NORA ROBERTS
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ Μετάφραση Γιάννα Αναστοπούλου, Ιφιγένεια Αναστασίου
ΑΘΗΝΑ 2013
Τίτλος πρωτοτύπου: The Search Nora Roberts Copyright © 2010 by Nora Roberts All rights reserved. Translation Copyright 2013 by Anubis Publications. Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Anubis. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANUBIS Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 210 9238672, fax: 210 9216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ: Μάρθα Ψυχάκη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Αλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιάννα Αναστοπούλου, Ιφιγένεια Αναστασίου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Άννα Σταυροπούλου ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Μαίρη Λυμπέρη Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888, fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] ISBN: 978-960-497-628-7 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα των παρoυσών ιστοριών είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή –ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο –μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλοχωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Η Nora Roberts γεννήθηκε το 1950 στο Maryland των ΗΠΑ. Ύστερα από μία σύντομη καριέρα ως γραμματέας, ξεκίνησε να γράφει κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας, έχοντας αποκλειστεί από το χιόνι στο σπίτι με τα δυο της παιδιά. Όπως δηλώνει και η ίδια: «Άρχισα να γράφω για να διατηρήσω τα λογικά μου και κατέληξα με μια δουλειά που λατρεύω.» Από τότε αφοσιώθηκε στη συγγραφή και πλέον έχει γράψει πάνω από 200 μυθιστορήματα, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν διεθνή best-sellers. Πρόσφατα το περιοδικό The New Yorker της χαρακτήρισε ως «την πιο αγαπημένη συγγραφέα της Αμερικής». Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τη Nora Roberts και το έργο της στην ιστοσελίδα της: www.noraroberts.com.
Στους Χόμερ και Πάντσο και σε όλους εκείνους που γλύκαναν τη ζωή μου πριν από αυτούς.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Με την κατάλληλη εκπαίδευση, ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος του σκύλου. Κόρι Φορντ
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
9
ΕΝΑ
EΝΑ ΠΑΓΕΡΟ ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ, καθώς μια ψιλή βροχή σκέπαζε τα παράθυρα, ο Ντέβιν και η Ρόζι Κόλντγουελ έκαναν έρωτα αργά και νυσταγμένοι. Ήταν η τρίτη μέρα των διάρκειας τριών εβδομάδων διακοπών τους – και ο δεύτερος μήνας της προσπάθειάς τους να πιάσουν παιδί. Ο τρίχρονος γιος τους, ο Χιου, ήταν το αποτέλεσμα ενός ατέλειωτου Σαββατοκύριακου στο Όρκας Άιλαντ των Νήσων Σαν Χουάν και –η Ρόζι ήταν βέβαιη γι’ αυτό– ενός βροχερού απογεύματος κι ενός μπουκαλιού Πινό Νουάρ. Ήλπιζαν να επαναλάβουν την επιτυχία τους με μια δεύτερη επίσκεψη στο Όρκας, και καταπιάστηκαν μετά χαράς με την αποστολή τους ενόσω ο πιτσιρίκος τους κοιμόταν με τον αγαπημένο του Γουάμπι στο διπλανό δωμάτιο. Όταν κούρνιασαν ο ένας δίπλα στον άλλο, χαλαροί και ζεστοί από το σεξ, εκείνη χαμογέλασε. «Ποιος είχε την καλύτερη ιδέα του κόσμου;» Ο Ντέβιν τής έσφιξε απαλά τον πισινό. «Εσύ.» «Περίμενε, μόλις μου ήρθε άλλη μία.» «Νομίζω ότι χρειάζομαι μερικά λεπτά πρώτα.»
10
NORA ROBERTS
Η Ρόζι γέλασε, γύρισε στο πλευρό της, στηρίχτηκε στο στήθος του και του χαμογέλασε: «Βγάλε το σεξ από το μυαλό σου, Βρομιάρη.» «Νομίζω ότι και γι’ αυτό χρειάζομαι μερικά λεπτά.» «Τηγανίτες. Χρειαζόμαστε τηγανίτες. Ένα βροχερό πρωινό, στο ζεστό μικρό σπιτάκι μας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τηγανίτες.» Ο Ντέβιν την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Ποιος θα τις φτιάξει;» «Ας το αποφασίσουν οι Μοίρες αυτό.» Πετάχτηκε πάνω και, σύμφωνα με τη μακρόχρονη παράδοση της οικογένειας Κόλντγουελ, άφησαν τη διευθέτηση του θέματος σε τρεις γύρους «Πέτρα, Ψαλίδι, Χαρτί». «Να πάρει!» μουρμούρισε η Ρόζι όταν ο Ντέβιν έλιωσε το ψαλίδι της με την πέτρα του. «Η επιδεξιότητα κερδίζει.» «Παπάρια! Αλλά το δίκιο να λέγεται – άσε που θέλω να πάω στο μπάνιο.» Έσκυψε να του δώσει ένα σκαστό φιλί και έπειτα πήδηξε από το κρεβάτι. «Λατρεύω τις διακοπές» είπε και έτρεξε στο μπάνιο. Μου αρέσουν ιδιαίτερα αυτές οι διακοπές, σκέφτηκε, με τους δύο ωραίους άντρες μου. Αν η βροχή συνέχιζε να πέφτει ή γινόταν πιο δυνατή, θα έμεναν μέσα να παίξουν παιχνίδια. Όμως, αν σταματούσε, ίσως έβαζαν τον Χιου στο καρεκλάκι και πήγαιναν ποδηλατάδα, ή μπορεί να έκαναν μια μεγάλη πεζοπορία. Στον Χιου άρεσε πολύ εκεί, του άρεσαν τα πουλιά, η λίμνη, το ελάφι που είχαν εντοπίσει και, φυσικά, τα κουνέλια – όλα αδερφάκια του πιστού Γουάμπι του. Και ίσως αποκτούσε και εκείνος έναν αδερφό το φθινόπωρο. Η Ρόζι είχε ωορρηξία – όχι ότι είχε εμμονή με την εγκυμοσύνη. Το να μετράω τις μέρες δεν είναι εμμονή, σκέφτηκε καθώς έπιασε πίσω με μια κορδέλα τα μπερδεμένα από τον ύπνο και το σεξ μαλλιά της. Απλώς ήξερε τι της γινόταν.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
11
Πήρε ένα φούτερ και ένα φανελένιο παντελόνι και έριξε μια ματιά στον Ντέβιν, που είχε λαγοκοιμηθεί πάλι. Η Ρόζι πίστευε στ’ αλήθεια ότι είχαν πετύχει διάνα. Ενθουσιασμένη με την ιδέα, έβαλε χοντρές κάλτσες και έπειτα έριξε μια ματιά στο ρολόι που είχε αφήσει πάνω στην τουαλέτα. «Θεούλη μου, είναι περασμένες οχτώ! Πρέπει να τον εξουθενώσαμε τον Χιου χθες το βράδυ αφού κοιμάται μέχρι τόσο αργά.» «Μάλλον η βροχή φταίει» μουρμούρισε ο Ντέβιν. «Ναι, μάλλον.» Ωστόσο, η Ρόζι βγήκε από το δωμάτιό τους για να πάει στο δικό του, όπως έκανε κάθε πρωί, είτε ήταν στο σπίτι τους είτε μακριά από αυτό. Προχώρησε αθόρυβα, ικανοποιημένη που το παιδί κοιμόταν – θα ήταν ένα δωράκι να μπορέσει να πιει το πρώτο φλιτζάνι καφέ προτού ακούσει το πρώτο Μαμά της ημέρας. Έριξε μια ματιά μέσα, περιμένοντας να τον βρει κουλουριασμένο με το λούτρινο κουνελάκι του. Το άδειο κρεβάτι δεν της προκάλεσε πανικό. Μπορεί να είχε σηκωθεί να πάει στο μπάνιο, όπως είχε κάνει εκείνη. Ο Χιου τα πήγαινε πολύ καλά με την εκπαίδευση στην τουαλέτα. Δεν πανικοβλήθηκε ούτε όταν δεν τον βρήκε στο μικρό μπάνιο δίπλα στο διάδρομο. Μια και ο Χιου συνήθως ξυπνούσε νωρίς, τον ενθάρρυναν να παίζει λιγάκι προτού τους ξυπνήσει. Συνήθως τον άκουγε να μιλάει με τα παιχνίδια του ή να τσουλάει τα αυτοκινητάκια του, όμως της είχε αποσπάσει λιγάκι την προσοχή το σεξ των διακοπών. Θεέ μου, σκέφτηκε, καθώς άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, τι γίνεται αν το παιδί είχε κοιτάξει στο δωμάτιο όταν κάναμε σεξ με τον Ντέβιν; Όχι, θα είχε μπει αμέσως μέσα και θα είχε ρωτήσει τι παιχνίδι έπαιζαν. Μισογελώντας, έκανε στροφή για το όμορφο καθιστικό, περιμένοντας να δει το αγοράκι της στο
12
NORA ROBERTS
πάτωμα περιτριγυρισμένο από τα αγαπημένα του παιχνίδια. Όταν δεν το είδε, τα πρώτα δάχτυλα ανησυχίας την άδραξαν από το λαιμό. Φώναξε το όνομά του, περπατώντας γρήγορα τώρα, γλιστρώντας λιγάκι στα ξύλινα πατώματα με τις κάλτσες της. Ο πανικός τη χτύπησε σαν μαχαίρι στην κοιλιά της. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ορθάνοιχτη. ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΝΝΙΑ, η Φιόνα Μπρίστοου πάρκαρε έξω από το όμορφο εξοχικό σπίτι στην καρδιά του Μόραν Στέιτ Παρκ. Η ψιλή βροχή έπεφτε απαλά στο έδαφος, αλλά τόσο σταθερά που σίγουρα θα δυσκόλευε την ιχνηλασία. Η Φιόνα έκανε νόημα στο συνεργάτη της να μείνει στο φορτηγό και έπειτα βγήκε έξω και πλησίασε έναν από τους ντόπιους βοηθούς. «Ντέιβι…» «Γεια σου, Φι. Γρήγορα ήρθες.» «Ήμουν κοντά. Οι υπόλοιποι είναι καθ’ οδόν. Θα χρησιμοποιήσουμε το σπίτι για βάση ή θες να στήσουμε εδώ έξω μία;» «Θα το χρησιμοποιήσουμε. Σίγουρα θες να μιλήσεις στους γονείς, αλλά πρώτα θα σου πω τα βασικά. Χιου Κόλντγουελ, τριών ετών, ξανθός με γαλάζια μάτια. Όταν εξαφανίστηκε, φορούσε πιτζάμες με τον Σπάιντερμαν.» Η Φιόνα είδε το στόμα του να σφίγγεται λιγάκι. Ο Ντέιβι είχε ένα γιο περίπου στην ίδια ηλικία με τον Χιου και σίγουρα θα είχε και εκείνος πιτζάμες με το Σπάιντερμαν. «Η μητέρα πρόσεξε ότι έλειπε περίπου στις οχτώ και τέταρτο» συνέχισε ο Ντέιβι. «Βρήκε την πίσω πόρτα ανοιχτή. Δεν υπάρχουν ορατά σημάδια παραβίασης ή κάποιου διαρρήκτη. Η μητέρα ειδοποίησε τον πατέρα. Μας τηλεφώνησαν αμέσως και έπειτα βγήκαν έξω, φωνάζοντάς τον, και έψαξαν στη γύρω περιοχή.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
13
Και γέμισαν τον τόπο χνάρια, σκέφτηκε η Φιόνα. Αλλά ποιος μπορούσε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό; «Ψάξαμε το σπίτι και γύρω από αυτό για να βεβαιωθούμε ότι το παιδί δεν είχε κρυφτεί.» Ο Ντέιβι στράφηκε ξανά στη Φιόνα με το νερό της βροχής να στάζει από το γείσο του καπέλου του. «Δεν είναι στο σπίτι και η μητέρα του λέει ότι έχει μαζί του το λούτρινο κουνελάκι του. Κοιμάται μ’ αυτό και συνήθως το κουβαλάει μαζί του. Έχουμε βάλει δασοφύλακες να ψάχνουν, και επίσης έχουν πάει ο Μακμάχον και ο Ματ» πρόσθεσε, μιλώντας για το σερίφη και ένα νεαρό βοηθό. «Ο Μακμάχον μού ανέθεσε να καλέσω τη μονάδα σου και να ετοιμάσω τη βάση.» «Θα τη στήσουμε και θα ξεκινήσουμε. Τώρα θα ήθελα να μιλήσω με τους γονείς, αν συμφωνείς κι εσύ.» Ο Ντέιβι έδειξε το σπίτι. «Έχουν τρομοκρατηθεί, όπως είναι φυσικό – και θέλουν να πάνε να ψάξουν για το παιδί. Ίσως μπορείς να με βοηθήσεις να τους αποτρέψω.» «Θα δω τι μπορώ να κάνω.» Ενώ το σκεφτόταν, η Φιόνα πήγε στο φορτηγάκι και άνοιξε την πόρτα στο συνεργάτη της. Ο Πεκ πήδηξε έξω και πήγε μαζί με εκείνη και τον Ντέιβι στο σπίτι. Με ένα νεύμα του Ντέιβι, η Φιόνα πλησίασε το ζευγάρι. Εκείνοι, που ήταν στριμωγμένοι στον καναπέ, σηκώθηκαν όρθιοι. Η γυναίκα κρατούσε σφιχτά ένα μικρό κόκκινο πυροσβεστικό αυτοκίνητο. «Κύριε και κυρία Κόλντγουελ, είμαι η Φιόνα Μπρίστοου της Μονάδας Σκύλων Έρευνας και Διάσωσης. Αυτός είναι ο Πεκ.» Ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του σοκολατί Λαμπραντόρ. «Η υπόλοιπη ομάδα μου είναι καθ’ οδόν. Θα βοηθήσουμε στην έρευνα για τον Χιου.» «Πρέπει να φύγετε. Πρέπει να ψάξετε αμέσως. Είναι μόνο τριών ετών.» «Μάλιστα, κυρία μου. Η υπόλοιπη ομάδα μου θα είναι εδώ σε ένα λεπτό. Θα μας βοηθήσετε αν μας δώσετε μερικές πληροφορίες πρώτα.»
14
NORA ROBERTS
«Τα είπαμε όλα στην αστυνομία και στους δασοφύλακες.» Ο Ντέβιν κοίταξε προς το παράθυρο. «Πρέπει να βγω έξω, να ψάξω για το παιδί μου. Χάνουμε το χρόνο μας εδώ.» «Πιστέψτε με, κύριε Κόλντγουελ, η αστυνομία και οι δασοφύλακες κάνουν ό,τι μπορούν για να βρουν τον Χιου. Μας ειδοποίησαν επειδή πρώτη προτεραιότητα όλων είναι η ανεύρεσή του. Είμαστε εκπαιδευμένοι και το αγοράκι σας είναι το επίκεντρο της προσοχής μας τώρα. Θα συντονιστούμε με την αστυνομία και τους δασοφύλακες. Πρέπει να βεβαιωθώ πως έχουμε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να βελτιστοποιήσουμε τις έρευνές μας. Καταλάβατε στις οχτώ και τέταρτο ότι ο Χιου έλειπε, έτσι δεν είναι;» Καινούρια δάκρυα ανέβλυσαν στα μάτια της Ρόζι. «Έπρεπε να είχα ελέγξει νωρίτερα. Σχεδόν ποτέ δεν κοιμάται μετά τις εφτά. Έπρεπε να…» «Κυρία Κόλντγουελ… Ρόζι» διόρθωσε η Φιόνα, χρησιμοποιώντας το μικρό όνομα της γυναίκας για παρηγοριά. «Δεν πρέπει να κατηγορείς τον εαυτό σου. Τα αγοράκια είναι περίεργα, σωστά; Έχει ξαναφύγει μόνος του από το σπίτι ο Χιου;» «Ποτέ, ποτέ. Νόμισα ότι είχε κατέβει στο ισόγειο για να παίξει, αλλά δεν μπόρεσα να τον βρω και πήγα στην κουζίνα. Και η πόρτα… η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ορθάνοιχτη. Και δεν μπορούσα να τον βρω.» «Ίσως μπορείτε να μου δείξετε.» Η Φιόνα έκανε νόημα στον Πεκ να ακολουθήσει. «Φοράει τις πιτζάμες του;» «Με τον Σπάιντερμαν. Θα κρυώνει, θα έχει βραχεί και θα φοβάται.» Οι ώμοι της γυναίκας τραντάχτηκαν καθώς πήγαιναν στην κουζίνα. «Δεν καταλαβαίνω τι μπορείτε να κάνετε εσείς που δεν μπορεί να το κάνει η αστυνομία.» «Είμαστε μερικοί άνθρωποι ακόμα. Και ο Πεκ έχει εκπαιδευτεί σε αυτό. Συμμετείχε σε δεκάδες έρευνες.» Η Ρόζι σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Στον Χιου αρέσουν τα σκυλιά. Του αρέσουν τα ζώα. Αν
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
15
το σκυλί γαβγίσει, ίσως το ακούσει και επιστρέψει.» Η Φιόνα δεν είπε τίποτα, αλλά άνοιξε την πίσω πόρτα και έπειτα κάθισε ανακούρκουδα για να δει τη θέα από το ύψος ενός τρίχρονου αγοριού. Του αρέσουν τα ζώα. «Βάζω στοίχημα ότι μπορεί να δει κανείς πολλά άγρια ζώα εδώ γύρω. Ελάφια, αλεπούδες, κουνέλια.» «Ναι. Ναι. Είναι πολύ διαφορετικά από το Σιάτλ. Στον Χιου αρέσει πολύ να κοιτάζει από τα παράθυρα ή από τη βεράντα. Και έχουμε κάνει περιπάτους και βόλτες με το ποδήλατο.» «Είναι ντροπαλός ο Χιου;» «Όχι, ω, όχι, είναι τολμηρός και κοινωνικός. Ατρόμητος. Ω Θεέ μου!» Ενστικτωδώς, η Φιόνα πέρασε το μπράτσο της γύρω από τους τρεμάμενους ώμους της Ρόζι. «Ρόζι, θα στήσω τα πράγματά μου εδώ, στην κουζίνα, αν δε σε πειράζει. Εκείνο που θέλω να κάνεις είναι να μου φέρεις πέντε πράγματα που φορούσε πρόσφατα ο Χιου. Χθεσινές κάλτσες, εσώρουχα, πουκάμισα, κάτι τέτοιο. Πέντε μικρά ρούχα. Προσπάθησε να μην τα πιάσεις με τα χέρια σου. Βάλ’ τα εδώ μέσα.» Η Φιόνα έβγαλε πέντε πλαστικές σακούλες από τα σύνεργά της. «Είμαστε μια μονάδα πέντε ατόμων. Πέντε χειριστές, πέντε σκύλοι. Θα χρησιμοποιήσουμε από ένα ρούχο του Χιου ο καθένας για να πάρουν τα σκυλιά τη μυρωδιά του.» «Θα… Θα τον εντοπίσουν;» Ήταν πιο εύκολο να συμφωνήσει η Φιόνα παρά να προσπαθήσει να εξηγήσει τις τεχνικές λεπτομέρειες της ιχνηλασίας. Το αγόρι ήδη έλειπε πάνω από μια ώρα. «Ακριβώς. Έχει κάποιο αγαπημένο κέρασμα ο Χιου; Κάτι που του αρέσει ιδιαίτερα, κάτι που του δίνεις όταν είναι καλό παιδί;» «Εννοείς κάτι σαν…» Παραμερίζοντας τα μαλλιά της, η Ρόζι κοίταξε ανέκφραστα ολόγυρα. «Του αρέσουν τα
16
NORA ROBERTS
σκουληκάκια από ζελέ.» «Περίφημα. Έχεις κανένα;» «Εγώ… Ναι.» «Φέρε μου τα ρούχα και τα σκουληκάκια αν μπορείς» είπε χαμογελώντας η Φιόνα. «Θα ετοιμάσω το χώρο. Ακούω τη μονάδα μου να έρχεται, οπότε θα ετοιμάσω το χώρο.» «Εντάξει. Εντάξει. Σε παρακαλώ… Είναι μόνο τριών χρονών.» Η Ρόζι έφυγε βιαστικά από την κουζίνα. Η Φιόνα έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Πεκ και έπειτα άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματά της. Καθώς η ομάδα της, άνθρωποι και σκύλοι, μπήκαν μέσα, τους ενημέρωσε και άρχισε να αναθέτει τομείς έρευνας ενώ ταυτόχρονα μελετούσε τους χάρτες της. Ήξερε την περιοχή, και μάλιστα την ήξερε καλά. Είναι ένας παράδεισος, σκέφτηκε, για εκείνους που αναζητούν τη γαλήνη, τα ωραία τοπία, μια απόδραση από τους δρόμους και την κίνηση, τα κτίρια, τα πλήθη. Και για ένα χαμένο αγοράκι είναι ένας κόσμος γεμάτος κινδύνους. Ποταμάκια, λίμνες, βράχια. Πάνω από πενήντα χιλιόμετρα μονοπατιών, σκέφτηκε, περισσότερα από είκοσι χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα δάσους για να καταπιούν ένα τρίχρονο παιδί και το λούτρινο κουνελάκι του. «Πέφτει γερό ψιλόβροχο, οπότε θα κρατήσουμε τα δίκτυα έρευνας κοντά το ένα στο άλλο και θα καλύψουμε αυτή την περιοχή.» Ως ΕΕ –επικεφαλής έρευνας– η Φιόνα σημείωσε τους τομείς τους στο χάρτη, ενώ ο Ντέιβι κατέγραφε δεδομένα σε ένα μεγάλο λευκό πίνακα. «Θα συμπέσουν με μερικά από εκείνα των άλλων ομάδων, αλλά ας διατηρήσουμε καλή επικοινωνία ανάμεσά μας ώστε να μην μπλέξουμε ο ένας στα πόδια του άλλου.» «Τώρα πια θα έχει γίνει μούσκεμα και θα κρυώνει.» Η Μεγκ Γκριν, μητέρα δύο παιδιών και πρόσφατα γιαγιά, κοίταξε τον άντρα της, τον Τσακ. «Ο καημένος ο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
17
μικρούλης!» «Και ένα παιδί αυτής της ηλικίας δεν έχει καμία αίσθηση προσανατολισμού. Θα περιπλανιέται προς όλες τις κατευθύνσεις.» Ο Τζέιμς Χάτον συνοφρυώθηκε καθώς έλεγξε τον ασύρματό του. «Ίσως κουραστεί, κουλουριαστεί κάπου και αποκοιμηθεί.» Η Λόρι Ντάισον ένευσε προς το γερμανικό λυκόσκυλό της, τον Πιπ. «Μπορεί να μην ακούσει τους ερευνητές να τον φωνάζουν, αλλά τα φιλαράκια μας θα τον ξετρυπώσουν.» «Αυτό είναι το σχέδιο. Έχετε όλοι τις συντεταγμένες σας; Ελέγξατε τους ασύρματους και τα σακίδιά σας; Φροντίστε να ρυθμίσετε τη διόπτευση της πυξίδας σας. Αφού η Μάι είναι σε έκτακτη χειρουργική επέμβαση, ο Ντέιβ μένει μόνος του στη βάση, οπότε θα αναφέρουμε σ’ αυτόν ενώ θα καλύπτουμε τους τομείς μας.» Σταμάτησε καθώς επέστρεψαν οι Κόλντγουελ. «Έφερα…» Το σαγόνι της Ρόζι τρεμούλιασε. «Έφερα αυτά που μου ζήτησες.» «Πολύ ωραία.» Η Φιόνα την πλησίασε και έπειτα ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους της τρομοκρατημένης μητέρας. «Κάνε θετικές σκέψεις. Όλοι εκεί έξω έχουν μόνο ένα πράγμα να κάνουν, ένα πράγμα στο μυαλό τους: να βρουν τον Χιου και να τον φέρουν στο σπίτι.» Πήρε τις σακούλες και τις μοίρασε στη μονάδα της. «Εντάξει, πάμε να τον φέρουμε.» Βγήκε έξω με τους άλλους και πέρασε το σακίδιό της στους ώμους της. Ο Πεκ στάθηκε στο πλευρό της, και το ελαφρύ τρεμούλιασμα του κορμιού του ήταν το μοναδικό σημάδι πως ανυπομονούσε να ξεκινήσουν. Η Φιόνα και οι υπόλοιποι απλώθηκαν στους τομείς που είχαν αναλάβει. Όπως τα άλλα μέλη της ομάδας της, ρύθμισε τη διόπτευση της πυξίδας της. Άνοιξε τη σακούλα που περιείχε μια μικρή κάλτσα και την πλησίασε στη μύτη του Πεκ.
18
NORA ROBERTS
«Αυτός είναι ο Χιου. Είναι ο Χιου. Ο Χιου είναι ένα μικρό αγόρι, Πεκ. Αυτός είναι ο Χιου.» Το ζώο οσφράνθηκε ενθουσιασμένο – ήταν ένα σκυλί που ήξερε τη δουλειά του. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε, μύρισε ξανά και έπειτα κοίταξε βαθιά στα μάτια της, με το κορμί του να τρέμει σαν να έλεγε: Εντάξει, το έχω! Ας ξεκινήσουμε! «Βρες τον Χιου.» Η Φιόνα πρόσθεσε ένα σινιάλο με το χέρι της και ο Πεκ σήκωσε τη μύτη του στον αέρα. «Πάμε να βρούμε τον Χιου!» Περίμενε, τον παρακολούθησε να μυρίζει και να κάνει κύκλους, και τον άφησε να πάρει το προβάδισμα καθώς το σκυλί άρχισε να περιφέρεται και να προχωράει. Η ψιλή, σταθερή βροχή αποτελούσε ένα εμπόδιο, αλλά ο Πεκ τα κατάφερνε καλά στη βροχή. Η Φιόνα παρέμεινε στη θέση της, ενθαρρύνοντάς τον φραστικά καθώς εκείνος μυριζόταν τον αέρα και η βροχή χτυπούσε απαλά στο φωτεινό κίτρινο αντιανεμικό της. Όταν ο Πεκ προχώρησε ανατολικά, τον ακολούθησε στα δέντρα που πύκνωναν. Στα πέντε χρόνια του, ο Πεκ ήταν ένας βετεράνος, ένα σοκολατί Λαμπραντόρ βάρους τριάντα κιλών – δυνατός, έξυπνος και ακούραστος. Η Φιόνα ήξερε ότι θα έψαχνε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε οποιοδήποτε περιβάλλον, για νεκρούς ή ζωντανούς. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να του το ζητήσει. Μαζί, προχώρησαν βαθιά στο δάσος, σε έδαφος απαλό και μουλιασμένο, από βελόνες που είχαν ρίξει τα ψηλά έλατα Ντάγκλας και οι αιωνόβιοι κέδροι, πάνω και γύρω από συστάδες μανιταριών και πεσμένους κορμούς δέντρων καλυμμένους από άφθονα πράσινα βρύα, ανάμεσα από αγκαθωτές βατομουριές. Ενώ έψαχναν, η Φιόνα παρατηρούσε τη γλώσσα του σώματος του συνεργάτη της, σημείωνε ορόσημα και έλεγχε την πυξίδα της. Κάθε λίγα λεπτά, ο Πεκ κοιτούσε προς το μέρος της για να της δώσει να καταλάβει ότι έκανε τη δουλειά του.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
19
«Βρες τον Χιου. Έλα να βρούμε τον Χιου, Πεκ.» Το σκυλί πήρε στάση φέρμας, δείχνοντας ενδιαφέρον για ένα κομμάτι εδάφους γύρω από έναν πεσμένο κορμό δέντρου. «Βρήκες κάτι, ε; Ωραία. Καλό παιδί.» Η Φιόνα τοποθέτησε στο σημείο φωσφοριζέ γαλάζια ταινία κι έπειτα στάθηκε δίπλα στον Πεκ, σαρώνοντας με το βλέμμα της την περιοχή, φωνάζοντας το όνομα του Χιου. Στη συνέχεια, έκλεισε τα μάτια της για να αφουγκραστεί. Άκουσε μόνο τον απαλό ήχο της βροχής και τον ψίθυρο του αέρα ανάμεσα στα δέντρα. Όταν ο Πεκ την έσπρωξε με τη μουσούδα του, η Φιόνα έβγαλε την κάλτσα από την τσέπη της και άνοιξε τη σακούλα για να ανανεώσει το σκυλί τη μυρωδιά. «Βρες τον Χιου» επανέλαβε. «Πάμε να βρούμε τον Χιου.» Ο Πεκ ξεκίνησε ξανά, και με τις χοντρές μπότες της η Φιόνα πέρασε πάνω από τον κορμό και τον ακολούθησε. Όταν ο Πεκ κατευθύνθηκε νότια, εκείνη ενημέρωσε τη βάση και τα μέλη της ομάδας της για τη νέα θέση της. Το παιδί έλειπε το λιγότερο δύο ώρες, σκέφτηκε. Μια ολόκληρη ζωή για τους ανήσυχους γονείς. Όμως τα νήπια δεν έχουν καμία πραγματική αίσθηση του χρόνου. Τα παιδιά της ηλικίας του Χιου είναι πολύ ευέλικτα, συλλογίστηκε, και δεν κατανοούν πάντα τι σημαίνει «έχω χαθεί». Περιπλανιούνται, με την προσοχή τους να αποσπάται από εικόνες και ήχους, και διαθέτουν αξιόλογη αντοχή, οπότε ίσως περάσουν ώρες μέχρι ο Χιου να εξουθενωθεί και να συνειδητοποιήσει ότι θέλει τη μαμά του. Η Φιόνα είδε ένα κουνέλι να χώνεται χοροπηδώντας στις λόχμες. Ο Πεκ παραήταν αξιοπρεπής για να του ρίξει παραπάνω από μια φευγαλέα ματιά. Ένα μικρό αγόρι όμως; σκέφτηκε η Φιόνα. Ένα αγόρι που λάτρευε τον «Γουάμπι» του, που διασκέδαζε με τα ζώα; Ένα αγόρι που η μητέρα του έλεγε πως το συνάρπαζε το δάσος; Δε θα ήθελε να προσπαθήσει να
20
NORA ROBERTS
πιάσει ένα, ελπίζοντας ίσως να παίξει μαζί του; Δε θα επιχειρούσε να το ακολουθήσει; Ένα αγόρι της πόλης, σκέφτηκε, μαγεμένο από το δάσος, τα άγρια ζώα, το διαφορετικό της υπόθεσης. Πώς μπορούσε να αντισταθεί; Η Φιόνα καταλάβαινε τη μαγεία του πράγματος. Είχε υπάρξει και εκείνη κορίτσι της πόλης κάποτε που γοητευόταν και υπνωτιζόταν από τις πράσινες σκιές, από το παιχνίδισμα του φωτός, από την απεραντοσύνη των δέντρων, των λόφων και της θάλασσας. Ένα παιδί μπορούσε πολύ εύκολα να ξεχαστεί μέσα σε στρέμματα ολόκληρα πάρκου. Κρυώνει, σκέφτηκε η Φιόνα. Πεινάει τώρα και είναι φοβισμένος. Θέλει τη μαμά του. Όταν η βροχή πύκνωσε, συνέχισαν, ο ακούραστος σκύλος και η ψηλή γυναίκα με το χοντρό παντελόνι και τις ακόμα πιο χοντρές μπότες. Τα ανοιχτοκόκκινα μαλλιά της, πιασμένα σε αλογοουρά, κρέμονταν σαν βρεγμένο σκοινί στην πλάτη της, ενώ τα γαλάζια σαν τα νερά λίμνης μάτια της έψαχναν στο μισόφωτο. Όταν ο Πεκ ξεστράτισε ξανά, κατηφορίζοντας σε μια φιδογυριστή πλαγιά, η Φιόνα ζωγράφισε μια εικόνα στο μυαλό της. Σε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο πιο πέρα, αν συνέχιζαν προς αυτή την κατεύθυνση, θα έφταναν στη ρεματιά που αποτελούσε το νοτιοανατολικό όριο του τομέα που είχε αναλάβει. Ο Τσακ και ο Κουίρκ του έψαχναν από την άλλη πλευρά. Αυτή την εποχή του χρόνου, σκέφτηκε, το νερό στη ρεματιά είναι παγωμένο και τρέχει γρήγορα, οι όχθες γλιστερές από τα βρύα και τη βροχή. Ήλπιζε ότι ο πιτσιρίκος δεν είχε πλησιάσει πολύ ή, πράγμα χειρότερο, δεν είχε προσπαθήσει να διασχίσει το χείμαρρο. Συνειδητοποίησε επίσης ότι ο άνεμος άλλαζε. Να πάρει η ευχή! Θα προσαρμόζονταν. Θα ανανέωνε τη μυρωδιά ξανά και θα άφηνε τον Πεκ να κάνει ένα γρήγορο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
21
διάλειμμα για να πιει νερό. Βρίσκονταν σχεδόν δύο ώρες στο δάσος και, παρ’ ότι ο Πεκ είχε πάρει έντονη στάση φέρμας τρεις φορές, εκείνη ακόμα δεν είχε δει κανένα σημάδι του αγοριού – ένα κομμάτι ύφασμα σε μια βατομουριά, ένα χνάρι στο μαλακό έδαφος. Είχε βάλει στα σημεία της φέρμας γαλάζια ταινία, είχε χρησιμοποιήσει πορτοκαλί ταινία για να σημειώσει την πρόοδό τους και ήξερε ότι είχαν ξαναπεράσει από το ίδιο μέρος κάνα δυο φορές. Αποφάσισε να μιλήσει με τον Τσακ. Αν ο Πεκ είχε πιάσει τη μυρωδιά και το παιδί είχε διασχίσει το χείμαρρο… Δεν επέτρεψε στον εαυτό της τις λέξεις πέσει μέσα. Όχι ακόμα. Τη στιγμή που άπλωσε το χέρι της στον ασύρματό της, ο Πεκ πήρε ξανά στάση φέρμας. Αυτή τη φορά άρχισε να τρέχει, ρίχνοντάς της μόνο μια φευγαλέα ματιά. Και η Φιόνα είδε τη λάμψη στα μάτια του. «Χιου!» Φώναξε δυνατά πάνω από τη βροχή που τώρα έπεφτε δυνατή και τον άνεμο που σφύριζε. Δεν άκουσε το αγόρι, αλλά άκουσε τα τρία κοφτά γαβγίσματα του Πεκ. Όπως ο σκύλος, η Φιόνα άρχισε να τρέχει. Γλίστρησε λιγάκι καθώς πήρε τη στροφή της απότομης πλαγιάς. Και είδε κοντά στις όχθες του δυνατού χείμαρρου – υπερβολικά κοντά για να μην ανησυχήσει– ένα μουσκεμένο αγοράκι πεσμένο στο έδαφος με ένα σκυλί στην αγκαλιά του. «Γεια σου, Χιου.» Η Φιόνα κάλυψε γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε, κάθισε ανακούρκουδα και κατέβασε το σακίδιό της. «Είμαι η Φιόνα κι αυτός είναι ο Πεκ.» «Σκυλάκι» είπε ο Χιου κλαίγοντας, με το πρόσωπο χωμένο στη γούνα του Πεκ. «Σκυλάκι.» «Είναι καλό σκυλάκι. Είναι το πιο καλό σκυλάκι του
22
NORA ROBERTS
κόσμου.» Καθώς ο Πεκ συμφώνησε χτυπώντας κάτω την ουρά του, η Φιόνα έβγαλε μια ισοθερμική κουβέρτα1 από το σακίδιό της. «Θα σε τυλίξω. Το ίδιο και τον Γουάμπι. Ο Γουάμπι δεν είναι αυτός;» «Ο Γουάμπι έπεσε.» «Το βλέπω. Δεν πειράζει. Θα σας ζεστάνω και τους δύο. Χτύπησες; Ωχ!» Το είπε εύθυμα καθώς σκέπασε τους ώμους του παιδιού με την κουβέρτα και είδε τη λάσπη και το αίμα στα πόδια του. «Πόνεσε, ε; Θα το κάνουμε καλά.» Εξακολουθώντας να κρατάει αγκαλιά τον Πεκ, ο Χιου γύρισε το μάγουλό του και κοίταξε τη Φιόνα με μια έκφραση αξιολύπητη, με το κάτω χείλι του να τρέμει. «Θέλω τη μαμά.» «Είμαι σίγουρη. Εγώ και ο Πεκ θα σε πάμε στη μαμά σου. Να, κοίτα τι σου έστειλε η μαμά.» Έβγαλε το σακουλάκι με τα ζελεδένια σκουληκάκια. «Κακό παιδί» είπε ο Χιου, αλλά κοίταξε με ενδιαφέρον τις καραμέλες, γαντζωμένος ακόμα στον Πεκ. «Η μαμά δεν έχει θυμώσει. Ούτε ο μπαμπάς. Ορίστε, πάρε.» Του έδωσε τις καραμέλες και έβγαλε τον ασύρματό της. Όταν ο Χιου πρόσφερε ένα σκουληκάκι στον Πεκ, εκείνος έριξε μια λοξή ματιά στη Φιόνα. Να το πάρω; Ε; Να το πάρω; «Εμπρός, πάρ’ το. Και πες ευχαριστώ.» Ο Πεκ πήρε με προσοχή την καραμέλα από το αγόρι και την καταβρόχθισε. Έπειτα το ευχαρίστησε με ένα σαλιάρικο φιλί που έκανε τον Χιου να χαχανίσει. Με την καρδιά της ζεσταμένη απ’ αυτό τον ήχο, η Φιόνα επικοινώνησε με τη βάση. «Τον βρήκαμε. Σώο και ασφαλή. Πες στη μαμά ότι τρώει τα ζελεδένια σκουληκάκια του και πως ερχόμαστε.» Έκλεισε το μάτι της στον Χιου, που τάισε το βρόμικο και μουσκεμένο κουνελάκι κι έπειτα έβαλε την ίδια καραμέλα στο δικό του στόμα. «Έχει μικροκοψίματα και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
23
γδαρσίματα, είναι λούτσα, αλλά ζωηρός. Όβερ.» «Ελήφθη. Καλή δουλειά, Φι. Χρειάζεσαι βοήθεια; Όβερ.» «Είμαστε εντάξει. Ερχόμαστε. Θα σε ενημερώνω. Όβερ και άουτ.» «Πιες αυτό» είπε και έδωσε στον Χιου το παγούρι της. «Τι είναι;» «Νεράκι.» «Μου αρέσει ο χυμός.» «Θα φροντίσουμε να πιεις όταν επιστρέψουμε. Πιες λιγάκι, εντάξει;» Ο Χιου έκανε ό,τι του είπε, ρουθουνίζοντας. «Έκανα πιπί μου έξω, όπως μου έδειξε ο μπαμπάς. Όχι στο παντελόνι μου.» Η Φιόνα χαμογέλασε και σκέφτηκε τις έντονες στάσεις φέρμας του Πεκ. «Μπράβο σου. Τι λες, να σε πάρω καβάλα;» Όπως είχε γίνει όταν αντίκρισε τις καραμέλες, τα μάτια του Χιου έλαμψαν. «Εντάξει.» Η Φιόνα τύλιξε σφιχτά την κουβερτούλα γύρω του και έπειτα γύρισε για να μπορέσει το παιδί να σκαρφαλώσει στην πλάτη της. «Να με λες Φι. Αν χρειάζεσαι κάτι, απλώς θα λες: Φι, χρειάζομαι ή θέλω.» «Το σκυλάκι.» «Θα έρθει κι αυτό. Θα μας οδηγήσει.» Όπως στεκόταν ανακούρκουδα, έτριψε τον Πετ και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Καλό σκυλί, Πεκ. Καλό σκυλί. Επιστροφή!» Με το σακίδιο της Φιόνα κρεμασμένο στον ώμο της και το αγόρι στην πλάτη της, οι τρεις τους άρχισαν να βγαίνουν από το δάσος. «Την πόρτα την άνοιξες μόνος σου, Χιου;» «Κακό παιδί» μουρμούρισε εκείνος. Ε, εντάξει, σκέφτηκε εκείνη, αλλά και ποιος δεν είναι κακός πού και πού; «Τι είδες από το παράθυρο;» «Γουάμπηδες. Ο Γουάμπι είπε να πάμε να δούμε τους Γουάμπηδες.»
24
NORA ROBERTS
«Μμμ.» Έξυπνο παιδί, σκέφτηκε η Φιόνα. Ρίξε το φταίξιμο στο κουνέλι! Τότε ο Χιου άρχισε να φλυαρεί, πολύ γρήγορα και σε μια μωρουδίστικη γλώσσα που η Φιόνα δεν καταλάβαινε τίποτα κάθε τρίτη λέξη. Όμως έπιασε την κεντρική ιδέα. Η μαμά και ο μπαμπάς κοιμόντουσαν, απέξω υπήρχαν κουνελάκια, τι να κάνεις; Έπειτα, αν μετέφρασε σωστά, το σπίτι εξαφανίστηκε και ο Χιου δεν μπορούσε να το βρει. Η μαμά δεν ήρθε όταν τη φώναξε και θα τον έβαζαν τιμωρία. Μισούσε την τιμωρία. Η Φιόνα έπιασε το νόημα γιατί την ίδια στιγμή που είπε τη λέξη «τιμωρία» ο Χιου έβαλε τα κλάματα με το πρόσωπό του κολλημένο στην πλάτη της. «Αν βάλουν εσένα τιμωρία, νομίζω ότι πρέπει να βάλουν και τον Γουάμπι. Ε, κοίτα, Χιου! Δες! Ο Μπάμπι με τη μαμά του.» Το παιδί σήκωσε το κεφάλι του, εξακολουθώντας να ρουθουνίζει. Έπειτα τα δάκρυα ξεχάστηκαν και τσίριξε βλέποντας την ελαφίνα και το ελαφάκι της. Μετά αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της καθώς η Φιόνα τον ανασήκωσε λιγάκι στην πλάτη της. «Πεινάω.» «Το φαντάζομαι. Πέρασες μια μεγάλη περιπέτεια.» Κατάφερε να ψαρέψει μια μπάρα δημητριακών από το σακίδιό της. Χρειάστηκε λιγότερος χρόνος για την επιστροφή απ’ ό,τι για την έρευνα, όμως, όταν τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν, το αγόρι στην πλάτη της ζύγιζε όσο ένας βράχος. Αναζωογονημένος, ξεκούραστος, συνεπαρμένος με όλα, ο Χιου μιλούσε ακατάπαυστα. Διασκεδάζοντας, η Φιόνα τον άφησε να πολυλογεί και ονειρεύτηκε μια κατσαρόλα με καφέ, ένα πελώριο χάμπουργκερ και έναν κουβά με τηγανητές πατάτες. Όταν εντόπισε το σπίτι ανάμεσα από τα δέντρα, τάχυνε το βήμα της. Καλά καλά δεν είχαν ξεμυτίσει από
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
25
τα δέντρα όταν η Ρόζι και ο Ντέβιν βγήκαν τρέχοντας από το σπίτι. Η Φιόνα κάθισε ανακούρκουδα. «Εμπρός, Χιου. Τρέξε στη μαμά.» Παρέμεινε στη θέση της, περνώντας το χέρι της γύρω από τον Πεκ, του οποίου ολόκληρο το κορμί σειόταν από τη χαρά. «Ναι» του μουρμούρισε η Φιόνα καθώς ο Ντέβιν έφτασε πρώτος από τη γυναίκα του στον Χιου και τον σήκωσε ψηλά. Έπειτα οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί, κλαίγοντας. «Ναι, είναι μια καλή μέρα. Είσαι κι ο πρώτος, Πεκ.» Με το γιο της ασφαλή στην αγκαλιά της, η Ρόζι προχώρησε βιαστικά προς το σπίτι. Ο Ντέβιν πλησίασε με πόδια που έτρεμαν τη Φιόνα. «Σας ευχαριστώ. Δεν ξέρω πώς…» «Παρακαλώ. Είναι υπέροχο παιδί.» «Είναι… τα πάντα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.» Καθώς τα μάτια του βούρκωσαν, ο Ντέβιν αγκάλιασε τη Φιόνα και, όπως είχε κάνει ο Χιου, ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. «Δεν έχω λόγια.» «Δε χρειάζεται να πείτε τίποτα.» Και τα δικά της μάτια την έτσουξαν καθώς τον χτύπησε απαλά στην πλάτη. «Ο Πεκ τον βρήκε. Αυτός το έκανε. Θα ευχαριστηθεί αν του σφίξετε το χέρι.» «Ω…» Ο Ντέβιν έτριψε το πρόσωπό του και πήρε κάνα δυο ανάσες για να στυλωθεί. «Σε ευχαριστώ, Πεκ. Σε ευχαριστώ.» Κάθισε ανακούρκουδα και πρόσφερε το χέρι του στο σκυλί. Ο Πεκ χαμογέλασε όπως κάνουν οι σκύλοι και ακούμπησε την πατούσα του στο χέρι του Ντέβιν. «Μπορώ… Μπορώ να τον αγκαλιάσω;» «Θα ενθουσιαστεί.» Με ένα βαθύ, τρεμάμενο αναστεναγμό, ο Ντέβιν αγκάλιασε το λαιμό του Πεκ και βύθισε το πρόσωπό του στη γούνα του. Πάνω από τον ώμο του άντρα, ο Πεκ
26
NORA ROBERTS
κοίταξε τη Φιόνα με μάτια που έλαμπαν. Πλάκα δεν είχε; φαινόταν να λέει. Μπορούμε να το επαναλάβουμε;
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
27
ΔΥΟ
ΑΦΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ, η Φιόνα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Ο Πεκ είχε σωριαστεί στο πίσω κάθισμα, να πάρει ένα γρήγορο υπνάκο για να στανιάρει. Τον είχε κερδίσει με το σπαθί του, σκέφτηκε η Φιόνα, όπως είχε κερδίσει εκείνη το χάμπουργκερ που θα ετοίμαζε για τον εαυτό της και το οποίο θα καταβρόχθιζε ενώ θα αντέγραφε τις σημειώσεις της στον υπολογιστή της. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Σίλβια, να πει στη μητριά της πως είχαν βρει το παιδί και πως, τελικά, δε θα χρειαζόταν να την αντικαταστήσει στα απογευματινά μαθήματα. Φυσικά, τώρα που η δύσκολη δουλειά έχει τελειώσει, σκέφτηκε η Φιόνα, η βροχή αποφάσισε να υποχωρήσει. Ήδη μπορούσε να διακρίνει μερικά γαλάζια ανοίγματα στο γκρίζο του ουρανού. Καυτός καφές, αποφάσισε, καυτό ντους, γεύμα και γραφική εργασία. Με λίγη τύχη ο καιρός δε θα ήταν βροχερός κατά τη διάρκεια του απογευματινού προγράμματός της. Καθώς βγήκε με το αυτοκίνητο από το πάρκο, το μάτι
28
NORA ROBERTS
της έπιασε την αμυδρή λάμψη ενός ουράνιου τόξου πάνω από τα ταραγμένα απ’ τη βροχή νερά του πορθμού. Αποφάσισε πως ήταν ένα καλό σημάδι – ίσως ένας οιωνός για τα πράγματα που επρόκειτο να συμβούν. Πριν από μερικά χρόνια, η ζωή της ήταν σαν τη βροχή – μουντή, γκρίζα και καταθλιπτική. Το νησί ήταν το δικό της άνοιγμα στα σύννεφα, και η απόφασή της να εγκατασταθεί εκεί ήταν η δική της ευκαιρία για ουράνια τόξα. «Τώρα έχω ό,τι χρειάζομαι» μουρμούρισε. «Κι αν υπάρχουν και άλλα, ε, θα δούμε.» Έστριψε από το φιδογυριστό δρόμο στο δικό της κακοτράχαλο μονοπάτι. Αναγνωρίζοντας την αλλαγή στην κίνηση, ο Πεκ ρουθούνισε και ανασηκώθηκε στα οπίσθιά του. Χτύπησε την ουρά του στο κάθισμα καθώς πέρασαν με θόρυβο από τη στενή γέφυρα πάνω από το στενό, κελαρυστό ρυάκι της Φιόνα. Όταν εμφανίστηκε μπροστά τους το σπίτι, ο Πεκ χτύπησε πιο γρήγορα την ουρά του και γάβγισε χαρούμενα δύο φορές. Το κουκλίστικο ξυλόσπιτο της Φιόνα με τις σανίδες από κέδρο και τα πολλά παράθυρα κυριαρχούσε όρθιο στο όμορφο κομμάτι δάσους και λιβαδιού που της ανήκε. Η αυλή ήταν μεγάλη και κατηφορική, και είχε αυτό που η Φιόνα αποκαλούσε ζώνες εκπαίδευσης. Τσουλήθρες, τραμπάλες, σκάλες και πλατφόρμες, σήραγγες και περάσματα συνδυασμένα με πάγκους, κούνιες από λάστιχα αυτοκινήτων και ράμπες έδιναν περισσότερο την εντύπωση μιας παιδικής χαράς με δέντρα. Δεν απέχει πολύ, σκέφτηκε η Φιόνα. Απλώς τα παιδιά έχουν τέσσερα πόδια. Τα άλλα δύο από τα τρία παιδιά της στέκονταν στη σκεπαστή μπροστινή βεράντα, με τις ουρές τους να κουνιούνται πέρα δώθε και τα πόδια τους να χορεύουν. Ένα από τα καλύτερα πράγματα στα σκυλιά, κατά τη γνώμη της Φιόνα, ήταν η απόλυτη χαρά τους όταν σε καλωσόριζαν στο σπίτι, είτε έλειπες για πέντε λεπτά είτε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
29
για πέντε μέρες. Υπήρχε άνευ όρων και απεριόριστη αγάπη σε αυτή τη συμπεριφορά. Πάρκαρε, και το αυτοκίνητό της το περικύκλωσαν αμέσως χαρούμενα σκυλιά ενώ, στο εσωτερικό του, ο Πεκ αναδευόταν όλο αδημονία για το σμίξιμο με τους καλύτερους φίλους του. Η Φιόνα βγήκε έξω και βρέθηκε ανάμεσα σε μουσούδες που έσπρωχναν και ουρές που ανέμιζαν. «Γεια σας, αγόρια.» Χαϊδεύοντας τις γούνες τους, έγειρε για να ανοίξει την πίσω πόρτα. Ο Πεκ πήδηξε έξω για να αρχίσει η γιορτή της αγάπης. Ακολούθησαν μυρίσματα, χαρούμενα γουργουρίσματα, σπρωξίματα και έπειτα τρέξιμο και κυνηγητό. Ενώ η Φιόνα πήρε το σακίδιό της, τα τρία σκυλιά όρμησαν μακριά, κάνοντας κύκλους και ζιγκ ζαγκ προτού τρέξουν πίσω σε εκείνη. Πάντα έτοιμοι να παίξουν, σκέφτηκε, καθώς τρία ζευγάρια λαμπερά μάτια την κοίταξαν με ελπίδα. «Σε λίγο» υποσχέθηκε. «Να κάνω ένα ντους, να βάλω στεγνά ρούχα και να φάω. Τι λέτε, πάμε μέσα;» Αντί απάντησης, πετάχτηκαν και οι τρεις σαν βολίδες στην πόρτα. Ο Νιούμαν, ένα ξανθό Λαμπραντόρ, ο μεγαλύτερος, έξι χρόνων, και ο πιο επιβλητικός, οδήγησε την αγέλη. Όμως έπειτα ο Μπόγκαρτ, το μαύρο Λαμπραντόρ και το μωρό της παρέας, τριών ετών, σταμάτησε όσο χρειαζόταν για να σηκώσει το σκοινί του. Κάποιος ήθελε να παίξει διελκυστίνδα. Χοροπηδούσαν πίσω της, με τα πόδια τους να χτυπάνε στο πάτωμα από φαρδιές σανίδες. Έχω χρόνο, σκέφτηκε καθώς έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Αλλά όχι πολύ. Άφησε έξω το σακίδιό της αφού έπρεπε να αντικαταστήσει την αλουμινοκουβέρτα προτού το ξαναβάλει στη θέση του. Ενώ τα σκυλιά ξάπλωσαν στο πάτωμα, εκείνη ανάδευσε τα αναμμένα κάρβουνα που είχε παραχώσει στη στάχτη προτού φύγει, και πρόσθεσε
30
NORA ROBERTS
άλλο ένα κούτσουρο. Έβγαλε το βρεγμένο μπουφάν της παρακολουθώντας τις φλόγες να φουντώνουν. Τα σκυλιά στο πάτωμα και η φωτιά στο τζάκι, σκέφτηκε, κάνουν χουζούρικο το δωμάτιο. Μπήκε στον πειρασμό να κουλουριαστεί στο διθέσιο καναπεδάκι και να ρίξει και εκείνη έναν υπνάκο για να στανιάρει. Δεν έχω χρόνο, υπενθύμισε στον εαυτό της και συλλογίστηκε τι ήθελε περισσότερο: στεγνά ρούχα ή φαγητό; Ύστερα από εσωτερική διαμάχη, αποφάσισε να φερθεί σαν ενήλικη και να φορέσει πρώτα στεγνά ρούχα. Τη στιγμή που έκανε μεταβολή για να πάει στη σκάλα, και οι τρεις σκύλοι τσιτώθηκαν. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε τη γέφυρά της να κροταλίζει. «Ποιος μπορεί να είναι;» Πήγε στο παράθυρο, με την αγέλη της καταπόδι. Το γαλάζιο φορτηγάκι δεν ήταν γνώριμο, και σε ένα νησί του μεγέθους του Όρκας δεν υπήρχαν πολλοί άγνωστοι. Η πρώτη σκέψη της ήταν οι τουρίστες. Θα είχαν πάρει λάθος στροφή και ήθελαν οδηγίες. Παραιτημένη, βγήκε έξω και έκανε νόημα στα σκυλιά της να μείνουν στη βεράντα. Παρακολούθησε τον άντρα να βγαίνει από το όχημα. Ήταν ψηλός, με πυκνά σκούρα μαλλιά, σημαδεμένες μπότες, φθαρμένο τζιν και μακριά πόδια. Ωραίο πρόσωπο, αποφάσισε η Φιόνα, με έντονες γραμμές και έντονες γωνίες μαλακωμένες από τα σκούρα γένια του που φανέρωναν ότι ήταν πολύ απασχολημένος ή πολύ βαριεστημένος για να ξυριστεί το πρωί. Το ωραίο πρόσωπο είχε μια έκφραση αγανάκτησης ή ενόχλησης – ίσως ένα κράμα των δυο τους– καθώς ο άντρας πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα πυκνά μαλλιά του. Μεγάλες παλάμες, πρόσεξε η Φιόνα, στην άκρη μακριών χεριών. Όπως οι μπότες, το δερμάτινο σακάκι που φορούσε ο άντρας ήταν αρκετά παλιό. Το φορτηγάκι όμως φαινόταν καινούριο.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
31
«Χρειάζεστε βοήθεια;» φώναξε η Φιόνα. Εκείνος σταμάτησε να κοιτάζει προς το χώρο εκπαίδευσης και στράφηκε προς το μέρος της. «Είστε η Φιόνα Μπρίστοου;» Η φωνή του είχε έναν απότομο τόνο, όχι τόσο θυμό όσο εκείνη την ενόχληση που είχε διαβάσει η Φιόνα στο πρόσωπό του. Πίσω της ο Μπόγκαρτ κλαψούρισε σιγανά. «Ακριβώς.» «Η εκπαιδεύτρια σκύλων;» «Ναι, εγώ είμαι.» Κατέβηκε από τη βεράντα καθώς ο άντρας άρχισε να προχωράει προς το μέρος της, και είδε το βλέμμα του να ελέγχει τους τρεις φύλακές της. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» «Εσείς εκπαιδεύσατε αυτούς τους τρεις;» «Ναι.» Τα μάτια του, καστανοκίτρινα, σαν ζεστό τσάι που είχε μουλιάσει για πολλή ώρα, στράφηκαν πάλι προς το μέρος της. «Τότε σας προσλαμβάνω.» «Ναι; Για ποιο πράγμα;» Εκείνος έδειξε τα σκυλιά της. «Ως εκπαιδεύτρια σκύλων. Πείτε μου την τιμή σας.» «Εντάξει. Ας ορίσουμε τιμή εκκίνησης το ένα εκατομμύριο δολάρια.» «Τα δέχεστε σε δόσεις;» Αυτό την έκανε να χαμογελάσει. «Μπορούμε να διαπραγματευτούμε. Ας αρχίσουμε με αυτό τον τρόπο. Φιόνα Μπρίστοου» είπε και του πρόσφερε το χέρι της. «Συγγνώμη. Σάιμον Ντόιλ.» Χέρια χειρώνακτα, σκέφτηκε εκείνη, καθώς το χέρι του –τραχύ, με κάλους– έσφιξε το δικό της. Τότε το όνομά του της έκανε κλικ. «Μα βέβαια, ο καλλιτέχνης του ξύλου.» «Κυρίως φτιάχνω έπιπλα.» «Κάνετε υπέροχη δουλειά. Πριν από λίγες βδομάδες αγόρασα ένα από τα ξύλινα μπολ σας. Δε μπορώ να αντισταθώ σε ένα ωραίο μπολ. Η μητριά μου πουλάει τα
32
NORA ROBERTS
έργα σας στο κατάστημά της. Το Άιλαντ Αρτς.» «Η Σίλβια, ναι. Υπέροχη γυναίκα.» Ο άντρας αγνόησε το κομπλιμέντο, το έργο του που είχε αγοραστεί, την ψιλή κουβέντα. Ήταν ένας άνθρωπος σε αποστολή. «Εκείνη μου είπε να έρθω να σας μιλήσω. Λοιπόν, πόσο από το εκατομμύριο θέλετε ως προκαταβολή;» «Πού είναι ο σκύλος;» «Στο φορτηγάκι.» Η Φιόνα κοίταξε πέρα από τον άντρα, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι. Τώρα έβλεπε το κουτάβι από το παράθυρο. Φαινόταν διασταύρωση Λαμπραντόρ και Ριτρίβερ – και ήταν πολύ απασχολημένο. «Το σκυλί σας τρώει το φορτηγάκι σας.» «Ορίστε;» Ο άντρας γύρισε απότομα το κεφάλι του. «Γαμώτο!» Καθώς εκείνος όρμησε στο φορτηγάκι, η Φιόνα έκανε νόημα στα σκυλιά της, που είχαν τσιτωθεί πάλι, να παραμείνουν στη θέση τους και τον ακολούθησε νωχελικά. Ο καλύτερος τρόπος για να αξιολογήσει αυτό τον άνθρωπο, το σκυλί και τη σχέση ανάμεσά τους ήταν να παρακολουθήσει πώς θα αντιμετώπιζε εκείνος την κατάσταση. «Για όνομα του Θεού!» Ο άντρας άνοιξε απότομα την πόρτα. «Να πάρει η ευχή, τι πρόβλημα έχεις;» Το κουτάβι, ολοφάνερα ατρόμητο και απτόητο, πήδηξε στην αγκαλιά του και του κάλυψε το πρόσωπο με άπληστα φιλάκια. «Κόψ’ το! Σταμάτα!» Το κράτησε στον αέρα, με το χέρι τεντωμένο, και το σκυλάκι κούνησε την ουρά του, στριφογύρισε και γάβγισε ενθουσιασμένο. «Μόλις το αγόρασα αυτό το φορτηγάκι. Έφαγε το στήριγμα του καθίσματος για το κεφάλι. Πώς κατάφερε να το φάει σε λιγότερο από πέντε λεπτά;» «Χρειάζονται περίπου δέκα δευτερόλεπτα για να βαρεθεί ένα κουταβάκι. Τα βαριεστημένα κουταβάκια μασουλάνε. Τα χαρούμενα κουταβάκια μασουλάνε. Τα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
33
θλιμμένα κουταβάκια μασουλάνε.» «Κάτι μου είπες» είπε με πίκρα ο Σάιμον. «Του αγόρασα ένα βουνό από παιχνίδια για μασούλημα, αλλά αυτός προτιμάει τα παπούτσια, τα έπιπλα, τις αναθεματισμένες τις πέτρες και οτιδήποτε άλλο – συμπεριλαμβανομένου του καινούριου φορτηγού μου. Ορίστε.» Άφησε το κουταβάκι στα χέρια της Φιόνα. «Κάνε κάτι.» Η Φιόνα λίκνισε στην αγκαλιά της το κουταβάκι, που αμέσως έγλειψε το πρόσωπό της σαν να ήταν εραστές που είχαν ξαναβρεθεί. Εκείνη διέκρινε μια αμυδρή μυρωδιά δέρματος στη ζεστή ανάσα του. «Τι γλύκας που είσαι! Τι όμορφο αγόρι!» «Τέρας είναι» γρύλισε ο Σάιμον. «Ένας εξπέρ στις δραπετεύσεις που δεν κοιμάται ποτέ. Αν τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω του για δυο λεπτά, τρώει ή σπάει κάτι ή τα κάνει στο πιο ακατάλληλο μέρος. Εδώ και τρεις βδομάδες δεν είχα ησυχία ούτε για ένα λεπτό.» «Μμμ…» Η Φιόνα αγκάλιασε το κουταβάκι. «Πώς τον λένε;» Ο Σάιμον έριξε στο σκυλί μια ματιά που δε φανέρωνε επιθυμία για ανταπόδοση των σαλιάρικων φιλιών του. «Σαγόνια.» «Πολύ ταιριαστό. Ας δούμε από τι είναι φτιαγμένος.» Κάθισε ανακούρκουδα κρατώντας το κουτάβι και έπειτα έκανε σινιάλο στα σκυλιά της να κατέβουν από τη βεράντα. Καθώς πλησίασαν χοροπηδώντας, η Φιόνα άφησε το κουταβάκι στο έδαφος. Κάποια κουταβάκια θα ζάρωναν, άλλα θα κρύβονταν ή θα έτρεχαν μακριά. Αλλά μερικά, σαν τον Σαγόνια, ήταν φτιαγμένα από πιο ανθεκτική πάστα. Ο Σαγόνιας όρμησε πηδώντας στα σκυλιά, γαβγίζοντας και κουνώντας την ουρά του. Τα μύρισε καθώς τον μύριζαν, ριγώντας από χαρά, δαγκώνοντας απαλά τα πόδια και τις ουρές τους. «Ένας γενναίος μικρός στρατιώτης» μουρμούρισε η Φιόνα.
34
NORA ROBERTS
«Είναι ατρόμητος. Κάν’ τον να φοβάται.» Η Φιόνα αναστέναξε, κουνώντας το κεφάλι της. «Γιατί πήρες σκυλί;» «Γιατί μου τον χάρισε η μάνα μου. Και τώρα τον έχω φορτωθεί. Μου αρέσουν τα σκυλιά, εντάξει; Θα τον αντάλλασσα αμέσως με ένα από τα δικά σου. Διάλεξε εσύ ποιο.» Η Φιόνα μελέτησε το γωνιώδες, αξύριστο πρόσωπο του Σάιμον. «Δεν κοιμάσαι αρκετά, έτσι δεν είναι;» «Ο μόνος τρόπος να κοιμηθώ μία ώρα συνεχόμενα είναι να τον πάρω μαζί μου στο κρεβάτι. Ήδη έχει κάνει κομμάτια όλα τα μαξιλάρια μου. Και έχει αρχίσει να σκίζει το στρώμα.» «Πρέπει να προσπαθήσεις να τον μάθεις να κοιμάται σε ξύλινο κλουβάκι για σκύλους.» «Έχω κλουβάκι. Το έφαγε το κλουβάκι. Δηλαδή έφαγε αρκετό ώστε να βγει έξω. Νομίζω ότι μπορεί και γίνεται επίπεδος σαν φίδι. Δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου. Ίσως έχει βλάβη στον εγκέφαλο ή είναι ψυχωτικός.» «Είναι ένα μωρό που χρειάζεται πολύ παιχνίδι, αγάπη, υπομονή και πειθαρχία» τον διόρθωσε η Φιόνα καθώς ο Σαγόνιας καβαλούσε χαρωπός το πόδι του Νιούμαν. «Γιατί το κάνει αυτό; Καβαλάει ό,τι βρει μπροστά του. Αφού είναι μωρό, γιατί καβαλάει τα πάντα;» «Είναι ένστικτο – και μια προσπάθεια να κυριαρχήσει. Θέλει να είναι μεγάλος σκύλος. Μπόγκαρτ! Φέρε το σκοινί!» «Χριστέ μου, δε θέλω να τον κρεμάσω. Ακριβώς» είπε ο Σάιμον, καθώς το μαύρο Λαμπραντόρ έτρεξε στη βεράντα και μπήκε στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα. Το σκυλί βγήκε με το σκοινί ανάμεσα στα δόντια του, έτρεξε χοροπηδώντας στη Φιόνα και το άφησε μπροστά στα πόδια της. Όταν εκείνη το έπιασε, ο Μπόγκαρτ λύγισε τα μπροστινά πόδια του, τούρλωσε τα οπίσθιά του στον αέρα και κούνησε την ουρά του. Η Φιόνα κούνησε το σκοινί. Ο Μπόγκαρτ τινάχτηκε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
35
πάνω, το άρπαξε και, γρυλίζοντας, άρχισε να το τραβολογάει ζωηρά. Ο Σαγόνιας παράτησε τον Νιούμαν, έτρεξε και πήδηξε στον αέρα για να αρπάξει το σκοινί, αστόχησε και έπεσε ανάσκελα. Γύρισε στο πλάι, πήδηξε ξανά, με τα μικρά σαγόνια του να ανοιγοκλείνουν και την ουρά του να πηγαινοέρχεται σαν παλαβωμένος μετρονόμος. «Θέλεις το σκοινί, Σαγόνια; Θέλεις το σκοινί; Παίξε!» Η Φιόνα το χαμήλωσε ώστε να μπορεί να το φτάσει το σκυλάκι και, όταν τα κουταβίσια σαγόνια του το άρπαξαν, το άφησε. Ο Μπόγκαρτ ανασήκωσε με το σκοινί το κουταβάκι από το έδαφος και εκείνο σπαρτάρησε και κρατήθηκε γαντζωμένο σαν έξαλλο ψάρι στην πετονιά. Είναι αποφασισμένος, σκέφτηκε η Φιόνα, και ευχαριστήθηκε όταν ο Μπόγκαρτ έσκυψε το κεφάλι του έτσι που το κουτάβι ακούμπησε στο έδαφος. Έπειτα ο Μπόγκαρτ άρχισε να τραβάει πιο σιγά το σκοινί για χάρη του μικρότερου σκυλιού. «Πεκ, Νιούμαν, φέρτε τα μπαλάκια. Φέρτε τα μπαλάκια!» Όπως ο σύντροφός τους νωρίτερα, ο Πεκ και ο Νιούμαν εξαφανίστηκαν. Επέστρεψαν με κίτρινα μπαλάκια του τένις και τα άφησαν στα πόδια της Φιόνα. «Νιούμαν, Πεκ! Τρέξτε!» Πέταξε στα γρήγορα διαδοχικά τα μπαλάκια ώστε να τα κυνηγήσουν τα σκυλιά. «Έχεις καλό χέρι.» Ο Σάιμον παρακολούθησε τα σκυλιά να πιάνουν τα μπαλάκια και να επιστρέφουν. Αυτή τη φορά η Φιόνα έκανε έναν ήχο σαν φιλιού. Ο Σαγόνιας έγειρε το κεφάλι του στο πλάι μόλο που εξακολουθούσε να τραβάει το σκοινί. Η Φιόνα πέταξε τα μπαλάκια στον αέρα κάνα δυο φορές, παρακολουθώντας προς τα πού έστρεφε το βλέμμα του το κουτάβι. «Τρέξτε!» επανέλαβε. Καθώς τα μεγάλα σκυλιά εφόρμησαν, το κουταβάκι τα ακολούθησε άτσαλα.
36
NORA ROBERTS
«Έχει δυνατό ένστικτο για παιχνίδι – κι αυτό είναι καλό πράγμα. Απλώς πρέπει εσύ να το κατευθύνεις. Έχει πάει στον κτηνίατρο, έχει κάνει τα εμβόλιά του;» «Τα πάντα. Πες μου ότι θα τον αναλάβεις. Θα πληρώσω τη διατροφή και τη διαμονή του.» «Δε λειτουργεί έτσι.» Καθώς μιλούσε, η Φιόνα πήρε τα μπαλάκια που της έφεραν τα σκυλιά και τα πέταξε ξανά. «Αν αναλάβω εκείνον, αναλαμβάνω κι εσένα. Είστε μια μονάδα τώρα. Αν δεν πρόκειται να αφοσιωθείς στο σκυλί, στην εκπαίδευσή του, στην υγεία και στην ευημερία του, θα σε βοηθήσω να του βρεις ένα σπίτι.» «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που τα παρατάνε.» Ο Σάιμον έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του καθώς η Φιόνα πέταξε τα μπαλάκια άλλη μια φορά. «Εξάλλου, η μάνα μου θα… Άσε, δε θέλω να το θίξω αυτό. Από τότε που μετακόμισα εδώ, της έχει μπει η ιδέα ότι χρειάζομαι μια συντροφιά. Είτε μια σύζυγο είτε ένα σκυλί. Δεν μπορεί να μου χαρίσει μια σύζυγο, οπότε…» Συνοφρυώθηκε καθώς το μεγάλο κίτρινο Λαμπραντόρ άφησε το κουταβάκι να πιάσει το μπαλάκι. Χοροπηδώντας στα πίσω πόδια του θριαμβευτικά, ο Σαγόνιας το έφερε πίσω. «Το έφερε!» «Ναι, το έφερε. Ζήτησέ του το.» «Τι πράγμα;» «Πες του να σου δώσει το μπαλάκι. Κάθισε ανακούρκουδα, άπλωσε το χέρι σου και πες του να σου δώσει το μπαλάκι.» Ο Σάιμον κάθισε ανακούρκουδα και άπλωσε το χέρι του. «Δώσ’ μου…» Ο Σαγόνιας πήδηξε στην αγκαλιά του, λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω, και χτύπησε το πρόσωπο του Σάιμον με το στόμα του που κρατούσε το μπαλάκι. «Πες του “κάτω”» τον συμβούλεψε η Φιόνα, και αναγκάστηκε να δαγκώσει εσωτερικά το μάγουλό της γιατί προφανώς, αν έκρινε από την έκφρασή του, ο Σάιμον Ντόιλ δε θεώρησε αστείο αυτό που συνέβη.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
37
«Κάθισέ τον στα καπούλια του. Κράτα τον κάτω, απαλά, και πάρ’ του την μπάλα. Όταν την πάρεις, πες “Καλό σκυλί” και επανάλαβέ το. Με ενθουσιασμό. Χαμογέλασε.» Ο Σάιμον έκανε ό,τι του είπε, παρ’ ότι ήταν ευκολότερο να το λες παρά να το κάνεις με ένα σκυλί που συστρεφόταν σαν βρεγμένο σκουλήκι. «Ορίστε, έπιασε το μπαλάκι και το επέστρεψε με επιτυχία. Θα χρησιμοποιείς μικρές μπουκιές φαγητού, ενθουσιώδεις επαίνους και την ίδια εντολή ξανά και ξανά. Θα το πιάσει.» «Μια χαρά είναι τα κόλπα, αλλά εμένα μ’ ενδιαφέρει περισσότερο να τον μάθω να μην καταστρέφει το σπίτι μου.» Έριξε μια πικραμένη ματιά στο μασουλισμένο στήριγμα για το κεφάλι. «Ή το φορτηγάκι μου.» «Η εκτέλεση οποιασδήποτε εντολής είναι πειθαρχία. Θα μάθει να κάνει ό,τι του ζητάς αν τον εκπαιδεύσεις με το παιχνίδι. Θέλει να παίξει – θέλει να παίξει μαζί σου. Αντάμειψέ τον με το παιχνίδι και με το φαγητό, με επαίνους και στοργή, και θα μάθει να σέβεται τους κανόνες του σπιτιού. Θέλει να σε ευχαριστήσει» πρόσθεσε η Φιόνα όταν το κουταβάκι γύρισε ανάσκελα αφήνοντας εκτεθειμένη την κοιλιά του. «Σε αγαπάει.» «Τότε είναι εύκολος στόχος αφού έχουμε μια σύντομη και ασταθή σχέση.» «Ποιος είναι ο κτηνίατρός του;» «Η Φουνάκι.» «Η Μάι είναι η καλύτερη. Θέλω αντίγραφο του ιατρικού φακέλου του για το αρχείο μου.» «Θα σου φέρω ένα.» «Πρέπει να αγοράσεις μερικές λιχουδιές για μικρά σκυλιά – από εκείνες που μπορεί να καταπιεί με τη μία αντί τις μεγαλύτερες που πρέπει να σταματήσει για να τις μασήσει. Είναι άμεση ανταμοιβή. Επίσης θα χρειαστείς ένα κολάρο κεφαλής και ένα λουρί εκτός από το συνηθισμένο κολάρο του.»
38
NORA ROBERTS
«Είχα λουρί. Το…» «…έφαγε» ολοκλήρωσε η Φιόνα. «Είναι πολύ συνηθισμένο αυτό.» «Περίφημα. Κολάρο κεφαλής; Φίμωτρο εννοείς;» Η Φιόνα διάβασε αρκετά καλά την έκφραση του Σάιμον και δεν ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να σκέφτεται την ιδέα ενός φίμωτρου. Ευχαριστήθηκε όμως όταν πρόσεξε το απορριπτικό συνοφρύωμά του. «Όχι. Μοιάζει με πνίχτη, αλλά είναι ήπιο και αποτελεσματικό. Θα το χρησιμοποιήσεις κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης εδώ και στο σπίτι. Αντί να σφίγγει το λαιμό, πιέζει –πιέζει απαλά– τα σημεία χαλάρωσης του σκυλιού. Βοηθάει να πειστεί ένα σκυλί να περπατάει αντί να ορμάει και να τραβάει, να στέκεται στο πλευρό σου. Επίσης θα δώσει σε εκείνο περισσότερο έλεγχο και ταυτόχρονα θα συγχρονίσει εσένα με το κουτάβι σου.» «Πολύ ωραία. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται.» «Σε συμβουλεύω να αντικαταστήσεις ή να επιδιορθώσεις το κλουβί και να βάλεις μέσα ένα μεγάλο απόθεμα από παιχνίδια για μάσημα και δέρματα. Το σκοινί συνήθως τους αρέσει, αλλά επίσης θα χρειαστείς μπαλάκια του τένις, δερμάτινα κόκαλα, τέτοια πράγματα. Θα σου δώσω μια βασική λίστα από πράγματα που χρειάζονται στην εκπαίδευση. Έχω μάθημα σε…» Έλεγξε το ρολόι της. «Να πάρει! Σε τριάντα λεπτά. Και δεν τηλεφώνησα στη Σιλ.» Καθώς ο Σαγόνιας άρχισε να πηδάει και να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πόδι της, εκείνη απλώς έσκυψε και του έσπρωξε τα καπούλια στο έδαφος. «Κάθισε.» Επειδή δεν είχε κάτι να τον ανταμείψει, κάθισε ανακούρκουδα, τον κράτησε στη θέση του, τον χάιδεψε και τον επαίνεσε. «Μπορείς να μείνεις αν έχεις χρόνο. Θα σε γράψω στο μάθημα.» «Δεν έχω ένα εκατομμύριο δολάρια μαζί μου.» Η Φιόνα άφησε το κουταβάκι και το σήκωσε στην αγκαλιά της. «Έχεις τριάντα δολάρια;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
39
«Μάλλον.» «Είναι τριάντα δολάρια για ένα ομαδικό μάθημα μισής ώρας. Πόσο είναι ο Σαγόνιας, περίπου τριών μηνών;» «Περίπου.» «Θα τα καταφέρουμε. Είναι ένας κύκλος οχτώ εβδομάδων. Είστε δύο βδομάδες πίσω. Θα προσθέσω δύο ατομικά μαθήματα για να καλύψει το κενό. Είσαι εντάξει με αυτό;» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι φτηνότερο από ένα καινούριο φορτηγάκι.» «Αρκετά φτηνότερο. Θα σου δανείσω ένα λουρί και ένα κολάρο κεφαλής για το σημερινό μάθημα.» Εξακολουθώντας να κρατάει στην αγκαλιά της το κουταβάκι, προχώρησε προς το σπίτι. «Γίνεται να σου δώσω πενήντα δολάρια και να δουλέψεις μόνη μαζί του;» Η Φιόνα τού έριξε μια ματιά. «Δε δουλεύω έτσι. Δεν είναι ο μόνος που χρειάζεται εκπαίδευση.» Τον οδήγησε μέσα στο σπίτι προτού του δώσει πίσω το σκυλάκι. «Μπορείς να έρθεις πίσω. Έχω μερικά έξτρα λουριά και κολάρα, και χρειάζεσαι μερικές λιχουδιές. Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα.» Η Φιόνα έστριψε πέρα από την κουζίνα, στην αποθήκη, όπου κολάρα, λουριά και βούρτσες κρέμονταν νοικοκυρεμένα ανάλογα με το είδος και το μέγεθός τους, ενώ διάφορα παιχνίδια και λιχουδιές ήταν τοποθετημένα τακτικά στα ράφια. Στον Σάιμον θύμισε μικρή μπουτίκ για ζώα. Η Φιόνα έριξε άλλη μια ματιά στον Σαγόνια, που συστρεφόταν στην αγκαλιά του Σάιμον και προσπαθούσε να ροκανίσει το χέρι του αφεντικού του. «Κάνε αυτό.» Στράφηκε στο κουτάβι και, χρησιμοποιώντας το δείκτη και τον αντίχειρά της, του έκλεισε απαλά το στόμα. «Όχι» του είπε. Κρατώντας τα μάτια της στυλωμένα στα μάτια του σκυλιού, άπλωσε πίσω της το χέρι της και πήρε
40
NORA ROBERTS
ένα δερμάτινο παιχνίδι για μασούλημα με σχήμα κόκαλου. «Αυτό είναι δικό σου.» Όταν ο Σαγόνιας το άρπαξε, εκείνη ένευσε καταφατικά. «Καλό σκυλί! Άφησέ τον κάτω. Όταν θα μασουλάει εσένα ή κάτι άλλο που δεν πρέπει, κάνε αυτό που έκανα. Διόρθωσέ τον, δώσ’ του μια εντολή και αντικατάστησε με κάτι που είναι δικό του. Ενίσχυσέ τον θετικά. Επίμονα. Βρες ένα λουρί και ένα κολάρο γι’ αυτόν.» Η Φιόνα πήγε στην κουζίνα, πήρε το τηλέφωνο και πάτησε το νούμερο όπου είχε αποθηκευμένο το τηλέφωνο της μητριάς της. «Να πάρει» μουρμούρισε όταν απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. «Σιλ, ελπίζω να μην έχεις ξεκινήσει ήδη. Έμπλεξα και ξέχασα να σου τηλεφωνήσω. Είμαι στο σπίτι. Βρήκαμε το αγοράκι. Είναι μια χαρά. Αποφάσισε να κυνηγήσει ένα κουνέλι και χάθηκε, αλλά παρά την ταλαιπωρία είναι εντάξει. Τέλος πάντων, αν έρχεσαι, θα τα πούμε όταν φτάσεις. Αν όχι, σε ευχαριστώ που περίμενες, και θα σου τηλεφωνήσω αργότερα. Αντίο.» Έβαλε το τηλέφωνο στη θέση του και, καθώς στράφηκε, είδε τον Σάιμον στο κατώφλι, με ένα λουρί στο χέρι και ένα μικρό κολάρο κεφαλής στο άλλο. «Αυτά;» «Θα κάνουν τη δουλειά τους.» «Ποιο μικρό αγόρι;» «Μμμ; Α! Ο Χιου Κόλντγουελ. Αυτός και οι γονείς του έχουν έρθει να κάνουν διακοπές για λίγες μέρες στο πολιτειακό πάρκο. Βγήκε από το σπίτι και χώθηκε στο δάσος σήμερα το πρωί ενώ εκείνοι κοιμούνταν. Δεν το έμαθες;» «Όχι. Γιατί θα έπρεπε να το έχω μάθει;» «Γιατί είμαστε στο Όρκας. Τέλος πάντων, είναι μια χαρά. Ασφαλής στο σπίτι του.» «Εργάζεσαι στο πάρκο;» «Όχι. Είμαι μέλος των εθελοντών της Ένωσης Σκύλων Έρευνας και Διάσωσης.» Ο Σάιμον έδειξε τα τρία σκυλιά, που τώρα ήταν
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
41
ξαπλωμένα στο πάτωμα της κουζίνας σαν πτώματα. «Και αυτοί;» «Ακριβώς. Είναι εκπαιδευμένοι και διπλωματούχοι. Ξέρεις, ο Σαγόνιας ίσως είναι ένας καλός υποψήφιος για εκπαίδευση στην έρευνα και τη διάσωση.» Ο Σάιμον ξεφύσησε. «Ναι, καλά.» «Έχει έντονη διάθεση για παιχνίδι, είναι περίεργος, θαρραλέος, φιλικός, γερός σωματικά.» Ανασήκωσε τα φρύδια της καθώς το κουταβάκι άφησε το καινούριο παιχνίδι του για να επιτεθεί στα κορδόνια από τις μπότες του Σάιμον. «Και δυναμικός. Ξέχασες κιόλας την εκπαίδευσή σου, άνθρωπε;» «Ορίστε;» «Διόρθωσε, αντικατάστησε, επαίνεσε.» «Α!» Ο Σάιμον κάθισε ανακούρκουδα και επανέλαβε όσα του είχε δείξει η Φιόνα. Ο Σαγόνιας άρπαξε γερά το παιχνίδι, έπειτα το έφτυσε και επιτέθηκε ξανά στα κορδόνια. «Συνέχισε να το κάνεις. Πρέπει να ετοιμάσω κάποια πράγματα.» Η Φιόνα πήγε να φύγει και σταμάτησε ξανά. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις εκείνη την καφετιέρα;» Ο Σάιμον κοίταξε το μηχάνημα πάνω στον πάγκο. «Θα τη βρω την άκρη.» «Κάν’ το, εντάξει; Τον πίνω σκέτο, με μια κουταλιά ζάχαρη. Έχω αρχίσει και πέφτω.» Την κοίταξε συνοφρυωμένος. Παρ’ ότι βρισκόταν στο νησί κάμποσους μήνες, αμφέβαλλε αν θα συνήθιζε ποτέ αυτή την άνετη στάση. Μπες μέσα, εντελώς άγνωστε, σκέφτηκε και, μια και είσαι εδώ, φτιάξε μου ένα καφεδάκι όσο θα σε αφήσω εντελώς μόνο. Η Φιόνα βασιζόταν μόνο στο λόγο του για το ποιος ήταν και, επιπλέον, κανείς δεν ήξερε ότι βρισκόταν στο σπίτι της. Τι θα γινόταν αν ήταν κάποιος ψυχοπαθής; Κάποιος βιαστής; Εντάξει, έχει τρία σκυλιά, σκέφτηκε, και τα κοίταξε ξανά. Όμως μέχρι τώρα ήταν φιλικά, και
42
NORA ROBERTS
σχεδόν τόσο άνετα όσο η κυρά τους. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή ροχάλιζαν του καλού καιρού. Ο Σάιμον αναρωτήθηκε πώς κατάφερνε η Φιόνα να ζει με τρία σκυλιά όταν εκείνος μετά βίας κατάφερνε να ανεχτεί ένα. Κοίταξε κάτω και είδε ότι το κουταβάκι είχε πάψει να μασουλάει τα κορδόνια του γιατί είχε αποκοιμηθεί σωριασμένο πάνω στην μπότα του, εξακολουθώντας να έχει δαγκωμένα τα κορδόνια. Με την ίδια φροντίδα και προσοχή που ένας άνθρωπος θα έδειχνε καθώς θα απομακρυνόταν από ένα αγριογούρουνο, ο Σάιμον τράβηξε αργά το πόδι του, κρατώντας την ανάσα του μέχρι που το κουταβάκι χύθηκε σαν τριχωτό νερό στο πάτωμα της κουζίνας. Ξερό στον ύπνο. Κάποια μέρα, σκέφτηκε καθώς πήγαινε στην καφετιέρα, θα βρω έναν τρόπο να εκδικηθώ τη μάνα μου. Κάποια ωραία μέρα. Κοίταξε εξεταστικά το μηχάνημα και έλεγξε την ποσότητα των κόκκων καφέ και του νερού. Όταν άναψε την καφετιέρα, ο βόμβος του μύλου ξύπνησε το κουταβάκι, που άρχισε να γαβγίζει μανιασμένο. Στην άλλη άκρη του δωματίου, τα σκυλιά σήκωσαν τα αυτιά τους. Ένα από αυτά χασμουρήθηκε. Η κίνηση έκανε τον Σαγόνια να πηδήξει γεμάτος χαρά και στη συνέχεια να εκσφενδονιστεί στην αγέλη σαν μπάλα κανονιού. Ενώ τα σκυλιά κυλιόντουσαν, ξεφάντωναν και μύριζαν το ένα το άλλο, ο Σάιμον αναρωτήθηκε αν μπορούσε να δανειστεί ένα από αυτά. Να νοικιάσω ένα, σκέφτηκε. Σαν μπέιμπι σίτερ. Τα ντουλάπια είχαν γυάλινες προσόψεις και δε δυσκολεύτηκε να βρει ένα ζευγάρι από μπλε ελεκτρίκ κούπες. Άνοιξε κάνα δυο συρτάρια μέχρι να βρει κουταλάκια, όμως αυτό του έδωσε την ευκαιρία να τα θαυμάσει. Κάθε συρτάρι ήταν τακτοποιημένο και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
43
οργανωμένο. Πώς το κατάφερνε αυτό η Φιόνα; Εκείνος βρισκόταν στο σπίτι του μόνο λίγους μήνες και τα συρτάρια της κουζίνας θύμιζαν παζάρια. Κανένας άνθρωπος δεν έπρεπε να είναι τόσο οργανωμένος. Δεν ήταν φυσιολογικό. Αυτή η γυναίκα είχε ενδιαφέρουσα εμφάνιση, πάντως, αποφάσισε καθώς ψαχούλευε λιγάκι. Τα μαλλιά της δεν ήταν ακριβώς κόκκινα ούτε ακριβώς ξανθά, τα μάτια της είχαν το απόλυτο και τέλειο γαλάζιο χρώμα. Η μύτη της ήταν λιγάκι ανασηκωμένη στην άκρη και πασπαλισμένη με φακίδες, ενώ τα αμυδρά προτεταμένα πάνω δόντια της έκαναν το κάτω χείλι της να φαίνεται ιδιαίτερα ζουμερό. Μακρύς λαιμός, σκέφτηκε ο Σάιμον καθώς σέρβιρε τον καφέ, ψηλόλιγνη χωρίς πλούσιο στήθος. Δεν ήταν όμορφη. Ούτε νόστιμη ή χαριτωμένη. Αλλά ήταν... ενδιαφέρουσα, και τις λίγες φορές που είχε χαμογελάσει ήταν... σχεδόν γοητευτική. Σχεδόν. Έριξε στη μια κούπα ένα κουταλάκι ζάχαρη από ένα κοντόχοντρο λευκό μπολ και έπειτα πήρε την άλλη. Ήπιε την πρώτη γουλιά του κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη, και γύρισε όταν άκουσε τον ήχο από τις μπότες της. Η Φιόνα κινούνταν ζωηρά, με την αποτελεσματικότητα αθλητικού ανθρώπου. Εκτός από ψηλόλιγνη είναι και νευρώδης, σκέφτηκε. Είδε το βλέμμα της να χαμηλώνει στο πάτωμα, το ακολούθησε και είδε τον Σαγόνια να κόβει κύκλους και έπειτα να λυγίζει τα πίσω πόδια του. Ο Σάιμον άνοιξε το στόμα του, αλλά, προτού προλάβει να φωνάξει Έι! όπως έκανε συνήθως, η Φιόνα πέταξε στον πάγκο της κουζίνας το ντοσιέ που κρατούσε και χτύπησε απότομα δύο φορές τα χέρια της. Ο ήχος ξάφνιασε τον Σαγόνια, που σηκώθηκε ξανά στα πόδια του. Η Φιόνα κινήθηκε γρήγορα. Σήκωσε το κουταβάκι με το ένα χέρι και άρπαξε το λουρί με το άλλο. «Καλό σκυλί, ο Σαγόνιας. Καλό σκυλί. Πάμε έξω. Ώρα να πάμε έξω. Στο
44
NORA ROBERTS
κελάρι, στο δεύτερο ράφι, στο καλάθι με τα μίνι σνακ. Πάρε μια χούφτα» διέταξε τον Σάιμον, και πέρασε το λουρί στο κολάρο καθώς προχώρησε προς την πίσω πόρτα. Τα τρία σκυλιά όρμησαν ξοπίσω της, μια θύελλα από γούνες και πατούσες. Ο Σάιμον βρήκε το κελάρι της το ίδιο τρομακτικά οργανωμένο όπως τα συρτάρια. Ψάρεψε από ένα μεγάλο γυάλινο βάζο μια χούφτα από μικρά μπισκότα για σκύλους στο μέγεθος των αρθρώσεων των δαχτύλων του και, περνώντας και τις δύο κούπες στο δάχτυλό του, βγήκε έξω. Εκείνη κρατούσε ακόμα το σκυλάκι, ενώ τα μακριά πόδια της κατάπιναν τη σύντομη απόσταση μέχρι τις παρυφές των δέντρων που φρουρούσαν το πίσω μέρος του κτήματός της. Ο Σάιμον την πρόφτασε όταν η Φιόνα άφησε κάτω το κουτάβι. «Σταμάτα.» Η Φιόνα εμπόδισε το σκυλάκι να επιτεθεί στο λουρί και του έτριψε το κεφάλι. «Κοίτα τους μεγάλους, Σαγόνια! Τι κάνουν τα μεγάλα αγόρια;» Τον γύρισε από την άλλη και έκανε μερικά βήματα. Προφανώς, το κουτάβι ενδιαφερόταν περισσότερο για τα σκυλιά, που τώρα μύριζαν, σήκωναν τα πόδια τους και μύριζαν ξανά, παρά για το λουρί. Έτρεξε χοροπηδώντας ξοπίσω τους. «Τον αφήνω λιγάκι λάσκα. Ευχαριστώ.» Η Φιόνα πήρε τον καφέ, ήπιε μια γερή γουλιά και αναστέναξε. «Δόξα τω Θεώ! Λοιπόν, θα πρέπει να διαλέξεις ένα σημείο για την τουαλέτα του. Δε θέλεις να υπάρχουν νάρκες σε όλο το κτήμα σου. Οπότε θα τον πηγαίνεις επίμονα όπου θέλεις να τα κάνει. Έπειτα αυτός απλώς θα αρχίσει να πηγαίνει εκεί. Εσύ είσαι εκείνος που πρέπει να επαγρυπνεί και να επιμένει. Αυτός δεν είναι παρά ένα μωρό, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τον βγάζεις έξω αρκετές φορές τη μέρα. Αμέσως μόλις ξυπνάει το πρωί και προτού πέσεις για ύπνο το βράδυ, καθώς και κάθε φορά που τρώει.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
45
Με τα μάτια του μυαλού του, ο Σάιμον είδε τη ζωή του να γίνεται μια περιστρεφόμενη πόρτα που θα γύριζε σύμφωνα με τα καπρίτσια των αναγκών ούρησης και αφόδευσης του σκυλιού. «Και όταν θα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει» συνέχισε η Φιόνα «να δείχνεις ενθουσιασμό. Θετική ενίσχυση – άφθονη. Θέλει να σε ευχαριστήσει. Θέλει να τον επαινέσεις και να τον ανταμείψεις. Δες εκεί, τα μεγάλα αγόρια κάνουν την ανάγκη τους, οπότε δε θα τους αφήσει να τον ξεπεράσουν.» Ο Σάιμον κούνησε το κεφάλι του. «Όταν τον βγάζω έξω, τρώει μια ώρα μυρίζοντας, κάνοντας τούμπες και χαζολογώντας. Έπειτα τα αμολάει στα πέντε δευτερόλεπτα αφότου τον ξαναβάλω στο σπίτι.» «Δείξ’ του. Άντρας είσαι. Βγάλ’ το έξω και κάνε πιπί.» «Τώρα;» Η Φιόνα γέλασε – και ναι, σκέφτηκε ο Σάιμον, είναι σχεδόν γοητευτική. «Όχι, όταν θα είστε μόνοι σας. Ορίστε.» Του έδωσε το λουρί. «Κατέβα στο ύψος του, φώναξέ τον. Εύθυμα, εύθυμα! Πες το όνομά του. Έπειτα, όταν εκείνος έρθει, δώσ’ του ένα κέρασμα.» Ο Σάιμον ένιωθε σαν ηλίθιος που έκανε χαρούμενους ήχους επειδή ο σκύλος του αφόδευε στο δάσος, αλλά, όταν σκέφτηκε τις αμέτρητες τούρτες που είχε καθαρίσει από τα πατώματά του, ακολούθησε τις οδηγίες. «Μπράβο. Ας δοκιμάσουμε μια βασική εντολή προτού έρθουν οι άλλοι. Σαγόνια!» Τον έπιασε για να του τραβήξει την προσοχή και τον χάιδεψε μέχρι που ηρέμησε. Πήρε μια από τις λιχουδιές που κρατούσε ο Σάιμον, την έκρυψε στην αριστερή παλάμη της, σήκωσε το δεξί χέρι της πάνω από το κεφάλι του κουταβιού και τέντωσε το δείκτη της. «Σαγόνια, κάθισε. Κάθισε!» Καθώς μιλούσε, κούνησε το δάχτυλό της πάνω από το κεφάλι του έτσι που το σκυλάκι το κοίταξε, προσπαθώντας να το ακολουθήσει. Και ο πισινός του ακούμπησε στο έδαφος.
46
NORA ROBERTS
«Καλό σκυλί! Καλό!» Τον τάισε, τον χάιδεψε, τον επαίνεσε. «Επανάλαβε. Επανάλαβε. Θα σηκώσει μηχανικά το κεφάλι του, και όταν το κάνει ο πισινός του θα ακουμπήσει κάτω. Αμέσως μόλις καθίσει, θα τον επαινέσεις και θα τον ανταμείψεις. Όταν το πιάσει αυτό, θα προσπαθήσεις μόνο με την εντολή. Αν δεν το καταλάβει, θα επαναλάβεις. Όταν το καταλάβει, θα τον επαινέσεις και θα τον ανταμείψεις.» Η Φιόνα έκανε πίσω. Ο Σάιμον αναγκάστηκε να πασχίσει λιγάκι, γιατί το κουτάβι ήθελε να την ακολουθήσει. «Κάν’ τον να συγκεντρωθεί σ’ εσένα. Εσύ είσαι το αφεντικό. Σε περνάει για κορόιδο.» Ενοχλημένος, ο Σάιμον τής έριξε ένα παγερό βλέμμα. Όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι, όταν τα καπούλια του ζώου άγγιξαν το έδαφος, ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα περηφάνιας και χαράς. Έβλεπε τη Φιόνα να στέκεται με το γοφό προτεταμένο στο πλάι και τα μπράτσα σταυρωμένα. Με αξιολογεί, σκέφτηκε ο Σάιμον, καθώς επανέλαβε τη ρουτίνα ξανά και ξανά. Όταν τα σκυλιά της πήγαν δίπλα της και κάθισαν σαν τρεις σφίγγες, ένιωσε γελοίος. «Προσπάθησε χωρίς την κίνηση. Δείξε, δώσε τη διαταγή. Διατήρησε οπτική επαφή μαζί του. Δείξε, χρησιμοποίησε τη διαταγή.» Λες και πρόκειται να πιάσει αυτό, σκέφτηκε ο Σάιμον, αλλά έδειξε. «Κάθισε.» Και έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν ο Σαγόνιας ακούμπησε τα οπίσθιά του στο έδαφος. «Κάθισε. Κάθισες! Καλή δουλειά. Καλή δουλειά.» Καθώς ο Σαγόνιας καταβρόχθισε το μικρό μπισκότο, ο Σάιμον χαμογέλασε στη Φιόνα. «Το είδες αυτό;» «Το είδα. Είναι ένα καλό, έξυπνο σκυλί.» Τα δικά της τσιτώθηκαν. «Ώρα να ξεκινήσεις. Έρχονται οι υπόλοιποι της τάξης σου.» «Πώς το ξέρεις;» «Το ξέρουν αυτοί.» Ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
47
του πιο κοντινού σκύλου. «Έλα, άσε τον Νιούμαν να σε μυρίσει.» «Ορίστε;» Η Φιόνα έκανε απλώς ένα νόημα, έπειτα έπιασε το χέρι του Σάιμον και το κράτησε κοντά στον Νιούμαν. «Νιούμαν, αυτός είναι ο Σάιμον. Αυτός είναι ο Σάιμον. Περπάτα με τον Σάιμον. Περπάτα. Εγώ πρέπει να κανονίσω κάποια πράγματα. Ο Νιούμαν θα περπατήσει μαζί σου ενώ θα εξασκείσαι στο να οδηγείς τον Σαγόνια με το λουρί. Σταμάτησε, βάλ’ του το κολάρο κεφαλής και έπειτα γύρισε εδώ. Θα σε βοηθήσει ο Νιούμαν.» Όταν εκείνη και τα υπόλοιπα σκυλιά έφυγαν, ο Σαγόνιας πήδηξε πάνω για να τους κυνηγήσει. Ο Νιούμαν απλώς τον εμπόδισε απαλά με το κορμί του. «Θέλεις να έρθεις στο σπίτι μου, μεγάλε; Θα μου φανείς χρήσιμος. Περπατάμε, έτσι δεν είναι; Περπατάμε!» Με ξεσπάσματα και ξαφνιάσματα, και το μεγάλο Λαμπραντόρ να παρεμβαίνει, ο Σάιμον κατάφερε να οδηγήσει, να τραβήξει και να σύρει το κουταβάκι κατά μήκος της πελούζας. Αν η νευρώδης, σχεδόν γοητευτική εκπαιδεύτρια σκύλων είναι άξια της αμοιβής της, σκέφτηκε, ίσως καταλήξω με ένα σκυλί τόσο συμπαθητικό όσο ο Νιούμαν. Συνέβαιναν και θαύματα – πού και πού. ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, εξουθενωμένος, ο Σάιμον σωριάστηκε στον καναπέ του καθιστικού του. Ο Σαγόνιας τού γρατζούνισε το πόδι και κλαψούρισε. «Χριστέ μου! Δεν ηρεμείς ποτέ; Νιώθω σαν να ήμουν σε κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων.» Σήκωσε το σκυλάκι και ο Σαγόνιας σπαρτάρησε, τον έγλειψε και κούρνιασε πάνω του. «Ναι, ναι. Τα πήγες καλά. Και οι δυο τα πήγαμε καλά.» Έξυσε τα αυτιά του κουταβιού. Σε λίγα λεπτά, άνθρωπος και σκύλος κοιμούνταν βαθιά.
48
NORA ROBERTS
ΤΡΙΑ
ΚΑΘΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ γεμάτη μαθήματα, η Φιόνα χρειαζόταν ένα δυναμικό ξεκίνημα το πρωί. Με ένα γλυκό γαλλικό καφέ μπροστά της, σύγκρινε τη θερμιδική αξία των Froot Loops2 με εκείνη των Toaster Strudels3. Ίσως ένας συνδυασμός και των δύο, σκέφτηκε, αφού είχε χάσει εκείνο το λιπαρό χάμπουργκερ και το βουνό από τηγανητές πατάτες την προηγούμενη μέρα εξαιτίας του άντρα και του σκυλιού του. Σέξι άντρας, γλυκό σκυλί, σκέφτηκε, όμως εκείνη είχε καταλήξει να βολευτεί με κατεψυγμένη πίτσα στο τέλος μιας μεγάλης μέρας γιατί ήταν πολύ κουρασμένη έστω και για να σκεφτεί να μαγειρέψει. Αφού την περίμενε άλλη μια ατέλειωτη μέρα, σε τι θα έβλαπτε μια έξτρα ενίσχυση με ζάχαρη; Καθώς το σκεφτόταν, ήπιε τον καφέ και παρακολούθησε τα σκυλιά που έπαιζαν έξω. Ποτέ δε βαριόταν να τα παρατηρεί. Αλήθεια, πόσο τυχερή ήταν που μπορούσε να βγάζει αρκετά χρήματα ζώντας με σκυλιά και κάνοντας κάτι σημαντικό! Έφερε στο μυαλό της ένα μικρό αγόρι, ζεστό και ασφαλές, και έναν πατέρα που έκλαιγε από την
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
49
ανακούφιση με τα χέρια του περασμένα γύρω από ένα πολύ καλό σκυλί. Τώρα εκείνο το πολύ καλό σκυλί χοροπηδούσε στην αυλή με ένα κλαδί στο στόμα του, τόσο περήφανο γι’ αυτό το εύρημα –ή σχεδόν τόσο– όσο και για εκείνο το παιδί. Καθώς η Φιόνα παρακολουθούσε, τα τρία σκυλιά τσιτώθηκαν και έτρεξαν στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Κάποιος είχε περάσει με το αμάξι του πάνω από τη μικρή της γέφυρα. Να πάρει η ευχή. Υποτίθεται ότι η μέρα της θα άρχιζε σε μια ώρα. Ήθελε το δικό της χρόνο και το συνδυασμό Froot Loops και Toaster Strudel προτού συγχρωτιστεί με άλλους ανθρώπους. Όμως, όταν πήγε στην μπροστινή πόρτα και την άνοιξε, η διάθεσή της άλλαξε ριζικά. Ήταν πάντα έτοιμη για τη συντροφιά της Σίλβια. Η Σίλβια πήδηξε έξω από το στιλάτο υβριδικό αμάξι της – ήταν μια γεροδεμένη, δραστήρια γυναίκα με πυκνές καστανές μπούκλες που χοροπηδούσαν. Φορούσε μπότες μέχρι το γόνατο με πολύ λεπτά τακουνάκια κάτω από μια φαρδιά φούστα συνδυασμένη με ένα υπέροχο φίνο πουλόβερ το οποίο, αναμφίβολα, προερχόταν από το μαγαζί της. Τεράστια ασημένια τρίγωνα λικνίστηκαν στα αυτιά της καθώς παραμέρισε για να πηδήξει από το αυτοκίνητο το πρόσχαρο Μπόστον Τεριέ της, ο Όριο. Τα σκυλιά πήραν αμέσως μέρος σε ένα όργιο απολαυστικών καλωσορισμάτων – οσμίστηκαν, έγλειψαν, κυλίστηκαν, έτρεξαν. Η Σίλβια πέρασε με χάρη ανάμεσά τους και χάρισε στη Φιόνα ένα από τα εκθαμβωτικά χαμόγελά της. «Καλημέρα, κούκλα! Ήρθαμε μια ώρα νωρίτερα, το ξέρω, αλλά ήθελα να κουτσομπολέψουμε λιγάκι. Έχεις χρόνο;» «Για σένα έχω.» Η Φιόνα κάθισε ανακούρκουδα καθώς ο Όριο έτρεξε να τη χαιρετήσει στα γρήγορα προτού φύγει
50
NORA ROBERTS
βολίδα πάλι για τα φιλαράκια του. «Πάμε στην κουζίνα. Μπορείς να πιεις λίγο τσάι όσο εγώ θα τρώω το πρωινό μου.» Η Σίλβια –όπως πάντα– τη χαιρέτησε με ένα παρατεταμένο, σφιχτό αγκάλιασμα προτού, με τα χέρια της ακόμα περασμένα γύρω από τη μέση της Φιόνα, μπει στο σπίτι. «Η είδηση της ανακάλυψης του μικρού από σένα και τον Πεκ κυκλοφορεί σε ολόκληρο το νησί. Τα κατάφερες καλά.» «Ο Πεκ ήταν τέλειος. Και το γεγονός ότι ο Χιου έκανε τσίσα του, δυο φορές, δεν έβλαψε. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι εκπληκτικό το πόση απόσταση μπορεί να καλύψει ένα τρίχρονο παιδί φορώντας ολόσωμη πιτζάμα με τον Σπάιντερμαν.» «Πρέπει να τρόμαξε πολύ.» «Πιο πολύ βράχηκε, πάγωσε και κουράστηκε.» Η Φιόνα έβαλε το τσαγερό να βράζει και έδειξε το ντουλάπι όπου φυλούσε διάφορα τσάγια από βότανα, ειδικά για τη Σίλβι. «Λυπάμαι που δε σου τηλεφώνησα αμέσως για να σε ενημερώσω.» «Μη σκοτίζεσαι.» Η Σίλβια κούνησε το χέρι της καθώς διάλεξε ένα τσάι με κανέλα και ροδάκινο. «Έτσι κι αλλιώς, είχα βγει έξω και έλεγχα κάτι κεραμικά. Και, φυσικά, είχα ξεχάσει το τηλέφωνό μου στο αυτοκίνητο. Πρέπει να πάψω να το κάνω αυτό.» Γύρισε και μισόκλεισε τα μάτια της καθώς η Φιόνα έβγαλε ένα κουτί με Froot Loops από ένα άλλο ντουλάπι. «Μη μου πεις ότι θα φας κατεργασμένη ζάχαρη για πρωινό.» «Froot Loops λέγονται.» Χαμογελώντας αισιόδοξα κούνησε το κουτί. «Κάπου πρέπει να υπάρχουν λίγα φρούτα εδώ μέσα.» «Κάθισε κάτω. Θα σου φτιάξω ένα πρόγευμα της προκοπής.» «Σιλ, καλά είναι κι αυτά.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
51
«Θα μπορούσαν να είναι, κάπου κάπου, αν ήσουν δέκα χρονών. Κάθισε» επανέλαβε και, σαν στο σπίτι της, άνοιξε το ψυγείο της Φιόνα. «Χμ, χμ, χμ. Κάτι θα κάνω μ’ αυτά. Θα φας μια ωραία ομελέτα από ασπράδια με τοστ ολικής άλεσης.» «Αλήθεια;» «Και θα μου πεις λεπτομέρειες. Ενδιαφέρων δεν είναι;» «Αξιολάτρευτος. Και με λίγη εκπαίδευση θα γίνει υπέροχος σύντροφος.» Η Σίλβια έριξε μια ματιά στη Φιόνα ανασηκώνοντας το φρύδι της καθώς έβγαλε ένα μικρό μπολ και ένα μικροσκοπικό τάπερ. «Τον Σάιμον εννοούσα.» «Ίσως να εννοούσα και εγώ αυτόν.» «Χα! Είναι απίστευτα ταλαντούχος και με καλούς τρόπους, αν και λίγο μυστηριώδης.» «Για ποιον μιλάς τώρα;» «Εξυπνάκια!» Η Σίλβια χώρισε επιδέξια τα αυγά και έκλεισε τους κρόκους στο τάπερ προτού χτυπήσει τα ασπράδια με λίγο τυρί και βότανα. «Έχει ένα ωραίο σπίτι στο Ίστσαουντ, είναι σχολαστικός στη δουλειά του, έχει υπέροχα μάτια, γερή πλάτη, ένα χαριτωμένο κουταβάκι και είναι εργένης.» «Φαίνεται τέλειος για σένα. Όρμα του, Σιλ!» «Μπορεί να το έκανα αν δεν ήταν είκοσι χρόνια μικρότερός μου.» Η Σίλβια έριξε τα ασπράδια σε ένα τηγάνι που είχε ζεστάνει και έβαλε ψωμί στη φρυγανιέρα καθώς η Φιόνα ετοίμαζε το τσάι. «Να του ορμήσεις εσύ.» «Και τι θα τον κάνω όταν τον πιάσω; Εκτός από αυτό» πρόσθεσε όταν η Σίλβια ξεφύσησε «οι άντρες, όπως οι σκύλοι, δεν είναι μόνο για διασκέδαση. Είναι μια πλήρης, μακροχρόνια δέσμευση.» «Χρειάζεσαι τη διασκέδαση ώστε να μπορέσεις να αποφασίσεις αν θέλεις και τα υπόλοιπα. Μπορείς να δοκιμάσεις την... ω, δεν ξέρω... παράτολμη και τρελή ιδέα ενός ραντεβού.» «Έχω ξαναβγεί ραντεβού. Προτιμώ τις ομαδικές
52
NORA ROBERTS
κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά κάπου κάπου βγαίνω με άντρες. Και επίσης κάπου κάπου ενδίδω σε αυτή την κατ’ ευφημισμόν διασκέδαση. Και προτού με ενθαρρύνεις κι άλλο, ένα έχω να σου πω: είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.» «Εγώ παντρεύτηκα τον έρωτα της ζωής μου και πέρασα δέκα υπέροχα χρόνια μαζί του. Μερικές φορές εξακολουθώ να αισθάνομαι εξαπατημένη επειδή δε μας δόθηκε περισσότερος χρόνος.» «Το ξέρω.» Η Φιόνα τεντώθηκε για να τρίψει την πλάτη της Σίλβι καθώς σκέφτηκαν και οι δύο τον πατέρα της Φιόνα. «Τον έκανες πολύ ευτυχισμένο.» «Κάναμε ο ένας τον άλλον ευτυχισμένο. Δεν μπορώ να μην επιθυμώ το ίδιο για σένα.» Έβαλε την ομελέτα πάνω σε μια ελαφρά φρυγανισμένη φέτα ψωμιού σε ένα πιάτο. «Φάε το πρωινό σου.» «Μάλιστα, κυρία.» Κάθισαν η μία απέναντι στην άλλη στο μικροσκοπικό τραπέζι και η Φιόνα έφαγε την πρώτη μπουκιά. «Θεούλη μου, νόστιμο είναι!» «Και μου πήρε λίγο παραπάνω να το φτιάξω απ’ όσο να ρίξω χρωματιστή ζάχαρη σε ένα μπολ.» «Είσαι πολύ σκληρή με τα Froot Loops, αλλά αυτό που έφτιαξες παραείναι καλό για να διαφωνήσω.» «Όσο εσύ θα τρως ένα πρόγευμα της προκοπής, εγώ θα σου πω όσα ξέρω για τον Σάιμον Ντόιλ.» Πίνοντας μια γουλιά από το τσάι της, η Σίλβια έγειρε πίσω και σταύρωσε τα πόδια της. «Και μην προσπαθήσεις να μου πεις ότι δεν είσαι περίεργη.» «Εντάξει, δε θα το κάνω, γιατί είμαι. Λιγάκι περίεργη.» «Είναι τριάντα τριών χρόνων, από το Σποκέιν, παρ’ ότι τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Σιάτλ.» «Σποκέιν και Σιάτλ. Η μέρα με τη νύχτα.» «Κάτι τέτοιο. Ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης μιας οικοδομικής εταιρείας στο Σποκέιν – τη διευθύνει μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Σάιμον. Ο Σάιμον πήρε πτυχίο στις τέχνες και στην αρχιτεκτονική από το Πανεπιστήμιο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
53
της Νότιας Καλιφόρνια, και στη συνέχεια εργάστηκε ως μαραγκός προτού αρχίσει να σχεδιάζει και να φτιάχνει έπιπλα. Τα πήγε πολύ καλά στο Σιάτλ και κέρδισε μερικά βραβεία. Είχε μια πολύ φλογερή σχέση με τη Νίνα Άμποτ...» «Την τραγουδίστρια;» «Ακριβώς. Ποπ σταρ, ροκ σταρ... Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς είναι.» «Ένα κακό κορίτσι της ποπ» είπε η Φιόνα με το στόμα γεμάτο. «Είναι λίγο τρελή.» «Ίσως, αλλά του έδωσαν και κατάλαβε για λίγους μήνες αφότου τον προσέλαβε για να σχεδιάσει κάμποσα κομμάτια για το σπίτι της στο Μπέινμπριτζ Άιλαντ. Εκείνη είναι από την πολιτεία της Ουάσιγκτον και έχει ένα σπίτι εκεί.» «Ναι, το ξέρω. Διαβάζω το People, και παρακολουθώ το E! TV κάπου κάπου. Απλώς... Έι, περίμενε! Αυτός είναι; Θυμάμαι ότι διάβασα μερικά κουτσομπολιά για εκείνη και ένα μαραγκό. Οι εφημερίδες κυρίως τον ανέφεραν ως μαραγκό. Εκείνη είναι σέξι και ταλαντούχα, αλλά υπάρχει και ο παράγοντας τρέλα.» «Νομίζω πως σε μερικούς ανθρώπους αρέσει να σοκάρουν. Τέλος πάντων, η σχέση ξεφούσκωσε. Παρ’ όλα αυτά, δε νομίζω ότι του έκανε κακό, επαγγελματικά. Έπειτα, περίπου πριν από τρεις μήνες, μετακόμισε εδώ, και το Άιλαντ Αρτς είναι πολύ περήφανο και απίστευτα τυχερό που είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπός του στα Σαν Χουάνς.» Η Σίλβια σήκωσε την κούπα της για μια πρόποση και έπειτα ήπιε. «Όλα αυτά τα έμαθες από το βιογραφικό του για την ιστοσελίδα και τις μπροσούρες του Άιλαντ Αρτς;» «Εδώ που τα λέμε, το βιογραφικό που μου έδωσε ήταν λιγάκι ισχνό, οπότε έψαξα στο Google.» «Σίλβια!» Χωρίς ντροπή, η Σίλβια τίναξε τις πυκνές μπούκλες
54
NORA ROBERTS
της. «Άκου, όταν αναλαμβάνω έναν καλλιτέχνη, πρέπει να ξέρω ποιος είναι. Πρώτον, συχνά πηγαίνω να τους βρω για να δω τη δουλειά τους. Δε θέλω να πέσω στο άντρο του δολοφόνου με το τσεκούρι, έτσι δεν είναι;» «Είμαι σίγουρη πως για τους περισσότερους δολοφόνους με τσεκούρι δεν μπορείς να βρεις πληροφορίες στο Google. Μόνο για εκείνους που ήδη είναι στη φυλακή ή στο χώμα μπορείς.» «Ποτέ δεν ξέρεις. Τέλος πάντων, εκτός από τη δουλειά του, μου αρέσει και εκείνος. Εσένα πώς σου φάνηκε;» «Μια και ήταν λιγάκι τσαντισμένος επειδή ο Σαγόνιας έφαγε το στήριγμα του καθίσματος για το κεφάλι στο φορτηγάκι του...» «Ωχ!» «Ναι. Και, αφού ήταν εμφανώς αγανακτισμένος με το καινούριο κουταβάκι του, ίσως είναι δύσκολο να κρίνω. Με μια επιφανειακή παρατήρηση, και αφήνοντας στην άκρη τα σωματικά χαρίσματα...» «Τα οποία διαθέτει» είπε η Σίλβια κουνώντας πονηρά τα φρύδια της. «Αναμφίβολα. Θα έλεγα ότι δεν είναι συνηθισμένος να αναλαμβάνει την ευθύνη κανενός εκτός του εαυτού του και πως του αρέσουν περισσότερο οι μοναχικές ενασχολήσεις. Είναι κάτι σαν μοναχικός λύκος – άποψη την οποία ενίσχυσες με τις σημερινές πληροφορίες: ένα ιδιωτικό μέρος σε ένα πολύ μικρό νησί, η μετακόμιση μακριά από την οικογένεια, η επιλογή της καριέρας του.» «Μερικές φορές ένας μοναχικός λύκος απλώς δεν έχει βρει το ταίρι του – ή την αγέλη του.» «Είσαι η αιώνια ρομαντική.» «Ένοχη» παραδέχτηκε η Σίλβια. «Και είμαι περήφανη γι’ αυτό.» «Ε, από την πλευρά του, το κουταβάκι είναι τρελό και παλαβό μαζί του. Δε φοβάται καθόλου. Αυτή τη στιγμή, το σκυλί είναι ο αρχηγός, πράγμα που μου λέει ότι ο άνθρωπος διαθέτει ένα μαλακό πυρήνα. Μπορεί να είναι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
55
μικρός –δεν μπορώ να το ξέρω ακόμα– αλλά υπάρχει. Αυτό επίσης φαίνεται από το γεγονός πως, παρ’ ότι είναι πολύ απογοητευμένος και ενοχλημένος, δε φαίνεται να θέλει να ξεφορτωθεί το σκυλί. Και, όταν του δίνονται λογικές εναλλακτικές επιλογές, τις δέχεται. Έγραψε τον Σαγόνια στο νηπιαγωγείο και, μόλο που δε θα έλεγα ότι ο ίδιος φαίνεται ευχαριστημένος ή ενθουσιασμένος με αυτό, είναι αποφασισμένος. Έτσι, ενώ δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένος να αναλαμβάνει την ευθύνη κάποιου άλλου, το κάνει όταν δε βλέπει να υπάρχει άλλη λύση.» «Εσύ, παιδάκι μου, έπρεπε να γίνεις ψυχολόγος. Ή να φτιάχνεις τα προφίλ κακοποιών.» «Όσα ξέρω τα έχω μάθει από τα σκυλιά.» Η Φιόνα σηκώθηκε να πάει το πιάτο της στο νεροχύτη και έπειτα στάθηκε πίσω από την καρέκλα της Σίλβια και πέρασε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό της μητριάς της. «Σε ευχαριστώ για το πρόγευμα.» «Παρακαλώ.» «Πιες άλλο ένα φλιτζάνι τσάι. Θα πάω να ετοιμαστώ για τα μαθήματα.» «Θα σε βοηθήσω.» «Όχι με αυτές τις μπότες. Το έδαφος είναι ακόμα μουλιασμένο από τη χτεσινή βροχή. Προτού βγεις έξω βγάλε τις σέξι μπότες σου και βάλε τις δικές μου, τις Ugg. Είναι στο δωμάτιο για τα παπούτσια.» «Φι» είπε η Σίλβι προτού βγει η Φιόνα από το δωμάτιο. «Ναι.» «Κοντεύουν σχεδόν οχτώ χρόνια και για τις δυο μας.» «Το ξέρω.» «Το συνειδητοποίησα σήμερα το πρωί. Μερικές φορές συμβαίνει όταν πλησιάζει η επέτειος του θανάτου του Γουίλ. Έτσι ήθελα απλώς να βγω από το σπίτι – και, ακόμα περισσότερο, να σε δω. Θέλω να σου πω πόσο χαίρομαι που είσαι εδώ, που μπορώ να έρχομαι και να σου φτιάχνω πρωινό ή να δανείζομαι τις Ugg σου. Χαίρομαι πάρα πολύ, Φι.»
56
NORA ROBERTS
«Και εγώ το ίδιο.» «Θα ήταν πολύ περήφανος για σένα. Ήταν περήφανος για σένα, αλλά...» «Το ξέρω ότι ήταν, και μου αρέσει να ξέρω πως θα ήταν περήφανος και ευτυχισμένος με αυτό που έγινα. Με αυτό που κάνω.» Η Φιόνα άφησε την ανάσα της να βγει. «Και ο Γκρεγκ θα ήταν. Έχουν ξεθωριάσει πολλά από εκείνον. Η φωνή του, η μυρωδιά του, ακόμα και το πρόσωπό του. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα χρειαζόταν να κοιτάξω μια φωτογραφία για να φέρω καθαρά στο μυαλό μου το πρόσωπό του.» «Εφτά χρόνια είναι πολύς καιρός. Ήσουν πολύ νέα, γλυκιά μου. Ξέρω ότι τον αγαπούσες, αλλά ήσουν πολύ νέα. Εδώ που τα λέμε, δεν περάσατε πολύ καιρό μαζί.» «Σχεδόν δύο χρόνια, και μου έμαθε πάρα πολλά. Όσα έχω τώρα τα έχω χάρη σε όσα μου δίδαξε ο Γκρεγκ, σε όσα μου έδειξε, σε όσα μου έδωσε. Πράγματι τον αγαπούσα, Σιλ, αλλά δε θυμάμαι πια εκείνη την αίσθηση. Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς με έκανε να νιώθω.» «Και εμείς τον αγαπούσαμε. Ο μπαμπάς σου και εγώ. Ήταν ένας καλός, πολύ καλός άνθρωπος.» «Ο καλύτερος.» «Φι, ίσως να μην μπορείς να θυμηθείς τι ένιωθες για εκείνον γιατί έχει φτάσει ο καιρός να αφήσεις τον εαυτό σου να νιώσει κάτι για κάποιον άλλον.» «Δεν ξέρω. Μερικές φορές... Να, μερικές φορές δεν είμαι σίγουρη ότι θα είμαι ποτέ έτοιμη για κάτι τέτοιο.» «Τα συναισθήματα δεν έρχονται πάντα όταν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτά.» «Ίσως όχι. Ίσως εκπλαγώ. Αλλά προς το παρόν, έχω αρκετά να με κρατούν απασχολημένη. Μην ξεχάσεις τις Ugg.» ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΩΝ, μια ομάδα έξι ατόμων συμπεριλαμβανομένου του Όριο, η Φιόνα ετοιμάστηκε για την ομάδα των ιδιαίτερων δεξιοτήτων,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
57
επιπέδου αρχαρίων. Οι περισσότεροι από τους μαθητές ήταν άτομα που δεν έμεναν στο νησί και που ήλπιζαν να πάρουν πιστοποιητικό σκύλων Έρευνας και Διάσωσης. Κάποιοι σε αυτή τη μεγαλύτερη ομάδα θα τα κατάφερναν, κάποιοι άλλοι όχι. Όμως η Φιόνα ήξερε πως κάθε σκύλος και ιδιοκτήτης θα ωφελούνταν από την επιπρόσθετη και πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση. Καθώς οι μαθητές κατέφθαναν, ήταν ώρα κοινωνικοποίησης – για σκύλους και ανθρώπους. Κατά τη γνώμη της, δεν ήταν χάσιμο χρόνου, αλλά ένα ζωτικό βήμα. Ένα σκυλί που δεν μπορούσε ή που δε θα κοινωνικοποιούνταν δε θα τα κατάφερνε ποτέ. Και η δεκάλεπτη «συναναστροφή» τής έδινε την ευκαιρία να κρίνει πόσο καλά τα πήγαιναν τα σκυλιά και οι χειριστές με την εκπαίδευσή τους στο σπίτι. Παρακολουθούσε, με τα χέρια χωμένα στις σακουλιασμένες τσέπες ενός αρχαίου μπουφάν με κουκούλα. «Εντάξει, ας αρχίσουμε. Πρώτα θα κάνουμε τα βασικά.» Έβαλε τους χειριστές να διατάξουν τα σκυλιά τους να τους ακολουθήσουν και στη συνέχεια να κάνουν το ίδιο χωρίς το λουρί – με ανάμεικτα αποτελέσματα. «Σνιτς, Γουάλντο» είπε, απευθυνόμενους στους σκύλους και όχι στους ιδιοκτήτες. «Πρέπει να δουλέψουμε λίγο περισσότερο στο σπίτι την εκπαίδευση χωρίς λουρί. Κοντεύουμε να το πετύχουμε, αλλά μπορείτε να τα καταφέρετε καλύτερα. Ας δοκιμάσουμε την εντολή επιστροφής. Χειριστές, κάντε στην άκρη. Θέλω να περιμένετε μέχρι να αποσπαστεί η προσοχή του σκύλου σας και έπειτα να δώσετε τη διαταγή. Να είστε αυστηροί. Μην ξεχνάτε την ανταμοιβή και τη θετική ενίσχυση.» Τράβηξε σκόπιμα η ίδια την προσοχή μερικών από τα νεαρά σκυλιά. Τα χάιδεψε, έπαιξε μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά, το ποσοστό της επιτυχίας την ευχαρίστησε. Αυτό το ποσοστό είχε πτώση στην εντολή της επιστροφής,
58
NORA ROBERTS
αφού τα περισσότερα από τα σκυλιά ήθελαν να παίξουν όταν τα φώναζαν. Η Φιόνα ξεδιάλεξε τους χειρότερους, αναθέτοντας στους υπόλοιπους να δουλέψουν την εντολή ακινησίας καθώς εκείνη ανέλαβε προσωπικά κάποιους. «Υπάρχουν καλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει ένα σκυλί να σταματάει ακαριαία. Μπορεί να υπάρχει κάποιος κίνδυνος τον οποίο δεν αντιλαμβάνεται. Επιπλέον, αυτή η άμεση και πλήρης ανταπόκριση δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη. Όταν λέτε Σταμάτα! ή όποια λέξη έχετε διαλέξει γι’ αυτή την εντολή, το σκυλί σας πρέπει να υπακούει χωρίς δισταγμό. Ας το δουλέψουμε ενώ βρίσκεστε κοντά κοντά. Περπατήστε με το σκυλί δίπλα σας, χωρίς λουρί, και έπειτα διατάξτε το να πέσει κάτω. Κάλι, μπορώ να χρησιμοποιήσω τον Σνιτς για επίδειξη;» Κατά τη γνώμη της Φιόνα, στη συγκεκριμένη περίπτωση χρειαζόταν δουλειά ο άνθρωπος και όχι ο σκύλος. Η Κάλι είχε την τάση να διστάζει. Σε λίγα λεπτά, με σίγουρο, αυστηρό τόνο, η Φιόνα είχε κάνει το κουτάβι να περπατάει δίπλα της σαν πρωταθλητής και να πέφτει κάτω αμέσως μόλις το διέταζε, σαν στρατιώτης. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το κάνει μ’ εμένα.» «Ξέρει ότι σε έχει του χεριού του, Κάλι. Δεν πιστεύει ότι το εννοείς, ότι είσαι επικεφαλής. Δεν είναι ανάγκη να ουρλιάζεις ή να θυμώνεις, αλλά πρέπει να είσαι αυστηρή. Η φωνή σου, το πρόσωπό σου, η γλώσσα του σώματός σου. Πείσε τον ότι σοβαρολογείς.» «Θα προσπαθήσω.» Ελαφρώς καλύτερα, έκρινε η Φιόνα. Αλλά υπέθετε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα του δικού της γύρου με τον Σνιτς. Αν η Κάλι δε γινόταν πιο σκληρή, το μικρό Γκόλντεν Ριτρίβερ θα της έπαιρνε εντελώς τον αέρα. «Εντάξει, ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για παιχνίδι.» Ήταν το σημάδι που περίμεναν τα δικά της σκυλιά.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
59
Συμμετείχαν στο πεντάλεπτο του χάους, κατά το οποίο όλοι οι σκύλοι έτρεχαν, έπιαναν αντικείμενα, χοροπηδούσαν πίσω από μπάλες, και κυλιόντουσαν παλεύοντας κατά ομάδες. «Δε θέλω να παραπονεθώ.» Η Φιόνα επιστράτευσε την υπομονή της αφού ο Ερλ Γκέινερ, ένας συνταξιούχος αστυνομικός και ιδιοκτήτης ενός πανέξυπνου νεαρού γερμανικού λυκόσκυλου, άρχιζε όλα τα παράπονά του με τον ίδιο τρόπο. «Τι πρόβλημα υπάρχει, Ερλ;» «Καταλαβαίνω ότι ένα από τα πιστεύω σου είναι η αξιοποίηση της επιθυμίας για παιχνίδι, αλλά μου φαίνεται ότι ξοδεύουμε υπερβολικά πολύ χρόνο αφήνοντας όλα αυτά τα σκυλιά να χαζολογάνε.» Και ο χρόνος, ήξερε η Φιόνα, σήμαινε χρήμα. «Καταλαβαίνω ότι μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, όμως σε αυτή την ηλικία η προσοχή τους αποσπάται πολύ γρήγορα. Υπάρχει κίνδυνος υπερβολικής εκπαίδευσης. Όταν ένα σκυλί συγχύζεται, απλώς δεν μπορεί να ακολουθήσει όλες τις καινούριες απαιτήσεις και προσδοκίες, παραιτείται ή υποχωρεί ή επαναστατεί. Χρειάζονται χρόνο για να ξεσπάσουν την κουταβίσια ενέργειά τους – και να συνεχίσουν την κοινωνικοποίησή τους με άλλα σκυλιά, με άλλους ανθρώπους. Θα δοκιμάσουμε κάνα δυο καινούρια πράγματα στο δεύτερο τριαντάλεπτο σήμερα.» Το κέφι του Ερλ έφτιαξε αμέσως. «Σαν τι;» «Ας τους αφήσουμε κάνα δυο λεπτά ακόμα. Ο Κότζακ έχει πολλές δυνατότητες. Το ξέρεις αυτό. Είναι έξυπνος και πρόθυμος να σε ευχαριστήσει. Αν επιμείνεις άλλες δυο βδομάδες, θα αρχίσουμε την εκπαίδευσή του στην ιχνηλασία. Προτού το κάνουμε αυτό, θα ενισχύσουμε το δεσμό, την κοινωνικοποίηση και την υπακοή.» Ο Ερλ φούσκωσε τα μάγουλά του. «Άκουσα τι κάνατε εσύ και ο σκύλος σου χθες, που βρήκατε εκείνο το αγόρι. Αυτό θέλω να κάνω και εγώ.»
60
NORA ROBERTS
«Το ξέρω, και με την εκπαίδευσή σου, με την εμπειρία σου, θα είσαι σπουδαίο απόκτημα. Ας βοηθήσουμε τον Κότζακ να κάνει το ίδιο. Στο δρόμο είναι, σου το υπόσχομαι.» «Όλοι όσοι ξέρουν λένε ότι είσαι μία από τους καλύτερους στην πολιτεία, ίσως σε ολόκληρη τη βορειοδυτική περιοχή. Γι’ αυτό παίρνουμε το φέρι δυο φορές την εβδομάδα. Ε, τουλάχιστον ο σκύλος το διασκεδάζει.» «Και μαθαίνει.» Η Φιόνα χτύπησε φιλικά το μπράτσο του Ερλ. Φώναξε τα σκυλιά της και τα έστειλε στη βεράντα, όπου ξάπλωσαν για να παρακολουθήσουν το θέαμα. «Φωνάξτε τους σκύλους σας στο πλευρό σας» φώναξε η Φιόνα και περίμενε να σχηματιστεί η ουρά. «Ένας σκύλος Έρευνας και Διάσωσης καλείται να ερευνήσει σε ποικίλα εδάφη. Σε σκληρό έδαφος, σε παγωμένο έδαφος, σε πέτρες, σε δάση, σε αστικά τοπία. Και σε νερό. Σήμερα θα τους μάθουμε το νερό.» Έδειξε μια παιδική φουσκωτή πισίνα που ήδη είχε γεμίσει με νερό και πήρε μια λαστιχένια μπάλα. «Ο καθένας σας, με τη σειρά, θα βγάλει το λουρί του σκύλου του και έπειτα θα πετάξει την μπάλα στην πισίνα. Θέλω να διατάξετε το σκύλο να φέρει την μπάλα. Μην ανησυχείτε. Έχω πετσέτες. Ερλ, γιατί δεν ξεκινάτε πρώτοι με τον Κότζακ; Στάσου περίπου τρία μέτρα μακριά.» Ο Ερλ έπιασε την μπάλα και πήρε θέση. Έβγαλε το λουρί από το σκύλο, τον έτριψε γρήγορα και του έδειξε την μπάλα. «Πιάσ’ την, Κότζακ!» φώναξε καθώς την πέταξε. Το σκυλί τινάχτηκε σαν σφαίρα, έκανε έναν πήδο – και μετά ένα πλατς. Βγήκε στην επιφάνεια με την μπάλα στο στόμα και μια σοκαρισμένη έκφραση που η Φιόνα μετέφρασε στο μυαλό της ως Τι στο διάβολο! Όμως πήδηξε έξω ξανά και επέστρεψε στον Ερλ όταν το αφεντικό του κροτάλισε τα δάχτυλά του.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
61
Επίδειξη, σκέφτηκε η Φιόνα, αλλά χαμογέλασε. Και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ όταν ο Κότζακ άρχισε να τινάζεται σαν τρελός και μούσκεψε τον περήφανο ιδιοκτήτη του που τον επαινούσε. «Το είδες αυτό;» Με νερό να στάζει από το πρόσωπό του, ο Ερλ κοίταξε τη Φιόνα. «Τα κατάφερε με την πρώτη.» «Τα πήγε πολύ καλά.» Το ίδιο και εσύ, σκέφτηκε. Η Φιόνα προσπαθούσε πάντα να αφήνει μια ώρα κενό ανάμεσα στα μαθήματα, ξέροντας ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του χρόνου θα το έτρωγαν οι χειριστές που ήθελα να μιλήσουν, να ζητήσουν συμβουλές και να μάθουν τη γνώμη της για το μάθημα της ημέρας. Στο χρόνο που της απέμενε, ίσως κατάφερνε να στριμώξει ένα γρήγορο γεύμα, να παίξει με τα σκυλιά της και να απαντήσει σε τηλεφωνήματα που λάμβανε κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Αφού είχε σαράντα λεπτά στη διάθεσή της όταν το τελευταίο αμάξι πέρασε πάνω από τη γέφυρά της, πέταξε μπαλάκια στα σκυλιά της, έπαιξε μαζί τους διελκυστίνδα, έτρεξε στο σπίτι για να πάρει κάνα δυο κρακεράκια με τυρί και στη συνέχεια ένα μήλο για να μη νιώθει τύψεις. Έφαγε ενώ έλεγχε και απαντούσε τα μηνύματα του αυτόματου τηλεφωνητή και του e-mail, και κράτησε μερικές σημειώσεις για το μπλογκ της, που το ενημέρωνε δύο ή τρεις φορές τη βδομάδα. Ήξερε ότι το μπλογκ οδηγούσε τον κόσμο στην ιστοσελίδα της – και το αντίστροφο. Κι αυτό οδηγούσε μερικούς από εκείνους στη σχολή της. Άφησε στον εαυτό της αρκετή ώρα για να αδειάσει την πισίνα και να εξετάσει το σχέδιο του μαθήματος για την επόμενη ομάδα. Καθώς άρχισε να ετοιμάζεται, κάποιος πέρασε από τη γέφυρά της. Αντίο, ησυχία, σκέφτηκε, και έπειτα συνοφρυώθηκε καθώς, για δεύτερη φορά σε δύο μέρες, ένα άγνωστο
62
NORA ROBERTS
όχημα προχώρησε στο μονοπάτι της. Σήκωσε το χέρι της για να προστατεύσει τα μάτια της από τον ήλιο και αναγνώρισε τη Ρόζι και τον Ντέβιν Κόλντγουελ. Όταν το αυτοκίνητο πήρε τη μικρή στροφή, είδε τον Χιου στο καρεκλάκι του στο πίσω μέρος. «Εντάξει, παιδιά, να είστε κύριοι. Καλωσορίστε.» Καθώς το αμάξι πάρκαρε, τα τρία σκυλιά παρατάχθηκαν δίπλα του και κάθισαν. Ο Ντέβιν βγήκε έξω, από τη μεριά των σκύλων. «Γεια σου, Πεκ. Γεια.» Όταν ο Πεκ σήκωσε την πατούσα του, ο Ντέβιν χαμογέλασε και έπειτα έσκυψε για να τη σφίξει. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.» «Ο Νιούμαν» είπε η Φιόνα καθώς ο Ντέβιν προχώρησε, σφίγγοντας πατούσες. «Και ο Μπόγκαρτ.» «Μάλλον σου αρέσουν οι παλιές ταινίες.» Ο Ντέβιν έδωσε το χέρι του στη Φιόνα. «Ελπίζω να μην πειράζει που περάσαμε.» «Καθόλου.» Στράφηκε προς τον Χιου, που κρατούσε το χέρι της μητέρας του και, παρά την περιπέτειά του, φαινόταν μια χαρά με το κόκκινο μπλουζάκι με την κουκούλα και το τζιν παντελόνι του. «Γεια σου, Χιου. Θέλεις να χαιρετήσεις τον Πεκ και τους φίλους του;» «Σκυλάκια!» Ο Χιου έτρεξε και πέρασε τα μπρατσάκια του γύρω από τον Πεκ. «Το σκυλάκι με βρήκε. Χάθηκα.» Η Φιόνα γνώρισε στο αγόρι τα υπόλοιπα σκυλιά και εκείνο τα αγκάλιασε όλα. «Ούτε καν σε ευχαρίστησα χθες…» είπε η Ρόζι. «Ήσουν λιγάκι απορροφημένη.» «Είναι... είναι εντάξει αυτό;» ρώτησε η Ρόζι όταν τα σκυλιά σωριάστηκαν κάτω και ο Χιου άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω τους χαχανίζοντας και να τους τραβάει τα αφτιά. «Είναι η καλύτερή τους. Λατρεύουν τα παιδιά.» «Σκεφτόμαστε να πάρουμε ένα σκυλί. Λέγαμε να περιμένουμε κάνα δυο χρόνια, αλλά τώρα...» Η Ρόζι παρακολούθησε τον Χιου και χαμογέλασε. «Έχεις να
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
63
προτείνεις κάποια ράτσα για ένα ζωηρό τρίχρονο παιδί;» «Είναι προφανές πως έχω αδυναμία στα Λαμπραντόρ. Είναι υπέροχα με τα παιδιά και με τις οικογένειες, αλλά θέλουν πολλή αλληλεπίδραση. Και χρειάζονται χώρο.» «Έχουμε μια αυλή και ένα πάρκο κοντά στο σπίτι. Έτσι όπως νιώθω τώρα, αν υπάρχει άλλος ένας Πεκ εκεί έξω, τον θέλω. Συγγνώμη» πρόσθεσε η Ρόζι όταν βούρκωσαν τα μάτια της. «Δεν έχω συνέλθει ακόμα. Δεσποινίς Μπρίστοου...» «Φιόνα.» «Φιόνα.» Η Ρόζι έσφιξε και τα δύο χέρια της Φιόνα. «Δεν έχω λόγια. Απλώς δεν έχω. Καμία αμοιβή, καμία χειρονομία δεν είναι αρκετή. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα που να πλησιάζει έστω στο ελάχιστο αυτό που έκανες εσύ για μας.» «Ο Χιου παίζει με τα σκυλιά μου και γελάει. Αυτή είναι η αμοιβή. Γι’ αυτό το κάνουμε.» Ο Ντέβιν πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. «Γράψαμε μια επιστολή στην οργάνωση –στην οργάνωση Έρευνας και Διάσωσης– για τη μονάδα σας, και θα τη στείλουμε σήμερα μαζί με μια δωρεά. Είναι κάτι.» «Είναι πολύ. Το εκτιμώ.» «Όταν πάρουμε κουταβάκι, θα γραφτούμε στα μαθήματά σου» πρόσθεσε η Ρόζι. «Δε θα ήθελα κανέναν άλλο να μας βοηθήσει να τον εκπαιδεύσουμε. Ο βοηθός Ίνγκλγουντ μάς είπε ότι έχεις μια σχολή πειθαρχίας και εκπαίδευσης σκύλων έρευνας.» «Και μάλλον σε απασχολούμε. Αλλά προτού φύγουμε... Χιου, δεν έχεις κάτι για τη δεσποινίδα Μπρίστοου και τον Πεκ; Μας είπαν ότι έχεις τρία σκυλιά» συνέχισε ο Ντέβιν καθώς η Ρόζι πήγε τον Χιου στο αμάξι. «Έτσι πήραμε ένα για το καθένα.» Ο Χιου επέστρεψε με την αγκαλιά του γεμάτη από τρία πελώρια δερμάτινα κόκαλα. Τα άφησε μπροστά στα σκυλιά.
64
NORA ROBERTS
«Δεν τα θέλετε;» ρώτησε όταν τα σκυλιά απλώς παρέμειναν στη θέση τους. «Δε θα τα πάρουν αν δεν τους πεις ότι μπορούν να το κάνουν.» Η Φιόνα έβαλε ένα κόκαλο μπροστά από κάθε σκυλί. «Πάρτε τα κόκαλα! Πάρτε τα κόκαλα!» φώναξε ο Χιου. Η Φιόνα έκανε μερικά σινιάλα με το χέρι και τα σκυλιά πήδηξαν χαρούμενα στον αέρα και έπειτα υποκλίθηκαν κομψά. Ο Χιου χαχάνισε. «Σου λένε ευχαριστώ πολύ.» «Ο Χιου διάλεξε αυτές για σένα.» Η Ρόζι τής πρόσφερε ένα μπουκέτο από κόκκινες τουλίπες. «Σκέφτηκε ότι μοιάζουν με γλειφιτζούρια.» «Πράγματι μοιάζουν και είναι πανέμορφες. Σε ευχαριστώ.» «Έφτιαξα μια ζωγραφιά.» Ο Χιου πήρε τη ζωγραφιά από τη μητέρα του. «Ζωγράφισα εμένα, τον Πεκ κι εσένα.» «Πω πω!» Η Φιόνα θαύμασε τις χρωματιστές καρικατούρες, τους κύκλους και τις γραμμές. «Είναι φοβερή.» «Αυτός είναι ο Πεκ. Είναι μεγάλο σκυλί. Και αυτή είναι η Φι και αυτός είμαι εγώ. Έπρεπε να ανέβω στην πλάτη της Φι. Κι αυτός είναι ο Γουάμπι. Και αυτός έπρεπε να ανέβει. Η μαμά και εγώ γράψαμε τα ονόματα.» «Είναι υπέροχη ζωγραφιά.» «Μπορείς να τη βάλεις στο γυψείο σου.» «Θα τη βάλω. Σε ευχαριστώ, Χιου.» Τον αγκάλιασε και μύρισε την ευωδιά ενός μικρού αγοριού – παράφορου, αθώου και ελεύθερου. Αφού τους αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι της, η Φιόνα μπήκε στο σπίτι για να στερεώσει τη ζωγραφιά στο μπροστινό μέρος του ψυγείου της και να τακτοποιήσει τις τουλίπες-γλειφιτζούρια σε ένα βάζο με χτυπητό γαλάζιο χρώμα. Και ήταν ευγνώμων που της έμεναν μερικά λεπτά για να συνέλθει προτού φτάσουν οι πρώτοι μαθητές της για την επόμενη τάξη.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
65
ΤΕΣΣΕΡΑ
Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ... Κουραφέξαλα! Ύστερα από ένα έξαλλο κυνήγι το οποίο ακολούθησε μια μάχη σώμα με σώμα, ο Σάιμον κατάφερε να αποσπάσει τη ματσόλα από τη θανάσιμη μέγγενη των δοντιών του Σαγόνια. Κρατώντας το σαλιωμένο πια και παραμορφωμένο εργαλείο ενώ το κουταβάκι χοροπηδούσε σαν μαλλιαρό ελατήριο, ο Σάιμον φαντάστηκε πως έδινε μια γερή σφυριά στο ξερό κεφάλι του σκυλιού. Όχι ότι θα έκανε κάτι τέτοιο, όσο δελεαστικό κι αν ήταν, αλλά δεν ήταν έγκλημα να το φαντάζεται. Είδε με το μυαλό του καρτουνίστικα πουλάκια να κελαηδάνε κόβοντας κύκλους πάνω από το κεφάλι του κουταβιού, και μικρά Χ στα μάτια του. «Πού τέτοια τύχη!» μουρμούρισε. Άφησε το εργαλείο στον πάγκο εργασίας ώστε να μην το φτάνει το σκυλάκι και έπειτα κοίταξε ολόγυρα –ξανά– τα σκορπισμένα παιχνίδια και κόκαλα στο πάτωμα του εργαστηρίου του. «Γιατί δε σου κάνουν αυτά; Γιατί;» Σήκωσε ένα σκοινί στο μέγεθος του Σαγόνια και του το πρόσφερε. «Ορίστε,
66
NORA ROBERTS
πήγαινε να καταστρέψεις αυτό.» Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, καθώς ο Σάιμον σκούπιζε την κακοποιημένη ματσόλα, το σκυλί άφησε το σκοινί να πέσει στις μπότες του κι έπειτα κάθισε στο πάτωμα, χτυπώντας την ουρά του, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και μάτια που έλαμπαν χαρούμενα. «Δε βλέπεις ότι έχω δουλειά;» ρώτησε ο Σάιμον. «Δεν έχω χρόνο να παίζω κάθε πέντε λεπτά. Κάποιος από τους δυο μας πρέπει να βγάζει λεφτά.» Ο Σάιμον στράφηκε πάλι στην επιδαπέδια οινοθήκη – ένα πανέμορφο κομμάτι, κατά την άποψή του– από ξύλο αγριοκερασιάς και έβενο. Χρησιμοποίησε ξυλόκολλα για να στερεώσει το τελευταίο διακοσμητικό ενώ το σκυλί έκανε επίθεση στα κορδόνια από τις μπότες του. Πασχίζοντας να συγκεντρωθεί στη δουλειά, ο Σάιμον τίναξε τα πόδια του και πήρε μια μέγγενη. Τίναξε τα πόδια του, κόλλησε, τίναξε τα πόδια του, έσφιξε. Τα γρυλίσματα και τα χαρούμενα κοφτά γαβγίσματα του Σαγόνια ενώνονταν με τη μουσική των U2 που είχε διαλέξει ο Σάιμον να ακούσει στο εργαστήρι το πρωί. Έσυρε τα δάχτυλά του πάνω στην απαλή, μεταξένια επιφάνεια και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Όταν πήγε πιο πέρα για να ελέγξει τις ραφές σε ένα ζευγάρι κουνιστές πολυθρόνες, έσυρε το σκυλί μαζί του πάνω στα πριονίδια. Τελικά ο Σαγόνιας τον είχε παρασύρει να παίξουν. Δούλεψε σχεδόν δύο ώρες, μια σέρνοντας το σκυλί, μια κυνηγώντας το, διατάζοντάς το να σταματήσει και πηγαίνοντάς το έξω, στο σημείο που είχε αναγορεύσει Κουραδούπολη. Αποφάσισε πως το διάλειμμα δεν ήταν και τόσο κακό. Του έδινε την ευκαιρία να καθαρίσει το μυαλό του, να απολαύσει το απαλό αεράκι και το λαμπερό ήλιο. Ποτέ δε βαριόταν να παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο το φως – του ήλιου ή του φεγγαριού– παιχνίδιζε πάνω στο στενό πορθμό που σχηματιζόταν ανάμεσα στα κυματιστά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
67
κομμάτια γης του νησιού. Του άρεσε να στέκεται στο ύψωμά του και να ακούει την ανεπαίσθητη και σταθερή μουσική του νερού από κάτω ή να κάθεται για λίγο στη σκεπαστή βεράντα του εργαστηρίου του και να παρατηρεί το πυκνό δάσος που τον περιέβαλλε χαζεύοντας τον πορθμό που ανοιγόταν μπροστά του. Στο κάτω κάτω, είχε μετακομίσει στο νησί για κάποιο λόγο. Για την απομόνωση, την ησυχία, τον αέρα, το πληθωρικό τοπίο. Ίσως, με κάποιον περίπλοκο τρόπο, να είχε δίκιο η μάνα του που του είχε φορτώσει το σκυλί. Τον ανάγκαζε να βγαίνει έξω – πράγμα που αποτελούσε βασικό λόγο του σκοπού της μετακόμισης. Του έδινε την ευκαιρία να κοιτάζει ολόγυρα, να χαλαρώνει, να συντονίζεται με ό,τι κινιόταν γύρω του. Με τον αέρα, το νερό, τα δέντρα, τους λόφους, τα βράχια – όλα πιθανές εμπνεύσεις για ένα σχέδιο. Χρώματα, σχήματα, υφές, καμπύλες και γωνίες. Αυτό το μικρό κομμάτι γης, το δάσος και το νερό, η βραχώδης πλαγιά, τα τιτιβίσματα και το κελάηδημα των πουλιών αντί για τη φασαρία των αυτοκινήτων και των ανθρώπων πρόσφεραν ακριβώς αυτό το οποίο αναζητούσε. Αποφάσισε να φτιάξει ένα ανθεκτικό παγκάκι σε αυτό το σημείο, κάτι ρουστίκ και φυσικό. Ίσως από ξύλο τικ, σκέφτηκε, ανακυκλωμένο αν μπορούσε να βρει, με μπράτσα αρκετά φαρδιά ώστε να στέκεται επάνω μια μπίρα. Επέστρεψε στο εργαστήρι του για να πάρει χαρτί και να σκιτσάρει τις ιδέες του, όταν θυμήθηκε το σκυλί. Φώναξε, ενοχλημένος που το κουτάβι δεν περιφερόταν μυρίζοντας γύρω από τα πόδια του όπως συνήθιζε να κάνει τον περισσότερο καιρό με αποτέλεσμα εκείνος να σκοντάφτει πάνω στο αναθεματισμένο ζώο ή
68
NORA ROBERTS
να το πατάει. Φώναξε ξανά και έπειτα άλλη μια φορά. Βρίζοντας καθώς ένα δυσάρεστο κράμα ενόχλησης, ενοχής και πανικού αναδευόταν στο στομάχι του, ο Σάιμον άρχισε το κυνήγι. Κοίταξε ξανά στο εργαστήρι για να δει αν το σκυλί είχε επιστρέψει εκεί για να φέρει την καταστροφή, και έπειτα προχώρησε γύρω από το κτίριο, μέσα στους θάμνους και στις λόχμες ενώ ταυτόχρονα φώναζε και σφύριζε. Σάρωσε με το βλέμμα του την πλαγιά που έβγαζε στο νερό, και τη λεπτή λωρίδα που οδηγούσε από το σπίτι στο δρόμο. Κοίταξε κάτω από τη σκεπαστή βεράντα του εργαστηρίου κι έπειτα πήγε στο σπίτι, έκανε το γύρο του και κοίταξε κάτω από τις βεράντες που υπήρχαν εκεί. Πουθενά ο Σαγόνιας. Διάολε, σκυλί είναι, σκέφτηκε ο Σάιμον. Θα επιστρέψει Ήταν όμως ένα μικρό σκυλί, οπότε πόσο μακριά μπορούσε να πάει; Καθησυχάζοντας τον εαυτό του, γύρισε στο εργαστήρι όπου είχε δει τελευταία φορά τον αναθεματισμένο ταραξία, και προχώρησε στο δάσος. Τώρα που το γαλήνιο διάλειμμά του είχε γίνει παρελθόν, το παιχνίδισμα του φωτός και των σκιών, ο ψίθυρος του αέρα, οι μπερδεμένοι βάτοι, φαίνονταν όλα απειλητικά. Άραγε μπορεί ένα γεράκι ή μια κουκουβάγια να αρπάξει ένα σκυλί αυτού του μεγέθους; αναρωτήθηκε. Κάποτε του είχε φανεί ότι είχε δει έναν αετό. Όμως… Εντάξει, το κουτάβι ήταν μικρό, αλλά ήταν στρουμπουλό. Σταμάτησε και πήρε μια ανάσα για να βεβαιώσει τον εαυτό του ότι δεν είχε πανικοβληθεί. Ούτε κατά διάνοια. Τσαντισμένος ήταν, αυτό ναι. Απίστευτα τσαντισμένος επειδή έχανε το χρόνο και την ενέργειά του κυνηγώντας ένα ηλίθιο κουτάβι το οποίο είχε φανταστεί ότι κοπανούσε στο κεφάλι με μια ματσόλα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
69
Χριστέ μου! Φώναξε δυνατά το όνομα του σκυλιού – και επιτέλους άκουσε γαβγίσματα ανταπόκρισης. Γαβγίσματα, συμπέρανε ο Σάιμον, καθώς τα νεύρα του που είχαν τσιτωθεί χαλάρωσαν, που δεν ακούγονταν ούτε στο ελάχιστο τρομαγμένα ή μετανιωμένα, αλλά γεμάτα τρελή χαρά. «Να πάρει ο διάβολος!» μουρμούρισε, αλλά, αποφασισμένος να φανεί προσεκτικός, προσπάθησε να δώσει τον ίδιο χαρούμενο τόνο στο κάλεσμά του. «Έλα, Σαγόνια, έλα μπασταρδάκι. Έλα, αγόρι μου, έλα, σατανά της κόλασης.» Τάχυνε τα βήματά του προχωρώντας προς τα χαρούμενα γαβγίσματα μέχρι που άκουσε ένα θρόισμα στις λόχμες. Ξεπρόβαλε το κουταβάκι, βρόμικο, σέρνοντας παλικαρίσια κάτι που έμοιαζε με σαπισμένο κουφάρι ενός πολύ μεγάλου πουλιού. Και εκείνος ανησυχούσε μήπως ένα πολύ μεγάλο πουλί μπορούσε να αρπάξει το σκυλί; Τι αστείο! «Χριστέ μου! Άσε κάτω αυτό το πράμα. Το εννοώ.» Ο Σαγόνιας γρύλισε παιχνιδιάρικα, με μάτια που έλαμπαν, και έσυρε το εύρημά του προς τα πίσω. «Εδώ! Τώρα! Έλα!» Ο Σαγόνιας ανταποκρίθηκε τραβώντας το κουφάρι μέχρι τον Σάιμον. Κάθισε κάτω, προσφέροντάς του το. «Τι στο διάβολο υποτίθεται ότι θα το κάνω αυτό;» Συγχρονίζοντας τις κινήσεις του, ο Σάιμον άρπαξε το κουτάβι και τίναξε με μια κλοτσιά στις λόχμες ό,τι είχε απομείνει από το πουλί. Ο Σαγόνιας στριφογύρισε, πασχίζοντας να ελευθερωθεί. «Δε θέλω να το κυνηγ… Μην πεις τη λέξη από Κ. Να πάρει, κωλόσκυλο, κωλόσκυλο, κωλόσκυλο!» Κράτησε το κουτάβι ψηλά. Η μπόχα ήταν απερίγραπτη. «Τι έκανες, πάνω του κυλίστηκες; Για όνομα του Θεού, γιατί;»
70
NORA ROBERTS
Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, ο Σάιμον σφήνωσε καλά το σκυλί που βρομοκοπούσε κάτω από το μπράτσο του και, αναπνέοντας με το στόμα, πήρε το δρόμο για το σπίτι. Καθώς επέστρεφε, του ήρθε η ιδέα να καταβρέξει το κουτάβι με το λάστιχο, αλλά την απέρριψε. Ένα απλό βρέξιμο δε θα έδιωχνε τη μυρωδιά – ακόμα κι αν κατάφερνε να κρατήσει ακίνητο το σκυλί για αρκετή ώρα. Σκέφτηκε να το κάνει μπάνιο. Ευχήθηκε να είχε μια μεταλλική σκάφη – και χειροπέδες. Το πλύσιμο μέσα στο σπίτι έφερε στο μυαλό του εικόνες ενός πλημμυρισμένου μπάνιου. Στη βεράντα του κατάφερε να βγάλει τις μπότες του ενώ ο Σαγόνιας έλουζε το πρόσωπό του με τρυφερά φιλιά που βρομούσαν πτωματίλα. Ο Σάιμον πέταξε το πορτοφόλι του στο τραπέζι όταν μπήκε στο σπίτι και πήγε κατευθείαν στην ντουζιέρα. Όταν κλείστηκαν και οι δύο μέσα, έβγαλε τα ρούχα του και έμεινε με το μποξεράκι, αγνοώντας τον Σαγόνια, που επιτέθηκε στο τζιν παντελόνι και στο πουκάμισο. Έπειτα άνοιξε το νερό. «Αντιμετώπισέ το» πρότεινε ο Σάιμον όταν ο Σαγόνιας κοπάνησε στα πλακάκια και έπειτα στη γυάλινη πόρτα σε μια απόπειρα να δραπετεύσει. Με τα δόντια σφιγμένα, ο Σάιμον έπιασε το σαπούνι. ΕΙΧΑΝ ΑΡΓΗΣΕΙ. Η Φιόνα έλεγξε ξανά την ώρα, ανασήκωσε τους ώμους της και συνέχισε να γεμίζει μια γλάστρα με πανσέδες και βίγκες. Απλώς θα έπρεπε να εκπαιδεύσει τον Σάιμον να σέβεται το πρόγραμμά της, όμως προς το παρόν την ικανοποιούσε το γεγονός ότι είχε την πολυτέλεια να κάνει λίγη κηπουρική. Τα σκυλιά της λαγοκοιμόντουσαν κοντά της, και το iPod της έπαιζε ροκ μουσική. Αν δεν εμφανίζονταν οι καινούριοι μαθητές της, θα τέλειωνε και τη δεύτερη γλάστρα και έπειτα ίσως πήγαινε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
71
τα αγόρια της να παίξουν λίγο κρυφτό στο δάσος. Η μέρα, ηλιόλουστη και γλυκιά, με γαλάζιο ουρανό και απαλό αεράκι, ήταν για να την απολαύσει κανείς. Κοίταξε εξεταστικά τη δουλειά της, ανάδεψε τα πέταλα των λουλουδιών και έπειτα ξεκίνησε να γεμίζει τη δεύτερη γλάστρα. Εντόπισε το φορτηγάκι. «Αυτός είναι ο Σάιμον» είπε όταν τα σκυλιά της σηκώθηκαν. «Ο Σάιμον και ο Σαγόνιας.» Και επέστρεψε στους πανσέδες της. Συνέχισε να φυτεύει καθώς άντρας και σκύλος βγήκαν από το φορτηγάκι και τα σκυλιά της τους υποδέχονταν – ο άντρας προχώρησε ανάμεσα στα σκυλιά. Όταν ο Σάιμον τη χτύπησε στον ώμο, εκείνη έβγαλε τα ακουστικά της. «Συγγνώμη, είπες τίποτα;» «Μάλλον έχουμε αργήσει.» «Μμμ.» Η Φιόνα πατίκωσε το χώμα. «Υπήρξαν κάποια απρόοπτα.» «Ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτά.» «Εμείς είχαμε πολλά από τα απρόοπτα αυτού του κόσμου, αλλά το σπουδαιότερο είχε να κάνει με ένα ψόφιο πουλί.» «Μπα;» Η Φιόνα έριξε μια ματιά στο κουτάβι, που τώρα έπαιζε σαν λυσσασμένο διελκυστίνδα με τον Μπόγκαρτ. «Έπιασε ένα πουλί;» «Κάτι άλλο έπιασε το πουλί, εδώ και μέρες αν κρίνω από την όψη –και τη μυρωδιά– του.» «Α…» Η Φιόνα ένευσε καταφατικά και, αποφασίζοντας να τον λυπηθεί, έβγαλε τα γάντια της. «Σου το έφερε;» «Τελικά ναι. Αφού κυλίστηκε πρώτα πάνω του για λίγο.» «Πώς τα πήγε με το μπάνιο;» «Κάναμε ντους.» «Αλήθεια;» Η Φιόνα συγκράτησε τα γέλια της αφού ήταν φανερό ότι ο Σάιμον δε θα το εκτιμούσε. «Πώς
72
NORA ROBERTS
πήγε;» «Όταν σταμάτησε να προσπαθεί να περάσει από την πόρτα της ντουζιέρας και να φάει το σαπούνι, καλά. Μάλιστα του άρεσε. Ίσως βρήκαμε ένα ασταθές κοινό έδαφος.» «Είναι μια αρχή. Τι έκανες το κουφάρι;» «Το πουλί;» Την κοίταξε και αναρωτήθηκε γιατί στο καλό την ενδιέφερε αυτό. «Το κλότσησα ξανά στους θάμνους. Είχα τα χέρια μου απασχολημένα με το σκυλί.» «Καλύτερα να το βάλεις σε μια σακούλα και να το πετάξεις. Διαφορετικά, θα το ξαναβρεί με την πρώτη ευκαιρία που θα του δοθεί.» «Τέλεια. Υπέροχα...» «Οι μυρωδιές είναι το ναρκωτικό των σκύλων. Έκανε αυτό που του υπαγόρευσε το ένστικτό του.» Και ο άνθρωπος, αποφάσισε η Φιόνα, έκανε αυτό που έπρεπε – εκτός από το να της τηλεφωνήσει και να της πει ότι θα αργούσε. «Δεδομένων των συνθηκών, θα σας κάνω ολόκληρο το μάθημα. Μελετήσατε στο σπίτι;» «Μμμ… Ναι» διόρθωσε ο Σάιμον όταν η Φιόνα ανασήκωσε το φρύδι της. «Κάθεται όταν τον διατάζω – σχεδόν όλες τις φορές. Όταν τον διατάζω να έρθει, το κάνει όποτε του καπνίσει. Από την τελευταία φορά που ήρθαμε εδώ, προσπάθησε ή πέτυχε να φάει το χειριστήριο της τηλεόρασης, ένα μαξιλάρι, ένα ολόκληρο ρολό χαρτιού τουαλέτας, ένα μέρος από το χαλάκι, σχεδόν ένα ολόκληρο σακουλάκι πατατάκια με γεύση μπάρμπεκιου, δύο καρέκλες και μια ματσόλα. Και, προτού ρωτήσεις, ναι, τον διόρθωσα και τα αντικατέστησα. Δε δίνει δεκάρα.» «Μάθε να είσαι ανθεκτικός στα κουτάβια» τον συμβούλεψε χωρίς ιδιαίτερη συμπόνια η Φιόνα. «Σαγόνια!» Χτύπησε τα χέρια της για να τραβήξει την προσοχή του σκύλου, τα άπλωσε για να τον προσκαλέσει και χαμογέλασε. «Έλα. Σαγόνια, έλα!» Το κουτάβι πήγε κοντά της χοροπηδώντας και της γρατζούνισε τα γόνατα. «Καλό σκυλί!» Η Φιόνα έβγαλε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
73
μια λιχουδιά από την τσέπη της. «Τι καλό σκυλί!» «Μαλακίες.» «Ωραία θετική συμπεριφορά και ενίσχυση!» «Δε ζεις εσύ μαζί του» μουρμούρισε εκείνος. «Αυτό είναι αλήθεια.» Σκόπιμα, η Φιόνα έβαλε το φτυαράκι της στο σκαλί. «Κάτσε.» Ο Σαγόνιας υπάκουσε και δέχτηκε άλλη μια λιχουδιά, κι άλλους επαίνους, κι άλλα τριψίματα. Και η Φιόνα παρακολούθησε το βλέμμα του να στρέφεται στο φτυαράκι. Όταν ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά της, ο Σαγόνιας χτύπησε, γρήγορος σαν μαστίγιο, και έτρεξε μακριά με το φτυαράκι στα δόντια. «Μην τον κυνηγήσεις.» Η Φιόνα άρπαξε τον Σάιμον από το χέρι τη στιγμή που εκείνος έκανε μεταβολή. «Απλώς θα το βάλει στα πόδια και θα το μετατρέψει σε παιχνίδι. Μπόγκαρτ, φέρε μου το σκοινί.» Κάθισε στη θέση της, με το σκοινί στο χέρι, και φώναξε τον Σαγόνια. Εκείνος έτρεξε προς τα εμπρός και έπειτα οπισθοχώρησε πάλι. «Βλέπεις; Προσπαθεί να μας παρασύρει. Αν ανταποκριθούμε, αν τον κυνηγήσουμε, έχει κερδίσει το γύρο.» «Εμένα μου φαίνεται πως, αν σου φάει το εργαλείο, έχει κερδίσει.» «Είναι παλιό, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν ξέρει ότι έχει κερδίσει εκτός αν παίξουμε. Δε θα παίξουμε. Σαγόνια! Έλα!» Έβγαλε άλλη μια λιχουδιά από την τσέπη της. Ύστερα από ένα σύντομο δισταγμό, το κουτάβι πήγε κοντά της χοροπηδώντας. «Δεν είναι δικό σου αυτό.» Η Φιόνα τού άνοιξε το στόμα, πήρε το φτυαράκι και κούνησε το κεφάλι της. «Δεν είναι δικό σου. Αυτό είναι δικό σου.» Και του έδωσε το σκοινί. Άφησε κάτω το φτυαράκι και ο Σαγόνιας τού όρμησε ξανά. Αυτή τη φορά, η Φιόνα χτύπησε την παλάμη της
74
NORA ROBERTS
πάνω στο εργαλείο και κούνησε το κεφάλι της. «Δεν είναι δικό σου. Αυτό είναι δικό σου.» Η Φιόνα επανέλαβε τη διαδικασία, απίστευτα υπομονετική, δασκαλεύοντας ταυτόχρονα τον Σάιμον. «Προσπάθησε να μη λες πολύ συχνά όχι. Πρέπει να το κρατάς για όταν θα είναι ανάγκη ή όταν θες να σταματήσει αμέσως. Όταν θα είναι σημαντικό. Ορίστε, βλέπεις; Έχασε το ενδιαφέρον του για το φτυαράκι. Δε θα παίξουμε. Αλλά θα παίξουμε με το σκοινί. Πιάσε την άλλη άκρη και παίξε μαζί του για λίγο.» Ο Σάιμον κάθισε δίπλα της, χρησιμοποίησε το σκοινί για να τραβήξει το σκυλί προς το μέρος του, το άφησε λίγο λάσκα και έπειτα το τράβηξε πέρα δώθε. «Μπορεί να μην είμαι φτιαγμένος για σκυλιά.» Θέλοντας τώρα να του δείξει λίγη συμπόνια, η Φιόνα τον χτύπησε απαλά στο γόνατο. «Αυτά τα λέει ένας άνθρωπος που έκανε ντους μαζί με το κουτάβι του;» «Ήταν απαραίτητο.» «Ήταν έξυπνο, αποτελεσματικό και επινοητικό.» Και μύριζαν κι οι δυο τους σαπούνι και… πριονίδι, συνειδητοποίησε η Φιόνα. Πολύ ωραία. «Θα μάθει. Θα μάθετε και οι δύο. Πώς τα πηγαίνει με την τουαλέτα;» «Για να είμαι ειλικρινής, αυτό έπιασε.» «Ορίστε λοιπόν. Μάθατε και οι δύο πώς να το χειρίζεστε αυτό, και επίσης κάθεται όταν τον διατάζεις.» «Και περιφέρεται στο δάσος για να κυλιστεί πάνω σε ψόφια πουλιά και τρώει το τηλεχειριστήριό μου.» «Σάιμον, μην είσαι τόσο θετικός!» Την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του και απλώς την έκανε να γελάσει. «Κάνεις προόδους. Προσπάθησε να τον εκπαιδεύσεις να έρχεται κάθε φορά που τον φωνάζεις. Κάθε φορά. Είναι σημαντικό. Θα δουλέψουμε στην εκπαίδευσή του με το λουρί και έπειτα θα του κάνουμε μια επανάληψη στη διαταγή για να έρχεται.» Καθώς σηκώθηκε, είδε το περιπολικό να προχωράει στο μονοπάτι της. «Είναι μια καλή ευκαιρία να τον μάθεις
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
75
να μην τρέχει προς ένα αυτοκίνητο και να μην πηδάει πάνω σε έναν επισκέπτη. Έλεγχέ τον, μίλα του.» Κούνησε το χέρι της και περίμενε να παρκάρει ο Ντέιβι και να βγει από το αμάξι. «Γεια σου, Ντέιβι.» «Φι! Γεια σας, παιδιά, πώς πάει;» Έσκυψε να τρίψει το μαύρο, το κίτρινο και το καστανό σκυλί. «Συγνώμη, Φι, δεν ήξερα ότι είχες μάθημα.» «Κανένα πρόβλημα. Από δω ο Σάιμον Ντόιλ και ο Σαγόνιας. Ο βοηθός σερίφη Ίνγκλγουντ.» «Σωστά, αγοράσατε το κτήμα των Ντομπς πριν από μερικούς μήνες. Χαίρομαι που σας γνωρίζω.» Ο Ντέιβι ένευσε στον Σάιμον και έπειτα κάθισε ανακούρκουδα για να χαιρετήσει το κουτάβι. «Γεια σου, μικρούλη. Δε θέλω να σας διακόψω» είπε καθώς έξυνε και έτριβε τον εκστασιασμένο Σαγόνια. «Μπορώ να περιμένω μέχρι να τελειώσετε.» «Δεν πειράζει. Σάιμον, πάρε το λουρί και δούλεψε για λίγο μόνος την εντολή για να περπατάει δίπλα σου ο Σαγόνιας. Θα επιστρέψω αμέσως. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Ντέιβι;» μουρμούρισε όταν ο Σάιμον πήγε στο φορτηγάκι του. «Ας κάνουμε ένα μικρό περίπατο οι δυο μας.» «Εντάξει, τώρα με τρομάζεις. Συνέβη τίποτα; Η Σιλ;» «Απ’ όσο ξέρω, η Σιλ είναι μια χαρά.» Όμως ο Ντέιβι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και την πήρε να περπατήσουν προς το πλάι του σπιτιού. «Μάθαμε κάποια νέα σήμερα και ο σερίφης σκέφτηκε πως, αφού εμείς οι δύο γνωριζόμαστε από παλιά, έπρεπε να έρθω να σου μιλήσω γι’ αυτό.» «Για ποιο;» «Μια γυναίκα εξαφανίστηκε στα μέσα του Ιανουαρίου στην Καλιφόρνια. Στην περιοχή του Σακραμέντο. Βγήκε να κάνει τζόκινγκ ένα πρωί και δεν επέστρεψε. Τη βρήκαν μια βδομάδα αργότερα στον Εθνικό Δρυμό Ελντοράντο, σε ένα ρηχό τάφο. Ένας ανώνυμος πληροφοριοδότης τούς έδωσε τις βασικές οδηγίες.»
