Αυτό που μας ενώνει Αυτό που μας ενώνει είναι πιο λευκό απ’ όσο νομίζεις. Αυτό που μας χωρίζει είναι ύλη φερτή από ποτάμια τετελεσμένα. Γεμίσαν τα παπούτσια μας με άμμο κόκκινη από υπερσυντέλικους έρωτες ξεχασμένους στη μέσα τσέπη του παλτού, σαν τηλέφωνο που μια νύχτα ανταλλάξαμε και δεν καλέσαμε ποτέ. Όμοια κατηφόρες εύκολες πήραμε παραμάσχαλα και στην πρώτη δύσκολη στροφή αμοληθήκαμε παιδιά με ψεύτικα πατίνια.
Αυτό, όμως, που τώρα μας ενώνει είναι πιο λευκό κι από το κόκκινο που ανάψαμε!
Σειρήνες Μην τις ακούς τις ηττημένες Ερινύες ασθμαίνουσες αποζητούν κελιά για όλους. Πάρε ξηρά τροφή για την πορεία, κρύψε στη τσέπη μια παιδική σου ζωγραφιά και βιάσου να καβαλήσεις το πτερύγιο του ήλιου. Προβλέπονται σκληρές οι μέλλουσες πέτρες. Είναι κι ο Κάιν που βαρύθυμος παραμονεύει στις οάσεις. Άλλαξε δρόμο! Από τις κολυμπήθρες του Σιλωάμ κοίτα να μη βραχείς, κι όμοιος με τους άλλοι, γίνεις. Οι άλλοι κοίτα να μη σ’ αγγίξουν, από το άλγος τους κρατήσου μακριά. Εκάς οι βέβηλοι του έρωτα – εκάς οι άμαχοι του πόνου! Όσοι με λύχνους το φώς της μέρας ψάχνουν, στενάχωροι και άχωροι, μικρόβιοι και όμοιοι, σβήνουν οι ίδιοι το λίγο τους το χρώμα. Όχι, τον τέτανό τους μη γευτείς, στο κρύο μάρμαρο μη ξαποστάσεις, τον αιθέρα τους κοίτα μη καταπιείς: είναι δολώματα σκορπιών· απομακρύνσου μ’ απλωτές, πέρα απ’ τα στεγανά τους. Ας γίνουμε η στύση μεσ’ στη νύχτα τους, οι μπάσες χορδές του ονείρου. Ας μείνουμε η δρόσος στις ανεμώνες του Απρίλη. Τα φάλτσα χιλιόμετρα να αποδώσουμε αθώα και τα παράθυρα να στρέψουμε σε αρχαία πολύχρωμα αισθήματα. Ν’ αποσυντονιστεί ο γύρω χώρος Να λάμψουν χέρια ώμοι πόδια, Μήπως και λειώσει του κόσμου το κέρινο ομοίωμα.
Μαρία της απουσίας Ανθίζει η άσφαλτος στο πέρασμά σου. Βρέχει ο χειμώνας ήλιους στα μαλλιά σου και λάμπει σαν κύμα του καλοκαιριού ο δρόμος.
Φοράς τους πόθους για παλτό η ζεστασιά τους αλεξικέραυνο των άμουσων του έρωτα. Νομοθετείς την απουσία ως άρωμα και τις ημέρες διαγράφεις να μένουν οι νύχτες άγρυπνες τον άνεμό σου να φιλούν. Το φεγγάρι κρυφά τα βράδια κατεβαίνει και βάφει τους τοίχους στο χρώμα των ματιών σου. Όλη η πόλη μάτια σου, όλη η πόλη φως. Δελφίνια ερωτεύονται σαν πρώτη φορά στους ωκεανούς της αγκαλιάς σου. Τα πουλιά συλλαβίζουν απ’ την αρχή την αλφαβήτα των εποχών. Τις αγορές του κόσμου περιδιαβαίνεις, εύμορφη, ευφρόσυνη κι ευάγγελος, σαν Άρτεμις στης Άνοιξης τους κήπους. Τον αιθέρα σου τρυγούν τα άνθη κι ανασταίνονται, τα ιερά σου πόδια η χλόη μεταλαμβάνει και ο ήλιος γεμίζει τη φαρέτρα σου. Ιάσονας σε Συμπληγάδες Ελπίδες, εγώ, μετρώ τα κύματα με αιώνες, ως την αυγή σου.
Μαρία Ιουλίου Αχ Μαρία, Μαρία, το Μ του στήθους σου φαράγγι να βουτήξω άπτερος κι εξαίσιος ν’ ανέβω. Μαρία, θάλασσα αλλοτινή,
τα απολιθωμένα όστρακά σου στολίδια θα φορέσω, ιθαγενής του έρωτα, πολύχρωμος. Μαρία, αλφάδι του ζωδιακού, μη περπατάς σαν άστρο θερινό και χάνει ο ήλιος ρότα. Μαρία, μήλο των Εσπερίδων, χέρια λαίμαργα σε πόθησαν κι εσύ ακόμα αφάγωτη, στιλπνή και καθαρή από σκουριές, οπώρα, αμάραντη σαν κόκκινη σελήνη ανατέλλεις.
Του φεγγαριού, έρωτα Του φεγγαριού, Μαρία, έρωτα Άνθος καλοκαιριού Άνθος ώριμο και κόκκινο Σαν την οσμή του κάτω ρόδου σου Σαν του μεσημεριού φιλί.
Η Μαρία στις πόλεις Είσαι του χρόνου η συνέχεια κι ο τόπος μου πια, ου τόπος: πηγάδια γέμισε και κήπια άνθιμα, από αρτεσιανές αισθήσεις ξέχειλα. Πώς την απόσταση ορθογραφείς! Ζεστό ψωμί τυλίγεις το φεγγάρι, το ντύνεσαι κι ολόγιομη εισβάλεις στα καφέ και στις μικρές ανάσες. Στα βήματά σου φύονται πηγές σαν όρθιοι καταρράχτες, που οδοδείχτες τη νύχτα λάμπουνε και με ορμή χειροπιαστή πλέκουν αυγή, σκηνή αυτόματου έρωτα. Πώς φεύγεις την απόσταση ανάμεσα των ημερών! Σιμώνεις και τα πόδια σου, σαν από πάντα φανοστάτες στο λιμάνι. Ορθοκάπουλη και μυρόεσσα γεωμετρείς μπαλκόνια, πλατείες και νησιά καινούρια, καθώς ροδιές φυτεύεις καταμεσής στην άσφαλτο. Η πολεοδομία σου καταργεί το μέτρο.
