ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Γεώργιος Στείρης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2ΗΣ ΟΣΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Αυγουστίνος (354-430)
Γνώση Κατά τον Αυγουστίνο υπάρχουν δυο είδη γνώσης: η επιστήμη και η πίστη. Η επιστήμη βασίζεται στην ενέργεια και στο νου και είναι βεβαιότατη, εφ’ όσον ο νους κρίνει. Η πίστη ορίζεται ως νόηση μετά συναινέσεως. Η ανάγκη της πίστης είναι πρακτικό αίτημα της ζωής, γιατί χωρίς πίστη δεν προχωρεί κανείς προς κάποια ενέργεια. Μεγάλο μέρος της γνώσης προέρχεται από αυτήν. Θεωρείται ως αρχέγονη γνώση και έχει σχέση με την επιστήμη, όπως η άμεση γνώση με την έμμεση. Δύναται να αναχθεί σε επιστήμη, εάν επιβεβαιωθεί. Αποτελεί την πρώτη βαθμίδα της γνωστικής ενέργειας, γι’ αυτό και κρίνεται ως απαραίτητη για την επιστήμη. Κανείς δεν ακολουθεί τη θρησκεία χωρίς πίστη. Αρχή της αληθινής θρησκείας είναι η υποταγή στην αυθεντία. Όμως, η γνωστική δύναμη του ανθρώπου δεν πρέπει να υποτιμάται. Για την γνώση των αισθητών είναι αναγκαία η πίστη σε αυτούς που τα παρατήρησαν, ενώ για την γνώση των αόρατων είναι αναγκαία η πίστη σε εκείνους που φωτισθέντες έμαθαν γι αυτά. Η αυθεντία είναι προγενέστερη από τον νου, μόνο κατά χρόνο, ενώ κατά φύση και αξία προηγείται ο νους. Παρά ταύτα η φυσική τάξη κατά τη διαδικασία της μάθησης είναι να προηγείται η αυθεντία από τον νου. Στην περίπτωση της αμαρτίας, δημιουργείται πλάνη και ο νους σκοτίζεται και αδυνατεί να κρίνει ορθά. Οι εκ της αμαρτίας ασθενείς έχουν ανάγκη την καθοδήγηση της αυθεντίας. Επειδή η πίστη και η αληθινή νόηση δεν κωλύουν, αλλά συμπληρώνουν και προάγουν η μια την άλλη, πρέπει ο άνθρωπος να μην αρκείται στην απλή πίστη και να διερευνά μέσω του νου και της γνώσης. Επομένως, ο Αυγουστίνος απορρίπτει την τυφλή πίστη και απαιτεί την χρήση του νου και τη θεραπεία της επιστημονικής γνώσης. Η τέλεια γνώση θα προκύψει μετά την παρούσα ζωή. Στον Αυγουστίνο άρεσε η φράση intellige ut credas : πρέπει να κατανοήσεις για να πιστέψεις. Του άρεσε επίσης να γράφει το αντίθετο crede ut intelligas: πρέπει να πιστέψεις αν πρόκειται να κατανοήσεις. Η πίστη αναζητά, η νόηση ανακαλύπτει : fides quaerit, intellectus invenit.
Επί τη βάση της θεωρίας των Σκεπτικών, οι οποίοι αρνούνταν την βεβαιότητα της γνώσης και συνάμα θεωρούσαν τις αισθήσεις πλήρως απατηλές, ο Αυγουστίνος συνέθεσε την γνωσιολογία του. Υποστηρίζει ότι η γνώση ανήκει στο βίο της ανθρώπινης ψυχής. Έχει θεωρητικό και πρακτικό σκοπό, δηλαδή τη γνώση του Θεού και την ευδαιμονία. Ο άνθρωπος, ακόμη κι αν αμφιβάλλει για το τι νοεί, δεν αμφιβάλλει για το ότι ζει και θυμάται και νοεί. Υπάρχει λοιπόν η γνώση και μέσω αυτής η ανάγκη για γνώση του τι είναι η γνώση. Ως προς τις αισθήσεις, ο Αυγουστίνος διατείνεται ότι αιτία της πλάνης δεν είναι οι αισθήσεις, αλλά η λανθασμένη κρίση της ψυχής, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ του πραγματικού και του κατ’ αίσθηση φαινομένου. Αρχικά, υπάρχει η εσωτερική αίσθηση (sensus interior), η οποία συνάπτει τις επί μέρους αισθήσεις και κρίνει την ενέργειά τους. Εκείνη είναι κοινή και στους ανθρώπους και στα ζώα, με την διαφορά ότι ο άνθρωπος προέχει εξαιτίας της νόησής του. Η νόηση δεν επεκτείνεται μόνο στα αισθητά, αλλά και στα νοητά. Στρεφόμενος ο νους εντός του εαυτού του βρίσκει τις αρχές (διαλεκτικές και ηθικές) και τις ιδέες, δηλαδή τους αΐδιους λόγους των όντων, που λειτουργούν ως πρότυπα των δημιουργημάτων. Τα επίγεια ορίζονται ως ανώφελη κενότητα (supervacua vanitas) και επιβλαβής περιέργεια (noxia curiositas). Επομένως, συνιστούν μιμήσεις και απεικάσματα των ενεργειών του Θεού, που ορά ο άνθρωπος σαν σε κάτοπτρο. Όπως οι σωματικοί οφθαλμοί αδυνατούν να δουν τα αισθητά, αν δεν φωτίζονται από το φως του ήλιου, έτσι και ο νοερός οφθαλμός δεν θα μπορούσε να δει τις νοητές αλήθειες, αν δεν φωτίζονταν από το θείο φως. Η γνώση του Θεού είναι ο τελικός σκοπός και η ακρότατη βαθμίδα της γνώσης, την οποία μόνο σε ένα μικρό βαθμό μπορεί η ανθρώπινη νόηση να γνωρίσει. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα στη φιλοσοφία του Αυγουστίνου λαμβάνει η έννοια της ψυχής. Η λύση του προβλήματος σχετικά με το ζήτημα της γνώσης του Θεού, και συγκεκριμένα την ύπαρξη και την ουσία του Θεού, είναι η αυτογνωσία, η οποία είναι δυνατή μόνο εντός της ψυχής του ανθρώπου. Το περί ψυχής ζήτημα οδηγεί στην γνώση του εαυτού μας, ενώ το περί Θεού στη γνώση της αρχής των πάντων. Από τον σωματικό εξωτερικό κόσμο πρέπει η φιλοσοφική νόηση να εμβαθύνει στον εσωτερικό κόσμο της ανθρώπινης ψυχής κι από εκεί να ανέλθει στον Θεό. Για να επιτευχθεί ένας τέτοιος σκοπός απαιτούνται οι χριστιανικές αρετές: ταπεινοφροσύνη και αγάπη. Μέσω της φιλοσοφίας μπορεί να προσδιορισθεί ο σκοπός, αλλά όχι και η οδός. Η οδός είναι ο ενανθρωπήσας θείος λόγος, δια του οποίου ο άνθρωπος καθίσταται σοφός και ευδαίμων. Βούληση Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο τα συστατικά μέρη του ανθρώπου είναι δυο: το σώμα και η ψυχή. Η ψυχή, όταν είναι στραμμένη προς το σώμα το ζωοποιεί, το συνέχει, το αυξάνει και το διατηρεί, δηλαδή καθίσταται η αρχή της αισθητικής ζωής (κατ’ αίσθηση παρατήρηση, επιθυμία, κατά προαίρεση κίνηση). Αυτό είναι το κατώτερο μέρος της ψυχής (pars interior), το φυτικό ή αλλιώς το αισθητικό. Στην αισθητική ψυχή ανήκει α) η κατ’ αίσθηση γνώση, όπου από τις εξωτερικές αισθήσεις τα υποκείμενα συνάπτονται στην εσωτερική αίσθηση β) το παραστατικό (vis spiritalis), όπου διατηρούνται στη συνείδηση οι προστιθέμενες εικόνες και γ) το επιθυμητικό, όπου συνιστά την έδρα της κατ’ αίσθηση ηδονής ή λύπης. Η ψυχή που ανυψώνεται πάνω από το σώμα και τα αισθητά ενεργεί ως νοερή ψυχή, νοεί και βούλεται. Αυτό είναι το ανώτερο μέρος (pars superior), η νοητική ψυχή ή αλλιώς ο νους, ο οποίος δεν συνάπτεται με τα σωματικά, αλλά ενεργεί αφ’ εαυτού του. Η διάκριση μεταξύ των δυο δεν είναι ουσιαστική, αλλά επουσιώδης και σχετική και αναφέρεται στις διάφορες εκδηλώσεις της ψυχής. Ο νους διακρίνει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα και είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Σε αυτόν ανήκουν τρεις βασικές δυνάμεις: α) η μνήμη, δηλαδή η διατήρηση της γνώσης β) η νόηση, που έχει δυο είδη• την άμεση, η οποία ενορά απευθείας την αλήθεια, και την έμμεση, η οποία φτάνει στην αλήθεια μέσω συλλογισμού και γ) η βούληση, δηλαδή η δύναμη μέσω της οποίας ο άνθρωπος τείνει προς τα αγαθά που έχουν κριθεί ως τέτοια βάση της νόησης. Η βούληση είναι το σπουδαιότερο κέντρο της προσωπικής υπόστασης του ανθρώπου, η οποία καθορίζει τον άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον κάνει αυτό που είναι. Οι πολλές δυνάμεις της ψυχής συναποτελούν μια ουσία κι αποτελούν ενότητα. Η σχέση των δυνάμεων με την ψυχή δεν πρέπει να θεωρηθεί ανάλογη της σχέσης των συμβεβηκότων με την ουσία, γιατί οι δυνάμεις δεν αναφέρονται μόνο στην ψυχή, αλλά και στα εκτός αυτής. Η ψυχή είναι απλή ουσία μόνο σε σχέση με τα σωματικά. Δεν υφίσταται τοπική μεταβολή, υπόκειται όμως στη φθορά του χρόνου. Είναι η ειδοποιός αρχή που δίνει ζωή στο σώμα.
Η βάση της ηθικής είναι η ελευθερία της βούλησης, που λειτουργεί ως δύναμη εκλογής (liberum arbitrium). Η ικανότητα της εκλογής είναι σπουδαιότατο γνώρισμα της βούλησης και επικυρώνεται από τις εξής αποδείξεις: α) Η βούληση υπάρχει απαλλαγμένη από τη φυσική ανάγκη και εκλέγει τι θα πράξει και τι δεν θα πράξει ο άνθρωπος. Η ελευθερία επομένως είναι η ουσία της βούλησης. β) Η αυτοσυνειδησία παρέχει στον άνθρωπο την βεβαιότητα περί ελευθερίας της βούλησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος δεν ενεργεί από ανάγκη. γ) Δίχως την βούληση δεν θα υπήρχε η διάκριση αγαθού και κακού, δίκαιου και άδικου, ούτε θα είχε εύλογη αιτία η αμοιβή και η τιμωρία. Ακόμη και η μεταμέλεια, που αισθάνεται ο άνθρωπος μετά από τις πράξεις του, αποδεικνύει ακριβώς την ύπαρξη της ελευθερίας της βούλησης. Χωρίς αυτήν ο άνθρωπος δεν θα είχε αυτόνομη θέση σε σχέση με τα λοιπά δημιουργήματα. Η βούληση ούτε αίρεται, ούτε βλάπτεται από τη θεία πρόγνωση. Η πρόγνωση της αμαρτίας από τον Θεό δεν σημαίνει ότι συνιστά και την αιτία της. Ο Αυγουστίνος υποστηρίζει λοιπόν ότι η ελευθερία είναι η δύναμη της εκλογής και η επιλογή της απαλλαγής από το κακό, είναι η προσήλωση στο αγαθό (ηθική ελευθερία). Αυτά τα δυο γνωρίσματα όμως δεν είναι κύρια γνωρίσματα της βούλησης, καθ’ όσον κρίνονται ως αποτελέσματα της θείας χάριτος. Η οδός προς το ακρότατο αγαθό, προδιαγράφεται από τον θείο νόμο. Η αρετή είναι η κλίση της βούλησης προς το αγαθό, η οποία περιλαμβάνει συγχρόνως ισχύ και ευστάθεια της βούλησης στην άσκηση του αγαθού. Το ηθικό κακό συνιστά την αποστροφή της βούλησης από το αΐδιο αγαθό και την τροπή στα μεταβλητά αγαθά, νοείται δηλαδή ως στέρηση του αγαθού. Επομένως, η βούληση που αντίκειται στον αΐδιο θείο νόμο ορίζεται ως αμαρτία από τον Αυγουστίνο. Η αγαθή βούληση και πράξη είναι η προσέγγιση προς το Θεό (ως θετική αιτία ‘causa efficiens’), ενώ η κακή βούληση είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, που σημαίνει την τάση προς το μηδέν (αρνητική αιτία ‘causa deficiens’)• η μεν οδηγεί στην τελείωση, η δε στην ατέλεια και στο μη ον. Χρόνος Η άμορφη ύλη και ο κόσμος δημιουργήθηκαν συγχρόνως από τον Θεό εκ του μηδενός. Πρώτο προϊόν της δημιουργίας είναι η ύλη, η πνευματική και η σωματική. Η ύλη ορίζεται ως σχεδόν μηδέν, γιατί παρ’ ότι είναι άμορφη καθ’ αυτή, είναι ταυτόχρονα επιδεκτική μορφοποίησης. Επομένως, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από άμορφη ύλη, την οποία παρήγαγε εκ του μηδενός. Η μεταβολή του κόσμου μαρτυρεί την δημιουργία του, γιατί οτιδήποτε μεταβλητό δεν είναι αΐδιο, αλλά έχει αρχή. Ο κόσμος υπόκειται στην κατηγορία του χρόνου, χωρίς τον οποίο δεν δύναται να νοηθεί. Η αϊδιότητα του Θεού και η χρονική δημιουργία του κόσμου συνιστούν δυο διαφορετικές πραγματικότητες που οδηγούν σε ένα φιλοσοφικό δυϊσμό. Μέσω αυτής της διάκρισης προκύπτει το ερώτημα πως ο κόσμος, ενώ είναι δημιούργημα του αΐδιου Θεού, δεν είναι και ο ίδιος αΐδιος. Η αϊδιότητα, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ηρεμεί και υπαγορεύει το χρόνο χωρίς εκείνη να είναι ούτε παρελθούσα, ούτε μέλλουσα. Η αρχή του κόσμου είναι συγχρόνως και η αρχή του χρόνου. Η θεία ενέργεια όμως δεν έχει χρονική εκδήλωση, δεδομένου ότι ο χρόνος είναι δικό της αποτέλεσμα. Ο Θεός είναι αιτιώδης και όχι χρονική αιτία. Επομένως, δεν είναι ορθό το συμπέρασμα ότι από την αϊδιότητα του Θεού προκύπτει και η αϊδιότητα του κόσμου. Ο χρόνος είναι η μορφή της ύπαρξης των προηγούμενων και επόμενων όντων. Παρελθόν δεν θα υπήρχε αν δεν είχε παρέλθει, ούτε μέλλον αν δεν υπάρχει κάτι που να έπεται, και τέλος ούτε παρόν αν δεν υπάρχει τίποτα. Το παρελθόν και το μέλλον είναι τα όρια του παρόντος, απ’ όπου προέρχεται και καταλήγει αυτό. Ο χρόνος διαφέρει από την αϊδιότητα, γιατί ο μεν προϋποθέτει κίνηση και μεταβολή, ενώ η δε ηρεμία και στάση. Ο χρόνος όμως είναι το μέτρο της κίνησης και της στάσης. Την μέτρηση την κάνει ο νους, ο οποίος λαμβάνει εντός του όλες τις διαστάσεις. Με τις ενέργειες της προσοχής, της μνήμης και της προσδοκίας αντιλαμβάνεται το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Με αυτό τον τρόπο ο νους, παρ’ ότι ουσιαστικά δεν δύναται να μετρήσει τις τρεις διαστάσεις του χρόνου –εφ’ όσον το παρόν είναι παροδικό, το παρελθόν δεν υπάρχει πλέον και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη-, εντούτοις δύναται να τα παραβάλλει μεταξύ τους. Επειδή όμως και οι τρεις ενέργειες που προσδιορίζουν με κάποιον τρόπο τον χρόνο συμβαίνουν κι αυτές εντός χρονικών πλαισίων, ο χρόνος καθ’ αυτόν ορίζεται ορθότερα ως η μορφή των μεταβλητών όντων. Επειδή οι ενέργειες του Θεού είναι αΐδιες, έπεται ότι τα όντα δημιουργήθηκαν συγχρόνως και όχι κατά χρονική διαδοχή. Η δημιουργία της πρώτης ύλης και η μορφοποίησή της έγινε ταυτοχρόνως με την δημιουργία των όντων, τα οποία προήλθαν από εκείνη δι’ αναπτύξεως. Οι έξι ημέρες της δημιουργίας δεν είναι έξι κοινές μέρες, ούτε σημαίνουν χρονική πραγματικότητα,
παρά μόνο δηλώνουν έξι βαθμιαίες τάξεις. Η δημιουργία έγινε ἅμα και η αντιστοιχία της σε έξι μέρες από την Γραφή είχε ως στόχο να παραστήσει τις τάξεις των όντων. Έτσι ο Θεός δημιούργησε μια φορά και δια παντός τα πάντα. Κι επειδή ενεργεί πάντα, είναι πανταχού παρών με αΐδια βούληση, καμία παύση και στάση δεν περιορίζει την θεία του ενέργεια.