76
NORA ROBERTS
Η Φιόνα κατάπιε τον κόμπο που ένιωσε στο λαιμό χωρίς να πει τίποτα. «Πριν από δέκα μέρες, μια άλλη γυναίκα βγήκε να τρέξει το πρωί στη Γιουρίκα της Καλιφόρνια.» «Πού τη βρήκαν;» «Στον Εθνικό Δρυμό Τρίνιτι. Η πρώτη γυναίκα ήταν δεκαεννιά χρονών. Η δεύτερη είκοσι. Φοιτήτριες κολεγίου. Κοινωνικές, αθλητικές, χωρίς σχέση. Και οι δύο εργάζονταν με μειωμένο ωράριο. Η πρώτη ως μπαργούμαν, η δεύτερη σε βιβλιοπωλείο. Ακινητοποιήθηκαν και οι δύο με παραλυτικό όπλο, στη συνέχεια δέθηκαν με νάιλον σκοινί και φιμώθηκαν με κολλητική ταινία. Και οι δύο στραγγαλίστηκαν με ένα κόκκινο φουλάρι που παρέμεινε στις σορούς.» Τώρα η Φιόνα δεν ένιωθε τίποτα, ολόκληρο το κορμί της είχε μουδιάσει. «Και που είχε δεθεί φιόγκος.» «Ναι. Και που είχε δεθεί φιόγκος.» Η Φιόνα πίεσε με το χέρι της την καρδιά της και την ένιωσε να χτυπάει δυνατά. «Ο Πέρι είναι στη φυλακή. Εξακολουθεί να είναι στη φυλακή.» «Δεν πρόκειται να βγει ποτέ, Φι. Είναι κλεισμένος μέσα, κλεισμένος για τα καλά.» «Πρόκειται για αντιγραφέα.» «Είναι κάτι παραπάνω από αυτό.» Ο Ντέιβι άπλωσε τα χέρια του και της έτριψε τους ώμους. «Είναι κάτι παραπάνω από αυτό, Φι. Υπάρχουν λεπτομέρειες της έρευνας για τον Πέρι που δεν ανακοινώθηκαν, όπως ότι ο Πέρι έπαιρνε μια τούφα από τα μαλλιά των θυμάτων του και έγραφε ένα νούμερο στη ράχη του δεξιού χεριού τους.» Ήδη το μούδιασμα είχε αρχίσει να φεύγει. Η Φιόνα το ήθελε πίσω, το ήθελε για να μπλοκάρει το ανακάτεμα στο στομάχι της. «Το είπε σε κάποιον, ή το έκανε ένας από τους ερευνητές – κάποιος στο εγκληματολογικό εργαστήριο ή το γραφείο του ιατροδικαστή.» Ο Ντέιβι κράτησε τα μάτια του στυλωμένα στα δικά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
77
της και τα χέρια του στους ώμους της. «Μάλλον. Θα βρούνε ποιος το έκανε.» «Μη με αντιμετωπίζεις σαν να είμαι ηλίθια, Ντέιβι. Οποιοσδήποτε από ένα σωρό δεκάδες ανθρώπους θα μπορούσε να δώσει αυτές τις πληροφορίες. Έχουν περάσει σχεδόν οχτώ χρόνια από τότε που…» «Το ξέρω. Λυπάμαι, Φι. Θέλω να ξέρεις ότι η αστυνομία έχει πέσει με τα μούτρα σ’ αυτή την υπόθεση. Θέλαμε να σε ενημερώσουμε και είναι πιθανό οι δημοσιογράφοι να κάνουν πολύ γρήγορα το συσχετισμό. Ίσως σε ρωτήσουν γι’ αυτό.» «Μπορώ να τα βγάλω πέρα με τους δημοσιογράφους. Η οικογένεια του Γκρεγκ;» «Θα ειδοποιηθούν κι αυτοί. Ξέρω ότι αυτό είναι δύσκολο για σένα, Φι, αλλά δε θέλω να ανησυχείς. Θα τον πιάσουν. Και, όσο άσχημο κι αν είναι, αυτός ο κόπανος ακολουθεί το μοτίβο του Πέρι. Επιτίθεται σε κορίτσια του κολεγίου. Εσύ δεν είσαι είκοσι χρονών πια.» «Όχι.» Πάσχισε να διατηρήσει τη φωνή της σταθερή. «Αλλά είμαι η μοναδική που γλίτωσε.»
Ο ΣΑΙΜΟΝ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ να ακούσει τη συζήτηση για να αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άσχημα νέα ή μπελάδες, ίσως και τα δύο. Μπορούσε να καταλάβει ότι η Φιόνα δε θα ήθελε κανέναν εκεί – ιδιαίτερα έναν άγνωστο. Σκέφτηκε να ξαναβάλει το σκύλο στο φορτηγάκι και να φύγει. Θα ήταν αγενές, αλλά δεν τον πείραζε πολύ η αγένεια. Όμως επίσης ήταν πολύ ψυχρό και αυτό τον πείραζε. Θα περίμενε να φύγει ο βοηθός σερίφη, θα άφηνε τη γυναίκα να πει όποιες δικαιολογίες τη βόλευαν και έπειτα θα το έβαζε στα πόδια. Κανένας δε θα ρεζιλευόταν. Επιπλέον, ω του θαύματος, είχε καταφέρει να κάνει τον Σαγόνια να περπατάει δίπλα του περίπου κατά το τριάντα τοις εκατό του χρόνου. Το γεγονός ότι η συνεργασία του κουταβιού πήγαζε από το γεγονός ότι
78
NORA ROBERTS
περπατούσαν μαζί τους τα υπόλοιπα σκυλιά δεν αναιρούσε την επιτυχία. Μπορούσε λοιπόν να επιστρέψει στο σπίτι ενθουσιασμένος από αυτό, να κάνει λίγη δουλειά ακόμα και έπειτα να πιει μια μπίρα. Αν έβγαζε το ψόφιο πουλί από την εξίσωση, ήταν μια πολύ καλή μέρα. Όταν έφυγε το περιπολικό, ο Σάιμον περίμενε ότι η Φιόνα θα τον πλησίαζε, θα του έλεγε εκείνες τις δικαιολογίες και έπειτα θα πήγαινε να κανονίσει ό,τι έπρεπε να κανονιστεί. Αντιθέτως, εκείνη έμεινε αρκετά λεπτά εκεί που βρισκόταν, κοιτώντας απλώς το δρόμο. Έπειτα επέστρεψε στα σκαλοπάτια της βεράντας και κάθισε. Και παρέμεινε καθισμένη. Πρέπει να πω εγώ τις δικαιολογίες λοιπόν, αποφάσισε ο Σάιμον. Εύκολο είναι. Μόλις θυμήθηκα ότι έχω μια δουλειά. Θα πάρω και το σκύλο μαζί, μπλα, μπλα, θα τα πούμε. Προχώρησε προς το μέρος της, ευχαριστημένος που χρειάστηκαν μόνο κάνα δυο τραβήγματα του λουριού για να τον ακολουθήσει το κουτάβι. Και, καθώς πλησίαζε, είδε ότι η Φιόνα ήταν άσπρη σαν το χαρτί, ενώ τα χέρια της, με τα οποία έσφιγγε τα γόνατά της, έτρεμαν ελαφρά. Διάβολε. Καθώς δεν μπορούσε να φύγει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μάζεψε από κάτω το κουτάβι προτού ο Σαγόνιας προλάβει να πηδήξει στην αγκαλιά της. «Άσχημα νέα…» της είπε. «Ορίστε;» «Ο βοηθός έφερε άσχημα νέα. Είναι καλά η Σίλβια;» «Ναι. Δεν πρόκειται για τη Σίλβια.» Τα σκυλιά της, έχοντας διαισθανθεί τη διάθεσή της, μαζεύτηκαν γύρω της. Το μεγάλο κίτρινο Λαμπραντόρ ακούμπησε το κεφάλι του στο γόνατό της. «Α… Πρέπει να…»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
79
Ο Σάιμον την είδε να προσπαθεί να βγει από την τρύπα μέσα στην οποία είχε πέσει. «Πρέπει να δουλέψουμε τις εντολές “κάτσε” και “στάσου”». «Όχι σήμερα.» Τότε εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, όμως ο Σάιμον δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τι ήταν το σύννεφο στα μάτια της. Ήταν θλίψη; Φόβος; Σοκ; «Όχι» συμφώνησε η Φιόνα «όχι σήμερα. Συγγνώμη.» «Κανένα πρόβλημα. Θα τα πούμε την επόμενη φορά.» «Σάιμον.» Η Φιόνα πήρε μια ανάσα καθώς εκείνος δίστασε. «Θα σε πείραζε… Μπορείς να μείνεις για λίγο;» Ήθελε να της πει όχι – ευχήθηκε να μπορούσε να της πει όχι. Ίσως το κατάφερνε αν δεν ήταν προφανές ότι της ήταν τόσο δύσκολο να το ζητήσει όσο ήταν για εκείνον να συμφωνήσει. «Εντάξει.» «Άσ’ τον να τρέξει λιγάκι. Θα τον προσέχουν οι μεγάλοι. Παίξτε» είπε καθώς ο Σάιμον έβγαλε το λουρί του Σαγόνια. «Μείνετε κοντά. Κοντά» επανέλαβε, χαϊδεύοντας τις γούνες τους. «Προσέξτε τον Σαγόνια, πηγαίνετε να παίξετε.» Τα σκυλιά κλαψούρισαν λιγάκι, και το καθένα από αυτά γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε καθώς άρχισαν να πηγαίνουν προς την αυλή. «Ξέρουν ότι είμαι αναστατωμένη. Προτιμούν να μείνουν μέχρι να μου περάσει. Εσύ θα προτιμούσες να φύγεις.» Ο Σάιμον κάθισε δίπλα της. «Ναι. Δεν είμαι πολύ καλός σ’ αυτά τα πράγματα.» «Το να μην είσαι πολύ καλός είναι καλύτερο από το να μην είσαι καθόλου καλός.» «Εντάξει. Υποθέτω πως θέλεις να μου πεις τα άσχημα νέα.» «Μάλλον. Έτσι κι αλλιώς, θα κάνουν το γύρο του νησιού.»
80
NORA ROBERTS
Ωστόσο, για λίγα λεπτά η Φιόνα δεν είπε τίποτα. Έπειτα φάνηκε να βρίσκει το κουράγιο. «Πριν από μερικά χρόνια έγινε μια σειρά από απαγωγές που κατέληξαν σε φόνο. Επρόκειτο για νεαρές γυναίκες, μεταξύ δεκαοχτώ και είκοσι τριών ετών. Ήταν όλες φοιτήτριες κολεγίου, δώδεκα άτομα σε μια περίοδο τριών χρόνων περίπου. Η Καλιφόρνια, η Νεβάδα, το Όρεγκον, το Νιου Μέξικο, η πολιτεία της Ουάσιγκτον ήταν είτε μέρη απαγωγής είτε μέρη ταφής – ή και τα δύο.» Στον Σάιμον θύμιζαν κάτι όλα αυτά, αμυδρά, όμως δεν είπε τίποτα. «Είχαν όλες τον ίδιο τύπο. Όχι εξωτερικά, αφού ο εγκληματίας δεν έκανε διάκριση σε φυλές και χρώματα, αλλά είχαν όλες παρόμοιο σωματικό τύπο και ήταν όλες φοιτήτριες κολεγίου, αθλητικές, δραστήριες, κοινωνικές. Τις παρακολουθούσε επί βδομάδες από τη στιγμή που διάλεγε ένα στόχο. Μερικές φορές περισσότερο. Σχολαστικός, υπομονετικός, κατέγραφε την καθημερινότητα, τις συνήθειες, την γκαρνταρόμπα, τους φίλους, την οικογένεια, το πρόγραμμά τους. Χρησιμοποιούσε κασετοφωνάκι και είχε ένα σημειωματάριο. Όλες οι γυναίκες έκαναν τζόκινγκ ή περιπάτους ή ποδήλατο. Τακτικά.» Η Φιόνα πήρε άλλη μια ανάσα και θύμισε στον Σάιμον κάποιον που ετοιμαζόταν να βουτήξει σε θολά νερά. «Προτιμούσε τις γυναίκες που έβγαιναν έξω μόνες τους νωρίς το πρωί ή το σούρουπο. Τις πλησίαζε από την αντίθετη κατεύθυνση – ήταν άλλος ένας τζόγκερ, άλλος ένας πεζοπόρος. Και, όταν έφτανε κοντά τους, χρησιμοποιούσε ένα παραλυτικό όπλο για να τις ακινητοποιήσει. Όσο εκείνες ήταν ανήμπορες, τις κουβαλούσε στο αυτοκίνητό του. Είχε το πορτμπαγκάζ καλυμμένο με πλαστικό ώστε να μη μένει κανένα ίχνος στα σώματα και κανένα ίχνος από αυτά στο πορτμπαγκάζ.» «Σχολαστικός» είπε ο Σάιμον, που σκεφτόταν
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
81
μεγαλόφωνα. «Ναι. Πολύ.» Η Φιόνα συνέχισε κοφτά, χωρίς διακυμάνσεις, σαν γυναίκα που έδινε μια αναφορά την οποία ήξερε απέξω. «Τις έδενε με νάιλον σκοινί, τις φίμωνε με κολλητική ταινία και έπειτα τους έδινε ένα ήπιο ηρεμιστικό για να τις έχει του χεριού του, για να μην κάνουν φασαρία. Πήγαινε με το αμάξι σε κάποιο εθνικό πάρκο. Είχε διαλέξει από πριν το σημείο. Ενώ η έρευνα συνεχιζόταν για τη γυναίκα στην περιοχή όπου είχε απαχθεί, εκείνος βρισκόταν ώρες μακριά και ανάγκαζε τη ζαβλακωμένη, τρομοκρατημένη γυναίκα να περπατήσει, μες στο σκοτάδι, μακριά από το μονοπάτι.» Τώρα η φωνή της σκάλωσε, τρεμούλιασε γρήγορα καθώς η Φιόνα έπλεξε τα δάχτυλα των χεριών της πάνω στα γόνατά της και κοίταξε κατευθείαν μπροστά. «Πρώτα έσκαβε τον τάφο – όχι πολύ βαθιά. Ήθελε να τις βρουν. Του άρεσε να τον παρακολουθούν να σκάβει, έτσι τις έδενε σε ένα δέντρο. Δεν μπορούσαν να ικετεύσουν, ούτε καν μπορούσαν να τον ρωτήσουν γιατί το έκανε αυτό αφού τις είχε συνέχεια φιμωμένες. Δεν τις βίαζε ούτε τις βασάνιζε σωματικά. Δεν τις χτυπούσε, ούτε τις ακρωτηρίαζε. Απλώς έβγαζε ένα κόκκινο φουλάρι και, ενώ ήταν δεμένες και φιμωμένες, ανήμπορες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, τις στραγγάλιζε. Το έδενε φιόγκο όταν τέλειωνε και τις έθαβε.» «Ο Φονιάς με το Κόκκινο Φουλάρι. Έτσι τον αποκαλούσε ο Τύπος» σχολίασε ο Σάιμον. «Το θυμάμαι αυτό. Τον έπιασαν όταν σκότωσε έναν αστυνομικό.» «Τον Γκρεγκ Νόργουντ. Ο αστυνομικός ήταν ο Γκρεγκ Νόργουντ, και το σκυλί του, το αστυνομικό σκυλί του, ήταν ο Κονγκ.» Οι λέξεις πάλλονταν στον αέρα ανάμεσά τους σαν ανοιχτή πληγή. «Τον ήξερες.» «Ο Πέρι τούς είχε στήσει καρτέρι. Ο Γκρεγκ είχε ένα σπίτι, ένα ωραίο μικρό εξοχικό σπιτάκι κοντά στη Λίμνη
82
NORA ROBERTS
Σάμαμις. Του άρεσε να πηγαίνει εκεί τον Κονγκ, να ασχολείται με την εκπαίδευσή του. Μια φορά το μήνα, οι δυο τους. Το αποκαλούσε “δεσμό των αγοριών”.» Ακούμπησε τα χέρια της στα γόνατά της. Ήταν μια συνηθισμένη χειρονομία, όμως ο Σάιμον είδε τον τρόπο που σφίχτηκαν τα δάχτυλά της. «Πρώτα έριξε στον Γκρεγκ, και ίσως αυτό να ήταν το λάθος του. Φύτεψε δύο σφαίρες στον Κονγκ, όμως ο Κονγκ δε σταμάτησε. Αυτό αναπαράστησαν και αυτό είπε ο Πέρι ότι συνέβη, ανταλλάσσοντας ομολογίες, πληροφορίες και λεπτομέρειες ενάντια στην απειλή της θανατικής ποινής όταν κατάλαβε ότι θα έχανε τη δίκη. Ο Κονγκ τον ξέσκισε για τα καλά προτού πεθάνει. Ο Πέρι ήταν δυνατός και κατάφερε να επιστρέψει στο αυτοκίνητό του, και μάλιστα να οδηγήσει μερικά χιλιόμετρα προτού λιποθυμήσει και τρακάρει. Τέλος πάντων, τον έπιασαν. Και ο Γκρεγκ ήταν δυνατός. Έζησε δύο μέρες. Αυτό έγινε Σεπτέμβρη. Στις 12 Σεπτέμβρη. Θα παντρευόμασταν τον επόμενο Ιούνιο.» Άχρηστα λόγια, σκέφτηκε ο Σάιμον, αλλά έπρεπε να ειπωθούν. «Λυπάμαι.» «Ναι, και εγώ. Παρακολουθούσε τον Γκρεγκ επί μήνες, ίσως περισσότερο. Σχολαστικά, υπομονετικά. Τον σκότωσε για να με εκδικηθεί. Βλέπεις, υποτίθεται ότι θα ήμουν το δέκατο τρίτο θύμα του, αλλά ξέφυγα.» Η Φιόνα έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή. «Θέλω ένα ποτό. Θέλεις και εσύ ένα;» «Ναι. Εντάξει.» Όταν εκείνη σηκώθηκε και μπήκε στο σπίτι, ο Σάιμον αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει μαζί της, και αποφάσισε πως ίσως η Φιόνα χρειαζόταν λίγο χρόνο μόνη της για να συνέλθει. Θυμήθηκε κάτι λίγα απ’ αυτή την ιστορία. Θυμήθηκε τώρα ότι υπήρχε ένα κορίτσι που είχε δραπετεύσει, και που είχε δώσει στο FBI την περιγραφή του άντρα που την
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
83
απήγαγε. Πριν από πολλά χρόνια, σκέφτηκε ο Σάιμον, και προσπάθησε να θυμηθεί τι έκανε εκείνος την εποχή που αυτή η ιστορία έκανε ντόρο. Απλώς δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία, σκέφτηκε τώρα. Ήταν… πόσο… είκοσι πέντε χρονών; Μόλις είχε μετακομίσει στο Σιάτλ και προσπαθούσε να φτιάξει ένα όνομα, να πορευτεί. Και ο πατέρας του είχε την ιστορία με τον καρκίνο εκείνη την εποχή. Αυτό είχε επισκιάσει οτιδήποτε άλλο. Η Φιόνα βγήκε από το σπίτι με δυο ποτήρια λευκό κρασί. «Είναι ένα αυστραλέζικο σαρντονέ. Μόνο αυτό έχω, απ’ ό,τι φαίνεται.» «Μια χαρά είναι.» Ο Σάιμον πήρε το ποτήρι του και έμειναν σιωπηλοί, παρακολουθώντας το σωρό των σκυλιών που είχαν αποφασίσει να πάρουν έναν υπνάκο. «Θέλεις να μου πεις πώς ξέφυγες;» «Από τύχη, αφού πρώτα φέρθηκα σαν ηλίθια. Δεν έπρεπε να είχα βγει έξω μόνη εκείνο το πρωί σ’ εκείνο το μονοπάτι για τζόκινγκ. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί. Ο θείος μου είναι αστυνομικός, ήδη έβγαινα με τον Γκρεγκ, και μου είχαν τονίσει κι οι δύο να μην τρέχω χωρίς παρέα. Αλλά δεν μπορούσα να βρω κάποιον αντάξιό μου. Ήμουν αστέρι του στίβου» πρόσθεσε με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Έχεις τα κατάλληλα πόδια.» «Ναι. Είμαι τυχεράκιας. Δεν τους άκουσα. Εκείνη την εποχή, ο Πέρι δεν είχε πλησιάσει στην Ουάσιγκτον και είχε πολλούς μήνες να γίνει κάποια απαγωγή. Ποτέ δεν πιστεύεις ότι θα συμβεί σ’ εσένα. Και ειδικά όταν είσαι είκοσι χρονών. Βγήκα έξω για να τρέξω. Μου άρεσε να πηγαίνω νωρίς για τρέξιμο και έπειτα για καφέ. Ήταν μια απαίσια μέρα, καταθλιπτική, βροχερή, όμως μου άρεσε πολύ να τρέχω στη βροχή. Ήταν αρχές Νοεμβρίου, ένα χρόνο προτού πεθάνει ο Γκρεγκ. Είχα ένα δευτερόλεπτο στη διάθεσή μου, μόλις ένα δευτερόλεπτο όταν τον είδα.
84
NORA ROBERTS
Ήταν πολύ συνηθισμένος, με πολύ ευχάριστη εμφάνιση, αλλά κάτι μού έκανε κλικ. Είχα ένα κουμπί πανικού 4 στο μπρελόκ με τα κλειδιά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά ήταν πολύ αργά. Ένιωσα εκείνον το συγκλονιστικό πόνο και έπειτα τίποτα δε λειτουργούσε.» Η Φιόνα αναγκάστηκε να σταματήσει μια στιγμή, έπρεπε να αναπνεύσει. «Τίποτα δε λειτουργούσε» επανέλαβε. «Πόνος, σοκ, έπειτα μούδιασμα, αχρηστία. Μου ήρθε αναγούλα όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου μέσα στο πορτμπαγκάζ. Ήταν σκοτεινά και ένιωθα την κίνηση, τον ήχο των λάστιχων στο δρόμο. Δεν μπορούσα να ουρλιάξω, δεν μπορούσα να κλοτσήσω, μετά βίας μπορούσα να κουνηθώ.» Σταμάτησε, άφησε την ανάσα της να βγει, ήπιε αργά μια γουλιά από το κρασί της. «Έκλαψα για λίγο γιατί θα με σκότωνε και δεν μπορούσα να τον σταματήσω. Θα με σκότωνε γιατί ήθελα να τρέξω μόνη μου το πρωί. Σκέφτηκα την οικογένειά μου, και τον Γκρεγκ, τους φίλους μου, τη ζωή μου. Σταμάτησα να κλαίω και εξοργίστηκα. Δεν είχα κάνει κάτι για να το αξίζω αυτό.» Σταμάτησε ξανά και ήπιε ενώ το αεράκι ψιθύριζε ανάμεσα στα πεύκα. «Και ήθελα να κατουρήσω. Αυτό ήταν ταπεινωτικό, και όσο ανόητο κι αν είναι, η σκέψη ότι θα κατουριόμουν πάνω μου προτού με σκοτώσει απλώς μου έδωσε δύναμη. Άρχισα λοιπόν να το πολεμάω, να συστρέφομαι, και ένιωσα το εξόγκωμα στην τσέπη μου. Είχα μια κρυφή τσέπη στο παντελόνι της φόρμας μου – μία από εκείνες τις εσωτερικές τσέπες στο πίσω μέρος. Ο Γκρεγκ μού είχε χαρίσει ένα μικρό ελβετικό σουγιά.» Έβαλε το χέρι της στην τσέπη του τζιν της και τον έβγαλε. «Ένας μικροσκοπικός σουγιάς, με ένα χαριτωμένο μικρούλικο ψαλίδι και μια μίνι λίμα νυχιών. Ένας κοριτσίστικος σουγιάς.» Τον έσφιξε στο χέρι της. «Μου έσωσε τη ζωή. Ο Πέρι μού είχε πάρει τα κλειδιά και τα ψιλά για τον καφέ που είχα κλείσει στην τσέπη του
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
85
μπουφάν μου, όμως δεν είχε σκεφτεί την εσωτερική τσέπη του παντελονιού. Υποθέτω πως δεν μπορούσε να ξέρει ότι υπήρχε. Τα χέρια μου ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη μου. Μπορούσα να φτάσω το σουγιά. Νομίζω ότι τότε φοβήθηκα περισσότερο. Όταν κατάφερα να τον πιάσω, όταν άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως, ίσως υπήρχε ένας τρόπος να ξεφύγω.» «Μπορώ να τον δω;» Όταν του τον έδωσε, ο Σάιμον τον άνοιξε και κοίταξε εξεταστικά τη λεπίδα στο λαμπερό απογευματινό ήλιο. Ήταν η μισή από τον αντίχειρά του, σκέφτηκε. «Έκοψες το νάιλον σκοινί μ’ αυτό το πράγμα;» «Το έκοψα, το πριόνισα, το πελέκησα. Μου πήρε έναν αιώνα να ανοίξω το σουγιά, ή έτσι μου φάνηκε, και μια ολόκληρη ζωή να κόψω το σκοινί. Χρειάστηκε να κόψω κι εκείνο που υπήρχε γύρω από τους αστραγάλους μου γιατί δεν μπορούσα να λύσω τον κόμπο. Στην αρχή φοβήθηκα ότι ο Πέρι θα σταματούσε το αυτοκίνητο προτού τελειώσω, έπειτα φοβήθηκα ότι δε θα σταματούσε ποτέ εκείνο το γαμημένο το αμάξι. Όμως το σταμάτησε. Το σταμάτησε και βγήκε έξω σφυρίζοντας ένα σκοπό. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον ήχο.» Ο Σάιμον το σκέφτηκε – μια κοπέλα, παγιδευμένη, τρομοκρατημένη, πιθανόν ματωμένη εκεί που την είχαν κόψει τα σκοινιά. Και οπλισμένη με ένα σουγιά ελάχιστα πιο φονικό από μια πινέζα. «Έβαλα ξανά την κολλητική ταινία πάνω στο στόμα μου.» Το είπε τόσο ήρεμα αυτό, τόσο αδιάφορα, ώστε ο Σάιμον γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. «Και τύλιξα το σκοινί γύρω από τους αστραγάλους μου, έβαλα τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου. Έκλεισα τα μάτια μου. Όταν ο Πέρι άνοιξε το πορτμπαγκάζ, εξακολουθούσε να σφυρίζει. Έσκυψε μέσα και με χτύπησε στο μάγουλο για να με συνεφέρει. Και εγώ τον κάρφωσα με εκείνον το μικρό σουγιά. Έλπιζα να τον πετύχω στο μάτι, αλλά αστόχησα και τον πέτυχα στο
86
NORA ROBERTS
πρόσωπο. Παρ’ όλα αυτά αιφνιδιάστηκε και πόνεσε αρκετά ώστε να μου δοθεί ένα δευτερόλεπτο. Τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο πρόσωπο, έστρεψα απότομα τα πόδια μου και τον κλότσησα. Όχι τόσο δυνατά όσο ήθελα γιατί το σκοινί είχε μπερδευτεί λιγάκι, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να τον τινάξω προς τα πίσω και να μπορέσω να βγω έξω. Το φτυάρι ήταν εκεί που του είχε πέσει όταν τον μαχαίρωσα. Το άρπαξα και τον κοπάνησα στο κεφάλι – κάνα δυο φορές. Του πήρα τα κλειδιά. Εξακολουθώ να μην τα θυμάμαι πολύ καλά όλα αυτά –λένε ότι φταίει το σοκ, η αδρεναλίνη– αλλά μπήκα στο αμάξι και σανίδωσα το γκάζι.» «Τον εξουδετέρωσες και το έσκασες με το αμάξι» μουρμούρισε ο Σάιμον, εμβρόντητος και συνεπαρμένος. «Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, πού πήγαινα, και ήμουν τυχερή που δε σκοτώθηκα, αλλά οδηγούσα σαν νυχτερίδα που βγήκε από την κόλαση. Υπήρχε ένα κτίσμα, ένα ξενοδοχείο – είδα τα φώτα. Με είχε πάει στον Ολυμπιακό Εθνικό Δρυμό. Φώναξαν τους δασοφύλακες, εκείνοι ειδοποίησαν το FBI και πάει λέγοντας. Ο Πέρι ξέφυγε, αλλά τους έδωσα την περιγραφή του. Είχαν το αυτοκίνητο, το όνομά του, τη διεύθυνσή του. Ή αυτή που είχε δώσει. Παρ’ όλα αυτά, τους ξέφευγε σχεδόν ένα χρόνο. Μέχρι που πυροβόλησε τον Γκρεγκ και τον Κονγκ, και ο Κονγκ τον σταμάτησε. Ο Κονγκ έδωσε τη ζωή του για να τον σταματήσει.» Πήρε ξανά το σουγιά και τον έχωσε στην τσέπη της. «Φαίνεσαι πολύ έξυπνη γυναίκα» παρατήρησε ύστερα από λίγο ο Σάιμον. «Οπότε ξέρεις ότι αυτό που έκανες έσωσε άλλες γυναίκες. Το έχωσαν μέσα αυτό το κάθαρμα, έτσι δεν είναι;» «Καταδικάστηκε πολλές φορές σε ισόβια. Έκαναν συμφωνία μαζί του αφότου κατέθεσα, αφού συνειδητοποίησε ότι θα καταδικαζόταν για τον Γκρεγκ, για μένα, και ότι αντιμετώπιζε τη θανατική ποινή.» «Γιατί έκαναν συμφωνία μαζί του;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
87
«Προκειμένου να ομολογήσει για τον Γκρεγκ, για μένα, για τα υπόλοιπα δώδεκα θύματα, για να βρουν το σημειωματάριο και τις κασέτες του, για να ησυχάσουν οι οικογένειες των δολοφονημένων γυναικών. Για να πάρουν απαντήσεις. Και για να βεβαιωθούν ότι δε θα ξανάβγαινε ποτέ έξω.» Η Φιόνα ένευσε καταφατικά σαν να απαντούσε σε μια ερώτηση του μυαλού της. «Πάντα πίστευα ότι έκανα το σωστό. Με κάποιον παράξενο τρόπο, με ανακούφιζε να τον ακούω να τα διηγείται όλα, βήμα βήμα, και να ξέρω ότι θα πλήρωνε γι’ αυτά, για όλα αυτά, για ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο διάστημα. Ήθελα να το αφήσω πίσω μου, να κλείσω την πόρτα. Ο πατέρας μου πέθανε μόλις εννιά βδομάδες αργότερα. Τόσο ξαφνικά, τόσο απροσδόκητα. Και η γη άνοιξε ξανά κάτω από τα πόδια μου.» Η Φιόνα έτριψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Φοβερές εποχές. Ήρθα να μείνω με τη Σιλ για λίγες βδομάδες, για κάνα δυο μήνες, όπως νόμιζα, αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να επιστρέψω. Χρειαζόμουν μια καινούρια αρχή και ήθελα να την κάνω εδώ. Έτσι έγινε, και για τον περισσότερο καιρό εκείνη η πόρτα παρέμεινε κλειστή.» «Τι την άνοιξε σήμερα;» «Ο Ντέιβι ήρθε να μου πει πως κάποιος χρησιμοποιεί το μοτίβο του Πέρι, μαζί με λεπτομέρειες που δεν είχαν ανακοινωθεί στο κοινό. Έχουν γίνει δύο φόνοι μέχρι στιγμής. Στην Καλιφόρνια. Άρχισε ξανά.» Ερωτήσεις στροβιλίστηκαν στο μυαλό του Σάιμον, αλλά δεν τις έκανε. Η Φιόνα έχει τελειώσει, σκέφτηκε. Έχει αποφορτιστεί από αυτά που είχε ανάγκη να αποφορτιστεί προς το παρόν. «Είναι σκληρό για σένα. Σου τα θύμισε όλα ξανά, τα έκανε παρόν αντί παρελθόν.» Εκείνη έκλεισε ξανά τα μάτια της και ολόκληρο το κορμί της φάνηκε να ηρεμεί. «Ναι. Ναι, ακριβώς. Θεέ μου, ίσως είναι ανόητο, αλλά βοηθάει στ’ αλήθεια να ακούς
88
NORA ROBERTS
κάποιον να το λέει αυτό. Να υπάρχει κάποιος να το καταλαβαίνει. Σε ευχαριστώ λοιπόν.» Ακούμπησε το χέρι της στο γόνατό του – μια σύντομη επαφή. «Πρέπει να πάω μέσα, να κάνω μερικά τηλεφωνήματα.» «Εντάξει.» Της έδωσε το ποτήρι. «Σε ευχαριστώ για το κρασί.» «Το κέρδισες.» Ο Σάιμον πήγε να πάρει το κουτάβι, που αμέσως άρχισε να γλείφει το πρόσωπό του σαν να είχαν αποχωριστεί μια δεκαετία. Καθώς απομακρυνόταν με το αυτοκίνητο, έριξε μια ματιά πίσω του και είδε τη Φιόνα να μπαίνει στο σπίτι της, με τα σκυλιά της να την ακολουθούν καταπόδι.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
89
ΠΕΝΤΕ
Η ΦΙΟΝΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΝΑ ΦΑΕΙ ΒΡΑΔΙΝΟ, αλλά αντιθέτως ήπιε άλλο ένα ποτήρι κρασί. Η συνδιάλεξη με τους γονείς του Γκρεγκ είχε ξύσει την ουλή και είχε ανοίξει ξανά την πληγή. Ήξερε ότι η υγιής επιλογή ήταν να μαγειρέψει, ίσως να πάει ένα μεγάλο περίπατο με τα σκυλιά. Να βγει από το σπίτι, να στραφεί σε κάτι έξω από τον εαυτό της. Αντιθέτως, έβγαλε έξω τα σκυλιά και αφέθηκε σε μελαγχολία τόσο μεγάλη και βαθιά ώστε εκνευρίστηκε όταν τη διέκοψε άλλος ένας επισκέπτης. Δεν μπορούσε ο κόσμος να την αφήσει να ψυχοπλακωθεί; Η χορωδία από χαρούμενα γαβγίσματα σήμαινε ότι επρόκειτο για φίλο. Η Φιόνα δεν ξαφνιάστηκε όταν είδε τον Τζέιμς και τον Κόμπι του να ανταλλάσσουν χαιρετισμούς με τα σκυλιά της. Έγειρε πάνω στο στύλο της βεράντας σιγοπίνοντας το κρασί της και παρατηρώντας τον. Κάτω από τους προβολείς που είχε ανάψει η Φιόνα, τα μαλλιά του έλαμπαν. Αλλά πάλι, κάτι πάνω στον Τζέιμς έλαμπε πάντα. Η επιδερμίδα του, που είχε μια απόχρωση δύσκολο
90
NORA ROBERTS
να περιγραφεί, την οποία εκείνη σκεφτόταν ως καραμέλα βουτηγμένη σε χρυσόσκονη, ήταν περίτρανη απόδειξη της μιγαδικής καταγωγής του. Τα μάτια του, που είχαν ένα φωτεινό, λαμπερό πράσινο χρώμα, συχνά ήταν γελαστά κάτω από τις πυκνές βλεφαρίδες του. Τώρα τα έστρεψε στη Φιόνα, μαζί με ένα γρήγορο και αβίαστο χαμόγελο καθώς κούνησε μια τεράστια χαρτοσακούλα από κάποιο φαγάδικο. «Έφερα προμήθειες.» Εκείνη ήπιε αργά άλλη μια γουλιά από το κρασί της. «Σου μίλησε ο Ντέιβι.» «Αφού είναι παντρεμένος με την αδερφή μου, το κάνει συχνά αυτό.» Την πλησίασε, φέρνοντας μαζί του τη μυρωδιά του φαγητού, και έπειτα απλώς πέρασε το ελεύθερο χέρι του γύρω της για να την τραβήξει κοντά του. Και λικνίστηκε. «Καλά είμαι. Απλώς μόλις έκανα την πρώτη συνάντηση της Λέσχης της Αυτολύπησης» του είπε εκείνη. «Θέλω να γραφτώ. Θα είμαι ο πρόεδρος.» «Έχω ήδη εκλέξει πρόεδρο τον εαυτό μου. Αλλά, αφού έφερες προμήθειες, μπορείς να γίνεις το δεύτερο επίσημο μέλος.» «Θα έχουμε κονκάρδες; Κάποια μυστική χειρονομία;» Έγειρε πίσω για να τη φιλήσει στο μέτωπο. «Πάμε μέσα να ψηφίσουμε τρώγοντας χάμπουργκερ.» «Μίλησα με τη μητέρα του Γκρεγκ» του είπε η Φιόνα καθώς προχώρησε μπροστά. «Ζόρι.» «Μεγάλο. Και έτσι καθόμουν εδώ, πίνοντας κρασί στο σκοτάδι.» «Δεν έχεις άδικο, αλλά βάζω ένα τέλος σ’ αυτό. Έχεις κοκακόλα;» «Πέψι. Διαίτης.» «Μπλιαχ. Εντάξει, θα την πιω.» Σαν στο σπίτι του, ο Τζέιμς έβγαλε πιάτα, έβαλε από
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
91
ένα μεγάλο χάμπουργκερ στο καθένα, και έπειτα μοίρασε ένα βουνό από πατάτες μέσα από ένα χάρτινο κουτί τροφίμων. Η Φιόνα σερβίρισε τα αναψυκτικά αφού έχυσε το υπόλοιπο κρασί του ποτηριού της στο νεροχύτη. «Έπρεπε να είχαμε κάνει σεξ προτού γίνουμε φίλοι.» Ο Τζέιμς χαμογέλασε και κάθισε. «Νομίζω ότι ήμαστε έντεκα και δώδεκα χρονών όταν άρχισες να έρχεσαι στο νησί για να βλέπεις τον πατέρα σου, οπότε ήμασταν λίγο μικροί για σεξ όταν γίναμε φίλοι.» «Έστω.» Η Φιόνα κάθισε στην καρέκλα της. «Αν είχαμε κάνει σεξ τότε, θα μπορούσαμε να το αναβιώσουμε τώρα. Θα ήταν ένας καλός αντιπερισπασμός. Αλλά τώρα είναι πολύ αργά γιατί θα ένιωθα σαν ηλίθια αν έμενα γυμνή μπροστά σου.» «Είναι ένα πρόβλημα αυτό.» Ο Τζέιμς έφαγε μια μπουκιά από το χάμπουργκέρ του. «Μπορούμε να το κάνουμε στο σκοτάδι και να χρησιμοποιήσουμε ψεύτικα ονόματα. Εγώ θα είμαι ο Ροκ Χαρντ κι εσύ η Λαβέντερ Σιλκ.» «Κανείς δεν μπορεί να φωνάξει “Λαβέντερ” όταν φτάνει σε οργασμό. Θα είμαι η Μίστι Μαρς. Μου αρέσει η παρήχηση.» «Πολύ καλά. Λοιπόν, Μίστι, θες να φάμε πρώτα ή να πάμε να κυλιστούμε στο κρεβάτι;» «Είναι δύσκολο να αντισταθώ σε τόσο ρομαντισμό, αλλά θα φάμε.» Τσίμπησε μια πατάτα. «Δε θέλω να μιλάω γι’ αυτό όλο το βράδυ, Τζέιμς, αλλά είναι πολύ παράξενο. Τις προάλλες έλεγα στη Σιλ ότι με δυσκολία φέρνω στο μυαλό μου το πρόσωπο του Γκρεγκ. Ότι έχει ξεθωριάσει. Καταλαβαίνεις;» «Ναι, νομίζω ότι καταλαβαίνω.» «Και αμέσως μόλις ο Ντέιβι μού είπε τι είχε συμβεί επέστρεψαν όλα. Μπορώ να τον δω, κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του. Γύρισε. Και… είναι φρικτό;» κατάφερε να πει η Φιόνα καθώς τα δάκρυα τής έκλεισαν το λαιμό. «Είναι; Το γεγονός ότι εύχομαι να μη γύριζε. Ένα μέρος
92
NORA ROBERTS
μου θέλει να ξεθωριάσει ο Γκρεγκ, και δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που επέστρεψε.» «Και λοιπόν; Πρέπει να φοράς μαύρα και να διαβάζεις καταθλιπτικά ποιήματα για όλη την υπόλοιπη ζωή σου; Θρήνησες, Φι. Έσπασες, πένθησες και γιατρεύτηκες. Ξεκίνησες τη μονάδα από αγάπη και σεβασμό στον Γκρεγκ.» Άπλωσε το χέρι του και της έσφιξε απαλά τον καρπό. «Και είναι ένας σπουδαίος φόρος τιμής.» «Αν πρόκειται να είσαι λογικός και συνετός, δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να γίνεις μέλος της Λέσχης Αυτολύπησης.» «Δεν μπορούμε να κάνουμε συνάντηση της λέσχης όσο υπάρχουν χάμπουργκερ. Κάτι τέτοιο απαιτεί πολύ φτηνό κρασί και μπαγιάτικα κρακεράκια.» «Ανάθεμά σε, Τζέιμς, κατέστρεψες ένα πραγματικά καλό ψυχοπλάκωμα.» ΟΥΤΕ Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΦΙΛΟΥ, η οικειότητα των σκυλιών της και η βραδινή ρουτίνα δεν τη γλίτωσαν από τα άσχημα όνειρα. Ξυπνούσε κάθε ώρα, βγαίνοντας με κόπο από το βόρβορο του εφιάλτη, μόνο και μόνο για να βυθιστεί ξανά την επόμενη φορά που αποκοιμιόταν. Τα σκυλιά, νευρικά όπως εκείνη, σηκώνονταν για να περπατήσουν ή για να βολευτούν καλύτερα. Στις τρεις το πρωί, ο Μπόγκαρτ πήγε στο πλάι του κρεβατιού για να της προσφέρει το σκοινί λες και η διελκυστίνδα θα διόρθωνε τα πράγματα. Στις τέσσερις, η Φιόνα παραιτήθηκε. Άφησε τα σκυλιά να βγουν έξω και έφτιαξε καφέ. Ίδρωσε με σκληρή γυμναστική και έπειτα καταπιάστηκε με γραφική εργασία. Έλεγξε το καρνέ των επιταγών της, ετοίμασε προσχέδια ενημερωτικών δελτίων για τις τάξεις της και για τους συνδρομητές της Έρευνας και Διάσωσης. Καθώς ο ουρανός φωτιζόταν, ανανέωσε την ιστοσελίδα της και πέρασε λίγη ώρα σερφάροντας σε διάφορα μπλογκ γιατί
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
93
δεν μπορούσε να επιστρατεύσει τον ενθουσιασμό που χρειαζόταν ώστε να γράψει στο δικό της. Όταν ήρθε η ώρα για το πρώτο μάθημα, ήταν ξύπνια πάνω από τέσσερις ώρες και ήθελε να πάρει έναν υπνάκο. Λατρεύεις τις τάξεις σου, υπενθύμισε στον εαυτό της. Τις λάτρευε για την ίδια τη δουλειά, για τα σκυλιά, για την κοινωνικοποίηση, για την αλληλεπίδραση. Λάτρευε να βρίσκεται έξω τις περισσότερες ώρες της μέρας. Αλλά εκείνη τη στιγμή ευχήθηκε να είχε ακυρώσει τις υπόλοιπες δύο τάξεις του προγράμματος. Όχι για να ψυχοπλακωθώ, είπε στον εαυτό της, αλλά για να μείνω λίγο μόνη μου, για να κοιμηθώ και ίσως να διαβάσω ένα βιβλίο. Αντιθέτως, ετοιμάστηκε για το δεύτερο γύρο, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τη Σίλβια –το νέο είχε μαθευτεί– κα τα έβγαλε πέρα μ’ αυτό. Όταν έφτασε το τέλος της εργάσιμης μέρας, κι εκείνη και τα σκυλιά μάζεψαν και έβαλαν στην άκρη όλα τα παιχνίδια και τα εκπαιδευτικά εργαλεία, συνειδητοποίησε ότι τελικά δεν ήθελε να μείνει μόνη. Το σπίτι παραήταν ήσυχο, το δάσος παραήταν γεμάτο από σκιές. Αποφάσισε να πάει στην πόλη. Θα έκανε μερικά ψώνια και ίσως περνούσε να δει τη Σίλβια. Στη συνέχεια μπορούσε να περπατήσει στην παραλία. Φρέσκος αέρας, άσκηση, αλλαγή παραστάσεων. Θα συνέχιζε μέχρι να κουραστεί τόσο ώστε να μη βλέπει όνειρα, είτε άσχημα είτε καλά. Αποφάσισε να πάρει τον Νιούμαν για παρέα. Καθώς εκείνος πήδηξε μέσα στο αυτοκίνητο, η Φιόνα στράφηκε στους άλλους δύο. «Ξέρετε πώς είναι τα πράγματα. Όλοι έχετε την ευκαιρία για μια βόλτα μαζί μου. Θα σας φέρουμε κάτι. Να είστε φρόνιμοι.» Όταν μπήκε μέσα, έριξε μια λοξή ματιά στον Νιούμαν. «Μη χασκογελάσεις» τον πρόσταξε. Η υπερέντασή της μετριάστηκε καθώς οδηγούσε
94
NORA ROBERTS
ακολουθώντας το φιδογυριστό δρόμο ενώ ο ήλιος του απογεύματος έριχνε αχτίδες στα νερά. Η κούρασή της λιγόστεψε όταν άνοιξε εντελώς τα παράθυρα και δυνάμωσε τη μουσική καθώς ο αέρας τής ανακάτευε τα μαλλιά. «Ας τραγουδήσουμε!» Πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσει, ο Νιούμαν αλύχτησε σε αρμονία με την Μπιγιονσέ. Η Φιόνα σκόπευε να οδηγήσει μέχρι το Ιστσάουντ, να αγοράσει τα απαραίτητα και να κάνει στον εαυτό της ένα δώρο που θα ήταν εντελώς άχρηστο. Όμως, καθώς προχωρούσε ανάμεσα σε λόφους και νερά, δίπλα σε χωράφια και δάση, ακολούθησε μια παρόρμηση και έστριψε στο γραμματοκιβώτιο που έγραφε απλώς ΝΤΟΪΛ. Ίσως ο Σάιμον να χρειαζόταν κάτι από το χωριό. Η Φιόνα μπορούσε να φανεί καλή γειτόνισσα, να τον γλιτώσει από ένα ταξίδι. Δεν είχε καμία σχέση με το ότι ήθελε να δει πού και πώς ζούσε. Ή σχεδόν καμία. Της άρεσε ο τρόπος που ενώνονταν τα κλαδιά των δέντρων, αφήνοντας το φως του ήλιου να τρεμοπαίζει και να λάμπει πάνω στα βράχια και στο ψηλό γρασίδι. Και της άρεσε το σπίτι, σκέφτηκε, όταν εμφανίστηκε μπροστά της. Οι κεντρικές διπλές στέγες, οι κυματιστές γραμμές που ακολουθούσαν την κατηφορική γη. Χρειάζεται λίγο βάψιμο, αποφάσισε. Κάτι τολμηρό και χαρούμενο για το τελείωμα. Και μερικές καρέκλες, κάμποσες πολύχρωμες γλάστρες με λουλούδια στη σκεπαστή βεράντα και στο χαριτωμένο μικρό ντεκ του δεύτερου ορόφου. Ίσως ένα παγκάκι κάτω από την κλαίουσα κερασιά που θα άνθιζε την άνοιξη. Πάρκαρε δίπλα στο φορτηγάκι του Σάιμον, προσέχοντας ότι είχε αντικαταστήσει το στήριγμα του κεφαλιού που είχε επιδιορθώσει πρόχειρα με κολλητική ταινία. Έπειτα εντόπισε το παράσπιτο λίγα μέτρα πέρα από το σπίτι, σχεδόν καλυμμένο από τα δέντρα. Πάνω κάτω πρέπει να ήταν όσα τετραγωνικά ήταν και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
95
το σπίτι της, και είχε μια μεγάλη σκεπαστή βεράντα στο μπροστινό μέρος. Διάφορα τραπέζια, καρέκλες και άλλα αντικείμενα που η Φιόνα θεώρησε ότι ήταν κομμάτια από άλλα έπιπλα στέκονταν ή ήταν γερμένα κάτω από το σκίαστρο. Άκουσε τον ήχο πριονίσματος –τουλάχιστον νόμιζε ότι ήταν πριόνισμα– κάτω από εκκωφαντικά δυνατό ροκ εντ ρολ. Βγήκε από το αυτοκίνητο, κάνοντας νόημα στον Νιούμαν να την ακολουθήσει. Εκείνος μύρισε τον αέρα – καινούριο μέρος, καινούριες μυρωδιές– καθώς άρχισε να περπατάει δίπλα της. «Υπέροχη θέα, ε;» μουρμούρισε, κοιτώντας τον πορθμό, τις απέναντι ακτές και τα μικρά κομμάτια πράσινου πάνω στα νερά. «Και δες, έχει μια μικρή παραλία εκεί κάτω και μια προβλήτα. Χρειάζεται ένα σκάφος, αλλά είναι όμορφα. Νερό, δάσος, κάμποση ωραία έκταση γης, όχι πολύ κοντά στο δρόμο. Είναι καλό σπίτι για ένα σκυλί.» Έξυσε τα αυτιά του Νιούμαν και πλησίασε πιο κοντά στο παράσπιτο. Τον είδε από το παράθυρο – φορούσε τζιν παντελόνι, κοντομάνικο μπλουζάκι, γυαλιά εργασίας και μια ζώνη με εργαλεία. Και πρόσεξε ότι είχε δίκιο για την πριονοκορδέλα. Ήταν, σκέφτηκε η Φιόνα, ένα μεγάλο, τρομακτικό κατασκεύασμα. Ο Σάιμον έσπρωχνε το ξύλο κάτω από τη γρήγορη, γεμάτη δόντια λεπίδα της. Το στομάχι της σφίχτηκε λιγάκι στη σκέψη τού τι μπορούσε να κάνει στα δάχτυλα, και έχοντας αυτό στο μυαλό της πήγε προσεκτικά στην πόρτα και παρέμεινε εκεί μέχρι που σταμάτησε ο ήχος. Έπειτα χτύπησε και κούνησε το χέρι της από το τζάμι. Όταν ο Σάιμον απλώς παρέμεινε στη θέση του, κοιτώντας τη συνοφρυωμένος, η Φιόνα άνοιξε την πόρτα. Το κουτάβι ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα, με τα πόδια στον αέρα σαν να είχε πάθει ηλεκτροπληξία.
96
NORA ROBERTS
«Γεια!» Χρειάστηκε σχεδόν να ουρλιάξει για να ακουστεί μες στη μουσική. «Πήγαινα στο χωριό και σκέφτηκα…» Σταμάτησε όταν εκείνος έβγαλε τις ωτασπίδες του. «Α, καλά, τώρα εξηγείται γιατί είναι τόσο δυνατά η μουσική. Άκου…» Σταμάτησε ξανά όταν ο Σάιμον έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο από μια τσέπη της εργαλειοθήκης και έκλεισε τη μουσική. Η σιωπή βρυχήθηκε σαν τσουνάμι – και ξύπνησε το κουτάβι. Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και έπειτα την εντόπισε. Τρελή χαρά άστραψε στα μάτια του καθώς τινάχτηκε πάνω, χοροπήδησε και έπειτα της όρμησε. Η Φιόνα κάθισε ανακούρκουδα και τέντωσε το χέρι της με την παλάμη στραμμένη προς το σκυλί έτσι που εκείνο χτύπησε πάνω της πρώτα. «Γεια, ναι, γεια, και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω.» Του έτριψε το κεφάλι, την κοιλιά του. Έστρεψε το δάχτυλό της στο έδαφος. «Κάτσε!» Τα οπίσθιά του τρεμούλιασαν για μια στιγμή και έπειτα ακούμπησαν μ’ έναν πνιχτό γδούπο στο πάτωμα. «Τι έξυπνο σκυλί, τι καλό σκυλί!» Η Φιόνα τον άρπαξε όταν εκείνος εντόπισε τον Νιούμαν, που καθόταν υπομονετικά απέξω. «Μπορεί να βγει έξω; Έχω τον Νιούμαν μαζί μου και θα τον προσέχει.» Ο Σάιμον απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. «Εντάξει. Πήγαινε να παίξεις.» Γέλασε όταν ο Σαγόνιας εκσφενδονίστηκε στον αέρα έξω από την πόρτα και έσκασε με την κοιλιά στο γρασίδι. Όταν γύρισε ξανά προς το μέρος του Σάιμον, εκείνος στεκόταν ακόμα δίπλα στην πριονοκορδέλα και την παρατηρούσε. «Σε διέκοψα.» «Ναι.» Απότομος, σκέφτηκε. Εντάξει, δεν την πείραζε αυτό. «Πηγαίνω στο χωριό και σκέφτηκα να δω μήπως χρειάζεσαι τίποτα. Είναι κάτι σαν ανταπόδοση επειδή κάθισες και με άκουσες.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
97
«Είμαι μια χαρά.» «Εντάξει, λοιπόν. Ξέρουμε και οι δύο πως είναι δικαιολογία το ότι ήθελα να δω αν χρειάζεσαι τίποτα, αλλά ας το αφήσουμε έτσι. Θα… Θεέ μου, αυτό είναι πανέμορφο!» Η Φιόνα πήγε κατευθείαν στο ντουλάπι στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, αποφεύγοντας πάγκους και εργαλεία. «Μην το αγγίξεις!» είπε απότομα ο Σάιμον και εκείνη σταμάτησε εκεί που βρισκόταν. «Κολλάει» πρόσθεσε εκείνος, πιο ήρεμα. «Το έχω βερνικώσει.» Υπάκουα, η Φιόνα έπιασε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Συνειδητοποίησε πως είχε μυρίσει το βερνίκι, το πριονίδι και το φρεσκοκομμένο ξύλο. Ο συνδυασμός τους έφτιαχνε ένα συναρπαστικό άρωμα. «Πόρτες είναι αυτές; Τα σκαλίσματα είναι εξαίσια, το ίδιο και οι τόνοι του ξύλου. Πραγματικά θεσπέσια.» Τόσο θεσπέσια όσο η μυρωδιά που πλημμύριζε τον αέρα. «Το θέλω. Μάλλον δεν το αντέχει το πορτοφόλι μου, αλλά το θέλω. Πόσο έχει;» «Δεν ταιριάζει στο σπίτι σου. Είναι κομψό και λιγάκι περίτεχνο. Εσύ δεν είσαι.» «Μπορώ να γίνω κομψή και περίτεχνη.» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, έπειτα πήγε σε ένα παλιό, κοντόχοντρο ψυγείο και έβγαλε δύο κουτάκια κοκακόλα. Της πέταξε το ένα και εκείνη το έπιασε με το χέρι της. «Όχι, δεν μπορείς. Θέλεις κάτι είτε πιο απλό και απέριττο είτε εντελώς ιδιόρρυθμο. Μια μικρή ένταση στα στιλ Κράφτσμαν και Μίσιον στα οποία τείνεις;» «Σ’ αυτά τα στιλ τείνω;» «Έχω έρθει στο σπίτι σου» της υπενθύμισε. Η Φιόνα λαχταρούσε να σύρει το δάχτυλό της στα βαθιά σκαλίσματα –τις επιμήκεις καρδιές– της ανάγλυφης πόρτας. «Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια ένταση.» «Όχι.»
98
NORA ROBERTS
Ειλικρινά περίεργη, στράφηκε προς το μέρος του. «Στ’ αλήθεια δε θα μου το πουλήσεις επειδή δεν είμαι κομψή;» «Ακριβώς.» «Πώς πουλάς τα κομμάτια σου;» «Με ανάθεση ή με απευθείας πώληση. Σχεδιάζοντας ό,τι ταιριάζει στον πελάτη.» Την παρατήρησε καθώς ήπιε μια γενναία γουλιά κοκακόλα. «Δύσκολη νύχτα, ε;» Τώρα η Φιόνα έχωσε τα χέρια της στις τσέπες της. «Σε ευχαριστώ που το παρατήρησες. Τέλος πάντων, αφού σε διακόπτω και αφού δεν είμαι κατάλληλη να αγοράσω το ηλίθιο ντουλάπι σου, θα σε αφήσω μόνο με την τερατώδη πριονοκορδέλα σου.» «Κάνω διάλειμμα.» Η Φιόνα ήπιε μια γουλιά από το ποτό της παρατηρώντας τον καθώς την παρατηρούσε. «Ξέρεις, δεδομένης της δουλειάς μου, οι πραγματικά άθλιοι τρόποι σαν τους δικούς σου δε με ενοχλούν.» «Αν σκέφτεσαι να με εκπαιδεύσεις όπως το σκύλο μου, πρέπει να ξέρεις ότι είμαι ατίθασος.» Εκείνη απλώς χαμογέλασε. «Οπότε, αν ήταν δικαιολογία το ότι ήθελες να δεις αν χρειάζομαι κάτι, μου την πέφτεις;» Η Φιόνα χαμογέλασε ξανά και περιφέρθηκε τριγύρω. Είδε πολλές μέγγενες και καλέμια, μια πιο λεπτή πριονοκορδέλα και ένα επιδαπέδιο τρυπάνι που ήταν τόσο τρομακτικό όσο η τερατώδης πριονοκορδέλα. Είδε εργαλεία τα οποία δεν αναγνώριζε και άδεια κουτιά από καφέ γεμάτα καρφιά, βίδες και άλλα παράξενα πράγματα. Αυτό που δεν είδε ήταν η παραμικρή ένδειξη οργάνωσης. «Αν σου την πέφτω; Όχι ακόμα. Και, δεδομένων των ελαττωματικών τρόπων σου, θα το ξανασκεφτώ.» «Δεν έχεις άδικο, αλλά, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν είσαι ο τύπος μου.» Η Φιόνα σταμάτησε να εξετάζει μια υπέροχη κουνιστή
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
99
πολυθρόνα με φαρδιά μπράτσα που λιμπίστηκε και του έριξε ένα παγερό βλέμμα. «Σοβαρά;» «Ναι, σοβαρά. Μου αρέσει περισσότερο ο καλλιτεχνικός, θηλυκός τύπος. Αν έχει και καμπύλες, ακόμα καλύτερα.» «Σαν τη Σίλβια.» «Ναι.» «Ή τη Νίνα Άμποτ.» Η Φιόνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο όταν είδε τη φευγαλέα ενόχληση στο βλέμμα του. «Ή» είπε εκείνος μόνο. «Δόξα τω Θεώ που το ξεκαθαρίσαμε προτού παραδώσω την τρυφερή και ευάλωτη καρδιά μου στα χέρια σου.» «Ναι, μεγάλη τύχη. Αλλά… είναι καλό να ανακατεύει κανείς τα πράγματα πότε πότε. Να δοκιμάζει νέα πράγματα.» «Περίφημα. Θα σε ενημερώσω όταν θα θελήσω να με ανακατέψουν και να με δοκιμάσουν. Στο μεταξύ, θα πάρω από τα πόδια σου τον άκομψο, πεινασμένο καλλιτεχνικά, μη θηλυκό, με επίπεδο στήθος εαυτό μου.» «Δεν έχεις επίπεδο στήθος.» Το γέλιο τής ξέφυγε προτού το καταλάβει. «Θεούλη μου, είσαι παράξενος τύπος. Φεύγω όσο μου απομένουν μερικά ψίχουλα εγωισμού.» Η Φιόνα πήγε στην πόρτα και φώναξε το σκυλί του Σάιμον. Όταν το κουτάβι πήγε τρέχοντας κοντά της, το χάιδεψε και το επαίνεσε. Έπειτα έσπρωξε απαλά τα οπίσθιά του μέσα στο μαγαζί και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Έριξε μια ματιά στον Σάιμον από το τζάμι προτού πάει με μεγάλες δρασκελιές στο αυτοκίνητό της, με τον Νιούμαν να περπατάει αφοσιωμένος δίπλα της. Ο Σάιμον παρακολούθησε από το παράθυρο τις μεγάλες, αθλητικές δρασκελιές της, την αβίαστη χάρη της. Φαινόταν χαμένη όταν μπήκε στο μαγαζί. Διστακτική, αβέβαιη. Κουρασμένη.
100
NORA ROBERTS
Όχι πια, σκέφτηκε καθώς εκείνη μπήκε στο φορτηγάκι της. Τώρα ήταν ζωηρή, παραζαλισμένη, και ίσως λιγάκι τσαντισμένη. Καλύτερα. Ίσως ήταν παράξενος τύπος, αλλά τώρα θα ανησυχούσε λιγότερο για τη Φιόνα. Ικανοποιημένος, ξανάβαλε τις ωτασπίδες, τα γυαλιά εργασίας και άνοιξε τη μουσική. Και ξανάπιασε δουλειά.
ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΕΛΑΜΠΑΝ, η Σίλβια έγειρε πάνω στον πάγκο του όμορφου μικρού μαγαζιού της ενώ η Φιόνα κοίταζε τα σκουλαρίκια. «Δεν το είπε αυτό!» «Και βέβαια το είπε!» Η Φιόνα κράτησε μακριές μαργαριταρένιες σταγόνες στο ένα αυτί και μοδάτες, χρωματιστές γυάλινες σφαίρες στο άλλο. «Δεν είμαι αρκετά κομψή για το υπερτιμημένο ντουλάπι του. Μπορώ να γίνω κομψή.» Στράφηκε προς το μέρος της Σίλβια. «Βλέπεις; Μαργαριτάρια.» «Είναι πολύ ωραία. Αλλά το φυσητό γυαλί είναι αυτό που σου ταιριάζει πραγματικά.» «Ναι, αλλά θα μπορούσα να φορέσω τα μαργαριτάρια αν το ήθελα.» Αφού ξανάβαλε τα κοσμήματα στην προθήκη, η Φιόνα πήγε κοντά σε ένα ψηλό βάζο ρακού 5. Πάντα υπήρχε κάτι καινούριο να δει κανείς στο μαγαζί της Σίλβια. Ένας πίνακας, ένα φουλάρι, ένα μπαουλάκι με κοσμήματα. Σταμάτησε δίπλα σε ένα παγκάκι με ψηλά, σκαλιστά πλαϊνά και έσυρε τα δάχτυλά της πάνω στο ξύλο. «Όμορφο είναι αυτό.» «Του Σάιμον είναι.» Η Φιόνα αντιστάθηκε στον πειρασμό να του δώσει μια με τα δάχτυλα που προηγουμένως το θαύμαζαν. «Φαντάσου. Έπειτα λέει ότι δεν είμαι ο τύπος του. Λες και τον ρώτησα. Εσύ είσαι.» «Σοβαρά;» «Μάλιστα σε χρησιμοποίησε ως παράδειγμα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
101
Καλλιτεχνική, θηλυκή, με καμπύλες.» «Έλα!» «Ναι. Εμπρός τώρα, δείξε αυταρέσκεια.» Σκόπιμα, προφανώς, η Σίλβια βάλθηκε να ανακατεύει τα μαλλιά της. «Είναι δύσκολο να μην το κάνω.» «Ε, έχεις την άδειά μου να το προχωρήσεις» πρόσθεσε η Φιόνα με ένα απαξιωτικό κούνημα του χεριού της. «Μπορεί να έχει ενδιαφέρον, αλλά νομίζω ότι θα περιοριστώ στην αυταρέσκεια. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήθελε να σε προσβάλει.» «Ω, ναι, το ήθελε.» «Άκου κάτι. Σε δέκα λεπτά κλείνω. Θα πάμε να φάμε βραδινό και θα τον θάψουμε. Ή, καλύτερα, θα θάψουμε όλους τους άντρες.» «Πλάκα θα έχει, αλλά πρέπει να γυρίσω πίσω. Ήρθα μόνο για να κλαφτώ. Χριστούλη μου! Σιλ, οι δύο τελευταίες μέρες ήταν άθλιες.» Η Σίλβια βγήκε πίσω από τον πάγκο και αγκάλιασε σφιχτά τη Φιόνα. «Τι λες, να έρθω να σου φτιάξω μια μακαρονάδα όσο εσύ θα κάνεις ένα ωραίο παρατεταμένο μπάνιο;» «Ειλικρινά, νομίζω ότι θα φάω μια σούπα κονσέρβας και έπειτα θα πέσω στο κρεβάτι. Δεν κοιμήθηκα καλά χθες τη νύχτα.» «Ανησυχώ για σένα, Φι.» Τράβηξε απαλά την αλογοουρά της Φιόνα. «Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μου μέχρι να πιάσουν αυτόν το μανιακό;» «Ξέρεις ότι είμαι καλά. Εγώ και τα αγόρια. Εξάλλου, ο μανιακός δεν ενδιαφέρεται για μένα.» «Μα…» Η Σίλβια σταμάτησε όταν άνοιξε η πόρτα. «Γεια σου, Σίλβια. Γεια σου, Φιόνα.» «Τζάκι, τι κάνεις;» Η Σίλβια χαμογέλασε στην όμορφη ξανθιά που διεύθυνε ένα τοπικό B&B 6. «Μια χαρά. Ήθελα να περάσω νωρίτερα. Ξέρω ότι κλείνεις σε λίγα λεπτά.» «Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Τι κάνει ο Χάρι;»
102
NORA ROBERTS
«Είναι κρεβατωμένος με κρύωμα – αυτός είναι ένας από τους λόγους που βγήκα έξω. Θα νόμιζε κανείς ότι έχει πάθει πανούκλα αντί ένα απλό συνάχι. Κοντεύει να με τρελάνει. Έκανα μια μικρή πρώιμη γενική ανοιξιάτικη καθαριότητα ενώ ταυτόχρονα παρίστανα την υπηρέτριά του και τον άκουγα να βογκάει. Αποφάσισα ότι θέλω να νοικοκυρέψω λιγάκι το μέρος, να κάνω μια ανακαίνιση. Σε πειράζει να ρίξω μια ματιά για να πάρω μερικές ιδέες;» «Ελεύθερα.» «Εγώ καλύτερα να πηγαίνω. Χαίρομαι που σε είδα, Τζάκι.» «Και εγώ το ίδιο. Α, Φιόνα, ο γιος μου και η γυναίκα του μόλις πήραν ένα κουταβάκι. Λένε ότι θέλουν να εξασκηθούν προτού βάλουν μπροστά για να μου κάνουν ένα εγγονάκι.» Στριφογύρισε τα μάτια της. «Ωραίο αυτό. Τι ράτσα πήραν;» «Δεν ξέρω. Πήγαν σε ένα κυνοκομείο.» Η Τζάκι χαμογέλασε. «Ο Μπραντ είπε ότι έσωσαν μια ζωή και έπειτα άρχισαν να σκέφτονται να δημιουργήσουν άλλη μία.» «Πολύ ωραίο αυτό.» «Την ονόμασαν Σίμπα, από τη βασίλισσα. Μου είπε, αν σε δω, να σου πω ότι θα γραφτούν στα μαθήματά σου για τα κουτάβια.» «Ανυπομονώ. Καλύτερα να πηγαίνω τώρα.» «Θα περάσω αύριο, να σε βοηθήσω με τα μαθήματα» της είπε η Σίλβια. «Ο Όριο χρειάζεται μια επανάληψη.» «Τότε θα τα πούμε αύριο. Γεια σου, Τζάκι.» Καθώς έβγαινε έξω, άκουσε την Τζάκι να λέει πάνω από το παγκάκι: «Ω Σίλβια, αυτό είναι υπέροχο κομμάτι.» «Δεν είναι; Το έχει φτιάξει ο καινούριος καλλιτέχνης για τον οποίο σου μίλησα. Ο Σάιμον Ντόιλ.» Η Φιόνα μουρμούριζε μέχρι που έφτασε στο φορτηγάκι της. ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΟΥ ΣΤΟ Πολιτειακό Σωφρονιστήριο της
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
103
Ουάσιγκτον, ο Τζορτζ Άλεν Πέρι διάβαζε τη Βίβλο του. Μπορεί εξαιτίας των εγκλημάτων του να έμενε σε ένα κλουβί υψίστης ασφαλείας για την υπόλοιπη ζωή του, ωστόσο θεωρούνταν υπόδειγμα κρατουμένου. Δεν ανήκε σε καμία συμμορία, δεν παραπονιόταν. Έκανε τις δουλειές που του ανέθεταν, έτρωγε το φαγητό που του σερβίριζαν. Ήταν καθαρός, μιλούσε με σεβασμό στους δεσμοφύλακες. Έκανε τακτικά γυμναστική. Δεν κάπνιζε, δεν έβριζε, δεν έπαιρνε ναρκωτικά, και περνούσε τις περισσότερες από τις ατέλειωτες μέρες διαβάζοντας. Κάθε Κυριακή εκκλησιαζόταν. Σπάνια έρχονταν επισκέπτες. Δεν είχε σύζυγο, παιδί, ούτε στενούς φίλους έξω, ή μέσα, από τα τείχη της φυλακής. Ο πατέρας του τον είχε εγκαταλείψει από καιρό, και η μητέρα του, που οι ψυχίατροι συμφωνούσαν ότι ήταν η ρίζα της παθολογίας του, τον φοβόταν. Η αδερφή του έγραφε μια φορά το μήνα, και έκανε το μακρύ ταξίδι από το Έμετ του Αϊντάχο, μια φορά το χρόνο, θεωρώντας το χριστιανικό της καθήκον. Εκείνη του είχε δώσει τη Βίβλο. Ο πρώτος χρόνος ήταν ένα μαρτύριο το οποίο είχε υπομείνει με χαμηλωμένο βλέμμα και ήσυχη συμπεριφορά η οποία απέκρυπτε έναν άγριο φόβο. Το δεύτερο χρόνο ο φόβος είχε αντικατασταθεί από την κατάθλιψη, και τον τρίτο είχε αποδεχτεί πως δε θα ήταν ποτέ ξανά ελεύθερος. Δε θα ήταν ποτέ ξανά ελεύθερος να διαλέξει τι θα έτρωγε και πότε θα το έτρωγε, να ξυπνάει ή να αναπαύεται όποτε γούσταρε. Δε θα περπατούσε ποτέ ξανά μέσα σε ένα δάσος ή σε ένα ξέφωτο, ούτε θα οδηγούσε ένα αμάξι σε ένα σκοτεινό δρόμο με ένα μυστικό στο πορτμπαγκάζ. Δε θα ένιωθε ποτέ ξανά τη δύναμη και τη γαλήνη ενός φόνου. Όμως υπήρχαν κι άλλες ελευθερίες και τις είχε
104
NORA ROBERTS
κερδίσει προσεκτικά. Σχολαστικά. Εξέφρασε τη μεταμέλειά του για τα εγκλήματά του στο δικηγόρο του, στον ψυχίατρο. Είχε κλάψει, θεωρώντας τα δάκρυα ταπείνωση για καλό σκοπό. Είπε στην αδερφή του ότι είχε αναγεννηθεί. Του είχε επιτραπεί να μιλάει ιδιαιτέρως με έναν ιερέα. Μέχρι τον τέταρτο χρόνο, είχε γραφτεί στη βιβλιοθήκη της φυλακής, όπου εργαζόταν με σιωπηλή αποτελεσματικότητα, εκφράζοντας ευγνωμοσύνη για την πρόσβαση που είχε στα βιβλία. Και άρχισε την έρευνά του για ένα μαθητή. Έκανε αίτηση και του δόθηκε η άδεια να παρακολουθεί μαθήματα, τόσο από εκπαιδευτές που επισκέπτονταν τις φυλακές όσο και από βίντεο. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να έχει αλληλεπίδραση με τους συγκρατουμένους του και να τους παρατηρήσει σε ένα καινούριο περιβάλλον. Βρήκε τους περισσότερους υπερβολικά άξεστους, υπερβολικά βίαιους, υπερβολικά χαζούς. Ή απλώς πολύ μεγάλους, πολύ μικρούς, πολύ βαθιά χωμένους στο σύστημα. Συνέχισε να επεκτείνει τη μόρφωσή του –το έβρισκε ενδιαφέρον– και κρατιόταν από την ισχνή ελπίδα ότι η τύχη θα του πρόσφερε την πνευματική ελευθερία που αναζητούσε. Τον πέμπτο χρόνο του στη Γουάλα Γουάλα η μοίρα τού χαμογέλασε. Όχι με τη μορφή ενός συγκρατούμενου, αλλά ενός εκπαιδευτή. Το κατάλαβε αμέσως, όπως καταλάβαινε ποια γυναίκα θα σκότωνε αμέσως μόλις την αντίκριζε. Αυτό ήταν το δώρο του. Άρχισε αργά να υπολογίζει, να αξιολογεί, να δοκιμάζει. Υπομονετικά, πάντα, καθώς σκιαγραφούσε και βελτίωνε τις μεθόδους με τις οποίες θα δημιουργούσε τον πληρεξούσιό του, εκείνον που θα περπατούσε έξω από τα τείχη στη θέση του, που θα κυνηγούσε στη θέση του και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
105
που θα σκότωνε στη θέση του. Εκείνον που, με τον καιρό, όταν θα έφτανε η ώρα, θα διόρθωνε το μοναδικό λάθος του. Το λάθος που τον στοίχειωνε κάθε νύχτα στο σκοτεινό κλουβί όπου η ησυχία και η ανακούφιση ήταν άγνωστες. Εκείνον που, όταν θα έφτανε η ώρα, θα σκότωνε τη Φιόνα Μπρίστοου. Αυτή η ώρα, σκέφτηκε ο Πέρι καθώς διάβαζε την Αποκάλυψη, κόντευε να φτάσει. Σήκωσε το κεφάλι του καθώς ήρθε στο κελί του ο δεσμοφύλακας. «Έχεις επισκέπτη.» Ο Πέρι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σημειώνοντας προσεκτικά το απόσπασμα που διάβαζε προτού αφήσει παράμερα τη φθαρμένη Βίβλο. «Ήρθε η αδερφή μου; Την περίμενα σε έξι βδομάδες.» «Όχι η αδερφή σου. Το FBI.» «Έλα, Θεέ μου!» Μεγαλόσωμος άντρας με αραιά μαλλιά και τη χλωμάδα της φυλακής, ο Πέρι σηκώθηκε πειθήνια καθώς η πόρτα κροτάλισε και άνοιξε. Δύο φρουροί τον έβαλαν στη μέση, και ήξερε ότι άλλοι θα έψαχναν το κελί του όσο θα έλειπε. Δεν είχε σημασία, καμία σημασία. Δε θα έβρισκαν τίποτα εκτός από τα βιβλία του, μερικά θρησκευτικά φυλλάδια και τις ψυχρές, θεοσεβούμενες επιστολές της αδερφής του. Χαμήλωσε το κεφάλι του και συγκράτησε το χαμόγελο που απειλούσε να απλωθεί στο πρόσωπό του. Το FBI θα του έλεγε αυτό που ήδη ήξερε. Ο μαθητής του είχε περάσει την επόμενη δοκιμασία. Ναι, σκέφτηκε ο Πέρι, υπάρχουν πολλά είδη ελευθερίας. Και, στη σκέψη ότι θα έπαιζε ξανά με το FBI, έβγαλε φτερά και πέταξε ψηλά.
106
NORA ROBERTS
ΕΞΙ
ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΜΠΕΡΟ, αναζωογονητικό πρωί και τη δουλειά που απαιτούσε ολόκληρη την προσοχή της, η Φιόνα κοίταξε εξεταστικά τους προχωρημένους μαθητές της με τις ειδικές δεξιότητες. Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα για σκυλιά και χειριστές. Θα επιχειρούσαν να κάνουν την πρώτη τους τυφλή έρευνα. «Εντάξει, το θύμα είναι στη θέση του.» Σκέφτηκε τη Σίλβια, ενάμισι χιλιόμετρο πιο πέρα, να κάθεται άνετα κάτω από ένα διχαλωτό κορμό κέδρου με ένα βιβλίο, ένα θερμός με τσάι από βότανα και τον ασύρματό της. «Θέλω να δουλέψετε ως μονάδα. Θα χρησιμοποιήσουμε το σύστημα των τομέων. Βλέπετε ότι έχω ετοιμάσει τη βάση.» Έδειξε ένα τραπέζι το οποίο είχε τοποθετήσει κάτω από ένα αντίσκηνο και τον εξοπλισμό πάνω του. «Σήμερα θα χειριστώ εγώ τη βάση και θα λειτουργήσω ως επικεφαλής της επιχείρησης, αλλά μέχρι την επόμενη βδομάδα θέλω να έχετε εκλέξει τους αρχηγούς σας.» Έδειξε το λευκό πίνακα κάτω από το αντίσκηνο. «Εντάξει. Οι τοπικές Αρχές έχουν ειδοποιήσει τους επικεφαλής της επιχείρησης –εμένα, στη συγκεκριμένη περίπτωση– και έχουν ζητήσει βοήθεια στην έρευνα και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
107
τη διάσωση μιας ενήλικης γυναίκας πεζοπόρου που έχει εξαφανιστεί σχεδόν εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες. Βλέπετε στον πίνακα ότι η θερμοκρασία χθες τη νύχτα έπεσε στους έξι βαθμούς. Έχει μαζί της μόνο ένα σακίδιο και μικρή εμπειρία. Το θύμα είναι η Σίλβια Μπρίστοου.» Αυτό προκάλεσε μερικά χαμόγελα αφού η τάξη ήξερε ότι η Σίλβια ήταν μερικές φορές βοηθός της Φιόνα. «Για το καλό μου, η ηλικία της δεν αναφέρεται. Είναι λευκή, με καστανά μαλλιά, καστανά μάτια, ένα και πενήντα δύο, περίπου πενήντα εννιά κιλά. Όταν την είδαν για τελευταία φορά, φορούσε ένα κόκκινο τζάκετ, τζιν παντελόνι και γαλάζιο καπελάκι του μπέιζμπολ. Τώρα, τι πρέπει να ξέρετε προτού σας αναθέσω τους τομείς σας;» Απάντησε με λεπτομέρειες από το σενάριο που είχε επινοήσει. Το υποκείμενο ήταν υγιές, είχε κινητό τηλέφωνο αλλά συνήθως ξεχνούσε να το φορτίσει, αναμενόταν ότι θα έκανε πεζοπορία επί δύο έως τέσσερις ώρες, δεν ήταν ντόπια και είχε αρχίσει την πεζοπορία πρόσφατα. Η Φιόνα φώναξε την ομάδα στο χάρτη και στο ημερολόγιο που ήδη είχε ξεκινήσει να γράφει. Αφού ανέθεσε τους τομείς, τους πρόσταξε όλους να φορέσουν τα σακίδιά τους. «Έχω αντικείμενα που φορέθηκαν πρόσφατα από το υποκείμενο. Πάρτε μια σακούλα και δώστε στα σκυλιά σας τη μυρωδιά. Μην ξεχνάτε να χρησιμοποιείτε το όνομα του υποκειμένου. Να ανανεώνετε τη μυρωδιά όποτε νομίζετε ότι ο σκύλος σας ίσως έχει μπερδευτεί ή όταν αποσπάται η προσοχή του ή όταν χάνει το ενδιαφέρον του. Να θυμάστε τα όρια του τομέα σας. Χρησιμοποιήστε την πυξίδα της, κάντε ελέγχους με τον ασύρματο. Εμπιστευτείτε τα σκυλιά σας. Καλή τύχη.» Ένιωθε την έξαψή τους, τη νευρικότητα, καθώς και μια αίσθηση ανταγωνισμού. Τελικά, αν τα κατάφερναν ως μονάδα, ο ανταγωνισμός θα μετατρεπόταν σε συνεργασία και εμπιστοσύνη.
108
NORA ROBERTS
«Όταν επιστρέψετε, όλα τα σκυλιά που δε θα βρουν το θύμα μας θα χρειαστεί να βρουν ένα μικρό κάτι, για να διατηρηθεί το ηθικό τους. Να θυμάστε πως δεν εξετάζονται μόνο τα σκυλιά σας. Ακονίζετε κι εσείς τις ικανότητές σας.» Τους παρακολούθησε να απλώνονται, να χωρίζονται, και ένευσε επιδοκιμαστικά βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας έδωσε στο σκυλί του τη μυρωδιά, τη διαταγή. Τα δικά της σκυλιά κλαψούρισαν καθώς τα υπόλοιπα μύρισαν τον αέρα και άρχισαν να περιπλανιούνται. «Εμείς θα παίξουμε αργότερα» τους υποσχέθηκε. «Τα παιδιά πρέπει να το κάνουν μόνα τους αυτό.» Κάθισε, κοίταξε την ώρα και τη σημείωσε στο ημερολόγιο. Είναι καλή ομάδα, σκέφτηκε, και θα γίνουν μια αξιόπιστη μονάδα. Είχε αρχίσει με οχτώ, αλλά στο διάστημα των τελευταία δέκα βδομάδων τρεις από αυτούς είχαν διακόψει. Δεν είναι κακό ποσοστό, συλλογίστηκε, και όσοι είχαν απομείνει ήταν καλοί, αφοσιωμένοι. Αν τα έβγαζαν πέρα τις επόμενες πέντε βδομάδες, θα ήταν ένα καλό απόκτημα για το πρόγραμμα. Σήκωσε τον ασύρματό της, έλεγξε τη συχνότητα και έπειτα επικοινώνησε με τη Σίλβια. «Ξεκίνησαν και ψάχνουν. Όβερ.» «Ελπίζω να μη με βρουν πολύ σύντομα. Απολαμβάνω το βιβλίο μου. Όβερ.» «Μην ξεχνάς ότι έχεις στραμπουληγμένο αστράγαλο, αφυδάτωση και ήπιο σοκ. Όβερ.» «Έγινε. Αλλά μέχρι τότε θα φάω το μήλο μου και θα διαβάσω. Θα τα πούμε όταν με μεταφέρουν πίσω. Όβερ και άουτ.» Για να κρατήσει τα δικά της σκυλιά απασχολημένα και για να τα παρηγορήσει που δε θα έπαιζαν το παιχνίδι της έρευνας με τους υπόλοιπους, η Φιόνα τούς έκανε το πρόγραμμα ευκινησίας.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
109
Μπορεί να φαινόταν αστείο σε κάποιον ξένο – χαρούμενα Λαμπραντόρ να σκαρφαλώνουν και να κατεβαίνουν τη σκάλα μιας παιδικής τσουλήθρας ή να κάνουν τσουλήθρα έπειτα από μια διαταγή. Όμως αυτή η κατάρτιση δίδασκε και ενίσχυε την ικανότητα ενός σκύλου έρευνας να αντιμετωπίζει το δύσκολο έδαφος. Το γεγονός ότι το απολάμβαναν, όπως την ισορροπία στην τραμπάλα, το περπάτημα σε στενές σανίδες και τους ελιγμούς σε ανοιχτά μεταλλικά βαρέλια που η Φιόνα είχε μετατρέψει σε τούνελ, ήταν ένα πρόσθετο δώρο. Η άσκηση έρευνας απαιτούσε να δίνει τις διαταγές «κάτσε» και «μείνε» ενώ ταυτόχρονα δεχόταν κλήσεις στον ασύρματο από τη μονάδα, απαντούσε σε ερωτήσεις και σημείωνε τις θέσεις. Έπειτα από μια ώρα, τα σκυλιά θρονιάστηκαν να μασουλήσουν τα παιχνίδια τους και η Φιόνα κάθισε στο φορητό υπολογιστή της. Όταν τριζοβόλησε ο ασύρματός της, συνέχισε να πληκτρολογεί με το ένα χέρι. «Βάση, Τρέισι εδώ. Βρήκα τη Σίλβια. Έχει τις αισθήσεις της και διαύγεια πνεύματος. Ο δεξιός αστράγαλός της ίσως έχει διάστρεμμα και της προκαλεί κάποια δυσφορία. Φαίνεται να είναι αφυδατωμένη και ταραγμένη, αλλά κατά τα λοιπά δεν έχει τραύματα. Όβερ.» «Μπράβο, Τρέισι. Ποια είναι η θέση σου; Χρειάζεσαι βοήθεια για να φέρεις τη Σίλβια στη βάση; Όβερ.» Είτε ήταν άσκηση είτε όχι, η Φιόνα σημείωσε την τοποθεσία, την ώρα, την κατάσταση. Μπορεί να χαμογέλασε όταν άκουσε τη Σίλβια να παίζει το ρόλο του θύματος στο βάθος, αλλά έφτιαξε ένα επαγγελματικό και πλήρες ημερολόγιο. Όταν δίνονταν οι αναφορές σαν να ήταν αληθινή η έρευνα, η Φιόνα ένιωθε ότι τέτοιες στιγμές άξιζαν να γιορτάζονται. Έβαλε δίσκους με μπράουνις στο τραπέζι του πικνίκ, πρόσθεσε πιατέλες με φρούτα για εκείνους που τρέφονταν υγιεινά και κανάτες με παγωμένο τσάι.
110
NORA ROBERTS
Είχε μπισκότα σκύλων και από ένα παιχνίδι για τα σκυλιά – και για τη Λόλο, το έξυπνο γερμανικό λυκόσκυλο της Τρέισι, ένα χρυσό αστέρι για το κολάρο της. Καθώς έβγαζε έξω ποτήρια, το φορτηγάκι του Σάιμον πέρασε τη γέφυρά της. Την ενόχλησε το γεγονός ότι ένιωσε ενόχληση. Βασικά, είμαι ένα χαρούμενο άτομο, σκέφτηκε η Φιόνα. Ένα φιλικό άτομο. Της άρεσε αρκετά ο Σάιμον και της άρεσε πολύ το σκυλί του. Όμως εκνευρίστηκε παρ’ όλα αυτά. Ίσως ένα μέρος από αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Σάιμον φαινόταν καλός –κάπως τραχύς και κουλτουριάρης με το φθαρμένο τζιν και τα ακριβά γυαλιά ηλίου– και με κάποιον τρόπο προσιτός (μια παρεξήγηση, κατά τη γνώμη της) με το αξιολάτρευτο κουτάβι του. Ο Σάιμον άφησε το κουτάβι να τρέξει χωρίς λουρί να τη χαιρετήσει. Στη συνέχεια εκείνο τινάχτηκε σαν παρακουρντισμένο ελατήριο στα άλλα σκυλιά και πάλι πίσω στη Φιόνα προτού αρχίσει να κόβει κύκλους στην αυλή προσπαθώντας να κάνει τα σκυλιά της να παίξουν. «Κάνεις πικνίκ;» ρώτησε ο Σάιμον. «Περίπου.» Η Φιόνα μιμήθηκε τον άνετο τόνο του. «Μια τάξη προχωρημένων επιστρέφει από μια άσκηση έρευνας. Είναι η πρώτη τους με άνθρωπο. Οπότε θα κάνουμε μια μικρή γιορτή.» «Με μπράουνις.» «Μου αρέσουν τα μπράουνις.» «Σε ποιον δεν αρέσουν;» Ο Σαγόνιας εξέφρασε τη γνώμη του προσπαθώντας να σκαρφαλώσει πάνω στον πάγκο του πικνίκ για να κλέψει ένα δείγμα. Η Φιόνα απλώς ξανάβαλε τις μπροστινές πατούσες του στο πάτωμα. «Κάτω!» «Ναι, τώρα σώθηκες! Είναι ακροβάτης ο μπαγάσας. Χθες κατάφερε να σκαρφαλώσει σε ένα σκαμνί και να μου φάει το σάντουιτς –προφανώς του αρέσουν τα τουρσιά– στη διάρκεια των 5,2 δευτερολέπτων που του γύρισα την
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
111
πλάτη.» «Επιμονή.» Η Φιόνα επανέλαβε τη διαταγή «Κάτω!» τη δεύτερη και την τρίτη φορά που ο Σαγόνιας επιχείρησε να κλέψει. «Και περισπασμός.» Έκανε πίσω μερικά βήματα και φώναξε το κουτάβι. Εκείνο έτρεξε προς το μέρος της λες και μόλις είχαν ξανασμίξει έπειτα από τον πόλεμο. Κάθισε όταν τον πρόσταξε η Φιόνα και έπειτα κορδώθηκε με τους επαίνους και τα χάδια της. «Θετική ενίσχυση.» Έβγαλε μια λιχουδιά από την τσέπη της. «Καλό σκυλί. Συμμορφώνεται.» «Πριν από δύο μέρες έφαγε το στικάκι μου. Το κατάπιε ολόκληρο σαν να ήταν χάπι με βιταμίνες.» «Ωχ!» «Ναι. Τον πήγα λοιπόν στην κτηνίατρο, του έριξε μια ματιά και αποφάσισε ότι είναι τόσο μικρό ώστε δε χρειάζεται χειρουργική επέμβαση. Υποτίθεται ότι έπρεπε να…» Με το σαγόνι σφιγμένο, κοίταξε συνοφρυωμένος στο βάθος. «Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτό, οπότε ας πούμε ότι τελικά το πήρα πίσω.» «Θα περάσει κι αυτό.» «Ναι, ναι.» Ο Σάιμον πήρε ένα μπράουνι. «Δουλεύει ακόμα. Δεν έχω αποφασίσει αν αυτό είναι εκπληκτικό ή αηδιαστικό.» Έφαγε μια μπουκιά. «Ωραίο μπράουνι.» «Ευχαριστώ. Είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να ψήνω με σταθερή επιτυχία.» Και, αφού αυτά τα γλυκάκια ήταν προϊόν της νευρικότητας που την είχε πιάσει στις δύο το πρωί, είχε φάει δύο για πρόγευμα. «Τι γυρεύεις εδώ, Σάιμον;» Ένα μέρος της τσαντίλας της πρέπει να έγινε αντιληπτό, αφού εκείνος της έριξε σιωπηλός μια παρατεταμένη ματιά προτού απαντήσει. «Κοινωνικοποιώ τον ηλίθιο σκύλο μου. Και εσύ μου χρωστάς ακόμα λίγο μάθημα. Δύο για ένα. Τρία για ένα, προσθέτοντας τα μπράουνις.» «Ο χειριστής του σκύλου σου χρειάζεται λίγη
112
NORA ROBERTS
κοινωνικοποίηση.» Ο Σάιμον τέλειωσε το μπράουνι και έβαλε παγωμένο τσάι σε ένα ποτήρι. «Μάλλον έχω περάσει την ηλικία εκπαίδευσης.» «Παρά το γνωμικό, μπορεί κανείς να διδάξει καινούρια κόλπα σ’ ένα γέρικο σκυλί.» «Ίσως.» Αφού κατέβασε το τσάι, κοίταξε ολόγυρα. «Να πάρει! Πού στο διάβολο είναι;» «Μπήκε στο τούνελ.» «Στο ποιο;» Η Φιόνα τού έδειξε μια σειρά από σιδερένια βαρέλια. «Πάμε να δούμε τι κάνει» πρότεινε, και άρχισε να προχωράει προς την άλλη άκρη. Είναι εδώ, σκέφτηκε, και ο άνθρωπος τρώει τα εορταστικά σνακ μου. Δε θα έβλαπτε να τους κάνω μάθημα. «Αν βγει από κει που μπήκε, άσ’ το προς το παρόν. Όμως, αν βγει από την άλλη, επαίνεσέ τον και δώσ’ του μια λιχουδιά.» Έδωσε μία στο Σάιμον. «Επειδή πέρασε μέσα από ένα σωρό βαρέλια των διακοσίων λίτρων;» «Ναι.» Η φωνή της είχε έναν επιτιμητικό τόνο. «Χρειάζεται περιέργεια, κουράγιο και κάποια ευκινησία όχι μόνο για να μπει μέσα, αλλά επίσης για να τα διασχίσει και να βγει από την άλλη.» «Και αν δε βγει καθόλου;» «Τον αφήνεις εδώ και πας στο σπίτι σου να δεις το ESPN 7.» Ο Σάιμον κοίταξε εξεταστικά τα βαρέλια. «Μερικοί άνθρωποι θα παραπονιόντουσαν ότι είναι σεξιστικό να υποθέτεις πως παρακολουθώ το αθλητικό κανάλι. Ίσως είμαι οπαδός του Lifetime8.» Η Φιόνα παραιτήθηκε. «Αν δε βγει μόνος του, τον φωνάζεις, τον καλοπιάνεις, προσπαθείς να τον δελεάσεις. Αν αποτύχει αυτό, μπαίνεις μέσα να τον βρεις.» «Περίφημα. Τουλάχιστον, εκεί μέσα δεν μπορεί να
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
113
μπλέξει πουθενά. Δηλαδή έστησες τον ασύρματο, τον υπολογιστή, όλους αυτούς τους χάρτες και τα διαγράμματα για μια εικονική έρευνα;» «Στο τέλος δε θα είναι εικονική. Πώς τα πάτε με τις εντολές “κάτσε” και “μείνε”;» «Μια χαρά, εκτός αν ο Σαγόνιας θέλει να κάνει κάτι άλλο. Συνέπεια» είπε, προτού προλάβει να το πει η Φιόνα. «Το έχω μάθει το ποιηματάκι, αφεντικό.» Ο Σαγόνιας έβγαλε ένα γαβγισματάκι και ξετρύπωσε από το βαρέλι. «Έι, τα κατάφερε! Αυτό είναι πολύ καλό.» Ο Σάιμον κάθισε ανακούρκουδα και, κάτω από το βλέμμα της Φιόνα, δεν επαίνεσε ούτε χάιδεψε μηχανικά. Απόλαυσε την επιτυχία και την έξαψη του σκυλιού του. Όταν γέλασε και έξυσε με κέφι το κουτάβι με τα μακριά, καλλιτεχνικά δάχτυλά του, η Φιόνα άρχισε να καταλαβαίνει γιατί το σκυλί έβρισκε αυτό τον άνθρωπο τόσο συμπαθητικό. «Είναι ατρόμητος.» Κάθισε οκλαδόν για να επαινέσει και εκείνη τον Σαγόνια και συνειδητοποίησε ότι άνθρωπος και σκυλί μύριζαν από το ξύλο του εργαστηρίου. «Αν ένας πελάτης ενδιαφέρεται για μαθήματα ευκινησίας, αρχίζω το κουτάβι από αυτή την ηλικία με ένα βαρέλι, ώστε να μπορεί ο χειριστής να βλέπει μέσα. Ο Σαγόνιας πήδηξε μερικές τάξεις σήμερα.» «Το ακούς; Ατρόμητε φαγά ηλεκτρονικών συσκευών, ροκανιδιού και τουρσιών.» Χάρισε στη Φιόνα ένα χαμόγελο που έφτασε μέχρι τα μάτια του. Εκείνη είδε συναρπαστικές μπρούντζινες πιτσιλιές σκορπισμένες στο καστανοκίτρινο χρυσό. Καθώς τα βλέμματά τους παρέμειναν ενωμένα, μία στιγμή, δύο στιγμές, ο Σάιμον άφησε συλλογισμένος ένα επιφώνημα: «Χμμμ.» «Ξέχνα το.» Η Φιόνα σηκώθηκε όρθια. «Πάμε να δοκιμάσουμε τις εντολές “κάτσε” και “μείνε”. Όπου να ’ναι θα επιστρέψει η τάξη μου.»
114
NORA ROBERTS
«Είσαι ακόμα τσαντισμένη για την οινοθήκη.» «Ποια οινοθήκη;» τον ρώτησε, χαμογελώντας του γλυκά. «Μμμ. Εντάξει, “κάτσε” και “μείνε”. Σαγόνια, όπου να ’ναι χάνεις τον τίτλο του πρώτου μαθητή της τάξης.» «Ξέρεις, λίγη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση δε βλάφτουν ούτε τους σκύλους ούτε τους ανθρώπους. Εκτός αν σου αρέσει να αναμένεις την αποτυχία.» «Εγώ το θεωρώ ρεαλισμό.» Όταν πρόσταξε το κουτάβι να καθίσει, ο Σαγόνιας έβαλε κάτω τα οπίσθιά του υπάκουα. «Το έκανε την πρώτη φορά, αλλά τώρα τα πράγματα θα δυσκολέψουν. Μείνε.» Σήκωσε το χέρι του. «Μείνε» επανέλαβε και άρχισε να οπισθοχωρεί. Το σκυλί κούνησε την ουρά του, αλλά παρέμεινε καθισμένο. «Μια χαρά τα καταφέρνει.» «Κάνει επίδειξη στη δασκάλα. Στο σπίτι, το πιθανότερο είναι πως τώρα θα κυνηγούσε την ουρά του ή θα προσπαθούσε να μασήσει τις μπότες μου ενώ θα τις φορούσα.» Φώναξε το σκυλί και το αντάμειψε. «Κάν’ το ξανά. Αύξησε την απόσταση.» Ο Σάιμον άρχισε το δεύτερο γύρο με τον Σαγόνια και αύξησε την απόσταση ανάμεσά τους για να δοκιμάσει την εντολή «μείνε». Έπειτα, με τις οδηγίες της Φιόνα, το έκανε και τρίτη φορά μέχρι που άνθρωπος και σκύλος βρέθηκαν οχτώ μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλον. «Μην τον κοιτάζεις συνοφρυωμένος όταν κάνει αυτό που του λες.» «Δεν τον κοιτάζω συνοφρυωμένος.» «Ας πούμε ότι είναι η συνηθισμένη έκφρασή σου. Τον μπερδεύεις. Φώναξέ τον.» Ο Σαγόνιας ανταποκρίθηκε και διέσχισε το τελευταίο μισό μέτρο με την κοιλιά του προτού γυρίσει ανάσκελα και την επιδείξει. «Τα πήγες καλά, τα πήγες ωραία. Φιγουρατζή!» μουρμούρισε ο Σάιμον καθώς έσκυψε να τον τρίψει.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
115
«Έγινε υποτακτικός γιατί δεν ήταν σίγουρος τι ήθελες. Του ζήτησες κάτι, το έκανε και εσύ στάθηκες και τον κοίταζες βλοσυρός. Αυτός παίρνει δέκα.» Η Φιόνα γονάτισε και χάιδεψε τον Σαγόνια μέχρι που εκείνος έπεσε σε έκσταση. «Εσύ παίρνεις μείον εφτά.» «Έι!» «Επιστρέφει η τάξη μου. Κράτησέ τον. Διάταξέ τον να μείνει και κράτα τον ακίνητο για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα άσ’ τον να σηκωθεί, να πάει να χαιρετήσει τους άλλους.» «Πώς;» «Με τις εντολές “κάτσε” και “μείνε” – θα τον κρατήσεις τη στιγμή που θα θελήσει να τρέξει για να δει ποιος έρχεται.» Καθώς μιλούσε, η Φιόνα έλεγξε το ρολόι της για να κρατήσει σημείωση στο ημερολόγιο. «Έπειτα δώσ’ του τη διαταγή «πήγαινε” – χρησιμοποίησε απλές εκφράσεις, ό,τι σου έρχεται φυσικά. Πες γεια, εμπρός, χαιρέτα. Ό,τι θες. Έπειτα άφησέ τον ελεύθερο.» Σηκώθηκε όρθια και απομακρύνθηκε για να υποδεχτεί τους πρώτους από τους μαθητές της που επέστρεφαν. «Ήθελες να φανώ κακός, έτσι δεν είναι; Νομίζεις ότι δε σε έχω πάρει χαμπάρι;» Ο Σάιμον κράτησε το κουτάβι στη θέση του ενώ ταυτόχρονα του έτριβε τα αυτιά. «Δεν είσαι τόσο χαζός όσο φαίνεσαι, ε; Ήθελες απλώς να εντυπωσιάσεις το όμορφο κορίτσι. Εντάξει… κοπάνα την» είπε και άφησε τον Σαγόνια να τρέξει να μυρίσει και να χοροπηδήσει γύρω από τους μαθητές που επέστρεφαν. Όταν ο Σάιμον πήγε κοντά τους, η Φιόνα άκουγε τους χειριστές να περιγράφουν πώς είχαν αποδώσει τα σκυλιά τους, σημειώνοντας την περιοχή που είχε καλυφθεί και τις φορές που τα ζώα είχαν πάρει στάση φέρμας. Ο Σάιμον έβγαλε το λουρί από την τσέπη του. «Γιατί δεν τον αφήνεις να χαζέψει, να παίξει με τους άλλους για λίγο;» πρότεινε η Φιόνα. Σήκωσε το κεφάλι της από το ημερολόγιο.
116
NORA ROBERTS
«Πρέπει να συνηθίσει να βρίσκεται κοντά σε άλλους ανθρώπους, σε άλλα σκυλιά που δεν έχει συναντήσει ξανά. Λίγη κοινωνικοποίηση δε θα βλάψει ούτε εσένα. Πάρε κι άλλο μπράουνι. Ίσως καταφέρεις να τελειώσεις τη μέρα με μεγαλύτερο βαθμό.» «Θα πάρω το μπράουνι, αλλά…» Ο Σάιμον σταμάτησε καθώς η Σίλβια βγήκε κουτσαίνοντας από το δάσος, γέρνοντας πάνω σε ένα αυτοσχέδιο δεκανίκι, με μια γυναίκα να τη στηρίζει στο ένα πλευρό της και έναν άντρα στο άλλο, ενώ ένα ζευγάρι σκυλιά χοροπηδούσαν μπροστά τους. «Είναι μια χαρά.» Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του για να τον εμποδίσει να πάει κοντά στους άλλους για να βοηθήσει. «Το κάνουμε στα ψέματα, ξέχασες; Η άσκηση είχε να κάνει με μια εξαφανισμένη γυναίκα ελαφρά τραυματισμένη. Η Σίλβια προσποιείται.» Η τάξη ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Η Σίλβια έκανε μια θεατρική υπόκλιση και έπειτα έδειξε με μεγαλοπρέπεια τη γυναίκα και το σκυλί δίπλα της. «Αυτή είναι η Τρέισι και η Λόλο της. Βρήκαν τη Σιλ σε λιγότερο από εβδομήντα πέντε λεπτά. Όχι κι άσχημα. Διόλου άσχημα. Ο Μίκα τη βοήθησε με τον Ρίνγκο του. Η θέση του σε σχέση με την επιτυχημένη ανακάλυψη ήταν αρκετά κοντά ώστε να διασταυρωθεί με την Τρέισι και να τη βοηθήσει να φέρει τη Σιλ, με τον υποτιθέμενο στραμπουληγμένο αστράγαλο, πίσω στη βάση. Εξάλλου, είναι τσιμπημένος μαζί της.» «Με τη Σιλ; Όπως και με τα μπράουνις, ποιος δεν είναι;» «Όχι με τη Σιλ.» Παρ’ ότι κούνησε το κεφάλι της, η Φιόνα διαπίστωσε ότι είχε ευθυμήσει και είχε νιώσει μια μικρή περηφάνια για το σχόλιο του Σάιμον. «Με την Τρέισι. Είναι και οι δύο από την περιοχή του Μπέλινγκαμ, όπως η υπόλοιπη μονάδα. Με συγχωρείς.» Η Φιόνα πήγε να σφίξει το χέρι της Τρέισι, την αγκάλιασε και έπειτα έπαιξε με τα σκυλιά. Γέλασε και με
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
117
τη Σίλβια, πρόσεξε ο Σάιμον. Υπέθετε πως η Φιόνα είχε συμπαθητικούς τρόπους. Αν σου άρεσαν οι υπερβολικά κοινωνικοί τύποι, εκείνοι στους οποίους ήταν δεύτερη φύση να αγγίζουν ή να αγκαλιάζουν, και που φαίνονταν ωραίοι με τζιν ή παντελόνι εργασίας, με φούτερ ή πουλόβερ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί μια γυναίκα αυτής της υποκατηγορίας που να του είχε αρέσει, τουλάχιστον όχι σεξουαλικά. Το γεγονός ότι η Φιόνα τού άρεσε αποτελούσε ένα ενδιαφέρον παζλ. Ίσως ήταν τα μάτια της. Ήταν τόσο καθάρια, τόσο ήρεμα. Υπέθετε πως ήταν ένας από τους λόγους που ανταποκρίνονταν καλά τα ζώα σ’ εκείνη. Ένιωθες ότι μπορούσες να εμπιστευτείς αυτά τα μάτια. Την παρακολούθησε καθώς πέρασε το μπράτσο της γύρω από τους ώμους της Τρέισι –να πάλι εκείνη η πλευρά του χαρακτήρα της που απαιτούσε αγγίγματα και επικοινωνία– και την πήγε στο… Πώς το είχε αποκαλέσει; αναρωτήθηκε ο Σάιμον. Βάση; Αρχηγείο; Τέλος πάντων, ήταν ένα τραπέζι κάτω από ένα αντίσκηνο. Θα έπαιρνε αναφορές, υπέθεσε, θα σημείωνε τις πληροφορίες που έπρεπε να σημειωθούν. Του φαινόταν κάπως υπερβολικό για άσκηση. Έπειτα θυμήθηκε ότι η Φιόνα είχε ανακαλύψει ένα μικρό αγόρι σε ένα πολύ μεγάλο δάσος, μες στην παγερή βροχή. Οι λεπτομέρειες είχαν σημασία. Η πειθαρχία και η αποτελεσματικότητα το ίδιο. Όπως και να είχε, τα μπράουνις ήταν εξαιρετικά και το διάλειμμα τού έδωσε την ευκαιρία να φλερτάρει με τη Σίλβια. «Πώς είσαι μετά τη δοκιμασία σου;» τη ρώτησε. Η Σίλβια γέλασε και τον χτύπησε με το δάχτυλό της στο στέρνο. «Μου αρέσει να παριστάνω την εξαφανισμένη γυναίκα. Ασκούμαι λιγάκι – περιπλανιέμαι και έπειτα είτε θρονιάζομαι στο μέρος μου είτε περιπλανιέμαι λίγο ακόμα. Εξαρτάται ποια συμπεριφορά
118
NORA ROBERTS
θύματος θέλει η Φι να αναπαραστήσω. Ευτυχώς που πέρασες από δω. Θα σου τηλεφωνούσα όταν θα επέστρεφα στο σπίτι σήμερα.» «Αλήθεια; Για να μου ζητήσεις να βγούμε;» «Είσαι πολύ χαριτωμένος. Πούλησα δύο από τα κομμάτια σου σήμερα. Το παγκάκι με τα ψηλά πλαϊνά και το ντουλάπι με τα πέντε συρτάρια. Θέλω κι άλλα όποτε είσαι έτοιμος.» «Εδώ που τα λέμε, τέλειωσα κάνα δυο κομμάτια σήμερα το πρωί. Μια οινοθήκη και μια κουνιστή πολυθρόνα.» «Α, την περίφημη οινοθήκη.» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους και κοίταξε ξανά τη Φιόνα. «Δεν είναι του στιλ της, αυτό είναι όλο.» Η Σίλβια χαμογέλασε και τσιμπολόγησε μια φράουλα. «Έχει πολλά στιλ. Πρέπει να της ζητήσεις να βγείτε για δείπνο.» «Γιατί;» «Σάιμον, αν θεωρούσα ότι αυτή η ερώτηση ήταν σοβαρή, θα ανησυχούσα για σένα.» Τον έπιασε αγκαζέ καθώς η Φιόνα απευθυνόταν στην τάξη της. «Όλοι έκαναν καλή δουλειά σήμερα, ως άτομα, ως ομάδες και ως μονάδα. Στο επόμενο μάθημα θα δουλέψουμε σε διαφορετικό έδαφος με ένα λιπόθυμο θύμα. Θέλω να δουλέψετε με τα σκυλιά σας τριάντα με εξήντα λεπτά, παρουσιάζοντας σύντομα δεκάλεπτα προβλήματα. Συνεχίστε να χρησιμοποιείτε κάποιον με τον οποίο είναι εξοικειωμένος ο σκύλος σας. Μετά το επόμενο μάθημα, μπορείτε να προσπαθήσετε με κάποιον που δε γνωρίζει. Σας παρακαλώ μην ξεχνάτε την εκπαίδευση για τις πρώτες βοήθειες, και ας δοκιμάσουμε μόνο μερικές από τις ασκήσεις πυξίδας. Να ενημερώνετε τα ημερολόγιά σας. Για οποιοδήποτε πρόβλημα ή ερώτηση πριν από την επόμενη φορά, στείλτε μου ένα e-mail ή τηλεφωνήστε μου.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
119
»Και παρακαλώ, Θεέ μου, φάτε τα μπράουνις για να μην τα φάω εγώ.» Η Σίλβια φίλησε τον Σάιμον στο μάγουλο. «Πρέπει να φύγω. Πρέπει να ρίξω μια ματιά στο μαγαζί και στον Όριο. Φέρε τα καινούρια κομμάτια όποτε θέλεις. Και βγάλε το κορίτσι μου για δείπνο.» Εκείνος βάλθηκε να χασομερά από περιέργεια αλλά και γιατί το σκυλί του επιτέλους είχε ξεθεωθεί από το παιχνίδι και είχε ξεραθεί κάτω από το τραπέζι. «Αρκετά έκανε σήμερα» είπε η Φιόνα όταν έμειναν μόνοι. Άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. «Ερώτηση.» Ο Σάιμον πήρε μερικά άδεια ποτήρια και την ακολούθησε στο σπίτι. «Αυτοί οι άνθρωποι παρακολουθούν τα μαθήματά σου.» «Προφανώς.» «Η άσκηση κράτησε πόσο… δύο ώρες;» «Λίγο παραπάνω. Είμαστε σε προχωρημένο στάδιο, πρόκειται για εικονική Έρευνα και Διάσωση, οπότε έπρεπε να στηθεί, να γίνει έρευνα, να ληφθούν αναφορές – βάλε και το φιλικό χτύπημα στην πλάτη.» «Και μεταξύ όλων αυτών πρέπει να δουλέψουν με τα σκυλιά μια ώρα εδώ, μια ώρα εκεί, να μάθουν πρώτες βοήθειες…» «Ναι. Ένας από αυτούς είναι τραυματιοφορέας, και πρέπει όλοι να πάρουν πιστοποίηση στην καρδιοαναπνευστική ανάνηψη και στις βασικές πρώτες βοήθειες. Επίσης πρέπει να ξέρουν να διαβάζουν έναν τοπογραφικό χάρτη, να έχουν καλές γνώσεις για το κλίμα, τον άνεμο, τη χλωρίδα, τα άγρια ζώα. Τόσο εκείνοι όσο και τα σκυλιά τους πρέπει να είναι σε καλή φυσική κατάσταση.» Η Φιόνα άφησε τα πιάτα πάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Και πότε τούς μένει χρόνος να ζήσουν;» Εκείνη έγειρε πίσω. «Έχουν ζωή, δουλειά, οικογένεια. Επίσης έχουν αφοσίωση. Για να γίνεις ομάδα Έρευνας και
120
NORA ROBERTS
Διάσωσης, χρειάζονται μήνες σκληρής, επικεντρωμένης εκπαίδευσης. Απαιτεί θυσίες και δίνει τεράστια ικανοποίηση. Δουλεύω με αυτή τη μονάδα εδώ και βδομάδες» πρόσθεσε. «Έχουν σχεδόν ενενήντα τοις εκατό ποσοστό επιτυχίας στα ατομικά προβλήματα. Τώρα δουλεύουμε ταυτόχρονα. Θα επαναλάβουμε αυτού του είδους την εκπαιδευτική άσκηση ξανά και ξανά, με όλες τις καιρικές συνθήκες.» «Έχεις πετάξει ποτέ κανέναν έξω;» «Ναι. Σε έσχατη ανάγκη, αλλά ναι. Τον περισσότερο καιρό όποιος δεν είναι κατάλληλος τα παρατάει μόνος του προτού τον διώξω εγώ. Ενδιαφέρεσαι;» «Δε νομίζω.» «Ίσως σε βοηθήσει στον εθισμό σου με το Lifetime. Ωστόσο, θα ήθελα να κάνω στον Σαγόνια ένα μέρος της πρώιμης εκπαίδευσης. Αν μη τι άλλο, θα τον βοηθήσει σφαιρικά. Όταν θα μάθει να στέκεται στο πλευρό σου, να κάθεται και να μένει στη θέση του, και όταν θα κατακτήσει την εντολή επιστροφής και θα μπορεί να σταματάει κατά την επιστροφή, μπορούμε να του δώσουμε κάτι παραπάνω.» «Παραπάνω από την εκπαίδευση υπακοής εννοείς;» Ο Σάιμον την κοίταξε, αναποφάσιστος. «Πόσο θα κοστίσει;» Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως είμαι ανοιχτή σε μια ανταλλαγή. Ας πούμε, θα δουλέψω στην πρόσθετη εκπαίδευση και στις ειδικές δεξιότητες για μια… οινοθήκη.» «Δε σου ταιριάζει.» Μισοκλείνοντας τα μάτια της, εκείνη έφυγε από τον πάγκο. «Ξέρεις, κάθε φορά που το λες αυτό απλώς με κάνεις να τη θέλω περισσότερο. Πρέπει να μάθω τι μου ταιριάζει.» «Απλώς είσαι ξεροκέφαλη.» «Είμαι;» Τον έδειξε και με τους δύο δείκτες της. «Εσύ είσαι ο πεισματάρης εδώ. Τι σε νοιάζει ποιος θα αγοράσει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
121
την οινοθήκη; Δεν τα φτιάχνεις για να τα πουλήσεις;» «Εσένα τι σε νοιάζει αν ένα σκυλί τα σκατώσει στην εκπαίδευση; Δε διδάσκεις για να πληρώνεσαι;» «Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Επιπλέον εκείνος που τα σκατώνει είναι ο χειριστής. Καλή ώρα εσύ, κύριε μείον Εφτά.» «Δε συνοφρυώθηκα.» «Περίμενε. Μην κουνηθείς, μην αλλάξεις έκφραση. Θα φέρω έναν καθρέφτη.» Την άρπαξε από το μπράτσο, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει το γέλιο του. «Κόψ’ το.» «Στο επόμενο μάθημα θα φροντίσω να έχω μια κάμερα. Στο κάτω κάτω, μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις.» Τον έσπρωξε απαλά. Εκείνος τη σκούντηξε λιγάκι. Και πίσω του ο σκύλος γρύλισε σιγανά. «Σταμάτα!» πρόσταξε κοφτά η Φιόνα και ο σκύλος κοκάλωσε. «Νιούμαν, φίλος. Φίλος. Νόμισε ότι μου έκανες κακό. Όχι, μην κάνεις πίσω. Ο Σάιμον» είπε στα σκυλιά. «Παίζουμε. Ο Σάιμον είναι φίλος. Αγκάλιασέ με.» «Ορίστε;» «Οχ, για όνομα του Θεού, μην είσαι τόσο μυγιάγγιχτος.» Πέρασε τα χέρια της γύρω από τον Σάιμον, τον αγκάλιασε, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Παίζω με τον Σάιμον» είπε η Φιόνα στο σκυλί και χαμογέλασε. Έκανε ένα νόημα, το σκυλί τούς πλησίασε και τρίφτηκε στο πόδι του Σάιμον. «Δε θα σε δάγκωνε.» «Χαίρομαι που το ακούω.» «Εκτός αν του έλεγα εγώ να το κάνει.» Έγειρε πίσω το κεφάλι της και χαμογέλασε ξανά. Έπειτα έσπρωξε απαλά τον Σάιμον. «Σπρώξε με και εσύ. Δεν υπάρχει πρόβλημα.» «Το ελπίζω.» Τη σκούντηξε ξανά και αυτή τη φορά το σκυλί χρησιμοποίησε το κεφάλι του για να σκουντήξει τον Σάιμον. «Διασκεδάζουμε.» Πέρασε ξανά τα μπράτσα της γύρω από τον Σάιμον και έτριψε πάνω του το πρόσωπό της. «Με
122
NORA ROBERTS
διαβάζει» είπε. «Αν φοβόμουν τώρα, θα το καταλάβαινε. Αλλά βλέπει, ακούει, διαισθάνεται ότι είμαι μια χαρά, ότι είμαι καλά μ’ εσένα. Αυτό προσπαθώ να σου βάλω στο κεφάλι για τον Σαγόνια και τις αντιδράσεις σου, γι’ αυτό που του μεταδίδεις. Η διάθεσή σου επηρεάζει τη συμπεριφορά σου, οπότε…» Η Φιόνα σταμάτησε όταν σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ξανά τα μάτια που βρίσκονταν πολύ κοντά και που είχαν μια έκφραση έντονης αυτοσυγκέντρωσης. «Τι διάθεση νομίζεις ότι μεταδίδω τώρα;» «Πολύ αστείο. Είναι απλώς μια άσκηση» άρχισε να λέει εκείνη. «Εντάξει. Ας δοκιμάσουμε την προχωρημένη τάξη.» Σκέπασε το στόμα της με το δικό του, πολύ σταθερά και κάπως τραχιά. Η Φιόνα το ήξερε ότι θα ήταν λιγάκι τραχύς. Ανυπόμονος, ευθύς, χωρίς δοκιμαστικές κινήσεις, χωρίς άνετο φλερτ. Δεν αντιστάθηκε. Θα ήταν σπατάλη χρόνου, προσπάθειας και ενός πολύ καυτού και υγιεινού φιλιού. Αντιθέτως, έσυρε τα χέρια της προς τα πάνω στην πλάτη του και άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει, να απολαύσει τις αισθήσεις της στιγμής. Απαλά χείλη, σκληρά χέρια, σμιλεμένο κορμί – και μια ιδέα σοκολάτας στη γλώσσα που είχε μπερδευτεί με τη δική της. Κι όταν αισθάνθηκε τον εαυτό της να πέφτει στο σημείο χωρίς επιστροφή, όταν η αναρρίχηση πάλι πίσω θα ήταν οδυνηρή, έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα κορμιά τους και του έσπρωξε το στέρνο. Εκείνος δε σταμάτησε. Η καρδιά της, που σκιρτούσε, χτύπησε δυνατά. Απείθαρχος, σκέφτηκε, και ευχήθηκε να μην έβρισκε τόσο συναρπαστική αυτή την ιδιότητά του. Τον έσπρωξε ξανά, πιο δυνατά. Ο Σάιμον έκανε πίσω, ελάχιστα, έτσι που τα μάτια τους συναντήθηκαν ξανά. «Βαθμολόγησέ το αυτό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
123
«Α, το δίχως άλλο πήρες άριστα. Συγχαρητήρια. Αλλά το διάλειμμα τέλειωσε. Πρέπει να ετοιμάσω μερικά μαθήματα και… έχω να κάνω πράγματα. Οπότε…» «Οπότε θα τα πούμε.» «Ναι. Α, συνέχισε να δουλεύεις τα βασικά. Πέτα κλαδιά. Πολλά κλαδιά.» «Σωστά.» Όταν εκείνος απομακρύνθηκε, η Φιόνα ξεφύσησε και κοίταξε τον Νιούμαν. «Πωπώ!» Το λάθος ήταν δικό μου, σκέφτηκε ο Σάιμον καθώς φόρτωνε τον Σαγόνια στο φορτηγάκι. Ή δικό της, αποφάσισε. Ήταν περισσότερο δικό της λάθος. Τον αγκάλιασε, τρίφτηκε πάνω του, του χαμογέλασε. Τι στο καλό μπορούσε να κάνει ένας άντρας; Δεν περίμενε ότι η Φιόνα θα ήταν τόσο δεκτική. Δεν περίμενε ότι απλώς θα αφηνόταν, ότι θα ξεσκέπαζε με ανεπαίσθητο, σχεδόν διακριτικά σέξι τρόπο μια γωνίτσα και θα του έδειχνε όλη τη φλόγα από κάτω. Τώρα ο Σάιμον το ήθελε αυτό. Ήθελε και εκείνη. Κοίταξε το σκυλί, που ήταν ευτυχισμένο καθώς είχε βγάλει τη μύτη του έξω από το πέντε πόντων άνοιγμα στο παράθυρο. «Έπρεπε απλώς να της είχα πουλήσει την αναθεματισμένη την οινοθήκη.» Άνοιξε το ραδιόφωνο στη διαπασών, όμως αυτό δεν έβγαλε από το μυαλό του τη Φιόνα. Αποφάσισε να δοκιμάσει τη δική του «άσκηση» και άρχισε να σχεδιάζει στο μυαλό του μια οινοθήκη κατάλληλη για εκείνη. Ίσως να την έφτιαχνε. Ίσως να μην την έφτιαχνε. Αλλά έβαζε στοίχημα ότι θα επέστρεφε για να ξεσκεπάσει άλλη μια γωνίτσα.
124
NORA ROBERTS
ΕΠΤΑ
ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟ πάντα περιλάμβανε κωμωδία και δράμα και απαιτούσε επιμονή, αντοχή και μια ελαστική αίσθηση του χιούμορ. Για να απλοποιεί τα πράγματα, η Φιόνα πάντα κανόνιζε να πηγαίνει και τα τρία σκυλιά της μαζί κατά το κλείσιμο του ιατρείου. Αυτό το σύστημα έδινε σε εκείνη και την κτηνίατρο, τη φίλη της Μάι Φουνάκι, την ευκαιρία να συνέλθουν και να χαλαρώσουν όταν τέλειωνε το τριπλό κατόρθωμα. Μετά βίας ένα και εξήντα, η Μάι φαινόταν να είναι ένα ντελικάτο άνθος λωτού, ένας ρομαντικός χαρακτήρας γιαπωνέζικου κόμικς που είχε πάρει σάρκα και οστά, με εβένινα μαλλιά που καμπύλωναν στα χρυσαφιά μάγουλά της και άγγιζαν παιχνιδιάρικα το σημείο πάνω από τα εξωτικά μάτια της στο χρώμα του όνυχα. Η φωνή της, ένα μελωδικό τραγούδι, ηρεμούσε ανθρώπους και ζώα κατά τη διάρκεια της δουλειάς της. Τα όμορφα χέρια της με τα μακριά δάχτυλα ανακούφιζαν και γιάτρευαν. Και ήταν δυνατά σαν πλινθοδόμου. Ήταν γνωστό ότι είχε ξεπεράσει στο ποτό έναν άντρα ενενήντα κιλών που είχε πέσει αναίσθητος, και μπορούσε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
125
να βλαστημήσει σαν λιμενεργάτης σε πέντε γλώσσες. Η Φιόνα τη λάτρευε. Στην αίθουσα εξέτασης του κτηνιατρείου της στο σπίτι της στις παρυφές του Ιστσάουντ, η Μάι βοήθησε τη Φιόνα να ανεβάσει τον βάρους τριάντα πέντε κιλών τρεμάμενο Πεκ στο τραπέζι. Το σκυλί, που κάποτε είχε αψηφήσει τα αποκαΐδια κτιρίων για να εντοπίσει θύματα ύστερα από ένα σεισμό στο Όρεγκον, που έψαχνε ακούραστα για τους εξαφανισμένους, τους κατακρημνισμένους και τους νεκρούς κατά τη διάρκεια διαπεραστικών αγέρηδων, καταρρακτώδους βροχής και ανυπόφορης ζέστης, φοβόταν τις ενέσεις. «Θα νόμιζε κανείς ότι του έχω χώσει ταβανόπροκες στο κεφάλι. Έλα τώρα, Πεκ.» Η Μάι τον χάιδευε ακόμα και την ώρα που έλεγχε τις αρθρώσεις, το τρίχωμα και την επιδερμίδα του. «Γίνε άντρας.» Ο Πεκ συνέχισε να έχει το κεφάλι του στραμμένο αλλού, αρνούμενος να την κοιτάξει. Αντιθέτως, κοίταζε πικραμένος τα μάτια της Φιόνα. Εκείνη θα ορκιζόταν ότι τον είδε να βουρκώνει. «Νομίζω ότι σε κάποια άλλη ζωή τον βασάνιζαν οι Ισπανοί ιεροεξεταστές.» Ενώ η Μάι εξέταζε τα αυτιά του, ο Πεκ ρίγησε ολοφάνερα. «Τουλάχιστον υποφέρει σιωπηλά.» Η Μάι γύρισε το κεφάλι του Πεκ προς το μέρος της. Εκείνος το έστρεψε ξανά από την άλλη. «Έχω ένα τσιουάουα που πρέπει να του φοράω φίμωτρο για την παραμικρή εξέταση. Αν μπορούσε, θα μου ξεκολλούσε το πρόσωπο.» Έπιασε σταθερά το κεφάλι του σκυλιού για να εξετάσει τα μάτια και τα δόντια του. «Τι μεγάλο υγιές αγόρι!» είπε τραγουδιστά. «Τι μεγάλο όμορφο αγόρι!» Ο Πεκ κοίταξε σε ένα σημείο πάνω από τον ώμο της και ρίγησε. «Εντάξει» είπε η Μάι στη Φιόνα. «Ξέρεις τι πρέπει να
126
NORA ROBERTS
γίνει.» Η Φιόνα έπιασε το κεφάλι του Πεκ ανάμεσα στα χέρια της. «Θα κρατήσει μόνο ένα δευτερόλεπτο» του είπε καθώς η Μάι πήγε από πίσω του, φεύγοντας από το οπτικό πεδίο του. «Δε γίνεται να σε αφήσουμε να αρρωστήσεις, έτσι δεν είναι;» Του μίλησε, τον έτριψε, χαμογέλασε, καθώς η Μάι ανασήκωσε το δέρμα του και του έκανε την ένεση. Ο Πεκ βόγκηξε σαν ετοιμοθάνατος άνθρωπος. «Ορίστε. Έτοιμος.» Η Μάι πήγε ξανά μπροστά στον Πεκ και κράτησε ψηλά τα χέρια της για να του δείξει ότι δεν περιείχαν κανένα όργανο βασανισμού. Έπειτα άφησε μια λιχουδιά πάνω στο τραπέζι. Ο Πεκ την αρνήθηκε. «Μπορεί να είναι δηλητηριασμένη» είπε η Φιόνα. «Τα πάντα σ’ αυτό το δωμάτιο είναι ύποπτα.» Έκανε νόημα στο σκυλί να κατέβει και εκείνο κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί. Έπειτα στάθηκε κοιτώντας τον τοίχο και αγνοώντας τις δύο γυναίκες. «Φταίει ότι του έκοψα τα μπαλάκια. Δε θα με συγχωρέσει ποτέ.» «Όχι, νομίζω ότι για όλα ευθύνεται ο Νιούμαν. Όταν φοβάται αυτός, φοβούνται όλοι. Τέλος πάντων, οι δύο βγήκαν από τη μέση, απομένει ένας.» Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Έπρεπε να τον είχαμε πάρει πρώτο. Πρώτος ο χειρότερος. Αλλά απλώς δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω.» «Αγόρασα ένα πραγματικά ωραίο μπουκάλι Πινό.» «Εντάξει. Ας το κάνουμε.» Έβγαλαν τον Πεκ στην αυλή όπου μπορούσε να ανταλλάξει ιστορίες φρίκης με τον Μπόγκαρτ και να ζητήσει τη συμπόνια του μονόφθαλμου μπουλντόγκ της Μάι, του Πατς, και του τρίποδου μπιγκλλαγωνικού, του Τσόνσι. Πλησίασαν μαζί το αυτοκίνητο της Φιόνα όπου ο Νιούμαν ήταν ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα, με τη μύτη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
127
ζουλιγμένη δυνατά στη γωνία και το κορμί χαλαρό σαν παραβρασμένο μακαρόνι. «Κεφάλι ή ουρά;» ρώτησε η Φιόνα. «Πιάσε εσύ το κεφάλι. Ο Θεός να μας βοηθήσει.» Ο Νιούμαν σφάδασε, προσπάθησε να γίνει μπάλα, πήδηξε πάνω από τα καθίσματα και έπειτα πάλι πίσω. Γλίστρησε σαν φίδι προσπαθώντας να σφηνωθεί κάτω από το κάθισμα. Έπειτα, μην μπορώντας να δραπετεύσει, έμεινε ξανά σαν ψόφιος, αναγκάζοντας τις δύο γυναίκες να μεταφέρουν το απίστευτα βαρύ σαν νεκρού σώμα του στην αίθουσα εξέτασης. «Χέσε με, Φι. Δεν μπορούσες να πάρεις κανίς;» «Θα μπορούσε να είναι ένα τσιουάουα που ξεκολλάει πρόσωπα.» «Πες μου σε παρακαλώ ότι τον ζύγισες στο σπίτι γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να τον ανεβάσουμε στη ζυγαριά.» «Είναι τριάντα εφτά κιλά.» Χρειάστηκαν να ιδρώσουν τριάντα ολόκληρα λεπτά αφού ο Νιούμαν αντιστεκόταν κάθε δευτερόλεπτο. «Ξέρεις» είπε ξέπνοη η Φιόνα, χρησιμοποιώντας το βάρος του κορμιού της για να κρατήσει κάτω τον Νιούμαν, «αυτό το σκυλί είναι ικανό να περάσει μέσα από τη φωτιά για μένα. Μέσα από τη φωτιά, πάνω σε σπασμένα γυαλιά ενώ θα πέφτουν μετεωρίτες από τον ουρανό. Αλλά δεν μπορώ να τον κάνω να μείνει ακίνητος για μια συνηθισμένη εξέταση. Και το κατάλαβε. Αμέσως μόλις τους φώναξα να μπουν στο αμάξι, το κατάλαβε. Πόσες φορές τούς βάζω στο αμάξι για δουλειά, για παιχνίδι, για οτιδήποτε; Πώς το καταλαβαίνει; Αναγκάστηκα να βάλω τους άλλους πρώτα – τους ξεγελάω πιο εύκολα. Έπειτα έσυρα αυτόν. Είναι ταπεινωτικό» είπε στον Νιούμαν. «Και για τους δυο μας.» «Δόξα σε όλους τους θεούς, τελειώσαμε!» Η Μάι δεν μπήκε στον κόπο να προσφέρει λιχουδιά στον Νιούμαν αφού το πιθανότερο ήταν πως θα της την
128
NORA ROBERTS
έφτυνε στα μούτρα. «Άσ’ τον ελεύθερο και πάμε να ανοίξουμε εκείνο το κρασί.» Η όμορφη μονώροφη μονοκατοικία της Μάι είχε το πίσω μέρος της στραμμένο στη θάλασσα. Κάποτε αποτελούσε κομμάτι μιας φάρμας και έπειτα το σπίτι είχε μετατραπεί σε B&B. Όταν η Μάι και ο άντρας της μετακόμισαν στο Όρκας, εκείνος αποφάσισε να γίνει αγρότης. Η Μάι μετακόμισε το ιατρείο της από την Τακόμα στο νησί, ευχαριστημένη από τη δουλειά στο σπίτι, ικανοποιημένη από τον πιο αργό τρόπο ζωής καθώς ο άντρας της εξέτρεφε κοτόπουλα, κατσίκες και καλλιεργούσε βατόμουρα και λαχανικά του αγρού. Χρειάστηκαν λιγότερα από τέσσερα χρόνια για να χάσει το ενδιαφέρον του ο αγρότης και τζέντλεμαν. Το επόμενο στύψιμο του εγκεφάλου του τον είχε σπρώξει να αγοράσει ένα μπαρ-ψησταριά στην Τζαμάικα. «Ο Τιμ μετακομίζει στο Μέιν» είπε η Μάι καθώς έβγαλαν το κρασί στην αυλή. «Θα γίνει ψαράς αστακών.» «Πλάκα μού κάνεις!» «Όχι. Πρέπει να ομολογήσω ότι το μπαρ κράτησε περισσότερο απ’ όσο περίμενα.» Αμέσως μόλις κάθισαν, τα σκυλιά έτρεξαν να παραβγούν για την προσοχή τους. Ουρές ανέμισαν και γλώσσες άρχισαν να γλείφουν. «Φυσικά, τώρα είμαστε φίλοι.» Η Μάι μοίρασε τα μπισκότα που είχε φέρει μαζί της. «Σε αγαπούν – και τα μπισκότα είναι δηλητηριασμένα μόνο στην αίθουσα εξέτασης.» «Ναι, με έχουν συγχωρήσει. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να κρατήσω τη βάση στην έρευνα για το αγοράκι. Είχα μια επείγουσα επέμβαση και δεν μπορούσα να την αναβάλω.» «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Γι’ αυτό υπάρχουν αναπληρωματικοί. Είναι ωραία οικογένεια. Το παιδί είναι εξαιρετικό.» «Ναι;» Η Μάι αναστέναξε. «Ξέρεις, πιθανώς –τι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
129
πιθανώς, σίγουρα– είναι καλύτερο που ο Τιμ και εγώ αναβάλαμε την απόκτηση παιδιών. Το φαντάζεσαι; Όμως το βιολογικό ρολόι μου δουλεύει υπερωρίες. Ξέρω ότι θα καταλήξω να υιοθετήσω άλλο ένα σκυλί ή μια γάτα ή κάποιο άλλο θηλαστικό για να το αντισταθμίσω.» «Μπορείς να υιοθετήσεις ένα παιδί. Θα γινόσουν σπουδαία μαμά.» «Θα γινόμουν. Αλλά… εξακολουθώ να έχω την ισχνή ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω οικογένεια με έναν άντρα και να προσφέρω στο παιδί δύο γονείς. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να βγω ραντεβού και να κάνω σεξ. Κι όταν σκέφτομαι τους άντρες, τα ραντεβού και το σεξ, θυμάμαι πόσο ερεθισμένη είμαι. Σκέφτομαι να βαφτίσω Στάνλεϊ το δονητή μου.» «Στάνλει;» «Ο Στάνλεϊ είναι ευγενικός και σκέφτεται μόνο την ευχαρίστησή μου. Εξακολουθώ να έχω τα πρωτεία στην αγαμία. Δεκατέσσερις μήνες.» «Εννιά εγώ, αλλά δε νομίζω ότι πιάνεται η τελευταία φορά. Το σεξ ήταν της κακιάς ώρας.» «Της κακιάς ώρας ή όχι, ήταν σεξ. Μπορεί να είναι χάλια διαγωνισμός, αλλά υπάρχουν κανόνες. Και ενώ ο Στάνλεϊ θα υπάρχει πάντα, σκέφτομαι σοβαρά και άλλες επιλογές.» «Κορίτσια; Λέσχες γνωριμίας; Προσωπικές αγγελίες;» «Όλα τα ζύγιασα και τα απέρριψα. Μη γελάσεις.» «Εντάξει. Τι;» «Κοίταζα τις ιστοσελίδες γνωριμιών στο Ίντερνετ. Έχω ετοιμάσει ένα προφίλ και μια αίτηση. Απλώς δεν έχω πατήσει την Αποστολή. Ακόμα.» «Δε γελάω, αλλά δεν έχω πειστεί. Είσαι κούκλα, έξυπνη, αστεία, ενδιαφέρουσα, μια γυναίκα με μεγάλο εύρος ενδιαφερόντων. Αν εννοείς σοβαρά ότι θες να επιστρέψεις στην αρένα των ραντεβού, πρέπει να αρχίσεις να βγαίνεις περισσότερο.» Κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της, η Μάι ήπιε μια
130
NORA ROBERTS
γερή γουλιά από το κρασί της και έπειτα έγειρε προς τα εμπρός. «Φι, μπορεί να μην το έχεις προσέξει, αλλά ζούμε σε ένα μικρό νησί ανοιχτά της ακτής της Ουάσιγκτον.» «Έχω ακούσει τις φήμες.» «Ο πληθυσμός αυτού του μικρού νησιού είναι επίσης σχετικά μικρός. Οι εργένηδες αυτού του πληθυσμού ακόμα λιγότεροι. Διαφορετικά, γιατί δύο κουκλάρες, έξυπνες και σέξι γυναίκες θα κάθονταν ένα όμορφο βράδυ να πίνουν κρασί με τα σκυλιά;» «Επειδή μας αρέσει;» «Μας αρέσει. Ναι, μας αρέσει. Αλλά επίσης μας αρέσει η αντρική συντροφιά. Τουλάχιστον νομίζω ότι μας αρέσει αφού έχει περάσει κάμποσος καιρός. Και νομίζω ότι θα έχω δίκιο αν πω ότι και οι δύο απολαμβάνουμε το καλό, υγιές, ασφαλές σεξ.» «Σωστά, κι αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι εκείνη η μία φορά δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη στο διαγωνισμό.» «Παλιά ιστορία.» Η Μάι τίναξε ελαφρά το χέρι της. «Έχω κάνει μια σημαντική, αν και μη επιστημονική έρευνα για τους αρσενικούς εργένηδες του πληθυσμού του νησιού μας. Για τους δικούς μου λόγους, αναγκάστηκα να αποκλείσω τους άντρες κάτω της ηλικίας των είκοσι ενός και εκείνους που είναι πάνω από εξήντα πέντε. Και τα δύο όρια είναι τραβηγμένα αφού είμαι τριάντα τεσσάρων, αλλά οι ζητιάνοι δεν έχουν την πολυτέλεια να διαλέγουν. Η λίμνη είναι ρηχή, Φι. Είναι πάρα πολύ ρηχή.» «Δεν μπορώ να διαφωνήσω με αυτό. Αλλά, αν προσθέσεις τους τουρίστες και τους εποχιακούς επισκέπτες, βαθαίνει λιγάκι.» «Έχω μια μικρή ελπίδα για το καλοκαίρι, αλλά τι γίνεται στο μεταξύ; Έριξα μια καλή ματιά στον Τζέιμς.» «Στον Τζέιμς; Στο δικό μας Τζέιμς;» «Ναι, στο δικό μας Τζέιμς. Έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, η ηλικία είναι κατάλληλη. Ομολογουμένως, δεν υπάρχει ενθουσιασμός, αλλά δουλεύεις μ’ αυτό που
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
131
έχεις. Το πρόβλημα είναι ότι γλυκοκοιτάζει τη Λόρι, και μέσα στη μονάδα δεν μπαίνουμε ο ένας στα χωράφια του άλλου. Υπάρχει μόνο μια ενδιαφέρουσα πιθανότητα στο νησί. Είναι εργένης, στην κατάλληλη ηλικία, έχει σκύλο, είναι πολύ εμφανίσιμος. Καλλιτεχνικός τύπος. Κάπως λιγομίλητος για τα γούστα μου, αλλά όπως είπα οι ζητιάνοι δεν έχουν την πολυτέλεια να διαλέγουν.» «Α» είπε η Φιόνα και ήπιε μια γουλιά. «Ο Σάιμον Ντόιλ. Η Σίλβια πουλάει τα έργα του. Είναι καλλιτέχνης ξύλου, φτιάχνει έπιπλα.» «Μμμ» είπε αυτή τη φορά η Φιόνα, και ήπιε άλλη μια γουλιά. Η Μάι μισόκλεισε τα μάτια της. «Τον έχεις βάλει στο μάτι; Να πάρει η ευχή, ήταν το μοναδικό εμπόδιο ανάμεσα σ’ εμένα και το Heartline.com.» «Δεν τον έχω βάλει στο μάτι. Όχι ακριβώς. Είναι πελάτης. Δουλεύω με το σκυλί του.» «Χαριτωμένο σκυλάκι.» «Πολύ. Καυτός τυπάς.» «Πολύ. Άκου, αν σκοπεύεις να τον διεκδικήσεις, κάν’ το, γιατί πρέπει να σχεδιάσω κάτι. Είναι μεγάλη η ανάγκη να κάνω σεξ.» «Δε διεκδικώ άντρες. Χριστέ μου, Μάι! Δεν είναι από τους άντρες που σου αρέσουν.» «Σκατά» είπε η Μάι και είπε μια γουλιά κρασί. «Είναι ζωντανός, εργένης, μέσα στα όρια της ηλικίας και, απ’ όσο ξέρω, δεν είναι κατά συρροήν δολοφόνος.» «Με φίλησε.» «Δυο φορές σκατά. Εντάξει, δώσ’ μου ένα λεπτό να σε μισήσω.» Η Μάι χτύπησε τα δάχτυλά της πάνω στο τραπέζι. «Εντάξει, σε μίσησα. Ήταν σέξι φιλί ή φιλικό φιλί;» «Δεν ήταν φιλικό. Δεν είναι ιδιαίτερα φιλικός άνθρωπος. Δε νομίζω ότι συμπαθεί πολύ τους ανθρώπους. Πέρασε για να δουλέψω με τον Σαγόνια. Έκανα την εικονική έρευνα με τη μονάδα του
132
NORA ROBERTS
Μπέλινγκαμ. Έτσι, τον προσκάλεσα να μείνει, να συγχρωτιστεί με τους άλλους, να φάει μερικά μπράουνις. Αμφιβάλλω αν είπε πέντε κουβέντες σε κανέναν. Εκτός από τη Σιλ. Τη συμπαθεί τη Σιλ.» «Ίσως είναι ντροπαλός. Ο ντροπαλός μπορεί να είναι γλυκός.» «Δε νομίζω, και το “γλυκός” είναι μια λέξη που δε θα χρησιμοποιούσα στην ίδια πρόταση με τον Σάιμον. Είναι μάστορας στο φίλημα κι αυτό είναι προσόν.» «Σκύλα, μη με αναγκάσεις να σου κάνω κακό!» Η Φιόνα χαμογέλασε. «Και δε χρειάζομαι μια σχέση, αλλά θέλω λίγη στοιχειώδη συζήτηση όταν κοιμάμαι με έναν άντρα.» «Έκανες συζήτηση μ’ εκείνο τον τύπο μια φορά πριν από εννιά μήνες. Δες πού κατέληξες.» «Αυτό είναι αλήθεια.» Η Φιόνα αναγκάστηκε να αναστενάξει καθώς το θυμήθηκε. «Όμως δεν τον διεκδικώ. Αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, κάνε ό,τι νομίζεις.» «Όχι, είναι πολύ αργά. Έχει βγει για κυνήγι. Heartline.com, σου ’ρχομαι.» «Πρέπει να πάμε διακοπές.» Η Μάι έπνιξε ένα γέλιο. «Ναι, καλά.» «Όχι, το εννοώ. Εγώ, εσύ και η Σιλ. Μια εκδρομή για κορίτσια. Σε ένα σπα» αποφάσισε, όλο έμπνευση. «Ένα μακρύ κοριτσίστικο Σαββατοκύριακο σε ένα σπα.» «Μην παίζεις μαζί μου, Φιόνα. Είμαι γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.» «Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα.» «Να ρωτήσω κάτι;» Η Μάι σήκωσε το δάχτυλό της. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγες διακοπές; Έστω για ένα μακρύ Σαββατοκύριακο;» «Ίσως πριν από κάνα δυο χρόνια. Εντάξει, μάλλον τρία. Πράγμα που απλώς ενισχύει την άποψή μου.» «Και πώς θα τα καταφέρουμε με τις δουλειές των τριών μας και με τα σκυλιά;» «Θα βρούμε έναν τρόπο. Ξέρουμε πώς να σχεδιάζουμε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
133
πράγματα, πώς να οργανώνουμε.» Τώρα που της είχε έρθει η ιδέα, η Φιόνα την ήθελε όπως τα Χριστούγεννα. «Μασάζ και περιποίηση προσώπου, λασπόλουτρα, υπηρεσία δωματίου και ποτά ενηλίκων με μπουρμπουλήθρες. Ούτε δουλειά, ούτε ευθύνες, ούτε προγράμματα.» «Μπορεί να είναι καλύτερο από το σεξ.» «Είναι πιθανό. Άκου πώς θα γίνει. Θα τσεκάρουμε τα προγράμματά μας και θα βρούμε την καλύτερη στιγμή για να ξεκλέψουμε τρεις μέρες. Μπορούμε να ξεκλέψουμε τρεις μέρες, Μάι. Έχουμε όλες φίλους που θα φροντίσουν τα ζώα μας για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Πόσο συχνά το έχουμε κάνει εμείς γι’ αυτούς;» «Αμέτρητες φορές. Πού θα πάμε;» «Δεν ξέρω. Κάπου κοντά ώστε να μη φάμε όλο το χρόνο στο ταξίδι. Θα αρχίσω να ψάχνω και θα πω στη Σιλ να κάνει το ίδιο. Τι λες;» Η Μάι σήκωσε το ποτήρι της. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μέσα είμαι!» Αποφασισμένη να σφραγίσει τη συμφωνία, η Φιόνα πέρασε από τη Σίλβια προτού πάει στο σπίτι της. Πανσέδες κρέμονταν από γλάστρες μπροστά στο γαλήνιο σπίτι δίπλα στον κόλπο. Η Φιόνα ήξερε ότι το θερμοκήπιο θα ήταν γεμάτο λουλούδια, λαχανικά και βότανα που η μητριά της κανάκευε σαν παιδιά και που σύντομα θα μεταφυτεύονταν στους μεγάλους κήπους της. Νιώθοντας εκεί σαν στο σπίτι της, η Φιόνα άνοιξε τη λαμπερή κόκκινη πόρτα και φώναξε: «Σιλ;» «Εδώ πίσω!» φώναξε η Σίλβια καθώς ο Όριο έτρεξε να πει γεια. «Στο μεγάλο δωμάτιο.» «Ήμουν στη Μάι.» Η Φιόνα προχώρησε μέσα στο σπίτι όπου η Σίλβια είχε ζήσει με τον πατέρα της σε όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Όπως το κατάστημά της, ήταν ευχάριστο, συναρπαστικό, ένα εκλεκτό κράμα από στιλ, έργα τέχνης και χρώματα.
