Θέσεις 1ου Συνεδρίου ΝΑΡ Κεφάλαιο 2 Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εργατική πολιτική στη νέα εποχή βρίσκεται αναγκαστικά στις αρχικές φάσεις διαμόρφωσης και συνειδητοποίησής της. Η εργατική πολιτική δεν προκύπτει σαν αυθαίρετη επιλογή κάποιων πρωτοποριών ή σαν ηθικοπολιτικό αίτημα και σχέδιο για την αποκατάσταση της χαμένης τιμής της αριστεράς. Στηρίζεται στην αντικειμενική διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης της πάλης των τάξεων και προβάλλει σαν δυνατότητα κατανόησης των αντίθετων τάσεων αυτής της εξέλιξης απ’ τη σκοπιά των σύγχρονων εργατικών συμφερόντων. Η αναγκαία, επίμονη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια που απαιτείται για την επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος καθορίζεται τόσο απ’ τους αρνητικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που κληρονομήθηκαν, όσο και απ’ την αντιφατική προοπτική του νέου σταδίου ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας θα κριθούν, όπως πάντα, απ’ τις συνειδητές παρεμβάσεις των ανθρώπων που έχουν συμφέρον να μετασχηματίσουν εκείνες τις πλευρές της σύγχρονης πραγματικότητας που απαιτούν την «κατάργηση της υπάρχουσας κατάστασης». Το ζήτημα δεν είναι η ποσοτική χρονική διάσταση αλλά το βάθος, η έκταση και η ποιότητα των δυνατοτήτων και των δυσκολιών για μια «αντίστροφη κίνηση» στους κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς υπέρ της εργαζόμενης πλειονότητας. Κι αυτό που πρέπει, πρώτα απ’ όλα, ν’ αποφασίσει κανείς είναι με το ποια πλευρά θα «πάει». Γιατί το «επαναστατικά δυνατό» υπάρχει και κρίνεται στο παρόν, είναι πάντα σχετικό και σημαίνει το μέγιστο που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε φάση, σε κάθε εποχή, για την προώθηση της επαναστατικής κίνησης. Η επανάσταση «έχει» για όλες τις εποχές γιατί είναι μια διαρκώς αναπτυσσόμενη διαδικασία, με μεγάλους ποιοτικούς σταθμούς και χωρίς τέλος. 2.1. Οι πραγματικοί συσχετισμοί Μόνο πάνω στη βάση της επαναστατικής «επιλογής» μπορεί το σύγχρονο εργατικό κίνημα να υπολογίζει, όσο γίνεται με νηφαλιότητα, τους συσχετισμούς και τη δυναμική των αντίθετων τάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας, την αληθινή κοινωνικοπολιτική απόσταση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Κι αυτό το κρίσιμο ζήτημα του υπολογισμού του συσχετισμού των δυνάμεων είναι πολύ «πεισματάρικο» και δεν ανέχεται πλασματικές, εικονικές απαντήσεις είτε απ’ τη μια είτε απ’ την άλλη πλευρά. Άλλωστε, το εργατικό κίνημα και οι εργαζόμενοι πλήρωσαν πανάκριβα την κυριαρχία, για πολλές δεκαετίες, τέτοιου είδους πλασματικών απαντήσεων. Απ’ την αυταπάτη για το διαρκώς επικείμενο τέλος του καπιταλισμού ως την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο 1/3 της γης και μέχρι τη μαζική ανάπτυξη των εργατικών και αριστερών κομμάτων και κινημάτων», είχαμε μια αριστερά που επιβεβαιωνόταν συνεχώς μπροστά στον καθρέφτη της ενώ η εργαζόμενη πλειονότητα βούλιαζε, όλο και πιο βαθιά, στο τέλμα της εξάρτησης και της υποταγής στο ζυγό του κεφαλαίου. Όλο αυτό το διάστημα οι δείκτες και τα «νούμερα» της επίσημης αριστεράς και του επίσημου εργατικού κινήματος ευημερούσαν ενώ οι άνθρωποι, οι εργάτες, οι ουσιαστικοί
συσχετισμοί της κοινωνικής χειραφέτησης εξαθλιώνονταν όλο και περισσότερο. Και όταν αυτός ο εικονικός συσχετισμός γκρεμίστηκε με πάταγο, τότε οι ίδιες δυνάμεις της εργατικής εξάρτησης απ’ το κεφάλαιο κήρυξαν το τέλος της επανάστασης, της πάλης των τάξεων, της εργασίας κλπ. Είτε πάλι συνέχιζαν απτόητες να προσαρμόζουν την ιστορία και την πραγματικότητα στο είδωλό τους, με μοναδικό στόχο να καπηλευτούν και να ακρωτηριάσουν ξανά τις νέες τάσεις της εργατικής χειραφέτησης. Το εργατικό κίνημα πρέπει να μάθει να υπολογίζει πάλι απ’ την αρχή το συσχετισμό των δυνάμεων, όχι με βάση το πολιτικό μπόντι-μπίλντιγκ και το μικρομεγαλισμό της επίσημης αριστεράς αλλά με βάση το πραγματικό εκτόπισμα και τη δυναμική των εργατικών αντικαπιταλιστικών τάσεων της εποχής μας. Και όσο είναι κωμικό λάθος να υπολογίζει κανείς τον πραγματικό συσχετισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία με βάση κυρίως το μερίδιο των αριστερών προϊόντων και υποπροϊόντων στην πολιτική αγορά (π.χ., να θεωρεί κανείς ότι στη Ρωσία το 40% του πληθυσμού παλεύει για το σοσιαλισμό), άλλο τόσο και μεγαλύτερο λάθος είναι να στηρίζεται κανείς στους ίδιους δείκτες της πολιτικής βιομηχανίας προκειμένου να εκμηδενίσει την πάλη των τάξεων και να υποβαθμίσει την προοπτική των αντιστάσεων και των διεκδικήσεων απέναντι στο υπάρχον σύστημα. Η εργατική αριστερά είναι, πάνω απ’ όλα, η αντικειμενική τάση χειραφέτησης και σύγκρουσης απέναντι στο κεφάλαιο, που εκδηλώνεται ανισόμετρα αλλά και αναπότρεπτα σ’ όλες τις σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής και των ιδεών, στο βαθμό που στρέφεται στην πράξη (στο ένα ή το άλλο ζήτημα και ιδίως με μια δυναμική γενικότερης αντιπαράθεσης) υπέρ της ουσιαστικής αλλαγής των σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας σε βάρος της αστικής κυριαρχίας. Η εργατική αντικαπιταλιστική αριστερά είναι η αλληλεπίδραση όλων των πολυποίκιλων, αυθόρμητών, ημισυνειδητών και συνειδητών εργατικών σκιρτημάτων, διεκδικήσεων και ενεργειών που αμφισβητούν στην πράξη τις θεμελιακές κατευθύνσεις και τους συσχετισμούς της αστικής κυριαρχίας. Και απ’ αυτή την άποψη, σε κάθε ίχνος εργατικής αγανάκτησης και διαμαρτυρίας σε κάθε εκδήλωση αντίστασης και κινητοποίησης, αυτή η τάση συνυπάρχει (αλλά και συγκρούεται) με την παράλληλη τάση διαπραγμάτευσης των όρων και των ρυθμών υποταγής των εργαζομένων στις κατευθύνσεις του κεφαλαίου. Πάνω σ’ αυτή τη βάση οι υπαρκτές εκφράσεις της αντικαπιταλιστικής πάλης είναι και σήμερα πολύ πλατύτερες και βαθύτερες απ’ ό,τι δείχνει η τελική έκβαση των ταξικών αναμετρήσεων. Ενώ, απ’ την άλλη πλευρά, είναι ποσοτικά ασφαλώς πολύ πιο «στενές» απ’ τους επίσημους υπολογισμούς των απεργιακών και πολιτικών ή «κοινοβουλευτικών» εξάρσεων του εργατικού κινήματος. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα παραμένει. Οι αντικαπιταλιστικές ανεξαρτησιακές δραστηριότητες των εργαζομένων και η αλληλεπίδρασή τους αποτελούν την πλατιά βάση της επαναστατικής πράξης αλλά δεν μετασχηματίζονται αυτόματα σε επαναστατικό κίνημα. Η αλληλεπίδραση των αντικαπιταλιστικών τάσεων κρίνεται τελικά, στη σχετικά αυτοτελή σφαίρα της κοινωνικοπολιτικής δράσης, απ’ τη συνειδητή επιλογή όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης που συγκρούονται με το κεφάλαιο και οδηγούνται αντικειμενικά σ’ ένα πολιτικό πρακτικό δίλημμα: Συνολική πολιτική εξάρτησης απ’ τους νόμους αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του κράτους του ή συνολική πολιτική επαναστατικής ανατροπής τους; Αστική ή εργατική πολιτική; Και απ’ αυτή την άποψη πρέπει να εκτιμηθεί με νηφαλιότητα ότι τα πρώτα χαράματα ενός αισθητού κοινωνικοπολιτικού ρεύματος εργατικής πολιτικής καλύπτονται ακόμα ασφυκτικά απ’ το βαρύ ουρανό της παλιάς κατάστασης. Κι αυτό δεν είναι τρομερό, αν παρθεί μάλιστα υπόψη ότι για δεκάδες χρόνια οι συσχετισμοί δεν ήταν πολύ καλύτεροι, από τη σκοπιά της επαναστατικής προοπτικής. Η εργατική πολιτική ήταν πρακτικά εξόριστη και η ανάγκη για μια αυτοτελή, σε περιεχόμενο και μορφή, επανεμφάνιση και ανάπτυξή της συντριβόταν κυριολεκτικά ανάμεσα στις συμπληγάδες του συστήματος και της χρεοκοπημένης αριστεράς. 2.2. Χειρότερα και καλύτερα. Μια μεταβατική περίοδος.
Η ποιοτική καθυστέρηση της εργατικής πολιτικής έχει κύρια αντικειμενική βάση την ενίσχυση των τάσεων εξάρτησης των εργαζομένων απέναντι στην τάση της χειραφέτησής τους, ανάλογα με τις νέες εντατικές μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες και πολύπλευρες συνέπειες απ’ την ήττα των κινημάτων του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα οι συνέπειες απ’ την ποιότητα και τους τρόπους που αυτή επιβλήθηκε, καθώς και απ’ το χαμηλό επίπεδο της αντίστασης που προβλήθηκε, εξακολουθούν ακόμα, αν και σε κατώτερη κλίμακα, να αποτελούν την πιο πλατιά βάση ναρκοθέτησης της εργατικής πολιτικής. Αυτοί οι ίδιοι παράγοντες επιτείνουν (χωρίς να καθορίζουν αναγκαστικά) και τις υποκειμενικές αδυναμίες των νέων επαναστατικών εγχειρημάτων. Ιδιαίτερα επιβάλλουν την ταλάντευση των νέων πρωτοποριών ανάμεσα στον αναγκαίο ποιοτικό διαχωρισμό τους απ’ τις αστικές παραδόσεις και μορφές της εργατικής πάλης και στον εγκλωβισμό τους, με διάφορες παραλλαγές, στην «ακραία αριστερή» πτέρυγα του παλιού εξαρτημένου κινήματος. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της πραγματικότητας. Υπάρχουν τα νέα στοιχεία που προοιωνίζονται μακροπρόθεσμα έναν βαθύτερο κύκλο κρίσης της υπεραξίας και των νέων μορφών εκμετάλλευσης των εργαζομένων και αμφισβητούν τον ίδιο τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του κοινωνικού συστήματος. Αυτά τα στοιχεία και γενικότερα η προοπτική ανάπτυξη των δυνάμεων και των σχέσεων που τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα αποτελούν τελικά και την αντικειμενική βάση που γεννά και ενισχύει τα ρεύματα της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης και ανατροπής, μέσα στην εργατική τάξη. Ωστόσο, ανάμεσα στην «αντικειμενική βάση» ενίσχυσης της αλλοτρίωσης των εργαζομένων και στην «αντικειμενική βάση» της εξέγερσής τους, η πρώτη είναι που έχει και εξακολουθεί ακόμα να παίρνει, όλο και περισσότερο, το πάνω χέρι αν και με ξεθυμασμένο πλέον δυναμισμό. Ανάμεσα στους παράγοντες που καθηλώνουν και αυτούς που φορτίζουν τη μηχανή της εργατικής πολιτικής η «ηγεμονία» ανήκει και εξακολουθεί ακόμα να προωθείται στην πλευρά της στερέωσης της αστικής κυριαρχίας. Η κατεύθυνση και οι ρυθμοί της αλλαγής των συσχετισμών κλίνουν ακόμα (όσο κι αν επιβραδύνονται ριζικά) περισσότερο προς την αποδοχή της παντοδυναμίας των νέων αστικών σχέσεων. Η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πολιτική υπεροχή εξακολουθεί να αναπτύσσεται περισσότερο προς την πλευρά της υποταγής μέσα στο εργατικό κίνημα. Και η αντίστροφη μέτρηση προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ ενισχύεται και αποκτά πιο βαθιά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, ωστόσο κινείται ακόμα με ένα δυναμισμό που δεν της επιτρέπει να υπερφαλαγγίζει τις τάσεις των συντηρητικών μετατοπίσεων στις διάφορες παραλλαγές τους. Το ρεύμα της χειραφέτησης περιορίζεται έτσι να επιβάλλει κάποιες ανακατατάξεις στις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η συντηρητική στροφή καθώς και στους τρόπους που χρησιμοποιούνται για να αναχαιτισθεί η αυτόνομη αντικαπιταλιστική προοπτική. Το επαναστατικό κίνημα αντιμετωπίζει μια μεταβατική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει η πτώση του δυναμισμού των στοιχείων ανάπτυξης του συστήματος και των συντηρητικών μετατοπίσεων, χωρίς ακόμα η αντίστροφη κίνηση να μπορεί να μετατρέπεται σε αυτοτελή δυναμική κοινωνική τάση και πολύ περισσότερο να διεκδικεί την ηγεμονία απέναντι στις τάσεις στερέωσης του καπιταλισμού. Ωστόσο, αυτή η μεταβατική κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο διάστημα. Το βασικό πλέον στοιχείο της δεν είναι η ενίσχυση της εργατικής εξάρτησης απ’ το κεφάλαιο όσο η σαφής πτώση του δυναμισμού αυτής της τάσης. Αντίστοιχα, το βασικό ποιοτικό στοιχείο της δεν είναι η αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο αυτοτελές ανερχόμενο κοινωνικό ρεύμα αλλά είναι η αργή έστω στροφή που αυτή πραγματοποιεί αναζητώντας μια τέτοια κατεύθυνση. Διανύουμε μια μεταβατική περίοδο, που οι τάσεις της εργατικής χειραφέτησης απαγκιστρώνονται αντικειμενικά απ’ τα συντρίμμια της ήττας και αναζητούν κινηματικά, ανολοκλήρωτα, ημισυνειδητά ή και συνειδητά ένα νέο, αυτοτελή, αποφασιστικό ρόλο στο περιεχόμενο και την προοπτική των ταξικών αντιπαραθέσεων. Η αρχή όμως μιας τέτοιας τομής μένει ακόμα να πραγματοποιηθεί. Πρόκειται για μια περίοδο όπου η εργατική πολιτική είναι ανάγκη να ξεπερνά αποφασιστικά το στάδιο του στοιχειώδους αυτοκαθορισμού της και να επιδιώκει
να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο και αισθητό εθνικό και διεθνικό ρεύμα μέσα σ’ ένα τοπίο αναζωογόνησης της επαναστατικής πάλης. Πρόκειται για μια κρίσιμη περίοδο, όπου η αντικειμενική κίνηση των αντίθετων τάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας και οι υποκειμενικές παρεμβάσεις του νέου εργατικού κινήματος αναπτύσσονται ανισόμετρα, μπροστά στην πρόκληση ενός απότομου ποιοτικού μετασχηματισμού της κατάστασης και του συσχετισμού των δυνάμεων. Σε τέτοιες, ιδιαίτερα μεταβατικές, στιγμές αποκτά σχεδόν «απόλυτη» προτεραιότητα η συνειδητή παρέμβαση των ίδιων των πρωτοπόρων δυνάμεων των εργαζομένων και της νεολαίας, ο αποφασιστικός παράγοντας που χαράζει και μετατοπίζει τα σύνορα της κοινωνικής πραγματικότητας. 2.3. Η γενικότερη δυναμική της νέας κατάστασης Ισχυριζόμαστε ότι οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανίζονται στα πλαίσια του νέου ιστορικού σταδίου του καπιταλισμού και οι οποίες απαιτούν την ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων έχουν μακροπρόθεσμα την αντικειμενική τάση να κινούνται ταχύτερα, βαθύτερα και σε ανώτερο και πιο μόνιμο επίπεδο, σε σχέση με τις αντίθετες τάσεις ανάπτυξης και στερέωσης της αστικής κυριαρχίας. Αυτή ακριβώς η νέα ποιοτική αντιστροφή στη δυναμική των κοινωνικών αντιφάσεων διαμορφώνει και σήμερα το λαχάνιασμα της καπιταλιστικής προέλασης, ένα κλίμα αμηχανίας και ανασφάλειας και την τάση συνέχισης της διαρκούς αντεπανάστασης από τη μεριά του κεφαλαίου. Αυτή η προοπτική, πάνω απ’ όλα, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις και τις δυνατότητες ώστε το κίνημα της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης να μπορεί να σημαδεύει με την παρουσία του και την εξέλιξη της σημερινής μεταβατικής περιόδου και να επιδιώκει την μετατροπή του σε ανεξάρτητο και ανερχόμενο ρεύμα προς μια ανώτερη φάση ανάπτυξης των ταξικών αντιπαραθέσεων. Τέτοιου είδους τάσεις ριζικής αντιστροφής στους συσχετισμούς και τη δυναμική των κοινωνικών αντιφάσεων υπέρ των δυνάμεων ανατροπής των κυρίαρχων σχέσεων είχαν εμφανιστεί, σε κατώτερο επίπεδο, σ’ όλες τις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, στους αδύνατους κρίκους του καπιταλιστικού συστήματος, στα πλαίσια των προηγούμενων σταδίων του και ιδιαίτερα στο στάδιο του μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού. Απ’ αυτές τις στροφές ξεπήδησε η συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, η θεωρητική και πολιτική νίκη του μαρξισμού, η Κομμούνα, η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και το επαναστατικό ρεύμα της Γ’ Διεθνούς, μια σειρά αντιιμπεριαλιστικές αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις που σημάδεψαν τον αιώνα που φεύγει. Ωστόσο, για πρώτη φορά διαμορφώνονται, μακροπρόθεσμα σε τέτοιο ανώτερο επίπεδο, οι προϋποθέσεις για ένα συνολικό και διαρκώς αναπτυσσόμενο ιστορικό προβάδισμα της δυναμικής της ανατροπής και της επαναστατικής αναμόρφωσης του συστήματος σε σχέση με τη δυναμική της αναπαραγωγής και ενίσχυσής του. Αυτή η δυναμική των τάσεων ανατροπής για πρώτη φορά παίρνει μακροπρόθεσμα έναν τέτοιο γενικευμένο και σχετικά μόνιμο χαρακτήρα. Κατευθύνεται, από άποψη βάθους και ποιότητας, ως την πλήρη κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας και του καταμερισμού της εργασίας. Αναφέρεται στον πυρήνα και στους πιο δυναμικούς τομείς αναπαραγωγής του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος. Και τέλος προβάλλει, σε πρώτη γραμμή, τη δημιουργική πλευρά που απαιτεί νέες μορφές κομμουνιστικής απελευθέρωσης σε σχέση με την πλευρά που ανταποκρίνεται σε μια πληβειακή κατεδάφιση των πιο ακραίων χαρακτηριστικών της ταξικής κοινωνίας. Στις νέες συνθήκες ο πυρήνας του κομμουνισμού (η αυτοανάπτυξη της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας), που πηγάζει απ’ τις ανάγκες και δυνατότητες της σημερινής πραγματικότητας, μπορεί να μετατρέπεται σε καθοριστικό μέτρο και οδηγό της επαναστατικής κίνησης. Ο κομμουνισμός εμφανίζεται όχι μόνο σαν τάση και σαν άρνηση της σημερινής κοινωνίας αλλά και σαν η βασική πλευρά από ιστορική άποψη, με βάση την οποία προωθούνται, κρίνονται, συγκρούονται και μετασχηματίζονται οι σημερινοί αγώνες και όλες οι κατώτερες φάσεις της επαναστατικής διαδικασίας για την εργατική χειραφέτηση.
Οι επαναστατικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν μέχρι τώρα και οι επαναστάσεις που ξέσπασαν στους αδύνατους κρίκους του καπιταλισμού συνδύαζαν, κατά κανόνα, τη δυναμική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής με επαναστατικές θύελλες που κληρονομήθηκαν απ’ το κοινωνικό παρελθόν της ανθρωπότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δυναμική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής δεν επικαθόριζε τελικά την επαναστατική κίνηση του 20ου αιώνα. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, αυτό υπογραμμίζει και τα όρια και τις αντιφάσεις των επαναστατικών μετασχηματισμών που πραγματοποιήθηκαν ως προς την οριστική ολοκληρωτική νίκη των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων. Για πρώτη φορά, σε τέτοια έκταση, διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα οι προϋποθέσεις για μια ιστορική περίοδο όπου θα επικρατεί μια γενικευμένη, παρατεταμένη, όσο και αντιφατική-παλινδρομική επαναστατική κατάσταση, που θα μετατρέπει σε αδύνατους τους ισχυρούς κρίκους του διεθνούς καπιταλιστικούιμπεριαλιστικού πλέγματος και θα συγκλονίζει τα βασικά πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής. Η επανάσταση στη νέα εποχή θα είναι περισσότερο μια κοινωνική περιπέτεια διαρκείας και λιγότερο ένα πολιτικό-στρατιωτικό μονόπρακτο. Ο περίφημος ακήρυκτος «Τρίτος Παγκόσμιος πόλεμος» θα είναι, πριν απ’ όλα, ένας γενικευμένος κοινωνικός εμφύλιος πόλεμος που μπορεί και πρέπει να σημάνει και το οριστικό τέλος όλων των πολέμων. Πάνω σ’ αυτή τη γενικότερη δυναμική της σύγχρονης εποχής, η νέα κατάσταση που ωριμάζει σημαίνει τη μετάβαση από το ανώτερο μέχρι τώρα επίπεδο κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής εξάρτησης των εργαζομένων απ’ το κεφάλαιο σ’ ένα νέο στάδιο που θα προσδιορίζεται απ’ την αυτοτελή δράση των τάσεων της εργατικής χειραφέτησης. Σημαίνει τη μετάβαση απ’ την φθίνουσα περίοδο της «αγοραπωλησίας» της εργατικής δύναμης και των εργατικών αγώνων σε μια περίοδο που θα σημαδεύεται από μεγάλες, πρωτόγνωρες και παρατεταμένες κινητοποιήσεις, γύρω απ’ την ουσία και τον πυρήνα της εκμετάλλευσης. Πρόκειται για την προοπτική μιας ιστορικής αντιστροφής, για ένα ιστορικό κοντράστ χωρίς προηγούμενο, που θα σημαδεύεται απ’ τα επιτακτικά αιτήματα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, απ’ την πάλη για τις ελευθερίες που απαιτεί ο σύγχρονος κοινωνικός πολιτισμός. Αυτή η γενικότερη μακροπρόθεσμη δυναμική της νέας κατάστασης που ωριμάζει αποτελεί βασική πλευρά και για ένα νηφάλιο υπολογισμό του σημερινού συσχετισμού των δυνάμεων και τον καθορισμό των στόχων που βάζουν μπροστά τους τα επαναστατικά εγχειρήματα της εποχής μας. Χωρίς απογείωση στην πολιτική ονειροπόληση αλλά και χωρίς υπόκλιση στην πολιτική στατιστική οι εργατικές αριστερές δυνάμεις πρέπει να διαχωριστούν απ’ την αναπόφευκτη κοινωνική τάση που βλέπει σαν αιώνια τη σημερινή πραγματικότητα και αγνοεί την αντιφατική δυναμική της. Ακριβώς τις αντίθετες επαναστατικές τάσεις της πραγματικότητας η εργατική αριστερά πρέπει να επιχειρεί να εκφράζει στην ιστορική προοπτική τους. Αυτές πρέπει να κυριαρχούν τουλάχιστον στις δικές της γραμμές. Αυτές πρέπει η ίδια να αναδεικνύει, να μετασχηματίζει και να υπερασπίζεται και στις πιο δύσκολες στιγμές. Αυτές πρέπει να προβάλλει, όχι ρομαντικά και φαντασιακά, αλλά ρεαλιστικά, επίμονα και ίσως μεροληπτικά όχι για να τις απομονώνει αλλά ίσα-ίσα για να τις συνενώνει προωθητικάηγεμονικά με τις τάσεις ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Ουσιαστικά, το κύριο στοιχείο της νέας κατάστασης, από αντικειμενική και υποκειμενική άποψη, απ’ τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων, είναι η τάση για επαναθεμελίωση και μαζική αυτοτελή εμφάνιση της εργατικής πολιτικής. Είναι η ανάγκη για κατάλυση της ασφυκτικής ηγεμονίας της εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στους εργαζόμενους, και η μ΄ αυτό τον τρόπο ολόπλευρη προπαρασκευή της εργατικής πολιτικής για να μπορεί και μακροπρόθεσμα να διεκδικεί την ηγεμονία μέσα στο εργατικό κίνημα και στο σύνολο της κοινωνίας. Αυτό είναι ένα άμεσο χειροπιαστό πολιτικό καθήκον ιστορικής σημασίας για τις ευρύτερες πρωτοπόρες δυνάμεις των ίδιων των εργαζομένων και της νεολαίας του καιρού μας. Το καθήκον αυτό δεν εξαρτάται βέβαια μόνο απ’ τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες, τα πισωγυρίσματα ή τις επαναστατικές απαντήσεις αυτών των πρωτοποριών. Και πολύ περισσότερο δεν εξαρτάται απ’ τα ατομικά πολιτικά χρονοδιαγράμματα των ξεχωριστών αγωνιστών. Αλλά, απ’ την άλλη μεριά, είναι ένα καθήκον που η πορεία του δεν πρόκειται
να κριθεί γενικά και αόριστα «απ’ την εργατική τάξη» ή την «ταξική πάλη», απ’ τις «νεώτερες γενιές» ή την «ιστορία». Γιατί πρώτα απ’ όλα αποτελεί ένα πολιτικό, πρακτικό, «οργανωτικό» δίλημμα των υπαρκτών αντιφατικών δυνάμεων που μέχρι τώρα ανιχνεύουν, προωθούν, δοκιμάζουν την εργατική πολιτική και «έχουν συμφέρον» απ’ τη δυναμική της νέας κατάστασης. 2.4. Οι αντιθέσεις μέσα στην εργατική τάξη Η πάλη για την αξία της εργατικής δύναμης Όλες οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μάλιστα με ιδιαίτερο τρόπο στην εποχή μας συμπυκνώνονται στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» που αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο της αστικής κοινωνίας. Επομένως, η ταξική πάλη συνδέεται με την ειδική φύση και τις αντιφάσεις της εργατικής δύναμης που η ιδιαίτερη αξία χρήσης της καθορίζεται απ’ την ικανότητά της να παράγει υπεραξία, νέες αξίες, πρόσθετο πλούτο στα πεδία της παραγωγής, ενώ η ανταλλακτική αξία της (όπως και όλων των εμπορευμάτων) εξαρτάται απ’ τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή της. Στις αντιφάσεις, που διαπερνούν τη διαδικασία της αγοραπωλησίας και της «κατανάλωσης» μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή του θεμελιακού εμπορεύματος «εργατική δύναμη», βρίσκεται τελικά και το βαθύτερο μυστικό της αντιφατικής κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης. Ο εργάτης, ως ιδιοκτήτης της εργατικής δύναμης, έρχεται αρχικά σε σχέση ανταλλαγής με το κεφάλαιο στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της «αγοράς εργασίας» που αποτελεί το πλασματικό βασίλειο της ισότητας και της ελευθερίας. Εκεί πουλάει την εργασιακή του ικανότητα στο κεφάλαιο, προκειμένου να μετατραπεί από δυνητικός εργάτης σε πραγματικό εργάτη. Η πρώτη πράξη της ουσιαστικής συγκρότησής του σαν μέλος της τάξης είναι η πώληση του εαυτού του σαν αξιόγραφο και αυτό αποτελεί μια αρχική αλλά όχι και καθοριστική βάση για την ανάπτυξη της εξάρτησης της εργατικής τάξης γενικά, απ’ το κεφάλαιο. Η αστική τάξη, σ’ αυτή τη σφαίρα της κυκλοφορίας και της διανομής, προχωρεί σε διαπραγματεύσεις ή και σε παραχωρήσεις, που κι αυτές κερδίζονται με σκληρούς αγώνες των εργατών, γύρω απ’ τον καθορισμό της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. Η μεταφορά του εργάτη στη σφαίρα της παραγωγής, εκεί που «καταναλώνεται» η εργατική του δύναμη, είναι που διαμορφώνει τελικά την πιο ουσιαστική και βαθιά σχέση υποταγής του στην κυριαρχία του κεφαλαίου, όχι μόνο από οικονομική κοινωνική αλλά και από πολιτική ιδεολογική άποψη. Γιατί το κεφάλαιο δεν είναι κάποιο «πράγμα» ή πρόσωπο ή απλά μια οικονομική δύναμη και μέσο παραγωγής αλλά είναι οικονομική κοινωνική και πολιτική σχέση εξουσίας, δηλαδή μια σχέση κυριαρχίας, ελέγχου μαζί και πολιτικής βίας πάνω στην ύπαρξη, τη βούληση και την εργασία του εργάτη. Στην παραγωγή η πλασματικά «ισοδύναμη ανταλλαγή της αγοράς» μεταβάλλεται στο αντίθετό της, ο εργάτης απαλλοτριώνεται απ’ την ιδιοκτησία της εργατικής του δύναμης και υποτάσσεται άμεσα στους νόμους και τις παραγωγικές σχέσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, μέσω της συνολικής εξάρτησής του, που διαμορφώνεται στα πεδία της παραγωγής, ο εργάτης «ανήκει ήδη στο κεφάλαιο προτού πουλήσει τον εαυτό του». Οι διαπραγματεύσεις στη σφαίρα της αγοράς εργασίας και της διανομής μεσολαβούν και συγκαλύπτουν αυτή την καθοριστική εξάρτηση που μετατρέπει τον εργάτη σε γρανάζι του κεφαλαίου, μέσα κυρίως αλλά ακόμα κι έξω απ’ την άμεση διαδικασία της εργασίας (π.χ. στα πεδία της κατανάλωσης, της αναπαραγωγής του «ελεύθερου χρόνου»). Στα πεδία της παραγωγής, ο «αναγκαίος χρόνος» εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης για την επιβίωση του εργάτη και ο «πρόσθετος χρόνος» εργασίας που δημιουργεί το κέρδος ενιαιοποιούνται και εντάσσονται ολοκληρωτικά κάτω απ’ την ιδιοκτησία και εξουσία του κεφαλαίου που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Οι ελευθερίες της διαπραγμάτευσης και της ισότητας που αναγνωρίζονται στην αγορά εργασίας και της διανομής κηρύσσονται ολοκληρωτικά εκτός νόμου» στα πεδία της παραγωγής. Εδώ ο εργάτης, με την απειλή της απόλυσης και της οικονομικής εξόντωσης καθώς και με την άμεση πολιτική βία και εξουσία του καπιταλιστή,
αποξενώνεται πλήρως απ’ την εργασία του και τα προϊόντα της. Ακόμα και ο αναγκαίος χρόνος που «αυτός δουλεύει» για την αναπαραγωγή της ζωής του είναι χρόνος που του «παραχωρείται» απ’ το νέο ιδιοκτήτη της εργασιακής του δύναμης, προκειμένου αυτή να παραμείνει ικανή για τη βασική «παραγωγική της αξιοποίηση» που είναι ο πρόσθετος χρόνος, η παραγωγή υπεραξίας. Απ’ την πλευρά αυτή η περιορισμένη διεκδίκηση αυτού του «εκχωρημένου» απ’ τον καπιταλιστή αναγκαίου χρόνου για τη ζωή του εργάτη έρχεται σε αντίθεση (και μ’ όλους τους τρόπους «απαγορεύεται» να συνδέεται) με τη διεκδίκηση μιας άλλης αναλογίας ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, υπέρ των εργαζομένων. Οι διεκδικήσεις γύρω απ’ τα όρια του «αναγκαίου χρόνου» διεξάγονται στα πλαίσια της αναγνώρισης ότι ο χρόνος αυτός ανήκει στο κεφάλαιο και είναι η αμοιβή που παραχωρείται στον εργάτη προκειμένου αυτός να αποδώσει στον κύριο «παραγωγικό» του ρόλο. Απ’ αυτή την πλευρά οι διεκδικήσεις αυτές συντελούν αντικειμενικά στο να διατηρείται ο καπιταλιστικός «χαρακτήρας» της ιδιοκτησίας της εργασιακής δύναμης, του συνολικού χρόνου εργασίας και γενικότερα ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, σ’ ένα ορισμένο επίπεδο της ανάπτυξης της, η πάλη γύρω απ’ τα όρια του «εκχωρημένου» αναγκαίου χρόνου τείνει να αναιρεί το χαρακτήρα του σα χρόνου που ανήκει στον καπιταλιστή, τείνει να διεκδικεί τον πρόσθετο χρόνο εργασίας και αν απαιτεί την αλλαγή της συνολικής σχέσης εξουσίας και ιδιοκτησίας σε βάρος του κεφαλαίου. Αυτή η τάση μπορεί να αναπτύσσεται ως την επαναστατική μετατροπή του συνολικού χρόνου εργασίας σε «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο» για την ικανοποίηση των αναγκών των άμεσων παραγωγών, ως την επαναστατική δηλαδή μετατροπή των συνολικών σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας. Επομένως, ο εργατικός ταξικός αγώνας που διεξάγεται κυρίως στα πεδία της παραγωγής αλλά και της διανομής, γύρω απ’ τον καθορισμό και την τιμή της αξίας της εργατικής δύναμης, βρίσκεται σε ενότητα αλλά και σύγκρουση με την τάση του για διεκδίκηση της αξίας χρήσης της εργασίας (που είναι η ικανότητά της να παράγει νέο, πρόσθετο κοινωνικό πλούτο). Βρίσκεται σε ενότητα και αντίθεση με την τάση του για τη μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης, και την ουσιαστική αλλαγή της κοινωνικής σχέσης εξουσίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Οι εργάτες παλεύοντας για την αξία της εργατικής τους δύναμης, για καλύτερους όρους καθορισμού και πώλησής της παλεύουν στην ουσία, από μια πλευρά για να «πραγματοποιηθεί», όσο το δυνατόν καλύτερα, η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, για να «ισχύσει», όσο το δυνατόν καλύτερα, ο νόμος της αξίας κι επομένως της υπεραξίας. Κι απ’ αυτή την άποψη συντελούν αντικειμενικά στο να διατηρηθεί ο καπιταλιστικός εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης και έτσι γενικότερα να διατηρηθεί ο καπιταλιστικός εμπορευματικός χαρακτήρας της παραγωγής και των κοινωνικών σχέσεων της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής. Αυτή η πλευρά αποτελεί την ουσιαστική βάση της εξάρτησης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι η εργατική πάλη για την αξία της εργατικής δύναμης, από μια πλευρά, απαιτεί και ενισχύει την κυριαρχία του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης που σημαίνει αναγκαστικά σχετική χειροτέρευση της κοινωνικοοικονομικής θέσης της εργασίας απέναντι στο κεφάλαιο, μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, ανεξάρτητα απ’ τη δυνατή βελτίωση των πραγματικών μισθών. Και γι’ αυτό, η πάλη για την αξία της εργατικής δύναμης, από μια πλευρά, συγκρούεται και αλληλοαποκλείεται με την πάλη για την αξία χρήσης της, (για τη διεκδίκηση του πρόσθετου, του κλεμμένου χρόνου εργασίας), για τη μείωση του ποσοστού υπεραξίας, για την αύξηση των μισθών στο επίπεδο ή πάνω απ’ το επίπεδο της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. πράγματα δηλαδή που σημαίνουν άρνηση του νόμου της αξίας και της καπιταλιστικής συσσώρευσης, άρνηση της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης και άρνηση της ενίσχυσης της κοινωνικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η πάλη για τον καθορισμό και τη διεκδίκηση της αξίας της εργατικής δύναμης σ’ ‘ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξής της, συνδέεται και αλληλοσυμπληρώνεται αντικειμενικά με τη διεκδίκηση μιας άλλης αναλογίας ανάμεσα στον
