό. Και θα ήταν νοητή μια διαμάχη με αντικείμενο αυτήν ακριβώς τη διαφορά ω ς προς το δεσπόζον χαρακτηριστικό. Μολονότι, θέτοντας ω ς θεμέλιο τον μικρό βαθμό αποδοχής του παγκόσμιου πληθυσμού, η κατάσταση παρου σιάζεται ως «παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία»" και «κυριαρχία χωρίς ηγεμο νία»12, οι εκδότες του Socialist Register διαπιστώνουν στο δεύτερο τεύχος τους για τον ιμπεριαλισμό πως όλοι οι συγγραφείς «αναγνω ρίζουν ότι εκείνο που διακρίνει την ανωτερότητα των ΗΠΑ στη νέα ιμπεριαλιστική τάξη δεν είναι η στρατιωτική και εποπτική της δύναμη, όσο τεράστια κι αν είναι αυτή, αλλά το γε γονός ότι το κράτος, οι εταιρείες και οι αξίες των ΗΠΑ έχουν διεισδύσει στα κρά τη, τις οικονομίες, την κοινωνική τάξη των άλλων ηγετικών χω ρών».13 17
I ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Ή ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ;
Το ερώτημα «αυτοκρατορία ή ιμπεριαλισμός» υποκρύπτει μια αφανή αμφισημία. Το «ή» μπορεί να εννοηθεί είτε με την έννοια της συμπερίληψης είτε με την έν νοια του αποκλεισμού. Στην πρώτη περίπτωση ο ιμπεριαλισμός συνιστά εκδή λωση της αυτοκρατορίας, στη δεύτερη ή υπάρχει η αυτοκρατορία ή υπάρχει ο ι μπεριαλισμός. Το βιβλίο Αυτοκρατορία16των ΜάικλΧαρντ (Michael Hardt) καιΑντόνιο Νέγκρι (Antonio Negri), που προκάλεσε σάλο το 2οοο, ξεκινά ω ς γνωστό με τη θ έ ση περί του τέλους του ιμπεριαλισμού. Ήδη ένα χρόνο αργότερα φαίνεται να έ χει διαψευστεί από τη μετατροπή της πολιτικής των ΗΠΑ από μια «καλοπροαίρε τη ηγεμονία» σε πολιτική της υπεροχής ισχύος. Και δύο χρόνια αργότερα ο Λίο Πάνιτς (Leo Panitch) και ο Σαμ Γκίντιν (Sam Gindin) ήταν με τη σειρά τους σε θ έ ση να πουν πως με τη θέση τους, σύμφωνα με την οποία κανένα εθνικό κράτος δεν μπορεί να βρίσκεται πλέον στο κέντρο ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου, οι Χαρντ και Νέγκρι βρέθηκαν «παραδόξως» εκτός εποχής.15 Όπως συνέβη με την Αθήνα πριν από 2.οοο χρόνια, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ βρέ θηκαν ξαφνικά στη θέση να τους μεταχειρίζονται ω ς υποτελείς.Το γεγονός ότι δεν αποδέχτηκαν όλοι αυτή την υποβάθμιση σε υποτελείς είχε ω ς αποτέλεσμα το διχασμό της Ευρώπης.Τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ δεν τήρησαν ενιαία στάση. Ορι σμένα εντάχθηκαν στο «συνασπισμό των προθύμων» («coalition of the willing»). Άλλοι, καθοδηγούμενοι από τη Γαλλία και τη Γερμανία, αντιστάθηκαν. Κάποια από τα πρόθυμα κράτη επέτρεψαν μάλιστα, όπως στο μεταξύ γνωρίζουμε, την αφο μοίωσή τους στο σχεδίασμά της CIA, στο οικουμενικό πλέγμα των μυστικών φυ λακών και των εργολαβικών ανακρίσεων με βασανιστήρια, κάτι το οποίο κατέ στησε δυνατή την «απεγκατάσταση» του κράτους ισχύος των ΗΠΑ, τη διασκορπι σμένη μετεγκατάστασή του σε δεκάδες άλλα κράτη και κατ’ αυτό τον τρόπο την εξουδετέρωση της δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο στην Ευ ρώπη αλλά στο σύνολο του διεθνούς συστήματος κρατών επιβλήθηκε μια μετακύληση θέσεων. Βεβαίως, η άμεση αντίσταση των κυβερνήσεων κορυφώθηκε με τις αρνητικές ψήφους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, από το οποίο οι ΗΠΑ είχαν ζητήσει να νομιμοποιήσει τον πόλεμό τους στο Ιράκ. Ωστόσο, οι μηχανισμοί ασφαλείας τους δεν έπαψαν στο μεταξύ να συνεργάζονται προς όφελος εκεί νων των ΗΠΑ.Ταυτόχρονα όμως υπήρξαν και κάποιες προσεγγίσεις, προπάντων μεταξύ κεντρικής Ευρώπης, Ρωσίας και Κίνας, που από τη δική τους πλευρά άρχι σαν να αναπτύσσουν δομές μιας παγκόσμιας αγοράς κάτω από την παγκόσμια α γορά, κυρίως με τη Βραζιλία αλλά και τη Νότια Αφρική. Δεν έχουν περάσει λοιπόν περισσότερα από πέντε χρόνια από τότε που η έν νοια «αυτοκρατορία» εισήχθη στη γενικότερη πολιτική καθομιλουμένη του παρό ντος. Ακόμη πιο πρόσφατη είναι η διαγραφόμενη αναγέννηση των θεωριών του ι μπεριαλισμού. Περί το 1900 το θέμα αυτό «ήταν σχεδόν εξαφανισμένο από τις σε λίδες των μαρξιστικών περιοδικών».16 Ούτε καν ο πρώτος πόλεμος στον Κόλπο, ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ |
ΐ8
που διεξήχθη από τις ΗΠΑ προφανώς χάριν του ελέγχου των πετρελαϊκών απο θεμάτων στην Εγγύς Ανατολή, δεν στάθηκε ικανός να αναγεννήσει την έννοια του ιμπεριαλισμού από την πτώση της.Το ίδιο το φαινόμενο όμως ουδέποτε είχε εξα φανιστεί. Αρκεί να δει κανείς το επιχείρημα με το οποίο το 2003 ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ (Michael Ignatieff) δικαιολογούσε τη θέση του: «Ο όλος πόλεμος της Αμερικής ε ναντίον της τρομοκρατίας συνιστά άσκηση ιμπεριαλισμού. [...] Μα πώς αλλιώς να ονομάσει κανείς τις αμερικανικές λεγεώ νες των στρατιωτών, των κατασκόπων και των ειδικών μονάδων που καλύπτουν ολόκληρη την υδρόγειο;». Οι Πάνιτς και Γκίντιν παραθέτουν ένα ντοκουμέντο πολιτικής ασφάλειας του 1950 όπου αναφέρεται: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε Σοβιετική Ένωση, θα αντιμετωπίζαμε το μεγάλο πρόβλημα ότι η απουσία τάξης μεταξύ των εθνών γίνεται ολοένα και λιγότερο α νεκτή» . '7 Αν μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική η αξίωση των ΗΠΑ να ορί σουν τον κόσμο με το καρότο και το μαστίγιο, επεκτείνοντας την κυριαρχία πάνω στα εθνικά-πολιτειακά εδάφη σε ολόκληρη την υδρόγειο, τότε η πολιτική των ΗΠΑ δεν έπαψε ποτέ από το τέλος του Β' Παγκόσμιου πολέμου να ακολουθεί το πρότυ πο ενός ιμπεριαλισμού παγκοσμίων διαστάσεων. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε πώς ήταν δυνατόν να εξαφανιστεί σε μεγά λο βαθμό η έννοια του ιμπεριαλισμού από τη μαρξιστική συζήτηση; Σ’ αυτή την εξαφάνιση συνέβαλαν πολλές συνιστώσες. Θα επικεντρωθώ σε μία από αυτές, διότι τη θ εω ρώ αποφασιστική. Με κάθε δυνατή συντομία: όποι ος έλεγε τη λέξη «ιμπεριαλισμός» στο μαρξισμό του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα αναφερόταν κατά κανόνα στο κείμενο του Λένιν Ο ιμπεριαλισμός ω ς α νώτατο στάδιο του καπιταλισμού, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 19 17· Κοιτώντας προς τα πίσω, το κείμενο του Λένιν είναι «ω ς ανάλυση της συγκυρίας απρό σβλητο», ωστόσο στο μέτρο που υπ ερισχύει η πρόσδεσή του στη συγκυρία «δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί θεωρία, θα ’λεγε κανείς»’8. Εκείνο που μας κάνει να αποκηρύσσουμε πλέον θεωρητικά αυτό το έργο του Λένιν είναι η θ έ ση που εκφράζει ο τίτλος και την οποία ο ίδιος έθεσε στο θεμέλιο του άρθρου του «Ο οπορτουνισμός και η κατάρρευση της Β’ Διεθνούς» τον Ιανουάριο του 1916. Παραθέτω από τον Λένιν: «Η εποχή του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού εί ναι εκείνη του ώριμου και υπερώριμου καπιταλισμού, που βρίσκεται προ της κατάρρευσης, που είναι ώριμος να αφήσει τη θέση του στο σοσιαλισμό » . 19Ως «εποχή του προοδευτικού καπιταλισμού» προσδιόριζε ο Λένιν την περίοδο από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 ω ς το αιματοκύλισμα της Παρισινής Κομμού νας του 18 7 1.Τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για την κατάταξή της ω ς «προοδευ τικής» είναι η «κατανίκηση της φεουδαρχίας, της απολυταρχίας» καθώς και η «αποτίναξη του ξένου ζύγου», δηλαδή η εθνική απελευθέρωση .20 Ωστόσο αυ τά δεν είναι τα κριτήρια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ούτε εκείνα του ιστο ρικού υλισμού. Το κριτήριο για τον Λένιν δεν είναι, όπως στο Κ εφ άλαιο του Μαρξ, η προωθούμενη από το κεφάλαιο ανάπτυξη της «συνεργατικής μορφής του προτσές της εργασίας σε ολοένα υψηλότερες βαθμίδες, της συνειδητής τε 19
I ΑΥΤΟ ΚΡΑΤΟ I
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΙ :
χνικής χρήσης της επιστήμης, της σχεδιασμένης εκμετάλλευσης της γης, της μετατροπής των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμο ποιηθούν μόνο συλλογικά, της οικονομοποίησης όλων των μέσων παραγωγής μέσω της χρήσης τους ω ς μέσων παραγωγής μιας συνδυασμένης, κοινωνικής εργασίας, της σύμπλεξης όλων των λαών στο δίκτυο της παγκόσμιας αγοράς και συνεπώς του διεθνούς χαρακτήρα του καπιταλιστικού καθεστώτος » . 21Αντ’ αυτών ο Λένιν δανείστηκε από τον Κάουτσκι (Kautsky) το λόγο περί του σταδί ου της οριστικής σήψης του καπιταλισμού, ένα λόγο που μπόρεσε να τυφλώσει στην Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του 'γο ακόμη και έναν τόσο ευφυή μαρξιστή όσο ήταν ο Γιούργκεν Κουζτσίνσκι (Jürgen Kuczynski), ώστε όχι μόνο να παραβλέψει την αυτοματοποίηση που συντελείτο στη Δύση με βάση τους η λεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά και να τη θεω ρήσει αδύνατη. Εντέλει, αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση του κρατικού σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου ή ταν η ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας των παραγωγικών δυνάμεων και η α ντίστοιχη προσαρμογή του θεσμικού σκελετού των προοδευμένων καπιταλι στικών χωρών, ενώ οι κρατικές σχέσεις παραγωγής στη Σοβιετική Ένωση, που ήταν μάλιστα επικεντρωμένες στην ασφάλεια του κράτους, αποδείχτηκαν α σύμβατες με την ευρεία εφαρμογή αυτής της επαναστατικοποίησης. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο που γράφτηκε σύμφωνα με το γράμμα της θ εω ρ ία ς του Μαρξ. Η φόρμουλα του Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey) περί «ληστρικού η απαλλοτριωτικού καπιταλισμού» δεν θα πρέπει να μας παραπλανήσει, κάνοντάς μας να κλείσουμε τα μάτια μπροστά στη συνεχιζόμενη ιστορική παραγωγικότη τα του καπιταλισμού και των ευρεσιτεχνικών-φοροϋποτελειακών σχέσεων εκ μετάλλευσης που τον διέπουν. Ακόμη και η διαδεδομένη άποψη ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο κυριαρχεί πάντα στο παραγωγικό κεφάλαιο σε μια έκταση που ο Λένιν δεν μπορούσε να διανοηθεί22 οδηγεί στην υποτίμηση των υπερεθνικών επιχειρησιακών ομίλων καθώς και της ανάπτυξης του υψηλού τεχνολογικού τρόπου παραγωγής. Εν συντομία, εκείνο που επέφερε την πτώση της πρώτης εμφάνισης του μαρξιστικού σοσιαλισμού ω ς κράτους δεν μπορεί να κατανοη θεί παρά μόνο μαρξιστικά, και μάλιστα ορθόδοξα μαρξιστικά. Η άνοδος του υπερεθνικού υψηλού τεχνολογικού καπιταλισμού με τις βα θιές εξελίξεις που σήμανε στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων είχε ω ς α ποτέλεσμα τη δυσφήμηση του λόγου περί του ανώτατου και τελευταίου σταδίου του παρακμάζοντος καπιταλισμού. Επίσης, η υπερεθνικοποίηση του κεφαλαίου σε συνδυασμό με τη μονοπωλιακή συγκέντρωση της παγκόσμιας κυριαρχικής δύναμης κατέστησε ξεπερασμένη τη θέση που μιλά για ενδοϊμπεριαλιστική σύ γκρουση η οποία προκύπτει κατ’ ανάγκην από τον ανταγωνισμό του κεφαλαίου. Στο μέτρο που η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό περνά στο παρασκήνιο, αναδύεται και πάλι μέσα από τη λήθη η προγνωστική θέση του Καρλ Κάουτσκι, ο οποίος κάνει λόγο για έναν «υπερ-ιμπεριαλισμά», ο οποίος θα υποκαθιστούσε «την πάλη μεταξύ των εθνικών χρηματιστηριακών κεφαλαίων με την από κοι ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ |
20
νού εκμετάλλευση του κόσμου μέσω της διεθνούς συμμαχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου » . 23 Ο Καρλ Χάιντς Ροτ (Karl Heinz Roth) διαπιστώνει: «Σήμερα κυριαρχούν (...) οι δομές και οι θεσμοί μιας συλλογικής εξισορρόπησης της κυ ριαρχίας, την οποία εξασφαλίζει η κυριαρχία των ΗΠΑ, ενός “υπεριμπεριαλισμού” ο οποίος στρέφεται εναντίον του Νότου σε ολόκληρη την υδρόγειο » . 24 Αρχικώς όμως η θεωρία του ιμπεριαλισμού είχε εξαφανιστεί από το επίκε ντρο των μαρξιστικών αναλύσεων. Όταν ήδη επικρατούσε παντού η νεοφιλε λεύθερη απορρύθμιση, ηγεμονική θέση είχε η Σχολή της Ρύθμισης. Όταν ο φορντισμός, που βασιζόταν στη μηχανοποίηση, τη γραμμή παραγωγής και την τυποποιημένη, μονότονα επαναληπτική εργασία, παραχωρούσε τη θέση του στην αυτοματοποίηση, γινόταν δημοφιλής στις τάξεις των μαρξιστών διανοου μένων η έννοια του φορντισμού, όπως την είχε επεξεργαστεί ο Γκράμσι τέσσε ρις δεκαετίας πριν. Εν ολίγοις, υπάρχουν λόγοι να τρομάζουμε από τις καθυστε ρήσεις μας και να μεταφερθούμε από τον τρόμο αυτό στο χρόνο τού τώρα. Αν το κείμενο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό είναι εκτοπισμένο στο παρελ θόν εξαιτίας της συγκυριακής του πρόσδεσης στο άμεσα επικείμενο τέλος του καπιταλισμού, το αντίθετο ισχύει όσον αφορά τα Τετράδιά του για τον Ιμπεριαλι σμό. Σ’ αυτό το ημερολόγιο εργασίας, που τηρούσε πυρετωδώς κατά τη διάρ κεια του Α' Παγκόσμιου πολέμου, ο Λένιν αποτιμά οτιδήποτε υπέπεπτε στην αντί ληψή του ω ς συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων καπιταλιστικών θ ε σμών και των δρώντων καπιταλιστών. Αυτά τα Τετράδια εξορία ς είναι πιο επί καιρα από το κείμενο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.Το τεράστιο υλικό τους, ο συμπιλητής του οποίου αποφεύγει τις περισσότερες φ ορές να αναφερθεί στις σχέσεις του υλικού με τα σχόλια, περιμένει ακόμη τη θεωρητική του αξιοποίη ση. Στη βάση αυτού του έργου θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί κι άλλα βιβλία. Σ’ εμάς, τους ανθρώπους τού σήμερα, επιφυλάσσει το αίσθημα μιας αιφνιδιαστι κής αναγνώρισης, και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα. Αυτά τα τετράδια περικοπών του Λένιν μοιάζουν να απελευθερώνουν το βλέμμα προς την αρχαιολογία του τωρινού χρόνου. Και μάλιστα ένα βλέμμα ευεργετικό, καθώς δείχνει την εγκό σμια διάσταση εξελίξεω ν τις οποίες ειδάλλως αναγκαστικά θα παρανοούσαμε. Κατά έναν ορισμένο τρόπο, ό,τι θεωρείται σήμερα ειδικά καινούργιο βρίσκεται ήδη στο βιβλίο αυτό· μόνο οι συσχετισμοί των δυνάμεων είναι διαφορετικοί, ε νώ για ορισμένους θεσμούς ρύθμισης του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν είχαν ακόμη ωριμάσει οι συνθήκες στην εποχή του Λένιν· ιδίως, δεν είχαν ακόμη εφο διαστεί με τις αρμόζουσες παραγωγικές δυνάμεις και τον αντίστοιχο τρόπο πα ραγωγής. Ήδη όμως από τότε το μυαλό των κεφαλαιοκρατικών ελίτ γεννούσε ι δέες που σήμερα έχουν περάσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Έτσι συμ βαίνει, όταν ο Λένιν ανακαλύπτει στο Εγχειρίδιο κοινωνικής οικονομίας τη σκέ ψη ότι το σύνθημα «“imperium et libertas” (“αυτοκρατορία και ελευθερία”), στο οποίο ο Αγγλοσάξονος χρωστά τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, από τον Κρόμγουελ (Cromwell) μέχρι τον Ρόουντς (Rhodes), αποτελεί ακόμη αξεπέραστο 21
I ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΙ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ;
πρότυπο για τη Γερμανία» . 25Σήμερα το σύνθημα «imperium et libertas» θέτει έ να διαφορετικό ερώτημα. Διότι η ελευθερία σημαίνει συμφωνία. 3· Η σχέση μεταξύ αυτοκρατορίας και ιμπεριαλισμού δεν θα έπρεπε, σύμφωνα με
όσα υπαινιχθήκαμε ω ς εδώ, να θεωρηθεί σχέση μεταξύ δύο αμοιβαία αποκλειόμενων πόλων, αλλά χαρακτηρίζει μάλλον την εσωτερική αντίφαση του παγκό σμιου καπιταλισμού. Οι κυρίαρχοι παράγοντες του παγκόσμιου καπιταλισμού εί ναι οι υπερεθνικοί επιχειρησιακοί όμιλοι.Τέτοιοι όμιλοι υπήρχαν ήδη στον πρώι μο καπιταλισμό με τη μορφή των μεγάλων εμπορικών εταιρειών. Σε αντίθεση με τους προδρόμους τους των περασμένων αιώνων, οι «global players» («παγκό σμιοι παίκτες») της παγκόσμιας αγοράς είναι εφοδιασμένοι με μια τεχνολογία βάσης η οποία είναι διεθνούς βεληνεκούς και έχει τη μορφή των ολοκληρωμέ νων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας. Είναι υποχρεώμενοι να επιδιώ κουν ως πεδίο δράσης έναν όσο το δυνατόν ομοιογενή χώρο κυριαρχίας με ενιαί ες συνθήκες κυκλοφορίας, εγγυήσεις ιδιοκτησίας και αρχές διευθέτησης των συγκρούσεων. Υπό τις παρούσες συνθήκες και υπό εκείνες που μπορεί κανείς να προσδοκά στο μέλλον, όσο μπορεί κανείς να το υπολογίσει, η επιδίωξη αυτή είναι εφικτή μόνο χάρη στην απόλυτη στρατιωτική υπεροπλία αυτού του ενός εθνικού κράτους των ΗΠΑ. Κανείς άλλος δεν έχει την υδρόγειο σφαίρα κάτω από τον έ λεγχο των στρατιωτικών βάσεων και των οπλικών συστημάτων του. Παράλληλα η πρώτη δύναμη επιδιώκει το δικό της όφελος.Το εν λόγω ένα και μοναδικό εθνι κό κράτος επιβάλλει -κ α ι μάλιστα με τεράστιες δαπάνες- αυτή του την υπεροχή ισχύος μόνο και μόνο για να ενισχύσει τη θέση του και να προκαλέσει την εξάρ τηση των άλλων κρατών ή να διαιωνίσει την υπάρχουσα. Μπορεί να πρόκειται για στρατιωτικές και τεχνολογικές μορφές εξάρτησης ή για την πρόσβαση σε πε ριορισμένα αποθέματα, όπως είναι το πετρέλαιο ή οι ράβδοι ουρανίου. Ωστόσο, η πρώτη δύναμη είναι υποχρεωμένη να επιδιώκει τους στόχους της υπό τη μορφή ορισμού γενικών κριτηρίων και είναι αναγκασμένη να διανοίξει τον πλανήτη στην ασφαλή κυκλοφορία του υπερεθνικού κεφαλαίου. Εξαγοράζει τον τίτλο της υ πέρτερης δύναμης με τίμημα την υπερκατανάλωση. Η χρηματική βάση της στρα τιωτικής της δύναμης είναι δανεισμένη από του υποτελείς της. «Από την άποψη αυτή, ο Ψ υχρός Πόλεμος πρόσφερε στις ΗΠΑ μια φανταστική ευκαιρία » . 26 Ο α νταγωνισμός συνέχιζε μεν να επικρατεί όπως και πριν σύμφωνα με τη διατύπω ση του Μαρξ: «Ο κάθε καπιταλιστής σκοτώνει πολλούς» . 27 Ωστόσο όλοι φοβού νταν την απαλλοτρίωση από τους κομμουνιστές. Οι ΗΠΑ μετατράπηκαν σε οχυρό και εγγυήτρια δύναμη του παγκόσμιου κεφαλαίου. Σ υ ν ε π ώ ς, θ α μπορούσαμε να πούμε ότι οι ΗΠΑ λ ειτο υρ γ ού ν από τη μία ω ς ο ι κ ου μ ενικ ός σ υ νο λικ ό ς καπιταλιστής και από την ά λλη ω ς κρατικό ό ργα νο αντα γ ω ν ισ μ ο ύ του εθ ν ικ ο ύ κ εφ α λαίου. Φ υ σ ικ ά , ο ι ο ικ ονο μ ικ ές δ ρα σ τη ριότη τες τ ω ν κ υρ ία ρχ ω ν πα ραγό ντω ν του κεφ α λαίου τω ν ΗΠΑ μπορούν να υ π ολογιστούν α υ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ | 22
τόνομα ακόμη λιγότερο απ’ ό,τι μπορούσαν στα χρόνια της Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg), καθώς οι αλυσίδες της δημιουργίας αξίας είναι οργανωμέ νες πέραν των συνόρων. Το υπερεθνικά δρον κεφάλαιο των ΗΠΑ ενδιαφέρεται μάλλον για την επέκταση των σχέσεων και των κανόνων κυκλοφορίας, που α ποκτούν ένα είδος οικονομικοπολιτικής νομικής ισχύος με τη μορφή του Δ ιε θνούς Οργανισμού Εμπορίου. Στο μέτρο που το κράτος των ΗΠΑ προωθεί αυτή την ενοποίηση, υπηρετεί το υπερεθνικό κεφάλαιο στο σύνολό του. Κάθε φορά που αυτή η υπηρεσία στο σύ νολο του κεφαλαίου το οποίο ενεργοποιείται στην παγκόσμια αγορά, δηλαδή πέραν των συνόρων και υπερεθνικά, εξασφαλίζει πλεονεκτήματα σε πιο απο δοτικούς ανταγωνιστές του κεφαλαίου των ΗΠΑ, η πολιτική των ΗΠΑ διχάζεται. Το ιμπεριαλιστικό κράτος απαιτεί το προνόμιο να συγκρατεί την αποσυνοριοποίηση του καπιταλισμού στα όρια των εθνικών συμφερόντων.Το ελεύθερο εμπό ριο οφείλει να ισχύει δίχως σύνορα στους άλλους, όχι για τους άλλους. Σύμφωνα με τον κανόνα «όποιος δεν θέλει να αγοραστεί θα εξολοθρεύε ται», η σω ρευθείσα ισχύς των κρατικών και ιδιωτικών συμφερόντων της πα γκόσμιας αγοράς μπορεί να εμποδίσει την άρθρωση του καπιταλιστικού αντα γωνισμού με τη μορφή κρατικών αντεκδικήσεων. Η εκτεταμένη αποκρατικο ποίηση των ανταγωνισμών είναι εφικτή με τίμημα την οξυμμένη αναπαραγωγή τους εντός των μεμονωμένων κρατικών κοινωνιών. Τούτο έπεται από το γεγο νός ότι «η αμερικανική αυτοκρατορία μπορεί να κυβερνά μόνο διαμέσου άλλων κρατών».2βΤα εθνικά κράτη δεν έχουν εξαντληθεί, ωστόσο σε αυτό το πλαίσιο η λειτουργία τους συρρικνώνεται στην επιβολή τοπικών καθεστώτων εργασια κής πειθαρχίας .29 Οι κυβερνήσεις υποχρεώνονται από τη μια να εκπροσωπούν τους κατώτερους, από τους οποίους και εκλέγονται, από την άλλη όμως, και κυ ρίως, να επιβάλλουν σε αυτούς την αυτοκρατορική κυριαρχία. Αυτή η μετατρο πή των ασθενέστερων εθνικών κρατών σε κράτη υποτελή συνιστά ωστόσο και μια αχίλλειο πτέρνα της παγκόσμιας κυριαρχίας του υπερεθνικού κεφαλαίου, καθώς οι απαραίτητοι κρατικοί μεσολαβητές του διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν τη νομιμοποίησή τους εξαιτίας της σύνδεσής τους μαζί του. Επομένως, σύμφωνα με την πεποίθηση των Πάνιτς και Γκίντιν,30 δεν πρόκει ται για δια-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς αλλά για αντιφάσεις του ιμπεριαλι σμού συνολικά. Θεωρούν εξωπραγματική την ιδέα μιας υπερεθνικής καπιταλι στικής τάξης όσο και την πίστη στην επιστροφή του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεω ν.3' Ωστόσο αποτελεί ζήτημα έμφασης και οπτικής γω νίας το αν θα συλλάβει κανείς τέτοιου είδους αντινομίες ω ς αντιφάσεις του κα πιταλισμού ή αν θα φτάσει να τις θεω ρήσει αντιφάσεις της αυτοκρατορίας που βρίκεται στο θεμέλιο και στοιχειώνεται από τον όρο ύπαρξής της ω ς παγκό σμιας αστυνομίας του ιμπεριαλισμού. Στις εποχές του ιμπεριαλισμού οι ιμπερια λισμοί συγκρούονταν ο ένας με τον άλλον. Αν οι Πάνιτς και Γκίντιν έχουν δίκιο ό ταν λένε ότι «η καλοπροαίρετη αυτοκρατορία δεν μπορεί στην εποχή μας παρά 23
I ΑΥΤΟΚΙ
ΙΜΠΕΙ
να είναι μια ψευδαίσθηση», τότε υπάρχει πλέον ένας και μοναδικός ιμπεριαλι σμός, σε κάθε περίπτωση βεβαίω ς με τοπικούς υπο-ιμπεριαλισμούς στο σώμα των ακολούθων, οι οποίοι ευκαιριακό ολοένα αντιτάσσονται σ’ αυτόν. Οι περισσότεροι μαρξιστές παρατηρητές συμφωνούν σήμερα ότι η κατά σταση είναι μεν ασταθής, ωστόσο μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για τις πε ραιτέρω εξ ε λ ίξε ις. Ακόμα και όπου εξαγγέλλονται λύσ εις οι οποίες με μια πρώτη ματιά είναι σαφείς, με μια δεύτερη ματιά αποκαλύπτεται ο αμφίβολος χαρακτήρας τους. Τέτοια είναι η περίπτωση της κοινής διακήρυξης των Σαμίρ Αμίν (Sam ir Am in), Φ ρανσουά Ουτάρ (François Houtard) και Ιγνάσιο Ραμονέ (Ignacio Ramonet) υπό τον συνθηματικό τίτλο: «Να οδηγήσουμε το αυτοκρατορικό σχέδιο σε αποτυχία». Στο αναλυτικό μέρος αυτής της διακήρυξης αναφέρεταί: «Οι ΗΠΑ καταστρέφουν την αυτονομία των χωρών του Νότου και περιο ρίζουν επίσης σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία των “συμμάχων” της Ουάσινγκτον. Η οικονομία ενώνει τις χώ ρες τηςΤριάδας, όμως η πολιτική χω ρίζει τα έ θνη τους » . 32Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίστροφο και το κεφάλαιο να χ ω ρ ίζει αυτά τα έθνη (πρόκειται όμως εδώ για υποκείμε να;), ενώ η πολιτική να μη σταματά να μπαλώνει τις σχισμές. Οι τρεις συγγρα φείς καλούν στη συνέχεια: «Αυτή τη στιγμή το ζητούμενο είναι να οδηγήσουμε το αυτοκρατορικό πρόγραμμα σε αποτυχία». Δεν λένε πώς θα μπορούσε να γ ί νει κάτι τέτοιο. Αμέσως όμως ακολουθεί η επόμενη πρόταση: «Αλλά αυτή η α ποτυχία θα σημάνει φρικτές συνέπειες για την ανθρωπότητα » . 33 Οι συγγρα φείς δεν εξηγούν περισσότερο την αντίφαση ότι καλούν σε κάτι το οποίο θα σημάνει φρικτές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Μοιάζουν να πιστεύουν σε ένα «πέραν» της αυτοκρατορίας, αρκούνται ωστόσο και εδώ σε σκιώδεις υπαι νιγμούς: «Μόνο οι ίδιοι οι λαοί που δέχονται επίθεση» λένε «είναι σε θέση να αναστείλουν τις αξιώσεις των ΗΠΑ. Πάντως οι μέθοδοι αγώνα τους είναι συχνά εύθραυστης δραστικότητας [...]. Διότι προσφεύγουν σε μέσα που παρελκύουν την αποκρυστάλλω ση της α λ λ η λ ε γ γ ύ η ς από την π λευρ ά τω ν λα ώ ν του Βορρά » . 34 Πεντακάθαρα μιλά αντιθέτους ο ΑγιάζΑχμάντ (Aijaz Ahmad): «Όπου υπήρχε εθνική απελευθέρωση τώρα υπάρχει τρομοκρατία » . 35 Είναι αλήθεια ό τι η νεοφιλελεύθερη πολιτική της παγκοσμιοποίησης έχει τσακίσει τη ραχοκοκαλιά των εθνικών απελευθερωτικών και αναπτυξιακών καθεστώτων. Ωστό σο, είναι αμφίβολο αν η έκφραση του Αμίν, σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ κατα στρέφουν την αυτονομία των χω ρώ ν του Νότου, μπορεί να επιβεβαιω θ εί σ’ αυτόν το βαθμό γενίκευσης. Οι πολιτικές της «απόζευξης» («delinking») από την παγκόσμια αγορά και της «αυτάρκειας» («self reliance») έχουν αποτύχει πρωτίστους για ενδογενείς λόγους. Οι χώ ρες του BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), τρεις τουλάχιστον από τις οποίες συγκαταλέγονται στο «Νότο», μπόρε σαν, παρ’ όλες τις αντιφάσεις, να επεκτείνουν τα πεδία δράσης τους μέσω της ενσωμάτωσής τους στην παγκόσμια αγορά. Ο Αμίν και οι άλλοι δεν είχαν καλά καλά προλάβει να διακηρύξουν πως «η Ρωσία, η Κίνα και οι Ινδίες αποτελούν ΒΟΛΦΓΙ
ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ I
24
τους τρεις στρατηγικούς εχθρούς του αμερικανικού σχεδίου » 36 όταν στο Νέο Δελχί επικυρωνόταν η στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ. Εν ολίγοις, οι σχέσεις και η δυναμική τους παραμένουν αντιφατικές. Δεν είναι τώρα η στιγμή για οριστικές απαντήσεις. Είναι όμως οπωσδήποτε η στιγμή να αναλύσουμε τις αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού με τα πιο α νεπτυγμένα μαρξιστικά νοητικά μέσα, προκειμένου να αυξήσουμε την ικανότη τα για πράξη στο πλαίσιο του καπιταλισμού και να προετοιμάσουμε το έδαφος για την αναγέννηση μιας προοδευτικής εναλλακτικής λύσης, η οποία ακόμη εκκρεμεί. Οι Κόλιν Λις (Colin Leys) και Λίο Πάνιτς προσδιορίζουν εύστοχα το καθή κον μας. Αν η Αριστερά δεναναλύσει τις οικονομικές, πολιτικές και οικολογικές αντιφάσεις του παρόντος ιμπεριαλισμού, αναπτύσσοντας στη βάση αυτής της α νάλυσης αποτελεσματικές αντι-στρατηγικές,τότε όλο και περισσότερο η απά ντηση θα έρχεται από «αντιδραστικά και αταβιστικά στοιχεία » . 37 Κάτι τέτοιο θα ταίριαζε όμως στους υπολογισμούς των εξτρεμιστών που κυβερνούν τις ΗΠΑ. Η πολιτική των ΗΠΑ έχει γιγαντώσει τον αντιδραστικό αντιιμπεριαλισμό. Κι έτσι έ χουν ένα διάδοχο για τον χαμένο εχθρό του Ψυχρού Πολέμου. Είναι ένα αληθι νό σενάριο παγκόσμιου πολέμου με τη δαιμονική φιγούρα του δυνάμει πανταχού παρόντος τρομοκράτη.Τότε θα υπήρχε ασφάλεια μόνο για τους πελάτες των ΗΠΑ. Η αυτοκρατορία του παγκόσμιου καπιταλισμού θα έπεφτε στα χέρια ε νός κατάφωρα ιμπεριαλιστικού μάναντζμεντ. Τι να κάνουμε σ’ αυτή την κατάσταση; Ορισμένοι θεω ρούν ότι η Αριστερά θα έπρεπε να συμμαχήσει με τον αντι δραστικό ιμπεριαλισμό, τον οποίο εξέθρεψ αν οι ΗΠΑ. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ή ταν μοιραίο. Η Αριστερά θα ήταν η πρώτη που θα καταστρεφόταν. Χωρίς κάποια προοδευτική εναλλακτική λύση είναι χαμένη. Η εναλλακτική αυτή θα πρέπει να αναζητήσει το έρεισμά της στον αντιφατικό χαρακτήρα του παγκόσμιου καπιτα λισμού.Το πολύπλευρο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης το κατάλαβε αυτό με τον δικό του τρόπο. Από κίνημα αντιπάλων της παγκοσμιοποί ησης μετατράπηκε σε κίνημα μιας άλλης παγκοσμιοποίησης, μιας παγκοσμιοποί ησης από τα κάτω. Επιδιώκει έναν «άλλο κόσμο» εναντίοντης αυτοκρατορίας του διεθνούς καπιταλισμού της υψηλής τεχνολογίας, αλλά μέσα από αυτόν.Το κίνημα θα ήταν χαμένο αν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατόρθωναν να επιβά λουν το σενάριο του παγκόσμιου πολέμου μιας «Clash of Civilizations» [«Σύκρουσης των πολιτισμών»] και να εξαγάγουν και πάλι τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις, αυτή τη φορά όμως διαφορετικά απ’ ό,τι στον Ψ υχρό Πόλεμο, προς μια αντιδραστική εναλλακτική λύση. Η Αριστερά θα χρειαστεί πολλή διαλε κτική προκειμένου να κινηθεί μέσα σ’ αυτή την αντίφαση.
25
I ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΙ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ;
Σημειώσεις ι. Benjamin, Walter,"Über Sprache iiberhaupt und die Sprache des Menschen”, Gesammelte Schriften, 11.1,0.145. 2. Στο ίδιο, σ. 148. 3. Althusser, Louis, Idéologie undideologische Staatsapparate, Αμβούργο 1977, o. 145. 4. Weber, Max, Wirtschaft und Gesellschaft I, παράγρ. i6 . 5. MEGA, 11.4 .1,0.18. 6. Weber, d.rr.,VIII, παράγρ. 4. 7. Bieling, Hans-Jürgen, “Die Europaische Union: eine neue Supermacht mit imperialen Ambitionen?”, στο Prokla 138 (35), τεύχ. 2,20 0 5, o. 248. 8. Στο ίδιο, a. 250. 9. Haug, W olfgang Fritz, Dreizehn Versuche marxistisches Denkenzu erneuern, gefolgt von Sondierungen zu Marx / Lenin / Luxemburg, Αμβούργο 2005, σ. 8ο. ίο . Hirsch, Joachim, “Die Internationalisierung des Staates", στο Das Argument 236 (42), τεύχ. 3 ,2 0 0 0 , 0 . 335· u . Βλ. Roth, Karl-Heinz, DerZustandder Welt. Gegen-Perspektiven, Αμβούργο 2005, σ. 2 i. 12. Βλ. Haug, Wolfgang Fritz, High-Tech-Kapitalismus. Analysen zur Produktionsweise, Arbeit, Sexualitat, Krieg und Hegemonie, Αμβούργο 2003, σ. 239 κ.ε. 13 . Leys, Colin - Panitch, Leo, «P reface» στο Socialist Register 2005: The Empire Reloaded, Λονδίνο - ΝέαΥόρκη - Χάλιφαξ 2004, σ. vii [Socialist Register 2005: The Empire Reloaded, Athens, Savalas, 2005]: “Recognize what most distinguishes US supremacy in the new imperial order is not its military and surveillance power, huge through that is, but the penetration of the states, economies, and social orders of the other leading countries by the US state, US corporation, and US values”. 14. Hardt, Michael - Negri, Antonio, Αυτοκρατορία, Αθήνα, Scripta, 2002. 15. Panitch, Leo - Gindin, Sam, “Global Capitalism and American Empire”, στο Socialist
Register 2004: The new Imperial Challenge, Λονδίνο 2003, σ. 4. ι6 . Σύμφωνα με τον Patnajk, όπως παρατίθεται στο Panitch, Leo - Gindin, Sam , ό.π., σ .2. 17 · Panitch, Leo - G ind in, Sam , ό.π., σ. i8 : “Even if there were no Sovie t U nion, we would face the great problem [... that] the absence of order among nations is becoming less and less torelable”. 18. Ahmad, Aijaz, “Im perialism of Our Tim e”, στο Panitch Leo - Gidin, Sam , ό.π., σ. 48: “Hardly a theory, one might add”. 19. Lenin Werke 22, Berlin/DDR 1953, σ. io8. 20. Στο Ιδιο. 21. Στο ίδιο, 23, σ. 790. 22. Βλ.π.χ. Ahmad, Aijaz, ό.π.,σ. 43 · 23· Kautsky, Karl,“Zwei Schriften zum Umdenken”,o ro Die neue Zeit 33,τόμ. II, αρ. 4, 1915, σ. 144, όπως παρατίθεται στο Deppe, Frank - Heidbrink, Stephan - Schmalz, Stefan Schoppengerd, Stefan - Solty, Ingar, Der neue Imperialisms, Χάιλμπρον 2004, o. 31. 24. Roth, ό.π.,σ. 32.
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΡΙΤΖ ΧΑΟΥΓΚ | 26
25· Όπως παρατίθεται στο Roth, ό.π., ο. 41. 26. Harvey, David, Derneue Imperialismus, Αμβούργο 2005, ο. 45· 27-A 1£ W ,23,o . 79° · 28. Panitch, Leo - Gindin, Sam, "Global Capitalism and American Empire”, ό.π., o. 32 κ.ε. 29. Στο ίδιο, σ. 45. 30. Στο ίδιο, ο. 32. 31. Στο ίδιο, ο. 2432. Amin, Sam ir - Houtard, François - Ramonet, Ignacio, “Das im périale Projekt zum Scheitern brin gen. V ie r B au ste in e für ein e w irk lich m ultip o la re W elt", στο Sandim
Getriebe 48, Ιανουάριος 2oo6, o. 3. 33. Στο Ιδιο, ο. 4. 34. Στο Ιδιο, ο. 435 - *τ0 ίδιο. ο. 4736. Amin, Sam ir κ.ά., ό.π., ο. 3· 37- Leys, Colin - Panitch, Leo, «Preface» στο Socialist Register 2005, ό.π., σ. ix.
27
I ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Ή I Μ ΠEPI ΑΛ11MO J ;
Η οικοδόμηση εναλλακτικών δυνατοτήτων1 Ρέμι Χ ερ έρ α Ερευνητής στο CNRS, Πανεπιστήμιο Paris I, συντονιστής του Εναλλακτικού Κοινωνικού Φόρουμ
1.
Ιμπεριαλισμός, πόλεμος και καπιταλιστική κρίση
0 α αναφερθώ αρχικά στο νεοφιλελευθερισμό, στην κρίση του καπιταλισμού ως
συστήματος, αλλά επίσης στις εναλλακτικές δυνατότητες, στις προοπτικές κοι νωνικού μετασχηματισμού και εξόδου από το σύστημα. Είναι ιδιαίτερα περίπλο κο το καθήκον που αναλαμβάνει κανείς όταν θέλει να μιλήσει για εναλλακτικές δυνατότητες σε μια εποχή όπου η ανθρωπότητα διατρέχει τόσους κινδύνους και όπου εμφανίζονται βαθιές αντιφάσεις στους κόλπους όχι μόνο του καπιταλιστι κού συστήματος αλλά και των ίδιων των αντισυστημικών δυνάμεων. Δεν είναι εύκολο το καθήκον διότι απαιτεί: • πρώτον, να συμφωνήσουμε μεταξύ μας σε σχέση με τη σοβαρότητα της τωρινής κρίσης του καπιταλισμού, του δομικού χαρακτήρα της, καθώς και ανα φορικά με τη φύση του νεοφιλελευθερισμού, των χαρακτηριστικών και των βα σικών του τάσεων· • δεύτερον, να αντιληφθούμε ότι είναι αναγκαίο να επανακτήσουμε τον ρι ζοσπαστικό χαρακτήρα των θεω ριώ ν και των πρακτικών μας, προκειμένου να οικοδομήσουμε έναν άλλο εφικτό κόσμο, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα του παρελθόντος (τις νίκες αλλά και τα σφάλματά μας), όπως και τις εμπειρίες του παρόντος (τις νέες μορφές αντίστασης και αγώνα που ξετυλίγονται σε ολόκλη ρο τον κόσμο)· • τρίτον, να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς θέλουμε όταν αναφερόμαστε σε έ ναν διαφορετικό κόσμο, να αποσαφηνίσουμε το περιεχόμενο του κοινωνικού σχεδίου που μπορεί να μας ενώσει με βάση μιαν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατό τητα και να συναρθρώσουμε την εθνική, την τοπική και την παγκόσμια διάσταση αυτής της εναλλακτικής δυνατότητας, όπως επίσης και τα ρεαλιστικά στάδια της πρακτικής της εφαρμογής.*
* Μετάφραση κειμένου: Τάσος Μπέτζελος
29
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΝ
2
Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται, όπως είπε εδώ και αρκετό καιρό, το 1900, ένας νεαρός επαναστάτης ονόματι Βλαντιμίρ Ίλιτς τη στιγμή της εξόδου του από μια φυλακή της Σιβηρίας που συνέπεσε με την έκδοση της νέας επ ιθ εώ ρησης Ισκρα, «προτού ενωθούμε και για να ενωθούμε να ξεκαθαρίσουμε ποιοι είμα στε». Διότι η εποχή μας, η οποία βρίθει από ενδοιασμούς και ελπίδες, επιθυμίες προόδου και τάσεις αντίδρασης, απόπειρες αλλαγών αλλά και εκμετάλλευσής τους από την πλευρά του συστήματος, μοιάζει από πολλές απόψεις με την προ του 1917 εποχή, και ακόμη περισσότερο, σε ένα εμφανώς διαφορετικό πλαίσιο, με την εποχή στην οποία δημιουργήθηκε η Α' Διεθνής, εποχή θεωρητικών απο κλίσεων και πολιτικής αποδιοργάνωσης, κατακερματισμού των προοδευτικών δυνάμεων, αποπειρών εκτροπής και εξουδετέρω σης της συλλογικής δράσης των εργατών από την πλευρά των κυρίαρχων, εποχή που χαρακτηριζόταν επί σης (όπως και η σημερινή) από μεγάλη διανοητική και πολιτική σύγχυση. Χρειάζεται να ενωθούμε για να ασκήσουμε κριτική στον κόσμο, αλλά χρειά ζεται επίσης να «ξεκαθαρίσουμε ποιοι είμαστε» για να μπορέσουμε να τον αλ λάξουμε. Σ’ αυτές τις συνθήκες πρέπει: ι) να έχουμε σαφή άποψη για τις αλλα γές του καπιταλισμού 2) να διατηρήσουμε τη μνήμη του παρελθόντος, κυρίως για τις νέες γενιές, να διαφυλάξουμε την ανάμνηση των συντρόφων που έπε σαν χτες στον αγώνα (και την επίγνωση ότι ορισμένοι εξακολουθούν να πέ φτουν σήμερα), να ενημερωθούμε στο μέτρο του δυνατού έξω από τα κυρίαρ χα μέσα ενημέρωσης για τις αντιστάσεις που αναπτύσσονται σήμερα σε ολόκλη ρο τον κόσμο και 3) να αποκτήσουμε αποτελεσματικές οργανώσεις, συναρθρώ νοντας τα διαφορετικά προγράμματα πάλης, ώστε να τα ριζοσπαστικοποιήσουμε και να τα ενοποιήσουμε ενάντια στον κοινό μας εχθρό. Αλλά ποιος ακριβώ ς είναι ο κοινός μας εχθρός;Το γεγονός ότι η τεράστια πλειοψηφία ατόμων και λαών κινητοποιείται σήμερα ανά τον κόσμο κατά του νεοφιλελευθερισμού και του πολέμου δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο πόλεμος, κυρίως ο πόλεμος του Ιράκ, αποτελεί λογικό επακόλουθο του νεοφι λελευθερισμού· ούτε να μας κάνει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι πραγματι κός εχθρός της ανθρωπότητας είναι σήμερα ο ίδιος ο καπιταλισμός, ως σύστη μα ταξικής εκμετάλλευσης, που κρύβεται πίσω από τη ρητορική μάσκα της «δη μοκρατίας» -θ έ μ α στο οποίο θα επ ανέλθουμε-, και η ιμπεριαλιστική του επέ κταση, ως σύστημα εθνικής καταπίεσης, που καλύπτεται από το πέπλο μιας δή θεν «αρμονικής» παγκοσμιοποίησης. Γνωρίζουμε καλά ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ο ιμπεριαλισμός και ότι η καπιταλιστική δημοκρατία συνιστά κατάσχεση της λαϊκής εξουσίας. Κατά συνέπεια, η κριτική στο νεοφιλελευθερισμό είναι ανα γκαία αλλά όχι επαρκής, διότι οι προτάσεις «ρύθμισης» της αγοράς (όπως οι προτάσεις του Στίγκλιτζ) εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών, που συνεχίζουν να έχουν τον έλεγχο του παιχνιδιού, γεγονός που ισχύει ακόμη και για μεταρρυθμίσεις τόσο ελκυστικές όσο, επί παραδείγματι, ο φόροςΤόμπιν. Ομοίως, η αντίστασή μας στον πόλεμο είναι sine qua non όρος για κάθε πρόοδο, ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ I
30
αλλά δεν είναι καθόλου επαρκής. Η εναλλακτική δυνατότητα απέναντι στον ι μπεριαλισμό δεν θα προκόψει από έναν περισσότερο ή λιγότερο πράο και απα τηλό συμβιβασμό μαζί του. Η πραγματική εναλλακτική δυνατότητα είναι η εθνική χειραφέτηση, διότι οι λαοί θέλουν την ειρήνη αλλά προτιμούν την ελευθερία, και δεν σταματούν να την αναζητούν. Η εναλλακτική δυνατότητα απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, στον «κακό» καπιταλισμό, δεν είναι η μυθοπλασία ενός «καλού» καπιταλισμού ούτε η μυθοπλασία ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Πραγματική εναλλακτι κή δυνατότητα είναι η κοινωνική χειραφέτηση, διότι δεν γίνεται να υπάρχει καπι ταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, όπως δεν γίνεται να υπάρχει πράος ή «αν θρωπιστικός» ιμπεριαλισμός. Δεν πρόκειται για ρητορική συνθηματολογία, αλλά για συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη της ιστορίας. Ο αστικός πολιτι σμός του 19ουαιώνα στηρίχτηκε θεωρητικά στον πολιτισμό των «Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», αλλά αποδέχτηκε πρακτικά την ευρωπαϊκή αποικιοποίηση και το ρατσισμό των λευκών. Κατά τον 206αιώνα, η ιδεολογία του ολοκλήρωσε μεν τη φιλελεύθερη ιδεολογία, αλλά μεταλλάχθηκε σε φασισμό όταν η εργατική τά ξη, που είχε στραφεί στον κομμουνισμό, απείλησε την ηγεμονία του. Κατά τη δε καετία του 1970, ο καπιταλισμός μεταλλάχτηκε σε «εθνικοκοινωνικό φιλελευθε ρισμό» (υπό την πίεση που άσκησαν οι αγώνες των εργαζομένων και των λαών), με τον «κεϊνσιανό συμβιβασμό» στο Βορρά, ο οποίος συνδύαζε κοινωνική πρόο δο intra-muros και αποικιακούς πολέμους, εγκληματική στήριξη νεοφασιστικών δικτατοριών extra-muros, δηλαδή στο Νότο (κάτι έχετε ακούσει γ ι’ αυτό εδώ στην Ελλάδα). Και όλα αυτά σε συνδυασμό με την κρατική υποστήριξη στη λεηλα σία του Νότου από τις πολυεθνικές. Αποδέχτηκε μήπως ο ιμπεριαλισμός τον Αλιέντε ή τον Άρμπεντζ; Ο ίδιος οργάνωσε τα πραξικοπήματα, ο ίδιος εκπαίδευσε τους βασανιστές των Λατινοαμερικανών συντρόφων μας, ο ίδιος κατέστρεψε την καλύτερη κοινωνία του! Ποιος από μας πιστεύει ότι θα μπορούσε ο ιμπεριαλι σμός να αποδεχτεί μια «σοσιαλδημοκρατική» Βενεζουέλα; Εκεί βρίσκεται ένα α πό τα παράδοξα της εποχής μας: σε πολλά μέρη της γης, η μη διεξαγωγή της ε πανάστασης φέρνει την αντεπανάσταση. Ο πρόεδρος ΟύγκοΤσάβες κέρδισε την εμπιστοσύνη του λαού του -ο οποίος τον εξέλεξε και τώρα προσπαθεί να τρέψει σε φυγή τους φασίστες- όταν άρχισε, με συγκεκριμένα μέτρα και με τη βοήθεια της Κούβας, την μπολιβαριανή επαναστατική διαδικασία. Η μόνη εφικτή εναλλα κτική δυνατότητα είναι αντιιμπεριλιαστική και αντικαπιταλιστική. Για ποιο λόγο ανέφερα ότι λογικό επακόλουθο του νεοφιλελευθερισμού είναι ο πόλεμος; Διότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η στρατηγική κυριαρχίας που προ ωθείται στην πράξη από τους πλέον ισχυρούς ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, α πό την πλέον ισχυρή μερίδα καπιταλιστών σε πλανητική κλίμακα -από αυτό που συνήθως ονομάζουμε χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο- και επιδιώκει να βγάλει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα από την κρίση του. Ο νεοφιλελευθερισμός εί ναι η πολιτική μορφή που παίρνει η εξουσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, 31
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΤ0ΤΗ1
και κυρίως σήμερα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου των ΗΠΑ, εξουσία που (ανα)κατακτήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στις ΗΠΑ (με την πολιτική α πόφαση που προώθησε μονόπλευρα την αύξηση των επιτοκίων το 19 7 9 . απ’ ό που προήλθε και η εκρηκτική αύξηση των χρεών τουΤρίτου Κόσμου). Σκοπός ε τούτης της στρατηγικής, αν προχωρήσουμε πέρα απ’ τη χαοτική εικόνα που πα ράγει η πορεία του καπιταλισμού, είναι να προωθήσει μια «ρύθμιση» της κρίσης που θα παρέχει στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, στο πλαίσιο των παγκοσμιοποιημένων αγορών, νέες ευκαιρίες κερδοφόρων επενδύσεων, επενδύσεων ε ξαιρετικά επικερδών αλλά μη παραγωγικών και αντικοινωνικών. Το πρόβλημα είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν συνιστά ούτε «μοντέλο α νάπτυξης» ούτε στρατηγική επιταχυνόμενης συσσώρευσης. Είναι μεγιστοποίη ση των άμεσων κερδών. Είναι μια φυγή προς τα μπρος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο προσπαθεί να αποτρέψει τη βίαιη απαξίωση και την απώ λεια της αξίας των τεράστιων ποσοτήτων κινητού κεφαλαίου που έχει στα χ έ ρια του για να μην καταρρεύσει οικονομικά το σύστημα.Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η λεηλασία του Νότου, η δομική προσαρμογή, οι μεταφορές πλεονα σμάτων, ο άμεσος έλεγχος από το Βορρά των κρατικών μηχανισμών του Νότου και η εξουδετέρωση της εξουσίας τους, η καταστροφή κάθε αναπτυξιακής προ οπτικής. Αλλά το αποτέλεσμα είναι επίσης, στις οικονομίες της τριάδας ΗΠΑ - Ευ ρώπη - Ιαπωνία, μια πολύ χαμηλή κεφαλαιακή συσσώρευση με αργή ανάπτυξη της παραγωγής, η ανεργία, η προσωρινότητα, η αποπτώχευση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού κ.λπ. Οι ΗΠΑ γνωρίζουν σήμερα βαθύτατες ανισορροπίες, εσωτερικές αλλά και ε ξωτερικές, τις οποίες οξύνει περαιτέρω η νεοφιλελεύθερη λογική τής (σχεδόν) μη συσσώρευσης. Είναι υπερχρεωμένες. Εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ε ξωτερικό, ενώ από τη δεκαετία του 1980 επαναπατρίζουν όλο και περισσότερα κέρδη από τον υπόλοιπο κόσμο.Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο των ΗΠΑ σπρώ χνει μέχρι και 8 ο % των κερδών στο χρηματιστήριο, κρατώντας ένα μικρό μόνο μέρος για παραγωγικές επενδύσεις. Οι κυρίαρχες τάξεις τους, οι οποίες πλουτί ζουν ολοένα και περισσότερο τα τελευταία είκοσι χρόνια, καταναλώνουν τερά στιες ποσότητες. Από την άλλη, τέτοιες ανισορροπίες απαιτούν ακόμη περισσότε ρες κρατικές επενδύσεις. Ο νεοφιλελευθερισμός καταστρέφει τις υπηρεσίες κοι νής ω φέλειας, αλλά δεν ταυτίζεται -τουλάχιστον στις Η Π Α - με ανυπαρξία κρά τους, μιας και το κράτος είναι πανταχού παρόν. Πανταχού παρόν για να στηρίξει την κατανάλωση, για να βοηθήσει με πιστώσεις τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, για να ανοίξει νέες αγορές στις πολυεθνικές που βρίσκονται έξω από τα σύνορα και κυρίως για να στρατιωτικοποιήσει την οικονομία. Διότι η στρατιωτικοποίηση είναι σήμερα το βασικό γνώρισμα της εξουσίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτό που κρίνεται και αυτό που καθιστά, θα λέγαμε, «αναγκαίους» τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους είναι ο έλεγχος που ασκεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ |
J2
σε συνθήκες δομικής κρίσης. Είναι το γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό κεφά λαιο ως τάξη, με το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης που το χαρακτηρί ζει, και όχι μόνο ο Τζ. Μπους, τα γεράκια του και οι μεγιστάνες του πετρελαίου, ελπίζει ότι θα διατηρήσει την εξουσία του μόνο με τη βία και την ωμή στρατιωτι κή ισχύ. Ο νεοφιλελευθερισμός με τις ενδοεθνικές και διεθνείς ανισότητες, με το παγκοσμιοποιημένο απαρτχάιντ, με τα τείχη του Ρίο Γκράντε, του Σένγκεν, της Δυ τικής Όχθης του Ιορδάνη -τα οποία είναι πολύ περισσότερο δολοφονικά από το Τείχος του Βερολίνου-, ο νεοφιλελευθερισμός που απέτυχε σε όλους τους το μείς και σε όλες τις ηπείρους αλλά εξακολουθεί να επιβάλλεται με την ισχύ του ε νάντια στη βούληση της τεράστιας πλειοψηφίας των λαών, ενάντια στην ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται πλέον σε πόλεμο με όλους εκείνους που ορθώνουν το ανάστημά τους για να σκεφτούν και να επιβε βαιώσουν τη βούλησή τους να οικοδομήσουν ένα σχέδιο κοινωνικής δικαιοσύ νης, εθνικής κυριαρχίας, αυτόνομης ανάπτυξης.Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο επέλεξε τον πόλεμο ω ς τρόπο «ρύθμισης» της δομικής κρίσης του καπιταλιστι κού συστήματος, ω ς επιχείρηση «αστυνόμευσης» του «παγκόσμιου χωριού» α πέναντι στις λαϊκές αντιστάσεις που ξεπηδούν παντού, ω ς τελική λύση για την α ναπαραγωγή των υλικών προϋποθέσεων της εξουσίας του. 0 πόλεμος δεν θα καταφέρει όμως να προσδώσει νέα δυναμική στη συσ σώρευση όσον αφορά το κέντρο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Παρομοίως, ο νεοφιλελευθερισμός, που επιβάλλεται με τον πλέον αντιδημοκρατικό τρόπο από τους «δημοκράτες» μας (αυτούς ακριβώς τους «δημοκρά τες» που βομβαρδίζουν και δολοφονούν με ήσυχη τη συνείδησή τους και με τις κατάλληλες μεθόδους διακυβέρνησης), δεν θα καταφέρει να απαλλάξει το σύ στημα από την κρίση του. Γεγονός που σημαίνει ότι το οικονομικό και το στρα τιωτικό επίπεδο της κρίσης είναι στενά συνδεδεμένα.Υπάρχει μια στενή συσχέτιση ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του χρηματοπιστωτικού κεφα λαίου των ΗΠΑ και στη στρατιωτικοποίησή τους.Το ζήτημα δεν έχει να κάνει τό σο με τις στρατιωτικές δαπάνες, οι οποίες -π α ρ ά την κρίση- δεν αποτελούν α φόρητο βάρος για τις ΗΠΑ ( 4 % του μεικτού εθνικού εισοδήματος), αλλά περισ σότερο με την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, που στρέφεται προς όλες τις κα τευθύνσεις προκειμένου να ελ έγ ξει τον πλανήτη.Υπάρχει ένα εντυπωσιακό προβάδισμα των ΗΠΑ στον στρατιωτικό τομέα, με ένα δίκτυο στρατιωτικών βά σεων σε π ερισσότερες από ίσ ο χώ ρ ες και με π ερισσότερους από 300.000 στρατιώτες (χωρίς να υπολογίζουμε τα στρατεύματα που βρίσκονται στο Ιράκ) έξω από το ηπειρωτικό έδαφος, φτάνοντας μέχρι τα εδάφη της πρώην Σοβιετι κής Ένωσης και πολύ κοντά στην Κίνα, τον «υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο» για τις ΗΠΑ. Ακριβώς επειδή οι ΗΠΑ εξαρτώνται σε τέτοιο βαθμό από το εξωτερικό, α ντλούν τόσους πόρους από ολόκληρο τον κόσμο και βομβαρδίζουν τόσους λα ούς του πλανήτη.Υπάρχει μια αντιστοιχία ανάμεσα στη χρηματοοικονομική ά ντληση πόρων στην οποία προβαίνουν οι ΗΠΑ, τραβώντας προς το μέρος τους 33
I « ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΝ
τον πλούτο του κόσμου, και στο συμπλήρωμά της, τις βόμβες που ρίχνουν χρη σιμοποιώντας το παγκόσμιο δίκτυο των στρατιωτικών τους βάσεων. Οι συστημικές ανισορροπίες τείνουν όμω ς να καταστούν αφόρητες.Το σύστημα δεν μπορεί να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο, και δεν θα εξακολουθήσει να λειτουρ γεί όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα.Υποχρεούται να αλλάξει πορεία, αλλά αυτό μπορεί να το κάνει με πολύ διαφορετικούς τρόπους, γεγονός που εν μέρει θα εξαρτηθεί από τις δικές μας αντιστάσεις. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την περίπτωση σκλήρυνσης αυτής της πορείας, η οποία μπορεί να γίνει ακόμα πιο καταστροφική απ’ ό,τι σήμερα. Υπάρχει άραγε κίνδυνος «φασιστικοποίησης»;Το ερώτημα απαιτεί εξαιρετι κή προσοχή. Γιατί μπορεί η μαρξιστική έννοια του ιμπεριαλισμού να είναι επαρ κής για να εξηγήσει τη σημερινή πορεία της εξουσίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Μπορεί επίσης η αναφορά στο φασισμό να μην είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό αυτής της εξουσίας. Θα αρκεστώ εντούτοις να επισημάνω ότι ορισμένα γνωρίσματα του κλασικού φασισμού, ω ς ιστορικού προϊόντος του κα πιταλισμού κατά τον 2ο4αιώνα, επανεμφανίζονται σήμερα στον αμερικανικό ι μπεριαλισμό. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η βία, μια βία συστηματική, συστημική, που μετατρέπεται σε τρόπο ζωής· το σύστημα αλλοτρίωσης και χειραγώγησης των μαζών που προωθείται από τα ολοκληρωτικά μέσα ενημέρωσης, την εμπο ρική διαφημιστική προπαγάνδα, τη μοναδική σκέψη, προκειμένου να ενσωμα τωθούν οι μάζες στο καταστροφικό σχέδιο των κυρίαρχων τάξεων· η πίστη σε έναν «ανώτερο πολιτισμό» που οφείλει δήθεν να καθοδηγήσει τον κόσμο, μια δαρβινική αντίληψη για τον ανταγωνισμό των ανθρώπινων ειδών, η κληρονομι κή υπεροχή των πιο ισχυρών και η ανηλεής καταδίκη των πιο αδύνατων, η ανα παραγωγή της «φυλής» μέσω μιας αιματοβαμμένης θυσίας, μέσω του πολέμου και της εξολόθρευσης των πληθυσμών. Θα αντιτείνουν ότι φασισμός σημαίνει πρωτίστους ολοκληρωτικό κράτος. Αυτό αληθεύει, αλλά όπως είπαμε το δόγμα του λιγότερου κράτους εφαρμόζεται σε όλα τα μέρη του πλανήτη, εκτός από τις ΗΠΑ: εκεί το κράτος στρατιωτικοποιείται και παραβιάζει τα πιο στοιχειώδη αν θρώπινα δικαιώματα. Η δημοκρατία έχει μετατραπεί σε καθαρή μυθοπλασία, σε δικομματισμό των υπερδισεκατομμυριούχων που μεταλλάχτηκε στην πραγματι κότητα «δύο μοναδικών κομμάτων», δηλαδή ενός μοναδικού κόμματος του κε φαλαίου. Θα αντιτείνουν επίσης, και δικαίως, ότι φασισμός σημαίνει γενοκτονία. Αλλά πώς μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι η δυναμική του παγκόσμιου καπιτα λιστικού συστήματος παράγει γενοκτονίες μέσω της εγγενούς πόλωσης; Γενο κτονίες εμφανείς, που είναι ορατές με γυμνό μάτι και οι οποίες προωθούνται α πό ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως τον πόλεμο του Ιράκ (ή, σε διαφορετικό περιβάλλον και σε μικρότερες διαστάσεις, μέσα από αποικιακές καταστάσεις, ό πως συμβαίνει στην Παλαιστίνη). Αλλά και σιωπηρές γενοκτονίες, αυτές που α φορούν τους φτωχότερους, στο Νότο, και προωθούνται με την αδιόρατη βία των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Γενοκτονίες, πόλεμος, απαρτχάιντ: Είναι σαφές ότι ο καπιταλισμός είναι και θα συνεχίσει να είναι βαρβαρότητα, όπως ακριβώ ς ήταν όταν ζούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά, στην ιστορία της ταξικής πά λης, έναν κοινωνικό πόλεμο που διεξάγει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ενά ντια σε όλους τους λαούς, δηλαδή ενάντια σε όλους εμάς. Ο καπιταλισμός δεν είναι πλέον εχθρός μόνο των εργατών και των χωρικών, είναι εφ εξής εχθρός ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο ιμπεριαλισμός είναι η βαρβαρότητα της σύγ χρονης εποχής. Ετούτη η βαρβαρότητα, με τη λογική καταστροφής και από γνωσης που τη χαρακτηρίζει, σπρώχνει στα άκρα και άλλες μορφές βαρβαρό τητας, όπως οι πολιτικοθρησκευτικοί, σκοταδιστικοί και αντιδραστικοί φονταμενταλισμοί, αυτές οι μορφές υπο-βαρβαρότητας τις οποίες ενίσχυσαν δραστι κά οι ΗΠΑ ύστερα από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τις οποίες θα επι στρατεύσουν εκ νέου, αν χρειαστεί, για να αντιμετωπίσουν τους λαούς κάθε φορά που αυτοί θα ορθώνουν το ανάστημά τους διεκδικώντας την ελευθερία τους. Κατά συνέπεια, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη νεοφιλελεύ θερη βαρβαρότητα με το «φασίζον, αλλά χαμογελαστό» πρόσωπο. Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την απειλή, γιατί η τάση «φασιστικοποίησης», έτσι όπως την περιγράψαμε, θα ενισχύεται όσο θα δυναμώνουν οι λαϊκοί αγώνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εξαιρετικά επίφοβο και ανησυχητικό, ποιες εναλ λακτικές δυνατότητες υπάρχουν ή θα μπορούσαν να υπάρξουν;Το πρώτο και σημαντικότερο καθήκον μας είναι να κινητοποιηθούμε ενάντια στον πόλεμο και ενάντια στις απειλές ιμπεριαλιστικών πολέμων που στρέφονται κατά των λαών ως τρόποι «ρύθμισης» του παγκόσμιου συστήματος. Η αντιπολεμική κινητοποίη ση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε εναλλακτική δυνατότητα. Γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να σταθούμε αλληλέγγυοι προς τους αγώνες που αντι μάχονται τον ιμπεριαλισμό κατά μέτωπο (των λαών του Ιράκ, της Παλαιστίνης, της Κολομβίας, της Κούβας, της Βενεζουέλας, του Νεπάλ και άλλων επίσης), ότι πρέπει σε κάθε χώρα να αντιδρούμε στην παρουσία στρατιωτικών βάσεων που ανήκουν σε ιμπεριαλιστικές χώ ρες του εξωτερικού και όχι μόνο στις βορειοαμερικανικές (ακόμη κι αν είναι κυρίως βορειοαμερικανικές), αλλά και των ευρω παϊκών υπο-ιμπεριαλισμών (του γαλλικού κυρίως, στην Αφρική). Όλα αυτά προ ϋποθέτουν προτάσεις για την απαγόρευση των όπλων μαζικής καταστροφής (κυρίως των πυρηνικών όπλων) και την αποστρατιωτικοποίηση του πλανήτη, αρχίζοντας από τα πλέον ισχυρά και επικίνδυνα κράτη. Όσο οι πόλεμοι και οι α πειλές ιμπεριαλιστικών πολέμων δεν θα έχουν απομακρυνθεί, δεν θα είμαστε σε θέση να σκεφτούμε την παραμικρή αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα ούτε οποιοδήποτε κοινωνικό σχέδιο ανάπτυξης και δημοκρατίας. Αλλά τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;Υπάρχουν τόσα πράγματα που μένει να γίνουν σε εθνικό πλαίσιο, το οποίο παραμένει κατ’ εμέ το καθοριστικό πεδίο για τους αγώνες μας, οι οποίοι οφείλουν να ενισχύσουν τόσο την κοινωνία των 35
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΙ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΝ
πολιτών (τα προοδευτικά κόμματα και συνδικάτα, τα κοινωνικά κινήματα κ.λπ.) όσο και το έθνος-κράτος. Προφανώς και δεν ξεχνάμε τον Μαρξ και τη θ εω ρη τική του συμβολή σε σχέση με το ταξικό κράτος, ω ς αλλοτριωμένη έκφραση της κοινωνίας των πολιτών, ω ς αυτόματο-αυταρχικό εργαλείο καταστολής των κυριαρχούμενων τάξεων και ω ς οργάνωση των κυρίαρχων τάξεων. Θεωρού με αντιθέτους, όπως ακριβώς ο Μαρξ, ότι η κατάληψη και η άσκηση της εξου σίας παραμένουν σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, θεμελιώδης προτε ραιότητα και ότι το κράτος εξακολουθεί να συνιστά μοχλό αλλαγής. Ένας καλύ τερος κόσμος θα είναι εφικτός εάν και μόνον εάν οι λαϊκές και προοδευτικές δυνάμεις καταλάβουν και ασκήσουν την κρατική εξουσία, χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς της όχι ω ς πολεμική μηχανή που στρέφεται κατά των λαών, αλλά στην υπηρεσία τους, προς όφελος των λαών, με στόχους όχι μόνο πολιτι κούς αλλά και οικονομικούς: για να πραγματοποιηθεί εν ολίγοις η κοινωνική χειραφέτηση. Γεγονός που σημαίνει ότι τόσο σε αυτό όσο και σε άλλα θέματα ο μ αρξι σμός μάς βοηθά να έχουμε σαφείς απόψεις. Είναι η θεω ρία μας, το πλέον ση μαντικό όπλο της σκέψης μας, προκειμένου να διεξαγάγουμε τη θεωρητική και την ιδεολογική πάλη. Δ εν αναφέρομαι σε έναν υποταγμένο, πειθήνιο μαρ ξισμό ούτε σ’ έναν δογματικό, φετιχοποιημένο μαρξισμό ούτε επίσης σε έναν ακίνδυνο μαρξισμό. Αλλά σ’ έναν επιθετικό και μαχητικό μαρξισμό, που επι νοήθηκε στην πράξη και επινοεί νέες επαναστατικές πρακτικές, οι οποίες δια φέρουν μεταξύ τους και ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται. Αναφέρομαι στο μαρξισμό του Μαρξ που από την πλευρά μου αποκαλώ Μαρξ της «δεύτε ρης επιστημολογικής τομής» εναντίον του Χέγκελ, στον Μαρξ των επιστολών στους Ρώσους συντρόφους Μιχαηλόφσκι και Βέρα Ζάσουλιτς ιδιαίτερα, σε έ ναν αντιντετερμινιστικό, αντιμηχανιστικό μαρξισμό, σε έναν μαρξισμό της μη γραμμικής ιστορικότητας και των διαφορετικών μεταβάσεων (στο σοσιαλι σμό) που δεν περνούν από το «μακρύ και αιματοβαμμένο μαρτύριο» του καπι ταλιστικού δρόμου. Μία από τις δυσκολίες που οφείλουμε να αντιμετωπίσου με σήμερα, σε τούτες τις εποχές αντιστροφής των αξιώ ν και του νοήματος των λέξεω ν (εξακολουθούμε να αποκαλούμε «αριστερά» ορισμένα «σοσιαλι στικά» κόμματα και «εργατικά» συνδικάτα, οι ηγεσίες των οποίων έχουν όχι α πλώς εγκαταλείψει τις ταξικές θέσεις, αλλά βοηθούν τη Δ εξιά να προχωρή σει ακόμη βαθύτερα τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της όταν η ίδια δυσκολεύ εται να τις επιβάλλει), είναι να οικειοποιηθούμε εκ νέου το μαρξισμό, τη μεθο δολογία, τις έννοιες και την επαναστατική του ουσία ύστερα από δεκαετίες δογματισμού και υποταγής από την πλευρά εκείνων που χτες τον θεώρησαν νεκρό και τον εγκατέλειψαν και σήμερα πυροβολούν το φάντασμά του - το φάντασμα του μαρξισμού, που δεν είναι νεκρός, που εξακολουθεί να κινείται, ακόμη και μετά από αυτούς τους θανάτους που αναγγέλθηκαν διαδοχικά και κάπως βιαστικά. ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ | 36
Ποιες εναλλακτικές δυνατότητες υπάρχουν όμως πρακτικά; Στην πραγματι κότητα γνωρίζουμε αρκετές πολιτικές που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ζωής των λαϊκών τάξεων. Πρόκειται για μέτρα κοινωνικής και ηθικής υφής όπως τα εξής: δημόσια υγεία για όλους, συνταξιοδοτικά συστήματα αλληλεγ γύης, δωρεάν παιδεία (συμπεριλαμβανομένης της ανώτερης βαθμίδας της)· ε ξάλειψη των παραγκουπόλεων, της επαιτείας, της παιδικής εργασίας, των φυ λετικών και σεξιστικών διακρίσεων, της μαφίας, του εμπορίου ναρκωτικών, της πορνείας· μαζική ανακατανομή των πόρων προκειμένου να αυξηθεί η αγο ραστική δύναμη των λαϊκών τάξεων και να περιοριστούν οι μισθολογικές δια φορές, προκειμένου να ισοκατανεμηθούν τα βασικά καταναλωτικά προϊόνταμείωση του κόστους στέγασης, των φαρμάκων, των βιβλίων, των μεταφορών, του ηλεκτρικού ρεύματος (όταν υπάρχει, αλλιώς ζητούμενο είναι η ηλεκτροδότηση, όπως τον παλιό καλό καιρό...)· περιορισμός της ανεργίας, με βουλησιαρχικά πλάνα ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών και των υποδομών. Μέτρα όπως η αγροτική μεταρρύθμιση, σε διαπραγμάτευση με τους χωρικούς και με μορφές εγγείου ιδιοκτησίας, οι οποίες μπορεί να ποικίλλουν από χώρα σε χώ ρα. Μέτρα δραστικού κρατικού ελέγχου στην ιδιοκτησία των μέσων παραγω γής που έχουν στρατηγική σημασία για την ανάπτυξη της χώρας, μέτρα ανάλη ψης του συνόλου των φυσικών πόρων του έθνους (ενέργεια, νερό, δάση, βιοποικιλία) προκειμένου να εφαρμοστούν αποτελεσματικές πολιτικές προστα σίας του περιβάλλοντος και ανακατανομής των πόρων προς όφελος του λαού. Και ασφαλώς, μέτρα οικονομικής σχεδιοποίησης, που θα χρησιμοποιούν τις πλέον εξελιγμένες σύγχρονες τεχνικές μεθόδους, που θα βρίσκονται στα χέ ρια ενός κράτους το οποίο θα ανοίγει την εθνική οικονομία ώστε να ενισχύσει τον αυτόνομο και αυτόκεντρο χαρακτήρα της, να τη θέσει στην υπηρεσία εσω τερικών και κοινωνικών στόχων, να την προστατεύσει από την καταστροφική λογική του παγκοσμίους κυρίαρχου κεφαλαίου και της παραφροσύνης του χρη ματοπιστωτικού κεφαλαίου. Πρόκειται εν ολίγοις για ένα πρόγραμμα δράσης που μπορεί να παρουσια στεί με βάση δέκα σημεία, τα δέκα σημεία της Έκκλησης του Μπαμάκο, που συ ντάξαμε συλλογικά με πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Εναλλακτικού Φόρουμ κα τά τη διάρκεια της αντιιμπεριαλιστικής Ημερίδας της ι8 ^ Ιανουάριου 2οο6 στην πρωτεύουσα του Μάλι και το οποίο ύστερα από λίγες μέρες υιοθετήθηκε από τη Συνέλευση των Κοινωνικών Κινημάτων στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Καράκας.Το πρόγραμμα αυτό τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των προτεραι οτήτων μας αυτό που η Κουβανέζα φιλόσοφος Ιζαμπέλ Μονάλ (Izabel Monal), διευθύντρια μιας από τις σημαντικότερες επιθεωρήσεις της Λατινικής Αμερικής, της επιθεώρησης MarxAhora, ονόμασε συγκρότηση ενός «νέου επαναστατικού ιστορικού υποκειμένου»: ι. Υπέρ ενός πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος που θα βασίζεται στην ει ρήνη, το δίκαιο και τη διαπραγμάτευση. 37
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
2. Υπέρ μιας οικονομικής αναδιοργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος. 3·Υπέρ διαδικασιών περιφεριοποίησης που θα ευνοούν τους λαούς και θα ενισχύουν το Νότο στο πλαίσιο των παγκόσμιων διαπραγματεύσεων. 4.Υπέρ της δημοκρατικής διαχείρισης των φυσικών πόρων του πλανήτη. 5·Υπέρ ενός καλύτερου μέλλοντος για τις αγροτικές καλλιέργειες. 6 .Υπέρ της οικοδόμησης του ενωμένου μετώπου των εργαζομένων. 7·Υπέρ του εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, που θα επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπου. 8 . Για το ξερίζω μα όλων των μορφών καταπίεσης, εκμετάλλευσης και αλ λοτρίωσης των γυναικών. 9·Υπέρ της δημοκρατικής διαχείρισης των μέσων ενημέρωσης και της πολι τισμικής διαφορετικότητας. ιο.Υπέρ του εκδημοκρατισμού των διεθνών οργανισμών και της θεσμοθέ τησης μιας πολυπολικής διεθνούς τάξης. Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις θα μπορούσε να γίνει λόγος, με σοβαρούς όρους, για σχέδια περιφεριοποίησης, τα οποία δεν θα αποτελούν ιμάντες μεταβίβασης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, προωθώντας την υποταγή των χω ρών του Νότου στα κέντρα του παγκόσμιου συστήματος (όπως συμβαίνει με τη NAFTA ή το σχέδιο της ALCA [Ζώνη Ελευθέρου Εμπορίου τηςΑμερικήςΙ), αλλά θα ενισχύουν τη θέση αυτών των χω ρών με βάση μια λογική που πραγματικά θα προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της ανάπτυξης, απαιτήσεις που θα συγκροτού νται με θεμιτό τρόπο και με σεβασμό στα δικαιώματα των λαών και των ατό μων. Πάνω σ’ αυτές ακριβώς τις βάσεις θα μπορούσε να τεθεί σε συζήτηση το θέμα μιας νέας παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής τάξης: εκδημοκρατισμός του ΟΗΕ· θέσπιση παγκόσμιας φορολόγησης και διεθνής ανακατανομή των πόρων· αναδιαπραγμάτευση της πρόσβασης στις αγορές, σύσταση χρηματικών και χρη ματοδοτικών συστημάτων που θα υπηρετούν τους λαούς και τις κοινωνικές τους ανάγκες· κατάργηση του χρέους του Νότου ή των σημερινών κανόνων λει τουργίας του ΠΟΕ· επανεξέταση ακόμη και της ύπαρξης της Παγκόσμιας Τράπε ζας, του ΔΝΤ κ.λπ. Όλα αυτά όμως ονομάζονται... επανάσταση, ονομάζονται... σοσιαλισμός. Αν έτσι μπορεί να περιγράφει η επανάσταση και ο σοσιαλισμός, θα διατυπώ σω το ακόλουθο ερώτημα: Γιατί να μην ξαναμιλήσουμε για επανάσταση, γιατί να μην ξαναμιλήσουμε για σοσιαλισμό; Όχι για το σοσιαλισμό που γκρεμίστη κε με το Τείχος του Βερολίνου, αλλά για έναν απελευθερω μένο σοσιαλισμό, για ένα σοσιαλισμό που θα έχει απελευθερω θεί από το δογματισμό. Διότι η ι στορία διδάσκει ότι ο δρόμος του σοσιαλισμού συνδέεται άρρηκτα με το δρό μο της δημοκρατίας, είναι αδύνατον να χωριστεί απ’ αυτόν. Όχι της οποιοσδή ποτε δημοκρατίας, όχι μιας δημοκρατίας που υποτάσσεται αδιάντροπα στο νό μο της αγοράς (της αγοράς που αυτοσυγκροτείται σε πολιτικό υποκείμενο κατ’ εικόνα του «Καλού», όπως το αντιλαμβάνεται ο Τ ζ. Μπους), όχι μιας αστικής ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ | 38
δημοκρατικής μυθοπλασίας, που αποκρύπτει την εκμετάλλευση με τις εκλο γές και τον κοινοβουλευτισμό και μας καταδικάζει έτσι σε εναλλαγές χω ρίς ε ναλλακτικές δυνατότητες. Δεν μιλάω για αυτή τη δημοκρατία. Μιλάω για μια πραγματική και αποτελεσματική δημοκρατία, για μια κοινωνική δημοκρατία, που δεν θα μπορεί να λειτουργεί παρά με την ισότητα και την ενεργητική συμ μετοχή ολόκληρου του λαού και η οποία δεν θα μπορεί να εδραιω θεί σε εθνι κό επίπεδο παρά εκφράζοντας τη διεθνιστική της αλληλεγγύη στους αγώνες των άλλων λαών του κόσμου. Μιλάω για λαϊκή εξουσία και για λαϊκές εξου σίες σε παγκόσμια κλίμακα. Για να γίνουν αυτά χρειάζεται επειγόντως, είναι ζωτικά αναγκαίο να οργα νωθούμε: χρειαζόμαστε συνεπείς μαζικές οργανώσεις, χρειαζόμαστε στελέχη που θα διαθέτουν συνεπή πολιτική παιδεία, χρειαζόμαστε αγωνιστές και λαϊκές μάζες που θα διαθέτουν συνεπή λαϊκή ιδεολογική μόρφωση. Δεν δεχόμαστε να μας θεωρούν «τρομοκράτες» επειδή αναζητούμε εναλλακτικές δυνατότητες, ε πειδή παλεύουμε για ειρηνικές λύσεις, για λύσεις ανθρώπινης αδελφοσύνης και πολιτισμού ενάντια στην καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Δεν δε χόμαστε να ποινικοποιούνται τα όνειρά μας! Δεν δεχόμαστε να μας στερούν τις πιο θεμιτές διεκδικήσεις μας, όπως να φροντίζουμε και να μορφώνουμε τα παι διά μας, να σεβόμαστε και να προστατεύουμε τους γονείς μας, να εργαζόμαστε και να ζούμε αξιοπρεπώς, να αγαπάμε και να βοηθάμε τα αδέρφια μας που βρί σκονται στο εξωτερικό, να επεξεργαζόμαστε σχέδια κοινωνικής προόδου, εθνι κής κυριαρχίας και διεθνιστικής αλληλεγγύης!
