1
ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΩ; QUE SAIS-JE ?
Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ LA SEXUALITE FEMININE ΖΑΚ ΑΝΤΡΕ JACQUES ANDRE Ψυχαναλυτής, μέλος της Ψυχαναλυτικής Ένωσης Γαλλίας (APF) Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VII-Denis-Diderot Μετάφραση ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΖΑΔΙΝΟΣ EMMANUEL KOSADINOS
Psychiatre des Hôpitaux
Γενική υποσημείωση: Η ηλεκτρονική μορφή αυτού του κειμένου έχει κάποιες ατέλειες που αφορούν την μορφοποίηση των τίτλων κεφαλαίων και υποκεφαλαίων. Αυτές θα διορθωθούν σταδιακά ώστε το κείμενο να είναι τελείως ευανάγνωστο. Επίσης θα προστεθούν και οι τελευταίες σελίδες που προς το παρόν λείπουν. Η ενημέρωση με νεότερες διορθωμένες μορφές θα γίνεται χωρίς προειδοποίηση των αναγνωστών.
2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ονομάζεται Λέλια, είναι μια από τις ηρωίδες της Ζωρζ Σάνδης και άξια εκπρόσωπος αυτών των χαρακτήρων γυναικείων μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα: «Παραδιδόμουν χλομιάζοντας και κλείνοντας τα μάτια. Όταν είχε αποκοιμηθεί, ικανοποιημένος και χορτασμένος, έμενα ακίνητη και αποσβολωμένη, με παγωμένες τις αισθήσεις.» Η σεξουαλικότητα είναι το πράγμα των ανδρών, στις γυναίκες απομένει η αυτοθυσία και η ψυχρότητα ή η προσποιητή ευχαρίστηση. Από την άποψη των νοητικών παραστάσεων της «γυναίκας του σήμερα», εκείνης για την οποία η σεξουαλική ικανοποίηση εγγράφεται ως απαραίτητη υγιεινή μεταξύ jogging και body-building, η Λέλια και οι συντρόφισσες της μοιάζουν με αρχαιολογίες. Αυτό που έχει συμφωνηθεί να ονομάζεται «σεξουαλική απελευθέρωση» υπήρξε υπόθεση κυρίως των γυναικών και σε μικρότερη κλίμακα των ανδρών. Στους καιρούς της «Λέλιας» οι άνδρες πράγματι διέθεταν δυνατότητες να παρακάμπτουν την συζυγική λιτότητα, πράγμα που προϋπέθετε μια κατηγορία γυναικών, από την πόρνη έως την ερωμένη, που ξέφευγαν από τον επιβεβλημένο «βικτωριανό» ρυθμό της σεξουαλικότητας. Οι δείκτες της σημερινής απελευθέρωσης της σεξουαλικότητας των γυναικών είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι: ο παραμερισμός του ταμπού της παρθενίας, κάποια όχι σπάνια διάκριση μεταξύ συζυγικής και σεξουαλικής ζωής, η παράταση της σεξουαλικής ζωής προς τα πίσω, προς την εφηβεία (με ενδεχόμενη κάλυψη των γονιών), προς τα εμπρός μετά την εμμηνόπαυση, την δυνατότητα για την γυναικεία επιθυμία να αναλάβει πρωτοβουλία, με κίνδυνο να «σκοντάψει» στο ανδρικό «φιάσκο» (αυτό που γνώριζε ο Σταντάλ πολύ πριν από την ψυχανάλυση) και, ουσιώδες σημείο η αποσύνδεση της σεξουαλικότητας από τον κίνδυνο εγκυμοσύνης, που έγινε δυνατή χάρη στην αντισύλληψη και την νομιμοποίηση της άμβλωσης. Ο ψυχαναλυτής, και αυτός, διαπιστώνει αυτή την αληθινή αναστάτωση των σχετικών με την σεξουαλικότητα νοητικών παραστάσεων της κοινωνίας και τις αντίστοιχες συμπεριφορές. Μετρημένο όμως, με τον πήχη του ασυνείδητου, δηλαδή του απαράδεκτου, απωθημένου μέρους των επιθυμιών και της τυφλής, υπερεγωτικής δύναμης των απαγορεύσεων, το αίσθημα αναστάτωσης υποχωρεί εμπρός σε μια εντύπωση επανάληψης, επιστροφής του ίδιου, το πολύ παραχωρώντας μια αλλαγή τονισμού: από το αντικείμενο προς την ενόρμηση, θα επανέλθουμε σε αυτό. Η κυρίαρχη ηθική του 19ου αιώνα υπαγόρευε στη γυναίκα το ακόλουθο πρόσταγμα: να εργάζεσαι, να εξοικονομείς και να παραιτείσαι από τη σάρκα! Το εξίσου κατηγορικό πρόσταγμα του σήμερα, όπως για παράδειγμα μεταφέρεται από τα γυναικεία περιοδικά, λέει: να είσαι ευτυχισμένη, να είσαι ολοκληρωμένη, με μια λέξη «απόλαυσε!» Ανάμεσα στις δυο εντολές, σημείωνε με χιούμορ η Μάργκαρετ Μηντ (Margaret Mead), η πρώτη είχε το πλεονέκτημα πως ήταν τουλάχιστον πραγματοποιήσιμη. Το υπερεγώ, η ασυνείδητη δύναμη απαγόρευσης, συγκροτείται, τουλάχιστον όσον αφορά μια από τις πλευρές της, με την εσωτερίκευση των γονικών απαγορεύσεων, αυτές που είναι ηχώ των απαγορεύσεων της κοινωνίας. Θα ήταν επομένως λογικό να περιμένει κανείς η χαλάρωση αυτών των τελευταίων να έχει επιφέρει την εξομάλυνση της τυραννίας του υπερεγώ. Η κλινική δεν παύει να δείχνει στον ψυχαναλυτή πως βρισκόμαστε μακριά από τα προσδοκώμενα. «Θα έχεις έναν κολπικό οργασμό! Και αν δεν έχεις θα μπορείς πάντα να επισκεφθείς την κλινική του οργασμού» (ίδρυμα που άνοιξαν οι Αμερικανοί σεξολόγοι Γουίλιαμ Μάστερς και Βιρτζίνια Τζόνσον)… Αυτό το «απελευθερωτικό» πρόσταγμα αποκαλύπτεται τουλάχιστον εξίσου ψυχικά δαπανηρό με την παλαιά ανακάλυψη της ανδρικής στύσης το βράδυ της «νύχτας γάμου». Η σεξουαλικότητα της γυναίκας δεν είναι σήμερα λιγότερο συγκρουσιακή από ότι στο παρελθόν, ακόμη αν οι λέξεις του παράπονου, και κάποτε τα συμπτώματα έχουν τροποποιηθεί.
3
Η σεξολογική παραίσθηση συνίσταται στην πεποίθηση πως η σεξουαλικότητα είναι υπόθεση γνώσης: γνώσης ανατομικής, γνώσης ερωτικής. Πρόκειται για παραγνώριση αυτού που συγκροτεί το ουσιώδες του σεξουαλικού στον άνθρωπο και που υπερβαίνει κάθε γνώση, κάθε μάθηση: της ασυνείδητης διάστασης του. Η υποταγή στο ασυνείδητο είναι κληρονόμος της παιδικής σεξουαλικότητας και της απώθησης της. Η εγκαθίδρυση της σεξουαλικής ζωής είναι διφασική, υποχρεωτικά συγκροτούμενη ανάμεσα στο όψιμο της βιολογικής ωρίμανσης (την ενήβωση), και το πρώιμο της παιδικής ηλικίας: πολύ νωρίς γιατί το παιδί τότε δεν διαθέτει τις πρόσφορες απαντήσεις (σωματικές, συναισθηματικές, αναπαραστασιακές) για την αγάπη (στην καλύτερη περίπτωση) που του προσφέρεται από τον ενήλικο κόσμο και που διεισδύει με κάθε χειρονομία φροντίδας. Η απώθηση είναι ανάλογη αυτής της πρωιμότητας: εδράζεται πάνω στην αδυναμία επεξεργασίας ψυχικής (και κατά μείζονα λόγο σωματικής – η γενετήσια εκτόνωση είναι για πολύ αργότερα) της διέγερσης που γεννιέται από τις πρώτες σχέσεις με τον ενήλικο, συχνότερα με την μητέρα. Ο ψυχισμός οικοδομείται με αφετηρία αυτό που έχει μεταβιβαστεί από τους γονείς, εντυπωθεί από τις χειρονομίες τους, τον τρόπο αγγίγματος των, νανουρίσματος του παιδιού, από τις λέξεις (και τις σιωπές) που του απευθύνουν, από τις σχέσεις που διατηρούν με τις ερωτογενείς του ζώνες (επιλεκτικά: το στόμα, τον πρωκτό, την ουρο-γεννητική ζώνη, δηλαδή τα ανοίγματα, τους τόπους διείσδυσης-εξώθησης, τους τόπους ανταλλαγής ανάμεσα στο «έξω» και στο «μέσα») εξίσου όμως και από τις απόπειρες του παιδιού, από τις πρώτες ήδη μέρες, να ερμηνεύσει τι του συμβαίνει έτσι, κατακλυσμιαία. «Η συναλλαγή του παιδιού με το πρόσωπο που το φροντίζει, γράφει ο Φρόϋδ, είναι για αυτό μια συνεχής πηγή σεξουαλικής διέγερσης και ικανοποίησης προερχόμενης από τις ερωτογενείς ζώνες, περισσότερο μάλιστα που αυτό το τελευταίο (γενικά η μητέρα) δωρίζει στο παιδί αισθήματα προερχόμενα από την δικιά του σεξουαλική ζωή, το χαϊδεύει, το φιλά και το νανουρίζει και το εκλαμβάνει τελείως ξεκάθαρα ως υποκατάστατο ενός καθ’ολοκληρία σεξουαλικού αντικειμένου.»1 Και προσθέτει ο Φρόϋδ πως η μητέρα θα τρόμαζε αν γνώριζε τι κάνει. Όμως δεν το γνωρίζει. Το ασυνείδητο του ενήλικου, τα «αισθήματα προερχόμενα από την δικιά του σεξουαλική ζωή», δίνουν τον τόνο των πρώτων σχέσεων με το βρέφος. Η συνέπεια αυτού είναι, από την πλευρά του μικρούτσικου παιδιού, η ανάπτυξη της σεξουαλικότητας σύμφωνα με μια πολύμορφα διεστραμμένη προδιάθεση, δηλαδή η αναζήτηση της ικανοποίησης, ενός «πλεονάσματος ευχαρίστησης», μέσα από όλες τις ζώνες του σώματος, πέρα από την επιτέλεση κάποιας λειτουργίας, για παράδειγμα μέσα από τον θηλασμό του αντίχειρα. Αυτή η πολυμορφία της παιδικής σεξουαλικότητας, αυτή η πολυδιάσπαση του σεξουαλικού σε μερικά ορμέμφυτα (στοματικό, πρωκτικό...), έχει για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα στο σύνολο της μια αποφασιστική συνέπεια: την μη-ισοδυναμία στον άνθρωπο του σεξουαλικού και του γενετήσιου, την αποσύνδεση της σεξουαλικότητας από το ένστικτο αναπαραγωγής. Σε όλα τα θηλαστικά , «η σεξουαλική δραστηριότητα του θηλυκού συνδέεται αυστηρά με μια πολύ συγκεκριμένη ενδοκρινική ισορροπία που συνοδεύει ένα επαρκές επίπεδο ανάπτυξης των ωοθυλακίων. Έξω από αυτήν την φυσιολογική κατάσταση, που αναφέρεται με το όνομα οίστρος, δεν παρατηρείται καμιά σεξουαλική συμπεριφορά στο θηλυκό»1. Είναι περιττό να υπενθυμίσει κανείς πως τίποτε τέτοιο δεν ισχύει για το θηλυκό του ανθρώπου. Η διέγερση στη γυναίκα, και βέβαια στον άνδρα, δεν έχει περιοδικό χαρακτήρα. Πρόκειται για έναν πραγματικό εκφυλισμό (dénaturation), ή για υποβάθμιση (disqualification) του ενστίκτου, σύμφωνα με τα λόγια του Ζ. Λαπλάνς2. Η συμπερίληψη της παιδικότητας δεν συνιστά απλά διεύρυνση του πεδίου της σεξουαλικότητας αλλά, τροποποιεί τη φύση της, τοποθετεί τον καθοριστικό ρόλο του ασυνείδητου ως προμετωπίδα και οδηγεί σε ρήξη με την νοητική 1
Encyclopedia Universalises άρθρο, « Comporte,ent sexuel »(«Σεξουαλική συμπεριφορά» (J.-P. Signoret), τόμος14, σελ.932 2 « Vie et mort en psychqnqlyse » Flammarion, 1970, σελ. 54.
4
παράσταση της σεξουαλικότητας ως γενετήσιας και μόνο διεργασίας που έχει συγκεκριμένο στόχο και αντικείμενο. Τα πράγματα θα ήταν πιο απλά αν μπορούσε κανείς να περιγράψει την σεξουαλική ζωή με αφετηρία μια αναπόφευκτη «έλξη» του ενός φύλου για το άλλο. Η ποικιλότητα των επιλογών αντικειμένου (ειδικότερα η ομοφυλόφιλη επιλογή) υπάρχει για να υπενθυμίσει πως τίποτε τέτοιο δεν ισχύει. Αυτό που ο Λακάν έλεγε περιληπτικά με έναν προκλητικό αφορισμό: «Ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά.» Η αντισύλληψη επιτρέπει τώρα στην γυναίκα να επιλέξει την σύμπτωση σεξουαλικής επιθυμίας και επιθυμίας παιδιού, και άρα να ξανασυμφιλιώσει στην πράξη σεξουαλικότητα και αναπαραγωγή. Όμως, όπως υπενθυμίζει η Τζόϋς Μακ Ντάγκαλ (Joyce McDougall), αυτό με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι στην ανάλυση είναι η καταχωνιασμένη επιθυμία του (της) ασθενούς να έχει ένα παιδί από τον πατέρα, από την μητέρα, ασυνείδητες φαντασιώσεις «προστατευμένες» από κάθε κοινωνική ή σεξουαλική απελευθέρωση, ριζωμένες μέσα στην παιδικότητα, σε μια ηλικία όπου η αντισύλληψη δεν έχει πραγματικό αντίκρισμα στον ψυχισμό3. Το ψυχαναλυτικό μάθημα που μπορεί κανείς να αντλήσει από τις αναστατώσεις που έχουν συμβεί τα τελευταία αυτά χρόνια στις νοητικές παραστάσεις για την σεξουαλικότητα, είναι πως δεν υπάρχει κοινωνική θεραπεία της ενδοψυχικής σύγκρουσης, πως μια «σεξουαλική απελευθέρωση» με κανένα τρόπο δεν μεταφράζεται σε άρση της απώθησης, ούτε έστω σε μερική απορρόφηση του ασυνείδητου. Πράγμα που δεν σημαίνει πως τίποτε δεν αλλάζει. Η μεγάλη υστερικιά, εκείνη που έδινε ευχαρίστηση στον κλινικό Σαρκώ , διόλου πια δεν απαντάται. Ήταν κόρη ενός (ιατρικού) αιώνα που ευκαιριακά εφάρμοζε το κάψιμο της κλειτορίδας με ερυθροπυρωμένο σίδερο («πυρ πυρί ίαται») ή τον καυτηριασμό των τοιχωμάτων του αιδοίου με νιτρικό άργυρο4. Όμως η εξαφάνιση της μεγάλης υστερικιάς δεν είναι εξαφάνιση της υστερίας ως ψυχικής δυσφορίας, ούτε της ακολουθίας συμπτωμάτων της, από την σωματική μετατροπή έως την φοβία. Οι γυναίκες εξακολουθούν να παραπονιούνται για αυτό που έχουν και να επιθυμούν αυτό που δεν έχουν, να διηγούνται με την ίδια όπως άλλοτε αμφίσημη φρίκη ιστορίες για φίδια, και να μεταγράφουν το άγχος τους απέναντι στην λίμπιντο σε διάφορα σωματικά ενοχλήματα. Η αναλλοίωτη φαντασιωτική ισχύς του φιδιού επιτρέπει να αντιληφθεί κανείς μια από τις ουσιώδεις ιδιότητες του ασυνείδητου συστήματος: την α-χρονικότητα των νοητικών παραστάσεων που το συγκροτούν. Το φίδι ανήκει στην μυθολογική μας κληρονομιά (δείτε εκείνα που δαγκώνουν τα στήθη και διεισδύουν στα γεννητικά όργανα της φιλήδονης γυναίκας στην γλυπτική αναπαράσταση του Μουασσάκ) και εξακολουθεί να προκαλεί ανατριχίλα στον ονειρευόμενο του σήμερα (άνδρα ή γυναίκα: η ασυνείδητη θηλυκότητα δεν συγχέεται με το ανατομικό φύλο). Κάτι ωστόσο αλλάζει. Η ψυχρότητα εξακολουθεί να αποτελεί σύμπτωμα όμως, και όταν ακόμη υπάρχει, παραχωρεί την πρωτεύουσα θέση σε λιγότερο εντοπισμένα άγχη. Οι λέξεις του παράπονου έχουν αλλάξει και ιδού ένα πολύ σύντομο παράδειγμα που επιλέχτηκε για την επαναληπτικότητα του. Είναι αυτό μιας νέας γυναίκας, στην αυγή της τριακονταετίας, της οποίας η έως εδώ ερωτική ζωή ήταν φτιαγμένη από δεσμούς (περισσότερο ή λιγότερο σύντομους), στους οποίους η ευχαρίστηση που δοκίμασε ήταν ισχυρότερο κίνητρο 3
Συνέντευξη του F. Gantheret με την Joyce McDougall, Nouvelle Revue de psychanalyse, n° 29, 1984, p.135 4 Πρβλ R.-H. Guerrand, haro sur la masturbation, in Amour et sexualité en Occident, « Points », Le Seuil, 1991, p.304
5
από τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις. Η ανησυχία της σήμερα είναι πως, ενώ θα επιθυμούσε τα πράγματα να εγγράφονταν με έναν άνδρα σε έναν χρονικό ορίζοντα και στην τεκνοποίηση, «μήπως η ελευθερία της μετατραπεί σε άκαρπη περιπλάνηση». Η σημερινή ελευθερία σεξουαλικής δραστηριότητας δεν μεταφράζεται ισοδύναμα σε ελευθερία της ψυχικής ζωής απέναντι στο άγχος και τα ενδεχόμενα συνοδά συμπτώματα. Ο κολπικός οργασμός δεν είναι από μόνος του δείκτης ψυχικής υγείας. Συγκρίνοντας την εποχή του με τον αρχαίο κόσμο, ο Φρόϋδ παρατηρούσε: «Οι Αρχαίοι τόνιζαν κατά προτεραιότητα αυτό καθαυτό το ορμέμφυτο, ενώ εμείς στο αντικείμενο.»5 Φαίνεται πως η ζυγαριά έχει και πάλι στραφεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μία πρόσφατη έρευνα του περιοδικού Elle (Απρίλιος 1993), που αφορούσε την σεξουαλικότητα των αναγνωστριών, παρουσιάζει ορισμένα ποσοστά σχετικά με την συχνότητα των σεξουαλικών πράξεων, την συγκριτική συχνότητα κλειτοριδικών και κολπικών οργασμών, την επιλογή στάσεων, το προτιμούμενο άνοιγμα, κλπ. Έχοντας διαπιστώσει μια αυξανόμενη δραστηριότητα και μια αισιόδοξη ποικιλότητα, το περιοδικό συμπέρανε: δεν τις ρωτήσαμε αν όλα αυτά συνέβαιναν με τον σύζυγο, με τον εραστή ή με τον άνθρωπο που φέρνει τις πίτσες. Το αντικείμενο έχει γίνει αντικαταστάσιμο, υποβιβάστηκε στη θέση του «παρτεναίρ». Ο ψυχαναλυτής, μέσα από την κλινική του πράξη και εμπειρία, είναι σήμερα μάρτυρας μιας σεξουαλικότητας που έχει γίνει καταναγκαστική, πλήρης παράδοση ή και εξάρτηση (addictive), σύμφωνα με την λέξη της Τζόϋς Μακ Ντάγκαλ(Joyce McDougall).6 Αιτείται από το αντικαταστάσιμο αντικείμενο να υλοποιεί μέσα στην πραγματικότητα την επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων. Η αποτελεσματικότητα αυτής της λύσης συχνά δεν είναι παρά ένα σαθρό ανάχωμα απέναντι στην ανάδυση του άγχους. Αν είναι αλήθεια πως το άγχος απώλειας του αντικείμενου αγάπης αποτελεί εξειδικευμένο χαρακτήρα του γυναικείου άγχους – θα επανέλθουμε σε αυτό το σημείο στην παράγραφο για το άγχος – μπορεί κανείς να υποθέσει πως ο «υποβιβασμός» του αντικειμένου σε παρτεναίρ φέρνει την γυναίκα αντιμέτωπη με μια ψυχική κατάσταση που δύσκολα μπορεί να διαπραγματευτεί. Εννοείται πως υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις, εκτός της ψυχαναλυτικής, της γυναικείας σεξουαλικότητας, και ειδικότερα η ανατομο-φυσιολογική άποψη. Απομένει να μάθει κανείς αν, προσεγγίζοντας διαφορετικά, προσεγγίζει ακόμη κανείς το ίδιο πράγμα. Οι Μάστερς και Τζόνσον ορίζουν ως εξής τον γυναικείο οργασμό: «Είναι ένα σύντομο επεισόδιο φυσιολογικής χαλάρωσης της αυξημένης αγγειακής συμφόρησης και μυϊκού τόνου που είχαν εκδηλωθεί σαν αποτέλεσμα των σεξουαλικών ερεθισμάτων. Η «οργασμική πλατφόρμα», που εντοπίζεται στο εξωτερικό τριτημόριο του κόλπου, είναι ο τόπος των συσπάσεων, των οποίων ο αριθμός (5 με 12) υποδεικνύει την ένταση του οργασμού7. Αν αυτή η ένταση είναι αντικείμενο υποκειμενικής εμπειρίας της γυναίκας που την νοιώθει, διόλου δεν είναι οι λεπτομέρειες της εσωτερικής σωματικής διεργασίας– όπως δεν είναι υποκειμενική εμπειρία η μεγάλη πλειοψηφία των φυσιολογικών διεργασιών. Αυτή η μη-υποκειμενοποίηση δεν είναι συνώνυμη του ασυνείδητου. Η «χαλάρωση της αγγειοσυμφόρησης» δεν είναι απωθημένη, είναι απλά εκτός ψυχισμού. Η φυσιολογία της συνουσίας μπορεί να παρατηρηθεί, το ίδιο όμως δεν ισχύει για τις φαντασιωτικές παραστάσεις που συσχετίζονται με αυτήν, ένα μέρος των οποίων είναι απρόσβατες (ασυνείδητες) στο ίδιο το υποκείμενο.
5
Trois essais, op. cit., p.56, n. 1 (ajout de 19100 Άρθρο που αναφέρεται 7 Les reactions sexuelles, Robert Laffont, 1968, p. 147 6
6
Οι αναφορές στην ανατομία (στην δυαδικότητα κλειτορίδας-κόλπου, στην γειτνίαση ορθού-κόλπου) καταλαμβάνουν σημαντική θέση στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Πρόκειται όμως για μια ανατομία που θεωρείται σε σχέση με την ιστορία του υποκειμένου, που λαμβάνει από αυτήν το νόημα της και ακόμη την μοναδική της γεωγραφία, συχνά πολύ διαφορετική από την ανατομική πραγματικότητα. Η έννοια της «ερωτογενούς ζώνης» στην ψυχανάλυση δεν προσδιορίζει απλά ένα σεξουαλικό σημείο του σώματος αλλά την εγγραφή της φαντασίωσης στην σάρκα. Έτσι είναι δυνατόν να καταλάβει κανείς πως «φυσιολογικά» σεξουαλικές ζώνες μπορεί να παραμένουν βουβές για την διέγερση και, αντίθετα, σωματικές θέσεις άσχετες με την ανατομία του σεξ να είναι ζωντανές πηγές ευχαρίστησης και ικανοποίησης. Όπως κάθε θεωρία, η ψυχαναλυτική θεωρία προσδοκά την κατάκτηση της αλήθειας, τουλάχιστον ενός μέρους της. Υπάρχουν κάποια κεκτημένα: πως η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι ψυχοσεξουαλικότητα (πολύ απομακρυσμένη από την ενστικτώδη συμπεριφορά), πως ο πυρήνας της είναι το ασυνείδητο και πως οι ρίζες αυτού του πυρήνα βρίσκονται στην έμφυλη (σεξουαλική) διάσταση της παιδικής ηλικίας και στην απώθηση της. Όσον αφορά την ψυχαναλυτική θεωρία της γυναικείας σεξουαλικότητας, δηλαδή της ψυχοσεξουαλικής λειτουργίας της γυναίκας είναι, από τις πρώτες διατυπώσεις του θέματος έως σήμερα, σημαδεμένη από βαθιές αποκλίσεις. Σάν, η μη ορατότητα του γυναικείου σεξουαλικού οργάνου, η εσωτερική του φύση, να είχε ως αποτέλεσμα την πολλαπλότητα των υποθέσεων που το αφορούν. Η ψυχοσεξουαλική διάσταση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, η ψυχική αμφισεξουαλικότητα, ο πολυδύναμος χαρακτήρας των ταυτίσεων, όλα αυτά αποτελούν ανακαλύψεις της ψυχανάλυσης και ταυτόχρονα τις συνθήκες που κάνουν δυνατή την εξάσκηση της. Είναι επίσης αυτό που επιτρέπει σε έναν άνδρα να είναι ο ψυχαναλυτής μιας γυναίκας και αντίστροφα. Αν η ψυχαναλυτική θεωρία της θηλυκότητας είναι διαιρεμένη, η διαίρεση αυτή δεν έχει έμφυλο χαρακτήρα. Από την μεριά του Φρόϋδ, βρίσκει κανείς την Έλεν Ντόϋτς (Helen Deutsch), την Ιωάννα Λάμπελ-ντε-Χρόοτ (Jeanne Lampl de Groot) και μερικές άλλες. Κατ’αντίθεση οι Άμπραχαμ και Τζόουνς βρίσκονται δίπλα στην Μέλανι Κλάϊν Melanie Klein), την Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney) και άλλες συναδέλφισσες των. Αν δεν είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα βιολογικό φύλο, να σημαίνει αυτό άραγε πως το φύλο του ερευνητή δεν έχει σημασία; Αυτό είναι απίθανο. Το παιχνίδι των ταυτίσεων απελευθερώνει από τον ανατομικό προκαθορισμό, δεν οδηγεί όμως στην α-φυλετικότητα. Που εντοπίζεται η ενδεχόμενη διάσταση; Θα αφήσουμε στους αναγνώστες την φροντίδα να αποφασίσουν.
7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ Το έπος του Γιλγαμές είναι το αρχαιότερο γνωστό λογοτεχνικό έργο, τριάντα πέντε αιώνες μας χωρίζουν από αυτό το μακρύ βαβυλωνιακό ποίημα. Ένα από τα πρόσωπα, η θεά Ινάννα, αναρωτιέται: «Το αιδοίο μου, το βουναλάκι μου ανασκιρτά / Ποιος λοιπόν θα με οργώσει; Η δικιά μου γυναικεία φύση, η Βασίλισσα, το κάθυγρο χώμα,/ Ποιος το άροτρο από πάνω θα περάσει;»8 Με έναν εξίσου αγροτικό αλλά πιο ήμερο τρόπο η αγαπημένη στο «Άσμα ασμάτων» λέει (7, 13): «ορθρίσωμεν εις αμπελώνας, ίδωμεν ει ήνθησεν η άμπελος, ήνθησεν ο κυπρισμός, ήνθησαν αι ροαί· εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι.» [Και να μας βρει το χάραμα στ’ αμπέλια./Nα ιδούμε μη ροδάμισε τ’ αμπέλι,/ Μην τα μπουμπούκια έχουν ανοίξει,/ Μη βγάλαν άνθος οι ροδιές·/Εκεί θα σου δώσω τον κόρφο μου – απόδοση Γιώργου Σεφέρη] Η σημερινή «σεξουαλική επανάσταση» είναι πηγή πολλών παραισθήσεων. Η πιο χονδροειδής είναι η σκέψη πως η ελευθερία που οι γυναίκες απολαμβάνουν σήμερα είναι η κατάληξη μιας συνεχούς ιστορικής διαδικασίας, από τον υποτιθέμενο σκοταδισμό των παρωχημένων εποχών έως τις φωτισμένες συμπεριφορές των σύγχρονων καιρών. Το έπος του Γιλγαμές, και μαζί με αυτό πολλά άλλα τεκμήρια, ελληνικά αγγεία ή κεραμικά σκεύη των ινδιάνων της Αμερικής, μαρτυρούν για την ύπαρξη νοητικών παραστάσεων σχετικών με την γυναικεία σεξουαλικότητα στις οποίες οι σημερινές εικόνες δεν προσθέτουν σπουδαία πράγματα. Η ιστορία της σεξουαλικής ζωής των γυναικών είναι πολύ δύσκολο, ή και αδύνατο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα, ωστόσο αναδεικνύονται κάποιες αδρές γραμμές που δείχνουν, σύμφωνα με τις εποχές και τους πολιτισμούς, εναλλαγές μεταξύ καταπίεσης και (πάντα σχετικής) χειραφέτησης χωρίς ποτέ η μια τάση να υπερισχύει οριστικά πάνω στην άλλη. Ένας από τους αιώνες που γέννησε τα πιο βάρβαρα σχέδια σχετικά με αυτό το θέμα βρίσκεται πολύ κοντά μας. Το 1894 ο Δρ Πουγέ (Pouillet), ένας γιατρός σαν τους άλλους, εύχεται την εφεύρεση μιας «περιοριστικής ζώνης» που θα εμπόδιζε τις γυναίκες να «χειρομαλάσσονται» : «Μια ελαφριά και καλά προσαρμοσμένη συσκευή που θα έφραζε ερμητικά το άνοιγμα του αιδοίου, παραμερίζοντας λίγο τους μηρούς και επιτρέποντας ένα μικρό άνοιγμα για την εκροή των ούρων και των εμμήνων, θα παρείχε, νομίζω, μια αξιόλογη υπηρεσία στις αυνανίστριες.»9 Η παραίσθηση μιας ιστορικής συνέχειας της χειραφέτησης έχει και την αντίστροφη εκδοχή της: εκείνην ενός χρυσού αιώνα της θηλυκότητας, την εποχή της πρωτόγονης μητριαρχίας και της βασιλείας των Αμαζόνων. Τα λόγια της αγαπημένης του «Άσματος Ασμάτων» παραπέμπουν σίγουρα σε μια αρχαία ηδονολατρεία, με τίμημα όμως να λησμονηθεί αυτό που διατυπώνουν οι Παροιμίες της Παλαιάς Διαθήκης: «βόθρος βαθύς στόμα παρανόμου» [όπου στις ευρωπαϊκές μεταφράσεις αποδίδεται ως παράνομος ειδικά η αμαρτωλή ή ξένη γυναίκα – σημείωμα του μεταφραστή – συνακόλουθα ερμηνευμένο), «ο δε μισηθείς υπό Κυρίου εμπεσείται εις αυτόν» (22,14), μετατόπιση από κάτω προς τα άνω, από τον κόλπο προς το στόμα, θα επανέλθουμε στο θέμα. 8
Πρβλ J. Bottero, Τout commence a Babylone (Όλα ξεκινούν στην Βαβυλώνα), στο βιβλίο Amour et Sexualite en Occident, Points, Seuil, p. 32., απόδοση του αποσπάσματος Μ.Κ. 9 Πρβλ R.-H. Guerrand, Haro sur la masturbation! (Κατακραυγή του αυνανισμού), Amour et sexualite en Occident (Έρωτας και σεξουαλικότητα στην Δύση), αναφ.έργο, σελ. 304
8
Στην εισαγωγή της «Ιστορίας των γυναικών» που έγραψαν οι Ζωρζ Ντυμπύ (Georges Duby) και Μισέλ Περρό (Michelle Perrot) υπογραμμίζουν την δυσκολία του εγχειρήματος των, στο βαθμό που τα απαλά ίχνη που άφησαν οι γυναίκες «προέρχονται λιγότερο από αυτές τις ίδιες και περισσότερο από το βλέμμα των ανδρών που κυβερνούν την πολιτεία, κτίζουν την μνήμη της και διαχειρίζονται τα αρχεία της»10.Εάν κανείς προσθέσει σε αυτά ότι οι άνδρες αυτοί «εξαιτίας της κοινωνικής τους κατάστασης, των λειτουργημάτων τους και των επιλογών τους» (όπως οι κληρικοί για παράδειγμα) συχνότερα στέκονται πού μακριά από τις γυναίκες, μπορεί τότε να λογαριάσει τις αβεβαιότητες της απόδοσης του ιστορικού, πόσο μάλλον όταν σκοπός είναι η διείσδυση στο χώρο του ενδόμυχου, ειδικότερα της σεξουαλικότητας. Η διάδοση ανά τους αιώνες των γυναικείων αναπαραστάσεων μας πληροφορεί περισσότερα για το ασυνείδητο των ανδρών παρά για αυτές τις ίδιες τις γυναίκες. Το ασυνείδητο των ανδρών του παλιού και σημερινού καιρού: πολλές αναπαραστάσεις που φαίνονται στη ματιά της επιστήμης και της κοινωνικής εξέλιξης πως έχουν παλιώσει δεν έχουν στην πραγματικότητα τίποτε χάσει από την δύναμη απήχησης τους στο φαντασιακό. Δεν θα ήταν δύσκολο να ξαναβρεί κανείς, παρακολουθώντας τις παραλλαγές των φαντασιώσεων κάποιου σημερινού ασθενούς, την ηχώ αυτού που ο Πλάτων γράφει στον Τίμαιο: «αι δ’εν ταις γυναιξί μήτραί τε και υστέραι λεγόμεναι δια τα αυτά ταύτα, ζώον επιθυμητικόν ενόν της παιδοποιίας, όταν άκαρπον παρά την ώραν χρόνον πολύν γίγνηται, χαλεπώς αγανακτούν φέρει, και πλανώμενον πάντη κατά το σώμα, τας του πνεύματος διεξόδους αποφράττον, αναπνείν ουκ εών εις απορίας τας εσχάτας εμβάλλει και νόσους παντοδαπάς άλλας παρέχει» (Γ! μέρος, 91γ) [στις γυναίκες η μήτρα ή υστέρα, κοινά ονόματα για το ίδιο πράγμα, ζώο εσώκλειστο που επιθυμεί την τεκνοποίηση, όταν παρά την κατάλληλη ηλικία παραμένει για καιρό άκαρπο, δυσφορεί αγανακτώντας, και τριγυρίζοντας παντού μέσα στο σώμα, φράζοντας τα περάσματα της αναπνοής, εμποδίζοντας την ανάσα, οδηγεί στις έσχατες δυσχέρειες και δίνει κάθε είδους άλλες αρρώστιες – απόδοση Μ.Κ.] Ωστόσο πρέπει κανείς να είναι επιφυλακτικός: όσο και να είναι αρσενικές (ανάμεσα στις έσχατες δυσχέρειες που απειλούν τις γυναίκες και τις δυσχέρειες που προσπαθεί ο Πλάτων να ξεπεράσει με τον λόγο του η απόκλιση είναι μικρή) εκείνες αυτές οι νοητικές παραστάσεις συμμετέχουν και στην γυναικεία σεξουαλικότητα. Ετούτη βιώνεται και συγκροτείται μέσα στην σχέση με τον άνδρα – για να τον συναντήσει ή να τον αποφύγει. Η διυποκειμενικότητα είναι ουσιαστική διάσταση της ψυχοσεξουαλικότητας. Θα επανέλθουμε σε αυτό, υπογραμμίζοντας τον ρόλο που έχει παίξει το άγχος ευνουχισμού των ανδρών για την γένεση και την βίωση της γυναικείας σεξουαλικότητας. Ανά τους αιώνες, με πολύ αδρές γραμμές, τρεις ομάδες νοητικών παραστάσεων σχετικές με τις γυναίκες κυριαρχούν: η μία βεβαιώνει την κατωτερότητα και την συνακόλουθη υποταγή τους, η άλλη αποσυνδέει την γυναίκα από την μητέρα δίνοντας προτεραιότητα στην δεύτερη, η τρίτη εκφράζει δέος απέναντι στην εκτός μέτρου παρουσία της σεξουαλικής διάστασης στην γυναίκα.