αναγκαίο και τον πρόσθετο (τον κλεμμένο) χρόνο εργασίας, συνδέεται με την απαίτηση για ουσιαστική μείωση της κοινωνικής απόστασης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Κι αυτό σημαίνει την αυτοϋπέρβασή της σαν παράγοντα ενίσχυσης του νόμου της αξίας και της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την ποιοτική μετατροπή της σε πάλη για την κατάργηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της εργατικής δύναμης. Αυτή η πλευρά της εργατικής πάλης, για την αξία της εργατικής δύναμης που μετατρέπεται σε πάλη για την διεκδίκηση του κλεμμένου χρόνου, έχει κυρίως να κάνει με το διπλό χαρακτήρα της αξίας της εργατικής δύναμης. Η αξία της εργατικής δύναμης αποτελείται απ’ την ενότητα και αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό όριο των αναγκών για την αυτοσυντήρηση του εργάτη και το ιστορικό όριο των αναγκών του. Αυτό το ιστορικό όριο διαμορφώνεται με βάση το επίπεδο του πολιτισμού, το επίπεδο αύξησης της παραγωγικότητας και της συνθετότητας της εργασίας και κυρίως με βάση το επίπεδο του συνολικού κοινωνικού πλούτου που παράγει η εργατική δύναμη στο συνολικό (αναγκαίο και πρόσθετο - κλεμμένο) χρόνο εργασίας. Έτσι η εργατική τάξη, διεκδικώντας ιδιαίτερα το ιστορικό όριο της αξίας και των αναγκών της, περιλαμβάνει στην πάλη της ένα αντικειμενικό στοιχείο που στην ανάπτυξή του τείνει να υπερβαίνει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο αναπαραγωγής και το κατώτατο ζωτικό ιστορικό όριο της εργασιακής δύναμης και απαιτεί την ικανοποίηση των αναγκών που διαμορφώνει η αύξηση της παραγωγικότητας και ο συνολικός πλούτος της κοινωνίας. Απαιτεί τη ριζική αναδιανομή του πλούτου και το δικαίωμα στο συνολικό κοινωνικό πλούτο. Έτσι το ανώτερο επίπεδο του ιστορικού ορίου της αξίας της εργατικής δύναμης τείνει να σπάει το νόμο της αξίας και να προωθεί την κυριαρχία των εργατών πάνω στις συνολικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Αυτή η πλευρά της ταξικής πάλης των εργατών, στην ποιοτική της ανάπτυξη, αποτελεί την αντικειμενική βάση και για τη συνολική πολιτική πολιτιστική εργατική τάση χειραφέτησης απέναντι στο κεφάλαιο, αποτελεί τη βασική στρατηγική πλευρά των συμφερόντων της εργασίας. Αντίστοιχα, αυτό το ρεύμα της χειραφέτησης των εργατών απ’ το κεφάλαιο, τείνει να συγκρούεται και να αλληλοαποκλείεται με την πάλη που περιορίζεται στην διεκδίκηση της εμπορευματικής αξίας της εργατικής δύναμης ενώ, από την άλλη μεριά, συνδέεται και αλληλοσυμπληρώνεται μ’ αυτή. Έτσι η πάλη για την εμπορευματική «αξία» της εργατικής δύναμης και η πάλη για την «υπεραξία», η πάλη για τον «αναγκαίο χρόνο» και η πάλη για τον «πρόσθετο χρόνο» αποτελούν δύο αλληλοαποκλειόμενες αλλά και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές του συνολικού αγώνα της εργατικής τάξης. Τείνουν να ανταγωνίζονται αλλά και να συγχωνεύονται, μπορούν να μετασχηματίζονται η μία στην άλλη αλλά, πάνω απ’ όλα, διεκδικούν την ηγεμονία και την επικράτησή τους στην όλη σχέση. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, η καπιταλιστική κυριαρχία επικαθορίζει, όχι με εξωτερικό αλλά με «εσωτερικευμένο» τρόπο, την εμφάνιση και την ανάπτυξη των αντιθέσεων μέσα στην εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα. Οι αντιθέσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον επαγγελματικό ανταγωνισμό των εργατών, τη διάσπασή τους κάτω απ’ την αστική παρέμβαση και εξαγορά ή την πίεση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αλλά όλες αυτές οι πλευρές συνδέονται με τη διπλή φύση του εργατικού αγώνα που απ’ τη μία συντηρεί και απ’ την άλλη αρνείται τον καπιταλιστικό εμπορευματικό χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων. Κι έτσι όλες αυτές οι πλευρές ενσωματώνονται και συμπυκνώνονται σε μια ποιοτικά ιδιαίτερη και ανώτερη εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάση διατήρησης της εξάρτησης και στην τάση σύγκρουσης απέναντι στο κεφάλαιο. Η εσωτερική αντίθεση της εργατικής τάξης αποτελεί έκφραση της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, επικαθορίζεται απ’ αυτή, βρίσκεται σε αλληλεξάρτηση μαζί της αλλά διαθέτει και την ιδιαίτερη αυτοτελή εσωτερική της δυναμική. Η εργατική τάση της ενσωμάτωσης εκπορεύεται τελικά από την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων και την ηγεμονία του κεφαλαίου. Γι΄ αυτό διαθέτει κι ένα «ιστορικό κοινωνικό προβάδισμα» απέναντι στην αντικαπιταλιστική τάση. Η τελευταία ωστόσο εκπροσωπεί άμεσα και μακροπρόθεσμα την ανταγωνιστική, τη βασική, τη στρατηγική πλευρά των συνολικών εργατικών συμφερόντων. Η αντικειμενική κίνηση του κεφαλαίου για
τη διαμόρφωση του μέσου ποσοστού κέρδους, του μέσου ποσοστού εκμετάλλευσης αποτελεί τη βάση για την ενότητα της εργατικής τάξης συνολικά, κυρίως μέσα στην πάλη για την αλλαγή και την κατάργηση της σχέσης εκμετάλλευσης, μέσα στα πλαίσια δηλαδή του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Ενώ αντίθετα, η τάση εξάρτησης από το κεφάλαιο, ο περιορισμός της εργατικής πάλης στα πλαίσια της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης φέρνει στην επιφάνεια τους επαγγελματικούς και άλλους ανταγωνισμούς των εργατών (με βάση και τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου), περιέχει έντονο το στοιχείο του διαχωρισμού και της διάσπασης των εργαζομένων. Στο πεδίο αυτού του ακήρυκτου ταξικού εμφυλίου της εργατικής τάξης συγκεκριμενοποιείται η βασική αντίθεση της κοινωνίας. Εδώ, σε μεγάλο βαθμό, συμπλέκεται και κρίνεται το πεντάπτυχο: κυριαρχία εξουσία - ηγεμονία - συμμαχία - πλειοψηφία. Η αστική εξουσία - κυριαρχία και η κοινωνική συμμαχία της με την εργατική τάξη εκφράζεται τελικά μέσα απ’ την «εσωτερική» κίνηση για ηγεμονία της τάσης εξάρτησης της εργατικής τάξης απέναντι στην τάση της χειραφέτησής της. Και η αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας κρίνεται, πρώτα απ’ όλα, απ’ την αντικειμενική - υποκειμενική διαδικασία που διεκδικεί την ηγεμονία και την πλειοψηφία των τάσεων της εργατικής χειραφέτησης, στη συνολική στάση της τάξης απέναντι στο κεφάλαιο. Στο βαθμό που η αντίθεση αυτή μέσα στην εργατική τάξη κινείται υπέρ της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, οι συσχετισμοί της ταξικής πάλης βελτιώνονται συνολικά σε βάρος του κεφαλαίου. Η πλήρης επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας προϋποθέτει και συνεπάγεται την παράλληλη λύση της εσωτερικής αντίθεσης μέσα στην εργατική τάξη υπέρ της αντικαπιταλιστικής πλευράς που εκπροσωπεί τελικά την κατάργηση όλων των ταξικών διακρίσεων. Η αντίθεση ανάμεσα στην τάση εξάρτησης και στην τάση χειραφέτησης της εργατικής τάξης συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά συνολικά αλλά και σε κάθε χώρο παραγωγής με μια ορισμένη μορφή αντιπαράθεσης ανάμεσα σε διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά τμήματα της εργατικής τάξης. Τα τμήματα αυτά διαμορφώνονται ανάλογα με την ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, με βάση το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων παραγωγικών σχέσεων και την πολιτική ιδεολογική αντιπαράθεση, σε κάθε φάση, σε κάθε χώρα, σε κάθε χώρο παραγωγής, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης κατάστασης. Οι φορείς της τάσης χειραφέτησης συνδέονται κατά κανόνα μ’ εκείνα τα τμήματα, τις μερίδες και τους κλάδους της εργατικής τάξης που γίνονται αντικείμενο της πιο εντατικής εκμετάλλευσης, με βάση το επίπεδο της αξίας της εργατικής τους δύναμης και το ποσοστό υπεραξίας που «παράγουν», σύμφωνα με τις αναπτυσσόμενες δυναμικές και παραγωγικές μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων (π.χ. οι κλωστοϋφαντουργοί στο πρώτο στάδιο του καπιταλισμού, οι χαλυβουργοί και οι εργάτες της βαριάς βιομηχανίας στο δεύτερο και το νέο εργατικό βιομηχανικό - επιστημονικό - τεχνολογικό δυναμικό στην εποχή μας). Ενώ οι φορείς της τάσης ενσωμάτωσης συνδέονται, κατά κανόνα, μ’ εκείνα τα τμήματα και τις μερίδες της εργατικής τάξης συνολικά και σε κάθε χώρο παραγωγής που η αμοιβή τους «πλησιάζει» περισσότερο στην αξία της εργατικής τους δύναμης και η συμμετοχή τους στη διαμόρφωση του μέσου ποσοστού εκμετάλλευσης δεν είναι ανάλογη με τις αναπτυσσόμενες δυναμικές και «παραγωγικές» κάθε φορά μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων. Το κεφάλαιο εξάλλου, σε συμμαχία με τις μικροαστικές δυνάμεις της καπιταλιστικής παραγωγής, φροντίζει να διαφοροποιεί πολλαπλά και πολύμορφα τις αμοιβές εργασίας κατά μερίδες της εργατικής τάξης ή ακόμα και κατά ομάδες και πρόσωπα. Επιδιώκει έτσι να ενισχύει τη συμμαχία του με τις εργατικές δυνάμεις που «βολεύονται» σχετικά απ’ τον καθορισμό της τιμής και της αξίας της εργατικής τους δύναμης και αναζητούν γενικά τη βελτίωση της θέσης τους στα πλαίσια αυτής της συμμαχίας, στα πλαίσια δηλαδή της αναγνώρισης και διατήρησης του καπιταλιστικού εμπορευματικού χαρακτήρα της εργασιακής δύναμης και του καπιταλιστικού χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων.
2.5. Κυριαρχία - εξουσία - ηγεμονία - συμμαχία - πλειοψηφία 2.5.1. Η κοινωνική τους βάση Η ταξική κυριαρχία και η ηγεμονία εξαρτώνται η μια από την άλλη αλλά δεν ταυτίζονται. Για την άρχουσα τάξη η ηγεμονία αποτελεί μια σχετικά αυτοτελή και αποφασιστική πλευρά για να οργανωθεί η κοινωνική συναίνεση και συνοχή γύρω απ’ τη βασική πλευρά της κοινωνικοπολιτικής της κυριαρχίας και εξουσίας. Για την καταπιεζόμενη τάξη, η αμφισβήτηση της ηγεμονίας της άρχουσας τάξης και, αντίστοιχα, η ηγεμονία των δικών της στρατηγικών συμφερόντων, μέσα στην ίδια την τάξη και τα εν δυνάμει σύμμαχα στρώματα, αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο για τη διεκδίκηση της ταξικής κυριαρχίας. Η διαπάλη γύρω απ’ την ηγεμονία και τις κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες είναι το μεγάλο πρόβλημα της τακτικής και της στρατηγικής του εργατικού κινήματος. Ανάλογα με την εξέλιξή του καθορίζονται οι ταξικοί συσχετισμοί στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας και ιδιαίτερα στις συνθήκες της επανάστασης. Η ταξική κυριαρχία εκφράζει τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις απέναντι σε ανταγωνιστικά, αντίθετα συμφέροντα, απέναντι σε ανταγωνιστικά αντίθετες τάξεις ή σχέσεις. Ενώ η ταξική ηγεμονία προϋποθέτει μακροπρόθεσμα ή παροδικά κοινά ταξικά συμφέροντα ανάμεσα στις αντίθετες τάσεις ή μερίδες των ίδιων ταξικών δυνάμεων και σχέσεων (π.χ. η ηγεμονία της αστικής τάξης απέναντι στα μεσαία στρώματα) ή κάποια δευτερεύοντα, συγκυριακά και πάντα συγκεκριμένα «κοινά» ταξικά συμφέροντα ανάμεσα σε αντίπαλες τάξεις και σχέσεις (π.χ. η ηγεμονία της αστικής τάξης μέσα στην συμμαχία της με την τάση εξάρτησης των εργαζομένων με βάση το νόμο της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης). Η ταξική ηγεμονία αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο και βάθος, διαφορετική σύνθεση και προοπτική ανάλογα με το ποια είναι η συγκεκριμένη κοινή ταξική βάση της, ανάλογα με το ποιος την ασκεί απέναντι σε ποιον και σε ποια ιστορική φάση. Αλλά σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει μια ορισμένη αντικειμενική (βασικά μακροπρόθεσμη ή δευτερευόντως συγκυριακή) βάση κοινών συμφερόντων. Η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη ασκείται με άμεσο τρόπο. Ενώ η ηγεμονία απέναντι σε αντίπαλες τάξεις και στρώματα είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί συνολικά με άμεσο τρόπο. Προωθείται μόνο έμμεσα «χρησιμοποιώντας» διάφορες κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες ανάμεσα σε τμήματα ή τάσεις των αντίπαλων τάξεων που διαθέτουν μια αντικειμενική κοινωνική βάση αποδοχής αυτών των συμμαχιών, σύμφωνα με τις δευτερεύουσες πλευρές των συμφερόντων τους. Έτσι οι συμμαχίες διαμορφώνονται κατά κανόνα ανάμεσα στις βασικές στρατηγικές πλευρές των συμφερόντων μιας τάξης και τις δευτερεύουσες πλευρές, τμήματα ή σχέσεις των αντίπαλων τάξεων και έχουν πάντα τακτικό παροδικό ή συγκυριακό χαρακτήρα. Αποτελούν μια ενότητα αντιθέσεων, ένα συμβιβασμό για τον περιορισμό αυτών των αντιθέσεων στα κοινά πλαίσια που βάζει η ηγεμονεύουσα πλευρά. Π.χ. η συμμαχία της επαναστατικής εργατικής τάξης με τη μικρομεσαία αγροτιά ή τους μικροαστούς της πόλης, μπορεί να διαμορφωθεί στη βάση της απαλλοτρίωσης της μεγάλης ιδιοκτησίας, αλλά θα «σκοντάψει» όταν θιχτεί η ιδιοκτησία γενικά. Και η ταυτότητα της ηγεμονεύουσας πλευράς μιας συμμαχίας εξαρτάται απ’ την κύρια ταξική κατεύθυνση της «κοινής» κοινωνικής βάσης αυτής της συμμαχίας. Π.χ. μια συμμαχία κυρίως γύρω απ’ το «εθνικό ζήτημα» αναδεικνύει αντικειμενικά την αστική ηγεμονία. Η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη, από μέρους της βασικής πλευράς των συμφερόντων της, (εκείνης της πλευράς που εκφράζει το μακροπρόθεσμο ιστορικό περιεχόμενό τους) έχει τον χαρακτήρα της στρατηγικής ηγεμονίας. Ενώ η ηγεμονία μέσα στην ίδια τάξη της δευτερεύουσας πλευράς των συμφερόντων της έχει περισσότερο ή λιγότερο τακτικό συγκυριακό χαρακτήρα και σε κάθε περίπτωση εκφράζει μια κρίση ηγεμονίας μέσα στη συγκεκριμένη τάξη. Έτσι η ηγεμονία της τάσης εξάρτησης απ’ το κεφάλαιο μέσα στην εργατική τάξη, η ηγεμονία της πάλης για την εμπορευματική αξία της απέναντι στην πάλη για την υπεραξία έχει τακτικό συγκυριακό χαρακτήρα. Εκφράζει την αντικειμενική βάση της υποταγής της «στρατηγικής» στην «τακτική» και συνιστά κρίση στρατηγικής ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη. Απ’ την άλλη πλευρά η ηγεμονία της αστικής τάξης απέναντι στην τάση εξάρτησης των εργαζομένων πραγματοποιείται στα
πλαίσια μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας ανάμεσά τους. Η ηγεμονία μέσα σ’ αυτή τη συμμαχία καθορίζεται αντικειμενικά απ’ το αστικό περιεχόμενο της κοινής ταξικής βάσης της συμμαχίας (νόμος της αξίας, διατήρηση της αξίας της εργατικής δύναμης) αλλά δεν συνιστά άμεση ηγεμονία της αστικής τάξης πάνω στην εργατική τάξη και την ιστορική της κίνηση συνολικά. Για να πραγματοποιηθεί η αστική ηγεμονία πάνω στο σύνολο της τάξης χρειάζεται να μεσολαβήσει η ηγεμονία της τάσης εξάρτησης των εργατών απέναντι στην τάση της χειραφέτησής τους. Με βάση τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας, δεν μπορεί να υπάρχει άμεση και στρατηγική ηγεμονία ανάμεσα στις καθοριστικές πλευρές των συμφερόντων των δύο βασικών αντιπάλων τάξεων για οποιοδήποτε ζήτημα. Ανάμεσά τους χωράει μόνο ο ανταγωνισμός και η άσκηση της ταξικής κυριαρχίας - εξουσίας. Γι’ αυτό ο αστικός έλεγχος πάνω στην εργατική τάξη συνολικά εξασφαλίζεται τελικά μέσω των βασικών σχέσεων και μοχλών της ταξικής κυριαρχίας - εξουσίας. Η στρατηγική ηγεμονία της αστικής τάξης στο εσωτερικό των κυρίαρχων σχέσεων, τάξεων και στρωμάτων (αστικών, μικροαστικών, μεσαίων κ.λπ.) και η ηγεμονία της μέσα στις τακτικές κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες της με την εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα απλό «εξάρτημα» - συμπλήρωμα της ταξικής κυριαρχίας - εξουσίας της αλλά είναι αποφασιστικό αντικειμενικό - υποκειμενικό στοιχείο για την αναπαραγωγή αυτής της κυριαρχίας. Αυτή η «διπλή» αστική ηγεμονία έρχεται σε σύγκρουση με την αντίστοιχη τάση για «στρατηγική ηγεμονία» της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων μέσα στην εργατική τάξη και για συγκρότηση τακτικών κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών της εργατικής τάξης συνολικά με δευτερεύουσες πλευρές και τμήματα των ευρύτερων αστικών δυνάμεων (π.χ. με τα ενδιάμεσα στρώματα). Η κρίση ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη αποτελεί την κύρια αντικειμενική - υποκειμενική βάση που διαιωνίζει την συναίνεση των εργαζομένων απέναντι στην αστική κυριαρχία. Ενώ αντίστροφα η προώθηση της «στρατηγικής» ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη, η ανάπτυξη των συμμαχιών της και η αντίστοιχη «κρίση ηγεμονίας» μέσα στην αστική τάξη αποτελούν την κύρια προϋπόθεση για να διαμορφωθεί μια επαναστατική κατάσταση και να προχωρήσει η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Η ηγεμονία της δευτερότερης πλευράς των συμφερόντων μιας τάξης μέσα στην ίδια τάξη συνδέεται αντικειμενικά με την κοινωνικοπολιτική συμμαχία της με την αντίπαλη τάξη και την ηγεμόνευσή της απ’ αυτή. Ωστόσο, αυτές οι δύο διαδικασίες δεν ταυτίζονται σε περιεχόμενο και μορφή. Π.χ. άλλη είναι η βάση και η μορφή της ηγεμονίας της αστικής τάξης μέσα στη συμμαχία με την τάση εξάρτησης της εργατικής τάξης κι άλλη η βάση και η μορφή ηγεμονίας της τελευταίας πάνω στην τάση της εργατικής χειραφέτησης. Στην πρώτη κυριαρχεί σαν περιεχόμενο ο νόμος της αξίας, το «κοινό συμφέρον» να διατηρηθεί η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης και κάθε αγοραπωλησίας, ανεξάρτητα απ’ το ποιος πουλάει και ποιος αγοράζει, ενώ σαν μορφή κυριαρχεί η «κοινωνική συμμαχία» δηλ. η οργάνωση του συμβιβασμού ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα των πωλητών αγοραστών. Στη δεύτερη σαν κοινό περιεχόμενο, κοινό συμφέρον εμφανίζεται η υπεράσπιση των συμφερόντων των πωλητών της εργατικής δύναμης, η υπεράσπιση των μισθών, η «βελτίωση» του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Αντίστοιχα σαν μορφή κυριαρχεί η οργάνωση της αγωνιστικής ενότητας αυτών των πωλητών της εργατικής δύναμης, η αλληλοσυμπλήρωση και συγχώνευση των αντίθετων τάσεων των εργαζομένων, στα πλαίσια αυτής της πρωτολειακής «ταξικής ενότητας» γύρω απ’ τη δευτερεύουσα πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Αντίθετα, στην διεκδίκηση της ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη το «κοινό περιεχόμενο» είναι η υπεράσπιση της θέσης των εργατών όχι σαν πωλητών εργατικής δύναμης αλλά σα δημιουργών του πλούτου. Είναι το κοινό συμφέρον τους για ουσιαστική αλλαγή στη σχέση ιδιοποίησης αυτού του πλούτου σε βάρος του κεφαλαίου. Και αντίστοιχα η μορφή που κυριαρχεί είναι η «διάσπαση» της σημερινής αστικής βάσης της «ταξικής ενότητας» των εργαζομένων, ο διαχωρισμός των αντίθετων τάσεων των εργαζομένων και η επανένωση και αλληλοσυμπλήρωσή τους σε μια ανώτερη «ταξική ενότητα», γύρω απ’ τη βασική πλευρά των εργατικών
συμφερόντων. Αυτή η διαδικασία σημαίνει και το σπάσιμο του ομφάλιου λώρου με την αστική τάξη και τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της. 2.5.2. Η κρίση της σημερινής ηγεμονίας Η κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην αστική τάξη και την τάση της εργατικής ενσωμάτωσης εξαρτάται απ’ την αντικειμενική εξέλιξη της ταξικής βάσης της και την γενικότερη πάλη των τάξεων. Το ίδιο συμβαίνει, σε άλλο επίπεδο και με την ηγεμονία της τάσης της εργατικής εξάρτησης μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι διαδικασίες αυτές μπαίνουν σε κρίση και τείνουν να καταρρέουν, στο βαθμό που «λύνεται», υπονομεύεται ή καταστρέφεται η συγκεκριμένη αντικειμενική ταξική βάση συγκρότησής τους. Και κυρίως κλονίζονται και ξεπερνιόνται στο βαθμό που συγκρούονται με μια ανωτέρου επιπέδου «κοινή ταξική βάση», με μια κοινωνικοπολιτική ηγεμονία και συμμαχία γύρω απ’ τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Γενικά η πλευρά των «κοινών συμφερόντων» των αντίθετων τάξεων, που αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής όλων των ταξικών συστημάτων, διασπάται και υπερφαλαγγίζεται απ’ τους ασυμφιλίωτους ανταγωνισμούς αυτών των τάξεων. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στην περίοδο της παρακμής των κοινωνικών συστημάτων (με βάση την ανάπτυξη της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων) και ιδιαίτερα ισχύει στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού. Στο σημερινό στάδιο διαμορφώνονται μακροπρόθεσμα προϋποθέσεις για την ταχύτερη, βαθύτερη και σε ανώτερο επίπεδο κρίση της αντικειμενικής κοινωνικής βάσης της ηγεμονίας της τάσης εξάρτησης των εργαζομένων καθώς και της «συμμαχικής βάσης» του κεφαλαίου μέσα στην εργατική τάξη. Η «παλιά» βάση για κοινό αγώνα των «πωλητών της εργατικής δύναμης» γύρω απ’ τον καθορισμό της αξίας και της τιμής της που ν’ αγγίζει τα νέα ανερχόμενα ζωτικά ιστορικά όρια των αναγκών των εργαζομένων, αναιρείται απ’ τις ίδιες τις συνθήκες της καπιταλιστικής «ανάπτυξης». Ο σφετερισμός του αναγκαίου χρόνου εργασίας, οι νέες εντατικές μορφές εκμετάλλευσης που προωθεί το κεφάλαιο και που συχνά ρίχνουν τους μισθούς πίσω και απ’ το παλιό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας της εργασίας δυναμιτίζει τα κοινωνικά θεμέλια της ηγεμονίας της «παλιάς καλής αγοραίας πλευράς» μέσα στο εργατικό κίνημα. Στα πλαίσια των προηγούμενων σταδίων του καπιταλισμού το σύνολο της εργατικής τάξης, για μεγάλες περιόδους, «βολευόταν» (παρά τα μεγάλα περιοδικά σκαμπανεβάσματα που δημιουργούσαν σοβαρούς κλονισμούς) σε μια κατά προσέγγιση βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου και των μισθών του, γύρω από ένα πλασματικό σε μεγάλο βαθμό «ανερχόμενο» ζωτικό - ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης. Και αυτό άφηνε περιθώρια για αυταπάτες γύρω από μια εξελικτική πορεία ουσιαστικής αλλαγής της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων και ενίσχυε τη βάση της ηγεμονίας της εξαρτημένης τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτή η βάση σήμερα υπονομεύεται όχι μόνο ή κυρίως απ’ την τάση μόνιμης συμπίεσης των μισθών (πράγμα που μπορεί και να αλλάζει με σκληρούς αγώνες ή στα πλαίσια μιας νέας καπιταλιστικής συγκυρίας). Αλλά κυρίως υπονομεύεται απ’ το νέο ποιοτικό χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στο σύγχρονο ιστορικό όριο των αναγκών της εργατικής τάξης (που απογειώνει η παραγωγικότητα και η ποιοτική διάσταση του νέου κοινωνικού πλούτου) και στο όλο και πιο καθηλωμένο σχετικά ζωτικό - ιστορικό όριο των αναγκών που μπορεί να ικανοποιεί το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η αντίθεση, αυτό το χάσμα ανάμεσα στις νέες ιστορικές ανάγκες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και στο συμπιεσμένο απ’ τις ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας όριο της αξίας της υπήρχε πάντα αλλά ποτέ δεν είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο. Αυτή η διάσταση εκφράζεται με το διχασμό κυρίως του ιστορικού ορίου της αξίας της εργατικής δύναμης ανάμεσα σ’ ένα «πλασματικό» και σ’ ένα αντικειμενικό ιστορικό όριο. Το πρώτο το περιορίζει, σχετικά αυθαίρετα, η αστική ηγεμονία, σ’ ένα επίπεδο που πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις νέες φθορές απ’ την εντατικοποίηση της εργασίας, στις νέες μορφωτικές κυρίως ανάγκες απ’ την άνοδο της σύνθετης εργασίας και στις νέες συνθήκες καταμερισμού της εργασίας, επικοινωνίας και «ποιότητας ζωής» που επιβάλλει η καπιταλιστική κερδοφορία. Ενώ το δεύτερο προσδιορίζεται αντικειμενικά απ’ την ποσότητα και κυρίως την ποιότητα των
αναγκών που τείνει να διαμορφώνει η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η αύξηση και η ποιότητα του συνολικού κοινωνικού πλούτου. Από ένα σημείο και μετά η αυξανόμενη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στο συνολικό πλούτο, τα κέρδη κ.λ.π. και τις (σχετικά βελτιωμένες έστω) συνθήκες ζωής των εργατών συσσωρεύεται ποσοτικά και παίρνει τελικά μια νέα ποιότητα. Αυτή η νέα ποιότητα της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης είναι που βάζει κυρίως σε κρίση σήμερα την πάλη για την «εμπορευματική αξία» της εργατικής δύναμης και την ηγεμονία της απέναντι στην πάλη για την υπεραξία, για τον κλεμμένο χρόνο. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στο πλασματικό και το αντικειμενικό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης τείνει μακροπρόθεσμα να απογειώνεται στα πλαίσια του νέου σταδίου ανάπτυξης του καπιταλισμού. Έτσι η κοινή πάλη των «πωλητών της εργατικής δύναμης» υπονομεύεται σα βάση ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και τείνει να αντικατασταθεί απ’ την κοινή πάλη των «δημιουργών του συνολικού πλούτου». Η πάλη για καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης τείνει να δώσει τη θέση της στην πάλη για τη ριζική αλλαγή της σχέσης ιδιοποίησης αυτού του συνολικού πλούτου από μέρους των άμεσων παραγωγών. Η εργατική πάλη στα πλαίσια του «αστικού δικαίου» τείνει ν’ αντικατασταθεί απ’ την αντικαπιταλιστική εργατική πάλη. Αντίστοιχα υπονομεύεται αντικειμενικά όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και η μορφή της εργατικής πάλης που εκφράζει την ηγεμονία της εξαρτημένης τάσης μέσα στην εργατική τάξη. Οι κοινοί εργατικοί αγώνες για διαπραγμάτευση και διεκδίκηση της εμπορευματικής αξίας της εργατικής δύναμης, οι μορφές οργάνωσης αυτής της εργατικής ενότητας πάνω σε αστική βάση και η αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοσυγχώνευση των αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη μπαίνουν υπό αίρεση. Τη θέση τους τείνουν να πάρουν οι παρατεταμένοι αγώνες για μαζικό εκβιασμό του κεφαλαίου και του κράτους απ’ την πλευρά του εργατικού κινήματος, νέες μορφές οργάνωσης της ταξικής πάλης και ο διαχωρισμός των αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη, σαν βάση για μια νέα, ανώτερη εργατική ενότητα. Επιπλέον στις νέες συνθήκες «υπονομεύεται» η κοινή ταξική βάση της συμμαχίας της αστικής τάξης με την τάση της εργατικής ενσωμάτωσης και σε περιεχόμενο και σε μορφή. Ο σφετερισμός του αναγκαίου χρόνου εργασίας, η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και ιδιαίτερα η ολοκληρωτική «απαλλοτρίωση» των παραγωγών απ΄ την «ιδιοκτησία» της εργατικής τους δύναμης, με βάση τις νέες πολιτικές απασχόλησης, εκπαίδευσης και ενίσχυσης του «εφεδρικού στρατού», αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της κρίσης των αστικών συμμαχιών με την εργατική τάξη. Αντίστοιχα, η τάση για ανατροπή της σημερινής ισχύουσας ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και για αυτοτελή συγκρότηση του επαναστατικού ρεύματος του επιτρέπει να βάζει το ζήτημα της στρατηγικής ηγεμονίας και της συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης, με δευτερότερες πλευρές και σχέσεις των αστικών τάξεων και στρωμάτων, ιδιαίτερα με τα ενδιάμεσα στρώματα. 2.5.3. Από την ανατροπή της παλιάς στη νέα ηγεμονία Μια νέα στρατηγική ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μηχανικά κι αυτόματα, χωρίς ρήξη και με απλή αλλαγή φρουράς, χωρίς προηγουμένως να καταλυθεί η υπάρχουσα ηγεμονία. Η ηγεμονία μέσα σε μια τάξη ή μέσα σε μια συμμαχία δεν σημαίνει ότι καταργείται η ηγεμονευομένη πλευρά, ότι καταργούνται τα αντίθετα συμφέροντα και οι διεκδικήσεις της. Ωστόσο, το βασικό περιεχόμενο και αποτέλεσμα της «ηγεμονίας» είναι πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι «απαγορεύεται», καταργείται η αυτοτελής ανάπτυξη της ηγεμονευομένης πλευράς, η αυτοτελής και ουσιαστική προάσπιση των «ιδιαίτερων» διεκδικήσεών της. Και πολύ περισσότερο ότι «απαγορεύεται» να διεκδικεί μια νέα ηγεμονία μέσα στην τάξη ή μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες, πράγμα που μπορεί να κάνει μόνο μέσα από την ανατροπή της προηγούμενης «κοινής βάσης». Η ηγεμονευόμενη πλευρά, στο βαθμό που διατηρείται η συγκεκριμένη ηγεμονία, επιδιώκει την ικανοποίηση των ιδιαίτερων «στόχων της» λίγο πολύ στα πλαίσια που της επιτρέπει η κοινή ταξική