Σπονδή Φορές που φεύγεις μια θυσία κάνω. Κάθε μου σκέψη σφάγιο, καθαγιασμένο απ’ το κρυφό σου άγγιγμα και ραντισμένο με τα μύρα της αλμύρας σου, πρόσφορο στο πνεύμα σου το άγιο για να σκηνώσει εντός μου. Άλλες πάλι, το μέλλον να προβλέψω προσπαθώ. Απ’ το θυμίαμα των σπλάχνων μου οσμίζομαι μέρες που θα ’ρθουν, προσηνείς και εύοσμες σαν τον κήπο του κορμιού σου. Ή που τις πληγές μου μελετώ προσεκτικά και να το θαύμα: Αντί ουλές, βραγιές ολάνθιστες! Το άρωμά σου ευωχεί στο σύμπαν του κορμιού μου. Από μέσα μου ανασαίνεις κι εγώ διαστέλλομαι να σε χωρέσω. Από χιλιόμετρα στο αυτί μου ψιθυρίζεις κι εγώ εκρήγνυμαι κρυφά. Γίνομαι μέρα, μέλλον κι ουρανός, νερό που πίνεις και ύπνος σου γίνομαι. Ιερέας και σπονδή μαζίέγινα εσύ και τ’ όνομά μου είναι Μαρία.
Το Υπερωκεάνιο Τούτο το Υπερωκεάνιο δεν είναι για ρηχά νερά. Είναι για θάλασσες πράσινες, λάμπουσες κάτω απ’ το Σταυρό του Νότου. Είναι για ρότες άμετρες, έξω απ’ τις απαγορεύσεις των λιμεναρχείων. Είναι από μόνο του ένα φως, είναι τραγούδι άγνωστο ακόμα και σε μας, τους μουσικούς της άγριας νύχτας. Ο πλους του αναλφάβητος – έτσι να ’ναι! Να μην έχει ιστορία πίσω του – έτσι να ’ναι! Ο μύθος του μόνο να μένει μυρωδιά δρόμος αιτία κι ευθεία λεωφόρος για κει που οι γενναίοι του έρωτα βουτάνε με τα μούτρα και γεύονται το άνοιγμα των ουρανών. Τα Θεοφάνια της Αγάπης συμβαίνουν κάθε μέρα. Το Υπερωκεάνιο είμαστ’ εμείς και μας ταιριάζουν θάλασσες γλαυκές.
Το όνειρο του σκύλου Πιστό σκυλί στα πόδια σου· κι όταν κοιμάσαι, όνειρο πιστό στα πόδια σου κοιμάμαι. Σαν θα ξυπνήσεις το όνειρο του σκύλου σου θα είμαι, ο σκύλος του ονείρου σου θα είμαι, το όνειρό σου το πιστό που ξενυχτάει.
Φιλοσοφία Σοφό κορμί, να σε διαβάσω θέλω. Στους πόρους σου, κρυφά νοήματα ν’ ανακαλύψω, σκέψεις που με παίδευαν, να μου τακτοποιήσεις, και απορίες γόρδιες να λύσεις. Την ύπαρξη του κόσμου να εξηγήσω, βόηθα, γενναίο μου κορμί. Κορμί σοφό, τα ιερογλυφικά σου, μόνο εγώ μπορώ να αναγνώσω. Μέσα στη νύχτα, σαν τυφλός, εύκολα σε διαβάζω, το απόσταγμα της σοφίας σου, ρουφάω διψασμένος. Φιλοσοφώ στη λόχμη των αναστεναγμών σου, σαν χούλιγκαν ζωής. Εισβάλλω εντός μου, σαν άγνωστος θεός Ξεχειμωνιάζω στα χειμαδιά της αφασίας σου. Αγιώνομαι στις φούρκες των ποδιών σου Θεώμαι στο ηφαίστειο της έκρηξής σου Ουκ έσονται μοι θεοί έτεροι, πλην εσού!
Ώρες αόρατες Αδέσποτες απέμειναν οι καμπύλες της θάλασσας. Τα δελφίνια γέρνουν στο λαιμό σου. Τα στήθη Δήλος – Φανερωμένη σαν άγιο μάρμαρο. Γονυπετής η Κύπρις, λαγόνες αρχαγγέλει. Τα θρύψαλα της βροχής που έβαλα με τάξη στο εικονοστάσι, ζητιανεύουν αναδρομικές ουλές. Αίματα πολύχρωμα σαν φωνήεντα από σκράμπλ, ονοματίζουν λέξεις χαμηλοβλεπούσες, αφυδατωμένες και άσιτες. «Επίθεση» διατάζουν και αδειάζουν βόλια κάθε νύχτα οι τοίχοι. Οι λεύκες των πόθων καληνυχτίζουν τους άβυσσους μήνες. Ανάλατος καιρός, έρμαιο ανέμων αναλφάβητων, τρακάρει πάνω στις στροφές της νύχτας και σκίζει αργοπορημένα σεντόνια. Προσάναμμα του μύθου τα ανθεστήρια λόγια και ο αέρας πνιγμένο περιστέρι. Τώρα η χρυσή βροχή του Δία αρδεύει ερήμους. (Που να κρύβονται τώρα οι οργασμοί των άστρων;) Πίσω όμως από τις χαμηλές καρέκλες - κάθε θεός το ξέρει – κρύβεις τη μικρή Καταλωνία σου. Το πρόσφορο των μηρών σου γόνιμος τόπος ανεμώνας. Λέμβος σωστική το Ιδαίον του κορμιού σου. Κι’ αυτό το πέλαγος το ανθηρό αλίμενο πλέει μαζί μου.
Αυτοί Δεν σκιάζονται αυτοί, Έχουν την ανοσία στην Τιμή Και την αρρώστια τους σημαία την υψώνουν. Τα λόγια τους πτερόεντα, Χάντρες γυαλιστερές - ένα τάλιρο η μία, Στα παζάρια που μεγάλωσαν, πουλάνε. Ημιμαθείς των αισθημάτων, άχαροι, Λεπροί του κάλλους, τυφλοπόντικες, Φαρισαίοι νεκροί, που μαγαρίζετε τις μέρες, Αγέλες που δεν αρκείστε στις σάρκες σας, Ανάθεμά σας! Μη την αγάπη μου αγγίζετε! Δεν είναι για τα μάτια σας τα μάτια της, Τα χέρια της είναι ορίζοντας φλεγόμενος, Έτη φωτός απέχουν τα όνειρά της. Τη σκουριά σας κρατήστε μακριά της. Είν’ η αγάπη μου απορρυπαντική, Είναι ωκεανός για τη στενάχωρη καρδιά σας. Ούτε σκιά δεν έχετε δίπλα της· Φύγετε το λοιπόν, από κοντά της.
Αναμονή Η αναμονή είναι μια βρώμικη δουλειά Αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει. Κάποιος πρέπει να γίνει βροχή, να γίνει γομολάστιχα, να γίνει χιόνι. Να σβήσει περασμένους δρόμους και λίμνες ακίνητες. Να γίνει ο κόσμος ένας χάρτης άσπρος παρθένος μουσαμάς για το χρωστήρα του ζωγράφου. Και η ζωγραφική είναι μια βρώμικη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.