2. Η κατάχτηση της δημοκρατίας: Τα παραδείγματα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής Ένα από τα σημαντικότερα θέματα των προβληματισμών μας είναι η δημοκρα τία στην Ευρώπη, αλλά επίσης στη Λατινική Αμερική, μια ήπειρο που αναμφί βολα γνω ρίζει σήμερα καμπή στην ιστορία της.Το θέμα της δημοκρατίας απαι τεί, κατά τη γνώμη μου, ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις, ώστε να α ποδεσμευτούμε από διάφορες παρεξηγήσεις οι οποίες φτάνουν σ’ εμάς μέσω της μοναδικής σκέψης. Γίνεται συχνά λόγος, και δικαίως, για το πλατύ κίνημα εκδημοκρατισμού της Λατινικής Αμερικής. Πράγματι, υπάρχει στη Λατινική Αμερική ένα γενικευμένο βάθεμα των συνειδήσεω ν και πραγματικές πρόο δοι. Αλλά το γεγονός ότι η Λατινική Αμερική ξεφ εύγει από τις νεοφασιστικές στρατιωτικές δικτατορίες δεν σημαίνει ότι υπάρχει εκεί δημοκρατία - εκτός ε ξαιρέσεων. Υπάρχει τάση εκδημοκρατισμού, αλλά δεν υπάρχει δημοκρατία, δεν υπάρχει ακόμα δημοκρατία στη Λατινική Αμερική.Υπάρχουν ορισμένα τυ πικά στοιχεία της αστικής δημοκρατίας, της λεγάμενης «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας, αλλά τούτα τα στοιχεία αποτελούν εργαλεία μιας τυπικά δημο κρατικής πολιτικής «μηχανικής» που λειτουργεί (αποκλειστικά ή σχεδόν απο κλειστικά) προς όφελος των πλουσίων. Υπάρχει εκδημοκρατισμός, αλλά η ε39
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
ξουσ'ια παραμένει (εκτός ορισμένων εξαιρέσεων) στα χέρια των ολιγαρχιών, των πλουσίων ή των αποκρουστικών κατά πολλούς ολιγαρχιών, που είναι συ νολικά υποταγμένες στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Πέρα από διάφορες αποκλί σεις, αντιφάσεις, ενίοτε και προόδους, ο ενοποιητικός παράγοντας που συνδέ ει τους λατινοαμερικανικούς λαούς παραμένει σήμερα, όπως στην εποχή του Τσε, η συμμαχία ανάμεσα στις τοπικές ελίτ και το μεγάλο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο των ΗΠΑ, η υποταγή αυτών των χω ρ ώ ν στον ιμπεριαλισμό μέσω των κομπραδόρικων ελίτ που τις ελέγχουν. Αν απ’ τη μία πλευρά όλοι αυτοί οι λαοί μάχονται εντός των εθνικών τους ορίων κατά του ιμπεριαλισμού, από την άλλη τρεις απ’ αυτούς θέτουν ένα σημαντικότατο πρόβλημα στον ιμπεριαλι σμό: η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Κολομβία. Η αλληλεγγύη μας οφ είλει να στρέφεται προς όλους τους λατινοαμερικανικούς λαούς που παλεύουν για την κατάκτηση της δημοκρατίας, αλλά κυρίως σε αυτούς τους τρεις: στον κολομβιανό λαό, που αντιστέκεται στο «Σχέδιο Κολομβία» το οποίο χρηματοδοτούν από κοινού ο Μπους και ο Ουρίμπε- στην Μπολιβαριανή Επανάσταση, που αντι στέκεται στις απόπειρες αποσταθεροποίησης του προέδρου τηςΤσάβες- και στην Κουβανική Επανάσταση, που αντιστέκεται στο εμπάργκο, στις επιθέσεις από το Μαϊάμι και σε όλων των ειδών τις κυρώσεις για τις οποίες, αλίμονο, εί ναι συνένοχες και οι δικές μας ευρωπαϊκές ελίτ. Λέω «ευρωπαϊκές ελίτ» και όχι Ευρώπη (όπως θα έπρεπε να πω αντίστοιχα «οι ελίτ των ΗΠΑ» και όχι οι ΗΠΑ, διότι είδαμε, με τον κυκλώνα Κατρίνα, το χά σμα που χω ρίζει το λαό και το establishment στις ΗΠΑ), λέω λοιπόν «ευρωπαϊ κές ελίτ», διότι συχνά λέγεται ότι η Ευρώπη αποτελεί τον προνομιακό τόπο της δημοκρατίας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν εδώ, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι αλλού, χώροι δικαιωμάτων και ελευθεριών, οι οποίοι κατακτήθηκαν και αποσπάστηκαν από το κεφάλαιο με τους αγώ νες που έδωσαν οι σύντροφοι των παλαιότερων γενεώ ν. Δεν πιστεύω όμως ότι μπορούμε να παραδώσουμε μα θήματα στους άλλους, διότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε μέχρι να αποδεχτούν οι ευρωπαϊκές ελίτ να ανοίξει η συζήτηση για όλα αυτά που διέπραξαν κατά των λαών της Ευρώπης, για όλα αυτά που οι αστικές μας τάξεις προκάλεσαν στους λαούς του κόσμου κατά το παρελθόν: από τη σκλαβιά μέχρι τους αποικιακούς πολέμους, από το φασισμό εντός της Ευρώπης μέχρι την υ ποστήριξη στις νεοφασιστικές δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Υπάρχει πο λύς δρόμος ακόμη μέχρι να ανοίξει στη Γαλλία η συζήτηση για αυτά που οι ελίτ μας, τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών και οι ανώτεροι κρατικοί αξιω ματούχοι προκαλούν στη Γαλλία και τον κόσμο: ολόκληρα τμήματα της κοινω νίας μένουν στην ανεργία και τη φτώχεια, ενώ ταυτόχρονα ο Νότος λεηλατεί ται από τις πολυεθνικές (με τη διαφθορά) και το κράτος (με τις στρατιωτικές βάσεις στην Αφρική). Όσο η Ευρώπη θα υποτάσσεται στα κελεύσματα της Ουάσινγκτον και θα συμπεριφέρεται ω ς υπο-ιμπεριαλισμός, η πραγματική, συμμε τοχική δημοκρατία θα είναι κάτι το ανέφικτο για την Ευρώπη και τη Γαλλία. ΡΕ Μ I ΧΕΡΕΡΑ | ήΟ
Έχουμε άραγε εξουσία του λαού, εξουσία που πηγάζει από το λαό και επι στρέφει στο λαό; Όχι, αυτό που έχουμε είναι η έκρηξη των κερδών για το χρη ματοπιστωτικό κεφάλαιο, και για εμάς η ανεργία, η κατεδάφιση των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, η μεταφορά και μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων, η προώ θηση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό των εργαζομένων, η χειραγώγηση των συνειδήσεων από τα MME, η αλλοτρίωση που προωθείται μέσω του καταναλω τισμού, η λεηλασία του Νότου, οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι του χρηματοπιστωτι κού κεφαλαίου. Έχουμε λοιπόν εξουσία του λαού; Όχι, έχουμε εξουσία του χρη ματοπιστωτικού κεφαλαίου, και πρωτίστωςτου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου των ΗΠΑ, έχουμε νεοφιλελευθερισμό, τον σύγχρονο καπιταλισμό ή τη «δημο κρατία των μετόχων». Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο δεν μας προσφέρει δημοκρατική κοινωνία, δημοκρατικό κόσμο. Είναι άραγε δημοκρατική η (εκλεγμένη) κυβέρνηση της Με γάλης Βρετανίας που στέλνει, παρά τη βούληση του λαού της, το στρατό για να διαπράξει εγκλήματα στο Ιράκ στο πλαίσιο ενός παράνομου και αθέμιτου πολέ μου; Είναι άραγε δημοκρατική η Ιταλία στο πηδάλιο της οποίας βρίσκεται ένας παλιάτσος, ένας ακόμη (εκλεγμένος) διεφθαρμένος, που έχει στην κατοχή του τα MME και συμμετέχει επίσης στη σφαγή των αθώων στο Ιράκ Είναι δημοκρατι κή η Πολωνία, που γονατίζει μπρος στα νέα της αφεντικά των ΗΠΑ και δίνει μα θήματα ελευθερίας στους Ιρακινούς; Είναι δημοκρατική η Κροατία και οι βαλτι κές χώ ρες που αποκαθιστούν τη μνήμη των ναζιστών; Είναι δημοκρατικό το ΔΝΤ, που επιβάλλει στο Νότο, από την Ουάσινγκτον, πολιτικές προσαρμογής που χαρακτηρίζονται από ανήκουστη βιαιότητα, που επιβάλλει μια δικτατορία των α γορών, ένα παγκόσμιο απαρτχάιντ, μια σιωπηλή γενοκτονία των πιο φτωχών; Είναι άραγε η Γαλλία δημοκρατική χώ ρα απλώς και μόνο επειδή ο πρόε δρός της εκλέχτηκε από το λαό; Και μάλιστα με ποσοστό 8 2 % ! Με το 7 0 % των Γάλλων να δηλώνουν σήμερα ότι δεν τον εμπιστεύονται! Ψήφισαν κατά του Λεπέν, και αυτό ακριβώ ς εκμεταλλεύτηκε ο Σιράκ για να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στην ίδια κατεύθυνση, για να προωθήσει ακόμη περισσότερο το νεοφιλελευθερισμό.Το ζήτημα δεν είναι να ελαχιστοποιήσουμε τη σημασία της ψήφου. Αλλά, αν για τους περισσότερους Γάλλους η δημοκρατία ταυτίζε ται με μια βόλτα στο εκλογικό τμήμα μία Κυριακή το χρόνο, για να σταθούν (σιωπηλά) στην ουρά, να κουνήσουν (σιωπηλά) το κεφάλι τους στο άκουσμα του ονόματός τους, να βάλουν (σιωπηλά) ένα φάκελο στην κάλπη, και να γυρί σουν (σιωπηλά) στο σπίτι τους, δίχως να έχει αλλάξει τίποτα, εάν αυτό λοιπόν είναι η δημοκρατία, τότε δεν είναι αρκετή. Δεν είναι δημοκρατία όταν μια μειο νότητα επιβάλλει μια αντικοινωνική πολιτική στην πλειοψηφία. Δ εν είναι δη μοκρατία το να ψηφίζουμε ώστε να μην αλλάζει παρά ό,τι χ ρειάζεται για να μην αλλάξει τίποτα. Η συγκατοίκηση της παλαιάς (παραδοσιακής) Δ εξιά ς και της νέας Δ εξιά ς (Σοσιαλιστικό Κόμμα), που συναγω νίζονται η μία την άλλη στην υποστήριξη του νεοφιλελευθερισμού και του ατλαντισμού, δεν είναι δη 41
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΙ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΝ
μοκρατία. Είναι «εξουσία έξω από το λαό, χω ρίς το λαό, ενάντια στο λαό». Αυ τός είναι ο σύγχρονος νεοφ ιλελεύθερος καπιταλισμός, η εξουσία του χρημα τοπιστωτικού κεφαλαίου ή αλλιώς η «δημοκρατία των μετόχων». Ψηφίσαμε στις 29 Μαΐου, είπαμε «όχι» στην υποταγή των ευρωπαϊκών ελίτ στον ατλαντισμό, είπαμε όχι στη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώ πη, με ένα ταξικό και ελπιδοφόρο όχι. Κερδίσαμε. Ακούστηκε άραγε η φωνή μας; Όχι. Νικήθηκαν όλοι τους δημοκρατικά. Έμειναν όλοι στις θ έσ εις τους. Δημοκρατικά; Πώς θα μπορούσαν οι νέοι των λαϊκών τάξεων να πιστέψουν σ’ αυτή τη μυθοπλασία της δημοκρατίας, αυτοί που δεν τους αντιπροσωπεύει, που δεν τους εκφράζει και δεν τους ακούει κανείς, αυτοί που δεν μπορούν να υπολογίζουν παρά μόνο στον εαυτό τους; ΓΓ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να παραιτηθούμε, να απογοητευτούμε ή να δι χαστούμε, αλλά να συνεχίσουμε μαζί τον αγώνα, με πνεύμα εποικοδομητικό, α νεκτικό, δημοκρατικό, σαν κι αυτό που είχαμε στην καμπάνια για το «όχι» - και στην οποία οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας έ παιξε ιδιαίτερα αποφασιστικό ρόλο ω ς άξονας οργάνωσης και σχεδιασμού της Αριστερός του «όχι», διότι η ηγεσία του κατάλαβε ότι οι μάζες επιζητούν τη ριζοσπαστικοποίηση· τη ριζοσπαστικοποίηση της κριτικής και του αγώνα. Διότι, αν θέλουμε να προχωρήσουμε, θα πρέπει να περάσουμε μια μέρα από την κριτική του νεοφιλελευθερισμού στην κριτική του καπιταλισμού, από την κριτική του πολέμου στην κριτική του ιμπεριαλισμού, και από την κριτική εν γένει στην οικο δόμηση εναλλακτικών δυνατοτήτων. Πρέπει μια μέρα να πάρουμε απόφαση αυ τό που είναι προφανές, να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει συμμετοχική και λαϊκή δημοκρατία χωρίς σοσιαλισμό. Δεν θα υπάρξει, ούτε στη Λατινική Αμερική ούτε στην Ευρώπη, δημοκρατία χω ρίς σοσιαλισμό. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι δεν θα υπάρξει και σοσιαλισμός δίχως δημοκρατία. Η ιστορία (της Ευρώπης) το έχει διδάξει: ο σοσιαλισμός δεν έχει καμία τύχη αν οικοδομείται χωρίς τη συμμετοχή του λαού, δεν έχει κανένα μέλλον αν ο λαός δεν ελέγχει την πορεία του. Οι αντί παλοί μας θεωρούν ότι ο σοσιαλισμός και η δημοκρατία είναι αντίθετα, όπως α κριβώς ισχυρίζονται ότι ο καπιταλισμός είναι το τέλος της ιστορίας και ότι δεν υ πάρχει καμία εναλλακτική δυνατότητα. Από την πλευρά μας γνωρίζουμε ότι υ πάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες, ότι η ταξική πάλη δεν τελείωσε, γιατί εμείς οι ίδιοι μετέχουμε σ’ αυτή. Γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ούτε «κανονικός καπιτα λισμός» ούτε «ιμπεριαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», ότι η εκλογική βιτρίνα του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος υπάρχει για να κρύβει την απου σία της λαϊκής συμμετοχής. Ένα από τα καθήκοντά μας θα είναι ακριβώς να συν δυάσουμε σοσιαλισμό και δημοκρατία, επανάσταση και συμμετοχή. ΓΓ αυτό ακριβώς έχουν τόση σημασία όσα γίνονται στη Βενεζουέλα, στη Βε νεζουέλα που αποτελεί το εργαστήριο δημοκρατίας στη Λατινική Αμερική. Κάθε προοδευτικός άνθρωπος έχει καθήκον να υποστηρίξει την Μπολιβαριανή Επα νάσταση, το λαό της, τον πρόεδρό της, τις κοινωνικές αποστολές της, την ALBA. ΡΕ Μ I ΧΕΡΕΡΑ | 4 2
Όσο για τους Κουβανούς φίλους μας, νομίζω όχι δεν έχουμε μαθήματα δημο κρατίας να τους παραδώσουμε. Μπορεί άραγε η γαλλική κυβέρνηση να δώσει στην Κούβα μαθήματα σεβασμού των ηλικιωμένων; Μαθήματα αλληλεγγύης στους φτωχούς, με τους χιλιάδες αστέγους και όλες αυτές τις οικογένειες που ζουν σε αξιοθρήνητες συνθήκες; Μαθήματα υποδοχής των ξένων, με τον Σαρκοζί; Μαθήματα διαχείρισης του ηλεκτρικού ρεύματος; (Η Δ εξιά ιδιωτικοποιεί την EDF, που αποτελούσε μοντέλο υπηρεσίας κοινής ωφέλειας.) Μαθήματα ε λευθερίας του Τύπου, που πωλείται στη στρατιωτική βιομηχανία και στα αφεντι κά, όπως συνέβη με τον Μενάρ, τους RSF [Ρεπόρτερς χωρίς σύνορα] και τη CIA; Η ελευθερία της έκφρασης πρέπει όμως να είναι πυλώνας της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Ποια ελευθερία της έκφρασης; Αυτή των MME που ψεύδονται και χειραγωγούν συνειδήσεις; Ή μήπως των δικών τους MME που βρίσκονται υ πό τις διαταγές του Ουρίμπε και των παραστρατιωτικών και τους οποίους θα πρέπει να πιστεύουμε όταν ισχυρίζονται ότι οι FARC (Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας) αποτελούνται από απατεώνες χω ρίς ηθικούς φραγ μούς; Ή μήπως την ελευθερία της κουβανικής μαφίας του Μαϊάμι, που δηλώνει ευθαρσώς ότι θα χρειαστεί «τρεις μέρες ατιμωρησίας» από τη στιγμή που οι ναύτες των Γιάνκις θα αποβιβαστούν στην Αβάνα για να εκτελέσει τους «καστρικούς»; Αυτά είναι ελευθερία ή προτροπή μίσους;Τη δημοκρατία της ολιγαρχίας του Καράκας που διακηρύσσει δημοκρατικά από τηλεοράσεως ότι πρέπει να διωχτεί ο τύραννος του Μιραφλόρες και να δολοφονηθεί; Αυτό είναι δημοκρα τία ή έκκληση για ανθρωποκτονία; Καμία διαφορά με τον Λεπέν. Οι σημερινοί μας εχθροί είναι οι ίδιοι που χτες έπνιγαν τα όνειρα για δημο κρατία στη Γουατεμάλα του 1954 και συνέτριβαν τη δημοκρατία που μόλις γεν νιόταν στη Χιλή του Αλιέντε, οι ίδιοι που χτύπησαν μέχρι θανάτου τη Σαντινιστική Επανάσταση της Νικαράγουας, οι ίδιοι που έλαβαν βοήθεια (και ενίοτε εκπαί δευση κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Κόνδορας») από Γάλλους αξιωματι κούς του πολέμου της Αλγερίας, οι ίδιοι που προέβησαν σε βασανιστήρια στη Βραζιλία, την Αργεντινή, το Σαλβαδόρ, προκειμένου να επιβάλουν με δικτατορικά μέσα το νεοφιλελευθερισμό που αποκαλούν «δημοκρατία». Αλλά αυτό είναι φάρσα δημοκρατίας. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη συμμαχία των λατινοαμε ρικανικών ολιγαρχιών και των νεοφιλελεύθερων ολιγαρχιών της Ευρώπης και των ατλαντιστών, με τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, ο οποίος έχει κηρύξει πόλεμο κατά των λαών όλου του κόσμου, του Βορρά και του Νότου - του Βορρά και κυ ρίως του Νότου. Για να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους εχθρούς, πρέπει να ενω θούμε, να οργανωθούμε, να επαναφέρουμε μια λογική ανεκτικότητας (αποδε χόμενοι τις διαφορές μας) αλλά και ριζοσπαστισμού (ένα επαναστατικό πνεύ μα). Να είμαστε επομένως ενωμένοι όπως συνέβη με τη νίκη του «όχι», επαγρυπνώντας πάντα ώστε η βάση να επιβάλλει τη δημοκρατία προς τη συνδικαλιστι κή και αγωνιστική της κατεύθυνση, ενάντια σε ενδεχόμενες δεξιές παρεκκλί σεις σαν της CGT. Να αντισταθούμε στα ψεύδη των MME όσον αφορά τους λαϊ 43
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
κούς αγώνες της Λατινικής Αμερικής, της Βενεζουέλας, της Κούβας, τους Κολομβιανούς αντάρτες, όπως ακριβώς αντισταθήκαμε στα ψεύδη της καμπάνιας του δημοψηφίσματος. Να ανοικοδομήσουμε τις βάσεις αλληλεγγύης με τους Λατινο αμερικανούς αδερφούς μας, τις βάσεις για έναν νέο διεθνισμό. Να ξαναμιλή σουμε για σοσιαλισμό, όχι παραληρώντας ή για ψυχαγωγικούς λόγους, αλλά δείχνοντας ότι πρόκειται για ιστορική αναγκαιότητα άμυνας της ανθρωπότητας απέναντι στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα. Όπως ακριβώς η ιδεολογία του καπιταλισμού βελτίωσε την αστική δημοκρα τία πείθοντας στο τέλος ότι δημοκρατία είναι η ψήφος (ακόμη και σε κοινωνίες με πολλές ανισότητες, όπου κυριαρχεί η εμπορική αλλοτρίωση και οι οποίες δεν διαθέτουν εθνική κυριαρχία), ομοίως αυτή η ίδια καπιταλιστική ιδεολογία δημι ουργεί την ψευδαίσθηση ότι εξουσία είναι η εκλογική νίκη. Αλλά γνωρίζουμε α πό την εποχή του Αλιέντε -κ α ι δεν θέλω να αναφερθώ σε ηγέτες προοδευτικών δυνάμεων που προχώρησαν στην προδοσία ανοιχτό (όπως ο Γκουτιέρεζ στο Εκουαδόρ) ή λιγότερο ανοιχτά (ο Λούλα στη Βραζιλία)- ότι η κατόκτηση της ε ξουσίας δεν ταυτίζεται με την άσκησή της. Πολλές από τις εκλογικές μας νίκες, στη Λατινική Αμερική ή την Ευρώπη, είναι βήματα προόδου για την Αριστερά, αλ λά είναι κυρίως αντανάκλαση της δύναμης που έχουν οι κυρίαρχες τάξεις να ε πιλέγουν ηγέτες της Αριστερός (από τον Λούλα μέχρι τον Φαμπιούς) προκειμένου να εξουδετερώσουν τις μαζικές οργανώσεις και να συνεχίσουν τις νεοφιλε λεύθερες πολιτικές που δεν κατάφερε να επιβάλει η Δεξιά. Διότι ολόκληρα τμή ματα του κρατικού μηχανισμού συνεχίζουν να μην ελέγχονται απ’ τις δυνάμεις της Αριστερός παρά την κατόκτηση της εξουσίας, διότι η αντίδραση βρίσκεται πάντα μέσα στο κράτος και την οικονομία και διότι ο ιμπεριαλισμός κυριαρχεί στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.Το βλέπουμε στη Βενεζουέλα, όπως το είδαμε χτες στη Χιλή. Πέραν της δικαστικής και της νομοθετικής εξουσίας, οι ε παναστάτες δεν έχουν στα χέρια τους την οικονομική εξουσία - στο βαθμό που δεν έχει ριζοσπαστικοποιηθεί η επανάσταση με μέτρα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας, με μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης, εθνικής απελευθέρωσης και κυ ρίως με τη συμμετοχή του λαού, στο βαθμό δηλαδή που δεν έχει εδραιώσει τις αντιιμπεριαλιστικές και αντικαπιταλιστικές βάσεις της. Να γιατί είναι τόσο σημαντικό και τόσο αναγκαίο να (ξαναμιλήσουμε για με τάβαση στο σοσιαλισμό και για ενίσχυση της δημοκρατίας, για αγροτική μεταρ ρύθμιση και για δημοκρατία, για εθνικοποιήσεις και για δημοκρατία, για σχεδιοποίηση και για δημοκρατία, για λαϊκή εξουσία. Να γιατί οφείλουμε να πολλαπλα σιάσουμε τους γειωμένους, συγκεκριμένους, χειροπιαστούς αγώνες, δημιουρ γώντας νέες μορφές αλληλεγγύης στους εργαζομένους, νέες μορφές αλληλεγ γύης με τους ανέργους, τους χω ρίς χαρτιά, με βάση ένα νέο επαναστατικό και διεθνιστικό πνεύμα. Να γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε, να συνεχίσουμε να ελπίζουμε και να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. Προχωρώ σ’ έ να απόσπασμα: ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ | 44
Έπρεπε να σφυρηλατήσουμε την πίστη μας, έπρεπε να κρατήσουμε την υπό σχεσή μας ότι θα αντιστεκόμαστε, θα παλεύουμε και θα νικάμε, ακόμη κι αν αναγκαζόμασταν να βρεθούμε πάλι ολομόναχοι. Δεν μπορούσαμε να παραι τηθούμε ούτε να σταματήσουμε, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αντάξιο της ι στορίας ετούτης της χώρας και όσων έχουν καταφέρει οι πρόγονοί μας. Πρόκειται για αγώνα, και το σημαντικό σε έναν αγώνα είναι ο λαός, η συνεί δησή του, το πνεύμα αυτοθυσίας, η υπόληψή του, η ελευθερία και η ανεξαρ τησία του. Και λαός είναι ο λαός που εκπλήσσει τους πάντες με τις αρετές του, ο λαός που δεν τον αποθαρρύνουν ποτέ οι πράξεις εκείνων που κουρά ζονται, που περνούν στις τάξεις του εχθρού ή χάνουν τις αξίες χάρη στις ο ποίες ένα ανθρώπινο ον αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Ο λαός μας αποφάσι σε να απαντήσει με τον τρόπο που όφειλε να απαντήσει, στο δύσκολο έδα φος του αγώνα. Δοκιμάσαμε όλες τις εμπειρίες. Αφήσαμε ανοιχτή κάθε δυ νατότητα, αρκεί να μην παραιτηθούμε από το σοσιαλισμό, τις κατακτήσεις της Επανάστασης, τη λαϊκή ενότητα, τη λαϊκή εξουσία, αρκεί να μην παραιτη θούμε δεχόμενοι ότι άλλοι θα ορίζουν το πεπρωμένο μας. Εδώ και πολύ και ρό κάναμε την επιλογή μας: Σοσιαλισμός ή θάνατος! (Φιντέλ Κάστρο) Θα συναινέσουμε στη σύγχρονη βαρβαρότητα, στους πολέμους της, τις γ ε νοκτονίες και τα απαρτχάιντ; Ως εκ τούτου, πρέπει να ξαναπούμε «όχι» προκειμένου να υπάρξει δημοκρατία και σοσιαλισμός.
3· Προς νέες ταξικές συμμαχίες: Το παρά3ειγμα της Γαλλίας και των πρόσφατων «εξεγέρσεω ν των προαστίων» Γράφτηκαν αρκετά πράγματα, εντός και εκτός Γαλλίας, τα οποία παραποιούσαν εν μέρει ή ολοκληρωτικά τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν από τα MME ως «α νταρσία των προαστίων» ή ω ς «ανταρτοπόλεμος των αστικών περιοχών» και τα οποία διαδραματίστηκαν ανάμεσα στα τέλη Οκτώβρη (μετά το θάνατο κάτω από ύποπτες συνθήκες δύο νέων που καταδιώχθηκαν από την αστυνομία στο προά στιο Κλισί Σου Μπουά) και τα τέλη Νοέμβρη (μετά την απόφαση της κυβέρνησης των Σιράκ - Βιλπέν - Σαρκοζί να παρατείνει για τρεις μήνες την κατάσταση εκτά κτου ανάγκης). Η κατάσταση έφτασε μάλιστα σε σημείο γελοιότητας όταν οι πρεσβείες αρκετών χωρών του εξωτερικού εξέδωσαν οδηγίες ασφαλείας για τους πολίτες τους που μένουν σε γαλλικό έδαφος. Η Γαλλία δεν φλεγόταν. Οι α ναταραχές έλαβαν χώρα μέσα ή κοντά στις φτωχότερες περιοχές και συνοικίες των φτωχότερων λαϊκών προαστίων, εκεί όπου στοιβάζεται μεγάλος αριθμός οικογενειών λαϊκών στρωμάτων σε ουρανοξύστες και μακρόστενα συγκροτή ματα από τσιμέντο (όπου σπανίως πηγαίνουν οι τουρίστες ή οι επιχειρηματίες). Οι νέοι που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κατεστημένη τάξη επιτέθηκαν σε υλικά αγαθά, πυρπολώντας αυτοκίνητα (κατά χιλιάδες), εμπορικά κέντρα, αστυνομικά τμήματα, τράπεζες κ.λπ., όχι όμως σε πρόσωπα - εξαιρουμένων των δυνάμεων
45
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ2Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΙ
της τάξης... Δεν προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε αυτές τις αυθαίρετες πρά ξεις βίας, ιδίως στις περιπτώσεις που στράφηκαν εναντίον δημόσιων αγαθών (σχολείων, μέσων μεταφοράς κ.λπ.), αλλά να καταλάβουμε τις αιτίες της εξ έ γερσης. Διότι αρκετοί Γάλλοι, χω ρίς να συμφωνούν με τις μορφές του ξεσπά σματος, το κατανοούν και το περίμεναν ω ς κάτι απολύτως αναπόφευκτο. Όλοι γνωρίζουμε εξάλλου ότι η κοινωνία μας (που είναι μια καπιταλιστική κοινωνία) δεν προσφέρει τίποτα σ’ αυτούς τους νέους: ούτε ικανοποιητικές συνθήκες στέ γασης ούτε μόρφωση που να εξασφαλίζει σταθερή απασχόληση ούτε ελπίδα κοινωνικής προόδου ούτε αναγνώριση ούτε ακρόαση. Η πλέον απτή σχέση που έχουν αυτοί οι νέοι με το (καπιταλιστικό) κράτος συνίσταται σε φυσιογνωμικούς ελέγχους της αστυνομίας, οι οποίοι είναι ενίοτε βίαιοι και πάντοτε εκφοβιστικοί και εξευτελιστικοί. Πολλοί παρατηρητές ξεσηκώθηκαν -κ α ι δικαίω ς- ενάντια στην καταστολή, αλλά επικέντρωσαν γενικώ ς την κριτική τους στον υπουργό Εσωτερικών, τον Σαρκοζί, που βρίσκεται σε εκστρατεία ενόψ ει των προεδρικών εκλογών του 2007- Όπως είναι προφανές, η παραίτησή του δεν θα μπορούσε από μόνη της να επιλύσει τα προβλήματα των προαστίων. Οι προκλητικές δηλώσεις του Σαρκοζί, που ισχυρίστηκε ότι θέλει να «καθαρίσει με τη μάνικα» αυτές τις περιοχές από το «συρφετό» που τις «μολύνει», έγιναν αντιληπτές ω ς ύβρεις -κ α ι ήταν όντως ύβ ρ εις- από τους κατοίκους των εργατικών συνοικιών, αλλά και ω ς εκδήλωση μίσους εναντίον των φτωχών. Συνολικά οι λαϊκές τάξεις, όλοι όσοι υφίστανται αλλά και αντιπαλεύουν την καταστροφική επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, θεώρησαν ότι τους αφορούσαν αυτές οι δηλώσεις. Άλλοι πάλι προσέγγισαν αυ τό τον ξεσηκωμό με φυλετικούς και θρησκευτικούς όρους, ξεχνώντας ότι η ε ξέγερση θέτει εν πρώτοις ένα ταξικό ζήτημα. Διότι πρόκειται για φαινόμενο α πείθειας της νεολαίας του απλού λαϊκού κόσμου των αστικών περιοχών που ζει κάτω από επισφαλείς συνθήκες και γνωρίζει την ταξική πάλη από τα χτυπήματα των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους: επαναφορά της διπλής ποινής (φυλάκιση και απέλαση), ταχεία απονομή δικαιοσύνης, εμφάνιση ενώπιον της δικαστικής αρχής τη νύχτα της σύλληψης και καταδίκη με δυσανάλογες ποινές (ένας χρόνος φυλάκισης για εμπρησμό κάδου σκουπιδιών, απέλαση όσων έ χουν άδεια παραμονής και οι οποίοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των ανα ταραχών κ.λπ.). Η καταστολή που ασκείται σ’ αυτούς τους νέους είναι ταξική κα ταστολή, η οποία εστιάζεται στους φτωχούς και στο υποπρολεταριάτο των ερ γατικών συνοικιών, ανεξαρτήτως προελεύσεως. Γιατί μπορεί πολλοί απ’ αυτούς να κατάγονται από το εξωτερικό (από τη βόρεια Αφρική, και κυρίως από την υποσαχάρια), αλλά το κοινό σημείο των εξεγερμένω ν, είτε είναι γαλλικής κατα γωγής είτε μετανάστες είτε ξένοι, είναι η φτώχεια. Αυτό εκφράζεται γεωγραφι κά μέσα από μια αστικοποίηση που τους εκτοπίζει σε τέτοιες περιοχές. Η ταξική καταστολή, που διογκώνεται από το φυλετικό μίσος με το οποίο συ ντρίβουν σήμερα οι (αυτιστικές και χορτασμένες από μερίσματα) γαλλικές ελίτ ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ | b/o
ιούς απείθαρχους νέους των προαστίων, εξηγείται, μεταξύ άλλων, από ένα γεγο νός που συχνά αποκρύπτεται. Οι αγώνες των νέων (που αποτελούν επίσης το λαό της Γαλλίας και είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία «άνθρωποι σαν όλο τον κό σμο») εκφράζουν, ακόμη και μες στη σύγχυση της αντιπαράθεσης, μια εναλλακτι κή δυνατότητα απέναντι στην τωρινή κοινωνία. Η εναλλακτική αυτή δυνατότητα δεν έχει αποκτήσει θεωρητική ή εννοιολογική υπόσταση, ενίοτε δεν είναι καν σα φής, αλλά είναι υπαρκτή, και η εφαρμογή της προωθείται στη σκληρή πραγματι κότητα των εργατικών συνοικιών, στη «γαλέρα» της καθημερινότητας - σχολική αποτυχία, δυσμενείς διακρίσεις, ανεργία, θορυβώδη και υποβαθμισμένα κτίρια, ά σχημη μεταχείριση από τα ιδιαίτερα δαπανηρά μέσα μεταφοράς, ελάχιστες κοι νωνικές και πολιτιστικές υποδομές κ.λπ. Η εναλλακτική δυνατότητα που εκφρά ζουν οι νέοι των λαϊκών προαστίων αποτελεί την αντί-θεση στο αντι-κοινωνικό σχέδιο της γαλλικής αστικής τάξης και των ευρωπαϊκών ελίτ, τη συμμετρική αντι στροφή του αστικού-φυλετικού-κοινωνικού απαρτχάιντ που εγκωμιάζεται από τη λεπενική Ακροδεξιά του μίσους, της ξενοφοβίας και της αντίδρασης.Τοποθετείται επομένως στο ακριβώς αντίθετο άκρο σε σχέση με το παγκόσμιο απαρτχάιντ που προωθείται από τις ΗΠΑ και τον ΛΛπους.Το παράδοξο, και ένα μέρος της δυσκολίας που υπάρχει για να γίνει κατανοητό το νόημα ετούτων των εξεγέρσεων, είναι ότι αυτοί οι νέοι έχουν αλλοτριωθεί και επηρεάζονται ολοκληρωτικά από τον κατανα λωτικό τρόπο ζωήςτων ΗΠΑ (ενδυμασία, διατροφή, παιχνίδια, αργκό, πολιτισμι κές αναφορές κ.λπ.), αλλά μέσω του αντιρατσισμού που πρακτικά προωθούν στις εργατικές συνοικίες απορρίπτουν τον τρόπο ύπαρξης των ΗΠΑ, δηλαδή τη βία ε νός συστήματος που προωθεί στο εσωτερικό τις διακρίσεις και στο εξωτερικό τον πόλεμο. Δεν έχουμε να κάνουμε εν προκειμένω με τη βία των νεανικών ομάδων που πυρπολούν αυτοκίνητα, αλλά με τη βία του πρώτου κράτους-τρομοκράτη στον κόσμο, που αντιμάχεται τους φτωχούς. Διότι, αν οι περισσότεροι εξεγερμένοι νέοι δεν είναι πολιτικοποιημένοι, η δράση τους, από την άλλη, είναι πολιτική. Η εναλλακτική δυνατότητα που οικοδομείται σήμερα, και πρωτίστως στις ερ γατικές συνοικίες των προαστίων, για την οποία παλεύουν στην πρώτη γραμμή οι νέοι με τους γονείς, τους φίλους, τους γείτονές τους κ.λπ., εκφράζει τη Γαλλία της επιμειξίας, της πολυχρωμίας, του ανοίγματος προς τον κόσμο -κ α ι κυρίως προς το Νότο και τον Τρίτο Κόσμο-, μια Γαλλία ισχυρή, περήφανη για τις διαφο ρές της, μια Γαλλία κοσμοπολίτικη και φιλόξενη. Μια Γαλλία που δεν ξεχνά ότι η Επανάστασή της είχε εκλέξει βουλευτή το 1789 ένα Γερμανό (Ανάχαρσις Κλόοτς), ότι η Παρισινή Κομμούνα δέχτηκε στους κόλπους της Πολωνούς αντιπρο σώπους (Βρομπλέσκι, Ντομπρόβσκι), όπως δεν ξεχνά κυρίως τους εκατομμύρια ξένους που έδωσαν τη ζωή τους για να την υπερασπιστούν. Ετούτοι οι νέοι μάς θυμίζουν, ακόμη και μες στην οργή των γεγονότων, ότι η Γαλλία αλλάζει μέσω της επιμειξίας, ότι η Μαριάν έχει σταρένια επιδερμίδα. Ένα είναι σίγουρο: πολλοί νέοι, αλλά και λιγότερο νέοι των λαϊκών τάξεων έ χουν εδώ και καιρό κάνει την επιλογή τους. Παρά τις δυσκολίες στις οποίες προ 47
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
σκρούει ένα τέτοιο αντιρατσιστικό εγχείρημα στα φτωχά προάστια, που είναι τα πεδία μάχης όπου ξεδιπλώνεται ο αποφασιστικός αγώνας κατά του ρατσισμού, ευρύτατα κομμάτια του λαού, συμπεριλαμβανομένων των μεσαίων τάξεων, επέλεξαν συνειδητά, με θάρρος και ανεκτικότητα, να αποδεχτούν οι μεν τους δε, να συμβιώσουν και να συνδημιουργήσουν σε συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού. Η μεγάλη πλειοψηφία των εξεγερμένων νέων είναι Γάλλοι και δεν έχουν καμία α νάγκη να «ενσωματωθούν» (και άλλωστε σε τι να ενσωματωθούν;). Απαιτούν να γίνουν αποδεκτοί και να αναγνωριστούν για αυτό που είναι και κάνουν: είναι Γάλλοι σαν όλους τους άλλους και οικοδομούν τη Γαλλία του αύριο- μια κοινωνία που θα αποδέχεται το διαφορετικό, μια Γαλλία της επιμειξίας και της αδελφοσύ νης των φυλών και των εθνοτήτων. Απομακρυνθήκαμε από το στερεότυπο μιας ρατσιστικής Γαλλίας, μιας Γαλ λίας που φασιστικοποιείται υπό την επήρεια των θέσεων του Λεπέν. Το Εθνικό Μέτωπο, κληρονόμος της Γαλλίας της ντροπής από τον Βισί μέχρι την OAS [Οργά νωση του Μυστικού Στρατού], αυτής της «ανυπεράσπιστης» Γαλλίας όπως έλεγε ο Σεζέρ (Cézaire), αναγεννήθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μέσα από ενέργειες του Μιτεράν, που ήθελε να μειώσει την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος.Το Εθνικό Μέτωπο βγήκε από τη δυσώδη κοπριά της ιστορίας της γαλλικής αστικής τάξης, δηλαδή της σκλαβιάς, της αποικιοποίησης, της συνερ γασίας με το ναζισμό και τον ιμπεριαλισμό. Ο Λεπέν διέφθειρε αυτούς που φτώ χυναν εξαιτίας του νεοφιλελευθερισμού. Οι νίκες που επιτεύχθηκαν εναντίον του Λεπέν το 2002, στις οποίες μετείχε επίσης η πολύχρωμη νεολαία των προα στίων, που κινητοποιήθηκε και είπε «όχι» στο δημοψήφισμα για το ευρωπαϊκό σύνταγμα, είναι αποφασιστικής σημασίας για την υπεράσπιση των αξιών της Δη μοκρατίας και της οικουμενικής διάστασης του 1789.Τ0 πολιτικό βάρος του Εθνι κού Μετώπου δεν οφείλεται στον υποτιθέμενο ρατσισμό του γαλλικού λαού, αλλά πολύ περισσότερο στην αντίδραση των ακραίων πτερύγων της εθνικής α στικής τάξης που βρίσκεται αντιμέτωπη με την επιλογή αντίστασης στο απαρ τχάιντ την οποία υιοθέτησαν και προωθούν οι νέοι των εργατικών συνοικιών. Αλλά πρέπει να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να δεχτούν οι ελίτ μας να ανοίξει η συζήτηση για αυτά που προκάλεσαν παλαιοτέρα στους λαούς της Γαλ λίας και του κόσμου: από τη σκλαβιά μέχρι τους αποικιακούς πολέμους, από τον πετενισμό εντός της Γαλλίας μέχρι την υποστήριξη στις νεοφασιστικές δικτατο ρίες του Νότου.Τόσος ακόμη δρόμος μέχρι να ανοίξει η συζήτηση για όλα αυτά που οι αστοί, τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών και οι υψηλοί αξιωματούχοι του κράτους προκαλούν στη Γαλλία και τον κόσμο: ολόκληρα τμήματα του λαού μένουν στην ανεργία και τη φτώχεια, ενώ παράλληλα προωθείται η λεη λασία του Νότου από τις εταιρείες και το κράτος τους. Αυτοί ακριβώς οι νέοι των εργατικών συνοικιών έρχονται πρωτίστως αντιμέτωποι με τον Λεπέν και τη «μετριοπαθή Δεξιά», με τη βοήθεια της οποίας κυβερνά δΓ αντιπροσώπων. Αυ τές ακριβώς οι περιοχές υποφέρουν περισσότερο από τις αναρίθμητες κοινωνι ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ |
κές καταστροφές που προκλήθηκαν από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική η οποία ε πιβλήθηκε στον γαλλικό λαό από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, μέσα από την εναλλαγή χω ρίς εναλλακτική δυνατότητα της παραδοσιακής Δεξιάς και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Έτσι, από τις 8 Νοεμβρίου 2005 ισχύει στις «ευαίσθητες ζώ νες» για τους (ε νίοτε ανήλικους) στασιαστές κατάσταση εκτάκτου ανάγκης: καθεστώς εξαίρε σης το οποίο «σε περίπτωση άμεσου κινδύνου που προκύπτει από σοβαρές επι θέσεις κατά της δημόσιας τάξης» απαλλάσσει τις διοικητικές αρχές (τους νο μάρχες) από την αρχή της νομιμότητας, που κανονικά διέπει τις πράξεις τους, και επεκτείνει τις εξουσίες τους ω ς εξής: απαγορεύσεις κυκλοφορίας, κατ’ οί κον περιορισμός προσώπων που η δραστηριότητά τους αποδεικνύεται επικίνδυ νη για τη δημόσια τάξη (χωρίς «δημιουργία καταυλισμών όπου θα κρατούνταν τα άτομα»), κλείσιμο αιθουσών προβολής και μπαρ, απαγόρευση συναθροίσε ων που μπορούν να προκαλέσουν ή να συντηρήσουν την αταξία, κατ’ οίκον έ ρευνες νυχθημερόν, έλεγχοι του Τύπου, των δημοσιεύσεων, του ραδιοφώνου και των σινεμά, και, επιπλέον, στρατιωτικά δικαστήρια επιλαμβάνονται υποθέ σεις εγκλημάτων και αδικημάτων που υπάγονται στο κοινό ποινικό δίκαιο κ.λπ. Πρόκειται για έναν κατασταλτικό νόμο τον οποίο οι «δημοκράτες» που μας κυ βερνούν δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν παρά μόνο ενάντια στους Αλγερινούς (ΐ 955 ) και στους Κανάκεςτης Νέας Καληδονίας (1985), αλλά δεν τον χρησι μοποίησαν, στη μητρόπολη, ούτε καν το 1968. Δεξιοί δήμαρχοι είχαν κηρύξει απαγόρευση κυκλοφορίας στην περιοχή τους από το βράδυ ή από την προηγούμενη (όπως στο Ρενσί, από τον Ερίκ Ρο, πρώην υπουργό Πόλεων του UMP [Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα]). Με εξαίρεση ορισμέ νους εκλεγμένους σοσιαλιστές που δήλωσαν ανοιχτά ικανοποιημένοι με τα μέ τρα που έλαβε η κυβέρνηση, η Αριστερά στο σύνολό της καταδίκασε την κλιμά κωση της καταστολής: Κομμουνιστικό Κόμμα, Επαναστατική Κομμουνιστική Λί γκα, Πράσινοι, Ενωτική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το ΜRAP [Κίνημα κατά του Ρατσισμού και υπέρ της Φιλίας των Λαών], Λίγκα των Δικαιωμάτων του Ανθρώ που, Ένωση Δικαστικών, Επιτροπή Αστέγων, Σπίτι των Μαγκρεμπίνων Εργαζο μένων Γαλλίας, Κέντρο Μελετών και Πρωτοβουλιών Δ ιεθνούς Αλληλεγγύης κ.λπ. Οι αντιδράσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος υπήρξαν τουλάχιστον μετριο παθείς: ο πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φρανσουά Ολάντ, δήλωσε ότι «η εφαρμογή του νόμου του 1955 πρέπει να περιοριστεί χωρικά και χρονικά» και ότι η παράτασή του αποτέλεσε «κακό σύμβολο». Αλλά το Νοέμβριο του 2001, η σύζυγός του, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, που ήταν τότε εντολοδόχος υ πουργός Οικογένειας και Παιδικής Ηλικίας της κυβέρνησης Ζοσπέν, δυσαρεστημένη από την επικύρωση από πλευράς Συμβουλίου Επικράτειας μιας δημαρχια κής εντολής για απαγόρευση κυκλοφορίας, είχε ήδη δηλώσει: «Η έκφραση “α παγόρευση της κυκλοφορίας” είναι απαράδεκτη, πολεμικού τύπου». Ο Ζαν Μαρκ Ερό, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σοσιαλιστών, κέρδισε 49
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ El
:ΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΝ
από την πλευρά του την επιδοκιμασία ενός κατά πλειοψηφία δεξιού ημικυκλίου δηλώνοντας: «Σε τέτοιες περιστάσεις, τα δημοκρατικά πλαίσια οφείλουν να επι νοούν ένα σύμφωνο μη επίθεσης». Είναι ωστόσο γεγονός ότι αρκετοί νέοι των προαστίων, και γενικότερα της Γαλλίας, είναι σήμερα εντελώς ξεκομμένοι από τους αγώνες χειραφέτησης του γαλλικού εργατικού κινήματος και την ιστορία του.Το σχολείο δεν διδάσκει αυ τούς τους αγώ νες (και δεν διδάσκει πολύ περισσότερο την ιστορία των αγώ νων των λαών του Νότου), όπως δεν τους διδάσκουν τα κόμματα και τα συνδι κάτα της Αριστερός. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι πολλοί προ οδευτικοί αγωνιστές αγνοούν σχεδόν τα πάντα από το παρελθόν και το παρόν των αντιστάσεων που ξετυλίγονται στις εργατικές συνοικίες και από τις μεταναστευτικές κοινότητες της Γαλλίας. Όμως, ετούτα τα ενωτικά και διάσπαρτα κινήματα, που βρίσκονται σε κατάσταση αναβρασμού και προκαλούν αναστά τωση, αποτελούν την αυτοοργανωμένη έκφραση των πληθυσμών των λαϊκών προαστίων, εκεί όπου συνυπάρχουν Γάλλοι και ξένοι φτωχοί, και βαδίζουν δί πλα δίπλα για τον προοδευτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.Τέτοιοι αγώνες ξεπηδούν ασταμάτητα στις εργατικές συνοικίες, αφού τροφοδοτούνται από τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και (μη) εργασίας, και ξεσπούν έπειτα από κά θε «υπέρβαση εξουσίας» απ’ την πλευρά της αστυνομίας. Παράλληλα, προσπα θούν να οργανωθούν, να συγκροτηθούν και να ενωθούν, καθώς απειλούνται από επιθέσεις οι οποίες επιχειρούν να τους ελέγξουν, να τους χρησιμοποιή σουν ή να τους εκτρέφουν. Στη Γαλλία η ιστορία των αγώνων που διεξήγαγαν οι κάτοικοι αυτών των πε ριοχών τέμνεται με τους αγώνες των μεταναστών, χω ρίς όμως να τους επικα λύπτει. Απλώνει τις ρίζες της, από την έναρξη ήδη της κρίσης, στις μάχες που έ δωσαν οι μετανάστες της «πρώτης γενιάς» που έφτασαν απ’ το Νότο και οργα νώθηκαν σε αυτόνομες ομάδες προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους, εκεί όπου εργάζονταν και ζούσαν (Βορειοαφρικανικό Άστρο, Κίνημα Αράβων Εργαζομένων, Σπίτι Εργαζόμενων Μεταναστών κ.λπ.). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 απεργίες πείνας των «χωρίς χαρτιά» (ενά ντια στον νόμο Μαρσελέν) είχαν ω ς αποτέλεσμα να νομιμοποιηθούν δεκάδες χι λιάδες από αυτούς.Το 1976, παρά την ύπαρξη σκληρής καταστολής, η άρνηση πληρωμής ενοικίου από την πλευρά των εργαζομένων που διέμεναν στις εστίες Sonacotra και διαμαρτύρονταν για τις άθλιες συνθήκες διαμονής, και εν συνε χεία η ίδια αντίδραση απ’ την πλευρά ολόκληρων οικογενειών που διέμεναν σε «χώ ρους διαμετακόμισης» είχαν ω ς αποτέλεσμα να παραχωρηθούν μόνιμες κατοικίες σε αστέγους. Οι αγώνες δυνάμωσαν κατά τη δεκαετία του 1980 απέναντι στα καταστροφι κά κοινωνικά αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού και την άνοδο του Εθνι κού Μετώπου με την ανάδυση των κινημάτων νεολαίας των εργατικών συνοι κιών και των μεταναστών «δεύτερης γενιάς».Το 1982 μια σειρά από επιθέσεις ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ | 5°
ρατσιστικού χαρακτήρα και αστυνομικές «υπερβάσεις εξουσίας» προκάλεσαν τη δημιουργία, μεταξύ άλλων, της «Οργάνωσης Gutenberg» στη Ναντέρ, που συνέβαλε στο συντονισμό των ενεργειώ ν αντίστασης στο ρατσισμό και τις δυ σμενείς διακρίσεις και στην αυτοοργάνωση των αγώνων που διεξήγαν οι κάτοι κοι των λαϊκών προαστίων. Οι τελευταίοι κινητοποιούνται σταδιακά γύρω από πλήθος οργανώσεων και πρωτοβουλιών, κυρίως στις περιοχές του Παρισιού και της Λιόν. Σχηματίστηκαν τότε πολλές συνοικιακές οργανώσεις, ύστερα από αντιπαραθέσεις μεταξύ νέων και δυνάμεων της τάξης στο Μινγκέτ (της Βενισιέ) και την έκκληση για «ισότητα όλων στην αστυνόμευση και τη δικαιοσύνη»: «Zaama d’Banlieue» στη Λιόν, «Lignes parallèles» στο Βοζ Αν Βελέν. Ή επίσης σε προάστια του Παρισιού η «Οργάνωση Wahid» και η «Ομάδα Μητέρες Θυμάτων Ρατσιστικών και Αστυνομικών Εγκλημάτων».Το 1983 αποτέλεσε σημείο καμπής: οργανώσεις από το Μινγκέτ (κυρίως η «SOS-Μέλλον») παίρνουν την πρωτοβου λία για μια μεγάλη ειρηνική πορεία «για την ισότητα των δικαιωμάτων και ενα ντίον του ρατσισμού», η οποία ξεκινά τον Οκτώβριο από τη Λιόν και φτάνει το Δεκέμβριο στο Παρίσι, συγκεντρώνοντας περισσότερα από ιοο.οοο άτομα. Προς γενική έκπληξη, η επίδραση αυτής της πορείας ήταν τεράστια, με θετικές πλευρές, όπως η δημιουργία της «κάρτας δεκαετούς παραμονής», αλλά και αρ νητικές, κυρίως από την πλευρά του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο επιχείρη σε να εκμεταλλευτεί εκλογικά τα κινήματα νεολαίας των εργατικών συνοικιών και κυρίως των νεαρών «Beurs»'.To πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της χει ραγώγησης των διεκδικήσεων της νεολαίας υπήρξε η ίδρυση της οργάνωσης «SOS-Ρατσισμός» το Δεκέμβριο του 1984. Καθώς είχε γεννηθεί στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων, επωφελήθηκε σημαντικών υλικών μέσων και είχε επι πλέον την υποστήριξη του πρωθυπουργικού μεγάρου του Ματινιόν (του Φαμπιούς), της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, των MME (Libération, Le Matin), διακεκριμέ νων διανοουμένων και διαφημιστικών παραγωγών... Θα ακολουθήσουν, στο ί διο πνεύμα, η δημιουργία του France Plus (1985). οι επιχορηγήσεις στο Radio Beur και την αλγερινή ομάδα Amicale, η μόδα της «ιδιότητας του πολίτη» γύρω από τη «Mémoire Fertile» (1987) και η προώθηση αυτού που θα έπρεπε να χα ρακτηρίσουμε «μπερζουαζία»2. Το χάσμα συνέχιζε να βαθαίνει αμετάκλητα ανάμεσα στις θεσμικές «αριστε ρές» οργανώσεις (αντιρατσιστικές, καθολικές κ.λπ.) και στα κινήματα νέων που δρούσαν στο έδαφος των ίδιων των εργατικών συνοικιών. Μεταξύ αυτών, η ο μάδα «Collectif Jeunes», που δημιουργήθηκε στα τέλη του 1983, έγινε γνωστή στην περιοχή του Παρισιού χάρη στις συγκρουσιακέςτης ενέργειες: καταλή ψεις (σε σουπερμάρκετ, εφημερίδες, σε ένα συνέδριο που είχε οργανωθεί από το ΜRAP και το Σοσιαλιστικό Κόμμα κ.λπ.), συνεντεύξεις Τύπου (στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Παρισιού), διαδηλώσεις αλληλεγγύης με απολυ μένους μετανάστες που βρίσκονταν σε σύγκρουση με την εργοδοσία και τα συν δικάτα (στα εργοστάσια τηςΤάλμποτ του Πουασί και της Ρενό στο Φλεν) - ενέρ 51
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ! Η El
ΙΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
γειες που οριστικοποίησαν τη ρήξη με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τον αντιρατσισμό των σαλονιών.Τα διάφορα κινήματα εξακολουθούσαν ωστόσο να είναι α πομονωμένα, εγκλωβισμένα στις περιοχές τους και ασύνδετα μεταξύ τους. Η ε νότητα ανάμεσα στους νέους των εργατικών συνοικιών και τους μετανάστες δεν έγινε κατορθωτή στην Εθνική Συνέλευση που συγκλήθηκε στο Μπρον το 1984. Πλήθος συγκρούσεις κατακερμάτισαν τη συνολική δυναμική. Ένα από τα σημεία διαφωνίας μεταξύ των οργανώσεων ήταν η θέση τους σχετικά με την υ περάσπιση νέων που δεν είχαν λευκό ποινικό μητρώο. Για παράδειγμα, σε αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί εν μέρει η δραστηριότητα της «Convergence 84», που προέκυφε από την ομάδα «Collectif Jeunes» του Παρισιού, ή των Νεαρών Αράβων της Λιόν και των Προαστίων της (IALB), που πολύ γρήγορα κινητοποιή θηκαν ενάντια στο νομοσχέδιο Πασκουά. Τα χρόνια της δεκαετίας του 1990 χαρακτηρίστηκαν από μια νέα άνθηση συ νοικιακών οργανώσεων και επιτροπών, που συγκροτήθηκαν αυτόνομα και στη βάση κοινωνικών και πολιτικών διεκδικήσεων, και κυρίως στα προάστια του Πα ρισιού (Λε Μιρό, Ναντέρ, Μαντ Λα Ζολί, Γκουσενβίλ, Βιτρί Σιρ Σεν κ.λπ.) και της Λιόν (Βενισιέ, Βοζ Αν Βελέν κ.λπ.). Στο Παρίσι σχηματίστηκε μια διασυνοικιακή συλλογικότητα, η «Résistance des Banlieues» («Αντίσταση των Προαστίων»], προκειμένου να βοηθήσει τους κατοίκους στις σχέσεις τους με την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τις υπηρεσίας του οργανισμού HLM3 κ.ά. Με τη βοήθεια των παλαιότερων της ομάδας «Collectif Jeunes» ξεπροβάλλει και αυτοοργανώνεται στις εργατικές συνοικίες και μέσα απ’ τους κόλπους των μεταναστών μια νέα γε νιά αγωνιστών των λαϊκών τάξεων. Μία από τις πιο δραστήριες ομάδες είναι η «Εθνική Επιτροπή κατά της Διπλής Ποινής»4(CNDP), που ιδρύθηκε το 1990 στο Μενιλμοντάν (Παρίσι, 206Διαμέρισμα). Οι ενέργειές της, όπως καταλήψεις γρα φείων (του «SOS-Ρατσισμός», νομαρχιών, αεροδρομίων κ.λπ.), απεργίες πείνας και διαδηλώσεις υποστήριξης σε προσωρινά απασχολούμενες νέους που έχουν καταδικαστεί, επέφεραν την αμφισβήτηση του κατασταλτικού και άδικου αυτού νόμου (νόμος Σαπέν του 1991)· Στη Λιόν, στη συνοικία Μα ΝτιΤορό, μετά τις ανα ταραχές του Βοζ Αν Βελέν (1989-1990) που ήταν αποτέλεσμα νέων «υπερβάσε ων εξουσίας», σχηματίστηκε η «Agora», μια επιτροπή κατά της αστυνομικής βίας και της χειραγώγησης από τα MME. Ο αγωνιστικός ριζοσπαστισμός οδήγησε αυ τή την οργάνωση σε μια μακρά ακολουθία συγκρούσεων με τις τοπικές εξου σίες (το νομάρχη, το δήμαρχο, το «Ταμείο Κοινωνικής Δράσης», διάφορα Κοινω νικά Κέντρα κ.λπ.), αλλά και σε μια προσέγγιση με την CNDP και με κομμάτια παλαιότερων κινημάτων από το Παρίσι («Gutenberg») και τη Λιόν («Lignes Paral lèles», JALB). Η «Εθνική Συνέλευση των Προαστίων», που έλαβε χώρα το 1992, επιβεβαίωσε τη σύγκλιση των δύο οργανώσεων (και τη ρήξη με τη JALB, που εί χε ενσωματωθεί, όχι χω ρίς προβλήματα, στους Πράσινους). Οι αγωνιστές που ανήκαν στις δύο οργανώ σεις εισέβαλαν από κοινού σε ένα συνέδριο με θέμα την κατάσταση στις πόλεις («Banlieue 89») που το είχε διοργανώσει στο Μπρον ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ |
ζ2
το Σοσιαλιστικό Κόμμα και στο οποίο προέδρευε ο πρόεδρος Μιτεράν, και με πα ρόμοιο τρόπο προχώρησαν μαζί σε μια σειρά ενεργειών αλληλεγγύης στις συ νοικίες: παροχή νομικών υπηρεσιών, οργάνωση βοήθειας από δικηγόρους, σχολική υποστήριξη, βοήθεια στην εύρεση απασχόλησης κ.λπ. Κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών του 1995. Π «Agora» και άλλες οργανώσεις ενώθηκαν προκειμένου να παρουσιάσουν μια τοπική λίστα υποψηφίων, η οποία άγγιξε το 2 0 % στο Μα ΝτιΤορό. Το «Κίνημα Μετανάστευσης και Προαστίων» (ΜΐΒ),το οποίο ιδρύθηκε έπειτα από μια εθνική συνέλευση νέων που πραγματοποιήθηκε στα Γραφεία των Συν δικάτων του Σεν Ντενί το Μάιο του 1995 . συνιστά αποτέλεσμα αυτής της ιστο ρίας της πάλης που διεξήχθη στις εργατικές συνοικίες. Συνεχίζει την έρευνα που είχε ξεκινήσει πριν από τη δημιουργία του, προωθώντας την αυτονόμηση και τη συμμετοχή των κατοίκων των εργατικών συνοικιών, προκειμένου να δια μορφωθεί ένας συσχετισμός δυνάμεων που θα είναι όσο λιγότερο δυσμενής γί νεται. Διερευνά επίσης το ζήτημα της αντίστασης στην καπιταλιστική αλλοτρίω ση, επιδιώκοντας να απελευθερώσει τους νέους από τις σχέσεις μίσους και επι θυμίας που διατηρούν με την καταναλωτική κοινωνία. Διακηρυγμένοι στόχοι του ΜΙΒ είναι να υποστηρίξει και να συνενώσει τους παράγοντες που αγωνίζο νται στις εργατικές συνοικίες (ενάντια στις δυσμενείς διακρίσεις, τις ρατσιστικές επιθέσεις, την αστυνομική βία, τη διπλή ποινή, τις απελάσεις ξένω ν, υπέρ της στέγασης, της απασχόλησης, του σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας, του δικαιώματος των λαών να αποφασίζουν για το μέλλον τους κ.λπ.), αλλά και να διατυπώσει μια στρατηγική πολιτικής πάλης και αντιπροσώπευσης. ΓΓ αυτό ακρι βώς το ΜΙΒ προσπάθησε αφενός να αποκαταστήσει τη μνήμη των αγώνων που δόθηκαν στις εργατικές συνοικίες και από τις κοινότητες των μεταναστών, και αφετέρου να προσεγγίσει με συστηματικό τρόπο τα προβλήματα που τίθενται με βάση τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (προκειμένου να εξηγήσει την όξυνση της καταστολής μετά τον πόλεμο του Γκολφ του 1991. στην έναρξη της Ιντκράντα, στη συνέχεια στο πλαίσιο του «αγώνα κατά της τρομοκρατίας» ύστερα από τις επιθέσεις της ι ι η<; Σεπτέμβρη 2οσι, και εκ νέου ύστερα από την εισβολή στο Ιράκ το 2003 κ.λπ.). Όπως είναι προφανές, οι προτάσεις πρέπει να διατυπωθούν με τρόπο επαρκώς ευρύ ώστε να επιτρέπουν τη συνάρθρωσή τους με τις διεκδικήσεις άλλων αγωνιζόμενων κοινωνικών κινημάτων, που επίσης εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 199° · όπως: η οργάνωση «Δικαίωμα στη Στέγαση», που δημιουργήθηκε το 1990 όταν οικο γένειες που είχαν απ ελαθεί κατέλαβαν κτίρια στην πλατεία Réunion του 2σούΔιαμερίσματος του Παρισιού. Επίσης, η «Επιτροπή Αστέγων», που δημιουργήθηκε το 1993 για να βοηθήσει αυτούς που ζουν σε ιδιαίτερα επι σφαλείς συνθήκες και τους φτωχούς που βρίσκονται σε κατάσταση απομόνω σης. Η οργάνωση «Πρώτα τα Δικαιώματα!», που δημιουργήθηκε το Δεκέμβριο του 1994 · Η «Δράση κατά της Ανεργίας», η «Ομάδα Παρέμβασης καιΥποστήρι53
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ
ξης Μεταναστών», η Έκκληση των «Χω ρίς» που δημοσιεύτηκε στις 20 Δεκεμ βρίου του 1995 -κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών των εργαζομένων κατά του νεοφ ιλελευθερισμού-, το «Εθνικό Κίνημα Ανέργων και Προσωρινά Απασχολουμένων», η «Οργάνω ση για την Απασχόληση, την Ένταξη και την Αλληλεγγύη» (APEIS) κ.λπ. Η σύγκλιση των διεκδικήσεων που προβάλλουν τέτοια κινήματα δεν είναι εύκολη, αλλά υπάρχουν πολλά σημεία σύγκλισης. Για παράδειγμα, η απασχόλη ση. Στις εργατικές συνοικίες πολλοί νέοι ακόμη και με νόμιμα χαρτιά δεν μπο ρούν να βρουν κανονική δουλειά: το ποσοστό ανεργίας υπ ερβαίνει το 2 0 % στους νέους και αγγίζει το 5 0 % σε όσους έχουν αφρικανική καταγωγή. Αυτό ε ξηγείται, μεταξύ άλλων παραγόντων, από την ύπαρξη των διάχυτων και πολλα πλών δυσμενών διακρίσεων (οι αιτήσεις τους απορρίπτονται επειδή προέρχο νται από μια κοινωνική ομάδα την οποία αντιμετωπίζουν με προκατάληψη οι ερ γοδότες), αλλά επίσης γιατί τόσο στη Γαλλία όσο και στις άλλες καπιταλιστικές χώ ρες του Βορρά οι εργοδότες στις βιομηχανίες ενδυμασίας, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια ή τις κατασκευές προσφεύγουν όλο και περισσότερο στη μαύρη ερ γασία, η οποία τροφοδοτείται από ρεύματα λαθρομετανάστευσης που έχουν σχεδόν σταθεροποιηθεί μετά την εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτό τον τρόπο, οι νέοι «με χαρτιά» (γαλλική ταυτότητα ή κάρτα διαμονής) και οι νέοι «χωρίς χαρτιά» ανταγωνίζονται οι μεν τους δε στην αναζήτηση απασχόλη σης, προς όφελος των καπιταλιστών. Η καταστολή, που σπανίους αγγίζει τους καπιταλιστές, στρέφεται αντιθέτους στους παράνομα εργαζομένους, οι οποίοι πλήττονται από αποφάσεις που τους οδηγούν ξανά στα σύνορα, περιορίζονται σε κέντρα κράτησης, απελαύνονται βιαίως από τη χώρα και μπαίνουν έτσι και οι ίδιοι σε ανταγωνισμό με νέους παράνομους εργαζομένους που εισέρχονται στη χώρα από τα κανάλια που οργανώνουν οι καπιταλιστές. Είναι καιρός η γαλλική Αριστερά να εκφράσει έμπρακτα την αλληλεγγύη της στο υπερεκμεταλλευόμενο υποπρολεταριάτο, το οποίο αποτελείται από τους νέους που ζουν σε συνθήκες προσωρινότητας στις εργατικές συνοικίες. Εάν αυτός ο απλός λαός των πόλεων δεν αποτελεί το σύνολο της κοινωνικής βάσης, από την άλλη η Αριστερά δεν θα είναι ποτέ πραγματικά λαϊκή χω ρίς αυτόν.Το διακύβευμα της αλληλεγγύης προς τις διεκδικήσεις που προβάλλουν οι νέοι των προαστίων έγκειται στη συνάρθρω ση των παραδοσιακών αγώ νων των εργαζομένω ν της Γαλλίας, είτε έχουν γαλλική καταγωγή είτε είναι μετανάστες είτε ξένοι, με τους αγώ νες των άλλων στρωμάτων των λαϊκών τάξεων: τους προσωρινά απασχολουμένους, τους ανέργους, τους χω ρίς χαρ τιά, τους αστέγους, τους χω ρίς δικαιώματα κ.λπ. Παρουσιάζεται, τόσο για τη γαλλική Αριστερά όσο και για όλους τους προοδευτικούς ανθρώ πους, μια ι στορική ευκαιρία για την ανασυγκρότηση, στη σημερινή εποχή, αμιγώς ταξι κών θέσεω ν, για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού πνεύματος και του διεθνισμού των λαών. ΡΕΜΙ ΧΕΡΕΡΑ |
54
Θα ήμασταν ρομαντικοί και κάπως αφελείς αν πιστεύαμε ότι υπάρχουν σή μερα οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για έναν ριζικό και άμεσο μετασχηματισμό της γαλλικής κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι νέοι παίρνουν τη θέση ενός προλεταριάτου που ασθμαίνει στα καπιταλιστικά κέντρα ή ότι εκ προσωπούν τις περιφέρειες του Νότου που βρίσκονται σε αναβρασμό. Ούτε θα αρνηθούμε επίσης ότι αρκετοί από αυτούς τους νέους επιθυμούν απλούστατα να ενταχθούν στην κοινωνία της κατανάλωσης και να ανελιχθούν στην κοινωνι κή κλίμακα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται να αποκρύψουμε το γε γονός ότι ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν μόνο καταστροφικούς σκοπούς και επι διώκουν να ανταποδώσουν με τον ίδιο τρόπο τα χτυπήματα με τα οποία τους α ποκλείει η άδικη και καταπιεστική κοινωνία. Δεν σκοπεύουμε να εξιδανικεύσουμε τις διεκδικήσεις που εκφράζονται από αυτές τις εξεγέρσεις -όταν υπάρχουν πράγματι διεκδικήσεις- ούτε πολύ περισσότερο να δικαιολογήσουμε τις μορφές βίας, που τις περισσότερες φορές στρέφονται εξάλλου κατά των ίδιων των κα τοίκων αυτών των συνοικιών. Αλλά ακόμα κι αν οι εξεγερμένοι νέοι δεν συγκρο τούν κόμματα, ακόμη κι αν προκαλούν ακόμα πολλή δυσπιστία στην υπόλοιπη χώρα, η Αριστερά οφείλει να τους αντιμετωπίσει ω ς συμμάχους για τον ανα γκαίο προοδευτικό, κοινωνικό και δημοκρατικό μετασχηματισμό της Γαλλίας, και όχι μόνο ω ς μια δεξαμενή ψήφων για τις προσεχείς εκλογές.
Σημειώσεις ι. Μπερ: Νεαροί Άραβες «δεύτερης γενιάς», που γεννήθηκαν στη Γαλλία από γονείς μετανάστες. (Σ.τ.Μ.) 2. Με την έννοια ενός προνομιούχου στρώματος αποτελούμενου από Άραβες δεύτε ρης γενιάς. (Σ.τ.Μ.) 3- Οργανισμός που παρέχει στέγαση με μειωμένο ενοίκιο. (Σ.τ.Μ.) 4· Φυλάκιση και απέλαση. (Σ.τ.Μ.)
