ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ ΒΕΝΤΛΑ: Γιατί μου έκανες τόσο μακρύ το φόρεμα, μαμά; Κα ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Κλείνεις τα 14 σήμερα! BENTΑΑ:Θα προτιμούσα να μην τα' κλεινα. Κα ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Τι θες να κάνω, , Βέντλα.! Φταίω εγώ που ψηλώνεις κάθε άνοιξη δύο πόντους; Είσαι μεγάλο κορίτσι. Δεν κάνει να κυκλοφορείς με το φουστανάκι της πριγκηποπούλας. ΒΕΝΤΛΑ:Πάντως, το φουστανάκι της πριγκηποπούλας μου πάει καλύτερα απ' αυτό το νυχτικό. -Άσε με να το φορέσω και φέτος, μαμά! Μόνο αυτό το καλοκαίρι.Και ποιος ξέρει μπορεί και να μην είμαι πια. Κα ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Μωρό μου τι είναι αυτά που λες! ΒΕΝΤΛΑ:Καμιά φορά τη νύχτα, όταν δε με παίρνει ο ύπνος, μου'ρχονται αυτές οι σκέψεις. Δε στενοχωριέμαι καθόλου, ίσα-ίσα που ξέρω ότι μετά θα κοιμηθώ πολύ καλύτερα. - Είναι αμαρτία, μαμά, να κάνει κανείς τέτοιες σκέψεις; Κα ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Άντε να κρεμάσεις το φόρεμα στη ντουλάπα! Φτάνει να μην κρυώνεις! ΒΕΝΤΛΑ:Τώρα, που μπαίνουμε στο καλοκαίρι; - Ω, μαμά, έχεις δει παιδί να παθαίνει διφθερίτιδα στα γόνατα! Ας μην είμαστε τόσο σχολαστικές. Στην ηλικία μου δεν κρυώνεις ακόμα - πόσο μάλλον στα πόδια. Θα 'σουν πιο ευχαριστημένη, αν είχα εξάψεις; ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Κυριακή βράδυ. ΜΕΛΧΙΟΡ: Φτάνει. Βαρέθηκα. ΟΤΤΟ: Τότε σταματάμε κι εμείς! Τέλειωσες τα μαθήματα σου, Μέλχιορ; ΜΕΑΧΙΟΡ: Μην αφήνετε το παιχνίδι στη μέση! ΜΟΡΙΤΣ: Εσύ, πού θα πας; ΜΕΛΧΙΟΡ: Βόλτα. ΓΚΕΟΡΓΚ: Θα σκοτεινιάσει σε λίγο! ΡΟΜΠΕΡΤ: Έκανες τα μαθήματα σου; ΜΕΛΧΙΟΡ: Τι πειράζει να πάω περίπατο στο σκοτάδι; ΕΡΝΣΤ: Κεντρική Αμερική! - Ο Λουδοβίκος 15ος! Εξήντα στίχοι από τον Όμηρο! - Επτά εξισώσεις! ΜΕΛΧΙΟΡ: Στο διάολο τα μαθήματα! ΓΚΕΟΡΓΚ: Τουλάχιστον, να μην είχαμε την έκθεση Λατινικών για αύριο! ΜΟΡΙΤΣ: Μόλις πας να σκεφτείς κάτι άλλο, σου μπαίνουν σφήνα τα μαθήματα! ΟΤΤΟ: Εγώ, πάω σπίτι. ΓΚΕΟΡΓΚ: Κι εγώ. Να κάνω τα μαθήματα μου. ΕΡΝΣΤ: Κι εγώ. Ρόμπερτ: Καλή νύχτα, Μέλχιορ.
Φεύγουν όλοι, εκτός από το Μόριτς και το Μέλχιορ. ΜΟΡΙΤΣ: Χίλιες φορές, να' μουν άλογο σε κάρο, παρά να πήγαινα σχολείο!- Γιατί πάμε στο σχολείο; - Για να μας εξετάζουν! - Και γιατί μας εξετάζουν; - Για να μας κόβουν. - Φέτος πρέπει να κοπούν επτά, μόνο και μόνο επειδή η τάξη επάνω χωράει μόλις και μετά βίας εξήντα. -Από τα Χριστούγεννα και δω νιώθω πολύ παράξενα... Στο διάολο, αν δεν ήταν ο πατέρας μου, θα είχα μαζέψει τα μπογαλάκια μου και θα ήμουν τώρα στην Αλτόνα! Περπατούν. ΜΟΡΙΤΣ: Βλέπεις τη μαύρη γάτα εκεί πέρα, με το όρθιο τρίχωμα; ΜΕΛΧΙΟΡ: Είσαι προληπτικός; ΜΟΡΙΤΣ: Ξέρω γω; - Ερχόταν από κει πέρα. Δε βαριέσαι, δεν έχει καμιά σημασία. ΜΕΛΧΙΟΡ: Το γλυκό αεράκι κατεβαίνει από το βουνό. Ξέρεις τι θα 'θελα τώρα; Να' μαι μια μικρή δρυάδα στο δάσος, που σιέται και λυγιέται όλη νύχτα στις πιο ψηλές δεντροκορφές... ΜΟΡΙΤΣ: Άνοιξε το γιλέκο σου, Μέλχιορ! ΜΕΛΧΙΟΡ: Αχ! - πώς ανεμίζει τα ρούχα μου! ΜΟΡΙΤΣ: Σε λίγο θα'ναι τόσο σκοτεινά, που δε θα βλέπουμε ούτε τη μύτη μας. Μελχιόρ, συμφωνείς ότι η ντροπή στον άνθρωπο είναι αποτέλεσμα της αγωγής του; ΜΕΛΧΙΟΡ: Είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση. Σκέψου, να πρέπει να σταθείς ολόγυμνος μπροστά στον καλύτερο φίλο σου! Δε θα το'κανες με τίποτα, αν δε γδυνόταν κι αυτός μαζί σου. ΜΟΡΙΤΣ: Σκεφτόμουν πως αν έκανα κάποτε παιδιά θα τα κοίμιζα όλα στο ίδιο δωμάτιο. Στο ίδιο κρεβάτι. Θα τα έβαζα να βοηθάνε το ένα το άλλο, πρωί στο ντύσιμο, βράδυ στο γδύσιμο, και το καλοκαίρι θα τους φορούσα μόνο μια άσπρη χλαμύδα, δεμένη μ'ένα κορδόνι στη μέση. - Νομίζω πως, αν μεγαλώσουν έτσι, θα είναι μετά πολύ πιο ήρεμα απ'ότι είμαστε εμείς κατά κανόνα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Και τι θα γίνει όταν τα κορίτσια αποκτήσουν παιδιά; ΜΟΡΙΤΣ: Γιατί ν' αποκτήσουν παιδιά; ΜΕΛΧΙΟΡ: Γιατί αν, λόγου χάρη, κλείναμε έναν γάτο και μια γάτα από μικρά μαζί και τους κρατούσαμε μακριά από τον έξω κόσμο, τους αφήναμε, δηλαδή, να υπακούν μόνο στις ορμές τους - πιστεύω πως και τότε ακόμα η γάτα θα έμενε έγκυος, κι ας μην είχαν κανέναν άλλο γύρω τους, για να τους ανοίξει τα μάτια. ΜΟΡΙΤΣ: Φαίνεται πως στα ζώα γίνεται από μόνο του. ΜΕΛΧΙΟΡ: Πόσο μάλλον στους ανθρώπους! Για το Θεό, Μόριτς αν τα αγόρια και τα κορίτσια κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι και ξυπνήσουν κατά λάθος, οι πρώτες ανδρικές ορμές, βάζω στοίχημα ό,τι θέλεις πως... ΜΟΡΙΤΣ: Μπορεί να'χεις δίκιο. - Παρόλα αυτά όμως...
ΜΕΛΧΙΟΡ:Και τα κορίτσια θα ένιωθαν ακριβώς το ίδιο! Όχι πως ειδικά τα κορίτσια... αυτό, βέβαια, δεν μπορείς να το πεις με ακρίβεια... εν πάση περιπτώσει όμως, μπορείς να υποθέσεις ότι... άσε που θα έβαζε και η περιέργεια η χεράκι της! ΜΟΡΙΤΣ: Δε μου λες; Σου'ρθαν; ΜΕΛΧΙΟΡ: Ποιες; ΜΟΡΙΤΣ: Πώς τις είπες, ντε; ΜΕΛΧΙΟΡ: Οι ανδρικές ορμές; ΜΟΡΙΤΣ: Μμμ. ΜΕΛΧΙΟΡ: Ασφαλώς! ΜΟΡΙΤΣ: Κι εμένα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Πάει καιρός που τις ένιωσα! - Σχεδόν ένας χρόνος. ΜΟΡΙΤΣ: Ξέρεις πώς μου' ρθέ; Σαν να με χτύπησε αστροπελέκι. ΜΕΛΧΙΟΡ: Είδες όνειρο; Ο Γκέοργκ Τσίρσνιτς ονειρεύτηκε τη μάνα του. ΜΟΡΙΤΣ: Στο 'πε ο ίδιος; ΜΕΛΧΙΟΡ: Ναι, Πέρα, στην εξέδρα! ΜΟΡΙΤΣ: Αν ήξερες τι έχω τραβήξει από εκείνη τη νύχτα! ΜΕΛΧΙΟΡ: Τύψεις; ΜΟΡΙΤΣ: Τύψεις; Λαχτάρες! ΜΕΛΧΙΟΡ: Ω, θε μου... ΜΟΡΙΤΣ: Πίστευα ότι είμαι χαμένος, ότι πάσχω από ανίατη αρρώστια. - Τελικά, ηρέμησα μόνον, όταν άρχισα να γράφω τις αναμνήσεις μου ΜΕΛΧΙΟΡ: Να σου πω, εγώ ήμουν λίγο-πολύ προετοιμασμένος. Βέβαια, ντράπηκα λίγο. Αλλά, ως εκεί. ΜΟΡΙΤΣ: Κι όμως, είσαι σχεδόν ένα χρόνο μικρότερος μου! ΜΕΛΧΙΟΡ: Αυτό μη σε απασχολεί καθόλου, Μόριτς. Η πείρα μου λέει ότι αυτά τα στοιχειά δεν εμφανίζονται σε ορισμένη ηλικία. Ξέρεις εκείνο το θηρίο, το Λεμερμάϊερ, με τα κατάξανθα μαλλιά και την αετίσια μΰτη; Είναι τρία χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Ο Χανς Ρίλοβ λέει ότι ακόμα ονειρεύεται μόνο τούρτες με σαντιγύ και ζελέ βερίκοκο. ΜΟΡΙΤΣ: Έλα τώρα, πώς το ξέρει αυτό ο Χανς Ρίλοβ; ΜΕΛΧΙΟΡ: Τον ρώτησε. ΜΟΡΙΤΣ: Τον ρώτησε; - Εγώ δε θα τολμούσα ποτέ. ΜΕΛΧΙΟΡ: Εμένα πώς με ρώτησες; ΜΟΡΙΤΣ: Σωστά! - Ο Χανς μπορεί να του έγραψε και τη διαθήκη του. - Αλήθεια σου λέω, μας παίζουν πολύ περίεργο παιχνίδι. Μόλις μιλήσω με κορίτσι, ο νους μου πάει σε κάτι βρώμικο, χωρίς να ξέρω τι είναι αυτό - στ'ορκίζομαι. ΜΕΛΧΙΟΡ: Θα στα εξηγήσω όλα. - Αλλα τα'μαθα από βιβλία, άλλα από εικόνες και άλλα από παρατηρήσεις που έκανα στη φύση. Θα μείνεις ξερός. Εγώ, όταν τ'ανακάλυψα, έγινα
άθεος. Τα έχω πει και στο Γκέοργκ Τσίσνιτς! Ο Γκέοργκ ήθελε να τα πει στο Χανς Ρίλοβ, αλλά αυτός τα'ξερε από παιδί. Του τα είχε πει η γκουβερνάντα του. Σου'τυχε να δεις δυο σκυλιά να κυνηγιώνται στο δρόμο; ΜΟΡΙΤΣ: Όχι, μη! - Προτιμώ να μη μου πεις τίποτα σήμερα, Μέλχιορ. Σπίτι με περιμένουν η Κεντρική Αμερική και ο Λουδοβίκος ΙΕ'. Βάλε και τους εξήντα στίχους από τον Όμηρο, τις επτά εξισώσεις, συν την έκθεση των Λατινικών - αύριο θα'ρθω πάλι αδιάβαστος. ΜΕΛΧΙΟΡ: Έλα στο δωμάτιο μου. Μέσα σε τρία τέταρτα θα έχω ξεπετάξει τον Όμηρο, τις εξισώσεις και τις δύο εκθέσεις. Θα σου στριμώξω εδώ κι εκεί καναδυό ανώδυνα λαθάκια και θα ξεμπερδέψουμε. Η μαμά θα μας στίψει λεμονάδα, κι εμείς θα κουβεντιάσουμε με την άνεση μιας για την αναπαραγωγή. ΜΟΡΙΤΣ: Δε γίνεται. Δε γίνεται να κουβεντιάσω με την άνεση μου για την αναπαραγωγή! Αν θέλεις να μου κάνεις μια χάρη, τότε δώσ' μου γραπτώς τις συμβουλές σου. Γράψε μου αυτά που ξέρεις, όσο μπορείς πιο καθαρά και σύντομα, και παράχωσε μου τα ανάμεσα στα βιβλία μου την ώρα της γυμναστικής. Θα τα πάρω σπίτι μου χωρίς να το ξέρω. Και θα τα βρω κάποια στιγμή, χωρίς να το περιμένω. Παρά την κούραση μου, δε θ'αντέξω να μην τους ρίξω μια ματιά... Αν είναι τελείως απαραίτητο, μπορείς να προσθε'σεις και μερικές ζωγραφιές στην άκρη της κόλλας. ΜΕΛΧΙΟΡ: Είσαι σαν κοριτσάκι. - Εντάξει, όπως θέλεις! Για μένα θα'ναι μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία. - Μια ερώτηση μόνο. ΜΟΡΙΤΣ: Ναι; ΜΕΛΧΙΟΡ: Έχεις δει ποτέ σου γυμνό κορίτσι; ΜΟΡΙΤΣ: Ναι! ΜΕΛΧΙΟΡ: Εντελώς γυμνό; ΜΟΡΙΤΣ: Εντελώς. Το'δα στο Μουσείο Πρέπει να κάνω τα μαθήματα μου. - Γεια ΜΕΛΧΙΟΡ: Γεια. ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΜΑΡΘΑ: Πώς βράχηκαν έτσι τα παπούτσια μου! ΒΕΝΤΛΑ:Πώς μου χαϊδεύει έτσι ο αέρας τα μάγουλα! TEA: Πώς χτυπάει έτσι η καρδιά μου! ΒΕΝΤΛΑ: Πάμε ως τη γέφυρα! Η Τλζε είπε ότι το ποτάμι κατέβασε δέντρα και κλαδιά. Τα αγόρια έφτιαξαν μια σχεδία. Ο Μέλχι Γκάμπορ παραλίγο να πνιγεί χτες το βράδυ. TEA: Μπα! Αυτός ξέρει καλό κολύμπι! ΜΑΡΘΑ: Θα έλεγα! ΒΕΝΤΛΑ:Αν δεν ήξερε κολύμπι, θα είχε πνιγεί σίγουρα! TEA: Λύθηκε η κοτσίδα σου Μάρθα. Λύθηκε η κοτσίδα σου!