1._Κατώτερη και υποταγμένη «Η γυναίκα είναι κατώτερη από τον άνδρα στο κάθε τι. Έτσι πρέπει να υπακούει, όχι για να υφίσταται βία, αλλά για να κυβερνιέται, γιατί στον άνδρα έδωσε ο Θεός την δύναμη.» Ο λόγος είναι του Φλάβιου Ιώσηπου, χρονολογείται από τον 1ο μ.Χ. αιώνα… και δεν είναι παρά ένας λόγος ανάμεσα σε πολλούς άλλους που υποστηρίζουν περίπου την ίδια τοποθέτηση. Η σεξουαλική πράξη οφείλει να συμμορφώνεται με την τάξη του κόσμου: η γυναίκα θα είναι ανάσκελα και ο άνδρας θα ανεβαίνει πάνω της, αυτή είναι η μόνη επιτρεπτή 10
Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 1: L’Antiquite (Η Αρχαιότητα), Plon, 1990, σελ. 8
9
από την Εκκλησία στάση. Αν η γυναίκα έχει την έμπνευση να καταλάβει την θέση του συζύγου (mulier super virum= η γυναίκα πάνω από τον άνδρα) η φυσική τάξη θα διαταραχθεί. Η υποταγή της γυναίκας είναι ένα κοινωνικό δεδομένο που παραπέμπει σε μια πολιτική του φύλου: «Οι γυναίκες είναι παντρεμένες με εκείνους που προσεύχονται, οργώνουν την γη και μάχονται και τους υπηρετούν», γράφει τον Μεσαίωνα ο επίσκοπος Ζιλμπέρ ντε Λιμερίκ. Αναμένεται από τον μονογαμικό και ακατάλυτο γάμο να εγγυάται την νομιμότητα των γενεαλογιών απέναντι στις αβεβαιότητες της πατρότητας. Μας ενδιαφέρουν άλλες νοητικές παραστάσεις της γυναικείας «κατωτερότητας», εκείνες που διαποτίζονται από αυτά που διακυβεύονται στο ασυνείδητο. Μπορεί κανείς να τις ομαδοποιήσει σύμφωνα με δυο κλίμακες: η πρώτη συνδυάζει κατωτερότητα και ατέλεια, η δεύτερη κατωτερότητα και χαμηλά μέρη. Ο Αριστοτέλης δίνει τον τόνο μιας πεποίθησης που επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές: «Το θηλυκό είναι ένα ακρωτηριασμένο αρσενικό.» Πλάσμα δεύτερο, κατώτερη από τον άνδρα σε λογικό και σε αρετή, η γυναίκα δεν είναι φτιαγμένη κατ’εικόνα του Θεού. Θεμελιακά ελαττωματική, υποφέρει, σύμφωνα με την βιβλική αφήγηση, από το ότι δεν είναι παρά ένα πρόσθετο κομμάτι: «Η γυναίκα» λέει ο Μποσυέ «είναι το υπεράριθμο οστό του άνδρα.» Λόγοι που είναι ιστορικά χρονολογημένοι, καρποί της άγνοιας; Αντιθέτως είναι αξιοσημείωτο να μπορεί κανείς να ακολουθήσει τα ίχνη τους, πέρα από τις ανασκευές που επέβαλε στις αντιλήψεις μας η επιστημονική ορθολογικότητα. Ένα παράδειγμα: σύμφωνος με τις για καιρό κυρίαρχες απόψεις της εμβρυολογίας, ο Αμπρουάζ Παρέ είναι επισμένος πως «το θηλυκό σχηματίζεται αργότερα από το αρσενικό». Γνωρίζει κανείς αντίθετα σήμερα πως η αδιαφοροποίητη απαρχή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων είναι θηλυκού τύπου – ανεξάρτητα από το χρωμοσωμικό φύλο. Μόνο η μεταγενέστερη δράση των ανδρογόνων οδηγεί στην ενδεχόμενη μετατροπή σε αρσενικά όργανα. Χωρίς να κλονίσει τις ανδρικές βεβαιότητες του ιατρικού λόγου, αυτή η ανακάλυψη έδωσε γέννηση στην ακόλουθη διαπίστωση: πως κατά συνέπεια η κατάσταση διαφοροποίησης του άνδρα είναι ανώτερη από εκείνην της γυναίκας! Το ασυνείδητο έχει λόγους που η γνώση αγνοεί, κάτι που ξεφεύγει από κάθε είδους προσέγγιση αυτών των ζητημάτων με όρους «ιδεολογίας». Εξ άλλου, το γεγονός πως η πηγή αυτών των νοητικών παραστάσεων είναι αρσενική δεν σημαίνει πως οι γυναίκες δεν τις συμμερίζονται, στο βαθμό που τους είναι δύσκολο να τοποθετούνται έξω από τα «ιδεατά πρότυπα και τους κανόνες συμπεριφοράς» που τους έχουν μεταδοθεί11. Ο Αδάμ και η Εύα αντιτίθενται όπως ο πολιτισμός και η φύση, το πνεύμα και η σάρκα, η πνευματικότητα και η αισθαντικότητα – ένας καταμερισμός που ξεπερνάει το πεδίο των δυτικών πολιτισμών: στους Σάμο του Άνω Βόλτα, για παράδειγμα οι άνδρες και οι γυναίκες αντιτίθενται όπως το χωριό και η άγρια φύση12 . Η ίδια η ψυχαναλυτική θεωρία προσεπικυρώνει με τον τρόπο της αυτόν τον πατρογονικό και διαπολιτισμικό καταμερισμό: το πέρασμα από την μητέρα στον πατέρα χαρακτηρίζεται, γράφει ο Φρόϋδ, από «μια νίκη της ζωής του πνεύματος πάνω στην ζωή των αισθήσεων, άρα μια πρόοδο του πολιτισμού, διότι η μητρότητα βεβαιώνεται από την μαρτυρία, των αισθήσεων ενώ η πατρότητα είναι συμπέρασμα, έχει οικοδομηθεί πάνω σε ένα αξίωμα και έναν παραγωγικό συλλογισμό»13. Σε άλλο μέτρο, η «κατωτερότητα» της γυναίκας αντλεί από πηγές πιο έκδηλα σεξουαλικές. Ο ιερός Αυγουστίνος: Nascimur inter urinas et faeces, γεννιόμαστε ανάμεσα σε ούρα και κόπρανα. Αυτήν την φράση ο Φρόϋδ την υπενθυμίζει σε ένα κείμενο αφιερωμένο στον υποβιβασμό, της γυναίκας από τον άνδρα14. Σε αυτό το κείμενο αναλύεται ο διαχωρισμός, 11
Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 2 : Le Moyen Age (Ο Μεσαίωνας), Plon, 1990, σελ. 18 12 Πρβλ F. Heritier, L’identite Samo (Η ταυτότητα των Σάμο), στη συλλογή L’identite, Seminaire de C. Levy-Strauss (Η ταυτότητα, Σεμινάριο του Κ. Λεβύ-Στρως), Grasset, 1977 13 L’homme Moise et la religion monotheiste (1939), Gallimard, 1987, p.213 14 Sur le plus general des rabaissements de la vie amoureuse (Σχετικά με τον πιο γενικό υποβιβασμό της ερωτικής ζωής), 1912, στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή), PUF, 1969
10
συχνός στον άνδρα, ανάμεσα στα εσωτερικά ρεύματα στοργής και αισθησιασμού, ένας διαχωρισμός που εφαρμόζεται στο αντικείμενο, τοποθετώντας αντιθετικά την σύζυγο και την ερωμένη, ή πιο πλατιά, εκείνην στην οποία κανείς κάνει παιδιά και εκείνην με την οποία ζει κανείς (πραγματικά ή φαντασιακά) την σεξουαλικότητα του. Η δεύτερη είναι «κατώτερη» από πολλές πλευρές: διότι συχνά ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη, όταν δεν είναι μια «καλλιτέχνιδα του έρωτα» ( η λέξη είναι του Φρόϋδ, ο οποίος αλλού αναφέρει τις διαστροφικές ιδιαιτερότητες της «μέσης αμόρφωτης γυναίκας»15). «Κατώτερη» επίσης μέσα από την στάση που παίρνει κατά τη συνουσία, μια συνουσία κατά προτίμηση a tergo (από πίσω)16. Ξανασυναντά κανείς, ξεκάθαρα αυτή τη φορά, το λόγο του ιερού Αυγουστίνου, μια παραλλαγή του οποίου εκφράζεται από την ιατρική της Κλασσικής Εποχής, στην οποία η αηδία δεν κατορθώνει να σκεπάσει την φαντασίωση: χωρίς την ικανοποίηση που αντλεί από την συνουσία, πως ο άνδρας θα δεχόταν να «να βάλει αυτό το τόσο πολύτιμο μέλος του» μέσα στην γυναικεία σχισμή, δίχως να λογαριάσει «τις ακαθαρσίες και απορρίμματα που περνούν μέσα από αυτήν την χοάνη»17. Η βαναυσότητα αυτών των διατυπώσεων επιτρέπει να λογαριάσει κανείς πως η λεγόμενη «κατωτερότητα» των γυναικών είναι κατά ένα μέρος (το πιο επίμονο) μια απαίτηση του ασυνείδητου των ανδρών, πιο συγκεκριμένα της αιμομικτικής των λίμπιντο. Πράγματι, ο Φρόϋδ δεν δυσκολεύεται διόλου να δείξει πως πίσω από την υποβιβασμένη γυναίκα (την τροποποιημένη σε πρωκτικό αντικείμενο θα μπορούσε κανείς να πει), υποκρύπτεται η αντίστροφη μορφή του πιο εξυψωμένου αντικείμενου αγάπης: η μητέρα. 2._Γυναίκα και μητέρα Η σπανιότητα ιστορικών κειμένων σχετικών με την σεξουαλικότητα των γυναικών είναι αντίστοιχη της αφθονίας γραπτών τεκμηρίων που αφορούν την γονιμότητα. Ετούτη βρίσκεται στο κέντρο της ενασχόλησης της κοινωνικής ομάδας, μέσα από την έγνοια της δικιάς του αναπαραγωγής. Η νοητική παράσταση που αντιστοιχεί είναι εκείνη της γυναίκαςμήτρας, πλατιά διαδεδομένη από τους μύθους και τις θρησκείες και, βέβαια από την ιατρική φιλολογία: από το αρχαιότερο γνωστό γραπτό τεκμήριο (τον πάπυρο Καχούμ, αιγυπτιακό κείμενο που χρονολογείται από το 1900 π.Χ.) έως τις μέρες μας. Κατά την διάρκεια μακρών αιώνων όλες οι αρρώστιες των γυναικών σχετίστηκαν μόνο με την μήτρα, με την ανήσυχη περιπλάνηση της. Η «υστερία» (από το αρχαίο ελληνικό υστέρα, μήτρα) επικάλυπτε τότε όλα τα κακά πάθη, οι φροντίδες δε που χορηγούνταν για πολύν καιρό ήταν οι υποκαπνισμοί (από το κολπικό άνοιγμα) μέσα από τους οποίους υπήρχε ελπίδα ανακούφισης και αποκατάστασης της τάξης. Η αποσύνδεση της συνουσίας από τον κύκλο ζευγάρωμα-εγκυμοσύνη-γένναθηλασμός κατακτήθηκε πραγματικά μόνο πρόσφατα, ακόμη αν οι οικοτεχνικές πρακτικές αντισύλληψης και έκτρωσης φαίνεται να έχουν την ηλικία της ανθρωπότητας. Μας φαίνεται όμως λιγότερο σημαντικό να παρακολουθήσουμε τις επιστημονικές προόδους ελέγχου των φυσιολογικών λειτουργιών από το να συλλάβουμε αυτά που διακυβεύονται με τον παραμερισμό της γυναίκας σε σχέση με την μητέρα. Η ανάδειξη της δεύτερης είναι μέρος της απώθησης, επιτρέπει να συγκαλυφθεί το ειδοποιό σκάνδαλο της ανθρώπινης σεξουαλικότητας: την ανεξαρτησία της από τις σκοπιμότητες της αναπαραγωγής. Δεν είναι τυχαίο αν η Χριστιανοσύνη, που, περισσότερο από κάθε άλλο πολιτισμικό σχηματισμό, απαίτησε την σύμπτωση της σεξουαλικής πράξης με τον σκοπό της γέννησης, είναι μια θρησκεία της (θεϊκής) 15
Trois essais sur la theorie sexuelle, op. cit., p. 118 Πρβλ. J. Andre, Le coitus a tergo, le plus general des rabaissements et la feminite des homes (Η συνουσία από πίσω, ο πιο γενικός υποβιβασμός και η θηλυκότητα των ανδρών) στο Aux origines feminines de la sexualite (Στις θηλυκές απαρχές της σεξουαλικότητας), 1995, PUF 17 Πρβλ. Y. Knibiehler και C. Fouquet, La femme et les medecins (Η γυναίκα και οι γιατροί), Hachette, 1983, σελ. 75 16
11
Μητέρας. Η ελπίδα των θεολόγων, συνεχιστών του αγίου Ιερώνυμου, να απορροφήσουν το σεξουαλικό μέσα στο αναπαραγωγικό, συνοδεύεται με μια εξιδανίκευση της Μητέρας, με την απο-σεξουαλικοποίηση της ως το σημείο να θεωρείται Παρθένος. Στις γήινες μητέρες δεν ζητιούνται όλα αυτά, ζητιούνται όμως πολλά πράγματα. Ανάμεσα στις μέρες νηστείας (άρα και σεξουαλικής εγκράτειας) και τις περιόδους «ακαθαρσίας» (έμμηνα, εγκυμοσύνη, λοχεία), το ημερολόγιο της επιτρεπτής σε αυτές σεξουαλικής ζωής συρρικνώνεται στο ελάχιστο. Η λατρεία της μητρικής μορφής ακολουθεί τους ίδιους δρόμους με την απώθηση και την περιστολή. Η περιστολή αφορά τις σχέσεις μεταξύ συζύγων (ο Μεσαίωνας θεώρησε την «ακολασία» μεταξύ συζύγων ως ισοδύναμο της μοιχείας), η απώθηση σχετίζεται με την σεξουαλικότητα της μητέρας καθεαυτή, στην σχέση της με το παιδί. Εκείνη η νανουριστική και χαϊδευτική, για την οποία μιλάει ο Φρόϋδ, εκείνη που εκλαμβάνει το παιδί ως ένα υποκατάστατο του σεξουαλικού αντικειμένου, ετούτη καταρρίπτεται από την απώθηση που, αλήθεια, δεν έχει τίποτε το ειδικά μεσαιωνικό και διαπερνάει όλους τους πολιτισμούς. Ακόμη και εκεί (όπως σε ορισμένες αφρικανικές κοινωνίες) όπου η μητέρα ελέγχει την ικανότητα στύσης του πέους, η χειρονομία αυτή γίνεται δυνατή από την ένταξη της σε μια κοσμοθεωρία της γονιμότητας, και ας μην μιλήσουμε για την ικανότητα στύσης της κλειτορίδας γιατί αυτή ωθεί περισσότερο προς την εκτομή της παρά προς την διέγερση της. Η σεξουαλική μητέρα, που είναι ταυτόχρονα η πρώτη σαγηνεύτρα και κατ’εξοχή αντικείμενο της αιμομικτικής επιθυμίας, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις που επιβάλλουν τον σταθερό παραμερισμό της από την συνείδηση. Παραμένουν πάντα εδώ και εκεί κάποιες αστραπές επίγνωσης σχετικά με τους κινδύνους μιας υπερβολικής ερωτικότητας των πράξεων μητρικής φροντίδας: «Δεν πρέπει πάντα να απαγορεύει κανείς στις γυναίκες που θηλάζουν το πλησίασμα των συζύγων τους», γράφει ο Πετί-Ραντέλ το 1786, γιατί η έλλειψη δυνατότητας να απολαύσουν το αντικείμενο των επιθυμιών τους «αρκεί για να τις οδηγήσει σε υστερικές καταστάσεις, πάντα επιβλαβείς για το παιδί»18. Η λειτουργία της απώθησης που εξασφαλίζεται από την μητρική σε αντιπαράθεση με την γυναικεία πλευρά δεν είναι μόνο πολιτισμικό και ιστορικό γεγονός. Πηγάζει κατά ένα μέρος από την γυναικεία σεξουαλικότητα καθεαυτή. Δεν είναι σπάνιο σε μια νέα κοπέλα ή γυναίκα, μια πρώιμη εγκυμοσύνη να έρθει να κλείσει (να γεμίσει) την ανυπόφορη και αγχώδη πλευρά που αναδεικνύει το άνοιγμα προς την θηλυκότητα. Η ίδια η ψυχαναλυτική θεωρία δεν ξεφεύγει από την ίδια αυτή απώθηση. Στον Γουΐννικοτ, για παράδειγμα: η μητέρα που περιγράφει, η μητέρα της υποστήριξης (holding) και της φροντίδας (handling), έχει μπράτσα και χέρια. Αν περικλείει και συγκρατεί, αντίθετα είναι πολύ λίγο σεξουαλική. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση των ιστορικών δεδομένων πρέπει να είναι προσεκτική για να μην συγχέει τις κυρίαρχες νοητικές παραστάσεις, που είναι έκδηλες, και εκείνες που κυβερνούν την πραγματική σεξουαλική ζωή. Ετούτες μας είναι πλατιά άγνωστες, όμως η ακατάσχετη επιμονή των διαφόρων λειτουργών να ταυτίσουν την σεξουαλικότητα με την αναπαραγωγή μας υποδεικνύει πως τουλάχιστον δεν πρόκειται για θέμα αυτονόητο. Ακόμη και στα πλαίσια του επιστημονικού λόγου και των σοφών συζητήσεων, η εξίσωση σεξουαλικότητα/ αναπαραγωγή δεν μεταφράζεται πάντα σε μια απάλειψη της πρώτης. Η ιατρική μέχρι την κλασσική της εποχή όφειλε ένα μεγάλο μέρος από τις συλλήψεις της στον Γαληνό, τον ιατρό της Περγάμου (2ος αιώνας). Λοιπόν ετούτος έκανε διάκριση ανάμεσα στο «θηλυκό σπέρμα» (που εγχέεται μέσα στην μήτρα) και το υγρό «που εκρέει από τον κόλπο της γυναίκας την στιγμή που εκείνη αισθάνεται την πιο έντονη απόλαυση». Ένας τόπος για κάθε πράγμα. Με πιο περίεργο τρόπο, στο κέντρο των θεολογικών συζητήσεων, η αναπαραγωγική σκοπιμότητα αναδεικνύεται ως η καλύτερη ευκαιρία για να ανθίσει η γυναικεία σεξουαλικότητα αντί να είναι περιοριστική. Είτε κανείς υιοθετούσε την άποψη του Γαληνού για το θηλυκό 18
Αναφέρεται από τον H. Para-Torrieri, L’impossible partage (Η αδύνατη μοιρασιά), Nouvelle Revue de Psychanalyse (Νέα Επιθεώρηση της Ψυχανάλυσης), n° 45, Gallimard,1992, σελ.43
12
σπέρμα είτε εκείνη του Αριστοτέλη, που αποδίδει στο θηλυκό σπέρμα ρόλο μόνο διευκολυντικό της κύησης και όχι γονιμοποιητικό, οι θεολόγοι γενικά συμφωνούν πως «η ταυτόχρονη εκσπερμάτιση του άνδρα και της γυναίκας αυξάνει τις πιθανότητες σύλληψης και επιτρέπει την γέννηση ωραιότερου παιδιού»19 . Άποψη που εγείρει το ερώτημα σε ποια κατηγορία αμαρτίας να ανήκε η θεληματική άρνηση οργασμού από την σύζυγο: μεγάλη ή απλή; Η προσοχή που δίνεται στον γυναικείο οργασμό οδηγεί κάποτε τους σοφούς θεολόγους σε απρόσμενες τολμηρότητες: η σύζυγος έχει άραγε δικαίωμα να φθάνει στον οργασμό χαϊδεύοντας τον εαυτό της αν ο σύζυγος έχει τραβηχτεί πριν η ίδια χύσει το σπέρμα της; Οι 14 από τους 17 θεολόγους, μας λεει ο Ζ.-Λ. Φλαντρέν (J.-L. Flandrin), που συμμετέχουν στην συζήτηση για τα μετά την συνουσία χάδια, απαντούν πως ναι! Οι γιατροί δεν θα μένουν πάντα πίσω, ειδικότερα ο Αμπρουάζ Παρέ (Ambroise Paré) για τον οποίο ο συνδυασμός των εκσπερματίσεων είναι επιτακτική (και όχι μόνο διευκολυντική) συνθήκη για να πιαστεί παιδί. Οι συνέπειες είναι σημαντικές: για να δοκιμάζει η γυναίκα «σαρκική επιθυμία και φυσική όρεξη», για «να μπορεί το σπέρμα να ρέει άφθονα», θα πρέπει ακόμη «το αντικείμενο να της αρέσει και να είναι επιθυμητό». Σε ένα πολύ χαριτωμένο κείμενο (τέλος 16ου αιώνα), ο Αμπρουάζ Παρέ σκιαγραφεί μια ερωτική τέχνη: «Ο άνδρας, ξαπλωμένος με την σύντροφό του και σύζυγο, πρέπει να την κανακεύει, γαργαλάει, χαϊδεύει και συγκινεί, αν βρίσκει νωθρές τις αντιδράσεις της στο κεντρί. Και ο καλλιεργητής δεν θα μπει στο χωράφι της ανθρώπινης φύσης σαν ζαλισμένος, χωρίς πρώτα να έχει προετοιμάσει την κατάσταση φιλώντας την και μιλώντας της με υπονοούμενα για επιτραπέζια παιχνίδια, αλλά επίσης παίζοντας με τα γεννητικά της όργανα και τα βυζάκια της ώστε να ερεθιστεί να ανατριχιάσει, τόσο που να κυριευτεί από την επιθυμία του αρσενικού (που υπάρχει όταν η μήτρα του γνέφει σπαρταριστά) με σκοπό να κατοικηθεί και να φτιάξει ένα πλασματάκι του Θεού, και τα δυο σπέρματα να μπορέσουν μαζί να συναντηθούν, γιατί καμιά γυναίκα δεν είναι τόσο γοργή σε αυτό το παιχνίδι όσο οι άνδρες. Και για να διευκολύνει περισσότερο τη δουλειά, η γυναίκα θα βάλει θερμό επίθεμα με βότανα ζεσταμένα σε καλό μοσχάτο κρασί στα γεννητικά της όργανα, και παρόμοια θα βάλει στον τράχηλο της μήτρας της λίγο μόσχο, και όταν αισθανθεί ερεθισμό και συγκίνηση θα το πει στον σύζυγο της. Και μετά από αυτά θα ενωθούν μαζί και θα ολοκληρώσουν το παιχνίδι τους τρυφερά, περιμένοντας ο ένας τον άλλον, ευχαριστώντας τον σύντροφο τους.»20 Η διάσταση είναι μεγάλη με τις κατοπινές θέσεις της «βικτοριανής» ιατρικής, της απελευθερωμένης από την δοξασία της απαραίτητης για την γονιμοποίηση ταυτόχρονης εκσπερμάτισης. Έτσι ο Δρ Μορώ ντε λα Σαρτ (Moreau de la Sarthe) θα υποστηρίξει πως η ψυχρή γυναίκα συλλαμβάνει πιο εύκολα, διότι συγκρατεί το σπέρμα καλύτερα από ότι μια σύζυγο σε έξαλλη κατάσταση21. 3._Η πόρτα του διαβόλου Φιλονικώντας για την μοιρασιά της ευχαρίστησης στον έρωτα, ανάλογα με το αν κανείς είναι άνδρας ή γυναίκα, ο Δίας και η Ήρα απευθύνονται στον Τειρεσία, εκείνον που οι 19
Πρβλ. J.-L. Flandrin, La vie sexuelle des gens mariés dans l’ancienne société (Η σεξουαλική ζωή των παντρεμένων στην παλαιά κοινωνία), Communications, n°35, Seuil, 1982, σελ.106 20 De la génération (Για την τεκνοποιία), απόσπασμα αναφερόμενο από τους Y. Knibiehler και C. Fouquet, αναφ.έργο, σελ.157 21 Πρβλ.A. Corbin, La Petite Bible des jeunes époux (Η Μικρή Βίβλος των νέων συζύγων), στο Amour et sexualitéé en Occident (Έρωτας και σεξουαλικότητα στην Δύση), αναφ.έργο, σελ.243
13
μυθολογικές περιπέτειες οδήγησαν να είναι διαδοχικά το ένα και το άλλο φύλο. Αν η απόλαυση χωρίζεται σε δέκα μέρη, απαντά αυτός, η γυναίκα έχει τα εννέα και ο άνδρας το ένα. Επειδή πρόδωσε το μυστικό του φύλου της, επειδή είδε πολλά, η Ήρα χτυπά τον αναιδή με τύφλωση – την ίδια τιμωρία που θα επιβάλει στον εαυτό του ο κατ’εξοχή αιμομίκτης εγκληματίας, ο Οιδίποδας. Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε άποψη του Τειρεσία διαπερνά τις εποχές και τους πολιτισμούς. Η 19ος αιώνας παράγει μια θετικιστική εκδοχή αυτής της άποψης: στον τομέα της «φιληδονίας», σημειώνει το λήμμα «γυναίκα» του «Λεξικού ιατρικών επιστημών», μια γυναίκα αξίζει κατά μέσον όρο δυόμιση άνδρες! Αυτή η ανισότητα στην απόλαυση είναι ένας άλλος τρόπος για να ειπωθεί πως: «Η γυναίκα είναι επικίνδυνη» για τον άνδρα αλλά και για την γυναίκα την ίδια. Η κακοδαιμονία αναδύεται από τα βάθη του χρόνου μέσα από την Παλαιά Διαθήκη: «από γυναικός αρχή αμαρτίας, και δι’αυτήν αποθνήσκομεν πάντες» (Σοφία Σειράχ, 25, 24). «και ευρίσκω εγώ πικρότερον υπέρ θάνατον, συν την γυναίκα, ήτις εστίν θηρεύµατα και σαγήναι καρδία αυτής, δεσµοί χείρες αυτής» (Εκκλησιαστής, 7, 26). Τονίζοντας την σεξουαλική πλευρά του προπατορικού αμαρτήματος, ο Μεσαίωνας θα ωθήσει όσο γίνεται μακρύτερα τις νοητικές παραστάσεις μιας γυναικείας σεξουαλικότητας έξω από μέτρα. Πριν την Εύα υπήρχαν άνθρωποι, αρσενικοί και θηλυκοί στους οποίους ο Γιαχβέ είπε: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γένεσις, 1, 28). Με την Εύα, εμφανίζονται ταυτόχρονα η γυναίκα, η ευχαρίστηση (να πάρει τέλος η «πλήξη» του Αδάμ) και το σεξουαλικό στοιχείο, εκεί όπου πρώτα δεν υπήρχαν παρά θηλυκά αφιερωμένα στην διαιώνιση του είδους. Ο Μεσαίωνας πολλαπλασιάζει τις εικόνες του φύλου που «είναι υπερβολικά επιρρεπές στην εξαπάτηση από τον δαίμονα». Μάγισσα, δηλητηριάστρια, πειρασμός, συνομώτρια, τέλος πάντων... Ακόμη και εκεί που οι άνδρες θεωρούν εξασφαλισμένη την εξουσία τους, μυστικά εκείνες κυριαρχούν. Οι θρησκευτικοί νόμοι τις παραμέρισαν από το ιερατικό λειτούργημα, ωστόσο, γράφει ο Ιωάννης Χρυσόστομος, «κατέχουν τέτοια δύναμη που ανάμεσα στους ιερείς προωθούν την εκλογή αυτών που θέλουν»22. Αιώνες αργότερα θα εμφανιστεί πάλι η ίδια κριτική, αυτή τη φορά από τους επαναστάτες του 1789 που θα καταγγείλουν την «νυκτερινή διακυβέρνηση των γυναικών» στο Παλαιό Καθεστώς. Η φύση της γυναίκας στέκεται προκλητικά αντιμέτωπη ακόμη και απέναντι στην δύναμη του Θεού: ο παντοδύναμος Θεός «θα μπορούσε να ανασηκώσει μετά την πτώση της μια κόρη;», αναρωτιέται ο άγιος Ιερώνυμος. Η αμφιβολία υπάρχει! Οι θεολόγοι θα χρειαστούν όλες τις εφεδρείες ευρηματικότητας για να προφυλάξουν την Μαρία από κάθε υποψία: ο τοκετός προκαλεί αμηχανία, η διάβαση του παιδιού από το γυναικείο γεννητικό όργανο είναι μια ανυπόφορη νοητική παράσταση – δίκαια, γιατί στο ασυνείδητο, δεν είναι σπάνιο ο τοκετός να αναπαραστά την αιμομικτική συνουσία, με την αναστροφή της κίνησης και την μετατόπιση του μέρους προς το όλο. Για να αντιπαρέλθουν την δυσκολία, βεβαιώνουν την παρθενία έως τον τοκετό: «Μήτρα και αιδοίο κλειστά»23 «Γυναίκα είσαι η πόρτα του διαβόλου» (Τερτυλιανός) Η ιατρική στην Κλασσική Εποχή της δεν θα πει κάτι άλλο: πώς να γίνει κατανοητό ότι η γυναίκα ενδίδει στην επιθυμία, ότι δέχεται την «σύζευξη», με δεδομένες τόσες αντιξοότητες και βάσανα (εγκυμοσύνη, τοκετός) στα οποία εκτίθεται; Μια μόνη εξήγηση: μια ισχυρή «φιληδονία» πολύ πιο απαιτητική από εκείνη του άνδρα, μια επιθυμία «να γεμίσει και έτσι να εξαλείψει το κενό που η Φύση τόσο απεχθάνεται»24. Οι γυναίκες είναι «μέσα τους πραγματικές 22
Πρβλ M. Alexandre, De l’annonce du royaume à l’Eglise (Η αναγγελία του βασιλείου στην Εκκλησία) στο Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 2, αναφ.έργο, σελ. 466 23 J. Dalarum, regards de clercs (Ματιές κληρικών) στο Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 2, αναφ.έργο, σελ. 41 24 Venette που αναφέρεται από τους Y. Knibiehler και C. Fouquet αναφ.έργο, σελ. 170
14
άγριες» (Ντιντρό, Diderot), τα όργανα της ηδονής τους είναι πολλαπλά: η κλειτορίδα (προσονομαζόμενη «περιφρόνηση των ανδρών»), ο κόλπος, η αχόρταγη μήτρα… Η ιδέα για την ελάττωση του πλήθους των φαίνεται να είναι αρχαία όσο και η ιατρική: αφαίρεση των μικρών χειλέων, εκτομή της κλειτορίδας με σκοπό την ίαση από την «ανεντιμότητα». Εδώ και αιώνες η σεξουαλικότητα των γυναικών ζει κάτω από ιατρική παρακολούθυηση, συμπεριλαμβανόμενου και του δικού μας. Σίγουρα το μήνυμα έχει αλλάξει σε σχέση με τις καταπιεστικές υποδείξεις του 19ου αιώνα: «Καρκίνοι των γυναικών, τα ευεργετήματα του έρωτα», τιτλοφορούσε πρόσφατα ένα γυναικείο περιοδικό. Γίνεται επανασύνδεση με την ευμενή προαίρεση του Ιπποκράτη που έλεγε πως η συνουσία είναι ευεργετική για τις γυναίκες (με προϋπόθεση να μην γίνεται κατάχρηση), γιατί επιτρέπει «την εκκένωση των χυμών». Σημαντικότερη από τις ιστορικές παραλλαγές του μηνύματος είναι η σταθερότητα της έγνοιας για υγιεινή όποτε γίνεται αναφορά στην γυναικεία σεξουαλικότητα. Στα σίγουρα υπόθεση κοινωνικού ελέγχου. Όχι όμως μονάχα: η ειδική φύση του γυναικείου άγχους, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε,, κάνει τον γιατρό προνομιακό συνομιλητή για την γυναίκα. Τι συμβαίνει με τους άνδρες που βρίσκονται έτσι αντιμέτωποι με τις «εξαλλότητες της μήτρας»; «Μην μένετε κατάπληκτοι αν συνεχώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να φάμε κέρατο, εμείς που δεν έχουμε πάντα τα σωστά μέσα για να πληρώσουμε και να πραγματώσουμε την ικανοποίηση τους», γράφει ο Ραμπελαί. Παρά τους κινδύνους ο γάμος παραμένει, για τον Μεσαίωνα και μερικούς κατοπινούς αιώνες, το καλύτερο μέσο για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος, υπό την προϋπόθεση ωστόσο να μην ξυπνήσει κανείς το κοιμισμένο νερό, γιατί «από έναν δαυλό που έχουν μέσα στο σώμα, γεννούν άλλους εκατό». Συνιστάται λοιπόν να παίρνει κανείς την γυναίκα έτσι όπως είναι, ψυχρή κατά την εκπλήρωση του χρέους, χωρίς να την υπερθερμαίνει25 . Η αρσενική συνεισφορά στην εικόνα μιας ανικανοποίητης γυναικείας σεξουαλικότητας είναι αναμφίβολη – και κατά κύριο λόγο εκείνη του άγχους ευνουχισμού, που κατασκευάζει έναν κίνδυνο στα μέτρα του26. Να είναι η μοναδική αιτία; Μια σημερινή ένδειξη επιτρέπει την αμφιβολία: είναι μια γυναίκα, σεξολόγος και αμερικανίδα, η Μαίρη Τζέην Σέρφυ (Mary Jane Sherfey), που υποστηρίζει πως η ευχαρίστηση στην γυναίκα είναι κληρονόμος «της υπέρμετρης οργαστικής ικανότητας ορισμένων θηλυκών πρωτευόντων», ικανότητα να «εκδηλώνουν κεραυνοβόλο συμφόρηση και διόγκωση των οργάνων της πυέλου» - για να κεραυνοβολήσουν ποιον; Το φάσμα φαντασιώσεων ευνουχισμού δεν είναι ξένο ούτε στις γυναίκες σεξολόγους. Η λύση που προτείνεται από την Μ. Τ. Σέρφυ για το πρόβλημα της ψυχρότητας είναι αφοπλιστικά απλοϊκή: αρκετά συχνές και αρκετά παρατεταμένες συνουσίες27! Στηριγμένη σε επιβεβαιωμένα αντικειμενικά δεδομένα (ο διαφορετικός χρόνος της ανδρικής και γυναικείας σεξουαλικότητας, συμπεριλαμβανόμενου του οργασμού), αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία που διαποτίζεται συνεχώς από φαντασίωση και που, με το κάλυμμα της επιστημονικότητας, δεν λέει τίποτε παραπάνω από αυτό που υποστήριζε ο Τειρεσίας ή από αυτό που διαπραγματεύονταν οι αριστοτελικοί του Μεσαίωνα: «Το περίσσευμα υγρού στοιχείου μέσα στο σώμα της γυναίκας της δίνει απεριόριστη ικανότητα για τη σεξουαλική πράξη. » Lasata sed non satieta, η κούραση δεν σημαίνει κορεσμό28. Οι γυναικείες ιστορικές μαρτυρίες για την απουσία μέτρου στον έρωτα είναι σπάνιες αλλά υπάρχουν, αντλούμενες από την παράδοση του θρησκευτικού μυστικισμού. Η 25
G. Duby, Male Moyen Age. De l’amour et autres essais (Αρσενικός Μεσαίωνας. Για τον έρωτα και άλλα δοκίμια), Flammarion, 1988, σελ. 42 26 Για την προβληματική του ευνουχισμού, πρβλ το εξαιρετικό «Que sais-je?» («Τι γνωρίζω;») του A. Green, Le complexe de castration (Το σύμπλεγμα ευνουχισμού), PUF, 1990 27 Nature et evolution de la sexualite feminine,(Φύση και εξέλιξη της γυναικείας σεξουαλικότητας), PUF, 1976 28 Πρβλ C. Thomasset, De la nature feminine, (Για την γυναικεία φύση) στο Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 2, αναφ.έργο, σελ. 74
15
σιστερσιανή μοναχή Βεατρίκη της Ναζαρέτ, περιγράφοντας την «εγκάρπωση» («fruition»), την ενδόμυχη συνένωση με τον Θεό, γράφει: «Κάποια στιγμή η αγάπη χάνει κάθε μέτρο, σε τέτοιο σημείο που αναβλύζει διαρρηγνύοντας, συνταράσσει την καρδιά με τόση δύναμη και παραφορά, που αυτή η καρδιά μοιάζει παντού λαβωμένη. Της φαίνεται πως τα κόκαλα της διαλύονται, τα στήθια της εκρήγνυνται, ο λαιμός της στεγνώνει. Το πρόσωπο της και όλα της τα μέλη νοιώθουν την εσωτερική πληγή και την κυρίαρχη μανία της αγάπης.» Ανάμεσα στην μυστικίστρια και τον Θεό η αγάπη είναι τέτοια που «ο ένας διεισδύει ολόκληρος μέσα στον άλλο» (μοναχή Χάντιεβεϊχ – Hadjiewijch- της Αμβέρσας). Ο Θεός, εξιδανικευμένος φαλλός, γίνεται δεκτός ως στοματικός φαλλός: «Η όστια που είχε μέσα στο στόμα άρχισε να αυξάνεται σε βαθμό που το στόμα της είχε ολότελα γεμίσει. Και, μέσα στην ταραχή που δοκίμασε νοιώθοντας τόσο γεμάτο το στόμα της, πλησίασε το χέρι της και λίγο έλλειψε να την βγάλει από το στόμα της. Όμως της φάνηκε πως κάποιος που δεν γνωρίζω την τραβούσε προς τα πίσω και πως γευόταν μια γεύση σάρκας και αίματος. Κανείς δεν θα τολμούσε να αφηγηθεί τον μεγάλο φόβο που ένοιωθε» (μοναχή Βεατρίκη του Ορμανσιώ – Beatrice d’Ormanciaux)29. Ωστόσο, όσο και να είναι μεγάλα κείμενα, στα οποία λέγεται με κάλυμμα την θρησκευτική ζωή η γυναικεία σεξουαλικότητα, να μας προδίδουν άραγε τα γραπτά των μυστικιστριών την πιο καθαρή έκφραση της, όπως το πίστεψαν κάποιοι στη συνέχεια του Λακάν; Μια τέτοια άποψη αποφεύγει λίγο γρήγορα να δει το προφανές: την απουσία του άνδρα, τον ομοφυλόφιλο χαρακτήρα (λανθάνοντα ή μη) του δεσμού που συγκροτούσε αυτές τις κοινότητες γυναικών. Η εξιδανίκευση του φαλλού συμβαδίζει με την αποφυγή της διείσδυσης. Δεν θα ήταν επομένως δόκιμο να υπάρξει σύγχυση ανάμεσα σε αυτό το πεπρωμένο της ζωής των ορμέμφυτων με την γυναικεία σεξουαλικότητα στο σύνολο της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΦΡΟΥΔ Από την Έμμυ ως την Ντόρα, περνώντας από την Λούσυ, την Κατερίνα και μερικές άλλες, η ψυχανάλυση έκανε τα πρώτα της βήματα κομπολογώντας ονόματα γυναικών. Ενώ οι γυναίκες αποτελούν το ουσιαστικό κομμάτι της πελατείας του Φρόϋδ, η υστερία επιβάλλεται ως «το πρότυπο όλων των ψυχονευρώσεων». Επειδή σε αυτήν συνδυάζονται «μια σεξουαλική απώθηση που ξεπερνάει το μέτρο του φυσιολογικού», στηριζόμενη στην συστολή και την αηδία, και μια «υπέρμετρη ανάπτυξη του σεξουαλικού ορμέμφυτου»30, η υστερικιά, εκείνη που με μια μόνη κίνηση «κατεβάζει την φούστα της δείχνοντας τα πόδια της», υπήρξε για τον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης ταυτόχρονα οδηγός και αντικείμενο. Και όμως, οι γενικές αναπτύξεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας, τουλάχιστον έως το 1923, βασίστηκαν πάντα στην ψυχοσεξουαλικότητα του αγοριού. Η ιδέα της ταύτισης του γένους με το είδος, του άνδρα με τον Άνθρωπο, θα διατηρηθεί εξ άλλου σε όλη την διάρκεια του έργου: η ανδρική 29
Πρβλ D. Regnier-Bohler, Voix litteraires, voix mystiques (Φωνές της λογοτεχνίας, φωνές του μυστικισμού) στο Histoire des femmes (Ιστορία των γυναικών), τόμος 2, αναφ.έργο, σελ. 485 και συνέχεια 30 Freud, Trois essais sur la theorie sexuelle (Φρόϋδ - Τρία δοκίμια για την σεξουαλική θεωρία), αναφ.έργο, σελ. 78
16
σεξουαλικότητα δεν θα είναι ποτέ αντικείμενο ξεχωριστής αντιμετώπισης. Μόνο η θηλυκότητα χρειάζεται μια οριοθέτηση, στο πνεύμα του Φρόϋδ. Αυτή η ιδέα ενός κοινού ανδροκεντρικού κορμού, ονομάζοντας την ίδια την λίμπιντο ανδρική – την λίμπιντο, δηλαδή την ενέργεια του σεξουαλικού ορμέμφυτου – δίνει την χροιά των φροϋδικών εργασιών για την γυναικεία σεξουαλικότητα. Έξω από τα κείμενα τα αφιερωμένα στην θηλυκότητα, υπάρχουν και άλλες κατασκευές για το ίδιο θέμα: παλαιότερες, μόλις σκιαγραφημένες, που έρχονται να περιπλέξουν την έκδηλη νοητική παράσταση που προσφέρει η εκφρασμένη θεωρία. Υπάρχουν πολλοί Φρόϋδ μέσα στον Φρόϋδ και αυτή η αμφισημία συνεισφέρει πλατιά στον πάντα επίκαιρο πλούτο της ανάγνωσης του. Σε αυτό το κεφάλαιο θα παραμείνουμε στο κύριο κορμό της θεωρίας, που διατάσσεται σύμφωνα με την πρωτοκαθεδρία του φαλλού, προσθέτοντας σε αυτόν τις συνεισφορές μερικών από τους στενούς συνεργάτες του Φρόϋδ: Καρλ Άμπραχαμ (Karl Abraham) , Ιωάννα Λάμπελ ντε Χρόοτε (Jeanne Lampl de Groote), Ρουθ Μακ Μπρούνσβικ (Ruth Mack Brunswick). 1._Ο μινωο-μυκηναϊκός πολιτισμός Εκείνος που υπέβαλε τον εαυτό του στην αναλυτική εμπειρία γνωρίζει πως το ασυνείδητο ξεπηδάει με τον τρόπο που επιβάλλεται μια προφανής αλήθεια. Εκείνο που έβγαζε μάτια επιτέλους έγινε ορατό – αντίστροφα, η τυφλότητα του Οιδίποδα και του Τειρεσία είναι μια μεταφορά της απώθησης (βέβαια και του ευνουχισμού): να μην βλέπει πια κανείς αυτό που είναι εκτυφλωτικό. Ποιο είναι λοιπόν το καινούργιο στοιχείο που κάνει τον Φρόϋδ να αποφασίσει να εξετάσει την θηλυκότητα ως ξεχωριστό πεδίο; Η ανακάλυψη πως για το κοριτσάκι όπως για το αγοράκι, η μητέρα που προσφέρει τις πρώτες φροντίδες είναι το πρώτο αντικείμενο, διότι οι αρχικές επενδύσεις της λίμπιντο γεννώνται στηριζόμενες στην ικανοποίηση των μεγάλων ζωτικών αναγκών. Η ανάδειξη στο φως του πρωταρχικού δεσμού της κόρης με την μητέρα είναι, για τον αρχαιολόγο Φρόϋδ, συγκρίσιμη με εκείνην των πολιτισμών μινωικού και μυκηναϊκού, που για πολύ καιρό αγνοήθηκαν στην σκιά του αθηναϊκού μεγαλείου. Η κλινική μαρτυρά πως σε κάποια γυναίκα όπου βρίσκει κανείς έναν ιδιαίτερα έντονο δεσμό προς τον πατέρα, υπήρχε προγενέστερα ένας αποκλειστικός δεσμός προς την μητέρα, το ίδιο έντονος και παθιασμένος. Ακόμη περισσότερο, πρέπει κανείς να παραδεχτεί πως: «Ένας αριθμός γυναικείων πλασμάτων παραμένουν προσκολλημένες στον αρχέγονο δεσμό τους προς την μητέρα και δεν κατορθώνουν ποτέ να τον μεταστρέψουν πραγματικά προς τον άνδρα.»31 Ανάμεσα στην οιδιπόδεια ιστορία του κοριτσιού (που κανονικά γράφεται με τον πατέρα και την προϊστορία του συμπλέγματος (που πλέκεται μεταξύ μητέρας και κόρης), η ρήξη είναι απότομη, πολύ διαφορετική από την συνέχεια που χαρακτηρίζει την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του αγοριού. Πως και γιατί λειτουργεί ο αποχωρισμός από την μητέρα; Πως το κορίτσι βρίσκει τον δρόμο προς τον πατέρα; Αυτές είναι ερωτήσεις στις οποίες αποπειράται να απαντήσει η θεωρία του Φρόϋδ για την γυναικεία σεξουαλικότητα. Σε τι να αποδώσει κανείς τα πολλά χρόνια τύφλωσης του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης; Σε ένα σημείο πρόσκρουσης στην αναλυτική εργασία, δηλαδή σε μη αναλυμένο ασυνείδητο, σε κάτι μη αποδεκτό: «Δεν μου αρέσει να είμαι 31
Sur la sexualite feminine (Για την γυναικεία σεξουαλικότητα) στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή), αναφ.έργο, σελ. 140. Τα άλλα κείμενα του Φρόϋδ που εδώ χρησιμοποιούνται ως αναφορές είναι κυρίως: La feminite (Η θηλυκότητα – 1933) in Nouvelles conferences d’introduction a la psychanalyse (στο Νέες διαλέξεις εισαγωγής στην Ψυχανάλυση), Le decline du complexe d’Oedipe (Η παρακμή του οιδιπόδειου συμπλέγματος – 1923), Quelques consequences psychiques de lq difference anatomique entre les sexes (Μερικές ψυχικές συνέπειες της ανατομικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα – 1925). Αυτά τα δυο κείμενα βρίσκονται επίσης μέσα στην συλλογή (Η σεξουαλική ζωή). Ωστόσο αναφερόμαστε σε αυτά μέσα από την καινούργια γαλλική μετάφραση των Απάντων (Oevres completes), PUF, τόμος 17, 1992
17
η μητέρα μέσα στην μεταβίβαση» λέει. Και κατά συνέπεια αναγνωρίζει πως στις γυναίκες αναλύτριες ( αναφέροντας τις Ι. Λάμπελ ντε Χρόοτε και Χ. Ντόϋτς – H. Deutsch) οφείλει αυτό το όψιμο άνοιγμα ματιών. Περιγράφοντας την σεξουαλική δραστηριότητα του κοριτσιού σε σχέση με την μητέρα, ο Φρόϋδ υποστηρίζει πως διόλου δεν διακρίνεται από εκείνη του αγοριού. Στο ένα όπως στο άλλο συναντώνται οι ίδιες ορμέμφυτες τάσεις (στοματικές, σαδικές-πρωκτικές, φαλλικές) και οι ίδιες σχετικές φαντασιώσεις. Με μια επιφύλαξη, σημειώνει ο Φρόϋδ: ο δεσμός του κοριτσιού προς την μητέρα έχει «ξασπρίσει από τα χρόνια» σε τέτοιο βαθμό, έχει υποβληθεί σε ιδιαίτερα αδυσώπητη απώθηση, που είναι δύσκολο να αφήσει λαβή στην ψυχαναλυτική προσέγγιση, και πως σε κάθε περίπτωση αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο μέσα από την επανεγγραφή που του επιβάλλεται από την κατοπινή οιδιπόδεια προβληματική. Σε αυτή την επιφύλαξη προστίθεται μια διαφοροποίηση: ο Φρόϋδ ιδιαίτερα τονίζει την αμφίσημη δυναμική αυτού του πρώτου δεσμού, την εχθρότητα της οποίας αντικείμενο είναι η μητέρα, τουλάχιστον το ίδιο ισχυρή όσο και η αγάπη που της απευθύνεται. Γιατί εξαρχής μια τόσο έντονη αμφισημία; Ο Φρόϋδ διόλου δεν απαντά, ειδικότερα εξαιτίας της παράλειψης από μέρους του της διυποκειμενικής άποψης. Το μητρικό (και το πατρικό) ασυνείδητο είναι ο μεγάλος απών από τα κείμενα του για την θηλυκότητα. Ο πρώτος καιρός της σεξουαλικής ζωής σημαδεύεται ίσα από την ασυνείδητη σχέση της μητέρας προς το κορίτσι όσο και από εκείνη του κοριτσιού προς την μητέρα, και το ζήτημα της αμφίσημης δυναμικής είναι αξεχώριστο από τις ασυνείδητες μητρικές νοητικές παραστάσεις. Στην στοματική φάση αντιστοιχούν στο κοριτσάκι οι αγωνίες μήπως σκοτωθεί, δηλητηριαστεί, καταβροχθιστεί από την μητέρα, όλοι οι φόβοι που συνδέονται με την απόσυρση του μητρικού στήθους και αιτιολογούν την παραπομπή της επίθεσης στον επιτιθέμενο. Είναι δυνατό, σημειώνει ο Φρόϋδ, αυτοί οι προβλητικοί μηχανισμοί να σχηματίζουν τον πυρήνα της κατοπινής παράνοιας. Στην πρωκτική φάση, η ευχαρίστηση που συνδέεται με τους διάφορους χειρισμούς της ερωτογενούς ζώνης έχει καθεαυτή επιθετική συνέμφαση (κυρίως με παθητικό τρόπο αλλά και ενεργητικά μέσα από την ταύτιση με την μητέρα), έτοιμη να μετατραπεί σε άγχος από την δράση της απώθησης. Ο Φρόϋδ, δανειζόμενος εδώ από την Ρ. Μακ Μπρούνσβικ (R. Mack Brunswick), σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας πρωκτικής μητέρας, που είναι περισσότερο εισβολέας παρά χορηγός ικανοποίησης, που θα επικαλεστούμε πιο πέρα. Με την είσοδο στην φαλλική φάση η ταυτότητα των εξελίξεων του αγοριού και του κοριτσιού θα λάβει, κατά την φροϋδική σύλληψη, την πιο πρωτότυπη και εκπληκτική ψυχοσεξουαλική σημασία. Εκείνη τη στιγμή «οι διαφορές των φύλων σβήνονται τελείως πίσω από τις συναρμογές τους»32 . Το κοριτσάκι είναι ένα μικρό αντράκι. Καμία φράση του Φρόύδ δεν εκφράζει με τόση καθαρότητα την πεποίθηση ενός κοινού ανδρικού κορμού της πρώιμης σεξουαλικής ζωής. Η αναλογία πέους-κλειτορίδας δεν είναι βέβαια της ίδιας τάξης με την ταυτότητα του στόματος και πρωκτού για τα δύο φύλα, όμως η απόκλιση είναι αμελητέα όσο τα δύο όργανα αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο στη διέγερση: «Όλες οι πράξεις αυνανισμού του μικρού κοριτσιού παίζονται σε αυτό το ισοδύναμο του πέους.» Ο κόλπος, ειδικά θηλυκός, θα περιμένει την ήβη για να ανακαλυφθεί. Ανάμεσα στις φαντασιώσεις που σχετίζονται με την κλειτοριδική διέγερση, ο Φρόϋδ αναφέρει την επιθυμία του κοριτσιού να φέρει στον κόσμο ένα παιδί για την μητέρα ή να της κάνει ένα (επιθυμία που κινητοποιείται ιδιαίτερα με την γέννηση ενός μικρότερου παιδιού) επίσης όμως εκείνη την παθητική να αποπλανηθεί από εκείνη – φαντασίωση που «αγγίζει το έδαφος της πραγματικότητας» εφόσον πράγματι είναι η μητέρα που, κατά τις φροντίδες, ξύπνησε τις πρώτες ευχάριστες αισθήσεις στα γεννητικά όργανα. Ο τονισμός της εχθρότητας περισσότερο από την αγάπη δίνει για αυτόν τον πρώτο δεσμό μια νοητική παράσταση γεμάτη παράπονα και κατηγόριες – της οποίας συχνά η 32
La féminité (Η θηλυκότητα), αναφ.έργο, σελ. 158.