Απόξυσε Γδύσου, πλύσου και απόξυσε Πληγές και οσμές Που μαρτυράν Αγάπη. Απόξυσε τα στίγματα Που τατουάζ στο δέρμα σου κάρφωσες Και μπόλιασες την καρδιά σου. Και προπαντός εκεί! Με επιμονή τεχνίτη Να μην αφήσεις τίποτα.
Θα κλάψω Θα κλάψω Θα κλάψω Θα κλάψω Θα κλάψω Θα κλάψω σου. Θα κλάψω
για για για για για
τα λίγα που δεν κάναμε. τα πολλά που κατακτήσαμε. τις μέρες που φωτίσαμε. τις νύχτες που ξενυχτήσαμε. τον ήχο της πόρτας που άφησες πίσω
για τη σιωπή που κλείδωσες μέσα μου.
Θα κλάψω που ο έρωτας δεν μας τιμωρεί με ισόβια.
Λάσπη Και τη λάσπη μην την αποδιώχνεις. Από κει η ζωή· και γύρω μας και η ζωή και η λάσπη. Το σπόρο σου ν’ αφήσεις, -μέσα και γύρωκι αυτός, είναι σίγουρο, εύωχος θα βλαστήσει. Γιατί τα πιο όμορφα λουλούδια, στην έρημο ανθίζουν.
Σιωπή Είναι η σιωπή σου φίλη σου; Είναι οι φίλοι σου σιωπή; Τούτη η συναυλία της απόστασης κοινό δεν έχει. Μονάχοι παίζουμε και το μεδούλι μας ρουφάμε με όρεξη εφήβου.
Πανσέληνος Φεγγάρι μου γλυκόπιοτο, καλόγνωμο Σαν όνειρο παιδιού, Πάρε το φως απ’ την καρδιά μου Να λάμψεις πιο πολύ, Να μην τελειώσει τούτη η φωταύγεια, Τούτο το πανηγύρι των ψυχών. Χιαστί να πλέκονται τα όνειρα Και η αγάπη βότσαλα του ήλιου Λιαζόμενα και πλέοντα, Υπεράνω των ανάλατων ανθρώπων.
Πρόσφυγας εντός Μετανάστης στο λιμάνι σου, Λαθρεπιβάτης άπελπις, Παραβάτης των συνόρων σου, Αιτούμαι γη της Επαγγελίας. Τη γλώσσα των χεριών σου θέλω να μάθω Στη σκέψη σου να κοιμηθώ Στα πόδια σου ήλιος να ξυπνάω Και να γεννάω όνειρα – γεφύρια Και παραμύθια – συντριβάνια. Το μανταρίνι των χειλιών σου να δαγκώσω Στους ελαιώνες των ματιών σου να κρυφτώ Κι ηφαίστειο να εκραγώ στη ραχοκοκαλιά σου.
Ζήλια Έχασ’ η νύχτα τον μπούσουλα. Πάει κι έρχεται σαν αστικό λεωφορείο. Ζηλεύει τους τυφλούς, μιμείται τους κωφάλαλους. Παίρνει το μαχαίρι σαν κρασί – καρσί στο ικρίωμα. Το φεγγάρι και η καρδιά στην ίδια κωλοτσέπη. Το κτήνος που δεν ήξερε, Το κτήνος αυτό, που εξέτρεφε, Το κτήνος αυτό, που δεν ήξερε ότι το εξέτρεφε, Το κτήνος αυτό, βγήκε παγανιά. Ένα η νύχτα και μια το κτήνος, Ένα η ζήλια και μια ο εγωισμός.
Μαύρο Άντε να αδειάσουμε τις μέρες Να τις φέρουμε ξανά στα μέτρα που φοβόμασταν. Άντε να θάψουμε τα χρώματα που εφευρέσαμεΕίναι δώρα που δεν θέλουμε, Χαλάνε το άδειο των ψυχών μας. Πρέπει να παντρευτούμε την ερημιά μας, Μη μας χαλάτε τη βολή, Δεν παντρευόμαστε ποτέ το όμορφο· Τρομάζουμε μη μας αφήσει. Ω! μάνα της νύχτας, Τύλιξέ μας με την εσάρπα σου, Κρύψε τα μάτια μας που έχουν φως γεμίσει· Η τυφλότητα μάς πάει πιο πολύ. Το μαύρο μας να ντύσουμε με μαύρο, Το αίμα μας, ούτε κι αυτό, Μαύρο να τρέχει, μαύρο. Τα χείλια μας μαύρα σαν από βατόμουρο, Μαύρα να βάψουμε και τα φιλιά που αλλάξαμε, Σα μαύρος σκύλος να γλύψουμε νύκτωρ τις πληγές μας. Να φύγουμε μαύροι. Κράτα την ανάσα σου.
Εις το γραφείον
(με τον τρόπο του Αλεξανδρινού)
Εμέ, που ζάλιζα τους άλλους με την πάρλα, εμέ, που ήμουνα φτιαγμένος για άλλα πράγματα, μεγάλα, ποια μοίρα δύστηνος με έριξε σε τούτο το γραφείο, που το δικό μου αδυνατώ, αλλά κρατώ των αλλονών ταμείο; Σ’ εμέ που ήθελα εξάψεις, δράσεις και φιλοσοφία, να ομιλώ ρητορικώς κι ενθέρμως στις αγορές και στα κουρεία, δρόμους απρόβλεπτους μου επέλεξε η τύχη και να ’μαι τώρα σιωπηλός ανάμεσα σε τείχη. Τον έρωτα ερωτεύτηκα ως άλλος Δον Κιχώτης, που απ’ τα δεσμά της ηθικής -πώς ήθελα!- να τον ελευθερώσω, μόνος εγώ σαν Μπολιβάρ, σαν Άρης, αυτόνομος ιππότης, αρχάγγελος της ηδονής και του πολιτισμού μπροστάρης, έρωτα κι ανθρωπότητα σε σφαίρες ανέλπιστες, εγώ και μόνο εγώ, να ’ρθω να ανυψώσω! Τούτα τα όλως πιθανά, για με, στην εφηβεία, ήρθανε τούμπα κι άραχλα μπήκανε στα αρχεία, για να ’μαι τώρα ιδανικός υπάλληλος σε πόστο λίαν άνοστο, μόνος, βαρύς και δύσθυμος, γιατί μου λείπει τ’ άγνωστο. Της μοναξιάς απόβρασμα, μουγκός φορειαμός φακέλων, των πολιτών το έρμαιο και πωλητών ο στόχος, στις Θερμοπύλες αλλονών οκτάωρα φυλάω, με την ασπίδα του μισθού, τον κόσμο τον γελοίο εγώ που θα τον γκρέμιζα, τώρα τον αγαπάω!