55
I Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Η ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΙ
Αντιθέσεις, αντιστάσεις και επαναστατική πάλη ενάντια στον σύγχρονο «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» Γιώ ρ γ ο ς Λ ιο 3 ά κ η ς Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Γενικό Τμήμα του Πολυτεχνείου Κρήτης
ι. Η τρέχουσα κοινωνικοοικονομική ανασυγκρότηση και η διαμόρφωση του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού» Σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης (βλ. και Λιοδάκης, 2οοι και 2005), με προσεγγίσεις περί «αυτοκρατορίας» (βλ. Hardt & Negri, 2000· Foster, 2001· Cox, 2004· Panitch & Gindin, 2004) και με προσεγγίσεις που παραμένουν προσκολλημένες στην κλασική αντίληψη για τον «ιμπεριαλι σμό» ή κάνουν λόγο για μια νέα φάση ή για έναν νέο ιμπεριαλισμό (βλ. Chilcote, 1999· Berberoglu, 2003· Foster, 2003), έχει τελευταία υποστηριχθεί ότι ένα νέο υ πό διαμόρφωση στάδιο του καπιταλισμού, που ονομάστηκε ολοκληρωτικός καπι ταλισμός, αποτελεί ουσιαστικά μια διαλεκτική υπέρβαση του προηγούμενου ι μπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού (βλ. Πρακτικά του 1ου και 2ουΣυνεδρίου του ΝΑΡ· Λιοδάκης, 2οοο, 2004· Liodakis, 2005). Ως τέτοιο το νέο αυτό στάδιο του καπιταλισμού διατηρεί αρκετά από τα χαρακτηριστικά του προηγούμενου σταδί ου, σηματοδοτεί όμως συνολικά μια ποιοτικά νέα διάρθρωση και έναν νέο χαρα κτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (βλ. επίσης Laibman, 2005). Τα νέα ποιοτικά στοιχεία, από άποψη οργάνωσης και ανάπτυξης του καπιταλι στικού τρόπου παραγωγής, είναι βέβαια καίριας σημασίας και θα ήταν ίσως πα ραπλανητικό να απολυτοποιηθούν τα οποιαδήποτε ποσοτικά (στατιστικά) στοι χεία. Καθώς όμως οι σωρευτικές ποσοτικές αλλαγές αντανακλούν, έστω και με ρικά, μια υλική πραγματικότητα και μπορεί να οδηγούν διαλεκτικά σε ποιοτικές αλλαγές, αλλά και αντιστρόφους, θα ήταν σκόπιμο εδώ να παρουσιαστούν ορι σμένα ποσοτικά στοιχεία, πέραν των όσων έχουν προσφερθεί από άλλες μελέ τες (βλ. Perraton κ.ά., ΐ997)·Τα στοιχεία αυτά συνιστούν ουσιαστικές ενδείξεις για το νέο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Και τούτο παρά τα οποιαδήποτε μεθοδολογικά ή πρακτικά προβλήματα στατιστικής καταγραφής και αποτίμησης,
57
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ,
3
τα οποία ενδέχεται να περιορίζουν σε κάποιο βαθμό την ιστορική συγκρισιμότητα και τη σημασία ορισμένων ποσοτικών στοιχείων. Ας σημειωθεί λοιπόν κατ’ αρχάς ότι η συνολική μετανάστευση πληθυσμών κατά το διάστημα 18 70-1913 ανήλθε σε 3.7 εκατ., ενώ κατά το διάστημα 19501978 ανήλθε σε 24,6 εκατ. (Maddison, 1982:188). Οι αυξανόμενες αυτές πληθυσμιακές ροές συνεχίστηκαν και κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τους σοβα ρότατους περιορισμούς και τα σκληρά κατασταλτικά μέτρα για τον περιορισμό της διεθνούς κινητικότητας εργατικού δυναμικού και πληθυσμών γενικότερα. Ο συνολικός όγκος των παγκόσμιων εξαγωγώ ν τετραπλασιάστηκε κατά το διάστημα 1870-1913. ενώ σχεδόν τετραπλασιάστηκε και πάλι κατά το πολύ συντο μότερο διάστημα 1950-1970 (Maddison, 19 8 2 :254)·Υπερτριπλασιάστηκε επίσης κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 2ο°ύ αιώνα (1980-2000) (UNCTAD, 2002b: 38). Πέρα από τις ποσοστιαίες αυξήσεις, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σήμε ρα μιλάμε για πολύ υψηλότερα απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το παρελθόν.Το 2000 οι παγκόσμιες εξαγωγές έφτασαν το ύψος των 6,3 τρις δολαρίων. Οι εμπορευματικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο από 8 , 7% το 1913 σε 2 2 ,2 % το 2θοο, ενώ για το ίδιο διάστημα το σχετικό ποσοστό για τη Δυτική Ευρώπη αυξήθηκε από 1 6 ,3 % σε 2 8 ,8 % , για τις ΗΠΑ από 3 , 7 % σε 8 ,ο % και για την Ιαπω νία από 2 ,4 % σε ι ο , ι % (M addison, 19 9 5 : 38· UNCTAD, 2002b). Σύμφωνα με μια διαφορετική εκτίμηση,το ποσοστό των παγκό σμιων εμπορευματικών εξαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ, εξαιρουμένων των υπη
ρεσιών, αυξήθηκε από 1 2 ,2 % το 1913 σε 3 1 .3 % το 1992 (βλ. Kotz, 2002). Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι το παγκόσμιο απόθεμα ξένων άμεσων επεν δύσεων (ΞΑΕ) ως ποσοστό του παγκόσμιου προϊόντος ήταν 9 ,0 % το 1913. ενώ το 2000 είχε ανέλθει σε 19 ,8 % . Σε παγκόσμιο επίσης επίπεδο, οι ΞΑΕ ω ς ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν από ι , ι % τ ο i960 σε 2 2 ,ο % το 2000 (βλ. UNCTAD, 2002a· Kotz, 2002). Η αυξανόμενη διεθνική ολοκλήρωση και η ενίσχυση του χρηματιστικού κε φαλαίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχαν ω ς αποτέλεσμα την αύξηση κατά το διάστημα 1975-1998 των διασυνοριακών συναλλαγών σε ομόλογα και μετοχές ω ς ποσοστό του ΑΕΠ για τις ΗΠΑ από 4 % σε 2 3 0 % , για την Ιαπωνία από 2 % σε 9 ΐ % , για τη Γερμανία από 5% σε 334 % . για τη Γαλλία από 5% σε 4 15 % . για την Ιτα
λία από ι % σε 6 4 0 % και για τον Καναδά από 3 % σε 3 3 1 % (Perraton, 2001:674)· Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι διασυνοριακές συγχω νεύσεις και εξαγορές (Μ&Α) αυξήθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο από 74.5 το 1987 σε 1.143.8 δις δολάρια το 2000 (UNCTAD, 2002a: 337)· Πέρα από τις παραπάνω ποσοτικές ενδείξεις, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις σοβαρών ποιοτικών αλλαγών (βλ. επίσης Κοτζιάς, 2 0 0 3 :14 3 -15 6 ,17 0 -17 8 ,28ι) που σηματοδοτούν επίσης την ανάπτυξη ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού. Εκτός των άλλων, οι ποιοτικές αυτές αλλαγές αφορούν ορισμένες επαναστατι κές εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας, μια δραστική ανασυγκρότηση/ανα ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙ0ΔΑΚΗ5 |
ζ8
διοργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και μια τάση καθολικής υπαγωγής της εργασίας, της επιστήμης και της φύσης στο κεφάλαιο, καθώς και μια επίσης δραστική ανασυγκρότηση των οικονομικών θεσμών και των σχέσεων εξουσίας σε διεθνικό επίπεδο. Ως αποτέλεσμα των τελευταίων αυτών αλλαγών, τα εθνικά κράτη, ιδιαίτερα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, συχνά αδυνα τούν να ελέγξουν τις εξελίξεις των οικονομιών τους. Ενδεικτική είναι η επισή μανση του Ρ. Κοξ (Cox, 2004:319) ότι «ο παγκόσμιος καπιταλισμός του είδους που επιβάλλεται στις φτωχές χώ ρες μέσω της “διαρθρωτικής προσαρμογής” η ο ποία επιβάλλεται από τη “σκληρή εξουσία” της λεγάμενης “συναίνεσης της Ουάσινγκτον” —της συναίνεσης του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του αμερικα νικού Υπουργείου Οικονομικών- έχει διευρύνει το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και στέρησε από ορισμένες χώ ρες την εξουσία να ελέγχουν τις οι κονομίες τους». Εδώ θα πρέπει να σημειω θεί ότι η διεθνική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, που ω ς τάση ενυπάρχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από το αρχικό στάδιο της πρωταρχικής του συσσώρευσης και ανάπτυξης, διευρύνθηκε παραπέρα κατά το στάδιο της εθνικής συγκρότησης και της (ιμπεριαλιστικής) διε θνοποίησης του κεφαλαίου, για να φτάσει με τη ραγδαία τάση παγκοσμιοποίησης και διεθνικής συσσώρευσης των τελευταίων δεκαετιών στο νέο υπό διαμόρφω ση στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.Το στάδιο αυτό δεν σηματοδοτεί μό νο την καθοριστική πλέον σημασία της διεθνικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και την τάση καθολικής υπαγωγής σ’ αυτό, αλλά επίσης τη δραστική ανασυγκρό τηση του αστικού κράτους (σε άλα τα επίπεδα) και μια εγγενώ ς καθοριζόμενη «ολοκληρωτική» όξυνση των σχέσεων εξουσίας. Η αντίληψη για το νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν αντανα κλά μόνο τις νέες αντικειμενικές συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά και τον θεωρητικό προβληματισμό που αναπτύσσεται σε διεθνές επίπεδο. Επιβε βαιώνεται επίσης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από τις απόψεις αρκετών ερευ νητών που επισημαίνουν τις ποιοτικές αλλαγές στη συγκρότηση του καπιταλι σμού, κάνουν λόγο για μια νέα φάση ή στάδιο του καπιταλισμού, και με τις αναλύ σεις τους φωτίζουν διάφορες πλευρές της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματι κότητας. Όπως επισημαίνεται από τον Βαν Άπελντουρν (Van Apeldoorn, 2004:160): «Αυτό που ξεκίνησε ω ς ένα περιορισμένο σύνολο διεθνικών δεσμών που ανα πτύχθηκαν στο πλαίσιο της πρώιμης (καπιταλιστικής) παγκόσμιας οικονομίας έ χει τώρα φτάσει ένα βάθος, από την άποψη του πώς επηρεάζει τις ζω ές τόσο πολλών μέσω της εμπορευματοποίησης της κοινωνικής ζωής, και ένα πλάτος, α πό την άποψη κάλυψης ολόκληρου του πλανήτη, που είναι άνευ προηγουμένου. [...] Αυτό που είναι πράγματι καινούργιο σχετικά με την τρέχουσα διαδικασία πα γκοσμιοποίησης είναι η παγκοσμιοποίηση καθώς και το βάθεμα μιας διεθνικοποίησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων που τέθηκε σε κίνηση πριν α 59
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ,
πό τρεις τουλάχιστον αιώνες». Άλλοι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι «από τα μέσα του 1970 οι πωλήσεις, η χρηματοδότηση και η παραγωγή (δηλαδή και τα τρία κυ κλώματα του κεφαλαίου), καθώς και η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχουν διεθνοποιηθεί σε βαθμό που είναι πρωτόγνωρος στην ιστο ρία» (Went, 2 0 0 4 : 33 7 · βλ. επίσης Went, 2 002-20 03:489-491· Cox, 2004· Kiely, 2005:33). Εστιάζοντας την προσοχή τους στην ανισομέρεια της καπιταλιστικής ανάπτυ ξης και στις νέες συνθήκες που αντιμετωπίζει το εργατικό και συνδικαλιστικό κί νημα, άλλοι ερευνητές επισημαίνουν ότι, «αν και έχει επέλθει ποιοτική αλλαγή στο οικονομικό περιβάλλον που αντιμετωπίζουν οι εργάτες ανά τον κόσμο, η πα γκοσμιοποίηση δεν σημαίνει την ομοιογενοποίηση των κοινωνικών και οικονομι κών σχέσεων διαμέσου του χώρου» (McGrath-Champ, 2005:324)· Άλλοι πάλι, εστιάζοντας στον προφανώς κυρίαρχο ρόλο του χρηματιστικού κεφαλαίου, σημειώνουν ότι «εκείνο που είναι διαφορετικό σήμερα [...] είναι ότι η πλειονότητα των δραστηριοτήτων, ανεξάρτητα από το πού ή πώς συνεχίζουν να εκτελούνται, υπόκεινται τώρα σε περιορισμούς με τον έναν ή τον άλλο τρόπο α πό τις ίδιες χρηματιστικές παραμέτρους που διαμορφώνονται από τις παγκό σμιες αγορές κεφαλαίου. [...] η χρηματιστικοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας και η ομοιογενοποίηση των προτεραιοτήτων αντιστοιχούν απόλυτα με την 500ετή ιστορία του καπιταλισμού ω ς εμπορευματικού συστήματος και δεν αντιπρο σωπεύουν τίποτα διαφορετικό από ένα νέο, καθοριστικό στάδιο σ’ αυτή την ιστο ρία» (Lysandrou, 2 005: 793)· Σε αντίθεση με τους αρνητές ή τους «σκεπτικιστές» στο ζήτημα της παγκο σμιοποίησης (βλ. Hirst & Thompson, 1996· Μηλιάς, 2000· Σακελλαρόπουλος & Σωτήρης, 2004· Chortareas & Pelagidis, 2004), επισημαίνεται ότι «υποθέτοντας ένα υπόδειγμα ομοιόμορφης παγκοσμιοποίησης, [αυτοί] ερμηνεύουν λανθασμέ να την ανισομέρεια των παγκόσμιων ροών και εισοδημάτων ως ένδειξη ενάντια στις διαδικασίες παγκοσμιοποίησης» (Perraton, 2001:673· βλ. και Liodakis, 2005). Υπογραμμίζεται τέλος ότι «μπορεί κανείς να δεχτεί ότι ο παγκόσμιος καπιτα λισμός έχει πράγματι υποστεί σημαντικές ποιοτικές αλλαγές προς την κατεύθυν ση μιας βαθύτερης παγκόσμιας ολοκλήρωσης, χω ρίς μ’ αυτό τον τρόπο να επι κροτεί την κυρίαρχη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού» (Radice, 2000:16).
2 . 0 εθνοκεντρισμός και η βιεθνική διαμόρφωση της σχέσης κεφαλαίου-κράτους Αρκετοί ερευνητές και φορείς της Αριστερός διεθνώς, εμπνεόμενοι από τις κλα σικές θεωρίες περί ιμπεριαλισμού, διάφορες θεωρίες της εξάρτησης, τις αντιλή ψεις του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος και την ανάγκη ενός αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, καταλήγουν σε κάποια εκδοχή εθνοκεντρικής προσέγγισης. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται επίσης διάφοροι συντηρητικοί και εθνικιστικοί κύκλοι, πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης, αλλά και ορισμένοι φορείς αριστερής ι ΓΙΟΡΓΟΣ ΛΙ0ΔΑΚΗ2 | 6θ
δεολογίας οι οποίοι αρνούνται τη σύγχρονη τάση παγκοσμιοποίησης ω ς πραγμα τικό γεγονός και κινούνται στην κατεύθυνση ενός «προοδευτικού εθνικισμού». Έτσι, ο εθνοκεντρισμός εξακολουθεί σήμερα να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο τό σο σε ερευνητικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, το εθνικό κράτος αντιμετωπίζεται με τρόπο ανιστορικό και μεταφυσικό, αφού αποσπάται συνήθως ω ς φορέας πολιτι κής εξουσίας από τις υλικές, κοινωνικοπαραγωγικές και ταξικές δυνάμεις που το προσδιορίζουν, ενώ αρνείται επίσης την ίδια τη διαλεκτική δυναμική που καθορί ζει την ιστορική του ανασυγκρότηση και εξέλιξη (βλ. και Robinson, 2001· Lâcher, 2003). Έτσι, το κράτος αποκτά πρωταρχικό ρόλο και θεωρείται ότι αυτό τελικά καθορίζει, σε αποκλειστικά μάλιστα εθνικό επίπεδο, τόσο τους προσανατολι σμούς της οικονομικής ανάπτυξης και τους όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου ό σο και τη διαμόρφωση των κοινωνικών τάξεων και την πάλη μεταξύ τους. Και ναι μεν το κράτος παίζει έναν όντως σημαντικό ρόλο σε όλες αυτές τις κατευθύν σεις, αλλά η μηχανιστική αυτή και μεταφυσική ερμηνεία καταλήγει σε μια ανα στροφή του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, βάζοντάς τον με το κεφάλι (το ε ποικοδόμημα) κάτω και τα πόδια (την υλική βάση της κοινωνικής παραγωγής) ε πάνω. Έτσι, η προσέγγιση αυτή καταλήγει επίσης συχνά σε μια ακραία εργαλειακή ερμηνεία του κράτους. Στην πραγματικότητα, αν και το κράτος γενικά (συμπεριλαμβανομένου του προκαπιταλιστικού) έχει παίξει ιστορικά, και εξακολουθεί να παίζει, σημαντικό ρόλο στην πρωταρχική και εκτατική συσσώρευση του κεφαλαίου, είναι το κεφά λαιο ουσιαστικά, ω ς κοινωνική παραγωγική σχέση, και η συγκεκριμένη διάρ θρωση των καπιταλιστικών σχέσεων που προσδιόρισαν ιστορικά τον συγκεκρι μένο χαρακτήρα του αστικού κράτους και εξακολουθούν να προσδιορίζουν τις βασικές οικονομικές λειτουργίες και τους πολιτικούς μηχανισμούς και προσανα τολισμούς του. Με αυτή την έννοια, ορισμένοι επικριτές του εθνοκεντρισμού ση μειώνουν ότι «το υπόδειγμα του κράτους ω ς φορέα δράσης είναι προβληματικό καθόσον δεν έχει νόημα να διαχωρίζουμε το καπιταλιστικό κράτος από τις κοι νωνικές δ υνάμεις-είτε εθνικές είτε διεθνικές- που προσδιορίζουν το περιεχό μενό του» (Van Apeldoorn, 2004: ΐ56).Υπογραμμίζεται επίσης ότι «ο κρατικοκεντρισμός ήταν πάντα μια ανεπαρκής βάση για την εννοιολογική σύλληψη των σύγχρονων κοινωνικών και διεθνών σχέσεων.Το κυρίαρχο κράτος [...] δεν ήταν
ποτέ πραγματικά ένα κοντέινερ της κοινωνίας, και οι σύγχρονες κοινωνικές σχέ σεις περιλάμβαναν πάντοτε κρίσιμες παγκόσμιες διαστάσεις» (Lâcher, 2 003:522523). Επισημαίνεται ακόμα ότι «δεν υπάρχει τίποτα εγγενώ ς εθνικό ή διεθνές σχετικά με τους οικονομικούς θεσμούς και τις πρακτικές» (Radice, 2000:11). Σχετικά με τον κοινωνικό και ταξικό προσδιορισμό του κράτους σημειώνεται ότι «η πλευρά του ταξικού φορέα -ή η διαδικασία ταξικής διαμόρφωσης- είναι πάντα μια πολιτική διαδικασία στην οποία οι καπιταλιστές υπερβαίνουν τη λογική του ανταγωνισμού της αγοράς και φτάνουν σε μια προσωρινή ενότητα στρατηγι 6l
I ΑΝΤΙΘΕΙΕΙΪ. ΑΝΤΙΣΤΑΙΕΙΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
κού προσανατολισμού και σκοπού, που τους επιτρέπει να αρθρώσουν (απέναντι σε άλλες κοινωνικές τάξεις ή ομάδες, καθώς και απέναντι στο κράτος) ένα “γενι κό καπιταλιστικό συμφέρον”» (Van Apeldoorn, 2004: ΐ55)·Ταυτόχρονα υποστηρί ζεται ότι «ο διεθνής καταμερισμός εργασίας θα πρέπει να γίνει αντιληπτός ως το “όχημα” μέσω του οποίου οι παραγωγικές σχέσεις απλώνονται και η ταξική συ γκρότηση αρθρώνεται με τις διαδικασίες εθνικής συγκρότησης και σχηματισμού του κράτους. Σε όλο αυτό, η ταξική διαμόρφωση είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία δομικού κοινωνικού μετασχηματισμού καθώς και η έκφραση και το προϊόν του φορέα» (Overbeek, 2004:123). Στο πλαίσιο της ραγδαίας διεθνικής ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του κεφα λαίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στο πλαίσιο δηλαδή του αναδυόμενου νέου σταδίου του καπιταλισμού, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι κοινωνικές τάξεις τείνουν πλέον να διαμορφώνονται σε διεθνικό επίπεδο, το εθνικό κράτος αλλάζει, ανα συγκροτείται και από ορισμένες πλευρές αποδυναμώνεται, ενώ ταυτόχρονα η ε ξουσία του κεφαλαίου που αποκρυσταλλώνεται σε διεθνικό επίπεδο τείνει στη διαμόρφωση ενός υβριδικού και αντιφατικού μορφώματος που έχει χαρακτηρι στεί ω ς διεθνικό κράτος του κεφαλαίου (βλ. Cox, 19 8 7 :254 · Robinson & Harris, 2000· Sklair, 2001· Cammack, 2003· Overbeek, 20 0 4 :127 -128 · Liodakis, 2005).To διεθνικό αυτό κράτος συγκροτείται από διεθνείς οργανισμούς (ΟΗΕ, ΔΝΤ, ΠαγκόσμιαΤράπεζα, ΠΟΕ, ΟΟΣΑ κ.λπ.), σε στενή διαπλοκή με τις πιο ισχυρές καπιταλιστι κές χώρες και διάφορους διεθνείς συνασπισμούς του κεφαλαίου (G7, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ,Τριμερής κ.λπ.), και παίζει καίριο και αυξανόμενο ρόλο στη διαμόρφωση των συνθηκών συνεργασίας, των βασικών πολιτικών και της στρα τηγικής του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Οι νέες αυτές αναπτυξιακές τάσεις, βεβαίως, δεν συνεπάγονται την κατάργηση ούτε του εθνικού κράτους ούτε του διεθνούς συστήματος των εθνικών κρατών και των διεθνών σχέσεων. Οι διεθνι κές όμως σχέσεις που αναπτύσσονται με τη διεθνική ολοκλήρωση του κεφαλαί ου παίζουν αυξανόμενο ρόλο και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζουν και τις διε θνείς σχέσεις μεταξύ κρατών. Όπως επισημαίνεται σχετικά, «οι διεθνείς σχέσεις και οι διακρατικές πολιτικές έχουν ιστορικά εδραιωθεί μέσα στα πλαίσια αυτά και έχουν διαμεσολαβηθεί από τις διεθνικές καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις» (Van Apeldoorn, 2004:156). Εκείνο που γίνεται επίσης σαφές είναι ότι ένας απολυτοποιημένος διαχωρι σμός του εθνικού από το διεθνικό είναι πλέον αδύνατος και μάλλον παραπλανητι κός. Όπως σημειώνει ο Ρέι Κίλι (Kiely, 2 005: 44 ). «η εναλλακτική προσέγγιση που προτείνεται [...] δεν συνίσταται στο να θέσουμε έναν άκαμπτο διαχωρισμό ανάμε σα στο εθνικό και το παγκόσμιο και να προτείνουμε ότι το ένα κυριαρχεί πάνω στο άλλο ανάλογα με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Αντίθετα, χρειάζεται κανείς να αναγνωρίσει τον παγκόσμιο χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέ σεων από το ξεκίνημά τους και τους τρόπους με τους οποίους αυτές έχουν αλληλεπιδράσει με την εθνική οργάνωση του “καθαρά πολιτικού κράτους”». ΓΙΏΡΓΟΣ ΛΙΟΔΑΚΗΣ | 02
Ας σημειωθεί όμως ότι ορισμένοι από τους επικριτές της κυρίαρχης εθνοκεντρικής προσέγγισης τείνουν προς μια νεορεαλιστική προσέγγιση, δίδοντας έμ φαση στην ανθεκτικότητα και τη διάρκεια των κρατικών θεσμών σε εθνικό επί πεδο και αγνοώντας την αναδυόμενη πραγματικότητα του διεθνικού κράτους. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ρ. Κοξ (Cox, 2004:309) υπογραμμίζει ότι «το κυρίαρχο κράτος, αν και αποδυναμωμένο, παραμένει μια σκληρή δομή. Η κυριαρχία έχει διττό χαρακτήρα. Η μία πλευρά συνίσταται στην αυτονομία κάθε κυρίαρχου κρά τους μέσα στην κοινωνία των εθνών. Η άλλη συνίσταται στην εξουσία κάθε κρά τους μέσα στην επικράτεια και τον πληθυσμό του». Κατά παρόμοιο τρόπο επισημαίνεται ότι, «ενώ από τη μία μεριά η ισχύς του διεθνικού κεφαλαίου στηρίζεται σε μια εδαφικά κατακερματισμένη πολιτική εξουσία, από την άλλη μεριά αυτός ο αναγκαίος κατακερματισμός (από καπιταλιστική σκοπιά) μπορεί επίσης να ιδωθεί ως εμπόδιο στην αναζήτηση λύσεων στα παγκόσμια προβλήματα που συνδέο νται με την ιστορική παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού» (Van Apeldoorn, 2004: 167· βλ. επίσης παράθεση του ίδιου στην επόμενη ενότητα). Ο τελευταίος βέβαια υπαινιγμός καταδεικνύει τα όρια των εθνικών κρατικών δομών. Η αντίληψη πάντως περί ενός αναδυόμενου διεθνικού κράτους του κεφαλαί ου φαίνεται να επιβεβαιώνεται από πληθώρα ενδείξεω ν. Αλλά η τάση αυτή α σφαλώς δεν είναι μονόδρομος. Καθώς «η καθοριστική διαλεκτική στον κόσμο σήμερα είναι η αντίθεση ανάμεσα στις εθνοκεντρικές μορφές συσσώρευσης και στο ραγδαία αναπτυσσόμενο διεθνικό σύστημα παραγωγής» (Harris, 2005:329). το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει -κα ι το οποίο αντανακλά την ένταση του δια λεκτικού γίγνεσθαι ανάμεσα στις δύο παραπάνω τάσεις- μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Θα επαναβεβαιωθεί το παλιό διεθνές σύστημα των εθνικών αντιθέ σεων με τροποποιημένες διεθνικές πλευρές ή θα εμπεδώσει η διεθνική καπιτα λιστική τάξη ένα σταθερό πολιτικό πρόγραμμα γύρω από τις νέες μορφές συσ σώρευσής του [του συστήματος];» (Harris, 2 0 0 5 : 339)·
3. Ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ή διεθνική συνεργασία του κεφαλαίου; Σε αντίθεση με μια ευρέω ς διαδεδομένη άποψη που παραμένει δογματικά προσκολλημένη στις κλασικές θ εω ρίες του ιμπεριαλισμού ή σε διάφορες εκδοχές της θεωρίας της εξάρτησης και ω ς εκ τούτου εστιάζει την προσοχή στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (βλ. Gibbs, 2001· Berberoglu, 2 0 0 3 :6 9 , 73 . 9 °) . ένας αυξανόμενος αριθμός ερευνητών, αν και αναγνωρίζει τις συνεχιζόμενες ενδοαστικές αντιθέσεις και τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, ιδιαίτερα μάλιστα σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης, επισημαίνει ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες η τάση ενδοϊμπεριαλιστικής συνεργασίας και ενός διεθνικού συντονισμού του κε φαλαίου, σε βάρος της εργασίας, υπερισχύει σε σχέση με τις οποιεσδήποτε αντι θέσεις (βλ. Bromley, 2003· Λιοδάκης, 2004· Liodakis, 2005). Οι Πάνιτς και Γκίντιν (Panitch & Gindin, 2004:6) επισημαίνουν κατ’ αρχάς ότι 63
I ΑΝΤΙΟΕΪΕΙΙ. ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
«όχι λιγότερο από τον Λένιν, ο Κάουτσκι είχε δεχτεί το 1914. ακολουθώντας το Finance Capitalxou Χίλφερντιγκ, ότι μια “βάρβαρη και βίαιη" μορφή ιμπεριαλιστι κού ανταγωνισμού ήταν “προϊόν του πολύ ανεπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλι σμού”. Ο Κάουτσκι όμως είχε δίκιο να αντιληφθεί ότι, ακόμα κι αν η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη είχε οδηγήσει σε πόλεμο ανάμεσα στις κυριότερες καπιταλιστι κές δυνάμεις, αυτό δεν ήταν ένα άναπόφευκτο χαρακτηριστικό της καπιταλιστι κής παγκοσμιοποίησης». Αναφερόμενοι στις συνθήκες που επικράτησαν μετά τον θ' Παγκόσμιο πόλεμο, οι ίδιοι συγγραφείς σημειώνουν: «Η εκτεταμένη επέ κταση της άμεσης ξένης επένδυσης παγκοσμίως [...] σήμαινε ότι, μακράν μιας α πόδρασης του κεφαλαίου από το κράτος, αυτό επέκτεινε την εξάρτησή του από πολλά κράτη. Ταυτόχρονα, το κεφάλαιο ω ς μια αποτελεσματική κοινωνική δύνα μη μέσα σε οποιοδήποτε κράτος τώρα έτεινε να συμπεριλάβει τόσο το ξένο όσο και το εγχώριο κεφάλαιο με διεθνείς δεσμούς και φιλοδοξίες. Η αλληλοδιείσδυσή τους έκανε την έννοια μιας διακριτής εθνικής αστικής τάξης -αφήστε τις δια μάχες ανάμεσα σ’ αυτές με οποιαδήποτε έννοια ανάλογη μ’ αυτήν που οδήγησε στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο- όλο και πιο αναχρονιστική» (Panitch & Gindin, 2004: 12). Όπως επισημαίνουν ειδικότερα σχετικά με την ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη, «το συγκεκριμένο νόημα που είχε η έννοια στο πλαίσιο πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ο οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη ήταν πράγματι προσδιορισμένος από συγκρίσιμες στρατιωτικές δυνατότητες και ο Λέ νιν μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι “οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι είναι απόλυτα ανα πόφευκτοι”, σαφώς λείπει από το σημερινό πλαίσιο της συντριπτικής αμερικανι κής στρατιωτικής κυριαρχίας. Αλλά πέρα απ’ αυτό, το νόημα που είχε στο παρελ θόν ανακρούεται από τη συγκεκριμένη οικονομική καθώς και στρατιωτική ολο κλήρωση που υπάρχει ανάμεσα στις ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις σήμερα. Ο όρος “διαμάχη” μεγεθύνει τον οικονομικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη πο λύ πέρα απ’ αυτό που σηματοδοτεί στον πραγματικό κόσμο. Ενώ η αντίληψη για μια διεθνική καπιταλιστική τάξη, που αποσπάται από τις οποιεσδήποτε κρατικές βάσεις ή βρίσκεται στα πρόθυρα ανάπτυξης ενός υπερεθνικού παγκόσμιου κρά τους, είναι σαφώς υπερβολική, το ίδιο είναι και οποιαδήποτε αντίληψη επιστρο φής σε αντιμαχόμενες εθνικές αστικές τάξεις» (Panitch & Gindin, 2004:17). Εδώ, βέβαια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι εκείνο που είναι υπερβολικό είναι η ρέπουσα προς αντιλήψεις εξάρτησης υπερ-ιμπεριαλιστική (σε αντίθεση με μια ουλτρα-ιμπεριαλιστική) προσέγγιση των παραπάνω συγγραφέων και η συζήτη σή τους περί αυτοκρατορίας. Όπως επισημαίνεται επίσης από τον Μπ. Φάιν (Fine, 2 0 0 4:227), «η εδαφική διαίρεση του κόσμου [...] φαίνεται πράγματι να ανήκει σε μια παρελθούσα εποχή παγκοσμίων πολέμων ή τουλάχιστον του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά η αντίληψη του Λένιν θεμελιώθηκε πάνω σε μια ένταση ανάμεσα στην ενδοϊμπεριαλιστική δια μάχη και τη συνεργασία από τις οποίες η πρώτη ήταν κυρίαρχη κατά το χρόνο που έγραφε, περί τα τέλη του Α' Παγκόσμιου πολέμου. Ο Ψυχρός Πόλεμος σημα ΓΙΟΡΓΟΙ ΛΙΟΔΑΚΗΙ I
64
δεύτηκε επίσης από την [ενδοϊμπεριαλισιική] συνεργασία, που παρουσίαζε το σοσιαλισμό ω ς εχθρό και αποσκοπούσε στην ενσωμάτωση και στον περιορισμό του». Και όπως επισημαίνεται παραπέρα, «κανένας δεν μπορεί να αμφιβάλλει [...] για την ηγετική θέση που κατέχουν οι ΗΠΑ στην ενδοϊμπεριαλιστική συνεργασία και για τον σημερινό συσχετισμό της συνεργασίας σε βάρος της διαμάχης. [...] οι διαστάσεις της διαμάχης ενάντια στην ηγεμονία των ΗΠΑ είναι πολύ αδύναμες και κατακερματισμένες, όπως είναι και οι δυνάμεις της αντίστασης [...]. Παρ’ όλα αυ τά, η πλούσια και ποικίλη ιστορία του 20ου αιώνα δείχνει ότι η αλλαγή μπορεί να είναι ραγδαία και είτε προοδευτική είτε αντιδραστική [...]» (Fine, 2004:229). Ο Κίλι (Kiely, 20 0 5 : 33 - 34) υπογραμμίζει επίσης ότι «σήμερα έχουμε μια πολύ μεγαλύτερη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, το οποίο ρέει κυρίως ανάμεσα στις χώρες του Πρώτου Κόσμου (...]. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο δεν είναι πλέ ον συνδεδεμένο με συγκεκριμένα εθνικά κράτη, αλλά σημαίνει πράγματι ότι ο κόσμος δεν μπορεί να διαιρείται σε αποκλειστικά μπλοκ. Ο οικονομικός ανταγω νισμός έχει με πολλούς τρόπους εντατικοποιηθεί, αλλά [...] η εξουσία ασκείται περισσότερο με άμεσα “οικονομικά” μάλλον παρά με "πολιτικά" ή στρατιωτικά μέσα [...]. Επιπλέον, αν και ο οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις κύριες δυ νάμεις συνεχίζει να υπάρχει, αυτός δεν οδηγεί αναγκαία σε πόλεμο. (...) Η σύ γκρουση και ο ανταγωνισμός υπάρχουν, αλλά τείνουν να είναι ανάμεσα σε εται ρείες μάλλον παρά ανάμεσα σε κράτη και, ακόμα κι όταν συμβαίνει το τελευταίο, συμπίπτει με και από ορισμένες απόψεις υποτάσσεται στην καπιταλιστική συνερ γασία πέρα από το εθνικό κράτος» (Kiely, 2 0 0 5 : 35)· Ο ίδιος συγγραφέας επιση μαίνει ότι «η αναγνώριση της αυξανόμενης αλληλεξάρτησης του κεφαλαίου και των κεντρικών κρατών αποτελεί τη μεγάλη δύναμη της θεω ρίας περί διεθνικής [αστικής] τάξης [...]. Αντίθετα, οι αναλύσεις του υπεριμπεριαλισμού των ΗΠΑ τεί νουν επίσης να υποτιμούν το βαθμό στον οποίο οι ισχυρές τάξεις σε μέρη του α ναπτυσσόμενου κόσμου έχουν επίσης συμφέρον στην κινητικότητα του κεφαλαί ου και στην πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές, παρά το γεγονός ότι η θεω ρία αυτή αναγνωρίζει πράγματι τουλάχιστον τη συνεχιζόμενη πραγματικότητα της κρατικής εξουσίας των ΗΠΑ» (Kiely, 2 005:47)·Υπογραμμίζεται τέλος ότι «οι απλουστευτικές αντιπαραθέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης (ή Ιαπωνίας) και βιομηχανίας-χρηματιστικού κεφαλαίου δεν συλλαμβάνουν την πολυπλοκότητα ή την αλληλεξάρ τηση που χαρακτηρίζει τη σημερινή παγκόσμια τάξη. Η παγκόσμια τάξη μπορεί έ τσι να χαρακτηριστεί με τον καλύτερο τρόπο από μια τάξη που καθοδηγείται από τις ΗΠΑ αλλά στηρίζεται επίσης στην ουλτρα-ιμπεριαλιστική συνεργασία ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις» (Kiely, 2005:48· βλ. και Bromley, 2003· Λιοδάκης, 2004· Liodakis, 2005). Από μια διαφορετική σκοπιά, και εστιάζοντας στους κοινωνικοοικονομικούς καθορισμούς των διακρατικών σχέσεων και πολιτικών, αλλά και στη δυναμική μεταβλητότητα της παγκόσμιας κατάστασης, ο Βαν Άπελντουρν (Van Apeldoorn, 2004:167) συμπεραίνει ότι «καθώς ο κόσμος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένος 65
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ.
•ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣ1
σε κράτη και καθώς το σύστημα των κρατών έτσι διατηρείται [...], η οποιαδήποτε ενότητα ανάμεσα στα κράτη (ανεξάρτητα από το πόσο “οργανική" είναι) είναι με ταβατική και συγκυριακή ανάλογα με την αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης (διεθνικής) διαμόρφωσης των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων». Ας σημειωθεί τέλος ότι η κυρίαρχη τάση της συνεργασίας και του διεθνικού συντονισμού του κεφαλαίου, αλλά και η απεγνωσμένη προσπάθεια ανασυγκρό τησής του με στόχο το ξεπέρασμα της βαθιάς του κρίσης, που αντανακλάται στη σημερινή λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, συνεπάγονται ραγδαία εντατικοποί ηση της εκμετάλλευσης και εντυπωσιακή όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας.Ταυτόχρονα, η διεθνική ανάπτυξη και συσσώρευση του κεφα λαίου, αλλά και η προσπάθειά του για διεθνική συνεργασία και συντονισμό της κοινωνικής του εξουσίας σε βάρος της εργασίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για διεθνιστική αλληλεγγύη της εργατικής τάξης και ενισχύουν τις προοπτικές και τις δυνατότητες ενός κοινού πολιτικού, επαναστατικού αγώνα (βλ. Radice, 2000:14-15· Berberoglu, 2 0 0 3 :11, 54 . *37 · Liodakis, 2005· McGrath-Champ, 2005). Καθώς βέβαια η αντίθεση και η ταξική σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας διαμεσολαβείται από τα επιμέρους εθνικά κράτη και από την ιδεολογία (του εθνικισμού και όχι μόνο), επηρεάζεται δραστικά τόσο ο ταξικός συσχετισμός όσο και η αποτελεσματικότητα του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού αγώνα. Γι’ αυτό, σταθε ρός στόχος αυτού του αγώνα παραμένει τόσο η άμεση παρέμβαση στους ιδεολο γικούς μηχανισμούς όσο και η ανατροπή και η συντριβή του αστικού κράτους σε όλα τα επίπεδα (διεθνικό, εθνικό, τοπικό).
4· Η αντικαπιταλιστική επαναστατική προοπτική και το ζήτημα της στρατηγικής και της τακτικής Αν και η αντίσταση κάθε λαού σε οποιαδήποτε εξωτερική επιθετικότητα και επι βολή εξακολουθεί να είναι και θεμιτή και αναγκαία, η προσκόλληση στην παρα δοσιακά παραδεδεγμένη αντίληψη του ιμπεριαλισμού (ως μιας έξωθεν επιθετι κότητας) και σε μια εθνοκεντρική προσέγγιση γενικότερα τείνει, παραπλανητικά μάλλον, να εστιάζει την προσοχή στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και σε έναν επιφανειακό αντιιμπεριαλισμό, ενώ απ’ την άλλη τείνει συνήθως να συναρτά τη στρατηγική του εργατικού κινήματος με τον αγώνα αυτό ή απλώς με τον αγώνα ενάντια στον πόλεμο. Μια τέτοια όμως εθνοκεντρική προσέγγιση, πέραν των θεωρητικών και με θοδολογικών αδυναμιών που σημειώθηκαν παραπάνω (ανεπαρκής κατανόηση των σημερινών αλλαγών του κράτους και αναστροφή του ιστορικού υλισμού), έ χει επίσης σοβαρές ιδεολογικοπολιτικές συνέπειες. Αποτυγχάνει κατ’ αρχάς να προσφέρει μια ικανοποιητική προσέγγιση που θα διευκόλυνε και θα ενίσχυε την αποτελεσματικότητα του διεθνιστικού ταξικού αγώνα ενάντια στο (διεθνικό) κε φάλαιο συνολικά και στα συχνά φαινόμενα κοινωνικού ντάμπινγκ της εποχής μας. Αγνοώντας επίσης τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός διεθνικού κράτους, αΓΙΟΡΓΟΣ ΛΙΟΔΑΚΗΣ | 66
δυνατεί να εντοπίσει τα κρίσιμα σημεία και τα θεσμικά πλαίσια μέσα στα οποία λαμβάνονται ουσιώδεις πολιτικές αποφάσεις. Έτσι, αποπροσανατολίζει την επα ναστατική ταξική πάλη και «χαρίζει» το ελπιδοφόρο κίνημα ενάντια στην καπιτα λιστική παγκοσμιοποίηση στις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Αρκετά παραδείγματα θα μπορούσαν εδώ να επισημάνουν, σε αντίθεση με την κυρίαρχη εθνοκεντρική αντίληψη, τη φθίνουσα εθνική κυριαρχία μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και την αυξανόμενη σημα σία διάφορων διεθνικών ρυθμίσεων και μηχανισμών. Στα παραδείγματα αυτά περιλαμβάνονται ο ρόλος του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ στην προάσπιση-επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που με πρό σχημα την «τρομοκρατία» επιδιώκουν τη συρρίκνωση των κοινωνικών και πολι τικών δικαιωμάτων και ο καθοριστικός ρόλος διεθνών οργανισμών, όπως ο ΠΟΕ, τοΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, στη διαμόρφωση των βασικών όρων οικονομι κής ανάπτυξης και αναπαραγωγής (πολιτική νεοφιλελευθερισμού, GATS, τεχνο λογικές καινοτομίες και πνευματικά δικαιώματα, πρωταρχική συσσώρευση, ιδιω τικοποίηση παιδείας, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και υποδομών, φορολογικές ελαφρύνσεις του κεφαλαίου, τυποποίηση της παραγωγής και ρύθμιση περιβαλ λοντικών ζητημάτων). Χαρακτηριστική είναι επίσης, στην περίπτωση της χώρας μας, η κατίσχυση του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, πράγμα που έγινε πασιφανές με την υπόθεση του «βασικού μετόχου», αλλά και με την επιχειρούμενη τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η προσήλωση του επαναστατικού κινήματος στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, τείνει να παγιδεύει και να ενσωματώνει τις επαναστατικές δυνάμεις σε μια εσωτερική ή παράγωγη αντίθεση του κεφαλαίου και σε τελική ανάλυση στο κυρίαρχο σήμε ρα κοινωνικό σύστημα. Μια τέτοια προσέγγιση τείνει να οδηγεί σε ταξικές συμμαχίες με διάφορες δυνάμεις του κεφαλαίου και την ίδια την αστική τάξη, καθι στώντας περιστασιακά το εργατικό κίνημα ουρά στις τυχοδιωκτικές πολεμικές περιπέτειες του κεφαλαίου (πότε της μιας δύναμης και πότε της άλλης) και οδη γώντας, όπως και στο παρελθόν, σε ολέθριες ήττες και συμβιβασμούς ή σε μια παραπλανητική σταδιολογία που απομακρύνει το στόχο της επανάστασης. Σε αντίθεση με μια τέτοια προσέγγιση, θα πρέπει εδώ να επισημανθεί άτι η στρατηγική του επαναστατικού κινήματος, ιδιαίτερα για τις δυνάμεις που κάνουν σήμερα λόγο για την ανάγκη επαναθεμελίωσης της προοπτικής του κομμουνι σμού, θα πρέπει να διαμορφώνεται με άξονα όχι τις όποιες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά με άξονα τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία στις μέρες μας αποκτά κυρίαρχη σημασία. Οι ενδοαστικές βέβαια αντιθέσεις θα πρέ πει να μελετιόνται προσεκτικά και να παίρνονται σοβαρά υπόψη στη διαμόρφω ση της τακτικής του επαναστατικού κινήματος. Μια τέτοια στρατηγική, που εδρά ζεται στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και είναι ουσιαστικά αντικαπιταλιστική, δεν υπερβαίνει μόνο τη μισή αντίσταση ενός επιφανειακού αντιιμπεριαλισμού, ε67
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ. ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ
ξαλείφοντας ταυτόχρονα, ουσιαστικά και μόνιμα την απειλή του πολέμου, αλλά θέτει ανοιχτά και άμεσα στο προσκήνιο το ζήτημα της ολόπλευρης κοινωνικής χειραφέτησης και της οριστικής υπέρβασης του καπιταλισμού. Όπως προκύπτει από τις προηγούμενες ενότητες αυτής της εισήγησης, οι ση μερινές συνθήκες ανάπτυξης και αναπαραγωγής του καπιταλισμού δεν οξύνουν μόνο στο έπακρο τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, αλλά αναδεικνύουν επίσης τη διεθνιστική διάσταση σε θεμελιώδη παράγοντα της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής του εργατικού κινήματος. Και ενώ είναι σαφές ότι η ανι σομερή ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιουργεί διαφορετικές επαναστατικές δυ νατότητες και ότι οι περισσότεροι κοινωνικο-ταξικοί αγώ νες θα εξακολουθή σουν να πραγματοποιούνται σε εθνικό ή και σε τοπικό επίπεδο, για διάφορους λόγους (γεωγραφική εγγύτητα, κοινή γλώσσα και κοινωνικο-ιστορικές καταβο λές, συγκεκριμένη διάρθρωση του κεφαλαίου και θεσμική διαμόρφωση κ.λπ.) γίνεται εξίσου σαφές ότι οι πιο σημαντικοί αγώνες της εποχής μας και του μέλλο ντος δεν μπορεί παρά να διεξάγονται σε διεθνικό επίπεδο. Και τούτο όχι μόνο διότι το κεφάλαιο συγκροτείται και τείνει να συνασπίζεται πολιτικά σε διεθνικό ε πίπεδο, αλλά και επειδή οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις ενός νέου επιτυχούς και βιώσιμου επαναστατικού κινήματος δεν μπορούν παρά να διαμορφώνονται σε διεθνικό, παγκόσμιο επίπεδο. Η αναγκαιότητα αυτή αντανακλάται στις μεγαλειώδεις διεθνικές διαδηλώσεις, στα κινήματα και στα επαναστατικά ξεσπάσματα της τελευταίας δεκαετίας ενάντια στους αναπτυξιακούς προσανατολισμούς του κεφαλαίου, την πολιτική διεθνών οργανισμών, τον πόλεμο, την αυξανόμενη εκμετάλλευση της εργασίας και τη ρα γδαία υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος. Αλλά πέρα από τις μεγα λειώδεις κινητοποιήσεις του Σιάτλ και τους επόμενους σταθμούς του αγώνα ενά ντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ή την κινητοποίηση εκατομμυρίων ενά ντια στον πόλεμο, μια σειρά πρόσφατων εξελίξεων και περιστατικών καταδεικνύ ουν επίσης την αναγκαιότητα του κοινού, διεθνιστικού, ταξικού αγώνα. Μεταξύ άλλων αξίζει εδώ να σημειωθεί το έντονο πρόβλημα που δημιουργείται στην α πασχόληση από την αυξανόμενη φυγή του κεφαλαίου από διάφορες χώ ρες, και από την Ελλάδα, προς τις βαλκανικές χώ ρες, την Κίνα και αλλού, καθώς και οι αντεργατικές συνθήκες που δημιουργούνται με τη θεσμοθέτηση της Οδηγίας Μπολκενστάιν και την προοπτική κοινωνικού ντάμπινγκ στο χώρο της Ευρώπης. Σημαντικοί ήταν επίσης οι αγώνες ενάντια στο Ευρωσύνταγμα, αλλά και οι πρό σφατες κοινωνικές εκρήξεις στη Γαλλία ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική του νεο φιλελευθερισμού και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Αξιοσημείωτες υπήρξαν ακόμα οι ογκώδεις διαδηλώσεις που έγιναν στο Δουβλίνο στις 9 /1 2 /0 5 ενάντια στις προσλήψεις Λετονών και Λιθουανών στο ιρλανδικό (εμπορικό και αλιευτικό) ναυτικό (βλ. ΠΡΙΝ, ι 8 / 12/0 5), καθώς και η πανευρωπαϊκή, δυναμική και αποτελε σματική διαδήλωση ιο.οοο λιμενεργατών στο Στρασβούργο στις ι 6 / ι / ο 6 ενάντια στην οδηγία «απελευθέρωσης λιμενικών εργασιών» (βλ. ΠΡΙΝ, 22/1/06 ). ΓΙ0ΡΓ02 ΛIΟ ΔΑΚ Η2 | 68
Αν λοιπόν οι πολιτικοί φορείς της Αριστερός, και ιδιαίτερα οι δυνάμεις της επα ναστατικής Αριστερός, δεν πάρουν επαρκώς υπόψη τα νέα δεδομένα, διαμορφώ νοντας μια διεθνιστική επαναστατική στρατηγική με άξονα την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, κινδυνεύουν να μείνουν πίσω από το ίδιο το εργατικό κίνημα. Αντίθε τα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι νέες αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλι σμού, αλλά και η περιπετειώδης ανάπτυξη των υποκειμενικών συνθηκών καθι στούν σήμερα πολύ πιο ρεαλιστική, επιτακτική και αναγκαία την έκκληση του Κομ
μουνιστικού Μανιφέστου: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!».
Βιβλιογραφία ζενόγλωσση Berberoglu, Β. (2003), Globalization of Capital and the Nation-State, Μέριλαντ, Rowman & Littlefield Publishers. Bromley, S. (2003), “Reflections on Empire, Imperialism and United States Hegemony”,
Historical Materialism 11 (3), o. 17-68. Cammack, P. (2003), “The Governance of Global Capitalism: A New Materialist Perspective”, Historical Materialism 11 (2), o. 37-59. Chilcote, R. (1999), The Political Economy of Imperialism: Critical Appraisals, ΛονδΙνοΒοσχόνη, Kluwer Academic Press. Chortareas, G. - Pelagidis.T. (2004), “Trade flows: a facet of regionalism or globalisation?”,
Cambridge Journal of Economics 28, o. 2 53-271. Cox, R.W. (1987), Production, Power, and World Order: Social Forces in the Making of
History, ΝέαΥόρκη, Columbia University Press. — (2004), “Beyond Empire and Terror: Critical Reflections on the Political Economy of World Order,” New Political Economy 9 (3), 0 . 307-323. Fine, B. (2004), “Examining the Ideas of Globalisation and Development Critically: What Role for Political Economy?", New Political Economy 9 (2), 0 . 2 13-231. Foster, ).B. (2001), “Imperialism and ‘Empire’”, Monthly Review 53 (7), o. 1-9. -
(2003), “The New Age of Imperialism”, Monthly Review 55 (3), o. 1-14.
Gibbs, D. (2001), “Washington’s New Interventionism: U.S. Hegemony and Inter-Imperialist Rivalries”, Monthly Review 53 (4), o. 15-37. Hardt, M .- Negri, A. (2000), Empire, Κέμπριτζ, Harvard University Press. Harris, J. (2005), “To Be Or Not To Be: The Nation-Centric World Order Under Globalization", Science & Society 69 (3), o. 329-340. Hirst, P. - Thompson, G. (1996), Globalisation in Question, Λονδίνο, Polity. Kiely, R. (2005), “Capitalist expansion and the im perialism-globalization debate: contemporary Marxist explanations”, Journal of International Relations and
Developments (1), o. 27-57. Kotz, D. (2002), “Globalization and Neoliberalism”, Rethinking Marxism 14 (2), o. 64-79. Lâcher, H. (2003), "Putting the state in its place: the critique of state-centrism and its limits”. Review of International Studies 29 (4), σ. 521-541.
69
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ.
ΊΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ E ΠAN ΑΣ 1
Laibman, D. (2005), “Theory and Necessity: The Stadial Foundations of the Present”,
Science & Society 69 (3), a. 285-315. Liodakis, G. (2005), “The New Stage of Capitalist Development and the Prospects of Globalization, Science & Society 69 (3), o. 341-366. Lysandrou, Ph. (2005), "Globalisation as commodification”, Cambridge Journal of
Economics 29, o. 769-797. Maddison.A. (1982), Phases of Capitalist Development, Οξφόρδη, Oxford University Press. — (1995), Monitoring the world economy 1820-1992, Παρίσι, Organization of Economic Cooperation and Development. McGrath-Champ, S. (2005), “Globalization’s Challenge to Labour: Rescaling Work and Employment”, Economic and Industrial Democracy 26 (3), o. 323-334. Overbeek, H. (2004), “Transnational class formation and concepts of control: towards a genealogy of the Amsterdam Project in international political economy”, Journal of
International Relations and Development 7 (2), o. 113-141. Panitch, L. - Gindin, S. (2004), “Global Capitalism and American Empire”, Socialist Register
2004, ΝέαΥόρκη, Monthly Review Press. Perraton,). (2001), “The global economy - myths and realities”, Cambridge Journal of
Economics 25, σ. 669-684. Perraton, J. κ.ό. (1997), "The Globalisation of Economic Activity”, New Political Economy 2 (2), o. 257-277. Radice, H. (2000), “Responses to globalization: a critique of progressive nationalism”,
New Political Economy 5 (1), σ. 5-19. Robinson, W. (2001), “Global Capitalism and National State-Centric thinking - What we don’t see when we do see Nation-States: Response to Critics", Science & Society 65 (4), o. 500-508. Robinson, W. - Harris, J. (2000), “Towards A Global Ruling Class? Globalization and the Transnational Capitalist Class”, Science & Society 64 (1), o. 11-54. Sklair, L (2001), Transnational Capitalist Class, Οξφόρδη, Blackwell. UNCTAD (2002a), World Investment Report, ΝέαΥόρκη-Γενεύη, United Nations. — (2002b), Handbook of Statistics, ΝέαΥόρκη-Γενεύη, United Nations. Van Apeldoorn, B. (2004), “Theorizing the transnational: a historical materialist approach”,
Journal of International Relations and Development 7 (2), a. 142-176. Went, R. (2002-2003), “Globalization in the Perspective of Imperialism”, Science & Society 66 (4), o. 473-497. — (2004), “Economic globalization plus cosmopolitanism?”. Review of International
Political Economy 11 (2), o. 337-355.
Βιβλιογραφία Ελληνόγλωση Κοτζιάς, N. (2003), Παγκοσμιοποίηση: H ιστορική θέση, το μέλλον και η πολιτική σημασία, Αθήνα, Καστανιώιης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙ0ΔΑΚΗ1 |
J0
Λιοδάκης, Γ. (2000), «Το νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση», ΟΥΤΟΠΙΑ 39· -
(2οοι), «Η συζήτηση περί “παγκοσμιοποίησης”, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ο μεταβαλλόμενος ρόλος του κράτους», ΟΥΤΟΠΙΑ 46.
-
(2004), «Κρότος και Επανάσταση στην εποχή μας», Διάπλους 3· (2005), «Παγκοσμιοποίηση: Ιδεολόγημα ή πραγματική τάση;», Διάπλους 9·
Μηλιός, Γ. (2000), «Λόγος περί "Παγκοσμιοποίησης" και Μαρξιστική Αριστερό», ΘΕΣΕΙΣ 72, σ. 11-23· ΝΑΡ (1998). Πρακτικά 1ου Συνεδρίου, Αθήνα. -
(2006), Πρακτικά 2ου Συνεδρίου, Αθήνα.
Σακελλαρόπουλος, Σ. - Σωτήρης, Π. (2004), «Τα μεθοδολογικά και θεωρητικά αδιέξοδα της “Παγκοσμιοποίησης” (με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Κοτζιό)» ΘΕΣΕΙΣ 87, σ. 151-178.
71
I ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ,
ΓΙΣΤΑΣΕΙ1
: ΠΑΝΑΣ TATI I
Το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα και η συνεχιζόμενη επικαιρότητα της θεω ρίας του ιμπεριαλισμού Σταύρος Δ . Μ αυ ρ ο υδ έας Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τμήμα Οικονομικών
1.
Ιμπεριαλισμός και «παγκοσμιοποίηση»
Η εισβολή στο Ιράκ έφερε, με τον πιο τραγικό τρόπο, ξανά στο προσκήνιο το ζή τημα του ιμπεριαλισμού. Π ροηγουμένω ς, το ζήτημα αυτό είχε -α π ό πολλές πλευρές και ιδιαίτερα από τους ορθόδοξους αλλά και τους ριζοσπάστες οπα δούς της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης- επιχειρηθεί να εξοβελιστεί ως ξεπε ρασμένο από την ιστορική εξέλιξη. Αξίζει κανείς να θυμηθεί το κλίμα των σχετι κών συζητήσεων στην περίοδο της διάλυσης και του πολέμου στη Γιουγκοσλα βία. Τότε, από πολλές πλευρές όλου του πολιτικού και του θεωρητικού φάσμα τος, είχε υποστηριχτεί ότι η γιουγκοσλαβική κρίση ήταν αποτέλεσμα εσωτερι κών αντιθέσεων και ιδιαίτερα της περίπου αυτοφυούς ανάδυσης τοπικών εθνι κισμών και ότι δεν έπαιζαν κανένα ρόλο ξένες μεγάλες δυνάμεις. Στις πιο φαι δρές εκδοχές μάλιστα αυτής της προσέγγισης περίπου υποστηριζόταν ότι οι ξ έ νες δυνάμεις ενεπλόκησαν ακούσια .1Είναι σαφές ότι η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ έπληξε σοβαρά όλες αυτές τις αντιλήψεις με τον ρητό αλλά και ταυτόχρο να ειρωνικό τρόπο με τον οποίο σοβαρά ιστορικά γεγονότα απαξιώνουν περί που εν ριπή οφθαλμού μέχρι πρότινος κραταιές θεωρίες. Αυτή η ευπρόσδεκτη «επιστροφή» της θεω ρίας του ιμπεριαλισμού έχει, σε μεγάλο βαθμό, βασιστεί στο επίπεδο των εμπειρικών πεποιθήσεων. Δηλαδή α ποδείχτηκε έμπρακτα -γ ια άλλη μία φορά στην ιστορία- ότι στις διάφορες εθνι κές και διεθνείς συγκρούσεις που ανέκυψαν στα τέλη του 2θούαιώνα και μετέπειτα υπάρχει και είναι σημαντικός ο ρόλος του «ξένου παράγοντα», δηλαδή «μεγάλων δυνάμεων» που πυροδοτούν, εκμεταλλεύονται ή/και επεμβαίνουν στις συγκρούσεις αυτές. Και, φυσικά, διαψεύστηκε οικτρά η αντίθετη εμπειρική πεποίθηση, δηλαδή ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» είτε συνεργάζονται είτε έχουν ε νοποιηθεί σε έναν ενιαίο «αυτοκρατορικό γαλαξία» χωρίς συγκεκριμένη εδαφι-
73
I ΤΟ ΔΙΕΟΝΕΕ ΚΑΠΙ
κή βάση και δεν εμπλέκονται πλέον σε περιφερειακές συγκρούσεις και άλλες παρόμοιες μικρότητες. Είναι όμως επίσης αναγκαίο αυτή η «επιστροφή» να συνοδευτεί με μια συ στηματική μελέτη και ανάπτυξη της θ εω ρίας του ιμπεριαλισμού. Φυσικά, κάθε θεωρία ξεκινά από εμπειρικές πεποιθήσεις -δηλαδή προ-θεωρητικές διαγνώ σεις των βασικών σημείων μιας συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας- και επάνω σ’ αυτές συγκροτεί την ανάλυσή της. Ωστόσο, το θεωρητικό οικοδόμημα αυτό καθαυτό και η μακροχρόνια ερμηνευτική ικανότητα της πραγματικότητας που επιδεικνύει είναι αυτά που εντέλει το κρίνουν. Το κεντρικό επιχείρημα των αντιπάλων της θεω ρίας του ιμπεριαλισμού - ε κτός από εκείνους που παραδοσιακά την απέρριπταν- είναι ότι ο ιμπεριαλισμός είναι χαρακτηριστικό της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.Υποστηρίζεται ότι σήμερα διάγουμε μια νέα, εντελώς διαφορετική ιστορική περίοδο όπου η έννοια του ιμπεριαλισμού έχει περιπέσει σε αχρηστία καθώς η «παγκοσμιοποίηση» έ χει ενιαιοποιήσει τον κόσμο και έχει εξαλείψει τις βάσεις δημιουργίας αντιπαλο τήτων μεταξύ κρατών, μπλοκ κρατών κ.λπ. Η συνεργασία είναι αυτή που κυ ριαρχεί, ενώ οι συγκρούσεις είναι πολύ πιο υποδόριες και ελεγχόμενες. Συνε πώς η αυτοκρατορία (Hardt & Negri, 2000) ή ο μετα-ιμπεριαλισμός (Hayne, 1999) αντικαθιστούν τον ιμπεριαλισμό. Κοινή βάση όλων αυτών των απόψεων είναι η θεω ρία της παγκοσμιοποίη σης, ενώ στο μεθοδολογικό επίπεδο υπάρχουν -σ ε πολλές από αυτές (π.χ. στην αυτοκρατορία του Νέγκρι αλλά και στον μετα-ιμπεριαλισμό)- εμφανείς επιδρά σεις του μεταμοντερνισμού. Σε αναλυτικό επίπεδο όλες αυτές οι θεω ρίες είναι ουσιαστικά αναδιατυπώσεις της τραγικά διαψευσμένης από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο θεωρίας του Κάουτσκι (Kautsky, 1914) περί υπεριμπεριαλισμού (και της αντίστοιχης του Χόμπσον [Hobson, 1902] περί διιμπεριαλισμού). Η θεωρία της παγκοσμιοποίησης αποτελεί ένα ισχυρό κυρίαρχο ιδεολόγημα σήμερα το οποίο, δυστυχώς, έχει σοβαρές επιδράσεις και σε ριζοσπαστικές α πόψεις. Το ιδεολόγημα αυτό έχει αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο σήμερα για το καπιταλιστικό σύστημα, καθώς αποδιαρθρώνει τη λογική κάθε αντίστασης στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (καθώς αυτή έχει αντικειμενικά εθνική βάση, όσο και εάν απαιτείται να αποκτά διεθνιστικό χαρακτήρα) και παράγει μια εύκο λη «αντιπολίτευση του βασιλέως» με τη μορφή υποτιθέμενα αντικαπιταλιστικών υπερεθνικών ουτοπιών. Σήμερα, βέβαια, η θέση περί «παγκοσμιοποίησης» αμφισβητείται σοβαρά α κόμη και σε ορθόδοξους κύκλους.2Έχει δειχθεί πειστικά ότι η «παγκοσμιοποίη ση» δεν είναι (α) ούτε καινοφανής (β) ούτε μη αναστρέψιμη και (γ) σε καμία περί πτωση δεν αναιρεί την κεντρικότητα του εθνικού κράτους και της οικονομίας του. Όσον αφορά την υποτιθέμενη πρωτοτυπία και μοναδικότητα της πεντηκο νταετίας 1950-2000 έχει δειχθεί ότι δεν αποτελεί κάτι εξαιρετικό συγκρινόμενη με την περίοδο 1850-1914 σε ό,τι αφορά τις ροές εμπορευμάτων, επενδύσεων ΣΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ |
74
κεφαλαίου και εργατικής μετανάστευσης. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίοδο όλες αυ τές οι διασυνοριακές ροές ήταν συγκρίσιμες ή ακόμη και μεγαλύτερες απ’ ό,τι στην πρώτη περίοδο. Ακόμη και το επιχείρημα ότι η σημερινή εκδοχή της «πα γκοσμιοποίησης» είναι πρωτότυπη γιατί χαρακτηρίζεται από πρωτοφανή απε λευθέρωση των χρηματοοικονομικών ροών -όπω ς, για παράδειγμα, επιπόλαια υποστηρίζουν διάφορες θεω ρίες περί «καπιταλισμού-καζίνο»- έχει επίσης αμ φισβητηθεί πειστικά. 3 Όσον αφορά τη μη αναστρεψιμότητα της «παγκοσμιοποίησης», είναι επίσης γνωστό, ακόμη και σε επιπόλαιους γνώστες της ιστορίας, ότι η προηγούμενη πε ρίοδος αυξημένης απελευθέρωσης και ανόδου των διεθνών κεφαλαιακών ρο ών τερματίστηκε δραματικά στις αρχές του 20°° αιώνα με την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και την επαναφορά προστατευτικών πολιτικών, που συνοδεύτηκαν με την έκρηξη δύο παγκόσμιων πολέμων - αλλά και αρκε τών τοπικών επίσης. Τέλος, όσον αφορά την εξάλειψη της σημασίας του εθνικού κράτους και της οικονομίας του, έχει επίσης δειχθεί ότι τόσο στην περίοδο 1850-1914 όσο και σή μερα δεν ισχύει (βλ. Hirst & Thompson, 1999)· Μάλιστα, ακόμη και στη σημαντική περίπτωση των σημερινών πολυεθνικών εταιρειών (και, φυσικά, στην περίπτω ση των προπατόρων τους του 19ου αιώνα) υπάρχει πάντα εθνική βάση συσσώ ρευσης αλλά και πολιτικής στήριξης (βλ. Hirst a. Thompson, 1999= 80-96). Με αυτή την έννοια αντί της «παγκοσμιοποίησης» είναι ορθότερο να αναφέρεται κανείς σε περιόδους αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό διαψεύδει διάφορες αιθεροβάμονες ριζοσπαστικές απόψεις που θεω ρούν ότι ο καπιταλισμός -έ ν α σύστημα που γεννήθηκε με βάση τα εθνικά κράτη- θα εξα λείψει μόνος του τους εθνικούς διαχωρισμούς (και τις πολεμικές συγκρούσεις που τους συνοδεύουν) και θα προκύψει μια «καθαρή» ταξική αντιπαράθεση σε παγκόσμιο επίπεδο που δεν θα περιπλέκεται από τα, όντως, ακανθώδη εθνικά ζητήματα. Όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο Μπουχάριν (Bukharin, 1976), το κα πιταλιστικό σύστημα διαπερνάται από μια οργανική αντίφαση μεταξύ της τάσης διεθνοποίησης και της τάσης εθνικοποίησης του κεφαλαίου -δηλαδή της αύξη σης της διεθνούς αλληλεξάρτησης της παγκόσμιας οικονομίας και της διαίρεσης της τελευταίας σε εθνικά μπλοκ- την οποία δεν πρόκειται ποτέ να επιλύσει. Έτσι, περίοδοι αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου (με ενδεχομένως ιδιαί τερα χαρακτηριστικά η καθεμία) διαδέχονται περιόδους επιστροφής στις εθνι κές βάσεις και διαίρεσης σε κλειστά αντίπαλα μπλοκ. Τέλος, υπάρχει άλλο ένα σημαντικό συναφές ζήτημα που αποσταθεροποιεί επίσης κρίσιμες πλευρές της θέσης περί παγκοσμιοποίησης. Έχει υποστηριχθεί ότι η απελευθέρωση των διεθνών κεφαλαιακών ροών -κ α ι η αντίστοιχη της ερ γασίας- θα ευνοήσει την ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών και εντέλει θα οδηγήσει στη σύγκλιση των επιπέδων ανάπτυξης των ανεπτυγμέ νων και των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών. Με τον τρόπο αυτό, πράγματι, 75
I ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ο πλανήτης μας θα γίνει ένα «ενιαίο παγκόσμιο χωριό».Τόσο όμως στην προη γούμενη περίοδο αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου όσο και στη σημερι νή διαψεύστηκε οικτρά αυτή η ορθόδοξη πεποίθηση περί σύγκλισης. Αντιθέ τους, επιβεβαιώθηκε για πολλοστή φορά η θέση του Λένιν για την ανισόμετρη α νάπτυξη μεταξύ των διαφορετικών εθνικών οικονομιών. Η αυξημένη διεθνο ποίηση όχι μόνο δεν μειώνει το χάσμα ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμέ νων οικονομιών, αλλά αντιθέτως το αυξάνει καθώς κατά κανόνα λειτουργεί προς όφελος των πρώτων (π.χ. βλ. Nayar, 2 0 0 6 : 15 1,15 4 )· Όπως εύστοχα έχει δείξει η μαρξιστική προβληματική για τον ιμπεριαλισμό -κα ι αντίθετα με τις νεο κλασικές δοξασίες αλλά και κάποια ριζοσπαστικά «ανεστραμμένα είδωλά» τους-, οι διεθνείς κινήσεις του κεφαλαίου ξεκινούν από την ύπαρξη διαφορετι κών επιπέδων ανάπτυξης, αποσκοπούν στην εκμετάλλευσή τους και εντέλει τα αναπαράγουν σε ακόμη μεγαλύτερο βα θμ ό/ Στη βάση αυτών των διαφορών γεννιούνται οι διεθνείς κινήσεις του κεφα λαίου και οι συνακόλουθοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, που κάθε άλλο παρά κάνουν τον κόσμο μας ένα ενιαίο, αγαπημένο πλανητικό χωριό. Η απόρριψη της θεω ρίας της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύει τη συνεχιζό μενη επικαιρότητα της θ εω ρίας του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, το πιο βασικό κα θήκον παραμένει, δηλαδή η περαιτέρω ανάπτυξη αυτής της θεω ρίας. Σ’ αυτό στοχεύει να συνεισφέρει η εργασία αυτή. Στο επόμενο τμήμα θα δειχθεί συνο πτικά πώς γεννήθηκε η θεω ρία του ιμπεριαλισμού, και ιδιαίτερα η μαρξιστική, και ποιες υπήρξαν μέχρι σήμερα οι βασικές συζητήσεις στο εσωτερικό της. Ιδι αίτερα τονίζεται η συμβολή του Λένιν (ΐ 975 . 1977. ΐ 987) στη συγκρότηση του κε ντρικού πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού. Στο τελευταίο τμή μα προτείνεται μια αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού, στη βάση του λενινιστικού πυρήνα της, που παίρνει υπόψη νεότερες ιστορικές έ ρευνες για το παρελθόν του καπιταλιστικού συστήματος αλλά και σύγχρονες ε ξελίξεις.
2. Το ιστορικό έπος και η πορεία συγκρότησης της μαρξιστικής θεω ρίας γ ια τον ιμπεριαλισμό Η συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια κρίσι μη φάση του καπιταλιστικού συστήματος. Στους δύο προηγούμενους αιώνες το καπιταλιστικό σύστημα είχε εγκαθιδρυθεί στη Δύση (όπως επίσης και στην Ια πωνία), είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλο τον κόσμο (αξιοποιώντας συνήθως στοι χεία προηγούμενων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων), είχε γνω ρίσει ήδη την πρώτη «χρυσή εποχή» του (δηλαδή μια μακρόχρονη περίοδο υψηλής και σχετικά απρόσκοπτης κερδοφορίας και καπιταλιστικής συσσώρευσης τον 190αι ώνα) καθώς και μια μεγάλη περίοδο έντονης διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Από τα μέσα όμως του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα στο τελευταίο τρίτο του το καπι ταλιστικό σύστημα μπήκε στην πρώτη, βαθιά, δομική και επίσης σχετικά παγκό ΣΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ | 76
σμια (τουλάχιστον όσον αφορά τις επιπτώσεις της) κρίση του. Η πτώση της κερ δοφορίας και οι επιπτώσεις της στην καπιταλιστική συσσώρευση οδήγησαν σε όξυνση του ανταγωνισμού, η οποία μεταφέρθηκε και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Η όξυνση του διεθνούς ανταγωνισμού δεν πήρε, φυσικά, μόνο τη μορ φή του ανταγωνισμού μέσω των τιμών των εμπορευμάτων, αλλά πάνω απ’ όλα τη διεκδίκηση «στρατηγικών όρων» ανώτερης κερδοφορίας και συσσώρευσης, δηλαδή τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγορών και γενικότερα οικο νομικών χώ ρων και, φυσικά, τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών από αυτούς. Στις συγκρούσεις αυτές τα διάφορα εθνικά (ακόμη και πολυεθνικά) κεφάλαια σχεδόν από την αρχή συνεπικουρήθηκαν από τα κράτη τους (κατά κανόνα) με α ποτέλεσμα οι οικονομικές συγκρούσεις σύντομα να εξελιχθούν σε πολιτικές -και μετέπειτα στρατιωτικές-συγκρούσεις (καθώς είναι πάντα επίκαιρη η ρήση του Κλάουζεβιτς, που εύστοχα επικρότησε ο Λένιν, ότι «ο πόλεμος είναι η συνέ χεια της πολιτικής [και της οικονομίας θα μπορούσε να προσθέσει κανείς] με άλ λα μέσα»). Οι εξελίξεις αυτές ανέτρεψαν μια εδραία πεποίθηση του κλασικού φιλελευ θερισμού, ότι δηλαδή ο καπιταλισμός -σ ε αντίθεση με το βίαιο και πολεμοχαρές παρελθόν των προηγούμενων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων- δεν έχει α νάγκη τον πόλεμο αλλά την ειρήνη, καθώς ο πρώτος αποθαρρύνει τις επιχειρη ματικές δραστηριότητες. Αυτό συνοδευόταν με τη θέση ότι η καπιταλιστική κερ δοφορία ευνοείται αποκλειστικά και μόνο από το ελεύθερο εμπόριο - αγνοώ ντας ότι τα πρώτα κρίσιμα βήματά του το καπιταλιστικό σύστημα (τόσο στο ε μπόριο όσο και στη βιομηχανία) τα έκανε κάτω από τις φτερούγες του εμποροκρατικού προστατευτισμού. Η επιστροφή του προστατευτισμού, του αγώνα δρόμου για τον έλεγχο γεω γραφικών περιοχών, και η όξυνση των συναφών πολιτικο-στρατιωτικών συ γκρούσεων οδήγησαν στις πρώτες προβληματικές περί ιμπεριαλισμού οι οποίες γεννήθηκαν ω ς ετερόδοξες αστικές θεω ρίες. Η πρώτη συγκροτημένη εκδοχή είναι αυτή του Άγγλου φαβιανού Χόμπσον (Hobson, 1902), ο οποίος συνέδεσε τον ιμπεριαλισμό με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού (την οποία απέδω σε στην υποκατανάλωση) και υποστήριξε ότι φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις του συστήματος (όπως η εργατική εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο και ο ελεύθερος συνδικαλισμός) θα ενισχύσουν την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης και συνεπώς θα επιλυθεί το πρόβλημα της υποκατανάλωσης. Επομένως δεν θα υ πάρχει λόγος οικονομικής εξόδου στο εξωτερικό και πολιτικο-στρατιωτικών συγκρούσεων για να την υποστηρίξουν. Ακολούθησαν άλλες θ εω ρίες -συχνά στο πλαίσιο αυτού που ονομάστηκε αντιιμπεριαλιστικός φ ιλελευθερισμός- με ταξύ των οποίων ξεχω ρίζει αυτή του Σουμπέτερ (Schumpeter, 1919). Π οποία α ποδίδει τον ιμπεριαλισμό σε προκαπιταλιστικά κατάλοιπα. Σ ύντομα όμως το ερ γατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό ρεύμα παίρνουν την πρωτοκαθεδρία στις συ ζητήσεις -α λλά και στην κοινωνική και πολιτική δράση- σχετικά με τον ιμπερια 77
I ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣ1
λισμό. Αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο καθώς, σε μεγάλο βαθμό, οι αστικές θεω ρίες για τον ιμπεριαλισμό απηχούσαν την παλιά ορθοδοξία του συστήμα τος, η οποία όμως είχε πλέον περιπέσει σε αχρηστία καθώς οι «νέοι καιροί» του συστήματος απαιτούσαν άλλες θ εω ρίες και άλλα εργαλεία πολιτικής. Αντιθέ τους, το εργατικό κίνημα είχε κάθε λόγο να συνδέσει την πάλη του με τον αντιιμπεριαλισμό, καθώς η όξυνση της εκμετάλλευσης συνδέεται άμεσα με την όξυνση του ανταγωνισμού και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και καθώς επίσης είναι οι εργάτες που προμηθεύουν το απαραίτητο «κρέας για τα κανό νια». Στη βάση αυτή αναπτύχθηκε η κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπε ριαλισμό στην περίοδο πριν και μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Το πρώτο σημαντικό έργο στο πλαίσιο της μαρξιστικής παράδοσης ήταν το Χρηματιστικό κεφάλαιο του Ρ. Χίλφερντινγκ (Hilferding) (που άρχισε να γράφεται το 1905 στη Βιένη, αλλά ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 1910 στη Γερμανία). Βέ βαια, πρέπει να τονιστεί ότι ο ίδιος ο Χίλφερντινγκ δεν χρησιμοποιούσε στο βι βλίο του τον όρο «ιμπεριαλισμός» αλλά αναφέρεται σε «σύγχρονη προστατευτι κή πολιτική», «σύγχρονη αποικιακή πολιτική» ή «εξωτερική πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ο όρος «ιμπεριαλισμός» εμφανίζεται στο τελευταίο μέρος (Μέρος V). Όταν όμως τελείωνε τη μελέτη του ο όρος αυτός είχε γίνει το επίκε ντρο των συζητήσεων. Άρρητα, ο Χίλφερντινγκ θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός εί χε μπει σε μια νέα εποχή, αυτή των μονοπωλίων, που ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή στην οποία έζησε και την οποία μελέτησε ο Μαρξ. Ουσιαστικά -αλλά χωρίς να δηλώνεται πουθενά ρητά- στόχος του ήταν να γράφει το «Κεφάλαιο» αυτής της νέας εποχής την οποία θεωρούσε ότι σηματοδοτούσε το χρηματιστικό κεφάλαιο. Συνοπτικά, υποστήριζε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νέου αυ τού προσώπου του καπιταλισμού ήταν ότι οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης οδηγούν στο σχηματισμό και την κυριαρχία των μονοπωλίων,5με συνεπακόλουθο την κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού.6Η κυριαρχία αυ τή βασίζεται στη συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο, υπό την κυριαρχία του πρώτου.Το προϊόν αυτής της σύμφυσης είναι το χρηματιστικό
κεφάλαιο. Η μονοπωλιοποίηση της εσωτερικής αγοράς λειτουργεί ως «τροχοπέ δη της παραγωγικότητας» (Hilferding, 1981:314) και οδηγεί στον περιορισμό της δυνατότητας επέκτασης της παραγωγής μέσα σε ορισμένα όρια. Ο περιορισμός των σφαιρών τοποθέτησης του κεφαλαίου οδηγεί στις εξαγωγές κεφαλαίου και οι βιομηχανικές καπιταλιστικές χώ ρες μετατρέπονται σε διεθνείς τραπεζίτες. Επιπλέον οι εξαγωγές κεφαλαίων ενισχύονται από την προστατευτική πολιτική των υψηλών δασμών που επιβάλλονται από τα μονοπώλια. Έτσι, ο ρόλος του προστατευτισμού μετασχηματίζεται ριζικά και από αμυντικό μέσο εναντίον της εισόδου στην εγχώρια αγορά ξένων κεφαλαίων γίνεται, επιπλέον, ένα μέσο κατάκτησης ξένων αγορών εφόσον δίνει τεράστια πλεονεκτήματα στα εγχώρια κε φάλαια. Οι εξαγωγές κεφαλαίων, συνεπικουρούμενων από τα κράτη τους, οδη γούν σε συγκρούσεις και πολέμους για νέα εδάφη και σφαίρες επιρροής. Σ ΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ |
γ8
Η θεωρία του Χίλφερντινγκ είχε σημαντική απήχηση σε εχθρούς και φίλους απ’ όλες τις πτέρυγες της μαρξιστικής παράδοσης. Αυτή η απήχηση προέκυπτε από την αναλυτική της συνοχή, την πρωτοτυπία της, καθώς επίσης και από το ότι η θέση περί χρηματιστικού κεφαλαίου αντανακλούσε πιστά τα ιστορικά δεδομέ να των γερμανόφωνων χω ρώ ν και της κεντρικής και ανατολικής Ευρώ πης.7 Αγνοήθηκε έτσι ότι η ανάλυσή του έχει σοβαρές αδυναμίες και ελλείψεις. Ιδιαί τερα αγνοήθηκε ότι η εμπειρική επιβεβαίωση της έννοιας του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι εξαιρετικά αμφισβητίσημη, καθώς δεν ίσχυε για τις αγγλοσα ξονικές χώ ρες, τη Γαλλία και το μεγαλύτερο τμήμα της Δύσης. Επίσης, μια σειρά άλλες αναλυτικές αδυναμίες, όπως η θεωρία κρίσης του (ένα ιδιόμορφο μείγμα κρίσης υποκατανάλωσης και δυσαναλογίας), η αδυναμία συνεκτικής ερμηνείας τού πώς προκύπτει αυτό το ανενεργό περίσσευμα κεφαλαίου, καθώς και η λανθάνουσα αποδοχή του μιας παραλλαγής της σημερινής νεοκλασικής θεω ρίας περί σύγκλισης δεν επισημάνθηκαν, τουλάχιστον επαρκώς. Πάνω απ’ όλα δε α γνοήθηκε ότι με τη θεω ρία του περί ανταγωνισμού ουσιαστικά θέτει στο περι θώριο την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας του Κ. Μαρξ. Ο Κ. Κάουτσκι δεν είχε μια συστηματική και ολοκληρωμένη θεωρία για τον ι μπεριαλισμό. Δανειζόταν την ανάλυση του Χίλφερντινγκ, και μάλιστα με αρκετά υποτιμητικό τρόπο συχνά, περίπου διεκδικώντας την πατρότητα και την αυθεντικότητά της. Υποστήριζε ότι η ιμπεριαλιστική πολιτική εκφράζει τα συμφέρο ντα του χρηματιστικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων, αλλά βρίσκει αντίθετες μερίδες του βιομηχανικού κεφαλαίου που εξακολουθούσαν να έχουν συμφέ ρον την ειρήνη και το ελεύθερο εμπόριο. Έμεινε γνωστός για την εξαιρετικά ά στοχη θέση του περί υπερ-ιμπεριαλισμού, σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες κα πιταλιστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να υπερπηδήσουν ειρηνικά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, να διαμοιράσουν τον κόσμο και να συμφωνήσουν στη συνεκμε τάλλευσή του. Η επόμενη συνεισφορά που ξεχώ ρισε ήταν αυτή της Ρ. Λούξεμπουργκ, που είναι σήμερα ευρέως γνωστή λόγω της συγγένειάς της τόσο με πλευρές της κείνσιανής θεωρίας όσο και με το νεότερο ρεύμα της Θεωρίας της Εξάρτησης των Π. Σουίζι και Π. Μπάραν (Baran & Sweezy, 1968). Παρόμοια με τον Χόμπσον, θ ε ωρούσε ότι όλα ξεκινούσαν από την κρίση υποκατανάλωσης που οργανικά δια περνά τον καπιταλισμό καθώς το περιορισμένο εισόδημα της εργατικής τάξης -μαζί με τις επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες των καπιταλιστών- αδυνα τεί να καλύψει το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων. Συνεπώς χρειάζονται κάποια «τρίτα πρόσωπα» -ούτε εργάτες ούτε καπιταλιστές-για να απορροφή σουν τα πλεονάζοντα εμπορεύματα, αλλιώς προκύπτει κρίση πραγματοποίησης. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώ ρες αυτές οι ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις περιορίζονται δραστικά και συνεπώς απομένει κυρίως η διέξοδος κάποιων άλ λων μη καπιταλιστικών χωρών. Συνεπώς, ο ιμπεριαλισμός για τη Λούξεμπουργκ ήταν ο ανταγωνισμός των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών για την επικυ
ριαρχία σε υπανάπτυκτες μη καπιταλιστικές χώ ρες ώστε να εξασφαλιστούν διέ ξοδοι για την επιπλέον παραχθείσα αξία. Στο βαθμό που ο χώρος αυτός συρρικνωνόταν ο καπιταλισμός αντικειμενικά όδευε προς την οικονομική του κατάρ ρευση.Τα προβλήματα της θεω ρίας της Λούξεμπουργκ είναι ευρέω ς γνωστά, ξεκινώντας από το πιο θεμελιακό, δηλαδή τη θεωρία υποκατανάλωσης. Όπως έδειξαν πολλοί -μεταξύ των οποίων πρώτος ο Μπουχάριν-, τίποτα δεν αποκλεί ει η επιπλέον αξία να καλυφθεί από τις αυξανόμενες δαπάνες των ίδιων των καπιταλιστών, καθώς οι τελευταίοι επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Η συνεισφορά που σφράγισε τη μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό είναι αναμφίβολα αυτή του Λένιν. Σίγουρα δεν χρήζει παρουσίασης. Αξίζει όμως να τονιστούν ιδιαίτερα ορισμένες σημαντικές πλευρές της που συχνά διαφεύ γουν της προσοχής. Πρώτον, ο Λένιν είναι ο πρώτος που συνδέει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού με μία ρητή θεω ρία περιοδολόγησης του καπιταλισμού. Η αξία της περιοδολόγησης του καπιταλισμού είναι γνωστή καθώς έτσι μπορεί μια γενική ανάλυση να συγκεκριμενοποιηθεί περαιτέρω και, φυσικά, μια πολιτική στάση να αποκτήσει συγκεκριμένους οδηγούς και σημεία προσανατολισμού. Ο Λένιν συνδέει ρητά τον ιμπεριαλισμό με το στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Μάλιστα παρό λο που στο πιο γνωστό κείμενό του -γ ια πολιτικούς λόγους όπως σαφώς φαίνε ται και στο ίδιο και στα Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό- δίνει τον τίτλο του σταδί ου στον ιμπεριαλισμό είναι ουσιαστικά ο προηγούμενος που τον κατέχει. Με αυ τή την έννοια ο ιμπεριαλισμός είναι ουσιαστικά η μορφή οργάνωσης του διε θνούς συστήματος του καπιταλισμού στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλι σμού. Βέβαια, η μεθοδολογία και τα κριτήρια περιοδολόγησης του Λένιν είναι ε ξαιρετικά αντιφατικά και έχουν σημαντικά προβλήματα, όμως είναι ο πρώτος που εγκαινιάζει με σοβαρό τρόπο το πεδίο αυτό. Δεύτερον, είναι ο πρώτος -έπειτα από κάποιες αρχικές αντιφάσεις- που ορί ζει τη διαδικασία κρίσης που εντέλει οδηγεί στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνι σμούς όχι ως κρίση υποκατανάλωσης ή δυσαναλογίας αλλά ω ς κρίση πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφα λαίου. Η προσέγγιση αυτή -χ ω ρ ίς να είναι εδώ αναγκαίο να ανοίξει η συζήτηση περί θεωρίας κρίσης- είναι εκείνη που σήμερα συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη α ναλυτική και εμπειρική επιβεβαίωση. Τρίτον, ξεκαθαρίζει ότι η μονοπωλιοποίηση δεν καταργεί τον ανταγωνισμό αλλά γεννάται από αυτόν και τον οξύνει. Αυτή η προσέγγιση, που είναι σήμερα εμπειρικά δικαιωμένη, ήταν και αυτή που περιέγραψε ο Μαρξ. Στη μαρξιστική παράδοση -αλλά όχι, παραδείγματος χάρη, στον Χίλφερντινγκ- το μονοπώλιο α ντί να αποκλείει τον ανταγωνισμό παραπέμπει σε πιο έντονες και πολύπλοκες μορφές ανταγωνισμού. Αντίθετα, στην αστική θεωρία το μονοπώλιο (ή το ολιγο πώλιο) παραπέμπουν στην κατάργηση του ανταγωνισμού. Τέταρτον, είναι πάντα επίκαιρη και εύστοχη -κ α ι απουσιάζει από άλλες προ ΣΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ | 8θ
σ εγγίσεις- η έμφαση που αποδίδει στην ανισομερή ανάπτυξη και στις επιπτώ σεις της στους ενδοκαπιταλιστικούς και ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Πέμπτον, είναι επίσης πάντα επίκαιρη και εύστοχη -κ α ι επίσης διακρίνει την προσέγγισή του από τις υπόλοιπες- η έμφαση που αποδίδει όχι μόνο στην εξαγω γή εμπορευμάτων αλλά και στην εξαγωγή κεφαλαίου.Το σημείο αυτό είναι ιδιαί τερα κρίσιμο καθώς η διεθνοποίηση των τριών βασικών μορφών του κεφαλαίου (εμπορικό, χρηματικό, παραγωγικό) ακολούθησε σχετικά διαφορετικούς δρό μους και είχε διαφορετική έκταση και συνέπειες σε διαφορετικές ιστορικές περιό δους. Έτσι, όπως δείχνουν νεότερες προβληματικές και έρευνες, στη φάση αυξη μένης διεθνοποίησης του πρώτου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος (που συνήθως ονομάζεται στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού) ήταν το εμπορικό κε φάλαιο, δηλαδή οι εξαγωγές εμπορευμάτων, αυτό που κυριαρχούσε. Αντιθέτως, στην αντίστοιχη φάση του σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού -στην οποία αναφέρεται ο Λ ένιν- ήταν το χρηματικό κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι επενδύ σεις χαρτοφυλακίου και κυρίως με τη μορφή του τραπεζικού δανεισμού) που έδι ναν τον τόνο.Τέλος, φαίνεται ότι από τα μέσα του 20ouαιώνα είναι το παραγωγικό κεφάλαιο (σε άλλη ορολογία οι άμεσες ξένες επενδύσεις) -μ έσ ω των πολυεθνι κών εταιρειών και όχι μόνο- που δίνει τον τόνο στις τάσεις διεθνοποίησης του κε φαλαίου. Βέβαια, ο Λένιν όταν αναφέρεται στην εξαγωγή κεφαλαίου έχει υπόψη του κυρίως τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, που κυριαρχούσαν στην εποχή του. Υπάρχουν, φυσικά, και προβλήματα, αντιφάσεις και σφάλματα στην προσέγ γιση του Λένιν. Δύο από αυτά αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα. Πρώτον, είναι εσφαλμένη η υιοθέτηση εκ μέρους του αυτούσιας της θέσης περί χρηματιστικού κεφαλαίου του Χίλφερντινγκ με τα γνωστά προβλήματα που προαναφέρθηκαν. Βέβαια, ο Λένιν δείχνει σε διάφορα κείμενα ότι ήταν ενήμε ρος των προβλημάτων αυτών (π.χ. Λένιν, 19 77: τόμ. 32, διάλεξη «Πόλεμος και Επανάσταση»· επίσης στη συλλογή Λένιν, 19 8 7 :12 2). Παρόλα αυτά διατηρεί την αναφορά στη θέση αυτή. Δεύτερον, είναι παραπλανητική η αίσθηση που αποπνέουν -συνήθω ς για πο λιτικούς λόγους- τα κείμενά του ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελεί το τελευταίο στά διο του καπιταλισμού. Γι’ αυτό έχει κατηγορηθεί από πολλούς (π.χ. Harvey, 2004: 69). Βέβαια, όπως αποδεικνύει μεταξύ άλλων ένα πρόσφατο «Σημείωμα των Εκδοτών» της Monthly Review (2004), στη θεω ρία του ο Λένιν κάθε άλλο παρά διακατέχεται από μια τέτοια πεποίθηση. Ενδεικτικά, δείχνουν άτι ο Λένιν αρχικά σχέδιαζε να δώσει στο βιβλίο Ιμπεριαλισμόςτ ον τίτλο Τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, ενώ στο χειρόγραφο του 1916 είχε χρησιμοποιή σει τον τίτλο Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Τελικά, το βι βλίο εκδόθηκε το 1917 με τον τίτλο Ιμπεριαλισμός, το πιο πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού. Ήταν στην επανέκδοση του βιβλίου μετά το θάνατό του που επα ναφέρθηκε ο τίτλος του χειρογράφου. Ωστόσο, η αίσθηση που αποπνέουν πολ λές, πολιτικής σκοπιμότητας, διατυπώσεις βαραίνει άδικα τη θεωρία του. 8l
I ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Μετά την κλασική μαρξιστική συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό των αρχών του 2ο0ϋ αιώνα ακολούθησαν κι άλλες συνεισφορές που δεν υπάρχει η δυνατότητα εδώ να συζητηθούν. Όλες όμως σε μεγάλο βαθμό υστερούν σε βάθος και ανα λυτική στιβαράτητα σε σχέση με εκείνες τις πρώτες συνεισφορές. Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα οι μετέπειτα συζητήσεις νόθευσαν ή τροποποίησαν εσφαλμένα βασικές πλευρές της αρχικής συζήτησης.