βάση και μορφή πάνω στην οποία συγκροτείται αυτή η ηγεμονία ή συμμαχία. Έτσι η τάση χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, στο βαθμό που ηγεμονεύεται απ’ την τάση εξάρτησης, μπορεί να παλεύει για αναλογικό μισθό, για την ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, μόνο «στα λόγια» και όχι πρακτικά, μόνο δηλαδή στο βαθμό που της επιτρέπει το ασφυκτικό πλαίσιο των επίσημων εργατικών «θεσμών» και η ηγεμονεύουσα τάση της πάλης για καλύτερους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης με βάση τους νόμους της αγοράς. Αλλά βέβαια αυτή η ηγεμόνευσή της τελικά ακυρώνει και υπονομεύει την ουσιαστική συνολική έκφραση της τάσης χειραφέτησης μέσα στην ταξική πάλη, η οποία καθηλώνεται στα αστικά «πλαίσια». Το ίδιο συμβαίνει και με την τάση ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης μέσα στην κοινωνική συμμαχία της με την ηγεμονεύουσα αστική τάξη. Οι διεκδικητικοί αγώνες της για τον καθορισμό της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης μπορούν να αναπτυχθούν μόνο μέσα στα κοινά αποδεκτά «συμμαχικά» όρια του αστικού συστήματος. Ενώ μια αυτοτελή τους ανάπτυξη θα έτεινε να αμφισβητεί αυτά τα όρια και κυρίως θα έτεινε να «επικοινωνεί» και να «συνενώνεται» με το ρεύμα της σύγκρουσης απέναντι στο κεφάλαιο. Τελικά η σημερινή ηγεμονία της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, η ηγεμονία της δευτερότερης πλευράς πάνω στη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων δεν σημαίνει απλά μια ενότητα και αντίθεση αυτών των δύο αντίπαλων εργατικών τάσεων αλλά σημαίνει ενότητα και αντίθεση που κινείται ακριβώς στα πλαίσια της ηγεμονεύουσας πλευράς, στα πλαίσια μιας αστικής τελικά ταξικής βάσης. Σημαίνει όχι κατάργηση αλλά ακρωτηριασμό ουσιαστικά της τάσης χειραφέτησης των εργαζομένων, υπονόμευση της στρατηγικής ενότητας της εργατικής τάξης γενικότερα. Η κρίση ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης διαμορφώνει σήμερα προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της ιστορικής κρίσης στρατηγικής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα. Αλλά αυτές οι τάσεις δεν πραγματοποιούνται με αυτόματο τρόπο. Και όποιος έχει το «πάνω χέρι» σε μια «ενότητα» είναι γνωστό ότι μπορεί να μετατρέπει και την ενίσχυση των αντίθετων τάσεων που εμφανίζονται, στα πλαίσιά της, σε δική του τελικά ανώτερη δύναμη. Αυτό συμβαίνει άλλωστε και με την αστική ηγεμονία απέναντι στην τάση εξάρτησης της εργατικής τάξης. Οι εργατικοί αγώνες για την αξία της εργατικής δύναμης, στα πλαίσια της ηγεμόνευσής τους απ’ την αστική τάξη, ενισχύουν τελικά την κοινωνική συναίνεση γύρω απ’ την αστική ηγεμονία και κυριαρχία. Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, και με τη γενικότερη κυριαρχία των στοιχείων ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στις τάσεις ανατροπής των κοινωνικών σχέσεων. Η έκρηξη της νέας φτώχειας, της ανεργίας κλπ. σε συνθήκες ηγεμόνευσής τους από το νέο πλούτο δεν αποσταθεροποιεί αλλά ενισχύει το σύστημα. Οι νέες τάσεις ανάπτυξης της επιστήμης σαν γενικευμένη παραγωγική δύναμη, στα ίδια πλαίσια, δεν υπερβαίνουν αλλά ενισχύουν σε νέα πιο αντιδραστική κατεύθυνση τον κοινωνικοπολιτικό καταμερισμό της εργασίας. Η κρίση της πολιτικής δεν αποσταθεροποιεί την αστική πολιτική αλλά ενισχύει τις πιο αντιδραστικές τάσεις της κ.λ.π. Γενικότερα, οι αντίθετες τάσεις που αναπτύσσονται και ενισχύονται αντικειμενικά, μέσα στο σημερινό σύστημα, στο βαθμό που εξακολουθούν και παραμένουν, με διάφορες μορφές, στα πλαίσια μιας ενότητας υπό αστική ηγεμονία, μετατρέπονται τελικά σε λίπασμα για τη στερέωση της αστικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό πάντα η πλευρά που έχει το πάνω χέρι, η πλευρά που ηγεμονεύει επιδιώκει να ενισχύει, σε περιεχόμενο και μορφή, την ενωτική βάση και τα αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία της αντίθεσης που κινείται στα όρια της ηγεμονίας της. Για να μετατραπούν επόμενα η νέα φτώχεια, η ανεργία, η τάση των εργαζομένων για κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας, για αμφισβήτηση της πολιτικής κλπ. από νέα «δύναμη» σε ανώτερη «αδυναμία» για την άρχουσα τάξη πρέπει όλες αυτές οι σχέσεις να διαχωριστούν απ’ την ηγεμονία της τελευταίας, όσο και αν δεν μπορούν να απαλλαγούν άμεσα απ’ την κυριαρχία της. Και το θεμελιακό αυτό ζήτημα, που καθορίζει τη σημερινή ιστορική φάση της ταξικής πάλης, δεν κρίνεται μέσα στις αφηρημένες έννοιες αλλά στην πρακτική πάλη των εργατών και στα πεδία των ταξικών αγώνων. Ο διαχωρισμός όλων των τάσεων ανατροπής και επαναστατικής αναμόρφωσης των κυρίαρχων σχέσεων απ’ την ηγεμονία της νέας αστικής ανάπτυξης κρίνεται τελικά
στους εργατικούς αγώνες απέναντι στο κεφάλαιο και «περνάει» πρώτα απ’ όλα μέσα απ’ το πεδίο του ακήρυκτου «εμφυλίου πολέμου» της εργατικής τάξης. Η ενίσχυση των αυτοτελών «διαχωριστικών» τάσεων, η ανεξαρτησία της εργατικής χειραφέτησης, σε περιεχόμενο και μορφή, αποτελεί την πρωταρχική προϋπόθεση για τη διαδικασία ανατροπής της ηγεμονίας της εξαρτημένης απ’ το κεφάλαιο τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα. Η ανεξαρτησία της χειραφέτησης αποτελεί το κλειδί για την ποιοτική αντιστροφή της ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη και για την αποκατάσταση της ενότητας της εργασίας. Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται σε κατάσταση εσωστρέφειας και δεν εξαντλείται στις «εσωτερικές» διαμάχες. Αλλά προωθείται σε άμεση σύγκρουση με το κεφάλαιο για ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, εκπροσωπώντας την ενότητα όλων των πλευρών των εργατικών διεκδικήσεων και την πλειονότητα των εργαζομένων πάνω σε ανώτερη αντικαπιταλιστική βάση. Την μόνη δηλαδή βάση που μπορεί να αποσπά σήμερα υποχωρήσεις και γύρω απ’ το ζήτημα της «εμπορευματικής» αξίας της εργατικής δύναμης. - Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται αρνητικά αλλά μόνο θετικά, με την προβολή ενός νέου προγραμματικού περιεχομένου και νέων μορφών οργάνωσης της αυτοτελούς παρέμβασης της εργατικής χειραφέτησης. - Αυτή η διαδικασία, σε καμιά περίπτωση, δεν αναπτύσσεται «διασπαστικά» αλλά μόνο ενωτικά, πάνω σε νέα βάση. Γιατί ο διαχωρισμός απ’ την «πλειοψηφία» της ηγεμονεύουσας εξαρτημένης τάσης πραγματοποιείται με αναφορά στην «πλειοψηφία» της αντικαπιταλιστικής ηγεμονευμένης πλευράς που συνυπάρχει υποταγμένη και με «κομμένα φτερά» μέσα στις ίδιες σχεδόν ποσοτικά μάζες των εργαζομένων. Γιατί ο διαχωρισμός απ’ την σημερινή «πλειοψηφία» της ενσωμάτωσης πραγματοποιείται με αναφορά στην ανάγκη αποδέσμευσης αυτής της πλειοψηφίας απ’ την κοινωνική συμμαχία ηγεμονία της αστικής «μειοψηφίας». Γιατί τελικά η συνολική σχέση ηγεμονίας - πλειοψηφίας καθορίζεται απ’ το γεγονός ότι δεν είναι η πλειοψηφία που επιβάλλει την ηγεμονία αλλά αντίθετα είναι η ηγεμονία που επιβάλλει την πλειοψηφία. - Η κατάλυση της σημερινής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα προωθείται, πάνω απ’ όλα, με τη διεκδίκηση της ηγεμονίας, απ’ τη μεριά της εργατικής χειραφέτησης, σε μικρές ή μεγαλύτερες μάχες, στο ένα ή το άλλο τμήμα, στην μια ή την άλλη πλευρά των κοινωνικών αντιθέσεων και των ταξικών αγώνων και συνολικά στην κοινωνική και πολιτική πάλη της εργατικής τάξης. Η διεκδίκηση αυτής της ηγεμονίας στηρίζεται αντικειμενικά όχι κυρίως στην «πλειοψηφία» που «διαθέτουν» τα τμήματα που εκπροσωπούν κάθε φορά τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων όσο στον ποιοτικό ρόλο και στις σχέσεις που «έχουν» και πολύ περισσότερο τείνουν και μπορούν να αποκτήσουν τα τμήματα αυτά μέσα στην παραγωγή. Ωστόσο, η κατάλυση της υπάρχουσας ηγεμονίας μέσα στο εργατικό κίνημα δεν σημαίνει και δεν επιβάλλει αυτόματα το άμεσο πέρασμα της ηγεμονίας στην επαναστατική τάση της τάξης. Το πέρασμα της μιας ηγεμονίας στην άλλη δεν πραγματοποιείται ευθύγραμμα και μηχανικά. Χρειάζεται να μεσολαβήσει ένα άλμα, μια ρήξη, μια ποιοτικά ανώτερη μεταβατική κατάσταση και μια νέα μεταβατική μορφή που μπορεί να πραγματοποιήσει αυτό το ριζικό μετασχηματισμό. Αυτό το άλμα, αυτή τη μορφή εκπροσωπεί η συγκρότηση ενός αισθητού αυτοτελούς πανεργατικού πανκοινωνικού εθνικού και διεθνικού Μετώπου εργατικής πολιτικής. Η ανατροπή της ηγεμονίας της ενσωμάτωσης μέσα στο εργατικό κίνημα εξαρτάται απ’ την πολιτική διαμόρφωση και την «υλική μαζική» ύπαρξη ενός τέτοιου Μετώπου εργατικής πολιτικής που θα εκφράζει με νέο ανώτερο περιεχόμενο και μορφή την τάση χειραφέτησης των εργαζομένων σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής πολιτικής πάλης. Η συγκρότηση και ανάπτυξη του Μετώπου της εργατικής πολιτικής δεν κρίνεται υποκειμενικά ή απ’ την απλή διακήρυξη των σκοπών του είτε, πολύ περισσότερο, απ’ τα κοινοβουλευτικά ποσοστά του. Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια και όρια για ένα τέτοιο άλμα. Και αυτά έχουν κυρίως σχέση με τα πρακτικά δείγματα γραφής μιας «ξεχωριστής» και ταυτόχρονα «ενωτικής» αντικαπιταλιστικής «γραμμής» σ’ όλες τις σφαίρες της πάλης για τα εργατικά
συμφέροντα, την «πολιτική» και τις ιδέες. Η συγκρότηση ενός τέτοιου αισθητού Μετωπικού ρεύματος θα σημάνει την «κατάλυση » της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης, γιατί αυτή η ηγεμονία δεν στηρίζεται στην «πλειοψηφία», δεν στηρίζεται στην ποσοτική υπεροχή της. Αλλά καθορίζεται απ’ το ποιοτικό στοιχείο αυτής της υπεροχής που συνίσταται πάνω απ’ όλα στον εξαναγκασμό των τάσεων της εργατικής χειραφέτησης να κινούνται μέσα στα κοινά ανεκτά όρια και μορφές διεκδίκησης της εμπορευματικής αξίας της εργατικής δύναμης. Επόμενα, η κατάλυση της ηγεμονίας της εξαρτημένης τάσης μέσα στην εργατική τάξη δεν σημαίνει απώλεια από μέρους της «πλειοψηφίας» της εργατικής τάξης αλλά απώλεια της ποιοτικής «μονοκρατορίας» της. Σημαίνει μια αρχική ποιοτική τομή για τη συνολική αντιστροφή της κατάστασης. Στη μακρόχρονη πορεία του εργατικού κινήματος, τα επαναστατικά εργατικά ρεύματα ασκούσαν ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη μόνο σε περιόδους επαναστατικής κατάστασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επέτρεπαν την ηγεμονία της αντίθετης τάσης, σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις. Ανεξάρτητα απ’ το ότι οι ποσοτικοί συσχετισμοί έκλιναν, κατά κανόνα, υπέρ της εργατικής ενσωμάτωσης, η αυτοτελής συγκρότηση και ανάπτυξη των επαναστατικών ρευμάτων εξουδετέρωνε την ηγεμονία της εξαρτημένης τάσης και αντίστοιχα τους επέτρεπε να την διεκδικούν τα ίδια και να την κατακτούν στις μεγάλες στροφές της ταξικής πάλης. Το βασικό χαρακτηριστικό της τελικής διαδρομής του εργατικού κινήματος του 20ου αιώνα δεν είναι το ότι η αστική τάξη έχει συγκροτήσει, όπως πάντα υπό την ηγεμονία της, μια κοινωνική συμμαχία με την τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων αλλά είναι ακριβώς η κατάκτηση της απόλυτης σχεδόν ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στο εργατικό κίνημα και ο ουσιαστικός ακρωτηριασμός των τάσεων εργατικής χειραφέτησης. Αυτή η εξέλιξη αποτελεί μια ποιοτικά αρνητική αντικειμενική υποκειμενική διαδικασία που σημάδεψε την ιστορία τουλάχιστον του τελευταίου μισού του αιώνα, με ελάχιστες εξαιρέσεις σε εθνικό επίπεδο. 2.6. Η «εξίσωση» της επανάστασης Η άμεση στρατηγική ηγεμονία της βασικής πλευράς των αστικών συμφερόντων μέσα στις κυρίαρχες σχέσεις και η δυνατότητα για έμμεση ηγεμονία της μέσα στην εργατική τάξη έχει σαν αντικειμενική ιστορική κοινωνική βάση την ανάδειξη της αστικής τάξης σε άρχουσα τάξη. Η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και του νόμου της αξίας διαμορφώνει τις συνθήκες για την αστική ηγεμονία απέναντι στη δευτερεύουσα πλευρά των εργατικών συμφερόντων και δίνει στην εργατική τάση ενσωμάτωσης ένα ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα απέναντι στην εργατική χειραφέτηση γύρω από το ζήτημα της ηγεμονίας μέσα στη εργατική τάξη. Παράλληλα, η αστική κυριαρχία εξουσία αντιστρατεύεται μέχρι τέλους τη στρατηγική ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς μέσα στην εργατική τάξη και τις ενδεχόμενες συμμαχίες της. Ωστόσο, αυτή η αστική κυριαρχία δεν εξασφαλίζει οπωσδήποτε και νομοτελειακά την πλήρη αστική ηγεμονία και ειδικά την ηγεμονία της τάσης εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στους εργαζόμενους. Αυτή η ηγεμονία εξαρτάται απ’ τη γενικότερη ανάπτυξη των αντιθέσεων του καπιταλισμού, στα διάφορα στάδιά του και σε κάθε συγκεκριμένη φάση ή ζήτημα. Αλλά ιδιαίτερα εξαρτάται απ’ την «υποκειμενική» συνειδητή δράση των διαφορετικών τάξεων και ειδικά των αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη. Η ύπαρξη και η ανάπτυξη των ασυμφιλίωτων ταξικών αντιθέσεων διαμορφώνει την αντικειμενική βάση και δυνατότητα για να εμφανιστεί και στα πλαίσια της αστικής κυριαρχίας - εξουσίας ένα «κενό ηγεμονίας» μέσα στην εργατική τάξη καθώς και μια εναλλαγή διαφορετικών συσχετισμών ανάμεσα στις αντίθετες πλευρές των εργατικών συμφερόντων, ανάλογα με την υποκειμενική τους παρέμβαση. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, η γενικότερη εξέλιξη της πάλης των τάξεων και των ταξικών συσχετισμών μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο του επαναστατικού αγώνα και σ’ ένα αντίστροφο κοινωνικό - πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης γύρω απ΄ την ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη. Αυτή η εναλλαγή στους συσχετισμούς και στο πολιτικό προβάδισμα μέσα στην εργατική τάξη, συνδέεται με την καθημερινή δράση της
αντικαπιταλιστικής πλευράς και εκφράζεται με τις απότομες στροφές της εργατικής πάλης, με τις ιστορικές καμπές των εργατικών και πολιτικών αγώνων και απ΄ αυτή την άποψη δεν έχει σχέση με μια ευθύγραμμη, «νοικοκυρίστικη» πορεία ενίσχυσης των «συνεπών» δυνάμεων που πλασάρει η επίσημη αριστερά. Η κατάλυση της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη και η αντίστοιχη αυτοτελής, σε περιεχόμενο και μορφή, ανάπτυξη του επαναστατικού ρεύματος της εργατικής πολιτικής αποτελεί μια πρώτη ποιοτική τομή μέσα στα πλαίσια της αστικής κυριαρχίας σε βάρος του κεφαλαίου. Αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση της επαναστατικής ηγεμονίας και γενικότερα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Ωστόσο, όταν η καταπιεζόμενη τάξη δρα σε συνθήκες αδιατάρακτης ταξικής κυριαρχίας - εξουσίας και ηγεμονίας του αντιπάλου της, όπως στη σημερινή περίοδο, είναι ανάγκη, πρώτα απ’ όλα, να διεκδικεί, μέσα απ’ την πάλη απέναντι στο κεφάλαιο, την «κατάλυση» της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στη βασική πλευρά των συμφερόντων της. Μόνο στο βαθμό που καταλύεται αυτή η ηγεμονία, μόνο στο βαθμό που δημιουργείται «κενό ηγεμονίας» μέσα στην εργατική τάξη, στο βαθμό δηλαδή που αναπτύσσεται μια αυτοτελής, σε περιεχόμενο και μορφή, άμεση δράση της εργατικής χειραφέτησης, μπορεί να αφαιρείται στη συνέχεια το ιστορικό κοινωνικό προβάδισμα απ’ την τάση ενσωμάτωσης, να διεκδικείται η αντικαπιταλιστική ηγεμονία μέσα στην τάξη, να αμφισβητείται ή κοινωνική συμμαχία των εργατών με το κεφάλαιο και να διαμορφώνονται προϋποθέσεις και πρώτα στοιχεία ηγεμονίας της καταπιεζόμενης τάξης απέναντι σε δευτερότερες πλευρές και μερίδες των κυρίαρχων τάξεων (μικρομεσαία στρώματα). Το ανώτατο όριο αυτής της διαδικασίας, σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας - εξουσίας, είναι να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο το προβάδισμα της τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη ώστε να δημιουργεί έδαφος για επαναστατικά γεγονότα. Να «μεταφέρει» την «κρίση ηγεμονίας» μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης και τελικά να διαμορφώνει μια επαναστατική κατάσταση, μια κατάσταση «δυαδικής» εξουσίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας) που θα βάζει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της προλεταριακής εξουσίας, της στρατηγικής εργατικής ηγεμονίας και της πλήρους ανατροπής της αστικής κυριαρχίας. Η διαμόρφωση μιας επαναστατικής κατάστασης προϋποθέτει ένα ορισμένο ανώτερο ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης, αλλά δεν σημαίνει ότι η στρατηγική εργατική ηγεμονία έχει κιόλας κατακτηθεί και πολύ περισσότερο ότι έχει σταθεροποιηθεί. Ακόμα και το ιστορικό κοινωνικό πολιτικό προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη μπορεί, στη διάρκεια της επαναστατικής κατάστασης, να αμφισβητηθεί και να αντιστραφεί, με βάση τις απότομες καμπές της ταξικής πάλης, εφόσον η αστική τάξη διαθέτει ακόμα κρατική εξουσία και ιδιαίτερα διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία στις κοινωνικές σχέσεις. Η μετατροπή της επαναστατικής κατάστασης σε επανάσταση, ιδίως στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, θα περάσει αναγκαστικά από μια γενικευμένη (κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική, διεθνική) βαθύτερη και πιο οξυμένη από κάθε άλλη φορά σύγκρουση της αντιφατικής και παλινδρομικής διαδικασίας της δυαδικής εξουσίας, μέσα απ’ την οποία η μισθωτή εργασία μπορεί και πρέπει να συγκροτείται σε ηγεμονική δύναμη, μέσα στην τάξη και την κοινωνία. Ιδιαίτερα σ’ αυτή την περίοδο, η πάλη για την εξουσία και τη νέα ταξική κυριαρχία καθώς και η πάλη για την ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη και στις κοινωνικές συμμαχίες της αποτελούν αλληλοσυνδεόμενες διαφορετικές πλευρές του ενιαίου επαναστατικού αγώνα. Με την επανάσταση ή μάλλον με την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, με το τσάκισμα της παλιάς αστικής κρατικής μηχανής, το ζήτημα της στρατηγικής ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης, το ζήτημα της εξουσίας και το καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας των νέων κοινωνικών σχέσεων αρχίζουν να λύνονται με νέο ποιοτικά ανώτερο τρόπο. Η επανάσταση δεν είναι ένας ατμοκίνητος συρμός με διαδοχικές στάσεις: πρώτα ηγεμονία μετά εξουσία - μετά κοινωνική κυριαρχία. Ούτε όμως είναι ένα είδος αστραπής που την εξαπολύει μια αποφασισμένη πρωτοπορία, ισοπεδώνοντας την πάλη των τάξεων μαζί και τις διαφορετικές πλευρές και τα αναγκαία άλματα μέσα στον επαναστατικό αγώνα. Και γι’
αυτό δεν αναπτύσσεται με βάση το σχήμα: πρώτα εξουσία - κυριαρχία, μετά ηγεμονία. Η επανάσταση προωθεί, κρίνει και λύνει και τα τρία ζητήματα στην αμοιβαία διαλεκτική τους αλληλεπίδραση, με βάση τον καθοριστικό ρόλο των ίδιων των εργαζομένων και της πάλης τους. Και μέσα σ’ αυτή την αλληλεπίδραση, ενώ η κοινωνικοπολιτική ηγεμονία και (σ’ ένα άλλο επίπεδο) η εξουσία έχουν την προτεραιότητα, είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, η αντεπίδρασή τους στην οικονομία, η συνολική ταξική κυριαρχία, που παίζουν τελικά τον καθοριστικό ρόλο. Το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και η έναρξη της επαναστατικής μετάβασης στο προλεταριακό κράτος και στην κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων έχουν στη βάση τους αλλά και συνεπάγονται ένα ποιοτικό άλμα ως προς την εργατική χειραφέτηση και την κατάκτηση της ηγεμονίας της μέσα στην εργατική τάξη καθώς και μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες της με τα καταπιεζόμενα ημιπρολεταριακά στρώματα και τις αντικαπιταλιστικές (δευτερότερες κατά κανόνα) πλευρές ή μερίδες των μεσαίων στρωμάτων. Στις νέες επαναστατικές συνθήκες η ηγεμονία της τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη εκφράζεται με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης αλλά και ορισμένων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων (με άλλο τρόπο) γύρω απ’ τη βασική επαναστατική πλευρά των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η συσπείρωση αυτή εξασφαλίζεται με τη δυνατότητα άμεσης και πιο ολοκληρωμένης ικανοποίησης των αντικαπιταλιστικών αλλά και των αιτημάτων της «αγοραίας» πλευράς των εργαζομένων γύρω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης καθώς και των συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων των μεσαίων στρωμάτων, μέσα απ’ τις κατακτήσεις της επαναστατικής διαδικασίας στο κράτος, την οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτές οι κατακτήσεις σημαίνουν γενικότερα μια ποιοτική ριζική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας. Χωρίς τις συγκεκριμένες κατακτήσεις της επανάστασης η ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων και επόμενα το άλμα στην επαναστατική ηγεμονία απλά δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, με την έναρξη της επανάστασης, αυτή η ηγεμονία της επαναστατικής τάσης μέσα στην τάξη και πολύ περισσότερο στις κοινωνικές συμμαχίες έχει ακόμα ένα τακτικό και ως ένα σημείο παροδικό χαρακτήρα, στο βαθμό που δεν έχει λυθεί το καθοριστικό ζήτημα γύρω απ’ το «ποιος» κυριαρχεί ουσιαστικά στον πυρήνα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Αυτή η ηγεμονία και η έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας δεν καταργεί αυτόματα την εργατική τάση ενσωμάτωσης (για όσο καιρό ισχύει ο νόμος της αξίας) και πολύ περισσότερο δεν καταργεί την «καπιταλιστική» (βασική από μακροπρόθεσμη άποψη) πλευρά των μεσαίων στρωμάτων. Αλλά, ωστόσο σημαίνει ένα «συναινετικό», με κάποιο τρόπο, περιορισμό των «ιδιαίτερων» διεκδικήσεων και συμφερόντων αυτών των τάσεων, μέσα στα κοινά αποδεκτά όρια που μπαίνουν απ’ την τακτική ηγεμονία της επαναστατικής τάσης και την επαναστατική εξουσία. Ωστόσο, η επαναστατική εργατική ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη και πολύ περισσότερο απέναντι στα μεσαία στρώματα και από μια άλλη πλευρά απέναντι στο κράτος και την πολιτική εξουσία δεν μπορεί να εξασφαλιστεί και να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα και στρατηγικά χωρίς ένα ακόμα πιο καθοριστικό άλμα μέσα στην ίδια την επανάσταση. Για όσο διάστημα δεν θα έχει λυθεί το καθοριστικό ζήτημα της κυριαρχίας των νέων κοινωνικών σχέσεων σοσιαλισμού κομμουνισμού προσανατολισμού ιδιοκτησίας απέναντι στις καπιταλιστικές και εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, για όσο διάστημα η εργατική τάξη δεν θα’ χει αναδειχθεί σε κυρίαρχη τάξη, με την πλήρη έννοια, η επαναστατική ηγεμονία μέσα στην τάξη και (μ’ άλλο τρόπο) μέσα στις κοινωνικές της συμμαχίες και στο κράτος δεν θα’ χει στρατηγικό χαρακτήρα. Θα μπορεί να καταλυθεί, να ανατραπεί ακόμα και να χάσει το ιστορικό κοινωνικό πολιτικό της προβάδισμα. Αυτό θα σημαίνει, ανάλογα με τους συσχετισμούς και τις καμπές της ταξικής πάλης, εκφυλισμό και πιθανή ήττα της επανάστασης, παλινόρθωση τελικά του παλιού συστήματος. Εφόσον η επανάσταση αναπτυχθεί ποιοτικά, ως το επίπεδο της εργατικής κοινωνικοπολιτικής κυριαρχίας με την πλήρη έννοια, τότε πραγματοποιείται και σ’ ένα βαθμό σταθεροποιείται και η στρατηγική ηγεμονία της εργατικής επαναστατικής πλευράς μέσα στην τάξη και μέσα στο κράτος καθώς και η τακτική ηγεμονία της απέναντι στην αντικαπιταλιστική πλευρά των μεταμορφωμένων σε
κάθε περίπτωση μεσαίων στρωμάτων. Ωστόσο και τότε η αντίθεση μέσα στην εργατική τάξη δεν καταργείται οριστικά καθώς δεν καταργείται, πολύ περισσότερο, η βασική αντίθεση της κυρίαρχης επαναστατικής πλευράς «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» απέναντι στην κυριαρχούμενη πλέον και μετασχηματισμένη καπιταλιστική πλευρά των κοινωνικών σχέσεων και απέναντι στη δυνατότητα της αναγέννησης και εκ νέου ανάπτυξής τους. Εφόσον ο νόμος της αξίας εξακολουθεί να ισχύει και εφόσον διατηρούνται τροποποιημένες ταξικές καπιταλιστικές σχέσεις δεν έχει ακόμα καταργηθεί η δυνατότητα αντιστροφής της επαναστατικής διαδικασίας, των ταξικών συσχετισμών, της ταξικής ηγεμονίας μέσα στην τάξη και την κοινωνία και τελικά η δυνατότητα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Από ’κει και πέρα, η καθαυτό μεταβατική περίοδος προς την οριστική νίκη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, μέχρι να καταργηθούν οι τάξεις (μαζί και οι δυο αντίθετες πλευρές της εργατικής τάξης), ο κοινωνικός καταμερισμός, οι εμπορευματοχρηματικές συναλλαγές, ο νόμος της αξίας, η ταξική πλευρά του κράτους και της πολιτικής, ο εθνικός κατακερματισμός κλπ., σημαίνει ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Σημαίνει, παράλληλα κι ένα βαθύτερο ποιοτικό μετασχηματισμό της ηγεμονίας των ελεύθερων παραγωγών απέναντι σ’ εκείνες τις πλευρές και τις τάσεις των εργαζομένων και των μη προλεταριακών στρωμάτων που συνδέονται με την αντίσταση και την τάση αναγέννησης των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Μόνο με την πλήρη και οριστική νίκη των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών σχέσεων κάθε καταπιεστική ταξική πλευρά της ηγεμονίας θα μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τις τάξεις, το κράτος και τη διακυβέρνηση των ανθρώπων. Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης και του μετασχηματισμού στις σχέσεις ηγεμονίας - εξουσίας - κυριαρχίας, το ζήτημα της δράσης και της συνειδητής επιλογής της ίδιας της εργατικής τάξης και μ’ αυτό τον τρόπο, το ζήτημα της «πλειοψηφίας» της αποτελεί θεμελιακό ζήτημα. Αυτό συνδέεται με την ίδια τη δυνατότητα, το περιεχόμενο και τις μορφές συνέχισης και ανάπτυξης της επανάστασης καθώς και με το ρόλο της «δημοκρατίας» και των πολιτικών ελευθεριών στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Η επανάσταση είναι «πλειοψηφική», «δημοκρατική» απ’ τη «φύση» της, τα μέσα της και τους σκοπούς της. Η «πλειοψηφία» είναι η κυκλοφορία του αίματος της επανάστασης. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να γεννηθεί, να επιβιώσει και πολύ περισσότερο να νικήσει. Ωστόσο το ζήτημα της «πλειοψηφίας», όπως και της «δημοκρατίας» είναι ένα ποιοτικό ζήτημα της πάλης των τάξεων και παίρνει διαφορετικό ταξικό περιεχόμενο και μορφή ανάλογα με τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα και τους ταξικούς ανταγωνισμούς. Σε τελευταία ανάλυση μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει ο δρόμος της αστικής πολιτικής και ο δρόμος της εργατικής πολιτικής για την πλειοψηφία, τη μειοψηφία και τη δημοκρατία. Κι αυτοί οι δυο δρόμοι βρίσκονται σε ενότητα αλλά και αντίθεση μεταξύ τους. Τελικά, η κυριαρχία της «αντιπροσωπευτικής», «αποξενωτικής» μορφής στην πολιτική, στη δημοκρατία και στην πλειοψηφία - μειοψηφία αποτελεί τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η αστική ηγεμονία - εξουσία μέσα στις ιδιοκτήτριες τάξεις και μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες τους. Αποτελεί ιδιαίτερα τρόπο οργάνωσης και ενίσχυσης της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση της χειραφέτησης των εργαζομένων. Ενώ αντίθετα, η κυριαρχία της «άμεσα συμμετοχικής αγωνιστικής» μορφής στην πολιτική, στη δημοκρατία και στην πλειοψηφία - μειοψηφία αποτελεί ειδικό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται, οργανώνεται και ενισχύεται η ηγεμονία της εργατικής χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη, στις κοινωνικές συμμαχίες της και γενικότερα μέσα στην κοινωνία. Αποτελεί το μοναδικό δρόμο επικράτησης της εργατικής κυριαρχίας, μέχρι την πλήρη κατάργηση κάθε κυριαρχίας. Η εργατική ηγεμονία και η εργατική επανάσταση δεν αρκεί και δεν μπορεί μόνο να είναι «πλειοψηφικές». Για να υπάρξουν και να νικήσουν πρέπει να είναι «πλειοψηφικές» με εργατικό και επαναστατικό τρόπο. Στις ρίζες του κοινωνικού πολιτικού διαχωρισμού των δύο αντίθετων τάσεων μέσα στην εργατική τάξη εντοπίζεται και ο διαχωρισμός στη μορφή της πολιτικής τους. Εκεί που η μια πλευρά κυρίως αναθέτει, αντιπροσωπεύεται, ψηφίζει, κυβερνιέται ή «κυβερνάει» και τελικά ενσωματώνεται, η άλλη κυρίως συμμετέχει, αγωνίζεται, ελέγχει και πάνω απ’ όλα