H Πολιτεία του Θεού Ο πρώτος άνθρωπος ήταν εξ αιτίας της θείας χάριτος, ελεύθερος από το κακό, μη δυνάμενος να αμαρτήσει (posse non peccare), και, ενώ ήταν θνητός στο σώμα, ήταν δυνάμενος να μην πεθάνει (posse non mori). Μετά από την παράβαση της θείας εντολής επακολούθησε η απώλεια της αιώνιας ζωής και ο άνθρωπος περιέπεσε στην ανάγκη του θανάτου, όπου σκοτίσθηκε ο νους του. Από την αμαρτία λυτρώθηκε το ανθρώπινο γένος μέσω της θυσίας του Χριστού. Με αυτόν τον τρόπο επανήλθε στους ανθρώπους η δύναμη και η ελευθερία προς την επίτευξη του ακρότατου αγαθού. Η απολύτρωση όμως του ανθρώπου υπόκειται στην ελεύθερη ενέργεια του Θεού, ο οποίος επιλέγει ποιοί θα παραμείνουν στην αμαρτία και στην καταδίκη και ποιοί θα λάβουν την θεία χάρη. Υπάρχουν δυο κύριες διακρίσεις σύμφωνα με τον Αυγουστίνο: α) Η διάκριση μεταξύ των ανθρώπων σε σκεύη της οργής και σε σκεύη του ελέους, δηλαδή σε απόβλητους και σε εκλεκτούς και β) η διάκριση μεταξύ δυο πολιτειών, της επίγειας και της ουράνιας. Με βάση την διάκριση μεταξύ των ανθρώπων ο Θεός εξέλεξε από το πλήθος της κατάκρισης (massa damnationis) σταθερό και περιορισμένο αριθμό ανθρώπων, τους οποίους θα σώσει μέσω της χάριτος. Η εκλογή αυτή δεν έγινε κατ’ αξία, αλλά κατά χάριν. Το σκεύος της οργής διακρίθηκε από το σκεύος του ελέους κατ’ οικονομία, για άγνωστο λόγο, αλλά με δίκαιο τρόπο από τον Θεό. Η εκλογή αυτή είναι η εκδήλωση της χάριτος και η χάρις αποτέλεσμα εκλογής του Θεού. Επομένως, η αιτία της εκλογής δεν είναι τα αγαθά έργα των ανθρώπων. Αυτά επιτελούνται από τους εκλεγμένους εξ αιτίας της θείας χάριτος, με την οποία επιτυγχάνεται και η αιώνια ζωή. Επομένως, η αγαθή βούληση του ανθρώπου δεν είναι η αιτία που δίνεται η χάρις, αλλά εν αντιθέσει η χάρις προοδοποιεί τη βούληση. Από την άλλη η αποβολή των ασεβών δεν γίνεται για να τους προπαρασκευάσει, ώστε να αποφύγουν το κακό, αλλά γιατί ο Θεός δεν παρέχει ενεργή τη χάρη που οδηγεί στο αγαθό. Οι μη προορισμένοι για τη σωτηρία δεν αποκλείονται ολοκληρωτικά από την θεία χάρη, αλλά δεν λαμβάνουν επαρκώς την επενέργειά της. Ο Θεός, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, θα μπορούσε να δώσει σε όλους την δυνατότητα, αλλά δεν το θέλησε. Η αιτία αποτελεί μυστήριο της βούλησης του Θεού. Κατ’ αναλογία με την διάκριση των ανθρώπων ακολουθεί η διάκριση των πολιτειών. Στην επίγεια πολιτεία οι πολίτες είναι το σκεύος της οργής. Πιστεύουν στο Θεό ή στους Θεούς και χρησιμοποιούν την θρησκεία για να απολαύσουν τα πρόσκαιρα αγαθά που τους παρέχει ο βίος τους. Επειδή σ’ αυτόν τον κόσμο οι αγαθοί είναι αναμεμιγμένοι με τους κακούς δεν είναι βέβαιο ποιός ανήκει στην πολιτεία του Θεού και ποιός στην πολιτεία του διαβόλου. Στην ουράνια πολιτεία, πολίτες είναι οι κατά χάριν εκλεκτοί (το σκεύος του ελέους). Θεωρούν ως πατρίδα τους τον ουρανό και ζουν με πίστη στην ανάσταση του Χριστού και στην αιώνια μακαριότητα. Οι δυο αυτές διακρίσεις, επί την βάση της προαποφασισμένης εκλογής των ανθρώπων υπό του Θεού, δεικνύουν την αντίφαση με την κεντρική διδασκαλία του Αυγουστίνου περί της ελευθερίας βούλησης του ανθρώπου. Το γεγονός ότι η ηθική και η σωτηρία του καθενός εξαρτάται από την θεία χάρη του Θεού οδηγεί σε πλήρη αναίρεση της έννοιας της ελευθερίας. H διαμάχη με τον Πελάγιο Οι διδασκαλίες του Πελάγιου, ενός Βρετόνου που είχε εγκατασταθεί επιτυχώς στη Ρώμη και τη ρωμαϊκή διανοητική ζωή, τόνιζαν την ικανότητα της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης να πετύχει πνευματική και ηθική πρόοδο σύμφωνα με τη θεία εντολή, αλλά με τρόπους που έμοιαζαν στον Αυγουστίνο να δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην έκπτωτη ανθρώπινη φύση και πολύ μικρή στο ρόλο της θείας δράσης, της θείας χάριτος και του προκαθορισμού. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ο άνθρωπος είναι τόσο ολοκληρωτικά εξαρτώμενος από το Θεό όσο και το μωρό από το στήθος της μητέρας του. Σύμφωνα με τον Πελάγιο, ο άνθρωπος είναι ένας γιος τον οποίο έχει χειραφετήσει ο πατέρας του. Ο Πελάγιος υποστήριζε ότι “η χάρις του Θεού παρέχεται ανάλογα με την αξία μας”.
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ Τόσο η αριστοτελική φιλοσοφία όσο και η χριστιανική θεολογία, αν και μεθοδολογικά διακριτές, οδηγούν στην αλήθεια. Η φιλοσοφία χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες δυνάμεις της αίσθησης και του λογικού για να συλλάβει αλήθειες, ενώ η θεολογία έχει πρόσβαση σε αλήθειες εξ αποκαλύψεως που υπερβαίνουν την ανθρώπινη αίσθηση. Η αλήθεια της Βίβλου είναι απαράβατη. Όταν υπάρχουν διάφοροι τρόποι ερμηνείας του βιβλικού κειμένου δεν μένουμε σε καμία. Προσπάθησε να συνδυάσει τον λόγο με την πίστη ώστε αυτά τα δύο να μην είναι αντιφατικά και λέγει ότι, όταν οι απόψεις της φιλοσοφίας αντιφάσκουν προς εκείνες της θεολογίας, οι δύο αλήθειες δεν είναι αντιφατικές. Αυτό οφείλεται στην ερμηνεία που δίνουμε εμείς. Και οι δύο απόψεις προέρχονται από το Θεό. Η θεολογία σε σχέση με τη φιλοσοφία για τον Ακινάτη είναι ότι το πλήρες προς το ημιτελές. Εξασκούμε την φιλοσοφία γιατί προσφέρει υπηρεσίες στη θεολογία. Ο Θωμάς ξεπέρασε τον Αυγουστίνο που θεωρούσε ότι η γνώση βασίζεται στη θεία φώτιση. Ο Ακινάτης πιστεύει ότι η γνώση έρχεται μέσω της παρατήρησης και του λόγου. Έτσι έδειξε σεβασμό στη φιλοσοφική δραστηριότητα και γι αυτό τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία της φιλελεύθερης πτέρυγας των θεολόγων στο β μισό του 13 ου αιώνα. Ο Ακινάτης συγχώνευσε τη χριστιανική θεολογία με την αριστοτελική φιλοσοφία σε αυτό που θα ονομάζαμε “χριστιανικό Αριστοτελισμό.” Η σημαντικότερη συνέπεια της διδασκαλίας του είναι ότι έστρεψε τους θεολόγους στην μελέτη των έργων του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους που απορρέουν από την μελέτη του φυσικού κόσμου, προκείμενου να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης Συγκεκριμένα, ως προς την οντολογία, ο Ακινάτης ακολουθεί μια αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφίας του Αλβέρτου, με αποκλίσεις είτε προς την πλατωνική φιλοσοφία, είτε προς την χριστιανική διδασκαλία. Μια από τις κυριότερες έννοιες που πραγματεύεται είναι η έννοια της ουσίας. Ως ουσία ορίζεται αυτό που δεν ανήκει σε κάτι άλλο ως βάση της ύπαρξής του, αλλά υπάρχει ως υποκείμενο και φορέας ενεργειών. Αυτό που δεν είναι αυτοτελές, αλλά στηρίζει την ύπαρξή του σε κάτι άλλο (ens in alio ens entis) είναι το συμβεβηκός. Η ουσία δεν υπόκειται στις κατηγορίες, αλλά αντίθετα κατηγοριοποιεί τα υπόλοιπα. Είναι αυτό εκ του οποίου τα υπόλοιπα κατηγοριοποιούνται, ενώ εκείνο δεν υπόκειται σε κατηγορίες από κάποιο άλλο. Είναι το επί μέρους, δηλαδή το καθ’ έκαστον. Επομένως, η πρώτη ουσία είναι το καθ’ έκαστον. Αυτό που συστάθηκε από ύλη και είδος. Η ύλη είναι το καθαυτό αδιόριστο, δηλαδή η δύναμη προς διορισμό και πραγματοποίηση· η δύναμη προς το είναι και το ορισμένο είναι. Το είδος είναι αυτό εκ του οποίου η ύλη έρχεται στο διορισμό και στην πραγματικότητα. Εκείνο δηλαδή εκ του οποίου η ύλη γίνεται από δυνάμει ον ενεργεία ον (ens actum). Επομένως, το είδος είναι η αρχή του όντος ως ορισμένο και πραγματικό. Ούτε καθαυτό το είδος, ούτε καθαυτή η ύλη συνιστούν την ουσία, αλλά και τα δυο μαζί. Η ύλη συνιστά τη δύναμη, ενώ το είδος την ενέργεια. Τα είδη διακρίνονται μεταξύ τους. Υπάρχει η διάκριση μεταξύ του ουσιώδους είδους και του κατά συμβεβηκότος είδους. Ουσιώδες είδος (forma substantialis seu essentialis) είναι εκείνο εκ του οποίου η ουσία λαμβάνει το είναι της και καθίσταται πραγματική. Κατά συμβεβηκός είδος (forma accidentalis) είναι εκείνο που προστίθεται στην πραγματική ουσία και προσδίδει σε αυτήν εξωτερικό διορισμό. Το ουσιώδη είδη διακρίνονται κι αυτά σε ένυλα και σε άυλα ή αυτοτελή. Ένυλα (forma inhaerentes) είναι τα είδη που υπάρχουν μόνο εντός της ύλης, επομένως αυτά δεν δύνανται να είναι πραγματικά και ενεργεία χωρίς την ύλη. Άυλα ή αυτοτελή (formae separate, subsistentes) είναι τα είδη που υπάρχουν πραγματικά καθαυτά και δι’ αυτών χωρίς ύλη (άγγελοι), ή έστω μπορούν να υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με την ύλη (οι ανθρώπινες ψυχές). Επίσης σπουδαία είναι η διάκριση του Ακινάτη μεταξύ ουσίας (quiditas, natura) και ύπαρξης (essentia, esse) ή του όντος και του φαινομένου. Η ουσία για να γίνει πραγματική πρέπει να λάβει ύπαρξη μέσω κάποιας αιτίας (του Θεού). Η διάκριση είναι τέτοιου είδους, όπως η διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας, αφ’ ενός κατά τη σχέση ύλης και είδους και αφ’ ετέρου κατά τη σχέση ουσίας και ύπαρξης. Τα νοερά όντα έχουν μόνο τη σύνθεση ουσίας και ύπαρξης, ενώ τα σωματικά την σύνθεση ύλης και είδους. Σχετικά με τα νοερά όντα, η ουσία συμπίπτει προς το είδος, γιατί εκείνα είναι απλώς είδη, ενώ στα σωματικά η ουσία συμπίπτει
προς την σύνθεση ύλης και είδους. Κι επειδή πολλά σωματικά όντα έχουν ίδιο είδος και ίδια ύλη, έπεται πως έχουν κοινή ουσία. Το σύστημά του Ακινάτη είναι στενά συνυφασμένο προς την αριστοτελική φιλοσοφία και στο περί ψυχής ζήτημα, όπου ιδιαίτερη σημασία δίνει στο ζήτημα της φύσης και της αθανασίας της ψυχής, στην σχέση ψυχής και σώματος και στις δυνάμεις της ψυχής. Ως ψυχή ορίζεται η πρώτη αρχή της ζωής στα υπό την Σελήνη όντα. Και επειδή η ψυχή δεν είναι αρχή κάθε ζωής (οι άγγελοι ζουν χωρίς ψυχή), ορίζεται ως αρχή της ζωής των φυσικών οργανικών όντων. Έτσι θεωρείται ως η πρώτη ενέργεια (actus primus) του οργανικού σώματος. Επειδή οι βαθμίδες της ζωής είναι τρεις, τρία είναι και τα είδη της ψυχής: η φυτική, η ζωική και η ανθρώπινη. Η ψυχή δεν είναι σωματική, αλλά άυλη, πρώτον, γιατί συνιστά την ενέργεια και το είδος του σώματος, δεύτερον, γιατί αν δεν είναι άυλη θα προϋπέθετε άλλη αρχή, και τρίτον, επειδή δυο σώματα δεν μπορούν να βρίσκονται στον ίδιο τόπο. Όπως το σώμα έχει μέρη, έτσι έχει και η ψυχή, ως αρχή των μερών της ψυχής που συνάπτει αυτά σε ενότητα. Η ψυχή δεν υφίσταται χωρίς το σώμα και συνιστά υπάρχουσα υπόσταση. Η ενέργειά της, η νόηση, είναι ανεξάρτητη από τα σωματικά όργανα. Αυτό αποδεικνύεται αφ’ ενός επειδή δεν είναι αδύνατη η γνώση των καθόλου και των γενικών, και αφ’ ετέρου, επειδή η νόηση στρέφεται στον εαυτό της και έχει αυτοσυνειδησία. Επομένως, η ψυχή, ως αρχή της νόησης, πρέπει να θεωρηθεί πνευματικό ον. Επιπλέον, η ψυχή ως απλή και άφθαρτη, δεν έχει καμία σύνθεση ύλης και είδους. Για την τελείωση του ανθρώπου απαιτείται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αλλά αυτό που δημιουργεί την τελείωση είναι αδύνατο να φθείρεται. Έτσι, ο χωρισμός του σώματος από την ψυχή δεν φθείρει την ψυχή. Ο φυσικός πόθος προς την αιώνια ύπαρξη είναι αδύνατο να είναι μάταιος και κενός κατά τον Ακινάτη. Επομένως, εκ της αυτοσυνειδησίας και του πόθου συνάγεται ότι η ψυχή είναι άφθαρτη και αθάνατη. Η ψυχή κατέχοντας την κατώτατη βαθμίδα του πνευματικού βίου έχει ασθενή γνωστική δύναμη, επομένως χρειάζεται πολλές γενικές έννοιες ή ανώτερες πνευματικές υποστάσεις για να έχει ακριβή γνώση των πραγμάτων. Αυτές τις έννοιες τις λαμβάνει από τις κατ’ αίσθηση παρατηρήσεις και επομένως από την σύνδεσή της με το σώμα. Πρώτος από τους σύγχρονούς του σχολαστικούς ο Ακινάτης διαμόρφωσε ολοκληρωμένη ηθική, βασισμένος στην αριστοτελική ηθική θεωρία. Σκοπός του ανθρώπου, υποστηρίζει, είναι η τελειότητα και η ευδαιμονία. Η τελειότητα, όμως, συμπίπτει με την ευδαιμονία, γιατί και οι δυο έχουν ως βάση τους το αγαθό. Σύμφωνα με τον Ακινάτη η ανθρώπινη ευδαιμονία έγκειται στην ικανοποίηση της ενέργειας της νόησης, η οποία είναι θεωρητική και στοχάζεται το Θεό. Η γνώση αυτή γίνεται κατά τρόπο υπερφυσικό και μέσω του θείου φωτισμού. Αυτή η τέλεια ευδαιμονία φανερό είναι ότι πραγματοποιείται μετά τον θάνατο, όπου ο νους χωρίζεται από τα αισθητά και δύναται πλέον να εποπτεύει με άμεσο τρόπο τον Θεό. Όπως ο νους όταν ενεργεί αναφέρεται στον Θεό, έτσι και η βούληση και η πράξη οφείλει να ρυθμίζεται με βάση τον θείο νόμο καθ’ υπαγόρευση του λόγου. Το ηθικό κακό συμβαίνει, όταν η βούληση και η πράξη διαφωνούν προς τον θείο νόμο. Επομένως, το κακό είναι απλώς η στέρηση και η έλλειψη του αγαθού. Για την επίτευξη του σκοπού της τελειότητας σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει η αρετή. Η αρετή είναι έξη, με την οποία δύναται ο άνθρωπος να ενεργεί ορθά. Οι αρετές διακρίνονται σε θεωρητικές και ηθικές. Οι διανοητικές αρετές, δηλαδή οι αρετές του θεωρητικού νου είναι η σοφία, η επιστήμη και η νόηση. Η σοφία ανυψώνει στην θεωρία της απόλυτης αλήθειας· η επιστήμη εφαρμόζει τις ύψιστες αρχές στα καθ’ έκαστα· και η νόηση στοχάζεται τις ύψιστες αρχές. Οι αρετές του πρακτικού νου είναι η τέχνη και η φρόνηση. Η τέχνη συνιστά δεξιότητα για την δημιουργία σκόπιμων ενεργειών και η φρόνηση είναι η δεξιότητα που καθορίζει τις ενέργειες κατά τον ορθό λόγο. Οι διανοητικές αρετές είναι σχετικές, ενώ οι ηθικές αρετές είναι αρετές απολύτως. Οι κυριότερες είναι τέσσερις: η φρόνηση, η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η ανδρεία, όπου η καθεμιά είναι η μεσότητα μεταξύ δυο αντιθέσεων, της υπερβολής και της έλλειψης. Ως χριστιανός αριστοτελιστής ο Ακινάτης πραγματεύτηκε την αρετολογία σε συνάφεια με την τελολογία και ευδαιμονολογία, στο πλαίσιο της μεταφυσικής. Η υπέρτατη τελειότητα, στην οποία μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος, συνίσταται στη θέαση του Απόλυτου Αγαθού (beatitudo). Η τελειότητα, στο βαθμό που είναι εφικτή, δεδομένων των φυσικών περιορισμών, αποτελεί παράγωγο της διάνοιας. Δεν εξισώνεται με κανένα επιμέρους αγαθό, αλλά συνίσταται στη δραστηριότητα σύμφωνα με την αρετή, αποτελώντας «αρετής άθλον». Μέσω των αρετών ο άνθρωπος διατάσσεται ως προς την ευδαιμονία, η οποία είναι διπλή: η μία
σύμμετρη με την ανθρώπινη φύση, την οποία ο άνθρωπος επιτυγχάνει με τις αρχές της φύσης του στον παρόντα βίο, και η άλλη, η οποία υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση και χρειάζεται τη θεία μεσολάβηση. Και τα δύο είδη ευδαιμονίας σχετίζονται και αλληλεξαρτώνται, από τη στιγμή που το δεύτερο είδος έρχεται ως φυσική συνέπεια του πρώτου. Ο άνθρωπος με τις επίκτητες αρετές δεν πραγματώνει την ένωσή του με το Θεό, αλλά μια μερική εξομοίωση προς αυτόν και όση είναι δυνατή στην παρούσα ζωή. Ωστόσο, οι επίκτητες ηθικές αρετές αφορούν στη σχέση ανθρώπου προς ζωή. Οι θεολογικές αρετές καθιστούν εφικτή την κατανόηση και θεώρηση του Θεού. Αναφορικά με την πραγμάτωση του ιδεατού τέλους, κρίνεται επιπλέον αναγκαία η υπερφυσική μεσολάβηση της θείας χάριτος (gratia gratum faciens) -- την οποία αποστερήθηκε η ανθρώπινη φύση εξαιτίας της πτώσεως. Η ομοίωση με το Θεό είναι ένωση κατά χάριν. Η χάρις προστίθεται και τελειοποιεί τη φύση, ενισχύει πνευματικά τον άνθρωπο και του παρέχει τα μέσα για το υπερφυσικό τέλος του, την αγαπητική ένωση με το Θεό στην αιωνιότητα.