18
σχέση της ενήλικης γυναίκας προς την μητέρα της είναι επανάληψη – και οι συσσωρευμένες μομφές συμβάλλουν στην αποκόλληση από το πρωτογενές αντικείμενο. Ποιες είναι αυτές μομφές; Η κατηγόρια που πάει στα πιο μακρινά είναι πως η μητέρα δεν έδωσε αρκετό γάλα στο παιδί, μια ανεπάρκεια που ερμηνεύεται ως έλλειψη αγάπης, Κάθε αναφορά στην πραγματικότητα της ανάγκης θα έχανε εδώ το ουσιώδες: την απληστία της παιδικής λίμπιντο, τον εμποτισμό της αυτοσυντήρησης από την σεξουαλικότητα. Η ανάγκη μπορεί να έχει χορταστεί, η σεξουαλικότητα είναι ακόρεστη. Η επόμενη μομφή αναδύεται με την εμφάνιση ενός νεογέννητου, με το οποίο πρέπει να μοιραστεί αυτό που δεν μοιράζεται: την μητρική αγάπη. Μια άλλη πηγή άφθονης εχθρότητας απέναντι στην μητέρα εμφανίζεται κατά την κλειτοριδική φάση, όταν εκείνη που οδήγησε το παιδί στην κλειτοριδική διέγερση με τις θωπείες της, απαγορεύει αυτούς τους χειρισμούς. Η απαγόρευση αυτού που η ίδια προκάλεσε είναι καθαρό παράδειγμα τυραννίας. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως οι συσσωρευμένες αυτές κατηγόριες αρκούν για να αποστρέψουν το κορίτσι από την μητέρα. Σε αυτό υπάρχει μια αντίρρηση: το αγόρι δεν απαλλάσσεται από αυτές τις μαζεμένες προσβολές και απογοητεύσεις, που όμως δεν επαρκούν για να το απομακρύνουν από το μητρικό αντικείμενο. Υπάρχει απεναντίας ένας ειδικός για το κοριτσάκι παράγοντας που, πιο σίγουρα από κάθε άλλον, είναι αποφασιστικός για την αποκόλληση και τρέφει το μίσος: η μητέρα παράλειψε να προικίσει το κορίτσι με το μοναδικό σωστό γεννητικό όργανο, είναι υπεύθυνη για την έλλειψη του πέους και αυτό το μειονέκτημα δεν θα της συγχωρεθεί. 2._Ο φθόνος του πέους Ο Φρόϋδ περιγράφει την έκλυση του φθόνου του πέους σαν μια οπτική εμπειρία. Το κοριτσάκι παρατηρεί «το με σωστές διαστάσεις και εντυπωσιακά ορατό πέος ενός αδελφού ή ενός συντρόφου παιχνιδιού και το αναγνωρίζει αμέσως ως το αντίστοιχο ανώτερο τμήμα του δικού της μικρού και κρυμμένου οργάνου, από αυτήν την στιγμή έχει υποκύψει στον φθόνο του πέους»33. Είδε αυτό το πράγμα, γνωρίζει πως δεν το έχει και θέλει να το έχει. Αν η προέλευση των παιδιών είναι το ερώτημα που προκαλεί τις περισσότερες διερευνήσεις στο αγόρι, το αίνιγμα της διαφοράς των φύλων είναι αυτό που διεγείρει το κοριτσάκι, το καθένα ωθείται στην περιέργεια του από αυτό που αισθάνεται ως στέρηση. Θύμα, σοβαρά ζημιωμένη, το κορίτσι, και αργότερα η γυναίκα, διακατέχεται από αίσθημα κατωτερότητας όποτε αναγνωρίζει την «ναρκισσική της πληγή». Από εκεί μέχρι το σημείο να συμμερίζεται την περιφρόνηση του άνδρα για αυτό το μαζεμένο, το ευνουχισμένο για να πούμε ξεκάθαρα, γεννητικό όργανο, είναι ένα βήμα το οποίο συχνά δρασκελίζεται. Μια μεγάλης ψυχικής σημασίας εμπειρία εντοπίζεται στο πέρασμα αυτό, από το ιδιαίτερο (την απουσία πέους που βιώνεται ως προσωπική τιμωρία) προς το γενικό (οι γυναίκες δεν το έχουν). Η Ρ. Μακ Μπρούνσβικ (R. Mack Brunswick), ήταν η πρώτη που επέμεινε σε αυτό το θέμα, σε ένα άρθρο που συντάχθηκε στο πλαίσιο μιας συζήτησης με τον Φρόϋδ: την ανακάλυψη του ευνουχισμού της μητέρας. Η συνέπεια της είναι όχι μόνο η απαξίωση του αντικειμένου αγάπης αλλά και η οριστική καταρράκωση «της ελπίδας του κοριτσιού κάποτε να αποκτήσει πέος»34. Η Ρ. Μακ Μπρούνσβικ επίσης παρατηρεί με εύστοχο τρόπο πως η φαντασίωση της φαλλικής μητέρας (φοβερό μορφο-είδωλο, κληρονόμος των
33
Quelques conséquences…(Μερικές συνέπειες...), αναφ.έργο, σελ.195 La phase préoedipienne du développement de la libido (Η προ-οιδιπόδεια φάση ανάπτυξης της λίμπιντο), 1940, Revue française de psychanalyse (Γαλλική επιθεώρηση ψυχανάλυσης),1967, n° 2, σελ. 276 34
19
παντοδύναμων μητέρων, της στοματικής και της πρωκτικής) «εμφανίζεται την στιγμή που το παιδί δοκιμάζει αβεβαιότητα σχετικά με την πραγματική κατοχή πέους από την μητέρα». Ο φθόνος του πέους, σημειώνει ο Φρόϋδ, αφήνει ανεξίτηλα ίχνη στην ψυχοσεξουαλική ζωή των γυναικών και δεν μπορεί να ξεπεραστεί παρά με μεγάλη ψυχική δαπάνη. Η ζήλια, γυναικείο κυρίως στοιχείο χαρακτήρα, θα είχε την ρίζα της σε αυτόν. Αυτή η ιδέα έχει συχνά ξαναχρησιμοποιηθεί, για να υπογραμμιστεί όμως γενικά η προ-γενετήσια συνιστώσα: ο φθόνος ανακαλεί την στοματική απληστία ή την πρωκτική τάση προς την κατοχή και την ιδιοκτησία. Εξ άλλου μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, όταν ο φθόνος-ζήλια κυβερνά την ζωή της ενήλικης γυναίκας, αν οφείλεται στην ανεπεξέργαστη προ-γενετήσια σεξουαλικότητα περισσότερο από ότι στα υπολείμματα της φαλλικής φάσης. Από την άποψη της ιστορίας του ψυχισμού, η κύρια συνέπεια ου φθόνου του πέους, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, είναι «η χαλάρωση της σχέσης προς την μητέρα ως αντικείμενο». Η Ιωάννα Λάμπελ ντε Χρόοτε (Jeanne Lampl de Groote) εισάγει σε αυτό το σημείο μια εντελώς ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση. Η επιθυμία κατοχής πέους είναι μέρος του δεσμού προς την μητέρα πριν συντελέσει στην ρήξη: να έχει ένα πέος για να χαρίσει απόλαυση στην μητέρα35. Η φαντασίωση αυτή υποβάλλεται πιο συχνά σε ριζική απώθηση, όταν όμως καθηλωθεί σε αυτήν η ψυχοσεξουαλική ζωή γίνεται το σημείο πρόσδεσης της γυναικείας ομοφυλοφιλίας. Ο γυναικείος αυνανισμός (του μικρού κοριτσιού, της έφηβης, της ενήλικης γυναίκας) αφήνει κάπως αμήχανη την ψυχανάλυση, αναφορικά τόσο με την «άγνοια» με τη οποία φαίνεται να σχετίζεται όσο και με τους τρόπους πραγματοποίησης του (το χέρι, το σφίξιμο των μηρών). Η ιδιαίτερα αποτελεσματική απώθηση που του επιβάλλεται συνδέεται άμεσα κατά τον Φρόϋδ με την ταπείνωση που σχετίζεται με τον φθόνο του πέους: αν «γενικά η γυναίκα ανέχεται χειρότερα από τον άνδρα τον αυνανισμό, εξανίσταται απέναντι σε αυτόν και δεν είναι σε θέση να κάνει χρήση», είναι γιατί ως κοριτσάκι, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο αγόρι σε αυτό το θέμα και απέφυγε να το συναγωνιστεί. Το αντικείμενο-μητέρα και ο φαλλικός αυνανισμός είναι τόσο συνδεμένα, διευκρινίζει η Ρ. Μακ Μπρούνσβικ, που η απώλεια του ενός προκαλεί την απώλεια του άλλου. Λίγες ψυχαναλυτικές έννοιες έχουν προκαλέσει τόσες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις όσο ο φθόνος του πέους. Ακόμη θα πρέπει κανείς να μην κάνει λάθος συζήτηση. Το ερώτημα δεν είναι η ύπαρξη ή μη ενός τέτοιου φθόνου. Αν αυτό θα ήταν ακόμη απαραίτητο, οι παρατηρήσεις των Ρόϊφι και Γκάλενσον (Roiphe & Galenson) επιβεβαίωσαν πλατιά αυτά τα γεγονότα τροποποιώντας ταυτόχρονα τα δεδομένα: η εμπειρία που ο Φρόϋδ τοποθετούσε γύρω στην ηλικία των 3 ετών ή αργότερα, εκδηλώνεται για πρώτη φορά ανάμεσα στον 15ο και 24ο μήνα36. Το ερώτημα είναι μάλλον ετούτο: ποια θέση να παραχωρήσει κανείς στον φθόνο του πέους για την ψυχοσεξουαλική εξέλιξη του κοριτσιού; Ας το αφήσουμε προς στιγμή ανοικτό. Ανάμεσα στις νοητικές παραστάσεις που γεννώνται από τον φθόνο του πέους, υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, εξαιτίας ταυτόχρονα της πληθώρας των και της θέσης που κατέχουν πρακτικά στην ζωή κάθε γυναίκας, ώσπου σκιαγραφούν ένα χαρακτηριστικό πρόσωπο: την ευνουχιστική γυναίκα. Η ταινία του Ντ. Αρκάν (D. Arcand) «Η πτώση της αμερικάνικης αυτοκρατορίας» μας αποδίδει μια διασκεδαστική εικόνα.της. Βλέπει κανείς σε αυτήν μια ομάδα γυναικών που συζητούν μεταξύ τους δίπλα στην πισίνα και απαριθμούν το είδος φράσεων που πρέπει κάποια να απευθύνει σε έναν άνδρα όταν θέλει να τον κάνει «λιγάκι να μαζευτεί». Για παράδειγμα: «Ναι, το κάστρο δεν είναι άσχημο όμως ο πύργος του είναι κατερειπωμένος!» Το θέμα είναι αστείρευτο, ο στόχος πάντα ο ίδιος: ταυτόχρονα να 35
Histoire du développement du complexe d’Œdipe chez lq femme (Ιστορία της ανάπτυξης του οιδιπόδειου συμπλέγματος στην γυναίκα), 1927, στο Souffrance et jouissance (Αλγηδών και απόλαυση), Aubier-Montaigne, 1983 36 Naissance de l’identité sexuelle (Η γέννηση της ταυτότητας φύλου) ; PUF, 1987.
20
μεταφέρει κάποια το τραύμα στο σώμα του άλλου και να ιδιοποιηθεί το αντικείμενο των ορέξεων της. Η ομιλία μπορεί να είναι μετωνυμική, να στοχεύει το όλο αντί του μέρους, όπως εκείνη η γυναίκα ενός ασθενούς της Τζ. Μακ Ντάγκαλ (J. McDougall), που αναφωνεί μπροστά στο χαλασμένο σκάφος, μπροστά στον σύζυγο της και με μάρτυρες την ομάδα των φίλων: «Θα χρειαζόμασταν έναν άνδρα. » Η επίθεση μπορεί να είναι και πιο άμεση, όπως εκείνη η ασθενής που στον σύντροφο με αρχή στύσης και προφανή επιθυμία απευθύνει το σχόλιο: «Νόμιζα πως ήταν επειδή ήθελες να κάνεις πιπί!» Σε ένα κείμενο όπου, για μια φορά, προβάλλεται η άποψη της διυποκειμενικήτητας, «Το ταμπού της παρθενίας» (1918), ο Φρόϋδ επιδίδεται σε μια καταπληκτική ανάλυση. Ολοφάνερα, το ταμπού της παρθενίας, παρουσιάζεται ως επικυριαρχία του άνδρα στην σεξουαλική ζωή των γυναικών, ως ένδειξη αποκλειστικής κατοχής. Πιο κρυφά, είναι αντίθετα το αποτέλεσμα του άγχους του, απέναντι στο κομμάτι της γυναικείας ευνουχιστικής φαντασίωσης που διαβλέπει: την διατήρηση του πέους μέσα της, την επωφελή αξιοποίηση της πρώτης συνουσίας37 και η ιδέα της δαγκωματιάς, που τόσο συχνά συσχετίζεται με τον πεοθηλασμό, δίνει την στοματική εκδοχή αυτής της φαντασίωσης. Για την στήριξη της τοποθέτησης του, ο Φρόϋδ αναφέρει τις τελετουργικές πρακτικές ορισμένων κοινωνιών, σύμφωνα με τις οποίες η εκπαρθένευση ανατίθεται σε ένα τρίτο πρόσωπο, λιγότερο εκτεθειμένο από ότι ο σύζυγος στον σχετικό κίνδυνο. Επικαλείται επίσης τις επιθετικές αναμνήσεις των γυναικών ασθενών του σχετικά με την νύχτα γάμου. Ανεξάρτητα από τον παραμερισμό του ταμπού της παρθενίας, η αναφερόμενη φαντασίωση εξακολουθεί να είναι συνηθισμένη στις αναλύσεις γυναικών. Η συμβολή του ασυνείδητου των ανδρών, πιο συγκεκριμένα του άγχους των ευνουχισμού, στην κατασκευή του χαρακτηριστικού προσώπου της ευνουχιστικής γυναίκας είναι αναμφίβολη. Θα μπορούσε κανείς να πολλαπλασιάζει τα παραδείγματα μέσα από όλη την πολιτισμική ιστορία της ανθρωπότητας: τον Μεσαίωνα το «Σφυρί των Μαγισσών» (Malleus Maleficarum, πραγματεία σχετική με τον διωγμό των μαγισσών, Γερμανία, 1487, ΣτΜ) αναρωτιέται αν «οι μάγισσες μπορούν να δημιουργούν παραισθήσεις τέτοιες που να νομίζει κανείς πως το ανδρικό μόριο έχει αφαιρεθεί ή αποχωριστεί από το σώμα» και απαντά καταφατικά. Αλλά η φροϋδική ιδέα, σύμφωνα με την οποία η προβολή των ανδρών στοχεύει σωστά, επιβεβαιώνεται πλατιά από την κλινική εμπειρία. Έτσι ο Άμπραχαμ (Abraham), προεκτείνοντας αυτά που αναφέρονται στο «Ταμπού της παρθενίας», υπογραμμίζει την συχνή παρουσία στις γυναίκες φαντασιώσεων εκδίκησης ή ανταπόδοσης,. Το κείμενο του 1921 του Κ. Άμπραχαμ, «Εκδηλώσεις του συμπλέγματος ευνουχισμού στην γυναίκα»38, αξίζει την επίσκεψη, τόσο ο πλούτος και η κλινική του ζωντάνια παραμένουν ανέπαφα, ακόμη και αν εδώ μπορούμε μόνο στιγμιότυπα του να αποδώσουμε. Ο Άμπραχαμ ξαναβρίσκει τα ίχνη του φθόνου που εμπνέει στο κοριτσάκι η επιδειξιομανία του αγοριού που ουρεί, ταυτόχρονα στην νυκτερινή ενούρηση της γυναίκας (συνοδευτική του ονείρου ότι ουρεί όπως και εκείνος) και στην «έντονη ευχαρίστηση που πολλές γυναίκες δοκιμάζουν ποτίζοντας τον κήπο τους με ένα σωλήνα», εκπληρώνοντας έτσι το ιδανικό μιας παιδικής επιθυμίας. Όσον αφορά την ευνουχιστική τάση, αυτή μπορεί να μεταφράζεται σε εκλογή παθητικών και θηλυπρεπών ανδρών ή ακόμη να υποκρύπτεται πίσω από την ψυχρότητα: την πρόκληση ματαίωσης στον άνδρα, την δήλωση ότι αυτός είναι ανεπαρκής για να τις γεμίσει. Ας προσθέσουμε πως η ίδια φαντασίωση ξαναβρίσκεται με αρνητική μορφή στην γυναίκα που υποκρίνεται τον οργασμό: αποφεύγει να αντιληφθεί ο σύντροφος την ανικανότητα του να την ικανοποιήσει, κάτι που θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως ευνουχισμός. Σε ορισμένες γυναίκες, σημειώνει ο Άμπραχαμ, η έντονη άρνηση της μητρότητας οφείλεται στο ότι περιφρονούν κάθε μορφή υποκατάστατου (του πέους που λείπει). Ή ακόμη, η προδιάθεση πολλών γυναικών «να 37 38
Στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή) αναφ.έργο, σελ. 66 και συνέχεια Στο Oeuvres completes, (Άπαντα), 2, Payot, 1966
21
κάνουν να τις περιμένει» ο άνδρας, θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος ανταπόδοσης της υποχρεωτικής για την συνουσία αναμονής της ανδρικής στύσης. Άλλο προτέρημα αυτού του άρθρου είναι ο ρόλος που αναγνωρίζεται στην διυποκειμενικότητα, ειδικότερα στο σύμπλεγμα ευνουχισμού της μητέρας σε σχέση με την κόρη. Η συναισθηματική της ζωή σημαδεύεται συχνά από την αμαύρωση στον μητρικό λόγο της γυναικείας σεξουαλικότητας ήδη από την παιδική ηλικία, της άρνησης για τον άνδρα που η μητέρα έχει μεταδώσει ασυνείδητα ή όχι. Ας τελειώσουμε με τις συνέπειες, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, του φθόνου του πέους, αναφέροντας αυτό που αποτελεί για αυτόν τον θηλυκό τύπο εκλογής αντικειμένου «τον καθαρότερο και πιο αυθεντικό»39. Στην ναρκισσική, φαλλική πληγή που αναζωπυρώνεται από το φούντωμα της εφηβείας, η νέα κοπέλα απαντά με «μια ανάπτυξη προς την ομορφιά», προς μια κατάσταση όπου αρκείται στον εαυτό της. Αυτό την αποζημιώνει για την ελευθερία εκλογής που της αρνείται η κοινωνία και, πέρα από το έκδηλο αυτό κίνητρο, για την έλλειψη του οργάνου αυτής της ελευθερίας, του φαλλού. Φαλλός είναι η ίδια, μην μπορώντας να τον κατέχει. Μέσα από τη λάμψη της ομορφιάς του, το σώμα ολόκληρο ισοδυναμεί με το μέρος που λείπει. Τέτοιες γυναίκες «κυριολεκτικά δεν αγαπούν παρά τον εαυτό τους», η ανάγκη τις σπρώχνει στο να τις αγαπούν και τους αρέσει ο άνδρας που εκπληρώνει αυτή τη συνθήκη. Έχουν την απροσπέλαστη χάρη που έχουν «οι γάτες και τα μεγάλα αρπακτικά». Αρχικά μαγεμένος, ο άνδρας δεν αργεί να αμφιβάλει για την αγάπη εκείνης που μένει «ψυχρή» απέναντι του. Ψυχρή και απρόσβατη, αυτά είναι τα αναμενόμενα της φαλλικής λογικής όταν κυβερνάει τόσο «ξεκάθαρα» μια γυναικεία ζωή. Αυτό το χαρακτηριστικό πρόσωπο γυναίκας ναρκισσικής όσο και μοιραίας συχνά έχει αναφερθεί στην ψυχαναλυτική φιλολογία, ειδικότερα από τον Γουΐννικοτ (Winnicott), με όρους που πλησιάζουν εκείνιυς του Φρόϋδ. Με μια διαφοροποίηση ωστόσο: η φροϋδική προοπτική παραμένει ενδογενετική. Οι εξωγενείς πηγές αντίθετα προβάλλονται από τους μεταφροϋδικούς συγγραφείς, που υπογραμμίζουν τον ρόλο που παίζει σε μια τέτοια ιστορία το άγχος ευνουχισμού του πατέρα («Τι ωραία που είναι η κόρη μου» υπονοείται ασυνείδητα «Δεν της [μου] λείπει τίποτε»), ή από το σύμπλεγμα ευνουχισμού της μητέρας. Δεν είναι σπάνιο ο ναρκισσισμός της γυναίκας να είναι κληρονόμος της αντι-επένδυσης από την μητέρα της ματαίωσης: εκείνης που προκύπτει βλέποντας να γεννιέται κορίτσι στη θέση του επιθυμητού αγοριού. Παραμένει ένα ζήτημα: πρόκειται πράγματι για τον πιο καθαρό και αυθεντικό τύπο γυναίκας; Αυτό θα ήταν αλήθεια μόνο αν θεωρούσε κανείς πως ο φθόνος του πέους είναι η στιγμή που εγκαινιάζεται η θηλυκότητα. 3._Η στροφή προς τον πατέρα Πρέπει τα πράγματα να αλλάζουν, ο δεσμός με την μητέρα, όσο ισχυρός και αν είναι, να παραχωρεί την θέση του στο συναισθηματικό δέσιμο με τον πατέρα, εκείνος να γίνεται το πρώτο αντικείμενο αγάπης. Από αυτό εξαρτάται η δυνατότητα για την γυναίκα να συναντήσει στην σεξουαλική και συναισθηματική ζωή της το αντικείμενο-άνδρας. Έτσι πρέπει να συμβεί ετούτο, επαναλαμβάνει πολλές φορές ο Φρόϋδ, σαν να θέλει και ο ίδιος να πειστεί. Η θεωρία της θηλυκότητας που υποστηρίζει βασίζεται σε μια τέτοια ανισορροπία ανάμεσα στην πρώτη σχέση και την οιδιπόδεια επένδυση, που η δεύτερη γίνεται προβληματική ακόμη και για να υπάρξει. Το κορίτσι, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, αντί να στρέφεται προς τον πατέρα κυρίως 39
Pour introduire le narcissisme (Για να εισάγουμε τον ναρκισσισμό), 1914, στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή), αναφ.έργο, σελ. 94
22
αποστρέφεται από την μητέρα. Και με τι τρόπο! Μέσα από το μίσος, μετά από έναν ναρκισσικό τραυματισμό και από μια τάση απώθησης (της πρωταρχικής αρρενωπότητας). Ξεφεύγοντας πέφτει στην αγκαλιά του πατέρα, «απόβλητη από τον δεσμό προς την μητέρα», το κοριτσάκι «σπεύδει να μπει στην οιδιπόδεια κατάσταση όπως σε ένα λιμάνι»40. Ο Φρόϋδ καταλαβαίνει καλά πως η γένεση του έρωτα του κοριτσιού για τον πατέρα που προτείνει, και πέρα από αυτόν της ετεροφυλόφιλης επένδυσης της γυναίκας, , δύσκολα αιτιολογεί την δύναμη του δεσμού, που μαρτυράς είναι η κλινική εμπειρία, που καν δεν περίμενε την ψυχανάλυση για να παρατηρηθεί και περιγραφεί. Στην αποστροφή από την σχέση προς την μητέρα προσθέτει λοιπόν έναν θετικό παράγοντα που ωθεί το κορίτσι να στραφεί προς τον πατέρα. «Το πέρασμα προς το αντικείμενο-πατέρας εκπληρώνεται με την βοήθεια παθητικών τάσεων στο βαθμό που αυτές έχουν ξεφύγει από την πανωλεθρία»41, την πανωλεθρία της απώθησης ολόκληρης της σεξουαλικότητας, που συμπαρασύρει η εγκατάλειψη της αρρενωπής θέσης. Για ποια παθητικότητα πρόκειται, με ποιες φαντασιώσεις τρέφεται, από ποιαν ερωτογενή ζώνη πηγάζει η αντίστοιχη διέγερση; Όλα αυτά παραμένουν αξεκαθάριστα και, μα την αλήθεια, δεν εντάσσονται καλά στην φροϋδική κατασκευή. Θα επανέλθουμε στο ουσιαστικό και δύσκολο ζήτημα της παθητικότητας. Λίγα κείμενα παραχωρούν στον πατέρα μια τόσο ευτελή θέση, όσο τα κείμενα που αναφέρονται στην θηλυκότητα. Η πεποίθηση του Φρόϋδ είναι πως το κορίτσι (άρα και η γυναίκα) είναι, και πάντα εξακολουθεί κατά βάθος να παραμένει, ένα ον προ-οιδιπόδειο. Οι συνέπειες για την ψυχαναλυτική θεωρία στο σύνολο της είναι σημαντικές: «Η μοιραία σχέση ταυτόχρονου έρωτα για τον ένα από τους γονείς και μίσους για τον άλλο, θεωρούμενο ως αντίζηλο, γεννιέται μόνο για το αρσενικό παιδί.» Αυτό που διακυβεύεται μέσα από μια τέτοια πρόταση δεν είναι τίποτε λιγότερο από την παγκοσμιότητα του οιδιπόδειου συμπλέγματος, ως πυρήνα των νευρώσεων (δεδομένου ότι αυτές δεν αφήνουν αλώβητες τις γυναίκες, αντίθετα μάλιστα, σκέπτεται ο Φρόϋδ). Απέναντι σε αυτόν τον θεωρητικό αλλά και κλινικό κίνδυνο ο Φρόϋδ βλέπει ωστόσο δυο λύσεις με τις οποίες όμως ο ίδιος δεν δεσμεύεται: η μια συνίσταται στην διατύπωση πως το κορίτσι μπαίνει στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα μέσα από την ανεστραμμένη, ομοφυλόφιλη, μορφή του (έρωτας για την μητέρα, εχθρότητα για τον πατέρα), είναι ο δρόμος που επιλέγει η Ι. Λάμπελ ντε Χρόοτ, όμως αυτό δεν είναι διόλου πειστικό, σημειώνει ο Φρόϋδ, εφόσον η νοητική παράσταση του πατέρα των απαρχών είναι περισσότερο εκείνη κάποιου που απλά ενοχλεί παρά ενός πραγματικού αντίζηλου. Η άλλη λύση συνίσταται στην εξάπλωση του οιδιπόδειου συμπλέγματος σε όλες τις σχέσεις του παιδιού και με τους δυο γονείς, ένας δρόμος που απο-ιστορικοποιεί το οιδιπόδειο προς όφελος ενός συστήματος σχέσεων και που θα ακολουθηθεί από τον στρουκτουραλισμό στην ψυχανάλυση. Η προβληματικότητα της φροϋδικής τοποθέτησης αυξάνεται ακόμη περισσότερο καθώς κανείς πραγματεύεται το άλλο καθήκον που ανατίθεται στο κοριτσάκι, όχι πια η αλλαγή του αντικειμένου, αλλά η αλλαγή της ερωτογενούς ζώνης. Το κορίτσι πρέπει να μεταστραφεί από την μητέρα προς τον πατέρα, όπως ο κόλπος (θηλυκός, δεκτικός) πρέπει να υποκαταστήσει την κλειτορίδα (αρσενική, δραστήρια). ¨όμως η νοητική παράσταση που υιοθετεί ο Φρόϋδ για την δεύτερη αυτή αλλαγή είναι τουλάχιστον παράξενη και μαρτυρά για κάποια απώθηση. Από την μια εννοεί πως η μετάθεση της ευαισθησίας από την κλειτορίδα προς τον κόλπο γίνεται χωρίς υπολείμματα. Η ανάπτυξη προς την θηλυκότητα θα προϋπόθετε λοιπόν την εξάλειψη της κλειτοριδικής ζώνης! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχαναλυτής για να γνωρίζει, αντίθετα από τον Φρόϋδ, πως η κλειτοριδική και κολπική ερωτογένεια στην γυναίκα είναι αθροιστικές και όχι αφαιρετικές, εκτός από την περίπτωση οφειλόμενης στην απώθηση «μόνωσης» των. Η δεύτερη φροϋδική ασυνέπεια είναι η παραπομπή της αφύπνισης του κόλπου στην εφηβεία, επομένως στην φυσιολογία της σεξουαλικότητας. Μπορεί κανείς να αναλογιστεί την γενετήσια έρημο στην οποία αφήνει ο Φρόϋδ το κορίτσι, ανάμεσα στην αρρενωπή 40 41
La féminité (Η θηλυκότητα), αναφ.έργο, σελ.173 Sur la sexualite feminine (Για την γυναικεία σεξουαλικότητα), αναφ.έργο, σελ. 144
23
κλειτορίδα, που εγκαταλείπεται γιατί είναι υποστροφική και υπερβολικά συνδεμένη με το αντικείμενο μίσους (την μητέρα) και έναν κόλπο του οποίου η ανακάλυψη θα γίνει χρόνια αργότερα. Η φροϋδική θέση, ενισχυμένη από τις επεξεργασίες του Λακάν, έχει πάντα τους υποστηρικτές της, πρέπει όμως κανείς να παρατηρήσει πως δεν υπάρχει πια ψυχαναλυτής για να υποστηρίξει την στενή έννοια των απόψεων του πατέρα και θεμελιωτή της ψυχανάλυσης, σχετικά με τις σχέσεις κλειτορίδας-κόλπου και την εμφάνιση των κολπικών αισθήσεων. Σε μια ανεκδοτική περίσταση – όμως τέτοιες περιστάσεις στην ψυχανάλυση έχουν πάντα προεκτάσεις – η θεωρία των ερωτογενών του Φρόϋδ είχε εκπληκτικό πεπρωμένο: να προσφέρει το υλικό μιας σχεδόν παραληρηματικής στιγμής. Οφείλουμε στην Μαρία Βοναπάρτη ενδιαφέρουσες σκέψεις για την γυναικεία σεξουαλικότητα, ειδικότερα για «τον ερωτισμό της κλοάκας»42. Η δικιά της ψυχρότητα αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο, ίσως αποφασιστικό, για τις έρευνες της, φαίνεται πως το ίδιο συνέβη και με την Χέλεν Νυόϋτς (H. Deutsch). Μόνο οι αναλυόμενοι μπορούν να πιστέψουν πως ο αναλυτής τους είναι απαλλαγμένος από σύμπτωμα. Η Μ. Βοναπάρτη κατασκεύαζε μια παράσταση περισσότερο ανατομική παρά φαντασιωτική σχετικά με την μετάβαση από την κλειτοριδική διέγερση προς τον κόλπο, εκείνην ενός χώρου που πρέπει να διανυθεί. Έχοντας πειστεί μαζί με τον Φρόϋδ πως ο κόλπος δεν μπορούσε να νοιώσει ευχαρίστηση παρά αν η κλειτορίδα είχε τελείως παραιτηθεί από αυτήν, έβλεπε στην κατασκευή ορισμένων γυναικών (μεταξύ των οποίων και της ίδιας), στις οποίες η κλειτορίδα και ο κόλπος βρίκονταν σε μεγάλη απόσταση, την ύπαρξη ενός φυσικού εμποδίου. Γιατί να μην γίνει συμπλησίαση, ιδίως όταν υπάρχει η προσφορά της ιατρικής, στην περίπτωση της η προσφορά ενός Βιεννέζου χειρουργού, του Χάλμπαν (Halban). Έχοντας πειστεί πως εκεί βρίσκονταν οι αιτίες της ψυχρότητας της, υποβλήθηκε πολλές φορές σε χειρουργική επέμβαση. Είναι ανάγκη να διευκρινίσει κανείς πως οι απόπειρες συμπλησίασης δεν είχαν το αναμενόμενο αποτέρλεσμα; 4._Τα πεπρωμένα της θηλυκότητας Το κοριτσάκι, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, μπαίνει στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα με την ανακάλυψη του ευνουχισμού. Από την εναρκτήρια αυτή στιγμή ξεκινούν τρεις κατευθύνσεις ανάπτυξης. Η πρώτη είναι εκείνη της αναστολής, της νεύρωσης. Οδηγεί στην αποστροφή από την σεξουαλικότητα γενικά. «Το κοριτσάκι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ζήσει με αρρενωπό τρόπο, γνώριζε να παίρνει ευχαρίστηση από την διέγερση της κλειτορίδας της και συσχέτιζε αυτήν την δραστηριότητα με τις σεξουαλικές του επιθυμίες, συχνά ενεργητικές και απευθυνόμενες στην μητέρα, αφήνει το φθόνο του πέους να χαλάσει την φαλλική της απόλαυση.» Η «πανωλεθρία» παρασύρει τα πάντα: τον αυνανισμό, την μητέρα που φέρει τον φαλλό, το αντικείμενο αγάπης, και παραπέρα την σεξουαλικότητα στο σύνολο της. Μένουν μόνο τα παράπονα. «Αν πολλές γυναίκες μας δίνουν την εντύπωση πως η ωριμότητα τους είναι γεμάτη φιλονικίες με τον σύζυγο τους», αυτό σημαίνει πως αυτός κληρονομεί, όχι την σχέση προς τον πατέρα, αλλά την εχθρική στάση προς την μητέρα. Σε αυτό τη σημείο, ο Φρόϋδ, θα δοκιμάσει σχεδόν να συμβουλεύσει: «Κατά κανόνα οι δεύτεροι γάμοι είναι καλύτεροι. » Ο δεύτερος προσανατολισμός οδηγεί στο σύμπλεγμα αρρενωπότητας. Το κοριτσάκι δεν παραιτείται « με αναιδή αυτοπεποίθηση από την απειλούμενη αρρενωπότητα του». Σε μια εξέγερση που την χαρακτηρίζει η πρόκληση, υπερβάλλει περισσότερο τα αρρενωπά σημάδια (ντύσιμο, χτένισμα, κλπ). Η ταύτιση με τον πατέρα, την οποία καλεί η περίσταση, δεν είναι παρά δευτερογενής ταύτιση, που επικαλύπτει την ταύτιση με την φαλλική μητέρα. Από την επιδεικτική αυτή 42
La sexualite feminine (Η γυναικεία σεξουαλικότητα), εκδ. 10/18. Πρβλ την βιβλιογραφία της Celia Bertin, La derniere Bonaparte, (Η τελευταία Βοναπάρτη), εκδ. Perrin, σελ. 241
24
αρρενωπότητα προς την κατοπινή εκλογή ομοφυλόφιλου αντικείμενου, ο δρόμος φαίνεται να έχει τελείως σημανθεί. Ο Φρόϋδ ωστόσο ζητά προσεκτικότητα σε αυτό το θέμα: η κλινική εμπειρία δείχνει πως η γυναικεία ομοφυλοφιλία σπάνια συνεχίζει κατευθείαν την παιδική αρρενωπότητα, και όταν ακόμη αναπαράγει κάτι από αυτήν τη στάση. Το ότι με τις χειρονομίες τους οι ομοφυλόφιλες γυναίκες «παίζουν ξεκάθαρα και εξίσου συχνά την μητέρα με το παιδί ή τον άνδρα με την γυναίκα», υπενθυμίζει πως οι εκλογές αντικειμένου υπόκεινται όπως όλες οι ψυχικές διεργασίες στον επικαθορισμό. Αν ακολουθήσει κανείς τον Φρόϋδ, ο δεύτερος αυτός δρόμος αντιπαρατίθεται μεν στον κανόνα, όμως είναι σύμφωνος με την απαίτηση του ορμέμφυτου, σύμφωνος με την πρωταρχική σεξουαλική κατάσταση, την αρρενωπότητα του παιδιού. Η φροϋδική θεωρία ανάγει την θηλυκότητα σε σχηματισμό όψιμο και δευτερογενή και, σε κάθε περίπτωση, αντιδραστική σε σχέση με την πιο στοιχειώδη σεξουαλική κατάσταση. Η τρίτη κατεύθυνση είναι «πολύ ελικοειδής» και, μα την αλήθεια, στενή ανάμεσα στις δυο άλλες. Είναι ο δρόμος της καθαυτό θηλυκότητας που οδηγεί από τον πατέρα ως αντικείμενο αγάπης προς την ετεροφυλόφιλη εκλογή αντικειμένου. Έχοντας θεμελιωθεί πάνω στην πρωταρχική αρρενωπότητα, από ποια πηγή της λίμπιντο θα μπορούσε να αντλήσει; Ο Φρόϋδ είναι βέβαια υποχρεωμένος να επιστρέψει στις «παθητικές τάσεις του ορμέμφυτου» χωρίς μα εμβαθύνει το ουσιαστικό αυτό σημείο, που τόσο άσχημα ταιριάζει με τον κεντρικό άξονα της θεωρίας του. Αρκεί εξ άλλου να εκθέσει ο Φρόϋδ λίγο περισσότερο λεπτομερειακά αυτό που εννοεί ως «κανονική θηλυκότητα» για να αντιληφθεί κανείς πως την κυβερνάει ακόμη η πρώιμη αρρενωπότητα. Το κοριτσάκι περιμένει από τον πατέρα το πέος που η μητέρα του αρνήθηκε. Με αυτόν τον (προ-οιδιπόδειο) σκοπό στρέφεται προς αυτόν. Το πέος που περιμένει είναι το πέος του αγοριού που ήταν, άρα ένα πέος εξωτερικό. Η «γυναικεία κατάσταση» εγκαθίσταται πραγματικά μόνο όταν η επιθυμία παιδιού υποκαθιστά την επιθυμία πέους. Όμως στο εκφερόμενο «ένα παιδί του πατέρα» ο τονισμός είναι συχνότερα στο παιδί και όχι στον πατέρα, στο «παιδί», δηλαδή στην υποκατάστατη μορφή του πέους που φθονήθηκε. Τι ευτυχία για την γυναίκα όταν η πραγματικότητα μιας γέννησης, εκείνης ενός αγοριού, φέρνει επιτέλους το τόσο επιθυμητό πέος! Η ενόραση της θηλυκότητας μόλις εμφανιστεί διαλύεται μέσα στην κληρονομιά της πρωταρχικής αρρενωπότητας. Η συνέπεια αυτών είναι πως, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, η γυναίκα εμφανίζεται να έχει κυρίως σεξουαλικότητα μερικού αντικειμένου. Ανάμεσα στο πέος και στο παιδί-υποκατάστατο υπάρχει βέβαια ο άνδρας (και πίσω από αυτόν ο πατέρας), όμως αν ο άνδρας είναι «έγκριτος» είναι «ως εξάρτημα του πέους»43, κατάσταση για την οποία ο λαϊκός λόγος έχει εκφράσεις πιο τετριμμένες. Είμαστε συνηθισμένοι, όχι μόνο οι ψυχαναλυτές, στις κατατμήσεις που χαρακτηρίζουν την ανδρική σεξουαλικότητα: «Έχει στήθια, πόδια, γλουτούς, κλπ .» Με το να είναι μονόσημη (το πέος!), η κατάτμηση που διενεργεί η γυναίκα δεν είναι λιγότερο επεκτατική, ως το σημείο να προσαρτήσει καθεαυτή την μητρότητα. Πράγματι, μικρή είναι η διάκριση ανάμεσα στην «φροϋδική» μητέρα, που μέσα από το παιδί πραγματοποιεί την παλαιά επιθυμία του πέους, και τον φετιχιστή, εκείνον που ταυτόχρονα αναγνωρίζει και αρνείται τον ευνουχισμό της μητέρας και απαιτεί από την γυναίκα να φέρει επιδεικτικά την ένδειξη του φαλλού (κλασσικά: μυτερά τακούνια, ζαρτιέρες, κλπ.) καταργώντας φαντασιακά την ατέλεια. Περιγράφοντας την μητρότητα ως την διαστροφή της γυναίκας οι Β. Γκράνοφ και Φ. Περιέ (W. Grqnoff, F. Perrier) δεν κάνουν άλλο από το να ωθούν στην κατάληξη της την φροϋδική θεωρητική λογική44. Οι τρεις κατευθύνσεις που ξεχώρισε ο Φρόϋδ είναι θυγατέρες του γυναικείου συμπλέγματος ευνουχισμού. Ο καθοριστικός ρόλος παίζεται από την είσοδο ή την άρνηση 43
Sur la transposition des pulsions, plus particulerement dans l’erotisme anal (Για την αντιμετάθεση των ορμέμφυτων, ιδιαίτερα στον πρωκτικό ερωτισμό), 1917 στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή), αναφ.έργο, σελ. 107 44 Le désir et le féminin (Η επιθυμία και το γυναικείο), 1960, Aubier-Montaigne, 1979.