3· Για μια σύγχρονη ανα3ιατύπωση της μαρξιστικής θεω ρίας γ ια τον ιμπεριαλισμό Μια σύγχρονη αναδιατύπωση της μαρξιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό ο φείλει να βασιστεί στην προσέγγιση που αποτέλεσε το βάθρο της κλασικής συζή τησης και ιδιαίτερα της προσέγγισης του Λένιν. Ο ιμπεριαλισμός είναι πρώτα και κύρια οικονομική διαδικασία από την οποία προκύπτουν πολιτικοστρατιωτικές δια δικασίες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα κ α θ ώ ς-ω ς αποτέλεσμα εσφαλ μένων απόψεων που κυριάρχησαν μετά την κλασική συζήτηση- πολλές φορές ο ιμπεριαλισμός ταυτίζεται απλώς και μόνο με την πολιτικοστρατιωτική επέμβαση και σύγκρουση. Η οικονομική αυτή διαδικασία, δηλαδή η εξαγωγή κεφαλαίων είτε με όλες είτε με κάποιες από τις τρεις θεμελιακές μορφές του κεφαλαίου (δηλαδή την εξαγωγή εμπορευμάτων, την εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου και την εξα γωγή παραγωγικών δραστηριοτήτων), γεννιέται από τις -πολλές φορές ακόμη πρώιμες και λανθάνουσες- κρισιακές τάσεις του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτή την έννοια αποτελεί ταυτόχρονα ένδειξη δύναμης και αδυναμίας.1“Αυτή η οι κονομική έξοδος στο εξωτερικό οδηγεί σε σύγκρουση με άλλα κεφάλαια από άλ λες χώρες που υιοθετούν την ίδια κίνηση. Στην οικονομική αυτή σύγκρουση έρχε ται να προστεθεί η πολιτική συνεπικουρία των κρατών προέλευσης ή στήριξης των κεφαλαίων αυτών, γεγονός που μετατρέπει την οικονομική σύγκρουση και σε πολιτική. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής συχνά διαμορφώνονται λιγότερο ή περισσότερο σταθερά και μόνιμα μπλοκ κεφαλαίων και κρατών. Η κλασική συζήτηση επισήμαινε επίσης ότι η ιμπεριαλιστική σύγκρουση είναι εντέλει σύγκρουση μεταξύ ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, καθώς αυ τές ερίζουν για επέκταση της γεω γραφικής κυριαρχίας τους, και δευτερευόντως σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών χω ρών και χω ρών που υφίστανται την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Με βάση την ιστορική εμπειρία της περιόδου της κλασικής συζήτησης, αυτό έπαιρνε συνήθως τη μορφή επέκτασης των ιμπε ριαλιστικών χωρών σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, σύγκρουση -μερικές φορές «δι* αντιπροσώπων»- με άλλες ιμπεριαλιστικές χώ ρες στο έδαφος αυτό και τέλος την έκρηξη της σύγκρουσης στο έδαφος των ίδιων των ανεπτυγμέ νων ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτό ήταν το κλασικό σενάριο στην περίοδο που οδήγησε στονΑ' Παγκόσμιο πόλεμο. Με βάση τα παραπάνω, ο ιμπεριαλισμός μπορεί να οριστεί ως η εξαγωγή από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές δυνάμεις των κρισιακών τάσεων στο εξωτερικό ΣΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΣ | 82
λόγω αυξημένου εθνικού και διεθνούς ανταγωνισμού, ο οποίος οδηγεί σε διεκ δίκηση σφαιρών επιρροής -σ ε βάρος άλλων, λιγότερο ισχυρών χω ρ ώ ν - που α ποσκοπεί εντέλει όμως στην υπερίσχυση έναντι άλλων ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων. Συνεπώς, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί αποτελούν τον κινητή ριο μοχλό όλης της διαδικασίας. Η πολιτικοστρατιωτική σύγκρουση (είτε ανοιχτή είτε συγκαλυμμένη) είναι το αναγκαίο συνεπακόλουθο της διαδικασίας αυτής. Με αυτή την έννοια ο ιμπεριαλισμός δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του δεύ τερου σταδίου του καπιταλιστικού συστήματος -ή και κάποιου ενδεχόμενου δια δόχου τ ο υ - αλλά γενικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Ο ι μπεριαλισμός δηλαδή αποτελεί τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του διε θνούς συστήματος του καπιταλισμού. Επομένως και στο πρώτο στάδιο του καπι ταλισμού -αλλά ακόμη και στο μεταβατικό προστάδιο της εμποροκρατίας- κυ ριαρχούν ιμπεριαλιστικές σχέσεις. Οι αποικιακές αυτοκρατορίες, το εμπόριο σκλάβων και ακόμη και η πειρατεία δεν αποτελούσαν κατάλοιπα κάποιων προη γούμενων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων αλλά είχαν μετασχηματιστεί και ενσωματωθεί πλήρως σε διαδικασίες της «πρωταρχικής συσσώρευσης» του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος.9 Στο στάδιο αυτό κυριαρχεί η εξαγωγή ε μπορικού κεφαλαίου (δηλαδή εμπορευμάτων), αν και υπάρχουν εξαγωγές χρη ματικού και παραγωγικού κεφαλαίου, (και ακόμη και οι πρώτες πολυεθνικές ε ταιρείες, ιδιαίτερα με τη μορφή των διάφορων Εταιρειών των Ινδιών κ.λπ.). Αντίστοιχα, όπως προαναφέρθηκε, στο δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού κυ ριαρχεί η εξαγωγή χρηματικού κεφαλαίου.Τέλος, στην περίοδο από το τέλος του Β' Παγκόσμιου πολέμου και μετά φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, καθώς τον τόνο δίνουν -μ ε διάφορες διακυμάνσεις- οι εξαγω γές παραγωγικού κεφαλαίου, οι οποίες ενισχύονται μετά το 1945 και κυριολεκτικά εκτινάσσονται μετά το 1990 (βλ. στοιχεία UNCTAD, World Investment Report, online database). Στο σημείο αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι την περίοδο με τά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ο μεγάλος όγκος των διεθνών κεφαλαιακών ροών γίνεται μεταξύ των τριών ανεπτυγμένων πόλων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (Βόρεια Αμερική, Δυτική Ευρώπη, λεκάνη του Ειρηνικού) και ένα μι κρότερο τμήμα μόνο κατευθύνεται προς άλλες, λιγότερο ανεπτυγμένες περιο χές. Αυτό έχει χρησιμοποιηθεί από ορισμένους ω ς εμπειρική διάψευση της θ ε ωρίας του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να πλατειάσει κανείς στο σημαντικό αυτό ζήτη μα, αξίζει να επισημανθεί ότι και την περίοδο 1 8 5 0 -1 9 1 4 δεν διέφεραν πάρα πο λύ οι αναλογίες αυτές. Όσον αφορά όμως τη μεταπολεμική περίοδο, σημαντικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η διαμόρφωση τριών ευρύτερων πόλων διεθνούς συσσώ ρευσης και οι συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ τους. Ένα δεύτερο αξιοσημείωτο ζήτημα είναι η εμφάνιση τις τελευταίες δεκαετίες των λεγάμενων «πολυεθνι κών των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών». Στην ερμηνεία και των δύο αυτών ζητημάτων βοηθά η προσέγγιση του Λένιν και ιδιαίτερα η θέση του περί ιμπεριαλιστικής αλυσίδας όπου ακόμη και μεσαίοι 83
I ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣ1
ή χαμηλότεροι κρίκοι της μπορούν να επιδοθούν σε ιμπεριαλιστικές δραστηριό τητες σε βάρος ομοίων ή κατώτερών τους. Με αυτή την έννοια η εξαγωγή κε φαλαίου ω ς διαδικασία εκμετάλλευσης δεν λειτουργεί μόνο μεταξύ ανεπτυγμέ νων και λιγότερο ανεπτυγμένων χω ρώ ν αλλά και μεταξύ των ίδιων των ανε πτυγμένων χω ρών. Γι’ αυτό άλλωστε η εξαγορά μεγάλων επιχειρήσεω ν από άλλες ξένες αποκτά σχεδόν πάντα σοβαρές πολιτικές διαστάσεις που παραμερί ζουν ανενδοίαστα τα φληναφήματα περί ελεύθερου ανταγωνισμού. Υπάρχει τέλος μια σημαντική, ανοιχτή συζήτηση σήμερα γύρω από τον προ φανώς σημαντικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ιμπεριαλιστι κή διαδικασία. Είναι προφανές επίσης ότι η έννοια του χρηματιστικού κεφαλαί ου, που ερμήνευε στην κλασική συζήτηση το πεδίο αυτό, είναι ανεπαρκής. Και ε πίσης ότι χρήζουν ερμηνείας νέα φαινόμενα, όπως παραδείγματος χάρη η περί πτωση μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεω ν (όπως η General Electric και η General Motors) οι οποίες όχι μόνο επιδίδονται σήμερα σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες αλλά μάλιστα τα τελευταία χρόνια τα τμήματά τους αυτά συμ βάλλουν στην κερδοφορία τους περισσότερο από τα παραγωγικά τμήματα τους (βλ. Berman - Sender - McDonald, 2005). Τέλος, ένα μεγάλο ζήτημα είναι αυτό που βρισκόταν στο επίκεντρο της προ βληματικής του Λένιν. Δηλαδή πώς αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης του διε θνούς συστήματος του καπιταλισμού συνδέονται με την περιοδολόγηση του συ στήματος. Σε όλα αυτά τα ζητήματα-και ενδεχομένως και σε άλλα που παραλείφθηκαν ή πρόκειται να ανακύψουν- καλείται να απαντήσει σήμερα η μαρξιστική θε ωρία του ιμπεριαλισμού για να συνεχίσει να είναι αναλυτικά και εμπειρικά υπέρ τερη των αντιπάλων της.
Σημειώσεις ι. Αξίζει να θυμηθεί κανείς τα εξαιρετικά εύστοχα και ταυτόχρονα άκρως ειρωνικά οχόλια του Λένιν (19 77 . τάμ. 2 8 :2 4 3 ) για τις ανάλογες απόψεις του Κάουτσκι ότι η σύ γκρουση Αυστρίας-Σερβία ς δεν προκλήθηκε αποκλειστικά από ιμπεριαλιστικές τάσεις αλλά ότι είχε εξίσου εθνικιστικές ρίζες. 2. Βλέπε, για παράδειγμα, την ανάλυση των Baldwin & Martin (1999) Υια μια από τις πρώτες ορθόδοξες αμφισβητήσεις της πρωτοτυπίας της περιόδου 1950-2000. Από πιο ριζοσπαστική σκοπιά ενδεικτική είναι η μελέτη των Hirst & Thompson (1999)· 3 . 0 Zevin (1988) έδειξε αρκετά νωρίς ότι δεν υπάρχει κάποια συνταρακτική ιδιαιτε ρότητα στον τομέα αυτό και ότι την περίοδο 18 50-1914 Π ενοποίηση των χρηματοοικονο μικών αγορών ήταν εξίσου σημαντική. 4- Η νεοκλασική θεωρία υποστηρίζει ότι ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί -υπό «κανονικές» συνθήκες (τέλεια πληροφόρηση, ανεμπόδιστη κίνηση των παραγωγι
1ΤΑΥΡΟΣ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑ1 | 84
κών συντελεστών κ.λπ.)- σε μια κατάσταση ισορροπίας όπου όχι μόνο εξισώνονται τα ποσοστό κερδοφορίας αλλά επιπλέον μηδενίζονται. Αυτό, φυσικά, σημαίνει απουσία κι νήτρων για τα ατομικό κεφάλαια να επενδύσουν περαιτέρω και, φυσικά, να μετακινη θούν γεωγραφικά. Πρόκειται για ένα εμφανώς μη ρεαλιστικό πόρισμα, που απορρέει ό μως από τις θεμελιώδεις υποθέσεις του νεοκλασικού μοντέλου μεγέθυνσης. Εδώ βασί ζεται και η θέση περί σύγκλισης (convergence) και οι διάφορες παραλλαγές της. Αντιθέτως, για τη μαρξιστική θεωρία στο πλαίσιο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνι σμού κάθε ατομικό κεφάλαιο αποσκοπεί στην επίτευξη πρόσθετου κέρδους (πέραν του μέσου ποσοστού κέρδους, που δεν αποτελεί ένα σημείο ισορροπίας αλλά ένα συνολικό κέντρο βαρύτητας του συστήματος). Μέσω της επίτευξης αυτού επιδιώκει να δημιουργή σει και να αναπαραγάγει ένα δικό του ανώτερο (και συνεπώς διαφορετικό) επίπεδο συσ σώρευσης από αυτά των ανταγωνιστών του. Με τον τρόπο αυτό στοχεύει στο να αναπα ράγει και να επιτείνει τα ανταγωνιστικό πλεονεκτήματά του. Συνεπώς, για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία, επίσης για θεμελιακούς λόγους -κ α ι φυσικά χω ρίς τις μεταφυσικές νεοκλασικές «κανονικές σ υ ν θ ή κες»- η ανισόμετρη ανάπτυξη αποτελεί τον κανόνα λει τουργίας του καπιταλιστικού συστήματος τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. 5· Ο Χίλφερντινγκ -ό π ω ς επισημαίνει ο Brewer (19 8 2 :8 7 )- θεωρούσε δεδομένο ότι τα μονοπώλια σχηματίζονται σε εθνική βάση. Ο Μπουχάριν και ο Λένιν ήταν αυτοί που έ στρεψαν την προσοχή σε πολυεθνικά μονοπώλια. 6. «Το καρτέλ αποκλείει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά με το διαμοιρασμό της ποσότητας της παραγωγής που αντιστοιχεί στην εγχώρια κατανάλωση» (Hilferding, 1981:308). 7. Και επίσης της Ιαπωνίας, την οποία όμως ουσιαστικό αγνοούσαν την περίοδο εκείνη. 8. Με παρόμοιο τρόπο προσεγγίζει ο Μαρξ το ζήτημα της κρίσης: είναι η υπερβολική επιτυχία του συστήματος (η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου) αυτή που οδηγεί στην αποτυ χία του (την κρίση). 9 · Με τον ίδιο τρόπο που η «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου» σε εθνικό επί πεδο επιτεύχθηκε με τη μετατροπή των καταλοίπων της παλαιότερης φεουδαρχίας σε καπιταλιστές γαιοκτήμονες με τη χρήση βίαιων, ληστρικών και καθόλου «κανονικά καπι ταλιστικών» μεθόδων και διαδικασιών.
Βιβλιογραφία ζενόγλωσση Baldwin, R. - Martin, P. (1999). “Two Waves of Globalization: Superficial Sim ilarities, Fundamental Differences”, NBER Working Paper 6904 (Ιανουάριος). Baran, P. - Sweezy, P. (1968), Monopoly Capital, Νέα Υόρκη, Monthly Review Press. Berman, D. - Sender, H. - McDonald, I. (2005), “GM auction won’t be sim ple”, Wall Street
Journal, 27 Απριλίου. Brewer, A. (1980), Marxist Theories of Imperialism, Λονδίνο, Routledge. Bucharin, N. (1976), Imperialism and World Economy, Λονδίνο, Merlin. Hardt, M. - Negri, A. (2000), Empire, Κέμπριτζ, Harvard University Press. Harvey, D. (2004), “The New Imperialism”, Socialist Register 2004.
85
I TO ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣί TI KO ΣΥΙ
Hayne, K. (1999), “Capitalism and the Periodization of International Relations: Colonialism, Imperialism, Ultraimperialism, and Postimperialism”, Radical History
Review 57. Hilferding, R. (1981), Finance Capital, Λονδίνο, Routledge. Hirst, P. - Thompson, G. (1999), Globalization in Question: The International Economy and
the Possibilities of Governance, Κέμπριτζ, Polity Press. Hobson, J. (1902), Imperialism, Λονδίνο, Allen & Unwin. Kautsky, K. (1914), Ultra-imperialism, Die NeueZeit, 11 Σεπτεμβρίου.
Monthly Review (2004), “Notes from the Editors”, Monthly Review 55 (8). Nayyar, D. (2006), “Globalisation, history and development: a tale of two centuries",
Cambridge Journal of Economics 30. Schumpeter, J. (1919), The Sociology of Imperialism, Βιένη, Archiv fur Sozialwissenschaft und Sozialpolitik. Zevin, R. (1988), “Are world financial markets more open? If so, why and with what effect?”, paper delivered at WIDER Conference on Financial Openess, Ελσίνκι.
Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Λένιν, Β.Τ. (α975). Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή. — (ΐ977). «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό», Απαντα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή. — (1987). Γιπ τον ιμπεριαλισμό και τους ιμπεριαλιστές, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
ΣΤΑΥΡΟΙ Δ. ΜΑΥΡΟΥΔΕΑΙ | 86
μέρος δεύτερο
Σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο
Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και επαναστατικό υποκείμενο από την εποχή του Καρλ Μαρξ μέχρι τις μέρες μας* Κοστάνχσο Π ρ έβ ε Έχει σπουδάσει Φιλοσοφία, Πολιτικές Επιστήμες και Νεοελληνική Φιλολογία στο Τορίνο, το Παρίσι και την Αθήνα.
Π
ολύ συχνά η θεωρητική και πολιτική διαπάλη στο εσωτερικό της διεθνούς μαρξιστικής κοινότητας που επιβίωσε από τη διάλυση (μερικώς απρόβλεπτη) του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα (1917-199Ο διεξάγεται σεβόμενη και ε πίσης «επιτείνοντας» την καθολική διάκριση της διανοητικής εργασίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ιστορικοί ασχολούνται με τον ιμπεριαλισμό και την ορθή του περιοδολόγηση, οι οικονομολόγοι ασχολούνται με τη φύση της σύγχρονης παγκοσμιο ποίησης, τα όριά της και οπωσδήποτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρνούνται την ύπαρξή της (με επιχειρήματα στα οποία ωστόσο αξίζει να δώσει κανείς σημα σία), ενώ το κομβικό ζήτημα του επαναστατικού αντικαπιταλιστικού υποκειμένου μοιράζεται στα δύο, ανάμεσα στους κοινωνιολόγους και τους φιλοσόφους. Μο λαταύτα, οι κλασικοί του μαρξισμού, πρώτα πρώτα ο Μαρξ και ο Λένιν, δεν εργά στηκαν ποτέ στο εσωτερικό της καθολικής διάκρισης της διανοητικής εργασίας. Εάν το είχαν κάνει, ο μαρξισμός δεν θα είχε ποτέ γεννηθεί, γιατί η βαθιά φύση της μεθόδου και του θεωρητικού αντικειμένου του μαρξισμού (η μέθοδος στο σύνολό της) είναι ακριβώς τέτοια ώστε δεν μπορεί να διασπαστεί σε πολλές κα θολικές αυτόνομες διδασκαλίες, καθεμιά από τις οποίες θα έχει το δικό της αντι κείμενο και τη δική της μέθοδο, διάφορη από τις άλλες. Σε αυτό το σύντομο κείμενο θα προσπαθήσω να πραγματευτώ ταυτόχρονα τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης και του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού υποκειμένου από την εποχή του Καρλ Μαρξ και του ΦρίντριχΈνγκελς μέχρι σήμερα. Για να μπορέσω νατό κάνω με σαφήνεια, θα χωρί σω την εισήγησή μου σε τρία μέρη. Πρώτα πρώτα, θα πραγματευτώ αυτά τα τρία ζητήματα στην εποχή του Καρλ Μαρξ (1818-1883). Κατά δεύτερον, θα τα πραγμα τευτώ τον καιρό του Λένιν (1870-1924) και, πιο γενικά, του ιστορικού κομμουνι
* Μετάφραση κειμένου: Δώρα Μόσχου
89
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
σμού του 2ο°" αιώνα (ΐ9 ΐ7 -ΐ9 9 1)·Τέλος, για να κλεϊσω, θα τα πραγματευτώ ξεκι νώντας από τη σημερινή ιστορική και πολιτική κατάσταση. Σημειώνω στον ανα γνώστη ότι δεν θα προχωρήσω πέρα από απλές υποθέσεις, από τη στιγμή που είμαι μόνο ένας ειδικός στη φιλοσοφία και στην ιστορία της φιλοσοφίας και δεν ι σχυρίζομαι ότι είμαι ο «φορέας» μιας πλήρους θ εω ρίας που ήδη έχει καταστεί «επιστημονικά» σαφής και βέβαιη.
ι . Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και επαναστατικό υποκείμενο την εποχή του Καρλ Μαρξ (18 18 -18 8 3 ) και κατά την εικοσαετία της συστημικής οικοδόμησης του μαρξισμού από τον Έ νγκελς και τον Κάουτσκι (1875-189 5) Ο Καρλ Μαρξ δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο «θεμελιωτής» του μαρξισμού. Και δεν ήταν όχι επειδή δεν ήθελε να είναι a priori, όχι επειδή αρνούνταν την αρχή του σαφούς θεωρητικού συστήματος (όπως για παράδειγμα ο Νίτσε) ή επειδή ήταν μόνο ένας «δάσκαλος της υποψίας» (όπως έγραψε ο Γάλλος φιλόσοφος Ρικέρ). Οπωσδήποτε όχι. Ο Μαρξ δεν ήταν κάτι τέτοιο επειδή δεν κατέστησε ποτέ συνεκτικό το σύστημά του, αφήνοντάς το ανοιχτό, σαν ένα εργοτάξιο που χτίζε ται. Στον Μαρξ βρίσκονται εναλλακτικές απαντήσεις για τα ίδια θεωρητικά και πολιτικά προβλήματα. Η «αποσαφήνιση» του μαρξισμού συντελέστηκε μόνο κα τά την αποφασιστική δεκαετία 1875-1895 και συντελείται με τις εργασίες πρώτα και κύρια του Ένγκελς και μετά του Κάουτσκι. Και οπωσδήποτε δεν συντελείται τυχαία, αλλά στη βάση μιας γνήσιας πολιτικής «εντολής» από την πλευρά της γερμανικής εργατικής τάξης της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης που ορ γανωνόταν στο εσωτερικό του μεγάλου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Η απο σαφήνιση του μαρξισμού (Πρόγραμμα της Ερφούρτης, 1891) ομοιάζει κατά μία ορισμένη έννοια με την αποσαφήνιση της χριστιανικής τριαδικής θεολογίας στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. Οι «-ισμοί» αποκτούν συνοχή πάντα όταν υπάρχει μια εξωτερική πολιτική και κοινωνική δύναμη που (έμμεσα ή άμεσα) ισχυρίζεται ότι τους την προσδίδει. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι «-ισμοί» μπαίνουν σε κρίση, σπά νε και διαλύονται όταν δρομολογείται η σύγκρουσή τους με τις νέες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που δεν καταφέρνουν πια κατά κανέναν τρόπο να εξη γήσουν, να διερμηνεύσουν και να αντιπροσωπεύσουν. Ο Μαρξ δεν ήταν ιστορικός, αν και το τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου βιβλί ου του Κεφαλαίου (1867), αφιερωμένο στην επιλεγόμενη «πρωταρχική συσσώ ρευση του κεφαλαίου», είναι ένα πραγματικό αριστούργημα ιστορικής αφήγη σης. Ο Μαρξ δεν είχε την πρόθεση να περιγράψει ιστορικά την εξέλιξη του καπι ταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ήθελε αντιθέτους να οικοδομήσει ένα «αφηρημένο μοντέλο», ακριβώς εκείνο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αφ’ εαυτού του που δεν αντιστοιχεί σε κανέναν οικονομικοκοινωνικό καπιταλιστικό σχηματισμό που πράγματι υπήρξε, ούτε καν στον αγγλικό από τον οποίο ωστόσο ξεκίνησε για την ανάλυσή του. Κατά την ίδια εποχή ούτε καν μια γνήσια και πραγΠΡΕΒΕ I
90
ματική μεγαλοφυΐα όπως ο Μαρξ δεν μπορούσε να πάει παραπέρα από τον ιστο ρικό χρόνο στον οποίο έζησε. Και στον ιστορικό χρόνο στον οποίο έζησε ο Μαρξ ΔΕΝ υπήρχε ακόμη ούτε ο ιμπεριαλισμός (με την έννοια που του δίνει ο Λένιν) ού τε η παγκοσμιοποίηση (με τη σημερινή έννοια του όρου). Η κατανόηση αυτού του σημείου είναι πολύ σημαντική, διότι σήμερα είναι διαδεδομένη η ιδέα ότι ο Μαρξ υπήρξε ο «προφήτης της παγκοσμιοποίησης». Εγώ ΔΕΝ πιστεύω καθόλου ότι ο Μαρξ υπήρξε ο προφήτης της παγκοσμιοποίη σης. Όποιος υποστηρίζει σήμερα αυτές τις περίεργες θέσεις βάζει σε παρένθε ση το ενοχλητικό γεγονός (για την καθολική οικονομική επιστήμη) ότι ο Μαρξ υ πήρξε το πολύ ο προφήτης της κομμουνιστικής επανάστασης, εξαπλωμένης σε παγκόσμιο επίπεδο, και θέλει αντίθετα να τον «επανενεργοποιήσει» ω ς κλασι κό οικονομολόγο, ιδιαίτερα ευφυή. Παρ’ όλα αυτά, η τοποθέτηση του Μαρξ στη στρατιά των μ εγάλω ν οικονομολόγω ν, όπ ω ς ο Σμ ιθ (Sm ith ), ο Ρικάρντο (Ricardo), ο Κέινς (Keynes), ο Σουμπέτερ (Schumpeter) και άλλοι, δεν είναι η μό νη πλευρά του ζητήματος.Το κομβικό σημείο βρίσκεται στο εξής, ότι ο Μαρξ ΔΕΝ μπορούσε να είναι θεωρητικός του ιμπεριαλισμού και της παγκοσμιοποίησης, ε πειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη, όπως είπα, ούτε ο ιμπεριαλισμός ούτε η παγκοσμιοποίηση. Με αφορμή την αναφορά στον ιμπεριαλισμό, αν χρησιμοποιούμε αυτό τον ό ρο όχι με την ακριβή του έννοια αλλά με τρόπο γενικό, ω ς απλή εδαφική εξάπλωση ακολουθούμενη από ορισμένες εμπορικές εισροές, ήταν ήδη προφανώς ιμπεριαλιστές ο Κύρος ο Μέγας, ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Καρλομάγνος, οΤζένγκις Χαν, ο Ναπολέων και άλλοι. Κανένας μαρξιστής άξιος αυτού του ονόματος δεν μπορεί να πέσει σε ένα τέτοιο λάθος.Τον καιρό του Μαρξ υπήρχε ήδη από αρκετούς αιώνες η αποικιοκρατία, που είχε συμπεριλάβει, στην πρώτη της φάση, τη μερκαντιλιστική μορφή του οικονομικού μονοπω λίου της κυρίαρχης αποικιακής χώ ρας και σε μια δεύτερη φάση (την αγγλική βιομηχανική επανάσταση με την οικονομική θεωρία που συνδέεται μαζί της, τη θεωρία του επιλεγόμενου «συγκριτικού κόστους» του Ντέιβιντ Ρικάρντο, ιδεο λογική κάλυψη της αγγλικής κυριαρχίας πάνω στις άλλες χώ ρες) πέρασε στη θεωρία των ελεύθερων ανταλλαγών. Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται με οξύνοια ότι η δυναμική των καπιταλιστικών ελεύθερων ανταλλαγών οδηγεί στην κατεύθυν ση του παγκόσμιου εμπορίου, ένα παγκόσμιο εμπόριο που δεν υπήρξε ποτέ προηγουμένως και που μόνο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα έφτανε στο σημείο να διαμορφώσει προοδευτικά. Παρ’ όλα αυτά, τον καιρό του Μαρξ, η εμπορική κυριαρχία της Αγγλίας είναι στην πραγματικότητα ακόμα σχεδόν μονο πωλιακή, και οι μελλοντικές κύριες αντίπαλες δυνάμεις (Γερμανία και ΗΠΑ) δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως, σε πλήρη ιμπεριαλιστική κατεύθυνση, ακόμη και αν ήταν ήδη λογικά προβλέψιμο ότι αυτό μπορούσε να συμβεί αρκετά γρή γορα. Για τον ίδιο λόγο δεν ήταν ακόμη δυνατό να μιλήσουμε για γνήσια και πραγματική «παγκοσμιοποίηση», ΓΓ αυτό δεν αρκεί τα ισπανικά πλοία να ανακα91
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
λύ ψουν την Αμερική και μετά τα πορτογαλικά, τα ολλανδικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά να ανοίξουν τους εμπορικούς δρόμους της Ασίας μέχρι την Ινδία, την Κί να και την Ιαπωνία. Με δυο λόγια, στον Μαρξ (και επίσης στον Ένγκελς) βρί σκουμε μια θεωρία τού υπό διαμόρφωση παγκόσμιου εμπορίου και μια θεωρία της αποικιοκρατίας (υποδειγματικές οι σελίδες του Μαρξ για την αγγλική αποι κιακή κυριαρχία στην Ινδία και για τις καπιταλιστικές επενδύσεις στις Ινδίες, σι δηρόδρομοι κ.λπ.), αλλά δεν μπορούμε να βρούμε ακόμα ούτε μία γνήσια και κα θαρή θεω ρία για τον ιμπεριαλισμό (που ξεκίνησε ανάμεσα στο 1 8 7 3 και στο 18 8 5 με την επιλεγόμενη Μεγάλη Οικονομική Κρίση) ούτε, πολύ λιγότερο, μια θεωρία για την παγκοσμιοποίηση. Ό,τι έχω υποστηρίξει ως τώρα είναι ευρέως γνωστό και όφειλα απλώς να το θυμίσω, στο βαθμό που είμαι βέβαιος ότι ο αναγνώστης το γνώ ριζε ήδη. Εκείνο που, αντίθετα, είναι λιγότερο γνωστό και που απαιτεί ειδική προσοχή είναι ότι η πρωτότυπη θεωρία του Μαρξ πάνω στο επιλεγόμενο αντικαπιταλιστικό επανα στατικό συλλογικό υποκείμενο είναι άμεσα συνδεδεμένη ακριβώς με την έλλει
ψη μιας αντίστοιχης θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Ο Μαρξ επεξεργάζεται τη θεωρία του για το αντικαπιταλιστικό επαναστατικό συλ λογικό υποκείμενο ξεκινώντας από ένα αφηρημένο και γενικό μοντέλο του καπι ταλιστικού τρόπου παραγωγής, το οποίο στην πραγματικότητα δεν υπολογίζει (προφανώς επειδή δεν μπορούσε νατό κάνει) ούτε τον ιμπεριαλισμό ούτε την παγκοσμιοποίηση. Σύμφωνα με την παρέμβασή μου (της οποίας τις λεπτομέρειες, για λόγους χώρου, δεν μπορώ να αναλύσω καταλλήλως εδώ), το συλλογικό επαναστατικό αντικαπιταλιστικό υποκείμενο (για να μην το συγχέουμε με τα κοινωνικά υποκεί μενα, διαμορφωμένα εμπειρικά και ικανά για εξεγέρσεις, διαμαρτυρίες, απερ γίες, οικονομικούς αγώνες, πολιτικές διεκδικήσεις κ.λπ.) δεν έχει ποτέ συγκρο τηθεί, σύμφωνα με τον Μαρξ, από την εργατική τάξη, τους μισθωτούς και το κοινωνιολογικά διευρυμένο προλεταριάτο, αλλά αντίθετα από ένα άλλο ιστορι κό υποκείμενο, δηλαδή από τον συνεργατικό συλλογικό εργαζόμενο πολιτικά οργανωμένο, από το διευθυντή του εργοστασίου μέχρι τον τελευταίο χειρώνακτα, ιστορικό υποκείμενο σύμμαχο με τις Πνευματικές Δυνάμεις που απελευθε ρώνονται από την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή και από τη συνακόλουθη ε φαρμογή της Επιστήμης στην Τεχνολογία, παραγωγή που ο Μαρξ καταδεικνύει με τον όρο της αγγλικής γλώσσας της ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ (GENERAL INTELLECT). Και ακριβώς αυτή η συμμαχία ανάμεσα στον συνεργατικό συλλογικό εργαζόμενο και στη ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΝΟΙΑ δεν έχει μέχρι σήμερα σχηματιστεί. Τώρα, ότι δεν έχει ακόμα σχηματιστεί, αλλά πιθανότατα θα σχηματιστεί στο μέλλον, όταν η καπιταλιστική παραγωγή θα «παγκοσμιοποιηθεί» σε ολόκληρο τον κόσμο, ή ότι δεν έχει σχηματιστεί επειδή είναι αδύνατο να σχηματιστεί στη βάση αυτής της ιστορικής και οικονομικής υπόθεσης, αυτό δεν μπορώ να το συ ζητήσω σοβαρά από αυτό το βήμα, μεταξύ άλλων και λόγω έλλειψης χώρου.
2. Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και επαναστατικό υποκείμενο τον καιρό του Λένιν (1870-19 24) και του ιστορικού κομμουνισμού του 20°* αιώ να (1917*199!) Σε τελευταία ανάλυση μπορούμε να πούμε ότι την εποχή του Λένιν και ακόμα πε ρισσότερο τη χρονιά της Ρωσικής Επανάστασης υπήρχε ήδη από καιρό ο ιμπερια λισμός και μάλιστα ήταν κυρίαρχος όσον αφορά το χαρακτηρισμό των σχέσεων α νάμεσα στα κράτη, τα έθνη και τις τάξεις, αλλά δεν υπήρχε ακόμα η παγκοσμιοποί ηση, με την έννοια που δίνεται γενικά σήμερα σ’ αυτό τον όρο. Οπωσδήποτε υπήρ χε ήδη μια μεγάλη παγκόσμια αγορά εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αλλά κατά τη γνώμη μου (όπως θα προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω στην επόμενη, τρίτη παρά γραφο) ο όρος «παγκόσμια αγορά» δεν συμπίπτει με τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Είναι γνωστό ότι ο Λένιν, για να «δικαιώσει» όχι μόνο απέναντι στον Κάουτσκι αλλά κυρίως απέναντι στους συγχρόνους του Ρώσους μαρξιστές την πολιτική και στρατιωτική επιλογή να πάρει πρωτοβουλίες για τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, υποστήριξε ότι την εποχή του ιμπεριαλισμού δεν χρεια ζόταν να περιμένουμε παθητικά το ξέσπασμα της επανάστασης στα υψηλά ση μεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά έπρεπε να παρθεί η εξουσία ξεκινώ ντας από τους αδύναμους κρίκους της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Αλλά, ενώ αυτή η θέση του Λένιν είναι ευρέω ς γνωστή, λίγοι, αντίθετα, σκέφτο νται πάνω στο γεγονός ότι με αυτή τη θεωρητική-πολιτική ανανέωση ι 8 ο μοιρών ο Λένιν δεν προκάλεσε μόνο μια γνήσια και πραγματική «επιστημονική επανάστα ση» στο μαρξισμό -μ ε την έννοια του Αμερικανού επιστημολόγουΤόμας Κουν (το επιστημονικό παράδειγμα των υψηλών σημείων της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν είναι το ίδιο με το επιστημονικό παράδειγμα των αδύναμων κρίκων της πα γκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας)-, αλλά γινόταν επίσης ένας «αναθεωρητής» πολύ μεγαλύτερος από τον Κάουτσκι και τον Μπέρνσταιν (Bernstein), με την έν νοια ότι το πρωταρχικό μοντέλο του Μαρξ αναθεωρήθηκε πλήρως, έτσι ώστε το να μιλάμε για «λενινιστική ορθοδοξία» ενάντια στο «ρεβιζιονισμό των σοσιαλι στών» αποτελεί μόνο τμήμα εκείνου που ο Μαρξ είχε αποκαλέσει «ψευδή κοι νωνική συνείδηση» των ιστορικών υποκειμένων. Εδώ μιλάμε πράγματι για «επι στημονικό» θεωρητικό μοντέλο, όχι για τον υποκειμενικό παράγοντα που αποκαλείται «επαναστατική πρόθεση». Η διάσπαση ανάμεσα στους αναρχικούς και τους σοσιαλιστές-μαρξιστές που συνέβη στην Ευρώπη γύρω στο 1890 (δεν μιλώ για τη διάσπαση ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν, αλλά για εκείνη της επό μενης γενιάς) έλαβε χώρα ακριβώς πάνω στη βάση του μοντέλου της υποκειμε νικής επαναστατικής πρόθεσης (αναρχικοί) και του μοντέλου της επιστημονικής πρόβλεψης της αναπόφευκτης αντίθεσης ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγω γικών δυνάμεων και την ταξική φύση των κοινωνικών σχέσεω ν παραγωγής (μαρξιστές-σοσιαλιστές). Καθόλου δεν προτίθεμαι να κάνω κριτική στον Λένιν. Αντιθέτους, τον επιδοκι μάζω απολύτως εκ των υστέρων, επειδή θεω ρώ απολύτως δικαιωμένη την «ει93
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
ρηνκπική» επαναστατική πρωτοβουλία ενάντια στο λουτρό αίματος που εξαπέλυ σαν οι ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις το 1914 και το οποίο η σύγχρονη ιδεολογική εκστρατεία ενάντια στον κομμουνιστικό «ολοκληρωτισμό» του 2ο°° αιώνα προτίθεται στην πραγματικότητα να κάνει να ξεχαστεί και ω ς εκ τούτου να εξαγνίσει. Αλλά προτίθεμαι επίσης να υπογραμμίσω το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο το «κύριο βάρος» του θεωρητικού μοντέλου του Μαρξ, και ως εκ τούτου η αντίθεση ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις με τον συνεπαγόμε νο σχηματισμό ενός συνεργατικού συλλογικού εργαζόμενου συμμάχου με τη Γενι κή Διάνοια, τοποθετείται εκ των πραγμάτων στο αρχείο. Η παύλα της έκφρασης μαρξισμός-λενινισμός δίνει πράγματι την εντύπωση μιας συνέχειας και μιας μεί ξης που αντίθετα, κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν. Ανάμεσα στο μοντέλο του Μαρξ και σ’ εκείνο του Λένιν δεν υπάρχει, κατ’ εμέ, συνέχεια ιδεολογικά εκφρα σμένη από τη σύγκρουση ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Αναθεωρητισμό (αυτό είναι ένα θεολογικό και θρησκευτικό μοντέλο που, πιστεύω, πρέπει να εγκαταλεί· ψουμε), αλλά μια ποιοτική επιστημολογική ρήξη που δίνει τόπο σε μια πραγματική και γνήσια «επιστημονική επανάσταση», με το νόημα ακριβώς που δίνει ο Κουν. Ποιο ήταν, σύμφωνα με τον Λένιν, το συλλογικό αντικαπιταλιστικό επαναστα τικό υποκείμενο; Αφού εξέπεσε και, στην πραγματικότητα, μπήκε σιωπηρά στο αρχείο η ελπίδα του σχηματισμού ενός συνεργατικού συλλογικού οργανωμένου εργαζομένου, που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί «δομικά» σε σχέση με το κε φάλαιο (που, επιμένω συνέχεια, ήταν το πρωταρχικό θεωρητικό μοντέλο του Μαρξ), και πέρα από αυτό ωρίμασε η πεποίθηση πάνω στον αποκλειστικά «τρεϊντγιουνονιστικό» και συνδικαλιστικό και όχι επαναστατικό χαρακτήρα της εργατι κής τάξης, μισθωτής και χειρωνακτικής, έρχεται στο προσκήνιο το πολιτικό και θεωρητικό σχήμα του κομμουνιστικού κόμματος και της ταξικής πολιτικής συμμαχιας (και ως εκ τούτου ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις). Πρόκει ται στην πραγματικότητα για μια ενιαία και αξεχώριστη έννοια, αλλά, για να είμαι σαφής, θα συζητήσω ξεχωριστά τα δύο συστατικά της στοιχεία. Ολόκληρες βιβλιοθήκες έχουν γραφτεί γύρω από το πρόβλημα του κόμμα τος στον Μαρξ και τον Λένιν και ως εκ τούτου για το αν έχουν μεγαλύτερη ισχύ οι ομοιότητες ή οι διαφορές. Εδώ δεν υπάρχει ο χώρος για σοβαρή συζήτηση με α φορμή αυτό το ζήτημα και θα περιοριστώ να εκφράσω αμέσως την προσωπική μου γνώμη, ωριμασμένη εξάλλου μέσα σε δεκαετίες μελέτης του μαρξισμού. Λοιπόν, εγώ σκέφτομαι ότι στον Μαρξ παρά την «πολιτική» του μάχη ενάντια στον Μπακούνιν στο εσωτερικό της επιλεγόμενης Α' Διεθνούς (1864-1876) δεν υ πάρχει μια πραγματική θεωρία για το πολιτικό κομμουνιστικό κόμμα (ακόμα κι αν υπάρχει μια θεωρία της επιλεγόμενης «πολιτικής ικανότητας» της εργατικής τά ξης που πρέπει να καταστεί πολιτικά ανεξάρτητη από τα προοδευτικά κόμματα των φιλελεύθερων αστών της εποχής) στο βαθμό που το «κόμμα» για τον Μαρξ (και ας σκεφτούμε το Μανιφέστο του 1848) ήταν αποκλειστικά ένα «ιστορικό κόμμα» και ως εκ τούτου μια αναπόφευκτη δομική τάση της δυναμικής τής εξέλιKOSTANTÎO ΠΡΕΒΕ | 94
ξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (και έτσι γυρίζουμε πάντα στον συ νήθη οργανωμένο συνεργατικό συλλογικό εργαζόμενο). Εάν λοιπόν χρησιμοποι ούμε τους όρους «κατά γράμμα», με την ακριβή ετυμολογική έννοια, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, έτσι όπως δεν μπο ρούν να υπάρξουν στη φιλοσοφία ενιαίες φιλοσοφικές σχολές με το όνομα των πλατωνικών-αριστοτελικών ή ακόμα των καντιανών-χεγκελιανών. Το «κομμουνιστικό κόμμα» του Λένιν είναι πράγματι ο αρχιτέκτονας και ο μηχα νικός μιας επιχείρησης που δεν υπάρχει στο «καθαρό» θεωρητικό μοντέλο του Μαρξ και ως εκ τούτου δηλαδή της πολιτικής οικοδόμησης ταξικών συμμαχούν. Αυτό συνεπάγεται προφανώς το γεγονός ότι στη νέα κοινωνική κατάσταση που δημιουργεί ο ιμπεριαλισμός δεν υπάρχουν μόνο οι τάξεις αλλά επίσης και κυρίως οι λαοί και τα καταπιεσμένα έθνη. Όλο αυτό στον Μαρξ δεν υπάρχει ή τουλάχι στον δεν υπάρχει σ’ αυτή τη μορφή, και πέρα από αυτό στον Ένγκελς υπάρχουν α κόμη και ανοησίες, όπως η κατηγορία των «λαών χωρίς ιστορία», σύμφωνα με τις οποίες οι Γερμανοί και οι Ούγγροι έχουν «ιστορία» ενώ αντίθετα οι Σλοβάκοι και οι Κροάτες όχι. Ένα βήμα ακόμα και ανοίγει ο δρόμος στον πολιτιστικό Δυτικισμό αλά Χέγκελ, που με αυτή τη μορφή μπορεί να είναι μόνο ο πιονιέρος του ιμπεριαλισμού.Το κόμμα του Λένιν χρειάζεται ακριβώς επειδή χωρίς αυτό το κόμμα δεν θα μπορούσαν να γίνουν ταξικές συμμαχίες στο εσωτερικό (εργατική τάξη, αγρότες, διανοούμενοι κ.λπ.) και επίσης δεν θα μπορούσαν να στηριχτούν οι αντιαποικιακοί και αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες των καταπιεσμένων κρατών, λαών και εθνών. Κλείνω σε αυτό το σημείο.Την εποχή του Λένιν δεν υπάρχει ακόμα η παγκο σμιοποίηση αλλά υπάρχει ήδη ο ιμπεριαλισμός. Η πραγματικότητα του ιμπεριαλι σμού απαιτούσε με δυνατή φωνή μια ριζική αναθεώρηση του πρωταρχικού μο ντέλου του Μαρξ, που σκεφτόταν στη βάση της «καθαρής» κατηγορίας του τρό που παραγωγής και όχι ακόμα, όπως ο Λένιν, στη βάση της κατηγορίας του οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού, ιστορικά καθορισμένου. Αυτή η αναθεώρηση, που μετέβαλλε ποιοτικά το μοντέλο του Μαρξ και έδινε τόπο σε μια γνήσια και πραγματική επιστημονική επανάσταση, βιώθηκε από τον Λένιν με την τυπική ανα γκαία ψευδή συνείδηση των ιστορικών υποκειμένων, όπως η παλινόρθωση της Ορθοδοξίας ενάντια στον Αναθεωρητισμό (απ’ όπου τα πράγματα θα αντιστραφούν, στη ζωή, κατά ι 8 ο μοίρες). Αυτή η αναγκαία ψευδής συνείδηση συνέβαλε για έναν σχεδόν αιώνα (τα 74 χρόνια ζωής τού ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα, 1917-1991) στο να παραλύσει η ελεύθερη μαρξιστική διαπάλη, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη μαρξιστική διαπάλη στο εσωτερικό της θρησκευτι κής και ιδεολογικής διχοτόμησης ανάμεσα στην Ορθοδοξία και την Αίρεση (ο Στάλιν ορθόδοξος και οΤρότσκι αιρετικός, ο Χρουστσόφ ορθόδοξος και ο ΜάοΤσεΤουνγκ αιρετικός κ,λπ.).Αυτή η θρησκευτική και θεολογική διχοτόμηση συγκροτεί έναν «αναδιπλασιασμό» των Εχθρών της Αληθινής Πίστης σε Εχθρούς του Λαού. Τέσσερις γενιές μαρξιστών του 2θοώαιώνα πλήρωσαν αυτό το κόστος με τρα γικές συνέπειες. 95
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
3. Ιμπεριαλισμός, παγκοσμιοποίηση και επαναστατικό υποκείμενο στο νέο ιστορικό σκηνικό που προέκυψε από την επαίσχυντη βιόλυση του ιστορικού κομμουνισμού του 20°** αιώ να (19 17-19 9 1) Το μέλλον είναι, στο σύνολό ίου, απολύτως απρόβλεπτο (αντίθετα απ’ ό,τι έχει υ ποστηρίξει επί έναν αιώνα ένας κακός ντετερμινιστικός μαρξισμός, τελεολογικός και μεσσιανικός), το παρελθόν, αντίθετα, είναι λογικά αναδομήσιμο, εάν έχουμε στη διάθεσή μας τα ιστορικά στοιχεία και κατέχουμε ένα καλό ερμηνευτικό κλει δί, και το παρόν μας είναι, αντίθετα, προβληματικό από τη φύση του- ω ς εκ τού του αυτά που θα πω για τον ιμπεριαλισμό, την παγκοσμιοποίηση και το επανα στατικό υποκείμενο σήμερα πρέπει να εκληφθούν ω ς απλή υπόθεση εργασίας, χωρίς καμιά πρόθεση «επιστημονικότητας». Ζούμε σήμερα σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, όπως -σ χ εδ ό ν - όλοι ισχυ ρίζονται, ή ζούμε σε ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από έναν ιμπεριαλισμό με ορισμένα νέα και ανέκδοτα χαρακτηριστικά, αλλά ωστόσο πάντα «ιμπεριαλι σμό», με το παραδοσιακό νόημα του Λένιν; Εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια αυτό το ερώτημα χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μαρξιστική διαπάλη, όπως στο πα ρελθόν την είχε χαρακτηρίσει το ζήτημα της διαλεκτικής (Κάουτσκι και Μπερνστάιν), της δυνατότητας οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα (Στάλιν καιΤρότσκι) και τέλος της αλλαγής του «χρώματος» του κομμουνιστικού κόμ ματος στην εξουσία και της συνέχισης της πάλης των τάξεων σε «σοσιαλιστικές» συνθήκες (σοβιετικός μαρξισμός και ΜάοΤσε-Τουνγκ). Δεν μπορώ εδώ, εξαιτίας του χώρου, να ανακεφαλαιώσω τη διαπάλη, αλλά θα προσπαθήσω να εκφράσω συνθετικά τη θέση μου. Το δίλημμα παγκοσμιοποίηση και/ή ιμπεριαλισμός παρουσιάζει διάφορες ό ψεις, και ιδιαίτερα δύο- την πρώτη ιδεολογική και, αντίθετα, τη δεύτερη θεωρητι κή και επιστημονική. Στο περιβάλλον μιας ιδεολογικής πάλης το να διακηρύξεις ό τι υπάρχει ο ιμπεριαλισμός και όχι η παγκοσμιοποίηση σημαίνει, από την οπτική γωνία της πολιτικής στράτευσης, να ξαναπροτείνεις την κλασική κομμουνιστική οπτική γωνία του προηγούμενου αιώνα και του Λένιν, σύμφωνα με την οποία οι λαϊκές μάζες οφείλουν να κρατηθούν έξω από κάθε αστική και καπιταλιστική πο λιτική (και γεωπολιτική).Το να διακηρύξεις ξανά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των σημερινών καπιταλιστικών κρατών, από τα πιο μεγάλα (τις ΗΠΑ) στα μεσαία (την Ιταλία) και στα πιο μικρά (την Ελλάδα), σημαίνει να προτείνεις μια κομμουνι στική πολιτική μετωπικά αντίθετη όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά επίσης με το κάθε ξε χωριστό εθνικό κράτος - όπως πράγματι στον καιρό του έκανε χωρίς συζήτηση ο Λένιν. Η θεωρητική και επιστημονική πλευρά του προβλήματος βρίσκεται αντίθετα στην εδραίωση του αν και σε ποιο βαθμό το παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο μπορεί ακόμα να αναλύεται ξεκινώντας από την κλασική λενινιστική κα τηγορία του ιμπεριαλισμού ή αν, αντίθετα, υπάρχουν τέτοια ποιοτικά νέα στοι χεία ώστε να απαιτείται οπωσδήποτε η αποδοχή, έστω μερική, της κατηγορίας ΚΟΣΤΑΝΤίΟ ΠΡΕΒΕ |
$6
της παγκοσμιοποίησης. Στο βάθος, ακόμη και η κατηγορία του ιμπεριαλισμού προτάθηκε στην αρχή του 20ου αιώνα από έναν αστό οικονομολόγο (τον Άγγλο Χόμπσον) και μόνο σε μια δεύτερη φάση μπήκε στη σοσιαλιστική διαπάλη. Ξεκι νώντας από αυτό το παράδειγμα, επίσης και η κατηγορία της παγκοσμιοποίησης, που ωστόσο προτάθηκε κατά τη λειτουργία ενός περάσματος της εποχής του κα πιταλισμού από ένα κεϊνσιανό μοντέλο σε μια νεοφιλελεύθερη φάση και που ω στόσο κρύβει μια προστακτική προγραφή, κάτω από την εμφάνιση μιας ουδέτε ρης περιγραφής (παγκοσμιοποιηθείτε, αλλιώς θα σας κάνουμε να το πληρώσετε ακριβά!), θα μπορούσε να εμπεριέχει έναν πυρήνα αλήθειας, για να τον επεξερ γαστούμε μετά με εναλλακτικό τρόπο. Είμαι φιλόσοφος, όχι οικονομολόγος. Συνεπώς δεν είμαι ειδικός, παρόλο που, ως μαρξιστής, είναι φυσικό να έχω μια σφαιρική θέαση του κόσμου και λόγω αυ τού των καθολικών διδασκαλιών. Προσωπικά αρνούμαι να πάρω καθαρή θέση είτε για την παγκοσμιοποίηση είτε για τον ιμπεριαλισμό ω ς κλειδιά για την ερμη νεία του σύγχρονου κόσμου.Την ίδια στιγμή δεν συμφωνώ καθόλου να βάλουμε στο αρχείο την κατηγορία του ιμπεριαλισμού, όπως κάνει στην πραγματικότητα η πτέρυγα της θεσμικής δεξιάς του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και του Κοινωνικού Φόρουμ. Βάζοντας στο αρχείο την έννοια του ιμπεριαλισμού και με την αποδοχή της ιδέας της παγκοσμιοποίησης, σύμφωνα με την οποία προτείνεται κατόπιν απλώς μια (κατά τη γνώμη μου αδύνατη) «εναλλακτική παγκοσμιο ποίηση», συγκροτείται μια πρόταση ειρηνιστικής μεταφυσικής, που αντιπαρατίθεται υποκριτικό στην αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη και στο δικαίωμα της ένο πλης αντίστασης των καταπιεσμένων λαών και των λαών που έχουν υποστεί ει σβολή, όπως για παράδειγμα ο ιρακινός και ο παλαιστινιακός λαός. Όλο αυτό ω στόσο αποτελεί ακόμα μέρος της ιδεολογικής πλευράς του προβλήματος και της πολιτικής χρήσης των μαρξιστικών κατηγοριών στη διαδικασία της μετριοπα θούς ολοκλήρωσης (όπως είναι στην Ευρώπη η περίπτωση του Κόμματος της Ευ ρωπαϊκής Αριστερός). Από θεωρητική άποψη, και ζητώ συγγνώμη αν αυτό που ισχυρίζομαι μπορεί να φανεί «οπορτουνιστικό», πιστεύω ότι ζούμε σε μια ανέκδοτη παγκοσμιοποιημένη ιστορική φάση της διαρκούς ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ανάμεσα σε έθνηκράτη, σύγκρουση δομική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως δεν την έχουμε ακόμα γνωρίσει, ακόμα και αν δεν αποκλείω ότι στο μέλλον, απρόβλεπτο ακόμα προς το παρόν, μπορεί να γεννηθεί ένας «υπεριμπεριαλισμός» αλά Κάουτσκι, στη βάση μιας διακηρυγμένης ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στον κόσμο (που προς το παρόν ωστόσο δεν υπάρχει και γι’ αυτόν το λόγο δεν αποτελεί σύγχρονο πρόβλημα).Το ηγεμονικό πρόγραμμα των ΗΠΑ είναι πράγματι ένα πρόγραμμα υπεριμπεριαλιστικό αλά Κόουτσκι και γι’ αυτό προσωπικά δεν βλέπω αντίφαση στο να υποστηρίζω από τη μία πλευρό ότι υπάρχει σήμερα αμερικανική ηγεμονία που κυριαρχεί σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ στην κλασική εποχή του ιμπεριαλι σμού δεν υπήρχε καμιά παγκόσμια ηγεμονία (ούτε καν η Αγγλία δεν υπήρξε ποτέ 97
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΙ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
κάτι τέτοιο), και να διακηρύττω από την άλλη ότι ζούμε ακόμα σε ένα πλαίσιο ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων ανάμεσα σε καπιταλιστικές δυνάμεις και παρα δοσιακά έθνη-κράτη (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ευρώπη) και σε νέες καπιταλιστικές δυνά μεις που αναδύονται (Ινδία, Κίνα κ.λπ.). Εάν όμως η γνήσια και πραγματική καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση είναι ίσως ένας μύθος, ή τουλάχιστον υπερβολή, υπάρχουν, αντίθετα, τουλάχιστον δύο αλη θινές και ενεργές παγκοσμιοποιήσεις: η στρατιωτική παγκοσμιοποίηση των ΗΠΑ, η πολεμική ισχύς των οποίων είναι κυρίαρχη και μη συγκρίσιμη με εκείνη οποιοσ δήποτε άλλης δύναμης, και η πολιτισμική κυριαρχία της μαζικής κουλτούρας και της αγγλοσαξονικής σόου μπίζνες. Εδώ η συζήτηση θα μπορούσε να είναι μακρά, αλλά, για να τη συντομεύσω, πιστεύω ότι είτε η στρατιωτική παγκοσμιοποίη ση είτε η πολιτιστική αποτελούν τμήμα της βάσης και όχι μόνο του εποικοδομήμα τος, επειδή η στρατιωτική ισχύς εμποδίζει στην πράξη έναν φυσιολογικό οικονο μικό συναγωνισμό παραδοσιακού ιμπεριαλιστικού τύπου και η πολιτιστική ισχύς οδηγεί σε καταναλωτική ολοκλήρωση και σε ιδεολογική ενσωμάτωση των ίδιων των μισθωτών, εργατικών και προλεταριακών μαζών. Η καταναλωτική ολοκλή ρωση και η ιδεολογική ενσωμάτωση είναι λοιπόν εντελώς «βάση» και όχι μόνο «εποικοδόμημα». Ακόμα μια φορά δεν επιτρέπουμε στον οικονομισμό να μας δώ σει μια στρεβλή και απλοποιημένη εικόνα της διαλεκτικής των κοινωνικών δυνά μεων στον κόσμο. Ποιο θα είναι ή θα μπορέσει να γίνει το συλλογικό επαναστατικό αντικαπιταλιστικό υποκείμενο στη νέα εποχή της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίη σης; Η έντιμη απάντηση που μπορώ να δώσω εδώ είναι ότι δεν ξέρω και μπορώ μονάχα να κάνω μερικές υποθέσεις.Τον καιρό του Μαρξ μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι σχηματιζόταν χω ρίς αντίσταση στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αντίθεση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνά μεων και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και ότι αυτή η «αντικειμενική» α ντίθεση θα μπορούσε να παραγάγει τον υποκειμενικά συνειδητό σχηματισμό ενός νέου συλλογικού συνεργατικού οργανωμένου εργαζομένου που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί νικηφόρα στις τάσεις προς τη στασιμότητα του καπιταλιστικού οι κονομικού συστήματος. Αλλά αυτό, σήμερα το γνωρίζουμε, δεν επαληθεύτηκε. Τον καιρό του σχηματισμού του μαρξισμού ω ς ενιαίου «-ισμού» (1875-1895) σκεφτήκαμε ότι το υποκείμενο θα έπρεπε να επανακαθοριστεί ω ς εργατική τά ξη, μισθωτή και προλετάριο, οργανωμένη πολιτικά σε ένα μαρξιστικό σοσιαλδη μοκρατικό κόμμα και οικονομικά σε ένα ενιαίο συνδικάτο. Αυτό το υποκείμενο ορ γανώθηκε πραγματικά τον καιρό της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και της Β' Διεθνούς (1889-1914). αλλά, όταν ενώθηκε με το κομβικό σημείο του πολέ μου (1914). έδειξε στο φως του ήλιου ότι με τίποτα δεν ήταν επαναστατικό υπο κείμενο και ότι υπήρξε πλήρως ενσωματωμένο στη διπλή διαδικασία της οικονομικοποίησης της σύγκρουσης (Μπάουμαν) και της ιμπεριαλιστικής εθνικοποίησης των μαζών (Μόσε).
Τον καιρό του ιστορικού κομμουνισμού του 2 0 ου α ιώ ν α και του μ εγά λου Λ ένιν το επαναστατικό υπο κείμενο ε ξα π λ ώ θ η κ ε έξυ π ν α και κατάλληλα από την απλή μ ισθω τή και π ρ ολετά ριο εργατικ ή τάξη στο υς λ α ο ύ ς και στα έ θ ν η που καταπιέ ζονταν από την απ οικιοκρατία και τον ιμ π εριαλισμ ό .Τη ν ίδια επο χή η κρατική ο ι κοδόμηση του κομμουνισμού απ οδείχτηκε σ ε β ά θ ο ς χρό νο υ ανίκανη ν α φ έ ρ ε ι σε αίσιο π έρα ς την ε πιλεγό μ ενη «οικοδόμηση» της κομμουνιστικής κ οινω νία ς. Η ίδια η μεταφ ορά τ ης «ο ικ ο δ όμ η σ η ς» είν α ι μια μ ετα φ ορά γ ια μ ηχανικ ο ύς και ε ρ γ ο τ ά ξια , α λλά η κοινω νία δ εν είν α ι ε ρ γ ο τ ά ξιο και στο τ έλ ο ς ξ εσ η κ ώ ν ε τ α ι ενάντια σ ε εκείνον που την π ροσλαμβάνει σαν εργοτά ξιο. Και σ ή μ ερ α ; Σ ή μ ερ α , π ισ τ εύ ω , δ ε ν υ π ά ρ χε ι έν α μοναδικό συ λλο γικ ό ε π α ν α στατικό αντικαπιταλιστικό υποκείμενο. Κατά μία ορισμένη έννοια, π α ρ α δ ό ξω ς, οι πιο ο ρ θ ό δ ο ξ ο ι και π α ρα δ ο σ ια κ οί μ α ρ ξ ισ τ έ ς στην π α γκό σμ ια α γ ο ρ ά τ ω ν ιδ ε ώ ν της Αριστερός είναι α κ ρ ιβ ώ ς ο Ν έγκρι και ο Χ αρντ επειδή πια μόνο αυτοί οι εμ φ α ν ε ίς « υ π ε ρ α ν α θ ε ω ρ η τ έ ς » δ ια τη ρ ο ύ ν την ιδ έ α μ ια ς κ α θ α ρ ή ς δ ιχ ο τ ό μ η σ η ς (τα Πλήθη ενάντια στην Αυτοκρατορία) και μιας ιδανικής ενοπ οίησ ης του παγκόσμιου επαναστατικού υ π ο κειμ έν ο υ (το Π λ ή θ ο ς , γ ια την α κ ρ ίβ εια ). Η ιδ έ α ό τι υ π ά ρ χε ι μόνο ένα π α γκόσμ ιο εν οπ οιημ έν ο επαναστατικό υ π ο κείμενο ε ίν α ι λο ιπ όν κοινή τόσο στις π α ραδ ο σιακ ές υ π ε ρ ο ρ θ ό δ ο ξ ε ς μ α ρξισ τικές ο μ ά δ ες (ή υ π ερα ιρετικές, ε ίναι α κ ρ ιβ ώ ς το ίδιο), που π ισ τεύ ο υ ν ότι ε ίν α ι η Π α γκό σ μ ια Ε ν ω μ έν η Εργατική Τ ά ξ η , όσο και στο υς φ ο υ το υ ρ ισ τ έ ς αλά Ν έ γ κ ρ ι, π ου π ισ τ εύ ο υ ν ότι ε ίν α ι το π λή θ ο ς που κ άνει έ ρ ω τ α με τη ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑ ΝΟΙΑ. Π ρ οσ ω π ικά , θ ε ω ρ ώ τεραστίους πιο «επιστημ ο νικ ή» την έν ν οια του Α γ ίο υ Π ν εύ μ α τ ο ς του Ιω άννη του Χρυ σό στομ ο υ και του Ω ριγένη . Το γ ε γ ο ν ό ς ότι δ εν υ π ά ρχει, κατά τη γν ώ μ η μου, έ να μ οναδικό, παγκόσμιο, ε ν οποιημένο επαναστατικό υπ ο κείμενο (τουλάχιστον σ ’ αυτή την ιστορική φ άση, δεν α σ χολούμαι με το 2 ΐο ο και πολύ λιγότερο με το 2400) δ εν σ ημ αίνει ότι δ εν υ πάρχουν ατομικά και συ λλο γικ ά υπ ο κείμενα που ήδη - ε δ ώ και τ ώ ρ α - δεν έχο υν τη δ ιά θεσ η ν α α ντισταθούν στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση.Το να κάνει κα νε ίς έναν π ρ οσ ω ριν ό κατάλογο θ α ήταν εύκ ο λο -ε υ έ λ ικ τ η και επ ισ φ αλή ς ε ρ γ α σία, νεο λ α ία ά ν ερ γ η και α ντικείμ ενο εκ μ ετ ά λλευ σ η ς, λα οί που δ έχο ντα ι την επ ί θεση του ιμ περιαλισμού, έ θ ν η και κράτη που ψ ά χνο υν την α ξιοπ ρέπ εια και την α νεξα ρτησ ία κ .λ π .- α λλά επ ίσ η ς λ ίγο χ ρή σ ιμ ο, επ ειδ ή το γ ε γ ο ν ό ς της αντίστασης (από τη γαλλική νεολαία που πα λεύει ενάντια στην εργασιακή ανα σφ άλεια ω ς τη Χ αμ άς, από τονΤ σ ά βες ω ςτ ο νΑ χ μ α ν τ ιν ε τ ζά ν τ κ.λπ.) βρίσκεται μπροστά στα μά τια ό λω ν .Τ η ν ίδια στιγμ ή, ο π ε ρ ιο ρ ισ μ ό ς αυτού του καταλόγου ε ίν α ι ε ν τ ε λ ώ ς ά χρη στο ς, ε πειδ ή κ ανείς δ εν ξ έ ρ ε ι αν αυτά τα κοινω νικά και πολιτικά υπο κείμενα είναι μόνο η εκδήλω ση μιας φ υσιολογικής αντίστασης στον καπιταλισμό και τον ι μπεριαλισμό ή ίσ ω ς έχο υν προοπτικά μια στρατηγική ικανότητα συστημικής (διαλειτουργικής) ανατροπής. Π ρ οτιμ ώ λο ιπ όν να κ λ ε ίσ ω με αυτή την α μ φ ιβολ ία από το ν α δ η μ ιο υ ρ γ ή σ ω ψ ευ δ α ισ θ ήσ εις, σε όποιον με ακ ο ύει και με δ ια β ά ζει, λέγο ντα ς ότι κατέχω το μα99
I ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
γικό και μυστικό κλειδί του μέλλοντος. Κανείς δεν το κατέχει. Για ένα πράγμα ό μως μπορούμε να είμαστε λογικά βέβαιοι: εδώ και τώρα, πράγματι, υπάρχει μια διαδικασία ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης στον κόσμο.Υπάρχουν δυνάμεις που τη θέλουν, δυνάμεις που ισχυρίζονται ότι ανατίθενται, αλλά έπειτα, χρησιμο ποιώντας μαρτυρίες, κάνουν μόνον ηθικολογικό πασιφισμό, απόλυτα ενσωμα τωμένο στα δόγματα του συστήματος μαζικής ενημέρωσης, και δυνάμεις που α νατίθενται όντας αλληλέγγυες επίσης και κυρίως με αυτούς που αντιπαρατίθενται με τα όπλα. Από καιρό έχω κάνει την επιλογή μου. Κι έπειτα, όποιος ζήσει «θα δει».
KOJTANTJO ΠΡΕΒΕ |
Τάξεις, μάζες και πολιτική: Σχετικά με το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας Τ ω ν 1Σπύρου Σ α κ ελλ α ρ ό π ο υ λο υ2 κα ι Π α ν α γ ιώ τη Σω τήρη3
ι. Εισαγω γή: Η επικαιρότητα μιας ιστορικής υλιστικής προσέγγισης Από ιη δεκαετία του 1980 και μετά έχει γίνει πολύ συνηθισμένο να καταδικάζε ται, ακόμη και από στοχαστές που εξακολουθούν να αναφέρονται σε μια ριζο σπαστική πολιτική τοποθέτηση, ο μαρξιστικός οικονομισμός και ο μαρξιστικός ή οικονομικός αναγωγισμός. Σύμφωνα με αυτές τις κριτικές, μεγάλο μέρος της μαρξιστικής θεωρίας χρωματίστηκε από μια μεταφυσική εμμονή στην προτεραι ότητα, με όρους κοινωνικής οντολογίας αλλά και αιτιακού καθορισμού, του οικο νομικού έναντι του πολιτικού. Αυτό το νήμα συνδέει αρκετές και συχνά διαφορε τικές απόψεις, από την εμμονή του Φουκό (Foucault) (1982,1989) σε μια πολλα πλότητα εξουσιών, χωρίς κέντρο και χωρίς ιεράρχηση, έω ς την αποσύνδεση της διαδικασίας συγκρότησης πολιτικών υποκειμένων από τις ανταγωνιστικές θ έ σεις που αναπαράγουν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις που προτείνεται από τους Λακλάου και ΛΛουφ (Laclau & Mouffe, 1985· Laclau, 1997) και τις παραλ λαγές των θεωριών ανάδυσης νέων κινημάτων και ταυτοτήτων.4 Είναι χαρακτη ριστικό ότι ακόμη και τοποθετήσεις που δείχνουν να υποστηρίζουν μια «κλασι κή» μαρξιστική σύλληψη, όπως τουΤζέσοπ (Jessop, 2002), σπεύδουν να τονίσουν τον συγκυριακό ή ενδεχομενικό χαρακτήρα τής όποιας εξηγητικής προτεραιότη τας των αντιθέσεων που διαπερνούν την καπιταλιστική οικονομία. Απέναντι σε αυτές τις τοποθετήσεις θέλουμε να ανατάξουμε τη σαφή υπενθύμιση ότι η θεμελιώδης τομή του ιστορικού υλισμού δεν είναι μια μεταφυσική της οντολογικής προτεραιότητας της οικονομίας έναντι της πολιτικής, με την πρώτη να κατέχει θέση ουσίας και τη δεύτερη τη θέση ενός σαφώς υποδεέστε ρου φαινομένου, αλλά -κ α ι πολύ περισσότερο- η θέση ότι κάθε εξουσία είναι πρώτα απ’ όλα ταξική εξουσία, δηλαδή εξουσία τάξεω ν που μπορούν όχι α πλώς να ηγούνται μιας κοινωνικής ιεραρχίας, αλλά και να καθορίζουν τους ό ρους κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της α πόσπασης και της διανομής της υπερεργασίας. Επομένως, η αναγκαία αντιπαρά θεση στον οικονομισμό, που ομολογουμένως σφράγισε αρκετές πλευρές της ι101
I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
6
στορίας του μαρξισμού ω ς ένα σχήμα ιστορικής τελεολογίας των -προοδευτι κώ ν- παραγωγικών δυνάμεων και των -αντιδραστικών- σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν μπορεί να σημαίνει την αναίρεση της βασικής θέσης περί της εξηγητικής προτεραιότητας των συγκρούσεων ταξικών εξουσιών για τους όρους κοινωνι κής παραγωγής και αναπαραγωγής. Αντίστοιχα, η αναγκαία υποστήριξη της γεί ωσης της ταξικής κυριαρχίας στις παραγωγικές σχέσεις δεν μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση της αναγκαστικής συνάρθρωσης πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων (επομένως και συλλογικών αναπαραστάσεων) σε κάθε στιγμή και ό ψη της ταξικής κυριαρχίας και σύγκρουσης.5 Επιμένουμε στη μαρξιστική αιτιακή και εξηγητική προτεραιότητα της εκμε τάλλευσης απέναντι στην καταπίεση (που συνιστά ακριβώς τη θεωρητική πρω τοτυπία της σύλληψης κάθε εξουσίας ω ς ταξικής εξουσίας), απέναντι σε από ψεις που τείνουν σε ένα σχήμα εξουσίας χω ρίς εκμετάλλευση ή βλέπουν την εκμετάλλευση απλώς ω ς μια στιγμή ή ένα παρεπόμενο της εξουσίας. Αυτή η ά ποψη δεν αφορά μόνο τη νομιναλιστική θεώρηση της εξουσίας από τον Φουκό, αλλά και τις διάφορες παραλλαγές μιας μονοδιάστατης θ εώ ρησης της εξου σίας, όπως είναι η κατά Αγκάμπεν (Agamben) σύγκρουση ανάμεσα σε μια καθο λική βιοπολιτική εξουσία καιτηναντιστεκόμενη «γυμνή ζωή» (Agamben, 2005). Εκτιμούμε ότι η έννοια της εξουσίας δεν μπορεί να παρουσιαστεί μόνο με την έν νοια του καταναγκασμού ή έστω την πιο γόνιμη έννοια των κοινωνικών πειθαρ χιών και των κατά Φουκό «γνωμόνων»6. Όλες αυτές οι τοποθετήσεις, καθεαυτές χρήσιμες για συγκεκριμένα πεδία έρευνας ,7 παραβλέπουν τη συνθετότητα της κοινωνικής σύγκρουσης: δεν είναι σύγκρουση «αυθύπαρκτων οντοτήτων» (κατ’ αναλογία με μια σύγκρουση οχημάτων), είναι άνιση και σύνθετη διαλεκτι
κή σχέση όπου η κάθε πλευρά της αντίθεσης διεισδύει και αλληλεπιδρά με την άλλη, διαμορφώνοντάς τη σε αυτή τη διαδικασία (Balibar, 19 9 7 :2 9 8 -2 9 9 ) · Επιπλέον, η διαίσθηση του Γκράμσι (Gramsci, 1 9 7 1) για τη διαλεκτική ανάμε σα στην κυριαρχία, το συμβιβασμό και την πνευματική ηγεσία μέσα στην έννοια της ηγεμονίας διατηρεί την αξία της. Η αναφορά στην αναγκαστική συνθετότητα των μηχανισμών της ταξικής ηγεμονίας (και της διαρκούς αναπαραγωγής και αντι-ηγεμονικών τάσεων) μπορεί να απαντήσει στην αμηχανία που σφραγίζει αρ κετές πρόσφατες εκδοχές της αριστερόστροφης πολιτικής σκέψης, που είτε πε ριορίζεται απλώς στην εκ νέου διεκδίκηση του ριζοσπαστικού φορτίου μιας σπινοζικής θεώρησης της δημοκρατίας (Νέγκρι) 8 είτε στρέφεται προς μια Χομπσιανή και Σμιτιανή’ αντίληψη της σύγκρουσης με όρους φίλου και εχθρού (Αγκά μπεν) είτε αναζητά μια εν δυνάμει εμμενή κοινωνική ορθολογικότητα μέσα από παλινδρομήσεις σε θεω ρίες κοινωνικού συμβολαίου (βλ. τη μεγάλη απήχηση του Ρολς10) ή μέσα από την έμφαση στην αυθόρμητη ορθολογικότητα της κοινω νικής επικοινωνίας (Habermas, 1989). Κατά συνέπεια, εάν επιμένουμε αφενός στον αντιφατικά και επικαθορισμένο χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης και ηγεμονίας, αφετέρου στον ιστορικά ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΙ
I 102
συγκυριακό, πεπερασμένο και όχι «φυσικό» χαρακτήρα των μορφών ταξικής κυριαρχίας, επομένως και στο ανοιχτό ενδεχόμενο του επαναστατικού μετα σχηματισμού, επιβάλλεται να δούμε ξανά την έννοια του επαναστατικού υποκει μένου σε όλη τη συνθετότητα και την ανισότητα των προσδιορισμών του.