Όκαμ (Gullielmus Ockhamiensis) (περίπου 1288-περίπου 1350) Ο Όκαμ ακολούθησε τους πραγματοκρατικούς στην κατ’ αίσθηση και στην κατά νόηση γνώση, αλλά απέκλινε από αυτούς όταν υποστήριξε ότι ο νους έχει διπλή γνώση· την άμεση και την έμμεση. Με την άμεση ο νους νοεί την ύπαρξη του όντος ή την εμπειρική του φύση και με την έμμεση νοεί το ον αόριστα. Η εποπτεία είναι η φυσική μορφή της γνώσης, μέσω της οποίας μαθαίνει ο άνθρωπος τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Πρώτο υποκείμενο της γνώσης είναι το καθ’ έκαστον, οπότε η άμεση γνώση προηγείται της άμεσης. Οι πραγματοκρατικοί διατείνονταν ότι η αίσθηση γίνεται μέσω των αισθητών και η νόηση δια των νοητών εικόνων (γενών). Ο Όκαμ διαφωνώντας απορρίπτει την θεωρία των εικόνων, και των αισθητών και των νοητών. Ούτε οι άμεσες αρχές, ούτε η εμπειρία συνηγορούν υπέρ των αισθητών κανόνων. Εν αντιθέσει, για να ερμηνευθούν οι αισθήσεις αρκούν μόνο δυο πράγματα, το αισθητό και η αισθητική δύναμη της ψυχής. Τα νοητά είδη τα απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι τα ονόματα που τέθηκαν γι αυτά είναι ανεπαρκή. Ο νους, σύμφωνα με τον Όκαμ, νοεί δια της αφαίρεσης και όχι το ορισμένο και το μερικό, αλλά το αόριστο και το γενικό. Αυτό δεν είναι όμως η καθόλου νοητική εικόνα, αλλά απλώς η έξη και η διάθεση του νου προς αφαίρεση. Έτσι διατείνεται ότι η θεωρία των εικόνων είναι ανυπόστατη και άρα απόβλητη. Επίσης αναιρεί και την επικρατούσα μέχρι τότε διάκριση του ενεργεία και του δυνάμει νου, η οποία εξυπηρετούσε την ερμηνεία της θεωρίας των εικόνων. Παραδέχεται, παρ’ όλα αυτά, την ομοιότητα μεταξύ του γνωρίζοντα και του γνωριζόμενου. Από τα πολλά επί μέρους όντα σχηματίζεται στην ψυχή, μέσω της αφαίρεσης, η έννοια που περιέχει τα κοινά γνωρίσματα των όντων. Χρησιμεύει ως σημείο δηλωτικό των επί μέρους όντων, από τα οποία προήλθε και εκπροσωπεί αυτά. Η έννοια, λοιπόν, είναι σημείο φυσικό και όρος. Ως φυσικό σημείο είναι η έννοια ή η νοητική ενέργεια. Η γνώση του πράγματος συμβαίνει μέσω της έννοιας του πράγματος, που εκπροσωπεί το πράγμα. Η έννοια θεωρείται και εξετάζεται με δυο τρόπους· είτε εξετάζεται καθαυτή, δηλαδή ότι είναι στην ψυχή ως καθαρή έννοια· είτε εκπροσωπεί το πράγμα ως σημείο και όρος αυτού. Έτσι προκύπτει και η διάκριση μεταξύ της λογικής και της πραγματικής επιστήμης. Έπειτα προκύπτει η διάκριση μεταξύ πρώτης και δεύτερης έννοιας. Πρώτη είναι αυτή που αναφέρεται σε κάποιο πράγμα και επομένως το εκπροσωπεί ως σημείο, όπως οι έννοιες άνθρωπος και ζώο· και η δεύτερη δεν αναφέρεται στο πράγμα, αλλά μόνο σε άλλη (πρώτη) έννοια, όπως το γένος, το είδος και το άτομο. Ερευνώντας ο Όκαμ την πραγματοκρατική θεωρία παρατηρεί ότι αυτή είναι σφαλερή και άτοπη. Αν το καθόλου υπήρχε εκτός του νου καθαυτό και πραγματικό, θα ήταν κατ’ ανάγκη εν και κατ’ ακολουθία καθ’ έκαστο. Έτσι θα υπήρχε το καθόλου καθαυτό ως ουσία, ενώ η ουσία είναι κάτι μερικό. Αλλά το μερικό δεν γίνεται να είναι συγχρόνως σε πολλά, όπως υποστήριζαν οι πραγματοκρατικοί. Έπειτα το καθόλου ως ουσία καθαυτή θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς τα επί μέρους, πράγμα άτοπο, εφόσον το καθόλου θεωρείται από τους πραγματοκρατικούς ως πραγματικό. Ο Όκαμ δεν αποδέχεται την πραγματική διάκριση ουσίας και ύπαρξης. Η ύπαρξη δεν είναι συμβεβηκός, αλλά ούτε και ουσία, αφού δεν επιδέχεται ύλης και μορφής. Η ουσία χωρίς την ύπαρξη είναι ένα τίποτα. Ουσία και ύπαρξη είναι ένα και το αυτό. Σημειώνει ο Όκαμ ότι το καθόλου είναι ψιλόν τοῦ νοῦ ἐπιγέννημα, ενώ αυτό που είναι πραγματικό είναι μόνο το καθ’ έκαστο. Ο νους μπορεί να νοεί το ον ως ατομικό και έτσι να έχει άμεση γνώση αυτού. Δύναται όμως να νοεί χωρίς να διακρίνει το ον από τα άλλα άτομα
(έμμεση γνώση). Το αόριστο αυτό νόημα που προέρχεται αφαιρετικά είναι το καθόλου, το οποίο δεν υπάρχει εκτός του νου. Όμως το καθόλου δεν είναι κενό πλάσμα του νου, γιατί σε αυτό αντιστοιχεί κάτι πραγματικό. Είναι απείκασμα πολλών μερικών όντων, που δεν ταυτίζεται με αυτά, αλλά φανερώνει τις ομοιότητές τους και μπορεί να εκπροσωπεί αυτά. Είναι έννοια που χρησιμεύει ως σημείο πολλών όντων. Επίσης η διάκριση μεταξύ γένους και είδους δεν βασίζεται στα πράγματα, αλλά είναι επινόηση του νου. Στην περίπτωση που η έννοια εκπροσωπεί πολλά άτομα, τότε πρόκειται για γένος, ενώ στην περίπτωση που εκπροσωπεί λιγότερα, είναι είδος. Τέλος, ο Όκαμ εκφράζει κάποια δυσπιστία για την φυσική δυνατότητα του νου, που φανερώνει την σκεπτική του τάση. Σύμφωνα με την παράδοση, πιστώνεται στον Όκαμ η αρχή της οικονομίας, σύμφωνα με την οποία σε δύο αντίστοιχες εξηγήσεις ή θεωρίες, οι οποίες έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, πρέπει να προτιμάται η απλούστερη. Στην πραγματικότητα η αρχή αυτή μπορεί να βρεθεί στο έργο του Πέτρου του Λομβαρδού, αλλά και προγενέστερων φιλοσόφων. Η ηθική επιστήμη, κατά τον Όκαμ, διακρίνεται σε θετική γνώση (βέβαιη) και σε μη θετική γνώση (αβέβαιη). Σύμφωνα με την πρώτη, η ηθική προάγεται μέσω του ορθού λόγου και πηγάζει από το θετικό δίκαιο ή από τους θείους νόμους. Η πράξη, λοιπόν, αποκτά ηθικό περιεχόμενο, όταν ο άνθρωπος υπακούει τις εντολές του Θεού ή συμμορφώνεται με τις θεσπισμένες, από το νομοθέτη, διατάξεις. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η ηθική είναι μία αποδεικτική επιστήμη, η οποία διέπεται από τις αρχές του λόγου και της εμπειρίας. Οι λογικές αρχές εκφράζουν αφαιρετικές ηθικές αρχές του τύπου «οτιδήποτε καλό πρέπει να επιδιώκεται και οτιδήποτε κακό πρέπει να αποφεύγεται». Επίσης, ταξινομούν τις μη ενάρετες πράξεις, μέσω των ονομάτων που τους αποδίδονται. Ορισμένες λέξεις, όπως φόνος, μοιχεία, κλοπή, δηλώνουν, εξ’ ορισμού, ότι δεν είναι ηθικά αποδεκτές. Υπό αυτό το πρίσμα, οι λογικές αρχές είναι αναλυτικά αληθινές «per se nota» (δηλαδή καθαυτές). Οι εμπειρικές αρχές, «nota per experientiam», είναι προτάσεις που πηγάζουν από την προσωπική εμπειρία, φανερώνουν τον τρόπο δράσης του υποκειμένου στην εκάστοτε περίσταση και δύνανται να ισχύσουν καθολικά. Ο φιλόσοφος, αποδέχεται τη δεύτερη μορφή της ηθικής, αποδυναμώνοντας, την επικρατούσα παραδοσιακή ισχύ της αυθεντίας «auctoritas». Τουτέστιν, η ουσιαστική γνώση πηγάζει πλέον από την άμεση παρατήρηση της φυσικής πραγματικότητας και όχι από τις κανονικότητες που υπαγορεύει η εκάστοτε αυθεντία. Αναφορικά προς τον αξιολογικό καθορισμό των πράξεων, ο Όκαμ υποστηρίζει ότι δεν είναι όλες οι πράξεις ηθικές ή ανήθικες. Συγκεκριμένα, οι εξωτερικές πράξεις, αυτές καθαυτές, είναι ηθικά ουδέτερες και αδιάφορες. Εξαιτίας της απουσίας των εγγενών ηθικών ποιοτήτων, δεν είναι ούτε καλές, ούτε κακές. Εντούτοις, λαμβάνουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς, στο μέτρο που πραγματώνουν τις προθέσεις του δρώντος υποκείμενου. Με άλλα λόγια, η ίδια πράξη είναι καλή, όταν προέρχεται από μία καλή πρόθεση ενώ κακή, όταν προέρχεται από μία κακή πρόθεση. Συνεπώς, ο ηθικός προσδιορισμός των εξωτερικών πράξεων είναι εφικτός, μόνο μέσω της συσχέτισης τους με τις εκάστοτε ανθρώπινες προθέσεις, οι οποίες πηγάζουν από τις πράξεις της βούλησης. Ο φιλόσοφος, αναλύοντας τις ηθικές πράξεις, επικεντρώνεται στις εσωτερικές και δη, στις πράξεις της βούλησης. Αναλυτικότερα, η βούληση είναι ενέργεια της ψυχής, όπως και η νόηση. Εντούτοις, προηγείται της νόησης, την καθοδηγεί και την ξεπερνά, υπό την έννοια ότι δύναται να επιλέγει ορθά, ακόμα κι όταν η νόηση σφάλλει. Συνεπώς, η πραγματοποίηση ή μη, της εκάστοτε πράξης καθορίζεται κατά αποκλειστικό τρόπο, από τη δυνατότητα της βούλησης να αποδέχεται ή να απορρίπτει οποιαδήποτε πράξη. Αντίθετα, στο ηθικό σύστημα του Ακινάτη, η βούληση παρουσιάζεται ως επακολούθημα της νόησης, στο μέτρο που την κατευθύνει και διαμορφώνει τις επιλογές της, μέσω της γνώσης που της παρέχει. Σύμφωνα με τον Όκαμ, η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη, σε αντιστοιχία με τη θεία βούληση, εφόσον ο άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» δημιούργημα του Θεού. Η συνειδητοποίηση αυτής της ελευθερίας είναι εμπειρικά εξακριβωμένη. Μολονότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, ρέπει προς το καλό, η βούληση του είναι ελεύθερη να επιλέξει με γνώμονα τον ορθό λόγο, όχι μόνο τα μέσα και τη χρονική στιγμή που θα πράξει ηθικά, αλλά και το αν θα πράξει ανήθικα. Το κακό, δηλαδή, ως οτιδήποτε ενάντιο στο απόλυτο καλό, είναι μία επιλογή που μπορεί να πραγματοποιηθεί συνειδητά. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το κακό, ως προϊόν άγνοιας, δεν είναι ηθικά επιλήψιμο, στο μέτρο που η γνώση του καλού και του κακού είναι απαραίτητη για την ηθική αξιολόγηση. Επιπροσθέτως, η ελευθερία της βούλησης μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς ως μία αυτάρκης δύναμη, η οποία αντιστρέφει τις επιλογές της. Τουτέστιν, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να μεταβάλλει τη βούληση του σε μη βούληση, δεδομένου ότι η βούληση δύναται να καταστρέφει τις βουλήσεις που ήδη έχει δημιουργήσει
και να παραγάγει καινούργιες, οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες από τις προηγούμενες. Ο Όκαμ γράφει χαρακτηριστικά ότι είναι ικανή να προκαλέσει αγάπη ή μίσος, να καταστρέψει κάθε σκέψη, ακόμα και την ίδια της την ελευθερία (η βούληση βούλεται να μην είναι ελεύθερη). Η μεταστροφή αυτή κατευθύνεται από την ίδια και όχι από άλλους παράγοντες, δηλαδή αυτοκαθορίζεται. Η βούληση, εξαιτίας της ελευθερίας που τη διέπει, δεν επιλέγει μία πράξη έναντι μίας άλλης με προκαθορισμένο τρόπο. Ωστόσο, δια μέσου της εμπειρίας, αναπτύσσει την τάση να δρα με ένα συγκεκριμένο τρόπο σε καταστάσεις παρόμοιου είδους. Η τάση αυτή ονομάζεται «έξη» και αποτελεί την αρετή. Συνεπώς, οι ενάρετες πράξεις είναι κατά αποκλειστικό τρόπο, οι πράξεις της βούλησης. Υπό αυτό το πρίσμα, η αρετολογία του Όκαμ είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βούληση.