επαναστατεί ως την κατάργηση κάθε διάκρισης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Η εργατική πολιτική εκπροσωπεί την ιστορική ποιοτική πλειοψηφία και υπεροχή των αντικαπιταλιστικών συμφερόντων της τάξης συνολικά απέναντι στην ιστορική μειοψηφία της ενσωμάτωσής της στις καπιταλιστικές σχέσεις. 2.7. Η πολιτική «ολοκλήρωση» του εργατικού αγώνα Η ταξική πάλη στο πεδίο της παραγωγής, για μια άλλη αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας και στο πεδίο της διανομής, για την αύξηση των πραγματικών μισθών πάνω απ’ την αύξηση της παραγωγικότητας, αποτελεί τη βασική πλευρά του εργατικού αγώνα. Γιατί, στο βαθμό που αυτή η πλευρά προωθείται, «εξασφαλίζεται» και το «αντικειμενικό όριο» και η επιτυχία της πάλης για τον καθορισμό των μισθών που να προσεγγίζουν την αξία της εργατικής δύναμης. Ενώ, αντίθετα, αν ο εργατικός αγώνας περιορίζεται ασφυκτικά στα πλαίσια της εμπορευματικής αξίας, υπερισχύει, κατά κανόνα, η μόνιμη τάση του κεφαλαίου να υποβαθμίζει τον αναγκαίο χρόνο και τους μισθούς, κάτω απ’ το ζωτικό ιστορικό όριο και την πραγματική αξία της εργατικής δύναμης. Υπερισχύει η δυνατότητα του κεφαλαίου να προωθεί το διαρκή «σφετερισμό» της εργασιακής αξίας, εκμεταλλευόμενο τις κρίσεις, το σχετικό υπερπληθυσμό, τις «ρωγμές» του συνδικαλιστικού κινήματος και τους γενικότερους μοχλούς της κυριαρχίας - ηγεμονίας του. Κι έτσι η τάση ενσωμάτωσης δεν μπορεί να εξασφαλίζει, κατά κανόνα, ούτε την πλευρά της «πραγματοποίησης» της αξίας της εργατικής δύναμης ούτε, πολύ περισσότερο, την τάση για αύξηση του ιστορικού ορίου της αξίας με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας, την τάση δηλαδή για μείωση της υπεραξίας. Η πάλη για την «αξία» όχι μόνο καθηλώνει τον εργατικό αγώνα σ’ ένα ρόλο γενικότερης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος αλλά δεν εγγυάται ούτε καν «τον εαυτό της» και τον εσωτερικό σκοπό της. Ενώ η πάλη για αναλογικό μισθό εργασίας, για μια ριζικά διαφορετική αναλογία μεταξύ μισθού και κέρδους, μεταξύ του αναγκαίου και του πρόσθετου χρόνου εργασίας μετασχηματίζει τον ταξικό αγώνα σε αγώνα για την κατάργηση της μισθωτής δουλείας και ταυτόχρονα είναι η μόνη δυνατότητα και για μισθολογικές κατακτήσεις στα όρια της αξίας της εργατικής δύναμης. Από ιστορική άποψη, οι μεγαλύτερες κατακτήσεις και στο ζήτημα της αύξησης των μισθών και του καθορισμού της αξίας της εργατικής δύναμης δεν πραγματοποιήθηκαν παρά μόνο σε φάσεις αυτοτέλειας του επαναστατικού ρεύματος, σε φάσεις κατάλυσης της ηγεμονίας της ενσωμάτωσης και προώθησης γενικότερων αιτημάτων αναδιανομής του πλούτου και ανατροπής της αστικής κυριαρχίας. Αυτή είναι η αιτία της «στρατηγικής υπεροχής» μακροπρόθεσμα της τάσης χειραφέτησης απέναντι στην τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Η μακροπρόθεσμη προοπτική για ποιοτικό πέρασμα της πλειονότητας των εργαζομένων απ’ την ενσωμάτωση στη χειραφέτηση καθορίζεται απ’ αυτή τη στρατηγική υπεροχή. Και στηρίζεται στο γεγονός ότι, ενώ το πραγματικό αντικειμενικό ζωτικό ιστορικό όριο της αξίας και των αναγκών της εργατικής δύναμης τείνει να κινείται ανάλογα με την αύξηση του επιπέδου της παραγωγικότητας και του κοινωνικού πλούτου, το «πλασματικό» ζωτικό ιστορικό όριο των αναγκών που καθορίζει η καπιταλιστική παραγωγή και το επίπεδο των μισθών καθηλώνονται πάντα κάτω απ’ την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας. Το πέρασμα της μιας τάσης στην άλλη πραγματοποιείται μέσα από μια διαδικασία σύγκρουσης (ενότητας και αντίθεσης), μέσα από ποιοτικούς μετασχηματισμούς και συνεχή πάλη για την ηγεμονία μέσα στο γενικότερο αγώνα κατά του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός απέδειξε (όσο κι αν αυτό ξεχάστηκε από το κίνημα του νόμιμου μαρξισμού) ότι για τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη το καθοριστικό δεν είναι η πραγματική αύξηση των μισθών αλλά η αναλογία μεταξύ μισθού και κέρδους, «η μέτρηση της απόστασης και από τις δυο πλευρές» που «γίνεται η πραγματική, η αποφασιστική στιγμή της οικονομικής ζωής». Έτσι η δυνατότητα αμφισβήτησης της συνολικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, απ’ τη μεριά της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, στηρίζεται στην τάση της να προβάλλει μέσα στις συνθήκες της σημερινής
κοινωνίας τη ριζική αλλαγή στους συσχετισμούς των κοινωνικών σχέσεων, την άρνηση του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Μ’ αυτό τον τρόπο, μέσα στα σπλάχνα της σημερινής κοινωνίας, γεννιούνται εμβρυακές μορφές κοινωνικών σχέσεων τάσεων που τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα. Αυτές καθορίζουν τελικά την επαναστατική κίνηση της εργατικής τάξης και προωθούν τον «κομμουνισμό» όχι σα μακρινό όραμα αλλά σαν την άμεση άρνηση της υπάρχουσας κατάστασης. Αυτή η αντικαπιταλιστική τάση των εργατών και στην πρωτολειακή μορφή της έρχεται σε σύγκρουση με τους νόμους της κυριαρχίας του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Θεωρητικά και πρακτικά, η αύξηση των πραγματικών μισθών πάνω απ’ την αύξηση της παραγωγικότητας, οι αλλαγές στην αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν στον ένα ή τον άλλο κρίκο της ταξικής πάλης ή σε μια συγκεκριμένη φάση ή συγκυρία κι αυτό θα σημάνει την πτώση του ποσοστού κέρδους και του ποσοστού υπεραξίας. Αυτή η πτώση όμως θα θέσει αναγκαστικά σε άμεση λειτουργία τους κοινωνικούς και πολιτικούς μηχανισμούς αναπροσαρμογής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα ενταθεί η αντισταθμιστική αύξηση των τιμών, ο πληθωρισμός, η μείωση των επενδύσεων, η αντικατάσταση των εργατών από νέες τεχνολογίες, η αύξηση του εφεδρικού στρατού, η χρησιμοποίηση της κοινωνικής πολιτικής βίας του κεφαλαίου. Μια διαρκής σταθερή και αναπτυσσόμενη διαδικασία μείωσης του ποσοστού εκμετάλλευσης θα απαιτούσε ριζική ανακατανομή των εισοδημάτων και αναπροσανατολισμό στη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων μέσων και στην κατεύθυνση της παραγωγής. Όλα αυτά μακροπρόθεσμα έρχονται σε σύγκρουση και αποκλείονται απ’ την ουσία της κοινωνικοπολιτικής ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα στην παραγωγή και απ’ το νόμο της καπιταλιστικής συσσώρευσης που μέσα από αντιφάσεις επιβάλλει τελικά μια πορεία αυξανόμενης σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Η επικράτηση τελικά του νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης πάνω στις αντικαπιταλιστικές κοινωνικοπολιτικές διεκδικήσεις των εργατών αποτελεί την αντικειμενική βάση που προωθεί το ιστορικό κοινωνικοπολιτικό προβάδισμα της τάσης ενσωμάτωσης γύρω απ΄ την ηγεμονία μέσα στην εργατική τάξη και εμφανίζει σαν «ουτοπικό», απραγματοποίητο και αναποτελεσματικό τον επαναστατικό αγώνα των εργατών. Απ’ την άλλη όμως πλευρά οι εργάτες που κινούνται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, εξαιτίας ακριβώς αυτών των φραγμών της αστικής κυριαρχίας, κατανοούν την ανάγκη για γενίκευση του πολιτικού αγώνα, για αλλαγή της σχέσης εξουσίας και κατ’ επέκταση της σχέσης ιδιοκτησίας, για συνολική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι γεννιέται πρώτα απ’ όλα στα άμεσα πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής η εργατική πολιτική σα γενικός επαναστατικός αντικαπιταλιστικός αγώνας κι αυτή η πλευρά αναδεικνύεται στην πιο σημαντική αναγκαία αυτοτελή δραστηριότητα του εργατικού κινήματος που αντεπιδρά με τη σειρά της αποφασιστικά πάνω στην οικονομική κοινωνική πάλη. Γενικότερα ο οικονομικοκοινωνικός αγώνας και των δύο τάσεων της εργατικής τάξης, σ’ ένα ορισμένο επίπεδο της ανάπτυξής του, τείνει στη βαθύτερη σύνδεσή του με το συνολικό πολιτικό αγώνα. Το αστικό κράτος ενοποιεί το μέσο επίπεδο εκμετάλλευσης των εργατών και διαμορφώνει έτσι τη βάση ενοποίησης των οικονομικών με τους πολιτικούς αγώνες τους. Απ’ την άλλη μεριά, η κοινωνική οικονομική εξάρτηση των εργατών περικλείει, ευθύς εξαρχής, πολιτικές σχέσεις υποταγής στο κεφάλαιο μέσα στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής που αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής κρατικής καπιταλιστικής κυριαρχίας και απαιτούν άμεσα την πολιτική διάσταση του κοινωνικού αγώνα. Η τάση «πολιτικής ολοκλήρωσης» απ’ την πλευρά της εργατικής ενσωμάτωσης εκφράζεται με τις διάφορες παραλλαγές της αστικής ή μικροαστικής πολιτικής που διεξάγεται από εργάτες. Ενώ απ’ την πλευρά της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης «μετατρέπεται» (όχι βέβαια με αυθόρμητο και αυτόματο τρόπο) σε συνολική «εργατική πολιτική» για την επαναστατική ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Η σχετική αυτοτέλεια και η προτεραιότητα της πολιτικής δράσης απέναντι στον οικονομικοκοινωνικό αγώνα είναι αναγκαία και για τις δύο τάσεις της εργατικής τάξης, μόνο που αναπτύσσεται με ποιοτικά διαφορετικό περιεχόμενο
και μορφή και σε ανταγωνιστική κατεύθυνση. Στην πρώτη περίπτωση η πολιτική που διεξάγεται από εργάτες στα πλαίσια του συστήματος ακολουθεί την κατεύθυνση αυτονόμησης του κράτους και της αστικής πολιτικής απ’ το βαθύτερο οικονομικοκοινωνικό πυρήνα της εκμετάλλευσης. Συγκαλύπτει αυτή την εκμετάλλευση, και τον πολιτικό χαρακτήρα, ενισχύει τη μυστικοποίηση και την αλλοτρίωση της πολιτικής. Στόχο έχει να «διαιωνίσει» τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, που αποτελεί τη βάση του σχετικού διαχωρισμού της πολιτικής. Επιδιώκει τη μόνιμη διάσταση της πολιτικής σφαίρας απ’ το κοινωνικοοικονομικό πεδίο, απ’ όπου αναφύονται και επανέρχονται ενισχυμένες απ’ την κρατική παρέμβαση και οι πολιτικές σχέσεις εξουσίας. Επιδιώκει έτσι να παραμείνει άθικτη τελικά η κοινωνική κυριαρχία του κεφαλαίου και να επιβληθεί ο αυτόματος οικονομικός καταναγκασμός. Και απ’ την άλλη μεριά, επιχειρεί μ’ αυτό τον τρόπο ν’ απορροφά τα αιτήματα χειραφέτησης, από μια θεσμική φαντασιακή «οραματική» κοινοβουλευτική μορφή για να μη μετατρέπονται σε υλικό κίνημα αλλαγής της συγκεκριμένης σχέσης εξουσίας και ιδιοκτησίας μέσα στα πεδία της παραγωγής. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, προωθεί την κυριαρχία της αντιπροσωπευτικής, της συμβολικής μορφής της πολιτικής, μακριά απ’ τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και των «υλικών» μορφών αλλαγής της πραγματικότητας. Αντίθετα, στην περίπτωση της εργατικής χειραφέτησης η σχετική αυτονόμηση της πολιτικής δράσης έχει στόχο να επανενώσει σε ανώτερο επίπεδο την πολιτική με το καθοριστικό πεδίο των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων ιδιοκτησίας και εξουσίας και σε περιεχόμενο και σε μορφή. Επιδιώκει να καταργήσει το διαχωρισμό της πολιτικής απ’ την «οικονομία», στα πλαίσια του γενικότερου στόχου για την κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Η εργατική πολιτική αυτονομείται για να επιστρέψει με ανώτερη ποιότητα στη σφαίρα του κοινωνικού πολιτικού αγώνα για τα «συμφέροντα» για να γενικεύσει και να μετασχηματίσει τις πρωτόλειες τάσεις σχέσεις ανατροπής του νόμου της αξίας και της υπεραξίας σ’ ένα σύστημα δημοκρατίας και εξουσίας των άμεσων παραγωγών. Πάνω σ’ αυτή τη βάση προωθεί την κυριαρχία της συμμετοχικής - αγωνιστικής μορφής της πολιτικής, με πυρήνα την παραγωγική άμεση δημοκρατική συγκρότησή της. Το ρεύμα της εργατικής χειραφέτησης και η τάση του να αυτονομείται απ’ την αστική «εργατική» πολιτική δεν μπορεί να καταργηθεί απ’ το γεγονός ότι έρχεται σε αντίθεση με τους νόμους της κυριαρχίας του κεφαλαίου και ειδικά με το νόμο της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης. Αντίθετα, και ιδιαίτερα στις συνθήκες του νέου σταδίου του καπιταλισμού, αυτό το ρεύμα μπορεί να προβάλει πιο αποτελεσματικά τα στρατηγικά στοιχεία της κοινωνικοπολιτικής υπεροχής του απέναντι στο ρεύμα της ενσωμάτωσης. Στις σημερινές συνθήκες της κοινωνικής επίθεσης του κεφαλαίου, η «ουτοπικότητα», η αναποτελεσματικότητα και η κρίση της «αγοραίας» πλευράς του εργατικού αγώνα, στις σημερινές συνθήκες της κοινωνικής επίθεσης του κεφαλαίου, αναδεικνύουν τον κοινωνικοπολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα σαν το μοναδικό δρόμο για τη στοιχειώδη εξασφάλιση παραχωρήσεων γύρω απ’ την αξία και την τιμή της εργατικής δύναμης. Ο εργατικός αντικαπιταλιστικός αγώνας έχει την τάση να διευρύνεται και να επεκτείνεται στην πλευρά της εργατικής ενσωμάτωσης, γιατί στις σημερινές συνθήκες η στοιχειώδης πάλη γύρω απ’ τη μόνιμη σχεδόν συμπίεση του αναγκαίου χρόνου εργασίας ανάγεται, πιο άμεσα, σε πάλη για τον πρόσθετο χρόνο, για μείωση του ποσοστού υπεραξίας και εκμετάλλευσης που έχει επιβληθεί. Το περιεχόμενο των αιτημάτων του αντικαπιταλιστικού αγώνα είναι πιο «ρεαλιστικό» γιατί σπάει τα πλαίσια των σημερινών όρων της «αγοράς εργασίας», που διαμορφώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης πολύ πιο κάτω απ’ την πραγματική αξία της και μεταφέρει την πάλη στα πεδία της παραγωγής, όπου μπορεί να διεκδικεί «βελτιωμένες» αναλογίες στο χρόνο εργασίας με βάση το ρόλο της εργατικής τάξης της εποχής μας. Ιδιαίτερα φαίνεται σα μοναδική «εναλλακτική» διέξοδος σήμερα η μορφή του αντικαπιταλιστικού κοινωνικού και πολιτικού αγώνα γιατί αμφισβητεί «υλικά» πραγματικά τις πολιτικές σχέσεις βίας και εξουσίας του κεφαλαίου, στα πεδία της παραγωγής και στην κρατική σφαίρα, που ενισχύουν όλο και πιο άμεσα τον «αυτοματισμό» του οικονομικού καταναγκασμού. Η εργατική πολιτική αρνείται το «αστικό δίκαιο» και προβάλλει μορφές βίας «εργατικού δικαίου», τις μόνες που μπορούν να
μετατοπίσουν «υλικά» πραγματικά τα σύνορα των κοινωνικών σχέσεων. Όλα αυτά δε σημαίνουν φυσικά ότι συνολικά ο εργατικός αγώνας δεν γίνεται σήμερα αφάνταστα πιο δύσκολος, με βάση τους συντριπτικούς συσχετισμούς υπέρ του κεφαλαίου. Η αντικειμενική ενίσχυση της υπεροχής της εργατικής χειραφέτησης δεν μπορεί εύκολα να μετατραπεί από τάση και δυνατότητα σε πραγματικότητα και να καταλύσει αυτόματα τη σημερινή ασφυκτική ηγεμονία της ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Αντίθετα, όλα αυτά υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για «υποκειμενική» διεκδίκηση της κοινωνικοπολιτικής ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής, σε περιεχόμενο και μορφή, σαν το αποφασιστικό και μοναδικό μέσο αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας και υπεράσπισης των στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων. Οι δυσκολίες του συνολικού εργατικού αγώνα έχουν στη βάση τους όχι μόνο τον αντιφατικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης γενικά αλλά και τις ιδιαίτερες αντιφάσεις της αντικαπιταλιστικής πάλης για την μείωση του ποσοστού υπεραξίας και την εργατική χειραφέτηση. Η πάλη αυτή, στις συνθήκες της αστικής κυριαρχίας, διαχωρίζεται ανάμεσα στην αναπόφευκτη, καθαυτό οικονομική «ηγεμονία» της αξιακής μορφής απέναντι στην πρωτόλεια αντικαπιταλιστική αμφισβήτησή της απ’ τη μια και στη δυνατότητα κατάλυσης αυτής της ηγεμονίας, στο γενικότερο κοινωνικό - πολιτικό πεδίο απ’ την άλλη. Χαρακτηρίζεται απ’ τον αποφασιστικό ρόλο και την προτεραιότητα της πολιτικής και «ιδεολογικής» μορφής, που ωστόσο τελικά παραμένει η «δευτερεύουσα» πλευρά της ταξικής πάλης, σε σχέση με την καθοριστική πλευρά των καθαυτό οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Αυτό προβάλλει την «αστάθεια» και τον παλινδρομικό χαρακτήρα της ανεξαρτησίας και της «ηγεμονικής» προοπτικής του αντικαπιταλιστικού ρεύματος. Το αντικαπιταλιστικό ρεύμα χαρακτηρίζεται έτσι γενικότερα απ’ την αντίθεση ανάμεσα στο ρεαλισμό του και την «ουτοπικότητά» του, ανάμεσα στην αμεσότητα και τη «διάρκειά» του, ανάμεσα στην υλιστική ταξικότητα της επαναστατικής του συνείδησης και στη μυστικοποίηση και ιδεαλιστική παραμόρφωση αυτής της συνείδησης. Μ’ όλα αυτά ο αντικαπιταλιστικός αγώνας σημαδεύεται τελικά απ’ την ταλάντευσή του ανάμεσα σε μια ανεξαρτησία «στα χαρτιά» και στην πραγματική ανεξαρτησία του μέσα στις κοινωνικές οικονομικές σχέσεις και την ταξική πάλη. Η βασική μορφή υποταγής του είναι η ενσωμάτωση με «σεχταρισμό», η ενσωμάτωση με «αγριάδα», όπου το καθοριστικό στοιχείο είναι η ενσωμάτωση. Έτσι, το κενό ως προς την ταξική συνειδητοποίηση του αυτοτελούς ρόλου του, καλύπτεται από έναν καλπάζοντα πληθωρισμό εξιδανικευμένων, “σεχταριστικών” κομματικών φρουρίων που δικαιολογούν και κολακεύουν την υποταγή του. Οι δυσκολίες για ουσιαστική ηγεμονία του απέναντι στην τάση ενσωμάτωσης και αντίστροφα, η ασύνειδη μίμηση των μεθόδων ηγεμόνευσής του απ΄ αυτήν οδηγούν συχνά στην καρικατούρα μιας απεγνωσμένης διαπάλης για κομματική ή "προσωπική" «φαντασιακή» ηγεμονία. Ενώ αντίθετα, απ’ την άλλη μεριά, η βασική μορφή ανάπτυξης του αντικαπιταλιστικού αγώνα είναι ο μαζικός ενωτικός και «υλικός» διαχωρισμός του μετώπου της εργατικής πολιτικής απ’ την τάση της εργατικής εξάρτησης με καθοριστικό στοιχείο το διαχωρισμό και την ανεξαρτησία. Η συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής, σ’ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες, αποτελεί την πραγματική προϋπόθεση για την ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς μέσα στο εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα η συγκρότηση των ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής πολιτικής αποτελεί τη βάση, τον ουσιαστικό δείκτη για το χαρακτήρα και το ρόλο των επαναστατικών ιδεών κομμάτων και πρωτοποριών που δρουν μέσα στην εργατική τάξη. Τα επαναστατικά κόμματα και οι επαναστατικές ιδέες και πρωτοπορίες δεν μπορούν να υπάρχουν έξω και ανεξάρτητα απ’ την ανάπτυξη του ρεύματος και της «οργάνωσης» της εργατικής χειραφέτησης που συγκροτούνται, πρώτα απ’ όλα, στα άμεσα πεδία των ταξικών σχέσεων παραγωγής. Και η έλλειψη ή αντίστροφα η ανάπτυξη ενός τέτοιου ρεύματος και μιας τέτοιας οργάνωσης δείχνει αντίστοιχα την έλλειψη ή την ανάπτυξη του επαναστατικού χαρακτήρα των ιδεών, των αρχών και της πολιτικής αυτών των πρωτοποριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σημερινή κατάσταση και σχέση ανάμεσα στα συνδικάτα και τα «επαναστατικά» κόμματα. Τα συνδικάτα αποτελούν «συνεταιρισμούς» των πωλητών της εργατικής δύναμης και αυτή η πλευρά τους
ηγεμονεύει ασφυκτικά πάνω στην αντίθετη τάση για συνεταιρισμό των άμεσων παραγωγών σαν «δημιουργών του πλούτου». Μ’ αυτό το χαρακτήρα τα σημερινά συνδικάτα (η δομή τους, οι αρχές τους, η πολιτική τους) αποτελούν μορφές ηγεμονίας της ενσωμάτωσης απέναντι στην τάση χειραφέτησης της εργασίας, μορφές οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας γενικότερα, μέσα στην εργατική τάξη. Η αποδοχή στην ουσία αυτού του χαρακτήρα των συνδικάτων απ’ όλες σχεδόν της «επαναστατικές πρωτοπορίες», η άρνηση των τελευταίων να συμβάλλουν στην ανεξάρτητη συγκρότηση των συνδέσμων των εργατών σαν «δημιουργών του πλούτου», σε διάκριση αλλά και σε νέα ενότητα με τα σημερινά συνδικάτα, αποδεικνύει την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στην έλλειψη των οργάνων της εργατικής πάλης για τα «συμφέροντα» και την έλλειψη των επαναστατικών ιδεών, κομμάτων και πρωτοποριών. Και φυσικά το πρόβλημα δεν είναι αν έρχεται πρώτο το κόμμα ή τα όργανα του μετώπου της εργατικής πολιτικής. Γιατί αυτά τα καθήκοντα αποτελούν δύο σχετικά ξεχωριστές, αλληλοκαθοριζόμενες πλευρές του ενιαίου αγώνα για τη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου της εργατικής τάξης συνολικά. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα ηγεμονεύουν οι επαναστατικές ιδέες πάνω στην επαναστατική πρακτική ή, πολύ περισσότερο, αν θα ηγεμονεύουν τα επαναστατικά κόμματα πάνω στα ευρύτερα όργανα της εργατικής πάλης ή το αντίστροφο. Γιατί το πραγματικό ζήτημα της ηγεμονίας της αντικαπιταλιστικής τάσης των εργατικών συμφερόντων παίζεται - κρίνεται σε αλληλεπίδραση τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρία και μέσα στις ευρύτερες αγωνιστικές συσπειρώσεις της τάξης και μέσα σε κάθε είδους πρωτοπορία, με καθοριστική τελικά πλευρά τη στάση, την επιλογή και τη δράση των ίδιων των εργατών, μέσα στα πεδία των σχέσεων παραγωγής και στην πρακτική πάλη τους. Γιατί αυτός ο παράγοντας είναι που διαμορφώνει πρακτικά το συνολικό ρεύμα της εργατικής χειραφέτησης και που, σε τελευταία ανάλυση γεννά, αναπτύσσει διαπαιδαγωγεί (και διαπαιδαγωγείται), δοκιμάζει και τελικά κρίνει και «ηγεμονεύει» τις όποιες πρωτοπορίες. 2.8. Τακτική - Στρατηγική Η «συγκεκριμένη στρατηγική ηγεμονία» και η μόνιμη επανάσταση. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απ’ τη μια πλευρά μειώνει την αξία όλων των εμπορευμάτων και έτσι ιδιαίτερα ρίχνει την αξία της εργατικής δύναμης και μεγαλώνει την υπεραξία, την εκμετάλλευση και την εξάρτηση των εργαζομένων. Ενώ, απ’ την άλλη πλευρά, αυξάνει αντικειμενικά το ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης, δημιουργεί νέες ανάγκες, πρόσθετο πλούτο, νέες διεκδικήσεις, νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής πάλης. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη διασφάλιση του αναγκαίου χρόνου και στη διεκδίκηση του κλεμμένου πρόσθετου χρόνου, αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, τη βάση για τη γενικότερη αντίθεση ανάμεσα στη λεγόμενη τακτική και τη στρατηγική μέσα στο εργατικό κίνημα. Αντίστροφα και για την αστική τάξη το ζήτημα της στρατηγικής είναι η απόσπαση του μέγιστου ποσοστού υπεραξίας και κέρδους σε σχέση με το λεγόμενο κόστος εργασίας, που αποτελεί την επιφανειακή «τακτική» πλευρά αυτής της στρατηγικής. Οι αντιθέσεις μέσα στην αστική τάξη ανάμεσα στο ατομικό και συλλογικό καπιταλιστή, ανάμεσα στις παλιές και τις νέες δυνάμεις και σχέσεις του κεφαλαίου, ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα κεφάλαια, ανάμεσα στα έθνη, ανάμεσα στο παλιό και το νέο στάδιο του καπιταλισμού δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά τακτικές μορφές «κοινωνικοποίησης», μορφές εμφάνισης και εξυπηρέτησης αυτής της στρατηγικής του μέγιστου ποσοστού υπεραξίας και εκμετάλλευσης σε βάρος της εργατικής τάξης συνολικά. Έτσι αντίστροφα και για το εργατικό κίνημα η στρατηγική της διεκδίκησης του χαμένου χρόνου και του κλεμμένου πλούτου συγκρούεται αλλά και βρίσκεται σε ενότητα με την «τακτική της πάλης για αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης». Αυτή η ενότητα-αντίθεση τακτικής - στρατηγικής υπάρχει πάντα στο παρόν, εκδηλώνεται υλικά στην πραγματικότητα των προβλημάτων, και των σχέσεων, διαπερνά με διαφορετικό τρόπο όλες τις μορφές της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις
ιδέες και λειτουργεί συγκεκριμένα σε κάθε κατάσταση, σε κάθε φάση, σε κάθε ζήτημα. Η σχέση τακτικής - στρατηγικής δεν εκφράζεται γραμμικά και μεταφυσικά, σαν αντίθεση ανάμεσα στο άμεσο και το μακροπρόθεσμο, το πρακτικό υλικό και το «ιδεολογικό», το οικονομικό και το «πολιτικό», το συγκεκριμένο και το γενικό, το σημερινό και το αυριανό καθήκον ή τις σημερινές δυνατότητες και τα οράματα του μέλλοντος. Αλλά αποτελεί δύο αντίθετες, αλληλοαποκλειόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της εργατικής πάλης, μέσα στην «υλικότητα» των πραγματικών συγκεκριμένων «ειδικών» συνθηκών του σήμερα. Οι ταξικοί συσχετισμοί, το επίπεδο ανάπτυξης των αντιθέσεων, η οξύτητα των προβλημάτων, η ωριμότητα της επαναστατικής δράσης των εργαζομένων αλλάζουν από στάδιο σε στάδιο, από εποχή σε εποχή, από ιστορική φάση σε ιστορική φάση. Εξελίσσονται ανάλογα με τις πολλαπλές συγκυρίες και τις ιδιομορφίες του κάθε ξεχωριστού κινήματος, της κάθε χώρας. Επόμενα αλλάζουν τα συνθήματα, τα προγράμματα, οι «ιεραρχήσεις» των αιτημάτων, οι μορφές πάλης, η «τέχνη» του πολιτικού αγώνα, η γλώσσα του και η πράξη του. Αλλάζουν, δηλαδή, οι μορφές και οι συσχετισμοί ανάμεσα στην τακτική και στη στρατηγική του εργατικού κινήματος. Αλλά η ουσία της σχέσης παραμένει η ίδια, σα σχέση ενότητας και ανταγωνισμού ανάμεσα στη «μεταρρύθμιση» και την επανάσταση, σχέση που εκδηλώνεται, συμπυκνώνεται και κρίνεται στο παρόν, στην πρακτική και στις συγκεκριμένες συνθήκες, με καθοριστικό κριτήριο την πάλη για την ηγεμονία της μιας ή της άλλης πλευράς. Το περιεχόμενο των αιτημάτων ενός γενικού προγράμματος της εργατικής πολιτικής, σε κάθε εποχή και ιδιαίτερα στην εποχή μας, δεν μπορεί παρά να προβάλλει, μέσα απ’ τις ποικίλες ιδιομορφίες της κάθε φάσης, την ουσία αυτής της σχέσης. Δεν μπορεί παρά να προωθεί την τάση και την ανάγκη στρατηγικής ηγεμονίας της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων απέναντι στην «τακτική» πλευρά τους. Αντίστοιχα, τα αναγκαία, ιδιαίτερα, επιμέρους προγράμματα πάλης, οι άμεσες «διεκδικήσεις», οι μεταβατικές επιδιώξεις, οι «κρίσιμοι» στόχοι, τα βασικά «σημεία αιχμής», οι «κρίκοι» των γενικότερων κοινωνικοπολιτικών αιτημάτων μπορεί και πρέπει να αλλάζουν, να μετασχηματίζονται, να παίρνουν τις πιο ποικίλες μορφές. Ωστόσο, θα πρέπει στον πυρήνα τους να συγκεκριμενοποιούν και να συμπυκνώνουν, σε κάθε φάση, σε κάθε στιγμή, σε κάθε ζήτημα, τα στοιχεία ενότητας και τα στοιχεία του ανταγωνισμού ανάμεσα στην τακτική και τη στρατηγική, απ’ τη σκοπιά της κατάλυσης της ηγεμονίας της τακτικής, απ’ τη σκοπιά της πρακτικής κι όχι φαντασιακής ηγεμονίας της εργατικής χειραφέτησης. Αν το εργατικό κίνημα περιορίζεται σε μια γενικόλογη «στρατηγική του μαυσωλείου» και των κομματικών ντοκουμέντων, ενώ στην πρακτική του και τα προγράμματά του, σε κάθε συγκεκριμένη φάση, σε κάθε σκίρτημα αγώνα υιοθετεί και λιβανίζει ή απλά υπερθεματίζει απ’ τα αριστερά την τακτική πλευρά της εργατικής πάλης, αν μεταθέτει διαρκώς τα «σπουδαία» για το αύριο, για τις «καλύτερες στιγμές» ή για τις κομματικές συνδιασκέψεις τότε δεν προωθεί την «τέχνη» της επαναστατικής πολιτικής αλλά την «τέχνη» της ενσωμάτωσης. Αντίστοιχα, αν η «εργατική πολιτική» παγιδεύεται σε αυτή τη μεγάλη παράδοση της «αριστερής ή υπεραριστερής» πλειοδοσίας υπέρ της τακτικής πλευράς, αν αρκείται σε μια νεκρή στρατηγική γλώσσα ή σ’ ένα αόριστο «αξιακό λόγο» τότε απλά δεν πρόκειται καθόλου ή δεν πρόκειται ακόμα για «εργατική πολιτική». Αν πάλι η εργατική πολιτική, στ’ όνομα της αυτοτέλειας της στρατηγικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, παραγνωρίζει την πλευρά της «τακτικής» γύρω απ’ την αξία της εργατικής δύναμης και στ’ όνομα του διαχωρισμού υποτιμά την ενότητα μαζί της τότε θα «τριγυρίζει» στο κενό σα ρόδα στον αέρα. Δεν θα μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να καταλύει πρακτικά την ηγεμονία της ενσωμάτωσης και να διεκδικεί το προβάδισμα της εργατικής χειραφέτησης μέσα στο εργατικό κίνημα. Και ξανά αντίστροφα, αν με το πρόσχημα ότι πρέπει να υπολογίζεται η τακτική πλευρά και να προωθείται η ενότητα μαζί της ακρωτηριάζεται η αυτοτελής προβολή της στρατηγικής πλευράς και ο σαφής διαχωρισμός της τότε, για άλλη μια φορά, θα πρόκειται για διαιώνιση της ενσωμάτωσης. Σε κάθε φάση του εργατικού αγώνα, σε κάθε ζήτημα, σε γενικότερο ή σε ειδικό επίπεδο υπάρχει πάντα, σε περιεχόμενο και σε μορφή, ένα κρίσιμο όριο μια «καυτή ζώνη» αλληλοσύνδεσης και σύγκρουσης των αντίθετων ρευμάτων της εργατικής
πάλης. Η τέχνη της επαναστατικής πολιτικής είναι να εντοπίζει κάθε φορά το συγκεκριμένο όριο του διαχωρισμού και το όριο της ενότητας απ’ τη σκοπιά της ηγεμονίας της πάλης για τον κλεμμένο πλούτο και για τα γενικότερα συμφέροντα της τάξης. Παράλληλα την εργατική πολιτική τη διαπερνούν και οι ιδιαίτερες αντιφάσεις της αντικαπιταλιστικής πάλης. Οι αντιφάσεις αυτές δίνουν τη δυνατότητα στην εργατική ενσωμάτωση να αντιστρέφει προς όφελός της τα κρίσιμα «όρια επαφής» ανάμεσα στις δύο τάσεις του εργατικού κινήματος, μέχρις ότου καταλυθεί οριστικά η αστική κυριαρχία. Η κύρια εσωτερική αντίφαση της εργατικής πολιτικής βρίσκεται στο γεγονός ότι η πλατιά οικονομική κοινωνική βάση της, η πάλη για την υπεραξία μπορεί μεν να διαχωρίζεται, να αποσπά κατακτήσεις και να τροφοδοτεί συνεχώς την ιδιαίτερη κοινωνικοπολιτική «αυτοτέλεια» του επαναστατικού ρεύματος αλλά, τελικά, δεν έχει τη δυνατότητα να «ολοκληρώνεται» ποιοτικά και να μετατρέπεται σε οικονομική κοινωνική σχέση παραγωγής, χωρίς την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Αυτή η αντίφαση απ’ τη μια υπογραμμίζει τους περιορισμούς του αντικαπιταλιστικού οικονομικού κοινωνικού αγώνα και απ’ την άλλη αναδεικνύει την προτεραιότητα, τον αποφασιστικό χαρακτήρα και την ιδιαίτερη δυνατότητα της κοινωνικοπολιτικής πλευράς της εργατικής χειραφέτησης. Έτσι γενικότερα η αντίφαση αυτή απ’ τη μια μεριά καθορίζει τη σχετικότητα και τον εύθραυστο χαρακτήρα της αυτοτέλειας και της ηγεμονίας του επαναστατικού ρεύματος μέσα στην τάξη σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας ενώ κυρίως, απ’ την άλλη μεριά, αποτελεί τη βάση που κάνει από σήμερα αναγκαίο επιτακτικό και αναπόφευκτο τον «διαρκή», το «μόνιμο» και συνεχώς «αναπτυσσόμενο» χαρακτήρα της επανάστασης και του επαναστατικού αγώνα. Έτσι μέσα στο ίδιο το αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό ρεύμα λειτουργεί μια εσωτερική αντίφαση ανάμεσα στη «στασιμότητα» και τη «μονιμότητα» του επαναστατικού αγώνα και της επανάστασης, ανάμεσα στο «καλά ως εδώ» και στο «όλο και πιο μακριά» που χαρακτηρίζει συνολικά τη μεγαλειώδη αλλά γεμάτη εμπόδια πορεία της εργατικής πάλης μέχρι την πλήρη κυριαρχία των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτή η αντίφαση έχει τις ρίζες της στην κυριαρχία ή και την απλή διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων και εξαρτάται απ’ την εξέλιξη των γενικότερων συσχετισμών και ειδικά απ’ το ρόλο που παίζει το ρεύμα της εργατικής ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Ιδιαίτερα η πλευρά της στασιμότητας του αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού αγώνα αποτελεί την κρίσιμη ζώνη όπου διασταυρώνονται τα ακραία αντίθετα όρια και κορυφώνεται η διαπάλη ανάμεσα στις δύο ιστορικές τάσεις του εργατικού κινήματος. Σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, υπάρχει πάντα σε περιεχόμενο αιτημάτων και σε μορφή εκείνος ο στόχος που αντιπροσωπεύει τη συγκεκριμένη ηγεμονία της στρατηγικής πάνω στην τακτική της βασικής πλευράς πάνω στη δευτερεύουσα πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Και όσο κι αν υπάρχει πάντα μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο να αντιπροσωπεύει ένας στόχος αυτή την ηγεμονία μέχρι να την πραγματοποιεί η στοιχειώδης, έστω, πρακτική στήριξή του είναι η αναγκαία αρχή για μια ουσιαστική αντιστροφή της κατάστασης σε βάρος του κεφαλαίου, για μια αντιστροφή στη σημερινή, αντικειμενικά αστική σχέση τακτικής - στρατηγικής του εργατικού κινήματος. Η τέχνη του συνδυασμού της στρατηγικής με την τακτική του εργατικού κινήματος τελικά συνίσταται στη διεκδίκηση και κατάκτηση της «συγκεκριμένης στρατηγικής ηγεμονίας», της ηγεμονίας της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, σε κάθε ζήτημα μικρό ή μεγάλο, σε κάθε φάση, σε κάθε χώρο. Στην πραγματικότητα μόνο αυτή η "συγκεκριμένη στρατηγική ηγεμονία", της βασικής πλευράς πάνω στην τακτική πλευρά μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για μια επαναστατική σύνδεση γενικότερα της τακτικής με τη στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Απ΄ αυτή τη σκοπιά το αντικαπιταλιστικό ρεύμα της εργατικής τάξης είναι το μόνο που διαθέτει τακτική, απ΄ τη σκοπιά συνολικά των εργατικών συμφερόντων. Η τακτική της εργατικής πολιτικής είναι ο επαναστατικός αγώνας σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, και η στρατηγική του είναι η