ΜΑΡΘΑ: Δεν πάει να λυθεί ,-σκασίλα μου! Μου σπάει τα νεύρα όλη μέρα. Δεν κάνει να κόψω κοντά τα μαλλιά μου όπως εσύ ούτε να τα έχω λυτά όπως η Βέντλα ούτε να κάνω αλογοουρά, και σαν να μην μου'φταναν όλα αυτά, πρέπει να χτενίζομαι και μόνη μου -, μόνο και μόνο, επειδή έτσι θέλουν οι θειάδες μου! ΒΕΝΤΛΑ: Αύριο θα φέρω ψαλίδι μαζί μου. Και στα θρησκευτικά, την ώρα που εσύ θα λες τους Ψαλμούς, εγώ θα σου κόβω την κοτσίδα. ΜΑΡΘΑ: Για όνομα του Θεού, Βέντλα! Ο μπαμπάς θα με σκοτώσει στο ξύλο και η μαμά θα με κλείσει τρεις νύχτες στο καρβουναριό. ΤΕΑ: :Με τι σε δέρνει, Μάρθα; ΒΕΝΤΛΑ: Αν ήμουν στη θέση σου, θα τους είχα παρατήσει προ πολλού και θα είχα πάρει των ομματίων μου. ΜΑΡΘΑ:... Εκεί ακριβώς το πάω! - Ακριβώς εκεί! Έννοια σου και θα δω όμως - θα δω τι έχω να πάθω! - Για να μην έχω αύριο παράπονα, τουλάχιστον, από τη μητέρα μου... TEA: Σε δέρνουν; ΜΑΡΘΑ: Όχι. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. ΒΕΝΤΛΑ: Με τι σε δέρνουν, Μάρθα; ΜΑΡΘΑ: Κάτι ερωτήσεις τώρα! Με οτιδήποτε. - Δε μου λες, η μητέρα σου σου βάζει τις φωνές όταν τρως ψωμί στο κρεβάτι; ΒΕΝΤΛΑ: Όχι, βέβαια. ΜΑΡΘΑ: Πιστεύω ότι κατά βάθος το διασκεδάζουν, κι ας μην το λένε. - Όταν κάνω παιδιά, θα τ' αφήσω να μεγαλώσουν σαν τα τριβόλια στον κήπο μας. Κανείς δεν ασχολείται μ'αυτά TEA: Εγώ, όταν κάνω παιδιά, θα τα ντύνω όλα στα ροζ. Ροζ καπελάκια, ροζ φουστανάκια, ροζ παπουτσάκια. Εκτός από τις κάλτσες - οι κάλτσες θα είναι μαύρες σαν τη νύχτα! ΒΕΝΤΛΑ: Που το ξέρετε ότι θα κάνετε παιδιά; TEA: Γιατί να μην κάνουμε, παρακαλώ; ΜΑΡΘΑ: Πάντως, η θεία Ευφημία δεν έχει παιδιά. TEA: Χαζή! Αφοΰ δεν είναι παντρεμένη. ΒΕΝΤΛΑ: Η θεία Μπάουερ παντρεύτηκε τρεις φορές κι όμως, δεν έχει ούτε ένα παιδί. ΜΑΡΘΑ: Αν κάνεις παιδιά, Βέντλα, τι θα'θελες να είναι; Αγόρια ή κορίτσια; ΒΕΝΤΛΑ: Αγόρια, αγόρια! TEA: Κι εγώ, αγόρια! ΜΑΡΘΑ: Κι εγώ το ίδιο. Κάλλιο είκοσι αγόρια, παρά τρία κορίτσια. TEA: Τα κορίτσια είναι βαρετά! ΜΑΡΘΑ: Τι να σου κάνω που βγήκα κορίτσι. Σήμερα δε θα γινόμουν με τίποτα. ΒΕΝΤΛΑ: Αυτό είναι θέμα γούστου, νομίζω. Εγώ το χαίρομαι κάθε μέρα, που είμαι κορίτσι. Πίστεψε με, δε θα άλλαζα τη θέση μου με κανένα πριγκηπόπουλο. - Γι' αυτό και θέλω να κάνω
αγόρια! Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που είμαι κορίτσι. Αν δεν ήμουν κορίτσι, θ'αυτοκτονούσα, για να βγω την επόμενη φορά... ΜΕΛΧΙΟΡ Προσπερνάει και χαιρετάει. TEA: Τι όμορφο κεφάλι που έχει, Θε μου! ΜΑΡΘΑ: Έτσι θα πρέπει να ήταν κι ο Μεγας Αλέξανδρος, όταν μαθήτευε κοντά στον Αριστοτέλη. ΒΕΝΤΛΑ: Έρχεται τρίτος στην τάξη του. TEA: Ο καθηγητής Οστεοθραΰστης λέει πως, αν ήθελε, θα ήταν ο πρώτος. ΜΑΡΘΑ: Ωραίος είναι αλλά ο φίλος του έχει πιο αισθαντικό βλέμμα. TEA: Ποιος, ο Μόριτς Στίφελ; Είναι ένας κοίμησης αυτός! ΜΑΡΘΑ: Εγώ, πάντως, τα πάω μια χαρά μαζί του. TEA: Όπου κι αν βρεθεί, γίνεται ρεζίλι. Στον χορό των Ρίλοβ μου πρόσφερε πραλίνες. Ήταν ζεστές και λιωμένες. Πες μου, δεν είναι...; - Μου είπε ότι τις είχε πολλή ώρα στην τσέπη του παντελονιού του. ΒΕΝΤΛΑ: Να σκεφτείς ότι ο Μέλχι Γκάμπορ μου είχε πει τότε ότι δεν πιστεύει σε τίποτα ούτε στο Θεό ούτε στο Υπερπέραν - Σε τίποτα στον κόσμο. ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΛΧΙΟΡ: Μπορείτε να μου πείτε πού είναι ο Μόριτς; ΓΚΕΟΡΓΚ: Αυτός θα την πληρώσει τελικά! Να το δεις ΟΤΤΟ: Έτσι όπως το πάει, στο τέλος θα τον κόψουν! ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Στο λόγο της τιμής μου, δε θα ήθελα με τίποτα να'μαι στη θέση του! ΡΟΜΠΕΡΤ: Αίσχος! - Ντροπή! ΜΕΛΧΙΟΡ: Γιατί; Τι ξέρετε! ΓΚΕΟΡΓΚ: Τι ξέρουμε; Αν σου'λεγα... ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Εγώ μια φορά, δε λέω λέξη! ΟΤΤΟ: Ούτε 'γω! - Με τίποτα! ΜΕΛΧΙΟΡ: Αν δε μου πείτε αμέσως... ΡΟΜΠΕΡΤ: Κοντός ψαλμός αλληλούια! ο Μόριτς Στίφελ τρύπωσε στην αίθουσα συνεδριάσεων. ΜΕΛΧΙΟΡ: Στην αίθουσα συνδριάσεων...; ΟΤΤΟ: Μάλιστα! - Αμέσως μετά τα Λατινικά. ΓΚΕΟΡΓΚ: Έμεινε επίτηδες τελευταίος. ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Όταν έστριβα στο διάδρομο, τον είδα να ανοίγει την πόρτα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Που να σε πάρει ο...! ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Όχι εμένα, αυτόν θα πάρει ο διάολος! ΓΚΕΟΡΓΚ: Μάλλον, ο γυμνασιάρχης ξέχασε να πάρει το κλειδί.
