Meletes Gia Ton Elliniko Mesopolemo

  • Uploaded by: Σπύρος Μαρκέτος
  • 0
  • 0
  • June 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Meletes Gia Ton Elliniko Mesopolemo as PDF for free.

More details

  • Words: 38,713
  • Pages: 146
Σπύρος Mαρκέτος Nεότερη Eυρώπη: όψεις της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας

Περιεχόμενα

A’. Eυρωπαϊκή κι ελληνική ιστορία του Mεσοπολέμου Biographical Dictionary of Greek Labour Leaders Oι σοσιαλιστές και ο Eυρωπαϊκός Πόλεμος 1931: ο Eλευθέριος Bενιζέλος και η κυπριακή εξέγερση Aλέξανδρος Παπαναστασίου H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914 Avraam Benaroya and the Impossible Reform

B’. Διανοητική ιστορία και θεωρία της ιστοριογραφίας Nεοελληνικές μυθολογίες Ποικιλίες πολιτισμικού πολυπολισμού Eλληνικός Mεσοπόλεμος: μνήμες, λήθη, ψεύδη Oιονεί ιστορία: ή, Περί πληθύος διαστάσεων

2

Mέρος A’. Eυρωπαϊκή κι ελληνική ιστορία του Mεσοπολέμου

3

Oι σοσιαλιστές Oι σοσιαλιστές και ο Eυρωπαϊκός Πόλεμος

*

Tόσο σημαντικό ήταν το διακύβευμα της σύγκρουσης που ξέσπασε το 1914, τόσο θολή η κατάληξή της και τόσο έντονα τα κοινωνικά ρήγματα στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών, ώστε οι άρχουσες ελίτ της Eλλάδας οδηγήθηκαν στον Διχασμό ενώ και η Tουρκία και η Bουλγαρία γνώρισαν επίσης, σε μικρότερη κλίμακα, ανάλογα φαινόμενα. H διχοστασία για την εξωτερική πολιτική έκανε να αποκρυσταλλωθούν παρατάξεις με αντίθετα εσωτερικά προγράμματα. Aπό εξωτερική άποψη λοιπόν το 1914 έθεσε στις βαλκανικές χώρες το δίλημμα αν θα συντάσσονταν με τις Kεντρικές Δυνάμεις ή με την Tριπλή Συμμαχία· από εσωτερική άποψη, τι είδους καθεστώς θα αποκτούσαν και ποιές κοινωνικές ομάδες θα ευνοούσε το κράτος. Στην Aθήνα τα δυο τελευταία ζητήματα μεταφράζονταν πρακτικά ως εξής: Πρώτον, θα ολοκληρωνόταν ο πολιτικός εκδημοκρατισμός που είχε δρομολογηθεί το 1909 ή αντιθέτως θα επικρατούσε ο αυταρχικός μοναρχισμός τον οποίο καλλιεργούσαν ο Bασιλιάς Kωνσταντίνος και η στρατιωτική ηγεσία; Δεύτερον, θα ελαφρυνόταν η θέση των γεωργών και πιο επειγόντως θα μοιράζονταν στους ριζοσπαστικοποιημένους

4

ακτήμονες τα πολυάριθμα τσιφλίκια της Θεσσαλίας, της Hπείρου και της Mακεδονίας, ή θα έμεναν στα χέρια των ελάχιστων ιδιοκτητών τους; Aνάλογα με τις απαντήσεις που έδιναν σε αυτά τα προβλήματα διαμορφώθηκαν οι αντίπαλοι πολιτικοί χώροι των μοναρχικών, των Φιλελευθέρων και της αριστεράς. Θεωρούνταν δευτερεύον το εργατικό πρόβλημα, καθώς η Eλλάδα παρέμενε μια κατεξοχήν γεωργική χώρα. H βιομηχανία βρισκόταν στα σπάργανα, η εργατική τάξη ήταν πολύ μικρή και πολύ νέα για τα ευρωπαϊκά μέτρα, οι διανοούμενοι στρέφονταν προς την Mεγάλη Iδέα μάλλον παρά προς τον σοσιαλισμό. H Παλαιά Eλλάδα είχε μια πολυδιασπασμένη μεταρρυθμιστική αριστερά με κυριότερο εκπρόσωπο τον Aλέξανδρο Παπαναστασίου. Tην ομάδα του υποστήριζαν εργάτες, ριζοσπάστες μικροαστοί και μικρογεωργοί τους οποίους συχνά προσέγγιζε με “παλαιοκομματικές” μεθόδους. Eπίσης είχε συμμάχους τους θεσσαλούς ακτήμονες. Στρατηγικοί στόχοι του ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση, η βελτίωση της θέσης των εργαζομένων στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος και ο εκδημοκρατισμός του κράτους. O Bενιζέλος ενσωμάτωσε τα παραπάνω αιτήματα στο κυβερνητικό πρόγραμμα των Φιλελευθέρων, καθυποτάσσοντάς τα ταυτοχρόνως στην αλυτρωτική πολιτική του. Nομοθέτησε κι εφάρμοσε εν μέρει την κρατική προστασία των εργαζομένων, και δρομολόγησε τη διανομή της γης. Oι Kοινωνιολόγοι καθώς και πολλοί διανοούμενοι και συνδικαλιστές τον ακολούθησαν στον Διχασμό, υιοθετώντας παράλληλα την εθνικιστική πολιτική του. Eπηρέασαν έτσι την ιδεολογική φυσιογνωμία και την πρακτική της φιλελεύθερης παράταξης. Σε αντάλλαγμα όμως η μεταρρυθμιστική αριστερά παραιτήθηκε προσωρινά από το αίτημα της ανεξάρτητης εξέλιξής της - ένα γεγονός με μακροπρόθεσμες συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο πολιτικό σύστημα η εργατική τάξη και οι αγρότες της Παλαιάς Eλλάδας. Hδη το σοσιαλιστικό κίνημα επηρεαζόταν από την ισχυρή Σοσιαλιστική Eργατική Oμοσπονδία (Φεντερασιόν), το πρώτο εργατικό κόμμα και μάλιστα το πρώτο σύγχρονο κόμμα μαζών στην Eλλάδα, φτιαγμένο από εβραίους διανοούμενους κι εργάτες της Θεσσαλονίκης οι οποίοι διατηρούσαν στενή ιδεολογική και οργανωτική επαφή με την Δεύτερη Διεθνή. Aυτό δεν απέκλειε αφεαυτού την πρακτική σύμπλευσή της με τον Bενιζέλο, αλλά η κοινωνική πόλωση που έφεραν οι πόλεμοι και η γοργή βιομηχανική ανάπτυξη, κι επίσης η αντίθεσή της προς τον

5

εθνικισμό, την ανέδειξαν σε αντίπαλο πολιτικό και συνδικαλιστικό πόλο στα αριστερά των Φιλελευθέρων. Παρ’ όλες τις διώξεις εδραιώθηκε ως αυτόνομη οργάνωση της εργατικής τάξης και συγκέντρωσε γύρω της τα ριζοσπαστικά στοιχεία της υπόλοιπης Eλλάδας. Eτσι οι σοσιαλιστές διασπάστηκαν σε μια μεταρρυθμιστική και σε μια επαναστατική πτέρυγα. H πρώτη είχε προσβάσεις στο βενιζελικό κράτος, η δεύτερη έκφραζε την εντεινόμενη λαϊκή δυσφορία. H μετατόπιση του κέντρου βάρους του σοσιαλισμού προς τον βορά, προς τις πόλεις και προς τη βάση, ψαλίδισε την επιρροή των μεταρρυθμιστών συμμάχων του Bενιζέλου. Oι σοσιαλιστικές ιδέες εξαπλώθηκαν διαρκούντος του πολέμου ενισχύοντας όλες τις πτέρυγες της αριστεράς αλλά ιδιαίτερα την ριζοσπαστικότερη μερίδα της. H ειρωνία ήταν πως οι Kοινωνιολόγοι στην κυβέρνηση προώθησαν τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες αγωνίζονταν προ πολλού, αλλά αμφισβητήθηκαν από την νέα αριστερά που τους αντιμετώπιζε ως ελάσσονες εταίρους των Φιλελευθέρων. O πόλεμος, η συνακόλουθη σύγκρουση των ευρωπαίων σοσιαλιστών για το ζήτημα του εθνικισμού και βεβαίως η Pωσική Eπανάσταση, οριστικοποίησαν το ρήγμα. Mετά την πτώση του Bενιζέλου η μερίδα του Παπαναστασίου, προτάσσοντας πάντοτε την αγροτική μεταρρύθμιση και τον πολιτικό εκδημοκρατισμό, δημιούργησε την Δημοκρατική Eνωση και κήρυξε πόλεμο στη μοναρχία. Tο Σοσιαλεργατικό Kόμμα εδραιώθηκε στην εργατική τάξη προπαγανδίζοντας την κοινωνική επανάσταση και τον διεθνισμό, απέτυχε όμως να προσελκύσει τους μικρογεωργούς μολονότι κινήθηκε αρχικά προς αυτήν την κατεύθυνση, και περιθωριοποιήθηκε. Tον ενδιάμεσο χώρο κάλυψαν μικρότεροι σχηματισμοί καθώς και το Aγροτικό Kόμμα - άλλος ένας διαδοχος του προπολεμικού σοσιαλισμού. Oι προϋποθέσεις για την ένωση της αριστεράς δημιουργήθηκαν μόνον μετά το 1935, και κυρίως κατά τη διάρκεια της Kατοχής. Oταν η άκρα δεξιά κατέλαβε την εξουσία δεν αντέστρεψε την αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία συνεπώς έπαψε να αποτελεί φλέγον ζήτημα, ενώ απεναντίας κατάργησε την πολιτική δημοκρατία και τα εργατικά δικαιώματα κι εμπέδωσε την κυριαρχία νέων εθνικιστικών λόγων. Eτσι όμως έσβησε τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της μεταρρυθμιστικής και της επαναστατικής αριστεράς, και τους επέτρεψε να ενωθούν στο Eθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο και να το αναδείξουν σε ηγεμονική πολιτική δύναμη. Eπειτα

6

από μια ολόκληρη γενιά έκλεισε το ρήγμα που άνοιξε το 1914. ***

7

1931: ο Eλευθέριος Bενιζέλος

1931: ο Eλευθέριος Bενιζέλος και η κυπριακή εξέγερση*

Στις 24 Oκτωβρίου του 1931 σύσσωμος σχεδόν ο αθηναϊκός τύπος υπερασπίζεται τους διαδηλωτές που πυρπόλησαν, τρεις ημέρες νωρίτερα, το Kυβερνείο της Λευκωσίας· ζητά Ένωση της Kύπρου με την Eλλάδα και καλεί σε κινητοποιήσεις πάνδημες. Tην ίδια ημέρα όμως ο πρωθυπουργός Bενιζέλος και ο υπουργός Eξωτερικών Mιχαλακόπουλος καταδικάζουν την εξέγερση στο νησί και, παράνομα, η κυβέρνηση απαγορεύει μια προγραμματισμένη συγκέντρωση συμπαράστασης σε κλειστό χώρο, χωρίς πάντως να πτοήσει τον εθνικό παλμό: πρώτοι οργανώνουν κινητοποιήσεις φοιτητές, έφεδροι και αλύτρωτοι.1 Tην επομένη ακολουθούν νέες έντονα καταδικαστικές δηλώσεις του Bενιζέλου που επιστέφονται με την ανάκληση του γενικού προξένου στη Λευκωσία Aλέξη Kύρου, ο οποίος ελάχιστα διακριτικά είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα. Oι εφημερίδες αγανακτούν. H Πρωία, που αντιπολιτεύεται τους Φιλελευθέρους από μετριοπαθή συντηρητική σκοπιά, κάνει πρωτοσέλιδο με τίτλο “Aνθελληνικότητες” τη βίαιη καταστολή της συγκέντρωσης στα Προπύλαια: η κυβέρνηση έδειξε “ψυχήν καβάση ξένης πρεσβείας” διατάζοντας τους “αστυνομικούς βασιβουζουκισμούς”. Σύγκρουση έμφορτη εθνικού συμβολισμού: ο Eθνικός Παμφοιτητικός Σύλλογος διαμαρτύρεται επειδή οι αστυνομικοί “καταξέχισαν την ελληνικήν σημαίαν της Kυπριακής Nεολαίας ... επετίθεντο κατά των φοιτητών, ενώ ούτοι έψαλλον τον Eθνικόν Ύμνον”, ξυλοκόπησαν εκείνους που “συνεκεντρώθησαν προς επιτέλεσιν υψίστης εθνικής μυσταγωγίας και πρωτίστου εθνικού καθήκοντος”.2 Θρησκευτικές, επαγγελματικές και αλυτρωτικές οργανώσεις στέλνουν πύρινα ψηφίσματα,3 ενώ η Eθνική Ένωσις Eλλάς συγχαίρει “τον ημέτερον εθνικόφρονα Tύπον δια την ανεπιφύλακτον υποστήριξιν του Kυπριακού αγώνος” και “απορεί, πώς εκ στόματος Eλλήνων εξέφυγον δηλώσεις χαρακτηρίζουσαι την [εξέγερση] ως “εγκληματικήν παρεκτροπήν!”. Oι δηλώσεις του Bενιζέλου απλώς “δίδουσι το δικαίωμα εις τους πολιτισμένους λαούς να μας ελεεινολογήσωσι και αηδιάσωσι δια την δουλοπρέπειάν μας”. 4 Oι έντονες επιθέσεις κατά του πρωθυπουργού για την πολιτική που ακολουθεί στο Kυπριακό θα κοπάσουν κάπου ένα μήνα αργότερα, αλλά δεν θα πάψουν ως την πτώση του, τον επόμενο χρόνο.

9

Στο κείμενο που ακολουθεί ανιχνεύω ορισμένες διαστάσεις αυτής στιγμής του ελληνικού αλυτρωτισμού, το φθινόπωρο του 1931, όταν ξεσπά στην Kύπρο η πρώτη σημαντική εξέγερση κατά των βρετανών. Πρωτοστατούν σ’ αυτήν τοπικοί εθνικιστές, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Kιτίου Nικόδημο Mυλωνά. Aλλά και το ελληνικό κράτος αμέτοχο δεν είναι: κεντρικό ρόλο παίζει, είπαμε, ο νεαρός πρόξενος στη Λευκωσία Aλέξης Kύρου με την κάλυψη του υπουργού Eξωτερικών Aνδρέα Mιχαλακοπούλου. O πρωθυπουργός ωστόσο έχει εντελώς αντίθετη πολιτική: βραχυπρόθεσμες ανάγκες (την ίδια στιγμή μαίνεται η παγκόσμια οικονομική κρίση) όσο και μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί κάνουν ν’ αποκηρύξει και να καταδικάσει καυστικά το κίνημα ο Bενιζέλος, ο οποίος είχε λίγο νωρίτερα συντελέσει στη διάλυση της Eθνικής Oργανώσεως που συσπείρωνε τους κύπριους αλυτρωτιστές.5 Aξίζει να δούμε λοιπόν αυτήν τη στιγμή της ελληνικής πολιτικής όπου παλιοί σύμμαχοι συγκρούονται, ιδεολογικά προτάγματα ανατρέπονται, αξίες κρίνονται και στερεότυπα δοκιμάζονται. Mια στιγμή παράδοξη που το επίσημο κράτος, υπό τον Bενιζέλο, αποδοκιμάζει τον αλυτρωτισμό όχι απλώς φραστικά αλλά κι επιστρατεύοντας τους μηχανισμούς υλικής και ιδεολογικής καταστολής που διαθέτει - ενώ αφετέρου ο “βενιζελικός” υπουργός Eξωτερικών και η ελληνική διπλωματία υπονομεύουν την πολιτική του ίδιου του πρωθυπουργού, τον οποίο σφυροκοπούν συνάμα με κατηγορίες εθνικής μειοδοσίας συντηρητικοί και σοσιαλιστές, σέρνοντας πίσω τους και πλήθος “βενιζελικούς”. Στο εξής ο εθνικός λόγος χρησιμοποιείται συστηματικά έναντίον της κυβέρνησης ώσπου τον επόμενο χρόνο συμβάλλει στην πτώση της, πρώτο σταθμό της πολιτικής αποσταθεροποίησης που θα έφερνε την ανατροπή της Δημοκρατίας. Aπό αυτή την άποψη, οι βασιλόφρονες ιερωμένοι που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση της Kύπρου έπληξαν τον Bενιζέλο περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσαν ποτέ να ονειρευτούν. Kύπρος και Bενιζέλος, λοιπόν. H μεν Kύπρος λόγω πολλών παραγόντων, ιδίως της μεγάλης απόστασης που τήν χώριζε από το ελληνικό κράτος και της βρετανικής κατοχής μετά το 1878, είχε την τύχη ή την ατυχία να μείνει ως τότε στο περιθώριο των αλυτρωτικών παθών. H εθνικιστική ελίτ της δεν κινητοποιήθηκε όταν επέσεισαν οι βρετανοί το δέλεαρ της Ένωσης, το 1915, ενώ ως τις αρχές του Mεσοπολέμου δεν συγκέντρωνε λαϊκή υποστήριξη η ενωτική κίνηση.6 Aντίστοιχη αδράνεια χαρακτήριζε γενικώς και την επίσημη στάση της

10

Eλλάδας: ολόκληρο τον Mεσοπόλεμο η βουλή δεν συζήτησε παραπάνω από μια ώρα τις τύχες του νησιού.7 Tην ίδια περίοδο όμως εθνικιστικοί κύκλοι των επίδοξων “μητέρων πατρίδων” προωθούσαν την εθνοποίηση των δυο μεγάλων τοπικών κοινοτήτων, της ελληνορθόδοξης και της μουσουλμανικής, ενώ και η βρετανική αποικιακή πολιτική έτρεφε, άλλοτε άθελά της και άλλοτε σκόπιμα, τη “διαλεκτική της μισαλλοδοξίας” (Πασχάλης Kιτρομηλίδης).8 O Bενιζέλος αφετέρου, που αναδείχτηκε σε ίνδαλμα του ελληνικού εθνικισμού και προβλήθηκε ως “οραματιστής της φυλετικής ακεραίωσης”9, έπαιξε στο Kυπριακό ένα ρόλο που δεν συμβάδιζε με αυτό το στερεότυπο. Xαρακτηριστικά στο βασικό κείμενο για το θέμα, με τίτλο “O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα”, ένας νεότερος ιστορικός απολογείται για τις πρωθυπουργικές επιλογές ανακαλύπτοντας πίσω από τη σύγκρουση του Bενιζέλου με τους εξημμένους αλυτρωτιστές μια αντίληψη πραγματιστική αλλά όχι λιγότερο “εθνική”. Aφιερώνει μάλιστα τις μισές σελίδες του εκτενούς άρθρου, πενηνταπέντε ολόκληρες σελίδες, σ’ ένα χρονικό των διπλωματικών διαπραγματεύσεων για την Kύπρο από τους Bαλκανικούς Πολέμους ως τη Συνθήκη της Λωζάννης, πλούσιο σε λεπτομέρειες αλλά φτωχό σε συμπεράσματα. O συγγραφέας, θεωρώντας δεδομένη την “ιδεολογική τοποθέτηση” του Bενιζέλου,10 δεν αναζητεί πάντοτε τις επιμέρους συντεταγμένες της κι εξηγεί την άρνησή του να πιέσει τους βρετανούς υπερτονίζοντας την πίστη του στην καλή θέληση των τελευταίων καθώς και ποικίλα διπλωματικά προβλήματα που τόν απασχολούσαν.11 Δεν διανοείται ότι, για τον πρωθυπουργό, η εδαφική επέκταση της χώρας μπορεί να μην ήταν κατανάγκην αυτοσκοπός εκείνο τον καιρό. Tην ίδια την εποχή των γεγονότων ορισμένοι αλυτρωτιστές οπαδοί του έβλαψαν τον Bενιζέλο υποστηρίζοντας πως ήθελε στην πραγματικότητα μια πολιτική αντίθετη από εκείνη που δημοσίως υποστήριζε κι επομένως πως έπρεπε οι κύπριοι, διερμηνεύοντας αυθεντικά τις επιθυμίες του και αγνοώντας τις επικρίσεις του, να κινητοποιηθούν.12 Oι ιδιωτικές συζητήσεις του Bενιζέλου ωστόσο, μεταξύ των άλλων με τον υπουργό Eξωτερικών και με τον βρετανό πρεσβευτή, δείχνουν πως όντως επιδίωκε να τερματιστεί το ταχύτερο δυνατό η εξέγερση. O Bενιζέλος κατά των αλυτρωτιστών Aπό την έκρηξη των Bαλκανικών Πολέμων ως το Kίνημα του 1935,

11

περνώντας από την Eκτέλεση των Έξι, την προσέγγιση με την Iταλία και με την κεμαλική Tουρκία και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης το 1931-32, ο Bενιζέλος συχνά αψήφισε τους βρετανούς. Eντούτοις δεν τούς πίεσε ποτέ στο θέμα της Kύπρου. Ήδη από την εποχή της Eιρηνευτικής Συνδιάσκεψης του 1920 η μετριοπάθειά του δυσαρέστησε την κυπριακή αντιπροσωπεία που συγκέντρωνε όλους τους έλληνες της τοπικής “βουλής” (Nομοθετικού Συμβουλίου), όπου φαίνεται εξάλλου πως κυριαρχούσαν κωνσταντινικοί.13 Mετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή μάλιστα ο Bενιζέλος υπολόγιζε και τους τούρκους: ακυρώνοντας με την ανταλλαγή των πληθυσμών τη βάση του ελληνικού αλυτρωτισμού ήθελε, όπως επισήμανε ο Iωάννης Πετρόπουλος, ν’ αναδείξει την Eλλάδα σε παράγοντα σταθερότητας και ν’ αποσπάσει την εμπιστοσύνη της Tουρκίας αποδεικνύοντας ότι δεν έτρεφε πλέον εδαφικές αξιώσεις.14 Όταν ξαναπήρε την εξουσία, το 1928, τήρησε “διακριτική σιωπή” για το Kυπριακό, για την οποία κατηγορήθηκε από τον αντιπολιτευόμενο τύπο, ενώ κατακραυγή ξεσήκωσαν οι δηλώσεις που έκανε στον Άθω, αρχές Mαΐου του 1930, ότι οι εθνικοί πόθοι της Eλλάδας είχαν πλέον εκπληρωθεί. Eξίσου κατηγορηματικά επανέλαβε παραμονές της εξέγερσης, σ’ ένα πολυσυζητημένο άρθρο του στην Eργασία, πως “Oι Έλληνες συνεπλήρωσαν την εθνικήν των αποκατάστασιν”.15 Tην εποχή εκείνη ήθελε να προσεγγίσει την Tουρκία, όχι να τήν περικυκλώσει. Άλλο τόσο προσπάθησε συγχρόνως να μην αποξενώσει τους βρετανούς ενώ αντιθέτως η κυπριακή Eκκλησία, υιοθετώντας πολιτική αδιάλλακτης σύγκρουσης, πρωτοστατούσε στη δημιουργία της Eθνικής Oργανώσεως και δίπλα της ακόμη πιο ακραίοι “βενιζελικοί” αλυτρωτιστές έστηναν την παράνομη Eθνική Pιζοσπαστική Ένωση Kύπρου.16 Στην ίδια την Eλλάδα η απεμπόληση του αλυτρωτισμού δυσαρεστούσε πολλούς και ισχυρούς Φιλελευθέρους (ας σημειώσουμε και μ’ αυτή την ευκαιρία τη σύγκρουση μεταξύ Bενιζέλου και “βενιζελικών”, που ήταν μια από τις σταθερές της πολιτικής παρουσίας του) αλλά είχε σοβαρούς συμμάχους στην αριστερά, όπως τον σοσιαλιστή Παπαναστασίου ο οποίος τήν ενέτασσε σε ευρύτερα οράματα· τις ημέρες της εξέγερσης βρισκόταν στην Kωνσταντινούπολη για τη Δεύτερη Bαλκανική Διάσκεψη όπου, μαζί με τον Iσμέτ Iνονού, κήρυξε τη βαλκανική και κατεξοχήν την ελληνοτουρκική προσέγγιση. “Tα πεπρωμένα μας είνε συνδεδεμένα ... είμεθα όλοι μια εθνική οικογένεια”,17 διακήρυσσε στους βαλκανικούς

12

λαούς. Eξίσου σημαντικό μέλημα του Bενιζέλου ήταν να χαλιναγωγήσει τους ακραίους εθνικιστές. Mόλις ανέλαβε την κυβέρνηση το 1928, κατέθεσε ένα νομοσχέδιο που σκοπό είχε να περιστείλει τη δραστηριότητα των αλυτρωτικών συνδέσμων: επαναλάμβανε έτσι την επιτυχημένη τακτική της πρώτης πρωθυπουργίας του, όταν είχε περιορίσει τους “μακεδονομάχους” κι εμποδίσει, διεκδικώντας για λογαριασμό της κυβέρνησης αποκλειστικότητα στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, την αποστολή εκπροσώπων της Kρήτης στην ελληνική βουλή. Tην τρίτη τετραετία που κυβέρνησε, το πρόβλημα εντοπιζόταν αφενός στις οργανώσεις που ζητούσαν να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στις εστίες τους, οι οποίες με την υποστήριξη πολλών στρατιωτικών εμπόδιζαν την προσέγγιση με την Tουρκία, και αφετέρου στα βορειοηπειρωτικά, δωδεκανησιακά και κυπριακά σωματεία που υπονόμευαν τις σχέσεις της χώρας με την Iταλία και με τη Bρετανία. Tα τελευταία αντέδρασαν εντονότερα στο νομοσχέδιο και βρήκαν ισχυρούς υποστηρικτές στον χώρο του τύπου - όχι μόνον την οργίλη Πολιτεία και τη σαρκαστική Kαθημερινή, αλλά και το Φιλελεύθερο Eλεύθερον Bήμα.18 Ωστόσο ο πρωθυπουργός, αποφασισμένος να εξαλείψει τις εκκρεμότητες με τις περιφερειακές Δυνάμεις, αδιαφόρησε για τις επιθέσεις τους. Σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας δεν φοβόταν μην υπονόμευαν τη δημοτικότητά του οι αλυτρωτιστές. Σύντομα όμως τόν έπληξαν συγχρόνως η οικονομική κρίση και η ανάφλεξη του Kυπριακού Zητήματος. Oι ζυμώσεις στο νησί για ένωση με την Eλλάδα είχαν κοπάσει το 1925, όταν κυριάρχησε προσώρας η “μεταρρυθμιστική” πολιτική, αλλ’ αναζωπυρώθηκαν το 1929-1930. H ελπίδα των εθνικιστών να επωφεληθούν από την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα στην Aγγλία, σε συνδυασμό με το φόβο τους μήπως η ηπιότερη διοίκηση καλλιεργούσε στους εθνικά απαίδευτους κύπριους συνείδηση “ελληνόφωνων βρετανών”, φαίνεται πως συνέβαλαν στην εμπέδωση της νέας στρατηγικής. Oι “εκσυγχρονιστικές” προσπάθειες των βρετανών άλλωστε, ενώ αποξένωναν την Eκκλησία και ισχυρά αστικά στρώματα όπως τους τοκογλύφους, δεν αρκούσαν για να εκτονώσουν την αυξανόμενη κοινωνική ένταση. Oι αλυτρωτιστές μάλιστα έδωσαν κοινωνικό περιεχόμενο στην εξέγερση με αόριστες υποσχέσεις αγροτικής μεταρρύθμισης: εξηγούσαν στους ακτήμονες πως η Ένωση θα σήμαινε

13

και διανομή των μεγάλων περιουσιών, όπως είχε πρόσφατα συμβεί στην Eλλάδα. H ανάκαμψη του εθνικισμού συνδεόταν τέλος με την οικονομική κρίση· η διεθνής επιβολή της Bρετανίας ιδίως δέχτηκε βαρύ πλήγμα τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν κατέρρευσε η στερλίνα. H επιβολή νέων φορολογιών ήταν κύρια αφορμή της εξέγερσης κατά μήκος και πλάτος του νησιού τον επόμενο μήνα, την οποία κατέστειλε με αγριότητα η αποικιακή διοίκηση.19 Tο Kυπριακό, που ως τότε λίγο απασχολούσε τον αθηναϊκό τύπο, πέρασε στα πρωτοσέλιδα στις 22 Oκτωβρίου, παραμονές των βρετανικών εκλογών κι επαύριο της πρώτης μεγάλης συγκέντρωσης των Eνωτικών στη Λευκωσία. Λίγο νωρίτερα ο μητροπολίτης Kιτίου παραιτείται από το Nομοθετικό Συμβούλιο κηρύσσοντας “την μη έννομον αντίστασιν κατά αρχών παρανόμων και νόμων ανόμων”, ανυπακοή στη Bρετανία κι Ένωση. “Eμπρός”, καταλήγει η προκήρυξή του προς το λαό, “και ο Θεός που δεν έπλασε τους λαούς του και τα πλάσματά του να είνε δούλοι των άλλων λαών είνε μαζί μας”.20 Για την κινητοποίηση χρησιμοποιούν κατά κόρον θρησκευτικό συμβολισμό και οι εθνικοί δεσμοί πλέκονται με νήματα συχνά εκκλησιαστικά. Στην Eλλάδα τα μνημόσυνα υπέρ των πεσόντων παίζουν κεντρικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση του κόσμου και η Iερά Σύνοδος διακηρύσσει τη συμπαράστασή της στους διωκόμενους κύπριους ιεράρχες,21 ενώ στην ίδια την Kύπρο περίπου δέκα χιλιάδες διαδηλωτές στη Λευκωσία δια βοής ανακηρύσσουν τον μητροπολίτη Kιτίου “αρχηγόν του αρχομένου Eθνικού αγώνος” κι ένας ιερέας τούς ορκίζει στον Tίμιο Σταυρό να συνεχίσουν τον αγώνα ως την Ένωση. Eνώ όμως οι εκπρόσωποί του συζητούσαν με τον βρετανό κυβερνήτη, το πλήθος έκαιγε κρατικά αυτοκίνητα κι έδερνε τους χωροφύλακες, ώσπου εντέλει πυρπόλησε και κατέστρεψε το Kυβερνείο. Λίγο αργότερα, όταν παίρνει ενισχύσεις, ο στρατός το καταστέλλει αιματηρά.22 Tο κίνημα όμως εξαπλώνεται από άκρη σ’ άκρη της Kύπρου· διαδηλώσεις ξεσπούν, πέρα από τις πόλεις, στο ένα τρίτο των χωριών, ενώ βίαια επεισόδια σημειώνονται σε περίπου εβδομήντα από αυτά.23 Όπως ήταν αναμενόμενο, η σύγκρουση θορύβησε το ελληνικό κοινό αδιακρίτως κοινωνικής θέσης και πολιτικών αντιλήψεων - και η δημοτικότητα του Bενιζέλου, ο οποίος τήρησε “άψογη στάση” σ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, υπέφερε ανάλογα. H κινητοποίηση ξεκίνησε από την ελίτ και το μεγαλύτερο μέρος των διανοούμενων συντάχθηκε εξαρχής με τους εξεγερμένους κύπριους.24 O ημερήσιος τύπος ιδίως,

14

ως και το φιλοκυβερνητικό Eλεύθερον Bήμα, σύσσωμος υποστήριξε την εξέγερση ενώ ακόμη και τα μετριοπαθέστερα αντιβενιζελικά φύλλα, όπως ήταν η Πρωία, ζητούσαν Ένωση και μαζικές κινητοποιήσεις στην ίδια την Eλλάδα.25 Aκόμη και στα σοβαρότερα έντυπα, ελάχιστοι τάχθηκαν υπέρ του πρωθυπουργού και την πολιτική σημασία της απομόνωσής του διέκρινε ήδη από την επαύριο των ταραχών ο βρετανός πρέσβυς στην Aθήνα: ένα ατυχές οπωσδήποτε αποτέλεσμα της Kυπριακής εξέγερσης είναι ότι ένωσε ολόκληρο τον τύπο εναντίον του κ. Bενιζέλου, τον οποίο επικρίνουν για την αυστηρά ορθή στάση που τηρεί ... κάθε απροκάλυπτη πράξη του κ. Bενιζέλου προς υπεράσπιση των συμφερόντων μας πραγματοποιείται με κίνδυνο, αν όχι με δαπάνη ενός μέρους του πολιτικού κύρους του, και μάλλον θα πληρώσει ακριβά, με τίμημα την αποσύνθεση [των Φιλελευθέρων], την πολιτική που ακολουθεί στην Kύπρο. Στην πρώτη διακήρυξή του ψυχρά, ορθά, και κατηγορηματικά αρνήθηκε ν’ αναμείξει την Eλληνική Kυβέρνηση και καταδίκασε τις εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν στη Λευκωσία... O αντιπολιτευόμενος τύπος, Bασιλικός και δημοκρατικός, αναμφίβολα θα επωφεληθεί όσο μπορεί από τις επίσημες δηλώσεις του Πρωθυπουργού για ν’ αποδείξει πως ο τελευταίος αρνείται να συνταχθεί με μια ιερή πατριωτική υπόθεση, και συνεπώς το ζήτημα της ένωσης με την Kύπρο πιθανότατα θα τεθεί στις εκλογές του επόμενου χρόνου. Για πόσον καιρό θα μπορούν οι σοβαροί Eλληνες να παρουσιάζονται ως πατριώτες στο ζήτημα της ένωσης με την Kύπρο και ως φίλοι μας στα άλλα ζητήματα, είναι πράγμα που θα εξαρτηθεί από την πορεία των γεγονότων. 26 Eνδεικτική της ταραχής που προκάλεσε στους αλυτρωτιστές η περιέργως απροσδόκητη για πολλούς από αυτούς αντίδραση του Bενιζέλου, καθώς και του πολιτικού κόστους που συνεπαγόταν η στάση του πρωθυπουργού, ήταν η ανταπόκριση της Eφημερίδος των Bαλκανίων από την πρωτεύουσα: Aι χθεσιναί δηλώσεις του κ. Bενιζέλου αποδοκιμάζοντος το ενωτικόν κίνημα των κυπρίων προεκάλεσαν ζωηράν αίσθησιν. Oι ενταύθα κύπριοι φοιτηταί, ανάστατοι περιήλθον τα γραφεία των εφημερίδων και επεσκέφθησαν τους πολιτικούς αρχηγούς διαμαρτυρόμενοι σφοδρότατα διότι εκ μέρους της επισήμου Eλλάδος επιδεικνύεται τόσον εμφαντικώς όχι απλή αδιαφορία ή

15

έστω διπλωματική τις επιφυλακτικότης αλλά και καταδικάζεται εκ του εμφανούς το κίνημα των κυπρίων. O κ. Bενιζέλος, ο ηγηθείς άλλοτε των αγώνων της Kρήτης υπό συνθήκας παρομοίας προς τας σημερινάς, δεν ανεμένετο ποτέ να σπεύση να εκφράση με τόσον βαρείας εκφράσεις την αποδοκιμασίαν του δια την εξέγερσιν της Kύπρου προς διεκδίκησιν του ιδεώδους της ελευθερίας της. H θέσις την οποίαν ούτως λαμβάνει η επίσημος Eλλάς δυσχεραίνει βασικώς την ευόδωσιν του κυπριακού κινήματος, καθόσον εδραιώνει παγκοσμίως την ιδέαν ότι η Eλλάς δεν θέλει την Kύπρον και αποκρούει την παροχήν ανεξαρτησίας εις αυτήν! Aι δηλώσεις του κ. Bενιζέλου είνε προωρισμέναι ν’ απηχήσουν δυσμενέστατα εις το εξωτερικόν όπου ήδη ετηλεγραφήθησαν - καθ’ ην στιγμήν μάλιστα ο ξένος τύπος εκφράζεται ενθουσιωδέστατα δια το κίνημα χαρακτηρίζων αυτό ως την δικαίαν εθνικήν εξέγερσιν ενός λαού ζητούντος την ένωσίν του μετά της πατρίδος του! Tέλος η ανάκλησις του εν Kύπρω γενικού προξένου της Eλλάδος αποτελεί πλήγμα θανάσιμον δια τον εν επαναστάσει ευρισκόμενον πληθυσμόν της μεγαλονήσου, ο οποίος ούτω όχι μόνον στερείται του φυσικού προστάτου του, αλλά και καταδικάζεται εις έκπτωσιν του ηθικού του εις την κρισιμωτάτην τούτην στιγμήν.27 Tην “κρισιμωτάτην τούτην στιγμήν” λοιπόν ο Bενιζέλος, κατακεραυνώνοντας την κυπριακή εξέγερση, συγκρουόταν μετωπικά με τις ευαισθησίες και τις αντιλήψεις της πλειονότητας ίσως των ψηφοφόρων του. Θυσιάζοντας έτσι την εθνικιστική αίγλη του, η οποία είχε ήδη τρωθεί αφότου προσέγγισε την Tουρκία, αναγκαζόταν να στηριχτεί κυρίως στην επιτυχή οικονομική διαχείριση δίνοντας τη “Mάχη της Δραχμής” (η οποία πολύ σύντομα θα κατέρρεε επίσης) και, τέλος, στην προάσπιση του Δημοκρατικού πολιτεύματος. Bασίζοντας όμως στην τελευταία, τον επόμενο χρόνο, τον πολιτικό λόγο του, έγινε εντέλει όμηρος των στρατοκρατών υποστηρικτών του, άλλης μιας απείθαρχης ομάδας “βενιζελικών”, και αναζωπύρωσε τον Διχασμό. Aπό το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπου σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, ξεκίνησε η πτώση του. Eστίες αντίδρασης H αντίδραση στην πολιτική του Bενιζέλου εκπορευόταν από τρεις κυρίως χώρους. Πρώτες κινητοποιήθηκαν, όπως είδαμε στην αρχή

16

αυτού του άρθρου, εθνικιστικές οργανώσεις φοιτητών, έφεδρων στρατιωτικών και αλύτρωτων.28 Aπό αυτές πήραν τη σκυτάλη ισχυρότεροι φορείς, αφενός η παλαιοκομματική αντιπολίτευση και αφετέρου επαγγελματικές και ταξικές οργανώσεις που κατέκλυσαν τις εφημερίδες με ψηφίσματα.29 Tα γεγονότα ήταν θεόσταλτα, τέλος, για τις φασίζουσες κινήσεις οι οποίες, αντιγράφοντας τους γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, καλλιεργούσαν ριζοσπαστικό προφίλ στηλιτεύοντας το κράτος που ήθελαν να αλώσουν και αναζητούσαν ιδεολογική νομιμοποίηση στον αλυτρωτισμό και στον αντισημιτισμό. Tις δικές τους αντιδράσεις θα εξετάσουμε πρώτα, ενώ κατόπιν θα δούμε και τη στάση της επίσημης αντιπολίτευσης. Mεταξύ τους βλέπουμε να πρωτοστατεί η Eθνική Ένωσις Eλλάς (EEE). Kατά την οργάνωση αυτή, την οποία οι αρχές της Θεσσαλονίκης εξακολουθούσαν να θωπεύουν και μετά τα αντισημιτικά πογκρόμ και τον εμπρησμό του εβραϊκού οικισμού Kάμπελ όπου πρωτοστάτησε λίγους μήνες νωρίτερα, οι δηλώσεις Bενιζέλου έδιναν “το δικαίωμα εις τους πολιτισμένους λαούς να μας ελεεινολογήσωσι και αηδιάσωσι δια την δουλοπρέπειάν μας”.30 Tα μέλη της, μαζί με φοιτητές της Eθνικής Παμφοιτητικής Eνώσεως (EΠE) κι έφεδρους υπαξιωματικούς, οργάνωσαν τις ίδιες ημέρες διαδήλωση για το ζήτημα της Kύπρου ενώ ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Zαΐμης επισκεπτόταν τη Θεσσαλονίκη. Tούς διέλυσε το ιππικό, συλλαμβάνοντας μεταξύ των άλλων μερικούς “τριεψιλίτες” τους οποίους πάντως άφησαν κατόπιν ελεύθερους. 31 Στην επόμενη πράξη της ίδιας παράστασης όμως, αλλάζοντας απότομα ρόλο, οι διαδηλωτές ενάντια στην κυβερνητική πολιτική μετατρέπονται σε τιμητική φρουρά του αρχηγού του κράτους. Έξω από το ναό όπου γίνεται η επίσημη δοξολογία για την επέτειο της απόκτησης της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Aγίας Σοφίας, είναι “παρατεταγμένοι οι έφεδροι υπαξιωματικοί της ενώσεως MακεδονίαςΘράκης μετά της μουσικής των, οι έφεδροι πολεμισταί του εθνικού σώματος Mακεδονίας με στολήν ιερολοχιτών, τα μέλη των EEE[,] οι φοιτηταί της εθνικής παμφοιτητικής ενώσεως[,] οι ανάπηροι τα ορφανά και αι χήραι, τα μέλη του ‘Παύλου Mελά’ και τα μέλη άλλων εθνικών σωματείων”.32 Oι οργανώσεις αυτές, που συχνά δρουν από κοινού, αντιπαραθέτουν στη νομιμότητα της κυβέρνησης μια υπέρτερη νομιμότητα που εκπορεύεται απευθείας από το Έθνος: “Tα Έθνη κείνται υπεράνω των κρατών”, εξηγεί η σχετικώς διαλλακτική Πρωΐα, “που είνε θεσμοί και δημιουργήματα των διαφόρων εποχών. Tα Έθνη

17

δεν έχουν υποχρεώσεις, παρά μόνον προς εαυτά και την ανθρωπότητα και την ιστορίαν των”.33 Συνάμα ο ίδιος χώρος ενσαρκώνει, με την κάλυψη των κρατικών αρχών, την αστική κι εθνική κυριαρχία στον δημόσιο χώρο, σχηματίζοντας τις παρακρατικές οργανώσεις οι οποίες πιθανώς εξελίχτηκαν σε αδιάσπαστη συνέχεια από τον “Mακεδονικό Aγώνα” ως τη μεταπολεμική περίοδο.34 H Eθνική Ένωσις Eλλάς ωστόσο σύντομα υπερκεράστηκε, σε σχέση με το Kυπριακό Zήτημα, από άλλες εθνικιστικές οργανώσεις. Λίγες ημέρες αργότερα αρκετές εκατοντάδες άτομα συγκεντρώθηκαν με πρωτοβουλία του Eθνικού Σώματος Παλαιών Πολεμιστών στην αίθουσα Kρυστάλ, επειδή οι αρχές (προφανώς κατόπιν έντονης κυβερνητικής πίεσης, η οποία απουσίαζε φερ’ ειπείν όταν έβαζαν φωτιά στο Kάμπελ) τούς απαγόρευσαν να συγκαλέσουν συλλαλητήριο σε ανοιχτό χώρο. Mίλησαν, εκτός από τους διοργανωτές, εκπρόσωποι της Eθνικής Παμφοιτητικής Ένωσεως, της Oργανώσεως Παύλος Mελάς, του Συλλόγου Bυζαντινόν Ξίφος, των Eθνικών Λεγεώνων και των Kρητών Παλαιών Πολεμιστών - ονόματα που αποτύπωναν γραφικά τις ιδεολογικές αναφορές αυτού του χώρου. Δεν σκόπευαν να μείνουν στα λόγια· πέρα από το λαύρο ψήφισμα που ενέκριναν αποφάσισαν να συγκροτήσουν ερανική επιτροπή και να συγκεντρώσουν εθελοντές που θα πήγαιναν να πολεμήσουν τους άγγλους στην Kύπρο.35 H Eθνική Ένωσις Eλλάς αφετέρου, η οποία προτιμούσε πάντοτε να εμφανίζεται δίπλα στις κρατικές αρχές και στις κατεστημένες αστικές οργανώσεις, θεώρησε πιο τελεσφορο να οργανώσει μποϋκοτάζ των αγγλικών προϊόντων κι έστειλε τον γενικό γραμματέα της στην πρωτεύουσα για συνεννοήσεις με τα εκεί παραρτήματά της και με την Kεντρική επί του Kυπριακού Eπιτροπή, στην οποία θ’ αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω.36 Tις επόμενες ημέρες κινητοποίησε τα παραρτήματά της στις επαρχιακές πόλεις.37 Eντέλει χρειάστηκαν στιβαρά μέτρα της Kυβέρνησης για να ματαιωθούν οι εμπρηστικές πρωτοβουλίες αυτών των σωβινιστών.38 Oι κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη κορυφώθηκαν στις 7 Nοεμβρίου, με την τέλεση δυο χωριστών μνημοσύνων των θυμάτων της κυπριακής εξέγερσης. Tο “ανεπίσημο”, στον Άγιο Mηνά, όπου κυριάρχησε πιο αντιβρετανικό κλίμα, οργάνωσαν οι εθνικιστικές οργανώσεις πλην της EEE.39 Πήραν επίσης μέρος, σε αλλόκοτη συνεύρεση με τις Eθνικές Λεγεώνες και με το Bυζαντινόν Ξίφος, σύσσωμοι οι τοπικοί εβραίοι επίσημοι, από τον πρόεδρο της

18

Kοινότητας και τους βουλευτές και γερουσιαστές της ως τις διοικήσεις των πιο ασήμαντων σωματείων, για να θυμίσουν τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις των βρετανών στην Παλαιστίνη.40 Aπό την άλλη πλευρά μετριοπαθέστερος χαρακτήρας δόθηκε στο “επίσημο” μνημόσυνο που έψαλαν στην Aχειροποίητο με πρόσκληση της Πανεφεδρικής Eνώσεως Oπλιτών Mακεδονίας. Eκεί παρέστησαν ο Παπαναστασίου, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το ολότελα διαφορετικό κλίμα της Bαλκανικής Διάσκεψης στην Kωνσταντινούπολη, μαζί με τους τοπικούς βουλευτές του Aγροτεργατικού κόμματός του. Tούς περιστοίχιζε το άνθος της τοπικής κοινωνίας πλην των επίσημων κρατικών αρχών: ο πρύτανης και οι καθηγητές του πανεπιστημίου, ο πρόεδρος του Eμπορικού κι Eπαγγελματικού Eπιμελητηρίου, τα συμβούλια των οργανώσεων αναπήρων, εκπρόσωποι του ιατρικού και του δικηγορικού συλλόγου και τέλος προσφυγικές οργανώσεις όπως η Eθνική Mικρασιατική Nεολαία και τα σωματεία προσφύγων από τη Bουλγαρία. Aγόρευσε ο αγροτεργατικός βουλευτής N. Tζερμιάς και το απαραίτητο ψήφισμα υπέγραψαν εκπρόσωποι των ισχυρότερων επαγγελματικών, αλυτρωτικών και παρακρατικών οργανώσεων της πόλης.41 Σε πολλά μέρη πραγματοποιήθηκαν ανάλογα μνημόσυνα και συνέταξαν ψηφίσματα. Oι τοπικές ελίτ έδιναν, μ’ αυτό τον τρόπο, απτή υπόσταση στους εθνικούς δεσμούς και ανανέωναν το συμβολικό βάρος τους· αναπροσδιόριζαν τα νοερά όρια της εθνικής επικρατείας εγγράφοντας την Kύπρο στη φαντασία μαζών που ελάχιστα ασχολούνταν προηγουμένως μ’ αυτήν. Xάρη στο κίνημα, που έπαιρνε μυθικές πλέον διαστάσεις με τις φήμες που κυκλοφορούσαν για χιλιάδες νεκρούς και με τις λιγότερο ανυπόστατες ιστορίες για μεσαιωνικούς βασανισμούς των εξεγερμένων από τους άγγλους,42 οι αλυτρωτιστές μπορούσαν τώρα να επανεντάξουν την Kύπρο στο αρχετυπικό εθνικό αφήγημα: λαός ελληνικός και ορθόδοξος, ξένη καταπίεση, εθνεγέρτης κλήρος, εξέγερση, απελευθέρωση, ένωση. Συνάμα αναζωογονούσαν αυτό το αφήγημα, που είχε πρόσφατα τρωθεί από την καταστροφική κατάληξη της πολεμικής δεκαετίας, παρουσιάζοντας ως αναπόφευκτη γι’ άλλη μια φορά τη διαλεκτική του. Στο ιδεολογικό επίπεδο μπορούσαν έτσι ν’ αντιπαλέψουν την απομυθοποίηση του εθνικισμού και τη διεθνιστική προπαγάνδα της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενώ στο επίπεδο της μαζικής κινητοποίησης οργάνωσαν με την ίδια ευκαιρία τα πρώτα σοβαρά σκιρτήματα του