επανάσταση μέχρι το τέλος. Οι εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική του επαναστατικού αγώνα αλληλοεπηρεάζονται με τις γενικότερες (άλλης ποιότητας) αντιθέσεις της τακτικής και της στρατηγικής μέσα στο συνολικό εργατικό κίνημα. Τελικά οι σχέσεις τακτικής-στρατηγικής του επαναστατικού ρεύματος εκφράζουν την αντίθεση ανάμεσα στον μερικό και τον συνολικό επαναστατικό αγώνα, και πάνω απ΄ όλα την αντίθεση ανάμεσα στη “στάσιμη” και τη μόνιμη επανάσταση. Επόμενα, η τέχνη της ενότητας της τακτικής με τη στρατηγική απ΄ τη σκοπιά των ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης συνίσταται πρώτα απ΄ όλα στο να προωθούνται πρακτικά εκείνοι οι άμεσοι στόχοι σε περιεχόμενο και μορφή που να αντιπροσωπεύουν σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, τη συγκεκριμένη ηγεμονία της στρατηγικής πλευράς απέναντι στην τακτική πλευρά. Και παράλληλα συνίσταται στο να συνδέεται το επαναστατικά μερικό με το επαναστατικά καθολικό, το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μιας μεταβατικής φάσης με το συνολικό αλλά πάντα συγκεκριμένο περιεχόμενο της μόνιμης, της διαρκούς επανάστασης. 2.9. ΤΟ «ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» και ο επαναστατικός δρόμος Η ηρωική, όσο και δραματική, διαδρομή του εργατικού κινήματος σημαδεύεται απ’ τη διπλή φύση της εργατικής τάξης, απ’ το διπλό χαρακτήρα του αγώνα της, που εξαρτάται στο βάθος απ’ την ενότητα και το διαχωρισμό ανάμεσα στο φυσικό και το ιστορικό όριο της αξίας της εργατικής δύναμης ή μάλλον ακριβέστερα ανάμεσα στο κατώτερο πλασματικό και στο ανώτερο «δυναμικό» ζωτικό όριο αυτής της αξίας. Με βάση όλα αυτά, διχάζονται, συνδέονται, παλινδρομούν, συγκρούονται και μετασχηματίζονται οι διαθέσεις, τα αιτήματα, τα προγράμματα, οι συνειδήσεις, η κοινωνική ιστορία, ο πολιτισμός και τελικά οι μεγάλες συλλογικές και ατομικές περιπέτειες των εργαζομένων. Το «ιστορικό» πολιτικό πρόγραμμα και το «Κοινό Μανιφέστο» της εργατικής τάξης του αιώνα μας αποτελεί τελικά μια διελκυνστίδα ανάμεσα στην αγωνία για επιβίωση και τη δίψα για ζωή. Την απώθηση απέναντι στις «συμφορές» - και την επιθυμία χωρίς όρια. Τις πλασματικές - και τις πραγματικές ανάγκες. Τον ασκητισμό - και την απόλαυση. Τον πουριτανισμό - και το ριζοσπαστισμό. Το γλείψιμο - και την περηφάνια. Το φόβο - και την τόλμη. Τη δουλεία της υποταγής - και την ελευθερία της χειραφέτησης. Και η πολιτική πρακτική της εργατικής τάξης διχάζεται ανάλογα ανάμεσα στην άμυνα - και την επίθεση. Την αντίσταση - και την ανατροπή. Τη μεταρρύθμιση - και τον επαναστατικό αγώνα.- Την τακτική και τη στρατηγική Την αστική - και την εργατική πολιτική. Το «παλιό» - και το «καινούργιο». Τη στάσιμη - και τη μόνιμη επανάσταση. Το περιεχόμενο και η μορφή της εργατικής πολιτικής κρίνεται από το κατά πόσο μπορεί στην πράξη, σε κάθε φάση, σε κάθε ζήτημα, στο «άμεσο και το μακροπρόθεσμο», στο ειδικό και το γενικό επίπεδο να λύνει το γόρδιο δεσμό αυτών των «διλημμάτων», μέσα στις ζωντανές δυνάμεις που τα εκφράζουν, έτσι ώστε να προωθεί το διαχωρισμό, την ενότητα και την ηγεμονία απ’ τη σκοπιά της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων. Έτσι ώστε να μπορεί να γράφεται θεωρητικά και πρακτικά, απ’ τις ίδιες τις δυνάμεις της εργατικής τάξης, το επαναστατικό μανιφέστο της εποχής μας. Έτσι ώστε να μπορεί να διαμορφώνεται ένα πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής και της απελευθέρωσης της κοινωνίας που θα σφραγίζεται απ’ τη δίψα για ζωή και την επιθυμία χωρίς όρια, απ’ την τόλμη του καινούργιου και την περηφάνια της χειραφέτησης, απ’ το ριζοσπαστισμό του επαναστατικού αγώνα και τη «στρατηγική» της μόνιμης επανάστασης. Η εργατική πολιτική και το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ αποτελούν το "βασικό συνολικό ιστορικό διεθνικό κοινωνικοπολιτικό επαναστατικό υποκείμενο" που συγκροτείται και κρίνεται στο παρόν, απ’ τις ίδιες τις πρωτοπόρες δυνάμεις των εργαζομένων σε αλληλεπίδραση με το σύνολο της τάξης. Έχει σαν βάση του τις κληρονομημένες συνθήκες απ’ τους αγώνες της εργατικής χειραφέτησης και αναπτύσσεται ποιοτικά μέχρι την πλήρη κυριαρχία μιας νέας
κομμουνιστικής κοινωνικής πραγματικότητας. Το μέτωπο της εργατικής πολιτικής, απ’ τη μια πλευρά, τείνει να εκφράζει και να συσπειρώνει κάθε δράση και σκίρτημα εργατικής χειραφέτησης, σ’ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες και απ’ την άλλη τείνει να προωθεί την ηγεμονία της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων μέσα στους διεκδικητικούς "μεταρρυθμιστικούς" αγώνες της εργατικής τάξης έως το επίπεδο της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας και της μόνιμης επανάστασης, ως την αυτοκατάργηση της εργατικής τάξης και όλων των τάξεων, μαζί και κάθε κυριαρχίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ έχει σαν θεμελιακό και καθοριστικό, από άποψη σημασίας, πεδίο προέλευσης, στήριξης, δράσης και ανάπτυξής του την αντικαπιταλιστική πτέρυγα, την αντικειμενική τάση χειραφέτησης των εργατικών αγώνων και ιδιαίτερα το σχετικά αυτοτελές «πολιτικό μέτωπο των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης» που εκφράζεται από το στόχο για ένα ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ. Παράλληλα, απ’ την άλλη μεριά, το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ στηρίζεται και αναπτύσσεται πάνω στη βάση της αναγκαίας συγκρότησης των ιδεών της επανάστασης και του κομμουνισμού και πάνω στη συμβολή των αντίστοιχων ιδιαίτερων ιδεολογικοοργανωτικών εργατικών επαναστατικών και κομμουνιστικών πρωτοποριών, συσπειρώσεων και κομμάτων που προσπαθούν να τις εκφράσουν πρακτικά και πολιτικά μέσα στο εργατικό κίνημα. Η συγκρότηση και ανάπτυξη τέτοιου είδους πρωτοποριών, όπως και όλων των πρωτοποριών, σε κάθε πεδίο του εργατικού αγώνα αποτελεί μια αντικειμενική, αναγκαία και σχετικά αυτόνομη διαδικασία που τροφοδοτείται απ’ την ιστορική πορεία της τάσης της εργατικής αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης και αντεπιδρά αποφασιστικά πάνω της. Αποτελεί μορφή ανάπτυξης και έκφρασης του καθοριστικού ρόλου της αναπτυσσόμενης επαναστατικής πράξης και συνείδησης και σκέψης των ίδιων των δυνάμεων των εργαζομένων, του καθοριστικού επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης συνολικά. Είναι αναγκαία μορφή και πλευρά συγκρότησης της θεωρίας και της πρακτικής του "Μετώπου της εργατικής πολιτικής". Ωστόσο δεν ταυτίζεται μαζί του και δεν μπορεί να το υποκαταστήσει. Είναι μια πλευρά του που έχει την προτεραιότητα στη διαδικασία συγκρότησης και εξέλιξής του στην "επεξεργασία της συνείδησής του", αλλά τελικά είναι μια πλευρά που ανήκει ποιοτικά σε ποιο χαμηλό επίπεδο σε σχέση με το συνολικό επαναστατικό τμήμα της τάξης και πολύ περισσότερο σε σχέση με τη «συνολικά επαναστατημένη τάξη», που παίζουν και τον καθοριστικό ρόλο ως προς την ηγεμονία της επανάστασης μέσα στην κοινωνία. Γιατί το επαναστατικό τμήμα της τάξης συνολικά είναι που συγκροτεί το Μέτωπο της εργατικής πολιτικής και τελικά αυτό που γεννά, εκφράζει, κρίνει, ελέγχει, αποφασίζει και μετασχηματίζει σε ανώτερο επίπεδο και σε πρακτική υλική πολιτική δύναμη την αποφασιστική αντεπίδραση και συμβολή των κομμουνιστικών και επαναστατικών προτάσεων και ιδεών οργανώσεων και κομμάτων. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και τα όργανα της εργατικής πολιτικής είναι που, σε τελευταία ανάλυση, έχουν αντικειμενικά και πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διατηρούν την καθοριστική δύναμη και «εξουσία» για να «αποφασίζουν» (με βάση τη δοκιμασία της επαναστατικής πράξης και την πείρα των αγώνων της τάξης) ως προς την ορθότητα αλλά και την ανάπτυξη και το μετασχηματισμό αυτών των ιδεών και το ρόλο των αντίστοιχων συσπειρώσεων, οργανώσεων και κομμάτων. Έτσι τελικά το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και τα αντίστοιχα όργανα της εργατικής πολιτικής συνδέουν και αναπτύσσουν παραπέρα, σε ανώτερο επίπεδο, κάθε ξεχωριστό κίνημα, κάθε ενότητα αντικαπιταλιστικής δράσης γύρω απ’ τα διαφορετικά κοινωνικά δημοκρατικά και διεθνικά πολιτικά προβλήματα και μέτωπα της ταξικής πάλης, με πυρήνα το ΜΕΤΩΠΟ για τα συμφέροντα και το ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ. Και κυρίως συνενώνουν όλες τις πλευρές του οικονομικού κοινωνικού πολιτικού και ιδεολογικού αγώνα και τις εντάσσουν διαλεκτικά Στο πεδίο της συνολικής επαναστατικής πολιτικής πράξης και σκέψης των ίδιων των εργαζομένων, στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής σφαίρας για την επανάσταση που είναι και το αποφασιστικό πεδίο στις συνθήκες της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ σήμερα, στο βαθμό που συγκροτείται στην πράξη έτσι ώστε να εκφράζεται με αυτοτέλεια και να διεκδικεί μια αισθητή
αντικειμενικά παρέμβαση σ΄ όλα τα πεδία της ταξικής πάλης, αποτελεί την αναγκαία μορφή, την ουσιαστική έκφραση και το βασικό κριτήριο για την κατάλυση της ηγεμονίας της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στην εργατική τάξη. Το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ συγκροτείται σ’ όλα τα επίπεδα, με βάση μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ορισμένες αναγκαίες πλευρές του που εκφράζουν τη διαλεκτική σύνδεση του περιεχομένου και της μορφής του. Οι πλευρές αυτές είναι: Α) Το περιεχόμενο των αιτημάτων. Β) Οι μορφές πάλης που αναπτύσσει. Γ) Η γενικότερη κατεύθυνση και διαδικασία που προωθεί για την οργάνωση της εργατικής χειραφέτησης, της εργατικής τάξης συνολικά και για την συγκρότηση των οργάνων της εργατικής πολιτικής. Δ) Τα αντικειμενικά όρια, η «κρίσιμη ζώνη» διαχωρισμού και ενότητας που προβάλλει ανάμεσα στην τάση χειραφέτησης και την τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων απ’ τη σκοπιά της ηγεμονίας της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, σε κάθε ζήτημα, στο γενικό επίπεδο και σε κάθε φάση. Ε) Η επιδίωξη για συγκεκριμένες, έστω και προσωρινές, κοινωνικές πολιτικές κατακτήσεις ή η προσέγγιση σε τέτοιες κατακτήσεις με βάση τη λογική της "συγκεκριμένης στρατηγικής ηγεμονίας" της αντικαπιταλιστικής πλευράς. Στ) Η συγκρότηση ενός διακριτού εργατικού πολιτισμού της χειραφέτησης στις πολιτικές και θεωρητικές ιδέες και προτάσεις, στην αγωνιστική πρακτική, στις κοινωνικές σχέσεις, στην τέχνη, στο «δίκαιο», στις «αξίες». Ζ) Η πολιτική κοινωνική πολιτιστική και οργανωτική ιδιαίτερη σύνθεση της εθνικής με τη διεθνική πλευρά του. Και οι επτά αυτές πλευρές συνδέονται με τέτοιο τρόπο που, εφόσον ακυρώνεται ή υπονομεύεται μια απ’ αυτές, κινδυνεύει να καταρρεύσει η συνολική συνένωση μορφής περιεχομένου και η ίδια η αυτοτελής πρακτική συγκρότηση, εμφάνιση, «ύπαρξη», της τάσης εργατικής χειραφέτησης και του επαναστατικού αγώνα. 2.10. «ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΙΕΡΑΡΧΗΣΗ» Το περιεχόμενο των αιτημάτων της εργατικής πολιτικής πρέπει να επιδιώκει, σε κάθε οικονομικό ή πολιτικό ζήτημα και στο γενικό επίπεδο, όχι την απλή διαπραγμάτευση της θέσης των εργαζομένων στα πλαίσια της αποδοχής της αναπόφευκτης διεύρυνσης της απόστασης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Γιατί αυτό θα σημαίνει αντικειμενικά διαπραγμάτευση για το επίπεδο, τους ρυθμούς και τις μορφές χειροτέρευσης της ζωής τους. Και κατά κανόνα, και ιδιαίτερα σήμερα, σημαίνει κυρίως χειροτέρευση σ’ όλη την κλίμακα, σημαίνει πάνω απ’ όλα κήρυγμα για παραίτηση και υποταγή απέναντι στο σύνολο της εργατικής τάξης. Αντίθετα, το περιεχόμενο των αιτημάτων στο οικονομικό ή πολιτικό επίπεδο πρέπει να επιδιώκει τη μείωση της απόστασης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, την αλλαγή των συγκεκριμένων σχέσεων σε βάρος του κεφαλαίου, του εργοδότη, του κράτους. Μια τέτοια κατεύθυνση αιτημάτων δεν πλειοδοτεί απ’ τη σκοπιά της τακτικής πλευράς της διαπραγμάτευσης (π.χ. 10% αύξηση εσείς, 30% εμείς) και δεν υπερθεματίζει πάνω στη βάση της λογικής του παζαριού, της ενσωμάτωσης στ’ όνομα της επαφής με τις μάζες. Αλλά έχει να κάνει κυρίως με την ποιοτική υπονόμευση αυτής της λογικής. Π.χ. να χάσει ο εργοδότης, να φορολογηθούν τα κέρδη, να χάσει το κράτος να ηττηθούν οι αστοί στην ανταγωνιστικότητα, στην παραγωγικότητα, στην ανάπτυξη με την δική τους έννοια και να νικήσουν, να “κερδίσουν” οι εργάτες. Το κλειδί στο περιεχόμενο των αιτημάτων λοιπόν δεν είναι το «δεν πάει άλλο» αλλά το «να πάει αλλιώς». Μόνο το «αλλιώς» μπορεί να ενωθεί αποτελεσματικά και μαζικά με το «δεν πάει άλλο». Μόνο η ρήξη μπορεί να ενωθεί αποτελεσματικά και μαζικά με την αντίσταση. Μόνη η επίθεση μπορεί να ενωθεί αποτελεσματικά και μαζικά με την άμυνα. Και αυτή η αναγκαιότητα στηρίζεται αντικειμενικά στην ίδια την ανάπτυξη των προβλημάτων. Η βασική πλευρά κάθε προβλήματος είναι που λύνει τη δευτερότερη πλευρά του. Η προώθηση των βασικών προβλημάτων είναι που λύνει τα δευτερότερα. Π.χ. η άρνηση των νέων προδιαγραφών της ΕΟΚ λύνει το ζήτημα του ύψους των αγροτικών αποζημιώσεων. Και η βασική πλευρά κάθε προβλήματος είναι ακριβώς η «επαναστατική πλευρά του», είναι αυτή που συνδέεται με τη βασική πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Σήμερα,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι εργαζόμενοι θα κατανοούν με την πείρα τους ότι το αίτημα ρήξης, το επαναστατικό αίτημα, ο επαναστατικός τρόπος είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί αντικειμενικά να επιβάλλει σχετικά και τα αιτήματα διαπραγμάτευσης, τα αιτήματα άμυνας και την όποια “μεταρρύθμιση” και όχι το αντίστροφο. Η μορφή μιας τέτοιας κατεύθυνσης στο περιεχόμενο των αιτημάτων και στους τρόπους πάλης είναι η «αντίστροφη ιεράρχηση» μέσα στην αυθόρμητη και κυρίαρχη μέχρι τώρα σχέση ανάμεσα στο συγκεκριμένο αίτημα "τακτικής", το αίτημα για «επιείκεια» απ’ τη μεριά του κεφαλαίου και στο συγκεκριμένο αίτημα ρήξης απέναντί του, σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση και χώρο. Η σχέση αυτή, που διαμορφώνεται αυθόρμητα με βάση την ηγεμονία της εργατικής ενσωμάτωσης, φέρνει στο κέντρο βάρους των εργατικών αιτημάτων, προγραμμάτων και μορφών πάλης την "τακτική", τη "δευτερεύουσα" πλευρά των συμφερόντων τους. Γι΄ αυτό η λογική της "αντίστροφης ιεράρχησης" έχει τεράστια σημασία για την ανεξαρτησία του επαναστατικού αγώνα και της εργατικής πολιτικής, για την πρακτική αγωνιστική ενότητα της εργατικής τάξης, για την αποτελεσματικότητα και τη μαζικότητα των αγώνων της, αλλά και για τη γενικότερη σύνδεση τακτικής-στρατηγικής, την ταξική συνειδητοποίηση και διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων. Η λογική της "αντίστροφης ιεράρχησης" δεν σημαίνει γενικόλογη προβολή των στρατηγικών αιτημάτων ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο ζήτημα, χώρο ή φάση και το συσχετισμό των δυνάμεων. Δεν σημαίνει "παπαγαλία" μιας κομμουνιστικής πλειοδοσίας. Αλλά σημαίνει ότι τα στρατηγικά αιτήματα, οι στρατηγικές επιδιώξεις προβάλλονται συγκεκριμένα σε σχέση με τα ανάλογα ζητήματα ή με τις φάσεις του αγώνα, αλλά σε κάθε περίπτωση τοποθετούνται στο "κέντρο βάρους" των αντίστοιχων εργατικών προγραμμάτων και μορφών πάλης, αποτελούν την αφετηρία της "συγκεκριμένης στρατηγικής ηγεμονίας", της βασικής πλευράς απέναντι στη δευτερότερη πλευρά των εργατικών συμφερόντων. Η λογική της "αντίστροφης ιεράρχησης" αντιμετωπίζει τη φετιχοποιημένη διάκριση ανάμεσα στα "γενικότερα" αιτήματα ζύμωσης και τα "άμεσα" αιτήματα δράσης, όπου τα δεύτερα εκπροσωπούν πάντα την "τακτική", δηλ. τελικά την αφομοιώσιμη, την πιο εύκολα να αντιμετωπιστεί και να απορριφθεί από το κεφάλαιο, πλευρά και αντίληψη της εργατικής πάλης. Η λογικής της "αντίστροφης ιεράρχησης" επιβάλλει την επαναφορά στην άμεση πάλη των στόχων και των αιτημάτων του "Κομμουνιστικού Μανιφέστου", της αταξικής κοινωνίας, της πλήρους απελευθέρωσης του κοινωνικού ανθρώπου σαν βάση για τη συγκεκριμενοποίηση, την πολιτική υπεράσπιση και την πλατύτερη απήχηση των επίκαιρων αιτημάτων και στόχων του ταξικού επαναστατικού αγώνα σε κάθε ζήτημα, χώρο και φάση. Αποτελεί τη βάση και για τη συγκεκριμένη συνολική πρόταση που προβάλλει την ανατροπή της πολιτικής και της στρατηγικής των κυρίαρχων τάξεων και τη συνολική άμεση επαναστατική διέξοδο από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. ΄Έτσι μ΄ έναν τρόπο η "ζύμωση" μετατρέπεται σε "δράση", τα "μακροπρόθεσμα" σε "άμεσα", οι ιδέες σε υλική δύναμη. Και αντίστοιχα, η άμεση υλική δύναμη της εργατικής δράσης μετατρέπεται στην "πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση" και ταυτόχρονα σε μορφή για την έμπρακτη ιδεολογική μακροπρόθεσμη ζύμωση γύρω από την ιστορική προοπτική των εργατικών αγώνων. Η αντίληψη της "αντίστροφης ιεράρχησης" είναι η πιο συκοφαντημένη πλευρά του επαναστατικού αγώνα από το εκφυλισμένο εργατικό κίνημα. Η συστηματική διαστρέβλωση και εξομοίωσή της με την ανέξοδη "επαναστατική φρασεολογία" και τον επαναστατικό μαξιμαλισμό έξω από την πράξη και τις συγκεκριμένες δυσκολίες των συσχετισμών (μια πρακτική όπου διαπρέπουν συνήθως οι κάθε λογής ρεφορμιστές) την καθιστά "ύποπτη" ακόμα και μέσα στις ριζοσπαστικές δυνάμεις. Το εργατικό κίνημα έφτασε στο σημείο να μη διανοείται καν να αναφέρεται στους κομμουνιστικούς στόχους του, που συνδέονται με τα άμεσα προβλήματά του. Θεωρείται, π.χ., οραματική απογείωση το να προβάλλεται σήμερα το σύνθημα "για τον ελεύθερο χρόνο σαν το βασικό μέτρο του πλούτου και της χειραφέτησης του εργάτη", σε σχέση με το άμεσο, καθοριστικό πρόβλημα του χρόνου εργασίας. Κι έτσι ξεχνιέται το γεγονός ότι αυτό ακριβώς το σύνθημα αποτελεί τη βάση και
για την προώθηση άμεσων λύσεων γύρω από το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου υπέρ των εργατών και σε βάρος του κεφαλαίου. ΄Ετσι και η περίφημη αντίληψη για την κύρια θέση που πρέπει να έχει μέσα στο εργατικό κίνημα η πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την κεντροαριστερά παρακάμπτει την ανάγκη για τον επαναστατικό αντικαπιταλιστικό αγώνα σαν βάση για την έμπρακτη αμφισβήτηση και αντιμετώπιση, δηλαδή για την ανατροπή της δεξιάς, κεντρώας ή κεντροαριστερής πολιτικής των αντιδραστικών ανακατατάξεων και μέτρων που προωθεί η αστική τάξη σε βάρος των εργαζομένων στη σύγχρονη φάση ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Ο κομμουνιστικός ρεφορμισμός είχε πάντα στις σημαίες του τη συσπείρωση των εργατών για τον κομμουνισμό, στα συνέδριά του για την αντιιμπεριαλιστική επανάσταση, στα εκλογικά προγράμματά του για την αλλαγή, στην άμεση προπαγάνδα του για τις φιλολαϊκές ανακατατάξεις και μεταρρυθμίσεις, ενώ στην πρακτική του "ιεραρχούσε" πάντα στην κύρια θέση τη συσπείρωση των εργαζομένων γύρω από τα αστικά πλαίσια των λαϊκών διεκδικήσεων. Κι αυτό το έκανε με το πρόσχημα ότι έτσι συνέδεε τις λαϊκές διεκδικήσεις με την αλλαγή, την αλλαγή με την επανάσταση, και την επανάσταση με τον κομμουνισμό. Κι έτσι χαντάκωνε και τον κομμουνισμό και τις στοιχειώδεις λαϊκές διεκδικήσεις. Το εργατικό επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας έχει ανάγκη να ιεραρχεί στην κύρια θέση, να τοποθετεί στο κέντρο βάρους των στόχων του τη συσπείρωση των εργαζομένων για την επανάσταση μέχρι το τέλος, για τη συνολική ανατροπή της αστικής στρατηγικής και για τη συγκεκριμενοποίηση του επαναστατικού αγώνα σε κάθε ζήτημα, χώρο και φάση. Και γι΄ αυτό έχει ανάγκη και μπορεί να συνδέεται προωθητικά και μαζικά με τις πλατιές λαϊκές διεκδικήσεις και τις ριζοσπαστικές ανακατατάξεις που μπορεί να προκύψουν από την ανάπτυξή τους. ΄Ετσι, κι εμείς ιεραρχούμε στην κύρια θέση των στόχων του ΝΑΡ τη συσπείρωση και οργάνωση των δυνάμεων που επιδιώκουν και χτίζουν την προοπτική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, τη συσπείρωση και οργάνωση των πιο συνειδητών δυνάμεων της εργατικής πολιτικής για το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και το ΝΕΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ. Γι΄ αυτό μπορούμε και πρέπει να συνδεόμαστε με τα ευρύτερα εργατικά μέτωπα και τις μορφές ενότητας δράσης που αγκαλιάζουν το σύνολο των αντιφατικών εργατικών διεκδικήσεων και συσπειρώσεων στην κατεύθυνση της χειραφέτησης των εργαζομένων και της αποτελεσματικότητας των αγώνων τους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι όσο πιο αμυντικά, όσο πιο «πλατιά» όσο πιο κοντά στην ανάγκη και στην κυρίαρχη λογική της αγοραπωλησίας είναι τα αιτήματα του εργατικού αγώνα, τόσο πιο ευρύτερα γίνονται αποδεκτά και τόσο πιο μαζικά μπορούν να στηρίξουν και να αναπτύξουν τους κοινωνικούς αγώνες. Και ότι είναι αυτά ακριβώς τα «πλατειά» αιτήματα κι αυτού του είδους οι αγώνες το καλύτερο έδαφος που πάνω του μπορούν να βλαστήσουν και να «λάμψουν» τα αντικαπιταλιστικά ρεύματα. Ωστόσο, όλη η πείρα του εργατικού κινήματος και ιδιαίτερα στην εποχή μας και εντελώς πρόσφατα στη χώρα μας (π.χ. καθηγητές) δείχνει το ακριβώς αντίθετο. Όσο πιο συγκεκριμένα, επιθετικά και καθαρά τα εργατικά αιτήματα προωθούν τη ρήξη με τα υπάρχοντα κοινωνικά σύνορα του κάθε χώρου, του κάθε ζητήματος τόσο πιο πολύ πυροδοτούν την πιο πλατειά αντικαπιταλιστική ανταπόκριση μαζί και την πιο πλατειά συμμετοχή της εργατικής διαπραγμάτευσης που κινείται στα όρια της αγοραπωλησίας. Κι αυτή πλέον την τεχνική τη χρησιμοποιούν όλες οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, προκειμένου να ενσωματώσουν τις τάσεις χειραφέτησης και να διεγείρουν την απογοητευμένη μαζική βάση τους. Προκειμένου να πετύχουν το αντίστροφο, την ηγεμονία της τακτικής πλευράς πάνω στη στρατηγική. Το ζήτημα είναι ότι ακριβώς η έλλειψη μιας αυτοτέλειας με γενικότερη προοπτική από μέρους της εργατικής χειραφέτησης κάνει τελικά να εκδηλώνεται πανηγυρικά η ηγεμονία της τάσης ενσωμάτωσης μέσα στους μαζικούς αγώνες του καιρού μας. Είναι η αδυναμία της τάσης χειραφέτησης να κρατήσει μέχρι το τέλος και με μια ευρύτερη αναφορά την αντίστροφη σχέση ρήξης και διαπραγμάτευσης, διαχωρισμού και ενότητας, που κάνει δυνατή κάθε φορά την κυριαρχία της ενσωμάτωσης. Είναι η λογική της συνυπευθυνότητας
ανάμεσα στις δύο τάσεις που εμποδίζει και συσκοτίζει την ιδιαίτερη ευθύνη και των δυο και τη συνένωσή τους σε ανώτερη και πιο αποτελεσματική ταξική βάση. Είναι η έλλειψη ουσιαστικής συγκρότησης και αυτοτέλειας της εργατικής χειραφέτησης που την «φτάνει» το πολύ να διαχωρίζεται σε επίπεδο κορυφών και πολιτικών προγραμμάτων απ’ τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία αλλά να μην τολμά να διαχωρίζεται σε περιεχόμενο και μορφή (για να ενωθεί σε μια ανώτερη και γενικότερη προοπτική) με την πιο πλατειά βάση και με το πραγματικό κοινωνικό βάθος της εργατικής ενσωμάτωσης. Ιδιαίτερα στο νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, στενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια για «αστικοδημοκρατικές» ρεφορμιστικές λύσεις στα κοινωνικά δημοκρατικά και διεθνή προβλήματα, με βάση τα γενικότερα συμφέροντα αναπαραγωγής του συστήματος που να φέρνουν αισθητές θετικές βελτιώσεις στην εικόνα του βιοτικού επιπέδου και να χρυσώνουν το χάπι της σχετικής εξαθλίωσης των εργαζομένων. Τα αναγκαία και σήμερα βελτιωτικά μέτρα για την αναπαραγωγή του συστήματος (π.χ. για την ανεργία τους κατώτερους μισθούς κ.λπ.) θα παίρνουν όλο και περισσότερο την «αρνητική μορφή» της αναστολής των κοινωνικών ποινών ή της παράτασης των χαριστικών περιόδων καθώς και τη μορφή της ευσπλαχνίας για τις πιο κρίσιμες ζώνες του κοινωνικού πολέμου. Η μακροπρόθεσμη προοπτική για βαθύτερη κρίση της σχετικής υπεράξιας και για ποιοτική διεύρυνση της σχετικής εξαθλίωσης των εργαζομένων περιορίζει αισθητά τα περιθώρια, που υπήρχαν στα προηγούμενα στάδια, οι όποιες βελτιώσεις στους μισθούς να πλησιάζουν τα ιστορικά όρια της αξίας της εργατικής δύναμης και να δημιουργούν την αίσθηση της συμμετοχής των εργαζομένων στην αύξηση του κοινωνικού πλούτου. Μόνο ο σκληρός αντικαπιταλιστικός ταξικός αγώνας, η αυτοτέλεια της εργατικής πολιτικής και η γενικότερη εργατική απειλή για ρήξεις και ποιοτικές ανακατατάξεις στις κοινωνικές σχέσεις μπορούν να μετακινήσουν τα σύνορα της σημερινής κατάστασης των εργαζομένων και να επιχειρήσουν την αντιστροφή της γενικής κατεύθυνσης που είναι το ποιοτικό βάθαιμα της σχετικής τους εξαθλίωσης. 2.11. Το Πρόγραμμα της Εργατικής Πολιτικής Αντικαπιταλιστική Επανάσταση - Κομμουνιστική Απελευθέρωση Επομένως στο περιεχόμενο και την κατεύθυνση των αιτημάτων της εργατικής χειραφέτησης, το βασικό ζήτημα είναι να λύνονται δύο καθοριστικές κατηγορίες προβλημάτων. Κι’ αυτές έχουν να κάνουν πρώτον με την προβολή και την ηγεμονία της συγκεκριμένης βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων, με παράλληλη αναμόρφωση της ενωτικής σχέσης απέναντι στην ενσωματωμένη δευτερεύουσα πλευρά τους. Και δεύτερον, έχουν να κάνουν με τη σύνδεση του σημερινού με τον συνολικό αντικαπιταλιστικό αγώνα και γενικότερα με τη μονιμότητα και τον διαρκώς αναπτυσσόμενο χαρακτήρα του επαναστατικού αγώνα. Αυτό ο χαρακτήρας καθορίζει και επιβάλλει πλάι σε κάθε συγκεκριμένο αίτημα ρήξης να προβάλλεται η «συνέχειά» του. Όχι σα ζύμωση και προπαγάνδα για το μακρινό μέλλον και την ηθική πολιτική «διαπαιδαγώγηση» και εκπαίδευση των μαζών αλλά κυρίως σαν πρακτικό πολιτικό «μέτρο ασφάλειας» ή και σαν πρακτικό μέσο ουσιαστικής κατάκτησης, επέκτασης και κατοχύρωσης της όποιας ρήξης απέναντι στην αναπόφευκτη προσπάθεια ακύρωσής της απ’ τους γενικότερους νόμους της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Το εργατικό κίνημα δεν μπορεί, π.χ., να ζητά μείωση των κερδών του εργοδότη και αντίστοιχα αύξηση των αποδοχών χωρίς να προβάλλει σαν μέτρο ασφαλείας αλλά και κυρίως σαν μέσο κατάκτησης αυτού του στόχου την απαγόρευση των απολύσεων, την ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής, τον εργατικό έλεγχο κ.λπ. Δεν μπορεί να ζητά την άμεση ανατροπή του νόμου Αρσένη και ταυτόχρονα να μην προβάλλει εκείνες τις γενικότερες ρήξεις και αλλαγές στην παιδεία που θα προωθούν στη ζωή και θα κατοχυρώνουν αυτή την ανατροπή, θα κάνουν σχετικά δύσκολη την επαναφορά των αντιδραστικών μέτρων με άλλη μορφή. Το εργατικό κίνημα και η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί τελικά να καλεί τους εργάτες να παλεύουν για μείωση του κλεμμένου χρόνου, για επιστημονική παιδεία για όλους, για την ανατροπή της