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Στο 15ο αιώνα εξελίσσεται η επανεύρεση μιας σειράς κειμένων της ελληνικής και λατινικής γραμματείας, τα οποία αντιπροσώπευαν τις απόψεις άλλων φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητας ή σχόλια πάνω σε αυτές. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι έλληνες λόγιοι που ταξίδεψαν στη Δύση. Το 1438 ο Πλήθων βρέθηκε στην Ιταλία, ως μέλος της βυζαντινής αντιπροσωπείας που θα μετείχε στη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας με σκοπό την ένωση των εκκλησιών. Στη Φλωρεντία το 1439, παρακινημένος από Ιταλούς λογίους που εξετίμησαν την πολυμαθειά του, έγραψε το «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται». Εκείνος που είχε ανοίξει τον δρόμο στη μαζική έξοδο των ελλήνων λογίων στη Δύση ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο οποίος έφτασε στην Ιταλία με σκοπό να διαπραγματευτεί την αποστολή βοήθειας στη χειμαζόμενη αυτοκρατορία. Ο Χρυσολωράς το 1397, καθώς είχε εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του, κλήθηκε να διδάξει αρχαία ελληνική γραμματεία στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, όπου και παρέμεινε έως το 1399. Ο Βησσαρίων είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα μάλλον το 1403 και είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χειροτονήθηκε το 1431. Ύστερα εγκαταστάθηκε στο Μυστρά για να μαθητεύσει κοντά στον Πλήθωνα. Η συλλογή ελληνικών χειρογράφων του ήταν μοναδική σε πλούτο και αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης στη Βενετία, αν και για πολλά χρόνια μετά το θάνατό του είχαν παραμείνει στην αφάνεια. Στην έπαυλη που διέμενε στη Ρώμη είχε δημιουργήσει ένα είδος ακαδημίας φιλοσοφίας και φιλολογίας, στην οποία δεχόταν πολλούς έλληνες πρόσφυγες, με αντάλλαγμα την προσφορά χειρογράφων. Ο Pico della Mirandola δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην έρευνα της πλατωνικής και αριστοτελικής μεταφυσικής, της λογικής και ηθικής θεωρία, δημοσιεύοντας το 1486 τον διάσημο κατά την Αναγέννηση Λόγο Περί της Ανθρωπίνης Αξιοπρέπειας (De Hominis Dignitate, το οποίο ήταν ένα σημαντικό βήμα στην εδραίωση του Αναγεννησιακού Ανθρωπισμού) αλλά και έναν κατάλογο από 900 θέσεις (Conclusiones) στη λογική, στη μεταφυσική, στην ηθική, καθώς και στη φυσική και στα μαθηματικά προσκαλώντας σε δημόσια συζήτηση όποιον θα ήθελε να αμφισβητήσει την (αναμφισβήτητη για τον Ιωάννη) αξία αυτών των θέσεων στη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μαρσίλιο Φιτσίνο: Ο χαρακτηριστικότερος Αναγεννησιακός Ιταλός φιλόσοφος του 15ου αι. Γιατρός, ανώτερος ιερέας στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κοσμολόγος, ποιητής, μουσικός (συνέθετε και εκτελούσε μουσική για λύρα σε μεταφρασμένους από αυτόν Ορφικούς στίχους), φιλόσοφος ερευνητής, μεταφραστής και σχολιαστής των κειμένων του Πλάτωνα, και καθηγητής φιλοσοφίας και Διευθυντής στην Ακαδημία της Φλωρεντίας επέδρασε σε όλη την μετέπειτα πολιτιστική ανάπτυξη της Ιταλίας. Χαρακτηριστικό της μεγάλης παιδείας και μόρφωσής του ήταν ότι του ανατέθηκε η σύσταση και η οργάνωση της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας από τον ίδιο τον Κοσμά Μέδικο, ο οποίος είχε πειστεί για την ανάγκη ίδρυσης της Ακαδημίας από την σύντομη παρουσία στην Ιταλία και τα μαθήματα του Γεωργίου Γεμιστού. O Ficino στην πραγματικότητα σμίκρυνε την ιστορικότητα του Πλατωνισμού, τοποθετώντας τον στο
πλαίσιο μιας μυστικής θεολογίας, η οποία βρίσκει τις απαρχές της στα ερμαϊκά κείμενα και τον μωσαϊκό νόμο. Οι ιστορικές συνδέσεις που επεχείρησε ήταν ελλιπείς και παρακινδυνευμένες. Στην ουσία διαμόρφωσε την ιδέα μιας πλατωνικής παράδοσης περισσότερο ενιαίας και φιλικά διακείμενης προς τον χριστιανισμό, από ότι πραγματικά ποτέ υπήρξε. Τελέζιο: Ιταλός αναγεννησιακός φιλόσοφος από την Καλαβρία με σπουδές στην Πάδουα, θεμελιωτής της αναγεννησιακής σχολής της Νοτίου Ιταλίας (κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η αντίθεσή της προς την νοησιαρχία και η εμμονή της στην εμπειρική μελέτη των φυσικών φαινομένων), με σπουδές κυρίως στην Πάδουα, είναι ίσως ο πιο αυστηρός επικριτής της αριστοτελικής μεταφυσικής και συνάμα ο περισσότερο και ρηξικέλευθα «εμπειριστής» αναγεννησιακός φιλόσοφος από όλους τους Ιταλούς φιλοσόφους θέτοντας την παρατήρηση και την αυταπόδεικτη και πειραματικώς ελεγχόμενη εμπειρία υπεράνω αυθεντιών και κοινά αποδεκτών αντιλήψεων. Αναχωρητικό πνεύμα και μονήρης, έζησε αρκετά χρόνια της ζωής του ως μοναχός, χωρίς να δεχτεί την κουρά ή το χρίσμα του ιερέα, απορρίπτοντας ακόμη και τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Καλαβρίας που του προσέφερε ο Πάπας Πίος ο 4ος. Machiavelli: Αποφασίζει, λοιπόν, να συγγράψει και να απευθύνει το “Il principe” στους Μέδικους. Σε αντίθεση προς την προγενέστερή του παράδοση, εξαργυρώνοντας τη διοικητική του πείρα, είναι ιδιαίτερα τολμηρός και αποκαλυπτικός στις συμβουλές του. Βασική επιδίωξη του ηγεμόνα πρέπει να είναι η διατήρηση του stato, του οποίου τη νοηματοδότηση μετασχηματίζει. Δεν σημαίνει απλά το καθεστώς, αλλά και την ισχύ του ηγεμόνα. O Μακιαβέλι σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχόταν, όμως, όπως εκ πρώτης, ίσως, όψεως φαίνεται, να φροντίζει ο ηγεμόνας αποκλειστικά για το προσωπικό του όφελος, αλλά τον ενδιαφέρει η προαγωγή του κοινού καλού. Προς επίρρωση των λόγων του χρησιμοποιεί τα παραδείγματα του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, και του Φερδινάνδου της Αραγονίας. Ο πρώτος κατηγορείται, παρότι κατάφερε πολλά, πως οι μέθοδοί του δεν του προσέδωσαν δόξα, η οποία είναι απαραίτητο συστατικό μιας ηγεμονίας. Δόξα, την οποία κατέκτησε σε μέγιστο βαθμό ο Φερδινάνδος της Αραγονίας. Αναφορικά με τα μέσα που θα μηχανευτεί ο ηγεμόνας για να επιτύχει τη διατήρηση του stato, o Μακιαβέλι δηλώνει ρητά πως ο ηγεμόνας πρέπει να διακατέχεται από virtu. Ο Μακιαβέλι με τον όρο εννοεί την ικανότητα που φέρνει επιτυχία στα στρατιωτικά ζητήματα, το στοιχείο που επιτρέπει την καινοτομία στην πολιτική, την ικανότητα, την αποφασιστικότητα κ.α. Η έννοια της virtus είχε κεντρικό ρόλο στη διανοητική σκηνή της Φλωρεντίας ήδη από το 15οαι. O Μακιαβέλι αλλάζει το νοηματικό περιεχόμενο του όρου, αποστερώντας το ριζικά από κάθε παραδοσιακή εξίσωσή του με ηθικές αξίες. Virtu είναι πια να προσαρμόζεσαι στις απαιτήσεις της ανάγκης ανεξάρτητα από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου. Πρόκειται για τη δημιουργική, αγωνιστική διάθεση του ηγεμόνα σε αντίθεση με την παθητικότητα των υπηκόων. Ο Μακιαβέλι συλλαμβάνοντας την μεταβλητότητα των περιστάσεων προσπαθεί να απαλλάξει την πολιτική δράση από άκαμπτους κανόνες και, φυσικά, από ηθικούς περιορισμούς.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ο Διαφωτισμός δεν είναι μονοδιάστατο και απλουστευτικό πνευματικό φαινόμενο. Καταρχήν, είναι μύθευμα να χαρακτηρίζουμε τον Διαφωτισμό αποκλειστικά ως την εποχή του ορθολογισμού και της απεριόριστης αισιοδοξίας. Είναι, αντίθετα, μια εποχή κατά την οποία διασταυρώνονται, διαπλέκονται και συνυπάρχουν αντιθετικά και εν πολλοίς ασύμβατα ρεύματα σκέψης, όπως η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, ο ορθολογισμός και το συναίσθημα, η εσχατολογία, ακόμα και ο μηδενισμός. Ο Διαφωτισμός δεν είναι ανιστόρητος. Η ρομαντική
εποχή δεν συνειδητοποίησε τον βαθμό στον οποίο η ιστορική συνείδηση του Διαφωτισμού που εμφανίζεται, αν μη τι άλλο, στην προσπάθεια να απεγκλωβιστεί η ιστορία από την καθιερωμένη εκκλησιαστική ιστορία αποτέλεσε προϋπόθεση για τη διαμόρφωση της δικής της, σαφώς πιο αναπτυγμένης, ιστορικής αίσθησης. Ο Διαφωτισμός δεν αγνοεί τα πάθη. Για να ισχύει κάτι τέτοιο πρέπει να τεθούν εκτός Διαφωτισμού ο Ρουσσώ, ο Χιουμ, η Σκωτική Σχολή που περιστρέφεται γύρω από τη θεωρία των ηθικών συναισθημάτων, αλλά και ο ίδιος ο θεμελιωτής της αισθησιοκρατίας, ο Λοκ. Η Αναγέννηση αμφισβήτησε έντονα αυτή την πνευματική στάση, ενώ η αποκατάσταση του αισθητού κόσμου την περίοδο του Διαφωτισμού είναι πλήρης και γίνεται αισθητή τόσο στο επιστημονικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο. Η τεράστια ανάπτυξη της επιστήμης κατά τον 17ο αιώνα οφείλεται στο ότι πλέον εγκαταλείπεται η αριστοτελική τελολογία, όπως εκφράζεται στη μεσαιωνική ιδέα των ποιοτικών διαφορών που δεν μπορούν να αναχθούν σε απλούστερα στοιχεία, και η έρευνα επικεντρώνεται σε ποσοτικά μετρήσιμες ιδιότητες. Τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και επιστήμης, ωστόσο, είναι ακόμα δυσδιάκριτα. Η φιλοσοφία εμφανίζεται ως προϋπόθεση των άλλων επιστημών , ως το καταλληλότερο περιβάλλον για να ανθήσουν, αλλά, ταυτόχρονα, το πρότυπο της φιλοσοφίας είναι οι επιστήμες της φύσης. Αυτή η σύζευξη επιστήμης και φιλοσοφίας ευνόησε τον εμπειρισμό που εκφράζεται κυρίως μέσα από τη διάδοση των ιδεών του Λοκ. Η πρώτη μέριμνα του εμπειρισμού ήταν να επιδείξει την απαιτούμενη δυσπιστία στα μαθηματικά, την κορυφαία στιγμή της ανθρώπινης διάνοιας. Ο κοσμικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού εκδηλώνεται με την ανάγκη να τεθεί η γνώση στην υπηρεσία της βελτίωσης των όρων και συνθηκών ζωής της ανθρωπότητας που δεν απαξιώνεται, όπως παλαιότερα, σε σχέση με το ιδεώδες της σωτηρίας της ψυχής. Ο άνθρωπος θεωρείται πλέον όχι μόνο κυρίαρχος πάνω στη φύση αλλά ένα μέρος της φύσης και ο ίδιος.
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ 17Ο ΚΑΙ 18Ο ΑΙΩΝΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα ταυτόχρονα με την επιστημονική επανάσταση διαμορφώνεται και μια νέα φιλοσοφία που παρακολουθεί την επιστήμη και συμπορεύεται μαζί της προσπαθώντας να δει τον τρόπο που λειτουργεί η ανθρώπινη λογική και δίνει αυτό το επιστημονικό αποτέλεσμα. Η φιλοσοφία μετατρέπεται σε επιστημολογία. Τι είναι εμπειρισμός: Κατά τη θεωρία του εμπειρισμού όλες οι πληροφορίες που έχουμε για τον εξωτερικό κόσμο, τις ιδέες, τις οφείλουμε στην εμπειρία και της αισθήσεις μας. Τίποτα από αυτά που παρατηρούμε γύρω μας δεν ήταν όπως τα παρατηρούμε αν πρώτα από όλα δεν υπήρχαμε εμείς και αν δεν ήμασταν εφοδιασμένοι με τις αισθήσεις μας. Ο εμπειρισμός συνάδει με την θεωρία του ιδεαλισμού ότι η ύπαρξη του κάθε πράγματος του εξωτερικού κόσμου εξαρτάται από εμάς. Τι είναι ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός ή λογοκρατία: Κατά την θεωρία του ορθολογισμού η γνώση αποκτάται αποκλειστικά και μόνο μέσω του λόγου ή της νόησης. Η ανθρώπινη γνώση αποτελεί προϊόν ανώτατων αρχών που είτε υπάρχουν έμφυτες στο νου, είτε μπορούν να συλληφθούν άμεσα από το νου, χωρίς την μεσολάβηση των αισθήσεων. Η πρόοδος της επιστήμης κατά τον 17 ο αιώνα μεταμόρφωσε τη κοινωνία και η επιστημονική νοοτροπία, διείσδυσε σε όλους τους κοινωνικούς τομείς με μία κατεύθυνση στην εξυπηρέτηση των θεμελιακών ανθρώπινων αναγκών. ΜΠΕΙΚΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗΣ. Ο Φράνσις Μπέικον είναι ο στοχαστής που εγκαινιάζει τη νέα επιστημονική εποχή (16 -17 αιώνας). Παρουσίαζε τους επιστήμονες σαν τις μέλισσες που συλλέγουν τη γύρη και την κάνουν μέλι. Έτσι και ο επιστήμονας συλλέγει μέσω των αισθήσεων του τις πληροφορίες ος
ος
του για τα πράγματα και στην συνέχεια με τους κανόνες της λογικής τις μετατρέπει σε γνώση. Η μέθοδος που προτείνει, και κατά τον Μπέικον οφείλουν να ακολουθούν οι επιστήμονες, είναι αυτή της εμπειρικής επαγωγής που κτίζει το γενικό πάνω σε ένα υπόβαθρο συγκεκριμένων και επιμέρους παρατηρήσεων. Για να είναι όμως αποτελεσματική η μέθοδος αυτή πάντα κατά τον Μπέικον πρέπει να καταπολεμηθούν οι κλασσικές αντιλήψεις που προβάλλουν τον συλλογισμό αντί της εμπειρίας.Οι προκαταλήψεις που πρέπει να καταπολεμηθούν λέγονται είδωλα και είναι 4: Είδωλα της φυλής: είναι οι προκαταλήψεις που οφείλονται στην τάση του ανθρώπου να βλέπει τα πράγματα σε σχέση με τον εαυτό του. Είδωλα του σπηλαίου: είναι οι προσωπικές προκαταλήψεις του επιστήμονα. Είδωλα της αγοράς: είναι οι πλάνες που προκαλεί η κακή χρήση της γλώσσας. Είδωλα του θεάτρου: είναι οι πλάνες που δημιουργήθηκαν από τα παλιά φιλοσοφικά συστήματα από τον Αριστοτέλη και άλλους στοχαστές της φιλοσοφίας. Ο Μπέικον θεωρούσε ανεπαρκή την αριστοτελική λογική γιατί εδράζεται σε μια εσφαλμένη κατανόηση της επαγωγής δηλαδή του τρόπου με τον οποίο παράγονται οι γενικές έννοιες από την εμπειρία. Η αριστοτελική επαγωγή λέγεται καταριθμούσα επαγωγή. Ενώ αποδεχόταν τον Αριστοτέλη όσο αφορά την επιστημονική μέθοδο, ήταν επικριτικός στον τρόπο που αυτή εφαρμόζονταν: Πρώτον: ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του συνέλλεγαν τυχαία στοιχεία, χωρίς να πειραματίζονται με όργανα την σπουδαιότητα των οποίων επεσήμανε ο Μπέικον ως σπουδαίο στοιχείο για την συλλογή δεδομένων. Δεύτερον: ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του γενίκευαν πολύ γρήγορα. Είχαν υπόψη τους ένα μικρό αριθμό παρατηρήσεων και μετέβαιναν σε γενικές αρχές, χτίζοντας μια μεταφυσική με πραγματολογικό υπόβαθρο αίολο. Τρίτον: ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του εμπιστεύονταν τη επαγωγή με τη μέθοδο της απλής απαρίθμησης και οι ιδιότητες που βρίσκουν ότι ισχύουν για μερικά άτομα ενός ορισμένου είδους βεβαιώνονταν ότι ισχύουν για όλα τα άτομα αυτού του είδους. Ο Μπέικον, επίσης, υποστήριξε ότι ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του περιόρισαν την επιστήμη στην απαγωγική λογική, δίνοντας έμφαση στα συμπεράσματα που βγαίνουν από τις πρώτες αρχές. Κατά τον Μπέικον τα απαγωγικά επιχειρήματα έχουν επιστημονική αξία μόνο όταν έχουν κατάλληλη επαγωγική υποστήριξη. Σε αυτό το σημείο όμως ο Μπέικον έπρεπε να κάνει διάκριση στη θεωρία του Αριστοτέλη και τον τρόπο που η θεωρία αυτή έγινε αντικείμενο κατάχρησης από τους οπαδούς του. Αυτοί λοιπόν παρερμήνευσαν την μέθοδο του Αριστοτέλη αρχίζοντας όχι από την επαγωγή, αλλά από τις πρώτες αρχές του Αριστοτέλη. Ένας ψευδής αριστοτελισμός που απέκοψε την επιστήμη από την εμπειρία. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης όμως επιμένει ότι οι πρώτες αρχές πρέπει να επάγονται από την παρατήρηση. Ο Μπέικον πίστευε ότι στη φιλοσοφία πρέπει να γίνει μια νέα αρχή από μηδενικό σημείο και το περιεχόμενο του στοχασμού να είναι η φυσική ιστορία, δηλαδή η εμπειρική έρευνα που δεν παίρνει τίποτα δεδομένο για τα φαινόμενα που μελετάει. Σκοπός λοιπόν είναι να εξακριβωθούν οι πραγματικές φυσικές μορφές , δηλαδή οι βασικές ιδιότητες των υλικών σωμάτων και οι αιτιακές διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα τους. Η επιστημονική θεωρία κατά τον Μπέικον κτίζεται από κάτω προς τα πάνω. Ο νους παρακολουθεί την εμπειρία και συμμορφώνεται προς αυτήν. Και οι εξηγήσεις που δίνονται έρχονται εκ των υστέρων να είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας. Η παρατήρηση δεν είναι κάτι τυχαίο. Οργανώνεται από ένα επιστημονικό νου με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες να βγουν θεωρητικά συμπεράσματα και να σκοντάψει ο επιστήμονας στη κρίσιμη αιτιακή σχέση που ψάχνει. Το κρίσιμο σημείο για τον Μπέικον είναι η αντιπαραβολή των δεδομένων που έχουμε από την παρατήρηση. Γι’ αυτό και καταστρώνει «συγκριτικούς πίνακες» που θα βάλουν σε τάξη τα ευρήματα: Πίνακες παρουσίας ή συμφωνίας: όπου συλλέγουμε πληθώρα εμπειρικών παραδειγμάτων του φαινομένου που εξετάζουμε και παρατηρούμε ποιες άλλες εμπειρικές συνθήκες είναι παρούσες κάθε φορά.