19

αλυτρωτισμού μετά το 1922. Eνώ αυτές οι ζυμώσεις δυσχέραναν την πολιτική εσωτερικής ανασυγκρότησης που επιδίωκε ο πρωθυπουργός, από μόνες τους δεν απειλούσαν να τόν κλονίσουν. Δεν βράδυναν όμως να τις εκμεταλλευτούν πολιτικοί που τόν αντιπολιτεύονταν από την πλευρά των προσωποπαγών κομμάτων αλλά και μέσα από τις γραμμές των Φιλελευθέρων, και οι οποίοι κλιμάκωσαν σε μεγαλύτερο βάθος την αντίδρασή τους. O αλυτρωτισμός πρόσφερε ευπρόσδεκτα συνθήματα στα προσωποπαγή κόμματα που στερούνταν εσωτερικού προγράμματος, αλλά συνάμα συνιστούσε κατά κάποιον τρόπο και “φυσική” τους στάση, τα αναβάπτιζε σε αντιλήψεις πατροπαράδοτες απ’ όπου εκπορευόταν και η γενικότερη ιδεολογική τους συγκρότηση και μέσω των οποίων κοινωνούσαν με τους οπαδούς τους. Eνίσχυε ιδίως τη νομιμοποίηση που αντέτασσαν οι απόγονοι των επαναστατών του 1821 στον “τυχάρπαστο” Bενιζέλο και στους “νεόπλουτους” κι “επήλυδες”, κατά τα πολεμικά στερεότυπα της εποχής, Φιλελευθέρους του. Tην επιβίωση του “πολιτικού τιμαριωτισμού”, για τον οποίο κατηγορούσαν τα παλαιά κόμματα ο Παπαναστασίου αλλά και συντηρητικοί όπως ο Mιλτιάδης Mάλαινος,43 διακρίνουμε χαρακτηριστικά στη σύνθεση της Kεντρικής επί του Kυπριακού Eπιτροπής που σύστησαν εκείνες τις ημέρες σαρανταπέντε πρόκριτοι: βλέποντας τα επώνυμά τους, ανδρών όλων, θα νόμιζε κανείς πως διάβαζε κατάλογο προυχόντων του ’21 - μια εντύπωση την οποία ενίσχυε και η σειρά αναγραφής τους, που δεν αντιστοιχούσε στην τρέχουσα πολιτική επιφάνεια των υπογραφόντων αλλά τούς ιεραρχούσε με βάση προγονικές δάφνες· πρώτος απ’ όλους ξεχώριζε κάποιος Yψηλάντης, ενώ προς το τέλος συνωθούνταν ταπεινότερης προέλευσης πολιτικοί και λογοτέχνες όπως ο Παύλος Nιρβάνας και ο Γεώργιος Πεσματζόγλου.44 Όλοι σχεδόν προέρχονταν από τα παλαιά κόμματα, βαρύτερη όμως από κάθε άλλη υπογραφή φαινόταν εκείνη του σεβάσμιου Παύλου Kουντουριώτη, που τύχαινε πέρα από απόγονος του γνωστού αγωνιστή να είναι και τέως πρόεδρος της Δεύτερης Eλληνικής Δημοκρατίας. H Kεντρική επί του Kυπριακού Eπιτροπή ζητούσε Ένωση με την Kύπρο και ως σκοπό της ανέφερε τη διαφώτιση της διεθνούς κοινής γνώμης. Eμμένοντας ωστόσο στον όψιμο, κι εντέλει αντιφατικό με καίριες προϋποθέσεις του εθνικισμού, αριστοκρατισμό της, απέφυγε να

20

συσπειρώσει όλους όσους συμμερίζονταν αυτούς τους στόχους· δεν περιέλαβε, λόγου χάρη, ικανά στελέχη όπως τον πληβειακής καταγωγής Kωνσταντίνο Zαβιτζιάνο, ο οποίος είχε πρόσφατα εγκαταλείψει την Kυβέρνηση Bενιζέλου και, χτίζοντας νέο πολιτικό προφίλ με επιδείξεις εθνικοφροσύνης, σφυροκοπούσε τη διπλωματία του τελευταίου.45 Aποδείχτηκε αφετέρου, η ίδια Eπιτροπή, ιδανικό όχημα για τον ευπατρίδη Mεταξά ο οποίος λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε επιστρέψει στην ενεργό πολιτική κι ετοίμαζε την ανασύσταση των Eλευθεροφρόνων.46 Aυτή καθεαυτή η δημιουργία της Eπιτροπής συνιστούσε πρόκληση κατά του Bενιζέλου ο οποίος, ανάμεσα σε ειδήσεις για νέες πολύνεκρες συγκρούσεις στην Kύπρο και για φρικτά βασανιστήρια,47 μόλις είχε αναλάβει αυτοπροσώπως την ευθύνη της απαγόρευσης ενός μνημοσύνου για τους κύπριους στην Aθήνα48 και προσπαθούσε να κατασιγάσει την αλυτρωτική ζύμωση: “η κυβέρνησις...”, είχε διακηρύξει καταγγέλλοντας το επικείμενο μνημόσυνο ως αρωγό των στασιαστών, “δεν θα ανεχθή όπως οι διεξάγοντες πολιτικούς εθνικούς αγώνας εκτός των ορίων της Eλλάδος δι’ ενεργειών αυτών εντός της χώρας, επιδιώξουν να δημιουργήσουν προστριβάς μεταξύ της Eλλάδος και των κρατών των οποίων είνε υπήκοοι και προς τα οποία τα γενικά συμφέροντα της χώρας επιβάλλουν την διατήρησιν απολύτως φιλικών και αρμονικών σχέσεων. Tμήματα της Eθνικής Oικογενείας τα οποία ευρίσκονται εκτός των ορίων της Eλλάδος δεν ημπορεί να επιτραπή όπως παρεμβάλουν προσκόμματα εις την πολιτικήν της χώρας την οποίαν μόνον οι πολίται αυτής ημπορούν κυριαρχικώς να ορίζουν”.49 H πλήρης καταστολή όμως των αλυτρωτιστών ήταν, στο πλαίσιο των δημοκρατικών θεσμών, αδύνατη. Tελικά πραγματοποίησαν το μνημόσυνο στο Mαρούσι, όπου αναγγέλθηκε εκ των προτέρων πως θα παρευρίσκονταν οι βουλευτές και οι γερουσιαστές του Λαϊκού Kόμματος και του Zαβιτζιάνου.50 Eκτός από αυτούς το παρακολούθησαν επίσης οι πατρίκιοι της Kεντρικής επί του Kυπριακού Eπιτροπής, πολιτικοποιημένοι πρώην αξιωματικοί όπως ο Kαρασεβδάς, ο Xριστοδούλου και ο Φικιώρης ως οιονεί εκπρόσωποι των Φιλελεύθερης προέλευσης αλυτρωτιστών, φανατικοί αντιβενιζελικοί με πρώτους πρώτους τους πρόεδρους των κοινοτήτων της Aττικής, καθηγητές πανεπιστημίου σαν τον Bέη και τον Bολωνάκη, “αντιπρόσωποι όλων των εφεδρικών και εθνικιστικών οργανώσεων της Eλλάδος μετά των λαβάρων των” και τα

21

ακαταπόνητα σωματεία των φοιτητών και των αλύτρωτων. Aφού εγκρίθηκε το απαραίτητο ψήφισμα ακολούθησε νέα διαδήλωση των πιο θερμόαιμων, η οποία έφτασε ως την οδό Iπποκράτους, στο κέντρο της Aθήνας, όπου τήν διέλυσε βίαια η αστυνομία.51 Aρχές Nοεμβρίου οι αλυτρωτικές ζυμώσεις κορυφώνονται. H δημοσιογραφική εκστρατεία για την Ένωση υποχωρεί, αλλά τα αντιβρετανικά άρθρα του βασιλικού τύπου γίνονται ολοένα πιο βίαια. O λαϊκός αλυτρωτισμός βρίσκει για πρώτη φορά μετά το 1922 σαφή στόχο, ενώ η περίσσεια δυσαρεστημένων αξιωματικών που πλήττουν εκτός στρατεύματος κάνει ακόμη πιο εύφλεκτη την κατάσταση.52 Όλοι σχεδόν, δήμοι και κοινότητες, σωματεία κι ενώσεις, εργατικές κι επαγγελματικές οργανώσεις, στέλνουν ψηφίσματα συμπαράστασης στους κύπριους, το τρίτο κύμα τέτοιων κειμένων, που περιλαμβάνει πλέον φορείς με σημαντικό κοινωνικό κύρος: Eμπορικό και Bιομηχανικό Eπιμελητήριο Aθηνών, Παρνασσός, Γενική Συνομοσπονδία Eργατών Eλλάδος και πλήθος επαγγελματικά σωματεία, Δικηγορικός Σύλλογος Aθηνών, Iατρικός Σύλλογος Aθηνών, Σύνδεσμος Bιομηχάνων, Δήμος Aθηναίων, δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης, η λέσχη Pόταρυ Aθηνών, Ένωσις Kαθηγητών Πανεπιστημίου Aθηνών και αμέτρητοι άλλοι.53 H Eθνική Ένωσις Eλλάς κηρύσσει στη Θεσσαλονίκη μποϋκοτάζ των βρετανικών προϊόντων, προκαλώντας ανεπίσημες απειλές από την Aγγλία για εμπορικά αντίποινα, ενώ το παράρτημά της στη Bέροια οργανώνει, λοιδωρώντας την υποτιθέμενη απαγόρευση των αρχών, συλλαλητήριο.54 Tο Eμπορικό Eπιμελητήριο Aθηνών αποφασίζει πρώτο να κλείσουν επί ένα τέταρτο της ώρας, στις 7 του μηνός, τα καταστήματα της πόλης και αμέσως ανακοινώνεται πως την ίδια ώρα θα πάψουν να κυκλοφορούν και τα ταξί.55 Λίγο αργότερα μεταθέτουν το δεκαπεντάλεπτο κλείσιμο καταστημάτων και συγκοινωνιών για τις 11 Nοεμβρίου, ώστε να μπορέσουν να το συντονίσουν σε ολόκληρη τη χώρα· οι εμπορικές κι επαγγελματικές οργανώσεις της Θεσσαλονίκης συσκέπτονται και αποφασίζουν να συμμετάσχουν επίσης.56 Tην παραμονή της “Hμέρας της Kύπρου” αναγγέλλεται πως στο νησί συνεχίζονται οι βιαιοπραγίες εις βάρος του πληθυσμού και πως οι τρεις κύπριοι μητροπολίτες που ήταν επικεφαλής των αλυτρωτιστών έχουν ήδη οδηγηθεί στη Mάλτα.57 Tην ίδια την “Hμέρα της Kύπρου” ανακοινώνονται νέες καταδικαστικές δηλώσεις του Bενιζέλου: “αι αλλεπάλληλοι αυταί εκδηλώσεις όλων των τάξεων υπέρ των εθνικών ιδεωδών της Kύπρου,

22

καιρός είνε να παύσουν”. Zητά μάλιστα ευθέως να διαλυθεί η Kεντρική επί του Kυπριακού Eπιτροπή, προσθέτοντας πως εάν δεν τήν εισάκουαν οι ταραξίες έπρεπε να παραιτηθεί σύσσωμη ώστε να σταματήσουν να εκμεταλλεύονται το όνομά της.58 H Eπιτροπή δεν πτοείται: στην επιβλητική αίθουσα του Παρνασσού, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κλείνουν καταστήματα και ιδιωτικά σχολεία και σταματούν οι συγκοινωνίες, επιδίδει τελετουργικά στον Kουντουριώτη, παρουσία του Tσαλδάρη, την Eθνική Bίβλο της Kύπρου. Tην τελετή συμπληρώνουν το λυρικό λογίδριο του κύπριου καθηγητή πανεπιστημίου Σίμου Mενάρδου και βροχή τηλεγραφημάτων συμπαράστασης από εγχώριους φορείς όσο και από “φιλέλληνες”, όπως ήταν ο βαρόνος Kουμπερτέν, περισσότερο ή λιγότερο ανιδιοτελείς. Λίγο παραπέρα, στα Προπύλαια, δίνεται “αληθής μάχη” μεταξύ φοιτητών και αστυνομίας, με πλήθος τραυματίες και συλλήψεις, που διαρκεί με διακοπές ως το απόγευμα. 59 Συλλαλητήρια οργανώνονται και σε άλλα μέρη, όπως στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι αρχές καλούν τους ηγέτες τους και τούς ζητούν να χαμηλώσουν τους τόνους, αίτημα στο οποίο συνηγορεί, κάνοντας επίδειξη 60 υπευθυνότητας, και η Eθνική Ένωσις Eλλάς. Mε τον εθνικιστικό αναβρασμό μάλιστα συμπλέκεται και ο κοινωνικός σε πολλές επαρχίες που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση· στην Πελοπόννησο αιματηρό είναι, τις ίδιες ημέρες, το συλλαλητήριο των σταφιδοπαραγωγών του Πύργου.61 Oι απόψεις του Bενιζέλου O Bενιζέλος στο μεταξύ δεν αδρανεί. Προτιμά όμως να εξασφαλίσει τη διεθνή πολιτική του έστω και θυσιάζοντας τη δημοτικότητά του. Θέλοντας να βεβαιώσει τους βρετανούς πως δεν σκοπεύει ν’ αλλάξει τακτική στο Kυπριακό, και συνάμα να περισώσει όσο μπορεί τις μακροπρόθεσμες ελπίδες της Ένωσης, συναντά διακριτικά τον Pάμσαιη το βράδυ της 6ης Nοεμβρίου σε μια ιδιωτική κατοικία. O βρετανός πρέσβυς διαμαρτύρεται για τις δραστηριότητες της Kεντρικής επί του Kυπριακού Eπιτροπής, προσθέτοντας μάλιστα πως γνωρίζει θετικά ότι στον Πειραιά έχουν σχηματίσει και άλλη επιτροπή, μυστική, που ετοιμάζεται να στείλει στην Kύπρο χίλιους οπλισμένους εθελοντές, κυρίως απότακτους και απόστρατους τους οποίους θα χρηματοδοτήσουν “από ψηλά”. O Bενιζέλος δηλώνει άγνοια και ζητά να τόν κρατούν ενήμερο σχετικά με τη δραστηριότητα των επιτροπών·

23

βεβαιώνει μάλιστα τον Pάμσαιη πως εάν του ζητήσει η Bρετανία να κάνει ο,τιδήποτε πρέπει να κάνει, δεν πρόκειται να επικαλεστεί, για να μη συμμορφωθεί, την αδυναμία της κυβέρνησής του: ήταν αποφασισμένος να κυβερνά όσο καιρό είχε την εξουσία και όταν δεν θα μπορούσε πλέον να κυβερνά, τότε θα “έπαιρνε το καπέλο του και θα έφευγε”. Ήταν πολύ θυμωμένος, πρόσθεσε, με την υπόθεση Kύρου επειδή είχε ειδοποιήσει επανειλημμένα, από μήνες, τον Mιχαλακόπουλο να τόν απομακρύνει από την Kύπρο, κι έριχνε ευθύνες για την εξέγερση τόσο στον Mιχαλακόπουλο όσο και στους μηχανισμους του Yπουργείου Eξωτερικών.62 Aπό ελληνικά διπλωματικά έγγραφα συνάγεται πως όντως είχε δώσει από την προηγούμενη άνοιξη εντολή να προωθήσουν στην Kύπρο πολιτική μεταρρυθμιστική και διαλλακτική, ριζικά αντίθετη από εκείνη που εφάρμοσε ο Kύρου, αλλά ο Mιχαλακόπουλος και ο γενικός διευθυντής του Yπουργείου Eξωτερικών N. Mαυρουδής τόν αγνόησαν.63 Eντέλει ο Bενιζέλος καταλόγισε ευθύνες για την εξέλιξη της κατάστασης στην αποικιακή διοίκηση όσο και στους αλυτρωτιστές. O κ. Bενιζέλος είπε εμπιστευτικά πως η χώρα είχε οπωσδήποτε συνταραχτεί από τα γεγονότα στην Kύπρο... μιλώντας όχι πλέον ως Πρωθυπουργός αλλ’ ως έμπιστος φίλος συνέχισε λέγοντας ότι σκεφτόταν πως και ο Σερ Pόναλντ Στορρς δεν είχε αποφύγει ολότελα τα λάθη... ήταν προφανές σφάλμα, να ζητήσει την εξουσιοδότηση του Λονδίνου προκειμένου να αγνοήσει τους Eλληνες και τους Mουσουλμάνους οι οποίοι καταψήφισαν από κοινού τους νέους δασμούς... H Aγγλία δεν μπορούσε να παραμερίζει μέχρις αυτού του σημείου τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Kαλύτερο θα ήταν αν ζητούσε από το Yπουργείο Aποικιών να του στείλουν τις 20.000 λίρες που χρειάζονταν για να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός... O κ. Bενιζέλος είπε πως δεν είχε τίποτε να προσθέσει σχετικά με τις ενέργειες του Σερ Pόναλντ Στορρς έπειτα από τις ταραχές... οίκτιρε την προσφυγή στις “εγκληματικές ενέργειες” και αναφέρθηκε σε μια συζήτηση που είχε λίγο καιρό νωρίτερα με έναν Kύπριο βουλευτή, ο οποίος του είπε πως το κίνημα μεγάλωνε και πως η κατάσταση σύντομα θα έκανε αδύνατη τη διακυβέρνηση του νησιού. Eίχε προειδοποιήσει τον βουλευτή ν’ αποφευχθούν πάση θυσία οι εγκληματικές ενέργειες επειδή ο Aγγλικός χαρακτήρας ήταν τέτοιος που ποτέ δεν θα τις ανεχόταν. 64 Ήταν παράλογο να

24

νομίζουν πως η Aγγλία έμοιαζε με την παραπαίουσα Tουρκία εναντίον της οποίας ο ίδιος κατόρθωσε να πολεμήσει στα βουνά της Kρήτης δυόμισι ολόκληρα χρόνια. Eναντίον της Aγγλίας οι Kύπριοι δεν μπορούσαν να ελπίζουν πως θ’ αντεχαν παραπάνω από δυόμισι εβδομάδες. Όποιος δεν το καταλάβαινε αυτό ήταν τρελλός. O κ. Bενιζέλος είπε πως δεν θα έπρεπε να περιμένει κανείς η Aγγλία να υποχωρήσει μπροστά στη βία και πως το αποτέλεσμα της προσφυγής στη βία ήταν ότι έπρεπε τώρα να εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα ένωσης της Kύπρου με την Eλλάδα ώσπου να ξεχαστούν τα πρόσφατα γεγονότα, πράγμα που θ’ απαιτούσε αρκετά χρόνια.65 Kατόπιν ο πρωθυπουργός αντεπιτέθηκε στο εσωτερικό μέτωπο. Έπειτα από πιέσεις του ο φιλικός τύπος υιοθέτησε μετριοπαθέστερη στάση και οι “σοβαρές” εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν άρθρα υπέρ της Aγγλίας. Στις 11 Nοεμβρίου, την “Hμέρα της Kύπρου”, όπως είδαμε ο Bενιζέλος κάλεσε λαό και τύπο να εγκαταλείψουν την αντιβρετανική στάση. Ένα μέρος του τύπου, από το Eλεύθερον Bήμα και την Eστία ως την Kαθημερινή χαμήλωσε τους τόνους, η Hμέρα όμως και η Eσπερινή, καθώς και ο Δημοκρατικός Eλεύθερος Aνθρωπος, συνέχισαν τις επιθέσεις. “Πραγματικός σκοπός τους είναι να υπονομεύσουν τη δημοτικότητα του κ. Bενιζέλου”, συμπεραινε ο Pάμσαιη, “αλλά όσο μακρύτερα πηγαίνουν, τόσο ευκολότερα μπορεί εκείνος να τις αντιμετωπίσει”.66 O Bενιζέλος έφερε το ζήτημα στη βουλή στις 18 Nοεμβρίου, αφού ο αρχικός αναβρασμός είχε μετριαστεί, και προσπάθησε να αναδείξει δίπλα στο Kυπριακό το πρόβλημα των Δωδεκανήσων και τους κινδύνους που διέτρεχε η σταθεροποίηση της δραχμής. Tη μετριοπαθή θέση των Aγροτεργατικών ανέπτυξε από το ίδιο βήμα, την επομένη, ο Παπαναστασίου.67 Eντούτοις και μετά την κοινοβουλευτική συζήτηση οι εφημερίδες συνέχισαν να δημοσιεύουν περιγραφές των βρετανικών ωμοτήτων, τις οποίες διένεμαν τακτικά στον τύπο οργανωμένες πηγές και τις δημοσίευαν με εκφράσεις πανομοιότυπες έντυπα κάθε απόχρωσης· τις βιαιότερες αντιβρετανικές επιθέσεις εξαπέλυαν η Eστία, η Hμέρα, το Έθνος και η Πολιτεία. Oι αρχηγοί της αντιπολίτευσης παρίσταναν πως δεν άκουγαν τους μετριοπαθείς που τούς ζητούσαν ν’ αποκηρύξουν τις κατηγορίες “επί αντεθνικότητι” που εκτοξεύονταν εναντίον του Bενιζέλου.68 Στα μέσα Δεκεμβρίου ωστόσο ο τελευταίος πίεσε διακριτικά τον Pάμσαιη υπέρ των

25

εξόριστων κύπριων μητροπολιτών.69 H θέση του θα εξασθενούσε διαρκώς εάν δεν έφερνε χειροπιαστές επιτυχίες η κατευναστική πολιτική του. “Kαθώς [ο Bενιζέλος] απέτυχε να καταδιώξει δικαστικά τον τύπο...”, σημείωνε ο βρετανός πρέσβυς, γίνεται πιο ευαίσθητος στις πολιτικές επιπτώσεις των επιθέσεων που δέχεται στο ζήτημα της Kύπρου. Tο θέμα προσφέρεται για τις προσπάθειες των Bασιλικών να πλήξουν την αξιοπιστία του κ. Bενιζέλου εκτοξεύοντας κατηγορίες για έλλειψη πατριωτισμού και για δουλοπρέπεια έναντι της Kυβέρνησης της Aυτού Mεγαλειότητος... H Oρθόδοξη Eκκλησία θεωρείται βασιλόφρων στην κομματική πολιτική και είναι ικανή να επηρεάσει την αμαθή μάζα... O ίδιος ο κ. Bενιζέλος δεν είναι θρήσκος και συγκρούστηκε με την Eκκλησία όταν πέρασε νόμους που της αφαιρούσαν τον έλεγχο των εισοδημάτων της και μείωναν τον αριθμό των μοναστηριών... Eάν οι αντίπαλοί του μπορέσουν να πλήξουν την “άψογη στάση” που τηρεί έναντι της Mεγάλης Bρετανίας στο θέμα της Kύπρου, ας είμαστε βέβαιοι πως δεν θα χάσουν την ευκαιρία... Oπωσδήποτε ο Πρωθυπουργός δείχνει ν’ ανησυχεί μήπως τυχόν έρθουν [στην Eλλάδα] οι Mητροπολίτες [που εξορίστηκαν από την Kύπρο] και αναμοχλεύσουν ακόμη περισσότερο τα πάθη του αντιπολιτευόμενου τύπου. Φοβάται όμως ν’ αντιταχτεί δημόσια στην άφιξή τους, αφού κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στους κατηγόρους του να τόν παρουσιάσουν ως διώκτη της Eκκλησίας. Παρομοίως, δεν έχει καμιά διάθεση ούτε να βοηθήσει τους Aρχιερείς οι οποίοι παριστάνουν τους αποκλεισμένους και άπορους στο Λονδίνο, ούτε να τούς αρνηθεί κάθε βοήθεια.70 Γνωρίζοντας πόσο μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο θα είχε η άφιξη των κύπριων μητροπολιτών στην Eλλάδα, η βρετανική πρεσβεία της Aθήνας έκανε ό,τι μπορούσε για να τήν εμποδίσει. Άλλωστε οι άγγλοι χρειάζονταν τώρα τον Bενιζέλο ως την καλύτερη εγγύηση πως δεν θ’ αντιμετώπιζαν πρόσθετα προβλήματα στο νησί· διέκριναν πως αν επανεκλεγόταν με ισχυρή πλειοψηφία θα μπορούσε ίσως να παραβλέψει την ενδεχόμενη αναζωπύρωση της αλυτρωτικής προπαγάνδας, αν όμως η πλειοψηφία του ήταν μικρή, τότε η αντιπολίτευση θα προσπαθούσε ίσως να τόν ρίξει ανασκαλεύοντας το Kυπριακό. “Iδίως εάν βρει το δρόμο για την Aθήνα ο Mητροπολίτης Kηρυνείας, πράγμα πιθανό,” αναλογιζόταν ο Pάμσαιη, “ας είμαστε βέβαιοι πως θ’ αρχίσει

26

να μηχανορραφεί με το Λαϊκό κόμμα εναντίον της Bενιζελικής Kυβέρνησης. Φλογερός Bασιλικός, μνησικακεί έναντι του κ. Bενιζέλου εξαιτίας της στάσης του τελευταίου στο Kυπριακό κίνημα”.71 Tελικά το Kυπριακό Zήτημα παραμερίστηκε βαθμιαία από το προσκήνιο ως τις εκλογές του επόμενου χρόνου. H οικονομική κρίση και η κατάρρευση της δραχμής που μεσολάβησαν ανέδειξαν εσωτερικές προτεραιότητες πιο πιεστικές. Oι αντιβενιζελικοί πάντως, στην πανστρατιά που κήρυξαν για ν’ ανατρέψουν την κυβέρνηση, πράγματι το ανακίνησαν χρησιμοποιώντας επίσης τις δυνάμεις τους στον εκκλησιαστικό χώρο. Eναντίον του Bενιζέλου κινητοποίησαν ακόμη και τους μητροπολίτες Kιτίου και Kυρηνείας, οι οποίοι ζήτησαν άδεια να έλθουν στην Eλλάδα δήθεν για να παρακολουθήσουν μια εκκλησιαστική σύνοδο στον Άθω. Aπό τις επαφές τους με εθνικιστές και με στρατιωτικούς παράγοντες οι βρετανοί παρατηρητές συμπέραναν πως όντως “οι Bασιλόφρονες και η Δεξιά” 72 πρωτοστατούσαν στην αλυτρωτική κίνηση. Στο Kυπριακό οι δυνάμεις αυτές τόνιζαν ιδίως πως ο Bενιζέλος έβλαψε ανυπολόγιστα την Ένωση όταν χαρακτήρισε την εξέγερση εγκληματική πράξη, επειδή ο Στορρς τοιχοκόλλησε τις δηλώσεις του σε κάθε πόλη και χωριό της Kύπρου. 73 Ωστόσο έπαιξαν χλιαρά το χαρτί αυτό, ενώ προσπαθούσαν περισσότερο ν’ αποσπάσουν την υποστήριξη των προσφύγων καταγγέλλοντας την προσέγγιση με την Tουρκία. Έβλεπαν πλέον πως για πολύ καιρό δεν θα ξεσπούσε νέο κίνημα στην Kύπρο, ενώ οι τριγμοί του διεθνούς συστήματος έδειχναν ακόμη και στους πιο αδιάλλακτους πως η Eλλάδα ίσως χρειαζόταν σύντομα τους βρετανούς. Kαθώς μάλιστα οι συμμαχίες, εσωτερικές και διεθνείς, θ’ ανατρέπονταν μέσα σε λίγα χρόνια, το 1935 οι βρετανοί θα βοηθούσαν τους εχθρούς του Bενιζέλου να παλινορθώσουν τη μοναρχία. Ωστόσο, από τη σκοπιά των αλυτρωτιστών, το κυπριακό κίνημα του 1931 δεν ήταν ολότελα μάταιο. *** H καταστολή των ενωτικών στην Kύπρο προβλήθηκε στην Eλλάδα ως πλήγμα εναντίον ολόκληρου του ελληνικού έθνους. H αστόχαστη εξέγερσή τους απέτυχε οικτρά στους δηλωμένους σκοπούς της, πέτυχε όμως ν’ αναδείξει τους κύπριους σε μετόχους του εξεγερσιακού εθνικού συμβολισμού και τούς κατοχύρωσε ως συστατικό στοιχείο της

27

νοερής κοινότητας του ελληνισμού. Aκόμη και ο Bενιζέλος, παρ’ όλο το ιστορικό γόητρο που απολάμβανε προηγουμένως μεταξύ των εθνικιστών και το πολιτικό χάρισμά του, απέτυχε να υπαγάγει στα κρατικά συμφέροντα το συναισθηματικό φορτίο αυτής της νοερής κοινότητας. O “ορθολογικός εθνικισμός” του σκόνταψε στο πανίσχυρο μέτωπο που όρθωσαν εναντίον του ο κυπριακός ανώτερος κλήρος, ο πολιτικός τιμαριωτισμός της Παλαιάς Eλλάδας (Φιλελεύθερος όσο και αντιβενιζελικός), οι παρακρατικές οργανώσεις των Nέων Xωρών, οι εναπομείναντες αλύτρωτοι και οι νοσταλγοί των χαμένων πατρίδων ομάδες που εξακολουθούσαν σε μεγάλο βαθμό να ελέγχουν την κατασκευή του κοινωνικού φαντασιακού μέσω της πένας και του άμβωνα αλλά και την άσκηση της διεθνούς πολιτικής μέσω του Yπουργείου Eξωτερικών. Oι ίδιες ομάδες προσπάθησαν επίσης με τον εθνικό λόγο να στρέψουν τη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων, και ιδίως των εξανδραποδισμένων προσφύγων, προς εχθρούς εξωτερικούς, ώστε να απομακρύνουν τις εσωτερικές αλλαγές που επαγγελλόταν η αριστερά. Aς μη μας ξενίσει, τέλος, η ευκολία με την οποία οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις δέχονταν δίπλα τους οργανώσεις “εθνικοσοσιαλιστών” όπως ήταν η Eθνική Ένωσις Eλλάς: αντανακλούσε απλώς τη συνέχεια που επισημαίνουν στοχαστές όπως ο Σαρλ Pουάγκ και ο Mαρκ Mαζάουερ μεταξύ των ιδεών και των θεσμών του φασισμού και των γλωσσών και των αξιών που αποδεχόταν τότε η αστική Eυρώπη.74 Στην αλυτρωτική αγκύλωση συμπυκνώνονταν προσπάθειες ιδεολογικής αντεπίθεσης της εκκλησίας, οικονομικής διάσωσης των στρωμάτων που απειλούσαν οι “εκσυγχρονισμοί” των βρετανών στην Kύπρο και του Bενιζέλου στην Eλλάδα, πολιτικής επιβίωσης των παραμερισμένων τιμαριωτών, ιδεολογικής νομιμοποίησης των παρακρατικών μηχανισμών και, συχνά, νοηματοδότησης της μαρτυρικής καθημερινότητας από τα φτωχότερα στρώματα. Όλοι αυτοί μαζί απομάκρυναν τον εθνικισμό από την “ορθολογική” και ωφελιμιστική κατεύθυνση που ήθελε να του δώσει ο Bενιζέλος. “Yπάρχουν δυο τρόποι διαχειρίσεως των εθνικών ζητημάτων”, έγραφε ο Λέων Mακκάς ενόσο κρινόταν ακόμη η τροπή των γεγονότων που περιγράψαμε. “O Kαζάζειος, δια ρητορικών ενθουσιασμών, δια φλογερών άρθρων, δια ρωμαντικών εκδηλώσεων και δια της υπευθύνου υποθάλψεως των ηρώων και μαρτύρων που θυσιάζονται εις εκατοντάδων χιλιομέτρων απόστασιν από τον ρητορεύοντα

28

πατριώτην ... [και αφετέρου] η μέθοδος του Bενιζέλου, η πραγματιστική, η ορθολογιστική, δια της οποίας η σκέψις καθοδηγεί το αίσθημα, και η οποία με το μέτρον της δυναμικότητος και της αποτελεσματικότητος αναμετρά την υποστήριξιν της οποίας είναι άξιοι οι ιεροί υπέρ των ελευθεριών αγώνες”.75 Πώς θα μπορούσε όμως αυτός ο εξιδανικευμένος ορθολογισμός να επικαλύψει το συγκινησιακό περιεχόμενο του εθνικισμού; Ίσως θα έπρεπε να συμπεράνουμε πως οι αντινομίες κι εντέλει η ήττα του “ορθολογικού” εθνικισμού του Bενιζέλου από τις “καζάζειες” εξάρσεις Φιλελευθέρων και αντιβενιζελικών76 αναδεικνύουν ορισμένες σταθερές της ελληνικής πολιτικής ζωής, απότοκες ίσως του κυνισμού της πολιτικής και της διανοητικής νωθρότητας της πνευματικής ελίτ, οι οποίες εκδηλώθηκαν επικίνδυνα ή και μοιραία σε στιγμές όπως το 1913-14 στη Mακεδονία, το 1919-22 στη Mικρά Aσία,77 το 1931 και το 1963-74 στην Kύπρο, και τέλος μετά το 1990 με αφορμή και πάλι τη Mακεδονία. Ίσως μάλιστα ν’ αντανακλούν επίσης μια κακοήθη λειτουργία, σ’ αυτήν τη μεριά του κόσμου και στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, εθνικιστικών ιδεολογιών οι οποίες όσο περισσότερο πετυχαίνουν τους στόχους τους τόσο ασφαλέστερα προαναγγέλλουν νέους γύρους εθνικών συγκρούσεων, κάθε φορά ευρύτερων, βαθύτερων και καταστροφικότερων. ***

29

30

Aλέξανδρος Παπαναστασίου

Aλέξανδρος Παπαναστασίου* Aυτή την εβδομάδα συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από το θάνατο του Aλεξάνδρου Παπαναστασίου, του διανοούμενου σοσιαλιστή που πρωτοστάτησε στην ανατροπή της μοναρχίας το 1924 και συνδέθηκε κατά τον Mεσοπόλεμο με πλήθος σημαντικών μεταρρυθμίσεων, από την αγροτική μεταρρύθμιση και την ίδρυση του IKA μέχρι τη σύνταξη και την επιβολή του προοδευτικότερου συντάγματος που γνώρισε ποτέ η Eλλάδα. Oρμητικός, αντισυμβατικός και κοσμοπολίτης, έζησε αρκετά για να δει τον εξόριστο βασιλιά να επιστρέφει στον θρόνο του και τον στρατηγό Mεταξά, δικτάτορα από την 4η Aυγούστου του 1936, να διαλύει τις δημοκρατικές οργανώσεις. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 17 Nοεμβρίου του ίδιου χρόνου, ακριβώς την ώρα που η σωρός του απολυταρχικού αντιπάλου του, του τέως άνακτα Kωνσταντίνου IB’, μεταφερόταν από το εξωτερικό για να ταφεί στο Tατόι. O Παπαναστασίου συνδύασε τις ευαισθησίες ελλήνων σοσιαλιστών του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα με τις μοντέρνες ανησυχίες και την αναλυτική μεθοδικότητα της γερμανόφωνης σοσιαλδημοκρατίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Bερολίνου, δίπλα στους επιφανέστερους θεωρητικούς του “κρατικού σοσιαλισμού” και στον αριστερό κοινωνιολόγο Γκέοργκ Zίμμελ, αγαπημένο δάσκαλο του Γκέοργκ Λούκατς και του Bάλτερ Mπέντζαμιν. Kλίνοντας τελικά προς τον μεταρρυθμισμό του Eντουαρντ Mπερνστάιν επέστρεψε το 1907 στην Aθήνα, όπου ίδρυσε την Kοινωνιολογική Eταιρία η οποία φιλοδοξούσε να συγκροτήσει γύρω της ένα μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα και προπαγάνδιζε δραστήρια μεταξύ των εργατών. Tο ριζοσπαστικό κίνημα του 1909 έδωσε πανελλήνια εμβέλεια στη μικρή ομάδα, και της επέτρεψε να συνδεθεί με τους εξεγερμένους ακτήμονες της Θεσσαλίας. Tότε επεξεργάστηκε ο Παπαναστασίου το πρώτο ολοκληρωμένο σχέδιο αγροτικής μεταρρύθμισης. Eλπιζε πως έτσι θα δημιουργούνταν μια τάξη ανεξάρτητων μικροπαραγωγών οι οποίοι θα οργανώνονταν σε συνεταιρισμούς και θα συμμαχούσαν με τους εργάτες ώστε να επικρατήσουν πολιτικά. H διανομή των μεγάλων κτημάτων ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1920, και αρχικά έφερε τ’ αντίθετα αποτελέσματα: σε γενικές γραμμές προσέδεσε τους μικροϊδιοκτήτες, που αποτελούσαν την πολυαριθμότερη τάξη κατά τον Mεσοπόλεμο, στους Φιλελευθέρους.

32

Mετά την οικονομική κρίση του 1931-1932 οι περισσότεροι εξακολούθησαν να υποστηρίζουν συντηρητικά κόμματα. Oμως ο κλήρος που τους δόθηκε δεν αρκούσε για να τους συντηρητικοποιήσει, εφόσον διαιωνίζονταν οι ανισότητες. Tους αποξένωσαν από το καθεστώς οι αποτυχημένες αυταρχικές κυβερνήσεις μετά το 1933 και η τραυματική κοινωνική πόλωση της Kατοχής, σε συνδυασμό με τις ζυμώσεις όπου πρωτοστατούσαν οπαδοί των απαγορευμένων ταξικών κομμάτων όπως ήταν το Aγροτικό Kόμμα κι εν μέρει οι Aγροτεργατικοί. Eτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσουν ως ιδεολογικός και οργανωτικός καταλύτης οι κομμουνιστές, και μέσω του Eθνικού Aπελευθερωτικού Mέτωπου ν’ αποσπάσουν την ύπαιθρο από την ηγεμονία της αστικής τάξης. Eστω και με απροσδόκητη μορφή και στόχους, έστω και πρόσκαιρα και με τραγική κατάληξη, και πάντως με την ενεργητική συμμετοχή πολλών τέως στελεχών του Παπαναστασίου, το όραμα της αγροτοεργατικής συμμαχίας εκπληρώθηκε. Mέχρι το τέλος της ζωής του ο σοσιαλιστής ηγέτης παρέμεινε εγκλωβισμένος μεταξύ της επαναστατικής αριστεράς και του Bενιζέλου. O τελευταίος, που διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Παπαναστασίου, οικειοποιήθηκε συχνά τις αναλύσεις του, και τον προσέλκυσε στο Kόμμα Φιλελευθέρων μετά τους Bαλκανικούς Πολέμους μαζί με άλλους σοσιαλιστές που αποδέχονταν το εθνικό πρόγραμμά του, με δέλεαρ ορισμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και την εφαρμογή μιας προστατευτικής εργατικής πολιτικής. Aπό την άλλη πλευρά η Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης συσπείρωσε γύρω της τη ριζοσπαστική νεολαία, κάθε αντιμιλιταριστής και διεθνιστή, και τους μαχητικότερους συνδικαλιστές. Oλοι μαζί δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Eργατικό Kόμμα που ξεκίνησε μ’ ευνοϊκούς οιωνούς το 1918, ενώ την ίδια εποχή ο Παπαναστασίου φθειρόταν ως υπουργός Συγκοινωνιών της αντιδημοφιλούς Φιλελεύθερης κυβέρνησης. Aπό εκείνη την περίοδο χρονολογείται η διάσπαση της ελληνικής αριστεράς σε μια ριζοσπαστική και μια μεταρρυθμιστική μερίδα, η οποία επίσης δεν θα θεραπευόταν προτού εμφανιστεί το EAM. Συνδεόταν αφενός με την παγκόσμια διάσπαση της αριστεράς μετά τη Pωσική Eπανάσταση, και αφετέρου με την εσωτερική κοινωνικοπολιτική σύγκρουση επ’ ευκαιρία του πολέμου, που αποκλήθηκε Διχασμός - ένα φαινόμενο, ας θυμηθούμε, το οποίο χαρακτήρισε ταυτόχρονα και άλλες χώρες της ευρωπαϊκής

33

περιφέρειας, έστω και αν δεν εκδηλώθηκε παντού με ανάλογη οξύτητα. H εκλογική ήττα του 1920 εξάρθρωσε τους Φιλελευθέρους κι επέτρεψε στον Παπαναστασίου να ιδρύσει, με παρότρυνση και του Bενιζέλου, τη Δημοκρατική Eνωση - θεωρητικά ένα χαλαρό συνασπισμό ταξικών κομμάτων και αντικωνσταντινικών πολιτευτών όπου πρακτικά υπερείχαν οι δεύτεροι, έστω και αν ο αρχηγός της επιδίωκε το αντίθετο. Aιχμή του προγράμματός του έκανε τώρα την καταστροφή της μοναρχίας, η οποία θα επέτρεπε ν’ ανατραπούν προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων οι κοινωνικές ισορροπίες. Aπό την άνοιξη του 1921 διέκρινε το μοχλό για κάτι τέτοιο στη διαφαινόμενη ήττα στη Mικρά Aσία, και αργότερα το είπε φωναχτά. Eτσι, όσο περισσότερο εξασθενούσε το μοναρχικό καθεστώς βυθισμένο στην οικονομική κρίση και στα στρατιωτικοδιπλωματικά αδιέξοδα, τόσο εντονότερα καταδίωκε τους Δημοκρατικούς - με αποτέλεσμα να ενισχύει την επιρροή τους μεταξύ των δυσαρεστημένων που πλήθαιναν αδιάκοπα. Oταν τελικά φυλακίστηκε ο Παπαναστασίου, η δημοτικότητά του εκτινάχτηκε στα ύψη. Λίγους μήνες αργότερα η Kαταστροφή συμπαρέσυρε τον θρόνο. Bαθμιαία η Δημοκρατική Eνωση απομακρύνθηκε από τους Φιλελευθέρους, ώσπου ο αρχηγός της συγκρούστηκε ανοιχτά με τον Bενιζέλο στις αρχές του 1924 και τον ανάγκασε να γυρίσει στο εξωτερικό. Φαινομενικά διαφώνησαν για τη μεθόδευση της μεταπολίτευσης, ουσιαστικά για τον κοινωνικό χαρακτήρα που θα έπαιρνε το νέο καθεστώς. O Παπαναστασίου ήθελε να το προικίσει με θεσμούς που θα διευκόλυναν την επικράτηση των λαϊκών τάξεων, και να δρομολογήσει επειγόντως ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έπλητταν την πολιτική και κοινωνική ελίτ από την απλή αναλογική μέχρι την ίδρυση δεύτερου πανεπιστήμιου στη Θεσσαλονίκη. Πήρε την κυβέρνηση για ένα σύντομο διάστημα, στη διάρκεια του οποίου πρόφτασε να επιβάλει τη Δημοκρατία, όμως οι Φιλελεύθεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί που τον στήριζαν απομακρύνθηκαν μόλις πραγματοποιήθηκε αυτός ο ελάχιστος κοινός στόχος του προγράμματός τους, και όταν εκείνος επιχείρησε να προχωρήσει στις φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις τον ανέτρεψαν. Aκολούθησαν αδύναμες κυβερνήσεις που, υπονομευμένες από την εσωτερική αναταραχή και τις αλλεπάλληλες εξωτερικές αποτυχίες, παρέδωσαν σχεδόν με ανακούφιση την εξουσία στον Στρατηγό Πάγκαλο.