αντιδραστικής πολιτικής στα ζητήματα των ελευθεριών που απαιτεί η εποχή μας, για την απόκρουση της ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας, για την παραίτηση της ολιγαρχίας από τις επιθετικές και πολεμικές επιδιώξεις της, για μια νέου τύπου σύνδεση εθνικού-διεθνικού σε βάρος του κεφαλαίου κ.λπ., και να μην προτείνει παράλληλα, σαν συνολικό στόχο, την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Δεν μπορεί να προβάλλεται μια τέτοια ριζική αλλαγή στο συνολικό συσχετισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και να μην προβάλλεται παράλληλα, σαν μέσο κατάκτησης, σαν μέσο κατοχύρωσης και ουσιαστικής επιβίωσης αυτής της αλλαγής η αντικαπιταλιστική επανάσταση σ΄ όλες τις σχέσεις και μέχρι το τέλος. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να προτείνει κανείς το περιεχόμενο και τη μορφή του επαναστατικού αγώνα σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα χωρίς να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα την ανάγκη αυτή η πρόταση να προχωράει πραγματικά στη ζωή, να αποκτά ρεαλισμό, να κατοχυρώνεται απέναντι στον αναπόφευκτο ρεβανσισμό του κεφαλαίου. Κι αυτό πετυχαίνεται μόνο με τη σύνδεση του μερικού με τον συνολικό επαναστατικό στόχο, του μερικού επαναστατικού αγώνα με τη μόνιμη επανάσταση. Όλες οι αριστερές δυνάμεις ισχυρίζονται ότι οι μάζες πρέπει να μαθαίνουν με την πείρα τους και τη θεωρία. Αλλά πιο συχνά εννοούν διαφορετικά πράγματα. Στην ουσία η επαναστατική θεωρία πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντικειμενική θεωρία της πράξης. Κι αν κανείς πάρει υπόψη του αυτό τον παράγοντα, δεν μπορεί στο όνομα της επαναστατικής τέχνης να κρύβει απ΄ τους εργάτες αυτό που ξέρουν ήδη από την ιστορική και καθημερινή τους πείρα γύρω απ΄ τη θεωρία της πράξης. Δεν μπορεί το αντικαπιταλιστικό ρεύμα να προτείνει στους εργάτες μόνο ή κυρίως “αντίσταση” για να “τσιμπήσουν” και να καταλάβουν με την πείρα τους την ανάγκη της συνολικής ανατροπής. ΄Η να τους προτείνει παραπέρα την ανατροπή για να “τσιμπήσουν” ακόμα πιο πολύ και να καταλάβουν την ανάγκη της επανάστασης και του κομμουνισμού. Δεν μπορεί κανείς να καλεί τους εργάτες σε πρακτικό αγώνα για να σπάσει, π.χ., η γενική εισοδηματική πολιτική, να ανατραπεί ο προϋπολογισμός κ.λπ., και να τους “κρύβει” αυτό που ξέρουν πολύ καλά, ότι δηλ. κάτι τέτοιο σημαίνει μια παρατεταμένη και σκληρή πάλη επαναστατικού τύπου και μια συνολική ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική. Δεν μπορεί, πολύ περισσότερο, να τους καλεί σε μια τέτοια ρήξη και να τους κρύβει ότι αυτή συνδέεται αναπόφευκτα με γενικότερες συγκρούσεις, απαιτεί επαναστατικά γεγονότα, και βάζει ουσιαστικά το δίλημμα ως προς τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής. Στη ζωή και την πολιτική δεν υπάρχει κενό. Υπάρχει πάντα μια υλική διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ΄ αυτό που επικρατεί και σ΄ αυτό που τείνει να το αντικαταστήσει. Το ίδιο συμβαίνει ανάμεσα στην αντίσταση, τη ρήξη και την επανάσταση. Και σ΄ αυτή τη σχέση εκείνο που παίζει τον καθοριστικό ρόλο είναι πάντα αυτό που έρχεται και δεν είναι αυτό που φεύγει. Γιατί μόνο αυτό που έρχεται στη ζωή ανατρέπει πραγματικά, υλικά, αυτό που φεύγει. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει το μόνιμο χαρακτήρα του επαναστατικού αγώνα και το βασικό ρόλο που παίζει εκείνο που προτείνει το εργατικό κίνημα σε σχέση μ΄ εκείνο που θέλει να καταλύσει. Επιβάλλει την κυριαρχία του επόμενου βήματος και της επόμενης μέρας απέναντι σ΄ αυτό που σήμερα ανατρέπεται. Οι εργαζόμενοι λοιπόν ξέρουν με την ιστορική και καθημερινή τους πείρα ότι κάθε ρήξη με την εργοδοσία και το κράτος στην οποία τους προσκαλεί κυρίως η ίδια η εσωτερική αντικαπιταλιστική πλευρά της ύπαρξής τους, πέρα από τον αγώνα και το ρίσκο που απαιτεί, πάνω απ΄ όλα για να πραγματοποιηθεί έχει ανάγκη από τη “συνέχειά” της. Κι αυτή τη συνέχεια και τις συνέπειές της όσοι δεν την τρέμουν ή δεν τη θεωρούν όνειρο καλοκαιρινής νύχτας θέλουν να τη διαμορφώσουν, να τη γνωρίσουν, να την επιβάλουν οι ίδιοι. Και η επαναστατική θεωρία και πολιτική πρέπει να τους βοηθά να τη γνωρίσουν και κυρίως να τη διαμορφώσουν και να την επιβάλουν όσο το δυνατόν καλύτερα και ταχύτερα. Και γι΄ αυτό το επαναστατικό πρόγραμμα της εργατικής τάξης πρέπει να λέει την αλήθεια στους εργάτες, κυρίως μέσα στους αγώνες τους και όχι στην εποχή της πολιτικής αγρανάπαυσης.-
Σήμερα όχι μόνο τα αιτήματα για ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, αλλά και τα αιτήματα για “τιμιότερη” αγοραπωλησία της εργατικής τους δύναμης για να μην επιβαρυνθεί αβάσταχτα η επιβίωσή τους έχουν να αντιμετωπίσουν δυνάμεις πανίσχυρες που κυριαρχούν απόλυτα και σαρώνουν τα πάντα στην αντίθετη κατεύθυνση. Γι΄ αυτό περισσότερο από κάθε άλλη φορά όλα τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής δεν λύνονται παρά μόνο με το δύσκολο και σκληρό τρόπο του επαναστατικού αγώνα. Και οι όποιες κατακτήσεις του επαναστατικού αγώνα για να πραγματοποιηθούν και να κατοχυρωθούν απαιτούν μια πορεία επαναστατικής συνέχειας, τη συνολική επαναστατική ανατροπή. Κι αυτή η επαναστατική συνέχεια και ανατροπή αντικειμενικά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά δεν μπορεί παρά να έχει κομμουνιστικό περιεχόμενο. ΄Ετσι το πρόγραμμα της επαναστατικής εργατικής πολιτικής πρέπει να έχει στις σημαίες του το τρίπτυχο που ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα της ζωής. • Επανάσταση μέχρι το τέλος • Ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής σε κάθε ζήτημα σ΄ όλα τα μέτωπα • Αντίσταση και επιβίωση με τον επαναστατικό αγώνα. Κι αυτό το τρίπτυχο πρέπει να διαπερνά το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής όχι στις συζητήσεις και τις διενέξεις των παλιών και νέων παλαιμάχων, αλλά να γίνεται ένα πρόγραμμα παρέμβασης στην πολιτική ζωή, στη συγκεκριμένη εποχή, στη συγκεκριμένη πρακτική του εργατικού αγώνα. Η λογική ενός τέτοιου προγράμματος ανταποκρίνεται στον αντικειμενικό χαρακτήρα των προβλημάτων, στη λύση του βασικού πυρήνα τους. Προβάλλει τις αντικειμενικές απαντήσεις που έχουν γεννηθεί σαν δυνατότητα στα σπλάχνα της σημερινής κοινωνίας και απαιτούν να διαλυθούν οι σημερινές κυρίαρχες σχέσεις. ΄Έχει ανάγκη τελικά απ΄ το κομμουνιστικό περιεχόμενο στην κατεύθυνση των αιτημάτων και στη μορφή της μόνιμης επανάστασης. Γι΄ αυτό, όπως και να το ονομάσει κανείς, δεν μπορεί παρά να είναι ένα πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Γιατί μόνο μ΄ αυτό τον τρόπο μπορεί ν΄ ανταποκρίνεται στον καθοριστικό αλλά και τον άμεσο ρόλο που παίζει αυτό που έρχεται σε σχέση μ΄ αυτό που φεύγει. Το εργατικό πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση ανταποκρίνεται στη σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική, στα πλαίσια του ενιαίου εργατικού αγώνα κι εκφράζει την αλληλεπίδραση του μερικού και του συνολικού επαναστατικού στόχου. Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση- κομμουνιστική απελευθέρωση καθορίζει την ενότητα της μόνιμης επαναστατικής διαδικασίας απ΄ τη σκοπιά της βασικής της πλευράς που είναι η ο οριστική νίκη του σοσιαλισμούκομμουνισμού. Αντιμετωπίζει τα διλήμματα και τις αντιθέσεις γύρω από τους “στόχους δράσης” και τους “στόχους ζύμωσης”. Γύρω από τη σύνδεση του σήμερα με το αύριο, του “άμεσου” με το “μακροπρόθεσμο” με βάση την αντίληψη του κομμουνισμού σαν αναπτυσσόμενη κίνηση που αρνείται το σήμερα και την υπάρχουσα κατάσταση. Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση απαντά στο ζήτημα της αλλαγής των συσχετισμών, που μπαίνει συχνά σαν το βασικό πρόβλημα (ή και το άλλοθι) για τις αδυναμίες του αντικαπιταλιστικού ρεύματος. Στηρίζεται στην αντίληψη ότι στη σχέση ανάμεσα στους σημερινούς αρνητικούς συσχετισμούς και τις δυσκολίες της αντικαπιταλιστικής πάλης δεν μπορεί να παίζεται το παιχνίδι με την κότα και το αβγό. Το καθοριστικό σ΄ αυτή τη σχέση δεν είναι ότι οι συσχετισμοί εμποδίζουν και αλλοιώνουν τον επαναστατικό αγώνα, αλλά ότι ο επαναστατικός αγώνας είναι αυτός που ανατρέπει τους συσχετισμούς. ΄Ετσι το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση προωθεί την πρακτική αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, σε κάθε ζήτημα, σε κάθε φάση, στα μικρά και τα μεγάλα, στα καθημερινά και τα ιστορικά. Μόνο κάθε πραγματικό βήμα του επαναστατικού αγώνα μπορεί ν΄ αποσπά κατακτήσεις και ν΄ αμφισβητεί το συσχετισμό που επιβάλλουν οι κυρίαρχες σχέσεις. Ωστόσο, μόνο η
αντικαπιταλιστική επανάσταση, η συνολική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας μπορεί να κατοχυρώσει πρακτικά στη ζωή μια πρώτη ποιοτική συνολική μεταβολή των γενικών συσχετισμών υπέρ της εργασίας σ΄ όλα τα κοινωνικά μέτωπα. Και τελικά, μόνο η κομμουνιστική απελευθέρωση μπορεί να λύσει οριστικά αυτό το ζήτημα καταργώντας παράλληλα κάθε κοινωνική “διάκριση”, κάθε κοινωνική “μέτρηση” ανάμεσα στους ανθρώπους. Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής για την αντικαπιταλιστική επανάσταση κομμουνιστική απελευθέρωση συνδέει στα πλαίσια του επαναστατικού αγώνα τις βασικές ανάγκες και πλευρές του “συνολικού” ανθρώπου, όπως αυτές εξελίχτηκαν ιστορικά. Προβάλλει μια νέα σχέση ανάμεσα στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό αγώνα απ΄ τη σκοπιά της βασικής πλευράς των κοινωνικών εργατικών συμφερόντων και μ΄ αυτό τον τρόπο απ΄ τη σκοπιά της καταπιεσμένης πλευράς της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας. Το πρόγραμμα της εργατικής πολιτικής για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι κυρίως ένα πρόγραμμα κοινωνικής πρακτικής. Είναι ένα πρόγραμμα ιδιαίτερα των μορφών πάλης της εργατικής πολιτικής που ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά της αντιδραστικής εκστρατείας του κεφαλαίου, στην ανάγκη για “πόλεμο απέναντι στον πόλεμο των καταπιεστών”. Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση επιδιώκει τη συγκρότηση νέου τύπου “οργάνων” της εργατικής πολιτικής και γενικά της εργατικής τάξης σ΄ όλα τα πεδία της πάλης για τα συμφέροντα, τις ιδέες και την πολιτική. Επιδιώκει μια νέα μορφή οργάνωσης των εργαζομένων που να εκπροσωπεί στο σήμερα την τάση για πλήρη εξουσία και αυτοδιοίκηση των παραγωγών, τη συμμετοχική αγωνιστική εργατική μορφή της πολιτικής. Προωθεί μια οργάνωση που θα διαχωρίζεται από την ειρηνική συνύπαρξη με τα όργανα της αστικής πολιτικής και της εργατικής ενσωμάτωσης και θα επιβάλλει στο σήμερα το έμβρυο μιας δυαδικής εξουσίας. Έχει εδώ και μισό αιώνα ωριμάσει η ανάγκη για υπέρβαση της σημερινής αστικής, τελικά, δομής της οργάνωσης της εργατικής τάξης και όχι απλά για μια αριστερή μετατόπιση στα πλαίσιά της ή χειρότερα στις κορυφές της. Οι νέες συνθήκες του ταξικού πολέμου δε χωράνε στο σχήμα συνδικάτο - μαζικές οργανώσεις "σφραγίδα" κοινοβουλευτικό πεζοδρόμιο - κόμμα. Μέχρι και ο Κάουτσκι πριν 80 χρόνια, μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, έφτανε να παραδέχεται ότι η μορφή των σοβιέτ, και στις καπιταλιστικές χώρες, τείνει και πρέπει να ξεπεράσει τα παλιά όργανα του εργατικού αγώνα. Καταλαβαίνει κανείς πόσο πολύ περισσότερο αυτό ισχύει στην εποχή μας καθώς και για ποιους λόγους αυτή η τάση καταχωνιάστηκε και ξεφτιλίστηκε απ΄ το εκφυλισμένο αριστερό κίνημα. Σήμερα υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νέου τύπου εργατική, μαζική, μετωπική οργάνωση που θα στηρίζεται πρώτα απ΄ όλα και θα αναφέρεται στα πεδία των σχέσεων παραγωγής. Θα συνενώνει τις πολιτικές, συνδικαλιστικές συσπειρώσεις του νέου εργατικού κινήματος, τις πολύμορφες πρωτοβουλίες, συνδέσμους, ενώσεις, ομάδες των “ελεύθερων εργατών” για τα δικαιώματά τους. Θα συνδέεται με τις αντικαπιταλιστικές πολιτικές συσπειρώσεις και μέτωπα για τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα της εποχής μας. Θα συγκροτείται σ΄ όλα τα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής, στα μέτωπα της θεωρίας, της αναζήτησης, της αυτομόρφωσης, της εναλλακτικής ενημέρωσης, της επιστήμης, της τέχνης, της ελεύθερης δημιουργίας απ΄ τη σκοπιά της εργατικής χειραφέτησης. Θα διαμορφώνει όργανα οικονομικής, πολιτικής και διεθνικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζόμενους, ιδιαίτερα γι΄ αυτούς που δέχονται τα καταιγιστικά πυρά απ΄ το βαρύ πυροβολικό του κοινωνικού πολέμου. Αυτό το μέτωπο της εργατικής πολιτικής θα συνδέεται και θα λειτουργεί κυρίως με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας. Θα συγκροτεί αντιπροσωπευτικά σώματα στο πολιτικό επίπεδο, εργαζόμενα, μαχόμενα, εργατικά “κοινοβούλια” και ομάδες έργου με αιρετούς, ανακλητούς, ελεγχόμενους και εναλλασσόμενους εκπροσώπους. Θα συνδέεται με τις αγωνιστικές δραστηριότητες της τάξης και θα αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο του συνόλου των εργαζομένων. Θα προωθεί, θα δοκιμάζει, θα ελέγχει, θα ενισχύει και τελικά θ΄ αποφασίζει για το ρόλο των κομμουνιστικών
πρωτοποριών και κυρίως για το πρόγραμμα, τις μορφές και τους στόχους της εργατικής πολιτικής. Το πρόγραμμα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση προβάλλει το διαχωρισμό, την ενότητα και τη διεκδίκηση της ηγεμονίας απέναντι στην τάση ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Σημαίνει γενική αναδιάταξη, επαναδιαπαιδαγώγηση της τάξης απ΄ τα πρωτοπόρα τμήματά της και των πρωτοποριών από την τάξη. Επιδιώκει ένα μαζικό, κοινωνικό και πολιτιστικό προσανατολισμό στις σημερινές συνθήκες, στη συνείδηση, στους συσχετισμούς και στους τρόπους ζωής της εργατικής τάξης απ΄ τη σκοπιά της ανατρεπτικής πλευράς των συμφερόντων της. Είναι πρόγραμμα πρωτοποριακό και λαϊκό, δημιουργικό και πληβειακό, αντιφατικό και ενωτικό, απ΄ τη σκοπιά της νίκης της επανάστασης μέχρι το τέλος. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ιδιαίτερα ένα πρόγραμμα οργάνωσης και προώθησης αγωνιστικών γεγονότων, σχεδιασμού και πρακτικής ανάπτυξης άμεσων κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων. Προκαλεί και εμπνέει μικρές ή μεγαλύτερες αψιμαχίες και μάχες με στόχο να αποσπά κατακτήσεις και νίκες με βάση τη λογική της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης. Δεν είναι ένα πρόγραμμα αφηρημένης ζύμωσης. Προβάλλει το διαχωρισμό τόσο από τη λογική της γραφειοκρατικής “αποτελεσματικότητας” όσο και από τον ελιτισμό της κινηματικής επαναστατικής γυμναστικής. Και πάνω απ΄ όλα αντιμετωπίζει σοβαρά τους αγωνιστικούς στόχους του χωρίς να φοβάται τις τίμιες ήττες, αναζητώντας το πνεύμα της νίκης μέσα στην εργατική τάξη. Ιδιαίτερα, είναι ένα πρόγραμμα που έρχεται αντιμέτωπο με τις επετειακές και πανηγυρικές πρακτικές που καλούν κάθε χρόνο τον ίδιο περίπου μήνα τους εργάτες να ανατρέψουν την κυρίαρχη (π.χ., εισοδηματική) πολιτική με ελαφρά τη καρδία και στο γάμο του Καραγκιόζη. Με εκείνες τις πρακτικές που δεν υπολογίζουν ότι τέτοιοι στόχοι απαιτούν ένα μαζικό, ενωτικό, μακροπρόθεσμο “πολεμικό” σχεδόν σχεδιασμό απ΄ τα ίδια τα όργανα της εργατικής πολιτικής και τα μαχόμενα τμήματα των εργατών. Αλλιώς καταλήγουν, όπως συμβαίνει κατά κανόνα, να ξεφτιλίζουν μέσα στην εργατική τάξη τους στόχους, τις ιδέες, τις μορφές, μαζί και τις δυνάμεις της επανάστασης. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ένα πρόγραμμα ενός νέου εργατικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού κριτικού, ριζοσπαστικού, που βρίσκεται σε συνεχή και δυναμική διαμόρφωση. Οι νέες συνθήκες και δυνατότητες της ταξικής πάλης στηρίζουν την προοπτική για έναν ανώτερο από άλλες εποχές σχετικό διαχωρισμό της εργατικής αντίληψης όχι μόνο γύρω απ΄ τη θεωρία της επανάστασης, αλλά και γύρω απ΄ τις γενικότερες ιδέες, τη λειτουργία και την ουσία της επιστήμης, την τέχνη, το δίκαιο, τις αξίες, τη γενικότερη κοινωνική, οικογενειακή κι ερωτική ζωή απ΄ τη σκοπιά της αυτοανάπτυξης της κάθε κοινωνικής προσωπικότητας. Στο νέο στάδιο του καπιταλισμού η απογείωση της αντίθεσης ανάμεσα στην ανταλλακτική αξία και στην αξία χρήσης της εργασίας, ανάμεσα στις πλασματικές και τις υπαρκτές ανάγκες του ανθρώπου οι τάσεις ανατροπής στη σχέση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας δημιουργούν τις προϋποθέσεις για διαμόρφωση της θεωρίας “απ΄ τα μέσα”, απ΄ τους ίδιους τους εργάτες. Για ένα βαθύτερο διαχωρισμό μιας εργατικής ποιότητας ζωής απ΄ τη σημερινή άθλια, εξευτελιστική όσο και αντιφατική πραγματικότητα των κυρίαρχων ιδεών, γνώσεων και αξιών. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι ένα πρόγραμμα νέου τύπου ως προς τη σύνδεση του εθνικού με τον διεθνικό χαρακτήρα του εργατικού αγώνα. Αυτή η ανάγκη στηρίζεται στις νέες εξελίξεις και αντιφάσεις του διεθνούς καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού πλέγματος. Στις νέες λειτουργίες του διεθνούς νόμου της αξίας και στην ηρωική όσο και δραματική εμπειρία από τις διεθνιστικές απόπειρες του παρελθόντος. Στο νέο στάδιο της εποχής μας ο επαναστατικός αγώνας θα συνεχίζει με νέους τρόπους να αναπτύσσεται και να ξεσπάει ανισόμετρα στο πρωταρχικό πεδίο των εθνικών σχηματισμών. Θα καθορίζεται όμως όλο και πιο αποφασιστικά απ΄ τα διεθνή επαναστατικά ρεύματα. Γιατί πολύ περισσότερο σήμερα η οριστική νίκη των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων προϋποθέτει και συνεπάγεται εθελοντική υπέρβαση και συγχώνευση των εθνών.
Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι συνολικά το πρόγραμμα για την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και διεθνική επανάσταση της εποχής μας. Ένα πρόγραμμα που συνδέει όλες αυτές τις πλευρές σε ανώτερο επίπεδο με βάση τις συνθήκες και τις δυνατότητες του σήμερα. Είναι ένα πρόγραμμα που επιδιώκει να καλύψει το χάσμα ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ουτοπικότητα του επαναστατικού αγώνα. Ανάμεσα στο παρόν και το “μέλλον που διαρκεί πολύ.” Ανάμεσα στο μεγαλείο των οραμάτων και την ανθρώπινη διάσταση της επαναστατικής πράξης. Ανάμεσα στο ηρωικό, ρομαντικό πνεύμα όσων εξακολουθούν και ονειρεύονται και στα όνειρα όσων επιμένουν να νικάνε. Είναι πάνω απ΄ όλα το πρόγραμμα που δεν μπορεί ποτέ να τελειώσει, ένα πρόγραμμα πολύ παλιό που πρέπει να γράφεται πάντα απ΄ την αρχή και που διατηρεί λευκές τις πιο ωραίες σελίδες του. Η ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 2.12 Aπ’ την αντικαπιταλιστική επανάσταση στην κομμουνιστική απελευθέρωση. (Η μεταβατική περίοδος) «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία παρεμβάλλεται η περίοδος του επαναστατικού μετασχηματισμού της μιας στην άλλη. Σ’ αυτή αντιστοιχεί επίσης μια πολιτική μεταβατική περίοδος στην οποία το κράτος δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου». Η περίφημη κριτική του προγράμματος Γκότα απ’ τον Καρλ Μαρξ (απ’ όπου και το χαρακτηριστικό απόσπασμα) γίνεται αποδεκτή γενικά απ’ τους Μαρξιστές κομμουνιστές κάθε απόχρωσης, ακόμα και απ’ τους περισσότερους της επίσημης αριστεράς. Ωστόσο, ‘όπως είναι γνωστό, γύρω απ’ αυτό το ζήτημα της μεταβατικής περιόδου διεξάγονται οι πιο έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα του εργατικού κινήματος. Και το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις παίρνουν μέρος, με όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον και οι διάφορες πολιτικές και θεωρητικές «σχολές» της αστικής τάξης. Τη συζήτηση δεν την τροφοδοτεί, ασφαλώς μόνο η «επικαιρότητα» της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και το νέο «φάντασμα» της επαναστατικής ανατροπής που πλανιέται πάνω απ’ τη σύγχρονη κοινωνία. Στο ερώτημα για τη ρεαλιστικότητα ή μη της επανάστασης, η απάντηση βρίσκεται, όχι στα ευχολόγια για την άμεση αναγκαιότητά της, αλλά στην αναγκαιότητα και τη «μοναδικότητα» των άμεσων λύσεων που μπορεί να εξασφαλίσει μια επαναστατική κοινωνία στους εργαζόμενους και τη νεολαία του καιρού μας. Μια αγεφύρωτη αντίθεση; Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η ουσιαστική και πραγματικά άμεση βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και της νεολαίας, σύμφωνα με τις μεγάλες υποσχέσεις της εποχής μας, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ποσοτικές αλλαγές μέσα στο υπάρχον σύστημα. Παράλληλα, ούτε είναι εφικτό για τους εργαζόμενους να αποκρούσουν την προδιαγραφόμενη ποιοτική επιδείνωση της κατάστασής τους μέσα στο υπάρχον σύστημα. Το κοινωνικό ζήτημα επανέρχεται σε ανώτερο επίπεδο σαν το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της επανάστασης αλλά και σαν πρόβλημα επανασυγκρότησης και αναπαραγωγής του συστήματος. Η επανάσταση, το «ποιοτικό άλμα» γίνεται, όλο και περισσότερο, ο μόνος αντικειμενικά δυνατός άρα και αναγκαίος τρόπος για την πιο άμεση ικανοποίηση των στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών που απογειώνει το σημερινό επίπεδο του πολιτισμού. Από την άλλη μεριά, η επανάσταση όχι μόνο φαίνεται «ανέφικτη» με βάση τη σημερινή κατάσταση του επαναστατικού υποκειμένου, αλλά αντικειμενικά η επιτυχία της σημαίνει μια, απροσδιόριστη σε διάρκεια και βάθος, αντιφατική περίοδο σκληρών αγώνων μετασχηματισμού της μιας «κοινωνίας» στην «άλλη». Από τη μια η αμεσότητα των αναγκών από την άλλη η σκληρή και μακρόχρονη «μεταβατική περίοδος» του
μετασχηματισμού της παλιάς κοινωνίας στη νέα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στον επιμέρους επαναστατικό αγώνα, τη συνολικά επαναστατική ανατροπή και τη μόνιμη τη διαρκή επανάσταση.. Αυτή η αντίφαση, ανάμεσα στην αμεσότητα των αναγκών και την αβέβαιη περιπέτεια της επαναστατικής μεταβατικής περιόδου, αποτελεί και μια απ’ τις σημαντικές αιτίες που περιορίζουν την ένταξη και καθηλώνουν τη συνειδητή ανάπτυξη μιας πάλης μέσα στο ρεύμα της εργατικής ανατρεπτικής αμφισβήτησης, ενθαρρύνοντας της τάσεις αδιέξοδης εκτόνωσης ή οπισθοδρόμησης. Το «ποιοτικό άλμα», το σπάσιμο του «γυάλινου κόσμου» γίνεται όλο και πιο αναγκαίο και στα υπόγεια ρεύματα επιθυμητό, αλλά το άλμα διαρκεί πολύ, «το μέλλον διαρκεί πολύ». Η περίοδος του μεγάλου «μετασχηματισμού» του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό είναι περίοδος οξύτατων και αναπτυσσόμενων ταξικών αναμετρήσεων ανάμεσα στις κλονιζόμενες και μετασχηματιζόμενες καπιταλιστικές σχέσεις και στις ανερχόμενες σχέσεις, τάσεις και δυνάμεις σοσιαλιστικού κομμουνιστικού προσανατολισμού σ΄ όλα τα πεδία των οικονομικών-κοινωνικών-πολιτικών και πολιτιστικών συγκρούσεων. Είναι μια ολόκληρη ιστορική εποχή αλλεπάλληλων αντιφατικών φάσεων και σταδίων, αδιάκοπων ποσοτικών και διαλεκτικά αλληλοεξαρτημένων ποιοτικών μετασχηματισμών στα πιο διαφορετικά στοιχεία και πλευρές της κοινωνίας, που συνιστούν στην ενότητά τους το συνολικό μεγάλο άλμα, μέχρις ότου «να δημιουργηθούν οι όροι που θα κάνουν αδύνατο κάθε πισωγύρισμα». Οι κατακτήσεις της επανάστασης θα είναι άμεσες και αποφασιστικές, αλλά θα κρίνονται συνεχώς, εξίσου άμεσα και αποφασιστικά, από τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και τις σκληρές αντιπαραθέσεις σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, θα αμφισβητούνται συνεχώς, μέχρι την πλήρη κυριαρχία του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο αν υπολογίσει κανείς ότι εδώ δεν πρόκειται απλά για αντικατάσταση της μιας κυρίαρχης τάξης από μια άλλη, ενός παλιού τρόπου παραγωγής από έναν νέο αλλά για την ολοκληρωτική άρνηση 20.000 χρόνων «πολιτισμού» της ταξικής κυριαρχίας, της εξαρτημένης εργασίας, της εκμετάλλευσης, του κράτους της αγοράς, του χρήματος και της «ελευθερίας» για όλα αυτά. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (και η αντίστασή του) συμπυκνώνει σε ανώτερο επίπεδο Όλες τις μέχρι τώρα κυρίαρχες «αυθόρμητες συνήθειες» της ιστορίας όπως ακριβώς η εργατική τάξη και η επαναστατική κοινωνία συμπυκνώνουν σε ανώτερο επίπεδο όλες τις τάσεις συνειδητής παρέμβασης και ανατροπής. Η «αντίθεση» ανάμεσα στην άμεση αναγκαιότητα της επανάστασης και στο βάθος των αντιφάσεων μέχρι την κομμουνιστική της κατοχύρωση και ολοκλήρωση διαμορφώνει το αντικειμενικό έδαφος για την άρνηση της αναγκαιότητας - δυνατότητας της επαναστατικής ανατροπής και για το μετασχηματισμό της επανάστασης σε «όραμα» και ουτοπικό σχέδιο κάποιων εκλεκτών και ευγενικών «ψυχών». Η «μεταβατική περίοδος» αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής προοπτικής Η πολυπλοκότητα και το βάθος των αντιθέσεων της μετάβασης στο σοσιαλισμό κομμουνισμό δεν αποτελεί μόνο ιδιομορφία των χωρών που επιχείρησαν την αντικαπιταλιστική επανάσταση, χωρίς να διαθέτουν ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας και την αντίστοιχη ωριμότητα του εργατικού επαναστατικού υποκειμένου (Ρωσία, Κίνα κ.λ.π.) Η προλεταριακή επαναστατική «κατάληψη» της εξουσίας σημαίνει την έναρξη μιας μεταβατικής περιόδου, μόνιμης επανάστασης όπου η εργατική τάξη δεν αποτελεί, απ’ την αρχή κοινωνικά, οικονομικά, άρα και πολιτικά και πολύ περισσότερο πολιτιστικά, με την πλήρη έννοια την κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας. Η εργατική πάλη, που αναπτύσσεται στα πλαίσια του καπιταλισμού, αξιοποιεί με το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και τη διαδικασία συγκρότησης του εργατικού κράτους, τη σχετική αυτονόμηση της πολιτικής και του κράτους μέσα στον καπιταλισμό για να μετασχηματίσει συνολικά τη σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Για να επανενώσει
την πολιτική με το βαθύτερο και καθοριστικό πυρήνα της που είναι οι ταξικές σχέσεις παραγωγής και η αλλαγή τους. Αυτή η αναγκαιότητα καθορίζει την περιπλοκότητα της μεταβατικής περιόδου, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η επαναστατική διαδικασία ξεκινά σε μια καπιταλιστική χώρα της σημερινής εποχής με ένα ανεβασμένο επίπεδο παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η διαστρέβλωση και απολυτοποίηση του γνωστού παλαιού αφορισμού, ότι σε αντίθεση με τον καπιταλισμό που γεννήθηκε και εξελίχθηκε στα πλαίσια του παλαιού τρόπου παραγωγής, ο σοσιαλισμός γεννιέται από το κράτος περίπου σαν απ’ το κεφάλι του Δία, χρησιμοποιήθηκε από ένα σημείο και μετά για τρεις κυρίως λόγους: 1) Όχι, όπως αρχικά, για να τονισθεί η ανάγκη για τσάκισμα της κρατικής μηχανής αλλά για να θεωρηθεί η κατάληψη της εξουσίας σαν η κορυφαία, μονοσήμαντη, και περίπου ανεπίστρεπτη πράξη της επανάστασης. Για να αντιπαρατεθεί η στασιμότητα στη μονιμότητα της επανάστασης, πρώτα της βήματα στα αναγκαία επαναστατικά άλματα του μέλλοντός της. 2) Για να υποβαθμιστεί το καθοριστικό κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο της μετάβασης της συνολικής επαναστατικής διαδικασίας, όπου τελικά το «οικονομικό και το κοινωνικό» ηγεμονεύουν πάνω στην πολιτική μορφή. 3) Για να συσκοτισθούν έτσι οι συσχετισμοί των ταξικών δυνάμεων, οι αναμετρήσεις των τάξεων και να δικαιολογηθούν οι ταξικοί συμβιβασμοί που πραγματοποιήθηκαν με τις αστικές και μικροαστικές δυνάμεις και οδήγησαν τελικά στην εκ νέου επικράτηση των εκμεταλλευτικών τάξεων. Το επαναστατικό πρόγραμμα δράσης πρέπει να καλύψει το χάσμα Δεν είναι το ζήτημα αν η επαναστατική διαδικασία της μετάβασης θα κρατήσει 10.000 χρόνια, όπως έλεγε κάποτε ο Μάο ή 100 ή 20 χρόνια. (Στην περίπτωση του σύγχρονου καπιταλισμού, μπορεί ασφαλώς τα πράγματα να κινούνται με ταχύτερους ρυθμούς). Αλλά είναι το ζήτημα του βάθους των δυσκολιών που πρέπει αυτή να υπερπηδήσει. Η επανάσταση και στη νέα εποχή χρειάζεται αναγκαστικά να διανύσει στη μεταβατική περίοδο ορισμένες, κοινές για όλες τις χώρες αναπόφευκτες φάσεις και στάδια, πέρα από τις απειράριθμες ιδιομορφίες που θα εμφανιστούν από κίνημα σε κίνημα προκειμένου να οδηγηθεί στη συνολική αλλαγή ποιότητας της κοινωνίας, στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός φαντάζει ουτοπία όχι μόνο ή κυρίως γιατί εκφυλίστηκε και σ’ ένα σημείο ντροπιάστηκε η αντικαπιταλιστική επανάσταση του αιώνα μας αλλά γιατί από άποψη της αντικειμενικής κίνησής του «πάει πολύ μακριά». Κι αυτό το καταλαβαίνουν οι εργαζόμενοι που ωστόσο επείγονται να λύσουν το σημερινό δίλημμα ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τη χειραφέτησή τους. Το πρόγραμμα του νέου εργατικού κινήματος πρέπει να καλύψει το «χάσμα» ανάμεσα στα «10.000 χρόνια» π.χ. του Μάο και το ψεύτικο αύριο του ρεφορμισμού. Η λύση αυτής της αντίφασης είναι το βασικό πρόβλημα που πρέπει να απαντήσει ένα ενιαίο επαναστατικό πρόγραμμα του νέου εργατικού κινήματος στην εποχή μας και στη χώρα μας. Το να κρύβει κανείς τις δυσκολίες, παραπέμποντας στη μελλοντική πρωτοβουλία των μαζών, προβάλλοντας την ομορφιά της ουτοπίας ή υπεραπλουστεύοντας τις νέες ενδεικτικές τάσεις της επαναστατικής κομμουνιστικής αναγκαιότητας, είναι το ίδιο κακό με το να περιορίζεται «στα καυτά ζητήματα» του σήμερα, «στην άμεση αντίσταση», στη γνωστή μέθοδο «φασούλι το φασούλι» για τη συγκέντρωση των δυνάμεων της επανάστασης, αφήνοντας τα αιτήματα του κομμουνισμού, τα μόνα που ανταποκρίνονται στη σημερινή ταξική αναγκαιότητα, έξω από την άμεση ταξική πάλη. Στο ζήτημα αυτό, ο ρεφορμισμός απαντά με το καθόλου «εφικτό» για τους εργάτες αλλά αντίθετα ουτοπικό «άμεσο» του συστήματος και ο αναρχισμός με το σύστημα της «άμεσης ουτοπίας». Γι ‘ αυτό ο αναρχισμός είναι ετεροθαλής αδελφός του ρεφορμισμού. Η επαναστατική πολιτική δεν προκύπτει σαν υπέρβαση της σχέσης ρεφορμισμού αναρχισμού. Αλλά είναι η αντίθεση της πραγματικής κίνησης που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση απέναντι στη στατική, στην «άμεση» σημερινή μορφή της αντιφατικής πραγματικότητας που περιέχει κυρίως την αιώνια επικράτηση του παλαιού πάνω στο νέο.
