Kef5

  • June 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Kef5 as PDF for free.

More details

  • Words: 10,016
  • Pages: 23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ & ΕΥΡΩΠΗ 20ός ΑΙΩΝΑΣ Σκοπός Ο στόχος των κεφαλαίου είναι να κατανοήσετε τη σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Παγκοσµιοποίησης. Θα δούµε πώς η ΕΕ προσέγγισε το φαινόµενο της Παγκοσµιοποίησης, ποιες πολιτικές της, και για ποιο λόγο, αναγκάστηκε να αλλάξει καθώς και ποιες κατευθύνσεις ακολούθησε στο διεθνές πεδίο. Θα αναδειχθούν οι νέοι παράγοντες που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή πολιτική αλλά και οι νέες δυνατότητες που αναδεικνύονται. Συνολικά το συγκεκριµένο κεφάλαιο εξετάζει πώς ένα φαινοµενικά «εξωτερικό» φαινόµενο, όπως αυτό της παγκοσµιοποίησης, µεταβάλλεται σε «εσωτερικό» µε την έννοια της συνεχούς, και αναγκαστικής, του παρουσίας σε όλες τις αποφάσεις της ΕΕ. Προσδοκώµενα Αποτελέσµατα Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη µελέτη αυτού του κεφαλαίου θα είστε σε θέση να: • γνωρίζετε γιατί το ζήτηµα της ανταγωνιστικότητας ήταν το βασικό πρόβληµα που χαρακτήρισε την ευρωπαϊκή οικονοµία στη νέα φάση της παγκοσµιοποίησης· • αντιλαµβάνεστε τη σηµασία των πολιτικών που εκπονήθηκαν για την αντιµετώπιση του προβλήµατος της ανταγωνιστικότητας· • περιγράφετε και να αιτιολογείτε τη στάση που είχε η ΕΕ απέναντι στον Παγκόσµιο Οργανισµό Εµπορίου· • σκιαγραφείτε τις βασικές κατευθύνσεις που υιοθέτησε η ΕΕ έτσι ώστε να συσφίξει τις σχέσεις της µε τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη. Έννοιες-Κλειδιά Ανταγωνιστικότητα Εξαγωγές Εµπορευµάτων Άµεσες ξένες επενδύσεις Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου ∆ιεύρυνση Παγκοσµιοποίηση Βιοµηχανική στρατηγική Ευρώ Παραγωγικότητα Νέες τεχνολογίες Ευρωπαϊκή οικονοµία Πληθωρισµός ∆ηµόσια ελλείµµατα Κοινωνικό κράτος Οικονοµία της αγοράς Πρώην σοσιαλιστικά κράτη Ανεργία Συναλλαγµατικές ισοτιµίες Πολυεθνικές επιχειρήσεις Ιδιωτικοποιήσεις Πρόγραµµα PHARE Ευρωπαϊκές Συµφωνίες

• • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •

1

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Κατά τη διάρκεια του τέλους της δεκαετίας του ’80 και των αρχών της δεκαετία του ’90 η ΕΕ βρέθηκε αντιµέτωπη µε πολλά προβλήµατα αλλά και ισάριθµες προκλήσεις. Το πιο σηµαντικό από αυτά, γύρω από την οποία αρθρώθηκαν και οι υπόλοιπες, ήταν η µετάβαση στη φάση της παγκοσµιοποίησης. Είναι προφανές πως στο πλαίσιο της συγκεκριµένης ανάπτυξης δεν µπορούµε να ασχοληθούµε διεξοδικά µε τον ορισµό του φαινοµένου αυτού. Ο αναγνώστης µπορεί να χρησιµοποιήσει καταρχήν τον ορισµό που δίνει η ΕΕ και περιλαµβάνεται στο πλαίσιο 1 (βλ. παρακ.). Εν πάλι επιθυµεί να εµβαθύνει περισσότερο µπορεί να προσφύγει στο ειδικό κεφάλαιο (σύνδεσµος για δεύτερο κεφάλαιο επο42) που υπάρχει στο Ε∆Υ για την παγκοσµιοποίηση. Η παγκοσµιοποίηση, λοιπόν, αφενός θα πολλαπλασιάσει τους οικονοµικούς ανταγωνιστές της ΕΕ στο διεθνές πεδίο και αφετέρου θα εντείνει το συναγωνισµό µε τους ήδη υπάρχοντες. Έτσι µια νέα οµάδα χωρών θα εισέλθει µε δυναµισµό στο διεθνή στίβο: πρόκειται για τις λεγόµενες ασιατικές τίγρεις (Ν. Κορέα, Μαλαισία, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Χονγκ- Κονγκ, Ταϊλάνδη) στις οποίες στη συνέχεια θα προστεθούν οι Ινδία αλλά και η Κίνα. Από την άλλη τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ιαπωνία θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για να αποκοµίσουν ακόµα µεγαλύτερα µερίδια συµµετοχής στην παγκόσµια οικονοµία. Μέσα σε αυτή την κατάσταση η ΕΕ θα επιχειρήσει να ενδυναµώσει τα στοιχεία στα οποία εµφάνιζε υστερήσεις. Έτσι θα αναχθεί το ζήτηµα της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας ως µείζονα προβλήµατα της ευρωπαϊκής οικονοµίας και θα γίνει προσπάθεια να αντιµετωπιστούν µέσα από µια σειρά στρατηγικών επιλογών: µείωση των επιτοκίων, περιορισµός του εργατικού κόστους, συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, µείωση του πληθωρισµού. Ταυτόχρονα δόθηκε προτεραιότητα στην εξειδίκευση της ευρωπαϊκής παραγωγής σε τοµείς υψηλής τεχνολογίας. Από εκεί και πέρα πολύ σηµαντικό ρόλο θα παίξει και η δηµιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος, γεγονός που θα καταργήσει την προσφυγή στη µέθοδο των συνεχών υποτιµήσεων για αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Κατά αυτό τον τρόπο η µόνη διέξοδος για τους ευρωπαίους επιχειρηµατίες θα είναι η άνοδος της παραγωγικότητας των προϊόντων τους σε συνδυασµό µε την πτώση των τιµών και τη βελτίωση της ποιότητας. Κάνοντας αυτές τις επιλογές η ΕΕ επιλέγει το δύσκολο δρόµο της δυναµικής και ανταγωνιστικής ανάπτυξης για τα επόµενα χρόνια. Με αυτή την έννοια δεν έχει κάτι να φοβηθεί και γι’ αυτό πρωτοστατεί στη δηµιουργία του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου, ο οποίος ως βασικό του στόχο έχει την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών από τις «στρεβλώσεις» των επιδοτήσεων, των δασµών, των προτιµησιακών καθεστώτων κλπ. Η ΕΕ µάλιστα, θα συντελέσει αποφασιστικά στην έναρξη του υπό εξέλιξη γύρου διαπραγµατεύσεων, του γύρου της Ντόχα. Παράλληλα, η πτώση των ανατολικών καθεστώτων θα δηµιουργήσει ένα κίνδυνο αλλά και µια ευκαιρία για την Ένωση. Κίνδυνο γιατί µια πιθανή οικονοµική κατάρρευση ήταν ενδεχόµενο να οδηγούσε όλη την Ευρώπη σε µια παρατεταµένη κρίση- χώρια τα αλλεπάλληλα κύµατα µεταναστών που θα έπρεπε να φιλοξενήσει. Ευκαιρία γιατί δινόταν µια δυνατότητα αφενός για επέκταση των ευρωπαϊκών δραστηριοτήτων και στο χώρο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και αφετέρου γιατί µια µελλοντική ένταξη των χωρών αυτών θα δυνάµωνε αποφασιστικά τη θέση και το ρόλο της ΕΕ στη νέα εποχή. Τελικά, και µέσα από µια υπερδεκαετή προσπάθεια προσαρµογής, την 1η Μαίου 2004, 8 πρώην σοσιαλιστικές χώρες, µαζί µε

2

την Κύπρο και τη Μάλτα, θα ενταχθούν ως πλήρη µέλη στην ΕΕ δηµιουργώντας την Ευρώπη των 25.

Ενότητα 5.1 Το πρόβληµα του ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιo µιας παγκοσµιοποιηµένης οικονοµίας Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Στην πρώτη ενότητα θα επιχειρήσουµε να προσεγγίσουµε ένα συγκεκριµένο πρόβληµα που είχε να αντιµετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών: αυτό της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονοµίας. Θα ορίσουµε το περιεχόµενο της έννοιας αυτής και θα αναδείξουµε τους τοµείς όπου αυτή η υστέρηση είναι πιο έντονη. Πιο συγκεκριµένα θα ασχοληθούµε µε τα ζητήµατα της παραγωγικότητας, της αύξησης του ΑΕΠ, της παραγωγής προστιθέµενης αξίας, της συµµετοχής της ΕΕ στις παγκόσµιες εξαγωγές αλλά και στις παγκόσµιες άµεσες ξένες επενδύσεις. Θα διαπιστώσουµε πως στο εµπόριο υπήρχαν δύο ειδών προβλήµατα. Από τη µια παρατηρήθηκε µια αδυναµία της ΕΕ να δηµιουργήσει ανταγωνιστικά προϊόντα στο χώρο των νέων τεχνολογιών και από την άλλη µια εµµονή από την πλευρά των ευρωπαίων επιχειρηµατιών το µεγαλύτερο µέρος των εξαγωγών να πραγµατοποιείται εντός των γεωγραφικών ορίων της ΕΕ. Παράλληλα και στο πεδίο της υποδοχής επενδύσεων θα διαπιστώσουµε µια αδυναµία της ΕΕ να µπορέσει να λειτουργήσει ως πόλος έλξης ξένων κεφαλαίων µε αποτέλεσµα να υπάρχει µια ανακύκλωση, σε αρκετά µεγάλο βαθµό, των επενδύσεων από και προς τις χώρες της ΕΕ. 5.1.1 Το ζήτηµα της Εµπορικής ανταγωνιστικότητας Όπως αναφέρεται και στο βασικό εγχειρίδιο του ΕΑΠ (Λάβδας 2002: 101102) η δεκαετία του '70 θα βρει την ΕΟΚ να έχει να αντιµετωπίσει µια σειρά από σηµαντικές εξελίξεις που σχετίζονταν µε τη θέση της στο διεθνή οικονοµικό ανταγωνισµό. Η ενδυνάµωση της ιαπωνικής οικονοµίας, η σταδιακή ανάπτυξη των λεγόµενων ασιατικών τίγρεων (Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Χονγκ- Κονγκ, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Ν. Κορέα), αλλά και οι συνέπειες της οικονοµικής κρίσης του 1973 και του 1979 θα δηµιουργήσουν ερωτήµατα σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα των στρατηγικών που µέχρι τότε εκπονούσε η ΕΟΚ σε ζητήµατα ανταγωνιστικότητας (1), ανάπτυξης, κερδοφορίας κλπ. Η κατάσταση αυτή θα ενταθεί στη δεκαετία του '80 όπου πέρα από τα προαναφερόµενα προβλήµατα θα έρθει να προστεθεί και το ζήτηµα της παγκοσµιοποίησης. Με άλλα λόγια η δηµιουργία ενός άλλου πλαισίου όπου κυριαρχούσε η ελευθερία των οικονοµικών συναλλαγών, η ταχύτατη µεταβίβαση πληροφοριών λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας αλλά και τα νέα δεδοµένα που έθετε η κρίση, και στη συνέχεια η κατάρρευση, των ανατολικών καθεστώτων, προέβαλαν νέα ερωτήµατα για το ρόλο και τη θέση της ΕΟΚ στον ραγδαία µετασχηµατιζόµενο κόσµο. Στο κεφάλαιο αυτό θα µας απασχολήσει η θέση και ο ρόλος που χαρακτηρίζει την ΕΟΚ/ΕΕ. Πιο συγκεκριµένα αυτό που µε το οποίο είχε και έχει να αναµετρηθεί η ευρωπαϊκή οικονοµία σχετίζεται µε αυτό καθ' αυτό το περιεχόµενο της οικονοµικής παγκοσµιοποίησης. Το άνοιγµα των αγορών και η άρση των πάσης φύσεως περιορισµών στις ροές εµπορευµάτων και κεφαλαίων δηµιουργεί ένα πολύ µεγαλύτερο χώρο οικονοµικού ανταγωνισµού όπου για να σταθεί µε επιτυχία η ευρωπαϊκή οικονοµία θα πρέπει να υπερβεί µια σειρά από σηµαντικές υστερήσεις µε προεξάρχουσα την χαµηλότερη παραγωγικότητα σε σχέση µε τη αµερικανική και την