25
εισόδου στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Όσον αφορά την έξοδο από αυτό, ο Φρόϋδ ιδίως λέει πως δύσκολα αφήνεται να εννοηθεί. Για το αγόρι, η ένταση της σύγκρουσης ανάμεσα στον έρωτα για την μητέρα και το μίσος για τον πατέρα δίνει το μέτρο του άγχους ευνουχισμού, του φόβου να χάσει το πέος. Εγκαταλειμμένο, απωθημένο, καταστραμμένο, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα παραχωρεί την θέση σε ένα αυστηρό υπερεγώ, κληρονόμο της πατρικής απαγόρευσης. Τίποτε τέτοιο στο κορίτσι: από πάντα ευνουχισμένο δεν έχει τίποτε να χάσει. Ο οιδιπόδειος έρωτας για τον πατέρα μπορεί να προεκταθεί για απροσδιόριστη χρονική περίοδο, για να καταργηθεί μόνο όψιμα και μερικά. «Στερημένη» από το άγχος ευνουχισμού, δεν μπορεί να εσωτερικεύσει τον επιτακτικό χαρακτήρα των γονικών απαγορεύσεων και ο νόμος μέσα της δεν είναι ποτέ τόσο απαιτητικός όσο στο αγόρι. Έχοντας δεδομένο τον δυναμικό ρόλο του υπερεγώ στην πολιτισμική παραγωγή, από τον καταναγκασμό στον μετασχηματισμό, στην μετουσίωση που ασκεί στις σεξουαλικές επενδύσεις, η ασθενικότητα και η λιγοστή ανεξαρτησία αυτής της αρχής στην γυναίκα θα εξηγούσε την ισχνή συμμετοχή της στις πολιτισμικές προόδους. Δεν θα εκπλαγεί κανείς που η φεμινιστική κριτική, που θα αναφέρουμε πιο πέρα, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε αυτά τα επιχειρήματα, που κάποτε την οδηγούσαν στο να «πετάει το μωρό μαζί με τη μπανιέρα», την ψυχανάλυση μαζί με την κρίση του Φρόϋδ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΔΙΚΗΣ ΘΕΩΡΊΑΣ Το κοριτσάκι είναι ένα αντράκι... και κατά βάθος δεν παύει ποτέ να είναι. Η φαλλική φάση είναι για τον Φρόϋδ, ταυτόχρονα πηγή και αλήθεια της θηλυκότητας. Από τον δεσμό τον πρώτο έως τα τρία μεγάλα πεπρωμένα της θηλυκότητας, περνώντας από την διπλή αλλαγή αντικειμένου και ερωτογενούς ζώνης, η θεωρία του Φρόϋδ παρουσιάζεται σαν ένα σύνολο του οποίου η συνεκτικότητα αφήνει λίγο χώρο στην αβεβαιότητα. Και όμως... Σε ένα βραχύ κείμενο του 1923, χρονολογία που είναι επίσης εκείνη των πρώτων εξειδικευμένων επεξεργασιών σχετικά με την θηλυκότητα, ο Φρόϋδ εκφέρει όσο πιο ξεκάθαρα την θέση του της πρωτοκαθεδρίας του φαλλού: «Για τα δυο φύλα, ένα μόνο γεννητικό όργανο, το αρσενικό, παίζει κάποιο ρόλο. Δεν υπάρχει λοιπόν πρωτοκαθεδρία του γενετήσιου, αλλά πρωτοκαθεδρία του φαλλού. »45 Από την άποψη της γυναικείας σεξουαλικότητας, αυτή η φράση παίρνει ωστόσο όλο της το νόημα μόνο αν δεν παραλείψει κανείς να αναφέρει εκίνην που αμέσως την ακολουθεί: «Δυστυχώς δεν μπορούμε να περιγράψουμε αυτή την δεδομένη κατάσταση παρά μόνο για το αρσενικό παιδί, μας λείπει η κατανόηση των αντίστοιχων διεργασιών στο κοριτσάκι.» Άλλες εκφράσεις πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, υπογραμμίζοντας τον «δυσνόητο και διάτρητο» χαρακτήρα του γυναικείου κλινικού υλικού ή την «σκοτεινή ήπειρο» (dark continent) που συνιστά γαι τον ψυχαναλυτή η σεξουαλική ζωή του κοριτσιού και της γυναίκας. Αυτή η ομολογία άγνοιας δεν προηγείται της διατύπωσης της θεωρίας για να εξαλειφθεί με την παρουσίαση της, συνοδεύει την θεωρία. Η εκλογή των λέξεων: σκοτεινό, δυσνόητο, διάτρητο, ακουμπά καθεαυτό το πράγμα, ταυτόχρονα την φύση της γυναίκας και το άγχος ευνουχισμού εκείνου που την πλησιάζει ή υπερβολικά την διερευνά. Η έκφραη «σκοτεινή ήπειρο» (dark continent) είναι δανεισμένη από τον τίτλο ενός βιβλίου του Στάνλεϋ, από έναν 45
L’organisation génitale infantile (Η παιδική γενετήσια οργάνωση), OCF P, 16, PUF, 1991, σελ.306
26
εξερευνητή ενός αφρικανικού δάσους, παρθένου, εχθρικού, αδιάβατου. Γειτονεύουν στο κείμενο του Φρόϋδ, μια ισχυρά δομημένη επιχειρηματολογία, ευκαιριακά δογματική – αρκεί κανείς να διαβάσει μερικές απρόσεκτες γραμμές που αναφέρονται στους κριτικούς στο τέλος των δυο κειμένων του 1931 και 1933 – και μια πραγματική αμηχανία. Έχει ειπωθεί: τα τριάντα χρόνια που περνούν πριν η θηλυκότητα γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής δεν είναι χρόνια χωρίς γυναίκα, ούτε χωρίς λανθάνουσα θεωρία για την γυναικεία σεξουαλικότητα. Εφόσον κανείς συγκεντρώσει τα στοιχεία αυτής της θεωρίας που ποτέ πραγματικά δεν έχει εκτεθεί ούτε ξεκάθαρα συγκροτηθεί, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Φρόϋδ δεν απέχει από του να είναι ο αυστηρότερος κριτικός του Φρόϋδ. Είναι δυνατό η πάντα διατηρημένη αμηχανία να είναι η ηχώ της πρώτης θεωρητικοποίησης. Η φαλλοκεντρική θέση που παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο έγινε αντικείμενο πολλαπλών κριτικών, συχνά αιχμηρών. Ο Φρόϋδ δεν είχε κάνει τίποτε άλλο από το να βάλει σε θεωρία τις φαλλοκρατικές και αστικές προκαταλήψεις της εποχής του. Η συνέχιση και ακόμη ο τονισμός της κατευθυντήριας φροϋδικής γραμμής από τον Λακάν, σε καιρούς που χαρακτηρίστηκαν από την αμφισβήτηση του πολιτικού, ανδρικού και σεξουαλικού τρόπου κυριαρχίας, ζητούν μεγαλύτερη περίσκεψη από την κριτική. Το αντικείμενο της ψυχανάλυσης είναι το ασυνείδητο, και μόνο με αφετηρία μια ανάλυση του, μπορούν να απευθυνθούν ενστάσεις στον Φρόϋδ. Το ασυνείδητο δεν είναι ούτε εξισωτικό, ούτε δημοκρατικό και κωφεύει σε κάθε προσπάθεια επανεκπαίδευσης. Ας προσθέσουμε πως όποιες και να είναι οι ασυνείδητες παραστάσεις της θηλυκότητας που θα τοποθετούσε κανείς ως προμετωπίδα (ειδικότερα στομιακές και όχι πια φαλλικές), θα παραμένουν απαράδεκτες γιατί ανήκουν στο ασυνείδητο. Μπορεί κανείς να εκτιμά πως η φροϋδική φαλλοκεντρική θέση χάνει κάτι από την θηλυκότητα, πως ακόμη συμμετέχει στην απώθηση της, αυτή είναι και η δική μας άποψη, όμως να την κατηγορήσει κανείς για την ανισορροπία που βάζει ανάμεσα στα δυο φύλα δεν είναι καθεαυτό ένα επιχείρημα που μπορεί να την προσβάλει. Υπάρχει αντίθετα μια άλλη κριτική που μπορεί να της απευθυνθεί, και που, αυτή τη φορά, την αγγίζει έως το σημείο που να την κλονίζει. Έχει ειπωθεί: η διατύπωση της θεωρίας είναι όψιμη, μεταγενέστερη του 1920. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί την δυνατή της ιδέα, η πρωταρχική αρρενωπότητα του μικρού κοριτσιού, είναι από πριν παρόν, μέσα από πρόδρομες εκφράσεις. Για παράδειγμα στα «Τρία δοκίμια»: «Η υπόθεση ενός και του αυτού γεννητικού οργάνου (αρσενικού) σε όλα τα ανθρώπινα όντα είναι η πρώτη από τις αξιοσημείωτες παιδικές σεξουαλικές θεωρίες και κουβαλάει βαριές συνέπειες»46 Η φράση περιέχει μια διευκρίνιση που έχουμε υπερβολικά την τάση να ξεχνάμε και ο Φρόϋδ, υστερότερα, να παρασιωπά, σχετικά με την κατάδειξη του πραγματικού δημιουργού της θεωρίας: του παιδιού, αγοριού ή κοριτσιού, της φαλλικής φάσης. Ουσιαστικά, χωρίς να ληφθούν υπ’όψη οι διαφορετικοί βαθμοί επεξεργασίας, η θεωρία του Φρόϋδ είναι η παιδική σεξουαλική θεωρία, αυτή του φετιχιστή παιδιού του συμπλέγματος ευνουχισμού. Η φροϋδική θεωρία είναι λιγότερο μια θεωρία για την γυναικεία σεξουαλικότητα παρά η ίδια μια θεωρία του σεξ. Ταυτόχρονα, το ερώτημα της αλήθειας της μετατοπίζεται και περιορίζεται: είναι αληθινή για το φαλλολατρικό παιδί και για μας (άνδρα ή γυναίκα) στο μέτρο που αυτό το παιδί είναι μέσα μας και δεν παραιτείται! Το να την προάγει όμως κανείς, όπως έκανε ο Φρόϋδ, σε αλήθεια της θηλυκότητας είναι μια άλλη ιστορία. Η παιδική θεωρία του σεξ μοιράζεται με το σύμπτωμα την ιδιότητα συμβιβαστικού σχηματισμού: από τη μια, παραπλήσια με την φαντασίωση, συμμετέχει στην εκπλήρωση της επιθυμίας και επιτρέπει στο ορμέμφυτο να εκδηλώνεται, από την άλλη, είναι θυγατέρα της δευτερογενούς επεξεργασίας (όπως κάθε θεωρία) και κουβαλάει το σημάδι της απώθησης. Από την απώθηση ποιων νοητικών παραστάσεων της θηλυκότητας γεννιέται η παιδική σεξουαλική θεωρία που αποδίδει σε κάθε ανθρώπινο ον, όποιο και να είναι το γένος 46
Trois essais sur la théorie sexuelle (Τρία δοκίμια για την σεξουαλική θεωρία), αναφ.έργο (προσθήκη του 1915), σελ. 125
27
του, ένα και το αυτό γεννητικό όργανο; Ας συγκρατήσουμε για αργότερα αυτό το ερώτημα που ο Φρόϋδ δεν έθεσε. Να πρέπει να ειπωθεί πως, επειδή αναπαράγει εκείνην του παιδιού και δανείζεται από την φετιχιστική φαντασίωση, η θεωρία του Φρόϋδ για την γυναικεία σεξουαλικότητα θα πρέπει να πεταχτεί στα αζήτητα; Η κριτική είναι ένα πράγμα, η απόρριψη ένα άλλο. Το κύριο προτέρημα της φροϋδικής επιχειρηματολογίας είναι η ανάδειξη του μείζονα ρόλου του συμπλέγματος ευνουχισμού στο κορίτσι, η ικανότητα της να επανακτά την περασμένη ιστορία της λίμπιντο και να ξαναμοιράζει την τράπουλα για την συνέχεια. Στιγμή επαναπροσδιορισμού λοιπόν – αν όχι τελευταία λέξη της θηλυκότητας – πλούσια σε ασυνείδητες παραγωγές: είτε πρόκειται για τις φαντασιώσεις ευνουχισμού στην γυναίκα, για τον τρόπο που το παιδί καλείται να πραγματοποιήσει το φαλλικό πρόγραμμα της μητέρας, ή ακόμη για τον «έγκριτο» άνδρα ως προσάρτημα του πέους, η κλινική του χθες και του σήμερα δεν παύει να συναντά πολλαπλές εκφάνσεις του συμπλέγματος. Θα πρέπει κανείς να συμπεράνει πως το κοριτσάκι είναι ένα αντράκι; Να όλο το ζήτημα: αν ψυχαναλυτικά δεν έχει νόημα να αρνείται κανείς την ύπαρξη φαλλικής φάσης στο κορίτσι, το ερώτημα για την θέση που πρέπει να της παραχωρηθεί μένει ανοιχτό. Ας τερματίσουμε αυτήν την κριτική διαδρομή με το να επανέλθουμε στην αδυναμία που αναφέραμε της διυποκειμενικής άποψης στις διατυπώσεις του Φρόϋδ. Αυτή η ένσταση χρειάζεται ταυτόχρονα να μετριαστεί. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό πρόσωπο που απεικονίζει το φροϋδικό κείμενο, που αντιπροσωπεύει μια από τις ουσιαστικές πλευρές της γυναικείας σεξουαλικότητας: η αισθησιακή ή σεξουαλική μητέρα, η σαγηνεύτρα μητέρα. Η περικοπή από τα «Τρία δοκίμια» που αναφέρθηκε στην εισαγωγή, που επικαλείται την μητέρα που νανουρίζει, χαϊδεύει και περιποιείται το παιδί της σαν «υποκατάστατο ενός σεξουαλικού αντικείμένου καθ’ολοκληρία», αποτελεί η ίδια συνέχεια σε σκέψεις για «την ουσία της θηλυκότητας». Ένα σημαντικό μέρος της σεξουαλικότητας των γυναικών παίζεται έτσι με το παιδί και όχι με τον άνδρα. Και κάποτε εις βάρος του άνδρα, δεν είναι σπάνιο να εγκαθίσταται μια ψυχρότητα μετά την γέννηση, όχι μόνο γέννηση αγοριού. Η γέννηση ενός κοριτσιού είναι για μια γυναίκα η ευκαιρία να ξαναζήσει με αντεστραμμένο τρόπο κάτι από τον ομοφυλόφιλο έρωτα της για την μητέρα – και ενδεχόμενα να αποπέμψει τον άνδρα. Η επιμονή σε αυτήν την σαγηνευτική διάσταση της μητέρας υπογραμμίζει την σαρκική διάσταση των πρώτων ανταλλαγών. Η ευκολία με την οποία οι γυναίκες, αντίθετα από τους άνδρες, βιώνουν το ασυνείδητο μέρος της ομοφυλοφιλίας των – στην μοιρασιά των εκμυστηρεύσεων και των ιδιαίτερων υποθέσεων του σώματος, παραδειγματικά κατά την εφηβεία, γύρω από την περίοδο – έχει ίσως την πηγή της στην ταύτιση με την αισθησιακή μητέρα. Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει αρχικά την λακανική προέκταση της θέσης του Φρόϋδ, που ακολουθείται από την πιο δριμεία κριτική της: την φεμινιστική κριτική. Τελειώνει προδιαγράφοντας τις ψυχαναλυτικές αντιθέσεις για την θηλυκότητα – όπως ειδικότερα θα τις διατυπώσει η Μέλανι Κλάϊν (Melanie Klein) – μέσα από τα ερωτήματα που έθεσε στο Φρόϋδ ο Κ. Άμπραχαμ (K. Abraham) και από αυτά που ο... Φρόϋδ έθεσε στον εαυτό του. 1._Λακάν: ο φαλλός και το πέρα από αυτόν Βεβαιώνοντας «την θέση-κλειδί του φαλλού για την ανάπτυξη της λίμπιντο» , ο Λακάν περισσότερο από το να προεκτείνει την φροϋδική θεωρία, ενισχύει την 47
47
Propos directifs pour un congrès sur la sexualité féminine (Κατευθυντήριες ομιλίες για ένα συνέδριο για την γυναικεία σεξουαλικότητα), 1954, στα Ecrits (Γραπτά), Le Seuil, σελ. 730.
28
γραμμή της ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζει τον τόνο. Η ιστορία, σύμφωνα με τον Φρόϋδ, οδηγεί το παιδί (αγόρι ή κορίτσι), από την προ-οιδιπόδεια φάση προς το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Τοποθετημένη στον κοινό παρανομαστή του φαλλού, οδηγεί αυτό το ίδιο παιδί, σύμφωνα με τον Λακάν, από το φαντασιακό προς το συμβολικό. Αρχικά να είναι ο φαλλός, να είναι αυτό που η μητέρα επιθυμεί, πριν αντιληφθεί πως αυτό δεν αρκεί για να την ικανοποιήσει, πως υπάρχει «άλλο πράγμα», πρώτη ένδειξη ενός ανοίγματος προς έναν τρίτο. Πέρα από τους ποικίλους τρόπους του αιτήματος που απευθύνεται στην μητέρα, αυτό που αναβλύζει στο ασυνείδητο του παιδιού «είναι η επιθυμία του Άλλου, δηλαδή ο φαλλός που επιθυμεί η Μητέρα». «Ενώ το αγόρι θα προσπαθήσει να καθησυχαστεί λέγοντας στον εαυτό του πως αυτό που λείπει στην γυναίκα, αυτός το κατέχει», διευκρινίζει η Π. Ωλανιέ (P. A ulqgnier), «το κορίτσι, εκείνη, δεν μπορεί παρά να ομολογήσει στον εαυτό της πως, αν θέλει να εξακολουθήσει να είναι το στήριγμα της επιθυμίας της μητέρας, πρέπει να παραιτηθεί από το είναι για το φαίνεσθαι, για να φαίνεται αυτό που ακριβώς δεν είναι και που δεν έχει»48. Πίσω από αυτήν την θηλυκότητα που περιγράφεται ως μασκαράτα, δεν είναι δύσκολο να ξαναβρεί κανείς την «ανάπτυξη προς την ομορφιά», τον «καθαρό και αυθεντικό» γυναικείο τύπο, κατά Φρόϋδ, όπου ολόκληρο το σώμα έχει αξία φαλλικού ισοδύναμου. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προοπτικής, η δομή βηματίζει μπροστά από την ιστορία. Η πρόσωπο-με-πρόσωπο σχέση ανάμεσα στο κορίτσι (ή το αγόρι) και την μητέρα, που αδόκιμα ονομάστηκε προ-οιδιπόδεια, δεν είναι όπως πίστευε ο Φρόϋδ το κλειστό πεδίο των εναγκαλισμών και συγκρούσεων, αλλά ένας κόμβος σχέσεων πάντα-ήδη ενσωματωμένος μέσα στις διεργασίες της συμβολοποίησης. Η εναλλαγή της παρουσίας και της απουσίας της μητέρας αρκεί για να δημιουργήσει για το παιδί «την αναφορά σε έναν τρίτο της δικής της επιθυμίας»49 . Κάτω από αυτήν την άποψη είναι πολύ λίγο να υποστηρίξει κανείς, όπως η Μέλανι Κλάϊν, την ύπαρξη ενός πρώιμου οιδιπόδειου συμπλέγματος: το σύμπλεγμα δεν έχει ηλικία αν δεν είναι αυτή της ανθρωπότητας. Το παιδί εξαρχής – από τότε που είναι επιθυμητό, πριν ακόμη την σύλληψη του – είναι πιασμένο μέσα σε μια τριαδική δομή, παραπέμπεται σε κάτι πέρα από την μητέρα (ακόμη και όταν δεν θα είχε να κάνει παρά μόνο με αυτήν), σε κάτι πέρα-από όπου ενοπίζονται «ο φαλλός ως σημαίνον της επιθυμίας του και η πατρική ομιλία ως αυτή που συγκροτεί τον συμβολικό κόσμο»50. Η στιγμή που έρχεται του συμπλέγματος ευνουχισμού και του φθόνου του πέους αντιστοιχεί περισσότερο σε έναν χρόνο όπου, για το κοριτσάκι, δομή και ιστορία συμπίπτουν, παρά σε μια φάση της ανάπτυξης της. Ξεπερνώντας κάθε φαντασίωση, κάθε αντικείμενο και περισσότερο ακόμη κάθε όργανο (πέος ή κλειτορίδα) που συμβολίζει, ο φαλλός είναι για τον Λακάν το σύμβολο της έλλειψης, αυτού του περιθώριου που χωρίζει κάθε ανθρώπινο ον από την επιθυμία του. Είναι ο τελεστής που επιτρέπει την πρόσβαση στην καθεαυτό ανθρώπινη τάξη του σημαίνοντος. ¨οπως παρατηρεί ο Α. Γκρην (A. Green), ο Φρόϋδ διατηρεί αυτός ένα γενετήσιο στάδιο, έστω και μόνο ενήλικο, και άρα μια ψυχική εγγραφή της διαφοράς πέους-κόλπου51. Οδηγώντας την φαλλική λογική στην ακραία της συνέπεια, ο Λακάν στέκεται στην αντίθεση ανάμεσα στο να τον έχει ή όχι, φαλλικός ή ευνουχισμένος. Κάθε θεώρηση για την γυναικεία γενετήσια κατάσταση παραμερίζεται, ακόμη και περιφρονείται από αυτόν: «Την ονομάζει κανείς όπως μπορεί, αυτή την κολπική απόλαυση, μιλάνε για τον οπίσθιο πόλο της μουσούδας της μήτρας, και άλλες αηδίες... »52 48
La feminité (Η θηλυκότητα) στο Le désir et la perversion (Η επιθυμία και η διαστροφή), Le Seuil, 1966, σελ. 730. 49 W. Granoff & F. Perrier, Le désir et le féminin (Η επιθυμία και η θηλυκότητα), αναφ.έργο, σελ.49 50 στο ίδιο 51 Le complexe de castration (Το σύμπλεγμα ευνουχισμού), αναφ.έργο, σελ.103 52 Encore. Le séminaire, Livre XX (Ακόμη. Το σεμινάριο, Βιβλίο 20), Le Seuil, 1975, σελ. 69-70
29
Αυτό που μια τέτοια προσέγγιση αμφισβητεί είναι η ίδια η προσφορότητα της έκφρασης «γυναικεία σεξουαλικότητα». Στις «Κατευθυντήριες ομιλίες» του 1954, ο Λακάν προσεγγίζει την δυσκολία κατά μέτωπο: θα πρέπει κανείς να συμπεράνει πως η φαλλική διαμεσολάβηση αποστραγγίζει «κάθε τι σχετικό με τα ορμέμφυτα που εκδηλώνεται στην γυναίκα;» Όχι, απαντά, ανοίγοντας άρα φαινομενικά προς μια καθεαυτό γυναικεία σεξουαλικότητα που να μην αποσιωπάται πέφτοντας στον φαλλικό κορβανά. Για αυτό το άλλο του ορμέμφυτου, τι μπορεί να πει ο ψυχαναλυτής; Τίποτε, ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Πράγματι, γράφει ο Λακάν: «το γεγονός πως κάθε τι που μπορεί να αναλυθεί είναι σεξουαλικό δεν σημαίνει πως ότι είναι σεξουαλικό είναι προσπελάσιμο από την ανάλυση.»53 Διαγράφεται έτσι λοιπόν η υπόθεση ενός «σεξουαλικού» γυναικείου απροσπέλαστου στην ανάλυση, γιατί θεωρούμενου έξω από το πεδίο της ομιλίας, ξεφεύγοντας από αυτό που είναι ειδικά ανθρώπινο. Η προκλητική έκφραση «Η γυναίκα δεν υπάρχει» εγγράφεται σε αυτήν την κατεύθυνση. Η αιτία που κάνει την (μάλλον μια) γυναίκα να ξεφεύγει από την φαλλική διαμεσολάβηση την κρατά επίσης έξω από τον Λόγο [ως εξανθρωπισμένη διάρθρωση της σημαίνουσας αλυσίδας, ΣτΜ], κατά συνέπεια έξω επίσης από την παγκοσμιότητα. Δεν είναι τυχαίο, λέει ο Λακάν, αν από τότε που «γονατιστοί ικετεύουμε τις γυναίκες» (συμπεριλαμβάνοντας και τις γυναίκες ψυχαναλύτριες) να μας πουν τι συμβαίνει με την απόλαυση τους, «ποτέ δεν μπορέσαμε κάτι να βγάλουμε»54 . Αυτή η σιωπή δεν σηματοδοτεί την απώθηση αλλά το εκτός γλώσσας, το εκτός ψυχισμού. Θα μπορούσε ωστόσο κανείς να καταδείξει αυτό το «σεξουαλικό» της γυναίκας που εκπίπτει από την λαβή της φαλλικής διαμεσολάβησης; Η απάντηση που σκιαγραφήθηκε από τον Λακάν το 1954 έχει το προτέρημα του ξεκαθαρίσματος: «Όλο το εσωτερικό ρεύμα του μητρικού ενστίκτου.»55 Το απρόσβατο για την ανάλυση «σεξουαλικό» δεν είναι σεξουαλικό με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου, αλλά ενστικτώδες. Το γλίστρημα από την μια κλίμακα στην άλλη είναι ολοφάνερα φορτωμένο με νόημα. Oi Γκράνοφ και Περιέ (Granoff, Perrier) προεκτείνουν το λακανικό αξίωμα προωθώντας μια υπόθεση «αυθαίρετη και αδύνατη να επιβεβαιωθεί» αλλά τέλεια συνεκτική με την υποκείμενη θεωρητική λογική: «Το να ξεφεύγει υποθετικά ένα κορίτσι, φυσιολογικά κορίτσι, από την οιδιπόδεια δόμηση, ίσως να μην την εμπόδιζε να απολαμβάνει την ώρα του οίστρου. Θα έκανε επίσης ένα παιδί και θα είχε γάλα για να του δώσει.»56 Όμως μόλις αυτό το κορίτσι πιαστεί «στα δίχτυα του σημαίνοντος», το σεξουαλικό ένστικτο υποχωρεί απέναντι στο σύστημα της λίμπιντο, το οποίο την υποβάλλει στον νόμο του φαλλού όπως το αγόρι. Και ο κόλπος σε ποια πλευρά εμπίπτει, την πλευρά της φύσης ή την πλευρά του σημαίνοντος; Υποπτεύεται κανείς την απάντηση, ακόμη και αν υπάρχει αυτή η μοναδική σημείωση του Λακάν: πως δύσκολα μπορεί κανείς να μην αποδώσει στην απώθηση την συχνή, πέρα από το αναμενόμενο, επιμονή αυτής της παραγνώρισης57. Αυτή η παρατήρηση λειτουργεί ως ηχώ του μέρους του ορμ΄ρμφυτου που δεν έχει αποστραγγιχτεί από τον φαλλό, δεν θα τύχει όμως καλύτερης μοίρας. Καθώς ο Λακάν γλιστρά από το φάσμα του ορμέμφυτου προς εκείνο του ενστίκτου, ο κόλπος, στους λακανικούς σχολιαστές, αναπαραστάται λιγότερο ως κάτι το απωθημένο και περισσότερο ως ένα κομμάτι του πραγματικού, ένας φυσικός τόπος που δεν σημαδεύεται από το σημαίνον, διόλου πιο «ανθρώπινος», τελικά, από τον χοληδόχο πόρο. Αναμφίβολα δεν υπάρχει ένσταση πως θα μπορούσε να υφίσταται διέγερση πολύ πριν από την εφηβεία (αυτή είναι η πλευρά του «οίστρου»), όμως αυτό δεν αρκεί ως εγγύηση της επένδυσης του από την λίμπιντο, άρα και της απώθησης του. Δεν είναι αύριο, εκφράζεται ειρωνικά ο Λακάν, που ένα συνέδριο για την γυναικεία σεξουαλικότητα θα κάνει τους ψυχαναλυτές να διατρέξουν τον κίνδυνο του Τειρεσία. 53
Propos directifs (Κατευθυντήριες ομιλίες) αναφ.έργο, σελ. 730. Encore (Ακόμη), αναφ.έργο, σελ. 69 55 Propos directifs (Κατευθυντήριες ομιλίες) αναφ.έργο, σελ. 730. 56 Le désir et le féminin (Η επιθυμία και το γυναικείο), αναφ.έργο, σελ. 60 57 Propos directifs (Κατευθυντήριες ομιλίες) αναφ.έργο, σελ. 730. 54
30
Για να εξηγήσει την ψυχρότητα, ο Φρόϋδ είναι υποχρεωμένος να περιοριστεί στην ιδιοσυστασία. Εκείνος ο Λακάν που για μια στιγμή συνηγορεί για μια παραγνώρισηαπώθηση του κόλπου μιλά επίσης για την ψυχρότητα, ως γενικό σύμπτωμα της γυναικείας σεξουαλικότητας, ακόμη στο μέτρο που «προϋποθέτει όλη την ασυνείδητη δομή που καθορίζει την νεύρωση». Όμως αυτή η έκφραση παραμένει χωρίς συνέχεια, γιατί η πανταχού παρουσία του φαλλού δεν αφήνει διόλου άλλη δυνατότητα από την άρνηση της ψυχρότητας. Οι γυναίκες απολαμβάνουν, λέει ο Λακάν, αλλά δεν το γνωρίζουν, αυτή η απόλαυση διαφεύγει από το σημαίνον. Η λεγόμενη ψυχρότητα δεν είναι παρά «υποτιθέμενη»58. Έχοντας φαινομενικά απομακρυνθεί από το «μητρικό ένστικτο» του 1954, το σεμινάριο «Ακόμη» (1973), αναφέρει μια συμπληρωματική γυναικεία απόλαυση, το ίδιο βουβή και πέρα από τον φαλλό όσο και η άλλη, η καλύτερη εκπροσώπηση της οποίας προσφέρεται από την μυστικιστική έκσταση. Μετά τον οίστρο, η υπερβολή της έκστασης. Δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί κανείς από αυτό το κάτι των μεγάλων μύθων της Δύσης (και άλλων πολιτισμών) που έτσι επαναλαμβάνεται στον Λακάν αναφορικά με «Την Γυναίκα», ταυτισμένη από την μια με την φύση, από την άλλη με την υπερβολή του σεξουαλικού. 2._Η φεμινιστική κριτική Αρκεί κανείς να διαβάσει τις τελευταίες σελίδες της «Νέας διάλεξης» (Nouvelle conférence) για την θηλυκότητα για να μαντέψει ποια θα μπορούσε να είναι η δριμύτητα της φεμινιστικής κριτικής απέναντι στον Φρόϋδ, ακόμη και απέναντι στην ψυχανάλυση στο σύνολο της, από το τέλος των ετών 1920. «Η αρχική σεξουαλική κατωτερότητα» της γυναίκας εξηγεί εξίσου την «σωματική ματαιοδοξία» της (ως «αποζημίωση») και την «συστολή της... πιο συμβατική» από όσο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Η «λιγοστή αίσθηση δικαιοσύνης της» προέρχεται από τον πρωτεύοντα ρόλο του φθόνου στην ψυχική της ζωή. Αν η «ικανότητα μετουσίωσης των ορμέμφυτων», «τα κοινωνικά της ενδιαφέροντα» είναι λιγότερα από ότι του άνδρα, το οφείλει σε ένα ασθενικά συγκροτημένο υπερεγώ, θα της έχει λείψει το κίνητρο του άγχους ευνουχισμού για την εσωτερίκευση των απαγορεύσεων... άρα γενικά για την εσωτερίκευση. Από εκεί προέρχεται επίσης η περιορισμένη της συνεισφορά «στις ανακαλύψεις και εφευρέσεις της ιστορίας και του πολιτισμού». Υπάρχει βέβαια η ύφανση και η πλέξη, που αναμφίβολα της οφείλονται, όμως η εφεύρεση έχει λιγοστή αξία, επειδή αρκέστηκε να μιμηθεί την διαπλοκή των τριχών της καλύπτρας του εφηβαίου. Μια κάπως τελεολογική καλύπτρα, που κρύβει την γενετήσια ατέλεια τόσο από τα μάτια της γυναίκας όσο και από αυτά του άνδρα. Για να δοθεί το μέτρο προσθέσετε ακόμη πως αν ένας τριαντάρης άνδρας φαίνεται νέος, ικανός να χρησιμοποιήσει «με σφρίγος τις δυνατότητες ανάπτυξης που του προσφέρει η ανάλυση», μια γυναίκα της ίδιας ηλικίας «συχνά μας τρομάζει με την ψυχική της δυσκαμψία και την ακινησία της». Όλα αυτά, παραδέχεται ο Φρόϋδ δεν αποδίδουν «ευχάριστο ήχο»59 ! Απέναντι στην επίθεση των κριτικών, ο θεμελιωτής Πατέρας θα μείνει ασυγκίνητος σαν μάρμαρο: «Δεν θα αφήσουμε να μας ξεστρατίσει η αμφισβήτηση των φεμινιστριών που θέλουν να μας επιβάλλουν μια απόλυτη ισότητα θέσης και εκτίμησης ανάμεσα στα δυο φύλα. »60 Ολοφάνερα, πολλές γυναίκες δεν αντιστοιχούν στον σκοτεινό πίνακα που έχει φιλοτεχνήσει. Δείτε την ψυχική αμφισεξουαλικότητα, απαντά ο Φρόϋδ, και τον πρωτεύοντα ρόλο των αρσενικών ταυτίσεων σε αυτές τις γυναίκες. Με γενικό τρόπο, δεν θα εμπλακεί διόλου στην συζήτηση, στο όνομα ενός επιχειρήματος που, αυτό, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί: η ψυχανάλυση δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο διαφωνίας εφόσον το αντικείμενο της, το ασυνείδητο, δεν προσφέρεται στην ουδετερότητα μιας συζήτησης. «Αν 58
Encore (Ακόμη), αναφ.έργο, σελ. 69-70 La féminité (Η θηλυκότητα), αναφ.έργο, σελ. 177-181 60 Quelques consequences psychiques de la difference anatomique entre les sexes (Μερικές ψυχικές συνέπειες της ανατομικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα), OCF P (Άπαντα Φρόϋδ Παρίσι), 17, αναφ.έργο, σελ. 178 59
31
μου καταλογίζετε ως έμμονη ιδέα την επιρροή της έλλειψης πέους στην δόμηση της θηλυκότητας, φυσικά δεν μπορώ να αμυνθώ.»61 Κάποιοι άλλοι θα αποπειραθούν να ηρεμήσουν τα πνεύματα, παρατηρώντας ειδικότερα πως ο φθόνος του πέους δεν αφήνει απέξω το αγόρι, εφόσον είναι αλήθεια πως στην σκιά του μεγάλου οιδιπόδειου αντίζηλου, δεν υπάρχει παρά ένα πέος «μαζεμένο». Ή ακόμη, πως για τον καθένα είναι απαράδεκτο να έχει αποκλειστεί από το φύλο που δεν έχει. Γιατί, στο κάτω κάτω, μόνο ένα φύλο και όχι και τα δυο; Όπως τα κορίτσια ουρούν όρθια, υπάρχουν αγόρια που μιμούνται πάνω στο σώμα τους, παίζοντας με αναδιπλώσεις του δέρματος, την σχισμή του αιδοίου. Την επιθυμία της θηλυκότητας, το να υποστεί κανείς διείσδυση, να γεννήσει παιδιά, ο Φρόϋδ την συναντά, με τον Σρέμπερ και τον «Άνθρωπο με τους λύκους», στην ψύχωση με τον πρώτο, στα όρια της νεύρωσης με τον δεύτερο. Η άρνηση της θηλυκότητας, αντίθετα, θα του φανεί χαρακτηριστική του καθεαυτό νευρωτικού φάσματος, στους άνδρες και στις γυναίκες, υποχρεώνει σε αυτό ο φθόνος του πέους. Υπάρχουν επίσης αυτοί που θα σηκώσουν το ξίφος πάνω στο σώμα του αντιπάλου, καθώς ο γενικά ειρηνικός Γουΐννικοτ (Winnicott): «Η πηγή του φεμινισμού βρίσκεται εκεί, στην γενικευμένη παραίσθηση, στις γυναίκες όπως στους άνδρες, πως υπάρχει ένα γυναικείο πέος, και στην ιδιαίτερη καθήλωση ορισμένων γυναικών και ορισμένων ανδρών στο φαλλικό στάδιο, δηλαδή στο στάδιο που προηγείται εκείνου της πλήρους γενετήσιας σεξουαλικότητας.»62 Φαντάζεται κανείς το καθαρά ολοκληρωτικό αποτέλεσμα που ένα τέτοιο επιχείρημα μπούμερανγκ μπορεί να προκαλέσει. Και αν ακόμη μπορούσε να θεμελιωθεί η μομφή «φαλλοκρατίας» που απευθύνεται στον Φρόϋδ, δεν είναι σίγουρο πως ψυχαναλυτικά θα ήμασταν πιο προχωρημένοι. Το να τον κατηγορήσει κανείς πως τίποτε δεν προσθέτει στους λόγους του Αριστοτέλη («Η γυναίκα είναι ένα ακρωτηριασμένο αρσενικό») είναι δίκοπο μαχαίρι. Αν αυτό σχετικοποιεί την φροϋδική «επινόηση», από μια άλλη πλευρά υπογραμμίζει την α-χρονικότητα μιας τέτοιας νοητικής παράστασης, α-χρονικότητα που είναι ακριβώς ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του ασυνείδητου. Είναι δυνατό, εδώ κι εκεί, να πιάσει κανείς επ’αυτοφόρω τις προκαταλήψεις του Φρόϋδ, για παράδειγμα: «Ένας σκεπτόμενος άνδρας είναι νομοθέτης του εαυτού του, εξομολογητής του και δικαστής του. Η γυναίκα, αντίθετα, δεν κατέχει μέσα της τον κανόνα της ηθικής. Δεν μπορεί να ενεργεί καλά παρά μόνο αν μένει μέσα στα όρια του εξωτερικού ηθικού κανόνα, αν τηρεί αυτό που η κοινωνία έχει αναγνωρίσει ως αποδεκτό.» Με διαφορά μερικών λέξεων, ξαναβρίσκει κανείς το επιχείρημα για την ασθενικότητα του υπερεγώ της γυναίκας, το λιγοστό αίσθημα δικαιοσύνης της και την ηθική της επιπολαιότητα. Λοιπόν όταν ο Φρόϋδ (ή μάλλον ο Ζίγκμουντ) γράφει αυτές τις γραμμές, είναι 19 ετών63! Η ανάλυση δεν θα αλλάξει τίποτε σε αυτά, εκτός από το να μεταμορφώσει την προκατάληψη σε θεωρία. Με αφετηρία αυτήν την διαπίστωση, υπάρχουν δυο δυνατές αντιδράσεις, Η πρώτη συνίσταται στο να παραμερίσει κανείς ως ψευδή την φροϋδική θεωρία, ως ιδεολόγημα. Η δεύτερη, ψυχαναλυτική, υπενθυμίζει πως η προκατάληψη και το ασυνείδητο είναι συνδεμένα, πως επομένως υπάρχει υλικό που μπορεί να αναλυθεί και όχι να απορριφθεί. Θα μπορούσε κανείς να προβάλει την ένσταση πως η σύνδεση υπάρχει ειδικά με το ασυνείδητο των ανδρών! Βεβαίως... ωστόσο άνδρες και γυναίκες δεν ζουν σε δυο ξεχωριστούς πλανήτες, αλλά σε μια διυποκειμενική σχέση, που κατά το ουσιώδες συστατικό μέρος της είναι και αυτή ασυνείδητη. Μπορεί ακόμη κανείς να πιάσει κανείς επ’αυτοφόρω τον Φρόϋδ ως κατασκευαστή φαντασιώσεων περισσότερο παρά θεωρίας: «Κάθε μεροληψία που θα υποβίβαζε την γυναίκα είναι ξένη προς εμένα», γράφει, αφού έχει αναφέρει την απροσπέλαστη γυναίκα, την γυναίκα-αρπακτικό. Καθώς έχει την ατυχία να προσθέσει πως εξ άλλου «κάθε είδους 61
La féminité (Η θηλυκότητα), αναφ.έργο, σελ. 178 Conversations ordinaires (Συνηθισμένες συζητήσεις), Gallimard,1988, σελ. 211 63 Γράμμα της 27ης Φεβρουαρίου 1875 στον E. Silberstein, Lettres de jeunesse (Νεανικά γράμματα), Gallimard, 1989 62
32
μεροληψία είναι ξένη προς εμένα γενικά»64, ο τονισμός της άρνησης γίνεται περισσότερο αντιληπτός. Εδώ ακόμη, μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία είτε για να στερήσει κάθε υπόληψη από την επιχειρηματολογία, είτε να ενδιαφερθεί για την σύζευξη, απαρατήρητη από τον ίδιο τον Φρόϋδ, ανάμεσα στην απρόσβατη γυναίκα και την επιθυμία υποβιβασμού της. Το κίνητρο υποβιβασμού, με την πρωκτική του χροιά, είναι στο ασυνείδητο του άνδρα, τόσο συχνό όσο και ο ελάχιστος φετιχισμός του. Το ένα όπως το άλλο, ενώ είναι χαρακτηριστικά του ανδρικού ασυνείδητου, αφορούν εξίσου την γυναικεία σεξουαλικότητα, μέσα από την διυποκειμενικότητα του ετεροφυλόφιλου έρωτα, ξεκινώντας από εκείνον του πατέρα για την κόρη του. Όποια και να είναι η ψυχαναλυτική άποψη που κανείς υποστηρίζει για την γυναικεία σεξουαλικότητα, θα συμφωνήσει πιο συχνά στην διαπίστωση πως η φεμινιστική κριτική συγχέει τις κλίμακες, και πως τελικά αυτό που για αυτήν είναι ανυπόφορο είναι αυτός ο επικαθορισμός από το ασυνείδητο. Η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών που διεκδικούσαν η Ολυμπία ντε Γκουζ (Olympe de Gouges) και ο Κοντορσέ (Condorcet) κατά την γαλλική επανάσταση, είναι σήμερα μια ιδέα που συμμερίζονται πολλοί πολίτες δημοκρατικών κοινωνιών. Το ότι τα δεδομένα αντιστέκονται είναι μια άλλη ιστορία, που αφορά και τον ψυχαναλυτή, και βέβαια την πρωτοκαθεδρία του φαλλού. Σε αυτές τις κοινωνίες μόνο ο λόγος της άκρας δεξιάς, που τροφοδοτείται περισσότερο από κάθε άλλον από την ασυνείδητη ανδρική ομοφυλοφιλία, υποστηρίζει ανοικτά την παλαιά ανισότητα. Αν σε αυτό το σημείο η ιστορία μας έχει δώσει μαθήματα, αυτά είναι πως η ισότητα ανδρών και γυναικών, εκεί όπου έχει (σχετικά) πραγματοποιηθεί, είναι πάντα το αποτέλεσμα μιας μακράς επεξεργασίας, δύσκολης και επισφαλούς. Τα πάντα υποδεικνύουν πως αυτή η ισότητα έχει κατακτηθεί ενάντια στην «λογική» του ασυνείδητου, και όχι σε συμφωνία με αυτήν. Η ισότητα δεν είναι ένα πρωτογενές ψυχικό δεδομένο αλλά ένας αντιδραστικός σχηματισμός: αν είναι έτσι που δεν μπορεί καθένας ο ίδιος να είναι προνομιούχος, κανείς να μην είναι65! Το να περιμένει κανείς από την ανάλυση του ασυνείδητου, δηλαδή του ψυχικά απαράδεκτου, να προσφέρει τις νοητικές παραστάσεις με τις οποίες οι γυναίκες θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν (συνειδητά), είναι το λιγότερο να απευθύνεται κανείς σε λάθος διεύθυνση. Η φεμινιστική κριτική έχει γίνει και ψυχαναλυτικά. Ήταν η περίπτωση της Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney), που θα αναφέρουμε πιο πέρα, και πιο πρόσφατα, στην Γαλλία, της Λυς Ιριγκαραί (Luce Irigaray). Αφού έχει δείξει την σταθερότητα του φροϋδικού φαλλοκεντρισμού, και της λίγης σημασίας που δίνεται στο κορίτσι, ως πρόσωπο και ψυχισμό, αυτή γράφει: «Το γυναικείο περιγράφεται πάντα ως ελάττωμα, ατροφία, αποτυχία του μοναδικού φύλου που έχει το μονοπώλιο της αξίας, του ανδρικού φύλου. Πως να γίνει παραδεκτό το να κυβερνάται από την έλλειψη, άρα και τον φθόνο, την ζήλια, την διεκδίκηση του ανδρικού φύλου, το σεξουαλικό γίγνεσθαι της γυναίκας;»66 Η σύγχυση ανάμεσα στις κλίμακες, που μόλις αναφέραμε, ανάμεσα στην πολιτική κριτική (την κυριαρχία του ενός φύλου από το άλλο) και την ψυχαναλυτική κριτική, εδώ γίνεται άνετα αντιληπτή. Ο «απαράδεκτος» χαρακτήρας της φροϋδικής θέσης δεν αρκεί για να της στερήσει την αξιοπιστία. Κανείς θα έμπαινε στον πειρασμό να πει: αντίθετα από αυτά, στο βαθμό που το «απαράδεκτο» είναι σίγουρη ένδειξη επιστροφής του απωθημένου. Η σύγχυση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς γλιστρά κανείς από την κριτική στις προτάσεις, ώσπου να αφήνει να διαφαίνεται αυτό το τελείως ασυνάρτητο σχέδιο: «Να προικιστεί η γυναίκα με ένα άλλο ασυνείδητο.» Από τι θα αποτελείται αυτό; Δεν νομίζουμε πως προδίδουμε τις πεποιθήσεις της Λ. Ιριγκαραί (L. Irigaray) 64
Pour introduire le narcissisme (Για να εισάγουμε τον ναρκισσισμό), 1914, στο La vie sexuelle (Η σεξουαλική ζωή), αναφ.έργο, σελ. 95 65 Πρβλ Psychologie des masses et analyse du moi (Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ), 1921, OCF P, (Άπαντα), 16, PUF,1981, σελ. 59 66 Ce sexe qui n’en est pas un (Αυτό το φύλο που δεν είναι ένα), Ed. De Minuit, 1977, σελ. 68. Πρβλ επίσης: Speculum, de l’autre femme (Κάτοπτρο, σχετικά με την άλλη γυναίκα), Ed. De Minuit, 1974
33
λέγοντας πως η σχέση μητέρας και κόρης, μεταξύ γυναικών, θα σχημάτιζε τον πυρήνα του. Τα στάδια «αιδοιακό, κολπικό, μητριαίο» θα παρείχαν το αντιστάθμισμα του φαλλικού σταδίου. Διαβάζοντας τον προτεινόμενο κατάλογο των «ειδικότερα γυναικείων» ευχαριστήσεων, «το χαΐδεμα των μαστών, το άγγιγμα του αιδοίου, το άνοιγμα των χειλέων, το πηγαινέλα μιας πίεσης στο οπίσθιο τοίχωμα του κόλπου, την ψαύση του τράχηλου της μήτρας, κλπ», θα σημείωνε κανείς πως αυτό που τις χαρακτηρίζει είναι ότι, η γυναίκα μέσα από τον αυτοερωτισμό, ή οι γυναίκες μέσα από την ομοφυλοφιλία, αρκούν για να τις παρέχουν. Ο άνδρας και το πέος του, που διαρρηγνύει παρά ανοίγει, δεν έχουν καμιά συμμετοχή. Αυτό που απεικονίζεται έτσι είναι, περισσότερο από μια ψυχαναλυτικά αντίπαλη θέση για την θηλυκότητα, η καθαρά ναρκισσική και κλεισμένη στον εαυτό της φιγούρα, μιας γυναίκας που πραγματοποιεί το αυτο-ερωτικό ιδεώδες των χειλιών που φιλιούνται μόνα τους. «Η γυναίκα αγγίζει συνέχεια τον εαυτό της», γράφει η Λ. Ιριγκαραί (L. Irigaray), «χωρίς εξ άλλου κανείς να μπορεί να της το απαγορέψει, γιατί το φύλο της αποτελείται από δυο χείλη που συνεχώς φιλιούνται.»67 Η αμυντική και όχι πρωτογενής διάσταση αυτού του κλεισίματος (θα επανέλθουμε σε σχέση με τον ναρκισσισμό), είναι κάποια στιγμή ξεκάθαρα αναγνωρίσιμη: «Η αναίρεση αυτού του αυτο-ερωτισμού τελείται μέσα από την βίαιη διάρρηξη: τον βάναυσο παραμερισμό αυτών των δυο χειλέων από ένα πέος βιαστή.» Οριακά, η μόνη αποδοχή του άνδρα θα παρέδιδε την γυναίκα στην υποταγή, μέσα από μια «μαζοχιστική πορνεία», σε ένα κόσμο φαντασιώσεων που δεν είναι δικός της. Έξοδος του άνδρα, λοιπόν! Οι στομιακές νοητικές παραστάσεις (στόμα, πρωκτός, κόλπος) που έχει προβάλει η κλαϊνική θεωρία και οι παραλλαγές της, δεν είναι διόλου περισσότερο «παραδεκτές», εφόσον είναι αλήθεια πως και αυτές ακόμη δεν είναι παρά «φωλιές» του πέους. Η πολιτική στράτευση (φεμινιστική ή άλλη) συνίσταται στο να επιθυμεί κανείς «άλλο πράγμα»για τον άλλον. Η θέση του ψυχαναλυτή δεν μπορεί να υποστηριχτεί παρά μέσα από την αναίρεση μιας τέτοιας επιθυμίας. Επειδή μέσα της η φεμινίστρια νίκησε την ψυχαναλύτρια, η Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney) έπρεπε να αποστραφεί από το ασυνείδητο, στα σίγουρα αδύνατο να μετασχηματιστεί, για να κάνει έκκληση σε μια πιο εύπλαστη αιτιοκρατία, το πολιτισμικό-ιστορικό, σαν αυτό το τελευταίο να μην είχε το ίδιο ασυνείδητες ρίζες. Όταν καταγγέλλει την «πατριαρχική ιδεολογία» του Φρόϋδ, της «ιστορικές συνθήκες» της θεωρίας του για την θηλυκότητα, η Λ. Ιριγκαραί (L. Irigaray) ακολουθεί την ίδια κλίση, εκείνη που αρνείται το ασυνείδητο και την αιτιοκρατία του. Αν υπάρχει μια κριτική που να μπορεί να διατυπωθεί για την φροϋδική θεωρία (και την λακανική) της θηλυκότητας, περνάει υποχρεωτικά από ένα ερωτηματικό για την θέση της πρωτοκαθεδρίας του φαλλού. Θα πρέπει να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη του; Σίγουρα όχι. Στο συλλογικό πεδίο, η πρωτοκαθεδρία του φαλλού προέχει της οργάνωσης των κοινωνικών μορφών και πιο συγκεκριμένα δομεί την σχέση μας με την εξουσία. Δεν είναι τυχαίο αν, όπως το υπενθυμίζει η Φρανσουάζ Εριτιέ (Françoise Héritier), δεν υπάρχει γνωστή κοινωνία, του παρελθόντος ή του παρόντος, όπου η εξουσία να μην είναι γνώρισμα των ανδρών. Το ότι εδώ κι εκεί, μια γυναίκα μεταξύ δυο ανδρών κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα, δεν αρκεί για να δημιουργηθεί μια μητριαρχία. Όσον αφορά το ατομικό επίπεδο, η πρωτοκαθεδρία του φαλλού υποτάσσει πολλές ζωές ανδρών και γυναικών. Το ερώτημα είναι λοιπόν άλλο, τίθεται σε σχέση με την τοπική θεωρία: σε ποια ψυχική αρχή μπορεί κανείς να ανάγει τις νοητικές παραστάσεις που συγκροτούν αυτήν την πρωτοκαθεδρία; Η λέξη υποδηλώνει σχέση διάταξης. Ως δίκτυο σχέσεων όπου πραγματοποιείται η σύζευξη της επιθυμίας και του νόμου, το όλο στη βάση μιας λογικής σχέσης (να τον έχει κανείς ή όχι), η πρωτοκαθεδρία του φαλλού είναι μια οργάνωση, που στο παιδί μπορεί να πάρει την μορφή θεωρίας. Το κύριο μέρος των νοητικών παραστάσεων που την συγκροτούν έχουν αναμφίβολα γίνει ασυνείδητες. Δεν έχουμε μπροστά στα μάτια μας τους ιθυφαλλικούς θεούς Όσιρη και Ερμή. Όμως τελικά, δεν θα ήταν πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τους σύγχρονους κληρονόμους των. Αν η πρωτοκαθεδρία του φαλλού είναι μια 67
Ce sexe qui n’en est pas un (Αυτό το φύλο που δεν είναι ένα), αναφ.έργο, σελ. 24.