ΡΟΜΠΕΡΤ: Ή, αλλιώς, ο Μόριτς έχει αντικλείδι. ΟΤΤΟ: Τον έχω ικανό να το κάνει. ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Αν όλα πάνε καλά, θα τη γλυτώσει με μια Κυριακή απόγευμα στο σχολείο. ΡΟΜΠΕΡΤ: Και μια παρατήρηση στον έλεγχο! ΟΤΤΟ: Αν δε μείνει έτσι κι αλλιώς στην τάξη με τους βαθμούς που έχει! ΧΑΝΣ ΡΙΛΟΒ: Νάτος, έρχεται! Ο Μόριτς έρχεται ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Μόριτς, τι έκανες! ΜΟΡΙΤΣ: ...τίποτα - - τίποτα... ΡΟΜΠΕΡΤ: Τα'χεις χαμένα! ΜΟΡΙΤΣ: Από χαρά - από ευτυχία - από ενθουσιασμό-ΟΤΤΟ: Σε τσάκωσαν;! ΜΟΡΙΤΣ: Με προβίβασαν! Μέλχιορ, προβιβάστηκα! - Προβιβάστηκα! Απίστευτο! Το διάβασα είκοσι φορές και δεν μπορώ να το πιστέψω! - Ω, Θ ε μου, είναι γραμμένο! ΠροβιβάστηκαΙ - Χαμογελάει. Δεν ξέρω - νιώθω τόσο παράξενα- ζαλίζομαι... Μέλχιορ, Μέλχιορ, αν ήξερες τι έχω περάσει. ΧΑΝΣ ΡΙΛΟΒ: Συγχαρητήρια Μόριτς! ΜΟΡΙΤΣ: Δεν ξέρεις, Χανς. Εδώ και τρεις εβδομάδες γυροφέρνω την πόρτα, σαν να είναι η πύλη του Αδη. Και ξαφνικά, σήμερα, τη βλέπω μισάνοιχτη. Ακόμα κι ένα εκατομμύριο να μου 'διναν - δε θα μπορούσαν να με κρατήσουν! - Τρύπωνω στο δωμάτιο - ανοίγω το βαθμολόγιο - το ξεφυλλίζω - βρίσκω το Σ - και όλη αυτή την ώρα... Και μόνο που το σκέφτομαι, τρέμω ΜΕΛΧΙΟΡ: Όλη αυτή την ώρα - τι; ΜΟΡΙΤΣ: Όλη την ώρα, η πόρτα είναι ορθάνοιχτη πίσω μου. - Πώς βγήκα... πώς κατέβηκα τις σκάλες, ούτε που θυμάμαι. ΧΑΝΣ ΡΙΛΟΒ: Ο Ερνστ Ραίμπελ προβιβάζεται; ΜΟΡΙΤΣ: Ναι ΡΟΜΠΕΡΤ: Τότε, κάτι δε διάβασες σωστά. Μαζί με εσένα και το Ραίμπελ είμαστε εξήνταένας. Και η τάξη χωράει μόνο εξήντα. ΜΟΡΙΤΣ: Διάβασα πολύ σωστά. Ο Ερνστ Ραίμπελ προβιβάζεται όπως κι εγώ - ωστόσο, και οι δυο μας περνάμε προσωρινά . Στο τέλος του πρώτου τετραμήνου θ'αποφασίσουν ποιος θα πάρει τη θέση του άλλου. ΟΤΤΟ: Πάω στοίχημα πέντε μάρκα, ότι ο Ραίμπελ θα πάρει τη θέση σου. ΜΟΡΙΤΣ: Θα το χάσεις. Από σήμερα θα σκιστώ! - Τώρα μπορώ να σας το πω - είτε το πιστεύετε, είτε όχι - άλλωστε δεν έχει πια σημασία - σας λέω όμως την αλήθεια: αν δεν προβιβαζόμουν, θα είχα αυτοκτονήσει. ΡΟΜΠΕΡΤ: Φαφλατά!
ΓΚΕΟΡΓΚ: Αυτοκτονούν οι λαγοί; ΟΤΤΟ: Και τι δε θα 'δινα να σε δω να πυροβολείς! ΛΕΜΕΡΜΑΪΕΡ: Βάζω στοίχημα ένα χαστούκι! ΜΕΛΧΙΟΡ (του το σκάει): Έλα Μόριτς. Πάμε στο δασαρχείο! ΓΚΕΟΡΓΚ: Σοβαρά, πιστεύεις τις σαχλαμάρες που λέει; ΜΕΛΧΙΟΡ: Σε νοιάζει; Ας τους να λένε, Μόριτς! Πάμε έξω, να πάρουμε αέρα! Οι καθηγητές Πειναζώνης και Οστεοθραΰστης τους προσπερνούν. ΟΣΤΕΟΘΡΑΥΣΤΗΣ: Μου είναι ακατανόητον, αγαπητέ κ. συνάδελφε, πώς ο καλύτερος μαθητής μου έλκεται από τον χειρότερον. ΠΕΙΝΑΖΩΝΗΣ: Παρομοίως, αγαπητέ κ. συνάδελφε. ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Ηλιόλουστο απόγευμα ΜΕΛΧΙΟΡ: Βέντλα; - Τι κάνεις μόνη εδώ πάνω; ΒΕΝΤΛΑ Θέλω να πάω να αγοράσω φράουλες. Η μαμά θέλει να κάνει λικέρ. Θα'ρχόταν κι αυτή μαζί μου, αλλά την τελευταία στιγμή ήρθε η θεία Μπάουερ. Έτσι, ήρθα μόνη μου. Εσύ, τι κάνεις εδώ; ΜΕΛΧΙΟΡ: Αφήνω τις σκέψεις μου να αλωνίζουν. ΒΕΝΤΛΑ Τι ώρα είναι; ΜΕΛΧΙΟΡ: Τρισήμιση. Τι ώρα σε πρέπει να γυρίσεις; ΒΕΝΤΛΑ Νόμιζα ότι ήταν πιο αργά. Ξάπλωσα στη λίμνη, κι ονειρευόμουν με ανοιχτά μάτια. Νόμιζα ότι πέρασε η ώρα ΜΕΛΧΙΟΡ: Μείνε λίγο ακόμα. Εκεί, κάτω στην προκυμαία είναι η αγαπημένη μου θέση. Είναι βδομάδες τώρα που θέλω κάτι να σε ρωτήσω, Βέντλα. ΒΕΝΤΛΑ:Ναι, αλλά πρέπει να'μαι στο σπίτι, πριν από τις πέντε. ΜΕΛΧΙΟΡ: Θα φύγουμε μαζί. Σε δέκα λεπτά θα'μαστε στη γέφυρα! - Όταν είσαι ξαπλωμένος εδώ, με το χέρι στο κούτελο, κάνεις τις πιο αλλόκοτες σκέψεις... Ξαπλώνουν και οι δυο κάτω απάτη βελανιδιά. ΒΕΝΤΛΑ:Τι ήθελες να με ρωτήσεις; ΜΕΛΧΙΟΡ: Άκουσα ότι πηγαίνεις συχνά στους φτωχούς. Τους πας φαγητό, ρούχα, χρήματα. Το κάνεις μόνη σου, επειδή το θέλεις ή σε στέλνει η μητέρα σου;
ΒΕΝΤΛΑ: Συνήθως με στέλνει η μητέρα μου. Είναι φτωχοί άνθρωποι μ'ένα τσούρμο παιδιά. Συχνά ο άντρας δε βρίσκει δουλειά και τότε πεινάνε και τουρτουρίζουν. Σ'εμάς, στο σπίτι, οι ντουλάπες και οι σιφονιέρες είναι γεμάτες παλιά ρούχα που δεν τα χρειαζόμαστε πια ΜΕΛΧΙΟΡ: Χαίρεσαι ή βαρυγκομάς, όταν σε στέλνει η μητέρα σου; ΒΕΝΤΛΑ: Και το ρωτάς; ΜΕΛΧΙΟΡ: Ναι, μα τα παιδιά είναι βρώμικα, οι γυναίκες άρρωστες, τα σπίτια ακατάστατα και οι άντρες σε μισούν, γιατί δε δουλεύεις... ΒΕΝΤΛΑ: Αυτό δεν είναι αλήθεια, Μέλχιορ. Μα κι αν ακόμα ήταν αλήθεια, τότε είναι που θα πήγαινα! ΜΕΛΧΙΟΡ: Γιατί; ΒΕΝΤΛΑ: Γιατί τότε θα μου'δινε ακόμα μεγαλύτερη χαρά να τους βοηθάω. ΜΕΛΧΙΟΡ: Πας, λοιπόν, στους φτωχούς, επειδή σου δίνει χαρά; Τι λες, κέρδισες τον Παράδεισο μ'αυτό που κάνεις! Τι ονειρεύτηκες προηγουμένως, που ήσουν ξαπλωμένη στο γρασίδι, κοντά στη λίμνη; ΒΕΝΤΛΑ: Βλακείες - τρέλες ΜΕΛΧΙΟΡ: Με ανοιχτά μάτια; ΒΕΝΤΛΑ: Ονειρεύτηκα ότι ήμουν ένα φτωχό ζητιανάκι, που μ'έβγαζαν στο δρόμο από τις πέντε. Έπρεπε να ζητιανεύω όλη μέρα, βρέξει-χιονίσει. Κι όταν γύριζα το βράδυ στο σπίτι, τρέμοντας από την πείνα και το κρύο, και δεν είχα φέρει αρκετά χρήματα, ο πατέρας μου μ'έδερνε ΜΕΛΧΙΟΡ: Σου μείνανε από τα χαζά παιδικά παραμύθια που διαβάζεις. Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι ΒΕΝΤΛΑ: Κάνεις λάθος, Μέλχιορ. - Η Μάρθα Μπέσελ τρώει ξύλο κάθε βράδυ. Την άλλη μέρα είναι γεμάτη μελανιές. Να' ξερες τι τραβάει! Κάθε νύχτα το μαξιλάρι μου γίνεται μούσκεμα από τα δάκρυα. Μήνες τώρα σπάω το κεφάλι μου, να βρω τρόπο να τη βοηθήσω. Ευχαρίστως θα 'παιρνα τη θέση της για μια εβδομάδα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Θα 'πρεπε να καταγγείλεις τον πατέρα της. Θα του' παιρναν αμέσως τη Μάρτα. ΒΕΝΤΛΑ: Εγώ δεν έχω φάει ποτέ ξύλο στη ζωή μου - ούτε μια φορά. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι να σε δέρνουν. Έφτασα να δώσω ξύλο στον εαυτό μου, μόνο και μόνο για να καταλάβω πώς νιώθει κανείς. Θα πρέπει να είναι φριχτό συναίσθημα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Δεν πιστεύω ότι ένα παιδί γίνεται καλύτερο έτσι. ΒΕΝΤΛΑ: Πώς δηλαδή; · ΜΕΛΧΙΟΡ: Με το ξύλο. ΒΕΝΤΛΑ:Δε θα' θελες να δοκιμάσεις; ΜΕΛΧΙΟΡ: Σε ποιον; ΒΕΝΤΛΑ :Σε 'μένα. Γιατί; Τι πειράζει; ΜΕΛΧΙΟΡ: Δεν πρόκειται
ΒΕΝΤΛΑ: Στο επιτρέπω! ΜΕΛΧΙΟΡ: Αποκλείεται! ΒΕΝΤΛΑ: Αν σε παρακαλούσα ΜΕΛΧΙΟΡ: Είσαι με τα καλά σου; ΒΕΝΤΛΑ: Δεν έχω φάει ποτέ ξύλο στη ζωή μου! Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! ΜΕΛΧΙΟΡ: Θα σου μάθω εγώ να παρακαλάς! - Τη χτυπάει. ΒΕΝΤΛΑ: Ω, Θε μου - δε νιώθω τίποτα! ΜΕΛΧΙΟΡ: Τι περιμένεις, με τόσες φούστες που φοράς... ΒΕΝΤΛΑ: Χτύπα με στα πόδια, λοιπόν! ΜΕΛΧΙΟΡ: Βέντλα! Τη χτυπάει πιο δυνατά. ΒΕΝΤΛΑ: Με χαϊδεύεις! - Με χαϊδεύεις! ΜΕΛΧΙΟΡ: Περίμενε, μάγισσα! Θα σου ξορκίσω το Σατανά! Παρατάει τη βέργα και τη χτυπάει με τις γροθιές του, τόσο δυνατά, που η Βέντλα βγάζει μια τρομερή κραυγή. Δεν πτοείται απ}αυτό, αλλά πέφτει έξαλλος πάνω της, ενώ δάκρυα κυλάνε από τα μάτια του. Ξαφνικά πετάγεται πάνω, πιάνει με τα δυο χέρια τους κροτάφους του και ορμάει στο δάσος, ενώ το κορμί του σπαράζει από τους λυγμούς.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Ο Μέλχιορ και ο Μόριτς στον καναπέ. ΜΟΡΙΤΣ: Τώρα συνήλθα. Αλλά στα αρχαία ελληνικά με πήρε ο ύπνος. Σήμερα το πρωί πρόλαβα στο παρά πέντε. Μόλις ξύπνησα, μου σφηνώθηκαν τα ρήματα σε -μι. Σ' όλο το δρόμο, έκλινα ρήματα. Φαίνεται ότι λίγο μετά τις τρεις κατέθεσα τα όπλα ΜΕΛΧΙΟΡ: Να σου στρίψω ένα τσιγάρο; ΜΟΡΙΤΣ: Ευχαριστώ, δεν καπνίζω. - Μακάρινα συνεχίσω έτσι! Θα διαβάζω και θα ξαναδιαβάζω, ώσπου να μου βγουν τα μάτια. - Μετά τις διακοπές, ο Ερνστ Ραίμπελ πιάστηκε έξη φορές αδιάβαστος. Τρεις στα Αρχαία και τρεις στα μαθηματικά. Εγώ βρέθηκα μόνο πέντε φορές στην ίδια δυσάρεστη θέση, και από σήμερα δε θα ξανασυμβεί ποτέ! Ο Ραίμπελ δε θ' αυτοκτόνησει. Ο Ραίμπελ δεν έχει γονείς που να θυσιάζονται γι'αυτόν. Αν μείνω εγώ, ο πατέρας μου θα πάθει εγκεφαλικό και η μάνα μου θα βρεθεί στο φρενοκομείο. Να μου λείπει! Τώρα όμως που βούτηξα στα βαθιά, θα κολυμπήσω. ΜΕΛΧΙΟΡ: Η ζωή είναι απερίγραπτα χυδαία. Έτσι μου'ρχεται να κρεμαστώ από κανένα κλαδί. Τι έγινε η μαμά με το τσάι! ΜΟΡΙΤΣ: Το τσάι θα μου κάνει καλό. Τρέμω ολόκληρος. Νιώθω παράξενα. Άγγιξε με, σε παρακαλώ. Βλέπω, ακούω αισθάνομαι πολύ πιο έντονα, κι όμως όλα είναι τόσο ονειρικά,