3

ιαπωνική οικονοµία. Ενδεικτικά αναφέρουµε πως την περίοδο 1974-85 η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος ήταν της τάξης του 2,0% για την ΕΕ15, 2,8% για τις ΗΠΑ και 3,3% για την Ιαπωνία (European Economy 2002). Ταυτόχρονα, ενώ την περίοδο 1973- 79 ο µο αύξησης της πραγµατικής προστιθέµενης αξίας στη βιοµηχανία αυξανόταν µε ρυθµούς 1,6% στις χώρες της ΕΟΚ 1,4% στις ΗΠΑ και 3,1% στην Ιαπωνία, την περίοδο 1979- 87 στις ΗΠΑ θα παρατηρηθεί µία αύξηση του 1,8%, η Ιαπωνία θα εκτοξευτεί στο 4,8% ενώ στη ΕΟΚ θα σηµειωθεί υποχώρηση στο 0,7% (OCDE 1989). Κατά αυτό τον τρόπο θα µειωθεί η συµµετοχή της ΕΕ στην παγκόσµια παραγωγή προστιθέµενης αξίας από 35,7% το 1980 σε 32,4% το 1990 ενώ η Ιαπωνία θα περάσει από το 14,2% στο 17,6% και η Β. Αµερική θα γνωρίσει ανεπαίσθητη πτώση από 23,9% σε 23,7% (United Nations 1998). Σε ό,τι αφορά το ζήτηµα της υστέρησης στη συνολική παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονοµίας, αυτό που συµβαίνει είναι πως η υστέρηση αυτή ποτέ δεν γίνεται κατορθωτό να αντιστραφεί µολονότι ανά περιόδους µειώνεται η διαφορά πότε µε τις ΗΠΑ και πότε µε την Ιαπωνία. Πιο συγκεκριµένα ας προσέξουµε τα στοιχεία του πίνακα 1 Πίνακας 1 Εξέλιξη παραγωγικότητας της Οικονοµίας (%) Περιοχή 1961-73 1974-85 1986-90 1991-95 1996- 02 ΕΕ15 3,0 1,0 1,5 1,1 0,7 ΗΠΑ 1,9 0,6 0,9 0,9 1,3 Ιαπωνία 6,1 1,0 2,6 -0,3 0,4 Πηγή: European Economy 2002 Ο Πίνακας 1 φανερώνει πως σε όλη τη χρονική περίοδο από το 1961 µέχρι και το 1990 οι διαφορές παραγωγικότητας µεταξύ ΕΕ και Ιαπωνία συνολικά αυξάνονταν. Αντίθετα στην περίοδο από το 1991 µέχρι και το 2002 παρατηρείται µια αντίστροφη τάση όπου οι ευρωπαϊκοί ρυθµοί παραγωγικότητας είναι υπέρτεροι των αντίστοιχων ιαπωνικών, η οποία όµως δεν είναι επαρκής για να καλύψει τις προγενέστερες διαφορές. Με τις ΗΠΑ τα πράγµατα εξελίσσονται ακριβώς από την ανάποδη. Σε όλο το διάστηµα από το 1961 µέχρι το 1995 η ΕΕ καλύπτει τµήµα της διαφοράς αλλά τα τελευταία χρόνια η διαφορά ξαναµεγαλώνει. Σε κάθε περίπτωση αυτό που ισχύει είναι πως η ΕΕ δεν έχει καταφέρει να ισορροπήσει τις διαφορές, συνεχίζοντας, κατά συνέπεια, να αντιµετωπίζει ένα υπαρκτό πρόβληµα ανταγωνιστικότητας. Μια όψη αυτού του προβλήµατος φαίνεται από τα στοιχεία του πίνακα 2 καθώς και από τους αντίστοιχους χάρτες για τις παγκόσµιες εισαγωγές και τις παγκόσµιες εξαγωγές Πίνακας 2 Συµµετοχή της ΕΕ στις παγκόσµιες εξαγωγές (million dollars) 1980 1990 1995 2000 2002 Κόσµος 2031219 3500278 5160678 6426893 6414058 (1) EE-15 764939 1509386 2089076 2315995 2449025 (2)

4

37,6 % µερίδιο στις παγκόσµιες εξαγωγές (2)/(1) Πηγή: UNCTAD 2004

43,1

40,5

36,0

38,1

Παρατηρούµε πως ενώ µεταξύ 1980 και 1990 διαπιστώνεται µια αξιόλογη αύξηση του µεριδίου των ευρωπαϊκών προς τις παγκόσµιες εξαγωγές στη συνέχεια υπάρχει µια σηµαντική πτώση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1990- 2000 όπου κορυφώνονται οι παγκοσµιοποιητικές διαδικασίες και µόνο τα 2 τελευταία χρόνια εµφανίζεται µια ανάκαµψη η οποία φέρνει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές ελάχιστα πιο πάνω από τα επίπεδα του 1980. Η στασιµότητα αυτή αποκαλύπτει το πρόβληµα ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονοµίας η οποία δεν φαίνεται ικανή να µπορέσει να κατακτήσει µεγαλύτερο µερίδιο στο διεθνές εµπόριο.. Βέβαια, ένας πιο σκεπτικιστής παρατηρητής θα υποστηρίξει πως η στασιµότητα αυτή δεν είναι αναγκαστικά κάτι αρνητικό δεδοµένου πως δείχνει µια σηµαντική σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονοµίας παρά την είσοδο στο διεθνές εµπορικό πεδίο των χωρών της ΝΑ Ασίας καθώς και της Κίνας. Το πρόβληµα, ωστόσο, είναι πιο βαθύ, πιο δοµικό, και συνδέεται και µε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Το πρώτο από αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά έχει να κάνει µε τον προορισµό των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Πίνακας 3 Ποσοστό των συνολικών εξαγωγών που πραγµατοποιούνται εντός της ΕΕ και προέρχονται από χώρες της ΕΕ 1980 1990 1995 2000 2001 2002 60,8 65,9 62,4 62,1 61,3 61,0 Πηγή: United Nations 2003 Τα στοιχεία του πίνακα 3 δείχνουν πως συνολικά στην περίοδο 1980- 2002 λίγο περισσότερο, µε ορισµένες αυξοµειώσεις από το 60% των ευρωπαϊκών εξαγωγών κατευθυνόταν προς τις ίδιες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός, λοιπόν, πως ένα τόσο µεγάλος όγκος εµπορευµάτων και υπηρεσιών δεν βγαίνει από τα σύνορα της ΕΕ αλλά παραµένει στο εσωτερικό της δείχνει πως στην πραγµατικότητα τα ευρωπαϊκά προϊόντα δεν βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισµού µε τον υπόλοιπο κόσµο αλλά διακινούνται στα δεδοµένα πλαίσια των χωρών της ΕΕ., πράγµα που σε πολύ µικρότερο βαθµό (µε την εξαίρεση του Καναδά συµβαίνει) στις εκτός ΕΕ χώρες.

Χώρες ΗΠΑ Γερµανία Ιαπωνία Γαλλία

Πίνακας 4 Γεωγραφική εγγύτητα Μέγιστη Εξαγωγική Αγορά (1996) Μέγιστη Εξαγωγική Αγορά* Καναδάς (21,3) ΕΕ (56,4) ΗΠΑ (27,5) ΕΕ (62,4

5

Βρετανία Ιταλία Ολλανδία Καναδάς Βέλγιο/ Λουξεµβούργο Κίνα Ν. Κορέα Σιγκαπούρη Ταϊβάν Ισπανία * ως % των συνολικών εξαγωγών Πηγή: Economist και Πελαγίδης 2001: 42

ΕΕ (52,7) ΕΕ (55,4) ΕΕ (78,1) ΗΠΑ (82,3) ΕΕ (70,4) Χονγκ- Κονγκ (21,8) ΗΠΑ (16,7) (18,4) Χονγκ Κονγκ (39,6) ΕΕ (79,0)

Αυτό που παρατηρούµε είναι πως για όλες τις αναφερόµενες χώρες της ΕΕ οι περισσότερες εξαγωγές γίνονται επίσης προς χώρες της ΕΕ. Αντίθετα στις υπόλοιπες χώρες, οι οποίες αποτελούν και τους βασικούς ανταγωνιστές της ΕΕ στο πεδίο του διεθνούς εµπορίου, οι µέγιστες εξαγωγικές αγορές εµφανίζουν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις δύο άλλους πιο ισχυρούς οικονοµικούς πόλους, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. ∆ιαπιστώνουµε πως µπορεί οι ΗΠΑ να εξάγουν περισσότερο στον Καναδά (21,3% του συνόλου), ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι µικρό και από εκεί και πέρα ανοίγονται στις υπόλοιπες χώρες του κόσµου. Το ίδιο µπορεί να υποστηριχθεί και για την Ιαπωνία που ως πρώτη εξαγωγική αγορά έχει τις ΗΠΑ, µια αγορά που από τη µία είναι µια δύσκολη αγορά δεδοµένης και της ύπαρξης των αµερικάνικων προϊόντων και από την άλλη είναι µια µακρινή γεωγραφικά αγορά, γεγονός που επιβαρύνει την τιµή των προϊόντων και µε σηµαντικά κόστη µεταφοράς. Συµπέρασµα: η ευρωπαϊκή οικονοµία φαίνεται να είναι περιορισµένη στις εξαγωγικές της επιλογές, πιο επικεντρωµένη στο εσωτερικό του δικού της οικονοµικού χώρου, µοιάζει σα να υπάρχει µια εµµονή στις ενδοευρωπαϊκές συνδιαλλαγές και ένας δισταγµός στο άνοιγµα στον εξωτερικό ανταγωνισµό. 5.1.2 Το ζήτηµα των εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων Ένας άλλος δείκτης που αναδεικνύει τη δυναµική µιας οικονοµίας είναι η δυνατότητά της να δέχεται άµεσες επενδύσεις από το εξωτερικό. Με άλλα λόγια η ικανότητά της να δηµιουργεί ένα θελκτικό περιβάλλον το οποίο να πείθει τον ξένο επενδυτή πως µπορεί να πραγµατοποιήσει ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας και εκτός της δικής του χώρας. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν θετικά στη λήψη µιας τέτοιας απόφασης: ικανοποιητικό δίκτυο υποδοµών (παροχή τεχνολογικών υπηρεσιών αλλά και ύπαρξη δρόµων, λιµανιών αεροδροµίων κλπ), ασφαλές πολιτικό σύστηµα, ευέλικτο και όχι γραφειοκρατικοποιηµένο νοµικό πλαίσιο υποδοχής ξένων κεφαλαίων, εξειδικευµένο εργατικό δυναµικό κλπ. Με αυτή την έννοια η κάθε χώρα, ή κάθε οικονοµική ολοκλήρωση, όπως η ΕΕ, επιδιώκει την είσοδο ξένων κεφαλαίων δεδοµένου πως τα τελευταία συντελούν στην αύξηση του εθνικού πλούτου αλλά και στον περιορισµό ή και εξάλειψη του φαινοµένου της ανεργίας. Κατά συνέπεια η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελεί στοιχείο ανταγωνισµού µεταξύ των οικονοµιών σε διεθνές επίπεδο και ένδειξη του βαθµού ανάπτυξής τους. Ας δούµε τώρα την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πίνακας 5 Συµµετοχή της ΕΕ στον παγκόσµιο συσσωρευµένο όγκο εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων (2) (million dollars) 6

1980 1990 1995 2000 2002 669415 1954203 3001996 6146656 7122350

Κόσµος (1) EE-15 217476 (2) % µερίδιο στον 32,5 παγκόσµιο συσσωρευµένο όγκο εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων (2)/(1) Πηγή: UNCTAD 2004

748669

1136387

2240506

2623903

38,3

37,9

36,5

36,8

Επιπρόσθετα βλέπε: Α) Χάρτης παγκόσµιου όγκου συσσωρευµένων εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων Β) Χάρτης παγκόσµιου όγκου συσσωρευµένων εκροών άµεσων ξένων επενδύσεων Στην πραγµατικότητα τα συµπεράσµατα που προκύπτουν είναι περίπου ανάλογα µε αυτά του πίνακα 2 που αφορούσε το µερίδιο των χωρών της ΕΕ στις παγκόσµιες εξαγωγές. Μεταξύ των ετών 1980 και 1990 παρατηρείται µια αύξηση του όγκου εισροών άµεσων επενδύσεων η οποία ανακόπτεται από τότε σηµειώνοντας µια µικρή, αλλά υπαρκτή, υποχώρηση. Αυτό που φαίνεται να συµβαίνει είναι πως η εδραίωση των χωρών της ΝΑ Ασίας ως σηµαντικούς πόλους υποδοχής επενδύσεων είχε ως αποτέλεσµα την αντίστοιχη αποεπένδυση στο χώρο της ΕΕ. Εκτιµούµε, δε, πως η πραγµατική κατάσταση είναι ακόµα πιο δυσχερής, αν λάβουµε υπόψη µας το γεγονός πως και στον τοµέα των ευρωπαϊκών άµεσων ξένων επενδύσεων το σηµαντικότερο τµήµα τους κατευθύνεται προς τις ίδιες τις χώρες της ΕΕ. Πίνακας 6 Ποσοστό των ροών άµεσων ξένων επενδύσεων στην ΕΕ που προέρχονται από χώρες της ΕΕ Έτος Ροές (µέσος όρος εισροών και εκροών (3) (%) 1985 40 1986 47 1987 38 1988 49 1989 52 1990 56 1991 59 1992 64 1993 57 1994 55 1995 52 1996 53 1997 51 1998 49 1999 61

