Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η Αγορά κάθε πόλης αποτελεί το κέντρο. Την καρδιά της. Ένα σημαντικό στοιχείο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ήταν και είναι τόπος συνάθροισης, τόπος εμπορικών συναλλαγών, αλλά και ανταλλαγής απόψεων και συζητήσεων. Είναι ο τροφοδότης της πόλης με παντός είδους αγαθά, με τα γεγονότα της ημέρας. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας, ένα ζωτικό μέρος της πόλης. Υπήρχε και θα υπάρχει. Η λειτουργία της χάνεται μέσα στο χρόνο, μετασχηματίζεται, επανατοποθετείται, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας της πόλης, η οποία εξελίσσεται, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός. Εξελίσσεται και αλληλεπιδρά με κάθε στοιχείο που απαρτίζει τον ιστό της σε κάθε αλλαγή, σε κάθε διαφοροποίηση των δεδομένων και των αναγκών της. Η Δημοτική Αγορά στην Κόρινθο καταλαμβάνει το χώρο στη συμβολή των οδών Περιάνδρου και Κύπρου, στην καρδιά της πόλης, στο κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων. Η πρώτη Αγορά χτίστηκε στον ίδιο χώρο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, αλλά καταστράφηκε στο σεισμό του 1928. Τα επόμενα χρόνια, οι ίδιοι οι πολίτες της Κορίνθου πήραν την πρωτοβουλία για την επαναλειτουργία της και την ανέγερση νέου κτιρίου. Πρόκειται για το ίδιο κτίριο, το οποίο, ανολοκλήρωτο και με μία μεταγένεστερη άκομψη προσθήκη, εξακολουθεί να στεγάζει τις απαιτήσεις της Αγοράς, ταυτίζοντας με την πάροδο των χρόνων το συγκεκριμένο χώρο με τη συγκεκριμένη λειτουργία στη συνείδηση της πόλης. Εικόνες, μυρωδιές, ήχοι συνδέουν το χώρο με τις χρήσεις που φιλοξενεί. Οι έμποροι, οι πραμάτειες τους απλωμένες, το διάχυτο ¨άρωμά¨ τους στην ατμόσφαιρα, η καλημέρα, ο καφές ή το ουζάκι στο καφενείο, η συζήτηση για τα γεγονότα της ημέρας, η καθημερινότητα δηλαδή και οι αισθήσεις, αυτά και χίλια άλλα πράγματα που υπάρχουν ή που θα θέλαμε να υπάρχουν και τα έχουμε τοποθετήσει εκεί ασυνείδητα. Αυτό είναι η Αγορά. Ένας ελεύθερος χώρος που δέχεται την πόλη και ρέει προς την πόλη. Ένα δοχείο που γεμίζει με την πόλη και αδειάζει σε αυτή. Στην πραγματικότητα όμως, η Δημοτική Αγορά λειτουργεί μόνο επιφανειακά. Επιδερμικά ως προς την πόλη, αφού οι δραστηριότητες περιορίζονται στα εξωτερικά καταστήματα με μέτωπο στους κεντρικούς δρόμους, κρατώντας την πόλη γύρω από αυτή και όχι μέσα σε αυτή. Ο εσωτερικός χώρος παραμένει ανεκμετάλλευτος, παρακμάζοντας και υιοθετώντας το ρόλο αποθήκης για τα καταστήματα. Επί της ουσίας, το σύνολο του χώρου έχει αρχίσει να χάνει το χαρακτήρα του και τη θέση του μέσα στην πόλη. Ο ανοιχτός χώρος της αυλής, ο οποίος θα έπρεπε να αποτελεί τμήμα μιας συνολικής οργανικής θεώρησης του αστικού ιστού, είναι αποκομμένος με
έντονη την αίσθηση της παρακμής, της παλαιότητας, της στασιμότητας, της μή ανταπόκρισης, ενδεχομένως, στην εξέλιξη του πολεοδομικού ιστού που τον περιβάλλει ή της μή προσαρμογής του στα νέα δεδομένα και ζητούμενά του. Χώρος ανταλλαγής, συναλλαγής, συνάντησης, συνάθροισης. Χώρος άρρηκτα συνδεδεμένος με το περιβάλλον του. Αυτό είναι το ζητούμενο, στην επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου και της λειτουργίας της Αγοράς μέσα στην πόλη της Κορίνθου. Ο χώρος να διατηρήσει τη χρήση του και μέσω αυτής, τη μνήμη και την ιστορικότητά του και ταυτόχρονα, να ανακτήσει την ουσιαστική του θέση μέσα στην πόλη της Κορίνθου, ανταποκρινόμενος στις αυξανόμενες και συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες και απαιτήσεις της. Το κτίριο που προτείνεται είναι ένα ¨ανοιχτό¨ κτίριο με καθαρή γεωμετρία και ορθολογική διατύπωση. Κι ενώ τα όριά του περιμετρικά είναι σταθερά, ταυτόχρονα, μέσω της διαφάνειας και της διαμπερότητάς του, είναι ρευστά και ευπροσάρμοστα, επιτρέποντας τη δημιουργία μίας αμφίδρομης σχέσης με την πόλη και τη δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης στους ρυθμούς και την ταχύτητα ενός σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος. Η