Πίνακες απουσίας : παρατηρούμε καταστάσεις που απουσιάζει το φαινόμενο που εξετάζουμε και σημειώνουμε τι απουσιάζει. Πίνακες βαθμιαίας μεταβολής: παρατηρούμε το φαινόμενο στα διάφορα επίπεδα της έντασης και καταγράφουμε μέσα από την εμπειρία ποιες μεταβλητές εντείνονται ή εξασθενούν παράλληλα Έτσι λοιπόν πιστεύει ο Μπέικον ότι με αυτούς τους πίνακες θα φθάσει κάποια στιγμή που ο ερευνητής θα έχει μπροστά του πολλά συγκεντρωμένα στοιχεία και θα δει να αναδύεται η αιτιακή σχέση. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο τερματίζεται η διαδρομή στην εμπειρία και αρχίζει η θεωρητική φάση της έρευνας που καθορίζεται από την «παραδειγματική περίπτωση» που είναι μια παρατήρηση – κλειδί όπου σταματάει η συλλογή των δεδομένων και αρχίζει η εξήγηση πια. «Η παραδειγματική περίπτωση» εξαρτάται από την πείρα και την κατάρτιση του επιστήμονα να έχει φτάσει η ώρα να σταματήσει να κλείσει δηλαδή την έρευνα Ο Μπέικον χρησιμοποιεί την λέξη «πείραμα», όμως την έννοια αυτή δεν τη χρησιμοποιεί σαν να κατανοεί ότι το πείραμα «εκβιάζει» την εμπειρία να μας φανερώσει πράγματα που από μόνη της δεν θα μας τα έκανε γνωστά. Το πείραμα, όπως το αντιλαμβάνεται η σύγχρονη επιστήμη, πολλές φορές βασίζεται σε θεωρητικές υποθέσεις που ξεπερνούν την εμπειρία. Η επιστημολογία του Μπέικον δεν αντιπροσωπεύει ούτε την σημερινή αλλά ούτε και την επιστημονική πρακτική του καιρού του. Ήταν δικηγόρος και ως εκ τούτου μάζευε περιπτώσεις ως «προηγούμενο» και στηριζόμενος σε αυτό έβγαζε μια θεωρητική κρίση. Η κοινωνική και θεσμική διάσταση του οράματος του Μπέικον βρίσκεται στο έργο «Νέα Ατλαντίς» που είναι μια ιδανική κοινωνία όπου ο κάθε επιστήμονας στον τομέα μέσω της εμπειρικής έρευνας προσπαθεί να ανεβάσει το βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο των συνανθρώπων του. ΝΤΕΚΑΡΤ Σε αντιδιαστολή με την επαγωγική μέθοδο του Μπέικον αναπτύχθηκε ένα άλλο πρόγραμμα μεθόδου από τον Γάλλο μαθηματικό και φιλόσοφο Καρτέσιο. Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο οι αισθήσεις είναι αναξιόπιστες και δεν μπορούν να μας παρουσιάσουν την πραγματική εικόνα του κόσμου και άλλες φορές μας παρουσιάζουν τα υπαρκτά ως ανύπαρκτα και το αντίθετο. Δια των αισθήσεων λοιπόν παρουσιάζεται μια υποκειμενική πλευρά των πραγμάτων που δεν παρουσιάζει την πραγματικότητα όπως είναι. Κριτήριο για την γνώση στον Καρτέσιο είναι η απόλυτη βεβαιότητα, με την αυστηρή έννοια. Ο Καρτέσιος συμφωνούσε με τον Μπέικον ότι το πιο μεγάλο επίτευγμα της επιστήμης είναι η πυραμίδα που στην κορυφή είναι οι γενικές αρχές. Ο Μπέικον ήθελε να ανακαλύψει του γενικούς νόμους με τη βοήθεια της επαγωγής από λιγότερο γενικές σχέσεις, ο Καρτέσιος επιχειρεί να αρχίσει από την αρχή και να πηγαίνει προς τα κάτω με μια απαγωγική διαδικασία. Η καρτεσιανή γνωσιολογία φέρνει στο προσκήνιο την επιχειρηματολογία των σκεπτικών σχετικά με το αφερέγγυο των αισθήσεων. Η «αποχώρηση του Θεού» από τη κοινωνική πραγματικότητα θέτει ένα εύλογο ερώτημα: πως ο άνθρωπος είναι σε θέση να συλλάβει όλα αυτά που γίνονται στο σύμπαν με τα περιορισμένα μέσα γνώσεων που διαθέτει; Η γνωσιολογία του Καρτέσιου απηχεί αυτή την ανησυχία και προσπαθεί να την κατανικήσει. Για να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό της εμπειρίας για την παραγωγή της αλήθειας κάνει μια διάκριση ανάμεσα στις πρωταρχικές και στις δευτερεύουσες ιδιότητες των φυσικών σωμάτων π.χ εάν κερί μπορεί να περιγραφεί από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες Βλέπουμε το κερί και μέσω των αισθήσεων μας μπορούμε να καταγράψουμε τις ιδιότητες του όπως αυτές ενυπάρχουν μέσα μας, ανάλογα με την κατάσταση που βρίσκονται τα αισθητήρια όργανα μας. Αν κάποιος έχει κρυολόγημα δεν θα αντιληφθεί τις γεύσεις των τροφών. Αυτές λέγονται δευτερογενείς γιατί δεν αφορούν την πραγματική υπόσταση του πράγματος. Η πραγματική κατασκευή των σωμάτων βρίσκεται πέρα και πίσω από τις εντυπώσεις που σχηματίζουμε για αυτά και μας φανερώνεται από μια πράξη του νου που μπαίνει στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας. Η πραγματική δομή του κόσμου, κατά τον Καρτέσιο, αποκαλύπτεται μέσω
των εννοιών της γεωμετρίας, για άλλους από το χρώμα το μέγεθος την ταχύτητα που είναι πρωτογενείς ιδιότητες. Ο Καρτέσιος υποστηρίζει ότι το σύμπαν είναι μια μηχανή και όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο είναι μηχανές, ακόμη και τα ζώα που τα έλεγε αυτόματα είναι μηχανές. Μοναδική εξαίρεση είναι ο άνθρωπος που εκτός από το σώμα έχει ψυχή που είναι ουσιαστικό στοιχείο της ύπαρξης του. Χαρακτηριστικό στοιχείο της ψυχής είναι η νόηση και η έκταση. Το βασικό ερώτημα είναι πως μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος για την ύπαρξη των πραγμάτων που υπάρχουν στον σύμπαν, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του. Προκείμενου λοιπόν να απαντήσει ο Καρτέσιος σε αυτό το ερώτημα επικαλέστηκε την αμφιβολία. Για όλα τα πράγματα μπορώ να αμφιβάλλω – για ένα πράγμα όμως δεν μπορώ να αμφιβάλλω – για το γεγονός ότι αμφιβάλλω. Το γεγονός όμως ότι αμφιβάλλω σημαίνει ότι υπάρχω γιατί αν δεν υπήρχα πως θα αμφέβαλλα? Αμφιβάλλω άρα υπάρχω. Cogito ergo sum. Η επιστήμη προχωράει πέρα από τα εμπειρικά φαινόμενα και εξετάζει την ουσία των όντων όπως είναι αυτή καθαυτή και όχι όπως μας φαίνεται εμάς η νομίζουμε ή πιστεύουμε ότι είναι. Κατά τον Καρτέσιο υπάρχει χωρισμός ανάμεσα στην φαινομενικότητα και στην πραγματικότητα και αυτός ο χωρισμός θέτει το επιστημολογικό πλαίσιο της νεότερης επιστήμης. Πρέπει να σταματήσει ο επιστήμονας να κάνει υποκειμενικές κρίσεις και να αναδυθεί η αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Επιστήμη σημαίνει να περιγράφεις τον φυσικό κόσμο όπως είναι αυτός καθαυτός. Πως θα γίνει αυτό; Αυτό γίνεται με την χρήση του λογικού ανεπηρέαστου από την εμπειρία. Η αυτοσυγκέντρωση του νου είναι η θεμελιακή προϋπόθεση για την επιστήμη. Η επιστημονική αποτυχία των αρχαίων έγκειται στο ότι δεν είχαν ανάπτυξη την ορθή μέθοδο που είναι η αξιωματική μέθοδος. Η επιστημονική έρευνα ξεκινά από την αναζήτηση των αξιωμάτων ή πρωταρχικών αληθειών που θεμελιώνουν την επιστήμη και από τις οποίες παράγονται και οι υπόλοιπες προτάσεις για να γίνει και αναπτυχθεί στο σύνολό της η επιστήμη. Όταν ο νους λοιπόν συγκεντρώσει την προσοχή στο εαυτό του συλλαμβάνει αμέσως μια αληθινή ιδέα που είναι αμέσως διακριτή από τις άλλες και λέγεται αξίωμα. Το δείχνει αμέσως την αλήθεια του χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η αλήθεια με τη μεσολάβηση άλλων αληθειών. Οι πρώτες αρχές γίνονται γνωστές με μια διανοητική εποπτεία του περιεχόμενου τους. Εκείνος που αμφισβητεί πρέπει να αποδείξει ότι είναι ψευδής. Οι αυταπόδεικτες αλήθειες υπάρχουν στο λογικό και δεν παράγονται από την παρατήρηση του εξωτερικού κόσμου. Οι αξιωματικές προφάνειες είναι έμφυτες στο νου. Το πρώτο βήμα στην επιστημονική έρευνα είναι να τις αναγνωρίσουμε. Η ύπαρξη του θεού είναι ένα λογικό πρόβλημα που λύνεται με την εφαρμογή των αξιωματικών μεθόδων με το λεγόμενο οντολογικό επιχείρημα, που από την στιγμή που αποδεικνύεται ότι υπάρχει ο Θεός όλες οι ιδέες που υπάρχουν μέσα μας αντανακλούν αυτή την ίδια την οντολογική τάξη του σύμπαντος και δεν είναι μετέωρες φαντασιώσεις. Συμπερασματικά, κατά τον Ντεκάρτ η σταθερότητα και η βεβαιότητα θεμελιώνεται στις πρώτες αρχές που συλλαμβάνει η νόηση, η οποία διακρίνεται σε ενόραση και απαγωγή. Μοντέλο-πρότυπο της γνώσης είναι τα μαθηματικά. Οι αισθήσεις και η φαντασία είναι κατώτερες γνωστικές δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε με την ίδια βεβαιότητα. Η γνώση για οτιδήποτε υπάρχει στον εξωτερικό μας κόσμο (πάντα αβέβαιη και προβληματική) βασίζεται σε ιδέες και οι ιδέες είναι προϊόντα της νόησης. Έτσι, η νόηση αφενός γνωρίζει τον εαυτό της και αφετέρου μεσολαβεί για τη γνώση του αισθητού κόσμου. Αυτή είναι η περίφημη διατύπωση του cogito ergo sum. Το cogito συλλαμβάνει το εγώ από την ίδια την πράξη της σκέψης. Για να μπορώ να στοχάζομαι – έστω και αμφιβάλλοντας – για την ύπαρξή μου, θα πει ότι υπάρχω. Η βεβαιότητα έρχεται εκ των υστέρων . Απώτερος στόχος του Ντεκάρτ είναι να ανέλθει από την οπτική γωνία του υποκειμένου στην απόλυτη σύλληψη του κόσμου , στη σύλληψη του κόσμου καθαυτού (και όχι από ορισμένη οπτική γωνία, αυτή του παρατηρητή ). Αυτή η ακλόνητη βεβαιότητα της ύπαρξής μας είναι άμεση και ενορατική. Δεν προϋποθέτει ούτε στηρίζεται σε καμία άλλη αλήθεια. Η καρτεσιανή δυαρχία πνεύματος και ύλης τείνει ωστόσο να δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ δυο ανεξάρτητων κόσμων, η επικοινωνία μεταξύ των οποίων είναι δύσκολο να θεμελιωθεί. Η βεβαιότητα της ύπαρξής μου
ως σκεπτόμενου όντος σημαίνει ότι εγώ, η πνευματική μου υπόσταση, δεν έχω ανάγκη τον εξωτερικό κόσμο, το σώμα μου για να υπάρχω. Ναι μεν η νόηση είναι το μοντέλο της γνώσης του εξωτερικού κόσμου, αλλά από πού συνάγεται η βεβαιότητα της ύπαρξής του; Τι μας εγγυάται ότι τα πράγματα είναι όπως τα αντιλαμβάνεται το πνεύμα μας και ότι δεν βρισκόμαστε μέσα σε ένα θέατρο παραισθήσεων όπου ένας δαίμονας μόνιμα μας παραπλανεί; Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, απαντάει ο Ντεκάρτ, γιατί υπάρχει Θεός που δεν θα επέτρεπε ως τέλειο ον κάτι τέτοιο. ΣΠΙΝΟΖΑ Ο Σπινόζα αντέδρασε στην καρτεσιανή δυαρχία της ριζικής αντίθεσης πνεύματος και ύλης ή ψυχής και σώματος, που δημιούργησε τεράστιες δυσκολίες στην εξήγηση της σύνδεσης ή της αμοιβαίας επενέργειάς τους. Για το Σπινόζα το εγώ είναι λογικά προγενέστερο των εννοιών της ψυχής και του σώματος. Η ψυχή και το σώμα ανήκουν σε κάποιον. Οι πνευματικές ή ψυχικές λειτουργίες εκτυλίσσονται παράλληλα. Το εγώ παρομοιάζεται με ένα κάτοπτρο. Ουσιαστικά για τον Σπινόζα το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης σώματος και πνεύματος δεν υφίσταται, γιατί ψυχή και σώμα, συνείδηση και χώρος δεν είναι ουσίες ή υποστάσεις αλλά κατηγορήματα ή γνωρίσματα ή ιδιότητες μιας και ενιαίας ουσίας. Στο σύμπαν δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές ουσίες. Ουσία (substantia) είναι μόνο ο Θεός που είναι ασύλληπτος από εμάς. Εμείς, ως πεπερασμένα όντα, μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο πεπερασμένα πράγματα και αυτή η γνώση είναι η γνώση των τρόπων (modi) των κατηγορημάτων (attributa) της ουσίας. Στη θέση της παραδοσιακής διάκρισης μεταξύ ουσίας ή υπόστασης και ιδιότητας ή κατηγορήματος ο Σπινόζα βάζει τη διάκριση μεταξύ ουσίας και τρόπου (αναγνωρίζοντας ένα ιδιότυπο ενδιάμεσο ρόλο στο κατηγόρημα). Ουσία είναι αυτό που είναι μέσα στον εαυτό του και γίνεται αντιληπτό μέσα απο τον εαυτό του. Ο Σπινόζα αντιλαμβάνεται τον Θεό ως μια ουσία που συνίσταται σε άπειρα κατηγορήματα, καθένα από τα οποία εκφράζει αιώνια και άπειρη ουσία. Από αυτά τα κατηγορήματα ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους μπορεί να συλλάβει μόνο δύο, την έκταση ή χώρο ή σώμα, και τη σκέψη ή πνεύμα. Το κατηγόρημα είναι αυτό που η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί ότι συγκροτεί την ουσία. Ο τρόπος, αντίθετα από την ουσία, για να υπάρξει, χρειάζεται να υπάρξει σε κάτι από το οποίο εξαρτάται. Οι τρόποι είναι οι αντιληπτές σε μας μορφές με τις οποίες ο Θεός εμφανίζεται στα πράγματα. Ο Θεός και ο κόσμος είναι το ίδιο. Η ιδεώδης επιστήμη πρέπει να ερευνά τον κόσμο όχι στον συγκεκριμένο χωρόχρονο αλλά από τη σκοπιά της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis ). ‘Ετσι βλέπει ο Θεός τον κόσμο και το ίδιο κάνουμε και εμείς στον βαθμό που μετέχουμε σε ένα απειροελάχιστο μέρος του θεϊκού νου. Η γνώση προέρχεται απαγωγικά από σαφείς και διακριτές ιδέες. Η αντικειμενική γνώση έχει μορφή μαθηματικής αλήθειας. Τα μαθηματικά δεν λειτουργούν με γενικές ιδέες που προσλαμβάνουμε μέσω των εμπειριών, αλλά με ορισμούς και έννοιες που αποδεικνύουν τις συνθήκες της αναγκαίας ύπαρξης και με την αυστηρή τους συλλογιστική μάς προφυλάσσουν από τη στρεβλωτική επίδραση της φαντασίας και του συναισθήματος στον τρόπο σύλληψης και ερμηνείας του κόσμου. Όχι μόνο η γνωσιολογία, αλλά και η ίδια η ηθική του Σπινόζα κυριαρχείται από τον γεωμετρικό τρόπο σκέψης, καθώς θέλει να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα πάθη σαν να είναι τρίγωνα και παραλληλόγραμμα. Ο Σπινόζα αναγνωρίζει τρία ιεραρχικά διατεταγμένα είδη γνώσης. Το πρώτο και κατώτερο είδος (opinio) αποτελεί συγκεχυμένη και ανεπαρκή γνώση βασισμένη στην εμπειρία, το δεύτερο (ratio) είναι η κοινή γνώση της ανθρωπότητας με βάση την οποία γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ουσία των πραγμάτων και το τρίτο και ανώτερο είδος γνώσης (scientia intuiva) ισοδυναμεί με τη γνώση των αιτιών των πραγμάτων, δηλαδή τη γνώση των ιδιοτήτων ή κατηγορημάτων του Θεού.
ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ Αν και αναγνωριζόταν γενικά ως ευφυία και έχαιρε μεγάλου σεβασμού, η επίδραση του έργου του Λάιμπνιτς, όπως και του Σπινόζα, στη διαμόρφωση των διαφωτιστικών ιδεών δεν υπήρξε αντίστοιχη. Το βασικό έργο του Νέα δοκίμια για την ανθρώπινη νόηση, που στρέφεται κατά του εμπειρισμού του Λοκ, δεν έγινε γνωστό πριν από το 1765. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του ρασιοναλισμού του 17ου αιώνα και αντιτάχθηκε στην εμπειρική θεωρία του Λοκ, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία των έμφυτων ιδεών που ο Λοκ είχε υποσκάψει. Για τον Λάιμπνιτς έννοιες όπως η ουσία και η αιτιότητα είναι έμφυτες, εμπεριέχονται στην ψυχή και τα εξωτερικά αντικείμενα υποβοηθούν κατά περίπτωση στην αποκάλυψή τους. Κεντρική ιδέα της γοητευτικής φιλοσοφίας του Λάιμπνιτς είναι η μονάδα, μέσω της οποίας επιχειρεί να ξεπεράσει τις παραδοσιακές αντιφάσεις της φιλοσοφίας, όπως σώμα και ψυχή, ύλη και χώρος κτλ. Η μονάδα αποτελεί την έκφραση της πολλαπλότητας μέσα στην ενότητα. Κάθε μονάδα αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο, αντικατοπτρίζει το σύμπαν μέσα από διαφορετική οπτική γωνία και με διαφορετικό βαθμό καθαρότητας. Οι μονάδες είναι πραγματικές οντότητες, ενώ οι υλικές οντότητες είναι φαινόμενα. Οτιδήποτε μπορεί να διαιρεθεί ή να επιμεριστεί δεν μπορεί να αποτελεί βασική οντολογική κατηγορία. Στον Λάιμπνιτς δεν υπάρχει η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος και η σχέση τους εμφανίζεται με διαφορετικούς όρους απ’ ότι στην παραδοσιακή αντίληψη. Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε την αρχή της ψυχής με όρους συνδυασμού ατόμων που δεν έχουν αίσθηση και νόηση. Οι μονάδες έχουν εσωτερική αυτάρκεια, εσωκλείουν την εντελέχειά τους. Οι μονάδες ιεραρχούνται και κλιμακώνονται ανάλογα με τον βαθμό ευκρίνειας και καθαρότητας αυτής της παράστασης του κόσμου που επιτυγχάνουν. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει πραγματική επικοινωνία μεταξύ των μονάδων, ο Λάιμπνιτς εξηγεί τη σχέση τους με τη θεωρία της προεγκαθιδρυμένης ή προαποκαταστημένης αρμονίας, σύμφωνα με την οποία ο Θεός έχει δημιουργήσει τις μονάδες, έτσι ώστε να συμφωνούν εκ των προτέρων για να επιτυγχάνεται η αρμονία του σύμπαντος, ενώ καθεμιά αναπτύσσει ανεξάρτητα τη δική της ζωή. ΝΕΥΤΩΝ Ο Κέπλερ, αλλά και ο Γαλιλαίος, έδωσαν κάποιες ορθές απαντήσεις σε θέματα μείζονος σημασίας, χωρίς όμως να υπάρχει μια ενοποιημένη θεωρία για την δομή του σύμπαντος. Αυτή δόθηκε από τον Νεύτωνα του οποίου η συνεισφορά είναι εξαιρετικής σημασίας. Συνέβαλε τα μέγιστα στην νεωτερικότητα. Ταυτόχρονα με την νευτώνεια κοσμολογία ξεκινά η εποχή του θετικισμού. Το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του Νεύτωνα υπήρξε χωρίς αμφιβολία η συγγραφή του Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας. Σε αυτό υπάρχουν όλες οι θεμελιώδεις αρχές για την κατανόηση της φύσης ως ένα ενιαίο σύστημα που διέπεται από καθολικούς και αναγκαίους νόμους. Επίσης, υπάρχουν και όλοι οι βασικοί κανόνες της πειραματικής μεθόδου. Το όλο σύστημα στέφεται από μια εικασία σχετικά με την φύση του υπέρτατου όντος που είναι και ο δημιουργός αυτής της τέλειας μηχανικής δομής των πραγμάτων. Η φιλοσοφική αιχμή των Principia mathematica έθεσε τα θεμέλια για μια λεγόμενη φυσική θρησκεία που κυριάρχησε την περίοδο του Διαφωτισμού και οραματίζεται ένα Θεό με μαθηματικό νου και αρχιτέκτονα. Η παγκόσμια δύναμη δρα εξ αποστάσεως. Κάθε σώμα περιβάλλεται από το δικό του πεδίο βαρύτητας και έλκει κάθε άλλο που εισέρχεται στο πεδίο βαρύτητας του, ακόμα και χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους επαφή. Αυτό αμφισβητήθηκε από πολλούς επιστήμονες γιατί επικαλείτο μαγικές δυνάμεις και πολλοί τάχθηκαν με τον Καρτέσιο που δεν παραδεχόταν την ύπαρξη του κενού και έλεγε ότι οι κινήσεις των σωμάτων οφείλονται στην άμεση πρόσκρουση ή στην επαφή μεταξύ τους. Ο Νεύτων αναπαριστά για πρώτη φορά ένα σύνολο φυσικών φαινομένων που εκφράζονται με μαθηματικά και πείραμα και διαπερνούν το φυσικό σύμπαν και προκαλούν μια σειρά επιμέρους φαινόμενα, που με την πρώτη ματιά φαίνονται να μην
έχουν σχέση μεταξύ τους. Τέτοια είναι οι τροχιές των πλανητών, η πτώση των μήλων που οδήγησε στην θεωρία της βαρύτητας και οι παλίρροιες που οφείλονται στην ελκτική δύναμη της σελήνης. Το σύμπαν του Νεύτωνα είναι μια μηχανή ασύλληπτου μεγέθους, έχει μια λειτουργία που ρυθμίζεται από απλούς και αιτιακούς νόμους. Η προβλεψιμότητα των φυσικών φαινομένων έδωσε μια άλλη ώθηση στον ντετερμινισμό τον αιτιοκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι. Η παρουσία της φυσικής αιτίας εγγυάται και το αποτέλεσμα που προβλέπει η θεωρία. Για να κατευθύνει την έρευνα σε καρποφόρες ερμηνευτικές υποθέσεις ο Νεύτων υπέδειξε τέσσερις κανονιστικές : 1) Δεν δεχόμαστε περισσότερες αιτίες για τα φυσικά πράγματα, παρά εκείνες μόνο που είναι αληθείς και ικανές να ερμηνεύσουν τα φυσικά τους φαινόμενα. 2) Ως εκ τούτου στα ίδια τα φυσικά φαινόμενα θα αποδίδουμε τις ίδιες τις αιτίες, όσο αυτό είναι δυνατό. 3) Οι ιδιότητες των σωμάτων που δεν επιδέχονται επίταση ή μείωση κατά βαθμούς και που βρίσκουμε ότι ανήκουν σε όλα τα σώματα που υπόκεινται στα πειράματα μας, θα πρέπει να θεωρηθούν καθολικές ιδιότητες όλων γενικώς των σωμάτων. Στην πειραματική φιλοσοφία πρέπει να εμπιστευόμαστε προτάσεις που συνάγονται με την μέθοδο της γενικής επαγωγής από τα φαινόμενα και που είναι αυστηρά αληθείς ή κοντά στην αλήθεια, ασχέτως αν μπορούμε να φανταστούμε αντίθετες υποθέσεις. Και αυτό μέχρι την στιγμή που θα γίνουν άλλα φαινόμενα και μέσω αυτών οι προτάσεις θα γίνουν πιο ακριβείς ή θα είναι πρόσφορες σε εξαιρέσεις. Κρίσιμη παραμένει η αποφυγή αυθαίρετων και εμπειρικά αστήρικτων υποθέσεων: hypotheseis non figo ( δεν επιδίδομαι στην κατασκευή φανταστικών υποθέσεων). Ο επιστήμονας πρέπει να περιγράφει τις αιτίες που αναδύονται από την μελέτη των φαινομένων. Έλεγε ότι δεν διατυπώνει υποθέσεις επειδή ότι δεν προκύπτει λογικά από τα φαινόμενα είναι υπόθεση και οι υποθέσεις δεν έχουν θέση στην πειραματική φιλοσοφία. Στη φιλοσοφία αυτή επιμέρους προτάσεις αντλούνται λογικά από φαινόμενα και στη συνέχεια γενικεύονται μέσω της επαγωγής. Στην ουσία ο Νεύτωνας απαιτεί την χρήση υποθέσεων με την αυστηρή τεχνική σημασία που δίνει στον όρο η σύγχρονη επιστήμη και τέτοιες είναι οι «προτάσεις» που λέγει παραπάνω. Αυτές οι προτάσεις είναι θεωρητικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την εμπειρία και την υπερβαίνουν.
Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΕΜΜΕΣΟΣ Ή ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΗΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΚ Ρεαλισμός είναι η αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση συλλαμβάνει τα πράγματα όπως είναι καθαυτά. Στα πλαίσια του μεγάλου ρεύματος του εμπειρισμού συνεχίζουν να ερευνώνται το ζήτημα των ορίων της ανθρώπινης γνώσης, η αντικειμενικότητα των εννοιών καθώς και η έννοια της αιτιότητας. Η θεωρία του εμπειρισμού, η γνωσιολογική θεώρηση ότι η γνώση βγαίνει από την αντίληψη που έχουμε για το γύρω κόσμο μέσω των αισθήσεων, ξεκίνησε από τον Μπέικον. Στην πορεία όμως τροποποιείται από την αφελή πρώτη εκδοχή του Μπέικον. Ο Λοκ είναι αυτός που διαμορφώνει επιστημονικά των εμπειρισμό. Ξεκινά με την αρχή ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας. Ότι δεν έχει σχέση με την εμπειρία μας είναι άγνωστο. Κατά τον Λοκ ο άνθρωπος, όταν γεννιέται, η ψυχή του είναι ένας άγραφος πίνακας γιατί δεν έχουν εισέλθει πληροφορίες από τα αισθητήρια. Άρα δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες όπως έλεγε ο Καρτέσιος. Ο νους όχι δεν είναι αποκομμένος από το σώμα, αλλά η λειτουργία του νου είναι να επεξεργάζεται ακριβώς αυτά τα υλικά που του παρέχουν οι αισθήσεις. Έτσι τίθεται τέλος στο πανσοφικό ιδεώδες που πρέσβευε το κίνημα του ορθολογισμού. Η γνώση είναι περιορισμένη και ελλιπής, αλλά ο άνθρωπος διαθέτει νοητικές δυνάμεις που όσο ατελείς
και να είναι παραμένουν ικανές για να μπορέσει ο άνθρωπος να ανταπεξέλθει στα πρακτικά καθήκοντα της καθημερινής ζωής. Ο νους του ανθρώπου παράγει αλήθεια αφού δουλέψει πάνω στα δεδομένα που έλαβε μέσω της αισθητηριακής αντίληψης Η συνδυαστική μέθοδος είναι αυτή που θα ακολουθήσει ο νους για την επεξεργασία των δεδομένων των αισθήσεων συνδυάζοντας τις πληροφορίες που φέρνουν οι αισθήσεις μεταξύ τους. Πάνω λοιπόν στο λευκό χαρτί που συμβολίζει τον νου που είναι κενός από πληροφορίες καταγράφονται οι ιδέες οι παραστάσεις, δηλαδή οι πληροφορίες των πραγμάτων που σχηματίζονται με την βοήθεια των αισθήσεων, και αυτές οι ιδέες με την λειτουργία του νου γίνονται νέες ιδέες και έτσι διαμορφώνεται ο κόσμος της εμπειρίας του ανθρώπου. Πηγή για την εμπειρία είναι οι ιδέες οι πληροφορίες που παρέχουν στον άνθρωπο: οι αισθήσεις π.χ η ιδέα ενός κόκκινου χρώματος που σχηματίζεται στην εμπειρία μου είναι η παράσταση ενός κόκκινου αντικειμένου που βλέπω με τα μάτια μου. Οι ιδέες υπάρχουν μέσα στο νου σαν αντικείμενα γνωστικής διαδικασίας. Ο Λοκ κατατάσσει σε δυο κατηγορίες τις ιδέες : Απλές ιδέες είναι εκείνες οι παραστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν π.χ η αίσθηση της μυρωδιάς της γαρδένιας. Δεν μπορείς να πεις τίποτα παραπάνω. Από τις απλές ιδέες περνάμε στις νέες ιδέες που χωρίζονται: Στις σύνθετες ιδέες όπως η εικόνα του ουράνιου τόξου που αποτελείται από τα χρώματα της ίριδας. Στις ιδέες σχέσεων, όπως είναι η ιδέα την ομοιότητας που λέμε ότι υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων Στις γενικές ιδέες όπως η ιδέα του ζώου Οι ιδέες στο σύνολό τους υπάρχουν μέσα μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει κατά τον Λοκ ότι είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα μας. Απεναντίας υπάρχουν για να μας πληροφορούν τις ισχύει έξω από μας στον κόσμο. Το κύρος των ιδεών εξαρτάται από την αντιστοιχία τους με την πραγματικότητα και το κατά πόσο αναπαριστούν ιδιότητες αισθητών πραγμάτων. Οι ιδέες παρουσιάζουν τα πράγματα του φυσικού περιβάλλοντος και τις ιδιότητες τους. Έτσι προκύπτει το ζήτημα της σχέσης των ιδεών που υπάρχουν στο εσωτερικό του γνωστικού υποκείμενου και στα υλικά όντα. Αφού ο νους ασχολείται με τις ιδέες που βρίσκει εντός του, πως μπορούμε να βεβαιωθούμε ότι η γνώση που παράγεται δεν είναι φαντασίωση? Κι εδώ ο Λοκ για να απαντήσει στην απορία αυτή ασχολείται με τις ιδιότητες των πραγμάτων που ο Λοκ τις ονομάζει ποιότητες. Και ενώ ο Καρτέσιος χρησιμοποίησε τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες των πραγμάτων για να αποδείξει το αφερέγγυο της εμπειρικής μεθόδου ο Λοκ χρησιμοποιεί την διάκριση για να στηρίξει ένα κριτικό ρεαλισμό όπου η εμπειρία διορθώνει την εμπειρία. Δεν είναι ανάγκη να απορρίψει κανείς τις πληροφορίες που δίνουν τα αισθητήρια για να καθαρίσει ο νους από τις συγχύσεις και τις πλάνες. Πρωτεύουσες είναι εκείνες οι ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων που χωρίς αυτές δεν είναι δυνατόν αυτά να υπάρξουν. Δευτερεύουσες είναι εκείνες οι ιδιότητες των αισθητών που θεωρεί ο Λοκ ότι, και αν εκλείψουν αυτά τα αισθητά, θα συνεχίσουν να υφίστανται. Τα δεδομένα των αισθήσεων μας παρέχουν τον τρόπο για το πώς είναι ο εξωτερικός κόσμος. Η μάζα το σχήμα των σωμάτων μας δείχνουν την φυσική εικόνα του σύμπαντος που είναι και η έγκυρη αντικειμενική πραγματικότητα. Ο πυρήνας ο επιστημονικός της γνώσης μας δεν είναι μια ονειροφαντασία. Από την στιγμή που με την βοήθεια των αισθητηρίων μας κοιτάζουμε τον κόσμο οι ιδέες οι πληροφορίες θα εντυπώνονται στο νου και παρά την θέληση μας. Ο κόσμος είναι μια αιτιακή διαπλοκή υλικών πραγμάτων που υπάρχουν καθαυτά και καθορίζουν το περιεχόμενο του νου. Η αιτιότητα είναι μέσα στην φύση τα υλικά σώματα ενεργούν το ένα με το άλλο και στην ανθρώπινη συνείδηση που τα παρατηρεί αφήνοντας το σημάδι τους. Άποψη του Λοκ για την επιστήμη
Η επιστήμη για τον Λοκ είναι περιγραφική. Τα φυσικά πράγματα έχουν «δυνάμεις» που τις γνωρίζουμε από τον τρόπο που επιδρούν στα αισθητήρια μας. Δεν μπορούμε να περάσουμε στον οντολογικό πυρήνα. Η επιστήμη μας διδάσκει πως λειτουργούν τα πράγματα τις εμπειρίας δεν μας διδάσκει γιατί είναι αναγκαίο να λειτουργούν έτσι και όχι αλλιώς. Ένα υλικό το γνωρίζουμε μέσα από την εμπειρία μας και την συναλλαγή που έχουμε με αυτό. Ένα Μήλο είναι έτσι και έτσι και το πώς είναι αποθηκεύεται στην μνήμη μας. Το μήλο είναι για μας μια ονομαστική ουσία και δεν επιτρέπεται να πούμε ότι πρέπει να είναι όπως το παρατηρούμε η να υπάρχει με άλλη μορφή Η «πραγματική ουσία» των πραγμάτων είναι αυτό το κάτι που υπάρχει πίσω από αυτά που εμφανίζονται σε μας και αυτό το κάτι δεν το γνωρίζουμε. Η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα περιορισμένη και ατελής από τις ίδιες τις αδυναμίες του ανθρώπου. Της λείπει η βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις μαθηματικές αλήθειες που δεν έχουν να κάνουν με την φυσική πραγματικότητα. Επιστημονική ταπεινοφροσύνη είναι η κληρονομιά του εμπειρισμού τόσο στην φιλοσοφία όσο και στο πολιτισμό γενικότερα. Δεν υπάρχει αυστηρή επιστημονική γνώση. Βλέπουμε λοιπόν ότι η γνωσιολογία του Λοκ οδηγεί σε έναν σκεπτικισμό, την αμφιβολία δηλαδή για την εμβέλεια του επιστημονικού λόγου. Την ίδια στιγμή όμως υπογραμμίζει την σημασία της πειραματικής επιστήμης για τις αλήθειες του φυσικού κόσμου
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΚΛΕΥ Βασική θέση του Μπέρκλευ είναι ο εμπειρικός ιδεαλισμός, σύμφωνα με τον οποίο ένα φυσικό αντικείμενο υπάρχει μόνο αν μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας. Υποστηρίζει, αντίθετα με τον Καρτέσιο, ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στις πρωτεύουσες και τις δευτερεύουσες ιδιότητες. Και οι δύο εξαρτώνται από τα αισθητήρια του παρατηρητή. Ένα υλικό σώμα είναι το σύνολο των παρατηρήσεων που έχουμε κάνει για αυτό και υπάρχει κρατημένο στο νου μας. Ο Μπέρκλευ θέλησε να θεραπεύσει την θεωρία του εμπειρισμού από την ασυνέπεια του Λοκ, που ενώ έλεγε ότι για το μόνο που διακινούμαστε να μιλάμε είναι οι ιδέες, υποστήριζε την υλική υπόσταση που όπως την παρουσιάζει είναι έξω από τις ιδέες μας. Το ίδιο ισχύει και για τις ποιότητες. Πως ένας θιασώτης του εμπειρισμού διατείνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από εμάς, αλλά εντούτοις μιλάει για τις ποιότητες που είναι έξω από εμάς. Ένα υλικό σώμα είναι ότι έχει κρατηθεί στη μνήμη μας με την μορφή συνόλου από πολλές παρατηρήσεις που σχετίζονται με αυτό το υλικό σώμα Η « πραγματικότητα» είναι η αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Οι γενικοί όροι, δηλαδή τρίγωνο, άνθρωπος, δεν υπάρχουν. Υπάρχει συγκεκριμένο τρίγωνο και συγκεκριμένος άνθρωπος. Ο όρος υλικό σώμα δεν αντανακλά κάτι αυθύπαρκτο πέρα από τα αισθητήρια. Η ουσία ενός πράγματος είναι το σύνολο το άθροισμα των εμφανίσεων του που έχουν αποθηκευτεί στη μνήμη. Έτσι εξέφρασε το αξίωμα του ότι το Είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι, δηλαδή ότι τα μόνα πράγματα που μπορεί να γνωρίζει ο άνθρωπος είναι οι παραστάσεις οι ιδέες που σχηματίζει από τις αισθήσεις του με άλλα λόγια αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα είναι ότι μπορούμε να αντιληφθούμε. Ένα αντικείμενο υπάρχει επειδή μπορούμε να το παρατηρούμε. Τα πράγματα για τον Μπερκλευ είναι συμπλέγματα ιδεών. Η θεωρία λοιπόν του Λοκ ότι πίσω από τα φαινόμενα είναι «η πραγματική ουσία» των πραγμάτων που είναι και η αιτία που τα πράγματα εκδηλώνουν αυτές τις ιδιότητες και όχι άλλες, είναι αστήρικτη. Είναι προφανές ότι ο Μπερκλευ επανεμφανίζει τον νομιναλισμό του Οκκαμ που ο Χιουμ οδηγεί σε έσχατες λογικές. Ο ίδιος όμως ο Μπερκλευ ενώ προσπαθεί να θεραπεύσει την θεωρία του Λοκ στην ουσία δεν απέφυγε και ο ίδιος να υιοθετήσει την ύπαρξη μιας νοητικής υπόστασης που είναι πέρα από τις ιδέες μας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι ιδέες υπάρχουν συγκεντρωμένες στην ψυχή ή στο πνεύμα μας. Και ενώ μπορεί να πεις κανείς ότι οι ιδέες συγγενεύουν με το πνεύμα,
στην ουσία δεν ταυτίζονται. Το πνεύμα υπάρχει πριν εγκατασταθούν σε αυτό οι ιδέες. Έτσι με το να υποστηρίζει ότι το πνεύμα μας είναι πέρα από τις ιδέες δείχνει μια ασυνέπεια παρόμοια με αυτή του Λοκ.
ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜ Φιλόσοφος του 18ου αιώνα ο Σκώτος Ντειβιντ Χιουμ δεν συμμερίζεται τον άκρατο ιδεαλισμό του Μπέρκλευ που λέει ότι η πραγματικότητα εξαρτάται από τον παρατηρητή – η πραγματικότητα εξαρτάται από εμάς. Όταν δεν διαθέτουμε εμπειρικά στοιχεία για κάποιο πράγμα καλό είναι να πούμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτό και όχι να πούμε ότι δεν υπάρχει. Ο Χιουμ υποστηρίζει μια ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στον Λοκ και την απόλυτη ιδεοκρατία του Μπερκλευ. Ο Χιουμ είναι πιστός στην αρχή του εμπειρισμού πως οτιδήποτε υπάρχει στον νου έχει προηγουμένως υπάρξει στην αίσθηση, καθώς επίσης ότι η υπέρβαση των ορίων της εμπειρίας είναι ανεπίτρεπτη . Έτσι οδηγήθηκε στην ακραία εκδοχή του σκεπτικισμού. Σύμφωνα με αυτή την θεωρία είναι δυνατό, αλλά δεν μπορεί να αποδειχτεί, ότι υπάρχει ένας υλικός κόσμος ανεξάρτητος από τα αισθητήρια μας και ο επιστημονικός νους δεν μπορεί να μπει μέσα σε αυτή την πραγματικότητα γιατί δεν έχουμε τα εμπειρικά μέσα. Δεν μπορούμε να παραλληλίσουμε τις ιδέες με την αντικειμενική δομή του κόσμου. Κάτι τέτοιο είναι ακατόρθωτο, αφού είναι αδύνατο να βγούμε έξω από τις ιδέες μας και αφήνοντας τες πίσω να τις συγκρίνουμε (ως τρίτος κριτής) με τον κόσμο που υποτίθεται ότι μας αναπαριστούν. Ο νους δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του και να αγγίξει την «πραγματική πραγματικότητα». Ο νους αναφέρεται μόνο στα περιεχόμενα του, δηλαδή στο υλικό που παίρνει από τις αισθήσεις, και επιστημονική γνώση παράγεται από τις ιδέες που γεμίζουν αυτό το νου. Οι ιδέες περιγράφουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Η επιστήμη μας διδάσκει τους τρόπους σύμφωνα με τους οποίους εμφανίστηκε στον άνθρωπο ο κόσμος κατά την διάρκεια της εμπειρίας του. Η επιστημολογία του Χιουμ αναφέρει την επιστήμη αποκλειστικά στο υποκείμενο. Ο Χιουμ αμφισβήτησε τόσο την γνώση του εξωτερικού κόσμου όσο και την ύπαρξη του ίδιου μας του αυτού. Η γνωστική μας δύναμη φτάνει μέχρι το όρια της εμπειρίας που είναι ανεπίτρεπτο να ξεπεράσουμε Άρα λέγει ο Χιουμ η αρχή της αιτιότητας που στηρίζεται η τεκμηριωμένη γνώση είναι αυθαίρετη. Υποθέτουμε ότι σε κάθε αιτιώδη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος υπάρχει ένας αναγκαίος δεσμός και κάθε φορά που θα συμβαίνει η αιτία θα ακολουθεί και το αποτέλεσμα. Ζεστάθηκε η σιδερένια ράβδος, τότε θα ακολουθήσει και η διαστολή της. Η γειτνίαση αυτή των γεγονότων επιβάλλει στο νου την ψυχολογική προδιάθεση ότι κάθε φορά που θα γίνεται το α γεγονός θα ακολουθεί και το β. Στην ουσία όμως πρόκειται απλά χρονική διαδοχή των γεγονότων. Ο Χιουμ πιστεύει ότι αυτό που μπορώ να παρατηρήσω είναι τα δύο γεγονότα της σχέσης αυτής και τίποτα άλλο. Αδυνατώ να δω τον αναγκαίο δεσμό που υπάρχει σε αυτή την αιτιώδη σχέση και αφού δεν το βλέπω δεν μπορώ να σχηματίσω καμιά εντύπωση για αυτόν και κατ’ επέκταση δεν έχω καμία ιδέα του. Έτσι βάσει της αρχής του εμπειρισμού, σύμφωνα με την οποία μπορώ να ομιλώ για πράγματα που έχω παραστάσεις, είναι ανεπίτρεπτο να αναφερόμαστε σε ένα αναγκαίο δεσμό μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Εκείνο που συμβαίνει με τις αιτιώδεις σχέσεις, κατά τον Χιουμ, είναι ότι επειδή έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ένα γεγονός να ακολουθεί το άλλο νομίζουμε ότι το ένα συνεπάγεται το άλλο κατά ανάγκη. Η ισχύς των θεωρητικών γενικεύσεων σχετικά με τον κόσμο είναι καθαρά πιθανολογική. Στα πλαίσια του εμπειρισμού ο Χιουμ αμφισβήτησε και τους φυσικούς νόμους. Αρχή της ομοιομορφίας της φύσης: Σύμφωνα με την αρχή της ομοιομορφίας της φύσης στο μέλλον η φύση θα πρέπει να μοιάζει με εκείνο που ήταν στο παρελθόν. Σύμφωνα με την αρχή αυτή ο
ήλιος θα ανατείλει το πρωί επειδή αυτό έγινε και χτες και προχθές. Πάνω στην αρχή της ομοιομορφίας στηρίζεται η διαδικασία της επαγωγής και πάνω σε αυτή στηρίζονται οι επιστήμονες για να διατυπώσουν τους γενικούς νόμους της φύσης Από το γεγονός ότι παρατήρησαν δυο τρεις φορές ότι όταν θερμανθεί ένα μέταλλο αμέσως και διαστέλλεται συμπέραναν την γενική αρχή ότι κάθε φορά που στο μέλλον θα ζεσταίνεται ένα μέταλλο θα ακολουθεί η διαστολή αυτού. Ο Χιουμ αμφισβήτησε το κύρος της αρχής της ομοιομορφίας και κατ’ επέκταση την ισχύ της επαγωγής Σχετικά με την ανατολή του ήλιου παρατηρήσαμε ότι το φαινόμενο αυτό συνέβη και χτες και προχθές και πριν από 10 χρόνια ακολουθώντας μάλιστα την επαγωγική οδό λέμε ότι ο ήλιος ανατέλλει μια φορά το 24ωρο. Ο νόμος αυτός έχει ισχύ μέχρι σήμερα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ήλιος θα ανατέλλει και αύριο γατί δεν έχει σχηματισθεί μέσα μας η παράσταση της αυριανής ανατολής του ήλιου. Θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την αρχή της ομοιομορφίας της φύσης, αλλά για την ομοιομορφία στη φύση δικαιούμαστε να μιλάμε μόνο κατά την στιγμή της συντέλειας του κόσμου που κάνουμε τον απολογισμό της συμπεριφοράς της φύσης και θα βλέπαμε αν αυτή η συμπεριφορά είναι ομοιόμορφη Μέχρι τότε δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον νόμο της φύσης. Κανένας νόμος της φύσης που τον κάναμε με την επαγωγική μέθοδο δεν έχει αναγκαία ισχύ. Η διαδικασία της επαγωγής όπως την παρουσίασε ο Μπέικον δεν εξασφαλίζει την έγκυρη γνώση του εξωτερικού κόσμου. Ο Χιουμ πέρα από την αμφισβήτηση της γνώσης του εξωτερικού κόσμου, αμφισβήτησε και την ύπαρξη του ίδιου μας του εαυτού. Όταν κοιτάξω μέσα μου λέει ο Χιουμ το μόνο που βλέπω είναι εμπειρίες και τίποτα άλλο. Είμαι ένα σύνολο εμπειριών που έχουν σχηματιστεί μέσα μέσω των αισθήσεων. Η συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος είναι αθεμέλιωτη. Δεν έχει ούτε εμπειρική ούτε λογική βάση, αλλά η αποτελεσματικότητα των εμπειρικών μας γνώσεων για την μέλλουσα συμπεριφορά εξαρτάται από εκείνη. Αυτό είναι και το θεμελιώδες πρόβλημα της επαγωγής. Ο σκεπτικισμός ξεπερνιέται μόνο πρακτικά . Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ούτε για αυτό το θέμα και αναφορικά με τα δεδομένα της εμπειρίας πιθανολογούμε και μόνο. Βεβαιότητα μας παρέχει μόνο ο μαθηματικός λογισμός που δεν περιγράφει την κατάσταση του κόσμου. Όπως ο Λοκ έτσι και ο Χιουμ υπερασπίζεται την επιστήμη. Αν πράττουμε με τις καλά θεμελιωμένα εμπειρικές συνήθειες που διαμορφώθηκαν στην πορεία μας στον πλανήτη, τότε αποκομίζουμε ωφέλεια που εξασφαλίζει την επιβίωσή μας.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ
Το κοινωνικό πρόσωπο της θρησκείας ήταν πιο αναβαθμισμένο από ότι συμβαίνει στην εποχή μας και ο αθεϊσμός κάθε άλλο παρά αποτελούσε την τυπική αντίδραση του μέσου ανθρώπου ή ήταν η αυτονόητη πνευματική στάση των φιλοσόφων. Οι μεγάλοι σκαπανείς της επιστήμης δεν συνέλαβαν τις ανακαλύψεις τους ως ισάριθμες αρνήσεις της ύπαρξης του Θεού. Σε γενικές γραμμές η έντονη αντιπαράθεση επιστήμης και θρησκείας είναι μάλλον προϊόν της εκκοσμίκευσης που συντελέστηκε μετά τα τέλη του 18ου αιώνα παρά γνήσια σύγκρουση των δήθεν ασύμβατων διδαγμάτων της νέας επιστήμης με τη χριστιανική διδασκαλία. Η άποψη ότι ο Διαφωτισμός διάκειται εχθρικά προς τη θρησκεία απηχεί σε μεγάλο βαθμό την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του γαλλικού Διαφωτισμού, κυρίως μέσω της επίδρασης του Βολταίρου, αλλά δεν αφορά τον αγγλικό και γερμανικό Διαφωτισμό. Έτσι, θεωρήθηκε ότι ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα γνώσης των μεγάλων αληθειών σε όλους τους ανθρώπους προικίζοντάς τους με το Φυσικό Φώς , δηλαδή τον λόγο , για να μην αποστερήσει τη σωτηρία από τους ανθρώπους που δεν είχαν το προνόμιο της Αποκάλυψης. Η φυσική θρησκεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το
αποτέλεσμα εκλογίκευσης της θρησκείας, στην προσπάθεια να τιθασευτεί το μυστηριώδες και το ακατανόητο. Είναι ο κοινός παρονομαστής των θρησκειών, πέρα από τις όποιες δογματικές ή ιστορικές διαφορές τους. Η φυσική θρησκεία σε γενικές γραμμές μετέβαλε τη θρησκεία σε μια φιλοσοφία του νου. Εξύψωσε τη θέση του λόγου, χωρίς να θέλει να εξοβελίσει τις αλήθειες της Αποκάλυψης, με την προϋπόθεση ότι δεν αντιβαίνουν στον λόγο (αν και με βάση τη μετριοπαθή της εκδοχή δεν εξηγούνται πάντα από αυτόν ) και προσπάθησε να κατανοήσει τον Θεό μέσα από το έργο του, τη φύση. Ο Χιουμ αμφισβήτησε τη φυσική θρησκεία στη βάση ότι προϋποθέτει μια ενιαία ανθρώπινη φύση, η οποία δεν υπάρχει πουθενά, είναι μύθος. Είναι γεγονός ότι τα μεγάλα προβλήματα θεμελίωσης της ηθικής φιλοσοφίας προέκυψαν όταν η ηθική αυτονομήθηκε από τη Θεότητα, ενώ μέχρι τότε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα διαφωνούσαν ως προς το αν η ηθική εκφράζει τη Βούληση ή τον Λόγο του Θεού. Η συζήτηση που παραμένει κεντρικής σημασίας κατά τον 17ο και 18ο αιώνα για τη θεμελίωση της ηθικής αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ ελεύθερης βούλησης και ντετερμινισμού. Αυτό είναι το αίτημα της ελεύθερης βούλησης (που απαντάται ως αυτεξούσιο, liberum arbitrium), ως προϋπόθεση ηθικής ευθύνης. Ωστόσο, συμβιβάζεται κάτι τέτοιο με τα κατηγορήματα που αποδίδουμε στον Θεό; Αν έχω ελεύθερη βούληση , ο Θεός δεν μπορεί να είναι παντογνώστης . Αν είναι παντογνώστης , γνωρίζει τι θα πράξω που σημαίνει ότι νομοτελειακά θα το πράξω , δηλαδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και άρα δεν είμαι ελεύθερος να μην το πράξω. Η δοκιμασία γνησιότητας της ελεύθερης βούλησης (τότε και πάντα )είναι αν ο φορέας της θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά από όπως έπραξε. Υπάρχει μια έντονη νοησιαρχική προδιάθεση στον Ντεκάρτ , που, ανάμεσα στις διάφορες ψυχικές εκδηλώσεις ή ενέργειες, δίνει το προβάδισμα στη νόηση ή διάνοια, ενώ στη βούληση (αντίθετα με ότι συμβαίνει στον Καντ αργότερα), καθαρά επικουρικό λόγο. Ο λόγος, το θεϊκό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο, εκλαμβάνεται ως πηγή της ηθικής πράξης που καθορίζει τη βούληση. Σταδιακά πολλοί οπαδοί του Ντεκάρτ κατά τον 18ο αιώνα θα αντιστρέψουν τους ρόλους και θα δώσουν το προβάδισμα στο βουλητικό στοιχείο που αναβαθμίζεται εις βάρος του λόγου και γίνεται αυτή το κριτήριο της ηθικής πράξης . Αφορά την έννοια του νόμου ή πιο συγκεκριμένα την περιβολή μιας ηθικής απόφανσης με το κύρος του νόμου. Υπάρχουν γενικά δύο βασικές θέσεις. Από τη μια πλευρά η έννοια του νόμου συνδέεται με την ορθότητα μιας εξουσιαστικής επιταγής. Η αναγωγή είναι στην αγαθοσύνη ή στη νόηση του Θεού, του Ύψιστου νομοθέτη. Από την άλλη πλευρά η έννοια του νόμου συνδέεται με τη βούλησή του. Η αναγωγή τώρα είναι στην παντοδυναμία του. Ο νόμος ισχύει επειδή απλώς και μόνο το θέλει ο Θεός ή επειδή συνάδει προς τον λόγο του. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για μια βουλησιαρχία ή βουλησιοκρατία θεΐκής ή κοσμικής προέλευσης (όταν ο κοσμικός κυρίαρχος σφετερίζεται τον ρόλο του Θεού). Ο Θεός είναι νομοθέτης και η αντιστοιχία με τον κυρίαρχο της πολιτικής κοινωνίας είναι πλήρης. Πρόκειται για έναν “νομικό “ θετικισμό σε θεολογικό και πολιτειακό επίπεδο αντίστοιχα. Ο Γκρότιους αποφαίνεται ευθαρσώς ότι οι αλήθειες ενυπάρχουν στη φύση των πραγμάτων και ισχύουν αιώνια ακόμα και πάρα τη βούληση του Θεού. Ο λόγος , το θεϊκό στοιχείο στον άνθρωπο, αυτό το φυσικό φως, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να συλλάβει τις αιώνια ισχύουσες ηθικές διακρίσεις και να ρυθμίσει κατάλληλα τη συμπεριφορά του.
