Όντας ένα από τα δημιουργικότερα κεφάλια της μουσικής στη διαφήμιση, αλλά και ο ηθικός αυτουργός πίσω από τρεις εξαιρετικούς δίσκους, ο «Κυριακάνθρωπος» Κυριάκος Μουστάκας αποτελεί έναν master and commander των μελωδικών γραμμών, με τις δημιουργίες του να τρυπώνουν σε αυτιά και κεφάλια σε όλον τον κόσμο. Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούριου του δίσκου μας μίλησε για τη δημιουργία jingles για διαφημίσεις, τη ζωή του στην Αθήνα και τις μουσικές αναφορές του ολόφρεσκου “Scene Missing”. Πώς έχουν ενημερώσει οι μουσικές σας σπουδές τον τρόπο που φτιάχνετε μουσική; Οι μουσικές μου σπουδές, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Αγαπούσα και αγαπώ το πιάνο, παίζω ελάχιστα πια, όμως το ωδείο το εγκατέλειψα σχετικά γρήγορα, γιατί το ένιωθα πολύ αποστειρωμένο. Όμως δεν μπορώ να πω πως δεν με ωφέλησε στην μουσική μου παιδεία. Η επαφή μου με τους κλασικούς συνθέτες μου δίδαξε την αρμονία και με ώθησε στις πρώτες συνθετικές μου απόπειρες. Στη συνέχεια όμως ήρθα σε επαφή με την τεχνολογία και απὀ πολύ μικρός κατάλαβα πως εδώ είναι το μέλλον. Άρχισα να ψάχνομαι μόνος μου και ευτυχώς είχα το απαρραίτητο support από την οικογένειά μου, ώστε να κερδίσω χρόνο, μέχρι να καταλήξω πως τελικά αυτό που μου αρέσει να κάνω στην ζωή μου είναι να γράφω μουσική. Επομένως δεν λέω όχι στις σπουδές και στην γνώση, αλλά πιστεύω πιο πολύ στο προσωπικό ψάξιμο, στην υπομονή και στο συνεχή πειραματισμό.
Τι ομοιότητες έχει η δημιουργία ενός jingle για διαφήμιση με τη δημιουργική σας διαδικασία για ένα άλμπουμ; Όταν το brief για τη δημιουργία μιας μουσικής για ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό είναι πολύ απαιτητικό ή το ζητούμενο του είναι να φτιάξεις ένα κομμάτι που να θυμίζει δισκογραφία, τότε η διαδικασία παραγωγής είναι σχεδόν εφάμιλλη με την αντίστοιχη ενός άλμπουμ. Απλά οι χρόνοι που δίνονται από τις διαφημιστικές εταιρείες είναι απίστευτα περιορισμένοι και έτσι δεν έχεις την πολυτέλεια να το ψάξεις πολύ σε βάθος ως προς την σύνθεση και κυρίως ως προς τον ήχο. Τι παράγοντες συντελούν στην επιλογή τραγουδιστών για τη μουσική σας; Ο βασικός παράγοντας είναι η χροιά της φωνής. Αν δηλαδή ταιριάζει στο mood της μουσικής, αν δένει μαζί της. Για παράδειγμα νομίζω πως η φωνή του Γιώργου Μανωλούδη κλειδώνει σχεδόν απόλυτα στα tracks του Scene Missing, γιατί τους προσδίδει το απαραίτητο βάθος στο συναίσθημα και ας είναι ακατέργαστη. Για να είμαι όμως ειλικρινής, τη φωνή του Γιώργου μετά από τόσα χρόνια φιλίας και συνεργασίας, την έχω μάθει και ξέρω πότε ένα κομμάτι του ταιριάζει και πότε όχι.
Έχουν χρησιμοποιηθεί πολλά αναλογικά σύνθια στο Scene Missing. Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές αναφορές του νέου σας δίσκου; Πίστεψέ με, μου είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα για το Scene Misssing. Στο Retronome για παράδειγμα είχα πολλές αναφορές στους ήχους της ηλεκτρονικής μουσικής των 70’s, γιατί αυτό λειτούργησε ως βασικό concept στο συγκεκριμένο άλμπουμ. Πιστεύω πως ο καθένας κάνοντας μία προσεκτική ακρόαση στο Scene Missing, ανάλογα με τα μουσικά του βιώματα θα βρει τις δικές του αναφορές. Μαζί με τον Γιώργο πιο πολύ δώσαμε βάση στην κινηματογραφική ατμόσφαιρα του δίσκου παρά στις προσωπικές μας μουσικές αναφορές. Η χρήση των vintage αναλογικών synthesizers πάντα θα σε παραπέμπει στις εποχές των 70’s και των 80᾽s, γιατί απλά αυτό είναι το χαρακτηριστικό τους στοιχείο. Αυτός είναι ο ήχος τους. Επειδή ακριβώς ενορχηστρώνω σχεδόν όλα μου τα tracks χρησιμοποιώντας μόνο synthesizers, είναι λογικό κάποιος να πει πως το άλμπουμ είναι ένας synth pop δίσκος με κάποια noir διάθεση.