34
«ασυνείδητη δομή», είναι περισσότερο με την έννοια αυτής της έκφρασης κατά Λεβύ-Στρως (Lévy-Strauss) παρά με την ψυχαναλυτική. Μετρημένη με αυτόν τον πήχη, η πρωτοκαθεδρία του φαλλού, ως λειτουργία κατανομής των νοητικών παραστάσεων, ανήκει στο «οργανωμένο μέρος του εκείνου», δηλαδή στο εγώ. Ένα άλλο ζήτημα θα ήταν να αναρωτηθεί κανείς γιατί η φαλλική οργάνωση εξασφαλίζει αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Στην περίπτωση του αγοριού, πολλοί είναι σήμερα οι συγγραφείς που υπογραμμίζουν την αξία συμβολισμού του χαρακτηρισμού του άγχους απέναντι στον κίνδυνο που προέρχεται από τα ορμέμφυτα ως άγχος ευνουχισμού. Στην ανάλυση του «Ανθρώπου με τους Λύκους», ο ίδιος ο Φρόϋδ είχε αντιληφθεί αυτήν την όψη. Όσο και να είναι διαξιφιστικό, το άγχος ευνουχισμού περιχαρακώνει τον διατρεχόμενο κίνδυνο. Είναι δυνατό το άγχος ευνουχισμού στο κορίτσι να παίζει παρόμοιο ρόλο, να έρχεται και εδώ να μετριάσει (σχετικά) το άγχος απέναντι στους γυναικείους σκοπούς της λίμπιντο. Γράφοντας όμως αυτά είναι σαν να προκαταλαμβάνει κανείς τις ψυχαναλυτικές αντιθέσεις της φροϋδικής θεωρίας. 3._Οι αμφιβολίες του Καρλ Άμπραχαμ και οι ερωτήσεις του Φρόϋδ στον Φρόϋδ Σε μια ανταλλαγή γραμμάτων με τον Φρόϋδ στο τέλος του 192468, ο Άμπραχαμ διατυπώνει αριθμό ερωτημάτων που επιτρέπουν να κατανοήσει κανείς το εύρος της συζήτησης που διαπερνά την ψυχανάλυση σχετικά με την θηλυκότητα, Για να εξηγηθούν συμπτώματα όπως η ψυχρότητα, η δυπαρευνία (vaginismus), η φροϋδική θεωρία δεν διαθέτει παρά μια ελάχιστη θεωρία ψυχογένεσης: την αναφορά στην κλειτοριδική επένδυση που αρνείται να παραχωρήσει το πεδίο. Αυτό είναι ανεπαρκές, απέναντι στην κλινική αλήθεια, για να εξηγηθεί η ψυχρότητα με ένα γενικό τρόπο. Το ότι ο κόλπος «παραμένει ψυχρός», ή το ότι κλείνεται επώδυνα για την διείσδυση, αυτές είναι αμυντικές εκδηλώσεις, γράφει ο Άμπραχαμ, που ζητούν κανείς να αναρωτηθεί για τις πρωτόγονες απωθημένες επιθυμίες στις οποίες αντιτίθενται. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια απαγόρευση με βάση την κολπική τοποθεσία. Η υπόθεση ακολουθεί από μόνη της: αυτή της παιδικής ερωτογενούς ιδιότητας του κόλπου σε άμεση σχέση με την επένδυση του πατέρα από την λίμπιντο. Η μετάθεση στην εφηβεία της αλλαγής ερωτογενούς ζώνης αποτελεί έναν από τους ασθενείς κρίκους της φροϋδικής επιχειρηματολογίας. Αυτή στηρίζεται πράγματι στην ταυτόχρονη παραγωγή ενός διπλού καθήκοντος: αλλαγή αντικειμένου και ζώνης. Αν όμως η πρώτη μετάθεση αφορά την παιδική ηλικία και η δεύτερη την εφηβεία η συνάρθρωση τους γίνεται ακατανόητη. Ένας από τους πιο σκληρούς κριτικούς του Φρόϋδ για το ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Φρόϋδ. Έναν Φρόϋδ περισσότερο κλινικό παρά θεωρητικό. Θα περιοριστούμε εδώ να κάνουμε σύντομη αναφορά από την μια στην περίπτωση της Ντόρα, από την άλλη στην φαντασίωση «κάποιος δέρνει ένα παιδί»69. Είτε πρόκειται για την συμβολική των γυναικείων γεννητικών οργάνων, τις φαντασιώσεις διάρρηξης-διείσδυσης, τα άγχη που συσχετίζονται με τις νοητικές παραστάσεις του εσωτερικού σώματος, τίποτε δεν λείπει από την μαρτυρία μιας απωθημένης παιδικής θηλυκότητας στο κλινικό υλικό που καταθέτει η Ντόρα. Πρέπει κανείς να θεωρήσει σε αυτήν, γράφει ο Φρόϋδ «την πρώιμη εμφάνιση πραγματικών γενετήσιων αισθήσεων». Βρισκόμαστε 68
Πρβλ Freud-Abraham, Corespondqnce 1907-1926(Φρόϋδ-Άμπραχαμ, Αλληλογραφία 1907-1926), Gallimard, 1969, σελ.380 και ακόλουθες 69 Fragment d’une analyse d’hystérie, 1905, in Cinq psychanalyses, (Απόσπασμα μιας ανάλυσης υστερίας, 1905, στο Πέντε ψυχαναλύσεις), PUF, 1967 και Un enfant est battu in Névrose, psychose, perversion (Κάποιος δέρνει ένα παιδί, στο Νεύρωση, ψύχωση, διαστροφή), PUF, 1973.
35
μακριά από την θέση για την παιδική παραγνώριση του κόλπου, εξίσου μακριά και από μια διέγερση περιορισμένη στην κλειτορίδα. «Κάποιος δέρνει ένα παιδί» είναι σίγουρα η πιο σημαντική συνεισφορά του Φρόϋδ στην αντίληψη μιας θηλυκότητας που υπερβαίνει τις φαλλικές κατηγορίες. Η ένταση της απώθησης της οποίας αντικείμενο είναι ο πυρήνας της φαντασίωσης υποχρεώνει τον αναλυτή να προτείνει μια κατασκευή. Πέρα από το απρόσωπο εκφερόμενο «κάποιος δέρνει ένα παιδί», υποκρύπτεται η έντονα χρωματισμένη με ευχαρίστηση νοητική παράσταση «είμαι δαρμένος(η) από τον πατέρα». Το ρήμα «δέρνω» υποκαθιστά την «απαγορευμένη γενετήσια σχέση». Πίσω από το «είμαι δαρμένη από τον πατέρα» υπάρχει «είμαι συνουσιαζόμενη από τον αυτόν». Η φαντασίωση υφαίνει μαζί τα νήματα του μαζοχισμού (είμαι δαρμένη), της πρωκτικής παλινδρόμησης (δαρμένη στον «ολόγυμνο ποπό» μου) και της αφύπνισης μιας πρωτόγονης γενετήσιας σεξουαλικότητας (προαίσθηση του οριστικού σκοπού και διέγερση των γεννητικών οργάνων). Είναι αξιοσημείωτο αυτή η ανάλυση οδηγεί τον Φρόϋδ να υποστηρίξει, σχετικά με την συνείδηση ενοχής και το σύμπλεγμα αρρενωπότητας, θέσεις αντίστροφες από εκείνες που θα γίνουν δικές του μέσα από την φαλλοκεντρική θεωρία της θηλυκότητας70.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η ΑΛΛΗ ΘΕΩΡΙΑ. ΚΑΡΕΝ ΧΟΡΝΕΥ ΚΑΙ ΜΕΛΑΝΙ ΚΛΑΪΝ Η άλλη θεωρία... Ο ενικός είναι για την απλούστευση. Μια πολυποίκιλη πληθώρα θέσεων καταλαμβάνει τον αντίποδα της φροϋδικής θεωρίας από την στιγμή της διατύπωσης της, χωρίς να αναφερθεί κανείς στην αφθονία μεταγενέστερων δημοσιεύσεων. Απομένει να ξαναφέρει κανείς την συζήτηση στους ουσιαστικούς της όρους, η διασπορά συνοψίζεται σε μόνο μια σχεδόν εναλλακτική πρόταση. Είναι η θηλυκότητα μια στοιχειώδης ψυχοσεξουαλική οργάνωση ή δεν είναι παρά η παράγωγη, δευτερογενής κατάληξη μιας πρώτης αρρενωπότητας; Ο Φρόϋδ επιλέγει την δεύτερη λύση, ο Κ. Άμπραχαμ, η Μ. Κλάϊν (M. Klein) και μερικοί άλλοι την πρώτη. Αυτές οι δυο επιλογές ξανασυναντώνται όταν πρόκειται να συζητηθεί η ερωτογενής ιδιότητα του κόλπου: το κοριτσάκι έχει γνώση για αυτό, ή θα πρέπει κανείς να περιμένει την νέα κοπέλα και την εφηβεία; Αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζει τις θέσεις που αντιτίθενται στην φροϋδική σύλληψη, μέσα από τους πρώτους και κύριους αντιπροσώπους των, την Κάρεν Χόρνεϋ (Karen Horney) – που είχε την ιστορική αναγνώριση πως ήταν «η πρώτη» που είπε όχι στον Φρόϋδ και στην φαλλοκεντρική του θεωρία – και την Μέλανι Κλάϊν (Melani Klein). Χωρίς να ξεχνάμε τον Έρνεστ Τςόουνς (Ernest Jones) και την Τζόαν Ριβιέρ (Joan Riviere), που επίσης αναφέρονται με την ίδια ευκαιρία. Αν παραχωρούμε την κύρια θέση στην Μ. Κλάϊν είναι γιατί παρουσιάζει μια συνολική θεωρία της γυναικείας σεξουαλικότητας. Στη συνέχεια γιατί η σημαντικότητα αυτής της συγγραφέως ξεπερνάει πλατιά το ζήτημα της θηλυκότητας και αφορά την ψυχαναλυτική θεωρία γενικά. Είναι εξ άλλου δυνατό, ο Γκλόβερ (Glover) αποπειράθηκε να το δείξει, η θεωρητική ανανέωση που έφερε η Μ. Κλάϊν, όχι μόνο να συμπεριλαμβάνει την ψυχολογία της θηλυκότητας, αλλά και να αντλεί από αυτήν ένα μέρος της πρωτοτυπίας της.
70
Για μια ανάλυση μεγαλύτερου βάθους αυτής της φροϋδικής θεωρίας για την άλλη από την φαλλική θηλυκότητα, πρβλ J.André, Aux origines féminines de la sexualité (Ζ. Αντρέ, Στις γυναικείες απαρχές της σεξουαλικότητας), αναφ.έργο
36
1._Κάρεν Χόρνεϋ: γιγάντιο πέος και απαρνημένος κόλπος Η πρώτη ανακοίνωση της Κάρεν Χόρνεϋ για τα ζητήματα της θηλυκότητας χρονολογείται από το 1922. Ακολουθεί λοιπόν άμεσα το άρθρο του Άμπραχαμ και προηγείται, αν όχι από τις ήδη σκιαγραφημένες θέσεις του Φρόϋδ, από τις εξειδικευμένες επεξεργασίες του για το θέμα71. Ο φθόνος του πέους συμπυκνώνει και συνδυάζει ψυχικές εμπειρίες που ανήκουν σε διακριτές στιγμές της ιστορίας του μικρού κοριτσιού. Είναι μια εποχή που το παιδί είναι παθιασμένο με τις απεκκριτικές του λειτουργίες, σημειώνει η Κ. Χόρνεϋ, που κάνει την εμφάνιση του αυτός ο φθόνος, άρα σε χρόνο προ-γενετήσιο. Στο μέτρο του ουρηθρικού ερωτισμού το «πιπί» του αγοριού φαίνεται ζηλευτό στο κορίτσι. Προστίθενται σε αυτό τα προφανή οφέλη της επιδειξιομανίας και η εγγύηση που προσφέρει ένα ορατό όργανο του φύλου («τουλάχιστον είναι γνωστό πως είναι κανείς φτιαγμένος»). Οι πρόσφατες παρατηρήσεις των Ρόϊφι και Γκάλενσον (Roiphe & Galenson), που τονίζουν την συσχέτιση ανάμεσα στον φθόνο του πέους και την συγκρότηση του ναρκισσισμού, επιτείνουν αυτήν την κατεύθυνση. Το πέος, που πρόθυμα επιδεικνύεται και επιπλέον υπερτιμάται από τον λόγο των ενήλικων, είναι μια πηγή επιβεβαίωσης σχετικά με την εικόνα του σώματος, την οποία το κορίτσι δεν διαθέτει. Ως εδώ οι εκφράσεις είναι περισσότερο σε διαφορά φάσεις με εκείνες του Φρόϋδ παρά σε αντίθεση. Η γενετήσια σεξουαλικότητα παίρνει την σκυτάλη και βαθαίνει το έλλειμμα ανάμεσα στα δυο φύλα. Το μόνο γεγονός πως το αγοράκι μπορεί να κρατά το πέος του για να ουρεί, σε κοινή θέα και γνώση, σημειώνει η Κ. Χόρνεϋ, βιώνεται από το κοριτσάκι σαν να έχει δοθεί στο αγοράκι η άδεια να αυνανίζεται, ενώ από εκείνη έχει στερηθεί. Τίποτε εξ άλλου δεν της επιτρέπει, σε αντίθεση με το αγόρι, να ελέγχει τις ζημιές, που φαντάζεται πως ο δικός της αυνανισμός προκαλεί στα γεννητικά της όργανα, και άρα να μετριάζει την ενοχή και το άγχος που συσχετίζονται με τον αυνανισμό. Η Κ. Χόρνεϋ συσχετίζει την ανακάλυψη του κόλπου με την οιδιπόδεια προβληματική, και αυτήν την φορά η ρήξη με τον Φρόϋδ γίνεται ολοφάνερη: οι «αιμομικτικές επιθυμίες σχετίζονται με τον κόλπο με την αλάνθαστη ακρίβεια του ασυνείδητου». Εκεί που το αόρατο και το ασυνείδητο συνδυάζουν τα αποτελέσματα τους, η παρατήρηση δεν έχει θέση, και η γένεση του κολπικού ερωτισμού όπως και της απώθησης του συνάγεται με μόνη βάση το κλινικό υλικό. Πίσω από τις τυπικά γυναικείες φαντασιώσεις διείσδυσης με διάρρηξη (ενός κλέφτη ή κάποιου άλλου), επίθεσης με διάφορους τρόπους (όπου το φαντασιακό πρόθυμα καλεί το μαχαίρι), ή φόβων ζώων (φίδι, ποντίκι, κλπ), βρίσκει κανείς την σχεδόν παγκόσμια φοβία ενός γιγάντιου πέους, καταστροφέα του εσωτερικού του σώματος. Η υπερβολή και η επικινδυνότητα αυτού του πέους έχουν κληρονομηθεί από τις νοητικές παραστάσεις που σχηματίζει το κορίτσι για τον πατέρα και για την σεξουαλικότητα του. Εξηγούν την βία της απώθησης αντικείμενο της οποίας είναι η παιδική σεξουαλικότητα. Το άγχος απέναντι στην εισβολή αυτού του υπέρμετρου πέους, σημειώνει η Κ. Χόρνεϋ, γίνεται ξανά αντιληπτό μέσα από την ανησυχία των γυναικών στον πρώτο τοκετό, καθώς αναρωτιώνται πως ένα μεγάλο μωρό θα κατορθώσει να βγει από ένα τόσο μικρό άνοιγμα. Η ψυχρότητα, όπως κάθε σύμπτωμα έχει διπλή όψη: παθολογική συνέπεια της απώθησης από την μια, στοχεύει την προστασία του εγώ από το άγχος που συνδέεται με φαντασιώσεις υπερβολικής διάρρηξης. Η ψυχρότητα λοιπόν επιλέγεται αντί της διέγερσης, αν η δεύτερη κινδυνεύει να αναζωπυρώσει απαράδεκτες νοητικές παραστάσεις. Η φάση αρρενωπότητας στο κορίτσι και η νοητική παράσταση που σχηματίζει για το ίδιο της το φύλο ως ευνουχισμένο, αυτές οι δυο ψυχικές παραγωγές, για των οποίων την ύπαρξη δεν χωράει άρνηση, εκπληρώνουν μια αμυντική λειτουργία: η μια και η άλλη καλύπτουν την κολπική πληγή που γεννήθηκε από τους αιμομικτικούς έρωτες. Ο «αγνοημένος» κόλπος είναι στην πραγματικότητα ένας κόλπος που έχει εξαλείψει η απάρνηση. Αυτές οι 71
Τα κύρια άρθρα της Κ. Χόρνεϋ (Karen Horney) είναι συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο La psychologie de la femme (Η ψυχολογία της γυναίκας), Payot, 1971
37
θεωρήσεις για την πρωτόγονη θηλυκότητα και την απώθηση της. συγκροτούν το κέντρο, που και άλλοι διερεύνησαν πολλές φορές από τότε, της αντίπαλης προς την φροϋδική θεωρεία για την θηλυκότητα θέσης. Πληγωμένο σώμα, απειλούμενο ή κατεστραμμένο εσωτερικό... Τα κείμενα της Κ. Χόρνεϋ αλήθεια, εκφράζουν περισσότερο το άγχος απέναντι στην επιθυμία παρά την επιθυμία την ίδια. Η επιθυμία του πατέρα, του πέους του, ο συσχετισμός τους με τον κόλπο που έχει υποστεί διείσδυση, είναι εξίσου καταδειγμένα συστατικά αυτής της θηλυκότητας της πρώτης. Η νοητική παράσταση ενός πληγωμένου κόλπου, που «επιβεβαιώνεται» στην εφηβεία από το αίμα της έμμηνης ρύσης, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το φαντασιωμένο μέγεθος του πατρικού πέους, περισσότερο παρά από τον ευνουχισμό. Ακολουθώντας τον Φρόϋδ, παρατηρεί η Κ. Χόρνεϋ, δυσκολεύεται κανείς να εξηγήσει την ετεροφυλοφιλία της γυναίκας, δυσκολεύεται κανείς να δει τι, πέρα από την μνησικακία, μπορεί να την σπρώξει προς τον άνδρα. Οι γυναίκες που βρίσκονται σε ανάλυση καταμαρτυρούν την ύπαρξη μιας παιδικής γυναικείας επιθυμίας, ιδιαίτερα όταν προσεγγίζουν την φαντασίωση της πρωταρχικής σκηνής, της σκηνής συνουσίας των γονιών. Η μανία που εκδηλώνουν τότε ενάντια στην μητέρα δείχνει πως μοιράζονται και διεκδικούν τις αντίστοιχες αισθήσεις με εκείνη. Ο φθόνος του πέους, στην οιδιπόδεια εκδοχή του, δεν είναι αυτό που προσκαλεί το κορίτσι να στραφεί προς τον πατέρα. Αντίθετα επιβάλλεται στο σημείο ματαίωσης των αιμομικτικών ερώτων: το πέος που φθονείται είναι υποκατάστατο του πατέρα από τον οποίο πρέπει το κορίτσι να παραιτηθεί, ταυτόχρονα είναι και ένας αμυντικός ελιγμός απέναντι στο άγχος που αφορά το εσωτερικό τραύμα, με μετάθεση της επένδυσης από μέσα προς τα έξω. 2._Μέλανι Κλάϊν: από το στήθος στο πέος «Είναι μια τρομακτική, αν όχι απίστευτη ιδέα, εκείνη που προσφέρει στο πνεύμα μας η εικόνα ενός βρέφους 6 έως 12 μηνών που προσπαθεί να καταστρέψει την μητέρα του με τα δόντια του, τα νύχια του, τα απεκκρίματα του και όλο του το σώμα» μετατρέποντας όλα τα μέσα που έχει στην διάθεση του σε επικίνδυνα όπλα72. Τρομακτική, απίστευτη... οι λέξεις αυτές της ίδιας της Μέλανι Κλάϊν συνοψίζουν πολύ καλά την υποδοχή που έγινε πολύ συχνά στο έργο της. Το αίσθημα εκείνου που, σήμερα θα περιπλανηθεί για πρώτη φορά στην κόλαση που μας περιγράφει, είναι περίπου της ίδιας τάξης. Στην έπληξη για το περιεχόμενο προστίθεται μια δυσκολία ύφους, το κλαϊνικό κείμενο δίνει την εντύπωση πως γράφεται στο ίδιο βήμα με το αντικείμενο του, μέσα στον ίδιο συνωστισμό. Οι συλλογισμοί της Μ. Κλάϊν είναι συχνά απίθανοι. Τα όνειρα μας επίσης! Ετούτο για να γίνει η υπενθύμιση πως το επιχείρημα για ανορθολογισμό δεν μπορεί απλά να αντιπαρατεθεί σε κάποιον που πραγματεύεται το ασυνείδητο. Η κλαϊνική απαρίθμηση των άγριων φαντασιώσεων του παιδιού δεν θα φανεί μη αποδεκτή παρά σε εκείνον που συγχέει το ασυνείδητο με την λήθη των αναμνήσεων. Αν πρέπει να αναγνωριστεί ένα θεμελιακό προτέρημα στην Μ. Κλάϊν, είναι το ότι έχει δείξει πως η κίνηση εσωτερίκευσης είναι ένα πέρασμα στην υπερβολή: τα γονικά μορφοείδωλα, το σύνολο των ασυνείδητων παραστάσεων της μητέρας και του πατέρα, δεν έχουν παρά ασαφή σχέση με τους γονείς έτσι όπως κανείς μπορεί να τους παρατηρήσει. Η ενδοβολή τους, η τοποθέτηση τους «μέσα», δημιουργεί χονδροειδείς καρικατούρες των χαρακτηριστικών τους, διαπλάθοντας πρόσωπα που μοιάζουν περισσότερο με τα γλυπτά της Νίκι Σαιν-Φαλ (Niki de Saint-Phalle) παρά πιστή αποτύπωση μιας φωτογραφικής πλάκας. Ποτέ η άμεση παρατήρηση του βρέφους δεν θα μπορέσει να αποδώσει αυτήν την ριζική διαστρέβλωση του φαντασιακού και πραγματικού κόσμου. Μπορεί 72
M. Klein, Les premiers stades du conflit oedipien et la formation du surmoi, La psychanalyse des enfants, 1932 (Τα πρώτα στάδια της οιδιπόδειας σύγκρουσης και ο σχηματισμός του υπερεγώ, Η ψυχανάλυση των παιδιών, 1932), PUF, 1959, σελ. 144
38
ωστόσο κανείς να σχηματίσει μια προσεγγιστική αναπαράσταση: αρκεί να ρίξει κανείς το βλέμμα στο πάνινο ζωάκι, το αγαπημένο, επιφάνεια και όγκο εκλογής για τις προβολές του παιδιού. Τι απομένει από αυτό μετά την μάχη; Ένα δέρμα τελείως γδαρμένο, το πολύ ένα αυτί, όταν ήταν δυνατό να ραφτεί ξανά, όπως η κοιλιά, αφού τρυπήθηκε πολλές φορές, κλπ. Πολλές φορές κομματιασμένο, άλλες τόσες επιδιορθωμένο, το «αρκουδάκι», ή η αδερφή του, είναι αρκετά καλοί μάρτυρες της φαντασιωτικής βίας της καταιγίδας. Μήπως αυτό θα σήμαινε πως αποδίδεται υπερβολική σημασία στην φαντασιωτική ζωή την πρώτη σε βάρος της εξωτερικής πραγματικότητας; Ο κίνδυνος να παραμελήσει κανείς την εξωτερική πραγματικότητα δεν είναι σοβαρός κίνδυνος, παρατηρεί ο Τζόουνς (Jones), ενώ είναι πάντα δυνατό ακόμη και για τον ψυχαναλυτή να υποτιμήσει την σημασία της ψυχικής πραγματικότητας73 . Το φαντασιακό έτσι όπως το απεικονίζει η Μ. Κλάϊν, με τελείως ρεαλιστικό τρόπο, είναι απόλυτα μανιχαϊστικό, μοιρασμένο ανάμεσα στο «καλό» (που ικανοποιεί ή επανορθώνει) και στο «κακό» (που ματαιώνει και καταστρέφει). Μια άνιση ωστόσο μοιρασιά, τόσο το σχιζοϊδικό άγχος (άγχος κατάτμησης) και το παρανοϊδές άγχος (άγχος καταδίωξης) κυριαρχούν στην εικόνα. Η ευεργεσία των αντικειμένων, η ικανοποίηση που παρέχουν δύσκολα εξισορροπούν το κατακλυσμικό φάσμα των δεινών και βασανισμών (που αποκορυφώνονται στην σαδιστική παράσταση της γονικής συνουσίας): εκκένωση, απορρόφηση, ξέσκισμα, ξεκοίλιασμα, κλπ. Πως να μην βγει κανείς ψυχωτικός από μια τέτοια περιπέτεια; Είναι αλήθεια πως κάποτε τίθεται το ερώτημα. 1.Η φαντασίωση που θεμελιώνει την θηλυκότητα. – Η σεξουαλική ανάπτυξη του κοριτσιού, όπως την αντιλαμβάνεται η Μ. Κλάϊν, αποκλίνει ριζικά από την φροϋδική νοητική παράσταση, χωρίς αυτό να αποκλείει κάποιες υπόγειες διασυνδέσεις. Η Μ. Κλάϊν εκμεταλλεύεται την ρωγμή που ο ίδιος ο Φρόϋδ άνοιξε στην θεωρία του για να εισάγει τον δικό της προβληματισμό. Το άγχος ευνουχισμού παίζει αποφασιστικό ρόλο στην νεύρωση του άνδρα, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην γυναίκα, παρατηρεί ο Φρόϋδ, γιατί για εκείνη ο ευνουχισμός είναι τετελεσμένο γεγονός74. Η απόπειρα να εξηγηθεί η θηλυκότητα με αφετηρία το σύμπλεγμα ευνουχισμού και τον πυρήνα του, τον φθόνο του πέους, αποδυναμώνεται από αυτό και μόνο. Το πρωτεύον άγχος του κοριτσιού, της γυναίκας, υποστηρίζει η Μ. Κλάϊν, αφορά το εσωτερικό σώμα, τόσο απόν από τις φροϋδικές θεωρήσεις: είναι ο φόβος μην της αρπάξουν, μην της βλάψουν το εσωτερικό του σώματος, και κατά κύριο λόγο τα γεννητικά της όργανα. Η ανακάλυψη της πηγής αυτού του άγχους ισοδυναμεί με την έκθεση της ψυχογένειας της θηλυκότητας. Το μητρικό στήθος είναι για το βρέφος το πρώτο αντικείμενο, και το πρότυπο όλων των κατοπινών αντικειμένων. Πηγή όλων των ικανοποιήσεων είναι ταυτόχρονα και πηγή της ματαίωσης, αυτό από την αρχή. Η παρουσία στη ίδια γυναίκα της πιο αφιερωμένης στοργής και της πιο μικροπρεπούς ζήλιας δεν έχει άλλη προέλευση από τον διχασμό των πρώτων καιρών ανάμεσα σε ένα στήθος αγάπης και ένα στήθος μίσους. Οι ματαιώσεις έχουν εξωτερική πηγή – μέσα από τις ελλείψεις, τις αρνήσεις και τις αποχωρήσεις της μητέρας – αλλά κυρίως εσωτερική. Η επιθυμία του παιδιού είναι πράγματι επιθυμία απεριόριστης ικανοποίησης, και παράγει κατά κάποιο τρόπο μόνη της τις ματαιώσεις που της αντιτίθενται. Η εχθρότητα, μάλλον το μίσος, αντικείμενο του οποίου είναι το στήθος, αντλεί και από μια άλλη πηγή: την εγγενή επιθετικότητα του παιδιού. Αυτή σπρώχνει 73
Ο Ε. Τζόουνς (Ε. Jones) παρουσιάζει τις θέσεις του για την θηλυκότητα σε τρία άρθρα: Le développement précoce de la sexualité féminine [1927] (Η πρώιμη ανάπτυξη της γυναικείας σεξουαλικότητας [1927]), Le stade phallique [1932] (Το φαλλικό στάδιο[1932] ) και Sexualité féminine primitive [1935] ( Πρωτόγονη γυναικεία σεξουαλικότητα[1935]), συγκεντρωμένα σε ένα βιβλίο Théorie et pratique de la psychanqlyse(Θεωρία και πρακτική της ψυχανάλυσης), Payot, 1969 74 Inhibition, symptôme et angoisse [1926] (Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος [1926]), PUFQuadrige, 1993, σελ. 38
39
το βρέφος να ρουφάει-εκκενώνει-καταβροχθίζει... και το παιδί προστατεύεται από τις δικές του σαδιστικές φαντασιώσεις, τις φορτωμένες με άγχος, αποδίδοντας στο μητρικό στήθος (προβάλλοντας πάνω σε αυτό) τις επιθέσεις που αρχικά είναι δικές του. Το «κακό» λοιπόν μέρος του στήθους είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού προβολών και ματαιώσεων. Στο έδαφος αυτής της σύγκρουσης τελείται η στροφή προς την θηλυκότητα, για το κορίτσι όπως και για το αγόρι: το πρωταρχικό είναι τόσο θηλυκό για την Μ. Κλάϊν όσο είναι αρσενικό για τον Φρόϋδ. «Θεωρώ την αποστέρηση του στήθους ως την θεμελιακή αιτία της μεταστροφής προς τον πατέρα.»75 Η στροφή προς τον πατέρα, ο ερχομός της θηλυκότητας, εντοπίζεται εκείνη την στιγμή όπου η στοματική ματαίωση που δοκιμάζει το κορίτσι από την μητέρα την οδηγεί να αποστραφεί από αυτήν, και να κρατήσει ως αντικείμενο ικανοποίησης το πέος του πατέρα της. Αυτήν την στροφή, η Μ. Κλάϊν δεν διστάζει να την οριοθετήσει χρονικά: το δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους, άρα πολύ πρώιμα. Οι πολλαπλές ερωτήσεις ξεπηδούν αμέσως με φόντο την απορία: «Πως αυτό είναι διανοητό;» που οφείλει πολλά στην απώθηση. Κάθε στοιχεί της κλαϊνικής θέσης απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Κατ’αρχήν το πέος. Η αναφορά γίνεται στο πέος καθεαυτό, ως μερικό αντικείμενο, που μέσα στην φαντασίωση μετατοπίζεται από το ένα σώμα στο άλλο (από τον πατέρα στην μητέρα), κια όχι στον πατέρα, ως πρόσωπο, ως ολικό αντικείμενο. Η θηλυκότητα η πρώτη ονομάζεται από την Μ. Κλάϊν οιδιπόδεια, ωστόσο εκτυλίσσεται στην σκηνή της φαντασίωσης μονάχα ανάμεσα σε μερικά αντικείμενα: υπάρχει το (μισητό) στήθος, το πέος (που εποφθαλμιάται και μετά ενσωματώνεται) και το ακόρεστο στόμιο του παιδιού (στόμα συνάμα και κόλπος, θα επανέλθουμε). Ωστόσο , το μόνο γεγονός πως το πέος πάντα ταυτίζεται από το παιδικό φαντασιακό ως «το πέος του πατέρα», κάνει ώστε αυτός, τουλάχιστον η φιγούρα του, να είναι ήδη παρών, το ίδιο πράγμα ισχύει και για «το στήθος της μητέρας». Πως το κορίτσι περνάει από το πέος που ενσωματώνεται στοματικά, στον πατέρα, ως «αντικείμενο που επιθυμεί να αγαπήσει και από το οποίο επιθυμεί να αγαπηθεί»; Το κλαϊνικό κείμενο, παίζοντας πρόθυμα με την αμοιβαία αντικατάσταση του «πέους» και του «πατέρα» , δεν βοηθάει στην κατανόηση της διεργασίας. Το δεύτερο στοιχείο τοποθέτησης στο οποίο πρέπει κανείς να μείνει είναι αυτή η ίδια η στροφή ή μάλλον η αποστροφή. Όσο πολύ και να απομακρύνεται από την φροϋδική θεωρία, η Μ. Κλάϊν ωστόσο την ξανασυναντά σε ένα συγκεκριμένο σημείο: να στραφεί προς τον πατέρα (ή προς το πέος του), σημαίνει κατ’αρχήν να αποστραφεί από την μητέρα (ή το στήθος της) και μάλιστα να αποστραφεί με μίσος. Ο δεσμός ο πρώτος με την μητέρα για τον Φρόϋδ, το στήθος ως πρώτο αντικείμενο για την Μ. Κλάϊν αφήνουν στον ψυχισμό συγκρίσιμα αποτυπώματα. Η διαφορά ανάμεσα στις δυο απόψεις είναι όμως αισθητή και η Μ. Κλάϊν αναλαμβάνει να την υπογραμμίσει η ίδια: «Αυτό που το κορίτσι φαίνεται πάνω από όλα να εύχεται, είναι η ενσωμάτωση του πατρικού πέους με τον τρόπο της στοματικής ικανοποίησης, παρά την κατοχή ενός πέους που θα είχε την αξία αρρενωπού γνωρίσματος.» Η επιθυμία είναι ενός πέους που θα βάλει «μέσα» και όχι ενός εξωτερικού προσαρτήματος, παρόμοιου με εκείνο του αγοριού. Ένθεση και όχι ομοιότητα... Δυο στόχοι που παραπέμπουν σε πολύ διαφορετικές ψυχικές διαμορφώσεις. 2.Η πρωτοκαθεδρία της στοματικότητας._ Από το στήθος στο πέος, η μετατόπιση παραμένει στο πεδίο της στοματικότητας, όσον αφορά τουλάχιστον το ουσιώδες. Η στοματική απαίτηση του θηλασμού, επαυξημένη από την αποστέρηση του μητρικού στήθους, είναι που δημιουργεί την εικόνα ενός οργάνου που θα μπορούσε να προσφέρει μια αστείρευτη πηγή ικανοποιήσεων, στοματικές και αυτές. Η πρώτη φαντασιωτική σχέση προς το πέος, το αρχέτυπο της συνουσίας, είναι ένας πεοθηλασμός, αυτό που περίγραφε με τον τρόπο της η Βεατρίκη του Ορμανσιώ 75
Les stades précoces du conflit oedipien [1928], Essais de psychanalyse (Τα πρώιμα στάδια της οιδιπόδειας σύγκρουσης [1928], δοκίμια ψυχανάλυσης), Payot, 1980, σελ. 237.