7

Πηγές: α) Για τα έτη 1985- 1994: U. N. World Investment Report 1997 και Μελάς 1999: 158. β) Γα τα έτη 1995- 1999 U. N. World Investment Report 2001 Τα συγκεκριµένα στοιχεία δείχνουν πως σε αρκετά µεγάλο βαθµό, σε σηµείο που να προσεγγίζει τα αντίστοιχα δεδοµένα των ενδοΕΕ εξαγωγών, οι ευρωπαίοι επιχειρηµατίες επιλέγουν να επενδύουν πρώτα και κύρια στο εσωτερικό άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αν µάλιστα προσέξουµε λίγο περισσότερο τα στοιχεία θα διαπιστώσουµε πως ενώ στην περίοδο '85- '88 οι ενδοευρωπαϊκές επενδύσεις κυµαίνονται κάτω του 50%, από το 1989 και ύστερα µόνο το 1998 πέφτουν κάτω από το 50%. Εν κατακλείδι δύο σηµαντικά συµπεράσµατα µπορούµε να βγάλουµε από τους πίνακες 5 και 6. Το πρώτο έχει να κάνει µε το γεγονός πως σε µια περίοδο έντασης των παγκοσµιοποιητικών διαδικασιών η ΕΕ χάνει µερίδια επενδύσεων, εµφανίζοντας ένα υπαρκτό πρόβληµα ανταγωνιστικότητας. Το δεύτερο σχετίζεται µε το ότι σε αυτή ακριβώς την περίοδο και δεδοµένης της συνολικής υποχώρησης των συνολικών εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων, αυξάνεται και ο βαθµός ενδογενών εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων- πράγµα που σηµαίνει πως µειώνεται από δύο πλευρές ο όγκος των εξωγενών εισροών άµεσων ξένων επενδύσεων (και λόγω της συνολικής µείωσης και λόγω της αύξησης της συµµετοχής των αντίστοιχων ενδογενών). Κοινή συνισταµένη και των δύο συµπερασµάτων αποτελεί το γεγονός της έντασης του διεθνούς ανταγωνισµού και της ανάδειξης σε ισχυρό ανταγωνιστή των χωρών της ΝΑ Ασίας. Το γεγονός πως η ΕΕ15 διακρίνεται στη διάρκεια της δεκαετίας του '90 από πρόβληµα ανταγωνιστικότητας θα έρθει να επιβεβαιωθεί και από το διεθνούς κύρους World Economic Forum, το οποίο χρησιµοποιώντας διάφορα κριτήρια θα κατασκευάσει τον ακόλουθο κατάταξη της παγκόσµιας ανταγωνιστικότητας

Θέση 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12) 13) 14) 15) 16) 17) 18)

Πίνακας 7 Η παγκόσµια ανταγωνιστικότητα 1994 και 1995 1994 1995 Χώρα Θέση Χώρα ΗΠΑ 1) ΗΠΑ Σιγκαπούρη 2) Σιγκαπούρη Ιαπωνία 3) Χονγκ Κονγκ Χονγκ Κονγκ 4) Ιαπωνία Γερµανία 5) Ελβετία Ελβετία 6) Γερµανία ∆ανία 7) Ολλανδία Ολλανδία 8) Νέας Ζηλανδία Νέα Ζηλανδία 9) ∆ανία Σουηδία 10) Νορβηγία Αυστρία 11) Ταϊβάν Νορβηγία 12) Καναδάς Γαλλία 13) Αυστρία Ην. Βασίλειο 14) Αυστραλία Καναδάς 15) Σουηδία Αυστραλία 16) Φινλανδία Μαλαισία 17) Γαλλία Ταϊβάν 18) Ην. Βασίλειο

8

19) Ιρλανδία 19) Βέλγιο/ Λουξεµβ 20) Φινλανδία 20) Χιλή Πηγή: World Economic Forum (Γενεύη) και IMD (Λωζάνη), 1994 και 1995 και Ρουµελιώτης 1996: 127 Ο συγκεκριµένος πίνακας συνοψίζει όσα έχουµε υποστηρίξει µέχρι εδώ. Στα µέσα της δεκαετία του '90 µόλις 9 από τις 20 πιο ανταγωνιστικές οικονοµικά χώρες περιλαµβάνονται στην κατάταξη του World Economic Forum. Το πρόβληµα, ίσως να µην ήταν τόσο σοβαρό αν δεν συνέτρεχαν και δύο άλλες παράµετροι. Η πρώτη είναι πως η πιο ανταγωνιστική ευρωπαϊκή χώρα, η Γερµανία, διαγκωνίζεται µεταξύ 5ης και 6ης θέσης κάτω από κράτη όπως η Σιγκαπούρη και το Χονγκ- Κονγκ, ενώ µέσα στην εικοσάδα είναι και χώρες πως η Ταϊβάν και η Μαλαισία που µέχρι πριν από 10- 15 χρόνια ήταν οικονοµικά ανύπαρκτες δυνάµεις. Η δεύτερη αφορά την κοινωνική δυναµική του πράγµατος. Μπορεί οι χώρες της ΕΕ να έχουν ανέλθει κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ίσως και από πιο παλιά, σε σηµαντικά επίπεδα πλούτου και παραγωγικότητας, ωστόσο η ταχύτατη ανάπτυξη των χωρών της ΝΑ Ασίας µοιάζει ικανή να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Για αυτό το λόγο θα παρθούν µια σειρά από σηµαντικές αποφάσεις το κύριο πλαίσιο των οποίων το παρουσιάζουµε στην επόµενη ενότητα.

Σύνοψη Η συγκεκριµένη ενότητα είχε ως στόχο να σας εισαγάγει στο µεγαλύτερο πρόβληµα οικονοµικής φύσης που αντιµετώπισε η ΕΕ κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων: την αδυναµία της να επεκτείνει τις οικονοµικές της δραστηριότητες σε µεγαλύτερο βαθµό από ότι στο παρελθόν, τη δυσκολία της να αντιµετωπίσει την είσοδο των χωρών της ΝΑ Ασίας στο διεθνή ανταγωνισµό, την δυσχέρειά της να προσανατολιστεί στην παραγωγή των νέων τεχνολογιών. Η υστέρηση αυτή, χωρίς σε καµία περίπτωση να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσµατα, είχε ως συνέπεια µια πολύ µετριασµένη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της ευρωπαϊκής οικονοµίας και την εµφάνιση του φαινοµένου της µαζικής ανεργίας. Η εξέλιξη αυτή έπρεπε να αντιµετωπιστεί άµεσα γιατί αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος της δηµιουργίας ενός φαύλου κύκλου όπου οι χαµηλοί ρυθµοί ανάπτυξης θα τροφοδοτούσαν την ανεργία και αντιστρόφως. Για το λόγο αυτό, και αφού µελετήθηκαν όλα τα δεδοµένα, η ΕΕ θα προχωρήσει στην υιοθέτηση ορισµένων πολιτικών κατευθύνσεων µε στόχο την κάλυψη των αδυναµιών και την αναβάθµιση της ανταγωνιστικής της ΕΕ στο διεθνές πεδίο. Με το ζήτηµα αυτό ασχολούµαστε στην επόµενη ενότητα.

Ενότητα 5.2 Οι υιοθετούµενες στρατηγικές Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Στη συγκεκριµένη ενότητα θα αναδειχθούν οι κινητήριοι άξονες πάνω στους οποίους βασίζεται η ευρωπαϊκή οικονοµία τα τελευταία χρόνια αποσκοπώντας στο ξεπέρασµα των αδυναµιών που περιγράφηκαν στην προηγούµενη ενότητα. Ιδιαίτερη σηµασία θα δοθεί σε ζητήµατα µακροοικονοµικής, δηµοσιονοµικής και βιοµηχανικής πολιτικής. Παράλληλα θα δούµε πώς και γιατί ένας από τους λόγους που θα δηµιουργηθεί το ευρώ σχετίζεται µε την προσπάθεια τόνωσης της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Τέλος, θα σκιαγραφήσουµε και τα συγκεκριµένα µέτρα που υιοθετήθηκαν για την υλοποίηση των παραπάνω κατευθύνσεων.

9

Ανάπτυξη Η έγκαιρη αντίληψη των προβληµάτων που αντιµετώπιζε η ευρωπαϊκή οικονοµία, όσο και η πρόβλεψη πως αν δεν ληφθούν έγκαιρα µέτρα η κατάσταση στο µέλλον θα χειροτέρευε θα οδηγήσουν την ΕΕ στην αποδοχή ορισµένων βασικών στρατηγικών κατευθύνσεων, η εφαρµογή των οποίων θα αποσκοπεί στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονοµίας. Σε γενικές γραµµές µπορούµε να µιλήσουµε από τη µια για την ύπαρξη µιας βασικής προσέγγισης και από την άλλη για την αποδοχή µιας δέσµης µέτρων µε σκοπό την υποστήριξη αυτής της βασικής προσέγγισης. Η βασική αυτή προσέγγιση επιχείρησε να ερµηνεύσει τις αρνητικές εξελίξεις σε σχέση µε το γεγονός πως το κόστος της εργασίας και του κεφαλαίου κυµάνθηκε σε πιο υψηλά επίπεδα από ότι στις ανταγωνίστριες της ΕΕ χώρες, την ίδια στιγµή που οι ώρες εργασίας των εργαζοµένων στην ΕΕ υπολείπονταν αυτών των αντίστοιχων ανταγωνιστριών χωρών. Ταυτόχρονα σηµαντικό πρόβληµα αποτελούσε η ελλιπής σύνδεση πανεπιστηµιακής έρευνας και αναγκών των επιχειρήσεων, ενώ ο αριθµός βιοµηχανιών παραγωγής υψηλής τεχνολογίας ήταν πολύ περιορισµένος στις ΕΕ. Επιπρόσθετα, η Ευρώπη φάνηκε να υστερεί και σε θέµατα υποδοµών., ενώ και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ήταν µεγαλύτερες καθώς και το ύψος των κοινωνικών ασφαλίσεων («Making Europe more competitive. Towards World-Class Performance», UNICE, Βρυξέλες, ∆εκέµβριος 1993 όπως αναφέρεται από Ρουµελιώτης 1996: 195). Η συνέχιση αυτής της κατάστασης, σύµφωνα µε τον τότε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής J. Delors θα συντελούσε αρνητικά για τη θέση της ευρωπαϊκής οικονοµίας στο διεθνές πεδίο- πιθανή υποχώρηση σε τοµείς της παγκόσµιας παραγωγής όπως η ηλεκτρονική, η αυτοκινητοβιοµηχανία, η χηµική βιοµηχανία κλπ, ενώ έθετε σε κίνδυνο και τη δηµιουργία νέων θέσεων απασχόλησης µε αποτέλεσµα τη διαιώνιση των υψηλών επιπέδων ανεργίας (Ρουµελιώτης 1996: 195- 196) (4). Για να µπορέσουν να γίνουν αυτοί οι στόχοι εφικτοί αυτοί οι στόχοι θα επιλεγεί, σε µακροοικονοµικό επίπεδο η εφαρµογή µιας αυστηρής δηµοσιονοµικής και αντιπληθωριστικής πολιτικής. Η κατεύθυνση αυτή θα φανεί ανάγλυφα και στην πορεία προς την Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση όπου δύο από τα σηµαντικότερα κριτήρια ήταν η διατήρηση από όλες τις χώρες χαµηλών ρυθµών πληθωρισµού (δεν θα πρέπει να υπερβαίνει περισσότερο από 1,5% τον µέσο όρο των 3 χωρών µε το χαµηλότερο πληθωρισµό), αλλά και χαµηλού επιπέδου δηµοσίων ελλειµµάτων (κάτω του 3% ετησίως) (Καρφάκης 2001: 435). Ο λόγος θέσπισης αυτών των ορίων σχετίστηκε µε την ανάγκη πτώσης των επιτοκίων και τη δηµιουργία φθηνού χρήµατος έτσι ώστε να ενθαρρυνθεί ο επιχειρηµατικός κόσµος να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις. Ταυτόχρονα θα δοθεί προτεραιότητα στην αύξηση της παραγωγικότητας βάση του περιορισµού των πραγµατικών αυξήσεων (5) στους µισθούς ώστε να µην υπερβαίνουν το 2-3% (Ρουµελιώτης 1996: 90- 91). Σε ό,τι αφορά τον τοµέα της βιοµηχανικής πολιτικής η βασική προσέγγιση είναι πως σε καθεστώς σχηµατισµού παγκόσµιας οικονοµίας και ελεύθερης λειτουργίας των αγορών βασικό στοιχείο πρέπει να είναι η διαµόρφωση απόλυτων ανταγωνιστικών όρων από την πλευρά των ευρωπαίων παραγωγών. σε θέµατα όπως η τιµή και η ποιότητα των προϊόντων. Για να µπορέσει να υλοποιηθεί το παραπάνω θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην πραγµατοποίηση επενδύσεων τόσο σε πάγιο όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο, στην ενίσχυση της δηµιουργίας και χρήσης των νέων τεχνολογιών, µέσω της σύνδεσης βιοµηχανικής πολιτικής και πολιτικής για την τεχνολογία, και στην ευέλικτη προσαρµογή του εργατικού δυναµικού στις πάσης