Αναγκαία μια σύγχρονη θεωρία της μετάβασης Οι κλασσικοί Μαρξ - Έγκελς επεξεργάστηκαν τις θεμελιακές αρχές για την εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και τις αντιφάσεις της, και ιδιαίτερα για το ουσιαστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, αλλά αναγκαστικά όσον αφορά τη μεταβατική περίοδο κατέφυγαν σε άκρως αφηρημένα σχήματα, σε γενικές έννοιες και εκφράσεις, μιας και η εποχή τους και το εργατικό κίνημα δεν είχε αναδείξει συγκεκριμένα το βάθος των προβλημάτων. Μόνο μετά την εμπειρία της Κομμούνας το ζήτημα της πολιτικής μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου τέθηκε συγκεκριμένα αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση τα συμπεράσματα αφορούσαν κυρίως τις γενικές τάσεις της και πιο ακριβολογημένα τα καθήκοντα της αρχικής φάσης της. Στο ζήτημα της μετάβασης στο προλεταριακό κράτος είχαν σημαντικό αλλά όχι αναγκαστικά επαρκές υλικό για επαναστατικά επιστημονικά συμπεράσματα. Δεν συνέβαινε φυσικά το ίδιο για τον κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα της μετάβασης, που αποτελεί και το καθοριστικό ζήτημα κι όπου η κομμούνα είχε μόνο γενική και αφηρημένη ενδεικτική προσφορά. Παρ’ όλα αυτά ο Μαρξ τόνιζε ότι «η Κομμούνα ήταν επιτέλους η ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή κάτω από την οποία μπορούσε να συντελεσθεί η οικονομική απελευθέρωση της εργασίας» και συμπλήρωνε: «Χωρίς τον τελευταίο αυτό όρο το καθεστώς της Κομμούνας θα ήταν κάτι το αδύνατο, θα ήταν απάτη». Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, ανέπτυξαν παραπέρα και εφάρμοσαν τα διδάγματα του Μαρξ και του Έγκελς, ως προς το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής. Απλοποίησαν όμως τα γενικά και αφηρημένα συμπεράσματα των κλασσικών για τους νόμους που διέπουν τον κοινωνικό οικονομικό χαρακτήρα της μετάβασης, κάτω από την πίεση των αντιφάσεων του καπιταλισμού της εποχής τους και των ιδιομορφιών και των συγκυριών της Οκτωβριανής Επανάστασης. Δοκιμάστηκαν σκληρά και όχι πάντα με επιτυχία κάτω απ’ την αμείλικτη ανάγκη να υπερπηδηθούν τα τεράστια πρωτοφανέρωτα προβλήματα που έβαζαν οι εσωτερικές αντιφάσεις της επανάστασης και του εργατικού κινήματος και ειδικά η ανεπαρκής συγκρότηση της παραγωγικότητας και του «πολιτισμού» της εργασίας της εποχής τους και ειδικά της χώρας τους. Η γενικά επαναστατική επιστημονική θεωρία του Λένιν και των Μπολσεβίκων για το κόμμα, την κοινωνικοπολιτική τακτική του εργατικού κινήματος της εποχής του, για τη δικτατορία του προλεταριάτου και το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής επηρεάστηκε σε σημαντικό βαθμό αρνητικά από τις γενικές τάσεις για φετιχοποίηση του «αυτόνομου» αποφασιστικού ρόλου της πολιτικής και ειδικά για φετιχοποίηση της «κομματικής» πολιτικής. Αποσπάστηκε από την «πολιτική» των οικονομικοπαραγωγικών σχέσεων και την αντίστοιχη επαναστατική δράση της τάξης, στο καθοριστικό πεδίο της παραγωγής. Οι τάσεις αυτές κυριαρχούσαν στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, ειδικά της Γερμανίας, σαν αντανάκλαση της κεφαλαιοκρατικής εξέλιξης και της γενικότερης επίδρασης της αστικής πολιτικής και σ’ ένα μικρότερο βαθμό εκπορευόταν από τις ιδιάζουσες αστικοδημοκρατικές πλευρές των επαναστατικών καθηκόντων στη Ρωσία. Οι Μπολσεβίκοι και όλοι ανεξαιρέτως οι επιφανείς ηγέτες τους, κάτω από την πίεση μιας πρωτοφανέρωτης αντιφατικής κίνησης, σχηματοποίησαν τη διαλεκτική της πρώιμης μεταβατικής περιόδου. Η προσπάθειά τους να περιγράψουν τις νέες ποιότητες που επεδίωκε η επανάσταση, με βάση το υλικό περιεχόμενο των φαινομένων του αναπτυγμένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που τείνουν να σπάσουν το αστικό περίβλημα δεν ανταποκρινόταν στις εσωτερικές αντιφάσεις αυτού του περιεχομένου και αντίστοιχα της μορφής του και στον πολύπλοκο αλληλοκαθορισμό και την αλληλεπίδρασή τους. Έτσι ο ίδιος ο Λένιν κατέληξε σε ορισμένες προπαγανδιστικές υπεραπλουστεύσεις που περιείχαν το σπέρμα της μετατροπής τους στη μετέπειτα θεωρία που εξίσωνε την ανάπτυξη της παραγωγής και την κρατικοποιημένη οικονομία με το σοσιαλισμό. Π.χ. Σοσιαλισμός = εξηλεκτρισμός + εξουσία των Σοβιέτ. Σοσιαλισμός = Κρατικός καπιταλισμός + εξουσία των Σοβιέτ. Κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής = κρατική εξουσία ιδιοκτησία + έλεγχος και καταγραφή, μονοπρόσωπη διεύθυνση κλπ. Οι αντιφάσεις στην πρακτική και στη σκέψη του Λένιν και των Μπολσεβίκων, που προϋπήρχαν και εμφανίστηκαν δραματικά στην Α’ φάση της Οκτωβριανής Επανάστασης,
δεν αναιρούν την κύρια τάση της επαναστατικής τους κατεύθυνσης και την τεράστια ιστορική προσφορά τους. Αλλά αποτέλεσαν μια βάση για το μετέπειτα εκφυλισμό της επαναστατικής κατεύθυνσης, κάτω από τις απότομες αρνητικές αλλαγές των ταξικών πολιτικών συσχετισμών, εσωτερικά και διεθνώς, και την πολιτική ιδεολογική και κοινωνική υποχώρηση και προσαρμογή του Μπολσεβίκικου κόμματος. Η εποποιία και το δράμα των εργατικών επαναστάσεων του αιώνα μας από τη μια μεριά και η ανάπτυξη των σημερινών αντιθέσεων από την άλλη μπορούν να σταθούν οδηγοί μας για να προσεγγίσουμε ένα εργατικό πρόγραμμα συνειδητού μετασχηματισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας πιο κοντά στις αντικειμενικές τάσεις της. Μεταβατική κοινωνία ανάμεσα σε δύο τρόπους παραγωγής Υποστηρίζουμε πως για να φτάσουμε σ’ αυτό το σκοπό (κατάργηση του κράτους) είναι απαραίτητη η προσωρινή χρήση των οργάνων, των μέσων, των μεθόδων της κρατικής εξουσίας ενάντια στους εκμεταλλευτές, όπως για την κατάργηση των τάξεων είναι αναγκαία η προσωρινή δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης. («Κράτος και Επανάσταση»). Οι αντιφάσεις στη σκέψη και την πρακτική των Μπολσεβίκων στα πρόθυρα της επανάστασης και πολύ περισσότερο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εκφράστηκαν ανάμεσα στην επαναστατική τους αντίληψη για τη μεταβατική περίοδο που αναζητούσε τη διαλεκτική σχέση κοινωνικοοικονομικού περιεχομένου και πολιτικής μορφής και σε τάσεις ουσιαστικής υποβάθμισης ή και υπεραπλούστευσης της σχέσης ανάμεσα στην καθοριστικότητα των κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών και την προτεραιότητα της πολιτικής. Από τη μια τόνιζαν την εξαιρετικά μακρόχρονη και πολύπλοκη διαδικασία απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών, την ανάγκη συνέχισης της επανάστασης κι έβλεπαν την εργατική εξουσία της αρχικής περιόδου σα μεταβατική εξουσία της καταπιεσμένης (της μη κυρίαρχης τάξης) ενάντια στους εκμεταλλευτές. Και από την άλλη αναγόρευαν την πρώτη εισαγωγή σοσιαλιστικών στοιχείων στα πλαίσια των κυρίαρχων ακόμα μορφών του παλαιού τρόπου παραγωγής σε «σοσιαλισμό». Έτειναν να ταυτίζουν τη μεταβατική περίοδο με την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Το πως αυτό μετεξελίχθηκε αργότερα, επί Στάλιν, σε «σοσιαλιστικό» αυτοτελές καθεστώς είναι γνωστό. Ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» ξεκαθαρίζει ότι η θεμελίωση από το Μαρξ του σοσιαλισμού σαν πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν περιγράφει τη μεταβατική περίοδο ή έστω τις πιο αναπτυγμένες φάσεις της αλλά αναφέρεται στη νέα ποιότητα, στο «μέλλον του κομμουνισμού» σ’ αυτό «που μπορεί να καθορισθεί σήμερα σχετικά μ’ αυτό το μέλλον», στην περιγραφή «των κατώτερων βαθμίδων της οικονομικοκοινωνικής του ωριμότητας». Ο σοσιαλισμός σα βαθμίδα του κομμουνισμού, σύμφωνα με το Μαρξ (στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκόττα») κυριαρχεί: Όταν η αντίσταση των κεφαλαιοκρατών θα ‘χει τσακιστεί οριστικά, όταν θα ‘χουν εξαφανιστεί οι κεφαλαιοκράτες (κι όχι όταν απλώς θα αλλάξουν μορφή). Όταν δεν θα υπάρχουν τάξεις, όταν η δημοκρατία (των εργατών) θα τείνει να απονεκρώνεται, όταν ο καταμερισμός της εργασίας θα έχει μετασχηματιστεί ποιοτικά (αλλά δεν θα έχει εξαφανισθεί πλήρως). Όταν θα ‘χει αλλάξει ριζικά η σχέση παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων (αλλά δεν θα ‘χει επιτευχθεί η ολόπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπων και των παραγωγικών δυνάμεων). Όταν η εργασία θα ‘χει άμεσο κοινωνικό χαρακτήρα αλλά δεν θα ‘χει μετατραπεί ακόμα σε βασική ανάγκη του κάθε ανθρώπου και η κοινωνία δεν θα μπορεί να ικανοποιεί το κάθε μέλος της ανάλογα με τις ανάγκες του. Όταν θα έχουν απονεκρωθεί ουσιαστικά οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και λόγος θα γίνεται μόνο για τα υπολείμματά της μετασχηματισμένης μορφής του νόμου της αξίας στον τρόπο διανομής. Η πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ο σοσιαλισμός σημαίνει την τυπική υπαγωγή ή ένταξη της εργασίας στο νέο κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ η ανώτερη φάση σημαίνει την ουσιαστική, την πλήρη ανάπτυξή του. Από άποψη της ουσίας του «πυρήνα» τους, της ποιότητάς τους η δεύτερη και η πρώτη φάση του κομμουνισμού ταυτίζονται (με κύριο μέτρο την κατάργηση των τάξεων), αλλά διαφέρουν ως προς τις βαθμίδες της κοινωνικοοικονομικής τους ωριμότητας και ως προς τις διαφορετικές
ποιότητες των επιμέρους πολύ σημαντικών στοιχείων τους. Από την άποψη της ουσίας τους, τον πυρήνα τους βρίσκονται σε άλλη ποιότητα ακόμα και απ’ την πιο προχωρημένη φάση της μεταβατικής περιόδου. Η σύγχυση που καλλιεργήθηκε γύρω από την ισχύ του νόμου της αξίας στον σοσιαλισμό με βάση το μέτρο διανομής ανάλογα με την εργασία δεν έπαιρνε υπόψη τη σαφή τοποθέτηση του Μαρξ ότι ο χρόνος εργασίας θα αποτελεί μέτρο αναλογίας της άμεσης κοινωνικής εργασίας για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών και στον κομμουνισμό, χωρίς καμιά ανταλλακτική εμπορευματική μορφή. Ο Μαρξ μ’ αυτή την έννοια βασικά αναφέρεται και στο χρόνο εργασίας στο σοσιαλισμό, σα μέτρο διανομής, παίρνοντας υπόψη του την επιπρόσθετη διάσταση της σχετικής «ελλειμματικότητας» των παραγωγικών δυνάμεων στην Α’ φάση του κομμουνισμού και δεν διανοείται φυσικά να εισαγάγει την έννοια του «σοσιαλισμού» της αγοράς και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων όπως επικράτησε τελικά στο εκφυλισμένο «κομμουνιστικό» κίνημα. Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει (στις θεωρίες για την υπεραξία), ότι «ο χρόνος εργασίας παραμένει στον κομμουνισμό σαν μέτρο της παραγωγής, ενώ η ανταλλακτική αξία καταργείται» και στο «Κεφάλαιο» περιγράφει το ρόλο της «σχεδιασμένης κοινωνικής κατανομής του χρόνου [στον κομμουνισμό] που ρυθμίζει τη σωστή αναλογία των διάφορων λειτουργιών της εργασίας προς τις διάφορες ανάγκες της κοινωνίας» και σ΄ αυτό εντάσσει και το ρόλο του «σαν μέτρο διανομής στη πρώτη φάση του κομμουνισμού [δηλαδή στο σοσιαλισμό], με βάση τη συμμετοχή του ανθρώπου στην κοινωνική εργασία». Και έτσι καταλήγει πως «εδώ, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων με την εργασία τους παραμένουν διάφανες τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή τους». Αυτή η αντίληψη του Μαρξ συνδυάζεται με την πλήρη θεμελίωση της κατάργησης των τάξεων στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, δηλαδή στο σοσιαλισμό. Ωστόσο από την εποχή ήδη του Λένιν εμφανίζεται η τάση να «βαθαίνει» την απόσταση ανάμεσα στις διαφορετικές βαθμίδες του κομμουνισμού και να συγχέεται η πρώτη φάση του, δηλαδή σοσιαλισμός με τα καθήκοντα της μετάβασης, να συγχέεται η νέα ποιότητα με τη διαδικασία του άλματος. Αυτή η σύγχυση στο επίπεδο της θεωρίας λόγω έλλειψης ιστορικής εμπειρίας ήταν κατανοητή και ίσως και να ήταν δικαιολογημένη αρχικά στο επίπεδο της πολιτικής προπαγάνδας. Αλλά στη μετεπαναστατική πορεία όταν αρχίζει να ταυτίζεται όλο και περισσότερο ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός με τα πρώτα μέτρα της μεταβατικής περιόδου, όταν η διάκριση ανάμεσα στους εκμεταλλευτές (που άλλαζαν μορφή) και την καταπιεσμένη τάξη που πάλευε να μετατραπεί σε κυρίαρχη τάξη, άρχισε να συσκοτίζεται, ενώ αντίθετα οξύνονταν οι ταξικές τους συγκρούσεις, οι αντιλήψεις αυτές αρχίζουν να παίζουν ένα όλο και πιο συντηρητικό ρόλο ανάσχεσης της επαναστατικής διαδικασίας. Φυσικά οι αντιλήψεις που επικράτησαν τελικά γύρω απ’ το χαρακτήρα της μεταβατικής περιόδου δεν είναι ένα πρόβλημα κυρίως γνωσιολογικό αλλά είναι πρόβλημα της ταξικής πάλης. Ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων, οι επιδράσεις των μεταμορφωμένων αστικών σχέσεων και τάξεων στην κοινωνία και το κράτος, οι αντιφάσεις μέσα στην εργατική τάξη αποτελούν τελικά τη βασική αιτία των αντιλήψεων που κυριάρχησαν και σημάδεψαν τον εκφυλισμό της επαναστατικής διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, η πείρα των επαναστάσεων του 20ού αιώνα επιβεβαιώνει τη θεμελιακή τοποθέτηση του Μαρξ για τη μεταβατική περίοδο σαν περίοδο κοινωνικοοικονομικής βασικά και πολιτικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, αλλά όχι νέα ποιότητα σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Σήμερα φαίνεται ακόμα πιο καθαρά ότι οι εργατικές επαναστατικές κοινωνίες που προέκυψαν ή που θα προκύψουν ακόμα και στον πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό δεν θα είναι κοινωνίες μετάβασης απ’ τον σοσιαλισμό στον κομμουνισμό, αλλά κοινωνίες του μεγάλου άλματος, κοινωνίες της μετάβασης απ’ τον κυρίαρχο, ακόμα οικονομικοκοινωνικά μετά την πρώτη αποφασιστική ήττα, καπιταλισμό στην πλήρη ανατροπή του και ταυτόχρονα κοινωνίες μετάβασης από τον ανατρεπόμενο καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό, στη νέα ποιότητα. Θα πρόκειται αναγκαστικά για κοινωνίες μετάβασης, ενότητας και αντίθεσης ανάμεσα σε «δύο τρόπους παραγωγής» ανάμεσα στις κοινωνικές σχέσεις σοσιαλιστικού κομμουνιστικού προσανατολισμού και τις μετασχηματιζόμενες καπιταλιστικές
σχέσεις. Δεν θα είναι κοινωνίες μετάβασης ανάμεσα σε διαφορετικές φάσεις βαθμίδες του ίδιου του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής. Θα είναι γενικά, από την άποψη της κατεύθυνσης των κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών τους, κοινωνίες έξω από τον καπιταλισμό και έξω από το σοσιαλισμό και ταυτόχρονα μέσα στον καπιταλισμό και μέσα στο σοσιαλισμό, κοινωνίες μετατροπής τους ή στον ένα ή στον άλλο ανάλογα με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις αντίθετες τάξεις και τάσεις και ανάλογα με το κρίσιμο ζήτημα του ποια θα είναι η κύρια κατεύθυνση της ανάπτυξής τους. Πρόκειται για κοινωνίες που, από την άποψη των αντιφάσεων που συσσωρεύονται στον καπιταλισμό, αποτελούν την «ασυνέχειά» του από την άποψη της σχετικά αυτοτελούς, της εσωτερικής τους αυτοκίνησης, αποτελούν διαλεκτική ενότητα συνέχειας και «ασυνέχειας» άρνησης της προηγούμενης ύπαρξής τους αλλά παράλληλα και άρνησης της μελλοντικής υπόστασής τους. Απ’ αυτή τη βασική πλευρά «της κύριας κατεύθυνσης» και όχι της κυριαρχίας του σοσιαλισμού, ο Λένιν ονόμαζε για πολιτικούς λόγους τις σοβιετικές δημοκρατίες σοσιαλιστικές. Αλλά, όπως λέει ο ίδιος για άλλο ζήτημα (κόμμα), «το όνομα (συχνά) μένει ακόμα και αν δεν είναι επιστημονικά σωστό. Αυτό δεν πειράζει, φτάνει να μην κρύβουμε την επιστημονική ανακρίβεια της ονομασίας του, ώστε να μην το εμποδίζει να αναπτύσσεται προς τη σωστή κατεύθυνση». Ο Λένιν, ωστόσο, συνολικά, παρ’ όλες τις αντιφάσεις που εμφάνισε αναγκαστικά κάτω από την πίεση των αρνητικά εξελισσόμενων συσχετισμών, είναι αυτός που ανέπτυξε ουσιαστικά την επαναστατική αντίληψη για τον κοινωνικοοικονομικό καθοριστικό πυρήνα της δικτατορίας του προλεταριάτου και για την επανεμφάνιση της απαλλοτριωμένης αστικής τάξης με άλλες μορφές. Αυτός πρώτος προσδιόρισε το βαθύ ιδιόμορφο περιεχόμενο της μεταβατικής περιόδου. Ο Λένιν, στηριγμένος στις πρωτοφανείς εμπειρίες της προλεταριακής επανάστασης, διατύπωσε την πρωτότυπη ιδέα του μετασχηματισμού των τάξεων στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου: «Οι τάξεις υπάρχουν και εξακολουθούν να υπάρχουν στη διάρκεια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αλλάζουν όμως όλες μορφή και οι μεταξύ τους σχέσεις μεταβάλλονται εξίσου» (Λένιν: «Η οικονομία και η πολιτική στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου»). Ο Λένιν έλεγε ότι «οι απαλλοτριωμένοι εκμεταλλευτές και τα αστικά μικροαστικά στοιχεία μετατρέπονται σε υπαλλήλους της κρατικής ιδιοκτησίας και ότι εξαρτάται από το προλεταριάτο αν θα κυριαρχήσει επάνω τους, μέσα από τον έλεγχο, την καταγραφή στην παραγωγή και την πολιτική δικτατορία του». Και επιπλέον: «Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων. Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία έκανε για την εξάλειψη των τάξεων ό,τι μπορούσε, αλλά οι τάξεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν μεμιάς. Τους έμεινε η διεθνής βάση, το διεθνές κεφάλαιο του οποίου αποτελούν τμήμα. Τους έμειναν ορισμένα μέσα παραγωγής, τους έμειναν χρήματα, πολύ μεγάλες κοινωνικές σχέσεις. Μεγαλώνει εκατοντάδες και χιλιάδες φορές η δραστηριότητα της αντίστασής τους, ακριβώς επειδή ηττήθηκαν. Τα «τέχνη» να διοικούν το κράτος, το στρατό, να κατευθύνουν την οικονομία τους δίνει πολύ, πάρα πολύ μεγάλη υπεροχή». Και στο έργο του «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» έγραφε: «Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό αποτελεί ολόκληρη ιστορική εποχή. Όσο δεν έχει τελειώσει η εποχή αυτή οι εκμεταλλευτές τρέφουν αναπόφευκτα την ελπίδα της παλινόρθωσης κι αυτή η ελπίδα μεταβάλλεται σε απόπειρα παλινόρθωσης και ύστερα από την πρώτη σοβαρή ήττα οι εκμεταλλευτές που ανατράπηκαν ρίχνονται στη μάχη με δεκαπλασιασμένη ενεργητικότητα, με έξαλλο πάθος, με εκατονταπλάσιο μίσος... Και πίσω από τους εκμεταλλευτές κεφαλαιοκράτες σέρνεται η μεγάλη μάζα της μικροαστικής τάξης». Οι κορυφαίες τομές της μεταβατικής περιόδου Το επαναστατικό πρόγραμμα του νέου εργατικού κινήματος, προκειμένου να προσδιορίσει τη γενική κατεύθυνση των καθηκόντων του, θα πρέπει να παίρνει υπόψη του τις αναγκαίες κορυφαίες καμπές της αντικειμενικής κίνησης της επαναστατικής μεταβατικής κοινωνίας, τα σημεία περάσματος των βασικών στοιχείων της απ’ τη μια ποιότητα στην
άλλη, το μέτρο ποιότητας της κάθε ξεχωριστής πλευράς και το συνολικό μέτρο που διαχωρίζει τη σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία απ’ την επαναστατική μεταβατική κοινωνία. Μπορούμε να πούμε κάπως σχηματικά πως τρεις είναι οι βασικές καμπές της επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης στον κομμουνισμό. Πρώτη καμπή είναι: Η κοινωνικοπολιτική επανάσταση της εργατικής τάξης που τίθεται επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων, με ενιαίο στόχο την άμεση ριζική ποιοτική βελτίωση της συνολικής κοινωνικής πολιτικής θέσης τους, σε βάρος του κεφαλαίου και την άμεση προώθηση της δέσμης - Τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, μετάβαση στο προλεταριακό κράτος, στη νέα εργατική πολιτική εξουσία - άμεση κατεύθυνση απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας των εκμεταλλευτών - μετάβαση στην πανκοινωνική ιδιοκτησία των άμεσων παραγωγών και στον πανκοινωνικό σχεδιασμό. Η πρώτη επαναστατική τομή που εγκαινιάζεται με την κατάληψη της εξουσίας σημαίνει ουσιαστικά την έναρξη της διαδικασίας της διαρκούς επανάστασης για το σοσιαλισμό κομμουνισμό. Σημαίνει ουσιαστικό προσδιορισμό της κατεύθυνσης του πολιτικού και του κοινωνικού χαρακτήρα της, ανεξάρτητα απ’ το βάθος και τους ρυθμούς των οικονομικοκοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών που θα είναι δυνατό να επιβληθούν. Ιδιομορφία της η σχετική προτεραιότητα του «πολιτικού» απέναντι στην καθοριστικότητα του «κοινωνικού», με πιο επιτακτική πλευρά το τσάκισμα του παλιού κράτους και την αντικατάστασή του από τα όργανα της εργατικής πολιτικής που μετασχηματίζονται ποιοτικά σε κρατική εξουσία. Με την πρώτη αυτή τομή αρχίζει η «μετάβαση στην οικονομικοκοινωνική και πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης, με την πλήρη έννοια, η μετάβαση στο «καθαυτό» προλεταριακό κράτος και στην κυρίαρχη θέση των νέων παραγωγικών σχέσεων σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού μέσα στο σύστημα της παραγωγής. Με την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, οι αντικαπιταλιστικές τάσεις της ταξικής πάλης που εμφανίζονται στα πλαίσια του καπιταλισμού για αλλαγή της κοινωνικής οικονομικής σχέσης μέσα στην παραγωγή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία μετασχηματίζονται ποιοτικά, Μετατρέπονται σε σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού κομμουνιστικού προσανατολισμού που βρίσκονται σε σύγκρουση αλλά και ενότητα και διεκδικούν την αυτοτέλειά τους και την ηγεμονία απέναντι στις επικρατούσες ακόμα καπιταλιστικές σχέσεις. Ο πυρήνας αυτής της ποιοτικής αλλαγής, σε περιεχόμενο και μορφή, βρίσκεται στην επαναστατική διαδικασία κατάκτησης απ’ τους άμεσους παραγωγούς της κυριότητας της κατοχής και του ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής, βρίσκεται στην προώθηση του αποφασιστικού ρόλου των οργάνων της εργατικής πολιτικής γύρω απ’ την κατεύθυνση, την οργάνωση και τη διεύθυνση της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, στην ανάπτυξη της πάλης τους για συντονισμό και πανκοινωνικό συνειδητό σχεδιασμό της παραγωγής με βάση τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργαζομένων. Αυτή η διαδικασία αποτελεί και τον πυρήνα της προλεταριακής πλευράς της κρατικής εξουσίας που επιχειρεί να συγκροτηθεί πάνω στα συντρίμμια της παλιάς κρατικής μηχανής. Στην αρχική αυτή φάση το επαναστατικό κράτος «είναι και δεν είναι» ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου και ταυτόχρονα είναι και δεν είναι αστικό κράτος. Και μόνο στο βαθμό που αναπτύσσεται σε δικτατορία του προλεταριάτου, με την πλήρη έννοια, «είναι και δεν είναι» κράτος γενικά. Αυτό σημαίνει ότι στην πρώτη φάση η επαναστατική κρατική εξουσία παραμένει πεδίο οξύτατης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις επικρατούσες ακόμα στο οικονομικό αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο αστικές σχέσεις και τάξεις και στην τακτική πολιτική ηγεμονία της βασικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων μέσα στην καταπιεζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας και μέσα στη νέα επαναστατική κρατική μηχανή. Aπ΄ αυτή την άποψη, το κράτος αυτής της φάσης, στο βαθμό που δεν είναι αστικό, είναι κράτος της καταπιεζόμενης και όχι της κυρίαρχης τάσης. Και έτσι το χαρακτήρισε και ο Λένιν. Μόνο στο βαθμό που οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού αρχίζουν και κυριαρχούν στο οικονομικό και στο κοινωνικό επίπεδο μέσα στη μεταβατική
κοινωνία, η εργατική τάξη γίνεται κυρίαρχη τάξη κοινωνικά, πολιτικά και κρατικά, γίνεται κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια. Στην αρχική αυτή φάση οι νεογέννητες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής εμφανίζονται και αναπτύσσονται με τη δική τους σχετική αυτοτέλεια και προοπτική, χωρίς ακόμα να κυριαρχούν μέσα στην παραγωγή γεγονός που καθηλώνει, σ’ ένα βαθμό και το περιεχόμενο και τη μορφή τους σ’ ένα ορισμένο πρώιμο επίπεδο. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η ποιοτική αυτή τομή στο άμεσο κοινωνικό οικονομικό πολιτικό πεδίο της παραγωγής μεταβάλλει ριζικά το συσχετισμό των δυνάμεων σε βάρος των καπιταλιστικών σχέσεων. Επιβάλλει άμεσα την αναγκαστική αλλαγή των μορφών των καπιταλιστικών σχέσεων, μετασχηματίζει τους συσχετισμούς ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της εκμεταλλεύτριας τάξης και επιφέρει ποιοτικές τροποποιήσεις στη γενικότερη τακτική και στρατηγική της κλονιζόμενης αστικής τάξης. Σ’ αυτή τη φάση, οι πρώιμες ακόμα σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού αποτελούν την ανερχόμενη αλλά όχι ηγεμονική ακόμα πλευρά των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Διεκδικούν το ιστορικό κοινωνικό προβάδισμα απέναντι στις κυρίαρχες ακόμα (αλλά δραματικά τροποποιημένες) καπιταλιστικές σχέσεις και επιχειρούν να επιβληθούν τελικά σαν κυρίαρχες σχέσεις μέσα στον οικονομικό σχηματισμό και να κατακτήσουν έτσι ένα ανώτερο επίπεδο, σε περιεχόμενο και μορφή, ως προς το ρόλο τους, τη λειτουργία τους και την ανάπτυξή τους. Κριτήριο για την επέκταση και την ποιοτική κατεύθυνση των σχέσεων παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού και για το γενικότερο πολιτικό συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στη μετεπαναστατική κοινωνία της αρχικής φάσης αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση ο βαθμός με τον οποίο προωθείται η κυριαρχία των άμεσων παραγωγών πάνω στους αντικειμενικούς (μέσα παραγωγής) και υποκειμενικούς (εργασία) όρους της παραγωγής, ο βαθμός που τροποποιείται η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, το επίπεδο του ελεύθερου χρόνου των άμεσων παραγωγών και ο καθοριστικός ρόλος τους στις δημόσιες κρατικές υποθέσεις. Δεύτερη καμπή είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ουσιαστικά κυρίαρχη τάξη με την καθοριστική οικονομικοκοινωνική διάσταση αυτής της κυριαρχίας, που θα τη μετατρέψει και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη, με την πλήρη έννοια. Η ανάδειξη των μετασχηματισμών σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού στην οικονομία, στις παραγωγικές σχέσεις, στην πολιτική σε κυρίαρχο σκέλος των αντιθέσεων και της ταξικής πάλης της μεταβατικής περιόδου. Πρόκειται για μια ποιοτική αλλαγή μέσα στη συνέχεια της επαναστατικής διαδικασίας. Οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού κατακτούν ηγεμονική θέση μέσα στις γενικότερες παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις, αναπτύσσονται σε ανώτερο επίπεδο και κυριαρχούν στον προσανατολισμό και τον χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής. Οι καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις αλλάζουν περιεχόμενο και μορφή σαν καταπιεζόμενες και ηγεμονευόμενες σχέσεις όχι μόνο πολιτικά αλλά κυρίως κοινωνικοοικονομικά. Διατηρούνται μόνο στο βαθμό που επιτρέπει και χρειάζεται το ανεπαρκές ακόμα επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής αλλά η λειτουργία τους τροποποιείται κάτω απ’ την ηγεμονία των άμεσων παραγωγών και εντάσσεται μέσα απ’ την ταξική πάλη στην ενίσχυση των στόχων της νέας κυρίαρχης τάξης. Απ’ αυτή την άποψη μετατρέπονται σε εκμεταλλευτικές σχέσεις «νέου τύπου», δηλαδή όχι πλήρως αστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, με την έννοια του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στη φάση αυτή πραγματοποιείται και μια ριζική αλλαγή στο χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τη λειτουργία του κράτους, καθώς και στο χαρακτήρα της αλληλεξάρτησης της «πολιτικής» και της «οικονομίας». Το επαναστατικό κράτος, οι κρατικές μορφές ηγεμονεύονται πλέον στρατηγικά από την επαναστατική προλεταριακή πλευρά του κράτους, μετατρέπονται σε δικτατορία του προλεταριάτου με την πλήρη έννοια. Ολοκληρώνεται έτσι το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, σε περιεχόμενο και μορφή, ενώ αναπτύσσεται και ενισχύεται η πλευρά της απονέκρωσης του κράτους. Η βασική αντίθεση και αντιπαράθεση στο πεδίο του κράτους παύει να είναι η αντίθεση
ανάμεσα στις ανερχόμενες προλεταριακές τάσεις και τις υπό απαλλοτρίωση αλλά διατηρούμενες ωστόσο εκφράσεις των αστικών σχέσεων. Βασική αντίθεση γίνεται πλέον η αντίθεση ανάμεσα στον ταξικό εργατικό χαρακτήρα του κράτους και στις τάσεις απονέκρωσής του. Η «πολιτική» και η «οικονομία» αλλάζουν σχέση και μορφή, έχουν την τάση να συνενώνονται διαλεκτικά κάτω απ’ την ηγεμονία των νέων οικονομικών κοινωνικών σχέσεων που επιβάλλουν οι άμεσοι παραγωγοί πάνω στις συνολικές συνθήκες της ύπαρξής τους. Υπονομεύεται ριζικά η φετιχιστική αυτονόμηση της πολιτικής. Ενισχύεται αλλά δεν κυριαρχεί ακόμα το σκέλος της απονέκρωσης του κράτους και της πολιτικής σαν μορφή διακυβέρνησης των ανθρώπων. Η αλλαγή της σχέσης οικονομίας πολιτικής - πολιτισμού, η τάση συνένωσής τους δεν σημαίνει ότι ο πολιτισμός και η πολιτική «υποβαθμίζονται» σε απλά μέσα διαχείρισης της οικονομίας ή πολύ περισσότερο σε «απολογητές» ενός ουδέτερου παραγωγισμού. Αντίθετα, σημαίνει τη σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξη και ενότητα του πολιτισμού και της δημιουργικής πλευράς της πολιτικής με την οικονομία και τις κοινωνικές σχέσεις και ταυτόχρονα την σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξη και ενότητα των τελευταίων με ένα νέο συνολικά πολιτισμό των άμεσων παραγωγών και του κοινωνικού ανθρώπου. Έτσι ο νέος σοσιαλιστικός «πολιτισμός» τείνει να μετατρέπεται σε βασικό «αυτόματο ρυθμιστή» της κοινωνικής εργασίας και των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Στη φάση αυτή αλλάζει ριζικά και μετασχηματίζεται επαναστατικά σε προλεταριακή κατεύθυνση η σχέση εθνικού και διεθνικού. Κι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται τη διεθνιστική ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης και τη διεκδίκηση της ηγεμονίας των επαναστατικών κοινωνιών απέναντι στον καπιταλιστικό κόσμο. Ωστόσο στην περίοδο αυτή (την καθαυτό περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου) η ηγεμονία των σχέσεων παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού πάνω στις καταπιεζόμενες και μετασχηματιζόμενες σχέσεις του παλιού τρόπου παραγωγής έχει ακόμα τακτικό και όχι στρατηγικό χαρακτήρα. Οι σχέσεις παραγωγής σοσιαλιστικού προσανατολισμού και η εργατική εξουσία «έχουν το πάνω χέρι» σ’ όλα τα πεδία των κοινωνικών σχέσεων. Το «ποιος-ποιον» κλίνει υπέρ της πλήρους κατάργησης του καπιταλισμού, υπέρ της μετάβασης στη σοσιαλιστική κομμουνιστική κοινωνία αλλά δεν έχει ακόμα οριστικά και τελεσίδικα κριθεί. Η διατήρηση αστικών σχέσεων στην παραγωγή, στην αναπαραγωγή, στην πολιτική, στον πολιτισμό, στη σχέση εθνικού - διεθνικού, παρά τη νέα δυνατότητα υπαγωγής τους στην κύρια κατεύθυνση του σοσιαλιστικού προσανατολισμού, σημαίνει κυρίως την ταξική αντίσταση και την πάλη των αστικών κοινωνικών δυνάμεων για την αντιστροφή της γενικότερης κατάστασης. Αυτή η παράμετρος επηρεάζει ουσιαστικά και το περιεχόμενο και τη μορφή των αναπτυσσόμενων προς το σοσιαλισμό σχέσεων παραγωγής και επικοινωνίας, πολιτικής και πολιτισμού, τις καθηλώνει σ’ ένα επίπεδο ωρίμανσης που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ακόμα σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό με την πλήρη έννοια. Η διατήρηση μετασχηματισμένων αστικών σχέσεων και τάσεων αναπαράγει την τάση της επέκτασης και ανάπτυξής τους που αποτελεί και το μοναδικό δρόμο για την επιβίωσή τους. Η ταξική πάλη οξύνεται με νέο τρόπο (παρ’ όλο που οι δυνατότητες των αστικών δυνάμεων και σχέσεων περιορίζονται σε εσωτερικό επίπεδο) γιατί εδώ πλέον δεν κρίνεται η έναρξη της ανατροπής της κυριαρχίας της αστικής τάξης, δεν κρίνεται η ηγεμονία στον προσανατολισμό της ιδιόμορφης μεταβατικής κοινωνίας αλλά κρίνεται η ίδια η ύπαρξη των εκμεταλλευτικών και γενικότερα των ταξικών σχέσεων, κάθε δυνατότητα αναπαραγωγής τους, κάθε προοπτική ανάκαμψης και αντεπίθεσής τους. Στο μπλοκ των δυνάμεων της διατήρησης και επέκτασης των αστικών σχέσεων ανήκουν, μ’ ένα τρόπο, αντικειμενικά κι εκείνες οι πλευρές και τα τμήματα της κοινωνίας που έχουν άμεσα βραχυπρόθεσμο συμφέρον απ’ τη διατήρηση των διακρίσεων ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία, την πόλη και το χωριό, τους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους, την εθνική ή περιφερειακή από τη μια και τη διεθνική κοινότητα των παραγωγών από την άλλη. Αυτή η αντιπαράθεση διαπερνά και τη συνεχιζόμενη εσωτερική αντίθεση της εργατικής τάξης.