2. Πού βρίσκεται σήμερα η εργατική τάξη; 2.ι. Οι κλασικοί και το ζήτημα της κεντρικότητας της εργατικής τάξης Αφού αρχικά αναφερθήκαμε στα θεωρητικά προαπαιτούμενα μιας υλιστικής προσέγγισης για τις τάξεις, μπορούμε να προσεγγίσουμε από μια πιο κοινωνικοπολιτική σκοπιά τη θέση, τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική της σύγχρονης ερ γατικής τάξης. Για να γίνουμε πιο σαφείς: το ερώτημα που καλούμαστε να απα ντήσουμε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εργασίας είναι διττό· μπορούμε να μι λάμε σήμερα για την ύπαρξη μιας σημαντικής, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, κοινωνικής ομαδοποίησης που να ορίζεται ω ς η σύγχρονη εργατική τάξη ή έ χουμε περάσει σε μια νέα ιστορική φάση όπου η σημασία των κοινωνικών τάξε ων, και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, τείνει να εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση της σε άλλες διαστρωματώσεις, με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και χα ρακτηριστικά; Κι αν ισχύει το πρώτο και όχι το δεύτερο, τότε κατά πόσο και με ποιον τρόπο αυτή η εργατική τάξη μπορεί να θ εω ρηθεί το επαναστατικό υπο κείμενο της εποχής μας; Ο παραπάνω προβληματισμός τίθεται ακριβώς γιατί ήταν βασική θέση των κλασικών του μαρξισμού ότι η εργατική τάξη, το προλεταριάτο, θα αποτελούσε την κοινωνική εκείνη ομάδα που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην έξοδο από την ανθρώπινη προϊστορία. Ήδη από τις σελίδες του Κομμουνιστικού Μανιφέ στου οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν πως τα κινήματα που ανέτρεψαν τους προη γούμενους τρόπους παραγωγής «ήσαν κινήματα μειοψηφιών ή για το συμφέρον μειοψηφιών.Το προλεταριακό κίνημα είναι το ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας, για το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας» (Μαρξ & Ένγκελς, Χ·Χ·: 57)· Η αποστολή αυτής της τάξης θα είναι η διάλυση όλων των τάξεων και κατά συνέπεια η αυτο-υπέρβασή της." Όπως αναφέρουν οι Μαρξ και Ένγκελς στην Αγία Οικογένεια, το προλεταριάτο και ο πλούτος αποτελούν δύο αντίθετα και ω ς τέτοια συγκροτούν μια ολότητα δεδομένου πως αποτελούν και τα δύο μορφώματα του κόσμου της ατομικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο θα πρέπει να προσ διορίσουμε ποια προκαθορισμένη θέση κατέχει το καθένα μέσα σε αυτή την α ντίφαση.Το προλεταριάτο είναι η αρνητική πλευρά της αντίφασης, δεδομένου πως είναι υποχρεωμένο να καταργήσει το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία. Με άλλους όρους, ο καπιταλιστής αποτελεί το συντηρητικό τμήμα και ο προλετά ριος το καταστρεπτικό. Από το πρώτο πηγάζει η δράση που συντηρεί την αντίφα ση και από το δεύτερο η δράση που την καταργεί (Marx & Engels, 1972:46-47)· Τι μπορούμε να κρατήσουμε από τα παραπάνω; Ότι ο ρόλος του προλεταριά του δεν προκαθορίζεται από κάποια εξω-ιστορική δραστηριότητα. Καθορίζεται
103 I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ
από τη φύση του καπιταλισμού και από τις συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες επιβάλλει στην εργατική τάξη και στην κοινωνία γενικότερα. Όποιες αλλαγές και αν λαμβάνουν χώρα εντός του καπιταλιστικού συστήματος, το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χω ρίς εκμετάλλευση, κυριαρχία και κατα πίεση (Miliband, 1 9 7 7 : 39)· Στην πραγματικότητα είναι οι ίδιοι οι κοινωνικοί όροι της ύπαρξης του προλεταριάτου που του δίνουν τη δυνατότητα και τη δύναμη να πραγματοποιήσει την κοινωνική ανατροπή (Λένιν, 1988:23). Κατά συνέπεια, η εμμονή στην κεντρικότητα της εργατικής τάξης συνιστά πε δίο διαχωρισμού μεταξύ μιας κομμουνιστικής οπτικής και άλλου είδους οπτικές που αναφέρονται σε μια γενικόλογη «κοινωνική χειραφέτηση». Ο ρόλος της ερ γατικής τάξης ορίζεται εντός της αντίληψης για την ταξική πάλη ω ς κινητήρια δύναμη της ιστορίας.” Η αντίληψη αυτή εντοπίζει την κυρίαρχη αντίθεση που διαπερνά κάθε τρόπο παραγωγής και η οποία προσδιορίζει τα ιδιαίτερα σύνολα ανταγωνιστικών κοινωνικών φορέων. Με αυτή την έννοια, η εργατική τάξη δεν είναι η μόνη τάξη που υφίσταται εκμετάλλευση ή καταπίεση, όμως η ειδική της θέση στις σχέσεις παραγωγής τής δίνει έναν πρωτεύοντα ρόλο στην ειδικά κα πιταλιστική εκδοχή ταξικής πάλης. Με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι εμείς δεν θεωρούμε την εργατική τάξη ένα «μεσσιανικό» υποκείμενο προορισμένο νομο τελειακά να οδηγήσει στον κομμουνισμό, όπως προσπάθησαν να υποστηρίξουν οι διάφορες παραλλαγές του μαρξιστικού ιστορικισμού.’3 Επιμένουμε όμως ότι μέσα στις καταστατικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στη σύγκρουση ανάμεσα στην τάση υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και τις διαρκώς επανεμφανιζόμενες αντιστάσεις μέσα στην παραγωγή14 διαρκώς αναπαράγεται ο κομμουνισμός ω ς ένα όριο, ω ς μια ακραία προέκταση των σημερι νών αντιστάσεων, διεκδικήσεων, συλλογικών αναπαραστάσεων: δεν υπάρχει ε ξουσία χω ρίς τη διαρκή αναπαραγωγή μορφών άρνησης του εξαναγκασμού, δεν υπάρχει εκμετάλλευση χω ρίς τη διαρκή τάση επανοικειοποίησης του χρό νου και του παραγόμενου πλούτου, δεν υπάρχει κυριαρχία χω ρίς την ανάδυση μιας επιθυμίας για χειραφέτηση, δεν υπάρχει εξατομίκευση χωρίς την αναζήτη ση τάσεων εκ νέου συλλογικότητας. Και αυτό εξακολουθεί να καταγράφεται και σήμερα.Τα μεγάλα κινήματα, που σε αλλεπάλληλα κύματα ξεσπούν και στις ι μπεριαλιστικές μητροπόλεις, ενάντια στην ελαστική εργασία, για τη διατήρηση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους, για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, για διατήρηση βασικών δικαιωμάτων, σε καμιά περίπτωση δεν είναι απλώς «διεκδι κήσεις» εντός μιας κλασικής αντίληψης «πλουραλισμού» και ομάδων πίεσης: ε μπεριέχουν μια βαθύτερη αμφισβήτηση της καπιταλιστικής λογικής, διεκδικούν κοινωνική δικαιοσύνη και όχι έναν δικαιότερο καπιταλισμό, καταδεικνύουν την αναπόδραστη δραστικότητα του ταξικού ανταγωνισμού. Από τη στιγμή που δεχόμαστε τις παραπάνω θέσεις, το ερώτημα στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι κατά πόσον ισχύουν στη σημερινή εποχή. Με άλλα λόγια, κατά πόσον η εργατική τάξη συνεχίζει να έχει σημαντικό ρόλο ε •ΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 104
ντός της σύγχρονης κοινωνίας και κατ’ επέκταση κατά πόσο συνεχίζει να αποτε λεί το βασικό υποκείμενο κοινωνικής ανατροπής.
2.2. Θεωρίες του τέλους της εργατικής τάξης Στο χώρο της θεωρίας των κοινωνικών τάξεων έχει αναπτυχθεί, ήδη από τη δε καετία του 1950, ένα επιστημονικό ρεύμα που αμφισβητεί αν όχι την ίδια την ύ παρξη των κοινωνικών τάξεων, τουλάχιστον το ρόλο και τη σημασία τους για τις σύγχρονες κοινωνίες.Τα βασικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα: Πρώτον, η μετάλλαξη της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει οδηγήσει στο μετα σχηματισμό των δύο βασικών ανατιθέμενων τάξεων και στη διαμόρφωση πλη θώρας κοινωνικών ομαδοποιήσεων με ασαφή όρια. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στην «τριτογενοποίηση» της οικονομίας, στην αύξηση των εργαζομένων με τε χνική κατάρτιση και στη βελτίωση των εισοδημάτων. Δεύτερον, οι προγενέστερες οικονομικές διαφορές έχουν εξαλειφθεί την ί δια ώρα που σημειώνονται πολλαπλές οικονομικές μεταλλαγές: διαχωρισμός της οικονομικής εξουσίας μεταξύ αυτής που διαθέτουν οι ιδιοκτήτες και αυτής των διευθυντών, διάχυση των επαγγελματικών ειδικεύσεων μεταξύ των μι σθωτών, εξίσωση του χρόνου εργασίας, βελτίωση του επιπέδου ζωής, αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, θέσπιση της προοδευτικής φορολογίας, αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν αποφασιστικά οι εκ παιδευτικοί μηχανισμοί και η επέκταση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιω μάτων, που οδηγεί στον περιορισμό των ιδιαίτερων ταξικών προνομίων. Τρίτον, η πολιτισμική διάσταση του τρόπου ζωής, τα καταναλωτικά πρότυπα και οι αξίες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία στη διαμόρφωση των κοινω νικών ταυτοτήτων. Η διαστρωμάτωση γίνεται όλο και πιο ρευστή και μεταλλασσόμενη, αναδύεται ένα μωσαϊκό κοινωνικών ομαδοποιήσεων στη θέση ενός μι κρού αριθμού περίκλειστων κοινωνικών ομάδων. Σημαντικό ρόλο στην κοινωνι κή τοποθέτηση δεν παίζουν οι σχέσεις παραγωγής αλλά τα MME, τα οποία μέσω των μηνυμάτων που προβάλλουν φέρνουν πιο κοντά ανθρώπους με τις ίδιες συνήθειες, που σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχαν αποκτήσει τη συγκεκριμέ νη κοινωνική ταυτότητα (Waters, 19 94:305-306 ).Το αποτέλεσμα είναι η σύγκλι ση των τρόπων συμπεριφοράς και των αξιών ατόμων με διαφορετικές θέσεις στην παραγωγική διαδικασία (Clark & Upset. 1991:400). Τέταρτον, η φυλή, η εθνότητα *αι η εθνικότητα αποτελούν επίσης ξεχω ρι στούς παράγοντες διαμόρφωσης μορφών κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Πέμπτον, παρατηρείται σταδιακή απώλεια της ταξικής συνείδησης, πράγμα που αποδεικνύεται και από το γεγονός πως όλο και λιγότεροι εργάτες ψηφί ζουν αριστερά κόμματα. '5 Σε ποιο θεωρητικό μονοπάτι οδηγούν οι παραπάνω παραδοχές; Πολύ απλά πως δεν αρκεί μια περιγραφική προσέγγιση των τάξεων, όπου η θέση στην πα ραγωγική διαδικασία και η οικονομική ανισότητα είναι παράγωγα της ένταξης 105 I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
σε διαφορετικές τάξεις, αλλά χρειάζεται μια ερμηνευτική πρόταση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην από κτηση κοινωνικής ταυτότητας ούτε και στην κοινωνική σύγκρουση (Pakulski, 19 9 3 :2 8 1).Το ζητούμενο είναι μια πολυδιάστατη προσέγγιση η οποία να υπο βαθμίζει την κεντρικότητα των κοινωνικών τάξεων για την ανάλυση των κοινω νικών φαινομένων, υπογραμμίζοντας τη σημασία της αποσύνδεσης κοινωνικής θέσης και πολιτικής συμπεριφοράς (Pakulski 81 Waters, 1996:21). Αυτό που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι ότι οι συγκεκριμένες α πόψεις αφορούν μιαν αστική προσέγγιση έντονα επηρεασμένη από τη βεμπεριανή παράδοση. Ωστόσο, τις δύο τελευταίες δεκαετίες διαπιστώνεται η ανάπτυ ξη μιας ομοειδούς προβληματικής και από ριζοσπάστες διανοητές οι οποίοι υπο στηρίζουν πως η εργατική τάξη έχει πάψει να υφίσταται ω ς τέτοια, πόσο μάλ λον ω ς επαναστατικό υποκείμενο. Βασικός εκφραστής του ρεύματος αυτού είναι ο Γκορζ (Gorz), οποίος στο βι βλίο του που φέρει τον εύγλωττο τίτλο Αντίο προλεταριάτο υποστηρίζει πως η α νάπτυξη της τεχνολογίας έχει αποστερήσει τον εργάτη από την εξουσία που είχε πάνω σε αυτή, με αποτέλεσμα να μην ταυτίζεται μαζί της και να χάνει το αίσθημα πως ανήκει σε μια τάξη. Στη θέση του συλλογικού παραγωγικού εργάτη δημιουργείται μια μη τάξη μη εργατών που δεν έχει παραχθεί από τον καπιταλισμό αλλά από την κρίση και τη διάλυση του καπιταλισμού που οφείλεται στην επίδραση των νέων τεχνικών παραγωγής. Αυτή η μη τάξη των μη εργατών συνενώνει όλους ό σοι έχασαν τη δουλειά τους ή υποαπασχολούνται λόγω της χρήσης του αυτοματι σμού και της πληροφορικής, περιλαμβάνοντας έτσι το σύνολο των υπεράριθμων της κοινωνικής παραγωγής. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η εργατική τάξη είναι μια προνομιούχος μειοψηφία δεδομένης της εξάπλωσης της συνεχούς ευελιξίας η ο ποία οδηγεί τη μεγάλη μάζα των απασχολουμένων σε πληθώρα προσωρινών ε νασχολήσεων με τις οποίες ποτέ δεν μπορούν να ταυτιστούν πραγματικά (Gorz, 1 9 8 6 :10 0 κ.ε.). Ουσιαστικά με αυτές τις θέσεις ο Γκορζ θέτει το ζήτημα της λεγά
μενης κοινωνίας των 2 /3 όπου πέραν της άρχουσας τάξης υπάρχει ένα εξασφαλι σμένο αλλά μειοψηφικό τμήμα, το 1 / 3 , και ένα πλειοψηφικό τμήμα, τα 2 / 3 , τα ο ποία ζουν μέσα σε συνεχή εργασιακή αβεβαιότητα και ανέχεια. Η πολιτική προέκταση της θεώ ρησης του Γκορζ έρχεται με την προσέγγιση του Σαφ, σύμφωνα με την οποία λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας και της α νάπτυξης της ρομποτικής και της αυτοματοποίησης τίθενται πια σοβαρά, μέσω της αδυναμίας διατήρησης αναλυτικών κατηγοριών όπως η υπεραξία και η εκ μετάλλευση, οι όροι υπέρβασης της εργασίας στην παραδοσιακή της μορφή και μαζί με αυτήν και της εργατικής τάξης, γεγονός που επιφέρει και μια αντίστοιχη τροποποίηση (μείωση) του ρόλου της αστικής τάξης και μια αύξηση της σημα σίας των μεσαίων τάξεων (Σαφ, 19 91:6 2· 1993:32). Η θέση του Σαφ, όπως και αυτή του Γκορζ, φαίνεται να επηρεάζεται καθορι στικά από τη σημασία της εξέλιξης των τεχνολογικών καινοτομιών. Πρόκειται ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
I ιο6
για μια προσέγγιση που στο οικονομικό επίπεδο θα κωδικοποιηθεί από τον Ρίφκιν (Rifkin) στο γνωστό του έργο Το τέλος της εργασίας. Εκεί ο Ρίφκιν υποστηρί ζει πως οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας, δεδομένου πως η αύξηση του ανταγωνισμού και η συνακόλουθη ανάγκη χρησι μοποίησης των πλεονεκτημάτων που παράγει η τεχνολογία συντελούν στη μεί ωση της χρήσης ζωντανής εργασίας. Η μεγάλη αλλαγή είναι πως η τεχνολογία διαμεσολαβεί τις σχέσεις των συντελεστών της παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων.Το αποτέλεσμα είναι η ανάπτυξη της παραγωγι κότητας να οδηγεί σε συνεχείς κρίσεις υπερπαραγωγής, με συνέπεια την ολοέ να και μεγαλύτερη επέκταση της ανεργίας (Rifkin, 1996:76 κ.ε.). Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των υπηρεσιών είναι που θα δώσουν το κί νητρο στους Χαρντ και Νέγκρι να αναφερθούν στην ηγεμονία της παραγωγής άυλων αγαθών η οποία περιλαμβάνει και ιδέες, σχέσεις και μορφές επικοινω νίας (Hardt & Negri, 2005:65), γεγονός που συντελεί όχι μόνο στην παραγωγή ε μπορευμάτων αλλά και κοινωνικών σχέσεων και μορφών ζω ής, κάτι που αποκαλείται βιο-πολιτική μορφή παραγωγής (Hardt & Negri, 2 0 0 5 : 94 )· Στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο οι μετασχηματισμοί αυτοί έχουν ω ς συνέπεια να αντιπαρατίθεται στην έννοια της εργατικής τάξης η έννοια του πλήθους. Κι αυτό γιατί από τη μία μεριά έχουμε την καπιταλιστική εκμετάλλευση και από την άλλη την άυλη βιοπολιτική παραγωγή ω ς απότοκο της συνεργατικής εργασίας η οποία κυκλο φορεί στο πλαίσιο των κοινωνικών δικτύων (Hardt & Negri, 2005:113)· Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως και τα δύο ρεύμα τα σκέψης καταλήγουν στα ίδια πορίσματα. Η εργατική τάξη είτε δεν υπάρχει εί τε ασκεί έναν περιθωριακό ρόλο σε σχέση με το παρελθόν. Η διαφορά τους εί ναι πως οι προγενέστερες θ εω ρήσεις ασπάζονται μιαν αντίληψη τέλους των τάξεων μέσω της ανόδου των εισοδημάτων'6 και της πολιτιστικής ομοιογενοποίησης, ενώ οι νεότερες, και πιο ριζοσπαστικές, προσεγγίσεις δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην εξέλιξη της τεχνολογίας. 2 .3 . Σχετικά με την υποτιθέμενη μικροαστικοποίηση/εξάλειφη
της εργατικής τάξης Το γενικό πλαίσιο της πρώτης κατηγορίας απόψεων είναι πως, ενώ στον 19 ° και στο πρώτο τμήμα του 2ο°ύαιώνα μια πολυάριθμη, δυναμική και πολιτικά συνει δητοποιημένη εργατική τάξη έκανε φανερή την παρουσία της, οι σημαντικές αλ λαγές που έλαβαν στη συνέχεια χώρα οδήγησαν στη μικροαστικοποίηση/εξαφάνισή της. Ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των παραπάνω προσεγγίσεω ν είναι πως σε όλες τις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες παρατηρείται μείωση των απασχολουμένων στον δευτερογενή τομέα παραγωγής, δηλαδή στη βιομηχανία, και αντίστοιχη ενίσχυση του τριτογενή τομέα, δηλαδή των υπηρεσιών και του ε μπορίου. Κατά συνέπεια οι εργάτες μειώνονται και μεταβάλλονται σε μικροα 107 I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
στούς. Ωστόσο δεν γίνεται κατανοητό από πού προκύπτει πως δεν μπορούν να υπάρχουν μερίδες της εργατικής τάξης που να εργάζονται στο εμπόριο και τις υ πηρεσίες. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν αφορά την υλική μορφή των παραγόμενων αξιών χρήσης αλλά τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δια μορφώνεται. Από τη στιγμή που η εργασία ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφά λαιο το καπιταλιστικό εμπόρευμα αποτελεί μια κοινωνική σχέση συνδεδεμένη με οποιαδήποτε αξία χρήσης. Με αυτό τον τρόπο πλείστες όσες «υπηρεσίες» παίρνουν τη μορφή των καπιταλιστικών εμπορευμάτων, εξέλιξη που σηματοδο τεί στην πραγματικότητα τη διεύρυνση της εργατικής τάξης με την προσθήκη νέων εργατικών κατηγοριών.17 Άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά είναι πως έχουν βελτιωθεί τα εισοδήματα των μισθωτών και γι’ αυτό έχουν μειω θεί οι ανισότητες και κατά συνέπεια έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια των τάξεων. Ωστόσο, η μαρξιστική παράδοση θ εω ρεί πως η ανισοκατανομή του πλούτου συνδέεται άρρηκτα με τις σχέσεις εκμετάλλευσης που επικρατούν στο καπιταλιστικό προτσές παρα γω γής. Η νίκη εργατικών κινητοποιήσεων μπορεί να επιφέρει μείωση της εκ μετάλλευσης 18και βελτίωση των εισοδημάτων της εργατικής τάξης αλλά όχι ε ξαφάνισή της. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι καθόλου δεδομένο πως οι ανισότητες έχουν μειωθεί: στις ΗΠΑ το 1967 η διαφορά μεταξύ του φτωχότερου και του πλουσιό τερου πέμπτου ήταν μικρότερη από π φορές· το 1980 η σχέση αυτή θα μειωθεί στις ίο περίπου φορές, για να εκτοξευτεί στις 14 φορές το 2000 (Σακελλαρόπουλος, 2004:269-270), ενώ στη Βρετανία οι λεγόμενες «μεσαίες» εισοδηματι κές κατηγορίες, αυτές που διαθέτουν από 5 0 % έω ς 1 5 0 % των μέσων αποδο χών, είδαν, στη δεκαετία του 1980, να μειώνονται από 6 2 % σε 4 3 % του συνόλου (Myles 81 Turegan, 19 94:119)· Παράλληλα, η μελέτη των Γκότσχολκ (Gottschalk) καιΤζόις (Joyce) θα δείξει πως στην ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι οικονομικές ανι σότητες και σε Αυστραλία, Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, όπου διαπιστώθηκε μικρότερη από τον μέσο όρο αύξηση στα εισοδήματα των φτω χότερων στρωμάτων και υψηλότερη από τον μέσο όρο αύξηση των υψηλότε ρων εισοδημάτων (Gottschalk & Joyce, 1991. όπως αναφέρονται από τους Myles 81 Turegan, 19 9 4 :11 9 ) · Το ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας δεν λέει πολλά πράγματα από μόνο του. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που παραθέτει ο Μίλιμπαντ (Miliband), η α νοδική κινητικότητα μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό λαμβάνει χώρα (Μίλι μπαντ, 1984:85-90).19Από εκεί και πέρα στην πραγματικότητα η λεγόμενη κοινω νική κινητικότητα δεν αφορά παρά ορισμένες μορφές διαγενεακής επαγγελματι κής κινητικότητας.Το γεγονός πως η κόρη του χειρώνακτα εργάτη γίνεται πωλήτρια σε σουπερμάρκετ σε τίποτε δεν μεταβάλλει τον εκτελεστικό ρόλο που έχει στην παραγωγή. Αυτό που όντως συμβαίνει είναι πως η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου αλλά και η εξέλιξη της τεχνολογίας έχουν οδηγήσει ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ! ΣΩΤΗΡΗΣ | 1θ8
σε ανάγκες επαγγελματικής εξειδίκευσης και κατά προέκταση σε αύξηση του α ριθμού των επαγγελμάτων και ιδιαίτερα αυτών που βρίσκονται εκτός του παρα δοσιακού χώ ρου του εργοστασίου. Ωστόσο, όπως πολύ ορθά έχ ει δ ε ίξει ο ΛΛπρέιβερμαν (Braverman), τα νέα στρώματα των υπαλλήλων έχουν απολέσει ό λα εκείνα τα στοιχεία που τα διαχώριζαν κατά τρόπο διακριτό και σαφή από τους βιομηχανικούς εργάτες (Braverman, 1 9 7 4 : 355 )· Έτσι, οι διάφορες εμπειρικές έ ρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί ασκούν μια μονότονη, κανονικοποιημένη, αποειδικευμένη εργασία, η οποία υπόκειται σε συ νεχείς ελέγχους, σε σημείο που όλος ο εργασιακός χώρος στον οποίο απασχο λούνται να παίρνει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του εργοστασίου. Για το θέμα της σημασίας που έχουν η ένταξη σε φυλή ή σε εθνική ομάδα ως υποκατάστατο της ταξικής ένταξης θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο εθνικι σμός και ο ρατσισμός αναδεικνύονται ως ιδεολογικά υποσύνολα της κυρίαρχης ιδεολογίας, για να επέλθουν τεχνητοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργατι κής τάξης, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι τα θύματα του ρατσισμού κατά κύριο λόγο πολώνονται προς προλεταριακές θέσεις στον καταμερισμό εργα σίας. Η διαφορά στο χρώμα ή/και στην εθνική προέλευση αξιοποιείται ω ς επι χείρημα για να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα της κοινής εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο, εξυπηρετεί (και δεν αναιρεί) μια ταξική στρατηγική καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.Το γεγονός πως τμήματα της εργατικής τάξης δεν υιοθετούν κοινές συνδικαλιστικές πρακτικές επιλέγοντας το συγχρωτισμό μόνο με μέλη της φυλής ή της εθνότητάς τους δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά την πολιτική απο τυχία των δυνάμεων της Αριστερός στο να κατορθώσουν να διαμορφώσουν έ να μέτωπο κοινών συμφερόντων. 20 Η πολιτιστική όσμωση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ουδέτερη διαδικασία, αλλά ω ς απότοκο της μετατροπής της πολιτιστικής δημιουργίας σε καπιταλιστικό εμπόρευμα.Το λεγόμενο «πνεύμα του καταναλωτισμού» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διείσδυση των καπιταλιστι κών σχέσεων παραγωγής σε νέες σφαίρες κερδοφορίας.Το εμπόρευμα για να είναι κερδοφόρο θα πρέπει να είναι ομοιογενοποιημένο, να απευθύνεται σε ευ ρύτατο κοινό και να διαφημίζεται κατάλληλα. Ο κοινός τρόπος διασκέδασης, έν δυσης, ενδιαίτησης δεν είναι το τέλος των τάξεων αλλά η έκφραση της κυριαρ χίας της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική τάξη, η οποία βρίσκεται σε αδυ ναμία να διατυπώσει ένα πλαίσιο εναλλακτικών πολιτιστικών πρακτικών. Πα ράλληλα, όλη αυτή η κατάσταση καθόλου δεν ακυρώνει τις σχέσεις εκμετάλ λευσης που υπάρχουν και αναπαράγονταί: το γεγονός πως μπορούν να συνευ ρεθούν στον ίδιο χώρο διασκέδασης ένας εργοδότης και ένας εργαζόμενος δεν σημαίνει πως έχουν εξαλειφθεί οι διαφορετικοί τους ρόλοι εντός της παραγω γικής διαδικασίας. Το ζήτημα της μειωμένης πολιτικής εκπροσώπησης των εργατικών στρωμά των από τα λεγόμενο εργατικά κόμματα εμπεριέχει πληθώρα ανοιχτών θεμά 109 I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ
των.Τα πιο σημαντικά είναι το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις εκπροσώπησης και ποια είναι αυτά τα εργατικά κόμματα. Οι σχέσεις εκπροσώπησης, πλην συν θηκών έντονης ριζοσπαστικοποίησης, ηγεμονεύονται και διαπερνώνται από τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης και αυτά αφορά τα συντηρητικά αλ λά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ειδικότερα, η παραδοσιακή σοσιαλδημο κρατία, ω ς φορέας αστικής πολιτικής διαχείρισης των συμφερόντων των εργα τικών στρωμάτων, θα λειτουργήσει για πολλά χρόνια ω ς ο ιμάντας ενσωμάτω σης των κυριαρχούμενων τάξεων στο αστικό σύστημα. Θα διαχειριστεί την κοι νωνική δυναμική εγγράφοντάς την εντός των αστικών πολιτικών κατά τρόπο που να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η καπιταλιστική ηγεμονία. Ωστόσο, το γεγο νός πως οι λαϊκές τάξεις αναγνώριζαν όψ εις των υλικών τους συμφερόντων στο πλαίσιο των πολιτικών προγραμμάτων αυτών των κομμάτων τα καθιστούσε βασικούς πολιτικούς αντιπροσώπους των τάξεων αυτών.21 Ο ριζικός μετασχηματισμός του συσχετισμού δύναμης προς όφελος των δυνά μεων του κεφαλαίου, που θα σημειωθεί μετά την κρίση του 1973. και η αντίστοιχη υποχώρηση των εργατικών αντιστάσεων θα μειώσουν την πολιτική χρηστικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ω ς προς τα συμφέροντα της αστικής τάξης και θα οδηγήσουν αρχικά στην κρίση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και στη συνέχεια στη ριζική αναδιαμόρφωση των κομμάτων αυτών κατά τρόπο που σε πολύ μικρό βαθμό να διαφέρουν από τα αντίστοιχα συντηρητικά. Κατά συνέπεια, η άρση της πολιτικής εμπιστοσύνης των εργατικών στρωμάτων προς τους παραδο σιακούς φορείς εκπροσώπησής τους δεν έχει να κάνει με την αποπολιτικοποίηση της εργατικής τάξης αλλά με την απώλεια του κοινωνικού προσήμου των κομμά των αυτών. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η αποστασιοποίηση από την εκλογική δια δικασία που υιοθετούν τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και η ψήφος προς εκλο γικούς σχηματισμούς που κινούνται εκτός του λεγάμενου συνταγματικού τόξου.
2.4· Σχετικά με τις νέες τεχνολογίες Το ζήτημα της εισαγωγής καινοτομικών τεχνολογιών στη διαδικασία παραγω γής δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ω ς κάτι καινοφανές, δεδομένου πως είναι τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο καπιταλισμός. Αν υπάρχει κάτι καινούργιο στην επι χειρηματολογία που παρουσιάσαμε, είναι η θέση που προβάλλεται ότι η χρήση της ρομποτικής και της πληροφορικής καθιστά άχρηστη την ανθρώπινη εργασία από τη στιγμή που το κέρδος και η υπεραξία παράγονται από τα μηχανήματα και όχι από την ανθρώπινη εργασία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Επιμένουμε ότι μόνο η ανθρώπινη εργασία πα ράγει υπεραξία και κατά συνέπεια είναι εντελώς απαραίτητη η ζωντανή εργα σία στον καπιταλισμό, και στη σημερινή εποχή και μελλοντικά. Οποιαδήποτε α ναφορά στο «τέλος της εργασίας» θα πρέπει να προσδιορίζει και σε ποιο σύστη μα παραγωγής αναφέρεται. Έχει σημασία η εισαγωγή των αυτοματισμών στην παραγωγή; Βεβαίως, διό ΓΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 110
τι αυξάνει καχακόρυφα την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, δεδομένου ότι μεταβάλλεται η σχέση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας προς το χρόνο υπερεργασίας. Ωστό σο, η εξέλιξη αυτή δεν οδηγεί αυτόματα σε αύξηση του ποσοστού κέρδους. Κι αυτό γιατί το γεγονός ότι μικρότερος αριθμός εργαζομένων κινεί μεγαλύτερη μάζα μέσων παραγωγής συντελεί στην αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κε φαλαίου και αυτή με τη σειρά της στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κε φαλαίου, δεδομένου ότι τα νέα μέσα παραγωγής έχουν μεγαλύτερη αξία σε σχέση με τα παλαιότερα. Κατά συνέπεια υπάρχουν αντιφατικό αποτελέσματα στο ποσοστό κέρδους: Αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, αλλά και αύξηση της οργανικής σύνθεσης. Για να μπορέσει να επιτευχθεί η αύξηση του ποσοστού κέρδους, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη ικανού να αντι δρά αμέσως και με επιτυχία σε όλα τα προβλήματα (Ιωακείμογλου, 1988). Η αυ τοματοποίηση δεν καταργεί την εργασία, αλλά απαιτεί μια νέα φιγούρα εργαζο μένου: πολυλειτουργικού, ευέλικτου, ενεργητικού, με μεγάλο εύρος δεξιοτή των, ικανού χειριστή πληροφοριών και γνώσεων (Τσεκούρας, 1989). Και με τους εργαζομένους που χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της αυτομα τοποίησης τι γίνεται; Το υπαρκτό αυτό φαινόμενο δεν θα πρέπει να αντιμετωπί ζεται ω ς «τέλος της εργασίας». Άλλωστε, η ανάπτυξη του καπιταλισμού μπορεί να επέφερε την εξαφάνιση επαγγελμάτων όπως του παγοπώλη ή του αμαξά, ωστόσο ουδόλως συντέλεσε στο τέλος της εργασίας. Επιπλέον, η εισαγωγή του αυτοματισμού δημιουργεί και νέες θέσεις εργασίας στους νέους τομείς που πα ράγουν εμπορεύματα σχετικά με την πληροφορική και τη ρομποτική, ενώ η συ νολική αυτή εξέλιξη δημιουργεί πρόσθετες δραστηριότητες στις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις. Όπως πολύ σωστά το έχει διατυπώσει ο Γ. Σταμάτης: «Επειδή οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής προμηθεύονται από τις μη αυτο ματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής μέσα παραγωγής, τα οποία ω ς παραγόμενα σε αυτές τις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγωγής απαιτούν ζω ντανή εργασία για την παραγωγή τους, η έμμεση ή νεκρή εργασία που χρησιμο ποιούν οι αυτοματοποιημένες εργασίες παραγωγής είναι ένα μέρος της ζωντα νής εργασίας που ξοδεύεται στις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παραγω γής. Έτσι, η ύπαρξη αυτοματοποιημένων διαδικασιών παραγωγής προϋποθέτει την ύπαρξη του μέρους των μη αυτοματοποιημένων διαδικασιών παραγωγής που παράγει μέσα παραγωγής για τις μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες παρα γωγής, και επειδή αυτό το μέρος απασχολεί μισθωτή εργασία που παράγει υπε ραξία, και την ύπαρξη αντίστοιχου προλεταριάτου και αντίστοιχης υπεραξίας» (Σταμάτης, 1996: m ). Από εκεί και πέρα αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι, παρά τα α ντιθέτους υποστηριζόμενα, η αύξηση της παραγωγικότητας που έχει σημειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια σε μικρό μόνο βαθμό οφείλεται στην αυτοματοποίηση, ενώ το κύριο μέρος σχετίζεται με την εντατικοποίηση των ρυθμών δουλειάς, I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
την περιστολή των μισθολογικών αυξήσεων, την αύξηση της διάρκειας του ερ γάσιμου χρόνου, την ένταση του εργοστασιακού αυταρχισμού, τον περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων. Για να το πούμε διαφορετικά, δεν αρκεί από μό νη της η αυτοματοποίηση της παραγωγής για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά είναι απαραίτητος ο συνδυασμός της με την εμπέδωση του εκ μεταλλευτικού χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων. Ας περάσουμε τώρα σε μια πιο εξειδικευμένη κριτική των «ριζοσπαστικών» κριτικών για την απίσχναση της εργατικής τάξης. Το ιδιαίτερο πρόβλημα με τις απόψεις του Ρίφκιν, πέραν της αμφίβολης πρω τοτυπίας τους, είναι πως από τότε που διατυπώθηκαν περισσότερο από το 8 5 % του εργατικού δυναμικού των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών συνεχίζει να εργάζεται και να τυγχάνει υποκείμενο εκμετάλλευσης.Ταυτόχρονα, οι θέσεις του Ρίφκιν δημιουργούν ένα πλαίσιο όπου η ανεργία εμφανίζεται ω ς μια κατά σταση που οφείλεται στην επιστημονική πρόοδο, ενώ το καπιταλιστικό σύστημα τίθεται εκτός κριτικής (Μηλιάς, 1994)· Όσο για τις απόψεις του Γκορζ, ούτε αυτές φάνηκε να επαληθεύτηκαν από την πραγματικότητα. Η εργατική τάξη δεν μετασχηματίστηκε σε προνομιούχο μειοψη φία, αλλά παρέμεινε ένα πλειοψηφικό κοινωνικό στρώμα, υφιστάμενο την εκμε τάλλευση, την κυριαρχία, την υποαπασχόληση, την ανεργία. Δεν έγινε εφικτή η δη μιουργία της κοινωνίας των 2 /3 . Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κοινωνική αλλά και σε επαγγελματική απαξίωση την πλειοψηφία των εργαζομένων, με απο τέλεσμα να τεθεί σε σοβαρή αμφισβήτηση η παραγωγική ικανότητα του συλλογι κού εργαζομένου. Βεβαίως, υπάρχουν και στρώματα που αντιμετωπίζουν καθο δική κοινωνική κινητικότητα εξαιτίας των αναδιαρθρώσεων του κεφαλαίου, ω στόσο σε κάθε ιστορική περίοδο ο καπιταλισμός αναβάθμιζε ή υποβάθμιζε στρώ ματα με συγκεκριμένες δεξιότητες, και αυτό αφορά και τμήματα της εργατικής τά ξης αλλά και της μικροαστικής, ακόμα και της αστικής. Σε κάθε περίπτωση, οι αλ λαγές που σημειώθηκαν δεν αποτέλεσαν ουδέτερη διαδικασία, αλλά εκφάνσεις μιας συγκροτημένης αστικής στρατηγικής.Τέλος, η απουσία οποιοσδήποτε αναφο ράς στα κοινωνικά υποκείμενα που ωφελούνται από αυτές τις εξελίξεις αποτελεί μιαν ακόμα σημαντική αδυναμία και αντίφαση (Λύτρας, 2θθθ: 2 ΐι) . Παρομοίως, ο ισχυρισμός του Σαφ για κατάργηση της διαδικασίας απόσπα σης της υπεραξίας δεν φαίνεται να επαληθεύεται από κάποιο εμπειρικό δεδο μένο, ενώ η μείωση του ρόλου της αστικής τάξης δεν δικαιολογεί τη θέση περί ενδυνάμωσης των μεσαίων στρωμάτων. Άλλωστε, τέτοιες απόψεις δεν κατάφεραν να δείξουν ποια είναι η νέα άρχουσα τάξη που αναδύεται (Λύτρας, 2οοο: 134)· Σχετικά με την ειδικότερη θέση των Χαρντ και Νέγκρι θα κάνουμε τρεις πιο εξειδικευμένες παρατηρήσεις: Πρώτον, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο αντικείμε νο της εργασίας, όταν ο ίδιος ο Μαρξ επέμεινε ότι αυτό που έχει σημασία είναι οι κοινωνικές σχέσεις και οι ανταγωνισμοί που αναπτύσσονται εντός της εργασια
:ΠYΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 112
κής διαδικασίας (Μαρξ, 1983). Δεύτερον, η μαρξιστική αντίληψη της τάξης ουδέ ποτε υπήρξε μια εμπειρική κοινωνιολογία ιστορικά προσδιορισμένων κοινωνι κών τύπων. Αντίθετα, ήταν μια θεωρητική προσέγγιση, που έβλεπε την αναπα ραγωγή της εργατικής τάξης ω ς τον πυρήνα της αναπαραγωγής της καπιταλι στικής εκμεταλλευτικής σχέσης (Σωτήρης, 2005).Τρίτον, η αντίληψη ότι η παρα γωγή ιδεών, γνώσεων και αισθημάτων διαμορφώνει τις πραγματικές κοινωνι κές σχέσεις είναι προβληματική.Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχουμε μεταβεί σε έναν νέο τρόπο παραγωγής, κι αν η απάντηση είναι θετική, ποιο είναι αυτό και ποια τα χαρακτηριστικά του, πράγμα στο οποίο ουδόλως αναφέρονται οι Χαρντ και Νέγκρι. Αν πάλι η απάντηση είναι αρνητική, τότε θα πρέπει να εξηγηθεί γιατί και με ποιον τρόπο εξαφανίζεται η παραγωγή υπεραξίας, από πού κι ω ς πού υ πάρχει συνεργατική εργασία και όχι εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο, καθώς και γιατί η παραγωγή γνώσεων και συναισθημάτων δεν α ποτελεί είτε μορφή καπιταλιστικών εμπορευμάτων (η υπαγωγή της γνώσης στο κεφάλαιο χρονολογείται εδώ και περισσότερο από δύο αιώνες) είτε κοινωνικές σχέσεις οι οποίες επικαθορίζονται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και από την αντίστοιχη εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος.22
3. Από τις τάξεις στις μάζες και το λαό: Η σύνθετη διαλεκτική της συγκρότησης συλλογικώ ν υποκειμένων
3.1. Οι ανισότητες στην άρθρωση του ταξικού αγώνα Έπειτα από αυτή την εκτενή κριτική αναφορά στις απόψεις περί τέλους της ερ γατικής τάξης, αυτό που μένει να δούμε είναι ο τρόπος με τον οποίο η εργατική τάξη συγκροτείται σε επαναστατικό υποκείμενο με όλες τις αντιφάσεις που ε μπεριέχει αυτή η διαδικασία. Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε προσπαθεί να ανασυνθέσει μια τοποθέτηση για τη δυνατότητα ενός σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου αναγκαστικά έρχεται αντιμέτωπος με μια κρίσιμη ανισότητα που καταγράφεται ήδη στο έργο του Μαρξ: την ανισότητα ανάμεσα στο στοχασμό των δομικών προσδιορισμών των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και το στοχασμό των κοινωνικών τάξεων· ή, για να το πούμε διαφορετικά, με ποι ον τρόπο μπορούμε να περάσουμε από την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, ως διαλεκτικά αντιθετικών στιγμών μιας εκμεταλλευτικής σχέσης, στον ταξικό α νταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές και την εργατική τάξη.23 Μπορούμε να προσθέσουμε και μια ανισότητα ακόμη: την ανισότητα ανάμεσα στις «τά ξεις» και τις «μάζες», ανάμεσα στους ταξικούς προσδιορισμούς που αντικειμε νικά ενοποιούν όσους υπόκεινται σε αυτούς και την εμφάνιση συλλογικών ο ντοτήτων μέσα στον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, σαφώς διακριτών ως προς τα πολιτικά τους αποτελέσματα, εμφάνιση που αποτελεί ταυτόχρονα το υλικό υπόβαθρο των σύγχρονων πολιτικών μορφών,24 αλλά και το μεγάλο ερώτημα για όποιον θέλει να διαμορφώσει μια θεω ρία και πρακτική της πολι τικής δράσης. 113
I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι ακριβώ ς σε αυτή την ανισότητα έχουν στηριχτεί και θεωρητικές τοποθετήσεις για την πλήρη αποσύνδεση ταξικού καθορισμού και πολιτικών ανταγωνισμών. Πιο χαρακτηριστική είναι η απόπειρα του Λακλάου που επιμένει ότι το στοιχείο του ανταγωνισμού δεν είναι εγγενές στις καπι ταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, αλλά αποτελεί το ενδεχομενικό αποτέλεσμα συγκυριακά κατασκευασμένων πολιτικών ταυτοτήτων, μέσα από πρακτικές λόγου που δομούν αντίστοιχες αναγνωρίσεις, σε μια συνεχή διαδικασία κοινω νικής ανασημασιοδότησης (Laclau, 1997)· Είναι προφανές ότι σε αυτή την περί πτωση έχουμε να κάνουμε με μιαν αντίστροφη εκδοχή αναγωγισμού: το πολιτι κό επίπεδο, ω ς πεδίο διαμόρφωσης ανταγωνιστικών συγκυριακών κοινωνι κών συσσωματώσεων, αποκτά μιαν απόλυτη προτεραιότητα με όρους κοινωνι κής οντολογίας. Και παρ’ ότι ο Λακλάου επιμένει ότι θ έλει να τονίσει τη σημα σία των «εξω τερικών» καθορισμών ω ς προς μια μεταφυσική προτεραιότητα της «βάσης», καταλήγει σε μιαν αντίστροφη μεταφυσική του συγκυριακού και του ενδεχομενικού.
3.2. Το ερώτημα των υποκειμένων Είναι επίσης σαφές ότι σε όλη αυτή τη διερεύνηση αναδύεται και το ερώτημα περί των υποκειμένων. Γιατί, όσο και εάν ισχύει η βασική οριοθέτηση που πρότεινε ο Αλτουσέρ απέναντι σε κάθε ιστορική μεταφυσική και τελεολογία μέσα α πό την εμμονή του ότι η Ιστορία είναι μια διαδικασία χωρίς Υποκείμενο και χωρίς Τέλος (Althusser, 19 69 , 1973). άλλο τόσο ισχύει ότι το επίδικο όχι μόνο της ιδεο λογικής έγκλησης αλλά και της πολιτικής πρακτικής είναι η διαρκής ανάδυση και ο μετασχηματισμός συλλογικών υποκειμένων.25 Και αυτό σημαίνει σήμερα μια διπλή θεωρητική οριοθέτηση απέναντι σε μια μεταφυσική, ιδεαλιστική, ιστορικιστική θεώρηση των πολιτικών μορφών και των ιδεολογικών αναπαραστάσεων ως αντανακλάσεων ή «εκφράσεων»26 από τη μία, και από την άλλη απέναντι σε μια «μεταμοντέρνα» ρευστοποίηση του ταξικού καθορισμού μέσα σε ένα παι χνίδι αστάθμητων, συγκυριακών ταυτοτήτων. Ουσιαστικά, η θεωρητική πρόκληση μπροστά μας είναι να στοχαστούμε την άνιση και αντιφατική σχέση ανάμεσα στην αντικειμενική ταξική θέση, τις συλλο γικές πολιτικές πρακτικές, τις μορφές ιδεολογικής αναγνώρισης και παραγνώ ρισης ω ς διακριτές αλλά και αλληλοεξαρτώμενες στιγμές τόσο της ταξικής ε ξουσίας και ηγεμονίας όσο και των δυνητικών εκδοχών μιας ταξικής αντιεξουσίας και αντιηγεμονίας.
3·3· Το ζήτημα τωνσυμμαχιών Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο στη διαλεκτική ανάμεσα στις τάξεις και τις μάζες εί ναι η σημασία των κοινωνικών συμμαχιώνσιην άσκηση της πολιτικής. Σε αντί θεση με ένα απλουστευτικό σχήμα δύο μόνο τάξεων, η διευρυμένη αναπαρα γωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε συνδυασμό με την υποτελή α ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 11ή
ναπαραγωγή προηγούμενων τρόπων και μορφών παραγωγής, συνεπάγεται την εμφάνιση και άλλων τάξεων και κοινωνικών κατηγοριών. Αυτά σημαίνει ότι τόσο η διατήρηση όσο και η αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας ήταν και είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια προσπάθεια διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης κοινω νικών συμμαχιών. Αντίστοιχα, όχι μόνο η ταξική κυριαρχία διαμεσολαβείται από τη διαμόρφωση ειδικών κατά περίπτωση και συγκυρία ηγεμονικών μπλοκ και
συνασπισμών εξουσίας (Gramsci, 19 71· Poulantzas, 1982· Πουλαντζάς, 1984α), αλλά και τα μεγάλα κινήματα εναντίον του καπιταλισμού είχαν πάντα το χαρα κτήρα μιας λαϊκής κοινωνικής συμμαχΐας. Στις μέρες μας το ζήτημα αυτό δεν τίθεται μόνο με τους παραδοσιακούς ό ρους της ασταθούς και αντιφατικής συμμαχΐας ανάμεσα στους εργαζομένους και παραδοσιακά μικροαστικά κομμάτια, ιδίως τα αγροτικά. Αφορά και την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή (και τους μηχανισμούς αναπαραγωγής) ω ς το ε ρώτημα της συμμαχΐας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης. Και μιλάμε για συμμαχία γιατί διαφωνούμε με μια θεώ ρη ση που θα τοποθετούσε συλλήβδην τους μισθωτούς προς τη μεριά της εργατι κής τάξης- αντίθετα, θ εωρούμε ότι η έννοια της νέας μικροαστικής τάξης (Που λαντζάς, 1984α· Carchendi, 1977) διατηρεί την επικαιρότητά της αποτυπώνοντας τον αντιφατικό κοινωνικό προσδιορισμό της μισθωτής διανόησης. Σε αυτή τη βάση είναι που μπορούμε να δούμε ένα κρίσιμο διακύβευμα της συγκυρίας: από τη μία, η μαζικοποίηση και η μισθωτοποίηση μεγάλου μέρους των στρω μάτων της νέας μικροαστικής τάξης και η ταυτόχρονη αναβάθμιση των τεχνι κών δεξιοτήτων και η υποβάθμιση της εργασιακής πραγματικότητας συνεπά γεται την αντικειμενική δυνατότητα να μιλάμε για δυνάμεις της εργασίας ω ς έκφραση μιας συμμαχΐας ανάμεσα στα εργατικά και τα νέα μικροαστικά στρώ ματα. Από την άλλη, οφείλουμε επίσης να υπογραμμίσουμε ότι κρίσιμο διακύβευμα είναι και η προσπάθεια από τη μεριά των δυνάμεων του κεφαλαίου να υπονομευτεί αυτή η συμμαχία μέσα από την ιδεολογική υπερτόνιση του «χά σματος» ανάμεσα στα διαφορετικά κομμάτια της εργασίας και την προβολή ο ραμάτων ανοδική κοινωνικής κινητικότητας, πολύ περισσότερο φαντασιακής και πολύ λιγότερο πραγματικής, σε αυτά τα στρώματα (Σακελλαρόπουλος & Σωτήρης, 2004:165-167).
3·4· Η σημασία της πολιτικής συγκρότησης Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι ο βαθμός στον οποίο αυτές οι εμμενείςτάσεις θα πάρουν μορφή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ω ς μια αντικειμενική ι στορική τελεολογία ούτε απλουστευτικά ω ς η απλή ενεργοποίηση μιας κοινω νικής ενδελέχειας. Προϋποθέτει μια στιγμή σαφώς μετασχηματιστική, επιτελεστική (performative) 17στη διαμόρφωση, παραγωγή, κατασκευή των όρων μέ σα από τους οποίους μπορούν να υπάρξουν εκείνα τα -αναγκαστικά ασταθήσυλλογικά υποκείμενα που θα μετατρέφουν αυτές τις τάσεις σε επαναστατική 115
I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
δυναμική ή, για να το πούμε διαφορετικά, θα απαντήσουν πώς η διαρκής ανά δυση συλλογικών αναγνωρίσεων σε ποικίλες μορφές αντίθεσης στην καπιταλι στική ταξική εξουσία θα μετασχηματιστεί σε πραγματική κοινωνική και πολιτι κή δύναμη. Σε αυτό το σημείο η ανάγκη χάραξης της διαχωριστικής γραμμής απένα ντι σε όλες τις διαρκώς επανεμφανιζόμενες μορφές του αυθορμητισμού πα ραμένει αναγκαία. Η στιγμή της πολιτικής συγκρότησης παραμένει δεσπό ζουσα και αυτό καταδεικνύει την επικαιρότητα της λενινιστικής τομής: Χωρίς ρήξεις στο πολιτικό επίπεδο, χ ω ρίς τη διαμόρφωση πρωτότυπων πολιτικών μορφών, χ ω ρίς το διαχωρισμό ταυτόχρονα από το βολονταρισμό και τη μη χανιστική θεώρηση της συγκυρίας δεν θα υπάρξει η δυνατότητα μιας επανα στατικής πολιτικής. Η συνάρθρω ση όρων πολιτικών (πρόγραμμα, βήματα, στόχοι), ιδεολογικών (μια εικόνα συλλογικού υποκειμένου στηριγμένη, έστω και κατά τάση, στην ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής ιδεολογίας), οργανωτι κών (μορφώματα μέσα στα οποία να μπορούν να συγκροτούνται συλλογικές διεκδικήσεις και να αναπαράγονται συλλογικές αναγνωρίσεις) διαμορφώνει ένα διακυβευόμενο μεν, καθοριστικό δε διαχωρισμό ανάμεσα στο πριν και το μετά: το πριν και το μετά της εμφάνισης των δυνάμεων της εργασίας ω ς αυ τοτελούς πολιτικής δύναμης, το πέρασμα από τις τάξεις στις αγωνιζόμενες
μάζες. Μόνο που αυτή η καθοριστικότητα της πολιτικής δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως «υπέρβαση» του «συνδικαλιστικού» αγώνα από την πολιτική πάλη. Σήμερα οι πολιτικοί όροι της διαμόρφωσης ενός εν δυνάμει επαναστατικού υποκειμένου αφορούν εξίσου και το κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο: Αφενός με τη διαμόρ φωση εκείνων των συλλογικών διεκδικήσεων που θα προσπαθήσουν να απα ντήσουν σε μια υπό διαμόρφωση νέα «οντολογία της εργασίας » 28γύρω από την ελαστικότητα, την προσωρινότητα, τον κατακερματισμό και την εξατομίκευση (που άλλωστε είναι το αποτέλεσμα και μιας στρατηγικής προσπάθειας των δυ νάμεων του κεφαλαίου να παρεμποδίσουν την αναπαραγωγή μορφών παγιωμένης συλλογικής διαπραγματευτικής ισχύος μέσα στην καπιταλιστική παραγω γή) και να καταδείξουν όχι μόνο την επενέργεια, αλλά και τη δραστικότητα της συλλογικής ταξικής διεκδίκησης. Αφετέρου με την προσπάθεια διαμόρφωσης μορφών, φορέων και στόχων που θα εκφράσουν αυτή τη διεκδίκηση ως συλλο γική αμφισβήτηση της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας και θα ανα μετρηθούν με την υλικότητα όλων εκείνων των πολιτικών πρακτικών και των κρατικών μηχανισμών που επιτρέπουν το πέρασμα από το κεφάλαιο ω ς «τυ φλή» τάση προς την αυτοαξιοποίηση και αυτοεπέκταση στην πολιτική εξουσία της αστικής τάξης και την ανάδυση του αστικού κράτους ω ς πραγματικού εκ προσώπου των κυρίαρχων τάξεων (Μηλιάς, 1989). Αυτό όμως αναγκαστικά σημαίνει και την αναφορά και στο ιδεολογικό πε δίο. Είναι αλήθεια ότι η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι μια απλή «έκφραση» της ΣΠΥΡΟ] ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΙ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ] ΣΩΤΗΡΗ] | 1ΐ6
κυρίαρχης τάξης, αλλά πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα ενσωμάτωσης, με τατόπισης, αποδιάρθρωσης των αυθόρμητων αναπαραστάσεων των κυριαρ χούμενων τάξεων (Balibar, 2005). Αυτό δεν αναιρεί όμως ότι εντέλει η στιγμή της κυρίαρχης ιδεολογίας, ω ς αποτέλεσμα, είναι πλευρά μιας συνολικής διαδι κασίας ταξικής κυριαρχίας και δείκτης πραγματικής ηγεμονίας. Αυτό συνεπά γεται ότι η στιγμή μιας αντιηγεμονικής ιδεολογικής παρέμβασης δεν μπορεί να είναι απλώς η επανοικειοποίηση ή η εκ νέου νοηματοδότηση των βασικών εννοιών-διακυβευμάτων του νεωτερικού πολιτικού λεξιλογίου (λαός, ελ ευθ ε ρία, ισότητα, δικαίωμα, ιδιότητα του πολίτη), όπως, από διαφορετικές γραμ μές, πρότειναν τις τελευταίες δεκαετίες τόσο ο Λακλάου (Laclau, 1983) όσο και ο Μπαλιμπάρ (Balibar, 2005)' επιβάλλεται να είναι η άρθρωση και η προ βολή ενός ανταγωνιστικού πλέγματος εννοιών και αναπαραστάσεων (άρνηση εκμετάλλευσης, κοινωνική χειραφέτηση, επανάσταση). Οι ανταγωνιστικές τα ξικές θέσεις (ανα)παράγουν διαρκώς ανταγωνιστικές ιδεολογικές πρακτικές, πράγμα που σημαίνει ότι οι ταξικές ιδεολογίες δεν παίρνουν τόσο τη μορφή των «εκφράσεων» ή των κλειστών κοσμοειδώλων, αλλά περισσότερο τη μορ φή εγγενώ ς ασταθών ιδεολογικών συσχετισμών δύναμης ω ς προς τις σημάν σεις, τις αναπαραστάσεις και τις αποσιω πήσεις. Αυτό είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία «αυθόρμητη», αλλά και το αποτέλεσμα της υλικότητας των πρακτι κών και των μηχανισμών (των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους [Αλτουσέρ, 1978D που (ανα)παράγουν αυτό τον ιδεολογικό ταξικό συσχετισμό δύνα μης, κάτι που αναγκαστικά σημαίνει ότι απαιτείται συνειδητή πολιτική παρέμ βαση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων για τη ριζική τροποποίηση αυτού του συσχετισμού. Και παρά το γεγονός ότι οι πιο πρόσφατες δημοφιλείς θεω ρητικές τομές που προσπαθούν να εκφράσουν έναν αναδυόμενο νέο ριζοσπαστισμό τ εί νουν γενικά προς μια αυτοποιητική θεώρηση της κοινωνικής αυθορμησίας,*9 οφείλουμε να θυμόμαστε ότι οι τελευταίες μεγάλες στιγμές θεωρητικής ανα νέω σης του μαρξισμού στις δ εκα ετίες του i9 6 0 και του 19 7 0 κατεξοχήν στράφηκαν στο πρόβλημα του κράτους και των ιδεολογικών μηχανισμών,30 κάτι που διατηρεί την επικαιρότητά του και σήμερα. Όχι μόνο για να καταδείξει την τεράστια σημασία των πολιτικών στρατηγικών και των αντίστοιχων μηχανισμών για την άρθρωση του ιδιαίτερα επιθετικού σύγχρονου καπιταλι σμού, αλλά και για να υπενθυμίσει την ανάγκη διαμόρφ ωσης εκείνω ν των πολιτικών χώ ρω ν που θα αποτελόσουν τους εν δυνάμει τόπους της εργατι κής αντι-ηγεμονίας, αλλά και θα μπορέσουν να αρθρώ σουν τους κρίσιμους πολιτικούς στόχους που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας. Αυτό πρώτα απ’ όλα θέτει το ζήτημα του προγράμματος. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι σήμερα αρκεί να ξαναπιάσουμε εκείνα τα κοινωνικά και πολιτικά αιτή ματα που, ενώ ήταν αυτονόητα σε μια προηγούμενη φάση του καπιταλισμού 117
I ΤΑΞ ΕI I . MAZE! ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
(π.χ. εγγυημένη απασχόληση, δημόσια ασφάλιση, κατώτερες αμοιβές), σήμερα ο νεοφ ιλελευθερισμός τα έχει διαγράφει. Απαιτείται να αρθρω θεί το αίτημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» σε πολύ συγκεκριμένους στόχους, που να δεί χνουν ότι τα «πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς», να λειτουργεί η κοινωνία με έναν μη καπιταλιστικό τρόπο. Τίθεται όμως και το ζήτημα των πολιτικών μορφών. Αφενός της ανασύνθε σης μορφών και πρακτικών ενός σύγχρονου μαχητικού συνδικαλισμού που να μπορεί να ενοποιεί στο επίπεδο της διεκδίκησης και της κινητοποίησης ό,τι σή μερα κατακερματίζουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις· αφετέρου τον επα νακαθορισμό του κόμματος ω ς κρίσιμης πολιτικής μορφής. Σε αντίθεση με ό σους βλέπουν στη μορφή-κόμμα την αναπαραγωγή μορφών κοινωνικής κυ ριαρχίας και ιεραρχίας, εμείς επιμένουμε να θεωρούμε αναντικατάστατη στιγμή της διαδικασίας επαναπροσδιορισμού μιας επαναστατικής διαδικασίας τη δια μόρφωση εκείνου του πολιτικού και οργανωτικού χώρου που θα μπορέσει να είναι ο τόπος όπου θα αρθρωθούν στοιχεία μιας αντι-ηγεμονίας, όπου θα υπάρ ξει ενοποίηση των διαφορετικών -κ α ι συχνά αντιφατικών- πραγματικοτήτων που σήμερα ορίζουν την έννοια των δυνάμεων της εργασίας, όπου θα αρθρω θούν οι πολιτικοί και οι ιδεολογικοί όροι της λαϊκής συμμαχίας, όπου θα υπάρ ξουν στοιχεία στρατηγικής και τακτικής. Η μορφή-κόμμα αποτελεί ακόμα τον μό νο τρόπο να απαντηθεί η ριζική ανισότητα μέσα στον ταξικό αγώνα που ορίζει η υλικότητα του αστικού κράτους, χω ρίς αυτό να σημαίνει, σε κανένα βαθμό, και τη συμμετρία ή την ομολογία ανάμεσα σε κόμμα και κράτος, που σφράγισε αρ κετές στιγμές της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Δεν είναι κάποιο imperium
in imperii αλλά η συστηματική προσπάθεια να αναβαθμίζεται η δυνατότητα αντί στασης και αμφισβήτησης της καπιταλιστικής εξουσίας. Γιατί η παραδοχή ότι σή μερα απέχουμε πολύ από το να κατέχουμε την «τέχνη της εξέγερσης» (Engels, 18 7 7:12 8 ) οφείλει να μη μετατρέπεται και σε άρνηση της δυνατότητας επανα στατικής ρήξης.
Σημειώσεις ι. Η αναφορά των ονομάτων γίνεται με αλφαβητική σειρά. Και οι δύο συγγραφ είς συνέβαλαν ισότιμα στη διαμόρφωση του παρόντος κειμένου. 2. Διδάσκων Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Πατρών και Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου. 3· Δρ. φιλοσοφίας. 4 · Και με αυτό δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη σημασία των συγκρούσεων και των κινημάτων γύρω από ζητήματα κοινωνικής ταυτότητας, συχνά όμως αυτό τείνουν να υ ποτιμούν την πολιτική σημασία των συγκρούσεων γύρω από την καπιταλιστική οικονο
ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΏΤΗΣ ΣΟΤΗΡΗΣ | 1ΐ8
μία. Χαρακτηριστική και η παρατήρηση του Ζίζεκ ότι «η μεταμοντέρνα πολιτική σίγουρα έχει το μεγάλο προτέρημα ότι “επαναπολιτικοποιεί” μια σειρά από πεδία που προηγου μένως θεωρούνταν “απολιτικά” ή “ιδιωτικό”· το γεγονός όμως είναι ότι στην πραγματι κότητα δεν επαναπολιτικοποιεί τον καπιταλισμό, γιατί λειτουργεί μέσα σε μια έννοια και μορφή του “πολιτικού" που θεμελιώνεται στην "αποπολιτικοποίηση” της οικονομίας» (Zifek, 2000:98· η έμφαση στο πρωτότυπο). 5-Τη συνθετότητα του καθορισμού εντός της κοινωνικής ολότητας προσπάθησε να αποδώσει η έννοια του επικαθορισμού που εισήγαγε οΛουίΑλτουσέρ (Althusser, 1965a). Για τη σημασία της έννοιας του επικαθορισμού για μια ανάγνωση του έργου του Μαρξ που να απομακρύνεται από τον οικονομισμό βλ. Resnick & Wolff (1987) και Callari & Rucio (1998)· Η ανάγκη να έχουμε μια αντιστορικιστική και αντιτελεολογική θεώρηση της σχέσης ανάμεσα σε οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις και πρακτικές αποτυπώνεται και στην έννοια της συνάντησης (rencontré) που εισήγαγε ο Αλτουσέρ στο ύστερο έργο του (Althusser, 1982,1994)· 6. Για μια αποτίμηση της σημασίας της έννοιας των γνωμόνων (norms) μέσα στο έρ γο του Φουκό βλ. Μπέτζελος 8ι Σωτήρης (2004). 7· Βλ. για παράδειγμα την ορθή υπενθύμιση από τον Αγκάμπεν τού εγγενώς αυταρ χικού χαρακτήρα που έχει η ικανότητα του κράτους να ορίζει-ακολουθώντας τονΣμιτ (Schmitt)- πρωτίστους την κατάσταση εξαίρεσης, την αναίρεση των εγγυήσεων (Agamben, 2003). 8. Βλ. χαρακτηριστικά Negri, 1991 και 1999· 9· Για τις κλασικές διατυπώσεις των θέσεών του βλ. Σμιτ, 1988, και Schmitt, 1994· 10. Για τη διατύπωση των βασικών θέσεων του Ρολς βλ. Ρωλς, 2001 και 2004. Για ένα παράδειγμα απήχησης αυτής της νεοκαντιανής θεώρησης της αναδιανεμητικής δικαιο σύνης βλ. Bidet, 1990 και 1995· ιι. Με το ζήτημα αυτό ο Μαρξ είχε ασχοληθεί για πρώτη φορά όταν στην «Εισα γωγή» της Κριτικής στην Εγελιανή Φιλοσοφία (1843) αναφερόμενος στη δυνατότητα της γερμανικής χειραφέτησης θα την εντοπίσει «στη διαμόρφωση μιας τάξης με ριζι κές αλυσίδες, μιας τάξης της κοινωνίας-των-ιδιωτών που να μην είναι τάξη της κοινωνίας-των-ιδιωτών, ενός κοινωνικού στρώματος που να είναι η διάλυση όλων των στρωμάτων, μιας σφαίρας που να έχει χαρακτήρα καθολικότητας εξαιτίας της καθολικότητας των παθών της, που να μη διεκδικεί το επιμέρους δικαίωμα, γιατί έχει υποστεί όχι μια επιμέρους αδικία αλλά την αδικία καθ’ εαυτή, [...) που να μη βρίσκεται σε αποκλειστική αντίθεση με τις συνέπειες, αλλά σε συστηματική αντίθεση με τις προϋ ποθέσεις του γερμανικού πολιτικού καθεστώτος, μιας σφαίρας τέλος που να μην μπο ρεί να χειραφετηθεί χωρίς να χειραφετηθεί απ’ όλες τις άλλες σφαίρες της κοινω νίας και χωρίς μ’ αυτό τον τρόπο να χειραφετήσει όλες τις άλλες σφαίρες της κοινω νίας» (Μαρξ, 1978:29-30). 12. Υπενθυμίζουμε το περίφημο γράμμα του Μαρξ προς τον Βαντερμάγερ, όπου ο Μαρξ υποστηρίζει πως η θεωρητική συνεισφορά του δεν συνίσταται στο ότι ανακάλυ ψε την ύπαρξη των τάξεων αλλά στο ότι ανακάλυψε πως ο κινητήριος μοχλός της ιστο ρίας είναι η πάλη των τάξεων: «Σ’ ό,τι με αφορά, δεν ανήκει σε μένα η τιμή να έχω ανα καλύψει ούτε την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία μήτε την πάλη μεταξύ τους. Πολύ καιρό πριν από μένα αστοί ιστορικοί είχαν καταγράψει την ιστορική ανάπτυ
119
I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ ΚΑΙ Π0ΛΙ1
ξη της πάλης μεταξύ των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι είχαν κάνει την οικονομική της ανατομία.Το καινούργιο που έφερα και εγώ ήταν: ι) να δείξω ότι η ύπαρξη των τά ξεω ν είναι προσδεδεμένη σε συγκεκριμένες φάσεις ιστορικής ανάπτυξης της παραγω γής 2) ότι η πάλη των τάξεων οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου 3) ότι η δικτατορία αυτή δεν αποτελεί παρά τη μετάβαση από την κατάργηση όλων των τά ξεω ν σε μία κοινωνία δίχως τάξεις» (Marx & Engels, 1955= 549)· 13. Και εδώ μπορεί κανείς να εντάξει και την αρχετυπική προσπάθεια του Λούκατς στο Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (Lukâcs, 1971) και πρόσφατες αναδιατυπώσεις της ό πως αυτή του Mészéros (1995)· Ακόμη και νεοαυτονομίστικες απόπειρες, όπως του Χόλογουεϊ (Holloway, 2002), επιμένουν σε έναν ιστορικισμό τού εγγενώ ς επαναστατικού χαρακτήρα μιας αποφενακισμένης δημιουργικής εργασιακής δραστηριότητας. ΐή . Αντιστάσεις που εξαρχής δεν είχαν μόνο το χαρακτήρα οικονομικής διεκδίκησης αλλά και πολιτικής απαίτησης ισότητας, καθώς και αντίστοιχες ιδεολογικές αναπαρα στάσεις μιας κοινωνίας ισότητας. Βλ. σχετικά Rancière, 1981 και 1995· 15- Για μια πιο διεξοδική παρουσίαση αυτών των θ έσεω ν βλ. επίσ ης Nisbet, 1959· Berle & Means, 1967· Burnham, 1967· Perkin, 1989· Bell, 1976. 16. Άλλωστε χρονικά συνέπεσαν με τη μεταπολεμική περίοδο σχετικής ενίσχυσης α ναδιανεμητικών πολιτικών. ΐ 7· Όπως παρατηρεί ο Μπιντέ: «Ο καπιταλιστής που πουλά υπηρεσίες δεν είναι ένας πωλητής εργατικής δύναμης, μια μορφή εμπορικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο στην κατο χή του διατρέχει το σύνολο των σταδίων του κύκλου Χρήμα - Εμπόρευμα...Παραγωγικό κεφάλαιο...Εμπόρευμα'-Χρήμα".Το Χρήμα χρησιμοποιείται στη αγορά Εμπορευμάτων, δηλαδή εργατικής δύναμης και άλλων μέσων παραγωγής, μετατρέπεται σε Παραγωγι κό κεφάλαιο τη στιγμή που η εργατική δύναμη καταναλώνει τα μέσα παραγωγής παρά γοντας το Εμπόρευμα', την υπηρεσία που ο πελάτης πληρώνει με Χρήμα". Η ιδιαιτερότη τα αυτού του κύκλου είναι πως το εμπόρευμα (υπηρεσία) καταναλώνεται την ίδια στιγ μή που πραγματοποιείται η διαδικασία παραγωγής. Αυτό κάνει το κεφάλαιο να μη “φαί νεται" ποτέ με τη μορφή Κεφάλαιο» (Bidet, 19 7 5-7 6 :7 )· 18. Καθώς και πολλές ά λλες θ ετικές για την εργατική τάξη ε ξε λ ίξ εις, όπως η βελ τίωση των συνθηκών εργασίας, η μείωση του ωραρίου ή η θέσπιση προοδευτικής φο ρολογίας. 19· Πράγματι ο Μίλιμπαντ χρησιμοποιώντας πληθώρα ερευνώ ν αποδεικνύει πως μεταπολεμικά και σε χώ ρες όπως η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Σουηδία, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία η ανοδική κοινωνική κινητικότητα ήταν από ανύπαρκτη ω ς πολύ περιορισμένη. 20. Με αυτή την έννοια η αδυναμία παρέμβασης της γαλλικής Αριστερός θα οδηγή σει στην αυτονόμηση της δυναμικής των αποκλεισμένων νεολαίω ν των γαλλικών προα στίων σε αντιδιαστολή με τις δραστηριότητες που είχε αναπτύξει το ΚΚ των ΗΠΑ μέχρι την περίοδο του Μακαρθισμού όπου είχε κατορθώσει να δια πλεχθεί με ριζοσπαστικά τμήματα των έγχρωμων εργατών. 2 ΐ. Και αυτό μπορεί να αποδώσει και έντονα στοιχεία ταξικής πόλωσης ω ς προς τις εκλογικές συμπεριφορές. Βλ. σχετικά Moschonas, 2002. 22. Με την έννοια πως άλλη ήταν, για παράδειγμα, η μορφή των οικογενειακών σχέ σεων στην περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και άλλη σήμερα. Αντίστοιχα παρα
ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 120
δείγματα μπορούν να αναφερθούν για τις ερωτικές σχέσεις, τις φιλικές, τις γειτονικές κ.λπ. 23· Πολύ χρήσιμη είναι εδώ η παρατήρηση του Μπαλιμπάρ για τη θεμελιώδη δισυμμετρία ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες μέσα στο κείμενο του Κεφαλαίου, καθώς οι κεφαλαιοκράτες εμφανίζονται απλώς ω ς «φορείς» του κεφαλαίου και μόνο το προλετα ριάτο εμφανίζεται ω ς η τάξη «της οποίας η ύπαρξη εξασφ αλίζει τη συνθήκη αξιοποίη σης του κεφαλαίου, το αποτέλεσμα της συσσώρευσης και ταυτόχρονα το εμπόδιο στο ο ποίο προσκρούει συνεχώς ο αυτοματισμός της κίνησής του» (Μπαλιμπάρ, 19 9 1:245)· 24· Αυτό που ο Σπινόζα (Spinoza) αποτύπωσε μέσα από τη θέση ότι το
πλήθος απο
τελεί το θεμέλιο όλων των πολιτικών μορφών ( Πολιτική Πραγματεία II. ι γ [Σπινόζα, 19 9 6 :107Ρ. 25· Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι ο «θάνατος του υποκειμένου» ω ς αποτέλεσμα του θεωρητικού αντιανθρωπισμού της δεκαετίας του i9 6 0 ήταν η αναγκαία προϋπόθε ση οποιουδήποτε κριτικού αναστοχασμού της διαρκούς αναπαραγωγής υποκειμένων μέσα στην ιστορική διαπάλη. Για μια ιδιαίτερα ενδιαφ έρουσα πρόσφατη προσπάθεια στοχασμού εκ νέου του ερωτήματος του υποκειμένου βλ. Butler, 1997· Χαρακτηριστική και η παρατήρηση της τελευταίας ότι «[η] κριτική του υποκειμένου δεν είναι μια αποκή ρυξη του υποκειμένου, αλλά περισσότερο ένας τρόπος επερώτησης της κατασκευής του ω ς μιας προδεδομένης ή θεμελιωτικής προϋπόθεσης» (Butler, 19 92:9)· 26. Και με αυτή την έννοια επιμένουμε στην πολεμική τοποθέτηση του Αλτουσέρ ε νάντια στη θεώρηση του κοινωνικού όλου ω ς
εκφραστικής ολότητας, που έχει στο κέ
ντρο της την οικονομία ω ς ουσία και οι υπόλοιπ ες στιγμές είναι απλώς «εκφ ράσεις» (Althusser, 1965b). 27. Για την επιτελεστική διάσταση της πολιτικής πρακτικής βλ. Butler, 1990 και 2οοο. 28. Για αποτιμήσεις των αλλαγών στην εργασιακή πραγματικότητα βλ. Κουζής, 2θοι· Kouvelakis, 2003· Σακελλαρόπουλος 8ι Σωτήρης, 2004· Plihon, 2004. 29. Και σε αυτό το επίπεδο συναντώνται τόσο οι Νέγκρι και Χαρντ (Hardt 81 Negri, 2000 και 2005) δσο και ο Χόλογουεϊ (Holloway, 2002). 30. Βλ. σχετικά: Αλτουσέρ, 19 78 · Poulantzas, 19 8 2· Πουλαντζάς, 1984α και ΐ 9 β4 β, κ αθώ ς και τα κείμ ενα που περιλαμ βάνονται σε P o u lan tz as, 19 7 6 , και H o llo w ay 81 Picciotto, 1978.
Βιβλιογραφία ζενόγλωσση État d’Exception, Παρίσι, Seuil. Pour Marx, Παρίσι, Maspero. Capital", στο Althusser, L. κ.ά.. Lire le Capital, (1969), Lenine et la philosophie, Παρίσι, Maspero. ( i973). Réponse à J. Lewis, Παρίσι, Maspero.
Agamben, G. (2003),
Althusser, L. (1965a),
— (1965b), “L’objet du — —
Παρίσι, PUF.
— (1982/1994), “Le courant souterrain du matérialisme de la rencontre”, στο Althusser, L., Écrits philosophiques et politiques, τ. I, Παρίσι, STOCK/IMEC. — (1994),
121
Sur la philosophie, Παρίσι, Gallimard.
I ΤΑΞΕΙΣ. ΜΑΖΕΣ
Balibar, E. (1997),
La crainte des masses. Politique et philosophie avant et après Marx,
Παρίσι, Galilée. Bell, D. (1976),
The coming of Post-Industrial Society, ΝέαΥόρκη, Basic/Harper
Torchbook. Berle, A. - Means, G. (1967),
The Modem Corporation and Private Property, Νέα Υόρκη,
Harcourt.
Bidet, J. (1975-76), Travail Productifet Classes Sociales, Παρίσι, Centre d'Études et de Recherches marxistes. — (1990), Théorie de la modernité (suivi de Man et la marché), Παρίσι, PUF. — (1995), John Rawls et la théorie de la justice, Παρίσι, Actuel Marx Confrontation / PUF. Braverman, H. (1974),
Labour and Monopoly Capitalism, ΝέαΥόρκη, Monthly Review
Press.
The Managerial Revolution, ΝέαΥόρκη, Doubleday. Butler, J. (1990/1999"), Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity, Νέα Burnham,]. (1967),
Υόρκη-ΛονδΙνο, Routledge. — (1992), "Contingent Foundations: Feminism and the Question of ‘postmodernism’”, στο Butler, J. - Scott, J.W. (επιμ.),
Feminists theorize the political. Νέα Υόρκη-Λονδΐνο,
Routledge.
— (1997). The Psychic Life of Power. Theories in Subjection, Στάνφορντ, Stanford University Press. — (2000), “Restaging the Universal: Hegemony and the Limits of Formalism”, στο
Contigency, Hegemony, Solidarity. Contemporary Dialogues on the Left, Λονδΐνο-Νέα Υόρκη, Verso. Postmodern Materialism and the Future of Marxist Theory. Essays in the Althusserian Tradition, Ανόβερο-Λονδΐνο, Wesleyan University
Butler, J. - Laclau, E. - Zifek, S.,
Callari, A. - Ruccio, D. (επιμ.) (1996), Press. Carchedi, G. (1977),
On the Economic Identification of Social Classes, Λονδίνο, Routledge
and Kegan Paul. Clark, T.N. - Upset S.M. (1991), “Are Social Classes Dying?”, International Sociology 6 (4), σ. 397-410. Engels, F (1877),
Revolution and Counter-Revolution in Germany, Πέκινγκ, Foreign
Language Press. Gramsci, A. (1971),
Selections from the Prison Notebooks, Λονδίνο, Lawrence and
Wishahart.
The Theory of Communicative Action, Κέμπριτζ, Polity Press. Empire, Κέμπριτζ-Λονδίνο, Harvard University Press. Multitude. War and Democracy in the Age of Empire, Λονδίνο, Hamish
Habermas, J. (1989),
Hardt, M. - Negri, A. (2000), — (2005),
Hamilton.