10

φύσεως µεταβολές (οικονοµικές τεχνολογικές, κοινωνικές) (Γεωργαντά/ Χασσίδ 2001: 203- 204) Οι βασικές κατευθύνσεις µακροοικονοµικής πολιτικής (περιορισµός ελλειµµάτων, µείωση επιτοκίων, συγκράτηση του πληθωρισµού σε χαµηλά επίπεδα) θα οδηγήσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στη υιοθέτηση περιοριστικών δηµοσιονοµικών πολιτικών µε αποτέλεσµα τη συγκράτηση των µισθολογικών αυξήσεων σε πολύ χαµηλά επίπεδα αλλά και µείωσης της φορολόγησης εισοδηµάτων και επιχειρηµατικών κερδών. Από εκεί και περά θα σηµειωθούν σηµαντικές αλλαγές στα ασφαλιστικά συστήµατα όπου αφενός η αύξηση της προσδοκώµενης ζωής και αφετέρου η προϊούσα ανεργία θα δηµιουργήσουν υψηλά ελλείµµατα στα ασφαλιστικά ταµεία. Το αποτέλεσµα θα είναι από τη µια αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και από την άλλη ο περιορισµός των κοινωνικών δαπανών (κυρίως µέσω της µείωσης των εξόδων για υγειονοµικές δαπάνες). Ταυτόχρονα θα υπάρξουν περικοπές σε δραστηριότητες του ευρύτερου κοινωνικού κράτους µε µείωση των δαπανών για τη δηµόσια εκπαίδευση, τον πολιτισµό, για επενδύσεις στην υγεία, ενώ θα υιοθετηθούν µέτρα για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση δηµόσιων υπηρεσιών (ή για τη λειτουργία τους βάση ιδιωτικοοικονοµικών κριτηρίων (Ρουµελιώτης 1996: 303 κε) Ωστόσο, οι συγκεκριµένες πολιτικές κατευθύνσεις δεν θα µπορούσαν να ήταν πλήρεις αν δεν αντιµετωπιζόταν µε «άλλη µατιά» και το ζήτηµα των συναλλαγµατικών ισοτιµιών και της σχέσης τους µε την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Πρόκειται για ένα από τους λόγους για τους οποίους θα επιλεγεί και η δηµιουργία του ευρώ. Με αυτή την έννοια η συγκεκριµένη επιλογή δεν είναι απλά µια επιλογή τεχνικού χαρακτήρα αλλά µια βαθύτατη πολιτική και οικονοµική επιλογή η οποία επηρέασε και επηρεάζει συνολικά το σύγχρονο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η συναίνεση, λοιπόν, για τη συγκρότηση της ζώνης του Ευρώ, ως ένα απαραίτητο στοιχείο για την οικονοµική ενοποίηση λήφθηκε κάτω από τη δυναµική των συνεχών ρευµάτων της παγκοσµιοποίησης. ∆εν πρέπει να ξεχνάµε πως η ύπαρξη διαφορετικών νοµισµάτων έδινε τη δυνατότητα για την άσκηση και διαφορετικών συναλλαγµατικών πολιτικών. Τι σηµαίνει αυτό; Πολύ απλά πως η κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας όριζε τη συναλλαγµατική ισοτιµία του κάθε νοµίσµατος ανάλογα και µε τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της συγκεκριµένης χώρας. Ας χρησιµοποιήσουµε ένα απλό παράδειγµα. Έστω η ισοτιµία της δραχµής µε το δολάριο ήταν το 1992 200/1, δηλαδή για να αγοράσεις ένα δολάριο έπρεπε να δώσει 200 δραχµές. Αν η Τράπεζα της Ελλάδας σε συνεργασία µε το Υπουργείο Ανάπτυξης αντιλαµβάνονταν πως υπήρχε πρόβληµα ανταγωνιστικότητας των εξαγόµενων ελληνικών προϊόντων, τότε µια δυνατότητα που είχε ήταν να προχωρήσει σε υποτίµηση της δραχµής. Έτσι την επόµενη µέρα οριζόταν η ισοτιµία της δραχµής π.χ. σε 220/1 δηλαδή για να αγοραστεί ένα δολάριο τώρα χρειάζονταν 220 δραχµές και η δραχµή έχει υποτιµηθεί κατά 10%. Κατά συνέπεια ένα ελληνικό προϊόν που κόστιζε µέχρι τότε 200 δρχ. ή ένα δολάριο τώρα θα συνέχιζε να κοστίζει 200 δραχµές µόνο που πια 200 δραχµές θα αντιστοιχούσαν σε 0.90 δολάρια. Με αυτό τον τρόπο τα ελληνικά προϊόντα γίνονταν πιο φθηνά και µπορούσαν πιο εύκολα να πωληθούν στο εξωτερικό. Η απόφαση για την ύπαρξη σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών, αρχικά και η δηµιουργία και κυκλοφορία του ευρώ στη συνέχεια έδωσαν ένα τέλος στην προηγούµενη κατάσταση που περιγράψαµε. Η επιλογή αυτή δεν έγινε τυχαία, αλλά, το επαναλαµβάνουµε, ήταν απότοκο των νέων δεδοµένων που έφερνε η παγκοσµιοποίηση. Το άνοιγµα των αγορών θα έµενε ηµιτελές αν κάθε κυβέρνηση προσπαθώντας να αποτρέψει τις εισαγωγές και να ευνοήσει τις εξαγωγές υποτιµούσε αν τακτά χρονικά διαστήµατα το νόµισµά της. Μια τέτοια πολιτική θα περιόριζε κατά

11

πολύ την προσπάθεια για τη δηµιουργία ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Αντίθετα µε το κοινό νόµισµα ωθούνται οι επιχειρήσεις να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους έτσι ώστε να βγουν στο διεθνή οικονοµικό στίβο χωρίς τα συναλλαγµατικά δεκανίκια. Με αυτό τον τρόπο θα µπορούν να ανταγωνιστούν και τα εκτός ΕΕ εµπορεύµατα και κεφάλαια, αυξάνοντας την δυναµική της ευρωπαϊκής Οικονοµίας σε παγκόσµιο επίπεδο. ∆ιαφορετικά διατυπωµένο, οι υποστηρικτές της δηµιουργίας του ευρώ υποστήριξαν πως η προσαρµογή στον αυξανόµενο διεθνή ανταγωνισµό δεν µπορούσε να συνεχίσει να γίνεται µέσω της προσφυγής στις συναλλαγµατικές διακυµάνσεις. Κι αυτό γιατί αντί να επιλύεται ένα υπαρκτό πρόβληµα αυτό που γινόταν ήταν η µετάθεσή του στο διηνεκές. ∆εδοµένου πως οι τιµές των προϊόντων εξαρτώνται από την πορεία του πληθωρισµού και την παραγωγικότητα της εργασίας το ζήτηµα της χαµηλής ανταγωνιστικότητας δεν µπορούσε παρά µόνο παροδικά να επιλυθεί µέσω της υποτίµησης. Το µόνο που κερδιζόταν ήταν χρόνος για την καλύτερο προσαρµογή στα νέα δεδοµένα, αλλά κι αυτό είχε κάποια όρια. Συµπερασµατικά αυτό που έπρεπε να γίνει είναι η µεταφορά από τις συναλλαγµατικές πολιτικές στην αγορά εργασίας. Έτσι µε την εισαγωγή του ευρώ σε περίπτωση οικονοµικής ύφεσης το πρόβληµα δεν θα λύνεται µέσω της υποτίµησης αλλά µέσω της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της γρήγορης προσαρµογής της στα νέα δεδοµένα. Αυτό σηµαίνει πως θα πρέπει να πέφτει το βάρος σε αλλαγές στο ύψος των µισθών, το χρόνο εργασίας και την κινητικότητα των εργαζοµένων. Αυτές οι αλλαγές θα πρέπει να πραγµατοποιούνται αλλιώς θα δηµιουργούνται κίνδυνοι και για το ύψος της παραγωγής αλλά και για το µέγεθος της ανεργίας. (Ιωακείµογλου 2000: 123 κε). Με αυτή την έννοια και δεδοµένου πως ο χρόνος εργασίας δεν µπορεί να επεκταθεί επ’ άπειρο, αλλά και η γεωγραφική µετακίνηση των εργαζοµένων είναι περιορισµένη το ζήτηµα του ύψος των αποδοχών αποκτά κεντρική σηµασία και αυτό που υποστηρίζεται από τους εµπειρογνώµονες της ΕΕ είναι πως για την καλύτερη προσαρµογή στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον σκόπιµο θα είναι να συνδεθεί και µε τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας. Από εκεί και πέρα οι διάφοροι αναλυτές υποστήριξαν πως η υιοθέτηση του κοινού νοµίσµατος θα έφερνε και τα ακόλουθα επιµέρους οφέλη τα οποία θα συνεισέφεραν στον βασικό στόχο που ήταν η αναβάθµιση της θέσης της ΕΕ στο διεθνή ανταγωνισµό: 1) Η κατάργηση των διαφορετικών νοµισµάτων θα οδηγούσε στον περιορισµό του σχετικού κόστους συναλλαγών 2) θα δηµιουργούνταν συνθήκες νοµισµατικής σταθερότητας πράγµα που θα οδηγούσε σε σταθεροποίηση των τιµών και κατά συνέπεια σε πτώση του πληθωρισµού (µια υποτίµηση πάντα επιφέρει αύξηση στις τιµές των εισαγοµένων και επιβαρύνει τις τιµές καταναλωτή) 3) το ενιαίο νόµισµα θα αυξήσει τη διαφάνεια των οικονοµικών συναλλαγών ενθαρρύνοντας µε αυτό τον τρόπο τη µείωση των τιµών καθιστώντας τα ευρωπαϊκά προϊόντα πιο ανταγωνιστικά 4) το ευρώ και η ενιαία αγορά θα συντελέσουν στη δηµιουργία µεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων οι οποίες θα αναπτύξουν οικονοµικές δραστηριότητες οικονοµίας κλίµακας έτσι ώστε να µπορέσουν να ανταγωνιστούν αποτελεσµατικά τις αντίστοιχες αµερικανικές και ιαπωνικές µονοπωλιακές επιχειρήσεις (Gilpin 2002: 251- 252) 5) το ευρώ θα επιφέρει ενοποίηση και διεύρυνση του συνολικού µεγέθους των χρηµατοοικονοµικών αγορών (κεφαλαίου, χρήµατος, χρηµατιστηριακών, χρεογράφων κ.α) µε αποτέλεσµα την αύξηση της αποτελεσµατικότητάς τους 6) το νέο νόµισµα θα συντελέσει στη δηµιουργία και ανάπτυξη νέων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων- γεγονός που θα διευρύνει τις επενδυτικές επιλογές (Μητσιόπουλος 2001: 121)

12

Για την επίτευξη των παραπάνω κατευθύνσεων η ΕΕ θα υιοθετήσει και µια δέσµη συγκεκριµένων µέτρων. Έτσι, η ΕΕ θα επιχειρήσει να ενισχύσει πλευρές των πολιτικών της όπως η χρήση των νέων τεχνολογιών, οι επενδύσεις στην έρευνα, η διαµόρφωση και εκπαίδευση ενός καταρτισµένου παραγωγικού δυναµικού, η µείωση του κόστους παραγωγής, η εστίαση στη σηµασία της καινοτοµίας, η αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας µέσω της υιοθέτησης ευέλικτων συστηµάτων διοίκησης και διαχείρισης κλπ. Ιδιαίτερα το ζήτηµα της ανάπτυξης τοµέων υψηλής τεχνολογίας και ιδιαίτερα των τοµέων τεχνολογιών πληροφόρησης, όπου η ΕΕ υστερούσε σηµαντικά σε σχέση µε την ΕΕ και την Ιαπωνία συνιστούσε, σοβαρό παράγοντα οικονοµικής ανάσχεσης (6) ακόµα και όλοι οι υπόλοιποι σηµείωναν ουσιαστική άνοδο.