Να πας εκεί! Να πας εκεί! Να πας εκεί που σε χαϊδεύουν. Εκεί που δεν κοστίζει τίποτα το χάδι στη πληγή. Χάδι σε μια κακοφορμισμένη πληγή μαζί μ’ ανάθεμα στον φταίχτη. -Όχι, μη το σκοτωμένο αίμα! -Όχι σπίρτο στην πληγή! Να σαπίσει, μα να μην πονέσει! Μην πονέσει κι ας μη γιάνει! Να πας εκεί! Εκεί που η λύπηση είναι ρούχο. Εκεί που η αυτολύπηση είναι σημαία. Εκεί που αγαπάνε με τα μάτια. Εκεί που έχουν τα καράβια δεμένα - πάντα - στο λιμάνι. Ποτέ, αυτοί, δεν θα κινδυνεύσουν: ποτέ δεν θα ταξιδέψουν! Να πας εκεί! Δεν έχει τόπο εδώ για σένα. Εμείς εδώ, λέμε τη σκάφη – σκάφη και την αγάπη – αγάπη. Φορές τη λέμε Πόνο. Κατουράμε τη πληγή και συνεχίζουμε. Εμείς εδώ, δεν βγάζουμε στο παζάρι το ξαφτούρισμα της καρδιάς. Δεν παζαρεύουμε τις πεταλούδες της κοιλιάς μας. Μπορεί να γεννηθήκαμε μ’ αυτές. Μπορεί να τις μαζέψαμε απ’ το δρόμο. Όμως ποτέ δεν τις βγάλαμε στο σφυρί. Ποτέ δεν τις παίξαμε σε κανένα χρηματιστήριο καταξίωσης.
Να πας σ’ αυτούς! Γύρνα στη σκοτεινιά τους. Στη σκοτεινιά των χαμοσερνάμενων που δείχνουν αητοί. Κι ας είναι χαρταετοί. Να πας σ’ αυτούς! Σ’ αυτούς που σ’ αγαπάνε, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Σ’ αυτούς τους κόλακες της Απελπισίας. Να πας σ’ αυτούς! Τους κροκοδείλους των υποχωρητικών δακρύων.
Να πας εκεί! «Θα ξαναγύριζες μια μέρα στις πηγές της νύχτας, στις ρίζες των δακρύων σου, εκεί που φυτρώνουν τ’ άγρια όνειρα, μες στα σκοτάδια της ανυπαρξίας».∗ Να πας εκεί! Δεν ειν’ εδώ τόπος για σένα!… Εδώ αγαπάμε και πληρώνουμε. Εδώ πεθαίνουμε χωρίς ανάσταση. Εμείς εδώ, περπατάμε στα κάρβουνα. Εμείς εδώ, για ένα στοίχημα Αγάπης, το κόβουμε το δάχτυλο. Ποτέ μας, όμως, δεν ευνουχιζόμαστε. Εμείς, την αγάπη μας, τη βαφτίζουμε Σπάραγμα. Εμείς, τα παιδιά του έρωτα, τα βαφτίζουμε Όνειρο.
Δεν ειν’ εδώ τόπος για σένα!…
Σπ. Τσακνιάς.
Η θλίψη σου νικάει τον πόνο
Μνήμη Εύας
Χάνει η Άνοιξη το χρώμα της Σύννεφα μολυβιά τούτες οι αυγές και καρβουνόσκονη ο ήλιος. Τα βήματα τα δροσερά τα τρυφερά σου γέλια, ποιο σκοτάδι άδικο τα έχει για τραγούδι; Τα λικνιστά τα παραμύθια, τους φωνήεντες ανέμους σου, ποιος άφιλος τα ζήλεψε; -η ηχώ σου νικάει την απόσταση Εσένα που σ’ αγάπησε ο χωρισμός, ξέχωρα ’μεις σε αγαπάμε! Σε αγαπήσαμε σαν μπαλκόνι στον ήλιο Σαν ανεμώνα σε χωράφι του Ευαγγελισμού Σαν προσμονή μεγαλοσάββατου Σαν δίδυμο του Ιούλη σε αγαπήσαμε. Μη μας κρατάς κακία. Σαν παιδιά σε αγαπήσαμε: Με τις ζήλιες μας και τα φιλιά μας σε αγαπήσαμε Με τα δάκρυά σου και τα δάκρυά μας στοιχηθήκαμε. -η θύμησή σου νικάει την απουσία Κι ήρθαν τούτες οι μέρες, χάλκινες, που λείψαμ’ εμείς απ’ τον ορίζοντά σου. Τούτες οι παράταιρες καλένδες του Απρίλη μακάρι να περίσσευαν, να πήγαιναν αλλούθε, ο λίβας να τις έπαιρνε σε άγνωστο Καιάδα. Όχι, δεν έπρεπε εσύ να ταξιδέψεις ανέξοδα και βιαστικά σε τάρταρη βαρκάδα. Να μας αφήνεις θεατές στα πόδια μας χαλί οι ενοχές. -ο πόνος σου νικάει τον θάνατο
Ψηφίδες 1.
Τριαντάφυλλα στα μάτια σου ανθίζαν πάντα, τώρα μυρίζουν σε χιλιόμετρα. Θεοί τις γάμπες σου φιλούσαν πάντα, τώρα τις κάνουν αστρονομία. Απρίλης ήταν πάντα το κορμί σου, το γέλιο σου, της κάθε μέρας Πασχαλιά. Η Αφροδίτη συνοδός σε κάθε σου απόπλου και η Σελήνη σύμμαχος, φωταγωγός στη νύχτα. 2.
Τίποτα πιο βουβό απ’ την αγάπη την ανέκφραστη. Τίποτα πιο βαθύ από τα συμφωνημένα ψέμματα. Όλοι οι αιώνες συμφωνούν: Ο τρώσας και ιάσεται ! 3.
Όταν κοιτάζεις τον καθρέφτη σου βλέπεις άραγε τα παλιά φιλιά; Αναγνωρίζεις τα δειλά αποτυπώματα; Θυμάσαι μήπως τις άβουλες κινήσεις ενός τραυματισμένου στρατιώτη; Σε συνοδεύει κάποιος ως τη στάση; 4.
Κάποιοι πόθοι δανεικοί Ξεχρέωσαν το δάνειο Μα παραμείναν πόθοι. 5.
Το άγαλμά της ανακαλύψαν οι αρχαιολόγοι. -Μα είναι η Αφροδίτη αυτή; Τόσα καλοκαίρια μακριά και είναι πάντα ίδια; Υπήρξε αληθινά ή όνειρο της μέρας ήταν; Πως απαράλλαχτη διέσχισε τα έτη; -Είναι η μέσα ομορφιά που δεν γερνά, ψιθύρισε ο γεωργός, σοφός εν τη αγνοία…
Εκτός τόπου Ηχούν τα γέλια σου ακόμα σε δρόμους που άγιασες εσύ. Στα μέρη που περπάτησες τα σύννεφα γίνονται μπλουτζήν. Τον αέρα σου άκουσαν για μουσική κάθε λογής τουρίστες, όμως το γκρίζο της αναχώρησής σου θόλωσε τα τζάμια κατακαλόκαιρο. Καράβια έπιασαν λιμάνι κι αυτά ομίχλη κουβαλούσαν. Το χαρωπό σου φάντασμα χτυπούσε τα τακούνια του σε πλακόστρωτες καρδιές, γελούσε ανάμεσα σε γιορτινά σεντόνια και έγραφε μηνύματα στους διαδρόμους των ημερών: «Κρίμα να μένουν οι ψυχές ανέστιες! Η αύρα του αρχιπελάγους να μη χαϊδεύει τους μηρούς τους κι ο ήλιος να μην ανάβει τ’ άλμυρα στήθη! Κρίμα στους αιώνες των αιώνων, ένας κύκλος να φέγγει ανοιχτός, όμοια με τύμβο που στήνεται κενός!». Ο αφρός των ημερών δεν συγχωρεί αργίες! Ο ουρανός κυματίζει ανυπόμονα. Άκου τις πληγές πώς τραγουδάνε!