40
(Beatrice d’Ormanciaux, βλέπε πιο πάνω σελ.. 24) και αυτό που ασταμάτητα μας υπενθυμίζει η υστερικιά μέσα από το σύμπτωμα του εμετού. Ο ρόλος που παίζει η γλώσσα, πραγματικό στοματικό πέος, στην ερωτική πρακτική της γυναικείας ομοφυλοφιλίας επίσης πηγάζει, σημειώνει ο Τζόουνς (Jones), από αυτήν την πρώτη σύζευξη. Ο Φρόϋδ, μέσα από την κλινική του, με την Ντόρα76, αλλά και μέσα από τις θεωρητικές του αναπτύξεις, κάποτε πλησίασε κοντά σε μια τέτοια κατασκευή. Υπενθυμίζοντας τις παρατηρήσεις του παιδιάτρου Λίντνερ (Lindner), ότι δηλαδή κατά την διάρκεια του «φιλήδονου βυζάγματος» είναι που το παιδί ανακαλύπτει την γενετήσια ζώνη που παρέχει ευχαρίστηση (γλιστρώντας από ένα είδος αυτοερωτισμού, το πιπίλισμα, στο άλλο, τον αυνανισμό), ο Φρόϋδ υπογραμμίζει «την δυνατή στοματική ρίζα της ερωτικής επένδυσης του πέους», που κληρονομεί την θηλή του μητρικού οργάνου. Ωστόσο θα παραμείνει στην πεποίθηση πως αυτές οι σηματοδοτήσεις ενεστωτοποιούνται μόνο μέσα από ένα «μετά», αυτό της οιδιπόδειας προβληματικής, ας πούμε μεταξύ 3 και 5 ετών, και όχι κατά την βρεφική ηλικία των πρώτων αισθήσεων. Ενώ μια στοματική ατμόσφαιρα διαβρέχει το φαντασιακό του κλαϊνικού παιδιού, εδώ του κοριτσιού, αυτό δεν σημαίνει πως το στόμα είναι μοναδικό: με την εμφάνιση των οιδιπόδειων τάσεων, με την μεταστροφή του κοριτσιού προς το πατρικό πέος, «αφυπνίζεται μια ασυνείδητη γνώση του κόλπου, επίσης όμως αισθήσεις μέσα σε αυτό το όργανο και στην υπόλοιπη γενετήσια σκευή». Τελικά ισχνή είναι η απόκλιση ανάμεσα στα πρώιμα και τα οψιμότερα στάδια της οιδιπόδειας σύγκρουσης. Τα γενετήσια ορμέμφυτα εμφανίζονται ταυτόχρονα με τα προ-γενετήσια: αρχικά κυριαρχούμενα από αυτά, στην συνέχεια τα επηρεάζουν και τα μετασχηματίζουν. Αμοιβαία και αντίστροφα, η γενετήσια σεξουαλικότητα εξακολουθεί να φέρει τα ίχνη των προ-γενετήσιων ορμέμφυτων, ακόμη και κατά το στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ωριμότητας. Η γενετήσια σεξουαλικότητα και η στοματικότητα, το στόμα και ο κόλπος έχουν κοινό στόχο: να υποδεχτούν. Η ισοδυναμία πέους-στήθους, που συνοδεύεται από μια μετατόπιση»από πάνω προς τα κάτω», ενεργοποιεί πολύ νωρίς τις στοματικές ιδιότητες δεκτικότητας του γυναικείου γενετήσιου οργάνου και προετοιμάζει τον κόλπο για την υποδοχή του πέους. Αυτή η ταυτότητα στόχου ανάμεσα στην εναρκτήρια και στην ύστατη στιγμή της ανάπτυξης έχει ως συνέπεια μια συνέχεια στην ψυχοσεξουαλικότητα του κοριτσιού που δεν υπάρχει στο αγόρι. Πράγματι, για εκείνο, ο στόχος του ορμέμφυτου πρέπει να μετασχηματιστεί από το «να υποδέχεται» στο «να διεισδύει». Θεωρώντας την αρρενωπότητα πρωταρχική, ο Φρόϋδ ανέθετε στο κορίτσι την εκπλήρωση δυο δύσκολων καθηκόντων (αλλαγές αντικειμένου και ερωτογενούς ζώνης) πριν συναντήσει το φύλο του, δυο καθήκοντα από τα οποία το αγόρι έπαιρνε απαλλαγή. Έχοντας διανοηθεί την θηλυκότητα ως πρωταρχική, κάνει την συνέχεια να αλλάξει στρατόπεδο, γιατί η Μ. Κλάϊν θεωρεί την αλλαγή αντικειμένου που τελείται από το στήθος προς το πέος ως δευτερογενή εφόσον διατηρείται η δεκτικότητα. Το «καθήκον» να έχει γίνει ελαφρύτερο για το κορίτσι; Τίποτε πιο αβέβαιο. Πρέπει να υπογραμμιστεί ετούτο: η κίνηση (αρχικά φαντασιωτική) με την οποία ενσωματώνει το πέος είναι ομόλογη με την κίνηση της ενδοβολής. Με άλλους όρους: η θεμελιακή ψυχική διεργασία μέσα από την οποία συγκροτούνται το ασυνείδητο, και παραπέρα η εσωτερικότητα, είναι τέλεια αντιγραφή της ένθεσης που ορίζει την γυναικεία θέση. Το γυναικείο εντός και το ασυνείδητο είναι κατά κάποιο τρόπο ισόπεδα. Θα κατανοήσει εύκολα κανείς, μετά από αυτά, πως η απεμπλοκή του κοριτσιού από τις πρωτογενείς διεργασίες, από την επικυριαρχία του ασυνείδητου, παρουσιάζεται εξαιρετικά περίπλοκη. Ας μείνουμε μια στιγμή στην συνεργία της στοματικότητας και της γυναικείας γενετήσιας σεξουαλικότητας. Είναι ένα σημείο που η κλινική, και όχι μόνο των υστερικών, δεν παύει να επιβεβαιώνει. Από την αφωνία στην φλυαρία, περνώντας από πολλές 76
Fragment d’une analyse d’hystérie, 1905, in Cinq psychanalyses, (Απόσπασμα μιας ανάλυσης υστερίας, 1905, στο Πέντε ψυχαναλύσεις), αναφ.έργο, σελ. 37
41
άλλες εκδηλώσεις, όπως το υποχρεωτικό πέρασμα ορισμένων ασθενών από το ζαχαροπλαστείο μετά την έξοδο από την αναλυτική συνεδρία, το στοματικό προσφέρει στο γενετήσιο που δεν κατορθώνει να εκφραστεί, μια πανέτοιμη οδό παλινδρόμησης. Οι κληρικοί του Μεσαίωνα καταδίωκαν το «κακάρισμα» των γυναικών, τον «ορμητικό χείμαρρο της γλώσσας των», με την ίδια μανία που καταδίωκαν την μοιχεία. Ίσως θα πρέπει να τους αναγνωριστεί, πέρα από τον ολοφάνερο μισογυνισμό, κάποια διορατικότητα. Ισχύει για το κακάρισμα, και για την διέγερση που το χαρακτηρίζει, ότι και για το υστερικό σύμπτωμα γενικά: έχει γίνει ο τόπος εκλογής της σεξουαλικής δραστηριότητας, με μετατόπιση από κάτω προς τα πάνω αυτήν την φορά, που ιδιοποιείται την ίδια την ομιλία. Οι τυπικά γυναικείες παθολογίες που είναι η ανορεξία και η βουλιμία θέτουν άλλου είδους προβλήματα και οδηγούν στο ερώτημα: τι από την θηλυκότητα είναι που επιτρέπει σε μια αρχαϊκή στοματική σεξουαλικότητα να διατηρείται σχεδόν άθικτη; Το στοματικό, το γενετήσιο... η δύναμη των δεσμών που υφαίνονται από το ένα προς το άλλο υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο την απουσία του πρωκτικού φάσματος στην ψυχογένεση της θηλυκότητας που προτείνει η Μ. Κλάϊν. Πρέπει κανείς να συγκεκριμενοποιήσει αυτό το σημείο: η πρωκτικότητα δεν απουσιάζει από την κλαϊνική θεωρία. Ειδικά στο κεφάλαιο του σαδισμού, τα απεκκρίματα με την τοξική, καταστρεπτική τους δύναμη, κατέχουν μια θέση πρώτης σειράς στις φαντασιώσεις του παιδιού, ειδικότερα του κοριτσιού, στον διαβολικό κύκλο των επιθέσεων και αντιποίνων που την δένει με την μητέρα. Αφού αναγνωριστεί αυτή η συμμετοχή της πρωκτικής σεξουαλικότητας, θα πρέπει να διαπιστωθεί πως δεν παίζει κανέναν εξειδικευμένο ρόλο στην γένεση της θηλυκότητας καθεαυτής. Η Λου Αντρέας-Σαλομέ (Lou Andreas-Salome), προεκτείνοντας εκείνες τις φροϋδικές θεωρήσεις που ξεφεύγουν από την φαλλική λογική, θα υποστηρίξει αντίθετα, με πειστικό τρόπο, την κοινή τύχη της πρωκτικότητας και της γενετήσιας γυναικείας σεξουαλικότητας, θα επανέλθουμε. Ένας από τους λόγους που η πρωκτικότητα παραμένει στο περιθώριο για την Μ. Κλάϊν κρατάει από μια κυρίαρχη πλευρά της θεωρίας της. Η φαντασίωση περιβάλλεται σε αυτήν από μια σχεδόν απόλυτη εξουσία, και αυτό από τις πρώτες στιγμές της ζωής, και υποστηρίζει την πολύ απίθανη ιδέα μιας εγγένειας των φαντασιώσεων των πρώτων. Η πραγματικότητα, αυτή του σώματος όπως εκείνη των γονιών, κατά την αντίληψη της δεν παίζει παρά ρόλο επιβεβαίωσης του «καλού» ή του «κακού», ή ρόλο καθησυχαστικό. Η επεκτατικότητα της ψυχικής πραγματικότητας στην Μ. Κλάϊν αγγίζει κάποτε τον ιδεαλισμό: η φαντασίωση φτιάχνει τον κόσμο περισσότερο από ότι δανείζεται από αυτόν. Ο πρωκτός θεωρείται απλά ως στομιακή νοητική παράσταση, όχι από την σκοπιά της σωματικής γειτνίασης, ερωτογενούς και συγκεχυμένης με τον κόλπο, και δεν προσθέτει τίποτε στην θεμελιακή της θηλυκότητας φαντασίωση, της ενσωμάτωσης του πέους από το στόμα ή από τον κόλπο. 3.Στο εσωτερικό του σώματος της μητέρας._ Η στροφή του παιδιού προς το πέος περιπλέκεται από ένα ουσιαστικό δεδομένο, φορτωμένο με συνέπειες, δεδομένο μεγάλης κλινικής εμβέλειας τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες. Ενώ το πέος είναι του πατέρα, δεν απευθύνεται σε εκείνον η επιθυμία του κοριτσιού προκειμένου να αποκτήσει το περιζήτητο αντικείμενο. Το αναζητά και το βρίσκει εκεί που υπάρχει φαντασιωτικά: στο εσωτερικό του μητρικού σώματος. Σε αυτήν την πρώιμη ηλικία, το σώμα της μητέρας θεωρείται από το παιδί ως το περιέχον σκεύος για κάθε τι που είναι επιθυμητό (στήθη, πέος, κόπρανα, παιδιά). Τόπος όλων των διερευνήσεων, σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται το σύνολο των σεξουαλικών δρώμενων, το μητρικό σώμα είναι για το κορίτσι ταυτόχρονα ο χώρος των προβολών της και η αστείρευτη πηγή των αντικειμένων που ενδοβάλλει. Αυτή η τελευταία διεργασία, η ενδοβολή, συμπυκνώνει τους μηχανισμούς ταύτισης (να είναι όπως) και επένδυσης (να έχει-να [υπο]δέχεται), πιο άμεσα σεξουαλικός ο δεύτερος από τον πρώτο. Η θηλυκότητα είναι το αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης ταύτισης με την μητέρα (με την ιδιοποίηση των
42
περιεχομένων της) και στροφής προς τον πατέρα (ενσωματώνοντας-δεχόμενη το πέος του). Η κλαϊνική θεωρία φέρνει όσο περισσότερο κοντά γίνεται αυτές τις δυο πλευρές, εφόσον η ενσωμάτωση (του πέους) σημαίνει την ταυτόχρονη ιδιοποίηση (ενός μητρικού περιεχομένου). Επιπλέον, η κινητήρια δύναμη της διεργασίας, η ακόρεστη αναζήτηση ικανοποίησης, οδηγεί στο να αναγνωρίσει κανείς πως, η επένδυση του πέους από την λίμπιντο του παιδιού παίζει πρώτο ρόλο για την ψυχογένεση της θηλυκότητας, Το παιδί φαντάζεται πως κατά την διάρκεια μιας στοματικής συνουσίας η μητέρα ενσωματώνει το πέος και στη συνέχεια το διατηρεί στο εσωτερικό της. Πιο ακριβές θα ήταν να έλεγε κανείς «τα πέη»: η φαντασίωση αγνοεί την φειδώ και υποθέτει πως σε κάθε συνουσία αντιστοιχεί μια νέα ενσωμάτωση. Ανάμεσα στο κορίτσι και το πέος υπάρχει η μητέρα, με πολλούς τρόπους: όχι μόνο ως αντίζηλη, ως εμπόδιο, αλλά πιο ριζικά ως τόπος όπου βρίσκεται το πέος του πατέρα. Κάθε ευχαρίστηση που παίρνει το παιδί είναι μια ευχαρίστηση που έχει κλέψει από την μητέρα, που κερδήθηκε ενάντια σε αυτήν. Η επίθεση, η καταστροφή συνοδεύουν την κίνηση ιδιοποίησης του πέους, καταλήστευσης του μητρικού σώματος. Αυτές οι φαντασιώσεις, εξαιτίας του φόβου αντιποίνων που προκαλούν, είναι η πηγή της πιο βαθιάς αγχογόνου κατάστασης για το κορίτσι, όπου βρίσκουμε το ζήτημα του άγχους, με το οποίο άνοιγε η κλαϊνική αναζήτηση. Η ανάπτυξη προς την ομορφιά φαίνεται στην Μ. Κλάϊν, όπως και στον Φρόϋδ, να έχει αντιδραστική αξία, αλλά με διαφορετικό νόημα: όχι για να αποσοβήσεικαλύψει την γενετήσια «ατέλεια» αλλά ώστε η τελειότητα του εξωτερικού να καταπραΰνει το άγχος που αφορά το εσωτερικό σώμα. Είναι ένα πράγμα να εντοπίζει κανείς το πέος μέσα στην φαντασίωση, άλλο πράγμα να εξηγεί την επεξεργασία μιας τέτοιας νοητικής παράστασης από το παιδί. Με αφετηρία ποια στοιχεία συγκροτείται; Η ερώτηση είναι λιγότερο επίμονη όταν πρόκειται για το στήθος, γιατί σε αυτήν την περίπτωση οι φροντίδες θρέψης προσφέρουν την επιβεβαίωση της πραγματικότητας. Τίποτε τέτοιο για το πέος, γιατί η πρώιμη ηλικία στην οποία η Μ. Κλάϊν εντοπίζει την στροφή προς τον πατέρα περιορίζει την δυνατή συμμετοχή της αντίληψης, ακόμη αν η αντίληψη μπορούσε να επεκταθεί από το πέος προς ένα σύνολο σωματικών ενδείξεων. Η απάντηση που τελικά δίνει είναι ίσως το πιο ασθενές σημείο της κατασκευής της: το οιδιπόδειο του κοριτσιού εγκαθίσταται άμεσα, «κάτω από την κυρίαρχη δράση των ενστικτωδών της στοιχείων». Το να εγκαλεί κανείς το ένστικτο και τον αμετάβλητο χαρακτήρα του προγράμματος του, για να εξηγήσει μια σεξουαλικότητα που χρησιμοποιεί κάθε ελευθερία, ή ακόμη αγνοεί την αναπαραγωγική σκοπιμότητα, είναι πολύ λίγο πειστικό. Σημαίνει επιπλέον πως αντιμετωπίζεται με πολλή ελαφρότητα το γεγονός πως ποτέ η γενετική δεν έχει επιβεβαιώσει την μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτήρων, για ισχυρότερο λόγο των σεναρίων φαντασιώσεων. Η λύση της Μ. Κλάϊν είναι περισσότερο ομολογία πίστης παρά επιστημονική πράξη. Υπάρχουν ωστόσο άλλοι δρόμοι από το να επαφίεται κανείς στον εγγενή χαρακτήρα του ασυνείδητου. Η ίδια η Μ. Κλάϊν, ανοίγει έναν από αυτούς, χωρίς όμως να τον ακολουθήσει μακριά: «Η σχέση της μητέρας προς το παιδί θεμελιώνεται πάνω στις πρώτες της αντικειμενότροπες σχέσεις.» Ανάλογα με το κατά πόσον το παιδί αντιπροσωπεύει για την μητέρα το «καλό» ή το «κακό» πέος, εννοείται πως ο φαντασιωτικός κόσμος του ίδιου του παιδιού τροποποιείται. Αυτή η άποψη της διυποκειμενικότητας, της επίπτωσης του ενήλικου ασυνείδητου στην ψυχοσεξουαλικότητα του παιδιού, ερωτάται τόσο σπάνια από την Μ. Κλάϊν όσο και από τον Φρόϋδ. Η Ζακλίν Λανουζιέρ (Jacqueline Lanouzière) έδειξε μέσα από τις εργασίες της για το στήθος, πως αποτελεί μια πλούσια συνιστώσα, τόσο από κλινική όσο και από θεωρητική άποψη77. Τα στήθια είναι όψιμα όργανα. Η ερωτική αξία του στήθους 77
De l’allaittement comme scène originaire de séduction, Actes du colloque « Nouveaux fondements pour la psychanalyse » (Για τον θηλασμό ως πρωταρχική σκηνή σαγήνευσης, Πρακτικά του συνεδρίου «Νέα θεμέλια για την ψυχανάλυση») υπό έκδοση στις εκδόσεις
43
εντάσσεται σε ένα δίκτυο οπτικών παραστάσεων – όπου το βλέμμα της έφηβης κοπέλας διασταυρώνει εκείνο των ανδρών, κατά πρώτο λόγο του πατέρα – παραστάσεις που ίσως σχετίζονται με αυτές που γεννά η φαλλική επιδειξιομανία του μικρού αγοριού. Όταν η μητέρα δίνει το στήθος στο παιδί, ποιες είναι οι ασυνείδητες παραστάσεις που συνοδεύουν αυτή την τροφοδότρια κίνηση; Σε ποιο μέτρο, η μετατόπιση στην φαντασίωση του παιδιού από το στήθος στο πέος, ακολουθεί μια παρόμοια ισοδυναμία στην πλευρά του μητρικού ασυνείδητου; Η παραπομπή στην διυποκειμενικότητα δεν γίνεται ούτε αυτή χωρίς να παραμένουν δυσνόητες πλευρές. Μέσα από ποιους δρόμους μεταβαίνουν προς το παιδί οι ασυνείδητες παραστάσεις του ενήλικου; Με ποια μορφή εγγράφονται στην παιδική ψυχοσωματική οντότητα, ποια ψυχική επεξεργασία υφίστανται; Δεν είναι διόλου εύκολο να περιγράψει κανείς τις ίδιες τις διεργασίες, αντίθετα τα αποτελέσματα τους είναι δυνατό να προσεγγισθούν ακόμη κάποτε και μέσα από την παρατήρηση. Οι Σπιτς και Βολφ (Spitz, Wolf) παρατήρησαν έτσι πως μόνο τα παιδιά που είχαν εγκαταστήσει με την μητέρα έναν ικανά καλό δεσμό, αναπτύσσουν πρακτικές γενετήσιου αυνανισμού. Οι Μόνεϋ και Έρχαρτ (Money, Erhardt) από την πλευρά τους, έδειξαν με πειραματικό τρόπο πως η ταυτότητα γένους υου υποκειμένου (αρσενικό ή θηλυκό),εξαρτάται κατ’αρχήν από το φύλο μέσα στο οποίο το παιδί έχει ανατραφεί, περισσότερο παρά από την γενετική του προίκα. Φαίνεται έτσι πως ο τρανσεξουαλισμός έχει να κάνει με μια παραληρηματική θέση των γονιών, τουλάχιστον του ενός από τους δυο, που δεν παραιτούνται από το προσδοκώμενο για το παιδί φύλο παρά την διάψευση της φαντασίωσης τους κατά την γέννηση. Παρόλο που ο Φρόϋδ παραιτήθηκε από την αναζήτηση μιας πραγματικής αποπλάνησης για την προέλευση των νευρώσεων, εντούτοις διατήρησε την ιδέα μιας αποπλάνηση (μιας εκτροπής σεξουαλικού χαρακτήρα) του παιδιού από τον ενήλικο, που μπλέκεται κανονικά με τις πράξεις φροντίδας, και αυτό είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο στα κείμενα του για την θηλυκότητα. Δεν μπορεί κανείς ταυτόχρονα να δηλώνει πως ο ενήλικος μεταχειρίζεται το παιδί ακριβώς ως «σεξουαλικό αντικείμενο» και να μην αναρωτιέται τι παραπέρα συμβαίνει στο παιδί με μια τέτοια μεταχείριση. Ο Φερέντσι (Ferenczi ) ανάπτυξε μια γειτονική ιδέα, υπογραμμίζοντας την απόσταση που χωρίζει την ενήλικη από την παιδική σεξουαλικότητα, τόσο απομακρυσμένες όσο το πάθος από την στοργή. Δηλώνοντας πως «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου», ο Λακάν εγγράφεται και αυτός σε αυτήν την προοπτική διυποκειμενικότητας, ακόμη αν η φράση του, επειδή παραπέμπει στην χεγελιανή διαλεκτική της αναγνώρισης από τον άλλον, παραμένει στο πεδίο της γλώσσας, ενώ κατά τις πρώτες σχέσεις βρέφους-ενήλικου προέχει το προ-λεκτικό φάσμα. Ο Ζ. Λαπλάνς (J. Laplanche) έχει πρόσφατα προτείνει την γενίκευση της θεωρίας της αποπλάνησης, προσπαθώντας να εντοπίσει την ορμέμφυτη πηγή εκείνου που κάνει τόσο παράξενη την ανθρώπινη σεξουαλικότητα στο χάσμα που χωρίζει το παιδί από τον ενήλικο και τον ενήλικο από το ίδιο του το ασυνείδητο. Αυτή η τελευταία υπόθεση μας φαίνεται πως αφορά άμεσα την ψυχογένεση της θηλυκότητας, θα επανέλθουμε σε αυτήν αργότερα. 4.Το υπερεγώ και το άγχος._ Η μετατόπιση από το στήθος προς το πέος, παρόλο ποθ θεμελιώνει την θηλυκότητα, δεν σημειώνει ρήξη στον χαρακτηρισμό των νοητικών παραστάσεων: αυτό που νοιώθει το κορίτσι σε σχέση με το πέος που έχει ενδοβάλει αντικατοπτρίζει τις σχέσεις της με το μητρικό στήθος, μεταξύ πιπιλίσματος και καταβρόχθισης. Με άλλους όρους, ο διχασμός του στήθους σύμφωνα με το «καλό» και το «κακό» δεν αργεί να διχάσει τον κληρονόμο του. Η απληστία, το ακόρεστο του παιδιού, εγγυάται οπωσδήποτε την αποτυχία της ικανοποίησης, μια αποτυχία πηγή του «κακού». Αποτέλεσμα αυτού είναι μια κίνηση επιστροφής από τον πατέρα προς την μητέρα. Το κορίτσι περιμένει από την πραγματική και εσωτερικευμένη μητέρα μια υποστήριξη απέναντι στο «κακό» πέος. PUF για το 1994.
44
Η συμμετοχή του πατέρα στην ιστορία δεν είναι αδιάφορη. Η ενδεχόμενη αγάπη και καλοσύνη του συνηγορούν για ένα «καλό» εσωτερικευμένο πέος, και διευκολύνουν την απομάκρυνση από το καταστρεπτικό, σαδιστικό πέος. Σε άλλες περιπτώσεις, η συμπεριφορά του πατέρα επικαθορίζει στο κορίτσι τέτοια αισθήματα μίσους και άγχους για το πέος, που θα γίνει ψυχρή ή θα εγκαταλείψει τον γυναικείο της ρόλο. Η υποταγή στο «κακό» εσωτερικευμένο πέος παρασύρει την σεξουαλική ζωή της γυναίκας σε πεπρωμένα που μαρτυρούν για την σκληρότητα της εσωτερικής πάλης. Ο γυναικείος μαζοχισμός σημαδεύει το γεγονός πως η δοκιμασία της πραγματικότητας της σεξουαλικής δραστηριότητας δεν μπορεί να υπάρξει παρά με ένα «κακό» πέος. Η γυναίκα θα στραφεί τότε προς έναν σαδιστή παρτεναίρ με σκοπό να επιβεβαιώσει το κακό που μπορεί να της προκληθεί. Η Μ. Κλάϊν ωστόσο υπογραμμίζει τον παράδοξα καταπραϋντικό ρόλο που παίζει για την ψυχική οικονομία μια τέτοια λύση, τόσο είναι αλήθεια πως τα βάσανα που προέρχονται από μια εξωτερική πηγή δεν είναι τίποτε σε σύγκριση με τα μαρτύρια που προκαλούν οι εσωτερικοί φαντασιωτικοί κίνδυνοι. Η καταναγκαστική αναζήτηση σεξουαλικών σχέσεων είναι ένα άλλο πεπρωμένο, μέσα από το οποίο η γυναίκα προσδοκά από την επανάληψη της πράξης μια διάψευση της πραγματικότητας για την αγχογόνο αντιπαράθεση με το εσωτερικευμένο πέος. Η ψυχρότητα επίσης βρίσκει εκεί μια από τις πηγές της. Η γυναίκα φοβάται ταυτόχρονα το κακό που μπορεί να της προκαλέσει το πέος και αυτό που μπορεί να προκαλέσει, με φόντο έναν κυρίαρχο σαδισμό, στο πέος ο κόλπος της που τον αντιλαμβάνεται ως «συσκευή θανάτου». Η σιγή της διέγερσης εκπληρώνει την θετική, από την άποψη της ψυχικής οικονομίας, λειτουργία απομάκρυνσης των αγχογόνων φαντασιωτικών στοιχείων. Βλέπει κανείς στα τρία παθολογικά παραδείγματα (μαζοχισμό, καταναγκαστική σεξουαλικότητα, ψυχρότητα) πως η Μ. Κλάϊιν αποδίδει στην εξωτερική πραγματικότητα έναν ρόλο διασύνδεσης του άγχους. Η αναφορά στην πραγματικότητα, όσο επιζήμια και να είναι, περιχαρακώνει την επικίνδυνη υπερβολή του εσωτερικού κόσμου.
Η διαμετάβαση από το στήθος στο πέος δημιουργεί πρόσβαση στην θηλυκότητα, ο διχασμός του πέους, σε «καλό» και «κακό», δημιουργεί πρόσβαση στα ζητήματα του υπερεγώ και του άγχους. Αντίθετα με αυτό που νομίζει ο Φρόϋδ, το κορίτσι, σύμφωνα με την Μ. Κλάϊν, είναι περισσότερο εκτεθειμένο από το αγόρι στην ισχύ του υπερεγώ. Πως να εξηγηθεί αυτό; Η απάντηση βρίσκεται σε μια σύνδεση που έχει ήδη υπογραμμιστεί: στο κορίτσι το γενετήσιο εγγράφεται, με την πρώτη στοματικότητα, στην συνέχεια της δεκτικότητας. Η διείσδυση του πέους νοείται κατ’εικόνα της κίνησης ενσωμάτωσης-ενδοβολής που συγκροτεί τον ψυχισμό. Το αποτέλεσμα αυτού είναι η συγγένεια ανάμεσα στην θηλυκότητα και το ασυνείδητο, άρα και μια μεγαλύτερη υποταγή στο «εντός», στα εσωτερικά αντικείμενα, ειδικότερα στο ενσωματωμένο πέος. Ως εσωτερικό όργανο, ο κόλπος έχει επενδυθεί, όπως όλο το εσωτερικό του σώματος, από το βαθύτερο άγχος της γυναίκας. Η εξωτερικότητα, η ορατότητα του πέους, επιτρέπουν στο αγόρι να καθησυχαστεί για την καλή εσωτερική του λειτουργία. Διαθέτει, όπως σημείωνε η Κ. Χόρνεϋ, το μέσο για να επιβεβαιώσει πως τα αντίποινα για τις σαδιστικές του επιθέσεις δεν έχουν θίξει την ακεραιότητα του. Τίποτε τέτοιο δεν υπάρχει για το κορίτσι. Σίγουρα η ικανότητα της να κάνει παιδιά προορίζεται να παίξει παρόμοιο ρόλο, να του αποδείξει την αβλαβή κατάσταση του εσωτερικού της. Ένα υγιές και σφριγηλό παιδί είναι η ζωντανή άρνηση των καταστροφών που αποδίδονται στα ενδόβλητα αντικείμενα, και αντίστροφα κάθε ατέλεια της καλής ανάπτυξης του παιδιού αναζωπυρώνει την μητέρα τα άγχη που αφορούν το εσωτερικό σώμα. Όμως η
45
μητρότητα δεν είναι υπόθεση της παιδικής ηλικίας, είναι για πολύ αργότερα. Το παιδί, για το κορίτσι και το άγχος του, δεν έχει αξία παρά για το μέλλον. Η καταστροφικοτητα και το άγχος που σχετίζεται με αυτήν, κατέχουν μια πρωτεύουσα θέση στην κλαϊνική θεωρία. Αυτό είναι ακόμη αισθητό όταν γίνεται λόγος για την έμμηνη ρύση και για το πως βιώνεται από την έφηβη. Αν αναφέρεται η υπερηφάνεια της οποίας μπορεί να είναι πηγή, η Μ. Κλάϊν συγκρατεί πάνω από όλα το αγχογόνο δυναμικό τους, σχετιζόμενο με την παράσταση ενός ματωμένου εσωτερικού που επιβεβαιώνει την βιαιότητα των αντιποίνων που έχει ασκήσει η μητέρα, ή τις επιθέσεις του «κακού» πέους. Η άλλη όψη, η «καλή» πλευρά, στην ποία βρίσκεται το στήθος της επιβράβευσης, το αρωγό και ωφέλιμο πέος, το άθικτο εσωτερικό, αυτή η άλλη όψη δεν είναι απούσα. Το ψυχοσεξουαλικό πεπρωμένο του κοριτσιού, της γυναίκας, εξαρτάται από την ισορροπία ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό». Αυτό είναι κατ’αρχήν αλήθεια για την ίδια την σεξουαλική δραστηριότητα. Η αρχική, σχεδόν κανονική, ψυχρότητα της γυναίκας υποδεικνύει πως η σεξουαλική ζωή, για να είναι ικανοποιητική, πρέπει να θριαμβεύσει πάνω στο άγχος του «κακού» πέους και του «καταστρεπτικού» κόλπου. Αυτό είναι επίσης αλήθεια για την μητρότητα. Το μελλοντικό παιδί επιπλέκεται ωστόσο από συμπληρωματικά συμβολικά δεδομένα: να είναι ο κληρονόμος του πέους («καλού» ή «κακού»), ο κληρονόμος του ενσωματωμένου αντικείμενου της λίμπιντο, ή ασυνείδητα να είναι η συνέχεια των κοπράνων; Στην τελευταία αυτή περίπτωση, γίνεται αντιληπτό ως κάτι που παίχτηκε μεταξύ μητέρας και κόρης, με τρόπο περισσότερο ναρκισσικό παρά αντικειμενότροπο, με κίνδυνο να γίνει κληρονόμος της παντοδυναμίας και της τοξικότητας που η φαντασίωση αποδίδει στα απεκκρίματα. Αναλογίζεται κανείς εδώ την κρίση άγχους που μπορεί να καταλάβει μια γυναίκα κατά τον τοκετό όταν, με την ώθηση της προκαλείται η έξοδος κοπράνων αντί του προσδοκώμενου μωρού, προκαλώντας την βίαιη σύμπτωση της πραγματικότητας με την φαντασιωτική παράσταση. Σημείωση: Για την επιθυμία παιδιού «Αν το παιδί διαθέτει σεξουαλική ζωή, γράφει ο Φρόϋδ, ετούτη δεν μπορεί παρά να είναι διαστροφικής φύσης δεδομένου ότι, εκτός από ασαφείς ενδείξεις, του λείπουν όλα αυτά που κάνουν την σεξουαλικότητα αναπαραγωγική λειτουργία. »78 Η έκφραση είναι ξεκάθαρη και εννοεί να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η ανθρώπινη σεξουαλικότητα ακολουθώντας άλλο δρόμο από αυτόν του ενστίκτου. Αναμφίβολα δεν υπάρχει λόγος να αρνηθεί κανείς την παρουσία στον άνθρωπο ενός ενστίκτου αναπαραγωγής, που θα ανήκει κατά συνέπεια στο φάσμα της αυτοσυντήρησης, όπως η διατροφή ή η αναπνοή, όχι όμως όπως η σεξουαλικότητα με το ψυχαναλυτικό της νόημα. Το φούντωμα της εφηβείας σίγουρα είναι αυτό που περισσότερο παραπέμπει σε εκδήλωση του ενστίκτου. Παραταύτα η φυσιολογική και ανατομική σεξουαλική ωρίμανση, με κανένα τρόπο δεν μεταφράζεται στον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα, σε αυτόματη πραγματοποίηση του κύκλου ζευγάρωμααναπαραγωγή. Η εφηβεία εμφανίζεται με φόντο μια ήδη μακρά ψυχοσεξουαλική ιστορία, που έχει σημαδευτεί από την απώθηση και την συγκρότηση του ασυνείδητου. Η απομόνωση στον άνθρωπο κάποιου πράγματος που θα ήταν ένστικτο αναπαραγωγής είναι έργο αδύνατο, γιατί το πρόγραμμα ενός τέτοιου ενστίκτου θα ήταν τόσο διαβρωμένο από σεξουαλικά νοήματα που η επιτέλεση του θα γινόταν ασαφής, ή και θα ακυρωνόταν, εξαιτίας αυτών των νοημάτων. Η επιθυμία παιδιού, ή η αποφυγή της, ακόμη και η απουσία της, είναι και αυτή μπλεγμένη με την ψυχοσεξουαλικότητα του υποκειμένου. Δεν είναι σπάνιο ένα αίτημα για ανάλυση να έχει την πηγή του στην αδυναμία να γίνει ένα παιδί, αφού η γυναικολογία έχει εξαντλήσει τα αίτια που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της. Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με την επιθυμία παιδιού είναι εκείνο της θέσης της μέσα στο ασυνείδητο. Για την Μ. Κλάϊν, μέσα στην φαντασίωση το παιδί είναι ένα 78
Introduction à la psychanalyse (Εισαγωγή στην ψυχανάλυση), 1916, PB Payot, σελ.296
46
αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα (στήθος-πέος-κόπρανα), που όπως τα άλλα προπέμπει στο περιέχον σκεύος που περιέχει τα πάντα, το «καλό» και το «κακό», το εσωτερικό της μητέρας. Η σύλληψη του Φρόϋδ έχει δυο όψεις. Από την άποψη της θεωρίας του για την γυναικεία σεξουαλικότητα, η επιθυμία παιδιού, ως επιθυμία παιδιού από τον πατέρα, αυτονόητα είναι ασυνείδητη. Αυτή η αιμομικτική χροιά συναντιέται στην γυναίκα, μέσα από τον σχεδόν πάντα παρόντα φόβο μήπως γεννηθεί ένα παιδί «ανώμαλο», «τερατώδες». Ασυνείδητη λοιπόν επιθυμία, που όμως δεν είναι παρά ο τελευταίος κρίκος μιας υποκατάστατης αλυσίδας της οποίας πρωταρχική ροπή είναι ο φθόνος του πέους. Δίπλα σε αυτό το παιδί-φαλλό, υπάρχει στην θεωρία του Φρόϋδ μια άλλη, πιο πρωτόγονη ασυνείδητη παράσταση: το παιδί-απέκκριμα (εσωτερικό) που, μέσα στην φαντασίωση, δίνει απάντηση στο παιδικό ερώτημα για την γέννηση. H Ρ. Μακ Μπρούνσβικ (R. Mack Brunswick) προεκτείνει και εμβαθύνει προς αυτήν την κατεύθυνση την φροϋδική σκέψη79. Παρατηρεί πως στο κορίτσι, η επιθυμία να αποκτήσει ένα μωρό προηγείται κατά πολύ της επιθυμίας να έχει ένα πέος. Αυτή η παλαιά επιθυμία αντλεί από πολλές πηγές. Προέρχεται αρχικά από μια ταύτιση με την μητέρα: το να είναι μητέρα σημαίνει να έχει ένα μωρό. Στη συνέχεια αντλεί από το πρωκτικό φάσμα, όπου κυριαρχούν οι παραστάσεις του δώρου και της δεκτικότητας. Η επιθυμία παιδιού, παθητική σε έναν πρώτο χρόνο, είναι να δεχτεί ένα παιδί από την μητέρα, πριν πάρει την ενεργητική μορφή, να της το κάνει δώρο – είναι γνωστή η καταγωγή όλων των μελλοντικών δώρων από την πρωκτική φάση. Κατά την γενετήσια περίοδο, αυτή η φαντασίωση παίρνει την μορφή: να δεχτεί το πέος του πατέρα, και παραπέρα το παιδί, μέσα από την συνουσία. Από αυτές τις θεωρητικές παραλλαγές συμπεραίνεται πως η επιθυμία παιδιού δεν είναι μια και μοναδική και αυτό δεν παύει να επιβεβαιώνεται από την κλινική. Μπορεί να είναι τελείως απορροφημένη από μια ναρκισσική διάταξη. Ας αναλογιστεί κανείς τα ζευγάρια (ή μάλλον τα δίδυμα) μητέρας-κόρης: ίδιο χτένισμα, ίδια γυαλιά, ίδια ρούχα... η μια είναι η άλλη σε σμίκρυνση. Μπορεί ακόμη να είναι ο καρπός της λίμπιντο αντικειμένου. Μπορεί να είναι ο κληρονόμος του εσωτερικού αντικειμένου (κόπρανα-πέος) ή το υποκατάστατο του φθονούμενου πέους. 5.Ο φθόνος του πέους και η αρρενωπότητα._ Ο φθόνος του πέους οδηγεί στις φροϋδικές θεωρήσεις για την θηλυκότητα. Βρίσκει τελικά την θέση του μέσα από την παρουσίαση της θεωρίας της Μ. Κλάϊν. Ενώ κατά τον Φρόϋδ ο φθόνος του πέους, εννοούμενος ως αρρενωπή ταύτιση (να είναι όπως το αγόρι), σημαίνει την πρόσβαση στην θηλυκότητα, αντίθετα, κατά την Μ. Κλάϊν, συμμετέχει στην απώθηση από το κορίτσι του ίδιου του φύλου, στην απώθηση της γυναικείας γενετήσιας σεξουαλικότητας. Ο κλειτοριδικός αυνανισμός φέρει το ίχνος αυτής της απώθησης: «Ο λόγος που η κλειτοριδική δραστηριότητα αποπέμπει τον κόλπο στην πίσω σειρά της πρώτης σεξουαλικής οργάνωσης του κοριτσιού είναι ότι το άγχος του μικρού κοριτσιού παραπέμπει στο εσωτερικό του σώματος του». Αναμφίβολα αυτό δεν είναι το μοναδικό νόημα του κλειτοριδικού αυνανισμού. Ετούτος πράγματι, συνοδεύεται από διάφορες φαντασιώσεις των οποίων το περιεχόμενο παραλλάσσει με μεγάλη ταχύτητα, ανάλογα με τις βίαιες διακυμάνσεις της γυναικείας ανάπτυξης από την μια φάση στην άλλη. Οι φαντασιώσεις αυτές, αρχικά προ-γενετήσιες, γρήγορα γίνονται γενετήσιες (ένθεση του πατρικού πέους) με την βοήθεια και κολπικών αισθήσεων. Η κλειτορίδα, υπενθυμίζει η Μ. Κλάϊν, είναι μέρος της γυναικείας γενετήσιας σκευής, και δεν είναι διόλου ψυχαναλυτικά αποδεκτό να περιορίζεται κανείς στην ανατομική αναλογία της με το πέος για να συμπεραίνει την ψυχοσεξουαλική της «αρρενωπότητα». Οι γυναίκες που βρίσκονται σε ανάλυση καταθέτουν αρκετές μαρτυρίες για το ότι ο κλειτοριδικός αυνανισμός συνταιριάζεται πολύ καλά με τυπικά 79
La phase préoedipienne du développement de la libido (Η προ-οιδιπόδεια φάση ανάπτυξης της λίμπιντο), αναφ. άρθρο, σελ. 283
47
γυναικείες φαντασιώσεις (να γίνεται διείσδυση). Η Μ. Κλάϊν με κανένα τρόπο δεν αρνείται ότι η κλειτορίδα μπορεί να έχει για το παιδί το νόημα ενός ισοδύναμου του πέους, αργότερα και ενός πέους απογοητευτικού, όμως πρόκειται εκεί για τον «τελευταίο κρίκο μιας σειράς γεγονότων» που οδηγεί το κοριτσάκι, στη μάχη της με το άγχος, από το «μέσα» προς το έξω. Ο φθόνος του εξωτερικού πέους, η επιδεικτική αρρενωπότητα που προέρχεται από αυτόν, είναι αποτελέσματα μιας αναζήτησης ισορροπίας με το «κακό» ενδόβλητο πέος. Η κλίση που έχει ακολουθηθεί από την Μ. Κλάϊν, την Κ. Χόρνεϋ, και μετά από αυτές από πολλούς άλλους συγγραφείς, συνοψίζεται στην θεώρηση του φθόνου του πέους ως σχηματισμού συμπτώματος που επικαλύπτει διακριτές σημασίες, ανάλογα με τις φάσεις της ανάπτυξης και την ιστορία της καθεμιάς. Ο φθόνος του πέους συμμετέχει σε καταστρεπτικές φαντασιώσεις (είτε το πέος αυτό είναι ουρηθρικό και έχει ιδιοποιηθεί από το κορίτσι για την δύναμη του πίδακα που εκτοξεύει, είτε γενετήσιο, κλεμμένο για την βία της διάρρηξης που προκαλεί) αλλά και σε φαντασιώσεις επανόρθωσης (με σκοπό να αποζημιώσει την μητέρα για το πατρικό πέος που το κορίτσι της έχει πάρει). Δεν είναι ο φθόνος αυτός που ανοίγει τον δρόμο για την επιθυμία παιδιού (παρά μόνο με δευτερογενή τρόπο) αλλά που την αποκρύπτει για να αποφύγει τα μητρικά αντίποινα. Ισχύει πράγματι για το παιδί ότι και για το πέος: δεν μπορεί να αποκτηθεί και ενσωματωθεί παρά αφού κλαπεί από το εσωτερικό της μητέρας. Η Τζόαν Ριβιέρ (Joan Riviere), σε ένα άρθρο που τιτλοφορείται «Η θηλυκότητα ως μασκαράτα»80, αναπτύσσει ένα κλινικό παράδειγμα όπου παίζεται με αξιοσημείωτο τρόπο αυτή η περίπλοκη εναλλαγή των ανδρικών και γυναικείων θέσεων. Στο μέτρο του κλαϊνικού ασυνείδητου, η θηλυκότητα κατέχει τον όροφο του «κατ’εξοχήν απωθημένου». Η τελευταία αυτή έκφραση είναι του Φρόϋδ, ακόμη και αν ταιριάζει δύσκολα με την κυρίαρχη τοποθέτηση του. Η γυναικεία και ανδρική σεξουαλικότητα αντιτίθενται όπως το «μέσα» και το έξω, όπως το άγχος και η απόπειρα κυριαρχίας σε αυτό. Η Μ. Κλάϊν δεν απέχει πολύ από το να αποδώσει έμφυλο (σεξουαλικό) χαρακτήρα στις ίδιες τις αρχές του ψυχισμού, τουλάχιστον στις δυο μοναδικές που συγκρατεί η μεταψυχολογία της: στο ασυνείδητο του ατόμου το πέος είναι ο εκπρόσωπος του εγώ και το εσωτερικό του σώματος ο εκπρόσωπος του υπερεγώ. 3._Μια ριζική απώθηση Ας γίνουμε πιο βασιλικοί από τον βασιλιά, γράφει ο Τζόουνς (Jones), εννοώντας πιο φροϋδικοί από τον Φρόϋδ. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι ο πυρήνας των νευρώσεων, αυτό είναι αλήθεια για το κορίτσι όπως και για το αγόρι. Η θεωρία της Μ. Κλάϊν, και εκείνων που βρίσκονται κοντά της, δεν αρκείται στην εγγραφή της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του κοριτσιού στην οιδιπόδεια προβληματική. Προσπαθεί ταυτόχρονα να εξηγήσει την παραγνώριση του Φρόϋδ. Εκείνο που αυτός θεώρησε ψυχικά ανύπαρκτο (τον κόλπο κατά την παιδική ηλικία και την σχετιζόμενη με αυτόν φαντασίωση ένθεσης του πατρικού πέους), είναι στην πραγματικότητα αντικείμενο μιας ριζικής απώθησης. Η αρχή της απώθησης είναι πάντα η ίδια: ο παραμερισμός των νοητικών παραστάσεων τις οποίες το εγώ δεν μπορεί να αντικρίσει χωρίς να διακινδυνεύσει την αποδιοργάνωση του. Επομένως, η ένταση της απώθησης της οποίας αντικείμενο είναι η «πρωτόγονη θηλυκότητα», προϋποθέτει μια ιδιαίτερη βιαιότητα των παραστάσεων που την αποτελούν. Σε αυτό το θέμα πρέπει να υπογραμμιστεί το ακόλουθο σημείο: η στροφή προς την θηλυκότητα γεννιέται από μια εμπειρία που δεν περιορίζεται στο πέρασμα από την μητέρα στον πατέρα, ούτε καν από το στήθος στο πέος, αλλά που είναι μια «συνάντηση» τόσο διεγερτική και αγχώδης με την πρωταρχική σκηνή, την σκηνή του πέους του πατέρα μέσα στην κοιλιά της μητέρας. Η υπέρμετρη διάσταση του φαντασιωτικού κόσμου δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από 80
(1929) στο La psychanalyse (Η ψυχανάλυση), n° 7, PUF, 1964
48