Σύνοψη Το ερώτηµα της στασιµότητας της δυναµικής ευρωπαϊκής οικονοµίας θα επιχειρηθεί να απαντηθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετία του ’90 µέσα από την αποδοχή συγκεκριµένων κατευθύνσεων που είχαν, και έχουν, να κάνουν µε την ενίσχυση του τοµέα των νέων τεχνολογιών, την αύξηση της παραγωγικότητας, τις περιοριστικές µισθολογικές πολιτικές, τη µείωση δηµόσιων εξόδων για κοινωνικούς σκοπούς, τη συγκράτηση του πληθωρισµού, την πτώση των επιτοκίων κλπ. ¨Όλα αυτές οι πολιτικές θα συνδυαστούν µε τη δηµιουργία του ευρώ, που ως κίνηση συµβάλει, µεταξύ άλλων, και στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Η υλοποίηση αυτού του βασικού πλαισίου θα υλοποιεί µέσω της υιοθέτησης ορισµένων µέτρων όπως η κατάρτιση και επανακατάρτιση του εργατικού δυναµικού, η εισαγωγή νέων µορφών οργάνωσης της εργασίας, η επικέντρωση στη σηµασία της καινοτοµίας κλπ.

Ενότητα 5.3 Ευρωπαϊκή Ένωση και Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Ένας από βασικά χαρακτηριστικά της µετάβασης στη φάση της παγκοσµιοποίησης είναι και ο πολλαπλασιασµός των υπερεθνικών οργανισµών καθώς και η διεύρυνση της σηµασίας και της επιρροής τους. Από αυτή την έννοια η δηµιουργία του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου αποκτά ξεχωριστή σηµασία ακριβώς γιατί αποτελεί τον Οργανισµό εκείνο που ασχολείται µε την πιο «αυθεντική» πλευρά της Παγκοσµιοποίησης, την αύξηση των διεθνών εµπορικών συναλλαγών. Η στάση της ΕΕ θα είναι απόλυτα θετική, επιχειρώντας µε συνεχείς παρεµβάσεις να διευρύνει το πλαίσιο αρµοδιοτήτων του. Πρόκειται για µια δυναµική επιλογή από την πλευρά της ΕΕ η οποία κατανοεί πως το παγκόσµιο εµπόριο θα πρέπει να απελευθερωθεί στο µεγαλύτερο δυνατό βαθµό, το δε δικό της πρόβληµα ανταγωνιστικότητας δεν µπορεί να λυθεί µε τις παλιές µεθόδους της συναλλαγµατικής υποτίµησης αλλά µέσα από βελτίωση της ποιότητας και της ανταγωνιστικότητας των δικών της προϊόντων. Βάση αυτής της οπτικής η ΕΕ θα συµβάλει και στο ξεκίνηµα ενός γύρου διαπραγµατεύσεων (γύρος της Ντόχα) ο οποίος αποσκοπεί, πέρα από τα ζητήµατα της απελευθέρωσης ων αγορών, και στην ενδυνάµωση της αναπτυξιακής πορείας των αναπτυσσόµενων κρατών. Ανάπτυξη Οι διαδικασίες της παγκοσµιοποίησης της οικονοµίας θα οδηγήσουν στην µετεξέλιξη και αναδιαµόρφωση ήδη υπαρχόντων υπερεθνικών οργανισµών. Μια 13

τέτοια περίπτωση είναι και η πρώην GATT που εντάχθηκε στον Παγκόσµιο Οργανισµό Εµπορίου. Πολύ σύντοµα θα αναφέρουµε πως η GATT δηµιουργήθηκε το 1947 µε σκοπό την επιτήρηση του διεθνούς εµπορίου και των µείωση των δασµολογικών φραγµών. Μια σειρά από επιτυχείς διαπραγµατεύσεις µε κορυφαία εξέλιξη το λεγόµενο γύρο της Ουρουγουάης (1986- 1994) θα έχει ως αποτέλεσµα την δηµιουργία του ΠΟΕ (1995). Ο βασικός στόχος αυτού του οργανισµού είναι η εξάλειψη των διαφόρων θεσµικών εµποδίων (δασµοί, επιδοτήσεις, θεσµικές διευκολύνσεις τεχνικές προδιαγραφές κλπ) που µε τον ένα ή άλλο τρόπο εµποδίζουν την ελεύθερη διακίνηση των εµπορευµάτων και των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, αναλαµβάνει να ρυθµίσει τις συµφωνίες που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια του γύρου της Ουρουγουάης σε ένα ανώτερο επίπεδο. Οποιεσδήποτε διαφωνίες προκύπτουν, όποιες καταγγελίες πραγµατοποιούνται για παραβίαση των συµφωνηθέντων περί ελεύθερου εµπορίου κρίνονται µέσω ενός ολοκληρωµένου συστήµατος επίλυσης διαφορών το οποίο προβλέπει και σχετικές ποινές για τους παραβάτες. Κατά συνέπεια πρόκειται για µια νέα ποιοτικά κατάσταση όπου τα πάσης φύσεως προβλήµατα δεν επιλύονται σε διµερές επίπεδα αλλά µέσα από τη λειτουργία των εσωτερικών διαδικασιών ενός υπερεθνικού οργανισµού. Είναι χαρακτηριστικό πως µεταξύ 1995 και 1998 η ΕΕ κατέθεσε 40 καταγγελίες στο αρµόδιο όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ ενώ κατατέθηκαν και 30 καταγγελίες εναντίον της (Μούσης 2001: 562) Με µια πρώτη µατιά, και δεδοµένων των όσων αναφέραµε στις προηγούµενες ενότητες, θα µπορούσε κανείς να φανταστεί πως η ΕΕ θα κρατούσε µια αρνητική στάση απέναντι σε τέτοιου είδους συµφωνίες, ακριβώς γιατί αντιµετώπιζε και αντιµετωπίζει υπαρκτό πρόβληµα ανταγωνιστικότητας των δικών της προϊόντων. Θα µπορούσε, λοιπόν, σύµφωνα µε µία οπτική, να περιοριστεί στις συναλλαγές (που έτσι κι αλλιώς ποσοτικά είναι και οι περισσότερες) που γίνονται εντός του δικού της εδαφικού χώρου και να αδιαφορήσει ή και να αρνηθεί την προοπτική ευρύτερων ανοιγµάτων των συνόρων. Ωστόσο, µια τέτοια επιλογή θα ήταν ατελέσφορη για τρεις λόγους: Ο πρώτος είναι πως το οικονοµικό κόστος θα ήταν πολύ µεγαλύτερο από ενδεχόµενα (;) οφέλη. Κι αυτό γιατί µια τέτοια πολιτική, δεδοµένου και του βάρους που έχει η ΕΕ στα διεθνή φόρα, είναι πολύ πιθανό να οδηγούσε και σε µια αποτυχία των σχετικών διαπραγµατεύσεων. Αυτό θα σήµαινε πως και τα ευρωπαϊκά εµπορεύµατα θα είχαν πρόβληµα να πωληθούν ανεµπόδιστα στο εξωτερικό και κατά συνέπεια θα δηµιουργούνταν προϋποθέσεις κρίσης της ευρωπαϊκής οικονοµίας, αφού τµήµα της παραγωγής θα έµενε αδιάθετο. Ο δεύτερος έχει να κάνει µε το γεγονός πως η προσέγγιση του ευρωπαϊκού προβλήµατος ανταγωνιστικότητας δεν έγινε στο πλαίσιο µια ηττοπαθούς αντίληψης. Αντίθετα, αυτό που υιοθετήθηκε είναι η επιθετική παρέµβαση, η άρση των υστερήσεων µέσω µιας σειράς πολιτικών που αποσκοπούν στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας (βλ. και την προηγούµενη ενότητα). Κατά συνέπεια η συµµετοχή στον ΠΟΕ φάνταζε, και ήταν, η µόνη δυνατή επιλογή για την ΕΕ. Για µια πιο συγκεκριµένη αιτιολόγηση από την πλευρά της ΕΕ δες και όσα αναφέρονται στο πλαίσιο 1. Πλαίσιο 1 «Παγκοσµιοποίηση σηµαίνει ότι η κυκλοφορία των αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, τεχνολογιών και ανθρώπων πραγµατοποιείται πλέον σε παγκόσµια κλίµακα, καθώς οι χώρες σε ολόκληρο τον κόσµο ανοίγονται και έρχονται σε ολοένα και µεγαλύτερη επαφή µεταξύ τους. Η παγκοσµιοποίηση µπορεί να δηµιουργήσει περισσότερο πλούτο

14

για όλους, µπορεί όµως και να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις, εξ ου και η ανάγκη να διέπεται από διεθνείς κανόνες. Αφού οι επιχειρηµατικές δραστηριότητες τείνουν να παγκοσµιοποιηθούν, θα πρέπει να τεθούν και κανόνες για τη δίκαιη άσκησή τους σε παγκόσµιο επίπεδο… Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι η πρώτη εµπορική δύναµη στον κόσµο, έχει µεγάλο συµφέρον να δηµιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που θα κάνουν το εµπόριο να ευδοκιµήσει. Από την άλλη µεριά, η θέση που κατέχει η ΕΕ τής δηµιουργεί ευθύνες απέναντι στον υπόλοιπο κόσµο. Γι αυτό παίζει καθοδηγητικό ρόλο στις διεθνείς εµπορικές διαπραγµατεύσεις, επιδιώκοντας ένα εµπόριο βασισµένο στον θεµιτό ανταγωνισµό και προσπαθώντας να θέσει υπό έλεγχο την παγκοσµιοποίηση µέσω του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου… Σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η άσκηση ελεύθερων µεν αλλά σε θεµιτό πλαίσιο συναλλαγών. Με άλλα λόγια επιδιώκεται η δηµιουργία ενός συστήµατος όπου όλες οι χώρες συναλλάσσονται ελεύθερα µεταξύ τους επί ίσοις όροις και χωρίς προστατευτικούς φραγµούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυµεί δίκαιους ‘κανόνες παιχνιδιού’ και ίσες ευκαιρίες για όλους τους παίκτες. Το σύστηµα θα πρέπει να είναι διαφανές και να υπόκειται στον έλεγχο της κοινής γνώµης» Για το σκοπό αυτό, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο άνοιγµα της αγοράς της συγχρόνως µε το άνοιγµα των αγορών άλλων χωρών. Επιδιώκεται η σταδιακή κατάργηση των εµποδίων στο εµπόριο, µε ρυθµό που να µπορεί να ακολουθήσει τόσο η ΕΕ όσο και οι άλλοι, η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών και η δηµιουργία µιας σειράς διεθνών συµφωνηµένων κανόνων. Το ‘άνοιγµα’ ή η ‘ελευθέρωση’ του εµπορίου νοούνται σε σύγκριση µε την κατάσταση που είχε δηµιουργηθεί παλαιότερα όταν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις του κόσµου περιόριζαν τις εισαγωγές στη χώρα τους, µε πρόθεση να βοηθήσουν την εθνική οικονοµία. Άνοιγµα των αγορών σηµαίνει κατάργηση των εµποδίων στο εµπόριο µεταξύ χωρών. Αυτό ανέκαθεν αποτελούσε βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, στη δεκαετία του 1960, δηµιουργήθηκε ‘τελωνειακή ένωση’ µεταξύ των χωρών µελών της, πράγµα που σηµαίνει ότι κάθε χώρα της ΕΕ µπορεί να συναλλάσσεται µε άλλη χώρα της ΕΕ για οποιαδήποτε ποσότητα εµπορευµάτων χωρίς να χρειάζεται να πληρώνει δασµούς… Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2002 Ο τρίτος σχετίζεται µε το γεγονός πως σε συνθήκες παγκοσµιοποίησης η παραγωγή ενός προϊόντος δεν πραγµατοποιείται αποκλειστικά στο έδαφος µιας µόνο χώρας. Η συγκρότηση και ο πολλαπλασιασµός των λεγόµενων πολυεθνικών επιχειρήσεων έχουν δηµιουργήσει µια νέα πραγµατικότητα. Τώρα είναι πολύ συχνό το φαινόµενο ένα εµπόρευµα να χωρίζεται σε διαφορετικά εξαρτήµατα ή συστατικά στοιχεία, η κατασκευή των οποίων να γίνεται σε εντελώς διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Κι αυτό αφορά και τις ευρωπαϊκές πολυεθνικές που εισάγουν τµήµατα του τελικού προϊόντος αλλά και τις εκτός ΕΕ πολυεθνικές που θυγατρικές τους δραστηριοποιούνται στον ευρωπαϊκό χώρο εξάγοντας τµήµατα του τελικού προϊόντος. Πλαίσιο 2 Το πιο ελεύθερο εµπόριο µπορεί να συνεπάγεται περισσότερες επιχειρηµατικές ευκαιρίες, αποτελεσµατικότερη κατανοµή των πόρων και περισσότερο πλούτο. Οι περαιτέρω µειώσεις των δασµών θα δώσουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εκµεταλλευτούν καλύτερα το δυναµικό εξαγωγών, καθώς οι εµπορικές ροές θα 15