Εκτός χρόνου Τώρα που η φωνή σου τα όνειρά μου ρυμοτομεί, τώρα που ενέσιμες γίνονται οι μνήμες, τώρα που το χθές υποδόρια ανασαίνει, ο χρόνος καλλιτεχνεί. Σμιλεύει πόθους έφηβους κι’ αρχαίους πάνω στις καμπύλες ράγες των άνθιμων μηρών. Ο χάρτης του πελάγους σου αίφνης δεν έχει ξέρες Μονάχα κόλπους κι αιγιαλούς κρυφούς. Οι πυξίδες σημαδεύουν Κούρους και Κόρες που θάλασσα ποτέ δε γνώρισαν μα ήταν σα να ζήσαν καλοκαίρια ιδανικά κι ημιτελή. Τώρα που η απόσταση είναι φίλη οι ώρες είναι τραίνα που αργούν. Το ίδιο φεγγάρι όμως, μάρτυς σιωπηλός, όλα τα μάτια βλέπει.
Πώς ο άνθρωπος γίνεται σκύλος! Όταν φιλάς το χέρι που σε δάγκωσε, όταν αγαπάς τα πόδια που σε κλώτσησαν, όταν της λογικής η μυρωδιά διορθώνει το ένστικτό σου, όταν μαζεύεις τις πέτρες που σου πέταξαν, όταν τις πληγές λογαριάζεις για χάδια, αρχίζεις σιγά-σιγά να γίνεσαι σκύλος. Όταν στη στάση περιμένεις την βροχή και σε προγκάνε τα παιδιά, όταν ντρέπεσαι που ντύθηκες τα ρούχα τους, όταν την πόρτα του παράδεισου χτυπάς κι αφού σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού στις λάσπες σε πετάξουν αδιαμαρτύρητο, τότε σκύλος αρχίζεις να γίνεσαι! Όταν μεγαλώνουν τα αυτιά σου αλλά το στόμα σου μαζεύεται, όταν η μύτη και τα μάτια σου τρέχουν και σε τρομάζει η φωνή σου, όταν δεν χωράς στη μέρα και στη νύχτα περισσεύεις, όταν ο καθρέφτης σου σε φτύνει κι εσύ στις ξένες λέξεις ψάχνεις να κρυφτείς, το αλύχτισμά σου το τρύπιο θα μαρτυρά πως πάντα σκύλος ήσουν!
Οι πρωινές μητέρες Οι πρωινές μητέρες με τη τσίμπλα στην καρδιά, ώρα χαράματα, σαν έξαφν’ ακουστεί της επανάληψης ο θίασος, αδίπλωτα αφήνουν τα σεντόνια και με δίπλωμα ανάγκης με σαράντα άλογα κι άλλα τόσα χιλιόμετρα οδηγούν τις Ιφιγένειές τους στις Αυλίδιες αυλές των θυσιαστήριων σχολείων. Οι πρωινές μητέρες, σπουδάζουν καλύτερα απ’ τα παιδιά τους το ουσιαστικό Κλυταιμνήστρα και βέβαια γνωρίζουν άριστα όλες τις πτώσεις του ονόματος σαν να ‘τανε δικό τους. Οι πρωινές μητέρες, κλίνουν το ρήμα συμβιβάζομαι σε όλους τους χρόνους, όλο τον χρόνο. Οι πρωινές μητέρες, άβαφα και άφωτα κορμιά, νίβονται για να υγράνουν την νύχτα που ξημερώνει, χτενίζονται πολεμιστές πριν απ’ τη μάχη και σε ένα διαγώνισμα λαθών, ερωτεύονται τα παιδιά τους με μιαν αγάπη σήριαλ. Τον Βασιλιά τους ποτέ δεν σκότωσαν, γεννοβολούν όμως ηδείς Οιδίποδες και ως νύμφες ανύμφευτες τους συνοδεύουν στον άπαντα αιώνα. Οθέλλοι κι συνήγοροι μαζί, οι πρωινές μητέρες.
Σχέδιο ραψωδίας∗ Έτσι το αίμα του έγινε άστρο, όπως οι σκύλοι, γιατί και οι σκύλοι, στην ουσία, είναι άστρα. -Μέχρι τη θάλασσα να πας, του είπε.
Εκεί σαν γονατίσεις και προσευχηθείς, θα δεις κατά πού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να παρακαλιέται. Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της και άλλες ξόβεργες. Και μη μιλήσεις πια: Έτσι που έγινες πιο άστρο κι’ απ’ το αίμα δεν είναι χρέος του κόσμου να σε νοιώσει. Ο ήλιος βυθίστηκε μα πάλι ευθύς πήρε τ’ απάνω. Τα καρφιά και η θηλιά βρέθηκαν ματωμένα μα κανένας δεν απέδειξε το θύμα. Οι νεοσσοί κούρνιασαν τρομαγμένοι στ’ αυγά τους. Έφριξα: Ήταν που πέρασες ξυστά στη φλόγα και βγήκες πέρα για πέρα αχάραγη κι αμίαντος κι ο ήλιος κάρβουνο ως το μεδούλι.
Τότε πια βυθίστηκε οριστικά – μη μιλήσεις, ακόμα και τώρα μη μιλήσεις, μη φορτώνεσαι στα πράγματα, μη τα ονοματίζεις, ασ’ τα, πονάνε.
Παραλλαγή σε ποίημα του Έκτορα Κακναβάτου
Άσε το χέρι σου ν’ ανηφορίζει∗ Ώ Μαρία, ρούχο εφαρμοστό. Παράδεισος σταθμός, χωρίς παράθυρα· ίσαμε τα γόνατά μου έφτασε τούτη η καλντέρα του ονείρου. Άσε το χέρι σου ν’ ανηφορίζει στο βουνό μου, άσε τις τύψεις σου για τους επόμενους σταθμούς. Πως σου ’ρθε πως είχαν τελειώσει όλα; Το Αληθινό πάντα περιμένει με το ρόπαλο στη γωνία. Έχει κι ένα σκύλο για μάρτυρα· μην επιμένεις, κάνε δουλειά σου, άσε το χέρι σου ν’ ανηφορίζει.