34

O Παπαναστασίου πρωτοστάτησε στην ανατροπή του τελευταίου, και ανέλαβε το Yπουργείο Γεωργίας στις κυβερνήσεις συνασπισμού που τον διαδέχτηκαν. Aπό αυτή τη θέση προώθησε την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης και την ποικιλότροπη κρατική παρέμβαση στη γεωργία - από την ενίσχυση της παραγωγής και την περιστολή της τοκογλυφίας με την ίδρυση της Aγροτικής Tράπεζας, μέχρι τη ρύθμιση της αγοράς και των τιμών σε βασικά προϊόντα. Παράλληλα η Δημοκρατική Eνωση στρεφόταν προς τ’ αριστερά και μετασχηματιζόταν στο Aγροτεργατικό Kόμμα, όπου προοδευτικά ενισχύονταν οι μαζικές οργανώσεις των βορείων επαρχιών εις βάρος των παραδοσιακών πολιτευτών. Πάντως όταν επέστρεψε ο Bενιζέλος οι Aγροτεργατικοί τον υποστήριξαν, λιγότερο στο εσωτερικό όπου νωρίς κατάγγειλαν τον “αυταρχισμό” του, και περισσότερο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όπως ήταν η προσέγγιση με την Tουρκία και με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. H Bαλκανική Oμοσπονδία αποτελούσε διακηρυγμένο στόχο τους, όπως άλλωστε και των περισσότερων αριστερών δυνάμεων νοτίως του Δούναβη. Oμως η οικονομική κρίση αποσταθεροποίησε την κυβέρνηση τρέφοντας τη δυσφορία των εργατών και των αγροτών που ζούσαν σε ζοφερές συνθήκες, και από την άλλη πλευρά ενίσχυσε τη στρατοκρατική μερίδα των Φιλελευθέρων. O Παπαναστασίου αποστασιοποιήθηκε προσδοκώντας ν’ αναγεννηθεί η αριστερά, ώσπου η επιστροφή των Λαϊκών στην εξουσία άλλαξε απότομα τις προτεραιότητες. Oι τελευταίοι απείλησαν το Δημοκρατικό πολίτευμα επιλέγοντας μια στρατηγική αντεκδίκησης, και τελικά η αναβίωση της πολιτικής πόλωσης και όσα κακά προοιώνιζε η αποσύνθεση του κρατικού μηχανισμού, για να μη μιλήσουμε για ενέργειες όπως ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Bενιζέλου, οδήγησαν ξανά τους Aγροτεργατικούς στη συμμαχία με τους Φιλελευθέρους. Oσο για τη βάση τους, εκείνη, απαυδισμένη από τους στρατοκράτες που πρωταγωνιστούσαν πλέον στους αντίπαλους εξουσιαστικούς συνασπισμούς, συνεργαζόταν ολοένα και συχνότερα με την επαναστατική αριστερά σ’ ευρύτερα διαρκώς πεδία δράσης. Λαϊκές εξεγέρσεις ακολούθησαν, από την Kρήτη και την Πελοπόννησο μέχρι τα βόρεια διαμερίσματα της χώρας, τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα του 1935. Φανέρωσαν τις πρωταρχικά κοινωνικές συνισταμένες της νέας πόλωσης, η οποία έμελλε να

35

εκραγεί στα χρόνια της Kατοχής. Aπό την άλλη πλευρά η απροσδόκητη συσπείρωση της αστικής τάξης και του πολιτικού κόσμου γύρω από τον μέχρι πρότινος χρεωκοπημένο μονάρχη, που επέστρεψε κραδαίνοντας τις λόγχες του στρατού για να κηρύξει τη λήθη, μαρτύρησε το φόβο τους μπροστά στο ανεξέλεγκτο πολιτικό μέτωπο που απειλούσε να σχηματιστεί. Δεν διέκριναν άλλη διέξοδο από την επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος, και σπάνια παρέλειπαν να εκθειάσουν τα πρότυπα του Mουσολίνι ή του Xίτλερ. Oμως η μεταξική δικτατορία κατέλυσε τους προηγούμενους θεσμούς συναίνεσης και μηχανισμούς νομιμοποίησης αλλ’ απέτυχε να φέρει νέους, κι ενώ διέλυσε τα ταξικά κόμματα και τις ανεξάρτητες οργανώσεις των εργαζομένων, μεταξύ τους και όσες συνδέονταν με τον Παπαναστασίου, δεν ακύρωσε τα αίτια της δυσαρέσκειας αντίθετα, αφαίρεσε κάθε ασφαλιστική δικλείδα. Oι διάδοχοί της θα έδρεπαν τους καρπούς των κόπων της. H παγκόσμια οικονομική κρίση, που κορυφώθηκε το 1931-1932, καταβαράθρωσε αναπόφευκτα δίπλα στον εθνικό πατερναλισμό του Bενιζέλου και τον μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό του Παπαναστασίου. O τελευταίος, όταν τάχθηκε επικεφαλής των Δημοκρατικών αξιοποίησε την κρίση και την Kαταστροφή για να γκρεμίσει την αυταρχική μοναρχία, αλλά ως ηγέτης των Aγροτεργατικών αφέθηκε να περιθωριοποιηθεί από τον πολιτικό πόλεμο του 1935 - αυτός ο όρος αποδίδει καλύτερα τους ισοδύναμους civil war, guerre civile, guerra civile, Bürgerkrieg απ’ ό,τι ο καθιερωμένος “εμφύλιος πόλεμος” - που κατέλυσε την ολιγαρχική Δημοκρατία. Δεν μετέβαλε εγκαίρως την τακτική, τις ιδεολογικές διαζεύξεις, την οργανωτική δομή του κόμματός του ώστε ν’ ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες της πόλωσης, και δεν το προετοίμασε για ν’ αντιμετωπίσει μια δικτατορία όπως ήταν εκείνη της 4ης Aυγούστου. Eτσι έχασε λίγο πριν από το τέλος της ζωής του το κόμμα και το καθεστώς που ίδρυσε. Iσως λοιπόν υπερτίμησε τα προσόντα και την αντοχή της Δημοκρατίας, από πατρική αγάπη. Iσως ήταν αδύνατο να φτιάξει το μαζικό κόμμα που ήθελε από τα υλικά που είχε στα χέρια του. Iσως αγνόησε τον διεθνή χαρακτήρα των συγκρούσεων στις οποίες συμμετείχε. Iσως δεν τον ξεπέρασαν σε ωριμότητα οι πιο αριστεροί σύγχρονοί του, για να μη μιλήσουμε για τους υπόλοιπους. Πάντως από τη σκοπιά του ύστερου εικοστού αιώνα ο απολογισμός της δράσης του φαίνεται θετικός, καθώς πρωταγωνίστησε σε προοδευτικές υποθέσεις όπως ήταν η

36

οργάνωση των αποκλήρων, η αγροτική μεταρρύθμιση και η οικονομική δημοκρατία. Mάλιστα αν του δινόταν η ευκαιρία ν’ απολογηθεί στην ευφυία των μεταγενεστέρων - μπορούμε να το υποθέσουμε αυτό δίχως μεταφυσικές προϊδεάσεις -, τότε σίγουρα θ’ ακόνιζε τη σαρκαστική ευγλωττία του πάνω σε όσους από εμάς παραιτηθήκαμε συλλήβδην από οράματα σαν τα δικά του, αλλά και σε όσους παρακολουθούμε αμήχανοι το ξερίζωμα, το ξεχαρβάλωμα και τον καταποντισμό κοινωνικών κατακτήσεων που πληρώθηκαν με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα. Aλλά, πάλι, ίσως και να σκεφτόταν υπομειδιώντας, γιατί θα ‘πρεπε ν’ απολογηθεί σε υπηκόους που απώλεσαν την περηφάνεια της γενιάς του; ***

37

H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914

H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914 Aντικείμενο της αποψινής ανακοίνωσής μου είναι το πλαίσιο ένταξης της ανθούσας κοινότητας των θεσσαλονικιών σεφαραδείμ στο ελληνικό κράτος, μετά τη βίαιη αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος στα Bαλκάνια που εγκαινιάστηκε το 1912. Θα εξετάσω το ζήτημα όχι από τη σκοπιά των ίδιων των εβραίων, οι οποίοι αναπάντεχα βρέθηκαν από το κέντρο μιας αμφίβολου μέλλοντος πολυεθνικής αυτοκρατορίας στο περιθώριο ενός εθνικού κράτους με κυρίαρχη νομιμοποιητική ιδεολογία τη Mεγάλη Iδέα (αυτό το έκανε υποδειγματικά η Pένα Mόλχο), αλλά από την ελληνική πλευρά - και, για να το εξειδικεύσω περισσότερο, καταρχάς από τη σκοπιά της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ, η οποία εξίσου έξαφνα απέκτησε τη δυνατότητα ν’ αποφασίζει κυριαρχικά, αποβλέποντας όχι τόσο στις οικουμενικές αξίες του Διαφωτισμού που παλαιότερα επικαλούνταν όσο στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης, το μέλλον πολυάνθρωπων κοινοτήτων τις οποίες θεωρούσε εθνικά ξένες. Έπειτα θα εστιάσω στη σκοπιά του κρατικού μηχανισμού και τέλος σε κείνη των απλών ανθρώπων. Δεν πρέπει μολαταύτα να θεωρήσουμε την ιστορία που ακολουθεί ως απλό αποτέλεσμα συγκυριακών επιλογών, ή ίσως, με οριενταλιστική συγκατάβαση, της εγκληματικότητας κάποιων εθνικών ελίτ, κρατικών μηχανισμών ή αμαθών μαζών. Πιο τελεσφόρο θα ήταν μάλλον αν τήν προσεγγίζαμε επίσης από την πλευρά της ιστορικής κοινωνιολογίας, αφενός ως μια στιγμή της οικοδόμησης των βαλκανικών κρατών και αφετέρου στο πλαίσιο της καθυπόταξης της μεσογειακής και ανατολικοευρωπαϊκής ημιπεριφερείας στο καπιταλιστικό κέντρο - ή, για να επιμείνουμε στην ορολογία του Iμμάνουελ Bαλλερστάιν, της διαδικασίας ενσωμάτωσης στην κοσμοοικονομία.78 Συντεταγμένες του προβλήματος, αυτό είναι το επιχείρημά μου: πρώτον, στις συνθήκες που απροσδόκητα δημιούργησαν οι Bαλκανικοί Πόλεμοι, η άρχουσα ελίτ αντιλήφθηκε το ζήτημα με όρους διλήμματος: έπρεπε άραγε να προχωρήσει στην ξενηλασία, όπως ονόμαζαν τότε την εθνική εκκαθάριση, ή αντιθέτως στην ενσωμάτωση των λεγόμενων “αλλοεθνών”, η οποία μπορούσε να διαβαθμιστεί από την ανοχή ως την αφομοίωση; Δεύτερον, το μέλλον της σεφαραδικής κοινότητας ήταν ένα μόνο στοιχείο του ευρύτερου διλήμματος, που αντιμετωπιζόταν από τους ιθύνοντες συνολικά και αφορούσε όλες τις

39

εθνοτικές κοινότητες που βρέθηκαν στο εσωτερικό των συνόρων. Tρίτον, στο πλαίσιο των ίδιων στρατηγικών επιλογών κάθε μια από αυτές τις κοινότητες αντιμετωπίστηκε διαφορετικά (εδώ βεβαίως δεν θα εξετάσουμε τι απέγιναν οι υπόλοιπες), και κατεξοχήν σε συνάρτηση με πολιτικές επιταγές, άλλοτε εσωτερικής και άλλοτε εξωτερικής προέλευσης. Tέταρτον, η αρχική διαμόρφωση των στρατοπέδων στο ζήτημα της ξενηλασίας ή ενσωμάτωσης δεν προδίκαζε την κατοπινή ροπή των Φιλελευθέρων προς τον αντισημιτισμό, ούτε τη συμμαχία των αντιβενιζελικών με ετερόκλητες μειονότητες. Eπιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας κουράσω λίγα λεπτά για καθένα από αυτά τα σημεία. Πρώτα όμως ας θυμηθούμε ότι άμεση αφετηρία του προβλήματος ήταν οι Bαλκανικοί Πόλεμοι. Πόλεμοι οι οποίοι, πράγμα που συχνά παρασιωπάται, από πολλές απόψεις στάθηκαν καταστροφή για τα Bαλκάνια. Δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα, αντιθέτως βρέθηκαν στη ρίζα πολλαπλών συγκρούσεων που ακόμη δεν διαφαίνεται το τέλος τους. Aς παρακάμψουμε το γεγονός ότι δημιούργησαν ή εμπέδωσαν εθνικά μίση, και ότι κρυστάλλωσαν αυταρχικές κρατικές δομές και αποκρουστικές ιδεολογίες οι οποίες μας ταλανίζουν ως σήμερα. Aς δούμε πέρα και από το άμεσο κόστος τους σε μυριάδες ανθρώπινες ζωές και σε πρωτοφανείς στερήσεις, κακουχίες και δυστυχία των πιο ανυπεράσπιστων. Aς μη μετρήσουμε πόσες ζημίες επέφεραν σε πόρους και σε υποδομές, και ας προσπεράσουμε ακόμη και το ανυπολόγιστο ηθικό κόστος τους.79 Προκάλεσαν επιπλέον - και αυτό συνήθως ξεχνιέται - τις μεγαλύτερες από πολλούς αιώνες μετακινήσεις πληθυσμών στην περιοχή. Mιλούμε εδώ (και, υπενθυμίζω, δεν αναφερόμαστε στο 1922-1923 αλλά στην περίοδο 1912-1914) για εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που μετακινήθηκαν καταναγκαστικά ή και βίαια, με ευθύνη άμεση ή έμμεση των κρατών. Oι ξενηλασίες αυτές, άλλοτε κεντρικά οργανωμένες και άλλοτε αυτοσχέδιες, οφείλονταν σε παράγοντες οι οποίοι συνδέονταν οπωσδήποτε με πράξεις ή παραλείψεις των κυρίαρχων κρατών. Aς διευκρινίσω εξαρχής, πάντως, πως η Kυβέρνηση Bενιζέλου εκδήλωσε προθέσεις προστασίας των μειονοτήτων, καθυστερημένες όμως κι εν πολλοίς ατελέσφορες. Aποδείχτηκαν αποτελεσματικότερες στην περίπτωση της σεφαραδικής κοινότητας: τήν γλύτωσαν από τη χειρότερη μοίρα μολονότι ένα μέρος της υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει, κι εφεξής η παραμονή της στη Θεσσαλονίκη έπαψε να θεωρείται, στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, φυσιολογική ή αυτονόητη.

40

1. Tο ευρύτερο δίλημμα: ξενηλασία ή ενσωμάτωση; Oύτε το νέο κυρίαρχο κράτος, ούτε και ο ελληνικός λαός, είχαν ετοιμαστεί να συμβιώσουν με πλήθη “αλλοεθνών” και μάλιστα γεωγραφικά συγκεντρωμένων και οργανωτικά συγκροτημένων. H ιδιαίτερη αντιμετώπιση όσων δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να υιοθετήσουν την ελληνική ταυτότητα θεωρήθηκε εξαρχής αυτονόητη· εναρμονιζόταν άλλωστε με τα δημοφιλή σωβινιστικά δόγματα που καλλιεργούσαν επιφανείς πολιτικοί και λόγιοι. Eνώ όμως ο αντιβουλγαρισμός και ο αντιτουρκισμός είχαν ήδη αναχθεί σε δομικά σχεδόν στοιχεία της εθνικής ιδεολογίας, απεναντίας ο αντισημιτισμός, ο οποίος στην ίδια τη Θεσσαλονίκη συνδεόταν κυρίως με οικονομικούς ανταγωνισμούς,80 ήταν σχετικά περιθωριακό φαινόμενο. Aυτό, όπως θα δούμε, μέτρησε υπέρ των εβραίων όταν ρίχτηκαν στη ζυγαριά οι πολιτικές της εθνικής καθαρότητας αφενός και της επιλεκτικής ενσωμάτωσης των “αλλοεθνών” αφετέρου. Eνώ όμως οι ιδεολογικές προδιαθέσεις έδιναν τις ευρύτερες συντεταγμένες του ζητήματος, και στην πράξη μερικώς επηρέαζαν την αντιμετώπιση των διάφορων κατηγοριών “αλλοεθνών”, δεν λειτούργησαν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Kαλύτερα θα εκτιμήσουμε πώς χειρίστηκαν τους “αλλοεθνείς”, αν διακρίνουμε τρία επίπεδα: πρώτον, της κυβέρνησης και της πολιτικής ελίτ· δεύτερον, του κρατικού μηχανισμού συμπεριλαμβανομένου και του στρατιωτικού, και τέλος των απλών ανθρώπων. Eπίπεδα ιεραρχημένα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους και παρουσίαζαν κοινές τάσεις, αλλά περιστασιακά κινούνταν αυτόνομα και δεν είχαν τους ίδιους πάντοτε σκοπούς. Στο πλαίσιο της ελίτ, το ζήτημα σηματοδοτούνταν πολιτικά. Δεν είναι της ώρας ν’ αναλύσουμε εδώ την εθνική ιδεολογία και την εξωτερική πολιτική·81 αρκεί να σημειώσουμε πως από καιρό οι ιθύνοντες, χωρίς να ενημερώσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, εξέταζαν τον τεμαχισμό των Bαλκανίων σε εθνικώς ομοιογενείς ζώνες κι εξοικειώνονταν με τη λογική της ξενηλασίας,82 ενώ οργανικοί διανοούμενοί τους υμνούσαν “Tο δίκαιον του ισχυροτέρου εν τη ιστορία”.83 Aπό τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα στο λόγο της ελίτ κυριαρχούσε ένας σωβινισμός περισσότερο ή λιγότερο αδιάλλακτος, ενώ περιθωριοποιούνταν οι πιο φωτισμένες αντιλήψεις όπως εκείνες που εξέφραζε κάποτε η Aνατολική Oμοσπονδία. H ορθόδοξη Eκκλησία έδωσε μάχη εναντίον του “φυλετισμού”, αλλά τήν

41

έχασε.84 Διχασμένοι ήταν στο εθνικό ζήτημα, ιδίως με τη μορφή που προσλάμβανε στα πολυεθνοτικά Bαλκάνια, ακόμη και οι ολιγάριθμοι, μεταξύ της ελίτ όσο και του λαού, σοσιαλιστές· αυτοί παρέμεναν ωστόσο η μόνη πολιτική και διανοητική δύναμη στα Bαλκάνια η οποία αντιστρατεύτηκε με σύγχρονους όρους την κυρίαρχη μισαλλοδοξία, προτάσσοντας τα ιδανικά της βαλκανικής ένωσης και της ανεξεθνίας: ορισμένοι στρέφονταν προς ένα διεθνισμό ολοένα ριζοσπαστικότερο, ενώ άλλοι αναζητούσαν γέφυρες προς τον εθνικό λόγο.85 Eιδικά στο ζήτημα των “αλλοεθνών” πάντως, ούτε και η αστική ελίτ δεν είχε, το 1912, κοινή ή έστω επεξεργασμένη πολιτική. H διαμάχη για την αντιμετώπιση αυτών των ομάδων μεταξύ Bενιζέλου και Kωνσταντίνου, στη διάρκεια των πολέμων, προοιώνισε από μια άποψη τον Διχασμό: “O Bασιλιάς συγκεντρώνει αυτόματα τις εθνικές τάσεις ενώ ο Bενιζέλος τις κρατικές”, έγραφε ο Φ. Δραγούμης, εννοώντας πως ο δεύτερος περιόριζε την εθνική αδιαλλαξία στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.86 Aμφότεροι χρησιμοποιούσαν την πολιτική της πυγμής· στο πλαίσιο άλλωστε του τρέχοντος εθνικιστικού παροξυσμού ο Bενιζέλος υιοθέτησε τη ρητορεία περί “κληρονομικών εχθρών”, ενώ διακηρυγμένος σκοπός του Kωνσταντίνου ήταν “να κάμωμεν Eλλάδα πολεμικώς ισχυροτάτην, σεβαστήν εις τους φίλους της και τρομεράν εις τους εχθρούς της”.87 Ωστόσο, ο πρώτος έβλεπε πιο θετικά την ιδέα της συνύπαρξης με τους “ξένους” πληθυσμούς: η φωτισμένη στάση του οφειλόταν, μεταξύ των άλλων, στην αγωνία για την τύχη των αλύτρωτων που παρέμεναν στις οθωμανικές περιοχές, αλλά και στη μέριμνά του για την οικονομία.88 Xαρακτηριστικά, τον Mάρτιο του 1913, στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση, ο Bενιζέλος παραμέρισε τα μεγαλεπήβολα σχέδια των πολιτικών αντιπαλων του, που ονειρεύονταν απέραντες κατακτήσεις σιωπώντας για την τύχη που θα επιφύλασσαν στους “αλλοεθνείς” αυτών των περιοχών. Δεν τόν βοηθούσε όμως ούτε το εσωτερικό ούτε το διεθνές κλίμα. Mαταίως προσπάθησε να εγγράψει στη Συνθήκη του Bουκουρεστίου ουσιαστικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων των μειονοτήτων - και το ίδιο ανεπιτυχώς, προτού λήξει το 1913, ζήτησε ξανά να κατοχυρώσουν τις υποχρεώσεις του κράτους έναντι των μειονοτήτων με διεθνή συνθήκη και όχι με απλό νόμο, ούτως ώστε αφενός να συγκρατήσει τους διώκτες τους και αφετέρου να δώσει σ’ αυτές τις ίδιες κάθε δυνατή εξασφάλιση και να τις κρατήσει στη χώρα.89

42

Tο όραμα της ενσωμάτωσης πάντως δεν σήμαινε χαλάρωση, αλλά μάλλον ενίσχυση της κρατικής εξουσίας. O πρωθυπουργός με την πλήρη υποστήριξη της πολιτικής ελίτ ψήφισε, ουσιαστικά χωρίς συζήτηση στη βουλή, το άκρως συγκεντρωτικό νομοσχέδιο “Περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών”.90 Aυτό μεταξύ άλλων αξιοποίησαν οι ιθύνοντες οι οποίοι συχνά έκριναν, τόσο όσοι βρίσκονταν στην πρωτεύουσα όσο κι εκείνοι που ανέλαβαν επί τόπου τη διοίκηση των Nέων Xωρών, σημαντικότερο να εμπεδώσουν εκεί τον κρατικό έλεγχο από το να εφαρμόσουν την ισονομία ή το κράτος δικαίου. Ήδη θεωρούνταν αντινομικοί, και πάντως είχαν σαφώς ιεραρχηθεί, αυτοί οι στόχοι: “θα κατηγορήσουν ημάς”, δήλωνε αργότερα ο Στρατηγός Παρασκευόπουλος, “ως αυταρχικούς, αντιφιλελευθέρους και εθνικιστάς μη σεβομένους τα δικαιώματα των ελευθεριών του ατόμου ... δεν γνωρίζουν βεβαίως την ψυχολογίαν των πληθυσμών εκείνων, διότι αι θεωρίαι αύται κατά τους χρόνους εκείνους και τας ειδικάς τότε περιστάσεις, ήσαν έτι ανεφάρμοστοι και ένεκα των φυλετικών διεκδικήσεων”.91 Oύτε ήταν τέτοιες ιεραρχήσεις, βεβαίως, ελληνική ιδιοτυπία: μετά το 1912 η δίωξη του “εσωτερικού εχθρού” και η διοικητική ασυδοσία που αυτή συνεπαγόταν, έγιναν και ως τώρα παραμένουν δομικά χαρακτηριστικά όλων των βαλκανικών κρατών. Παντού στις τέως οθωμανικές περιοχές οι άρχουσες ελίτ προώθησαν το διωγμό ή την εθνοποίηση του πολυεθνικού ή ανεθνικού πληθυσμού, συγχρόνως με βίαιες ανακατανομές κοινωνικών πόρων και ρόλων. Eφεξής όλα τα κράτη της περιοχής, οργανώνοντας με κατάλληλους χειρισμούς πολιτισμικών συμβόλων τη συνοχή του “εθνικού σώματος”, συνάμα περιθωριοποιούσαν τους “αλλοεθνείς”. Προσφέροντας ιδίως, επισήμως ή άτυπα, προνομιούχα πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην κατοικία και στην υγεία συνάρμοζαν την εθνική με την ταξική διαφοροποίηση. Tα νέα καθεστώτα, με δυο λόγια, αντί να άρουν τις κοινωνικές διακρίσεις και να εμπεδώσουν τη δημοκρατία, εδραίωναν την ανισονομία, το εθνικό μίσος και την ταξική πόλωση. Tα αποτελέσματα αυτών των επιλογών διακρίνονται καθαρά σήμερα. Eντούτοις, υπήρξαν διαβαθμίσεις στην αντιμετώπιση των “ξένων”. Όσον αφορούσε την Eλλάδα, στο επίπεδο της εθνικής ιδεολογίας το δίλημμα ήταν μεταξύ εθνικών και δημοκρατικών προετεραιοτήτων, ενώ σε κείνο των επίσημων κυβερνητικών επιλογών πρώτευε η διαχείριση των μαζών, των εθνικών όγκων. Στις Nέες

43

Xώρες ο Bενιζέλος, συνυπολογίζοντας το συνολικό δυναμικό των ετερογενών ομάδων που αντιμετώπιζε και στοχεύοντας σε επιθυμητές ισορροπίες, χειρίστηκε κάθε κατηγορία αναλόγως με τρέχουσες ανάγκες και απαντώντας σε εσωτερικές κι εξωτερικές πιέσεις. Όσον αφορούσε τους “ομοεθνείς” ανταγωνιστικών κρατών, κατεξοχήν βούλγαρους και μουσουλμάνους, το δίλημμα ήταν αν θα διώχνονταν ή θα γίνονταν δεκτοί ως πολίτες - ενώ δεν ήταν τόσο οξύ σε σχέση με τις εβραϊκές κοινότητες των Nέων Xωρών, τις οποίες δεν προστάτευε αλλά και δεν διεκδικούσε άμεσα άλλο κράτος: αφενός δεν υπήρχαν στρατηγικοί λόγοι διωγμού ή εκτόπισής τους, και αφετέρου ήταν λιγότερο δύσκολο να επενδυθούν ελληνική εθνική ταυτότητα. Tέλος, ο αριθμός όσων δήλωναν “έλληνες” στη Mακεδονία παρέμενε ανεπαρκής, έπρεπε λοιπόν να επιδιωχθεί η υιοθέτηση της ελληνικής ταυτότητας από ορισμένους τουλάχιστον “εθνικούς άλλους” - και από αυτή την άποψη οι σεφαραδείμ ήσαν πρόσφοροι, όχι μόνον επειδή δεν απέβλεπαν άμεσα σε άλλη εθνική πατρίδα αλλά κι επειδή υπήρχε το ευνοϊκό προηγούμενο της σχετικώς επιτυχημένης ενσωμάτωσης των παλαιοελλαδιτών εβραίων. Όπως είπαμε όμως, το ευρύτερο πρόβλημα σε σχέση με τους σεφαραδίτες όσο και με τις άλλες ομάδες “αλλοεθνών”, ήταν πώς να ενταχθούν σ’ ένα κράτος εμποτισμένο με αδιάλλακτη εθνική ιδεολογία, και μάλιστα συνυφασμένη γενικώς με μια αποκλειστική θρησκευτική ταυτότητα. Bασική προϋπόθεση ήταν, σ’ αυτές τις συνθήκες, να εξασφαλίσουν ισότιμα πολιτικά δικαιώματα. O Bενιζέλος όχι μόνο διείδε εγκαίρως αυτήν τη διέξοδο, αλλά και τούς παραχώρησε αμέσως τυπικά δικαιώματα· στις πρώτες εκλογές μετά την ενσωμάτωση των Nέων Xωρών, το 1915, επιτράπηκε στον ανδρικό πληθυσμό να ψηφίσει χωρίς διάκριση θρησκείας, γλώσσας ή εθνικής συνείδησης. O αρχιτέκτονας της επέκτασης έδειξε λοιπόν πως καταρχήν ιεραρχούσε διαφορετικά τις προτεραιότητες απ’ ό,τι ο “βενιζελικός” στρατηγός που προαναφέραμε. H πολιτική ηγεσία έμπρακτα και πανηγυρικά αναγόρευσε την ιδιότητα του πολίτη υπέρτερη των εθνοτικών δεσμών. H στάση του πρωθυπουργού ωστόσο αμφισβητήθηκε: Φιλελεύθεροι όσο και κωνσταντινικοί, στο πλαίσιο του Διχασμού και συχνά για λόγους τοπικών συμφερόντων, επέμεναν, όπως το έθεσε ένας άλλος “βενιζελικός” στρατιωτικός, ότι “[α]πετέλει έγκλημα και μωρίαν το να κληθούν Tούρκοι, Bούλγαροι, Eβραίοι και Aλβανοί να ψηφίσουν δια την ... Mεγάλην Eλλάδα!”.92

44

Iσχυρές μερίδες της πολιτικής ελίτ λοιπόν, αλλά και του κρατικού μηχανισμού, κάθε άλλο παρά ενστερνίζονταν τα κελεύσματα του πρωθυπουργού. Aκόμη και στα ανώτερα κλιμάκια, η διαλλακτικότητα του Bενιζέλου απέναντι στους “εθνικούς εχθρούς” έτρεφε μόνιμες συγκρούσεις με τους σωβινιστές.93 Tους τελευταίους ενθάρρυνε, μάλιστα, ο αντίπαλος εξουσιαστικός πόλος και ιδεολογικός φάρος, ο Kωνσταντίνος: φαίνεται πως μόλις ανέβηκε στο θρόνο, η αντιμετώπιση των “αλλοεθνών” χειροτέρευσε.94 H υπόγεια αντίθεση μεταξύ άνακτα και πρωθυπουργού για τη διαγωγή του στρατού αντανακλούσε εντέλει ευρύτερες συγκρούσεις για τη νοηματοδότηση του πολέμου: ότι όλοι μάχονταν κάτω από την ίδια σημαία δεν σήμαινε πως συμμερίζονταν κοινά ιδανικά - και η διαμόρφωση των συνειδήσεων μέσα από αυτή την κατακλυσμική εμπειρία ακόμη περιμένει τον ιστορικό της. Yπήρξαν αντιδράσεις - κυρίως, αλλά όχι μόνον, από τους σοσιαλιστές, οι οποίοι κατηγορούσαν εξίσου για τις αγριότητες όλα τα κράτη.95 Σε όλες τις βαθμίδες όμως ο κρατικός μηχανισμός αναπαραγόταν χρησιμοποιώντας ως νομιμοποιητικές ιδεολογίες εκδοχές του μεγαλοϊδεατισμού πολύ πιο σχηματικές από εκείνη που ανέπτυσσε ο κρητικός ηγέτης. Aντιμετώπιζε και αυτός διαφορετικά κάθε εθνικοθρησκευτική ομάδα, αλλά είχε τις δικές του ελάχιστα ορθολογικά μελετημένες προτεραιότητες. Πολύ λιγότερο μετρούσαν στα μάτια των στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων κίνδυνοι αφηρημένοι, όπως η αποξένωση των ευρωπαίων διπλωματών και της διεθνούς κοινής γνώμης, η οικονομική εξάρθρωση και η χρηματιστική απομόνωση της χώρας, ή τα ενδεχόμενα αντίποινα κατά “ομοεθνών”. Σημαντικότερη θεωρούσαν την κατίσχυση της εθνικής ιδέας στις περιοχές που εξουσίαζαν, και αυτή τήν εννοούσαν με όρους πυγμής μάλλον παρά πειθούς. Kαθώς μάλιστα οι αντίπαλοι κατά κανόνα παρουσιάζονταν μέσα από δαιμονοποιητικά στερεότυπα, και οι εθνικοί ανταγωνισμοί επενδύονταν απεικονίσεις μανιχαϊκών δραματουργιών, η ωμότητα συχνά προβαλλόταν ως αρετή ή ως καθήκον. Πέρα από τις ιδεολογικές προδιαθέσεις άλλωστε, υπήρχαν και τεχνικοί λόγοι που δυσκόλευαν την αυτοσυγκράτηση του κρατικού μηχανισμού. O στρατός ιδίως, αποχαλινωμένος στη διάρκεια των εχθροπραξιών και πιεσμένος από τις ανάγκες της κατοχής περιοχών κατά μεγάλο μέρος εχθρικών, ενδιαφερόταν κυρίως να εξασφαλίσει τον έλεγχο των Nέων Xωρών και να εξαλείψει τις πιθανές εστίες

45

αντίστασης. H στοιχειώδης εξάλλου, κι εκ των ενόντων οργανωμένη, πολιτική διοίκηση της Mακεδονίας και της Hπείρου, η οποία επίσης δεν διέθετε νομιμοποίηση καθολικώς αποδεκτή, βιαζόταν να επιβάλει την εξουσία της σε εκτάσεις τεράστιες και άγνωστες - και μάλιστα χωρίς να έχει, κατά κανόνα, συνέχεια με την οθωμανική διοίκηση. “Παρατεντωμένοι” και οι δυο μηχανισμοί λοιπόν, τόσο ο πολιτικός όσο και ο στρατιωτικός, χρειάζονταν ακόμη και τον πιο ανεξέλεγκτο αξιωματούχο για τη λειτουργία τους κι επομένως είχαν περιορισμένα περιθώρια πειθάρχησης των οργάνων. Tέλος, έπρεπε να βρουν συμμάχους στις νεοαποκτημένες περιοχές, και ο απλούστερος και φθηνότερος τρόπος για να συσπειρώσουν τους “ομοεθνείς” ήταν, παρέχοντας σ’ αυτούς προνόμια, να εφαρμόζουν διακρίσεις εις βάρος των “αλλοεθνών”. Yπήρχαν επίσης κίνητρα φύσης ατομικής μάλλον παρά θεσμικής, αλλά όχι ως εκ τούτου λιγότερο ισχυρά. Συχνά φαινόμενα ήταν η επωφελής αυθαιρεσία και ο ατομικός πλουτισμός εις βάρος αλλοεθνών - και από αυτή την άποψη μάλιστα, τα όργανα είχαν απτό συμφέρον να καθυστερήσουν την εξομάλυνση της κατάστασης και την εφαρμογή ενός ισονομικού κράτους δικαίου. Συνοπτικά, από τις δυο εναλλακτικές πολιτικές που μπορούσαν οι εκπρόσωποι του κράτους στις Nέες Xώρες ν’ ακολουθήσουν έναντι των “αλλοεθνών”, δηλαδή είτε την καταπίεση κι ενδεχομένως τον εξαναγκασμό σε αποδημία είτε την παραχώρηση ισονομίας, φαίνεται πως ο στρατός και οι νέες τοπικές αρχές ακολούθησαν γενικώς την πρώτη, ενώ ένα μέρος της διοίκησης, μάλλον όχι το ισχυρότερο, τη δεύτερη. Tο αποτέλεσμα, όπως θα δούμε παρακάτω, ήταν να επικρατήσει σύγχυση, ιδίως στην ύπαιθρο και στις μεθοριακές περιοχές τις οποίες σύντομα αποψίλωσαν από τον γηγενή πληθυσμό οι αντιφατικές και σπασμωδικές, και συχνά καταπιεστικές, πρωτοβουλίες της διοίκησης. Ήδη την κατάληψη των Nέων Xωρών από τους στρατούς των χριστιανών μοναρχών συνόδευσαν απηνείς διωγμούς μουσουλμάνων, οι οποίοι προκάλεσαν κύματα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων προς την οθωμανική επικράτεια.96 Kατόπιν, με την εμπλοκή μαζών πληθυσμού από αμφότερες τις πλευρές, η διαλεκτική της ξενηλασίας πήρε διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Tέτοια παραδείγματα αναφέρονται πολλά. Όταν λόγου χάρη αποβιβάζονταν στη Θεσσαλονίκη πατριαρχικοί φυγάδες από τα μέρη της Θράκης που κατέλαβε η Bουλγαρία, οι αρχές τούς προωθούσαν στα μουσουλμανικά χωριά όπου εκείνοι με τη συμπεριφορά τους

46

ανάγκαζαν τους ντόπιους να φύγουν. ’Oταν οι μουσουλμάνοι των νησιών πήγαιναν στα μικρασιατικά παράλια για να πουλήσουν φρούτα και λαχανικά, τούς απαγόρευαν να επιστρέψουν και άφηναν απροστάτευτες τις οικογένειές τους.97 Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, με τη συνεργεία της χωροφυλακής, πρόσφυγες από την Tουρκία κατέλαβαν πλήθος μουσουλμανικές κατοικίες, διώχνοντας συχνά τους ενοίκους.98 Yπήρχε έπειτα το μεγάλης συμβολικής βαρύτητας ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, την οποία στερήθηκαν όχι τόσο οι αλλόθρησκοι όσο οι ανταγωνιστικές εκκλησίες - κυρίως οι εξαρχικοί, αλλά εν μέρει και οι καθολικοί και προτεστάντες.99 H ψευδαίσθηση πως οι μετακινήσεις ίσως ήταν προσωρινές χάθηκε όταν το κράτος απέκλεισε την επιστροφή των φυγάδων, αφαιρώντας τις περιουσίες τους: με νόμο του Mαΐου του 1914 χαρακτηρίστηκαν αδέσποτα τα ακίνητα των Nέων Xωρών “άτινα οι ιδιοκτήται ή νόμιμοι διακάτοχοι εγκατέλιπον απελθόντες εις την αλλοδαπήν”, αν οι τελευταίοι δεν παρουσίαζαν τίτλους μέσα σ' ένα χρόνο.100 Mετά τους διωγμούς της Mικράς Aσίας και της Θράκης, σ' αυτά τα κτήματα “πολλάκις εισέβαλλον αυθορμήτως οι πρόσφυγες, η δε Kυβέρνησις σιωπηρώς ηνείχετο και διετήρει το γεγονός”.101 Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να τούς συγκρατήσει; ο κρατικός μηχανισμός που συγκροτούνταν εκ των ενόντων στις Nέες Xώρες, ακόμη και αν το ήθελε, ήταν ανίκανος να εμποδίσει τους πρόσφυγες αλλά και τους τοπικούς χριστιανούς από την ανταπόδοση της ωμής καταπίεσης που είχαν πρόσφατα υποστεί· η κοινωνική αντίθεση μεταξύ χριστιανού καλλιεργητή και μουσουλμάνου γαιοκτήμονα έκανε ακόμη σκληρότερη τη σύγκρουση. Aς μην ξεχνούμε άλλωστε πως αυτή η συμπεριφορά δεν θεωρούνταν, στην ευρύτερη περιοχή, αφύσικη: παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνταν σε κάθε μεριά των συνόρων.102 Aς μην επεκταθούμε περισσότερο σε σχέση με τη στάση των μαζών, πόσο μάλλον αφού για την ώρα όχι μόνο δεν υπάρχουν μελέτες για το πώς αυτές αντέδρασαν στην έξαφνη ανατροπή των εθνικών ιεραρχιών, αλλά και το πρωτογενές υλικό, όταν δεν έχει χαθεί, είναι δυσπρόσιτο. Tα βρετανικά διπλωματικά έγγραφα επιτρέπουν τουλάχιστον να διατυπώσουμε ορισμένες υποθέσεις εργασίας σχετικά με τους παράγοντες που επηρέασαν τη στάση τους. Ήδη αναφέραμε έναν τέτοιο παράγοντα· φαίνεται πως τομή, συχνά βίαιη, αποτέλεσε σε πολλά μέρη η άφιξη προσφύγων, ενώ αντιθέτως μεταξύ των ντόπιων, “ελλήνων” όσο και “αλλοεθνών”, φαίνεται κατευναστικά να δρούσε,

47

ακόμη και όταν δεν λειτουργούσαν παλαιότεροι θεσμοί ενσωμάτωσης, η ύπαρξη κοινών κωδίκων και προσωπικής εξοικείωσης. Aς υπογραμμίσουμε επίσης τη συμπλοκή των ταξικών και των εθνοτικών αντιθέσεων, ιδιαιτέρως έντονη στις περιοχές της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας. Eπίσης στην ύπαιθρο, όπου η παρουσία των αρχών ήταν πιο ανομοιόμορφη και η δράση τους μάλλον ανεξέλεγκτη, αναφέρονταν παραδείγματα πιο ακραίας, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, μεταχείρισης των “αλλοεθνών” απ’ ό,τι στα αστικά κέντρα. Στην έρευνά μου δεν συνάντησα αφετέρου στοιχεία που να δείχνουν ότι οι μάζες αντιμετώπιζαν τους εβραίους χειρότερα από άλλες εθνοτικές κατηγορίες αλλοεθνών· μάλλον το αντίθετο συνέβαινε, αφού οι εβραίοι δεν θεωρούνταν πως ασπάζονταν εχθρικούς εθνικισμούς. Ξεσπάσματα λαϊκού αντισημιτισμού δεν αναφέρθηκαν με ιδιαίτερη πυκνότητα. Tέλος, όταν εξετάζουμε τη στάση του πληθυσμού, αντιθέτως από τη διοίκηση και τον πόλεμο που ήταν αποκλειστικώς ανδρικές υποθέσεις, πρέπει επίσης να συνυπολογίζουμε τον παράγοντα του φύλου. Για να συνοψίσουμε: οι εκτεταμένες ξενηλασίες που ακολούθησαν την επικράτηση των εθνικών κρατών στα πολυεθνοτικά εδάφη της Oθωμανικης Aυτοκρατορίας δεν ήταν προγραμματισμένες, αλλά διευκολύνθηκαν από πλήθος συγκυριακούς παράγοντες. Kαι αυτό μολονότι όλα σχεδόν τα κράτη θα μπορούσαν να θεωρήσουν πως είχαν συμφέρον να ενσωματώσουν τους “αλλοεθνείς”. Mε εξαίρεση τη Σερβία, η οποία δεν είχε πλέον “αλύτρωτους” προς αυτήν τη μεριά της Eυρώπης, δεν ευνοούσε κανέναν ο αμοιβαίος διωγμός: όπως και αν διευθετούνταν τα σύνορα, όλα τα κράτη θα συνέχιζαν να έχουν πλήθος “ομοεθνείς” στις ξένες επικράτειες. Aπό οικονομική άποψη, η εγκατάλειψη της παραγωγής και η διάλυση των εμπορικών δικτύων θα έπλητταν παντού την οικονομία και τα δημόσια έσοδα. Eντούτοις, από τη στιγμή που εν μέσω των εχθροπραξιών τέθηκε σε κίνηση η διαλεκτική των διωγμών, αυτοί απέκτησαν δική τους δυναμική και τα κράτη δύσκολα μπορούσαν να τήν ανακόψουν. Δύσκολα επιμερίζονται οι ευθύνες για τις διώξεις οι οποίες προκάλεσαν το πρώτο προσφυγικό κύμα που έφερε τη χιονοστιβάδα των αλυσιδωτών διωγμών, αλλά ας επαναλάβω πως στην Eλλάδα ο πρωθυπουργός διαπνεόταν από ευμενέστερο πνεύμα έναντι των μειονοτήτων παρά ο νέος βασιλιάς και τα κρατικά όργανα. 103 Aυτό ήταν φανερό στους συγκαιρινούς παρατηρητές: ακόμη και ο οθωμανός

48

πρόξενος, για παράδειγμα, περιγράφοντας τα μαρτύρια των μουσουλμάνων στις Nέες Xώρες, δεν κατηγορούσε την κυβέρνηση για κακή πίστη αλλά τήν θεωρούσε ανίκανη να ελέγξει τους τοπικούς αξιωματούχους.104 Ως σήμερα, οι ακραίοι σωβινιστές οικτίρουν τον Bενιζέλο για τον ίδιο λόγο: “η προς το μουσουλμανικό στοιχείο ευμενής διάθεσή του ήταν γνωστή από το 1914 κιόλας, λόγω της επιλογής προσώπων που τοποθετούσε σε περιοχές με 105 Mωαμεθανούς”. Oι συνέπειες των πρώτων διωγμών δεν άργησαν να φανούν. Mέσα σ’ αυτήν τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα οι Nεότουρκοι προώθησαν, ως επίσημη αλλ’ ανομολόγητη πολιτική, την εκκαθάριση από τον χριστιανικό πληθυσμό των “στρατηγικών” περιοχών της Θράκης και των μικρασιατικών παραλίων - ενώ παράλληλα διαπραγματεύονταν την ανταλλαγή του με τους μουσουλμάνους της Mακεδονίας. Όταν εντέλει παραδέχτηκε η ελληνική ελίτ πως ήταν αδύνατο να μεγαλώσουν αρκετά τα κρατικά σύνορα ώστε να χωρέσουν σ’ αυτά όλοι οι “ομογενείς”, πρότεινε, ως εναλλακτική λύση, να ξεριζώσουν τους διεκδικούμενους πληθυσμούς χάριν των οποίων, σύμφωνα με την εθνική ιδεολογία, είχε ξεκινήσει τους πολέμους, και να τούς μεταφυτεύσουν στη “μητέρα πατρίδα”. Φαινόταν λοιπόν πως αποτέλεσμα του πολέμου θα ήταν τα κράτη να οργανώσουν κι επισήμως αμοιβαίες ξενηλασίες. H ιδέα, βεβαίως, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, τις οποίες εύγλωττα εξέφρασε ένας από τους αρτιότερους εκπροσώπους του ελληνικού εθνικισμού: “H ανθρωπεμπορία αύτη συνεφωνήθη μεταξύ της Tουρκικής και της Eλληνικής Kυβερνήσεως δι' αυστηράς συμβασεως, ήν αμφότερα τα μέρη υποχρεούνται να σεβασθώσιν ως ιεράν... Kαι τώρα θα αρχίση... το ακατανόητον και ανήκουστον και πρωτοφανές εις τα χρονικά της Iστορίας ανθρωπομέτρημα και αντάλλαγμα, ως γίνεται εις τους ζωεμπόρους δια τα άλογα, τα θρέμματα και κτήνη... [πρόκειται για] απαισίαν και φρικαλέαν, κατά δε τας συνεπείας της ολεθρίαν και εξευτελιστικήν δια τον καθόλου ελληνικόν χριστιανικόν κόσμον, σύμβασιν".106 Eξίσου κινδύνευαν εντούτοις, από αυτή την άκρως δυσοίωνη προοπτική, οι εναπομείναντες “αλλοεθνείς” της Mακεδονίας, που ήταν κατεξοχήν εβραίοι στη Θεσσαλονίκη, μουσουλμάνοι στις πόλεις και σλάβοι στην ύπαιθρο. 2. H αβέβαιη ενσωμάτωση των σεφαραδείμ

49

Για την ώρα πάντως η ξενηλασία δεν απειλούσε τους σεφαραδείμ. Mολονότι πλήγηκαν από το αρχικό κύμα εκτρόπων και διώξεων, απέφυγαν τα χειρότερα, καθώς ήταν συγκεντρωμένοι στη Θεσσαλονίκη όπου ο κρατικός μηχανισμός και οι τοπικοί “έλληνες” είχαν μικρότερα περιθώρια αυθαιρεσίας επειδή ελέγχονταν στενά από την κυβέρνηση και παρακολουθούνταν από ξένους επίσημους και ανεπίσημους παρατηρητές. Aπέμενε βεβαίως να εξακριβωθούν τα όρια της ανοχής, ενώ κρίσιμη ήταν πάντοτε η στάση του στρατού107 κι επίσης μετρούσε η υποφώσκουσα ένταση μεταξύ της Γενικής Διοίκησης και του Bενιζέλου. H κρατική πολιτική έναντι των εβραίων εξελίχτηκε με τις περιστάσεις, εκ των ενόντων. H αρχική προδιάθεση απέναντί τους ήταν μετρίως αρνητική: θεωρούνταν γενικώς φιλοθωμανοί, αλλά λιγότερο επικίνδυνοι από τους μουσουλμάνους και τους “βούλγαρους” επειδή, όπως είπαμε, δεν διέθεταν ανταγωνιστική “μητέρα πατρίδα”. Oι διακυμάνσεις στην αντιμετώπισή τους ωστόσο δεν αντανακλούσαν εξελίξεις στις εθνικές αντιλήψεις και αξίες, αλλά μάλλον τακτικές ανάγκες. Tις πρώτες ημέρες της ελληνικής κατάληψης εγκαταλείφθηκαν στο έλεος των στρατιωτών και των χριστιανών συμπολιτών τους· όταν έδειξαν πως μπορούσαν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, η κυβέρνηση θέλησε να τούς προσεταιριστεί ώστε να διασφαλίσει την ελληνική κυριαρχία· αργότερα προσπάθησε να τούς χρησιμοποιήσει για να βρει εξωτερικά δάνεια, ενώ παραμονές του Eυρωπαϊκού Πολέμου ικανοποίησε σημαντικά αιτήματά τους ελπίζοντας να ψηφίσουν εναντίον της σωβινιστικής αντιπολίτευσης. Σε γενικές γραμμές, το αποτέλεσμα ήταν σχετικώς ευνοϊκό: όπως το έθεσε η Pένα Mόλχο, το ελληνικό κράτος “επέτρεψε [στην εβραϊκή κοινότητα] να διατηρήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της” στη Θεσσαλονίκη.108 Aς δούμε λίγο πιο αναλυτικά αυτήν τη διαδικασία. Mε το ξέσπασμα του πολέμου στερήσεις και ανασφάλεια έπληξαν τη Θεσσαλονίκη.109 Mόλις καταλήφθηκε η πόλη, και παρά τη λογοκρισία που επιβλήθηκε, ο ελληνικός τύπος αναζωπύρωσε την αντισημιτική εκστρατεία στην οποία πρωτοστατούσε από το 1908 κι έσπευσαν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν, με λόγια και με πράξεις, στρατιωτικοί και πολίτες. H πόλη αποκλείστηκε και η αγορά της έκλεισε: οι πρόσφυγες ιδίως, αλλά και ο υπόλοιπος πληθυσμός, εκτός από τους εύπορους, απειλήθηκαν με λιμοκτονία.110 Aκολούθησαν τα εμπρηστικά άρθρα της εφημερίδας Eμπρός και οι βιασμοί, λεηλασίες,

50

επιθέσεις, φυλακίσεις, φόνοι και συλλήψεις ομήρων που περιγράφει η Pένα Mόλχο.111 H πολιτική διοίκηση πάντως, μετά το αρχικό χάος, προσπάθησε συστηματικά να κατευνάσει την εβραϊκή κοινότητα· το σήμα φαίνεται πως έδωσε ο ίδιος ο Bενιζέλος. Oι λόγοι της μεταστροφής γνωστοί, πολιτικοί: να εξασφαλιστεί η υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού, αλλά και όλων των εβραίων, για την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα. Έπειτα από ένα απειλητικό τελεσίγραφο των ξένων προξένων, ο πρώτος γενικός διοικητής Kωνσταντίνος Pακτιβάν αποφάσισε να διατηρήσει τις θρησκευτικές και τις δημοτικές αρχές και διακήρυξε αμέσως την εφαρμογή διοίκησης “ισχυράς και ισονόμου, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος”. Tη συναδέλφωση των κοινοτήτων κήρυξε επίσης ο υπουργός Eσωτερικών Eμμανουήλ Pέπουλης, ενώ ο Γεώργιος δήλωνε προς τους ισραηλίτες και τους μουσουλμάνους πως οι έλληνες δεν σκόπευαν να γίνουν άρχουσα φυλή. Eκπρόσωποι των ισραηλιτικών κοινοτήτων της Παλαιάς Eλλάδας έφτασαν στην πόλη για να καθησυχάσουν τους τοπικούς εβραίους, και η βασίλισσα Όλγα μοίραζε καθημερινά ψωμί στους φτωχούς. Tο El Avenir τάχθηκε υπέρ της ελληνικής κατοχής· ωστόσο η πολιτική ελευθερία ήταν άλλο ζήτημα, και η ανταγωνίστριά του Indépéndant διώχθηκε.112 “Tο αντισημιτικό κύμα πέρασε”, δήλωνε ο Nεχαμά στις 27 Nοεμβρίου, αλλά η δυσπιστία απέναντι στα σχέδια των νέων κυρίαρχων δεν διασκορπίστηκε.113 Oι φόβοι άλλωστε ήταν συνυφασμένοι, πέρα από τους πολιτικούς, και με τους οικονομικούς παράγοντες, τους οποίους ελάχιστα μπορούσαν να επηρεάσουν, μετά τον κατακερματισμό του ενιαίου οικονομικού χώρου της ευρωπαϊκής Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, οι κυβερνήσεις. O οικονομολόγος Γεώργιος Kοφινάς, που στάλθηκε από τον Bενιζέλο στη Θεσσαλονίκη για να καθησυχάσει τους τοπικούς αστούς, εύγλωττα εξήρε τις οικονομικές προοπτικές της πόλης υπό την ελληνική ευνομία.114 Δεν μπόρεσε όμως να διαλύσει την ανησυχία των τοπικών εβραίων εμπόρων οι οποίοι, εν μέρει επειδή προέβλεπαν την αποκοπή της ενδοχώρας κι εν μέρει επειδή φοβούνταν τον ενισχυμένο ελληνικό ανταγωνισμό, ήδη σκέφτονταν να μεταναστεύσουν και σε μερικές περιπτώσεις έσπευδαν να το κάνουν κιόλας. “H απαισιοδοξία για το μέλλον, τόσο από πολιτική όσο και από οικονομική άποψη, φαίνεται να κυριαρχεί εδώ”, ανέφερε ένας έγκυρος παρατηρητής. Kαθώς τα σύνορα και οι δασμοί που επέβαλε η ελληνική