οδηγούνται όλο και περισσότερο από την, την τιµή και την υπηρεσία και θα συναντούν ολοένα και λιγότερο τεχνητά εµπόδια όπως οι δασµοί. Οι καταναλωτές θα πρέπει να ωφεληθούν από µεγαλύτερη ποικιλία και χαµηλότερες τιµές µέσω του αυξηµένου ανταγωνισµού Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2000 Γι αυτούς ακριβώς τους λόγους η ΕΕ θα υπογράψει τη συµφωνία δηµιουργίας του ΠΟΕ προχωρώντας, δε, και σε σηµαντικές υποχωρήσεις σε µια σειρά από ζητήµατα. Το σκεπτικό που επικράτησε είναι πως η αποδοχή της πρόσβασης τρίτων χωρών στα πλεονεκτήµατα της ελεύθερων συναλλαγών αντισταθµίζεται από την αντίστοιχη δυνατότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να δραστηριοποιούνται στις εκτός ΕΕ αγορές. Βέβαια, η πραγµατικότητα πολύ συχνά εµφανίζεται διαφορετική από τις νοµικές προβλέψεις και συµφωνίες. Οι ευρωπαίοι επιχειρηµατίες πολύ συχνά, όταν βγαίνουν εκτός ΕΕ αντιµετωπίζουν προβλήµατα ανισότιµης µεταχείρισης από τις κρατικές αρχές του άλλου κράτους όπου επιδιώκουν να πωλήσουν τα εµπορεύµατά τους. Έτσι, για παράδειγµα στης ΗΠΑ οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αποκλείονται από τις δηµόσιες συµβάσεις έργων και προµηθειών ενώ και σε πολλές χώρες της Λ. Αµερικής και της Ασίας δεν υπάρχει ένα καθεστώς ευνοϊκό και νοµικά σαφές για την πραγµατοποίηση οικονοµικών συναλλαγών. Η ΕΕ από την πλευρά της έχει δηµιουργήσει ένα δίκτυο καταγραφών όλων των παραβιάσεων των κανόνων του ΠΟΕ καθώς και υπηρεσίες που αποσκοπούν στη διευκόλυνση των ευρωπαίων επιχειρηµατιών που σχεδιάζουν επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους στις εκτός ΕΕ χώρες (Μούσης 2001: 558). Πλαίσιο 3 Το έργο που παρέχει η ΕΕ στο πλαίσιο του ΠΟΕ αποσκοπεί • στο άνοιγµα των αγορών εµπορευµάτων και υπηρεσιών και στην ελευθέρωση των επενδύσεων σύµφωνα µε σαφείς κανόνες και χρονοδιάγραµµα που να µπορούν να εφαρµόσουν όλες οι χώρες • στη δηµιουργία ενός ανοιχτότερου, πιο υπεύθυνου και αποτελεσµατικού ΠΟΕ µε την καθιέρωση συζητήσεων µε άλλες οµάδες και οργανισµούς • στη συµµετοχή των αναπτυσσόµενων χωρών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΠΟΕ, πράγµα που θα τις βοηθήσει να ενσωµατωθούν στην παγκόσµια οικονοµία Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2002 Τα επόµενα χρόνια που θα ακολουθήσουν την ίδρυση του ΠΟΕ θα χαρακτηριστούν από την ανάπτυξη και επέκταση των δραστηριοτήτων του συγκεκριµένου Οργανισµού. Ο ρόλος της ΕΕ θα είναι ενθαρρυντικός προς αυτή την κατεύθυνση, πράγµα που θα φανεί σε αρκετές ευκαιρίες. Συγκεκριµένα κατά τη διάρκεια της Υπουργικής Συνόδου του ΠΟΕ που πραγµατοποιήθηκε τον Μάιο του 1998 στο Παρίσι η ΕΕ θα προτείνει τη διεξαγωγή ενός νέου διαπραγµατεύσεων µε στόχο την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών αλλά και τη µεγαλύτερη εστίαση στα ζητήµατα της γεωργίας, των υπηρεσιών, των δηµοσίων συµβάσεων, των επενδύσεων, της διασφάλισης των πνευµατικών δικαιωµάτων κλπ. Τελικά η πρόταση αυτή δεν θα γίνει δεκτή τον Νοέµβριο του 1999 στο Σηάτλ (7), ωστόσο οι 16

συγκεκριµένες κατευθύνσεις θα παραµείνουν και θα δικαιωθούν αφού το Νοέµβριο του 2001 στη Ντόχα θα συµφωνηθεί να ξεκινήσει νέος γύρος διεθνών διαπραγµατεύσεων µε το όνοµα «Αναπτυξιακός γύρος της Ντόχα που αναµένεται να διαρκέσει µέχρι το 2005 Πλαίσιο 4 Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει πως ο νέο γύρος λαµβάνει χώρα σε µια ιδιαίτερη κρίσιµη στιγµή γιατί: • η παγκοσµιοποίηση επιταχύνεται. Πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο έτσι ώστε τα θετικά της αποτελέσµατα να ωφελούν τόσο τις αναπτυσσόµενες όσο και τις βιοµηχανικές χώρες. Αυτό θα απαιτήσει την αξιοποίηση των εµπορικών ευκαιριών, συγχρόνως τη δηµιουργία ενός ρυθµιστικού πλαισίου που θα εγγυάται τη δυνατότητα πρόβλεψης, τη σταθερότητα και τη διαφάνεια • ο κόσµος συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο τα παγκόσµια θέµατα, όπως είναι το περιβάλλον, οι επενδύσεις, ο ανταγωνισµός, η προστασία των καταναλωτών και η δηµόσια υγεία και ασφάλεια. Η παγκόσµια εµπορική κοινότητα οφείλει να λάβει υπόψη της όλους αυτούς τους προβληµατισµούς που απασχολούν την κοινή γνώµη. Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2002 Βασικές πλευρές του νέου γύρω διαπραγµατεύσεων είναι το περαιτέρω άνοιγµα των αγορών, η παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόµενες χώρες, η έµφαση στην ανάπτυξη, ο εκσυγχρονισµός του κανονιστικού συστήµατος στις παγκόσµιες συναλλαγές, η προστασία του περιβάλλοντος, η προώθηση της κοινωνικής ανάπτυξης. Η ΕΕ απέναντι σε όλα αυτά τα ζητήµατα τηρεί θετική στάση αναλαµβάνοντας την υποχρέωση να βοηθήσει τις αναπτυσσόµενες χώρες να ενσωµατωθούν οµαλά στο παγκόσµιο εµπορικό σύστηµα παρέχοντας τεχνική αρωγή και συµβάλλοντας στη δηµιουργία υποδοµής στον εµπορικό τοµέα των αναπτυσσόµενων χωρών. Ταυτόχρονα υποστηρίζει ζητήµατα που αφορούν βελτιώσεις των κανόνων του ΠΟΕ για τη διευκόλυνση των συναλλαγών, ενάντια στις επιδοτήσεις, υπέρ της περίληψης κοινωνικών και περιβαλλοντικών και κοινωνικών κινήτρων για τις εµπορικές σχέσεις µε τις αναπτυσσόµενες χώρες κλπ.

Σύνοψη Όσα αναφέραµε στη συγκεκριµένη ενότητα είχαν ως στόχο την περιγραφή των σχέσεων ΠΟΕ και ΕΕ. ∆ιαπιστώσαµε πως η ΕΕ, στη δεκαετία του ‘90 θα επιχειρήσει να παίξει ενεργό ρόλο στο νέο αυτό υπερεθνικό οργανισµό ακριβώς γιατί έχει εκτιµήσει πως µια περαιτέρω ανάπτυξη του ελεύθερου εµπορίου θα έχει ως αποτέλεσµα τη µείωση των τιµών των προϊόντων και κατά συνέπεια των εξοικονόµηση πόρων για τη χρηµατοδότηση κοινωνικών στόχων. Από την άλλη θα θεωρηθεί ότι η απελευθέρωση του εµπορίου θα συντελέσει στη βελτίωση της ποιότητας των εµπορευµάτων, λόγω του ανταγωνισµού και κατά συνέπεια θα λειτουργήσει προς όφελος των καταναλωτών. Βάση αυτής της συλλογιστικής, η ΕΕ θα προτείνει τη διεξαγωγή και νέου γύρου διαπραγµατεύσεων, πρόταση η οποία θα γίνει αποδεκτή. Ο λεγόµενος γύρος της Ντόχα περιλαµβάνει ζητήµατα περαιτέρω απελευθέρωσης του εµπορίου αλλά και προσπάθειες ενίσχυσης των αναπτυσσόµενων χωρών.

17

Ενότητα 5.4 Η οικονοµική σηµασία της διεύρυνσης της ΕΕ προς την Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Παράλληλα µε την ενεργοποίηση στο πλαίσιο του ΠΟΕ, η ΕΕ θα δώσει και ιδιαίτερη βαρύτητα στην προοπτική της σύσφιξης των σχέσεών της τόσο µε τις χώρες των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων (Κεντρικής και Ανατολική Ευρώπη) όσο και µε κράτη της Μεσογείου (Μάλτα, Κύπρος). Ο λόγος θα είναι η ανάγκη αύξησης του ζωτικού της χώρου και η δυνατότητα επέκτασης των οικονοµικών δραστηριοτήτων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (8). Αρχικά αυτό που θα επιδιωχθεί θα είναι µια πρώτη προσέγγιση µέσω της παροχής βοήθειας που προέβλεπε το πρόγραµµα PHARE έτσι ώστε να αρχίσουν να προσαρµόζονται τα συγκεκριµένα κράτη σε καθεστώς λειτουργίας της ελεύθερης οικονοµίας. Ουσιαστικά αυτό που ενδιέφερε την ΕΕ ήταν να µπορέσουν οι ανατολικές χώρες να ακολουθήσουν µια οµαλή πορεία µετάβασης στην οικονοµία της αγοράς. Στη συνέχεια, κι αφού το πρώτο σκέλος έγινε κατορθωτό, ακολούθησαν αφενός διµερείς εµπορικές συµφωνίες και αφετέρου προγράµµατα προετοιµασίας των χώρων αυτών για µια επικείµενη ένταξη στην ενιαία ΕΕ. Το αποτέλεσµα θα είναι την 1/5/2004 να γίνουν µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µαζί µε τη Μάλτα και την Κύπρο και 8 πρώην σοσιαλιστικά κράτη Ανάπτυξη Όσα αναφέρθηκαν στις προηγούµενες ενότητες δεν είναι άσχετα και µε µια παράλληλη στρατηγική την οποία θα αναπτύξει η ΕΕ και θα αφορά την περαιτέρω διεύρυνσή της στο ζωτικό χώρο της Κεντρική και Ανατολικής Ευρώπης είτε µε νέα µέλη (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία. Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβενία,) είτε µε συνδεδεµένα µέλη (Βουλγαρία, Ρουµανία). Η επιλογή που θα γίνει για την πραγµατοποίηση αυτής της διεύρυνσης σχετίζεται µε την ανάγκη επέκτασης των επεκτάσεις των ευρωπαϊκών συναλλαγών και επενδύσεων σε ένα πρόσθετο γεωγραφικό χώρο- πράγµα που σηµαίνει νέες δυνατότητες για ανάπτυξη και οικονοµική πρόοδο. Ταυτόχρονα η είσοδος των προϊόντων των νέων µελών της ΕΕ στις χώρες της ∆. και Ν. Ευρώπης θα έχει αποφασιστικό ρόλο και στην εδραίωση των οικονοµικών µεταρρυθµίσεων που επέφερε η πτώση των προηγούµενων σοσιαλιστικών καθεστώτων. Παράλληλα η ΕΕ θα επιδιώξει να διευρύνει τις σχέσεις της µε τις χώρες της Ν. Μεσογείου µε σκοπό από τη µια την κατάκτηση µιας πολυπληθούς αγοράς (κρίσιµης για το µέλλον των Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων) και από την άλλη στη δυνατότητα αύξησης της απασχόλησης λόγω της προβλεπόµενης οικονοµικής δυναµικής που θα λάµβανε χώρα στην περιοχή αυτή (Ρουµελιώτης 1996: 140- 141). Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας Βέβαια οι χώρες της Κ. και Α. Ευρώπης υστερούν σηµαντικά σε οικονοµικές επιδόσεις, για παράδειγµα το βιοτικό τους επίπεδο δεν ξεπερνά το 30% του αντίστοιχου µο των ΕΕ15, και επίπεδο ανάπτυξης σε σχέση µε την ΕΕ15, ωστόσο το γεγονός αυτό υπερκεράζεται από δύο άλλους παράγοντες: α) την διεύρυνση της ευρωπαϊκής οικονοµικής αγοράς β) τη διασφάλιση µιας ειρηνικής και ενιαίας Ευρώπης µακριά από κινδύνους που µπορεί να δηµιουργήσει µια πιθανή ανάφλεξη των µειονοτικών ζητηµάτων (και από αυτή την άποψη το παράδειγµα της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι πολύ διδακτικό) για την αποφυγή µιας «τριτοκοσµοποίησης» των χωρών αυτών, µε όλα τα συνεπαγόµενα και µε κυριότερο µια µαζική µετανάστευση προς τις χώρες της ∆. Ευρώπης