την υπέρμετρη για το παιδί διάσταση της ενήλικης σεξουαλικότητας, που υπερχειλίζει τις ψυχικές, και σχετικές με την λίμπιντο, ικανότητες του επεξεργασίας. Η Κ. Χόρνεϋ, επιμένοντας στον αισθητό από το κορίτσι «γιγαντισμό» του πατρικού πέους, ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση. Το γεγονός ότι η κλαϊνική πρωταρχική σκηνή συνενώνει μέσα από την συνεύρεση μερικά αντικείμενα, και όχι τα πρόσωπα του πατέρα και της μητέρας, επαυξάνει τον αποδιοργανωτικό χαρακτήρα μιας τέτοιας παράστασης. Η φαντασίωση της πρωταρχικής σκηνής είναι επίσης πηγή άγχους για το αγόρι. Πως να εξηγηθεί η ιδιαίτερα βίαιη απώθηση με αντικείμενο την γυναικεία θέση, πως να εξηγηθεί η άρνηση της θηλυκότητας; Είδαμε τα στοιχεία απάντησης που προσφέρει η Μ. Κλάϊν και εκείνοι που μοιράζονται την άποψη της: από την μητέρα, επιφορτισμένη (μέσα από τις φροντίδες) με τα ζωτικά συμφέροντα του παιδιού, είναι που φοβάται τα αντίποινα το κορίτσι, αντίποινα στο (αρχαϊκό) μέτρο των πρώτων ικανοποιήσεων, πηγή των οποίων είναι το στήθος. Οι καταστροφές που φοβάται το κορίτσι αφορούν το εσωτερικό σώμα, το «μέσα»: αόρατο, αδύνατο να ελεγχθεί, ανησυχητικό όπως το ασυνείδητο. Ο σκοπός του ορμέμφυτου στην γυναικεία σεξουαλικότητα (ένθεση/υποδοχή του πέους) είναι πολύ κοντινός με τον σκοπό με τον οποίο ανοίγει ο δρόμος της ψυχοσεξουαλικής ζωής: η ενσωμάτωση του στήθους. Συνοπτικά, ακόμη και με την αναπτυγμένη μορφή της, η θηλυκότητα γειτονεύει με τις μορφές του πρωταρχικού. Αυτήν την ιδέα μπορούμε να ακολουθήσουμε πέρα από την Μ. Κλάϊν. Είναι αυτό που προτείνει το κεφάλαιο 5, περνώντας από διάφορα ζητήματα: από την ανατομία στην γυναικεία ομοφυλοφιλία, την παθητικότητα, τον μαζοχισμό, το άγχος, τον ναρκισσισμό και την εφηβεία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 1._Ψυχογένεση της ερωτογένειας του κόλπου Ανατομίες: το πραγματικό και το φαντασιακό._ Οι αποκλίσεις και αντιφάσεις στην ψυχαναλυτική θεωρία για την γυναικεία σεξουαλικότητα γίνονται με τον τρόπο τους μαρτυρία για μια δυσκολία: να εξηγηθεί με τρόπο που να μην είναι ιδιαίτερα υποθετικός ο ερωτογενής χαρακτήρας του κόλπου. Το δυσνόητο που γεννά η απώθηση συνδυάζει τα αποτελέσματα του με το μη ορατό, τον εσωτερικό χαρακτήρα της γυναικείας γενετήσιας σκευής. Η ανακάλυψη από το παιδί της ανατομίας του, διαδοχικά συναρπαστική και αγχώδης, γίνεται εφικτή από την ψυχική του ανάπτυξη, και αντίστοιχα τροφοδοτεί αυτήν την ανάπτυξε με μια προίκα νοητικών παραστάσεων. Ο Α. Γκρην (A. Green) δίκαια υπογραμμίζει πως τα σύμβολα που σχετίζονται με την γυναικεία γενετήσια σκευή (και με την ανδρική) έχουν δάνεια από το ανατομικό πρότυπο81. Πόρτα, κάμαρη, σπήλαιο, βάραθρο, εκκλησία, κάμπος ή βαθιά νερά, κλπ., ο κόλπος ξαναεμφανίζεται στα όνειρα μας ως τόπος ή περιβάλλον. 2.Τα όρια της αντιστήριξης και η σύγχυση πρωκτικού/γενετήσιου._ Ο Φρόϋδ περιγράφει πως η παιδική σεξουαλικότητα αναπτύσσεται με αντιστήριξη στις ζωτικές λειτουργίες του σώματος. Ενώ αρχικά σχετίζεται με την ανάγκη, η σεξουαλική ικανοποίηση πολύ γρήγορα ανεξαρτητοποιείται, και αναζητείται για αυτό που είναι. Το πιπίλισμα, ή «φιλήδονο 81
Le complexe de castration (Το σύμπλεγμα ευνουχισμού), αναφ. έργο, σελ. 114
49
ρούφηγμα»όπως και το παιχνίδι συγκράτησης των κοπράνων προσφέρουν κλασσικά παραδείγματα αναζήτησης της ικανοποίησης καθαυτής, αποσπασμένης από κάθε σκοπιμότητα αυτοσυντήρησης82 . Κατά τον ίδιο τρόπο η λειτουργία ούρησης του πέους αποτελεί την φανερή βάση για την κατοπινή ανάπτυξη του αυνανισμού. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν έχουμε να κάνουμε με το γυναικείο γεννητικό σύστημα: ο κόλπος δεν έχει καμιά λειτουργία αυτοσυντήρησης κατά την παιδική ηλικία, η κλειτορίδα ακόμη λιγότερο εφόσον δεν συμμετέχει σε καμιά ζωτική λειτουργία ούτε κατά την παιδική ηλικία ούτε κατά την ενήλικη. Παραμένοντας όμως στο πεδίο της ενδογένειας της σεξουαλικότητας, με αφετηρία την λειτουργία του οργανισμού, μπορεί κανείς να υπενθυμίσει μαζί με τον Φρόϋδ πως «η σεξουαλική διέγερση ξεπηδάει ως δευτερογενές αποτέλεσμα σε πολύ μεγάλο αριθμό εσωτερικών διεργασιών, αν η ένταση αυτών των διεργασιών λίγο ξεπεράσει κάποια ποσοτικά όρια»83. Αναφέρει σχετικά τον ρόλο που παίζουν οι ρυθμικές μηχανικές ταλαντώσεις από το νανούρισμα έως τα ταξίδια με σιδηρόδρομο. Οι αναμνήσεις της κούνιας, της ιππασίας, των γονάτων του πατέρα («βάδην, τροχάδην, καλπασμός… ), ή της καβάλας στους ώμους του, ακόμη και η επίσκεψη στο κουρείο, αποτελούν αρκετά συχνά, κατά την ανάλυση γυναικών, τρόπο για την ανάκληση παιδικών γενετήσιων αισθήσεων. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως όταν ο Φρόϋδ προσπαθεί να διευκρινίσει την πηγή των πρώτων γενετήσιων διεγέρσεων στο κορίτσι, αναφέρεται σε μια εξωγενή πηγή: τις μητρικές φροντίδες, κυρίως εκείνες του μπάνιου και της αλλαγής. Η γυναικεία γενετήσια διέγερση γεννιέται από την σαγήνευση, σαγήνευση που γίνεται ασυνείδητα. Πριν ακολουθήσουμε παραπέρα το μονοπάτι της σαγήνευσης, ας επιστρέψουμε στην αντιστήριξη. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η κλειτορίδα μπορεί εύκολα να διεγερθεί από τις χειρονομίες φροντίδας. Τι γίνεται όμως με τον κόλπο; Ανάμεσα στα γεγονότα που ισχυρότερα δημιουργούν την πεποίθηση για τον ερωτογενή χαρακτήρα του κόλπου κατά την παιδική ηλικία, υπάρχουν δυο εμπειρίες παλινδρόμησης (που επομένως φέρουν το σημάδι του ασυνείδητου και παραπέρα, της απώθησης της παιδικής σεξουαλικότητας) της ενήλικης γυναίκας: ο οργασμός που συνοδεύει την ονειρική δραστηριότητα και εκείνος των ψυχωτικών γυναικών. Οι γενετήσιες οργαστικές εκρήξεις για τις οποίες παραπονιούνται ορισμένες σχιζοφρενείς, γράφει η Φύλλις Γκρηνέηκερ (Phyllis Greenacre), φαίνεται πως συχνότερα εντοπίζονται στον κόλπο, ακόμη και σε γυναίκες που στην προ-ψυχωτική ζωή τους ήταν κολπικά ψυχρές84. Αν όμως δεχτούμε την υπόθεση μιας πρώιμης κολπικής διέγερσης, πώς να εξηγηθεί η γένεση της όταν δεν μπορεί να επικαλεστεί κανείς ούτε τις χειρονομίες του ενήλικου (εκτός από την περίπτωση διαστροφής) ούτε την αντιστήριξη σε μια ζωτική λειτουργία; Με αυτήν την ευκαιρία, η Μ. Κλάϊν προσφέρει μια σχεδόν ολοκληρωτικά ψυχική λύση, περιγράφοντας την μετανάστευση της φαντασίωσης ενσωμάτωσης από πάνω προς τα κάτω, από το στόμα προς τον κόλπο. Ένας άλλος δρόμος, όπου διαπλέκονται περισσότερο το σώμα και οι νοητικές παραστάσεις, ανοίγεται από την Λου Αντρέας-Σαλομέ (Lou AndreasSalome) κατά προέκταση κάποιων φροϋδικών απόψεων. Υπογαμμίζοντας τις πολλές αναλογίες μεταξύ πρωκτικών και γενετήσιων διεργασιών (εξώθηση, εσωτερικός χαρακτήρας, στομιακή παράσταση), η Λ. Αντρέας-Σαλομέ έχει πει την φράση που έγινε διάσημη: «Η γενετήσια σκευή συγγενεύει και γειτονεύει, στην γυναίκα, με την κλοάκα, μάλιστα καταλαμβάνει χώρο νοικιασμένο.»85 Δεν είναι αδιάφορο ότι αυτή η φράση έχει αναφερθεί τόσο συχνά όσο και διαστρεβλωθεί, ξεκινώντας από τον ίδιο τον Φρόϋδ. Ο τελευταίος αυτός είχε πολύ νωρίς 82
Trois essais (Τρία Δοκίμια), αναφ. έργο, σελ. 102 και ακόλουθες. Στο ίδιο, σελ. 138 84 Traumatisme, croissance et personnalite (Τραύμα, ανάπτυξη και προσωπικότητα), PUF, 1971, σελ. 254 85 Anal et sexuel, 1916, in, L’amour du narcissisme (Πρωκτικό και σεξουαλικό, 1916, στο, Ο έρωτας του ναρκισσισμού), Gallimard, 1980, σελ. 107 83
50
αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας «θεωρίας της κλοάκας» μέσα από την οποία το παιδί προσπαθεί να εξηγήσει την είσοδο και την έξοδο του παιδιού (και του πέους) κατά το πρότυπο των κοπράνων. Όμως η κλοάκα για την οποία μιλά η Λου Αντρέας-Σαλομέ (Lou Andreas-Salome) δεν είναι απλά η θεωρητική απάντηση σε ένα παιδικό ερώτημα αλλά πραγματική ερωτογόνος ζώνη. Όπως υποδεικνύει, οι παλινδρομήσεις από τον γενετήσιο προς τον πρωκτικό ερωτισμό εκμεταλλεύονται ισχυρά σωματικά ερείσματα. Μόνο ένα τοίχωμα (ιδιαίτερα ευαίσθητο γιατί καλύπτεται από τις δυο μεριές από βλεννογόνο) χωρίζει το ορθό από τον κόλπο, διευκολύνοντας την σύγχυση αισθήσεων για την οποία συνηγορεί η σεξουαλικότητα της ενήλικης γυναίκας και όχι μόνο εκείνη του παιδιού. Η Φρνσουάζ Ντολτό (Francoise Dolto) είχε προκαλέσει ανατριχίλα στο σεβάσμιο ακροατήριο του Συνέδριου του Άμστερνταμ για την γυναικεία σεξουαλικότητα (1960), υπενθυμίζοντας πως οι γυναίκες απολαμβάνουν επίσης όταν η διείσδυση είναι πρωκτική. Αυτό της είχε αποφέρει αυτήν την παρατήρηση του Λακάν: «Έχεις θράσος» («Tu es culottee» που μπορεί να ακουστεί και: «Φοράς παντελόνι» ΣτΜ) Δεν θα μπορούσε να είχε καλύτερα ειπωθεί τόσο αυτό το σημαίνον παραπέμπει στην γειτνίαση και σε συγχύσεις διαρκείας. Στα γράμματα προς τον Φρόϋδ, ο Άμπραχαμ διατύπωνε επίσης την υπόθεση «πως στον κόλπο γεννιούνται αισθήσεις που μεταδίδονται από την πρωκτική ζώνη, όπως ότι οι ηδονικές συσπάσεις του κόλπου σχετίζονται με κάποιο τρόπο με συσπάσεις του σφιγκτήρα του πρωκτού». Χωρίς να αποκαθιστά το πρότυπο της αντιστήριξης, η υπόθεση που έτσι διαγράφεται είναι αυτή μιας συν-διέγερσης: η ταυτόχρονη διέγερση αφορά την συνεισφορά των πρωκτικών διεργασιών στο σεξουαλικό ορμέμφυτο, η συν-διέγερση αυτό που διαχέεται από το ορθό προς τον κόλπο, με φόντο την σύγχυση που εισάγει η θεωρία της κλοάκας. Ο Τζόουνς (Jones) νομίζει πως η διεργασία διαφοροποίησης του πρωκτικού και του γενετήσιου στην γυναίκα είναι ιδιαίτερα μακρόχρονη, ίσως ποτέ δεν ολοκληρώνεται, και σε κάθε περίπτωση παραμένει δυσνόητη. Αυτή η σύγχυση είναι έδαφος για διάφορα και αντιφατικά πεπρωμένα, από την μετάθεση του γενετησίου ερωτισμού προς το πρωκτικό στόμιο (η άποψη: «Οι γυναίκες απολαμβάνουν και από εκεί»), έως την απώθηση του γενετήσιου όταν συγχέεται υπερβολικά επικίνδυνα με το πρωκτικό (όταν η σεξουαλικότητα «είναι κάτι το βρώμικο», ακριβώς όπως η κλοάκα, και το πρέπον είναι ένα κοριτσάκι «να είναι ολοκάθαρο»), περνώντας από την μαζοχιστική παλινδρόμηση (η φαντασίωση «κάποιος δέρνει ένα παιδί» δείχνει τον δρόμο που θα οδηγούσε στην διατύπωση της διαστροφικής εκδοχής «από εκεί και μόνο από εκεί οι γυναίκες απολαμβάνουν»). Η σωματική γειτνίαση του πρωκτικού με το γενετήσιο δεν πρέπει να αποκρύψει το γεγονός πως δεν μπορεί κανείς να μιλά για ερωτογόνο ζώνη (και για συνδιέγερση) παρά μόνο στο βαθμό που έχει καταδειχθεί η διάρθρωση σώματος-ψυχισμού. Η απώθηση δεν αφορά το ορθο-κολπικό τοίχωμα, αυτό δεν έχει νόημα. Είναι η συνέπεια της ψυχικής σύγκρουσης ανάμεσα στην επιθυμία και την απαγόρευση, ανάμεσα στην απαίτηση της λίμπιντο και τις ικανότητες αποδοχής του εγώ, και αφορά τις νοητικές παραστάσεις που συνοδεύουν την διέγερση. Ο Άμπραχαμ, μετά τον Φρόϋδ, είχε αποπειραθεί να συγκεκριμενοποιήσει τον πυρήνα της φαντασίωσης της κλοάκας: «Στα κορίτσια, η αποπάτηση προάγει την φαντασίωση να αποκτήσουν ένα πέος, είτε να το κατασκευάσουν οι ίδιες [ανδρική επιθυμία που συνδέεται με το σύμπλεγμα ευνουχισμού], είτε να το πάρουν δώρο [σκοπός και επιθυμία σε σχέση με την γυναικεία θέση]. Τότε λοιπόν ο πατέρας, ευτυχισμένος κάτοχος (beatus possidens), εμφανίζεται ως ο χορηγός. »86 Ο εταίρος του κοριτσιού στις φαντασιώσεις κλοάκας να είναι πάντα ο πατέρας (ή το πέος του); Και εκεί επικρατεί σύγχυση. Επειδή η πρωκτική εμπειρία παίζει έναν αποφασιστικό ρόλο στις διεργασίες γένεσης της ατομικότητας (κατά συνέπεια και του εγώ), στην συγκρότηση του αντικειμένου και στην αμφίσημη απέναντι του στάση, τοποθετείται στο 86
Manifestations du complexe de castration chez la femme (Εκδηλώσεις του συμπλέγματος ευνουχισμού στην γυναίκα),αναφ. έργο (άπαντα Άμπραχαμ), σελ. 105
51
σταυροδρόμι των σχέσεων του παιδιού εξίσου προς την μητέρα και τον πατέρα. Στην μητέρα είναι που παραπέμπει η Ρ. Μακ Μπρούνσβικ (που την ακολουθεί ο Φρόϋδ), όταν αναφέρεται στην συμμετοχή των εισβολών στους σφιγκτήρες (από τον παλαιό υποκλυσμό στα σημερινά υπόθετα) στην δημιουργία των γυναικείων αγχωδών συναισθημάτων (εκείνων που σχετίζονται με την θηλυκή ψυχολογία του αγοριού, καθώς και εκείνων του αγοριού). Η οργή του παιδιού, που συχνά παρατηρείται σε τέτοιες περιστάσεις, σημειώνει, μεταφράζει τον θυμό του, σε λίγο και το άγχος του απέναντι στην επίθεση, αποτελεί όμως ταυτόχρονα «ένα πρωκτικό ισοδύναμο του γενετήσιου οργασμού». Με άλλους όρους, το φάσμα εκδηλώσεων που σχετίζεται με την κλοάκα, φέρνει όσο γίνεται κοντά την ικανοποίηση, τον βιασμό του εσωτερικού χώρου, την ανημπόρια απέναντι στην επίθεση και το άγχος απέναντι σε κάτι που υπερβαίνει τις δυνατότητες του εγώ για συμβολοποίηση. Η πρόσβαση για την γυναίκα σε μια ικανοποιητική γενετήσια ζωή προϋποθέτει την επεξεργασία αυτής της σύγχυσης, δηλαδή την απομάκρυνση, ίσως πάντα σχετική, του πρωκτικού και του γενετήσιου. Το προσωπείο, το μορφοείδωλο της πρωκτικής μητέρας, εκείνης που διακυβερνά τις σωματικές λειτουργίες, φύλακα των σφιγκτήρων και ιδιοκτήτριας του εσωτερικού του σώματος πριν ακόμη επιβλέπει τις «εισόδους και εξόδους» της έφηβης, αυτό το φοβερό μορφοείδωλο είναι στο επίκεντρο δυο άρθρων, το ένα της Ζανίν Σασεγκέ-Σμιρζέλ (Janine Chasseguet-Smirgel), το άλλο της Μαρία Τόροκ (Maria Torok)87. Αυτές οι δυο συγγραφείς επιμένουν πιο ιδιαίτερα στις διεργασίες εξιδανίκευσης που είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας επικυριαρχίας. Πίσω από το εξιδανικευμένο αντικείμενο ή πέος, που κάνουν τόσο δύσκολη και απογοητευτική την σεξουαλική ζωή, υπάρχει το αντίθετο τους: το βρώμικο πράγμα («αυτό το κρεμάμενο κολοκύθι», λέει μια ασθενής) και το αντικείμενο-απόρριμμα, άξιο περισσότερο καταστροφής παρά αγάπης. Η εξιδανίκευση μπορεί να εννοηθεί το ίδιο καλά σαν τρόπος να κρατηθεί σε απόσταση η πρωκτική μητέρα που βρίσκεται μέσα σε κάποιον (α), όσο και σαν ένας έμμεσος τρόπος να της παραχωρηθεί η νίκη, η ταλάντευση από την μια διάταξη στην άλλη είναι μοναδική υπόθεση ζωής. Ο ίδιος ο Φρόϋδ είχε αναφέρει κάποια «γραφικά» γυναικεία πεπρωμένα τα οποία δημιουργούνται από μια κατά κύριο λόγο σαδιστική-πρωκτική σεξουαλική οργάνωση. Η «νεύρωση της νοικοκυράς» αρχικά, εκείνης που χωρίς σταματημό κυνηγάει την βρωμιά, ανελέητη απέναντι στον κάθε λεκέ. Το ανθηρό εμπόριο απορρυπαντικών και άλλων προϊόντων καθαριότητας στηρίζεται σε μια στέρεη ασυνείδητη απαίτηση. Άλλη μορφή εκείνη του «γέρικου δράκου»: όταν, με το γύρισμα των χρόνων, ο σαδιστικός-πρωκτικός ερωτισμός ανακτά τα δικαιώματα του μετά την εγκατάλειψη της γενετήσιας λειτουργίας. Η «χαριτωμένη κοπέλα, αγαπησιάρα σύζυγος, στοργική μητέρα» παραχωρεί το βήμα στην φοβερή μέγαιρα: «ερειστική, ενοχλητική, καυγατζού»88, κλπ. Να πρέπει κανείς να διευκρινίσει ότι η πρωκτικότητα δεν είναι ειδικά γυναικεία και πως μορφοποιεί επίσης τον χαρακτήρα των ανδρών, στο ψυχαναγκαστικό πρότυπο του Γκραντέ του Μπαλζάκ, για παράδειγμα, και πολλών άλλων. 3.Η διεισδυτική σαγήνευση._ «Η αφύπνιση του κόλπου για την πλήρη σεξουαλική του λειτουργία εξαρτάται ολοκληρωτικά από την δραστηριότητα του άνδρα. » Αυτή η φράση της Χέλεν Ντόϋτς (Helen Deutsch) ωθεί στα άκρα την φροϋδική ιδέα μιας όψιμης ανακάλυψης του κόλπου. Αν κανείς την εννοήσει κατά λέξη, δεν είναι την εφηβεία που πρέπει να περιμένει αλλά την πρώτη συνουσία! Πέρα από αυτό που η αφέλεια αυτής της έκφρασης οφείλει στην απώθηση, μπορεί ωστόσο κανείς να αναρωτηθεί για το μέρος αλήθειας που 87
Janine Chasseguet-Smirgel,La culpabilité féminine (Το αίσθημα ενοχής στην γυναίκα) Maria Torok, L’envie du pénis(Ο φθόνος του πέους) in La sexualité féminine (Η γυναικεία σεξουαλικότητα), Janine Chasseguet-Smirgel, C. Luquet-Parat, B. Grunberger, J. MCDougall, Maria Torok, C. David, PB Payot, 1964 88 La disposition à la névrose obsessionnelle, 1913, in Névrose, psychose, perversion (Η προδιάθεση για ψυχαναγκαστική νεύρωση, 1913, στο Νεύρωση, ψύχωση, διαστροφή), αναφ. έργο, σελ. 195
52
περιέχει. Στο κείμενο («Κάποιος δέρνει ένα παιδί») όπου ο Φρόϋδ πηγαίνει όσο γίνεται μακρύτερα στην σύλληψη μιας καθαρά γυναικείας παιδικής σεξουαλικότητας, εκεί όπου αναφέρει την προσδοκία της λίμπιντο του μικρού κοριτσιού που συνοδεύει μια προαίσθηση των τελικών σεξουαλικών σκοπών και μια διέγερση των γεννητικών οργάνων, εισάγει ένα στοιχείο αποφασιστικής σημασίας. Ο πατέρας μέσα στην φαντασίωση, εκείνος που δέρνει και πιο ασυνείδητα διεισδύει, έρχεται μετά από τον πατέρα που γοητεύει: εκείνον «που έκανε τα πάντα για να κερδίσει την αγάπη» του μικρού του κοριτσιού. Εκείνος ο πατέρας δεν είναι ο κακός διεστραμμένος που ο Φρόϋδ των ετών 1895 αποκάλυπτε πίσω από την υστερική νεύρωση. Αλλά είναι ο πατέρας (οιδιπόδειος) του μικρού κοριτσιού. Η σαγήνη του είναι εκείνη της αγάπης που έχει για το παιδί. Οι ασυνείδητες φαντασιώσεις του πατέρα, γενετήσιες φαντασιώσεις ενός σεξουαλικά ενήλικου, δεν μπορούν να μην αφήσουν ίχνη στην ψυχοσωματική οντότητα του παιδιού. Συνεισφέρουν στην ύπαρξη για το κορίτσι του κόλπου, της νοητικής του παράστασης και της διέγερσης του, ακόμη και αν θα έπρεπε να δεχτούμε ότι αυτή η εγγραφή είναι ασαφής και δυσνόητη. Αναφέραμε προηγούμενα τον ρόλο που παίζουν για την γένεση της ερωτογένειας του κόλπου τα ρυθμικά τινάγματα που επιβάλλονται στο σώμα. Θα πρέπει να προστεθεί και να προηγηθεί ο ασυνείδητος ρόλος εκείνου που δίνει τον ρυθμό, που τόσο του αρέσει να κάνει το κοριτσάκι του να χοροπηδάει στα γόνατα του, να την πετάει στον αέρα για να την ξαναπιάσει. Η ιδέα πως το άνοιγμα του σώματος δημιουργείται μόνο από την βίαιη διείσδυση του πέους συναντάται συχνά στα όνειρα γυναικών, όνειρο μαχαιριάς ή δαγκώματος φιδιού, για παράδειγμα. Όσο και μια τέτοια νοητική παράσταση να είναι φαντασιακή, είναι αναμφίβολα πλησιέστερη στην αλήθεια του γυναικείου σεξουαλικού από μια ανατομική περιγραφή, Ο πίνακας που έχει σκιαγραφηθεί από τον Φρόϋδ, μερικά εν αγνοία του, συγκεντρώνει συγκροτημένα οιδιπόδεια πρόσωπα, τον πατέρα και την μικρή του κόρη. Η προσφορά της Μ. Κλάϊν επιτρέπει ταυτόχρονα την μετατόπιση του σεναρίου προς τα πίσω και την τροποποίηση των όρων: το πέος-στήθος και το στόμα-πρωκτός-κόλπος είναι εκεί, στο ασυνείδητο, πολύ πριν το τελικό ζευγάρι. 2._Παθητικότητα και μαζοχισμός Στην γυναίκα ο Γιαχβέ Ελοχίμ είπε: «πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου, εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σε κυριεύσει» (Γένεση 3, 16). Αυτό είναι η υπόσχεση πεπρωμένου για εκείνη εξαιτίας της οποίας άνοιξαν τα μάτια ανακαλύπτοντας το ξεγυμνωμένο σεξουαλικό σώμα. Δεν υπάρχει θέμα σαν αυτό των σχέσεων ανάμεσα στον μαζοχισμό και την θηλυκότητα τόσο κατάφορτο από την συσσώρευση χιλιετηρίδων μύθων, πεποιθήσεων, προκαταλήψεων. Η Ηθική και η Φύση συνδυάζουν «ευχαρίστως» τα αποτελέσματα τους, τα βάσανα του σώματος καθορίζουν την τιμή της πτώσης: από την έμμηνη ρύση έως τον τοκετό, περνώντας από την εκπαρθένευση, όταν δεν προστίθενται, όπως σε άλλους τόπους, ο αγκτηριασμός ή η εκτομή... «η γυναίκα δεν είναι μόνο μια άρρωστη, γράφει ο Μισελέ (Michelet), αλλά μια λαβωμένη. Υφίσταται ακατάπαυστα την αιώνια λαβωματιά του έρωτα». Μπορεί κανείς να καταλάβει πως η Μαρία Βοναπάρτη αισθάνθηκε υποχρεωμένη να διευκρινίσει, με απολαυστική αφέλεια: «Η κανονική κολπική συνουσία δεν πονά την γυναίκα, εντελώς το αντίθετο. » Ο σύμπλοκος χαρακτήρας μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης των σχέσεων ανάμεσα στην θηλυκότητα και τον μαζοχισμό δεν οφείλεται μονάχα στην αφθονία αυτών των συλλογικών νοητικών παραστάσεων και στην δυσκολία να απεμπλακεί κανείς από αυτές. Έχει μια άλλη πηγή: την ανδρική συνεισφορά στον γυναικείο μαζοχισμό. «Αυτός σε κυριεύσει», λέει η Γένεση. Γυναικεία οδύνη και ανδρική κυριαρχία σχηματίζουν ένα αρχαίο ζεύγος, που παραπέμπει στο άγχος ευνουχισμού των ανδρών, και στον τρόπο τους να το αντιμετωπίζουν...
53
απαιτώντας από το άλλο φύλο, το «αδύναμο», να αντιπροσωπεύει αυτό μόνο του την λαβωματιά. Δεν θα έπρεπε ωστόσο αυτές οι διαπιστώσεις να μετατρέψουν το ζήτημα σε ταμπού, όπως αυτό κάποτε συνέβη, καταδικάζοντας προκαταβολικά κάθε θεώρηση των ασυνείδητων σχέσεων της θηλυκότητας και του μαζοχισμού. Αν το θέμα μπορεί να προσεγγιστεί ξανά, αυτό περνά από την προκαταρκτική ανάλυση μιας ψυχοσεξουαλικής έννοιας τόσο θεμελιακής όσο και δύσκολης να διευκρινιστεί: της παθητικότητας. 1.Οι παθητικότητες._ Σε έναν κόσμο που διακρίνει τον «ενεργό πληθυσμό» και τους άλλους δεν είναι καλό να διατηρεί κανείς προνομιακή σχέση με την παθητικότητα. Σε αυτό το ιδεολογικό εμπόδιο προστίθεται μια δυσκολία που έχει κληρονομηθεί από την φαλλοκεντρική φροϋδική θεωρία: η ταύτιση της παθητικότητας με την αδράνεια. Είναι ένα κοριτσάκι απογοητευμένο, νικημένο, που επαφίεται στον πατέρα. Η παθητικότητα της σε σχέση με το νέο αντικείμενο δεν είναι παρά ένας τρόπος για να αποδεχτεί τον ευνουχισμό: παθητική μην μπορώντας να είναι ενεργητική, μην μπορώντας να το κατέχει. Η παθητικότητα αυτού του μικρού κοριτσιού δείχνει λιγότερο μια σεξουαλική θέση και περισσότερο την εγκατάλειψη της σεξουαλικότητας ή την απώθηση της: «Η ατροφία του πέους [αυτή η κλειτορίδα που δεν θέλει να μεγαλώσει] διευκολύνει την μετατροπή των άμεσα σεξουαλικών της τάσεων σε τάσεις στοργής που έχουν ανασταλεί όσον αφορά τον σκοπό.»89 Παθητική, ευνουχισμένη, ανεσταλμένη... με τον πήχη του φαλλού πρωτοκάθεδρου, οι όροι αυτοί είναι ισοδύναμοι. Τι σεξουαλική ζωή να περιμένει μετά από τέτοια προγραμματική δήλωση αν όχι την ψυχρότητα; Στο περιθώριο του φαλλικού άξονα, υπάρχουν ωστόσο διατυπώσεις του Φρόϋδ που ανοίγουν την οδό προσέγγισης μιας άλλης παθητικότητας, που αυτήν την φορά σχετίζεται με το ορμέμφυτο. Από τον φθόνο του πέους προς την επιθυμία παιδιού-φαλλού, αυτός είναι ο δρόμος που υποτίθεται πως οδηγεί το κορίτσι από την μητέρα στον πατέρα. Το αδύνατο σημείο της κατασκευής δεν ξεφεύγει από τον Φρόϋδ: η διαμετάβαση από τον φθόνο του εξωτερικού πέους προς την επένδυση του εσωτερικού σώματος παραμένει αδιανόητη. Είναι επομένως απαραίτητο να προκαλέσει την παρέμβαση μιας συμπληρωματικής διεργασίας, που όμως παραμένει θεωρητικά απομονωμένη: «Ο προσανατολισμός προς τον πατέρα πραγματοποιείται με την βοήθεια παθητικών τάσεων των ορμρμφύτων.»90 Η παράδοξη έκφραση, «ώση παθητικότητας» συνοψίζει από μόνη της την λογική κατ’αρχήν δυσκολία να διανοηθεί κανείς την παθητικότητα. Ο όρος «παθητικός» προϋποθέτει την πρωτιά ενός «ενεργητικού», ενός δράστη, την πρωτοκαθεδρία του άλλου. Αυτήν την δυσκολία μπορεί να εικονογραφήσει η ευρηματικότητα. Η γυναικεία φαντασίωση, να υποστεί διείσδυση από έναν άνδρα, γνωρίζει άπειρες παραλλαγές, από αυτήν την μεταφορική να καταδιώκεται σε έναν στενό δρόμο, ή ανεβαίνοντας την σκάλα, ως το βάναυσο σενάριο να βιαστεί από έναν εγκληματία που μπήκε με διάρρηξη στο σπίτι, όλες αυτές είναι φαντασιώσεις που μπορεί είτε να αγνοούνται και να στοιχειώνουν τους εφιάλτες ή να μετατρέπονται σε φοβίες, είτε να ανακαλούνται άμεσα για την διεγερτική αξία τους, συνοδεύοντας τον αυνανισμό ή την σεξουαλική πράξη. Η παθητικότητα αυτής που στην σκηνή της φαντασίωσης υποτάσσεται «αντιτίθεται» στην ενεργητικότητα της φαντασίας που αναπτύσσει το ίδιο υποκείμενο κατά την επινόηση της ονειροφαντασίας. Το πέρασμα, από την φαντασίωση στην πραγματοποίηση στην σεξουαλική πράξη, δεν είναι ποτέ απλή αντιγραφή εκτός όταν συμβαίνει μέσα στο φάσμα της διαστροφής. Όμως και εκεί θα χρειαστεί η γυναίκα να αναπτύξει μεγάλη ενεργητικότητα ώστε ο παθητικός στόχος (η απόλαυση της διείσδυσης) να ικανοποιηθεί, ώστε ενδεχόμενα να φέρει τον παρτεναίρ όσο γίνεται πιο κοντά στον ρόλο που του αποδίδεται στην φαντασίωση. Η ιδέα της παθητικότητας του ορμέμφυτου είναι επομένως εκείνη μιας επιθυμητής παθητικότητας, που 89
La disparition du complexe d’Œdipe, OCF P, (Η εξαφάνιση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, Άπαντα Φρόϋδ Παρίσι), τόμος 17, αναφ. έργο, σελ. 33 90 La féminité (Η θηλυκότητα), αναφ. έργο, σελ. 171
54
αναζητείται, πολύ διαφορετική από μια απλή υποταγή-αποδοχή. Εξ άλλου είναι συχνότερα απωθημένη παρά αποδεκτή. Είτε κανείς αναφέρει την ώση της παθητικότητας, είτε τις φαντασιώσεις με παθητικό σκοπό, τοποθετεί τον δεσμό μεταξύ θηλυκότητας και παθητικότητας στο πεδίο της ψυχοσεξουαλικής ζωής, και όχι μόνο στην ανατομική κλίμακα, σε σχέση με την συμπληρωματική διαμόρφωση του πέους και του κόλπου. Η ανατομία, ειδικότερα η γενετήσια, δεν βρίσκεται στην αρχή. Αν είχε εναρκτήρια και θεμελιακή αξία, δεν θα καταλάβαινε κανείς πως ο σεξουαλικός στόχος που δίνει στην γυναίκα (να διεισδυθεί) θα μπορούσε να απωθηθεί (κατά την ομοφυλόφιλη εκλογή αντικειμένου ή την επιλογή της παρθενίας) ή να εξουδετερωθεί (κατά την ψυχρότητα). Η πραγματική διείσδυση του κόλπου από το πέος είναι ένα χρονολογικά όψιμο γεγονός, του οποίου έχει προηγηθεί για μεγάλο διάστημα η φαντασίωση και μια ψυχοσεξουαλικότητα που κυριαρχείται από την σύγκρουση. Η γενετήσια παθητικότητα είναι στην πραγματικότητα η συνέχεια μιας πολύ παλιότερης παθητικότητας, που συνεχίζεται μέσα από την ευχαρίστηση ή τα τραύματα, ανάλογα με τα μοναδικά πεπρωμένα. «Οι πρώτες σεξουαλικές εμπειρίες ή σεξουαλικά χρωματισμένες που το παιδί έχει με την μητέρα του είναι φυσικά παθητικής φύσης.»91. Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι αυτή η φράση έρχεται στον Φρόϋδ σε ένα κείμενο αφιερωμένο στην γυναικεία σεξουαλικότητα. Φυσικά παθητικής φύσης... πίσω από το επίρρημα βρίσκεται η κατάσταση ανημπόριας του βρέφους στην οποία το οδηγεί η προωρότητα του και η εξάρτηση εξάρτησης από τον ενήλικο για την επιβίωση του. Αυτή η πρώτη παθητικότητα προβάλλει λοιπόν, καθώς έδειξε ο Ζ. Λαπλάνς (J. Laplanche)92, την πρωτοκαθεδρία του άλλου (του ενήλικου, γενικά της μητέρας) και, επειδή πρόκειται για σεξουαλική εμπειρία, την πρωτοκαθεδρία του ασυνείδητου στον ενήλικο. Η προωρότητα του βρέφους δεν είναι απλά βιολογική, είναι επίσης ψυχική. Η ικανοποίηση που συνοδεύει τις φροντίδες, επειδή είναι της τάξης της λίμπιντο και όχι μόνο της ανάγκης, υπερβαίνει τις δυνατότητες αφομοίωσης του παιδιού, και αυτό για πολύ καιρό. Είναι πάντα παραπάνω. Καθένας έχει γνωρίσει, σαν θεατής ή πρωτεργάτης, το θέαμα του (ήδη μεγάλου) παιδιού που απευθύνει στον ενήλικο που το έχει διεγείρει το «κι άλλο, κι άλλο...» που δεν έχει ποτέ τέλος, παρά με την ξυλιά στον ποπό και τις αμφισημίες της, εκείνες του «κάποιος δέρνει ένα παιδί». Την παθητικότητα του βρέφους απέναντι στον ενήλικο διαδέχεται εκείνη, η εσωτερική αυτή τη φορά, του εγώ απέναντι στο «κι άλλο» της απαίτησης του ορμέμφυτου. Ένας από τους ουσιαστικούς τρόπους αφομοίωσης από τον παιδικό ψυχισμό αυτής της διέγερσης που υπερχειλίζει είναι ο μετασχηματισμός των παθητικών εμπειριών σε ενεργητικότητα, ειδικότερα μέσα από το παιχνίδι, όπως στο διάσημο φροϋδικό παράδειγμα του παιδιού με την κουβαρίστρα93. Σε αυτόν τον μετασχηματισμό, οι διεργασίες ταύτισης του παιδιού με τον ενήλικο, παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Η σεξουαλική ζωή δείχνει πως οι ενεργητικοί και παθητικοί στόχοι ανταλλάσσονται εύκολα μεταξύ τους. Αυτή η αμοιβαιότητα δεν πρέπει ωστόσο να αποκρύπτει την πρωτόγονη διάσταση της παθητικότητας από την άποψη του ασυνείδητου. Οι διορατικοί Ρωμαίοι κήνσορες κατάγγελλαν την παθητικότητα στον έρωτα ως καθεαυτό αναισχυντία. Σύμφωνα με την δικιά μας υπόθεση, ο γυναικείος γενετήσιος στόχος, η παθητική διείσδυση (ή η εξευγενισμένη, «ενεργοποιημένη» της εκδοχή, η υποδοχή), συνεχίζει τους πιο αρχαίους τρόπους ικανοποίησης της λίμπιντο. Ας προσθέσουμε πως ανάμεσα στην γυναίκα που έχει διεισδύσει ο άνδρας και στο βρέφος που έχει «διαρρήξει» η αγάπη του ενήλικου, η σχέση δεν είναι απλής αναλογίας: είναι επιλεκτικά από τα στόμια του σώματος (στοματικό, πρωκτικό, ουρο-γεννητικό) που διεισδύει η αγάπη/φροντίδα. 91
Sur la sexualité féminine (Για την γυναικεία σεξουαλικότητα), αναφ. έργο, σελ. 149 Πρβλ Nouveaux fondements pour la psychanalyse (Καινούργια θεμέλια για την ψυχανάλυση), PUF, 1987 93 Au-delà du principe de plaisir, 1920, in Essais de psychanalyse (Πέρα από την αρχή της ηδονής, 1920, στο, Δοκίμια ψυχανάλυσης), PB, Payot. 92
55
Ανάμεσα στο βρέφος που λαμβάνεται ως «υποκατάστατο ενός καθ’ολοκληρία σεξουαλικού αντικειμένου» και που απολαμβάνει παθητικά, και την κατοπινή γυναικεία ικανοποίηση (να απολαμβάνει αυτό που διεισδύει στο εσωτερικό), η επικάλυψη είναι ταυτόχρονα δομική, μέσα από την ταυτότητα της θέσης, και εμπειρική, μέσα από την αλληλοδιαδοχή των στομίων: στόμα , πρωκτός, κόλπος. Αυτή η συγγένεια ανάμεσα στους όρους ευχαρίστησης είναι επίσης συγγένεια ως προς το τραύμα. Η σεξουαλική εμπειρία του βρέφους ξεπερνάει πλατιά αυτό που είναι σε θέση να υποδεχτεί, διαρρηγνύει το σώμα και τον ψυχισμό. Η γυναικεία γενετήσια θέση συσχετίζει επίσης απόλαυση και διάρρηξη. Το ότι η σεξουαλική ζωή της γυναίκας ανατρέπεται προς την μια ή την άλλη πλευρά, ή το ότι διατηρεί δεσμούς και με τις δυο, τουλάχιστον μέσα από την φαντασίωση, είναι ατομική υπόθεση, όμως μπορεί κανείς να καταλάβει πως ένα σχεδόν αναπότρεπτο σύμπτωμα ψυχρότητας προηγείται της πρόσβασης στην γενετήσια σεξουαλικότητα. Σύμφωνα με μια διατύπωση του Φρόϋδ που παρέμεινε ελλειπτική, το θηλυκό στοιχείο αποτελεί το «κατ’εξοχήν απωθημένο». Πράγματι, επειδή το αγόρι καλείται να συναντήσει μια ενεργητική γενετήσια στάση, η ψυχοσεξουαλική του εξέλιξη το κάνει να ακολουθήσει μια κίνηση αποστασιοποίησης-επεξεργασίας της πρωτόγονης παθητικότητας. Η γυναικεία θέση, αντίθετα, με δεδομένη της σχέσης που διατηρεί με την πρωταρχική παθητικότητα και τις υπερβολές της, δεν ζητά παρά την απώθηση. «Να απολαμβάνει όταν κάποιος την διεισδύει»... όταν αυτός ο στόχος έχει επιτευχθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει πάντα, αυτό γίνεται στο τέρμα ενός δρόμου που δύσκολα διανύθηκε. Όμως ας γίνει έτσι, και ο άνδρας, ή και η ίδια η γυναίκα, θα είναι πανέτοιμος να μοιραστεί την άποψη του Τειρεσία. 2.Θηλυκότητα και μαζοχισμός. _ Ο μαζοχισμός δεν έχει καλύτερη δημόσια εικόνα από την παθητικότητα. Όσον αφορά τον ψυχαναλυτή, αυτός έχει καλούς λόγους για να μην επαναλαμβάνει τις γνωστές κοινοτυπίες, ακόμη και αν συχνά έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόπο που ο μαζοχισμός αντιτίθεται στην δυναμική της θεραπείας. Η ικανότητα του ανθρώπινου υποκειμένου να αντλεί ικανοποίηση από τον πόνο είναι χωρίς καμία αμφιβολία ένα από τα ουσιαστικά του πλούτη, με το οποίο συνεισφέρει σε όλη την διάρκεια των δοκιμασιών της ζωής από την πρώτη έως την τρίτη ηλικία. Οι ίδιες οι περιπτώσεις διαστροφικού μαζοχισμού, παρά το καταστρεπτικό δυναμικό τους, επιβεβαιώνουν την παραπάνω πρόταση. Οι έρευνες του Στόλερ (Stoller), πάνω σε αυτό το θέμα, έχουν δείξει πως στην απαρχή του, κάποτε τρομακτικού, ενήλικου μαζοχιστικού σεναρίου, βρίσκει κανείς συχνά μια πολύ οδυνηρή εμπειρία της παιδικής ηλικίας που δεν ήταν υποφερτή παρά μόνο μέσα από την ερωτική της μετουσίωση94. Αναμφίβολα το αποτέλεσμα είναι μια αλλοτριωτική καθήλωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις επικίνδυνη, ακόμη και για την ίδια τη ζωή, όμως ας μην ξεχνάμε τον αντίστροφο, ψυχικά ζωτικό της ρόλο. Μια άλλη θεώρηση καλεί να θεωρήσουμε τον μαζοχισμό με ελεύθερη από προκαταλήψεις οπτική γωνία. Το μαζοχιστικό στοιχείο κρατάει από τα θεμέλια της ίδιας της ψυχοσεξουαλικής ζωής, από την συγκρότηση του ασυνείδητου, αντί να είναι η απλή μετεξέλιξη κάποιου παθολογικού πεπρωμένου. Το παιδί που φωνάζει «κι άλλο, κι άλλο», τι ζητάει; Ένα κέρδος ευχαρίστησης ή την απάλυνση ενός πόνου; Τα δυο μπερδεύονται αξεδιάλυτα, πριν ακόμη πέσει η ξυλιά του τέλους, για την οποία γνωρίζουμε, τουλάχιστον από τις Εξομολογήσεις (Confessions) του Ζ.-Ζ. Ρουσώ (J.-J. Rousseau) πόσο τα συγχέει. Ο Ζ. Λαπλάνς (J. Laplanche) προέκτεινε την φροϋδική ιδέα ενός πρωταρχικού μαζοχισμού με αφετηρία την θεωρία της αποπλάνησης, σε αντίθεση άρα με μια ερμηνεία με φυσιολογικούς όρους. Ο μαζοχισμός προϋποθέτει τον συνδυασμό ενός πόνου που γεννιέται από μια διάρρηξη του ορίου του σώματος, του ορίου του εγώ, και μιας σεξουαλικής διέγερσης. Επειδή οπωσδήποτε υπερβαίνει τις δυνατότητες αφομοίωσης του μικρούτσικου 94
XSM, Nouvelle Revue de psychanalyse (XSM, Νέα επιθεώρηση ψυχανάλυσης), n° 43, Gallimard, 1991
56