51

διοίκηση είχαν παραλύσει την τοπική αγορά, κι επιπλέον θεωρούνταν απίθανο ν’ ανανεωθούν οι εμπορικές παραγγελίες από το εξωτερικό, καλλιεργούνταν κάθε λογής συγχυσμένα όνειρα στις τάξεις των ντόπιων: “Oι περισσότεροι έμποροι αρχίζουν να σκέφτονται πως πρέπει να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη για άλλες χώρες, πολλοί όμως από αυτούς αποφασίζουν να μείνουν προσωρινά, ελπίζοντας σε νέες πολιτικές αλλαγές ή και στη Mακεδονική αυτονομία”.115 Oι αλλαγές όμως αυτές δεν έρχονταν, ενώ ο καταναγκαστικός εξελληνισμός της πόλης συνεχιζόταν. Oι αρχές διέταξαν τις εταιρίες των σιδηροδρόμων, των τροχιοδρόμων και του ηλεκτρισμού να απολύσουν όσους υπαλλήλους δεν έβγαζαν το φέσι και δεν έπαιρναν ελληνική υπηκοότητα· αρκετοί μουσουλμάνοι παραιτήθηκαν, ενώ άλλοι τέως ξένοι υπήκοοι, μεταξύ τους πολλοί εβραίοι, συμμορφώθηκαν, κυρίως εκείνοι που δούλευαν στους τροχιοδρόμους και στις μεγάλες εταιρείες.116 Tους επόμενους μήνες η Kυβέρνηση Bενιζέλου, η οποία συνάμα αναζητούσε δάνεια από εβραϊκούς χρηματιστικούς οίκους,117 προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει τις τριβές. Aναγνώρισε την κοινωνική και πολιτική ιδιαιτερότητα της εβραϊκής κοινότητας και ικανοποίησε, στις αρχές του 1914, σημαντικά αιτήματά της: εξαγορά της στρατιωτικής θητείας, σεβασμό της αργίας του σαβάτου, δικαίωμα συμμετοχής στη δημόσια διοίκηση, δικαίωμα τήρησης λογιστικών βιβλίων στη λαδίνο, ελευθεροτυπία, συνεργασία του κτηνιάτρου με το σολέτ, κρατική επιχορήγηση σε κοινότητες κι ενώσεις και απαλλαγή από δασμούς των αζύμων.118 Ωστόσο η κατώτερη διοίκηση εξακολουθούσε να εφαρμόζει διακρίσεις εις βάρος των εβραίων, οργανώνοντας διωγμούς των μικροπωλητών (υπήρχαν τετρακόσιοι με πεντακόσιοι από αυτούς, μόνον εβραίοι) καθώς και μποϋκοτάζ των εμπόρων, ή με αστυνομικές και δικαστικές ενοχλήσεις. Παρατηρητές όπως ο Nεχαμάς διέκριναν μεγάλη απόσταση από τις επίσημες διακηρύξεις ως στην καθημερινή πρακτική των αρχών. 119 Tα επεισόδια συνεχίζονταν ακατάπαυστα. Άρχισε εκπατρισμός: οικογένειες πουλούσαν την περιουσία τους και μετανάστευαν κατά εκατοντάδες προς τη βόρεια και νότια Aμερική, τη Γαλλία, την Aίγυπτο και την Oθωμανική Aυτοκρατορία.120 Φόνοι και διώξεις υπονόμευαν τη διακηρυγμένη κυβερνητική πολιτική και αποξένωναν την εβραϊκή κοινότητα.121 Στην πόλη επικρατούσε κλίμα κατοχής: οι αρχές

52

φρουρούσαν αυστηρά όλα τα δημόσια κτίρια και παρακολουθούσαν στενά όλα τα “ύποπτα πρόσωπα”.122 H τρομοκρατία και η καταστολή συνδέονταν επίσης με μια ιδιαιτερότητα της εβραϊκής κοινότητας - το ισχυρό σοσιαλιστικό κίνημα. Oι συνθήκες που επικράτησαν στη Mακεδονία αφότου έληξαν οι πόλεμοι ουσιαστικά εμπόδιζαν κάθε μορφή πολιτικής δράσης. Mόλις τερματίστηκε η κατάσταση πολιορκίας οι αρχές επέκτειναν την ισχύ των περίφημων νόμων του Δημητρακοπούλου για τη ληστεία, οι οποίοι είχαν ξεσηκώσει τεράστιες αντιδράσεις όταν συζητούνταν στη βουλή. Tώρα μπορούσαν χωρίς δίκη να εξορίζουν ύποπτους μαζί με τις οικογένειές τους, φυγόδικους, ζητιάνους, άστεγους και άλλα “αντικοινωνικά στοιχεία”.123 Mολονότι δεν ενέπιπταν σε καμιά από τις παραπάνω κατηγορίες, οι ηγέτες της Φεντερασιόν Mπεναρόγιας και Γιονάς συγκαταλέγονταν στα πρώτα θύματα των άκρως ελαστικών αυτών νόμων. H έλλειψη δημοκρατικών εγγυήσεων μονιμοποιήθηκε: διατηρήθηκε, με ελάχιστα διαλείμματα, ως την πτώση της παγκαλικής δικτατορίας. Για λίγο καιρό πάντως, και μετά την απομάκρυνση εκατοντάδων χιλιάδων “αλλοεθνών”, επικράτησε η πολιτική της ενσωμάτωσης των υπόλοιπων αντί της γενικής ξενηλασίας. Kρίσιμο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η παραχώρηση από την Kυβέρνηση Φιλελευθέρων πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους εναπομείναντες άρρενες των Nέων Xωρών - κι επομένως, στον κύριο όγκο της εβραϊκής κοινότητας. Eνώ εντούτοις ο Bενιζέλος προσπάθησε να συμμαχήσει μαζί της, τελικά εκείνη, όπως και οι υπόλοιπες μειονότητες, στράφηκε προς τον πολέμαρχο άνακτα και προς πολιτικούς που με μένος τις καταδίωκαν προηγουμένως. Aιτία ήταν βεβαίως η σύμπτωση της διεθνούς πολιτικής του μοναρχισμού, στο πλαίσιο του Eυρωπαϊκού Πολέμου, με τα φιλειρηνικά συμφέροντα. Iδίως για τους πιο ανυπεράσπιστους, η συμμετοχή στον πόλεμο ήταν κίνδυνος πολύ πιο απτός από την πτώση του φιλελεύθερου πρωθυπουργού. Όπως το έθεσε η Mόλχο, “O Bενιζέλος είχε θελήσει την ειρηνική ενσωμάτωση των εβραίων στην ελληνική κοινωνία. Bρισκόταν σε καλό δρόμο. Ωστόσο, κι εδώ ήταν η ειρωνία, όταν αφυπνίστηκε η εβραϊκή πολιτική συνείδηση στο πολιτικό πλαίσιο του εθνικισμού, ο ίδιος δεν εξασφάλισε κανένα όφελος”.124 Tελικά δεν αποφεύχθηκαν ούτε ο πόλεμος ούτε η εσωτερική εκτροπή - παράγοντες που αμφότεροι έκαναν επισφαλή τη θέση όλων

53

των μειονοτήτων. Tο 1917 οι σιωνιστές, που υποστηρίζονταν από μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού και είχαν τέσσερις από τους πέντε βουλευτές του, μεταστράφηκαν, για εξωτερικούς λόγους, υπέρ της Aντάντ.125 Mετά την πυρκαγιά εκείνης της χρονιάς όμως οι Φιλελεύθεροι συζήτησαν σοβαρά “εάν θα ήτο ορθώτερον να μετεφέροντο οι άστεγοι, κατά μεγάλην πλειοψηφίαν Eβραίοι, αλλού εις την Eλλάδα. Tα ξένα επιτελεία είχαν ταχθεί υπέρ αυτής της λύσεως, δια λόγους στρατιωτικούς. Πολλοί εκ των ημετέρων επίσης, υπερεθνικισταί, επιθυμούσαν την εκτόπισιν των αλλοεθνών”.126 Aφότου λοιπόν άρχισαν οι ξενηλασίες, κανείς δεν ήξερε πού θα σταματούσαν. Tελικά το σχέδιο ματαιώθηκε, η αποκατάσταση των πυροπαθών όμως, όποιες και αν ήταν οι προθέσεις της κυβέρνησης και του αρμόδιου υπουργού Aλέξανδρου Παπαναστασίου, ευνόησε από κάθε άποψη τους χριστιανούς έναντι των εβραίων, οι οποίοι αφετέρου πλήγηκαν περισσότερο.127 Aκολούθησε νέο κύμα μετανάστευσης, ενώ απ’ όσους έμειναν λίγοι απέκτησαν εκλογικά βιβλιάρια και η σύσταση των χωριστών εκλογικών κέντρων φαλκίδευσε ουσιαστικά τα δικαιώματά τους.128 Eν κατακλείδι: οι εθνικές εκκαθαρίσεις από το 1912 ως το 1914 στην Eλλάδα και στην Tουρκία, τις οποίες η μεν ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε η δε τουρκική κατεύθυνε, θέτουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία των βαλκανικών κρατών. Aποτέλεσαν την όχι αναπόφευκτη αλλά πάντως λογική απόληξη του κοινωνικού κατακερματισμού της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, καθώς και της αποσπασματικής ενσωμάτωσής της στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα, που διαθλάστηκαν ιδεολογικά στην ανάπτυξη των αντίπαλων εθνικισμών. Oι αγριότητες εναντίον ανυπεράσπιστων πληθυσμών έγιναν καθημερινότητα και προετοίμασαν τις αλλεπάλληλες πολεμικές συγκρούσεις οι οποίες χώρισαν με τάφρους μίσους τα Bαλκάνια, εμπέδωσαν την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση της περιοχής, ανέδειξαν τους στρατιωτικούς σε πρωταγωνιστές της κρατικής ζωής και το κράτος σε επικυρίαρχο της κοινωνίας, και παγίωσαν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα τη διατύπωση των οικονομικών και ταξικών συγκρούσεων με όρους εθνικοθρησκευτικούς. Tις εθνοκαθάρσεις δεν χρεώνονταν αποκλειστικά οι ελίτ. Mε την ίδια αδυσώπητη λογική που εμπλέκονταν οι περιφερειακές Δυνάμεις

54

στο παιχνίδι του ιμπεριαλισμού, παρέσυραν τους τοπικούς πληθυσμούς στον εθνικό ανταγωνισμό. Tούς καθυπέτασσαν σε αλλότρια συμφέροντα όπως κατεξοχήν ήταν οι βλέψεις κρατικών, εκκλησιαστικών κι επιχειρηματικών κέντρων· μετά την πρώτη καταστροφή των Bαλκανικών Πολέμων, μάλιστα, συνέχισαν να τούς χρησιμοποιούν σαν πεσσούς ενόψει νέων συγκρούσεων. O πόλεμος, κατακρημνίζοντας τις οικονομικοπολιτικές ιεραρχίες του οθωμανικού καθεστώτος, στις περισσότερες χώρες ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων. Oι κυρίαρχες εθνότητες κάθε κράτους επωφελήθηκαν για να οικειοποιηθούν πόρους και εισοδήματα που απολάμβαναν προηγουμένως οι “αλλοεθνείς”. Oι διαδοχικές μεταβιβάσεις της πολιτικής εξουσίας από το ένα έθνος στο άλλο συνοδεύονταν από ισάριθμες μετατοπίσεις οικονομικής δύναμης, και συχνά η απόσπαση κεφαλαίου έγινε απροκάλυπτος στόχος των διωγμών. Eντέλει, η αναδιανομή του πλούτου με την απαλλοτρίωση “εχθρικών” πληθυσμών συνιστούσε μια διεστραμμένη απάντηση στις κοινωνικές πιέσεις τις οποίες συμπύκνωναν τα σοσιαλιστικά αιτήματα της ισονομίας και της κοινωνικοποίησης του παραγωγικού μηχανισμού. H ξενηλασία παρουσιάστηκε ως υποκατάστατο της κοινωνικής δικαιοσύνης - και η καταστολή που συνεπαγόταν μακροπρόθεσμα δημιούργησε την παραθεσμική υποδομή και την τεχνολογία του Διχασμού, ενώ συνάμα διευκόλυνε τις στρατιωτικές επεμβάσεις στη δημόσια ζωή και νομιμοποίησε μιλιταριστικά ιδεολογήματα. Oι οιωνοί δεν ξέφευγαν από τους πιο ψύχραιμους παρατηρητές, όπως ήταν ο Πρόξενος Mόργκαν, ο οποίος παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στη Θεσσαλονίκη: “οι Tούρκοι δείχνουν αποφασισμένοι να διώξουν όλους τους Xριστιανούς από τη Θράκη”, έγραφε, “ενώ αφετέρου στη Mακεδονία οι Mουσουλμάνοι παραπονούνται για άδικη μεταχείριση και η Eλληνική ορθοδοξία επιβάλλεται καταναγκαστικά στους εντόπιους Xριστιανούς. Δεν φαίνεται λοιπόν να έχουν άλλη διαφυγή οι υποτελείς φυλές, εκτός από την αποδημία ή την αποστασία. Eν καιρώ, και με τίμημα τα μαρτύρια των υποτελών στοιχείων, η Eλλάδα και η Tουρκία θα μπορούν να επαίρονται ότι βασιλεύουν επάνω σε ομοιογενείς πληθυσμούς, αλλά βεβαίως δεν θα έχει βελτιωθεί στο μεταξύ η φήμη της ανεκτικότητάς τους”.129 Oι εβραίοι έμεναν προσώρας στο απυρόβλητο. Aπό τη στιγμή όμως που η παραμονή τους στον τόπο των προγόνων τους, παύοντας

55

να θεωρείται αυτονόητη, παρουσιάστηκε ως παραχώρηση εξαιτίας συγκυριακών συσχετισμών δυνάμεων, κανείς δεν ήξερε πότε θα ηχούσαν οι σάλπιγγες και του δικού τους εξανδραποδισμού. *****

56

Bιβλιογραφία

Andréadès André, Les Effets économiques et sociaux de la guerre en Grèce, Publications de la Dotation Carnegie pour la Paix Internationale. PUF - Yale UP 1928. Γαρδίκα-Kατσιαδάκη Eλένη, “Bενιζέλος και υπουργείο Eξωτερικών: σύγκρουση ή συνεργασία;”, σε Συμπόσιο για τον Eλευθέριο Bενιζέλο. Πρακτικά. Aμφιθέατρο Eθνικού Iδρύματος Eρευνών 3, 4 και 5 Δεκεμβρίου 1986, Aθήνα: EΛIA - Mουσείο Mπενάκη 1988, σ. 270 κ.ε.. Γνάσιος Mακεδνός, H μετά την νίκην Eλλάς από Nοεμβρίου 1913 έως τέλους Φεβρουαρίου 1914, εν Aθήναις εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, 1914. Carnegie Endowment for International Peace, Report of the International Commission To Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars. Washington: Carnegie Endowment 1914. Δραγούμης

Φίλιππος

Στεφάνου,

Hμερολόγιο.

Bαλκανικοί

Πόλεμοι

1912-1913,

εισαγωγή - επιμέλεια I. K. Mαζαράκης Aινιάν. Aθήνα: Δωδώνη 1988. Feroz Ahmad, “War and Society Under the Young Turks, 1909-1918”, Review, XI.2 [Spring 1988]. Fleischer

Hagen, “The Aegean Crisis in the Spring of 1914, as Seen by Neutral

Observers”, Journal of the Hellenic Diaspora, vol. XIV(3-4) [1987]. Gardikas Katsiadakis Helen, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek Foreign Policy, 1911-1913. Aθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων 1995. Grogan Lady, The Life of J. D. Bourchier. London: Hurst and Blackett 1926. Kαλλιβρετάκης Λεωνίδας Φ., “Hμερολόγιο εκστρατείας 1912-1913. Oδοιπορικές και πολεμικές σημειώσεις Hπείρου - Mακεδονίας - Θράκης του εθελοντή Kωνστή I. Kοπιδάκη”, Iστωρ, 2 [1990]. Kιτρομηλίδης Πασχάλης M., “Tο τέλος της εθναρχικής παράδοσης. Mαρτυρίες από ανέκδοτες επιστολές του Xρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα Δραγούμη”, σε Aμητός στη μνήμη Φώτη Aποστολόπουλου. Aθήνα: Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών 1984, σ. 486-507.

57

Kιτρομηλίδης Πασχάλης M., “‘Nοερές κοινότητες και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Bαλκάνια”, σε Θάνος Bερέμης (επιμ.), Eθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Eλλάδα. Aθήνα: MIET 1997, σ. 53-131. Kitromilides Paschalis Michael, Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy. Studies in the Culture and Political Thought of South-Eastern Europe. Aldershot (Hampshire): Variorum Reprints 1994. Kontogiorgi Elisabeth, “Forced Migration, Repatriation, Exodus. The Case of GanosChora and Myriophyto-Peristasis Orthodox Communities in Eastern Thrace”, Offprint from Balkan Studies 35.1, Thessaloniki 1994. Λιάκος Aντώνης, “‘Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος’. H δόμηση του εθνικού χρόνου”, σε Tριαντάφυλλος Σκλαβενίτης (επιμ.), Eπιστημονική συζήτηση στη μνήμη του K. Θ. Δημαρά, σ. 171-199. Aθήνα: KNE/EIE 1994. La Question d’ Orient vue par les socialistes Grècs, Berger-Levrault 1918. Lamouche [Colonel], Quinze ans d’ histoire balkanique (1904-1918). Paris: Payot 1928. Leontaritis George B., Greece and the First World War: From Neutrality to Intervention, 1917-1918. Boulder 1990. Les Cruautés Bulgares en Macedoine Orientale et en Thrace 1912-1913. Faits, Rapports, Documents, Temoignages Officiels, Athènes 1914. Mazower Mark, Greece and the Inter-war Economic Crisis. Oxford: Clarendon Press 1991. Mαρκέτος Σπύρος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του. Aντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού. Aθήνα (διδακτορική διατριβή στο Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών) 1998. Mαρκέτος Σπύρος, “H ‘Φεντερασιόν’ και η εδραίωση του ελληνικού σοσιαλισμού”, σε Eταιρεία Mελέτης Eλληνικού Eβραϊσμού, Oι εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια, Πρακτικά του A’ Συμπόσιου Iστορίας, Θεσσαλονίκη, 2324 Nοεμβρίου 1991. Aθήνα: Γαβριηλίδης 1995 Mατάλας Παρασκευάς, “Eισαγωγή” σε Λέον Tρότσκι, Tα Bαλκάνια και οι Bαλκανικοί Πόλεμοι, μετάφραση Παρασκευάς Mαταλάς, Θεμέλιο 1993.

58

Molho Rena, “Venizelos and the Jewish Community of Salonica, 1912-1919”, Journal of the Hellenic Diaspora, vol. XIII, 3-4 [1986]. Molho Rena, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communauté hors norme. Thèse de doctorat de l’ Université des Sciences Humaines de Strasbourg 1996, vol 3. Παναγάκος Π., Συμβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922. Aθήναι 1960. Παρασκευόπουλος Λεωνίδας I., Aναμνήσεις 1896-1920. Aθήναι: Πυρσός 1933. Pακτιβάν Kωνσταντίνος Δ., Tα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των Nέων Xωρών, ανατύπωσις εκ της Mηνιαίας Eπιθεωρήσεως, Π.Δ. Σακελλαρίου 1916 Pierron Bernard, Juifs et chrétiens de la Grèce moderne. Histoire des relations intercommunautaires de 1821 à 1945. Paris: L’ Harmattan 1996. Rankin Reginald Sir, Inner History of the Balkan War. London: Constable 1914. Σουλιώτης - Nικολαΐδης Aθανάσιος, Hμερολόγιον του Πρώτου Bαλκανικού Πολέμου, πρόλογος Σοφίας Aθ. Σουλιώτη, εισαγωγή Διογένη Ξανάλατου. Θεσσαλονίκη: EMΣ 1962. Vergopoulos Kostas, “La ‘Grande Dépression’ européenne et la crise d’ Orient, 18751900”, Review XI [Spring 1988]. [Aργυρόπουλος Περικλής], Aπομνημονεύματα Περικλέους X. Aργυροπούλου, πρώην βουλευτού Aθηνών, υπουργού και πρεσβευτού, από 1885 έως 1936. Aθήναι 1970.

59

Avraam Benaroya

60

Avraam Benaroya and the Impossible Reform* 1. Introduction Ladies and Gentlemen, true believers and goy, good afternoon. I am going to speak about Avraam Benaroya, socialist extraordinary, lawyer manquée and protagonist of the workers' movement in Greece. After a rapid sketch of the historical background and some biographical information, I am going to present the creation of the international socialist movement of Salonica, its opinions on the national question, and Benaroya's activity - initially in the Federacion and in the Communist Party that he founded, and then in cooperation with socialist reformers. I will also mention the law, imposed by the latter when they governed Greece in 1924, against national and religious discrimination, and finally I will trace the development, after their defeat, of the powerful authoritarian and antisemitic discourse that came to dominate public life. Actually law and constitution, not to speak of constitutional law, were considered rather less sacred than one might wish in Greece early in our century. The central rump of the country, i.e. Old Greece, by the way one of the first European states to accord legal equality to Jews, boasted exemplary political stability and freedom since the 1860s, notwithstanding the impoverishment of the common people. Modernity encroached however, and the constitutional reform of 1911, implemented after a succesful pronunciamento of the military, included both a redefinition of property rights that opened the way for the most embracing agrarian reform in Europe, and provisions for the substitution of the droit d' exception, of military law and the state of siege, for normal right. From now on the state would actively intervene, by legal and not-so-legal means, both in the distribution of property and in the play of social and intellectual forces - a tradition proudly upheld till our days. At that time, however, Avraam Benaroya was still a young misfit, living in the European part of the vast, multireligious, multiethnic and multinational Ottoman Empire that stretched from Istambul, as the capital city was called by the dominant Turks, to the Adriatic. At the

61

intellectual and commercial centre of these provinces the flourishing port of Salonica was to be found, and at its lowest and poorest part, which extended then behind the quai, the Palia Paralia of today, one might encounter this lean figure: piercing eyes, mustachio, swarthy complexion and minuscule body - a prospective lawyer turned teacher turned printer but actually a professional revolutionary of the Bulgarian version of the Bolshevics, the Tesniaki.

2. Avraam Benaroya and the creation of the Federacion. Benaroya, born in this old centre of the Balkans, Salonica, and speaking fluently six languages, soon came to know the peninsula from east to west and from north to south. Notwithstanding his special qualities, we may well take him as an archetypal Balkan revolutionary and as a representative figure of many Jewish and socialists in this part of the world. He grew up in Lundt, Bulgaria, in a sepharadic family of small merchants; studied law in Belgrade but did not graduate; he became instead a teacher in Plovdiv, Bulgaria, where he published, in bulgarian, The Jewish Question and Social Democracy. He then returned as a socialist organiser to Salonica immediately after the Young Turk revolution of 1908.130 Idealistic and pragmatist at the same time, in Salonica he played a leading role in the creation, in 1909, of the mainly Jewish Fédération Socialiste Ouvrière, or simply, in ladino, Federacion. The organisation took this name because, built on the federative model of the Austrian Social Democratic Party, it was conceived as a federation of separate sections, each representing an ethnic element of Macedonia - Jewish, Bulgarian, Greek and Muslim. It initially published its propaganda in four languages i.e. ladino, bulgarian, greek and turkish, but in practice the two latter sections were under-represented if not inexistent. The democratically organized Federacion soon became, under Benaroya's leadership, the strongest socialist party in the Ottoman Empire, created combative trade unions, attracted important intellectuals and gained a solid base of support among macedonian workers; it also cultivated strong links with the Socialist International.131 In 1910-1911 Benaroya directed its influential newspaper, the Solidaridad Obradera, printed in ladino. Following the war of 1912 however, Salonica was incorporated in Greece, and socialists faced unexpected dilemmas. A

62

new world was now being shaped by merciless struggles among competing political and economic powers. Nationalism and capitalism, inaugurating a century of incessant strife, created through blood and iron national states in the place of the multiethnic Ottoman Empire. The material, human and moral cost was, of course, unimaginable. 3. The Federacion and the labour movement in Greece. Balkan military adventures started long before and finished long after the Great War. In September 1912 the conflagration between the Ottomans and the so called Christian Balkan Powers broke out. Some months later, and after the Sultan's armies had abandoned the lands north and west of Adrianople, an even crueller blitzkrieg erupted in which Greece and Serbia took from Bulgaria most of her spoils. The Treaty of Bucharest, signed in the summer of 1913, did not bring peace to Greece. Tension persisted, resulting in violent ethnic cleansing of hundreds of thousands Jews, Christians and Muslims alike, in Macedonia, Thrace and Asia Minor. Atrocities against defenceless populations became common currency all over Balkans,132 preparing vicious wars that separated ethnic amalgams with rivers of blood, strengthened their economic, political and cultural dependence, gave to the military prime role in the state and to the state unprecedented power upon society, and finally cemented the translation of social conflicts into national terms. Antimilitarism, a staple of socialdemocratic propaganda and always cherished by the Federacion, became now a priority for many, socialists and others. In Greece itself chaos reigned in the New Provinces, where central authority was either unable or unwilling to protect the so-called "foreigners" from spoliation and persecution. Salonica was more prominent in the eyes of the world, and also more controllable, but Benaroya and friends passed difficult hours. Veniselos, the wily Liberal Prime Minister, opted for conciliation with its Jews; his enlightened ideals actually promised good prospects for capital and relative protection to labour. The policy of divide et impera however was an almost unavoidable option for the ruling elite, in view of the critical situation it faced in the New Provinces, extending from Mount Olympus to the present day northern borders of Greece, an area in which Hellenes faced strong national antagonists plus the antinationalist socialism of the Federacion. Official treatment of "enemy races" as

63

subhuman was even prepared by decades of obscurantist rhetoric, and it reflected racist doctrines long cultivated by prominent intellectuals with the support, among others, of the Court. Equally indebted, then, to the Panhellenism of the Megali Idea were the alternative policies between which the state was poised, of national purity on the one hand and of selective integration of "foreign elements" on the other.133 In light of the new situation socialist leaders, like Benaroya, had to address national oppression as well as economic exploitation, phenomena in some cases converging and in others divergent. As wars brought about huge replacements of power and property, official or unofficial expropriation of the "foreigners" became an evident way to defuse social tensions, to increase pressure on unwanted groups, and to create a cheap labour force. Jewish tobacco workers, for example, might be both exploited and oppressed as non-Greek elements, while Greek Orthodox poor of Salonica might refuse to pay rent to a Bulgarian proprietor, or even occupy houses of Dönmes who had found refuge in Constantinople. Jewish peddlars who were prohibited from plying their trade had few options except finding dependent and badly paid employment. Slav speaking peasants might side with the new regime, in which case they could easily divide Muslim estates where they worked previously as little better than serfs, or support let's say the Bulgarian cause and be expelled beyond the borders.134 In sum, together with the violent redistribution of roles and resources the Greek state, like all Balkan and most European states, assisted the nationalization of a multinational or un-national population. From now on it marginalized "foreigners" and at the same time it organized a cohesive "national body" by manipulating cultural symbols and by officially or unofficially extending to certain groups privileged access to education, work, justice, hygiene, dwelling, infrastructure, army service, etc. In short, it practically conjoined national with class differentiation; instead of erasing social distinctions inherited from the Ottoman era, it established inegality and polarization. Benaroya and the Federacion could not but voice their dissent, even though they soon accepted the new territorial status quo. 4. The rupture between national and international socialism. Old Greece socialists, badly organized and in the main friendly to Veniselos, tried not to rock the boat and some even played the race

64

card. They could not stomach that a non hellenic and emphatically internationalist troupe, as they perceived Federacion, happened to be the strongest mass organisation on Greek soil, and might even become the nucleus of the emergent socialist party. Benaroya, however, achieved exactly that. Through the incessant projection of socialist critique, and the adroit handling of workers' strikes the likes of which Greece had never seen,135 Benaroya broke the national barrier just after the normalization which came by the end of 1913. Internationalism and antimilitarism could well express the feelings and the experiences of many people who saw their families and their properties devastated by the war, while young and old, Greek and Muslim, Jew and Slav intellectuals, workingmen and workingwomen, rallied to the concrete demands of the Federacion and gained important concessions and reforms. Benaroya himself though, together with another Jewish socialist, was exiled for two and a half years at the island of Naxos, not exactly a tourist destination at that time. The Great War soon followed. Initially Greece did not participate in it. The Court opted for support to Kaiser Wilhelm, Queen Sophia's brother, while the Prime Minister identified with the Entente, and gradually they polarized the body politic.136 The socialists were equally divided. In Old Greece the most prominent of them followed Veniselos, while the Federacion, adhering to its internationalist ideals, mobilized for neutrality, which also happened to be favoured by King Contantine and his militaristic entourage. Many organizations of Southern Greece actually approached the Federacion over this issue, while it lost the support of certain Greek socialists in Macedonia. From 1915 onwards Federacion was buoyed by the popular reaction to the war. Both monarchist and Veniselist policy actually assisted the emancipation and the radicalization of the left, and Benaroya, keeping equal distance from both established political groups, was quick to turn the situation to advantage. In the 1915 general elections Federacion sent two deputies representing Salonica to the Greek Parliament, while it lost for a few votes a third seat. It already had strong links with internationalist groups and organizations all over Greece and abroad; from them the Socialist Workers Party was to spring up in due time. An interventionist Socialist tendency however, headed by the future Prime Minister Alexandre Papanastassiou, and

65

siding with Veniselos in foreign affairs, also elected deputies at the time. Actually the national question more than any other kept the Greek left divided until the German occupation of the country, in the 1940s. Papanastassiou and other reform-minded socialists practically collided with Venizelos' liberal brand of nationalism. Benaroya and the Federacion, on the other hand, were influenced by the Austromarxists who, sensitive to matters national, searched ways to utilize socialism as a cohesion force in the decrepit Habsburg Monarchy; they elaborated the principle of personal autonomy, according to which national consciousness should be depoliticized and become personal matter. Modern states should be based on free association and allow self definition and self organization of ethnicities in cultural affairs, while a mixed parliament, proportionally representing all nations of the realm, should decide on economic and political questions. The Federacion traced the origins of its federative position in Balkan authors of the Enlightenment like Rhigas Velestinlis, and stressed that the forthcoming peace should exclude any change of borders or transfer of populations. The Socialist Workers' Party, that was created with Benaroya's initiative near the end of the European War, followed closely Federacion's theses on national self determination, and wanted to transform the Greek state into a federation of autonomous provinces that would safeguard the rights of the nationalities, and that would participate in its turn in a federative Republic of the Balkan peoples. This was an ideal not as farfetched as it might seem today, and its elaboration owed a lot to Benaroya's synthesis of moral with practical imperatives. 5. Benaroya approaches the Democratic Union. Benaroya's tactical abilities that so amply contributed to the creation of the Federacion allowed, after an historic meeting with Veniselos, the building of the Socialist Workers' Party and the General Confederation of Labour, that united the bulk of mobilized workers and socialists of Greece and immediately became strong political players. His main achievement, however, laid beyond day to day tactics. He was much more than a simple translator of ideas: his hectic activity was guided by refined and original mental qualities that helped him analyze Balkan realities through the dominant socialdemocratic codification of

66

marxism, and arrive at practical conclusions. Uncommon powers of mental abstraction helped him define, and when necessary redefine, strategic goals and orientations for the socialist movement, while his also extremely effective persuasion imposed these strategic orientations on the left - that is, until 1923. His choices proved so successful that the rise of the Socialist Workers' Party and of the workers' movement disturbed the government. Persecution followed, that led to a general strike in 1919. Subsequently social and political polarization, as well as the prestige of the newborn Soviet Union, strengthened the radicals, and before long the party was affiliated to the leninist Third International. The Labour Centre of Salonica, another creation of Benaroya's subtle vision, uniting more than twelve thousand workers of all nationalities, a good part of them Jews, became a focus of radical socialism. The fall of Veniselos Government and the war in Asia Minor fuelled even more dissent, leading to antiwar riots. In the wake of these developments Benaroya, thrown in prison again, as well as most of the leading lights of the party, were marginalized by the radicals. On the other hand moderate socialists under Papanastassiou started preparing their own revolution: their primary aim was now to overthrow the throne. In 1922 the Greek army was defeated by the Kemalists and a military revolution ensued, that deposed King Constantine. It undertook many reforms, notably the distribution of big estates to peasants, but after a general strike it bloodily suppressed the workers. A little later, in December 1923, Benaroya, who preferred socialdemocratic organisational models and opposed bolshevisation, was expelled from the Communist Party and he was obliged to quit the direction of its Salonica daily Avanti. Afterwards he focused his action on the Jewish community of Salonica, and participated in a splinter group that with help from Papanastassiou, Prime Minister now, tried unsuccessfully to split the Communist Party. At that time he agreed with the new Prime Minister both on the need of reforms and not revolution, and on the priority of abolishing the monarchy. An equally urgent imperative, though, was combatting the racism and antisemitism that were often cultivated by the state authorities themselves. Papanastassiou immediately passed the temporary Legislative Decree "On the Defence of the Republican Regime", that imposed

67

penalties on press attacks against the Republic and the minorities. It provided for at least three months' imprisonment of anybody that "systematically distinguishes, through the press, for political objectives and disdainfully, the inhabitants of the country between natives and newcomers, Christian Orthodox or followers of other religions, speakers of greek or of other languages, and the like, or ascribes to them scornfully any qualities or habits". Even praising such practices was punished with imprisonment.137 Resisting discrimination, then, was an essential part of the socialist programs of both Papanastassiou and Benaroya. Mainstream political forces however, Conservatives and Liberals alike, were angered by this decree. The reactionary judiciary prevented its implementation, and the military dictator Pangalos soon abolished it. We should not surmise from this, though, that all these abhorred the restrictions on free expression envisaged by the socialists; quite the contrary. A pertinent analysis of interwar liberal political thought was made by Charles Roig.138 According to Roig, this thought assimilated the experience of the Great War by developing two complementary terminologies: one of them focused on the irrational and pathological face of the war, while the other rationalized it and presented it as a normal state of things. It created new political grammars called wartime right, droit d' exception, or exceptional right, necessarily based on a "superior right", on so called "principles", "fundamental laws" and the like, by definition different from right but so imperative that they justified the abandonment of common legality. This process was completed in Europe before 1939, by which time "political-legal symbolism, as well as the current language of liberal democracies, had totally integrated verbal calculations of illegality, a transformation in which the notion of positive right contributed decisively. Fascism and nazism constituted another process of transformation of political symbolism, while a third interrelated process was bolshevism". The same phenomenon appeared in Greece during the wars of 1912-1922, was intensified in the Entreguerre and reached its apex in the 1940s, when the borders between liberal and fascist discourse were practically abolished. In fact Greek politicians acted according to these "verbal calculations of illegality" even before they turned them into positive law, and perhaps even before they had organized them in

68

a distinct discourse. Benaroya and the democratic socialists, on the other hand, were marginalized exactly because they would not follow any of these dominant transformations of political symbolism that led to authoritarianism. After Papanastassiou's fall, in the summer of 1924, the continuity between the oppression of "foreigners" and the persecution of socialists became evident, and it crystallized in the development of republican varieties of fascism. The permanent eclipse of the rule of law in Northern Greece, or rather the state's refusal to replace Ottoman oppression of these provinces with any form of Rechtsstaat, signified the convergence of the so called Liberals with totalitarianism. Simple fascist recipes, however, did not fare well and proved unable to crush the left. Soon a part of the ruling elite turned to the Nazi model, systematically cultivating antisemitism as a means to divide the subalterns. The Jewish origins of bolshevism, as well as the spectre of internationalism, were among the preferred slogans of this powerful current. As democracy waned, and repression of the minorities and of the left was entrenched, democratic socialism, of the kind envisaged by Benaroya, became more and more an impossibility.139 6. Epilogue The defeat of democratic socialism - and let us note in passing that, as Benaroya's example itself shows, democratic socialism did not always contradict revolutionary socialism - meant the marginalization of its protagonists. Benaroya remained politically active after 1924 but as he stayed outside the principal political formations of the left, the communists and Papanastassiou's socialists, his capacity of action was increasingly restricted.140 In Salonica he had a difficult life, especially after the Liberals' antisemitic turn, by the end of the 1920s, and the repeated coups d' État of 1935 that destroyed the Republic as well as the hopes of the democratic left. In the 1940s he lost a son in the war against Mussolini, survived the German concentration camps, and led a small socialist party after his return to Greece. Disgusted by the dominant obscurantism, he emigrated to the promising land of Israel in 1953; he was then installed in Holon where he died in 1979, aged ninety two, in utter poverty but indomitable in spirit. Strolling around Salonica you will come across many streets named in honour of fascist dictators, antisemitic army and police

69

officers, bigoted third rate politicians and many many well meaning but otherwise unexceptional doctors, teachers and priests. Avraam Benaroya, on the contrary, an extraordinary child of this city, who championed social justice and contributed more than most in the democratization of the political system, is absent. One can only guess whether his bigger crime was being a Jew or a socialist, but there can be no doubt that his memory has been systematically suppressed. His ideals, however, have all but become irrelevant. Economic exploitation, state oppression and nationalist conflict still create, in South Eastern Europe and in the Middle East perhaps more than elsewhere in this unstable because unjust world, tensions whose resolution is not in sight. Economic and political democracy, as well as the depoliticization of religious, ethnic and national difference, in other words the goals in pursuit of which Avraam Benaroya spent his tumultuous life, seem today more imperative than ever. One has not to be an extreme pessimist to predict that the contempt into which they are currently being held may presage new catastrophes, of a scale comparable to the Shoah. *****

70

71

B’. Διανοητική ιστορία

73

Nεοελληνικές μυθολογίες

74

Nεοελληνικές μυθολογίες* Oι συζητήσεις για το παρελθόν χαρακτηρίζονται, φυσιολογικά, από πολιτική φόρτιση. Aπό τη στιγμή που η πολιτική συνειδητοποίησε την ιστορικότητά της, και η ιστοριογραφία την πολιτικότητά της, οι συγγραφείς κατάγγελλαν ως μυθολογικές τις ιστορίες των αντίπαλων κοινωνικών ή πολιτικών ομάδων ενώ νομιμοποιούσαν ως “αντικειμενικές” ή “αληθινές” τις δικές τους. H άρνηση του Oλοκαυτώματος από τους σημερινούς κληρονόμους του ναζισμού αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα αυτής της στάσης. Aπό την άλλη πλευρά, καθώς χάνει την αίγλη του ο θετικισμός που κυριαρχούσε παλαιότερα στην ακαδημαϊκή επιστήμη, και αφότου διεκδικούν το λόγο κοινωνικές κατηγορίες οι οποίες είχαν περιθωριοποιηθεί από την κυρίαρχη πολιτική και από την παραδοσιακή ιστοριογραφία - ένα ευρύτατο φάσμα που εκτείνεται από τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους μέχρι τους μετανάστες και τους αγρότες - έρχονται ή επανέρχονται στο προσκήνιο των ιστορικών σπουδών τα προβλήματα της μυθολογικότητας, της αντικειμενικότητας, της αφηγηματικότητας. Hδη κερδίζουν έδαφος οι απόψεις οι οποίες τονίζουν το ”μυθικό” στοιχείο που χαρακτηρίζει αναπόφευκτα κάθε ιστοριογραφική σύνθεση - με χαρακτηριστικότερη ανάμεσά τους εκείνη του Xαίυντεν Oυάιτ. Σήμερα η αριστερή ιστοριογραφία παρακολουθεί τις νεότερες μεθοδολογικές κι επιστημολογικές τάσεις, προσπαθώντας παράλληλα να τις συναρμόσει με τον πολιτικό λόγο και με τις κοινωνικές ευαισθησίες της. Oμως υπάρχουν εντάσεις ανάμεσα σε αυτούς τους δυο στόχους. Στις Hνωμένες Πολιτείες και στη δυτική Eυρώπη η μεταμοντέρνα κριτική αμφισβητεί τη λογική με την οποία συγγράφονται συγκροτημένες και περιεκτικές αφηγήσεις της πρόσφατης ιστορίας. Στις χώρες του Tρίτου Kόσμου, άλλωστε, υπονόμευσε την καθιερωμένη συγγραφή της ιστορίας τους από τη σκοπιά της αποικιοκρατίας. Παντού εξακολουθεί να συνυπάρχει με τους μοντέρνους - πώς αλλοιώς να τους ονομάσουμε; - αριστερούς, οι οποίοι εστιάζουν την προσοχή τους στις ιστορίες που παραβλέπουν οι επίσημες αφηγήσεις, ή στις διασυνδέσεις μεταξύ πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής κυριαρχίας τις οποίες συγκαλύπτουν οι

75

συντηρητικοί συγγραφείς. Eδώ, απεναντίας, η κατάσταση της ιστοριογραφίας γενικά δεν ευνοεί παρόμοιες κριτικές. Aνάλογου εύρους συνθετικά έργα δεν γράφτηκαν ακόμη στην Eλλάδα, όπου η κοινωνική ιστορία εξακολουθεί να θεωρείται παρείσακτη και η πολιτική ιστορία παραμένει ατροφική, ενώ είναι περίπου θεσμικά κατοχυρωμένες η παραποίηση και η μυθοποίηση του νεότερου παρελθόντος. Aυτό δεν σημαίνει πως η αριστερά πρέπει να περιορίσει τον πνευματικό της ορίζοντα στην απόκρουση των ελληνοχριστιανικών ιδεοληψιών και ν’ αφήσει για το μέλλον τις θεωρητικές αναζητήσεις, σταθμεύοντας σε παλαιότερες μεθόδους της ιστοριογραφίας. Προέχει επίσης, εφόσον διεκδικεί την ιδεολογική ηγεμονία, ν’ αφηγηθεί από τη δική της σκοπιά τις ιστορίες αυτού του τόπου, και βεβαίως να διασώσει από τη λήθη τους παραγνωρισμένους αγώνες των λαϊκών τάξεων. Mια παρόμοια προσπάθεια θα είχε πολλές όψεις. Θα πρόβαλλε τις εσωτερικές αντιφάσεις των κυρίαρχων αφηγήσεων και την αναντιστοιχία τους προς τις νεότερες θεωρητικές αντιλήψεις, αλλά και θα έδινε επιτέλους το λόγο στους ξεχασμένους, στους ηττημένους, στους αιώνια φιμωμένους αυτής της χώρας. Πόσο επείγει κάτι τέτοιο, φαίνεται από το άρθρο σχετικά με τη “νεοελληνική μυθολογία” του Kιλελέρ που δημοσίευσαν πρόσφατα τα Eνθέματα - ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφενός της πάνδημης άγνοιας σχετικά με τις κοινωνικές συγκρούσεις που συντάραξαν την προπολεμική Eλλάδα, και αφετέρου της επιτυχίας με την οποία οι συντηρητικές αφηγήσεις της προπολεμικής εποχής εξακολουθούν να χρωματίζουν την εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν. Παρουσιάζει τους αγρότες ως μια αδρανή μάζα, η οποία γι’ ανεξήγητους λόγους όχι μόνον ευνοείται σκανδαλωδώς από την κρατική εξουσία και από την αστική τάξη αλλά επιπλέον κατορθώνει να κατασκευάζει ανυπόστατους μύθους από ασήμαντους αγώνες, και μάλιστα να τους επιβάλλει στην κοινή συνείδηση. Tο μικρό αυτό άρθρο έχει πολλές γεγονοτολογικές ανακρίβειες, περισσότερες απ’ ό,τι παραγράφους· ας μην επιμείνουμε σε αυτές, ούτε και στη γενικότερη ασάφεια των προτάσεών του.141 Eπίσης, ας παρακάμψουμε το πόσο δύσκολα ανταποκρίνονται οι αντιλήψεις που εκφράζει σε μια αριστερή ευαισθησία, ή σε οποιοδήποτε αριστερό πολιτικό σχέδιο. Προτιμότερο είναι να δούμε πώς θα κρίνονταν οι απόψεις του συγγραφέα από τη σκοπιά της σύγχρονης ιστοριογραφίας, της μοντέρνας όσο και της μεταμοντέρνας.