Πολιτικές ιδέες Ο Ντεκάρτ στην ηθική του αναβιώνει το σωκρατικό ιδανικό που εξομοιώνει την ορθή κρίση με την αγαθή πράξη. Αν γνωρίζει κανείς το καλό θα πράξει το καλό. Ο λόγος, δηλαδή η νόηση, καθορίζει τη βούληση που θεωρείται (καταχραστικά )ελεύθερη , επειδή απλώς καθορίζεται από τον λόγο και όχι από τα πάθη. Ουσιαστικά , στην περίπτωση της ορθής κρίσης, νόηση και βούληση εξισώνονται. Ο Ντεκάρτ θεωρεί ότι η ελευθερία της βούλησης δεν μπορεί να σημαίνει την αδιαφορία της ως προς τις ορθές κρίσεις της νόησης. Κατά τον Ντεκάρτ η αδιαφορία της βούλησης προς την ορθή κρίση θα αποτελούσε ελάττωμα της βούλησης και όχι
εκδήλωση της ελευθερίας της. Αν θέλουμε να δούμε την αντίστροφη πλευρά του ζητήματος πρέπει να στραφούμε στον Χομπς, τον συνεπέστερο ντετερμινιστή. Η σχέση λόγου – βούλησης ανατρέπεται ολοσχερώς. Ο λόγος γίνεται συνώνυμος με τη συλλογιστική διαδικασία , κριτήριο της ηθικής γίνεται η βούληση , αλλά η βούληση δεν είναι πλέον ελεύθερη – ενώ αντίθετα στον Καντ η βούληση γίνεται κριτήριο της ηθικής αλλά επειδή είναι ελεύθερη. Η βούληση καθορίζεται από το ισχυρότερο κίνητρο που επικρατεί μέσα μας τη δεδομένη στιγμή. Η βούληση όχι μόνο δεν είναι ελεύθερη να επιλέξει μεταξύ αντιμαχόμενων παθών, αλλά στην κυριολεξία κυριεύεται από το ορμέμφυτο που επικρατεί , γίνεται ένα με αυτό. Για τους ιντετερμινιστές ή ελευθεριαστές, τα πάθη , δηλαδή τα ψυχικά γεγονότα , είναι εξωτερικά ως προς τον εαυτό συμβάντα. Για τους ντετερμινιστές, όμως, αν υποτάξουμε τα πάθη, καταστρέφουμε τον εαυτό. Είναι λογικά αδύνατη η σύλληψη του εαυτού χωρίς αναφορά στα πάθη. Ο εαυτός είναι ο χαρακτήρας που διαμορφώνεται ανά πάσα στιγμή μέσα από την αλληλουχία και την αλυσιδωτή σύνδεση αυτών των ψυχικών γεγονότων. Για τους ντετερμινιστές το πρόβλημα της ηθικής τίθεται σε λάθος βάση, γιατί το προαπαιτούμενό της, η ελευθερία πριν από την πράξη (ώστε να δικαιώνεται ο καταλογισμός ηθικής ευθύνης) τίθεται σε λάθος βάση. Το αίτημα της ελευθερίας αφορά την πράξη του ανθρώπου και όχι στη βούλησή του. Οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι όταν δεν συναντούν εξωτερικά εμπόδια στο να κάνουν αυτό που θέλουν. Η έννοια της αυτονομίας συνδέεται με την ηθική υπόσταση του ανθρώπου και καταλήγει ως αίτημα πολιτικής συμμετοχής και αυτοκυβέρνησης. Από την άλλη μεριά οι ντετερμινιστές τείνουν προς την αποδοχή μιας ωφελιμιστικού τύπου θεωρίας. Επειδή πιστεύουν ότι τα πάθη κατανικιούνται με πάθη, θεωρούν ότι όπου δεν υπάρχει φυσική τάση προς το κοινωνικά ωφέλιμο πρέπει να επιλαμβάνεται του θέματος ο νομοθέτης. Η νομοθεσία δηλαδή δεν είναι η θεσμοθέτηση από την πολιτεία των επιταγών του φυσικού δικαίου, αλλά είναι το μέσο, το εργαλείο για τη χειραγώγηση των παθών σε κοινωνικά ωφέλιμη κατεύθυνση. Οι φιλόσοφοι άρχισαν να μιλούν για ηθικά συναισθήματα ή ηθικό αίσθημα (moral sentiments , moral sense). Αυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε κυρίως στο πλαίσιο του σκωτικού Διαφωτισμού. Στόχος και εδώ των περισσότερων φιλοσόφων ήταν και πάλι ο Χομπς. Η σκωτική σχολή θέλει να απαντήσει στη εγωιστική θεωρία του Χομπς που συνδέει το αγαθό με το ατομικό συμφέρον. Καταρχήν τη θεωρεί εμπειρικά εσφαλμένη. Η ηθική ριζώνει όντως στο συναίσθημα, αλλά ο άνθρωπος δεν σχηματίζει αντιλήψεις περί ηθικής με βάση το ατομικά ωφέλιμο. Διαβάζοντας ιστορία ή παρακολουθώντας ένα έργο νιώθουμε ηθική αγανάκτηση για μια αδικία. Αυτό το συναίσθημα δεν μπορεί να εξηγηθεί με εγωιστικούς όρους, γιατί το συμφέρον μας δεν διακυβεύεται μέσα σε ένα μακρινό ιστορικό συμβάν. Ο ωφελιμισμός είναι κατά κάποιο τρόπο η σύζευξη των ιδεών του Χομπς και της σκωτικής σχολής, ιδιαίτερα του Χιουμ. Στα μάτια των περισσότερων υλιστών η εκκλησία χάνει τον λόγο ύπαρξής της , καθώς οι θρησκευτικές διαμάχες δεν έχουν νόημα. Ο υλισμός αποτελεί τη ριζοσπαστική έκφραση της οντολογικής ανατίμησης της φύσης που συντελούνταν σταδιακά καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής του Διαφωτισμού. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι ο σκληρός πυρήνας του ακραίου υλισμού του Χόλμπαχ και Λαμετρί δεν βρίσκεται στις φυσικές επιστήμες , αλλά στην ηθική. Ο Σπινόζα, δυσαρεστημένος με τη νοησιαρχική ερμηνεία της Ηθικής από τον Ντεκάρτ, προσπαθεί να την ξεπεράσει μέσα από μια συνολικά διαφορετική αντιμετώπιση, η οποία απηχεί και τη διαφορά φιλοσοφικών ενδιαφερόντων. Δεν αναζητεί , όπως ο Ντεκάρτ, την επίτευξη της ηθικής τελειότητας μέσα από τη στέρηση και τη σύνθλιψη των παθών. Αντίθετα, η ηθική ζωή είναι η χαρούμενη ζωή. Ηθική και ευδαιμονία συμβαδίζουν. Η μέγιστη ευτυχία του ανθρώπου είναι η συνένωσή του με τον Θεό και επέρχεται μέσα από την ενορατική γνώση, την υψηλότερη βαθμίδα της γνώσης. Ο λόγος υπερβαίνει την εμπειρική γνώση και η ενορατική αλήθεια, η άμεση θέαση του αγαθού, υπερβαίνει τον λόγο στο σύστημα του Σπινόζα. Ο Σπινόζα ορίζει το αγαθό ως ό,τι συνεισφέρει στη διατήρηση του είναι και το κακό ως ό,τι οδηγεί στο αντίθετο. Δίνει, όμως,τουλάχιστον τρεις διαφορετικές εκδοχές του αγαθού :α) το αγαθό εξισώνεται με την ωφελιμότητα , β) το αγαθό ορίζεται ως ό,τι συμφωνεί με τη φύση μας, γ) το ύψιστο αγαθό είναι η γνώση του Θεού.
Αυτό το σημείο είναι κρίσιμο για την αντίληψη περί ελευθερίας που υιοθετεί ο Χομπς. Ως συνεπής ντετερμινιστής διαφοροποιεί την έννοια της ελεύθερης βούλησης από την έννοια της ελευθερίας. Η ελευθερία δεν είναι ιδιότητα ή κατάσταση της βούλησης. Η βούληση δεν είναι ελεύθερη γιατί καθορίζεται αιτιακά από μια αλυσίδα ψυχικών γεγονότων, δηλαδή κινήτρων. Κατά τον Χομπς και την ντετερμινιστική παράδοση γενικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιακού καθορισμού της βούλησης και ελευθερίας του ανθρώπου γιατί το αντίθετο του αιτιακού καθορισμού είναι η αυθορμησία (spontaneity) υπό την έννοια της απροσδιοριστίας και όχι η ελευθερία ( liberty), ενώ το αντίθετο της ελευθερίας είναι ο εξωτερικός καταναγκασμός. Ο Χομπς περιγράφει τη φυσική κατάσταση των ανθρώπων ως μια κατάσταση ελευθερίας και ισότητας. Η επιθυμία για αυτοσυντήρηση και απόκτησης δύναμης είναι αδιαχώριστες . Έχουμε ήδη τις προϋποθέσεις γενικευμένης σύγκρουσης , γιατί κανένας δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν, αλλά ούτε και να παραιτηθεί από τον αγώνα απόκτησης δύναμης που είναι η μόνη του ασφαλιστική δικλίδα απέναντι στους άλλους. Στον Χομπς δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ συμβολαίου που δημιουργεί την κοινωνία και συμβολαίου που εγκαθιδρύει το κράτος (pactum societatis , pactum subjectionis), όπως στους κλασικούς εκπροσώπους της θεωρίας του φυσικού δικαίου Γκρότιους ή Πούφεντορφ ( Samuel Pufendorf , 1632 – 1694 ). Το σπαθί του κυρίαρχου εγγυάται την τήρηση των συμφωνιών γιατί το άτομο, στη θεωρία του Χομπς , δεν έχει λόγο να παραιτηθεί από την αυτοδικία χωρίς εγγυήσεις και έχει κάθε λόγο να αθετήσει τη συμφωνία προς όφελός του, εφόσον μπορεί να το κάνει ατιμώρητα. Αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη της αμοιβαίας παραίτησης από την αυτοδικία με την προϋπόθεση εγγυήσεων ότι , όταν καταθέσει τα όπλα, οι άλλοι δεν θα στρέψουν τα δικά τους εναντίον του. Ο κυρίαρχος, όμως, αν και έχει απεριόριστες εξουσίες, δεν έχει λόγο να επεμβαίνει στον ιδιωτικό χώρο των υπηκόων του, στον βαθμό που δεν παραβαίνουν τους νόμους του ώστε να θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ειρήνη. Και αυτό γιατί δεν έχει δική του αντίληψη περί αγαθής ζωής για να επιβάλλει. Δεν έχει ένα όραμα με βάση το οποίο θέλει να μεταμορφώσει την κοινωνία ή να βελτιώσει τους υπηκόους του. Από εδώ προκύπτει και το παράδοξο ο θεμελιωτής του πολιτικού αυταρχισμού να θεωρείται και ο πρόδρομος του σύγχρονου φιλελευθερισμού. Ο φυσικός νόμος, όπως τον αντιλαμβάνεται ο Λοκ, έχει κανονιστικό περιεχόμενο. Ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων στη φυσική κατάσταση, όπου κανείς δεν έχει δικαίωμα σε όλα, δικαίωμα που εκτείνεται μέχρις εκεί που φτάνει η δύναμή του να επιβάλει τη θέλησή του, όπως συμβαίνει στον Χομπς. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου στον Λοκ, αντίθετα, είναι η κατάσταση στην οποία τοποθετεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έχει κανονιστικό περιεχόμενο και δεν περιγράφει ένα ψυχολογικό μοντέλο ανθρώπου. Αν στον Χομπς πολιτική κοινωνία, κυβέρνηση και κυρίαρχος είναι συνώνυμα, στο Λοκ η κυβέρνηση έχει τη μορφή του διαιτητή, του προσώπου ή θεσμικού οργάνου που κρίνει τις διαφωνίες και δεν είναι ταυτόσημη με την κοινωνία. Έργο της κυβέρνησης δεν είναι να θεσπίζει τον νόμο, αλλά να εφαρμόζει τον φυσικό νόμο, διασφαλίζοντας τα φυσικά δικαιώματα, ερμηνεύοντας ή διασαφηνίζοντάς τον στις δύσκολες περιπτώσεις. Η κυβέρνηση λοιπόν εγκαθιδρύεται όχι για να δημιουργήσει δικαιώματα αλλά για να προστατεύει προϋπάρχοντα φυσικά δικαιώματα, την ελευθερία, τη ζωή και την ιδιοκτησία. Από εδώ προκύπτει και ο περιορισμένος χαρακτήρας της κυβέρνησης. Ο Λοκ στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Όταν οι πρώτοι προδώσουν την εμπιστοσύνη αθετώντας τους όρους του συμβολαίου η κοινωνία, που δεν αποσυντίθεται, όπως στον Χομπς, αντικαθιστά την κυβέρνηση. Αυτή είναι η λοκιανή θεωρία της επανάστασης που εικονίζεται με την προσφυγή στον Ουρανό, δηλαδή την επίκληση του Θεού εκ μέρους της κοινωνίας, που σημαίνει την ενεργοποίηση του φυσικού δικαίου απέναντι στον τύραννο. Ο Ρουσσώ εξίσωσε την αρετή με την αθωότητα και θεώρησε τις πλασματικές ανάγκες αιτίες της ανισότητας και της υποταγής, τις οποίες, με τη σειρά τους, οι καλές τέχνες εξωραΐζουν στολίζοντας με λουλούδια τις αλυσίδες των ανθρώπων. Ο Ρουσσώ διατείνεται ότι ο φυσικός άνθρωπος που περιγράφει ο Χομπς είναι απλώς η προβολή του κοινωνικού ανθρώπου
στη φυσική κατάσταση. Ο Ρουσσώ ανακατασκευάζοντας νοερά την ιστορία με την αξιοποίηση όσων επιστημονικών δεδομένων διέθετε, περιγράφει τους ανθρώπους στη φυσική κατάσταση να ζουν σκορπισμένοι, ικανοποιώντας τις φυσικές τους ορέξεις και βρισκόμενοι σε αρμονία μέσα στην αγκαλιά της φύσης. Σε αντιδιαστολή με τον σύγχρονο άνθρωπο, ο φυσικός άνθρωπος είχε οξυμμένες αισθήσεις και είχε αναπτύξει δεξιότητες για την επιβίωσή του και αποκτήσει αντοχές ασύλληπτες για το σύγχρονο ΄΄κατοικίδιο '' άνθρωπο. Σε εκείνη τη φυσική κατάσταση δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για σύγκρουση . Ο Ρουσσώ αντιδιαστέλλει τον φυσικό εγωισμό (amour de soi), που δεν είναι τίποτα περισσότερο από το ένστικτο αυτοσυντήρησης δυνάμει του οποίου ο φυσικός άνθρωπος καταφέρνει να επιβιώσει, με τη φιλαυτία (amour propre), που είναι προϊόν διαπροσωπικών συγκρίσεων και ματαιοδοξίας και βρίσκεται στην απαρχή της ανθρώπινης δυστυχίας. Υπήρξε επίσης μια φυσική προϋπόθεση γι' αυτό. Πρόκειται για το χαρακτηριστικό της ''βελτιωσιμότητας ''( perfectibilite ) του ανθρώπου, μιας ιδιότητας που θα μπορούσε να αποβεί ευχή ή κατάρα για το ανθρώπινο γένος. Δυνάμει αυτής ο άνθρωπος, αντίθετα από τα άλλα ζώα, μπορεί να απομακρυνθεί από το ένστικτο, να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής του, να γίνει είτε καλύτερος είτε χειρότερος. Ο Ρουσσώ περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο τα στάδια της πτώσης από τη φυσική κατάσταση στον πολιτισμό, ξεκινώντας από τη γλώσσα. Ο Ρουσσώ βρήκε τη λύση στη γενική βούληση. Ο Ρουσσώ, ωστόσο, δεν δέχεται τον οικουμενικό χαρακτήρα της γενικής βούλησης και διερευνά τις κοινωνικές και συλλογικές προϋποθέσεις της επίτευξής της. Πώς κανείς μπορεί να κυβερνάται και να είναι ελεύθερος; Μόνο αν αυτοκυβερνάται, είναι η απάντηση του Ρουσσώ. Στη θέση του χομπσιανού ατόμου ως αυτόματου (που είναι το ίδιο η πηγή της κίνησής του, δηλαδή της βούλησής του) βάζει την αντίληψη του ατόμου ως αυτόνομου (η πηγή του νόμου του). Ο Ρουσσώ ευελπιστεί ότι, εφόσον όλοι εναποθέτουν τις δυνάμεις τους εξολοκλήρου και υπό ίσους όρους χωρίς καμία εξαίρεση στη συλλογική δύναμη και εφόσον οι αποφάσεις της συλλογικής δύναμης ισχύουν εξίσου για όλους, η συλλογική βούληση θα κατευθύνεται προς το γενικό καλό γιατί δεν θα διαστρεβλώνεται από μεροληπτικά επιμέρους συντεχνιακά συμφέροντα. Η γενική βούληση εμπεριέχει δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά, τη γενικότητα που παραπέμπει στο γενικό καλό της μη εξατομικευμένης αρχαίας πόλης και τη βούληση που δημιουργεί δίκαιο και φέρνει τον Ρουσσώ εγγύτερα στο πνεύμα της νεωτερικότητας. Ο Χιουμ εξακολουθεί να θεωρεί τις ηθικο-πολιτικές αρχές συμβατικές, αλλά υπό διαφορετική έννοια απ΄αυτή που υιοθετεί η συμβολαιοκρατική θεωρία. Θέλει να εξοβελίσει ως εξωπραγματική την αντίθεση μεταξύ καθεστώτος φυσικής κατάστασης και πολιτικής κοινωνίας .Η κοινωνία δεν εγκαθιδρύεται με κάποια συμβολαιοκρατική ρητή συναίνεση και όμως η συναίνεση τεκμαίρεται μέσα σε κάθε κοινωνική πρακτική. Πρόκειται για μια σιωπηρή συναίνεση που δημιουργείται μέσα στην ίδια την πρακτική για την πραγματοποίηση των στόχων της. Ο Χιουμ διαβλέπει, πίσω από κάθε συμβολαιοκρατική κατασκευή, την αρχή της γενικής ωφελιμότητας και τη θεωρεί ως τον έσχατο λόγο ύπαρξης κάθε κοινωνικής πρακτικής και θεσμικού συστήματος κανόνων. Ο συντηρητισμός του προκύπτει φυσιολογικά από την απόρριψη κάθε αφηρημένου ρασιοναλιστικού πλάνου κοινωνικής οργάνωσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ένα υφιστάμενο καθεστώς διακυβέρνησης έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο που θέλει να το αντικαταστήσει , από μόνο το γεγονός ότι υπάρχει. Ο Μοντεσκιέ το νέο ιδεώδες που επεξεργάζεται, εξιδανικεύοντας το αγγλικό πολίτευμα, είναι ένα λιγότερο ηρωικό και περισσότερο μετριοπαθές καθεστώς από το αρχαίο πολιτειακό ιδεώδες : η συνταγματική μοναρχία. Διακρίνει την αβασίλευτη πολιτεία (republique), τη μοναρχία και το δεσποτισμού ως τύπους διακυβέρνησης που συναρτώνται με την έκταση των κρατών. Σε αυτές τις μορφές πολιτευμάτων αντιστοιχούν διαφορετικές αρχές (δηλαδή κίνητρα που συνεισφέρουν στη διατήρησή τους) η αρετή, η τιμή και ο φόβος αντίστοιχα .