παιδιού, η σαγηνευτική παρέμβαση του ενήλικου, πρόκειται πάντα μόνο για αγάπη ανάμικτη με φροντίδες, συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά «το στοιχείο διάρρηξης που χαρακτηρίζει έναν πόνο»95 Αυτός ο χρόνος μηδέν του μαζοχισμού ακολουθείται από μια στιγμή που δεν είναι λιγότερο πρωταρχική αλλά που εντοπίζεται σε μια και μόνη ψυχική σκηνή, εκείνη του παιδιού. Αυτή η στιγμή είναι της απώθησης, του παραμερισμού των νοητικών παραστάσεων και της συνοδού διέγερσης που η ψυχοσωματική οντότητα του παιδιού δεν μπορεί να ελέγξει. Απέναντι σε αυτό το πραγματικό εσωτερικό ξένο σώμα που είναι η ασυνείδητη παράσταση, «το εγώ είναι παθητικό, σε συνεχεί κίνδυνο να υποκύψει στη διάρρηξη». Η ίδια η έννοια της απαράδεκτης νοητικής παράστασης, στην οποία έχουμε επιμείνει, περιλαμβάνει το στοιχείο ενός πόνου. Η εσωτερική επιβουλή κατά των ορίων του εγώ, η επίθεση του ορμέμφυτου, συνεχίζει έτσι την εισβολή της σεξουαλικότητας του ενήλικου. Είναι ορατό πως αν εννοηθεί έτσι, ο μαζοχισμός παραπέμπει στον διχασμό που συγκροτεί το ίδιο το ασυνείδητο, στη τραυματική, επώδυνη απειλή που σοβεί πάνω στον ψυχισμό η επιστροφή του απωθημένου. Βρισκόμαστε ακόμη μακριά από μια μαζοχιστική οργάνωση της λίμπιντο, ή πιο απλά. Από τον τρόπο με τον οποίο το μαζοχιστικό συστατικό μπερδεύεται στην ψυχοσεξουαλική ζωή του καθενός. Είναι δυνατό η θηλυκότητα να αποτελεί έναν αποφασιστικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα διαφορετικά αυτά επίπεδα. Ο μαζοχισμός στην σεξουαλική ζωή των γυναικών δεν επιτρέπει την αναγωγή του στην μονάδα εφόσον αντλεί από διαφορετικές ασυνείδητες πηγές. Οι θεωρητικές παραλλαγές πάνω στο θέμα συνηγορούν για αυτό. Ας πάρουμε τις συλλήψεις της Κ. Χόρνεϋ και της Μ. Κλάϊν. Η ψυχογένεση της θηλυκότητας που προτείνεται συμπεριλαμβάνει την μαζοχιστική συνιστώσα, όχι ως ατύχημα, αλλά ως μέρος της ουσίας της διεργασίας. Η νοητική παράσταση ενός γιγάντιου πατρικού πέους, συνάμα δημιουργού του γυναικείου ανοίγματος και απειλής για το εσωτερικό σώμα, δεν μπορεί να κατοικήσει την φαντασίωση χωρίς στην επιθυμία που εμπνέει να μην μπερδεύεται η οδυνηρή παράσταση κάποιας βίας, ακόμη αν η Κ. Χόρνεϋ «λησμονεί» τις βάσεις της ίδιας της θεωρίας όταν πραγματεύεται τον μαζοχισμό στην γυναίκα, αναφέροντας μονάχα την επίπτωση των κοινωνικο-πολιτισμικών ταυτίσεων96. Ο διχασμός του αντικειμένου-πέους, το γεγονός πως κληρονομεί μετά το στήθος τις προβολές του «κακού», ανοίγουν επίσης στην Μ. Κλάϊν το δρόμο για την προβληματική του μαζοχισμού: είτε η αναζήτηση του «κακού» πέους καθοδηγεί την σεξουαλική ζωή (μέσα από την αναζήτηση ενός σαδιστή παρτεναίρ), είτε η γυναίκα υιοθετεί μια υποτακτική απέναντι στον άνδρα στάση για να προστατευθεί από την δικιά της ευνουχιστική επιθετικότητα. Οι στοχασμοί του Φρόϋδ για το γυναικείο σύμπλεγμα ευνουχισμού παρέχουν επίσης υλικό για την κατανόηση μιας όψης των σχέσεων ανάμεσα στον μαζοχισμό και την θηλυκότητα, αυτήν που αφορά την Λέλια της Ζωρζ Σάνδης (George Sand). Η ταύτιση με την μητέρα υπόσχεται ένα πεπρωμένο όπου δεν θα γίνεται άλλος λόγος να υφίσταται, να είναι κάτω από κυριαρχία. Το μερίδιο ικανοποίησης που αντλεί η γυναίκα από μια τέτοια κατάσταση μένει συχνότερα βαθιά ασυνείδητο και είναι έκδηλα αναγνωρίσιμο μόνο μέσα από τον καταναγκασμό να επαναλαμβάνει σχέσεις του ίδιου είδους, στην συναισθηματική και κοινωνική ζωή της. «Πρέπει πάντα τα πράγματα να πηγαίνουν άσχημα...» Στα πλαίσια της αναλυτικής διάταξης, η μαζοχιστική προδιάθεση τροφοδοτεί την αρνητική θεραπευτική αντίδραση, ιδίως που τίποτε δεν βελτιώνεται. Ο αναλυτής οφείλει να είναι σε αυτό περισσότερο προσεκτικός εφόσον η ίδια η διάταξη της ανάλυσης κινητοποιεί τον μαζοχισμό του ασθενούς. Όπως γράφει η Ζακλίν Κονιέ (Jacqueline Cosnier)97, η παλινδρόμηση 95
Masochisme et théorie de séduction généralisée in La révolution copernicienne (Μαζοχισμός και γενικευμένη θεωρία της αποπλάνησης, στο, Η κοπερνίκεια επανάσταση), Aubier, 1992 96 Le problème du masochisme chez la femme, in La psychologie de la femme (Το πρόβλημα του μαζοχισμού στην γυναίκα, στο Η ψυχολογία της γυναίκας), αναφ, έργο 97 Destins de la féminité (Πεπρωμένα της θηλυκότητας), PUF, 1987, σελ. 88 και ακόλουθες
57
μέσα στην ανάλυση ενεστωτοποιεί το βίωμα ανημπόριας του παιδιού απέναντι στον ενήλικο και συνάμα τις παθητικές (και δυνητικά τραυματικές) ευχαριστήσεις που συνδέονται με αυτό, χωρίς να μιλήσει για τις επιθετικές παραστάσεις εισβολής που εκλύει η αποκάλυψη του ενδόμυχου σε έναν ξένο. Η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά του μαζοχισμού στην αναλυτική διεργασία και στα εμπόδια που της βάζει είναι πάντα ασταθής. Όμως η ανισορροπία είναι εξασφαλισμένη όταν το πλαίσιο υφίσταται τροποποιήσεις που εκτρέπονται όλες προς την αυξημένη υποταγή του αναλυόμενου. Μια ασθενής μιλά για την προηγούμενη ανάλυση της: δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια, συνεδρίες δέκα έως δεκαπέντε λεπτών, μια σπάνια διακοπτόμενη σιωπή του αναλυτή, μόνο για να ρωτήσει ονόματα, μια αίθουσα αναμονής όπου οι ασθενείς συγχρωτίζονται (εξαιτίας του κυμαινόμενου χρόνου συνεδριών) και παρατηρούν ο ένας τον άλλο «σαν μπιμπελό στο ράφι», και πέρα από αυτά ότι άλλο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει από τα λόγια της: η διαχείριση και όχι η ανάλυση της μεταβίβασης (πρόσκληση στις διαλέξεις του αναλυτή). Η έκπληξη απέναντι σε αυτήν την αφήγηση προέρχεται βέβαια από τις περίεργες αυτές πρακτικές, ωστόσο πασίγνωστες, διατυπώνεται όμως ακόμη καλύτερα: πως μπόρεσε να ανεχτεί αυτό για τόσο καιρό; Ο μαζοχισμός και οι ανεξάντλητες εφεδρείες του παρέχουν την απάντηση, όταν «να μην τα βγάλεις πέρα» ανταλλάσσεται με το να μην βγεις από την ανάλυση. Το ότι ο μαζοχισμός στην γυναίκα μπορεί να είναι παράγωγος μιας ταύτισης με το ευνουχισμένο ον, ετούτο δεν είναι διόλου αμφισβητήσιμο, όταν η δυστυχία παραπέμπει στην «δυστυχία να είναι γυναίκα». Όμως ο ορισμός αυτού του μαζοχισμού ως τον μαζοχισμό της γυναίκας, αντίθετα είναι κάτι πολύ συζητήσιμο, όπως είναι συζητήσιμη η αναγωγή της γυναικείας σεξουαλικότητας στην φαλλική λογική.. Δεν είναι τυχαίο πως, συζητώντας ο Φρόϋδ το 1924 για τον γυναικείο μαζοχισμό, ο Φρόϋδ επικαλείται κλινικό υλικό... ανδρικό. Ωστόσο δεν του λείπουν οι περιπτώσεις μαζοχιστριών γυναικών, πέντε χρόνια μετά την συγγραφή του «Κάποιος δέρνει ένα παιδί». Είναι γιατί η ανάλυση της φαντασίωσης στο κείμενο του 1919 αφομοιώνεται δύσκολα από τους όρους της φαλλικής συμβολοποίησης και περιγράφει έναν μαζοχισμό που έχει κοινές διαστάσεις με την γυναικεία γενετήσια θέση: «να δέρνεται» στη θέση του «να συνουσιάζεται». Στην ευθεία γραμμή του «Κάποιος δέρνει ένα παιδί», μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει κάποιες παρατηρήσεις, αξεχώριστες από την προηγούμενη παρουσίαση για την παθητικότητα. «Η γενετήσια οργάνωση είναι που κάνει τον μαζοχισμό ένα χαρακτηριστικό της θηλυκότητας» γράφει η Ζ. Κονιέ (J. Cosnier). Η διατύπωση μας φαίνεται ακριβής, με την συνθήκη ωστόσο να διευκρινιστούν οι όροι. Ο μαζοχισμός, αυτός ο συνδυασμός πόνου και σεξουαλικής διέγερσης, προηγείται από την συγκρότηση της γυναικείας γενετήσιας σεξουαλικότητας, συμπεριλαμβανόμενης και εκείνης βέβαια του μικρού κοριτσιού. Ο πρωταρχικός μαζοχισμός, όπως είδαμε, κρατάει από την αναπόφευκτα τραυματική εισβολή του σεξουαλικού στην ψυχοσωματική οντότητα του παιδιού. Ο πόνος ξεκινάει από την υπερβολή της ευχαρίστησης (ας αφήσουμε κατά μέρος τις παθολογικές ή ατυχείς περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ηθελημένα), εξαιτίας της αδυναμίας του βρέφους να «μεταβολίσει» το παραπάνω της διέγερσης και την υπερβολή της φαντασίωσης. Η εισβολή του σεξουαλικού, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά τις στομιακές οδούς (και για τα δυο φύλα), βρίσκει με κάποιον τρόπο επιβεβαίωση εκ των υστέρωνμέσα από την γυναικεία γενετήσια νοητική παράσταση (ή στον άνδρα μέσα από την πρωκτική ταύτιση). Η διείσδυση του σώματος της είναι για την γυναίκα η συνέχεια των ενθέσεων της παιδικής ηλικίας ανανεώνοντας, σύμφωνα με τις μοναδικές ιστορίες, την ευχαρίστηση ή το τραύμα. Νομίζουμε πως η μεγάλη γενίκευση του συμπτώματος της ψυχρότητας αντλεί από αυτήν την πηγή. Μαζοχισμός και θηλυκότητα στρέφονται και τα δυο προς το «μέσα», η συμπόρευση τους είναι σχεδόν δομική. Αυτήν την στενή σχέση, η Ζακλίν Σεφέρ (Jacqueline Schaeffer) την αναφέρει με ιδιαίτερα ζωντανούς όρους, που επίσης υπογραμμίζουν την γειτνίαση ανάμεσα στις εμπειρίες της γυναικείας απόλαυσης και το άγχος: «Κάθε τι που είναι
58
ανυπόφορο για το εγώ, η παθητικότητα, η απώλεια ελέγχου, η εξάλειψη των ορίων, η εισβολή της διείσδυσης, η κατάχρηση εξουσίας, η απαλλοτρίωση [κάθε φαντασιωτική παράσταση που εγκαλεί το ανδρικό πέος] είναι ακριβώς αυτό που συνεισφέρει στην σεξουαλική απόλαυση (...) Η κατάλυση, με όλες τις έννοιες της λέξης, είναι η συνθήκη της γυναικείας απόλαυσης.»98 Υπό τον όρο ωστόσο, προσθέτει, πως το άγχος ευνουχισμού του άνδρα θα του επιτρέψει να οδηγήσει την σύντροφο του ως εκεί και, ταυτιζόμενος, να περιπλανηθεί μαζί της εκεί μέσα. Ανάμεσα στο εξωτερικό ξένο σώμα που είναι η ασυνείδητη παράσταση του, τις επιθέσεις του ενάντια στα εσωτερικά όρια του εγώ με σκοπό να βρει μια διέξοδο, και το πέος στο εσωτερικό του κόλπου, η σχέση δεν είναι απλά μεταφορική, είναι επίσης σχέση συνέχειας, άλλος ένας τρόπος , πέρα από αυτόν της Μ. Κλάϊν, για την συνάρθρωση του ασυνείδητου, του «μέσα» και του γυναικείου. Μια ασθενής, αναφέροντας τις αντισυλληπτικές της πρακτικές, συσχέτιζε την άρνηση της για το σπιράλ (θα ήταν «να βάλει μέσα της ένα ξένο σώμα») και την εντύπωση που της έδινε το διάφραγμα που χρησιμοποιούσε «πως δεν γινόταν πραγματική διείσδυση» κατά την σεξουαλική σχέση. Αν δεν προσυπογράψουμε τον «γυναικείο μαζοχισμό» στην κατά Φρόϋδ εκδοχή του, θα μπορούσαμε να περιμένουμε από αυτήν την άλλη κατηγορία που προτείνει, τον «ερωτογενή μαζοχισμό», κάποιο φωτισμό που να εμπλουτίζει την ανάλυση της θηλυκότητας; Η έννοια είναι κοντινή σε μια πρωταρχική σύλληψη του μαζοχισμού, έχει όμως το μειονέκτημα πως επιβαρύνεται από κάποιον βιολογισμό, με τον κίνδυνο η ερώτηση μας να αναχθεί η σύνδεση θηλυκότητας και μαζοχισμού σε φαινόμενο της φύσης και έτσι να χαθεί η ψυχοσεξουαλική της καταγωγή. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να υπολογιστεί με μέτρο το σεξολογικό σχόλιο της Τερέζας Μπένεντεκ (Thérèse Benedek) για το οργαστικό βίωμα των γυναικών: «Οι μυϊκές συσπάσεις που κινητοποιούνται κατά την προ-οργαστική ένταση και η οργαστική χαλάρωση, που εκτείνεται πέρα από την μυϊκή σκευή των πυελικών οργάνων έως τους μύες των μηρών και των γλουτών, πιθανώς σχηματίζουν το φυσιολογικό υπόστρωμα του ερωτογενούς μαζοχισμού»99! 3._Γυναικείο άγχος και παρατηρήσεις για τον ναρκισσισμό Οι ανασκευές της αντίληψης για το άγχος από τον Φρόϋδ στο «Αναστολή σύμπτωμα και άγχος» είναι η ευκαιρία για να εξετασθεί ξανά η γενική προβληματική του γυναικείου άγχους. Η πρώτη φροϋδική θεωρία του άγχους απεικονίζεται πιο εύκολα με το κλινικό παράδειγμα της φοβίας. Η επέμβαση της απώθησης αποσυνδέει μια ομάδα ανυπόφορων για την συνείδηση παραστάσεων (συνδεμένων για παράδειγμα με την αιμομικτική επιθυμία) από το συναίσθημα (έρωτας ή μίσος με το αντίστοιχο φορτίο διέγερσης). Η αποσύνδεση του συναισθήματος υποσημαίνει την υπερχείλιση του ψυχισμού, την αδυναμία του να διοχετεύσει την ποσότητα λίμπιντο που ελευθερώνεται με αυτόν τον τρόπο. Αυτή η στιγμή αποσυντονισμού αποτελεί το άγχος καθεαυτό, με την ακολουθία του σωματικών εκδηλώσεων που μπορεί να πιάνουν την κοιλιά, να κόβουν την αναπνοή ή να τρελαίνουν την καρδιά. Κατά την αντίληψη αυτή, το άγχος είναι άγχος απέναντι στην λίμπιντο, απέναντι στον κίνδυνο των ορμέμφυτων, τον εσωτερικό κίνδυνο. Είναι το αποτέλεσμα της κατατρόπωσης του εγώ απέναντι στην εισβολή του απαράδεκτου, του υπερβολικού. Το ψυχικό έργο διασύνδεσης συνίσταται στην εύρεση μιας «αιτίας» για αυτό που μοιάζει χωρίς αντικείμενο. Από την άποψη αυτή, η φοβία αντιπροσωπεύει μια αξιοπρόσεκτη λύση που μεταθέτει τον εσωτερικό κίνδυνο (από τον οποίο η φυγή είναι 98
Horror Feminae, Bulletin de la Société Psychanalytique de Paris (Τρόμος γυναικών, Δελτίο της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισιού), n°28, 1993, σελ. 93 99 La sexualité féminine controversée (Η γυναικεία σεξουαλικότητα μέσα από αντιπαραθέσεις), αναφ. έργο, σελ. 53
59
αδύνατη) προς το εξωτερικό (ευκολότερο να αποφευχθεί). Αυτό ισχύει για την γυναικεία οφιοφοβία, τόσο κοινή και αξιοσημείωτα παγκόσμια: η ανατριχίλα για το φίδι υποκαθιστά την παράσταση του πέους (πατρικού ή μητρικού;) τόσο επιθυμητού και επίφοβου. Ας ανοίξουμε μια παρένθεση για τις τυπικά γυναικείες φοβίες (ποντίκι, κάμπια, αράχνη, κλπ.). Υπάρχει ο κίνδυνος να εφαρμοστεί δε αυτές κάποιος περιοριστικός «ονειροκρίτης». Υπάρχει σίγουρα ένας τυπικός συμβολικός κώδικας, όπως αυτός που συνδέει την αγοραφοβία με την φαντασίωση της εκπόρνευσης. Μάλιστα μερικές φορές προκαλεί μεγάλη κατάπληξη να ακούει κανείς την μια γυναίκα μετά την άλλη να φαντάζονται το ίδιο σενάριο, σχετικά με το μετρό για παράδειγμα: τον φόβο μήπως ο συρμός μπλοκαριστεί στην μέση του τούνελ, και υποστούν επίθεση από έναν άνδρα (ή από όλους τους άνδρες του βαγονιού), χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Όμως η τυπική συμβολική ισοδυναμία μπορεί να μην σχετίζεται, ή να ωθείται στην δεύτερη σειρά. Αν το ποντίκι εύκολα ανακαλείται είναι «γιατί τρυπώνει. παντού ακόμη και στις πιο μικρές οπές». Ωστόσο για συγκεκριμένη ασθενή είναι μέσα από την ασυνείδητη διασύνδεση με την «ποντικομαμή», ανάξια και ενοχλητική γυναίκα, που δομείται ο φόβος της. Ισχύει για τις φοβικές παραστάσεις ότι και για τα όνειρα, το νόημα τους δεν παρέχεται έξω από την ερμηνεία των συσχετίσεων που προκαλούν. Παραμένοντας στο πλαίσιο της πρώτης θεωρίας του άγχους, τα κλινικά πρότυπα της υστερίας μετατροπής και της αγχώδους νεύρωσης είναι επίσης ενδιαφέροντα σε σχέση με την θηλυκότητα. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική σύγκρουση (ανάμεσα στην τάση της λίμπιντο και σε αυτό που το εγώ μπορεί να αντέξει) συμβολίζεται μέσα από σωματικά συμπτώματα, με επίσης κλασσικά σχήματα, ειδικότερα την μετατόπιση από κάτω προς τα πάνω, από το γενετήσιο προς το στοματικό: «κόμπος» στον φάρυγγα, υστερικός εμετός, κλπ. Στην δεύτερη περίπτωση, το άγχος επίσης μεταβαίνει προς το σώμα, αλλά με ακατέργαστη μορφή, μη συμβολοποιημένη, παρόμοια με την ψυχοσωματική αναστάτωση. Ένα από τα ερωτήματα που θέτει το γυναικείο άγχος είναι ακριβώς η προδιάθεση του να περνάει στο σώμα, να μεταφράζεται σε σωματικά συμπτώματα ή σε οργανικές αρρώστιες. Η δεύτερη θεωρία του Φρόϋδ, εκείνη που είναι στο επίκεντρο του «Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος», επιτελεί μια ριζική μετατόπιση: η πηγή του κινδύνου στην οποία απαντά το άγχος δεν είναι πια εσωτερική (λίμπιντο μη συνδεμένη με παραστάσεις ), αλλά εξωτερική. Το άγχος, τελικά, είναι πάντα άγχος απέναντι σε έναν πραγματικό κίνδυνο, για παράδειγμα εκείνον του ευνουχισμού, ακόμη και αν η «πραγματικότητα» του στηρίζεται μονάχα στην πεποίθηση του αγοριού. Ενώ το άγχος ευνουχισμού γίνεται το πρότυπο κάθε άγχους (τοποθέτηση που απεικονίζεται από την ανδρική κλινική εμπειρία: ο μικρός Χανς, ο Άνθρωπος με τους λύκους), το εγώ αποκτά σημασία που δεν έχει αλλού στον Φρόϋδ. Αναλογίζεται κανείς την θέση, που θα υποστηρίξει η Μ. Κλάϊν, μιας συγγένειας στο ασυνείδητο ανάμεσα στο εγώ και στο αντικείμενο-πέος. Η ίδια μετακίνηση που κάνει τον Φρόϋδ να παραχωρεί όλο και μεγαλύτερη θέση στην πρωτοκαθεδρία του φαλλού τον οδηγεί στην αντίληψη πως το άγχος ευνουχισμού είναι το άγχος κατ’εξοχήν. Και οι γυναίκες; Το «εμπόδιο» που αποτελούν για την θεωρητικοποίηση οδηγεί τον Φρόϋδ σε μια επανεξέταση αυτού που μόλις θεμελίωσε. Ο ευνουχισμός απειλεί το πέος και τα υποκατάστατα του, τίποτε άλλο. Κατ’αντιστοιχία, δεν θα μπορούσε να υπάρξει άγχος ευνουχισμού στις γυναίκες αλλά, όπως είδαμε, μόνο «σύμπλεγμα». Αφού οι γυναίκες δεν υπόκεινται λιγότερο στο άγχος από ότι οι άνδρες (μάλλον περισσότερο θα σκεπτόταν ο Φρόϋδ, ποια μπορεί να είναι η πηγή του; Αυτή η στιγμή δισταγμού, από την οποία είπαμε πως επωφελήθηκε η Μ. Κλάϊν, δημιουργεί την προϋπόθεση για μια ιδιαίτερα πλούσια θεωρητική ανάπτυξη που οδηγεί τον Φρόϋδ να επαναφέρει το «μέσα», την εσωτερική επίθεση του ορμέμφυτου, την τραυματική διάρρηξη των ορίων του εγώ, και ταυτόχρονα να αναγνωρίσει στο γυναικείο άγχος μια μορφή άγχους στοιχειώδη σε σχέση, με την επεξεργασμένη που είναι το άγχος ευνουχισμού. Άρα αναστροφή προοπτικής. Δεν είναι τυχαίο αν αυτό το ερώτημα του
60
γυναικείου άγχους απουσιάζει από τα δυο (φαλλοκεντρικά) άρθρα που ο Φρόϋδ αφιερώνει στην γυναικεία σεξουαλικότητα. Πριν παρουσιάσουμε την τελευταία αυτή φροϋδική θεωρητική ανάπτυξη, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ορισμένες έννοιες. Τα άγχη των γυναικών που αναφέρονται στο εσωτερικό σώμα αφορούν τα γεννητικά όργανα και τον φόβο βλάβης των, που, για παράδειγμα, εκφράζεται από την ανησυχία μήπως έχουν έναν καρκίνο της μήτρας. Ένα όχι αμελητέο μέρος της πελατείας των γυναικολόγων στηρίζεται στην χρονιότητα τέτοιων ειδών άγχους. Για να αναλυθούν τα παραπάνω άγχη, έχουμε δείξει την ύπαρξη δυο κυρίως δρόμων εξερεύνησης: ο ένας οδηγεί στο πατρικό μορφοείδωλο και τις διαρρήξεις που προκαλεί, ο άλλος στο μητρικό μορφοείδωλο και τα αντίποινα του. Γιατί να μην ονομαστούν «άγχος ευνουχισμού», όπως γίνεται από πολλούς συγγραφείς; Ο κίνδυνος είναι πολύ απλά η σύγχυση, μέσα από το ίδιο όνομα, πολύ διαφορετικών μεταξύ των ψυχικών σχηματισμών. Το άγχος ευνουχισμού (του πέους), όσο βασανιστικό και αν είναι, εκπληρώνει συνάμα έναν ουσιαστικό ρόλο συμβολοποίησης: περιχαρακώνει τον διατρεχόμενο κίνδυνο. Προτείνει μια νοητική παράσταση του κινδύνου για το άγχος απέναντι στην αιμομικτική λίμπιντο και στην πατρική απειλή, που αυτά δεν περικλείουν κάποιο όριο. Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτήν την στιγμή αυτοευνουχισμού του άνδρα που είναι το ερωτικό «φιάσκο», στα σίγουρα εμπειρία οδυνηρή, που όμως όταν η ανάλυση του είναι επιτρεπτή, αποκαλύπτει πως το ξεφούσκωμα είναι πάντα μια συνετή οπισθοχώρηση απέναντι σε έναν κίνδυνο που, όσο και να είναι εσωτερικός, ασυνείδητος, φαντασιακός, δεν είναι λιγότερο επίφοβος για τον ψυχισμό, και που συχνά παραπέμπει σε μια υπερβολική εγγύτητα με την αισθησιακή μητέρα. Δεν είναι εξ άλλου δύσκολο να καθοριστεί, σε αυτήν την περίπτωση, ποιος είναι πιο αγχωμένος: ο καταπτοημένος άνδρας ή η γυναίκα που ξαναθυμάται απότομα την πρωτοκαθεδρία του άλλου και που βιώνει σαν ναρκισσική λαβωματιά την πτώση της επιθυμίας στον σύντροφο της; Το άγχος της γυναίκας απέναντι στις βλάβες που μπορεί να προκληθούν στα γεννητικά της όργανα δεν παρουσιάζει καθόλου τις ίδιες, με το άγχος ευνουχισμού, ιδιότητες συμβολοποίησης. Το γυναικείο εσωτερικό, αόρατο, με ασαφή όρια, με μη ελέγξιμες ζημιές, όποιες ανατομικές γνώσεις και να διαθέτουμε – η ανάλυση δείχνει πως οι γυναίκες γυναικολόγοι δεν είναι προστατευμένες – δεν είναι , όπως ο φαλλός, έτοιμο μα μπει στην συμβολική αλυσίδα. Το ανδρικό άγχος ευνουχισμού και η συνεργία που διατηρεί με το πατρικό υπερεγώ, κοινωνικό (εκδοχή κατά Φρόϋδ), παίζει αποφασιστικό ρόλο στην διεργασία μετουσίωσης, στροφής του ορμέμφυτου προς μη σεξουαλικές δραστηριότητες. Τα γυναικεία άγχη που αφορούν το εσωτερικό σώμα, αν και αναμφίβολα οδηγούν σε μια εμβάθυνση της εσωτερικότητας – η ψυχανάλυση είναι έτοιμη να συνηγορήσει για αυτό, αλλά επίσης η λογοτεχνία, από την Μαντάμ ντε Λαφαγέτ (Mme de Lafayette) στην Μαργκερίτ Ντυράς (Margueritte Duras), από την πριγκίπισσα Ντε Κλεβ (princesse de Clèves) στην Λολ Β. Στάϊν (Lol V. Stein) – βρίσκουν πιο εύκολα διέξοδο στην παλινδρόμηση, της ποίας το φάσμα, από το σοβαρό στο ελαφρύ, είναι σχεδόν ατελείωτο. Από την υστερεκτομή έως την κρίση καταναγκαστικής υπερφαγίας. Δεν είναι σπάνιο να βλέπει κανείς να επανεμφανίζεται, στους κόλπους της ίδιας της ψυχαναλυτικής θεωρίας, το παλιό όνειρο συμμετρίας μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Γιατί ο ένας να έχει άγχος ευνουχισμού και όχι ο άλλος; Όποιες διαφωνίες και να έχει κανείς με την φροϋδική θέση, πρέπει να της αναγνωριστεί το παρακάτω μέρος αλήθειας: η ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του άνδρα και της γυναίκας δεν είναι συμμετρική σε σχέση με εκείνην του άλλου φύλου. Το να μεταφραστεί αυτή η ασυμμετρία σε ανισότητα είναι υπόθεση της φαλλικής λογικής. Ένας άλλος τρόπος για να αποκατασταθεί η συμμετρία στο θέμα του άγχους είναι εκείνος της Φρανσουάζ Ντολτό (Francoise Dolto) που γράφει: «Το άγχος βιασμού από τον πατέρα, κατά την οιδιπόδεια ηλικία, είναι για την ανάπτυξη του κοριτσιού ότι το άγχος
61
ευνουχισμού για την ανάπτυξη του αγοριού.»100Εδώ επίσης ο παραλληλισμός φέρνει περισσότερη σύγχυση παρά καθαρότητα. Το οιδιπόδειο άγχος βιασμού είναι αξεχώριστο από την αντίστοιχη επιθυμία, την επιθυμία συνουσίας από τον πατέρα. Αν η επιθυμία παραχωρεί θέση στο άγχος, αυτό βρίσκεται σε σχέση συνάμα με αυτό το υπέρμετρο που γίνεται αντιληπτό από την ενήλικη σεξουαλικότητα, τον σαδισμό του άνδρα κατά την συνουσία-βιασμό, και του φόβου μητρικών αντιποίνων. Αντίθετα το άγχος ευνουχισμού δεν είναι άγχος απέναντι στην επιθυμία ευνουχισμού! Όταν αυτή υπάρχει στην ψυχική σκηνή, σημαίνει πως βρισκόμαστε έξω από το οιδιπόδειο και έξω από την νεύρωση, για παράδειγμα από την πλευρά του διαστροφικού μαζοχισμού, όπου ο ίδιος ο ευνουχισμός περιβάλλεται με τελείως διαφορετικό νόημα. Χάνει κανείς περισσότερα θέλοντας να αποκαταστήσει τον παραλληλισμό παρά προσπαθώντας να ξεχωρίσει αυτό που συνιστά την ετερότητα του ενός φύλου για το άλλο. Σε αυτήν την δεύτερη οδό υπάρχει λοιπόν ο Φρόϋδ, ένας μη φαλλικός Φρόϋδ, που αναγνωρίζει στο άγχος απώλειας της αγάπης του αντικειμένου το κατ’εξοχήν γυναικείο άγχος. Ίσως υπάρχει σε κάθε γυναίκα μια Βερενίκη, «μόνιμο θύμα μιας ανώφελης αγάπης». Ο ψυχαναλυτής δεν είναι ο μόνος που θα ακούσει από την γυναίκα τον τόσο κανονικά επανερχόμενο φόβο μήπως ο άνδρας την αφήσει. Πρέπει να ειπωθεί πως η σημερινή κινητικότητα των ερωτικών σχέσεων πριμοδοτεί αυτό το άγχος. Βέβαια εδώ βρίσκεται η πιο φανερή μα όχι πιο ασήμαντη εκδήλωση του άγχους απώλειας της αγάπης του αντικειμένου. Η κατακράτηση που εξασκεί η μητέρα απέναντι στα ήδη ενήλικα παιδιά της επίσης αντλεί από αυτήν την πηγή: αν υπάρχει τραύμα της γέννησης υπάρχει πρώτα για την μητέρα. Είτε πρόκειται για τον έτοιμο για αναχώρηση άνδρα είτε για το παιδί που πάει να πετάξει με τα δικά του φτερά, το άγχος της γυναίκας, της μητέρας, γνωρίζει σημαντικές παραλλαγές: εγγράφεται είτε σε μια προβληματική οιδιπόδειας αντιπαλότητας (να τον χάνει προς όφελος μιας άλλης), είτε σε μια καταθλιπτική προβληματική (να έχει εγκαταληφθεί). Η μια και η άλλη όψη εκπροσωπούνται μέσα στην μεταβίβαση της ανάλυσης, ιδιαίτερα κατά τα κενά που δημιουργούν οι διακοπές. Το μυστηριώδες ερώτημα είναι βέβαια κανείς να καταλάβει την σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σε ένα τέτοιο άγχος (που δεν αφήνει αλώβητους τους άνδρες ή την θηλυκότητα των ανδρών;) και την θηλυκότητα; Σκέπτεται κανείς «φυσικά», και αναμφίβολα όχι άδικα, την αλλαγή αντικειμένου στην οποία υποχρεώνεται το κορίτσι κατά την παιδική ηλικία, από την μητέρα στον πατέρα. Αλλαγή σημαίνει πρώτα απώλεια: της μητρικής αγάπης, της αγάπης του πρώτου αντικειμένου. Είναι συνηθισμένο οι σχέσεις κόρης και μητέρας να συνδυάζουν κατά βούληση τα πιο παλινδρομημένα σημάδια προσκόλλησης και τις χωρίς τέλος μομφές και παρεξηγήσεις. Ο Φρόϋδ, που αντίστροφα επιμένει στο ότι το άγχος καταπραΰνεται με την στροφή προς τον πατέρα, ανατρέχει παλιότερα από την οιδιπόδεια αλλαγή: στις πηγές της ψυχοσεξουαλικής ζωής, στην κατάσταση ανημπόριας στην οποία βρίσκεται το βρέφος απέναντι στον ενήλικο. Το γυναικείο άγχος απώλειας της αγάπης, γράφει, προεκτείνει το άγχος του βρέφους101 . Και είναι εδώ σημαντικό να μην λησμονηθεί η αρχή της αγάπης, δηλαδή η λίμπιντο. Το άγχος του μικρού παιδιού (μπροστά σε ένα άγνωστο πρόσωπο, στο σκοτάδι, κλπ) δεν εξηγείται από την πραγματική απουσία του αγαπημένου όντος, αλλά από την ανικανότητα του παιδιού να αντιμετωπίσει αυτό που του επιτίθεται από τα μέσα: την ανικανοποίητη λίμπιντο. Η κίνηση της λίμπιντο σε αναζήτηση αντικείμενου αγάπης που δεν βρίσκει, παραχωρεί την θέση στο άγχος. Ας προσθέσουμε μαζί με τον Φρόϋδ πως η απόσταση ανάμεσα στην απαίτηση της λίμπιντο και τις δυνατότητες ικανοποίησης είναι δομική : όσο και αν το στήθος έχει επιστρέψει το στόμα φωνάζει «κι άλλο». Το αντικείμενο αγάπης είναι σαν τέτοιο, ένα χαμένο αντικείμενο. Αναφέρονται κάποτε οι φάλαινες όρκες, στις οποίες το ζευγάρι αν σχηματιστεί ποτέ δεν χωρίζει,
100
Sexualite feminine (Γυναικεία σεξουαλικότητα), Le Livre de poche, σελ. 99 Angoisse et vie pulsionnelle, Nouvelles conferences d’introduction a la psychanalyse (Άγχος και ζωή των ορμέμφυτων, Νέες διαλέξεις εισαγωγής στην ψυχανάλυση), αναφ. έργο, σελ. 119 101
62
με χροιά ανθρωπομορφισμού: τίποτε πάντως δεν είναι πιο απομακρυσμένο από την ανθρώπινη αγάπη από αυτήν την εξίσωση. Ως προς τι το άγχος απώλειας της αγάπης είναι γυναικείο, ποια μυστική συγγένεια συνενώνει το βρέφος και την γυναίκα μέσα στο άγχος; Ο Φρόϋδ δεν απαντά. Η δικιά μας υπόθεση σχετίζεται απευθείας με τις προηγούμενες θεωρήσεις με θέμα την παθητικότητα και την διυποκειμενικότητα: αυτό , κατά την αντίληψη μας, συμβαίνει επειδή γιατί το «διεισδύεσθαι», που χαρακτηρίζει την γυναικεία θέση, βρίσκεται με το «διαρρηγνύεσθαι», που ορίζει το άνοιγμα του παιδιού στην ψυχοσεξουαλική ζωή, σε σχέση αμοιβαίας επικάλυψης. Αυτή η πρώτη θηλυκότητα/παθητικότητα του μικρούτσικου παιδιού (και του αγοριού), μπορεί να χαρακτηρισθεί αν θέλουμε ως προ-θηλυκότητα, με την έννοια πως δεν συμμετέχει και δεν έχει τοποθετηθεί στην διαφορά των φύλων. Η ιδίως θηλυκότητα προϋποθέτει πράγματι να έχει υπάρξει σύνδεση ανάμεσα στην γοητευτική και τραυματική εισβολή, εκείνη που θεμελιώνει την σεξουαλική ζωή, και την διείσδυση από το πατρικό πέος. Σημείωση: Για τον ναρκισσισμό Οι σχέσεις του ναρικσσισμού με την θηλυκότητα δεν υπολείπονται σε πλούτο και πολυπλοκότητα εκείνων της θηλυκότητας με τον μαζοχισμό και το άγχος. Θα περιοριστούμε σε σύντομες παρατηρήσεις. Το εγώ, σημειώνει ο Φρόϋδ, δεν υπάρχει εξαρχής ως ενότητα. Η ιστορία της συγκρότησης του είναι αξεχώριστη από την γένεση του ναρκισσισμού εννοούμενου ως «η ενιαία συνάθροιση του έρωτα του εαυτού για τον εαυτό, ή για την εικόνα του»102. Η διεργασία σχετίζεται ταυτόχρονα με την βιολογική ωρίμανση, με την έννοια της αυξανόμενης αυτονομίας των σωματικών και ψυχικών λειτουργιών και της εσωτερίκευσης της διυποκειμενικής εμπειρίας. Η ταύτιση με την εικόνα του άλλου, η ενδοβολή της σχέσης αγάπης παίζουν αποφασιστικό ρόλο, σε μια στιγμή που γεννιέται η δομή και που ο Λακάν υπόδειξε ως στάδιο του καθρέφτη. Για να «αγαπήσει κανείς τον εαυτό του», πρέπει ψυχικά να είναι δυο, πρέπει η μητέρα που αγαπάει/φροντίζει να έχει γίνει ένα πρόσωπο του ψυχισμού, ένα εσωτερικό αντικείμενο. Η ικανοποιητική επεξεργασία του ναρκισσισμού έχει θέση ουσιαστική Σημείωση: Για τον ναρκισσισμό Οι σχέσεις του ναρικσσισμού με την θηλυκότητα δεν υπολείπονται σε πλούτο και πολυπλοκότητα εκείνων της θηλυκότητας με τον μαζοχισμό και το άγχος. Θα περιοριστούμε εδώ σε σύντομες παρατηρήσεις. Το εγώ, σημειώνει ο Φρόϋδ, δεν υπάρχει εξαρχής ως ενότητα. Η ιστορία της συγκρότησης του είναι αξεχώριστη από την γένεση του ναρκισσισμού εννοούμενου ως «ενοποιητική συμπαράταξη του έρωτα του εαυτού για τον εαυτό, ή για την εικόνα του»103. Η διεργασία σχετίζεται ταυτόχρονα με την βιολογική ωρίμανση, με την έννοια της αυξανόμενης αυτονομίας των σωματικών και ψυχικών λειτουργιών και με την εσωτερίκευση της διυποκειμενικής εμπειρίας. Η ταύτιση με την εικόνα του άλλου, η ενδοβολή της σχέσης αγάπης, παίζουν αποφασιστικό ρόλο, σε μια στιγμή δόμησης που ο Λακάν υπόδειξε ως στάδιο του καθρέφτη. Για να «αγαπήσει κανείς τον εαυτό του», πρέπει ψυχικά να είναι δυο, πρέπει η μητέρα που αγαπάει/φροντίζει να έχει γίνει ένα πρόσωπο του ψυχισμού, ένα εσωτερικό αντικείμενο. Η ικανοποιητική επεξεργασία του ναρκισσισμού έχει ουσιαστική θέση στην διεργασία αποχωρισμού-γένεσης της ατομικότητας του μικρού παιδιού σε σχέση με τον ενήλικο. Κατά ένα μέρος, αποτελεί μια απάντηση στις αναπόφευκτες απογοητεύσεις-ματαιώσεις της αρχής της ζωής των ορμέμφυτων. Αυτές που ονομάζονται «ναρκισσικές παθολογίες» είναι στην πραγματικότητα παθολογίες του ναρκισσισμού, των οποίων η πηγή βρίσκεται στο «όχι 102 103
A. Green, Le complexe de castration (Το σύμπλεγμα ευνουχισμού), αναφ. έργο, σελ. 59 A. Green, Le complexe de castration (Το σύμπλεγμα ευνουχισμού), αναφ. έργο, σελ. 59
63
αρκετά» αλλά και στο «παραπάνω από», στην ανεπάρκεια όπως και στην υπερβολή της μητρικής συνεισφοράς. Το χαρακτηριστικό αυτών των παθολογιών είναι μια κατάσταση εξάρτησης που στη ζωή μεταφράζεται σε διάφορες εθιστικές διεξόδους. Αυτό που για μας έχει σημασία σε σχέση με την θηλυκότητα, είναι αυτή η κίνηση αυτονόμησης, κλεισίματος στον εαυτό, που συνιστά τον ναρκισσισμό, και η λειτουργία προστασίας που εκπληρώνει απέναντι στις επιβουλές που έχουν για αντικείμενο το σχηματιζόμενο εγώ. Όταν αναφέρουν την ανάπτυξη προς την ομορφιά (το σύνολο των σχετικών με την εμφάνιση του σώματος ενασχολήσεων) στο κορίτσι, στη γυναίκα, ο Φρόϋδ και η Μ. Κλάϊν προτείνουν δυο διακριτές ψυχικές αιτιολογίες. Η αναζήτηση της ομορφιάς έρχεται για να αποζημιώσει την γενετήσια ατέλεια, υπογραμμίζει ο Φρόϋδ: το σώμα γίνεται φαλλός αντί να τον κατέχει. Η ομορφιά, σύμφωνα με την Μ. Κλάϊν, είναι μια απάντηση του «έξω» στο «μέσα», το «έξω» επιφορτίζεται να αποκαταστήσει/αποκρύψει τα άγχη που έχουν αντικείμενο το «μέσα». Αντί οι δυο αυτές αντιλήψεις να είναι ανταγωνιστικές, έχουν η καθεμία την ορθότητα της. Η ομορφιά, ή μάλλον η αναζήτηση της, είναι κατά βάθος ένα σύμπτωμα όπως κάθε άλλο και θα ήταν μάταιη η προσπάθεια να αναχθεί σε κάποιο μονοσήμαντο νόημα. Αν οι απόψεις του Φρόϋδ και της Μ. Κλάϊν αποκλίνουν, συναντώνται ωστόσο σε ένα σημείο: αποζημίωση/αποκατάσταση. Σαν να ήταν το κορίτσι, περισσότερο από το αγόρι, εκτεθειμένο στις τραυματικές επιβουλές, κατά συνέπεια περισσότερο κινητοποιημένο από την ναρκισσική λογική της επανόρθωσης. Αυτό που προηγούμενα αναπτύξαμε στο θέμα της παθητικότητας και του άγχους ακολουθεί απόλυτα το ίδιο νόημα. Η ναρκισσική κίνηση κλεισίματος στον εαυτό, αναδίπλωσης της λίμπιντο στο εγώ, οπωσδήποτε παρασύρει περισσότερο το σεξουαλικό ον του οποίου η θέση ορίζεται από το άνοιγμα και την διείσδυση. Ο ναρκισσισμός του μικρούτσικου παιδιού εξελίσσεται ως απάντηση στην διάρρηξη που έχει αντικείμενο το (σωματικό και ψυχικό) εγώ του. Η συνέχεια, που έχει ήδη υπογραμμιστεί, ανάμεσα στο «φυσικά» παθητικό βρέφος και στην γυναικεία θέση παράγει αποτελέσματα και στο πεδίο του ναρκισσισμού. Έχουμε επιμείνει στην σημασία των στομίων ως τόπων των πρώτων ανταλλαγών, τόπων εισβολής/διείσδυσης των φροντίδων και της αγάπης, και ως προδρόμων και υποδειγμάτων του γυναικείου φύλου. Στις θεωρητικές αναπτύξεις του για το εγώ6δέρμα, ο Ντ. Ανζιέ (D. Anzieu) επιμένει στο γεγονός πως οι εισβολές από τα στόμια είναι ανεκτές, και ικανοποιητικές, μόνο όταν συνυπάρχει η βεβαιότητα για τα όρια ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω», όριο που το δέρμα αποτελεί για το σώμα και που το εκπροσωπεί για τον ψυχισμό. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ικανοποίηση από την διείσδυση παρά μόνο αν είναι εξασφαλισμένο το αίσθημα ακεραιότητας του σωματικού περιβλήματος 104. Η κοινή μοίρα των συνόλων: ναρκισσισμός-δέρμα/στόμια-θηλυκότητα θα άξιζε να γίνει μια στάση, θα περιοριστούμε εδώ σε δυο σύντομες απεικονίσεις: η γυναικεία ομοφυλοφιλία με τις οφειλές μιας τέτοιας εκλογής αντικείμένου στις πρώτες επαφές μητέρας-κοριτσιού, με τα δάνεια της από την ναρκισσική λίμπιντο, συνδυάζει την αποφυγή της διείσδυσης και την έντονη επένδυση της ερωτικής αξίας του δέρματος. Αναφέραμε αυτά που χρωστάει ο γυναικολόγος στο γυναικείο άγχος, όμως και ο δερματολόγος δεν αδικείται. Μάλιστα μια ολόκληρη βιομηχανία, φαρμακολογίας και πλαστικής χειρουργικής, στηρίζεται πάνω στην σχέση της γυναίκας της γυναίκας με την πρώτη της ρυτίδα. 4._Όψεις της ήβης και της εφηβείας 104
D. Anzieu, le Moi-peau (Το Εγώ-δέρμα), Dunod, 1985, σελ. 35 και ακόλουθες
64
Στον άνθρωπο, η ήβη, δηλαδή το σύνολο των φυσιολογικών και ανατομικών διεργασιών που συνοδεύουν την ωρίμανση των γεννητικών οργάνων, είναι ένα ιδιαίτερα όψιμο φαινόμενο. Θα έπρεπε να περίμενε κανείς υπομονετικά αυτό που τόσο αργεί, ώστε ο ερχομός του να γινόταν χωρίς πρόσκρουση, χωρίς τραυματισμό. Απέχουμε όμως από κάτι τέτοιο. Η ήβη, όπως η εισβολή του σεξουαλικού στο παιδί, φθάνει πάντα πολύ νωρίς.
65