τόσο... ατμοσφαιρικά. - Κοίτα τον κήπο πώς απλώνεται στο σεληνόφως, βαθύς, ακίνητος, σαν να χάνεται στο άπειρο. Πίσω από τους θάμνους προβάλλουν φωσφορίζουσες σκιές, γλιστράνε με μια αγωνιώδη σπουδή πάνω από τα ξέφωτα και χάνονται στο μισοσκόταδο. Μου φαίνεται ότι κάτω από την καστανιά, θα γίνει μια συνέλευση δημογερόντων. - Δεν πάμε κι εμείς, Μέλχιορ; ΜΕΛΧΙΟΡ: Ας πιούμε πρώτα το τσάι μας. ΜΟΡΙΤΣ: Τα φύλλα ψιθυρίζουν αδιάκοπα. Σαν ν'ακούω τη γιαγιά μου να διηγείται την ιστορία της "ακέφαλης βασίλισσας". - Ήταν, λέει, μια φορά, μια πανέμορφη βασίλισσα, όμορφη σαν τον ήλιο, πιο όμορφη απ' όλες τις κοπέλες του τόπου. Για κακή της τύχη όμως, είχε έρθει στον κόσμο χωρίς κεφάλι. Δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να πιει ούτε να δει ούτε να γελάσει ούτε να φιλήσει. Με την αυλή της συνεννογιόταν μόνο με το μικρό, απαλό χεράκι της. Και με τα τρισχαριτωμένα ποδαράκια της κλωτσούσε χώρες στον πόλεμο ή επέβαλε θανατικές ποινές. Μια μέρα όμως, νικήθηκε από ένα βασιλιά που κατά τύχη είχε δυο κεφάλια. Αυτά καυγάδιζαν όλο το χρόνο και είχαν τέτοια λογομαχία, που το ένα δεν άφηνε το άλλο να μιλήσει. Ο αρχιμάγος της αυλής πήρε το μικρότερο κεφάλι και το φόρεσε στη βασίλισσα. Και κοίτα, να δεις σύμπτωση, της ταίριαζε γάντι. Τότε, ο βασιλιάς παντρεύτηκε τη βασίλισσα και τα δυο κεφάλια δεν καυγάδιζαν πια, αλλά φιλούσαν το ένα το άλλο στο κούτελο, στα μάγουλα, στα χείλη, κι έζησαν ως τα βαθιά γεράματα αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα... Τι ανοησία, Θε μου! Από τις διακοπές κι εδώ, η ιστορία της ακέφαλης βασίλισσας μου τριβελίζει το μυαλό. Όταν βλέπω κανένα ωραίο κορίτσι, το βλέπω ακέφαλο* Κι άλλοτε πάλι νομίζω ξαφνικά ότι είμαι εγώ η ακέφαλη βασίλισσα... Στο τέλος, θα βρεθώ με δυο κεφάλια. Η κυρία Γκαμπόρ μπαίνει με το ανοιχτό τσάι Κα ΓΚΑΜΠΟΡ: Ορίστε, παιδιά, απολαύστε το ! Μόριτς, είσαι άρρωστος; ΜΟΡΙΤΣ: Τίποτα ανησυχητικό. Απλώς, κοιμάμαι κάπως αργά τώρα τελευταία. ΜΕΑΧΙΟΡ: Να σκεφτείς, μελετούσε όλη νύχτα. Κα ΓΚΑΜΠΟΡ: Δεν κάνεις καθόλου καλά. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Κάνεις κακό στην υγεία σου και το σχολείο δεν αντικαθιστά την υγεία. Να κάνεις περιπάτους στον καθαρό αέρα! Αξίζουν πολύ περισσότερο από έναν καλό βαθμό στα φιλολογικά. ΜΟΡΙΤΣ: Θα κάνω περιπάτους. Έχετε δίκιο. Μπορώ να περπατώ και να μελετάω. Πώς δεν το σκέφτηκα αυτό! - Τα γραφτά μου, βέβαια, θα πρέπει να τα κάνω στο σπίτι. ΜΕΛΧΙΟΡ: Τα γραφτά θα τα κάνουμε μαζί, θα μας διευκολύνει και τους δυο. - Το ξέρεις, μαμά, ότι ο Μαξ φον Τρενκ πέθανε από τύφο! - Σήμερα το μεσημέρι, ο Χανς Ρίλοβ έρχεται από το νεκροκρέβατο του Μαξ και πάει κατευθείαν στο γυμνασιάρχη Ηλιοκάμινο, για να του πει ότι ο Μαξ πέθανε μόλις τώρα, μπροστά στα μάτια του. - "Και λοιπόν;", λέει ο
Ηλιοκάμινος, "Το ξέρεις ότι χρωστάς δυο ώρες τιμωρία; Να, το χαρτί για τον παιδονόμο. Φρόντισε να το τακτοποιήσεις! Όλη η τάξη θα παραστεί στην κηδεία." Ο Χανς έμεινε να τον κοιτάζει αποσβολωμένος. Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Τι βιβλίο είναι αυτό, Μέλχιορ; ΜΕΛΧΙΟΡ: Ο "Φάουστ". Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Τον διάβασες; ΜΕΛΧΙΟΡ: Όχι ως το τέλος. ΜΟΡΙΤΣ: Είμαστε στη Νύχτα της Βαλπούργης. Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Εγώ, στη θέση σου, θα περίμενα ένα-δυο χρόνια ακόμα, πριν τον διαβάσω. ΜΕΛΧΙΟΡ: Κανένα βιβλίο δε μου χάρισε τόση απόλαυση, μαμά. Γιατί να μην το διαβάσω; Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Γιατί δεν το καταλαβαίνεις. ΜΕΛΧΙΟΡ: Πώς το ξέρεις; Καταλαβαίνω πολΰ καλά ότι δεν είμαι ακόμα σε θέση, να το συλλάβω σ'όλο του το μεγαλείο... ΜΟΡΙΤΣ: Το διαβάζουμε μαζί. Αυτό μας βοηθάει πολύ να το καταλάβουμε! Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Είσαι αρκετά μεγάλος, Μέλχιορ, για να ξέρεις τι σε ωφελεί και τι όχι. Φτάνει να έχεις πάντα την ευθύνη των πράξεων σου. Θέλω μόνο να θυμάσαι ότι ακόμα και το άριστο μπορεί να είναι βλαβερό, όταν δεν έχει κανείς την ωριμότητα να το αφομοιώσει σωστά. Προτιμώ χίλιες φορές να έχω εμπιστοσύνη σ'εσένα, παρά σε οποιουσδήποτε κανόνες ανατροφής. Αν χρειαστείτε τίποτα άλλο, Μέλχιορ, φώναξε με. Θα'μαι στην κρεβατοκάμαρα. Βγαίνει. ΜΟΡΙΤΣ: Κατάλαβες πού το πήγαινε η μαμά σου. Στην ιστορία με τη Μαργαρίτα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Μα αυτή δε μας απασχόλησε πάνω από ένα λεπτό. Στο κάτω-κάτω το έργο δεν κορυφώνεται εκεί. Έτσι όπως τους βλέπεις όλους να έχουν στραμμένο εκείτο βλέμμα, σου' ρχεται να πιστέψεις ότι ο κόσμος περιστρέφεται μόνο γύρω από το πέος και το αιδοίο! ΜΟΡΙΤΣ: Για να πω την αλήθεια, έτσι νιώθω κι εγώ από τότε που διάβασα την έκθεση σου. Τη βρήκα μπροστά μου στις πρώτες μέρες των διακοπών. Κλείδωσα την πόρτα κι άρχισα να ξεφυλλίζω πυρετωδώς τις σελίδες. Μου φαίνεται ότι τα πιο πολλά τα διάβασα με κλειστά μάτια. Οι αναλύσεις σου έφταναν στ'αυτιά μου σαν μια αλληλουχία από θολές αναμνήσεις, σαν ένα τραγούδι που το τραγουδούσες μικρός κι όταν τ'ακούς πάλι ετοιμοθάνατος από το στόμα κάποιου άλλου, σου σπαράζει την καρδιά. - Εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο, είναι αυτά που γράφεις για τα κορίτσια. Δεν μπορώ να τα ξεχάσω. Τα κορίτσια απολαμβάνουν τη θεία ευτυχία, Μέλχιορ. Τα κορίτσια αντιστέκονται χάρη στη φύση τους. Κρατιώνται ως την ύστατη στιγμή μακριά από κάθε πικρία, για να δεχτούν μονομιάς την ευλογία του ουρανού. Εκείνη τη στιγμή δε φοβούνται την κόλαση, γιατί ο παράδεισος ευωδιάζει γύρω τους. Τα συναισθήματα τους είναι δροσερά σαν πηγή που αναβρύζει από το βράχο. Τα κορίτσια κρατάνε ένα κύπελλο, που δεν τ'άγγιξε ανθρώπινη πνοή, μια κούπα
νέκταρ, που, όταν πίνουν, έτσι καυτό και λαμπερό, τα παρασύρει στην άβυσσο... Αντιθέτως, η ικανοποίηση που νιώθει ο άντρας, είναι νομίζω, ρηχή και τετριμμένη. ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ Καθιστικό. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Βέντλα! - Βέντλα! ΒΕΝΤΛΑ: Εμφανίζεται, με εσώρουχα και κορσέ, στην πόρτα δεξιά. Τι τρέχει, μαμά; Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Ξύπνησες, κιόλας; Μπράβο σου! Ντύσου γρήγορα!- Πρέπει να κατεβείς αμέσως στην Ίνα, να της πας το καλάθι! ΒΕΝΤΛΑ: Ενώ ντύνεται. Πήγες στην Τνα; - Πώς είναι; - Τα ίδια ακόμα; Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Χτες τη νύχτα ήρθε ο πελαργός και της έφερε ένα αγοράκι. ΒΕΝΤΛΑ: Αγοράκι; - Ένα αγοράκι! Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Ένα πανέμορφο αγοράκι! ΒΕΝΤΛΑ: Ανυπομονώ να το δω, μαμά! - Να, λοιπόν, που έγινα θεία για τρίτη φορά - Θεία μιας ανηψιάς και δύο ανηψιών! Κ. ΜΠΕΡΓΚΑΝ: Και τι ανήψια! - Βλέπεις, έχει και τα καλά του το να μένεις κοντά σε καμπαναριό! - Αύριο κλείνουν μόλις δυο χρόνια από τότε που ο πελαργός τους άφησε το πρώτο μωρό ΒΕΝΤΛΑ: Ήσουν εκεί, όταν το'φερε; Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Τ' άφησε και πέταξε αμέσως. ΒΕΝΤΛΑ: Μπήκε από το παράθυρο ή από την καπνοδόχο. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Να ρωτήσεις την Τνα. Η Τνα θα σου πει, καρδούλα μου! Θα σου πει πώς ακριβώς έγινε. ΒΕΝΤΛΑ: Όταν πάω, θα τη ρωτήσω. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Μην το ξεχάσεις, άγγελε μου. Μ'ενδιαφέρει κι εμένα πολύ να μάθω, αν μπήκε από το παράθυρο ή από την καπνοδόχο. ΒΕΝΤΛΑ:Δε θα'τανε πιο σωστό να ρωτήσω τον καπνοδοχοκαθαριστή; - Αυτός θα ξέρει καλύτερα απ' όλους, αν μπαίνει από την καπνοδόχο. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Ο καπνοδοχοκαθαριστής; Όχι βέβαια, παιδάκι μου, όχι βέβαια. Τι ξέρει αυτός από πελαργούς! - Θα σου πει ένα σωρό βλακείες, που δεν τις πιστεύει ούτε ο ίδιος... ΒΕΝΤΛΑ: Μαμά, έγινα θεία τρίτη φορά και όμως, δεν έχω ιδέα πώς γίνεται αυτό... Μη θυμώνεις, μανούλα μου, μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ! Ποιον θα ρωτήσω, αν δε ρωτήσω εσένα; Σε παρακαλώ, πες μου, μαμά! Μανούλα μου, πες μου, σε παρακαλώ! Ντρέπομαι τον ίδιο τον εαυτό μου. Μίλα μου, να χαρείς! Εξήγησε μου - πώς γίνεται; - Πώς γεννιέται ένα παιδί; - Σοβαρά, περιμένεις να πιστεύω ακόμα στον πελαργό, δεκατεσσάρω χρονώ κορίτσι; Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Χριστός και Παναγία! Τι αλλόκοτο παιδί που είσαι! - Σου κατεβαίνουν κάτι ιδέες καμιά φορά! - Ειλικρινά, δεν μπορώ να σου πω τίποτα!