18

Για την ασφαλή πραγµατοποίηση όλων των παραπάνω η ΕΕ υιοθέτησε µια σειρά προγραµµάτων, τα οποία ονοµάστηκαν συµφωνίες πρώτης γενιάς, που ως αντικείµενο είχαν την προώθηση της οικονοµικής, πολιτικής και κοινωνικής σύγκλισης των πρώην σοσιαλιστικών κρατών µε τις χώρες της ΕΕ. Συγκεκριµένα η έγκριση του σχεδίου PHARE (Pologne, Hongrie: Assistance à la Reconstruction Economique) το οποίο πέρα από την Πολωνία και την Ουγγαρία θα επεκταθεί και στη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία, την Αλβανία τη Βοσνία, την ΠΓ∆Μ, τα βαλτικά κράτη, τη Σλοβενία και τη Ρουµανία θα συντελέσει στην ιδιωτικοποίηση των οικονοµικών θεσµών, τη λειτουργία κοινοβουλευτικών θεσµών, το σχηµατισµό κοινωνίας πολιτών, την αναδιαµόρφωση του διοικητικού και του δικαστικού συστήµατος. Τα προγράµµατα οικονοµικής ενίσχυσης που περιλαµβάνονται στις δραστηριότητες του προγράµµατος αυτού προκρίνουν ζητήµατα όπως η κατάργηση των κρατικών µονοπωλίων, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων των πρώην δηµόσιων επιχειρήσεων, η δηµιουργία πλουραλιστικών ΜΜΕ και η ανάπτυξη της αγοράς εργασίας (Μούσης 2001: 589 κε) Στις προσπάθειες αυτές σηµαντικό ρόλο θα παίξει και η ίδρυση (1990) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανοικοδόµησης και Ανάπτυξης η οποία στοχεύει στην οικονοµική αναδιάρθρωση, στην προώθηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, στην εγκαθίδρυση του πολυκοµµατισµού και στην απελευθέρωση των αγορών µέσω της παροχής δανείων κυρίως προς τον ιδιωτικό τοµέα (Χριστοδουλίδης 2001: 98). Οι εξελίξεις που θα ακολουθήσουν την υλοποίηση των βοηθειών πρώτης γενιάς θα συντελέσουν στην επίτευξη, το 1996, των λεγόµενων συµφωνιών δεύτερης γενιάς ή Ευρωπαϊκές Συµφωνίες (ΕΣ) οι οποίες αφορούσαν τη αρχικά την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Σλοβακία, την Τσεχία, τη Βουλγαρία και τη Ρουµανία και σε δεύτερο χρόνο θα επεκταθούν και στη Λιθουανία, τη Λετονία, την Εσθονία και τη Σλοβενία. Πρόκειται για διµερείς συµφωνίες προτίµησης απεριόριστης χρονικής διάρκειας µε σκοπό τη δηµιουργία ζωνών ελεύθερου εµπορίου. Από την άλλη οι συγκεκριµένες συµφωνίες θα προωθήσουν τον πολιτικό διάλογο µεταξύ των χωρών της ΕΕ και των πρώην σοσιαλιστικών κρατών µε σκοπό την ανταλλαγή απόψεων σε θέµατα κοινού ενδιαφέροντος, ιδίως σε ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής. Επιπρόσθετα οι ΕΣ σχετίζονται και µε προγράµµατα οικονοµικής, δανειοδοτικής και πολιτιστικής συνεργασίας ενώ προβλέπεται και η προώθηση του πολιτικού διαλόγου (Τσούκαλης 1998: 362 κε). ∆ιαπιστώνεται, δηλαδή, µια ουσιαστική πρόοδος από τις συµφωνίες πρώτης γενιάς οι οποίες αποσκοπούσαν στην προετοιµασία του εδάφους, µε την εγκαθίδρυση των κανόνων της ελεύθερης οικονοµίας, για την διεθνοποίηση των ανατολικών οικονοµιών στη µετάβαση σε ένα πλαίσιο µια στενής διευρωπαϊκής συνεργασίας. Παράλληλα µε τις ΕΣ θα προωθηθεί και η επέκταση των δραστηριοτήτων του προγράµµατος PHARE όπου τα ποσά που θα διατεθούν θα περάσουν από τα 4,3 εκατ ecu της περιόδου 1989-94 στα 6,7 εκατ ecu για την περίοδο 1995-99. Η ανανέωση του προγράµµατος στόχευε όχι µόνο στην κάλυψη των προηγούµενων αναγκών αλλά στη σταδιακή προετοιµασία των υπό ένταξη χωρών για θεσµική αναµόρφωση τέτοιου είδους που να καθιστά εφικτή την ενσωµάτωση του κοινοτικού κεκτηµένου στα εθνικά δίκαια των ανατολικών κρατών και να ανταποκριθούν στις οικονοµικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ένταξης.. Τέλος ιδιαίτερη σηµασία δόθηκαν σε δύο τοµείς: α) στα ζητήµατα πάταξης πολλαπλών µορφών παραβατικότητας όπως είναι η το οργανωµένο έγκληµα, η λαθροµετανάστευση, οι απάτες κλπ. β) σε θέµατα σχετικά µε τη δηµιουργία υποδοµών- αντίστοιχων των αναγκαιοτήτων της αναπτυγµένης ευρωπαϊκής οικονοµίας

19

Άλλες µορφές ενίσχυσης, µέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα είναι η παροχή δανείων , ενώ θα δοθούν και δάνεια για το ισοζύγιο πληρωµών. Ακόµα θα ιδρυθεί το Ευρωπαϊκό Ίδρυµα Επαγγελµατικής Κατάρτισης που ενισχύει τις χώρες της Α. και Κ. Ευρώπης σε ζητήµατα εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενώ θα πρέπει να αναφερθεί και η ύπαρξη του προγράµµατος της διευρωπαϊκής κινητικότητας για τις πανεπιστηµιακές σπουδές (TEMPUS) που αποτελεί πρόγραµµα διαπανεπιστηµιακών ανταλλαγών φοιτητών προσανατολισµένο στις ιδιαιτερότητες των πρώην σοσιαλιστικών κρατών. Τα αποτελέσµατα όλων αυτών των προσπαθειών θα αξιολογούνται συνεχώς κατά τη διάρκεια της περιόδου 1990- 2003 µέσω διαρκών συζητήσεων, διαπραγµατεύσεων, εκτιµήσεων, προβλέψεων κλπ. Η τελική απόφαση του Συµβουλίου Αρχηγών, τον Απρίλιο του 2003, για πλήρη ένταξη 8 πρώην σοσιαλιστικών χωρών (Ουγγαρία, Πολωνία, Λετονία, Εσθονία, Σλοβενία, Λιθουανία, Σλοβακία, Τσεχία) στην ΕΕ, µαζί µε την Μάλτα και την Κύπρο, θα αποτελέσει και το τέλος µιας πολύ εντατικής προσπάθειας η οποία, όµως, δεν σχεδιάστηκε καθόλου τυχαία. Αποσκοπούσε στην εντατική προσαρµογή των χωρών αυτών στο ευρωπαϊκό κεκτηµένο και στις απαιτήσεις της αναπτυγµένες ευρωπαϊκής οικονοµίας. Με τον τρόπο αυτό η ΕΕ κατορθώνει να διευρύνει τα γεωγραφικά της σύνορα, να µεγαλώσει το εύρος και το βεληνεκές των οικονοµικών δραστηριοτήτων της, να αποκτήσει ένα πρόσθετο εργατικό δυναµικό, µια πιο δυναµική παρουσία στο πλαίσιο της παγκοσµιοποίησης.

Σύνοψη Η πτώση των ανατολικών καθεστώτων θα αντιµετωπιστεί από την ΕΕ ταυτόχρονα ως ένας κίνδυνος και µια ευκαιρία. Κίνδυνος γιατί υπήρχε το ενδεχόµενο η πολιτική κρίση να µεταβαλλόταν σε οικονοµική κρίση. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει ως επακόλουθα την εισροή µεταναστευτικών κυµάτων στον γειτονικό, γεωγραφικά, χώρο της ΕΕ αλλά και την οικονοµική εξαφάνιση µιας περιοχής η οποία θα µπορούσε να αποτελέσει χώρο οικονοµικών ευκαιριών για τους ευρωπαίους επιχειρηµατίες. Ευκαιρία διότι δινόταν µια πρώτης τάξεως δυνατότητα στην ΕΕ να εκµεταλλευτεί τις πολιτικές εξελίξεις µε τέτοιο τρόπο που να ενισχύει το ειδικό και πολιτικό της βάρος στο πλαίσιο του διεθνώς εντεινόµενου ανταγωνισµού στην εποχή της παγκοσµιοποίησης. Για να επιτευχθεί το δεύτερο ενδεχόµενο και να αποφευχθεί το πρώτο, αποφασίστηκε η σταδιακή προσέγγιση µε τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη. Σε ένα πρώτο στάδιο επιδιώχθηκε η αρωγή µέσω του προγράµµατος PHARE το οποίο αποσκοπούσε στην εξοικείωση των κρατών αυτών µε τη λειτουργία της ελεύθερης οικονοµίας. Αφού ολοκληρώθηκε αυτή η πρώτη φάση, στη συνέχεια υπογράφηκαν ορισµένες διµερείς εµπορικές συµφωνίες και επεκτάθηκε το πρόγραµµα PHARE η δράση του οποίου αποσκοπούσε, πια, στην εναρµόνιση των θεσµών των ανατολικών κρατών µε το κοινοτικό κεκτηµένο. Το τελικό αποτέλεσµα θα είναι την 1η Μαίου του 2004 8 χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, µαζί µε τη Μάλτα και την Κύπρο, να γίνουν ισότιµα µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύνοψη Ενότητας Στη συγκεκριµένη Ενότητα ασχοληθήκαµε µε τη σχέση Ευρώπης και Παγκοσµιοποίησης. Πρόκειται, αναµφίβολα, για µια διαλεκτική σχέση όπου η εξέλιξη της Παγκοσµιοποίησης επηρεάζει την ΕΕ η οποία µε τη σειρά της αναπροσαρµόζει τις στρατηγικές της επιδρώντας πάνω στην Παγκοσµιοποίηση. Έτσι η απελευθέρωση των αγορών και η αύξηση του διεθνούς εµπορίου είχε ως αποτέλεσµα να αναδειχθούν τα προβλήµατα ανταγωνιστικότητας που χαρακτήριζαν 20

την ευρωπαϊκή οικονοµία. Από την άλλη η συνειδητοποίηση της κατάστασης από, τους ιθύνοντες της ΕΕ θα οδηγήσει σε µια σειρά από αναπροσαρµογές που ως στόχο θα έχουν τη βελτίωση της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας µέσα από µία σειρά σηµαντικών αναδιαρθρώσεων τόσο σε ό,τι αφορά τη δηµοσιονοµική και τη βιοµηχανική πολιτική, όσο και πολιτικές εισοδηµάτων, οργάνωσης της παραγωγής κλπ. Ως σηµαντικό όπλο στην προσπάθεια ενδυνάµωσης της ευρωπαϊκής οικονοµίας θα χρησιµοποιηθεί και η δηµιουργία του κοινού νοµίσµατος, η οποία θα συντελέσει και στην άρση του προστατευτισµού που επέτρεπε η διακύµανση των διαφορετικών συναλλαγµατικών ισοτιµιών. Επιδιώκοντας η ΕΕ να συµβάλει στην περαιτέρω απελευθέρωση θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δηµιουργία του Παγκόσµιου Οργανισµού Εµπορίου. Ουσιαστικά πρόκειται για προέκταση της επιλεγµένης στρατηγικής για άνοδο της παραγωγικότητας µέσω «ενδογενών» αλλαγών (αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή, αναπροσαρµογή της κρατικής οικονοµικής πολιτικής) και όχι λόγω της ποικιλόµορφης κρατικής προστασίας. Έτσι η ΕΕ θεωρεί πως αυτό που ισχύει στο εσωτερικό της θα πρέπει να ισχύει και στον υπόλοιπο κόσµο. Για το λόγο αυτό θα επιµείνει και στην έναρξη και νέου γύρου διαπραγµατεύσεων για µεγαλύτερη εµβάθυνση του κεκτηµένου του γύρου της Ουρουγουάης. Παράλληλα µε όλα αυτά, η ΕΕ θα επιχειρήσει να αυξήσει και τη γεωγραφική της επικράτεια αξιοποιώντας την πτώση των καθεστώτων του ανατολικού συνασπισµού. Σταδιακά θα δηµιουργήσει σχέσεις µε τα κράτη αυτά, θα τα ενισχύσει µέσω του σχεδίου PHARE έτσι ώστε να δηµιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες µετάβασης στην οικονοµία της αγοράς. Από εκεί και πέρα, σε µια δεύτερη φάση, θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της προσαρµογής που θα έθετε το ενδεχόµενο µιας πλήρους ένταξης στην ΕΕ. Το τελικό σχέδιο στέφθηκε από επιτυχία αφού από την 1η Μαΐου 8 πρώην σοσιαλιστικά κράτη, µαζί µε την Κύπρο και τη Μάλτα, θα ενταχθούν στην ΕΕ των 25.