Έψαχνα χάρτες του Ναυαρχείου, πουθενά τα μαλλιά σου ως ακρωτήριο ή ξέρα. Τι στην οργή λοιπόν ναυαγούσα πάνω τους, σκόρπια σανίδια κι εσύ όλο χάχανα ανάμεσα των γλάρων. Πάρε τα μάτια σου από πάνω μου, άσε το χέρι σου ν’ ανηφορίζει.
Παραλλαγή σε ποίημα του Έκτορα Κακναβάτου
Γέλια του Οφιούχου∗ Απ’ όλα τα πουλιά, μόνο η περηφάνεια σου σκοτώνει το άσπρο. Κι ο λόγος δεν είναι που πατήθηκε ο λόγος, ούτε που του έρωτα το άλογο φρένιασε, μον’ που ’βαλες σκυλιά ξωπίσω μου, τα γέλια του Οφιούχου, να με δαγκώνουν σχέδια, πληγές φρέσκιας ημέρας. Και που σε σκέφτομαι μεσοπέλαγα, τρεις μέρες δρόμο, μου τη φυλάς, το ξέρω. Γωνία Νοεμβρίου με τα μάτια σου, δεν είχε φανάρι, είπα να περάσω το φορτηγό σαϊτα οι ρόδες του από θάνατο ποιος με θυμάται… Πέρα ως τη χάση του ουρανού με ψάχνουνε, τα γέλια του Οφιούχου. Να ψάχνω κι εγώ τον κώδικα, τι να σημαίνουν: τάχα «ποτέ πια» ή μήπως «μη με περιμένεις»;
Κι έλεγα θα ’δινες ένα χέρι να ανακαλύπταμε την Αστρονομία του Έρωτα.
Παραλλαγή σε ποίημα του Έκτορα Κακναβάτου
Άλλο ταξίδι Το καράβι που πέρασε δεν έχει τ΄όνομά σου. Μον΄το κορμί σου έχει για σκαρί και τα βυζιά σου για σημαία. Τα πόδια σου δελφίνια στο πέλαγος που πια δεν με χωράει. Θα σου πλέξω άλλη θάλασσα...
Εκ Τήνου …… Κι αυτά τα κυκλαδίτικα ειδώλια που πέντε χιλιάδες χρόνια τώρα έχουν μόνο μύτη και μορφή, κι αυτά στου απομεσήμερου την ησυχία κολυμπούν και στων ανέμων τα τραγούδια επιπλέουν σαν εραστές κατάκοποι και ελαφροί.
Η αγάπη είναι αντωνυμία, δικό σου, δικό μου, δικό μας! Ο έρωτας είναι υποκείμενο σε μυστικό συντακτικό, ημών των αθανάτων! Η μνήμη αντιθετικός σύνδεσμος! Η μνήμη και σύνδεσμος συνδετικός! Η μνήμη όργιο ξεθυμασμένης νύχτας, Η μνήμη μέλλοντας και ευκτική.
πριν το τέλος Εγώ που πρώτα έγινα κρασί και μούστος μετά, εγώ που σκιάχτηκα το λίγο μα στο πολύ έκανα βουτιά, εγώ ο του πάθους ο απροσάρμοστος και ο της σιγουριάς απόντας, εγώ που Καραγκιόζης, και Καραϊσκάκης, και Κηπουρός εγώ και ό,τι αρχίζει από κάππα όπως Καρδιά Κομμάτια Κουλός Κύων κοινός Και αλητόβιος Κείμαι Ενθάδε.
Νέκυια Κάθε άνοιξη πεθαίνω και τη θέση της Κόρης παίρνω να φυλάω σκοτάδια. Τα άλγη δεύτερη πατρίδα, η αποχώρηση αλυσίδα, δεύτερο πετσί. Ταξίδι βέβαιο, λες, από παιδί να φεύγω στις γαλαρίες κάθε Μάρτη και την ηχώ τους αγεωγράφητη να σκιάζομαι καθώς μαινάδα ατέλευτη με γυροφέρνει. Ποιόν να πληγώσω για να γλυτώσω; Τα ραγισμένα μου οστά πώς να στυλώσω; Μόνος οδεύω σα μετανάστης άγλωσσος με παρέα βουβή, δύο σιωπές απέναντι - δυό φίλοι τυφλοί εγώ, δικός στα ξένα. Υπόγεια, τότε, κόβω σε μέρες τη μορφή σου μπας και κομμάτι-κομμάτι σε νικήσω. Σπάω, κρυφά, σε νύχτες το άγαλμά σου μήπως και τη θυσία σού αρνηθώ. Φορτώνει όμως η ώρα, μπροστά να! χάσκει το επιτάφιο ποτάμι, κολυμπήθρα, σύνορο και καταβάσιο εχθρό, θα το διαβώ και φέτος σα διάφανη ουλή, ουλή όπως γεννήθηκα, έτσι πάντα, με την καρδιά μου αχνιστή στο στόμα διαβατήριο. Ευφραίνου, θέαινα, ευφραίνου και οσφραίνου την κνίσα της χολής μου, της πληγής μου ανέξοδα δέξου την χοή.
+ Δεν ξύπνησα νεκρός Το βαμπάκι βέβαια, σφράγιζε το στόμα Τα χέρια δετά και σταυρωμένα Σιωπή κεριών. Καμιά οργή Τα χείλια στεγνά Η επαφή σαλιγκάρι Και χωροφύλακας. Δεν ξύπνησα νεκρός
Η δουλειά μου Δουλειά μου να μη χτίζω γέφυρες. Ή θα είναι ολόκληρες παρά στραβές να είναι. Έργο ζωής προέκυψε γέφυρες να μη χτίζω.
Κι έτσι απόμεινα εδώ τις όχθες να χαζεύω.
Θνητό μυαλό Θνητό μυαλό που θεμελιώθηκες στη ζήλια του Αιώνιου και στην ευθεία του Σίγουρου ανδρώθηκες, δεν είδες τους κομμένους λαιμούς στο διάβα σου; τους σταυρούς δεν είδες, τα στέφανα και τα θυσιαστήρια; η λάβα δεν σε έκαψε; Θνητό μυαλό, γυμνό, με κόκαλα και χαρτομάντηλα για έρμα σου, πώς πας και μπαίνεις φώσφορος μες στα μποφόρ και στα λημέρια; Στο πρώτο φτερούγισμα γέρνουν τα κότσια σου, πέτρα η νύχτα, στάχτη ο δρόμος, στους βάλτους σπέρνεις αγριοκάτσικα. Ξεθυμασμένες προσπάθειες κάνεις παντιέρα, μέσα σε κάπνες κι αίματα σημαιοφόρος στρατού του μηδ’ ενός, χρισμένος το σημάδι στο μέτωπο, τράγος χωρίς κοπάδι, μες στα σφαγεία γκιζεράς.