ΒΕΝΤΑΑ.Τιατί δεν μπορείς, μαμά! - Πες μου, γιατί! - Ασφαλώς, δεν μπορεί να είναι κάτι κακό, αφού όλοι το χαίρονται! Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Φώτισε με, Θε μου ! - Τι σου'φταιξα και... Έλα ντύσου, τώρα! Ντύσου! ΒΕΝΤΛΑ: Ωραία, φεύγω... Μη μου θυμώσεις όμως, αν πάω και ρωτήσω τον καπνοδοχοκαθαριστή. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Είναι να τρελαίνεσαι! - Ωραία, παιδάκι μου, θα στα πω όλα... Θεέ μου, Μεγαλοδύναμε! - Μόνο, όχι σήμερα, Βέντλα! - Αύριο, μεθαύριο, την άλλη εβδομάδα... όποτε θέλεις, καρδούλα μου... ΒΕΝΤΛΑ: Γιατί δεν μπορείς, μαμά! - Να, γονατίζω μπροστά σου και ακουμπάω το κεφάλι μου στα γόνατα σου. Εσύ θα σκεπάσεις το κεφάλι μου με την ποδιά σου και θα λες, θα λες, σαν να είσαι ολομόναχη στο δωμάτιο. Δε θα κουνηθώ, δε θα βγάλω τσιμουδιά. Θα κάνω υπομονή ό,τι κι αν μου πεις. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Μάρτυς μου ο Κύριος, Βέντλα, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο! Ο Θεός ξέρει τι άνθρωπος είμαι! - Έλα, λοιπόν, στο όνομα του Πατρός! - Θα σου πω κοριτσάκι μου πώς ήρθες στον κόσμο. - Ακου... ΒΕΝΤΛΑ: Κάτω από την ποδιά. Σ'ακούω. Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Εκστατικά. - Κι όμως δε γίνεται! - Δεν μπορώ να πάρω τέτοια ευθύνη. Θα'πρεπε να με κλείσουν στη φυλακή-, να σε πάρουν από μένα... ΒΕΝΤΛΑ: Κάτω από την ποδιά. Κουράγιο, μαμά! Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Ακου, λοιπόν... ΒΕΝΤΛΑ: Κάτω από την ποδιά. Ω, Θε μου! Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Για ν' αποχτήσεις παιδί, θα πρέπει να,., ν'αγαπάς τον άντρα που παντρεύτηκες... να τον αγαπάς λέω, όπως μπορείς ν' αγαπήσεις μόνον έναν άντρα! Θα πρέπει να τον αγαπάς τόσο ολόψυχα, όσο - όσο δε λέγεται! Πρέπει να τον αγαπάς, Βέντλα, όπως δεν μπορεί ν' αγαπήσει ένα κορίτσι της ηλικίας σου... Τώρα ξέρεις. ΒΕΝΤΛΑ: Σηκώνεται. Ω, Θε μου... Θε μου...! Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Τώρα ξέρεις τι δοκιμασίες σε περιμένουν! ΒΕΝΤΛΑ: Κι αυτό είναι όλο; Κ. ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Να με κάψει ο Θεός, αν σου είπα ψέματα!...Ο Θεός να σ'ευλογεί και να σε φυλάει! - Μόλις ευκαιρήσω, θα σου προσθέσω πέντε δάχτυλα βολάν στον ποδόγυρο. ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ ΧΑΝΣ ΡΙΛΟΒ: Έκανες την προσευχή σου, Δυσδαιμόνα; Βγάζει από τον κόρφο του ένα αντίγραφο της Αφροδίτης του Πάλμα Βέκιο. Δεν έχεις πει το Πάτερ-ημών, αγαπημένη. Σε ποιά πελάγη ευτυχίας θα πρέπει να κολυμπούσε ο μεγάλος καλλιτέχνης, όταν έβλεπε το δεκατετράχρονο πρωτότυπο διάχυτο μπροστά του, στο ντιβάνι.!Θα με επισκέπτεσαι κάπου-
κάπου στο όνειρο μου; - Θα σε υποδέχομαι με ανοιχτές αγκάλες και τα φιλιά μου θα σου κόβουν την ανάσα. Θα καταλύσεις μέσα μου όπως η αφέντρα του σπιτιού στο έρημο παλάτι της. Ένα αόρατο χέρι θα ανοίξει πύλη και θύρες, ενώ το συντριβάνι, κάτω στο πάρκο, θ' αρχίσει να πλατσουρίζει χαρούμενα... Επιβάλλεται! - Επιβάλλεται! - Ότι δε σκοτώνω από επιπόλαιο βρασμό ψυχής, σου το μαρτυρούν οι τρομεροί γδούποι της καρδιάς μου. Ένας κόμπος μου φράζει το λαιμό, όταν σκέφτομαι τις μοναχικές μου νύχτες. Παίρνω όρκο στην ψυχή μου, μικρή μου, ότι δε διακατέχομαι από κορεσμό. Ποιος θα μπορούσε να καυχηθεί ότι έχει κορεσθεί από σένα! Αλλά μου ρουφάς το μεδούλι από τα κόκαλα, μου διπλώνεις την πλάτη, κλέβεις από το νεανικό μου βλέμμα την ύστατη λάμψη του. - Παραείσαι απαιτητική μέσα στην απάνθρωπη μετριοφροσύνη σου, παρα-είσαι ερεθιστική με τα ακίνητα μέλη σου!Εσύ ή εγώ! Και η νίκη χαμογέλασε σ' εμένα. Αν ήθελα να μιλήσω - για την ίδια μάχη που έδωσα με όλες τις παρακοιμώμενες μου! - Η ψυχή της Τούμαν - άλλο ένα κληροδότημα της αφυδατωμένης δεσποινίδος Ανζελίκ,- αυτή η οχιά στον παράδεισο των παιδικών μου χρόνων. Η Γιο φον Κορέχζιο, η Γαλαχέα φονΛόσοβ. Μετά το ειδύλλιο με την Μπονγκερό. Ή,Άντα φον Μπερς- αυτή τ\Αντα, που την απήγαγα από το μυστικό συρτάρι του γραφείου του μπαμπά, για να πλουτίσω το χαρέμι μου. Μια φοβισμένη, σπασμωδική,Λήδα φον Μάκαρτ, που την ανακάλυψα τυχαία κάτω από τα σχολικά τετράδια του αδελφού μου.. - Επτά, ω, ανθόσπαρτη μελλοθάνατη, πορεύτηκαν πριν από σένα σ' αυτό το μονοπάτι προς τον Τάρταρο! Δέξου το αυτό ως βάλσαμο και μη ζητάς να σπρώξεις το μαρτύριο μου στο μη περαιτέρω μ'αυτό το ικετευτικό βλέμμα σου. Δεν πεθαίνεις για τις δικές σον αμαρτίες, αλλά για τις δικέςμον\ - Από αντοάμννα γίνομαι, με ματωμένη καρδιά, συζυγοκτό-νοςγια έβδομη φορά. Ο ρόλος του Κυανοπώγωνα έχει κάτι το τραγικό. Πιστεύω ότι όλες μαζί, οι δολοφονημένες γυναίκες του, δεν υπέφεραν τόσο πολύ, όσο αυτός κατά τον στραγγαλισμό της μιας εκάστης. Αλλ'όμως η συνείδηση μου θα γαληνέψει και το σώμα μου θα δυναμώσει, όταν, εσύ, θηλυκέ σατανά, δε θα κατοικείς πια μέσα στη μεταξωτή ένδυση της κασετίνας μου. Αντί για σένα, θα διαθέσω το πολυτελές διαμέρισμα μου στη Αονρλαϊ φον Μπόντενχάονζεν ή στην Εγκαταλελειμμένη τονΛίνγκερ ή οτχ\Λόνι φον Ντέφρεγκερ. Έτσι θα επιταχύνω την αποθεραπεία μου! Άλλο ένα τετράμηνο το πολύ, ψυχούλα μου, και το ακάλυπτον κλειτορίδων σου, θα μου είχε λιώσει το μυαλό, όπως ο ήλιος το βούτυρο. Ήταν καιρός να χωρίσουμε κλίνη και στέγη. Μπρρρ, νιώθω τον Ηλιογάβαλο να θεριεύει μέσα μου! Η μελλοθάνατη με χαιρετά! - Κορά-σιον, κοράσιον, γιατί μαζεύεις ακόμα και τώρα τα γόνατα; Ενόψει της αναξερευνήτου αιω-νιότητος; - Μια κίνηση μονάχα και θα σ'αφήσω να ζήσεις! Έστω ένα γυναικείο σκίρτημα, μια ένδειξη ηδυπάθειας, συμπάθειας, κοριτσάκι! - Θα σε βάλω σε χρυσή κορνίζα και θα σε κρεμάσω πάνω από το κρεβάτι μου! - Δε διαισθάνεσαι ότι είναι η αγνότητα σου αυτή που ξυπνάει την ηδονή μου! - Άρα - κατάρα, στους άσπλαγχνους!... Το διαπιστώνει κανείς ανά πάσα στιγμή, ότι η αγωγή της υπήρξε
υποδειγματική. - Τα ίδια τράβηξα κι εγώ. Έκανες την προσευχή σου Δυσδαιμόνα; Μου σφίγγεται η καρδιά. - Ανοησίες! Ακόμα και r\ Αγία Αγνή πέθανε λόγω της εγκράτειας της και δεν είχε ούτε τη μισή σου γνμνιαΐ - Μόνο ένα φιλί ακόμα στο ανθηρό σου κορμί, στα παιδικά, εξογκωμένα στήθη σου - στα γλυκά, στρογγυλά- στο απάνθρωπο γόνατο σου! Μην επιμένετε να σας την ονομάσω, αγνά άστρα τ'ουρανού! Επιβάλλεται! ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ Αχυρώνας ΒΕΝΤΑΑ: Εδώ είσαι; Σε ψάχνουν όλοι. Έρχεται καταιγίδα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Φύγε! ΒΕΝΤΛΑ: Τι έπαθες; - Γιατί κρύβεις το πρόσωπο σου; ΜΕΛΧΙΟΡ: Φύγε ΒΕΝΤΛΑ:Τώρα είναι που δε φεύγω. Γονατίζει δίπλα του. Γιατί δεν έρχεσαι έξω; Εδώ είναι σκοτεινά. ΜΕΛΧΙΟΡ: Έξω ο ουρανός θα είναι κατάμαυρος σαν πένθος. - Βλέπω μόνο την κόκκινη παπαρούνα στο στήθος σου - κι ακούω την καρδιά σου να χτυπάει-. ΒΕΝΤΛΑ: Όχι, μη με φιλάς, Μέλχιορ! Μη με φιλάς! ΜΕΛΧΙΟΡ: Ακούω την καρδιά σου - να χτυπάει – ΒΕΝΤΛΑ: Όταν φιλάς - αγαπάς - Μη! Μη!-ΜΕΛΧΙΟΡ: Πίστεψε με, δεν υπάρχει αγάπη! Οΰτε 'γω σ'αγα-πώ, οΰτε κι εσύ.ΒΕΝΤΛΑ: Μη ?