Change the World without taking power. The Meaning of Revolution Today, Λονδίνο, Pluto Press. State and Capital. A Marxist Debate, Λονδίνο,
Holloway, J. (2002),
Holloway, J. - Picciotto, S. (επιμ.) (1978), Edward Arnold. Jessop, B. (2002),
The Future of the Capitalist State, Κέμπριτζ, Polity.
ΙΠΥΡ01 ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ! ΣΩΤΗΡΗ! | 122
Kouvelakis, E. (2003), "La resistible marchandisation de la force de travail”. Actuel Marx 34,σ . 17-42. Laclau, E. - Mouffe, Ch. (1985),
Hegemony and Socialist Strategy, Λονδίνο, Verso.
Lukàcs (1971), History and Class Consciousness, Λονδίνο, Merlin. Marx, K. - Engels, F. (1955), Oeuvres choisies, Μόσχα, Éditions Du Progrès. -
(1972),
La Sainte famille, Παρίσι, Éditions Sociales.
Mészâros, I. (1995), Beyond Capital, Λονδίνο, Merlin. Miliband, R. (1977), Marxism and Politics, Οξφόρδη, Oxford University Press.
In the name of Social Democracy. The Great Transformation: 1945 to the Present, Λονδίνο, Verso.
Moschonas, G. (2002),
Myles, J. - Turegan, A. (1994), “Comparative Studies in Class Structure”, Annual Review of
Sociology 20, o. 103-124. The Savage Anomaly. The power of Spinoza’s metaphysics and politics,
Negri, A. (1991),
Μινεάπολη-Οξφόρδη, Minnesota University Press. -
(i999).
Insurgencies. Constituent Power and the Modern State, Μινεάπολη-ΛονδΙνο,
University of Minnesota Press. Nisbet, R. (1959), “The Decline and Fall of Social Class”, Pacific Sociological Review 2 (1), o. 11-28. Pakulski, J. (1993), “The dying of C lass or of Marxist Class Theory?”, International
Sociology 8 (3), σ. 279-292. The Death of Class, Λονδίνο, Sage. The Rise of Professional Society, Λονδίνο, Routledge. Le nouveau capitalisme, Παρίσι, La Découverte / Repères. Poulantzas, N. (1968/1982), Pouvoir politique et classes sociales, Παρίσι, François Pakulski, J. - Waters, M. (1996), Perkin, H. (1989),
Plihon, D. (2004), Maspero. -
(επιμ.) (1976),
La crise de l'Etat, Παρίσι, PUF / Politiques. La nuit des prolétaires. Artchives du rêve ouvrier, Παρίσι,
Rancière, J. (1981/2005) Hachette.
-
(1995). On the Shores of Politics, Λονδίνο, Verso.
Knowledge and Class. A Marxian Critique of Political Economy, Σικάγο-Λονδίνο, The University of Chicago Press.
Resnick, S. A. - Wolff, R.D. (1987),
Waters, M. (1994), “Succession in the Stratification System: A Contribution to the ‘Death of C lass’ Debate”,
International Sociology 9 (3), σ. 29 5-312.
ZiZek, S. (2000), “Class Struggle or Postmodernism? Yes, please!", στο Butler, J. - Laclau E. - ZiZek, S„
Contigency, Hegemony, Solidarity. Contemporary Dialogues on the
Left, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, Verso.
Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα, Scripta. Θέσεις, Αθήνα, Θεμέλιο. Πολιτική και Αλήθεια, Αθήνα, Νήσος.
Agamben, G. (2005), Αλτουσέρ, Λ. (1978), Balibar, Ε. (2005),
123 I ΤΑΞΕΙ1. ΜΑΖΕΣ
ΙΟΛΙΤΙΙ
Gorz, A. (1986), Αντίο προλεταριάτο, Αθήνα, νέα σκέψη. Ιωακε'ιμογλου, Η. (1988), «Η Αυτοκρατορία της Εργασίας», στο http://w w w .theseis.com /1-757theseis/t2324/t2324f/iautokratoria tisergasia.htm .
Εργασιακές σχέσεις και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ευελιξία και απορρύθμιση ή αναβάθμιση της εργασίας, Αθήνα, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία, Θεσσαλονίκη,
Κουζής, Γ. (200ΐ), Laclau, Ε., (1983),
Σύγχρονα Θέματα. -
(ΐ997). Γιο την επανάσταση της εποχής μας. Κοινωνική εξάρθρωση, ηγεμονία και ριζοσπαστική δημοκρατία, Αθήνα, Νήσος.
Λένιν, Β.Ί. (1988), Άπαντα, τόμ. 40, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή. Λύτρας, Α. (2000), Κοινωνία και Εργασία. Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Αθήνα, Παπαζήσης. Μαρξ, Κ. (1978), Παπαζήσης. -
Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Αθήνα,
(1983). Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιο], Αθήνα, Α/συνέχεια.
Μαρξ, Κ. - Ένγκελς, Φ. (χ.χ.),
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα,
Θεμέλιο. Μηλιάς, Γ. (1989), «Εισαγωγή του Επιμελητή», στο Μαρξ, Κ., Για κειμένων), Αθήνα, Εξάντας. -
το Κράτος (επιλογή
(ΐ994). «Ποιος φοβάται την εργασία; Θρύλοι για το “τέλος της εργασίας” στην “εποχή της αυτοματοποίησης”», στο t57f/m ili057-htm.
Μίλιμπαντ, Ρ. (1984),
http://www.theseis.com/1-757theseis/t57/
Το Κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία, Αθήνα, Πολύτυπο.
Μπαλιμπάρ, Ε. (1991). «Από την πάλη των τάξεων στην πάλη χω ρίς τάξεις;», στο Μπαλιμπάρ, Ε. - Βαλλερστάιν, I.,
Φυλή, Έθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες,
Αθήνα, Πολίτης. Μπέτζελος,Τ. - Σωτήρης, Π. (2004), «Σώματα, λόγοι, εξουσίες: Ξαναγυρνώντας στην
Θέσεις, τεύχ. 89, σ. 75-109· Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, Αθήνα,
“περίπτωση Φουκώ”», Πουλαντζάς, Ν. (1984α), Θεμέλιο.
Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα, Θεμέλιο. Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Αθήνα, Νέα Σύνορα. Θεωρία της Δικαιοσύνης, Αθήνα, Πόλις. — (2004), Ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός, Αθήνα, Μεταίχμιο. Σακελλαρόπουλος, Σ. (2004), Ο Μύθος της Παγκοσμιοποίησης και η Πραγματικότητα του Ιμπεριαλισμού, Αθήνα, Gutenberg. Σακελλαρόπουλος, Σ. - Σωτήρης, Π., (2004), Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός. Κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί στην Ελλάδα της δεκαετίας του 'ρο, — (1984?),
Rifkin, J. (1996),
Ρωλς,Τζ. (2οοι),
Αθήνα, Παπαζήσης. Σαφ, Α. (1991). «Ανεξερεύνητες περιοχές του σύγχρονου σοσιαλισμού»,
Ο Σοσιαλισμός
του Μέλλοντος ι, σ. 41-63. — (1993). «Τι έχει πεθάνει και τι εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό στο Μαρξισμό»,
Ο Σοσιαλισμός του Μέλλοντος 4, σ. 15-40.
ΣΠΥΡΟΣ ΙΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ | 124
Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, Αθήνα, Λεβιάθαν. Η έννοια του Πολιτικού, Αθήνα, Κριτική. Σπινόζα (1996), Πολιτική Πραγματεία, Αθήνα, Πατάκης. Σταμάτης, Γ. (1996), «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και μαρξιστική θεωρία », Θέσεις Schmitt, C. (1994),
Σμιτ, Κ. (1988),
57. 0 . 67 - 113Σωτήρης, Π. (2005), «Αντιφάσεις μιας δημοκρατικής ουτοπίας: Σημειώσεις πάνω στο
Πλήθος των Negri και Hardt», στο http://w w w .theseis.com /76-/theseis/t91/t91f/ sotiris.htm. Τσεκούρας, Θ. (1989), «Πόσο παντοδύναμες είναι οι νέες τεχνολογίες;», στο http://w w w .theseis.eom //1-75-/theseis/t32/t32f/posopantodinam es.htm .
Ιστορία της σεξουαλικότητας, ι. Η δίψα της γνώσης, Αθήνα, Ράππας. Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα, Ράππας.
Φουκώ, Μ. (1982),
-
(1989).
125 I ΤΑΞΕΙ!, MAZE! ΚΑΙ Π0ΛΙ1
Σύγχρονος ιμπεριαλισμός και οι οικονομικές βάσεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης (κριτική θεώρηση της κυρίαρχης θέσης των κλασικών του μαρξισμού) Γ ιώ ρ γ ο ς Τ. Ρ ού σ ης Καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας, Γενικό Τμήμα Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εισαγω γικά Στην εισήγηση που ακολουθεί προσπαθώ να τεκμηριώσω ότι στις σύγχρονες α νεπτυγμένες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές χώ ρες έχουν εκπληρωθεί οι οικονομικές-υλικές προϋποθέσεις τόσο για τη μετάβαση στην κομμουνιστική κοινω νία όσο και για την ουσιαστική υπαγωγή της ελεύθερης δράστη ριότητας-αυτοσκοπό στον κομμουνισμό, έτσι όπως αυτές προβλέπονταν σε ένα απόσπασμακρυμμένο θησαυρό των Grundrisse. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ούτε στην εποχή των κλασικών του μαρξισμού -ό σ ο κι αν οι ίδιοι, επιχειρώντας να σπρώξουν το πα ρόν της εποχής τους στο μέλλον, ανήγαγαν, στο κύριο τμήμα του έργου τους, τη βιομηχανική ανάπτυξη της εποχής τους σε κλειδί και υλική βάση του κομμουνι σμού- ούτε στην καθυστερημένη Ρωσία του 1917· Για να μην παρεξηγηθώ, διευκρινίζω ευθύς εξαρχής: α) Το γεγονός ότι θα ασχοληθώ εδώ με τον έναν από τους δύο πόλους της ευρύτερης διαλεκτικής σχέσης αντικειμενικών-υλικών συνθηκών / υποκειμενικού παράγοντα, σε κα μιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι θ εω ρώ πως αυτός ο πόλος από μόνος του εί ναι ικανός να καθορίσει, και μάλιστα με τη μορφή φυσικού νόμου, την πορεία προς την κομμουνιστική χειραφέτηση και β) Σε καμιά περίπτωση δεν εξαρτώ την απολύτως αναγκαία, κατά την άποψή μου, κομμουνιστική επανάσταση από το επίπεδο ανάπτυξης των υλικών π αραγω γικώ ν δυνάμεω ν. Άλλωστε το «ποια από τις άπειρες σπίθες θα ανάψει την πυρκαγιά»' κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει ούτε εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγι κών δυνάμεων. Το διάγραμμα που θα ακολουθήσω είναι το εξής:
127
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
1. Μια σύντομη υπενθύμιση του μαρξικού οράματος της κομμουνιστικής χει ραφέτησης, ενός οράματος το οποίο παραδόξους όσο περισσότερο καθίσταται εφικτό τόσο σπανίζουν οι αναφορές σ’ αυτό. Πέραν τούτου, η αναγκαιότητα υπενθύμισης του περιεχομένου αυτού του οράματος προκύπτει τόσο από την πλήρη παραχάραξή του εκ μέρους των ρεφορμιστών όσο και από τις στρεβλώ σεις του που απορρέουν από την προσπάθεια θεωρητικοποίησης της εφαρμο γής του υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». 2. Μια χρονολογική καταγραφή των πλέον σημαντικών αναφορών των κλα σικών, που αποδεικνύει τη γενική τους θέση για την αντιστοιχία του επιπέδου α νάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και των τρόπων παραγωγής, και πιο ειδικά για το αναγκαίο για τον κομμουνισμό υψηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο. 3· Μια υπενθύμιση των τοποθετήσεων των κλασικών σχετικά με τη δυνατό τητα περάσματος στον κομμουνισμό παρακάμπτοντας τον καπιταλισμό, που μάλλον επιβεβαιώνει τη γενική συλλογιστική τους -έτ σ ι όπως αυτή προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε- παρά την αντικρούει όπως υποστηρίζουν ο ρισμένοι. 4·Την επιβεβαίωση με αρνητικό τρόπο όσων έχουν υποστηριχτεί μέχρις ε δώ, τόσο μέσα από τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στη μετεπαναστατική Ρωσία, με στόχο να καλυφθεί η υστέρηση της ανάπτυξης των υλικών παραγω γικών δυνάμεων, όσο και μέσα από τις σχετικές θεωρητικές τοποθετήσεις του Λένιν, και τέλος από την τελική έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης, η οποία, αν και με τραγικό τρόπο, επανέφερε τη «μαρξική τάξη» όσον αφορά τη γενική θέση περί αντιστοιχίας της βαθμίδας της οικονομικής ανάπτυξης και του τρόπου παραγωγής. 5·Την επιπρόσθετη επιβεβαίωση της θέσης του συσχετισμού ανάμεσα στο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και τη δυνατότητα μετάβασης από έναν τρόπο παραγω γής σε έναν ανώ τερο, έτσι όπως αυτή προκύπτει από τις φεουδαλικές παλινορθώσεις στις πόλεις της βόρειας Ιτα λίας, στις οποίες, αν και εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο καπιταλισμός, αυτός εδραι ώθηκε πρώτα στις χώ ρες όπου υπήρχαν οι οικονομικές προϋποθέσεις για μια πιο άμεση προώθηση της ουσιαστικής κυριαρχίας του και πολύ αργότερα στην Ιταλία. ό.Την ανάδειξη της θέσης του Μαρξ για τις συγκεκριμένες πια οικονομικές προϋποθέσεις υπέρβασης του καπιταλισμού και περάσματος στον κομμουνι σμό, έτσι όπως αυτές προκύπτουν από ένα απόσπασμα των Grundrisse και οι ο ποίες δεν είναι η κλασική μεγάλη βιομηχανία, όπως υποστηρίζεται στο Κεφά λαιο και αλλού, αλλά η κυριαρχία της «γενικής διάνοιας», η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας. 7·Την τεκμηρίωση της θέσης ότι ο κομμουνισμός είναι εκείνος ο οποίος, αν διαχωριστεί κατ’ αναλογίαν του τρόπου που αντιμετώπισαν οι κλασικοί τον καπιΓΙΟΡΓΟΙ T. ΡΟΥΙΗ1 I 128
ταλισμό, δηλαδή σε μια φάση τυπικής και μια φάση ουσιαστικής υπαγωγής, αντι στοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής μας.
ι . Ο Μαρξ με το κεφάλι επάνω και τα πό5ια κάτω Αν ο Μαρξ αντέστρεφε τη διαλεκτική του Χέγκελ, έτσι που να την τοποθετήσει με το κεφάλι επάνω και τα πόδια κάτω, ήταν της μοίρας του να υποστεί και η δι κή του συλλογιστική μιαν αντίστροφη αντιστροφή, τόσο από τους ρεφορμιστές θεω ρητικούς του επιγόνους όσο και από την πράξη του «υπαρκτού σοσιαλι σμού». Και μια από τις πλέον ισχυρές πτυχές αυτής της αντιστροφής υπήρξε α ναμφίβολα η μετατροπή των μέσων σε αυτοσκοπό, με συνέπεια το όραμα της μαρξικής χειραφέτησης της κοινωνικής ατομικότητας να έχει εξαφανιστεί από την προβληματική της πλειονότητας των σύγχρονων αυτοαποκαλούμενων μαρ ξιστών ή κομμουνιστών, παρόλο που οι ίδιοι οι κλασικοί, όπως μας εξηγ εί ο Ένγκελς, ακριβώς επειδή ήθελαν να προβάλουν αυτό τους το όραμα επέμεναν να αυτοαποκαλούνται «κομμουνιστές» και όχι «σοσιαλδημοκράτες».2 Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν επιγραμματικά το περιεχόμενο αυτού του οράμα τος, το οποίο σε αντίθεση από τις χίμαιρες των ουτοπικών σοσιαλιστών δεν στη ρίζεται «καθόλου σε ιδέες, σε αρχές που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτο ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου, [αλλά] αποτελεί τη γενική έκφρα ση πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων, που υπάρχει στην πραγματι κότητα της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας»3 ή διαφορε τικά αποτελεί «την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων»4. Τον πιο σύντομο και γλαφυρό ορισμό αυτού του οράματος τον έχει δώσει, κατά τη γνώμη μου, ο Λουί Αλτουσέρ όταν, περιγράφοντας την ελεύθερη, δημι ουργική, πολύμορφη, πέρα από κάθε στείρο καταμερισμό δραστηριότητα του ί διου και των συντρόφων του αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμα νούς, καταλήγει: «Κάθε μέρα ήταν Κυριακή, δηλαδή ο κομμουνισμός».5 Και πράγματι ο κομμουνισμός, έτσι όπως αυτός προσδιορίζεται από τους κλασικούς, είναι μια αταξική, ακρατική κοινωνία όπου κυριαρχεί η ελεύθερη δραστηριότη τα ω ς αυτοσκοπός απέναντι στην καταναγκαστική εργασία - καταναγκαστική μέσα από το διπλό πρίσμα της εξάρτησης από τον κεφαλαιοκράτη-εργοδότη και της εκτέλεσής της κάτω από την πίεση της οικονομικής αναγκαιότητας ή της κά λυψης βιοποριστικών αναγκών, οπότε και ο εργάτης «δεν επιβεβαιώ νει αλλά αρνείται τον εαυτό του στην εργασία»6. Έτσι, ο κομμουνισμός, βασίλειο της ελευθερίας, «αρχίζει στην πραγματικό τητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. Βρίσκεται επομένως από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθαυτό υλικής παραγωγής».7 Κομμουνισμός λοιπόν σημαίνει «να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευ μα, να φροντίζω τα ζώ α το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακρι129 I ΙΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙ1Μ02
βώςμου αρέσει, χω ρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός»,8 σημαίνει τελικά την εναρμόνιση της ύπαρξης με την ουσία του ανθρώπου, «του είναι (της ζωής) με το ον»9. Ποιες όμως είναι οι οικονομικές προϋποθέσεις για να περάσει η ανθρωπό τητα σ’ αυτό το βασίλειο της ελευθερίας που μόλις περιγράψαμε; Ή διαφορετι κά ποιο το επίπεδο του βασιλείου της αναγκαιότητας που καθιστά εφικτό το πέ ρασμα στο βασίλειο της ελευθερίας; 2 . 0 κάθε τρόπος π αραγω γής και μία ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγω γικώ ν δυνάμεων Είναι αναμφίβολο ότι οι κλασικοί του μαρξισμού, παρά τις όποιες συγκυριακές μετατοπίσεις του κέντρου βάρους του προβληματισμού τους, παραμένουν στα θερά προσηλωμένοι στη σύνδεση των διάφορων τρόπων παραγωγής γενικά με ένα αντίστοιχο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων· θεω ρούν μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξής τους προϋπόθεση για τη μετάβαση από τον έναν τρόπο παραγωγής σε έναν ανώτερο και πιο ειδικά στον κομμουνιστικό και τέλος υποστηρίζουν αταλάντευτα ότι ο κομμουνισμός θα έχει υποχρεωτικά όχι τοπικό αλλά παγκόσμιο χαρακτήρα. Δίχως να φιλοδοξούμε να αναφέρουμε διεξοδικά όλα τα σχετικά χωρία των κλασικών, κάτι άλλωστε που δεν θα είχε νόημα, θα υπενθυμίσουμε με χρονολο γική σειρά τα πλέον σημαντικά από αυτά, ακριβώς για να καταδείξουμε τη συνέ πεια της συλλογιστικής τους. Το 1845 λοιπόν στη Γερμανική Ιδεολογία οι Μαρξ-Ένγκελς, ενώ συνδέουν γ ε νικότερα το βαθμό χειραφέτησης των ανθρώπων με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, κάτι που ένα χρόνο αργότερα επαναλαμβάνουν περι ληπτικά στο γνωστό γράμμα στον Ανέκοφ,10αναφέρονται στις γενικές υλικές προϋποθέσεις του κομμουνισμού. Αφού λοιπόν οι κλασικοί διευκρινίσουν προηγουμένως ότι για την κατάργηση της «αλλοτρίωσης» συνιστά «απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση [...] μια μεγάλη ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης, ένας υψηλός βαθμός ανάπτυξής της»" έτσι που οι παραγωγικές δυνάμεις να γίνουν «αφόρητες δυνάμεις», κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει την «πραγματική ύπαρξη των ανθρώπων στο επίπεδο της παγκόσμιας ιστορίας και όχι σε τοπικό επίπεδο», καταλήγουν στο συ μπέρασμα ότι, αν δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε «η στέρηση θα γί νονταν απλώς γενική και με τη φτώχεια θα ξανάρχιζε ο αγώνας για τα αναγκαία και θα αναπαράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρω μιές», ενώ «κάθε επέ κταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό».12 Έτσι, συνεχίζουν, «εμπειρικά, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μονάχα σαν πράξη των κυρίαρχων λαών μονομιάς και ταυτόχρονα, πράγμα που προϋποθέ τει την παγκόσμια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την παγκόσμια ε πικοινωνία που συνδέεται με τον κομμουνισμό».13
ΓΙΩΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥΣΗΣ | 130
Δυο χρόνια αργότερα, το 1847. ο Ένγκελς στις Αρχές του κομμουνισμού, αφού και πάλι επισημαίνει τον παγκόσμιο χαρακτήρα του κομμουνισμού,14 από τη μία συνδέει άμεσα την ύπαρξη ή την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας με το επίπε δο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και από την άλλη διατυπώνει την ά ποψη ότι με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας οι συνθήκες είναι πια ώριμες για την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και μάλιστα υποστηρίζει ότι αυτό εί ναι απολύτως αναγκαίο, μια που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει υπερβεί τα στενά όρια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του αστικού καθεστώτος.'5 Την ίδια χρονιά ο Μαρξ στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας, με μια διατύπωση η οποία η αλήθεια είναι εμπεριέχει σπέρματα απόλυτου και μάλιστα τεχνολογικού ντετερμινισμού επανέρχεται στη σχέση επιπέδου ανάπτυξης των υλικών παρα γωγικών δυνάμεων και της κοινωνικής μορφής οργάνωσης:
Κατακτώντας νέες παραγωγικές δυνάμεις, οι άνθρωποι αλλάζουν τον τρό πο παραγωγής τους και αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής τους, τον τρόπο που κερδίζουν τη ζωή τους, αλλάζουν όλες τις κοινωνικές τους σχέσεις. Ο χειροκίνητος μύλος θα σας δώσει την κοινωνία των φεουδαρχών, ο μύλος που κινείται με ατμό την κοινωνία με τον βιομηχανικό καπιταλισμό.'6 Το 1853 στο άρθρο του «Η βρετανική κυριαρχία στις Ινδίες», σε μια διατύπω ση που εύλογα θα μπορούσε να παρεξηγηθεί για τη «στυγνότητά» της, ο Μαρξ κάνει λόγο για την «Αγγλία [η οποία], οποιαδήποτε εγκλήματα κι αν διέπραξε, ή ταν το ασυνείδητο όργανο της ιστορίας βάζοντας μπρος την επανάσταση [στις κοινωνικές σχέσεις της Ασίας]». Και ο Μαρξ καταλήγει: «Έτσι, όσο συγκλονιστι κό κι αν είναι για τα προσωπικά μας αισθήματα το θέαμα της κατάρρευσης ενός παλιού κόσμου, έχουμε το δικαίωμα μπρος στην ιστορία ν’ αναφωνήσουμε μαζί με τον Γκαίτε:
»Θάπρεπε τούτο το βάσανο να μας τύραννό, Αφού χαρά μας δίνει μεγάλη, του Ταμερλάνου μήπως η εξουσία δεν κατάπιε μυριάδες ψυχές;».'7 Το 1857-1858 στα Grundrisse ο Μαρξ αντιμετωπίζει το ζήτημα του επιπέδου της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, πιο άμεσα τη σκοπιά της μετάβα σης στη μελλούμενη αταξική κομμουνιστική κοινωνία: «Αν» γράφει «στο πλαί σιο της υπάρχουσας κοινωνίας δεν βρίσκουμε υπό καλυμμένη μορφή τις υλικές συνθήκες της παραγωγής μιας κοινωνίας δίχως τάξεις και τις αντίστοιχες μορ φές ανταλλαγής, τότε όλες οι προσπάθειες για να την κάνουμε να εκραγεί δεν θα ήταν παρά δονκιχωτισμός».18 Και φθάνουμε το 1859 «στο γενικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα» όπως γράφει ο Μαρξ «και το οποίο, όταν πια το είχα αποκτήσει, χρησίμευε σαν οδη γός στις μελέτες μου»,19δηλαδή στον περίφημο «Πρόλογο» στην Κριτική της Πο
λιτικής Οικονομίας. 131 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΙ
Εδώ ο Μαρξ, μεταξύ άλλων από τη σκοπιά που μας απασχολεί, διατυπώνει την παρακάτω πολύ σημαντική και σαφή θέση: «Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χω ρέσει, και νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμ φανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξής τους μέσα στους κόλ πους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπρο στά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεχτικό τερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό ότι το ίδιο καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε ό ταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι».20 Το i 860 σε Γράμμα του προς τον Ένγκελς της / * Ιουλίου του i 860 , στο οποίο παραπέμπει και ο Λένιν21, ο Μαρξ, αφού προηγουμένως αναφερθεί στη σχέση της τεχνικής εξέλιξης των τουφεκιών με τις προθέσεις του Βοναπάρτη να καταφύγει ή όχι στον πόλεμο, διατυπώνει τη συγκλονιστική αναλογία αυτού του συ σχετισμού με τη θεωρία «του ορισμού της οργάνωσης της εργασίας από τα μέ σα παραγωγής [ή ευρύτερα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής από τη βαθ μίδα των υλικών παραγωγικών δυνάμεων] [η οποία του φαίνεται] ότι δεν βρήκε πουθενά αλλού καλύτερη επιβεβαίωση παρά στη “βιομηχανία της ανθρωπο κτονίας"»,22 όπως ειρωνικά αποκαλεί τη βιομηχανία των όπλων. Ακολουθεί το 1867 το Κεφάλαιο, στο οποίο θα αναφερθούμε και σε επόμενη ενότητα, όπου ο Μαρξ επιμένει σε διάφορα σημεία του στην παραπάνω συλλο γιστική της αντιστοιχίας των δοσμένων τρόπων παραγωγής με μια δοσμένη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της μετάβασης από έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο: «Ο κάθε καινούργιος τρόπος παραγωγής είναι το ιστορικό αποτέλεσμα και προϊόν ενός προτσές που προηγήθηκε και από το οποίο ξεκινάει ο καινούργιος τρόπος πα ραγωγής σαν από τη δοσμένη βάση του».23Αυτό σημαίνει ότι αυτή η αντιστοιχία, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά και στη συνέχεια, διαπερνά όλη την ιστορική εξ έ λιξη και πιο ειδικά τις μεταβατικές περιόδους. Ακόμη στον «Πρόλογο» της πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου διευκρινίζεται ότι μια κοινωνία «δεν μπορεί ούτε να υπερπηδήσει ούτε να καταργήσει με δια τάγματα φυσικές φάσεις της ανάπτυξής της. Μπορεί όμως να συντομεύσει και ν’ απαλύνει τους πόνους του τοκετού».24 Το 1878 ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύριγκ ξεκαθαρίζει ότι το ιδανικό της ιδιοποίη σης του συνόλου των μέσων παραγωγής από την κοινωνία «δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, να γίνει μια ιστορική αναγκαιότητα, παρά αν υπάρχουν οι υλικές συνθήκες της πραγματοποίησής του. Όπως κάθε άλλη κοινωνική πρόο δος, γίνεται πραγματοποιήσιμο όχι από την κατανόηση που προκύπτει από το γεγονός ότι η ύπαρξη των τάξεων αντίκειται στη δικαιοσύνη, την ισότητα κ.λπ., όχι από την απλή θέληση να καταργηθούν οι τάξεις, αλλά από ορισμένες και νούργιες οικονομικές συνθήκες».25 ΓΙΩΡΓΟΣ I. ΡΟΥΣΗΣ | 132
Αλλωστε στο ίδιο έργο, σε ένα γενικότερο επίπεδο, οι παραγωγικές δυνά μεις εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο έργο να ωθούν άμεσα προς τη λύση των αντιθέσεων του καπιταλισμού.26 Το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται από τον Ένγκελς στην Εξέλιξη του σοσιαλι σμού από την ουτοπία στην επιστήμη το ι88ο, όπου επιπροσθέτως διαπιστώνε ται η άποψη ότι ο χωρισμός σε τάξεις που στηρίζεται στην ανεπάρκεια της πα ραγωγής «θα σαρωθεί με το ολοκληρωτικό ξετύλιγμα των σύγχρονων παρα γωγικών δυνάμεων».27 Τέλος, ο Ένγκελς το 1894. δηλαδή περίπου ενάμιση χρόνο πριν από το θάνα το του, αντιμετωπίζοντας για πολλοστή φορά το ζήτημα του μέλλοντος της ρω σικής αγροτικής κοινότητας, στο οποίο και θα επανέλθουμε αμέσως μετά, ξεκα θαρίζει ότι «είναι ιστορικά αδύνατο μια κοινωνία η οποία βρίσκεται σε μια κατώ τερη βαθμίδα οικονομικής ανάπτυξης να επιλύει προβλήματα και συγκρούσεις που γεννιούνται και δεν μπορεί παρά να γεννηθούν σε μια πολύ πιο ανεπτυγμέ νη κοινωνία» . 28 Μήπως όμως οι τοποθετήσεις των κλασικών σχετικά με τις δυνατότητες της ρωσικής αγροτικής κοινότητας να παρακάμψει τις οδύνες του καπιταλισμού α νατρέπουν την παραπάνω συλλογιστική; Σ’ αυτό το ερώτημα επιδιώκουμε να α παντήσουμε στη συνέχεια.
3· Το δυτικό «δεκανίκι» και η παγκόσμια επανάσταση προϋπόθεση γ ια μια πιθανή παρέκκλιση από τις οδύνες του καπιταλισμού στην Ανατολή Τη δεκαετία του 1870, όταν η Ρωσία ήταν ακόμη ημιφεουδαλική μοναρχία με σχεδόν ανύπαρκτη μοντέρνα βιομηχανία και ένα προλεταριάτο που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, η άνοδος του επαναστατικού της κινήματος οδηγεί τους Ρώσους ρομαντικούς λαϊκιστές ή ναρόντνικους στην άποψη ότι παρά την οικονομική της καθυστέρηση η Ρωσία, στηριζόμενη στην αγροτική κοινότητα η οποία είχε κατορθώσει να διατηρείται αρκετά καλά και η οποία χαρακτηριζόταν από την κοινοτική ιδιοκτησία της γης και την ισότιμη περιοδική ανακατανομή της στους αγρότες, θα μπορούσε να αποτελέσει τον «πυρήνα» ενός άμεσου άλμα τος στην κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, πριν από τη νίκη των ε παναστάσεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώ ρες.29 Υπ’ αυτές τις συνθήκες και σε συνδυασμό με την καθυστέρηση της εκδήλω σης της επανάστασης στη Δύση εισάγονταν στην ημερήσια διάταξη του επανα στατικού κινήματος δύο ζητήματα:Το ένα ήταν αν μια χώρα είχε τη δυνατότητα να γλιτώσει από τον καπιταλισμό περνώντας απευθείας στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και το δεύτερο ήταν αν μπορούσε να προηγηθεί η ε πανάσταση σε μια πιο καθυστερημένη χώρα από εκείνη των πιο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών. Τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν έντονα τους κλασικούς και πιστεύω ότι σε α 133
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
ντίθεση απ’ ό,τι υποστηρίζει ο Μπαλιμπάρ (Balibar), ότι δηλαδή ο Μαρξ συνάντη σε τις πιο μεγάλες δυσκολίες για να αποδεχτεί ο ίδιος την κεντρική ιδέα του πάνω σ’ αυτό το ζήτημα,30 και ακόμη σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο Χόμπσμπαουμ (Hobsbawm), ότι δηλαδή υπήρξε μια «χτυπητή αντίθεση» ανάμεσα στον Μαρξ, υποστηρικτή των ναρόντνικων, και τον Ένγκελς, σταθερό υποστηριχτή της κύριας παράδοσης του μαρξισμού,3' και τέλος σε αντίθεση προς την κατεύθυνση που κι νείται στην εισήγησή του στο παρόν συνέδριο ο Ρέμι Χερέρα (Rémy Herrera) όταν κάνει λόγο για «δεύτερη επιστημολογική τομή» (!) του Μαρξ αναφερόμενος στα γράμματά του στον Μιχαίλόφσκι και τη Βέρα Ζάσουλιτς,32 οι θέσεις των κλασι κών είναι ομοιογενείς, ξεκάθαρες και κυρίως σε πλήρη αρμονία με την παράδο ση του μαρξισμού που προσπάθησα να παρουσιάσω πιο πάνω. Πιο συγκεκριμένα, οι κλασικοί ως προς το πρώτο ερώτημα, δηλαδή τη δυνα τότητα της απευθείας μετάβασης της ρωσικής αγροτικής κοινότητας στην κατώ τερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, απαντούσαν, για ένα τουλάχιστον διά στημα, θετικά λόγω του εξαιρετικά ιδιαίτερου έω ς και μοναδικού χαρακτήρα της και πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το εγχείρημα θα συνδυαστεί και θα στηριχτεί από τις επαναστάσεις στις ανεπτυγμένες χώ ρες της Δύσης ή του λάχιστον από το ήδη κατακτημένο υψηλό επίπεδο των υλικών παραγωγικών δυνάμεων σε αυτές. Και αυτή τους η άποψη εναρμονίζεται πλήρως με τη γενική θεωρία τους περί αντιστοιχίας επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμε ων και τρόπου παραγωγής, αν βεβαίως αυτή ενταχθεί όπως οι ίδιοι το έπραξαν στον παγκόσμιο χαρακτήρα του κομμουνισμού και δεν αντιμετωπιστεί σαν τοπι κό γεγονός, κάτι που φαίνεται να διαφεύγει στον Χόμπσμπαουμ. Βεβαίως, οι κλασικοί δεν ήταν δυνατόν να διανοηθούν ούτε ποτέ υποστήρι ξαν ότι η καθυστερημένη Ρωσία θα ήταν αυτή που θα μετατρεπόταν σε στήριγ μα της ακόμη πιο καθυστερημένης κεντρικής Ασίας, όπως έγινε στην πράξη εκ των υστέρων. Αλλά σ’ αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, δηλαδή πού θα εκδηλωνόταν πρώτα η επανά σταση, εδώ πράγματι υπήρξε μια μετατόπιση της θέσης των κλασικών και για μια σύντομη περίοδο, απογοητευμένοι ίσως από τις αποτυχίες των επαναστάσε ων στη Δύση και επηρεασμένοι από την άνοδο του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία, έβλεπαν το επαναστατικό ρεύμα να εφορμά από την Ανατολή προς τη Δύση: «Η λάβα ρέει από την Ανατολή προς τη Δύση και όχι προς την αντίθετη κατεύθυνση»33 γράφει ο Μαρξ το 1863. «Αυτή τη φορά η επανάσταση θα αρχί σει στην Ανατολή»34γράφει και πάλι το 1877· Στη συνέχεια όμως και προς το τέ λος της ζωής τους άλλαξαν και πάλι στάση. Ωστόσο αυτή η αλλαγή της εκτίμησής τους ω ς προς το πού θα εκδηλω θεί πρώτα η επανάσταση, ω ς προς το πού «θα ανάψει η πρώτη σπίθα», ίσχυε και μεταξύ των μελών της βασικής τριαρχίας γύρω από την οποία ανέπτυξαν την κύρια συλλογιστική τους, δηλαδή την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Και αυτές οι μεταπτώσεις ερμηνεύονται από το γεγονός ό γ ιο ρ γ ο ι
τ. p o y jh j I
134
τι οι ίδιοι οι κλασικοί ουδέποτε ανέδειξαν ίο επίπεδο χης οικονομικής ανάπτυξης σε μοναδικό ή ακόμη καθοριστικό κριτήριο εκδήλωσης της επανάστασης. Αν αυ τό ήταν το μοναδικό κριτήριο της επαναστατικής έκρηξης, τότε η ενθουσιώδης νεανική θέση του Ένγκελς για άμεση επερχόμενη επανάσταση στην Αγγλία35 θα έπρεπε να παραμείνει σταθερή, κάτι που βεβαίω ς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ακολούθησε τη δεκαετία του 1870 η Γαλλία, αργότερα η Γερμα νία και η Ρωσία και μετά είχαμε πάλι επιστροφή στη Δύση. Αλλά ας αντιμετωπίσουμε τη στάση των κλασικών στο συγκεκριμένο ζήτημα πιο συστηματικά. Πρώτος ο Ένγκελς το 1875. στην πολεμική του ενάντια στονΤκάτσεβ, ο οποί ος υποστήριζε ένα χρόνο πριν την άμεση σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία, ειρωνευόταν την άποψη ότι «οι Ρώσοι αποτελούν τον εκλεκτό λαό του σοσιαλι σμού επειδή [η χώρα τους] διαθέτει [...] την κοινοτική ιδιοκτησία της γ ης » 36 και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «αν υπάρχει κάτι που μπορεί να διασώσει τη ρώσικη κοινοτική ιδιοκτησία και να της επιτρέψει να μετατραπεί σε μια νέα ζωντα νή μορφή, αυτό είναι ακριβώς η προλεταριακή επανάσταση στη Δύση » . 37 Ακολουθεί το 1877 ο Μαρξ με το περίφημο γρόμμα-απάντηση στον ιδεολόγο του λαϊκισμού Νικολάι Μιχα'ιλόφσκι, το οποίο προοριζόταν να δημοσιευτεί στο περιοδικό Otétchestvennyé Zapiski [Χρονικά της Πατρίδας]. Εδώ ο Μαρξ, αφού προηγουμένως διευκρινίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν θεω ρεί ότι η ιστορική σκιαγράφησή του της γέννησης του καπιταλισμού στη δυ τική Ευρώπη συνιστά «μια ιστορικο-φιλοσοφική θεω ρία της γενικής πορείας που μοιραία επιβάλλεται σε όλους τους λαούς»38, μια «υπεριστορική»39 θεωρία, τοποθετείται απέναντι στο δίλημμα αν η Ρωσία είναι υποχρεωμένη να κατα στρέψει την αγροτική κοινότητα για να περάσει στον καπιταλισμό ή αν αντίθετα μπορεί «δίχως να υποστεί τα βάσανα αυτού του καθεστώτος να γευτεί όλους τους καρπούς αναπτύσσοντας τα δικά της ιστορικά δεδομένα»,90 δηλαδή να πε ράσει στο σοσιαλισμό στη βάση της ρωσικής αγροτικής κοινότητας. Η απάντηση του Μαρξ στο παραπάνω ερώτημα είναι σαφέστατη και δεν επι δέχεται καμιά παρερμηνεία: «Αν η Ρωσία συνεχίσει να βαδίζει στο μονοπάτι που ακολουθεί από το ι8 6 ι [δηλαδή από τη χρονιά που καταργήθηκε η δουλοπαροι κία], θα χάσει την πιο ωραία ευκαιρία που η ιστορία πρόσφερε ποτέ σε ένα λαό και θα υποστεί όλες τις μοιραίες περιπ έτειες του καπιταλιστικού καθεστώ τος».91 Με άλλα λόγια αυτό που προβλέπει εδώ ο Μαρξ είναι ότι και η Ρωσία δεν θα μπορέσει να αποφύγει τις οδύνες του καπιταλισμού, παρόλο που θεωρητικά διαφαίνεται ότι υπήρχε η δυνατότητα. Και ερχόμαστε στο Γράμμα του Μαρξ στη ΒέραΖάσουλιτς92 του ι8 8 ι, για το οποίο συνέταξε τέσσερα προσχέδια και όπου υποστηρίζει ότι ο «αρχαϊσμός» που αποτελεί η κοινοτική μορφή, «σπάνια περίπτωση που οφείλεται σε ένα συν δυασμό από μοναδικές συνθ ήκες»,93 μπορεί «θ εω ρητικά» να χρησιμεύσει «στην αναγέννηση της Ρωσίας», όχι όμως και πάλι σαν ξέχωρο τοπικό γεγονός, 135
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΙ
αλλά επειδή αυτή η Ρωσία, σε αντίθεση με άλλες αρχαϊκές κοινότητες, έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να βρίσκεται σε ένα «ιστορικό περιβάλλον όπου συνυπάρ χει την ίδια περίοδο με την καπιταλιστική παραγωγή, [και έτσι] μπορεί να ενσω ματώσει τα θετικά κεκτημένα που επεξεργάστηκε το καπιταλιστικό σύστημα, δί χω ς [η ίδια] να υποστεί τις τρομερές περιπέτειές του».44 Αξίζει να αναφερθεί ότι την ίδια ακριβώς συλλογιστική ακολουθεί ο Λένιν ό ταν υποστηρίζει ότι «μπορούμε να φθάσουμε και να ξεπεράσουμε ακόμη και οι κονομικά τις προηγμένες χώ ρες, γιατί έχουμε μπροστά μας έτοιμη την πείρα πολλών προηγμένων χωρών, έχουμε τα αποτελέσματα της τεχνικής και του πο λιτισμού τους».45 Και πάλι λοιπόν για τον Μαρξ οι υλικές συνθήκες ενός ανεπτυγμένου καπιτα λιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο άλλωστε, ας μη μας διαφεύγει της προσο χής, θεωρείται ότι η επανάσταση πάντα επίκειται, αποτελούν προϋπόθεση για να επιβιώσει ο ρώσικος κοινοτισμός και να μετατραπεί σε κομμουνιστικό. Άλλω στε, όπως ορθά επισημαίνει ο Λένιν, «στο σοσιαλισμό πολλά από την “πρωτόγο νη” δημοκρατία θα ξαναζωντανέψουν αναπόφευκτα».46 Ένα χρόνο αργότερα, το 1882, στον «Πρόλογο» της δεύτερης ρωσικής έκδο σης του Μανιφέστου οι Μαρξ και Ένγκελς, συνεχίζοντας ακόμη να θεωρούν ότι «η Ρωσία βρίσκεται στην πρωτοπορία του επαναστατικού κινήματος της Ευρώ πης»,47 επανέρχονται στο ζήτημα του μέλλοντος της ρωσικής αγροτικής κοινό τητας. Ιδού η τοποθέτησή τους: «Στο βαθμό που η ρώσικη επανάσταση δώσει το σύνθημα μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση και οι δυο τους αλληλοσυμπληρωθούν, η σύγχρονη κοινοτική ιδιοκτησία της Ρωσίας θα μπορέσει να χρη σιμοποιηθεί σαν σημείο αφετηρίας μιας κομμουνιστικής εξέλιξης».48 Το Φεβρουάριο του 1893 ο Ένγκελς ερμηνεύοντας και τη στάση του Μαρξ, και πιο ειδικά το πνεύμα του γράμματός του προς τη Σύνταξη των OtétchestvennyéZapiski, κάτι που όπως γίνεται κατανοητό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, γράφει στον Νικολάι Ντάνιελσον : «[Ο Μαρξ] και εγώ είμαστε της γνώμης ότι η πρώτη προϋπόθεση [για να σω θεί η Ρωσία από την ανάγκη να περάσει από το μαρτύριο του καπιταλιστικού καθεστώτος] ήταν μια ώθηση που να προέρχεται απ’έξω: η αλλαγή του οικονομικού συστήματος της δυτικής Ευρώπης, η κατάρ γηση του καπιταλιστικού συστήματος στις χώ ρες προέλευσης του ...» .49 Την ίδια χρονιά τον Οκτώβρη σε άλλο γράμμα του προς τον ίδιο παραλήπτη ο Ένγκελς κάνει, όπως ο ίδιος δηλώνει, «ένα βήμα παραπέρα», γράφοντας ότι «στη Ρωσία όπως οπουδήποτε αλλού θα ήταν αδύνατον να αναπτυχθεί στη βά ση του πρωτόγονου αγροτικού κομμουνισμού μια ανώτερη κοινωνική μορφή, αν αυτή η μορφή δεν υπήρχε ήδη σε μια άλλη χώρα που θα μπορούσε να χρησι μεύσει σαν υπόδειγμα».50 Τέλος, προς το τέλος της ζω ής του, το 1894. ο Ένγκελς όχι μόνον επαναλαμ βάνει «ότι η πρωτοβουλία για το μετασχηματισμό της ρώσικης κοινότητας δεν μπορεί παρά να προέλθει από το βιομηχανικό προλεταριάτο της Δύσης και όχι ΓΙΟΡΓΟΙ Τ. ΡΟΥΣ ΗΣ | l j6
από την ίδια την κοινότητα», αλλά αμφιβάλλει πια «αν, όπως ήλπιζε ο Μαρξ και ο ίδιος το 1882, αυτή η κοινότητα είναι ακόμη αρκετά ζωντανή (...) για να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης».51 Πέρα όμως από τις θεωρητικές τοποθετήσεις και η μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει και μάλιστα καθ’ υπέρβαση τη θέση των κλασικών. 4 · Το
μάθημα της ε ξέλ ιξη ς και της κατάληξης του άλματος στους ουρανούς της χειραφέτησης του 19 17 Γοητευμένος από την επαναστατική ορμή που πήγαζε εκείνη την εποχή από την πλευρά του Βόλγα, και στο πλαίσιο της πολεμικής απέναντι στον θετικιστικό οικονομισμό, ο Γκράμσι έγραφε σε ένα άρθρο του της s'* ίου Γενάρη του 1918 ότι η Επανάσταση του 19 17 ήταν μια «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο [του Μαρξ]».52 Όμως, όπως προαναφέραμε, ναι μεν οι κλασικοί δεν απέκλειαν να εκ δηλωθεί πρώτα στη Ρωσία μια σοσιαλιστική επανάσταση, εξαρτούσαν όμως την επιτυχή έκβασή της από τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στη Δύση και σε κάθε περίπτωση από το αν αυτή η επανάσταση θα παρέμενε ένα τοπικό γεγονός ή θα έπαιρνε παγκόσμιο χαρακτήρα. Άλλωστε αυτή ήταν και η εκτίμηση του Λένιν τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση: «Ακόμη πριν την επανάσταση, καθώς και ύστερα απ’ αυτή, νομίζαμε: είτε αμέσως είτε τουλάχιστον πολύ σύ ντομα θα αρχίσει η επανάσταση στις υπόλοιπες χώ ρες που είναι από καπιταλι στική άποψη πιο ανεπτυγμένες είτε σε αντίθετη περίπτωση θα χαθούμε».53 Για μια σειρά από αιτίες, στις οποίες δεν είναι δυνατόν να αναφερθούμε στο πλαίσιο τούτης της εισήγησης, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και επιπρόσθετα η Ρωσία με τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης επιβαρύνθηκε παραπέρα με τα βαρί δια περιοχών όπως αυτές της κεντρικής Ασίας. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι αυ τές οι περιοχές βρίσκονταν σε μια φεουδαλική ή ημιφεουδαλική κατάσταση, δεν διέφεραν σε τίποτε από την πλειοψηφία των αποικιών της Ασίας και της Αφρι κής και είχαν μια βιομηχανική παραγωγή ανά κάτοικο 27 φορές μικρότερη από εκείνη της περιοχής της Μόσχας,” που βεβαίως και αυτή ήταν καθυστερημένη σε σχέση με τη Δύση. Στην περίπτωση λοιπόν της Ρωσίας του 1917 είναι προφα νές ότι δε καλύπτονταν οι οικονομικές προϋποθέσεις των κλασικών για το πέ ρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Λένιν, «λόγω της πο λύ μεγάλης καθυστέρησης (...) η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία δεν μπορεί παρά να έχει αναπόφευκτα ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες σε σύγκριση με τις προηγμένες χώ ρες».55 Και αυτές οι «ιδιομορφίες» του σοσιαλισμού του πιο «αδύνατου κρίκου της ι μπεριαλιστικής αλυσίδας», οι οποίες πολύ συχνά έχουν δυστυχώς αναχθεί σε γε νικές αρχές της κατώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας, αποτελούν, κα τά τη γνώμη μου, εμπειρικές πια αποδείξεις των βασικών θέσεων για τις οικονο μικές προϋποθέσεις της κομμουνιστικής χειραφέτησης, έτσι όπως τις προσδιόρι 137
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΙ
ίΙΣΜΟΣ
ζαν οι κλασικοί. Από αυτή τη σκοπιά όχι μόνο δεν «διαψεύδουν την ιστορία έτσι ό πως την είχε συλλάβει ο ΛΛαρξ»,56 όπως έσπευσε να διαπιστώνει ο Ανρί Λεφέβρ (Henri Lefebvre), αλλά αντίθετα την επιβεβαιώνουν με το παραπάνω. Στην πραγματικότητα στη διαπίστωση του Λένιν ότι «η πρόβλεψητων μεγά λων σοσιαλιστών ότι η [ανώτερη] φάση θα έλθει δεν προϋποθέτει [...] τη σημε ρινή παραγωγικότητα της εργασίας...»57 στηρίχτηκε όλη η λογική της κάλυψης του χαμένου καπιταλιστικού εδάφους υπό σοσιαλιστικές συνθήκες. Και ο Λένιν είναι ξεκάθαρος ω ς προς αυτό. Ναι μεν η επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια πιο καθυστερημένη χώρα, και δεν είναι δυνατόν όπως απαιτούν οι διάφοροι «φωστήρες» ή «ήρωες» της Β' Διεθνούς αυτή να «περιμέ νει» την ωρίμανση των υλικών παραγωγικών δυνάμεων, από την άλλη όμως αυτό το κενό θα πρέπει να καλυφθεί «κάτω από όχι εντελώ ς συνηθισμένες συνθήκες»58 «μετά [την επανάσταση, οπότε] βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς να προχωρήσουμε για να φθάσουμε τους άλλους λαούς».59 Αυτή όμως η ναπολεόντειος λογική του «on s’engage et puis on voit» («ας εμπλακούμε πρώτα και μετά βλέπουμε») την οποία ακολουθεί ο Λένιν, ακριβώς λόγω της καθυστέρησης της Ρωσίας, οδήγησε από τη μία στην υπέρμετρη βα ρύτητα που αποδόθηκε στην ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών δυνάμεων για να καλυφθεί το «χαμένο έδαφος», ή διαφορετικά η υλική βάση μιας τουλάχι στον ανεπτυγμένης βιομηχανικής χώρας, και από την άλλη στην υιοθέτηση κα πιταλιστικών μεθόδων για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος. Δίχω ς να επεκταθούμε, υπενθυμίζουμε όσον αφορά το πρώτο σκέλος την πάση θυσία πολυμέτωπη προσπάθεια ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυ νάμεων, το περίφημο σύνθημα «κουμμουνισμός σημαίνει σοβιέτ και εξηλεκτρι σμός», και όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, τις υποχωρήσεις της ΝΕΠ, τη χρησι μοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων, τη χρησιμοποίηση αστών ειδικών,40 τον κρατικό καπιταλισμό και τις εκχωρήσεις αδειών συνεκμετάλλευσης σε ξ έ νους καπιταλιστές,61 το θαυμασμό και την υιοθέτηση του τε'ιλορισμού και γενι κότερα της εργοστασιακής πειθαρχίας,42 το θαυμασμό προς τον κρατικό γερμα νικό καπιταλισμό,43 τη «μετάβαση στο σοσιαλισμό διαμέσου της αγοράς», που υ ποστήριζε ο Μπουχάριν4* κ.λπ. Αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο η παραδοχή από μέρους του Λένιν ότι «ύστε ρα από τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης έστω και σε μία από τις προηγ μένες χώ ρες [...] η Ρωσία λίγο καιρό ύστερα από αυτή τη νίκη θα είναι όχι πια υ ποδειγματική αλλά πάλι καθυστερημένη (από άποψη σοβιετική και από άποψη σοσιαλιστική) χώρα»,45 σε συνδυασμό με τη διαπίστωσή του ότι στη Ρωσία το «να αρχίσεις την επανάσταση ήταν τόσο εύκολο σαν να σηκώνεις ένα πούπουλο»,44 ενώ «δεν μπορούσε παρά να είναι ξεκάθαρο ότι είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο να αρχίσει στην Ευρώπη [...], θα είναι όμως πιο δύσκολο εδώ να συνεχιστεί απ’ ό,τι εκεί»,47 επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ναι μεν είναι δυνατόν «κάτω από την επίΊΩΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥ5Η5 I 138
δ ρ ά σ η μ ια ς σ ε ι ρ ά ς ε ν τ ε λ ώ ς ιδ ι ό μ ο ρ φ ω ν , π ο λ ύ ι δ ι α ί τ ε ρ ω ν ι σ τ ο ρ ι κ ώ ν σ υ ν θ η κ ώ ν » 68 μ ια κ α θ υ σ τ ε ρ η μ έ ν η χ ώ ρ α ό π ω ς η Ρ ω σ ία ν α α π ο φ ύ γ ε ι τ ις ο δ ύ ν ε ς τ ο υ α ν ε π τ υ γ μ έ ν ο υ κ α π ιτ α λ ισ μ ο ύ , δ ε ν ε ίν α ι ό μ ω ς δ υ ν α τ ό ν μ ια τ έ τ ο ια χ ώ ρ α ν α ο δ η γ η θ ε ί σ τ η ν κ ο μ μ ο υ ν ισ τ ικ ή χ ε ιρ α φ έ τ η σ η ο ύ τ ε μ ό ν η τ η ς ο ύ τ ε α π ο φ ε ύ γ ο ν τ α ς τ ις ο δ ύ ν ε ς τ η ς α ν ά π τ υ ξ η ς τ ω ν υ λ ικ ώ ν π α ρ α γ ω γ ι κ ώ ν τ η ς δ υ ν ά μ ε ω ν . Α λ λ ά κ α ι ο τ ρ α γ ικ ό ς ε π ίλ ο γ ο ς α υ τ ο ύ τ ο υ ά λ μ α τ ο ς π ο υ ή τ α ν η Ο κ τ ω β ρ ια ν ή Ε π α ν ά σ τ α σ η μ ή π ω ς σ ε έ ν α β α θ μ ό θ α π ρ έ π ε ι ν α ε ρ μ η ν ε υ τ ε ί κ α ι σ α ν μ ια τ ρ α γ ικ ή α ρ ν η τ ικ ή μ ο ρ φ ή δ ικ α ί ω σ η ς τ ω ν σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν τ η ς Γ ε ρ μ α ν ικ ή ς Ιδ ε ο λ ο γ ία ς , ό τ α ν α υ τ ο ί έ κ α ν α ν λ ό γ ο γ ια « α ν α γ κ α σ τ ικ ή α ν α π α ρ α γ ω γ ή ό λ ω ν τ ω ν π α λ ιώ ν β ρ ο μ ιώ ν » , α κ ρ ι β ώ ς ε π ε ιδ ή α υ τ ή η έ φ ο δ ο ς σ τ ο υ ς ο υ ρ α ν ο ύ ς τ η ς χ ε ιρ α φ έ τ η σ η ς έ γ ι ν ε σ ε μ ια χ ώ ρ α « δ ίχ ω ς μ ε γ ά λ η α ύ ξ η σ η τ η ς π α ρ α γ ω γ ικ ή ς τ η ς δ ύ ν α μ η ς κι έ ν α υ ψ η λ ό β α θ μ ό α ν ά π τ υ ξ η ς τ η ς » 69 κ α ι δ ε ν α π έ κ τ η σ ε έ ν α « π α γ κ ό σ μ ι ο » 70 χ α ρ α κ τ ή ρ α ;
5. Το μάθημα της μετατροπής της Ιταλίας από πρωτοπορία σε ουρά της καπιταλιστικής μετάβασης Δ ε ν ε ίν α ι ό μ ω ς μ ό ν ο η π ο ρ ε ία κ α ι τ ε λ ικ ό η κ α τ ά ρ ρ ε υ σ η τ ο υ « ι δ ι ό μ ο ρ φ ο υ » « υ π α ρ κ τ ο ύ σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ » π ο υ έ σ τ ω κ α ι α ρ ν η τ ικ ά δ ικ α ι ώ ν ε ι τ η θ ε μ ε λ ι α κ ή σ υ λ λ ο γ ι σ τ ικ ή τ ω ν κ λ α σ ικ ώ ν τ ο υ μ α ρ ξ ισ μ ο ύ ω ς π ρ ο ς τ η ν α π α ρ α ίτ η τ η α ν τ ισ τ ο ιχ ία μ ια ς ο ρ ι σ μ έ ν η ς β α θ μ ί δ α ς α ν ά π τ υ ξ η ς τ ω ν υ λ ικ ώ ν π α ρ α γ ω γ ι κ ώ ν δ υ ν ά μ ε ω ν κ α ι ε ν ό ς τ ρ ό π ο υ π α ρ α γ ω γ ή ς .Υ π ά ρ χ ε ι κ α ι έ ν α ά λ λ ο α ν ά λ ο γ ο ισ τ ο ρ ικ ό π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο , π ο υ α φ ο ρ ά τ η μ ε τ ά β α σ η σ τ ο ν κ α π ιτ α λ ισ μ ό , α π ό τ ο ο π ο ίο μ π ο ρ ο ύ ν ν α ε ξ α χ θ ο ύ ν ε π ι χ ε ιρ ή μ α τ α π ο υ ν α ε ν ι σ χ ύ ο υ ν τ η σ υ λ λ ο γ ισ τ ι κ ή π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ε τ α ι ε δ ώ . Α ς σ τ α θ ο ύ μ ε λ ο ιπ ό ν έ σ τ ω κ α ι σ ύ ν τ ο μ α σ ’ α υ τ ό . Σ ε ο ρ ισ μ έ ν ε ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ις , ό π ω ς σ ε ο ρ ισ μ έ ν ε ς π ε ρ ι ο χ έ ς τ η ς β ό ρ ε ι α ς Ιτ α λ ία ς ή τ η ς Φ λ ά ν δ ρ α ς , ο ι κ α π ι τ α λ ισ τ ι κ έ ς σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς ε ίχ α ν ε κ τ ο π ί σ ε ι τ ις φ ε ο υ δ α ρ χ ι κ έ ς σ χ έ σ ε ι ς α π ό τ ο ν 1 3 0 κ ιό λ α ς α ι ώ ν α
.71
Ό π ω ς π α ρ α τη ρ εί και ο Μ α ρ ξ,
« σ τ η ν Ιτ α λ ία η κ ε φ α λ α ιο κ ρ α τ ικ ή π α ρ α γ ω γ ή α ν α π τ ύ χ θ η κ ε ν ω ρ ί τ ε ρ α α π ό α λ λ ο ύ , σ υ ν τ ε λ έ σ τ η κ ε ν ω ρ ί τ ε ρ α κ α ι η δ ιά λ υ σ η τ ω ν σ χ έ σ ε ω ν δ ο υ λ ο π α ρ ο ικ ία ς [...]. Ό τ α ν η ε π α ν ά σ τ α σ η τ η ς π α γ κ ό σ μ ια ς α γ ο ρ ά ς α π ό τ ο ν ΐ 5 ° [ α ι ώ ν α ] κ α ι δ ω κ α τ ό σ τ ρ ε ψ ε τ η ν ε μ π ο ρ ικ ή υ π ε ρ ο χ ή τ η ς Β ό ρ ε ι α ς Ιτ α λ ία ς , ά ρ χ ισ ε μ ια κ ίν η σ η π ρ ο ς τ η ν α ν τ ίθ ε τ η κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ...» 77 κ α ι τ ό τ ε ε ίχ α μ ε μ ια φ ε ο υ δ α λ ικ ή π α λ ιν ό ρ θ ω σ η . Σ τ ις ιτ α λ ικ έ ς π ό λ ε ις τ ο υ β ο ρ ρ ά λ ο ιπ ό ν κ υ ρ ια ρ χ ο ύ σ ε α π ό τ ο ν 1 3 0 α ι ώ ν α μ ια α σ τ ικ ή τ ά ξ η α π ό ε μ π ό ρ ο υ ς , τ ρ α π ε ζ ί τ ε ς , ιδ ι ο κ τ ή τ ε ς μ α ν ιφ α κ τ ο ύ ρ α ς , ε ν ώ σ ε ο ρ ι σ μ έ ν α α ν ε π τ υ γ μ έ ν α κ έ ν τ ρ α ό π ω ς η Φ λ ω ρ ε ν τ ί α α ν α π τ ύ χ θ η κ ε α ρ γ ό τ ε ρ α μ ια π ρ ώ ιμ η ε ρ γ ο σ τ α σ ια κ ή ο ρ γ ά ν ω σ η β α σ ισ μ έ ν η σ τ η ν κ α θ α υ τ ό μ ισ θ ω τ ή ε ρ γ α σ ί α . Έ χ ε ι ε ν δ ια φ έ ρ ο ν ν α σ η μ ε ι ώ σ ο υ μ ε ό τ ι σ τ η Φ λ ω ρ ε ν τ ί α , σ τ η ν ο π ο ία ο ι ε υ γ ε ν ε ί ς ε ίχ α ν ε κ δ ι ω χ θ ε ί α π ό τ η ν κ υ β έ ρ ν η σ η α π ό τ ο 1 2 8 2 , ο ι ε ρ γ α τ ι κ έ ς μ ά ζ ε ς κ α τ ό ρ θ ω σ α ν τ ο 1 3 7 8 ν α κ α τ α κ τ ή σ ο υ ν τ η ν ε ξ ο υ σ ί α κ α ι μ ά λ ισ τ α ν α τ η δ ια τ η ρ ή σ ο υ ν γ ια τ έ σ σ ε ρ α χ ρ ό ν ια έ ω ς τ ο 1 3 8 2 , γ ε γ ο ν ό ς σ τ ο ο π ο ίο α ν α φ έ ρ ε τ α ι δ ιε ξ ο δ ι κ ά κ α ι ο Ν ικ ο λ ό Μ α κ ια β έ λ ι ( N ic c o lô M a c h ia v e l l i) .73To ίδ ιο σ υ ν έ β η σ τ ις α ρ χ έ ς τ ο υ α ι ώ ν α ( 1 3 0 2 ) σ τ ις φ λ α μ α ν δ ικ έ ς π ό λ ε ις Γ ά ν δ η κ α ι Υ π ρ .79
139 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΙ
U5M02
Μάλιστα ο Βέλγος ιστορικός Ανρί Πιρέν (Henri Pirenne) γράφει σχετικά: «Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στις όχθες του Αρνο και του Εσκό οι επαναστάτες θέλησαν να επιβάλουν στους αντιπάλους τους τη δικτατορία του προλεταριά του»!75 Στην Ιταλία λοιπόν, παρά την ύπαρξη πρώιμων καπιταλιστικών σχέσεων, α στών και προλεταρίων, τελικά αυτές οι σχέσεις κατέρρευσαν και αυτό το πρώι μο προβάδισμα το ακολούθησε για διάφορους λόγους, όπως η μη δημιουργία ε νιαίας αγοράς για όλη τη χώ ρα, η ανάπτυξη της βιομηχανίας μόνο σε ορισμέ νους τομείς, το άνοιγμα του εμπορίου με την Αμερική, μια φεουδαλική παλινόρ θ ω ση τον 15 ° αιώ να. Αναφ ερόμενος σε αυτήν ακριβώ ς την κατάρρευση, ο Γκράμσι έκανε λόγο για τις «εκατό πόλεις της σιωπής»76. Στη συνέχεια, και αυτό είναι που έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά που ε ξετάζουμε εδώ, ο καπιταλισμός εδραιώθηκε πρώτα όχι πια στην Ιταλία αλλά σε χώ ρες όπως, κυρίως, η Αγγλία, όπου πρωτοαναπτύχθηκε η βιομηχανική επανά σταση, ή ακόμη η Γαλλία και η Γερμανία, όπου οι υλικές συνθήκες για το πέρασμα σε μια ουσιαστική υπαγωγή σε αυτόν ήταν πιο ώ ριμες και η βιομηχανία ήταν πια εκείνη που καθοδηγούσε το εμπόριο και όχι το αντίστροφο.77 Χρειάστηκε το Risorgimento και το κίνημα του Γαριβάλδη στα τέλη του 19ου αιώνα για να εγκαθιδρυθεί στην Ιταλία το αστικό καθεστώς. Έτσι, η Ιταλία από πρωτοπόρα της διαδικασίας της καπιταλιστικής μετάβασης μετατράπηκε σε ουραγότης. Βλέπουμε λοιπόν ότι και σε αυτή την περίπτωση της καπιταλιστικής μετάβα σης, παρόλο που εδώ είχαμε να κάνουμε με μια μετάβαση στο πλαίσιο της «προϊστορίας» της ανθρωπότητας, δηλαδή στο εσωτερικό της ταξικής κοινω νίας, το επίπεδο των υλικών παραγωγικών δυνάμεων έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εδραίωση ενός ανώτερου τρόπου παραγωγής. Απ’ όσα προηγήθηκαν προκύπτει ότι οι κλασικοί απορρίπτουν τον μηχανιστι κό υλισμό, και από αυτή τη σκοπιά είναι πιο κοντά στον Χέγκελ παρά στον Φόιερμπαχ (Feuerbach), ο οποίος αρνείται το ρόλο της συνειδητής ανθρώπινης δρα στηριότητας,78αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα δεν απορρίπτουν και τον ιδεαλιστικό βολονταρισμό, ο οποίος δεν αποδέχεται τον καθοριστικό ρόλο των υλικών συνθηκών. Αν όμως μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνά μεων αποτελεί αναγκαία αν και όχι ικανή προϋπόθεση για τη μετάβαση από έ ναν τρόπο παραγωγής σε έναν πιο ανεπτυγμένο, αν ειδικά για τη μετάβαση στον κομμουνισμό αυτή η βαθμίδα πρέπει να είναι πολύ υψηλή και αν το κομμουνιστι κό εγχείρημα δεν μπορεί παρά να έχει παγκόσμιο και όχι τοπικό χαρακτήρα, ποιο είναι πιο ειδικά το επίπεδο της ανάπτυξης που καθιστά εφικτό το άλμα στην κομμουνιστική χειραφέτηση; Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απα ντήσουμε στη συνέχεια.
ΓΙΟΡΓΟΙ T. POYJHI I 140
6. Ατμοκίνητος μύλος, «γενική διάνοια» και τα όρια αντοχής του καπιταλιστικού περιβλήματος Ήδη, όπως διαφάνηκε από τη μέχρις εδώ ανάπτυξη της συλλογιστικής των κλα σικών, αυτοί θεωρούν ότι η μεγάλη βιομηχανία της εποχής τους είναι εκείνη η οποία μέσα από τις αντιθέσεις της αποτελεί την αναγκαία υλική βάση για την υ πέρβαση του καπιταλισμού, ενώ πιο έμμεσα διαφαίνεται ότι η ίδια αυτή βιομη χανία θεωρείται ότι αποτελεί και την υλική βάση για μια ουσιαστική υπαγωγή στον κομμουνισμό. Στο Κ εφ ά λ α ιο χ α πράγματα ξεκαθαρίζουν ακόμη περισσότερο. Εδώ αναφέρεται με σαφήνεια: «Η μ ε γ ά λ η β ιο μ η χ α ν ία είναι όχι μόνο η μήτρα του ανταγωνι σμού, αλλά ακόμη η δημιουργός των απαραίτητων υλικών και πνευματικών συν θηκών για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού, μια λύση που βεβαίως δεν μπορεί να προκύφει με ήπιο τρόπο».79 Ο Λένιν με δικά του λόγια εκφράζει το ίδιο πράγμα όταν γράφει ότι «δεν αξί ζει να χάσουμε ούτε δύο δευτερόλεπτα για συζήτηση με ανθρώπους που δεν κατάλαβαν ακό μ η [ότι μεταξύ άλλων] ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νοηθεί χω ρίς τη μεγάλη καπιταλιστική τεχνική».80Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τον οδηγούσε να θεω ρεί ότι η Γερμανία ενσάρκωνε το 1918 «κατά τον πιο παρα στατικό τρόπο την υλική πραγματοποίηση των οικονομικών, παραγωγικών [...] όρων του σοσιαλισμού». Σε αντίθεση λοιπόν με αυτή τη θέση του Κ ε φ α λ α ίο υ τ ου Μαρξ, υποστηρίζω ότι η «μεγάλη βιομηχανία» της εποχής των κλασικών δεν είναι ούτε η επαρκής υλική συνθήκη για την υπέρβαση των καπιταλιστικών αντιθέσεων και την εδραίωση της κομμουνιστικής κοινωνίας ούτε ακόμη το όριο εκείνο της ανάπτυ ξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων που αδυνατούν να χωρέσουν οι κεφα λαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα αυτό το όριο και ταυτόχρονα η υλική βάση της κομμουνιστικής κοι νωνίας είναι αυτό που και πάλι ο Μαρξ είχε τη διορατικότητα να προβλέφει και που δεν περιέχεται στο Κ εφ ά λα ιο , αλλά σε ένα απόσπασμα των G ru n d risse. Σε τελική ανάλυση, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι η υλική βάση του κομμου νισμού, που ταυτόχρονα είναι και το όριο που υπερβαίνει τις δυνατότητες των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, δεν μπορεί να είναι κοινή με εκείνην του καπιταλι σμού, δηλαδή η κυριαρχία της κλασικής βιομηχανίας, αλλά εκείνο που ο Αντόνιο Νέγκρι, αν και λαθεμένα θ εω ρεί ότι αποτελεί τη βάση της ουσιαστικής υπαγω γής στον σύγχρονο καπιταλισμό, προσδιορίζει ω ς « μ ε τ α ε κ σ υ γ χ ρ ο ν ισ μ ό ή μάλ λον π λ η ρο φ ο ρικ ο π ο ίη σ η »81 και που ο Μαρξ προσδιορίζει στα G ru n d riss e ω ς κυ ριαρχία της «γενικής διάνοιας». Θα μπορούσε εύλογα να διερωτηθεί κανείς γιατί κάτι τέτοιο να μην προκύ πτει από το Κ εφ ά λα ιο ή από το υπόλοιπο έργο των κλασικών και να χρειάζεται η προσφυγή σε ένα απόσπασμα από τα χειρόγραφα G ru n d risse.
141
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
Ισ ω ς η αρχή του νήματος για την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, που βεβαί ω ς απαιτεί βαθύτερη διερεύνηση, να εντοπίζεται από τη μία στη θέληση των κλασικών να δουν το όραμά τους να υλοποιείται στην εποχή τους και από την άλ λη στην ίδια την «αυστηρή» φύση του Κ εφ α λα ίου. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πιο πάνω συλλογισμού, είναι πολύ πιθα νόν οι κλασικοί να «ώθησαν» το παρόν της εποχής τους στο μέλλον, παρόλο που αυτό το παρόν δεν κάλυπτε τις υλικές προϋποθέσεις για την επικράτηση της κομ μουνιστικής κοινωνίας, κάτω από την επιρροή του βαθιά ανθρώπινου, επαναστα τικού πάθους που τους διακατείχε και το οποίο τους οδήγησε στην επιθυμία να δουν το όραμά τους να υλοποιείται στην πράξη κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, αν και στο Κ εφ ά λα ιο , όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Λουσιέν Σεβ (L. Sève) κατά την αντιπαράθεσή του με τον Ζακ Μπι ντέ, περιέχονται «διατυπώσεις θ ε ω ρ η τ ικ ώ ν υ π ο θ έ σ ε ω ν ή καταγραφής ισ τ ο ρ ι κ ώ ν π ρ ο α π α ιτ ο ύ μ ε ν ω ν σχετικά με τη μετάβαση στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, δεν περιέχονται στοιχεία που να τον αφορούν άμεσα, απλούστατα διότι ο στόχος του Κ εφ α λα ίο υ δ ε ν ήταν αυτός. Έτσι, στο Κ εφ ά λα ιο , αλλά και γενικότερα, εκείνο που θεωρείται ότι εκτρέφει «το νεκροθάφτη του καπιταλισμού», δηλαδή οι αντιθέσεις της μεγάλης καπιτα λιστικής βιομηχανίας, εμφανίζεται ταυτόχρονα και σε ανώτατο όριο της κεφα λαιοκρατικής ανάπτυξης και σε θεμέλιο του νέου κομμουνιστικού τρόπου παρα γωγής. Αντίθετα, στα G ru n d risse , που από τη φύση τους ως χειρόγραφες σημει ώσεις τα διαπερνά μια μεγαλύτερη χαλαρότητα στη δομή και το περιεχόμενο, περιέχεται το εν λόγω απόσπασμα που αναφέρεται στα άμεσα κομμουνιστικά
»62
προαπαιτούμενα. Αλλά ας επανέλθουμε στον πυρήνα της προβληματικής μας.Το γεγονός ότι το κεφάλαιο έχει την τάση να οδηγείται σε κρίση λόγω της αντικατάστασης ζω ντανής εργασίας από αποκρυσταλλωμένη και λόγω της συνεπαγόμενης πτωτι κής τάσης του ποσοστού κέρδους, ναι μεν αποτελεί φθοροποιό τάση για το κε φάλαιο, ναι μεν απαιτεί την υπέρβασή του, και από αυτή την άποψη αποτελεί στοιχείο «της πραγματικής κίνησης που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγ μάτων», όμως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και πιο ειδικά η σχέση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και απόσπασης υπεραξίας έχουν την ικανότητα μέσα έστω από βαρβαρότητα, κρίσεις, δυστυχίες, ανεργία και κυ ρίως την υπερεκμετάλλευση ανθρώπων και φύσης να αναπτύσσουν παραπέρα τις υλικές παραγωγικές δυνάμεις.®3 Εκεί όμως που το όριο γίνεται ανυπέρβλητο για το κεφάλαιο, ή ακριβέστερα για τη σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι το κεφάλαιο, εκεί που οι δυνατότητές του εξαντλούνται, είναι όταν αυτό χρειάζεται να αναπτύξει πολύπλευρα και την ανθρώπινη προσωπικότητα, κάτι που από ένα σημείο και μετά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμε ων. Και ακριβώς αυτό μόνον ο κομμουνισμός μπορεί να το πετύχει. ΓΙΟΡΓΟΙ Τ. ΡΟΥΣ ΗΣ |
142
Με άλλα λόγια ο καπιταλισμός μπορεί να θεω ρηθεί όχι έχει «φάει τα ψωμιά του» όταν δεν έχουμε πια να κάνουμε απλώς με την αντίθεση ανάμεσα στον κοι νωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ιδιωτική ιδιοποίηση της νεκρής απο κρυσταλλωμένης εργασίας (τις μηχανές της βιομηχανίας), αλλά επιπροσθέτως με την παραπάνω αντίθεση και ακόμη με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό διεθνοποιημένο χαρακτήρα της «γενικής διάνοιας» και την αναχρονιστική προ σπάθεια του κεφαλαίου να την εγκλωβίσει στα ασφυκτικά για αυτήν πλαίσια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κέρδους. Αν δηλαδή από τη φύση τους οι μηχανές είναι δυνατόν να γίνουν κτήμα της ι διωτικής ιδιοκτησίας και να λειτουργήσουν έστω και μέσα από κρίσεις υπό αυτή τη μορφή, αυτό είναι «παρά φύσιν» όσον αφορά την επιστημονική γνώση, η ο ποία, αν και μεταβιβάζεται από τον κάτοχό της στο προϊόν, αυτός δεν παύει να είναι κάτοχός της. Και το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου ή «της γενικής διάνοιας», η οποία είναι κτήμα της ανθρωπότητας και αν περιορι στεί από τα δεσμά της ιδιωτικής ιδιοκτησίας θα στραγγαλιστεί. Έτσι λοιπόν, στην αρχική φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, οι κεφαλαιο κρατικές σχέσεις παίζουν το ρόλο επιταχυντή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων· αργότερα, με τη βαθμιαία κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την αντικατάσταση ζωντανής εργασίας από αποκρυσταλλωμένη με τη μορφή μηχα νών, αυτές οι σχέσεις αρχίζουν να γίνονται εμπόδιο στην ανάπτυξη των παρα γωγικών δυνάμεων δίχως όμως να τις φρενάρουν απόλυτα. Εκεί όμως που το σύστημα οδηγείται σε πλήρη αδιέξοδο και απαιτείται η επαναστατική υπέρβασή του είναι όταν η κύρια παραγωγική δύναμη, η εργατική δύναμη που έχει διωχθεί από την παραγωγή με τη μορφή της άμεσης ζωντανής ατομικής εργασίας, επανέρχεται δριμύτερη με τη μορφή της συλλογικής διάνοιας-γνώσης, η οποία από τη φύση της ασφυκτιά κάτω από το καθεστώς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τη λογική της αξίας-υπεραξίας. Τούτο σημαίνει ότι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής έρχονται σε α ξεπέραστη αντίφαση με τις παραγωγικές δυνάμεις και στέκονται απόλυτο εμπό διο στην παραπέρα ανάπτυξή τους όχι όταν κυριαρχεί η κλασική βιομηχανία, ό πως έσπευσε να διαπιστώσει ο Μαρξ, αλλά όταν πια κυριαρχεί η «γενική διά νοια», όπως και πάλι ο ίδιος προφητικά διέβλεψε στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-1858, γνωστά ω ς Grundrisse. Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη κατά την οποία «η γενική κοινωνική γνώση, η connaissance,84έχει μετατραπεί σε άμεση παραγωγική δύναμη και συ νεπαγόμενα οι συνθήκες της ζωτικής διαδικασίας της κοινωνίας πέρασαν οι ί διες υπό τον έλεγχο του intellect general [της γενικής διάνοιας]»85 «[έτσι ώστε να μην ] είναι πια η εργασία που εμφανίζεται να συμπεριλαμβάνεται στη διαδι κασία της παραγωγής, αλλά μάλλον ο άνθρωπος που συμπεριφέρεται ω ς ρυθ μιστής και ελεγκτής της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής», οπότε και «η ε λεύθερη ανάπτυξη των ατομικοτήτων και όχι πια η μείωση του αναγκαίου χρό 143
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
ΙΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
νου εργασίας για να παραχθεί υπερεργασία γίνεται ο σκοπός της παραγω
γής»·86 Με άλλα λόγια, πρόκειται για τις οικονομικές εκείνες συνθήκες που καθι στούν εφικτό «τον περιορισμό σ’ ένα ελάχιστο της αναγκαίας εργασίας όλης της κοινωνίας, κάτι που επιτρέπει την καλλιτεχνική, επιστημονική κ.λπ. μόρφωση των ατόμων χάρη στον ελεύθερο αξιοποιήσιμο χρόνο και στα μέσα που θα έ χουν δημιουργηθεί».87 Αν λοιπόν το περίβλημα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής είναι επαρκές, έστω και υπό πίεση, για να ανταποκριθεί στις παραγωγικές δυνάμεις της κλασικής βιομηχανικής περιόδου, αυτό δεν συμβαίνει για τις παραγωγικές δυνάμεις της περιόδου της κυριαρχίας της «γενικής διάνοιας» και των ηλεκτρο νικών υπολογιστών, μια περίοδο την οποία διανύουν σήμερα οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αντίθετα, η σύγχρονη βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων όχι μόνον απαιτεί την υπέρβαση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για μια ουσιαστική υπαγωγή στον κομμουνισμό. Αυτό το τελευταίο θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω στη συνέχεια.