Βιβλιογραφία Βεργόπουλος, Κώστας 2001, Ποιος φοβάται την Ευρώπη; Ανατοµία ενός Μύθου, Αθήνα: Λιβάνης. Γεωργαντά Ζωή και Ιωσήφ Χασσίδ, 2001, «Ευρωπαϊκή Βιοµηχανική Πολιτική και Πολιτική Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης» στο ∆ηµόπουλος Γεώργιος, Νικόλαος Μπαλτάς και Ιωσήφ Χασσίδ (επιµ.), Εισαγωγή... ∆ηµόπουλος Γεώργιος, Νικόλαος Μπαλτάς και Ιωσήφ Χασσίδ (επιµ.), 2001, Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, τόµος Β': Οικονοµική Ολοκλήρωση και Πολιτικές, Αθήνα: Σιδέρης. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2000, Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Κόσµος, europa.eu.int Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Γενική ∆ιεύθυνση Τύπου και Επικοινωνίας, 2002, Η παγκοσµιοποίηση στην υπηρεσία όλων µας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το παγκόσµιο εµπόριο, europa.eu.int European Economy, 2002, no 6. Gilpin, Robert 2002, Η πρόκληση του παγκόσµιου καπιταλισµού. Η παγκόσµια Οικονοµία τον 21ο αιώνα, Αθήνα: Ποιότητα/ Princeton University Press. Ιωακείµογλου, Ηλίας 2000, Τέλος του αιώνα, τέλος της κρίσης; Το µέλλον του καπιταλισµού και η Αριστερά, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Καρφάκης, Κωνσταντίνος 2001, «Ιστορική Εξέλιξη: Από το ΕΝΣ στην ΟΝΕ και στο Ευρώ» στο ∆ηµόπουλος Γεώργιος, Νικόλαος Μπαλτάς και Ιωσήφ Χασσίδ (επιµ.), Εισαγωγή...

21

Λάβδας, Κώστας 2002, ∆ηµιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο. Μελάς, Κώστας 1999, Παγκοσµιοποίηση, Αθήνα: Εξάντας. Μητσιόπουλος, Γιάννης 2001, Χρηµατιστηριακές Κρίσεις & Επενδυτικά Εργαλεία. Μια κριτική προσέγγιση βασιζόµενη στα νέα δεδοµένα της Παγκοσµιοποίησης, της ΟΝΕ, των Χρηµατιστηριακών αγορών και κινδύνων, Αθήνα: Σταµούλης. Μούσης, Νίκος 2001, Ευρωπαϊκή Ένωση. ∆ίκαιο- Οικονοµία- Πολιτική, Αθήνα: Παπαζήσης OCDE 1989, Historical Statistics 1960- 1987, Paris: OECD. Πελαγίδης, Θόδωρος 2001, Πόσο έχει προχωρήσει η παγκοσµιοποίηση; Αθήνα: Παπαζήσης. Ρουµελιώτης, Παναγιώτης 1996, Η πορεία προς την Παγκοσµιοποίηση. Η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τον 21ο αιώνα, Αθήνα: Λιβάνης. Στεφάνου Κώστας, Αργύρης Φατούρος και Θόδωρος Χριστοδουλίδης (επιµ.), 2001, Εισαγωγή στις Ευρωπαϊκές Σπουδές, τόµος Α': Ιστορία- Θεσµοί- ∆ίκαιο, Αθήνα: Σιδέρης. Τσούκαλης, Λουκάς 1998, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονοµία. Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Αθήνα: Παπαζήσης. UNCTAD 2001, World Invstment Report. Promoting Linkages, New York and Geneva: United Nations. United Nations 1998, International Yearbook of Industrial Statistics, Vienna: United Nations Industrial Development Organization. United Nations, 2003, UNCTAD Handbook of Statistics, New York & Geneva. UNCTAD 2004, www.unctad. org Χασσίδ, Ιωσήφ 2001, "Ανταγωνιστικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση" στο ∆ηµόπουλος Γεώργιος, Νικόλαος Μπαλτάς και Ιωσήφ Χασσίδ (επιµ.), Εισαγωγή... Χριστοδουλίδης, Θόδωρος 2001, "Η Ιστορική αναδροµή της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης" στο Στεφάνου Κώστας, Αργύρης Φατούρος και Θόδωρος Χριστοδουλίδης (επιµ.), Εισαγωγή. .. Hot Words (1) Με τον όρο ανταγωνιστικότητα εννοούµε «την ικανότητα µιας οικονοµίας να διατηρεί ή και να διευρύνει τη συµµετοχή της στις διεθνείς αγορές, παραµένοντας...αποδοτική, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αναβαθµίζει το επίπεδο διαβίωση των πολιτών της και να δηµιουργεί νέες θέσεις εργασίας» (Χασσίδ 2001: 193). (2) Ακολουθώντας τους διεθνώς αποδεκτούς ορισµούς που αναφέρει ο Κ. Μελάς µε τον όρο συσσωρευµένος όγκος (απόθεµα) άµεσων ξένων επενδύσεων εννοούµε: α) την αξία του µεριδίου των ιδίων κεφαλαίων (µετοχικό κεφαλαίο + αποθεµατικό κεφάλαιο) των διεθνώς ελεγχοµένων επιχειρήσεων (Foreign affiliates) που ανήκει στη µητρική επιχείρηση (Parent enterprise) και β) την αξία του καθαρού δανεισµού της µητρικής επιχείρησης προς τις διεθνώς ελεγχόµενες επιχειρήσεις (Μελάς 1999: 135). (3) Όπως σηµειώνει ο Κ. Μελάς µε τον όρο ροές άµεσων ξένων επενδύσεων εννοούµε τις ακόλουθες µορφές κεφαλαίων: α) Μετοχικό κεφάλαιο (Equity Capital): Είναι το µερίδιο του µετοχικού κεφαλαίου που ανήκει στον αυτόνοµο εξωτερικό επενδυτή και είναι επανεπενδεδυµένο σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε µια άλλη χώρα εκτός της χώρας προέλευσης του επενδυτή β) Επανεπενδυµένα κέρδη (Reinvested Earnings): Αποτελούν το µερίδιο του άµεσου ξένου επενδυτή από τα κέρδη που δεν κατανεµήθηκαν ως

22

(4)

(5) (6)

(7)

(8)

µερίσµατα στις θυγατρικές επιχειρήσεις, ή κέρδη που δεν αποδόθηκαν στον άµεσο ξένο επενδυτή. Το παρακρατούµενο ποσό των κερδών επανεπενδύεται συµµετέχοντας στην αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής επιχειρήσεως γ) Ενδοεπιχειρησιακά δάνεια ή ενδοεπιχειρησιακές πιστώσεις (Intracompany loans or intra- company debt transactions): Αποτελούν τα µακροπρόθεσµα ή βραχυπρόθεσµα δάνεια ανάµεσα σε αυτόνοµους επενδυτές (συγγενείς επιχειρήσεις) και θυγατρικές επιχειρήσεις ή τις πιστωτικές διευκολύνσεις που προσφέρουν οι επιχειρήσεις µεταξύ τους (Μελάς 1999: 135). Θα πρέπει να σηµειωθεί πως στο τέλος του 1993 που διατυπώθηκαν αυτές οι θέσεις η ανεργία στην ΕΕ11 έφτανε στο 10,9% ενώ στην Ιαπωνία την ίδια χρονιά δεν ξεπερνούσε το 2,6% και στις ΗΠΑ, για το ίδιο διάστηµα περιοριζόταν στο 6,6% ( European Economy 2002). Πραγµατικά σε όλη την περίοδο από το 1995 µέχρι το 2002 οι πραγµατικοί µισθοί δεν αυξηθούν στην ΕΕ, κατά µέσο όρο, περισσότερο από 1,5% (European Economy 2002). Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το γεγονός πως ενώ το 1970, όπου η ανάπτυξη των λεγόµενων νέων τεχνολογιών ήταν σε πρώτα στάδια, οι εισαγωγές στα µηχανήµατα και τον εξοπλισµό µεταφοράς αποτελούσαν το 14,2% του συνόλου των εκτός ΕΕ12 εισαγωγών, το 1994 θα έχουν φτάσει στο 31,3% (Τσούκαλης 1998: 335). Αντίθετα, οι εξαγωγές από 40,4% το 1970 θα αυξηθούν ελαφρά στο 43,2% το 1994. Το αποτέλεσµα θα είναι ο λόγος εξαγωγές προς εισαγωγές σε αυτή την κατηγορία να µειωθεί ραγδαία από 2,50 σε 1,38. Η κατάσταση είναι ακόµα πιο απογοητευτική αν επικεντρωθούµε ειδικά στις υποκατηγορίες Μηχανές γραφείου & επεξεργασίας δεδοµένων και Εξοπλισµός τηλεπικοινωνιών όπου (αθροιστικά) το 1970 αποτελούσαν το 4,0% των εξωκοινοτικών εξαγωγών για να αυξηθούν στο 5,1% το 1994. Στην ίδια περίοδο οι αντίστοιχες εισαγωγές θα περάσουν από το 2,4% στο 9,1%! Η συνέπεια θα είναι η σχέση εξαγωγών/ εισαγωγές να περάσει από το 1,46 (1970) στο 0,56 (1994).. Η σχετική µελέτη του Χασσίδ θα οδηγήσει σε ανάλογα συµπεράσµατα. Η ευρωπαϊκή βιοµηχανία σε σχέση µε τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας χαρακτηρίζεται από µεγαλύτερη εξειδίκευση σε παραδοσιακούς τοµείς παραγωγής. Οι σηµαντικότερες υστερήσεις αφορούν τους τοµείς πληροφορικής και επικοινωνιών καθώς και τους τοµείς εντάσεως διαφήµισης. (Χασσίδ 2001: 191- 193). Σύµφωνα µε δύο µελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έγιναν γνωστές λίγο πριν το Σηάτλ «η περαιτέρω απελευθέρωση του εµπορίου θα µπορούσε να συµβάλει στη βιώσιµη ανάπτυξη και να έχει ως αποτέλεσµα ετήσιο κέρδος παροχών κοινωνικής πρόνοιας που ανέρχεται παγκοσµίως σε 420 δις ευρώ» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2000: 21). Υπάρχει µια ποιοτική διαφορά µεταξύ των διευρύνσεων της ΕΕ προς άλλες δυτικές χώρες (άλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάµε πως και η Σουηδία, η Φινλανδία και η Αυστρία έγιναν µέλη της ΕΕ στη δεκαετία του ‘90) και τη διαδικασία προσέγγισης, και ένταξης τελικά, χωρών από το πρώην ανατολικό συνασπισµό. Στη µία περίπτωση έχουµε µια πορεία που ξεκινά από την πρώτη διεύρυνση της ΕΟΚ το 1973. Στη δεύτερη περίπτωση έχουµε µια εντελώς άλλη κατάσταση η οποία οφείλεται στις συνθήκες δηµιουργίας της παγκοσµιοποίησης- µία εκ των βασικότερων είναι η πτώση των ανατολικών καθεστώτων και η επαναδηµιουργία ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου.

23

Related Documents

Kef5
June 2020 0