Μέλχιορ, μη!
ΜΕΛΧΙΟΡ: Βέντλα! ΒΕΝΤΛΑ: Ω, Μέλχιορ! Μη,μηΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ Κ. ΓΚΑΜΠΟΡ: Κάθεται και γράφει. Αγαπητέ Μόριτς. Αφοΰ για ένα εικοσιτετράωρο σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα αυτά που μου έγραψες, παίρνω, με βαριά καρδιά, την πένα, για να σου απαντήσω. Το ποσό για το ταξίδι σου στην Αμερική δεν μπορώ να στο εξασφαλίσω. Σου ορκίζομαι σε ό,τι έχω ιερό ότι σου λέω την αλήθεια. Καταρχήν, δεν έχω τόσα πολλά χρήματα, αλλά ακόμα και αν τα είχα, θα το θεωρούσα πολΰ μεγάλη αμαρτία, να σου δώσω εγώ τα μέσα, για να κάνεις μια τόσο ζωτικής σημασίας απερισκεψία. Θα με αδικούσες πολύ, Μόριτς, αν θεωρούσες ότι η άρνηση μου αυτή σημαίνει έλλειψη αγάπης προς εσένα. Αντιθέτως, θα είχα αμελήσει ασυγχώρητα τα καθήκοντα μου, ως μητέρα του φίλου σου, αν παρασυρόμουν από μια στιγμιαία απώλεια της ψυχραιμίας σου, και έχανα κι εγώ τα λογικά μου σε σημείο, ώστε να υποκύψω τυφλά στις παρορμήσεις μου. Είμαι πρόθυμη - αν το επιθυμείς κι εσύ, - να γράψω στους γονείς σου. Θα προσπαθήσω να τους πείσω ότι κατά τη διάρκεια αυτού του τετραμήνου έκανες ό,τι μπορούσες, ότι εξάντλησες τόσο τις δυνάμεις
σου, ώστε μια αυστηρή καταδίκη της ατυχίας σου δε θα ήταν μόνο άδικη, αλλά θα μπορούσε, πρωτίστως, να επηρεάσει αρνητικά τη σωματική και πνευματική σου υγεία. Η έστω και συγκεκαλυμμένη απειλή σου ότι, αν δεν μπορέσεις να φύγεις, θα δώσεις τέλος στη ζωή σου, με ξάφνιασε κάπως. Όσο κι αν δε φταις για την ατυχία σου, δε θα έπρεπε εν ουδεμία περιπτώσει να παρασυρθείς σε άνομες πράξεις. Ο τρόπος, με τον οποίο επιδιώκεις να με καταστήσεις υπεύθυνη για ένα τόσο φρικτό αμάρτημα εμένα, που σου έδειξα πάντα τόση καλοσύνη και αγάπη, θα μπορούσε εύκολα να ηχήσει στ5 αυτιά ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου ως εκβιασμός. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν περίμενα ποτέ από σένα, που είχες πάντοτε επίγνωση των πράξεων σου, μια παρόμοια συμπεριφορά. Είμαι, εντούτοις, πεπεισμένη ότι τελούσες ύπό τό κράτος του τρόμου και δεν μπορούσες ακόμα να αναλογισθείς πλήρως την πράξη σου. Θέλω, λοιπόν, να ελπίζω ότι αυτές οι γραμμές μου θα σε βρουν σε καλύτερη ψυχική κατάσταση. Πάρε τα πράγματα όπως έχουν. Είναι, κατά τη γνώμη μου, τελείως ανεπίτρεπτο να κρίνουμε ένα νέο άνθρωπο από τους σχολικούς ελέγχους του. Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα κακών μαθητών που έγιναν σπουδαίοι άνθρωποι, και αντιστρόφως, σπουδαίων μαθητών που δε διακρίθηκαν ιδιαιτέρως στη ζωή τους. Εν πάση περιπτώσει, σε διαβεβαιώνω ότι η κακοτυχία σου ουδόλως πρόκειται να επηρεάσει τη σχέση σου με το Μέλχιορ, στο βαθμό, που αυτό εξαρτάται από μένα. Θα μου δίνει πάντοτε χαρά να βλέπω το γιο μου να συναναστρέφεται ένα νέο που, όπως κι αν το κρίνουν οι άλλοι, κατάφερε να κερδίσει την απόλυτη συμπάθεια μου. Ψηλά, λοιπόν, το κεφάλι, Μόριτς! Παρόμοιες κρίσεις, της μιας ή της άλλη μορφής, τις περνάμε όλοι και πρέπει να τις ξεπερνάμε. Αν ο καθένας μας κατέφευγε αμέσως στο μαχαίρι ή στο δηλητήριο, σε λίγο δε θα υπήρχαν άνθρωποι στον κόσμο. Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα και σε χαιρετώ με την ίδια, αναλλοίωτη εγκαρδιότητα. Η μητέρα του φίλου σου και φίλη σου, Φάνυ Γκάμπορ. ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ Ο κήπος των Μπέργκμαν ΒΕΝΤΛΑ:Γιατίτο'σκασες από το δωμάτιο; - Για να μαζέψω γιούλια! - Γιατί η μητέρα με βλέπει να χαμογελώ. - Γιατί κρατάς πάντα μισάνοιχτα πια τα χείλη σου; - Δεν ξέρω. - Δεν ξέρω τίποτα, δε βρίσκω λόγια... Το μονοπάτι είναι σαν περσικό χαλί - Ούτε αγκάθια ουτ'ένα πετραδάκι. - Τα πόδια δεν αγγίζουν τη γη... Αχ, πόσο ανάλαφρα κοιμήθηκα τη νύχτα! Να, εδώ ήταν. - Ξαφνικά έχω γίνει σοβαρή, όπως η καλόγρια στο δείπνο. - Γλυκά μου γιούλια! Ησύχασε, μανούλα μου! Θα το φορέσω το μακρύ φόρεμα μου. - Αχ, θε μου, αν ερχόταν τώρα κάποιος, που να μπορούσα να τον αγκαλιάσω και να του πω, να του πω... ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ ΜΟΡΙΤΣ: Δεν ταιριάζω πουθενά. Θα κλείσω την πόρτα και θα φύγω. Δεν επέβαλα τον εαυτό μου σε κανένα. Όχι πως ρίχνω την ευθύνη στους γονείς μου. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είναι προετοιμασμένοι για το χειρότερο. Ήταν αρκετά μεγάλοι, ώστε να ξέρουν τι έκαναν. Βλέπεις,
ήμουν βρέφος, όταν ήρθα στον κόσμο. Αλλιώς, θα είχα την πονηριά να γίνω κάποιος άλλος. Φταίω εγώ, που προηγήθηκαν άλλοι, πριν από μένα! Θα έπρεπε να είμαι τελείως βλάκας... Αν κάποιος μου χάριζε ένα λυσσασμένο σκυλί, θα του το'δινα πίσω. Κι αν δεν ήθελε να πάρει πίσω το λυσσασμένο σκυλί του, τότε, θα ήμουν αρκετά φιλάνθρωπος, ώστε... Θα έπρεπε να είμαι τελείως βλάκας... Έρχεσαι εκ συμπτώσεως στον κόσμο και δεν μπορείς, μετά από ώριμη σκέψη, να — είναι να πεθάνεις! Τουλάχιστον, ο καιρός έδειξε κατανόηση. Όλη μέρα πήγαινε να βρέξει, κι όμως, τελικά, δεν έριξε σταγόνα. - Μια σπάνια γαλήνη βασιλεύει στη φύση. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Ουρανός και γη είναι σαν ένας διάφανος ιστός. Συνάμα, όλα μοιάζουν να αισθάνονται πολύ ωραία. Το τοπίο είναι γλυκό σαν νανούρισμα. "κοιμήσου και παρήγγειλα", που τραγουδούσε και η δεσποινίς Σναντουλία χορεύει μόνο με υποψήφιους μνηστήρες. Το μεταξωτό φόρεμα της ήταν σχιστό μπρος και πίσω. Πίσω μέχρι τη μέση και μπρος μέχρι λιποθυμίας. - Αποκλείεται να φορούσε πουκαμίσα...αυτό θα ήταν κάτι, που θα μπορούσε ακόμα να με κρατήσει. - Πιο πολύ από περιέργεια. Θα πρέπει να είναι ένα παράξενο συναίσθημα — Μια αίσθηση, σαν να ηλεκτρίζεσαι. -Δε θα πω σε κανέναν ότι γυρίζω πάλι άπραγος. Θα υποκριθώ ότι τα έζησα όλα... Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που υπήρξες άνθρωπος κι όμως, δεν έζησες την πιο ανθρώπινη πράξη. - Πήγατε στην Αίγυπτο, αξιότιμε κύριε, και δεν είδατε τις πυραμίδες; Δε θα κλάψω ξανά σήμερα. Δε θα σκεφτώ ξανά την κηδεία μου - Ο Μέλχιορ θα βάλει στεφάνι στο φέρετρο μου. Ο πάστορ Γυμνόκοιλος θα παρηγορεί τους γονείς μου. Ο γυμνασιάρχης Ηλιοκάμινος θα απαριθμεί παραδείγματα από την ιστορία. - Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα μου βάλουν ταφόπετρα. Πολύ θα ήθελα μια μαρμάρινη τεφροδόχο πάνω σε πλάκα από μαύρο γρανίτη - όχι πως θα μου λείψει, βέβαια! Τα μνημεία είναι για τους ζωντανούς, όχι για τους πεθαμένους. Μου πήρε έναν ολόκληρο χρόνο, για να τους αποχαιρετίσω όλους νοερώς. Δε θα ξανακλάψω. Χαίρομαι που μπορώ και κοιτάω πίσω μου χωρίς πικρία. Πόσες ωραίες βραδιές πέρασα με τοΜέλχιορΙ- Κάτω από τις ιτιές της ακροποταμιάς, στο δασαρχείο, έξω στη δημοσιά με τις πέντε φιλύρες. Και πάνω στο βουνό, ανάμεσα στα μοναχικά ερείπια του κάστρου — Όταν έρθει η ώρα, θα σκέφτομαι με όλες μου τις δυνάμεις τη σαντιγύ. Η σαντιγύ δε σου είναι εμπόδιο. Σε μπουκώνει και σου αφήνει, παρόλα αυτά, μια ευχάριστη γεύση στο στόμα. Μα και τους ανθρώπους τους είχα φανταστεί απείρως πιο κακούς. Δε βρήκα ούτε έναν που να μην ήθελε την προσωπική του καλοπέραση. Μερικούς, μάλιστα, τους λυπήθηκα εξαιτίας μου. Βαδίζω στο ιερό όπως εκείνος ο νεαρός ετρούσκος, που με τον τελευταίο ρόγχο του εξαγοράζει την ευτυχία των αδελφών του για τον επόμενο χρόνο. - Υπέμεινα λεπτό προς λεπτό το μυστηριώδες δέος της απόσπασης. - Η ζωή μου γύρισε την πλάτη. Βλέπω από πέρα τα σοβαρά, φιλικά, βλέμματα να με καλούν: η ακέφαλη βασίλισσα, η ακέφαλη βασίλισσα Τη συμπόνοια, που με περιμένει με ανοιχτές αγκάλες... Οι εντολές σας είναι για τους ανήλικες. Εγώ κουβαλάω την πρόσκληση μέσα μου. Μόλις σπάσει το κέλυφος, η πεταλούδα