Αγορά λειτουργικά διατηρείται, καθώς και ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Η γενική διάταξη/χάραξη του κτιρίου με το εσωτερικό αίθριο, η διάρθρωση των όγκων γύρω από μία αυλή και οι στοές, οι είσοδοι δηλαδή, από το δρόμο προς την εσωτερική αυλή εντάσσονται εννοιολογικά στη νέα κτιριακή μορφή της Αγοράς. Η αυλή αναβαθμίζεται, ώστε να αποτελέσει συνέχεια του δημόσιου αστικού χώρου, και στο πλαίσιο λειτουργίας της μέσα στην καρδιά της Αγοράς βρίσκεται η ιδιαιτερότητα μιας πιο ¨προσωπικής¨ διάστασής της. Για τη μορφοποίηση του χώρου ακολουθείται ένας ορθογωνικός κάναβος, ο οποίος μέσα από μία επαναληπτική διαδικασία οδηγεί σε κάτοψη στη γεωμετρική μορφή του μαίανδρου. Το τμήμα αυτό του μαίανδρου εξελίσσεται σταδιακά καθ΄ύψος, μέσω ενός χωροκανάβου, ο οποίος βασίζεται επίσης στο ορθογωνικό σχήμα, και καταλήγει σε ένα ογκοπλαστικό αποτέλεσμα που ¨παίζει¨ και στις τρεις διαστάσεις με τα κενά και τα πλήρη. Η επιλογή των υλικών για το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι εξίσου σημαντική και γίνεται με γνώμωνα την ταχύτητα της κατασκευής και την ευκολία προσαρμογής του κτιρίου στις εκάστοτε συνθήκες και ανάγκες. Για το σκελετό του κτιρίου επιλέγεται μία μεταλλική κατασκευή και για την πλήρωσή του υαλοστάσια, που εξασφαλίζουν διαφάνεια, και πανέλα από υλικά, όπως τσιμεντοσανίδες, γυψοσανίδες, αλουμίνιο κτλ.. Τα πανέλα οριοθετούν τον κλειστό χώρο και δίνουν τη δυνατότητα επέκτασης και αναπροσαρμογής του.
Λειτουργεί, όπως ένα παιχνίδι με κυβάκια, στο οποίο αφαιρούμε, προσθέτουμε. Οι χώροι του κτιρίου έχουν την ιδιότητα να συρρικνώνονται ή να διευρύνονται. Να είναι ευέλικτοι. Να ανοίγουν και να ενωποιούνται με τον εξωτερικό χώρο, να λειτουργούν σαν πέρασμα ή σαν κανάλια διοχέτευσης της πόλης ή να κλείνουν και να ¨προστατεύουν¨ τις χρήσεις που φιλοξενούν. Τα τμήματα του κτιρίου εξάλλου είναι προκατασκευασμένα και στο χώρο της αγοράς γίνεται μόνο η συναρμολόγησή τους με αποτέλεσμα τη γρήγορη κατασκευή και αποπεράτωση του έργου. Η ταχύτητα της κατασκευής, σε σχέση με άλλα υλικά, δίνει το πλεονέκτημα στους εμπόρους να μην απομακρυνθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα από το χώρο δραστηριοποίησής τους, ώστε να μην πληγούν επαγγελματικά. Στο χώρο της Αγοράς διατηρείται η ποικιλία των καταστημάτων (κρεοπωλεία, οπωροπωλεία...), τα οποία στεγάζονται στο ισόγειο και των οποίων η λειτουργία επεκτείνεται και στην εσωτερική αυλή. Η διαφάνεια και η διαμπερότητα των καταστημάτων, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους, καταργούν τον κλειστό χώρο και επεκτείνουν την αγορά στον ελεύθερο χώρο, που ρέει ανάμεσα στην πόλη και το εσωτερικό της αγοράς. Η πόλη και η Αγορά αλληλοδιεισδύουν. Στον υπόγειο χώρο, εξασφαλίζονται οι απαραίτητες αποθήκες των καταστημάτων, καθώς και θέσεις στάθμευσης για τους εμπόρους ή τους επισκέπτες της αγοράς. Πέρα από την καθαρά εμπορική δραστηριότητα του χώρου, η οποία περιορίζεται σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες, ζητούμενο είναι, μέσω άλλων προτεινόμενων χρήσεων, ο χώρος της αγοράς να αποτελέσει ένα ζωντανό κομμάτι της πόλης όλη την ημέρα. Ένα ¨δοχείο ζωής¨, το οποίο στεγάζει λειτουργίες για διασκέδαση(καφέ-εστιατόριο-μπαρ), αλλά μπορεί να φιλοξενήσει και πολιτιστικές εκδηλώσεις, προβολές, συναυλίες, τη νεολαία και τα δρώμενα γενικά της πόλης της Κορίνθου χρησιμοποιώντας τα δώματα, τον υπαίθριο χώρο της αυλής και τους ημιυπαίθριους χώρους του κτιρίου, οι οποίοι αναπροσαρμόζονται αναλόγως των καταστάσεων, στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούν. Η Αγορά αποκτά καινούριο νόημα. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που λειτουργεί μέρα και νύχτα αλληλένδετος με τη σύγχρονη ζωή της πόλης. Γίνεται η ¨κοιλιά της πόλης¨, όπως είχε χαρακτηρίσει ο Εμίλ Ζολά τη θρυλική αγορά των Halles στο Παρίσι, στο έργο του ¨Le ventre de Paris¨(Η κοιλιά του Παρισιού), μέσα σε ένα πλαίσιο γενίκευσης και διεύρυνσης του όρου.