134
NORA ROBERTS
Βρήκε τη Σίλβι στην ψάθα της γιόγκα να μιμείται την πολύπλοκη στάση της εκπαιδεύτριας στην τηλεόραση. «Χαλαρώνω» της είπε η Σίλβια. «Κοντεύω να τελειώσω. Έφερες τα παιδιά;» «Είναι στο αμάξι. Δεν μπορώ να μείνω.» «Γιατί δεν μπορείς; Σκέφτομαι να φτιάξω κουσκούς.» «Μπαίνω στον πειρασμό.» Ούτε κατά διάνοια, σκέφτηκε η Φιόνα. «Αλλά έχω να κάνω μια δουλειά. Η Μάι θέλει άντρα και το βιολογικό ρολόι της χτυπάει. Σκέφτεται να κάνει μια προσπάθεια σε κάποια από εκείνες τις ιστοσελίδες γνωριμιών.» «Σοβαρά;» Η Σίλβια ξεμπέρδεψε τα μέλη της και έπειτα τα μπέρδεψε ξανά προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Σε ποιο;» «Νομίζω ότι είπε στο Heartline.com.» «Υποτίθεται ότι είναι πολύ καλοί αυτοί.» «Δεν… Έχεις χρησιμοποιήσει αυτά τα πράγματα;» «Όχι ακόμα. Ίσως να μην το κάνω ποτέ. Αλλά έχω ρίξει μια ματιά.» Η Σίλβια έσκυψε προς το πάτωμα και διπλώθηκε. «Α… Ε, τέλος πάντων, τι λες να φύγουμε οι τρεις μας για ένα μακρύ Σαββατοκύριακο και να πάμε σε ένα σπα;» «Θεέ μου, για κάτσε να σκεφτώ.» Η Σίλβια ξεδιπλώθηκε. «Θα χρειαστώ πέντε λεπτά για να μαζέψω τα πράγματά μου.» «Σοβαρά;» «Μπορώ να το κάνω σε τέσσερα αν είναι ανάγκη. Πού θα πάμε;» «Δεν ξέρω ακόμα. Είναι μέρος της δουλειάς που έχω να κάνω. Πρέπει να τσεκάρω το πρόγραμμά μου, να το συνδυάσω με το δικό σου και της Μάι και να βρω έναν προορισμό.» «Αυτό θα το κάνω εγώ. Μία από τις καλλιτέχνιδές μου έχει μια άκρη σε ένα σπα. Υποτίθεται ότι είναι φανταστικό. Είναι κοντά στους Καταρράκτες Σνοκάλμι.» «Σοβαρά;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
135
«Μμμ…» Η Σίλβια ξάπλωσε πίσω σαν πτώμα. «ΣπαΘέρετρο η Γαλήνη. Θα το φροντίσω εγώ – αλλά ίσως πρέπει να τσεκάρεις την ιστοσελίδα του για να σιγουρευτούμε ότι κάτι τέτοιο είχες κατά νου.» «Κάνουν μασάζ και έχουν υπηρεσία δωματίου και πισίνα;» «Αυτό μάλλον μπορώ να το εγγυηθώ.» «Είναι τέλειο.» Η Φιόνα χόρεψε επιτόπου. «Θεέ μου, θα περάσουμε υπέροχα!» «Αυτό είναι σίγουρο. Όμως πώς σου ήρθε;» «Σου είπα. Φταίνε οι ορμόνες της Μάι.» «Και;» Η Φιόνα πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει τη θάλασσα. «Δεν κοιμάμαι πολύ καλά από τότε που ο Ντέιβι μού είπε για τους φόνους. Απλώς… το ’χω εκεί. Στο μυαλό μου. Όταν έχω δουλειά, δεν το σκέφτομαι, αλλά, όταν δεν έχω, με τριβελίζει. Νομίζω πως ένα διάλειμμα θα μου έκανε καλό. Και ένα διάλειμμα με δύο από τις αγαπημένες μου φιλενάδες είναι το καλύτερο. Επιπλέον, νιώθω μπερδεμένη για τον Σάιμον από τότε που με φίλησε.» «Ορίστε;» Η Σίλβια γούρλωσε τα μάτια της καθώς ανακάθισε. «Προσπάθησες να το περάσεις στο ντούκου. Πότε σε φίλησε;» «Τις προάλλες, όταν φύγατε εσύ και οι υπόλοιποι. Ήταν απλώς μια παρόρμηση της στιγμής και οι συνθήκες. Και ναι, προτού ρωτήσεις, ήταν πολύ, πάρα πολύ καλό.» «Το φανταζόμουν. Τι έγινε μετά;» «Πήγε στο σπίτι του.» «Γιατί;» «Μάλλον επειδή του είπα εγώ να το κάνει.» «Αχ, Φι, ανησυχώ για σένα! Ανησυχώ.» Κουνώντας το κεφάλι της, η Σίλβια σηκώθηκε και έπιασε το μπουκάλι με το νερό της. «Δεν ήμουν έτοιμη για το φιλί, πόσο μάλλον για μια συνέχεια.» Η Σίλβια αναστέναξε. «Τα βλέπεις; Δεν είναι άξιο
136
NORA ROBERTS
απορίας που ανησυχώ για σένα. Το να μην είσαι έτοιμη είναι μέρος της συγκίνησης. Ή θα έπρεπε να είναι. Το απροσδόκητο και το παθιασμένο.» «Δε νομίζω ότι κάνει για μένα το απροσδόκητο. Τουλάχιστον όχι τώρα. Ποιος ξέρει, ίσως μετά την ανάπαυλα στο σπα.» «Κανόνισε το πρόγραμμά σου και φύγαμε. Εγώ μπορώ να προσαρμόσω το δικό μου στο δικό σου και της Μάι.» «Είσαι η καλύτερη.» Η Φιόνα την αγκάλιασε στα γρήγορα. «Πάω να δω ποιες τάξεις μπορώ να μαγειρέψω. Θα στείλω e-mail και στις δυο σας.» «Περίμενε. Θα σου ετοιμάσω λίγο από αυτό το τσάι. Είναι φυσικό, και θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις, θα σε βοηθήσει να κοιμηθείς. Θέλω να κάνεις ένα παρατεταμένο μπάνιο, να πιεις λίγο τσάι, να βάλεις μια ήσυχη μουσική. Και να δώσεις μια ευκαιρία στις ασκήσεις διαλογισμού που σου έδειξα» πρόσθεσε καθώς έβγαλε το κουτί από ένα ντουλάπι στη διπλανή κουζίνα. «Εντάξει, το υπόσχομαι. Έχω ήδη χαλαρώσει μόνο και μόνο που σκέφτηκα το σπα.» Αγκάλιασε ξανά τη Σίλβια. «Σ’ αγαπώ.» «Και εγώ σ’ αγαπώ.» Η Φιόνα συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να το έχει σκεφτεί νωρίτερα. Ένα απολαυστικό διάλειμμα με καλές φίλες ήταν το τέλειο φάρμακο για τη νευρικότητα και το άγχος. Από την άλλη, βέβαια, σπάνια ένιωθε την ανάγκη για ένα διάλειμμα αφού θεωρούσε τη ζωή της στο νησί τον καλύτερο από όλους τους πιθανούς κόσμους. Είχε ανεξαρτησία, λογική οικονομική ασφάλεια, ένα σπίτι και μια δουλειά που αγαπούσε, τη συντροφιά των σκυλιών της. Τι άλλο υπήρχε; Θυμήθηκε το καυτό, απροσδόκητο φιλί στην κουζίνα της και τα τραχιά, κτητικά χέρια του Σάιμον πάνω της. Υπάρχει αυτό, παραδέχτηκε. Τουλάχιστον τώρα, ξανά, υπάρχει αυτό. Στο κάτω κάτω, ήταν μια υγιής γυναίκα με φυσιολογικές ανάγκες και επιθυμίες.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
137
Και μπορούσε να ομολογήσει ότι είχε σκεφτεί την πιθανότητα κάνα δυο γύρων με το Σάιμον – προτού εκείνος το κλείσει αυτό οριστικά. Προτού το ανοίξει ξανά. Προτού τινάξει το καπάκι στον αέρα, διόρθωσε τη σκέψη της η Φιόνα. Πράγμα που απλώς αποδείκνυε πως οποιαδήποτε σχέση μαζί του θα ήταν περίπλοκη, απογοητευτική και αβέβαιη. «Καλύτερα να το ξεχάσω» είπε στα σκυλιά. «Ειλικρινά τώρα, γιατί να πάω γυρεύοντας για μπελάδες; Μια χαρά δεν είμαστε; Μια χαρά δεν είμαστε έτσι; Εσείς και εγώ, αγόρια» πρόσθεσε και άκουσε ουρές να χτυπάνε στα καθίσματα. Οι προβολείς της φώτισαν το σκοτάδι καθώς έστριψε στο μονοπάτι της – και της θύμισαν ότι είχε ξεχάσει ξανά να αφήσει ανοιχτό το φως της σκεπαστής βεράντας. Σε λίγες βδομάδες, ο ήλιος θα κράταγε περισσότερο και ο αέρας θα ζέσταινε. Θα ακολουθούσαν μεγάλοι βραδινοί περίπατοι και παιχνίδι στην αυλή, καθισιό στη βεράντα. Καθώς πλησίαζαν στο σπίτι, τα σκυλιά αναδεύτηκαν και κούνησαν με έξαψη τις ουρές τους. Το ψυχολογικό τραύμα της αίθουσας εξέτασης είχε ξεχαστεί χάρη στην απλή χαρά της επιστροφής στο σπίτι. Η Φιόνα πάρκαρε και κατέβηκε για να ανοίξει την πίσω πόρτα. «Κάντε τα δικά σας, αγόρια.» Έτρεξε μέσα στο σπίτι για να ανάψει τα φώτα προτού κάνει και εκείνη τα δικά της. Έλεγξε τα μπολ με το νερό και τις ταΐστρες και χαμογέλασε βλέποντας τις καινούριες γλάστρες της. Ενώ τα σκυλιά έκοβαν γύρους έξω, τέντωναν τα πόδια τους και άδειαζαν τις κύστες τους, η Φιόνα άνοιξε τον καταψύκτη και άρπαξε το πρώτο κατεψυγμένο δείπνο που βρήκε μπροστά της. Όσο αυτό ψηνόταν στο φούρνο μικροκυμάτων, άρχισε να ελέγχει τα τηλεφωνικά μηνύματά της. Θα ανοίξω το λάπτοπ μου, αποφάσισε, θα τσεκάρω το πρόγραμμά μου ενώ θα τρώω, θα βρω το καλύτερο κενό σε αυτό, και θα
138
NORA ROBERTS
ελέγξω την ιστοσελίδα που μου πρότεινε η Σίλβια. «Ας ξεκινήσει το πάρτι» μουρμούρισε. Κράτησε σημειώσεις στο μπλοκ της, σώζοντας ή σβήνοντας μηνύματα. «Δεσποινίς Μπρίστοου, Κάτι Σταρ εδώ. Είμαι δημοσιογράφος στη U.S. Report. Ετοιμάζω ένα άρθρο για τις πρόσφατες απαγωγές μετά φόνου των δύο γυναικών στην Καλιφόρνια που φαίνονται να μοιάζουν με εκείνους που διέπραξε ο Τζορτζ Άλεν Πέρι. Μια και είστε το μόνο θύμα που ξέφυγε από τον Πέρι, θα ήθελα να σας μιλήσω. Μπορείτε να με βρείτε στη δουλειά μου ή στο κινητό μου ή μέσω e-mail. Τα τηλέφωνά μου είναι…» Η Φιόνα πάτησε τη διαγραφή. «Ούτε με σφαίρες.» Ούτε δημοσιογράφοι, ούτε συνεντεύξεις, ούτε τηλεοπτικές κάμερες και μικρόφωνα μπροστά στα μούτρα της. Ποτέ ξανά. Καθώς πήρε μια ανάσα εμφανίστηκε το επόμενο μήνυμα. «Δεσποινίς Μπρίστοου, είμαι η Κάτι Σταρ από τη U.S. Report και σας τηλεφωνώ ξανά. Πλησιάζει η προθεσμία που πρέπει να δώσω το άρθρο και είναι πολύ σημαντικό να σας μιλήσω όσο το δυνατόν…» Η Φιόνα πάτησε ξανά τη διαγραφή. «Άντε πηδήξου εσύ και η προθεσμία σου» μουρμούρισε. Έβαλε μέσα τα σκυλιά, ανακουφισμένη από την παρουσία τους. Τελικά, δεν είχε κέφι για δείπνο, αλλά πρόσταξε τον εαυτό της να καθίσει κάτω, να φάει και να κάνει ακριβώς ό,τι είχε σχεδιάσει για το βράδυ προτού η δημοσιογράφος τής γεμίσει το μυαλό με αναμνήσεις και ανησυχίες. Άναψε το φορητό υπολογιστή της και τσιμπολόγησε ένα κομμάτι κοτόπιτα. Για να φτιάξουν τα κέφια της, έλεγξε πρώτα την ιστοσελίδα του σπα – και σε λίγο είχε βαλθεί να σερφάρει μες στην αδημονία και στην ευτυχία. Μασάζ με καυτές πέτρες, θεραπείες με παραφίνη,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
139
περιποίηση προσώπου με σαμπάνια και χαβιάρι. Τα ήθελε όλα. Τα ήθελε τώρα. Έκανε την εικονική περιήγηση, γουργουρίζοντας στη θέα της εσωτερικής πισίνας, των δωματίων διαλογισμού μετά τις θεραπείες, τα καταστήματα, τους κήπους, τον υπέροχο εξοπλισμό στους ξενώνες. Αυτοί περιλαμβάνουν, σκέφτηκε η Φιόνα, μια διώροφη «βίλα» τριών δωματίων. Έκλεισε το ένα μάτι και κοίταξε το κόστος. Έκανε μια γκριμάτσα. Όμως αφού θα τα μοίραζαν στα τρία… Ακόμα και έτσι, η τιμή ήταν τσουχτερή. Αλλά είχε δικό του καυτό τζακούζι και, ω Θεέ μου, τζάκια μέσα στα μπάνια! Μέσα. Στα. Μπάνια. Και η θέα στους καταρράκτες, στους λόφους, στους κήπους… Αδύνατον, υπενθύμισε στον εαυτό της. Ίσως αν κέρδιζε το λαχείο. «Είναι ωραίο όνειρο» είπε στα σκυλιά. «Οπότε τώρα ξέρουμε πού. Ας δούμε πότε.» Άνοιξε το πρόγραμμα των μαθημάτων της, υπολόγισε, έκανε μερικά μαγειρέματα, υπολόγισε ξανά, άλλαξε τάξεις. Όταν κατέληξε στις δύο καλύτερες πιθανότητες, έστειλε e-mail στη Σίλβια και στη Μάι. Βρήκε ένα από τη δημοσιογράφο. Δεσποινίς Μπρίστοου:
Δεν κατάφερα να σας βρω στο τηλέφωνο. Βρήκα αυτό το email στην ιστοσελίδα της σχολής εκπαίδευσης σκύλων που έχετε. Όπως σας εξήγησα, γράφω ένα άρθρο για τις απαγωγές-φόνους στην Καλιφόρνια που μοιάζουν με τις δολοφονίες του Πέρι. Μια και υπήρξατε βασική μάρτυρας στη δίκη του Πέρι που κατέληξε στην καταδίκη του, τα σχόλιά σας θα ήταν πολύτιμα.
140
NORA ROBERTS
Δεν μπορώ να γράψω ένα εντυπωσιακό ή ακριβές άρθρο για την πλευρά του Πέρι χωρίς να συμπεριλάβω τις εμπειρίες σας, και τις λεπτομέρειες της δολοφονίας του Γκρέγκορι Νόργουντ, που είχαν ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του Πέρι. Θα προτιμούσα να μιλήσω απευθείας μαζί σας προτού δημοσιευτεί το άρθρο. Η Φιόνα έσβησε το e-mail, συμπεριλαμβάνοντας τα τηλέφωνα της δημοσιογράφου. Έπειτα απλώς ακούμπησε το κεφάλι της στο τραπέζι. Είχε το δικαίωμα να αρνηθεί. Είχε το δικαίωμα να γυρίσει την πλάτη σε εκείνους τους φοβερούς καιρούς. Είχε το δικαίωμα να αρνηθεί να την ταΐσουν με άλλο ένα άρθρο για το θάνατο και την απώλεια. Το να ξαναζήσει όλα αυτά δεν μπορούσε να φέρει, δε θα έφερνε τον Γκρεγκ πίσω. Δε θα βοηθούσε εκείνες τις γυναίκες ή τις οικογένειές τους που πενθούσαν. Είχε ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή της και είχε κάθε δικαίωμα να την κρατήσει ιδιωτική. Σηκώθηκε και έκλεισε τον υπολογιστή. «Θα κάνω εκείνο το παρατεταμένο μπάνιο και θα πιω το ηλίθιο το τσάι. Και ξέρετε κάτι; Θα κλείσω εκείνη την αναθεματισμένη τη βίλα. Η ζωή είναι πολύ μικρή.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
141
ΟΧΤΩ
ΠΑΡ’ ΟΛΟ ΠΟΥ ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ με τα κουτάβια έφτιαχναν πάντα τα κέφια της Φιόνα, η υπερένταση παρέμενε, μια ασταμάτητη ηχώ αναμνήσεων και απώλειας. Η Κάτι Σταρ, επίμονη αν μη τι άλλο, τηλεφώνησε λίγο μετά τις οχτώ το πρωί. Μια ματιά στα στοιχεία της κλήσης έκανε τη Φιόνα να αφήσει τον αυτόματο τηλεφωνητή να απαντήσει. Έσβησε το μήνυμα χωρίς να το ακούσει, όμως το ίδιο το τηλεφώνημα σφηνώθηκε στο πίσω μέρος του μυαλού της σαν τούβλο. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι οι πελάτες της άξιζαν ολόκληρη την προσοχή της. Ο Σάιμον είχε αργήσει. Φυσικά. Εμφανίστηκε όταν η υπόλοιπη τάξη έκανε τα βασικά. «Ξεκίνα από κει που βρισκόμαστε» του είπε παγερά. «Αν δηλαδή δεν ενοχλούμε πολύ το φορτωμένο πρόγραμμά σου.» Απομακρύνθηκε για να δουλέψει με καθέναν από τους μαθητές της προσωπικά, δείχνοντας πώς αποθάρρυνε κανείς τον ασυγκράτητο μολοσσό, που θα γινόταν θηριάκι, να πηδάει πάνω στους ανθρώπους – και το
142
NORA ROBERTS
ζωηρό σνάουζερ να πάψει να μυρίζει τα γεννητικά όργανα του κόσμου. Όταν άρχισαν να δουλεύουν χωρίς λουριά, η Φιόνα αναστέναξε καθώς ο Σαγόνιας έτρεξε μακριά για να κυνηγήσει ένα σκίουρο – και ξεσήκωσε όλους τους υπόλοιπους. «Μην τους κυνηγήσετε!» Η Φιόνα πέρασε το χέρι της ανάμεσα από τα μαλλιά της καθώς ο Σαγόνιας έβαλε τα δυνατά του για να σκαρφαλώσει στο δέντρο όπου είχε καταφύγει ο σκίουρος. «Φωνάξτε τους πίσω. Χρησιμοποιήστε τη διαταγή επιστροφής και έπειτα προστάξτε το σκυλί σας να καθίσει. Θέλω όλα τα σκυλιά πίσω στους χειριστές τους, καθισμένα.» Αυτό που ήθελε χρειαζόταν χρόνο και επιμονή – και λίγη συμμετοχή. Ασχολήθηκε ξανά με τις εντολές «κάτσε» και «μείνε», ατομικά και ομαδικά, προσέχοντας να διατηρεί ουδέτερο τόνο όταν έπρεπε να απευθυνθεί στον Σάιμον. Στη συνέχεια, με τα λουριά στη θέση τους, δούλεψαν τις εντολές «σταμάτα» και «πέσε». Η τάξη που συνήθως τη διασκέδαζε και τη ζέσταινε είχε αρχίσει να προκαλεί ένα μουντό πονοκέφαλο ακριβώς πάνω από το τούβλο στη βάση του σβέρκου της. «Συνεχίστε την καλή δουλειά.» Επιστράτευσε ένα χαμόγελο. «Και μην ξεχνάτε: θετική ενίσχυση, εξάσκηση και παιχνίδι.» Όπως πάντα, υπήρχαν σχόλια, ερωτήσεις, κάνα δυο ιστορίες που ένας πελάτης ήθελε να μοιραστεί μαζί της. Η Φιόνα άκουγε, απαντούσε, χάιδευε και καλόπιανε. Αλλά δεν ένιωθε ούτε λίγη από τη συνηθισμένη ικανοποίησή της. Όταν ο Σάιμον έμεινε πίσω, αφήνοντας ελεύθερον τον Σαγόνια να τρέξει με τα σκυλιά της, η Φιόνα αποφάσισε ότι δεν πείραζε. Θα τον αντιμετώπιζε και θα αφαιρούσε ένα μικρό πρόβλημα από τη λίστα της. «Είσαι παρμένη σήμερα» της είπε προτού προλάβει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
143
εκείνη να μιλήσει. «Ορίστε;» «Άκουσες τι είπα. Και έχεις τα χάλια σου.» «Πρέπει να πάψεις να με λούζεις με κομπλιμέντα.» «Σκότωσε κι άλλη εκείνος ο τύπος στην Καλιφόρνια;» «Δεν ξέρω. Γιατί πρέπει να ξέρω; Δεν έχει καμία σχέση μ’ εμένα.» Έχωσε τα χέρια της στις τσέπες του μπουφάν της με την κουκούλα. «Λυπάμαι για τις γυναίκες, για τις οικογένειές τους, αλλά δεν έχει καμία σχέση μ’ εμένα.» «Ποιος είπε το αντίθετο; Δεν άκουγες, δηλαδή όχι στ’ αλήθεια, όταν ο Λάρι άρχισε να λέει πώς το σούπερ κουτάβι του έμαθε να ανοίγει τις πόρτες ή όταν η Νταϊάν σού έδειξε τη φωτογραφία του παιδιού της που ζωγράφιζε με κραγιόνια το μπουλντόγκ. Θα έλεγα ότι αυτή είναι η δική σου εκδοχή στραβόξυλου. Λοιπόν, τι τρέχει;» «Άκου, Σάιμον, το γεγονός ότι κατά κάποιον τρόπο σε φίλησα…» «Κατά κάποιον τρόπο;» Η Φιόνα έσφιξε τα δόντια της. «Δε σημαίνει ότι είμαι υποχρεωμένη να μοιράζομαι μαζί σου τις λεπτομέρειες της ζωής μου ούτε να εξηγώ τους λόγους για τη διάθεσή μου.» «Εγώ έχω κολλήσει στο “κατά κάποιον τρόπο” και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν το “κανονικά”.» «Θα συνεχίσεις να αναρωτιέσαι. Είμαστε γείτονες και είσαι πελάτης μου. Αυτό είναι όλο.» «Στραβόξυλο με λοφίο. Καλή διασκέδαση λοιπόν.» Σφύριξε στο σκυλί και, φυσικά, ήρθαν όλα μαζί. Όταν ο Σάιμον έσκυψε, χάιδεψε και επαίνεσε τoν Σαγόνια, η Φιόνα αναστέναξε ξανά. «Τα πηγαίνει καλά με την επιστροφή. Δεν καταλαβαίνει ακόμα το “μείνε”, αλλά τα πηγαίνει καλά στα περισσότερα.» «Τις τελευταίες δύο μέρες δεν έχει φάει τίποτα που θα με έκανε να ανησυχήσω.» Ο Σάιμον πέρασε το λουρί στο
144
NORA ROBERTS
κολάρο του σκυλιού. «Τα λέμε.» Είχε φτάσει στα μισά της απόστασης μέχρι το αμάξι του όταν εκείνη φώναξε το όνομά του. Δε σκόπευε να το κάνει ούτε καταλάβαινε γιατί το έκανε. Ωστόσο… «Θέλεις να πάμε έναν περίπατο; Έχω ανάγκη από λίγο περπάτημα.» «Έναν περίπατο; Πού;» Η Φιόνα έδειξε ολόγυρα. «Ένα από τα καλά όταν ζεις κοντά σε δάσος είναι ότι μπορείς να πας περίπατο σε αυτό.» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους του και γύρισε κοντά της. «Καλύτερα να του βάλεις λουρί» του είπε. «Μέχρι να σιγουρευτείς ότι θα υπακούει στην εντολή “σταμάτα”. Μπορεί να τρέξει πίσω από ένα κουνέλι ή ένα ελάφι και να χαθεί. Ελάτε, αγόρια, πάμε μια βόλτα.» Τα σκυλιά της ακολούθησαν χαρούμενα και έπειτα έτρεξαν μπροστά. Ο Σαγόνιας τράβηξε το λουρί του. «Περιμένετε» πρόσταξε η Φιόνα, που τον λυπήθηκε. Τα σκυλιά σταμάτησαν και, αφού τους έκανε νόημα, άρχισαν να περπατούν πιο σιγά όταν τα έφτασε ο Σαγόνιας. «Νομίζει ότι είναι ένας από τους μεγάλους. Είναι καλό γι’ αυτόν να βγαίνει έτσι έξω, να εξερευνεί καινούρια εδάφη, να σέβεται το λουρί, να ανταποκρίνεται σ’ εσένα.» «Πρόκειται για άλλο ένα μάθημα;» «Συζήτηση κάνουμε.» «Μιλάς ποτέ για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα σκυλιά;» «Ναι.» Εκνευρισμένη, καμπούριασε τους ώμους της και βυθίστηκε για λίγο στη σιωπή. «Δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι τώρα. Θεέ μου, εύχομαι να ερχόταν πιο γρήγορα η άνοιξη. Ορίστε, να ένα άλλο θέμα. Μπορώ να γκρινιάξω για τον καιρό. Όμως είναι ωραία μέρα, οπότε δυσκολεύομαι. Ωστόσο εύχομαι να ζέσταινε πιο γρήγορα, και θέλω να μένει ο ήλιος στον ουρανό μέχρι τις δέκα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
145
Θέλω να φυτέψω έναν κήπο και να διώχνω απ’ αυτόν τα ελάφια και τα κουνέλια.» «Γιατί δε στήνεις απλώς ένα φράχτη;» «Και πώς θα διασκεδάζω χωρίς να κυνηγάω τα ελάφια και τα κουνέλια; Δε φοβούνται τα σκυλιά, πράγμα για το οποίο φταίω εγώ επειδή εκπαίδευσα τα αγόρια μου να μην τα κυνηγάνε. Οχ! Συζήτηση για τα σκυλιά. Τρελαίνομαι για τις μυρωδιές εδώ.» Πήρε μια βαθιά ανάσα από πεύκα, ευγνώμων που ο πονοκέφαλος είχε υποχωρήσει λιγάκι. «Μου αρέσει η εικόνα – το φως, οι σκιές. Σκέφτηκα να γίνω φωτογράφος γιατί μου αρέσουν το φως και οι σκιές, τα πρόσωπα των ανθρώπων και ο τρόπος που κινούνται. Αλλά δεν τραβάω πολύ καλές ούτε ενδιαφέρουσες φωτογραφίες. Έπειτα σκέφτηκα να γίνω συγγραφέας, αλλά βαριόμουν, οπότε κάτι μου έλεγε πως ούτε εκεί θα τα πήγαινα καλά. Μόνο που μου αρέσει να γράφω – για το μπλογκ ή για το ενημερωτικό δελτίο, ή μικρά άρθρα για… ξέρεις… για το πράγμα που δε μιλάω σ’ αυτή τη συζήτηση. Έπειτα σκέφτηκα να γίνω προπονήτρια στίβου αλλά… υποθέτω πως δεν το είχα μέσα μου στ’ αλήθεια. Δεν είμαι σίγουρη ότι πρέπει να το ’χεις μέσα σου όταν είσαι είκοσι χρονών. Γιατί δε λες κάτι;» «Κυρίως γιατί δεν έχεις βάλει γλώσσα μέσα σου.» Η Φιόνα ξεφύσησε. «Αυτό είναι αλήθεια. Φλυαρώ ασκόπως γιατί δε θέλω να σκέφτομαι. Και συνειδητοποιώ ότι σου ζήτησα να έρθεις μαζί ώστε να μη σκέφτομαι και να μην αρχίσω να μελαγχολώ. Δε χρειάζεται να γίνω στραβόξυλο. Με έχει πιάσει μελαγχολία και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα.» «Εμένα μου φαίνεται το ίδιο.» «Εσύ είσαι ζόρικος, Σάιμον. Κανονικά, αυτό δε θα έπρεπε να μου αρέσει.» Πέρασαν από ένα ξέφωτο όπου τα δέντρα ανέβαιναν ψηλά, στιβαροί γίγαντες που αναστέναζαν όπως το κύμα εκεί που οι κορυφές τους συναντούσαν τον ουρανό.
146
NORA ROBERTS
«Γιατί ήρθες στο Όρκας;» τον ρώτησε. «Από όλα τα μέρη όπου θα μπορούσες να ζήσεις.» «Είναι ήσυχο. Μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στη θάλασσα. Κράτα αυτό.» Της έβαλε το λουρί στο χέρι και πλησίασε ένα μεγάλο, παραμορφωμένο κούτσουρο, που ήταν μισοχωμένο στο στρωμένο με πευκοβελόνες έδαφος. Ενώ η Φιόνα παρακολουθούσε, εκείνος έκανε το γύρο του κούτσουρου, κάθισε ανακούρκουδα και το χτύπησε με τις αρθρώσεις του. «Στο κτήμα σου βρισκόμαστε;» «Ναι, δεν έχουμε περπατήσει τόσο πολύ.» «Το θέλω αυτό.» Τα μάτια του, που είχαν το χρώμα του παλιού χρυσού στις φωτεινές δέσμες και στις πιτσιλιές του φωτός, στράφηκαν για μια στιγμή στα δικά της. «Μπορώ να το πάρω;» «Θέλεις το κούτσουρο;» «Ναι. Θα σου το πληρώσω αν αποφασίσεις να γίνεις άπληστη.» «Πόσα; Θέλω να πάω διακοπές σε σπα.» Πλησίασε πιο κοντά, προσπαθώντας να καταλάβει τι έβλεπε εκείνος. «Κατούρα κάπου αλλού.» Ο Σάιμον τράβηξε το λουρί του Σαγόνια καθώς το κουτάβι ετοιμάστηκε να στηθεί. «Δέκα δολάρια.» Η Φιόνα έκανε πφφ. «Απλώς στέκεται εδώ. Δεν το χρησιμοποιείς και θα χρειαστεί να το ξεθάψω και να το τραβήξω. Είκοσι, αλλά δεν έχει περισσότερα.» «Αντικατάστησέ το. Φύτεψε ένα δέντρο στο λάκκο και είμαστε εντάξει.» «Έγινε.» «Τι θα το κάνεις;» «Κάτι.» Η Φιόνα το κοίταξε εξεταστικά, έκανε το γύρο του όπως είχε κάνει ο Σάιμον, αλλά είδε μόνο τα παραμορφωμένα απομεινάρια ενός δέντρου που είχε τσακίσει κάποια παλιά καταιγίδα. «Μακάρι να μπορούσα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
147
να δω σαν εσένα. Μακάρι να κοίταζα ένα κούτσουρο και να έβλεπα κάτι δημιουργικό.» Εκείνος σήκωσε ξανά το κεφάλι του και την ατένισε. «Κοίταξες αυτό το σκυλί και είδες κάτι.» Η Φιόνα χαμογέλασε. «Νομίζω ότι είναι πολύ ωραίο αυτό που είπες. Τώρα υποθέτω πως πρέπει να νιώσω άσχημα που ήμουν κακιά μαζί σου.» «Σκέφτεσαι περίεργα, Φιόνα. “Κατά κάποιον τρόπο” με φίλησες ενώ ήσουν κολλημένη πάνω μου σαν μέγγενη. Είσαι κακιά όταν μου λες να κοιτάζω τη δουλειά μου.» «Σου έβαλα τις φωνές με το μυαλό μου.» «Ε, τώρα με ισοπέδωσες.» «Μπορώ να γίνω κακιά. Σκληρή και κακιά, και να μη με πειράξει. Αλλά πρέπει να έχω δίκιο. Με ρώτησες τι τρέχει. Μπορείς να επιστρέψεις και να πάρεις το κούτσουρο.» «Μέσα στις επόμενες δυο μέρες.» Ίσιωσε την πλάτη του και κοίταξε ολόγυρα για να προσανατολιστεί. Έπειτα κοίταξε τη Φιόνα. «Μπορείς να τα ξεράσεις όλα.» «Ας συνεχίσουμε να περπατάμε.» Κράτησε το λουρί, έφερε τον Σαγόνια δίπλα της, τον άφηνε να απομακρυνθεί και τον ξανάφερνε πίσω καθώς προχωρούσαν ανάμεσα στα δέντρα, ακολουθώντας τα γυρίσματα ενός ήσυχου μικρού ποταμιού. «Μου έχει γίνει τσιμπούρι μια δημοσιογράφος» άρχισε να λέει. «Μου τηλεφωνεί, μου στέλνει e-mail. Δεν της έχω μιλήσει – απλώς έσβησα όλα τα μηνύματα.» «Τι θέλει;» «Να μου μιλήσει για τον Πέρι – σχετικά με τις δύο γυναίκες στην Καλιφόρνια. Γράφει ένα άρθρο γι’ αυτό. Αυτή είναι η δουλειά της, το κατανοώ. Αλλά δεν είναι δική μου δουλειά να της μιλήσω, να θρέψω αυτή τη φωτιά. Το μοναδικό θύμα που επέζησε – έτσι το έθεσε. Δεν είμαι θύμα, και τσαντίζομαι όταν με αποκαλούν έτσι. Αρκετά τα ανέχτηκα όλα αυτά όταν συνέβη ό,τι συνέβη.» «Τότε συνέχισε να διαγράφεις.»
148
NORA ROBERTS
«Ακούγεται απλό –και θα το κάνω– αλλά δεν είναι τόσο απλό.» Ο πονοκέφαλος έχει εξαφανιστεί, συνειδητοποίησε η Φιόνα, αλλά ο θυμός και η απογοήτευση που τον είχαν προκαλέσει παρέμεναν σφηνωμένα σαν σκλήθρες. Μικρές, κοφτερές και άσχημες. «Όταν συνέβη, η εισαγγελική αρχή και οι αστυνομικοί με κρατούσαν μακριά από τον Τύπο όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν ήθελαν να δίνω συνεντεύξεις – και ένας Θεός ξέρει πως ούτε εγώ ήθελα να δίνω. Αλλά μια τέτοια ιστορία είχε ζουμί, σωστά; Τηλεφωνούσαν συνέχεια ή μιλούσαν με ανθρώπους που με ήξεραν – με ανθρώπους που ήξεραν ανθρώπους που με ήξεραν. Έστυβαν για να βγει το ζουμί.» Σταμάτησε και τον κοίταξε ξανά. «Νομίζω ότι το καταλαβαίνεις αυτό, εξαιτίας της σχέσης σου με τη Νίνα Άμποτ.» «Το “σχέση” είναι ωραία λέξη για να το περιγράψεις.» «Και τώρα σου αρέσουν τα ήσυχα νησιά.» «Δεν έχουν μεγάλη σχέση αυτά τα δύο μεταξύ τους. Και δεν έχω μελαγχολήσει εγώ.» Δεν είναι δική μου δουλειά, σκέφτηκε η Φιόνα. Ε, έχει ένα δίκιο ο Σάιμον. «Εντάξει, μετά τον Γκρεγκ, άρχισαν ξανά. Ακολούθησε η δίκη. Δε θέλω να λάβω μέρος σε αυτό που συμβαίνει τώρα. Οπότε είμαι και πάλι θυμωμένη, και αυτό με κάνει να αρρωσταίνω μέσα μου. Γιατί δώδεκα άνθρωποι πριν από μένα, και ο Γκρεγκ έπειτα από μένα, πέθαναν. Και εγώ δεν πέθανα. Ούτε γρατσουνιά δεν έπαθα, αλλά λένε ότι είμαι θύμα ή ότι είμαι ηρωίδα. Κανένα από τα δύο δεν είναι αλήθεια.» «Όχι, κανένα από τα δύο δεν είναι αλήθεια. Έχεις επιβιώσει και αυτό είναι πιο σκληρό.» Η Φιόνα σταμάτησε και τον κοίταξε. «Γιατί το καταλαβαίνεις; Αυτό είναι το μυστήριο.» «Είναι γραμμένο πάνω σου. Στα μάτια σου. Είναι τόσο ήρεμα, τόσο καθάρια. Ίσως επειδή ήδη έχουν δει τόσο πολλά. Έχεις πληγές. Ζεις μαζί τους. Δε θα έπρεπε να μου
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
149
αρέσει αυτό.» Η Φιόνα μπορεί να είχε γελάσει με τον τρόπο που εκείνος της αντιγύρισε τα λόγια της, αλλά έκαναν το στομάχι της να φτερουγίσει. «Τι έχουμε εδώ πέρα, Σάιμον;» «Μάλλον λίγη καύλα.» «Μάλλον. Έχω να κάνω σεξ σχεδόν δέκα μήνες.» «Εντάξει, το πράγμα γίνεται πιο καυτό.» Τώρα η Φιόνα γέλασε. «Θεέ μου, πραγματικά με έκανες να αισθανθώ καλύτερα. Αλλά αυτό που εννοούσα ήταν πως, αφού έχω δέκα μήνες να κάνω σεξ, δεν είναι σπουδαία δουλειά να περιμένω κι άλλο. Ζούμε και οι δύο σε ένα νησί – έχουμε σχέση με τη Σίλβια. Μου αρέσει το σκυλί σου και τώρα είμαι μέλος της ομάδας του. Νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρίσω αν θα είναι μια ευχάριστη ανακούφιση το να κοιμηθώ μαζί σου ή αν θα προκαλέσεις πολλές επιπλοκές.» «Δε θα είναι ευχάριστο. Ευχάριστα είναι τα μπισκότα με το γάλα.» «Έχεις αυτοπεποίθηση. Μου αρέσει η αυτοπεποίθηση. Αφού δεν πρόκειται να κάνω σεξ μαζί σου στο δάσος, ειδικά από τη στιγμή που μένουν σχεδόν είκοσι λεπτά μέχρι να δύσει ο ήλιος, πιστεύω ότι είμαστε ασφαλείς. Γιατί λοιπόν δε μου δίνεις ένα δείγμα των πιθανών επερχόμενων θέλγητρων;» Εκείνος άπλωσε το χέρι του πίσω από το κεφάλι της και τύλιξε τα μαλλιά της γύρω από τη γροθιά του. «Σου αρέσει να ζεις επικίνδυνα;» «Όχι, δε μου αρέσει. Μου αρέσει η σταθερότητα και η τάξη, οπότε αυτό είναι ασυνήθιστο για μένα.» Της τράβηξε τα μαλλιά, αρκετά ώστε να ανασηκώσει το πρόσωπό της και να φέρει το στόμα του μια ανάσα από το δικό του. «Ψάχνεις για κάτι ευχάριστο.» «Δεν ψάχνω για τίποτα.» «Ούτε εγώ» της είπε και κάλυψε την απόσταση. Η Φιόνα το είχε ζητήσει και θεωρούσε ότι ήταν
150
NORA ROBERTS
προετοιμασμένη. Περίμενε το γρήγορο χτύπημα, την άμεση έκρηξη φωτιάς, πόθου και λαγνείας που άστραφτε μέσα στο μυαλό και το κορμί. Αντιθέτως ο Σάιμον την πλησίασε χαλαρά, αιφνιδιάζοντάς την με ένα αργό φιλί, από εκείνα που τρεμόφεγγαν μέσα στον οργανισμό λίγο προτού θολώσουν το μυαλό. Η Φιόνα αναστέναξε και σήκωσε τα μπράτσα της για να τα περάσει γύρω από το λαιμό του καθώς την έβαζε σε πειρασμό να του προσφέρει ένα τίποτα. Ενώ το έκανε, ο Σάιμον την τράβηξε πιο βαθιά, αυξάνοντας σταδιακά εκείνη τη λάβρα που αναγνώριζαν και οι δύο, σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, έτσι που, όταν έφτασε το χτύπημα, η Φιόνα ήταν ανυπεράσπιστη. Ο κόσμος εξαφανίστηκε – το δάσος, ο ουρανός, οι σκιές που βάθαιναν. Απόμεινε μόνο το θαύμα του στόματος πάνω σε στόμα, του κορμιού πάνω σε κορμί, και το κύμα της ανάγκης που φούσκωνε μέσα της. Την ίδια στιγμή που εκείνος άρχισε να ανασηκώνει το κεφάλι του, η Φιόνα τον τράβηξε πάλι προς το μέρος της και βούτηξε ξανά, βούτηξε βαθιά. Κλόνισε τον αυτοέλεγχό του. Εκείνος ο συνδυασμός υποχώρησης και απαίτησης διέλυσε την απόφασή του να ορίσει εκείνος τον τόνο και το ρυθμό. Η Φιόνα έφτασε μέσα του με κάποιον τρόπο, άνοιξε πόρτες που εκείνος ήταν αποφασισμένος να κρατήσει κλειδωμένες μέχρι που δεν ήταν σίγουρος πια ποιος άνοιγε το δρόμο. Κι όταν σκόπευε να κάνει πίσω, να ανακτήσει κάποια απόσταση, η Φιόνα τον παρέσυρε ξανά. Απαλά χείλη, λυγερό κορμί και μια μυρωδιά που ήταν ταυτόχρονα γήινη και γλυκιά. Όπως η γεύση της – ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά εντελώς ακαταμάχητη. Ο Σάιμον είχε χάσει περισσότερο έδαφος απ’ όσο είχε κερδίσει όταν το κουτάβι αρχίσει να γαβγίζει –με τρελή χαρά– και σκαρφάλωσε στα πόδια του σε μια προσπάθεια να χωθεί ανάμεσά τους και να πάρει μέρος στη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
151
διασκέδαση. Αυτή τη φορά έκαναν πίσω ταυτόχρονα και οι δύο. Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του Σαγάνια. «Κάτσε» τον πρόσταξε. «Καλό σκυλί!» Δεν είναι τόσο ήρεμα τώρα, σκέφτηκε ο Σάιμον καθώς την κοίταξε στα μάτια. Δεν είναι τόσο καθάρια. «Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε ένα λογικό πράγμα να πω» του είπε. Έκανε σινιάλο στα σκυλιά της και έπειτα έδωσε στον Σάιμον το λουρί του κουταβιού. «Πρέπει να επιστρέψουμε. Χμ… Τα καταφέρνει καλύτερα με τούτο το λουρί. Είναι καινούρια η περιοχή γι’ αυτόν και υπάρχουν πολλοί διασκεδαστικοί περισπασμοί, αλλά αντιδρά πολύ καλά.» Πάλι στην ασφαλή ζώνη της, σκέφτηκε ο Σάιμον, στη συζήτηση για το σκυλί. Περίεργος πώς θα το αντιμετώπιζε η Φιόνα, απλώς περπάτησε δίπλα της σιωπηλός. «Θα ήθελα να δουλέψω μαζί του λιγάκι σε κάποιες άλλες δεξιότητες και συμπεριφορές. Ίσως επιπλέον μισή ώρα σε δεκάλεπτα –ή δεκαπεντάλεπτα– μαθήματα κάθε βδομάδα. Για κάνα δυο βδομάδες, χωρίς χρέωση. Έπειτα, αν σου αρέσουν τα πράγματα όπως θα πηγαίνουν, μπορούμε να συζητήσουμε για μια αμοιβή.» «Κάτι σαν δείγμα των πιθανών επερχόμενων θέλγητρων;» Η Φιόνα τού έριξε μια ματιά κι έπειτα τράβηξε ξανά το βλέμμα της. «Μπορείς να το πεις και έτσι. Μαθαίνει γρήγορα, και έχει καλή προσωπικότητα για… Κι αυτό είναι ανόητο. Είναι δειλία. Ήθελα να σε φιλήσω ξανά για να διαπιστώσω αν εκείνη η άλλη μέρα ήταν τυχαία, πράγμα που, προφανώς, δεν ήταν. Υπάρχει μια δυνατή σαρκική έλξη, την οποία δεν έχω νιώσει για κανέναν εδώ και πολύ καιρό.» «Πόσο, δέκα μήνες;» Την είδε να κοκκινίζει, αλλά έπειτα η Φιόνα χαμογέλασε. Όχι συνεσταλμένα, αλλά με ευθυμία.
152
NORA ROBERTS
«Περισσότερο, είναι η αλήθεια. Για να μας απαλλάξω και τους δύο από την αμηχανία των λεπτομερειών, εκείνο το συγκεκριμένο περιστατικό ήταν μια αποτυχία σε πολλά επίπεδα. Αλλά λειτουργεί ως μέτρο σύγκρισης και με κάνει να αναρωτιέμαι αν ο σχεδόν δεκάμηνος παράγοντας είναι μέρος του λόγου για την έλξη που νιώθω. Επίσης με κάνει επιφυλακτική. Δεν ντρέπομαι για το σεξ, αλλά φοβάμαι μήπως επαναλάβω κάτι που αποδείχτηκε πως ήταν λάθος.» «Προτιμάς τη σταθερότητα και την τάξη.» Η Φιόνα ξανάβαλε τα χέρια της στις τσέπες της. «Εγώ μιλάω υπερβολικά πολύ και εσύ ακούς υπερβολικά καλά. Είναι επικίνδυνο κράμα αυτό.» «Για ποιον;» «Γι’ αυτόν που μιλάει. Βλέπεις, μου δίνεις την εντύπωση ότι δε δίνεις ιδιαίτερη προσοχή, ότι δεν ενδιαφέρεσαι αρκετά. Όμως δίνεις προσοχή. Δε γουστάρεις πολύ την αλληλεπίδραση, αλλά προσέχεις τις λεπτομέρειες. Είναι κάπως ύπουλο αυτό, εδώ που τα λέμε. Μου αρέσεις. Ή τουλάχιστον νομίζω ότι σε συμπαθώ. Δεν ξέρω πολλά για σένα γιατί δε μιλάς πολύ για τον εαυτό σου. Ξέρω ότι έχεις ένα σκυλί επειδή σου το χάρισε η μάνα σου, πράγμα που μου λέει ότι αγαπάς τη μάνα σου ή φοβάσαι την οργή της. Μάλλον είναι ένας συνδυασμός και των δύο.» Περπάτησαν σιωπηλοί για τριάντα ολόκληρα δευτερόλεπτα. «Επιβεβαίωσέ το ή αρνήσου το» επέμεινε η Φιόνα. «Δεν μπορεί να είναι κάποιο βαθύ, σκοτεινό μυστικό.» «Αγαπώ τη μητέρα μου και προτιμώ, όταν αυτό είναι δυνατόν, να αποφεύγω την οργή της.» «Ορίστε, δεν ήταν τόσο δύσκολο. Και ο πατέρας σου;» «Αγαπάει τη μητέρα μου και προτιμάει, όταν αυτό είναι δυνατόν, να αποφεύγει την οργή της.» «Καταλαβαίνεις, φυσικά, πως όσο λιγότερα λες τόσο πιο περίεργος γίνεται ο κόσμος για σένα.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
153
«Περίφημα. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τη δουλειά μου.» «Οπότε είναι μια επιχείρηση. Η δουλειά σου.» «Οι άνθρωποι σε πληρώνουν, η κυβέρνηση παίρνει ένα μερίδιο. Αυτό είναι επιχείρηση.» Τώρα η Φιόνα σκέφτηκε ότι τον καταλάβαινε, έστω αμυδρά. «Όμως δεν είναι πρώτα επιχείρηση, αλλιώς θα μου είχες πουλήσει εκείνη την οινοθήκη.» Ο Σάιμον σταμάτησε καθώς ο Σαγόνιας βρήκε ένα κλαδί και χοροπήδησε καμαρωτός σαν μαζορέτα. «Δε λες να το ξεχάσεις αυτό, έτσι;» «Είτε ήταν επίδειξη καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου είτε ξεροκεφαλιά. Υποψιάζομαι, σ’ αυτή την περίπτωση, πως ήταν το πρώτο, μολονότι επίσης υποψιάζομαι ότι δε σου είναι άγνωστο το δεύτερο. Επί τη ευκαιρία, εξακολουθώ να θέλω να την αγοράσω.» «Όχι. Θα μπορούσες να πάρεις μια καινούρια κουνιστή καρέκλα για τη βεράντα σου. Αυτή που έχεις είναι άσχημη.» «Δεν είναι άσχημη. Είναι βολική. Και χρειάζεται βάψιμο.» «Το αριστερό μπράτσο είναι σκεβρωμένο.» Η Φιόνα άνοιξε το στόμα της να το αρνηθεί και έπειτα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σίγουρη. «Ίσως, αλλά για να επιστρέψουμε σ’ εσένα, κύριε Μυστήριε, αυτό απλώς αποδεικνύει ότι προσέχεις τις λεπτομέρειες.» «Προσέχω την κακοτεχνία και το σκεβρωμένο ξύλο. Θα ανταλλάξω μια κουνιστή πολυθρόνα με τα μαθήματα, με τον όρο να κάνεις προσάναμμα αυτή την άσχημη σκεβρωμένη καρέκλα.» «Μπορεί να έχει συναισθηματική αξία.» «Έχει;» «Όχι, την αγόρασα από ένα σπιτικό παζάρι πριν από λίγα χρόνια, για δέκα δολάρια.» «Προσάναμμα. Και θα διδάξεις στο σκυλί κάτι ενδιαφέρον.»
154
NORA ROBERTS
«Σύμφωνοι.» Καθώς βγήκαν από το δάσος, η Φιόνα κοίταξε τον ουρανό. «Δροσίζει. Θα μου χρειαστεί το προσάναμμα. Μια ωραία φωτιά, ένα ποτήρι κρασί – φυσικά, δε θα μπορέσω να βγάλω το μπουκάλι από μια ωραία οινοθήκη, αλλά θα ζήσω. Ούτε θα σε καλέσω μέσα.» «Νομίζεις πως, αν ήθελα να ολοκληρώσω αυτό που αρχίσαμε εκεί πίσω, θα περίμενα πρόσκληση;» «Όχι» του απάντησε έπειτα από λίγο. «Θα έπρεπε να το θεωρήσω αυτό αλαζονικό και απωθητικό. Δεν έχω ιδέα γιατί δεν το θεωρώ. Γιατί δε θες να ολοκληρώσεις αυτό που αρχίσαμε εκεί πίσω;» Ο Σάιμον τής χαμογέλασε. «Θα το σκέφτεσαι τώρα αυτό, έτσι δεν είναι; Μου αρέσει το σπίτι σου.» Σαστισμένη, η Φιόνα γύρισε και κοίταξε εξεταστικά το σπίτι της, όπως εκείνος. «Το σπίτι μου;» «Είναι μικρό, λίγο ιδιόρρυθμο και κατάλληλο για το σημείο στο οποίο βρίσκεται. Ίσως πρέπει να σκεφτείς να βάλεις ένα σολάριουμ στη νότια πλευρά. Θα πρόσθετε ενδιαφέρον στην αρχιτεκτονική, θα άνοιγε την κουζίνα σου και θα έφερνε περισσότερο φως μέσα. Τέλος πάντων, κάνε στον εαυτό σου μια χάρη και μην τσεκάρεις το email σου ή τον αυτόματο τηλεφωνητή. Θα φέρω το σκυλί και την καρέκλα σε κάνα δυο μέρες.» Η Φιόνα τον κοίταξε συνοφρυωμένη καθώς πήγαινε με το σκυλί στο φορτηγάκι. Ο Σάιμον έβγαλε το λουρί και έβαλε μέσα τον Σαγόνια, ο οποίος κάθισε κρατώντας περήφανα το κλαδί του. Ο ΣΑΙΜΟΝ ΕΙΧΕ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ για να απασχολείται – τη δουλειά του, το σκυλί του, και είχε πάρει σχεδόν την απόφαση να φυτέψει έναν κήπο μόνο και μόνο για να δει αν μπορούσε να το κάνει. Κάθε δεύτερη μέρα, ανάλογα με τον καιρό, έπαιρνε το αμάξι και τον Σαγόνια και οδηγούσε στους φιδογυριστούς ανηφορικούς και κατηφορικούς δρόμους του νησιού.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
155
Η ρουτίνα, ή η έλλειψη ρουτίνας, ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσε χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει απολύτως ότι το ζητούσε. Του άρεσε να έχει το εργαστήρι του λίγα μέτρα πιο πέρα από το σπίτι του όπου μπορούσε να εργάζεται όσο νωρίς ή όσο αργά ή όσο πολύ ήθελε. Και, παρ’ ότι αυτό τον εξέπληττε, του άρεσε που είχε το σκυλί για παρέα, στη δουλειά, στους περιπάτους, στις αυτοκινητάδες. Τον ευχαρίστησε που έβαψε με έντονο γαλάζιο χρώμα μια κουνιστή καρέκλα. Τα χρώματα της Φιόνα μπορεί να ήταν απαλά, διακριτικά, αλλά η προσωπικότητά της ήταν λαμπερή και τολμηρή. Θα φαινόταν ωραία σε αυτή την καρέκλα. Φαινόταν ωραία. Σκέφτηκε να πάει την καρέκλα, και το σκυλί, στο σπίτι της το ίδιο απόγευμα. Εκτός αν έμπλεκε με τη δουλειά. Ευτυχώς, σκέφτηκε καθώς έπινε τον πρωινό καφέ του στη βεράντα, υπάρχει αρκετή δουλειά για να μπλέξω. Είχε το συνηθισμένο σκρίνιο για έναν πελάτη στην Τακόμα, κι άλλο ένα ζευγάρι από κουνιστές πολυθρόνες. Υπήρχε το κρεβάτι που ήθελε να φτιάξει για τον εαυτό του και η οινοθήκη που είχε αρχίσει για τη Φιόνα. Ίσως. Έπρεπε να πάρει το κούτσουρο – και να το κανονίσει σήμερα αυτό. Θα τσέκαρε να δει αν ο Γκάρι –ένας πελάτης στη σχολή της Φιόνα και ντόπιος αγρότης– εξακολουθούσε να θέλει να τον βοηθήσει με την αλυσίδα και τη μικρή μπουλντόζα. Σφύριξε στο σκυλί –και ευχαριστήθηκε γελοιωδώς όταν ο Σαγόνιας ανταποκρίθηκε και έτρεξε χαρούμενος κοντά του– και έπειτα μπήκε στο σπίτι. Θα έπινε το δεύτερο φλιτζάνι καφέ διαβάζοντας την U.S. Report στο Ίντερνετ, όπως έκανε τις τελευταίες δύο μέρες. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως η δημοσιογράφος είχε παρατήσει το άρθρο, στριμωγμένη από την έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους της Φιόνα.
156
NORA ROBERTS
Όμως το βρήκε αυτή τη φορά, με τον έντονο τίτλο: ΑΠΟΗΧΟΙ ΦΟΒΟΥ
Φωτογραφίες των δύο γυναικών –στην πραγματικότητα των κοριτσιών, σκέφτηκε– είχαν περίοπτη θέση στην κορυφή του άρθρου. Απ’ όσο ήταν σε θέση να καταλάβει, η δημοσιογράφος είχε κάνει τη δουλειά της, με λεπτομέρειες για τη ζωή τους, τις τελευταίες ώρες πριν εξαφανιστούν και την επακόλουθη έρευνα και ανακάλυψη των σορών τους. Βρήκε ανατριχιαστική τη φωτογραφία του Πέρι. Ήταν πολύ συνηθισμένος – ο μεσόκοπος άντρας της διπλανής πόρτας. Ο καθηγητής ιστορίας ή ο ασφαλιστής, ο τύπος που φυτεύει ντομάτες στην πίσω αυλή. Οποιοσδήποτε. Όμως ήταν η φωτογραφία της Φιόνα εκείνη που τον έκανε να κοκαλώσει. Το πρόσωπό της ήταν χαμογελαστό, όπως τα πρόσωπα των δώδεκα άλλων, εκείνων που δεν είχαν γλιτώσει. Ήταν νεαρή, φρέσκια, χαριτωμένη. Ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη φωτογραφία αρχείου που την έδειχνε να μπαίνει στο δικαστήριο περιτριγυρισμένη από δημοσιογράφους. Με το κεφάλι κατεβασμένο, τα μάτια θαμπά, το πρόσωπό της κομμάτια. Το άρθρο πρόσθετε τις λεπτομέρειες της δραπέτευσής της, του φόνου του μνηστήρα της και ανέφερε με λίγα λόγια ότι η Μπρίστοου δεν ήταν διαθέσιμη για σχολιασμό. «Αυτό δε σε εμπόδισε» μουρμούρισε ο Σάιμον. Ωστόσο, οι άνθρωποι κάνουν αυτό που κάνουν, σκέφτηκε. Οι δημοσιογράφοι δημοσιογραφούσαν. Το πιο έξυπνο πράγμα που μπορούσε να κάνει η Φιόνα ήταν να το αγνοήσει. Η επιθυμία να της τηλεφωνήσει τον εκνεύρισε. Μάλιστα τού προκάλεσε φαγούρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Πρόσταξε τον εαυτό του να το αφήσει –και μαζί κι εκείνη– κατά μέρος.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
157
Αντιθέτως, τηλεφώνησε στον Γκάρι και κανόνισε να μεταφέρουν το κούτσουρο. Έδωσε στον Σαγόνια δέκα λεπτά να φέρει κάτι που του πέταξε –είχαν αρχίσει και οι δύο να το καταφέρνουν– και έπειτα έπιασε δουλειά. Συγκεντρώθηκε στο σκρίνιο. Σκέφτηκε ότι ήταν προτιμότερο να μην κάνει παραπάνω δουλειά στην οινοθήκη, όχι προτού καταφέρει να βγάλει από το κεφάλι του την εικόνα της Φιόνα, εκείνο το άρρωστο κράμα φόβου και θλίψης στο πρόσωπό της. Έκανε ένα μικρό διάλειμμα νωρίς το απόγευμα για έναν περίπατο στην παραλία, όπου ο Σαγόνιας κατάφερε να βρει ένα ψόφιο ψάρι. Μετά το απαραίτητο ντους –έπρεπε να θυμηθεί να αγοράσει στο αναθεματισμένο το κουτάβι μια σκάφη– ο Σάιμον αποφάσισε να φορτώσει μερικά από τα μικρότερα έργα του για τη Σίλβια. Έβαλε σε χαρτόκουτα σανίδες κοπής, ξύλινα κουτιά, βάζα, μπολ και έπειτα τα φόρτωσε, μαζί με το σκυλί, στο φορτηγάκι. Θα συναντούσε τον Γκάρι, θα ξέχωναν το κούτσουρο και, με το απόθεμα ήδη φορτωμένο, θα είχε μια δικαιολογία να μη χρονοτριβήσει πολύ στη Φιόνα. Το γεγονός ότι δεν τη βρήκε στο σπίτι της τον εξέπληξε και προκάλεσε στον Σαγόνια ανείπωτη θλίψη. Ούτε τα σκυλιά ήταν εκεί. Ίσως είχε πάει μια βόλτα για να μείνει μόνη και να ξεδώσει. Ο Σαγόνιας ζωήρεψε όταν κατέφθασε ο Γκάρι λίγο αργότερα με το χαρωπό κόλεΐ του, τον Μπουτς. Ο Γκάρι, με ένα καπελάκι του μπέιζμπολ στα γκριζαρισμένα μαλλιά του, και χοντρά γυαλιά στα ξεθωριασμένα πράσινα μάτια του, παρακολούθησε τα κουτάβια να χαιρετούν το ένα το άλλο. «Δυο σπόροι» είπε. «Τουλάχιστον. Η Φιόνα δεν είναι στο σπίτι, αλλά της έχω πει ότι θα ερχόμουν για το κούτσουρο.» «Έχει πάει τη μονάδα για εξάσκηση στο πάρκο. Το κάνουν μια φορά το μήνα. Ξέρεις, για να κρατιούνται σε φόρμα. Ας κατεβάσουμε την μπουλντόζα από το
158
NORA ROBERTS
φορτηγάκι και πάμε για το κούτσουρό σου. Τι στα κομμάτια το θέλεις;» «Ποτέ δεν ξέρεις.» «Αυτό είναι σίγουρο» συμφώνησε ο Γκάρι. Χαμήλωσαν τη ράμπα και ο Γκάρι κατέβασε το όχημα. Με τα δυο σκυλιά πάνω, προχώρησαν στο δάσος. «Το εκτιμώ αυτό, Γκάρι.» «Διάβολε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα. Είναι ωραία μέρα για να βρίσκεται κανείς έξω.» Όντως, σκέφτηκε ο Σάιμον. Αρκετά ζεστή, ηλιόλουστη, με μικρά σημάδια της άνοιξης που ερχόταν. Τα σκυλιά λαχάνιαζαν εκστασιασμένα, και ο Γκάρι μύριζε –ελαφρά– λίπασμα. Όταν έφτασαν στο κούτσουρο, ο Γκάρι πήδηξε κάτω, έκανε το γύρο και έσπρωξε πίσω το καπελάκι του για να ξύσει το κεφάλι του. «Αυτό θέλεις;» «Ναι.» «Τότε θα το πάρουμε. Ήξερα έναν τύπο κάποτε που έφτιαχνε αγάλματα από ρόζους ξύλου με το αλυσοπρίονο. Δεν είναι πιο παράξενο αυτό εδώ.» Τράβηξαν την αλυσίδα, συζήτησαν στρατηγικές, για το μπέιζμπολ, για τα σκυλιά. Ο Σάιμον έδεσε τα σκυλιά σε ένα δέντρο για να μην πάθουν κανένα ατύχημα όσο ο Γκάρι μανουβράριζε την μπουλντόζα. Χρειάστηκε μια ώρα και αρκετός ιδρώτας, μετατοπίσεις, οπισθοχωρήσεις, επανατοποθέτηση της αλυσίδας. «Εύκολο!» φώναξε ο Σάιμον, χαμογελώντας πλατιά. «Τώρα το έχεις. Έρχεται.» «Αντιστάθηκε το άτιμο.» Ο Γκάρι έβαλε την μπουλντόζα στο ρελαντί όταν το κούτσουρο ελευθερώθηκε. «Απόκτησες ένα κούτσουρο.» Ο Σάιμον έσυρε το γαντοφορεμένο χέρι του πάνω στον κορμό και σε μια από τις χοντρές ρίζες. «Ω, ναι!» «Δε σε έχω δει πιο χαρούμενο από τότε που σε γνώρισα. Έλα να το βάλουμε στη φαγάνα.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
159
Καθώς έβγαιναν από το δάσος, με το κούτσουρο στη φαγάνα, ο Γκάρι έριξε μια ματιά στο κούτσουρο. «Θέλω να με ενημερώσεις όταν θα αποφασίσεις τι θα φτιάξεις με δαύτο.» «Σκέφτομαι να φτιάξω ένα νιπτήρα.» Ο Γκάρι ξεφύσησε. «Θα φτιάξεις νιπτήρα από ένα κούτσουρο;» «Τη βάση του, ναι. Ίσως. Αν καθαριστεί όπως το σκέφτομαι, θα το κάνω. Έχω ένα κομμάτι με ρόζους από το οποίο μπορώ να φτιάξω τη γούρνα. Θα προσθέσω υπερσύγχρονα εξαρτήματα και μισό εκατομμύριο στρώματα βερνικιού. Ναι, ίσως.» «Αυτό είναι πολύ πιο παράξενο από τη γλυπτική με ρόζους και αλυσοπρίονο. Πόσα μπορείς να το πουλήσεις κάτι τέτοιο;» «Εξαρτάται, αλλά αν πιάσει όπως το σκέφτομαι; Μπορώ να το πουλήσω περίπου για οχτώ.» «Οχτακόσια δολάρια για ένα νιπτήρα από κούτσουρο;» «Οχτώ χιλιάδες.» «Πλάκα μού κάνεις!» «Σε κυριλέ γκαλερί του Σιάτλ; Ίσως δέκα.» «Δέκα χιλιάδες δολάρια για ένα νιπτήρα. Άι πηδήξου!» Ο Σάιμον χαμογέλασε. «Θα είναι μοναδικός. Μερικοί άνθρωποι το θεωρούν τέχνη αυτό.» «Μερικοί άνθρωποι έχουν σκατά στο κεφάλι τους. Με το συμπάθιο.» «Ναι, μερικοί άνθρωποι έτσι είναι. Δεν προσβλήθηκα. Θα σε ενημερώσω όταν τελειώσω, ό,τι και αν βγει τελικά. Μπορείς να ρίξεις μια ματιά μόνος σου.» «Αυτό θα κάνω. Περίμενε να το πω στη Σου» είπε, μιλώντας για τη γυναίκα του. «Δε θα το πιστέψει.»
160
NORA ROBERTS
ΕΝΝΕΑ
ΟΤΑΝ Ο ΣΑΙΜΟΝ ΚΑΙ Ο ΓΚΑΡΙ μετέφεραν το κούτσουρο στο σπίτι και το ξεφόρτωσαν, ο Σάιμον σκέφτηκε να αφήσει την επίσκεψη στην πόλη και να μείνει μέσα για να παίξει με το καινούριο παιχνίδι του. Είχε ήδη σχεδιάσει με το μυαλό του μισή ντουζίνα σκίτσα. Όμως το απόθεμα βρισκόταν στο φορτηγάκι του, πακεταρισμένο και έτοιμο. Αν δεν πήγαινε τώρα, θα έπρεπε να πάει αργότερα, οπότε πρόσφερε στον Σαγόνια την έξαψη ακόμα μιας αυτοκινητάδας με το παράθυρο μισοκατεβασμένο, το ρύγχος του σκυλιού να βγαίνει από το άνοιγμα και τα αυτιά του να ανεμίζουν στο αεράκι. «Γιατί το κάνεις αυτό;» αναρωτήθηκε ο Σάιμον. Όταν ο Σαγόνιας χτύπησε, προς απάντηση, την ουρά του στο κάθισμα, έβγαλε και ο Σάιμον το κεφάλι του από το δικό του παράθυρο. «Μπα! Είναι ωραία αίσθηση, εδώ που τα λέμε. Την επόμενη φορά θα οδηγήσεις εσύ και θα απολαύσω εγώ το αεράκι.» Χτύπησε τα δάχτυλά του στο τιμόνι σε συγχρονισμό με το ραδιόφωνο ενώ βελτίωνε και ξεσκαρτάριζε ακόμα περισσότερα σχέδια στο μπλοκ του μυαλού του. Η σωματική εργασία συνδυασμένη με τις δημιουργικές
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
161
προοπτικές, και η απόλυτη και απλή χαρά του σκυλιού αποτελούσαν ένα σχεδόν τέλειο κράμα που τον έκανε να χαμογελάει σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το χωριό. Θα τέλειωνε τη δουλειά του, θα πήγαινε στο σπίτι, θα μελετούσε το υλικό του, θα έπαιρνε μέτρα και έπειτα θα πήγαινε μια βόλτα στην παραλία για να αφήσει τις ιδέες να ωριμάσουν. Θα τα συμπλήρωνε όλα με μια μπίρα, ίσως και μια πίτσα, και θα ήταν μια πολύ καλή μέρα. Και αυτό, σκέφτηκε, είναι η απάντηση στην ερώτηση της Φιόνα. Γιατί στο Όρκας; Τον τραβούσε το νερό – το κύμα που έσκαγε στις ακτές, τα φαρδιά ποτάμια, τα κελαρυστά ρυάκια, οι ήσυχοι κολπίσκοι. Αυτή η λαχτάρα τον είχε τραβήξει από το Σποκέιν στο Σιάτλ. Αυτό, σκέφτηκε, και η ίδια η πόλη – το στιλ της, η αντίληψή της για την τέχνη. Η νυχτερινή ζωή, η κίνηση, υπέθετε ο Σάιμον, τον έθελγαν σε εκείνη τη φάση της ζωής του. Όπως η Νίνα, για λίγο. Είχε περάσει καλά χρόνια εκεί. Ενδιαφέροντα, δημιουργικά, επιτυχημένα χρόνια. Αλλά… Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι, πάρα πολλή κίνηση και όχι αρκετός χώρος. Του άρεσε η ιδέα ενός νησιού. Αυτοδύναμου, λίγο πιο πέρα από την ηπειρωτική χώρα και περικυκλωμένου από νερό. Εκείνοι οι επικίνδυνοι, φιδογυριστοί δρόμοι πρόσφεραν απρόσκοπτη θέα των γαλαζοπράσινων νερών, των όμορφων σκαφών που τα διέσχιζαν και των πράσινων όγκων τραχιάς γης που φαίνονταν να επιπλέουν πάνω τους. Αν ήθελε περισσότερα, μπορούσε να πάει με το αυτοκίνητο σε ένα χωριό, να γευματίσει, να χαζέψει τους τουρίστες. Αν ήθελε απομόνωση, μπορούσε να μείνει στο σπίτι – στο δικό του νησί πάνω στο νησί. Πράγμα, παραδέχτηκε, που ήταν η συνηθισμένη επιλογή του. Και για το οποίο, σκέφτηκε ρίχνοντας μια ματιά στον
162
NORA ROBERTS
Σαγόνια, ήταν ο λόγος που του είχε φορτώσει ένα σκυλί η μάνα του. Παρακολουθώντας εκείνα τα αυτιά να ανεμίζουν και την ουρά να χτυπάει, παραδέχτηκε ότι η μάνα του είχε δίκιο. Άλλη μια φορά. Πάρκαρε στο πίσω μέρος του καταστήματος της Σίλβια και ανέβασε τα παράθυρα αφήνοντας ένα άνοιγμα δέκα πόντων. «Εσύ θα μείνεις εδώ. Μη φας τίποτα.» Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε τον περισπασμό, άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα δερμάτινο παιχνίδι από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. «Παίξε με αυτό» πρόσταξε. Όταν έβαλε μέσα το πρώτο φορτίο, του μύρισε σπιτικό φαγητό –λίγο πικάντικο– και εντόπισε έναν ηλεκτρικό μάγειρα πάνω στον πάγκο για τα εμπορεύματα. Έχωσε το κεφάλι του στο μαγαζί. Η Σίλβια, όμορφη και λαμπερή με μία από τις φανταχτερές φούστες της, συζητούσε με μια πελάτισσα, ενώ ο υπάλληλός της ετοίμαζε τις αγορές μιας άλλης. Η δουλειά πηγαίνει καλά, σκέφτηκε. Άλλο ένα θετικό της μέρας. Της κούνησε γρήγορα το χέρι του και γύρισε να βγει έξω. «Σάιμον! Ήρθες στην κατάλληλη στιγμή. Αυτός είναι ο Σάιμον Ντόιλ» είπε στην πελάτισσα. «Σάιμον, η Σούζαν είναι από το Μπέινμπριτζ Άιλαντ. Ενδιαφέρεται για την οινοθήκη σου.» Η Σίλβια τού χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και του έκανε διακριτικά νόημα να πλησιάσει. Αυτό ήταν το κομμάτι της δουλειάς που ο Σάιμον μισούσε. Παγιδευμένος, όμως, πλησίασε. «Μόλις έλεγα στη Σούζαν πόσο τυχεροί είμαστε που μετακόμισες στο Όρκας και μας επιτρέπεις να παρουσιάζουμε τη δουλειά σου. Η Σούζαν ήρθε μόνο για σήμερα με την αδερφή της. Άλλος ένας λόγος που είμαστε τυχεροί.» «Χαίρομαι που σας γνωρίζω.» Η Σούζαν τού πρόσφερε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
163
ένα χέρι με τέλειο γαλλικό μανικιούρ και ένα κίτρινο διαμάντι. «Κάνετε ωραία δουλειά.» «Ευχαριστώ.» Έτριψε το χέρι του στο τζιν του. «Συγγνώμη. Εργαζόμουν. Πέρασα να αφήσω μερικά κομμάτια.» «Είναι εντυπωσιακά όσο αυτό εδώ;» «Πρόκειται για μικρότερα κομμάτια.» Η αδελφή πλησίασε, κρατώντας από ένα σκουλαρίκι σε κάθε αυτί. «Σούζαν, ποιο ζευγάρι να πάρω;» Η Σούζαν έγειρε το κεφάλι της μια από δω και μια από κει. «Και τα δύο. Ντι, αυτός είναι ο άνθρωπος που έφτιαξε το μπολ που αγόρασα για τα γενέθλια της Τσέρι, και αυτή την οινοθήκη από την οποία δεν μπορώ να τραβήξω το βλέμμα μου. Ο Σάιμον Ντόιλ.» «Λατρεύω το μπολ.» Η Ντι έσφιξε δυνατά και γρήγορα το χέρι του Σάιμον. «Αλλά το είδε πρώτη. Η Σίλβια είπε ότι ίσως σας πείσουμε να φτιάξετε άλλο ένα.» «Ο Σάιμον μόλις έφερε μερικά καινούρια κομμάτια.» «Αλήθεια;» Η Ντι κοίταξε τη Σίλβια και έπειτα πάλι τον Σάιμον. «Φέρατε και μπολ;» «Κάνα δυο» είπε εκείνος. «Λέω να πάω να τα φέρω για να ρίξετε μια ματιά» πρότεινε η Σίλβια. «Περίφημα. Θα τα κοιτάξω πρώτη» είπε η Ντι, δίνοντας μια μικρή σκουντιά στην αδερφή της. «Υπάρχουν κι άλλα στο φορτηγάκι. Θα πάω να…» «Όχι, όχι. Θα το φροντίσω εγώ.» Η Σίλβια χτύπησε φιλικά το μπράτσο του Σάιμον και έπειτα το έσφιξε προειδοποιητικά. «Γιατί δε λες στη Σούζαν μερικά πράγματα για την οινοθήκη; Είναι το τωρινό αριστούργημά μας» πρόσθεσε και έπειτα έφυγε προτού βρει ο Σάιμον μια δικαιολογία να την κοπανήσει. Απεχθανόταν τις πωλήσεις, την αίσθηση ότι τον επιδείκνυαν όσο τη δουλειά του. «Λατρεύω τους τόνους του ξύλου.» Η Σούζαν έσυρε το
164
NORA ROBERTS
χέρι της στα νερά του ξύλου. «Έπειτα είναι και η λεπτομέρεια. Είναι κομψό χωρίς να είναι βαρύ και επιδεικτικό.» «Σας ταιριάζει.» Το πρόσωπό της έλαμψε. «Έξυπνο αυτό που είπατε.» «Δε θα το έλεγα αν δε σας ταίριαζε. Σας αρέσει ο συγκρατημένος τρόπος και το κομψό. Δε σας πειράζει αν κάτι δεν είναι πρακτικό, αλλά χαίρεστε περισσότερο όταν εξυπηρετεί ένα σκοπό.» «Θεέ μου, τη στρίμωξες! Ξυλουργός με μαντικές ικανότητες» είπε γελώντας η Ντι. «Καλύτερα να το αγοράσεις, Σούζαν. Είναι γραφτό.» «Ίσως είναι.» Η Σούζαν άνοιξε τις πόρτες ξανά και έπειτα ένα από τα συρτάρια. «Είναι απαλό σαν μετάξι. Εκτιμώ την καλή δουλειά.» «Και εγώ το ίδιο.» Πρόσεξε ότι η Σίλβια είχε γεμίσει την οινοθήκη με μερικά εξαιρετικά ποτήρια κρασιού και κάνα δυο μπουκάλια καλό κρασί.» «Πόσο καιρό δουλεύετε με το ξύλο;» «Σύμφωνα με τη μητέρα μου, από τότε που ήμουν δύο χρονών.» «Ξοδέψατε καλά τον καιρό σας. Η Σίλβια είπε ότι έχετε μετακομίσει στο νησί. Από πού;» Ο Σάιμον ένιωσε την επιδερμίδα του να αρχίζει να τον φαγουρίζει. «Από το Σποκέιν μέσω του Σιάτλ.» «Ντόιλ» μουρμούρισε η Ντι. «Νομίζω ότι διάβασα κάτι για σας και τη δουλειά σας πριν από κάμποσο καιρό, στα καλλιτεχνικά.» «Ίσως.» Η Σούζαν έγειρε ξανά το κεφάλι της, όπως είχε κάνει όταν αξιολογούσε τα σκουλαρίκια της αδερφής της. «Δε σας ενδιαφέρει πολύ η αυτοπροβολή, έτσι δεν είναι;» «Η δουλειά πρέπει να μιλάει από μόνη της.» «Συμφωνώ απολύτως με αυτό, και στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάει. Θα αγοράσω την οινοθήκη.» «Κυρίες μου» φώναξε η Σίλβια από το κατώφλι.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
165
«Περάστε στην αποθήκη. Ντι, νομίζω ότι έχουμε το μπολ σου. Σάιμον, έφερα μέσα το κουτάβι. Ελπίζω να μη σε πειράζει. Ξέρω ότι αυτό θα πάρει λίγο περισσότερο απ’ όσο είχες σχεδιάσει και χάρηκε πολύ που με είδε.» «Ένα κουταβάκι!» «Πρόσεχε» είπε η Ντι καθώς η αδερφή της έτρεξε στην αποθήκη. «Θα θέλει να τον αγοράσει κι αυτόν. Έχει τρέλα με τα σκυλιά.» Πέρασαν άλλα τριάντα λεπτά, με τη Σίλβια να φράζει επιφυλακτικά την πόρτα και τον Σαγόνια να έχει τρελαθεί από τα χάδια και τα κανακέματα. Ο Σάιμον φόρτωσε τα κουτιά και τις σακούλες στο αυτοκίνητό του και αποφάσισε ότι το συμβάν ήταν πιο κουραστικό κι από το βγάλσιμο του κούτσουρου από το έδαφος. Η Σίλβια τον τράβηξε πάλι στην αποθήκη και άρχισε να χορεύει ενώ ο Σαγόνιας γάβγιζε και πηδούσε. «Σάιμον! Αυτές οι δύο γυναίκες δεν έφτιαξαν απλώς τη μέρα μας, αλλά ολόκληρη τη βδομάδα μας. Και θα ξανάρθουν, ω, ναι, θα ξανάρθουν. Κάθε φορά που η Σούζαν θα κοιτάζει την οινοθήκη της, ή το βάζο, ή όταν η Ντι θα χρησιμοποιεί το μπολ, θα σκέφτονται το μαγαζί κι εσένα. Και θα ξανάρθουν.» «Μπράβο στην ομάδα.» «Σάιμον, πουλήσουμε κομμάτια αμέσως μόλις τα βγάλαμε από τα κουτιά. Όσο για την οινοθήκη; Ειλικρινά πίστευα ότι θα την είχαμε εδώ μέχρι την τουριστική περίοδο. Πρέπει να φτιάξεις άλλη μία!» Σωριάστηκε στο μικρό καναπέ όπου είχε σερβίρει στις δύο πελάτισσές της νερό με λεμόνι. «Τότε καλύτερα να πάω να πιάσω δουλειά.» «Δείξε ενθουσιασμό. Μόλις έβγαλες πολύ καλά λεφτά. Και πουλήσαμε κομμάτια που αυτές οι δύο κυρίες θα απολαύσουν. Θα τα απολαύσουν στ’ αλήθεια. Η μέρα μου χρειαζόταν βελτίωση και το σημερινό την έφτιαξε.» Η Σίλβια έσκυψε για να χαϊδέψει τον Σαγόνια. «Ανησυχώ για τη Φι. Σήμερα το πρωί διάβασα στη U.S.
166
NORA ROBERTS
Report ένα άρθρο για τον Πέρι και για τους πρόσφατους φόνους. Πέρασα να τη δω, αλλά ήδη είχε φύγει. Η μονάδα της δουλεύει σήμερα.» «Το έμαθα.» «Μίλησα με τη Λέιν, τη μητέρα της. Αποφασίσαμε να μην της τηλεφωνήσουμε όσο είναι έξω και κάνει εξάσκηση.» «Μιλάς με τη μητέρα της;» «Η Λέιν και εγώ έχουμε καλές σχέσεις. Αγαπάμε και οι δύο τη Φι. Ξέρω ότι θα έχει μάθει για το άρθρο μέχρι τώρα, και ξέρω ότι θα αναστατωθεί. Μπορείς να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη.» Ο Σάιμον ένιωσε πάλι φαγούρα στην επιδερμίδα. «Τι χάρη;» «Της έφτιαξα μινεστρόνε.» Η Σίλβια έδειξε τον ηλεκτρικό μάγειρα. «Και μια φραντζόλα ψωμί με δεντρολίβανο. Όπου να ’ναι, θα γυρίσει στο σπίτι της, αν δεν έχει ήδη επιστρέψει. Μπορείς να της τα πας;» «Γιατί; Μπορείς να τα πας εσύ.» «Μπορώ. Αυτό σκόπευα να κάνω, αλλά σκέφτηκα ότι θα είναι καλό να έχει κάποιον άλλο εκεί, κάποιον πιο κοντά στην ηλικία της. Κι αυτόν εδώ.» Χάιδεψε ξανά τον Σαγόνια. «Είναι δύσκολο να έχεις τις μαύρες σου μ’ αυτόν τριγύρω.» Σήκωσε το κεφάλι της και, παρ’ ότι ο Σάιμον ήξερε ότι χρησιμοποιούσε επίτηδες το βλέμμα της, δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Σε πειράζει, Σάιμον; Συγκινούμαι πολύ όταν σκέφτομαι τι πέρασε. Μπορεί το άρθρο να την κάνει χειρότερα. Θα ένιωθα πολύ καλύτερα αν ήξερα ότι θα φάει ένα καλό γεύμα και θα έχει παρέα.» ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ, αναρωτήθηκε ο Σάιμον, μερικές γυναίκες να μπορούν να σε πείθουν για το αντίθετο από αυτό που θέλεις να κάνεις; Η μάνα του είχε το ίδιο ταλέντο. Την παρακολουθούσε,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
167
την άκουγε, επιχειρούσε να την αποφύγει, να τη μανουβράρει, να την αποφύγει – και εκείνη μπορούσε, με απόλυτη επιτυχία, να τον σπρώξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Σίλβια ήταν φτιαγμένη από την ίδια πάστα, και τώρα εκείνος είχε έναν ηλεκτρικό μάγειρα και μια φραντζόλα ψωμί, μια αποστολή – και ο στοχαστικός περίπατος στην παραλία είχε λήξει πριν καν αρχίσει. Υποτίθεται ότι τώρα έπρεπε να αφήσει τη Φιόνα να κλάψει στον ώμο του; Απεχθανόταν να παίζει το ρόλο του ώμου. Ποτέ δεν ήξερε τι να πει ή τι να κάνει. Πατ, πατ, ορίστε. Τι στο διάβολο; Επιπλέον, αν η Φιόνα είχε λίγο μυαλό –και ο Σάιμον πίστευε ότι είχε– θα ήθελε απομόνωση, όχι παρέα. «Αν οι άνθρωποι άφηναν ήσυχους τους άλλους ανθρώπους» είπε στον Σαγόνια «όλοι θα ήταν καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς, πάντα οι άνθρωποι είναι εκείνοι που σκατώνουν τα πράγματα για τους ανθρώπους.» Θα της έδινε το φαγητό και θα έφευγε. Ορίστε, και bon appétit. Έτσι, τουλάχιστον, θα είχε χρόνο να μελετήσει, να μετρήσει, να σκεφτεί τα σχέδια με τη συνοδεία μιας πίτσας και μιας μπίρας. Ίσως η Φιόνα να μην είχε επιστρέψει. Καλύτερα. Θα άφηνε το μάγειρα και τη φραντζόλα στη βεράντα και θα τέλειωνε μ’ αυτή την ιστορία. Αμέσως μόλις μπήκε στο μονοπάτι της, ο Σαγόνιας ζωήρεψε. Το κουτάβι χόρεψε στο κάθισμα και έβαλε τα πόδια του στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Το γεγονός ότι τα κατάφερε χωρίς να πέσει με το κεφάλι στο πάτωμα έκανε τον Σάιμον να συνειδητοποιήσει ότι το σκυλί είχε μεγαλώσει αρκετά τις τελευταίες δύο βδομάδες. Μάλλον χρειαζόταν καινούριο κολάρο. Άπλωσε το χέρι του και πέρασε το δάχτυλό του ανάμεσα στο κολάρο και στο τρίχωμα του σκυλιού. «Σκατά. Γιατί δε μου τα λες αυτά τα πράγματα;» Καθώς περνούσαν πάνω από τη γέφυρα, η ουρά του
168
NORA ROBERTS
σκυλιού έσκιζε ρυθμικά τον αέρα –πόρτα, κάθισμα, πόρτα, κάθισμα– όλο χαρά. «Χαίρομαι που κάποιος είναι ευτυχισμένος» μουρμούρισε ο Σάιμον. Το φορτηγάκι της ήταν στο μονοπάτι. Τα σκυλιά έτρεξαν στην αυλή. «Δε θα καθίσουμε» προειδοποίησε τον Σαγόνια. «Θα μπούμε και θα βγούμε.» Άφησε το σκυλί να βγει πρώτο και σκέφτηκε πως, με τη μεταφορά του κούτσουρου με τον Γκάρι και τον Μπουτς, με την επίσκεψη στην πόλη, τη λατρεία των γυναικών και τώρα το απρογραμμάτιστο παιχνίδι με τα φιλαράκια του, αυτή η μέρα πρέπει να ήταν για τον Σαγόνια η σκυλίσια εκδοχή για μια μέρα στην Ντίσνεϊλαντ. Πήρε τον ηλεκτρικό μάγειρα και το τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο ψωμί. Η Φιόνα στεκόταν στο κατώφλι τώρα και είχε γείρει χαλαρά στο κούφωμα. Και, προς μεγάλη έκπληξη του Σάιμον, χαμογελούσε. «Γεια σου, γείτονα.» «Έπρεπε να περάσω από τη Σίλβια. Μου ζήτησε να έρθω και να σου δώσω αυτά.» Εκείνη ίσιωσε την πλάτη της για να σηκώσει το καπάκι από τον ηλεκτρικό μάγειρα και να μυρίσει. «Μμμ… Μινεστρόνε. Μου αρέσει πολύ. Φέρ’ τη μέσα.» Παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει και άφησε την πόρτα ανοιχτή όπως έκανε συνήθως. Η φωτιά τριζοβολούσε, η μυρωδιά της σούπας αρωμάτιζε τον αέρα και η ίδια ευωδίαζε όπως το δάσος. «Έμαθα ότι πήρες το κούτσουρό σου.» «Στο δελτίο ειδήσεων;» «Το ράδιο-αρβύλα είναι πιο γρήγορο. Έπεσα πάνω στον Γκάρι και στη Σου καθώς επέστρεφα στο σπίτι. Πήγαιναν στο γιο τους για δείπνο. Άσ’ το στον πάγκο, ευχαριστώ. Σκόπευα να πιω μια μπίρα, αλλά η μινεστρόνε της Σίλβια απαιτεί ένα καλό κόκκινο κρασί. Εκτός αν
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
169
προτιμάς την μπίρα.» Το σχέδιο να μπει και να βγει άλλαξε, εξαιτίας της περιέργειας. Το ράδιο-αρβύλα πράγματι ήταν γρήγορο, σκέφτηκε ο Σάιμον. Η Φιόνα έπρεπε να μάθει για το άρθρο. «Το κόκκινο κρασί είναι μια χαρά.» Εκείνη πήγε σε ένα ψηλό, στενό ντουλάπι –όντως της χρειαζόταν μια οινοθήκη– για να διαλέξει ένα μπουκάλι. «Ώστε νιπτήρας λοιπόν.» «Ορίστε;» «Το κούτσουρο.» Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε ένα απλό ανοιχτήρι. «Ο Γκάρι είπε ότι θα φτιάξεις ένα νιπτήρα. Ένα νιπτήρα από κούτσουρο. Θα γίνει το θέμα συζήτησης του νησιού.» «Γιατί δε συμβαίνουν πολλά εδώ. Σε κάνα δυο μέρες θα φυτέψω το δέντρο σου.» «Μια χαρά.» Ο Σάιμον μελέτησε το πρόσωπό της όσο εκείνη έβγαζε το φελλό. Δεν είδε σημάδια θλίψης, κλάματος, θυμού. Ίσως το ράδιο-αρβύλα να είχε χαλάσει τελικά. Η Φιόνα έβαλε κρασί στα ποτήρια και τον ηλεκτρικό μάγειρα στην πρίζα. «Ας τη ζεστάνουμε για λίγα λεπτά» είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του. «Ώστε σολάριουμ λοιπόν.» «Τι πράγμα;» «Είπες να σκεφτώ να φτιάξω ένα σολάριουμ στη νότια πλευρά. Να ανοίξω την κουζίνα. Πώς θα γίνει αυτό;» «Α… σε εκείνο τον τοίχο.» Έδειξε με το ποτήρι του. «Είναι ενισχυμένος, οπότε θα χρειαστείς στήριξη. Ίσως κάνα δυο δοκάρια, κολόνες – θα τον κρατάνε ανοιχτό αλλά θα δίνουν την αίσθηση μιας εισόδου. Σήκωσε τον τοίχο. Κάν’ τον τρία, ίσως τέσσερα μέτρα. Μπορεί να χρειαστεί να κάνεις τη σκεπή τριγωνική. Βάλε φεγγίτες. Μια καλή, μεγάλη τζαμαρία θα σου δώσει θέα στο δάσος. Βάλε φαρδιές σανίδες στα πατώματα. Θα έχεις χώρο για τραπέζι αν θέλεις μια εναλλακτική για να τρως στην
170
NORA ROBERTS
κουζίνα.» «Το κάνεις να φαίνεται απλό.» «Θα χρειαστεί κάποια δουλειά.» «Ίσως αρχίσω να κάνω οικονομίες.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και έπειτα άφησε το ποτήρι για να βγάλει ένα βάζο με ελιές από το ψυγείο. «Ξέρεις για το άρθρο.» «Και εσύ το ίδιο, προφανώς.» Η Φιόνα μετέφερε ελιές από το βάζο σε ένα ρηχό πιάτο. «Ο Τζέιμς το διάβασε προτού συναντηθούμε σήμερα το πρωί – και το είπε στην υπόλοιπη μονάδα. Ανησυχούσαν τόσο πολύ για το αν έπρεπε να το θίξουν ή όχι, ώστε κανείς δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Οπότε τελικά μου το είπαν και αρχίσαμε τη δουλειά μας.» «Εσύ το διάβασες;» «Όχι. Επί τη ευκαιρία, αυτή είναι η εκδοχή μου για ορεκτικό.» Έσπρωξε τις ελιές προς το μέρος του. «Όχι, δεν το διάβασα, και δεν πρόκειται να το διαβάσω. Δεν υπάρχει λόγος. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξω ό,τι συνέβη στο παρελθόν, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξω ό,τι συμβαίνει τώρα. Ήξερα ότι θα συνέβαινε και τώρα συνέβη. Το αύριο θα γίνει χθες.» «Είναι ένας τρόπος να το δεις κι αυτός.» «Η Σιλ μού έστειλε την αγαπημένη μου σούπα. Σκέφτηκε ότι θα είχα αναστατωθεί.» «Μάλλον.» Η Φιόνα πήρε ξανά το κρασί της και τον έδειξε με το ελεύθερο χέρι της. «Το ξέρεις πολύ καλά, αφού σίγουρα σου το είπε – και σε έπεισε να έρθεις ώστε να μην είμαι μόνη μου.» Εκείνη τη στιγμή μπήκαν οι σκύλοι τρέχοντας – μια χαρούμενη αγέλη από γούνες. «Έτσι κι αλλιώς, δεν είσαι μόνη.» «Πράγματι. Έχω αναστατωθεί – αλλά το ελέγχω. Αυτό το μήνα είχα ήδη δυο μέρες μελαγχολίας, οπότε δε θα επιτρέψω να υπάρξει κι άλλη.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
171
Ο Σάιμον γοητεύτηκε άθελά του. «Υπάρχει όριο;» «Για μένα υπάρχει. Και τώρα έχω σούπα και…» Σήκωσε το αλουμινόχαρτο. «Μμμ… Ψωμί με δεντρολίβανο. Αυτό είναι εξαιρετικό. Έχω μια μητριά που μπαίνει στον κόπο να το φτιάξει για μένα, ένα γείτονα που μου το έφερε παρ’ ότι θα προτιμούσε να μην το κάνει, και τα σκυλιά μου. Δεν επιτρέπεται να μελαγχολήσω. Οπότε θα δειπνήσουμε και θα συζητήσουμε. Όμως δε θα κοιμηθώ μαζί σου στη συνέχεια.» «Ανάφτρα!» Η Φιόνα κόντεψε να πνιγεί με το κρασί. «Δεν το είπες αυτό!» «Ποιο;» Έγειρε πίσω το κεφάλι της και γέλασε. «Τα βλέπεις; Αυτό είναι καλύτερο από τη μελαγχολία. Ας φάμε.» Έβαλε με μια κουτάλα σούπα στα μπολ, το ψωμί σε μια σανίδα και έριξε κάποιο είδος σάλτσας για ντιπ σε ένα πιάτο. «Τα κεριά» είπε καθώς άναψε ένα «δεν είναι για αποπλάνηση. Απλώς κάνουν το φαγητό πιο νόστιμο.» «Νόμιζα ότι ήταν για να φαίνομαι πιο ωραίος.» «Μα ήδη είσαι ωραίος.» Χαμογέλασε και πήρε σούπα με το κουτάλι της. «Στη Σιλ.» «Εντάξει.» Ο Σάιμον δοκίμασε το φαγητό. «Πολύ ωραίο είναι. Σαν να τρώμε δείπνο στην Τοσκάνη.» «Θα της άρεσε να το ακούσει αυτό. Κατά κύριο λόγο, νομίζω ότι η Σίλβια παραέχει αγαπήσει το τόφου και τα παράξενα ρύζια. Όμως, όταν φτιάχνει μινεστρόνε, είναι ιδιοφυΐα. Δοκίμασε το ψωμί.» Ο Σάιμον έκοψε μια μπουκιά και τη βούτηξε στη σάλτσα. «Τηλεφώνησε στη μητέρα σου.» «Α…» Στα καθάρια γαλάζια μάτια της φάνηκε η ανησυχία. «Έπρεπε να το είχα σκεφτεί αυτό. Θα τηλεφωνήσω και στις δύο αργότερα και θα τους πω ότι είμαι καλά.» «Και για το ψωμί είχες δίκιο. Η μάνα μου ψήνει ψωμί.
172
NORA ROBERTS
Το ψήσιμο είναι κάτι σαν χόμπι για εκείνη.» «Και εγώ μπορώ να ψήσω. Αγοράζεις εκείνο το ζυμάρι για μπισκότα σε ρολά, το κόβεις σε κομμάτια και τα χώνεις στο φούρνο.» «Η δική μου σπεσιαλιτέ είναι η κατεψυγμένη πίτσα.» «Άλλη μια εκλεκτή ικανότητα.» Ο Σάιμον επέστρεψε στη σούπα του. «Όλοι οι διαζευγμένοι που γνωρίζω μισούν όλους όσοι εμπλέκονται. Ή τουλάχιστον τους περιφρονούν παγερά.» «Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Η μητέρα μου είναι υπέροχη γυναίκα. Σε κάποιο σημείο απλώς έπαψαν να είναι ευτυχισμένοι μαζί. Ξέρω ότι υπήρξαν καβγάδες και θυμός, ίσως και αλληλοκατηγορίες, αλλά τον περισσότερο καιρό το χειρίζονταν τόσο καλά όσο μπορεί να το χειριστεί κανείς. Παρ’ όλα αυτά, στην αρχή πονούσε απίστευτα. Έπειτα όμως έπαψε να πονάει, γιατί εκείνος ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, εκείνη είναι μια υπέροχη γυναίκα και ευτύχησαν ξανά. Και, παραδόξως, κατέληξαν να συμπαθήσουν ξανά ο ένας τον άλλον. Τότε ο μπαμπάς γνώρισε τη Σιλ και ήταν… να, ήταν απλώς καλά μαζί. Εκείνη και η μητέρα μου διέθεσαν το χρόνο που χρειαζόταν, έκαναν προσπάθεια να γνωρίσουν η μια την άλλη, για χάρη μου. Και τα βρήκανε. Συμπαθιούνται. Η μητέρα μου στέλνει λουλούδια στη Σιλ κάθε χρόνο στην επέτειο θανάτου του πατέρα μου. Ηλιοτρόπια, γιατί ήταν τα αγαπημένα του πατέρα μου.» Πίεσε τα μάτια της με τα χέρια της για λίγο. «Αρκετά. Μου έρχεται να κλάψω. Πες μου τι έκανες σήμερα εκτός από το να μεταφέρεις ένα κούτσουρο από το δάσος.» Προτού προλάβει εκείνος να απαντήσει, τα σκυλιά ξαναμπήκαν μέσα. Ο Σαγόνιας μυρίστηκε τον αέρα και έτρεξε σφαίρα στο τραπέζι. Ακούμπησε τις πατούσες του στα πόδια της Φιόνα και κλαψούρισε. «Κάτω.» Εκείνη κροτάλισε τα δάχτυλά της και έδειξε το έδαφος. Ο Σαγόνιας κάθισε, αλλά η ουρά του πηγαινοερχόταν και τα μάτια του έλαμπαν από την
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
173
προσμονή. Η Φιόνα έστρεψε το βλέμμα της στον Σάιμον. «Τον ταΐζεις από το τραπέζι.» «Ίσως. Επιμένει μέχρι που…» Ο Σάιμον σταμάτησε όταν η Φιόνα ξεφύσησε. Σηκώθηκε όρθια και πήγε στο κελάρι. Πήρε από μέσα μικρά κόκαλα για μάσημα. Ένα για τον Σαγόνια και από ένα για τα τρία σκυλιά, που κοίταζαν το κουτάβι με οίκτο. «Αυτά είναι δικά σας.» Άπλωσε τα κόκαλα στην άλλη άκρη του δωματίου. «Εμπρός. Περισπασμός» είπε στον Σάιμον. «Αντικατάσταση, πειθαρχία. Όσο υποκύπτεις και τον ταΐζεις από το τραπέζι –και το ανθρώπινο φαγητό δεν είναι καλό για τη διατροφή του– θα συνεχίσει να ζητιανεύει. Και τον διδάσκεις να γίνεται ενοχλητικός ανταμείβοντας την κακή συμπεριφορά του.» «Μάλιστα, μαμά.» «Συνέχισε έτσι, και θα μεγαλώσεις ένα κλεφτρόνι. Είχα περισσότερους από έναν μαθητές που καταβρόχθισαν τη γαλοπούλα από το γιορτινό τραπέζι, τα αρνίσια παϊδάκια του πάρτι ή το χριστουγεννιάτικο χοιρομέρι επειδή δεν είχαν διδαχτεί καλούς τρόπους. Ένα έκλεψε τις μπριζόλες του γείτονα κατευθείαν από την ψησταριά.» «Μήπως ήταν άσκηση των διαταγών “φέρε” και “μάζεψε”; Γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν μια καλή ικανότητα.» Η Φιόνα κούνησε το κουτάλι της προς το μέρος του. «Θυμήσου τα λόγια μου. Τέλος πάντων, τι άλλο έκανες εκτός από το κούτσουρο;» «Τίποτα ιδιαίτερο. Έκανα λίγη δουλειά και πήγα μερικά κομμάτια στο κατάστημα της Σιλ. Γι’ αυτό τρώω σούπα τώρα.» Δεν είναι αγγαρεία τελικά, συνειδητοποίησε ο Σάιμον, αυτή η συζήτηση στο δείπνο υπό το φως των κεριών και με τα σκυλιά να μασουλάνε δερμάτινα κόκαλα. «Είναι ενθουσιασμένη γιατί ήταν εκεί δυο γυναίκες όταν πήγα και έφυγαν φορτωμένες μέχρι τα αυτιά. Την οινοθήκη θα τη στείλει με μεταφορέα γιατί ήταν πολύ μεγάλη για το αυτοκίνητό τους.»
174
NORA ROBERTS
«Την οινοθήκη.» Το κουτάλι σταμάτησε στη μέση της διαδρομής προς το στόμα της. «Πούλησες την οινοθήκη μου.» «Είναι κι αυτός ένας τρόπος να το δεις.» Η Φιόνα κατέβασε μούτρα για λίγο, αλλά έπειτα ανασήκωσε τους ώμους της. «Ε, τι στο διάβολο! Συγχαρητήρια.» «Της ταίριαζε.» Ανασήκωσε και εκείνος τους ώμους του όταν η Φιόνα μισόκλεισε τα μάτια της. «Η Σούζαν είναι από το Μπέινμπριτζ Άιλαντ. Φορούσε κίτρινο διαμάντι, καλό δερμάτινο μπουφάν, κομψές μπότες. Η διακριτική αλλά ακριβή Σούζαν από το Μπέινμπριτζ Άιλαντ.» «Εγώ τι είμαι; Κραυγαλέα και φτηνή;» «Αν ήσουν φτηνή, τώρα θα κάναμε σεξ και θα τρώγαμε σούπα αργότερα.» «Υποτίθεται ότι αυτό είναι αστείο. Είναι, αλλά λιγάκι μόνο.» «Τι κάνεις όταν βγαίνετε έξω με τη μονάδα σου όπως σήμερα; Δεν ξέρετε τα πάντα έτσι κι αλλιώς;» «Είναι σημαντικό να εξασκούμαστε, ατομικά και ως ομάδα. Δουλεύουμε ένα διαφορετικό πρόβλημα, σε διαφορετικό έδαφος, τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Έπειτα μπορούμε να συζητήσουμε για τυχόν λάθη, για αδυναμίες ή για τα περιθώρια βελτίωσης. Σήμερα δουλέψαμε με εύρημα ένα πτώμα.» Ο Σάιμον κοίταξε συνοφρυωμένος τη σούπα του. «Ωραία.» «Μπορώ να αλλάξω θέμα συζήτησης αν είσαι ευαίσθητος.» «Πού το βρήκατε το πτώμα; Στο νεκροτομείο της γειτονιάς;» «Είχαν τελειώσει. Χρησιμοποιούμε υλικό από πτώματα –οστά, τρίχες, σωματικά υγρά– μέσα σε ένα δοχείο. Η Μάι, ως υπεύθυνη της βάσης, το βάζει στη θέση του από νωρίτερα. Έπειτα ετοιμαζόμαστε όπως θα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
175
κάναμε σε μια αληθινή έρευνα, ανατίθενται τομείς και τα λοιπά.» Ο Σάιμον προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε κάνει ποτέ πιο περίεργη συζήτηση τρώγοντας μινεστρόνε. Και βέβαια όχι. «Πώς ξέρει ο σκύλος ότι πρέπει να βρει έναν νεκρό άνθρωπο και όχι έναν ζωντανό;» «Καλή ερώτηση. Είναι διαφορετική η διαταγή. Για τα δικά μου, χρησιμοποιώ το “βρες” για ζωντανό άνθρωπο και το “ψάξε” για πτώμα.» «Αυτό είναι όλο;» «Υπάρχουν κι άλλα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος έχει να κάνει με την πολλαπλή εκπαίδευση, το πρώιμο έργο και το προχωρημένο έργο.» «Ο Σαγόνιας μπορεί να είναι καλός σε αυτό. Σήμερα βρήκε ένα ψόφιο ψάρι. Κανένα πρόβλημα.» «Εδώ που τα λέμε, μπορεί να είναι. Μπορεί να διδαχτεί να ξεχωρίζει τη μυρωδιά ενός ψόφιου ψαριού ή ζώου από εκείνη των ανθρώπινων λειψάνων.» «Και να μην κυλιέται σε αυτά όταν τα ανακαλύπτει;» «Ασφαλώς.» «Μπορεί να αξίζει τον κόπο μόνο γι’ αυτό.» Γύρισε και είδε τον Σαγόνια να πλησιάζει με την κοιλιά το τραπέζι. Η Φιόνα απλώς στράφηκε και έδειξε. Ο Σαγόνιας επέστρεψε μουλωχτά στα υπόλοιπα σκυλιά. «Αντιδρά καλά, το βλέπεις; Όχι μόνο σ’ εσένα αλλά και σε έναν άλλο χειριστή. Αυτή είναι άλλη μια σημαντική ικανότητα.» «Νομίζω ότι ανταποκρίνεται καλύτερα σ’ εσένα, και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό βοηθάει.» Η Φιόνα έσπρωξε πιο πέρα το μπολ της. «Ίσως όχι, αλλά αυτό βοήθησε. Δε θα μελαγχολούσα γιατί είναι αντίθετο με τους κανόνες, αλλά θα κλεινόμουν στον εαυτό μου.» Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά ενώ οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν. «Δεν έχεις τα χάλια σου απόψε.»
176
NORA ROBERTS
«Θεούλη μου!» Η Φιόνα κούνησε το χέρι της μπροστά στην καρδιά της. «Μήπως κοκκίνισα;» «Περίμενα ότι θα τα είχες» είπε εκείνος, ατάραχος. «Ήσουν όλη μέρα έξω και έκανες ελιγμούς, ή ό,τι άλλο είναι αυτά.» «Εκπαίδευση μονάδας.» «Αυτό και η επίδραση από το άρθρο. Αλλά είσαι μια χαρά.» «Πω πω! Από το δεν “έχεις τα χάλια σου” στο “είσαι μια χαρά” μέσα σε ένα λεπτό. Τι θα ακολουθήσει άραγε;» «Το χαμόγελό σου. Επίσης σκέφτηκα πως μάλλον ξέρεις ότι είναι το καλύτερο στοιχείο σου – το πιο γοητευτικό, το πιο σέξι πράγμα πάνω σου. Γι’ αυτό το χρησιμοποιείς τόσο συχνά.» «Σοβαρά;» «Να, όπως τώρα.» Εξακολουθώντας να χαμογελάει, η Φιόνα ακούμπησε το πιγούνι της στη γροθιά της. «Δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου απόψε. Δεν ήταν ραντεβού αυτό. Μπορεί να θέλω να βγούμε ραντεβού προτού κοιμηθούμε μαζί. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα.» «Δεν έχεις αποφασίσει.» «Ακριβώς. Είναι ένα από τα προνόμια του θηλυκού να αποφασίζει αυτά τα πράγματα. Δεν τους ορίζω εγώ τους κανόνες. Οπότε δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου ακόμα.» «Μπορεί να μη θέλω να κοιμηθώ μαζί σου.» «Επειδή δεν είμαι ο τύπος σου» είπε εκείνη, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της. «Όμως ήδη σε αποπλάνησα με το χαμόγελό μου, και σε μαλάκωσα με τη σούπα της Σίλβια. Θα μπορούσα να σε κάνω χαλί να σε πατήσω.» «Αυτό είναι προσβλητικό. Και προκλητικό.» «Δε θα το κάνω όμως γιατί σε συμπαθώ.» «Δε με συμπαθείς και τόσο πολύ.» Η Φιόνα γέλασε. «Κι όμως, σε συμπαθώ. Δεν είμαι εντελώς στα καλά μου απόψε, οπότε δε θα ήταν αυτό που
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
177
θα έπρεπε να ήταν. Όμως θα κάνω αυτό.» Σηκώθηκε και έκανε το γύρο του τραπεζιού. Και κάθισε στα γόνατά του. Δάγκωσε απαλά το κάτω χείλι του Σάιμον και έπειτα το ανακούφισε με τη γλώσσα της προτού τον φιλήσει. Παρηγοριά και φωτιά, σκέφτηκε, υπόσχεση και απειλή. Το σκληρό κορμί και τα πυκνά, απαλά μαλλιά, τα τραχιά γένια και τα μαλακά χείλη. Αναστέναξε πάνω τους, τραβήχτηκε πίσω και στύλωσε τα μάτια της στα δικά του. «Λίγο ακόμα» μουρμούρισε και τον φίλησε ξανά. Αυτή τη φορά τα χέρια του ανέβηκαν στα πλευρά της, άγγιξαν ανάλαφρα τα στήθη της. Τα διεκδίκησαν. Ήταν μικρά και στητά, και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κάτω από τις παλάμες του. «Φιόνα.» Εκείνη διέκοψε το φιλί και ακούμπησε το μάγουλό της στο δικό του. «Θα μπορούσες να με πείσεις, το ξέρουμε και οι δύο. Σε παρακαλώ μην το κάνεις. Είναι πολύ άδικο, αλλά σε παρακαλώ μην το κάνεις.» Μερικές γυναίκες, σκέφτηκε εκείνος, έχουν τη δύναμη να στρέφουν έναν άντρα στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτό που θέλει. Καταπώς φαινόταν, το ’χε η μοίρα του να πέφτει πάνω τους. Και, να πάρει ο διάβολος, να ενδιαφέρεται. «Πρέπει να φύγω.» «Ναι.» Η Φιόνα τραβήχτηκε πίσω ξανά, αυτή τη φορά πιάνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της. «Πρέπει. Αλλά σε ευχαριστώ, επειδή, όταν θα έχω νευρικότητα, απόψε δε θα οφείλεται σε κάποιο αναθεματισμένο άρθρο της εφημερίδας.» «Λέγε με Σαμαρείτη.» Η Φιόνα ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του για μια στιγμή. «Θα σου δώσω ένα μπολ με σούπα. Και ένα μεγαλύτερο κολάρο για τον Σαγόνια. Αυτό που έχει του πέφτει μικρό.»
178
NORA ROBERTS
Εκείνος δε διαφώνησε καθώς αυτό θα του έδινε χρόνο να ηρεμήσει. Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής στο σπίτι του και ενώ το κουτάβι ροχάλιζε στο κάθισμα δίπλα του, τη γευόταν, τη μύριζε. Έριξε μια ματιά στο σκυλί. «Εσύ φταις γι’ αυτό» μουρμούρισε. «Δε θα ήμουν σ’ αυτή τη θέση αν δεν υπήρχες εσύ.» Όταν έστριψε στο μονοπάτι του, θύμισε στον εαυτό του να πάει να αγοράσει ένα αναθεματισμένο δέντρο και να το φυτέψει. Η συμφωνία ήταν συμφωνία.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
179
ΔΕΚΑ
Η ΦΙΟΝΑ ΤΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ, το προσπέρασε. Έσπρωξε τη μια ώρα μετά την άλλη με τη δουλειά και τη ρουτίνα. Διοχέτευσε την υπερβολική νευρικότητα στη γυμναστική, απέβαλε την υπερένταση με τον ιδρώτα μέχρι που ένα άρθρο το οποίο αναμασούσε τη δοκιμασία της, την απώλειά της, έπαψε να έχει σημασία. Τα μαθήματά της, το μπλογκ της, η καθημερινή φροντίδα και η συναναστροφή με τα σκυλιά της γέμιζαν τις μέρες της. Και έπειτα από εκείνο το χαλαρό δείπνο με σούπα και ψωμί είχε τη σκέψη μιας σχέσης με τον Σάιμον –όσο μακριά κι αν έφτανε αυτή– να καλλιεργείται στο μυαλό της. Απολάμβανε την παρουσία του, πολύ. Ίσως, σκέφτηκε, επειδή δεν ήταν τόσο προστατευτικός και φιλικός όσο ο κύκλος των φίλων της ή οι δύο γυναίκες που αποτελούσαν την οικογένειά της. Ήταν λιγάκι σκληρός, πολύ απότομος και, σκέφτηκε η Φιόνα, πολύ πιο περίπλοκος από τους περισσότερους ανθρώπους που γνώριζε. Από πολλές απόψεις, μετά το θάνατο του Γκρεγκ, το νησί είχε γίνει το καταφύγιό της, το ασφαλές μέρος όπου
180
NORA ROBERTS
κανείς δεν την κοίταζε με οίκτο, ή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και όπου είχε καταφέρει να ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή. Όχι από το μηδέν, σκέφτηκε. Ήταν αυτή που ήταν, βαθιά μέσα της. Όμως, όπως ένα νησί, είχε αποσπαστεί από την ηπειρωτική χώρα και είχε επιτρέψει στον εαυτό της να αλλάξει κατεύθυνση, να αναπτυχθεί, ακόμα και να αναμορφωθεί. Πριν από όχι και τόσο πολλά χρόνια, είχε φανταστεί τον εαυτό της να μεγαλώνει μια οικογένεια –τρία παιδιά– σε ένα όμορφο προάστιο. Θα μάθαινε να μαγειρεύει νόστιμα, ενδιαφέροντα φαγητά και θα αγαπούσε τη μειωμένου ωραρίου δουλειά της (όποια κι αν ήταν αυτή). Θα υπήρχαν σκυλιά στο σπίτι και μια κούνια στην αυλή, μαθήματα χορού και ποδοσφαιρικοί αγώνες. Θα ήταν η συνετή σύζυγος που θα στήριζε τον αστυνομικό άντρα της, μια αφοσιωμένη μητέρα και μια ικανοποιημένη γυναίκα. Θα ήμουν καλή σε αυτό, σκέφτηκε η Φιόνα ενώ καθόταν στη βεράντα και απολάμβανε το ήσυχο πρωινό. Μπορεί να ήταν νέα για να σκέφτεται το γάμο και την οικογένεια, όμως είχαν έρθει όλα εντελώς αβίαστα. Μέχρι που… Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα από εκείνη την όμορφη εικόνα εκτός από σπασμένα γυαλιά και μια τσακισμένη κορνίζα. Όμως… Όμως τώρα ήταν καλή σε αυτό που έκανε. Ικανοποιημένη και γεμάτη. Και καταλάβαινε ότι είχε φτάσει σε αυτό το μέρος, σε αυτή τη ζωή, σε αυτές τις ικανότητες επειδή όλα εκείνα τα υπέροχα, γλυκά σχέδια είχαν γίνει θρύψαλα. Ο πυρήνας μπορεί να ήταν ο ίδιος, αλλά όλα γύρω του είχαν αλλάξει. Και εκείνη, εξαιτίας όλων αυτών ή, παρ’ όλα αυτά, ήταν μια ευτυχισμένη, ικανοποιημένη γυναίκα. Ο Μπόγκαρτ πλησίασε και έσπρωξε το κεφάλι του
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
181
κάτω από το χέρι της. Μηχανικά, εκείνη αναδεύτηκε, πέρασε το μπράτσο της από πάνω του και του έτριψε τα πλευρά. «Δε νομίζω ότι γίνονται όλα για ένα σκοπό. Αυτός απλώς είναι ο τρόπος για να αντιμετωπίζουμε τα χειρότερα που μας συμβαίνουν. Όμως μπορώ να χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ.» Και να μη νιώθω ότι πρόδωσα τον Γκρεγκ, σκέφτηκε, όλα εκείνα τα ωραία σχέδια και το κορίτσι που τα έκανε. «Μια καινούρια μέρα, Μπόγκαρτ. Αναρωτιέμαι τι θα φέρει.» Σαν να ήθελε να της απαντήσει, εκείνος πήρε στάση φέρμας. Και η Φιόνα είδε το φορτηγάκι του Σάιμον να κατηφορίζει το μονοπάτι της. «Μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα η μέρα» μουρμούρισε καθώς τα υπόλοιπα σκυλιά έτρεξαν κοντά της και κάθισαν, με τις ουρές τους να χτυπούν το πάτωμα. Η Φιόνα χαμογέλασε με το χαρούμενο μούτρο του Σαγόνια που κοίταζε από το παρμπρίζ, καθισμένος στη θέση του συνοδηγού, και το ανεξιχνίαστο πρόσωπο του Σάιμον πίσω από το τιμόνι. Σηκώθηκε και, όταν σταμάτησε το φορτηγάκι, έκανε στα σκυλιά της νόημα να σηκωθούν. «Είναι λίγο νωρίς για το μάθημα» φώναξε όταν ο Σάιμον βγήκε έξω και ο Σαγόνιας πήδηξε κάτω για να βρεθεί με τα φιλαράκια του. «Έφερα το αναθεματισμένο το δέντρο σου.» «Και επίσης είσαι μες στην καλή χαρά.» Πήγε προς το μέρος του καθώς εκείνος περπατούσε ανάμεσα στα σκυλιά. «Δώσ’ μου τον καφέ.» Δεν περίμενε να του τον προσφέρει εκείνη, αντιθέτως άρπαξε την κούπα της και κατέβασε ό,τι είχε απομείνει μέσα. «Παρακαλώ, σερβιρίσου.» «Ξέμεινα.» Επειδή φαινόταν μουτρωμένος, αξύριστος και σέξι, η Φιόνα τον κοίταξε πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες της.
182
NORA ROBERTS
«Ωστόσο, να που ήρθες νωρίς, κεφάτος και με ένα δέντρο, μόνο για μένα.» «Είμαι εδώ κεφάτος και νωρίς γιατί αυτό το σκυλί μασούλησε μια συσκευασία σκυλοτροφής δυόμισι κιλών κάποια στιγμή πριν από το χάραμα και έπειτα διάλεξε να την ξεράσει, μαζί με τη σακούλα, πάνω στο κρεβάτι μου. Ενώ ήμουν ξαπλωμένος εκεί.» «Πω πω!» Ο Σάιμον συνοφρυώθηκε αφού η ανησυχία και η προσοχή της Φιόνα στράφηκαν κατευθείαν στο σκυλί. «Εγώ είμαι αυτός που υπέφερε.» Αγνοώντας τον, η Φιόνα έτριψε το σκυλάκι και έλεγξε τα μάτια, τη μύτη και την κοιλιά του. «Καημένο μωράκι μου! Είσαι καλά τώρα. Δεν πειράζει.» «Αναγκάστηκα να πετάξω τα σκεπάσματα.» Από κει που καθόταν ανακούρκουδα, η Φιόνα στριφογύρισε τα μάτια της. «Όχι, καθαρίζεις τον εμετό και έπειτα πλένεις τα σκεπάσματα.» «Όχι αυτά τα σκεπάσματα. Ξερνούσε σαν μεθυσμένος φοιτητής.» «Και ποιος φταίει γι’ αυτό;» «Δεν έφαγα εγώ τις αναθεματισμένες τις κροκέτες.» «Όχι, αλλά δεν τις είχες αποθηκεύσει κάπου όπου δε θα μπορούσε να τις φτάσει ή, ακόμα καλύτερα, σε ένα κουτί με σκέπασμα. Επιπλέον, μάλλον δεν είναι έτοιμος ακόμα να κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα στο σπίτι. Πρέπει να πάρεις μια καγκελόπορτα για μωρά.» Ο Σάιμον συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν πρόκειται να στήσω καγκελόπορτα για μωρά.» «Τότε να μην παραπονιέσαι κάθε φορά που μπλέκει σε κάτι που δεν πρέπει όταν εσύ κοιμάσαι ή κάνεις κάποια δουλειά.» «Αν είναι να ακούσω διάλεξη, θέλω κι άλλο καφέ.» «Στην κουζίνα.» Όταν ο Σάιμον εξαφανίστηκε με μεγάλες δρασκελιές, η Φιόνα άρχισε να γελάει πνιχτά. «Είναι έξαλλος μαζί σου, έτσι δεν είναι; Ναι, είναι έξω
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
183
φρενών. Θα το ξεπεράσει. Έτσι κι αλλιώς» –φίλησε τη δροσερή, υγρή μυτούλα του Σαγόνια– «το λάθος ήταν δικό του.» Σηκώθηκε όρθια και πήγε στο πίσω μέρος του φορτηγού για να ρίξει μια ματιά στο δέντρο. Στεκόταν εκεί, εξακολουθώντας να χαμογελάει, όταν ο Σάιμον βγήκε έξω με δική του κούπα με καφέ. «Μου πήρες ένα σκυλόδεντρο9.» «Μου φάνηκε ταιριαστό χθες που το αγόρασα. Αλλά αυτό συνέβη πριν από σήμερα το πρωί που θυμήθηκα ότι τα σκυλιά είναι κακό σπυρί στον κώλο.» «Πρώτα απ’ όλα, είναι όμορφο δέντρο. Σε ευχαριστώ. Δεύτερον, οτιδήποτε εξαρτάται από μας μπορεί να γίνει κακό σπυρί στον κώλο. Ανέβηκε στο κρεβάτι σου γιατί όταν αισθάνθηκε αδιάθετος και φοβήθηκε ήθελε εσένα. Τρίτον» –έβαλε τα χέρια της στους ώμους του και άγγιξε τα χείλη του με τα δικά της– «καλημέρα.» «Όχι ακόμα.» Εκείνη χαμογέλασε και τον φίλησε ξανά. «Ελάχιστα καλύτερα.» «Ε, πάμε να φυτέψουμε ένα δέντρο, να δούμε πώς θα σε επηρεάσει αυτό. Έλα να το βάλουμε εκεί. Όχι…» Η Φιόνα άλλαξε κατεύθυνση. «Εκεί.» «Νόμιζα ότι το ήθελες στο δάσος, εκεί που ήταν το κούτσουρο.» «Ναι, αλλά είναι πολύ όμορφο και εκεί πέρα δε θα το βλέπει κανένας άλλος εκτός από μένα. Α, εκεί, εκεί πίσω, απ’ αυτή την πλευρά της γέφυρας. Ίσως πρέπει να αγοράσω άλλο ένα για την άλλη πλευρά. Καταλαβαίνεις, έτσι ώστε να περιστοιχίζουν τη γέφυρα.» «Αυτά τα ξέρεις εσύ.» Όμως ανασήκωσε τους ώμους του και άνοιξε την πόρτα του φορτηγού. «Θα έρθω μαζί σου, θα σε βοηθήσω.» Αφού το είπε αυτό, πήδηξε σβέλτα στο πίσω μέρος του φορτηγού και κάθισε πάνω στο τσουβάλι με την τύρφη. Ο Σάιμον κούνησε το κεφάλι του, αλλά γύρισε το
184
NORA ROBERTS
φορτηγάκι από την άλλη, πήγε αργά μέχρι τη γέφυρα και πάρκαρε ξανά. Όταν βγήκε για να κατεβάσει την πίσω πόρτα, η Φιόνα έριξε το τσουβάλι με την τύρφη στον ώμο της. «Θα το πάρω εγώ αυτό.» «Τώρα το πήρα» είπε εκείνη και πήδηξε έξω. Την παρακολούθησε καθώς το πήγε στο σημείο που ήθελε και το άφησε κάτω. Όταν η Φιόνα επέστρεψε, εκείνος της έπιασε το μπράτσο. «Σφίξε» την πρόσταξε. Διασκεδάζοντας, εκείνη υπάκουσε και είδε τα μάτια του να φανερώνουν έκπληξη όταν έπιασε τους δικεφάλους της. «Τι κάνεις, άρσεις χρησιμοποιώντας για βάρη τα σκυλιά σου;» «Μεταξύ άλλων. Επιπλέον, διαθέτω εξαιρετικό πρωτόπλασμα.» «Το βλέπω.» Ο Σάιμον ανέβηκε στο φορτηγάκι για να τραβήξει το δέντρο πάνω στην κατεβασμένη πίσω πόρτα. «Πιάσε τα εργαλεία, Σούπερ Κορίτσι. Πρέπει να υπάρχει άλλο ένα ζευγάρι γάντια εργασίας στο ντουλαπάκι.» Τα σκυλιά μύρισαν τριγύρω, αλλά σύντομα έχασαν το ενδιαφέρον τους. Ο Σάιμον δεν είπε τίποτα όταν η Φιόνα τράβηξε το τσουβάλι με το χώμα που είχε αγοράσει για να το ανακατέψει με την τύρφη, ούτε όταν εκείνη πήγε στο σπίτι με τα σκυλιά ξοπίσω της. Όμως σταμάτησε να σκάβει για να την παρακολουθήσει όταν εκείνη επέστρεψε κουβαλώντας δύο ξύλινους κουβάδες σαν λεπτή αλλά μυώδης γαλατού. «Το λάστιχο του νερού δε φτάνει μέχρι εδώ» του είπε – και ο Σάιμον ευχαριστήθηκε που τουλάχιστον ήταν λιγάκι λαχανιασμένη. «Αν χρειαστώ κι άλλο νερό, θα κουβαλήσω από το ποταμάκι.» Άφησε κάτω τους κουβάδες. Τα σκυλιά άρχισαν αμέσως να πίνουν νερό. «Δεν ξέρω γιατί δε σκέφτηκα ποτέ πριν να φυτέψω κάτι όμορφο εδώ. Θα το βλέπω κάθε φορά που επιστρέφω
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
185
στο σπίτι, όταν φεύγω, από τη βεράντα, όταν εκπαιδεύω σκυλιά. Θα τα βλέπω» διόρθωσε «αν βάλω ένα κι από την άλλη πλευρά του μονοπατιού. Θέλεις να σκάψω για λίγο;» Μάλλον ήταν ανόητο να το εκλάβει αυτό ως πρόκληση για τον ανδρισμό του, όμως ο Σάιμον δεν μπόρεσε να το αποφύγει. «Θα το κάνω εγώ.» «Αν είναι, πες μου.» Η Φιόνα πήγε να παίξει με τα σκυλιά. Ο Σάιμον ποτέ δεν είχε θεωρήσει ιδιαίτερα σέξι τη δύναμη, όμως, παρά τη λυγερόκορμη σιλουέτα, τα απαλά χρώματα, την ολοφάνερα ανεξάντλητη υπομονή, αυτή η γυναίκα διέθετε υπόστρωμα από ατσάλι. Οι περισσότερες από τις γυναίκες με τις οποίες είχε σχετιστεί δεν είχαν σηκώσει τίποτα πιο βαρύ από ένα μαρτίνι μήλου – ίσως και έναν αλτήρα 2,5 κιλών σε κάποιο πολυτελές γυμναστήριο. Αλλά ετούτη εδώ; Σήκωνε ένα τσουβάλι με χώμα σαν ψημένος εργάτης. Και, διάβολε, αυτό ήταν σέξι. Και τον έκανε να αναρωτιέται πώς θα φαινόταν αυτό το κορμί, τι αίσθηση θα είχε, όταν θα την έγδυνε. Ίσως πρέπει να κοπιάσω λίγο περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση, σκέφτηκε, και άρχισε να σκάβει πάλι. Η Φιόνα επέστρεψε όταν εκείνος έσκιζε τα τσουβάλια με το χώμα και την τύρφη για να τα ανακατέψει στο λάκκο. «Άσ’ το αυτό για ένα δευτερόλεπτο και θα το κάνω εγώ. Θέλω να σου δείξω κάτι.» Στάθηκε δίπλα στον Σάιμον και έπειτα έκανε νόημα στον Σαγόνια – χωρίς να τον προστάξει. Εκείνος πήγε κοντά της τρέχοντας και, όταν εκείνη έδειξε, κάθισε κάτω. «Καλό σκυλί, καλό.» Του έδωσε μία από τις λιχουδιές που φαινόταν να έχει πάντα πάνω της. «Μείνε. Εμπρός, κατέβα στο επίπεδό του» είπε στο Σάιμον. «Θες να φυτέψουμε αυτό το δέντρο ή όχι;» «Θα πάρει μόνο ένα δευτερόλεπτο. Μείνε» επανέλαβε σταθερά όταν ο Σαγόνιας ετοιμάστηκε να πηδήξει καθώς
186
NORA ROBERTS
ο Σάιμον κάθισε στις φτέρνες του. «Μείνε. Το πιάνει, και θα δουλέψουμε με το “κάτσε” και το “μείνε” από απόσταση. Όμως σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε αυτό. Άπλωσε το χέρι σου και πες “χαιρέτα”.» Ο Σάιμον της έριξε μια κυνική ματιά. «Με τίποτα.» «Απλώς δοκίμασέ το.» «Καλά.» Άπλωσε το χέρι του. «Χαιρέτα.» Ο Σαγόνιας σήκωσε την πατούσα του και χτύπησε την παλάμη του Σάιμον. «Ε, όχι!» Ο Σάιμον γέλασε και το σκυλί ξεχάστηκε από το καμάρι και τη χαρά, σηκώθηκε και έγλειψε το πρόσωπο του Σάιμον. «Αυτό είναι πολύ καλό. Είναι πάρα πολύ καλό, χαζούλιακα.» Η Φιόνα χαμογέλασε καθώς άνθρωπος και σκύλος έδιναν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον. «Κάν’ το ξανά» είπε ο Σάιμον. «Κάτσε. Εντάξει, χαιρέτα. Ωραία.» Χάιδεψε τα αυτιά του κουταβιού και κοίταξε τη Φιόνα. «Πώς του το έμαθες τόσο γρήγορα αυτό;» Θεέ μου, φαίνονται αξιολάτρευτοι μαζί αυτοί οι δύο, συνειδητοποίησε εκείνη. Ο άντρας με τα χρυσοκάστανα μάτια και τα αξύριστα μάγουλα και το νεαρό σκυλάκι στα πόδια του. «Θέλει να μάθει, να ευχαριστήσει. Έχει ισχυρή παρόρμηση.» Έβαλε λιχουδιές στο ελεύθερο χέρι του Σάιμον. «Αντάμειψέ τον. Θα χαρεί με την έγκριση και τη στοργή σου, αλλά το φαγητό είναι ένα επιπλέον κίνητρο.» Η Φιόνα πήρε το φτυάρι και άρχισε να ρίχνει χώμα κι έπειτα τύρφη στο λάκκο. «Φτάνει τόσο. Πρέπει να τοποθετήσουμε την μπάλα με τις ρίζες.» «Δεν ξέρω πολλά από το φύτεμα δέντρων.» Η Φιόνα σκούπισε το μέτωπό της με τη ράχη του γαντιού της. «Μάλιστα, αυτό είναι το πρώτο μου. Εσύ ξέρεις;» «Έχω φυτέψει μερικά.» «Νόμιζα ότι ζούσες στην πόλη πριν έρθεις στο Όρκας.» «Δε μεγάλωσα στην πόλη. Η οικογένειά μου
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
187
ασχολείται με τις οικοδομές.» «Εντάξει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι “φυτεύεις” κτίρια;» Τα χείλη του τρεμόπαιξαν. «Μπορείς να το πεις κι αυτό. Όμως η πολιτική του μπαμπά μου ήταν να αγοράζει ένα δέντρο ή ένα θάμνο για κάθε νέο σπίτι που έχτιζε. Οπότε έχω φυτέψει κάμποσα.» «Ωραίο αυτό. Η πολιτική του μπαμπά σου, εννοώ.» «Ναι. Είναι καλή χειρονομία και καλή επιχείρηση.» Σήκωσε το δέντρο και κατέβασε την μπάλα με τις ρίζες στο λάκκο. «Είναι σχεδόν εντάξει.» Κάθισε ανακούρκουδα και έσκισε τη λινάτσα γύρω από την μπάλα με τις ρίζες για να τις ελευθερώσει. Έπειτα έριξαν μαζί χώμα και τύρφη από πάνω και τα ανακάτεψαν. «Δεν πρέπει να το καλύψουμε πιο πολύ;» ρώτησε η Φιόνα όταν ο Σάιμον σταμάτησε. «Όχι, μόνο μέχρι το ύψος της μπάλας με τις ρίζες.» Σήκωσε τον έναν κουβά. «Πρέπει να το ποτίζεις πολύ μια φορά τη βδομάδα, εκτός αν ρίξει δυνατή βροχή.» Έχει πλάκα, σκέφτηκε η Φιόνα, να φυτεύω ένα δέντρο μαζί του στο δροσερό πρωινό αέρα. «Μια φορά τη βδομάδα, έγινε.» «Δεν αγόρασα σάπια φύλλα. Νόμιζα ότι θα το φύτευα στο δάσος και θα χρησιμοποιούσα πευκοβελόνες. Πρέπει να του βάλεις σάπια φύλλα.» «Εντάξει.» Η Φιόνα έκανε πίσω. «Έχω ένα σκυλόδεντρο. Σε ευχαριστώ, Σάιμον.» «Είχαμε κάνει μια συμφωνία.» «Και θα μπορούσες να είχες αγοράσει ένα πεύκο και να το είχες χώσει στο λάκκο από το κούτσουρο. Αυτό είναι πολύ όμορφο.» Γύρισε να τον φιλήσει και ήταν μια φιλική χειρονομία, όμως εκείνος το πήρε και το πήγε πιο μακριά. «Έχουμε λίγη ώρα πριν αρχίσουν τα μαθήματα» της είπε.
188
NORA ROBERTS
«Χμμ… Αυτό είναι αλήθεια.» Κοίταξε το ρολόι της. «Όχι πολλή. Θα πρέπει να είμαστε πολύ γρήγοροι και να έχουμε σοβαρό κίνητρο.» «Εσύ είσαι πρώην αθλήτρια στίβου. Εσύ θα είσαι γρήγορη. Εγώ θα έχω σοβαρό κίνητρο.» Ο Σάιμον μύριζε σαπούνι από το ντους που είχε κάνει, συνδυασμένο με μια υποψία καθαρού ιδρώτα από το σκάψιμο. Φαινόταν τραχύς και έτοιμος. Και το παρατεταμένο, σκληρό φιλί δίπλα στο γλυκό νεαρό δεντράκι την είχε διεγείρει μέχρι που πόνεσε. Γιατί να περιμένουμε; αναρωτήθηκε η Φιόνα. Γιατί να προσποιούμαστε; «Ίσως είναι ένας καλός τρόπος να γιορτάσουμε το φύτεμα του δέντρου. Γιατί δεν…» Σταμάτησε καθώς άκουσε λάστιχα αυτοκινήτου στο χαλίκι. «Προφανώς ήρθε και κάποιος άλλος νωρίς» άρχισε να λέει, όμως έπειτα είδε το περιπολικό. «Ω Θεέ μου!» Έπιασε στα τυφλά το χέρι του Σάιμον. Ο Ντέιβι πάρκαρε πίσω από το φορτηγάκι και βγήκε έξω. «Ωραίο δέντρο» είπε. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου που φορούσε και τα στερέωσε στην τσέπη του πουκαμίσου του. Ένευσε στον Σάιμον καθώς προχώρησε προς το μέρος τους. «Σάιμον.» «Βοηθέ…» Ο Ντέιβι άπλωσε το χέρι του και έτριψε το μπράτσο της Φιόνα. «Φι, λυπάμαι που πρέπει να σου το πω, όμως βρήκαν άλλη μία.» Η αναπνοή που κρατούσε η Φιόνα βγήκε απότομα. «Πότε;» «Χθες. Στον Εθνικό Δρυμό Κλάμαθ, κοντά στα όρια του Όρεγκον» είπε προτού ρωτήσει η Φιόνα. «Είχε εξαφανιστεί εδώ και δύο μέρες. Ήταν σπουδάστρια κολεγίου από το Ρέντινγκ της Καλιφόρνια. Οπότε ο τύπος κινήθηκε δυτικά και λίγο νότια για την απαγωγή και έπειτα οδήγησε πάνω από εκατόν πενήντα χιλιόμετρα για να… τη θάψει. Οι λεπτομέρειες είναι ίδιες με εκείνες των
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
189
προηγούμενων.» «Δυο μέρες» μουρμούρισε η Φιόνα. «Έχουν στείλει κάνα δυο ομοσπονδιακούς να πιέσουν τον Πέρι, να δουν αν μπορούν να του αποσπάσουν κάτι – αν υπάρχει κάτι να του αποσπάσουν.» «Ο τωρινός δεν περιμένει όσο ο Πέρι ανάμεσα στις απαγωγές» είπε η Φιόνα. «Δεν είναι τόσο υπομονετικός.» Ρίγησε μια φορά. «Και προχωράει βόρεια.» «Κυνηγάει τον ίδιο τύπο θύματος» της υπενθύμισε και έπειτα έσφιξε τα δόντια του. «Όμως, που να πάρει, Φι, έπειτα από εκείνο το άρθρο, ανησυχώ λιγάκι.» «Ξέρει πού να με βρει αν θέλει.» Ο πανικός θέλησε να χτυπήσει τα φτερά του στο λαιμό της. Και ο πανικός, υπενθύμισε στον εαυτό της η Φιόνα, δε λύνει τίποτα. Τίποτα. Ωστόσο εκείνα τα φτερά τρεμούλιασαν. «Αν θέλει να ολοκληρώσει τη δουλειά του Πέρι, να αποτίσει φόρο τιμής, μπορεί να με βρει. Δεν είμαι ανόητη, Ντέιβι. Είναι κάτι που σκέφτηκα όταν έμαθα ότι κάποιος θα έγραφε ένα άρθρο.» «Μπορείς να μείνεις στη Σίλβια ή στη Μάι για λίγο. Να πάρει η ευχή, Φι, μπορείς να μείνεις με τη Ρέιτσελ κι εμένα.» «Το ξέρω, αλλά η αλήθεια είναι πως εδώ είμαι το ίδιο ασφαλής όσο οπουδήποτε αλλού. Ίσως πιο ασφαλής, με τα σκυλιά.» Στο καταφύγιό της. Έπρεπε να το πιστέψει, αλλιώς θα νικούσε ο πανικός. «Κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει το σπίτι χωρίς να το καταλάβω.» Ο Ντέιβι έριξε μια ματιά στον Σάιμον. «Θα ένιωθα καλύτερα αν υπήρχε κάτι παραπάνω από τα σκυλιά.» «Έχω ένα όπλο και ξέρεις ότι μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Δεν μπορώ να κάνω άνω κάτω τη ζωή μου εξαιτίας της πιθανότητας πως ίσως αποφασίσει να έρθει εδώ σε μια βδομάδα, ένα μήνα, έξι μήνες.» Πέρασε το χέρι της ανάμεσα από τα μαλλιά της, προστάζοντας τον εαυτό της να παραμείνει λογική. «Δεν είναι τόσο
190
NORA ROBERTS
υπομονετικός όσο ο Πέρι» επανέλαβε «και ακολουθεί το μοτίβο κάποιου άλλου. Θα τον πιάσουν. Πρέπει να πιστέψω ότι θα τον πιάσουν. Μέχρι να το κάνουν, δεν είμαι ανήμπορη.» «Ένας από μας θα έρχεται να σε τσεκάρει κάθε μέρα. Φροντίζουμε τους δικούς μας ανθρώπους, ακόμα κι όταν δεν είναι ανήμποροι.» «Μια χαρά μού φαίνεται αυτό.» Ο Σάιμον παρέμεινε σιωπηλός μέχρι που εκείνος και η Φιόνα έμειναν μόνοι. «Γιατί δεν πας στη μητέρα σου για λίγο;» «Γιατί πρέπει να δουλέψω. Και είμαι υποχρεωμένη να δουλεύω» πρόσθεσε εκείνη. «Έχω μια υποθήκη, δόσεις για το αυτοκίνητο, λογαριασμούς. Χρειάστηκε να κάνω ζογκλερικά κόλπα για να βρω το χρόνο και τα χρήματα για ένα τριήμερο διακοπών.» Πήρε το φτυάρι για να το βάλει στο πίσω μέρος του φορτηγού του Σάιμον. «Και τι θα γίνει αν αυτός δεν κυνηγήσει κάποια άλλη κακομοίρα επί βδομάδες; Θα τα αναβάλω όλα εξαιτίας ενός ίσως; Δε θα είμαι ανόητη και δε θα είμαι απρόσεκτη.» Επειδή αυτό την έκανε να νιώθει δυνατή και ικανή, έβαλε στο αμάξι το σακουλιασμένο τσουβάλι με την τύρφη. «Όμως δε θα αφήσω αυτή την ιστορία να καταστρέψει τη ζωή μου. Ποτέ ξανά. Και δε θα με πιάσει κανείς. Ποτέ ξανά. Μα ποτέ.» «Δεν κλειδώνεις την πόρτα σου. Τις μισές φορές την αφήνεις ανοιχτή.» «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Και, αν κάποιος που δεν ξέρει επιχειρήσει να πλησιάσει το σπίτι ή εμένα στα πέντε μέτρα, τα σκυλιά θα τον σταματήσουν. Αλλά, πίστεψέ με, τώρα θα κλειδώνω τα βράδια, και το όπλο μου των εννιά μιλιμέτρ θα βρίσκεται στο συρτάρι δίπλα στο κρεβάτι μου.» Του πήρε ένα λεπτό. «Έχεις όπλο των εννιά μιλιμέτρ;» «Ακριβώς.» Η Φιόνα πέταξε το τσουβάλι με το χώμα δίπλα στο τσουβάλι με την τύρφη. «Ο Γκρεγκ μού έμαθε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
191
πώς να ρίχνω και πώς να σέβομαι ένα όπλο. Και μετά… μετά άρχισα να πηγαίνω σταθερά για σκοποβολή μέχρι που έμαθα. Μάλλον θα έχω σκουριάσει λιγάκι, αλλά θα το διορθώσω αυτό. Χρειάζομαι τη ζωή μου. Χρειάζομαι το σπίτι μου, τη δουλειά μου, τη ρουτίνα μου.» Πίεσε το χέρι της στο μέτωπό της. «Τα χρειάζομαι.» «Εντάξει. Εντάξει.» Ο Σάιμον κοίταξε τα σκυλιά. Φαίνονταν χαρούμενα, φιλικά πλάσματα, από εκείνα που σου γλείφουν τα πρόσωπο. Όμως θυμήθηκε το υπόκωφο γρύλισμα του Νιούμαν όταν είχε παίξει λιγάκι με τη Φιόνα στην κουζίνα. «Γιατί δεν αναβάλλεις τα σημερινά μαθήματα;» «Όχι, όχι. Μερικοί από αυτούς ήδη έχουν πάρει το φέρι ή πάνε σε αυτό. Εξάλλου, χρειάζομαι τη ρουτίνα. Με κρατάει συγκεντρωμένη.» «Σε αυτό οφείλεται;» «Προφανώς. Το δέντρο εξακολουθεί να είναι όμορφο» είπε εκείνη, πιο ήρεμη τώρα. «Το πρωινό είναι ακόμα ωραίο, και εξακολουθώ να έχω δουλειά να κάνω. Βοηθάει.» «Τότε καλύτερα να μετακινήσω το φορτηγάκι μου.» Άνοιξε την πόρτα. «Να του διδάξουμε κάτι άλλο.» Έδειξε με το πιγούνι του τον Σαγόνια. «Για παράδειγμα, να μου φέρνει μπίρες από το ψυγείο.» «Δεν είναι εντελώς ακατόρθωτο. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθει τα βασικά.» Η ΡΟΥΤΙΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΒΟΗΘΟΥΣΕ, και μέρος αυτής της ρουτίνας ήταν οι άνθρωποι και τα σκυλιά τους. Η Φιόνα άκουσε, όπως πάντα, τους πελάτες να της λένε για την πρόοδο ή για την έλλειψη προόδου. Άκουσε τα προβλήματά τους και έφτιαξε το μάθημα της μέρας γύρω από αυτά. Χρησιμοποίησε τα πρώτα λίγα λεπτά για περπάτημα και τις εντολές «ακολούθα» και «κάθισε» ώστε να μπουν στο κλίμα χειριστές και κουτάβια.
192
NORA ROBERTS
«Μερικοί από μας έχουν πρόβλημα με τα σκυλιά τους που πηδάνε πάνω στον κόσμο, οπότε θα αρχίσουμε με αυτή την εντολή πειθαρχίας σήμερα. Τα κουτάβια πηδάνε πάνω μας επειδή έχει πλάκα και επειδή θέλουν την προσοχή μας. Και είναι τόσο χαριτωμένα ώστε υποκύπτουμε, ακόμα και τα ενθαρρύνουμε, επιβραβεύοντας τους κακούς τρόπους – και τη συμπεριφορά που δε θα είναι και τόσο χαριτωμένη στα πιο μεγαλόσωμα σκυλιά καθώς θα ενηλικιώνονται. Άνι, πες μας τι συνέβη χθες.» Η Άνι από το νησί Σαν Χουάν κοίταξε με απολογητικό ύφος το μπασταρδεμένο κόλεΐ της. «Ήρθε να μας επισκεφτεί η ανιψιά μου με το αγοράκι της. Είναι τριών ετών. Η Κέισι χάρηκε τόσο πολύ που τους είδε ώστε έτρεξε και πήδηξε πάνω στον Ρόρι. Τον έριξε κάτω και χτύπησε το κεφάλι του. Δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα μπορούσε να πάθει, και επίσης τρόμαξε. Η Κέισι δεν το ήθελε.» «Και βέβαια όχι. Η Κέισι είναι ένα φιλικό, χαρούμενο σκυλί. Δραστήριο. Φαντάζομαι ότι στους περισσότερους από μας έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Ή, τουλάχιστον, γρατσουνισμένα γόνατα, βρομισμένα παντελόνια, σκισμένα καλσόν.» «Ο Μπρούνο μού σκίζει συνέχεια τα καλσόν μου.» Όλοι γέλασαν με τον Τζέικ, έναν άντρα εκατό κιλών. «Θα το φροντίσουμε, Τζέικ. Όπως όλα τα άλλα, χρειάζεται επιμονή, αποφασιστικότητα και κατανόηση. Μην ανταμείβετε το σκυλί σας όταν πηδάει. Μην του δίνετε σημασία, μην του χαμογελάτε, μην το χαϊδεύετε. Νομίζω ότι η καλύτερη διαταγή είναι γενικά το “κατέβα”. Αν χρησιμοποιήσετε το “κάτω” μπορεί να μπερδευτούν, αφού θέλουμε να τη χρησιμοποιούμε για να ξαπλώνουν κάτω. Θα χρησιμοποιήσω την Κέισι για επίδειξη. Εμπρός, Άνι, βγάλε της το λουρί.» Φώναξε το σκυλί, που πήγε κοντά της τρέχοντας και, όπως το περίμενε η Φιόνα, σηκώθηκε στα πίσω πόδια της
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
193
για να πηδήξει. Η Φιόνα έκανε ένα βήμα μπροστά, χαλώντας της την ισορροπία. «Κάτω!» Τα πόδια της Κέισι ακούμπησαν στο έδαφος. «Καλό σκυλί. Καλό κορίτσι.» Η Φιόνα τής έδωσε μια λιχουδιά και τη χάιδεψε. «Προφανώς θα χρειαστούν παραπάνω από μία φορές, αλλά το σκυλί θα μάθει. Το ένστικτό μας είναι να κάνουμε πίσω όταν ένα σκυλί πηδάει πάνω μας, για να αντέξουμε το βάρος του. Όμως, αν κάνουμε ένα βήμα μπροστά, το σκυλί χάνει την ισορροπία του. Χρησιμοποιήστε το βήμα και την εντολή –και τα δύο αποφασιστικά– και όταν το σκυλί βρεθεί ξανά και με τα τέσσερα πόδια στο έδαφος – όχι νωρίτερα– επαινέστε το και ανταμείψτε το.» Έκανε ξανά επίδειξη. «Αυτό πρέπει να το κάνετε εσείς και όλα τα μέλη της οικογένειάς σας. Η πειθαρχία δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από σας. Μην αφήνετε τα παιδιά σας να ενθαρρύνουν τα σκυλιά να πηδάνε επειδή το διασκεδάζουν κι αυτά. Φώναξέ την πίσω, Άνι, και επανάλαβε αυτό που μόλις έκανα αν πηδήξει. Κάνε ένα βήμα μπροστά, πες “Κάτω!” και έπειτα αντάμειψέ την.» Η Φιόνα ένευσε ικανοποιημένη καθώς το κόλπο έπιασε. «Εντάξει, ας απλωθούμε ώστε να μπορείτε να δουλέψετε όλοι. Στη συνέχεια θα δούμε πώς θα μάθετε στα σκυλιά σας να μην πηδάνε πάνω σε άλλους ανθρώπους.» Τριγύρισε, έδωσε συμβουλές, ενθάρρυνε. Και οι άνθρωποι χρειάζονταν έπαινο και ανταμοιβή, το ήξερε, οπότε τους τα μοίρασε. Τέλειωσε το μάθημα με ένα δεύτερο γύρο των εντολών «κάτσε» και «μείνε». «Κάνατε καλή δουλειά όλοι σας. Σας έχω μια συμβουλή αυτή τη βδομάδα, αφού πλησιάζει η άνοιξη: μερικοί από σας ίσως σκοπεύουν να φτιάξουν έναν κήπο ή ήδη έχουν ξεκινήσει έναν. Μόλις έγραψα στο μπλογκ μου γι’ αυτό, οπότε μπορείτε να προστρέξετε εκεί αν και όταν χρειαστείτε βοήθεια. Δε θα σας αρέσει καθόλου αν το σκυλί σας ξεριζώσει τις πετούνιες ή τις ντοματιές σας. Τα
194
NORA ROBERTS
σκυλιά σκάβουν για διάφορους λόγους. Μερικές φορές το κάνουν επειδή απλώς τους αρέσει. Άλλες επειδή βαριούνται. Το τακτικό παιχνίδι, η άσκηση και η προσοχή μπορούν να αποθαρρύνουν το σκάψιμο, αλλά όχι πάντα. Δε θα είστε πάντα παρόντες όταν θα τους έρθει να σκάψουν. Οπότε, γεμίστε τους λάκκους.» Πολλοί μαθητές βόγκηξαν. «Ναι, αρχικά είναι ένας εκνευριστικός κύκλος. Όμως πολλά νεαρά σκυλιά αποθαρρύνονται όταν οι λάκκοι που ανοίγουν γεμίζουν συνέχεια. Τι νόημα έχει; Επίσης να τους προσφέρετε εναλλακτικές λύσεις στο σκάψιμο. Παιχνίδια, έναν περίπατο, ένα παιχνίδι να μασήσουν. Περισπασμός. Ωστόσο, επειδή μερικά απλώς θα συνεχίσουν να σκάβουν, σας συμβουλεύω να βάλετε κάποιες προσθήκες στο χώμα που θα αντικαθιστάτε. Το κόκκινο πιπέρι είναι ένα καλό απωθητικό. Το ίδιο και τα σκυλίσια περιττώματα. Σοβαρά. Μερικές φορές ένα σκυλί σκάβει για να βρει ένα δροσερό σημείο. Αν έχετε αρκετό χώρο, μπορείτε να του παραχωρήσετε κάποιο σκιερό σημείο στην αυλή για να σκάβει και να συχνάζει εκεί όταν κάνει ζέστη. »Τέλος, όσοι από σας δε σκοπεύετε να ζευγαρώσετε το σκυλί σας και δεν έχετε κανονίσει ακόμα για στείρωση ή ευνουχισμό, έχει έρθει η ώρα.» Δεν έκανε διάλεξη πάνω σε αυτό το θέμα. Προς το παρόν. Καθώς οι μαθητές της άρχισαν να φεύγουν, πλησίασε τον Σάιμον. «Είδα τα μούτρα σου.» «Τα είδες επειδή είναι εδώ, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού μου.» «Είδα τα μούτρα σου όταν ανέφερα τον ευνουχισμό.» Τον σκούντηξε. «Δε θα πάψει να είναι αγόρι. Δεν κάνουν τα μπαλάκια τον άντρα.» «Εύκολο να το λες εσύ αυτό, κοπέλα μου.» «Και τι θα πεις την πρώτη φορά που θα πιάσει τη μυρωδιά κάποιας σέξι σκυλίτσας σε οίστρο και θα τρέξει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
195
να την καβαλήσει;» «Ότι έβαλε γκολ;» Τον σκούντηξε ξανά. «Και ακολουθώντας αυτά τα ένστικτα μπορεί να χτυπηθεί από κάποιο αμάξι στο δρόμο ή να χαθεί; Ειλικρινά, θέλεις να προσθέσεις μερικά μέλη στον αδέσποτο και/ή ανεπιθύμητο πληθυσμό σκυλιών; Στον αριθμό των σκυλιών στα οποία γίνεται ευθανασία κάθε χρόνο έτσι ώστε το δικό σου να κρατήσει τα μπαλάκια του και τα γκολ του;» «Ενδιαφέρεται περισσότερο για τα ψόφια ψάρια παρά για το σεξ.» «Προς το παρόν. Η υπεύθυνη στείρωσή του θα βοηθήσει τη συμπεριφορά του. Το πιθανότερο είναι πως θα γίνει πιο ήρεμος.» «Έτσι είναι οι περισσότεροι ευνούχοι.» «Θα με αναγκάσεις να σου δώσω βιβλία.» Σήκωσε το μπαλάκι που άφησε στα πόδια της ο Πεκ και το πέταξε μακριά. Τότε είδε το αμάξι που κατηφόριζε το μονοπάτι της. «Το κανόνισαν.» «Ποιοι;» «Φαντάζομαι πως ο Ντέιβι είπε σε μερικούς ανθρώπους τι συνέβη. Αυτοί είναι η Μεγκ και ο Τσακ Γκριν από τη μονάδα μου. Η πρώτη τάξη τέλειωσε και δεν έχω άλλη για σήμερα πριν από το απόγευμα. Οπότε ήρθαν για να δουν αν θέλω παρέα.» Φαινόταν συγκινημένη παρά ενοχλημένη και ο Σάιμον το εξέλαβε αυτό ως ένδειξη για να φύγει. «Εγώ πρέπει να πηγαίνω.» «Ω, μην είσαι αγενής. Περίμενε δυο λεπτά να σε συστήσω. Δε φέρατε τον Κουίρκ και τη Ζίνα» φώναξε η Φιόνα. «Σήμερα είναι η μέρα των ανθρώπων» φώναξε η Μεγκ. Βγήκαν από αντίθετες πλευρές του αυτοκινήτου, συναντήθηκαν μπροστά στο καπό και πιάστηκαν χέρι χέρι προτού πλησιάσουν. Σταμάτησαν, πρόσεξε ο Σάιμον, για
196
NORA ROBERTS
να χαιρετήσουν τα σκυλιά. «Ποιο είναι αυτό το όμορφο αγόρι;» Ο Σάιμον παρακολούθησε καθώς η Μεγκ, μια πρόσχαρη γυναίκα την οποία υπολόγισε κοντά στα πενήντα, έκανε ένα βήμα μπροστά όταν ο ενθουσιασμένος Σαγόνιας πήδηξε πάνω της. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι το κόλπο έπιανε. Θα έπρεπε να εξασκηθούν. «Αυτός είναι ο Σαγόνιας. Η Μεγκ και ο Τσακ Γκριν, από δω ο Σάιμον Ντόιλ, ο άνθρωπος του Σαγόνια.» «Σάιμον! Η Μεγκ άπλωσε το χέρι της και έπειτα έπιασε το χέρι του Σάιμον και στα δύο δικά της. «Αγόρασα ένα ζευγάρι δικά σου τραπεζάκια ζιγκόν από τη Σίλβια. Τα λατρεύω. Έλπιζα να σε συναντήσω.» «Η Μεγκ και ο Τσακ μένουν στο Ντιρ Χάρμπορ. Ο Τσακ είναι συνταξιούχος αστυνομικός και η Μεγκ είναι μία από τους δικηγόρους μας. Ο Σάιμον ήταν εδώ όταν ήρθε ο Ντέιβι» πρόσθεσε η Φιόνα. «Και είμαι μια χαρά.» «Θέλαμε να ελέγξουμε το ξυλόσπιτο» της είπε η Μεγκ. «Θα έρθει να μείνει κάποιος το Σαββατοκύριακο.» «Μμμ…» Δεν το πίστεψε ούτε για μια στιγμή. «Η Μεγκ και ο Τσακ έχουν ένα ωραίο ξυλόσπιτο στο Πολιτειακό Πάρκο Μόραν, το οποίο νοικιάζουν.» «Αφού ήμαστε τόσο κοντά, ήρθαμε να δούμε μήπως μπορούμε να σε πείσουμε να φας μαζί μας μεσημεριανό. Λέγαμε να τσιμπήσουμε νωρίς στο Ροζάριο.» «Μεγκ.» «Και έχουμε κάθε δικαίωμα να σε φροντίζουμε.» «Ευχαριστώ, αλλά σήμερα θα μείνω στο σπίτι. Μπορείτε να το πείτε στην επόμενη βάρδια.» «Πού είναι το κινητό σου;» ρώτησε ο Τσακ. «Μέσα.» «Θέλω να αρχίσεις να το κουβαλάς μαζί σου.» Το απαλό χτύπημα που της έδωσε στη μύτη φανέρωνε στοργή, και κύρος. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ανησυχείς, αλλά χρησιμοποίησε την κοινή λογική που
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
197
διαθέτεις σε έντονο βαθμό. Να έχεις μαζί σου το τηλέφωνο.» «Εντάξει.» «Εδώ κοιμάσαι τις νύχτες;» ρώτησε ο Τσακ τον Σάιμον. «Τσακ!» «Δε μιλάω σ’ εσένα» είπε εκείνος στη Φιόνα. «Όχι ακόμα.» «Δε θα έβλαφτε. Δέχεσαι παραγγελίες;» «Μιλάς για το σεξ ή για τα έπιπλα;» Επικράτησε σιωπή για μια στιγμή και έπειτα ο Τσακ έβγαλε ένα βροντερό γέλιο και χτύπησε τον Σάιμον στην πλάτη. «Ίσως μιλήσουμε και για το σεξ πίνοντας μπίρες κάποια φορά. Για τα έπιπλα μιλάω. Η Μεγκ θέλει ένα καινούριο ντουλάπι για τις πορσελάνες της. Δεν μπορούμε να βρούμε τίποτα που να της αρέσει. Το ένα είναι πολύ μεγάλο, το άλλο είναι πολύ μικρό, το τρίτο δεν είναι από το κατάλληλο ξύλο. Αν μπορούσε να σου πει τι στο διάβολο θέλει και το φτιάξεις, θα πάψω να ακούω συνέχεια γι’ αυτό.» «Μπορούμε να το συζητήσουμε. Πρέπει να μου δείξετε το χώρο.» «Αν έχεις χρόνο απόψε, έλα μετά τις τρεις.» Ο Τσακ έβγαλε το πορτοφόλι του και πήρε μια επαγγελματική κάρτα. «Εδώ υπάρχει η διεύθυνση του σπιτιού.» «Εντάξει. Μάλλον κατά τις τέσσερις.» «Ωραία. Έλα, λοιπόν, Μεγκ, ας αρχίσει το πάρτι. Όσο για σένα;» Έδειξε τη Φιόνα και τη φίλησε στο μάγουλο. «Βάλε το τηλέφωνό σου στην τσέπη σου.» «Μάλιστα, αρχιφύλακα Γκριν.» «Να προσέχεις, Φι. Θα τα πούμε το απόγευμα, Σάιμον.» Επέστρεψαν στο αυτοκίνητό τους όπως είχαν έρθει. Χέρι χέρι. «Είναι παντρεμένοι πάνω από τριάντα χρόνια και ακόμα κρατιούνται χέρι χέρι» μουρμούρισε η Φιόνα. «Ήταν αστυνομικός στο εικοστό πέμπτο τμήμα, στο Σαν
198
NORA ROBERTS
Φρανσίσκο.» Κούνησε το χέρι της καθώς το αυτοκίνητό τους ξεκίνησε. «Μετακόμισαν εδώ πριν από δέκα χρόνια, και έχει ένα κατάστημα με σύνεργα ψαρικής. Το λατρεύει το ψάρεμα. Η Μεγκ ασχολείται με τα μεσιτικά και το οικογενειακό δίκαιο.» «Παντρεύτηκαν όταν αυτή ήταν δώδεκα χρονών;» «Ω Θεέ μου, θα της άρεσε αυτό. Η Μεγκ είναι κοντά στα εξήντα και ο Τσακ έκλεισε τα εξήντα τρία τον Ιανουάριο. Και ναι, φαίνονται άνετα και οι δύο δέκα χρόνια μικρότεροι. Νομίζω ότι οφείλεται στην αγάπη και στην ευτυχία. Ή απλώς έχουν καλά γονίδια.» Πήρε το μπαλάκι που είχε αφήσει με ελπίδα ένα σκυλί στα πόδια της και το πέταξε ξανά. «Σου το λέω επειδή θέλω πάντα να μαθαίνω για τους ανθρώπους, οπότε έχω την τάση να μιλάω για το ιστορικό των άλλων, αλλά επίσης γιατί ίσως σε βοηθήσει στη δουλειά σου.» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Μια και είσαι τόσο αυστηρός με αυτήν. Τέλος πάντων, ο Τσακ νομίζει ότι όλοι μπορούν να βρουν όλα τα μέρη στο νησί. Θα σου δώσω οδηγίες.» «Θα το βρω.» «Εντάξει. Πρέπει να πάω να καθαρίσω το σπίτι μου, να πλύνω μερικά ρούχα και να κάνω κι άλλες συναρπαστικές οικιακές εργασίες πριν από το απογευματινό μάθημα.» «Θα σε δω αργότερα, λοιπόν.» Φώναξε το σκυλί του και προχώρησε προς το φορτηγάκι του. Δε με φίλησε πριν φύγει, σκέφτηκε η Φιόνα, και αναστέναξε σιγανά καθώς θυμήθηκε τους Γκριν που κρατιόντουσαν χέρι χέρι. Ο Σάιμον έβαλε το κουτάβι στο φορτηγάκι, δίστασε, κι έπειτα έκλεισε την πόρτα του φορτηγού και επέστρεψε κοντά της. Την έπιασε από τους ώμους, την τράβηξε προς το μέρος του και της έδωσε ένα φιλί που ήταν άγριο, σύντομο και ικανοποιητικά καυτό. «Βάλε το τηλέφωνό σου στην τσέπη σου.» Όταν πήγε στο φορτηγάκι του και έφυγε χωρίς να πει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
άλλη λέξη, η Φιόνα χαμογέλασε.