Συνεχίζετε και σε αυτή τη δουλειά να συνεργάζεστε με τον Γιώργο Μανωλούδη. Τι βοηθά στη μακροβιότητα αυτής της καλλιτεχνικής συνύπαρξης; Ο Γιώργος είναι ένα καθοριστικό κεφάλαιο στην ζωή μου. Επειδή είναι ένας ιδιαίτερα δημιουργικός άνθρωπος, με πολλά ενδιαφέροντα γύρω από τα εικαστικά δρώμενα και τις τέχνες, αλλά και με μία έντονη αγάπη για την μουσική στο σύνολό της, με έχει βοηθήσει στο να δω κάποια πράγματα στη δική μου τέχνη με ένα διαφορετικό τρόπο. Είναι στην ουσία ο άνθρωπος που με έπεισε να μη φοβάμαι να εκφράζομαι ελεύθερα και να επικοινωνώ την μουσική μου στον κόσμο έτσι όπως την γουστάρω εγώ, αυθεντικά. Η φωνή του έχει δέσει με την μουσική μου, ενώ ο στίχος του, λειτουργώντας πολλές φορές με πολύ ποιητικό τρόπο, της προσδιδει ένα δεύτερο επίπεδο που την κάνει ίσως πιο συναισθηματική, αλλά ταυτόχρονα και ευγενικά απόκοσμη. Ακούγεται αντιφατικό αυτό, αλλά έτσι νιώθω όταν δουλεύω μαζί του. Στο Scene Missing λειτούργησε ενστικτωδώς και ως συνθέτης, αφού πολλές φορές έκανε ουσιώδεις παρεμβάσεις με ιδέες του και κυρίως με κάποιες μελωδίες του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Alive, όπου αρχικά το προόριζα ως ένα instrumental track.
Από το Outerland, μέχρι το Retronome και τώρα με το Scene Missing, ποια είναι τα στοιχεία που αποτελούν σταθερές στη μουσική την οποία φτιάχνετε;
Το Outerland εκπροσωπεί τον Κυριάκο της δεκαετίας του 2000. Ουσιαστικά ήταν μία συλλογή από κομμάτια που είχα γράψει σκόρπια εκείνη την χρονική περίοδο. Ήταν η πιο chill out πλευρά μου, ακολουθώντας τη μόδα της εποχής. Ήμουν όμως εγώ, πιο φωτεινός και πιο ανέμελος. Το Retronome ήταν πραγματικά το μουσικό μου απωθημένο. Ἐνα αλμπουμ με ουσιαστικές αναφορές στις μουσικές μου επιρροές. Πάλι όμως ήμουν αυθεντικός. Στην ουσία προσδιόριζα το συναίσθημα μου απέναντι στην μουσική που αγαπούσα από μικρό παιδί. Στο Scene Missing νιώθω πως είμαι λιγότερο εσωστρεφής ηχητικά σε σχέση με το Retronome, εκφράζοντας πολλά περισσότερα συναισθήματα, όχι μόνο απέναντι στην μουσική που αγαπώ, αλλά και στον τρόπο που βλέπω την ζωή μου στο σήμερα. Και στα τρία όμως άλμπουμ είμαι μουσικά ειλικρινής! Πώς επηρεάζει η ζωή σας στην Αθήνα το έργο σας; Έχω επιλέξει τα τελευταία χρόνια έναν κάπως μοναχικό τρόπο ζωής. Άρα δεν κυκλοφορώ πολύ στην πόλη. Πριν την οικονομική κρίση μου άρεσαν τα ταξίδια. Τώρα επιλέγω να μένω πιο πολύ στο σπίτι και φυσικά στο στούντιο. Η Αθήνα, επειδή δεν την έχω περπατήσει, άρα δεν την έχω ανακαλύψει, μάλλον δεν με επηρεάζει ούτε θετικά, ούτε αρνητικά. Πιο πολύ επηρεάζομαι από τις συμπεριφορές των ανθρώπων, παρά από τις πόλεις. Αυτό έχει φυσικά αντίκτυπο και στην μουσική μου. Σίγουρα το περιβάλλον παίζει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στον τρόπο που γράφω, αλλά τα ερεθίσματα τα παίρνω από τους ανθρώπους, κυρίως από αυτούς που αγαπώ. Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό, αλλά σε εμένα αυτό καλώς ή κακώς λειτουργεί. Από το "Now That I Found You" μέχρι το "On The Run", χρησιμοποιείτε το video σαν ιδιαίτερο μέσο συνοδείας στα κομμάτια σας. Πώς οδηγείστε στην αισθητική γλώσσα των clips; Το video είναι πράγματι ένα συνοδευτικό μέσο εικαστικοποίησης της μουσικής. Είναι όμως κι ένας τρόπος να φωτίσεις μια πλευρά της μουσικής ή ένα συναίσθημα που βγαίνει από το τραγούδι. Συνήθως δεν ξεκινάς από την αισθητική γλώσσα ως βασικό κριτήριο αλλά από μία ιδέα. Η ιδέα είναι εκείνη που θα καθορίσει το αισθητικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα στο “On The Run” η ιδέα ήταν να πάμε κόντρα στη μελωδικότητα με κάτι πιο ψυχρό και σχεδόν άψυχο ώστε τελικά να βγει πιο μπροστά το συναίσθημα. Ένα παλιό αμερικάνικο εκπαιδευτικό footage ήταν ιδανικό κι ήταν εκείνο που τελικά καθόρισε την αισθητική του video.