7. Σύγχρονες παραγω γικές δυνάμεις και ουσιαστική υπαγωγή στον κομμουνισμό Στο ανέκδοτο από τον ίδιο έκτο κεφάλαιο ή τμήμα του Κεφάλαιου88ο Μαρξ δια χω ρίζει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής «σε δύο ιστορικές φάσεις οικο νομικής εξέλιξης». Μια πρώτη περίοδο την οποία και ονομάζει περίοδο της τυπι κής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο και μια δεύτερη περίοδο την οποία και ονομάζει περίοδο της ουσιαστικής ή πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο.89Δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να επεκταθούμε στο πλαίσιο τούτης της εισήγησης σε ευρύτερη ανάλυση του περιεχομένου αυτών των δύο περιό δων, θα παραθέσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της καθεμιάς από αυ τές, τα οποία θα μας φανούν χρήσιμα για την παραπέρα επιχειρηματολογία μας. Διευκρινίζουμε ότι, όταν κάνουμε εδώ λόγο για υπαγωγή, εννοούμε ταυτό χρονα τόσο την υποταγή στο κεφάλαιο υπό τη διοικητική έννοια που της απέδιδε ο Μαρξ, δηλαδή ότι η διαδικασία της εργασίας βρίσκεται υπό τις διαταγές του, τη διεύθυνση και τον έλεγχο του κεφαλαίου, όσο και την υπαγωγή υπό τη λογική έννοια που πάλι της απέδιδε ο Μαρξ, ότι δηλαδή η διαδικασία της εργασίας προ σιδιάζει στη φύση, στη λογική του κεφάλαιου.90 Κατά την πρώτη λοιπόν περίοδο, της τυπικής υπαγωγής, «το κεφάλαιο υπο τάσσει μια καθορισμένη και προϋπάρχουσα εργασιακή διαδικασία, για παρά δειγμα τη χειροτεχνική εργασία ή εκείνη της μικρής αγροτικής αυτόνομης καλ λιέργειας».91 Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το πλαίσιο ο Μαρξ διαχω ρίζει συστηματικά το γαιοκτήμονα από το βιομήχανο καπιταλιστή, ακριβώς επειδή θεω ρεί ότι ο πρώ ΓΙΟΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥΣ ΗΣ |
τος αποτελεί απομεινάρι προηγούμενων τρόπων παραγωγής, ενώ ο δεύτερος προσιδιάζει περισσότερο στον καπιταλισμό. Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση της τυπικής υπαγωγής, το περιεχόμενο της διαδικασίας της εργασίας και η τεχνική που ίσχυε δεν μεταβάλλονται, ενώ ε κείνο που χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο είναι η επιδίωξη απόσπασης απόλυ της υπεραξίας με την παράταση της διάρκειας του χρόνου εργασίας.92 Εκείνο που έχει αλλάξει σε σχέση με την προκαπιταλιστική περίοδο είναι η μορφή του καταναγκασμού.93 Εδώ πια έχουμε να κάνουμε με έναν οικονομικό καταναγκα σμό του ελεύθερου από τα άλλα δεσμά εργάτη, που υπόκειται πια στο κεφά λαιο, οπότε έχουμε μια νέα κοινωνική μορφή παραγωγής, νέες κοινωνικές σχέ σεις παραγωγής, οι οποίες όμως κατ’ αυτή την παιδική τους ηλικία δεν αναπτύσ σονται στη δική τους υλική βάση, αλλά σε αυτήν που βρήκαν έτοιμη από τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Όμως από τη μία ο αυξανόμενος όγκος των μέσων παραγωγής που προω θούνται και από την άλλη ο αριθμός των εργατών που υπόκεινται στην κυριαρ χία του ίδιου κεφαλαιοκράτη ή με άλλα λόγια «η διεύρυνση της παραγωγικής κλίμακας συγκροτεί την πραγματική βάση στην οποία ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσεται μόλις βρει τις κατάλληλες ιστορικές συνθή κες»,94 ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνονται τα απομεινάρια των προηγούμενων τρόπων παραγωγής που αρχικά συνυπάρχουν με τον καπιταλισμό.95 Η ποσότη τα μετατρέπεται σε ποιότητα. Έτσι, η τυπική υποταγή αποτελεί την προϋπόθεση της ουσιαστικής υπαγω
γής* Και ερχόμαστε στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στον καπιταλισμό, η οποία και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή σχετικής υπεραξίας, δηλαδή από την υπεραξία που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργα σίας στους κλάδους που παράγουν μέσα συντήρησης για τους εργάτες, μειώνο ντας έτσι την αξία των μέσων που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της ερ γατικής δύναμης. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί σε γενικευμένη κλί μακα παρά με τη βιομηχανική επανάσταση και την εκμηχάνιση, δηλαδή την ανά πτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, οπότε και έχουμε το πέρασμα στην ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. «Η μηχανή είναι η μορφή που προσιδιάζει καλύτερα στο σταθερό κεφάλαιο και αυτό το τελευταίο είναι η μορφή που προσιδιάζει περισσότερο στο κεφά λαιο γενικά».96 Και αυτό ισχύει διότι η βιομηχανική παραγωγή είναι εκείνη που επιτρέπει να κατακτηθεί ο «ορισμένος βαθμός παραγωγικότητας της εργα σίας», έτσι ώστε να έχουμε αύξηση της σχετικής υπεραξίας.97 Έκτοτε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στηρίζεται «στα πόδια του».98 Η παραγωγή ως αυτοσκοπός, κάτι το οποίο είναι μια ενυπάρχουσα τάση του συνό λου της καπιταλιστικής περιόδου, εφόσον ο αποφασιστικός σκοπός της παρα 145
I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
γω γής είναι η ανταλλακτική αξία του προϊόντος και η παραγωγή της μέγιστης δυνατής υπεραξίας, «υλοποιείται με τον προσήκοντα σε αυτήν τρόπο και γίνεται και τεχνικά μια απαραίτητη προϋπόθεση μόνον από τη στιγμή που αναπτύσσεται ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ή με αλλά λόγια η ουσιαστική υπα γωγή της εργασίας στο κεφάλαιο».99 Αν τώρα ακολουθήσουμε τον Λένιν και δεχτούμε ότι: «όλη η θεω ρία του Μαρξ αποτελεί εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης [...] στον σύγχρονο καπιτα λισμό [και ότι συνεπώς] ήταν φυσικό ότι μπροστά στον Μαρξ μπήκε το ζήτημα της εφαρμογής αυτής της θεωρίας τόσο στην επικείμενη χρεοκοπία του καπιτα λισμού όσο και στη μελλοντική εξέλιξη του μελλοντικού κομμουνισμού»·100 αν α κόμη δεχτούμε πιο ειδικά αυτό που υποστηρίζει ο Μορίς Γκοντελιέ (Μ. Godelier), ότι δηλαδή η θεωρία της τυπικής-πραγματικής υπαγωγής δεν αφορά μόνον τον καπιταλισμό, αλλά «εκφράζει σε ένα επίπεδο αφαίρεσης το μηχανισμό της κίνη σης της ιστορίας [γενικότερα]»·101 και αν τέλος προσπαθήσουμε να εφαρμόσου με αυτή τη θεωρία στη μετάβαση προς τον κομμουνισμό, τότε μπορούμε να υιο θετήσουμε την υπόθεση ότι, όπως για τον καπιταλισμό η ανάπτυξη της κλασι κής μεγάλης βιομηχανίας είναι εκείνη που αποτελεί την υλική παραγωγική δύ ναμη που του επιτρέπει να σταθεί «στα δικά του πόδια»102, για τον κομμουνισμό η αντίστοιχη βάση που επιτρέπει την κυριαρχία της ελεύθερης δραστηριότηταςαυτοσκοπό είναι η κυριαρχία της «γενικής διάνοιας». Ας εξετάσουμε τώρα το περιεχόμενο των δύο φάσεων του κομμουνισμού, ώστε να δούμε αν είναι δυνατόν να τις αντιστοιχίσουμε με τις φάσεις της τυπι κής και της ουσιαστικής υπαγωγής σε αυτόν. Η απάντηση και μόνο στο ερώτημα για ποιους λόγους οι κλασικοί οδηγήθη καν στη σχετικοποίηση των στόχων της κομμουνιστικής επανάστασης103 ή δια φορετικά στην αναγκαιότητα της μεταβατικής κατώτερης φάσης της κομμουνι στικής κοινωνίας ή αυτού που στη συνέχεια ονομάστηκε σοσιαλισμός, ο οποίος βεβαίως θα πρέπει να είναι έτσι οργανωμένος ώστε το κράτος «ν’ αρχίσει αμέ σως να απονεκρώνεται και που να μην υπάρχει περίπτωση που να μην άπονε κρώνεται»,0\ μας προσφέρει ορισμένα σημαντικά στοιχεία που μας επιτρέπουν να κάνουμε λόγο για τη φάση αυτή ω ς φάση τυπικής υπαγωγής στον κομμουνι στικό τρόπο παραγωγής. Σε αντίθεση με τις μεταλενινιστικές προσεγγίσεις του σοσιαλισμού κατά τις ο ποίες στην πιο ακραία σταλινική εκδοχή τους «οι εχθροί αυξάνονται με την πρόο δο του σοσιαλισμού»105 και στην πιο ήπια εκδοχή τους ο σοσιαλισμός εντασσόταν σε μια ακατάσχετη μεταβατική σταδιολογία και έχει την τάση να αυτονομηθεί α κόμη και ως ιδιαίτερος τρόπος παραγωγής από τον κομμουνισμό,ο6-μ ια παράδο ση που, όπως φαίνεται π.χ. από τα άπειρα στάδια, φάσεις και περιόδους που ει σάγει ο Βαζιούλιν107 χάρη «στη δύναμη της συνήθειας», συνεχίζεται μέχρι την ε ποχή μας-, οι κλασικοί εισήγαγαν την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας η οποία έχει διπλή αποστολή και διττό χαρακτήρα: ΓΙΩΡΓΟΣ Τ.
I 146
Από τη μία έχουμε να κάνουμε με ένα «κράτος [που] είναι με ν έ ο τρ ό π ο δη μοκρατικό (για τους προλετάριους και τους φτωχούς γενικά) και μ ε ν έ ο τρόπ ο δ ικτα τορικ ό (ενάντια στην αστική τάξη ) » , 108 δηλαδή ακριβέστερα με ένα μισοκράτος ή «κοινότητα» ή «κομμούνα» 109το οποίο δεν συνιστά πια έναν ιδιαίτερο μηχανισμό της καπιταλιστικής ισχνής μειοψηφίας, ο οποίος στέκει πάνω από την κοινωνία, αλλά πρόκειται για τον ίδιο τον ένοπλο λαό-κυβερνήτη. Δεν πρόκειται δηλαδή πια για μια ιδ ια ίτ ε ρ η δύναμη υποταγής, η οποία και έχ ει πια «τσακι στεί» , 110αλλά για τον ίδιο τον πληθυσμό που έρχεται στο προσκήνιο.111Από αυτή την οπτική γωνία λοιπόν, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Λένιν, μπορεί να γ ί νει λόγος για απονέκρωση του κράτους .112 Από την άλλη, και αυτή η πτυχή είναι που μας ενδιαφέρει εδώ περισσότερο, έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος το οποίο «δεν έχει απονεκρωθεί εντελώς, γιατί παραμένει η περιφρούρηση του “αστικού δικαίου”, που καθαγιάζει την πραγματική ανισότητα» . 113 Και αυτός ο κανόνας του «αστικού δίκαιου», δηλαδή μιας ισότητας η οποία καθορίζεται από το ότι όλοι υπολογίζονται με βάση την εργασία που προσφέρουν, αναγνωρίζοντας σιωπηρά σαν φυσικά προνόμια τις άνισες ικανότητες, έτσι όπως αναλύεται στην Κ ρ ιτ ικ ή του Π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς της
Γ κότα,114συνεχίζει να ισχύει μέχρις ότου «με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατό μων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πια άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου» . 115 Με άλλα λόγια, όπως παρατηρεί και ο Λένιν, ο βασικός λόγος που καθιστά α ναγκαία την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας είναι ότι «η κατάργηση του καπιταλισμού δ ε ν π ρ ο σ φ έ ρ ε ι μεμιάς τις οικονομικές προϋποθέσεις (...] για να εργάζονται όλοι χωρίς κανέναν κανόνα δικαίου» . 116 Άλλωστε, αν οι άνθρωποι ήταν σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην κοινωνία δίχως την παρέμβαση ενός κατασταλτικού μηχανι σμού, κάτι που θα διευκολυνθεί πρακτικά από τον περιορισμό του χρόνου της καταναγκαστικής εργασίας, δεν θα υπήρχε και η αναγκαιότητα ούτε αυτού του μισοκράτους.117 Τούτο σημαίνει ότι οι κλασικοί του μαρξισμού εισήγαγαν την πρώτη «κρατι κή» φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ακριβώς επειδή το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής τους, το επίπεδο που καθοριζόταν α πό την κλασική βιομηχανική ανάπτυξη, όπως άλλωστε αργότερα και εκείνο της Ρωσίας του 19 17. δεν ήταν τέτοιο που να επιτρέπει την αναγωγή σε κυρίαρχη της δημιουργικής ελεύθερης δραστηριότητας ω ς πρώτιστης ανάγκης της ζωής, δεν ήταν τέτοιο που να επιτρέπει απευθείας την εφαρμογή της κομμουνιστικής αρχής «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» . 118 Ας θυμηθούμε ότι, για να εκπληρωθεί ο βασικός όρος για την κυριαρχία του πραγματικού βασιλείου της ελευθερίας, που δεν είναι άλλος από «τη συντόμευ ση της εργάσιμης μέρας» σε τέτοιο όμως βαθμό έτσι ώστε αυτή να καταστεί 147 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
δευτερεύουσα σε σχέση με το χρόνο της «ανάπτυξης των δυνάμεων του αν θρώπου, σαν αυτό καθαυτό σκοπό», δεν αρκεί μόνο η κατάργηση της πρόσθε της εργασίας που παράγει υπεραξία, δεν αρκεί συνεπώς η κατάργηση της ιδιω τικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά απαιτείται μια τέτοια διεύρυνση των παραγωγικών δυνάμεων, που να επιτρέπει την ικανοποίηση των σύγχρο νων αναγκών. Σε ένα πιο θεωρητικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι ακριβώς επειδή μέσα από την εγελιανής μήτρας μαρξική διαλεκτική ανακύπτει μια δυσκολία εντοπισμού έ τοιμης της υλικής βάσης της νέας κοινωνίας μέσα στους κόλπους της παλιάς, οι κλασικοί υποχρεώνονται να εισαγάγουν μια κατώτερη φάση αυτής της νέας κοι νωνίας, στο πλαίσιο της οποίας στη βάση των νέων σχέσεων παραγωγής που προκύπτουν με την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγω γής και την κοινωνικοποίησή τους διαμορφώνεται αυτό το νέο υλικό. Κι εδώ έχει σημασία να τονίσουμε ότι σε αντίθεση απ’ ό,τι φαίνεται να υπο στηρίζει ο Γκοντελιέ119, ανοίγοντας έτσι έμμεσα το δρόμο σε μια ντετερμινιστική μη επαναστατική θεωρία της κομμουνιστικής μετάβασης, αυτές οι νέες σχέσεις παραγωγής δεν είναι δυνατόν να εμφανιστούν, όπως συμβαίνει με τις καπιταλι στικές σχέσεις στο πλαίσιο της φεουδαρχίας, πριν από την επανάσταση. Έτσι λοιπόν στον κομμουνισμό, όπως αυτός προκύπτει από τα μακρά κοιλοπονέματα κατά τη διάρκεια του καπιταλισμού120 και τη γέννα που πραγματοποι είται με την παρέμβαση [επανάσταση] του επαναστατικού υποκειμένου, έχουμε δύο φάσεις, τις οποίες «θα μπορούσαμε να ονομάσουμε βαθμίδες της οικονομι κής ωριμότητας του κομμουνισμού»,121 η κατ’ αναλογία του καπιταλισμού φάση τυπικής και φάση ουσιαστικής υπαγωγής στον κομμουνισμό. Στην πρώτη φάση αντιστοιχεί η τυπική υπαγωγή. Για αυτήν τη φάση που μό λις έχει διαδεχτεί τον καπιταλισμό ισχύει ότι προβάλλει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού και τη ρήξη τους με τις παραγωγι κές του σχέσεις, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκει κιόλας έτοιμες εκείνες τις παραγωγικές δυνάμεις που είναι απαραίτητες για την παραπέρα ανάπτυξη του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά πρέπει να τις δημιουργήσει ο ί διος.122 Όπως κατά τη φάση της τυπικής υπαγωγής στο κεφάλαιο αυτό υποτάσσει την προϋπάρχουσα χειροτεχνική εργασία ή τη μικρή αγροτική παραγωγή, έτσι και κατά την κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας η εργασία υπόκειται ακόμη στην κλασική βιομηχανική παραγωγή. Σε αυτήν τη φάση η καθαυτό κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητάς του στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» δεν κυριαρχεί αλλά εφαρμόζεται μερικά. Έτσι, στη Σοβιετική Ένωση, για παράδειγμα, είχαμε ορισμένα δείγματα κομ μουνιστικής προσφοράς τύπου κομμουνιστικά Σάββατα και ορισμένα δείγματα κομμουνιστικής διανομής ανάλογα με τις ανάγκες (υγεία, παιδεία, πολιτισμό, πα ΓΙΩΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥΣ ΗΣ I Ι 48
ροχές μεταφορών, θέρμανσης κ.λπ. κάτω του κόστους) κάτι το οποίο, ηρείσθω εν παρόδω, μαζί με την ασφάλεια για το μέλλον που προέκυπτε από τη σχεδιοποίηση, υπήρξε και η πλέον λαμπρή και αξέχαστη για τους κατοίκους αυτών των χωρών πτυχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ακολουθεί μια δεύτερη φάση, η οποία διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της πρώτης, όπου ο κομμουνισμός πατάει στα δικά του πόδια, στο δικό του υλικό υ πόβαθρο. Πρόκειται για τη φάση της ουσιαστικής υπαγωγής. Αυτή η δεύτερη φάση με βάση το ίδιο το περιεχόμενο του κομμουνισμού προϋποθέτει: ι) Μια υλική παραγωγή η οποία θα απαιτεί την απασχόληση των ανθρώπων σε αυτήν πολύ λιγότερο χρόνο απ’ όσος θα είναι ο ελεύθερος δημι ουργικός χρόνος της αυτοεπιβεβαίωσής τους 2) Μια υλική παραγωγή της οποί ας το ίδιο το περιεχόμενο, τόσο από άποψη συνθηκών εργασίας όσο και από ά ποψη καταμερισμού της, με τίποτα δεν θα έχει να κάνει με την «απάνθρωπη» α πασχόληση των εργατώ ν της εποχής των κλασικών ή και του 19 17 . αλλά θα διεκπεραιώνεται «με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη δυνάμεων και κάτω από ό ρους αντάξιους και ταιριαστούς προς την ανθρώπινη φύση» 123 και 3) Μια ανακα τανομή στο εσωτερικό των δευτερευόντων από άποψη χρόνου «καταναγκαστικών» δραστηριοτήτων προς όφελος εκείνων που θα καλύπτουν τις ανάγκες του κυρίαρχου πια ελεύθερου χρόνου και συνεπώς και προς όφελος των υπηρε σιών και της «άυλης» παραγωγής (π.χ. γνώση, πληροφορία, πολιτισμικό προϊόν, παροχή υπηρεσίας ) . 124 Μπορούσε όλα αυτά να εκπληρωθούν όπως προέβλεπε ο Ένγκελς στο ΑντίΝτύριγκτο 1878, όταν έγραφε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις «για τη χειραφέτη ση και την ελεύθερη και πλήρη ανάπτυξη των φυσικών και πνευματικών ικανο τήτων του ανθρώπου»;125 Ή διαφορετικά στη βάση της ατμομηχανής του Μαρξ ή ακόμη του εξηλεκτρισμού του Λένιν; Αλλά και από μια άλλη οπτική γωνία, πέρα από εκείνη της απελευθέρωσης του χρόνου της καταναγκαστικής εργασίας, που αποτελεί προϋπόθεση του κομ μουνισμού, το ερώτημα που προκύπτει είναι: μπορεί άραγε να αρθεί η αποξέ νωση υπό τις συνθήκες κυριαρχίας της κλασικής βιομηχανίας όταν αυτή σε συν δυασμό με τη γενίκευση της εμπορευματοποίησης είναι ακριβώς οι προϋποθέ σεις για την κυριαρχία της μορφής της αφηρημένης εργασίας, η οποία με τη σει ρά της αποτελεί τη βάση του φετιχισμού και της αποξένωσης;126 Είναι αδύνατον να πάψει να υφίσταται η εμπορευματική παραγωγή, μήτρα της κυριαρχίας της μορφής της αφηρημένης εργασίας, όταν στη βάση της κλασικής βιομηχανίας ο ρισμένα προϊόντα είναι υποχρεωτικό να συνεχίζουν να έχουν το χαρακτήρα των εμπορευμάτων, είτε γιατί όπως συνέβαινε στις χώ ρες του «υπαρκτού σο σιαλισμού» αυτά προέρχονται από μη κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις (π.χ. α τομικά νοικοκυριά, συνεταιρισμούς) είτε διότι αυτά θα διανέμονται ανάλογα με την εργασία (κυρίως καταναλωτικά προϊόντα) και όχι ανάλογα με τις ανάγκες (δωρεάν παροχές).127 149 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΙ
U ΣΜ ΟΣ
Η απάντηση που δίνω είναι αρνητική. Αντίθετα, στην εποχή μας, εποχή κυριαρχίας της «γενικής διάνοιας», ισχύει η διαπίστωση της Γερμανικής Ιδεολογίας κατά την οποία «τα πράγματα έχουν φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε τα άτομα να είναι υποχρεωμένα να ιδιοποιηθούν το σύνολο των υπαρχουσών παραγωγικών δυνάμεων, όχι μόνο για να μπορέ σουν να πετύχουν μια αυτόνομη δραστηριότητα [να αυτοπραγματωθούν] (Selbstbetàtigung), αλλά επίσης για να εξασφαλίσουν απλώς την ίδια τους την ύπαρξη».128 Και αυτό συμβαίνει διότι η σύγχρονη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την απελευθέρωση της ζωντανής εργασίας και τον περιορισμό στο ελάχιστο του καταναγκαστικού χρόνου εργασίας, που καθιστά εφικτά, είτε θα αξιοποιηθεί για τη μεγιστοποίηση των κερδών, οπότε και θα οδηγήσει σε μαζική ανεργία και βαθιά κρίση του συστήματος με άμεσες τραγικές συνέπειες για την ίδια την ύ παρξη της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού του πλανήτη, είτε θα αξιοποιηθεί για να κυριαρχήσει η ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα, η ανεμπόδιστη ανάπτυξη της κοινωνικής προσωπικότητας, που είναι πια και ο καθοριστικός πα ράγοντας της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι από εδώ και μπρος ο δρόμος της διασφάλισης της ίδιας της ύπαρξης, της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και εκείνος της κομμουνιστικής χειραφέτησης είναι κοινός. Έτσι, διαφωνούμε κάθετα τόσο με τον Ιγνάσιο Ραμονέ, ο οποίος υποστηρίζει άτι καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» είναι εκείνη που αντιστοιχεί με τη σύγ χρονη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και πιο ειδικά με την εποχή των computers,129 όσο και με τον Αντόνιο Νέγκρι ο οποίος, περιορίζοντας μονοσήμα ντα την έννοια της υπαγωγής στον «έλεγχο» από την πλευρά του κεφαλαίου, υι οθετεί την άποψη ότι η εποχή μας είναι εκείνη της ουσιαστικής υπαγωγής στον καπιταλισμό.130 Βεβαίως, και ω ς προς αυτό πρέπει να είμαστε απόλυτοι, όταν γίνεται λόγος για ταυτόχρονη κάλυψη των αναγκών και κυριαρχία του ελεύθερου χρόνου, αυτό σε καμιά περίπτωση και όσο και αν είναι ανεπτυγμένες οι παραγωγικές δυ νάμεις δεν είναι δυνατό να συμβεί αν δεν αλλάξουν ριζικά τόσο οι σχέσεις με τη φύση όσο και οι σχέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων και μη ανεπτυγμένων χω ρών. Ταυτόχρονα επιβάλλεται να αλλάξει και το ίδιο το π εριεχόμενο των ανα γκών των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό σημαίνει από τη μία να γεννηθούν και να πληρωθούν νέες ανώτερες ποιοτικά ανάγκες που καταπνίγονται στην ανταγω νιστική κοινωνία131 και από την άλλη να ανατραπεί η αρρωστημένη ψυχολογία του σύγχρονου υπερκαταναλωτισμού και της λογικής του shop therapy. Αν λοιπόν στην εποχή μας, μια εποχή πέρα από την κυριαρχία της κλασικής βιομηχανίας, η κυριαρχία της «γενικής διάνοιας» επιτρέπει, επιβάλλει και συντο μεύει αυτή τη μετάβαση προς την ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, αυτό θα πρέπει να μας οδηγήσει σε προβληματισμό και ω ς προς το ίδιο το πε ΙΊΟΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥΣ ΗΣ I 150
ριεχόμενο της κατώτερής της φάσης. Αυτή, αν μη τι άλλο, θα διαφέρει τόσο ως προς το περιεχόμενό της όσο και ω ς προς τη διάρκεια της σε σχέση με το πώς την είχαν συλλάβει οι κλασικοί όσο και σε σχέση με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι άστοχο το ερώτημα του Μαρκούζε (Marcuse), μήπως δηλαδή «η θεω ρία του σοσιαλισμού [νοούμενου ω ς κατώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας] ανήκει σ’ ένα ήδη ξεπερασμένο στάδιο ανάπτυ ξης των παραγωγικών δυνάμεων».*32 Όσον αφορά πιο ειδικά τη διάρκεια αυτής της φάσης, εφόσον σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αυ τή είναι λογικό να συντομευτεί στην εποχή μας και τούτο θα έχει θετικές συνέ πειες και ως προς την ίδια την κομμουνιστική προοπτική. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κίνδυνοι αυτονόμησης ή και παγίωσης μιας μακράς σοσιαλιστικής μετάβασης εγκυμονούν ακόμη και σε ένα μισοκράτος όταν η ύπαρξή του παρατείνεται επ’ αόριστο. Με άλλα λόγια η αλήθεια που διατύπωσε ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), ότι δηλαδή «αποτελεί αιώνια εμπειρία ότι κάθε άν θρωπος που κατέχει κάποια εξουσία έχει την τάση να την καταχραστεί»,133 ισχύ ει και για «σοσιαλιστική εξουσία», και κάτι τέτοιο, όπως προκύπτει και από την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους όσον α φορά την κομμουνιστική προοπτική. Και από αυτή λοιπόν τη σκοπιά οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις αντι στοιχούν στην κομμουνιστική προοπτική.
Αντί επιλόγου Και μόνον ο τίτλος «Οικονομικές βάσεις του κομμουνισμού», δηλαδή οικονομι κές βάσεις ενός τρόπου παραγωγής ο οποίος τοποθετείται ιστορικά πέρα από το βασίλειο της οικονομικής αναγκαιότητας, φαντάζει αν όχι αποκρουστικός, τουλάχιστον πεζός για όσους επιμένουμε να επιδιώκουμε το άλμα στους ουρα νούς της χειραφέτησης. Όμως είναι μήπως τυχαίο ότι τον ίδιο «πεζό» τίτλο, με τη μορφή «Οι οικονο μικές βάσεις της απονέκρωσης του κράτους», χρησιμοποίησε για το πέμπτο κε φάλαιο του Κράτος και Επανάσταση134 ο Λένιν, ο οποίος με την επαναστατική πράξη που προώθησε ενάντια όχι μόνο στους εχθρούς του αλλά και στους ίδι ους τους συντρόφους του έσπασε κάθε φραγμό και ανέτρεψε όχι μόνο το κε φάλαιο αλλά και το Κεφάλαισ, Στην πραγματικότητα είναι τέτοια η διαλεκτική της ιστορίας, που για να δει το φως της μέρας μια κοινωνία που «στη θέση της διακυβέρνησης των προσώπων μπαίνει η διαχείριση των πραγμάτων»'35, για να μπορέσει να ξεφύγει η ανθρωπό τητα από την κυριαρχία των πραγμάτων πάνω στους ανθρώπους, είναι αναγκαίο προηγουμένως να έχουν αναπτυχθεί σε πολύ υψηλό βαθμό «τα πράγματα», έτσι ώστε η υπέρβαση της κυριαρχίας τους να μπορεί να στηριχτεί σε στέρεη βάση. Σημαίνει μήπως αυτά ότι προσπάθειες σαν αυτή της Κούβας ή ακόμη της Βενε 151 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΙ
ζουέλας είναι καταδικασμένες σε θάνατο ή ότι σε τελική ανάλυση ήταν προδιαγε γραμμένη η αποτυχία των στόχων της Οκτωβριανής Επανάστασης; Κάθε άλλο! Οι πρώτες αποτελούν ηλιαχτίδες ελπίδας που σχίζουν το σκοτάδι της σύγχρονης βαρβαρότητας, πλήττουν αποδυναμώνοντάς την την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, πε ριορίζουν για το σύστημα τους διαύλους διεξόδου του από την κρίση που το μαστί ζει, επιταχύνουν τη συνολική ανατροπή του. Η δεύτερη, πέρα από την κατάληξή της, αποτελεί αναμφίβολα την πιο λαμπρή σελίδα της ιστορίας του 20ouαιώνα, που σε κάθε περίπτωση άνοιξε δρόμους πολύτιμους για τη μελλούμενη πορεία της αν θρωπότητας- αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη έστω και με τη μορφή του πιο ό μορφου ανεκπλήρωτου ονείρου που γνώρισε η ανθρωπότητα ή ακόμη με τη μορ φή ενός πλατωνικού τύπου ιδανικού προς το οποίο θα πρέπει να τείνει. Άλλο όμως αυτό και άλλο το να τελειώ νει στην πράξη οριστικά και αμετάκλητα η ανθρωπότητα με την προϊστορία της και να υλοποιηθεί το όραμα του Μαρξ έστω κι αν εκείνος γεννήθηκε νωρίς. Για αυτό λοιπόν «το άλμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της αναγκαιό τητας στο βασίλειο της ελευθερίας»136 δεν αρκούν ούτε οι υλικές δυνάμεις της κλασικής βιομηχανικής περιόδου ούτε οι μεμονωμένες επαναστάσεις της πεί νας, αλλά χρειάζεται πέρα από αυτά μια παγκόσμια επανάσταση της χειραφέτη σης στη βάση των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, μόνη ικανή να λύσει ο ριστικά και το πρόβλημα της πείνας. Το ζήτημα είναι ότι, ενώ στην εποχή μας, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες κα πιταλιστικές χώ ρες, είναι ώριμες οι υλικές συνθήκες γι’ αυτό το άλμα, υστερεί για την ώρα το επαναστατικό υποκείμενο. Και από την πρακτική λύση αυτής της αντίθεσης και όχι μόνο από το επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων θα εξαρτηθεί το αν η ανθρωπότητα θα επιλέξει τελικά την κομμουνι στική χειραφέτηση ή τη βαρβαρότητα.
Σημειώσεις ι. Λένιν, «Ο "Αριστερισμός" παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41, Αθήνα,Σύγχρονη Εποχή, σ. 85. 2. Βλ. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 3 3 .Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 8 ι και 98. 3· Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Οδηγητής, 1986, σ. 554· Μαρξ-Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Ά , Gutenberg, σ. 8ο. 5·Λ . Αλτουσέρ, Το μέλλον διαρκεί πολύ - Τα γεγονότα -Αυτοβιογραφίες, εκδ. Ο Πολί της, ΐ9 9 2,σ . 3736. Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Γλάρος, ΐ 975>° - 957· Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 1007.
ΓΙΩΡΓΟΣ Τ. ΡΟΥΣΗΣ | 152
8. Μαρξ-Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α', Αθήνα, Gutenberg, σ. 8ο. 9· Κ. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, ό.π., σ. 126. ίο. «Marx à Annekov, Bruxelles, 28 Décembre, 1846», στο Marx-Engels, Lettres sur “le
Capital”, Παρίσι, Éditions Sociales, 1964, a. 26-37. 11. Μαρξ-Ένγκελς, H Γερμανική Ιδεολογία, ό.π., a. 81. 12. Στο ίδιο, σ. 8ι. ΐ 3· Στο ίδιο, σ. 8ι. 14· Φ. Ένγκελς, Οι αρχές του κομμουνισμού. Νέα Βιβλία, 1973. σ. 29-30. IS -Στο ίδιο, σ. 20. ι6 . K. Marx, Misère de la philosophie, στο Proudhon, Marx textes intégraux, τόμ. A', Éditions Gallica, 1955, σ. 253.
17. K. Μαρξ, «H Βρετανική κυριαρχία στις Ινδίες», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Α', Γνώσεις, σ. 409. ι8. K. Marx, Grundrisse de 1857-1858, τόμ. Α', Παρίσι, Éditions Sociales, 1980, σ. 95. ΐ9 · Κ. Μαρξ, «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Πρόλογος», στο Μαρξ-Ένγκελς, Δια λεχτά έργα, τόμ. Α', Γνώσεις, σ. 424. 20. Στο ίδιο, σ. 425 2 ΐ. Λένιν, «Καρλ Μαρξ (Σύντομη βιογραφική σκιαγραφία με έκθεση του μαρξισμού)».
Άπαντα, τόμ. 26, ό.π., σ. 5722. Κ. Marx, «Lettre à Engels, Londres 7 /7 /18 6 6 » , στο Marx-Engels, Correspondance, Éditions du Progrès, 1981, σ. 175. 23. K. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, ό.π., σ. 1078. 24· Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, «Πρόλογος» στην ι πέκδ., τόμ. ι, ό.π., σ. ι6 .
25· F. Engels, Anti-Dühring, Παρίσι, Éditions Sociales, 1973. ο. 3 17· 26. Βλ. ).-Ρ. Lefebvre, λήμμα «forces productives», στο Dictionnaire critique du marxis me, Éditions Presses universitaires de France, 1982, σ. 471. 27. Φ. Ένγκελς, «H εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Β', Γνώσεις, σ. ι 68. 28. F. Engels, “Postface pour l’article ‘de la question sociale en Russiee’ ” στο Marx, Engels, Lenine, Passer au socialisme en évitant le stade capitaliste. Éditions de l’Agence de presse Novosti, 1976, σ. 44. 29. Βλ. «Introduction» στο Marx, Engels, Lenine, Passer au socialisme en évitant le stade capitaliste. Éditions de l’Agence de presse Novosti, 1980, σ. γ. 30. É. Balibar, La philosophie de Marx, Éditions La Découverte, 2001, σ. ιο ί. 31. Hobsbawm, «Εισαγωγή» στο Καρλ Μαρξ, Προκαπιταλιστικοΐ οικονομικοί σχηματι σμός Κάλβος, 1983. σ. 66. 32. Ρ. Χερέρα, «Η οικοδόμηση εναλλακτικών δυνατοτήτων», σ. 34 του ανά χείρας βι βλίου. 33· Κ. Marx, «Letter to Engels in Manchester, 13 /2 /18 6 3 » , στο Marx-Engels, Collected
Works, τόμ. 41, Progress Publishers, 1985, σ. 453. 34. K. Marx, «Lettre à Sorge, Hoboken», στο Marx-Engels, Correspondance, ό.π., σ. 310. 3 5 -A. Cornu, Karl Marx, Friedrich Engels-Leur vie et leur oeuvre, τόμ. I, Presses Univesritaires, 1955, σ. 240-241. 36. F. Engels, «De la question sociale en Russie», στο Marx-Engels, Oeuvres Choisies, τόμ. 2, Éditions du Progrès, 1974, σ. 410.
153 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
37-Στο Ιδιο, ο. 414· 38. “Marx à la redaction des otétchestvennyé zapiski”, στο Marx-Engels, Correspon dance, ό.π., o. 313. 39. Στο Ιδιο, o. 314. 40. Στο ίδιο, σ. 312. 41. Ιτο ίδιο, σ. 312. 42. Karl Marx, «Projet de réponse à la letter à Vera Zassou litch», στο M arx-Engels,
Oeuvres Choisies, ό.π., σ. 157-166. 43· Στο ίδιο, σ. 158. 44· Στο ίδιο, σ. 158, ι6 ι, 163. 45 · Λένιν, «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς π ρέπει να την καταπολεμήσου με», Άπαντα, τόμ. 34. Αθήνα,Σύγχρονη Εποχή, σ. 198. 46. Αένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. ιι6 . 47· Marx-Engels, “Préface à la deuxième edition russe du - ‘manifested u parti com muniste’ ”», στο Marx-Engels, Oeuvres Choisies, τόμ. ι, ό.π., σ. ιο 2. 48. Στο ίδιο, σ. 103. 49- F. E ngels,“Lettre à N iko lai D anielson du 2 4 /2 /1 8 9 3 ”, στο Marx, Engels, Lenine,
Passer au socialisme en évitant le stade capitaliste, ό.π., σ. 39-40. 50. F. Engels, “Lettre à Nikolai' Danielson du 17 /10 /18 9 3 ”, ό.π., σ. 40. 51. F. Engels, “Postface pour P article de la question sociale en russie”, στο Marx-Engels,
Oeuvres Choisies, τόμ. 2, ό.π., σ. 428. 52. Αναφέρεται στο ΚρΙστιν Μπϋσι-Γκλύσμαν, Ο Γκράμσι και το κράτος,Αθήνα, Θεμέ λιο, 1984, σ. ι6 ι. 53· Λένιν, «Έκθεση για την τακτική του ΚΚΡ στο III Συνέδριο της Κομμουνιστικής Δ ιε θνούς», Άπαντα, τόμ. 44. ό.π., σ. 36. 54· “Préface" στο Marx, Engels, Lenine, passer au socialisme en évitant le stade capi
taliste, ό.π., σ. 16-17. 55. Λένιν, «H οικονομία και πολιτική της δικτατορίας του προλεταριάτου», Απαντα, τόμ. 39 .δ .π .,σ .27 2. 56. Η. Lefebvre, La fin de l'histoire, Éditions Anthropos, 2001, a 53. 57. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», Άπαντα, ό.π., σ. 9758. Λένιν, «Για την επανάστασή μας», Άπαντα, τόμ. 45. ό.π., σ. 380. 59- Στο ίδιο, σ. 381. 6ο. Βλ. Γ. Ρούσης, Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 90 κ.ε. 6 ι. Βλ. για αυτό το τελευταίο Λένιν, «Για το φόρο σε είδος». Άπαντα, τόμ. 4 3 . ό.π., σ. 205-24562. Βλ., για παράδειγμα, Λένιν, «Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω». Άπαντα, τόμ. 8, ό.π., σ. 389· 63. Λένιν, «Για το φόρο σε είδος», ό.π., σ. 2ΐο. 64. Boukharine, Le socialisme dans un seul pays. Éditions UGE, 10 /18 ,19 7 4 . 65. Λένιν, «Ο “Αριστερισμός" παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», Άπαντα, τόμ. 41, ό.π., σ. 3-4 66. Λένιν, «Το έβδομο έκτακτο συνέδριο του ΚΚΠ(μπ), Πολιτική έκθεση της ΚΕ 7 του Μάρτη 1918», Άπαντα, τόμ. 36, ό.π., σ. 15.
ΓΙΩΡΓΟ! Τ.
:Η5 I 154
6 7. Στο ίδιο, σ. ίο , και Λένιν, «Εισήγηση για την επικύρωση της συνθήκης ειρήνης στο 4° έκτακτο πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ», Άπαντα, τόμ. 39. ώ.π., σ. 97· 68. Λένιν, «Ο “Αριστερισμός” παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», ό.π., σ. 75· 69. Μαρξ-Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. Α', ό.π., σ. 8ι. 70. Αξίζει να επισημανθεΐ ότι η λέξη «παγκόσμια» χρησιμοποιείται u φορές σε περί που μιάμιση σελίδα της
Γερμανικής Ιδεολογίας (τόμ. Α', σ. 81-82) όπου γίνεται λόγος για
τις προϋποθέσεις της χειραφέτησης! 7 ΐ. Βλ. σχετικά μεταξύ άλλων Πέρυ Άντερσον,
Το απολυταρχικό κράτος, Οδυσσέας,
1986· Μ. Ντομπ, Π. Σουήζι, Κ.Τακαχάσι κ.ά., Η μετάβαση από το φεουδαλισμό στον καπι
ταλισμό, Αθήνα, Θ εμέλιο, 1986· Μ. Dobb, Études sur le dévellopement du capitalisme. Éditions Maspero, 1981. 72. K. Μαρξ,
Το Κεφάλαιο, τόμ. A', ό.π., σ. 741. υποσ. 189.
73- N. Machiavel, Florence insurgée - La révolte des Ciompi, Éditions L'Esprit frappeur, 1998. 74. J. Pirenne, Les grands courants de Γ histoire universelle, τόμ. 2, Éditions De la Baconniere-Neuchatel, σ. 183. 75. H. Pirenne, L’occident medieval - histoire économique. Éditions D’ Aujourd'hui, 19 85,0.344. 76. A. Gramsci, Il Risorgimentojoplvo, Einaudi, 1949, σ. 95. 77. K. Μαρξ,
Το Κεφάλαιο, τόμ. Π, ό.π, σ. 414-415·
78. Βλ. J. Molyneux, Is Marxism deterministic?, στο Issue 68 of International socialism Journal, Φθινόπωρο 1955, σ. 22. 79- K. Marx, “Lettre à Kugelmann du 1 7 /3 /1 8 6 8 ”, στο M arx-Engels, Lettres sur “le Capital”, Παρίσι, Éditions Sociales, 1964, σ. 201. 80. Λένιν, «Για τα “Αριστερά” παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό», Άπαντα, τόμ. 36, ό.π.,σ.300. 8 ι. Μ. Hardt - A. Negri,
Η Αυτοκρατορία, Αθήνα, Scripta, 2002, σ. 377 κ.ε.
82. L. Sève, Penser aven Marx aujourd’ h u i-l. Marx et nous. Éditions La Dispute, 2004, σ. 229. 83. Βλ. συνοπτικά μέσα από ποιες αντιφάσεις, στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Alain Bihr, “Actualiser le communisme”, στο http://www.plusloin.org, σ. 21-24. 84. Στα γαλλικά στις σημειώσεις του Μαρξ. 85. K. Marx, Grundrisse, τόμ. 2, ό.π, σ. 194· 86. Στο ίδιο, σ. 193· 87- Στο ίδιο, σ. 193· 88. K. Marx, Un chapitre inédit du Capital, μτφ.-παρουσ. Roger D angeville, Union Générale d’ Éditions 10 /18 ,19 7 1, σ. 191-223. 89. Στην πραγματικότητα πρόκειται εδώ για μια διαφορετική οπτική γωνία αντιμετώ πισης των ζητημάτων που θίγονται τόσο στο Κεφάλαιο, στο πρώτο του βιβλίο όπου γίνε ται λόγος για την πρωταρχική συσσώρευση, όσο και στα δύο κεφάλαια των Grundrisse τα αφιερωμένα στην πρωταρχική συσσώρευση και στις μορφές της παραγωγής που προηγήθηκαντου καπιταλισμού. 90. A. Bihr, La reproduction du capital, Λοζάνη, Éditions Page deux, 2001, σ. 162-168. 91. K. Marx, Un chapitre inédit du Capital, ό.π., σ. 194.
155 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙ5Ι
92. Στο ίδιο, σ. 195·
93· ΣΤΟ βίΟ, Ο. 202. 94· Σ γο ίδιο, σ. 197· 95- Βλ. B. Astarian - C. Charrier, "Périodisation du monde de production capitaliste Histoire du capital, h istoire des crises et histoire du comm unisme”, στο Hic Salta 1998, http://lamaterielle.chez.tiscali.fr, σ. 5. 96. K. Marx, Grundrisse, τόμ. 2, ό.π., σ. ι86. 97. K. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. ι, ό.π., σ. 527. 98. Μ. Godelier, Η θεωρία της μετάβασης στον Μαρξ, Αθήνα, Gutenberg, 19 8 7, σ. 51· 99· Κ. Marx, Un chapitre inédit du capital, ό.π., o. 222. 100. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33. ό.π., σ. 84. ιο ί. Μ. Godelier, ό.π., σ. 55102. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. ι, ό.π., σ. 399103- Βλ. Η. Lefebvre, La fin de l’histoire, ό.π., σ. 8 ι. 104. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. 24. ΐ0 5· Βλ. N. Khrouchtchev,“Rapport secret au XXeme Congrès du Parti Communiste de Γ Union Soviétique", στο http://www.ebbemunk.dk, 3 ° Μέρος, σ. 6. ιο6. Βλ., για παράδειγμα, Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, Πο λιτική Οικονομία, Αθήνα, Gutenberg, τόμ. Ε, σ. 696 κ.ε. ΐ 07· Β .Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας -Ζητήματα Θεωρίας και Μεθο δολογίας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σ. 395 κ.ε. ιο8. Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. 35109- Στο ίδιο, σ. 65. n o . Βλ. κυρίω ς Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία- Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Α', ό.π., σ. 562-655 · “Μαρξ, Γράμμα στον Κούγκελμαν της 1 2 /4 /1 8 7 1 ”, στο Δια λεχτά έργα, τόμ. Β', ό.π., σ. 542-544ι ι ι . Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. 66. ιΐ 2 . Στο ίδιο, σ. 95113Στο ίδιο, σ. 95 114- Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1979. ®13-15ιΐ 5 -Στο ίδιο, σ. 15. ιι6 . Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. 95117 - Λένιν, «Εισήγηση για τα κομμουνιστικά Σάββατα στη συνδιάσκεψη της οργάνω σης πόλης Μόσχας του ΚΚΡ(μπ) 20 Δεκέμβρη 1919». Άπαντα, τόμ. 40, ό.π., σ. 32-38. ιι8 . Κ. Μαρξ, Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, ό.π., σ. 15. 119- Μ. Godelier, Η θεωρία της μετάβασης στον Μαρξ, ό.π., σ. 56-57· 120. Λένιν, «Ο μαρξισμός για το κράτος», Άπαντα, τόμ. 33. ό.π., σ. 185. ΐ2 ΐ . Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», ό.π., σ. 98. 12 2 . Βλ. W. Eichhorn - A. Bauer - G. Koch, H διαλεκτική των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων, Αθήνα, Αναγνωστϊδη, σ. 159-160. 123- Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, ό.π, σ. 1007. ΐ2 4 · Βλ. Μ. Hardt -A . Negri, Η Αυτοκρατορία, ό.π., σ. 391 κ.ε.
ΓΙΠΡΓΟΙ T. P0Y5HJ |
156
125- F. Engels, Anti-Dühring, Παρίσι, Éditions Sociales, 1973, o. 319. 126. Βλ. Issak Illich Rubin, Essays on Marx’ Theory of Value, μτφ. Fredy Perlman, Milos Samardzija, Éd. Black Rose Books, 1996, o. 138. 12 7 . BX. mo αναλυτικά: V. A fa n a s y e v -A . G a lc h in s k y -V . Lantsov, Karl Marx’s Great Discovery, Progress Publishers, 1980. 128. Μαρξ-Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. A', ό.π, σ. 126. ΐ 29· I. Ramonet, “Nouvelle économie", στο LEMONDE dilomatique, Απρίλιος 20oo, 0. 1. 130. M. Hardt - A. Negri, Αυτοκρατορία, ό.η., σ. 344 κ.ε. 131. Βλ. Η. Marcuse, «Περί της έννοιας της άρνησης στη διαλεκτική», μτφ. Κωνσταντί νος Ράνης, 2006 υπό δημοσίευση στο περιοδικό Ουτοπία. 132. X. Μαρκούζε, Το τέλος της Ουτοπίας, Αθήνα, Ύψιλον, 1985, σ. ι ι . ΐ 33· Μοντεσκιέ, «Το πνεύμα των νόμων», στο Μοντεσκιέ, επιλογή από το έργο του, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1993. σ· 33ΐ· 134- Λένιν, «Κράτος και Επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 33. ώ.π., σ. 83. ΐ 35· Φ · Ένγκελς, «Η εξέλιξη tou σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά έργα, τόμ. Β', ό.π., σ. ι66. 136. Engels, Anti-Dühring, ό.π., σ. 322.
157 I ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
Οδοιπορικό προς μια νέα Κομμουνιστική Διεθνή. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική Α λ έξ α ν δ ρ ο ς Α. Χ ρ ύσ η ς Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας των Ιδεών και Φιλοσοφίας της Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνιολογίας
Στις γραμμές που θα ακολουθήσουν θα επιχειρήσω ένα σύντομο οδοιπορικό α πό το διεθνιστικό παρελθόν του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος προς το μέλλον μιας νέας Κομμουνιστικής Διεθνούς, πολιτικό και πολιτιστικό όρο «εκ των ων ουκ άνευ», κατά τη γνώμη μου, για μια αποτελεσματική ρήξη προς τον παγκόσμιο καπιταλισμό και μάλιστα σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Μεθοδολογικές διευκρινίσεις ι. Υιοθετώντας το πνεύμα και το γράμμα της ι ι η<; Θέσης του Μαρξ για τον Φόιερμπαχ (Feuerbach) («Οι φιλόσοφοι έχουν με διαφορετικούς τρόπους ερμηνεύσει τον κόσμο, το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε») δεν προτίθεμαι να προχωρήσω σε μια ανάλυση ακαδημαϊκού χαρακτήρα, αλλά να καταγράψω σκέψεις με πολι τικό περιεχόμενο. Για να είμαι ακριβής, προτίθεμαι να διατυπώσω και να εισηγηθώ μια υπόθεση εργασίας που εστιάζεται στο αίτημα θεμελίωσης μιας νέας Κομ μουνιστικής Διεθνούς μέσα από το πρίσμα μιας διαλεκτικής συναρμογής θ εω ρίας και πράξης. 2. Με αυτή την έννοια, η ανάλυση που θα ακολουθήσει δεν έχει, δεν θέλω να έχει, έναν αφηρημένο κανονιστικό χαρακτήρα. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ένα αφηρημένο δέον, σε ένα καθαρό ιδεώδες προς το οποίο η ζέουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα οφείλει να υποκύψει και να προσαρμοστεί. Θα επικαλε στώ και πάλι το γράμμα και το πνεύμα του Μαρξ:
Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια τάξη πραγμάτων που πρέπει να επιβλη θεί, ένα ιδεώδες προς το οποίο η πραγματικότητα πρέπει να κατευθυνθεί. Ονομάζουμε κομμουνισμό το πραγματικό κίνημα που αίρει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι όροι αυτού του κινήματος απορρέουν από τις ήδη υπάρχουσες προϋποθέσεις.'
159 I ΟΔΟ 11
ΠΡΟΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜI Μ ΟΥ N12 TI ΚΗ ΔΙΕΘΙ
8
3· Η συγκρότηση μιας νέας Κομμουνιστικής Διεθνούς ως αναγκαιότητας που α πορρέει από τη σύγχρονη τάξη πραγμάτων του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν συνδέεται προς αυτή με όρους μηχανιστικής αιτιότητας, άκαμπτου νόμου αιτίας και αποτελέσματος. Καμιά νευτώνεια μηχανική, κανένας φυσικός νόμος δεν υπάρ χει και συνεπώς δεν μπορεί να εγγυηθεί την ανατροπή του καπιταλισμού σε κομ μουνιστική κατεύθυνση. «Ο νευτώνειος κομμουνισμός πρέπει να αντικατασταθεί από έναν αίνσταΐνειο κομμουνισμό, και αυτό το σημείο είναι εξαιρετικά σημαντικό και σοβαρό» έγραφε πριν από μερικά χρόνια ο Κοστάντσο Π ρέβε.2 Και σ’ αυτό το θέμα θα ήθελα να αποκλίνω και εγώ, αν όχι από το πνεύμα, πάντως οπωσδήποτε από το γράμμα ορισμένων διατυπώσεων του Μαρξ, που έχουν χαρακτηριστεί, όχι αδίκως, δείγματα εσχατολογίας και μιας μεταφυσικής της ιστορίας Ένα μόνο πα ράδειγμα τέτοιας διατύπωσης από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
.3
Η [αστική τάξη] παράγει πάνω απ’ όλα τους δικούς της νεκροθάφτες: η ήττα της και η νίκη του προλεταριάτου είναι εξίσου αναπόφευκτες.* 4. Θα διατυπώσω τις προτάσεις μου κινούμενος σε τρεις διαδοχικές ιστορικές περιόδους, που θα μπορούσαν να αντιστοιχηθούν και προς ανάλογες φάσεις α νάπτυξης του καπιταλισμού, ζήτημα ωστόσο το οποίο υπάρχουν άλλοι σαφώς πιο αρμόδιοι από μένα να διαπραγματευτούν. Οι τρεις διακριτές ιστορικές περίο δοι, οι τρεις στιγμές στις οποίες εκτυλίσσεται το οδοιπορικό προς μια νέα Διεθνή, από το παρελθόν προς το μέλλον ενός διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αποτυπώνονταιως εξής: α) Η εποχή των Μαρξ και Ένγκελς και η Α' Διεθνής. β) Από τη χρεοκοπία της Β' Διεθνούς στην εποχή των Μπολσεβίκων και της Γ' Διεθνούς. γ) Μια νέα Κομμουνιστική Διεθνής στην εποχή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Εξηγούμαι: αν και δεν έχω τα περιθώρια αλλά κυρίως τη θέληση να επιχειρή σω μια ανάλυση μέσα από το πρίσμα μιας ψυχρής Ιστορίας των Ιδεών, θεω ρώ πάντως θεμελιώδη προϋπόθεση την ερευνητική στροφή στο παρελθόν, προκειμένου να διαγνώσει κανείς την ανάγκη του μέλλοντος. Από αυτή την άποψη, επέλεξα τη μέθοδο μιας κριτικής αναδρομής στις βασικότερες στιγμές του οδοιπορι κού για τη συγκρότηση ενός διεθνούς επαναστατικού υποκειμένου από την επο χή του Μαρξ και του Ένγκελς μέχρι τα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, προκειμένου να διατυπώσω τελικά το επιχείρημά μου υπέρ της θεμελίωσης μιας σύγχρονης Κομμουνιστικής Διεθνούς. Μετά τις απαραίτητες αυτές διευκρινίσεις, θεω ρώ ότι μπορώ πλέον να τοπο θετηθώ, να τοποθετηθούμε, στην αφετηρία της διαδρομής μας:
Οδοιπορικό προς μια νέα Κομμουνιστική Διεθνή. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική Πρόκειται ουσιαστικά για το αίτημα προσέγγισης με σύγχρονους όρους, και κάτω ίΕΞΑΝΔΡΟ! A. ΧΡΥ2Η2 | ΐ 6θ
από το βάρος της τραγικής κατάληξης της Οκτωβριανής Επανάστασης, της προ σταγής με την οποία κλείνουν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Μαρξ και ο Ένγκελς: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Ο προσδιορι σμός του βαθύτερου πολιτικού νοήματος που προσλαμβάνει στην εποχή μας η προσταγή «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενω θείτε!», σε αυτή την εποχή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, αποτελεί την κινούσα αιτία αυτού του οδοιπορικού και το λόγο που με οδηγεί να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις που ακολουθούν.
ι . Το αίτημα της Διεθνούς στην εποχή των Μαρξ και Ένγκελς ι.ι. Ήδη από τα χρόνια συγγραφής της Γερμανικής Ιδεολογίας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς προσεγγίζουν τον κομμουνισμό μέσα από την οπτική της παγκοσμιότητας, μέσα από ένα πρίσμα κοσμοπολιτισμού.!ις γραμμές αυτού του έργου πολεμικής, αλλά και προσδιορισμού της θεωρητικής συνείδησής τους, που παρέδωσαν κατά τα άλλα στην «κριτική των τρωκτικών», διαπερνά με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο έ νας αφορισμός, τον οποίο σήμερα, και κατά μείζονα λόγο σε σχέση προς την επο χή του Μαρξ και του Ένγκελς, δεν δικαιούμαστε να αγνοήσουμε: ο κομμουνισμός ως τοπικό φαινόμενο, ο κομμουνισμός σε μία μόνη χώρα δεν έχει προοπτικές ε πιβίωσης.
Η μεγάλη κλιμάκωση των παραγωγικών δυνάμεων είναι και προς τούτο μια α πολύτως αναγκαία πρακτική προϋπόθεση, επειδή χωρίς αυτή γενικεύεται η έλλειψη, έτσι ώστε λόγω της ανάγκης η διαμάχη για τα απαραίτητα θα άρχιζε και πάλι, και όλη η παλιοκατάσταση θα εμφανίζονταν ξανά, καθ’ότι μόνο με την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εγκαθιδρύεται μια κα θολική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, [μια επικοινωνία] που [...[παράγει σε όλα τα έθνη ταυτόχρονα τηχωρίς ιδιοκτησία μάζα (γενικός ανταγωνισμός), κάνοντας κάθε έθνος εξαρτημένο από τις ανατροπές των άλλων, και τοποθε τώντας τελικά τα παγκόσμια-ιστορικά, εμπειρικά καθολικά άτομα στη θέση των τοπικών. Χωρίς αυτό: ι) ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει μόνο ως τοπι κό φαινόμενο 2) οι ίδιες οι δυνάμεις της επικοινωνίας δεν θα μπορούσαν να α ναπτυχθούν ως καθολικές, συνεπώς ανυπόφορες δυνάμεις[...], και 3) κάθε ε πέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό. Εμπειρικό, ο κομμουνισμός είναι δυνατός μόνον ως πράξη των κυρίαρχων λαών «με μιάς» και ταυτόχρονα, γεγονός που προϋποθέτει την καθολική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της παγκόσμιας επικοινωνίας που συνδέεται μα ζί τους. [...] Το προλεταριάτο μπορεί συνεπώς να υπάρξει μόνο σε παγκόσμιο ιστο ρικό επίπεδο, όπως ακριβώς ο κομμουνισμός, η δράση του προλεταριάτου, μπορεί να έχει μόνο μια «παγκόσμια-ιστορική» ύπαρξη. Παγκόσμια-ιστορική ύπαρξη ατόμων, δηλαδή ύπαρξη ατόμων που συνδέεται άμεσα με την παγκόσμια ιστορία} l 6l
I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
Αν και οι γραμμές αυτές της Γερμανικής Ιδεολογίας παρέμεναν άγνωστες α κόμη και στις πρώτες κρίσιμες δεκαετίες του 2θούαιώνα, το πνεύμα του παγκό σμιου κομμουνισμού που αποπνέουν δεν θα παραμείνει ιστορικά ανενεργό. Στις σελίδες του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος όχι απλώς συναντάται και πάλι, αλλά αναδεικνύεται πλέον σε περίοπτη θέση ω ς το αντίπαλο δέος ενός ήδη διεθνοποιούμενου καπιταλισμού, «σαν το φάντασμα που πλανιέται στην Ευ ρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού».6 Φάντασμα; Όχι ακριβώς. Έφτασε η ώρα, διαβεβαιώνουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς,στο παραμύθι του κομμουνιστικού φαντάσματος να αντιπαρατεθεί η πραγ ματικότητα του μανιφέστου του κομμουνιστικού κόμματος. Με αυτή την έννοια, η μαρξική προσταγή: «Προλετάριοι όλων των χω ρώ ν, ενω θ είτε!» δεν είναι φόρμα κενή ιστορικού περιεχομένου, αλλά ρεαλιστική προτροπή για τη συγκρό τηση ενός διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ενός πραγματικού κινήματος υ πέρβασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, τη δυναμική της ο ποίας οι συγγραφείς του Κομμουνιστικού Μανιφέστου με ευκρίνεια προέβαλλαν στις οθόνες του μέλλοντος:
Η ανάγκη μιας σταθερά επεκτεινόμενης αγοράς για τα προϊόντα της κατα διώκει την αστική τάξη σε όλη την επιφάνεια της υδρογείου. Πρέπει να φω λιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να συνάπτει σχέσεις παντού. Η αστική τάξη, διαμέσου της εκμετάλλευσης της παγκόσμιας αγοράς, έ χει διαμορφώσει κοσμοπολιτικά την παραγωγή και την κατανάλωση σε όλες τις χώρες. Προς μεγάλη θλίψη των Αντιδραστικών, αφαίρεσε κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας το εθνικό έδαφος όπου στηρίζονταν. Όλες οι από πα λιά καθιερωμένες εθνικές βιομηχανίες έχουν καταστραφεί ή καταστρέφονται καθημερινά. Εκτοπίζονται από νέες βιομηχανίες η εισαγωγή των οποί ων μετατρέπεται σε ζήτημα επιβίωσης για όλα τα πολιτισμένα έθνη, [εκτοπί ζονται] από βιομηχανίες που δεν κατεργάζονται πλέον γηγενείς πρώτες ύ λες, αλλά πρώτες ύλες που φθάνουν από τις πλέον απομακρυσμένες ζώνεςβιομηχανίες που τα προϊόντα τους καταναλώνονται όχι μόνον στο εσωτερι κό, αλλά σε κάθε μέρος του κόσμου. Ιτη θέση των παλαιών αναγκών, που ι κανοποιούνταν από τα προϊόντα της χώρας, συναντούμε νέες ανάγκες, που απαιτούν για την ικανοποίησή τους τα προϊόντα μακρινών χωρών και κλιμά των. Ιτη θέση της παλιάς και εθνικής αυτάρκειας και απομόνωσης έχουμε πολύπλευρη επικοινωνία, πολύπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Και ό πως στην υλική, έτσι και στην πνευματική παραγωγή. Τα πνευματικά δημι ουργήματα των επιμέρους εθνών καθίστανται κοινό κτήμα. Εθνική μονομέ ρεια και εθνική απομόνωση καθίστανται ολοένα και περισσότερο αδύνατες, και από την πληθώρα των εθνικών και τοπικών λογοτεχνιών αναδύεται μια παγκόσμια λογοτεχνία. Η αστική τάξη, με ραγδαία βελτίωση όλων των εργαλείων παραγωγής, με τα τεράστια επιβοηθητικά μέσα επικοινωνίας, σύρει όλα, ακόμη και τα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α. ΧΡΥΣΗΣ I 102
πλέον βάρβαρα έθνη στον πολιτισμό. Οι φθηνές τιμές των εμπορευμάτων της αποτελούν το βαρύ πυροβολικό με το οποίο κατεδαφίζει όλα τα σινικά τείχη και με το οποίο εξαναγκάζει το έντονα επίμονο μίσος των βαρβάρων για τους ξένους να υποτάσσεται. Εξω θεί όλα τα έθνη, με την απειλή της ε ξόντωσης, να υιοθετήσουν τον αστικό τρόπο παραγωγής■ τα εξω θεί να ει σαγάγουν ό,τι αποκαλεί πολιτισμό στον ορίζοντα τους, δηλαδή να γίνουν και τα ίδια αστικό. Με ένα λόγο, διαμορφώνει έναν κόσμο σύμφωνα με την εικόνα της.7 Λογικά αυτονόητη, αλλά πολιτικά συχνά παραγνωρισμένη αλήθεια: απέναντι σε μια τέτοια διεθνοποίηση του καπιταλισμού μόνον ένα εξίσου διεθνοποιημένο εργατικό και, ακόμη ειδικότερα, κομμουνιστικό κίνημα μπορεί να αντιπαρατεθεί. ι.2 . Μορφή και περιεχόμενο του διεθνούς εργατικού κινήματος τείνουν να συντεθούν διαλεκτικά στις αρχές της δεκαετίας του i860.Υπαινίσσομαι εδώ την ί δρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Το γεγονός είναι γνωστό και καλά μελετη μένο από ιστορική και θεωρητική άποψη.8Δεν θα επεκταθώ. Θα ήθελα όμως να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη στις πιο κάτω επισημάνσεις, που αντλώ α μέσως ή εμμέσως από τον Μαρξ της Α' Διεθνούς. Α) Όσο περισσότερο κλιμακώνεται ο κατακερματισμός και η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού σε διεθνή κλίμακα τόσο πιο επιτακτική καθίσταται η συ γκρότηση της Διεθνούς των εργατών.
[...] Όλες οι προσπάθειες που στόχευανμέχρις εδώ σε αυτόν το μεγάλο σκοπό [της οικονομικής χειραφέτησης των εργατικών τάξεων] απέτυχαν εξαιτίας της έλλειψης αλληλεγγύης ανάμεσα στις πολυσχιδείς διαιρέσεις της εργασίας σε κάθε χώρα και λόγω της απουσίας αδελφικού δεσμού ενότη τας ανάμεσα στις εργατικές τάξεις των διαφόρων χωρών [,..].9 Β) Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης ω ς διαδικασία αυτοχειραφέτησης των όπου γης εργατών δεν τίθεται με όρους εθνικού ή τοπικού αλλά κοινωνικού ζητήματος· η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος δεν μπορεί παρά να επιδιώκε ται σε διεθνές επίπεδο, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού ω ς παγκόσμι ου συστήματος, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζονται οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές ιδιομορφίες και ιδιαίτερα ο ανισόμετρος βαθμός ανάπτυξης κάθε χώρας στην παγκόσμια καπιταλιστική αλυσίδα:
[...] Η χειραφέτηση της εργασίας δεν είναι ούτε τοπικό ούτε εθνικό, αλλά κοινωνικό πρόβλημα, που αφορά όλες τις χώ ρες στις οποίες υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία, και η επίλυσή του εξαρτάται από τη θεωρητική και πρακτική συνδρομή των πλέον αναπτυγμένων χωρών [...].'° 0 Η διεθνοποίηση ενός οργανωμένου εργατικού κινήματος δεν είναι αυτο σκοπός. Είναι: α) μέσο για την κομμουνιστική επανάσταση, που μόνο στο βαθμό που εντάσ
163 I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟί ΜΙΑ ΝΕΑ KO Μ Μ ΟΥ NIJ TI ΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
σεται σε διεθνή προοπτική και προσλαμβάνει διεθνές περιεχόμενο προσεγγίζει το σκοπό τηςβ) πρόπλασμα της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας, που μόνο ενταγμένη σε μια παγκόσμια δυναμική και όχι ω ς μεμονωμένο τοπικό φαινόμενο μπορεί να υπάρξει. Ο καπιταλισμός εξελίσσεται. Ο Μαρξ εμμένει, αλλά και προειδοποιεί:
Ακόμη και κάτω από τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες κάθε σοβαρή επιτυχία του προλεταριάτου εξαρτάται από μια οργάνωση που ενώνει και συγκεντρώνει τις δυνάμεις του- ακόμη και η οργάνωση σε εθνικό επίπεδο είναι εκτεθειμένη στη διάσπαση προς τις εργατικές τάξεις άλλων χωρών, που όλες ανεξαιρέ τως ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά, δρώντας και αντιδρώντας η μία στην άλλη. Τίποτε άλλο παρά ένας διεθνής δεσμός των εργατικών τάξεων θα μπορέσει να διασφαλίσει κάποτε τον οριστικό θρίαμβό τους. Αυτή η ανάγκη έχει δώσει ζωή στη γένεση της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών." Ολοκληρώνει τον εναρκτήριο λόγο του στην Α'Διεθνή με τις ίδιες λέξεις, με την ίδια προσταγή που ολοκληρωνόταν το κείμενο του Μανιφέστου του Κομμου νιστικού Κόμματος: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!». Δεν πρόκειται για ιδεοληψία, δεν πρόκειται για καθαρό ιδεώδες. Σύμφωνα με τον Μαρξ, πρό κειται για ανάγκη, βαθιά ριζωμένη στο έδαφος της Ιστορίας.
2. Από ιη χρεοκοπία της Β' Διεθνούς στην ίδρυση της Κομιντέρν Το άδοξο τέλος της Α' Διεθνούς, αλλά και η σε γενικές γραμμές γνωστή σε όλους μας πορεία της Β' Διεθνούς φέρνουν στη μνήμη τη λιτή διατύπωση του νεαρού Μαρξ: «Ο λόγος υπήρχε πάντοτε, όχι όμως πάντα σε έλλογη μορφή».’2 1914 : 0 Α' Παγκόσμιος πόλεμος, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος εκρήγνυται και το οικοδόμημα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας ανατινάσσεται. Μια, ασθενής ακό μη, αριστερή πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος αναλαμβάνει να προσδώσει έλλογη, δηλαδή επαναστατική μορφή στη δυναμική της Ιστορίας. Στη δίνη του πο λέμου ο Λένιν στρέφεται στη μελέτη της χεγκελιανής Λογικής και επιχειρεί να τη θέσει στην υπηρεσία της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης. Ρήξη με τη λο γική και την πολιτική του βαθμιαίου. Ρήξη με τη φιλοσοφία και την πολιτική της Β' Διεθνούς.Το βαθμιαίο δεν εκφράζει, δεν μπορεί να εκφράσει με τους όρους μιας παγκόσμιας Λογικής της Ιστορίας το έλλογο με έλλογη μορφή.
Ως προς τι διαφέρει το διαλεκτικό πέρασμα από το μη διαλεκτικό; Ως προς το άλμα. Ως προς την αντιφατικότητα. Ως προς τη διακοπή του βαθμιαίου. Ως προς την ενότητα (ταυτότητα) του Είναι και του μη Είναι.'3 Χεγκελιανή και μαρξική παρακαταθήκη, που ο Λένιν και οι σύντροφοί του βιώνουν στην πράξη: η διαλεκτική της Ιστορίας ξετυλίγεται μέσα από τις αντιθέ σεις της, και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η στιγμή της μετατροπής του ιμπε ριαλιστικού πολέμου σε διεθνή κοινωνικό εμφύλιο έχει φθάσεί: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α. ΧΡΥΣΗΣ | 104
Το σοσιαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να νικήσει μέσα στα παλιά πλαίσια της πα τρίδας. Δημιουργεί νέες ανώτερες μορφές συμβίωσης των ανθρώπων, όπου οι νόμιμες ανάγκες και οι προοδευτικές τάσεις των εργαζομένων μαζών κάθε εθνότητας θα ικανοποιηθούν για πρώτη φορά μέσα σε μια διεθνική ενότητα με τον όρο ότι θα εκμηδενιστούν οι σημερινοί εθνικοί φραγμοί. Ιτις προσπά θειες της σύγχρονης αστικής τάξης να διαιρέσει και να χωρίσει τους εργάτες με υποκριτικές επικλήσεις για «υπεράσπιση της πατρίδας», οι συνειδητοί ερ γάτες θα απαντήσουν με όλο και καινούργιες και επανειλημμένες προσπάθει ες για την πραγματοποίηση της ενότητας των εργατών των διαφόρων εθνών στον αγώνα για την ανατροπή της κυρίαρχης αστικής τάξης όλων των εθνών. Η αστική τάξη εξαπατά τις μάζες καλύπτοντας την ιμπεριαλιστική ληστεία με την παλιά ιδεολογία του «εθνικού πολέμου». Το προλεταριάτο ξεσκεπάζει αυτή την απάτη κηρύσσοντας το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστι κού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. [...] Μια τέτοια μετατροπή δεν είναι βέβαια εύκολη και δεν μπορεί να γίνει «σύμφωνα με τη θέληση» του ενός ή του άλλου κόμματος. Μα αυτή ακριβώς η μετατροπή βρίσκεται μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού γενικά, της εποχής του τέλους του καπιταλισμού ειδικά. Και προς αυτή την κα τεύθυνση, μόνο προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να διεξάγουν τη δουλιά τους οι σοσιαλιστές.** Ανιχνεύεται εδώ η παγκόσμια επανάσταση ω ς αντικειμενική δυνατότητα· η παγκόσμια επανάσταση όχι ω ς απόρροια μιας «σιδηράς νομοτέλειας», μα ούτε ως έκφραση μιας αυθαίρετης βούλησης του συλλογικού υποκειμένου. Μετατρο πή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο. Η έκβαση του εγχειρήματος αβέβαιη, αλλά η ανάγκη να ενταχθεί σε ένα διεθνές πλαίσιο αναμφισβήτητη:
Είναι απόλυτα ευνόητο ότι, για να δημιουργηθείμια διεθνής μαρξιστική οργά νωση, πρέπει να υπάρχει στις διάφορες χώρες η θέληση για τη δημιουργία α νεξάρτητων μαρξιστικών κομμάτων. Η Γερμανία ως χώρα με το πιο παλιό και πιο ισχυρό εργατικό κίνημα έχει αποφασιστική σημασία. Το άμεσο μέλλον θα δείξει αν έχουν ωριμάσει οι όροι για την ίδρυση μιας νέας μαρξιστικής Διε θνούς. Αν ναι, το κόμμα μας θα προσχωρήσει με χαρά σε μια τέτοια, ξεκαθα ρισμένη από τον οπορτουνισμό και το σωβινισμό, III Διεθνή. Αν όχι, το γεγονός αυτό θα δείξει ότι για ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα απαιτείται ακόμη λίγο πολύ μα κρόχρονη εξέλιξη. Στην περίπτωση αυτή το κόμμα μας θα αποτελέσει την ά κρα αντιπολίτευση μέσα στην προηγούμενη Διεθνή - ώσπου να δημιουργηθεί στις διάφορες χώρες η βάση για μια διεθνή ένωση των εργατών που να στέ κεται στις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού. Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγ ματα στο διεθνή στίβο τα αμέσως ερχόμενα χρόνια. Εκείνο που ξέρουμε στα σίγουρα, και για το οποίο έχουμε ακλόνητη πεποίθηση, είναι ότι το κόμμα μας 165 I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
θα δουλεύει ακούραστα προς αυτή την κατεύθυνση στη χώρα μας μέσα στο προλεταριάτο μας και θα χτίζει με όλη του την καθημερινή δράση το ρωσικό τμήμα μιας μαρξιστικής Διεθνούς.'* Διαφαίνεται ήδη η στρατηγική και η τακτική της ρωσικής πρωτοπορίας. Εντάσσει το σχέδιό της στο εσωτερικό της ολότητας, του συγκεκριμένου καθο λικού, που δεν μπορεί να είναι άλλο παρά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.Το τοπικό, το εθνικό, το ιδιαίτερο δεν καταργείται στο όνομα του καθολικού, αλλά και δεν αυτονομείται. Έρχεται να συναντηθεί διαμέσου της ιδιαιτερότητός του με το άλλο, τα άλλα ιδιαίτερα, και να αρθεί στο επίπεδο της πιο πλούσιας καθολικότητας που συμπυκνώνεται στην ανάγκη και στην πραγματικότητα μιας νέας Διεθνούς.
Η παγκόσμια κατάσταση περιπλέκεται όλο και περισσότερο. Δεν υπάρχει άλ λη διέξοδος εκτός από την παγκόσμια εργατική επανάσταση που, σε σχέση με τις άλλες χώρες, προπορεύεται τώρα στη Ρωσία, αλλά φουντώνει ολοφά νερα [...}και στη Γερμανία.'6 «Μαθήματα κρίσης» ο τίτλος του λενινιστικού αυτού σχολίου γραμμένου στη δίνη της Επανάστασης. «Μαθήματα διαλεκτικής», θα μπορούσα να σχολιάσω σή μερα. Η εργατική επανάσταση ω ς παγκόσμια διαδικασία είναι μια σχέση σχέσε
ων, μια κινούσα αντίφαση στην κινούμενη άμμο του ιμπεριαλισμού, πάνω στην ο ποία οι ρυθμοί των ιδιαίτερων κινημάτων μεταλλάσσονται, αυξομειώνονται, πα σχίζοντας να συνθέσουν την αρμονία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ανυποψίαστοι οι μπολσεβίκοι για τον διεθνή χαρακτήρα του κομμουνισμού, για τον κομμουνισμό ω ς πραγματικό κίνημα που ολοκληρώνεται μόνο σε παγκό σμιο επίπεδο; Όχι ασφαλώς! Μπορεί να μη μελέτησαν τα σχετικά χωρία της Γ ερ-
μανικής Ιδεολογίας, αλλά μελέτησαν Χέγκελ, διάβασαν Μαρξ, αναγνώρισαν με τη μορφή ενός παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου την αντίθεση στον δικό τους διεθνισμό, αντιμετώπισαν τον προσωρινό -έτσι πίστεψαν- θρίαμβο της διε θνούς και άναρχης καπιταλιστικής κοινωνίας των ιδιωτών, που τρέφεται μέσα α πό τις αιματηρές αντιθέσεις που την ορίζουν. Ο Λένιν δεν κουράζεται να επανα λαμβάνει. Εμμένει στη μαρξική προσταγή και ξαναγράφει με τον δικό του, ιδιαί τερο τρόπο το «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»:
Δεν μπορεί να νοηθεί πλήρης νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία μόνο χώρα, αλλά απαιτείται η πιο δραστήρια συνεργασία μερικών τουλάχιστον προηγμένων χωρών, ανάμεσα στις οποίες δεν μπορούμε να συγκατατάξουμε τη Ρωσία. Να γιατί το πρόβλημα σε ποιο βαθμό θα πετύχουμε την επέκταση της επανάστασης και σε άλλες χώρες και σε ποιο βαθμό θα κατορθώσουμε ως τότε να αποκρούσουμε τον ιμπεριαλισμό έγινε ένα από τα κύρια προβλή ματα της επανάστασης.17
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α. ΧΡΥΣΗΣ | ΐ 66
Υπάρχει σαφής και αγωνιώδης συνειδητοποίηση της ανάγκης για διεθνοποίη ση του κομμουνιστικού κινήματος. Αν η επανάσταση δεν ανοίξει στον διεθνή ορί ζοντα, αν δεν αποκτήσει ζωτικό χώρο, ιδιαίτερα στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, τότε δεν έχει μέλλον.18 Κλειδί για την επίλυση αυτού του προ βλήματος, αλλά και πρόπλασμα ταυτόχρονα μιας παγκόσμιας κομμουνιστικής κοινωνίας, προτείνεται η ίδρυση της νέας, τηςΤρίτης, της Κομμουνιστικής Δ ιε θνούς. Και όμως, η επανάσταση που ξεκίνησε στην Ανατολή δεν δείχνει να εκτείνεται προς δυσμάς. Η καπιταλιστική Δύση, οι αστικές τάξεις των οικονομικά ανεπτυγ μένων καπιταλιστικών χωρών εξαγοράζουν και στρατολογούν όχι λίγους από τους δυνάμει νεκροθάφτες τους, διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό κοινωνικά στρώμα. Εργατική αριστοκρατία: ανάχωμα στις δυνάμεις της επανάστασης, στή ριγμα στις δυνάμεις της αντίδρασης. Ένα στρώμα που μεταλλάσσεται και επιβιώ νει μέχρι τις μέρες μας. Ο δόλος της Ιστορίας παίζει το δικό του παιχνίδι. Ο Λένιν στο βήμα του 2ουΣυνεδρίου της Ρ Διεθνούς διαπιστώνει και καταγγέλλει:
Μια από τις βασικές αιτίες που δυσκολεύουν το επαναστατικό εργατικό κίνη μα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι ότι χάρη στις αποικιακές κτήσεις και τα υπερκέρδη του χρηματιστικού κεφαλαίου κτλ. το κεφάλαιο κατάφερε στις χώρες αυτές να σχηματίσει ένα σχετικά πιο πλατύ και σταθερό στρώμα εργατικής αριστοκρατίας, που είναι μια μικρή μειοψηφία. Η αριστο κρατία αυτή παίρνει καλύτερα μεροκάματα από τους άλλους και είναι η πιο ποτισμένη με το στενό συντεχνιακό πνεύμα, με μικροαστικές και ιμπεριαλιστι κές προλήψεις. Αυτή αποτελεί το πραγματικό κοινωνικό στήριγμα της II Διε θνούς των ρεφορμιστών και των «κεντριστών» και στη συγκεκριμένη στιγμή αποτελεί, ίσως, το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης.'9 0 δρόμος προς τη διεθνή επανάσταση δεν ανοίγει.Το βαρόμετρο των επανα στατικών καιρών δεν μπορεί παρά να μετρά σε διεθνή κλίμακα. Και σε αυτή την κλίμακα, ο δείκτης κινείται αρνητικά. Φόβοι εκφράζονται, αλλά οι ψευδαισθήσεις
επικρατούν. Ο Λένιν επανέρχεται στις εργασίες του 3ουΣυνεδρίου της Π Διεθνούς:
Για μας ήταν ξεκάθαρο πως χωρίς την υποστήριξη της διεθνούς παγκόσμιας επανάστασης η νίκη της προλεταριακής επανάστασης είναι αδύνατη. Ακόμη πριν την επανάσταση, καθώς και ύστερα από αυτή, νομίζαμε: είτε τώρα αμέ σως είτε τουλάχιστον πολύ σύντομα θα αρχίσει η επανάσταση στις υπόλοιπες χώρες που είναι από καπιταλιστική άποψη πιο αναπτυγμένες είτε, σε αντίθε τη περίπτωση, θα χαθούμε. [...] Στην πραγματικότητα όμως η πορεία του κινήματος δεν ήταν τόσο ευθύγραμμη όπως την περιμέναμε. Σε άλλες μεγάλες, καπιταλιστικά πιο αναπτυγ μένες χώρες η επανάσταση δεν άρχισε ακόμη ως τώρα. Είναι αλήθεια ότι η ε πανάσταση -μπορούμε να το διαπιστώσουμε με ικανοποίηση- αναπτύσσεται
167 I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
σε όλο τον κόσμο, και μόνο χάρη στο περιστατικό αυτό η διεθνής αστική τάξη δεν είναι σε θέση να μας πνίξει, παρόλο που από οικονομική και στρατιωτική άποψη είναι εκατό φορές πιο ισχυρή από μας. [...] Η ανάπτυξη της διεθνούς επανάστασης που την προλέγαμε προχωρεί. Η προχωρητική όμως αυτή κίνηση δεν είναι τόσο ευθύγραμμη όπως την αναμέ ναμε. [...] Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Τώρα είναι απαραίτητη μια σοβαρή προετοιμασία της επανάστασης και μια βαθιά μελέτη της συγκεκριμένης ανά πτυξής της στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτό είναι το πρώτο δί δαγμα που πρέπει να βγάλουμε από τη διεθνή κατάσταση.10 Παρά τις δυσκολίες, παρά τα προβλήματα, η διεθνής επανάσταση προχωρεί, επιμένουν οι μπολσεβίκοι. Η επανάσταση προχωρεί, αλλά όχι ευθύγραμμα. Κι ό μως, παρά τις προσδοκίες τους, το επαναστατικό κίνημα δεν προσλαμβάνει διε θνή χαρακτήρα. Η ρωσική ηγεσία έχει ήδη παγιδευτεί στη γοητεία του δικού της πόθου, της δικής της αμαρτίας, της δικής της πρόκλησης απέναντι στην Ιστορία. Χαρακτηριστική εν προκειμένω η πολιτική ρητορική του κοσμοπολίτηΤρότσκί:
Στην ανάλυσή μας δεν υπάρχει ίχνος «μεσσιανισμού». Τα επαναστατικά πρω τοτόκια του ρωσικού προλεταριάτου είναι μόνον προσωρινά. [...]Συν τωχρό νο.), ο ηγετικός επαναστατικός ρόλος θα περάσει στην εργατική τάξη με τη μεγαλύτερη οικονομική και οργανωτική ισχύ. Αν σήμερα το κέντρο της Τρίτης Διεθνούς βρίσκεται στη Μόσχα, άμεσα -και είμαστε βαθύτατα πεπεισμένοι γι’ αυτό- το κέντρο θα μετατοπισθεί προς Δυσμάς: προς το Βερολίνο, προς το Παρίσι, προς το Λονδίνο.1' «Συν τω χρόνω», το μερικό, το ιδιαίτερο θα αρθεί στη βαθμίδα του συγκεκρι μένου καθολικού, του διεθνούς. Μια εκτίμηση που έμελλε να διαψευστεί δραματι κά επί του ιστορικού πεδίου. Η ίδρυση της Γ' Διεθνούς σηματοδοτούσε την πίστη στην ανάγκη, αλλά και στη δυνατότητα ενίσχυσης του διεθνούς χαρακτήρα της ε πανάστασης. Η δυνατότητα αυτή αποδείχτηκε αφηρημένη. Αποτέλεσμα: η έκπτω ση της Κομιντέρν σε προσωρινής χρήσης όργανο προώθησης της κρατικής πολιτι κής της Σοβιετικής Ένωσης. Η συνέχιση της λειτουργίας της στη σταλινική περίοδο αλλά και η διάλυσή της θα σηματοδοτήσουν χαρακτηριστικές στιγμές της χρεοκο πίας του εγχειρήματος οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα.