199
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Το πιο απολαυστικό πράγμα σε ένα σκύλο είναι ότι μπορείς να γελοιοποιηθείς μπροστά του και όχι μόνο δε θα σου γκρινιάξει, αλλά θα γελοιοποιηθεί και εκείνος. Σάμιουελ Μπάτλερ
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
201
ΕΝΤΕΚΑ
ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, η Φιόνα άρχισε τη μέρα της με ένα τηλεφώνημα για έναν ηλικιωμένο άντρα που είχε εξαφανιστεί από το σπίτι της κόρης του στο νησί Σαν Χουάν. Ειδοποίησε τη μονάδα της, έλεγξε το σακίδιό της, πρόσθεσε τους απαραίτητους χάρτες και, αφού διάλεξε τον Νιούμαν, ξεκίνησε για το Ντιρ Χάρμπορ και το σκάφος του Τσακ. Με τον Τσακ στο πηδάλιο ενημέρωσε τη μονάδα ενώ περνούσαν από τον πορθμό. «Το υποκείμενο είναι ο Γουόλτερ Ντιτς, ογδόντα τεσσάρων ετών. Έχει αρχίσει να πάσχει από Αλτσχάιμερ και ζει με την κόρη του και την οικογένειά της στη λίμνη Τράουτ. Δεν ξέρουν τι ώρα έφυγε από το σπίτι. Η τελευταία φορά που τον είδε κάποιος ήταν προτού πέσει για ύπνο γύρω στις δέκα χθες το βράδυ.» «Υπάρχει μεγάλη δασώδης περιοχή γύρω από τη λίμνη» επενέβη ο Τζέιμς. «Έχουμε πληροφορίες για τα ρούχα του;» Η Λόρι έτριψε το κεφάλι του Πιπ. «Έχει πολλή παγωνιά.» «Όχι ακόμα. Θα μιλήσω στην οικογένεια όταν φτάσουμε εκεί. Μάι, θα συνεργαστείς με το σερίφη
202
NORA ROBERTS
Τάισον.» «Ναι. Έχουμε συνεργαστεί και στο παρελθόν. Είναι η πρώτη φορά που έφυγε από το σπίτι ο άνθρωπος;» «Δεν ξέρω ακόμα. Θα τα μάθουμε όλα αυτά. Η έρευνα άρχισε αμέσως μετά τις έξι, και η οικογένεια ειδοποίησε τις Αρχές στις έξι και μισή. Οπότε ψάχνουν περίπου επί ενενήντα λεπτά.» Η Μάι κατένευσε. «Ο Τάισον δε σπαταλάει χρόνο. Το θυμάμαι από την προηγούμενη φορά.» «Θα μας πάρουν δυο εθελοντές και θα μας πάνε στο σημείο.» Όταν έφτασαν στη λίμνη, ο ήλιος είχε διώξει το πούσι. Ο Τάισον, ζωηρός και ικανός, τους υποδέχτηκε. «Ευχαριστώ για τη γρήγορη ανταπόκριση. Η δόκτωρ Φουνάκι, σωστά; Έχετε αναλάβει τη βάση;» «Ναι.» «Σαλ, δείξε στη δόκτορα Φουνάκι πού μπορεί να στήσει τη βάση. Ο γαμπρός και ο γιος του έχουν πάει στην έρευνα. Έχω την κόρη μέσα. Ο πατέρας της έβαλε ρούχα – καφέ παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο, κόκκινο βαμβακερό τζάκετ, σκούρα γαλάζια Adidas, νούμερο σαράντα τέσσερα. Η κόρη λέει ότι έχει ξαναφύγει κάνα δυο φορές, αλλά ποτέ δεν πήγε μακριά. Μπερδεύεται.» «Παίρνει φάρμακα;» τον ρώτησε η Φιόνα. «Την έβαλα να σας ετοιμάσει μια λίστα. Σωματικά είναι σε καλή κατάσταση. Είναι ωραίος τύπος, και παλιά είχε μυαλό ξυράφι. Δίδασκε τον πατέρα μου στο γυμνάσιο. Ιστορία. Έχει ύψος ένα και εβδομήντα εφτά, είναι περίπου εβδομήντα πέντε κιλά, και έχει άσπρα μαλλιά και γαλάζια μάτια.» Τους οδήγησε στο εσωτερικό ενός ευρύχωρου ενιαίου σπιτιού με συγκλονιστική θέα στη λίμνη. «Μέρι Αν, αυτή είναι η Φιόνα Μπρίστοου. Είναι μέλος της Ομάδας Σκύλων Έρευνας και Διάσωσης.» «Ο Μπεν –ο σερίφης Τάισον– είπε ότι θα χρειαστείτε κάποια πράγματα του μπαμπά για να τα μυρίσουν τα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
203
σκυλιά. Έχω τις κάλτσες και τις πιτζάμες του από χθες το βράδυ.» «Καλό αυτό. Πώς ένιωθε όταν πήγε για ύπνο χθες το βράδυ;» «Ωραία. Πολύ ωραία.» Ανέβασε το χέρι της στο λαιμό της και το κατέβασε ξανά. Η Φιόνα διέκρινε στη φωνή της τα δάκρυα που με δυσκολία συγκρατούσε. «Είχε περάσει μια καλή μέρα. Απλώς δεν ξέρω πότε έφυγε. Ξεχνάει και μπερδεύεται μερικές φορές. Δεν ξέρω πόση ώρα λείπει. Του αρέσει να κάνει περιπάτους. Λέει ότι τον κρατάνε σε φόρμα. Εκείνος και η μητέρα μου περπατούσαν ολόκληρα χιλιόμετρα κάθε μέρα προτού εκείνη πεθάνει πέρυσι.» «Πού τους άρεσε να περπατάνε;» «Γύρω από τη λίμνη. Επίσης έκαναν ελαφριές πεζοπορίες στο δάσος. Μερικές φορές έρχονταν με τα πόδια να μας δουν. Αυτό ήταν το σπίτι τους και, όταν η μαμά πέθανε και ο μπαμπάς άρχισε να έχει προβλήματα, μετακομίσαμε εδώ. Είναι μεγαλύτερο από το δικό μας σπίτι και εκείνος το λατρεύει. Δε θέλαμε να αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι του.» «Πού ήταν το δικό σας σπίτι;» «Α… Περίπου πέντε χιλιόμετρα από δω.» «Είναι πιθανό να μπερδεύτηκε; Να πήγε εκεί για να σας βρει;» «Δεν ξέρω.» Η γυναίκα πίεσε τις αρθρώσεις του χεριού της στα χείλη της. «Μένουμε εδώ περίπου ένα χρόνο τώρα.» «Τσεκάραμε το παλιό σπίτι της Μέρι Αν» είπε ο Τάισον. «Ίσως εκείνος και η μητέρα σας να είχαν ένα αγαπημένο σημείο ή διαδρομή.» «Είχαν πάρα πολλά. Ακόμα και πριν από πέντε χρόνια κατάφερνε να βρει το δρόμο του μέσα στο δάσος εδώ γύρω, στο σκοτάδι, με κλειστά τα μάτια.» Τα μάτια της βούρκωσαν. «Έμαθε στον Τζάρετ –το γιο μας– πώς να κάνει πεζοπορία, να κατασκηνώνει και να ψαρεύει. Ανακήρυσσε μέρες Κοπάνας και Σημειώματος – κοπάνας
204
NORA ROBERTS
από το σχολείο και σημειώματος ώστε εκείνος και ο Τζάρετ να μπορούν να… Ω Θεέ μου, περιμένετε!» Έφυγε βιαστικά. «Πώς είναι η ακοή του;» ρώτησε η Φιόνα τον Τάισον. «Φοράει ακουστικό – και όχι, δεν το πήρε μαζί του. Πήρε τα γυαλιά του, αλλά…» Σταμάτησε όταν επέστρεψε η Μέρι Αν. «Τα σύνεργα της ψαρικής. Τα πήρε μαζί του, ακόμα και το παλιό ψαράδικο καπέλο του. Δεν το σκέφτηκα – δεν ξέρω γιατί δεν το σκέφτηκα νωρίτερα.» ΟΠΛΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, η Φιόνα μίλησε με τη μονάδα της για τη στρατηγική τους. «Είχε τρία αγαπημένα μέρη για ψάρεμα.» Σημείωσε στο χάρτη που είχε αναρτήσει η Μάι. «Αλλά επίσης συνήθιζε να δοκιμάζει κι άλλα, ανάλογα με τη διάθεσή του. Σωματικά είναι σε φόρμα και επίσης είναι δραστήριος. Οπότε, ενώ η διανοητική του κατάσταση μπορεί να προκαλέσει σύγχυση και αποπροσανατολισμό, ο ίδιος μπορεί να το παρακάνει. Παίρνει φάρμακα για την πίεση και, σύμφωνα με την κόρη του, γίνεται ευσυγκίνητος και αναστατώνεται όταν δεν μπορεί να θυμηθεί πράγματα, και αρχίζει να έχει προβλήματα με την ισορροπία του. Χρειάζεται ακουστικό και δεν το έχει μαζί του.» Το πρόβλημα, όπως το έβλεπε η Φιόνα, καθώς ανέθετε τους τομείς, ήταν πως ο Γουόλτερ, όπως έχουν την τάση να κάνουν τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι, μπορεί να μην ακολουθούσε τα εύκολα μονοπάτια. Θα ζορίσει τον εαυτό του, σκέφτηκε, ανεβαίνοντας σε απότομες πλαγιές αντί σε ξεκούραστες. Μάλλον είχε ένα σκοπό και έναν προορισμό όταν ξεκίνησε, σκέφτηκε καθώς έδωσε στον Νιούμαν τη μυρωδιά. Όμως κατά τη διαδρομή ήταν πολύ πιθανό να είχε πάθει σύγχυση. Τι χειρότερο υπήρχε από το να χαθείς, να κοιτάζεις
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
205
ολόγυρα και να μη βλέπεις τίποτα γνώριμο, όταν κάποτε ήξερες κάθε δέντρο, κάθε μονοπάτι, κάθε στροφή; Ο Νιούμαν ήταν ανυπόμονος και μύριζε κατά μήκος μιας απορροής. Ο αέρας ανέβαινε προς την πλαγιά, και το φαινόμενο της καμινάδας, η ανοδική πορεία των σειρών των δέντρων, θα διασκόρπιζε τη μυρωδιά σε πολλές κατευθύνσεις. Όταν βρέθηκαν σε μια περιοχή με πυκνές λόχμες, η Φιόνα έψαξε για σημάδια – για ένα κομμάτι σκισμένο ύφασμα στους βάτους, για λυγισμένα ή σπασμένα κλαδιά. Ο Νιούμαν πήρε στάση επιφυλακής κι έπειτα διάλεξε ένα μονοπάτι που ήταν πρόκληση για τους μηρούς της Φιόνα. Όταν το μονοπάτι ίσιωσε, σταμάτησε για να δώσει στο συνεργάτη της νερό και να πιει λίγο και η ίδια. Έλεγξε το χάρτη και την πυξίδα της. Άραγε o Γουόλτερ είχε λοξοδρομήσει, είχε γυρίσει προς τα πίσω ή είχε απομακρυνθεί από το σημείο ψαρέματος και είχε στρίψει προς το παλιό σπίτι της κόρης του; Μήπως έψαχνε για τον εγγονό του τελικά; Για τη Μέρα Κοπάνας και Σημειώματος; Η Φιόνα σταμάτησε, προσπάθησε να δει τα δέντρα, τα βράχια, τον ουρανό, τα μονοπάτια όπως θα τα έβλεπε ο Γουόλτερ. Για εκείνον, υπέθεσε, το να χαθεί εκεί θα ήταν σαν να χανόταν μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Τρομακτικό, απογοητευτικό. Μπορεί να θύμωνε και να ζόριζε τον εαυτό του ή να φοβόταν, να συγχυζόταν ακόμα περισσότερο και να περιπλανιόταν κόβοντας άσκοπους κύκλους. Έδωσε ξανά τη μυρωδιά στον Νιούμαν. «Αυτός είναι ο Γουόλτ. Βρες τον Γουόλτ.» Ακολούθησε το σκυλί, που σκαρφάλωσε άτσαλα σε ένα σωρό από βράχια. Η Φιόνα πρόσεξε πως ξεστράτισαν προς τον τομέα του Τσακ και δήλωσε στον ασύρματο τη θέση της. Όταν άρχισαν να κατηφορίζουν, ο Νιούμαν πήρε
206
NORA ROBERTS
στάση φέρμας και έπειτα χώθηκε ανάμεσα στις λόχμες. Η Φιόνα έβγαλε την ταινία της για να μαρκάρει το σημείο. «Τι βρήκες;» Έβγαλε το φακό της και τον άναψε για να διώξει τις πράσινες σκιές. Πρώτα είδε το αναστατωμένο έδαφος, τα ίχνη, και φαντάστηκε τον ηλικιωμένο άνθρωπο να πέφτει και να προσπαθεί να στηριχτεί στα χέρια του, στα γόνατά του. Πιανόταν στους βάτους και τον έσκιζαν, σκέφτηκε. Και, κουνώντας το φως του φακού, είδε μερικές κόκκινες ίνες πιασμένες στα αγκάθια. «Καλό αγόρι. Καλό αγόρι, Νιούμαν. Βάση, εδώ Φι. Βρίσκομαι περίπου πενήντα μέτρα πέρα από το δυτικό όριό μου. Βρήκαμε μερικές κόκκινες κλωστές στους βάτους και κάτι που μοιάζει με ίχνη από πτώση. Όβερ.» «Βάση, εδώ Τσακ. Μόλις βρήκαμε το καπέλο του. Φι, ο Κουίρκ δείχνει προς την κατεύθυνσή σου. Κινούμαστε ανατολικά. Το αγόρι μου βρήκε κάτι. Πάω να… Περίμενε! Τον βλέπω! Είναι πεσμένος. Το έδαφος κατηφορίζει εδώ. Πηγαίνουμε εκεί. Δεν κινείται. Όβερ.» «Έρχομαι προς το μέρος σας, Τσακ. Θα βοηθήσουμε. Όβερ. Νιούμαν! Βρες τον Γουόλτ! Βρες!» Αγνόησε το τριζοβόλημα του ασύρματου καθώς συνέχισαν δυτικά, μέχρι που ο Τσακ έδωσε ξανά αναφορά. «Τον έχουμε. Είναι αναίσθητος. Ο σφυγμός του είναι αδύναμος. Έχει ένα τραύμα στο κεφάλι, πολλές γρατσουνιές στο πρόσωπο και στα χέρια. Έχει και μια πληγή στο πόδι. Θα χρειαστούμε βοήθεια για να τον μεταφέρουμε. Όβερ.» «Ελήφθη» είπε η Μάι. «Έρχεται βοήθεια.» ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΗ, ΑΛΛΑ ΤΟΝΩΜΕΝΗ από το χοτ-ντογκ που είχε φάει στο Ντιρ Χάρμπορ, η Φιόνα έστριψε προς το σπίτι. Κάναμε τη δουλειά μας, σκέφτηκε, και την κάναμε καλά. Τώρα έπρεπε να ελπίζει ότι η φυσική αντοχή του Γουόλτ θα τον βοηθούσε να τα βγάλει πέρα με τα τραύματά του.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
207
«Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, σωστά;» Άπλωσε το χέρι της και χτύπησε απαλά τον Νιούμαν. «Έκανες ό,τι μπορούσες. Χρειάζεσαι ένα μπάνιο ύστερα από όλη αυτή την…» Έπαψε και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Μια δεύτερη κρανιά στεκόταν όμορφη σαν ζωγραφιά απέναντι από την πρώτη. Και τα δύο δέντρα, πρόσεξε, είχαν γύρω τους προσεκτικά τοποθετημένα σάπια φύλλα. «Ω…» είπε καθώς η καρδιά της αναστέναξε. «Ακαριαίο χτύπημα.» Ο Πεκ και ο Μπόγκαρτ, ενθουσιασμένοι που την έβλεπαν, έτρεξαν στο αυτοκίνητό της και έπειτα πάλι στο σπίτι σαν να έλεγαν: Έλα! Έλα στο σπίτι! Αντιθέτως, εκείνη ακολούθησε την παρόρμησή της, βγήκε έξω και άνοιξε το πίσω μέρος του φορτηγού. «Πάμε μια βόλτα.» Δε χρειάστηκε να τους το πει δεύτερη φορά. Ενώ τα σκυλιά χαιρέτησαν το ένα το άλλο και αυτά που είχαν μείνει στο σπίτι εξερεύνησαν όλες τις συναρπαστικές μυρωδιές που είχε φέρει ο Νιούμαν από την έρευνα, η Φιόνα έστριψε το αυτοκίνητο από την άλλη. ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ, ο Σάιμον έτριβε με γυαλόχαρτο ένα τραπέζι. Η ζεστή μέρα και ο γλυκός αέρας τον είχαν βάλει σε πειρασμό να βγει έξω. Με την προσοχή και την ακρίβεια ενός χειρουργού, λείανε τα κομψά πόδια από ξύλο καρυδιάς. Αποφάσισε πως θα άφηνε το έπιπλο στη φυσική κατάστασή του και θα τόνιζε τα όμορφα νερά του με διαφανές βερνίκι. Αν κάποιος ήθελε ομοιομορφία, θα έπρεπε να αγοράσει κάτι άλλο. «Ούτε να το σκεφτείς» πρόσταξε καθώς ο Σαγόνιας προσπάθησε να πλησιάσει μουλωχτά το τριβείο που χρησιμοποιούσε ο Σάιμον για τις μεγαλύτερες επιφάνειες. «Όχι τώρα» είπε όταν το σκυλί έσπρωξε το χέρι του με τη μύτη του. «Αργότερα.»
208
NORA ROBERTS
Ο Σαγόνιας κατέβηκε από τη βεράντα για να διαλέξει ένα κλαδί από τους σωρούς με άλλα κλαδιά, μπαλάκια, παιχνίδια για μάσημα και διάφορες πέτρες που είχε μαζέψει τα τελευταία ενενήντα λεπτά. Ο Σάιμον σταμάτησε όσο χρειαζόταν για να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του. «Όταν τελειώσω.» Το σκυλί κούνησε την ουρά του και χόρεψε επιτόπου με το κλαδί πιασμένο σφιχτά στα σαγόνια του. «Δεν πρόκειται να πιάσει αυτό.» Ο Σαγόνιας κάθισε, σήκωσε την πατούσα του και έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ούτε τώρα θα πιάσει» μουρμούρισε ο Σάιμον, αλλά ένιωσε να υποχωρεί. Ίσως του χρειαζόταν ένα διάλειμμα, να πετούσε το αναθεματισμένο το κλαδί. Το πρόβλημα ήταν πως, αν το πετούσε, το κουτάβι θα ήθελε να του το πετάξει μισό εκατομμύριο φορές. Όμως ήταν έξυπνο που είχε σκεφτεί πως, αν το έφερνε πίσω και το άφηνε κάτω, ο Σάιμον θα τον έβαζε να το κυνηγήσει ξανά. «Εντάξει, εντάξει, αλλά μόνο για δέκα λεπτά. Έπειτα θα… Ε!» Ενοχλημένος τώρα που είχε αποφασίσει να παίξει, είδε τον Σαγόνια να τρέχει μακριά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, το αυτοκίνητο της Φιόνα πήρε τη στροφή προς το σπίτι. Όταν εκείνη βγήκε έξω, ο Σάιμον βλαστήμησε χαμηλόφωνα γιατί ο Σαγόνιας συσπειρώθηκε για να πηδήξει. Δυο μέρες δεν έκαναν εξάσκηση σ’ αυτό, ρε γαμώτο; Η Φιόνα αντέδρασε, τον έβαλε να καθίσει και έπειτα πήρε το κλαδί που της πρόσφερε και το εκσφενδόνισε σαν ακόντιο. Όταν άνοιξε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου της, έγινε σκυλοπανηγύρι. Ο Σάιμον καταπιάστηκε ξανά με το τρίψιμο. Αν μη τι άλλο, ίσως η Φιόνα κρατούσε το σκυλί του μακριά από τα πόδια του μέχρι να τέλειωνε τη δουλειά του. Όταν εκείνη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
209
έφτασε τελικά στη βεράντα, ο Σαγόνιας είχε σκαλίσει το σωρό του για άλλα τρία κλαδιά. «Θησαυροφυλάκιο» είπε η Φιόνα. «Προσπαθεί να με ξεγελάσει στοιβάζοντας αντικείμενα εκεί.» Η Φιόνα έσκυψε, διάλεξε ένα φανταχτερό κίτρινο μπαλάκι του τένις και το πέταξε ψηλά και μακριά. Κι άλλο σκυλοπανηγύρι. «Μου έφερες κι άλλο δέντρο.» «Αφού αποφάσισες να φυτέψεις το πρώτο εκεί που αποφάσισες, χάλασε την ισορροπία. Με ενοχλούσε.» «Και τους έβαλες σάπια φύλλα.» «Δεν υπάρχει λόγος να μπαίνεις στον κόπο να φυτέψεις κάτι αν δεν πρόκειται να το κάνεις σωστά.» «Σε ευχαριστώ, Σάιμον» του είπε σοβαρά. Εκείνος της έριξε μια ματιά και είδε ότι τα μάτια της χαμογελούσαν. «Παρακαλώ, Φιόνα.» «Θα σε βοηθούσα αν ήμουν στο σπίτι.» «Βγήκες έξω νωρίς.» Η Φιόνα περίμενε, όμως εκείνος δε ρώτησε. «Κάναμε μια έρευνα στο Σαν Χουάν.» Ο Σάιμον σταμάτησε και την πρόσεξε. «Πώς πήγε;» «Τον βρήκαμε. Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας με αρχές Αλτσχάιμερ. Βγήκε έξω παίρνοντας μαζί τα σύνεργα ψαρικής. Όπως φαίνεται, έπαθε σύγχυση, ίσως μέσα στο κεφάλι του έκανε μια μικρή επίσκεψη στο παρελθόν, και απλώς κατευθύνθηκε σε ένα από τα σημεία που ψάρευε παλιά. Μπερδεύτηκε κι άλλο και, από τα ίχνη, μάλλον γύρισε πίσω και προσπάθησε να πάει στο παλιό σπίτι της κόρης του για να βρει τον εγγονό του. Μένουν μαζί του τώρα. Πιστεύουμε ότι έκανε πολλούς κύκλους, γύρισε πίσω, περπάτησε ολόκληρα χιλιόμετρα. Εξαντλήθηκε και έπειτα έφαγε μια άσχημη τούμπα.» «Πόσο άσχημη;» «Έσκισε το κεφάλι του και το πόδι του, έπαθε διάσειση, ράγισμα στον αριστερό αστράγαλο και μερικούς
210
NORA ROBERTS
μώλωπες, αμυχές, αφυδάτωση και σοκ.» «Θα γλιτώσει;» «Έχει γερό οργανισμό, οπότε το ελπίζουν, αλλά έπαθε μεγάλη ζημιά. Σε αυτή την περίπτωση χαίρεσαι που τον βρήκες, είσαι ικανοποιημένος που η μονάδα έκανε τη δουλειά της και ανησυχείς μήπως τελικά έφτασες πολύ αργά.» Πήρε άλλο ένα κλαδί. «Αυτό φαίνεται ότι θα γίνει ωραίο τραπέζι. Λέω να σε ευχαριστήσω για το δέντρο παίζοντας με το σκύλο σου μέχρι να τελειώσεις.» Ο Σάιμον μετέφερε το τριβείο από το ένα χέρι στο άλλο καθώς την παρατηρούσε. «Ήρθες εδώ για να παίξεις με το σκύλο μου;» «Ήρθα εδώ για να σε ευχαριστήσω και, αφού η Σιλ ανέλαβε τα πρωινά μαθήματά μου και το τελευταίο μάθημα της μέρας είναι στις πεντέμισι, αποφάσισα να έρθω να σε ευχαριστήσω τώρα, προσωπικά.» «Τι ώρα είναι;» Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της και κοίταξε το ρολόι της. «Τρεις και τέταρτο.» «Καλά είναι.» Ο Σάιμον πέταξε κάτω το τριβείο και έπειτα κατέβηκε από τη βεράντα, την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε προς το σπίτι. «Πηγαίνουμε κάπου;» «Ξέρεις πολύ καλά.» «Κάποιος άλλος ίσως προσπαθούσε τουλάχιστον να με προθερμάνει λιγάκι προτού…» Ο Σάιμον τη γύρισε προς το μέρος του και πίεσε το στόμα του στο δικό της ενώ τα χέρια του χαμήλωσαν για να μαλάξουν τα οπίσθιά της. «Έχεις δίκιο, καλά είναι. Θέλω να πω ότι συνήθως δεν είμαι τόσο εύκολη, αλλά…» «Δε με νοιάζει.» Αυτή τη φορά τα χέρια του χώθηκαν κάτω από το μπουφάν και το πουκάμισό της και ανέβηκαν στη γυμνή πλάτη της. «Ούτε εμένα. Το έξω.» «Δεν πρόκειται να το κάνω έξω με όλα αυτά τα σκυλιά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
211
τριγύρω.» «Όχι.» Η Φιόνα έπνιξε ένα γέλιο και πάσχισε να παραμείνει όρθια καθώς πασπάτευαν ο ένας τον άλλον. «Θα πω στα σκυλιά να μείνουν έξω.» «Καλή ιδέα.» Την τράβηξε στην πίσω βεράντα, μέσα από την πόρτα. Της έβγαλε το μπουφάν και την έσπρωξε στον τοίχο. Καθώς η αδημονία κορυφώθηκε, εκείνη του τράβηξε το πουκάμισο. «Περίμενε.» «Όχι.» «Όχι, εννοώ… Ξέρω ότι χαίρεσαι που με βλέπεις, αλλά νομίζω ότι ένα αληθινό σφυρί χώθηκε στο… Ω Θεέ μου.» Ο Σάιμον τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε κάτω. «Να πάρει! Συγγνώμη.» Έβγαλε τη ζώνη με τα εργαλεία του και την πέταξε στο πάτωμα. «Άσε με μόνο να…» Η Φιόνα έσπρωξε στο πλάι το ξεκούμπωτο πουκάμισό του κι έπειτα σήκωσε το βαμβακερό μπλουζάκι που φορούσε από κάτω ο Σάιμον. «Ω… μμμ...» είπε καθώς έσυρε τα χέρια της στο στέρνο του. «Αργούμε» κατάφερε να πει όταν του στόμα του κόλλησε στο πλάι του λαιμού της. «Πρέπει να βιαστούμε.» «Εντάξει.» Ο Σάιμον τής έσκισε το πουκάμισο, τινάζοντας κουμπιά στον αέρα. Η Φιόνα θα έπρεπε να πάθει σοκ, ίσως να ενοχληθεί – ήταν ένα καλό πουκάμισο– αλλά ο ήχος του υφάσματος που σκιζόταν και στη συνέχεια η αίσθηση των τραχιών χεριών του πάνω στα στήθη της λίγο έλειψαν να την οδηγήσουν στην ολοκλήρωση. Ρίγησε και τρίφτηκε πάνω του ενώ επίμονοι ήχοι έβγαιναν από το λαιμό της καθώς πασπάτευε το φερμουάρ του Σάιμον. Εκείνος κατέβασε το δικό της με μια γρήγορη, ανυπόμονη κίνηση και έπειτα έχωσε το χέρι του μέσα, κάτω, πάνω. Παρακολούθησε το πρόσωπό της, παρακολούθησε εκείνα τα ήρεμα μάτια να θολώνουν σαν γαλάζιο γυαλί καθώς η Φιόνα ξέσπασε πάνω του.
212
NORA ROBERTS
Κόλλησε ξανά το στόμα του στο δικό της και συνέχισε μέχρι που το κορμί της έμεινε σαν άψυχο. «Όχι, μη» μουρμούρισε όταν η Φιόνα άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω στον τοίχο. Η πιο απλή λύση ήταν να τη ρίξει πάνω στον ώμο του και να βρει την πιο βολική επίπεδη επιφάνεια. Την άφησε στο τραπέζι της τραπεζαρίας, πετώντας κάτω τα πράγματα που υπήρχαν εκεί. Οτιδήποτε έσπαγε και διαλυόταν μπορούσε να αντικατασταθεί. Επειδή την ήθελε γυμνή, της έβγαλε τις μπότες τραβώντας τες. «Λύσε τη ζώνη σου.» «Τι; Α…» Σαν θύμα που είχε πάθει σοκ, η Φιόνα κοίταζε το ταβάνι ενώ έλυνε τη ζώνη της. «Πάνω στο τραπέζι είμαι;» Ο Σάιμον τής έβγαλε το παντελόνι. «Είμαι στο τραπέζι γυμνή;» «Όχι εντελώς ακόμα.» Αλλά σχεδόν. Ήθελε να βάλει τα χέρια του σε κάθε πόντο που ήταν γυμνός και σε κάθε πόντο που δεν ήταν. Έβγαλε τις μπότες και το παντελόνι του και έπειτα ανέβηκε στο τραπέζι. «Βολικό» είπε όταν είδε ότι το σουτιέν της κούμπωνε μπροστά. Το ξεκούμπωσε και έπειτα απλώς έσκυψε να την καταβροχθίσει. «Ω Θεέ μου.» Η Φιόνα λύγισε τη μέση της και έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές πάνω στο τραπέζι προτού βυθίσει τα δάχτυλά της στην πλάτη του. «Υπέροχα. Μη σταματάς. Μη σταματάς.» Ο Σάιμον χρησιμοποίησε τα δόντια του και εκείνη σκέφτηκε ότι θα τρελαινόταν. Ήταν πάρα πολύ, ήταν υπερβολικό αυτό το παλιρροϊκό κύμα επιθυμιών, ηδονών και απαιτήσεων. Ωστόσο το κορμί της τα ρούφηξε, λαχταρώντας κι άλλα. Άκουσε ξανά ύφασμα να σκίζεται και συνειδητοποίησε ότι ο Σάιμον τής είχε σκίσει το κιλοτάκι. Με παίρνει βίαια, σκέφτηκε καθώς πάσχισε να
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
213
ρουφήξει αέρα – και ο μικρός σπόρος του σοκ απλώς έκανε πιο έντονη την άγρια έξαψη. Προσπάθησε να πει το όνομά του, να επιβραδύνει το ρυθμό, ίσα για να αναπνεύσει – ή για να ανταποδώσει. Όμως εκείνος της έσπρωξε τα γόνατα πίσω και μπήκε μέσα της. Σκληρός σαν ατσάλι, γρήγορος σαν αστραπή. Και εκείνη μπόρεσε μόνο να βογκήξει δυνατά και να καβαλήσει την καταιγίδα. Έκλεισε γύρω του όταν έφτασε σε οργασμό, σφίγγοντάς τον σαν γροθιά. Η αίσθηση τον μαστίγωσε. Την είχε ποθήσει, κι αυτός ο πόθος είχε γίνει πιο έντονος τις τελευταίες μέρες. Όμως τώρα, με εκείνο το ψηλό, καλοφτιαγμένο κορμί να τρέμει κάτω από το δικό του, με εκείνους τους εκπληκτικούς και σέξι μυς σφιχτούς κάτω από τα χέρια του, ο πόθος έγινε κοφτερό ξυράφι μέσα του. Ο Σάιμον πήρε μέχρι που η Φιόνα έμεινε χαλαρή, κι έπειτα πήρε κι άλλο μέχρι που εκείνο το ξυράφι τον έσκισε και τον άδειασε. Η Φιόνα άκουσε μουσική. Τραγουδούσαν άγγελοι; σκέφτηκε παραζαλισμένη. Φαινόταν παράξενο να τραγουδούν άγγελοι έπειτα από σεξ πάνω σε ένα τραπέζι. Κατάφερε να καταπιεί παρά το γεγονός ότι ο λαιμός της ήταν κατάξερος. «Μουσική» μουρμούρισε. «Το κινητό μου. Είναι στο παντελόνι μου. Δε με νοιάζει.» «Α… Δεν είναι άγγελοι.» «Όχι. Οι Def Leppard είναι.» «Εντάξει.» Κατάφερε να βρει την ενέργεια που χρειαζόταν για να σηκώσει το χέρι της και να του χαϊδέψει την πλάτη. «Για άλλη μια φορά, πρέπει να πω ευχαριστώ, Σάιμον.» «Κανένα πρόβλημα.» Η Φιόνα γέλασε βραχνά. «Καλό είναι αυτό γιατί νομίζω ότι δεν έκανα πολλά.» «Με βλέπεις να παραπονιέμαι;»
214
NORA ROBERTS
Εκείνη χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να του χαϊδεύει την πλάτη. «Πού ακριβώς είμαστε;» «Στην τραπεζαρία κάθετος κάτω γραφείο. Προς το παρόν.» «Δηλαδή κάναμε σεξ στην τραπεζαρία σου κάθετος… χώρο εργασίας.» «Ναι.» «Εσύ έχεις φτιάξει το τραπέζι;» «Ναι.» «Είναι πολύ λείο.» Ένα γελάκι τής γαργάλησε το λαιμό και έπειτα της ξέφυγε. «Και αξιοθαύμαστα ανθεκτικό.» «Κάνω καλή δουλειά.» Τότε σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Και χαμογέλασε. «Είναι κερασιά με μαρκετερί από ξύλο σημύδας. Σκόπευα να το πουλήσω, αλλά τώρα… μάλλον δε θα το κάνω.» «Αν αλλάξεις γνώμη, θα κάνω την πρώτη προσφορά.» «Ίσως. Προφανώς σου ταιριάζει.» Τον άγγιξε στο μάγουλο με το χέρι της. «Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Νιώθω σαν να σκαρφάλωσα στην κορυφή ενός βουνού χωρίς μπουκάλι.» «Ναι, φυσικά.» Η Φιόνα ανασήκωσε τα φρύδια της όταν εκείνος κατέβηκε από το τραπέζι και βγήκε γυμνός από το δωμάτιο. Ένιωθε πολύ άνετα με το κορμί της, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της να περιφέρεται στο σπίτι χωρίς ρούχα. Ωστόσο, ο Σάιμον φαινόταν πολύ ωραίος καθώς το έκανε. Η Φιόνα ανακάθισε, πήρε μια ανάσα και στο πρόσωπό της άρχισε να σχηματίζεται ένα πλατύ χαμόγελο. Έπειτα σταμάτησε σοκαρισμένη. Μόλις είχαν κάνει παράφορο σεξ στο τραπέζι της τραπεζαρίας, μπροστά στα ανοιχτά, χωρίς κουρτίνες παράθυρα. Έβλεπε τα σκυλιά που έκαναν τρέλες, το μονοπάτι του, το φορτηγάκι της. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε περάσει με το αμάξι του, να είχε ανέβει από την παραλία, να είχε βγει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
215
από το δάσος. Όταν εκείνος επέστρεψε με ένα μπουκάλι νερό, ήδη ανοιγμένο και μισοάδειο, η Φιόνα έδειξε. «Παράθυρα.» «Ναι. Τραπέζι, παράθυρα, ταβάνι, πάτωμα. Ορίστε.» Της έδωσε το μπουκάλι. «Εγώ το άρχισα, εσύ μπορείς να το τελειώσεις.» «Αλλά τα παράθυρα… Μέρα, ανοιχτά.» «Είναι λίγο αργά τώρα για να σε πιάσουν οι ντροπές.» «Δεν το είχα αντιληφθεί.» Ήπιε μια γερή γουλιά και έπειτα άλλη μία. «Μάλλον για καλό έγινε. Αλλά την επόμενη φορά… αν ενδιαφέρεσαι για επόμενες φορές.» «Δεν έχω τελειώσει μαζί σου ακόμα.» «Πολύ χαρακτηριστικός τρόπος για σένα να το πεις αυτό.» Ήπιε άλλη μια γουλιά, πιο αργά. «Την επόμενη φορά νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί.» «Βιαζόσουν.» «Δε διαμαρτύρομαι.» Ο Σάιμον τής χαμογέλασε ξανά. «Θα κάνεις φοβερό “σαλόνι” σε περιοδικό. Χρειάζομαι μόνο μια φωτογραφία σου, να κάθεσαι εκεί, στη μέση του τραπεζιού, με τα μαλλιά σου να πιάνουν όσο ηλιόφως χρειάζεται, μπερδεμένα γύρω από το πρόσωπό σου, και τα μακριά πόδια σου μαζεμένα ακριβώς κάτω από τα πολύ όμορφα στήθη σου. Θα μπορούσα να βγάλω μια περιουσία απ’ αυτό το τραπέζι.» «Ούτε να το συζητάς!» «Θα σου δώσω το τριάντα τοις εκατό.» Η Φιόνα γέλασε, αλλά δεν ήταν απολύτως σίγουρη αν ο Σάιμον αστειευόταν. «Εξακολουθώ να λέω όχι. Μακάρι να μη χρειαζόταν να το κάνω, αλλά πρέπει να ντυθώ και να φύγω.» Της έπιασε το χέρι και το γύρισε για να δει την ώρα. «Έχουμε ακόμα μια ώρα.» «Κατά τη διάρκεια της οποίας πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι και να πλυθώ. Τα σκυλιά είναι… πολύ ευαίσθητα στη μυρωδιά.»
216
NORA ROBERTS
«Κατάλαβα. Θα μυρίσουν το σεξ.» «Το είπες χοντρά, αλλά ναι. Οπότε πρέπει να κάνω ντους. Επίσης χρειάζομαι ένα πουκάμισο. Το δικό μου το έσκισες.» «Εσύ…» «Βιαζόμουν.» Η Φιόνα γέλασε και, παρά τα χωρίς κουρτίνες παράθυρα, μπήκε στον πειρασμό να πεταχτεί πάνω και να χορέψει στο τραπέζι. «Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να μου δανείσεις ένα πουκάμισο.» «Εντάξει.» Όταν ξαναβγήκε γυμνός από το δωμάτιο, η Φιόνα κούνησε το κεφάλι της. Αφού κατέβηκε από το τραπέζι, φόρεσε το παντελόνι και το σουτιέν της. Το ίδιο χαλαρά, εκείνος μπήκε μέσα και της πέταξε το πουκάμισο που του είχε βγάλει πριν από λίγο. «Ευχαριστώ.» Ο Σάιμον φόρεσε το παντελόνι εργασίας του όσο εκείνη έβαζε τις μπότες της. Παρ’ ότι αισθανόταν λιγάκι παραζαλισμένη, μιμήθηκε το χαλαρό ύφος του όταν τον πλησίασε και του άγγιξε ξανά το πρόσωπο. «Την επόμενη φορά ίσως δειπνήσουμε πρώτα.» Τον φίλησε ανάλαφρα. «Σε ευχαριστώ για το δέντρο και για ό,τι έγινε στο τραπέζι.» Βγήκε έξω, φώναξε τα σκυλιά της και αποχαιρέτησε τον Σαγόνια τρίβοντάς τον. Ευχαριστήθηκε όταν είδε τον Σάιμον να στέκεται στη βεράντα, χωρίς πουκάμισο, με τα χέρια στις τσέπες του ακόμα ξεκούμπωτου τζιν παντελονιού του, να την παρακολουθεί καθώς έφευγε.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
217
ΔΩΔΕΚΑ
Ο ΦΡΑΝΣΙΣ Χ. ΕΚΛ ολοκλήρωσε την τελευταία από τις καθημερινές Εκατοντάδες του. Εκατό πουσάπς, εκατό κοιλιακούς, εκατό βαθιά καθίσματα. Αυτά, όπως πάντα, τα έκανε στην ησυχία του δωματίου του, στο μοτέλ. Έκανε ντους, χρησιμοποιώντας το δικό του άοσμο τζελ και όχι το λειψό σαπούνι του μοτέλ. Ξυρίστηκε με μια ηλεκτρική ξυριστική μηχανή την οποία καθάριζε σχολαστικά κάθε πρωί. Βούρτσισε τα δόντια του με μία από τις οδοντόβουρτσες ταξιδίου που υπήρχαν στο κιτ του, την οποία στη συνέχεια μάρκαρε με ένα Χ για να την πετάξει κάποια άλλη στιγμή. Δεν άφηνε ποτέ κάτι προσωπικό στα καλάθια αχρήστων του μοτέλ. Φόρεσε φαρδιά αθλητική βερμούδα, ένα τεράστιο λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι και απλά αθλητικά παπούτσια. Κάτω από το μπλουζάκι φορούσε μια ζώνη με θήκες για μετρητά και την τωρινή ταυτότητά του. Για καλό και για κακό. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα ρούχα και το φούσκωμα της ζώνης έκρυβαν το κορμί που είχε φτιάξει και που αποτελούνταν από τέλεια
218
NORA ROBERTS
σμιλεμένους μυς, και έδιναν την εντύπωση ενός συνηθισμένου ανθρώπου, με λίγη κοιλίτσα, έτοιμο για τη συνηθισμένη πρωινή ρουτίνα του. Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό του –καστανά μάτια, μακριά, στενή μύτη, λεπτό, σφιχτό στόμα, απαλά μάγουλα– μέχρι που ικανοποιήθηκε με την ευχάριστη, διόλου αξιομνημόνευτη έκφρασή του. Είχε τα μαλλιά του κουρεμένα κοντά. Ήθελε να τα ξυρίσει για ευκολία και καθαριότητα, αλλά, παρ’ ότι ένα ξυρισμένο κεφάλι πλέον ήταν κάτι συνηθισμένο, ο μέντοράς του επέμενε ότι τραβούσε περισσότερη προσοχή από τα απλά καστανά μαλλιά. Σήμερα το πρωί, όπως κάθε πρωί τις τελευταίες βδομάδες, σκέφτηκε να αγνοήσει αυτή την οδηγία και να κάνει ό,τι τον βόλευε. Σήμερα το πρωί, όπως κάθε πρωί, αντιστάθηκε. Όμως γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να ακολουθήσει το σχέδιο του μαθήματος καθώς ένιωθε τη δύναμή του να μεγαλώνει, καθώς αγκάλιαζε τον καινούριο εαυτό του. «Προς το παρόν» μουρμούρισε. «Αλλά όχι για πολύ ακόμα.» Φόρεσε ένα σκούρο μπλε καπελάκι του μπέιζμπολ χωρίς λογόγραμμα. Τίποτα πάνω του δεν μπορούσε να τραβήξει το μάτι, να προκαλέσει μια δεύτερη ματιά από έναν τυχαίο παρατηρητή. Ποτέ δεν έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο ή μοτέλ περισσότερες από τρεις νύχτες – δύο ήταν προτιμότερο. Έψαχνε για κάποιο με γυμναστήριο τουλάχιστον κάθε δεύτερη στάση, αλλά κατά τα λοιπά αναζητούσε τα τελευταίας κατηγορίας, εκείνα στα οποία η εξυπηρέτηση –και η ακόλουθη προσοχή– ήταν ανύπαρκτη. Είχε ζήσει λιτά ολόκληρη τη ζωή του, ξοδεύοντας πειθήνια πενταροδεκάρες. Προτού αρχίσει αυτό το ταξίδι είχε πουλήσει σιγά σιγά οτιδήποτε πολύτιμο είχε. Μπορούσε να πληρώσει πάρα πολλά δωμάτια φτηνών
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
219
μοτέλ προτού τελειώσει το ταξίδι. Έβαλε την κάρτα του δωματίου του στην τσέπη του και πήρε ένα μπουκάλι νερό από το καφάσι που είχε φέρει μαζί του. Προτού φύγει από το δωμάτιο, άναψε την κάμερα που ήταν κρυμμένη στο ταξιδιωτικό ξυπνητήρι στο πλάι του κρεβατιού του και έπειτα έβαλε τα ακουστικά του iPod του. Με το πρώτο θα βεβαιωνόταν ότι η καθαρίστρια δε σκάλιζε τα πράγματά του. Το δεύτερο θα αποθάρρυνε τη συζήτηση. Χρειαζόταν το γυμναστήριο, χρειαζόταν τα βάρη και τα μηχανήματα, την πνευματική και σωματική εκτόνωση που του παρείχαν. Από τότε που είχε προσηλυτιστεί, οι μέρες χωρίς αυτά τον άφηναν τσιτωμένο, θυμωμένο και νευρικό, θόλωναν το μυαλό του. Θα προτιμούσε να γυμνάζεται μόνος του, αλλά το ταξίδι απαιτούσε προσαρμογή. Έτσι, με την ευχάριστη έκφραση στη θέση της βγήκε έξω, διέσχισε το μικροσκοπικό λόμπι και πήγε στο μικροσκοπικό γυμναστήριο. Ένας άντρας περπατούσε με ολοφάνερη απροθυμία σε έναν από τους δύο κυλιόμενους διαδρόμους και μια μεσόκοπη γυναίκα έκανε ξαπλωτό στατικό ποδήλατο διαβάζοντας ένα βιβλίο με φανταχτερό εξώφυλλο. Διάλεγε προσεκτικά την ώρα που πήγαινε στο γυμναστήριο ώστε να μην είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μοναδικός πελάτης. Πήγε στον άλλο κυλιόμενο διάδρομο, διάλεξε ένα πρόγραμμα και έπειτα έκλεισε το iPod για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις στην τηλεόραση που ήταν στερεωμένη σε μια γωνία. Θα το πούνε στα νέα, σκέφτηκε. Όμως, καθώς οι εκφωνητές ανέφεραν τα παγκόσμια γεγονότα, άρχισε να τρέχει και άφησε το μυαλό του να συγκεντρωθεί στην τελευταία απάντηση του μέντορά του. Είχε αποστηθίσει κάθε λέξη προτού την
220
NORA ROBERTS
καταστρέψει, όπως είχε κάνει με όλες τις προηγούμενες. Αγαπητέ φίλε, ελπίζω να είσαι καλά. Είμαι ευχαριστημένος με την πρόοδό σου μέχρι σήμερα, αλλά θέλω να σε συμβουλεύσω να μην πιέζεις τον εαυτό σου υπερβολικά γρήγορα, υπερβολικά σύντομα. Μην ξεχνάς να απολαμβάνεις τα ταξίδια και τα επιτεύγματά σου, και να ξέρεις ότι συνεχίζεις να έχεις την υποστήριξη και την ευγνωμοσύνη μου καθώς προετοιμάζεσαι για να διορθώσεις το ανόητο και απογοητευτικό λάθος μου. Εκπαίδευσε το κορμί σου, το μυαλό σου, το πνεύμα σου. Διατήρησε την ισορροπία σου. Εσύ είσαι η δύναμη, εσύ είσαι ο έλεγχος. Χρησιμοποίησέ τα συνετά και τα δύο και θα μαζέψεις περισσότερη δόξα, περισσότερο φόβο, περισσότερη επιτυχία από εκείνους που προηγήθηκαν από σένα. Ο οδηγός σου Η μοίρα με οδήγησε σε εκείνη τη φυλακή, σκέφτηκε ο Εκλ, όπου ο Τζορτζ Άλεν Πέρι ξεκλείδωσε το κελί στο οποίο ήμουν φυλακισμένος ολόκληρη τη ζωή μου. Είχε κάνει στράτα σαν νήπιο με εκείνα τα πρώτα βήματα ελευθερίας, έπειτα είχε περπατήσει, στη συνέχεια είχε τρέξει. Τώρα, τώρα λαχταρούσε τη μεθυστική γεύση εκείνης της ελευθερίας όσο την αναπνοή. Τη λαχταρούσε τόσο ώστε είχε αρχίσει να παρακάμπτει τους κανόνες, τους περιορισμούς, τις αποφάσεις του Πέρι. Δεν ήταν πια το δειλό, αδέξιο αγόρι που αναζητούσε απεγνωσμένα την έγκριση και το οποίο καταδίωκαν οι νταήδες. Δεν ήταν πια το παιδί που περνούσε από χέρι σε χέρι εξαιτίας της μάνας του που ήταν μια εγωίστρια πόρνη. Δεν ήταν πια ο σπυριάρης, παχύσαρκος έφηβος τον οποίο αγνοούσαν ή χλεύαζαν τα κορίτσια. Όλη του τη ζωή την είχε ζήσει μέσα σε εκείνο το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
221
κλουβί προσποίησης. Μείνε ήρεμος, ανέξου, υπάκουσε στους κανόνες, μελέτα και πάρε ό,τι έχει απομείνει όταν οι πιο δυνατοί, οι πιο ελκυστικοί, οι πιο επιθετικοί έχουν πάρει το δικό τους. Πόσες φορές είχε βράσει στο ζουμί του σιωπηλά όταν κάποιος του έπαιρνε την προαγωγή, το βραβείο, το κορίτσι; Πόσες φορές, μόνος στο σκοτάδι, σχεδίαζε και φανταζόταν την εκδίκησή του εναντίον συναδέλφων, συμφοιτητών, γειτόνων, ακόμα και αγνώστων στο δρόμο; Είχε αρχίσει αυτά τα ταξίδια, όπως του είχε εξηγήσει ο Πέρι, προτού γνωριστούν – όμως κουβαλούσε μέσα του το κλουβί. Είχε δουλέψει για να πειθαρχήσει το κορμί του, είχε αντιμετωπίσει τον πόνο, την απογοήτευση και τη στέρηση. Είχε αναζητήσει και είχε βρει έναν άκαμπτο εσωτερικό έλεγχο, και ωστόσο είχε αποτύχει με πολλούς τρόπους. Γιατί ήταν ακόμα κλειδωμένος σε εκείνο το κλουβί. Ανίκανος να λειτουργήσει με μια γυναίκα όταν, επιτέλους, κάποια καταδεχόταν να κοιμηθεί μαζί του. Αναγκασμένος να ταπεινώνει τον εαυτό του με τις πόρνες – σαν τη μάνα του. Όμως όχι πια. Η ιδεολογία του Πέρι δίδασκε ότι η σεξουαλική επαφή ελάττωνε τη δύναμη ενός άντρα και την έδινε στη γυναίκα – που πάντα, πάντα τη χρησιμοποιούσε εναντίον του. Η εκτόνωση μπορούσε να επιτευχθεί με άλλους, πιο ισχυρούς τρόπους. Τρόπους που μόνο σχετικά λίγοι τολμούσαν να εφαρμόσουν. Με αυτή την εκτόνωση η δύναμη και η ηδονή αυξάνονταν. Τώρα που το κλουβί ήταν ανοιχτό, είχε ανακαλύψει μέσα του μια έφεση και μια όρεξη για εκείνη την εκτόνωση, και για τη δύναμη που αυτή προκαλούσε. Όμως μαζί με τη δύναμη ερχόταν η υπευθυνότητα – και αυτή, μπορούσε να ομολογήσει, δυσκολευόταν να την κουμαντάρει. Όσο περισσότερα κέρδιζε τόσο περισσότερα ήθελε. Φυσικά, ο Πέρι είχε δίκιο. Έπρεπε να διατηρήσει την πειθαρχία του, να απολαύσει το ταξίδι και να μην το
222
NORA ROBERTS
επισπεύσει. Ωστόσο… Καθώς ανέβασε την ταχύτητα και την αντίσταση στον κυλιόμενο διάδρομο, ο Φράνσις υποσχέθηκε στον εαυτό του και στον απόντα μέντορά του ότι δε θα έψαχνε να βρει την επόμενη παρτενέρ του πριν περάσουν τουλάχιστον δύο βδομάδες. Αντιθέτως, θα ταξίδευε λίγο ακόμα – θα περιπλανιόταν. Θα επέτρεπε στη δύναμή του να φορτίσει ξανά, θα έτρεφε το μυαλό του με βιβλία. Δε θα κατευθυνόταν βόρεια, όχι ακόμα. Και, ενώ θα ανακτούσε δυνάμεις και θα τρεφόταν, θα παρακολουθούσε το απογοητευτικό λάθος του Πέρι στο μπλογκ και στην ιστοσελίδα της. Όταν θα ερχόταν η ώρα, θα διόρθωνε εκείνο το λάθος – ήταν η μοναδική αμοιβή που του είχε ζητήσει ο Πέρι, το τίμημα για την καταστροφή του κλουβιού. Ανυπομονούσε –όπως ένα παιδί για το χειροκρότημα του γονιού του– για την επιδοκιμασία του Πέρι όταν θα έπιανε, θα στραγγάλιζε και θα έθαβε τη Φιόνα Μπρίστοου. Την έφερε στο μυαλό του και κατάφερε να ολοκληρώσει το επόμενο ενάμισι χιλιόμετρο ενώ ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο και στο κορμί του. Η ανταμοιβή του ήρθε όταν ο εκφωνητής των ειδήσεων είπε για την ανακάλυψη του πτώματος μιας νεαρής γυναίκας στον Εθνικό Δρυμό Κλάμαθ. Για πρώτη φορά εκείνο το πρωί, ο Εκλ χαμογέλασε. ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ, η Μάι και τα σκυλιά της πήγαν στη Φιόνα για επίσκεψη. Η βροχή του σαββατόβραδου είχε αφήσει τον αέρα δροσερό σαν σορμπέ και είχε κάνει πράσινα φυλλαράκια να ξεπροβάλλουν στις νεαρές κρανιές που περιστοίχιζαν τη γέφυρα. Στο λιβάδι το γρασίδι έλαμπε νοτισμένο, ενώ το ποταμάκι κελάρυζε και τα σκυλιά κάλπαζαν σαν παιδιά σε παιδική χαρά.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
223
Στην κλίμακα των νωχελικών κυριακάτικων πρωινών, η Φιόνα βαθμολογούσε το σημερινό με δέκα. Χαλάρωνε στη βεράντα με τη Μάι και τους μοκατσίνο και τα μάφιν με φραγκοστάφυλο που είχε αγοράσει η κτηνίατρος από το χωριό. «Είναι σαν ανταμοιβή.» «Χμμ;» Σωριασμένη στην πολυθρόνα της, με τα μάτια μισάνοιχτα πίσω από τα κεχριμπαρένια τζάμια των γυαλιών ηλίου, η Μάι έκοψε άλλο ένα κομμάτι από το μάφιν της. «Τα πρωινά όπως το σημερινό είναι σαν ανταμοιβή για την υπόλοιπη βδομάδα. Για όλα τα πρωινά που πρέπει να σηκωθείς νωρίς, να τρέξεις, να τελειώσεις δουλειές. Είναι το καρότο στην άκρη του κλαδιού, το μπρούντζινο δαχτυλίδι, το δωράκι στο κουτί με τα δημητριακά.» «Στην επόμενη ζωή μου θα ήθελα να γίνω σκύλος γιατί, ειλικρινά, κάθε πρωί είναι το δωράκι στο κουτί με τα δημητριακά για ένα σκυλί.» «Δεν πίνουν μοκατσίνο στη βεράντα.» «Πράγματι, αλλά το νερό από τη λεκάνη της τουαλέτας πρέπει να τους φαίνεται εξίσου υπέροχο.» Η Φιόνα κοίταξε εξεταστικά τον καφέ της και το σκέφτηκε. «Τι ράτσα;» «Νομίζω ορεινό σκυλί των Πυρηναίων, για το μέγεθος, τη μεγαλοπρέπεια. Νομίζω ότι μου αξίζει αφού ήμουν κοντή στην παρούσα ζωή.» «Είναι μια καλή επιλογή.» «Ε, ναι, το έχω σκεφτεί αρκετά.» Η Μάι χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. «Ο σερίφης Τάισον μού τηλεφώνησε σήμερα το πρωί για να μου πει ότι η κατάσταση του Γουόλτερ σταθεροποιήθηκε. Θα μείνει ακόμα λίγες μέρες στο νοσοκομείο, αλλά αν παραμείνει σταθερός θα τον αφήσουν να επιστρέψει στο σπίτι. Η κόρη του και η οικογένειά της κανόνισαν να τον επισκέπτεται μια νοσοκόμα.» «Αυτά είναι καλά νέα. Θέλεις να τα διαδώσω;»
224
NORA ROBERTS
«Το είπα στον Τσακ, οπότε φαντάζομαι ότι θα το κανονίσει αυτός. Μια και ερχόμουν εδώ, σκέφτηκα να σου τα πω προσωπικά. Επί τη ευκαιρία, μου αρέσουν πολύ τα δέντρα σου.» «Δεν είναι υπέροχα;» Και μόνο που τα κοίταζε, η Φιόνα χαμογελούσε. «Δεν ξέρω γιατί δεν το σκέφτηκα νωρίτερα. Τώρα σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να φυτέψω κάτι φανταχτερό στην άλλη άκρη του μονοπατιού. Για την υποδοχή. Θα είναι και ένα είδος ορόσημου για τους καινούριους πελάτες. Θα στρίβουν στο μονοπάτι με το… Με ό,τι αποφασίσω.» Η Μάι χαμήλωσε τα γυαλιά της και κοίταξε τη Φιόνα. «Αφήνεις πίσω σου το στάδιο του χαμηλού προφίλ; Και εγώ που νόμιζα ότι θα έβαζες μια πύλη!» Σιγοπίνοντας τον καφέ της, η Φιόνα παρακολούθησε τα σκυλιά να κινούνται ομαδικώς γύρω από την αυλή, κάνοντας κάτι που εκείνη σκεφτόταν ως Διαγωνισμό Κατουρήματος. «Εξαιτίας της Βίκι Σκάλα;» ρώτησε, αναφερόμενη στο τελευταίο θύμα. «Μια πύλη δε θα με ωφελούσε πολύ αν… και είναι ένα μεγάλο αν.» Όμως, όπως είχε κάνει η Μάι με την επόμενη ζωή της ως σκύλος, το είχε σκεφτεί αρκετά. «Αρρωσταίνω όταν σκέφτομαι εκείνα τα κορίτσια και τις οικογένειές τους. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα, Μάι. Τίποτε απολύτως.» Η Μάι έσφιξε το χέρι της Φιόνα. «Δεν έπρεπε να μιλήσω.» «Όχι, δεν πειράζει. Το έχω στο μυαλό μου. Πώς θα μπορούσα να μην το έχω; Και φοβάμαι. Κατά πάσα πιθανότητα είσαι η μόνη στην οποία μπορώ να το πω αυτό έξω από τα δόντια.» Η Φιόνα κράτησε το χέρι της Μάι για μια στιγμή, παίρνοντας δύναμη από την επαφή. «Φοβάμαι εξαιτίας εκείνου του “αν”. Φοβάμαι επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Φοβάμαι επειδή τους πήρε χρόνια να πιάσουν τον Πέρι και δεν ξέρω πώς θα αντεπεξέλθω αν επαναληφθεί το μοτίβο. Αν τα έλεγα αυτά στη Σιλ ή στη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
225
μάνα μου, θα γίνονταν άνω κάτω από την ανησυχία.» «Εντάξει.» Με ζωηρό ύφος, η Μάι γύρισε να κοιτάξει τη Φιόνα. «Νομίζω ότι θα ήσουν ανόητη αν δε φοβόσουν, και γιατί στο καλό να γίνεις ανόητη; Αν δεν το είχες στο μυαλό σου, θα κρυβόσουν εξαιτίας της άρνησης, και πού θα ωφελούσε αυτό; Και νομίζω πως, αν δεν αρρώσταινες και δε λυπόσουν εκείνα τα κορίτσια, θα ήσουν άκαρδη, και πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» «Και να» είπε η Φιόνα ανακουφισμένη «γιατί μπορώ να μιλήσω σ’ εσένα.» «Τώρα, από την άλλη πλευρά της ζυγαριάς, για να μη φρικάρεις –να φοβηθείς, ναι, αλλά να μη φρικάρεις– έχεις τα σκυλιά και έχεις ανθρώπους που θα έρχονται να τσεκάρουν με τέτοια ενοχλητική συχνότητα ώστε θα μπεις στον πειρασμό να τους πει να πάνε στα τσακίδια. Α, και μην κάνεις τον κόπο να πεις σ’ εμένα να πάω στα τσακίδια» πρόσθεσε. «Θα φας κλοτσιά στον κώλο. Μπορεί να είμαι κοντή, αλλά είμαι δυνατή.» «Ναι, είσαι. Επίσης ξέρω ότι καθόμαστε εδώ και πίνουμε μοκατσίνο παρακολουθώντας τα σκυλιά μας να παίζουν επειδή έχεις έρθει να με τσεκάρεις. Και το εκτιμώ.» «Παρακαλώ. Θέλω να φυτέψεις το φανταχτερό ό,τι να ’ναι στην άκρη του μονοπατιού σου, Φι, αν αυτό σε χαροποιεί. Αλλά επίσης θέλω να προσέχεις.» «Ένα κομμάτι μου αναρωτιέται αν σταμάτησα ποτέ να προσέχω από τη μέρα που με άρπαξε ο Πέρι.» «Τι εννοείς;» «Σταμάτησα να τρέχω και, ω Θεέ μου, Μάι, λάτρευα το τρέξιμο. Τώρα χρησιμοποιώ έναν κυλιόμενο διάδρομο, αλλά η έξαψη δεν είναι η ίδια. Όμως συμβιβάστηκα γιατί νιώθω πιο ασφαλής. Έχω χρόνια να πάω κάπου μόνη μου.» «Αυτό δεν είναι…» Η Μάι σταμάτησε. «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Ξέρεις, δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που άρχισε όλο αυτό ότι δεν πάω πουθενά χωρίς τουλάχιστον
226
NORA ROBERTS
ένα από τα σκυλιά – και ένας λόγος είναι ό,τι μου συνέβη. Περιμένω να βγουν οι ταινίες σε dvd ή να τις παίξει η καλωδιακή τηλεόραση αντί να πάω στον κινηματογράφο γιατί δε θέλω να αφήσω για τόσο πολλή ώρα ένα από τα σκυλιά στο αυτοκίνητο – επίσης, παίρνω και τα τρία μαζί και αφήνω το σπίτι αφύλακτο μόνο όταν πρόκειται για εκπαίδευση ή όταν τα φέρνω στο ιατρείο σου.» «Δεν είναι κακό αυτό.» «Όχι, και δε με πειράζει – απλώς δεν είχα συνειδητοποιήσει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος γι’ αυτό. Ή δεν τον παραδεχόμουν. Αφήνω συνέχεια την πόρτα μου ανοιχτή. Σπάνια την κλείδωνα –μέχρι τώρα– γιατί τα σκυλιά μού προσφέρουν την αίσθηση ασφάλειας που χρειάζομαι. Δεν έχω σκεφτεί πολύ τα τελευταία δύο χρόνια αυτά που συνέβησαν, όχι στ’ αλήθεια, αλλά προστάτευα τον εαυτό μου, ή τουλάχιστον την αίσθηση ασφάλειάς μου, συνέχεια.» «Αυτό αποδεικνύει ότι έχεις έξυπνο υποσυνείδητο.» «Έτσι μου αρέσει να πιστεύω. Επίσης το συνειδητό μου κάνει σκοποβολή. Έχω να ρίξω με όπλο κάνα δυο χρόνια. Οπότε…» Κούνησε το κεφάλι της. «Κάνω ό,τι μπορώ, πράγμα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το να μη με πιάνει ψύχωση. Ας μιλήσουμε για το σπα.» Αρκετά, αποφάσισε η Μάι. Δεν είχε έρθει να προκαλέσει άγχος στη Φιόνα αλλά να τη βοηθήσει να το ξεπεράσει. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και θα το κάνουμε, αλλά πρώτα μπορώ να σου πω για το ραντεβού για ποτό που έχω σήμερα το βράδυ.» «Έχεις ραντεβού;» Αυτή τη φορά χαμήλωσε η Φιόνα τα γυαλιά της. «Με ποιον;» «Με τον Ρόμπερτ. Είναι ψυχολόγος, με δικό του γραφείο, στο Σιάτλ. Σαράντα ενός, χωρισμένος, με μια κόρη εννιά χρονών. Έχει κοινή επιμέλεια με την πρώην του. Έχει ένα τρίχρονο πορτογαλέζικο νερόσκυλο, τον Σίσκο. Του αρέσει η τζαζ, το σκι και τα ταξίδια.» «Μπήκες στο HeartLine.com.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
227
«Ναι, και θα πάρω το φέρι για να πάω να πιω ένα ποτό μαζί του.» «Δε σου αρέσει η τζαζ ούτε το σκι.» «Όχι, αλλά μου αρέσουν τα σκυλιά, μου αρέσει να ταξιδεύω όποτε μπορώ και μου αρέσουν τα παιδιά, οπότε αντισταθμίζεται.» Τεντώνοντας τα πόδια της, η Μάι κοίταξε τις άκρες των παπουτσιών της. «Μου αρέσουν τα καταφύγια του σκι, με τις ζωηρές φωτιές στο τζάκι και τον ιρλανδέζικο καφέ. Εξάλλου, θα βγω ραντεβού, που σημαίνει ότι θα φορέσω ωραία ρούχα, θα προσέξω το μακιγιάζ μου και θα πάω να κουβεντιάσω με κάποιον που δεν έχω γνωρίσει. Κι αν δεν υπάρχει νεύρο, θα πάρω το φέρι, θα γυρίσω στο σπίτι και θα δοκιμάσω ξανά.» «Εγώ θα ένιωθα νευρικότητα. Εσύ νιώθεις νευρικότητα;» «Λιγάκι, αλλά είναι καλή νευρικότητα. Θέλω να κάνω μια σχέση, Φι, το θέλω πολύ. Δεν είναι μόνο η έλλειψη σεξ, γιατί ούτως ή άλλως έχω τον Στάνλεϊ. Θέλω κάποιον που να με ενδιαφέρει αρκετά ώστε να θέλω να περάσω χρόνο μαζί του, να είμαι μαζί του, να τον ερωτευτώ. Θέλω μια οικογένεια.» «Ελπίζω να είναι υπέροχος. Ελπίζω ο Ρόμπερτ ο ψυχολόγος να είναι εκπληκτικός. Ελπίζω να υπάρχει νεύρο, κοινό έδαφος, ταχυπαλμία και γέλια. Ειλικρινά το ελπίζω.» «Σε ευχαριστώ. Το καλύτερο είναι πως κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Το ρισκάρω, πράγμα που δεν έχω κάνει πραγματικά από τότε που πήρα διαζύγιο. Ακόμα κι αν υπάρχει νεύρο, θα προχωρήσω αργά. Θέλω να νιώσω πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα προτού πέσω με το κεφάλι.» Νιώθοντας τις δονήσεις από τη δημιουργική νευρικότητα και την αδημονία της Μάι, η Φιόνα έμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό. «Μια και μιλάμε για νεύρο, υποθέτω πως πρέπει να σου πω ότι έχασα στο διαγωνισμό.» «Στο… Έκανες σεξ;» Η Μάι γύρισε απότομα πάνω
228
NORA ROBERTS
στην καρέκλα της και έβγαλε τα γυαλιά της. «Έκανες σεξ και δε μου το είπες;» «Πριν από δυο μέρες έγινε.» «Έκανες σεξ πριν από δυο μέρες και δε μου τηλεφώνησες αμέσως; Ποιος… Να πάρει, τι θέλω και ρωτάω; Πρέπει να ήταν ο Σάιμον Ντόιλ.» «Μπορεί να ήταν ένας καινούριος πελάτης που πόθησα ξαφνικά.» «Όχι, ήταν ο Σάιμον – που στην πραγματικότητα είναι ένας καινούριος πελάτης που πόθησες ξαφνικά. Λεπτομέρειες. Με το νι και με το σίγμα.» «Μου χάρισε τα δέντρα.» «Ω…» Η Μάι αναστέναξε και γύρισε να τα κοιτάξει. «Ω…» Αναστέναξε ξανά. «Ξέρω. Το πρώτο ήταν μέρος μιας συμφωνίας, ένα αντάλλαγμα για το κούτσουρο που ήθελε.» «Το κούτσουρο που θα γίνει νιπτήρας. Άκουσα γι’ αυτό.» «Είπα ότι μάλλον έπρεπε να πάρω άλλο ένα και εκείνος το αγόρασε και το φύτεψε – όταν είχαμε πάει να βρούμε τον Γουόλτερ. Ήρθα στο σπίτι και ήταν εκεί – φυτεμένο, με σάπια φύλλα γύρω του, ποτισμένο. Πήρα τα υπόλοιπα σκυλιά και πήγα να τον ευχαριστήσω. Και υποθέτω πως τον ευχαρίστησα κάνοντας σεξ μαζί του πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας του.» «Θεέ και Κύριε! Πάνω στο τραπέζι;» «Απλώς συνέβη.» «Πώς συμβαίνει να οδηγούν τα δέντρα σε σεξ πάνω στο τραπέζι;» «Το ένα λεπτό ήμαστε έξω και συζητούσαμε και το επόμενο με τράβηξε μέσα στο σπίτι. Έπειτα ριχτήκαμε ο ένας στον άλλον και αρχίσαμε να τραβάμε και να σέρνουμε ο ένας τον άλλον προς την μπροστινή πόρτα.» «Αυτό είναι το ψεγάδι στο σύστημα με τον Στάνλεϊ – η έλλειψη τραβήγματος και συρσίματος. Και μετά;» «Όταν φτάσαμε εκεί, εγώ βρέθηκα κολλημένη στον
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
229
τοίχο και του είπα να βιαστεί. Έτσι με πέταξε πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας κάτω τα πράγματα και… ουάου! Ουάου!» «Περίμενε μια στιγμή να συνέλθω, σε παρακαλώ.» Η Μάι έγειρε στη ράχη της πολυθρόνας της και κούνησε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της. «Προφανώς το σεξ δεν ήταν χάλια.» «Σχεδόν δε θέλω να το πω επειδή μπορεί να υπερβάλλω, όμως ειλικρινά ήταν το καλύτερο σεξ της ζωής μου. Και αγαπούσα τον Γκρεγκ, Μάι, αλλά αυτό εδώ; Αυτό ήταν εξωφρενικά καταπληκτικό σεξ.» «Θα τον ξαναδείς;» «Ασφαλώς.» Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά της και τη χτύπησε απαλά. «Εξάλλου ή συν τοις άλλοις ή πρώτα και κύρια, μου αρέσει. Μου αρέσει ο ίδιος, η εμφάνισή του, το πώς είναι με το σκυλί του. Και, ξέρεις, μου αρέσει το γεγονός πως δεν είμαι ο τύπος του – τουλάχιστον σύμφωνα με εκείνον– αλλά με θέλει. Με κάνει να νιώθω… ισχυρή, υποθέτω.» «Θα μπορούσε να γίνει σοβαρό, τόσο πολύ που σου αρέσει.» «Θα μπορούσε. Φαντάζομαι πως, όπως εσύ, κάνω κάτι για τον εαυτό μου και το ρισκάρω.» «Εντάξει. Στην υγειά μας.» Η Μάι σήκωσε την κούπα της με ό,τι είχε απομείνει από τον καφέ της. «Στις περιπετειώδεις γυναίκες.» «Είναι ωραία αίσθηση, δεν είναι;» «Αφού έκανες σεξ πάνω στο τραπέζι, για σένα μάλλον είναι ωραιότερη. Αλλά ναι, είναι ωραία αίσθηση.» Κοίταξαν και οι δύο καθώς τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν. «Μπα, μπα, για δες εδώ» μουρμούρισε η Μάι καθώς ο Σάιμον πέρασε από τη γέφυρα. «Έχεις κατεβάσει τα πράγματα από το τραπέζι σου;» «Σσς!» Η Φιόνα έπνιξε ένα γέλιο. «Έτσι κι αλλιώς, σε είκοσι λεπτά έχω το πρώτο από τα κυριακάτικα
230
NORA ROBERTS
μαθήματα.» «Είναι αρκετός χρόνος για να…» «Κόψ’ το.» Παρακολούθησε τον Σάιμον να βγαίνει έξω και τον Σαγόνια να πηδάει ξοπίσω του. Το κουτάβι έτρεξε στα σκυλιά της και έπειτα σταμάτησε για να μυρίσει και να κουνήσει την ουρά του στο σκυλί της Μάι. «Ούτε επιθετικότητα» είπε η Φιόνα «ούτε ντροπή. Είναι ένα πολύ ευτυχισμένο σκυλάκι.» Ο Σάιμον τις πλησίασε και άπλωσε το χέρι του στο οποίο κρατούσε ένα κολάρο. «Το κολάρο που μου δάνεισες. Χαίρετε, δόκτορα Φουνάκι.» «Μάι. Χαίρομαι που σε βλέπω, Σάιμον, όμως πρέπει να πηγαίνω. Αλλά πρώτα κάτι άλλο. Σαγόνια, έλα εδώ. Έλα, Σαγόνια.» Το κουτάβι αντέδρασε με χαρά και πήγε σφαίρα στη βεράντα. Η Μάι άπλωσε το χέρι της, με την παλάμη σηκωμένη, καθώς το ζώο ετοιμάστηκε να πηδήξει. Ο Σαγόνιας ρίγησε, ολοφάνερα λαχταρώντας να πηδήξει, αλλά έμεινε κάτω. «Τι καλό σκυλάκι!» Η Μάι τον χάιδεψε, τον έτριψε και χαμογέλασε στον Σάιμον. «Αντιδρά καλά σε μια ομάδα, είναι χαρούμενος και φιλικός και μαθαίνει τρόπους. Έχεις ένα νικητή εδώ.» «Μου κλέβει τα παπούτσια.» «Η φάση κατά την οποία μασάνε είναι πρόβλημα.» «Όχι, δεν τα μασάει – όχι πια. Απλώς τα κλέβει και τα κρύβει. Βρήκα την μπότα μου στην μπανιέρα σήμερα το πρωί.» «Ανακάλυψε καινούριο παιχνίδι.» Η Μάι πασπάτεψε τα αυτιά του Σαγόνια ενώ τα υπόλοιπα σκυλιά ήρθαν να τριφτούν πάνω της και να συναγωνιστούν για την προσοχή της. «Τα παπούτσια σου έχουν τη μυρωδιά σου. Τον ελκύει και τον παρηγορεί η μυρωδιά σου. Και παίζει μαζί σου. Τι έξυπνος που είσαι!» Έδωσε στον Σαγόνια ένα φιλί στη μύτη και έπειτα σηκώθηκε. «Πρέπει να σκεφτείς τον ευνουχισμό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
231
«Συνεννοημένες είστε εσείς οι δύο;» «Διάβασε τα φυλλάδια που σου έδωσα. Θα μιλήσουμε σύντομα» είπε στη Φιόνα η Μάι. «Α… Μπούστο ή πόδια;» «Πόδια. Άσε τα “κορίτσια” για το δεύτερο γύρο.» «Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Γεια σου, Σάιμον. Ελάτε, μωράκια μου! Πάμε βόλτα.» «Δε θα ρωτήσεις» είπε η Φιόνα καθώς κούνησε το χέρι της στη Μάι και τα σκυλιά της «οπότε θα σου πω εγώ. Θα βγει ραντεβού –για πρώτη φορά με αυτό τον άντρα– και με ρώτησε ποιο προσόν να επιδείξει.» «Εντάξει.» «Οι άντρες δε χρειάζεται να ανησυχούν γι’ αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι της ιεροτελεστίας των ραντεβού.» «Πώς δε χρειάζεται; Αν δείχνετε το μπούστο, πρέπει να σας κοιτάζουμε στο πρόσωπο και να παριστάνουμε ότι δεν το έχουμε προσέξει.» «Έχεις ένα δίκιο.» Αφού ο Σάιμον στεκόταν στα σκαλιά, η Φιόνα ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του και έσκυψε να του δώσει ένα πεταχτό φιλί. «Έχω μάθημα σε λίγα λεπτά. Έκανες αυτή την επίσκεψη για να με τσεκάρεις;» «Επέστρεψα το κολάρο.» «Πράγματι. Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις στο μάθημα. Θα είναι καλό για τον Σαγόνια να συναναστραφεί άλλη μια ομάδα σκυλιών. Είναι μικρή ομάδα και θα δουλέψουμε πάνω σε μερικές βασικές δεξιότητες στην έρευνα. Θέλω να δω πώς θα τα πάει.» «Δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε. Μάθε του κάτι.» «Τώρα;» «Χρειάζομαι έναν περισπασμό. Από τότε που σε έγδυσα, σκέφτομαι συνέχεια πώς θα σε γδύσω. Μάθε του λοιπόν κάτι άλλο.» Η Φιόνα ανέβασε τα χέρια της προς τα πάνω και του χάιδεψε ανάλαφρα τα μάγουλα. «Ξέρεις, αυτό είναι παράξενα ρομαντικό.» «Ρομαντικό; Την επόμενη φορά που θα σκεφτώ να σε
232
NORA ROBERTS
γδύσω, θα μαζέψω μερικά αγριολούλουδα. Κι αυτό που κάνεις δεν είναι περισπασμός, οπότε… πού στο διάβολο είναι ο Σαγόνιας;» Ο Σάιμον χτένισε τη βεράντα και έπειτα γύρισε. «Ωχ! Σκατά!» Η Φιόνα τον άρπαξε από το μπράτσο καθώς εκείνος ετοιμάστηκε να τρέξει. «Όχι, περίμενε. Μια χαρά είναι.» Κοίταξε τον Σαγόνια που ανέβαινε τη σκάλα μιας τσουλήθρας πίσω από τον Μπόγκαρτ. «Θέλει να παίξει με τους μεγάλους. Αν τρέξεις ή τον φωνάξεις, θα του ταράξεις τη συγκέντρωση και την ισορροπία.» Ο Σαγόνιας σκαρφάλωσε στην κορυφή, κουνώντας την ουρά του σαν σημαία, αλλά, αντίθετα από τον Μπόγκαρτ, ο οποίος κατέβηκε χοροπηδώντας τη μικρή τσουλήθρα, εκείνος γλίστρησε στην κορυφή με την κοιλιά και τσούλησε αργά μέχρι το μαλακό έδαφος από κάτω. «Διόλου άσχημα» είπε η Φιόνα καθώς ο Σάιμον ξεφύσησε γελώντας. «Πάρε τις λιχουδιές σου.» Πήγε στην τσουλήθρα, επαινώντας με χαρούμενη φωνή. «Ας δοκιμάσουμε ξανά, θες να δοκιμάσεις ξανά; Ανέβα» είπε, κάνοντας και ένα νόημα με το χέρι. «Τα πηγαίνει καλά στη σκάλα» είπε καθώς πήγε κοντά της ο Σάιμον «κι αυτό γενικά είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Είναι ανοιχτή και κάθετη. Ο Σαγόνιας είναι ευκίνητος και παρακολούθησε τα άλλα σκυλιά να το κάνουν. Σκέφτηκε πώς να ανέβει. Επομένως… εδώ είμαστε. Καλό αγόρι!» Πήρε μια λιχουδιά από τον Σάιμον και αντάμειψε το σκυλί όταν αυτό έφτασε στην κορυφή. «Πρέπει απλώς να τον βοηθήσεις λιγάκι να καταλάβει πώς να περπατήσει, πώς να συνεχίσει να πατάει. Περπάτα. Αυτό είναι. Καλή ισορροπία. Καλή, καλή δουλειά.» Η Φιόνα αντάμειψε ξανά το κουτάβι όταν έφτασε κάτω. «Το κάνεις μαζί του έτσι ώστε… Τι είναι;» ρώτησε όταν σήκωσε το κεφάλι της και έπιασε τον Σάιμον να την κοιτάζει επίμονα. «Δεν είσαι όμορφη.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
233
«Να πάλι ο κύριος Ρομαντικός.» «Δεν είσαι, αλλά κάνεις εντύπωση. Δεν έχω καταλάβει ακόμα γιατί.» «Όταν καταλάβεις, να μου το πεις και μένα. Βάλ’ τον να ανεβοκατέβει.» «Και γιατί να το κάνω αυτό;» «Μαθαίνει πώς να περπατάει σε ασταθές έδαφος. Του δίνει αυτοπεποίθηση και ενισχύει την ευκινησία του. Και του αρέσει.» Η Φιόνα έκανε πίσω και τους παρακολούθησε να παίζουν το παιχνίδι μερικές φορές. Δεν είμαι όμορφη, σκέφτηκε. Η παρατήρηση και το γεγονός ότι ο Σάιμον απλώς το είχε πει θα έπρεπε να έχει θίξει τον εγωισμό της – παρ’ ότι ήταν αλήθεια πέρα για πέρα. Γιατί λοιπόν την είχε διασκεδάσει, τουλάχιστον στα λίγα δευτερόλεπτα ανάμεσα σε εκείνο και στο επόμενο σχόλιό του; Κάνεις εντύπωση. Αυτό είχε κάνει την καρδιά της να φτερουγίσει. Αυτός ο άνθρωπος της προκαλούσε τις πιο περίεργες αντιδράσεις. «Τον θέλω» είπε η Φιόνα όταν ο Σαγόνιας κατέβηκε κορδωμένος την τσουλήθρα. «Μπερδεύεις τις αντωνυμίες. Εμένα. Εμένα θέλεις.» «Θαυμάζω το εγώ σου, αλλά εννοούσα τον Σαγόνια.» «Ε, δεν μπορείς να τον πάρεις. Τον έχω συνηθίσει και, εξάλλου, η μάνα μου θα τσαντιζόταν πολύ αν τον χάριζα.» «Τον θέλω για το πρόγραμμα. Θέλω να τον εκπαιδεύσω στην Έρευνα και Διάσωση.» Ο Σάιμον κούνησε το κεφάλι του. «Διάβασα την ιστοσελίδα και το μπλογκ σου. Όταν λες να τον εκπαιδεύσεις, εννοείς να “μας” εκπαιδεύσεις. Πάλι αυτές οι παλαβές αντωνυμίες.» «Διάβασες το μπλογκ μου;» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους του. «Στα πεταχτά.» Εκείνη χαμογέλασε. «Αλλά δεν ενδιαφέρεσαι για την Έρευνα και τη Διάσωση;»
234
NORA ROBERTS
«Πρέπει να παρατάς τα πάντα όταν σου τηλεφωνούν, έτσι δεν είναι;» «Περίπου.» «Δε θέλω να παρατάω τα πάντα, ή κάτι.» «Δεκτό.» Η Φιόνα έβγαλε ένα λαστιχάκι από την τσέπη της και έπιασε τα μαλλιά της πίσω με δυο γρήγορα στριψίματα. «Μπορώ να τον εκπαιδεύσω ως αναπληρωματικό. Μόνο αυτόν. Είναι φανερό ότι ανταποκρίνεται σ’ εμένα. Και όλα τα σκυλιά Έρευνας και Διάσωσης της ομάδας μου πρέπει να ανταποκρίνονται και σε άλλους χειριστές. Υπάρχουν φορές που κάποιο από τα σκυλιά μας δεν είναι διαθέσιμο – είναι άρρωστο ή, ίσως, τραυματισμένο.» «Έχεις τρία.» «Ναι, διότι χρειάζομαι τρία και, ναι, επειδή αν το σκυλί κάποιου άλλου δεν είναι διαθέσιμο, ένα από τα δικά μου μπορεί να πάει ως αναπληρωματικό. Το κάνω αυτό επί χρόνια, Σάιμον, και το σκυλί σου θα είναι καλό. Θα είναι πολύ καλό. Δε σου κάνω κατήχηση για να μπεις στην ομάδα, μόνο για να εκπαιδεύσω το σκυλί σου. Στο δικό μου χρόνο. Αν μη τι άλλο, θα βρεθείς με ένα σκυλί που θα έχει ανώτερες δεξιότητες και εκπαίδευση.» «Πόσος χρόνος χρειάζεται;» «Ιδανικά, θα ήθελα να δουλέψω μαζί του λίγο κάθε μέρα, αλλά τουλάχιστον πέντε μέρες τη βδομάδα. Μπορώ να το κάνω στο σπίτι σου και να μείνω μακριά από τα πόδια σου όσο θα εργάζεσαι. Μερικά από αυτά που θα του διδάξω ίσως θες να τα συνεχίσεις.» «Ίσως. Μπορούμε να δούμε πώς θα πάει.» Ο Σάιμον κοίταξε εκεί όπου ο Σαγόνιας ήταν απασχολημένος με μια από τις αγαπημένες του δραστηριότητες: κυνηγούσε την ουρά του. «Είναι ώρα για δουλειά.» «Ναι, είναι. Έρχονται οι πελάτες» είπε εκείνη. «Μπορείς να μη λάβεις μέρος αν δε θες. Μπορώ να δουλέψω μόνη μαζί του.» «Έχω έρθει έτσι κι αλλιώς.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
235
ΗΤΑΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ, αποφάσισε ο Σάιμον, και του αποσπούσε λιγάκι την προσοχή. Η Φιόνα το αποκαλούσε Παιχνίδι του Δραπέτη και απαιτούσε πολύ τρέξιμο –από σκυλιά και ανθρώπους– στο λιβάδι απέναντι από τη γέφυρά της. Η τάξη δούλευε σε ζευγάρια ή με τη Φιόνα ως παρτενέρ – με ένα σκυλί τη φορά. «Δεν καταλαβαίνω το νόημα» είπε ο Σάιμον όταν ήρθε η σειρά του Σαγόνια. «Θα δει πού πηγαίνω. Πρέπει να είναι ηλίθιος για να μη με βρει.» «Του διδάσκει να σε βρίσκει έπειτα από διαταγή και να χρησιμοποιεί τις ικανότητές του στην όσφρηση – γι’ αυτό τρέχουμε κόντρα στον αέρα. Ώστε η μυρωδιά μας να πάει προς το σκυλί. Τέλος πάντων, θα βρει εμένα. Πρέπει να τον ξεσηκώσεις.» Ο Σάιμον κοίταξε το σκυλί, του οποίου η ουρά έκοβε τον αέρα σαν μαχαίρι. «Αυτός ξεσηκώνεται κάθε φορά που κάποιος κοιτάζει προς την κατεύθυνσή του.» «Πράγμα που είναι πλεονέκτημα γι’ αυτόν. Μίλα του, με έξαψη. Πες του να με παρακολουθεί καθώς θα τρέχω μακριά. Κοίτα τη Φι! Έπειτα, όταν θα κρυφτώ πίσω από το θάμνο, πες του να με βρει και άφησέ τον. Συνέχισε να του λες να με βρει. Αν μπερδευτεί, δώσ’ του την ευκαιρία να πιάσει τη μυρωδιά μου. Αν δεν πιάσει την πρώτη φορά, θα τον φωνάξω, να του δώσω μια ακουστική ένδειξη. Πρέπει να τον κρατάς, να τον έχεις μαζί σου όταν θα του τραβήξω την προσοχή και θα τρέξω. Έτοιμος;» Ο Σάιμον παραμέρισε με τα δάχτυλά του από το πρόσωπό του τα ανακατεμένα από τον αέρα μαλλιά του. «Ε, δεν είναι και χειρουργική εγκεφάλου.» Εκείνη έτριψε τον Σαγόνια, τον άφησε να τη γλείψει και να τη μυρίσει προτού ισιώσει την πλάτη της. «Έι, Σαγόνια! Έι!» Χτύπησε τα χέρια της. «Θα τρέξω. Κοίτα με, Σαγόνια, κοίτα με να τρέχω. Πες του να με κοιτάξει. Χρησιμοποίησε το όνομά μου.» Το έβαλε στα πόδια. Δε λέει υπερβολές, σκέφτηκε ο Σάιμον. Είναι γρήγορη.
236
NORA ROBERTS
ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ ΛΑΘΟΣ. Όταν η Φιόνα ήταν σε δράση, ήταν όμορφη. «Κοίτα τη Φι. Πού στο διάβολο πηγαίνει, ε; Κοίτα την. Χριστέ μου, είναι σαν αντιλόπη. Κοίτα τη Φι.» Η Φιόνα έσκυψε και εξαφανίστηκε πίσω από ένα θάμνο. «Βρες την! Πήγαινε να βρεις τη Φι.» Το κουταβάκι έτρεξε στο λιβάδι, εκφράζοντας την έξαψή του με κάνα δυο χαρούμενα γαβγίσματα. Δεν είναι τόσο γρήγορο όσο εκείνη, σκέφτηκε ο Σάιμον, αλλά… Έπειτα ένιωσε ένα παράξενο κύμα έκπληξης και περηφάνιας καθώς ο Σαγόνιας πήγε κατευθείαν στη Φιόνα. Κάνα δυο από τα άλλα σκυλιά τα είχε φωνάξει εκείνος που κρυβόταν, και για ένα άλλο είχε χρειαστεί να κουνήσει το χέρι του πίσω από το θάμνο. Όμως όχι ο Σαγόνιας. Από την άλλη άκρη του χωραφιού άκουσε τη Φιόνα να γελάει και να επαινεί ταυτόχρονα με τους προσωρινούς συμμαθητές του Σάιμον που χειροκροτούσαν. Διόλου άσχημα, σκέφτηκε ο Σάιμον. Καθόλου, μα καθόλου άσχημα. Η Φιόνα γύρισε τρέχοντας, με το σκυλάκι να την κυνηγάει χαρούμενο. «Θα το κάνουμε ξανά, αμέσως. Πρώτα επαίνεσέ τον και έπειτα θα επαναλάβουμε.» ΕΣΚΙΣΕ, μουρμούρισε ο Σάιμον μόλις τέλειωσε το μάθημα. «Τρεις συνεχόμενες φορές, με διαφορετικές κρυψώνες.» «Το ’χει. Μπορείς να δουλέψεις μαζί του στο σπίτι, με αντικείμενα. Χρησιμοποίησε κάτι που του αρέσει, που ξέρει πώς το λένε – ή μάθε του πώς λέγεται. Δείξ’ του το, βάλ’ τον να καθίσει και να μείνει στη θέση του και έπειτα πήγαινε και κρύψ’ το. Στην αρχή σε εύκολα σημεία. Γύρισε πίσω, πες του να το βρει. Αν δεν μπορέσει να το βρει, οδήγησέ τον εκεί. Θέλεις επιτυχία.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
237
«Ίσως πρέπει να του πω να βρει το παπούτσι μου του τένις. Δεν ξέρω πού στα κομμάτια το έχει βάλει.» Την κοίταξε, και ήταν ένα παρατεταμένο, επίμονο βλέμμα που την έκανε να ανασηκώσει τα φρύδια της. «Τρέχεις σαν το γαμημένο τον άνεμο, Φιόνα.» «Έπρεπε να με δεις να τρέχω τα τετρακόσια μέτρα μετ’ εμποδίων στο κολέγιο. Ήταν εκπληκτικό.» «Ίσως επειδή τα πόδια σου φτάνουν μέχρι τα αυτιά σου. Φορούσες μία από εκείνες τις κολλητές φορμίτσες, τις αεροδυναμικές;» «Ναι. Ήταν πολύ κολακευτική.» «Είμαι σίγουρος. Σε πόση ώρα είναι το επόμενο μάθημα;» «Σε σαράντα πέντε λεπτά.» «Είναι αρκετά.» Άρχισε να τη σπρώχνει προς το σπίτι. Εκείνη κράτησε τα μάτια της στυλωμένα στα δικά του και ο Σάιμον είδε την ευθυμία μέσα τους, μια σπίθα στο γαλήνιο γαλάζιο. «Όχι “θα ήθελες να…” ή “δεν μπορώ να σου αντισταθώ”;» «Όχι.» Τη σήκωσε από τη μέση και την ανέβασε στα σκαλοπάτια της βεράντας. «Κι αν σου πω ότι δεν έχω διάθεση;» «Εγώ θα απογοητευτώ και εσύ θα λες ψέματα.» «Έχεις δίκιο για τα ψέματα. Οπότε…» Η Φιόνα άνοιξε την πόρτα και τον τράβηξε μέσα. Όμως, όταν προχώρησε οπισθοχωρώντας προς τη σκάλα, εκείνος άλλαξε κατεύθυνση. «Ο καναπές είναι πιο κοντά.» Επίσης ήταν πιο μαλακός από το τραπέζι της τραπεζαρίας, τουλάχιστον μέχρι που κύλησαν από πάνω του και έπεσαν στο πάτωμα. Και ήταν, σκέφτηκε η Φιόνα όταν έμεινε ξαπλωμένη δίπλα του προσπαθώντας να ξαναβρεί την αναπνοή της και τα λογικά της, εξίσου συναρπαστικό. «Τελικά ίσως καταφέρουμε να φτάσουμε σε ένα κρεβάτι.»
238
NORA ROBERTS
Ο Σάιμον έσυρε πολύ απαλά το δάχτυλό του πάνω στο στήθος της. «Ματαίωσε το μάθημα και θα πάμε επάνω τώρα.» «Κρίμα που είμαι μια υπεύθυνη γυναίκα – και μια γυναίκα που δεν προλαβαίνει να κάνει ένα ντους.» «Α ναι, το υποχρεωτικό ντους. Χρειάζομαι και εγώ ένα.» «Αν πάμε μαζί, θα καταλήξουμε να κάνουμε σεξ στην ντουζιέρα.» «Δίκιο έχεις.» «Πράγμα για το οποίο, αν και διασκεδαστικό, δεν έχω ώρα. Εξάλλου, εσύ και ο Σαγόνιας δεν μπορείτε να κάνετε το επόμενο μάθημα. Είναι υπερβολή στην εκπαίδευση. Όμως εσύ θα μπορούσες να…» Σταμάτησε καθώς τα σκυλιά ανήγγειλαν επισκέπτες. «Να πάρει ο διάολος!» Σηκώθηκε όρθια, άρπαξε το πουκάμισο και το παντελόνι της και τα έβαλε μπροστά της καθώς πήγε σκυφτά μέχρι το παράθυρο. «Είναι ο Τζέιμς και… ω Θεέ μου… η Λόρι. Είναι ο Τζέιμς και η Λόρι και εγώ είμαι γυμνή στο καθιστικό το απόγευμα της Κυριακής.» Έριξε μια ματιά πίσω της. «Και εσύ είσαι γυμνός στο πάτωμα.» Ήταν πολύ σέξι έτσι αναστατωμένη, με κάπως τρελαμένο βλέμμα και ρόδινη από τα νύχια μέχρι την κορυφή. Απολαυστική, σκέφτηκε ο Σάιμον. Θα μπορούσε να τη γλείψει σαν να ήταν παγωτό. «Μου αρέσει εδώ.» «Όχι! Όχι! Σήκω πάνω!» Κούνησε τα χέρια της, της έπεσε το πουκάμισο, το μάζεψε ξανά. «Σήκω, βάλε κάτι! Εμπρός… πήγαινε πες τους ότι θα έρθω έξω σε πέντε λεπτά.» «Επειδή κάνεις ντους μετά το σεξ;» «Απλώς… Βάλε το παντελόνι σου!» Σκυμμένη ακόμα, η Φιόνα έτρεξε προς τη σκάλα. Χαμογελώντας –ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα έτσι όπως έτρεχε γυμνή– ο Σάιμον φόρεσε το παντελόνι και το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
239
πουκάμισό του και, παίρνοντας τις κάλτσες και τις μπότες του, βγήκε με την άνεσή του στη βεράντα. Ο Τζέιμς και η Λόρι σταμάτησαν να χαιρετούν τα σκυλιά. Ο Τζέιμς μισόκλεισε τα μάτια του και η Λόρι κοκκίνισε. «Η Φιόνα θα έρθει σε κάνα δυο λεπτά.» Ο Σάιμον κάθισε για να βάλει τις κάλτσες και τις μπότες του. Αμέσως ο Σαγόνιας πήδηξε να πιάσει την μπότα. Ο Σάιμον την τράβηξε απότομα και είπε «Κόψ’ το.» «Ωραίο σκυλί. Πώς πάει η εκπαίδευσή του;» «Καλά. Μόλις κάναμε ένα μάθημα.» Τα μάτια του Τζέιμς παρέμειναν μισόκλειστα. «Αυτό κάνατε μόλις τώρα;» Ο Σάιμον έδεσε τις μπότες του και χαμογέλασε ψυχρά. «Μεταξύ άλλων. Υπάρχει πρόβλημα;» Η Λόρι χτύπησε πανικόβλητη το μπράτσο του Τζέιμς. «Απλώς περάσαμε να δούμε αν η Φιόνα ήθελε να δειπνήσουμε μαζί μετά τα μαθήματά της. Μπορείς να έρθεις και εσύ.» «Ευχαριστώ, αλλά πρέπει να πηγαίνω. Θα τα πούμε.» Πήγε στο φορτηγάκι του. Ο Σαγόνιας χόρεψε επιτόπου, εμφανώς σε δίλημμα, αλλά έπειτα έτρεξε στον Σάιμον, και πήδηξε μέσα στο φορτηγάκι. «Δεν ξέρω γι’ αυτό» μουρμούρισε ο Τζέιμς. «Δεν είναι δική μας δουλειά.» «Στην ουσία είναι απόγευμα ακόμα. Έχει φως.» «Σεμνότυφε.» Η Λόρι τού έδωσε μια αγκωνιά και γέλασε. «Δεν είμαι σεμνότυφος, αλλά...» «Οι άνθρωποι κάνουν έρωτα στο φως της μέρας, Τζέιμς. Επιπλέον μου αρέσει να ξέρω ότι είναι εδώ αυτός, ότι περνάει χρόνο μαζί της. Εσύ δεν είπες ότι πρέπει να ερχόμαστε να την τσεκάρουμε;» «Ναι, αλλά εμείς είμαστε φίλοι της.» «Νομίζω ότι η Φι και ο Σάιμον είναι πολύ φιλικοί μεταξύ τους. Λέω εγώ τώρα. Λυπάμαι αν ζηλεύεις,
240
NORA ROBERTS
αλλά…» «Δε ζηλεύω.» Ειλικρινά έκπληκτος, ο Τζέιμς έπαψε να κοιτάζει συνοφρυωμένος τον Σάιμον και γύρισε προς το μέρος της. «Ξέρω ότι εσύ και η Φι έχετε στενή σχέση» είπε η Λόρι και χαμήλωσε τις βλεφαρίδες της. «Όπα! Όχι. Όχι με αυτό τον τρόπο.» Εκείνη τον κοίταξε ξανά. «Ούτε λιγάκι;» «Ούτε λιγάκι, ποτέ. Χριστέ μου! Στ’ αλήθεια πιστεύει ο κόσμος ότι…» «Α, δεν ξέρω για τον κόσμο. Υποθέτω πως εγώ σκέφτηκα ότι ήσαστε, ή ότι έχετε υπάρξει ή ίσως ότι ελπίζετε.» Κατάφερε να γελάσει αμήχανα. «Θα το βουλώσω τώρα.» «Άκου, η Φι και εγώ… είμαστε σαν οικογένεια. Δεν τη σκέφτομαι έτσι. Δε σκέφτομαι έτσι.» Σταμάτησε μέχρι που εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. «Για τη Φι.» «Μήπως αισθάνεσαι έτσι για κάποια άλλη;» «Συνέχεια.» «Α…» Η Λόρι γέλασε ξανά. «Δόξα τω Θεώ.» Πήγε να την αγγίξει, πήγε να τον αφήσει. Και τότε βγήκε βιαστικά από το σπίτι η Φιόνα. «Έι! Γεια. Είναι η μέρα που έρχονται οι φίλοι. Έφυγε ο Σάιμον;» Ο Τζέιμς ξεφύσησε δυνατά. «Ναι, είπε ότι έπρεπε να φύγει.» «Συγγνώμη» είπε η Λόρι. «Λάθος ώρα διαλέξαμε.» «Εδώ που τα λέμε, θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα τα πράγματα. Ή πιο αμήχανα για όλους. Ας το ξεχάσουμε. Λοιπόν…» Η Φιόνα τούς χάρισε ένα πλατύ, λαμπερό χαμόγελο. «Τι σκαρώνετε εσείς οι δύο;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
241
ΔΕΚΑΤΡΙΑ
«ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΓΑΛΑ.» Η Φιόνα έβγαλε τα ψώνια που είχε αγοράσει για τη Σίλβια. «Αυγά από κότες ελεύθερης βοσκής, κατσικίσιο τυρί, φακές, καστανό ρύζι και μια μελιτζάνα φλάσκα. Μμμ… Νόστιμα.» «Τρέμω όταν σκέφτομαι τι έχεις στο αυτοκίνητο.» «Εκτός από τον Μπόγκαρτ; Καλύτερα να μην ξέρεις.» «Λίπος, αλάτι, άμυλο και ζάχαρη.» «Ίσως, αλλά επίσης κάνα δυο πολύ ωραία μήλα. Και δες τι πήρα για σένα» είπε στον Όριο «επειδή είσαι τόσο γλυκούλης!» Έβγαλε ένα παιχνιδάκι, το ζούληξε και εκείνο τσίριξε κάνοντας το σκυλάκι να ριγήσει από χαρά. «Σίλβια» είπε όταν πρόσφερε το παιχνίδι και ο Όριο το πήρε και έφυγε χοροπηδώντας. «Έχω μια ερωτική περιπέτεια.» Γελώντας, έκανε δύο γρήγορες στροφές. «Πλησιάζω τα τριάντα και ποτέ πριν δεν μπορούσα να το πω αυτό. Έχω μια καυτή, φλογερή, τρελή ερωτική περιπέτεια.» Με τη μελιτζάνα στο χέρι, η Σίλβια χαμογέλασε. «Το βέβαιο είναι ότι σου χαρίζει λάμψη ηρεμίας και ευτυχίας.» «Αλήθεια;» Η Φιόνα ακούμπησε τα χέρια της στα μάγουλά της. «Ε, νιώθω ήρεμη και ευτυχισμένη. Ξέρεις
242
NORA ROBERTS
ότι με τον Γκρεγκ ποτέ δεν ήταν ερωτική περιπέτεια. Ήταν φιλία και ξεμυάλισμα και φιλία, το ένα μετά το άλλο ή όλα μαζί. Αλλά χτίστηκε αργά. Όμως αυτό; Αυτό ήταν… μπαμ! Εκρηκτικό.» Έγειρε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και χαμογέλασε. «Κάνω ζεματιστό σεξ, χωρίς δεσμεύσεις, και είναι υπέροχο.» «Θέλεις να το κρατήσεις έτσι;» Η Σίλβια χάιδεψε πεταχτά τα μαλλιά της Φιόνα που σήμερα ήταν ελεύθερα. «Εννοώ χωρίς δεσμεύσεις;» «Δεν το σκέφτομαι ακόμα αυτό.» Η Φιόνα ανασήκωσε τους ώμους της και έπειτα τους χαμήλωσε ξανά. «Μου αρέσει αυτή η φάση, που δε χρειάζεται να το σκέφτομαι δηλαδή.» «Συναρπαστικό. Λίγο επικίνδυνο. Απρόβλεπτο.» «Ναι! Και όλα αυτά είναι εντελώς έξω από το χαρακτήρα μου. Δεν υπάρχουν σχέδια ούτε λίστες.» «Και λάμπεις.» «Αν συνεχιστεί αυτό, ίσως γίνω ραδιενεργή.» Γεμάτη έξαψη, η Φιόνα έκοψε ένα κλαδάκι από ένα τσαμπί με γυαλιστερά πράσινα σταφύλια από το μπολ πάνω στον πάγκο και άρχισε να βάζει τις ρόγες στο στόμα της. «Κάνω ατομική εκπαίδευση στον Σαγόνια. Εδώ και πάνω από μια βδομάδα, που σημαίνει πως είτε πηγαίνω εκεί είτε ο Σάιμον φέρνει το σκυλί σ’ εμένα. Και δεν κάνουμε πάντα… Δεν υπάρχει πάντα χρόνος, αλλά υπάρχει συνέχεια ζέση.» «Δε βγαίνετε ποτέ; Θέλω να πω, δε θα σου άρεσε να πάτε για δείπνο ή να δείτε μια ταινία;» «Δεν ξέρω. Όλα αυτά φαίνονται…» Η Φιόνα κούνησε το χέρι της στον αέρα. «Μακρινά αυτή τη στιγμή. Ίσως το κάνουμε ή ίσως ξεθυμάνει. Όμως τώρα νιώθω τόσο τσιμπημένη, τόσο συνεπαρμένη, τόσο –ώρα για κλισέ– ζωντανή! Είμαι κινούμενη ενέργεια. Είχες ποτέ μια καυτή, φλογερή ερωτική περιπέτεια;» «Ναι, είχα.» Αφού έβαλε τα αυγά στη θέση τους, η Σίλβια έκλεισε το ψυγείο. «Με τον πατέρα σου.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
243
Η Φιόνα χτύπησε απαλά το λαιμό της καθώς λίγο έλειψε να της κάτσει το σταφύλι. «Σοβαρά;» «Νομίζω πως και οι δύο αποφασίσαμε πως ήταν μόνο σεξ, μόνο μια γρήγορη, συναρπαστική περιπέτεια – στη διάρκεια εκείνης της φάσης κατά την οποία δε θες να σκέφτεσαι.» «Περίμενε ένα λεπτό, γιατί θέλω να το ακούσω αυτό, αλλά δε θέλω να φτιάξω μια εικόνα στο μυαλό μου. Είναι πολύ αλλόκοτο. Εντάξει, εντάξει.» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και ένευσε καταφατικά. «Χωρίς βίντεο. Εσύ και ο μπαμπάς.» Η Σίλβια έγλειψε το δάχτυλό της και έβγαλε ένα συριστικό ήχο. «Ήταν καυτό. Εκείνη την εποχή διεύθυνα το Island Arts. Έχω πολλές, πολλές τρυφερές αναμνήσεις από την αποθήκη.» «Πρέπει να πω… πω πω! Ο μπαμπάς στην αποθήκη.» «Ήταν συναρπαστικό, λίγο επικίνδυνο, απρόβλεπτο.» «Όπως εσύ» μουρμούρισε η Φιόνα. «Όχι όπως ο μπαμπάς – ή όχι όπως η αντίληψη που είχα για τον μπαμπά.» «Ήμασταν σαν έφηβοι.» Η Σίλβια αναστέναξε, χαμογέλασε. «Θεέ μου, έτσι με έκανε να νιώθω. Φυσικά, παραήμουν αντισυμβατική για να σκεφτώ το γάμο, οπότε συνεχίσαμε όπως ήμασταν, μέχρι που σταματήσαμε. Και τότε, δεν ξέρω, Φι, πώς ή πότε ή γιατί, όχι συγκεκριμένα δηλαδή, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνον. Δόξα τω Θεώ, ένιωθε το ίδιο.» «Ήταν πολύ νευρικός την πρώτη φορά που με έφερε να σε γνωρίσω. Ξέρω ότι ήμουν μικρή, αλλά κατάλαβα ότι σε αγαπούσε επειδή ήταν τόσο νευρικός» είπε η Φιόνα. «Μας αγαπούσε και τις δύο. Ήμασταν τυχερές. Ωστόσο, όταν μου ζήτησε να τον παντρευτώ, σκέφτηκα: ω, όχι, αποκλείεται. Γάμος; Ήταν απλώς ένα κομμάτι χαρτί, μια κούφια ιεροτελεστία. Σκέφτηκα αποκλείεται, αλλά είπα ναι – και εξέπληξα τον εαυτό μου. Η καρδιά μου» μουρμούρισε η Σίλβια, ακουμπώντας πάνω της το
244
NORA ROBERTS
χέρι της. «Η καρδιά μου δε θα έλεγε όχι.» Η Φιόνα άκουγε αυτά τα λόγια στο μυαλό της κατά την επιστροφή στο σπίτι. Η καρδιά μου δε θα έλεγε όχι. Το θεωρούσε υπέροχο, και ταυτόχρονα ένιωθε ανακούφιση που, προς το παρόν, η καρδιά της ήταν σιωπηλή. Μια καρδιά που μιλούσε μπορούσε να ραγίσει – το ήξερε πολύ καλά αυτό. Όσο η δική της έμενε ικανοποιημένη, η ίδια θα παρέμενε ήρεμη και ευτυχισμένη. Η άνοιξη είχε αρχίσει να δείχνει το πρόσωπό της καθώς λιβάδια, λόφοι και δάση είχαν πρασινίσει, πασπαλισμένα με λαμπερές κίτρινες άγριες νεραγκούλες, σαν κόκκους ηλιόφωτου. Ίσως υπήρχε λίγο χιόνι ψηλά στο βουνό, αλλά η αντίθεση των λευκών βουνοκορφών με το απαλό γαλάζιο έκανε απλώς τα ντροπαλά άνθη των πρώιμων λευκών αγριόκρινων πιο γοητευτικά και τις τρίλιες των σπουργιτιών πιο διαπεραστικές. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Φιόνα ένιωθε σαν το νησί – ζωντάνευε, άνθιζε, ήταν γεμάτη από τις δυνάμεις της ύπαρξης. Τα μαθήματα, οι τάξεις και η δουλειά στο μπλογκ της γέμιζαν τις μέρες της, ενώ η μονάδα της και η εκπαίδευση πρόσθεταν το καρύκευμα της ικανοποίησης. Τα τρία σκυλιά τής πρόσφεραν αγάπη, ψυχαγωγία, ασφάλεια. Ο πολύ καυτός γείτονάς της την κρατούσε σε έξαψη και εγρήγορση – και είχε ένα κουτάβι που η Φιόνα πίστευε ότι μπορούσε να διαμορφώσει σε ένα αξιόπιστο, ακόμα και ανώτερο, σκυλί Έρευνας και Διάσωσης. Η αστυνομία δεν είχε κανένα νέο –ούτως ή άλλως, δε θα το ανακοίνωναν– για τις τρεις δολοφονημένες γυναίκες, αλλά… Τις τελευταίες δύο βδομάδες δεν είχαν αναφερθεί άλλες απαγωγές. Καθώς έπαιρνε μια στροφή, το μάτι της έπιασε το ιριδίζον χρώμα ενός κολιμπρί που πετούσε κατά μήκος μιας συστάδας από θάμνους με κόκκινα λουλούδια. Αν αυτό δεν είναι καλός οιωνός, σκέφτηκε, τότε τι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
245
είναι; «Δεν υπάρχουν κακά νέα, Μπόγκαρτ, μόνο –πώς το λέει το τραγούδι;– τα πουλιά, οι μελισσούλες, τα λουλούδια και τα δέντρα. Διάβολε, θα μου κολλήσει αυτό τώρα.» Το σκυλί χτύπησε τη γυαλιστερή μαύρη ουρά του στο κάθισμα και η Φιόνα τραγούδησε ξανά. «Δεν ξέρω το υπόλοιπο – δεν ήταν της εποχής μου, ξέρεις. Τέλος πάντων, κάναμε τις δουλειές μας και κοντεύουμε να φτάσουμε στο σπίτι. Και ξέρεις κάτι; Ίσως τηλεφωνήσω στον μπαμπά του Σαγόνια, να δούμε αν θέλει να έρθει για βραδινό. Θα μπορούσα να μαγειρέψω. Κάτι. Ίσως έχει φτάσει η ώρα για ένα ραντεβού – και για να κοιμηθεί το βράδυ στο σπίτι. Τι λες κι εσύ; Θέλεις να έρθει ο Σαγόνιας να παίξετε; Πάμε πρώτα να πάρουμε την αλληλογραφία.» Έστριψε στο μονοπάτι, πάρκαρε και πήγε με τα πόδια στο ταχυδρομικό κουτί στο πλάι του δρόμου. Έριξε την αλληλογραφία σε μία από τις σακούλες με τα ψώνια. «Καλύτερα να βάλουμε αυτά τα πράγματα στη θέση τους ώστε να δω αν έχω τίποτα να φτιάξω για βραδινό – κάτι από αυτά που μαγειρεύεις όταν έρχεται για επίσκεψη κάποιος.» Καθώς μετέφερε τις σακούλες στο σπίτι, ευχήθηκε να της είχε έρθει νωρίτερα αυτή η ιδέα. Τότε θα μπορούσε να αγοράσει κάτι και να μαγειρέψει ένα αληθινό φαγητό για ενηλίκους. «Μπορώ να πάω πίσω» είπε καθώς έβαζε κονσέρβες και κατεψυγμένα δείπνα στη θέση τους. «Να αγοράσω κάνα δυο μπριζόλες. Ξέρεις τι;» Έριξε την αλληλογραφία στο τραπέζι και μάζεψε τις πάνινες σακούλες που της είχε δώσει η Σίλβια για τα ψώνια της. «Μπορώ να τηλεφωνήσω στην πιτσαρία και να τους καλοπιάσω για να μου φέρουν μια πίτσα.» Καθώς σκεφτόταν τις επιλογές, σήκωσε τους φακέλους. «Λογαριασμός, λογαριασμός και, ω, τι έκπληξη, λογαριασμός.» Έπιασε τον ταχυδρομικό φάκελο με την
246
NORA ROBERTS
επένδυση. «Αυτό δεν είναι λογαριασμός. Ε, παιδιά, μπορεί να είναι φωτογραφίες κάποιου αποφοίτου μας.» Οι παλιοί πελάτες της συχνά τής έστελναν φωτογραφίες και νέα. Ευχαριστημένη που της είχαν στείλει κάτι που δεν ήταν λογαριασμός, άνοιξε το φάκελο. Το αραχνοΰφαντο κόκκινο φουλάρι έπεσε στο τραπέζι. Η Φιόνα τρίκλισε προς τα πίσω. Η αποστροφή και ο πανικός ανέβηκαν στο λαιμό της σαν καυτή φουσκονεριά. Για μια στιγμή το δωμάτιο γύρισε, γκρίζο στις άκρες έτσι που το φιδογυριστό φουλάρι φάνταζε άλικο. Ένας πόνος τής πίεσε το στήθος, κόβοντάς της την αναπνοή μέχρι που το γκρίζο γέμισε λευκές κηλίδες. Έψαξε στα τυφλά πίσω της και πιάστηκε από τον πάγκο τόσο σφιχτά ώστε άσπρισαν οι αρθρώσεις της καθώς της λύθηκαν τα πόδια. Μη λιποθυμήσεις, μη λιποθυμήσεις, μη λιποθυμήσεις. Ρούφηξε αέρα, τον έβγαλε και πίεσε τα τρεμάμενα πόδια της να κουνηθούν. Καθώς άπλωνε το χέρι της να πιάσει το τηλέφωνο, τα σκυλιά που πηγαινοέρχονταν γύρω της πήραν στάση επιφυλακής. «Μείνετε μαζί μου. Μείνετε μαζί μου» είπε ξέπνοη καθώς σφυριά πανικού τής κοπανούσαν τα πλευρά. Θα ορκιζόταν ότι τα άκουγε να σπάνε τα κόκαλά της σαν να ήταν γυάλινα. Η Φιόνα άρπαξε το τηλέφωνο με το ένα χέρι και ένα χασαπομάχαιρο με το άλλο. «Να πάρει, Φιόνα, πάλι άφησες ανοιχτή την πόρτα.» Ο Σάιμον μπήκε μέσα με μεγάλες δρασκελιές και ενοχλημένο ύφος. Αντιμέτωπος με μια γυναίκα, χλωμή σαν κερί, που κρατούσε ένα πολύ μεγάλο μαχαίρι και την οποία φύλαγαν τρία σκυλιά που γρύλιζαν υπόκωφα, κοντοστάθηκε απότομα. «Θα τους πεις να καθίσουν κάτω;» τη ρώτησε. Παγερά, ήρεμα. «Ηρεμήστε. Ηρεμήστε, αγόρια. Φίλος. Ο Σάιμον είναι φίλος. Πείτε γεια στον Σάιμον.» Ο Σαγόνιας μπήκε μέσα χοροπηδώντας, με ένα σκοινί,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
247
έτοιμος για παιχνίδι. Ο Σάιμον πήγε στην πίσω πόρτα και την άνοιξε. «Όλοι έξω.» «Πηγαίνετε έξω. Πηγαίνετε έξω. Πηγαίνετε να παίξετε.» Εξακολουθώντας να την παρακολουθεί, ο Σάιμον έκλεισε την πόρτα πίσω από τα σκυλιά που βγήκαν τρέχοντας. «Άσε κάτω το μαχαίρι.» Η Φιόνα κατάφερε να πάρει άλλη μια ανάσα. «Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να το αφήσω.» «Κοίταξέ με» την πρόσταξε. «Κοίταξέ με.» Με τα μάτια του στυλωμένα στα δικά της, ο Σάιμον ακούμπησε το χέρι του στον καρπό της και χρησιμοποίησε το άλλο για να τραβήξει τα δάχτυλά της από τη λαβή του μαχαιριού. Το ξανάβαλε στη σχισμή της κρεατοσανίδας. «Τι συνέβη;» Η Φιόνα σήκωσε το χέρι της και έδειξε το τραπέζι. Χωρίς να πει τίποτα, ο Σάιμον πήγε στο τραπέζι και κοίταξε το φουλάρι και τον ανοιχτό φάκελο. «Πάρε την αστυνομία» της είπε. Όταν εκείνη δε μίλησε ούτε κουνήθηκε, ο Σάιμον γύρισε. Πήρε το τηλέφωνο. «Ταχεία κλήση στο νούμερο ένα. Το γραφείο του σερίφη. Συγγνώμη. Πρέπει απλώς να…» Γλίστρησε προς τα κάτω, κάθισε στο πάτωμα και έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της. Η φωνή του Σάιμον ήταν ένας αμυδρός βόμβος κάτω από το βροντοχτύπημα της καρδιάς της στα αυτιά της. Δε λιποθύμησες, υπενθύμισε στον εαυτό της. Οπλίστηκες. Ήσουν έτοιμη. Αλλά τώρα, τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να καταρρεύσει. «Ορίστε. Πιες.» Ο Σάιμον τής έπιασε το χέρι και το τύλιξε γύρω από ένα ποτήρι με νερό. «Πιες το, Φιόνα.» Κάθισε ανακούρκουδα και σήκωσε το ποτήρι στα χείλη της Φιόνα, παρακολουθώντας τη σταθερά. «Τα χέρια σου καίνε.» «Όχι, τα δικά σου είναι παγωμένα. Πιες το νερό.» «Δεν μπορώ να καταπιώ.»
248
NORA ROBERTS
«Μπορείς. Πιες το νερό.» Την ανάγκασε να το πιει, γουλιά γουλιά. «Έρχεται ο Ντέιβι.» «Εντάξει.» «Πες μου.» «Είδα ένα κολιμπρί. Είδα ένα κολιμπρί και σταμάτησα να πάρω την αλληλογραφία. Ήταν στην αλληλογραφία. Πήρα τους φακέλους και τους έφερα εδώ με τα ψώνια. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν φωτογραφίες κάποιου από τα σκυλιά μου – από τους μαθητές. Μου τις στέλνουν μερικές φορές. Αλλά…» Ο Σάιμον σηκώθηκε όρθιος, έπιασε το φάκελο από την άκρη με δύο δάχτυλα και τον γύρισε ανάποδα. «Έχει ταχυδρομική σφραγίδα από το Λέικβιου του Όρεγκον. Δεν υπάρχει αποστολέας.» «Δεν κοίταξα. Απλώς τον άνοιξα – λίγο πριν μπεις μέσα. Λίγο πριν μπεις.» «Δε θα μπορούσα να μπω μέσα και να σε τρομάξω αν δεν είχες αφήσει ανοιχτή την πόρτα.» «Έχεις δίκιο.» Ο κόμπος στη βάση του λαιμού της δεν έλεγε να λυθεί. Το νερό δεν τον είχε διώξει, έτσι η Φιόνα συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Σάιμον, στο έντονο καστανοκίτρινο χρώμα των ματιών του. «Αυτό ήταν απροσεξία. Έγινε επειδή ήμουν χαλαρή και ευτυχισμένη. Ανόητη.» Σηκώθηκε όρθια και άφησε το ποτήρι στον πάγκο. «Αλλά είχα τα σκυλιά. Είχα ένα όπλο. Αν δεν ήσουν εσύ, αν ήταν…» «Θα δυσκολευόταν να περάσει από τα σκυλιά. Το πιθανότερο είναι πως δε θα τα κατάφερνε. Αλλά, αν τα κατάφερνε, να πάρει ο διάβολος, Φιόνα, θα σου είχε αρπάξει το μαχαίρι σε δύο δευτερόλεπτα.» Η Φιόνα πρότεινε το πιγούνι της. Το χρώμα της επανήλθε. «Νομίζεις;» «Κοίτα, είσαι δυνατή και είσαι γρήγορη. Αλλά το να αρπάξεις ένα όπλο που θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις από κοντά, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
249
εναντίον σου, δεν είναι τόσο έξυπνο όσο να το βάλεις στα πόδια.» Με απότομες κινήσεις, η Φιόνα άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα μια σπάτουλα μαγειρικής. Ο κόμπος λύθηκε, τη θέση του πήραν ο θυμός και η προσβολή. «Πάρ’ τη μου.» «Για όνομα του Θεού!» «Προσποιήσου ότι είναι μαχαίρι. Απόδειξε αυτό που λες, που να πάρει ο διάολος!» «Πολύ καλά.» Ο Σάιμον μετατοπίστηκε, προσποιήθηκε επίθεση με το δεξί του χέρι και έπειτα άπλωσε το αριστερό του στο μπράτσο της. Η Φιόνα στήριξε το βάρος της στο άλλο πόδι, άρπαξε το αριστερό χέρι του Σάιμον και χρησιμοποίησε την ορμή του για να τον τραβήξει. Εκείνος αναγκάστηκε να χτυπήσει την παλάμη του στον τοίχο για να μη σκάσει πάνω με τα μούτρα. «Μόλις σε κάρφωσα στην πλάτη με το μαχαίρι – ή, αν είχα λιγότερη δολοφονική διάθεση, θα σε κλοτσούσα πίσω από τα γόνατα και θα σε έριχνα κάτω. Δεν είμαι ανήμπορη. Δεν είμαι θύμα.» Ο Σάιμον στράφηκε προς το μέρος της. Τώρα στο πρόσωπό της άστραφτε η οργή – ήταν απίστευτα προτιμότερη από το φόβο. «Καλή κίνηση.» «Ακριβώς.» Η Φιόνα ένευσε κοφτά. «Καλά που το κατάλαβες. Θέλεις να δεις άλλη μία; Αυτή που σου κλοτσάω τα παπάρια μέχρι να φτάσουν στα δόντια σου και έπειτα σε κάνω τόπι στο ξύλο όσο βρίσκεσαι στο πάτωμα και σφαδάζεις από τον πόνο;» «Αυτή ας την αποφύγουμε.» «Το να φοβάμαι δε με κάνει αδύναμη. Το να φοβάμαι σημαίνει πως θα κάνω οτιδήποτε και όλα όσα πρέπει να κάνω για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου.» Πέταξε τη σπάτουλα στο νεροχύτη. «Δεν μπορούσες να δείξεις λίγη συμπόνια, λίγη κατανόηση αντί να με αρπάξεις από τα
250
NORA ROBERTS
μούτρα;» «Εσύ δεν κάθεσαι πια στο πάτωμα τρέμοντας. Και εγώ νιώθω λιγότερο την επιθυμία να ρίξω μια γροθιά στον τοίχο.» «Και αυτή είναι η μέθοδός σου;» «Δεν έχω βρεθεί ξανά σε αυτή τη θέση, αλλά, προφανώς, ναι, αυτή είναι η μέθοδός μου.» Πήρε τη σπάτουλα από το νεροχύτη και την ξανάβαλε στο συρτάρι. «Αλλά, αν θες να παραστήσουμε το δυνατό αρσενικό και το κλαψιάρικο θηλυκό, μπορούμε να το κάνουμε.» «Το κλαψιάρ… Θεέ μου! Μου σπας τα νεύρα. Κι αυτός» είπε η Φιόνα αφού πήρε μια ανάσα «είναι ο στόχος. Ε, λοιπόν, τον πέτυχες διάνα.» «Με τρελαίνει.» Η Φιόνα πίεσε το πρόσωπό της με τα χέρια της και έπειτα έστρωσε πίσω τα μαλλιά της. «Ποιο;» «Να σε βλέπω έτσι. Έχεις δει ποτέ τον εαυτό σου όταν είσαι πολύ φοβισμένη, πολύ θλιμμένη; Χάνεται όλο το χρώμα από το πρόσωπό σου. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να αναπνέει και να είναι τόσο χλωμός. Και με τρελαίνει αυτό.» Η Φιόνα κατέβασε ξανά τα χέρια της. «Είσαι πολύ καλός στο να βάζεις λουρί στην τρέλα.» «Ναι, είμαι. Μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό κάποια άλλη φορά. Μη νομίζεις…» Σταμάτησε και έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. «Μη νομίζεις ότι δεν έχεις σημασία. Έχεις. Απλώς δεν έχω… Τα βλέπεις τώρα;» της είπε απογοητευμένος. «Αμέσως μόλις πάψω να σε τσαντίζω αρχίζεις να κλαις.» «Δεν κλαίω.» Η Φιόνα ανοιγόκλεισε απελπισμένη τα μάτια της καθώς πλημμύρισαν από δάκρυα. «Και είναι κακό να κλαίω; Έχω το δικαίωμα. Έχω το δικαίωμα να ξεσπάσω πανηγυρικά. Οπότε, που να πάρει ο διάολος, γίνε άντρας και βούλωσέ το.» «Σκατά.» Ο Σάιμον την τράβηξε πάνω του και την
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
251
έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Φιόνα ένιωσε το αναφιλητό να της πλημμυρίζει το λαιμό. Έπειτα ο Σάιμον της έτριψε την πλάτη, έσυρε ανάλαφρα τα δάχτυλά του στο λαιμό της και ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό της. Η τρυφερότητα έκανε τα μάτια της να στεγνώσουν και σκότωσε το αναφιλητό προτού βγει από το λαιμό της. Αντιθέτως, η Φιόνα άφησε ένα μακρύ, τρεμάμενο αναστεναγμό και έγειρε πάνω του. «Δεν ξέρω πώς να φροντίζω τους ανθρώπους» μουρμούρισε ο Σάιμον. «Καλά καλά δεν μπορώ να φροντίσω το αναθεματισμένο το σκυλί.» Κάνεις λάθος γι’ αυτό, σκέφτηκε εκείνη. Μεγάλο λάθος. «Μια χαρά τα πας» κατάφερε να του πει. «Είμαι καλά.» Ωστόσο τινάχτηκε όταν γάβγισαν τα σκυλιά. «Αυτός πρέπει να είναι ο Ντέιβι.» «Θα του ανοίξω εγώ.» Της χάιδεψε τα μαλλιά μια, δυο φορές. «Κάθισε κάτω ή κάτι τέτοιο.» Κάθισε κάτω ή κάτι τέτοιο, σκέφτηκε η Φιόνα καθώς ο Σάιμον βγήκε έξω. Έπειτα ακολούθησε τη συμβουλή του και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Σάιμον βγήκε στη βεράντα. «Είναι μέσα, στην κουζίνα.» «Τι…» «Θα σε ενημερώσει εκείνη. Χρειάζομαι είκοσι λεπτά και πρέπει να ξέρω ότι θα μείνεις εδώ.» «Εντάξει.» Ο Σάιμον πήγε στο φορτηγάκι του, πρόσταξε τον Σαγόνια να μείνει και έπειτα έφυγε. Πιο ήρεμη, σκέφτηκε η Φιόνα, είμαι πιο ήρεμη όταν μπήκε μέσα ο Ντέιβι. «Δεν τον άγγιξα από τη στιγμή που τον άνοιξα» είπε. «Δε νομίζω ότι έχει σημασία.» Κοίταξε πίσω του και συνοφρυώθηκε. «Πού είναι ο Σάιμον;» «Είχε μια δουλειά.» «Τι… Ω…» Η πίεση στο στήθος της επέστρεψε, μόνο
252
NORA ROBERTS
για μια στιγμή. «Πολύ καλά. Ήταν στην αλληλογραφία. Έχει σφραγίδα του Όρεγκον.» Ο Ντέιβι κάθισε πρώτα και της έπιασε τα χέρια. Απλώς της έπιασε τα χέρια. «Ω Θεέ μου, Ντέιβι! Έχω τρομοκρατηθεί.» «Θα σε φροντίσουμε, Φι. Αν θέλεις, θα βάλουμε κάποιον να παρκάρει έξω από το σπίτι σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέχρι να πιάσουν αυτό το κάθαρμα.» «Δε νομίζω ότι είμαι έτοιμη γι’ αυτό. Ακόμα. Μπορεί να χρειαστεί να το κάνουμε.» «Σου έκαναν τίποτα περίεργα τηλεφωνήματα, μήπως σου το έκλειναν; Είχες προβλήματα στην ιστοσελίδα ή στο μπλογκ σου;» «Όχι. Αυτό είναι το πρώτο. Και ξέρω ότι μπορεί να μην είναι από εκείνον. Μάλλον δεν είναι. Είναι από κάποιο μοχθηρό άνθρωπο που διάβασε εκείνο το αναθεματισμένο το άρθρο και έμαθε τη διεύθυνσή μου. Είναι εξίσου πιθανό αυτό.» «Μπορεί να είναι.» Ο Ντέιβι άφησε τα χέρια της Φιόνα και έβγαλε δύο σακουλάκια για αποδεικτικά στοιχεία. «Θα τα πάω στο τμήμα αυτά. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Έχει αναλάβει μια ομοσπονδιακή ομάδα αυτή την υπόθεση και ίσως χρειαστεί να τους τα παραδώσουμε. Φι, είναι πιθανό να στείλουν κάποιον να σου μιλήσει.» «Δε με πειράζει αυτό.» Δε θα ήταν η πρώτη φορά, σκέφτηκε με πίκρα. «Είμαι μια χαρά μ’ αυτό.» «Θα επικοινωνήσουμε με την αστυνομία στο Λέικβιου. Ξέρω ότι αυτό είναι σκληρό για σένα, αλλά ίσως είναι μια ευκαιρία. Μπορεί να πάρουμε αποτυπώματα ή DNA από το γραμματόσημο. Μπορεί να μάθουμε κάτι από το γραφικό χαρακτήρα ή να εντοπίσουμε από πού προήλθε το φουλάρι.» Έρευνες, ρουτίνες, διαδικασίες. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλα ξανά; «Και ο Πέρι; Μπορεί να πλήρωσε κάποιον να μου το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
253
στείλει.» «Θα δω τι μπορώ να μάθω, αλλά πρέπει να έχουν μιλήσει στον Πέρι. Πρέπει να έχουν παρακολουθήσει τις επαφές του, τους επισκέπτες του, την αλληλογραφία του. Δε μας ενημερώνουν, Φι, αλλά έπειτα απ’ αυτό ο σερίφης θα τους πιέσει. Ίσως να ήταν η άποψη κάποιου μαλάκα για μια άσχημη φάρσα, όμως όλοι θα το πάρουν σοβαρά. Μπορώ να κοιμηθώ στον καναπέ.» Θα το κάνει, σκέφτηκε η Φιόνα, για όσο χρειαστεί. «Έχεις μια οικογένεια. Εγώ έχω τα σκυλιά.» Εκείνος έγειρε πίσω. «Έχεις τίποτα κρύο να πιω;» Η Φιόνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Επειδή διψάς ή επειδή δε θέλεις να με αφήσεις μόνη;» Της έριξε ένα σκληρό βλέμμα. «Δεν μπορείς να χαραμίσεις ένα ποτό για ένα σκληρά εργαζόμενο δημόσιο υπάλληλο;» Η Φιόνα σηκώθηκε και άνοιξε το ψυγείο. «Είσαι τυχερός που μόλις γύρισα από την αγορά. Έχω κοκακόλα, πορτοκαλάδα, εμφιαλωμένο νερό και χυμό λαχανικών V8. Έχω και μπίρα, αλλά αφού είσαι ένας σκληρά εργαζόμενος δημόσιος υπάλληλος σε υπηρεσία…» «Θα πάρω την κοκακόλα.» «Παγάκια και λεμόνι;» «Απλώς δώσ’ μου το κουτάκι, Φι. Γιατί δεν πάμε στη βεράντα, να εκμεταλλευτούμε τον καιρό;» Η Φι έβγαλε και δεύτερο κουτάκι. «Είμαι καλά μόνη μου, Ντέιβι. Φοβάμαι» πρόσθεσε καθώς προχώρησαν στην μπροστινή πόρτα «αλλά αισθάνομαι πιο ασφαλής και πιο σίγουρη στο σπίτι μου παρά οπουδήποτε αλλού. Έχω το κινητό μου στην τσέπη μου. Έκανα εξάσκηση με το όπλο μου – και πίστεψέ με θα κάνω κι άλλη προτού νυχτώσει. Και θα χαρείς να μάθεις πως, όταν μπήκε μέσα ο Σάιμον ενώ είχα φρικάρει, τα σκυλιά τον κράτησαν πίσω μέχρι που τα πρόσταξα να τον αφήσουν.» «Όλα καλά, Φι. Απλώς θα ένιωθα καλύτερα αν έμενε κάποιος μαζί σου. Γιατί δε φωνάζεις τον Τζέιμς;»
254
NORA ROBERTS
Το γεγονός ότι η Φιόνα είχε σκεφτεί να κάνει ακριβώς αυτό σήμαινε ότι είχε τρομάξει περισσότερο απ’ όσο είχε συνειδητοποιήσει. «Δεν ξέρω. Ίσως…» Τα σκυλιά πήραν στάση επιφυλακής όταν έφτασαν στην πόρτα. Ο Ντέιβι την έσπρωξε απαλά στο πλάι και άνοιξε εκείνος. Και ένευσε καταφατικά όταν είδε τον Σάιμον να επιστρέφει με το φορτηγάκι του. «Εγώ να πηγαίνω.» Η Φιόνα συνειδητοποίησε ότι ήταν συνεννοημένοι. «Εσύ δεν ήθελες ένα παγωμένο ποτό και να εκμεταλλευτούμε τον καιρό;» «Θα πάρω το αναψυκτικό μαζί μου.» Της έσφιξε καθησυχαστικά το μπράτσο προτού πάει κοντά στον Σάιμον. Η Φιόνα περίμενε εκεί που στεκόταν ενώ οι δύο άντρες είχαν μια σύντομη συζήτηση. Ο Ντέιβι μπήκε στο αυτοκίνητό του και ο Σάιμον πέρασε στον ώμο του ένα μικρό σακίδιο. «Νόμισα ότι πήγες στο σπίτι σου.» «Πήγα. Έπρεπε να φροντίσω κάνα δυο πράγματα και να πάρω μερικά πράγματα. Χρειάζομαι κάποια αφού θα μείνω εδώ απόψε.» «Θα μείνεις εδώ απόψε;» «Ναι.» Της πήρε το κουτάκι με την κοκακόλα και ήπιε κάμποση. «Αν έχεις πρόβλημα με αυτό, τι να κάνουμε; Ατυχία.» Η Φιόνα μαλάκωσε μέσα της όπως θα μαλάκωνε κάποια άλλη γυναίκα αν ένας άντρας τής διάβαζε ένα ερωτικό σονέτο. «Υποθέτω πως θα περιμένεις να κάνουμε σεξ και να φάμε ένα ζεστό φαγητό.» «Ναι, αλλά τη σειρά τους μπορείς να τη διαλέξεις εσύ.» Της έδωσε πίσω την κοκακόλα. «Είμαι κακή μαγείρισσα.» «Ευτυχώς είσαι καλή στο κρεβάτι – ή σε άλλο έπιπλο.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχεις καμιά κατεψυγμένη πίτσα;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
255
Η Φιόνα συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμα τρομαγμένη, όμως δεν της ερχόταν πια να βάλει τα κλάματα ούτε χρειαζόταν να συγκρατήσει το τρέμουλό της. «Έχω, αλλά επίσης έχω φυλλάδιο της πιτσαρίας Μάμα Μία. Θα μου φέρουν μία αν τους το ζητήσω.» «Ωραία.» Ο Σάιμον άρχισε να περπατάει δίπλα της προς το σπίτι, όμως εκείνη γύρισε, χώθηκε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε δυνατά. «Σάιμον» μουρμούρισε καθώς χαλάρωσε στην αγκαλιά του. «Δεν έχω ιδέα γιατί, αλλά αυτή τη στιγμή είσαι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι.» «Ούτε εγώ ξέρω γιατί.» Ο Σάιμον πέταξε από την ανοιχτή πόρτα το σακίδιο μέσα στο σπίτι και έπειτα της χάιδεψε την πλάτη. «Πραγματικά δεν είσαι ο τύπος μου.» «Επειδή δεν μπαίνω σε καλούπια.» Ο Σάιμον κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό της καθώς εκείνη γέλασε και έγειρε πίσω. «Πράγματι, δεν μπαίνεις.» «Ας κάνουμε έναν περίπατο προτού παραγγείλουμε. Πρέπει να αποτινάξω τα τελευταία ίχνη νευρικότητας από πάνω μου.» «Τότε θέλω μια μπίρα.» «Ξέρεις κάτι; Το ίδιο και εγώ. Έρχονται δυο μπίρες για τη βόλτα.» ΑΡΓΟΤΕΡΑ, ΚΑΘΙΣΑΝ στον καναπέ με ακόμα μία μπίρα ο καθένας, τη φωτιά να διώχνει τη βραδινή ψύχρα και έχοντας μια πίτσα με πεπερόνι στο χάρτινο κουτί ανάμεσά τους. Η Φιόνα σταύρωσε τους αστραγάλους της πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. «Ξέρεις, λέω συνέχεια στον εαυτό μου ότι θα αρχίσω να τρώω σαν ενήλικη.» «Σαν ενήλικοι τρώμε.» Ο Σάιμον εμπόδισε την προσπάθεια του Σαγόνια να χωθεί κάτω από τα πόδια του ώστε να πλησιάσει την πίτσα. «Τα παιδιά πρέπει να τρώνε όταν και ό,τι τους λένε» συνέχισε. «Εμείς τρώμε όταν και
256
NORA ROBERTS
ό,τι θέλουμε. Γιατί είμαστε ενήλικοι.» «Αυτό είναι αλήθεια. Επιπλέον, λατρεύω την πίτσα.» Δάγκωσε το κομμάτι της. «Δεν υπάρχει φαγητό που να συγκρίνεται μαζί της. Ωστόσο, προτού… προτού έρθεις σκεφτόμουν να σου ζητήσω να καθίσεις για βραδινό.» «Τότε πώς κατέληξα να πληρώσω την πίτσα;» «Έβγαλες το πορτοφόλι σου και εγώ σε άφησα. Θα σου ζητούσα να μείνεις να φάμε το φαγητό που θα μαγείρευα.» «Είσαι κακή μαγείρισσα.» Εκείνη του έδωσε μια αγκωνιά. «Θα έκανα μια προσπάθεια. Εξάλλου, μπορώ να ψήσω στη σχάρα. Μάλιστα, είμαι μαστόρισσα στη σχάρα. Θα έφτιαχνα κάνα δυο μπριζόλες, πατάτες στο αλουμινόχαρτο – και μερικά σουβλάκια λαχανικών για να είναι ισορροπημένο το γεύμα. Σ’ αυτά δε με πιάνει κανείς.» «Μαγειρεύεις σαν άντρας.» Ο Σάιμον πήρε και δεύτερο κομμάτι. «Το θαυμάζω αυτό.» «Υποθέτω ότι σου χρωστάω ένα δείπνο με μπριζόλες, αφού πλήρωσες για την πίτσα και μου κρατάς παρέα απόψε. Πες μου πώς βάζεις λουρί στην τρέλα.» «Δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον. Γιατί δεν έχεις τηλεόραση εδώ κάτω;» «Γιατί δε βλέπω ποτέ τηλεόραση εδώ κάτω. Μου αρέσει να βλέπω στο κρεβάτι, απλωμένη ή κουκουλωμένη. Το καθιστικό είναι για παρέα και συζήτηση.» «Και η κρεβατοκάμαρα είναι για ύπνο και σεξ.» «Μέχρι πρόσφατα το σεξ δεν αποτελούσε επιλογή, και το να βλέπω τηλεόραση στο κρεβάτι με βοηθάει να αποκοιμηθώ.» Η Φιόνα έγλειψε σάλτσα από τον αντίχειρά της. «Ξέρω πότε αλλάζεις θέμα συζήτησης και δεν πρόκειται να πιάσει. Με ενδιαφέρει.» «Είμαι οξύθυμος. Έχω μάθει να το ελέγχω. Αυτό είναι όλο.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
257
«Και βέβαια είσαι οξύθυμος.» Ο Σάιμον ήπιε μια γουλιά από τη μπίρα του. «Ωραία. Όταν ήμουν μικρός και κάτι, κάποιος με νευρίαζε ή μου κόλλαγε, γινόμουν πύραυλος. Η απάντησή μου ήταν ο καβγάς, όσο πιο αιματηρός τόσο το καλύτερο.» «Σου άρεσε να πιάνεσαι στα χέρια.» «Μου άρεσε να κόβω κώλους» τη διόρθωσε. «Υπάρχει διαφορά. Να πιάνομαι στα χέρια; Υπάρχει κάτι καλοπροαίρετο σε αυτή την περιγραφή. Εγώ μόνο καλοπροαίρετος δεν ήμουν. Δεν προκαλούσα καβγάδες, δεν τρομοκρατούσα άλλα παιδιά, δεν πήγαινα γυρεύοντας. Αλλά μπορούσα να βρω ένα λόγο να πλακωθώ, μπορούσα να βρω μπελάδες, κανένα πρόβλημα. Και τότε το έχανα.» Ο Σάιμον γύρισε την μπίρα από την άλλη και διάβασε αφηρημένα την ετικέτα. «Έχεις ακούσει την έκφραση “βλέπω κόκκινο”; Είναι κυριολεκτική. Και έπεφτα με τα μούτρα. Και, όταν έπεφτα με τα μούτρα, γινόταν για να κάνω ζημιά.» Η Φιόνα μπορούσε να τον φανταστεί να πέφτει με τα μούτρα – ο σωματότυπός του, τα μεγάλα, σκληρά χέρια του, η σκληρή λάβρα που διέκρινε στα μάτια του πότε πότε. «Τραυμάτισες ποτέ κανέναν σοβαρά;» «Θα μπορούσα. Κάποια στιγμή θα το έκανα. Με έχουν τραβολογήσει στο γραφείο του διευθυντή περισσότερες φορές απ’ όσες μπορώ να μετρήσω.» «Εμένα ποτέ. Δεν κοκορεύομαι» πρόσθεσε η Φιόνα όταν εκείνος γύρισε το κεφάλι του για να την κοιτάξει. «Εν μέρει εύχομαι να μην ήμουν τόσο καλό κορίτσι συνέχεια.» «Ήσουν από αυτές, ε;» «Δυστυχώς, ναι. Συνέχισε. Τα κακά αγόρια είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα καλά κορίτσια.» «Εξαρτάται από το κορίτσι, και τι χρειάζεται για να βγει στην επιφάνεια ο κακός του εαυτός.» Άπλωσε το χέρι του και ξεκούμπωσε τα δύο πρώτα κουμπιά του
258
NORA ROBERTS
πουκαμίσου της μέχρι που φάνηκε το σουτιέν της. «Ορίστε. Πίτσα με τσουλάκι. Τέλος πάντων» συνέχισε όταν η Φιόνα γέλασε. «Μπλεκόμουν σε μπελάδες, αλλά ποτέ δεν ξεκινούσα εγώ τον καβγά – και υπήρχαν πάντα άνθρωποι τριγύρω που με υποστήριζαν σε αυτό. Οι γονείς μου δοκίμασαν διάφορα πράγματα για να το διοχετεύσουν αλλού. Αθλήματα, κηρύγματα, ακόμα και ψυχοθεραπεία. Το θέμα ήταν πως έπαιρνα καλούς βαθμούς και δεν αντιμιλούσα στους καθηγητές.» «Τι άλλαξε;» «Η πρώτη χρονιά στο λύκειο. Είχα φήμη. Και πάντα υπάρχει κάποιος που θέλει να προκαλέσει αυτόν που έχει φήμη. Ήρθε ένας καινούριος, ένα σκληρό καρύδι. Με κυνήγησε, τον ξάπλωσα κάτω.» «Έτσι απλά;» «Όχι. Ήταν βίαιο και από τις δύο πλευρές. Κάναμε ζημιά ο ένας στον άλλον. Εγώ του έκανα περισσότερη. Κάνα δυο βδομάδες αργότερα, εκείνος και δύο φιλαράκια του μου την έπεσαν. Ήμουν με ένα κορίτσι και χαμουρευόμασταν στο πάρκο. Οι δύο από αυτούς με κρατούσαν ενώ εκείνος με χτυπούσε. Το κορίτσι τούς φώναζε να σταματήσουν, φώναζε βοήθεια και εκείνος γελούσε και με χτυπούσε μέχρι που έπαψα να αισθάνομαι. Σε κάποια φάση λιποθύμησα.» «Ω Θεέ μου, Σάιμον!» «Όταν συνήλθα, την είχαν ξαπλώσει στο έδαφος και την κρατούσαν. Εκείνη έκλαιγε, ικέτευε. Δεν ήξερα αν την είχαν βιάσει. Δεν ήξερα αν έφτασαν τόσο μακριά. Όμως δεν τους δόθηκε η ευκαιρία. Τρελάθηκα και δε θυμάμαι τίποτα. Δε θυμάμαι ότι σηκώθηκα από το έδαφος και τους κυνήγησα. Τους δύο τους έδειρα μέχρι λιποθυμίας. Ο τρίτος το έβαλε στα πόδια. Δε θυμάμαι τίποτε απ’ όλα αυτά» επανέλαβε ο Σάιμον σαν να τον ενοχλούσε ακόμα αυτό. «Αλλά θυμάμαι ότι συνήλθα, ότι βγήκα από εκείνη την κόκκινη ζώνη και άκουσα το κορίτσι –το κορίτσι με το οποίο είχα μισοδαγκώσει τη λαμαρίνα– να κλαίει και να
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
259
ουρλιάζει και να με παρακαλάει να σταματήσω. Θυμάμαι την έκφραση στο πρόσωπό της όταν συνήλθα αρκετά ώστε να τη δω. Την είχα τρομάξει τόσο πολύ όσο εκείνοι που μου την έπεσαν και κόντεψαν να τη βιάσουν.» Άρα ήταν αδύναμη, σκέφτηκε η Φιόνα. Αντί να βάλει τις φωνές και να κλάψει, έπρεπε να τρέξει να φέρει βοήθεια. «Πόσα άσχημα τραυματίστηκες;» «Αρκετά ώστε να μείνω δύο μέρες στο νοσοκομείο. Οι δύο από τους τρεις που μου ρίχτηκαν έμειναν περισσότερο. Συνήλθα στο νοσοκομείο – πονούσα ολόκληρος. Είδα τους γονείς μου να κάθονται μαζί στην άλλη άκρη του δωματίου. Η μάνα μου έκλαιγε. Ήταν από τους ανθρώπους που έπρεπε να τους κόψεις το χέρι για να βάλουν τα κλάματα, αλλά τώρα τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της.» Αυτό, έβλεπε ολοκάθαρα η Φιόνα, τον ενοχλούσε περισσότερο από το κενό στη μνήμη του. Αυτό ήταν η αιτία που άλλαξε δρόμο. Τα δάκρυα της μητέρας του. «Και σκέφτηκα “ως εδώ”. Αρκετά. Πέρασα λουρί στην τρέλα.» «Έτσι απλά;» «Όχι. Αλλά τελικά ναι. Όταν μάθεις πώς να φεύγεις μακριά την πρώτη φορά ή όταν συνειδητοποιείς ότι είναι ηλίθιος αυτός που σου βάζει το δόλωμα, γίνεται πιο εύκολο.» Οπότε, σκέφτηκε η Φιόνα, εκεί είχε τις ρίζες του ο αυτοέλεγχός του. «Και το κορίτσι;» «Ποτέ δεν έφτασα μέχρι το τέλος μαζί της. Τα χάλασε μαζί μου» πρόσθεσε όταν η Φιόνα δεν είπε τίποτα. «Δεν την αδικώ.» «Εγώ την αδικώ. Θα μπορούσε να βρει ένα μεγάλο κλαδί και να σε βοηθήσει αντί να βάλει τα κλάματα. Μπορούσε να αρπάξει μερικές πέτρες και να αρχίσει να τους τις πετάει. Μπορούσε να σου φιλήσει τα πόδια που την έσωσες και δεν την κακοποίησαν ή δεν τη βίασαν.»
260
NORA ROBERTS
Εκείνος χαμογέλασε. «Δεν ήταν τέτοιος τύπος.» «Έχεις κακό γούστο στους τύπους.» «Ίσως. Τουλάχιστον, μέχρι τώρα.» Η Φιόνα χαμογέλασε και έσκυψε πάνω από το κουτί της πίτσας για να τον φιλήσει – και ξεκούμπωσε άλλο ένα κουμπί της μπλούζας της. «Αφού είμαι το τσουλάκι που συνοδεύει την αποψινή πίτσα, θα έλεγα να πάρουμε την υπόλοιπη επάνω, όπου θα είναι εύκαιρη αν θελήσουμε λίγη στη συνέχεια.» «Είμαι λάτρης της παγωμένης πίτσας.» «Ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους που δεν είναι.» Η Φιόνα σηκώθηκε όρθια και του άπλωσε το χέρι της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
261
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ
Ο ΣΑΙΜΟΝ ΞΥΠΝΗΣΕ με τον ήλιο στα μάτια του. Στο σπίτι του κοιμόταν σε μια σπηλιά, έκλεινε τα παντζούρια των παραθύρων ώστε να ξυπνάει και να σηκώνεται όποτε γούσταρε. Αυτό –όπως το να τρώει ό,τι και όποτε ήθελε– το θεωρούσε ένα από τα τυχερά του ενήλικου βίου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Φυσικά, το σκυλί το είχε αλλάξει αυτό. Απαιτούσε να το βγάζει έξω σε αμφιλεγόμενες ώρες πηδώντας πάνω στο στρώμα ή γλείφοντας οποιοδήποτε μέλος του σώματος του Σάιμον τύχαινε να κρέμεται από το κρεβάτι. Ή χρησιμοποιούσε τη νέα, και πολύ ανατριχιαστική, μέθοδό του: στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι και παρατηρούσε τον άνθρωπο. Ωστόσο, είχαν βρει μια ρουτίνα κατά την οποία έβγαζε το σκυλί έξω, επέστρεφε σκουντουφλώντας στο κρεβάτι και κοιμόταν λίγο ακόμα μέχρι που ο Σαγόνιας ήθελε να ξαναμπεί μέσα. Οπότε πού στο διάβολο ήταν το σκυλί; Και, ακόμα πιο σημαντικό, πού στο διάβολο ήταν η Φιόνα; Ο Σάιμον αποφάσισε ότι σίγουρα ήταν μαζί, άρπαξε
262
NORA ROBERTS
ένα μαξιλάρι και το έβαλε πάνω στο πρόσωπό του ώστε να μπλοκάρει τον ήλιο και να μπορέσει να κοιμηθεί. Δεν είναι καλή κίνηση, σκέφτηκε σε λίγα δευτερόλεπτα. Το μαξιλάρι μύριζε Φιόνα και η μυρωδιά της τον τρέλαινε. Το απόλαυσε για μια στιγμή ανασαίνοντας βαθιά ενώ μια εικόνα της σχηματίστηκε στο μυαλό του. Τα απαλά χρώματα, τα έντονα χαρακτηριστικά, το δυνατό κορμί. Οι διάσπαρτες φακίδες και τα καθάρια, ήρεμα μάτια της. Μέχρι τώρα νόμιζε πως, αν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που έβρισκε τόσο σαγηνευτικό πάνω της, θα την ξεπερνούσε. Όμως τώρα που το είχε βρει, έστω εν μέρει, διαπίστωνε ότι απλώς είχε δεθεί περισσότερο μαζί της. Η δύναμή της –του πνεύματος και του κορμιού της–, η προσαρμοστικότητα, το χιούμορ και η ανεξάντλητη υπομονή της συνδυασμένα με εσωτερική ευγένεια και αβίαστη, σχεδόν ανέμελη αυτοπεποίθηση. Ο Σάιμον έβρισκε συναρπαστικό αυτό το κράμα. Πέταξε το μαξιλάρι και έμεινε ξαπλωμένος, μισοκλείνοντας τα μάτια του στο φως. Η κρεβατοκάμαρά της, σκέφτηκε, φανερώνει έντονη, δημιουργική χρήση των χρωμάτων. Οι τοίχοι είχαν μια χάλκινη απόχρωση που έλαμπε στο ηλιόφως και αποτελούσε ωραίο φόντο για μερικά αντικείμενα τέχνης – πιθανώς αγορασμένα από το κατάστημα της Σιλ. Η Φιόνα είχε επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια ενός μεγάλου σιδερένιου κρεβατιού με στοιχεία από σκούρο μπρονζέ και χαλκόχρωμους, ψηλούς παραστάτες με στρογγυλά τελειώματα. Δεν επικρατεί ακαταστασία, σκέφτηκε. Ακόμα και τα υποχρεωτικά γυναικεία μπουκαλάκια και μπολάκια πάνω στην τουαλέτα απέπνεαν μια αίσθηση οργάνωσης, ενώ τα τρία κρεβατάκια σκύλων στην απέναντι άκρη του δωματίου φανέρωναν το πάθος και το επάγγελμά της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
263
Ελκυστικά λαμπατέρ, σε απλό στιλ, μια τεράστια πολυθρόνα σκεπασμένη με ένα όμορφο χειροποίητο ριχτάρι – μάλλον της Σιλ κι αυτό. Ένα χαμηλό ντουλάπι με βιβλία –που ήταν σίγουρος πως είχαν τοποθετηθεί με αλφαβητική σειρά–, φωτογραφίες, μπιχλιμπίδια. Δεν υπήρχαν ρούχα πεταμένα ολόγυρα, ούτε παπούτσια αφημένα στο πάτωμα, ούτε το περιεχόμενο μιας τσέπης σκορπισμένο πάνω στην τουαλέτα. Πώς μπορούσε να ζει έτσι ένας άνθρωπος; Μάλιστα, πρόσεξε ο Σάιμον, τα ρούχα που είχε βγάλει, τραβήξει και πετάξει από πάνω της εκείνος την προηγούμενη νύχτα ήταν άφαντα, ενώ τα ρούχα που είχε βγάλει, τραβήξει και πετάξει από πάνω του εκείνη ήταν διπλωμένα προσεκτικά στο μπαούλο κάτω από το παράθυρο. Και, αφού ήταν ξαπλωμένος εκεί και σκεφτόταν πώς είχε διακοσμήσει και οργανώσει την κρεβατοκάμαρά της η Φιόνα, προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί άλλο. Χρησιμοποίησε το μπάνιο της και το βρήκε λειψό σε πίεση και ζεστό νερό. Το μπάνιο της, σκέφτηκε, χρειάζεται μια σοβαρή ανακαίνιση. Τα παλιά εξαρτήματα έπρεπε να αντικατασταθούν, τα πλακάκια να επισκευαστούν και ο βασικός σχεδιασμός σπαταλούσε χώρο. Παρ’ ότι κακοφτιαγμένο, ήταν συγυρισμένο, οργανωμένο και σχολαστικά καθαρό. Ο Σάιμον έριξε την πετσέτα του στο πάτωμα και βγήκε στην κρεβατοκάμαρα για να ντυθεί. Επέστρεψε στο μπάνιο, μάζεψε την πετσέτα και την κρέμασε στη βέργα της κουρτίνας της ντουζιέρας. Ντύθηκε έχοντας στο μυαλό του τον καφέ, και πήγε να βγει από το δωμάτιο. Επέστρεψε γκρινιάζοντας και μάζεψε το μαξιλάρι που είχε πετάξει από το πρόσωπό του στο πάτωμα. Το ξανάριξε στο κρεβάτι. Μουρμούρισε, αλλά έβαλε τα διπλωμένα ρούχα του στο σακίδιό του. Ικανοποιημένος, γύρισε να φύγει από το δωμάτιο.