πετάει μακριά. Η οπτασία δεν ενοχλεί πια. Δε θα'πρεπε να παίζετε επικίνδυνα παιχνίδια με την απάτη! Η ομίχλη διαλύεται. Η ζωή είναι ζήτημα γούστου. ΙΛΖΕ: Τι ψάχνεις; ΜΟΡΙΤΣ: Τλζε! ΙΛΖΕ: Τι γυρεύεις εδώ; ΜΟΡΙΤΣ: Με τρόμαξες; ΙΛΖΕ: Τι ζητάς; - Τι ψάχνεις; ΜΟΡΙΤΣ: Γιατί με κοψοχόλιασες; ΙΛΖΕ: Γυρίζω από την πόλη. Πάω σπίτι. ΜΟΡΙΤΣ: Δεν ξέρω τι ζητάω. ΙΛΖΕ: Τότε, δεν ωφελεί και να ψάχνεις. ΜΟΡΙΤΣ: Μνήσθητί μου, Κύριε!! ΙΛΖΕ: Λείπω τέσσερις μέρες από το σπίτι. ΜΟΡΙΤΣ: Πού τριγύριζες πάλι; ΙΛΖΕ: Στα Πριάπια ! ΜΟΡΙΤΣ: ΣταΠριάπια! ΙΛΖΕ: Στου Νολ, στου Φέρεντορφ, στου Παντίνσκν, οχονΛεντς, στου Ρανκ, στου Σπύλερ - κι όπου αλλού μπορείς να φανταστείς! - Κλινγκ, κλινγκ - θα πέσει το παραδάκι! ΜΟΡΙΤΣ: Σε ζωγραφίζουν; ΙΛΖΕ: Ο Φέρεντορφ με ζωγραφίζει ως ασκήτρια. Στέκομαι πάνω σ'ένα κορινθιακό κιονόκρανο. Τούτο μόνο σου λέω, ο Φέρεντορφ είναι άπλαστο ζυμάρι. Την τελευταία φορά του τσαλαπάτησα ένα σωληνάριο. Αυτός έρχεται και σκουπίζει το πινέλο του στα μαλλιά μου. Εγώ τον χαστουκίζω. Μου πετάει την παλέτα στο κεφάλι. Του γκρεμίζω το καβαλέτο. Τότε, με κυνηγάει με μια βούρτσα, πάνω από το ντιβάνι, τις καρέκλες, το τραπέζι, γύρωγύρω στο ατελιέ. Πίσω από τη σόμπα βρίσκω ένα σκίτσο. - Κάτσε φρόνιμα, γιατί θα το σκίσω, του λέω! ΜΟΡΙΤΣ: Πού κοιμάσαι, όταν μένεις στην πόλη; ΙΛΖΕ: Χτες στου Νολ - προχτές στου Μπογιόκεβιτς - την Κυριακή στου Οικονομόπουλου. Ο Παντίνσκν είχε και σαμπάνια. Ο Βαλαμπρεγκέζ πούλησε τον Πανονκλιασμένο του. ΟΑντολάρ έπινε από το σταχτοδοχείο. ΟΛεντς τραγούδησε την "Παιδοκτόνο" και οΑντολάρ έσπασε την κιθάρα. Ήμουν τόσο μεθυσμένη που χρειάστηκε να με πάνε σηκωτή στο κρεβάτι. - Πηγαίνεις ακόμα σχολε ίο, Μόριτς; ΜΟΡΙΤΣ: Όχι, όχι... αυτό το τετράμηνο παίρνω το απολυτήριο μου. ΙΛΖΕ: Έχεις δίκιο. Αχ, πόσο γρήγορα κυλάει ο χρόνος, όταν βγάζεις λεφτά! - Θυμάσαι που παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους; - Η Βέντλα Μπέργκμαν, εσύ, εγώ και οι άλλοι; Τότε που ερχόσαστε σ'εμάς τα βράδια και πίνατε φρέσκο-αρμεγμένο κατσικίσιο γάλα; - Τι κάνει η Βέντλα; Την είχα δει τότε, στην πλημμύρα. - Και ο Μέλχιορ Γκάμπορ; - Έχει ακόμα εκείνο
το βαθυστόχαστο ύφος; - Στο μάθημα τραγουδιού στεκόμασταν καθόμασταν απέναντι . Η Βέντλα ήρθε τις προάλλες κι έφερε μαρμελάδα στη μαμά. Εγώ πόζαρα για τον Ισίδωρο Λάνταουερ. Με θέλει για την Παρθένα με το Χριστό. Είναι βλαξ και αντιπαθητικός. Μου θυμίζειανεμοδείκτη!-Έχειςκακοκεφιές; ΜΟΡΙΤΣ: Τα κατάλοιπα από χτες το βράδυ! - Πίναμε σαν νεροφίδες. Γύρισα σπίτι στις πέντε το πρωί. ΙΛΖΕ: Σου φαίνεται. - Ήταν και κορίτσια μαζί; ΜΟΡΙΤΣ: Η Αραμπέλα, η Ανδαλουσιανή νύμφη της μπύρας! - Ο κάπελας μας άφησε όλη νύχτα μόνους μαζί της. ΙΛΖΕ: Σου φαίνεται, Μόριτς! - Εγώ δεν είμαι ποτέ κακόκεφη. Στο περασμένο καρναβάλι είχα να κοιμηθώ και να αλλάξω ρούχα τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Από τη Ρεντούτ στο Καφέ, το μεσημέρι στη Μπελαβίστα, το βράδυ χορός και τη νύχτα πάλι στη Ρεντούτ. Ήταν και τ\Αένα μαζί και η χοντρή Βιόλα. - Την τρίτη νύχτα με βρήκε ο Χάινριχ. Σκουντούφλησε πάνω στο μπράτσο μου. Ήμουν πεσμένη στο χιόνι, αναίσθητη". - Έτσι πήγα μαζί του. Έμεινα δυο εβδομάδες κλεισμένη στο σπίτι του. Ποτέ δεν έχω περάσει τόσο απαίσια! - Το πρωί έπρεπε να φοράω την περσική ρόμπα του και το βράδυ μ'έβαζε να κυκλοφορώ με μαύρο κοστούμι νεαρού ευπατρίδη. Με άσπρες γιρλάντες στο λαιμό, στα γόνατα και στα μανίκια. Κάθε μέρα με φωτογράφιζε και σε άλλο σκηνικό. Τη μια σαν Αριάδνη, καθισμένη στο χέρι του καναπέ, την άλλη σαν Αήδα, μια άλλη πάλι πεσμένη στα τέσσερα, σαν θηλυκό Ναβουχοδονόσορα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, παραληρούσε όλη μέρα ότι θα με σκότωνε, θα μ'εκτελούσε, θα αυτοκτονούσε και κουραφέξαλα. Το πρωί κουβαλούσε ένα πιστόλι στο κρεβάτι, το γέμιζε με σφαίρες και το κολλούσε στο στήθος μου : αν κουνηθείς, στην άναψα! Μετά έχωνε αυτό το πράμα στο στόμα του, σαν καραμούζα. Του ξυπνούσε, λέει, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του. Και μετά - μπρρρρ- η σφαίρα θα έβγαινε, λέει, από τη σπονδυλική μου στήλη. ΜΟΡΙΤΣ: Ζει ακόμα αυτός ο Χάινριχ; ΙΛΖΕ: Ελπίζω, όχι! - Μια μέρα που πήγε να φέρει αψέντι, βούτηξα το παλτό μου και το'σκασα. Το καρναβάλι είχε τελειώσει. Με πιάνει η αστυνομία και με ρωτάει, γιατί φοράω ανδρικά ρούχα. - Μια και δυο, με πάνε στην Ασφάλεια. Τότε καταφτάνουν ο Νολ, ο Φέρεντορφ, ο Πα-ντίνσκυ, ο Σπύλερ, ο Οικονομόπουλος, σύσσωμα ταΠριάπια, και εγγυώνται για μένα. Με πήγαν με καρότσα στο ατελιέ του Αντολάρ. Από τότε έμεινα πιστή στην παρέα. Ο Φέρεντορφ είναι μαϊμού, ο Νολ γουρούνι, ο Μπογιόκεβιτς κουκουβάγια, οΛοναζόν ύαινα, ο Οικονομόπον-λος καμήλα - γι' αυτό τους αγαπάω όλους το ίδιο και δε θα πήγαινα με άλλον, έστω κι αν ο κόσμος ήταν γεμάτος αγγέλους και εκατομμυριούχους. ΜΟΡΙΤΣ: Πρέπει να γυρίσω, Τλζε. ΙΛΖΕ: Έλα μαζί μου ως το σπίτι! ΜΟΡΙΤΣ: Γιατί; Για ποιο λόγο;
ΙΛΖΕ: Για να πιεις φρέσκο-κατσικίσιο γάλα! - Θα σου κάτσαρώσω τα μαλλιά και θα κρεμάσω ένα κουδουνάκι στο λαιμό σου. - Έχουμε κι ένα κουνιστό αλογάκι, για να παίξεις. ΜΟΡΙΤΣ: Πρέπει να γυρίσω. Καληνύχτα, Τλζε! ΙΛΖΕ: Καλόν ύπνο!... Θα κατεβείτε πάλι στο Βιγκβάμ, όπου ο Μέλχιορ έχει θαμμένο το τομα-χώκ μου; - Μπρρρ! Ώσπου να το ξεθάψετε, θα μ'έχουν πετάξει στα σκουπίδια. Φεύγει τρέχοντας. ΜΟΡΙΤΣ: Μόνος. - Θα'φτανε μια λέξη. - Φωνάζει. Τλζε! - Τλζε! — Ευτυχώς, δε μ' ακούει πια.- Δεν είμαι στην κατάλληλη ψυχική διάθεση. - Θέλει να' σαι χαρούμενος και με καθαρό μυαλό. -Κρίμα, πάει χαμένη η ευκαιρία! ... Θα πω ότι είχα τεράστιους, κρυστάλλινους καθρέφτες πάνω από το κρεβάτι μου, ότι δάμασα μια ατίθαση φοραδίτσα - και της φόρεσα μαύρες, μεταξωτές κάλτσες και μαύρες, γυαλιστερές μπότες και μαύρα, γλασέ γάντια, και μαύρο, μεταξωτό φουλάρι γύρω από το λαιμό και την έβαζα να πηγαινοέρχεται πάνω στο χαλί. Και μετά έπαθα αμόκ και την έπνιξα πάνω στο μαξιλάρι μου... Κι όταν θα μιλάνε για ηδονή, εγώ θα χαμογελάω ... Θα Θέλω να φωνάξω! - Να φωνάξω! - Εσύ, Ίλζε! - Τα Πριάπια! -Η αφασία! - Με εξουθενώνει! Αντό το παιδί της τύχης, το παιδί τον Ήλιον - αντό το πορνίδιο στο μονοπάτι της οδύνης μου! - Ω! -Ω! Στη βλάστηση της ακροποταμιάς. Το βρήκα πάλι, άθελα μου - το γρασίδι. Οι ανεμώνες έχουν μεγαλώσει από χτες. Η θέα μέσα από τις ιτιές είναι ακόμα η ίδια. - Το ποτάμι κυλάει αργά σαν λιωμένο μολυβί. - Μην το ξεχάσω... Βγάζει το γράμμα της κ. Γκάμπορ και το καίει. Πώς χορεύουν έτσι, σαν τρελές, οι σπίθες ,- πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, - Ψυχές! - Διάττοντες αστέρες! Πριν ανάψω το σπίρτο, διάκρινες ακόμα τα λειβάδια και μια λωρίδα στον ορίζοντα. - Τώρα σκοτείνιασε. Δε γυρίζω πια σπίτι.