3· Η ανάγκη θεμελίω σης μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς στην εποχή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού Αυτή η όσο το δυνατόν σύντομη αναδρομή στα χρόνια του Μαρξ και του Ένγκελς, αλλά κυρίως σε εκείνα του Λένιν και των συντρόφων του δεν είχε, δεν θέλησα να έχει το χαρακτήρα μιας τυπικής επιστροφής στον τόπο του θαύματος ή του ε γκλήματος. Η κριτική αναδρομή που επιχείρησα, καθώς και η ανάγκη θεμελίω σης μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς που καταλήγοντας έρχομαι να υποστηρίξω ε
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α. ΧΡΥΣΗΣ | ΐ 68
ντάσσονται, όπως εξαρχής διευκρίνισα, σε μια πολιτική λογική. Σε μια λογική που συναντά στο ανάπτυγμά της το αίτημα που διατύπωσε πριν από μερικά χρόνια ο Σλάβοι Ζίζεκ (Slavoj Zifek) για μια επανάληψη του Λένιν. Θυμίζω:
Επανάληψη του Λένιν δεν σημαίνει επιστροφή στον Λένιν - να επαναλάβουμε τον Λένιν σημαίνει να αποδεχθούμε ότι «ο Λένιν είναι νεκρός», ότι η δική του λύση ήταν αποτυχία, ακόμη και τερατώδης αποτυχία, αλλά ότι υπήρχε μέσα της ένας ουτοπικός σπινθήρας που αξίζει να διασώσουμε. Επανάληψη του Λένιν σημαίνει ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτό που ο Λένιν πράγ ματι έκανε και στο πεδίο των δυνατοτήτων που άνοιξε, [να διακρίνουμε] την ένταση ανάμεσα σε αυτό που πράγματι έκανε και σε μια άλλη διάσταση: αυτό που ήταν «στον Λένιν κάτι περισσότερο από τον ίδιο τον Λένιν». Επανάληψη του Λένιν σημαίνει επανάληψη όχι αυτού που ο Λένιν έκανε, αλλά αυτού που απέτυχε να κάνει, τωνχαμένων ευκαιριών του.22 Η θέση μου: ο «ουτοπικός σπινθήρας» για τον οποίο μιλάει ο Ζίζεκ, θέλοντας να επαναλάβειχον Λένιν, αναδεικνύεται στον διεθνή χαρακτήρα της επανάστα σης. Η λύση των μπολσεβίκων, η λύση του Λένιν, υπήρξε αποτυχία, υπήρξε απο τυχία με τραγικές συνέπειες, ακριβώς διότι η συγκεκριμένη δυνατότητα, αυτή που μπόρεσε να πραγματώσει, απείχε από την αφηρημένη για την εποχή του δυ νατότητα, τη δυνατότητα άρσης του τοπικού και του ιδιαίτερου στη βαθμίδα της διεθνούς κομμουνιστικής ολότητας. Θα συμφωνήσω λοιπόν με τον Ζίζεκ και θα εξειδικεύσω τη θέση μου:
Αν πράγματι επανάληψη του Λένιν σημαίνει όχι αυτό που ο Λένιν έκανε, αλλά αυτό που απέτυχε να κάνει, τότε, στην εποχή του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, επανάληψη του Λένιν σημαίνει, ειδικότερα, συνεκτικό και επεξεργασμένο σχέδιο δράσης για τη συγκρότηση ενός πραγματικά διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μιας διεθνούς επανάστασης, για την προώθηση της οποίας η θεμελίωση μιας Κομμουνιστικής Διεθνούς είναι όρος «εκ των ων ουκ άνευ». Η σχέση μιας τέτοιας Διεθνούς προς τα κατά τόπους κινήματα και οργανώ σεις δεν μπορεί παρά να είναι η διαλεκτική σχέση μιας οργανικής ολότητας προς τα μέρη της. Μια τέτοια Διεθνής δεν μπορεί να είναι πεδίο τυχαίας, ευκαι ριακής συνάντησης κομμάτων, κινήσεων και ρευμάτων. Μια τέτοια Δ ιεθνής δεν μπορεί να είναι γενικά και αφηρημένα μια νέα Διεθνής, όπως θα την ήθελε ίσως ο Ντεριντά (Derrida),23 αλλά ένας με την γκραμσιανή έννοια ηγεμόνας και συλλογικός διανοούμενος, που οργανώνει και προω θεί σε διεθνές επίπεδο, πολιτικά αλλά και ηθικά, τη ρήξη προς τον παγκόσμιο καπιταλισμό και πρωτο πορεί στην ασφαλώς όχι ευθύγραμμη πορεία της κομμουνιστικής επανάστα σης. Μια τέτοια κομμουνιστική Διεθνής δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει τον ίδιο το μαρξισμό, αλλά και ευρύτερα τις κομμουνιστικές ιδέες με βάση την πο λυμορφία των επιμέρους ρευμάτων και τις μεταξύ τους αντιθέσεις, λειτουρ
109 I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ
γώντας ω ς πεδίο διαπάλης των αντιθέσεων, αλλά και ένταξής τους στην ενό τητα που η ίδια συνιστά. Στους αντίποδες μιας σεκταριστικής νεοσταλινικής λο γικής, αλλά και εκείνης μιας άμορφης συρροής και συνάθροισης κινημάτων και οργανώσεων, μια τέτοια Δ ιεθ νής θα μπορούσε ίσω ς να επαναλάβει σε αυτή την περίπτωση τα λόγια της κόκκινης Ρόζα, θέτοντάς τα στην προμετωπίδα της ιδρυτικής διακήρυξής της:
Αποτελεί ζωτική αναγκαιότητα για το σοσιαλισμό να συγκροτηθεί μια νέα Διεθνής των εργατών, η οποία θα αναλάβει το ρόλο της διεύθυνσης και της ένωσης της επαναστατικής ταξικής πάλης εναντίον του ιμπεριαλισμού. [...] Η ταξική πάλη μέσα στα αστικά κράτη εναντίον των αρχουσών τάξεων και η διεθνής αλληλεγγύη του προλεταριάτου όλων των κρατών αποτελούν δύο αξεχώριστους γνώμονες της εργατικής τάξης στην ιστορική της πάλη για α πελευθέρωση. Δεν υπάρχει σοσιαλισμός έξω από τη διεθνή αλληλεγγύη του προλεταριάτου και δεν υπάρχει σοσιαλισμός έξω από την ταξική πάλη. Το σο σιαλιστικό προλεταριάτο δεν μπορεί να πράξει χωρίς ταξική πάλη και διεθνή αλληλεγγύη είτε στην ειρήνη είτε στον πόλεμο χωρίς να αυτοκτονήσει.1Α
Σημειώσεις ι. Marx-Engels, «Η Γερμανική Ιδεολογία», MEW, Bd. 3, ο. 35 2. Κ. Πρέβε, Καιροί Αναζήτησης, Αθήνα, ΣΤΑΧΥ, 1998, α. 82-83. 3· W.F. Haug, «Η παγκοσμιοποίηση στο Μανιφέστο και σήμερα», Ουτοπία, τεύχ. 45. Μάιος-Ιούνιος 2 ο ο ι , σ. 27-41· Ανάλογη θέση έχω υποστηρίξει και στο άρθρο μου με θέμα: “The Cunning of Production and the Proletarian Revolution in the Communist Manifesto”, ό πως περιλαμβάνεται στο Cowling, Mark (επιμ.), The Communist Manifesto - New Inter pretations, Εδιμβούργο, Edinburgh University Press, 1998, σ. 97-105. 4. Marx-Engels, «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», MEW, Bd. 4. σ. 474· 5· Marx-Engels, «Η Γερμανική Ιδεολογία», ό.π., σ. 34-36. 6. Marx-Engels, «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ό.π., σ. 461. 7· Στο ίδιο, ο. 466. 8. Βλ. χαρακτηριστικά την κλασική εισαγωγή του David Fernbach στη συλλογή τεκ μηρίων με τίτλο The First International and After, Λονδίνο, Penguin Books, 1981 (1974). 9. «Προσωρινοί Καταστατικοί Όροι της Δ ιεθνούς Ένωσης Εργατών» (ι868), m ew . Bd. 16, s. 14. 10. Στο ίδιο. π . «Αναφορά στο Συνέδριο των Β ρυ ξελλ ώ ν» (ι868), όπως περιλαμβάνεται στο Marx-Engels, Collected Works, τάμ. 2 ΐ, Μόσχα, Progress Publishers, σ. 17. 12. Marx, Επιστολή στον Ruge (Σεπτέμβριος 1843). m ew . Bd. 1, σ. 345· ΐ3 · Λένιν, «Χέγκελ. “Διαλ έξεις για την Ιστορία της Φ ιλοσοφίας”», Άπαντα, τάμ. 29, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 256.
ίΕΞΑΝΔΡΟΙ Α.
I 170
ΐ 4 · Λένιν, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής Διεθνούς» (1914). ό.π., τόμ. 26, σ. 40. ΐ 5· Λένιν, «Σοσιαλισμός και Πόλεμος» (1915). ό.π., τόμ. 26, σ. 349· ι6. Λένιν, «Μαθήματα κρίσης» (22Απριλίου/5 Μαΐου 1917). ό.π., τόμ. 31, σ. 326. 17· Λένιν, «Λόγος για τη διεθνή κατάσταση» (8 Νοεμβρίου 1918), ό.π., τόμ. 37. σ ΐ 53· ι8.Λένιν, «Έκθεση δράσης του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων» (11/2 4 Ιανουά ριου 1918), ό.π., τόμ. 35. σ· 261-279 : «Φυσικό, η τελική νίκη του σοσιαλισμού σε μία χώ ρα είναι αδύνατη.Το απόσπασμα των εργατών και αγροτών μας που υποστηρίζει τη Σοβιε τική εξουσία είναι ένα από τα αποσπάσματα του παγκόσμιου εκείνου στρατού που τον έ χει διαμελίσει τώρα ο παγκόσμιος πόλεμος, μα που επιδιώκει τη συνένωση. Και κάθε εί δηση, κάθε κομματάκι της έκθεσης για την επανάστασή μας, κάθε όνομα το υποδέχεται το προλεταριάτο με θυελλώδη επιδοκιμαστικά χειροκροτήματα, γιατί ξέρ ει ότι στη Ρω σία επιτελείται το κοινό έργο των προλετάριων - το έργο της εξέγερσης του προλετα ριάτου, το έργο της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης» (σ. 2 γγ). Ανάλογη διατύπωση του Λένιν βλ. ενδεικτικό και στο Λένιν, «Επιτυχίες και δυσκο λίες της σοβιετικής εξουσίας» (13 Μαρτίου 1919). ό.π., τόμ. 38, σ. 3 9 - 7 3 - «Δεν είναι δυνα τό να νικήσουμε σε διεθνή κλίμακα ολοκληρωτικά, οριστικά, νικώντας μόνο στη Ρωσία, αλλά είναι δυνατό μόνο τότε, όταν θα νικήσει το προλεταριάτο σε όλες τουλάχιστον τις αναπτυγμένες χώ ρες, ή έστω και σε μερικές από τις πιο μεγάλες αναπτυγμένες χώ ρες. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι η υπόθεση του προλε ταριάτου νίκησε, ότι ο πρώτος σκοπός μας -η ανατροπή του καπιταλισμού- πραγματο ποιήθηκε» (σ.42). 19· Λένιν, «Θ έσεις για το II Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (Ιούνιος-Ιούλιος 1920), ό.π., τόμ. 41, σ. 193· 20. Λένιν, «Έκθεση για την τακτική του ΚΚΡ [στο III Συνέδριο της Κομμουνιστικής Δ ιε θνούς]» (5 Ιουλίου 1921), ό.π., τόμ. 44. σ· 36-37· 2ΐ.Τρότσκι, «Καθ’ οδόν: Σκέψεις για την πρόοδο της προλεταριακής επανάστασης» (1919). The first 5 years of the Communist International, τόμ. ι, ΝέαΥόρκη, Monad Press, 19 7 2 ,0 .6 2 -6 3 . 2 2. Z if ek, Slavoj, «Επίμετρο» στο Revolution at the Gates, Ziie k on Lenin, The 1917 Writings, Λονδίνο, Verso, 2002, σ. 310. 23. |. Derrida, Spectres de Marx, Παρίσι, Éditions Galilée, 1993, σ. 138 -155· 24· R. Luxemburg, «Είτε/Είτε» (1916), Selected Political Writings, ΝέαΥόρκη, Monthly Review Press, 19 71, σ. 349-350.
17 1
I ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ m
11A ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΙ
Θεωρητική περιοδολόγηση και διακρίβωση του χαρακτήρα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας. Μ εθοδολογικές επισημάνσεις Δημήτρης Π ατέλη ς Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Πολυτεχνείου Κρήτης και μέλος της διεθνούς ερευνητικής ομάδας «Η Λογική της Ιστορίας»
Τ ο θέμα του συνεδρίου είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και άκρως σημαντικό από θεω ρητική και πρακτική άποψη. Επιτρέψτε μου να σταθώ σε ορισμένες μεθοδολογι κές επισημάνσεις για μια θεωρητική περιοδολόγηση και για τη διακρίβωση του χαρακτήρα του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας. Είναι ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι η ομιλία μου έπεται ιδιαίτερα περιεκτι κών και ενδιαφερουσών ομιλιών, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να εδράζεται σε ο ρισμένες ιδέες και απόψεις που ήδη διατυπώθηκαν, αλλά και να συνιστά έμμεση ή άμεση κριτική άλλων. Φυσικά, όπως πολύ εύστοχα επισήμανε ο Α. Χρύσης, ζητούμενο είναι η διε θνής ανασυγκρότηση του επαναστατικού κινήματος.Το θέμα είναι όμως πώς θα ανασυγκροτηθεί αυτό το διεθνές συνειδητό υποκείμενο. Για να ανασυγκροτηθεί το διεθνές επαναστατικό υποκείμενο, χρειάζεται μια ιστορική αλληλουχία ανα γκαίων όρων. Πρωτίστους, χρειάζεται η ωρίμανση των αντικειμενικών όρων για την ανάδειξη αυτού του υποκειμένου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται α παραιτήτους και η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης. Επιπλέον, χρειάζεται και η
συνειδητή συγκρότηση αυτού του υποκειμένου, η οποία προϋποθέτει μια θεω ρητική και μεθοδολογική διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων και της πραγματικής αναγκαιότητας που απορρέει από την ιστορική νομοτέλεια, για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Εδώ πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, για να ξεπεράσουμε τα όσα ο Κ. Πρέβε αποκάλεσε συμπλέγματα της ντροπής και της ήττας. Όσο παραμέ νουμε απαθείς, αδαείς και ηττοπαθείς απέναντι στη δραματική εμπειρία του 20ού αιώνα δεν πρόκειται να αναγεννηθεί το επαναστατικό κίνημα· και το κυριότερο: όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι η προηγούμενη θεωρητική και μεθοδολογική 173 I ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ
9
μορφή του κλασικού μαρξισμού έδειξε μεν τη δύναμη, την ισχύ της, κατά την ά νοδο των επαναστατικών κινημάτων, σε αυτά που εμείς αποκαλούμε ρεύμα των «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» του 2θούαιώνα, αλλά η αδυναμία της, η αδυναμία του θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού άρχισε να γίνε ται όλο και περισσότερο ορατή με την ήττα αυτού του πρώιμου σοσιαλισμού και με την εδραίωση κεφαλαιοκρατικών παλινορθωτικών διαδικασιών. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την ανασύνταξη του παγκό σμιου επαναστατικού κινήματος είναι η επαναθεμελίωση της θεωρίας και της με θοδολογίας του μαρξισμού, είναι η διαλεκτική υπέρβαση- άρση της κλασικής μορφής του μαρξισμού.Υπό τον όρο «διαλεκτική άρση» δεν εννοούμε απόρριψη ή εγκατάλειψη αυτού του κεκτημένου, αλλά τη διαλεκτική ανάπτυξή του, το με τασχηματισμό του σε ένα ανώτερο επίπεδο θεωρητικής σύνθεσης, με αντίστοιχη αναβάθμιση των περιγραφικών, ερμηνευτικών και προγνωστικών του δυνατο τήτων. Ωστόσο αυτή η «διαλεκτική άρση» προϋποθέτει να διακριβώσουμε ποια είναι τα κεκτημένα του κλασικού μαρξισμού, προϋποθέτει την ανάδειξη ακριβώς της ισχύος και της αδυναμίας του. Αυτή η προβληματική απαιτεί συστηματικότερη πραγμάτευση (αναλυτικότερα βλ. την ιστοσελίδα της «Λογικής της Ιστορίας» ). Ο ιμπεριαλισμός της εποχής μας, ως γνωστικό αντικείμενο της επαναστατικής θεωρίας και ως πρακτικό-πολιτικό πρόβλημα αναζήτησης επαναστατικής διεξό δου από τα αδιέξοδα που γεννά, συνιστά μια τυπική περίπτωση κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας. Οι αλλεπάλληλες προβληματικές είτε κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες ανακύπτουν νομοτελώς σε κάθε γνωστική διαδικασία, σε κάθε επι στημονική έρευνα, όταν μέσω του υπάρχοντος επιστημονικού κεκτημένου είναι ανέφικτη πλέον η επιστημονικά επαρκής, αντικειμενική, πιστή και πλήρης περι γραφή, εξήγηση και πρόβλεψη σε ό,τι αφορά το γνωστικό αντικείμενο.Το ίδιο ι σχύει και για την επαναστατική θεωρία. Οι παράγοντες που καθορίζουν αυτή την κρισιακή γνωσιακή συγκυρία είναι τόσο ενδοεπιστημονικοί, ενδογενείς, όσο και εξωεπιστημονικοί, εξω γενείς. Στους ενδοεπιστημονικούς θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι στο εν λόγω γνωστικό πεδίο έχουν εμφανιστεί νέα φαινόμενα, η επιστημονική περιγρα φή και η θεωρητική εξήγηση των οποίων είναι ανέφικτη στο πλαίσιο του διαθέ σιμου θεωρητικού κεκτημένου. Σε αυτή την περίπτωση, δύο τινά συμβαίνουν: α) από τη μία πλευρά οι φορείς του διαθέσιμου κεκτημένου συσπειρώνονται δογ ματικά ώστε να προασπιστούν παντίοις τρόποις και πάση θυσία το δίκαιο και την άνευ όρων ισχύ της αντίληψής τους περί θεωρίας, και β) από την άλλη πλευρά εμφανίζονται πολλοί και διάφοροι εκ του προχείρου αρνητές και αναθεωρητές οποιοσδήποτε θεωρητικής γνώσης. Και μάλιστα, η μέχρι πρότινος, η μέχρις ε σχάτων, μέχρι παραλόγου και εκ του προχείρου δογματική προάσπιση της κεκτημένης θεωρίας συνιστά κατά κανόνα το προοίμιο για την άνευ όρων παράδοση στη σχετικοκρατία, στην ανορθολογική σχετικοποίηση των πάντων, για την πα ραίτηση όχι μόνο από τη θεωρία, αλλά και από κάθε διέξοδο στην πράξη. IHTPHJ ΠAT ΕΛΗ 2 | 174
Τι βλέπουμε στο θέμα του ιμπεριαλισμού σήμερα; Βλέπουμε λοιπόν αφενός μεν ορισμένους που προσπαθούν να υπερασπιστούν τα ιερά και τα όσια κάποιας κεκτημένης θεωρίας, σαν να την έχουν στην τσέπη τους, αφετέρου δε κάποιους οι οποίοι επικαλούμενοι την αλλαγή της συγκυρίας απορρίπτουν συλλήβδην κά θε θεωρητικό κεκτημένο και αποτρέπουν ουσιαστικά από οποιαδήποτε θεω ρη τική διάγνωση, από οποιαδήποτε ερευνητική προοπτική. Εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι στην τελευταία περίπτωση πετούν και το βρέφος μαζί με τα σα πουνόνερα. Έχοντας φερ’ ειπείν κάποιοι την πικρή εμπειρία της επίκλησης μιας μηχανιστικά εννοούμενης «θεω ρίας των σταδίων» (στο πνεύμα του οικονομισμού είτε του απροκάλυπτου αστισμού) για την ιδεολογική κάλυψη της ρεφορμι στικής ενσωμάτωσης γραφειοκρατικοποιημένων εργατικών κομμάτων στις α στικές δομές, απορρίπτουν συλλήβδην κάθε δυνατότητα θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας, απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και οποιαδήποτε έννοια του νό μου και της ιστορικής νομοτέλειας. Ανάγεται ωστόσο ο νόμος και η νομοτέλεια ο πωσδήποτε στη λαπλασιανού τύπου ερμηνεία τους; Δεν υπάρχει άραγε στο πλαί σιο του κεκτημένου της επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας η κατηγορία τής δια λεκτικά εννοούμενης ιστορικής νομοτέλειας;Υπενθυμίζω ότι η τελευταία εννοεί ται ως φάσμα δυνατοτήτων, οι πιθανότερες των οποίων μόνο μέσω της δράσης των εκάστοτε ιστορικών υποκειμένων υλοποιούνται στο ιστορικό γίγνεσθαι. Σε ποικίλα εγχειρήματα προσδιορισμού του χαρακτήρα τού νέου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, στην καθημερινή γλώσσα αλλά και στην επιστημονική βιβλιο γραφία έχει πλέον επικρατήσει ο ασαφής και ιδεολογικά φορτισμένος όρος «πα γκοσμιοποίηση», χωρίς να υπάρχει σαφής εννοιολογικός προσδιορισμός του (βλ. σχετικά και Πατέλης, 2005). Μερίδα της αριστερής διανόησης ανάγει κάθε αναφορά στην παγκοσμιοποίη ση σε μυθεύματα, ιδεολογικές κατασκευές, πολιτικές επιλογές και εκφάνσεις του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Στα όρια της φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της σύγχρονης κοινωνίας κινούνται ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται εσπευσμένα, αποσπασματικά και εκ του προχείρου μέσω εκλεκτικών συρραφών συγκεχυμένων εμπειρικών-φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Άνθρωποι κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια της κοινωνικής θεωρίας και της μεθο δολογίας του μαρξισμού καταπιάνονται ευθαρσώς με τη διαύγαση των παγκό σμιων διαδικασιών, καταλήγοντας σε προφητικούς αφορισμούς. Έτσι, προκύπτει πληθώρα εγχειρημάτων συγκάλυψης και παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδο λογικών δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από ιστορικές αναλογίες, είτε (και) διά της ονοματοθεσίας (βλ. π.χ. Μ. Hardt και A. Negri, Friedman). Η ζωτική ανάγκη θεωρητικής έρευνας δεν αναπληρώνε ται με φραστικά υποκατάστατα της πραγματικής διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της πραγματικότητας που «αντιστέκονται» στη διαύγαση απλώς «προ σάπτοντας κατηγορούμενο στο υποκείμενο», όπως θα έλεγε ο Χέγκελ. 175 I ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗ
Όσον αφορά δε τη διερεύνηση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, εάν δεν ανα τρέξουμε εκ νέου στα νήματα της σκέψ ης του θεω ρητικού κεκτημένου του Μαρξ, και ιδιαίτερα του Κεφαλαίου, όπου εκδηλώνεται και η μεθοδολογική ισχύς αυτού του κεκτημένου, θα παραμένουμε σε δυσχερή θέση. Δεν θα μπορούμε να αποτιμήσουμε κριτικά τη μεγάλη, την ιδιοφυή, θα έλεγα, θεωρητική συνεισφορά του Λένιν και θα παραμένουμε ανίκανοι να προβούμε σε μια νέα, αντάξια των α ναγκών της εποχής θεωρητικά συγκροτημένη θεμελίωση του κινήματος. Η ανάπτυξη της θεωρίας του ιμπεριαλισμού της εποχής μας προϋποθέτει α φενός μεν επίγνωση και ανάπτυξη της μεθοδολογίας, αφετέρου δε κριτική διερεύνηση της πληθώρας των εμπειρικών δεδομένων που αφορούν τη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Λένιν, για να καταδείξει τη νομοτέλεια της ανισομερούς ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας (ώστε να διακριβώσει την ύπαρξη του «ασθενούς κρίκου» του συστήματος και της επα ναστατικής προοπτικής της εποχής), προέβη σε μια κλασική απαρίθμηση ουσιω δών γνωρισμάτων του ιμπεριαλισμού της εποχής του στο γνωστό έργο το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε εκλαϊκευτικό δοκίμιο. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι απο τέλεσμα της σεμνότητας του Λένιν. Ο ίδιος είχε εν πολλοίς επίγνωση του τι έκανε.Τα Φιλοσοφικό του τετράδια και τα Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό είναι ενδει
κτικό του εύρους και του βάθους τού ερευνητικού προγράμματός του. Η συσσώρευση εμπειρικού υλικού αναφορικά με τις τελευταίες εξελίξεις στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα συνηγορεί υπέρ της ανάγκης ενός ε μπλουτισμού, μιας νέας σύνθεσης (γενίκευσης και συγκεκριμενοποίησης), μιας διαλεκτικής άρσης-υπέρβασης των κεκτημένων της συμβολής του Μαρξ στη διά γνωση της κεφαλαιοκρατίας αλλά και του Λένιν στην ανάλυση του ιμπεριαλι σμού.1 Οι ιστορικές αλλαγές που έχουν επέλθει από την εποχή του Λένιν είναι α σύγκριτα ευρύτερες και βαθύτερες από εκείνες που είχαν μεσολαβήσει από την εποχή του Κεφαλαίου του Μαρξ και υπαγόρευσαν την κριτική-αναστοχαστική α νάλυση του Λένιν. Το πρόβλημα δεν λύνεται με αποσπασματικές περιγραφές και ονοματοθε σίες. Η νέα θεωρητική σύνθεση που θα αναδεικνύει τις νομοτέλειες του νέου
σταδίου της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας θα εδράζεται στην ανάπτυξη της λογι κής και της μεθοδολογίας του Κεφαλαίου του Μαρξ και της Λογικής της Ιστορίας (Βαζιούλιν). Ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, θεωρούμενος υπό το πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας (βλ. Βαζιούλιν, 2004: 371- 394 ). συνιστά την ο λοκλήρωση της διαμόρφωσης της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι η ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί παρηγμένων μέσων παραγωγής (επί σχετικά αντίστοιχης εαυτής βάσης) και η κυριαρχία των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Στη θεωρητική περιοδολάγηση που βρίσκουμε στο μαρξικό έργο υπάρχει μια πολύ στενή διασύνδεση ανάμεσα στο λογικό και στο ιστορικό, ανάμεσα στην εξέΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΤΕΛΗΣ |
\j6
τάση της δομής, της διάρθρωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και στη διακρίβωση των ιστορικών σταδίων μέσω των οποίων νομοτελώς ανα πτύχθηκε η κεφαλαιοκρατία κατά το γίγνεσθαι της. Από τις προϋποθέσεις της κε-
φαλαιοκρατΐας-τη χειροτεχνία και το εμπόριο- που γεννιούνται στα σπλάχνα της φεουδαρχίας, στην πρωταρχική εμφάνιση της κεφαλαιοκρατιας (με την πρω ταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου) και από αυτή στη διαμόρφωση τηςκεφαλαιοκρατίας, στις ιστορικές φάσεις του κεφαλαίου που αναλύει ο ΛΛαρξ κατά την εξέταση της μετάβασης από την παραγωγή απόλυτης στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, με τις αλλαγές στους τεχνικούς και κοινωνικούς όρους της παραγω γής, στα μέσα παραγωγής, στον τρόπο παραγωγής με τη στενή έννοια και τις συ νακόλουθες αλλαγές στον καταμερισμό και στο χαρακτήρα της εργασίας: από τη χειροτεχνία στη μανιφακτούρα και από αυτή στην παραγωγή μηχανών, αρχικά με χειροτεχνικό και βιοτεχνικό τρόπο- στη συνέχεια δε στη μετάβαση στην ωρι μότητα της κεφαλαιοκρατιας, στην παραγωγή μηχανών μέσω μηχανών, στη βιο μηχανία με εκμηχανισμένη μηχανουργία. Χαρακτηριστικό της τελευταίας είναι η μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, με τον κεφαλαιοκρατικό καταμερισμό της εργασίας εντός της παραγωγικής δια δικασίας να καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα. Η μελέτη της περιοδολόγησης της ιστορίας της κεφαλαιοκρατιας μάς οδηγεί στη διάκριση της περιοδολόγησης με τη στενή και με την ευρεία έννοιά της: αφε νός μεν ω ς περιοδολόγηση με τη στενή έννοια, των σταδίων ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας ως οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού, αφετέρου δε εντάσσο ντας την περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατιας στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιοδολόγησης της ιστορίας ω ς ολότητας, της ενιαίας στην πολυμορφία της ιστο ρικής πορείας της ανθρωπότητας, όπου η κεφαλαιοκρατία προβάλλει ως η τρίτη και τελευταία βαθμίδα του σταδίου της διαμόρφωσης της ανθρωπότητας και ταυτοχρόνως ως ο προθάλαμος, η δημιουργία των προϋποθέσεων της καθαυτό ανάπτυξης της ανθρωπότητας, της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εδώ η τελευταία δεν προβάλλει ως απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατιας, αλλά ω ς διαλεκτική άρνη ση της άρνησης, ω ς άρση όλης της προγενέστερης ιστορίας (ταξικών και προταξικών μορφών της συμπεριλαμβανομένων). Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι είναι πολύ έντονα παρούσα και ιστορικά δικαιωμένη μια αντικαπιταλιστική διάθεση, η οποία δυστυχώς περιορίζεται συχνά σε έναν αφηρημένο αντικαπιταλισμό, χω ρίς να είναι εις θέση να διερευνήσει θεμελιω δώς την όλη ιστορική διαδικασία, ώστε να διακριβώσει τι αρνούμαστε και τι διατηρού με, μετασχηματίζοντας και αναπτύσσοντάς το, από όλο το ιστορικό γίγνεσθαι, α πό όλη την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Διότι, ειρήσθω εν παρόδω, χαρα κτηριστικό της κεφαλαιοκρατιας, ως ανώτερης βαθμίδας της ιδιωτικής ιδιοκτη σίας, είναι μεν ο τεράστιος μετασχηματισμός του συνόλου των ανθρώπινων σχέ σεων, αλλά αυτός ο μετασχηματισμός έχει ιστορικούς περιορισμούς. Οι κεφαλαι οκρατικές σχέσεις παραγωγής αδυνατούν να μετασχηματίσουν ριζικά το σύνολο 177 I ©ε <
I ΕPI ΟΔΟΛΟ ΓI
των κληροδοτημάτων των προκεφαλαιοκρατικών μορφών, των προταξικών συ μπεριλαμβανομένων εν πολλοίς. Οι μορφές αυτές εντάσσονται τρόπον τινά στην τροχιά του κεφαλαίου, μετασχηματισμένες μεν, αλλά διατηρώντας σημαντικά στοιχεία τους, και κατ’ αυτό τον τρόπο καθίστανται οργανικό στοιχείο της εγγε νούς ανισομέρειας του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτό το στοι χείο του κοινωνικού γίγνεσθαι απαιτεί ιδιαίτερη διερεύνηση. Όταν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας, εννοούμε πάντοτε τις ιστορικές (χωροχρονικά προσδιορισμένες) διαβαθμίσεις της ανάπτυξη της ουσίας, της βασικής αντίφασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με τη στενή και με την ευρεία έννοια) και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των κε φαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής στην ενότητά τους. Διαπιστώνουμε λοι πόν άτι η ανάπτυξη αυτή -μ ια κάθε άλλο παρά γραμμική διαδικασία συνέχειας-ασυνέχειας- διέπεται από τους νόμους της διαλεκτικής και διανύει ορισμένα στά δια (φάσεις κ.ο.κ.) στο καθένα από τα οποία ορισμένος τύπος, ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων -ω ς νέα βαθμίδα εντατικής ανάπτυξης του τρόπου παραγω γής- οδηγεί σε νέου τύπου εκτατική ανάπτυξη και σε πολ λών επιπέδων αναδιάρθρωση των όρων συσχέτισης εντατικής και εκτατικής α νάπτυξης σε εθνική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.
Εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας είναι ο σχημα τισμός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος (τα όρια του οποίου συρ ρικνώνονται με τη δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος). Εσω τερικό δε όριο της εκτατικής ανάπτυξής της είναι το όριο της επέκτασης (διά της συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ω ς οικο νομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο (βλ. και Λένιν, 1988:403,428). Παρά το γεγονός ότι η κεφαλαιοκρατία περνά στην εντατική της ανάπτυξη α πό το στάδιο ακόμα της ωριμότητάς της (παραγωγή κατεξοχήν σχετικής υπερα ξίας με την παραγωγή μηχανών από μηχανές), η εντατική ανάπτυξή της γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής εντείνεται, ωστόσο δεν μπορεί να είναι απόλυτη, διότι η απόλυτη αναντιστοιχία προϋποθέτει τον απόλυτο εκτόπισμά της ζωντα νής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία, την απόλυτη αυτοματοποίηση της παραγωγής συνολικά (τη μεγιστοποίηση του σταθερού κεφαλαίου και την ανα γωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι ένα όριο άκρον άωτον (της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρ ξης της κεφαλαιοκρατίας ω ς ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται α πό τον ενδότερο πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από τη θέση της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική αλληλεπίδραση της κοινωνίας με τη φύση. Από αυτή την άποψη, η αυτόματη κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας είναι ανέφι κτη και απραγματοποίητη. Αλλά η εγγενής αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας γεννά το πραγματικό ιστορικό όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκραΔΗΜΗΤΡΗΙ ΠΑΤΕΛΗ5 | 178
χίας: τη σοσιαλιστική επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυ ριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής. Επομένως, η ό ποια συγκεκριμενοποίηση της περιοδολόγησης του ιμπεριαλισμού οφείλει σήμε ρα να εντάξει οργανικά στο πεδίο της έρευνας τη γενίκευση της μέχρι τώρα πο ρείας της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, την αντιφατική πορεία των χω ρών του πρώιμου σοσιαλισμού και την πρόβλεψη των τάσεων της παγκό σμιας επαναστατικής διαδικασίας. Με την εμφάνιση και την ανάπτυξη των χω ρών του πρώιμου σοσιαλισμού (πολλώ δε μάλλον του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος και των ενισχυόμενων και προσανατολιζόμενων ποικιλοτρόπως από αυτό αντιαποικιοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων), το όριο εκτατικής ανάπτυξης της πα γκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφι σβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του ε ξαρτημένου κόσμου διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική προ οπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πο ρεία της ω ς ενεργού πραγματικότητας. Εδώ δεν πρόκειται για μια ποσοτική, εκτατική-γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά αμετάβλητης κεφαλαιο κρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώ σεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίουεργασίας, και στα δύο αλληλεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια αλλαγή του πεδίου εκτατι κής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, που οδηγεί αναπόδραστα σε εντατικές α ναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα (βλ. π.χ. τη μετάβαση από την αποικιοκρατία στις νεοαποικιοκρατίας μορφές οι κονομικής εκμετάλλευσης, τη μετάβαση στην κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, το «κοινωνικό κράτος» κ.ο.κ.). Η σύγχρονη θεωρία οφείλει να αναδείξει την ιστορική δυναμική της αλληλε πίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σο σιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων μέσα από το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης. Έχουμε λοιπόν αντικειμενικά να κάνουμε με δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.Το πρώτο στάδιο αποτελείται από κύματα των πρώιμων επαναστάσεων σε χώ ρες με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (με όλους τους κινδύνους ήττας, καπιτα λιστικής παλινόρθωσης κ.λπ.). Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με τις οποί ες θα εκλείψει και ο καπιταλισμός, οριστικά και αμετάκλητα, από την αρένα της ιστορίας. Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο πρώι μος σοσιαλισμός, που ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης 179 I ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗ2Ι
η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (νικηφόρες πρώιμες επα ναστάσεις σε χώ ρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, α νισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χει ρωνακτικής εργασίας κ.ο.κ.) και ανακύπτει στο πλαίσιο συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές ε παναστάσεις αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώ ρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επαπειλούμενοι πόλεμοι-Β' Πα γκόσμιος, «Ψυχρός Πόλεμος», πληθώρα τοπικών «θ ερμ ώ ν»-, βεβιασμένη επί σπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με «στρατιωτικοποίηση» και γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας, βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό κ.ο.κ.). Αντίστοιχα, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρ ξη της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλι σμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσια λισμού και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των δυ νάμεων του κόσμου του κεφαλαίου (αναλυτικότερα βλ. Βαζιούλιν, 1994· 2004: 395 - 422 ). Είναι γεγονός ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε μια από τις τελευταίες φάσεις της προϊστορίας της, όπου κυριαρχεί η ιδιωτική ιδιοκτησία και τα εγωιστικά ιδιοτελή συμφέροντα. Ο καθοριστικός κρίκος των εγωιστικών συμφερόντων της ε ποχής μας στις κεφαλαιοκρατικές χώ ρες είναι οι πολυεθνικές εταιρείες, οι οποί ες θέτουν εαυτόν υπεράνω εθνικών συνόρων και κρατών. Πολυεθνικές ή διεθνικές εταιρείες είναι οι μεγαλύτεροι μονοπωλιακοί όμιλοι-συγκροτήματα που διαθέτουν ευρύ διεθνές (περιφερειακό και παγκόσμιο) δίκτυο παραρτημάτων, τμημάτων και εταιρικών ενώ σεω ν (μέσω εξαγορώ ν, στρατηγικών ενώσεων, συγχωνεύσεων κ.λπ.) και κυριαρχούν σε κάποιον είτε σε κάποιους τομείς της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής οικονομίας (βλ. π.χ. την ένωση ATT, OLIVETI και TOSHIBA, τις αμοιβαίες εξαγορές και συγχωνεύσεις στην αεροναυπηγική, στην αυτοκινητοβιομηχανία κ.ο.κ.). Συγκεντρώνουν κολοσσιαί ους παραγωγικούς, επιστημονικοτεχνικούς και χρηματιστικούς πόρους, ανα πτύσσουν δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους, υποτάσσοντας όλο και πιο σημα ντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας. Σηματοδοτούν μια διαδικασία αύξουσας διεθνοποίησης της παραγωγής μέσω της διεθνοποίη σης του κεφαλαίου. Μετατρέπονται σε ενιαία παραγωγικά τεχνολογικά συγκρο τήματα, βάσει των οποίων ο ενδοεπιχειρησιακός καταμερισμός εργασίας μετατρέπεται σταδιακά και αντιφατικά σε διεθνή. Επιδεικνύουν επιχειρησιακή προ σαρμοστικότητα και ευελιξία στις διακυμάνσεις της συγκυρίας της παγκόσμιας αγοράς, επιτάσσουν μονοπωλιακά τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνο λογίας (με αντίστοιχες μονομέρειες και στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της έρευ νας) και, εάν συντρέχουν λόγοι, μεταφέρουν εσπευσμένα τα κέντρα της δραΔΗΜΗΤΡΗ5 ΠAT ΕΛΗ! | ΐ8θ
στηριότητάς τους από χώρα σε χώρα και από κλάδο σε κλάδο, με βασικό κριτή ριο τον βέλτιστο για την κερδοφορία τους συνδυασμό των όρων της παραγω γής, διανομής και ανταλλαγής. Κυρίαρχη τάση είναι η συγχώνευση του πολυεθνικού-βιομηχανικού με το πολυεθνικό-τραπεζικό κεφάλαιο και μέσω αυτής η κερδοσκοπία στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της κεφαλαιαγοράς (οι ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν μόλις το ι % - ι , 5 % των παγκόσμιων συναλλαγών) (Ναξάκης, 2003). Η παγκόσμια δικτύωσή τους αναπτύσσεται πρωτίστους στο χρηματοπιστωτι κό και χρηματιστηριακό πεδίο και στο διεθνές εμπόριο (εξού και τα αντίστοιχα «θεσμικά» όργανα: Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ,θβ,Τριμερής, Λέσχη των Παρισίων, ΠΟΕ κ.λπ.), ενώ έπεται η δικτύωση-συνεργασία στο πεδίο της παραγωγής και της εμβάθυνσης του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων, που λειτουργεί ως βάση τής εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης του ιμπε ριαλισμού, παρατηρείται ορισμένη νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση. Στην εποχή του Λένιν, ω ς βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (αρχές αυ τοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων, εργαστηρίων, ενι αία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα, εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τε'ιλορισμός κ.ο.κ.).Το δεύτερο στάδιό της (που συμπίπτει με τη ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δε καετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980, οπότε παρατηρείται η μετάβαση στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού τεχνολογικού συγκροτήματος (ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων, διαστημική, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε παγκόσμιο ιστό). Στις μέρες μας σημειώνεται νέα στροφή στις παραγωγικές δυνάμεις, με εντατικότερη προώθηση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού-τεχνολογικού συγκροτήματος, των βιοτεχνολογιών, νέ ων ισχυρότερων πηγών ενέργειας με υψηλό συντελεστή απόδοσης, νέων δυνα τοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο ψυχισμό κ.ο.κ. Οι πολυε θνικές εταιρείες και οι χώ ρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατα κτήσεις της επιστημονικοτεχνικής προόδου κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο. Χαρακτηριστικό του νέου σταδίου στο οποίο έχει περάσει η ανθρωπότητα εί ναι η αντιφατική ενοποίηση της ανθρωπότητας βάσει των μονοπωλιακών συμ φερόντων αυτών των πλέον επιθετικών και κυρίαρχων πολυεθνικών εταιρειών, που στην πλειονότητά τους εδρεύουν σε μια μικρή ομάδα χω ρών-«εισοδηματιών» (στις χώ ρες του «χρυσού δισεκατομμυρίου»). Οι ισχυρότερες κεφαλαιο κρατικές χώ ρες γίνονται κράτη που παρασιτούν μέσω της εκμετάλλευσης της πλειονότητας των καταπιεσμένων και εξαρτημένων λαών. Διαδίδονται ευρέως ποικίλες ειδυλλιακές αυταπάτες και τα απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύl 8l
I ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙ0Δ0Λ0ΓΗ2 I
τπουν την αντκρατικότητα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ωστό σο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ε νοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθό, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ. Η πολυθρύλητη «παγκοσμιοποίηση» της εποχής μας είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πο λυεθνικές. Πρόκειται για μιαν όκρως αντιφατική διαδικασία «ενοποίησης» μέσω της επιβολής και της ενίσχυσης παγκόσμιων όρων εκμετάλλευσης, μέσω της παγίωσης και της επίτασης των ανισοτήτων και της ανισομέρειας, μέσω της εδραίωσης και της διάχυσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, δηλαδή μέσω του πε ραιτέρω διχασμού της ανθρωπότητας. Οργανική εκδήλωση αυτής της αντιφατικότητας είναι και ο εν εξελίξειΤρίτος Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός πόλεμος (Πατέλης, 2004). Το ζητούμενο δεν είναι η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η απόρριψη κάθε ενοποίησης της ανθρωπότητας εν γένει (η οποία είναι νομοτελής τάση, που κα θορίζεται σε τελευταία ανάλυση -πολύ συχνά σε αντίθεση με τις πολυεθνικές ως κυρίαρχες πλανητικά σχέσεις παραγω γής- από την ανάπτυξη των σύγχρο νων παραγωγικών δυνάμεων), αλλά ο αγώνας εναντίον εκείνης της «ενοποίησης»-καθυπόταξης που επιτάσσεται και προωθείται βάσει των συμφερόντων των πολυεθνικών, ο αγώνας εναντίον του σύγχρονου παγκόσμιου κεφαλαιοκρα
τικού συστήματος, ο αγώνας εναντίον της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης». Τυχόν εναντίωση στον ενοποιητικό χαρακτήρα της ανάπτυξης των παραγωγι κών δυνάμεων εν γένει και όχι στην αστική-κεφαλαιοκρατική μορφή αυτής της ανάπτυξης είναι αντιδραστικού χαρακτήρα. Έ χ ου μ ε λο ιπ όν σ ή μ ερ α ένα νέο στάδιο ή υποστάδιο - α ν θ έ λ ε τ ε - του π α γ κό σμιου ιμ π εριαλισμ ο ύ, γ ια τη θ ε ω ρ η τικ ή κατανόηση του οποίου είν α ι α παραίτητο να σ υνεκτιμηθούν δια λεκτικά ό λες ο ι π τυχές, ο ι σ υνισ τώ σες και οι εκφ ά νσεις του. Σε αυτό το πλαίσιο είν α ι α παραίτητη η αντίληψ η της ν έ α ς φ άσ ης σ την ο ποία β ρ ί σκεται η επιστημονική και τεχνολογική πρόο δ ο ς, η ραγδ α ία α να βάθ μ ιση της θ έ σ η ς και του ρόλου τ ω ν π ο λυ εθ ν ικ ώ ν από τα τέλη της δεκα ετία ς του 19 7 0 -19 8 0 , η μετάβαση στην εντατική διαμόρφ ω ση εν ό ς π ληροφ οριακού-τεχνολογικού συστή ματος με τη δημιουργία ενιαίω ν αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων, με την έ να ρ ξη της π α ρ α γ ω γ ή ς αυτομάτω ν μ έσω αυτομάτω ν, με την έ ν α ρ ξη της δ ημιουργίας αυτοματοποιημένω ν κλάδω ν π α ρ α γ ω γ ή ς, με την έ ν α ρ ξ η της π α ρα γ ω γ ική ς χ ρ ή σης της δια στημικής, της τηλεματικής και της δ ιαδικτύω σης σ ε παγκόσμιο ιστό.
Θα πρέπει συνεπώς να ληφθούν un’ όψιν όλες οι επιστημονικές, τεχνολογι κές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που επήλθαν στο διάστημα που μεσολά βησε από την εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού. Ας μη λησμονούμε την ε κτίμηση του Ένγκελς, κατά την οποία θα πρέπει να αλλάζει η αντίληψή μας για τη διαλεκτική (άρα και για το μαρξισμό, για την επαναστατική θεωρία συνολικά) με ΔΗΜΗΤΓΡΗΣ
ΙΣ I 182
τον αναστοχασμό κάθε νέας επιστημονικής ανακάλυψης. Πόσες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις έχουν ανακύψει από την εποχή των κλασικών; Θα πρέπει επίσης να αναστοχαστούμε και κάτι που δεν υπήρχε επί Μ αρξ, Ένγκελς και Λένιν: την όλη πορεία της νίκης και της ήττας των «πρώιμων σοσιαλι στικών επαναστάσεων», η οποία δεν εξελίχθηκε εν κενώ, αλλά επαναπροσδιόρι σε ουσιαστικά τους όρους εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας. Οι επαναστάσεις αυτές, όπως διαπιστώσαμε, συρρίκνωσαν το πεδίο εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας και ταυτοχρόνως η αλληλεπί δραση τόσο μεταξύ των χωρών του «πρώιμου σοσιαλισμού» όσο και μεταξύ των τελευταίων και του καπιταλισμού της εποχής τους σημάδεψαν σημαντικές πτυ χές και της εντατικής ανάπτυξης του τελευταίου. Θα ήταν φ ερ’ ειπείν τουλάχι στον αφελές να θεωρεί κανείς ότι φαινόμενα όπως το «κράτος πρόνοιας», τα ερ γασιακά δικαιώματα κ.ο.κ. θα μπορούσαν να ανακύψουν χω ρίς την επίδραση των νικηφόρων «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων». Ζούμε σήμερα στην εποχή της δημιουργίας των προϋποθέσεων των επικεί μενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Ως εκ τούτου οφείλουμε να συ γκροτήσουμε την αντίστοιχη θεωρητική γενίκευση όχι μόνο της εμπειρίας, αλλά και της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόνο με τη διαλεκτική άρση του κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού θα καταστεί η θεωρία μας ικανή να μετουσιωθεί σε προγραμματικό λόγο, σε στρατηγική και τακτική. Μόνο μετά από αυτό θα επιτευχθούν σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο τα οργανωτικά μορφώ ματα του νικηφόρου επαναστατικού στρατού του μέλλοντος. Δυστυχώς σήμερα, διατηρουμένων σε ποικίλες μορφές και βαθμούς των καταλοίπων οργανωτικών μορφωμάτων προγενέστερων ιστορικών εποχών του κινήματος, εν είδει ηττημένου και κατακερματισμένου στρατεύματος, και των συνακόλουθων ιδεολογη μάτων και αγκυλώσεων, το έργο αυτό δυσχεραίνεται.
Η επαναστατική ανατροπή της ιμπεριαλιστικής «παγκοσμιοποίησης» του κε φαλαίου και η μετάβαση σε άλλου τύπου ανάπτυξη, στην ενοποιημένη αταξική κοινωνία του κομμουνισμού, δεν είναι μία από τις πιθανές επιλογές του μέλλο ντος, αλλά η μοναδική εναλλακτική λύση για την ίδια την ύπαρξη και ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Σημειώσεις ι. Χαρακτηριστικό του πνεύματος της εποχής είναι και το γεγονός ότι συχνά απαξιώ νεται και απορρίπτεται από μέρος της «αριστερής» διανόησης και η συμβολή του Λένιν, χωρίς καν να κατανοείται. Προσάπτουν φερ’ ειπείν κάποιοι στον Λένιν την αντίληψη εκεί νη στην οποία άσκησε ο ίδιος δριμύτατη κριτική στην εποχή του: την αναγωγή του ιμπε ριαλισμού σε επεκτατική και πολεμική πολιτική...
183 I 6Ε0ΡΗΤΙΙ
ΙΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΪΙ
Βιβλιογραφία Βαζιούλιν, Β Α (1994). «Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα». Αριστερή -
Ανασύνταξη, τ. 4-5. σ. 45-69· (2004), Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (ΔΣΛΙ), στο: http://www.geocities.com/ilhsgr/ ilhsgr.htm. Ζιγκλέρ, Ζ. (2004), H ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες, Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες. Λένιν, Β.1. (1988), «Ιμπεριαλισμός», Άπαντα, τόμ. 2 7 ,Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή. Λιοδάκης, Γ. (2003), «Ιμπεριαλισμός και το νέο στάδιο του “ολοκληρωτικού καπιταλισμού”», στο Κάλλιας, Χρ. - Ναξόκης, X. - Χλέτσος, Μ. (επιμ.). Μύθοι και
πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα, Πατάκης. Μαρξ, Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή. Ναξάκης, X. (2003), «Παγκοσμιοποίηση: Μύθοι και πραγματικότητα», στο Κάλλιας, Χρ. - Ναξάκης, X. - Χλέτσος, Μ. (επιμ.). Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της
παγκοσμιοποίησης, Αθήνα, Πατάκης. Παγκόσμια Ακαδημία Πολιτισμών (2005), Ποια παγκοσμιοποίηση;, Αθήνα, Εξάντας. Παπακωνσταντίνου, Π. (2003), Η αμερικανική Τζιχάντ, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Πατέλης, A (2004) «Παγκόσμια κεφαλαιοκρατία, ιμπεριαλισμός και πόλεμος. Ζητήματα θεωρητικής περιοδολόγησης». Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 8, Ιούνιος, σ. 48-68. — (2005), «Ιμπεριαλιστική “παγκοσμιοποίηση” και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας», διάπλους , τεύχ. 9, Σεπτέμβριος, σ. 28-32. Σακελλαρόπουλος, Σ. (2004), Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και η πραγματικότητα του
ιμπεριαλισμού, Αθήνα, Gutenberg. Σαμίρ, Αμίν (2004), Πέρα από τον γερασμένο καπιταλισμό, Αθήνα, Α Α Λιβάνης. Schulz, Η. J. (1999). Παγκοσμιοποίηση. Αλήθειες και ψέματα, Αθήνα, Πρωτοποριακή βιβλιοθήκη. Friedman, T.L. (2004), The World is F lat-A Brief History of the Twenty-First Century, Νέα Υόρκη, Farrar, Strauss and Giroux Publishers.
ΔΗΜΗΤΡΗ2 ΠΑΤΕΛΗΣ | 184
Επαναστατικό υποκείμενο και σύγχρονος καπιταλισμός Κώστας Χαριτάκης Δημοσιογράφος
Για ένα μεγάλο διάστημα μέσα σε αυτό που καθιερώθηκε ω ς «ορθόδοξος μαρ ξισμός» κυριάρχησε μια εξιδανικευμένη αναπαράσταση της «ιάξης-επαναστατικό υποκείμενο». Σύμφωνα με αυτήν, η θεμελιωμένη, μονοδιάστατα, στην υλική παραγωγή συγκρότηση της εργατικής τάξης την «προικοδοτούσε» με μια ιδιαίτε ρη «ιστορική αποστολή», ανεξάρτητα από τη συνειδητοποίησή της ή όχι. Η συνειδητοποίηση αυτής της αποστολής ήταν έργο της πολιτικής και ειδικά ενός κόμμα τος που θα εισήγε αυτή τη συνείδηση στην εργατική τάξη, ώστε να μετατραπεί α πό τάξη δι’ εαυτή σε τάξη καθ’ εαυτήν. Έτσι, η έννοια της τάξης-επαναστατικό υποκείμενο θεμελιώθηκε πάνω σε μια βαθιά διχοτόμηση αντικειμενικής πραγματικότητας και υποκειμενικής κατά στασης, οικονομίας και πολιτικής. Η τάξη είναι «οικονομική», το επαναστατικό υ ποκείμενο «πολιτικό» και η γέφυρα ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι το εργατικό (κομμουνιστικό) κόμμα. Η ενότητα της τάξης και το επαναστατικό πρόσημο της δράσης της θεωρούνταν δεδομένα, «εξασφαλισμένα» από τη θέση της στην κα πιταλιστική παραγωγή. Η ταυτότητά της, επίσης, θεωρήθηκε μόνιμη και σταθε ρή, ω ς μυθοποιημένη «ουσία» έξω από την ιστορία και την εξέλιξη των κοινωνι κών συνθηκών. Πάνω σε αυτή τη διάσπαση αντικειμενικού-υποκειμενικού, οικονομίας-πολιτικής θεμελιώθηκαν λογικές και πρακτικές που τελικά αναγνώριζαν στην εργατι κή τάξη την ικανότητά της να κάνει το πολύ πολύ οικονομικό αγώνα (παρά το βα ρύ φορτίο της ιστορικής της αποστολής), ενώ το πεδίο της πολιτικής παραχωρήθηκε σε μιαν ανώτερη βαθμίδα της ταξικής συνείδησης, το κόμμα (παρ’ ότι δια κηρυγμένος στόχος του ήταν να γίνει η ίδια η τάξη υποκείμενο της πολιτικής). Κά τι που οδήγησε τελικά στην πλήρη υποκατάσταση της τάξης-επαναστατικό υπο κείμενο από το κόμμα-επαναστατικό υποκείμενο και στη μετατροπή της τάξης α πό υποκείμενο σε αντικείμενο της πολιτικής (όπως αυτό εκδηλώθηκε πολύ χα ρακτηριστικά στον «υπαρκτό σοσιαλισμό»). Αυτού του τύπου η θεώρηση προσεγγίζει περισσότερο μια θρησκευτική ιδε185 I ΕΠΑΝΑΙ ΤΑΤΜ
10
ολογία περί «περιούσιου λαού», «σωτηρίας ως τέλους της ιστορίας» και «πνευ ματικού ρόλου μιας εκκλησίας και του ιερατείου της», παρά το μανδύα του κύ ρους της «επιστημονικής ανάλυσης» που ήθελε να ενδυθεί. Αγνοούσε και αγνοεί ότι η συγκρότηση της «τάξης» είναι αποτέλεσμα διαλεκτικής συνάρθρωσης οικο νομικής θέσης, πολιτικής συνείδησης αλλά και ευρύτερων βιωματικών και πολι τισμικών καθορισμών. Ότι εργατική τάξη υπάρχει ω ς αναγνωρίσιμη κοινωνική και πολιτική δύναμη στο βαθμό που υπάρχει εργατικό κίνημα, μια πράξη δηλαδή και μορφές κοινότητας που ενοποιούν και προσδίδουν κάποια κοινά ηγεμονικά χαρακτηριστικά στην ίδια τη ζωή της τάξης (και μάλιστα όχι μόνο στο χώρο δου λειάς αλλά και σε όλα τα πεδία της ζω ής της). Ότι η συγκρότηση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται μέσα στην ίδια την πραγματική διαδικασία της ταξικής πάλης και μέσω της ζωντανής βιωμένης εμπειρίας αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευ ση. Κι ακόμη ότι αυτό που αποκαλείται «ταυτότητα» της τάξης δεν είναι κάτι στά σιμο και διαρκές, αλλά υπόκειται σε διαρκή ιστορικό μετασχηματισμό μέσα στο πλέγμα όλων των συνθηκών της ζωής. Η σημερινή εποχή του καπιταλισμού έτσι κι αλλιώς έχει κονιορτοποιήσει αυ τές τις παραδοσιακές σχηματικές και μυθικές αναπαραστάσεις και θέτει προκλη τικά όσο και επείγοντα ερωτήματα για έναν ριζικό επανακαθορισμό των εννοιών της «τάξης», του «επαναστατικού υποκειμένου» καθώς και της σχέσης τους.Το πιο χαρακτηριστικό πεδίο γ ι’ αυτή την αναγκαιότητα είναι η ιστορική κρίση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος και ευρύτερα του εργατικού υποκειμένου. Οι βαθύτερες αιτίες αυτής της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στη δοκιμασία στην οποία μπήκε η «ταυτότητα», το περιεχόμενο και η μορφή που είχε το παλιό εργατικό κίνημα από τις αλλαγές στην παραγωγή και την εργασία, στην κοινωνία και το κράτος, που προώθησε βίαια ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας· και ταυτόχρονα στο στρατηγικό κενό της εργατικής πολιτικής, μιας προ γραμματικής και στρατηγικής αντεπίθεσης της εργατικής χειραφέτησης στις νέ ες συνθήκες του κοινωνικού πολέμου. Σήμερα είναι ασφαλώς περισσότεροι από ποτέ όσοι υπάγονται στην καπιταλι στική εκμετάλλευση και τη μισθωτή σχέση, καθώς εντείνεται η προλεταριοποίη ση ή η προσέγγιση προς την εργατική τάξη διάφορων κοινωνικών στρωμάτων. Ταυτόχρονα όμως ο κόσμος της εργασίας είναι πιο διαιρεμένος από ποτέ, με βα θιές εσωτερικές διαφοροποιήσεις που κάνουν την έννοια της «τάξης» να μοιάζει αίολη. Κοινωνικές ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι νέοι φτωχοί της εργασιακής περιπλάνησης, φαίνεται να βρίσκονται έξω από κάθε «ταξική συ γκρότηση», τουλάχιστον με την έννοια που μέχρι σήμερα είχαμε συνηθίσει να την κατανοούμε. Στη θέση της μίας και μοναδικής «τάξης» φαίνεται να αναπτύσ σονται δύο προλεταριάτα, ανάλογα με τις μορφές εκμετάλλευσης και αναπαρα γω γής μέσα στις οποίες είναι ενταγμένα (παλιές - σύγχρονες μορφές εκμετάλ λευσης, σταθερή - ελαστική εργασία, ασφάλιση και σχετική προστασία - ανα σφάλιστη και απροστάτευτη εργασία, σχετικά εγγυημένο εισόδημα - νέοι φτω KOJTAJ
ΊΤΑΚΗΙ I 186
χοί, περιπλανώμενοι, μετανάστες), και μάλιστα το ένα αναπαράγεται και μέσω της εκμετάλλευσης του άλλου. Από την άλλη πλευρά, οι σημερινοί εργαζόμενοι και ιδιαίτερα τα σύγχρονα τμήματα που απασχολούνται στους κλάδους αιχμής της ανάπτυξης του ολοκλη ρωτικού καπιταλισμού βρίσκονται πιο κοντά από ποτέ σε ένα πλαίσιο αναγκών και απαιτήσεων, μορφωτικών, πολιτιστικών και κοινωνικών δυνατοτήτων που μόνο μια ριζική κοινωνική αλλαγή μπορεί να ικανοποιήσει και να υλοποιήσει. Εδώ εκφράζεται ακόμη πιο εκρηκτικά η αντίφαση ανάμεσα σε μια εργασία-πηγή δημιουργίας και στον εμπορευματικό χαρακτήρα της, που την απονευρώνει από κάθε δημιουργικότητα καθιστώντας την τελικά αδιάφορη για το τι και πώς δημι ουργεί. Η βαθιά απόσταση ανάμεσα στον πλούτο που δημιουργούν οι εργαζόμε νοι και σ’ αυτόν που οι ίδιοι καρπώνονται, η εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα στις δυνατότητες καλυτέρευσης της ζω ής που δημιουργεί το γενικό επίπεδο της πα ραγωγικότητας και στην πραγματικότητα της διαρκούς χειροτέρευσης της θ έ σης τους, η απομύζηση κάθε δημιουργικής δύναμής τους στην παραγωγή και η αλλοτρίωση των κοινωνικών και προσωπικών τους σχέσεων δημιουργούν ένα δυναμικό συνολικότερης αναζήτησης για τη θέση τους στην κοινωνία και για τον τύπο της εξέλιξής της. Η σημερινή σύνθεση της εργασίας μοιάζει πολύ με αυτό που προέβλεπε ο Μαρξ.Όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός, όπως έγραφε ο Μαρξ στα Grundrisse, τόσο παύει η άμεση εργασία να αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα της παραγωγής και τη θέση της παίρνει η διαχείριση της γενικής παραγωγικής δύναμης που δια μορφώνεται από την άμεση είσοδο της επιστήμης στην παραγωγή. Αυτή η αντίφαση φτάνει σε εκρηκτικά επίπεδα σήμερα, κι αυτό εκφράζεται και σε όλη τη σχετική φιλολογία περί «κοινωνίας της γνώσης» όπου το αποφασι στικό στοιχείο εμφανίζεται να είναι η διαχείριση της γνώσης και της πληροφο ρίας. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το ακραίο και οριακό επίπεδο στο οποίο έχει οδηγήσει ο σημερινός καπιταλισμός την κυριαρχία του νόμου της αξίας. Ο χρόνος εργασίας, που αποτελεί το μέτρο της αξίας στον καπιταλισμό, αποδεικνύεται ένα πολύ στενό πλαίσιο για να «μετρήσει» τις σημερινές παραγόμενες α ξίες που ενσωματώνουν μια σύνθετη διανοητική και συναισθηματική εργασία και ένα σύνθετο σύνολο πληροφοριών και υπηρεσιών. Πώς να μετρήσεις τη δια νοητική εργασία που διαχέεται σε όλο το χρόνο της ζω ής και όχι σε έναν αυστη ρά καθορισμένο «χρόνο παραγωγής»; Πώς να μετρήσεις την προστιθέμενη αξία στα προϊόντα λογισμικού όταν το κόστος αναπαραγωγής και διανομής τους προ σεγγίζει το μηδέν; Κι ακόμη περισσότερο πώς να μετρήσεις την αξία της κατοχής με τη μορφή της πνευματικής ιδιοκτησίας γνώσεων, πληροφοριών ακόμη και της γονιδιακής σύνθεσης του ανθρώπου και άλλων μορφών ζωής; Όλες αυτές οι εξελίξεις επιβάλλουν κριτικό αναστοχασμό πάνω στην έννοια της τάξης και του επαναστατικού υποκειμένου που θα επιχειρεί να υπερβεί τα ό ρια των θεωρήσεων που αντιστοιχούσαν (και μάλιστα όχι επιτυχημένα) σε άλλες ΐθ7 I ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
εποχές του καπιταλισμού. Είναι ανάγκη να ξανασκεφτούμε την τάξη με όρους διαλεκτικής, συγκρότησης και αποσυγκρότησης, ενοποίησης και διαφοροποίη σης, πέρα από τη μυθική αναπαράσταση της τάξης ω ς αδιαίρετης ενότητας και της επαναστατικής συνείδησης ω ς ενιαίας μονολιθικής συνείδησης. Να ξανασκε φτούμε το σημερινό επαναστατικό υποκείμενο, πέρα από τον μόνιμο πειρασμό να κατασκευάσουμε νοητικά ένα προνομιακό «υποκείμενο», με όρους συμμαχίας-μετώπου των υπό εκμετάλλευση γύρω από εκείνες τις στρατηγικές επιδιώ ξεις που μπορούν να τους ενοποιούν σε έναν απελευθερωτικό ορίζοντα· περισ σότερο με όρους «κοινής πορείας των διαφορών» παρά με όρους ταύτισης. Μια μεγάλη πρόκληση στην κατεύθυνση αυτή είναι η υπέρβαση του πλέγμα τος οικονομισμού και παραγωγισμού που κυριάρχησε μέσα στον «ορθόδοξο μαρξισμό» και ανέδειξε ω ς «ουσία» του ανθρώπου τη διάσταση της εργασίας και της σκόπιμης παραγωγικής δραστηριότητας. Είναι ανάγκη μέσα στις νέες συνθή κες να ξεπεραστεί ω ς μοναδική βάση αναφοράς της εργατικής συγκρότησης η βάση του «παραγωγού» -είδω λο του homo eoconomicus της αστικής πολιτικής οικονομίας- και να αντιμετωπιστεί ο εργαζόμενος ω ς ανθρώπινη ολότητα και ταυτόχρονα ω ς «πρόσωπο». Να αναγνωριστεί ότι η θέση και η συνείδησή του δεν καθορίζονται μόνο από την ένταξη στον συγκεκριμένο μηχανισμό της παρα γωγής -παρόλο που αυτό παραμένει καθοριστικό- αλλά από το σύνολο των σχέ σεων και των μεσολαβήσεων της ζω ής του, από τη συμμετοχή του όχι στον έναν κόσμο της παραγωγής αλλά στους πολλούς κόσμους της κατανάλωσης, των δι κτύων της πληροφορίας και των πολιτιστικών εμπειριών. Ανάλογα, ότι οι ανά γκες και οι επιθυμίες του, τα «συμφέροντα» δεν διαμορφώνονται σε ένα ιεραρχι κό κλειστό σχήμα με πυρήνα την εργασία και τα οικονομικά κίνητρα, αλλά από έ να σύνολο δυνατοτήτων-φραγμών σε όλο το φάσμα της ζω ής, όπου τα μη οικο νομικά κίνητρα της κοινότητας, της κοινωνικής αναγνώρισης, της ποιότητας ζω ής, της γνώσης και της πολιτισμικής εμπειρίας έχουν επίσης σημαντικό ρόλο. Αν έτσι ξανασκεφτούμε την τάξη και το επαναστατικό υποκείμενο, δεν μπορεί παρά να αλλάξει και η ίδια η αντίληψη και πρακτική για τη σχέση «πρωτοπορίας» και τάξης. Η όποια πρωτοπορία είναι τμήμα της κίνησης συγκρότησης της τάξης, ο πιο συνειδητός εκφραστής της τάσης χειραφέτησης και της εξέλιξής της, αλλά το καθοριστικό στοιχείο για την επαναστατική διαδικασία είναι η συνολική κίνηση της τάξης. Εκεί τελικά κρίνεται και η ίδια η επαναστατικότητα της «πρωτοπορίας» και ο πραγματικός χαρακτήρας του εργατικού κόμματος. Μόνο μια τέτοια αντίλη ψη είναι συνεπής με το «κριτήριο της πράξης» και με την αναγνώριση ότι οι ιστο ρικοί μετασχηματισμοί είναι έργο κοινωνικών δυνάμεων. Η πρωτοπορία αυτή δεν μπορεί να νοείται ως ο μοναδικός και αποκλειστικός αντιπρόσωπος της τάξης, με βάση το σχήμα μία τάξη - ένα κόμμα. Έτσι κι αλλιώς η αποκλειστική αντιπροσώπευση του συνόλου της τάξης ήταν πάντα μια ψευδαί σθηση. Πάντοτε η αντιπροσωπευτικότητα των εργατικών πολιτικών κομμάτων στηριζόταν σε ορισμένα τμήματα του «συλλογικού εργάτη», άλλο ότι τα κόμματα KOSTA5
I 188
ιδεολογικοποιούσαν και γενίκευαν αυτά τα χαρακτηριστικά ως καθολικά. Μ’ αυ τή την έννοια το επαναστατικό υποκείμενο θα συγκροτείται ω ς συνάρθρωση ε νός αντικαπιταλιστικού εργατικού κινήματος, ενός ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού μετώπου και των επαναστατικών κομμάτων. Με όργανα και μορφές εργατικής αντιεξουσίας, οργάνωσης της αντικαπιταλιστικής πάλης, αλληλεγγύης και κοινότητας σε αντιπαράθεση με τα κυρίαρχα κριτήρια της αγο ράς και του ανταγωνισμού, αυτοδιεύθυνσης και άμεσης δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και η διαμόρφωση του «συλλογικού διανοουμένου» της κοινωνικής απελευθέρω σης μπορεί και πρέπει να είναι έργο και των τριών αυτών στοιχείων του επανα στατικού υποκειμένου, δηλαδή του αντικαπιταλιστικού εργατικού κινήματος, του κοινωνικοπολιτικού μετώπου και των επαναστατικών κομμάτων. Γιατί η υπαγω γή στην κεφαλαιακή σχέση μεγάλου τμήματος της σημερινής διανόησης, αλλά και η ίδια η ανάπτυξη των μορφωτικών ικανοτήτων των εργαζομένων σήμερα δίνουν για πρώτη φορά ίσως τη δυνατότητα στους εργαζομένους να παράγουν πραγματικά τους δικούς τους «οργανικούς διανοουμένους» και να μην παραχω ρούν, όπως στο παρελθόν, στην αστική και τη μικροαστική διανόηση την παρα γωγή θεω ρίας και πολιτικής και την «εισαγωγή» τους στο εργατικό κίνημα. Σε αυτή την προοπτική αποκτά βέβαια εξαιρετικά βαρύνοντα ρόλο η συμμαχία των μαχόμενων δυνάμεων του εργατικού κινήματος με τη διανόηση που αναζητά και δημιουργεί σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, ιδιαίτερα δε με εκείνα τα τμήματά της που εντάσσονται ή προσεγγίζουν τη σύγχρονη εργατική τάξη. Στρατηγικής σημασίας πρόβλημα για τη διαμόρφωση του σύγχρονου επανα στατικού υποκειμένου είναι η υπέρβαση της διάσπασης ανάμεσα στην οικονομική και την πολιτική πάλη. Η διάσπαση αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία η εργατική πάλη υποτάσσεται τελικά στην αστική πολιτική, στο όνομα μάλιστα της πλατιάς «οικονομικής» ενότητας όλων των εργαζομένων. Ο οικονομισμός όμως δεν οδη γεί στην ενότητα της τάξης αλλά στον συντεχνιακό κατακερματισμό. Ενιαίο κίνη μα των εργαζομένων μπορεί να υπάρξει μόνο στη βάση μιας συνολικής θεώ ρη σης της θέσης της εργασίας σε σχέση με το κεφάλαιο και κοινή προοπτική μπο ρεί να υπάρξει μόνο στη βάση της ριζικής αλλαγής αυτής της σχέσης προς όφε λος της εργασίας. Επομένως πρέπει να ξανασκεφτούμε το εργατικό κίνημα όχι ω ς μια απλή οι κονομική ενότητα αλλά ως μια δύναμη που προβάλλει και διεκδικεί μια συνολική αντίληψη για την κοινωνία. Διότι έτσι μόνο θα αναδεικνύεται η εργατική τάξη ό χι μόνο ω ς μια διαμαρτυρόμενη τάξη αλλά ω ς «διευθύνουσα τάξη» που τα συμφέροντά της έχουν πανκοινωνική -κ α ι σήμερα περισσότερο από ποτέ διεθνιστικ ή - διάσταση. Ένα κίνημα που θα έχει λόγο για το τι, πώς και για ποιον παράγεται, για το περιεχόμενο της εργασίας και τις κοινωνικές επιπτώσεις της παρα γωγικής διαδικασίας, για το περιεχόμενο και την κατεύθυνση της κοινωνικής α νάπτυξης, για την προστασία του περιβάλλοντος και τη συμφιλίωση με τη φύση, 189 I ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
για τονΤύπο και το περιεχόμενο των διεθνών σχέσεων. Ένα κίνημα δηλαδή που θα διαμορφώνει συνείδηση για τη συνολική πορεία της κοινωνίας, θα ενσωμα τώνει οργανικά στην αντίληψη και την πρακτική του τη διεθνιστική διάσταση της πάλης και της αναδιοργάνωσης της ζω ής σε όλο τον πλανήτη, θα παράγει θεω ρία, θα καλλιεργεί έναν νέο τρόπο ζω ής, έναν απελευθερωτικό πολιτισμό της αλληλεγγύης και της δημιουργίας με κέντρο τον εργαζόμενο άνθρωπο και τη χειραφέτησή του. Σε μια τέτοια προοπτική, τα συνδικάτα και οι συσπειρώσεις-κινήσεις ενός επαναθεμελιωμένου εργατικού κινήματος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ω ς συ νιστώσες του κοινωνικοπολιτικού μετώπου της εργατικής πολιτικής, που συνε νώνουν τον οικονομικό και τον πολιτικό αγώνα με στόχο τη ριζική αλλαγή της θέ σης των εργαζομένων. Με αυτή την έννοια είναι πολιτικά υποκείμενα που η δρά ση τους και η προοπτική τους φτάνει μέχρι την επανάσταση και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας και δεν εκχωρούν το ρόλο τους σε κανένα κόμμα ή κρατικό μηχανισμό. Είναι ο κινητήρας της πραγματικής κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και διαμορφώνει τη συνείδηση και τις συλλογικότητες της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας. Τέλος, το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο δεν μπορεί παρά να συγκρο τείται περισσότερο από ποτέ διεθνικά. Η τάση ενοποίησης σε διεθνές επίπεδο της στρατηγικής του κεφαλαίου οδηγεί σε μιαν ανάλογη τάση συνένωσης-συγχώνευσης του εθνικού και διεθνικού αγώνα. Έτσι, παρ’ ότι το έθνος-κράτος πα ραμένει το αποφασιστικό πεδίο της ταξικής συγκρότησης και της ταξικής πάλης, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι το διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου, η καπι ταλιστική παγκοσμιοποίηση και οι ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ έχουν σήμερα κεντρι κό ρόλο στο περιεχόμενο και την πορεία της ταξικής πάλης και στη διαμόρφωση της συνείδησης των εργαζομένων. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι θα έχουμε την ομοιόμορφη και ταυτόχρονη συγκρότηση ενός παγκόσμιου επαναστατικού υπο κειμένου, αλλά ότι αποκτά καθοριστική σημασία η ανάπτυξη διεθνικών μορφών εργατικής πάλης, αντικαπιταλιστικού μετώπου και επαναστατικής οργάνωσης, που θα αξιοποιούν, θα θέτουν σε διάλογο και τελικά θα συνενώνουν το αγωνι στικό, ανατρεπτικό και πολιτιστικό δυναμικό των εργατικών και αντικαπιταλιστικών κινημάτων από κάθε χώρα.
ΚΟΣΤΑΣ
ΊΤΑΚΗΣ I 190