264
NORA ROBERTS
«Να πάρει ο διάολος.» Αφού δεν μπορούσε να αποτινάξει τις ενοχές από πάνω του, γύρισε πίσω, έστρωσε τα σκεπάσματα όπως όπως κι έριξε από πάνω το γαλάζιο πάπλωμα – και θεώρησε το κρεβάτι στρωμένο. Νιώθοντας χρησιμοποιημένος, κατέβηκε στο ισόγειο σέρνοντας τα πόδια του και αποφασίζοντας ότι το μόνο που ευχόταν ήταν να υπήρχε καφές. Τον περίμενε καυτός, αρωματικός και δελεαστικός. Εκτός από μια γυναίκα, σκέφτηκε καθώς έριξε κάμποσο σε μια κούπα, ο καφές είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να γευτεί ένας άντρας το πρωί. Ήπιε, έριξε κι άλλο στην κούπα κι έπειτα πήγε να βρει την κοπέλα και το σκυλί του. Βρίσκονταν στην ηλιόλουστη πλαϊνή αυλή και χαζολογούσαν σε αυτό που ο Σάιμον θεωρούσε εξοπλισμό παιδικής χαράς ενώ τα άλλα τρία σκυλιά ήταν ξαπλωμένα στο γρασίδι. Έγειρε στο στύλο της βεράντας, πίνοντας τον καφέ του, και παρακολούθησε τη Φιόνα – είχε ανεβασμένο το φερμουάρ της γκρι φανελένιας ζακέτας της με την κουκούλα εξαιτίας της πρωινής ψύχρας, και είχε βάλει το σκύλο του να ανέβει σε μια τραμπάλα. Η τραμπάλα έγειρε προς το κάτω όταν το σκυλί πέρασε από το κέντρο της, όμως αντί να πηδήξει, όπως περίμενε ο Σάιμον, ο Σαγόνιας περπάτησε μέχρι το τέλος. «Μπράβο!» Ο Σαγόνιας εισέπραξε τη λιχουδιά του και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη προτού η Φιόνα τον πάει στο τούνελ. «Πέρνα από την άλλη.» Εκείνη ακολούθησε εξωτερικά καθώς ο Σαγόνιας –υπέθεσε ο Σάιμον– προχωρούσε στο εσωτερικό. Το κουτάβι ξετρύπωσε από την άλλη άκρη. Αφού τον αντάμειψε, η Φιόνα πήγε σε μια πλατφόρμα. Ο Σάιμον είδε το σκυλί του να πηδάει έπειτα από τη διαταγή της, να καμαρώνει με τον έπαινο και έπειτα να κατεβαίνει τρέχοντας τη ράμπα από την άλλη πλευρά και να πηγαίνει κατευθείαν στη σκάλα της τσουλήθρας.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
265
«Χοπ!» Χωρίς δισταγμό, ο Σαγόνιας σκαρφάλωσε και έπειτα κατέβηκε από την τσουλήθρα. Έκπληκτος, ο Σάιμον τούς πλησίασε καθώς η Φιόνα πήγε το κουτάβι σε μια πιο χαμηλή πλατφόρμα. Όταν το διέταξε, εκείνο πήδηξε πάνω και, αμέσως μετά, σκαρφάλωσε αδέξια σε ένα σωρό από κορμούς. «Φώναξε το τσίρκο» είπε ο Σάιμον. Στο άκουσμα της φωνής του, ο Σαγόνιας έλυσε τους ζυγούς και όρμησε προς το μέρος του. «Καλημέρα.» Η Φιόνα έκανε νόημα στα σκυλιά της ότι ήταν ελεύθερα. «Ναι.» Ο Σάιμον πρόσεξε ότι είχε κάνει κάτι στα μαλλιά της. Είχε φτιάξει δυο κοτσίδες στο πλάι, οι οποίες κατέληγαν σε μία στο πίσω μέρος. Πού στο διάβολο έβρισκε ώρα να κάνει τέτοια πράγματα; «Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς και κάνεις αθλοπαιδιές;» «Έχω πρωινά μαθήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός ατομικού με σκυλί που έχει πρόβλημα συμπεριφοράς.» Χώθηκε στην αγκαλιά του όπως το συνήθιζε, και τον φίλησε όπως συνήθιζε –ανάλαφρα και χαλαρά. Του άρεσε το ανάλαφρο και χαλαρό φιλί, αλλά… Την τράβηξε ξανά πάνω του για ένα πιο άγριο. «Κάτω.» Η Φιόνα κράτησε το ένα χέρι της προς το μέρος του Σαγόνια που πήδηξε, και πέρασε το άλλο ανάμεσα από τα μαλλιά του Σάιμον. «Τα μαλλιά σου είναι ακόμα βρεγμένα. Ώστε βρήκες το μπάνιο και τον καφέ.» «Ναι.» Η Φιόνα μυρίζει σαν την άνοιξη, σκέφτηκε, με μια υποψία διέγερσης. «Θα προτιμούσα να σε βρω στο κρεβάτι, αλλά συμβιβάστηκα.» «Τα σκυλιά έπρεπε να βγουν έξω και, αφού είχαμε σηκωθεί, σκέφτηκα να δουλέψω με τον Σαγόνια. Αυτός ήταν ο τρίτος γύρος του με εμπόδια σήμερα το πρωί. Του φαίνεται πολύ διασκεδαστικό, και έχει μάθει πολλά
266
NORA ROBERTS
πράγματα. Αν θες να τον αφήσεις εδώ σήμερα, μπορεί να μείνει με τα αγόρια, και θα δουλέψω λίγο μαζί του ανάμεσα στα μαθήματα.» «Έεε…» «Ή, αν θες να τον πάρεις μαζί σου, μπορείς να περάσεις αργότερα και να κάνουμε μαζί ένα μάθημα.» Είναι ανόητο, σκέφτηκε ο Σάιμον, που είχε συνηθίσει τόσο πολύ το σκυλί ώστε δίσταζε να δεχτεί την προσφορά να περάσει μια μέρα χωρίς να έχει την ευθύνη του. «Κράτησέ τον αν θέλεις. Θέλεις να περάσω κάποια συγκεκριμένη ώρα να τον πάρω;» «Όποτε θέλεις. Παίξε σωστά τα χαρτιά σου και ίσως κερδίσεις εκείνο το δείπνο με μπριζόλες αφού ξέρω ότι θα ξανάρθεις. Αν ήξερα ότι θα περνούσες χθες… Γιατί ήρθες χθες:» «Ίσως ήθελα να κάνω σεξ.» «Αποστολή εξετελέσθη.» Ο Σάιμον τής χαμογέλασε και έσυρε το δάχτυλό του σε μία από τις περίπλοκες κοτσίδες της. «Το σεξ και η πίτσα ήταν μπόνους. Είχα λόγο που ήρθα, αλλά χάθηκε μέσα σε όλα τα άλλα.» «Ήταν πολλά αυτά τα άλλα. Χαίρομαι που ήσουν εδώ, όποιος κι αν ήταν ο λόγος.» «Είναι στο φορτηγάκι. Θα τον φέρω. Πάρε.» Της έβαλε την άδεια κούπα του καφέ στο χέρι. «Τι είναι στο φορτηγάκι;» «Ο λόγος.» Ο Σαγόνιας άρπαξε ένα κλαδί και τον ακολούθησε χοροπηδώντας. «Δε θα πάμε βόλτα ακόμα.» Για να μη χτυπάει πάνω στα πόδια του το σκυλί, ο Σάιμον πήρε το κλαδί. «Φέρ’ το.» Έπειτα το πέταξε μακριά. Ολόκληρη η αγέλη των σκυλιών έτρεξε να το πιάσει. Ο Σάιμον κατέβασε την πίσω πόρτα, μπήκε μέσα και παραμέρισε ένα μουσαμά. Έπειτα κουβάλησε την κουνιστή καρέκλα έξω από το φορτηγάκι. «Ω Θεέ μου, δική μου είναι αυτή;» Η Φιόνα πήγε κοντά του όταν την ανέβασε στη βεράντα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
267
Λάμπει, σκέφτηκε ο Σάιμον, σαν να της έχω χαρίσει διαμάντια. «Δική μου είναι. Δε θα κάθομαι σ’ αυτό το σαράβαλο όταν θα έρχομαι εδώ.» «Είναι πανέμορφη. Για δες χρώμα! Πώς λέγεται, Διακοπές στην Καραϊβική; Πλάκα έχει!» «Ταιριάζει με το σπίτι, με το διακοσμητικό τελείωμα.» Παρ’ ότι ανασήκωσε τους ώμους του, η αντίδρασή της του προκάλεσε παράλογη χαρά. «Και μ’ εσένα θα πηγαίνει.» «Είναι πολύ λεία.» Έσυρε το χέρι της στο μπράτσο. Όταν ο Σάιμον την άφησε στη βεράντα, η Φιόνα κάθισε πάνω. «Α! Είναι και άνετη!» Γελώντας, κουνήθηκε μπρος πίσω. «Ωραία κουνιέται. Λοιπόν, μου ταιριάζει;» «Ναι, σου ταιριάζει.» Ο Σάιμον σήκωσε την παλιά καρέκλα. «Τι θα κάνεις με… Ω Σάιμον!» Η Φιόνα μόρφασε όταν εκείνος έσπασε ένα διάξυλο – γεγονός που του προκάλεσε παράλογη ευχαρίστηση. «Κάποιος μπορεί να τη χρησιμοποιήσει.» «Έχει τα χάλια της.» «Ναι, αλλά τουλάχιστον πρέπει να την ανακυκλώσω…» Εκείνος έσπασε άλλο ένα διάξυλο. «Ορίστε. Θα την ανακυκλώσουμε για προσάναμμα. Ή…» πέταξε το ξύλο και τα σκυλιά έτρεξαν σαν τρελά να το πιάσουν «θα την κάνουμε σκυλοπαιχνίδι.» Πρέπει να φύγω, σκέφτηκε ο Σάιμον. Αφού σηκώθηκα τόσο νωρίς, πρέπει να πάω να δουλέψω. «Πότε είναι το πρώτο μάθημά σου;» «Πρώτα θα κάνω το ατομικό. Πρέπει να βρίσκονται εδώ σε μισή ώρα.» «Πάω να πάρω κι άλλον καφέ. Υπάρχει τίποτα εδώ γύρω που να μοιάζει με πρόγευμα;» «Σάιμον, δεν είναι ανάγκη να μείνεις. Κάποιες φορές θα είμαι μόνη εδώ.» «Σου έφτιαξα ολόκληρη καρέκλα, και δεν μπορείς να
268
NORA ROBERTS
μου προσφέρεις ένα μπολ με δημητριακά;» Εκείνη σηκώθηκε όρθια και ακούμπησε τα χέρια της στα μάγουλά του. «Έχω Froot Loops.» «Αυτά δεν είναι δημητριακά. Τα Frosted Flakes είναι δημητριακά.» «Μου τέλειωσαν. Όμως έχω Eggo10.» «Τώρα κάτι γίνεται.»
ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ, όμως στη μέση του τελευταίου απογευματινού μαθήματός της, η Φιόνα εντόπισε ένας αμερικανικής μάρκας αυτοκίνητο να κατηφορίζει το μονοπάτι της – οι Ομοσπονδιακοί, σκέφτηκε. «Συνεχίστε να μαθαίνετε στους σκύλους σας να σας ακολουθούν. Άστριντ, διστάζεις και τσιτώνεσαι. Πρέπει να δείξεις στον Ρούφους ότι είσαι η αρχηγός της αγέλης.» Απομακρύνθηκε από τους μαθητές και έκανε μεταβολή για να προχωρήσει προς το αυτοκίνητο. Η δική της υπερένταση μειώθηκε όταν είδε τον οδηγό να βγαίνει έξω. Είχε γεροδεμένο κορμί και φορούσε σκούρο κοστούμι, ενώ οι γκρίζες πινελιές στα μαλλιά του είχαν πολλαπλασιαστεί από τότε που τον είχε δει για τελευταία φορά. «Πράκτορα Τάουνι.» Η Φιόνα άπλωσε και τα δύο χέρια της. «Χαίρομαι πολύ που ήρθες εσύ.» «Λυπάμαι που έπρεπε να έρθει κάποιος, αλλά χαίρομαι που σε βλέπω. Η συνεργάτιδά μου, Ειδική Πράκτορας Έριν Μαντζ.» Η γυναίκα φορούσε και εκείνη κοστούμι και ήταν γεροδεμένη. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια κομψή αλογοουρά, αφήνοντας το δυνατό, σοβαρό πρόσωπό της ελεύθερο. «Δεσποινίς Μπρίστοου.» «Μπορείτε να περιμένετε; Έχω άλλα δεκαπέντε λεπτά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
269
μαθήματος. Και, χωρίς παρεξήγηση, δε θέλω να ανακοινώσω στους πελάτες μου ότι βρίσκεται εδώ το FBI.» «Κανένα πρόβλημα» της είπε ο Τάουνι. «Θα καθίσουμε στη βεράντα και θα παρακολουθήσουμε το θέαμα.» «Θα τελειώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ.» Για μια στιγμή, η Μαντζ παρέμεινε στη θέση της. «Φάνηκε να χαίρεται πολύ που σε είδε. Συνήθως δε μας υποδέχονται έτσι.» «Ήμουν μαζί της αφότου δραπέτευσε από τον Πέρι. Ένιωθε άνετα μαζί μου, έτσι έμεινα κοντά της και όσο καιρό διάρκεσε η δίκη.» Η Μαντζ κοίταξε εξεταστικά το περιβάλλον, το σπίτι, τα πάντα, πίσω από τα σκούρα γυαλιά της. «Και τώρα βρίσκεσαι πάλι εδώ.» «Ναι, τώρα βρίσκομαι πάλι εδώ. Έριν, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Πέρι είναι ανακατεμένος σε αυτή την ιστορία. Και, αν υπάρχει ένας άνθρωπος στον κόσμο τον οποίο δεν έχει ξεχάσει, αυτός είναι η Φιόνα Μπρίστοου.» Η Μαντζ παρακολούθησε με ψυχρό βλέμμα καθώς η Φιόνα επέβλεπε ιδιοκτήτες και σκύλους. «Αυτό θα της πεις;» «Ας ελπίσουμε ότι δε θα χρειαστεί να το κάνω.» Ο Τάουνι πήγε στη βεράντα και, τζέντλεμαν σωστός, κάθισε στο μπαούλο με τα παιχνίδια, αφήνοντας την κουνιστή καρέκλα στη συνεργάτιδά του. «Είναι πολύ απομονωμένη εδώ πέρα» άρχισε να λέει η Μαντζ και έπειτα οπισθοχώρησε, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, καθώς ο Μπόγκαρτ ξεφύτρωσε για να πει γεια. «Κάνε πίσω. Φύγε.» Ο Τάουνι χτύπησε με την παλάμη του το γόνατό του, προσκαλώντας τον Μπόγκαρτ. «Καλό σκυλί. Τι πρόβλημα έχεις, Έριν;» «Δε μου αρέσουν τα σκυλιά.» Ήταν συνεργάτες εδώ και κάμποσους μήνες και μάθαιναν ακόμα ο ένας τις ιδιοτροπίες και τους ρυθμούς
270
NORA ROBERTS
του άλλου. «Τι δε σου αρέσει;» «Βρομάει η ανάσα τους, αφήνουν τρίχες, έχουν μεγάλα, κοφτερά δόντια.» Η ουρά του Μπόγκαρτ ακούμπησε στα πόδια της καθώς τον έτριβε ο Τάουνι. Η Μαντζ σηκώθηκε όρθια και στάθηκε πιο πέρα. Ο Πεκ πλησίασε νωχελικά, κοίταξε τη Μαντζ, έπιασε το υπονοούμενο. Χτύπησε με τη μύτη του το γόνατο του Τάουνι. «Αυτά πρέπει να είναι τα δικά της σκυλιά. Διάβασες το φάκελό της, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τάουνι τη Μαντζ. «Είναι σκυλιά Έρευνας και Διάσωσης. Έχει τρία. Τα εκπαιδεύει μόνη της. Ξεκίνησε τη δική της μονάδα εδώ.» «Μιλάς σαν περήφανος μπαμπάς.» Ο Τάουνι την κοίταξε και ανασήκωσε τα φρύδια του διακρίνοντας το σαρκασμό στη φωνή της. «Θεωρώ ότι είναι μια σκληραγωγημένη, αξιοθαύμαστη νεαρή γυναίκα, που μας βοήθησε με τη μαρτυρία της να χώσουμε ένα τέρας στη φυλακή, παρ’ ότι μόλις είχε δολοφονηθεί ο μνηστήρας της.» «Συγγνώμη, συγγνώμη. Τα σκυλιά μού προκαλούν νευρικότητα, και όταν με πιάνει νευρικότητα γίνομαι σκύλα. Διάβασα και το φάκελο του Γκρεγκ Νόργουντ. Ήταν καλός αστυνομικός. Της έπεφτε λίγο μεγάλος, δε νομίζεις;» «Θα έλεγα ότι αυτό ήταν δικό τους θέμα.» «Ένας περήφανος και προστατευτικός μπαμπάς.» «Τώρα είσαι νευρική και σκύλα;» «Απλώς παρατηρώ. Χριστέ μου, έρχεται άλλο ένα.» Στάθηκε ακόμα πιο πέρα καθώς ο Νιούμαν ανέβηκε χοροπηδώντας στη βεράντα. Όταν τέλειωσε το μάθημά της η Φιόνα, τα τρία σκυλιά της ήταν ξαπλωμένα μακαρίως στα πόδια του Τάουνι, ενώ η συνεργάτιδά του στεκόταν σαν στειλιάρι στην άλλη άκρη της βεράντας. «Λυπάμαι που σας άφησα να περιμένετε. Γίνατε φίλοι με τα σκυλιά;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
271
«Εγώ ναι. Η πράκτορας Μαντζ δεν τα συμπαθεί.» «Α, λυπάμαι. Θα τα είχα κρατήσει μακριά από τη βεράντα. Γιατί δεν πάμε μέσα; Αυτά θα μείνουν έξω. Μείνετε έξω» επανέλαβε και άνοιξε την μπροστινή πόρτα. «Δεν έχετε φράχτη» παρατήρησε η Μαντζ. «Δεν ανησυχείτε μήπως το σκάσουν;» «Είναι εκπαιδευμένα να μην περνάνε πέρα από ορισμένα όρια χωρίς εμένα. Παρακαλώ, καθίστε. Να φτιάξω λίγο καφέ; Νιώθω νευρικότητα» είπε προτού προλάβει να απαντήσει ο Τάουνι. «Παρ’ ότι είσαι εσύ, παρ’ ότι περίμενα κάποιον και χαίρομαι που ήρθες εσύ. Θα φτιάξω λίγο καφέ και θα καθίσω.» «Μια χαρά είναι ένα καφεδάκι.» «Εξακολουθείς να τον πίνεις σκέτο;» Εκείνος χαμογέλασε. «Ναι.» «Εσείς, πράκτορα Μαντζ;» «Και εγώ το ίδιο, ευχαριστώ.» «Επιστρέφω σε ένα λεπτό.» «Ωραίο σπίτι» παρατήρησε η Μαντζ όταν έμειναν μόνοι με το συνεργάτη της. «Συγυρισμένο. Ήσυχο, αν σου αρέσει η ησυχία. Εγώ θα τρελαινόμουν.» «Η Ντεμπ και εγώ λέμε να αγοράσουμε ένα ήσυχο σπίτι στην εξοχή όταν θα πάρουμε σύνταξη.» Η Μαντζ τον κοίταξε. Δεν ήταν πολύ καιρό συνεργάτες, αλλά τον γνώριζε αρκετά. «Θα τρελαθείς.» «Ναι. Πιστεύει ότι μπορούμε να ασχοληθούμε με τα πουλιά.» «Αυτό σημαίνει ότι θα τα παρατηρείτε ή ότι θα τα σκοτώνετε;» «Ότι θα τα παρατηρούμε. Χριστέ μου, Έριν! Για ποιο λόγο θα έβγαινα να σκοτώσω πουλιά;» «Γιατί θα έβγαινες να τα παρατηρήσεις;» Ο Τάουνι έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Μακάρι να ήξερα!» Όταν επέστρεψε η Φιόνα, είχε τρεις κούπες σε ένα δίσκο. «Έχω αυτά τα μπισκότα που έψησε η Σίλβια,
272
NORA ROBERTS
πράγμα που σημαίνει ότι είναι μεταμφιεσμένη υγιεινή τροφή, οπότε δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα.» «Πώς είναι η Σίλβια;» ρώτησε ο Τάουνι. «Μια χαρά. Το μαγαζί της πάει πολύ καλά και την κρατάει απασχολημένη. Με βοηθάει εδώ, αναλαμβάνοντας τα μαθήματα όταν με φωνάζουν σε έρευνα. Έχει τρέλα με την οργανική κηπουρική, διευθύνει μια μηνιαία λέσχη βιβλίου και λέει ότι θέλει να αρχίσει μαθήματα γιόγκα – να διδάσκει, εννοώ. Φλυαρώ. Είμαι ακόμα νευρική.» «Ωραίο μέρος έχεις εδώ. Είσαι ευτυχισμένη;» «Ναι. Έπρεπε να προχωρήσω, χρειαζόμουν την αλλαγή, και αποδείχτηκε το καλύτερο πράγμα που μπορούσα να κάνω για τον εαυτό μου. Λατρεύω τη δουλειά μου και είμαι καλή σε αυτή. Στην αρχή, νόμιζα ότι ήταν μια απόδραση, ότι βυθίστηκα σε κάτι για να έχω ένα λόγο να σηκώνομαι το πρωί. Έπειτα συνειδητοποίησα πως δεν ήταν απόδραση, αλλά το να βρω τον τόπο μου, το σκοπό μου.» «Εδώ δε σε βρίσκει κανείς τόσο εύκολα όσο στο Σιάτλ – για τη δουλειά σου, εννοώ.» «Όχι. Άρχισα σιγά σιγά, η σχολή ήταν μικρή. Το Ίντερνετ και οι φήμες με βοήθησαν να αναπτυχθώ και να αρχίσω τη μονάδα, να φτιάξω ένα όνομα. Η σχολή είναι ακόμα πολύ μικρή, αλλά κατάλληλη για μένα. Και όλο αυτό ήταν ένας τρόπος για να με κάνεις να πω ότι ζω σε μια αρκετά απομονωμένη περιοχή και ότι περνάω πολύ χρόνο είτε μόνη είτε με ανθρώπους που δεν ξέρω πραγματικά – τουλάχιστον στην αρχή.» «Κάνετε κάποιον έλεγχο προτού αναλάβετε έναν πελάτη;» ρώτησε η Μαντζ. «Όχι. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου οφείλεται στις συστάσεις. Φίλοι, συγγενείς, συνεργάτες με συστήνουν. Προσφέρω ατομική εκπαίδευση συμπεριφοράς, αλλά αυτή είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της επιχείρησής μου. Το μεγαλύτερο είναι μαθήματα, που
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
273
κυμαίνονται από πέντε σκύλους έως δώδεκα ανά τάξη.» «Υπάρχει κάποιος που γράφτηκε σε μια τάξη και σας προκάλεσε μπελάδες; Κάποιος που δεν ήταν ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα;» «Συμβαίνει μερικές φορές. Συνήθως τους επιστρέφω τα χρήματά τους, γιατί είναι καλύτερα έτσι. Ένας τσαντισμένος πελάτης θα σε κακολογήσει σε φίλους, συγγενείς, συναδέλφους, και αυτό μπορεί να μου κοστίσει περισσότερο από μια επιστροφή χρημάτων.» «Τι κάνετε όταν ένας πελάτης σάς κολλάει; Είστε μια νεαρή, ελκυστική γυναίκα» συνέχισε η Μαντζ. «Είναι βέβαιο ότι συμβαίνει αυτό.» Η Φιόνα το απεχθανόταν αυτό, απεχθανόταν την παρέμβαση σε κάθε πτυχή της προσωπικής ζωής της. Όλες τις ερωτήσεις που έκαναν για θύματα και υπόπτους. Δεν είμαι τίποτε από τα δύο, υπενθύμισε στον εαυτό της. Ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. «Αν ένας πελάτης είναι εργένης και ενδιαφέρομαι, θα σκεφτώ να τον δω εκτός μαθήματος.» Μίλησε ζωηρά, σχεδόν ανέμελα. «Δε συμβαίνει συχνά. Αν δεν είναι εργένης ή αν δεν ενδιαφέρομαι, υπάρχουν τρόποι να τον αποθαρρύνω και να αρνηθώ χωρίς να προκαλέσω τριβές.» Η Φιόνα πήρε ένα μπισκότο και έπειτα απλώς το γύρισε στα δάχτυλά της. «Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον που αποθάρρυνα ή που δεν έμεινε ικανοποιημένος από τη δουλειά μου να μου ταχυδρομεί ένα κόκκινο φουλάρι. Είναι απάνθρωπο.» «Κάποιος με τον οποίο διακόψατε τη σχέση σας;» συνέχισε η Μαντζ. «Οι θυμωμένοι πρώην γίνονται απάνθρωποι καμιά φορά.» «Δεν έχω θυμωμένους πρώην. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι αφελής. Μετά το θάνατο του Γκρεγκ και στη συνέχεια του πατέρα μου, δεν ενδιαφερόμουν για ραντεβού ή σχέσεις. Πρέπει να πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να βγω για δείπνο με κάποιον που δεν ήταν στενός
274
NORA ROBERTS
φίλος. Δεν είχα μια σοβαρή σχέση για πάρα πολύ καιρό, μέχρι πρόσφατα.» «Έχετε σχέση με κάποιον τώρα;» «Ναι, βλέπω κάποιον.» «Πόσον καιρό;» Η δυσαρέσκεια έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. «Δυο μήνες. Μένει εδώ, στο νησί. Δουλεύω με το σκυλί του. Δεν έχει καμία σχέση με αυτή την υπόθεση.» «Θα χρειαστούμε το όνομά του, Φιόνα, έτσι ώστε να τον αποκλείσουμε.» Η Φιόνα κοίταξε τον Τάουνι και αναστέναξε. «Σάιμον Ντόιλ λέγεται. Είναι γλύπτης ξύλου. Έφτιαξε την κουνιστή καρέκλα στη βεράντα.» «Ωραία καρέκλα.» «Το φουλάρι ταχυδρομήθηκε από το Όρεγκον. Ο Σάιμον δεν έχει φύγει από το νησί. Πράκτορα Τάουνι, ξέρουμε όλοι ότι υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η πρώτη είναι να παρακολούθησε κάποιος τις ειδήσεις για τους φόνους, κάποιος που διάβασε το άρθρο το οποίο με ανακάτεψε με την υπόθεση, να μου έστειλε εκείνο το φουλάρι ως άρρωστο αστείο ή για να τη βρει. Είναι απίθανο να ανακαλύψετε ποιος το έκανε. Η δεύτερη είναι όποιος ακολουθεί το μοτίβο του Πέρι να μου το έστειλε ως προειδοποίηση, ως πείραγμα. Αν συμβαίνει αυτό, πρέπει να ελπίζω ότι θα βρείτε ποιος είναι και ότι θα τον σταματήσετε, πραγματικά σύντομα. Γιατί, αν δεν το κάνετε, κάποια στιγμή θα έρθει εδώ και θα προσπαθήσει να διορθώσει το λάθος του Πέρι.» «Άντεξες όλα όσα συνέβησαν παλιότερα. Θα χρειαστεί να αντέξεις και τώρα. Το φουλάρι που σου ταχυδρόμησαν είναι ίδιο με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν στα τρία θύματα. Από τον ίδιο κατασκευαστή, του ίδιου στιλ, ακόμα και της ίδιας παρτίδας βαφής.» «Μάλιστα.» Η επιδερμίδα της πάγωσε, μούδιασε κάτω από ένα στρώμα πάγου. «Αυτό μάλλον δεν είναι σύμπτωση.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
275
«Βρήκαμε τα καταστήματα λιανικής πώλησης και ξέρουμε πως αυτό το συγκεκριμένο μαντίλι, αυτή η παρτίδα βαφής, μεταφέρθηκε σε αυτά τα καταστήματα στα τέλη του περασμένου Οκτώβρη για διανομή στην περιοχή της Γουάλα Γουάλα. «Κοντά στη φυλακή» μουρμούρισε η Φιόνα. «Κοντά στον Πέρι. Γιατί θα τα αγόραζε από κει αν δεν έμενε, αν δεν εργαζόταν, αν δεν είχε δουλειές εκεί; Ένας δεσμοφύλακας.» Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. «Ένας κρατούμενος που αποφυλακίστηκε ή ένας συγγενής. Ή…» «Φιόνα, πίστεψέ με, εμπιστέψου με, καλύπτουμε όλες τις πιθανότητες. Η πράκτορας Μαντζ και εγώ ανακρίναμε τον Πέρι. Ισχυρίζεται πως δεν ξέρει τίποτα για τους φόνους – πώς θα μπορούσε;» «Λέει ψέματα.» «Ναι, λέει, αλλά δεν καταφέραμε να τον ταρακουνήσουμε. Όχι ακόμα. Βάλαμε και έψαξαν το κελί του, πολλές φορές, και αναλύθηκε ολόκληρη η αλληλογραφία του. Ανακρίναμε αξιωματούχους της φυλακής και κρατούμενους με τους οποίους έρχεται σε επαφή. Παρακολουθούμε την αδερφή του και είμαστε στη διαδικασία αναγνώρισης, εντοπισμού και επικοινωνίας με οποιονδήποτε –πρώην κρατούμενους, προσωπικό της φυλακής, εξωτερικούς εργολάβους και εκπαιδευτές– μπορεί να ήρθε σε επαφή από τότε που μπήκε μέσα.» «Είναι πολύς καιρός.» Η Φιόνα άφησε το μπισκότο της. Δε θα κατάφερνε να το καταπιεί τώρα. «Πιστεύεις ότι το διευθύνει αυτό ή έστω ότι άναψε το φιτίλι;» «Σε αυτή τη φάση, δεν έχουμε καμία απόδειξη πως…» «Δε ζητάω αποδείξεις.» Σταμάτησε για να απομακρύνει τον απότομο τόνο από τη φωνή της. «Σε ρωτάω τι πιστεύεις. Έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη σου.» «Αν δεν το διεύθυνε ή δεν είχε ανάψει το φιτίλι, θα ήταν έξαλλος. Θα έλεγχε το θυμό του, αλλά εγώ θα τον διέκρινα.»
276
NORA ROBERTS
Η Φιόνα ένευσε καταφατικά. Ναι, ο Τάουνι θα τον διέκρινε. Ήξεραν τον Πέρι, εκείνη και ο Τάουνι. Τον ήξεραν πάρα πολύ καλά. «Αυτή ήταν η δύναμή του, το κατόρθωμά του» συνέχισε ο Τάουνι. «Τι θα γινόταν αν κάποιος άλλος έπαιρνε αυτή τη δύναμη και έκανε καινούρια κατορθώματα όσο εκείνος είναι μέσα; Θα ήταν προσβλητικό, μειωτικό. Όμως, αν διάλεγε ή αν ενέκρινε το άτομο για να συνεχίσει στη θέση του, θα αντλούσε περηφάνια και ηδονή από αυτό. Και ακριβώς αυτό είδα όταν του μιλήσαμε. Κάτω από τον αυτοέλεγχο, από την προσποιητή άγνοια, ήταν περήφανος.» «Ναι.» Η Φιόνα κατένευσε και έπειτα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο, για να παρηγορηθεί βλέποντας τα σκυλιά της που έτρεχαν στην μπροστινή αυλή, στο λιβάδι. «Αυτό πιστεύω και εγώ. Και εγώ τον έχω μελετήσει. Έπρεπε να το κάνω. Έπρεπε να μάθω τον άνθρωπο που ήθελε να με σκοτώσει, που δολοφόνησε τον άντρα που αγαπούσα επειδή απέτυχε μαζί μου. Διάβασα τα βιβλία, παρακολούθησα τα τηλεοπτικά αφιερώματα, ψείρισα όλα τα άρθρα. Έπειτα τα έβαλα στην άκρη, τα ξέχασα, γιατί έπρεπε να σταματήσω. Εκείνος δε σταμάτησε ποτέ» είπε, επιστρέφοντας στο τραπέζι. «Όχι στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι; Απλώς καιροφυλακτούσε. Όμως γιατί δεν έστειλε τον αντιπρόσωπό του σ’ εμένα πρώτα, προτού προλάβω να προετοιμαστώ;» Κούνησε το κεφάλι της και το χέρι της αφού η απάντηση ήταν μπροστά της. «Γιατί εγώ είμαι το μεγάλο βραβείο – εγώ είμαι το βασικό γεγονός, ο λόγος. Και πρέπει να φτάσει σταδιακά κανείς εκεί. Οι άλλες; Οι άλλες ήταν οι πρώτες πράξεις της παράστασης.» «Αυτός είναι σκληρός τρόπος να το θέτετε» είπε η Μαντζ. «Είναι σκληρός τρόπος να το σκέφτεσαι, αλλά έτσι το βλέπει εκείνος. Είναι ένα είδος επανάληψης του αγώνα, σωστά; Την τελευταία φορά νίκησα εγώ. Τώρα θα το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
277
διορθώσει αυτό. Έστω από μακριά, έστω δι’ αντιπροσώπου, αλλά θα καθαρίσει το ιστορικό του. Και οι πρώτες πράξεις τού προσφέρουν την άρρωστη ικανοποίησή του, με το πρόσθετο δώρο ότι κάνουν το μεγάλο βραβείο να ιδρώσει. Θέλει το φόβο μου. Είναι μέρος της μεθόδου του και μεγάλο κομμάτι της ανταμοιβής του.» «Μπορούμε να σε πάρουμε από δω, να σε πάμε σε ένα ασφαλές σπίτι.» «Το έχω ξανακάνει αυτό» υπενθύμισε η Φιόνα στον Τάουνι «και ο Πέρι απλώς περίμενε να βγω. Περίμενε να βγω και έπειτα σκότωσε τον Γκρεγκ. Δεν μπορώ να βάλω ξανά τη ζωή μου σε αναμονή, δεν μπορώ να του το προσφέρω αυτό. Ήδη έχει πάρει πάρα πολλά.» «Αυτή τη φορά έχουμε περισσότερα στοιχεία» είπε η Μαντζ. «Ο τωρινός δεν είναι τόσο προσεκτικός ούτε τόσο έξυπνος όσο ο Πέρι. Ήταν ανοησία να σας στείλει το φουλάρι. Είναι χλευαστικό. Το ότι τα αγόρασε με το κιλό από μια περιοχή είναι άλλο ένα λάθος. Θα τον βρούμε.» «Πιστεύω ότι θα τον βρείτε και ελπίζω να γίνει σύντομα, προτού πεθάνει άλλος ένας άνθρωπος. Αλλά δεν μπορώ να κρυφτώ μέχρι να το κάνετε. Αυτό δεν είναι τόσο πολύ γενναιότητα όσο ρεαλισμός. Και έχω το πάνω χέρι εδώ. Πρέπει να έρθει εκείνος σ’ εμένα. Πρέπει να έρθει στο νησί.» «Το τοπικό αστυνομικό τμήμα δεν μπορεί να παρακολουθεί όλους όσοι κατεβαίνουν από το φέρι.» «Όχι, αλλά, αν καταφέρει να φτάσει τόσο μακριά, δεν πρόκειται να επιτεθεί σε ένα εικοσάχρονο κορίτσι.» «Το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε είναι να πάρετε κι άλλες προφυλάξεις» τη συμβούλεψε η Μαντζ. «Πρέπει να τοποθετήσετε καλύτερες κλειδαριές. Πρέπει να σκεφτείτε να βάλετε ένα σύστημα συναγερμού.» «Έχω τρία. Δεν είμαι απροετοίμαστη» πρόσθεσε η Φιόνα. «Τα σκυλιά είναι πάντα μαζί μου και με ελέγχουν πολλές φορές τη μέρα η αστυνομία και οι φίλοι μου. Ο
278
NORA ROBERTS
Σάιμον μένει εδώ τη νύχτα. Την επόμενη βδομάδα θα φύγω για κάνα δυο μέρες με μια φίλη και τη μητριά μου. Θα μείνει εδώ ένας φίλος με το σκυλί του για να προσέχει τα δικά μου σκυλιά και το σπίτι.» «Το ανέφερες στο μπλογκ σου αυτό.» Η Φιόνα χαμογέλασε στον Τάουνι. «Διαβάζεις το μπλογκ μου.» «Παρακολουθώ τα νέα σου, Φιόνα. Έγραψες ότι θα κάνεις ένα γρήγορο ταξίδι πνευματικής υγείας με τις φιλενάδες σου και πως σκοπεύεις να ηρεμήσεις και να παραχαϊδέψεις τον εαυτό σου.» «Σε σπα» είπε η Μαντζ. «Ναι.» «Δεν έγραψες πού θα πας;» «Όχι, επειδή όλοι και οποιοσδήποτε μπορούν να διαβάσουν ένα μπλογκ. Θα μιλήσω γι’ αυτό αφού επιστρέψω, αν μου φανεί ενδιαφέρον. Αλλά τα περισσότερα από αυτά που γράφω έχουν σχέση με τα σκυλιά. Δεν είμαι απρόσεκτη, πράκτορα Τάουνι.» «Όχι, δεν είσαι. Ωστόσο, θα ήθελα να μάθω τις πληροφορίες – πού θα είσαι, τις ακριβείς ημερομηνίες, πώς θα πας εκεί.» «Εντάξει.» Όταν χτύπησε το τηλέφωνό του, ο Τάουνι σήκωσε το δάχτυλό του. «Γιατί δεν τα λες στην πράκτορα Μαντζ;» πρότεινε και βγήκε στη βεράντα για να μιλήσει στο τηλέφωνο. «Θα πάμε στους Καταρράκτες Σνοκάλμι την επόμενη Τρίτη» είπε στην πράκτορα η Φιόνα. «Στο Σπα και Θέρετρο “Η Γαλήνη”. Θα επιστρέψουμε την Παρασκευή.» «Ωραία.» «Ναι, θα είναι. Είναι η εκδοχή μας για ένα μεγάλο Σαββατοκύριακο, αφού τα πραγματικά Σαββατοκύριακα είμαστε πολύ απασχολημένες και οι τρεις. Θα πάω με τη Σίλβια και μια φίλη. Τη Μάι Φουνάκι, την κτηνίατρό μας.» Η Μαντζ σημείωσε τις πληροφορίες και έπειτα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
279
σήκωσε το κεφάλι της καθώς μπήκε μέσα ο Τάουνι. «Πρέπει να φύγουμε.» Η Φιόνα σηκώθηκε όρθια ταυτόχρονα με τη Μαντζ. «Βρήκαν κι άλλη.» «Όχι. Αναφέρθηκε η εξαφάνιση μιας γυναίκας είκοσι ενός ετών. Έφυγε από το διαμέρισμά της που βρίσκεται εκτός πανεπιστημίου περίπου στις έξι σήμερα το πρωί, με τα πόδια, για να πάει στο πανεπιστημιακό γυμναστήριο. Δεν έφτασε ποτέ εκεί.» «Πού;» ρώτησε η Φιόνα. «Πού την άρπαξε;» «Στο Μέντφορντ του Όρεγκον.» «Λίγο πιο κοντά» μουρμούρισε εκείνη. «Ελπίζω να είναι δυνατή. Ελπίζω να βρει έναν τρόπο.» «Θα κρατήσω επαφή μαζί σου, Φιόνα.» Ο Τάουνι έβγαλε μια κάρτα. «Μπορείς να με πάρεις όποτε θέλεις. Πίσω έχω γράψει το τηλέφωνο του σπιτιού μου για σένα.» «Ευχαριστώ.» Βγήκε έξω μαζί τους και στάθηκε με τα μπράτσα σταυρωμένα πάνω από την καρδιά της, που χτυπούσε δυνατά, και με τα σκυλιά της στα πόδια της καθώς οι πράκτορες απομακρύνθηκαν με το αυτοκίνητό τους. «Καλή τύχη» μουρμούρισε. Έπειτα μπήκε μέσα να πάρει το όπλο της.
280
NORA ROBERTS
ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ
Ο ΣΑΙΜΟΝ ΣΚΑΛΙΣΕ τη σπειροειδή λεπτομέρεια στην κορυφή του χειροποίητου ντουλαπιού για πορσελάνες ενώ οι The Frey ακούγονταν στη διαπασών από το ραδιόφωνο. Η Μεγκ Γκριν, μια γυναίκα που ήξερε ακριβώς τι ήθελε –εκτός από τις φορές που άλλαζε γνώμη–, του είχε ζητήσει να διορθώσει το σχέδιο τέσσερις φορές προτού ο Σάιμον ανακαλύψει τι θέλει. Για να σιγουρευτεί ότι δε θα το άλλαζε ξανά, είχε αφήσει πίσω άλλες δουλειές για να συγκεντρωθεί στο ντουλάπι. Είναι ένα τεράστιο, όμορφο καθίκι, σκέφτηκε ο Σάιμον, και θα ήταν το αριστούργημα της τραπεζαρίας της Μεγκ. Λίγες μέρες ακόμα, και θα το τέλειωνε. Και ανάμεσα στο βάψιμο και στο βερνίκωμα, μπορούσε να καταπιαστεί σοβαρά με τη βάση του νιπτήρα. Ίσως να δούλευε και μερικά κομμάτια για τη Σιλ και να τα είχε έτοιμα όταν εκείνη θα επέστρεφε από το σπα. Αν παρέδιδε το εμπόρευμα όσο εκείνη απουσίαζε, δε θα μπορούσε να τον αναγκάσει να μιλήσει με τις πελάτισσές της. Αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο. Το γεγονός ότι ξεκινούσε τη μέρα του νωρίτερα του έδινε προβάδισμα, πράγμα που σχεδόν αντιστάθμιζε το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
281
ότι σταματούσε συγκεκριμένες ώρες κάθε μέρα αντί να δουλεύει μέχρι που δεν άντεχε άλλο. Το να σταματάει, ακόμα κι αν είχε πάρει φόρα, ήταν αντίθετο προς το χαρακτήρα του, αλλά ξέροντας ότι η Φιόνα θα έμενε μόνη αν δεν το έκανε του χάλαγε την αυτοσυγκέντρωση έτσι κι αλλιώς. Όμως αυτή η διευθέτηση είχε πλεονεκτήματα – και όχι μόνο το σεξ. Του άρεσε να την ακούει να μιλάει και να του διηγείται τις ιστορίες για τη μέρα της. Δεν ήξερε γιατί τον χαλάρωνε η Φιόνα, αλλά το έκανε. Τον περισσότερο καιρό. Έπειτα ήταν και το σκυλί. Συνέχιζε να κυνηγάει την ουρά του σαν μανιακό και να κλέβει παπούτσια – και κάνα εργαλείο πού και πού αν μπορούσε να το φτάσει. Όμως ήταν φοβερά χαρούμενο και πολύ πιο έξυπνο απ’ όσο νόμιζε στην αρχή ο Σάιμον. Είχε συνηθίσει να είναι το σκυλί κουλουριασμένο κάτω από τον πάγκο εργασίας και να λαγοκοιμάται ή να τρέχει έξω. Και το αναθεματισμένο μπορούσε να αρπάζει ένα μπαλάκι σαν τον Ντέρεκ Τζίτερ11. Ο Σάιμον έκανε πίσω και κοίταξε τη δουλειά του. Με κάποιον τρόπο είχε αποκτήσει σκύλο και γυναίκα χωρίς να θέλει κανέναν από τους δύο ιδιαίτερα. Και τώρα δεν μπορούσε να φανταστεί τις μέρες του ή τις νύχτες του χωρίς εκείνους. Είχε κάνει περισσότερη δουλειά απ’ όση περίμενε, και έριξε μια ματιά στο ρολόι που είχε κρεμάσει στον τοίχο. Περίεργο, του φαινόταν ότι είχαν περάσει περισσότερες από δύο ώρες από τη στιγμή που είχε ξεκινήσει ξανά έπειτα από ένα διάλειμμα για να φάει ένα σάντουιτς και να πετάξει το μπαλάκι στον Σαγόνια. Συνοφρυώθηκε, έβγαλε το κινητό του, διάβασε την ώρα στην οθόνη και βλαστήμησε. «Να πάρει ο διάβολος! Γιατί δε μου θύμισες να αλλάξω τις μπαταρίες σ’ αυτό το πράγμα;» ρώτησε καθώς ο
282
NORA ROBERTS
Σαγόνιας μπήκε χοροπηδώντας από την ανοιχτή πόρτα του εργαστηρίου. Ο Σαγόνιας απλώς κούνησε την ουρά του και άφησε κάτω το κλαδί που είχε κουβαλήσει μέσα. «Δεν έχω ώρα γι’ αυτό. Πάμε.» Προσπαθούσε να συγχρονίσει τη διαδρομή μέχρι το σπίτι της Φιόνα έτσι ώστε να φτάνει πολύ μετά το τελευταίο μάθημά της και να αποφεύγει εκείνους που αναπόφευκτα καθυστερούσαν να φύγουν. Διαφορετικά, η Φιόνα άρχιζε να τον συστήνει στον κόσμο και αναγκαζόταν να πιάσει συζήτηση. Όμως το υπολόγιζε έτσι ώστε να μη μένει μόνη της περισσότερο από δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά. Ήταν, για εκείνον, μια ευαίσθητη ισορροπία. Τώρα είχε μείνει σχεδόν δύο ώρες πίσω. Γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει; Μια κανονική γυναίκα δε θα τηλεφωνούσε να του πει: έλα, άργησες, τι έγινε; Όχι ότι είχαν μια επίσημη σχέση. Εκείνος κάθε μέρα τής έλεγε θα τα πούμε αργότερα, έφευγε και έπειτα επέστρεφε. Ήταν ωραίο και χαλαρό, τίποτα το φοβερό. «Οι γυναίκες υποτίθεται ότι τηλεφωνούν» είπε στον Σαγόνια καθώς μπήκαν στο φορτηγάκι. «Και σου γκρινιάζουν και σε ενοχλούν. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όχι αυτή όμως. Ποτέ δε λέει: “Θα έρθεις για δείπνο;” ή “Μπορείς να αγοράσεις ένα γάλα;” ή “Σκοπεύεις να βγάλεις ποτέ έξω αυτά τα σκουπίδια;”» Κούνησε το κεφάλι του. «Ίσως προσπαθεί να με εφησυχάσει, ίσως με παραπλανεί μέχρι να… μέχρι να δεθώ μαζί της περισσότερο απ’ όσο είμαι δεμένος. Μόνο που δεν το κάνει, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχω δεθεί, και ήδη βγάζω έξω τα σκουπίδια γιατί αυτό κάνει ένας άνθρωπος.» Το σκυλί δεν άκουγε, πρόσεξε ο Σάιμον, γιατί είχε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο. Οπότε ήταν προτιμότερο να μη σπαταλάει το σάλιο του.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
283
Δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις ενοχές επειδή έχεις αργήσει κάνα δυο ώρες περισσότερο από το κανονικό, είπε στον εαυτό του. Είχε τη δουλειά του. Και η Φιόνα είχε τη δική της. Εξάλλου, σκέφτηκε καθώς έστριψε στο μονοπάτι της, αν μου είχε τηλεφωνήσει, δε θα είχα αργήσει περισσότερο από το κανονικό. Ίσως να μην μπορούσε να τηλεφωνήσει. Το στομάχι του σφίχτηκε. Αν της είχε συμβεί κάτι… Άκουσε τους πυροβολισμούς καθώς περνούσε από τη γέφυρα όπου οι κρανιές είχαν γεμίσει με χιονάτα λουλούδια. Σανίδωσε το φορτηγάκι και έπειτα σταμάτησε απότομα την ίδια στιγμή που τα σκυλιά της Φιόνα εμφανίστηκαν τρέχοντας από το πλάι του σπιτιού. Πυροβολισμοί διαπέρασαν το φόβο που του θόλωνε το μυαλό καθώς πήδηξε έξω από το φορτηγάκι. Άφησε την πόρτα ορθάνοιχτη καθώς έτρεξε προς το μέρος των σκυλιών. Όταν εκείνα σταμάτησαν απότομα, ο Σάιμον άκουσε την ίδια του την καρδιά να βρυχιέται στα αυτιά του. Πήρε μια ανάσα για να φωνάξει το όνομά της και την είδε. Όχι πεσμένη στο έδαφος να αιμορραγεί, αλλά να στέκεται όρθια, ατάραχη, και να βάζει με επιδεξιότητα άλλο ένα γεμιστήρα στο όπλο που κρατούσε. «Ιησούς Χριστός!» Ο θυμός φούντωσε μέσα του, ποδοπατώντας το φόβο του. Την ίδια στιγμή που η Φιόνα άρχισε να στρίβει το κορμί της, την άρπαξε από το μπράτσο και τη γύρισε προς το μέρος του. «Τι στο διάβολο κάνεις;» «Πρόσεχε. Είναι γεμάτο.» Η Φιόνα χαμήλωσε το όπλο της και το έστρεψε προς το έδαφος. «Το ξέρω ότι είναι γεμάτο. Σε άκουσα να πυροβολείς σαν τη γαμημένη την Άνι Όκλι12. Με κοψοχόλιασες.» «Σταμάτα. Ωτασπίδες» του είπε. «Μετά βίας σε ακούω.» Όταν της άφησε το χέρι, η Φιόνα έβγαλε τις
284
NORA ROBERTS
ωτασπίδες της. «Σου είχα πει ότι έχω όπλο και ότι κάνω εξάσκηση. Δεν υπάρχει λόγος να τσαντίζεσαι γι’ αυτό.» «Τσαντίζομαι για τα πέντε χρόνια που έκοψες από τη ζωή μου. Είχα κάνει σχέδια γι’ αυτά.» «Κοίτα, λυπάμαι. Δε σκέφτηκα να σου στείλω έγγραφη ειδοποίηση ότι σκόπευα να εξασκηθώ στη σκοποβολή.» Με κινήσεις νευρικές σαν τα λόγια της, έχωσε το όπλο στη θήκη στη ζώνη της και έπειτα πήγε να στήσει τα ντενεκεδάκια και τα πλαστικά μπουκάλια νερού που προφανώς είχε σκοτώσει πριν από την άφιξή του. «Μπορούμε να το συζητήσουμε αυτό, αφού ήξερες ότι θα περνούσα και ίσως αντιδρούσα έντονα στους πυροβολισμούς.» «Δεν ξέρω τίποτα. Απλώς εμφανίζεσαι κάθε φορά.» «Αν έχεις πρόβλημα μ’ αυτό, θα έπρεπε να μου το έχεις πει.» «Δεν έχω.» Η Φιόνα πέρασε τα χέρια της ανάμεσα από τα μαλλιά της. «Δεν έχω» επανέλαβε. «Πήγαινε μέσα και πάρε τα σκυλιά αν θέλεις. Δε θα αργήσω πολύ.» «Τι στο διάβολο σε έχει πιάσει; Ξέρω τη φάτσα σου, επομένως μη μου λες να μην τσαντίζομαι όταν εσύ ήδη είσαι τσαντισμένη.» «Δεν έχει καμία σχέση μ’ εσένα. Πρέπει να πας μέσα τον Σαγόνια. Τα σκυλιά μου είναι συνηθισμένα στους πυροβολισμούς. Αυτός δεν είναι.» «Τότε θα δούμε πώς θα αντιδράσει.» «Πολύ καλά.» Η Φιόνα έβγαλε το όπλο και πήρε τη στάση που ο Σάιμον είχε δει να χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί στην τηλεόραση και στις ταινίες. Όταν πυροβόλησε, ο Σαγόνιας πήγε πιο κοντά στο πλευρό του και ακούμπησε πάνω του, αλλά έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και παρακολούθησε – όπως έκανε ο Σάιμον– τα ντενεκεδάκια και τα μπουκάλια να πετάνε. «Ωραία βολή, Τεξ.» Η Φιόνα δε χαμογέλασε, αντιθέτως πήγε να στήσει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
285
ξανά τους στόχους. Πίσω της, μερικά σφεντάμια με μεγάλα φύλλα και κλαδιά βαριά από τις ταξιανθίες έλαμπαν στο φως του ήλιου. Η εικόνα, στο μυαλό του Σάιμον, αποτελούσε μια έντονη αντίθεση της βίας και της ειρήνης. «Θέλεις να ρίξεις;» «Γιατί;» «Έχεις ρίξει ποτέ με όπλο;» «Γιατί να το έχω κάνει;» «Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Κυνήγι, άθλημα, περιέργεια, άμυνα.» «Δεν κυνηγάω. Από αθλήματα μου αρέσουν περισσότερο το μπέιζμπολ και το μποξ. Ποτέ δεν υπήρξα ιδιαίτερα περίεργος και προτιμώ να χρησιμοποιώ τις γροθιές μου. Δώσ’ μου να το δω.» Εκείνη έβαλε την ασφάλεια, άδειασε το όπλο και έπειτα του το έδωσε. «Δεν είναι τόσο βαρύ όσο νόμιζα.» «Είναι μια Μπερέτα. Είναι ένα σχετικά ελαφρύ και πολύ φονικό ημιαυτόματο όπλο. Ρίχνει δεκαπέντε βολές.» «Εντάξει, δείξε μου.» Η Φιόνα το γέμισε, το άδειασε ξανά, του έδειξε την ασφάλεια. «Είναι διπλής δράσης, οπότε θα ρίξει είτε είναι σηκωμένος ο επικρουστήρας είτε όχι. Η οπισθοδρόμηση είναι μικρή, αλλά, όσο να το κάνεις, κλοτσάει. Πρέπει να στέκεσαι με τα πόδια σε τόση διάσταση όση περίπου η απόσταση μεταξύ των ώμων σου. Μοίρασε το βάρος σου. Και τα δύο χέρια έξω, οι αγκώνες κλειδωμένοι, το αριστερό χέρι σου να πιάνει από κάτω αυτό με το οποίο κρατάς το όπλο για σταθερότητα. Γέρνεις το πάνω μέρος του κορμού σου προς το στόχο.» Είναι η φωνή μιας εκπαιδεύτριας, συνειδητοποίησε ο Σάιμον, αλλά όχι η δική της φωνή εκπαιδεύτριας. Εκείνη είναι ζωηρή, γοητευτική και ενθουσιώδης. Αυτή εδώ είναι άχρωμη και ψυχρή. «Και τα θυμάσαι όλα αυτά όταν πέφτουν βροχή οι
286
NORA ROBERTS
σφαίρες;» «Ίσως όχι, και μπορεί το ένα χέρι ή μια διαφορετική στάση να ταιριάζει καλύτερα σε μια κατάσταση, αλλά αυτή είναι η καλύτερη, νομίζω, για τη σκοποβολή. Και, όπως συμβαίνει με όλα, αν εξασκηθείς αρκετά, σου γίνεται συνήθεια. Σκύψε το κεφάλι σου για να ευθυγραμμίσεις το στόχαστρο με το στόχο. Δοκίμασε με το δίλιτρο μπουκάλι.» Ο Σάιμον έριξε. Αστόχησε. «Λίγο πιο ίσια και με τα πόδια σου στραμμένα στο στόχο. Σημάδεψε λίγο πιο χαμηλά στο μπουκάλι.» Αυτή τη φορά το πέτυχε. «Εντάξει, τραυμάτισα την άδεια Diet Pepsi. Θα με επαινέσεις και θα με ανταμείψεις;» Η Φιόνα χαμογέλασε, λιγάκι αυτή τη φορά, αλλά δεν υπήρχε ευθυμία στο χαμόγελό της. «Μαθαίνεις γρήγορα και έχω μπίρα. Δοκίμασε κάνα δυο φορές ακόμα.» Ο Σάιμον σκέφτηκε ότι είχε πάρει το κολάι και βεβαιώθηκε ότι δεν του άρεσε ιδιαίτερα αυτό. «Κάνει θόρυβο.» Έβαλε την ασφάλεια και άδειασε το όπλο όπως του είχε δείξει. «Και τώρα έχεις ένα σωρό από πεθαμένα ανακυκλώσιμα στην αυλή σου. Δε νομίζω ότι το να ρίχνεις σε ντενεκεδάκια και μπουκάλια μοιάζει με το να ρίχνεις σε σάρκα και αίμα. Θα μπορούσες πραγματικά να σημαδέψεις με το όπλο έναν άνθρωπο και να πατήσεις τη σκανδάλη;» «Ναι. Μου έριξε με παραλυτικό όπλο, με νάρκωσε, με έδεσε, με φίμωσε και με έκλεισε στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου ένας άντρας που ήθελε να με σκοτώσει μόνο και μόνο επειδή το ευχαριστιόταν.» Τα ήρεμα γαλάζια μάτια της πυροβόλησαν όπως το όπλο της. «Αν είχα ένα όπλο, θα το είχα χρησιμοποιήσει τότε. Αν κάποιος προσπαθήσει να μου το κάνει αυτό ξανά, θα το χρησιμοποιήσω χωρίς να διστάσω ούτε δευτερόλεπτο.» Ένα κομμάτι του εαυτού του λυπόταν που η Φιόνα τού είχε δώσει ακριβώς την απάντησε που ήθελε να
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
287
ακούσει. Της ξανάδωσε την Μπερέτα. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να διαπιστώσεις αν έχεις δίκιο.» Η Φιόνα έβαλε το όπλο στη θήκη του και έπειτα πήρε μια σακούλα και άρχισε να μαζεύει τους άδειους κάλυκες. «Προτιμώ να μη χρειαστεί να το αποδείξω. Αλλά νιώθω καλύτερα.» «Τότε κάτι είναι κι αυτό.» «Λυπάμαι που σε τρόμαξα. Δε σκέφτηκα ότι θα ερχόσουν με το αυτοκίνητο και θα άκουγες τους πυροβολισμούς.» Έσκυψε και έτριψε τον Σαγόνια. «Τα κατάφερες, έτσι δεν είναι; Δε σε τρομάζουν οι δυνατοί θόρυβοι. Τα σκυλιά Έρευνας και Διάσωσης πρέπει να αντέχουν τους δυνατούς θορύβους χωρίς να τρομάζουν. Θα σου φέρω εκείνη την μπίρα μόλις μαζέψω τους στόχους.» Παράξενο, σκέφτηκε ο Σάιμον, έχω μάθει να καταλαβαίνω τη διάθεσή της. Παράξενο και λιγάκι ενοχλητικό. «Μήπως έχεις κρασί;» «Βέβαια.» «Θα φέρω εγώ τα πτώματα. Βάλε λίγο κρασί και χρησιμοποίησε τη σέξι φωνή σου για να μας φέρουν τίποτα να φάμε. Έχω όρεξη για μακαρονάδα.» «Δεν έχω σέξι φωνή.» «Και βέβαια έχεις.» Ο Σάιμον πήρε τη σακούλα και πήγε στο αυτοσχέδιο σκοπευτήριό της. Όταν τέλειωσε, εκείνη καθόταν στη πίσω βεράντα με δύο ποτήρια κρασί στο μικρό τραπέζι. «Θα έρθουν σε σαράντα πέντε λεπτά. Έχουν δουλειά.» «Μπορώ να περιμένω.» Ο Σάιμον κάθισε και πήρε το κρασί του. «Μάλλον χρειάζεσαι και εδώ πίσω κάνα δυο καλές καρέκλες.» «Συγγνώμη. Χρειάζομαι ένα λεπτό.» Η Φιόνα αγκάλιασε το πιο κοντινό σκυλί, έχωσε το πρόσωπό της στο τρίχωμά του και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Σάιμον σηκώθηκε, πήγε μέσα και έφερε μερικές χαρτοπετσέτες.
288
NORA ROBERTS
«Ήμουν εντάξει όσο έκανα κάτι.» Συνέχισε να κρατάει τον Πεκ. «Δεν έπρεπε να σταματήσω.» «Πες μου πού έχεις το όπλο και εγώ θα το φέρω για να πυροβολήσεις μερικές κονσέρβες σούπας ακόμα.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε. «Όχι, νομίζω ότι τέλειωσα. Θεέ μου, το απεχθάνομαι αυτό. Ευχαριστώ» μουρμούρισε όταν εκείνος της έβαλε τις χαρτοπετσέτες στο χέρι. «Και εγώ το ίδιο. Λοιπόν, τι σε τσίγκλησε;» «Ήταν εδώ το FBI. Ο Ειδικός Πράκτορας Ντον Τάουνι – είναι αυτός από την έρευνα για τον Πέρι. Με βοήθησε πολύ με όλα αυτά, οπότε ήταν πιο εύκολο να τα ξαναπεράσω όλα μαζί του. Έχει καινούρια συνεργάτιδα. Είναι εντυπωσιακή, κάπως σαν τους πράκτορες του FBI που βλέπεις στην τηλεόραση. Δε συμπαθεί τα σκυλιά.» Έσκυψε και φίλησε τον Πεκ ανάμεσα στα αυτιά. «Δεν ξέρει τι χάνει. Τέλος πάντων.» Πήρε το κρασί της και ήπιε σιγά σιγά. «Ξύπνησαν φαντάσματα, αλλά ήμουν έτοιμη γι’ αυτό. Βρήκαν από πού αγοράστηκε το μαντίλι, αυτό που μου έστειλε. Είναι ίδιο με εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν στα τρία θύματα. Ίδια προέλευση, ίδια παρτίδα βαφής. Αγόρασε μια ντουζίνα από αυτά από το ίδιο κατάστημα, κοντά στη φυλακή. Κοντά στη φυλακή που βρίσκεται ο Πέρι. Αυτό λοιπόν σβήνει και την πιο ισχνή ελπίδα πως κάποιος μου έκανε ένα άρρωστο αστείο.» Οργή φούντωσε χαμηλά στην κοιλιά του Σάιμον. «Τι κάνουν γι’ αυτό;» «Συνεχίζουν, διερευνούν, προσανατολίζονται. Αυτά που κάνουν πάντα. Παρακολουθούν τον Πέρι, τις επαφές του, την αλληλογραφία του, θεωρώντας ότι αυτός και ο τωρινός δολοφόνος γνωρίζονται. Κατά πάσα πιθανότητα θα έρθουν σε επαφή μαζί σου γιατί τους είπα ότι μένεις εδώ τις νύχτες.» Η Φιόνα μάζεψε τα πόδια της στο στήθος της. «Καταλαβαίνω ότι αυτή τη στιγμή έχω γίνει μεγάλο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
289
πρόβλημα. Συνήθως δε συμβαίνει αυτό – έτσι νομίζω. Δε χρειάζομαι μεγάλη προσοχή γιατί ξέρω πώς να προσέχω τον εαυτό μου, και το προτιμώ. Αλλά τώρα… Οπότε, αν θες να κάνουμε ένα διάλειμμα, καταλαβαίνω.» «Όχι, δεν καταλαβαίνεις.» «Καταλαβαίνω.» Γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει κατάματα και τώρα, σκέφτηκε εκείνος, υπήρχε ένα αμυδρό φως μέσα τους. «Θα σκεφτόμουν ότι είσαι ένα ψυχρό, εγωιστικό κάθαρμα, αλλά θα καταλάβαινα.» «Είμαι ένα ψυχρό, εγωιστικό κάθαρμα, αλλά δεν είμαι δειλός.» «Δεν είσαι τίποτε από αυτά. Εντάξει, ίσως λιγάκι κάθαρμα, αλλά αυτό είναι μέρος της γοητείας σου. Σάιμον, εξαφανίστηκε άλλη μια γυναίκα. Ταιριάζει στο μοτίβο, στον τύπο.» «Πού;» «Στο νοτιοκεντρικό Όρεγκον, βόρεια από τα σύνορα της Καλιφόρνια. Ξέρω τι περνάει τώρα, πόσο τρομαγμένη είναι, πόσο μπερδεμένη, ότι υπάρχει ένα κομμάτι της που δεν πιστεύει –που δεν μπορεί να πιστέψει– ότι συμβαίνει σε εκείνη αυτό. Και ξέρω πως, αν δε βρει έναν τρόπο, αν ο δρόμος της δε διασταυρωθεί με εκείνον της μοίρας, θα βρουν το πτώμα της σε λίγες μέρες, σε ένα ρηχό τάφο, με ένα κόκκινο φουλάρι γύρω από το λαιμό της και ένα νούμερο στο χέρι της.» Η Φιόνα πρέπει να καταλάβει κάτι άλλο, σκέφτηκε ο Σάιμον. Ο αυτοέλεγχος σημαίνει διοχέτευση του συναισθήματος στη λογική. «Γιατί ο Πέρι διάλεγε αθλητικές γυναίκες;» «Τι πράγμα;» «Το σκέφτηκες εσύ, το σκέφτηκε το FBI και οι ψυχίατροι είχαν πολλά να πουν πάνω σε αυτό.» «Ναι. Ήταν ο τύπος της μητέρας του. Ήταν αθλήτρια, δρομέας. Προφανώς, παραλίγο να τη διαλέξουν για τους Ολυμπιακούς όταν πήγαινε στο κολέγιο. Έμεινε έγκυος και, αντί να κυνηγήσει τα ενδιαφέροντά της ή την
290
NORA ROBERTS
καριέρα της, κατέληξε να γίνει μια πολύ πικρόχολη, ανικανοποίητη μητέρα δύο παιδιών, παντρεμένη με έναν εξαιρετικά θρήσκο άντρα. Τους παράτησε, το σύζυγο και τα παιδιά – απλώς μια μέρα την κοπάνησε.» «Εξαφανίστηκε.» «Θα μπορούσες να το πεις έτσι – όμως είναι ζωντανή και καλά. Την εντόπισε το FBI όταν έμαθαν την ταυτότητα του Πέρι. Ζει –ή ζούσε– έξω από το Σικάγο. Είναι γυμνάστρια σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων.» «Γιατί χρησιμοποιούσε κόκκινο φουλάρι;» «Ο Πέρι τής είχε χαρίσει ένα για τα Χριστούγεννα όταν ήταν εφτά χρονών. Τους εγκατέλειψε δύο μήνες αργότερα.» «Οπότε σκότωνε τη μητέρα του.» «Σκότωνε το κορίτσι που ήταν η μητέρα του προτού μείνει έγκυος, προτού παντρευτεί τον άντρα που – σύμφωνα με τη μητέρα του και με αυτούς που τους γνώριζαν– την κακοποιούσε. Σκότωνε το κορίτσι για το οποίο εκείνη μιλούσε όλη την ώρα, για την ευτυχισμένη φοιτήτρια κολεγίου που είχε ολόκληρη τη ζωή μπροστά της προτού κάνει εκείνο το λάθος, προτού φορτωθεί ένα παιδί. Αυτό είπαν οι ψυχίατροι.» «Εσύ τι λες;» «Εγώ λέω ότι όλα αυτά είναι μια μαλακισμένη δικαιολογία για να προκαλέσει κανείς πόνο και φόβο. Όπως αυτός που σκοτώνει τώρα χρησιμοποιεί τον Πέρι ως μαλακισμένη δικαιολογία.» «Στέκεσαι εκεί εξαιτίας όσων σου έκανε. Το κίνητρο έχει σημασία.» Η Φιόνα άφησε κάτω το ποτήρι της. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως…» «Αν το βουλώσεις μια στιγμή, θα σου πω τι πιστεύω. Το κίνητρο έχει σημασία» είπε ξανά ο Σάιμον «γιατί ο λόγος που κάνεις κάτι σε συνδέει με τον τρόπο που το κάνεις, σε ποιον το κάνεις ή γιατί το κάνεις. Και ίσως με το τι βλέπεις στο τέλος αυτού που κάνεις – αν βλέπεις τόσο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
291
μακριά.» «Δε με νοιάζει γιατί σκότωσε όλες εκείνες τις γυναίκες και τον Γκρεγκ, ούτε γιατί προσπάθησε να σκοτώσει εμένα. Δε με νοιάζει.» «Θα έπρεπε. Ξέρεις ποιο είναι το κίνητρο αυτών εδώ.» Έδειξε το σκυλί. «Το παιχνίδι, ο έπαινος, η ανταμοιβή – και το να ευχαριστήσουν εκείνον που τους τα χαρίζει όλα αυτά. Το γεγονός ότι το γνωρίζεις, ότι συνδέεσαι με αυτό και με αυτούς, σε κάνει καλή στη δουλειά σου.» «Δεν καταλαβαίνω τι…» «Δεν τέλειωσα. Ήταν καλός σε αυτό που έκανε. Όταν έκανε κάτι στο οποίο δεν ήταν καλός… Όταν παρέκκλινε από αυτό στο οποίο ήταν επιδέξιος, τον έπιασαν.» «Δολοφόνησε εν ψυχρώ τον Γκρεγκ και τον Κονγκ.» Η Φιόνα πετάχτηκε από την καρέκλα της. «Παρέκκλιση το λες αυτό;» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους του και ξανάπιασε το κρασί του. «Δεν ξέρω πού το πας.» «Γιατί προτιμάς να είσαι τσαντισμένη.» «Φυσικά προτιμώ να είμαι τσαντισμένη. Είμαι άνθρωπος. Έχω συναισθήματα. Τον αγαπούσα. Δεν έχεις αγαπήσει ποτέ κάποιον;» «Όχι μ’ αυτό τον τρόπο.» «Ούτε τη Νίνα Άμποτ;» «Χριστέ μου! Όχι.» Υπήρχε αρκετή κατάπληξη και χλεύη στον τόνο του, που αποδείκνυαν ότι αυτό που έλεγε ήταν αλήθεια. «Δεν ήταν τόσο τραβηγμένη η ερώτησή μου» του είπε. «Κοίτα, ήταν κούκλα, ταλαντούχα, σέξι και έξυπνη.» «Η σκύλα.» Ευχαριστημένος, εκείνος γέλασε κοφτά. «Εσύ ρώτησες. Μου άρεσε, εκτός από τις φορές που την έπιανε η παραφροσύνη – πράγμα που, τώρα που το σκέφτομαι, συνέβαινε πολύ συχνά. Στην αρχή ήταν συναρπαστικό, μετά άρχιζε το δράμα. Της άρεσε το δράμα. Όχι, το
292
NORA ROBERTS
λάτρευε το δράμα. Εγώ όχι. Αυτό ήταν όλο.» «Φαντάστηκα πως υπήρχε κάτι παραπάνω από…» «Δεν υπήρχε. Και η συζήτηση δεν αφορά εμένα, έτσι κι αλλιώς.» «Οπότε περιμένεις να σκεφτώ λογικά και αντικειμενικά για τον Γκρεγκ, για τον Πέρι, για όλο αυτό. Πρέπει να γίνω αναλυτική τη στιγμή που…» «Γίνε ό,τι στο διάβολο θες, αλλά, αν δε σκεφτείς, αν δε βγεις απέξω και δεν κοιτάξεις ολόκληρη την εικόνα, όσο και να ρίξεις με εκείνο το πιστόλι δε θα βοηθήσει σε τίποτα. Για όνομα του Θεού, Φιόνα, θα το έχεις πάνω σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο; Θα το φοράς όταν θα κάνεις τα μαθήματά σου ή όταν θα πηγαίνεις στο χωριό να αγοράσεις ένα γάλα; Έτσι θα ζήσεις;» «Αν είναι ανάγκη, ναι. Είσαι θυμωμένος» είπε η Φιόνα, συνειδητοποιώντας το. «Είναι δύσκολο να το καταλάβω μ’ εσένα γιατί δεν το δείχνεις πάντα. Ήσουν θυμωμένος από την ώρα που ήρθες εδώ, αλλά το άφησες να φανεί μόνο κάνα δυο φορές.» «Είμαστε και οι δύο καλύτερα χωρίς αυτό.» «Ναι, γιατί διαφορετικά είσαι ο Σάιμον που κόβει κώλους. Έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ. Μάλλον υπάρχει και σ’ αυτό κάποιος θυμός.» Καθώς το σκεφτόταν, η Φιόνα πήρε ξανά το κρασί της, πήγε και έγειρε στο στύλο της βεράντας και κοίταξε εξεταστικά τον Σάιμον καθώς έπινε. «Πρέπει να σταματήσεις αυτό που κάνεις, να ρίξεις μερικά πράγματα σε ένα σάκο, να οδηγήσεις μέχρι εδώ. Δεν αφήνεις τίποτα στο σπίτι μου, εκτός από αυτά που ξεχνάς. Γιατί είσαι τσαπατσούλης. Είναι άλλο ένα από τα πράγματα που πρέπει να κάνεις κάθε μέρα.» Ο Σάιμον συνειδητοποίησε ότι η Φιόνα είχε γυρίσει την κουβέντα έτσι που τώρα αφορούσε εκείνον. Η γυναίκα ήταν επιδέξια. «Δεν πρέπει να κάνω τίποτα.» «Αυτό είναι αλήθεια.» Η Φιόνα ένευσε και ήπιε ξανά. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Εξασφαλίζεις ένα γεύμα και σεξ,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
293
αλλά δεν το κάνεις γι’ αυτό. Τουλάχιστον όχι εντελώς. Πρέπει να σε εκνευρίζει, μέχρι ένα βαθμό. Δε σου το έχω αναγνωρίσει αρκετά.» «Ούτε για να μου το αναγνωρίσεις το κάνω.» «Όχι, δε λειτουργείς έτσι. Δε σε ενδιαφέρουν τα πράγματα με αυτό τον τρόπο. Κάνεις αυτό που κάνεις, και αν προκύψει μια υποχρέωση –ένα σκυλί, μια γυναίκα– υπολογίζεις πώς θα το χειριστείς και συνεχίζεις να κάνεις αυτό που θέλεις. Τα προβλήματα είναι για να λύνονται. Μετράς, κόβεις, συνταιριάζεις τα κομμάτια μέχρι να λειτουργήσει κάτι όπως θέλεις να λειτουργήσει.» Σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε ξανά. «Πώς σου φαίνεται αυτό για κίνητρο;» «Διόλου κακό, αν αφορούσε εμένα η συζήτηση.» «Ένα μέρος σε αφορά, κατά τη γνώμη μου. Βλέπεις, όλα ήταν μια χαρά όταν αυτό ήταν μια ερωτική περιπέτεια. Εννοώ αυτό που έχουμε εγώ και εσύ. Ποτέ πριν δεν είχα κάποια περιπέτεια, όχι στ’ αλήθεια, οπότε ήταν όλα καινούρια και λαμπερά, σέξι και χαλαρά. Ένας πολύ ελκυστικός άντρας με ανάβει. Υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία και κάμποσα αρνητικά ώστε να μην το κάνουν ενδιαφέρον. Μου αρέσει αυτός ο άντρας ίσως, εν μέρει, επειδή είναι διαφορετικός από ό,τι έχω συνηθίσει. Νομίζω ότι το ίδιο αισθάνεται και εκείνος για μένα. Όμως αυτό αλλάζει χωρίς να το συνειδητοποιήσω – ή, τουλάχιστον, χωρίς να το παραδεχτώ. Η ερωτική περιπέτεια γίνεται σχέση.» Ήπιε μια γουλιά ξανά και αναστέναξε. «Αυτό έχουμε εδώ, Σάιμον. Έχουμε μια σχέση είτε το θέλαμε είτε ήμασταν έτοιμοι γι’ αυτό. Και όσο ανόητο κι αν είναι, όσο άχρηστο και λάθος αν είναι, ένα κομμάτι μου αισθάνεται άπιστο στον Γκρεγκ. Οπότε προτιμώ να είμαι τσαντισμένη. Προτιμώ να μην παραδεχτώ ότι δεν έχω μια ερωτική περιπέτεια μαζί σου, μια μη προβληματική, συνηθισμένη ερωτοδουλειά από την οποία μπορώ να φύγω όποτε θέλω.»
294
NORA ROBERTS
Η Φιόνα παρακολούθησε τα σκυλιά να πετάγονται από τη βεράντα σαν δρομείς μετά τον πυροβολισμό του αφέτη, και στη συνέχεια να στρίβουν χοροπηδώντας στο πλάι του σπιτιού. «Υποθέτω πως θα πρέπει να μετρήσεις και να συνταιριάξεις από την αρχή τα πράγματα. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πρέπει να φάμε μέσα, έβαλε ψύχρα.» Η Φιόνα μπήκε στο σπίτι, αφήνοντάς τον να αναρωτιέται πώς στο διάβολο είχε στραφεί σε εκείνον η συζήτηση. ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ, η Φιόνα ζέστανε γρήγορα τα μακαρόνια στο φούρνο μικροκυμάτων. Όταν μπήκε μέσα ο Σάιμον, τα είχε βάλει σε ένα μπολ, είχε τοποθετήσει το σκορδόψωμο σε ένα μικρό πιάτο και είχε φέρει το κρασί στο τραπέζι. Όταν στράφηκε προς το μέρος του κρατώντας τα πιάτα του φαγητού στα χέρια της, εκείνος την έπιασε από τους ώμους. «Έχω και εγώ μια γνώμη γι’ αυτό που συμβαίνει.» «Εντάξει. Η οποία είναι;» «Θα σου πω όταν το ξεκαθαρίσω.» Εκείνη περίμενε. Περίμενε λίγο ακόμα. «Το ξεκαθαρίζεις τώρα;» «Όχι.» «Τότε πρέπει να φάμε προτού χρειαστεί να ζεστάνω ξανά τα μακαρόνια.» «Δε συναγωνίζομαι ένα φάντασμα.» «Όχι. Όχι, πίστεψέ με, Σάιμον, ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο. Ήταν ο πρώτος μου, απ’ όλες τις απόψεις.» Η Φιόνα άφησε κάτω τα πιάτα και πήγε να φέρει μαχαιροπίρουνα και πετσέτες. «Και ο τρόπος που τον έχασα άφησε ουλές. Από τότε δεν υπήρξε κανένας αρκετά σημαντικός ώστε να με κάνει να ρίξω μια καλή ματιά σε αυτές τις ουλές. Δεν ήξερα ότι έπρεπε να το κάνω αυτό όταν άρχισα να σε ερωτεύομαι. Νομίζω ότι είμαι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
295
ερωτευμένη μαζί σου. Δεν είναι όπως ήταν με τον Γκρεγκ, οπότε έχω μπερδευτεί, αλλά νομίζω ότι αυτό μου συμβαίνει. Κι αυτό είναι ένα δίλημμα και για τους δυο μας.» Συμπλήρωσε το κρασί στα ποτήρια. «Οπότε θα το εκτιμήσω αν με ενημερώσεις όταν θα ξεκαθαρίσεις τη δική σου πλευρά.» «Αυτό είναι όλο;» είπε εκείνος. «Ουπς! Έχουμε σχέση και, επί τη ευκαιρία, νομίζω ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου, να με ενημερώσεις όταν το σκεφτείς;» Η Φιόνα κάθισε και τον κοίταξε. «Περίπου, ναι. Ο έρωτας πάντα ήταν θετικό στοιχείο στη ζωή μου.» Έβαλε μακαρόνια στο πιάτο του Σάιμον. «Προσθέτει, ενισχύει και ανοίγει κάθε είδους πιθανότητες. Αλλά δεν είμαι ανόητη και ξέρω πως, αν δεν μπορείς ή δεν το νιώθεις για μένα, θα είναι οδυνηρό. Αυτό είναι ένα δίλημμα. Επίσης ξέρω ότι δεν μπορείς να επιβάλεις την αγάπη ούτε να την απαιτήσεις. Και ήδη έχω έρθει αντιμέτωπη με το χειρότερο. Αν δεν μπορείς να με αγαπήσεις ή δε με αγαπάς, θα πονέσει. Αλλά θα το ξεπεράσω. Εξάλλου, μπορεί να πέφτω έξω.» Έβαλε και στο δικό της πιάτο μακαρόνια. «Είχα πέσει έξω όταν νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένη με τον Τζος Κλάτερσον.» «Ποιος στο διάβολο είναι ο Τζος Κλάτερσον;» «Ένας σπρίντερ.» Τύλιξε τα μακαρόνια γύρω από το πιρούνι της. «Ήμουν ερωτευμένη μαζί του σχεδόν δύο χρόνια – στην Πρώτη και στη Δευτέρα Λυκείου, και στο ενδιάμεσο καλοκαίρι. Όμως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν έρωτας. Απλώς μου άρεσε ο τρόπος που φαινόταν όταν έτρεχε την κούρσα ταχύτητας των είκοσι μέτρων. Οπότε μπορεί απλώς να μου αρέσει η εμφάνισή σου, Σάιμον, και το γεγονός ότι μυρίζεις πριονίδι όλη την ώρα.» «Δε με έχεις δει να τρέχω την κούρσα ταχύτητας των είκοσι μέτρων.» «Πράγματι. Μπορεί να την πατήσω αν σε δω ποτέ.»
296
NORA ROBERTS
Όταν επιτέλους ο Σάιμον κάθισε, η Φιόνα χαμογέλασε. «Θα προσπαθήσω να είμαι λογική και αντικειμενική.» «Μου φαίνεται ότι ήδη έχεις κάνει καλή δουλειά σε αυτό.» «Για σένα και για μένα; Υποθέτω πως είναι κάποιος μηχανισμός άμυνας.» Εκείνος συνοφρυώθηκε και έφαγε μια μπουκιά. «Δε λειτουργεί ως άμυνα όταν μου λες ότι είναι άμυνα.» «Καλή παρατήρηση αυτή. Ε, πολύ αργά. Εννοούσα λογική για τον Πέρι και γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Είχες δίκιο γι’ αυτό, για τη σημασία της κατανόησης του κινήτρου. Δεν προσπάθησε να με σκοτώσει γιατί έτσι του ήρθε. Αντιπροσώπευα κάτι, όπως οι υπόλοιπες γυναίκες. Και, όταν απέτυχε μ’ εμένα, ήθελε να με τιμωρήσει; Αυτό πιστεύεις;» «Νομίζω ότι είναι μια καλή λέξη για να το περιγράψει.» «Έπρεπε να είναι πιο αυστηρός από τις υπόλοιπες φορές. Αν και φαντάζομαι πως, αν δεν τον είχαν πιάσει, θα με κυνηγούσε ξανά. Γιατί θα έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτό, να κλείσει εκείνη την εκκρεμότητα. Πώς τα πηγαίνω;» «Συνέχισε.» «Καταλάβαινε ότι είναι δύσκολο να ζήσεις όταν ξέρεις, όταν κατανοείς ότι κάποιος που αγαπούσες είναι νεκρός επειδή εσύ έζησες. Το ήξερε αυτό, το καταλάβαινε, και το χρησιμοποίησε για να με κάνει να υποφέρω επειδή… επειδή του διέκοψα τη σειρά, επειδή του χάλασα το ρεκόρ. Τότε γιατί;» ρώτησε όταν ο Σάιμον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Επειδή τον άφησες.» Η Φιόνα έγειρε στη ράχη της καρέκλας της. «Επειδή τον άφησα» επανέλαβε. «Έφυγα. Το έσκασα. Δεν κάθισα εκεί που με έβαλε ή… δε δέχτηκα το δώρο. Το φουλάρι. Εντάξει, ας πούμε ότι αυτό είναι αλήθεια. Τι μου λέει εμένα;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
297
«Δε σε ξέχασε ποτέ. Τον εγκατέλειψες, και παρ’ ότι κατάφερε να σε σημαδέψει, τιμωρήθηκε εκείνος τελικά. Δεν μπορεί να σε πιάσει, δεν μπορεί να κλείσει εκείνο τον κύκλο, να βάλει ένα τέλος σε εκείνη τη σειρά. Όχι με τα ίδια του τα χέρια. Πρέπει να το κάνει κάποιος άλλος για εκείνον. Ένας κασκαντέρ. Ένας αντικαταστάτης. Πώς βρίσκει έναν;» «Είναι κάποιος που γνωρίζει, ένας άλλος κρατούμενος.» «Γιατί να χρησιμοποιήσει κάποιον που ήδη έχει αποτύχει;» Η καρδιά της κόντεψε να φτάσει στο λαιμό της. «Δε θα το κάνει. Περιμένει. Είναι καλός στην αναμονή. Οπότε θα περίμενε –έτσι δεν είναι;– μέχρι να βρει κάποιον που θα θεωρούσε αρκετά έξυπνο, αρκετά καλό. Οι γυναίκες που έχει σκοτώσει –ο αντικαταστάτης– είναι ένα είδος σταδιακής κορύφωσης. Το καταλαβαίνω αυτό. Είναι ένα φρικτό είδος εξάσκησης.» «Και κοκορεύεται. “Με έκλεισες μέσα, αλλά δε με σταμάτησες”.» «Με τρομάζεις.» «Ωραία.» Για μια στιγμή εκείνα τα καστανόχρυσα μάτια αγρίεψαν. «Να φοβάσαι και να σκέφτεσαι. Τι παρακινεί τον αντικαταστάτη;» «Πώς μπορώ να ξέρω;» «Χριστέ μου, Φι, έξυπνη γυναίκα είσαι. Γιατί κάποιος ακολουθεί τα βήματα ενός άλλου;» «Από θαυμασμό.» «Ναι. Και πώς εκπαιδεύεις κάποιον να κάνει αυτό που θέλεις, όπως το θέλεις, όταν το θέλεις;» «Με έπαινο και ανταμοιβή. Αυτό σημαίνει επαφή, όμως έψαξαν το κελί του Πέρι, ελέγχουν τους επισκέπτες του – και η αδερφή του είναι το μοναδικό άτομο που πηγαίνει να τον δει.» «Και κανείς δεν μπάζει κρυφά κάτι στη φυλακή; Ούτε βγάζει; Ο Πέρι έστειλε ποτέ ένα φουλάρι προτού αρπάξει
298
NORA ROBERTS
κάποια γυναίκα;» «Όχι.» «Οπότε ο τωρινός παρέκκλινε. Μερικές φορές ακολουθείς τα βήματα κάποιου άλλου επειδή θέλεις να τον εντυπωσιάσεις ή να τον ξεπεράσεις. Πρέπει να είναι κάποιος που συνάντησε, περισσότερες από μία φορές. Κάποιος τον οποίο ήταν σε θέση να αξιολογήσει, να εμπιστευτεί και να του μιλήσει προσωπικά. Ένας δικηγόρος, ένας ψυχίατρος, ένας σύμβουλος, ένας δεσμοφύλακας. Κάποιος από τους συντηρητές ή τη διοίκηση της φυλακής. Κάποιος που ο Πέρι έβλεπε, άκουγε, παρακολουθούσε, μελέτησε και στον οποίο είδε κάτι. Κάποιος που του θύμισε τον εαυτό του.» «Εντάξει. Κάποιος αρκετά νέος ώστε να τον μανουβράρει και να τον εκπαιδεύσει, και αρκετά ώριμος ώστε να τον εμπιστευτεί. Αρκετά έξυπνος ώστε να μην ακολουθεί απλώς οδηγίες, αλλά να προσαρμόζεται σε κάθε ιδιαίτερη περίσταση. Θα έπρεπε να μπορεί να ταξιδεύει χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν για το πού ήταν, τι έκανε. Επομένως, κάποιος εργένης, κάποιος που ζει μόνος. Όπως ο Πέρι. Το FBI πρέπει ήδη να έχει φτιάξει το ψυχολογικό προφίλ του.» «Θα έπρεπε να έχει σωματική αντοχή και κάποια δύναμη» συνέχισε ο Σάιμον. «Δικό του αυτοκίνητο – ίσως κάτι που δεν τραβάει την προσοχή. Θα χρειαζόταν χρήματα για να τα βγάζει πέρα. Φαγητό, βενζίνες, ξενοδοχεία.» «Και κάποια γνώση των περιοχών όπου κάνει τις απαγωγές, καθώς και εκείνων όπου τις πηγαίνει. Θα χρειαζόταν χάρτες και χρόνο να τα σχεδιάσει όλα. Όμως κάτω απ’ όλα αυτά δε χρειάζεται να υπάρχει κάτι παραπάνω; Ένας λόγος. Επειδή θαυμάζει τον Πέρι; Κανείς δε θα τον θαύμαζε αν δεν ήταν σαν εκείνον. Τι έκανε αυτό τον άνθρωπο έτσι;» «Πρέπει να είναι κάποια γυναίκα ή γυναίκες. Δε σκοτώνει τη μάνα του Πέρι. Υποθέτω πως είναι το δικό
του υποκατάστατο.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
299
ΦΑΙΝΟΤΑΝ ΛΟΓΙΚΟ, μολονότι η Φιόνα δεν ήξερε πού την ωφελούσε αυτό. Ίσως το γεγονός πως ήταν λογικό να αρκούσε. Είχε μια θεωρία γι’ αυτό που αντιμετώπιζε – ή για το ποιον. Υπέθετε πως είχε βοηθήσει που ο Σάιμον την πίεσε να σκεφτεί. Δεν της είχε υποσχεθεί ότι τίποτα δε θα της συνέβαινε, ότι θα την προστάτευε από όλα τα κακά. Δε θα είχα πιστέψει τέτοιους ισχυρισμούς, σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να αποβάλει την υπερένταση με ένα καυτό μπάνιο. Ίσως να με είχαν παρηγορήσει, αλλά δε θα τους είχα πιστέψει. Ο Σάιμον δεν έδινε υποσχέσεις – δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Μάλιστα, προσέχει πολύ να μην το κάνει, αποφάσισε η Φιόνα. Όλα εκείνα τα αδιάφορα τα λέμε αντί να της πει απλώς ότι θα επέστρεφε. Από την άλλη, ένας άνθρωπος που δεν έδινε υποσχέσεις δεν τις αθετούσε ποτέ. Ο Γκρεγκ έδινε υποσχέσεις και τις τηρούσε όταν μπορούσε. Η Φιόνα σκέφτηκε τώρα ότι ποτέ δεν είχε ανησυχήσει για τον Γκρεγκ ούτε είχε αναρωτηθεί ούτε τον είχε αμφισβητήσει. Ήταν ο καλός της πριν από την απαγωγή, και ήταν το στήριγμά της έπειτα από αυτήν. Και είχε χαθεί. Είχε φτάσει η ώρα, ίσως είχε αργήσει κιόλας η Φιόνα, να το αποδεχτεί απολύτως αυτό. Τυλιγμένη με μια πετσέτα, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα καθώς ο Σάιμον ερχόταν από το διάδρομο. «Τα σκυλιά ήθελαν να βγουν έξω» της είπε. Την πλησίασε και άγγιξε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά της που ήταν πιασμένα στην κορυφή του κεφαλιού της. «Αυτό είναι καινούριο λουκ για σένα.» «Δεν ήθελα να τα βρέξω.» Η Φιόνα άπλωσε το χέρι της να τραβήξει τις φουρκέτες, αλλά εκείνος το παραμέρισε. «Θα το κάνω εγώ. Τέλειωσες με το ψυχοπλάκωμά
300
NORA ROBERTS
σου;» Εκείνη χαμογέλασε λιγάκι. «Ήταν σύντομο ψυχοπλάκωμα.» «Πέρασες δύσκολη μέρα.» Τράβηξε μια φουρκέτα. «Τέλειωσε τώρα.» «Όχι ακόμα.» Ο Σάιμον τράβηξε άλλη μια φουρκέτα και τα μαλλιά της ελευθερώθηκαν. «Τι είναι αυτό στον τρόπο που ελευθερώνονται τα μαλλιά μιας γυναίκας;» Πέρασε τα χέρια του ανάμεσά τους και στύλωσε τα μάτια του στα δικά της. «Τι είναι αυτό μ’ εσένα;» Προτού προλάβει η Φιόνα να απαντήσει, το στόμα του βρέθηκε στο δικό της, αλλά απαλά, δοκιμαστικά και αβίαστα. Εκείνη χαλάρωσε πάνω του όπως είχε γίνει με το μπάνιο και όλοι οι μύες της αναστέναξαν ευχαριστημένοι. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, εκείνος απλώς την κράτησε στην αγκαλιά του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, την πλάτη της. Αυτό την αποτέλειωσε – η προσφορά της παρηγοριάς την οποία δεν είχε ζητήσει, το δώρο της στοργής που δεν περίμενε. Ο Σάιμον τράβηξε την πετσέτα και την άφησε να πέσει κάτω. Ακόμα και τότε όμως την κράτησε στην αγκαλιά του. «Τι είναι αυτό μ’ εσένα;» επανέλαβε. «Πώς γίνεται να σε αγγίζω, να ηρεμώ και ταυτόχρονα να αναστατώνομαι; Τι θέλεις από μένα; Ποτέ δε ζητάς. Μερικές φορές αναρωτιέμαι, είναι ένα κόλπο αυτό;» Με τα μάτια του στα δικά της, την έσπρωξε απαλά προς το κρεβάτι. «Είναι απλώς ένας τρόπος για να με τραβήξεις; Αλλά δεν είναι. Δεν είσαι έτσι φτιαγμένη.» «Γιατί να θέλω κάτι που θα αποσπάσω με κόλπο από σένα;» «Δε θέλεις.» Τη σήκωσε, την κράτησε και έπειτα την ξάπλωσε στο κρεβάτι. «Και έτσι με τραβάς. Και καταλήγω να είμαι εγώ εκείνος που χάνεται.» Η Φιόνα έκλεισε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
301
της. «Θα σε βρω.» Ο Σάιμον δεν ήταν συνηθισμένος στην τρυφερότητα, δεν είχε συνηθίσει να τη νιώθει να απλώνεται μέσα του. Ούτε σε αυτή την ανάγκη να προσφέρει στη Φιόνα αυτό που δεν του ζητούσε ποτέ. Ήταν πιο εύκολο να αφήνει την καταιγίδα να έρχεται, να τους παρασέρνει και τους δύο. Αλλά απόψε θα αγκάλιαζε τη γαλήνη και θα προσπαθούσε να κατευνάσει τους φόβους που καταλάβαινε ότι κρύβονταν πίσω από εκείνα τα γαλάζια σαν νερά λίμνης μάτια. Ηρέμησε. Αφέσου. Σαν να άκουσε τις σκέψεις του, η Φιόνα βυθίστηκε στο φιλί που της πρόσφερε ηρεμία και ζεστασιά. Αργά και αβίαστα, το στόμα του γεύτηκε το δικό της, άλλαξε γωνίες και βούλιαξε απαλά σε μια γλυκιά αποπλάνηση. Η Φιόνα συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Είχε χαθεί. Αιωρούνταν, ελεύθερη, σε ένα ανοίκειο διάστημα όπου οι αισθήσεις στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη θολώνοντας το μυαλό και μαγεύοντας το κορμί. Παραδόθηκε σε αυτό, στον Σάιμον, υπέκυψε εντελώς καθώς τα χείλη του κατακτούσαν μειλίχια τα δικά της, καθώς τα χέρια του ταξίδευαν πάνω της – τρυφερά αγγίγματα που ανακούφιζαν μια ταραγμένη ψυχή. Η απαλά φωτισμένη κρεβατοκάμαρα μεταμορφώθηκε. Έγινε ένα μαγικό ξέφωτο βυθισμένο σε πράσινες σκιές, ασημένιο στις άκρες από το φεγγαρόφωτο, με τον αέρα πυκνό, ακίνητο και γλυκό. Η Φιόνα δεν ήξερε το δρόμο, και της άρεσε που περιπλανιόταν, που χρονοτριβούσε, που την καθοδηγούσαν. Το στόμα του Σάιμον πέρασε πάνω από το λαιμό και τους ώμους της μέχρι που η επιδερμίδα της μυρμήγκιασε από τη διακριτική εισβολή. Γεύτηκε τα στήθη της υπομονετικά, μέχρι που εκείνη, βογκώντας, λύγισε τη μέση της και προσφέρθηκε. Ο Σάιμον την απόλαυσε, αλλά με αβρότητα.
302
NORA ROBERTS
Τα χέρια και τα χείλη του κατέβηκαν προς τα κάτω χαράσσοντας ψιθυριστά μονοπάτια, προκαλώντας αναστεναγμούς και ανατριχίλες που μετατράπηκαν σε αργή έξαρση, σε χρυσαφένια κορύφωση, σε ξέπνοο καταλάγιασμα. Ο Σάιμον την ακολούθησε στη μαγεία, διαποτίστηκε από εκείνη, από την έντονη λάμψη της στιγμής, από τη νωχέλεια των κινήσεων. Αποπλανημένος καθώς αποπλανούσε, συνεπαρμένος από τον ήχο του ονόματός του το οποίο μουρμούρισαν τα χείλη της, από την αίσθηση των χεριών της, από τη γεύση της επιδερμίδας της. Η Φιόνα τον υποδέχτηκε, ζεστή και υγρή, τον πήρε – μέσα στο κορμί της, στην αγκαλιά της. Η ανάγκη παρέμεινε αργή και γλυκιά, τρυφερή σαν ανοιχτή καρδιά ακόμα και καθώς κορυφωνόταν. Κι όταν ο Σάιμον έπεσε, έπεσε μέσα στα μάτια της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
303
ΔΕΚΑΕΞΙ
ΣΤΗΝ ΑΘΛΙΑ, ΝΟΙΚΙΑΣΜΕΝΗ ξύλινη καλύβα υπό τη σκέπη των μαγευτικών βουνών Κασκέιντ, ο Φράνσις Εκλ διάβαζε το γράμμα του Πέρι. Πολλούς μήνες νωρίτερα, είχαν αποφασίσει για τη διαδρομή, τους χρόνους, τους συνεργάτες, τους τόπους ταφής. Ή μάλλον ο Πέρι είχε αποφασίσει, σκέφτηκε. Ο προσεκτικός σχεδιασμός διευκόλυνε κατά πολύ το να παίρνει τα γράμματα που κατάφερνε να στέλνει στη ζούλα ο Πέρι από τη φυλακή. Οι απαντήσεις στέλνονταν με παρόμοια μέθοδο – τις ταχυδρομούσε στον ιερέα του Πέρι, ο οποίος ήταν πεπεισμένος για τη μετάνοιά του. Στην αρχή, ο Φράνσις είχε ενθουσιαστεί με την αλληλογραφία, με την ανταλλαγή λεπτομερειών και ιδεών. Η κατανόηση του Πέρι, η καθοδήγηση και η αποδοχή σήμαιναν πάρα πολλά. Επιτέλους, κάποιος που τον καταλάβαινε. Κάποιος που δε χρειαζόταν τη μάσκα, την προσποίηση, αλλά αναγνώριζε τις αλυσίδες που χρειάζονταν για να μείνουν αυτά στη θέση τους. Κάποιος, επιτέλους, κάποιος που τον βοήθησε να μαζέψει το κουράγιο που χρειαζόταν για να σπάσει αυτές τις αλυσίδες και να απελευθερώσει
304
NORA ROBERTS
τον πραγματικό του εαυτό. Ένας άντρας, ένας φίλος, ένας συνεργάτης που ήταν πρόθυμος να μοιραστεί τη δύναμη που χάριζε το σπάσιμο των αλυσίδων που επέβαλλαν οι κανόνες και οι συμπεριφορές, και που ήταν έτοιμος να καλωσορίσει το αρπακτικό. Ο δάσκαλος είχε γίνει ο πρόθυμος μαθητής, ανυπόμονος να μάθει, να εξερευνήσει όλη τη γνώση και τις εμπειρίες που τόσον καιρό αρνιόταν στον εαυτό του. Όμως τώρα πίστευε πως είχε έρθει η ώρα για να γίνει η αρχή. Ώρα να προχωρήσει πέρα από τα όρια και τα δόγματα που με τόση φροντίδα τον είχαν διδάξει. Άλλωστε, υπήρχαν κανόνες, και οι κανόνες πλέον δεν είχαν ισχύ. Κοίταξε τα δύο δάχτυλα ουίσκι στο ποτήρι του. Ο Πέρι είχε αποφασίσει πως δε θα υπήρχαν ούτε ναρκωτικά ούτε αλκοόλ ούτε τσιγάρα στη διάρκεια του ταξιδιού. Το κορμί και το πνεύμα παρέμεναν αγνά. Όμως ο Πέρι βρίσκεται στη φυλακή, συλλογίστηκε, κι ήπιε με την απόλαυση του επαναστάτη. Το ταξίδι δεν ανήκε πλέον σ’ εκείνον. Ήταν ώρα να βάλει το δικό του σημάδι – ή το επόμενο σημάδι, καθώς ήδη είχε αποκλίνει από το αρχικό σχέδιο με το να στείλει ένα μικρό δωράκι στη σκύλα Μπρίστοου. Ευχήθηκε να μπορούσε να δει την έκφρασή της όταν θα άνοιγε το δέμα. Μακάρι να μπορούσε να μυρίσει το φόβο της. Όμως θα ερχόταν κι αυτό, και αρκετά γρήγορα. Είχε επίσης αποκλίνει από τα σχέδια με το να νοικιάσει την καλύβα – έξοδο μεγαλύτερο από το αν νοίκιαζε δωμάτιο σε κανένα φτηνοξενοδοχείο, αλλά θεωρούσε πως η ιδιωτικότητά του άξιζε το κόστος. Χρειαζόταν απομόνωση για να κάνει την επόμενη απόκλιση από το προσεκτικά οργανωμένο σχέδιο του μέντορά του. Ο Πέρι τού είχε δώσει μια καινούρια ζωή, μια νέα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
305
ελευθερία, και θα την τιμούσε με το να τελειώσει αυτό που δεν είχε προλάβει ο μέντοράς του, σκοτώνοντας τη Φιόνα. Στο μεταξύ, όμως, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να γίνουν, και ήταν ώρα να δοκιμάσει τον εαυτό του. Να γιορτάσει την ύπαρξή του. Ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι. Θα φύλαγε το υπόλοιπο για αργότερα. Μετακινήθηκε αθόρυβα από το δωμάτιο στο μπάνιο, όπου έβγαλε τα ρούχα του και θαύμασε το κορμί του. Το προηγούμενο βράδυ είχε απομακρύνει κάθε ίχνος τρίχας από πάνω του, και απολάμβανε την απαλή, λεία επιδερμίδα, τους μυς που με τόση φροντίδα είχε δυναμώσει. Ο Πέρι είχε δίκιο για τη δύναμη και την πειθαρχία. Χάιδεψε τον εαυτό του, ευχαριστημένος που η αναμονή τον έφερνε σε στύση, κι ύστερα φόρεσε ένα προφυλακτικό. Δεν είχε κατά νου να βιάσει – όμως μπορεί να άλλαζαν τα σχέδια. Σε κάθε περίπτωση, η προφύλαξη είναι βασική, σκέφτηκε καθώς φορούσε δερμάτινα γάντια. Ώρα ν’ αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο. Να εξερευνήσει νέα πεδία. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, άναψε ένα χαμηλό φως και κοίταξε με προσοχή το όμορφο κορίτσι που ήταν δεμένο στο κρεβάτι. Μακάρι να μπορούσε να της βγάλει την μονωτική ταινία από το στόμα, ν’ ακούσει τις κραυγές της, τα παρακάλια, τα κοφτά βογκητά του πόνου. Όμως οι ήχοι ταξίδευαν και μπορούσαν ν’ ακουστούν, οπότε θα έπρεπε να ικανοποιηθεί με το να τους φαντάζεται. Άλλωστε, το βλέμμα της τον ικέτευε. Τα μάτια της ούρλιαζαν. Περίμενε να ατονήσει το ναρκωτικό ώστε εκείνη να έχει συναίσθηση, για να παλέψει – έτσι που το άρωμα του φόβου της να γεμίσει την ατμόσφαιρα. Χαμογέλασε ευχαριστημένος διαπιστώνοντας πως η κοπέλα είχε γδάρει τους καρπούς και τους αστραγάλους της παλεύοντας να λύσει τα σκοινιά. Το πλαστικό από κάτω της έτριξε καθώς εκείνη ζάρωνε και συστρεφόταν.
306
NORA ROBERTS
«Δε σου συστήθηκα» της είπε. «Με λένε Φράνσις Χαβιέ Εκλ. Για χρόνια δίδασκα άχρηστες τσούλες σαν κι εσένα, που με ξεχνούσαν πέντε λεπτά αφότου έφευγαν από την τάξη μου. Κανείς δε με έβλεπε, γιατί κρυβόμουν. Όμως όπως βλέπεις…» –άνοιξε διάπλατα τα μπράτσα του ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της– «…σταμάτησα να κρύβομαι. Με βλέπεις; Κούνησε το κεφάλι σου σαν καλό κορίτσι.» Όταν εκείνη κατένευσε, εκείνος πλησίασε στο πλάι του κρεβατιού. «Θα σε πονέσω.» Ένιωσε την έξαψη να απλώνεται στην κοιλιά του καθώς το κορίτσι πάλευε, ενώ οι απεγνωσμένες ικεσίες της ακούγονταν πνιχτά κάτω από την κολλητική ταινία. «Θες να μάθεις γιατί; Γιατί εμένα; σκέφτεσαι. Γιατί όχι εσένα; Τι σε κάνει τόσο ξεχωριστή; Τίποτα.» Ανέβηκε στο κρεβάτι και κάθισε καβαλικευτά πάνω της – συλλογίστηκε για λίγο το βιασμό καθώς εκείνη προσπαθούσε να κλοτσήσει, να στρίψει από την άλλη. Και τον απέρριψε, τουλάχιστον για την ώρα. «Όμως θα γίνεις ξεχωριστή. Εγώ θα σε κάνω διάσημη. Θα βγεις στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, παντού στο Ίντερνετ. Μπορείς να μ’ ευχαριστήσεις αργότερα.» Η ΦΙΟΝΑ ΔΙΣΤΑΣΕ ΚΑΙ ΠΙΣΩΠΑΤΗΣΕ. Η τσάντα της ήταν ήδη έτοιμη και βρισκόταν στο αυτοκίνητο. Είχε κάνει ετοιμασίες για όλα. Είχε αφήσει λίστες –ατέλειωτες λίστες, παραδέχτηκε– γραμμένες με σχολαστική λεπτομέρεια. Είχε φτιάξει Σχέδια Β για ένα σωρό πράγματα – ακόμη και Σχέδια Γ για μερικά άλλα. Κι όμως, τώρα έφερνε τα πάντα στο μυαλό της, ξανά, ψάχνοντας για οτιδήποτε μπορεί να είχε ξεχάσει, που δεν είχε υπολογίσει καλά, που χρειαζόταν να προσέξει περισσότερο. «Φύγε!» τη διέταξε ο Σάιμον. «Έχω μερικά λεπτά ακόμη. Νομίζω πως ίσως θα έπρεπε…»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
307
«Δίνε του από δω.» Για να λύσει το πρόβλημα, την έπιασε από το μπράτσο και την οδήγησε μέσα από το σπίτι. «Αν κάποιο από τα σκυλιά αρρωστήσει ή τραυματιστεί…» «Έχω το όνομα και το τηλέφωνο του κτηνιάτρου που αντικαθιστά τη Μάι. Έχω και το τηλέφωνό σου – του ξενοδοχείου, το κινητό, το κινητό της Μάι, το κινητό της Σίλβια. Το ίδιο κι ο Τζέιμς. Έχουμε τα πάντα. Εις τριπλούν. Μεταξύ μας, νομίζω πως μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με οτιδήποτε εκτός από πυρηνικό ολοκαύτωμα ή επιδρομή εξωγήινων.» «Το ξέρω, μα…» «Σιωπή. Φύγε. Αν είναι να κουβαλήσω τέσσερα σκυλιά σπίτι σήμερα το πρωί, είναι καιρός να ξεκινήσω.» «Το εκτιμώ στ’ αλήθεια, Σάιμον. Ξέρω πως σου φόρτωσα πολλά. Ο Τζέιμς θα πάρει τους δικούς μου…» «Μετά τη δουλειά. Είναι γραμμένο στη λίστα, μαζί με την ώρα, το κινητό του και το τηλέφωνο του σπιτιού του. Νομίζω πως το μόνο που λείπει είναι το τι θα φοράω. Δρόμο λοιπόν. Επιτέλους, θα έχω τρεις μέρες στη διάθεσή μου χωρίς να είμαι αναγκασμένος να σ’ ακούω.» «Θα σου λείψω.» «Όχι, δε θα μου λείψεις.» Εκείνη γέλασε κι ύστερα κάθισε στα γόνατα για να χαϊδέψει τα σκυλιά και να τα αγκαλιάσει. «Θα σας λείψω, έτσι δεν είναι, αγόρια; Καημενούλια μου, τι σας έτυχε, που πρέπει να περάσετε τη μέρα με τον Κύριο Τσαντίλα! Δεν πειράζει. Ο Τζέιμς θα σας σώσει αργότερα. Να είστε καλοί. Να είστε καλά παιδιά.» Σηκώθηκε. «Εντάξει, φεύγω.» «Σ’ ευχαριστώ, Θεούλη μου.» «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που τους αφήνεις να μείνουν με τον Σαγόνια μέσα στη μέρα.» Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, κι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Εκείνος τη γύρισε προς το μέρος του και της έδωσε ένα
308
NORA ROBERTS
παρατεταμένο, γερό φιλί. «Ίσως να μου λείψεις λιγάκι, αν τυχόν η σκέψη σου περάσει απ’ το νου μου.» Βόλεψε ένα τσουλούφι πίσω από το αυτί της. «Να περάσεις καλά.» Κι ύστερα άρπαξε το χέρι της. «Να περάσεις στ’ αλήθεια καλά.» «Θα το κάνω. Θα το κάνω.» Μπήκε στο αυτοκίνητο κι ύστερα έγειρε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο. «Μην ξεχάσεις να…» Εκείνος της έσπρωξε με την παλάμη του το κεφάλι της ξανά μέσα στο αυτοκίνητο. «Εντάξει. Εντάξει. Γεια.» Την είδε να φεύγει, με τα σκυλιά καθισμένα δίπλα του. «Εντάξει, αγόρια, είναι η ώρα των αντρών. Ξύστε τα μπαλάκια σας, αν τα έχετε ακόμη.» Επέστρεψε στο σπίτι, κι έκανε ένα σύντομο έλεγχο τριγύρω. «Ποτέ δε μυρίζει σκυλίλα εδώ μέσα» μουρμούρισε. «Πώς το καταφέρνει αυτό;» Ανασήκωσε το κεφάλι του και προχώρησε προς το φορτηγάκι. «Όλοι μέσα. Πάμε βόλτα.» Τα σκυλιά σκαρφάλωσαν, εκτός από τον Νιούμαν, προσπαθώντας να βρεθούν στη θέση του συνοδηγού ή στο στενό, μονοκόμματο κάθισμα πίσω της. «Έλα. Πρέπει να φύγουμε» διέταξε ο Σάιμον καθώς το σκυλί καθόταν και τον κοίταζε προσεκτικά. «Θα γυρίσει σε δυο μέρες.» Χτύπησε με το χέρι του το κάθισμα. «Έλα, ανέβα, Νιούμαν. Δε με εμπιστεύεσαι;» Το σκυλί φάνηκε να συλλογίζεται την ερώτηση, κι ύστερα προφανώς αποφάσισε να δώσει βάση στο λόγο του Σάιμον και πήδηξε μέσα. Τη σκέφτηκε μια φορά –ή ίσως περισσότερες από μία– όσο δούλευε εκείνο το πρωινό. Έφαγε μεσημεριανό με τα πόδια του ανεβασμένα στη βεράντα του μαγαζιού, πετώντας κομματάκια σαλάμι (κάτι που η Φιόνα δε θα ενέκρινε) στα σκυλιά και βλέποντάς τα ν’ ανταγωνίζονται. Ξόδεψε άλλα είκοσι λεπτά πετώντας τους ξύλα και μπαλάκια και γελώντας με την ψυχή του
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
309
όταν κάποιο απ’ αυτά κατέληγε στο νερό. Επέστρεψε στη δουλειά, με το ράδιο να παίζει δυνατά και τέσσερα βρεγμένα σκυλιά να ροχαλίζουν στεγνώνοντας στον ήλιο. Δεν τα άκουσε να γαβγίζουν καθώς οι AC/DC ούρλιαζαν στο ραδιόφωνο, αλλά ανασήκωσε το κεφάλι του όταν μια σκιά εμφανίστηκε στο κατώφλι του. Άφησε το εργαλείο στην άκρη και πήρε το τηλεχειριστήριο για να κλείσει τη μουσική όταν ο Ντέιβι μπήκε μέσα. «Έχεις μαζέψει ένα τσούρμο σκυλιά εκεί έξω.» «Η Φιόνα θα λείψει για μερικές μέρες.» «Ναι, το ξέρω. Κοριτσίστικο ταξιδάκι με τη Σιλ και τη Μάι. Σκέφτηκα να περνάω κάνα δυο φορές τη μέρα απ’ το σπίτι της, έτσι για έλεγχο. Άκου… Τι είναι αυτό;» Ο Σάιμον πέρασε το χέρι του στο πλάι του κούτσουρου. Είχε βγάλει το φλοιό κι είχε ήδη τελειώσει με το πρώτο χέρι τριψίματος. Το κούτσουρο στεκόταν με τις ρίζες προς τα πάνω. «Είναι βάση για νιπτήρα.» «Εμένα μου φαίνεται σαν ένα γυμνό, αναποδογυρισμένο κούτσουρο.» «Έτσι δείχνει τώρα.» «Σοβαρά, Σάιμον, αυτό είναι εντελώς αλλόκοτο.» «Μπορεί.» Ο Ντέιβι τριγύρισε στο μαγαζί. «Έχεις πολύ πράγμα εδώ» σχολίασε καθώς προσπερνούσε καρέκλες, τραπέζια, το σκελετό ενός σύνθετου, με τις πόρτες και τα συρτάρια κολλημένα και κρατημένα στη θέση τους με σφιγκτήρες. «Είδα τις βιβλιοθήκες που έκανες για τους Μούνσον. Είναι όμορφες. Στ’ αλήθεια καλές. Κι αυτό εδώ είναι κούκλα.» Όπως ο Ντέιβι, ο Σάιμον κοίταξε προσεκτικά το ντουλάπι για τα κρασιά που είχε σχεδιάσει για τη Φιόνα. «Δεν είναι τελειωμένο. Αλλά δεν πέρασες από δω για να κάνεις κριτική στη δουλειά μου.» «Όχι.» Με σοβαρή έκφραση τώρα, ο Ντέιβι έχωσε τα
310
NORA ROBERTS
χέρια στις τσέπες του. «Σκατά.» «Τη βρήκαν. Το κορίτσι που απήχθη την προηγούμενη βδομάδα.» «Ναι. Νωρίς σήμερα το πρωί. Στο Εθνικό Πάρκο Κρέιτερ Λέικ. Την κράτησε περισσότερο απ’ όσο τις άλλες, οπότε οι ομοσπονδιακοί θεωρούν ότι είτε εκείνη κατάφερε να του ξεφύγει είτε ότι δεν πρόκειται για τον ίδιο τύπο. Ίσως και να μην ήταν. Ίσως. Για όνομα του Θεού, Σάιμον, τη σάπισε στο ξύλο προτού τη σκοτώσει. Ο Πέρι ποτέ δεν τις παραμόρφωνε έτσι. Οι άλλες τρεις για τις οποίες ξέρουμε δεν είχαν υποστεί ξυλοδαρμούς. Όμως όλα τα άλλα ταιριάζουν. Το μαντίλι, η θέση του σώματος. Είχε το νούμερο τέσσερα γραμμένο στο χέρι της.» Επειδή ήθελε να γρονθοκοπήσει κάτι, ο Σάιμον πήγε κι άνοιξε το ψυγείο του. Έβγαλε δύο κοκακόλες και πέταξε τη μία στον Ντέιβι. «Ανακαλύπτει το δικό του στιλ. Αυτό κάνεις. Μαθαίνεις, παραδειγματίζεσαι, κι ύστερα δημιουργείς το δικό σου ύφος. Πειραματίζεται.» «Για το Θεό, Σάιμον.» Ο Ντέιβι έτριψε το κρύο κουτάκι στο πρόσωπό του προτού το ανοίξει. «Μακάρι να μη θεωρούσα ότι έχεις δίκιο σ’ αυτό. Μακάρι να μη σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα.» «Γιατί μου τα λες αυτά;» «Θέλω τη γνώμη σου. Να επικοινωνήσουμε με τη Φι, να την ενημερώσουμε;» «Όχι. Της χρειάζεται να ξεφύγει δυο μέρες απ’ όλα αυτά.» «Είμαι μαζί σου σ’ αυτό, αλλά θα το πουν στις τηλεοράσεις.» «Τηλεφώνησε στη Σιλ. Πες της το, και πες της να… διάβολε, ας κάνει κάποιου είδους γυναικεία συμφωνία – όχι ειδήσεις, τηλεόραση, εφημερίδες, Ίντερνετ. Τίποτα που… ξέρεις, που να ενοχλήσει τη νιρβάνα ή τα οιστρογόνα τους ή οτιδήποτε άλλο. Η Σιλ θα ξέρει πώς να το χειριστεί.» «Ναι, θα ξέρει. Αυτό είναι καλό. Το κορίτσι, Σάιμον,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
311
ήταν και δεν ήταν είκοσι χρονών. Ο μπαμπάς της είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα πριν από δυο χρόνια. Ήταν μοναχοπαίδι. Η μητέρα της έχασε τον άντρα της και τώρα το μοναδικό της παιδί. Με αρρωσταίνει.» Απόδιωξε τη σκέψη με μια μεγάλη γουλιά κοκακόλα. «Φαντάζομαι μιλάς με τη Φι κάθε βράδυ.» Δεν το ’χε σκοπό. Του φαινόταν τόσο… παιδιάστικο. «Ναι. Θα της μιλήσω. Είναι μια χαρά εκεί.» Όμως, καθώς επέστρεφε στη δουλειά, ήξερε πως θα ανησυχούσε μέχρι εκείνη να επιστρέψει ξανά πίσω στο σπίτι. Η ΦΙΟΝΑ ΣΧΕΔΟΝ ΔΕΝ ΠΑΤΟΥΣΕ στη γη καθώς επέστρεφε στη βίλα της, μετά από το υπέροχο μασάζ ποδιών. Μπήκε μέσα και την υποδέχτηκε η μυρωδιά λουλουδιών και οι σιγανοί ήχοι της μουσικής New Age. Τριγύρισε στο χώρο του σαλονιού με τα άνετα έπιπλα από γυαλιστερό ξύλο, κι ύστερα βγήκε στην όμορφη, γεμάτη λουλούδια βεράντα, όπου η Σίλβια απολάμβανε τη λιακάδα. «Είμαι ερωτευμένη.» Αναστενάζοντας ονειροπόλα, η Φιόνα έπεσε σε μια πολυθρόνα. «Είμαι ερωτευμένη με μια γυναίκα που ονομάζεται Κάρολ και μου έκλεψε την καρδιά με τα μαγικά της χέρια.» «Δείχνεις χαλαρωμένη.» «Χαλαρωμένη; Έχω λυθεί σαν νουντλ. Είμαι το πιο ευτυχισμένο νουντλ του βορειοδυτικού Ειρηνικού. Εσύ πώς είσαι;» «Μου έκαναν αποτοξίνωση, σκραμπ, μασάζ, και είμαι τέλεια. Η μεγαλύτερή μου σκοτούρα είναι τι να διαλέξω απόψε για δείπνο. Σκέφτομαι σοβαρά να ζήσω εδώ τις υπόλοιπες μέρες της ζωής μου.» «Θες συγκάτοικο; Θεέ μου, Σιλ, γιατί δεν το είχαμε κάνει αυτό νωρίτερα;» Η Σίλβια, με τα πλούσια μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα στο κεφάλι της, και τα ροδαλά γυαλιά να
312
NORA ROBERTS
σκιάζουν τα μάτια της, ακούμπησε στην άκρη το περιοδικό μόδας που είχε ανοιχτό στα πόδια της. «Πέσαμε στην παγίδα που λέγεται πολυάσχολες-γυναίκες-χωρίςκαθόλουχρόνο-για-διασκέδαση. Τώρα όμως δραπετεύσαμε απ’ το κλουβί. Κι έχω βγάλει επίσημη απόφαση.» «Στις διαταγές σας.» «Στη διάρκεια της τόσο σκληρά κερδισμένης διασκέδασής μας, θα διαβάζουμε μονάχα διασκεδαστικά βιβλία και/ή ανόητα περιοδικά μόδας.» Χτύπησε το εξώφυλλο του περιοδικού που είχε αφήσει στο τραπέζι. «Θα παρακολουθούμε μονάχα ανάλαφρες, εύπεπτες, αστείες ταινίες –αν έχουμε την επιθυμία για ταινίες– στην τηλεόραση. Θα εξορίσουμε κάθε σκέψη δουλειάς, ανησυχίας ή ευθύνης από το μυαλό μας. Οι μόνες μας ανησυχίες, οι μόνες αποφάσεις που θα πρέπει να πάρουμε σ’ αυτό το διάστημα, θα είναι αν θέλουμε να φάμε στο δωμάτιό μας ή στο εστιατόριο, και τι χρώμα βερνίκι θα χρησιμοποιήσουμε στο πεντικιούρ μας.» «Εγώ το ’χω ξεπεράσει ήδη αυτό. Το έχω αφήσει τόσο πίσω, που ήδη το ζω. Δε γύρισε ακόμη η Μάι;» «Οι ευτυχισμένοι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν στο δωμάτιο χαλάρωσης. Είπε πως θα πήγαινε για κολύμπι.» «Αν δοκίμαζα να κολυμπήσω, θα βούλιαζα σαν πέτρα και θα πνιγόμουν.» Η Φιόνα ξεκίνησε να τεντώνεται, αλλά ύστερα αποφάσισε πως χρειαζόταν πολλή ενέργεια και το παράτησε. «Η Κάρολ μού εξισορρόπησε το τσι, ή ίσως να μου έφερε σε ισορροπία τα τσάκρα μου. Δεν ξέρω πώς, αλλά έχοντας το τσι ή τα τσάκρα μου σε ισορροπία, είχε ως αποτέλεσμα κάτι καλύτερο κι από την έκσταση.» Η Μάι εμφανίστηκε, τυλιγμένη σε μια από τις πολυτελείς ρόμπες του ξενοδοχείου, και βυθίστηκε σε μια καρέκλα. «Κυρίες μου. Πρόκειται για όνειρο;» αναρωτήθηκε. «Είναι όλα όνειρο;» «Είναι η δική μας πραγματικότητα για τρεις, υπέροχες
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
313
μέρες.» Η Σύλβια σηκώθηκε και μπήκε μέσα. «Δοκίμασα την Ανανέωση Μυαλού, Σώματος και Πνεύματος. Είμαι ανανεωμένη.» Η Μάι ανασήκωσε το πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια της. «Θέλω να ανανεώνομαι κάθε μέρα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου.» «Η Σιλ κι εγώ θα ζήσουμε εδώ, κι εγώ θα παντρευτώ την Κάρολ.» «Ωραία. Κι εγώ θα είμαι η μόνιμη καλεσμένη σας. Ποια είναι η Κάρολ;» «Η Κάρολ χρησιμοποίησε τα μαγικά χέρια της στο τσι ή στα τσάκρα μου –ή ίσως και στα δύο– και πρέπει να την κάνω δική μου, για πάντα.» «Ο Ρίτσι με ανανέωσε. Θα μπορούσα να παντρευτώ τον Ρίτσι και ν’ αφήσω μια για πάντα πίσω μου το καθοδικό σπιράλ των ραντεβού από το ίντερνετ.» «Νόμιζα πως σου άρεσε ο οδοντίατρος.» «Περιοδοντολόγος. Μου άρεσε, τόσο ώστε να βγω μαζί του δεύτερη φορά, όπου περάσαμε πάνω από μία ώρα να μιλά για την πρώην γυναίκα του. Ήταν μια σκύλα, ποτέ δεν τον άφηνε σε ησυχία, ξόδευε υπερβολικά πολλά χρήματα, τον τσάκισε στο δικαστήριο, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Ο Σαμ ο περιοδοντολόγος, πάει κι αυτός στον κάλαθο των αχρήστων μαζί με τον Ρόμπερτ τον ψυχολόγο, τον Μάικλ το στέλεχος της ασφαλιστικής, και τον Σεντρίκ, το δικηγόρο/μελλοντικό λογοτέχνη.» «Είσαι καλύτερα με τον Ρίτσι.» «Λες να μην το ξέρω;» Στράφηκαν κι οι δυο στην πόρτα, και τα μάτια της Φιόνα άνοιξαν διάπλατα καθώς η Σίλβια βγήκε κουβαλώντας έναν ασημένιο δίσκο. «Σαμπάνια; Σαμπάνια είναι αυτό;» «Σαμπάνια και φράουλες με σοκολάτα. Αποφάσισα πως, όταν τρεις πολυάσχολες γυναίκες και υπέροχες, καλές φίλες, αποφασίζουν επιτέλους να διασκεδάσουν, είναι άξιο εορτασμού.» «Θα πιούμε σαμπάνια στο μπαλκόνι της σουίτας μας,
314
NORA ROBERTS
στο σπα!» Η Φιόνα χτύπησε παλαμάκια με τα χέρια της. «Είναι όνειρο.» «Το αξίζουμε;» «Και με το παραπάνω.» Η Μάι χτύπησε παλαμάκια όταν η Σίλβια άνοιξε το φελλό. Μόλις τους σέρβιρε, η Μάι ύψωσε το ποτήρι της. «Σ’ εμάς» είπε «και σε κανέναν άλλο.» Μ’ ένα γέλιο, η Φιόνα τσούγκρισε το ποτήρι της. «Μέσα είμαι.» Ήπιε την πρώτη γουλιά. «Ω, ω, ναι. Σιλ, αυτό ήταν σωστή έμπνευση. Είναι σαν επιπλέον χρυσόσκονη πάνω από κάτι που γυαλίζει.» «Πρέπει να κάνουμε συμφωνία. Θα το κάνουμε αυτό κάθε άνοιξη. Θα ερχόμαστε εδώ, θα ανανεωνόμαστε, θα ισορροπούμε, θα πίνουμε σαμπάνια και θα φερόμαστε σαν κορίτσια.» Η Μάι σήκωσε ξανά ψηλά το ποτήρι της. «Είμαι μέσα.» Η Φιόνα τσούγκρισε και χαμογέλασε όσο η Σίλβια έκανε το ίδιο. «Ούτε που ξέρω τι ώρα είναι. Δεν μπορώ καν να θυμηθώ την τελευταία φορά που δεν ήξερα ή που έπρεπε να σκεφτώ το πρόγραμμά μου. Μάλιστα, είχα ετοιμάσει πρόγραμμα για εδώ. Τι ώρα θα σηκώνομαι για να πηγαίνω στο γυμναστήριο, ποια μαθήματα να παρακολουθήσω, πόσο θα κολυμπούσα ή πόσο θα καθόμουν στη σάουνα πριν από κάποια θεραπεία.» Προσποιήθηκε πως έσκιζε μια σελίδα από ένα βιβλίο και την πετούσε μακριά. «Δεν υπάρχει χώρος για την οργανωμένη Φι εδώ πέρα. Η Φι του Σπα κάνει ό,τι της αρέσει κι όταν της αρέσει.» «Πάω στοίχημα πως η Φι του Σπα θα σηκωθεί πριν από τις εφτά και θα κατηφορίσει για το γυμναστήριο.» «Μπορεί.» Η Φιόνα έγνεψε στη Μάι. «Όμως η Φι του Σπα δε θα ζει με πρόγραμμα. Κι όλα αυτά εξαιτίας της υπέροχης Κάρολ. Πέντε λεπτά στο τραπέζι και σταμάτησα να αναρωτιέμαι πώς τα πάνε τα σκυλιά με τον Σάιμον, πώς τα πάει ο Σάιμον με τα σκυλιά, πώς θα τα πάει η υπόλοιπη ομάδα αν δεχτεί κάποιο τηλεφώνημα όσο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
315
είμαστε εμείς εδώ πέρα. Τι κάνει η αστυνομία για… Όχι» αποφάσισε. «Δεν πρόκειται καν να το αναφέρω αυτό. Όλα βυθίστηκαν σε μια υπέροχη έκσταση που σκοπεύω να διατηρήσω τώρα πίνοντας κι άλλη σαμπάνια.» Και ήπιαν όλες κι άλλο. «Πώς πάνε τα ραντεβού, Μάι;» ρώτησε η Σίλβια. «Έλεγα στη Φι ότι σουτάρισα τον περιοδοντολόγο. Κολλημένος με την πρώην γυναίκα του» εξήγησε. «Πράγμα που δεν είναι ποτέ καλό.» «Ο πρώτος τύπος» συνέχισε η Μάι «προφανώς είχε μάθει στιλιζαρισμένες ατάκες, κι όταν τελικά κατάφερα να τον βγάλω απ’ το έτοιμο σενάριό του, ανακάλυψα πως ήταν όχι μόνο βαρετός, αλλά και τόσο στενόμυαλος, που θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν υπήρχε χώρος για οποιαδήποτε νέα σκέψη στο κεφάλι του. Ο δεύτερος ήταν εγωκεντρικός και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ένα γρήγορο πήδημα. Ο επόμενος; Ένας παράξενος και καθόλου ελκυστικός συνδυασμός των δύο προηγούμενων. Θα κάνω μία ακόμη προσπάθεια, αλλά νομίζω πως το πείραμα απέτυχε.» «Κρίμα. Μα ούτε ένας κατάλληλος υποψήφιος για να βγαίνετε έστω για δείπνο;» ρώτησε η Σίλβια. «Όχι για μένα. Σοβαρά σας λέω, οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις που έχω κάνει με αρσενικό ήταν τις περασμένες εβδομάδες με τον Τάισον.» «Το σερίφη Τάισον;» την έκοψε η Φιόνα. «Από τα Νησιά Σαν Χουάν;» «Ναι. Ψάχνει να πάρει ένα σκυλί-διασώστη. Μου τηλεφώνησε για συμβουλές και τη γνώμη μου.» «Αλήθεια;» Η Φιόνα πήρε μια φράουλα και την κοίταξε εξεταστικά. «Και δεν υπάρχουν άλλοι κτηνίατροι στα Νησιά Σαν Χουάν;» «Ναι, βέβαια, αλλά εγώ έχω σκυλιά διάσωσης.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Βοηθά να μιλάς με κάποιον που είχε ανάλογη εμπειρία.» «Είπες συζητήσεις» της τόνισε η Σίλβια. «Πληθυντικός
316
NORA ROBERTS
αριθμός.» «Ναι, μιλήσαμε μερικές φορές. Σκεφτόταν να πάρει Λαμπραντόρ ή κάποια μείξη γιατί του αρέσουν τα σκυλιά της Φιόνα. Ύστερα όμως σκέφτηκε να περάσει από το καταφύγιο και να δει πώς θα πήγαινε το πράγμα ή να ψάξει στο δίκτυο τι υπάρχει και ποιο ζώο χρειάζεται σπίτι. Είναι γλυκό» πρόσθεσε. «Δαπανά πολύ χρόνο και προσπάθεια σ’ αυτό.» «Και θα πάει στο καταφύγιο μαζί σου.» Η Φιόνα αντάλλαξε μια ματιά με τη Σίλβια. «Ακριβώς. Θα τον συνοδέψω για να ελέγξω το καταφύγιο μόλις επιστρέψουμε από το Σπα.» «Σου ζήτησε να τον συνοδέψεις στο καταφύγιο ζώων;» «Λίγη επαγγελματική και ηθική υποστήριξη» ξεκίνησε να λέει κι ύστερα κοίταξε τη Φιόνα. «Ω, έλα τώρα! Δε μου ζήτησε δα να πάμε κρουαζιέρα υπό το σεληνόφως. Δεν είναι κάτι τέτοιο.» «Ένας άντρας, ένας αδέσμευτος άντρας, σου τηλεφωνεί αρκετές φορές για να κουβεντιάσετε για ζώα, κι ύστερα το προχωρά και σου ζητά να τον συνοδέψεις. Αλλά δεν είναι κάτι τέτοιο;» Η Φιόνα έκανε νόημα στη Σίλβια. «Γνώμη, παρακαλώ.» «Είναι απολύτως και σίγουρα κάτι τέτοιο.» «Μα…» «Το ραντάρ σου έχει χαλάσει» συνέχισε η Σίλβια. «Έχεις αφοσιωθεί στο να γνωρίζεις ξένους, να ψάχνεις για τη σπίθα και για κοινά ενδιαφέροντα, και δε σκέφτηκες να πλησιάσεις έναν άντρα που γνωρίζεις ήδη.» «Όχι, εγώ… Θεέ μου, για περιμένετε ένα λεπτό.» Έκλεισε τα μάτια της, και ανασήκωσε το δάχτυλό της καθώς αναθυμόταν συζητήσεις, τόνους φωνής. «Που να πάρει! Έχεις δίκιο. Ούτε που το αντιλήφθηκα. Χμμ.» «Χμμ, για καλό ή για κακό;» ρώτησε η Φιόνα. «Νομίζω για καλό. Είναι ενδιαφέρων τύπος, αστείος, κι όταν δεν είναι σε υπηρεσία, φαίνεται σταθερός και λιγάκι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
317
ντροπαλός. Και εμφανίσιμος. Και λιγάκι πονηρός, πράγμα που μου αρέσει. Με ξεγέλασε και είπα ναι σε ραντεβού. Είμαι… κολακευμένη» συνειδητοποίησε. «Χριστέ μου, είμαι στ’ αλήθεια κολακευμένη. Θεέ μου! Έχω ανανεωθεί κι έχω κι έναν τύπο ο οποίος ενδιαφέρεται για μένα, και το αντίστροφο. Είναι μια υπέροχη μέρα.» «Τότε…» Η Σίλβια απογέμισε τα τρία ποτήρια. «Ευτυχώς που έχω δεύτερο μπουκάλι στο ψυγείο.» «Είσαι τόσο προνοητική!» της είπε η Μάι. «Ποια έχει κέφι να παραγγείλουμε δείπνο εδώ, να καθίσουμε με τις πιτζάμες, να ζαλιστούμε με σαμπάνια και να αποτελειώσουμε τη βραδιά μ’ ένα απίστευτα παχυντικό γλυκό;» Όλες σήκωσαν τα χέρια τους. «Είμαι ερωτευμένη με τον Σάιμον» ξεφούρνισε η Φιόνα κι ύστερα κούνησε το κεφάλι της. «Πω πω, έκοψα τα νέα σου για το σερίφη Τάισον. Μπορούμε να επιστρέψουμε στο θέμα.» «Με δουλεύεις; Μας δουλεύεις αγρίως;» ρώτησε η Μάι. «Ο Τάισον –μα γιατί τον αποκαλώ με το επίθετό του;–, ο Μπεν και οι πιθανότητες να βγω ραντεβού μαζί του μπορούν να περιμένουν. Είσαι λοιπόν ερωτευμένη σαν να λέμε αυτός είναι ο ένας, ή ερωτευμένη σαν να λέμε: ω, τι ωραία που περνάω και πόσο όμορφα με κάνει να νιώθω και τι σέξι που είναι;» «Του στιλ αυτός είναι ο ένας, αλλά με μπόλικο κι απ’ το υπόλοιπο, γι’ αυτό και νόμιζα πως ήταν μόνο το υπόλοιπο, αλλά δεν είναι. Δεν είναι όλο, ή μονάχα αυτό. Γιατί δεν μπορώ να έχω μια σχέση όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος; Τώρα τα μπέρδεψα.» «Η ζωή είναι μπερδεμένη, αλλιώς ποιο είναι το νόημα;» Η Σίλβια χαμογελούσε παρ’ όλο που τα μάτια της είχαν βουρκώσει. «Νομίζω πως είναι υπέροχη.» «Δεν ξέρω αν είναι υπέροχη ή όχι, αλλά είναι μπερδεμένη. Εκείνος δεν είναι με τίποτα αυτό που
318
NORA ROBERTS
φανταζόμουν για τον εαυτό μου.» «Σταμάτησες να φαντάζεσαι λοιπόν» της τόνισε η Σίλβια. «Ίσως ναι. Αλλά, αν φανταζόμουν κάποιον, σίγουρα δε θα ήταν ο Σάιμον Ντόιλ – δε θα ήταν αυτός ο ένας.» Η Μάι ακούμπησε τον αγκώνα της στο τραπέζι κι έκανε ένα νεύμα κρατώντας το ποτήρι της. «Γιατί είσαι ερωτευμένη μαζί του; Ποια είναι τα προσόντα του;» «Δεν ξέρω. Είναι μοναχικός ενώ εγώ όχι, γίνεται γκρινιάρης κι εγώ δεν το συνηθίζω. Δεν έχει τάξη κι είναι κοφτός κι απότομος, δεν απολογείται όταν γίνεται αγενής, και μιλά για τον εαυτό του μόνο όταν τον πιέσεις ή όταν έχει διάθεση.» «Τι ωραίο που ακούγεται στ’ αυτιά μου!» μουρμούρισε η Σίλβια. «Γιατί, ω Μεγάλη Σοφή;» ρώτησε η Μάι. «Γιατί δεν είναι καμιά τέλεια φαντασίωση. Έχει ψεγάδια και το καταλαβαίνεις αυτό. Κι αυτό σημαίνει ότι τον ερωτεύτηκες γι’ αυτό που είναι, όχι για το ποιος θα ήθελες εσύ να είναι.» «Μου αρέσει αυτό που είναι. Και, στον αντίποδα, με κάνει να γελάω, και είναι ευγενικός. Το ότι είναι διστακτικός τονίζει μονάχα την ευγένειά του. Δεν κάνει τον κόπο να πει κάτι που δεν εννοεί, κι αυτό τον κάνει ειλικρινή.» «Σε αγαπά;» Η Φιόνα ανασήκωσε τους ώμους της ως απάντηση στην ερώτηση της Μάι. «Δεν ξέρω, αλλά ξέρω πως, αν ποτέ το πει, θα το εννοεί. Για τώρα, η κατάσταση είναι μια χαρά έτσι όπως είναι. Χρειάζομαι χρόνο για να συνηθίσω το πώς νιώθω – και να βεβαιωθώ ότι δεν είναι μαζί μου ή δεν μπλέκεται μαζί μου επειδή, να, επειδή είμαι σε δύσκολη θέση, έτσι δεν είναι;» «Πάω στοίχημα πως δε σκεφτόταν κάτι του στιλ: Κοίτα, αυτή η γυναίκα έχει μπλεξίματα, όταν κάνατε σεξ στο τραπέζι της τραπεζαρίας.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
319
Η Φιόνα έγνεψε στη Μάι. «Εξαιρετική διαπίστωση. Κι αξίζει κι άλλη σαμπάνια. Πάω να φέρω το δεύτερο μπουκάλι.» Η Μάι περίμενε μέχρι να μπει μέσα η Φιόνα. «Καλά δεν κάνουμε που δεν της λέμε για το φόνο;» «Ναι. Το έχει ανάγκη αυτό. Προφανώς, όλες μας το έχουμε, αλλά εκείνη το χρειάζεται περισσότερο. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλά, και αρκετά σύντομα.» «Με την ευκαιρία, νομίζω πως την αγαπά.» Η Σίλβια χαμογέλασε. «Γιατί;» «Επειδή είπε στον Ντέιβι να τηλεφωνήσει σ’ εσένα, κι όχι στη Φι, και πρότεινε να μην της το πούμε. Την αγαπάμε, και γι’ αυτό δεν της το λέμε – και νομίζω πως θα είχαμε αποφασίσει το ίδιο, ανεξάρτητα από το τι θα μας έλεγε ο Ντέιβι. Όμως ο Σάιμον είχε την ίδια γνώμη. Κι αυτό το ένστικτο φανερώνει αγάπη, αυτό πιστεύω.» «Κι εγώ το ίδιο νομίζω.» «Μπορεί να μην είναι ο ένας και μοναδικός, αλλά…» «Είναι αρκετός για τώρα, κι είναι αυτό που χρειάζεται εκείνη. Ειλικρινά, Μάι, νομίζω πως χρειάζονται ο ένας τον άλλο και πως θα είναι κι οι δυο καλύτερα και πιο δυνατοί μαζί. Τουλάχιστον εγώ αυτό θέλω.» Η Μάι έριξε μια ματιά στην πόρτα και χαμήλωσε τη φωνή της. «Είπα στο θυρωρό να μην αφήσει εφημερίδες έξω απ’ την πόρτα μας τα πρωινά. Έτσι, για να είμαστε καλυμμένοι.» «Καλά το σκέφτηκες.» Άκουσαν το φελλό να πετάγεται και τη Φιόνα να φωνάζει Γιούχου. «Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου» μουρμούρισε η Σίλβια «έτσι ώστε να μπορούμε να το βγάλουμε κι απ’ το δικό της.»
320
NORA ROBERTS
ΔΕΚΑΕΠΤΑ
ΔΕΔΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗΣ και του χρόνου που περνούσε στον κήπο, η Φιόνα ήξερε πως το μανικιούρ ήταν χαμένος κόπος και χρήμα. Όμως το μέρος ήταν το Κέντρο της Πολυτέλειας. Κι επίσης, είναι η τελευταία μέρα μας, θύμισε στον εαυτό της. Οπότε καλύτερα να την εκμεταλλευόταν στο έπακρο – και να επέστρεφε με όμορφο μανικιούρ και πεντικιούρ, κι ας το κατάστρεφε μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Άλλωστε, το διασκέδαζε. Θαύμασε το απαλό, καλοκαιρινό ροζ χρώμα στα κοντά αλλά προσφάτως φροντισμένα νύχια της καθώς βύθιζε τα πόδια της στο ζεστό, κελαρυστό νερό στη βάση της καρέκλας του πεντικιούρ. Μια καρέκλα, συλλογίστηκε, που προσφέρει μια ιδέα του παράδεισου, καθώς οι δονήσεις διατρέχουν την πλάτη μου. Η Σίντι, που της είχε φτιάξει το όμορφο μανικιούρ, της πρόσφερε ένα ποτήρι νερό με λεπτές φέτες λεμονιού να επιπλέουν στην επιφάνειά του. «Είσαι άνετα;» «Έχω περάσει το στάδιο της άνεσης και είμαι καθ’ οδόν για την ευφορία.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
321
«Αυτό θέλουμε να ακούμε. Θέλεις το ίδιο βερνίκι και στα πόδια σου;» «Ξέρεις τι λέω; Ας κάνουμε τρέλες στο πεντικιούρ. Ας διαλέξουμε το Πορφυρό Πάθος.» «Τι ωραία!» Ανασήκωσε τα πόδια της Φιόνα, τα στέγνωσε κι ύστερα τα κάλυψε με ζεστό, πράσινο άργιλο. «Θ’ αφήσουμε αυτή τη μάσκα για λίγα λεπτά, οπότε μπορείς να χαλαρώσεις απλώς. Να σου φέρω τίποτε;» «Είμαι μια χαρά.» Βολεύτηκε στην καρέκλα της, άνοιξε ένα βιβλίο κι αφέθηκε στη ρομαντική κωμωδία που είχε τόση πλάκα όση και το βερνίκι που διάλεξε για τα πόδια της. «Καλό το βιβλίο;» ρώτησε η Σίντι όταν επέστρεψε και κάθισε για να ξεπλύνει τον άργιλο. «Καλό. Απόλυτα ταιριαστό με τη διάθεσή μου. Νιώθω ευτυχισμένη, χαλαρή και όμορφη.» «Μ’ αρέσει να διαβάζω. Μου αρέσουν οι τρελές ιστορίες τρόμου και τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Δεν ξέρω γιατί με χαλαρώνουν, αλλά το κάνουν.» «Ίσως επειδή, όταν διαβάζεις κάτι τέτοιο, ξέρεις πως είσαι ασφαλής, οπότε έχει πλάκα να φοβάσαι.» «Ναι.» Η Σίντι άρχισε να τρίβει τις φτέρνες της Φιόνα με μια ελαφρόπετρα. «Δε μ’ αρέσουν καθόλου οι ειδήσεις επειδή, να δηλαδή, είναι αληθινές, και τα περισσότερα νέα είναι φρικτά. Ατυχήματα, φυσικές καταστροφές, εγκλήματα.» «Ή πολιτική.» «Ακόμα χειρότερα.» Η Σίντι γέλασε. «Όταν όμως διαβάζεις άσχημα πράγματα σ’ ένα βιβλίο, μπορείς να ελπίζεις ότι οι καλοί θα νικήσουν. Μ’ αρέσει όταν κερδίζουν οι καλοί. Όταν σώζουν το κορίτσι –ή το αγόρι– ή την ανθρωπότητα. Όταν πιάνουν το φονιά και τον κάνουν να πληρώσει. Δε συμβαίνει πάντα στην πραγματικότητα. Φοβάμαι ότι δε θα πιάσουν ποτέ αυτόν τον μανιακό που σκότωσε αυτές τις γυναίκες. Τέσσερις τώρα. Ω! Σε πόνεσα;»
322
NORA ROBERTS
«Όχι.» Η Φιόνα πίεσε τον εαυτό της να χαλαρώσει και πάλι το πόδι της. «Όχι, δε με πόνεσες. Τέσσερις;» «Τη βρήκαν πριν από δυο μέρες. Ίσως να μην το άκουσες. Στα Κασκέιντ στο Όρεγκον. Ξέρω πως είναι μίλια και μίλια μακριά, αλλά στ’ αλήθεια με τρομάζει. Αν έχω βραδινά ραντεβού, έρχεται και με παίρνει ο άντρας μου. Υποθέτω πως είναι ανόητο, αφού δεν είμαι κολεγιοκόριτσο, αλλά με φοβίζει πολύ.» «Δε νομίζω πως είναι ανόητο.» Η Φιόνα ήπιε μια γουλιά από το νερό της για να ανακουφίσει τον κατάξερο λαιμό της. «Τι δουλειά κάνει ο άντρας σου;» ρώτησε για να αλλάξει θέμα έτσι ώστε η Σίντι ν’ αρχίσει να φλυαρεί κι εκείνη να μπορέσει να σκεφτεί. Δυο μέρες. Η διαταγή της Σίλβια – καθόλου εφημερίδες, καθόλου τηλεόραση. Το ήξερε, πράγμα που σήμαινε ότι το ήξερε κι η Μάι επίσης. Και της το είχαν κρύψει. Για να μου χαρίσουν λίγη γαλήνη, σκέφτηκε. Μια μικρή υποψία λησμονιάς πριν με αρπάξει ξανά απ’ το λαιμό η πραγματικότητα. Οπότε, θα κάνω κι εγώ το ίδιο και για εκείνες, αποφάσισε. Θα διατηρούσε την προσποίηση μέχρι την τελευταία μέρα. Αν τη στοίχειωνε ο θάνατος, μπορούσε, για την ώρα, να κρατήσει τα φαντάσματα μόνο για τον εαυτό της. ΔΕΝ ΤΟ ΣΥΝΗΘΙΖΩ, σκέφτηκε ο Σάιμον καθώς κοίταζε συνοφρυωμένος τα λουλούδια στο τραπέζι της κουζίνας της Φιόνα. Αυτός δεν αγόραζε λουλούδια. Εντάξει, αγόραζε πού και πού για τη μητέρα του. Δεν ήταν αγροίκος. Αλλά δεν αγόραζε λουλούδια στις γυναίκες έτσι από παρόρμηση ή χωρίς να υπάρχει λόγος. Και η επιστροφή της σπίτι έπειτα από δυο μέρες – εντάξει, τέσσερις μέρες– δεν ήταν αρκετά σημαντικός λόγος. Δεν ήξερε γιατί στο καλό τα αγόρασε ή γιατί του είχε λείψει τόσο πολύ. Είχε τελειώσει αρκετή δουλειά χωρίς
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
323
εκείνη να του πιάνει το χώρο και το χρόνο, έτσι δεν ήταν; Και είχε φτιάξει πολλά περισσότερα σχέδια, γιατί είχε περισσότερο χρόνο μόνος του, να ζει και να δουλεύει με το δικό του πρόγραμμα. Το δικό του και του σκυλιού, δηλαδή. Του άρεσαν τα ήσυχα σπίτια. Προτιμούσε ένα ήσυχο σπίτι – ένα σπίτι όπου δεν υπήρχαν ανόητες υποχρεώσεις όπως το να πρέπει να θυμάται να μαζεύει τις κάλτσες του ή να κρεμά τις βρεγμένες πετσέτες ή να βάζει τα πιάτα στο πλυντήριο εκτός κι αν είχε όρεξη να το κάνει. Πράγμα που, όπως και με τα περισσότερα φυσιολογικά μέλη του είδους του, συνέβαινε όταν ξέμενε από καθαρές κάλτσες, πετσέτες ή πιάτα. Όχι πως εκείνη του ζητούσε να μαζέψει τις κάλτσες του ή να κρεμάσει τις βρεγμένες πετσέτες ή να βάλει τα πιάτα στο πλυντήριο. Αυτή ήταν η εξυπνάδα της. Δεν του έλεγε λέξη, κι έτσι εκείνος ένιωθε υποχρεωμένος να το κάνει. Με εκπαιδεύει, συνειδητοποίησε. Δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Τον εκπαίδευε τόσο επιδέξια και επίμονα και άκοπα όπως έκανε και με τα σκυλιά. Για να την ευχαριστεί. Για να μην την απογοητεύει. Για να αναπτύξει συνήθειες και ρουτίνες. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Έπρεπε να πετάξει τα ηλίθια λουλούδια προτού γυρίσει εκείνη. Μα πότε επιτέλους θα γύρναγε σπίτι; Κοίταξε ξανά το ρολόι της κουζίνας κι ύστερα βγήκε έξω για να σταματήσει να το κοιτάζει. Δεν φορούσε ρολόι για πολύ συγκεκριμένο λόγο, δεν ήθελε να είναι δέσμιος του χρόνου. Έπρεπε να είχε μείνει σπίτι του και να δουλέψει μέχρι εκείνη να του τηλεφωνούσε – ή να μην του τηλεφωνούσε. Αντί γι’ αυτό, εκείνος είχε σταματήσει, είχε πάει ως την πόλη για ν’ αγοράσει μερικές προμήθειες –και τα αναθεματισμένα λουλούδια– και δεν είχε ξεχάσει να
324
NORA ROBERTS
πάρει και δυο μπουκάλια με το κόκκινο κρασί που προτιμούσε εκείνη, κι ύστερα γύρισε για να ελέγξει το σπίτι. Για να βεβαιωθώ δηλαδή, αναγκάστηκε να παραδεχτεί, πως ο Τζέιμς είχε μαζέψει τις κάλτσες του και τα σχετικά. Πράγμα που, φυσικά, είχε αποδειχτεί άχρηστο. Ο Τζέιμς είτε ήταν μανιακός με την τάξη, όπως η Φιόνα, είτε ήταν εκπαιδευμένος. Ήλπιζε, τουλάχιστον, να ίσχυε το τελευταίο. Για να βγάλει απ’ το μυαλό του την ώρα, άρπαξε μερικά μπαλάκια του τένις και ξετρέλανε τα σκυλιά. Κι όταν τον πόνεσε ο ώμος του, αποφάσισε πως έπρεπε να της πάρει μια από εκείνες τις μηχανές που πετούσαν μπαλάκια και που χρησιμοποιούσαν στην προπόνηση του τένις. Μάζεψε τις μπάλες, έδωσε στα σκυλιά τη διαταγή να παραμείνουν στη θέση τους, κι ύστερα έφυγε απ’ το οπτικό τους πεδίο για να κρύψει τις μπάλες σε διάφορα σημεία. Επέστρεψε κοντά τους και κάθισε στα σκαλιά της βεράντας. «Βρείτε τις μπάλες!» τα διέταξε. Έπρεπε να παραδεχτεί πως το τρελό τρεχαλητό των σκυλιών και το ψάξιμο ήταν αρκετά διασκεδαστικά και βοηθούσαν να περάσει ο χρόνος στον οποίο δεν έδινε σημασία. Κατέληξε μ’ ένα σωρό σαλιωμένες μπάλες στα πόδια του, κι επανέλαβε το ίδιο. Όμως αυτή τη φορά μπήκε μέσα να πάρει μια μπίρα. Ο σωρός με τις μπάλες περίμενε, όμως τα σκυλιά είχαν πάρει στάση αναμονής αντικρίζοντας τη γέφυρα. Καιρός ήταν, σκέφτηκε, κι ύστερα έγειρε δήθεν ανέμελα στο στύλο της βεράντας. Καθόμουν εδώ έξω κι έπινα μια μπίρα παρέα με τα σκυλιά, αποφάσισε. Όχι ότι την περίμενε ούτε ότι την πρόσεχε. Όμως δεν ήταν το αυτοκίνητό της που φάνηκε να διασχίζει τη γέφυρα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
325
Απομακρύνθηκε από το στύλο, αλλά περίμενε τον άντρα και τη γυναίκα που βγήκαν από το αυτοκίνητο να πλησιάσουν προς το μέρος του. «Ειδικοί πράκτορες Τάουνι και Μαντζ. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε με τη δεσποινίδα Μπρίστοου.» Ο Σάιμον κοίταξε τις ταυτότητές τους. «Δεν είναι εδώ.» Πρόσεξε ότι τα σκυλιά τον κοίταζαν, περιμένοντας να τους δώσει οδηγίες. «Ήρεμα» τους είπε. «Μας είπαν ότι θα επέστρεφε σήμερα. Ξέρετε πότε θα έρθει;» Ο Σάιμον κοίταξε ξανά τον Τάουνι. «Όχι.» «Κι εσείς είστε;» Ο Σάιμον έστρεψε το βλέμμα του στη γυναίκα. «Ο Σάιμον Ντόιλ.» «Ο γκόμενος.» «Πρόκειται για ειδική ορολογία του FBI;» Του κάθισε στο στομάχι. «Προσέχω τα σκυλιά όσο εκείνη λείπει.» «Νόμιζα πως είχε τρία σκυλιά.» «Αυτό που μυρίζει το παπούτσι σας είναι δικό μου.» «Τότε μπορείτε να του πείτε να σταματήσει;» «Σαγόνια. Κάνε πίσω. Η Φιόνα μού είπε ότι ήσουν ο πράκτορας που είχε αναλάβει την υπόθεση του Πέρι» είπε στον Τάουνι. «Θα της πω ότι περάσατε.» «Δεν έχετε ερωτήσεις, κύριε Ντόιλ;» αναρωτήθηκε η Μαντζ. «Δε θα τις απαντούσατε, οπότε γλιτώνω χρόνο σε όλους μας. Θέλετε να μιλήσετε στη Φιόνα. Θα της το πω, κι αν θέλει να σας μιλήσει, θα επικοινωνήσει μαζί σας.» «Υπάρχει κανένας λόγος που ανυπομονείτε τόσο να φύγουμε;» «Η ανυπομονησία δεν είναι η λέξη που θα επέλεγα, αλλά ναι. Αν δεν είστε εδώ για να πείτε στη Φιόνα πως πιάσατε αυτό τον μπάσταρδο που ξεκίνησε ν’ αποτελειώνει αυτό που άφησε μισό ο Πέρι, τότε δε θέλω να είστε οι πρώτοι που θα δει με το που θα επιστρέψει σπίτι.»