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ Αίθουσα συνδριάσεων.Ο παιδονόμος Φάλαγγαςμισοκοι-μάται δίπλα στην πόρτα. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ : Τις εκ των κυρίων συναδέλφων θα ήθελε να τοποθετηθή επί του θέματος; -Κύριοι! - Αν, αυτήν ταΰτην την στιγμήν, είμεθα υποχρεωμένοι να εισηγηθώμεν εις το Υπουρ-γείον Παιδείας την αποβολήν του καταδικαστέου μαθητού μας, η υποχρέωσίς μας αύτη υπαγορεύεται από σοβαρότατους λόγους. Είμεθα υποχρεωμένοι, διότι δέον να εξιλεωθώμεν από το τραγικόν συμβάν. Είμεθα υποχρεωμένοι, διότι δέον να συνετίσωμεν τον
καταδικαστέον μαθητή ν μας διά την εκφυλιστικήν επιρροήν του επί των συμμαθητών του. Είμεθα εν τέλει, υποχρεωμένοι - και αυτός ο λόγος, κύριοι είναι ο σοβαρότερος όλων, ο οποίος εκμηδενίζει πάσαν αντίρρησιν - διότι δέον να διαφυλάξωμεν το ίδρυμα μας από τας καταστρεπτικός συνεπείας της επιδημίας αυτοχειρίας, η οποία ταλαιπωρεί ήδη πλείστα γυμνάσια και η οποία έχει υπονομεύσει μέχρι σήμερον κάθε εκπαιδευτικόν σύστημα, όπερ απέβλεπε εις την εκπαίδευσιν των μαθητών, δια της παιδείας, εις μίαν διαπαιδαγωγημένην υπαρξιακήν οντότητα. - Τις εκ των κυρίων συναδέλφων θα ήθελε να τοποθετηθή επί του θέματος; ΒΟΥΡΔΟΥΛΟΞΥΛΟΣ: Μου είναι αδύνατον να μην εκφράσω την βαθυτάτην πεποίθησίν μου ότι είναι ώρα ν'ανοίξωμεν κανένα παράθυρον. ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΪΤΣ: Η - η α-ατμόσφαιρα εδώ μέσα θυ-θυμίζει υπ-π-π-ογείους κατακό-κό μβας, ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς, κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Άνοιξε το παράθυρον! Δόξα τω θεώ, η ατμόσφαιρα έξω είναι αρκούντως καθαρά. - Τις εκ των κυρίων συναδέλφων θα, ήθελε να τοποθετηθή επί του θέματος; ΜΥΓΟΚΤΟΝΟΣ: Δεν προτίθεμαι ν'αντιταχθώ εις την επιθυμίαν των κυρίων συναδέλφων να ανοίξουν το παράθυρον. Παρακαλώ, εν τούτοις, να μην ανοίξετε το παράθυρον που μου φυσάει εις την πλάτη ν!! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς, κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Άνοιξε το άλλο παράθυρον!- Τις εκ των κυρίων συναδέλφων θα ήθελε να τοποθετηθεί επί του θέματος; ΠΕΙΝΑΖΩΝΗΣ: Δεν έχω, βεβαίως, την πρόθεσιν να αναμοχλεύσω τα πάθη, εν πάση περιπτώσει όμως, θα ήθελα να υπενθυμίσω, ότι το άλλο παράθυρον το είχαμε εντοιχίσει κατά την διάρκειαν των θερινών διακοπών. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Το άλλο παράθυρον να παραμείνει κλειστόν! - Είμαι αναγκασμένος, κύριοι, να θέσω εις ψηφοφορίαν το θέμα. Παρακαλώ όσοι εκ των κυρίων συναδέλφων είναι υπέρ του ν'ανοίγει το εν και μοναδικόν παράθυρον, να σηκωθούν από τας θέσεις τωνς. Μετράει. - Εις, δύο, τρεις. - Εις, δύο, τρεις. - Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Το εν και μοναδικόν παράθυρον να παραμείνει επίσης κλειστόν! Αποτελεί παρομοίως βαθύτατην πεποίθησίν μου ότι η ατμόσφαιρα είναι άκρως ικανοποιητική!. - Τις εκ των κυρίων συναδέλφων θα ήθελε να τοποθετηθεί επί του θέματος; Κύριοι! - Ας υποθέσω-μεν ότι αποποιούμεθα την υποχρέωσίν μας να εισηγηθώμεν εις το
Υπουργείον Παιδείας την αποβολήν του καταδικαστέου μαθητού μας. Εν τοιαύτη περιπτώσει το Υπουργείον Παιδείας θα καταστήσει ημάς υπευθύνους δια το τραγικόν συμβάν. Το Υπουργείον Παιδείας έχει αναστείλει την λειτουργίαν του εικοσιπέντε τοις εκατόν των Γυμνασίων, τα οποία έχουν προσβληθεί από την επιδημίαν της αυτοχειρίας. Ως ακρογωνιαίοι λίθοι και θεματοφύλακες του ιδρύματος μας έχομεν το καθήκον, να προστατεύσωμεν το ίδρυμα μας από τούτο το τρομερόν πλήγμα. Μας είναι ιδιαιτέρως οδυνηρόν, κύριοι συνάδελφοι, που δεν ηδυνάμεθα να δεχθώ-μεν ως ελαφρυντικόν την κατά τ'άλλα εξαιρετικήν απόδοσιν του καταδικαστέου μαθητού μας. Μια επιπόλαιος διαδικασία, που ενδεχομένως να απήλλασσε τον καταδικαστέον μαθη-τήν μας, ουδόλως θα απήλλασσε την επικινδύνως κινδυνεύουσαν υπόστασιν του ιδρύματος μας. Ευρισκόμεθα προ του αδιεξόδου να καταδικάσωμεν τον καταδικαστέον, ίνα μην κατα-δικασθώμεν ημείς, οι αθώοι. - Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς, κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Φερ'τον επάνω! Ο Φάλαγγας βγαίνει. ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗΣ: Εφόσον η εε-ε-επικρατόύσα ατμόσφαιρα είναι επαρκής ή αρίστη, θέτω επί τα-τα-τάπητος την πρότασιν να εντοι-τοι-τοιχισθή και το άλλο πα-πα-παράθυρον κατά την πε-πε-περίοδον των διακοπών. Ο Φάλαγγας ανοίγει την πόρτα. Ο Μέλχιορ, χλωμός, αλλά ψύχραιμος, εμφανίζεται μπροστά στο συμβούλιο. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Πλησίασε εις το τραπέζι! - Όταν ο τραγικός πατέρας, εισοδηματίας κ. Στίφελ, επληροφορήθη το επαίσχυντον αμάρτημα του υιού του Μόριτς, ερεύνησε τα εναπομείνα-τα προσωπικά του είδη, με την ελπίδα ότι έτσι θ'ανεκάλυπτε την αιτίαν η οποία ωδήγησε τον υιόν του εις ταύτην την αποτρόπαιον πράξιν. Κατά την έρευναν υπέπεσε εις την αντίληψίν του εν γ ρ απτό ν, το οποίο αν και δεν μας καθιστά κατανοητή ν αυτήν καθ' ε αυτήν την αποτρόπαιον πράξιν, μας διευκρινίζει εν τούτοις, το μέγεθος της ηθικής καταπτώσεως , η οποία υπήρξε καθοριστική, δια την ενέργειαντου δράστου. Πρόκειται δια μίαν πραγματείαν είκοσι σελίδων, με χίχλον Η Συνουσία, συντεταγμένη ν υπό μορφήν διαλόγου, εφοδιασμένην με εικόνας φυσικού μεγέθους και με τας πλέον αναίσχυντους αισχρολογίας, ικανήν ν'ανταπεξέλθη εις τας πλέον διεστραμμένας απαιτήσεις, τας οποίας θα ηδύνατο να έχει εις έκφυλος, από εν άσεμνον ανάγνωσμα. ΜΕΛΧΙΟΡ: Επιτρέψτε μου... ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Σου επιτρέπω μόνον την σιωπήν! - Αφοΰ ο εισοδηματίας κ. Στίφελ, μας παρέδωσε το εν λόγω γραπτόν και ημείς του παρείχαμε την διαβεβαίωσιν ότι θα ανακαλύπταμε πάση θυσία τον συντάκτην, προέβημεν εις σύγκρισιν του γραφικού χαρακτήρος του κειμένου με τον γραφικόν χαρακτήρα απάντων των συμμαθητών του αειμνήστου αμαρτωλού νεανία. Σύσσωμον το διδακτικόν προσωπικόν έκρινε ομοφώνως,
εναρμονιζόμενον πλήρως με την γνωμάτευσιν του συναδέλφου μας, καθηγητού της καλλιγραφίας, ότι ο γραφικός χαρακτήρ προσωμοίαζε εις τον ι όικόν σον. ΜΕΛΧΙΟΡ: Επιτρέψτε μου... ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Σου επιτρέπω μόνον την σιωπήν! - Παρά το επιβαρυντικόν γεγονός της ομοι-ότητος, το οποίον επεβεβαιώθη από μίαν αναμφισβήτητον αυθεντίαν του είδους, επροτιμή-σαμεν να μην λάβωμεν επί του παρόντος μέτρα, αλλά να ανακρίνωμεν καταρχάς τον κατηγο-ρούμενον ως προς την κατηγορίαν περί προσβολής των χρηστών ηθών; η οποία τον βαρύνει και μετά της συναφούς προτροπής εις αυτοχειρίαν. ΜΕΛΧΙΟΡ: Επιτρέψτε μου... ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Σου επιτρέπω να απαντάς εις τας συγκεκριμένας ερωτήσεις που θα σου απευθύνω κατά σειράν προτεραιότητος, με έν απλούν και σεμνόν "ναι" ή με εν "όχι". Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς, κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Τους φακέλους! Παρακαλώ τον πρακτικογράφον μας, συνάδελφον κ. Μυγοκτόνο, να καταγραφή από δω και πέρα τας ερωταπαντήσεις ει δυνατόν αυτολεξί. - Στον Μέλχιορ. Γνωρίζεις τούτο το γραπτόν; ΜΕΛΧΙΟΡ: Μάλιστα. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Ξέρεις τι περιέχει το γραπτόν τούτο; ΜΕΛΧΙΟΡ: Μάλιστα. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Ο γραφικός χαρακτήρ του γραπτού είναι ο ιδικός σου; ΜΕΛΧΙΟΡ: Μάλιστα. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Αυτό το διεστραμμένον κείμενον εγράφη από εσέ; ΜΕΛΧΙΟΡ: Μάλιστα. Σας παρακαλώ, να μου υποδείξετε έστω και την παραμικρή διαστροφή στο κείμενο, κ. γυμνασιάρχα. ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Θα απαντάς εις τας συγκεκριμένας ερωτήσεις που σου απευθύνω, με έν απλούν και σεμνόν "ναι" ή με εν "όχι"! ΜΕΛΧΙΟΡ: Σας παρακαλώ να μου υποδείξετε πού στο γραπτό προσβάλλω τα χρηστά ήθη! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Ο νεαρός είναι θρασύτατος!Νομίζεις ότι προτίθεμαι, να καταντήσω σαλτιμπάγκος εξ αιτίας σου! - Φάλαγγα...! ΜΕΛΧΙΟΡ: Επιτρέψτε μου... ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Σου λείπει τελείως ο σεβασμός προς τους διδασκάλους σου, όπως σου λείπει και κάθε είδος σεβασμού δια την διακριτικήν αιδώ έναντι της ηθικής τάξεως, που είναι έμφυτος εις κάθε ανθρώπινο ον! - Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς, κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Θα αντιγράψης επίτρίωρον όλα τα ανώμαλα ρήματα του λεξικού! ΜΕΛΧΙΟΡ: Επ ιτρ έψτε μου...
ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Παρακαλώ τον πρακτικογράφον μας, αξιότιμον συνάδελφον κ. Μυγοκτόνον, να κλείση τα πρακτικά! ΜΕΛΧΙΟΡ: Επιτρέψτε μου... ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Σου επιτρέπω μόνον την σιωπήν! - Φάλαγγα! ΦΑΛΑΓΓΑΣ: Διαταγάς κ. γυμνασιάρχα! ΗΛΙΟΚΑΜΙΝΟΣ: Παρ5τον απ' εδώ!