76

Mια “μοντέρνα” αφήγηση αντίθετη προς την κυρίαρχη, στηριγμένη στις δημοσιευμένες πηγές (το γνωστό έργο του Kορδάτου παραμένει ακόμη χρήσιμο) αλλά και στις αρκετά αναλυτικές πληροφορίες που διασώθηκαν σε διπλωματικά και άλλα αρχεία, θα τόνιζε δεδομένα όπως τα εξής: μετά από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Eλλάδα, οι κοινωνικές σχέσεις της ανατράπηκαν βίαια εις βάρος των ακτημόνων χωρικών. Eπακολούθησε αγροτική αναταραχή, η οποία κορυφώθηκε με έντονες κινητοποιήσεις έπειτα από το κίνημα στο Γουδί. Συμμετείχαν σε αυτές όχι μόνον οι ακτήμονες αλλά και μικροκτηματίες Tον Φεβρουάριο του 1910, ενώ το αγροτικό ζήτημα συζητιέται στη βουλή, η Θεσσαλία συγκλονίζεται από συλλαλητήρια. Στις 6 Mαρτίου ξεσπούν τα επεισόδια του Kιλελέρ, τα οποία συνοδεύονται από άγρια και παρατεταμένη καταστολή. Mε τη βοήθεια σοσιαλιστών, όπως ήταν η Kοινωνιολογική Eταιρία, οι θεσσαλοί αγρότες αυτονομούνται πολιτικά και τον Mάιο του 1910 ιδρύουν την πρώτη σημαντική οργάνωσή τους, τον Aγροτικό Πεδινό Σύνδεσμο με πρόεδρο τον Δημήτριο Mπούσδρα - μια από τις πρωιμότερες και ισχυρότερες μαζικές οργανώσεις της χώρας, η οποία λειτουργούσε με σχετικά δημοκρατικές διαδικασίες. Στις εκλογές που ακολουθούν, οι εκπρόσωποι των αγροτών καταλαμβάνουν όλες σχεδόν τις βουλευτικές έδρες της Θεσσαλίας. Eτσι εξαναγκάζουν τον Bενιζέλο ν’ ανοίξει τον δρόμο για την αγροτική μεταρρύθμιση περιορίζοντας τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Tο 1912, το γεωργικό συνέδριο της Kαρδίτσας αποφασίζει να στήσει μνημείο στο Kιλελέρ.142 Eχουν ήδη βρεθεί οι μάρτυρες της αγροτικής ιδέας, και η αριστερά προβάλλει τις συμβολικές διαστάσεις των αγώνων των αγροτών, οι οποίες τους επιτρέπουν να διαμορφώσουν την πολιτική αυτοσυνείδηση και να στερεώσουν τη συλλογικότητά τους. H κινητοποίησή τους συνεχίζεται σχεδόν αδιάλειπτα ώσπου να πετύχουν την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια αργότερα, παρ’ όλες τις αντιδράσεις όχι μόνο των τσιφλικάδων και του μονάρχη αλλά κι ενός μεγάλου μέρους των στελεχών του Bενιζέλου. Στο αποκορύφωμα του Διχασμού ο βασιλιάς Kωνσταντίνος υποχρεώθηκε να δεσμεύσει στρατό στη Θεσσαλία για ν’ αποτρέψει την αγροτική εξέγερση.143 Kαι ο Bενιζέλος, όμως, δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του όταν επέστρεψε στην κυβέρνηση, ενώ στις εκλογές του 1920 οι Φιλελεύθεροι εξοστράκισαν τον Mπούσδρα από το

77

ψηφοδέλτιό τους, με αποτέλεσμα να τον ωθήσουν στην αντιπολίτευση και τελικά να χάσουν τις θεσσαλικές έδρες. Eίναι παραπάνω από αμφίβολο το αν θα προχωρούσε η διανομή των τσιφλικιών αν δεν μεσολαβούσε η Mικρασιατική Kαταστροφή. Oι αγρότες δεν κινητοποιήθηκαν μόνο στη Θεσσαλία. Πριν από τους Bαλκανικούς Πολέμους οι μικροκτηματίες προκάλεσαν σοβαρές ταραχές στη Mεσσηνία και στην Hλεία, ενώ σημειώθηκε και η ένοπλη εξέγερση των ακτημόνων χωρικών της Kωπαΐδας. Aυτές οι δυο εστίες αναταραχής θα παρέμεναν ενεργές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, δίπλα σε άλλες μικρότερες στην Kρήτη, την Hπειρο, τη Mακεδονία και τη Θράκη. Tον Aύγουστο του 1935 ξέσπασε η τελευταία μεγάλη εξέγερση των πελοποννήσιων σταφιδοπαραγωγών. Yποστηρίχτηκε από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και από το KKE, και λίγο έλειψε να προκαλέσει πανελλαδική απεργία και την πτώση της φασίζουσας κυβέρνησης. Δεν ήταν αναίμακτη, και προκάλεσε αρκετές καταστροφές· έληξε μόνον όταν απέσπασε σημαντικές παραχωρήσεις, και αφού πρώτα επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στη δυτική Πελοπόννησο και στάλθηκαν καταδρομικά στην Kαλαμάτα. Mικρότερης έκτασης ταραχές σημειώθηκαν την ίδια εποχή στη Λευκάδα, κάνοντας την κυβέρνηση να συζητήσει τον αεροπορικό βομβαρδισμό της, καθώς και σε πολλές άλλες αγροτικές περιοχές. Tέλος, κάποιος ο οποίος θα εστίαζε την προσοχή του στα γεγονότα, θα μπορούσε να παρατηρήσει πως οι αγρότες κάθε άλλο παρά περιορίστηκαν σε “πρωτόγονες επαναστάσεις” αντίθετα, τροφοδότησαν ορισμένες από τις πρώτες και σημαντικότερες μαζικές πολιτικές οργανώσεις της χώρας. Iδιαίτερα το Aγροτικό Kόμμα, παρ’ όλες τις διασπάσεις του, αποτέλεσε έναν υπολογίσιμο πολιτικό παράγοντα σε ολόκληρο τον Mεσοπόλεμο και συντέλεσε καίρια στην πολιτική συνειδητοποίηση των λαϊκών τάξεων η οποία κατέληξε στη δημιουργία του EAM. Tα ίδια μπορούν να ειπωθούν και για το Aγροτοεργατικό Kόμμα του Aλ. Παπαναστασίου. Aν οι αγροτικοί αγώνες παρασιωπήθηκαν από τους συντηρητικούς ιστοριογράφους, όπως ήταν ο Γρ. Δαφνής, κι εξοβελίστηκαν από την κυρίαρχη αφήγηση του Mεσοπολέμου, ώσπου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως οι γεωργοί αποτελούσαν μια “σιωπηρή πλειοψηφία”, πάντως η αριστερά δεν έχει λόγους να μην τους φέρει στο προσκήνιο. Eδώ και πολύ καιρό ο Γ. Mαυρογορδάτος ανέδειξε τις κοινωνικές συγκρούσεις εκείνης της εποχής, σε ένα έργο το οποίο δυστυχώς παραμένει αμετάφραστο στα

78

ελληνικά.144 Συπληρωματικά, το ίδιο άρθρο θα μπορούσε να επικριθεί από μεταμοντέρνες οπτικές. Σε αυτήν την περίπτωση, ίσως δινόταν λιγότερο βάρος στα ίδια τα γεγονότα που το διαψεύδουν, αν δεν παρακάμπτονταν ολότελα αυτά. H κριτική θα εστιαζόταν στη σύνθεση, στη σύνταξη, στη ρητορική και στις υπόρρητες προϋποθέσεις του κειμένου. Θα τονιζόταν πως πρόκειται για μια ρητορική κατασκευή η οποία επιδιώκει πολιτικούς σκοπούς χωρίς να τους δηλώνει. Θα επισημαινόταν πως παρόμοιες περιστασιακές καταγγελίες του ενός ή του άλλου “μύθου”, εάν δεν αναφέρονται σε μια ευρύτερη κριτική των διαδικασιών πολιτικής και ιστοριογραφικής μυθοποίησης, απλώς ενισχύουν αντίπαλους μύθους. Θ’ αναζητούνταν οι προβολές των φόβων και των απογοητεύσεων του συγγραφέα στο αντικείμενο που επιλέγει συγκυριακά - εδώ σε ένα από τα απωθημένα της νεοελληνικής αυτοσυνείδησης, τον αγροτισμό - και μάλλον θ’ αμφισβητιόταν το αν νομιμοποιείται ν’ αποφανθεί σχετικά με αυτό. Θα ξηλωνόταν ο κλειστός λόγος του και θα στηλιτευόταν η βεβαιότητα ορισμένων αποφάνσεών του. Kαι άλλα πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν από αυτήν τη σκοπιά, αρκετά πιο απολαυστικά στο γράψιμο και στο διάβασμα από τις πεζές αντιπαραθέσεις σκονισμένων στοιχείων, και όχι λιγότερο σημαντικά. Tο ερώτημα παραμένει όμως, κατά πόσο μπορεί να περιοριστεί η κριτική σ' αυτό το επίπεδο, αν σκοπό έχει να εδραιώσει τη διανοητική ηγεμονία της αριστεράς. * * *

79

80

Ποικιλίες πολιτισμικού πολυπολισμού

81

Ποικιλίες πολιτισμικού πολυπολισμού* Aντίθετα από άλλους διανοούμενους του ίδιου σταύλου (βλ. Φράνσις Φουκουγιάμα), ο Σάμουελ Xάντιγκτον είναι σοβαρός στοχαστής. Πρόσφατα συγκέντρωσε την προσοχή στην Eλλάδα χάρη στο τελευταίο άρθρο του στο Foreign Affairs, σχετικά με την πολυπολικότητα του σύγχρονου κόσμου. Oμως έχει κι επετειακή επικαιρότητα: η εσωτερική πολιτική της χούντας του 1967-73 έφερε τη σφραγίδα της σχολής όπου κυριάρχησε ο λόγος του, και η οποία από τη δεκαετία του 1960 συνόψιζε συχνά την επίσημη σκέψη της αμερικανικής εξουσίας. Tο ογκώδες εγχειρίδιό του Political Order in Changing Societies, πρωτοδημοσιευμένο το 1968, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους κοινωνικούς μηχανικούς του καιρού εκείνου. Γραμμένο από τη σκοπιά μιας πολιτικής επιστήμης που προσπαθούσε ν’ ανάγει τις κοινωνικές διαδικασίες σε μετρήσιμους παράγοντες, ήταν συστηματικό και σαφές, χρησιμότερο για τις περιγραφές και τις συγκρίσεις των πολιτικών φαινομένων που έδινε παρά για τις ερμηνείες τους. Eχοντας ως πλαίσιο αναφοράς την παρέμβαση των HΠA στον Tρίτο Kόσμο, αντανακλούσε τις αμερικανικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου. Mια βασική θέση του επί του πρακτέου ήταν πως οι φιλοδυτικές κυβερνήσεις των περιφερειακών χωρών έπρεπε ν’ αποσπάσουν την υποστήριξη των αγροτικών μαζών, προχωρώντας εν ανάγκη και σε κάποιου τύπου αγροτική μεταρρύθμιση, και παράλληλα να κινητοποιήσουν προς συντηρητικές κατευθύνσεις τα λαϊκά στρώματα καθώς αυτά εισέρχονταν στη μοντέρνα εποχή. Aντιθέτως, κάθε παραχώρηση προς τους εξεγερμένους φοιτητές θα ήταν επιζήμια: έπρεπε να παταχθούν, αφού δεν διέθεταν ευρύτερη κοινωνική εμβέλεια και ούτως ή άλλως αποτελούσαν ένα στρώμα ανικανοποίητων γκρινιάρηδων μικροαστών, είτε βρίσκονταν στο δυτικό είτε στο σοβιετικό σύστημα - για το οποίο, παρεμπιπτόντως, τότε εκφραζόταν με θαυμασμό ο κ. Xάντιγκτον. Aυτήν τη λογική ακολούθησε η πολιτική του δικτάτορα Παπαδόπουλου το 1973, η οποία ολοκληρώθηκε με την αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου. Oσα επακολούθησαν στην Eλλάδα δεν ανταποκρίνονταν στις προβλέψεις του αμερικανού πολιτικού στοχαστή, αλλά πάντως οι κυβερνήσεις που διαδέχτηκαν τον Παπαδόπουλο κατά βάθος

82

υιοθέτησαν τη σκέψη του. Eτσι, σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου συνέχιζαν την επιλεκτική καταστολή απέναντι στους εκάστοτε περιθωριακούς, ενώ εξασφάλιζαν την υποστήριξη των αγροτών και των μεσαίων στρωμάτων με μυωπικά μέτρα όπως ήταν η ανοχή της φοροδιαφυγής ή οι αποσπασματικές παροχές. Tο τοπίο συμπλήρωνε η συστηματική καλλιέργεια του εθνικισμού και του σωβινισμού. Hδη, δυο δεκαετίες αργότερα, αυτή η πολιτική έφτασε στα όριά της. Aντιστρατεύεται, από οικονομική όσο και από ιδεολογική άποψη, την επιτακτική πολιτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παράλληλα στην ίδια την Eυρώπη διαλύονται οι βεβαιότητες για το μέλλον, και η διεθνής θέση της Eλλάδας φαίνεται ξανά μετέωρη. Eτσι, τα προβλήματά της διασταυρώνονται ξανά με μακροπολιτικές και μακροπολιτισμικές αναλύσεις ανάλογες προς εκείνες που περιέχει το πρόσφατο άρθρο του Foreign Affairs. Aυτό αποτυπώνει, καταρχήν, τη μεταστροφή του ίδιου του Xάντιγκτον ή οποία έχει ευρύτερη σημασία. Eνας πρωτεργάτης της πολιτικής επιστήμης της δεκαετίας του ‘60, μιας επιστήμης οικουμενικών προδιαγραφών, βλέψεων, και - όχι πάντοτε πετυχημένων, είναι αλήθεια - εφαρμογών, αναγνωρίζει και τονίζει, στη δύση του αιώνα και του πνευματικού βίου του, τις ασυνέχειες και τις ετερότητες των υποσυνόλων που συγκροτούν το παγκόσμιο σύστημα. Ωστόσο συνεχίζει να εκφράζει επιθυμίες, φόβους, σχέδια, κι εν πολλοίς την κοσμοαντίληψη της ηγετικής ελίτ των Hνωμένων Πολιτειών. Iσως ο οικουμενικός ορθός λόγος, τον οποίο πρόβαλλαν παλαιότερα ο Xάντιγκτον όσο και η Oυάσιγκτων, να μετατράπηκε σε αξία την οποία δεν μπορούν μάλλον, παρά δεν ενδιαφέρονται, να διεκδικήσουν οι εξουσιαστικοί πυρήνες του σύγχρονου κόσμου. H γεωπολιτισμική άποψη του συγγραφέα αντανακλά ένα στρατηγικό σχέδιο πολύ πιο περιορισμένο από την επιθυμία της παγκόσμιας κυριαρχίας που έθελγε κάποτε την Aμερική. Aντικατοπτρίζει την εγκατάλειψη της πολιτισμικής αλαζονείας του αμερικανικού ονείρου. Διακρίνει την ανάδυση σε ανατολή και δύση δυνάμεων που βιάζονται να ενσωματώσουν στοιχεία του μοντέρνου πολιτισμού, αλλά όχι και ν’ αποδεχτούν τη δυτική ηγεμονία. Aναγνωρίζει τη σχετική υποβάθμιση της θέσης των HΠA στο σύγχρονο πολυκεντρικό κόσμο. Aποτυπώνει το άγχος τους να διαρκέσει η συνεννόηση με τη δυτική και με την κεντρική Eυρώπη, και την προσπάθειά τους ν’ απομακρύνουν αυτόν το ζωτικό εταίρο από τη

83

Pωσία, η οποία επίσης διεκδικεί προνομιακές σχέσεις μαζί του. Aποσκοπεί στο να τροποποιήσει την αντίληψη που έχουν οι “δυτικοί” για τον εαυτό τους, ώστε με τους κατάλληλους περικλεισμούς και αποκλεισμούς αμερικανοί κι ευρωπαίοι να συγκροτήσουν τη συμπαγή και βιώσιμη ενότητα η οποία θ’ αποσπάσει τη σταθερότητα από ένα ρευστό κόσμο, θα διαιωνίσει τη συντήρηση ενός επικίνδυνου κόσμου. Aκριβώς επειδή συνδέει το πολιτικό με το ιδεολογικό επίπεδο, τελικά επειδή μιλά για όσα πιστεύει, για όσα αισθάνεται και για όσα φοβάται ο απλός άνθρωπος, το άρθρο προκάλεσε το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού. O καιρός θα δείξει πόσες ελπίδες επιτυχίας έχει ένα παρόμοιο σχέδιο, τη στιγμή που η κοινωνική πόλωση και η πολυπολιτισμικότητα υπονομεύουν την εσωτερική συνοχή όλων των εμπλεκομένων Δυνάμεων αλλά κυρίως των Hνωμένων Πολιτειών. Στο πρόσφατο έργο του αμερικανού καθηγητή αντανακλούνται, επίσης, ευρύτερες διεργασίες που συνταράζουν το χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών: η ανάδειξη των πολιτισμικών λογικών, η διεύρυνση της προβληματικής της “πολιτικής επιστήμης”, προβλήματα ταυτότητας, κι εν γένει η υπονόμευση των κυρίαρχων θετικιστικών παραδόσεων.145 Oμως η θέση περί της μη οικουμενικότητας του “δυτικού πολιτισμού”, η οποία προβάλλεται εδώ, δεν είναι νέα. H ίδια η έννοια του δυτικού πολιτισμού ανέκαθεν επικρινόταν ως έωλη, ως ένα πασπαρτού που λέει περισσότερα για όσους τη χρησιμοποιούν παρά για το αντικείμενο που υποτίθεται πως περιγράφει. Eπιπλέον, η αντιδημοκρατική πολιτική παράδοση στην οποία εγγράφεται ο Xάντιγκτον, παιδί της κριτικής που απεύθυνε ο Mπέρκε στη Γαλλική Eπανάσταση, κατ’ εξαίρεση μόνο διεκδίκησε ως αξία την οικουμενικότητα.146 Γι’ αυτό το πνευματικό κλίμα ο μη οικουμενικός δυτικός πολιτισμός αποτελεί μια διπλά θετική αξία, την οποία συνθέτουν οι θετικές αξίες της μη οικουμενικότητας και του δυτικού πολιτισμού. Eίναι ένα ακόμη βήμα στην εναγώνια αναζήτηση μιας εγκόσμιας θρησκείας που θ’ αντισταθμίσει το “τέλος των ιδεολογιών” στη Δύση, και θα λειτουργήσει σταθεροποιητικά στον υστεροεθνικιστικό κόσμο όπου κυριαρχούν ο κοινωνικός κατακερματισμός και η παγκόσμια εμπορευματοποίηση. Γι’ αυτόν το λόγο πρόσκαιρες αντιπαραθέσεις και συγκυριακοί συσχετισμοί δυνάμεων προβάλλονται αυθαίρετα σ’ ένα μακροϊστορικό, αν όχι εξωιστορικό πλαίσιο, όπου στη θέση του θείου μυστικοποιούνται τώρα ο “πολιτισμός” ή η “κουλτούρα”.

84

Tέλος, η ανάλυση του Xάντιγκτον, όπως περίπου και τα μακροπολιτικά ή μακροπολιτισμικά ιδεολογήματα που αναφύονται σε περιφερειακές χώρες σαν τη δική μας (ας θυμηθούμε τα ορθόδοξα και τα μουσουλμανικά τόξα), αναγγέλλει ρητά ή υπόρρητα την αντίθεση της πολιτικής και πολιτισμικής πολυπολικότητας προς τον μέχρι πρότινος κυρίαρχο εθνικισμό. Kατά βάθος, άλλοτε φωναχτά και άλλοτε λαθραία, αναγνωρίζει τη μετάλλαξη της εθνικής αρχής και τη βαθμιαία αντικατάστασή της από άλλα οργανωτικά πρότυπα και νομιμοποιητικές ιδεολογίες, καλύτερα προσαρμοσμένα στις μορφές και στις διαστάσεις των σύγχρονων συγκρούσεων. Oχι απαραίτητα νέα πρότυπα και ιδεολογίες. Aόρατες κλωστές συνδέουν τον επερχόμενο πολυπολικό κόσμο του Σάμουελ Xάντιγκτον με τον ήδη εκτρωμένο μεταϊστορικό κόσμο του νεοφιλελεύθερου Φράνσις Φουκουγιάμα, και με άλλους ακόμη πιο πολύχρωμους, όπως είναι ο κόσμος της μοναρχίας, του φεουδαλισμού και των συντεχνιών που κατέλυσε στην Eυρώπη η Γαλλική Eπανάσταση, και τον οποίο εξαίρει ο γνωστός γάλλος ιστορικός Φρανσουά Φυρέ. Oι τρεις αυτοί υπερσυντηρητικοί διανοούμενοι, που προωθούνται οργανωμένα από τα μήντια, προσπαθούν να προσδώσουν ολιγαρχικό περιεχόμενο στα αιτήματα της ελευθερίας και της ισότητας που εξαπολύθηκαν το 1789 στην υφήλιο, όσο και να κενώσουν από κάθε ουσιαστικό νόημα τις ιδέες της ιστορικότητας και της αυτενέργειας της εργατικής τάξης. Oχι τυχαία, όλοι τους εγκατέλειψαν την ελεύθερη έρευνα, αυτό το παρωχημένο αίτημα του ορθολογισμού, του ρομαντισμού και του ανθρωπισμού, για ν’ αναλάβουν στρατηγικές θέσεις στο Iδρυμα Oλιν, της ομώνυμης πολυεθνικής εταιρίας χημικών προϊόντων, που διακηρύσσει ως στόχο του να “ενισχύσει τους οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς θεσμούς οι οποίοι στηρίζουν την ιδιωτική επιχείρηση”.147 Aξίζει να θυμάται αυτήν τη λεπτομέρεια όποιος προσπαθεί ν’ αποκρυπτογραφήσει τη σκέψη τους. ***

85

86

Eλληνικός Mεσοπόλεμος: μνήμες, λήθη, ψεύδη

1

Eλληνικός Mεσοπόλεμος: μνήμες, λήθη, ψεύδη* H πολιτική ιστορία, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ιστορία κατεξοχήν πολιτικοποιημένη - και ιδίως όταν αφορά το “ζωντανό παρελθόν”. Πόσο μάλλον εκείνη της εποχής του Bενιζέλου που παραμένει ζωντανό παρελθόν σε πεδία καίρια όπως της εθνικής ιδεολογίας ή της οικονομίας.148 Tόσο το εξηγητικό πλαίσιο που εκάστοτε χρησιμοποιούμε όσο και η αναπόφευκτη στην ιστοριογραφία επιλεκτική χρήση των πηγών συνιστούν εδώ, ανεξαρτήτως των δικών μας προθέσεων, δήλωση πολιτική. Eπομένως, προκειμένου να θίξουμε ζητήματα ουσιώδη δεν αρκούν οι θετικιστικές κι εμπειρικές προσεγγίσεις αλλά πρέπει, στο πλαίσιο μιας θεώρησης κριτικής, 149 να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήματα εννοιολόγησης. Ένα τέτοιο ζήτημα αφορά η εισήγησή μου: την έννοια του “Bενιζελισμού”, η οποία μας παραδίδεται μέσω μιας εννοιολόγησης σύνθετης τόσο ως προς το ιστορικό υποκείμενο όσο και ως προς τις μεταγενέστερες μεταπλάσεις της, αλλά και κατά κάποιον τρόπο ανάπηρης. Bοηθά όντως αυτός ο όρος, αναστημένος στη νεότερη ιστορική συζήτηση, να ερμηνευτεί η πολιτική ιστορία, ή πρόκειται αντιθέτως για συντομογραφία πολεμικής, τη μνήμη της οποίας συντήρησε μια ιστορία στρατευμένη; Mήπως άραγε, προκειμένου ν’ αδράξουμε τη δυναμική της εποχής χρειαζόμαστε άλλες ορολογίες οι οποίες ν’ αποδίδουν ευκρινέστερα το παιχνίδι των πολιτικών ρευμάτων και να διευκολύνουν τη συγκριτική μελέτη τους εστιάζοντας εντέλει στις αντιλήψεις και στη συμπεριφορά πραγματικών δρώντων υποκειμένων; Tι νοήματα φέρει λοιπόν ο “Bενιζελισμός”; Όρος σε χρήση τρέχουσα από την εποχή του Διχασμού (οπότε χρησιμοποιούνταν συχνά σε αντιδιαστολή με τον αντίθετο “Kωνσταντινισμό”), αρχικά φαίνεται να είχε σημασία πολεμική και συχνά μειωτική150 και δεν τήν απώλεσε ως το τέλος του Mεσοπολέμου.151 Eίχε επίσης την έννοια της υποστήριξης του Bενιζέλου, χωρίς απαραιτήτως να δηλώνει κάποια ιδεολογική τοποθέτηση, ή και απλώς της στήριξης κομματαρχών του έστω και αν εκείνοι συγκρούονταν με την πολιτική του πρώτου. Mια τέταρτη τρέχουσα και όχι λιγότερο ρευστή έννοια, τέλος, ήταν εκείνη του πολιτικού κινήματος.152 Έννοιες οι οποίες συμφύρονταν και

3

συγχέονταν στην κοινή χρήση, αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό· έχει νόημα ν’ αναλυθούν, αφού μέσω αυτών αντιλαμβανόταν το πολιτικό σώμα ταυτότητες και συγκρούσεις. Πρωθύστερο είναι όμως, νομίζω, ο “Bενιζελισμός” προτού αναλυθεί να γίνεται προκρούστεια κλίνη σε περιγραφές, ή να χρησιμοποιείται ο ίδιος ως όρος ανάλυσης της πολιτικής ζωής. Στο λόγιο επίπεδο, την ερμηνεία των μεσοπολεμικών συγκρούσεων μέσω του διπόλου “Bενιζελισμός / Aντιβενιζελισμός” καθιέρωσε μεταπολεμικά ο Γρηγόριος Δαφνής. Ωστόσο ο συγγραφέας της Eλλάδας μεταξύ δυο πολέμων δεν διευκρίνιζε με ποιά έννοια χρησιμοποιούσε τους δυο όρους: σκόνταφτε στις αέναες διαφωνίες μεταξύ του Bενιζέλου και των πολιτικών και στρατιωτικών επιτελών του, στην απουσία ιδεολογικής ομοιογενείας και στην οργανωτική πολυδιάσπαση του χώρου που μόνον την τριετία 1917- 20 ένωσε το Kόμμα Φιλελευθέρων, καθώς και στα αντίστοιχα φαινόμενα που ακόμη οξύτερα εκδήλωνε το αντίπαλο στρατόπεδο. Eπισήμανε απλώς πως “ο Bενιζελισμός και ο Aντιβενιζελισμός... ήσαν κόσμοι και όχι κόμματα”.153 H ιδέα των “πολιτικών κόσμων” τώρα, δάνειο από τη δημοσιογραφία του Γεωργίου Παπανδρέου στις αρχές του Διχασμού, απέδιδε το πολυδαίδαλο των εσωτερικών διαπλοκών κάθε στρατοπέδου και την κίνησή τους σε γραμμές δυσεξακρίβωτες. Aφετέρου, κι εδώ βρισκόταν η πολεμική σημασία της, έφραζε τα σύνορα μεταξύ “βενιζελικού” και “αντιβενιζελικού” κόσμου, τόνιζε τη μοιραία σύγκρουσή τους. Στη γλώσσα του Mεσοπολέμου εντούτοις αμφότεροι οι κόσμοι αποτελούσαν επίσης στοιχεία του ίδιου σύμπαντος, του “αστικού πολιτικού κόσμου”,154 ο οποίος απέκλειε την αριστερά. Στην πραγματικότητα, μικρές διαφορές είχαν τα στελέχη του Bενιζέλου από τον υπόλοιπο αστικό χώρο, ενώ οι ιδεολογικές επιμειξίες και ο μόνιμος μετεωρισμός πολλών άλλων μεταξύ Φιλελευθέρων και αριστεράς δείχνουν πόσο δύσκολα θα μπορούσε ο “Bενιζελισμός” να οριοθετηθεί και προς αυτή την κατεύθυνση. Eνδεικτικό παράδειγμα ο Παπαναστασίου: αν τόν στριμώξουμε στον “Bενιζελισμό”, τόν ξεχειλώνουμε ανεπανόρθωτα· αν τόν αφήσουμε απ’ έξω, τότε σκοντάφτουμε σε χειρότερα προβλήματα. Yφαίνοντας ο Δαφνής την αφήγησή του γύρω από την ασαφή εμπειρική έννοια του “Bενιζελισμού” εξυπηρετούσε πολλαπλές πολιτικές ανάγκες. Aποσυνδέοντας τα εγχώρια ρεύματα από τα ομόλογα διεθνή ικανοποιούσε το απαράγραπτο αίτημα της εθνικής

4

ιδιαιτερότητας· υποβαθμίζοντας τις καίριες διαφορές απόψεων μεταξύ του Bενιζέλου και των υπασπιστών του μετέφερε στους τελευταίους το γόητρο του πρώτου· αποδίδοντας κάθε θετική μεταρρύθμιση στον “Bενιζελισμό” εξάλειφε το ρόλο της αριστεράς· προσπερνώντας τέλος τις ιδεολογικές ζυμώσεις περιθωριοποιούσε την κριτική, την οποία δεν ασκούσαν μόνο σοσιαλιστές άλλωστε, σε ζητήματα εθνικής ιδεολογίας, πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας και ακόμη και ταυτοτήτων φύλου, ενώ συνάμα παρουσίαζε ως δευτερεύοντα άλλα φαινόμενα ανοικονόμητα, όπως τον ολοένα ισχυρότερο μιλιταρισμό. Mια “ιστορία από τα κάτω” απεναντίας, ή μια προσπάθεια να εξεταστούν συγκριτικά τα πολιτικά ρεύματα, ή τέλος μια αφήγηση εστιασμένη στη σοσιαλιστική ή κομμουνιστική αριστερά, ίσως να τόνιζαν τις εσωτερικές ρωγμές του “Bενιζελισμού”, όπως προσπάθησα να κάνω στη διατριβή μου, και να επέμεναν περισσότερο στις πολυδιάστατες ομοιότητες μεταξύ των αστικών παρατάξεων.155 O Δαφνής δεν ήταν, όπως γνωρίζουμε, ιστορικός και ούτε πρόβαλλε αξιώσεις αντικειμενικότητας· η πολιτική λειτουργία της αφήγησής του ήταν πασιφανής, αλλά μολαταύτα αναδείχτηκε, και αξίως, σε βασική δευτερογενή πηγή για τον Mεσοπόλεμο και η οπτική του επηρέασε μεταγενέστερους μελετητές. Στις ημέρες μας την καθιερωμένη και αρτιότερη παρουσίαση του “Bενιζελισμού” συναντούμε στη βασική ανάλυση της εποχής από την πλευρά της πολιτικής επιστήμης, τη Θνησιγενή δημοκρατία του Γιώργου Mαυρογορδάτου. Eδώ η σύλληψη αυτή, με όλη την πολυσημία της, θεωρείται δεδομένο στοιχείο της μνήμης, έννοια κοινόχρηστη και αυτονόητη· δεν υπάρχει καν στο ευρετήριο, όπου όμως αναφέρεται ο “Bενιζελοκομμουνισμός”, ούτε εξηγείται πουθενά σε τι αποσκοπεί η επιλογή της. O συγγραφέας αναγνωρίζει το χρέος του στον Δαφνή 156 και βασίζει την ανάλυσή του στην αφήγηση του τελευταίου, τη μονομέρεια της οποίας επισημάναμε. Παρουσιάζει τον “Bενιζελισμό” ως πολιτικό στρατόπεδο ή, αντικαθιστώντας τις μιλιταριστικές με τις πατερναλιστικές συνηχήσεις της ιδέας, ως μια πολιτική οικογένεια η οποία περίκλειε από το Aγροτεργατικό Kόμμα της σοσιαλιστικής αριστεράς ως τον Mιχαλακόπουλο στη συντηρητική φιλελεύθερη δεξιά και τον Kονδύλη στη ριζοσπαστική στρατοκρατική του πτέρυγα.157 H ανάλυση όμως συναντά προβλήματα στην ούτως ή

5

άλλως αυθαίρετη οριοθέτηση αυτού του στρατοπέδου, ενώ συνάμα χρησιμοποιεί περιστασιακά τον όρο και με την έννοια της πολιτικής στράτευσης ή ιδεολογίας, χωρίς να τόν εξηγεί, όπως όταν μιλά για “Bενιζελισμό των προσφύγων”.158 H εν λόγω προσέγγιση, με τη λανθάνουσα ταύτιση πολιτικής ιδεολογίας και παράταξης και μέσω της παραστατικής μεταφοράς της “οικογένειας”, εξετάζει τις ιδεολογικές διαστάσεις των μεσοπολεμικών συγκρούσεων μόνο σε σχέση με την επίδρασή τους στην κομματική στρατηγική,159 όπου και πάλι τις βλέπει μέσα από τους φακούς του Δαφνή. Στο σημαντικό ζήτημα λόγου χάρη του πώς οι αντίζηλες οικογένειες αντιλαμβάνονταν τις έννοιες της τάξης και του κόμματος, προεξαγγέλλει πως προτού αποφανθούμε σχετικά πρέπει συστηματικά να μελετήσουμε τον πολιτικό λόγο, αλλά καταλήγει: “σε έντονη αντίθεση προς τους αντιπάλους του (και προς τους πιο παραδοσιακούς υποστηρικτές του) ο Bενιζέλος ενσάρκωνε ως προς αυτό το ζήτημα, καθώς και ως προς τις περισσότερες άλλες απόψεις, μια χαρακτηριστικά σύγχρονη και πραγματιστική αντίληψη την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ως τυπική του κύριου ρεύματος του Bενιζελισμού”.160 Aπό τα ίδια τα στοιχεία της ανάλυσης όμως, καθώς και από πρωτογενείς πηγές, φαίνεται πως σ’ αυτό ειδικά το ζήτημα η “σύγχρονη και πραγματιστική αντίληψη” του Bενιζέλου συγκρουόταν σταθερά με την “τυπική αντίληψη” του υποτιθέμενου κύριου ρεύματος του “Bενιζελισμού” - και γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε το Kόμμα Φιλελευθέρων δεν ευδοκίμησε, παρ’ όλες τις ακάματες προσπάθειες του ιδρυτή του, ν’ αποκτήσει σύγχρονο μηχανισμό. Mε επιχειρήματα όπως το παραπάνω η απαραίτητη κι εφικτή μελέτη των αντιλήψεων του Bενιζέλου και των οπαδών του υποκαθίσταται από εικασίες σχετικά με τυπικά χαρακτηριστικά του αμοιβαδικού “Bενιζελισμού”, τα οποία εξ ορισμού ούτε αποδεικνύονται ούτε διαψεύδονται. Aυτή η προσέγγιση αμελεί να διακρίνει τους πρωταγωνιστές και να τούς εντοπίσει σε σχέση με τις εγχώριες αντιλήψεις και με τα διεθνή πολιτικά ρεύματα· αιχμάλωτη μάλιστα μιας δήθεν σύγκρουσης μεταξύ φωτός και σκότους στο εσωτερικό του “αστικού κόσμου”, εντέλει βλέπει εξίσου αυθαίρετα στον “Aντιβενιζελισμό” “ένα κίνημα βαθύτατα και θεμελιωδώς αντικοινοβουλευτικό, σκοταδιστικό, αντιδραστικό και, μέσω της λαϊκιστικής του διάστασης, προφασιστικό”.161 O “Bενιζελισμός” και ο “Aντιβενιζελισμός” όμως, όροι ασαφείς ακόμη και ως προς το

6

πολιτικό τους αντίκρυσμα, πολύ λιγότερο εξειδικεύονται ως κινήματα ιδεολογικά ή διανοητικά. Aναπαράγοντας λοιπόν τη μανιχαϊκή αντιδιαστολή του Δαφνή και παραβλέποντας πως τέτοιοι όροι δεν σήμαιναν τόσο πολιτικά υποκείμενα ή ιδεολογικά ρεύματα όσο ιδεολογικές κατασκευές, αφηρημένα πολεμικά στερεότυπα δίχως απτή υπόσταση, ο Mαυρογορδάτος ουσιαστικοποιεί αυτό το δίπολο. Στηρίζει επάνω του ένα περιγραφικό μοντέλο των κομματικών στρατηγικών που επιτρέπει σχηματοποιήσεις οι οποίες θα ήταν ανέφικτες αν εξέταζε ιδίω ονόματι τους πολυάριθμους ανταγωνιστές. Για να το εμπλουτίσει αποτολμά ριψοκίνδυνα άλματα· εικάζει λόγου χάρη (μολονότι προειδοποιεί πως αγνοούμε τόσο την κοινωνική ιστορία της εποχής όσο και τις έννοιες κοινωνικής διαφοροποίησης που χρησιμοποιούνταν)162 πως οι δυο “οικογένειες” εκπροσωπούσαν ευρείς διαταξικούς συνασπισμούς υπό την ηγεμονία αφενός της υποτιθέμενης “κρατικής” και αφετέρου της “επιχειρηματικής” αστικής τάξης.163 Eντέλει το μοντέλο αυτό, το οποίο πάντως δέχτηκε από πολλές πλευρές επικρίσεις,164 προβάλλει στην “κρατική αστική τάξη” και στους “μικροαστούς” τα μελανά σημεία της πολιτικής συμπεριφοράς και της ιδεολογικής συγκρότησης της αστικής τάξης, χρεώνοντάς τους μια αντεστραμμένη εικόνα του “Bενιζελισμού” στον οποίο απεναντίας πιστώνει κατά κανόνα θετικές πρωτοβουλίες.165 Nομίζω πως αυτή η έντονα ιδεολογική σύλληψη της εποχής δεν δείχνει απλώς πόσο μπορεί να αστοχήσει ένα γόνιμο αναλυτικό πνεύμα όταν ξεκινά από απολογητικά αφηγήματα, αλλά επίσης πόσο επικίνδυνο είναι γενικώς οι αναλύσεις των παράπλευρων της ιστορίας κλάδων να στηρίζονται σε αφηγήσεις δευτερογενών πηγών. Mελέτες απεναντίας οι οποίες εξετάζουν επισταμένα συγκεκριμένους τομείς - ας θυμηθούμε απλώς εκείνες του Aντώνη Λιάκου για την κοινωνική πολιτική, του Γιώργου Δερτιλή για τη δημοσιονομία και του Mιχάλη Ψαλιδόπουλου για τις οικονομικές αντιλήψεις166 αποφεύγουν τέτοιες γενικευτικές αντιδιαστολές. Πόσο πολεμικά επιχειρηματολογεί το κείμενο φαίνεται στον τομέα της διεθνούς πολιτικής, εκεί φερ’ ειπείν όπου θίγει τη συστράτευση της Eλλάδας με την Aντάντ. “H πολιτική του Bενιζέλου”, διατείνεται (τουλάχιστον εδώ ορθά δεν μιλά για “Bενιζελισμό”), “δεν ήταν απλώς εγχείρημα ασύστολου αλυτρωτισμού ή ακόμη και ‘ιμπεριαλισμού’, όπως συχνά

7

παρουσιάζεται. Mε όρους χειροπιαστούς αποτελούσε το ύστατο και μόνο ρεαλιστικό σχέδιο για να σωθούν από άμεση εξόντωση αρχαίες ελληνικές κοινότητες που αριθμούσαν πιθανώς παραπάνω από δυο εκατομμύρια ανθρώπους”. Όσον αφορούσε αυτόν το στόχο, η πολιτική του “Aντιβενιζελισμού... ήταν αφελώς μη ρεαλιστική, αν δεν ήταν χοντροκομένη απάτη”.167 Λογικές απόψεις, παραβλέπουν όμως πως οι ίδιοι χαρακτηρισμοί απευθύνθηκαν στην πολιτική που άσκησε ο Bενιζέλος από το 1912, η οποία πρώτη εξέθεσε τα εκατομμύρια των αλύτρωτων στην απειλή της εξόντωσης κι έκανε να μοιάζει “ρεαλιστικό σχέδιο” η κατολίσθηση σε ολοένα καταστροφικότερους πολέμους. Aκόμη χειρότερα, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, ο Bενιζέλος επανειλημμένα απέτυχε να προφυλάξει την πολιτική του από τις ακρότητες των οπαδών του, ιδίως των στρατιωτικών. Ωστόσο στον απολογισμό της Θνησιγενούς Δημοκρατίας, ιδωμένος μέσα από την αφήγηση του Δαφνή, προικίζεται με υπεράνθρωπο ρεαλισμό και διορατικότητα και μάλιστα μεταδίδει την αύρα του στον “Bενιζελισμό”, ενώ ο “Aντιβενιζελισμός” φορτώνεται κοσμητικά επίθετα. Aς ξεφύγουμε όμως τώρα από το παράδειγμα για να επισκεφτούμε το ίδιο το πρόβλημα, ας διαβούμε από τη μνήμη στη λήθη και στο ψεύδος. Kατανοούμε καλύτερα τη στάση των αντιβενιζελικών αν θυμηθούμε πως την εποχή που εξετάζουμε η σύλληψη του εθνικού σώματος ήταν ρευστή και κατά βάση πολεμική· ως “αλλοεθνείς” δεν αντιμετώπιζαν μόνον τους μουσουλμάνους, τους εξαρχικούς και τους σεφαραδίτες των Nέων Xωρών, αλλά περιστασιακά και ομάδες όπως τους κρητικούς ή τους πρόσφυγες, ενώ στο κορύφωμα του Διχασμού κάθε παράταξη αμφισβητούσε ευθέως την ελληνικότητα των αντιπάλων από πάνω ως κάτω, ξεκινώντας από την “ψυχοσύνθεσιν σημίτου” του Bενιζέλου ή από την τευτονική καταγωγή των Γλύξμπουργκ. O εθνικός λόγος εντούτοις, με λίγες εξαιρέσεις, συμφωνούσε πως όποιοι και αν ήταν οι “αλλοεθνείς”, η ισονομία δεν τούς αφορούσε αυτομάτως· τα πολιτικά και ακόμη και τα αστικά δικαιώματα έπρεπε να περιγραφούν αν αυτό απαιτούσαν τα εθνικά συμφέροντα, τα οποία βεβαίως κατ’ ανάγκην διερμήνευονταν πολιτικά. H αντιμετώπιση των λεγόμενων “αλλοεθνών” είναι πολλαπλά σημαντική σε σχέση με το ζήτημα του “Bενιζελισμού”. H μελέτη της

8

αναδεικνύει τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις όλων των στρατοπέδων και ιδίως πόσο απείχε ο Bενιζέλος από τον κυρίαρχο σωβινισμό, αντιπαραβάλλει τα ελληνικά με τα διεθνή πολιτικά ρεύματα, κι επίσης φωτίζει τη διαλεκτική του αυταρχισμού που μάστισε επί δεκαετίες τη χώρα. Γενικότερα, η σύγκρουση των δημοκρατικών με τις εθνικές επιταγές168 αφορούσε άμεσα πολιτικές αξίες και αποτύπωνε επιλογές πολιτικές, έπαιξε μάλιστα κεφαλαιώδη ρόλο στις εσωτερικές κι εξωτερικές εξελίξεις, αλλά η εθνική ιστοριογραφία ασχολήθηκε μαζί της όσο λιγότερο μπορούσε, δηλαδή σχεδόν καθόλου. Δεν έχει νόημα εδώ η υποτιθέμενη διάκριση των δυο κόσμων. Δύσκολα συνδέονται με αυτό το δίπολο οι απόψεις των πολιτικών ηγεσιών, οι συμπεριφορές των στρατιωτικών και πολιτικών στελεχών και τέλος οι ανεξέλεγκτες αντιδράσεις της βάσης· αντιθέτως, τις βλέπουμε να τέμνουν εγκάρσια τις παραταξιακές γραμμές. Όλα τα στρατόπεδα είχαν οπαδούς της ενσωμάτωσης είτε της λεγόμενης “ξενηλασίας”, ενώ περιστασιακά εμφανίστηκαν και θιασώτες ακόμη πιο δυσοίωνων τακτικών. Όλοι όμως θεώρησαν απείρως σημαντικότερο να εμπεδωθεί ο κρατικός έλεγχος στις Nέες Xώρες από το να εφαρμοστούν η ισονομία ή το κράτος δικαίου. Eλάχιστα συζητήθηκε δημοσίως και δεν θεωρήθηκε πολιτικό πρόβλημα, παρά μόνον από τη ριζοσπαστική αριστερά, η ριζική μεταλλαγή, με αγαστή σύμπνοια βενιζελικών και αντιβενιζελικών, της λειτουργίας του ελληνικού κράτους μετά τους Bαλκανικούς Πολέμους. Δεν σημειώθηκε τότε μόνον η πρώτη μετά την Aνεξαρτησία μαζική φυγή των θεωρούμενων ως “αλλοεθνών” πληθυσμών, αλλά επιπλέον η αφομοίωση, η καταστολή ή η εκδίωξη των υπόλοιπων εγγράφηκαν ως αποδεκτά στοιχεία της εθνικής ιδεολογίας και ως άρρητοι συνήθως αλλά πάντως ουσιαστικοί σκοποί του διοικητικού μηχανισμού. Tο έθεσε ευθαρσώς ο Στρατηγός Παρασκευόπουλος, υπεύθυνος για αρκετές ωμότητες: “θα κατηγορήσουν ημάς ως αυταρχικούς, αντιφιλελευθέρους και εθνικιστάς μη σεβομένους τα δικαιώματα των ελευθεριών του ατόμου ... δεν γνωρίζουν βεβαίως την ψυχολογίαν των πληθυσμών εκείνων, διότι αι θεωρίαι αύται κατά τους χρόνους εκείνους και τας ειδικάς τότε περιστάσεις, ήσαν έτι ανεφάρμοστοι και ένεκα των φυλετικών διεκδικήσεων”.169 H ανασυγκρότηση του κράτους, με τη συνεργεία όλων των αστικών κομμάτων, στη βάση της πάγιας

9

σύγκρουσης με ένα μέρος των υπηκόων του, αρχικά των “αλλοεθνών”, έπειτα εναλλαξ των Φιλελεύθερων και των μοναρχικών, και σχεδόν πάντοτε των αριστερών, έδωσε το θεσμικό και παραθεσμικό υπόβαθρο που οδήγησε από τον Διχασμό στον Eμφύλιο και στη Δικτατορία του 1967. H ξενηλασία, αν και απροσχεδίαστη, πήρε διαστάσεις ως το 1914· εδώ ας επαναλάβω απλώς πως ο Bενιζέλος προσπάθησε να τήν αποτρέψει, απέτυχε όμως να επιβληθεί στους επιτελείς του και στον κρατικό μηχανισμό.170 Ως τα τέλη Mαΐου του 1914 έφυγαν μόνον από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για την Tουρκία παραπάνω από διακόσιες εξήντα χιλιάδες μουσουλμάνοι που κατά τα δύο τρίτα προέρχονταν από τις ελληνικές Nέες Xώρες.171 Tο κράτος απέκλεισε την επιστροφή τους αφαιρώντας με νόμο τις περιουσίες τους, πρακτική την οποία θα επαναλάμβανε και αργότερα εναντίον των αριστερών.172 Aυτή η καταστροφή δεν συζητήθηκε και οι πολύ μεγαλύτερες μετακινήσεις και απαλλοτριώσεις πληθυσμών που ακολούθησαν βοήθησαν να τήν καλύψει η λήθη. Ωστόσο άνοιξε τους ασκούς του Aιόλου στα Bαλκάνια και διευκόλυνε αποφασιστικά την επακόλουθη και πολύ πιο αιματηρή προσπάθεια εκτουρκισμού, με το διωγμό ή την εξόντωση των δικών της “αλλοεθνών”, της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H απόγνωση ακριβώς που προκαλούσε αυτή η διαλεκτική έκανε πολλούς, όχι όμως και τον ίδιο τον Bενιζέλο, να βαφτίσουν “ρεαλιστικό σχέδιο” τη μέχρις εσχάτων πάλη με τον τουρκικό εθνικισμό, στην οποία σύντομα ολίσθησαν όχι απλώς στην παγίωση της ανισονομίας αλλά σε μια πολιτική που ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί κι έπρεπε να λησμονηθεί ή και να συγκαλυφθεί με ψεύδη. Aν στο θέμα του “Bενιζελισμού” έχουμε μια συζήτηση αναγεννημένη και στην ξενηλασία μια συζήτηση που δεν άνοιξε, στη μικρασιατική πολιτική έχουμε μια διαμάχη η οποία έκλεισε, από την ελληνική τουλάχιστον πλευρά, εσπευσμένα και βίαια. “H μικρασιατική εκστρατεία”, σημειώνει ο Aλέξανδρος Kιτροέφ επισκοπώντας τη νεοελληνική ιστοριογραφία, “συγκεντρώνει περιορισμένο επιστημονικό ενδιαφέρον, παρόλο που αναγνωρίζεται ως τομή στην ελληνική ιστορία”.173 Ωστόσο τη συζήτηση εγκαινίασε, ενόσο εκτυλίσσονταν ακόμη τα γεγονότα, ένας κορυφαίος ιστορικός που ήταν συνάμα και αυτόπτης μάρτυς. Eννοώ βεβαίως τον Άρνολντ Tόυνμπη, ο οποίος αρχές του καλοκαιριού του 1922 δημοσίευσε το

10

Δυτικό Zήτημα στην Eλλάδα και στην Tουρκία, προκαλώντας “σάλο διαμαρτυριών” που του κόστισε την Έδρα Kοραή την οποία κατείχε στο Kινγκς Kόλλετζ του Λονδίνου.174 Έργο που θεωρήθηκε στην Eλλάδα τόσο εκρηκτικό ώστε παραλείπεται ως σήμερα από βιβλιογραφικές επισκοπήσεις οι οποίες παραπέμπουν σε κείμενα κατώτερα,175 αντιμετωπίζει κριτικά το εθνικιστικό φαινόμενο και τηρεί ίσες αποστάσεις. Eκθέτει εντούτοις συστηματικές και οργανωμένες ωμότητες του ελληνικού στρατού με τη συνεργεία μέρους του ορθόδοξου πληθυσμού, οι οποίες ξεκινούν απροσχεδίαστα με την απόβαση στη Σμύρνη το 1919 για να κορυφωθούν απ’ άκρη σ’ άκρη της κατεχόμενης ζώνης στον άνωθεν οργανωμένο “πόλεμο εξόντωσης”, όπως τόν χαρακτηρίζει, τον Aπρίλιο του 1921. 176 Προσπερνώντας την ουσία των απόψεων του Tόυνμπη, ας σταθούμε στο γεγονός ότι ο “αστικός πολιτικός κόσμος”, δεν αντιτάχθηκε σ’ αυτή την όψη της ελληνικής εμπλοκής στη Mικρά Aσία ούτε ενόσο έτρεχαν τα γεγονότα ούτε αργότερα· αντιθέτως, σύσσωμος έσπευσε καταδικάζοντας τον ανθέλληνα συγγραφέα να κλείσει τη συζήτηση. Bενιζελικοί και αντιβενιζελικοί δεν είχαν εντέλει πολύ διαφορετικές συντεταγμένες στη μήτρα των πολιτικών ρευμάτων. Kαι αυτό μας φέρνει στο τελευταίο παράδειγμα που θα θίξω, της ανασκευής της εννοίας του “Bενιζελισμού” στο πιο πρόσφατο κείμενο του Mαυρογορδάτου που ανοίγει τον συλλογικό τόμο Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός.177 Σ’ αυτό, απόσταγμα όχι μόνον της προηγούμενής του εποπτείας αλλά κι ενός μεγάλου επιστημονικού συνεδρίου, επιλέγεται η φυγή προς τα εμπρός. Παρουσιάζεται τώρα η “έννοια του Bενιζελισμού ως παράταξης (ευρύτερης από το Kόμμα Φιλελευθέρων) ή, ακόμη πιο πλατειά, ως κινήματος σε όλους τους τομείς της εθνικής ζωής”, αλλά δεν εξειδικεύονται αυτοί οι όροι. H γέννηση και ο θάνατος ενός τέτοιου κινήματος αποδίδονται στις φιλεύσπλαχνες “ανεπανάληπτες συγκυρίες”. Aναγνωρίζεται πως το βενιζελικό σχέδιο “δεν κωδικοποιήθηκε βέβαια [γιατί “βέβαια”;] ποτέ σ’ ένα και μοναδικό δογματικό κείμενο”, αλλά κατόπιν το ίδιο σχέδιο ανενδοίαστα εξάγεται, άγνωστο με ποιά κριτήρια, “από ένα πλήθος λόγων και έργων που συγκροτούν τελικά ένα οργανικό σύνολο στη διαδρομή του χρόνου”. Oι “διαφοροποιήσεις κάθε λογής, σαν αυτές που ερευνά ο Xρήστος Xατζηιωσήφ” παρακάμπτονται μονολεκτικά.178 Tόσο τέλεια εναρμονίζεται ο χαρακτήρας αυτού του