326
NORA ROBERTS
«Γιατί δεν περνάμε μέσα;» πρότεινε η Μαντζ. «Νομίζετε πως την έχω δεμένη και την κρατάω εκεί μέσα παρά τη θέλησή της; Χριστέ μου, βλέπετε πουθενά το αυτοκίνητό της; Βλέπετε τα σκυλιά της;» Έδειξε με τον αντίχειρά του τον Σαγόνια, που ενοχλούσε τον ατάραχο και υπομονετικό Νιούμαν, ενώ ο Μπόγκαρτ και ο Πεκ έπαιζαν με ένα σκοινί. «Δε σας μαθαίνουν βασικές αρχές παρατηρητικότητας στο FBI; Και όχι, δεν πρόκειται να σας αφήσω να μπείτε στο σπίτι της όσο η ίδια δεν είναι εδώ.» «Την προσέχετε, κύριε Ντόιλ;» «Εσείς τι λέτε;» απάντησε στον Τάουνι. «Λέω ότι δεν έχετε ποινικό μητρώο» απάντησε με άνεση ο Τάουνι «δεν έχετε παντρευτεί ποτέ, δεν έχετε παιδιά και βγάζετε ένα καλό εισόδημα, αρκετό για να έχετε δικό σας σπίτι – το οποίο αγοράσατε πριν έξι μήνες. Το γραφείο επίσης μας μαθαίνει βασικές αρχές συγκέντρωσης πληροφοριών. Ξέρω πως η Φιόνα σάς εμπιστεύεται, και το ίδιο και τα σκυλιά της. Αν ανακαλύψω ότι αυτή η εμπιστοσύνη είναι λανθασμένη, θα ανακαλύψετε τι άλλο μάς διδάσκουν στο FBI.» «Σωστό κι αυτό.» Δίστασε λίγο, αλλά ακολούθησε το ένστικτό του. «Δεν ξέρει για τον τελευταίο φόνο. Οι φίλες που ήταν μαζί της την κράτησαν μακριά από εφημερίδες και τηλεοράσεις για τις τελευταίες μέρες. Χρειαζόταν ένα διάλειμμα. Δε θέλω με το που θα γυρίσει πίσω ν’ αντιμετωπίσει όλα αυτά. Γι’ αυτό θέλω να φύγετε.» «Κι αυτό σωστό, επίσης. Πείτε της να επικοινωνήσει μαζί μου.» Προχώρησε προς το αυτοκίνητο με τη συνεργάτιδά του. «Δεν το πιάσαμε ακόμα το κάθαρμα. Αλλά θα το κάνουμε.» «Βιαστείτε» μουρμούρισε ο Σάιμον καθώς απομακρύνονταν. Περίμενε σχεδόν μία ώρα ακόμη, ανακουφισμένος τώρα που κάθε λεπτό που περνούσε μείωνε την πιθανότητα να πέσει εκείνη πάνω στους πράκτορες
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
327
καθώς θα επέστρεφε σπίτι. Σκέφτηκε για λίγο να ετοιμάσει κάτι για δείπνο, αλλά ύστερα και μόνο η ιδέα να την περιμένει σπίτι με δείπνο και λουλούδια τον ανατρίχιασε. Πήγαινε πολύ. Το γάβγισμα των σκυλιών τον έκανε να βγει έξω λίγο πριν το αυτοκίνητό της φανεί στη γέφυρα. Δόξα τω Θεώ, σκέφτηκε, τώρα μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τόσο πολύ. Κατέβηκε χαλαρά τα σκαλιά της βεράντας, κι ύστερα έγινε το πιο ηλίθιο πράγμα. Το πιο αναθεματισμένα ηλίθιο πράγμα. Όταν εκείνη βγήκε από το αυτοκίνητο, όταν την είδε να στέκεται στην αδύναμη λιακάδα, με τα λεπτεπίλεπτα άνθη της κρανιάς πίσω της, η καρδιά του στ’ αλήθεια αναπήδησε. Πάντα θεωρούσε κάτι τέτοιο καθαρή βλακεία – μια πολυφορεμένη έκφραση στην ποίηση και στα ρομαντικά μυθιστορήματα. Όμως το ένιωσε – αυτή την αίσθηση της ευτυχίας και των συναισθημάτων και της αναγνώρισης να φουντώνει στο στέρνο του. Αναγκάστηκε να πιέσει τον εαυτό του για να μην τρέξει καταπάνω της όπως έκαναν τα σκυλιά, σκουντώντας το ένα το άλλο μες στη χαρά τους για να πάρουν χάδια και φιλιά. «Γεια σας, παιδιά, γεια! Κι εμένα μου λείψατε. Όλοι σας. Ήσασταν καλά αγόρια; Πάω στοίχημα πως ήσασταν.» Δέχτηκε τα τρελά τους γλειψίματα αγάπης ενώ έτριβε τη γούνα τους και τα κορμιά τους που ριγούσαν από ενθουσιασμό. «Δείτε τι έχω.» Άπλωσε το χέρι της στο αυτοκίνητο κι έβγαλε τέσσερα τεράστια, δερμάτινα κόκαλα. «Ένα για τον καθέναν σας. Καθίστε. Καθίστε τώρα. Ορίστε λοιπόν. Ένα για τον καθέναν.» «Πού είναι το δικό μου;» ρώτησε ο Σάιμον. Εκείνη χαμογέλασε, και ο ήλιος καθρεφτίστηκε στα
328
NORA ROBERTS
γυαλιά της. Καθώς τον πλησίαζε, άνοιξε τα χέρια της και τον δέχτηκε στην αγκαλιά της. «Ήλπιζα πως θα ήσουν εδώ.» Ένιωσε την ανάσα της – βαθιά εισπνοή, βαθιά εκπνοή. «Μου έφτιαξες κι άλλη καρέκλα» μουρμούρισε. «Αυτή είναι για μένα. Δε σου αρέσει μόνο εσένα να κάθεσαι. Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από εσένα.» Εκείνη γέλασε και τον έσφιξε πιο δυνατά. «Ίσως όχι, όμως εσύ είσαι το μόνο που χρειάζομαι.» Εκείνος έκανε πίσω μέχρι που βρήκε το στόμα της και το κάλυψε με το δικό του – κι ανακάλυψε πως αυτό ήταν το μοναδικό που χρειαζόταν ο ίδιος. «Σειρά μου.» Μετακινήθηκε για να σπρώξει με το γόνατό του τα σκυλιά, και τότε το κατάλαβε. Για μια μόνο στιγμή καθώς άλλαξε η γωνία του φωτός και του επέτρεψε να δει τα μάτια της πίσω από τους χρωματιστούς φακούς των γυαλιών της. Τα έβγαλε από τα μάτια της. «Έπρεπε να το ξέρω ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.» «Κάνεις λάθος – και είσαι σεξιστής. Δε μου το είπαν, και εγώ τους ανταπέδωσα τη χάρη με το να μην τους πω ότι το έμαθα.» Το βλέμμα της άλλαξε ξανά. «Εσύ τους είπες να μη μου πουν τίποτε; Να προσέξουν να μη διαβάσω τίποτα στις εφημερίδες, να μην το ακούσω στις ειδήσεις;» «Τι κι αν τους το είπα;» Εκείνη κατένευσε, ακούμπησε τα χέρια της στα μάγουλά του και τον φίλησε ανάλαφρα. «Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ.» «Πολύ τυπική συμπεριφορά εκ μέρους σου, αφήνεις στην πάντα τη φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση του να θυμώσεις και να μου πεις ότι δεν είχα καμιά δουλειά ν’ ανακατευτώ και να πάρω αποφάσεις στη θέση σου.» Άνοιξε το πορτμπαγκάζ για να βγάλει τη βαλίτσα της. «Έτσι καταφέρνεις τον κόσμο.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
329
«Αλήθεια;» «Ω, ναι. Τι είναι τούτο εδώ;» «Αγόρασα κάποια πράγματα. Δώσ’ μου…» «Τα παίρνω εγώ.» Έβγαλε δυο σακούλες με ψώνια. «Γιατί πάντα οι γυναίκες επιστρέφουν με περισσότερα πράγματα απ’ όσα είχαν όταν έφυγαν; Και δεν είναι σεξιστικό, εφόσον είναι αληθινό.» «Επειδή αγκαλιάζουμε και απολαμβάνουμε τη ζωή. Συνέχισε έτσι, και δε θα πάρεις το δώρο σου.» Εκείνη μπήκε μέσα κι ο Σάιμον άφησε όλες τις τσάντες στη βάση της σκάλας. «Θα τα ανεβάσω πάνω αργότερα. Πώς το έμαθες;» Εκείνη έβγαλε τα παπούτσια της και του έδειξε τα δάχτυλα των ποδιών της. «Σου το είπαν τα κόκκινα νύχια σου;» «Η κοπέλα που μου έκανε πεντικιούρ. Απλώς ήθελε ν’ ανοίξει κουβεντούλα.» Ανάθεμα. Δεν είχε σκεφτεί το συνηθισμένο κουτσομπολιό. «Δηλαδή για τέτοια συζητάτε εσείς οι γυναίκες στη διάρκεια αυτών των τελετουργικών; Για φόνους και πτώματα;» «Ας τα κατατάξουμε στην κατηγορία των πρόσφατων γεγονότων. Κι ας πάμε μέσα, να πιούμε λίγο κρασί. Θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί.» Είδε τα λουλούδια μόλις μπήκε στην κουζίνα. Ο τρόπος που κοκάλωσε κι απόμεινε να τα κοιτάζει του φανέρωσε πως τα είχε χάσει που της είχε αγοράσει λουλούδια όσο τα είχε χάσει κι εκείνος. «Μου έφτιαξες κι άλλη καρέκλα και μου αγόρασες λουλούδια!» «Σου είπα, η καρέκλα είναι δική μου. Κι έτυχε να βρω τα λουλούδια, οπότε τα πήρα.» Τα συναισθήματα φτερούγιζαν μέσα του και συγκρούονταν το ένα με το άλλο. «Μην το κάνεις και μεγάλο θέμα.»
330
NORA ROBERTS
«Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να το αντέξεις. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος μου έφερε λουλούδια. Είχα ξεχάσει πώς είναι. Έρχομαι αμέσως.» Τα σκυλιά την ακολούθησαν έξω – εκείνος υπέθεσε πως φοβόντουσαν μήπως φύγει ξανά. Πήρε ένα μπουκάλι κρασί κι έβγαλε το φελλό. Εκείνη επέστρεψε μ’ ένα μικρό κουτί την ώρα που της σέρβιρε κρασί σ’ ένα ποτήρι. «Από μένα και τα σκυλιά. Θεώρησέ το ως ευχαριστώ που μας βοήθησες.» «Σ’ ευχαριστώ.» Ήταν βαρύ για τόσο μικρό κουτί, και γεμάτος περιέργεια το άνοιξε. Βρήκε ένα λεπτοκαμωμένο ρόπτρο. Ο χαλκός θα αποκτούσε μια πρασινωπή πατίνα με το πέρασμα του χρόνου, πράγμα που θα πρόσθετε στη γοητεία του. Σκαλιστά γράμματα διέτρεχαν το μήκος του, ενώ το ίδιο το ρόπτρο σχημάτιζε έναν κέλτικο κόμπο. «Είναι ιρλανδέζικο. Σκέφτηκα ότι το Ντόιλ πρέπει να ’χει κάποιες ιρλανδέζικες ρίζες. Το Fáilte σημαίνει…» «Καλώς ήρθες. Ντόιλ, είπαμε, θυμάσαι;» «Σωστά. Σκέφτηκα πως, αν το βάλεις στην πόρτα, καμιά φορά μπορεί να γίνει και αληθινό. Το καλώς ήρθες δηλαδή.» Ανασήκωσε το βλέμμα του και την είδε να χαμογελά. «Μπορεί. Όπως και να έχει, είναι όμορφο.» «Και μπορείς να φτιάξεις ένα –πάω στοίχημα πως η Σιλ θα βρει κάποιον μεταλλουργό να το κάνει– και να το κρεμάς όταν δε θα έχεις όρεξη για παρέα. Θα μπορούσε να λέει “Πάρε δρόμο” στα γαελικά.» «Αυτή είναι πολύ καλή ιδέα. Μάλιστα ξέρω να λέω “Άντε πνίξου” στα ιρλανδικά, κι ίσως αυτό να ήταν πιο ενδιαφέρον.» «Ω Σάιμον! Μου έλειψες.» Γελούσε καθώς το είπε, κι όπως έκανε να πιάσει το κρασί της, εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της. «Μου έλειψες, Φιόνα. Ανάθεμα!» «Ω, δόξα τω Θεώ!» Τύλιξε ξανά τα μπράτσα της γύρω
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
331
του κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Αυτό το κάνει πιο ισορροπημένο, σαν δυο καρέκλες στη βεράντα, έτσι δεν είναι;» «Φαντάζομαι πως ναι.» «Πρέπει να το βγάλω από μέσα μου, και δεν έχω πρόθεση να σε πιέσω. Όμως, όταν άφησα τη Μάι και τη Σίλβια, αφού τις άφησα, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν το κακόμοιρο το κορίτσι και το τι πέρασε στις τελευταίες ώρες της ζωής της. Κι όταν έφτασα εδώ, σπίτι, και σε είδα, ένιωσα τέτοια ανακούφιση, μα τέτοια ανακούφιση, Σάιμον, που δεν ήμουν αναγκασμένη να τα έχω όλα αυτά στο μυαλό μου και να τα περνάω μόνη μου. Χάρηκα τόσο που σε είδα στη βεράντα, να με περιμένεις!» Πήγε να πει ότι δεν την περίμενε. Εντελώς προβλέψιμη αντίδραση, συνειδητοποίησε. Όμως την περίμενε, και του άρεσε να ξέρει ότι εκείνη ήθελε να την περιμένει. «Ήρθες αργότερα απ’ ό,τι περίμενα, οπότε εγώ… Διάβολε.» «Ξέρεις, ψώνια της τελευταίας στιγμής, η κίνηση…» «Όχι, δεν εννοώ αυτό.» Είχε θυμηθεί τους πράκτορες του FBI και αποφάσισε να ξεμπερδεύει μια και καλή μ’ αυτό. «Ήταν εδώ οι ομοσπονδιακοί – ο Τάουνι και η συνεργάτιδά του. Δε νομίζω πως είχαν κανένα νέο, αλλά…» «Ήθελαν ν’ ανανεώσουν την επαφή.» Έκανε πίσω κι έπιασε το κρασί της. «Του είχα πει πριν φύγω ότι θα επέστρεφα κάποια στιγμή μέσα στη μέρα. Δεν πρόκειται να του τηλεφωνήσω σήμερα. Θα το κάνω αύριο.» «Ωραία.» «Όμως θέλω να μου πεις όσα ξέρεις. Δεν είχα τρόπο να μάθω τις λεπτομέρειες, και θέλω να ξέρω.» «Εντάξει. Κάθισε. Σκεφτόμουν να ετοιμάσω κάτι να φάμε. Θα σου τα πω όσο μαγειρεύω.» «Έχω κατεψυγμένα γεύματα στον καταψύκτη.» Εκείνος κάγχασε. «Δεν τρώω αυτά τα γυναικεία διαιτητικά γεύματα. Και πριν με πεις “σεξιστή” κοίτα με
332
NORA ROBERTS
στα μάτια και πες μου ότι όλες αυτές οι Ελαφρές Συνταγές δεν απευθύνονται στο γυναικείο κοινό.» «Πιθανόν κατά κύριο λόγο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι καλά ή ότι οι άντρες που τα τρώνε βγάζουν βυζιά.» «Δεν το ρισκάρω. Θα φας αυτό που θα σου δώσω.» Διασκεδάζοντάς το, όπως ήθελε εκείνος, η Φιόνα κάθισε. «Και τι θα μου δώσεις;» «Το σκέφτομαι.» Άνοιξε το ψυγείο της, έριξε μια ματιά, έψαξε στα ράφια. «Ο βοηθός Ντέιβι πέρασε και μου το είπε τη μέρα που έφυγες» ξεκίνησε να λέει. Καθώς μιλούσε, έριξε μερικές κατεψυγμένες πατάτες σε μια λαμαρίνα και τις έβαλε στο φούρνο. Έβαλε το μπέικον στο φούρνο μικροκυμάτων. Βρήκε μια ντομάτα που προφανώς είχε ξεχάσει ο Τζέιμς και την έκοψε σε λεπτές φέτες. «Τη χτύπησε; Μα…» «Ναι. Φαίνεται ότι προσπαθεί να βρει το στιλ του.» «Αυτό είναι φρικτό» μουρμούρισε η Φιόνα. «Εκείνη… την έδειραν, την παγίδεψαν και τη στραγγάλισαν. Κι όμως, ο βιασμός είναι αυτό που μου φέρνει έναν κόμπο στο λαιμό.» «Όχι, δεν τη βίασε. Τουλάχιστον ο Ντέιβι δε μου είπε κάτι τέτοιο, ούτε και ακούστηκε κάτι ανάλογο στις ειδήσεις.» Έριξε μια ματιά πίσω του κοιτώντας εξεταστικά το πρόσωπό της. «Είσαι σίγουρη πως θες να τα πούμε τώρα;» «Ναι. Πρέπει να ξέρω τι μπορεί να συμβεί.» Ο Σάιμον της κράτησε γυρισμένη την πλάτη και διέταξε τον εαυτό του να παραμείνει ήρεμος καθώς στοίβαζε τυρί, μπέικον και ντομάτες σε λεπτές φέτες ψωμιού. «Ξέφυγε από τη νόρμα, με τον ξυλοδαρμό και με το ότι την κράτησε περισσότερο καιρό ζωντανή. Πέραν αυτών, φαίνεται πως ακολουθεί ένα συγκεκριμένο στιλ.» «Ποια ήταν; Ξέρεις» είπε ήρεμα η Φιόνα. Όταν ο Σάιμον έβαλε τα σάντουιτς στην ψηστιέρα, το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
333
βούτυρο με το οποίο τα είχε αλείψει τσιτσίρισε. «Ήταν φοιτήτρια. Ήθελε ν’ ακολουθήσει καριέρα στη διατροφή και τη φυσική κατάσταση. Δίδασκε γιόγκα κι έκανε και κάποιες προσωπικές προπονήσεις. Ήταν είκοσι, κοινωνική και αθλητική, σύμφωνα με τις αναφορές. Ήταν μοναχοπαίδι. Η μητέρα της είναι χήρα.» «Θεέ! Θεέ μου!» Για μια στιγμή κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της, κι ύστερα το έτριψε με δύναμη κι άφησε τα χέρια της να πέσουν. «Πάντα μπορεί να γίνει χειρότερο.» «Η κοπέλα ταιριάζει με το σωματότυπο. Ψηλή, λεπτοκαμωμένη, με μακριά πόδια και γυμνασμένη.» Γύρισε τα σάντουιτς από την άλλη πλευρά. «Αν υπάρχουν περισσότερα, ο Τύπος δεν τα δημοσίευσε.» «Τη σημάδεψε;» «Νούμερο τέσσερα, με ρωμαϊκή γραφή. Αναρωτιέσαι τι νούμερο σκοπεύει να γράψει σ’ εσένα. Θέλω να με ακούσεις, Φιόνα, και να καταλάβεις ότι δε λέω πράγματα που δεν εννοώ.» «Το καταλαβαίνω ήδη αυτό.» Εκείνη περίμενε καθώς ο Σάιμον έβαζε τα σάντουιτς σε πιάτα. Δίπλα τους σέρβιρε τις πατάτες. Πήρε ένα βάζο με πίκλες, έβαλε μερικές σε κάθε πιάτο κι αυτό ήταν. Άφησε το ένα πιάτο μπροστά της. «Δεν πρόκειται να σε σημαδέψει. Δεν πρόκειται να καταφέρει να σου βάλει νούμερο, όπως δεν τα κατάφερε κι ο Πέρι. Κι αν οι μπάτσοι δεν προλάβουν να τον σταματήσουν πρώτοι, τότε θα τον σταματήσουμε εμείς. Κι αυτό είναι όλο.» Εκείνη για λίγο δεν είπε τίποτε, αλλά σηκώθηκε για να φέρει ένα μαχαίρι και να πάρει το κρασί. Γέμισε τα ποτήρια, κι ύστερα έκοψε το σάντουίτς της σε δύο ισομεγέθη τρίγωνα προτού του προσφέρει το μαχαίρι. «Όχι, ευχαριστώ.» Πήρε το κρασί της, ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. «Εντάξει» του είπε κοιτώντας τον στα μάτια. «Εντάξει.» Πήρε το μισό σάντουιτς και δάγκωσε μια μπουκιά. Και
334
NORA ROBERTS
χαμογέλασε. «Ωραίο είναι.» «Κλασική συνταγή των Ντόιλ.» Δάγκωσε μια μπουκιά ακόμη και χάιδεψε το πόδι του κάτω από το τραπέζι με τα σέξι, κόκκινα νύχια των ποδιών της. «Είναι ωραίο να βρίσκομαι σπίτι. Ξέρεις, ένα από τα πράγματα που έχω στις σακούλες είναι ένα υπέροχο σκραμπ από μέλι και αμύγδαλα που χρησιμοποιούσαν στο σπα. Μετά το δείπνο, κι αφού δώσεις στα σκυλιά λίγη ακόμη προσοχή και παιχνίδι, μπορούμε να κάνουμε ντους. Θα σου κάνω απολέπιση.» «Είναι σεξουαλικό υπονοούμενο αυτό;» Εκείνη γέλασε. «Θα πρέπει να περιμένεις να το ανακαλύψεις.» «Ξέρεις γιατί δεν κόβω το σάντουίτς μου σε τρίγωνα;» «Γιατί;» «Για τον ίδιο λόγο που δε θέλω να μυρίζω μέλι και αμύγδαλο.» Του έριξε μια πονηρή ματιά καθώς έπαιρνε μια τηγανητή πατάτα. «Ή που δεν τρως Ελαφριά Κουζίνα. Πάω στοίχημα πως θα αλλάξεις γνώμη για την απολέπιση. Λοιπόν, άκου τι θα γίνει. Θα σου κάνω μονάχα την πλάτη. Τη μεγάλη, δυνατή, αρρενωπή πλάτη σου, και από εκεί και πέρα βλέπουμε. Είχαν, ξέρεις, κι ένα μαγαζάκι όπου πουλούσαν μερικά πολύ ενδιαφέροντα εσώρουχα. Πήρα κι από εκεί κατιτίς. Κάτι πολύ πολύ μικρό, το οποίο θα ήθελα να προβάρω για σένα, αν εσύ μ’ αφήσεις να σου κάνω απολέπιση.» «Πόσο μικρό;» «Μικροσκοπικό.» «Μόνο την πλάτη.» Εκείνη χαμογέλασε και δάγκωσε την πατάτα. «Γι’ αρχή.» Έπαιξε με τα σκυλιά για μια ολόκληρη ώρα, πετώντας τους συνεχώς μπάλες, αφήνοντάς τα να την κυνηγήσουν στη διαδρομή με τα εμπόδια, κι ύστερα έπαιξε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
335
διελκυστίνδα με το καθένα τους μέχρι που εκείνος αναρωτήθηκε πώς και δεν της είχαν βγει ακόμη τα χέρια. Όμως το έβλεπε, ακόμη κι όταν άφησε τα παιχνίδια και κάθισε στη βεράντα για να τους χαζεύει, πως εκείνη χρησιμοποιούσε τις δραστηριότητες, τα σκυλιά, για να μπορέσει να συγκεντρωθεί. Για να διώξει απ’ το μυαλό της όλα όσα κουβέντιασαν πριν από το δείπνο. Θα τα βγάλει πέρα, σκέφτηκε ο Σάιμον, γιατί αυτός είναι ο τρόπος της. Για τώρα, διοχέτευε την ενέργειά της κι όσο άγχος κρυβόταν κάτω απ’ αυτήν στα σκυλιά, και με κάποιον τρόπο το μεταμόρφωνε σε χαρά. «Τώρα χρειάζομαι ένα ντους.» Σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπό της με τις παλάμες της. «Τα ψόφησες στην κούραση.» «Μέρος του σχεδίου.» Άπλωσε το χέρι της. «Δε σε ρώτησα τι έκανες εσύ όσο έλειπα.» «Δούλευα. Και μετά τη δουλειά ο Τζέιμς κι εγώ τριγυρνούσαμε σε μερικά στριπτιζάδικα.» «Α, μάλιστα.» «Πήραμε και τα σκυλιά μαζί» της είπε καθώς ανέβαιναν στο πάνω πάτωμα. «Μα φυσικά.» «Ο Νιούμαν είναι μεθύστακας ολκής.» «Είναι πρόβλημα αυτό.» Στην κρεβατοκάμαρα έβγαλε το κουτί με το σκραμπ από τη σακούλα και άνοιξε το βάζο. «Η αλήθεια είναι ότι, αν σ’ ενδιαφέρει το κουτσομπολιό και οι φήμες, δε νομίζω να είμαστε οι μόνοι που κάνουμε απολέπιση στο μπάνιο τελευταία.» «Ορίστε;» «Πέρασα να πάρω τα σκυλιά ένα πρωί, γιατί χρειαζόμουν κάποιες προμήθειες και σκέφτηκα να γλιτώσω τον Τζέιμς απ’ τον κόπο. Το αυτοκίνητο της Λόρι ήταν στο δρομάκι.» «Αλήθεια; Ε, καλά. Μπορεί να πέρασε νωρίς, όπως είχες κάνει κι εσύ. Ελπίζω πως όχι, αλλά…» «Εκείνος βγήκε έξω όταν άρχισα να παίζω με τα
336
NORA ROBERTS
σκυλιά. Κοκκίνισε.» «Πω πω!» Το σκέφτηκε κι ύστερα γέλασε. «Τι γλυκό!» Αφού ακούμπησε το βαζάκι στον πάγκο του μπάνιου, τράβηξε το λαστιχάκι από τα μαλλιά της – και κούνησε όλο εκείνο το χρυσορόδινο χείμαρρο. Ο Σάιμον ένιωσε να σκληραίνει αμέσως. «Γδύσου» τον διέταξε. «Για να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε εσένα να κοκκινίσεις.» «Δεν κοκκινίζω και δεν είμαι γλυκός.» «Θα το δούμε.» Έβγαλε το μπλουζάκι της, αλλά του έσπρωξε τα χέρια μακριά όταν τα άπλωσε προς το μέρος της. «Α, όχι. Η συμφωνία είναι συμφωνία. Ας γίνουμε μούσκεμα.» Ίσως ήταν ένας ακόμη τρόπος να στρέψει αλλού την προσοχή της, να διοχετεύσει την ενέργειά της, να μπλοκάρει καταστάσεις. Όμως πώς μπορούσε να διαμαρτυρηθεί; Μπήκε γυμνός κάτω από ντους. «Το μπάνιο σου χρειάζεται να ανανεωθεί και να σχεδιαστεί εκ νέου.» «Θα το έχω υπόψη μου.» Έκανε έναν κύκλο με το δάχτυλό της, οπότε εκείνος στράφηκε και της γύρισε την πλάτη. «Είναι λιγάκι άγριο στην υφή» του είπε καθώς έπαιρνε μια χούφτα σκραμπ απ’ το βάζο. «Αλλά με καλό τρόπο.» Άρχισε να το τρίβει στην πλάτη του με αργές, σταθερές κινήσεις. «Η υφή, η επαφή επιδερμίδας με επιδερμίδα, το άρωμα – όλα τονίζουν την εμπειρία. Η επιδερμίδα σου ξυπνά και νιώθει πιο… Α, όχι» είπε ξανά όταν εκείνος γύρισε προς το μέρος της. «Εγώ θα αγγίζω μόνο μέχρι να τελειώσουμε. Τα χέρια στον τοίχο, Ντόιλ.» «Βρέθηκες γυμνή στο ντους του σπα για να το κάνεις αυτό;» «Όχι. Προσαρμόζω τον τρόπο για χρήση στο σπίτι. Ήδη μυρίζεις υπέροχα, και είσαι τόσο απαλός...» Έγειρε προς το μέρος του κι άφησε τα στήθη της να γλιστρήσουν πάνω στην πλάτη του πριν χρησιμοποιήσει κι άλλο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
337
σκραμπ πιο χαμηλά. «Είναι εντάξει αυτό;» τον ρώτησε καθώς τα σταθερά χέρια της έκαναν κυκλικές κινήσεις πάνω στον πισινό του. «Ναι.» «Γιατί δεν κλείνεις τα μάτια σου, να χαλαρώσεις; Εγώ θα συνεχίσω μέχρι να μου πεις να σταματήσω.» Τα χέρια της τώρα κατέβαιναν χαμηλά στα πόδια του, η αδρή υφή του σκραμπ ξεπλενόταν με νερό κι ύστερα έπαιρναν σειρά στην εξερεύνηση τα χείλη και η γλώσσα της. Η ανάγκη φούντωσε στο κορμί του μέχρι που τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Το πλούσιο άρωμα που ανακατευόταν με τους ατμούς έγινε τόσο ερωτικό, που κάθε ανάσα τον ερέθιζε ως το σημείο του πόνου. «Φιόνα.» «Λίγο ακόμη» μουρμούρισε εκείνη. «Δεν ξεκίνησα ακόμη με το μπροστά. Θα μείνεις… χωρίς ισορροπία. Γύρνα από την άλλη, Σάιμον.» Γονάτισε μπροστά του, με το νερό να γυαλίζει στην επιδερμίδα της, κάνοντας τα μαλλιά της πίσω. «Θα ξεκινήσω από χαμηλά και θ’ ανέβω πιο ψηλά.» «Σε θέλω. Δεν έχει παραπάνω το πόσο σε θέλω.» «Θα με έχεις, όσο θες. Όμως για να δούμε αν μπορείς να κρατηθείς μέχρι να τελειώσω. Άφησέ με να τελειώσω, και μετά μπορείς να με κάνεις ό,τι θες.» «Για το Θεό, Φιόνα! Κοντεύεις να με τρελάνεις.» «Το θέλω. Αυτό θέλω απόψε. Όμως όχι ακόμη.» Εκείνος άπλωσε τα χέρια του στα δικά της γελώντας νευρικά. «Ούτε που να σκεφτείς να μου βάλεις αυτό το πράγμα στο…» «Δε σκόπευα να βάλω αυτό το πράγμα εκεί.» Πέρασε τη γλώσσα της πάνω του μέχρι που εκείνος βόγκηξε. «Μπορείς να κρατηθείς;» μουρμούρισε εκείνη, βασανίζοντάς τον με το στόμα της ενώ τα χέρια της χάιδευαν τα πόδια και την κοιλιά του. «Μπορείς να κρατηθείς μέχρι να μπεις μέσα μου; Καυτός και σκληρός
338
NORA ROBERTS
μέσα μου. Αυτό θέλω όταν τελειώσω. Θέλω να με πάρεις και να με χρησιμοποιήσεις μέχρι να μην αντέχω άλλο, κι ύστερα θέλω να με πάρεις και να με χρησιμοποιήσεις κι άλλο. Δε θα σου πω να σταματήσεις. Δε θα σου το ζητήσω μέχρι να τελειώσεις.» Τον έφερε στα όριά του, κι ύστερα τα τυραννικά χείλη της έγλειψαν το στομάχι του, κι ανέβηκαν ως το στέρνο του ενώ τα χέρια της συνέχιζαν τις κυκλικές τους κινήσεις. «Κρυώνει το νερό» ψιθύρισε πάνω στα χείλη του. «Καλύτερα να…» Εκείνος την έσπρωξε με την πλάτη πάνω στον υγρό τοίχο. «Θα πρέπει να το αντέξεις, όπως κι εμένα.» «Η συμφωνία είναι συμφωνία.» Η ανάσα της πιάστηκε και ρίγησε όταν εκείνος γλίστρησε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. «Άνοιξέ τα κι άλλο.» Πιάστηκε από τους ώμους του και ρίγησε όταν το βλέμμα του στυλώθηκε καυτό στο δικό της. Καθώς έμπαινε μέσα της, δεν αποτράβηξε καθόλου το βλέμμα του. Την πήρε, βίαια, έτσι που οι κραυγές της αντηχούσαν μαζί με το θόρυβο που έκαναν τα βρεγμένα κορμιά τους και το κρύο νερό που έτρεχε. Όταν το κεφάλι της έγειρε στον ώμο του, εκείνος συνέχισε να βυθίζεται μέσα της ενώ τα χέρια του διέτρεχαν άγρια το κορμί της. Η λύτρωσή του τον συγκλόνισε και τον άφησε ξέπνοο. Κατάφερε να κλείσει το νερό και να τη βγάλει έξω. Όταν τα γόνατά της λύγισαν, τη μισοκουβάλησε στο κρεβάτι. Έπεσαν κι οι δυο βρεγμένοι και λαχανιασμένοι. «Τι…» Σταμάτησε, ξεφύσηξε και ξερόβηξε. «Τι λες τώρα για το μέλι-αμύγδαλο;» «Θα αγοράσω ένα ολόκληρο κασόνι από δαύτο.» Εκείνη γέλασε, κι ύστερα τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν εκείνος κάθισε καβαλικευτά πάνω της. Το βλέμμα του, ακόμη καυτό, συνάντησε το δικό της καθώς οι αντίχειρές του βρέθηκαν στις θηλές της. «Δεν τελείωσα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
339
ακόμη.» «Μα…» «Δεν τελείωσα.» Γέρνοντας πάνω της, της έπιασε τα χέρια και της τα ανέβασε στα σιδερένια κάγκελα του κρεβατιού. «Άφησέ τα εκεί. Θα χρειαστείς να κρατηθείς από κάπου.» «Σάιμον.» «Ό,τι θέλω, όσο το θέλω» της θύμισε και γλίστρησε χαμηλά, ανασηκώνοντας τους γοφούς της. «Μέχρι να τελειώσω.» Αυτή τη φορά η ανάσα τρεμόπαιζε στα χείλη της, αλλά έγνεψε καταφατικά. «Ναι.»
340
NORA ROBERTS
ΔΕΚΑΟΚΤΩ
ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ για υγιεινότερη διατροφή, η Φιόνα έριξε μερικές φράουλες στα Froot Loops της. Τα έφαγε ακουμπισμένη στον πάγκο της κουζίνας, παρατηρώντας τον Σάιμον που έπινε καφέ ακουμπώντας στον απέναντι πάγκο. «Καθυστερείς» κατέληξε. «Πίνεις άλλη μια κούπα καφέ για να είσαι εδώ μέχρι να έρθει ο κόσμος για το πρώτο μάθημα.» Εκείνος άπλωσε το χέρι του στο κουτί των δημητριακών και πήρε μια χούφτα. «Και λοιπόν;» «Το εκτιμώ, Σάιμον, σχεδόν όσο εκτιμώ το ότι μου έκανες σεξ μέχρι που κόντεψα να πέσω σε κώμα χτες το βράδυ. Όμως δεν είναι απαραίτητο.» «Θα πιω τον καφέ μου με την ησυχία μου.» Δοκίμασε να βουτήξει ένα Froot Loop στον καφέ του. Το γεύτηκε. Δεν ήταν και τόσο κακό. «Θα μείνω μέχρι να φύγω» συνέχισε. «Αν έχεις κάτι να κάνεις στο μεταξύ, πήγαινε και κάν’ το, αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη. Πάρ’ το απόφαση.» Εκείνη πήρε κι άλλα δημητριακά και τα μασούλησε όσο τον κοίταζε προσεκτικά. «Ξέρεις, κάποιος άλλος
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
341
μπορεί να έλεγε: “Φι, ανησυχώ για σένα και δε θέλω να διακινδυνεύσω την ασφάλειά σου, οπότε θα είμαι εδώ για σένα”.» Εκείνος ήπιε μια γουλιά ακόμη. «Δεν είναι εδώ αυτός ο κάποιος άλλος.» «Πολύ αληθινό αυτό, και ίσως υπάρχει κάποια διαστροφή πάνω μου, καθώς προτιμώ τη δική σου μέθοδο.» Μπορεί να βουτούσε πολύχρωμα στρογγυλά δημητριακά στον καφέ του λες και ήταν μικροσκοπικά ντόνατ, αλλά έδειχνε κατσούφης και εκνευρισμένος. Θεέ μου, γιατί της άρεσε τόσο αυτό; «Τι θα κάνουμε γι’ αυτό, Σάιμον;» «Θα πιω τον καφέ μου.» «Και, χρησιμοποιώντας τον καφέ ως μεταφορά, σκοπεύεις να συνεχίσεις να τον πίνεις μέχρι να πιάσουν το άτομο που σκοτώνει αυτές τις γυναίκες και θέλει να με προσθέσει στο σκορ του;» «Ναι.» Εκείνη κατένευσε κι έφαγε κι άλλα δημητριακά. «Τότε σταμάτα να κουβαλάς αυτόν τον ηλίθιο σάκο μαζί σου κάθε νύχτα. Θα σου κάνω χώρο στην ντουλάπα, θα σου αδειάσω ένα συρτάρι. Αν είναι να κοιμάσαι εδώ, είναι γελοίο να μην αφήνεις εδώ κάποια από τα πράγματά σου. Αντιμετώπισέ το.» «Δε μένω εδώ.» «Κατανοητό.» Είχε παρατήσει τη βολή του για χάρη της, αλλά θα πρόσεχε να μην περάσει το επόμενο όριο. «Θα περιφέρεσαι λοιπόν εδώ, και θα πίνεις καφέ βουτώντας Froot Loops…» «Είναι πολύ νόστιμο.» «Θα το βάλω στο μενού. Και θα κοιμάσαι εδώ αφού μου έχεις κάνει πρώτα ανελέητο έρωτα στο μπάνιο.» «Αυτή ήταν δική σου ιδέα.» Εκείνη γέλασε. «Και πολύ καλή μάλιστα. Οι απαγορεύσεις που ισχύουν είναι κατανοητές. Άφησε την αναθεματισμένη την οδοντόβουρτσά σου στο μπάνιο,
342
NORA ROBERTS
Σάιμον, ανόητε. Βάλε τα εσώρουχά σου σ’ ένα συρτάρι και κρέμασε κάνα δυο πουκάμισα στην ντουλάπα.» «Έχω ήδη πουκάμισο στην ντουλάπα. Το έπλυνες γιατί το είχα αφήσει στο πάτωμα.» «Ακριβώς. Και, αν αφήνεις ρούχα στο πάτωμα, θα πλένονται και θα κρεμιούνται είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Αν μπορώ εγώ να συμφωνήσω στο να… πίνεις καφέ, τότε μπορείς κι εσύ να συμφωνήσεις να σταματήσεις να κουβαλάς το σάκο πέρα δώθε λες κι είναι καμιά κουβερτούλα ασφαλείας και παρηγοριάς για μωρά παιδιά.» Όταν την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, εκείνη έκανε το ίδιο. Και χαμογέλασε. «Τι; Χτύπησα ευαίσθητο σημείο;» «Ψάχνεις για καβγά;» «Ας πούμε ότι ψάχνω για την περιβόητη ισορροπία σου. Δίνω, δίνεις.» Χτύπησε το στήθος της, τον έδειξε, κι ύστερα κούνησε το χέρι της ανάμεσά τους. «Και ισορροπεί κάπου στη μέση. Σκέψου το. Πρέπει να ετοιμαστώ για το μάθημα» πρόσθεσε, κι απομακρύνθηκε. Είκοσι λεπτά αργότερα, καθώς ξεκινούσε το πρώτο μάθημα της μέρας, είδε τον Σάιμον να πηγαίνει στο φορτηγάκι του. Φώναξε το σκυλί του – κι έριξε ένα βλέμμα στη Φιόνα πίσω από τα γυαλιά του. Κι έφυγε – χωρίς το σάκο. Εκείνη το θεώρησε μια μικρή, προσωπική νίκη. ΩΣ ΤΑ ΜΙΣΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, μετρούσε τυχαίες «επισκέψεις» από τη Μεγκ και τον Τσακ, τη Σίλβια και τη Λόρι, πέρα από τον καθιερωμένο ημερήσιο έλεγχό της από τον Ντέιβι. Προφανώς, κανείς δεν είχε σκοπό να την αφήσει ήσυχη. Όσο κι αν εκτιμούσε το ενδιαφέρον τους, θυμήθηκε ξανά γιατί είχε διαλέξει ένα μέρος τόσα μίλια μακριά από το χωριό. Όσο κι αν αγαπούσε την παρέα, της ήταν απαραίτητα μικρά διαλείμματα μοναξιάς. «Ντέιβι, έχω ειδοποιήσει τον πράκτορα Τάουνι – ο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
343
οποίος μάλλον θα κάνει ένα ακόμη ταξιδάκι μέχρι εδώ. Έχω το τηλέφωνό μου στην τσέπη μου, όπως υποσχέθηκα, και με το ζόρι τριάντα λεπτά απόσταση ανάμεσα στα μαθήματα. Κι ακόμη λιγότερα όταν κάποιος από τους πελάτες είναι νησιώτης, γιατί αργοπορούν μέχρι να φτάσει όποιος είναι ο επόμενος στη λίστα του Προσέχουμε τη Φι. Δεν προλαβαίνω να κάνω καθόλου γραφική εργασία.» «Πήγαινε λοιπόν να την κάνεις.» «Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως αυτός ο τύπος θα έρθει μέχρι εδώ μέρα μεσημέρι για να προσπαθήσει να με απαγάγει ανάμεσα στο μάθημα της Βασικής Υπακοής και εκείνο των Προχωρημένων Δεξιοτήτων;» «Μάλλον όχι. Όμως, αν το δοκιμάσει, δεν πρόκειται να σε βρει μόνη.» Εκείνη ύψωσε το βλέμμα της στο συννεφιασμένο ουρανό. «Ίσως πρέπει ν’ αρχίσω να βγάζω αναψυκτικά.» «Τα κουλουράκια θα ήταν μια χαρά. Ποτέ δεν αποτυχαίνει κανείς με τα κουλουράκια.» Του έριξε μια ανάλαφρη γροθιά στον ώμο. «Κοίτα, έρχεται το επόμενό μου μάθημα. Πήγαινε να υπηρετήσεις και να προστατέψεις κανέναν άλλο.» Εκείνος περίμενε μέχρι που το αυτοκίνητο πλησίασε τόσο ώστε να δει ότι οδηγούσε γυναίκα. «Θα τα πούμε αύριο. Μην ξεχάσεις τα κουλουράκια.» Ο Ντέιβι χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα την άλλη οδηγό καθώς έμπαινε στο περιπολικό του την ώρα που εκείνη πάρκαρε. Η γυναίκα βγήκε από το αυτοκίνητο. Ήταν μια ψηλή, όμορφη μελαχρινή, με ανάλαφρα μαλλιά ως το πιγούνι, και μπότες που η Φιόνα χαρακτήρισε μπότες της πόλης. Κομψές, με λεπτό τακούνι, και στενό, γκρίζο παντελόνι. «Η Φιόνα Μπρίστοου;» «Μάλιστα.» «Ω, τι όμορφα σκυλιά! Μπορώ να τα χαϊδέψω;» «Βεβαίως.» Η Φιόνα έκανε ένα σινιάλο και τα σκυλιά
344
NORA ROBERTS
προχώρησαν προς τη γυναίκα και κάθισαν ευγενικά. «Είναι τόσο γλυκά!» Έριξε την τεράστια τσάντα της πίσω στην πλάτη της και κάθισε στις φτέρνες της. «Οι φωτογραφίες στην ιστοσελίδα σας είναι καλές, αλλά είναι στ’ αλήθεια πιο ωραία στην πραγματικότητα.» Και πού είναι ο σκύλος σου; αναρωτήθηκε η Φιόνα. Όμως δε θα ήταν η πρώτη φορά που κάποιος πιθανός πελάτης εμφανιζόταν για να ελέγξει εκείνη και το χώρο της προτού γραφτεί. «Ήρθατε για να παρακολουθήσετε κάποιο μάθημα; Ξεκινάει ένα σε δέκα λεπτά.» «Πολύ θα το ήθελα.» Ανασήκωσε το κεφάλι της και της χάρισε ένα δροσερό, φρέσκο χαμόγελο. «Ήλπιζα να σας πετύχω ανάμεσα στα μαθήματα, έτσι ώστε να έχω λίγα λεπτά για να σας μιλήσω. Έλεγξα το πρόγραμμα στην ιστοσελίδα σας και προσπάθησα να πετύχω το χρόνο. Αλλά ξέρετε πώς είναι με τα φέρι.» «Ναι, ξέρω. Ενδιαφέρεστε να γράψετε το σκυλί σας;» «Θα ενδιαφερόμουν, μόνο που δεν έχω ακόμα σκυλί. Θα ήθελα ένα μεγάλο, σαν τα δικά σας, ή ίσως ένα γκόλντεν ριτρίβερ, αλλά είμαι σε διαμέρισμα. Δε μου φαίνεται δίκαιο να κλείσω ένα ζώο έτσι. Όμως μόλις βρω ένα σπίτι με αυλή…» Σηκώθηκε, της χαμογέλασε και πρόσφερε το χέρι της. «Είμαι η Κάτι Σταρ. Εργάζομαι για…» «Την εφημερίδα U.S. Report» αποτελείωσε τη φράση της η Φιόνα κι ο τόνος της έγινε ψυχρός. «Χάνετε το χρόνο σας εδώ.» «Χρειάζομαι μόνο λίγα λεπτά. Κάνω μια συνέχεια, ή μάλλον μια σειρά ιστοριών για τον ΦΚΦ Νούμερο Δύο, και…» «Έτσι τον αποκαλείτε;» Την αηδίαζε από κάθε άποψη. «Ο Φονιάς με το Κόκκινο Φουλάρι Νούμερο Δύο – λες κι είναι η συνέχεια καμιάς ταινίας;» Η Σταρ άφησε το χαμόγελο στην άκρη και την κοίταξε με σκληρό ύφος. «Παίρνουμε το θέμα πολύ σοβαρά. Αυτός
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
345
ο άνθρωπος έχει ήδη σκοτώσει τέσσερις γυναίκες σε δύο πολιτείες. Βίαια, δεσποινίς Μπρίστοου, και με το τελευταίο του θύμα, την Ανέτ Κέλγουορθ, η βία κλιμακώθηκε. Ελπίζω να το παίρνετε κι εσείς σοβαρά.» «Το τι ελπίζετε δεν είναι δικό μου πρόβλημα. Και τα συναισθήματά μου δεν είναι δική σας δουλειά.» «Πρέπει να καταλάβετε ότι τα συναισθήματά σας σχετίζονται» επέμεινε η Σταρ. «Εκείνος αντιγράφει τους φόνους του Πέρι, και μια που είστε η μοναδική γυναίκα που γλίτωσε από τα χέρια του Πέρι πρέπει να έχετε κάποιες σκέψεις και συναισθήματα γι’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Κάποια γνώμη για τα θύματα, τον Πέρι και τον ΦΚΦ Δύο. Θα επιβεβαιώσετε ότι το FBI σάς έκανε ερωτήσεις σχετικά με τις τελευταίες ανθρωποκτονίες;» «Δεν πρόκειται να κάνω κανένα σχόλιο. Σας το ξεκαθάρισα ήδη αυτό.» «Καταλαβαίνω πως ίσως στην αρχή να νιώθατε απρόθυμη, Φιόνα, αλλά σίγουρα τώρα που ο αριθμός των θυμάτων έφτασε στο τέσσερα, και οι απαγωγές κι οι φόνοι έχουν κατεύθυνση προς βορρά, από την Καλιφόρνια προς το Όρεγκον, θα πρέπει να θέλετε ν’ ακουστείτε. Θα πρέπει να έχετε κάτι να πείτε – στις οικογένειες των θυμάτων, στο κοινό, ακόμη και στο δολοφόνο. Θέλω μόνο να σας δώσω βήμα.» «Αυτό που θέλετε είναι τα πρωτοσέλιδα.» «Τα πρωτοσέλιδα τραβούν την προσοχή. Και πρέπει να δοθεί προσοχή. Πρέπει να μαθευτούν τα γεγονότα. Τα θύματα πρέπει ν’ ακουστούν, κι εσείς είστε η μόνη που μπορεί να μιλήσει.» Μπορεί και να το έχαφτα αυτό, συλλογίστηκε η Φιόνα, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι του. Όμως η πραγματικότητα επέβαλλε να μείνει στραμμένη η προσοχή στο δολοφόνο με το πιασάρικο όνομα. «Δεν έχω τίποτε να σας πω, πέρα από το ότι καταπατάτε τη γη μου.» «Φιόνα.» Όλο ηρεμία και λογική, η Σταρ την πίεσε κι
346
NORA ROBERTS
άλλο. «Είμαστε γυναίκες. Αυτός ο άνθρωπος έχει για στόχο γυναίκες. Νέες, γοητευτικές γυναίκες που έχουν ολάκερη τη ζωή μπροστά τους. Ξέρετε πώς είναι να είσαι ο στόχος, πως είναι να γίνεσαι θύμα τέτοιας τυφλής βίας. Το μόνο που προσπαθώ να κάνω είναι να μαθευτεί η ιστορία, να βγουν προς τα έξω οι πληροφορίες έτσι ώστε ο επόμενος στόχος του να είναι πιο προετοιμασμένος, κι ίσως έτσι να γλιτώσει τη ζωή της, αντί να καταλήξει σε κάποιον ρηχό τάφο. Κάτι που ξέρετε, κάτι που θα πείτε, μπορεί να βοηθήσει να σωθεί η ζωή της.» «Ίσως και να το εννοείτε αυτό. Να θέλετε μόνο να βοηθήσετε. Ή ίσως αυτό που θέλετε είναι ένα ακόμη πρωτοσέλιδο με το δίστηλό σας. Ίσως να ισχύει λίγο κι απ’ τα δύο.» Δεν ήξερε, και δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να νοιαστεί για το τι ίσχυε. «Όμως να τι ξέρω. Του δίνετε αυτό που θέλει. Προσοχή. Δημοσιοποιείτε το όνομά μου, το πού μένω, το τι κάνω. Κι αυτό δε βοηθά κανέναν εκτός από τον άντρα που μιμείται τον Πέρι. Θέλω να φύγετε από τη γη μου, και θέλω να μείνετε μακριά. Δε θέλω να καλέσω το βοηθό σερίφη που ήταν εδώ λίγο νωρίτερα για να σας συνοδεύσει, αλλά θα το κάνω.» «Γιατί ήταν εδώ ο βοηθός σερίφη; Είστε υπό αστυνομική προστασία; Έχουν κανένα λόγο οι ερευνητές να πιστεύουν πως μπορεί να είστε στόχος;» Κατά τα άλλα, το θέμα είναι τα γεγονότα και το δικαίωμα του κοινού να μάθει, σκέφτηκε η Φιόνα. Αυτό που ήθελε αυτή εδώ, κατά βάση, ήταν τα κουτσομπολιά. «Δεσποινίς Σταρ, σας λέω να φύγετε απ’ τη γη μου, κι αυτό είναι το μόνο που σκοπεύω να σας πω.» «Θα γράψω την ιστορία με ή χωρίς τη συνεργασία σας. Υπάρχει ενδιαφέρον να εκδοθεί βιβλίο. Και είμαι πρόθυμη να σας κλείσω συνεντεύξεις. Αποκλειστικές συνεντεύξεις.» «Αυτό το κάνει ευκολότερο» είπε η Φιόνα κι έβγαλε το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
347
κινητό από την τσέπη της. «Έχετε δέκα δευτερόλεπτα να μπείτε στο αυτοκίνητό σας και να φύγετε από τη γη μου. Θα σας κάνω μήνυση. Καλά θα κάνετε να το πιστέψετε.» «Δική σας η επιλογή.» Η Σταρ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Όλη η προσποίηση της κεφάτης φιλόζωης είχε εξαφανιστεί. «Το μοτίβο υποδεικνύει ότι έχει ήδη διαλέξει το επόμενο θύμα του ή ότι ετοιμάζεται να το κάνει. Ψάχνει την περιοχή για τον κατάλληλο στόχο. Αναρωτηθείτε πώς θα νιώσετε όταν θα προχωρήσει στο νούμερο πέντε. Μπορείτε να με βρείτε μέσω της εφημερίδας όταν αλλάξετε γνώμη.» Κράτα την ανάσα σου ως τότε, σκέφτηκε η Φιόνα. Σε παρακαλώ, κάν’ το.
ΤΟ ΕΒΓΑΛΕ ΑΠ’ ΤΟ ΝΟΥ ΤΗΣ. Η δουλειά, η ζωή της ήταν πιο σημαντικά από μια πιεστική δημοσιογράφο η οποία έλπιζε, όπως φανταζόταν η Φιόνα, να πετύχει συμβόλαιο για βιβλίο εκμεταλλευόμενη μια τραγωδία. Είχε να φροντίσει τα σκυλιά της, το μικρό της κήπο, κι είχε μια σχέση που ήθελε να δει πώς θα πάει. Η οδοντόβουρτσα του Σάιμον είχε βρει τη θέση της στο μπάνιο της. Οι κάλτσες του ήταν άτακτα πεταμένες σ’ ένα από τα συρτάρια της. Δε ζούμε μαζί, θύμισε στον εαυτό της, αλλά ήταν ο πρώτος άντρας μετά τον Γκρεγκ που κοιμόταν συνεχώς στο κρεβάτι της και που τα πράγματά του ανακατεύονταν με τα δικά της κάτω από την ίδια στέγη. Ήταν ο πρώτος άντρας που ήθελε να έχει μαζί της τις νύχτες όταν τα φαντάσματα στοίχειωναν τον ύπνο της. ΕΚΕΙΝΟΣ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΕΚΕΙ, κι η ίδια ήταν ευγνώμων γι’ αυτό, όταν ο Τάουνι και η συνεργάτιδά του επέστρεψαν. «Θα έπρεπε να πας στη δουλειά σου» είπε στον Σάιμον όταν αναγνώρισε το αυτοκίνητο. «Νομίζω πως θα είμαι ασφαλής στα χέρια των ομοσπονδιακών.»
348
NORA ROBERTS
«Θα μείνω.» «Εντάξει. Γιατί δεν τους ανοίγεις; Θα φτιάξω λίγο ακόμη καφέ.» «Άνοιξέ τους εσύ. Θα φτιάξω εγώ τον καφέ.» Άνοιξε την πόρτα και την κράτησε ανοιχτή στο πρωινό αεράκι. Παρατήρησε πως ερχόταν βροχή. Αυτό θα τη γλίτωνε απ’ το πότισμα των παρτεριών – και θα πρόσθετε μια ρεαλιστική πινελιά στα μαθήματα που είχε εκείνο το απόγευμα. Τα σκυλιά και οι χειριστές τους δεν μπορούσαν να διαλέγουν μονάχα ηλιόλουστες μέρες για έρευνα. «Καλημέρα» τους φώναξε. «Νωρίς πιάνετε δουλειά. Ο Σάιμον φτιάχνει φρέσκο καφέ.» «Θα ήθελα λίγο» της είπε ο Τάουνι. «Γιατί δεν πάμε να καθίσουμε στην κουζίνα;» «Βέβαια.» Θυμήθηκε την αντιπάθεια της Μαντζ για τα ζώα, κι έτσι τους έκανε νόημα να βγουν έξω. «Πηγαίνετε να παίξετε» τους είπε. «Λυπάμαι που δε σας πέτυχα τις προάλλες» πρόσθεσε καθώς τους οδηγούσε στο πίσω μέρος. «Είχαμε σκοπό να επιστρέψουμε νωρίτερα, αλλά πήγαμε με το πάσο μας. Αν θέλετε να πάτε σ’ ένα μέρος για ξεκούραση, αυτό είναι το κατάλληλο. Σάιμον, να σου συστήσω τους πράκτορες Τάουνι και Μαντζ.» «Ναι.» «Καθίστε. Θα φέρω τον καφέ.» Ο Σάιμον άφησε σε κείνη το σερβίρισμα. «Κανένα νέο;» «Ερευνούμε προς κάθε κατεύθυνση» του είπε η Μαντζ. «Κάθε μία.» «Δεν ήταν ανάγκη να έρθετε ξανά ως εδώ για να της πείτε αυτό.» «Σάιμον!» «Πώς είσαι, Φι;» τη ρώτησε ο Τάουνι. «Καλά είμαι. Κάθε μέρα θυμάμαι πόσους ανθρώπους ξέρω στο νησί, αφού κάθε τόσο κάποιος περνάει να με δει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
349
–μετάφραση: να με ελέγξει– κι αυτό γίνεται αρκετές φορές τη μέρα. Είναι καθησυχαστικό, παρ’ όλο που με εκνευρίζει.» «Μπορούμε ακόμη να σου προσφέρουμε ένα ασφαλές σπίτι. Ή να κανονίσουμε να μείνει ένας πράκτορας εδώ, μαζί σου.» «Θα ήσουν εσύ αυτός ο κάποιος;» Εκείνος χαμογέλασε λιγάκι. «Όχι αυτή τη φορά.» Για λίγο η Φιόνα έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Η όμορφη αυλή μου, σκέφτηκε, με τα ανοιξιάτικα φυτά που μόλις έχουν αρχίσει να παίρνουν χρώμα και σχήμα. Κι όλα αυτά με φόντο τα τόσα δέντρα που σκαρφάλωναν την πλαγιά και κατέβαιναν ξανά, προσφέροντας αναρίθμητα μονοπάτια για βόλτες, και υπέροχες εκπλήξεις από άγρια λούπινα και ονειρεμένες μπλε κάννες. Πάντα τόσο ήσυχος και γαλήνιος τόπος για εκείνη, τόσο δικός της με κάθε εποχή που περνούσε. Το νησί, συλλογίστηκε, είναι το ασφαλές σπίτι μου. Συναισθηματικά, ναι, αλλά επίσης η ίδια το πίστευε και με την απόλυτα πρακτική του έννοια. «Θεωρώ, ρεαλιστικά μιλώντας, πως είμαι καλυμμένη. Το ίδιο το νησί κάνει λιγότερο εύκολη την πρόσβαση, και – κυριολεκτικά– δεν είμαι ποτέ μόνη.» Καθώς μιλούσε, παρατηρούσε τα σκυλιά της που τριγύριζαν εκεί κοντά. Σε επιφυλακή, συλλογίστηκε. «Ξέφυγε από το σχέδιο με την Ανέτ Κέλγουορθ. Είναι πιθανό να μην ενδιαφέρεται πια για μένα, να μην ενδιαφέρεται να μιμηθεί τον Πέρι.» «Η βιαιότητά του αυξάνεται» δήλωσε η Μαντζ. «Ο Πέρι κόπιαρε τον εαυτό του, επαναλαμβάνοντας ψυχαναγκαστικά τις ίδιες λεπτομέρειες σε κάθε φόνο. Ο άγνωστος δράστης δεν είναι ελεγχόμενος ούτε πειθαρχημένος. Θέλει να κάνει επίδειξη της δύναμής του. Στέλνοντάς σου το φουλάρι, αυξάνοντας το χρόνο που κρατά τα θύματα, και τώρα προσθέτοντας τη σωματική
350
NORA ROBERTS
βία. Όμως συνεχίζει να χρησιμοποιεί τις μεθόδους του Πέρι, να επιλέγει τον ίδιο τύπο θυμάτων, να τις απάγει, να τις σκοτώνει και να ξεφορτώνεται τα πτώματα κατά τον ίδιο τρόπο.» «Προσαρμόζει τη δουλειά του, βρίσκει το δικό του στιλ. Συγγνώμη» είπε ο Σάιμον όταν κατάλαβε ότι είχε μιλήσει δυνατά. «Όχι, δεν κάνεις λάθος. Η Κέλγουορθ μπορεί να ήταν μια απόκλιση» συνέχισε ο Τάουνι. «Ίσως κάτι που είπε ή έκανε, ίσως κάτι που συνέβη να τον έσπρωξε στο να αυξήσει τη βία. Ή ίσως θέλει να αποκτήσει δική του ταυτότητα.» «Δεν είμαι δική του.» «Είσαι ακόμη αυτή που γλίτωσε» τόνισε η Μαντζ. «Κι αν σκοπεύεις να μιλάς στον Τύπο, αυτό σε κρατά στο επίκεντρο της προσοχής και σε κάνει ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση.» Ενοχλημένη η Φιόνα στράφηκε προς το μέρος της. «Δε σκοπεύω να μιλάω στον Τύπο.» Η Μαντζ έπιασε τον χαρτοφύλακά της. «Η σημερινή έκδοση.» Άφησε την εφημερίδα στο τραπέζι. «Και το άρθρο το βούτηξαν ήδη ένα σωρό ονλάιν μπλογκ και κοράκια της καλωδιακής τηλεόρασης.» ΤΟ ΙΧΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΦΟΥΛΑΡΙΟΥ «Δεν μπορώ να το σταματήσω αυτό. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μη δίνω συνεντεύξεις, να αρνούμαι να συνεργαστώ.» «Αναφέρονται τα λόγια σου. Και υπάρχει μέσα η φωτογραφία σου.» «Μα…» «“Περιτριγυρισμένη από τα τρία σκυλιά της”» διάβασε η Μαντζ «“έξω από το μικρό, ξύλινο σπίτι της στο ειδυλλιακό και απομονωμένο νησί Όρκας όπου κόκκινοι πανσέδες ξεπροβάλλουν από λευκές γλάστρες και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
351
καρέκλες σε έντονο μπλε χρώμα στολίζουν τη βεράντα, η Φιόνα Μπρίστοου διαθέτει ψύχραιμη και ικανή προσωπικότητα. Η ψηλή, γοητευτική κοκκινομάλλα, ψηλόλιγνη με το τζιν και τη σκούρα γκρι ζακέτα της, φαίνεται να αντιμετωπίζει το θέμα του φόνου με τον ίδιο πρακτικό, προσγειωμένο τρόπο που έχει καθιερώσει εκείνη και τη σχολή της εκπαίδευσης σκύλων στο νησί. Ήταν είκοσι, στην ίδια ηλικία με την Ανέτ Κέλγουορθ, όταν την απήγαγε ο Πέρι. Όπως και τα υπόλοιπα δώδεκα θύματα του Πέρι, όλα γυναίκες, η Μπρίστοου ακινητοποιήθηκε μ’ ένα παραλυτικό πιστόλι, ναρκώθηκε, δέθηκε, φιμώθηκε και κλειδώθηκε στο πορτμπαγκάζ. Εκεί, κρατήθηκε για περισσότερο από δεκαοκτώ ώρες. Όμως, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, η Μπρίστοου κατάφερε να το σκάσει. Στα σκοτεινά, όσο ο Πέρι οδηγούσε στους νυχτερινούς δρόμους, η Μπρίστοου έκοψε το σκοινί μ’ ένα μικροσκοπικό σουγιά, δώρο του αρραβωνιαστικού της, του αστυνομικού Γκρέγκορι Νόργουντ. Η Μπρίστοου απώθησε τον Πέρι, τον αφόπλισε και χρησιμοποίησε το ίδιο του το αυτοκίνητο για να γλιτώσει και να ειδοποιήσει τις Αρχές. ”Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, όντας ακόμη ασύλληπτος, ο Πέρι πυροβόλησε και σκότωσε τον Νόργουντ και το συνεργάτη του τον Κονγκ, ένα αστυνομικό σκυλί Κ-9, το οποίο έζησε αρκετά για να επιτεθεί και να τραυματίσει τον Πέρι. Ακολούθως, ο Πέρι συνελήφθη όταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του στην προσπάθειά του να δραπετεύσει. Παρά τη δοκιμασία και την απώλειά της, η Μπρίστοου κατέθεσε εναντίον του Πέρι, και η κατάθεσή της έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του. ”Τώρα, στα είκοσι εννιά της, η Μπρίστοου δε φαίνεται να έχει φανερά σημάδια από την περιπέτειά της. Είναι ακόμη ανύπαντρη, ζει μόνη στο απομονωμένο σπίτι της όπου διατηρεί μια σχολή εκπαίδευσης για σκύλους, και αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου της στη Μονάδα
352
NORA ROBERTS
Σκύλων Έρευνας και Διάσωσης που ίδρυσε στο Όρκας. ”Η μέρα είναι ηλιόλουστη και ζεστή. Οι κρανιές που πλαισιώνουν τη στενή γέφυρα πάνω από το ποταμάκι που κυλά διασχίζοντας το κτήμα της έχουν ανθίσει, και τα άγρια κόκκινα μούρα ξεπροβάλλουν σαν φωτιές στο ήσυχο πρωινό. Στο καταπράσινο δάσος όπου το φως του ήλιου διαπερνά τα ψηλά έλατα, τιτιβίζουν πουλιά. Όμως ένας ένστολος βοηθός σερίφη οδηγεί το περιπολικό του στο στενό δρομάκι. Είναι σίγουρο πως η Φιόνα Μπρίστοου θυμάται το σκοτάδι και το φόβο. ”Θα ήταν το νούμερο XIII. ”Λέει πως της θυμίζει σίκουελ ταινίας ο τίτλος που δόθηκε στο μιμητή του Τζορτζ Άλεν Πέρι, και τα πρωτοσέλιδα που προκάλεσε η βιαιότητά του. Θεωρεί πως αυτό που επιζητά ο ΦΚΦ ΙΙ είναι η προσοχή. Ενώ η ίδια, η μοναδική επιζήσασα εκείνου που προηγήθηκε, θέλει μονάχα την ησυχία της και την ηρεμία της ζωής που έχει φτιάξει τώρα. Μιας ζωής που έχει αλλάξει για πάντα.”» «Δεν της έδωσα συνέντευξη.» Η Φιόνα έκανε πέρα την εφημερίδα. «Δεν της μίλησα για όλα αυτά.» «Όμως της μίλησες» επέμεινε η Μαντζ. «Εμφανίστηκε εδώ.» Παλεύοντας με την οργή, η Φιόνα ίσα που κρατήθηκε να μην κάνει κομματάκια την εφημερίδα. «Υπέθεσα πως ήρθε να ρωτήσει για μαθήματα – κι εκείνη με άφησε να το υποθέσω. Κουβέντιασε για τα σκυλιά, κι ύστερα μου συστήθηκε. Με το που το έκανε, της είπα να φύγει. Χωρίς κανένα σχόλιο, της είπα να φύγει. Επέμεινε. Της είπα πως εκείνος επιζητά την προσοχή. Ήμουν θυμωμένη. Δείτε πώς τον αποκαλούν, ΦΚΦ Δύο, πράγμα που του δίνει γόητρο και μυστήριο και αξία. Της είπα ότι εκείνος θέλει την προσοχή, κι αυτή του την πρόσφερε. Δεν έπρεπε να το έχω πει.» Κοίταξε τον Τάουνι. «Έπρεπε να ξέρω καλύτερα.» «Σε πίεσε. Κι εσύ αντέδρασες.» «Και πήρε όσα της χρειάζονταν για να φτιάξει το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
353
άρθρο της. Τη διέταξα να φύγει απ’ τη γη μου. Μέχρι που την απείλησα πως θα καλούσα τον Ντέιβι –το βοηθό σερίφη Ίνγκλγουντ– πίσω. Είχε μόλις φύγει γιατί νομίζαμε κι οι δυο πώς ερχόταν κάποιος για μάθημα. Μόλις πέντε λεπτά έμεινε εκείνη εδώ. Πέντε αναθεματισμένα λεπτά.» «Πότε;» ρώτησε ο Σάιμον, κι η Φιόνα ένιωσε μια ανατριχίλα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της με τον τόνο του. «Πριν από δυο μέρες. Το ξέχασα. Την ανάγκασα να φύγει, και νόμιζα, ειλικρινά πίστευα, ότι δεν της είχα δώσει καμία πληροφορία – οπότε το έδιωξα απ’ το μυαλό μου.» Ξεφύσηξε. «Τον έκανε να με δει εδώ, με τα σκυλιά μου και τα δέντρα μου. Στην ήσυχη ζωή αυτής που επέζησε. Και τον έκανε να με δει κι εκεί, στο πίσω μέρος εκείνου του φορτηγού, δεμένη στα σκοτεινά – άλλο ένα θύμα, που απλώς στάθηκε τυχερό. Κι αυτή η αράδα, αυτή σχετικά με την προσοχή. Ο τρόπος που το έγραψε, είναι λες και εγώ απευθύνομαι σ’ εκείνον, και μάλιστα τον υποτιμώ. Κάτι τέτοιο μπορεί να τον φτιάξει για τα καλά. Το καταλαβαίνω αυτό.» Έριξε ξανά μια ματιά στην εφημερίδα, στη φωτογραφία που την έδειχνε να στέκεται μπροστά από το σπίτι της, έχοντας το χέρι της στο κεφάλι του Νιούμαν, με τον Πεκ και τον Μπόγκαρτ δίπλα της. «Θα πρέπει να την τράβηξε αυτή από το αυτοκίνητό της. Θα έλεγε κανείς ότι πόζαρα.» «Δε θα δυσκολευτείς να ζητήσεις περιοριστικά μέτρα» της είπε ο Τάουνι. Αποθαρρημένη, η Φιόνα πίεσε τα δάχτυλά της στα μάτια της. «Θα την κάνει να χαρεί. Δε θα μου έκανε εντύπωση το ότι έγραψε όλα αυτά για μένα στο άρθρο της, για τους πανσέδες μου, τις καρέκλες μου – ζωγραφίζοντας μια ολόκληρη αναθεματισμένη εικόνα– επειδή δε συνεργάστηκα μαζί της. Θα γίνει μονάχα ακόμη
354
NORA ROBERTS
πιο αποφασιστική να γράψει για μένα αν της πάω κόντρα. Ίσως να το έπαιξα λάθος. Ίσως να έπρεπε να της δώσω τη συνέντευξη εξαρχής. Κάτι βαρετό και μικρό, έτσι που να χάσει το ενδιαφέρον της για μένα.» «Δεν καταλαβαίνεις.» Ο Σάιμον κούνησε το κεφάλι του. Είχε τα χέρια του στις τσέπες, αλλά η Φιόνα ήξερε ότι η στάση του δε σήμαινε πως ήταν άνετος. «Είτε της μίλαγες είτε όχι, δεν έχει σημασία. Είσαι ζωντανή. Πάντα θα είσαι μέρος της ιστορίας. Επέζησες, αλλά είναι περισσότερα απ’ αυτό. Δε σε έσωσαν, δεν ήρθε το ιππικό να σε γλιτώσει. Πάλεψες και το έσκασες από έναν άντρα που είχε σκοτώσει δώδεκα άλλες γυναίκες και που ξέφευγε από τις Αρχές για περισσότερο από δυο χρόνια. Όσο αυτός ο μπάσταρδος στραγγαλίζει γυναίκες με κόκκινα φουλάρια, θα είσαι είδηση.» Κοίταξε τη Μαντζ. «Οπότε μην παίρνεις το αυτάρεσκο υφάκι του FBI και τα βάζεις μαζί της γι’ αυτό. Μέχρι να πιάσετε το κάθαρμα, θα τη χρησιμοποιήσουν για πρωτοσέλιδα, για νούμερα, για να κρατούν το ενδιαφέρον αναμμένο ανάμεσα στους φόνους. Και, διάολε, το ξέρεις πολύ καλά.» «Ίσως να νομίζεις ότι καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια» ξεκίνησε να λέει η Μαντζ. «Έριν.» Ο Τάουνι έκανε νόημα στη συνεργάτιδά του να σιωπήσει. «Έχεις δίκιο» είπε στον Σάιμον. «Σχετικά με τον Τύπο. Παρ’ όλα αυτά, Φι, θα ήταν καλύτερο να μένεις στο “Κανένα σχόλιο”. Και έχεις δίκιο» είπε στη Φιόνα «ότι αυτού του είδους οι δημοσιεύσεις πιθανόν θα αυξήσουν το ενδιαφέρον του για σένα. Πρέπει να συνεχίσεις με τις προφυλάξεις που έχεις πάρει ήδη. Και θα πρέπει να σου ζητήσω να μην αναλάβεις καινούριους πελάτες.» «Θεέ μου! Κοίτα, δε θέλω να το παίξω δύσκολη ή ηλίθια, αλλά πρέπει να βγάλω το ψωμί μου. Έχω…» «Τι άλλο;» τη διέκοψε ο Σάιμον. Η Φιόνα στράφηκε να τον αντιμετωπίσει. «Άκου…» «Σκασμός. Τι άλλο;» επανέλαβε.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
355
«Εντάξει. Θέλω να επικοινωνείς μαζί μου καθημερινά» συνέχισε ο Τάουνι. «Θέλω να κρατάς σημειώσεις για οτιδήποτε ασυνήθιστο. Μια λάθος κλήση, κάποιος που έκλεισε το τηλέφωνο, οποιοδήποτε ύποπτο email ή άλλου είδους επικοινωνία. Θέλω ονόματα και στοιχεία για οποιονδήποτε επικοινωνεί και ρωτά για τα μαθήματά σου, για το πρόγραμμά σου.» «Στο μεταξύ, εσείς τι θα κάνετε;» Ο Τάουνι έριξε μια ματιά στο κοκκινισμένο από θυμό πρόσωπο της Φιόνα, πριν απαντήσει στον Σάιμον. «Ό,τι μπορούμε. Παίρνουμε και ξαναπαίρνουμε καταθέσεις από φίλους, οικογένειες, συναδέλφους, γείτονες, δασκάλους, συμμαθητές όλων των θυμάτων. Ο δράστης πέρασε χρόνο παρατηρώντας τα θύματά του, θα πρέπει να διαθέτει κάποιο όχημα. Δεν είναι αόρατος. Κάποιοι τον είδαν, και θα τους βρούμε. Ψάχνουμε το παρελθόν και παίρνουμε καταθέσεις από οποιονδήποτε είχε σχέση με τη φυλακή και ήρθε, ή θα μπορούσε να έχει έρθει, σε επαφή με τον Πέρι τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες. Έχουμε μια ομάδα που δουλεύει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι ειδικοί του Εγκληματολογικού ξεψαχνίζουν το χώμα κάθε τάφου, ψάχνοντας για οποιοδήποτε ίχνος – μία τρίχα, μία ίνα.» Σιώπησε. «Ανακρίναμε τον Πέρι, και θα το κάνουμε ξανά. Επειδή ξέρει. Τον ξέρω, Φι, και ξέρω ότι δεν ευχαριστήθηκε όταν του είπα για το φουλάρι που σου στάλθηκε. Δεν ήταν στα σχέδιά του, δεν είναι το στιλ του. Και ευχαριστήθηκε ακόμη λιγότερο όταν άφησα να μου ξεφύγει, δήθεν κατά τύχη, ότι η Ανέτ Κέλγουορθ είχε χτυπηθεί και ότι το πρόσωπό της συγκεκριμένα είχε σχεδόν διαλυθεί. Θα στραφεί ενάντια σ’ αυτό τον τύπο, θα το κάνει γιατί θα τον κάνω να νιώσει ότι τον πρόδωσε και δεν τον σεβάστηκε. Κι αυτό –το ξέρεις– δεν πρόκειται να το ανεχθεί.» «Το εκτιμώ που με ενημερώνεις, που έρχεσαι ως εδώ για να βεβαιωθείς ότι κατανοώ την κατάσταση και το
356
NORA ROBERTS
πώς έχουν τα πράγματα.» Έκρυβε το θυμό της πίσω από κοφτά λόγια και απότομο τόνο. «Πολύ σύντομα ξεκινά το μάθημά μου. Πρέπει να ετοιμαστώ.» «Εντάξει.» Ο Τάουνι άπλωσε το χέρι του στο δικό της, σε μια χειρονομία όσο πατρική επέτρεπε η ιδιότητά του. «Θέλω αυτό το τηλεφώνημα, Φι, κάθε μέρα.» «Ναι. Μπορείτε να το αφήσετε αυτό;» ρώτησε τη Μαντζ όταν η πράκτορας άρχισε να διπλώνει την εφημερίδα. «Θα με βοηθήσει να θυμάμαι ότι δεν πρέπει να λέω λέξη.» «Κανένα πρόβλημα.» Η Μαντζ σηκώθηκε. «Τώρα που βγήκε στο φως η ιστορία, θα έρθουν κι άλλοι. Καλά θα έκανες να τσεκάρεις όλα τα τηλεφωνήματα, και θα ήταν έξυπνο να βάλεις μερικές πινακίδες που να λένε “Απαγορεύεται η πρόσβαση” τριγύρω. Μπορείς να πεις στους πελάτες σου ότι είχες κάποια προβλήματα με αναβάτες που έκοβαν δρόμο, και πως ανησυχούσες για τα σκυλιά σου» πρόσθεσε πριν προλάβει να μιλήσει η Φιόνα. «Ναι. Ναι, αυτή είναι καλή ιδέα. Θα το φροντίσω.» Τους συνόδευσε έξω, κι ύστερα περίμενε να την ακολουθήσει ο Σάιμον στη βεράντα. «Θέλεις να με κάνεις να πληρώσω που δε σου μίλησα για τη δημοσιογράφο. Κανένα πρόβλημα, αλλά μπες στη σειρά. Προηγούμαι.» «Ήδη πλήρωσες αρκετά γι’ αυτό.» «Όχι. Θέλω να πω, έχω μερικά πράγματα να σου πω, και είμαι σε δύσκολη θέση. Είσαι θυμωμένος μαζί μου, και μάλιστα πολύ, αλλά, παρ’ όλα αυτά, πήρες το μέρος μου απέναντι στην πράκτορα Μαντζ. Θα έλεγα πως δεν ήταν ανάγκη να το κάνεις, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν αχαριστία. Άλλωστε, το να παίρνεις το μέρος κάποιου ποτέ δεν είναι απαραίτητο, είναι απλώς κάτι που κάνεις για κάποιον για τον οποίο νοιάζεσαι ή όταν κάποιος το έχει ανάγκη. Οπότε είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, και το εκτιμώ. Και την ίδια στιγμή είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου επειδή πήρες τα ηνία με τον τρόπο που το έκανες. Επειδή έκανες πέρα τη γνώμη και τα θέλω μου, και τόνισες πως θα έκανες ό,τι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
357
περνάει απ’ το χέρι σου για να κάνω αυτό που μου έλεγαν.» «Είμαι ξεκάθαρος σ’ αυτό, οπότε θεώρησα πως θα έπρεπε να είστε το ίδιο κι εσύ κι οι ομοσπονδιακοί.» Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. «Ούτε για μια στιγμή μη σκεφτείς πως…» «Καλύτερα να το βουλώσεις, Φιόνα.» Το βλέμμα του έλαμπε σαν καυτό χρυσάφι. «Καλύτερα να το βουλώσεις, και μάλιστα γρήγορα.» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Ο Πεκ, που ήταν κοντά, γρύλισε προειδοποιητικά. Ο Σάιμον ανταποκρίθηκε απλώνοντας το χέρι του, ρίχνοντάς του μια αυστηρή ματιά και τεντώνοντας το δάχτυλό του για να διατάξει ησυχία. Το σκυλί κάθισε αμέσως, αλλά παρέμεινε σε επιφυλακή. «Αν θέλεις να ξεσπάσεις πάνω μου, τότε μπες εσύ στη γραμμή. Ξεκίνα να λες το γνωστό ποίημα μπορώ-να-ταβγάλω-πέρα-μόνη-μου όσο θες. Δε δίνω δεκάρα τσακιστή, γιατί δεν πρόκειται να τα κάνεις όλα μόνη σου αυτή τη φορά, οπότε καλά θα κάνεις να το καταπιείς αυτό. Μπορείς να μου λες ότι είμαι ανόητος που δεν αφήνω την αναθεματισμένη την οδοντόβουρτσά μου στο μπάνιο, και σ’ το αναγνωρίζω. Κι εγώ σου λέω ότι είσαι εντελώς ηλίθια αν νομίζεις ότι μπορείς να αποφασίζεις μόνη σου για όλα τα υπόλοιπα. Έτσι πάει το πράγμα.» «Ποτέ δεν είπα…» «Σκασμός! Κι αυτές τις μαλακίες ότι δε μου είπες για τη δημοσιογράφο που πέρασε γιατί το έδιωξες απ’ το μυαλό σου; Μη μου πεις κάτι τέτοιο ξανά. Εσύ δε διώχνεις πράγματα απ’ το μυαλό σου, όχι κατ’ αυτό τον τρόπο.» «Εγώ δεν…» «Δεν τελείωσα ακόμη γαμώτο. Δεν παίζεις μόνη σου εδώ. Δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα στο παρελθόν με τον μπάτσο σου, αλλά τώρα έτσι είναι. Τώρα έχεις να κάνεις μ’ εμένα. Και καλά θα κάνεις να το σκεφτείς αυτό, κι αν δεν μπορείς να το αντέξεις, να με ενημερώσεις. Και
358
NORA ROBERTS
το μόνο που θα κάνουμε θα είναι να πηδιόμαστε όποτε έχουμε όρεξη, κι ο καθένας θα συνεχίζει τη ζωή του.» Ένιωσε το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό της. «Αυτό είναι σκληρό, Σάιμον.» «Ναι, είναι. Θα έρθουν πελάτες, κι εγώ έχω δουλειά να κάνω.» Απομακρύνθηκε καθώς δυο αυτοκίνητα φάνηκαν στη γέφυρα. Ο Σαγόνιας, έχοντας προφανώς αντιληφθεί τη διάθεση του αφεντικού του, πήδηξε γοργά στο φορτηγάκι. «Δεν πρόλαβα να μιλήσω» μουρμούρισε η Φιόνα, κι ύστερα πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει προτού καλωσορίσει τους πελάτες της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
359
ΔΕΚΑΕΝΝΙΑ
Η ΦΙΟΝΑ ΚΑΝΟΝΙΣΕ ΕΠΙΤΗΔΕΣ το τελευταίο της μάθημα να είναι μια ιδιωτική διόρθωση συμπεριφοράς. Συχνά θεωρούσε πως αυτά τα μαθήματα ήταν αναμόρφωση συμπεριφορών – και όχι μόνο για το σκυλί. Το μαλλιαρό, κοκκινωπό Πομεράνιαν, η Χλόη –όλη κι όλη τρία κιλά– έκανε ό,τι ήθελε τους ιδιοκτήτες της, και ουκ ολίγες φορές δημιουργούσε χάος στη γειτονιά της, γαβγίζοντας, γρυλίζοντας και κάνοντας υστερικές επιθέσεις σε άλλα σκυλιά, γάτες, πουλιά, παιδιά, ενώ πού και πού έριχνε και καμιά γερή δαγκωνιά σε οτιδήποτε έπεφτε στο δρόμο της αν δεν είχε τα κέφια της. Παλεύοντας με το βελονάκι –το καινούριο της χόμπι– η Σίλβια καθόταν στη βεράντα με μια κανάτα φρέσκια λεμονάδα και κουλουράκια βουτύρου, ενώ η Φιόνα άκουγε την πελάτισσα να επαναλαμβάνει τα κύρια σημεία της τηλεφωνικής τους συζήτησης. «Ο άντρας μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να ακυρώσουμε τις διακοπές μας φέτος το χειμώνα.» Η Λίζι Τσάιλντς χάιδεψε τη μαλλιαρή μπάλα στην αγκαλιά της όσο αυτή η μπάλα ατένιζε καχύποπτα τη Φιόνα. «Δε βρίσκαμε κανέναν να την αναλάβει για μια βδομάδα – ή να την
360
NORA ROBERTS
προσέχει στο σπίτι, αν το ήθελε δηλαδή. Είναι τόσο γλυκιά, στ’ αλήθεια, και τόσο αξιολάτρευτη, αλλά να, είναι αδιόρθωτη.» Η Λίζι έδινε φιλιά στον αέρα, και η Χλόη ανταποκρίθηκε τρέμοντας ολόκληρη και πηδώντας στο πρόσωπο της Λίζι. Η Χλόη, παρατήρησε η Φιόνα, φορούσε ασημένιο κολάρο με χρωματιστά στρας –ή τουλάχιστον έλπιζε να ήταν απλώς στρας– και ροζ μποτάκια, ανοιχτά στα δάχτυλα για να φαίνονται τα ταιριαστά, ροζ βαμμένα νυχάκια της. Τόσο εκείνη όσο και η ιδιοκτήτριά της μύριζαν Πρίνσες της Βέρα Βανγκ. «Είναι ενός έτους;» «Ναι, μόλις πρόσφατα είχε τα γενέθλιά της, έτσι δεν είναι, κουκλίτσα μου;» «Θυμάσαι πότε ήταν η πρώτη φορά που άρχισε να δείχνει αντικοινωνική συμπεριφορά;» «Για να δούμε.» Η Λίζι χάιδεψε τη Χλόη. Το τετράγωνα κομμένο διαμάντι στο χέρι της, που έβγαζε μάτι, έλαμψε σαν φλεγόμενος πάγος, και η Χλόη φρόντισε να δείξει στη Φιόνα τα μυτερά δοντάκια της. «Ποτέ δε συμπάθησε στ’ αλήθεια τα άλλα σκυλιά ή τις γάτες. Νομίζει πως είναι άνθρωπος, γιατί είναι το μωρό μου.» «Κοιμάται στο κρεβάτι σου, έτσι δεν είναι;» «Ε… ναι. Έχει ένα γλυκύτατο δικό της κρεβατάκι, αλλά της αρέσει να το χρησιμοποιεί για να βάζει εκεί τα παιχνίδια της. Της αρέσουν όλα τα παιχνίδια που κάνουν θόρυβο.» «Πόσα έχει;» «Ω… για να σκεφτώ.» Η Λίζι είχε την προνοητικότητα να το παίξει συνεσταλμένη καθώς τίναζε πίσω τα μακριά, ξανθά μαλλιά της. «Της αγοράζω συνεχώς. Απλώς δεν μπορώ ν’ αντισταθώ. Και μικρά συνολάκια. Της αρέσει πολύ να την ντύνω. Το ξέρω πως την κακομαθαίνω. Κι ο Χάρι επίσης. Πραγματικά, δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
361
Και, ειλικρινά, είναι μια γλύκα. Είναι μονάχα λιγάκι ζηλιάρα και ευέξαπτη.» «Γιατί δεν την αφήνεις κάτω;» «Δεν της αρέσει να την αφήνω κάτω όταν είμαστε έξω. Ειδικά όταν…» Έριξε μια ματιά πίσω της όπου ο Όριο και τα σκυλιά της Φιόνα τριγυρνούσαν. «Όταν υπάρχουν άλλα σ-κ-υ-λ-ι-ά τριγύρω.» «Λίζι, με πληρώνεις για να βοηθήσω τη Χλόη να γίνει ένα πιο ευτυχισμένο και καλύτερα προσαρμοσμένο σκυλί. Από αυτά που μου λες, και από αυτά που βλέπω, η Χλόη είναι όχι μόνο αρχηγός της αγέλης, αλλά ένας τετράποδος δικτάτορας. Όλα όσα μου είπες αποδεικνύουν ότι πάσχει από το Σύνδρομο Μικρών Σκυλιών.» «Ω Θεούλη μου! Χρειάζεται αγωγή;» «Χρειάζεται να σταματήσεις να της επιτρέπεις να διευθύνει και να νομίζει πως επειδή είναι μικρόσωμη μπορεί να υιοθετεί άσχημη συμπεριφορά που δε θα επέτρεπες σ’ ένα μεγαλύτερο σκυλί.» «Μα είναι μικροσκοπική.» «Το μέγεθος δεν αλλάζει τη συμπεριφορά ή τους λόγους για τους οποίους τα σκυλιά φέρονται έτσι.» Οι ιδιοκτήτες, σκέφτηκε η Φιόνα, είναι συχνά το μεγαλύτερο εμπόδιο. «Κοίτα, δεν μπορείς να την πας βόλτα χωρίς άγχος ή να καλέσεις κόσμο στο σπίτι σου. Μου έχεις πει ότι εσύ κι ο Χάρι απολαμβάνετε να καλείτε κόσμο, αλλά έχετε μήνες να διοργανώσετε κάποιο πάρτι με φαγητό.» «Είναι επειδή την τελευταία φορά που το προσπαθήσαμε ήταν τόσο αγχωτικό, με τη Χλόη να είναι τόσο αναστατωμένη, που αναγκαστήκαμε να την κλείσουμε στην κρεβατοκάμαρα.» «Όπου, μεταξύ άλλων, κατάστρεψε και το καινούριο σου πάπλωμα.» «Ήταν φρίκη.» «Δεν μπορείτε να την αφήσετε για να βγείτε ένα βράδυ χωρίς να πάθει κρίση νεύρων, έτσι εσύ κι ο άντρας σου σταματήσατε να βγαίνετε για φαγητό, να
362
NORA ROBERTS
διοργανώνετε πάρτι, να πηγαίνετε στο θέατρο. Είπες ότι δάγκωσε τη μητέρα σου.» «Ναι, ήταν μια μικρή δαγκωνιά στην πραγματικότητα. Εκείνη…» «Λίζι, άσε με να σε ρωτήσω κάτι. Πάω στοίχημα ότι έχεις βρεθεί σε κάποιο αεροπλάνο ή στα μαγαζιά ή σε κάποιο εστιατόριο όπου κάποιο παιδί τρέχει ανεξέλεγκτα, ενοχλώντας τους πάντες, κλοτσώντας τα καθίσματα, διαφωνώντας με τους γονείς του, δημιουργώντας φασαρίες, γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τα συναφή.» «Θεέ μου, ναι.» Ύψωσε το βλέμμα της προς τα πάνω καθώς μιλούσε. «Είναι τόσο ενοχλητικό. Δεν καταλαβαίνω γιατί… Ω!» Καθώς κατάλαβε, η Λίζι ξεφύσηξε. «Δεν είμαι υπεύθυνη μαμά.» «Ακριβώς.» Ή κάπως έτσι. «Άφησέ την κάτω.» Με το που άγγιξαν το έδαφος τα ροζ μποτάκια της Χλόη, εκείνη σηκώθηκε στα πίσω πόδια της κι άρχισε να γαβγίζει, γρατζουνώντας το όμορφο, λινό παντελόνι της Λίζι. «Έλα τώρα, μωρό μου, μην…» «Όχι» είπε η Φιόνα. «Μην της δίνεις τέτοιου είδους προσοχή όταν δε φέρεται καλά. Πρέπει να κυριαρχήσεις. Δείξε της ποιος κάνει κουμάντο.» «Σταμάτα τώρα αμέσως, Χλόη, αλλιώς δεν έχει λιχουδιές στην επιστροφή.» «Όχι έτσι. Πρώτα, σταμάτα να σκέφτεσαι “Μα είναι τόσο μικρή και χαριτωμένη”. Σταμάτα να σκέφτεσαι το μέγεθός της, και σκέψου τη σαν ένα κακότροπο σκυλί. Δες.» Η Φιόνα πήρε το λουρί. «Κάνε στην άκρη» είπε στη Λίζι και μπήκε ανάμεσά τους. Η Χλόη γάβγιζε και γρύλιζε, προσπαθώντας να ρίξει μια γρήγορη δαγκωνιά. «Σταμάτα!» Με φωνή σταθερή, η Φιόνα διατήρησε οπτική επαφή με το σκυλί και κούνησε το δάχτυλό της προς το μέρος της. Η Χλόη γρύλισε για λίγο, αλλά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
363
υποχώρησε. «Κάνει μουτράκια» είπε η Λίζι μαγεμένη. «Αν ήταν Λαμπραντόρ ή γερμανικός ποιμενικός και καθόταν εκεί γρυλίζοντας, θα την έβρισκες χαριτωμένη;» Η Λίζι ξερόβηξε. «Όχι. Έχεις δίκιο.» «Με το να την κακομαθαίνεις δεν την κάνεις ευτυχισμένη. Την κάνεις τραμπούκο, και οι τραμπούκοι δεν είναι χαρούμενοι.» Άρχισε να κάνει βόλτα το σκυλί. Η Χλόη πάλεψε, προσπαθώντας να γυρίσει πίσω στη Λίζι. Η Φιόνα απλώς μάζεψε το λουρί, αναγκάζοντας τη Χλόη να μείνει δίπλα της. «Μόλις καταλάβει ότι δεν υπάρχει ανταμοιβή ούτε στοργή για την κακή της συμπεριφορά και πως εσύ κάνεις κουμάντο, θα σταματήσει. Και θα είναι πιο χαρούμενη.» «Δε θέλω να είναι τραμπούκος ούτε δυστυχισμένη. Ειλικρινά, γι’ αυτό είμαι εδώ. Απλώς είμαι άχρηστη στην πειθαρχία.» «Τότε γίνε καλύτερη» είπε άχρωμα η Φιόνα. «Βασίζεται πάνω σου. Όταν είναι ήδη εκνευρισμένη και έτοιμη να χάσει τον έλεγχο, μίλα της σταθερά, διόρθωσέ τη γρήγορα, και μην την καλοπιάνεις μ’ αυτή τη μωρουδίστικη φωνή. Αυτό της ανεβάζει μονάχα περισσότερο τα επίπεδα του στρες. Θέλει να πάρεις εσύ τον έλεγχο και θα είστε όλοι πιο ευτυχισμένοι μόλις το κάνεις.» Για τα επόμενα δέκα λεπτά, η Φιόνα δούλεψε με το σκυλί, διορθώνοντάς το και επιβραβεύοντάς το. «Σε ακούει.» «Επειδή καταλαβαίνει ότι κάνω εγώ κουμάντο, και το σέβεται αυτό. Τα προβλήματα στη συμπεριφορά της είναι αποτέλεσμα του πώς της φέρονται οι άνθρωποι γύρω της, το πώς έφτασε να πιστεύει ότι πρέπει να της φέρονται, και το πώς τώρα απαιτεί να της φέρονται.» «Κακομαθημένη.» «Δε φταίνε τα παιχνιδάκια, οι λιχουδιές, τα ρουχαλάκια. Γιατί να μην το διασκεδάζετε μ’ όλα αυτά αν
364
NORA ROBERTS
σας κάνει χαρούμενους; Το πρόβλημα αρχίζει πιο πίσω, στο ότι της επιτρέπατε ή ακόμη και ενθαρρύνατε την απαράδεκτη συμπεριφορά, δίνοντάς της έτσι τον έλεγχο. Επιτίθεται σε μεγαλύτερα σκυλιά, έτσι δεν είναι;» «Συνεχώς. Και στην αρχή ήταν αστείο. Σ’ έπιαναν τα γέλια. Τώρα έχει γίνει λίγο τρομακτικό κάθε φορά που τη βγάζουμε βόλτα.» «Το κάνει επειδή την κάνατε αρχηγό. Πρέπει να υπερασπιστεί τη θέση της κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με κάποιο άλλο σκυλί, άνθρωπο ή ζώο. Την εξουθενώνει.» «Γι’ αυτό γαβγίζει ασταμάτητα; Επειδή είναι αγχωμένη;» «Γι’ αυτό, κι επειδή σου λέει τι να κάνεις. Ο κόσμος θεωρεί τα Πομεράνιαν φασαριόζικα σκυλιά, επειδή οι ιδιοκτήτες τους πολύ συχνά τούς επιτρέπουν να γίνουν τέτοια.» Τώρα όμως δε γαβγίζει, σκέφτηκε η Φιόνα, καθώς σταμάτησε και η Χλόη κάθισε και την παρατηρούσε με τα αμυγδαλωτά μάτια της. «Τώρα είναι χαλαρή. Θέλω να κάνεις το ίδιο μαζί της. Κάνε τη βόλτα μπρος και πίσω. Κράτα τον έλεγχο.» Η Φιόνα οδήγησε τη Χλόη στη Λίζι και το σκυλί σηκώθηκε όρθιο χτυπώντας με τις πατούσες του τον αέρα, για να γρατζουνίσει τα πόδια της Λίζι. «Λίζι» είπε σταθερά η Φιόνα. «Εντάξει. Χλόη, σταμάτα.» «Να το εννοείς!» τη διέταξε η Φιόνα. «Χλόη, σταμάτα!» Η Χλόη κάθισε, γέρνοντας το κεφάλι της μια από τη μια και μια από την άλλη, λες και εκτιμούσε την κατάσταση. «Τώρα περπάτα μαζί της. Να επιμείνεις να σε ακολουθεί. Δε θα σε οδηγεί αυτή.» Η Φιόνα έκανε πίσω για να βλέπει. Το ήξερε, εκπαίδευε τόσο τον άνθρωπο –αν όχι περισσότερο– όσο και το σκυλί.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
365
Η πρόοδος κι η ικανοποίηση του πελάτη εξαρτιόταν από το πόσο ο άνθρωπος θα είχε τη διάθεση να συνεχίσει την εκπαίδευση και στο σπίτι. «Ακούει!» «Τα πας θαυμάσια.» Κι είστε κι οι δυο χαλαρές, σκέφτηκε η Φιόνα. «Θα έρθω προς το μέρος σας. Αν επιδείξει κακή συμπεριφορά, θέλω να τη διορθώσεις. Και μην τσιτώνεσαι. Κάνεις βόλτα το χαριτωμένο, μικρό σκυλί σου. Το χαριτωμένο, ευγενικό, χαρούμενο, μικρό σκυλί σου.» Καθώς πλησίαζε η Φιόνα, η Χλόη άρχισε να γαβγίζει και να τραβά το λουρί. Η Φιόνα δεν ήταν σίγουρη για το ποιος απ’ τους δυο έμεινε πιο έκπληκτος, το Πομεράνιαν ή η κυρά του, όταν η Λίζι πέταξε ένα στιβαρό Σταμάτα κι έκανε τη Χλόη να έρθει δίπλα της. «Τέλεια. Ξανά.» Το επανέλαβαν και το επανέλαβαν, μέχρι, που καθώς η Φιόνα πλησίαζε, η Χλόη απλώς συνέχιζε να περπατά ευγενικά πίσω από τη Λίζι. «Μπράβο. Σιλ, μπορείς; Τώρα θα πλησιάσει η Σιλ. Σιλ, σταμάτα και πιάσε κουβέντα, εντάξει;» «Βέβαια.» Η Σίλβια σηκώθηκε, και τους πλησίασε. «Χαίρομαι που σε βλέπω.» «Εντάξει. Θεέ μου!» Η Λίζι κοντοστάθηκε κι ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της όταν το όμορφο, μικρό Πομεράνιαν έκανε ακριβώς το ίδιο χωρίς γρύλισμα ή γάβγισμα. «Κοίτα τι έκανε.» «Δεν είναι υπέροχο; Τι όμορφο σκυλί!» Η Σίλβια έσκυψε να χαϊδέψει το μαλλιαρό κεφάλι της Χλόη. «Τι καλότροπο σκυλί! Καλό κορίτσι, Χλόη.» «Τώρα θα προσθέσουμε και τον Νιούμαν» ανακοίνωσε η Φιόνα. «Ω Θεέ μου!» «Λίζι, μην αγχώνεσαι. Μείνε χαλαρή. Ο Νιούμαν δεν πρόκειται να αντιδράσει μέχρι να του το επιτρέψω. Εσύ έχεις τον έλεγχο. Βασίζεται πάνω σου. Διόρθωσέ τη
366
NORA ROBERTS
σταθερά, γρήγορα, και όταν είναι απαραίτητο.» Με τον Νιούμαν στο πλευρό της, η Φιόνα προχώρησε προς το οπτικό πεδίο της Χλόης. Το Πομεράνιαν έγινε πύραυλος. «Διόρθωσέ την» διέταξε η Φιόνα. «Σταθερά, Λίζι» πρόσθεσε όταν η αναστατωμένη πελάτισσά της δίστασε. «Όχι, μην τη σηκώνεις αγκαλιά. Έτσι. Χλόη, σταμάτα! Σταμάτα!» επανέλαβε η Φιόνα, κοιτώντας τη στα μάτια και δείχνοντας κοφτά με το χέρι της. Η Χλόη υποχώρησε με λίγη γκρίνια. «Ο Νιούμαν δεν είναι απειλή. Προφανώς» πρόσθεσε η Φιόνα, καθώς το Λαμπραντόρ καθόταν ατάραχο. «Πρέπει να την κρατάς χαλαρή και να διατηρείς τον έλεγχο – και να είσαι σταθερή όταν δείχνει αντικοινωνική συμπεριφορά.» «Είναι πολύ μεγαλόσωμος. Φοβάται.» «Ναι, φοβάται, και αγχώνεται – το ίδιο κι εσύ. Πρέπει να χαλαρώσεις και να την αφήσεις κι εκείνη να χαλαρώσει. Θα δει ότι δεν έχει τίποτε να φοβάται.» Με το σινιάλο της Φιόνα, ο Νιούμαν ξάπλωσε κι αναστέναξε λιγάκι. «Είπες πως υπάρχει ένα πάρκο κοντά στο σπίτι σου, και πολύς κόσμος βγάζει βόλτα τα σκυλιά του εκεί.» «Ναι. Σταμάτησα να την πηγαίνω επειδή αναστατώνεται.» «Θα ήταν ωραίο να μπορείς να την πηγαίνεις, ώστε να κάνει συντρόφους στο παιχνίδι, να βρίσκει φίλους.» «Κανείς δε τη συμπαθεί» ψιθύρισε η Λίζι. «Την πληγώνει αυτό.» «Κανείς δεν συμπαθεί τους νταήδες, Λίζι. Όμως οι άνθρωποι, ειδικά οι ιδιοκτήτες σκύλων, συνήθως χαίρονται μ’ ένα καλότροπο σκυλί. Κι ένα τόσο όμορφο και έξυπνο σκυλί όπως η Χλόη θα μπορούσε να κάνει πολλούς φίλους. Δε θα το ήθελες αυτό για εκείνη;» «Θα το ήθελα στ’ αλήθεια.» «Πότε ήταν η τελευταία φορά που την πήγες στο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
367
πάρκο;» «Ω Θεέ μου, θα πρέπει να έχουν περάσει τρεις ή τέσσερις μήνες. Είχαμε ένα μικρό περιστατικό. Ίσα που τους γρατζούνισε –ίσα–, αλλά ο Χάρι κι εγώ θεωρήσαμε πως θα ήταν καλό να μην την ξαναπάμε.» «Νομίζω πως μπορείς να κάνεις άλλη μία προσπάθεια.» »Αλήθεια; Μα…» «Δες.» Η Φιόνα σήκωσε πρώτα ψηλά το δάχτυλό της. «Μην αντιδράσεις υπερβολικά. Μείνε ήρεμη – κράτα τη φωνή σου ήρεμη.» Η Λίζι κοίταξε κάτω κι ύστερα έκλεισε το στόμα της με το ελεύθερο χέρι της καθώς είδε τη Χλόη να μυρίζει με περιέργεια τον Νιούμαν. «Τον τσεκάρει» είπε η Φιόνα. «Η ουρά της κουνιέται, τα αυτιά της είναι σηκωμένα. Δε φοβάται. Ενδιαφέρεται. Μείνε ήρεμη» πρόσθεσε κι ύστερα έκανε νόημα στον Νιούμαν. Όταν ο σκύλος σηκώθηκε, η Χλόη έκανε πίσω κι ύστερα κοκάλωσε καθώς εκείνος έσκυψε το κεφάλι του για να τη μυρίσει με τη σειρά του. Η ουρά της κουνήθηκε ξανά. «Τη φίλησε!» «Του Νιούμαν του αρέσουν τα όμορφα κορίτσια.» «Έκανε ένα φίλο.» Τα μάτια της Λίζι βούρκωσαν. «Είναι ανόητο. Το ξέρω πως είναι ανόητο να γίνομαι τόσο συναισθηματική.» «Όχι, δεν είναι. Καθόλου. Την αγαπάς.» «Ποτέ της δεν είχε ένα φίλο. Και φταίω εγώ.» Κυρίως, σκέφτηκε η Φιόνα, όμως τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο απλά. «Λίζι, την έφερες εδώ επειδή την αγαπάς και θέλεις να είναι χαρούμενη. Τώρα έχει ένα φίλο. Τι θα έλεγες να την αφήναμε να κάνει μερικούς ακόμη;» «Είσαι σίγουρη;» «Έχε μου εμπιστοσύνη.»
368
NORA ROBERTS
Η Λίζι άπλωσε το χέρι της, λίγο μελοδραματικά, για να πιάσει το χέρι της Φιόνα. «Σου έχω, στ’ αλήθεια.» «Διόρθωσε, αν είναι απαραίτητο. Αλλιώς, απλώς χαλάρωσε, και άφησέ τη να κάνει το κομμάτι της.» Η Φιόνα κάλεσε τα σκυλιά από τη βεράντα, ένα τη φορά, για να δώσει στη Χλόη την ευκαιρία να εγκλιματιστεί. Ακολούθησαν μερικές διορθώσεις, λίγες υποχωρήσεις και μερικά βήματα προς τα εμπρός, αλλά σύντομα είχαν αρχίσει αυτό που η Φιόνα ονόμαζε πανηγύρι μυρίσματος και κουνήματος ουράς. «Ποτέ δεν την έχω δει έτσι. Δε φοβάται ούτε γίνεται κακιά ούτε προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πόδι μου για να την πάρω αγκαλιά.» «Ας της δώσουμε κάτι για ανταμοιβή. Βγάλε της το λουρί ώστε να μπορέσει να τρέξει με τα αγόρια και τον Όριο.» Η Λίζι δάγκωσε το χείλι της, αλλά υπάκουσε. «Πηγαίνετε να παίξετε» διέταξε η Φιόνα. Καθώς οι υπόλοιποι έφυγαν τρέχοντας και κουτουλώντας ο ένας τον άλλο, η Χλόη κοντοστάθηκε τρέμοντας. «Είναι…» «Περίμενε» τη διέκοψε η Φιόνα. «Δώσε της λίγο χρόνο.» Ο Μπόγκαρντ έτρεξε πίσω κι έδωσε μερικά γλειψίματα στη Χλόη. Αυτή τη φορά, όταν έτρεξε προς τους υπόλοιπους, η Χλόη έτρεξε πίσω του με τις μικρές, ακριβές μποτίτσες της. «Παίζει.» Η Λίζι μίλησε χαμηλόφωνα καθώς η Χλόη πήδηξε για να πιάσει τη μαδημένη άκρη του σκοινιού που τραβολογούσε ο Μπόγκαρντ. «Στ’ αλήθεια παίζει με φίλους.» Η Φιόνα πέρασε το μπράτσο της στους ώμους της Λίζι. «Ας καθίσουμε στη βεράντα να πιούμε λίγη λεμονάδα. Μπορείς να την παρακολουθείς από κει.» «Εγώ… Έπρεπε να έχω φέρει μαζί μου την κάμερα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
369
Ποτέ δε φαντάστηκα ότι…» «Θα σου πω τι θα γίνει. Κάθισε μαζί με τη Σίλβια. Θα πάω να φέρω τη δική μου να τραβήξουμε μερικές φωτογραφίες. Θα σου τις στείλω με email.» «Θα βάλω τα κλάματα.» «Ελεύθερα.» Χτυπώντας χαϊδευτικά τη Λίζι στον ώμο, η Φιόνα την οδήγησε στη βεράντα.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα, η Σίλβια έπινε τη λεμονάδα της βλέποντας τη Λίζι να φεύγει με τη Χλόη. «Θα πρέπει να ήταν πολύ ικανοποιητικό όλο αυτό.» «Και λιγάκι εξουθενωτικό.» «Ε, της έκανες μάθημα δύο ολόκληρες ώρες.» «Εκείνη –ή μάλλον και οι δυο τους– το είχαν ανάγκη. Νομίζω πως θα τα πάνε καλά. Η Λίζι πρέπει να συνεχίσει – και να φέρει στο μάθημα και τον Χάρι. Όμως νομίζω πως θα τα πάει καλά. Και τα αγόρια μάς βοήθησαν, πολύ.» Ανασήκωσε το πόδι της και χάιδεψε τον Πεκ στα πισινά. «Και, τώρα που λύσαμε το πρόβλημα της Χλόης, τι θα γίνει με το δικό σου;» «Νομίζω πως γι’ αυτό θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ένα σταθερό χέρι και μερικά σκυλομπισκότα.» «Πόσο θυμωμένος είναι;» «Πολύ.» «Πόσο θυμωμένη είσαι εσύ;» «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη.» Τώρα που το σκυλοπανηγύρι είχε τελειώσει, τρία πολύχρωμα κολιμπρί πέταξαν κατά μήκος των ανθισμένων άγριων κόκκινων φραγκοστάφυλων, που γι’ αυτά είχε γράψει η Σταρ στο πρόσφατο αναθεματισμένο άρθρο της. Η αστραπή των χρωμάτων θα έπρεπε να την είχε συναρπάσει, όμως της θύμιζε μονάχα τη σκληρότητα του πρωινού. «Προσπαθώ να είμαι ήρεμη, λογική – γιατί νομίζω πως
370
NORA ROBERTS
αλλιώς στ’ αλήθεια θ’ αρχίσω να ουρλιάζω και δε θα σταματήσω ποτέ. Και ο Σάιμον είναι θυμωμένος που δεν το ’χω βάλει στα πόδια ουρλιάζοντας. Νομίζω τουλάχιστον πως κατά ένα μέρος φταίει αυτό, το ότι δεν είμαι όλο “Ω, είσαι τόσο μεγάλος και δυνατός, σε παρακαλώ προστάτεψέ με”. Ή κάτι ανάλογο.» Η Σίλβια συνέχισε να κουνιέται στην πολυθρόνα και να πίνει την λεμονάδα της. «Ειλικρινά, αναρωτιέμαι, ειλικρινά όμως, Φι, πώς κάποια τόσο διορατική και ευαίσθητη όπως εσύ φαίνεται να μην μπορεί να διακρίνει πόσο οδυνηρά σκληρό είναι αυτό για όλους εμάς.» «Ω, Σιλ. Μα το καταλαβαίνω! Φυσικά και το καταλαβαίνω. Απλώς θα ήθελα…» «Όχι, γλυκιά μου, δεν το καταλαβαίνεις. Η λύση σου είναι να μας κρατάς μακριά από τις λεπτομέρειες και τους δικούς σου φόβους. Να παίρνεις τις αποφάσεις, μόνη σου, για το τι θα κάνεις και πώς θα το κάνεις. Και, μια που δε διαφωνώ εντελώς μ’ αυτό, είμαι σε αμήχανη θέση.» Οι τύψεις, μαζί με το θυμό και την οργή, την έκαναν να κατεβάσει κατσουφιασμένη το κεφάλι της. «Δε σας κρατώ απέξω.» «Όχι συχνά. Είσαι λογική γυναίκα, και δικαίως είσαι περήφανη για την ικανότητά σου να φροντίζεις τον εαυτό σου και ν’ αντιμετωπίζεις τα προβλήματά σου. Είμαι περήφανη για σένα. Όμως ανησυχώ ότι η ανάγκη σου να το κάνεις αυτό θα σε κάνει να πιστέψεις πως πρέπει να το κάνεις, πάντα. Σου είναι ευκολότερο να προσφέρεις βοήθεια απ’ ό,τι να τη ζητάς.» «Ίσως ναι. Ίσως. Όμως ειλικρινά, Σιλ, δε θεώρησα σημαντικό το να πω σ’ εσένα ή στον Σάιμον ή σε οποιονδήποτε άλλο γι’ αυτή την αναθεματισμένη δημοσιογράφο. Ήταν απλώς ένα γεγονός. Συνέβη, το αντιμετώπισα. Το να σας το πω δε θα την εμπόδιζε να γράψει το άρθρο.» «Όχι, αλλά, αν μας το έλεγες, θα μας είχες προετοιμάσει γι’ αυτό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
371
«Εντάξει.» Κουρασμένη, και σχεδόν νικημένη, η Φιόνα πίεσε τα δάχτυλά της στα μάτια της. «Εντάξει.» «Δε θέλω να σε αναστατώνω. Ένας Θεός ξέρει ότι δε θέλω να σου προσθέσω κι άλλο άγχος. Θέλω μόνο να το σκεφτείς… να σκεφτείς ότι είναι καιρός ν’ αφήσεις αυτούς που νοιάζονται για σένα ν’ αναλάβουν δράση.» «Εντάξει, πες μου τι νομίζεις ότι πρέπει να κάνω.» «Θα σου πω τι θα ήθελα να κάνεις. Θα ήθελα να τα μάζευες και να πήγαινες στα Φίτζι μέχρι να πιάσουν αυτό τον μανιακό. Και ξέρω ότι δεν μπορείς. Όχι μόνο επειδή δε σου ταιριάζει, αλλά επειδή έχεις το σπίτι σου, τη δουλειά σου, τους λογαριασμούς σου και τη ζωή σου ν’ ασχοληθείς.» «Ναι, έχω. Με τρελαίνει, Σιλ, γιατί νομίζω πως ο κόσμος στ’ αλήθεια δεν το καταλαβαίνει αυτό. Αν κρυβόμουν σε καμιά σπηλιά, μπορεί να έχανα τη δουλειά μου, το σπίτι μου, για να μην αναφέρω την αυτοπεποίθησή μου. Δούλεψα σκληρά για να τα αποκτήσω όλα αυτά.» «Κατά τη γνώμη μου, γλυκιά μου, ο κόσμος το καταλαβαίνει αυτό, αλλά εύχονται να κλεινόσουν όντως σ’ αυτή τη σπηλιά. Νομίζω πως κάνεις ό,τι μπορείς, ό,τι πρέπει να κάνεις – εκτός από το να ζητάς και να δέχεσαι στ’ αλήθεια βοήθεια από τους άλλους. Κι αυτό είναι κάτι περισσότερο από το να έχεις τον Τζέιμς να σου προσέχει το σπίτι και τα σκυλιά όσο λείπεις σ’ ένα ταξιδάκι, ή να αφήνεις τον Σάιμον να κοιμάται στο κρεβάτι σου τις νύχτες. Σημαίνει το να ανοιχτείς σε κάποιον, Φιόνα, εντελώς. Είναι το να εμπιστευτείς αρκετά ώστε να μπορέσεις να το κάνεις.» «Θεέ μου!» Η Φιόνα ξεφύσηξε. «Εδώ σχεδόν έπεσα στα πόδια του Σάιμον.» Η Σίλβια γέλασε λιγάκι. «Αλήθεια;» «Του είπα ότι πιστεύω πως άρχισα να τον ερωτεύομαι. Και δεν πήρα quid pro quo13 σε απάντηση.» «Αυτό ήθελες;»
372
NORA ROBERTS
«Όχι.» Ενοχλημένη με τον εαυτό της και με όλα τα άλλα, σηκώθηκε όρθια. «Όχι. Αλλά δεν είναι ακριβώς ο τύπος που σου λέει τι έχει στο μυαλό του – εκτός κι αν είναι έξαλλος. Και τότε πάλι…» «Δε μιλάω για εκείνον ή σε εκείνον. Αν το έκανα, πιθανόν θα είχα αρκετά να πω. Όμως εγώ μιλάω σ’ εσένα, Φιόνα. Για σένα ανησυχώ. Εσύ θέλω να είσαι χαρούμενη και ασφαλής.» «Δεν πρόκειται να διακινδυνεύσω τίποτε. Σ’ το υπόσχομαι. Και δε θα ξανακάνω το λάθος που έκανα με τη δημοσιογράφο.» Στράφηκε προς το μέρος της, και σήκωσε το χέρι της με την παλάμη προς τα έξω. «Στο λόγο μου.» «Θα το σημειώσω αυτό. Και τώρα, πες μου, τι θέλεις από τον Σάιμον. Και τι θέλεις με τον Σάιμον.» «Ειλικρινά, δεν ξέρω.» «Δεν ξέρεις ή δεν άφησες τον εαυτό σου να το ψάξει και να το σκεφτεί;» «Και τα δύο. Αν τα πράγματα ήταν φυσιολογικά –αν δε συνέβαιναν τόσα στη ζωή μου– ίσως και να το έψαχνα. Ή ίσως να μη χρειαζόταν, γιατί δε θα υπήρχε τίποτε να ψάξω.» «Επειδή εσύ κι ο Σάιμον είστε σ’ αυτή τη φάση εξαιτίας των όσων συμβαίνουν τώρα στη ζωή σου;» «Σίγουρα η σχέση μας έχει επηρεαστεί απ’ αυτό. Η χρονική συγκυρία, η ένταση.» «Σήμερα είμαι όλο γνώμες» είπε η Σίλβια. «Οπότε, να μια ακόμη. Νομίζω πως δίνεις μεγάλη αξία σ’ ένα δολοφόνο και πολύ λίγη στον εαυτό σου και τον Σάιμον. Το θέμα είναι, Φι, ότι τα πράγματα είναι αυτά που είναι, κι εσύ κι ο Σάιμον είστε αυτοί που είστε. Κι αυτό πρέπει να το αντιμετωπίσεις.» Ανασήκωσε τα φρύδια της όταν τα σκυλιά πήραν στάση επιφυλακής. «Και πάω στοίχημα πως αυτός ο οποίος πρέπει να αντιμετωπίσεις μόλις διασχίζει το γεφυράκι. Οπότε φεύγω, ώστε να μπορέσεις να το κάνεις.» Η Σίλβια σηκώθηκε και αγκάλιασε με θέρμη τη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
373
Φιόνα. «Σ’ αγαπώ, πάρα πολύ.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα.» «Τότε μην προσπαθείς να το διαπιστώσεις. Και σκέψου αυτό» της ψιθύρισε. «Έφυγε θυμωμένος, όμως γύρισε ξανά.» Φίλησε τη Φιόνα στο μάγουλο και μάζεψε την τεράστια ψάθινη τσάντα της. Φώναξε τον Όριο καθώς πλησίαζε το φορτηγάκι του Σάιμον. Η Φιόνα δεν άκουσε τι του είπε η Σίλβια, αλλά πρόσεξε πως εκείνος κοίταξε προς τη βεράντα καθώς του μιλούσε η μητριά της. Κι ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του. Εντελώς τυπική αντίδραση. Καθώς η Σίλβια έφευγε, αποφάσισε να μην υποχωρήσει, αν και δεν ήξερε σε τι ακριβώς δεν έπρεπε να υποχωρήσει. «Αν είσαι εδώ από υποχρέωση, τότε να σε απαλλάξω από αυτή. Μπορώ να ζητήσω από τον Τζέιμς να μείνει εδώ απόψε ή να πάω στης Μάι.» «Υποχρέωση για τι πράγμα;» «Επειδή έχω προβλήματα, πράγμα που παραδέχομαι ανοιχτά. Ξέρω πως είσαι θυμωμένος και σου λέω ότι δεν έχεις καμία υποχρέωση. Δε θα μείνω μόνη μου εδώ.» Εκείνος για λίγο δεν είπε τίποτε. «Θέλω μια μπίρα.» Ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε στο σπίτι. «Λοιπόν, δηλαδή…» Τον ακολούθησε. «Έτσι λύνεις εσύ τα προβλήματα; Αυτή είναι η μέθοδός σου;» «Εξαρτάται από το πρόβλημα. Θέλω μια μπίρα» επανέλαβε, κι έβγαλε μία από το ψυγείο και την άνοιξε. «Έχω μια μπίρα. Λύθηκε το πρόβλημα.» «Δε μιλάω για την κωλομπίρα.» «Εντάξει.» Την προσπέρασε και βγήκε στην μπροστινή βεράντα. Εκείνη έπιασε την πίσω πόρτα πριν κλείσει και την κοπάνησε πίσω της. «Μη μου γυρνάς εμένα την πλάτη.» «Αν σκοπεύεις ν’ αρχίσεις την γκρίνια, εγώ σκοπεύω να καθίσω να πιω την μπίρα μου.» «Αν σκοπεύω να… Έφυγες από δω σήμερα το πρωί
374
NORA ROBERTS
όλο τσαντίλα και υφάκι. Με διέκοπτες κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Μου είπες να το βουλώσω.» «Κι είμαι έτοιμος να το επαναλάβω.» «Τι σου δίνει το δικαίωμα να μου λες τι θα κάνω, τι θα σκέφτομαι, τι θα λέω;» «Τίποτε.» Έδειξε προς το μέρος της με την μπίρα. «Κι επιστρέφουμε σ’ εσένα, Φιόνα.» «Εγώ δε σου λέω τι να κάνεις. Σου δίνω μια επιλογή, και σου λέω ότι δεν πρόκειται να ανεχτώ τέτοιου είδους συμπεριφορά.» Το βλέμμα του στυλώθηκε στο δικό της, καυτό σαν λιωμένο χρυσάφι, καλυμμένο με πάγο. «Δεν είμαι ένα από τα σκυλιά σου. Δεν πρόκειται να με εκπαιδεύσεις.» Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν προσπαθώ να σε εκπαιδεύσω. Για όνομα του Θεού!» «Ναι, το προσπαθείς. Φαντάζομαι σου έχει γίνει δεύτερη φύση. Κρίμα, γιατί είμαι σίγουρος πως έχω ένα σωρό πράγματα που θα ήθελες να αλλάξεις. Η απόφαση δική σου. Αν προτιμάς να μείνει εδώ ο Τζέιμς απόψε, τηλεφώνησέ του. Θα φύγω όταν έρθει.» «Δεν ξέρω γιατί μαλώνουμε.» Πέρασε τα χέρια της στα μαλλιά της κι έγειρε στην κουπαστή. «Ούτε που ξέρω. Δεν ξέρω γιατί ξαφνικά θεωρούμαι ως κάποια που κλείνεται στον εαυτό της ή διώχνει τους άλλους από κοντά της ή είναι τόσο ξεροκέφαλη ή πεισματάρα, ώστε δε ζητάει βοήθεια. Δεν είμαι έτσι. Δεν είμαι τίποτε απ’ όλα αυτά.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά ενώ την κοίταζε προσεκτικά. «Βγήκες μόνη σου από το πορτμπαγκάζ.» «Τι πράγμα;» «Βγήκες έξω. Κανείς δε σε βοήθησε. Δεν υπήρχε κανείς να σε βοηθήσει. Το αν ζούσες ή αν θα πέθαινες εξαρτιόταν από σένα. Θα πρέπει να ήταν φρικιαστικό. Δεν μπορώ καν να το φανταστώ. Προσπάθησα. Δεν μπορώ. Θέλεις να μείνεις στο πορτμπαγκάζ;» Δάκρυα οργής έτσουζαν τα μάτια της. «Τι διάολο είναι αυτά που λες;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
375
«Μπορείς να συνεχίσεις να γλιτώνεις μόνη σου. Θα στοιχημάτιζα πάνω σου. Ή μπορείς ν’ αφήσεις κάποιον να σε βοηθήσει σ’ αυτό, και να βάλεις καλά στο μυαλό σου ότι αυτό δε σε κάνει ανίκανη, και ανάθεμα, δε σε κάνει αδύναμη. Είσαι η δυνατότερη γυναίκα που ξέρω, κι έχω γνωρίσει κάμποσες δυνατές γυναίκες. Οπότε, βγάλε συμπέρασμα κι ενημέρωσέ με.» Εκείνη του γύρισε την πλάτη κι έφερε το χέρι της στο στήθος της, εκεί όπου πονούσε. «Εγώ φταίω επίσης που βρέθηκα σ’ εκείνο το πορτμπαγκάζ.» «Αυτά είναι μαλακίες.» «Πώς το ξέρεις; Δεν ήσουν εκεί. Ήμουν ανόητη και απρόσεκτη και τον άφησα να με πιάσει.» «Ιησού Χριστέ! Σκότωσε δώδεκα γυναίκες πριν από σένα. Νομίζεις πως ήταν όλες ανόητες, απρόσεκτες; Τον άφησαν όλες να τις πιάσει;» «Εγώ… όχι. Ναι.» Γύρισε ξανά προς το μέρος του. «Ίσως. Δεν ξέρω. Αλλά ξέρω ότι εγώ έκανα ένα λάθος εκείνη τη μέρα. Ένα μικρό λάθος, λίγα μόνο δευτερόλεπτα, και άλλαξε τα πάντα. Τα πάντα.» «Έζησες. Ο Γκρεγκ Νόργουντ πέθανε.» «Το ξέρω ότι δεν ήταν δικό μου λάθος. Έκανα ψυχοθεραπεία. Ξέρω ότι ευθύνεται ο Πέρι. Το ξέρω.» «Το να το ξέρεις δε σημαίνει και ότι το πιστεύεις.» «Το πιστεύω. Τον περισσότερο καιρό. Δεν το πολυσκέφτομαι. Δε σέρνω τις αλυσίδες των ενοχών μαζί μου.» «Ίσως να μην το έκανες, αλλά τώρα κροταλίζουν.» Το μισούσε, το μισούσε που εκείνος είχε δίκιο. «Έφτιαξα μια ζωή εδώ, και είμαι ευτυχισμένη. Δε θα υπήρχε όλο αυτό… Δε θα τα περνούσα αυτά αν δε συνέβαινε το ίδιο ξανά. Πώς μπορεί να συμβαίνει ξανά;» ρώτησε. «Πώς, για το όνομα του Θεού, γίνεται να συμβαίνει όλο αυτό ξανά;» Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Θέλεις να πω ότι φοβάμαι; Σου το είπα ότι φοβάμαι. Φοβάμαι. Είμαι
376
NORA ROBERTS
τρομοκρατημένη. Αυτό θέλεις να σου πω;» «Όχι. Κι αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα πληρώσει που σε έκανε να το πεις αυτό, που σε έκανε να το νιώσεις.» Την κοίταζε καθώς εκείνη σκούπισε ένα μοναδικό δάκρυ από το μάγουλό της. Θα τον κάνω να πληρώσει και γι’ αυτό, συλλογίστηκε ο Σάιμον. Γι’ αυτή τη μοναδική σταγόνα θλίψης. Κι αυτή η μοναδική σταγόνα διέλυσε τα τελευταία ίχνη θυμού που κουβαλούσε μαζί του όλη μέρα. «Δεν ξέρω τι θέλω από σένα, Φι, τι ακριβώς θέλω. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Όμως ξέρω ότι θέλω να με εμπιστευτείς. Είναι ανάγκη να με εμπιστευτείς για να σε βοηθήσω να βγεις από αυτό το αναθεματισμένο πορτμπαγκάζ. Να με εμπιστευτείς αρκετά γι’ αυτό. Τότε θα δούμε τι μπορεί να γίνει μετά.» «Αυτό με τρομάζει εξίσου.» «Ναι, το καταλαβαίνω αυτό.» Έφερε ξανά την μπίρα στα χείλη του, κοιτάζοντάς την. «Θα έλεγα πως είσαι σε δύσκολη φάση.» Εκείνη γέλασε με κόπο. «Φαντάζομαι πως είμαι. Έχω να κάνω σοβαρή σχέση από τότε που ήμουν με τον Γκρεγκ. Κάνα δυο σύντομες δήθεν σχέσεις. Τώρα που βρίσκομαι εδώ, κοιτώντας πίσω βλέπω καθαρά ότι δεν ήταν δίκαιο για κανέναν. Δεν ήμουν ανειλικρινής, και εκείνοι δεν έψαχναν κάτι παραπάνω. Όμως και πάλι, δεν ήταν δίκαιο. Δε σκόπευα να φτιάξω σοβαρή σχέση μαζί σου. Ήθελα τη συντροφιά, λίγη κουβέντα, το σεξ. Μου άρεσε η ιδέα να έχω μια περιπέτεια. Κοίταξέ με, είμαι πια ενήλικη. Ίσως κι αυτό να μην ήταν δίκαιο.» «Δεν είχα πρόβλημα μ’ αυτό.» Εκείνη χαμογέλασε. «Ίσως όχι, αλλά να που είμαστε τώρα εδώ, Σάιμον, και είναι ξεκάθαρο ότι κι οι δυο βρεθήκαμε με κάπως περισσότερα απ’ όσα περιμέναμε. Εσύ θέλεις εμπιστοσύνη. Εγώ θέλω αυτό που μάλλον είναι το επόμενο στάδιο της δέσμευση. Νομίζω πως τρομάζουμε ο ένας τον άλλο.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
377
Εκείνος σηκώθηκε. «Εγώ το αντέχω. Εσύ μπορείς;» «Θέλω να προσπαθήσω.» Άπλωσε το χέρι του και βόλεψε μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί της. «Ας δούμε πώς θα τα πάμε.» Εκείνη τον πλησίασε κι αναστέναξε καθώς τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Εντάξει. Είναι ήδη καλύτερο αυτό.» «Ας δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό.» Της χάιδεψε τα μαλλιά. «Ας βγούμε για φαγητό.» «Έξω;» «Θα σε βγάλω για φαγητό. Μπορείς να φορέσεις φόρεμα.» «Θα μπορούσα.» «Έχεις. Τα έχω δει στην ντουλάπα σου.» Έγειρε πίσω το κεφάλι της. «Θα μου άρεσε να φορέσω φόρεμα και να βγω για φαγητό.» «Ωραία. Μη μας πάρει η νύχτα. Πεινάω.» «Δεκαπέντε λεπτά.» Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άγγιξε τα χείλη του με τα δικά της. «Τώρα είναι καλύτερα.» Καθώς έμπαινε στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο. «Επαγγελματική γραμμή. Ένα λεπτό. Φιόνα Μπρίστοου.» Έπιασε αμέσως το σημειωματάριο, το στιλό. «Ναι, αρχιφύλακα Κάσπερ. Πόση ώρα;» Σημείωσε βιαστικά, γνέφοντας καθώς έπαιρνε απαντήσεις χωρίς να χρειαστεί να κάνει τις ερωτήσεις. «Θα επικοινωνήσω άμεσα με την υπόλοιπη μονάδα. Ναι, πέντε χειριστές, πέντε σκυλιά. Η Μάι Φουνάκι θα διοικεί τη βάση μας, όπως και την προηγούμενη φορά. Θα σε συναντήσουμε εκεί. Έχεις ακόμη το κινητό μου; Ναι, αυτό είναι. Θα ξεκινήσουμε μέσα σε μία ώρα. Κανένα πρόβλημα.» Έκλεισε το τηλέφωνο. «Λυπάμαι. Έχουμε δυο αγνοούμενους αναβάτες στο Διεθνή Ολυμπιακό Δρυμό. Πρέπει να ενημερώσω τους υπόλοιπους. Πρέπει να φύγω.» «Εντάξει. Θα έρθω μαζί σου.» «Δεν έχεις εμπειρία» ξεκίνησε να λέει καθώς καλούσε
378
NORA ROBERTS
τη Μάι. «Μάι, ξεκινάμε.» Της έδωσε γοργά τις λεπτομέρειες. «Αλυσιδωτά τηλεφωνήματα» είπε στον Σάιμον καθώς έκλεισε και ξεκίνησε. «Η Μάι θα κάνει το επόμενο τηλεφώνημα.» «Θα έρθω μαζί σου. Πρώτον, γιατί δεν πρόκειται να πας μόνη. Μόλις ξεκινήσετε την έρευνα, είσαι μόνη σου με το σκυλί, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά…» «Και, δεύτερον, αν πρόκειται να εκπαιδεύσεις το σκυλί μου να κάνει αυτό το πράγμα, θέλω να έχω μια καλύτερη άποψη για το ζήτημα. Θα έρθω.» «Δε θα φτάσουμε εκεί πριν νυχτώσει. Αν δεν τους έχουν βρει ως τότε, θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε μες στη νύχτα, και πιθανότατα θα περάσουμε όλο το βράδυ σε δύσκολες συνθήκες.» «Και τι είμαι, κανένας δειλός;» «Με τίποτα.» Άνοιξε το στόμα της για να τον αποτρέψει ξανά κι ύστερα συνειδητοποίησε τι έκανε. «Εντάξει. Έχω δεύτερο σακίδιο. Έχω μια λίστα με όλα όσα θα χρειαστεί να πάρουμε. Τα περισσότερα πρέπει να είναι ήδη στη θέση τους. Πάρε τη λίστα, και βεβαιώσου πως τα έχουμε όλα. Και θέλω να τηλεφωνήσεις στη Σιλ και να της ζητήσεις να έχει το νου της στα σκυλιά που δε θα πάρουμε μαζί μας.» Έβγαλε το δεύτερο σακίδιο και του το πέταξε. «Όταν φτάσουμε εκεί, εγώ είμαι ο αρχηγός. Και θα πρέπει να το καταπιείς αυτό.» «Δική σου η παράσταση, δικοί σου κι οι κανόνες. Πού είναι η λίστα;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
379
ΕΙΚΟΣΙ
ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΑ, ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ, παρατήρησε ο Σάιμον. Στη διάρκεια της διαδρομής, τα έξι μέλη μιλούσαν με συνθηματικά, ακρωνύμια και τους κώδικες που χρησιμοποιούν οι από καιρό συνεργάτες ή στενοί φίλοι. Ο ίδιος έκανε αυτό που του ερχόταν φυσικό. Χωρίς να μπλέκεται στα πόδια τους, τους παρατηρούσε. Η αλλαγή στη σχέση του Τζέιμς και της Λόρι ήταν πρόσφατη κι αντάλλασαν βιαστικές, μυστικές ματιές – ενόσω οι υπόλοιποι τους έριχναν πειραχτικά βλέμματα. Άκουσε τον Τσακ και τη Μεγκ Γκριν να κουβεντιάζουν για τα σχέδια του Σαββατοκύριακου –το συμμάζεμα της αυλής ερχόταν πρώτο στη λίστα– με την άνεση ενός παντρεμένου ζευγαριού. Η Φιόνα επικοινωνούσε τακτικά με έναν μπάτσο που τον έλεγαν Κάσπερ για την κατάστασή τους, για τον εκτιμώμενο χρόνο άφιξης και άλλες συναφείς λεπτομέρειες. Η μικρή έκπληξη, ή τουλάχιστον έτσι την εξέλαβε, ήταν η προσθήκη ενός ακόμη αστυνομικού – του σερίφη Τάισον, από τα Νησιά Σαν Χουάν. Κάτι τρέχει ανάμεσα σε κείνον και τη σέξι κτηνίατρο,
380
NORA ROBERTS
συμπέρανε ο Σάιμον. Κάτι πιο πρόσφατο από αυτό που είχαν ο Τζέιμς και η Λόρι και όχι αρκετά διαμορφωμένο ακόμη. Ο νυχτερινός αέρας ερχόταν κατά ριπές καθώς ο Τσακ κατεύθυνε τη βάρκα στα αφρισμένα νερά του καναλιού. Τα σκυλιά έδειχναν να το διασκεδάζουν, άλλα καθισμένα κι άλλα ξαπλωμένα, με τα μάτια τους να λάμπουν. Αν δεν υπήρχαν δυο αγνοούμενοι, και πιθανόν τραυματισμένοι άνθρωποι εκεί έξω στο σκοτάδι, τότε ίσως και να ήταν μια ευχάριστη, βραδινή βόλτα. Έφαγε ένα από τα σάντουιτς που είχε φέρει η Μάι κι άφησε τις σκέψεις του ελεύθερες. Αν δεν υπήρχαν οι φόνοι στην εξίσωση, θα βρισκόταν τώρα εκεί, να τρώει σάντουιτς με ζαμπόν, τυρί και πικάντικη μουστάρδα σε ψωμάκι κάιζερ, στριμωγμένος σε μια βάρκα που μύριζε νερό και σκυλίλα; Δεν ήταν σίγουρος. Κι ύστερα κοίταξε τη Φιόνα. Ήταν καθισμένη, με το κορμί της να κουνιέται σε κάθε χτύπημα των κυμάτων, με το κινητό κολλημένο στ’ αυτί της, το σημειωματάριο όπου έγραφε ορνιθοσκαλίσματα –ή μάλλον κρατούσε σημειώσεις· η Φιόνα δεν κάνει ποτέ ορνιθοσκαλίσματα, συλλογίστηκε– στην ποδιά της, και τον άνεμο να μαστιγώνει τα μαλλιά της που είχε δέσει βιαστικά σε κοτσίδα. Το απατηλά λεπτεπίλεπτο κορμί της ήταν ντυμένο με παντελόνι κάργκο, ελαφρύ μπουφάν και φθαρμένες μπότες. Ναι, θα ήταν και πάλι εκεί. Ανάθεμα. Δεν ήταν ο τύπος του. Ακόμα κι αν το έλεγε χιλιάδες φορές στον εαυτό του, δε θα άλλαζε τίποτα. Του είχε γίνει συνήθεια, είχε μπει στο πετσί του, είχε μπει στο αίμα του. Είχε μπει κάπου. Ήταν μισοθαμπωμένος, μισοενοχλημένος μαζί της – ένας παράξενος και επικίνδυνος συνδυασμός. Περίμενε να του περάσει. Αλλά χωρίς τύχη.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
381
Ίσως, μόλις ηρεμούσαν οι καταστάσεις, να έκανε ένα διάλειμμα. Να πήγαινε να επισκεφτεί την οικογένειά του για μια βδομάδα. Από πείρα ήξερε πως δεν ίσχυε το δεδομένο ότι ο χωρισμός δυνάμωνε τις σχέσεις, μάλλον ίσχυε το «μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Αν και ήταν αλήθεια πως τίποτα δεν είχε λησμονήσει στη διάρκεια της απουσίας της, ίσως αυτή τη φορά να ήταν διαφορετικά. Θα ήταν εκείνος που θα έφευγε. Η Μάι ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Είσαι έτοιμος γι’ αυτό;» «Φαντάζομαι θα δούμε.» «Η δική μου πρώτη έρευνα; Ήμουν τρελαμένη στο φόβο, και πολύ ενθουσιασμένη. Η εκπαίδευση, οι ασκήσεις έρευνας, οι μανούβρες; Όλα απαραίτητα, αλλά το αληθινό πράγμα είναι… το αληθινό. Οι άνθρωποι βασίζονται πάνω σου. Αληθινοί άνθρωποι, με συναισθήματα και οικογένειες και φόβους. Όταν μου πρωτομίλησε η Φι για τη μονάδα, σκέφτηκα ναι, αμέ, αυτό είναι κάτι που θα μπορούσα να κάνω. Δεν είχα ιδέα πόσα απαιτεί. Όχι μόνο από άποψη χρόνου, αλλά και σωματικά, συναισθηματικά.» «Και συνεχίζεις να το κάνεις.» «Με το που ξεκινήσεις, αυτό ήταν. Δε θα μπορούσα να φανταστώ να μην το κάνω.» «Διοικείς τη βάση.» «Σωστά. Συντονίζω τα σκυλιά και τους χειριστές τους, κρατώ ημερολόγιο, διατηρώ την επαφή, συνεργάζομαι με άλλες ομάδες διάσωσης, μπάτσους ή καταδρομείς. Δεν έχω σκυλί έρευνας αφού κατέληξα να υιοθετώ ζώα με ειδικές ανάγκες, αλλά μπορώ να δουλέψω με κάποιο αν χρειαστεί. Η Φι πιστεύει ότι ο Σαγόνιας είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη δουλειά.» «Έτσι λέει.» Της πρόσφερε από τα πατατάκια του. «Αρχίζει και συνηθίζει την εκπαίδευση – τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Κυρίως όμως νομίζω ότι θα έκανε
382
NORA ROBERTS
ακόμη και κωλοτούμπες αν ήταν να την κάνει ευτυχισμένη.» «Τα σκυλιά έτσι αντιδρούν με τη Φι. Έχει χάρισμα.» Αναδεύτηκε λίγο έτσι που τα γόνατά τους αγγίχτηκαν και είχε γυρισμένη πλάτη στη Φιόνα. «Πώς τα πάει, Σάιμον; Προσπαθώ να μην αναφέρω συχνά το θέμα. Ξέρω ότι της αρέσει να κρατά κάθε πράγμα στη σωστή του θέση.» Τέλεια περιγραφή, σκέφτηκε εκείνος. Δε γινόταν τελειότερη. «Είναι φοβισμένη. Κι αυτό την κάνει ακόμη πιο αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει.» «Κοιμάμαι καλύτερα ξέροντας πως είσαι μαζί της.» Η Σίλβια είχε πει το ίδιο, θυμήθηκε ο Σάιμον. Όμως με προειδοποιητικό τόνο. Μη με απογοητεύσεις. Όταν έφτασαν στην ενδοχώρα, μια ομάδα εθελοντών τούς βοήθησε να μεταφερθούν σε φορτηγά για τη διαδρομή ως τη βάση. Τα πράγματα εξελίσσονταν γοργά, παρατήρησε, με αυστηρή αποτελεσματικότητα. Κάθε πράγμα στη θέση του και πάλι, σκέφτηκε. Όλοι είχαν ένα καθήκον, και ο καθένας ήξερε ποιο ήταν το καθήκον του. Η Φιόνα βρέθηκε ανάμεσα στον ίδιο και σ’ έναν τύπο που λεγόταν Μπομπ και συνέχισε να γράφει στο σημειωματάριό της καθώς ανέπτυσσαν ταχύτητα ή αναπηδούσαν. «Τι κάνεις;» «Τσεκάρω τη λίστα, ετοιμάζω τους προκαταρκτικούς τομείς με βάση τα δεδομένα που διαθέτω τώρα. Ήταν μεγάλη διαδρομή, και είναι σκοτάδι – αλλά έχουμε δυνατή φεγγαράδα. Υπάρχει πιθανότητα καταιγίδων πριν από το ξημέρωμα, αλλά τώρα είναι ξαστεριά, οπότε θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Τι κάνει το παλικάρι σου, Μπομπ;» «Θα πάει στο κολέγιο το ερχόμενο φθινόπωρο. Δεν ξέρω πώς συνέβη αυτό. Ο γιος μου και η γυναίκα μου βοηθούν στην κουζίνα.» «Θα είναι ωραίο να τους δούμε. Ο Μπομπ και η οικογένειά του έχουν το τοπικό καταφύγιο. Είναι τακτικοί
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
383
βοηθοί όταν έχουμε κάποια έρευνα. Ο αρχιφύλακας Κάσπερ μού είπε ότι οι αγνοούμενοι ορειβάτες μένουν σ’ εσάς.» «Σωστά.» Ο Μπομπ, με το τραχύ, ηλιοκαμένο, αδρό πρόσωπο, έσφιξε το τιμόνι με τα μεγάλα του χέρια κι έπαιρνε τις απότομες στροφές σαν οδηγός στην εθνική. «Αυτοί κι ένα ακόμη ζευγάρι ταξίδευαν μαζί. Έφυγαν το χάραμα, παίρνοντας φαγητό μαζί τους. Το ένα ζευγάρι επέστρεψε λίγο πριν από το βραδινό. Είπαν πως χωρίστηκαν στο μονοπάτι και πήραν διαφορετικές κατευθύνσεις. Περίμεναν πως οι φίλοι τους θα είχαν φτάσει νωρίτερα.» «Δεν απαντούν στα κινητά τους.» «Όχι. Καμιά φορά το σήμα χάνεται, αλλά προσπαθούν να τους πάρουν από τις πέντε, πέντε και μισή.» «Βλέπω ότι η επίσημη έρευνα ξεκίνησε γύρω στις εφτά.» «Σωστά.» «Είναι σε καλή φυσική κατάσταση;» «Έδειχναν σε φόρμα. Είναι γύρω στα τριάντα κάτι. Η γυναίκα φορούσε καινούριες μπότες κι είχε μοντέρνο σακίδιο. Ήρθαν από τη Νέα Υόρκη. Σχεδίαζαν να μείνουν δυο βδομάδες, να ψαρέψουν, να κάνουν πεζοπορία, να απολαύσουν τη θέα, να κάνουν σπα.» «Μμμ.» Ο Σάιμον εντόπισε το καταφύγιο – ένα διώροφο κτίσμα που τώρα ήταν φωτισμένο ολόκληρο. Κάποιος είχε στρώσει έναν μεγάλο μουσαμά που χρησίμευε σαν αυτοσχέδια τραπεζαρία, υπέθεσε, μ’ ένα μακρύ τραπέζι φορτωμένο με φαγητό, κανάτες με καφέ και κιβώτια με εμφιαλωμένο νερό. «Σ’ ευχαριστούμε που μας έφερες, Μπομπ. Ανυπομονώ να δοκιμάσω λίγο από τον καφέ της Τζιλ.» Βγήκε πίσω από τον Σάιμον. «Μπορείς να βοηθήσεις με τα σκυλιά; Πρέπει να πιουν νερό. Εγώ πρέπει να συντονιστώ με τον αρχιφύλακα Κάσπερ όσο η Μάι θα στήνει τη βάση.»
384
NORA ROBERTS
«Κανένα πρόβλημα.» Προχώρησε προς τον αστυνομικό με τη στολή, ο οποίος διέθετε μια ευμεγέθη κοιλιά κι ένα ταλαιπωρημένο πρόσωπο που θύμιζε μπουλντόγκ. Αντάλλαξαν χειραψία, κι όταν τους πλησίασε η Μάι, εκείνος της έσφιξε το χέρι προτού της κάνει ένα νεύμα. Η Μάι προχώρησε βιαστικά προς το καταφύγιο. Η Φιόνα πήρε ένα φλιτζάνι καφέ όσο κουβέντιαζε με τον Κάσπερ. «Η Μάι λέει ότι είναι η πρώτη σου φορά.» Ο Τάισον άπλωσε το χέρι του στον Σάιμον. «Είμαι ο Μπεν Τάισον.» «Ναι. Φαντάζομαι πως εσένα δεν είναι η πρώτη σου φορά, σερίφη.» «Λέγε με Μπεν. Όχι η πρώτη, αλλά συνήθως βρίσκομαι από εκείνη την πλευρά.» Έκανε νεύμα με το πιγούνι του προς τη Φιόνα και τον Κάσπερ καθώς μαζί με τον Σάιμον οδηγούσαν τα σκυλιά προς μια μεγάλη, μεταλλική δεξαμενή με νερό. «Εντάξει. Τι κάνουν;» «Λοιπόν, ο αρχιφύλακας την ενημερώνει για τα νεότερα, δίνοντάς της όσες πληροφορίες έχει. Πόσους άντρες έχει στείλει στην έρευνα, ποιες περιοχές έχουν καλύψει, τα χρονικά όρια, και το σημείο που εθεάθησαν τελευταία. Η Φι είναι καλή στο να φροντίζει να έχουν τους σωστούς χάρτες, αλλά εκείνος θα την ενημερώσει για την τοπογραφία. Δρόμοι, λόφοι, ποτάμια, εμπόδια, φυσικές απορροές, σημάδια στα μονοπάτια. Όλα αυτά θα τη βοηθήσουν να φτιάξει το πλάνο της έρευνας για τη μονάδα. Η Μάι λέει ότι οι αγνοούμενοι έκαναν πεζοπορία με φίλους, οπότε η Φι θα μιλήσει και σ’ αυτούς, πριν ενημερώσει τη μονάδα.» «Πολλή κουβέντα δηλαδή.» «Μπορεί να μοιάζει έτσι. Αλλά, αν βιαστείς και περάσεις τις πληροφορίες στα πεταχτά, τότε ίσως να σου ξεφύγει κάτι. Καλύτερα να φας το χρόνο αυτό τώρα. Και έτσι έχει και το χρόνο να εξοικειωθεί με το περιβάλλον και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
385
να εκτιμήσει τον αέρα.» «Τον αέρα;» Ο Μπεν χαμογέλασε. «Εγώ έτσι το καταλαβαίνω, να σου πω την αλήθεια. Παγιδευμένος αέρας και κώνοι μυρωδιάς και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Δούλεψα μαζί με τη Φι και τη μονάδα σε μερικές έρευνες. Μου φαίνεται ότι διαθέτει μύτη, όπως και τα σκυλιά.» Ο Μπεν έσκυψε και χάιδεψε τον Μπόγκαρτ πίσω από τ’ αυτιά. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά, ο Σάιμον τριγύρισε, ήπιε εξαιρετικό καφέ και παρακολούθησε τους εθελοντές να επιστρέφουν για εφόδια και αναφορές. «Έχουμε συγκεντρωθεί στην είσοδο» του είπε ο Τζέιμς. «Αν θέλεις να έρθεις για την ενημέρωση.» «Εντάξει.» «Έχεις κάνει αρκετή ορειβασία;» «Όχι και πολύ.» Ο Τζέιμς χαμογέλασε. «Τότε θα δοκιμάσεις και τη γυμναστική και την επιμόρφωση.» Ο Σάιμον περίμενε πως η είσοδος θα ήταν σε πολυτελές, ρουστίκ ύφος. Και ήταν. Είχε πολλές δερμάτινες καρέκλες, βαριά, δρύινα, σκουρόχρωμα τραπέζια, σιδερένιες λάμπες και χειροποίητα κεραμικά. Η Φιόνα στεκόταν σ’ ένα τραπέζι όπου είχαν τοποθετηθεί ένας τετράγωνος πομπός, ένας φορητός υπολογιστής και χάρτες. Πίσω της κρεμόταν ένας μεγάλος τοπογραφικός χάρτης της περιοχής, ενώ η Μάι κρατούσε σημειώσεις σ’ έναν άσπρο πίνακα. «Ψάχνουμε για την Έλα και τον Κέβιν Γουάιτ, λευκούς, είκοσι οκτώ και τριάντα περίπου. Η Έλα είναι γύρω στο ένα κι εξήντα εφτά, με καστανά μαλλιά και μάτια. Φορούσε Levi’s, κόκκινο πουκάμισο πάνω από λευκό μπλουζάκι, και σκούρο μπλε φούτερ με κουκούλα. Ο Κέβιν είναι γύρω στο ένα κι εβδομήντα οκτώ, γύρω στα εβδομήντα εφτά κιλά. Φοράει Levi’s, καφέ πουκάμισο πάνω από άσπρη μπλούζα, καφέ μπουφάν. Φοράνε κι οι δυο μπότες πεζοπορίας, οι φίλοι τους λένε μάλλον μάρκας
386
NORA ROBERTS
Rockports, σε νούμερα τριάντα εφτά και σαράντα πέντε.» Γύρισε μια σελίδα στο σημειωματάριό της, αλλά ο Σάιμον είχε την αίσθηση πως δεν της ήταν απαραίτητο αυτό. Τα θυμόταν. «Έφυγαν από αυτή την τοποθεσία στις εφτά ακριβώς το πρωί, μαζί με άλλο ένα ζευγάρι, τη Ρέιτσελ και τον Τοντ Τσάπελ. Κατευθύνθηκαν νότια, κατά μήκος του ποταμού.» Έκανε πίσω προς το χάρτη και έδειξε το σημείο μ’ ένα φακό λέιζερ. «Παρέμειναν στα σημαδεμένα μονοπάτια, σταμάτησαν αρκετές φορές κι έκαναν ένα διάλειμμα μιας ώρας γύρω στις έντεκα και μισή –εδώ, καταπώς το θυμούνται οι μάρτυρες– για να φάνε το έτοιμο κολατσιό που τους παρείχε το καταφύγιο. Τότε χωρίστηκαν. Η Έλα κι ο Κέβιν αποφάσισαν να τραβήξουν νότια. Το άλλο ζευγάρι πήγε ανατολικά. Σχεδίαζαν να συναντηθούν εδώ γύρω στις τέσσερις, ή στις τέσσερις και μισή, για ποτά. Όταν δεν επέστρεψαν ως τις πέντε, και κανείς δεν απαντούσε στο κινητό του, άρχισε η ανησυχία. Συνέχισαν να προσπαθούν να τους βρουν στα κινητά, κι έψαξαν στη γύρω περιοχή μέχρι λίγο πριν από τις έξι, όταν ο Μπομπ ειδοποίησε τις Αρχές. Η επίσημη έρευνα ξεκίνησε στις έξι και πενήντα πέντε.» «Αν συνέχισαν νότια, θα κατευθύνονται προς την περιοχή Μπίγκορν Γουάιλντερνες» τόνισε ο Τζέιμς. «Σωστά.» «Είναι αρκετά άγριο μέρος.» «Και η Έλα δεν είναι πεπειραμένη πεζοπόρος.» Η Φιόνα συνέχισε, δείχνοντας τις περιοχές που είχε καλύψει η έρευνα, καθορίζοντας τους τομείς για κάθε ομάδα και χρησιμοποιώντας, όπως παρατήρησε ο Σάιμον, φυσικά εμπόδια και σημάδια στο τοπίο ως όρια. «Πρόσθετες πληροφορίες. Οι μάρτυρες λένε ότι ο Κέβιν είναι από αυτούς που θέλουν να τα καταφέρνουν σε όλα. Είναι ανταγωνιστικός. Τόσο εκείνος όσο και ο Τοντ φορούσαν ποδόμετρα και είχαν βάλει στοίχημα. Όποιος σημείωνε τα περισσότερα χιλιόμετρα κέρδιζε, και ο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
387
χαμένος κερνούσε ποτά και φαγητό απόψε. Του αρέσει να κερδίζει. Θα πίεζε λοιπόν την κατάσταση. »Το ξέρω ότι είναι αργά, αλλά έχουμε τον καιρό και το φεγγάρι με το μέρος μας. Είναι ό,τι πρέπει για έρευνα του τομέα. Ως Υπεύθυνη Έρευνας, θα ξεκινήσω πρώτη να ερευνήσω το σημείο όπου εθεάθησαν για τελευταία φορά. Νομίζω πως τα δεδομένα που έχουμε είναι καλά, αλλά μια κουκκίδα στο χάρτη δεν αντικαθιστά το να το δεις με τα μάτια σου.» Έλεγξε το ρολόι της. «Λείπουν δεκατέσσερις ώρες, κι έφαγαν τελευταία φορά κανονικό γεύμα πριν από εννιά ώρες. Έχουν νερό και μερικές μπάρες δημητριακών, και σνακ για ενέργεια, αλλά το νερό θα τους τελείωνε μέχρι αργά το απόγευμα. Ας ελέγξουμε τον ασύρματο, κι ύστερα θα μοιράσω τα σακουλάκια με τις μυρωδιές έξω.» Μόλις βγήκαν έξω, η Φιόνα φορτώθηκε το σακίδιό της. «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» ρώτησε τον Σάιμον. Εκείνος ατένισε το πυκνό, πρωτόγονο σκοτάδι του δάσους που τους περιτριγύριζε. «Είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πας εκεί πέρα μόνη σου.» «Δε με πειράζει η παρέα, αλλά είναι τραβηγμένο αν νομίζεις ότι ένας τρελαμένος δολοφόνος άκουσε για δυο αγνοούμενους πεζοπόρους και ότι κλήθηκε η μονάδα μας, κατάφερε να έρθει ως εδώ πέρα και τώρα κρύβεται και περιμένει.» «Θες να αρχίσουμε να διαφωνούμε ή να βρεις αυτούς τους ανθρώπους;» «Ω, μπορώ να τα κάνω και τα δύο.» Έδωσε τη μυρωδιά στον Μπόγκαρντ. «Αυτή είναι η Έλα. Η Έλα. Και ο Κέβιν. Αυτός είναι ο Κέβιν. Πάμε να τους βρούμε! Πάμε να βρούμε την Έλα και τον Κέβιν.» «Γιατί το κάνεις τώρα αυτό; Δε θα πήγαινες στο σημείο όπου τους είδαν τελευταία φορά;» «Μπράβο – και ναι, θα πάμε. Πρέπει να μπει στο παιχνίδι από τώρα, ν’ αρχίσει να παίρνει στροφές. Ίσως εκείνοι να χάθηκαν ή να έστριψαν κάπου στο δρόμο της
388
NORA ROBERTS
επιστροφής. Ίσως ο ένας τους ή και οι δύο να τραυματίστηκαν και να μην μπορούν να τα καταφέρουν στο σκοτάδι.» «Και με το να μυρίζει κάλτσες λύθηκε το πρόβλημα.» Εκείνη χαμογέλασε, χρησιμοποιώντας το φακό της για να φωτίσει κι άλλο το μονοπάτι. «Σου αρέσουν τα κορνφλέικς, έτσι δεν είναι;» «Ναι.» «Ελπίζω αυτό που θα σου πω να μη σου χαλάσει την προτίμηση. Από όλους μας πέφτουν κύτταρα σε σχήμα νιφάδων κορνφλέικς. Νεκρά κύτταρα, που ονομάζονται κερατινοκύτταρα, και πέφτουν συνεχώς από πάνω μας, διατηρώντας τη μοναδική μυρωδιά του ατόμου από το οποίο προέρχονται. Μεταφέρονται από τον αέρα, από ρεύματα ανέμου, σχηματίζοντας έναν κώνο μυρωδιάς. Η κορυφή του κώνου είναι στενή, και είναι εντοπισμένη στην πηγή.» «Στο άτομο.» «Ακριβώς. Η ακτίνα φαρδαίνει με την απόσταση, και ο Μπόγκαρντ μπορεί να βρει, και θα βρει, αυτή τη μυρωδιά. Τα προβλήματα στο να ακολουθήσει τη μυρωδιά ως την πηγή μπορεί να είναι διάφορα, όπως ο πολύς αέρας, η υπερβολική υγρασία, το φαινόμενο της καμινάδας – οι διάφοροι τρόποι που επιδρούν ο άνεμος και ο αέρας στις κλιματικές και γεωλογικές συνθήκες. Αυτή είναι η δουλειά μου – να κρίνω αυτές τις συνθήκες, να καταστρώνω την έρευνα, να βοηθώ τα σκυλιά να μη χάσουν τη μυρωδιά.» «Μπερδεμένο. Δύσκολο.» «Καμιά φορά ναι. Αν έχουμε ας πούμε μια ζεστή μέρα, καθόλου αέρα και πυκνή βλάστηση; Η μυρωδιά δεν πρόκειται να διασκορπιστεί κι έτσι μειώνεται το εύρος της. Τότε θα πρέπει να προσαρμόσω ανάλογα την ακτίνα έρευνας. Ένα ποταμάκι, ένα κανάλι μπορεί να συγκεντρώνουν τις μυρωδιές, κι έτσι ο υπεύθυνος έρευνας, κι ύστερα οι χειριστές, θα πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
389
Άρα ήταν επιστήμη, συμπέρανε εκείνος, όσο και εκπαίδευση, όσο και ένστικτο. «Πώς ξέρεις ότι το σκυλί κάνει τη δουλειά του και δε χαζολογάει απλώς;» Οι ανακλαστήρες φωτός που είχε στο μπουφάν της κι εκείνοι που είχε κολλήσει στο δικό του έλαμπαν μ’ ένα απόκοσμο πράσινο χρώμα στο φεγγαρόφωτο. Ο φακός που κουβαλούσε φώτιζε το μονοπάτι και τα αγριολούλουδα. «Ξέρει τη δουλειά του. Ξέρει πώς πάει το παιχνίδι. Δες, προχωρά αρκετά ζωηρά, αλλά ρίχνει μια ματιά και πίσω για να σιγουρευτεί ότι ακολουθούμε. Μυρίζει τον αέρα και συνεχίζει. Είναι καλό σκυλί.» Απλώνοντας το χέρι της, έπιασε το χέρι του Σάιμον και το έσφιξε. «Δεν είναι ακριβώς το δείπνο που φανταστήκαμε.» «Είμαστε έξω. Το σάντουιτς ήταν πολύ καλό. Τι ψάχνεις;» «Σημάδια.» Συνέχισε να σαρώνει την περιοχή με το φακό της. «Ίχνη, σπασμένα κλαδιά, περιτυλίγματα από γλυκά, οτιδήποτε. Δεν έχω τη μύτη του Μπόγκαρντ, οπότε πρέπει να βασίζομαι στα μάτια μου.» «Σαν το Γκόλουμ.» «Ναι, πολύτιμό μου – αλλά νομίζω ότι και το Γκόλουμ χρησιμοποιούσε πολύ τη μύτη του. Θεέ μου, είναι όμορφα, δεν είναι; Ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στον κόσμο. Και τώρα, με το φεγγαρόφωτο να διαπερνά τα φυλλώματα του δάσους, όλες τις σκιές και τις λάμψεις, είναι απλώς εκπληκτικό.» Το φως του φακού της έπεσε σε χρυσαφένια μανιτάρια κι εξωτικά δρακάκια14. «Μια απ’ αυτές τις μέρες θα βρω χρόνο να κάνω ένα σεμινάριο βοτανολογίας έτσι ώστε να γνωρίζω τι είναι όσα βλέπω.» «Επειδή έχεις άφθονο ελεύθερο χρόνο.» «Μπορείς πάντα να βρεις λίγο ακόμη χρόνο για κάτι που πραγματικά θέλεις. Η Σίλβια μαθαίνει βελονάκι.» Εκείνος κοντοστάθηκε, χωρίς να μπορεί να κατανοήσει τη σχετικότητα του πράγματος. «Εντάξει.»