Ο κοινωνικός σχηματισμός της επαναστατικής μεταβατικής κοινωνίας τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη φάση της δεν μπορεί ν’ αποτελεί αντιφατική έστω συνύπαρξη, συνάρθρωση διαφορετικών τρόπων παραγωγής κάτω απ’ την επικυριαρχία ενός από τους δύο βασικούς, όπως περίπου συμβαίνει στον καπιταλιστικό σχηματισμό. Στον τελευταίο η ενότητα και η αντίθεση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής κάτω απ’ την επικυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων, έχει στη βάση της τον κοινό εκμεταλλευτικό ταξικό χαρακτήρα. Ενώ στην επαναστατική μεταβατική κοινωνία η ενότητα και η πάλη ανάμεσα στις εκμεταλλευτικές καπιταλιστικές και στις «σοσιαλιστικές» σχέσεις στηρίζονται στο ποιοτικά ανώτερο, από ιστορική άποψη, επίπεδο του ανταγωνισμού και του αλληλοαποκλεισμού τους. Η ηγεμονία των σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού μέσα στα πλαίσια της δεύτερης φάσης της μεταβατικής κοινωνίας δεν σημαίνει ακόμα τη συγκρότηση της σοσιαλιστικής κομμουνιστικής κοινωνίας, την ύπαρξη σοσιαλιστικών κομμουνιστικών σχέσεων με την πλήρη έννοια, εφόσον διατηρούνται ακόμα οι εκμεταλλευτικές σχέσεις. Στη φάση αυτή, οι κοινωνικές πολιτικές πολιτιστικές πλευρές των ταξικών σχέσεων συνδέονται μεταξύ τους σε ανώτερο επίπεδο στα άμεσα πεδία της παραγωγής. Και οι συγκρούσεις ανάμεσα στη διατήρηση των ταξικών διακρίσεων και στην πλήρη κατάργησή τους παίρνουν το χαρακτήρα της τελικής και ολοκληρωτικής ιστορικής αναμέτρησης ανάμεσα σε δύο κόσμους, σε δύο πολιτισμούς, ανάμεσα στην προϊστορία και το μέλλον του κοινωνικού ανθρώπου. Τρίτη καμπή είναι η ποιοτική, ουσιαστική κατάργηση της ουσίας του κυριαρχούμενου σκέλους και των μεταμορφωμένων σε κάθε περίπτωση σχέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η ουσιαστική κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τάξεων με οποιαδήποτε μορφή, η παράλληλη κατάργηση της εργατικής τάξης σαν τάξης, η κατάργηση των τάξεων συνολικά, η κατάργηση του νόμου της αξίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, η ποιοτική αλλαγή στη σχέση χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας, στον γενικότερο καταμερισμό και στο χαρακτήρα της εργασίας, η μετατροπή του προλεταριακού κράτους σε κράτος που βασικά απονεκρώνεται ενώ πραγματοποιείται και η ουσιαστική κατάργηση της αντίθεσης εθνικού-διεθνικού με την ηγεμονία και την κυριαρχία του σοσιαλιστικού επαναστατικού διεθνισμού απέναντι στις εναπομείνουσες δυνάμεις των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών και σχέσεων. Η καμπή αυτή σημαίνει το τέλος της μεταβατικής περιόδου, την κυριαρχία του κομμουνισμού στην πρώτη τη σοσιαλιστική, τυπική ακόμα βαθμίδα της ωριμότητάς του όπου παραμένουν ακόμα τα σημάδια και ορισμένα δευτερότερα στοιχεία ή και δυνάμεις του παλιού κόσμου. Και οι τρεις αυτές αποφασιστικές καμπές και «τομές» στην ανάπτυξη της επανάστασης συνιστούν ποιοτικά άλματα της συνολικής κοινωνικής ιστορικής διαλεκτικής κίνησης και απαιτούν, προϋποθέτουν ένα πολύπλευρο συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών μετασχηματισμών των επιμέρους πλευρών της κοινωνικής πραγματικότητας. Οι μεγάλες αυτές ποιοτικές «μεταβολές» δεν έχουν το ίδιο βάρος, το ίδιο επίπεδο, την ίδια σημασία για την ιστορική κίνηση. Συνιστούν μια αντιθετική διαλεκτική ενότητα μετάβασης απ’ το κατώτερο επίπεδο στο ανώτερο, μια καθοριστική και ανώτερη πλευρά τη νέα ποιότητα της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας (την κατάργηση των τάξεων) που προβάλλει μέσα από τη μεταβατική περίοδο, αλλά σ’ ένα ορισμένο επίπεδο την αρνείται τελικά και την αφήνει πίσω, εκεί που πραγματικά ανήκει, στην προϊστορία των ταξικών συγκρούσεων και των αθλιοτήτων που αυτές γεννάνε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διαδικασία της διαρκούς, της αδιάκοπης επανάστασης που κυοφορείται στα πλαίσια του σημερινού καπιταλισμού με την ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής και γεννιέται με την πρώτη πράξη της κοινωνικοπολιτικής ανατροπής, εκτείνεται στον κοινωνικοϊστορικό χωρόχρονο της μεταβατικής περιόδου σε ενότητα και αντίθεση με την κορυφαία σοσιαλιστικήκομμουνιστική τομή όπου η ίδια η επανάσταση αλλάζει ποιοτικά και αντιτάσσεται σ’ όλες τις μέχρι τώρα κοινωνικές μορφές της και μετατρέπεται σε περιεχόμενο της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, στο βασικό στοιχείο του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και της ουσίας του ανθρώπου.
Η πρώτη πράξη της κοινωνικοπολιτικής ανατροπής σημαίνει άμεση ουσιαστική βελτίωση της συνολικής θέσης των εργαζομένων σε βάρος του κεφαλαίου και έναρξη της μεταβατικής περιόδου, εμφάνιση για πρώτη φορά των μη κυρίαρχων ακόμα κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού κομμουνιστικού προσανατολισμού. Η δεύτερη ανώτερη πράξη της επανάστασης σημαίνει κυριαρχία των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών τάσεων του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού μέσα στην ταξική κοινωνία της μεταβατικής περιόδου, με παράλληλη διατήρηση των μεταμορφωμένων και ηγεμονευόμενων καπιταλιστικών και εκμεταλλευτικών τάσεων και της ταξικής πάλης σαν κινητήριας δύναμης. Σημαίνει ανάδειξη της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια. Η τρίτη, η ανώτατη πράξη της επανάστασης, «η επανάσταση πάνω σε όλες τις επαναστάσεις» σημαίνει κατάργηση των τάξεων, κάθε είδους εκμεταλλευτικών σχέσεων, λήξη της μεταβατικής περιόδου, νέα ποιότητα σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας που θα είναι αυτοκινούμενη, με τη δική της αντιθετική διαλεκτική (αυτοανάπτυξη και επαναστατικοποίηση του κοινωνικού ανθρώπου σαν αυτοσκοπός χωρίς την πάλη των τάξεων. Ο Μαρξ απέδειξε ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός έχει σαν ουσία του τη διαρκή επαναστατική αυτοανάπτυξη του κοινωνικού ανθρώπου. Έτσι εδώ ο νέος πολιτισμός των συνεταιρισμένων παραγωγών μετατρέπεται σε βασικό «αυτόματο» ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων, των αντιθέσεων, και των παραπέρα επαναστατικών αλλαγών, γίνεται κινητήρια δύναμη για τη διαρκή επαναστατική ενωτική ανάπτυξη της σχέσης του κομμουνισμού με τον φυσικό κόσμο για τη μετατροπή της υλικής παραγωγής σε δευτερεύουσα πλευρά της κοινωνικής ζωής και για την κυριαρχία του «Βασίλειου της ελευθερίας». Η κοινωνία της επαναστατικής μεταβατικής περιόδου είναι κοινωνία εκείνου του επιπέδου ανάπτυξης της ταξικής πάλης ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, που έχει φτάσει ως το σημείο εμφάνισης δύο αλληλοσυμπληρούμενων, αλληλοαποκλειόμενων θα λέγαμε «κοινωνικών συστημάτων» που λειτουργούν στο εσωτερικό της και μάλιστα το ένα στο εσωτερικό του άλλου. (Π.χ. η ταξική ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος μπορεί να λειτουργεί στα πλαίσια της πρώιμης «σοσιαλιστικής» κοινωνικοποιημένης παραγωγικής μορφής ή και να κυριαρχεί σ’ αυτή όπως και ο κοινωνικός σχεδιασμός και η κοινωνική ιδιοκτησία μπορεί να λειτουργούν και μέσα στα πλαίσια της «καπιταλιστικής» σε κάθε περίπτωση αγοράς, τείνοντας να την αμφισβητούν και στη συνέχεια να κυριαρχούν πάνω της μέχρι την πλήρη κατάργησή της. Αυτή η αντίθεση δεν παίρνει τη μορφή της εξωτερικής τεχνητής συγκόλλησης και αντιπαράθεσης κάποιου συγκεκριμένου καπιταλιστικού και κάποιου συγκεκριμένου σοσιαλιστικού τομέα ή πολύ περισσότερο κάποιων αντίστοιχων κλάδων ή τομέων παραγωγής. Δεν παίρνει τη μορφή μιας εξωτερικής σχέσης ενότητας και πάλης κρατικοποιημένης οικονομίας και σχεδιασμού με την αγορά. Αλλά πρόκειται για αντιπαράθεση των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών συνολικών σχέσεων και ταξικών δυνάμεων με τις αντίστοιχες σχέσεις και ταξικές δυνάμεις σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού προσανατολισμού, που οι μεν μπορούν να δρουν στο εσωτερικό των δε, οι μεν μετατρέπονται στις δε, με διάφορες εξελισσόμενες και πρωτότυπες μορφές, ανάλογα με το συσχετισμό της ταξικής πάλης για πλήρη ηγεμονία και κυριαρχία. Η αντίθεση αυτή δεν εκτυλίσσεται μόνο στο καθοριστικό για την επαναστατική κοινωνία πεδίο των παραγωγικών σχέσεων και των σχέσεων ιδιοκτησίας, αλλά στο σύνολο της παραγωγικής δράσης, σαν ενότητα παραγωγικών δυνάμεων παραγωγικών σχέσεων. Καθορίζει τον ίδιο τον αντιφατικό χαρακτήρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, των μέσων παραγωγής, της οικονομικής επέκτασης συσσώρευσης, της κοινωνικής οργάνωσης και ανάπτυξης της παραγωγής και ιδιαίτερα της παραγωγικότητας της εργασίας. Η αντίθεση αυτή διαπερνά την παραγωγή, την ανταλλαγή, την διανομή, την κατανάλωση, το σύνολο των οικονομικών κοινωνικών πολιτικών κρατικών πολιτιστικών σχέσεων και τη σύνθετη αλληλεξάρτησή τους. Γι’ αυτό η μεταβατική περίοδος ανοίγει, κορυφώνεται και κλείνει με μια επανάσταση έτσι ώστε η τελευταία να καταργεί όλες τις προηγούμενες. Το βασικό ζήτημα για τη συνολική
ποιοτική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων είναι φυσικά η αλλαγή ποιότητας στις παραγωγικές σχέσεις και πρώτα απ’ όλα στις σχέσεις ιδιοκτησίας, η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ουσιαστική κυρίαρχη τάξη. Η εργατική τάξη, στο βαθμό που αναπτύσσει την κυριαρχία της, καταργεί και τις αντίπαλες τάξεις και τον εαυτό της και κάθε κυριαρχία. Αντικαπιταλιστική επανάσταση - Κομμουνιστική απελευθέρωση Ένας διπλός χαρακτήρας Το περιεχόμενο της μεταβατικής περιόδου έχει διπλό χαρακτήρα, προσδιορίζεται από την αντικαπιταλιστική πάλη και την πάλη για την εμφάνιση, ανάπτυξη και κυριαρχία των σχέσεων σοσιαλιστικού κομμουνιστικού προσανατολισμού. Είναι μια αλληλοδιαπλεκόμενη διαδικασία για το βίαιο γκρέμισμα έως την εξαφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων και της αστικής τάξης, κάθε εκμεταλλευτικής σχέσης και τάξης και για την προώθηση των σχέσεων, των τάσεων και των οργάνων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η διπλή αυτή διαδικασία Αντικαπιταλιστική επανάσταση - Κομμουνιστική απελευθέρωση, σφραγίζει όλη τη μεταβατική περίοδο, όχι με μηχανιστικό τρόπο (πρώτα το γκρέμισμα του καπιταλισμού, έπειτα η οικοδόμηση του σοσιαλισμού), αλλά με διαρκή αλληλοσύνδεση των διαφορετικών πλευρών και καθηκόντων της, όχι μόνο στην πρώτη φάση αλλά μέχρι την κατάργηση της μεταβατικής περιόδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα καθήκοντα του γκρεμίσματος της αστικής κυριαρχίας δεν έχουν, στην πρώτη φάση, βαρύνοντα ρόλο. Ενώ στη δεύτερη φάση, στη φάση της κυριαρχίας της εργατικής τάξης με την πλήρη κοινωνικοοικονομική και πολιτική έννοια, επικρατούν τα καθήκοντα της προπαρασκευής για το πέρασμα στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία. Όποιος υποτιμά αυτήν την αλληλοσύνδεση αντικαπιταλιστικών - κομμουνιστικών καθηκόντων, δεν μπορεί πρώτα απ’ όλα να συνδέσει τον κομμουνισμό με τους σημερινούς στόχους της αντικαπιταλιστικής πάλης και, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις σκληρές ταξικές αντιθέσεις της μετάβασης, δεν μπορεί να την οδηγήσει ως τη νίκη. Απ’ την πρώτη πράξη της επανάστασης (τσάκισμα της παλαιάς κρατικής μηχανής - μετάβαση στην εργατική εξουσία - άμεση κατεύθυνση για απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της αστικής τάξης - πανκοινωνικός σχεδιασμός) φαίνεται αυτός ο διπλός χαρακτήρας της επανάστασης, η αντικαπιταλιστική της διάσταση και η κομμουνιστική καθοριστική τελικά πλευρά της. Η Αντικαπιταλιστική επανάσταση - Κομμουνιστική απελευθέρωση συνδέει διαλεκτικά τα καθήκοντα του Μετώπου της Εργατικής Πολιτικής, της συνειδητής πάλης που αναπτύσσεται στις συνθήκες του καπιταλισμού με το μεγάλο άλμα της ιστορίας και το βασίλειο της ελευθερίας. Αποτελεί σύμφωνα με την αντίληψη του ΝΑΡ, την πολιτική ιδεολογική και προγραμματική έκφραση της επαναστατικής τάσης του εργατικού κινήματος που εμφανίζεται και αναπτύσσεται στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας. Τα καθήκοντα και οι στόχοι της Αντικαπιταλιστικής επανάστασης - Κομμουνιστικής απελευθέρωσης είναι μια αντιθετική διαλεκτική ενότητα, με καθοριστικό αντίθετο το σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Ο προσδιορισμός αυτών των στόχων και καθηκόντων είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη του Μετώπου της εργατικής πολιτικής σήμερα. Η Αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι η άμεση επανάσταση που ωστόσο καθορίζεται απ’ την ιστορική της προοπτική. Αποτελεί έτσι το συνολικό στόχο «τακτικής» του επαναστατικού κινήματος της εποχής μας και της χώρας μας, σε σύνδεση και εξάρτηση απ’ τη στρατηγική του. Θα λέγαμε το ένα «άκρο» του συνδέεται με τα επείγοντα προβλήματα της αντικαπιταλιστικής πάλης και την ανάγκη για ριζική συνολική μεταβολή των συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργατικής τάξης ενώ το άλλο άκρο του συνδέεται με την ολοκλήρωση των σχέσεων απελευθέρωσης της εργασίας και του ανθρώπου που εμφανίζονται σήμερα και τείνουν να σπάσουν το περίβλημα της παλιάς κοινωνίας απαιτώντας την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Η Αντικαπιταλιστική επανάσταση - Κομμουνιστική Απελευθέρωση είναι η διαρκής, η μόνιμη επανάσταση του Μαρξ και του Έγκελς που μπήκε στα αρχεία της ιστορίας απ’ το εκφυλισμένο κομμουνιστικό κίνημα. Στην περίπτωση που την ανέσυραν που και που, ήταν για να περιγράψουν τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της άμεσης «επανάστασης» που πρότειναν ουσιαστικά απ’ το μεσοπόλεμο και μετά. Προβάλλοντας σαν άλλοθι την μετεξέλιξή της σε «σοσιαλιστική», με την έννοια που έδιναν στο σοσιαλισμό. Η σημερινή εποχή και οι εμπειρίες του κινήματος δείχνουν πως η διαρκής, η μόνιμη επανάσταση δεν είναι μόνο αναγκαία διαδικασία της επαναστατικής πάλης σήμερα και της μεταβατικής περιόδου προς τον κομμουνισμό. Αλλά, σε ανώτερη μορφή, είναι το βασικό περιεχόμενο των κομμουνιστικών σχέσεων, σαν μόνιμη επαναστικοποίηση της ουσίας του κοινωνικού ανθρώπου. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση - κομμουνιστική απελευθέρωση είναι η μόνη διέξοδος που μπορεί να καλύψει το χάσμα ανάμεσα στην άμεση αναγκαιότητα της υλοποίησης των επαναστατικών στόχων και των μετασχηματισμών που έχει ανάγκη η εργαζόμενη πλειοψηφία σήμερα και στο μεγάλο άλμα για την ανθρώπινη ελευθερία. 2.13. Το Πρόγραμμα του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ για την επαναστατική μεταβατική κοινωνία προς τον κομμουνισμό Στο Β΄ Μέρος του Σχεδίου Θέσεων του ΝΑΡ για την κριτική της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, υπάρχει ένα πλαίσιο επιδιώξεων και στόχων της Εργατικής Πολιτικής που περιέχει σαν βασική πλευρά του το περιεχόμενο και την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Οι σχέσεις της κομμουνιστικής προοπτικής επιχειρείται να αντιμετωπιστούν όχι σαν οραματικό ευχολόγιο αλλά σαν βασικό κριτήριο και μέτρο των αντικαπιταλιστικών διεκδικήσεων της εργατικής πάλης της εποχής μας για τη συνολική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Οι "τάσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας" μέσα στην καρδιά του πιο άκαρδου κόσμου επιχειρείται να συνδεθούν με τα αιτήματα της άμεσης επαναστατικής ανατροπής, του καθημερινού επαναστατικού αγώνα και των εργατικών αντιστάσεων, με τα βασικά αιτήματα του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ στα βασικά πεδία της κοινωνικής ζωής. • Στα ζητήματα της απελευθέρωσης του χρόνου εργασίας και της κοινωνικής θέσης των εργαζομένων. • Στα ζητήματα της αλλαγής των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης. • Στα ζητήματα της απαλλαγής των παραγωγικών δυνάμεων από τα δεσμά της αλλοτριωμένης εργασίας και της καπιταλιστικής ηγεμονίας. • Στα ζητήματα της υπέρβασης του αντιδραστικού καταμερισμού της εργασίας και της διαιώνισης των διακρίσεων στην παραγωγή, στη γνώση και στις δημόσιες υποθέσεις. • Στα ζητήματα των σχέσεων της κοινωνίας με τη φύση. Οι στόχοι του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ για την Αντικαπιταλιστική Επανάσταση - Κομμουνιστική Απελευθέρωση στο πεδίο της πολιτικής και του κράτους, στο πεδίο των σχέσεων κόμματος - μετωπικών οργάνων της Εργατικής Πολιτικής, και πρωτοπορίας - τάξης καθορίζονται από την ίδια κατεύθυνση και συμπυκνώνουν τη λογική της σε όλες τις φάσεις και τις καμπές της επαναστατικής διαδικασίας. Α. - Διεκδικούμε την απονέκρωση του κράτους, την απονέκρωση της ταξικής, καταπιεστικής πλευράς της πολιτικής, την κατάργηση των ταξικών διαχωριστικών πλευρών των πρωτοποριών, των κομμάτων και των οργανώσεων. -Διεκδικούμε τη μετατροπή του πολιτισμού και της αντιπαράθεσης των πολιτιστικών ρευμάτων σε κινητήρια δύναμη της επαναστατικής ανάπτυξης της κοινωνικής ατομικότητας, της σχέσης της με τη φύση και τα άλλα μέλη της κοινωνίας. - Διεκδικούμε την πρωτοποριακή, πολύπλευρη κι ελεύθερη αντιθετική-ενωτική, ατομικήσυλλογική δραστηριότητα κάθε κοινωνικού ανθρώπου.
- Στον κομμουνισμό ο πυρήνας του πολιτισμού δεν θα είναι η πολιτική και ο πυρήνας της πολιτικής δεν θα είναι η σχέση της με την ιδιοκτησία. Αλλά αντίθετα, ο πολιτισμός θα είναι ο πυρήνας μιας "πολιτικής" αντιπαράθεσης και ενότητας νέου τύπου ανάμεσα σε συλλογικά και ατομικά ρεύματα δημιουργικής δράσης χωρίς καταπίεση και διακρίσεις αλλά με ανώτερη αξιοποίηση του πλούτου της απελευθερωτικής πλευράς της πολιτικής και της δημόσιας δραστηριότητας. Κι αυτού του είδους η πολιτική θα είναι με τη σειρά της ο πυρήνας της απεριόριστης επέκτασης της "ιδιοκτησίας" κάθε μέλους της κοινωνίας στη γνώση, την επιστήμη, την τέχνη, την απόλαυση, την ελευθερία, την αυτοανάπτυξη και το μετασχηματισμό της ατομικής και της συνολικής φύσης του. Β. -Σ΄ αυτή την κατεύθυνση, το επαναστατικό εργατικό κίνημα, το ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ διεκδικεί την κατάληψη της εξουσίας, το άμεσο τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, την αξιοποίηση του επαναστατικού προλεταριακού κράτους για τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη κοινωνικοοικονομικά τάξη με την πλήρη έννοια για την ενότητα της πολιτικής με την οικονομία σε νέα ανώτερη βάση. - Το κλειδί για το προλεταριακό χαρακτήρα της επανάστασης και του κράτους για τη μετάβαση στο κράτος εργατών με την πλήρη έννοια είναι οι σχέσεις επαναστατικής ανατροπής και εξουσίας που διαμορφώνονται και αναπτύσσονται παράλληλα με την κατάληψη της κρατικής μηχανής στα πεδία της παραγωγής και της κατανάλωσης ανάμεσα στους εργάτες και τις δυνάμεις που έχουν συμφέρον να διατηρηθεί η καπιταλιστική εκμετάλλευση και η πολιτική καταπίεση. - Το θεμελιακό τελικά ζήτημα είναι να πραγματοποιηθεί από την πρώτη στιγμή ένα ποιοτικό άλμα στο περιεχόμενο και τις μορφές ανάπτυξης της δημοκρατίας για την εργατική πλειοψηφία, αλλά και στη σχέση της δημοκρατίας με το περιεχόμενο και τις μορφές της επαναστατικής καταπίεσης απέναντι στις εκμεταλλεύτριες τάξεις. - Το κράτος των εργατών, η δικτατορία του προλεταριάτου θα προωθείται, θα κρίνεται και θα αναπτύσσεται μέσα από μια νέα ενότητα της πολιτικής με την οικονομία, των πάνω με τους κάτω, της έμμεσης με την άμεση δημοκρατία, της πρωτοπορίας με την τάξη, των κομμάτων και των άλλων ιδιαίτερων οργανώσεων με τα μαζικά επαναστατικά όργανα της εργατικής τάξης. Αυτό σημαίνει πρώτα απ΄ όλα επαναστατική αντικατάσταση των κρατικών ένοπλων οργάνων με το μαζικό εξοπλισμό της εργατικής τάξης, με τη συγκρότηση του "ένοπλου λαού". Οι νέες εξελίξεις στο χαρακτήρα του πολέμου, στη συγκρότηση των αστικών στρατών, στη φύση των όπλων με βάση την ταξική σκοπιμότητα των εσωτερικών κοινωνικών συγκρούσεων διαμορφώνουν νέες δυσκολίες αλλά και σχετικά νέες δυνατότητες στην πραγματοποίηση αυτού του θεμελιακού μετασχηματισμού. - Η εργατική εξουσία επιδιώκει άμεση υπέρβαση του "κοινοβουλευτισμού" και των αντιπροσωπευτικών αποξενωτικών δημοκρατικών θεσμών που τείνουν να αναπαράγονται με τους παλιούς ή με νέους τρόπους. Τα άμεσα, μαζικά όργανα της εργατικής πολιτικής συγκροτούνται κυρίως σε παραγωγική κατεύθυνση, με τη συμμετοχή του συνόλου των εργατών και των μελών των καταπιεσμένων τάξεων και συντονίζονται σε πανκοινωνικό-πανκρατικό επίπεδο. Ασκούν την απόλυτη εργατική, επαναστατική λαϊκή κυριαρχία, συνενώνουν στις αρμοδιότητές τους όλες τις νομοθετικές, εκτελεστικές, δικαστικές εξουσίες. Εδώ το βασικό ζήτημα είναι να θεμελιωθεί μια νέα σχέση ανάμεσα στον καθοριστικό άμεσο ρόλο και το χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων και της εξουσίας των μαζικών οργάνων της εργατικής πολιτικής και στην έμμεση εξουσία και τις αρμοδιότητες των αναγκαίων αντιπροσωπευτικών της ομάδων. Η καθιέρωση της ”αιρετότητας", της "ανακλητότητας", του "εργαζόμενου χαρακτήρα", της "μισθοδοσίας με χαμηλό εργατικό μισθό" και της "υποχρεωτικής εναλλακτικότητας" των εργατικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων πρέπει να συνδυάζεται με μια σειρά επαναστατικά κατοχυρωμένους θεσμούς και μέτρα νέου τύπου. Ιδιαίτερα πρέπει να συνδυάζεται με την πιο δρακόντεια νομοθεσία και αδιάλλακτη πρακτική και άμεση αυστηρή τιμωρία απέναντι σε κάθε περίπτωση δίωξης οποιουδήποτε μέλους της "εργατικής κοινότητας" απ΄ τις εργατικές και τις εκμεταλλευόμενες τάξεις για λόγους που έχουν σχέση
με την άσκηση του δικαιώματός του να είναι εξοπλισμένος, να συμμετέχει όπως αυτός κρίνει στην ελευθερία του Τύπου, των συγκεντρώσεων, σε κάθε είδους οργανώσεις και κόμματα, στην πολιτιστική και κοινωνική δράση. Κάθε μέλος της "εργατικής κοινότητας" έχει το δικαίωμα της κριτικής και της πολεμικής απέναντι στην εργατική εξουσία, απέναντι και στα άμεσα και τα αντιπροσωπευτικά όργανά της, ιδιαίτερα αν βρίσκεται στη μειοψηφία, ακόμα και αν είναι ενάντια στην επανάσταση, με την προϋπόθεση ότι δεν εκπροσωπεί ένοπλη απειλή απέναντί της. Πλήρη αρμοδιότητα σε κάθε περίπτωση να κρίνει κάθε μέλος της "εργατικής κοινότητας" έχει το μαζικό επαναστατικό όργανο και η συνέλευση των εργατών του χώρου του. Η υπεράσπιση και η περιφρούρηση των επαναστατικών κατακτήσεων σε κάθε περίπτωση στηρίζεται στην ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς των εργατικών συμφερόντων μέσα στο σύνολο της εργατικής τάξης που ξεκινήσε την επανάσταση προς τον κομμουνισμό και γίνεται τάξη για τον εαυτό της. - Η εργατική επανάσταση επιβάλλει το άμεσο τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής. Καταργεί την αστυνομία, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα ευρύτερα αντιπροσωπευτικά σώματα, τις διοικήσεις και τους οργανισμούς του αστικού κράτους. Οργανώνει την ένοπλη εργατική πολιτοφυλακή, μετατρέπει τους δημόσιους υπαλλήλους σε αιρετούς, ανακλητούς, αμειβόμενους με τον μέσο εργατικό μισθό "υπαλλήλους" των μελών της εργατικής κοινότητας και των μαζικών οργάνων των καταπιεσμένων τάξεων. Τα άμεσα μαζικά όργανα της εργατικής τάξης, οι εργατικές κοινότητες κατακτούν κυρίως τις αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες στο καθοριστικό ζήτημα που έχει σχέση με την οργάνωση, τη διεύθυνση, τον προσανατολισμό και τον επαναστατικό μετασχηματισμό της παραγωγής, της ανταλλαγής, της διανομής, της κατανάλωσης, της κατοικίας, της επικοινωνίας, της συγκρότησης των πόλεων, του χώρου και του περιβάλλοντος. Γ. Με βάση αυτά τα πλαίσια, το Πρόγραμμα της Εργατικής Πολιτικής προωθεί, μέσα στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κυριαρχίας, την άμεση συγκρότηση των μαχητικών μαζικών κοινωνικοπολιτικών οργάνων της εργατικής χειραφέτησης σε όλες τις σφαίρες της πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τις ιδέες με κύρια κατεύθυνση τα πεδία της παραγωγής. Τα άμεσα μαζικά όργανα της εργατικής πολιτικής επιδιώκουν να συντονίζονται σε πανκοινωνικό επίπεδο. Είναι ανεξάρτητα από τις μορφές και τους μηχανισμούς άσκησης της κρατικής και αστικής πολιτικής και τους φορείς της εργατικής ενσωμάτωσης. Βρίσκονται σε σύγκρουση αλλά και σε ενότητα με τις μορφές της αστικής πολιτικής που διεξάγεται από εργάτες. Τα άμεσα μαζικά όργανα της εργατικής χειραφέτησης συγκροτούν αντιπροσωπευτικά, αιρετά, ανακλητά εργαζόμενα σώματα για την καλύτερη ανάπτυξη των αγώνων τους, το συντονισμό και την ενότητα δράσης του εργατικού κινήματος και την "οργάνωση της δημοκρατίας" για την επεξεργασία των θεωρητικών, πολιτικών και πρακτικών τους θέσεων. Σε κάθε περίπτωση, τα άμεσα μαζικά κοινωνικοπολιτικά όργανα της εργατικής πολιτικής έχουν τον καθοριστικό, αποφασιστικό λόγο απέναντι στα αντιπροσωπευτικά τους σώματα. Τα επαναστατικά "κόμματα" και οι οργανωτικές, ιδεολογικές, συνδικαλιστικές και άλλες πρωτοπορίες έχουν τη δική τους ιδιαίτερη συμβολή και αυτοτέλεια και επίδραση με την αντικειμενική προϋπόθεση ότι υπερασπίζονται τελικά τις αποφάσεις των μαζικών οργάνων της εργατικής πολιτικής και συμβάλλουν στη συγκρότηση, ανάπτυξη και λειτουργία τους στην κατεύθυνση της άμεσης συμμετοχικής αγωνιστικής δημοκρατίας. - Τα μαζικά κοινωνικοπολιτικά όργανα της εργατικής χειραφέτησης συνδέονται αγωνιστικά με την πλειοψηφία της τάξης, επικοινωνούν με τα αντικαπιταλιστικά της σκιρτήματα, με τις αντιφατικές τάσεις της, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των διεκδικήσεων και των αγώνων της. Σε κάθε περίπτωση διαμορφώνουν σχέσεις αλληλεπίδρασης και δημοκρατικής αποδοχής απέναντι σε όλες στις άμεσα συμμετοχικές δημοκρατικές μορφές και διαδικασίες συσπείρωσης και δράσης των εργατών για τα δικαιώματά τους. Μ΄ αυτή τη συνολική έννοια, τα όργανα του ΜΕΤΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ εκπροσωπούν την ανεξαρτησία και τη διεκδίκηση της ηγεμονίας της τάσης της εργατικής χειραφέτησης μέσα στο σύνολο της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο. Αποτελούν το έμβρυο μιας
"δυαδικής εξουσίας", τη μορφή προώθησης του επαναστατικού αγώνα μέσα και στις πιο δύσκολες συνθήκες.