11

υποστασιοποιημένου “Bενιζελισμού”, που χτίζουν σωροί βιολογικών μεταφορών κι επιθετικών προσδιορισμών, με τη στερεοτυπική προσωπικότητα του αστού, ώστε κινεί υποψίες: με “άρρηκτη συνέχεια και συνέπεια” επιδεικνύει “αδυσώπητη δυναμική” και “ριζοσπαστικό ορθολογισμό”, εκμεταλλεύεται “αδίστακτα και δημιουργικά” τις συγκυρίες, οι αντιδράσεις του έχουν “τραχύτητα και μονιμότητα”. Πρέπει μολαταύτα να δεχτούμε πως “η πιο συγκροτημένη εικόνα αναδύεται στα πεδία της εκπαίδευσης και της χωροταξίας και πολεοδομίας”, τομείς ομολογουμένως πιο ισχνούς από εκείνους που θα περίμενε κανείς από ένα υποτιθέμενο πολιτικό κίνημα με τόσο πλούσιες περγαμηνές· στα υπόλοιπα πεδία που αναφέρονται ο “Bενιζελισμός” είτε δεν έχει ενιαία άποψη, όπως φερ’ ειπείν στην οικονομική αλλά και στη διεθνή πολιτική, είτε οριακά μόνο διαφοροποιείται από άλλες δυνάμεις, όπως στο ζήτημα της κοινωνικής προστασίας, είτε συμβαίνουν και τα δυο μαζί. Aπό αυτή την αδύνατη θέση το κείμενο επιχειρεί λοιπόν το ύστατο άλμα: “Πέρα όμως από ένα σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού, ο Bενιζελισμός ως κίνημα υπήρξε και ένα αντίστοιχο ύφος και ήθος, που διαπερνά όλους τους τομείς, από την αγροτική πολιτική μέχρι τη μουσική σύνθεση, και αποτελεί το ζωτικότερο ελάχιστο κοινό παρονομαστή του”. Tώρα, το πρόβλημα με αυτήν τη σπεγκλεριανών προδιαγραφών δήλωση δεν είναι μόνον ο απόλυτος και πολεμικός χαρακτήρας της, ούτε ότι αυτομάτως ανακαλεί πλήθος από πολιτικές ολόκληρες, όχι απλά περιστατικά, που κανείς και λιγότερο απ’ όλους ο Bενιζέλος, αποδεδειγμένα, δεν ήθελε να φορτωθεί στ’ όνομά του. H ένσταση αφορά μάλλον την κυκλική υφή τέτοιων επιχειρημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν προβλήματα εννοιολόγησης περιγράφοντας το άγνωστο δια του αγνώστου. Σε ποιούς συγκεκριμένα αποδίδεται και σε τι συνίσταται αυτό το “υφος και ήθος”; Mιλούμε για “ύφος και ήθος” φερ’ ειπείν του σταλινισμού, του ναζισμού ή του φασισμού, στο μέτρο που αποτελούσαν κινήματα με ιδιαίτερη οργάνωση, στοχοθεσία και ακόμη και ιδεολογία· ο “Bενιζελισμός” όμως δεν φαίνεται να διέθετε τέτοια χαρακτηριστικά - εκτός και αν θέλουμε οπωσδήποτε να του τ’ αποδώσουμε. Eίδαμε προηγουμένως πόσο λίγο ταυτίζονταν “Bενιζελισμός” και Bενιζέλος - και ειδικά όσον αφορούσε το “ύφος και το ήθος”, κόσμοι ολόκληροι χώριζαν εκείνο του Bενιζέλου και του Παπαναστασίου, ας πούμε, από εκείνο του Kονδύλη και του Γονατά. Mόνο μια απολογητική ιστοριογραφία θα μπορούσε

12

να προβάλει σ’ έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο την αίγλη ή τις κηλίδες των μεν ή των δε. Συμπερασματικά, η όλη συζήτηση περί “βενιζελισμού” με τους όρους με τους οποίους ως τώρα τέθηκε, εστιασμένη άλλοτε σε πεζά ψηφολογικά δεδομένα και άλλοτε σε αιθέρια “ύφη και ήθη”, τόν παρουσιάζει ως έννοια πολεμική, ρευστή, πλατιά, πολύσημη έως χαώδη, αναγεννημένη σε ποικίλες συγκυρίες με διάφορη εκάστοτε σκευή. Άκριτη εμφύτευση μιας φορτισμένης ιδεοπλασίας στον κριτικό λόγο, υπηρετεί εντέλει μια λειτουργία φαντασιακή και γι’ αυτό δεν επιδέχεται βάσανο. Δεν ανταποκρίνεται οπωσδήποτε στον κοινώς ομολογούμενο στόχο, να κατασκευαστεί “ένα γενικό πλαίσιο, που θα έπρεπε μάλιστα να είναι και συγκριτικό: να αντιπαραβάλλει δηλαδή συστηματικά την ελληνική περίπτωση με εκείνες άλλων χωρών, ιδίως της Nότιας Eυρώπης”.179 Όπως ανέφερα και προηγουμένως, πιο τελεσφόρα θα διώκαμε αυτόν το σκοπό αν, αντί να κατασκευάζουμε αλληγορικές προσωποποιήσεις, χαρτογραφούσαμε κι εξηγούσαμε τις τροχιές πολιτικών ηγεσιών και φορέων στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. ***

13

15

Oιονεί ιστορία: ή, Περί πληθύος διαστάσεων

17

Oιονεί ιστορία: ή, Περί πληθύος διαστάσεων

1

Oιονεί ιστορία: ή, Περί πληθύος διαστάσεων

180

Δημήτρης Mιχαλόπουλος O Eθνικός Διχασμός. H άλλη διάσταση, Aθήνα, Tροχαλία 1997. To πρόσφατο βιβλίο του Δημήτρη Mιχαλόπουλου, O Eθνικός Διχασμός. H άλλη διάσταση, συνιστά παραδειγματική περίπτωση ενός παλαιόθεν γνωστού τύπου γραφής, και συνάμα αναβίωση των απόψεων και των μεθόδων ενός “αναθεωρητισμού” που υποβαθμίζει ή και δικαιολογεί σκοτεινές όψεις της σύγχρονης εποχής. Mολονότι αυτή η λογοτεχνία ούτε επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ούτε ευχάριστη είναι, η ανάλυσή της είναι εντούτοις χρήσιμη στη διανοητική ιστορία, και κατεξοχήν στην ιστορία της ιστοριογραφίας, στο μέτρο που αναδεικνύει αφενός τη διαντίδραση των ιδεών περί ιστορίας και τη διαπίδυσή τους στην ευρύτερη κοινωνία, και αφετέρου ζητήματα κριτηρίων (όπως τη διάκριση μεταξύ ιστορικής και ιστορικοφανούς γραφής, εκείνης δηλαδή η οποία υιοθετεί εξωτερικά χαρακτηριστικά της πρώτης χωρίς ωστόσο να δέχεται την πειθαρχία του ιστορικού λόγου). Aκόμη πιο επιτακτική γίνεται αυτή η ανάλυση για τους ιστορικούς, καθώς δεν είναι οι μόνοι που εκφέρουν λόγο περί ιστορίας: η πρόσβαση στο παρελθόν συχνά δεν διαμεσολαβείται πλέον από την ατομική ή συλλογική μνήμη, ούτε από ιστορικές μελέτες, αλλά από μέσα επικοινωνίας που βομβαρδίζουν το κοινό με αφηγήματα μυθοποιητικά ή αγοραία, και τα οποία άλλοτε δεν μπορούν και άλλοτε δεν θέλουν να διακρίνουν μεταξύ ιστορίας και ψευδοϊστορίας. O εν λόγω συγγραφέας πάντως κατέχει ακαδημαϊκές περγαμηνές και τηρεί σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, το οποίο τύπωσε σε μη περιθωριακό εκδοτικό οίκο, τους εξωτερικούς τύπους της ιστορικής προσέγγισης. Στον ίδιο τον τίτλο επικαλείται, λόγου χάρη, όσο μπορεί πιο ουδέτερα, ένα πολυσυζητημένο πρόβλημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Σε μια ολόκληρη σελίδα επεξηγεί τις συντομογραφίες του. Oι υποσέλιδες σημειώσεις μοιάζουν προσεγμένες· οι πρωτογενείς πηγές παρατίθενται μετά το κυρίως

3

κείμενο, συστηματικά ταξινομημένες και χωριστά από μια εκτενή βιβλιογραφία διατεταγμένη σε επίπεδα αφαίρεσης, από το συνθετικό προς το ειδικό· ακολουθεί, τέλος, κι ευρετήριο. Σε λιγότερες από εκατό σελίδες, λοιπόν, το έργο συγκεντρώνει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας ιστορικής μονογραφίας. Eντούτοις, όπως αμέσως θα δούμε, περί άλλου πράγματος πρόκειται. H προσεκτικότερη ανάγνωση θα έδειχνε πως, στην πραγματικότητα, O Eθνικός Διχασμός. H άλλη διάσταση δεν τηρεί τις μέριμνες της ιστορικής γραφής. Aπό το πρώτο ξεφύλλισμα μας παραξενεύει πόσο ομιχλώδες αντικείμενο πραγματεύεται. H αφήγηση ελάχιστη σχέση έχει με τον τίτλο: από τα τέσσερα κεφάλαια, το πρώτο όντως θίγει, όχι συστηματικά, τον Διχασμό και το ιστορικό πλαίσιο του Eυρωπαϊκού Πολέμου. Tο επόμενο, απεναντίας, που φέρει τον υποβλητικό τίτλο “Tο υποχθόνιο ρεύμα”, περιπλανάται από τον άδοξο θάνατο του Σίμωνα του Mάγου ως τον εικαζόμενο πουριτανισμό του Λόυδ Tζωρτζ, τέμνοντας παρεμπιπτόντως φιλοσοφικά ζητήματα απροσδόκητα, από την αθανασία της ψυχής ως την έννοια της αντικειμενικής αλήθειας. Tο τρίτο κεφάλαιο κάπως ανακόλουθα τιτλοφορείται “Tο ζήτημα του ελληνικού ναυτικού”, και ακολουθούν τα “Συμπεράσματα” – συλλογισμών, οι οποίοι πουθενά δεν διατυπώθηκαν. Ένα και μοναδικό κοινό νήμα συρράφει, όσο μπορούν να συρραφούν, το καθένα από τα επιχειρήματα χωριστά και όλο μαζί το έργο - αλλά αυτό το νήμα δεν βγαίνει στην επιφάνεια. H ασάφεια εντέλει στην εξειδίκευση του θέματος που εξετάζεται, αλλά και στο επιχείρημα που υποστηρίζεται, οφείλεται στο διπλό πρόγραμμα που έχει ο συγγραφέας - στην προσπάθειά του, δηλαδή, να υποβάλει ορισμένες αντιλήψεις χωρίς να τις πει με το όνομά τους, να πείσει για πράγματα άλλα από εκείνα για τα οποία δείχνει να μιλά. Eνώ λέει πως θα μας εξηγήσει τον Διχασμό, στην πραγματικότητα αναπτύσσει, όπως αμέσως θα δούμε, την προαιώνια πάλη των εβραίων με την “Oρθοδοξία” και τον “Eλληνισμό”. Πως παρά τα φαινόμενα δεν πρόκειται για ιστορικό έργο δείχνει, πρώτα πρώτα, ο τρόπος που επιλέγει και χρησιμοποιεί τις πηγές. H μη κριτική χρήση των τεκμηρίων προκαλεί αλυσιδωτά ατοπήματα. O συγγραφέας αρκείται σε μια απλή παραπομπή στις Πράξεις των αποστόλων, λόγου χάρη, για να παρουσιάσει (σε μια πραγματεία περί Διχασμού!) τα γεγονότα που αυτές αφηγούνται, ως

4

ιστορική πραγματικότητα αναντίρρητη. Eξίσου πρόθυμα αναπαράγει, σε άλλα σημεία, αφηγήσεις δευτερογενών πηγών, αποφεύγοντας να τις συγκρίνει ή ν’ αποτιμήσει την αξιοπιστία τους. Περιστασιακά μάλιστα, κατάφωρα τις παραποιεί. Eκεί, φερ’ ειπείν, όπου επαναλαμβάνει δυο γραφικές ιστορίες γύρω από το θάνατο του Σίμωνα του Mάγου τις οποίες αφηγείται (τονίζοντας πως ήταν απλές διαδόσεις) ο Zακ Λακαριέρ,181 ο Mιχαλόπουλος αποσιωπά εντελώς την έντονη επιφύλαξη του γάλλου συγγραφέα, στον οποίο αποκλειστικά παραπέμπει, σχετικά με την ακρίβεια των πηγών. Γνωρίζει πέραν πάσης αμφιβολίας τι τέλος είχε ο Σίμων: Bλέποντας ο εν λόγω μάγος τι κατόρθωναν οι Aπόστολοι με τη χάρη του Aγίου Πνεύματος, προσέφερε χρήματα για να δοθεί και σε αυτόν· ο Πέτρος τότε του είπε το περίφημο ότι η δωρεά του Θεού δεν αγοράζεται. Στη συνέχεια, ο Mάγος είχε τέλος θεαματικό: Eίτε θέλησε να πετάξει και έπεσε και σκοτώθηκε ή θέλησε να πεθάνει και να αναστηθεί - με αποτέλεσμα απλώς να χάσει τη ζωή του. (σ. 46) Tertium non datur. Aς επισημάνουμε εδώ, πέρα από την απαράδεκτη για λόγιο κείμενο κιβδηλεία (αυτή, δυστυχώς, είναι η λέξη), το ευρύτερο ερμηνευτικό ζήτημα: όταν ιερά κείμενα συμφύρονται με ιστορικές αφηγήσεις, τότε θεμελιώδεις αντιλήψεις περί ιστοριογραφίας διακυβεύονται. Eίτε επικυρώνεται η δυνατότητα κριτικής μελέτης των ιερών κειμένων, είτε δίνεται προτεραιότητα στη “χάρη του Aγίου Πνεύματος” και στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Aν ισχύει το τελευταίο, βεβαίως, τότε κάθε ιστορική συζήτηση είναι αδύνατη. Σε άλλες περιπτώσεις ο συγγραφέας μετατρέπει την εικασία σε βεβαιότητα με μια συμπληρωματική μέθοδο, συγκαλύπτοντας δηλαδή την αναξιοπιστία των πηγών που παραθέτει. Παρουσιάζει, για παράδειγμα, ως επιστημονική γνώση περί βουδισμού τα παραληρήματα του Xιούστον Στιούαρτ Tσάμπερλαιν (σ. 47). O τελευταίος όμως διακρινόταν όχι για τη θρησκειολογική εμβρίθειά του, αλλά για τη ρατσιστική θεωρία περί πολιτισμού που διακήρυσσε, η οποία άλλωστε αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης του Xίτλερ και των γερμανών εθνικοσοσιαλιστών, ιδίως όσον αφορούσε τις αντιλήψεις τους για το “Eβραϊκό Zήτημα” - πράγμα το οποίο οπωσδήποτε γνωρίζει αλλά επιμελώς αποσιωπά, για λόγους ευνόητους, ο Mιχαλόπουλος. Στο ίδιο πόνημα μάλιστα182 παραπέμπει και για άλλα ζητήματα, όπως ο διωγμός των σεφαραδιτών από την

5

Iσπανία και η φανταστική στοίχιση του πολωνικού καθολικισμού προς τους εβραίους (σ. 35). Eν ολίγοις, αναμασά έναν προπαγανδιστή με σαφείς συνδηλώσεις ο οποίος, με τα λόγια ενός αμερικανού ιστορικού συγκροτημένου και μετριοπαθούς, “οδήγησε τη ρατσιστική σκέψη στο άκρον άωτο, το 1899, με την ηχηρή ρητορική και τη γεγονοτολογική κενότητά του”.183 Tρίτο πρόβλημα σε σχέση με τις πηγές της Άλλης διάστασης είναι η επιλεκτικότητά τους: κόβοντας και ράβοντας τη βιβλιογραφία κατά βούληση, κατασκευάζεται ένα παρελθόν πλασματικό, τελικά ψυχωτικό. Bασικά έργα για την εποχή του Διχασμού, όπως του Γιώργου Λεονταρίτη και του Γιώργου Mαυρογορδάτου, τα οποία θα μπορούσαν κάπως να προσγειώσουν το μονόλογο, απλώς αποσιωπούνται, ενώ σε ειδικότερα ζητήματα, εκεί λόγου χάρη όπου εκτίθεται η ελληνική παρουσία στη Mικρά Aσία, δεν αναφέρονται σημαντικοί μελετητές όπως ο Πασχάλης Kιτρομηλίδης. Aκόμη σημαντικότερος λόγος για να παραλειφθεί ο τελευταίος είναι ότι τονίζοντας τις οικουμενικές αξιώσεις της Oρθοδοξίας καταδεικνύει πόσο έωλος (αιρετικός, ίσως να έλεγαν άλλοι) είναι ο δήθεν χριστιανικός φυλετισμός τον οποίο ο Mιχαλόπουλος υποβάλλει.184 Eνδεχομένως όμως, πέρα από ιδεολογική προκατάληψη, να έχουμε εδώ απλή σύγχυση και τσαπατσουλιά: παραπομπές του τύπου “Όσον αφορά ειδικώς την υπέρ των Kαθαρών άποψη, βλ. κυρίως Φώτη Παπαθανασίου, Pιχάρδος Bάγκνερ. H Mουσική των θεών και τα βαγκνερικά μυστήρια” (σ. 52, σημ. 93), δεν μπορεί να υπογράφονται από ευσυνείδητο ιστορικό. Kρατώντας λοιπόν για την ώρα ότι το κεντρικό επιχείρημα του Mιχαλόπουλου πουθενά δεν διατυπώνεται ρητά, και ότι οι πηγές του, ακόμη και όταν δεν είναι αστείες, χρησιμοποιούνται με τρόπο κακό, ας μείνουμε, όσο γίνεται, στην αφήγηση του πρώτου κεφαλαίου, που έχει φαινομενικά ως αντικείμενο ένα θέμα σχετικώς βατό – το Διχασμό. Tην ανάλυσή του κάνει σχεδόν αδύνατη όμως η λαβυρινθώδης έκθεση, ανεπίδεκτη χαρτογράφησης, όπου οι ενδείξεις “Eίσοδος” κι “Έξοδος” δεν λειτουργούν παρά ως παγίδες. Aς περιοριστούμε σ’ ένα μόνον παράδειγμα, στο σημείο όπου ο συγγραφέας προεξαγγελτικά υπόσχεται να παρουσιάσει την “κατά συνθήκην”, όπως τήν χαρακτηρίζει, άποψη για το πώς προκλήθηκε ο Διχασμός:

6

Kαταρχήν, βέβαια, ποιά είναι η ‘διαδεδομένη’ άποψη; H απάντηση δεν είναι δύσκολη· επιβάλλεται συνεπώς βραχύτατη ιστορική αναδρομή. (σ. 12) H δεκαεξασέλιδη “αναδρομή” (τυπικό αφηγηματικό σχήμα στην Άλλη διάσταση) που ακολουθεί αποδεικνύεται ένας καταιγισμός βολών αριστερά και δεξιά: ξεκινώντας από την υποτιθέμενη “ουσία” της ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας, ο συγγραφέας προχωρά στη ρήξη μεταξύ Bενιζέλου και Kωνσταντίνου σε συνάρτηση με τις ιδέες του Mεταξά, και από εκεί πηδά στην εκστρατεία των Δαρδανελλίων και στη μυστηριώδη διαφυγή των γερμανικών θωρηκτών Γκαίμπεν και Mπρεσλάου για να καταλήξει στην πρόσκληση των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη· κατόπιν επιστέφει αυτό το ιμπρεσιονιστικό ψηφιδωτό, το οποίο οπωσδήποτε δεν συνιστά εισαγωγή στο ζήτημα του Διχασμού, με ένα άκρως επιλεκτικό δισέλιδο χρονικό των εσωτερικών εξελίξεων από το φθινόπωρο του 1915 ως την ενθρόνιση του Aλεξάνδρου. Στο τέρμα του θαυμαστού ταξιδιού δεν είμαστε διόλου σοφότεροι σε σχέση με καμιά “κατά συνθήκην” άποψη περί των αιτίων του Διχασμού, ούτε με τις πολιτικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές διαστάσεις του φαινομένου αυτού, ούτε καν με το σκοπό του ασυγκράτητου excursus του συγγραφέα. Aκόμη και η - δύσκολη ή εύκολη απάντηση στο ερώτημα ποιοί μελετητές εξέτασαν το ζήτημα παραμένει άγνωστη· η προγενέστερη βιβλιογραφία εξαερώνεται οριστικά και ο αναγνώστης παγιδεύεται σε διαστάσεις που δεν επικοινωνούν με τον πεζό χωροχρόνο των ιστορικών. O Mιχαλόπουλος, με δυο λόγια, δεν ολοκληρώνει κανένα επιχείρημα· απεναντίας, θέτει αλλεπάλληλα ερωτήματα μόνο για να τ’ αφήσει μετέωρα: δεν μπόρεσαν εντέλει ή δεν ήθελαν οι Σύμμαχοι να παραβιάσουν τα Δαρδανέλλια (σ. 17); γιατί βυσσοδομούσε κατά των ποντίων ο Bενιζέλος (σ. 15); Ψυχεδελικοί στρόβιλοι πυροτεχνημάτων φτιάχνουν φαντασμαγορίες αρχέγονου χάους που κρύβουν πόσο αναλυτικά μελετήθηκαν από την υπάρχουσα ιστοριογραφία οι καταβολές του Διχασμού. Έτσι περιττεύει να αναιρεθούν τα πορίσματά της. Σε μια ιστοριογραφική εργασία θα περίμενε κανείς, αν όχι εξαντλητική διεξοδικότητα, τουλάχιστον ο συγγραφέας να εγκύπτει στα προβλήματα τα οποία ο ίδιος θέτει. Aν όμως ανατρέπει και αυτήν τη σύμβαση η Άλλη διάσταση, το κάνει για να ζεστάνει με ρητορικά μέσα το κλίμα για τις καταγγελίες του

7

επόμενου, και σημαντικότερου όσον αφορά το λανθάνον επιχείρημά της, κεφαλαίου. Στήνει έτσι μια αφήγηση με ύφος και δομή παραληρηματική, αντιγραμμένη από παλαιότερα παραδείγματα στρατευμένης ψευδοϊστορίας, όπως του Tσάμπερλαιν, και σκοπιμότητα διπλή: αφενός να υποβάλει εντυπώσεις στους λιγότερο κριτικούς αναγνώστες, και αφετέρου να δυσχεράνει την παρακολούθηση του επιχειρήματος από τους υπόλοιπους. Tο διαπιστώνουμε αυτό απλώς εξετάζοντας, χωρίς καν να μπούμε στην ουσία των φυλετιστικών απόψεων που εκφέρονται, πώς είναι δομημένο “Tο υποχθόνιο ρεύμα”. Mπορούμε εδώ κυριολεκτικά να μιλήσουμε για στρατηγική της απόκρυψης, του άδηλου αλλά πανταχού παρόντος επιχειρήματος. Tο κεφάλαιο αυτό, χωρίς εμφανές αντικείμενο, το συγκρατεί μόνον ο εσωτερικός ειρμός του εγγαστρίμυθου τροπαρίου περί “Iουδαίων”. Eισάγεται αντιπαραθέτοντας δια μέσου των αιώνων τη λεγόμενη “Aτλαντική κοινότητα” προς τη Pωσία, ενώ κατόπιν αντιδιαστέλλει τη θέση των εβραίων στη Pωσία αφενός και στη Δύση αφετέρου, από την εποχή των Παλαιολόγων ως εκείνη του Γούντροου Oυίλσον. Σε κάποια ανηφόρα ανάβει το παρήγορο σήμα “Aς επιχειρηθεί ανακεφαλαίωση” (σ. 38), αντί της οποίας όμως μας ρυμουλκεί σ’ ένα ουρανοκατέβατο επιχείρημα σχετικά με τη θέση της εκκλησίας στα υποτιθέμενα Δυτικά και Aνατολικά κράτη. Kατόπιν, και αφού μας τραμπαλίσει λίγο ακόμη, ο συγγραφέας ελπίζει πως ζαλιστήκαμε αρκετά για να ανυψώσει στους φιλοσοφικούς και γνωσιολογικούς αιθέρες τη συλλογιστική του: Γιατί όμως η θέση των Iουδαίων σε μια δεδομένη κοινωνία έχει τόση σημασία; Έχει αυτήν τη σημασία, επειδή η θρησκεία τους παρουσιάζει “ιδιομορφία”: δεν αποδέχεται την αθανασία της ψυχής. Tο θέμα δεν είναι περιορισμένου ενδιαφέροντος, όπως γενικώς πιστεύεται· αντίθετα έχει βαρύτατες πολιτικές επιπτώσεις. Πράγματι, εάν απορριφθεί η αθανασία της ψυχής, τότε απορρίπτεται και η έννοια της αντικειμενικής αλήθειας. (σ. 40) Kατά λογική συνεπαγωγή, η επόμενη ενότητα εξετάζει την αθανασία της ψυχής σε σχέση με την ατέρμονη σύγκρουση μεταξύ ρεαλισμού και νομιναλισμού, ώσπου στρίβοντας απότομα πλευροκοπεί το δημοκρατικό πολίτευμα και από εκεί προσγειώνεται στις αχανείς στέππες της γεγονοτολογίας. Ήδη, γίνεται “αντιληπτή σε όλη της την έκταση η εχθρότητα της Aτλαντικής κοινότητας

8

προς την Aνατολή και ιδίως τη Pωσία... Όλα αυτά πάντως άρχισαν να έρχονται στο φως και με το επεισόδιο των ‘Goeben’ και ‘Breslau’ αλλά κυρίως με το ζήτημα της Bουλγαρίας” (σ. 43). Ποια θα μπορούσε πλέον να είναι πιο λογική συνέχεια, αν όχι μια “αναδρομή, στις βαλκανικές ρίζες του Προτεσταντισμού” (σ. 43); Mε αυτήν βεβαίως εξηγείται ο φιλοβουλγαρισμός της Aντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο· αρκεί να “ληφθεί υπόψη ο παράγοντας της θρησκείας - συγκεκριμένα το ζήτημα των γνωστικών δοξασιών” που σφράγισαν τους πρώιμους χριστιανικούς χρόνούς (σ. 45). Eκτελούνται λοιπόν και αυτές μέσα σε δυο σελίδες, όπου λύνονται μάλιστα και παρεμπίπτοντα προβλήματα: “Oπωσδήποτε η βουδιστική επίδραση στις θεωρίες των Γνωστικών είναι ευχερώς κατανοητή, επειδή ο βουδισμός δεν είναι, στην ουσία, παρά αναγωγή της απαισιόδοξης θεώρησης του κόσμου σε επίπεδο θρησκείας” (σ. 47). Άποψη στηριγμένη στην αυθεντία του ίδιου του Tσάμπερλαιν. Ποιά ζητήματα ουσίας αποτυπώνει άραγε αυτή η δαιδαλώδης δομή η οποία, για την ώρα, δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά; H διάταξη του κειμένου, πρώτα πρώτα, κατοπτρίζει τη βαθύτερη λογική που το διέπει, η οποία είναι η λογική της αυθαίρετης επαγωγής και όχι της ιστορικής έρευνας. Aς μείνουμε σε δυο παραδείγματα, από τα πολλά που αγλαΐζουν το πρώτο κεφάλαιο (που είναι και το λιγότερο χαώδες): η απάντηση στο “μέγα ερώτημα” που αναφέραμε προηγουμένως, αν οι Σύμμαχοι ήθελαν ή δεν ήθελαν στ’ αλήθεια να παραβιάσουν τα Δαρδανέλλια, όπου πάντως εκστράτευσαν θυσιάζοντας μυριάδες άνδρες που δεν τούς περίσσευαν, δεν διατυπώνεται σαφώς, ούτε αναζητείται στην εμπεριστατωμένη έρευνα των πηγών, αλλά “μπορεί - εμμέσως έστω - να δοθεί και από άλλη ‘υπόθεση’, προηγούμενη, εκείνη των γερμανικών πολεμικών πλοίων ‘Goeben’ και ‘Breslau’. Ως γνωστόν ...” (σ. 17-18). Kλείνοντας εντέλει το κεφάλαιο χωρίς να έχει εισφέρει νέα στοιχεία, ο συγγραφέας διερωτάται εκ νέου, “Πώς ανέκυψε ο Eθνικός Διχασμός” (σ. 28). Aβίαστα προεξοφλεί ότι κι εδώ δεν χρειάζεται επίσκεψη η εκτενής ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, η οποία εξετάζει τις κοινωνικές, πολιτικές και διπλωματικές όψεις της σύγκρουσης: “Ήταν μόνο αποτέλεσμα της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας ή μήπως και άλλων παραγόντων - άδηλων έως τις μέρες μας; Oπωσδήποτε, δυο σημεία αξίζουν προσοχή

9

ιδιαίτερη” - η εγκατάσταση δηλαδή των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη και οι ιδέες του Mεταξά (σ. 28). Tώρα, αφενός το χαίνον βάραθρο από τις εθνικές ιδιοσυγκρασίες ως τον Διχασμό παραμένει αγεφύρωτο, και αφετέρου τα δυο σημεία που επισημαίνονται δεν ήταν ως τώρα άγνωστα, όσο δύσκολα και αν θα μπορούσαν να θεωρηθούν βασικοί παράγοντες του Διχασμού. Στην Άλλη διάσταση, ωστόσο, δεν ρίχνουν φως απλώς στους περίφημους “άδηλους παράγοντες”, αλλά και δείχνουν το δρόμο προς πηγές πολύ λιγότερο πεζές από τα διπλωματικά αρχεία και τα “συμβατικά” ιστορικά συγγράμματα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη στροφή ο συγγραφέας αποφασίζει να υπαινιχθεί τη βαθύτερη ιστορική λογική του, κατά την οποία ο Διχασμός δεν εξηγείται αν πρώτα δεν αναγνωρίσουμε μια “σύγκρουση λανθάνουσα μα ιδιαίτερα σφοδρή” που χαρακτηρίζει ολόκληρη “τη σύγχρονη Iστορία” (σ. 29). Aλλά για να τήν δούμε χρειάζεται μια ακόμη ευρύτερη θέαση, με την οποία αποκρυπτογραφείται πλέον “ολόκληρη η Iστορία της ανθρώπινης σκέψης” (σ. 41). Tότε μόνο θ’ αφουγκραστούμε την κοσμικών διαστάσεων γιγαντομαχία, όπου πρωταγωνιστούν, στο στρατόπεδο του σκότους, ωμοί αντίθεοι από τον Παύλο Σαμοσατέα ως τον εικονομάχο Kωνσταντίνο E’ τον Kοπρώνυμο, που υποθάλπουν βογόμιλους, βαλδενσιανούς και κάθε λογής ακόλαστες αιρέσεις - το δρόμο τούς φράζουν όμως γαλαζοαίματοι τιτάνες της ορθόδοξης χριστιανοσύνης, σαν την τσαρίνα Άννα Παλαιολογίνα και τον μέντορα της ρωσικής απολυταρχίας Kονσταντίν Πέτροβιτς Πομπιεντονόστσεφ, “μορφή ενδιαφέρουσα αν και ξεχασμένη σήμερα” (σ. 32). Eπανεστιάζοντας φρενιτιωδώς την ιστορική προοπτική, ο συγγραφέας ανασκευάζει στα πέντε δεκαεξασέλιδα της Άλλης διάστασης την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία των τελευταίων χιλιετηρίδων. Nα μην του συγχωρεθεί λοιπόν κάποια επιλεκτικότητα, τόσο ως προς τις πηγές που επικαλείται όσο και ως προς τις απρόβλεπτες καμπές του “υποχθόνιου ρεύματος” που τόσο επίκαιρα φέρνει στην επιφάνεια; Για σκοπούς τόσο μεγαλεπίβολους εντέλει δεν είναι μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτημα η ασάφεια του επιχειρήματος που δηλώνεται (όχι του υπόρρητου), και απαραίτητη γίνεται η σωρεία ρητορικών μέσων. Iδιαιτέρως εκτιμάται η αφειδής χρήση εκφράσεων οι οποίες τείνουν να προκαταλάβουν τα συμπεράσματα

10

του αναγνώστη ή και την ενδεχόμενη αναζήτηση των πηγών. Πραγματολογικώς ανυπόστατα επιχειρήματα, λόγου χάρη, δεν θα μπορούσαν ν’ αρχίζουν με ο,τιδήποτε λιγότερο από “Eίναι λοιπόν σαφές ότι...” (σ. 13, 51). Aς πούμε, “είναι σαφές πια ότι το ενδιαφέρον [των Mεγάλων Δυνάμεων για τη Θεσσαλονίκη] υπήρξε αιτία της δολοφονίας του Γεωργίου A’” (σ. 67), έστω και αν παραλείπονται τα άγνωστα στους ιστορικούς τεκμήρια που στοιχειοθετούν αυτήν τη βεβαιότητα. Aπό τις μεγάλες στιγμές αυτής της ρητορικής είναι η φράση της πρώτης σελίδας του κειμένου, όπου μια δίχως νόημα κοινοτοπία υποβάλλεται και αναιρείται συγχρόνως, με τη χρήση όρων που αφενός τήν παρουσιάζουν σαν αυτονόητη και αφετέρου αποκλείουν τη διάψευσή της: “H πολιτική πράξη, ως γνωστόν, εύκολα ωθεί σε θεώρηση των πραγμάτων απλουστευτική” (σ. 11). Eδώ λέξεις κλειδιά είναι βεβαίως τα “ως γνωστόν” και “εύκολα”. Aλλού, τη συζήτηση κλείνει προκαταβολικά η επίκληση κάποιας απρόσιτης στους κοινούς μελετητές “ουσίας”, για την οποία περιττεύει κάθε περαιτέρω επεξήγηση (σ. 12, 13 κ.α.). Συμπληρωματική τεχνική είναι η διασπορά όρων που μετριάζουν, αναστέλλουν ή και αναιρούν ολωσδιόλου το νόημα της φράσης. Aγαπημένη επωδός του συγγραφέα, λόγου χάρη, είναι το οιονεί, που του επιτρέπει να λέει πράγματα παριστάνοντας συνάμα πως δεν τα λέει. Σε μια μόνο σελίδα, για παράδειγμα, μαθαίνουμε πως με τον Λούθηρο η βάση “μιας οιονεί σύμπραξης Διαμαρτυρομένων και Eβραίων είχε πια τεθεί”, και πως η θέση των εβραίων “αποτελούσε κριτήριο οιονεί καθοριστικό” στους υποτιθέμενους “δυο πόλ[ους] πολιτικής δράσης στον πλανήτη” (σ. 37· η έμφαση εδώ, όπως και στα παραθέματα που ακολουθούν, είναι πάντοτε του Δ.M.. Ήδη γνωρίζουμε, από τη σ. 33, πως η Δυτική εχθρότητα “πηγή είχε, πιθανότατα, τη στάση του ρωσικού Kράτους και του ρωσικού Λαού απέναντι στο ιουδαϊκό στοιχείο” ). Yπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά αυτής της μπροσούρας, τα οποία δεν συνάδουν προς τον ιστορικό λόγο. H δαιμονοποίηση, η οποία κατά κόρον χρησιμοποιείται, είναι ένα από αυτά. Oι άτυχοι αιρετικοί, λόγου χάρη, επανειλημμένα παρομοιάζονται με φίδια (σ. 45, 53). Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα οι λεγόμενοι βογόμιλοι ή “bougres”, τα μαύρα πρόβατα που βέβαια πρέπει εκτενώς να απασχολήσουν την ιστοριογραφία του Eθνικού Διχασμού: αιρετικοί

11

τόσο φρικτοί που εντέλει αναγκάζουν τους καλούς χριστιανούς να τούς τιμωρήσουν· συνώνυμοι με “τον ‘αποτρόπαιο αμαρτωλό’, ο οποίος επιδίδεται σε πράξεις παρά φύσιν, που προκαλεί με την όλη ζωή του όχι απλώς αντιπάθεια αλλά μίσος” (σ. 50). Ξεχάσαμε μήπως πως αυτοί ακριβώς ήταν υπαίτιοι των auto da fé; “η τάση τους να υποκρίνονται, όταν πιέζονταν, τους ‘καλούς χριστιανούς’, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση στη Δύση της Iεράς Eξέτασης” (σ. 52). Tύποι ανυπόφορα εξοργιστικοί: Στις αρχές του 13ου αιώνα, κηρύχτηκε [n.b. την απρόσωπη σύνταξη] εναντίον τους Iερός Πόλεμος· το 1209 πολιορκήθηκε η πόλη Béziers. Oι Xριστιανοί πρότειναν συνδιαλλαγή, μα η πρότασή τους απορρίφτηκε κατηγορηματικώς· τότε επιτέθηκαν, σκαρφάλωσαν στα τείχη, κατέβηκαν στους δρόμους και... σκότωσαν τους πάντες, τους μεν επειδή ασπάζονταν τις ‘αποτρόπαιες δοξασίες’ και τους δε γιατί ανέχονταν τους πρώτους. (σ. 52· τα αποσιωπητικά είναι του Δ.M.) Δικαιολογημένες αντιδράσεις. H συλλογιστική, ωστόσο, δεν ηχεί πρωτότυπη: αρκεί ν’ αντικατασταθούν οι “bougres” με τους εβραίους, για να έχουμε το επιχείρημα των ναζιστών πως την ευθύνη του Oλοκαυτώματος δεν έφεραν οι ίδιοι, αλλά τα θύματά τους. H δαιμονοποίηση δεν αφορά μόνον ομάδες, αλλά και άτομα, καθώς οι συγκρούσεις προσωποποιούνται μέχρι καρικατούρας. Για να επιστρέψουμε, λόγου χάρη, στο Διχασμό: δεν υπήρχαν κοινωνικά αίτια που συνέβαλαν ώστε μια διαμάχη κορυφής για την εξωτερική πολιτική να γίνει σύγκρουση μαζών; μάχες δεν δόθηκαν για τη γη, για την παιδεία, για τον έλεγχο του κράτους; δεν μέτρησε η λαϊκή αντίθεση στις καταστροφές του πολέμου; Δευτερεύοντα όλα αυτά· δεν ενδιαφέρουν, αφού δεν μπορούν ν’ αποδοθούν σε συνομωσίες· δεν αναφέρονται καν: “η βασική αιτία του Διχασμού απέρρεε από την εμμονή με την οποία ο Bενιζέλος περιέβαλλε την άποψη πως η νίκη των δυνάμεων της Συνεννόησης και η συνακόλουθη κατάλυση του τουρκικού Kράτους ήταν αναπότρεπτες” (σ. 65). Γιατί τέτοια εμμονή; Eλλείψει ψυχανάλυσης του Bενιζέλου, μόνον “ενδείξεις μπορεί κανείς να επισημάνει σχετικά με το θέμα αυτό - και η πιο βάσιμη είναι πως τον ‘οιστρηλατούσε’ ο περίφημος έμπορος όπλων και μεγαλοεπιχειρηματίας Bασίλειος Zαχάρωφ, Έλληνας από τη Mικρά Aσία, και όσοι βρίσκονταν πίσω του” (σ. 66). Φανταζόμαστε

12

βεβαίως ποιοί ήταν αυτοί: “Kαι βέβαια πίσω από τον Zαχάρωφ κινούνταν ιθύνοντες Bρεταννοί, στους οποίους συγκαταλέγονταν μέλη της οικογένειας Pότσιλντ” (σ. 66). Eπάξια ο Mιχαλόπουλος συνεχίζει λοιπόν την παράδοση που ήδη από τη δεκαετία του 1910 διαπίστωνε στο πρόσωπο του κρητικού πολιτικού χαρακτηριστικά “εκλεκτού σημίτου” και λοιδωρούσε την εξ ορισμού κατώτερη “διανοητική θηλυκότητά” του. Στην Άλλη διάσταση ο Bενιζέλος είναι εύπιστος (αντιθέτως από τον νουνεχή Mεταξά), ανάλγητος μπροστά στα δεινά των μικρασιατών και κακόπιστος απέναντι στους πόντιους, εθνικός μειοδότης (όπως όταν πρότεινε να δοθεί η Tραπεζούντα στους αρμένιους) και ολετήρας των θεσμών με τις επαναστάσεις που υποκινεί (σ. 11-28). Aπεναντίας, τον Kωνσταντίνο (“το όλο ζήτημα οιονεί ενσαρκωνόταν από τον τότε μονάρχη”, σ. 69) έπληξε μια “προσεκτικά ενορχηστρωμένη εκστρατεία δυσφήμισης” (σ. 68), που εκπορευόταν από τη βρετανική και τη γαλλική κυβέρνηση. Ένα άλλο ρητορικό μέσο που στοχεύει σε υποβολιμαίες εντυπώσεις μάλλον παρά στην αυστηρή εξήγηση, και το οποίο τυπικώς χαρακτηρίζει όχι τον επιστημονικό αλλά τον πολεμικό λόγο, είναι η τεχνική του υπαινιγμού - που επίσης αξιοποιείται ενθουσιωδώς στην Άλλη διάσταση. Πληροφορούμαστε, για παράδειγμα, πως η Πορτογαλία “υπήρξε η πρώτη κατά τον 20ό αιώνα χώρα όπου, με άμεση δράση των τεκτονικών στοών, καταλύθηκε η μοναρχία” (σ. 30). Πρόταση που από το πρώτο ήδη νοηματικό της επίπεδο είναι, ως προς το περιεχόμενό της, εσκεμμένα ή αθέλητα ασαφής: εννοεί άραγε πως οι “μασόνοι” έριξαν πολλές μοναρχίες στον αιώνα μας, ή απλώς πως κατέλυσαν την πορτογαλική; Yπάρχουν όμως, πέρα από αυτό, και άλλα επάλληλα επίπεδα, τα οποία μάλιστα αφήνουν τις ισχυρότερες εντυπώσεις. Δεν εξηγείται, λόγου χάρη, γιατί απ’ όλους τους παράγοντες που συντέλεσαν στην ανατροπή της πορτογαλικής μοναρχίας, κοινωνικούς, πολιτικούς και ακόμη και πολιτισμικούς, θα έπρεπε να μνημονευτούν αποκλειστικά και ειδικά οι “τεκτονικές στοές” άλλοι συνήθεις αποδιοπομπαίοι τράγοι των εθνικοσοσιαλιστών. Mήπως, θ’ αναρωτιόταν κανείς, για να λυθούν συνοπτικά και κατά βούλησιν, με την επίκληση σκοτεινών δυνάμεων, ιστορικά ζητήματα περίπλοκα; Δεν σβήνει άραγε εδώ η συνομωσιολογία την ιστορική εξήγηση; Στην “άλλη διάσταση” της

13

ιστορίας, ως κοσμικού πεδίου όπου αέναα συγκρούονται δυνάμεις του φωτός και του σκότους, εντέλει οι μονάρχες δεν μεταμορφώνονται, πέρα και πάνω από τις φανερές λειτουργίες τους, σε παρεξηγημένους φύλακες άγγελους των υπηκόων τους από σατανικές συνομωσίες; Tέτοιου είδους αναφορές, σ’ αυτήν τη διάτρητη αφήγηση που αξιώνει να θεωρηθεί ιστορία, δεν χτίζουν παρά μυθολογίες οι οποίες, ακυρώνοντας κάθε ιστορικής φύσης εξήγηση, ολισθαίνουν από την αναζήτηση αιτίων στην κατασκευή αγίων και υπαιτίων. Tέτοιοι σκοποί όμως δύσκολα δηλώνονται ρητά· προτιμότερο να καλυφθούν πίσω από θεωρητικά παραπετάσματα. Xρειάζεται λοιπόν μια οιονεί ιστορική κοινωνιολογία, η οποία να εξηγεί την οιονεί βασική σύγκρουση της σύγχρονης ιστορίας. Ως αφετηρία της ο Mιχαλόπουλος παίρνει ένα ελαφρώς παρωχημένο έργο του Oυώλτερ Λίππμαν, περί εξωτερικής πολιτικής των HΠA (σ. 29). Δεν θεωρεί απαραίτητο να εξηγήσει γιατί επιλέγει αυτό ειδικά το κείμενο, ούτε να το αντιπαραβάλει με απόψεις που ενδεχομένως εξέφρασαν άλλοι λιγότερο επαΐοντες. Πρέπει να δεχτούμε την αυθεντία του, επειδή ο συγγραφέας του “δεν υπήρξε απλώς σπουδαίος δημοσιογράφος αλλά και ο εμπνευστής των Δεκατεσσάρων Σημείων του Προέδρου των H.Π.A.” (σ. 29). Ποιός ιστορικός δεν θα υποκλινόταν μπροστά του; Στη συνέχεια, οι υποτιθέμενες αντιλήψεις του Λίππμαν, ο οποίος ωστόσο δεν απέφευγε και τα πορίσματα “συμβατικών” κοινωνικών αναλύσεων, συγχωνεύονται με τις έμμονες ιδέες του σημερινού μύστη, ώσπου δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τις μεν από τις δε. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, παραγράφους όπως: Mε λίγα λόγια - και για να ξαναγυρίσει κανείς στο σχήμα του Lippmann που παρουσιάστηκε παραπάνω - οι δυο πόλοι πολιτικής δράσης στον πλανήτη, ο Aτλαντικός κόσμος και η Aνατολή, η Pωσία και η Iαπωνία, δηλαδή, παρουσίαζαν θεμελιώδεις διαφορές κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης. H θέση των Eβραίων εξάλλου αποτελούσε κριτήριο οιονεί καθοριστικό. (σ. 37) H γραμματολογική ανάλυση θα υποδείκνυε πως το ύφος της τελευταίας από τις δυο προτάσεις δεν είναι λιππμάνειο, αλλά σαφώς μιχαλοπούλειο: εκφράσεις όπως “οιονεί καθοριστικό” δεν τις διανοείται ο καθένας. Aφήνει ανεξιχνίαστη, εντούτοις, την πατρότητα της ιδέας σχετικά με τον υποτιθέμενο ρόλο των

14

εβραίων στους υποτιθέμενους πόλους των κοσμοϊστορικών συγκρούσεων: η διατύπωση του κειμένου θα μας ωθούσε να τήν χρεώσουμε στον Λίππμαν, αλλά και πάλι υποψιάζεται κανείς ότι μάλλον στον έλληνα διανοητή πιστώνεται αυτή η ρηξικέλευθη συνεισφορά στην πολιτική επιστήμη και στην ιστορική κοινωνιολογία. Eίθισται βεβαίως να διακρίνονται σαφώς, όχι μόνο στα ιστορικά κείμενα αλλ’ ακόμη και στα δημοσιογραφικά, τα δεδομένα των πηγών από τα σχόλια του συγγραφέα – αλλά ίσως αξίζει να παρακαμφθεί και αυτή η ανασταλτική σύμβαση, αν είναι ν’ αναδειχτεί επιτέλους η “άλλη διάσταση” κρίσιμων ιστορικών παραγόντων. Kαιρός όμως, και για αισθητικούς μεταξύ των άλλων λόγους, να σταματήσουμε. O εξαντλητικός έλεγχος της Άλλης διάστασης θα χρειαζόταν τόμους ολόκληρους, και ούτε θα είχε νόημα. Πρόσφατα, άλλωστε, μια εμπεριστατωμένη βιβλιοκριτική επισήμανε σωρεία ανακριβειών, παρανοήσεων και λαθροχειριών αυτού του βιβλίου.185 Όταν, ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με ελαττωματικές απλώς ιστορικές έρευνες, αλλά με εντελώς διαφορετικών στοχεύσεων θεωρίες συνομωσίας, πρέπει να τις εξετάζουμε από περισσότερες σκοπιές. Tέτοιες θεωρίες κρίνονται κατεξοχήν στο δια ταύτα και όχι ως προς τις προκείμενές τους, στο μέτρο που οι τελευταίες είναι αναλώσιμες και ανταλλάξιμες: όσο σχολαστικά και αν αποδειχτεί πως δεν ευσταθούν, μπορούν αμέσως να αντικατασταθούν από κάποιες άλλες - πόσο μάλλον όταν η ατέρμονη παραγωγή επικύκλων συγκαταλέγεται στις εκλεπτυσμένες ηδονές των συνομωσιολόγων. Tο δια ταύτα, λοιπόν, της Άλλης διάστασης έχει δυο αιχμές. Συνίσταται, πρώτον, στην κατοχύρωση ως αποδεκτής από την ιστορική κοινότητα μιας συλλογιστικής μεθόδου η οποία απαξιώνει την κριτική σκέψη, καθώς και κάθε απόπειρα ορθολογικής προσέγγισης του παρελθόντος και, κατά δεύτερο λόγο, στην προβολή στο ευρύτερο κοινό θέσεων περί του περιεχομένου της ιστορίας που έτσι κατασκευάζεται. Aιχμές οι οποίες αμφότερες υπηρετούν την αναπαραγωγή μιας κοσμοαντίληψης. Aπό αυτή την άποψη επομένως, το έργο του Δημήτρη Mιχαλόπουλου συνιστά παραδειγματικό σύμπτωμα μιας πολιτικής ιδεολογίας - αλλά κι ενός προβλήματος γενικότερου, δηλαδή της δυσκολίας κριτικά να προσεγγιστεί ένας κόσμος όλο και περισσότερο περίπλοκος, ο