στιγμή
Ήταν οι λέξεις λίγες Ο χρόνος τσιγάρο Τώρα ζούμε στον τοίχο Σαν σύνθημα αναρχικό
Ο μπαμπάς μου Ο μπαμπάς μου αγαπάει το αλκοόλ μα δεν το ξέρει! Το παρατάει καιρό, σαν την μαμά που χώρισαν, αλλά σαν συναντώνται φιλιούνται συνέχεια, ο μπαμπάς και το ποτήρι! Ο μπαμπάς μου αγαπάει τον κόσμο μα δεν το ξέρει! Λέει πως είναι σκυλικός ή κυνικός ή κάτι τέτοιο, μα στις ειδήσεις κλαίει! Ο μπαμπάς μου αγαπάει τις γυναίκες μα δεν το ξέρει! Δίνεται και του δίνονται, τις παρατάει και τον παρατάνε, σαν την μαμά που χώρισαν. Οργίζεται, βρίζει, μετανοιώνει, στο τέλος τις παντρεύεται.
Πυρ-Παράδεισος Πόσο δίπλα να κοιτάξεις και να μην καείς, που ό,τι αγαπάς, μύθος εν καμίνω. Πόσο μέσα σου να πνίγεσαι με σιγουριά ανάστασης, όταν δεξίματα και αναχωρήσεις νανουρίζεις με παρηγόριες που αντί μωρό, κάρβουν’ αναμμένα στην αγκαλιά σου σφίγγεις. Βαρίδι ο φίλος, πέτρα ο έρωτας, να μη ρωτάς, να βουτάς μόνο και πάλι πάτο να μη βρίσκεις. Παίρνεις ανάσα απ’ την αρχή, βαθύ πηγάδι ο παράδεισος και ορυχείο χωρίς στυλώματα, δε φτάνουν τρεις αρνήσεις να τον βρεις. Θέλει τους Λαιστρυγόνες ν’ αγαπήσεις και τους λωτούς της άγνοιας να γευτείς, να σκύψεις και μόνος σου να σηκωθείς, να φλέγεσαι και να συγχωρείς, τη φωτιά με τη φωτιά να σβήνεις.
Η μνήμη Η μνήμη δεν ξέρει γράμματα. Με μυρωδιές μιλάει και με νοήματα γλώσσας λειψής απ’ αριθμούς κι από στροφές. Η μνήμη ίσα ευθεία πάει πίσω σε μέρες και κάμαρες κοντές, και σε μεγάλες όχθες που σώματα τρυφερά αγκαλιάζονταν να ξαναγίνει ίσκιος και δέντρο που πετάνε σε ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα, η μνήμη που γράμματα δεν ξέρει. Κείθε μέσα καρτεράει αλαφιασμένη, και δροσερή σαν το παλιό πρωί επανέρχεται βροχή και φλόγα και ασβέστης σαν ξωκκλήσι σε γιορτή καλοκαιριού, η μνήμη άβυσσος χαρά στο όνειρο, ακάλεστη στο μεσημεριανό τραπέζι, στη νύχτα χάδι και απόσταση, η μνήμη πιο τελεσίδικη κι απ’ το θάνατο.
Πώς ο άνθρωπος γίνεται σκύλος! Όταν φιλάς το χέρι που σε δάγκωσε, όταν αγαπάς τα πόδια που σε κλώτσησαν, όταν της λογικής η μυρωδιά διορθώνει το ένστικτό σου, όταν μαζεύεις τις πέτρες που σου πέταξαν, όταν τις πληγές λογαριάζεις για χάδια, αρχίζεις σιγά-σιγά να γίνεσαι σκύλος. Όταν στη στάση περιμένεις την βροχή και σε προγκάνε τα παιδιά, όταν ντρέπεσαι που ντύθηκες τα ρούχα τους, όταν την πόρτα του παράδεισου χτυπάς κι αφού σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού στις λάσπες σε πετάξουν αδιαμαρτύρητο, τότε σκύλος αρχίζεις να γίνεσαι! Όταν μεγαλώνουν τα αυτιά σου αλλά το στόμα σου μαζεύεται,
όταν η μύτη και τα μάτια σου τρέχουν και σε τρομάζει η φωνή σου, όταν δεν χωράς στη μέρα και στη νύχτα περισσεύεις, όταν ο καθρέφτης σου σε φτύνει κι εσύ στις ξένες λέξεις ψάχνεις να κρυφτείς, το αλύχτισμά σου το τρύπιο θα μαρτυρά πως πάντα σκύλος ήσουν!
Τρίμματα
Καλομάθαμε! Αδυνάτισαν τα δόντια μας. Δεν μπορούμε να φάμε την αλήθεια ωμή!...
------------------------------------------
Να βουτάς στο πηγάδι και να βγαίνεις απέναντι. Να βουτάς στο σκοτάδι και να βγαίνεις πανσέληνος. Να καίγεσαι -δάσος καλοκαιρινόκαι να βγαίνεις πέτρα.
λερναία μάνα Στεγνή μου μάνα, η σκληρή σου αγάπη θα με κάνει άντρα; Στο σκιερό σου φώς ιδρώνω και κρυώνω, κι εσύ θεός με ζεσταίνεις και γλυκά απομακρύνεσαι. Όταν μεγαλώσω, όταν άντρας γινώ, θα μπορώ να σου πω πόσο αχάιδευτο με άφησες; Θα μπορέσω να σε χωρέσω ή να σε διώξω ίσως; Όταν μεγαλώσω, όταν άντρας γινώ, θα γίνω μάνα καλύτερη από σένα! Κι όλα τα φιλιά που μ' αρνήθηκες σ' όλες τις γυναίκες εγώ θα δώσω.
καθρέφτης Πόσο εσένα είδα σ' ένα καθρέφτη εντός μου! Εγώ εχθρός εγώ και φίλος! Σπασμένο κόκκαλο και γύψος-ίαμα συνάμα. Εγώ κι εχθρός, εγώ και Δάμων, εγώ ο δαίμων και τιμωρός ευδαίμων εσύ!
δεν είν' άνοιξη, φέτος, αυτή Τη θλίψη να μην είχα των ημερών, το ημερόβιο της παπαρούνας να μην έστεργα, μόνο της φλόγας το πορφυρό σκοτάδι να με άγγιζε και των πουλιών της άνοιξης η άγνοια κινδύνου. Μα να, που μένει μόνο το κάρβουνο για να με καίει λίγο πιο μέσα απ' τη φωτιά, μαύρο και συνεχώς καμίνι, αντίστροφη βάτος. (Αλλού, Κύριε, το θέαμα κι' αλλού το καύμα).
Ιησούς και Ιούδας Μετάλλαξε, εκποίησε, παράλλαξε! Είναι τόσες οι ευκαιρίες στη ζωή Που ο καθένας μπορεί Να γκρεμίζει, να χτίζει και να γίνεται θεός. Και το πνεύμα σαν κουρτίνα, Όμορφη κουρτίνα, Όμορφη, Μα πάντα σκιερή. Και ποιος να πάει σχολείο Που τα ξέρει όλα; Εγώ, αγάπη μου, εγώ, Εγώ, και γόβα να γίνω, να ταιριάξω στο μυαλό σου, Καναπές να ξαπλωθώ, το σχήμα σου να πάρω. Εγώ σταυρός στα όνειρά σου. Να γίνω Γολγοθάς, απ’ τον κόπο να σε βγάλω. Κάποιος πρέπει να έχει τ’ αρχίδια του Ιούδα. Αναστήσου εσύ! Εγώ κρεμάστηκα!