390
NORA ROBERTS
«Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μπορείς να βρεις πάντα χρόνο αν το θέλεις. Ξέρω τα βασικά της χλωρίδας και της πανίδας – και ξέρω τι να μην αγγίζω ή τι να μην τρώω όταν βρίσκομαι έξω σε μια τέτοια έρευνα. Ή, αν δεν ξέρω, δεν το αγγίζω ούτε το τρώω.» «Πράγμα που εξηγεί γιατί κουβαλάμε σκατένια σνακ για ενέργεια στα σακίδιά μας.» «Δε θα σε νοιάζει που είναι σκατένια όταν θα πεινάς.» Κάθε φορά που ο Μπόγκαρντ έπαιρνε στάση φέρμας, εκείνη σταματούσε και σημείωνε το μέρος με ταινία. Τα δεδομένα που γνώριζαν φανέρωναν ότι οι πεζοπόροι είχαν περάσει από αυτό το σημείο ώρες νωρίτερα, αλλά το σκυλί ακολουθούσε τη μυρωδιά. Ξέρει τη δουλειά του, συμπέρανε ο Σάιμον, όπως είχε υποστηρίξει η Φιόνα. «Βρήκαμε έναν πεζοπόρο πριν από δυο χρόνια, όχι πολύ μακριά από δω» του είπε. «Κατακαλόκαιρο, έβραζε ο τόπος. Περιπλανιόταν για δυο μέρες. Αφυδατωμένος, με μολυσμένες φουσκάλες, κι είχε δηλητηριώδη κισσό σε μέρη που, ειλικρινά, δε θα ήθελες ποτέ να πάει δηλητηριώδης κισσός.» Του Σάιμον τού φαινόταν ότι προχωρούσαν ατέλειωτα, με το φως του φεγγαριού και τη δέσμη φωτός που έριχνε ο φακός της. Εκείνη σταματούσε, φώναζε, αφουγκραζόταν, χρησιμοποιούσε τον ασύρματό της για να ελέγξει τη μονάδα της. Κι ύστερα προχωρούσε ακολουθώντας το σκυλί. Ακούραστη. Κι η ίδια και το σκυλί. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως οι δυο τους έπαιρναν τη δουλειά στα σοβαρά και απολάμβαναν το κάθε λεπτό. Εκείνη του έδειχνε πράγματα που γνώριζε. Έναν πεσμένο κορμό που έδινε ζωή σ’ ένα σωρό φυτά και ζωύφια, ή τα παράξενα και συναρπαστικά σχέδια που σχημάτιζαν οι λειχήνες. Όταν ο Μπόγκαρντ σταμάτησε για να πιει, εκείνη του ανανέωσε τη μυρωδιά, ενώ οι νυχτερίδες και τα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
391
νυχτοπούλια γέμιζαν τον αέρα με τα καλέσματά τους. Ο Μπόγκαρντ πήρε στάση φέρμας κι άρχισε να μυρίζει ζωηρά τον αέρα και το έδαφος. «Εδώ είναι, εδώ σταμάτησαν για φαγητό. Εδώ χωρίστηκαν. Έχει πολλά ίχνη.» Κάθισε στις φτέρνες της. «Πάντως, τους το αναγνωρίζω, σεβάστηκαν τη φύση. Δεν άφησαν σκουπίδια.» Το σκυλί απομακρύνθηκε για να ανακουφιστεί και, αποφασίζοντας πως ήταν εξαιρετική ιδέα, ο Σάιμον προχώρησε βαθύτερα στο δάσος για να κάνει το ίδιο, ενώ η Φιόνα έκανε χωνί με τις παλάμες της και φώναξε ξανά τους αγνοούμενους με το όνομά τους. «Κάναμε καλό χρόνο» είπε όταν γύρισε ο Σάιμον. «Δεν είναι ακόμη μεσάνυχτα. Μπορούμε να κάνουμε ένα διάλειμμα εδώ, και να ξεκινήσουμε πάλι το χάραμα.» «Αυτό θα έκανες αν δεν ήμουν εδώ;» «Μάλλον θα συνέχιζα λίγο ακόμη.» «Τότε πάμε.» «Πρώτα ένα σύντομο διάλειμμα.» Κάθισε στο χώμα, έβγαλε ένα σακουλάκι με σνακ για ενέργεια κι ένα πουγκί με κροκέτες για σκύλους απ’ την τσάντα της. «Είναι σημαντικό να διατηρούμε την ενέργειά μας σε υψηλά επίπεδα και να μένουμε ενυδατωμένοι. Αλλιώς, θα στείλουν κάποιον να ψάχνει εμάς.» Έδωσε στον Σάιμον το σνακ κι ύστερα τάισε το σκυλί. «Έτυχε ποτέ να μην βρεις κάποιον αγνοούμενο;» «Ναι. Είναι φρικτό να γυρίζεις πίσω με άδεια τα χέρια. Το χειρότερο. Χειρότερο κι απ’ όταν τους βρίσκεις πολύ αργά είναι το να μην τους βρίσκεις καθόλου.» Έχωσε το χέρι της στην τσάντα. «Οι τωρινοί είναι νέοι και δυνατοί. Υποθέτω πως οι δυο τους –ή εκείνος– υπερεκτίμησαν τις αντοχές τους ή έχασαν τον προσανατολισμό τους. Ή ίσως ένας συνδυασμός και των δύο. Τα κινητά τους πάντως είναι ένα θέμα.» «Μπορεί να τέλειωσε η μπαταρία τους. Ή να μην έχουν σήμα. Ή να τους έπεσαν. Να τα έχασαν.»
392
NORA ROBERTS
«Οτιδήποτε απ’ αυτά» συμφώνησε. «Υπάρχουν άγρια ζώα, αλλά αμφιβάλλω αν έπεσαν πάνω σε οποιοδήποτε που δε θα το έβαζε στα πόδια βλέποντάς τους. Το θέμα είναι ότι ένας στραμπουληγμένος αστράγαλος, για παράδειγμα, μπορεί να σε καθηλώσει, ειδικά αν είσαι άπειρος.» Στο σκοτάδι, σκέφτηκε ο Σάιμον, πιθανόν αποπροσανατολισμένοι, σίγουρα κουρασμένοι, ίσως τραυματισμένοι. «Τους πήρε, πόσο, τέσσερις ώρες να φτάσουν ως εδώ;» «Ναι, αλλά χάζευαν, σταματούσαν, έβγαζαν φωτογραφίες. Ο Κέβιν ήθελε να αυξήσει το ρυθμό, να κερδίσει το στοίχημα όταν τράβηξαν νότια. Πιθανόν σκόπευε να προχωρήσουν μια ωρίτσα ακόμη, ίσως δύο – που είναι αναθεματισμένα πολύ για μια μέρα, ειδικά όταν το περισσότερο περπάτημα στη ζωή σου το έχεις κάνει στην Πέμπτη Λεωφόρο. Αλλά ύστερα θα έκοβαν δρόμο για να γυρίσουν πίσω –τουλάχιστον στο κεφάλι του αυτό πίστευε– και θα επέστρεφαν εγκαίρως για ποτά στο καταφύγιο.» «Έτσι το βλέπεις;» «Απ’ αυτά που άκουσα απ’ τους φίλους του. Είναι καλό παιδί, λιγάκι πολύξερος και αστείος. Του αρέσουν οι προκλήσεις, και δεν μπορεί να αντισταθεί. Σ’ εκείνη αρέσει να δοκιμάζει καινούρια πράγματα, να γνωρίζει νέα μέρη. Κάνει παγωνιά.» Η Φιόνα ήπιε απ’ το μπουκάλι της ενώ έψαχνε στις σκιές και στο φεγγαρόφωτο. «Όμως έχουν μπουφάν. Είναι μάλλον εξαντλημένοι, φοβισμένοι και νευριασμένοι.» Του χαμογέλασε. «Νομίζεις πως αντέχεις άλλη μια ώρα;» «Ο Κέβιν δεν είναι ο μόνος ανταγωνιστικός τύπος.» Σηκώθηκε και της άπλωσε το χέρι. «Χαίρομαι που ήρθες.» Σηκώθηκε κι εκείνη και τον πλησίασε. «Όμως θέλω ακόμη εκείνο το δείπνο όταν επιστρέψουμε.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
393
Αντί για μία ώρα συνέχισαν για ενενήντα λεπτά, κάνοντας ζιγκ ζαγκ στα μονοπάτια καθώς το σκυλί ακολουθούσε τη μυρωδιά. Δεν απαντούσε κανείς κάθε φορά που φώναζε η Φιόνα, και σύννεφα άρχισαν να σκιάζουν το φεγγάρι. «Αλλάζει ο άνεμος. Ανάθεμα!» Ανασήκωσε το κεφάλι της, κι ο Σάιμον θα ορκιζόταν πως την είδε να οσμίζεται τον αέρα όπως και το σκυλί της. «Θα έχουμε καταιγίδα. Καλύτερα να στήσουμε τη σκηνή.» «Έτσι απλά;» «Δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα γι’ απόψε. Ο Μπόγκαρντ κουράστηκε. Χάνουμε το φως και τη μυρωδιά.» Έβγαλε τον ασύρματό της. «Οπότε θα ξεκουραστούμε για μερικές ώρες, και θα παραμείνουμε στεγνοί.» Τον κοίταξε, κρατώντας τον ασύρματο. «Δεν αξίζει να επιστρέψουμε στη βάση, να γίνουμε μουσκίδι, να ψοφήσουμε στην κούραση κι ύστερα να έρθουμε ξανά ως εδώ πέρα. Ένα κρεβάτι κι ένα ζεστό ντους δεν αξίζουν όσο το να μείνουμε στεγνοί και ξεκούραστοι εδώ πέρα.» «Εσύ είσαι η αρχηγός.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Και το λες αυτό επειδή συμφωνείς μαζί μου;» «Βοηθά το ότι συμφωνώ μαζί σου.» Ενημέρωσε για την κατάσταση και το σημείο τους τη βάση και συντόνισε ή δέχτηκε ενημέρωση για τους υπόλοιπους ανιχνευτές. Χωρίς περιττή κουβεντούλα, παρατήρησε ο Σάιμον. Όλα ήταν απολύτως επαγγελματικά. Όταν έβγαλε το σακίδιό της κι άρχισε να στήνει τη σκηνή, ο Σάιμον βρέθηκε ξανά αναγκασμένος να δέχεται οδηγίες. Δεν είχε ιδέα, κι ήταν αναγκασμένος να το παραδεχτεί. Την τελευταία φορά που είχε κατασκηνώσει ήταν μάλλον δώδεκα χρονών – κι αυτό που εκείνη ονόμαζε υπερ-ελαφριά σκηνή δεν είχε καμία σχέση μ’ εκείνη την αρχαία σκηνή που είχε χρησιμοποιήσει. «Θα είμαστε στριμωγμένα, αλλά δε θα βραχούμε. Εσύ
394
NORA ROBERTS
πρώτος» του είπε. «Θα πρέπει να ξαπλώσεις με λυγισμένα τα πόδια μάλλον, δεδομένου του πόσο ψηλός είσαι. Ο Μπόγκαρντ κι εγώ θα βολευτούμε μετά.» Η σκηνή μπορεί να ήταν ελαφριά, αλλά η λέξη στριμωγμένα ήταν μάλλον λειψή για να περιγράψει την πραγματικότητα. Όταν το σκυλί κούρνιασε πίσω από την πλάτη του και η Φιόνα στριμώχτηκε δίπλα του, δεν υπήρχε ούτε πόντος ελεύθερος. «Νομίζω πως ο σκύλος σου έχει χώσει τη μύτη του στον πισινό μου.» «Πάλι καλά λοιπόν που φοράς παντελόνι.» Η Φιόνα μετατοπίστηκε λιγάκι. «Μπορείς να χωθείς λίγο περισσότερο προς το μέρος μου.» Να χωθώ, συλλογίστηκε εκείνος, αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ κουρασμένος για να σκεφτεί κάποιο κατάλληλο σαρκαστικό σχόλιο. Έτσι λοιπόν στριμώχτηκε δυσανασχετώντας και διαπίστωσε πως, αν είχε το μπράτσο του από κάτω της –το οποίο μάλλον θα έπρεπε να του ακρωτηριάσουν το πρωί–, κέρδιζε λίγο χώρο. Οι βροντές τράνταξαν τον τόπο λίγο πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Η βροχή ακουγόταν σαν μουσώνας. «Θα μπορούσε να είναι ρομαντικά» κατέληξε η Φιόνα «αν είχαμε μεγαλύτερη σκηνή, το κάναμε για πλάκα κι υπήρχε κι ένα ωραίο μπουκάλι κρασί.» «Το σκυλί ροχαλίζει.» «Ναι, ροχαλίζει, και θα συνεχίσει να το κάνει. Δούλεψε σκληρά απόψε.» Χρειάστηκε ίσα να μετακινήσει το κεφάλι της για να τον φιλήσει. «Κι εσύ το ίδιο.» «Τρέμεις. Κρυώνεις;» «Όχι. Είμαι μια χαρά.» «Τρέμεις» επανέλαβε εκείνος. «Πρέπει να ηρεμήσω. Έχω πρόβλημα με τα κλειστά ή στενά μέρη.» «Εσύ…» Ξαφνικά το κατάλαβε, κι έβρισε τον εαυτό του που ήταν τόσο ηλίθιος. Την είχαν καθηλώσει,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
395
φιμώσει και κλειδώσει στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, οδηγώντας τη στο θάνατό της. «Χριστέ μου, Φιόνα!» «Όχι, μην το κάνεις.» Τον κράτησε σφιχτά όταν εκείνος πήγε να κινηθεί. «Μείνε εδώ που είσαι. Θα κλείσω τα μάτια μου και θα περάσει.» Τώρα το ένιωθε κι εκείνος, τον τρόπο που χτυπούσε η καρδιά της πάνω του, τόσο δυνατά όσο και η βροχή. «Έπρεπε να έχουμε γυρίσει πίσω να περάσουμε εκεί τη νύχτα.» «Όχι, ήταν χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Επίσης, είμαι υπερβολικά κουρασμένη για να πάθω κανονική κρίση πανικού.» Δηλαδή πώς στο καλό αποκαλούσε όλο αυτό το τρέμουλο και το χτυποκάρδι; Την τράβηξε πιο κοντά του, τύλιξε και το άλλο μπράτσο του γύρω της και τη χάιδεψε στην πλάτη. «Είναι καλύτερα έτσι ή χειρότερα;» «Καλύτερα. Είναι ωραία. Θέλω μόνο ένα λεπτό να προσαρμοστώ.» Ένας δυνατός κεραυνός φώτισε τη σκηνή. Τα μάγουλά της ήταν χλωμά, τα μάτια της σφαλιστά. «Λοιπόν, ο Τάισον πηδάει την κτηνίατρο;» «Δε νομίζω να έφτασαν κιόλας στο πήδημα, κύριε Ρομαντικέ. Νομίζω πως μόλις άρχισαν να γνωρίζονται σε πιο προσωπικό επίπεδο.» «Και το πήδημα προσωπικό είναι αν το κάνεις σωστά.» «Είμαι σίγουρη πως θα μ’ ενημερώσει όταν το πήδημα μπει στην εξίσωση.» «Επειδή της είπες κι εσύ ότι πηδιόμαστε.» «Υποψιάζομαι ότι θα έφτανε και μόνη της σ’ αυτό το συμπέρασμα, αλλά ναι, φυσικά και της το είπα. Και με συγκεκριμένες και λεπτομερείς περιγραφές. Εύχεται να είχες πηδήξει εκείνη πρώτη.» «Χα! Μια χαμένη ευκαιρία.» Το χτυποκάρδι της μειωνόταν, έστω και λίγο. «Θα μπορούσα να επιστρέψω και να την αποζημιώσω.»
396
NORA ROBERTS
«Πολύ αργά. Ποτέ δε θα κάνει σεξ μαζί σου τώρα. Έχουμε κώδικες και αρχές. Δεν είσαι πλέον διαθέσιμος όσον αφορά τις φίλες και τις συγγενείς μου.» «Δε μου φαίνεται και τόσο δίκαιο αυτό, ειδικά αν σκεφτείς ότι είσαι φίλη σχεδόν μ’ όλους στο νησί.» «Μπορεί να είναι κι έτσι, όμως οι κανόνες είναι κανόνες.» Ανασήκωσε και πάλι το κεφάλι της κι άγγιξε τα χείλη του με τα δικά της. «Σ’ ευχαριστώ που με κάνεις να ξεχνάω τη νεύρωσή μου.» «Δεν έχεις καμία νεύρωση, πράγμα που είναι ενοχλητικό. Έχεις ιδιοτροπίες, κι έτσι ισορροπεί κάπως το πράγμα. Όμως είσαι σίγουρα ενοχλητικά σταθερή και φυσιολογική. Συνεχίζεις να μην είσαι ο τύπος μου.» «Όμως ακόμη σκοπεύεις να με πηδάς.» «Με κάθε ευκαιρία.» Εκείνη γέλασε και την ένιωσε να χαλαρώνει στην αγκαλιά του. «Είσαι αγενής, κοινωνικά απροσάρμοστος και κυνικός. Όμως σκοπεύω να είμαι διαθέσιμη για κάθε ευκαιρία που θα προκύψει για το αναφερόμενο πήδημα. Δεν είμαι σίγουρη τι μας κάνει αυτό, αλλά μου φαίνεται ότι πάει καλά.» «Είσαι αυτή με την οποία θέλω να είμαι.» Δεν ήταν σίγουρος γιατί το είπε αυτό – ίσως η αναγκαστική εγγύτητα στη σκηνή, η βροχή που έπεφτε μανιασμένα, η ανησυχία του για κείνη ακόμη και τώρα που το τρέμουλό της μειωνόταν. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, σκέφτηκε, αυτό που είπα ήταν αλήθεια. «Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που μου έχεις πει» ψιθύρισε εκείνη. «Ειδικά δεδομένων των συνθηκών.» «Είμαστε ζεστά και δε βρεχόμαστε» της τόνισε εκείνος. «Ενώ εκείνοι δεν είναι» πρόσθεσε, δίνοντας φωνή στις σκέψεις της. «Όχι, δεν είναι. Θα είναι μια φριχτή νύχτα γι’ αυτούς.» Αυτή τη φορά έστρεψε το κεφάλι του και απόθεσε ένα φιλί στα μαλλιά της. «Τότε καλά θα κάνουμε να τους βρούμε το πρωί.»
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Τίς ἐστιν ὁ δοῦλός σου ὁ κύων ὁ τεθνηκὼς οτι ποιήσει τὸ ῤῆμα τοῦτο; Βίβλος
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
399
ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ
ΒΙΣΚΟΤΑΝ ΣΕ ΑΠΟΛΥΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, ανίκανη να κινηθεί ή να μιλήσει. Το κεφάλι της πονούσε σαν ανοιχτή πληγή, ενώ κάθε τόσο τής ερχόταν ναυτία. Αποπροσανατολισμένη, τρομοκρατημένη, πάλεψε, αλλά τα χέρια της παρέμεναν ακινητοποιημένα πίσω από την πλάτη της, ενώ ένιωθε τα πόδια της παράλυτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συστρέφεται, να προσπαθεί και να πασχίζει ν’ αναπνεύσει. Τα μάτια της, γεμάτα φόβο και διάπλατα ανοιχτά, κοίταζαν προς κάθε κατεύθυνση. Άκουσε το βουητό, σταθερό, δυνατό και σκέφτηκε –ενώ την κατέκλυζε ξανά πανικός– ότι βρισκόταν στη σπηλιά κάποιου άγριου ζώου. Όχι, όχι. Ήταν κάποια μηχανή. Αυτοκινήτου. Βρισκόταν σ’ ένα αυτοκίνητο. Στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου. Ο άντρας. Ο άντρας στο δρομάκι του τζόκινγκ. Τα έβλεπε όλα τόσο καθαρά, το δυνατό πρωινό ήλιο, τον ονειρεμένο μπλε ουρανό σαν καμβά στο φόντο των πλούσιων φθινοπωρινών χρωμάτων. Αυτή η ευωδιά του φθινοπώρου ήταν τόσο χειροπιαστή, που νόμιζε ότι μπορούσε να τη γευτεί.
400
NORA ROBERTS
Οι μύες της είχαν ζεσταθεί. Ένιωθε τόσο χαλαρή, τόσο ευλύγιστη. Τόσο δυνατή. Το λάτρευε αυτό το συναίσθημα, τη μεθυστική ένταση του να βρίσκεται μόνη σ’ έναν κόσμο με έντονα χρώματα και μυρωδιές. Μονάχα εκείνη και το πρωινό και η ελευθερία που της έδινε το τρέξιμο. Τότε φάνηκε ο άντρας, κάνοντας τζόκινγκ προς το μέρος της. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Θα προσπερνούσαν ο ένας τον άλλον, εκείνος θα έφευγε κι ύστερα ο κόσμος θα ήταν και πάλι δικός της. Όμως… εκείνος παραπάτησε – ή μήπως έπεσε, κι εκείνη μήπως σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο για να βοηθήσει; Δεν μπορούσε να θυμηθεί, όχι με ακρίβεια. Όλα ήταν θολά τώρα. Όμως μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Το χαμόγελο, τα μάτια – κάτι στο βλέμμα του– μια στιγμή πριν από τον πόνο. Πόνος. Σαν να τη χτύπησε κεραυνός. Αντανακλούσε στο κεφάλι της καθώς ο ρυθμός του αυτοκινήτου άλλαζε και η ίδια ταρακουνήθηκε. Επαρχιακός δρόμος, σκέφτηκε σε κάποια ζαλισμένη άκρη του μυαλού της. Σκέφτηκε τις προειδοποιήσεις του θείου της, και του Γκρεγκ. Μην τρέχεις μόνη σου. Κράτα εύκαιρο το κουμπί πανικού. Μείνε σε εγρήγορση. Τις είχε αψηφήσει με τόση ευκολία. Τι θα μπορούσε να της συμβεί; Γιατί να της συμβεί το οτιδήποτε; Όμως είχε συμβεί. Της είχε συμβεί. Την είχαν απαγάγει. Όλα αυτά τα κορίτσια – τα κορίτσια που είχε δει στις εφημερίδες. Τα νεκρά κορίτσια για τα οποία είχε λυπηθεί – μέχρι που τα είχε ξεχάσει και συνέχισε τη ζωή της. Θα γινόταν μια από εκείνες, ένα από τα νεκρά κορίτσια στην εφημερίδα, στις ειδήσεις; Μα γιατί; Γιατί; Έκλαψε και πάλεψε και ούρλιαξε. Όμως οι ήχοι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
401
πνίγηκαν κάτω από την κολλητική ταινία που κάλυπτε το στόμα της, κι όπως κουνιόταν, τα σκοινιά την έκοψαν, μέχρι που μύρισε το αίμα και τον ιδρώτα της. Μέχρι που μύρισε το θάνατό της. ΞΥΠΝΗΣΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ. Παγιδευμένη. Η κραυγή τής έκαιγε το λαρύγγι και την κατέπνιξε μόνο όταν ένιωσε το βάρος του χεριού του Σάιμον πάνω της, όταν άκουσε τη σταθερή ανάσα – τη δική του, και του σκυλιού. Όμως ο πανικός είχε ήδη μπει στο αίμα της, σκιρτούσε στο στήθος της. Κι έτσι η κραυγή παρέμεινε στο μυαλό της, εκκωφαντική. Βγες έξω! Βγες έξω! Βγες έξω! Γλίστρησε κατά το άνοιγμα, πάλεψε για να το ανοίξει και σύρθηκε έξω όπου ο κρύος, υγρός αέρας τη χαστούκισε στο πρόσωπο. «Περίμενε. Ε, περίμενε–» Όταν ο Σάιμον την έπιασε από τους ώμους, εκείνη τον έσπρωξε. «Μη. Μη. Πρέπει μόνο να πάρω ανάσα.» Υπεροξυγόνωση – το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ένα βάρος τής πίεζε το στήθος, και άρχισε να έχει ζαλάδα και ναυτία. «Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω.» «Ναι, μπορείς.» Την έσφιξε κι άλλο, τη σήκωσε στα γόνατά της και την ταρακούνησε. «Ανάπνευσε. Κοίταξέ με, Φιόνα. Τώρα. Ανάπνευσε! Τώρα!» Εκείνη πήρε μια μικρή, τρεμάμενη ανάσα. «Εκπνοή. Κάνε αυτό που σου λέω. Εκπνοή, εισπνοή. Σιγά σιγά. Ηρέμησε, πανάθεμα.» Εκείνη τον κοίταξε, τον κοίταξε έκπληκτη. Ποιος νόμιζε ότι ήταν, διάβολε; Τον έσπρωξε στο στέρνο, αλλά εκείνος στεκόταν ακίνητος σαν βράχος καθώς την ταρακουνούσε ξανά. Κι εκείνη ανέπνευσε. «Συνέχισε. Μπόγκαρτ, κάθισε. Κάθισε κάτω. Εισπνοή
402
NORA ROBERTS
κι εκπνοή. Κοίταξέ με. Εισπνοή κι εκπνοή. Καλύτερα, πολύ καλύτερα. Συνέχισε έτσι.» Την άφησε. Συγκεντρωμένη στο να αναπνέει και να εκπνέει, εκείνη αφέθηκε να κάτσει στις φτέρνες της καθώς ο Μπόγκαρντ έχωνε τη μουσούδα του στο μπράτσο της. «Είναι εντάξει. Είμαι καλά.» «Πιες. Αργά.» Ο Σάιμον τής έβαλε στα χέρια το μπουκάλι με το νερό. «Αργά.» «Το ξέρω. Τα καταφέρνω. Είμαι εντάξει.» Ξεφύσηξε αργά πρώτα, κι ύστερα ήπιε με προσοχή. «Σ’ ευχαριστώ, συγγνώμη, ή ότι να ’ναι, όλα μαζί. Πω πω!» Ήπιε ξανά. «Φαντάζομαι ότι τελικά δεν ήμουν τόσο κουρασμένη ώστε να μην πάθω κρίση πανικού. Είχα μια σύντομη αναλαμπή του παρελθόντος. Ήταν… Θεέ μου, πάει στ’ αλήθεια πολύς καιρός από τότε που μου συνέβη τελευταία φορά, αλλά φαντάζομαι ότι ευνόησαν πολύ οι συγκεκριμένες συνθήκες.» Αναπνέοντας πιο σταθερά, τύλιξε το μπράτσο της γύρω από το λαιμό του Μπόγκαρντ. «Ήσουν κακός» είπε στον Σάιμον. «Κι ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν για να συνέλθω προτού λιποθυμήσω. Θα μπορούσες να δίνεις μαθήματα.» «Μου έκοψες το αίμα. Διάολε!» Πριν προλάβει να του απαντήσει, εκείνος ανασήκωσε το χέρι του για να τη σταματήσει κι ύστερα της γύρισε την πλάτη κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο βρεγμένο χώμα. «Διάολε. Δεν είμαι καλός μ’ αυτά τα πράγματα.» «Θα διαφωνήσω.» Εκείνος στράφηκε προς το μέρος της. «Μ’ αρέσεις καλύτερα όταν είσαι σκληρή.» «Κι εμένα το ίδιο. Οι κρίσεις πανικού και η υπεροξυγόνωση σε σημείο να χάσεις τις αισθήσεις σου είναι τρομερά αμήχανες στιγμές.» «Δεν είναι κανένα γαμημένο αστείο.» «Όχι, είναι η πραγματικότητα. Η δική μου πραγματικότητα.» Πέρασε το χέρι της από το ιδρωμένο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
403
πρόσωπό της. «Ευτυχώς, δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζω σε καθημερινή βάση πλέον.» «Μη» της είπε όταν δοκίμασε να σηκωθεί. «Είσαι άσπρη σαν χαρτί. Αν προσπαθήσεις να σηκωθείς όρθια, θα πέσεις με τα μούτρα κάτω.» Την πλησίασε, την έπιασε από τα χέρια και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Υποτίθεται πως δεν πρέπει να είσαι χλωμή και εύθραυστη» της είπε ήρεμα. «Είσαι λαμπερή και τολμηρή και δυνατή.» Την τράβηξε κοντά του. «Κι αυτό με κάνει να θέλω να τον σκοτώσω.» «Είναι μάλλον λάθος, αλλά, μα τω Θεώ, το εκτιμώ αυτό. Παρ’ όλα αυτά, ο Πέρι είναι καλύτερο που βρίσκεται στη φυλακή, παρά να ήταν νεκρός.» «Αυτό είναι θέμα άποψης. Αλλά ίσως αν τον σάπιζα στο ξύλο μέχρι να τον αφήσω μισοπεθαμένο, να ήταν περισσότερο ικανοποιητικό.» «Ε, λοιπόν, αν θέλεις βία, του έσπασα τη μύτη κλοτσώντας τον στο πρόσωπο όταν άνοιξε το πορτμπαγκάζ.» «Για να το σκεφτώ μισό λεπτό. Είναι καλό. Όχι τέλειο, αλλά δεν είναι κακό.» Εκείνη έγειρε πίσω. «Είμαστε εντάξει;» Της χάιδεψε το μάγουλο με το βλέμμα καρφωμένο στο δικό της. «Εσύ είσαι εντάξει;» «Ναι. Αλλά χαίρομαι που είναι σχεδόν ξημέρωμα, γιατί δε σκοπεύω να επιστρέψω στη σκηνή. Αν μπορείς να μου φέρεις το σακίδιό μου, έχω μερικούς κύβους ζωμού για να ζεστάνουμε.» «Ζωμό πρωινιάτικα;» «Το πρωινό των πρωταθλητών, ειδικά αν προσθέσεις και μια μπάρα ενέργειας.» Είναι καλύτερο, συλλογίστηκε εκείνη, τόσο πολύ καλύτερο να συγκεντρώνεσαι σ’ αυτό που πρέπει να κάνεις μετά, παρά σ’ αυτό που μόλις συνέβη. «Μόλις φάμε και ξεστήσουμε τη σκηνή, θα καλέσω τη βάση για να ενημερώσω για την κατάστασή
404
NORA ROBERTS
μας και να μάθω πρόγνωση καιρού.» «Εντάξει. Φιόνα; Στην απίθανη περίπτωση που το ξανακάνω αυτό μαζί σου, θα πάρουμε μεγαλύτερη σκηνή.» «Να ’σαι σίγουρος.» Ο ζωμός ήταν άγευστος, αλλά τους ζέσταινε. Όσο για τις μπάρες ενέργειας, ή όπως αλλιώς λέγονταν τ’ αναθεματισμένα αυτά πράγματα, ο Σάιμον ορκίστηκε πως, αν ποτέ έβγαινε ξανά για έρευνα, θα έπαιρνε μαζί του Snickers. Εκείνη ξέστησε τη σκηνή με τον ίδιο τρόπο που έκανε και καθετί άλλο, παρατήρησε ο Σάιμον. Με έναν οργανωμένο και ακριβή τρόπο. Όλα έπρεπε να τακτοποιηθούν έτσι όπως ήταν και πριν τα χρησιμοποιήσουν. «Εντάξει, η πρόγνωση του καιρού είναι καλή» του ανακοίνωσε. «Ηλιοφάνεια, είκοσι βαθμούς μέγιστη θερμοκρασία – κι αυτό δε θα γίνει πριν από το απόγευμα–, ασθενείς άνεμοι από τα νότια. Θα κινηθούμε προς το νοτιότερο τμήμα της περιοχής. Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη διαδρομή. Θα έχουμε μερικούς λόφους, πλαγιές και κάποια βραχώδη σημεία. Η βλάστηση μπορεί να γίνει πυκνή σε κάποια μέρη, ειδικά έξω από τα σημειωμένα μονοπάτια. Υποθέτω πως μετά την πεζοπορία που είχαν ήδη κάνει δε θα επέλεγαν το πιο δύσβατο έδαφος ή ότι θα πήγαιναν προς τα νοτιοανατολικά, όπου υπάρχουν ψηλότερα βουνά και τραχύτερο έδαφος.» «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, που να πάρει, θα το τραβούσε κανείς τόσο μακριά όλο αυτό.» «Κάνω υπόθεση και πάλι, αλλά εκείνος είναι ανταγωνιστικός, είναι πιεστικός. Ακόμη κι αν είχε απογοητευτεί λιγάκι, το πιθανότερο είναι πως αρχικά τουλάχιστον δε θα το παραδεχόταν. Κι ένας τέτοιος τύπος δε θα διάλεγε την ευκολότερη διαδρομή – δε θα διάλεγε απαραίτητα να κατέβει ένα λόφο αντί να τον ανέβει.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
405
«Γιατί έχει κάτι να αποδείξει.» «Πάνω κάτω. Ρώτησα τη γυναίκα με την οποία ταξίδευαν μαζί αν ήταν από τους τύπους που θα σταματούσαν να ζητήσουν οδηγίες – κι εκείνη γέλασε. Γέλασε νευρικά, αλλά γέλασε. Θα οδηγούσε και μέχρι την κόλαση προτού σταματούσε να ζητήσει οδηγίες. Οπότε καταλαβαίνεις ότι μέχρι εκείνος, ή και οι δυο τους, να συνειδητοποιήσουν ότι την είχαν στ’ αλήθεια άσχημα, θα είχε περάσει αρκετή ώρα.» «Υπάρχουν πολλά σημεία τριγύρω όπου θα μπορούσε να χαθεί κανείς.» Άραγε τι θα είχα κάνει εγώ, αναρωτήθηκε, θα διάλεγα την ανηφόρα ή την κατηφόρα, θα ζητούσα βοήθεια ή απλώς θα συνέχιζα; Δεν ήταν ακριβώς σίγουρος, και ευχόταν να μη χρειαζόταν ποτέ να μάθει την απάντηση. «Κι αν δεν είσαι εξοικειωμένος μ’ αυτό, ένα έλατο ή ένα κώνειο δεν ξεχωρίζει από τα εκατοντάδες άλλα. Όπως και να έχει, θα διευρύνουμε την περιοχή της έρευνάς μας.» Ανασήκωσε το βλέμμα της. «Θέλεις να σου δείξω το χάρτη;» «Σκοπεύεις να με παρατήσεις στην ερημιά;» «Μόνο αν με τσαντίσεις.» «Θα το διακινδυνεύσω.» «Τότε ας ξεκινήσουμε.» Πήρε στον ώμο το σακίδιό της, έδωσε στον Μπόγκαρντ τη μυρωδιά και τον ετοίμασε για το παιχνίδι. Το αδύναμο φως της αυγής φώτιζε την πρωινή καταχνιά και έλαμπε πάνω στα φύλλα που έριχναν την υγρασία από τη χτεσινή καταιγίδα. Ο Σάιμον δεν ήξερε τι μύριζε ο Μπόγκαρντ, αλλά εκείνος μύριζε καθαρότητα, υγρασία και πρασινάδα. Το έδαφος γινόταν πιο ανώμαλο και ανηφορικό, ενώ αγριολούλουδα, μικροσκοπικά αστεράκια φωτός, ξεπρόβαλλαν μέσα από σχισμές, κατά μήκος μικρών χειμάρρων, σαν ψαροπούλια έτοιμα να βουτήξουν στα νερά.
406
NORA ROBERTS
Ένας πεσμένος κορμός φαγωμένος απ’ τον καιρό, τα δόντια και τα νύχια των ζώων τον έκανε να πάει προς τα εκεί. «Είδες κάτι;» «Ένα παγκάκι» μουρμούρισε εκείνος. «Φτιάχνεις το κάθισμα, έτσι απλά. Η πλάτη και τα μπράτσα, όλα από έναν κορμό. Κι ίσως ένα σκάλισμα μανιταριών στη βάση.» Ανασήκωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε εκείνη και τον Μπόγκαρντ να τον περιμένουν. «Συγγνώμη.» «Ούτως ή άλλως, ο Μπόγκαρντ ήθελε να κατουρήσει.» Έδωσε το μπουκάλι της στον Σάιμον. «Μου χρειάζεται ένα παγκάκι.» «Όχι το συγκεκριμένο. Παραείναι μασίφ, είναι πολύ βαρύ για σένα. Δε θα…» «Δε θα με βόλευε. Το ’πιασα.» Κουνώντας το κεφάλι της, κάλεσε τη βάση. Παρά τον ήλιο που όλο και δυνάμωνε, η Φιόνα συνέχισε να ψάχνει με το φακό της, διαπερνώντας με την ακτίνα του τους θάμνους και το μονοπάτι καθώς το σκυλί ακολουθούσε με τρεχαλητό. «Έχει πάρει τα πάνω του. Η ανάπαυση του έκανε καλό.» «Μα ουσιαστικά όλος ο κόσμος δεν είναι ένας ορυμαγδός μυρωδιών για ένα σκυλί; Πώς γίνεται να μην αποσπάται η προσοχή του; Δες, ένα κουνέλι! Ή κάτι ανάλογο. Αν ήταν ο Σαγόνιας, θα κυνηγούσε ακόμη κι ένα φύλλο στον αέρα.» «Έχει να κάνει με την εκπαίδευση, την εξάσκηση, την επανάληψη. Αλλά, βασικά, δεν είναι το παιχνίδι. Το παιχνίδι το ίδιο είναι να βρει τη μυρωδιά την οποία του έδωσα.» «Το παιχνίδι φεύγει από το μονοπάτι» της είπε ο Σάιμον. «Ναι.» Εκείνη ακολούθησε το σκυλί σκαρφαλώνοντας μια βραχώδη πλαγιά, αποφεύγοντας τους θάμνους. «Έκαναν ένα λάθος εδώ. Ο Μπόγκαρντ μπορεί να μην
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
407
αποσπάται, αλλά οι άνθρωποι το παθαίνουν. Έφυγαν απ’ το σημαδεμένο μονοπάτι, ίσως επειδή είδαν κάποιο ελάφι ή μαρμότα ή επειδή ήθελαν να βγάλουν φωτογραφίες. Ή ίσως αποφάσισαν να κόψουν δρόμο. Υπάρχει λόγος που τα μονοπάτια σημαδεύονται, αλλά ο κόσμος αποκλίνει απ’ αυτά ούτως ή άλλως.» «Αν το σκυλί έχει δίκιο, τότε έχεις κι εσύ. Ο ανταγωνιστικός Κέβιν θα διάλεγε την ανηφόρα αντί για την κατηφόρα.» Ο Μπόγκαρντ μείωσε την ταχύτητά του καθώς οι άνθρωποι κουβέντιαζαν για την ανάβαση. «Ίσως σκέφτηκαν πως θα είχαν ωραία θέα αν ανέβαιναν προς τα εδώ. Όμως… Περίμενε. Μπόγκαρντ! Περίμενε!» Έστρεψε το φακό της στη βατομουριά. «Πιάστηκε το μπουφάν του» μουρμούρισε κι έδειξε προς ένα μικροσκοπικό τρίγωνο καφετιού υφάσματος. «Καλό σκυλί. Καλή δουλειά, Μπόγκαρντ. Μπορείς να σημειώσεις το εύρημα;» ρώτησε τον Σάιμον. «Πρέπει να το αναφέρω στη βάση.» Του είχε δείξει πώς να σημαδεύει τα ευρήματα νωρίτερα στη διάρκεια της έρευνας όταν συνάντησαν μερικά ίχνη κι άλλα σημάδια. Αφού έδεσε το σημαιάκι στο κλαδί, έδωσε νερό στον Μπόγκαρντ, ήπιε λίγο και ο ίδιος ενώ εκείνη φώναζε τον Κέβιν και την Έλα. «Τίποτε ακόμη. Όμως η βλάστηση εδώ πνίγει τον ήχο. Αρχίζει να κάνει ζέστη και ο άνεμος είναι ακόμη ασθενής, πράγμα καλό για μας. Ο Μπόγκαρντ θέλει να ξεκινήσει. Έπιασε καλή μυρωδιά. Έλα να βρούμε τον Κέβιν και την Έλα. Βρες τους!» «Πόσο ήταν η μεγαλύτερη σε διάστημα έρευνα που έκανες ποτέ;» «Τέσσερις μέρες. Ήταν φρίκη. Δεκαεννιάχρονο αγόρι, μάλωσε με τους δικούς του, απομακρύνθηκε από το σημείο όπου είχαν κατασκηνώσει όταν εκείνοι πήγαν για ύπνο το βράδυ. Χάθηκε, περιπλανήθηκε κάνοντας κύκλους κι έπεσε άσχημα. Ήταν κατακαλόκαιρο – ζέστη,
408
NORA ROBERTS
ζωύφια, υγρασία. Τον βρήκαν η Μεγκ και η Ζίνα. Αναίσθητο, αφυδατωμένο, με διάσειση. Ήταν τυχερός που έζησε.» Ο Μπόγκαρντ τώρα έκανε ζιγκ ζαγκ, πηγαίνοντας ανατολικά, μετά δυτικά, και γυρίζοντας πίσω βόρεια. «Είναι μπερδεμένος.» «Όχι» τον διόρθωσε η Φιόνα, παρατηρώντας τη γλώσσα του σώματος του Μπόγκαρντ. «Εκείνοι ήταν εδώ.» Δέκα λεπτά αργότερα, ο Σάιμον εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο –ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό– σ’ ένα μικρό σωρό με πέτρες. «Εκεί.» Τάχυνε το βήμα του για να φτάσει τον Μπόγκαρντ ο οποίος στεκόταν σε στάση φέρμας. «Έχεις καλό μάτι» είπε η Φιόνα. «Είναι σπασμένο.» Κάθισε στις φτέρνες της για να το πιάσει. «Διαλυμένο. Δες εδώ. Υπάρχουν επίδεσμοι στο έδαφος, κι αυτό εδώ μοιάζει με αίμα – δεν τα ξέπλυνε όλα η βροχή εδώ.» «Δηλαδή ένας απ’ τους δυο τους έπεσε; Χτύπησε στα βράχια, το κινητό έφυγε και διαλύθηκε στους βράχους;» «Ίσως. Είναι μόνο δυο καλύμματα από επιδέσμους, οπότε αυτό είναι πλεονέκτημα.» Του έγνεψε καταφατικά καθώς εκείνος έβγαλε μια σημαιούλα χωρίς να τη ρωτήσει. Για άλλη μια φορά, η Φιόνα έκανε χωνί τα χέρια της και φώναξε. «Ανάθεμα! Ανάθεμα! Πόσο πιο μακριά θα πήγαινε ο άνθρωπος μετά απ’ αυτό; Θα το αναφέρω.» «Και θα φάμε κάτι.» Έψαξε μόνος του στο σακίδιό της. «Ε, έχεις Milky Ways.» «Σωστά. Άμεση ενέργεια.» «Κι εγώ έφαγα εκείνη την αηδιαστική μπάρα ενέργειας. Κάθισε για πέντε λεπτά. Φάε. Πιες.» «Είμαστε κοντά. Το ξέρω. Κι ο Μπόγκαρντ το ξέρει.» «Πέντε λεπτά.» Εκείνη κατένευσε, κάθισε στους βράχους κι έφαγε ένα από τα γλυκά όσο μιλούσε με τη Μάι. «Αναπροσαρμόζουμε την έρευνα. Έχουμε δύο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
409
ευρήματα, και η Λόρι ένα που οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Η έρευνα αέρος θα κατευθυνθεί προς τα εδώ. Είναι ένα κόκκινο τηλέφωνο, και πάω στοίχημα πως είναι δικό της. Η Μάι θα το ελέγξει, αλλά δε νομίζω να κουβαλούσε ο Κέβιν κινητό σε έντονο κόκκινο χρώμα.» «Άρα μάλλον αυτό είναι το αίμα της.» «Πιθανόν. Είναι τρελός για εκείνη, σύμφωνα με τα όσα είπαν οι φίλοι τους. Τρελός και παλαβός. Εκείνη έχει πληγωθεί, οπότε αυτός θα πανικοβλήθηκε λιγάκι. Ή ίσως πολύ, δεδομένης της κατάστασης. Συνήθως, όταν πανικοβάλλεσαι, κάνεις χειρότερα τα πράγματα.» «Θα μπορούσε να καλέσει για βοήθεια από δω.» Η Φιόνα έβγαλε το κινητό της. «Όχι. Νεκρή ζώνη. Γι’ αυτό τη λένε αγριότοπο. Μάλλον εκείνος προσπάθησε να βρει σήμα, και κατέληξε ακόμη πιο χαμένος, ακόμη πιο μακριά από τα σημαδεμένα μονοπάτια.» Ξεκίνησαν ξανά. Ο Μπόγκαρντ ήταν βαθιά χωμένος στο «παιχνίδι», όπως συμπέρανε ο Σάιμον, κι έτρεχε μπροστά ρίχνοντας ματιές πίσω του που σίγουρα σήμαιναν κάτι σαν: Βιαστείτε, που να πάρει! «Χαμένοι» είπε η Φιόνα μιλώντας στον εαυτό της. «Τώρα φοβισμένοι – δεν είναι πια περιπέτεια. Ο ένας τους τραυματισμένος, ακόμη κι αν είναι μικροτραυματισμός. Κουρασμένοι. Καινούριες μπότες.» «Καινούριες μπότες;» «Η Έλα. Έχει καινούριες μπότες. Σίγουρα ως τώρα θα έχει βγάλει φουσκάλες. Το ένστικτο θα πρέπει να τους οδηγήσει να πάρουν ευκολότερο μονοπάτι όποτε έχουν τη δυνατότητα. Πλαγιές ή επίπεδο έδαφος, και πιθανόν θα σταματούν συχνά για ξεκούραση αν εκείνη έχει χτυπήσει. Η καταιγίδα χτες βράδυ. Είναι βρεγμένοι, κρυώνουν και πεινούν. Είναι… Το άκουσες αυτό;» «Τι ν’ ακούσω;» Εκείνη σήκωσε ψηλά το δείκτη της καθώς συγκεντρωνόταν. «Το ποτάμι. Ίσα που ακούγεται το ποτάμι.»
410
NORA ROBERTS
«Τώρα που το λες.» «Όταν είναι χαμένοι, φοβισμένοι, οι άνθρωποι συχνά προσπαθούν να βρεθούν σε ψηλά σημεία – να έχουν καλύτερη ορατότητα, να τους δουν. Αυτό όμως ίσως να μην είναι εφικτό όταν υπάρχει τραυματισμός. Ένα άλλο ένστικτο είναι να τραβήξεις προς το νερό. Είναι οροθέσιο, μονοπάτι, παρηγοριά.» «Και τι έγινε το σκεπτικό που λέει μείνε εκεί που βρίσκεσαι και κάποιος θα έρθει να σε βρει;» «Κανείς δεν το ακούει αυτό.» «Προφανώς, όχι. Βρήκε κάτι.» Ο Σάιμον έδειξε τον Μπόγκαρντ. «Δες. Υπάρχει μια κάλτσα σ’ εκείνο το κλαδί.» «Για άλλη μια φορά, έχεις πολύ καλό μάτι. Είμαστε στη φάση του κάλλιο αργά παρά ποτέ. Άρχισε να μαρκάρει ένα μονοπάτι. Καλό σκυλί, Μπόγκαρντ. Βρες τους! Έλα, πάμε να βρούμε την Έλα και τον Κέβιν!» Όταν βρήκαν μια δεύτερη κάλτσα λιγότερο από μισό χιλιόμετρο πιο κάτω, η Φιόνα έγνεψε. «Σίγουρα προς το ποτάμι, και τώρα εκείνος σκέφτεται ξανά. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κινητό του εδώ, βλέπεις;» Έδειξε στον Σάιμον ότι η δική της συσκευή είχε σήμα. «Οπότε κάτι συνέβη. Όμως προσπαθεί ν’ ακολουθήσει ομαλό έδαφος, και κατευθύνεται προς το ποτάμι.» «Κι άλλο αίμα, κι άλλοι επίδεσμοι» έδειξε ο Σάιμον. «Έχει ξεραθεί. Είναι μετά την καταιγίδα. Αυτά είναι από σήμερα το πρωί.» Ύψωσε τη φωνή της για να δώσει κουράγιο στο σκυλί και, για άλλη μια φορά, να τους φωνάξει. Αυτή τη φορά, ο Σάιμον το άκουσε, μια αδύναμη φωνή που απαντούσε. Ο Μπόγκαρντ γάβγισε χαρούμενα, κι ύστερα άρχισε να τρέχει. Ο Σάιμον το ένιωσε, την έξαψη να μεγαλώνει, ένα νέο κύμα ενέργειας να τους γεμίζει, καθώς τάχυνε το βήμα του για να προλάβει τη Φιόνα και το σκυλί. Σε λίγες στιγμές είδε τον άντρα, λασπωμένο, σε κακό χάλι, ν’ ανεβαίνει κουτσαίνοντας σ’ ένα μικρό ύψωμα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
411
«Δόξα τω Θεώ. Δόξα τω Θεώ. Η γυναίκα μου – είναι πληγωμένη. Έχουμε χαθεί. Έχει χτυπήσει.» «Όλα είναι εντάξει.» Καθώς έτρεχε προς το μέρος του, η Φιόνα έβγαλε το μπουκάλι με το νερό. «Είμαστε η Μονάδα Σκύλων Έρευνας και Διάσωσης. Δεν είστε πλέον χαμένοι. Πιες λίγο νερό. Όλα είναι εντάξει.» «Η γυναίκα μου. Η Έλα…» «Όλα εντάξει. Μπόγκαρντ. Καλό σκυλί. Καλό σκυλί! Βρες την Έλα. Βρες την. Θα πάει να τη βρει, και θα μείνει μαζί της. Είσαι χτυπημένος, Κέβιν;» «Όχι. Δεν ξέρω.» Το χέρι του που κρατούσε το μπουκάλι έτρεμε. «Όχι. Εκείνη έπεσε. Έχει κόψει το πόδι της, και το γόνατό της είναι άσχημα. Έχει φρικτές φουσκάλες και νομίζω πυρετό. Σας παρακαλώ!» «Θα τα φροντίσουμε.» «Τον κρατάω.» Ο Σάιμον πέρασε το μπράτσο του γύρω από τον Κέβιν και σήκωσε το βάρος του. «Πάμε.» «Εγώ φταίω» ξεκίνησε να λέει ο Κέβιν καθώς η Φιόνα έτρεχε πίσω απ’ το σκυλί. «Είναι…» «Μην ανησυχείς γι’ αυτό τώρα. Πόσο μακριά είναι;» «Εκεί κάτω, δίπλα στο νερό. Προσπάθησα να μετακινηθώ περισσότερο προς την ανοιχτωσιά χτες το βράδυ. Είχε καταιγίδα.» «Ναι.» «Προσπαθήσαμε να μείνουμε καλυμμένοι. Ιησού Χριστέ! Πού βρισκόμαστε; Πού στο διάβολο βρισκόμαστε;» Ο Σάιμον δεν ήταν εντελώς σίγουρος κι ο ίδιος, αλλά είδε τη Φιόνα και τον Μπόγκαρντ καθισμένους δίπλα σε μια γυναίκα. «Σας βρήκαμε, Κέβιν. Αυτό είναι που μετράει.» Μοίρασε σοκολάτες και ζεστό ζωμό όσο η Φιόνα έλεγχε και έδενε ξανά την πληγή, σήκωνε ψηλά το πρησμένο πόδι της Έλα και φρόντιζε τις πολύ άσχημες φουσκάλες στα πόδια της, αλλά και του Κέβιν. «Είμαι πολύ ηλίθιος» μουρμούρισε ο Κέβιν.
412
NORA ROBERTS
«Ναι, είσαι.» Τυλιγμένη με μια κουβέρτα, η Έλα κατάφερε να χαμογελάσει. «Ξεχνά να φορτίσει την μπαταρία του κινητού του. Κι εγώ ξεχνιέμαι τραβώντας φωτογραφίες και τον παρασύρω μακριά από το μονοπάτι. Τότε εκείνος ξεκινάει να λέει: Έι, ας δοκιμάσουμε να πάμε από δω. Κι ύστερα εγώ δεν προσέχω πού πατάω και πέφτω. Είμαστε κι οι δυο ηλίθιοι, και θα κάψω αυτές τις μπότες με την πρώτη ευκαιρία που θα βρω.» «Ορίστε.» Ο Σάιμον τής έδωσε την κούπα με το ζωμό. «Δεν είναι τόσο νόστιμο όσο η σοκολάτα, αλλά θα βοηθήσει.» «Είναι πεντανόστιμο» είπε η Έλα ύστερα από μια μικρή γουλιά. «Νόμιζα πως θα πεθαίναμε χτες βράδυ στη διάρκεια της καταιγίδας. Στ’ αλήθεια το πίστεψα. Όταν σήμερα το πρωί βρεθήκαμε ακόμα ζωντανοί, ήξερα πως θα τα καταφέρναμε. Ήξερα πως κάποιος θα μας βρει.» Ύστερα στράφηκε κι άπλωσε το χέρι της στον Μπόγκαρντ, και στα μάτια της ανάβλυσαν δάκρυα ανακούφισης. «Είναι το ομορφότερο σκυλί του κόσμου.» Ο Μπόγκαρντ κούνησε την ουρά του συμφωνώντας, κι ύστερα ξάπλωσε το κεφάλι του στο μηρό της Έλα. «Στέλνουν ένα τζιπάκι.» Η Φιόνα έβαλε τον ασύρματο ξανά στη ζώνη της. «Θα σας μεταφέρουμε μ’ αυτό. Οι φίλοι σας λένε ότι κερδίσατε το στοίχημα με τα χίλια, και θα προσθέσουν μια σαμπάνια εκτός απ’ τα ποτά και το δείπνο.» Ο Κέβιν έγειρε το κεφάλι του στον ώμο της γυναίκας του. Καθώς οι ώμοι του άρχισαν να τραντάζονται, ο Μπόγκαρντ τού έγλειψε το χέρι για παρηγοριά. «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΜΑΖΙ ΤΟΥ» παρατήρησε ο Σάιμον καθώς διέσχιζαν τον κακοτράχαλο δρόμο με ένα δεύτερο τζιπ. «Το ότι σώθηκαν υπερβαίνει το θυμό της. Μοιράστηκαν μια έντονη, τρομακτική εμπειρία – και πιθανόν ξέσπασαν ο ένας στον άλλο αρκετές φορές στη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
413
διάρκειά της. Αυτό πια τέλειωσε. Είναι κι οι δυο ζωντανοί, και γεμάτοι ευφορία. Εσύ πώς είσαι;» «Εγώ; Πέρασα υπέροχα. Δεν ήταν ό,τι περίμενα» πρόσθεσε έπειτα από λίγο. «Ω;» «Φαντάζομαι ότι πίστευα ότι βγαίνεις στην ύπαιθρο και τριγυρνάς, ακολουθώντας το σκυλί, πίνοντας καουμπόικο καφέ και τρώγοντας μπάρες ενέργειας.» «Δεν απέχει και πολύ.» «Ναι, απέχει. Έχεις ένα σκοπό εκεί έξω, όπως και το σκυλί. Να βρεις αυτόν που χάθηκε, να τους βρεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ακολουθείς το σκυλί, βέβαια, αλλά εσύ χειρίζεσαι το σκύλο, και τον εαυτό σου, όσο παριστάνεις τον ντεντέκτιβ και τον ψυχολόγο και τον ιχνηλάτη.» «Χμμ.» «Ενώ ταυτόχρονα είσαι και παίκτης μιας ομάδας – όχι μόνο με το σκυλί, αλλά και με την υπόλοιπη μονάδα, τους άλλους ερευνητές, τους αστυνομικούς κι όποιον βρίσκεται στην εξουσία. Κι όταν τους βρεις, γίνεσαι νοσοκόμα, ιερέας, ο καλύτερος φίλος, η μαμά και ο διοικητής.» «Φοράμε πολλά καπέλα. Θες να δοκιμάσεις κανένα απ’ αυτά;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις ήδη αναλάβει το σκυλί μου. Ο Σαγόνιας μπορεί να το κάνει αυτό. Τώρα το καταλαβαίνω. Δόξα τω Θεώ!» πρόσθεσε όταν είδε τον πεσμένο κορμό ανάμεσα στα δέντρα. «Θέλω ένα ζεστό μπάνιο, ένα ζεστό φαγητό και διπλές δόσεις καφέ. Πάει πακέτο αυτό με τη δουλειά;» «Εδώ ναι.» Πρώτα ήρθε το χάος. Ανακούφιση, δάκρυα, αγκαλιές, ακόμη και την ώρα που ανέλαβαν δράση οι κανονικοί νοσοκόμοι. Κάποιος του χτύπησε την πλάτη και του έχωσε μια κούπα με καυτό καφέ στα χέρια. Τίποτε ποτέ δεν του είχε φανεί να έχει καλύτερη γεύση. «Καλή δουλειά.» Ο Τσακ τού πέταξε ένα ντόνατ, εξίσου θεσπέσιο με τον καφέ. «Και πολλή δουλειά.
414
NORA ROBERTS
Υπάρχει ένα δωμάτιο για σένα μέσα αν θέλεις ένα ζεστό μπάνιο.» «Μόνο όσο θέλω την επόμενη ανάσα μου.» «Μαζί σου κι εγώ. Άσχημη νύχτα, έτσι; Αλλά υπέροχο πρωινό.» Έριξε μια ματιά πέρα, όπως έκανε κι ο Τσακ, προς το μέρος της Έλα και του Κέβιν καθώς οι νοσοκόμοι έβαζαν την Έλα σ’ ένα ασθενοφόρο. «Πώς είναι;» «Έχει χτυπήσει άσχημα το γόνατό της και θα χρειαστεί μερικά ράμματα. Αλλά είναι κι οι δυο καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν. Θα τη φροντίσουν. Σ’ το εγγυώμαι, αυτές τις διακοπές δε θα τις ξεχάσουν.» «Ούτε κι εγώ.» «Τίποτα δε συγκρίνεται με μια πετυχημένη έρευνα» είπε ο Τσακ κουνώντας πανηγυρικά τη γροθιά του. «Άντε, πήγαινε για ντους. Η Τζιλ έφτιαξε το σπαγκέτι της με τους κεφτέδες, και δεν έχεις ζήσει τίποτα πριν δοκιμάσεις τα κεφτεδάκια της. Θα κάνουμε ενημέρωση στη διάρκεια του μεσημεριανού.» Όταν εκείνος μπήκε μέσα, κάποια στοργική γυναίκα τον αγκάλιασε προτού του βάλει ένα κλειδί δωματίου στο χέρι. Εκείνος στράφηκε προς τις σκάλες και, πέφτοντας πάνω στη Λόρι, βρέθηκε σε μια ακόμη αγκαλιά. Πριν προλάβει ν’ ανέβει στο δεύτερο όροφο, του είχαν σφίξει δυο φορές το χέρι και τον είχαν χτυπήσει ξανά στην πλάτη. Λίγο ζαλισμένος, βρήκε το δωμάτιο και κλείστηκε μέσα. Ηρεμία, σκέφτηκε. Σιωπή – ή σχεδόν, μια που η φασαρία από το κάτω πάτωμα πνιγόταν από το διάδρομο και την κλειστή πόρτα. Απομόνωση. Πέταξε το σακίδιό του σε μια καρέκλα, έβγαλε το δεύτερο ζευγάρι κάλτσες, το εσώρουχο και το μπλουζάκι που η Φιόνα τού είχε πει να πάρει, και την ταξιδιωτική οδοντόβουρτσα που του είχε δώσει. Πηγαίνοντας προς το μπάνιο, κοίταξε έξω από το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
415
παράθυρο. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να παραμένουν συγκεντρωμένοι. Τα σκυλιά, προφανώς κουρδισμένα απ’ το παιχνίδι, έτρεχαν πάνω στους ανθρώπους ή κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Δεν έβλεπε τη Φιόνα. Την είχε χάσει λίγο μετά που έφτασαν στη βάση. Γδύθηκε κι άνοιξε τη βρύση του ντους τέρμα στο ζεστό. Και με το που τον χτύπησε το νερό, κάθε κύτταρο του σώματός του γέμισε αγαλλίαση. Μπορεί να μην είμαι παιδί της πόλης, σκέφτηκε ο Σάιμον καθώς ακούμπησε τις παλάμες του στα πλακάκια και άφησε το καυτό νερό να κυλήσει πάνω του, αλλά, Παναγία μου, λατρεύω την πολυτέλεια των υδραυλικών εγκαταστάσεων. Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα του μπάνιου και ήταν έτοιμος να γρυλίσει αν δεν άκουγε τη φωνή της Φιόνα. «Εγώ είμαι. Θες παρέα ή θες να μείνεις μόνος;» «Θα είναι γυμνή η παρέα;» Χαμογέλασε καθώς την άκουσε να γελά. Υπάρχει μοναξιά, σκέφτηκε, και μοναξιά. Κι όταν εκείνη άνοιξε την πόρτα του ντους, ψηλή, λυγερή, γυμνή, αποφάσισε πως προτιμούσε τη δική της εκδοχή της μοναξιάς. «Έλα μέσα. Το νερό είναι ωραίο.» «Ω Θεέ μου!» Όπως είχε κάνει κι εκείνος, η Φιόνα έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε να πλατσουρίσει στο νερό. «Δεν είναι ωραίο. Είναι σκέτη ευδαιμονία.» «Πού είχες πάει;» «Ω. Έπρεπε να ταΐσω και να ποτίσω τον Μπόγκαρντ, να ενημερώσω τον αρχιφύλακα και να ετοιμάσω την αναφορά. Θα την τελειώσουμε στη διάρκεια του φαγητού, του υπέροχου φαγητού.» «Το άκουσα. Δεν έχω ζήσει τίποτα πριν δοκιμάσω τα κεφτεδάκια.» «Απόλυτη αλήθεια.» Έγειρε πίσω το κεφάλι της κι άφησε το νερό να πέσει στα μαλλιά της. Κι ύστερα έμεινε
416
NORA ROBERTS
εκεί, με τα μάτια της κλειστά κι ένα μμμ απόλαυσης στα χείλη. «Τηλεφώνησα στη Σιλ, της είπα ότι θα πάρουμε τ’ αγόρια καθώς θα γυρνάμε σπίτι.» «Έκανες πολλά.» «Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν.» «Σου έχω ένα ακόμη.» Της γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος του. «Ο καθένας γιορτάζει με το δικό του τρόπο.» Εκείνη τον φίλησε μ’ έναν αναστεναγμό. «Μ’ αρέσει ο δικός σου.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
417
ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΙΑΦΩΝΗΣΕΙ για τα κεφτεδάκια. Καθώς έτρωγε, ο Σάιμον συνειδητοποίησε ότι το δείπνο τού θύμιζε τα τραπέζια της οικογένειάς του. Πολύς θόρυβος, πολλές διακοπές, χειρονομίες πού και πού και μια απίστευτη ποσότητα φαγητού. Από την άλλη, πάλι, υπέθετε ότι η κάθε οικογένεια ήταν διαφορετική. Υποψιαζόταν ότι ο βαθμός του στην ιεραρχία ήταν «ο γκόμενος» – ενοχλητικό αλλά προβλέψιμο–, κάποιος που ακόμη τον αξιολογούσαν και τον ζύγιζαν, αλλά τον αποδέχονταν αρκετά ζεστά. Δεν μπορούσε να παραπονεθεί για τη φορτισμένη, χαρούμενη ατμόσφαιρα, όχι όταν επηρέαζε κι εκείνον τον ίδιο. Η θέα του Κέβιν να έρχεται κουτσαίνοντας προς το μέρος τους έπειτα από όλες εκείνες τις ώρες, όλα εκείνα τα χιλιόμετρα, τον είχε επηρεάσει δυνατά, και μάλιστα βαθιά. Είναι κάτι περισσότερο από ικανοποίηση, κατέληξε ο Σάιμον, είναι κάτι σαν αναγέννηση, σαν μια δόση ενός αληθινά καλού ναρκωτικού που καταλήγει σε μια αίσθηση περηφάνιας.
418
NORA ROBERTS
Τόσο η Μάι όσο και η Φιόνα κρατούσαν σημειώσεις, κι υπήρχαν κουβέντες για τεκμηριώσεις, ημερολόγια, αναφορές αποστολής. Πρόσεξε ότι, καθώς η Φιόνα διηγούνταν το τι είχε γίνει, παρέλειψε την κρίση πανικού της. «Κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις, Σάιμον;» Έριξε μια ματιά στον Τζέιμς. «Νομίζω πως η Φιόνα τα κάλυψε όλα. Εγώ είχα έρθει για παρέα.» «Ίσως, αλλά πρόσφερες κι εσύ κατά δύναμη. Τα πήγε καλά, για αρχάριος» πρόσθεσε η Φιόνα. «Έχει αντοχή και καλή αίσθηση προσανατολισμού. Μπορεί να διαβάσει χάρτες και πυξίδα κι έχει καλό μάτι. Με λίγη εκπαίδευση; Θα μπορούσε να είναι έτοιμος όταν θα είναι κι ο Σαγόνιας.» «Είσαι μέσα αν θες να δοκιμάσεις» του είπε ο Τσακ. Ο Σάιμον κάρφωσε ένα κεφτεδάκι. «Χρησιμοποιήστε το σκυλί.» «Θα σε βάλουμε ψηλά στη μισθολογική κλίμακα.» Διασκεδάζοντάς το, ο Σάιμον παρατήρησε τη Μεγκ καθώς τύλιγε το σπαγκέτι στο πιρούνι του. «Η οποία είναι μηδενική, σωστά;» «Πάντα.» «Δελεαστικό.» «Σκέψου το» πρότεινε η Μάι. «Ίσως να φέρεις μια φορά τον Σαγόνια σε κάποια από τις μίνι εκπαιδευτικές μας ασκήσεις. Να δεις πώς θα πάει.» Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΧΑΛΑΡΩΣΕ στη διάρκεια της επιστροφής, με τα σκυλιά να κοιμούνται στη βάρκα. Η Λόρι και ο Τζέιμς έκαναν το ίδιο, με τα κεφάλια τους γερμένα μαζί, ενώ η Μάι και ο Τάισον κάθονταν αγκαλιασμένοι στην πρύμνη και κρατιούνταν απ’ το χέρι. Από μονάδες έχουν γίνει ζευγάρια, σκέφτηκε ο Σάιμον, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Φιόνα, που καθόταν πλάι του διαβάζοντας τις σημειώσεις της. Και φαινόταν πως ήταν ένας απ’ αυτούς.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
419
Όταν έφτασαν στο Όρκας, ακολούθησαν κι άλλες αγκαλιές. Ποτέ του δεν είχε δει ανθρώπους τόσο εθισμένους στο να σφίγγουν ο ένας τον άλλο. Οδήγησε εκείνος στο δρόμο για το σπίτι. «Είχαμε λοιπόν το δείπνο μας έξω – κατά κάποιον τρόπο» είπε η Φιόνα. «Έφαγα τόσα ζυμαρικά, που μπορεί να μη φάω για μέρες. Επίσης, αν το δούμε ως ραντεβού, ήταν μοναδικό.» «Δεν είσαι ποτέ βαρετή, Φιόνα.» «Α, σ’ ευχαριστώ.» «Συμβαίνουν υπερβολικά πολλά στη ζωή σου, στο μυαλό σου, για να είσαι βαρετή.» Εκείνη χαμογέλασε κι άνοιξε το κινητό της όταν εκείνο χτύπησε. «Φιόνα Μπρίστοου. Ναι, Τοντ. Καλό είναι αυτό. Χαίρομαι που το ακούω. Όλοι χαιρόμαστε. Δεν είναι ανάγκη, θα πάρουμε τη δική μας όταν ο Κέβιν και η Έλα θα φτάσουν ασφαλείς στο σπίτι τους. Ναι, εννοείται. Να προσέχεις.» Έκλεισε το τηλέφωνο. «Πέντε ράμματα κι ένας νάρθηκας στο γόνατο για την Έλα. Τους έβαλαν ορό ενυδάτωσης, φρόντισαν τις φουσκάλες, τα γδαρσίματα. Με λίγα λόγια, θα γίνουν κι οι δυο καλά και σύντομα θα επιστρέψουν στο καταφύγιο. Ήθελαν να σε ευχαριστήσουν.» «Εμένα;» «Ήσουν μέλος της ομάδας που τους βρήκε. Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό;» Εκείνος για λίγο δεν είπε τίποτα. «Διάολε, πολύ καλά!» «Ναι. Πράγματι σε κάνει να νιώθεις έτσι.» «Πρέπει ν’ αγοράσεις όλο τον εξοπλισμό σου. Τους ασυρμάτους, τις σκηνές, τις κουβέρτες, τις πρώτες βοήθειες, όλο το σύνολο.» Όχι πως σκεφτόταν να πάρει μέρος. «Σε είδα να σημειώνεις τι χρησιμοποιήσαμε. Θα πρέπει να τα αντικαταστήσεις απ’ την τσέπη σου.» «Αυτό είναι ένα μέρος. Ο ασύρματος ήταν δώρο, και να ’ξερες πόσο τον χρειαζόμασταν! Μας τον αγόρασαν οι
420
NORA ROBERTS
γονείς ενός παιδιού που βρήκαμε. Μερικοί θέλουν να μας πληρώσουν, αλλά κάτι τέτοιο είναι πάντα παρακινδυνευμένο. Αν όμως θέλουν να μας αγοράσουν μερικές κουβέρτες και προμήθειες, δε λέμε όχι.» «Δώσε μου τη λίστα. Θα αντικαταστήσω εγώ τα πράγματα. Ήμουν μέλος της ομάδας, δεν ήμουν;» τη ρώτησε όταν τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Ναι, αλλά δεν είναι ανάγκη να νιώθεις υποχρεωμένος να…» «Δεν προσφέρομαι να κάνω πράγματα από υποχρέωση.» «Αυτό είναι αλήθεια. Θα σου δώσω μια λίστα.» Σταμάτησαν στης Σίλβια και πήραν τα σκυλιά, πράγμα που τους έφαγε διπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι συνήθως λόγω της τρελής τους χαράς. Αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως του είχε λείψει το δικό του ανόητο σκυλί, και ένιωσε απίστευτα καλά να επιστρέφει σπίτι με τη Φιόνα δίπλα του και το πίσω μέρος του αυτοκινήτου γεμάτο χαρούμενα σκυλιά. «Ξέρεις τι θέλω;» τον ρώτησε εκείνη. «Τι;» «Θέλω ένα μεγάλο ποτήρι κρασί και μια ώρα τεμπελιάς στη χειροποίητη, κουνιστή πολυθρόνα μου. Θες να μου κάνεις παρέα;» «Μπορεί και να σου κάνω.» Όταν άπλωσε το χέρι της στο δικό του, εκείνη του το έσφιξε. «Νιώθω ωραία. Κουρασμένη, ευτυχισμένη και γενικώς καλά. Εσείς, παιδιά;» Γύρισε προς τα πίσω για να χαϊδέψει μουσούδες και κορμιά. «Νιώθουμε πολύ καλά. Μπορείτε να παίξετε όσο ο Σάιμον κι εγώ θα πίνουμε κρασί μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος. Αυτό νομίζω. Θα είμαστε όλοι κουρασμένοι και χαρούμενοι, και γενικώς καλά μέχρι να…» «Φιόνα.» «Μμ;» Με την προσοχή της αλλού, έριξε μια ματιά προς
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
421
το μέρος του. Η σκληρή έκφραση στο πρόσωπό του έκανε τη χαρά της να μετατραπεί σε ανησυχία. «Τι; Τι συμβαίνει;» Επέστρεψε στη θέση της καθώς εκείνος έκοβε ταχύτητα μπαίνοντας στο δρομάκι της. Το κόκκινο φουλάρι δεμένο στη σημαία του γραμματοκιβωτίου της ανέμιζε στο αεράκι. Το μυαλό της άδειασε, και για μια στιγμή βρισκόταν ξανά σ’ εκείνο το κλειστό, χωρίς αέρα σκοτάδι. «Πού είναι το όπλο σου; Φιόνα!» Φώναξε το όνομά της και την επανέφερε στο παρόν. «Στο σακίδιό μου.» Το έπιασε από το πίσω μέρος και το πέταξε στην αγκαλιά της. «Βγάλ’ το, κλείδωσε τις πόρτες. Μείνε στο αυτοκίνητο και φώναξε τους αστυνομικούς.» «Όχι. Τι; Περίμενε. Πού πηγαίνεις;» «Να ελέγξω το σπίτι. Δε θα είναι εκεί, αλλά δε θα το διακινδυνεύσουμε.» «Και θα μπεις μέσα έτσι, χωρίς όπλο, χωρίς προστασία;» Όπως ο Γκρεγκ, συλλογίστηκε. «Αν βγεις έξω, θα βγω κι εγώ. Πρώτα οι αστυνομικοί. Σε παρακαλώ. Δε θα το άντεχα δεύτερη φορά. Δε θα μπορούσα.» Έβγαλε το κινητό της, πάτησε το κουμπί άμεσης κλήσης που καλούσε στο γραφείο του σερίφη. «Η Φιόνα είμαι. Κάποιος έδεσε ένα κόκκινο φουλάρι στο γραμματοκιβώτιό μου. Όχι, είμαι με τον Σάιμον στην άκρη του δρόμου. Όχι. Όχι. Ναι, εντάξει. Εντάξει.» Πήρε μια ανάσα. «Έρχονται. Θέλουν να μείνουν εδώ που είμαστε. Ξέρω ότι δεν είναι αυτό που θέλεις να κάνεις. Ξέρω πως είναι ενάντια στο ένστικτό σου.» Άνοιξε το φερμουάρ του σακιδίου της κι έβγαλε έξω το όπλο της. Με σταθερό χέρι, έλεγξε το γεμιστήρα, την ασφάλεια. «Όμως, αν είναι εκεί, αν περιμένει, θα το ξέρει κι αυτό. Και ίσως να βρεθώ να πηγαίνω σε ακόμη μια κηδεία ενός άντρα που αγαπώ. Και θα με σκοτώσει κι εμένα αυτό, Σάιμον, γιατί δεν μπορώ να το αντέξω και να
422
NORA ROBERTS
επιζήσω για δεύτερη φορά.» «Το θέτεις έτσι για να μ’ εμποδίσεις.» «Το θέτω έτσι γιατί αυτή είναι η αναθεματισμένη η αλήθεια. Σε χρειάζομαι να μείνεις μαζί μου. Σου ζητώ να μείνεις μαζί μου. Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις μόνη.» Η ανάγκη της κονταροχτυπιόταν με τη δική του. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να την είχε νικήσει αν εκείνη χρησιμοποιούσε τα δάκρυα, αλλά ο σοβαρός τόνος της τον σταμάτησε. «Δώσε μου τα κιάλια σου.» Εκείνη άνοιξε ένα άλλο φερμουάρ και του τα έδωσε. «Δε θα πάω πουθενά, αλλά θα κοιτάξω.» «Εντάξει.» Βγήκε από το αυτοκίνητο αλλά έμεινε κοντά. Την άκουγε να μιλά ήρεμα στα σκυλιά καθώς εκείνος έλεγχε το δρόμο, τα δέντρα. Η άνοιξη τα είχε φουντώσει, αναγκάζοντάς τον να ψάχνει στις σκιές. Ενώ φυσούσε το αεράκι, απομακρύνθηκε λίγα βήματα για να σταθεί σε καλύτερο σημείο, και ακολούθησε την καμπή του δρόμου. Το όμορφο σπίτι της στεκόταν ήσυχο στο φόντο της σκοτεινής αψίδας του δάσους. Πεταλούδες πετούσαν στον αέρα πάνω από τον κήπο της, ενώ στο χωράφι της το γρασίδι και οι νεραγκούλες ίσα που σείονταν. Γύρισε πίσω, άνοιξε την πόρτα. «Όλα δείχνουν εντάξει.» «Διάβασε το άρθρο. Θέλει να με τρομάξει.» «Δε διαφωνώ. Θα ήταν ηλίθιο ν’ αφήσει το σημάδι αν βρίσκεται ακόμη εδώ.» «Ναι. Ούτε κι εγώ νομίζω πως είναι εδώ. Κατάφερε αυτό που ήθελε. Έχω τρομάξει. Έρχονται οι αστυνομικοί. Όλα είναι ξανά ζωντανά μπροστά μου, και τον σκέφτομαι. Όλοι τον σκεφτόμαστε. Τηλεφώνησα στον πράκτορα Τάουνι.» «Ωραία. Έρχεται η αστυνομία.» Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και είδε τα δύο περιπολικά να πλησιάζουν. Την άκουσε να βγαίνει από την άλλη πλευρά και λίγο έλειψε να της φωνάξει να μπει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
423
ξανά μέσα. Δε θα το κάνω όμως, σκέφτηκε, και πιθανόν είναι άχρηστο. Είδε το σερίφη να βγαίνει από το πρώτο περιπολικό. Τον είχε συναντήσει μερικές φορές στο χωριό, αλλά ποτέ δεν είχαν κουβεντιάσει –ούτε είχε χρειαστεί. Ο Πάτρικ Μακμάχον ήταν βαρύς και σωματώδης. Ο Σάιμον υπέθετε πως θα έπαιζε ποδόσφαιρο στο λύκειο –ίσως επιθετικός– και πιθανόν συνέχιζε τα άγρια παιχνίδια με φίλους τις Κυριακές. Γυαλιά με καθρέφτη έκρυβαν τα μάτια του, όμως το φαρδύ του πρόσωπο ήταν σοβαρό και συνοφρυωμένο ενώ, καθώς προχωρούσε, είχε το χέρι του ακουμπισμένο στη βάση του όπλου του. «Φι. Θέλω να μείνεις στο αυτοκίνητο. Είσαι ο Σάιμον Ντόιλ, σωστά;» Ο Μακμάχον άπλωσε το χέρι του. «Θέλω να μείνεις με τη Φι. Ο Ντέιβι κι εγώ θα πάμε κάτω, θα ρίξουμε μια ματιά. Ο Ματ θα μείνει εδώ. Θα βγάλει μερικές φωτογραφίες και θα βάλει αυτό το φουλάρι στη σακούλα των ευρημάτων έτσι ώστε να το έχουμε ασφαλισμένο. Κλειδώσατε τις πόρτες όταν φύγατε;» «Ναι.» «Τα παράθυρα;» «Εγώ… Ναι, έτσι νομίζω.» «Είναι κλειδωμένα» του είπε ο Σάιμον. «Τα έλεγξα πριν φύγουμε.» «Καλώς. Φι, τι θα έλεγες να μου δώσεις τα κλειδιά του σπιτιού σου; Μόλις ελέγξουμε τα πάντα, θα ενημερώσουμε τον Ματ για να έρθετε. Πώς σου φαίνεται αυτό;» Εκείνη ήρθε προς το μέρος τους καθώς ο Σάιμον έβγαζε τα κλειδιά από τη μίζα του αυτοκινήτου, κι έπειτα τα πήρε κι έβγαλε το κρικάκι στο οποίο ήταν περασμένα τα κλειδιά του σπιτιού της. «Μπροστινή και πίσω πόρτα.» «Καλώς» είπε ξανά εκείνος. «Περιμένετε εδώ.» Ο Μακμάχον μπήκε ξανά στο περιπολικό, έκανε το
424
NORA ROBERTS
γύρο του αυτοκινήτου της Φιόνα και ξεκίνησε. «Λυπάμαι γι’ αυτό, Φιόνα.» Ο Ματ, που μόλις είχε ενηλικιωθεί, της χτύπησε συμπονετικά το μπράτσο. «Εσύ κι ο κύριος Ντόιλ μπείτε ξανά στο αυτοκίνητο τώρα.» Κοίταξε το όπλο που κρατούσε εκείνη δίπλα της. «Και κράτα ανεβασμένη την ασφάλεια σε δαύτο.» «Είναι νεότερος από μένα. Ο Ματ» είπε η Φιόνα όταν ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο. «Μόλις ενηλικιώθηκε. Εκπαίδευσα το Τζακ Ράσελ των γονιών του. Δε θα είναι εκεί» μουρμούρισε, ανεβοκατεβάζοντας τη γροθιά της στο στήθος της. «Τίποτα δε θα τους συμβεί.» «Ζήτησες από κανέναν να έρθει να ελέγξει το σπίτι όσο λείπαμε;» «Όχι. Θα λείπαμε μονάχα μια νύχτα. Αν μέναμε περισσότερο, η Σιλ θα ερχόταν να ποτίσει τις γλάστρες και να πάρει την αλληλογραφία. Θεέ μου, Θεέ μου, αν λείπαμε περισσότερο και…» «Δε συνέβη.» Ο Σάιμον την έκοψε. «Δεν υπάρχει λόγος να το σκέφτεσαι. Όλοι στο νησί, ή όσοι είναι αρκετά κοντά, θα μάθαιναν μέχρι σήμερα το πρωί ότι ήσουν στην έρευνα. Δεν είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να το στήσει όλο αυτό.» Εκτός, σκέφτηκε ο Σάιμον, κι αν βρίσκεται ήδη στο νησί. «Νομίζω ότι φταίει το άρθρο –και ο χρόνος που δημοσιεύτηκε– για τον τρόπο που μου έστειλε το φουλάρι μετά το αρχικό. Φαντάζομαι πως θέλει να ξέρω ότι μπορεί να πλησιάσει πιο κοντά. Και όντως πλησίασε.» «Είναι αλαζονεία, και η αλαζονεία οδηγεί σε λάθη.» «Ελπίζω να έχεις δίκιο.» Κοίταξε το φουλάρι κι ανάγκασε τον εαυτό της να σκεφτεί. Ακολούθησε τα ίχνη, διέταξε τον εαυτό της. «Έβρεξε εδώ χτες βράδυ; Η καταιγίδα, ή ένα κομμάτι της, ξέσπασε κι εδώ; Υποτίθεται πως θα συνέβαινε. Το φουλάρι είναι στεγνό, ή αρκετά στεγνό για να ανεμίζει με τον αέρα. Από την άλλη, όμως, ο ήλιος είναι ζεστός και λαμπερός σήμερα. Θα ήθελε να το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
425
κάνει αυτό νύχτα, έτσι δεν είναι; Το βράδυ ή αρκετά νωρίς το πρωί, δε θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να περάσει κάποιο αυτοκίνητο.» «Βρισκόμαστε εδώ είκοσι λεπτά και δεν είδα κανένα αυτοκίνητο να περνάει.» «Όντως, αλλά είναι ανόητο ρίσκο. Όχι απλώς αλαζονικό, αλλά ανόητο. Αν ήρθε εδώ πέρα νύχτα, θα έπρεπε να μείνει κάπου στο νησί ή να έχει δική του βάρκα. Όμως, αν ήρθε με βάρκα, θα χρειαζόταν αυτοκίνητο για να φτάσει ως εδώ.» «Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν εδώ. Οι πιθανότητες λένε πως κάποιος τον είδε.» Τώρα πλησίασε ένα αυτοκίνητο, έκοψε ταχύτητα, και τους προσπέρασε. «Τουρίστες» είπε σιγανά η Φιόνα. «Ξεκίνησε ήδη η θερινή σεζόν. Το να έρθει και να φύγει με το φέρι είναι ο ευκολότερος τρόπος να εξαφανιστεί. Όμως ίσως να μην ήρθε και να έφυγε με τον ίδιο τρόπο. Ίσως έκλεισε κάποιο δωμάτιο ή χώρο σε κάμπινγκ, ή…» Αναπήδησε όταν ο Ματ χτύπησε το παράθυρο. «Συγγνώμη» της είπε όταν εκείνη το χαμήλωσε. «Ο σερίφης λέει ότι όλα είναι εντάξει.» «Ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ, Ματ.» Παρατήρησε τα πάντα καθώς οδηγούσε ο Σάιμον, όλα ήταν τόσο οικεία. Άραγε μπορούσε να φτάσει ως εδώ περπατώντας; αναρωτήθηκε. Θα το διακινδύνευε με τα σκυλιά; Η ανάγκη του θα ξεπερνούσε τη λογική και την προφύλαξη; Μπορεί να το διακινδύνευσε, να κατέβηκε ως εδώ, θέλοντας να δει καλύτερα το σπίτι, ή ίσως ελπίζοντας να τη δει να κάθεται στη βεράντα της ή να περιποιείται τον κήπο. Συνηθισμένα πράγματα, καθημερινά πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι. Να κατεβαίνει να πάρει την αλληλογραφία της, να κάνει κάποια δουλειά, να κρατάει ένα ποτήρι, να παίζει με τα σκυλιά.
426
NORA ROBERTS
Ρουτίνα. Η ιδέα ότι εκείνος μπορεί να είχε έρθει και πιο πριν, μπορεί να την είχε παρατηρήσει, να την είχε παρακολουθήσει –όπως είχε κάνει κι ο Πέρι– τη γέμισε με τρόμο που της έφερε ναυτία και της άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα. Ο Μακμάχον άνοιξε την πόρτα όταν σταμάτησε ο Σάιμον. «Κανένα ίχνος διάρρηξης. Δε βλέπω να έχει πειραχτεί κάτι στο εσωτερικό του σπιτιού, αλλά πείτε μου αν εσείς δείτε κάτι διαφορετικό. Κάναμε μια βόλτα έξω, και θα βάλω τον Ντέιβι και τον Ματ να κοιτάξουν ξανά, να πάνε λίγο πιο πέρα όσο εμείς θα είμαστε μέσα και θα τα λέμε. Εντάξει;» «Ναι. Σερίφη, ενημέρωσα τον πράκτορα Τάουνι. Θεώρησα πως έπρεπε να το κάνω. Δεν ήθελα να μπλεχτώ στα πόδια σου, αλλά…» «Φιόνα. Πόσο καιρό με ξέρεις;» Εκείνη ξεφύσηξε ακούγοντας τον ήρεμο τόνο του. «Από τότε που άρχισα να έρχομαι τα καλοκαίρια για να επισκεφτώ τον πατέρα μου.» «Αρκετά για να ξέρεις ότι δεν ανησυχώ μήπως μπλεχτεί κανείς στα πόδια μου. Θέλω να μπεις μέσα και να κοιτάξεις καλά τριγύρω. Αν δεις κάτι που δε σου κάθεται καλά, να μου το πεις. Ακόμη κι αν δεν είσαι απολύτως σίγουρη.» Το πλεονέκτημα ενός μικρού σπιτιού, σκέφτηκε η Φιόνα, είναι ότι δε σου παίρνει ώρα να το γυρίσεις, ακόμη κι όταν αργοπορείς –ίσως ψυχαναγκαστικά– για ν’ ανοίξεις μερικά ντουλάπια. «Τα πάντα είναι όπως τ’ αφήσαμε.» «Καλό αυτό. Δεν κάθεστε να κουβεντιάσουμε;» «Θέλεις κάτι να πιεις; Θα μπορούσα…» «Είμαι εντάξει. Μην ανησυχείς γι’ αυτό.» Κάθισε, και συνέχισε να μιλά με τον ίδιο καλοσυνάτο τόνο, ενώ ο Σάιμον συνειδητοποιούσε ότι ο σερίφης τον χρησιμοποιούσε για να ηρεμεί τεντωμένα νεύρα και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
427
οξύθυμους χαρακτήρες. «Άφησα τον Ντέιβι να κάνει τα περισσότερα σ’ αυτή την υπόθεση, όχι γιατί δεν είχα εγώ ανάμειξη, αλλά επειδή θεώρησα ότι θα ένιωθες πιο άνετα μαζί του. Δε θέλω να σκεφτείς ότι δε με ενδιαφέρει ν’ ασχοληθώ.» «Πόσον καιρό με ξέρεις;» Της χαμογέλασε, και οι ρυτίδες στο πλάι των ματιών του βάθυναν. «Έτσι μπράβο. Τι ώρα φύγατε χτες;» «Σημείωσα το τηλεφώνημα στις εφτά και τέταρτο. Δε σημείωσα την ώρα που φύγαμε, αλλά θα έλεγα πως ήταν σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά. Όσος χρόνος μού χρειάστηκε για να ενημερώσω τη Μάι, να ελέγξω τα σακίδια, να κλειδώσω και να ετοιμάσουμε το αυτοκίνητο. Αφήσαμε τα σκυλιά, εκτός από τον Μπόγκαρντ, στης Σιλ, και πήγαμε για του Τσακ. Όλη η μονάδα είχε ξεκινήσει στις εφτά και πενήντα πέντε.» «Πολύ καλός χρόνος ανταπόκρισης.» «Το παλεύουμε.» «Το ξέρω. Και ξέρω ότι βρήκατε τους αγνοούμενους. Ήταν καλή δουλειά. Τι ώρα γυρίσατε σήμερα;» «Φτάσαμε στου Τσακ γύρω στις τρεις και μισή και πήγαμε να πάρουμε τα σκυλιά. Σου τηλεφώνησα αμέσως, μέσα σ’ ένα λεπτό απ’ τη στιγμή που είδαμε το φουλάρι. Ήταν βρεγμένο; Υγρό; Σκέφτηκα…» «Προσπαθείς να κάνεις τη δουλειά μου;» Της κούνησε το δάχτυλο και κράτησε τον τόνο του ανάλαφρο. «Είναι στεγνό. Είχαμε βροχή χτες το βράδυ. Δεν έριξε τόσο όσο εκεί που ήσασταν εσείς, αλλά του ’δωσε και κατάλαβε. Θα μπορούσε να έχει στεγνώσει ως τώρα, αφού είχαμε μια ωραία, ηλιόλουστη μέρα. Όμως δε βρισκόταν εκεί όταν ο Ντέιβι πέρασε από δω στις εννέα σήμερα το πρωί.» «Ω.» «Μπορεί να μην ήσουν εδώ, Φιόνα, αλλά έχουμε το νου μας. Πολύς κόσμος έρχεται και φεύγει με το φέρι μια τέτοια ωραία μέρα σαν τη σημερινή. Αν έπρεπε να
428
NORA ROBERTS
μαντέψω, θα έλεγα ότι ήρθε σήμερα, ίσως οδήγησε λίγο. Κάποια στιγμή ανάμεσα στις εννιά σήμερα το πρωί και στις τέσσερις και τέταρτο σήμερα το απόγευμα, έδεσε το φουλάρι εδώ πέρα. Λέω ότι οδήγησε γιατί μένεις αρκετά μακριά. Δε φαντάζομαι να ήρθε με τα πόδια ως εδώ ή να έκανε ωτοστόπ.» «Όχι» μουρμούρισε εκείνη «χρειάζεται αυτοκίνητο.» Αυτοκίνητο με πορτμπαγκάζ. «Έχω κάνα δυο ανθρώπους που εμπιστεύομαι να έχουν το νου τους στο φέρι, ελέγχοντας τις αναχωρήσεις. Αν δουν κάποιον άντρα να οδηγεί μόνος του, θα καταγράψουν την πινακίδα του. Το άλλο που θα κάνουμε είναι να ελέγξουμε τα ξενοδοχεία, τα B&B, τα κάμπινγκ, ακόμη και τα νοικιασμένα διαμερίσματα, αλλά θα πάρει κάποιο χρόνο. Θα ελέγξουμε οποιονδήποτε άντρα ταξιδεύει μόνος.» «Με κάνεις να νιώθω καλύτερα» μουρμούρισε εκείνη. «Αυτό είναι καλό. Αλλά δε θέλω να διακινδυνεύσεις το παραμικρό, Φιόνα. Δε σ’ το λέω αυτό μόνο ως σερίφης, αλλά και ως φίλος του πατέρα σου και της Σίλβια. Δε θέλω να μένεις μόνη εδώ. Αν θέλεις να μείνεις εδώ, τότε θα βρίσκεται κάποιος μαζί σου. Θέλω τις πόρτες σου κλειδωμένες – μέρα και νύχτα» πρόσθεσε, και ο προειδοποιητικός τόνος της φωνής του φανέρωσε στον Σάιμον ότι το συνήθειο της ν’ αφήνει τις πόρτες ξεκλείδωτες δεν ήταν μυστικό. «Θα είναι. Στο λόγο της τιμής μου.» «Καλώς. Όταν θα βρίσκεσαι στο δρόμο, θέλω τα παράθυρα του αυτοκινήτου σου ανεβασμένα και όλες τις πόρτες κλειδωμένες. Θέλω να έχεις μαζί το κινητό σου και θέλω το όνομα κάθε νέου πελάτη που αναλαμβάνεις. Ολωνών. Αν πάρεις άλλη κλήση για έρευνα, θέλω να ενημερώσεις εμένα ή το γραφείο μου. Θέλω να ξέρω πού πηγαίνεις και πώς θα το εξακριβώνω.» «Δε θα μείνει εδώ» του είπε ο Σάιμον. «Θα μετακομίσει σπίτι μου. Σήμερα. Θα μαζέψει όσα χρειάζεται να πάρει
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
429
μαζί πριν φύγετε.» «Δεν μπορώ έτσι απλά να…» «Καλή ιδέα.» Ο Μακμάχον αγνόησε τη Φιόνα κι έγνεψε στον Σάιμον. «Αυτό αλλάζει το μοτίβο. Ούτε κι εγώ τη θέλω εδώ μόνη.» «Δε θα είναι.» «Με συγχωρείτε» είπε η Φιόνα σηκώνοντας και τα δυο της χέρια. «Δε θέλω να το παίξω δύσκολη, και δε διαφωνώ ότι πρέπει να παρθούν μέτρα προστασίας, αλλά δεν μπορώ να φύγω έτσι από το σπίτι μου, από το χώρο της δουλειάς μου. Διδάσκω εδώ, και…» «Θα τα βολέψουμε. Μάζεψε τα πράγματά σου.» «Και τι θα γίνει με…» «Μπορείς να μας δώσεις ένα λεπτό;» ρώτησε ο Σάιμον τον Μακμάχον. «Κανένα πρόβλημα.» Σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα είμαι έξω.» «Ξέρεις πόσο μ’ εξοργίζει όταν με διακόπτεις συνέχεια;» τον ρώτησε η Φιόνα. «Ναι, προφανώς όσο κι εμένα όταν διαφωνείς με τη λογική.» «Δεν το κάνω αυτό. Όμως η λογική πρέπει να συνεργάζεται με την πρακτικότητα. Έχω τρία σκυλιά. Έχω τη δουλειά μου εδώ. Τον εξοπλισμό που χρειάζομαι για να κάνω τη δουλειά μου.» Δικαιολογίες, όχι λόγοι, συμπέρανε εκείνος. Και δε θα δεχόταν τέτοιες μαλακίες. «Θέλεις πρακτικότητα; Θα σου δώσω εγώ πρακτικότητα. Έχω μεγαλύτερο σπίτι και περισσότερο χώρο για τα σκυλιά. Δε θα είσαι μόνη γιατί θα είμαι εκεί. Δουλεύω εκεί. Αν έρθει να σε βρει εδώ, δε θα σε βρει. Αν χρειάζεσαι τον αναθεματισμένο τον εξοπλισμό σου, θα τον μετακομίσουμε. Ή θα στήσουμε καινούριο εξοπλισμό. Νομίζεις ότι δεν μπορώ να στήσω μια κωλοτραμπάλα;» «Δεν είναι αυτό. Ή μάλλον δεν είναι μόνο αυτό.»
430
NORA ROBERTS
Σήκωσε τις παλάμες της κι ύστερα έτριψε μ’ αυτές το πρόσωπό της. «Δε μου έδωσες ούτε πέντε δευτερόλεπτα να σκεφτώ. Δεν έκανες καν τον κόπο να με ρωτήσεις.» «Δε σε ρωτάω. Σου λέω να πας να μαζέψεις ό,τι χρειάζεσαι. Θεώρησέ το ως αλλαγή στην ηγεσία.» «Δεν είναι αστείο.» «Δε μου φαίνεται αστείο. Θα μαζέψουμε όσο εξοπλισμό κι όσες προμήθειες μπορούμε σήμερα. Θα πάρουμε τα υπόλοιπα αύριο. Ανάθεμα, Φιόνα, εκείνος βρέθηκε λιγότερο από τετρακόσια μέτρα μακριά απ’ το σπίτι σου. Μου ζήτησες να μείνω, να πάω ενάντια στο ένστικτό μου και στο τι ήθελα να κάνω και να μείνω μαζί σου όταν ήμασταν εκεί πάνω. Τώρα είναι η σειρά σου.» «Θέλω πέντε δευτερόλεπτα να σκεφτώ.» Του γύρισε την πλάτη με τις γροθιές της στους γοφούς της καθώς προχώρησε προς το παράθυρο. Το σπίτι της – αυτό ήταν που την ενοχλούσε; Το μέρος της ήταν εδώ, το πρώτο σταθερό σημείο αναφοράς της καινούριας ζωής που είχε δημιουργήσει. Και τώρα, αντί να μείνει στο μέρος της, να το υπερασπιστεί, εκείνη το έβαζε στα πόδια. Ήταν δυνατό να είναι τόσο ξεροκέφαλη, τόσο ανόητη; «Τελείωσε ο χρόνος.» «Ω, σταμάτα» του πέταξε. «Πρέπει να εγκαταλείψω το σπίτι μου, οπότε δώσε μου ένα λεπτό να το χωνέψω.» «Εντάξει. Πάρε το ένα σου λεπτό, κι ύστερα ξεκίνα να μαζεύεις.» Στράφηκε προς το μέρος του. «Είσαι λιγάκι τσαντισμένος που πρέπει –ή που νιώθεις ότι πρέπει– να το κάνεις αυτό. Άλλο είναι να κοιμάσαι εδώ κι άλλο να μετακομίσω σχεδόν στο σπίτι σου.» «Εντάξει. Και τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;» «Τίποτα, απλώς κάνω μια παρατήρηση. Πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Δεν μπορώ να ξεκινήσω να πακετάρω έτσι απλά. Πρέπει να επικοινωνήσω με τους πελάτες μου, τουλάχιστον μ’ αυτούς που έχουν μάθημα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
431
αύριο, και να τους ενημερώσω ότι μετακομίζουμε τη σχολή. Προσωρινά» πρόσθεσε, τόσο για δικό της καλό όσο και για το δικό του. «Το νούμερο του Τζέιμς είναι στον αριθμό τέσσερα της ταχείας κλήσης. Αν του τηλεφωνήσεις, θα έρθει να μας βοηθήσει να μαζέψουμε τον εξοπλισμό απ’ έξω.» «Εντάξει.» «Και πρέπει να κάνω προώθηση των τηλεφωνημάτων μου στο δικό σου νούμερο – από το νούμερο του σπιτιού μου. Για τους πελάτες και σε περίπτωση που δεχτούμε κλήση για έρευνα.» «Δε με νοιάζει.» «Ναι, σε νοιάζει» του είπε κουρασμένα. «Εκτιμώ αυτό που κάνεις, ειδικά επειδή δεν είσαι εντελώς χαρούμενος γι’ αυτό.» «Προτιμώ να νιώθω λιγάκι περιορισμένος παρά να σου συμβεί κάτι.» Εκείνη μισογέλασε. «Δεν έχεις ιδέα, στ’ αλήθεια, πόσο γλυκό είναι αυτό. Θα κάνω ό,τι μπορώ να μη σε περιορίσω πολύ. Πήγαινε και πες στο σερίφη Μακμάχον ότι κέρδισες. Θ’ αρχίσω να μαζεύω.» Δεν ήταν ακριβώς σίγουρος ότι είχε νικήσει, γιατί τώρα θα είχε τέσσερα σκυλιά και μια γυναίκα μες στα πόδια του, αλλά βγήκε έξω. Ο Μακμάχον διέκοψε τη συζήτηση με τους βοηθούς του και πλησίασε προς τη βεράντα καθώς ο Σάιμον κατέβαινε. «Μαζεύει τα πράγματά της.» «Ωραία. Θα περνάμε και πάλι κάνα δυο φορές τη μέρα από δω, να ρίχνουμε μια ματιά. Όταν θα πηγαινοέρχεται για να κάνει τα μαθήματά της…» «Δε θα πηγαινοέρχεται. Θα τα κάνει στο σπίτι μου. Θα φωνάξω τον Τζέιμς για να με βοηθήσει να μαζέψουμε και να κουβαλήσουμε τα πάντα.» Ανασηκώνοντας τα φρύδια του, ο Μακμάχον κοίταξε τον εξοπλισμό. «Ακόμα καλύτερα. Να σου πω, ο Ματ εδώ, είναι έτοιμος να σχολάσει. Είναι νεαρός κι έχει δυνατή πλάτη. Θα σας δώσει ένα χεράκι. Δε θα σας πάρει πολύ
432
NORA ROBERTS
χρόνο. Αυτές οι καρέκλες είναι δικές σου, έτσι δεν είναι;» «Τώρα είναι δικές της.» «Α, μάλιστα. Αυτό που αναρωτιόμουν είναι αν φτιάχνεις καναπέδες βεράντας. Η γυναίκα μου κι εγώ έχουμε επέτειο τον ερχόμενο μήνα. Έχω ένα μικρό μαγαζάκι, και κάνω μερικά μαστορέματα, μια το ένα, μια το άλλο. Σκέφτηκα να δοκιμάσω να φτιάξω ένα καναπεδάκι βεράντας. Της έκανα πρόταση γάμου ενώ καθόμασταν σε ένα τέτοιο. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων μου.» «Μπορώ να το κάνω αυτό.» «Κάτι μ’ αυτά τα ωραία, φαρδιά μπράτσα, θα ήταν ωραίο. Και της αρέσει το κόκκινο χρώμα.» «Εντάξει.» «Καλώς. Θα δούμε τις λεπτομέρειες αργότερα. Ξεκίνα, πάρε τα εργαλεία και άρχισε να ξεβιδώνεις ό,τι χρειάζεται ξεβίδωμα. Θα βάλω τον Ματ να ξεκινήσει μ’ ό,τι δε χρειάζεται ξεβίδωμα.» Έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. «Στ’ αλήθεια φτιάχνεις νιπτήρα από ένα κούτσουρο.» «Ναι, φτιάχνω.» «Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να δω. Ματ! Κουβάλησε μερικά κομμάτια απ’ την παιδική χαρά των σκύλων στο φορτηγάκι του Σάιμον.» ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΙ ούτως ή άλλως στον Τζέιμς, και γιατί χρειάζονταν κι άλλα χέρια για βοήθεια και γιατί ήθελαν κι άλλο φορτηγάκι. Και μαζί με τον Τζέιμς και τη Λόρι ήρθε και ο Κόμπι. Η αρχική ενόχληση του Σάιμον στην παρουσία τόσων ανθρώπων και ζώων σύντομα άλλαξε κάνοντάς τον να διαπιστώσει ότι μερικές φορές οι άνθρωποι δεν μπλέκονται στα πόδια σου, αλλά βοηθούν να γίνει μια απαραίτητη και κουραστική δουλειά ευκολότερη. Δεν ήταν μερικές βαλίτσες με ρούχα άλλωστε, τουλάχιστον όχι όταν το θέμα αφορούσε τη Φιόνα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
433
Υπήρχαν βαλίτσες, κρεβάτια των σκυλιών, φαγητό των σκυλιών, παιχνίδια, λουριά, φάρμακα, πιάτα, χτένες και βούρτσες για τα σκυλιά – και σ’ αυτά δεν συμπεριλαμβανόταν οι πλατφόρμες, η τραμπάλα, η τσουλήθρα, το τούνελ. Ούτε τα αρχεία της –μα τι αρχεία είχε αυτή η γυναίκα!– το λάπτοπ της, τα σακίδιά της, οι χάρτες της και τα τρόφιμα από το ψυγείο της. «Οι βραγιές και οι πρασιές είναι σε αυτόματο πότισμα» του είπε όταν εκείνος αρνήθηκε να κουβαλήσει τις γλάστρες της «οπότε δε θα έχουν πρόβλημα. Όμως αυτά εδώ χρειάζονται τακτικό πότισμα. Άλλωστε, θα τα χαιρόμαστε. Και στην τελική, Σάιμον, εσύ το ζήτησες.» Και μ’ αυτό δεν μπορούσε να διαφωνήσει. «Εντάξει, εντάξει. Απλώς… πήγαινε και ξεκίνα να βολεύεις μερικά απ’ τα πράγματα, εντάξει;» «Καμιά προτίμηση για το πού;» Εκείνος κοίταξε το τελευταίο φορτίο κι αναρωτήθηκε πώς διάβολο κατάφερνε να χωρέσει όλα αυτά στο μικροσκοπικό της σπιτάκι. Πώς τα είχε όλα βολεμένα τόσο τακτικά – κι αυτό χωρίς να υπολογίσει όσα είχε αφήσει πίσω. «Όπου να ’ναι φαντάζομαι. Άφησε τα πράγματα του γραφείου σε μια από τις κρεβατοκάμαρες, και μην ανακατέψεις τα πράγματά μου περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται.» Επέστρεψε κοντά στον Τζέιμς για να τον βοηθήσει να συναρμολογήσει ξανά τον εξοπλισμό εκπαίδευσης. Δίπλα στη Φιόνα, η Λόρι έστρεψε εκνευρισμένη τα μάτια της προς τον ουρανό και βούτηξε ένα κουτί αρχείου. «Προχώρα εσύ κι ακολουθώ.» «Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη για το πού πάω, αλλά φαντάζομαι μπορούμε να κουβαλήσουμε το πρώτο φορτίο πάνω και να βρούμε το καλύτερο σημείο.» Καθώς ξεκίνησαν, η Λόρι έριξε μια ματιά τριγύρω. «Ωραίο. Στ’ αλήθεια ωραίο – πολύς χώρος και φως και ενδιαφέρουσα επίπλωση. Όποια υπάρχει δηλαδή.
434
NORA ROBERTS
Ακατάστατο» πρόσθεσε καθώς άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά «αλλά ωραίο.» «Κάπου τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερο απ’ το δικό μου χώρο.» Η Φιόνα έριξε μια ματιά σ’ ένα δωμάτιο και συνοφρυώθηκε αντικρίζοντας τα βάρη, τον εξοπλισμό γυμναστηρίου, το σωρό των ρούχων και τις κούτες που δεν είχαν ακόμη ανοιχτεί. Δοκίμασε σ’ ένα άλλο. Μια στοίβα μπογιές, μερικά πινέλα, ρολά, σκαφάκια, εργαλεία, πριόνια. «Εντάξει, νομίζω αυτό μας κάνει. Θα χρειαστώ το γραφείο και την καρέκλα μου. Δεν το σκέφτηκα αυτό.» Μόρφασε λιγάκι αντικρίζοντας τη σκόνη στο πάτωμα, το μονωτικό φιλμ στο παράθυρο. «Είναι ακατάστατο» μουρμούρισε «και ξέρω τι σκέφτεσαι. Η ακαταστασία μού προκαλεί αλλεργία.» Ακούμπησε κάτω το κουτί που κουβαλούσε κι έκανε έναν κύκλο. «Θα το συνηθίσω.» Όπως κι εκείνον, σκέφτηκε. Προσωρινά.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
435
ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ
ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΣΤΗΝΕΙ ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ. Πράγμα που, σ’ αυτή την περίπτωση, σήμαινε να καθαρίσει πρώτα το χώρο. Θα έκανε υπομονή με την ακαταστασία. Δεν ήταν δικό της το σπίτι. Αλλά, όσο κι αν ήταν η ερωμένη που έμενε εκεί προσωρινά, δε θα δεχόταν τη βρομιά και το χάος. Ενώ η Λόρι και ο Τζέιμς πήγαν να φέρουν το γραφείο και την καρέκλα της –και τη λάμπα και το ρολόι του γραφείου της– εκείνη έψαξε να βρει καθαριστικά. Και, μια και προφανώς ο Σάιμον θεωρούσε αρκετό το να έχει μονάχα τα απολύτως απαραίτητα, τηλεφώνησε στη Λόρι και της ζήτησε να προσθέσει και μερικά από τα δικά της προϊόντα στη λίστα. Πω πω, είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε, να ζει κανείς – και ειδικά κάποιος που έχει σκυλί– χωρίς Swiffer; Ξεκινώντας μ’ αυτά που είχε στη διάθεσή της, μάζεψε σκόνη μηνών από τα παράθυρα, το πάτωμα, τις ξυλεπενδύσεις, και ανακάλυψε ότι αυτό που νόμιζε για δεύτερη ντουλάπα ήταν τελικά ένα μπάνιο. Ένα μπάνιο, σκέφτηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, που σίγουρα δεν έχει καθαριστεί από τη μέρα που ο
436
NORA ROBERTS
Σάιμον μετακόμισε εκεί. Ευτυχώς που η μόνη του χρήση ήταν, όπως φαινόταν, να μαζεύει σκόνη. Ήταν πεσμένη στα τέσσερα κι έτριβε τα πατώματα όταν εκείνος μπήκε μέσα. «Τι κάνεις;» «Σχεδιάζω το επόμενό μου ταξίδι στη Ρώμη. Τι σου φαίνεται να κάνω; Καθαρίζω αυτό το μπάνιο.» «Γιατί;» «Το ότι χρειάστηκε να ρωτήσεις εξηγεί πολλά.» Ανακάθισε στις φτέρνες της. «Ίσως, σε κάποια φάση, να χρειαστεί να κατουρήσω. Έχω διαπιστώσει ότι αυτό μου συμβαίνει με μια κανονική περιοδικότητα στη διάρκεια της μέρας. Προτιμώ –πες με ιδιότροπη– να εκτελώ αυτή τη δραστηριότητα σε αποστειρωμένο περιβάλλον.» Εκείνος έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του και στηρίχτηκε στο κούφωμα. «Δε χρησιμοποιούσα αυτό το δωμάτιο ή αυτή την τουαλέτα. Ακόμη.» «Αλήθεια; Ποτέ δε θα το φανταζόμουν.» Εκείνος έριξε μια ματιά τριγύρω, στο πλέον καθαρό υπνοδωμάτιο, όπου τα κουτιά με τις μπογιές ήταν βαλμένα τακτικά σε στοίβες, δίπλα σε πριόνια, ρολά, σκαφάκια και πινέλα διπλωμένα νοικοκυρεμένα σε μουσαμά. «Θα βολευτείς εδώ;» «Υπάρχει πρόβλημα;» «Όχι για μένα. Σφουγγάρισες το πάτωμα εδώ πέρα;» «Το πέρασα με μια υγρή σφουγγαρίστρα. Και να σου πω ότι, όντας κάποιος που δουλεύει με το ξύλο, θα έπρεπε να περιποιείσαι περισσότερο τα πατώματά σου. Χρειάζεσαι τουλάχιστον ένα καθαριστικό για ξύλινα πατώματα.» «Έχω ένα. Κάπου. Ίσως.» Τον έκανε να αισθάνεται νευρικός. «Είχα δουλειά.» «Κατανοητό.» «Δε σκοπεύεις ν’ αρχίσεις τώρα να καθαρίζεις τα πάντα, έτσι δεν είναι;»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
437
Εκείνη σκούπισε το μέτωπό της με το μπράτσο της. «Σου δίνω το λόγο μου γι’ αυτό. Αλλά πρόκειται να δουλεύω εδώ πέρα. Χρειάζομαι έναν καθαρό, οργανωμένο χώρο για να δουλέψω. Θα κρατάω την πόρτα κλειστή ώστε να μην προσβάλλω τις ευαισθησίες σου.» «Τώρα γίνεσαι στρίγγλα.» Επειδή διέκρινε το πείραγμα στη φωνή του, του χαμογέλασε. «Ναι, γίνομαι. Κάνε πίσω για να τελειώσω εδώ πέρα. Εκτιμώ αυτό που κάνεις, Σάιμον.» «Αχά.» «Ειλικρινά, και ξέρω ότι παραβιάζεται ο χώρος σου, οι συνήθειές σου, η ιδιωτικότητά σου.» «Σταμάτα.» «Θέλω μονάχα να σε ευχαριστήσω που…» «Σταμάτα» επανέλαβε εκείνος. «Εσύ έχεις σημασία. Και τέρμα. Έχω κάτι να κάνω.» Εκείνη κάθισε ξανά στις φτέρνες της όταν ο Σάιμον έφυγε. Σταμάτα. Εσύ έχεις σημασία. Και τέρμα. Ειλικρινά, συλλογίστηκε, κάτι τέτοιο ειπωμένο απ’ τον Σάιμον είναι ισάξιο με ποίημα του Σέλεϊ. Μέχρι να στήσει το χώρο της, με το γραφείο της βολεμένο τακτικά κάτω από το παράθυρο με θέα στο πίσω μέρος και στο δάσος, θα σκότωνε για ένα ποτήρι κρασί και μια άνετη καρέκλα. Όμως η ανάγκη της για τάξη δεν της επέτρεπε ν’ αφήσει τα ρούχα της στις βαλίτσες. Θα έριχνε μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα του Σάιμον κι ύστερα θα τον έβρισκε και θα τον ρωτούσε πώς μπορούσε να τακτοποιήσει τα ρούχα της. Την εξέπληξε που βρήκε το κρεβάτι φτιαγμένο – ή κάπως τακτοποιημένο, συλλογίστηκε. Τα κρεβάτια των σκυλιών ήταν πεταμένα σε μια γωνιά, και οι πόρτες του μπαλκονιού ανοιχτές για να αεριστεί ο χώρος. Έριξε μια ματιά στην ντουλάπα και είδε ότι είχε σπρώξει τα ρούχα του πιο πέρα για να κάνει χώρο για τα δικά της. Χρειάζομαι κι ένα συρτάρι, σκέφτηκε. Δύο θα ήταν καλύτερα. Πήγε ως τη σιφονιέρα κι άνοιξε
438
NORA ROBERTS
προσεκτικά ένα συρτάρι. Της το είχε ήδη αδειάσει. Βρίσκεται ένα βήμα μπροστά μου, σκέφτηκε, κι ύστερα, γέρνοντας το κεφάλι της, οσμίστηκε. Λεμόνι; Περίεργη, προχώρησε προς το μπάνιο κι έγειρε στο κούφωμα της πόρτας. Μπορούσε να διακρίνει πότε ένα μπάνιο είχε μόλις καθαριστεί – η μυρωδιά των εσπεριδοειδών, η λάμψη της πορσελάνης, η γυαλάδα του καθαρού νίκελ. Οι πετσέτες που κρέμονταν με τάξη έκαναν την καρδιά της να λιώσει. Πιθανότατα εκείνος θα έβριζε με κάθε βούρτσισμα, συλλογίστηκε, αλλά να, εκείνη είχε σημασία. Και τέρμα. Βόλεψε τα ρούχα της και τα καλλυντικά της κι ύστερα κατέβηκε να τον βρει. «Κάποια απ’ αυτά χρειάζονται αντικατάσταση» της είπε χωρίς να στραφεί προς το μέρος της. «Η πλατφόρμα έχει τα χάλια της.» «Μάλλον έχεις δίκιο. Έφυγαν ο Τζέιμς και η Λόρι;» «Ναι. Εκείνη άφησε πράγματα στο ψυγείο και στην κουζίνα και είπε να σου πω ότι θα σου τηλεφωνήσει αύριο. Τους πρόσφερα μπίρα» πρόσθεσε σχεδόν αμυντικά. «Αλλά είπαν μια άλλη φορά.» «Φαντάζομαι πως θα ήταν κουρασμένοι μετά απ’ όλο αυτό.» «Ναι. Θέλω μια μπίρα και να κάτσω στην παραλία.» «Μου ακούγεται τέλειο. Άντε πήγαινε. Έχω να κάνω μερικά πραγματάκια και θα έρθω κι εγώ.» Εκείνος άνοιξε το ψυγείο και πήρε την μπίρα του. «Μην καθαρίσεις τίποτα.» «Σου έδωσα το λόγο μου.» «Σωστά. Θ’ αφήσω τον Νιούμαν και θα πάρω μαζί μου τα υπόλοιπα.» Εκείνη κατένευσε. Δεν μπορώ να μείνω μόνη, σκέφτηκε. Ούτε καν εδώ. Περίμενε μέχρι που εκείνος βγήκε έξω, μέχρι που τον άκουσε να λέει στον Νιούμαν να μείνει εκεί, να μείνει με
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
439
τη Φι. Τότε κάθισε στον πάγκο του, έγειρε το κεφάλι της πάνω του και περίμενε να κυλήσουν τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να της κλείνουν το λαιμό. Όμως δεν κύλησαν. Τα έχω συγκρατήσει για πολλή ώρα, συνειδητοποίησε. Όλες αυτές τις ώρες τα έπνιγε, και τώρα είχαν απλώς μπλοκάρει, είχαν κλειδωθεί μέσα της, κι έκαναν τον λαιμό και το κεφάλι της να πονούν. «Εντάξει.» Ξεστόμισε τη λέξη μεγαλόφωνα κι ύστερα σηκώθηκε. Αντί για μπίρα καλύτερα να διάλεγε ένα ποτήρι κρασί. Καλύτερο, συλλογίστηκε. Καθαρότερο. Βγήκε έξω, όπου την περίμενε ο πιστός Νιούμαν. «Ας πάμε μια βόλτα.» Εκείνος την ακολούθησε αμέσως, ενώ κουνήθηκε ολόκληρος καθώς τριβόταν πάνω της. «Ξέρω, καινούριο μέρος. Είναι ωραία, δεν είναι; Έχει πολύ χώρο. Θα είμαστε εντάξει εδώ για λίγο καιρό. Θα τα καταφέρουμε όλα.» Το βλέμμα της έπεσε ενστικτωδώς σε σημεία που χρειάζονταν λουλούδια, και σ’ ένα καλό μέρος για να φτιάξει κανείς λαχανόκηπο. Όμως δεν είναι δικό μου το μέρος, θύμισε στον εαυτό της. «Παρ’ όλα αυτά, του χρειάζεται λίγο περισσότερο χρώμα, λίγα περισσότερα εξωτερικά έπιπλα. Μου κάνει εντύπωση που δεν το σκέφτηκε. Εκείνος είναι ο καλλιτέχνης.» Κοντοστάθηκε καθώς έφτασε στο σημείο που οδηγούσε κάτω στην παραλία. «Από την άλλη, όμως, υπάρχει αυτό. Είναι υπέροχο.» Τα όμορφα γερτά σκαλοπάτια οδηγούσαν στη στενή παραλία και στο άνοιγμα του ονειρεμένου νερού. Τα αστέρια έλαμπαν, τονίζοντας περισσότερο την αίσθηση γαλήνης, της ιδιωτικότητας. Ο Σάιμον προχωρούσε στην ακτή μαζί με τα τρία σκυλιά που μύριζαν την άμμο, τους βράχους και τα κύματα. Θα του λείπει αυτό, σκέφτηκε, οι μοναχικές του βόλτες το σούρουπο εκεί όπου η γη συναντά το νερό. Θα του λείπει η ησυχία, ο απαλός παφλασμός των κυμάτων στο
440
NORA ROBERTS
τέλος κάθε μέρας, αλλά το έχει αποχωριστεί για να είναι μαζί μου. Ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω τους κι ανάμεσά τους, αυτό δε θα το ξεχνούσε. Όσο εκείνη στεκόταν και κοίταζε προς το μέρος του, ο Σάιμον έβγαλε μερικές κατακίτρινες μπάλες του τένις που κουβαλούσε σε μια τσάντα δεμένη στη ζώνη του. Πέταξε μία, δύο, τρεις στο νερό – και τα σκυλιά πήραν φόρα κι έτρεξαν. Θα μυρίζουν… υπέροχα, σκέφτηκε εκείνη καθώς τα είδε να κολυμπούν προς τις επιπλέουσες μπάλες. Ενώ το σκεφτόταν, άκουσε το γέλιο του Σάιμον να δυναμώνει, σκεπάζοντας το μουρμουρητό των κυμάτων και την ησυχία – και ο ήχος αυτός έδιωξε μακριά τους δαίμονες. Κοίτα τους, σκέφτηκε. Δες τους πόσο υπέροχοι είναι, πόσο τέλειοι είναι. Τ’ αγόρια μου! Δίπλα της, ο Νιούμαν ρίγησε. «Τι στο καλό! Τέσσερα σκυλιά που βρομάνε δεν είναι χειρότερα από τρία. Πήγαινε! Πήγαινε να παίξεις!» Ο σκύλος κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και πήρε μέρος στον αγώνα ταχύτητας, στα γαβγίσματα. Ο Σάιμον πέταξε μια τέταρτη μπάλα στον αέρα, την έπιασε κι ύστερα την έριξε στο νερό. Χωρίς να χάσει λεπτό, ο Νιούμαν έτρεξε να την πιάσει. Κι η Φιόνα έτρεξε κοντά τους για να πάρει μέρος στο παιχνίδι. ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΜΟΤΕΛ ΤΟΥ, κοντά στο αεροδρόμιο του Σιάτλ, ο Φράνσις Χ. Εκλ διάβαζε το τελευταίο μήνυμα του Πέρι, πίνοντας το απογευματινό ουίσκι με πάγο. Δεν τον ένοιαζε ο τόνος, όχι, δεν τον ένοιαζε καθόλου ο τόνος του. Λέξεις όπως απογοητευμένος, έλεγχος, συγκέντρωση, περιττό ξεχώριζαν στο κείμενο και τσίγκλιζαν την περηφάνια του. Τον εγωισμό του. Βαρετό, σκέφτηκε, και τσαλάκωσε το χαρτί. Βαρετό,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
441
γκρινιάρικο και ενοχλητικό. Ο Πέρι έπρεπε να θυμηθεί ποιος βρισκόταν στη φυλακή και ποιος όχι. Αυτό ήταν το πρόβλημα με τους δασκάλους – και θα έπρεπε να το ξέρει αφού πριν εξελιχθεί είχε υπάρξει δάσκαλος κι ο ίδιος. Ήταν βαρετοί, γκρινιάρηδες και ενοχλητικοί. Όμως όχι πια. Τώρα είχε τη δύναμη της ζωής και του θανάτου στα χέρια του. Σήκωσε το ένα χέρι του και το παρατήρησε. Χαμογέλασε. Σκόρπιζε φόβο κατά τη θέλησή του, μοίραζε πόνο, πρόσφερε ελπίδα κι ύστερα την τσάκιζε. Τα είχε δει όλα αυτά στα μάτια τους, όλον το φόβο, τον πόνο, την ελπίδα και, τελικά, την εγκατάλειψη. Ο Πέρι ποτέ δεν είχε νιώσει αυτό το ξέσπασμα της ενέργειας και της γνώσης. Αν το είχε, αν στ’ αλήθεια το είχε νιώσει, δε θα έκανε συνεχώς κήρυγμα για προσοχή και έλεγχο – ή, όπως του άρεσε να το αποκαλεί, «καθαρό φόνο». Η Ανέτ ήταν ο πιο απολαυστικός του φόνος μέχρι εκείνη τη μέρα. Και γιατί; Εξαιτίας του ήχου που έκαναν οι γροθιές του όταν έπεφταν στη σάρκα της, όταν συνέθλιβαν τα κόκαλά της. Γιατί είχε νιώσει το κάθε χτύπημα όσο έντονα το είχε νιώσει κι εκείνη. Γιατί υπήρξε αίμα – η θέα του, η μυρωδιά του. Είχε μπορέσει να παρακολουθήσει, να μελετήσει τον τρόπο που οι μελανιές συσσωρεύονταν, τον τρόπο που εμφανίζονταν στην επιδερμίδα, να απολαύσει τους διαφορετικούς τόνους χρωμάτων – ανάλογα αν ήταν από χαστούκι ή μπουνιά. Είχαν γνωριστεί καλά, σωστά; Το να μη βιάζεται, το να μοιράζεται τον πόνο, έκανε τους φόνους πολύ πιο προσωπικούς. Πολύ πιο αληθινούς. Τώρα που το σκεφτόταν, συνειδητοποίησε ότι η δουλειά του Πέρι ήταν αναίμακτη, κλινική, ακόμη και αποστασιοποιημένη. Δεν μπορεί να υπήρχε αληθινή ευχαρίστηση με τόσο λίγο πάθος. Τη μοναδική φορά που ο
442
NORA ROBERTS
Πέρι είχε αποκλίνει, είχε επιτρέψει στον εαυτό του αληθινή, αιματηρή βία, δεν είχε μπορέσει να τη χειριστεί. Τώρα ήταν σ’ ένα κελί. Γι’ αυτό η σταδιακή και δημιουργική επιτάχυνσή του ήταν ανώτερη. Γιατί ήταν ο ίδιος ανώτερος. Είναι πια ώρα, ή ίσως να έχει κιόλας περάσει, σκέφτηκε, να κόψω κάθε επαφή με τον Πέρι. Δεν είχε τίποτε πλέον να μάθει από κείνον, και καμία διάθεση για διδασκαλίες. Καθώς το θυμήθηκε, σηκώθηκε για να μαζέψει το τσαλακωμένο σημείωμα. Το έστρωσε ξανά προσεκτικά πριν το βολέψει στο φάκελο με όλα τα υπόλοιπα. Είχε ήδη αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για τη ζωή του, τη στιγμή της επιφοίτησής του, την εξέλιξή του, τη δουλειά του. Είχε αποδεχτεί ότι θα εκδιδόταν μετά το θάνατό του. Είχε αποδεχτεί το αναπόφευκτο τέλος, και αυτή η αποδοχή έκανε κάθε στιγμή ακόμη πιο σημαντική. Όχι φυλακή. Ποτέ φυλακή. Είχε ήδη ζήσει τη ζωή του σε μια αυτοεπιβαλλόμενη φυλακή. Όμως δόξα. Στο τέλος, στο αναπόφευκτο τέλος, θα γνώριζε δόξα. Για τώρα, θα ήταν μονάχα μια σκιά που γλιστρούσε και χανόταν στο φως, ανώνυμη και άγνωστη. Ή γνωστή μονάχα σ’ όσους ο ίδιος επέλεγε, σ’ όσους περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο με την εικόνα του προσώπου του στο βλέμμα τους. Είχε ήδη διαλέξει το επόμενο θύμα. Άλλη μια αλλαγή, σκέφτηκε. Άλλο ένα στάδιο στην εξέλιξή του. Κι όσο την παρακολουθούσε, όσο την ακολουθούσε όπως ο λύκος εντοπίζει το λαγό, τόσο μπορούσε να κάνει υποθέσεις για το πώς θα ήταν η κατάσταση ανάμεσά τους. Η ειρωνεία ήταν εξαίσια, και το ήξερε, το ήξερε ήδη πως θα πρόσθετε κι άλλο στην έξαψη. Κι ύστερα, προτού περάσει πολύς καιρός, θα ακολουθούσε η Φιόνα. Έβγαλε την εφημερίδα, την ξεδίπλωσε και πέρασε τα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
443
δάχτυλά του πάνω στο πρόσωπό της. Μ’ αυτήν θα εκπλήρωνε την υποχρέωσή του στον Πέρι, και το χρέος του θα πληρωνόταν στο έπακρο. Θα ήταν η τελευταία που θα φορούσε το κόκκινο φουλάρι. Είναι ταιριαστό, αποφάσισε. Θα ήταν η κορωνίδα αυτού του σταδίου της δουλειάς του. Το κρεσέντο μου, σκέφτηκε, μ’ ένα τελευταίο δείγμα σεβασμού προς τον Πέρι. Ήταν ήδη σίγουρος πως θα την απολάμβανε περισσότερο απ’ όλες. Εκείνη θα γνώριζε περισσότερο πόνο, περισσότερο φόβο απ’ όλες τις υπόλοιπες πριν τελειώσει μαζί της. Ω, πόσο θα μίλαγαν οι άνθρωποι όταν θα την έπαιρνε, όταν θα τερμάτιζε τη ζωή της. Δε θα μίλαγαν για τίποτα άλλο. Θα μιλούσαν και θα έτρεμαν για τον άντρα που είχε σκοτώσει αυτή που επέζησε από τα χέρια του Πέρι. ΦΚΦ ΙΙ. Ο χαρακτηρισμός τον έκανε να κουνήσει το κεφάλι του, να σιγογελάσει. Τον έκανε να καμαρώνει. Όταν η Φιόνα θα βρισκόταν πεσμένη στο ρηχό τάφο που θα την είχε αναγκάσει πρώτα να σκάψει, ο ΦΚΦ ΙΙ δε θα υπήρχε πια. Θα γινόταν κάποιος άλλος, κάτι διαφορετικό, θα έβρισκε ένα νέο σύμβολο, καθώς θα περνούσε στο επόμενο στάδιο. Κατά κάποιον τρόπο, σκέφτηκε και ήπιε άλλη μια γουλιά ουίσκι, η Φιόνα θα είναι το τέλος μου, και η αρχή. Η ΜΑΝΤΖ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ και χτύπησε τη γροθιά της στο γραφείο της. «Νομίζω ότι έχουμε κάτι.» Ο Τάουνι ανασήκωσε το βλέμμα του από την οθόνη του υπολογιστή του. «Τι πράγμα;» «Έκανα ταυτοποίηση στις διευθύνσεις και στην εργασία του προσωπικού της φυλακής και των εξωτερικών υπηρεσιών. Υπάρχει κάποιος Φράνσις Χ. Εκλ, διδάσκει στο κολέγιο Πλέις – αγγλική φιλολογία και
444
NORA ROBERTS
δημιουργική γραφή. Έκανε τέσσερις σεζόν διδασκαλίας στη φυλακή τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Δεν επέστρεψε στη δουλειά του έπειτα από τις διακοπές του χειμώνα. Έστειλε την παραίτησή του ταχυδρομικά, επικαλούμενους οικογενειακούς λόγους.» «Το έλεγξες;» «Δεν έχει ακριβώς οικογένεια – όχι με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Γύριζε από τη μια ανάδοχη οικογένεια στην άλλη από τότε που ήταν τεσσάρων. Δεν άφησε καμία διεύθυνση επικοινωνίας στο σχολείο. Τα τηλέφωνα τόσο του σπιτιού όσο και του κινητού του είναι κομμένα.» «Ας πάρουμε κι άλλες πληροφορίες. Βρες τους συνεργάτες του, κάποια στοιχεία για τις θετές οικογένειες όπου έμεινε. Έχει ποινικό μητρώο;» «Ούτε ίχνος. Δεν έχει αδέλφια ούτε σύντροφο ούτε παιδιά.» Παρ’ όλο που η φωνή της παρέμενε ψύχραιμη, η έξαψη του κυνηγού έλαμπε στο βλέμμα της. «Ο Πέρι δήλωσε συμμετοχή και για τις τέσσερις σεζόν μαθημάτων στη φυλακή. Έκανα έναν έλεγχο στις πιστωτικές κάρτες του Εκλ. Τίποτα από τον Ιανουάριο. Ούτε μία χρέωση, αλλά ούτε και τις έχει ακυρώσει. Κι αυτό είναι περίεργο.» «Ναι, είναι. Θα μπορούσε να είναι νεκρός.» «Αυτός μου κάνει κάτι, Τάουνι. Κοίτα, ξέρω ότι θέλεις να προσπαθήσεις να φύγεις και να έρθεις σε επαφή με την Μπρίστοου σήμερα ή αύριο, αλλά νομίζω πως πρέπει να το ελέγξουμε αυτό, να μιλήσουμε με ανθρώπους που τον γνώριζαν, πρόσωπο με πρόσωπο.» «Εντάξει. Ας ελέγξουμε τους τραπεζικούς του λογαριασμούς, να δούμε αν μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε κι άλλες πληροφορίες. Δάσκαλος αγγλικής φιλολογίας;» «Αναπληρωματικός. Ανύπαντρος, ζει μόνος, σαράντα δύο χρόνων. Ο διευθυντής με τον οποίο μίλησα μου είπε ότι ο Εκλ απλώς πήγαινε, έκανε τη δουλειά του και δε δημιουργούσε προβλήματα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
445
συγκεκριμένους φίλους του επίσης, και μιλάμε για μικρό σχολείο, Τάουνι.» Η λάμψη εμφανίστηκε και στο βλέμμα του Τάουνι. «Κάνε τα τηλεφωνήματα. Θα κανονίσω για το ταξίδι.»
Ο ΣΑΙΜΟΝ ΚΑΛΥΨΕ ΤΗ ΣΧΕΔΟΝ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ οινοθήκη με μουσαμά. Τον έκανε να νιώθει λιγάκι ανόητος, αλλά δεν ήθελε να τη δει η Φιόνα ή να τον ρωτήσει γι’ αυτό. Ίσως δεν ήθελε να πολυσκέφτεται ότι την έφτιαχνε για κείνη, μόνο και μόνο επειδή του είχε πει πως ήθελε να έχει μία. Ήταν ήδη αρκετά περίεργο να ξυπνά και να ξέρει πως εκείνη βρισκόταν εκεί. Όχι στο κρεβάτι, φυσικά, συλλογίστηκε καθώς άπλωνε το τρίτο χέρι βερνικιού στον ξύλινο νιπτήρα που ήταν φτιαγμένος από ένα κούτσουρομε-τις-ρίζες-του. Αν είχε σηκωθεί ο ήλιος, το ίδιο συνέβαινε και με τη Φιόνα. Όμως βρισκόταν εκεί, στο σπίτι του, στο μέρος του. Το μπάνιο του είχε το άρωμά της, όπως και η κουζίνα του είχε το άρωμα του καφέ που εκείνη είχε ετοιμάσει όσο ο ίδιος ακόμη κοιμόταν. Και το παράξενο; Δεν τον πείραζε αυτό. Φαντάσου ότι δεν τον πείραξε, μετά από την πρώτη στιγμή που σάστισε, όταν άνοιξε ένα συρτάρι για να πάρει ένα κουτάλι και βρήκε όλα τα μαχαιροπίρουνά του τακτοποιημένα κατά είδος. Του είχε φανεί, ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω, πως η κουζίνα ήταν πιο τακτοποιημένη – αλλά, εφόσον δεν ήταν σίγουρος για το πώς ακριβώς την είχε αφήσει, έμεινε στο ίσως. Μέχρι εκείνος να ετοιμαστεί για δουλειά, η Φιόνα είχε ήδη ταΐσει τα σκυλιά, τα είχε βγάλει έξω για μια σύντομη προπόνηση, είχε κάνει ντους, είχε ντυθεί και πότιζε τις γλάστρες της. Άκουσε τα αυτοκίνητα που έφταναν για το πρώτο μάθημα και είχε μείνει επίτηδες ακουμπισμένος στη
446
NORA ROBERTS
βεράντα του μαγαζιού ώστε να ελέγξει ποιος ερχόταν. Είχε ακόμη προσαρμόσει την ένταση της μουσικής ώστε να μπορέσει να την ακούσει αν τον φώναζε – κι αυτό ήταν θυσία. Όμως είχε την ησυχία του και κανείς δεν τον ενοχλούσε όσο εκείνη έκανε τα πρωινά της μαθήματα. Ακόμα κι ο Σαγόνιας τον είχε εγκαταλείψει. Πράγμα που ήταν καλό – καλύτερο κι από καλό. Δεν είχε πια ν’ ανησυχεί για τρίχες που θα κολλούσαν στο βερνίκι ούτε ήταν αναγκασμένος να αγνοεί τα ξύλα ή τις μπάλες που βρίσκονταν στα πόδια του κι εκείνο το ικετευτικό βλέμμα για παιχνίδι. Είχε καταφέρει να κόψει αρκετά ξύλινα πατρόν, και κάμποσα κομμάτια ήταν ήδη κολλημένα και βαλμένα στους σφιγκτήρες, ενώ τώρα, καθώς το ρολόι στο μαγαζί έδειχνε πως δεν είχε καν φτάσει μεσημέρι, περνούσε ένα ακόμη χέρι στο νιπτήρα του, που αναδείκνυε τα όμορφα νερά του ξύλου και βάθαινε το χρώμα του. Με την άκρη του ματιού του αντιλήφθηκε την κίνηση και σταμάτησε βλέποντας εκείνη και το σκυλί να πλησιάζουν. «Κράτα τους μακριά, εντάξει; Δεν έχει στεγνώσει ακόμα. Ένα τίναγμα να κάνουν, και θα γεμίσει τρίχες.» «Καθίστε. Μείνετε. Σκέφτηκα απλώς να σε ρωτήσω αν θέλεις κανένα σάντουιτς ή…» Σταμάτησε κι απόμεινε να κοιτάζει. Κι ο Σάιμον είχε την άφατη ευχαρίστηση να τη βλέπει να μένει με το στόμα κυριολεκτικά ανοιχτό. «Ω Θεέ μου! Αυτό είναι το κούτσουρο; Αυτό είναι το κούτσουρό μου;» «Το δικό μου κούτσουρο.» «Είναι εκπληκτικό!» Το ένστικτο την έκανε ν’ απλώσει τα δάχτυλά της για να το αγγίξει. Εκείνος της τα έσπρωξε μακριά με ένα χτύπημα. «Ωχ! Εντάξει, συγγνώμη, δεν έχει ακόμα στεγνώσει. Είναι το πάνω κάτω. Έτσι βγάζει νόημα. Φυσικά.» Βάζοντας τα χέρια της στις πίσω τσέπες της για να μην τ’
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
447
απλώσει ξανά και δεχτεί καινούρια ξυλιά, η Φιόνα έκανε το γύρο του νιπτήρα. «Οι ρίζες σχηματίζουν τη βάση, τον κορμό, ή όπως το λένε, για να καθίσει πάνω ο νιπτήρας, έτσι που να μοιάζει σαν κάτι που ξεφύτρωσε από κάποιο μαγεμένο δάσος. Ποιος θα το έλεγε ότι οι ρίζες των δέντρων θα έδειχναν τόσο υπέροχες; Υποθέτω εσύ το ήξερες. Όμως ο ίδιος ο νιπτήρας. Τι θα είναι ο νιπτήρας;» «Ξύλο από παρασαρκώματα δέντρων. Είχα βρει πριν από αρκετούς μήνες. Αλλά έπρεπε να βρω και τη σωστή βάση.» «Το χρώμα είναι τόσο όμορφο! Σαν γυάλινο σιρόπι. Είναι όμορφο, Σάιμον. Ήξερα πως θα γινόταν κάτι ενδιαφέρον, αλλά δεν ήξερα πως θα γινόταν όμορφο.» Οι υπερβολικές θετικές κριτικές για τη δουλειά του συνήθως τον έκαναν να εκνευρίζεται. Παραδόξως όμως, μ’ εκείνη, μ’ αυτό το θαμπωμένο ύφος χαράς στο πρόσωπό της, ένιωθε μονάχα ικανοποίηση. «Δεν έχει τελειώσει ακόμη.» «Τι θα το κάνεις όταν θα το τελειώσεις;» «Δεν ξέρω.» Ανασήκωσε τους ώμους του, γιατί η αλήθεια ήταν πως είχε πιάσει τον εαυτό του να θέλει να της το χαρίσει. Της ταίριαζε απόλυτα. «Ίσως να το πουλήσω, ίσως να το κρατήσω.» «Θα νιώθεις μαγικά κάθε φορά που θα πλένεις τα χέρια σου. Ποτέ δε θα κοιτάξω ξανά με τον ίδιο τρόπο ένα κούτσουρο. Θεέ μου, περίμενε μέχρι να το δει ο κόσμος!» Του γέλασε. «Τέλος πάντων, έχω δυο ώρες μπροστά μου μέχρι το απογευματινό μάθημα. Αν πεινάς, μπορώ να σου ετοιμάσω ένα σάντουιτς.» Εκείνος το σκέφτηκε, κοιτώντας την εξεταστικά. «Άκου, δε θέλω να με κακομαθαίνεις, γιατί μετά θα συνεχίσω να θέλω να με κακομαθαίνεις.» Της πήρε ένα δευτερόλεπτο. «Ξέρεις, το καταλαβαίνω αυτό, όλως περιέργως. Εντάξει, τι θα έλεγες να κάναμε μια ανταλλαγή;»
448
NORA ROBERTS
«Τι είδους ανταλλαγή;» «Θα σου φτιάξω σάντουιτς κι εσύ θα μου φτιάξεις μερικές ξύλινες περσίδες. Σου έγραψα τα μήκη που θέλω.» Έβγαλε μια λίστα και του την έδωσε. Εκείνος την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Για τι πράγμα είναι;» «Για μένα.» Του χαμογέλασε. «Εντάξει. Δεν έχεις σημειώσει πλάτος.» «Ω. Χμμ. Τόσο;» Έφερε κοντά το δείκτη και τον αντίχειρά της. «Κάπου εξήντα πόντους. Τι είδους ξύλο;» «Ξύλινο – ό,τι έχεις πρόχειρο.» «Τελείωμα;» «Πω πω, ένα σωρό αποφάσεις. Αυτό το πράγμα, το διαφανές. Δε μου χρειάζονται πολυτέλειες.» «Εντάξει. Θα τα ετοιμάσω όταν τελειώσω μ’ αυτό.» «Τέλεια.» Καλά πάει, σκέφτηκε αργότερα ο Σάιμον. Βρέθηκε μ’ ένα σάντουιτς που δεν αναγκάστηκε να φτιάξει μόνος του, και είχαν μείνει μακριά ο ένας από τα πόδια του άλλου όσο δούλευε. Παρ’ όλο που του είχε δώσει το λόγο της, συγύριζε – αλλά επιδέξια και με σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο. Την είχε δει να σκουπίζει τη βεράντα, κι όταν κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει να γεμίσει το ψυγείο του μαγαζιού και πήγε στο σπίτι για να πάρει κάτι να πιει, η γυαλάδα του ψυγείου λίγο έλειψε να τον κάνει να χάσει το φως του. Από κάπου άκουσε τον ύποπτο θόρυβο του πλυντηρίου σε λειτουργία. Οπότε εντάξει, θα έκαναν κι άλλη ανταλλαγή. Θα της έφτιαχνε καινούριο εξοπλισμό εκπαίδευσης όταν θα είχε την ευκαιρία. Όταν βγήκε ξανά έξω, την είδε να βηματίζει στην πίσω αυλή με το κινητό κολλημένο στ’ αυτί της. Κάτι συμβαίνει, σκέφτηκε, και πήγε προς το μέρος της. «Ναι, βέβαια, κανένα πρόβλημα. Σ’ ευχαριστώ που
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
449
τηλεφώνησες. Ειλικρινά. Εντάξει. Γεια.» Έκλεισε το τηλέφωνο. «Ήταν ο πράκτορας Τάουνι. Είχε σκοπό να περάσει σήμερα, αλλά έχουν κάτι άλλο να κάνουν. Νομίζω πως έχουν κάποιο στοιχείο. Πρόσεξε πολύ να μην του ξεφύγει, αλλά αυτό νομίζω. Ακουγόταν υπερβολικά ήρεμος.» «Υπερβολικά ήρεμος;» «Επιτηδευμένα ήρεμος.» Έτριψε την παλάμη του χεριού της ανάμεσα στα στήθη της, κι ο Σάιμον ήξερε ότι αυτό το έκανε όταν ήθελε να ηρεμήσει. «Σαν να μην ήθελε να δείξει ενθουσιασμό ή ενδιαφέρον» του εξήγησε. «Ίσως βγάζω συμπεράσματα εκεί που δεν υπάρχουν, αλλά έτσι νιώθω. Και δε μου είπε τίποτε, γιατί δεν ήθελε να αντιδράσω με τον τρόπο ακριβώς που αντιδρώ.» Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια ανάσα. «Πάλι καλά που έχω γεμάτο το απόγευμα. Δε θα μπορέσει να με πιάσει εμμονή.» «Ναι, θα μπορέσει. Γιατί αυτό κάνεις.» Απλώνοντας το χέρι του πίσω της, της τράβηξε την κοτσίδα και άλλαξε θέμα συζήτησης. «Μου πλένεις τα ρούχα μου, μαμά;» «Πλένω τα δικά μου.» Του απάντησε σοβαρά. «Μπορεί να υπάρχουν και μερικά δικά σου μέσα, ίσα για να γεμίσει ο κάδος.» Την έσπρωξε στον ώμο. «Πρόσεχε.» Εκείνη έφερε τις γροθιές της στους γοφούς της καθώς ο Σάιμον απομακρυνόταν. «Φέρθηκα ήδη ριζοσπαστικά. Άλλαξα τα σεντόνια στο κρεβάτι.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε να προχωρά – και την έκανε να γελάσει.
Ο ΤΑΟΥΝΙ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΑ ΤΟΥ έλεγξαν πρώτα την τελευταία γνωστή διεύθυνση του Εκλ, ένα μικρό τριώροφο κτίριο διαμερισμάτων σε κοντινή απόσταση από την πανεπιστημιούπολη. Όσο κι αν χτύπησαν στο διαμέρισμα 202, κανείς δεν τους απάντησε – μόνο η πόρτα
450
NORA ROBERTS
στην άλλη άκρη του διαδρόμου άνοιξε ελάχιστα. «Αυτή δεν είναι μέσα.» «Αυτή;» «Μετακόμισε πριν από δυο βδομάδες.» Το άνοιγμα μεγάλωσε. «Νεαρή, πρώτο διαμέρισμα. Τι θέλετε;» Οι δύο πράκτορες της έδειξαν το σήμα τους. Κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα. «Το FBI!» Ο τόνος της ήταν σαν να έλεγε ο Άγιος Βασίλης! Ο Τάουνι έκοψε τη γυναίκα με τα λαμπερά, σαν πουλιού μάτια πίσω από τα μεταλλικά γυαλιά γύρω στα εβδομήντα. «Λατρεύω όλες της σειρές με πράκτορες του FBI στην τηλεόραση. Τις παρακολουθώ όλες. Και τις αστυνομικές, επίσης. Έχει μπλέξει πουθενά η πιτσιρίκα; Εμένα πάντως ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό. Είναι πολύ φιλική κι ευγενική. Και καθαρή, παρ’ όλο που ντύνεται όπως οι περισσότερες νεαρές.» «Η αλήθεια είναι πως ελπίζαμε να βρούμε τον Φράνσις Εκλ.» «Ω, αυτός έφυγε αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Αρρώστησε η μητέρα του. Ή τουλάχιστον έτσι είπε. Πάω στοίχημα πως βρίσκεται σε κάποιο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Ή ότι είναι δολοφόνος κατά συρροήν. Είναι ο τύπος του τέτοιος.» Η Μαντζ ανασήκωσε τα φρύδια της. «Κυρία…;» «Χάουμπεϊκερ. Στέλλα Χάουμπεϊκερ.» «Κυρία Χάουμπεϊκερ, μπορούμε να περάσουμε και να κουβεντιάσουμε;» «Το ήξερα πως ήταν περίεργος.» Σήκωσε το δάχτυλό της. «Περάστε μέσα. Καθίστε» τους είπε και προχώρησε για να κλείσει την τηλεόραση. «Δεν πίνω καφέ, αλλά έχω στο σπίτι για όταν έρχονται τα παιδιά μου. Κι αναψυκτικά επίσης.» «Είμαστε μια χαρά» της είπε ο Τάουνι. «Είπατε ότι ο κύριος Εκλ έφυγε μετά τα Χριστούγεννα.» «Ακριβώς. Τον είδα να κουβαλάει τις βαλίτσες του,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
451
μεσημεριάτικα, όταν κανείς άλλος δε βρίσκεται στο κτίριο πέρα από μένα. Οπότε του είπα: “Πάτε ταξιδάκι;”. Κι εκείνος χαμογέλασε με το γνωστό του τρόπο, χωρίς να σε κοιτάζει στα μάτια, και είπε ότι έπρεπε να πάει να βοηθήσει τη μητέρα του, γιατί είχε πέσει κι είχε σπάσει το γοφό της. Όμως ποτέ δεν είχε αναφέρει τη μητέρα του όλα τα χρόνια που έμενε απέναντί μου. Φυσικά, σχεδόν ποτέ δεν μίλαγε για τίποτα. Ήταν κλειστός τύπος» πρόσθεσε μ’ ένα γνέψιμο όλο σοφία. «Αυτό λένε συνήθως γι’ ανθρώπους που βγαίνουν εκεί έξω και πετσοκόβουν τον κόσμο με τσεκούρια. Πώς ήταν πολύ ήσυχοι και κλειστοί τύποι.» «Ανέφερε πού ζούσε η μητέρα του;» «Είπε, επειδή τον ρώτησα αμέσως, ότι ζούσε στο Κολόμπους, του Οχάιο. Και τώρα πείτε μου» τους ρώτησε, υψώνοντας ξανά το δάχτυλό της, «αν είχε μητέρα στα ανατολικά, πώς γίνεται να μην είχε πάει ποτέ πιο πριν να την επισκεφτεί ή πώς δεν ήρθε εκείνη ποτέ να τον δει;» Χτύπησε με το δάχτυλό της το πλαϊνό μέρος της μύτης της. «Μου μυρίζει περίεργα. Και μου μυρίζει ακόμη πιο περίεργα βλέποντας ότι ο ίδιος δεν επέστρεψε ποτέ. Άφησε τα έπιπλά του – ή τα περισσότερα απ’ αυτά απ’ ό,τι κατάλαβα όταν τελικά η ιδιοκτήτρια ήρθε για να καθαρίσει το διαμέρισμα. Δεν είχε και πολλά άλλα, και ξέρω ότι είχε βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία – και δεν τις πήρε μαζί του. Θα πρέπει να τα πούλησε στο eBay ή κάτι ανάλογο.» «Έχετε καλό μάτι, κυρία Χάουμπεϊκερ.» Δέχτηκε το σχόλιο του Τάουνι μ’ ένα κατεργάρικο χαμόγελο. «Ναι, έχω το νου μου, και, μια που ο περισσότερος κόσμος δε δίνει σημασία στις ηλικιωμένες κυρίες, τη βγάζω καθαρή. Τους τελευταίους μήνες, τον έβλεπα να βγαίνει κουβαλώντας κούτες ή στοίβες απ’ αυτούς τους ταχυδρομικούς φακέλους, και γύριζε με άδεια χέρια. Οπότε κατάλαβα ότι πούλησε κάποια απ’ τα βιβλία του ή κάτι ανάλογο. Μάζευε χρήματα, πάω
452
NORA ROBERTS
στοίχημα. Και δεν πλήρωσε νοίκι μετά τον Ιανουάριο επίσης. Και, φυσικά, κουβέντιασα με την ιδιοκτήτρια γι’ αυτό, κι έμαθα ότι παράτησε τη δουλειά του και άδειασε τον τραπεζικό του λογαριασμό. Μέχρι τελευταίας δεκάρας.» Τα λαμπερά μάτια της φανέρωναν διορατικότητα. «Υποθέτω όμως ότι αυτό το γνωρίζετε.» «Είχε φίλους, επισκέπτες;» ρώτησε η Μαντζ. «Καμιά φιλενάδα;» Η κυρία Χάουμπεϊκερ ξεφύσηξε απαξιωτικά. «Ποτέ δεν τον είδα με γυναίκα – ή με άντρα αν ήταν απ’ αυτούς. Δεν ήταν φυσιολογικός. Ήταν ευγενικός – αυτό του το αναγνωρίζω. Με καλούς τρόπους, αλλά δεν έλεγε λέξη, εκτός κι αν του μιλούσες εσύ πρώτα. Τι έχει κάνει;» «Θέλουμε απλώς να του μιλήσουμε.» Τώρα εκείνη έγνεψε με κατανόηση. «Είναι αυτό που αποκαλείτε “πρόσωπο ενδιαφέροντος” και συνήθως σημαίνει ότι είναι ύποπτος για κάτι κακό. Οδηγούσε ένα απ’ αυτά τα μπασμένα αυτοκίνητα, τα χάτσμπαγκ. Αυτό φόρτωσε και έφυγε εκείνη τη μέρα. Θα σας πω και κάτι άλλο, επειδή είμαι περίεργη και χώνω τη μύτη μου σε ξένες υποθέσεις – κι επειδή το κουβεντιάσαμε με την ιδιοκτήτρια. Δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία στο διαμέρισμα, ούτε ένα γράμμα ή μια κάρτα. Ποτέ του δε σκόπευε να γυρίσει πίσω, αυτό λέω εγώ. Και δεν πήγε να φροντίσει τη μητέρα του με το σπασμένο γοφό. Αν είχε μητέρα, πιθανότατα θα την είχε σκοτώσει στον ύπνο της.» Όταν βρέθηκαν έξω, η Μαντζ άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Να μια κυρία με διορατικότητα.» «Δε νομίζω πως ο Εκλ σκότωσε τη μητέρα του στον ύπνο της, αφού τα αρχεία δείχνουν ότι η μητέρα του πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών όταν εκείνος ήταν οχτώ χρονών.» «Η γυναίκα τον κατάλαβε, Τάουνι. Κι αν αυτός δεν είναι ο ύποπτός μας, εγώ είμαι χορεύτρια του Λας
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
453
Βέγκας.» «Έχεις ωραία πόδια, Έριν, αλλά κι εγώ το ίδιο θεωρώ. Ας πάμε να βρούμε την ιδιοκτήτρια και να δούμε τι θα μάθουμε από το κολέγιο κι ύστερα υποθέτω πως θα πρέπει να πάμε πίσω στη φυλακή.»