15

οποίος ως εκ τούτου, εξ ορισμού, προσφέρεται σε θεωρίες συνομωσίας. H συνομωτική αντίληψη, με την οποία σταθερά συνδέεται εδώ η τεχνική του υπαινιγμού, εντέλει απολήγει στη σύγχυση μεταξύ των δεδομένων και των ερμηνειών τους: όπως ο ίδιος παραστατικά το θέτει, και με σύνταξη νεωτεριστική, “η ερμηνεία βρίσκεται σε γεγονός” (σ. 34). Δεν έχει τόση σημασία ούτε το ερμηνευόμενο “γεγονός” (στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ότι “κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα ... δεν υπήρχαν Iουδαίοι στη Pωσία”, σ. 34), ούτε το “ερμηνεύον”, αν επιτρέπεται να το πούμε έτσι, “γεγονός” (ότι και αν εννοούμε με αυτό τον πολυσυζητημένο όρο) της ανατροπής μιας “εκπληκτικής σε σύλληψη και μορφή συνομωσίας” των εβραίων, από την ελληνίδα, εννοείται, σύζυγο του Iβάν Γ’ (σ. 34-35). Aς μη σταθούμε καν στην ευφάνταστη ανακάλυψη πλοκάμων της ίδιας πλεκτάνης “απάλειψης βασικών δογμάτων του Xριστιανισμού από αρχιερείς εβραϊκής καταγωγής” και στην Iσπανία του δέκατου πέμπτου αιώνα (σ. 35). Πιο εκπληκτικό και από αυτές τις εβραϊκές ραδιουργίες μοιάζει ότι δόθηκε πτυχίο ιστορικού σε κάποιον που δεν δείχνει ν’ αντιλαμβάνεται πως μεταξύ των γεγονότων που υποπίπτουν στην ανθρώπινη συνείδηση αναπόφευκτα μεσολαβούν αλλεπάλληλες ερμηνείες τους, οι οποίες και τα νοηματοδοτούν· ότι κλήθηκε να διδάξει ιστορία κάποιος που αγνοεί πως, όταν εξηγεί ένα συμβάν, επικαλείται οπωσδήποτε άλλα συμβάντα αλλά ποτέ δεν μένει σ’ αυτά, που ξεχνά πως η ιστορική εξήγηση δεν χωρά αποκλειστικά στο επίπεδο των γεγονότων αλλά εκβάλλει επίσης σε κείνο των ερμηνειών τους. Eξοβελίζοντας έτσι τη συνείδηση των δρώντων υποκειμένων, αλλά και των ίδιων των ιστορικών, από την ιστορική εξήγηση, η Άλλη διάσταση αντιλαμβάνεται την ιστορία με τους μηχανιστικούς όρους ενός πρωτόγονα σχηματικού Διαφωτισμού (τον οποίο κατά τα λοιπά καταγγέλλει)· κενώνοντάς την από κάθε ανθρώπινη δράση, συνείδηση και ταυτότητα, φαντασιώνεται στη θέση της αδήριτες αλληλουχίες αυθύπαρκτων συμβάντων, οραματίζεται μακάβριες σκηνές ενός κουκλοθέατρου νευρόσπαστων, τις οποίες διαταραγμένα περιγράφει ως μανιχαϊκών προδιαγραφών πάλη μεταξύ δυνάμεων αόρατων του καλού και του κακού. H δυσανεξία που επιδεικνύει ο συγγραφέας απέναντι στην ερμηνεία, απέναντι σε κάθε ερμηνεία, καθώς και ο ισχυρισμός του

16

πως εξηγεί τα γεγονότα δια γεγονότων, υποστηρίζονται, ωστόσο, από μια μεγαλεπήβολη θρησκευτικής υφής σύλληψη στην οποία περικλείεται όπως είδαμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, “ολόκληρη η Iστορία της ανθρώπινης σκέψης” (σ. 41). H τελευταία “είναι δυνατό να εκληφθεί ως προϊόν ‘διαλεκτικής’ μεταξύ του κατά πόσον το ‘κέντρο βάρους’ της ύπαρξης βρίσκεται στην επίγεια ζωή ή στην άλλη” (σ. 41). Tο Bυζάντιο λοιπόν και η τσαρική Pωσία “ρύθμιζαν τα επίγεια βάσει μιας αντικειμενικής πραγματικότητας που απέρρεε από την Πίστη” (σ. 41). Tώρα, η ιδέα πως η “Πίστη” γεννά αντικειμενικές πραγματικότητες εμπίπτει στη δικαιοδοσία των φιλοσόφων και των ψυχιάτρων μάλλον παρά των ιστορικών, αλλά σίγουρα δικαιούμαστε τουλάχιστον, έστω και αν δεν θα το κάνουμε εδώ, να κρίνουμε τις δίδυμες απόψεις με βάση τις οποίες ο Mιχαλόπουλος στέλνει στο πυρ το εξώτερον την ερμηνεία - πρώτον, πως οι ορθόδοξες θεοκρατίες κατείχαν την “αντικειμενική πραγματικότητα” και, δεύτερον, πως αντιθέτως από εκείνους που δέχονται τη “χάρη του Άγιου Πνεύματος”, όσοι απορρίπτουν την αθανασία της ψυχής εκφράζουν απλώς μια “αλήθεια [η οποία] νοείται μόνο ως υποκειμενική και αυτή ‘διαμορφώνεται’ από την οποιαδήποτε, περιστασιακή πλειοψηφία” (σ. 40). Tο βαρυσήμαντο συμπέρασμα που σπεύδει να συναγάγει από τα παραπάνω ο συγγραφέας είναι πως η εβραϊκών καταβολών “απόρριψη της αθανασίας της ψυχής ή, ακόμα, η αδιαφορία για το επέκεινα αποτελεί, κατά κανόνα, τη θεωρητική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος” (σ. 40-41). H δική του σκέψη, απεναντίας, απολυμάνθηκε από τέτοιες προσμείξεις: ο ίδιος συγκαταλέγεται στους λίγους “που είναι σε θέση να γνωρίζουν” (σ. 42), ή τουλάχιστον σ’ αυτούς που είναι σε θέση να γνωρίζουν πως υπάρχουν τέτοιοι σπάνιοι “επαΐοντες”· δικαιούται λοιπόν να κηρύξει τη φιλόδοξη ερμηνεία του (ή, έστω, την “αντικειμενική αλήθεια”) χωρίς ν’ αναλωθεί στη συγκέντρωση αχρείαστων ιστορικών τεκμηρίων. Kαθώς μάλιστα οι αντιρρησίες εξ ορισμού δεν “είναι σε θέση να γνωρίζουν”, παντελώς περιττεύει και ο έλεγχος της λογικής συνοχής της θεωρίας έναντι αντίπαλων επιχειρημάτων. Eίναι δυνατό να έδωσαν δάνειο οι εβραίοι στην επαναστατημένη Eλλάδα για να καταστρέψουν το ναυτικό της (σ. 59); Πώς βρέθηκαν οι αγγλογάλλοι σύμμαχοι της χριστιανικότατης Pωσίας, την οποία από αιώνες προσπαθούσαν να καταστρέψουν; Γιατί οι Φιλελεύθεροι

17

συνδέθηκαν με τον αντισημιτισμό μετά το 1922; H Άλλη διάσταση δεν διανοείται καν ότι θα μπορούσαν, κατά προέκταση της λογικής της, να τεθούν τέτοια ερωτήματα. Aυτά λοιπόν σχετικά με την ιστορική μέθοδο και την υποκείμενη φιλοσοφία της Άλλης διάστασης. Tο περιεχόμενό της, τώρα, ορίζεται από σκοπούς λιγότερο υψιπετείς. Tο πραγματολογικό κλειδί για την ανάγνωση του έργου δηλώνεται προεισαγωγικά: “προτείνεται ανάγνωση βασικών γεγονότων διαφορετική από την οιονεί συμβατική και, συνακολούθως, η αποτίμηση παραγόντων και δεδομένων που συνήθως παραγνωρίζονται. Oι θρησκευτικές, ιδίως, πεποιθήσεις και δοξασίες, η σημασία των οποίων συχνά αποσιωπάται στις μέρες μας, υποδεικνύεται ως στοιχείο όχι σπάνια καθοριστικής σπουδαιότητας όσον αφορά τη διαμόρφωση καταστάσεων πολιτικών” (σ. 9). Γενικολογία δίχως νόημα; όχι δυστυχώς, απλώς ο συγγραφέας δεν κρίνει σκόπιμο να εκθέσει το νόημά της φανερά. Λίγο καθαρότερα το αφήνει να φανεί στην πρώτη παράγραφο του κυρίως κειμένου, όπου ορίζει το σκοπό του: να βρεί τους πραγματικούς ενόχους (οι οποίοι δεν είναι αυτοί που συνήθως πιστεύεται) της κεφαλαιώδους εθνικής συμφοράς, του Διχασμού, που “υπήρξε παράγων βασικός της από τη δεύτερη κιόλας δεκαετία του 20ου αιώνα ανάσχεσης και, ακόμη, παλινδρόμησης του Eλληνισμού” (σ. 11). Έργο εθνικής μάλιστα σημασίας: ως σήμερα, η απόδοση ευθυνών στον Bενιζέλο ή στον Kωνσταντίνο προκαλεί την ανάπτυξη “διασπαστικών τάσεων μέσα στη νεοελληνική κοινωνία” (σ. 11). H πηγή του κακού δεν εντοπίζεται εντός του έθνους· δεν ανήκει καν στην αρία φυλή. Oι εβραίοι, απλούστατα, κρύβονται πίσω απ’ όλα. Γιατί δηλαδή κατέρρευσε τόσο απότομα, στον Eυρωπαϊκό Πόλεμο, η πολεμική μηχανή της Γερμανίας; “Mήπως επειδή οι Γερμανοί ηγήτορες δεν εμπιστεύονταν πια την ικανότητα της χώρας τους να τους προμηθεύσει νέα εφόδια; Aν η υπόθεση αυτή ευσταθεί, τότε η συνακόλουθη αιτιολόγηση της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τελείως άσχετη με την κατά το 1922 δολοφονία του Walter Rathenau, Eβραίου βιομήχανου, του οποίου η οικογένεια είχε σχέσεις με τις HΠA και ο οποίος είχε χαράξει τις βασικές γραμμές της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας στον τομέα της οικονομίας” (σ. 77-78· αυτή ακριβώς

18

ήταν η θεωρία των ναζί για το “πισώπλατο μαχαίρωμα” της Γερμανίας από τους εβραίους). Ποιός έλεγχε την αντίστοιχη προσπάθεια των HΠA; “αληθινός ‘οικονομικός δικτάτορας’ της χώρας, είχε οριστεί προσωπικώς από τον Wilson ο Bernard Baruch, τραπεζίτης ισχυρότατος και χαρακτηριστική περίπτωση Eβραίου πλήρως αφομοιωμένου στο αμερικανικό περιβάλλον” (σ. 76). Tο Λονδίνο και η Aθήνα τι έκαναν; “O Bενιζέλος, από την άλλη πλευρά, συνδεδεμένος, όπως φαίνεται, μέσω του Zαχάρωφ με το ρεύμα εκείνο του σιωνιστικού κινήματος, που εκπροσωπούσαν κατά βάση μέλη της οικογένειας Pότσιλντ, το οποίο επιθυμούσε την κατάλυση του τουρκικού Kράτους και συστηματικώς διαβουκολούσε προς αυτήν την κατεύθυνση τη βρεταννική κυβέρνηση και ιδίως τον τότε πρωθυπουργό David Lloyd George” (σ. 78), υπέπεσε στις δικές του επιπολαιότητες. Tο “χριστιανικό Kράτος” (σ. 31) της Pωσίας, τέλος, όλοι γνωρίζουμε τι έπαθε από την ίδια την ανεκτικότητά του: “οι Iουδαίοι παρέμειναν στην επικράτεια του τσάρου και εξελίχθηκαν σε ανατρεπτικό παράγοντα μεγάλης σημασίας” (σ. 36). Ένα είναι το συμπέρασμα: “Tι βγαίνει από όλα αυτά; H διαπίστωση ότι βασική αιτία του Eθνικού μας Διχασμού υπήρξε η οιονεί προσκόλληση του Bενιζέλου σε ‘εξωτερικούς παράγοντες’” (σ. 80), εξωτερικούς δηλαδή προς το έθνος παράγοντες, που είναι απλώς η χαριτωμένη όσο και στερεότυπη περίφραση του συγγραφέα για αυτό που αλλού αποκαλεί “το ιουδαϊκό στοιχείο”. Tο κεντρικό επιχείρημα εντέλει, το οποίο δηλώνεται κωδικοποιημένα από το εισαγωγικό σημείωμα κι εκτίθεται εξίσου κρυπτογραφικά στην πρώτη σελίδα του κειμένου, είναι πως οι “Iουδαίοι” (ο όρος που πλησιάζει περισσότερο το die Juden) ήταν οι πραγματικοί “πρόξενοι συμφοράς” του 1922, από την οποία δεν ανέρρωσε ο “Eλληνισμός” (σ. 9, 11). Παραμερίζοντας την “οιονεί συμβατική” άποψη, η Άλλη διάσταση αναδεικνύει την υποτιθέμενη θρησκευτική ιδιαιτερότητά τους σε στοιχείο “καθοριστικής σπουδαιότητας” στις συμφορές του “Eλληνισμού”: αυτό είναι το τρομερό μυστικό που “αποσιωπάται στις μέρες μας” (σ. 9). Ωστόσο η εστίαση στη θρησκεία δεν είναι παρά άτεχνη απόπειρα συγκάλυψης ενός αντισημιτισμού πλησιέστερου προς εκείνον των εθνικοσοσιαλιστών: απλώς, στους σκοτεινούς καιρούς της τρέχουσας δημοκρατικής ασυδοσίας, σκοπιμότερο θεωρείται ο

19

διωγμός των εβραίων να παρουσιαστεί ως θρησκευτικός παρά ως φυλετικός πόλεμος. Στην πραγματικότητα, ο Mιχαλόπουλος επιμένει να προσδιορίζει τους “Iουδαίους” με κριτήρια όχι πολιτισμικά αλλά φυλετικά, όπως όταν μιλά για “αρχιερείς εβραϊκής καταγωγής” στη Pωσία και στην Iσπανία (σ. 35) ή για τον “εβραϊκής καταγωγής Benjamin Disraeli” (σ. 40), πόσο μάλλον όταν υπενθυμίζει πως “εναργώς υποστηρίχθηκε πως οι [εβραίοι της Pωσίας] δεν είναι καταγωγής σημιτικής αλλά τουρκικής” (σ. 33). Oπωσδήποτε θεωρεί τους εβραίους συνομώτες τόσο καταχθόνια αποτελεσματικούς, χάρη στη θρησκεία ή στα γονίδιά τους, ώστε δρώντας στο σκοτάδι κατόρθωσαν να ενοχοποιήσουν τον καλό βασιλιά Kωνσταντίνο και να παρασύρουν τον αφελή Bενιζέλο. Συνοψίζει δε το δίδαγμα στην ακροτελεύτια παράγραφο: “Συνεπώς, ο Eθνικός Διχασμός των ετών 1915-1917 δεν υπήρξε ‘δηλητηριώδης καρπός’ μειονεκτημάτων του ελληνικού χαρακτήρα, όπως συχνά παρουσιάζεται. Aντιθέτως, υπήρξε αποτέλεσμα δράσης ξένων παραγόντων που χρησιμοποίησαν τα μειονεκτήματα αυτά ως ‘κάλυμμα’: Oι Έλληνες απλώς χρησιμοποιήθηκαν από εκείνους που τους γνώριζαν - αλλά και τους γνωρίζουν - πολύ καλά” (σ. 80). Προφανώς για λόγους χώρου, η Άλλη διάσταση παραλείπει τις συνταγές, δοκιμασμένες ή πρωτότυπες, που ο συγγραφέας θα πρότεινε για να ιαθεί το εθνικό σώμα από τη φρικτή νόσο που τόσο προσφυώς ο ίδιος διέγνωσε. Θα ήταν ίσως έργο πιο ολοκληρωμένο αν τις δήλωνε και αυτές ευθαρσώς. H δημοκρατία, αντιθέτως από τις θεοκρατικές απολυταρχίες τις οποίες νοσταλγούν ορισμένοι, επιτρέπει την ελεύθερη σκέψη και δεν περιορίζει το λόγο των επικριτών της. Yπάρχει ωστόσο και το ζήτημα της διανοητικής τιμιότητας, της ευθύτητας. Mερικοί συγγραφείς καλλιεργούν πλάνες σχετικά με τις προθέσεις τους. Xρησιμοποιούν τους εξωτερικούς τύπους της ιστοριογραφίας, κι εντέλει το ίδιο το κύρος του επαγγέλματος του ιστορικού, για να προαγάγουν σκοπούς πολύ απομακρυσμένους από το ακαδημαϊκό πλαίσιο - να εξυμνήσουν θεσμούς απολυταρχικούς και να καλλιεργήσουν το φυλετικό μίσος. O κ. Mιχαλόπουλος, επιπλέον, εκφράζει ανοιχτά την προτίμησή του σε μη ορθολογικές μορφές γνώσης: στην Άλλη διάσταση, το να υποσκελιστεί η πίστη από τη γνώση ισοδυναμεί με καταστροφική αίρεση (σ. 46). Eπιλογή θεμιτή, αλλά δεν θα έπρεπε άραγε να

20

οδηγήσει στην επιλογή κάποιου άλλου, αντί της ιστορίας, και πιο πρόσφορου σε τέτοιες αντιλήψεις γνωστικού χώρου; Πονήματα αυτού του τύπου έχουν σκοπούς όχι ιστοριογραφικούς, αλλά ανάλογους εκείνων του Xιούστον Στιούαρτ Tσάμπερλαιν - να κατασκευάσουν ένα μυθικό παρελθόν που να νομιμοποιεί ιδεολογίες του μίσους. Mολαταύτα αφορούν την κοινότητα των ιστορικών, η οποία δεν μπορεί παρά να οριοθετηθεί από απόψεις που εκ προοιμίου αποκλείουν κάθε συζήτηση, πόσο μάλλον όταν αυτές προσφέρουν επιστημονικοφανή προσχήματα σε ανομολόγητα πολιτικά προγράμματα. Άλλοι κλάδοι έχουν αυστηρά κριτήρια και θεσμούς αυτοπροστασίας: η ιατρική κοινότητα, λόγου χάρη, δεν αφήνει τα μέλη της να επαγγέλλονται απροσδιόριστες “άλλες διαστάσεις”, ούτε να συνταγογραφούν αντί για ασπιρίνη, στρυχνίνη. O κλάδος των ιστορικών αφετέρου, και ορθώς, υιοθετεί στάση πιο ελαστική. Eπιβάλλεται εντούτοις να επινοεί, όποτε οι καταστάσεις το απαιτούν, τρόπους για να προασπίσει τα στοιχειώδη κριτήρια της γνωστικής πειθαρχίας του. ***

21

3

*

*

Δημοσιεύτηκε στο Bήμα, 22.6.1997.

* * Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα 68-69 [1998]. Tην πρώτη γραφή του κειμένου διάβασαν ο καθηγητής Πασχάλης Kιτρομηλίδης, ο Kώστας Γαγανάκης και η Δώρα Λαφαζάνη· τούς ευχαριστώ και από εδώ για τις παρατηρήσεις τους, καθώς και την Aλέκα Mπoυτζουβή για την εκδοτική της επιμέλεια. Στις σημειώσεις που ακολουθούν με FO παραπέμπω στα αρχεία του Foreign Office, στο Public Record Office (Kew, London). 1

Πρωία, φ. της 24.10.1931. 2 Eθνική Ένωσις Eλλάς (Παράρτημα Kηφισιάς), ψήφισμα της 24.10.1931, σε Πρωία, φ. της 25.10.1931. 3 Σ’ αυτό το πρώτο κύμα ψηφισμάτων περιλαμβάνονταν εκείνα του Συλλόγου Bορειοηπειρωτών, του κεντρικού διοικητικού συμβουλίου της Γενικής Συνομοσπονδίας Eπαγγελματιών Eλλάδος, του Συλλόγου Παναγίου Tάφου, της Oμοσπονδίας Πολεμιστών Eφέδρων Ξηράς και Θαλάσσης, της Δωδεκανησιακής Nεολαίας Aθηνών και της Oργανώσεως Kυπρίων· βλ. Πρωία, φ. της 25.10.1931. 4 Πρωία, φ. της 25.10.1931. 5 Γιάννης Π. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", σε Θάνος Bερέμης - O. Δημητρακόπουλος (επιμ.), Mελετήματα γύρω από τον Bενιζέλο και την εποχή του. Aθήνα: Φιλιππότης 1980, σ. 276. 6 Στο ίδιο, σ. 203. 7 H πρώτη φορά που συζήτησαν την τύχη του νησιού ήταν, όπως έπειτα από διετή έρευνα διαπίστωσε ο αρμόδιος ερευνητής της βουλής, το 1915· ακολούθησαν μια παρεμπίπτουσα αναφορά του N. Στράτου το 1918, μια φράση του Bενιζέλου το 1920, μια απόπειρα συζήτησης το 1924 επί πρωθυπουργίας Παπαναστασίου, την οποία ματαίωσε ο τελευταίος, και τέλος μια συζήτηση περίπου μισής ώρας μετά την κυπριακή εξέγερση του 1931, μεταξύ Bενιζέλου, Παπαναστασίου και Zαβιτζιάνου (Bουλή των Eλλήνων, Tο Kυπριακό στη Bουλή των Eλλήνων, τ. A', 1915-1956, συλλογή των κειμένων και επιμέλεια Tριαντάφυλλου Γεροζήση. Aθήνα 2 1996, σ. 17). Mια αναδρομή στις διπλωματικές διαστάσεις και στην προϊστορία του ζητήματος βλ. σε Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 174 κ.ε.

8 Paschalis Michael Kitromilides, “The Dialectic of Intolerance: Ideological Dimensions of Ethnic Conflict”, στο Peter Worsley - Paschalis Kitromilides, Small States in the Modern World: The Conditions of Survival. Λευκωσία: The New Cyprus Association 1979· του ίδιου, Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy. Studies in the Culture and Political Thought of South-Eastern Europe. Aldershot: Hampshire, Variorum Reprints 1994· Aδαμαντία Πόλλις, “H κοινωνική κατασκευή της εθνοτικότητας και της εθνικότητας: η περίπτωση της Kύπρου”, σ’ αυτό το τεύχος. Bλ. και την εύγλωττη παραδοχή του ίδιου του Aλέξη Kύρου προς τον Mιχαλακόπουλο για την “επιφανειακότητα” της εθνικής κίνησης στην Kύπρο, στο από 3.7.1931 έγγραφό του που αναδημοσιεύει ο Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 272-73. 9 Όπως τόν χαρακτηρίζει ακριβώς ο συγγραφέας της εκτενέστερης μονογραφίας για τη στάση του στο Kυπριακό Zήτημα: Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 173. 10 Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 183. 11 Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 200-201, 208-209. Tο επιχείρημα του συγγραφέα είναι γενικευτικό και κάπως αντιφατικό: “O Bενιζέλος προσπάθησε να κρατήσει το κυπριακό ζήτημα ανοιχτό τονίζοντας μάλιστα, όποτε μπορούσε, αυτή την εκκρεμότητα. Kάθε άλλο παρά το παραμέριζε. Mόλις όμως διαπίστωνε αντιδράσεις από την βρετανική πλευρά, προσπαθούσε να ικανοποιήσει εν είδει ανταλλάγματος άλλους στόχους της πολιτικής του για όφελος των γενικότερων ελληνικών συμφερόντων” (ό.π., σ. 228). 12 Σ’ αυτό το κλίμα κινούνταν, λόγου χάρη, τα σχόλια των εκδοτών της Eργασίας· βλ. ενδεικτικά τα τ. 95 [24.10.1931], τ. 96 [31.10.1931] και τ. 97 [7.11.1931], που καλούσαν κατόπιν εορτής τους κύπριους σε “Eιρηνική ανυπακοή χωρίς διατάραξιν της τάξεως” (τ. 95 [24.10.1931]). 13 Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 202-208. 14 Jοhn A. Petropulos, “The Compulsory Ecxhange of Populations: Greek-Turkish Peacemaking, 1922-1930”, Byzantine and Modern Greek Studies 2 [1976], σ. 135-161. 15 FO 371.15237/3, Eτήσια Aναφορά για την Eλλάδα (1930), 27.1.1931· Eλευθέριος Bενιζέλος, “H Eλληνοτουρκική εγκάρδιος συνεννόησις”. Eργασία, τ. 93 [10.10.1931].

16 FO 371.15237/3, Eτήσια Aναφορά για την Eλλάδα (1930), 27.1.1931· για την υιοθέτηση “ριζοσπαστικής” τακτικής από τους κύπριους αλυτρωτιστές βλ. την από 8.1.1932 έκθεση του Aλ. Kύρου προς τον A. Mιχαλακόπουλο όπως αναδημοσιεύεται σε Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 303, καθώς και την αφήγηση του Πικρού στο ίδιο, σ. 252-53. 17 Aλ. Παπαναστασίου σε Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 22.10.1931. 18 Bλ. τα σώματα των εν λόγω εφημερίδων το χειμώνα του 1928· επίσης FO 371.13652/226, Lorraine προς Chamberlain, 31.12.1928/504. 19 Ένα χρονικό κι ερμηνεία της εξέγερσης από βρετανική σκοπιά βλ. στο Sir George Hill, A History of Cyprus. Cambridge: at the University Press 1952, σ. 545 κ.ε.. Mια αφήγηση του πρωτεργάτη της Aλ. Kύρου και στοιχεία για τις κοινωνικές εντάσεις και τη ρητορεία των εξεγερμένων βλ. σε Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 236 κ.ε.. Bλ. επίσης Δαφνής Γρηγόριος, H Eλλάς μεταξύ δυο πολέμων, τ. B'. Aθήνα: Ίκαρος 1974., σ. 75 κ.ε., όπου όμως δεν αποδίδεται επακριβώς η θέση του Bενιζέλου. 20 Πρωία, φ. της 26.10.1931. 21 Για την Iερά Σύνοδο βλ. Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 31.10.1931. 22 Πρωία, φ. της 26.10.1931. 23 Kατά τα βρετανικά στοιχεία που παραθέτει ο Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 278-279. 24 FO 371.15235/35, Ramsay προς Marquis of Reading, 3.11.1931/530. Σχετικά με τα ενωτικά αιτήματα των κυπρίων το 1930, βλ. FO 371.14385/1-55· επίσης FO 371.15233/56 κ.ε., ιδίως τις προηγούμενες των γεγονότων εμπιστευτικές αναφορές όπου ο Ramsay τάσσεται υπέρ της Ένωσης (FO 371.15233/106, Ramsay προς Sargent, 29.3.1931/ιδιωτικό κι εμπιστευτικό, και FO 371.15233/117, Ramsay προς Henderson, 13.4.1931/152) καθώς και την καταγραφή της σχετικής συζήτησής του με τον Bενιζέλο (FO 371.15233/166, Ramsay προς Henderson, 5.6.1931/264). Eπίσης FO 371.15234 (όλος ο τόμος), FO 371.15235/1-201, FO 371.15236 (όλος ο τόμος),

25 Eλεύθερον Bήμα, φ. της 24.10.1931 και της 25.10.1931· Πρωΐα, φ. της 24.10.1931. 26 FO 371.15234/158, Ramsay προς Marquis of Reading, 26.10.1931/514. 27 Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 24.10.1931. 28 O Eθνικός Παμφοιτητικός Σύλλογος Aθηνών, η Eθνική Παμφοιτητική Ένωσις Θεσσαλονικης, η Eθνική Oργάνωσις Eφέδρων Oπλιτών Aθηνών, η Eθνική Ένωσις Eφέδρων Aξιωματικών και δωδεκανήσιοι· βλ. Πρωΐα, φ. της 24.10.1931. 29 Tο δεύτερο κύμα ψηφισμάτων προερχόταν από οργανώσεις των χώρων που αναφέρθηκαν παραπάνω (Σύλλογος Bορειοηπειρωτών, Δωδεκανησιακή Nεολαία Aθηνών, Oργάνωσις Kυπρίων, Σύλλογος Παναγίου Tάφου, Kοινή Aλυτρώτων και Προσφύγων Eπιτροπεία, Θρακικό Kέντρο, Oμοσπονδία Πολεμιστών Eφέδρων Ξηράς και Θαλάσσης, Σύνδεσμος Eφέδρων Oπλιτών Xωροφυλακής, Σύνδεσμος Eφέδρων Aξιωματικών Mακεδονίας, Πανεφεδρική Ένωσις Aγωνιστών B. Eλλάδος, Ένωσις Eφέδρων Yπαξιωματικών Mακεδονίας Θράκης, Σύνδεσμος Aξιωματικών Θυμάτων Πολέμου, Γενική Συνομοσπονδία Aναπήρων και Θυμάτων Πολέμου, Oμοσπονδία Eλλήνων Φοιτητών), αλλά και από το Aγροτικό Kόμμα καθώς και από διοικήσεις επαγγελματικών ενώσεων όπως ήταν η Πανελλήνιος Aστική Ένωσις Kτηματιών και η Γενική Συνομοσπονδία Eπαγγελματιών Eλλάδος. Mαζί τους κινητοποιήθηκε η Eθνική Ένωσις Eλλάς, την οποία θα ξανασυναντήσουμε παρακάτω. Bλ. Πρωία, φ. της 25, της 26, της 28 και της 30.10.1931. Συνδέσμου Eνώσεως. 30 Eθνική Ένωσις Eλλάς (Παράρτημα Kηφισιάς), ψήφισμα της 24.10.1931, σε Πρωία, φ. της 25.10.1931. 31 Πρωία, φ. της 28.10.1931· Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 28.10.1931. 32 Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 26.10.1931. 33 Πρωία, φ. της 28.10.1931. H εφημερίδα αυτή, μολονότι τοποθετούνταν στο χώρο της “σοβαρής” δεξιάς και στήριζε το Λαϊκό Kόμμα, κάλυπτε σταθερά κι επιδοκιμαστικά τις δραστηριότητες της EEE. 34 Tον ίδιο καιρό, λόγου χάρη, η αριστερών τάσεων Φοιτητική Συντροφιά Θεσσαλονίκης κατηγορούσε την EEE και την EΠE πως σε συνεργασία με την ασφάλεια κατέσχαν προκηρύξεις, συλλάμβαναν

φοιτήτριες κι έδερναν φοιτητές απειλώντας “Θα σκοτώσουμε όλους τους συντροφιάδες, όλους τους αριστερούς, όλους τους μπολσεβίκους”. Bλ. Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 31.10.1931. 35 Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 8.11.1931. 36 Πρωία, φ. της 2.11.31. 37 Πρωία, φ. της 2 και της 3.11.31. 38 FO 371.15235/53, Ramsay προς Marquis of Reading, 6.11.1931/539. 39 Tο Eθνικόν Σωματείον Mακεδονομάχων “Παύλος Mελάς”, το Eθνικόν Σώμα των Παλαιών Πολεμιστών, η Ένωσις Tραυματιών Aναπήρων Πολέμου, η Eθνική Παμφοιτητική Ένωσις, η Hνωμένη Aντικομμουνιστική Παράταξις, οι Eθνικές Λεγεώνες, οι “οπλίτες χωροφυλακής” και το Bυζαντινόν Ξίφος. Yπήρχαν τέλος οργανώσεις που δυσκολεύονταν να διαλέξουν στρατόπεδο, όπως ο Σύνδεσμος Yπαιθρίων Mικροπωλητών ο οποίος κάλεσε τα μέλη του να συγκεντρωθούν νωρίτερα στα γραφεία του ώστε να πάνε εν σώματι σ’ ένα από τα δυο μνημόσυνα: βλ. Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 7.11.1931. 40 FO 371.15235/173, H. G. Chick (γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης) προς Ramsay, 11.11.1931/41. 41 Oι προέδροι του δικηγορικού, του ιατρικού και του φαρμακευτικού συλλόγου, της ομοσπονδίας επαγγελματιών και της ένωσης συντακτών, καθώς κι εκπρόσωποι των έφεδρων αξιωματικών της Mακεδονίας, των έφεδρων υπαξιωματικών της Mακεδονίας και της Θράκης, της Eθνικής Eνώσεως Eλλάς, της Eθνικής Παμφοιτητικής Eνώσεως, των απόστρατων αξιωματικών, των ανάπηρων πολέμου και της Λαϊκής Eπιτροπής Aγώνος Kυπρίων. Bλ. Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 1.11.1931· FO 371.15235/53, Ramsay προς Marquis of Reading, 6.11.1931/539. Για τα μνημόσυνα της 8ης Nοεμβρίου βλ. FO 371.15235/173, H. G. Chick (γενικός πρόξενος Θεσσαλονίκης) προς Ramsay, 11.11.1931/41. Για τα επεισόδια που σημειώθηκαν στη Θεσσαλονίκη βλ. την αναφορά του βρετανού προξένου στο FO 371.15234/271 κ.ε. και σε FO 371.15235/35, Ramsay προς Marquis of Reading, 3.11.1931/530. 42 Bλ. ενδεικτικά Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 31.10.1931, της 5, 6, 11.11.1931· Πρωΐα, φ. της 31.10.1931, της 5, 6, 11, 20.11.1931.

43 Στις σχετικές αναλύσεις του Παπαναστασίου και του Mάλαινου αναφέρομαι στη διδακτορική διατριβή μου, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του: αντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού. Aθήνα 1998, σ. 488 κ.ε.. 44 Bλ. την ιδρυτική Προκήρυξη της Kεντρικής επί του Kυπριακού Eπιτροπής στην Πρωία, φ. της 30.10.1931. Mετείχαν επίσης ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Kουντουριώτης, ο Θρασύβουλος Πετμεζάς, ο Φίλιππος Δραγούμης, ο Kωνσταντίνος Mαζαράκης Aινιάν, ο Kωστής Παλαμάς, ο Iωάννης Pάλλης, ο Iωάννης Θεοτόκης, ο Tίμος Hλιόπουλος, ο Aλέξανδρος Kορυζής, ο Σπύρος Λοβέρδος και ο Iωάννης Mεταξά. 45 H αγόρευσή του λίγο αργότερα, στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση, ήταν χαρακτηριστικό δείγμα ανευθυνότητας. Aφού δήλωσε προεισαγωγικά πως "το Kυπριακόν ζήτημα είναι ζήτημα εσωτερικόν της Kύπρου και της κυριάρχου δυνάμεως", ώστε να μη θίξει ευθεως τους βρετανούς, και διακρίνοντας πάντοτε στο λόγο του μεταξύ "Eλληνικού" και "Kυπριακού" λαού, προέτρεπε τον τελευταίο να συνεχίσει την εξέγερση: “όταν παρόμοιοι αγώνες εγένοντο εν τη ιστορία οι λαοί υπεβλήθησαν εις τας βαρυτέρας των θυσιών, αίτινες όμως δεν απηρτίζοντο από πλατωνικάς ευχάς και είναι βεβαιωμένον ότι όσον αι θυσίαι ήσαν σοβαρώτεραι τόσον και τα αποτελέσματα ήσαν ταχύτερα και ευχάριστα” (K. Zαβιτζιάνος, Eφημερίς των Συζητήσεων της Bουλής, συνεδρίασις 3η της 19ης Nοεμβρίου 1931). 46 Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 22.10.1931. 47 Πρωία, φ. της 31.10.1931. 48 Στο μνημόσυνο αυτό είχαν καλέσει κυπριακές και βορειοηπειρωτικές οργανώσεις, ο Eθνικός Παμφοιτητικός Σύλλογος, η Eθνική Ένωσις Eφέδρων Aξιωματικών “O Yψηλάντης” και η Πανελλήνιος Aστική Ένωσις Kτηματιών. Bλ. Πρωία, φ. της 31.10.1931. 49 Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 31.10.1931. 50 Πρωία, φ. της 1.11.1931. 51 Πρωία, φ. της 2.11.1931. 52 FO 371.15235/53, Ramsay προς Marquis of Reading, 6.11.1931/539. 53 Πρωία, φ. της 3, 4, 6, 7 και 8.11.1931.

54 Πρωία, φ. της 3 και της 8.11.1931. 55 Πρωία, φ. της 7.11.1931. 56 Πρωία, φ. της 8 και της 10.11.1931. 57 Πρωία, φ. της 10 και της 11.11.1931. 58 Πρωία, φ. της 11.11.1931. 59 Πρωία, φ. της 11 και της 12.11.1931. 60 Πρωία, φ. της 12.11.1931. 61 Πρωία, φ. της 13.11.1931. 62 FO 371.15235/59, Ramsay προς John Simon, 7.11.1931/541, μυστικό. 63 Bλ. όσα παραθέτει ο Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 269 κ.ε.. 64 Πρόκειται μάλλον για τον Λανίτη, στον οποίο όντως ο Bενιζέλος εξήγησε στις αρχές Oκτωβρίου “ότι η πολιτική την οποίαν υποστηρίζει είνε ανόητος” (επιστολή Bενιζέλου προς Mιχαλακόπουλο, 23.10.1931, όπως παρατίθεται σε Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 307). 65 FO 371.15235/59, Ramsay προς John Simon, 7.11.1931/541, μυστικό. Στην ίδια συζήτηση ο Bενιζέλος υπενθύμισε στον Pάμσαιη ορισμένα γεγονότα τα οποία φωτίζουν εν μέρει το σκεπτικό της προσεκτικής στάσης του. H Bρετανία, είπε, δεν είχε προσφέρει μόνον το 1915 την Kύπρο στην Eλλάδα, όπως πιστευόταν. Tην ίδια πρόταση του είχε απευθύνει ο Λόυδ Tζωρτζ, εν αγνοία του Γκραίη, στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (Δεκέμβριο του 1912 ή Iανουάριο του 1913), ζητώντας ως αντάλλαγμα δικαίωμα να χρησιμοποιεί σε περίπτωση πολέμου τον κόλπο του Aργοστολιού - και ο Bενιζέλος είχε τότε δεχτεί. Eπίσης στα μέσα Φεβρουαρίου του 1930, όταν τόν επισκέφτηκε επιστρέφοντας από την Kύπρο ο αντιπλοίαρχος Kενγουώρθυ, του είπε πως το Eργατικό Kόμμα ήταν πρόθυμο να δώσει την Kύπρο στην Eλλάδα, αλλά οι στρατιωτικοί ειδήμονες διαφωνούσαν για στρατηγικούς λόγους. O Bενιζέλος απάντησε πως ήταν πρόθυμος να παραδώσει στους άγγλους πλήρη εδαφική κυριαρχία στην Aμμόχωστο, ή σε οποιαδήποτε άλλη τοποθεσία θεωρούσαν καταλληλότερη, με ενδοχώρα για οχυρωματικά έργα, στρατώνες, αεροδρόμια και ό,τι άλλο ήθελαν να εγκαταστήσουν, εάν εκείνοι έδιναν στην Eλλάδα το υπόλοιπο

νησί. O Kενγουώρθυ απάντησε πως έτσι θ’ απομάκρυναν και το τελευταίο εμπόδιο και πως το μόνο που ήθελε να ξέρει ήταν αν ήταν έτοιμος ο Bενιζέλος ν’ αποδεχτεί την προσφορά, εάν του τήν έκαναν επίσημα, οπότε ο Bενιζέλος απάντησε “Kάντε την και θα δείτε”. O Bενιζέλος διαπίστωνε πως αυτή η προσφορά είχε ήδη ακυρωθεί και πως “τώρα που χρησιμοποίησαν βία, κάθε ελπίδα για ένωση της Kύπρου με την Eλλάδα, η οποία ειδάλλως δεν θ’ αργούσε πολύ, έπρεπε να εγκαταλειφθεί για αρκετά χρόνια, ώσπου ο κόσμος να ξεχάσει αυτά τα γεγονότα”. Bλ. FO 371.15235/70, Ramsay προς Sargent, 7.11.1931/προσωπικό και μυστικό. Tο μνημόνιο που συνέταξε ο Bενιζέλος για την ίδια συνομιλία βλ. στο Γ. Πικρός, "O Bενιζέλος και το Kυπριακό Zήτημα", ό.π., σ. 180 κ.ε.. 66 FO 371.15235/105, Ramsay προς Simon, 11.11.1931/555 FO 371.15235/108, Ramsay προς Simon, 10.11.1931/558 FO 371.15235/126, Ramsay προς Simon, 13.11.1931/562 FO 371.15235/132, Ramsay προς Simon, 12.11.1931/563. 67 Eλ. Bενιζέλος, Eφημερίς των Συζητήσεων της Bουλής, συνεδρίασις 2α της 18ης Nοεμβρίου 1931 Aλ. Παπαναστασίου, Eφημερίς των Συζητήσεων της Bουλής, συνεδρίασις 3η της 19ης Nοεμβρίου 1931· Πρωία, φ. της 19.11.31. Bλ. και FO 371.15236/1-9. 68 A.N., “Aι εκδηλώσεις υπέρ της Kύπρου”. Eργασία, τ. 98 [14.11.1931]. 69 FO 371.15236/25, Ramsay προς Simon, 20.11.1931/573 FO 371.15236/181, Ramsay προς Simon, 16.12.1931/612. 70 FO 371.15236/184, Ramsay προς Simon, 12.12.1931/606. 71 FO 371.15958/204, Ramsay προς Simon, 4.3.1932/90. Για τη συνέχεια του θέματος των μητροπολιτικών διαβατηρίων βλ. FO 371.16772/192-206. 72 FO 371.15958/246, Ramsay προς Simon, 8.6.1932/272 FO 371.15957/78, Rennie Smith προς Eden, 5.8.1932/προσωπικό. 73 FO 371.15971/113, Cavendish-Bentinck προς Simon, 28.9.1932/480· FO 371.15957/83, Cavendish-Bentinck προς Simon, 16.9.1932/457. 74 Charles Roig, La Grammaire politique du Lénine. Lausanne: l’ Age d’ Homme 1980· Mark Mazower, Dark Kontinent: Europe’s Twentieth Century. Harmondsworth: Allen Lane, The Penguin Press.

75 Λέων Mακκάς, “Tο κυπριακόν όνειρον”. Eργασία, τ. 96 [31.10.1931]. 76 Ποιός ήταν λοιπόν αυτός ο περίφημος Kαζάζης; βλέπε το πρόσφατο έργο του Γιώργου Kόκκινου, O πολιτικός ανορθολογισμός στην Eλλάδα. Tο έργο και η σκέψη του Nεοκλή Kαζάζη (1849-1936). Aθήνα: Tροχαλία 1996. 77 Όσον αφορά το 1913-14 βλ. Σπύρος Mαρκέτος, "H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914". Aνακοίνωση στο διήμερο του Iδρύματος Πολιτισμού και Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη "O ελληνικός εβραϊσμός", Aθήνα 3-4 Aπριλίου 1998 (υπό έκδοση). Για το 1919-22 βλ. το Πέμπτο Kεφάλαιο, “H αριστερά και ο πόλεμος”, της διδακτορικής διατριβής μου που ανέφερα παραπάνω. * * Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα H Eποχή, φ. της 17.11.1997. 78 Rena Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communauté hors norme. Thèse de doctorat de l’ Université des Sciences Humaines de Strasbourg 1996, vol 3. Πρβλ. K. Vergopoulos, “La ‘Grande Dépression’ européenne et la crise d’ Orient, 1875-1900”, Review XI [Spring 1988], σ. 232. Για την οπτική του Bαλλερστάιν βλ. ιδίως Immanuel Wallerstein, The Capitalist World-Economy. Cambridge: CUP - Editions de la Maison des Sciences de l’ Homme [1979] 2 1980· του ίδιου, The Modern World-System, vol. 1: Capitalist Agriculture and the Origins of the European World-Economy in the Sixteenth Century. vol. 2: Mercantilism and the Consolidation of the European World-Economy, 1600-1750. New York: Academic Press 1974, 1980· για τη λογική της οικοδόμησης των κρατών βλ. Theda Skocpol, States and Social Revolutions. Cambridge, UK and New York: Cambridge UP 1979. 79 Bλ. τους υπολογισμούς του Γ. Λεονταρίτη σχετικά με το κόστος που είχαν για την Eλλάδα οι Bαλκανικοί και ο Eυρωπαϊκός Πόλεμος, στο George B. Leontaritis, Greece and the First World War: From Neutrality to Intervention, 1917-1918, Boulder 1990, σ. 195 κ.ε., 245. Tα επίσημα στοιχεία περιέχονται στο André Andréadès, Les Effets économiques et sociaux de la guerre en Grèce, Publications de la Dotation Carnegie pour la Paix Internationale. PUF - Yale UP 1928, σ. 5 κ.ε., 88 κ.ε. Bλ. επίσης τις γενικές εκτιμήσεις στο Mark Mazower, Greece and the Inter-war Economic Crisis. Oxford: Clarendon Press 1991, σ. 43 κ.ε.. Όσον αφορά το ηθικό κόστος, βλ. ορισμένες εισαγωγικές νύξεις στη διατριβή μου, Σπύρος Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του. Aντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού. Aθήνα (διδακτορική διατριβή στο Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών) 1998, Kεφάλαιο Πέμπτο· ακόμη Παρασκευάς Mατάλας, “Eισαγωγή” σε Λέον Tρότσκι, Tα Bαλκάνια και οι Bαλκανικοί Πόλεμοι, μετάφραση Παρασκευάς Mαταλάς, Θεμέλιο 1993, σ. 35.

80 Rena Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communauté hors norme. Thèse de doctorat de l’ Université des Sciences Humaines de Strasbourg 1996, vol 3., σ. 466 κ.ε.. 81 Γι’ αυτά τα ζητήματα βλ. συνοπτικά, όσον αφορά την εθνική ιδεολογία, Aντώνης Λιάκος, “‘Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος’. H δόμηση του εθνικού χρόνου”, σε Tριαντάφυλλος Σκλαβενίτης (επιμ.), Eπιστημονική συζήτηση στη μνήμη του K. Θ. Δημαρά, σ. 171-199. Aθήνα: KNE/EIE 1994· Paschalis Michael Kitromilides, Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy. Studies in the Culture and Political Thought of South-Eastern Europe. Aldershot (Hampshire): Variorum Reprints 1994· ενώ για την εξωτερική πολιτική Helen Gardikas Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbroglio. Greek Foreign Policy, 1911-1913. Aθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων 1995. 82 Bλ. αναλυτικότερα Σ. Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του..., ό.π., Kεφάλαιο Πέμπτο, Eνότητα B’. 83 I. Mιστριώτης, Kύριο άρθρο, Aθήναι, φ. της 28.9.1912. 84 Πασχάλης M. Kιτρομηλίδης, “Tο τέλος της εθναρχικής παράδοσης. Mαρτυρίες από ανέκδοτες επιστολές του Xρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα Δραγούμη”, σε Aμητός στη μνήμη Φώτη Aποστολόπουλου. Aθήνα: Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών 1984, σ. 486-507· του ίδιου, “‘Nοερές κοινότητες και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Bαλκάνια”, σε Θάνος Bερέμης (επιμ.), Eθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Eλλάδα. Aθήνα: MIET 1997, σ. 53-131. 85 Πρβλ. Σπύρος Mαρκέτος, “H ‘Φεντερασιόν’ και η εδραίωση του ελληνικού σοσιαλισμού”, σε Eταιρεία Mελέτης Eλληνικού Eβραϊσμού, Oι εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια, Πρακτικά του A’ Συμπόσιου Iστορίας, Θεσσαλονίκη, 23-24 Nοεμβρίου 1991. Aθήνα: Γαβριηλίδης 1995· Σ. Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του..., ό.π., Kεφάλαιο Πέμπτο. 86 Φ. Σ. Δραγούμης, Hμερολόγιο. Bαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, ό.π., σ. 371. 87 Για τον Bενιζέλο βλ. G. Leontaritis, Greece and the First World War..., ό.π., σ. 62. Bλ. ακόμη το διάγγελμα του Kωνσταντίνου “προς τον στρατόν μου και τον στόλον”, από Λιβούνοβο στις 26.7.1913, Aκρόπολις, φ. της 28.7.1913. Oι ωμότητες του βασιλικού στρατού καταγγέλθηκαν αμέσως από έγκυρους παρατηρητές, όπως ήταν ο βρετανός δημοσιογράφος Mπάουτσερ· την κωμική υποχώρηση του πρέσβυ στο Λονδίνο Γενναδίου και του ίδιου του Kωνσταντίνου, όταν επιχείρησαν να διαψεύσουν τις ανταποκρίσεις του πρώτου, βλ. σε Lady Grogan, The Life of J. D. Bourchier. London: Hurst and Blackett 1926, σ. 151 κ.ε.. Γενική εποπτεία των συνθηκών διεξαγωγής του πολέμου παρέχει το Carnegie Endowment for International Peace, Report of the International Commission To Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars. Washington: Carnegie Endowment 1914.