Οι ράγες
Κάθε πόνος σου καρφί □ Στις ράγες της ζωής σου. Κάθε καρφί και μέρα □ Κάθε μήνας κι ένα καρφί Να δένουνε οι ράγες □ Με τα καρφιά του πόνου Παράλληλες πάντα οι ράγες □ Με τον πόνο των καρφιών Παράλληλος πάντα ο πόνος □ Απ’ την αρχή ως το τέλος Κι ανάμεσα Χαλίκια και κενό! Δεν περνάει τραίνο σε τούτες τις γραμμές Οδοστρωτήρας αισθημάτων έρχεται όταν χιονίζει. Φαντάροι ξεχορταριάζουν τα περιθώρια Κι εργάτες με σύμβαση ορισμένου χρόνου Μαζεύουν κάθε μέρα Γόπες και αποτσίγαρα φιλιά. Σ’ αυτές τις ράγες τραίνο δεν προβλέπεται, Μον’ η καρδιά σου σταυρωμένη που θα τρέχει…
Ετούτο το φεγγάρι Ετούτο το φεγγάρι Γιγάντιο μηδενικό Μια πανσέληνος Μηδέν Εις το πηλίκον Εις το άπειρον Εις το εντός μου Άπειρον. Το Άπειρον Μηδέν Με κύκλωσε Πανσέληνο, Κουκούλι μέσα του να διπλώνω τα φτερά, Να καθρεφτίζομαι τσαλακωμένος Και Οιδίποδας τυφλός, Κάτω από ξένους προβολείς, Να παριστάνω Φώς. Πανσέληνο φεγγάρι, Χθεσινό φανάρι, Σημερινή θηλιά.
Το Αντίστροφο Αυγό
1. Μόλις γίνω πάλι παιδί Θα σε ξαναγαπήσω απ’ την αρχή.
2. Τη ξέρω αυτή τη μυρωδιά σου! Στην πρώτη μου ανάσα Ένα μουνί Με πασάλειψε με αίμα.
3. Μάνα Μουνί Μαρία Ένα Μι όλη μου η ζωή.
4. Ο μπαμπάς ξυριζόταν με ξυραφάκια Astor. Σαν πρωτότοκος Τον κληρονόμησα.
Τώρα κόβομαι κάθε μέρα.
5. Ο μπαμπάς καπνίζει «Έθνος Εξαιρετικά» Ζηλεύω που χτυπάει το τσιγάρο στο πακέτο: Ταπ ταπ ταπ.
6. Το βράδυ που θα ’ρθει ο μπαμπάς Θα μου φέρει καβούρια. Η μαμά θα του πει να με δείρει.
7. Ο μπαμπάς μυρίζει λευκό σαπούνι «Ερμής». Η μαμά κρεμάει το σκοινί.
8. Δε θέλω άλλα μπράβο. Να παίξω θέλω.
9. Ονειρεύτηκα τον πατέρα Που κέρδισε στη πρέφα.
Με κέρασε πορτοκαλάδα «Αγνή».
10. Ο πατέρας έχει χοντρά μπράτσα. Δουλεύει κομπρεσέρ στη ΜΟΜΑ. Είναι ο πιο δυνατός. Δεν μπορώ να τον πονέσω.
11. Όταν μεγαλώσω Θα φορέσω ρούχα αλλιώτικα Από του αδερφού μου.
12. Στον πυρετό μου βλέπω τεράστιους κύβους Ελαφριούς σαν πλανήτες. Εγώ είμαι βαρύς.
13. Όχι άλλο σαπούνι στον πωπό. Δεν είμαι δυσκοίλιος. Τα σκατά είναι που σιχαίνομαι.
14. Μ’ αρέσει η θεία μου.
Ντρέπομαι.
15. Φοβάμαι τα σκυλιά. Όταν μεγαλώσω Θα έχω δύο.
16. Δεν μπορώ να καταλάβω Τι με σπρώχνει να σπρώχνω το κορδωμένο μου πουλί Στην κοιλιά της Κατερίνας. Πονάει!
17. Όχι άλλες κουβέρτες. Μ’ ένα χάδι, μάνα, σκέπασέ με.
18. Μη με φασκιώνεις, μάνα! Θέλω ν’ αγγίζω το πουλί μου.
19. Να παίξουμε κρυφτό. Αν δεν με βρίσκετε
Στη μήτρα της μαμάς μου θα κοιμάμαι.
20. 'Οταν το τσόφλι μου θα ξανασπάσω στον εαυτό μου θα τυλιχτώ, σαν έμβρυο παρθένο θα ξεράσω τη σιγουριά που μου προσφέρατε εδώ.
Οι πουτάνες δεν φιλάμε
-Κοιμάσαι; Πες όχι! Γιατί παγώνουνε τα χέρια μου; Γιατί τα πόδια μου δεν με κρατάνε;
-Είναι που άπληστα πήρα το ρόλο σου. Υπέροχα τα ρούχα σου μου πάνε, να τρυφερεύω όμως, δεν μπορώ αιώνια, χάνω τα λόγια μου, πέφτω απ’ τα κλώνια, θυμώνει ο σκηνοθέτης. Ξαναβουτώ μονός στο ορυχείο μου, γδύνομαι το δέρμα, τους δυναμίτες ζώνομαι, και αμαυρώνομαι της ενοχής επαίτης. Τα φωνήεντα αισθήματα ακόμ' αχολογάνε, μα να πνιγώ ή να σωθώ στο στόμα σου δεν το μπορώ, μη το ζητάς, είναι γνωστό από παλιά, στο στόμα, οι πουτάνες δεν φιλάμε…
Άλλο Rodin κι άλλο Cobain!
Μόλις βρω τα βήματά μου Θα σύρω τον δικό μου τον χορό. Μπορεί να είναι τσάμικος Μπορεί και heavy metal.
Που πα’ ρε γύφτο με το τζήν, Εδώ χορεύει το ευ ζείν!
παράπονο Χαρά στη μνήμη που σε παίζει σα τραπουλόχαρτο κάτω απ’ το τραπέζι. Χαρά στη λήθη που σκορπάς ανθέ της πέτρας, δε με χωράςμε μεθάς. Φυόμαστε (πότε pause και πότε play) στο δευτερόλεπτο που κλαίει εν’ αγγελάκι πεταμένο, ορφανό, σ’ ένα παράδεισο βουβό, χωρίς θεό. Καλώδιο είμαι δίχως άκρη. Φέγγω στη νύχτα φαναράκι, πυγολαμπίδα στου διάσελου το STOP σαν ένα γήπεδο χωρίς γκολπόστ∙ vemë më posht!*