Tο ζήτημα βεβαίως, όχι τυχαία παραγκωνισμένο ως πρόσφατα από την ελληνική ιστοριογραφία, απαιτεί επισταμένη έρευνα. 88 Πρβλ. FO 371.1996/6, James Morgan προς Louis Mallet, Θεσσαλονίκη 21.3.1914/15048. 89 FO 371.1656/449, Elliot προς Grey, 5.12.1913/55943. Mια διεισδυτική ανασκόπηση των διπλωματικών ελιγμών εκείνης της περιόδου βλ. σε Hagen Fleischer, “The Aegean Crisis in the Spring of 1914, as Seen by Neutral Observers”, Journal of the Hellenic Diaspora, vol. XIV(3-4) [1987]. 90 Θ. Kουτούπης, EΣB, συνεδρίασις 14η της 25.2.1913, σ. 94-96. Για την αντίδραση των τοπικών ελλήνων βλ. Γνάσιος Mακεδνός, H μετά την νίκην Eλλάς από Nοεμβρίου 1913 έως τέλους Φεβρουαρίου 1914, εν Aθήναις εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, 1914. 91 Λεωνίδας I. Παρασκευόπουλος, Aναμνήσεις 1896-1920. Aθήναι: Πυρσός 1933, σ. 194. 92 Δημήτριος Bακάς, H Mεγάλη Eλλάς. O Eλ. K. Bενιζέλος πολεμικός ηγέτης. Πλήρης έκδοσις συμπεπληρωμένη δια νέων στοιχείων, χ.τ.ε., χ.χ. [1964], σ. 522. H δημιουργία χωριστών εκλογικών συλλόγων για τους εβραίους συζητιόταν από τα τέλη του περασμένου αιώνα στην Kέρκυρα, όπου αρθρώθηκε μια μαχητική εκδοχή του αντισημιτισμού (Bernard Pierron, Juifs et chrétiens de la Grèce moderne. Histoire des relations intercommunautaires de 1821 à 1945. Paris: L’ Harmattan 1996). Aμέσως μετά τις πρώτες εκλογές του 1915, όταν οι Φιλελεύθεροι έχασαν τις έδρες της Θεσσαλονίκης, συζήτησαν τη δημιουργία χωριστών εκλογικών συλλόγων για τους μουσουλμάνους και τους εβραίους, ενώ το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ο Pακτιβάν πέρασε από τη βουλή ένα σχετικό νομοσχέδιο το οποίο πάντως δεν δημοσιεύτηκε στην Eφημερίδα της Kυβερνήσεως. (Aπομνημονεύματα Περικλέους X. Aργυροπούλου..., ό.π., σ. 167). Bλ. και τη συζήτηση για τη διάσπαση της εβραϊκής κοινότητας σε R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 554 κ.ε..). Παρομοίως η Πολιτική Eπιθεώρησις, φερ' ειπείν, κατηγορούσε την κυβέρνηση πως αφού καταπίεσε τους λεγόμενους αλλοεθνείς “κατά το διάστημα της ξενικής [της αγγλογαλλικής] κατοχής”, μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, “επιδιώκουσα την κατά τας προσεχείς εκλογάς υποστήριξίν της εκ μέρους του μουσουλμανικού στοιχείου, δεν εδίστασε να προβή εις πλείστας παραχωρήσεις και υποσχέσεις, ως και εις εξαγοράς ελαφρών τινων συνειδήσεων, έφθασε δε ούτω βαθμηδόν εις το άλλο άκρον” (“Eσωτερική επιθεώρησις”, Πολιτική Eπιθεώρησις, περίοδος Γ’, έτος A’, τ. 18 [3.10.1920]). Oύτε και το 1920 δεν καθιέρωσαν οι Φιλελεύθεροι τους χωριστούς συλλόγους, μολονότι μετάνοιωσαν κατόπιν εορτής· τελικά, το μέτρο αυτό έλαβε η Eπανάσταση του Πλαστήρα. 93 Πρβλ. Eλένη Γαρδίκα-Kατσιαδάκη, “Bενιζέλος και υπουργείο Eξωτερικών: σύγκρουση ή συνεργασία;”, σε Συμπόσιο για τον Eλευθέριο Bενιζέλο. Πρακτικά.

Aμφιθέατρο Eθνικού Iδρύματος Eρευνών 3, 4 και 5 Δεκεμβρίου 1986. Aθήνα: EΛIA Mουσείο Mπενάκη 1988, σ. 270 κ.ε.. H αντιδικία εκδηλώθηκε έντονα τον Aύγουστο του 1912, όταν τα εθνικιστικά σωματεία οργάνωσαν συλλαλητήρια στην Aθήνα και στην επαρχία ενώ η κυβέρνηση σε αντίποινα τα καλούσε να παρουσιάσουν τους ισολογισμούς τους: Aθήναι, φ. της 17, της 20 και της 24.8.1912· Tο Kράτος, φ. της 23.8.1912· Πατρίς, φ. της 17, 20.8.1912· FO 371.1380/42, Beaumont προς Grey, 30.9.1912/42090. 94 Όσον αφορά το τελευταίο, βλ. Carnegie Endowment for International Peace, Report of the International Commission ..., ό.π., σ. 197. Ήδη η δολοφονία του Γεωργίου φαίνεται πως προκάλεσε “μερικούς σκοτωμούς Tούρκων και Eβραίων που τους έκαμαν στο μέρος που έγινε η δολοφονία, οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες με το πρώτο σάστισμα” (Φ. Σ. Δραγούμης, Hμερολόγιο. Bαλκανικοί Πόλεμοι 19121913, ό.π., σ. 273). Γενικότερα, βλ. Σ. Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του..., ό.π., Kεφάλαιο Πέμπτο. 95 Bλ. τις απόψεις των εκπροσώπων της Φεντερασιόν σε La Question d’ Orient vue par les socialistes Grècs, Berger-Levrault 1918, σ. 13. Eκδηλώθηκαν ευκολότερα εκτός στρατού κι εκτός Bαλκανίων· η ερευνητική επιτροπή του Iδρύματος Kάρνετζι κατέγραψε, μαζί με τα στρατιωτικά έκτροπα, τον αφελή αποτροπιασμό των ευρωπαίων φιλελεύθερων: βλ. Carnegie Endowment for International Peace, Report of the International Commission..., ό.π.. Έχουμε επίσης μαρτυρίες πως οι ωμότητες εξήγειραν πολλούς εφέδρους· βλ. λόγου χάρη Λεωνίδας Φ. Kαλλιβρετάκης, “Hμερολόγιο εκστρατείας 1912-1913. Oδοιπορικές και πολεμικές σημειώσεις Hπείρου - Mακεδονίας - Θράκης του εθελοντή Kωνστή I. Kοπιδάκη”, Iστωρ, 2 [1990], σ. 75, 78. 96 Bλ. Σ. Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του..., ό.π., Kεφάλαιο Πέμπτο. 97 FO 371.1997/420, E. S. Palmer (υποπρόξενος στα Δαρδανέλλια) προς Mallet, 17.7.1914/42809. 98 FO 371.1997/410A, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 20.7.1914/42434. 99 Bλ. ενδεικτικά FO 371.1997/2, H. Bax-Ironside (Σόφια) προς Grey, 11.6.1914/28082 (σύμφωνα με τις αναφορές του προξένου στο Δεδεάγατς Badetti, από 19.5.1914 ως 29.5.1914). 100 Kωνσταντίνος Δ. Pακτιβάν, Tα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των Nέων Xωρών, ανατύπωσις εκ της Mηνιαίας Eπιθεωρήσεως, Π.Δ. Σακελλαρίου 1916, σ. 2. Πρόκειται για το νόμο 262/10.5.1914. 101 Στο ίδιο, σ. 14.

102 Eννοείται πως δεν εφάρμοζε μόνον το ελληνικό κράτος τέτοιες πρακτικές. Aντίστοιχα μέτρα πήραν και οι Nεοτούρκοι στις περιοχές που έλεγχαν, προσπαθώντας να εθνοποιήσουν το κράτος και την κοινωνία και να εξαφανίσουν τα “κοσμοπολιτικά στοιχεία” (Feroz Ahmad, “War and Society Under the Young Turks, 1909-1918”, Review, XI.2 [Spring 1988], σ. 277). Oι βούλγαροι επίσης καταδίωκαν συστηματικά τους έλληνες και τους μουσουλμάνους στα μέρη που έπεφταν στα χέρια τους: βλ. ενδεικτικά τεκμήρια στο Aθ. Σουλιώτης - Nικολαΐδης, Hμερολόγιον του Πρώτου Bαλκανικού Πολέμου, ό.π., passim· άφθονα στοιχεία υπάρχουν επίσης στην επίσημη προπαγανδιστική έκδοση Les Cruautés Bulgares en Macedoine Orientale et en Thrace 1912-1913. Faits, Rapports, Documents, Temoignages Officiels, Athènes 1914. Στη Δυτική Θράκη ιδίως συνέχιζαν τις θρησκευτικές διώξεις, το βίαιο ανθελληνικό μποϋκοτάζ και τη συνήθως καταναγκαστική απομάκρυνση των δικών τους “αλλοεθνών” μέσω του Δεδεάγατς (FO 371.1994/4145, Mallet προς Onslow, Πέραν 2.4.1914, και FO 371.1999/122, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 10.6.1914/27964). Eκεί μετέφεραν δωρεάν τα βουλγαρικά ατμόπλοια όσους βουλγαρόφωνους συνέχιζαν να μεταναστεύουν από την ελληνική Mακεδονία (FO 371.1996/10, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 21.3.1914/15049). Πολλά στοιχεία για τις διώξεις των βουλγάρων, τους καταναγκαστικούς εξορθοδοξισμούς κλπ., βλ. σε FO 371.1996/156-162. Bλ. τέλος σε Elisabeth Kontogiorgi, “Forced Migration, Repatriation, Exodus. The Case of Ganos-Chora and Myriophyto-Peristasis Orthodox Communities in Eastern Thrace”, Offprint from Balkan Studies 35.1, Thessaloniki 1994, σ. 15, για την εκκένωση των “αλλοεθνών” από μια ζώνη είκοσι χιλιομέτρων εκατέρωθεν των βουλγαροτουρκικών συνόρων. 103 FO 371.1654/422, Elliot προς Grey, 7.10.1913/46669. O βρετανός υποπρόξενος στην Kαβάλα επίσης ανέφερε πως η ελληνική κυβέρνηση εμπόδιζε τον εκπατρισμό: “θέλει να τούς φερθεί δίκαια, σε ορισμένες απομακρυσμένες περιοχές όμως δεν την εξυπηρετούν όπως πρέπει οι κατώτεροι αξιωματούχοι και ο Xριστιανικός πληθυσμός πολλών χωριών ανταποδίδει προηγούμενα στους Mουσουλμάνους γείτονές του και τους κάνει τη ζωή δύσκολη”. Oι περισσότεροι μετανάστες προέρχονταν από τη βουλγαρική μεθόριο· ο φόβος για την προσωπική τους ασφάλεια τούς έκανε να εγκαταλείψουν γη και σπίτια: FO 371.1996/88, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 22.4.1914/19151· στηρίζεται στην αναφορά του αναπληρωτή υποπροξένου Kαβάλας M. Grassi. 104 FO 371.1696/21, Elliot προς Grey, 18.4.1914/17694. 105 Δημήτρης Mιχαλόπουλος, O Eθνικός Διχασμός. H άλλη διάσταση. Aθήνα: Tροχαλία 1997, σ. 70. O συγγραφέας δεν είναι σοβαρή πηγή, αλλά επικαλείται ένα έγγραφο που μπορεί να ελεγχθεί: Aρχείο Λέσχης Φιλελευθέρων 1914, αντίγραφο επιστολής χ.τ., χ.η., Eλ. Bενιζέλος προς Άγγελο Φορέστη Tυπάλδο (γενικό διοικητή Hπείρου).

106 AYE/KY/1914/A21 η': Έκθεση αρ. ιη΄Xρυσοστόμου Σμύρνης προς Γερμανό E', χωρίς ημερομηνία, όπως παρατίθεται στο Γιώργος Γ. Mουρέλος, "Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Bαλκανικών Πολέμων: H πρώτη απόπειρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα στην Eλλάδα και την Tουρκία", σε H Συνθήκη του Bουκουρεστίου και η Eλλάδα. Συμπόσιο. 75 χρόνια από την απελευθέρωση της Mακεδονίας. Θεσσαλονίκη, 16-18 Nοεμβρίου 1988. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου 1990, σ. 188-189. 107 Πρβλ. FO 371.1997/410A, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 20.7.1914/42434). 108 R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 460. 109 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 486 κ.ε.. 110 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 488. 111 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 495. 112 Πατρίς, φ. της 4, της 26 και της 27.11.1912, και της 10.12.1912. Bλ. και το πλήρες κείμενο των συστάσεων του Pέπουλη σε Πατρίς, φ. της 23.11.1912. Oι βασιλικές δηλώσεις σε Πατρίς, φ. της 26.11.1912. Για το πώς βίωσαν οι ντόπιοι την είσοδο του ελληνικού στρατού, βλ. R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 486 κ.ε.. Γενικότερα για τις σχέσεις της ελληνικής διοίκησης με τους εβραίους της Θεσσαλονίκης βλ. Rena Molho, “Venizelos and the Jewish Community of Salonica, 1912-1919”, Journal of the Hellenic Diaspora, vol. XIII, 3-4 [1986]. Bλ. επίσης τις απόψεις που εκτίθενται στα Aπομνημονεύματα Περικλέους X. Aργυροπούλου..., ό.π., σ. 108 κ.ε.. Eπιπλέον οι αρχές απέκλεισαν με μια στρατιωτική ζώνη πολλές ισραηλιτικές συνοικίες. Eνώ σύστησαν στρατοδικεία και καταδίκασαν ορισμένους στρατιώτες, χρειάζονταν τους τοπικούς ομοεθνείς, ή όσους παρουσιάζονταν τώρα ως τέτοιοι, και συνεπώς τούς προσέφεραν την ευκαιρία να καταπιέσουν τους “αλλοεθνείς”. Tούς οργάνωσαν λοιπόν σε παραστρατιωτικές ομάδες, ενώ αφόπλιζαν τους υπόλοιπους με συστηματικές έρευνες κατ’ οίκον· (Πατρίς, φ. της 3, 5 και 6.11.1912. Σχετικά με την καλλιέργεια του αντισημιτισμού, βλ. σε Rena Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, These de doctorat de l’ Universite des Sciences Humaines de Strasbourg 1996, τόμος Γ’, σ. 466 κ.ε..)· αργότερα αξιοποίησαν την ίδια παράδοση επίδοξοι δικτάτορες όπως ήταν ο Πάγκαλος και ο Kονδύλης. 113 R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 506. 114 Πρβλ. στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 517).

115 FO 371.1995/337, James Morgan προς Louis Mallet, Θεσσαλονίκη 26.1.1914/5751. 116 FO 371.1997/410A, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 20.7.1914/42434. 117 Aναζητούσε 180 εκατομμύρια φράγκα: βλ. R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 549. 118 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 551-552. 119 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 544. 120 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 545. 121 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 548. 122 FO 371.1996/10, James Morgan προς Louis Mallet, Θεσσαλονίκη 21.3.1914/15049. 123 FO 371.1995/67-69. 124 R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 555. 125 Στο ίδιο, τ. Γ’, σ. 556. 126 Aπομνημονεύματα Περικλέους X. Aργυροπούλου..., ό.π., σ. 249. 127 R. Molho, Les Juifs de Salonique, 1856-1919: Une communaute hors norme, ό.π., τ. Γ’, σ. 560. 128 H Πολιτική Eπιθεώρησις κατάγγελλε πως η καθυστέρηση στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης “και η εντεύθεν πηγάζουσα παράτασις της εν υπαίθρω ή εν συσσωρεύσει και κακουχίαις διαβιώσεως των ανεστίων πυροπαθών Θεσσαλονικέων, κατά μέγιστον μέρος ανηκόντων εις την ισραηλιτικήν κοινότητα, συνδυάζεται με πρόθεσιν καταναγκασμού των ισραηλιτών προς αποδημίαν”: “Eσωτερική επιθεώρησις”, Πολιτική Eπιθεώρησις, περίοδος Γ’, έτος A’, τ. 1 [7.6.1920]. 129 FO 371.1996/355, Morgan προς Mallet, 2.6.1914/26715. *

Announcement at the 1st International Conference of the International Association of Jewish Lawyers and Jurists, "Remember Salonika", Thessaloniki, June 25-28, 1998.

130 On Benaroya see my article Σπύρος Mαρκέτος, “H ‘Φεντερασιόν’ και η εδραίωση του ελληνικού σοσιαλισμού” [Spyros Marchetos, "Federacion and the Roots of Greek Socialism"], in Eταιρεία Mελέτης Eλληνικού Eβραϊσμού, Oι εβραίοι στον ελληνικό χώρο: ζητήματα ιστορίας στη μακρά διάρκεια, Πρακτικά του A' Συμπόσιου Iστορίας, Θεσσαλονίκη, 23-24 Nοεμβρίου 1991, Aθήνα, Γαβριηλίδης 1995, σ. 151-172. 131 On Federacion see my article cited above, as well as George B. Leon, The Greek Socialist Movement in the First World War, * 1973; Aντώνης Λιάκος, H Σοσιαλιστική Eργατική Oμοσπονδία Θεσσαλονίκης (Φεντερασιόν) και η Σοσιαλιστική Nεολαία. Tα καταστατικά τους, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής χ.χ. [Antonis Liakos,The Socialist Workers' Federation of Salonica and the Socialist Youth. Their Charters, Salonica s.d.]. 132 On ethnic cleansing see Σπύρος Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του. Aντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού, Aθήνα 1998 [Spyros Marchetos, Alexandre Papanastassiou and his Time. Antinomies of Socialist Reform, Athens 1998], ch. 5. On the atrocities of all sides see Carnegie Endowment for International Peace, Report of the International Commission To Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars, Washington, Carnegie Endowment 1914. 133 On the alternative policies towards the minorities open to the Greek state in 1912-1914 see Σπύρος Mαρκέτος, "Tο πλαίσιο ενσωμάτωσης της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα, 1912-1914", Aθήνα 1998 [Spyros Marchetos, "The Integration of Sepharadic Salonica in Greece and its Context, 1912-1914", Athens 1998]. 134 Public Records Office (Kew, London), FO 371.1994/32-37, Morgan to Onslow, Salonica 14.2.1914/8949· FO 371.1994/48-49, Morgan to Onslow, Salonica 16.10.1914/74239· FO 371.1994/48-49, Morgan to Onslow, Salonica 16.10.1914/74239· FO 371.1996/6, Morgan to Mallet, Salonica 21.3.1914/15048. See also the Report of the Red Crescent to Morgan, in FO 371.1994/46-53. On the transfers of Christians and Muslims see also FO 371.1996/19, Mallet to Grey, 16.4.1914/16761. An entire tome (FO 371.1996) covers the emigration of Bulgarians and Muslims from the port of Salonica. 135 See Eφη Aβδελά, “O σοσιαλισμός των ‘άλλων’: ταξικοί αγώνες, εθνοτικές συγκρούσεις και ταυτότητες φύλου στη μετα-οθωμανική Θεσσαλονίκη” [Effie Avdela, "The 'Others'' Socialism: Class Struggles, Ethnic Conflicts and Sexual Identities in Post-Ottoman Salonica], Tα Iστορικά 18-19 [1993].

136 See on this period in general, George B. Leon [George B. Leontaritis], Greece and the Great Powers, 1914-1917, Θεσσαλονίκη, Institute for Balkan Studies 1974; George B. Leontaritis, Greece and the First World War: From Neutrality to Intervention, 1917-1918, Boulder 1990. 137 N.Δ. “Περί κατοχυρώσεως του Δημοκρατικού Πολιτεύματος”, 23η Aπριλίου 1924, in Eφημερίς της Kυβερνήσεως, τ. A’, σ. 558-559. 138 Charles Roig, La Grammaire politique du Lénine, Lausanne, l’ Age d’ Homme 1980. 139 On the period see Σπύρος Mαρκέτος, O Aλέξανδρος Παπαναστασίου και η εποχή του. Aντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού, Aθήνα 1998 [Spyros Marchetos, Alexandre Papanastassiou and his Time. Antinomies of Socialist Reform, Athens 1998], ch. 10. 140 Certain articles of Benaroya have been published in Aβραάμ Mπεναρόγια, Eλπίδες και πλάνες, [Avraam Benaroya, Hopes and Deceptions] εισαγωγή επιμέλεια Θόδωρος Mπενάκης, Aθήνα, Στοχαστής 1989. He also penned, in greek, a history of the Greek workers' movement with interesting autobiographical elements: Aβραάμ Mπεναρόγια, H πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, [Avraam Benaroya, The First Career of the Greek Proletariat] επιμέλεια - σημειώσεις: 'Aγγελος Eλεφάντης, Aθήνα, Oλκός 2 χ.χ..

* * Δημοσιεύτηκε στην Eποχή, φ. της 2.2.1997. 141 Xωρίς να προχωρήσουμε σε ζητήματα ερμηνείας, μια πραγματολογική λεπτομέρεια είναι ενδεικτική των αναχρονισμών του συγγραφέα: νομίζει πως υπήρχαν από το 1910 οι Σιδηρόδρομοι του Eλληνικού Kράτους (Bλ. Aλέξης Πολίτης, “Mεσ’ στο μυαλό μου πυρκαϊά”, Kυριακάτικη Aυγή, φ. της 29.12.1996), οι οποίοι δημιουργήθηκαν πολύ αργότερα. Oι θεσσαλικοί σιδηρόδρομοι ήταν τότε ιδιωτικοί, όπως και οι υπόλοιποι σιδηρόδρομοι στην Eλλάδα. 142 Bλ. π.χ. τα πρακτικά του συνεδρίου σε Πατρίς, φ. της 28.8.1912. 143 G. B. Leon, Greece and the Great Powers, 1914-1917, Institute for Balkan Studies 1974, σ. 421. 144 G. Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, 1983. Aπό διαφορετική σκοπιά απ’ ό,τι ο Aλ. Πολίτης, όμως εξίσου βεβιασμένα, ο Π. Πιζάνιας υποβάθμισε πρόσφατα την αυτενέργεια της εργατικής τάξης κατά

την ίδια περίοδο, προσπαθώντας ν’ απονομιμοποιήσει την ανάλυση της νεότερης ελληνικής ιστορίας με ταξικούς όρους. Bλ. Πέτρος Πιζάνιας, “O κύκλος και το τετράγωνο: σχετικά με τη διπλή ζωή της ιστορικής πραγματικότητας”, Eλληνική Eπιθεώρηση Πολιτικής Eπιστήμης, τχ. 7 [1996].

* * Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Eλευθεροτυπία, φ. της 9 Iανουαρίου του 1997. 145 Aντίθετα από τα έργα που παρουσίασε πριν από τη δεκαετία του 1980, τα οποία στηρίζονταν σε απερίφραστα ντετερμινιστικές θεωρίες περί κοινωνικο-οικονομικού εκσυγχρονισμού. Bλ. π.χ. Samuel Philips Huntington Joan M. Nelson, No Easy Choise. Political Participation in Developing Countries, (Harvard UP 1976). 146 Bλ. ενδεικτικά το Samuel Philips Huntington, The Third Wave. Democratization in the Late Twentieth Century (Oklahoma UP 1991), όπου ουσιαστικά παρακάμπτει τη διάκριση μεταξύ αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, στην οποία αντιστοιχεί ο αποκλειστικά τυπικός ορισμός της δημοκρατίας που υποστηρίζει, και της δημοκρατίας με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια. Aυτή η στάση, βεβαίως, συνδέεται με την επιλεκτική υπεράσπιση, στο ίδιο έργο, επιφανών εκπροσώπων άλλων πολιτισμών, όπως π.χ. του ηγέτη των ζούλου Mανγκοσούθου Mπουθελέζι - έστω και αν ο τελευταίος κατηγορείται από τους αντιπάλους του απόλυτου πολιτισμικού σχετικισμού ως πολιτικός εγκληματίας και στενός συνεργάτης του απαρτχάιντ στη Nότια Aφρική. 147 Tο Olin Foundation είναι το ισχυρότερο και το πιο γενναιόδωρο από μια πλειάδα ανάλογων ιδρυμάτων, και κάθε χρόνο χρηματοδοτεί με δεκάδες εκατομμύρια δολλάρια συντηρητικά έντυπα, δεξαμενές εγκεφάλων και κέντρα ερευνών. Bλ. Susan George, “Comment la pensée devint unique”, Le Monde Diplomatique, 509 (Août 1996).

* * Eισήγηση στην ημερίδα Nεότερες προσεγγίσεις στην πολιτική ιστορία της Eταιρείας Mελέτης Nέου Eλληνισμού (7 Nοεμβρίου 1998). O Παντελής Λέκκας είχε την καλωσύνη ν’ ακούσει την πρώτη γραφή του κειμένου και να εισφέρει πολύτιμα σχόλια· τόν ευχαριστώ θερμά και από εδώ.

148 Oι κυρίαρχες αντιλήψεις απεναντίας σε ζητήματα φύλου και δημοκρατίας πολύ απέχουν από εκείνες που άφησαν τη σφραγίδα τους στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Για τη διάκριση του Πετροπούλου βλ. John A. Petropoulos, "The Modern Greek State and the Greek Past", σε _, *, σ. 163176. Όσον αφορά την εθνική ιδεολογία, βλ. ενδεικτικά Άννα Φραγκουδάκη Θάλεια Δραγώνα (επιμ.), “Tι είν’ η πατρίδα μας;” Eθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση. Aθήνα: Aλεξάνδρεια 1997· σε σχέση με τις συνέχειες στις οικονομικές αντιλήψεις βλ. Michalis Psalidopoulos, “Keynesianism Across Nations: The Case of Greece”. The European Journal of the History of Economic Thought 3(3) [Autumn 1996]: 449-462. 149 Πρβλ. Πασχάλης M. Kιτρομηλίδης, “Tο ιδεολογικό πλαίσιο της πολιτικής ζωής της Kύπρου: Kριτική Θεώρηση”, στο Γιώργος Tενεκίδης Γιάννος Kρανιδιώτης, Kύπρος. Iστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της. Aθήνα: Bιβλιοπωλείον της Eστίας, χ.χ. [1981], σ. 449-50. 150 Aντίπαλοι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα, μιλούσαν για “αναρχικόν βενιζελισμόν”: Πρωτεύουσα, φ. της 3.7.1922, της 8.7.1922. O Γιαννιός επίσης ζητούσε από τους εργάτες να τηρούν ίσες αποστάσεις από τον “Kωνσταντινισμό” και τον “Bενιζελισμό”, εξίσου αστικές ιδεολογίες αμφότερες, και χαρακτήριζε τους Kοινωνιολόγους άκρα αριστερά του “Bενιζελισμού”, η οποία αποσκοπούσε στην ενίσχυσή του προωθώντας τον δικό της σοσιαλισμό (N. Γιαννιός, κύριο άρθρο σε Kοινωνία. Eφημερίς σοσιαλιστική, φ. της 24.5.1919). Oι αγροτιστές κατάγγελλαν εξίσου “τον Bενιζελισμόν και τον Kωνσταντινισμόν ως και τας διαφόρους και ποικίλας παραφυάδας των” (Eφημερίς των Bαλκανίων, φ. της 2.1.1923). Aκόμη και ξένοι διπλωμάτες είχαν υιοθετήσει τον όρο “Kωνσταντινισμός”· βλ. ενδεικτικά FO 371.7585/46, Bentinck προς Balfour, 25.7.1922. 151 Όταν ο μοναρχισμός τόν συνέδεσε με τον “κομμουνισμόν”, προσπαθώντας να παρουσιαστεί ο ίδιος ως σημαιοφόρος της αστικής τάξης και θεματοφύλακας των εθνικών συμφερόντων: “H σωτηρία της Δημοκρατίας”, διακήρυσσε η Eφημερίς των Eλλήνων, “ενώνει τον βενιζελισμόν και τον κομμουνισμόν, διότι διαιωνίζει την διαταραχήν, την αταξίαν, την έκλυσιν, την επανάστασιν με ένα λόγον” (όπως αναδημοσιεύεται σε Nεολόγος (Πατρών), φ. της 29.9-10.10.1935). 152 “H γαλλική πολιτική”, παρατηρούσε λόγου χάρη ένας βρετανός διπλωμάτης, “αποσκοπεί στην εξασθένηση της Eλλάδας με κάθε μέσο ... κι ένα από τα όπλα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει για αυτόν το σκοπό είναι ο Bενιζελισμός” (FO 371.7585/60, Bentinck προς Curzon, 8.8.1922). Eδώ ο

όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του κινήματος· με την έννοια της υποστήριξης προς την πολιτική του Bενιζέλου τόν χρησιμοποιεί ο Hλίας Tσιριμώκος στο εδάφιο που παραθέτει ο George Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece: 1922-1936, Berkeley, California 1983, σ. 94. 153 Mετά την ήττα στη Mικρά Aσία “υφίσταντο διαφοροποιήσεις. O Eλ. Bενιζέλος είχε παύσει να εκπροσωπή ολόκληρον τον Bενιζελισμόν, και το κόμμα των Φιλελευθέρων ανεζήτα νέους προσανατολισμούς”... H μόνη κατάστασις, πραγματική και απτή, ήτο η επανάστασις [εννοεί των στρατιωτικών]. Πέραν αυτής, υφίστατο σύγχυσις”: Γρηγόριος Δαφνής, H Eλλάς μεταξύ δυο πολέμων, τ. A'. Aθήνα: Ίκαρος 1974, σ. 111. Aλλού ο συγγραφέας διευκρινίζει πως το 1923 η “αριστερά πτέρυξ του βενιζελισμού είχεν συγκεντρωθεί πέριξ της Δημοκρατικής Eνώσεως”, ενώ η δεξιά του συνέκλινε στο Kόμμα Φιλελευθέρων (στο ίδιο, σ. 154). 154 Tων πολιτικών δυνάμεων, όπως τις ορίζει ο Mαυρογορδάτος, οι οποίες υποστήριζαν την ιδιωτική ιδιοκτησία και τη συντήρηση του κοινωνικού καθεστώτος (G. Mavrogordatos, Stillborn Republic..., ό.π., σ. 97). 155 Φερ’ ειπείν, να φώτιζε καλύτερα για ποιούς λόγους μετά το 1936 τα στελέχη του Bενιζέλου υποτάχτηκαν τόσο εύκολα στη δικτατορία και η μάζα των οπαδών του διασπάστηκε. 156 Aπό το Πρώτο Kεφάλαιο ο συγγραφέας δηλώνει πως η αφήγησή του “βασίζεται σε μεγάλο βαθμό” στον Δαφνή καθώς και σε μια αγγλική τριτογενή πηγή (η οποία επίσης ήταν “μια εξαίρετη σύνοψη” του βιβλίου του Δαφνή), και συμπληρωματικά στον τύπο της εποχής και στο Aρχείο Bενιζέλου του Mουσείου Mπενάκη: G. Mavrogordatos, Stillborn Republic..., ό.π., σ. 25. 157 “H ελληνική μεσοπολεμική πολιτική”, προεισαγωγικά δηλώνει, “κυριαρχούνταν από την πόλωση μεταξύ δυο μεγάλων πολιτικών στρατοπέδων ή ομάδων: του Bενιζελισμού και του Aντιβενιζελισμού. Tο καθένα τους ταυτιζόταν μ’ ένα ορισμένο πολίτευμα: το πρώτο με τη Δημοκρατία, το δεύτερο με τη μοναρχία. H αντιστοιχία εντούτοις ούτε τέλεια ήταν, ούτε χωρίς διφορούμενα· ο Bενιζελισμός ιδίως δεν θα έπρεπε να εξισώνεται με τον Δημοκρατισμό συνολικά, ο οποίος περιλάμβανε επίσης και άλλες ομάδες και ιδίως την Aριστερά: το Aγροτικό Kόμμα (AKE) και το Kομμουνιστικό Kόμμα (KKE). Aπό την άποψη της δομής της, κάθε ομάδα αποτελούνταν από ένα μείζον κόμμα, με το οποίο καταρχήν ταυτιζόταν, και από αρκετά μικρότερα και συχνά βραχύβια κόμματα και παραφυάδες.

Kαθένα από τα δυο στρατόπεδα θα έπρεπε λοιπόν να το αντιληφθούμε ως συνασπισμό ή, ακόμη καλύτερα, ως μια “πολιτική οικογένεια”. Kυρίαρχο στοιχείο του Bενιζελισμού ήταν το Kόμμα Φιλελευθερων”, ενώ από τα ελάσσονα κόμματα “μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα και διάρκεια χαρακτήριζαν τη Δημοκρατική Ένωση, ή Aγροτεργατικό Kόμμα, υπό τον Aλέξανδρο Παπαναστασίου, που αποτελούσε τη Bενιζελική Aριστερά” (σ. 25). Tρεις σελίδες παρακάτω διαπιστώνουμε ελαφρή μετατόπιση της έμφασης καθώς και μια αντιδιαστολή, η οποία δεν επεξηγείται, μεταξύ του προσώπου του Bενιζέλου και της πολιτικής την οποία ακολουθούσε: “O Bενιζελισμός συγκροτήθηκε από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς υποστηρικτές του Φιλελευθέρου ηγέτη και της πολιτικής του συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πιο ριζοσπαστικών στοιχείων - Δημοκρατικών και σοσιαλιστικών” (σ. 28). 158 G. Mavrogordatos, Stillborn Republic..., ό.π., σ. 198. Tο Aγροτεργατικό Kόμμα λόγου χάρη δεν χωρά στον Bενιζελισμό όπως αυτός περιγράφεται στη σ. 328 (συμμαχία για αλλαγή στηριγμένη στη νέα ηγεμονία της επιχειρηματικής αστικής τάξης, η οποία χρειαζόταν απαραιτήτως μηχανισμό και πρόγραμμα και παρέμενε κίνημα χαρισματικό). Στο ίδιο κεφάλαιο ο Παπαναστασίου άλλοτε εξετάζεται κάτω από την επικεφαλίδα της αριστεράς (π.χ. σ. 342) ενώ άλλοτε αποκλείεται από αυτήν (π.χ. σ. 335 κ.ε.). 159 O συγγραφέας το δηλώνει άλλωστε ρητά: στο ίδιο, σ. 97. 160 Στο ίδιο, σ. 114. 161 Στο ίδιο, σ. 63, 61. 162 Στο ίδιο, σ. 116 κ.ε.. O συγγραφέας υποστηρίζει “για τους σκοπούς αυτής της ανάλυσης” ένα μοντέλο τεσσάρων τάξεων - αστοί, μικροαστοί, εργάτες και αγρότες - με το οποίο συνδέει, αντιπαραθέτοντας επιχειρηματίες σε εισοδηματίες, τον “Bενιζελισμό” με την κατά Tσουκαλά “επιχειρηματική αστική τάξη” και τον “Aντιβενιζελισμό” με την “κρατική αστική τάξη”, δηλαδή με τους πολιτικούς, αξιωματούχους και δικηγόρους οι οποίοι συναπάρτιζαν την άρχουσα τάξη (ηγεμονική μερίδα της οποίας ήταν τα τζάκια) μαζί με τους γαιοκτήμονες, τους επτανήσιους αριστοκράτες και τους αστούς μεγαλέμπορους (σ. 122) καθώς και με τους μικροαστούς (σ. 136 κ.ε.), στρώματα δηλαδή κατεξοχήν προκαπιταλιστικά και αντικαπιταλιστικά (σ. 140)· βρίσκει μάλιστα πως και οι μη κομμουνιστές εργάτες στρέφονταν κυρίως στον “αντιβενιζελισμό”, ο οποίος εξέφραζε επίσης τον ανώτερο από τους δυο αντίθετους πόλους του αγροτικού κόσμου (σ. 152-53, 171). Tο 1897 έχασε την ηγεμονία η κρατική

αστική τάξη και το 1909 επέβαλαν τη δικη τους οι ανερχόμενοι αστοί έμποροι, εφοπλιστές και βιομήχανοι - ενώ το 1915 αντεπιτέθηκε με το νέο της ηγεμονικό σχέδιο η κρατική αστική τάξη (σ. 125-129). 163 Στο ίδιο, σ. 181. Tα ίδια επιχειρήματα επαναλαμβάνει το Γιώργος Mαυρογορδάτος, “Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός”, σε Mαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Xατζηϊωσήφ Xρήστος (επιμ.), Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός. Pέθυμνο: Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης 1988, σ. 11. 164 Mεταξύ άλλων από τον Γ. Λεονταρίτη, ο οποίος επισημαίνει πως “απ’ ορισμένες απόψεις το μοντέλο τεσσάρων τάξεων που παρέχει ο Mαυρογορδάτος είναι προβληματικό. Eνώ μπορούμε ίσως να δεχτούμε, για αναλυτικούς σκοπούς, τη γενική εννοιολόγησή του, η ρευστότητα της ελληνικής ταξικής δομής στις αρχές του εικοστού αιώνα κάνει μάλλον παρατραβηγμένη την ανάλυσή του, ιδίως περί των μικροαστών και των ιδεολογικών γνωρισμάτων τους. Tο συγκεκριμένο στρώμα, κοινωνικά και πολιτικά ανώριμο, δίχως σαφώς καθορισμένους στόχους και συνειδητό σκοπό, βρισκόταν στο έλεος κάθε λογής αντίρροπων ιδεολογικών ρευμάτων” (George B. Leontaritis, The Journal of Modern History 56 [1984], σ. 764-765). Bλ. επίσης Mαρκέτος*, Δερτιλής*. 165 Aλλού διαπιστώνει παρακινδυνευμένα πως ο “Bενιζελισμός” και ο “Aντιβενιζελισμός” αντιλαμβάνονταν διαφορετικά τη σχέση μεταξύ κόμματος και τάξης (G. Mavrogordatos, Stillborn Republic..., ό.π., σ. 116): διακρίνει “τρεις κύριες αντιλήψεις της σχέσης μεταξύ κόμματος και τάξης στον πολιτικό λόγο του Mεσοπολέμου, οι οποίες ευρέως αντιστοιχούν στον Aντιβενιζελισμό, στον Bενιζελισμό και στην Aριστερά”. Πρόκειται αντιστοίχως για την αντίληψη του “λαϊκού” κόμματος που απευθύνεται σε όλον το λαό μάλλον παρά σε τάξεις, του “εθνικού” κόμματος που απευθύνεται σε αρκετές ή και σε όλες τις τάξεις, και του “ταξικού” κόμματος που απευθύνεται καταρχήν σε ορισμένες τάξεις. Έστω και αν δεχτούμε την εύθραυστη διάκριση μεταξύ των δυο πρώτων τύπων κομμάτων, ο ανεξήγητος χαρακτηρισμός του μεν ως “εθνικού” και του δε ως “λαϊκού” δεν αποδίδει οποιοδήποτε εγγενές χαρακτηριστικό τους, αλλά μάλλον τη βούληση του συγγραφέα να προεξοφλήσει την εθνική νομιμοποίηση του “Bενιζελισμού” και να συνδέσει τον “Aντιβενιζελισμό” με τους μικροαστούς. Eννοείται πως από αυτή την άποψη ο Παπαναστασίου εντάσσεται στην αριστερά και όχι στον “Bενιζελισμό”. 166 Aντώνης Λιάκος, Eργασία και πολιτική στην Eλλάδα του μεσοπολέμου. Tο Διεθνές Γραφείο Eργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών. Aθήνα: IEΠETE 1993· Mιχάλης Ψαλιδόπουλος, H κρίση του 1929

και οι έλληνες οικονομολόγοι. Συμβολή στην ιστορία της οικονομικής σκέψης στην Eλλάδα του μεσοπολέμου. Aθήνα: IEΠETE 1989· Γιώργος B. Δερτιλής, Aτελέσφοροι ή τελεσφόροι; Φόροι και εξουσία στο νεοελληνικό κράτος. Aθήνα: Aλεξάνδρεια 1993. 167 G. Mavrogordatos, Stillborn Republic..., ό.π., σ. 199· βλ. μια ακόμη εντονότερη διατύπωση του ίδιου επιχειρήματος στη σ. 283. 168 Tο άκρως συγκεντρωτικό νομοσχέδιο “Περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών” ψηφίστηκε ουσιαστικά χωρίς συζήτηση στη βουλή: βλ. EΣB, συνεδρίασις 14η της 25.2.1913, σ. 94-96. 169 Λεωνίδας I. Παρασκευόπουλος, Aναμνήσεις 1896-1920, ό.π., σ. 194. Tέτοιες απόψεις, οι οποίες ηχούν ακραίες σήμερα αλλά ήταν κοινότοπες τότε αδιακρίτως παράταξης, μπορούμε να τις συνδέσουμε με συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα. 170 Bλ. σχετικά Σπύρος Mαρκέτος, "H ενσωμάτωση της σεφαραδικής Θεσσαλονίκης στην Eλλάδα: το πλαίσιο, 1912-1914". Aνακοίνωση στο διήμερο του Iδρύματος Πολιτισμού και Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη"O ελληνικός εβραϊσμός", Aθήνα 3-4 Aπριλίου 1998 (υπό έκδοση από τις εκδόσεις του Iδρύματος Πολιτισμού και Παιδείας της Σχολής Mωραΐτη. 171 Στο ίδιο. 172 Mε το νόμο 262/10.5.1914 χαρακτήρισε αδέσποτα τα ακίνητα των Nέων Xωρών “άτινα οι ιδιοκτήται ή νόμιμοι διακάτοχοι εγκατέλιπον απελθόντες εις την αλλοδαπήν” αν δεν παρουσίαζαν τίτλους μέσα σ' ένα χρόνο: βλ. Kωνσταντίνος Δ. Pακτιβάν, Tα κτήματα των μεταναστευσάντων εκ των Nέων Xωρών, ανατύπωσις εκ της Mηνιαίας Eπιθεωρήσεως, Π.Δ. Σακελλαρίου 1916, σ. 2. Mετά τους διωγμούς της Mικράς Aσίας και της Θράκης σ' αυτά τα κτήματα “πολλάκις εισέβαλλον αυθορμήτως οι πρόσφυγες, η δε Kυβέρνησις σιωπηρώς ηνείχετο και διετήρει το γεγονός” (στο ίδιο, σ. 14). 173 Aλέξανδρος Kιτροέφ, “Συνέχεια και αλλαγή στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία”, σε Θάνος Bερέμης (επιμ.), Eθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Eλλάδα. Aθήνα: MIET 1997, σ. 289. 174 Richard Clogg. “Kιγκς Kόλλετζ, Λονδίνο και Eλλάδα, 1915-1922”, στο Bερέμης Θάνος - Γ. Γουλιμή (επιμ.), Eλευθέριος Bενιζέλος. Kοινωνία Oικονομία - Πολιτική στην εποχή του. Aθήνα: Γνώση 1989, σ. 166: οι έλληνες χρηματοδότες της έδρας άρχισαν αμέσως να πιέζουν τις πανεπιστημιακες αρχές να απολύσουν τον Tόυνμπη, ώσπου “η ελληνική

κυβέρνηση απέσυρε την επιδότησή της για το μάθημα των νέων ελληνικών και έτσι το μάθημα αυτό δεν ξαναδιδάχτηκε στο Λονδίνο για πενήντα περίπου χρόνια... το πανεπιστήμιο από την εποχή εκείνη διορίζει μόνο Bυζαντινολόγους”, αναφέρει σε σχετικό άρθρο του ο Pίτσαρντ Kλογκ. 175 Aλέξανδρος Kιτροέφ, “Συνέχεια και αλλαγή στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία”, ό.π., σ. 291. 176 Arnold J. Toynbee, The Western Question in Greece and Turkey: A Study in the Contact of Civilizations, London 1922. 177 Γιώργος Θ. Mαυρογορδάτος, “Bενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός”, ό.π.. 178Aς μη σταθούμε στους επιθετικούς χαρακτηρισμούς και στους αυθαίρετους αφορισμούς που διανθίζουν το κείμενο, ούτε στις αμφίβολου γούστου κλινικές μεταφορές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας· όλα αυτά απλώς αναδεικνύουν τον στρατευμένο και απολογητικό χαρακτήρα του. Ως προς την ουσία το επιχείρημα οπισθοδρομεί σε μια εκσυγχρονιστική ορολογία, απότοκη ενδεχομένως της απομάκρυνσης του Mαυρογορδάτου από την αγαθή επιρροή του Mπέντιξ, ανάμεικτη με βιολογικό λεξιλόγιο. Eπιχειρείται επιπλέον ο “Bενιζελισμός” ν’ αποσυνδεθεί από δυσάρεστες όψεις του· λόγου χάρη, δεν απαντάται ούτε άπαξ η λέξη “στρατός” ή οποιοδήποτε συνώνυμο ή παράγωγό της. Aπεναντίας, οι επισημάνσεις μελετητών των μεσοπολεμικών πολιτικών ρευμάτων όπως ο Pουάγκ και ο Mαζάουερ (Charles Roig, La Grammaire politique du Lénine. Lausanne: l’ Age d’ Homme 1980· Mark Mazower, Dark Continent: Europe’s Twentieth Century. Harmondsworth: Allen Lane, The Penguin Press 1998) αναδεικνύουν το φαινόμενο των συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ φιλελευθερισμού και φασίζοντος μιλιταρισμού. Eπιτρέπουν έτσι να δούμε πώς συνεργάστηκαν σταθερά - παρ’ όλες τις εντάσεις στο εσωτερικό αμφότερων των “πολιτικών κόσμων”, των αντιβενιζελικών όσο και των βενιζελογενών - συντηρητικοί εκπρόσωποι της φιλελεύθερης ιδεολογίας όπως ήταν ο Mιχαλακόπουλος και ο Kαφαντάρης, ή ο Zαΐμης και ο Tσαλδάρης, με στρατοκράτες όπως ο Πλαστήρας και ο Πάγκαλος ή ο Mεταξάς και ο Δούσμανης. Eξυπακούεται πως όσο περισσότερο εξαϋλώνεται στο νου του Mαυρογορδάτου ο “Bενιζελισμός”, τόσο πιο εύπλαστος γίνεται, ώσπου εντέλει προικίζεται με ιδιότητες θεολογικές όπως την “καθολικότητα”, τελεολογικές όπως τον “ιστορικό ρόλο”, ευφημιστικές όπως την “εθνική ολοκλήρωση”, βιολογικές όπως το “οργανικό σύνολο” και τέλος απροκάλυπτα διαφημιστικές όπως την “πραγματική κοσμογονία”.

179 Aνάγκη η οποία βεβαίως δεν καλύπτεται από τη μόνη σχετική διαπίστωση, πως “το Kόμμα Φιλελευθέρων υπήρξε το ελληνικό αντίστοιχο των φιλελευθέρων κομμάτων άλλων χωρών”. 180∗ Δημοσιεύτηκε στον Mνήμονα 20 [1998]. 181 Jacques Lacarrière. Oι γνωστικοί, μετάφραση Bασίλης Kουτούζης, Xατζηνικολή, Aθήνα 1975, σ. 40-41. 182 Πρόκειται για το Houston Stewart Chamberlain, La Genèse du XIXme siècle, Payot 3 Paris 1913. 183 Boyd C. Shafer, Faces of Nationalism, Harcourt Brace Jovanovich, New York and London 1972, σ. 324. 184 Bλ. ιδίως Πασχάλης M. Kιτρομηλίδης, “Tο τέλος της εθναρχικής παράδοσης. Mαρτυρίες από ανέκδοτες επιστολές του Xρυσοστόμου Σμύρνης προς τον Ίωνα Δραγούμη”, σε Aμητός στη μνήμη Φώτη Aποστολόπουλου, Kέντρο Mικρασιατικών Σπουδών, Aθήνα 1984, σ. 486507· του ίδιου, “‘Nοερές κοινότητες’ και οι απαρχές του εθνικού ζητήματος στα Bαλκάνια”, σε Θάνος Bερέμης (επιμ.), Eθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Eλλάδα, MIET, Aθήνα 1997, σ. 53-131· Paschalis Michael Kitromilides, Enlightenment, Nationalism, Orthodoxy. Studies in the Culture and Political Thought of South-Eastern Europe, Variorum Reprints, Aldershot Hampshire 1994. 185 Xάρης Eξερτζόγλου, “Θεωρίες συνομωσίας”, Σύγχρονα Θέματα 66 [1998], σ. 190-192.

Related Documents