454
NORA ROBERTS
ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ
ΜΙΑ ΜΕΡΑ, ΣΚΕΦΤΗΚΕ Η ΦΙΟΝΑ, ελπίζω να νιώθω κάτι άλλο εκτός από τρόμο όταν αντικρίζω το περιπολικό του Ντέιβι να κατηφορίζει το δρομάκι μου. «Ωχ, ωχ, τη βάψαμε τώρα!» αστειεύτηκε ένας από τους μαθητές της, κι εκείνη κατάφερε να χαμογελάσει σφιγμένα. «Μην ανησυχείς, έχω γνωριμίες. Τζάνα, βλέπεις πώς κάνει κύκλους η Λότους; Τι σημαίνει για σένα αυτό;» «Α, βρίσκεται στο κέντρο από μυρωδιές;» «Ίσως. Ίσως να προσπαθεί να βρει καινούρια μυρωδιά, να καταλάβει. Ίσως να έπιασε μια διασταυρούμενη μυρωδιά και προσπαθεί να τη γνωρίσει. Πρέπει να το καταλάβεις κι εσύ. Δούλεψε μαζί της. Βοήθησέ τη να συγκεντρωθεί. Παρατήρησε την ουρά της, το τρίχωμα στο σβέρκο της, άκουσε την ανάσα της. Κάθε αντίδραση σημαίνει κάτι, κι η δική της μπορεί να είναι διαφορετική απ’ το σκυλί του Μάικ, για παράδειγμα. Επιστρέφω αμέσως.» Απομακρύνθηκε με την καρδιά της να χτυπά δυνατά σε κάθε βήμα καθώς ο Ντέιβι ερχόταν προς το μέρος της. «Συγγνώμη που διακόπτω το μάθημά σου – και δεν
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
455
είναι άσχημα νέα. Πόση ώρα θα κάνεις να τελειώσεις;» «Δεκαπέντε, είκοσι λεπτά. Τι…» «Δεν είναι άσχημα νέα» επανέλαβε εκείνος. «Όμως δε θέλω να σου μιλήσω μπροστά σε άλλους. Μπορώ να περιμένω. Απλώς έχω κακό συγχρονισμό.» «Όχι, κανονικά θα είχαμε τελειώσει, αλλά το γκρουπ μού ζήτησε να κάνουμε μια συμπληρωματική άσκηση έρευνας πτώματος. Ήταν μόνο τέσσερις και είχα χρόνο, οπότε…» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Σ’ αφήνω να συνεχίσεις. Πειράζει αν παρακολουθώ;» «Κανένα πρόβλημα.» «Φι;» Η Τζάνα τής έκανε νόημα κι ύστερα σήκωσε ψηλά τα χέρια της μπερδεμένη. «Δεν το καταλαβαίνει, και δείχνει μπερδεμένη και να, βαριεστημένη. Το καταφέραμε στο σπίτι. Της αρέσει αυτή η συμπεριφορά, και το έχουμε μάθει νεράκι.» Συγκεντρώσου, διέταξε η Φιόνα τον εαυτό της. «Δεν είστε σπίτι. Θυμήσου, καινούριο μέρος, καινούριο περιβάλλον, νέα προβλήματα.» «Ναι, ναι, ξέρω ότι το έχεις ξαναπεί αυτό, αλλά, αν το καταφέρουμε, κάθε φορά που πηγαίνει σε κάποια έρευνα θα είναι ένα νέο μέρος.» «Απολύτως αλήθεια. Γι’ αυτό όσο περισσότερες εμπειρίες έχει τόσο το καλύτερο. Μαθαίνει κάθε φορά. Είναι έξυπνη και πρόθυμη, αλλά σήμερα δεν τα καταφέρνει – και νιώθει και το δικό σου εκνευρισμό. Πρώτα πρώτα χαλάρωσε.» Κάνε κι εσύ το ίδιο, σκέφτηκε η Φιόνα κι έριξε μια ματιά πίσω, εκεί όπου στεκόταν ο Ντέιβι και παρακολουθούσε. «Πήγαινε πίσω εκεί όπου άρχισε να κάνει κύκλους κι έχασε το ενδιαφέρον της. Ανανέωσε, δώσε ανταμοιβή, κάνε νέα σύνδεση. Αν δεν τα καταφέρνει σήμερα, πήγαινέ τη στην πηγή, άφησέ τη να τη βρει, δώσ’ της ανταμοιβή.» Είναι καλή ομάδα, σκέφτηκε η Φιόνα. Όμως ο άνθρωπος της ομάδας έχει την τάση να θέλει γρήγορα
456
NORA ROBERTS
αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, διαθέτει όλο το χρόνο και την ενέργεια που χρειάζεται κι έχει ισχυρό δέσιμο με το σκυλί της. Στράφηκε να παρατηρήσει τον Μάικ και τον αυστραλέζικο ποιμενικό του που πανηγύριζαν για το εύρημα. Το σκυλί δέχτηκε με χαρά το φαγητό ως αμοιβή και τα παινέματα πριν ο Μάικ φορέσει τα πλαστικά γάντια και ανασύρει τον κύλινδρο που περιείχε κομματάκια ανθρώπινων οστών. Καλά τα κατάφεραν, σκέφτηκε. Και ο τρίτος μαθητής της ύψωσε τη μύτη και την ουρά του στον αέρα, φανερώνοντάς της ότι θα έβρισκε σύντομα την πηγή του. Μια μέρα, σκέφτηκε, ένας ή όλοι από αυτούς μπορεί να δέχονται κλήση για μια έρευνα, να ψάχνουν δάση, λόφους, χωράφια, δρόμους της πόλης, και να βρίσκουν ανθρώπινα λείψανα. Και βρίσκοντάς τα θα μπορέσουν να βοηθήσουν τις οικογένειες να νιώσουν ότι έκλεισε ο κύκλος, να βοηθήσουν την αστυνομία να βρει απαντήσεις. Πτώματα, σκέφτηκε, όπως εκείνο της Ανέτ Κέλγουορθ. Πεταμένο βάναυσα σ’ ένα ρηχό τάφο, παρατημένο σαν σπασμένο παιχνίδι, ενώ ο υπαίτιος κυνηγούσε ήδη κάτι καινούριο. Θα υπήρχε και άλλο θύμα; Ακόμη πιο κοντά; Θα φώναζαν τη δική της μονάδα για έρευνα; Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να το κάνει, αν θα μπορούσε να πάρει ένα από τα πολύτιμα σκυλιά της και να ψάξει για ένα πτώμα που θα μπορούσε να είναι και το δικό της. Που θα ήταν το δικό της αν ο άνθρωπος τον οποίο ούτε καν ήξερε κατάφερνε να πετύχει το στόχο του. «Το βρήκε!» φώναξε η Τζάνα καθώς έσκυβε ν’ αγκαλιάσει τη Λότους της. «Τα κατάφερε!» «Μπράβο!» Δεν είναι άσχημα τα νέα, θύμισε στον εαυτό της καθώς βόλευε τα εργαλεία της εκπαίδευσης. Έβγαλε κοκακόλα από το ψυγείο και για τους δυο τους.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
457
«Εντάξει» είπε «πες μου.» «Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες έχουν κάποιο στοιχείο. Νομίζουν πως είναι αξιόπιστο.» «Ένα στοιχείο.» Τώρα μπορούσαν ν’ αρχίσουν να τρέμουν τα γόνατά της. Κρατήθηκε με το ένα της χέρι από το σκαμπό της κουζίνας για να μη σωριαστεί. «Τι είδους στοιχείο;» «Ψάχνουν ένα συγκεκριμένο άτομο, κάποιον που ήρθε σε επαφή με τον Πέρι μέσα στη φυλακή. Έναν εξωτερικό καθηγητή. Έναν καθηγητή αγγλικής φιλολογίας από το κολέγιο Πλέις.» «Τον ψάχνουν;» «Ναι. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του, μάζεψε μερικά από τα πράγματά του κι έφυγε κάποια στιγμή ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στο Νέο Έτος. Τράβηξε όλα του τα χρήματα από την τράπεζα, άφησε πίσω τα έπιπλά του και σταμάτησε να πληρώνει το νοίκι του. Ταιριάζει με το προφίλ – έτσι λένε. Το θέμα είναι πως δεν είχε καμία επαφή –που να μπορούν να επιβεβαιώσουν– με τον Πέρι εδώ κι ένα σχεδόν χρόνο. Κι αυτός είναι πολύς καιρός.» «Είναι υπομονετικός. Ο Πέρι. Είναι υπομονετικός.» «Οι ομοσπονδιακοί πιέζουν τον Πέρι αυτή τη στιγμή. Προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν πόσα γνωρίζει. Και ψάχνουν το παρελθόν αυτού του τύπου. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι πρόκειται για μοναχικό τύπο. Χωρίς σχέσεις, χωρίς οικογένεια. Η μητέρα του ήταν πρεζόνι, οπότε αυτός βρέθηκε στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας πριν καν εκείνη πεθάνει από υπερβολική δόση, όταν εκείνος ήταν οκτώ χρόνων.» «Θέματα με τη μητέρα» μουρμούρισε καθώς η ελπίδα και ο φόβος γίνονταν ένα κουβάρι μέσα της. «Όπως ο Πέρι.» «Έχουν αυτό το κοινό.» Ο Ντέιβι έβγαλε ένα χαρτί από φαξ απ’ την τσέπη του και το ξεδίπλωσε. «Σου φαίνεται γνωστός;» Κοίταξε προσεκτικά τη φωτογραφία, το συνηθισμένο
458
NORA ROBERTS
πρόσωπο, τη φροντισμένη, χαρακτηριστική γενειάδα καθηγητή, τα κάπως πυκνά, αφρόντιστα μαλλιά. «Όχι. Όχι, δεν τον ξέρω. Δεν τον γνωρίζω. Αυτός είναι στ’ αλήθεια;» «Αυτός είναι που ψάχνουν. Δεν τον αποκαλούν ύποπτο. Προσέχουν πολύ να μην το κάνουν. Όμως σ’ το λέω, Φι, πιστεύουν πως αυτός είναι ο τύπος κι έχουν πέσει με τα μούτρα.» Την έτριψε στον ώμο. «Θέλω να ξέρεις ότι πραγματικά έχουν πέσει με τα μούτρα σ’ αυτή την υπόθεση.» «Ποιος είναι;» «Ο Φράνσις Εκλ. Φράνσις Χαβιέ Εκλ. Η ηλικία, το ύψος, το βάρος και το χρώμα του είναι όλα γραμμένα στο φαξ. Θέλω να κρατήσεις αυτή τη φωτογραφία, Φι. Μπορεί να έχει αλλάξει την εμφάνισή του. Να έχει κόψει τη γενειάδα, να έχει βάψει τα μαλλιά του. Θέλω λοιπόν να την κρατήσεις, κι αν δεις οποιονδήποτε που θυμίζει έστω αμυδρά αυτόν τον τύπο, μη διστάσεις. Να τηλεφωνήσεις.» «Μην ανησυχείς, θα το κάνω.» Ήδη το πρόσωπό του είχε αποτυπωθεί στη μνήμη της. «Είπες πως ήταν καθηγητής.» «Ναι. Το μητρώο του είναι καθαρό. Είχε δύσκολη παιδική ηλικία, αλλά δε δημιούργησε προβλήματα – που να έχουν καταγραφεί τουλάχιστον. Θα μιλήσουν στις θετές οικογένειες, στους συναδέλφους του, στους ανωτέρους του, στους γείτονες. Ως τώρα, δεν υπάρχει το παραμικρό στο παρελθόν του που θα σε έκανε να του ρίξεις δεύτερη ματιά, όμως…» «Οι άνθρωποι μπορούν να εκπαιδευτούν. Όπως και τα σκυλιά. Μπορούν να μάθουν, είτε καλή είτε κακή συμπεριφορά. Απλώς εξαρτάται από το κίνητρο και τις μεθόδους.» «Θα τον βρουν, Φι.» Ο Ντέιβι ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και την έσφιξε ενώ κοιτάχτηκαν κατάματα. «Να το πιστέψεις αυτό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
459
Κι επειδή είχε ανάγκη να το πιστέψει, έτρεξε αμέσως στο μαγαζί του Σάιμον. Εκείνος ήταν στον τόρνο, η μουσική σφυροκοπούσε, το εργαλείο σφύριζε καθώς έσκαβε και λείαινε το ανοιχτόχρωμο ξύλο που κρατούσε στα χέρια του. Είναι ένα μπολ, συνειδητοποίησε εκείνη, ένα από εκείνα τα υπέροχα, που έχουν επιφάνεια γυαλιστερή σαν μετάξι και πάχος τόσο λεπτεπίλεπτο όσο του χαρτιού. Απόμεινε να χαζεύει τον τρόπο με τον οποίο εκείνος έστρεφε το κορμί του και έγερνε, και ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να κάτσει ακίνητη. Εκείνος έκλεισε τη μηχανή. «Το ξέρω ότι είσαι εκεί πέρα και αναπνέεις τον αέρα μου.» «Με συγχωρείς. Γιατί δεν έχεις κι εσύ ένα τέτοιο; Σου χρειάζεται κάποιο στο διπλάσιο μέγεθος περίπου για τον πάγκο της κουζίνας σου, για τα εποχιακά φρούτα.» Έβγαλε τις ωτασπίδες του και τα προστατευτικά γυαλιά κι απόμεινε να στέκεται. «Ήρθες ως εδώ για να μου πεις αυτό;» Και χαμήλωσε το βλέμμα του καθώς ο Σαγόνιας έριξε ένα ροκανίδι στα πόδια του. «Βλέπεις τι κάνεις τώρα;» «Θα τα βγάλω για παιχνίδι πριν από το επόμενό μου μάθημα. Σάιμον.» Σήκωσε ψηλά το χαρτί του φαξ. Η γλώσσα του σώματός του άλλαξε. Μπήκε σε επιφυλακή, σκέφτηκε εκείνη. «Τον έπιασαν;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τον ψάχνουν όμως, και –έτσι είπε ο Ντέιβι– πιστεύουν ότι… πρέπει να καθίσω.» «Βγες έξω, στον αέρα.» «Δε νιώθω τα πόδια μου.» Μ’ ένα μικρό γέλιο, βγήκε έξω παραπατώντας και σωριάστηκε στη βεράντα του μαγαζιού. Λίγες στιγμές μετά, εκείνος βγήκε μ’ ένα μπουκάλι νερό. «Για δώσ’ το μου αυτό.» Της έδωσε το νερό και βούτηξε το χαρτί. «Ποιο είναι αυτό το κάθαρμα;» «Κανείς. Ο Κύριος Συνηθισμένος, μόνο που δεν είναι
460
NORA ROBERTS
έτσι στ’ αλήθεια. Πού είναι το σκοινί! Πηγαίνετε να φέρετε το σκοινί!» Τα τέσσερα σκυλιά σταμάτησαν να χώνουν τις μουσούδες τους και να σπρώχνουν με τα κορμιά τους κι έφυγαν σφαίρα. «Θα τους κρατήσει απασχολημένους για λίγα λεπτά. Ο Ντέιβι ήρθε να μου πει αυτά που τους είπαν από το FBI. Το όνομά του είναι Φράνσις Χαβιέ Εκλ» ξεκίνησε να λέει. Εκείνος συνέχισε να παρατηρεί τη φωτογραφία όσο την άκουγε. Όταν επέστρεψαν τα σκυλιά –ο επιδέξιος Νιούμαν ήταν ο νικητής–, ο Σάιμον πήρε το σκοινί. «Πηγαίνετε να παίξετε» τα διέταξε και το πέταξε με δύναμη μακριά. «Δεν ελέγχουν τους ανθρώπους πριν τους αφήσουν να δουλέψουν στη φυλακή;» «Ναι, φυσικά. Υποθέτω δηλαδή» πρόσθεσε μετά από λίγο εκείνη. «Το θέμα είναι ότι δεν υπήρχε τίποτε στο μητρώο του. Τίποτα που να έχουν βρει ως τώρα. Όμως είχε επαφή με τον Πέρι, και τώρα έχει αλλάξει τη συμπεριφορά του. Δραστικά. Πιθανόν οι ομοσπονδιακοί ξέρουν κι άλλα. Περισσότερα απ’ όσα είπαν στο γραφείο του σερίφη ή περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να μου πει ο Ντέιβι. Έχω τη φωτογραφία στα χέρια μου επειδή ο Τάουνι έδωσε την άδεια. Επειδή ήθελε να τη δω.» «Διδάσκει σε κάποιο μικρό κολέγιο» υπέθεσε ο Σάιμον. «Όλη μέρα χαζεύει τις φοιτήτριες με τα ψηλά πόδια οι οποίες πιθανότατα δεν του ρίχνουν δεύτερη ματιά. Και πάλι, όμως, είναι μεγάλο το άλμα να μεταπηδήσει από τη μετριότητα στον αντιγραφέα του Πέρι.» «Όχι και τόσο μεγάλο αν η προδιάθεση υπήρχε εξαρχής, αν η τάση ήταν εκεί, αλλά δεν ήξερε ποτέ πώς να τη χειριστεί. Ή αν δεν είχε τα κότσια.» Είχε εκπαιδεύσει τέτοια σκυλιά, σωστά; Αναγνώριζε ή έβρισκε κρυμμένες δυνατότητες, εξερευνούσε καταπιεσμένες τάσεις ή διοχέτευε στα σωστά κανάλια κάποιες που είχαν ξεστρατίσει, αλλάζοντας συστηματικά την ως τότε συμπεριφορά που είχαν μάθει τα ζώα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
461
«Έχεις αναφέρει τη σημασία του κινήτρου στο παρελθόν» του τόνισε. «Και είχες δίκιο. Είναι πιθανό πως ο Πέρι βρήκε το σωστό κίνητρο, το σωστό… παιχνίδι, τη σωστή ανταμοιβή.» «Εκπαίδευσε τον αντικαταστάτη του.» «Αυτός δίδαξε εκεί τέσσερις φορές» πρόσθεσε εκείνη «κι ο Πέρι δήλωσε συμμετοχή σε κάθε μάθημα. Είναι χαμαιλέοντας. Ο Πέρι. Προσαρμόζεται. Προσαρμόστηκε και στη φυλακή, εκτίει την ποινή του, μένει φρόνιμος. Συνεργάζεται. Έτσι γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, ξανά συνηθισμένος.» «Και δεν του δίνουν τόση προσοχή;» πρότεινε ο Σάιμον. «Ίσως.» «Είναι θιασώτης της παρατήρησης. Έτσι διάλεγε τα θύματά του, και έτσι μπορούσε να κρύβεται τόσο καλά μέσα στο πλήθος για τόσο πολύ καιρό. Πιθανότατα παρακολουθούσε συστηματικά και απέρριπτε ένα σωρό γυναίκες πριν καταλήξει σ’ αυτές που ήθελε ν’ απαγάγει. Παρακολουθώντας τες, κρίνοντας τη συμπεριφορά τους, τον τύπο της προσωπικότητάς τους.» «Και πήγαινε παραπέρα αν κάτι δεν ταίριαζε αρκετά στις ανάγκες του.» «Αυτό, και ο υπολογισμός του παράγοντα του ρίσκου. Ίσως κάποια να ήταν πολύ παθητική και να μην αποτελούσε μεγάλη πρόκληση ή η άλλη να ήταν υπερβολικά χαοτική και να ήταν δύσκολο να εντοπίσει τις συνήθειές της.» Έτριψε την παλάμη της ανάμεσα στα στήθη της, κι ύστερα στο μηρό της – δεν μπορούσε να την κρατήσει ακίνητη. «Ξέρει για τι πράγμα να ψάξει σε κάθε άνθρωπο. Έτσι σκότωσε τόσες πολλές, έτσι ταξίδευε κι ερχόταν σε επαφή με άλλες με τόση ευκολία. Το κατανοώ αυτό. Συνήθως μπορώ να καταλάβω αν ένα σκυλί θα ανταποκριθεί σε ανώτερη εκπαίδευση, αν ο σκύλος και ο εκπαιδευτής θα γίνουν ομάδα. Ή αν θα είναι καλύτερα να μείνει αυστηρά ζώο συντροφιάς. Μπορείς να δεις τις
462
NORA ROBERTS
δυνατότητες αν ξέρεις πού και πώς να ψάξεις – και τότε μπορείς ν’ αρχίσεις να πλάθεις το υλικό σου. Ο Πέρι ξέρει πού και πώς να ψάξει.» Ίσως να έχει μονάχα ανάγκη να το πιστέψει, σκέφτηκε ο Σάιμον, αλλά σίγουρα είναι τρομερά πειστική. «Δηλαδή πιστεύεις ότι ο Πέρι διέκρινε, ας πούμε, δυνατότητες σ’ αυτό τον τύπο;» «Θα μπορούσε να είναι έτσι. Θα μπορούσε να ήταν ο Εκλ που πλησίασε τον Πέρι. Κανείς δεν είναι στ’ αλήθεια απρόσβλητος από την κολακεία όταν αφορά τη δουλειά του. Και οι φόνοι ήταν το έργο του Πέρι. Όμως, αν συνέβη κάτι απ’ αυτά τα δύο, αν αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν σε επαφή, ο Πέρι θα ήξερε πώς να ξεκινήσει να πλάθει το υλικό του. Και, Σάιμον, πιστεύω –αν πήγε έτσι το πράγμα– πως η ανταμοιβή γι’ αυτή την εκπαίδευση, αυτό το πλάσιμο, είμαι εγώ.» Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία. «Θα με σκότωνε για να ξεχρεώσει τον Πέρι που αναγνώρισε και καλλιέργησε τις δυνατότητές του.» Το σκυλί του Πέρι, κατέληξε ο Σάιμον, που θέλει να ευχαριστήσει το χειριστή του. «Ο Πέρι δεν πρόκειται ποτέ να εισπράξει τα χρωστούμενα.» «Δεν έπρεπε να με έχει κυνηγήσει εξαρχής. Εκεί έκαναν λάθος και οι δύο. Ήμουν χαλαρή. Ένιωθα ασφαλής και θα ήμουν ευκολότερος στόχος σ’ εκείνη τη φάση. Αντί γι’ αυτό, ήθελαν να με κάνουν να ζω με το φόβο. Αυτό ήταν ανόητο.» Ο Σάιμον το είδε να συμβαίνει, είδε τη νευρικότητα να δίνει τη θέση της σε μια σταθερή οργή και ατσαλένια αποφασιστικότητα. «Έζησα και στο παρελθόν με το φόβο, και τώρα είμαι πιο μεγάλη και πιο έξυπνη και πιο δυνατή απ’ ό,τι ήμουν τότε. Ξέροντας πως δεν είμαι άτρωτη και ότι φρικτά πράγματα μπορούν να συμβούν, είναι πλεονέκτημα. Κι έχω κι εσένα. Κι έχω κι αυτά.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
463
Κοίταξε πέρα τα σκυλιά που έπαιζαν ξετρελαμένα με το μισοδιαλυμένο σκοινί. «Είσαι μεγαλύτερη και εξυπνότερη και δυνατότερη – και μπράβο σου. Αλλά, αν δοκιμάσει ν’ απλώσει χέρι πάνω σου, θα τον κάνω κομματάκια.» Όταν έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε, εκείνος την κοίταξε κατάματα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. «Δε λέω κάτι χωρίς να το εννοώ.» «Όχι, το ξέρω πως δεν το κάνεις. Είναι καθησυχαστική συμπεριφορά, αν και πού και πού αγχωτική. Βοηθά να σ’ ακούω να το λες και να ξέρω πως το εννοείς. Και στ’ αλήθεια ελπίζω πως δε θ’ αναγκαστείς να το πραγματοποιήσεις. Τώρα έχουν το πρόσωπό του, το όνομά του. Πρέπει να πιστέψω ότι πολύ σύντομα θα τον πιάσουν.» Ξεφύσηξε κι έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του για μια στιγμή. «Πρέπει να ετοιμαστώ για το επόμενο μάθημα. Μάλιστα, ίσως θα έπρεπε να κρατήσεις τον Σαγόνια στο μαγαζί μαζί σου για την επόμενη μία ώρα.» «Γιατί;» «Δεν είναι τόσο ώριμος ή ήρεμος όσο τα δικά μου σκυλιά, και θα κάνω ένα ιδιαίτερο μάθημα διόρθωσης συμπεριφοράς σ’ ένα ροτβάιλερ με πρόβλημα επιθετικότητας.» «Ροτβάιλερ με πρόβλημα επιθετικότητας; Πού είναι η πανοπλία σου;» «Τα πάει καλύτερα. Έχουμε ήδη κάνει δύο μαθήματα, και έχει κάνει καλή πρόοδο. Κανονικά θα πήγαινα στο σπίτι του ιδιοκτήτη για τέτοιου είδους μαθήματα, αλλά υπό αυτές τις συνθήκες ζήτησα από τον πελάτη να φέρει εδώ τον Χαλκ.» «Χαλκ. Τέλεια. Κουβαλάς μαζί σου το όπλο σου;» «Σταμάτα. Αυτό είναι που κάνω» του θύμισε. «Ή ένα από τα πράγματα που κάνω.» «Αν σε δαγκώσει, θα τσαντιστώ πολύ. Περίμενε λίγο.» Σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Εκείνη σκέφτηκε πως, αν
464
NORA ROBERTS
συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο, πιθανόν εκείνος τελικά να τσαντιζόταν κάποια στιγμή. Σπανίως τη δάγκωναν, αλλά συνέβαινε μια στις τόσες. Εκείνος βγήκε ξανά κρατώντας ένα κουτί. «Οι περσίδες που ζήτησες.» «Ω, τέλεια! Σ’ ευχαριστώ.» ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ χωρίς γρατζουνιά κι αποφάσισε ν’ απασχοληθεί στην κουζίνα για την επόμενη ώρα. Και μια που είχε κάμποσο χρόνο στη διάθεσή της και ήταν –κατά κάποιον τρόπο– σε κατ’ οίκον περιορισμό, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το κατ’ ευφημισμό γυμναστήριο του Σάιμον μόλις θα τέλειωνε με τη δουλειά της στην κουζίνα. Δεν ήταν μόνο τα σκυλιά που έπρεπε να κρατιούνται σε φόρμα. Ευχαριστημένη με το πρώτο της έργο, άδειασε ένα από τα ντουλάπια της κουζίνας, το καθάρισε, μέτρησε και έκοψε το αυτοκόλλητο που είχε ζητήσει να της αγοράσει η Σίλβια. Χρησιμοποιώντας το σχέδιο που είχε φτιάξει στο μυαλό της, γλίστρησε τα διαχωριστικά στο συρτάρι – και τα βρήκε τέλεια. Είχε σχεδόν τελειώσει το τρίτο συρτάρι όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με το μυαλό της στην οργάνωση, απάντησε χωρίς να σκεφτεί. «Ναι.» «Ω, μάλλον πήρα λάθος νούμερο… Ψάχνω τον Σάιμον.» Η Φιόνα άπλωνε σπάτουλες, τρυπητές κουτάλες, πιρούνια σερβίτσιου στις καθορισμένες θέσεις τους. «Εδώ είναι, αλλά είναι έξω, στο μαγαζί. Μπορώ να πάω να τον φωνάξω.» «Όχι, όχι, δεν πειράζει. Σίγουρα θα έχει τη μουσική στη διαπασών και τα μηχανήματα να δουλεύουν. Γι’ αυτό δεν απάντησε στο κινητό του. Ποια είσαι;» «Α, η Φιόνα. Κι εσύ;» «Η Τζούλι, η Τζούλι Ντόιλ. Είμαι η μητέρα του
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
465
Σάιμον.» «Κυρία Ντόιλ.» Η Φιόνα δαγκώθηκε λιγάκι κι έκλεισε το συρτάρι. «Ξέρω πως ο Σάιμον θα ήθελε να σας μιλήσει. Θα μου πάρει μόνο ένα λεπτό να…» «Θα προτιμούσα καλύτερα να μιλήσω μ’ εσένα – αν είσαι η Φιόνα για την οποία μου μίλησε ο Σάιμον.» «Εκείνος… αλήθεια;» «Μπορεί να μη λέει πολλά, αλλά έχω χρόνια πείρας στο να ψαρεύω πράγματα από εκείνον. Είσαι η εκπαιδεύτρια σκύλων.» «Ναι.» «Και πώς τα πάει το κουτάβι;» «Ο Σαγόνιας είναι υπέροχος. Ελπίζω τα χρόνια της εμπειρίας σας να σας βοήθησαν να ψαρέψετε απ’ τον Σάιμον ότι είναι τρελός και παλαβός με το σκυλί. Είναι απίθανη ομάδα οι δυο τους.» «Κάνεις Έρευνα και Διάσωση. Ο Σάιμον ανέφερε στον αδερφό του ότι εκπαιδεύεις το κουτάβι γι’ αυτό.» «Το ανέφερε στον αδερφό του;» «Ω, αλληλογραφούμε συχνά μέσω email, όλοι μας. Όμως έχω ανάγκη να τα λέμε και μέσω τηλεφώνου τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Έτσι μπορώ να χώνω καλύτερα τη μύτη μου κι επίσης να τον τσιγκλάω για να έρθει να μας επισκεφτεί.» «Θα έπρεπε να το κάνει.» Ένιωσε τύψεις. «Φυσικά και θα έπρεπε.» «Και θα το κάνει όταν όλα επιστρέψουν στο φυσιολογικό. Ξέρω ότι είσαι σε δύσκολη θέση. Πώς τα πας;» «Κυρία Ντόιλ…» «Τζούλι, και γιατί να θέλεις να κουβεντιάσεις για όλα αυτά με κάποια εντελώς ξένη; Απλώς πες μου, μένεις μαζί με τον Σάιμον τώρα, στο σπίτι του;» «Ναι. Εκείνος… έχει φερθεί υπέροχα. Είναι γενναιόδωρος, προσφέρει υποστήριξη και κατανόηση. Είναι υπομονετικός.»
466
NORA ROBERTS
«Τελικά, μάλλον έχω πάρει λάθος νούμερο.» Η Φιόνα γέλασε κι έγειρε πίσω στον πάγκο. «Μιλάει για σας. Μικρά πράγματα που λέει που και πού. Κι εσάς σας αγαπά τρελά.» «Η τρέλα είναι συχνά η λέξη κλειδί στην οικογένεια Ντόιλ.» Ήταν ωραία η κουβεντούλα. Χαλαρωμένη, η Φιόνα άνοιξε και πάλι το συρτάρι και το γέμισε συστηματικά καθώς γνωριζόταν με την κυρία Τζούλι Ντόιλ. Όταν άνοιξε η πόρτα, έριξε μια ματιά πίσω της. «Λοιπόν, τώρα μπήκε ο Σάιμον, οπότε σας τον δίνω. Χάρηκα που μιλήσαμε.» «Θα το ξανακάνουμε, σύντομα.» «Η μαμά σου» είπε άηχα και του έδωσε το τηλέφωνο. «Έι.» Κοίταξε το ανοιχτό συρτάρι και κούνησε το κεφάλι του. «Πέρασα ήδη τον περισσότερο χρόνο μου μιλώντας στην αξιολάτρευτη Φιόνα. Δεν έχω πολύ χρόνο για σένα.» «Έπρεπε να με πάρεις στο κινητό. Κάποιοι από μας δουλεύουν για να ζήσουν.» «Σε πήρα στο κινητό.» «Ε, λοιπόν, δούλευα για να ζήσω.» Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μια κοκακόλα. «Όλα καλά;» «Όλα είναι πολύ καλά. Σάιμον, ζεις με γυναίκα.» «Δεν είσαι έτοιμη να στείλεις παπά, έτσι δεν είναι;» Το γέλιο της ακούστηκε κι έξω από το ακουστικό. «Το αντίθετο, είμαι ευχαριστημένη μ’ αυτό το καινούριο βήμα.» «Έγινε μόνο εξαιτίας εκείνης της άλλης κατάστασης.» «Εκείνη πιστεύει ότι είσαι υπέροχος, γενναιόδωρος, υποστηρικτικός και υπομονετικός.» Η Τζούλι περίμενε για λίγο. «Ναι, κι εγώ έμεινα άφωνη, επίσης. Ξέρεις τι βλέπω, Σάιμον, με τη μητρική μου σούπερ όραση;» «Τι;» «Βλέπω ότι στρώνουν κάποια τραχιά σημεία πάνω σου.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
467
«Πας γυρεύοντας, Τζούλι Λιν.» «Κι όταν γυρεύω κάτι, το παίρνω. Είμαστε καλοί σ’ αυτό, έτσι δεν είναι;» Διασκεδάζοντάς το, ο Σάιμον ήπιε μια γουλιά από την κοκακόλα του. «Φαντάζομαι πως είμαστε.» «Μ’ αρέσει ο τόνος της φωνής σου όταν μιλάς γι’ αυτήν. Κι αυτό είναι το μόνο που σκοπεύω να πω για το θέμα. Για τώρα.» «Ωραία.» «Θα σου πω εγώ “ωραία” όταν θα ιδωθούμε από κοντά. Κάνε μου μια χάρη, Σάιμον.» «Ίσως.» «Να προσέχεις. Είσαι ο μοναδικός δεύτερος γιος που έχω. Να προσέχεις τη Φιόνα σου, αλλά να προσέχεις και τον εαυτό σου.» «Αυτό μπορώ να το κάνω. Μην ανησυχείς, μαμά. Σε παρακαλώ.» «Αυτή είναι μια παντελώς άχρηστη παράκληση για μια μητέρα. Πρέπει να κλείσω. Έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω από το να μιλάω μαζί σου.» «Το ίδιο κι εγώ.» «Πάντα σου ήσουν δύσκολο παιδί. Σ’ αγαπώ.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Την αγάπη μου και στον μπαμπά. Γεια.» Έκλεισε, ήπιε άλλη μια γουλιά κoκακόλα. «Οργανώνεις τα συρτάρια της κουζίνας μου.» «Ναι. Είσαι ελεύθερος να τα κάνεις άνω κάτω κατά τα κέφια σου και τη θέλησή σου. Όμως το να το κάνω με βοηθάει να μην τρελαθώ. Και μου έφτιαξες τα έξυπνα διαχωριστικά.» «Α-χα.» «Μου άρεσε που μίλησα με τη μητέρα σου. Μου αρέσει το πώς ακούγεσαι όταν μιλάς μαζί της.» Συνοφρυωμένος, χαμήλωσε το μπουκάλι που κρατούσε. «Τι είναι αυτό;» «Ποιο πράγμα;» «Τίποτα. Ξέχνα το. Για γύρνα απ’ την άλλη.»
468
NORA ROBERTS
«Γιατί;» «Θέλω να δω αν το ροτβάιλερ σού δάγκωσε τον πισινό.» «Δε με δάγκωσε ούτε στον πισινό ούτε πουθενά αλλού.» «Θα το κοιτάξω αργότερα.» Άνοιξε ένα συρτάρι στην τύχη. «Να πάρει, Φιόνα, τα έχεις στρώσει με αυτοκόλλητο.» «Μεγάλη μου ντροπή.» «Να σου θυμίσω ότι κανείς μας δε μαγειρεύει στ’ αλήθεια, οπότε ποιο το νόημα να έχουμε στρωμένα, διαχωρισμένα, οργανωμένα συρτάρια κουζίνας;» «Για να μπορούμε να βρίσκουμε πράγματα, είτε τα χρησιμοποιούμε είτε όχι. Και ποιο το νόημα να έχουμε καταρχήν όλα αυτά τα πράγματα εφόσον δε μαγειρεύουμε;» «Δε θα είχα όλη αυτή τη σαβούρα αν η μητέρα μου δεν… τέλος πάντων, ξέχνα το κι αυτό.» «Μπορώ να τα κάνω όλα άνω κάτω ξανά αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.» «Το σκέφτομαι.» Εκείνη του χαμογέλασε, γοργά και χαρωπά. «Θα φτιάξω και τα ντουλάπια, επίσης. Θεώρησέ το ως το μικρό μου χόμπι.» «Αυτό δε σημαίνει ότι θα βάζω τα πράγματα εκεί που νομίζεις ότι ανήκουν.» «Είδες; Κοίτα πόσο καλά καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο.» «Είσαι ύπουλη, και μη νομίζεις ότι δεν το ξέρω. Μεγάλωσα με ύπουλες γυναίκες.» «Αυτή την εντύπωση σχημάτισα κι εγώ.» «Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είσαι σαν κι εκείνη, αλλά είσαι.» «Πώς θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι επίσης καταλαβαίνω ότι δεν είσαι στ’ αλήθεια τσαντισμένος μαζί μου επειδή οργανώνω τα συρτάρια της κουζίνας, αλλά
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
469
προσπαθείς ν’ αντιληφθείς αν αυτό είναι το προεόρτιο της προσπάθειάς μου να αναδιοργανώσω τη ζωή σου;» «Εντάξει.» «Και έχοντας κατά νου το γιατί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, θα σου απαντήσω αμέσως ότι δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δε θα δοκιμάσω να κάνω ακριβώς αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι ξέρω πότε να κάνω πίσω, πότε να τα παρατάω ή να προσαρμόζομαι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δε θα σε εκνευρίζω με την υπεραναπτυγμένη αίσθηση της τάξης που διαθέτω. Ταυτόχρονα» –ανασήκωσε το δάχτυλό της πριν εκείνος προλάβει να τη διακόψει– «νομίζω πως καταλαβαίνω ότι ένα μέρος τουλάχιστον της δημιουργικότητάς σου προέρχεται από την έλλειψη τάξης. Δεν το αποδέχομαι, αλλά το καταλαβαίνω. Πράγμα που δε σημαίνει ότι η προφανείς έλλειψη οργάνωσής σου στο σπίτι δε θα με ενοχλεί επίσης πού και πού.» Ο Σάιμον ένιωσε πως τον έβαζε με το γάντι στη θέση του. «Υποθέτω πως αυτό είναι λογικό.» «Είναι λογικό. Και θα σου πω και κάτι άλλο. Οι σποραδικοί εκνευρισμοί λειτουργούν καλά για μένα ως αντιπερισπασμοί. Έπειτα όμως ξεθυμαίνουν. Δεν κρατάω κακίες για καιρό στις περισσότερες περιπτώσεις. Όμως υπό την παρούσα κατάσταση; Έχω ν’ ανησυχήσω για πολλά και σημαντικότερα θέματα απ’ το αν θα βάλεις το ανοιχτήρι στο σωστό συρτάρι ή αν θα πετάξεις τις βρόμικες κάλτσες σου κάτω από το κρεβάτι.» «Δε διαφωνώ μ’ αυτό.» «Ωραία. Θέλω να κάνω γυμναστική. Σε πειράζει αν χρησιμοποιήσω τον εξοπλισμό σου;» «Δεν είναι ανάγκη να ρωτάς.» Ταραγμένος, έχωσε τα χέρια στις τσέπες του. «Μη με ρωτάς για τέτοια πράγματα.» «Δεν ξέρω ακόμη ποια είναι τα όριά σου, Σάιμον, οπότε πρέπει να σε ρωτάω, αλλιώς…» Έκλεισε το συρτάρι που εκείνος είχε αμελήσει να κλείσει. «Αλλιώς θα τα
470
NORA ROBERTS
ξεπεράσω.» Ύστερα τον πλησίασε και έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια της. «Δε με πειράζει να ρωτάω, κι αντέχω το όχι ως απάντηση.» Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Σάιμον παρέμεινε εκεί που ήταν, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες, να κοιτάει συνοφρυωμένος προς την κατεύθυνση που είχε φύγει εκείνη.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
471
ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ αν μάλωναν ή όχι. Με τη Φιόνα τίποτα ποτέ δε φαινόταν να ταιριάζει στις ωραίες, ξεκάθαρες κατηγορίες μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο – κι αυτό τον τρέλαινε λιγάκι. Γιατί από τη μια του κέντριζε το ενδιαφέρον, από την άλλη τον ενοχλούσε. Αν ήξερε ότι η Φιόνα ήταν τσαντισμένη και σε διάθεση για καβγά, θα μπορούσε να ετοιμαστεί κι ο ίδιος, επιλέγοντας είτε να καβγαδίσει είτε να το αγνοήσει. Αλλά η αβεβαιότητα τον κρατούσε εκτός ισορροπίας. «Κι αυτό είναι που θέλει εκείνη, έτσι δεν είναι;» Βγήκε έξω με τα σκυλιά. «Κι έτσι σκέφτομαι το θέμα και αναγκαστικά σκέφτομαι και εκείνη, γιατί δεν ξέρω τι τρέχει. Είναι διαβολικό.» Κοίταξε συνοφρυωμένος το πίσω μέρος του σπιτιού. Μπορούσε να ξεχωρίσει τα παράθυρα που είχε καθαρίσει εκείνη. Δεν έχει καταπιαστεί με όλα, σκέφτηκε, αλλά θα το κάνει. Ω, ναι, θα το κάνει. Πού στο καλό έβρισκε το χρόνο; Ξυπνούσε στη μέση της αναθεματισμένης νύχτας μ’ ένα μπουκάλι καθαριστικό τζαμιών; Τώρα, έτσι όπως ο ήλιος έλαμπε στα καθαρά τζάμια, ο Σάιμον δεν μπορούσε να αγνοήσει τη θαμπή, ξεφτισμένη
472
NORA ROBERTS
μπογιά στο περβάζι των παραθύρων. Και πότε υποτίθεται ότι θα έβρισκε εκείνος χρόνο να βάψει το αναθεματισμένο περβάζι, και έτσι, κατ’ επέκταση, να βρεθεί αναγκασμένος μετά να βάψει και το κούφωμα της πόρτας; Και, μόλις θα έβαφε το κούφωμα, ήξερε πολύ καλά ότι θα έπρεπε να βάψει και τη ρημάδα τη βεράντα, γιατί αλλιώς θα έδειχνε χάλια. «Ήταν μια χαρά προτού εκείνη καθαρίσει τα αναθεματισμένα παράθυρα, και θα το έκανα ούτως ή άλλως αργά ή γρήγορα. Ανέβα πάνω.» Ακούγοντας τη διαταγή, ο Σαγόνιας σκαρφάλωσε χαρωπά τα σκαλιά της κατηφοριάς κι ύστερα τα κατέβηκε ξανά όταν του έκανε νεύμα με το χέρι. Ο Σάιμον έδωσε μια λιχουδιά στο σκυλί κι έπειτα επανέλαβε την άσκηση κάνα δυο φορές προτού προχωρήσει στην άσκηση με την τραμπάλα. Τα άλλα σκυλιά σκαρφάλωναν, περνούσαν μέσα από τούνελ, πηδούσαν και έβρισκαν το δρόμο τους από μόνα τους, χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό της εκπαίδευσης με τόσο ενθουσιασμό όσο και τα παιδιά σε μια παιδική χαρά. Ο Σάιμον έριξε μια ματιά στον Μπόγκαρντ που γάβγιζε, κι ύστερα είδε το Λαμπραντόρ να προχωρά ευκίνητο κατά μήκος μιας σανίδας όχι πλατύτερης από μια δοκό γυμναστικής. «Φιγουρατζή! Κι εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό.» Ο Σάιμον έδωσε στον Σαγόνια ένα χαϊδευτικό χτύπημα στο κεφάλι. «Ανέβα εκεί πάνω και κάν’ το. Τι είσαι, αδερφή;» Οδήγησε το σκυλί προς τα εκεί, επιθεωρώντας τη σανίδα. «Δεν είναι και τόσο ψηλή. Μπορείς ν’ ανέβεις εκεί πάνω.» Χτύπησε την επιφάνεια της σανίδας. «Ανέβα!» Ο Σαγόνιας μαζεύτηκε κι ύστερα κάθισε στα πισινά του πόδια. Έριξε στη σανίδα και στον Σάιμον ένα βλέμμα που σήμαινε ξεκάθαρα κάτι σαν Μα τι διάβολο; «Μη με ντροπιάζεις μπροστά σ’ αυτούς. Εγώ είμαι εδώ να σε κρατήσω, σωστά; Ανέβα πάνω!» Ο Σαγόνιας έγειρε το κεφάλι του, κι ύστερα σήκωσε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
473
ψηλά τ’ αυτιά του όταν ο Σάιμον έβγαλε τη λιχουδιά και την ακούμπησε πάνω στη σανίδα. «Τη θέλεις; Έλα να την πάρεις. Επάνω!» Ο Σαγόνιας έκανε το πήδημα, προσπάθησε να πιάσει τη λιχουδιά, κι ύστερα έπεσε στην άλλη πλευρά. «Επίτηδες το έκανε αυτό.» Ο Σάιμον κοίταξε τα άλλα σκυλιά μ’ ένα άνετο ύφος κι ύστερα έσκυψε κοντά στον Σαγόνια. «Επίτηδες το έκανες. Εσύ αυτό θα λες. Ας προσπαθήσουμε ξανά.» Χρειάστηκαν μερικές προσπάθειες και μια ανθρώπινη επίδειξη για την οποία ο Σάιμον ήταν ευγνώμων που δε βρισκόταν κανείς εκεί να τη δει, αλλά τελικά ο Σαγόνιας κατάφερε να προσγειωθεί πάνω στη σανίδα. «Ωραία, παίρνεις ένα ρημάδι Άριστα. Τώρα πρέπει να περπατήσεις. Ας περπατήσουμε.» Έβγαλε άλλη μια λιχουδιά και την κράτησε μπροστά του, έτσι που ο Σαγόνιας προχωρώντας έφτασε ως το τέλος της σανίδας. «Ναι, αυτό ήταν. Σκυλί για τσίρκο.» Γελοιωδώς ευχαριστημένος, έσκυψε για να δώσει μερικά γερά χάδια σ’ όλο το κορμί του Σαγόνια. «Ας το κάνουμε ξανά. Βαθμολογώ αυτή την προσπάθεια με οχτώμισι. Ας την κάνουμε δεκάρι.» Πέρασε τα επόμενα δέκα λεπτά δουλεύοντας τη δεξιότητα αυτή, τελειοποιώντας την προτού πάρει μέρος σ’ έναν αγώνα πάλης, στον οποίο τον κατατρόπωσαν οι αντίπαλοι, αφού ήταν τέσσερις προς έναν. «Δεν είναι μόνο αυτή που μπορεί να κάνει εκπαίδευση. Τα καταφέραμε κι εμείς, έτσι δεν είναι; Εμείς… Λοιπόν, σκατά.» Σηκώθηκε όρθιος καθώς το συνειδητοποίησε. Έπαιζε με σκυλιά, δούλευε με σκυλιά. Κουβαλούσε ξηρή τροφή σκύλων στις τσέπες του με την ίδια άνεση που κουβαλούσε τα ψιλά του και τον πολυσουγιά του. Σκεφτόταν τι χρώμα να βάψει τα εξωτερικά περβάζια και τις βεράντες. Είχε φτιάξει διαχωριστικά για τα ντουλάπια της
474
NORA ROBERTS
κουζίνας. «Αυτό» είπε με ένταση «είναι τρελό.» Πήγε με μεγάλες δρασκελιές προς το σπίτι. Όρια; Δεν ήξερε ποια ήταν τα όριά του; Ε λοιπόν, τώρα θα το μάθαινε. Δε θα καθόταν να τον κοντρολάρουν και να τον χειρίζονται και να τον εκπαιδεύουν για να γίνει κάτι που δεν ήταν. Κι αυτό, σκέφτηκε, είναι το άσπρο και το μαύρο. Την άκουγε να ανασαίνει λαχανιασμένη, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά. Ωραία, σκέφτηκε, ίσως η γυμναστική την έχει κουράσει και δεν έχει αρκετό κουράγιο να μου πάει κόντρα. Κι ύστερα μπήκε μέσα, κι απλώς στάθηκε εκεί. Δεν πρόσεξε το καθαρό πάτωμα ή τα παράθυρα ή ότι το ιδρωμένο μπλουζάκι που είχε βγάλει όταν σήκωνε μερικά βάρη τις προάλλες δε βρισκόταν πια στο πάτωμα όπου το είχε πετάξει. Πώς θα μπορούσε; Το μόνο που έβλεπε ήταν εκείνη. Η Φιόνα εκτελούσε κάποια σειρά ασκήσεων πολεμικής τέχνης και έδειχνε ικανή να σπάσει κάμποσα παΐδια. Ο πόθος πρόσθεσε τις τελευταίες πινελιές πάνω στην έκπληξη, στο ενδιαφέρον και στο θαυμασμό, κι η οργή καταλάγιασε. Ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό της και στο λεπτό φανελάκι που φορούσε. Αυτά τα μακριά πόδια, τονισμένα από το στενό, μαύρο σορτσάκι, έκαναν λακτίσματα και περιστροφές, ενώ οι νευρώδεις μύες των χεριών της τρεμούλιαζαν. Σε λίγο θα μου τρέχουν τα σάλια, συλλογίστηκε, καθώς εκείνη ισορρόπησε στο ένα της πόδι, έκανε ένα λάκτισμα κι ύστερα προσγειώθηκε στο άλλο με μια ταχύτητα γεμάτη χάρη. Πρέπει να έκανε κάποιο θόρυβο, γιατί εκείνη στράφηκε προς το μέρος του παίρνοντας θέση μάχης – με βλέμμα ψυχρό και αδίστακτο. Το ίδιο ξαφνικά, χαλάρωσε και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
475
χαμογέλασε. «Δε σε είδα.» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Με τρόμαξες.» Δε φάνηκε τρομαγμένη, σκέφτηκε εκείνος. «Τι ήταν αυτό; Τάε κβον ντο;» Κούνησε το κεφάλι της κι ήπιε νερό από το μπουκάλι που είχε αφήσει στον πάγκο του μηχανήματος με τα βάρη. «Τάι τσι – κατά κύριο λόγο.» «Έχω δει ανθρώπους να κάνουν τάι τσι. Είναι σαν αδερφίστικο New Age σε αργή κίνηση.» «Πρώτον, είναι πολύ παλιά τεχνική, και οι αργές κινήσεις έχουν να κάνουν με τον έλεγχο, την εξάσκηση και τη φόρμα.» Λύγισε το δάχτυλό της. «Είναι οργανικό» του είπε «κι έχει να κάνει με το να επικεντρώνεις την ενέργειά σου.» «Ακόμα αδελφίστικο New Age μου ακούγεται, και δεν ήταν αυτό που παρακολούθησα πριν από ένα λεπτό.» «Υπάρχει λόγος που πολλές από τις κινήσεις έχουν όμορφα ονόματα που προέρχονται από τη φύση. Όπως το Σπρώξιμο του Κύματος.» Του έκανε επίδειξη, αργά, σπρώχνοντας ξανά με χάρη τα χέρια της προς τα έξω με τις παλάμες προς το μέρος του, κι ύστερα φέρνοντάς τα ξανά προς τα πίσω, με τις παλάμες προς τα πάνω. «Όμως, αν αυξήσω σε ένταση τις ίδιες κινήσεις για άμυνα, είναι…» Τον έσπρωξε, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, κι ύστερα τον τράβηξε ξανά προς το μέρος της, στέλνοντάς τον πίσω της. «Είδες;» «Δεν ήμουν έτοιμος.» Χαμογελώντας, άνοιξε τα πόδια της, λύγισε τα γόνατά της και του έκανε νόημα να πλησιάσει. «Εντάξει, έχεις δει το “Μάτριξ”» της είπε, κάνοντάς τη να γελάσει. «Είσαι δυνατότερος απ’ ό,τι εγώ, πιο μεγαλόσωμος, ψηλότερος και με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης. Μπορεί να είσαι και γρηγορότερος, αλλά αυτό δεν το έχουμε τεστάρει ακόμη. Αν πρέπει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, πρέπει
476
NORA ROBERTS
να μπορώ να συγκεντρώνω την ενέργειά μου και να χρησιμοποιώ τη δική σου. Έκανα εξάσκηση κάθε μέρα, με το δικό μου, ψυχαναγκαστικό τρόπο. Τάι τσι, πάουερ γιόγκα, πυγμαχία…» Το ενδιαφέρον του αυξήθηκε. «Πυγμαχία;» «Ναι.» Ύψωσε ψηλά τις γροθιές της. «Θες να δοκιμάσουμε μερικούς γύρους;» «Ίσως αργότερα.» «Έκανα και κικμπόξινγκ, εκπαίδευση αντίστασης, ώρες πιλάτες, κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς, κάθε εβδομάδα. Με έκανε να νιώθω ικανή και ασφαλής. Προετοιμασμένη, μάλλον. Έπειτα ηρέμησα, και σκούριασα. Σταμάτησα να πιέζω τον εαυτό μου μέχρι… μέχρι.» «Δε φαινόσουν σκουριασμένη.» «Το σώμα έχει μνήμη. Τα θυμάσαι ξανά. Και φυσικά υπάρχει το δημοφιλές κίνητρο.» «Δείξε μου. Όχι, περίμενε. Δεν ήρθα εδώ γι’ αυτό. Το έκανες και πάλι.» «Τι έκανα;» «Μου απέσπασες την προσοχή. Με το ιδρωμένο, σέξι κορμί σου. Δε σου χρειάζεται το τάι τσι για να βγάλεις έναν άντρα νοκ άουτ.» «Πω πω!» Χαχάνισε λιγάκι. «Τώρα νιώθω παντοδύναμη.» «Είναι αυτό» της είπε δείχνοντας. «Είναι… το παράθυρο;» «Είναι το παράθυρο. Γιατί καθάρισες το παράθυρο;» «Επειδή μου αρέσουν τα καθαρά παράθυρα. Μου αρέσει να κοιτάζω έξω, και είναι πιο ευχάριστο να το κάνω όταν δε βλέπω μέσα από ένα φιλμ σκόνης.» «Αυτό είναι μόνο ένα μέρος.» «Ποιο είναι το άλλο;» «Το άλλο είναι να με κάνεις να προσέξω αυτά που δεν έχεις καθαρίσει ακόμη, για να νιώσω ενοχές. Κι έτσι να παρατηρήσω ότι τα περβάζια θέλουν βάψιμο.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
477
Εκείνη πήρε το μπουκάλι του νερού. «Πολλά κίνητρα μαζεύτηκαν πίσω από ένα μπουκάλι καθαριστικό τζαμιών κι ένα ξεσκονόπανο.» «Κι είναι κι αυτό.» Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε μια χούφτα με λιχουδιές για τα σκυλιά. «Ω, σ’ ευχαριστώ, αλλά προσπαθώ να κάνω δίαιτα.» «Αστείο. Βάζω αυτά τα αναθεματισμένα πράγματα στην τσέπη μου κάθε μέρα. Ούτε καν που το σκέφτομαι. Απλώς το κάνω. Μόλις πέρασα μισή ώρα, ίσως και παραπάνω, εκεί έξω δουλεύοντας με τα σκυλιά.» Συνέχισε να τον ακούει υπομονετικά, ενώ έπινε το νερό της. «Επειδή καθάρισα το παράθυρο;» «Όχι, αλλά είναι το ίδιο πράγμα. Είναι το ίδιο πράγμα με το σπίτι που μυρίζει λεμόνι ή μ’ εμένα που πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι ίσως σου ξαναπάρω λουλούδια την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο χωριό.» «Ω, Σάιμον!» «Σταμάτα. Και δεν έχει καμία σημασία που έχουμε σοβαρότερα πράγματα ν’ ανησυχούμε, γιατί αυτά είναι βασικά. Οπότε…» Πήγε ως το παράθυρο και κόλλησε την παλάμη του χεριού του στο πεντακάθαρο τζάμι. «Άφησέ το» τη διέταξε, δείχνοντάς της το βρόμικο αποτύπωμα. «Εντάξει. Γιατί;» «Δεν ξέρω γιατί. Δεν είμαι υποχρεωμένος να ξέρω το γιατί, αλλά, αν δεν το θέλω εκεί, θα το καθαρίσω εγώ. Να το αφήσεις στην ησυχία του.» Ορίστε, σκέφτηκε εκείνος. Τώρα θα φτάσουμε στο ζουμί. Εκείνη άρχισε να γελάει, μ’ ένα πηγαίο, γάργαρο γέλιο που την άφησε ξανά ξέπνοη. Αναγκάστηκε να γείρει μπροστά και να ακουμπήσει τα χέρια της στους μηρούς της. «Κοίτα, μπορεί ν’ ακούγομαι ανόητος, αλλά…» Ακόμη γερμένη, του έκανε νόημα να σταματήσει. «Όχι εντελώς, αλλά αρκετά. Θεέ μου, Θεέ μου! Είμαι εδώ πέρα
478
NORA ROBERTS
και ξεθεώνομαι για να αισθανθώ δυνατή, ικανή ν’ αντιμετωπίσω οτιδήποτε μου παρουσιαστεί έτσι ώστε να μην κρύβομαι τρέμοντας κάτω από το κρεβάτι, κι εσύ κατάφερες το ίδιο πράγμα σε λιγότερο από πέντε λεπτά.» «Τι διάολο είναι αυτά που λες;» «Με κάνεις να νιώθω δυνατή, ικανή, ακόμα και ιδιοφυής επειδή με βλέπεις μ’ αυτό τον τρόπο. Δε σ’ έχω τυλίξει στο μικρό μου δαχτυλάκι, Σάιμον – ούτε κατά διάνοια. Και η αλήθεια είναι ότι δε θα σε ήθελα έτσι. Όμως, επειδή υπάρχει ένα μικρό μέρος του μυαλού σου που ανησυχεί ότι θα το κάνω, ή ότι θα μπορούσα, νιώθω ότι είμαι ικανή ν’ αντιμετωπίσω ό,τι κι αν έρθει. Οτιδήποτε. Νιώθω δυνατή και σέξι και ικανή και ιδιοφυής.» Τέντωσε το δεξή δικέφαλό της. «Είναι μεθυστικό. Έχω μεθύσει από την αίσθηση.» «Υπέροχα.» «Και ξέρεις τι άλλο; Ότι το έκανες αυτό – αυτό το ανόητο πράγμα για να αποδείξεις κάτι.» Έδειξε με το χέρι της προς το παράθυρο. «Ότι μπορούσες να το κάνεις χωρίς να νιώθεις ανόητος, ενώ νιώθεις λιγάκι ανόητος επειδή πέρασες χρόνο εκεί έξω παίζοντας με τα σκυλιά; Σάιμον, αυτό μ’ αφοπλίζει.» «Για τ’ όνομα του Θεού!» «Με αφοπλίζει και με χαροποιεί. Οπότε είμαι αφοπλισμένη, χαρούμενη, δυνατή και σέξι και ταυτόχρονα ικανή. Και κανείς ποτέ δε με έκανε να νιώσω όπως εσύ. Κανείς. Αυτό.» Έδειξε προς το παράθυρο ξανά, και γέλασε. «Αυτό εκεί, όσο γελοίο, όσο ακατανόητο κι αν είναι, είναι το γιατί είμαι ερωτευμένη μαζί σου. »Σάιμον.» Τον πλησίασε και τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του. «Δε σου σπάει λιγάκι τα νεύρα αυτό;» Του έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί. «Οπότε, η μούντζα μένει. Μάλιστα, νομίζω ότι θα ζωγραφίσω μια καρδιά γύρω της με την πρώτη ευκαιρία. Στο μεταξύ, μπορώ να σου δείξω μερικές βασικές κινήσεις πριν μπω για ντους και
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
479
απολαύσω ένα ποτήρι κρασί. Εκτός κι αν θέλεις να μου βάλεις τις φωνές για λίγη ώρα.» «Αυτό είναι» μουρμούρισε εκείνος, και βουτώντας την απ’ το μπράτσο την τράβηξε προς την άλλη άκρη του δωματίου. «Τι είναι; Με πετάς έξω απ’ το σπίτι;» «Μη με βάζεις σε πειρασμό. Σε πηγαίνω στο κρεβάτι. Πρέπει να κερδίσω κάτι απ’ όλο αυτό.» «Θεέ μου, τι γοητευτική προσφορά, αλλά στ’ αλήθεια πρέπει να κάνω ντους, οπότε…» «Σε θέλω ιδρωμένη.» Την άρπαξε απ’ το μπράτσο και ούτε λίγο ούτε πολύ την εκσφενδόνισε με φόρα στο κρεβάτι. «Θα σου δείξω εγώ μερικές κινήσεις.» «Νομίζω ότι μόλις μου έδειξες.» Ανασηκώθηκε κι έγειρε το κεφάλι της. «Ίσως να μην έχω διάθεση.» Και της κόπηκε η ανάσα όταν εκείνος της έβγαλε απότομα το ιδρωμένο φανελάκι και το πέταξε μακριά. «Ή…» «Μπορείς να το μαζέψεις αυτό αργότερα.» Έκλεισε τα στήθη της στα χέρια του και έτριψε τις θηλές της με τις τραχιές παλάμες του. «Έφτιαξες το κρεβάτι.» «Ναι, το έκανα.» «Άχρηστος κόπος.» Όταν εκείνη ρίγησε, την έσπρωξε ανάσκελα. «Και σκοπεύεις να μου δείξεις τα λάθη που έκανα;» «Έτσι ακριβώς.» Έχωσε τα δάχτυλά του στη ζώνη του σορτς της και το τράβηξε. Χαμογελώντας, έσυρε την άκρη του δαχτύλου της από το κλειδοκόκαλο μέχρι τον αφαλό της και ξανά προς τα πάνω. «Τότε έλα και πάρε με.» Εκείνος γδύθηκε, κοιτώντας τη με τη σειρά του καθώς τον παρατηρούσε. «Ίσως πρέπει να σε κρατάω γυμνή» μουρμούρισε καθώς ανέβαινε πάνω της. «Ξέρω τι να κάνω μαζί σου όταν είσαι γυμνή.» «Μ’ αρέσει αυτό που μου κάνεις όταν είμαι γυμνή.» Πήρε τα αχόρταγα, προκλητικά χείλη της στα δικά του,
480
NORA ROBERTS
κι έκανε το φιλί πιο τραχύ και πιο βαθύ. Χρησιμοποίησε το βάρος του για να την κρατήσει καρφωμένη στο στρώμα καθώς η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα, και χρησιμοποίησε τα χέρια του μέχρι που το καυτό, ιδρωμένο κορμί της άρχισε να τρέμει. Είναι δυνατή και ικανή, σκέφτηκε εκείνος, ως το κόκαλο. Είναι μέρος της ακαταμάχητης γοητείας της. Όμως τώρα, μόνο τώρα, τη θέλω αδύναμη, τη θέλω αβοήθητη. Για μένα, μόνο για μένα. Χρησιμοποίησε τη γλώσσα του, τα ακροδάχτυλά του, χαράζοντας αργές, μακριές διαδρομές που την έκαναν ν’ αναστενάζει καθώς το κορμί της παραδινόταν στην ηδονή. Κι ύστερα τα δόντια του, έτσι που οι σφυγμοί της ν’ ανέβουν ξανά. Όταν τα χείλη του συνάντησαν ξανά τα δικά της, εκείνη αναστέναξε και πάλι, κι έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό του με τον τρόπο που τον έκανε πάντα κομμάτια, κι ύστερα πέρασε τα δάχτυλά της από τα μαλλιά του. Η ανάσα της πάνω στα χείλη του έγινε πιο γρήγορη όταν εκείνος γλίστρησε το δάχτυλό του στο εσωτερικό του μηρού της ανεβάζοντάς το προς τα πάνω, έπειτα ξανά προς τα κάτω κι ύστερα ξανά, αργά, προς τα πάνω μέχρι ίσα που ν’ αγγίξει το καυτό σημείο. Όταν βόγκηξε προφέροντας το όνομά του κι ανασήκωσε τους γοφούς της, εκείνος αποτράβηξε ξανά το δάχτυλό του. Υπέφερε. Το κορμί της ριγούσε, κι ανασηκωνόταν προς εκείνη την υπέροχη αίσθηση πλήρωσης, μόνο και μόνο για να της το αρνηθεί. Ακόμα κι όταν φώναξε ξανά το όνομά του, εκείνος άγγιξε με τα χέρια του το κορμί της αργά σαν φτερό, κάνοντάς της να σπαρταρά. Κι ύστερα το στόμα του ξεκίνησε την ίδια βασανιστική επίθεση στα στήθη της. Της έδινε, και της ξανάδινε, την έφερνε σχεδόν στην
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
481
κορύφωση. Κι ύστερα αποτραβιόταν και την άφηνε να καίγεται. «Σε θέλω. Σάιμον. Σε παρακαλώ.» Όμως εκείνος συνέχισε να παίζει μαζί της, μέχρι που οι κοφτές ανάσες μπερδεύτηκαν με τα βογκητά της, μέχρι που τα δάχτυλά της γράπωσαν το σκέπασμα που με τόση φροντίδα είχε στρώσει εκείνο το πρωί. Μπήκε μέσα της σκληρά, δυνατά, ταράζοντας το ερεθισμένο κορμί της. Ο οργασμός τη συγκλόνισε. Άκουσε το ουρλιαχτό της, το άκουσε, το ένιωσε να βαθαίνει μέχρι που έγινε ένα μουγκρητό απόλαυσης. Το κορμί της σφάδαζε, λύγιζε κάτω από το δικό του, τα νύχια της χώθηκαν βαθιά στην πλάτη του, μέχρι που τα χέρια της έπεσαν άτονα στο κρεβάτι. Εκείνος την ανασήκωσε έτσι που το κεφάλι της ακούμπησε στον ώμο του. «Βάλε τα πόδια σου γύρω μου.» «Εγώ…» «Σε θέλω γύρω μου.» Τα δόντια του έγδαραν το λαιμό, τον ώμο της. «Μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ. Εσένα γύρω μου.» Του έδωσε αυτό που ήθελε, και κρατήθηκε μέσα στη θύελλα των αισθήσεων. Βρέθηκε ξανά στα ύψη, και ξανά, μέχρι που δεν απέμεινε τίποτε. Έλιωσε στο κρεβάτι, της φάνηκε ότι θα μπορούσε να μείνει εκεί σαν χυμένο νερό μέχρι το πρωί. Όμως εκείνος την τράβηξε και τη στήριξε έτσι που βρέθηκε ξαπλωμένη πάνω του, με το κεφάλι της στο στέρνο του, πάνω από την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή. Μισόκλεισε τα μάτια της και το επόμενο πράγμα που αντίκρισε, καθώς τα άνοιξε, ήταν τέσσερις τριχωτές μουρίτσες κολλημένες στην πόρτα. Το στέρνο του Σάιμον ανεβοκατέβαινε σταθερά κάτω από το κεφάλι της, αλλά τα δάχτυλά του έπαιζαν με τα μαλλιά της. Η στιγμή ήταν τέλεια και την έκανε να χαμογελάσει. «Τα σκυλιά θέλουν να μπουν μέσα» μουρμούρισε.
482
NORA ROBERTS
«Ναι, αλλά μπορούν να περιμένουν λιγάκι.» «Θα τα φέρω εγώ.» Όμως δεν κουνήθηκε. «Πεθαίνω της πείνας. Φαντάζομαι ότι η γυμναστική που ακολουθείται από επιπλέον γυμναστική κάνει καλό στην όρεξη.» Βολεύτηκε στην αγκαλιά του. Ένα λεπτό ακόμη, είπε στον εαυτό της. Έπειτα θα άφηνε τα σκυλιά που την κοίταζαν με λυπημένο βλέμμα να μπουν μέσα, θα έκανε εκείνο το ντους και θα αποφάσιζαν τι να ετοιμάσουν για βραδινό. Έκανε να τεντωθεί, και τότε το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι του κομοδίνου. «Τι πράγμα; Πάει καλά αυτό το ρολόι;» «Δεν ξέρω. Ποιος νοιάζεται;» «Μα… Αποκοιμήθηκα; Για μία ώρα; Δηλαδή είναι σαν να πήρα έναν υπνάκο κανονικά.» «Φι, αυτό ήταν κανονικός ύπνος.» «Μα εγώ ποτέ δεν κοιμάμαι στη διάρκεια της μέρας.» «Καλώς ήρθες στον κόσμο μου.» «Θεέ μου!» Πετάχτηκε πάνω, πέρασε τα χέρια της από τα μαλλιά της. Μια που ήταν πιο κοντά της, άρπαξε το μπλουζάκι του και το φόρεσε. Κάλυπτε μόλις τον πισινό της. Τι κρίμα! Άνοιξε την πόρτα και το δωμάτιο γέμισε αμέσως από σκυλιά. «Συγγνώμη, αγόρια. Πηγαίνετε να τα πείτε με τον Σάιμον. Πρέπει να κάνω ντους.» Έτρεξε στο μπάνιο. Και τα τέσσερα σκυλιά παρατάχτηκαν δίπλα στο κρεβάτι, με τις ουρές να κουνιούνται, τα μάτια τους να κοιτάζουν και τις μύτες τους να μυρίζουν. «Ναι, σωστά. Σωστά. Έκανα σεξ μαζί της. Πολύ σεξ. Εσάς τι σας νοιάζει; Μόνο ένας από εσάς έχει αρχίδια, και, μια που όλοι με πρήζουν, δε θα τα ’χει για πολύ ακόμα.» Αναγνώρισε την πονηρή λάμψη στο βλέμμα του Σαγόνια. «Ούτε να το σκεφτείς να ανέβεις εδώ πάνω» τον
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
483
προειδοποίησε ο Σάιμον, αλλά προστάτεψε με το χέρι του τα δικά του μπαλάκια, έτσι για καλό και για κακό. «Γιατί δεν πας να μου φέρεις μια μπίρα; Αυτό θα ήταν χρήσιμη συμπεριφορά.» Μια που κανείς τους δε φάνηκε πρόθυμος, σηκώθηκε ο ίδιος. Μόλις κατέβηκε κάτω, άλλαξε γνώμη κι έπιασε το κρασί. Εκείνη είχε πει ότι ήθελε κρασί, οπότε καλύτερα ας έπινε κι αυτός το ίδιο. Σέρβιρε σε δυο ποτήρια κι ήπιε μια γουλιά από το ένα καθώς άνοιγε το ψυγείο για να μελετήσει το περιεχόμενό του. Θα πεθάνουμε της πείνας, κατέληξε, αν δε σκεφτεί κανείς από τους δυο μας να πάει για ψώνια. Έριξε μια ματιά στον καταψύκτη και κατέληξε ότι ένα από τα κοριτσίστικα κατεψυγμένα γεύματα ήταν καλύτερη επιλογή από την ασιτία. Οριακά. Πήρε το κρασί της και με τα σκυλιά να τον ακολουθούν κατά πόδας –ξανά– έκανε ν’ ανέβει τις σκάλες. Δίπλα του, ο Νιούμαν άφησε ένα σιγανό γουφ λίγα δευτερόλεπτα πριν ο Σάιμον δει τη γυναίκα ν’ ανεβαίνει στην μπροστινή βεράντα. Είναι τυχερή, συλλογίστηκε, που έκανα τον κόπο να φορέσω το μποξεράκι μου. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» «Το ελπίζω. Θα ήθελα να σας μιλήσω για λίγα λεπτά. Είμαι η Κάτι Σταρ, της U.S. Report. Αυτό είναι το αυτοκίνητο της Φιόνα Μπρίστοου –κι αυτά τα σκυλιά της, έτσι δεν είναι;» Προσεγμένη εμφάνιση, τρόποι όλο μαλαγανιά, σκέφτηκε. «Να τι θα κάνω για σας. Θα σας πω, μία μόνο φορά, να κάνετε μεταβολή, και να μπείτε στο αυτοκίνητό σας. Να φύγετε μακριά. Και να μείνετε μακριά.» «Κύριε Ντόιλ, κάνω απλώς τη δουλειά μου, και
484
NORA ROBERTS
προσπαθώ να την κάνω με όση περισσότερη προσοχή και ακρίβεια γίνεται. Οι πληροφορίες μου λένε ότι ίσως να υπάρχει κάποια διακοπή στις έρευνες. Κι εφόσον με ενημέρωσαν ότι τώρα η δεσποινίς Μπρίστοου ζει μαζί σας, ήλπιζα ότι θα μπορούσε να μου μιλήσει για τις σκέψεις της σχετικά μ’ αυτή την πιθανή διακοπή. Θαυμάζω τη δουλειά σας» πρόσθεσε. «Θα ήθελα να γράψω ένα άρθρο για εσάς κάποια στιγμή. Πόσο καιρό σχετίζεστε εσείς και η δεσποινίς Μπρίστοου;» Ο Σάιμον τής έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και κλείδωσε. Κατέληξε πως θα της έδινε τρία λεπτά να ξεκουμπιστεί από το χώρο του πριν καλέσει το σερίφη και βρεθεί στην ευχάριστη θέση να της κάνει μήνυση για παράνομη είσοδο. Όμως όταν ανέβηκε πάνω, η Φιόνα, με τα υγρά της μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, ήταν καθισμένη στο πλάι του κρεβατιού. «Την είδα από το παράθυρο, οπότε δε χρειάζεται ν’ αναρωτιέσαι αν πρέπει να μου το πεις ή όχι.» «Εντάξει.» Της έδωσε το κρασί. «Ετοιμαζόμουν να σου πω ότι λυπάμαι που ήρθε ως εδώ και σ’ έπιασε απροετοίμαστο, αλλά δεν έφταιγα εγώ.» «Όχι, δεν έφταιγες εσύ. Είπε πως είχε πληροφορίες ότι έγινε διακοπή της έρευνας. Δεν ξέρω αν ψάρευε ή έχει κάποια πηγή που της πασάρει πληροφορίες.» Η Φιόνα μουρμούρισε μια βρισιά. «Υποθέτω ότι είναι καλύτερα να το πούμε στον πράκτορα Τάουνι, έτσι για να είμαστε εντάξει. Τι της είπες;» «Της είπα να φύγει, κι όταν δεν το έκανε, απλώς έκλεισα την πόρτα.» «Ήσουν εξυπνότερος από μένα.» «Κοίτα, σκέφτηκα να της κάνω κάποια δήλωση, αλλά το “Άντε και γαμήσου, σκύλα” δε μου φάνηκε αρκετά εμπνευσμένο. Κι ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ. Κι αν σε πιάσει μελαγχολία, θα τσαντιστώ πολύ.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
485
«Δεν πρόκειται να πέσω σε μελαγχολία. Θα πάρω το αίμα μου πίσω καλώντας το FBI και το γραφείο του σερίφη και θα την καρφώσω. Κι έπειτα από αυτό, θα ζητήσω περιοριστικά μέτρα, έτσι για την πλάκα μου.» Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Μ’ αρέσει καλύτερα αυτό.» «Κι εμένα. Τι λες λοιπόν, θα ρίξουμε κέρμα για να δούμε ποιος θα μαγειρέψει βραδινό;» «Δεν αξίζει να ρίξεις κέρμα για να ζεστάνεις αδερφίστικα κατεψυγμένα γεύματα.» «Εγώ σκεφτόμουν τις μπριζόλες που έχουμε στο συρτάρι κρεάτων του ψυγείου.» «Έχουμε μπριζόλες;» Η μέρα του μόλις έγινε καλύτερη. «Έχουμε συρτάρι κρεάτων;» Εκείνη χαμογέλασε και σηκώθηκε. «Ναι, έχουμε.» «Εντάξει, το συρτάρι μάλλον ήταν πακέτο με το ψυγείο. Οι μπριζόλες από πού ήρθαν; Έχεις καμιά μαγική αγελάδα πουθενά;» «Όχι, έχω μια νεραϊδομητριά, η οποία κάνει διανομές. Ρώτησα τη Σιλ αν μπορούσε να πάρει μερικές μπριζόλες, πατάτες από το Αϊντάχο και μερικά άλλα βασικά υλικά που χρειαζόμουν. Τα έφερε σήμερα, μαζί με φρέσκα λαχανικά και φρούτα, γιατί πιστεύει ότι τα χρειαζόμαστε κι αυτά. Γι’ αυτό υπάρχουν φρέσκα λαχανικά στη θήκη των λαχανικών. Ναι, έχουμε και τέτοια.» Αποφάσισε πως ήταν ανώφελο να της πει ότι είχε κοιτάξει ο ίδιος στο ψυγείο και δεν είχε δει τίποτε απ’ όλα αυτά. Θ’ άκουγε κάποια παραλλαγή της στάνταρ δήλωσης της μητέρας του για το Σύνδρομο Αρσενικής Ψυγειοτυφλότητας. «Εσύ αποφασίζεις. Θ’ ανάψω το γκριλ.» «Δεν έχω πρόβλημα. Ξέρεις ότι φοράμε μόνο τα εσώρουχά μας.» «Θα φορέσω το παντελόνι που ήδη μάζεψες, δίπλωσες κι άφησες στο κρεβάτι. Αλλά αυτό σημαίνει ότι, αν θες να φάμε κανένα απ’ αυτά τα λαχανικά, το αναλαμβάνεις εσύ.
486
NORA ROBERTS
Θα φτιάξω εγώ τις μπριζόλες.» «Δίκαιη ανταλλαγή. Πάω να ξεκινήσω τις ετοιμασίες κάτω.» Όταν κατέβηκε, ο Σάιμον φόρεσε το προσεκτικά διπλωμένο παντελόνι της δουλειάς που είχε αφήσει εκείνη στο κρεβάτι. Πριν κατέβει κάτω, μπήκε στο αυτοσχέδιο γυμναστήριό του. Εντάξει, ίσως το δωμάτιο, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, μύριζε καθαριστικό λεμονιού. Όμως το αποτύπωμα της παλάμης του βρισκόταν ακόμη στο παράθυρο. Είναι, υπέθεσε, ένα περίεργο είδος συμβιβασμού. Ξεκίνησε να κατεβαίνει, σιγόβρισε κι ύστερα ανέβηκε ξανά πάνω κι άνοιξε ένα συρτάρι. Έβγαλε ένα καθαρό μπλουζάκι. Εκείνη έφερε τις μπριζόλες, θύμισε στον εαυτό του. Μπριζόλες, καθαρό μπλουζάκι. Ήταν ένα ακόμη είδος συμβιβασμού.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
487
ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ
Ο ΤΑΟΥΝΙ ΚΟΙΤΑΞΕ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΑ τον Πέρι στην οθόνη. Καθόταν στο ατσάλινο τραπέζι, σιδηροδέσμιος, με τα μάτια κλειστά και ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του – όπως θα έκανε κάποιος αν άκουγε ευχάριστη μουσική. Το χλωμό από τον εγκλεισμό πρόσωπό του, πιο πλαδαρό απ’ όσο ήταν πριν από εφτά χρόνια, φανέρωνε ήρεμη περισυλλογή. Οι ρυτίδες σχημάτιζαν παρενθέσεις γύρω από το στόμα του, ενώ οι ψιλότερες που ξεκινούσαν από τις άκρες των ματιών του και απλώνονταν προς τα έξω απλώς τόνιζαν την εμφάνιση ενός συνηθισμένου, ακίνδυνου άντρα που θα χρησιμοποιούσε την έκπτωση συνταξιούχων στο πιάτο-προσφορά του τοπικού φαγάδικου. Ήταν ο ανεκτικός θείος, ο ήσυχος γείτονας της διπλανής πόρτας που φρόντιζε τις τριανταφυλλιές του και κούρευε το γρασίδι του σχολαστικά. Ο απλός Καθημερινός άνθρωπος τον οποίο ο κόσμος προσπερνούσε στο δρόμο χωρίς δεύτερη ματιά, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Το χρησιμοποιούσε αυτό όπως ο Μπάντι15 τη
488
NORA ROBERTS
γοητευτική εμφάνισή του και τον ψεύτικο γύψο στο χέρι» μουρμούρισε ο Τάουνι. «Τι χρησιμοποιούσε;» «Τη μάσκα “είμαι ο παππούς κάποιου”. Ακόμα τη χρησιμοποιεί.» «Ίσως. Αλλά μας μιλάει χωρίς το δικηγόρο του κι αυτό πρέπει να είναι άλλο ένα τέχνασμα.» Η Μαντζ κούνησε το κεφάλι της. «Τι σκαρώνει; Τι σκέφτεται; Κανείς δεν τον ξέρει καλύτερα από σένα, Τάουνι.» «Κανείς δεν τον ξέρει.» Συνέχισε να κοιτάζει το πρόσωπο του Πέρι και σκέφτηκε: ξέρει ότι τον παρακολουθούμε. Και το απολαμβάνει. «Του αρέσει να σε κάνει να νομίζεις ότι τον ξέρεις, λέγοντας αυτά που θες να ακούσεις ή που περιμένεις να ακούσεις. Είναι τα στρώματα που σε μπερδεύουν σ’ αυτό τον άνθρωπο. Αυτά που ήδη έχει κι αυτά που προσθέτει ανάλογα με τις περιστάσεις. Διάβασες τους φακέλους, Έριν. Ξέρεις ότι κυρίως ευθύνεται η κακή τύχη του και ο ηρωισμός ενός αστυνομικού σκυλιού για το γεγονός ότι τον συλλάβαμε.» «Δεν αναγνωρίζεις αρκετά ούτε εσένα ούτε την ομάδα έρευνας. Τον τσακώσατε.» «Έμεινε ελεύθερος σχεδόν ένα χρόνο, ένα χρόνο αφότου μάθαμε το πρόσωπό του και το όνομά του. Μας τον έδωσε η Φιόνα, ωστόσο χρειάστηκαν μήνες και ο θάνατος ενός αστυνομικού μέχρι να τον πιάσουμε.» Και γι’ αυτό δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του απόλυτα. «Κοίταξέ τον» πρόσθεσε ο Τάουνι. «Είναι ένας κοιλαράς που έχει περάσει τα σαράντα, αλυσοδεμένος, σε κλουβί, ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκει έναν τρόπο. Ανακάλυψε τον Εκλ και άναψε το φιτίλι.» «Δεν κοιμάσαι αρκετά.» «Βάζω στοίχημα ότι αυτό το καθίκι κοιμάται σαν πουλάκι. Κάθε νύχτα, με ένα αναθεματισμένο χαμόγελο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
489
στο πρόσωπό του σαν αυτό που έχει τώρα. Έχει ένα πρόγραμμα. Πάντα έχει ένα πρόγραμμα, ένα σκοπό σε όλα όσα κάνει. Δε χρειάζεται το δικηγόρο για να μας μιλήσει επειδή θα μας πει μόνο αυτά που ήδη έχει αποφασίσει να μας πει.» «Δεν ξέρει ότι έχουμε μάθει για τον Εκλ.» «Αναρωτιέμαι.» «Πώς θα μπορούσε; Και το να του πούμε αυτά που εμείς θέλουμε να του πούμε είναι ο δικός μας μοχλός. Ο Εκλ τα θαλάσσωσε και αυτό θα τον κάνει έξω φρενών.» «Ας το διαπιστώσουμε, λοιπόν.» Όταν μπήκαν, ο Τάουνι έκανε νόημα στο φρουρό που στεκόταν στην πόρτα. Ο Πέρι παρέμεινε ακίνητος, με τα μάτια κλειστά και το αδιόρατο χαμόγελο στη θέση του καθώς ο Τάουνι διάβασε τα ονόματα, την ημερομηνία και την ώρα στο αρχείο. «Παραιτείσαι από το δικαίωμά σου να παρίσταται δικηγόρος κατά τη διάρκεια της συνέντευξης;» Ο Πέρι άνοιξε τα μάτια του. «Γεια σου, πράκτορα Τάουνι. Ναι, δε χρειάζονται δικηγόροι μεταξύ παλιών γνωστών. Πράκτορα Μαντζ, είσαι όμορφη σήμερα. Είναι πολύ ωραίο να έχω επισκέπτες που σπάνε τη μονοτονία της μέρας. Κουβεντιάζουμε συχνά τον τελευταίο καιρό. Ανυπομονώ κάθε φορά.» «Περί αυτού πρόκειται;» ρώτησε ο Τάουνι. «Για την προσοχή, για το διάλειμμα από τη μονοτονία;» «Σίγουρα είναι ένα καλό όφελος. Πώς πάει το κυνήγι; Διψάω για νέα. Τα μεγάλα κεφάλια έχουν περιορίσει την πρόσβασή μου στον έξω κόσμο. Κατανοητό, φυσικά, αλλά ατυχές.» «Θα τα μάθεις τα “νέα”, Πέρι. Δεν αμφιβάλλω για τις ικανότητές σου.» Ο Πέρι σταύρωσε τα χέρια του και έγειρε προς τα εμπρός λιγάκι. «Πριν από την τωρινή κατάστασή μου, απόλαυσα το άρθρο που έγραψε εκείνη η ευφυής νεαρή γυναίκα. Κάτι Σταρ λεγόταν; Υποψιάζομαι πως είναι nom
490
NORA ROBERTS
de plume16 ή ένα έξυπνο δώρο της μοίρας. Όπως και να ’χει, απόλαυσα τη μεροληψία της και χάρηκα που έμαθα μερικά από τα νέα της Φιόνα. Πρέπει να της πείτε ότι τη σκέφτομαι.» «Είμαι σίγουρος. Είναι δύσκολο να ξεχάσεις μια γυναίκα που σου έριξε κλοτσιά στον κώλο.» «Στο πρόσωπο, για να είμαστε ακριβείς.» «Θα κάνει το ίδιο στο μαθητή σου» επενέβη η Μαντζ. «Αν είναι αρκετά ηλίθιος ώστε να της επιτεθεί.» «Τα παραλές.» Οι αλυσίδες του Πέρι κροτάλισαν καθώς κούνησε το χέρι του εξαιτίας του σχολίου της Μαντζ. «Δεν είμαι σε θέση να διδάξω κανέναν, ακόμα κι αν το επιθυμούσα. Που δεν το επιθυμώ. Έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό, και, όπως είπα τότε, μπορείτε να δείτε καθαρά από το ιστορικό μου σε αυτό εδώ το ίδρυμα πως έχω δεχτεί την τιμωρία που μου επέβαλαν τα δικαστήρια και η κοινωνία. Υπακούω στους νόμους εδώ. Αντί να πηγαίνω γυρεύοντας για μπελάδες, τους αποφεύγω. Τέτοια που ήταν η ζωή μου έξω από δω, δεν έχω πολλούς επισκέπτες. Μόνο την αγία αδερφή μου, φυσικά. Ή πιστεύετε ότι αυτή συνεχίζει ό,τι άρχισα εγώ;» Χωρίς να πει τίποτα, ο Τάουνι άνοιξε ένα ντοσιέ και έβγαλε από μέσα μια φωτογραφία. Την πέταξε πάνω στο τραπέζι. «Μπορώ;» Ο Πέρι σήκωσε τη φωτογραφία του Εκλ και την κοίταξε εξεταστικά. «Φαίνεται πολύ γνωστός. Δώστε μου ένα λεπτό. Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα. Ναι, ναι, φυσικά. Ήρθε να διδάξει εδώ, πολλές φορές. Λογοτεχνία και συγγραφή. Ξέρετε πόσο ενδιαφέρομαι για τα βιβλία – και μου λείπει η δουλειά μου στη βιβλιοθήκη. Παρακολούθησα τα μαθήματά του. Ελπίζω να κάνω κι άλλα. Η φυλάκιση δεν πρέπει να αποκλείει τη μόρφωση. »Τον θεωρώ μέτριο καθηγητή. Δεν υπάρχει σπιρτάδα, εδώ που τα λέμε. Όμως οι ζητιάνοι δεν έχουν την πολυτέλεια της επιλογής, σωστά;» «Βάζω στοίχημα ότι αυτός σε βρήκε καλύτερο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
491
καθηγητή» είπε η Μαντζ. «Πολύ γλυκό εκ μέρους σου. Υπονοείς ότι πιστεύεις πως τον ενέπνευσα; Αυτό θα ήταν συναρπαστικό, αλλά δεν μπορώ να θεωρηθώ υπεύθυνος για τις πράξεις άλλων ανθρώπων.» «Επίσης δεν του οφείλεις τίποτα» είπε η Μαντζ. «Θα τον σταματήσουμε. Θα τον βάλουμε σε ένα κελί ίδιο με το δικό σου, αλλά εσύ έχεις μια ευκαιρία και πρέπει να τη σκεφτείς. Δώσε μας πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψή του και μπορούμε να κάνουμε τη ζωή σου λιγότερο μονότονη.» Ένα λεπτό στρώμα σκληρότητας πέρασε από το πρόσωπό του. «Πώς; Θα φροντίσετε να μου δίνουν παγωτό κάθε Κυριακή και μια ώρα επιπλέον τη βδομάδα στην αυλή; Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για μένα, ή σ’ εμένα, πράκτορα Μαντζ. Θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου σε αυτό το μέρος. Το αποδέχομαι αυτό. Αν οι ζητιάνοι δεν έχουμε την πολυτέλεια της επιλογής, επιλέγω να μη γίνω ζητιάνος.» «Όταν τον πιάσουμε, θα μιλήσει. Όπως μίλησε ο ιερέας τον οποίο ξεγέλασες» πρόσθεσε η Μαντζ. «Δε μας πήρε πολύ να τον πείσουμε να ομολογήσει ότι διακινούσε κρυφά τις επιστολές σου, για περισσότερο από ένα χρόνο.» «Ήταν αλληλογραφία με την ομάδα προσευχής για μένα.» Ο Πέρι σταύρωσε ευλαβικά τα χέρια του. «Ο αιδεσιμότατος Γκάρλεϊ κατανόησε την ανάγκη μου για πνευματική παρηγοριά – και απομόνωση για την ψυχή μου, κάτι που το σύστημα αδυνατεί να σεβαστεί.» «Οι πάντες σε αυτό το δωμάτιο γνωρίζουν πως δεν έχεις ψυχή.» «Ο Εκλ θα σε πάρει στο λαιμό του» συνέχισε η Μαντζ «και ήδη το έχεις σκεφτεί αυτό. Όταν το κάνει, η ζωή σου εδώ θα γίνει λίγο πιο –πώς το έθεσες;– περιορισμένη. Θα κατηγορηθείς πολλαπλά για ηθική αυτουργία σε φόνο. Τα χρόνια που θα προστεθούν στην ποινή σου δε θα έχουν καμία σημασία, αλλά θα φροντίσουμε να γίνει κόλαση η
492
NORA ROBERTS
ζωή σου εδώ μέσα.» Ο Πέρι απλώς συνέχισε να της χαμογελάει με τον ήρεμο, ευχάριστο τρόπο του. «Νομίζεις ότι δεν είναι ήδη κόλαση;» «Μπορεί να γίνει χειρότερη» υποσχέθηκε ο Τάουνι. «Πίστεψέ με όταν σου λέω ότι θα φροντίσω να γίνει χειρότερη. Και για ποιο λόγο, Πέρι; Γι’ αυτό.» Έδειξε με το χέρι του τη φωτογραφία. «Ο Εκλ είναι αποτυχημένος. Ανυπόμονος, απρόσεκτος. Εσύ ήσουν ένα βήμα μπροστά από μας επί χρόνια. Αυτόν τον βρήκαμε μέσα σε λίγους μήνες. Δεν είναι αντάξιός σου.» «Κολακεία.» Ο Πέρι αναστέναξε. «Είμαι ευάλωτος στην κολακεία. Ξέρεις τις αδυναμίες μου, Ντον.» «Έστειλε ταχυδρομικός ένα κόκκινο φουλάρι στη Φιόνα Μπρίστοου.» Με τα μάτια της στυλωμένα στα μάτια του Πέρι, η Μαντζ είδε την αστραπιαία σπίθα εκνευρισμού εκεί. Υπήρχε κάτι που ο Πέρι δεν είχε μάθει ακόμα. «Τώρα δεν πρόκειται να την πλησιάσει, δεν πρόκειται να βάλει ένα τέλος στην ιστορία για χάρη σου.» «Αυτό ήταν… ανώριμο εκ μέρους του.» «Ξέρεις τι έκανε στην Ανέτ Κέλγουορθ, κόντεψε να τη σκοτώσει στο ξύλο προτού βάλει ένα τέλος.» Ο Τάουνι κούνησε το κεφάλι του με αηδία την οποία ήθελε να δει ο Πέρι, μια αηδία που ήξερε ότι εκείνος θα συμμεριζόταν. «Δεν είναι αυτό το στιλ σου, Τζορτζ. Ούτε το επίπεδό σου. Χάνει τον έλεγχο και κάνει επίδειξη. Εσύ ποτέ δεν ξέπεσες έτσι. Αν τον πιάσουμε χωρίς τη βοήθειά σου, θα πληρώσεις ένα βαρύ τίμημα για τα λάθη του.» «Ξέρεις τις αδυναμίες μου» επανέλαβε έπειτα από μια στιγμή ο Πέρι. «Ξέρεις και τα δυνατά σημεία μου. Είμαι παρατηρητής. Παρατήρησα τον κύριο Εκλ. Ενδιαφέρθηκα για εκείνον γιατί υπάρχουν πολύ λίγα ενδιαφέροντα πράγματα εδώ μέσα. Μπορεί να είναι χρήσιμες για σας αυτές οι παρατηρήσεις. Μπορεί να έχω θεωρίες, εικασίες. Μπορεί ακόμα να θυμάμαι ορισμένα σχόλια ή συζητήσεις. Μπορεί να θυμάμαι κάτι χρήσιμο, όμως θέλω ένα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
493
αντάλλαγμα.» «Τι γεύση παγωτό;» Ο Πέρι χαμογέλασε στον Τάουνι. «Θέλω κάτι λίγο πιο γλυκό. Θέλω να μιλήσω με τη Φιόνα. Πρόσωπο με πρόσωπο.» «Ξέχνα το» είπε αμέσως η Μαντζ. «Α, δε νομίζω». Ο Πέρι συνέχισε να κοιτάζει τον Τάουνι. «Θέλεις να σώσεις ζωές; Θέλεις να σώσεις τη ζωή της γυναίκας που παρακολουθεί ο Εκλ αυτή τη στιγμή; Ή θα πεθάνει; Θα πεθάνουν κι άλλες εξαιτίας της έλλειψης μιας και μόνο συζήτησης; Τι θα έλεγε γι’ αυτό η Φιόνα; Εκείνη αποφασίζει, έτσι δεν είναι;» «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΠΙΕΣΟΥΜΕ περισσότερο» επέμεινε η Μαντζ. «Να του γίνουμε τσιμπούρια. Ανταποκρίθηκε όταν είπες ότι ο Εκλ δεν ήταν αντάξιός του. Έθρεψες το εγώ του.» «Απλώς επιβεβαιώθηκε αυτό στο οποίο ήδη είχε καταλήξει ο ίδιος.» «Ακριβώς, οπότε θα πατήσουμε αυτό το κουμπί. Άσε να το κάνω εγώ. Θα δουλέψω μόνη μαζί του. Η κολακεία και ο φόβος από μια γυναίκα μπορεί να έχουν αποτέλεσμα.» «Έριν, μετά βίας σε προσέχει.» Επειδή ήταν η σειρά του να οδηγήσει, ο Τάουνι κάθισε στο τιμόνι. «Κατά τη γνώμη του, δεν είσαι καν μέρος αυτής της ιστορίας. Δεν ήσουν παρούσα κατά τη διάρκεια της έρευνας που οδήγησε στη σύλληψή του, και αυτό αφορά ετούτη εδώ η υπόθεση. Όλα έχουν να κάνουν με εκείνον. Ο Εκλ είναι απλώς το όχημα, ο αγωγός του.» Η Μαντζ ασφάλισε τη ζώνη του καθίσματός της. «Δε μου αρέσει να είμαστε εμείς αυτοί που υποχωρούν.» «Ούτε εμένα.» «Θα το κάνει η Φιόνα;» «Εν μέρει μετά λύπης μου, λέω πως ναι, νομίζω ότι θα το κάνει.»
494
NORA ROBERTS
ΕΝΩ ΤΟ FBI ΠΕΤΟΥΣΕ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ, ο Φράνσις Εκλ μπήκε στη σειρά λίγο πιο πίσω από το θύμα του. Η κοπέλα δούλεψε μέχρι αργά απόψε, σκέφτηκε. Μόνο μια ώρα ή λίγο παραπάνω, αλλά τον ευχαριστούσε να ξέρει ότι εκείνη εργαζόταν σκληρά. Τον ευχαριστούσε το γεγονός πως, ως συνήθως, είχε σταματήσει στα Starbucks για το βραδινό τονωτικό της. Διπλό εσπρέσο με άπαχο γάλα και σιρόπι χωρίς ζάχαρη, όπως ήξερε ο Εκλ. Απόψε είχε μάθημα γιόγκα, και αν βιαζόταν θα προλάβαινε να κάνει είκοσι λεπτά κυλιόμενου διαδρόμου στο ακριβό κλαμπ γυμναστικής την πολυτέλεια του οποίου επέτρεπε στον εαυτό της. Είχε προσέξει, χάρη στη δοκιμαστική συνδρομή του των τριάντα ημερών, πως σπάνια γυμναζόταν πάνω από είκοσι λεπτά και πως συχνά τα παρέλειπε και αυτά. Δεν άγγιζε ποτέ τους αλτήρες ούτε έμπαινε στον κόπο να δοκιμάσει τα υπόλοιπα μηχανήματα. Απλώς της άρεσε να επιδεικνύει τον εαυτό της με τα εφαρμοστά ρούχα που έβαζε. Δεν ήταν καλύτερη από μια πόρνη του δρόμου. Στη συνέχεια, περπατούσε τα τρία τετράγωνα μέχρι τη δουλειά, έπαιρνε το αμάξι της από το πάρκινγκ και διένυε οδηγώντας τα οχτακόσια μέτρα μέχρι το σπίτι της. Δεν πηδιόταν με κανέναν αυτή την εποχή. Ήταν συγκεντρωμένη στην καριέρα της. Στον εαυτό της. Κανείς και τίποτα δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία για εκείνη όσο ο εαυτός της. Εγωίστρια σκύλα. Πόρνη του πεζοδρομίου. Ένιωσε την οργή του να φουντώνει. Ήταν πολύ ωραία αυτή η οργή. Πάρα πολύ ωραία. Καυτή και πικρή. Φαντάστηκε ότι κοπανούσε τις γροθιές του στο πρόσωπό της, στην κοιλιά της, στα στήθη της. Μπορούσε να νιώσει πώς θα έσπαγε το ζυγωματικό της, μύριζε το αίμα από το σκίσιμο στα χείλη της, έβλεπε το σοκ και τον πόνο στο μάτι της καθώς πρηζόταν και έκλεινε.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
495
«Θα της δώσω ένα μάθημα» μουρμούρισε. «Ναι, θα της δώσω ένα μάθημα.» «Ε, φιλαράκο, προχώρα.» Τα χέρια του έτρεμαν και έσφιξε τις γροθιές του καθώς γύρισε απότομα στον άντρα που στεκόταν πίσω του στην ουρά. Η οργή του τρεμούλιασε και η περηφάνια του φούσκωσε καθώς ο άντρας έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα προς τα πίσω. Τώρα με προσέχεις, σκέφτηκε. Όλοι με προσέχουν τώρα. Πρέπει να περνάς απαρατήρητος, Φρανκ. Ξέρεις τον τρόπο. Από τη στιγμή που δε σε βλέπουν, μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θέλεις. Οτιδήποτε. Η φωνή του Πέρι μουρμούρισε τα λόγια στο αυτί του. Ο Εκλ πίεσε τον εαυτό του να γυρίσει την πλάτη του, να χαμηλώσει το βλέμμα του. Είχε βαρεθεί να περνάει απαρατήρητος. Είχε βαρεθεί να μην τον βλέπουν. Όμως… όμως… Δεν μπορούσε να σκεφτεί με όλον αυτό το θόρυβο. Οι άνθρωποι μιλούσαν για εκείνον, πίσω από την πλάτη του. Όπως πάντα. Θα τους έδειχνε. Θα τους έδειχνε ολωνών. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Έπρεπε να ηρεμήσει, να θυμάται τις προετοιμασίες. Να συγκεντρωθεί στο στόχο. Όταν σήκωσε ξανά το κεφάλι του, είδε το θήραμα να προχωράει προς την πόρτα, με τον καφέ της στο χέρι. Το πρόσωπό του έκαιγε από την αμηχανία. Λίγο είχε λείψει να την αφήσει να φύγει, λίγο είχε λείψει να τη χάσει. Έφυγε από την ουρά, κρατώντας το κεφάλι του χαμηλωμένο. Δεν μπορούσε να γίνει απόψε τελικά. Πειθαρχία, αυτοέλεγχος, συγκέντρωση. Έπρεπε να ηρεμήσει, να ηρεμήσει τον εαυτό του, να μαντρώσει την έξαψη για μετά. Εκείνη θα είχε ακόμα μια νύχτα ελευθερίας, ακόμα μια μέρα ζωής. Και εκείνος θα είχε την ευχαρίστηση να γνωρίζει ότι εκείνη δεν ήξερε πως ήδη είχε πέσει στην παγίδα.
496
NORA ROBERTS
Η ΦΙΟΝΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ μια κούκλα για βουντού. Πιθανώς θα μπορούσε να βάλει κάποιον από τους καλλιτέχνες της Σίλβια να φτιάξει μια κούκλα με τη μορφή της Κάτι Σταρ. Να της χώσει βελόνες, ή απλώς να κοπανήσει το κεφάλι της πάνω στο τραπέζι, πράγμα ίσως παιδιάστικο, όμως είχε την εντύπωση πως επίσης θα ήταν θεραπευτικό. Ο Σάιμον δε φαινόταν να προβληματίζεται από το τελευταίο άρθρο της Σταρ. Μάλλον είχε δίκιο. Μάλλον. Όμως τη Φιόνα την τριβέλιζε η σκέψη πως η Σταρ ισχυριζόταν ότι είχε πηγές σύμφωνα με τις οποίες το FBI έψαχνε για κάποιο «εμπλεκόμενο πρόσωπο» στην έρευνα για το δεύτερο δολοφόνο με το κόκκινο φουλάρι. Δεν το είχε βγάλει από το μυαλό της αυτό. Κάποιος της έδινε πληροφορίες και η δημοσιογράφος ήταν αρκετά σίγουρη για την πηγή της ώστε να τις δημοσιεύει και να έχει έρθει ξανά στο Όρκας. Για να βγάλει στη φόρα ξανά το όνομα της Φιόνα. Κι αυτή τη φορά να τη συνδέσει με τον Σάιμον. Με το σωματώδη καλλιτέχνη που αντάλλαξε την αστική ατμόσφαιρα του Σιάτλ με ένα ήσυχο καταφύγιο σε έναν κολπίσκο του Όρκας. Μάλιστα η εφημερίδα είχε δημοσιεύσει ένα μονόστηλο για τον Σάιμον, αναφέροντας τη δουλειά του με το ξύλο, τις πρακτικές κατασκευές του που είχαν αέρα δημιουργικότητας, την οικολογική φύση τους. Μπλα, μπλα, μπλα. Η Φιόνα ήθελε να πει κάνα δυο λογάκια στην Κάτι Σταρ, πράγμα που, φυσικά, ήταν αυτό που επιθυμούσε η δημοσιογράφος. Η συνεχιζόμενη δημοσιότητα την έφερνε σε δύσκολη θέση με τους πελάτες. Εκείνη δεν μπορούσε να απαντάει – δεν απαντούσε– σε ερωτήσεις και εκείνοι δεν μπορούσαν να μην τις κάνουν. Και, επειδή οι ερωτήσεις και οι τρελάρες ξεφύτρωναν στο μπλογκ της, αναγκάστηκε να κλείσει τα σχόλια και να αναδημοσιεύσει παλιές καταχωρήσεις της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
497
Θέλοντας απεγνωσμένα κάτι για να απασχολήσει το μυαλό της, συγκεντρώθηκε σε ένα καινούριο εγχείρημα. Και αναζήτησε τον Σάιμον στο εργαστήρι του. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που έφτιαχνε, απαιτούσε τον τόρνο και τη χρήση ενός μικρού εργαλείου ξυλογλυπτικής – και φαινόταν να χρειάζεται ακρίβεια και συγκέντρωση. Η Φιόνα στάθηκε πίσω και κράτησε το στόμα της κλειστό μέχρι που εκείνος έκλεισε τον τόρνο. «Τι είναι;» «Μπορείς να φτιάξεις αυτό;» Ο Σάιμον πέταξε πέρα τα προστατευτικά γυαλιά του και κοίταξε τη φωτογραφία. «Είναι ζαρντινιέρα για παράθυρα» του είπε. «Ξέρω τι είναι.» «Για την ακρίβεια είναι η ζαρντινιέρα της Μεγκ. Της ζήτησα να τραβήξει τη φωτογραφία και να την ανεβάσει στο Διαδίκτυο για μένα. Σάιμον, πρέπει να ασχοληθώ με κάτι.» «Αυτό είναι κάτι με το οποίο θα ασχοληθώ εγώ.» «Ναι, αρχικά. Αλλά εγώ θα φυτέψω μέσα τα λουλούδια. Αν μπορούσες να φτιάξεις τέσσερις...» Η Φιόνα διέκρινε τη γαλιφιά στη φωνή της και την ενόχλησε αρκετά ώστε να αλλάξει ύφος. «Ξέρω ότι μπορεί να μη θέλεις ζαρντινιέρες στα παράθυρα, αλλά πρέπει να παραδεχτείς ότι είναι ωραίες και ότι θα ζωντάνευαν το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Θα μπορούσες ακόμα να τις διακοσμήσεις τα Χριστούγεννα με... ή όχι» είπε όταν είδε ότι εκείνος απλώς την κοίταζε. «Εντάξει, υποθέτω πως δε θα αναφέρω την ιδέα μου για μερικά ανεβατά παρτέρια στη νότια πλευρά του σπιτιού. Συγγνώμη. Συγγνώμη. Μια ματιά να ρίξει κανείς τριγύρω θα καταλάβει ότι ήδη είσαι αρκετά απασχολημένος και χωρίς εμένα να ονειρεύομαι κι άλλα προκειμένου να απασχοληθώ. Τι είναι αυτό;» Έδειξε το μουσαμά που κάλυπτε την οινοθήκη. «Δεν είναι δική σου δουλειά.»
498
NORA ROBERTS
«Εντάξει. Θα πάω να καθαρίσω κάτι και θα φταις μόνο εσύ γι’ αυτό.» «Φιόνα.» Εκείνη σταμάτησε στην πόρτα. «Πάμε μια βόλτα.» «Όχι, δεν πειράζει. Κάνεις μια δουλειά και το πρόβλημά μου είναι ότι εγώ δεν κάνω. Οπότε θα βρω κάποια δουλειά να κάνω.» «Εντάξει, θα πάω μόνος μου βόλτα και εσύ μπορείς να καθίσεις στο σπίτι και να μουτρώσεις.» Η Φιόνα αναστέναξε προτού τον πλησιάσει και περάσει τα χέρια της γύρω του. «Σκόπευα να μουτρώσω, αλλά μπορώ να το αναβάλω.» Σήκωσε το κεφάλι της. «Έχω νευρικότητα, αυτό είναι όλο. Έχω συνηθίσει να πηγαινοέρχομαι όποτε μου κάνει κέφι. Να φεύγω με τα σκυλιά ή να μπαίνω στο αμάξι και να πηγαίνω στο χωριό. Να σταματάω στο μαγαζί της Σίλβια ή να περνάω να δω τη Μάι. Υποσχέθηκα πως δε θα πήγαινα πουθενά μόνη, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ότι θα μου ερχόταν τρέλα όταν θα το έκανα. Οπότε τώρα γίνομαι φορτική και αυτό με ενοχλεί. Πιθανώς περισσότερο απ’ όσο ενοχλεί εσένα.» «Αμφιβάλλω» της είπε και την έκανε να γελάσει. «Κάνε τη δουλειά σου. Θα πάω να τραβήξω μερικές φωτογραφίες στα αγόρια και θα ανανεώσω την ιστοσελίδα μου.» «Θα βγούμε έξω αργότερα. Θα πάμε για δείπνο ή κάτι τέτοιο.» «Νιώθω τη λογική να επιστρέφει. Θα τα πούμε όταν τελειώσεις.» Η Φιόνα πήγε πάλι στην πόρτα και την άνοιξε. Σταμάτησε. «Σάιμον.» «Τι είναι πάλι;» «Μόλις πάρκαραν οι πράκτορες Τάουνι και Μαντζ.» Η Φιόνα προσπάθησε να είναι αισιόδοξη καθώς διέσχιζε την αυλή. Ο Τάουνι χαιρέτησε τα σκυλιά και αμέσως ο Σαγόνιας τού πρόσφερε ένα σκοινί, ενώ η Μαντζ έμεινε επιφυλακτικά κάμποσα βήματα πίσω.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
499
«Φιόνα. Σάιμον.» Παρά το σκούρο κοστούμι του, ο Τάουνι έπαιξε λιγάκι με τον Σαγόνια. «Ελπίζω να μη διακόπτουμε.» «Όχι. Μάλιστα μόλις παραπονιόμουν ότι έχω πολύ ελεύθερο χρόνο σήμερα.» «Αισθάνεσαι καθηλωμένη;» «Λιγάκι. Ψέματα. Πολύ.» «Θυμάμαι πώς ήταν παλιά για σένα. Κάνουμε προόδους, Φι. Θα βάλουμε τα δυνατά μας για να κλείσουμε αυτή την υπόθεση και να ξαναγίνει φυσιολογική η ζωή σου.» «Φαίνεσαι κουρασμένος.» «Ναι, ήταν κουραστική μέρα.» Ο Τάουνι έριξε μια ματιά στον Σάιμον. «Μπορούμε να μιλήσουμε μέσα;» «Κανένα πρόβλημα.» Ο Σάιμον άρχισε να προχωράει προς το σπίτι. «Διαβάσατε το τελευταίο άρθρο στη U.S. Report» είπε. «Την αναστατώνει. Δε χρειάζεται κι αυτό συν όλα τα υπόλοιπα. Πρέπει να βρείτε τη διαρροή.» «Πίστεψέ με, προσπαθούμε.» «Δε χαιρόμαστε με αυτό περισσότερο από σας» πρόσθεσε η Μαντζ όταν μπήκαν μέσα. «Αν ο Εκλ καταλάβει ότι τον αναζητούμε, μπορεί να κρυφτεί.» «Αυτό απαντάει στη σημαντική ερώτηση. Δεν τον βρήκατε ακόμα. Θέλετε κάτι;» τους ρώτησε η Φιόνα. «Καφέ; Κάτι δροσιστικό;» «Ας καθίσουμε. Θα σας πούμε όσο περισσότερα μπορούμε.» Ο Τάουνι κάθισε και, γέρνοντας προς τα εμπρός, έπλεξε τα χέρια του πάνω στα γόνατά του. «Ξέρουμε ότι βρισκόταν στο Πόρτλαντ στις πέντε Ιανουαρίου γιατί πούλησε το αυτοκίνητό του σε μια μάντρα μεταχειρισμένων εκείνη τη μέρα. Δεν υπάρχει άλλο όχημα δηλωμένο στο όνομά του, αλλά ελέγχουμε τις αγορές εκείνης της ημερομηνίας στην περιοχή του Πόρτλαντ και τριγύρω.» «Θα μπορούσε να αγοράσει κάτι από έναν ιδιώτη. Και
500
NORA ROBERTS
να μην μπει στον κόπο να το δηλώσει.» Ο Σάιμον ανασήκωσε τους ώμους του. «Ή να δώσει πλαστή ταυτότητα. Διάβολε, θα μπορούσε να πάει με ένα υπεραστικό λεωφορείο οπουδήποτε και να αγοράσει ένα αυτοκίνητο από την Craiglist17.» «Έχεις δίκιο, αλλά ελέγξαμε και συνεχίζουμε να ελέγχουμε. Χρειάζεται μεταφορικό μέσο. Χρειάζεται κατάλυμα. Χρειάζεται βενζίνη και φαγητό. Θα σηκώσουμε όλες τις πέτρες και θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται ο Πέρι.» «Μιλήσαμε μαζί του νωρίτερα σήμερα» συνέχισε η Μαντζ. «Ξέρουμε ότι αυτός και ο Εκλ επικοινωνούσαν, χρησιμοποιώντας ένα τρίτο πρόσωπο για να διακινεί κρυφά τα μηνύματα στη φυλακή.» «Ποιον;» ρώτησε ο Σάιμον. «Τον ιερέα που παραμύθιασε ο Πέρι στη φυλακή. Ο ιερέας έβγαζε έξω τις επιστολές του Πέρι και τις ταχυδρομούσε – στέλνονταν σε διαφορετικά ονόματα, σε διαφορετικές τοποθεσίες» εξήγησε ο Τάουνι. «Ο Πέρι ισχυρίστηκε ότι απευθύνονταν στα μέλη μιας ομάδας προσευχής στην οποία ανήκε η αδερφή του, και ο ιερέας το έχαψε. Έφερνε στον Πέρι τις απαντήσεις, ταχυδρομημένες σε αυτόν πάλι από διαφορετικά ονόματα και τοποθεσίες.» «Να χαρώ εγώ φυλακές υψίστης ασφαλείας» μουρμούρισε ο Σάιμον. «Ο Πέρι κατάφερε να βγάλει έξω μια επιστολή λίγες μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος της Κέλγουορθ, αλλά εκείνος δεν έχει λάβει τίποτα εδώ και περισσότερο από τρεις βδομάδες.» «Ο Εκλ κρατάει απόσταση;» Η Φιόνα κοίταξε μια τον έναν πράκτορα και μια την άλλη. «Αυτό πιστεύετε;» «Είναι πιθανό. Ο Εκλ κάνει του κεφαλιού του τώρα» πρόσθεσε ο Τάουνι. «Και ο Πέρι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με αυτό. Τώρα που ξέρει ότι έχουμε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
501
αναγνωρίσει τον Εκλ και τον αναζητούμε, δεν είναι ευχαριστημένος ούτε γι’ αυτό.» «Του το είπατε;» επενέβη ο Σάιμον. «Έτσι ώστε να έχει την ευκαιρία να επιβεβαιώσει το αναθεματισμένο το άρθρο με το φιλαράκο του;» «Εκτός αν διαθέτει τηλεπάθεια, ο Πέρι δε στέλνει ούτε λαμβάνει μηνύματα πια» επέμεινε η Μαντζ. «Του έχουμε κλείσει το δρόμο. Είναι αμπαρωμένος και θα παραμείνει αμπαρωμένος μέχρι να συλλάβουμε τον Εκλ. Ο Εκλ δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του και ο Πέρι νιώθει την πίεση της απώλειας μερικών από τα προνόμια που έχει κερδίσει λόγω καλής διαγωγής.» «Νομίζετε ότι θα σας πει, αν ξέρει, πώς να βρείτε τον Εκλ;» ρώτησε η Φιόνα. «Γιατί να το κάνει;» «Θέλει να κόψει τον ομφάλιο λώρο, Φι. Δε χαίρεται που ο προστατευόμενός του κάνει λάθη, που έχει τραβήξει το δικό του δρόμο. Ο Πέρι ξέρει, γιατί φροντίσαμε εμείς να το μάθει, πως εξαιτίας αυτών των λαθών ο Εκλ δε θα μπορέσει να φτάσει σ’ εσένα.» Ο Τάουνι περίμενε ένα δευτερόλεπτο. «Εξακολουθείς να είσαι η μοναδική αποτυχία του και ο λόγος που βρίσκεται στη φυλακή. Εξακολουθεί να σε σκέφτεται.» «Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα καλό νέο.» «Δεν έχουμε πολλά για να διαπραγματευτούμε μαζί του. Ο Πέρι ξέρει ότι θα μείνει ισόβια στη φυλακή. Δεν πρόκειται να βγει ποτέ. Τελικά, η περηφάνια του θα τον ωθήσει να μας πει αυτά που χρειαζόμαστε, ή θα πιάσουμε τον Εκλ χωρίς τη βοήθειά του.» «Τελικά.» «Προσφέρθηκε να μας δώσει πληροφορίες. Είναι αρκετά προσεκτικός ώστε τις χαρακτηρίσει παρατηρήσεις, υποθέσεις, θεωρίες, αλλά είναι έτοιμος να καρφώσει τον Εκλ με το κατάλληλο κίνητρο.» «Τι θέλει;» Η Φιόνα ήδη ήξερε. Μέσα της ήδη ήξερε. «Θέλει να σου μιλήσει. Πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν μπορείς να πεις τίποτα που δεν έχω ήδη σκεφτεί» είπε ο
502
NORA ROBERTS
Τάουνι καθώς ο Σάιμον σηκώθηκε όρθιος. «Τίποτα που ήδη δεν έχω πει στον εαυτό μου.» «Θα την έβαζες να περάσει κάτι τέτοιο, θα της ζητούσες να καθίσει με τον άνθρωπο που προσπάθησε να τη σκοτώσει, μήπως και εκείνος σου πετάξει μερικά ψίχουλα;» «Από εκείνη εξαρτάται. Από σένα εξαρτάται» είπε ο Τάουνι στη Φιόνα. «Δε μου αρέσει. Δε μου αρέσει που σου ζητάω να πάρεις αυτή την απόφαση. Δε θέλω να του δώσω το παραμικρό.» «Τότε μην το κάνεις» είπε ξερά ο Σάιμον. «Υπάρχουν πολλοί λόγοι να μην το κάνω. Μπορεί να λέει ψέματα. Μπορεί να πάρει αυτό που θέλει και μετά να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει τίποτα τελικά, ή να μας δώσει πληροφορίες που θα μας στείλουν σε λάθος κατεύθυνση. Όμως δε νομίζω ότι θα το κάνει.» «Δική σας δουλειά είναι να σταματήσετε αυτό το κάθαρμα. Όχι δική της.» Η Μαντζ τού έριξε μια σκληρή ματιά. «Τι δουλειά μας κάνουμε, κύριε Ντόιλ.» «Όπως το βλέπω εγώ, της ζητάτε να την κάνει εκείνη.» «Εκείνη είναι το κλειδί. Εκείνη θέλει ο Πέρι, εκείνη θέλει εδώ και οχτώ χρόνια. Εκείνη είναι ο λόγος για τον οποίο στρατολόγησε τον Εκλ και εκείνη είναι ο λόγος για τον οποίο θα τον προδώσει.» «Πάψτε να μιλάτε σαν μην είμαι εδώ» μουρμούρισε η Φιόνα. «Απλώς πάψτε. Αν αρνηθώ, θα κλειστεί στον εαυτό του.» «Φιόνα.» «Απλώς θα περιμένει.» Άπλωσε το χέρι της, έπιασε το χέρι του Σάιμον και ένιωσε το θυμό του κάτω από την επιδερμίδα του τόσο καθαρά όσο τον είχε ακούσει στη φωνή του. «Θα περιμένει. Δε θα πει τίποτα. Θα κρατηθεί βδομάδες, ίσως και μήνες. Είναι ικανός να το κάνει. Θα περιμένει μέχρι να υπάρξει άλλη μία. Τουλάχιστον μία
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
503
ακόμα, έτσι ώστε να καταλάβω πως πέθανε επειδή δεν τον αντιμετώπισα.» «Μαλακίες!» «Εγώ έτσι θα ένιωθα.» Έσφιξε το χέρι του Σάιμον, δυνατά. «Πήρε τον Γκρεγκ για να με πληγώσει, και θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Θα του άρεσε να το κάνει. Περιμένει να αρνηθώ. Πιθανώς ελπίζει να το κάνω μέχρι να πεθάνει κάποια άλλη. Θα το ευχαριστηθεί. Αυτό πιστεύεις κι εσύ.» «Ναι» επιβεβαίωσε ο Τάουνι. «Μπορεί να περιμένει και η αναμονή τού δίνει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί. Μας θεωρεί κατώτερους. Δε θα τον είχαμε πιάσει αν δε μας ευνοούσε η τύχη, οπότε θα υπολογίσει ότι ο Εκλ ίσως έχει χρόνο για κάνα δυο ακόμα.» «Δε θα σας είχε ευνοήσει η τύχη αν δεν είχε σκοτώσει τον Γκρεγκ. Δε θα είχε αποφασίσει να σκοτώσει τον Γκρεγκ αν δεν το είχα σκάσει εγώ. Οπότε σ’ εμένα επιστρέφουν όλα. Κανονίστε το. Θέλω να το κάνω όσο το δυνατόν πιο σύντομα.» «Να πάρει η ευχή, Φιόνα.» «Χρειαζόμαστε ένα λεπτό.» «Θα είμαστε έξω» της είπε ο Τάουνι. «Πρέπει να το κάνω αυτό» είπε η Φιόνα στον Σάιμον όταν έμειναν μόνοι. «Σκατά πρέπει να το κάνεις!» «Δε με ήξερες όταν σκοτώθηκε ο Γκρεγκ. Δε θα με αναγνώριζες τις βδομάδες, τους μήνες που ακολούθησαν. Έγινα κομμάτια. Τα ψυχοπλακώματά μου ωχριούν μπροστά σ’ εκείνο. Δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την ενοχή, τη θλίψη, την κατάθλιψη, την απόγνωση.» Του έπιασε και τα δύο χέρια, ελπίζοντας να διαπεράσει το θυμό του και να του μεταδώσει την ανάγκη που ένιωθε. «Είχα βοήθεια τότε. Από τους ψυχολόγους, ναι, αλλά ήταν οι φίλοι και η οικογένειά μου εκείνοι που με τράβηξαν έξω. Και ο πράκτορας Τάουνι. Μπορούσα να του
504
NORA ROBERTS
τηλεφωνήσω, μέρα ή νύχτα, να του μιλήσω όταν δεν μπορούσα να μιλήσω στη μητέρα μου, στον πατέρα μου, στη Σιλ, σε οποιονδήποτε άλλο. Γιατί εκείνος ήξερε. Αυτό είναι το ένα.» Η Φιόνα πήρε μια ανάσα για να στυλωθεί. «Αν δεν το κάνω αυτό, αν δεν προσπαθήσω και πεθάνει κάποια άλλη, νομίζω ότι θα σπάσει κάτι μέσα μου. Ο Πέρι τελικά θα έχει νικήσει. Δε νίκησε όταν με άρπαξε. Δε νίκησε όταν σκότωσε τον Γκρεγκ. Όμως, Σάιμον, Θεέ μου, πόσα χτυπήματα να αντέξει κανείς; Αυτό είναι το δεύτερο. »Και το τελευταίο τώρα. Θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια. Θέλω να τον δω στη φυλακή και να ξέρω ότι βρίσκεται εκεί εξαιτίας μου. Θέλει να με χρησιμοποιήσει, θέλει να με χειριστεί.» Κούνησε το κεφάλι της, τόσο έντονα όσο η ξαφνική λύσσα που φώτισε το πρόσωπό της. «Γάμα τον. Θα τον χρησιμοποιήσω εγώ. Ελπίζω στο Θεό πως ίσως τους πει κάτι που θα τους οδηγήσει στον Εκλ. Το ελπίζω στο Θεό. Αλλά, είτε τους πει είτε όχι, εγώ θα τον έχω χρησιμοποιήσει, και θα έχω κάνει ό,τι πρέπει να κάνω για να αντέξω οτιδήποτε συμβεί στη συνέχεια. Εγώ θα είμαι εκείνη που θα νικήσει. Εγώ θα είμαι εκείνη που θα του κόψει τον αξιοθρήνητο, γαμημένο κώλο του ξανά. Και, όταν γίνει αυτό, θα το καταλάβει.» Ο Σάιμον τραβήχτηκε, πήγε στο παράθυρο, κοίταξε έξω και έπειτα επέστρεψε κοντά της και την κοίταξε. «Σε αγαπώ.» Εμβρόντητη, η Φιόνα κάθισε στο μπράτσο του καναπέ. «Ω Θεέ μου!» «Είμαι πολύ τσαντισμένος μαζί σου τώρα. Δε νομίζω ότι έχω τσαντιστεί περισσότερο με άνθρωπο στη ζωή μου. Και έχω τσαντιστεί με πολλούς.» «Εντάξει. Ειλικρινά προσπαθώ να σε παρακολουθήσω, αλλά με το κεφάλι μου να γυρίζει είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ. Έχεις τσαντιστεί επειδή με αγαπάς;» «Είναι κι αυτός ένας παράγοντας, αλλά όχι ο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
505
βασικότερος. Είμαι τσαντισμένος μαζί σου επειδή θα το κάνεις αυτό, επειδή εσύ, επειδή είσαι αυτή που είσαι, πρέπει να το κάνεις. Είμαι τσαντισμένος γιατί, ακόμα κι αν σε δέσω στο κρεβάτι, δεν μπορώ να σε εμποδίσω.» «Κάνεις λάθος. Θα μπορούσες. Είσαι ο μοναδικός που θα μπορούσε.» «Μη μου βάζεις ιδέες» την προειδοποίησε ο Σάιμον. «Είμαι τσαντισμένος μαζί σου. Και νομίζω ότι είσαι η πιο εκπληκτική γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ. Και η μητέρα μου έχει θέσει ψηλά τον πήχη της “εκπληκτικής”. Αν κλάψεις» της είπε όταν εκείνη βούρκωσε «ορκίζομαι στο Θεό πως…» «Η μέρα μου είναι φοβερή. Δείξε κατανόηση.» Η Φιόνα σηκώθηκε όρθια. «Εσύ δε λες πράγματα που δεν τα εννοείς.» «Ακριβώς. Ποιος ο λόγος;» «Το τακτ, η διπλωματία, αλλά άσ’ το αυτό. Σάιμον.» Θέλοντας να τον αγγίξει, έσυρε τα χέρια της στο στέρνο του. «Σάιμον. Τίποτα από όσα θα μπορούσες να πεις ή να κάνεις δε θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα ή δυνατότερη ή πιο ικανή να πράξω αυτό που πρέπει από αυτά που μου είπες μόλις τώρα – όλα αυτά.» «Περίφημα» είπε εκείνος με πίκρα. «Χαίρομαι που σε βοήθησα.» «Θα μου το πεις ξανά;» «Ποιο απ’ όλα;» Χτύπησε απαλά τη γροθιά της στο στέρνο του. «Μη γίνεσαι γάιδαρος.» «Σ’ αγαπώ.» «Ωραία. Επειδή σ’ αγαπώ και εγώ. Οπότε υπάρχει ισορροπία. Σάιμον.» Ακούμπησε τα χέρια της στα μάγουλά του, και όταν τον φίλησε, το έκανε δυνατά και γλυκά. «Προσπάθησε να μην ανησυχείς. Θα προσπαθήσει να παίξει με το μυαλό μου. Είναι η μοναδική δύναμη που έχει τώρα. Και δεν μπορεί να το κάνει γιατί πηγαίνω οπλισμένη με κάτι που εκείνος δε θα έχει ποτέ και που
506
NORA ROBERTS
ποτέ δε θα καταλάβει. Όταν κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, και φύγω από εκείνον, θα ξέρω ότι θα επιστρέψω εδώ. Θα ξέρω ότι θα είσαι εσύ εδώ και ότι με αγαπάς.» «Θέλεις να το χάψω αυτό;» «Δε σου το δίνω με το ζόρι. Σου το προσφέρω και είναι η αλήθεια. Πάμε έξω και ας κάνουμε αυτή τη συμφωνία. Θέλω να γίνει και να τελειώσει, ώστε να μπορέσω να επιστρέψω στο καλό μέρος.» Βγήκαν έξω. «Πόσο σύντομα μπορούμε να φύγουμε;» ρώτησε η Φιόνα. Ο Τάουνι κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό της για μια στιγμή. «Έχουμε άδεια για αύριο το πρωί. Η πράκτορας Μαντζ και εγώ θα μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο εδώ στο Όρκας και θα φύγουμε από το Σι-Τακ18 στις εννιά και τέταρτο. Θα σε συνοδεύουμε συνέχεια, Φι. Προς και από εκεί, και θα είμαστε μαζί σου κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Πέρι. Θα την έχουμε φέρει πίσω μέχρι τα μέσα του απογεύματος» είπε στο Σάιμον. Θα πάω, θα τελειώσω και θα επιστρέψω, είπε στον εαυτό της η Φιόνα. «Θα φροντίσω να καλύψει κάποιος τα μαθήματά μου αύριο το πρωί και το απόγευμα. Δε χρειάζεστε ξενοδοχείο. Μπορείτε να μείνετε στο σπίτι μου. Είναι εκεί και είναι άδειο» πρόσθεσε προτού μπορέσει να αρνηθεί ο Τάουνι. «Και έτσι θα εξοικονομήσετε χρόνο.» «Το εκτιμούμε αυτό.» «Θα φέρω τα κλειδιά.» Ο Σάιμον περίμενε να μπει ξανά η Φιόνα στο σπίτι. «Αν την τρελάνει αυτός, θα το πληρώσεις.» Ο Τάουνι ένευσε καταφατικά. «Κατανοητό.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
507
ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ
ΣΥΝΗΘΩΣ, ΜΟΛΟ ΠΟΥ ΟΙ ΕΎΚΑΙΡΙΕΣ να ταξιδέψει ήταν σπάνιες, στη Φιόνα άρεσαν οι πτήσεις. Απολάμβανε την ιεροτελεστία, την παρατήρηση των ανθρώπων, τις αισθήσεις, την αδημονία να φεύγει από ένα μέρος και να εξακοντίζεται στον αέρα προς ένα άλλο. Όμως, σε αυτή την περίπτωση, η πτήση ήταν απλώς άλλο ένα απαραίτητο μέσο για να φτάσει σε ένα τέλος, κάτι που απλώς έπρεπε να διεκπεραιωθεί. Είχε σκεφτεί προσεκτικά τι να φορέσει, και δεν είχε καταφέρει να καταλάβει γιατί η εμφάνισή της, η παρουσίασή της, είχε τόση σημασία. Σκέφτηκε να βάλει ένα κοστούμι και το απέρριψε ως πολύ επίσημο και επιτηδευμένο. Σκέφτηκε ένα τζιν παντελόνι, το συνηθισμένο και πιο άνετο ρούχο για εκείνη, αλλά αποφάσισε ότι ήταν πολύ πρόχειρο. Στο τέλος, αποφάσισε να βάλει ένα μαύρο παντελόνι, κολλαριστό λευκό πουκάμισο και ένα σακάκι με έντονο γαλάζιο χρώμα. Απλό, σοβαρό και επαγγελματικό. Και αυτό, συνειδητοποίησε όταν κάθισε ανάμεσα στον Τάουνι και στη Μαντζ στο αεροπλάνο, ήταν που είχε
508
NORA ROBERTS
σημασία. Αυτά που φορούσε, ο τρόπος που παρουσίαζε τον εαυτό της έδιναν χροιά. Ο Πέρι νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι, σκέφτηκε. Παρ’ ότι τώρα βρισκόταν σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, είχε προσπαθήσει σκληρά να βρίσκεται σε θέση ισχύος. Είχε κάτι που εκείνοι ήθελαν, κάτι που χρειάζονταν, γεγονός που του έδινε δύναμη – μια δύναμη που η Φιόνα σκόπευε να αντιστρέψει. Τα ρούχα θα της υπενθύμιζαν –και στον Πέρι– πως στο τέλος θα ήταν εκείνη που θα έφευγε από κει μέσα, που θα επέστρεφε στη ζωή της, στην ελευθερία. Ο Πέρι θα ήταν εκείνος που θα γύριζε σε ένα κελί. Τίποτε από όσα είχε να τους προσφέρει δε θα το άλλαζε αυτό. Κι αυτό, σκέφτηκε η Φιόνα, είναι η δύναμή μου. Αυτό είναι ο έλεγχος που μπορώ να ασκήσω. «Θέλω να συζητήσουμε λίγο τη διαδικασία.» Ο Τάουνι στράφηκε προς το μέρος της. «Θα περάσεις από την ασφάλεια και θα συμπληρωθούν κάποια έγγραφα.» Η Φιόνα κατάλαβε από τον τρόπο που εκείνος κοίταζε το πρόσωπό της πως αναρωτιόταν αν θα έχανε το κουράγιο της. «Πάντα γίνονται αυτά.» «Θα μας συνοδεύσουν σε μια αίθουσα ανάκρισης και όχι στο χώρο των επισκέψεων. Ο Πέρι ήδη θα βρίσκεται εκεί. Θα φοράει χειροπέδες και ποδοπέδες, Φι. Δε θα μείνεις ούτε για ένα δευτερόλεπτο μόνη μαζί του. Δε θα μπορεί να σε αγγίξει.» «Δεν τον φοβάμαι.» Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. «Δεν το φοβάμαι αυτό. Φοβάμαι μήπως τα κάνουμε όλα αυτά για το τίποτα. Μήπως πάρει αυτό που θέλει, το διασκεδάσει και δε σας πει τίποτα που μπορεί να βοηθήσει. Απεχθάνομαι να του δώσω την ικανοποίηση να βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου, να με κοιτάξει. Αλλά ταυτόχρονα θα έχω την ικανοποίηση να κάνω το ίδιο. Και να ξέρω ότι εγώ θα φύγω, θα επιστρέψω στο σπίτι μου – ενώ εκείνος όχι.» «Ωραία. Έχε το στο μυαλό σου αυτό. Έχε το συνέχεια
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
509
στο μυαλό σου και να ξέρεις πως, αν θες να το διακόψεις, οποιαδήποτε στιγμή, θα τελειώσει. Εσύ αποφασίζεις, Φι. Μέχρι το τέλος.» Της χτύπησε απαλά το χέρι καθώς έπεσαν σε ένα κενό αέρος. «Αρνήθηκε την παρουσία του δικηγόρου του, ήταν κάθετος σ’ αυτό. Νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι, τον έλεγχο.» «Ναι, μόλις σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο. Άσ’ τον να πιστεύει ό,τι θέλει. Άσ’ τον να μου ρίξει μια καλή ματιά.» Η φωνή της έγινε σκληρή, πήρε προκλητική χροιά. Η αναταραχή, σκέφτηκε, είναι όλη εξωτερική. «Δε θα δει κάποια που είναι φοβισμένη ή υποτακτική. Και αργότερα, σήμερα, θα παίζω με τους σκύλους μου. Θα φάω πίτσα, θα πιω λίγο κρασί, και απόψε θα κοιμηθώ με τον άντρα που αγαπώ. Εκείνος θα γυρίσει πίσω στο κελί του. Δε δίνω δεκάρα τι σκέφτεται, αρκεί να σας πει αυτά που θέλετε να μάθετε.» «Μην του αποκαλύψεις τίποτα που να μπορεί να χρησιμοποιήσει» πρόσθεσε η Μαντζ. «Ούτε ονόματα, ούτε τοποθεσίες, ούτε συνήθειες. Όσο μπορείς, κράτα τις αντιδράσεις σου σταθερές. Θα παίξει μαζί σου αν μπορέσει, είτε για να σε τρομάξει είτε για να σε θυμώσει – θα κάνει οτιδήποτε για να χωθεί κάτω από το πετσί σου. Εμείς θα βρισκόμαστε συνέχεια στο δωμάτιο, το ίδιο και ένας φρουρός. Ολόκληρη η συνάντηση θα παρακολουθείται.» Η Φιόνα άφησε τις διαβεβαιώσεις τους, τις οδηγίες τους να κυλήσουν από πάνω της. Κανένας, ούτε ο Τάουνι, δεν ήξερε πώς ένιωθε. Κανείς, σκέφτηκε, δεν μπορεί να γνωρίζει πως σε κάποιο σκοτεινό, κλειστό μέρος του εαυτού της ευχαριστιόταν με την ιδέα ότι θα τον έβλεπε ξανά, ότι θα τον έβλεπε αλυσοδεμένο, όπως ήταν κάποτε η ίδια. Όταν θα τον αντιμετώπιζε ξανά, θα το έκανε για τον εαυτό της, για τον Γκρεγκ, για κάθε γυναίκα της οποίας τη ζωή εκείνος είχε αφαιρέσει. Ο Πέρι δεν μπορούσε να ξέρει ότι είχε προσφέρει σε
510
NORA ROBERTS
εκείνο το σκοτεινό, κλειστό κομμάτι του εαυτού της την ευκαιρία να γιορτάσει. Πώς μπορούσε να το ξέρει όταν δεν το γνώριζε ούτε η ίδια; Η Φιόνα τα θεωρούσε όλα αυτά ένα ταξίδι. Το πρωινό φέρι, το αεροπλάνο, τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Κάθε σκέλος τής έδινε την παρηγοριά ότι ταξίδευε ολοένα και πιο μακριά από το σπίτι της. Ότι ο Πέρι δε θα μάθαινε και δε θα αντίκριζε ποτέ όσα ήξερε και έβλεπε εκείνη κάθε μέρα. Η νοτιοανατολική Ουάσιγκτον δεν ήταν απλώς ένα ταξίδι, αλλά σχεδόν ένας άλλος κόσμος. Αυτά δεν ήταν τα λιβάδια και οι λόφοι της περιοχής της, τα χωριά που έβριθαν από τουρίστες και οικεία πρόσωπα, οι ήχοι και η θάλασσα. Αυτά δεν ήταν τα ποταμάκια της, τα δάση και οι βαθιές πράσινες σκιές. Το σωφρονιστήριο από κόκκινα τούβλα και χοντρή πέτρα τής φάνηκε τρομερό και απειλητικό. Το τετράγωνο, κοντόχοντρο, απέριττο κτίσμα της Μονάδας Υψίστης Ασφαλείας που τον φιλοξενούσε ήταν θλιβερό και ψυχρό. Και εκείνο το σκοτεινό μέρος μέσα της έλπιζε ότι και η ζωή του ήταν, και θα εξακολουθούσε να είναι, εξίσου θλιβερή, εξίσου ψυχρή. Κάθε κομμάτι σίδερου, κάθε μέτρο ατσαλιού μεγάλωναν την παρηγοριά της και τη μυστική γιορτή της. Ο Πέρι πιστεύει ότι μου έχει προκαλέσει πόνο και θλίψη παζαρεύοντας αυτή τη συνάντηση, σκέφτηκε η Φιόνα, όμως μου έχει κάνει μια τεράστια χάρη. Τώρα κάθε φορά που θα σκεφτόταν τον Πέρι θα έφερνε στο μυαλό της τα τείχη, τις αμπάρες, τους φύλακες, τα όπλα. Πέρασε από την ασφάλεια, την έρευνα, τη γραφειοκρατία, και σκέφτηκε ότι ο Πέρι δε θα μάθαινε ποτέ πως αναγκάζοντάς τη να ανοίξει αυτή την πόρτα θα τη βοηθούσε, τελικά, να την κλείσει – να ασφαλίσει ακόμα και εκείνη τη μικροσκοπική χαραμάδα που ποτέ δεν είχε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
511
καταφέρει να αποκόψει. Όταν μπήκε στο δωμάτιο στο οποίο την περίμενε, ήταν έτοιμη. Τη χαροποίησε το γεγονός ότι είχε φορέσει σκόπιμα εκείνο το ζωηρό χρώμα, ότι είχε πλέξει τα μαλλιά της σε μια περίπλοκη κοτσίδα και είχε προσέξει πολύ το μακιγιάζ της. Γιατί ήξερε ότι εκείνος θα τη μελετούσε μόλις έμπαινε μέσα, ήξερε ότι θα πρόσεχε αυτές τις λεπτομέρειες. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που την είχε κλείσει στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Εφτά από τότε που η Φιόνα είχε καθίσει στη θέση της μάρτυρος αντιμετωπίζοντάς τον. Ήξεραν και οι δύο πως η γυναίκα που τον αντιμετώπιζε τώρα δεν ήταν η ίδια. «Φιόνα, έχει περάσει πάρα πολύς καιρός. Άνθισες. Η καινούρια ζωή σου προφανώς σου πηγαίνει.» «Δεν μπορώ να πω το ίδιο για σένα και τη δική σου ζωή.» Εκείνος της χαμογέλασε. «Κατάφερα να βρω ένα υποφερτό πρόγραμμα. Πρέπει να σου πω πως, μέχρι τώρα, αμφέβαλλα ότι θα ερχόσουν. Πώς ήταν το ταξίδι σου;» Θέλει να διευθύνει την παράσταση, να πάρει το προβάδισμα, σκέφτηκε εκείνη. Χρειάζεται μια μικρή διόρθωση. «Μου ζήτησες να έρθω εδώ για ψιλοκουβέντα;» «Σπάνια έχω επισκέπτες. Την αδερφή μου μόνο – είμαι σίγουρος πως τη θυμάσαι από τη δίκη. Και, φυσικά, πρόσφατα τον αγαπημένο μας ειδικό πράκτορα και την ελκυστική καινούρια συνάδελφό του. Η συζήτηση είναι μια απόλαυση.» «Αν νομίζεις ότι ήρθα εδώ για να σου προσφέρω απόλαυση, κάνεις λάθος. Αλλά… το ταξίδι ήταν ομαλό. Είναι μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Ανυπομονώ να την απολαύσω περισσότερο όταν θα φύγω από δω. Θα την απολαύσω ιδιαίτερα ξέροντας πως όταν φύγω εσύ θα επιστρέψεις στην… πώς τη λένε… στην απομόνωση.» «Βλέπω ότι έγινες στρίγγλα. Κρίμα!» Της έριξε ένα
512
NORA ROBERTS
περίλυπο βλέμμα, όπως ένας ενήλικος σε ένα παιδί. «Ήσουν μια πολύ γλυκιά, ανεπιτήδευτη νεαρή γυναίκα.» «Δε με ήξερες τότε. Ούτε τώρα με ξέρεις.» «Αλήθεια; Αποτραβήχτηκες στο νησί σου – τα συλλυπητήριά μου, επί τη ευκαιρία, για το θάνατο του πατέρα σου. Συχνά σκέφτομαι πως οι άνθρωποι που επιλέγουν να ζήσουν σε νησιά θεωρούν το νερό που τους περιβάλλει ένα είδος τάφρου. Ένα αποτρεπτικό μέτρο για τον έξω κόσμο. Εκεί έχεις τα σκυλιά σου και τα εκπαιδευτικά μαθήματά σου. Η εκπαίδευση είναι μια ενδιαφέρουσα ασχολία, σωστά; Ένα είδος διάπλασης των άλλων έτσι ώστε να σου μοιάσουν.» «Έτσι θα το έβλεπες εσύ.» Καθοδήγησέ τον, είπε στον εαυτό της. Κάλμαρέ τον. «Εγώ τη βλέπω ως μια μέθοδο να βοηθώ τα άτομα να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους, στο πεδίο του ενδιαφέροντος και της εμπειρογνωμοσύνης μου.» «Να αξιοποιούν τις δυνατότητές τους, ναι. Σε αυτό συμφωνούμε.» «Αυτό είδες στον Φράνσις Εκλ; Τις δυνατότητές του;» «Έλα τώρα!» Ο Πέρι έγειρε πίσω, γελώντας. «Μην αλλάζεις τόσο άγαρμπα θέμα τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία.» «Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να μιλήσουμε για κείνον αφού τον έστειλες ξοπίσω μου. Φυσικά, τα έκανε θάλασσα. Υποβάθμισε την κληρονομιά σου… Τζορτζ.» «Τώρα προσπαθείς να με κολακέψεις και ταυτόχρονα να με εκνευρίσεις. Σε προετοίμασαν οι πράκτορες; Σου είπαν τι να πεις, πώς να το πεις; Είσαι μια καλή μικρή μαριονέτα, Φιόνα;» «Δεν είμαι εδώ για να σε κολακέψω ούτε για να σε εκνευρίσω.» Η φωνή της παρέμεινε άχρωμη, το βλέμμα της σταθερό. «Δε με ενδιαφέρει να κάνω τίποτε από τα δύο. Και κανένας δε μου λέει τι να πω –ή τι να κάνω ή πότε να το κάνω. Αντίθετα από τη δική σου περίπτωση. Εσύ είσαι μια καλή μικρή μαριονέτα μέσα στο κλουβί σου,
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
513
Τζορτζ;» «Δυναμική!» Ο Πέρι γέλασε δυνατά, αλλά στα μάτια του δεν έλαμψε μόνο η ευθυμία. Η Φιόνα κατάλαβε ότι είχε πατήσει ένα κουμπί και είχε ανεβάσει τη θερμοκρασία. «Πάντα το θαύμαζα αυτό σ’ εσένα, Φιόνα. Αυτή την κλασική, και κοινότοπη, τόλμη της κοκκινομάλλας. Αλλά απ’ ό,τι θυμάμαι δεν ήσουν τόσο δυναμική όταν ο εραστής σου και το πιστό σκυλί του έφαγαν τις σφαίρες.» Αυτό την πόνεσε, βάναυσα, και η Φιόνα κρατήθηκε από τον πόνο. «Χρειάστηκες φάρμακα και “θεραπεία”» πρόσθεσε ο Πέρι, σχηματίζοντας εισαγωγικά με τα δάχτυλά του στον αέρα. «Χρειάστηκες τον προσωπικό σου πατρικό πράκτορα για να σε προστατέψει από μένα και τους δημοσιογράφους που τους έτρεχαν τα σάλια. Η κακομοίρα, η καημενούλα η Φιόνα. Πρώτα ηρωίδα από ένα καπρίτσιο της τύχης και στη συνέχεια ένα τραγικό και αδύναμο πλάσμα.» «Ο κακομοίρης, ο καημενούλης ο Τζορτζ» είπε εκείνη με το ίδιο ύφος και, μόλις για μια στιγμή, είδε το θυμό να αστράφτει στα μάτια του. «Πρώτα μια τρομακτική φιγούρα και τώρα ένας άνθρωπος που αναγκάστηκε να στρατολογήσει έναν κατώτερό του για να ολοκληρώσει τη δουλειά που δεν μπόρεσε να κάνει εκείνος. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δε με ενδιαφέρει αν θα πεις κάτι στο FBI για τον Εκλ – ένα κομμάτι μου ελπίζει να μην το κάνεις. Γιατί θα προσπαθήσει να τελειώσει αυτό που δεν μπόρεσες εσύ. Πήρες κάτι δικό μου, τώρα θα πάρω εγώ κάτι δικό σου. Αν δεν τον βρουν πρώτοι, θα έρθει να με βρει και είμαι έτοιμη για εκείνον.» Τώρα η Φιόνα έγειρε μπροστά, αφήνοντας τον Πέρι να δει. Αφήνοντάς τον να ρίξει μια ματιά στη θέλησή της και στο μυστικό μέσα της. «Είμαι έτοιμη για κείνον, Τζορτζ. Δεν ήμουν έτοιμη για σένα και δες πού βρίσκεσαι τώρα. Οπότε, όταν εκείνος έρθει να με βρει, θα χάσει –το ίδιο και
514
NORA ROBERTS
εσύ. Ξανά. Δεν έχω λόγια να σου πω πόσο το θέλω αυτό. Δεν είσαι ο μόνος που βλέπει τον Εκλ ως υποκατάστατο. Έτσι τον βλέπω κι εγώ.» «Σκέφτηκες καθόλου ότι θέλει να νιώσεις αυτή την αυτοπεποίθηση; Σε έκανε να νομίζεις ότι είσαι δυνατή και ασφαλής.» Η Φιόνα γέλασε κοφτά καθώς έγειρε ξανά προς τα πίσω. «Ποιος είναι άγαρμπος τώρα; Ο Εκλ δεν είναι αυτός που νόμιζες. Μία από τις ιδιότητες ενός καλού εκπαιδευτή είναι η αξιολόγηση χαρακτήρων και ικανοτήτων. Όχι απλώς η διδασκαλία και η εκπαίδευση, αλλά η αναγνώριση των περιορισμών και της παθολογίας εκείνων που εκπαιδεύει. Εσένα σου ξέφυγε αυτό. Το ξέρεις ότι σου ξέφυγε, αλλιώς δε θα βρισκόμουν εδώ.» «Βρίσκεσαι εδώ επειδή το απαίτησα.» Η Φιόνα έλπιζε ότι πήρε μια έκφραση βαρεμάρας και διασκέδασης γιατί η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Τον νικούσε! «Δεν μπορείς να απαιτήσεις τίποτα από μένα. Δεν μπορείς να με τρομάξεις. Ούτε το λυσσασμένο σκυλί που έστειλες ξοπίσω μου μπορεί να με τρομάξει. Το μοναδικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να κλείσεις μια συμφωνία.» «Κανείς δεν ξέρει σε ποιον μπορεί να επιτεθεί ένα σκυλί. Κανείς δεν ξέρει πόσους μπορεί να αιματοκυλήσει στην πορεία.» Η Φιόνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και χαμογέλασε αδιόρατα. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι αυτό με κρατάει ξάγρυπνη τη νύχτα; Βρίσκομαι στο νησί μου, το ξέχασες; Έχω την τάφρο μου. Θα λυπηθώ μόνο αν τα σκατώσει προτού φτάσει σ’ εμένα. Έχεις την άδειά μου να του το μεταφέρεις αυτό – αν, δηλαδή, εξακολουθεί να σε ακούει. Που δεν το νομίζω. Νομίζω ότι το σκυλί σου έκοψε την αλυσίδα του, Τζορτζ, και κάνει του κεφαλιού του. Όσο για μένα;» Σκόπιμα, η Φιόνα έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Αυτός ήταν ο χρόνος που μπορούσα να διαθέσω. Χάρηκα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
515
που σε είδα εδώ, Τζορτζ» του είπε καθώς σηκώθηκε όρθια. «Ειλικρινά μου έφτιαξε τη μέρα.» «Θα σε συνοδεύσω έξω.» Η Μαντζ σηκώθηκε όρθια. «Θα βρω άλλον. Αργά ή γρήγορα, θα βρω άλλον.» Η Φιόνα κοίταξε πίσω και είδε ότι τα χέρια του με τις χειροπέδες είχαν γίνει γροθιές. «Σε σκέφτομαι συνέχεια, Φιόνα.» Εκείνη του χαμογέλασε. «Τζορτζ, αυτό είναι θλιβερό.» Με ένα νεύμα της Μαντζ, ο φρουρός άνοιξε την πόρτα. Αμέσως μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, η Μαντζ κούνησε το κεφάλι της και σήκωσε το χέρι της. «Θα μας συνοδεύσουν σε ένα χώρο παρακολούθησης όπου μπορείς να περιμένεις.» Η Φιόνα διατήρησε την ψυχραιμία της, ακολουθώντας το παράδειγμα της Μαντζ, δεν είπε τίποτα και κράτησε το βλέμμα της κατευθείαν μπροστά. Ο ήχος των χοντρών ηλεκτρονικών θυρών που άνοιγαν και έκλειναν την έκανε να ριγήσει. Μπήκαν σε ένα μικρό δωμάτιο με ηλεκτρονικό εξοπλισμό και οθόνες. Η Μαντζ αγνόησε αυτά και τους αστυνομικούς που τα χειρίζονταν και έδειξε δυο καρέκλες στην άλλη άκρη του δωματίου. Έβαλε νερό σε ένα ποτήρι και το πρόσφερε στη Φιόνα. «Ευχαριστώ.» «Θέλεις δουλειά;» Η Φιόνα σήκωσε το κεφάλι της. «Ορίστε;» «Θα γινόσουν καλή πράκτορας. Σου λέω, είχα τις αμφιβολίες μου γι’ αυτό, για το να σε φέρουμε εδώ. Νόμιζα ότι θα σε έκανε παιχνιδάκι του. Πίστευα ότι θα σε έστριβε και θα σε έστυβε μέχρι να στεγνώσεις, και πως θα φεύγαμε με άδεια χέρια. Αλλά τον έπαιξες εσύ. Δεν του έδωσες αυτό που ήθελε, και σίγουρα δεν του έδωσες αυτό που περίμενε.» «Το είχα σκεφτεί πολύ. Τι να πω, πώς να το πω. Πώς να… Πω πω! Για δες» είπε όταν είδε ότι τα χέρια της έτρεμαν.
516
NORA ROBERTS
«Μπορώ να σε βγάλω από δω μέσα. Υπάρχει μια καφετέρια εδώ κοντά. Ο Τάουνι μπορεί να μας συναντήσει εκεί.» «Όχι, θα μείνω. Θέλω να μείνω και ξέρω ότι εσύ θες να πας εκεί μέσα.» «Καλά είμαι εδώ. Δεν πρόκειται να δει άλλη γυναίκα έπειτα από αυτό. Ο Τάουνι καλά θα κάνει να το ολοκληρώσει χωρίς εμένα. Πώς ήξερες τι να πεις, πώς να το πεις;» «Ειλικρινά;» «Ναι, ειλικρινά.» «Δουλεύω με σκυλιά και κάνω ατομική εκπαίδευση με ιδιοκτήτες και σκυλιά με προβλήματα συμπεριφοράς – μερικά από αυτά είναι εξαιρετικά σφοδρά και βίαια. Δεν μπορείς να δείξεις φόβο – δεν μπορείς καν να τον νιώσεις, γιατί αν το κάνεις θα φανεί. Δεν μπορείς να τους αφήσεις να πάρουν το πάνω χέρι, ούτε για ένα λεπτό. Δεν πρέπει να χάνεις την ψυχραιμία σου, αλλά να διατηρείς πάντα τη θέση ισχύος. Τη θέση “άλφα”.» Η Μαντζ το σκέφτηκε για λίγο. «Λες ότι θεώρησες τον Πέρι ένα λυσσασμένο σκυλί;» Η Φιόνα άφησε μια τρεμάμενη ανάσα. «Πάνω κάτω. Πιστεύεις ότι έπιασε;» «Νομίζω ότι έκανες τη δουλειά σου. Τώρα θα κάνουμε εμείς τη δική μας.» Ο ΠΕΡΙ ΚΕΛΑΗΔΗΣΕ, σταλάζοντας πληροφορίες, σταματώντας για να ζητήσει γεύμα, σταλάζοντας κι άλλες. Η Φιόνα καταπολέμησε την αυξανόμενη αίσθηση κλειστοφοβίας που της προκαλούσε ο εγκλεισμός σε ένα τόσο μικρό δωμάτιο επί τόση πολλή ώρα και ευχήθηκε – περισσότερες από μία φορές– να είχε δεχτεί την προσφορά της Μαντζ να φύγει από τη φυλακή και να περιμένει κάπου αλλού. Ήρθες εδώ για όλα, υπενθύμισε στον εαυτό της, και περίμενε, περίμενε ενώ η Μαντζ άκουγε με ένα ακουστικό.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
517
Περίμενε και όταν ο Τάουνι ήρθε μέσα για να μιλήσει με τη συνεργάτιδά του. Ήρθες για να περιμένεις να τελειώσει αυτό, σκέφτηκε η Φιόνα, και αρνήθηκε την προσφορά ενός γεύματος που δεν ήξερε αν θα μπορούσε να κρατήσει στο στομάχι της. Όταν άφησαν πίσω τους τη φυλακή, πλησίαζε η ώρα που ο Τάουνι είχε προβλέψει ότι θα βρισκόταν στο σπίτι της. Κατά τη διαδρομή προς το αεροδρόμιο η Φιόνα είχε ανοίξει το παράθυρο του αυτοκινήτου και ανάσαινε τον αέρα. «Μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό μου τώρα; Πρέπει να πω στον Σάιμον και στη Σίλβια ότι θα αργήσω.» «Ναι, χρησιμοποίησέ το. Ειδοποίησα τη μητριά σου» είπε ο Τάουνι. «Άφησα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του Σάιμον. Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο.» «Με τα μηχανήματα και τη μουσική στο εργαστήρι του, δεν ακούει ποτέ το τηλέφωνο. Αλλά θα τον ειδοποιήσει η Σιλ. Έχει αναλάβει τα απογευματινά μαθήματά μου. Θα περιμένω μέχρι να επιβιβαστούμε στο αεροπλάνο.» «Η Έριν είπε ότι δεν έφαγες.» «Δεν είναι έτοιμο ακόμα το στομάχι μου. Πρέπει να μου πεις κάτι. Πρέπει να μου πεις αν βοήθησε αυτό που έκανα.» «Θα απογοητευτείς.» «Α…» «Θα απογοητευτείς που η Έριν είναι στο τηλέφωνο εκεί πίσω αυτή τη στιγμή και ελέγχει κάποιες από τις πληροφορίες που μας έδωσε ο Πέρι, στέλνοντας πράκτορες σε διάφορες ταχυδρομικές θυρίδες στις οποίες ο Πέρι είπε ότι έχει κανονίσει να επικοινωνήσει με τον Εκλ τις επόμενες βδομάδες. Μας έδωσε τοποθεσίες και τις δύο εναλλακτικές ταυτότητες που χρησιμοποιεί ο Εκλ.» «Δόξα τω Θεώ.» «Θέλει να πιάσουμε τον Εκλ. Πρώτον, επειδή δεν είναι
518
NORA ROBERTS
πια υποχείριό του, επειδή δεν τον υπακούει. Και δεύτερον –και νομίζω πως αυτό είναι το σημαντικότερο– δε θέλει να νικήσεις εσύ ξανά. Δε θέλει να ρισκάρει πως θα στραφείς κατά του Εκλ και θα νικήσεις. Τον έπεισες όχι μόνο ότι μπορείς και θα το κάνεις, αλλά πως ανυπομονείς κιόλας. Διάβολε, εδώ έπεισες εμένα.» «Ελπίζω να μη χρειαστεί να το αποδείξω.» Η Μαντζ επέστρεψε. «Στείλαμε πράκτορες στις τοποθεσίες που μας έδωσε, και μια ομάδα στο κολέγιο της Κέλγουορθ, αφού αυτός πρέπει να είναι ο στόχος του αυτή τη χρονική στιγμή. Μπορεί να δράσει ξανά εκεί αν αποφασίσει να επιστρέψει στο σχέδιο του Πέρι.» «Δε νομίζω» είπε ο Τάουνι «αλλά είναι καλύτερο να το καλύψουμε.» «Εκδώσαμε BOLO19 για τον Εκλ και συμπεριλάβαμε τα ψευδώνυμά του. Και πιάσαμε το λαχείο, Τάουνι. Βρήκαμε μια Φορντ Τάουνους 2005, με πινακίδες της Καλιφόρνια, δηλωμένη σε ένα από τα ψευδώνυμά του. Τζον Γουίλιαμ Μίτσελ.» Ο Τάουνι ακούμπησε για μια στιγμή το χέρι του στο χέρι της Φιόνα. «Δε θα χρειαστεί να αποδείξεις τίποτα.» ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ και κουραφέξαλα, σκέφτηκε ο Σάιμον. Έτσι όπως πήγαινε, θα ήταν τυχεροί αν η Φιόνα κατάφερνε να βρίσκεται στο σπίτι στις έξι. Βοήθησε το γεγονός ότι είχε ακούσει τη φωνή της στον αυτόματο τηλεφωνητή, όμως δε θα ηρεμούσε αν δεν την έβλεπε με τα μάτια του. Θα φρόντιζε να απασχοληθεί και, μια κι η Σιλ είχε αναλάβει τα μαθήματα, ο Σάιμον είχε γλιτώσει τη διαδρομή μέχρι την πόλη αφού εκείνη είχε παραλάβει το καινούριο απόθεμα που είχε ολοκληρώσει. Επιπλέον, του είχε μαγειρέψει. Διόλου κακή συμφωνία. Έβαλε στα υποστηρίγματά της την τελευταία από τις ζαρντινιέρες παραθύρου που έφτιαχνε όλη τη μέρα και έπειτα επέστρεψε στην μπροστινή αυλή, περικυκλωμένος
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
519
από την αγέλη των σκυλιών που σπάνια έφευγαν από το πλευρό του όλη μέρα, για να δει τα αποτελέσματα. «Καθόλου κακό» μουρμούρισε. Δεν είχε χρησιμοποιήσει το σχέδιο που είχε ζητήσει η Φιόνα από τη Μεγκ – ποιος ο λόγος να φτιάξει κάτι που θα μπορούσε να αγοραστεί από έναν αναθεματισμένο κατάλογο; Τέλος πάντων, οι δικές του ήταν καλύτερες. Του άρεσε το πάντρεμα μαονιού και τικ, τα ελαφρώς στρογγυλεμένα σχήματα, το κελτικό σχέδιο που είχε χαράξει στο ξύλο. Χρειάζονται λουλούδια με φλογερά χρώματα, αποφάσισε. Και, αν η Φιόνα ήθελε να φυτέψει τίποτα ψόφια παστέλ, θα έπρεπε να προσπαθήσει ξανά. Έντονα, φλογερά χρώματα – αδιαπραγμάτευτο αυτό. Τι νόημα έχεις να φυτεύεις λουλούδια αν δε δηλώνουν κάτι; Όταν τα σκυλιά στράφηκαν όλα μαζί σαν να ήταν ένα, στράφηκε και εκείνος. Δόξα τω Θεώ, σκέφτηκε όταν είδε το αυτοκίνητο στο μονοπάτι του. Αναγκάστηκε να συγκρατηθεί για να μην τρέξει στο αυτοκίνητο, να την τραβήξει έξω από το παράθυρο και να ελέγξει κάθε πόντο του κορμιού της για να σιγουρευτεί ότι ήταν σώα, αβλαβής, ίδια. Περίμενε ανυπόμονα, ενώ εκείνη καθόταν και μιλούσε στους πράκτορες. Αυτοί σε είχαν όλη τη μέρα, σκέφτηκε. Πες τους αντίο και έλα στο σπίτι. Γίνε το σπίτι. Τότε εκείνη βγήκε έξω και τον πλησίασε. Ο Σάιμον δεν έδωσε σημασία στο αυτοκίνητο που έφυγε. Την άκουσε να γελάει καθώς τα σκυλιά έτρεξαν να την προϋπαντήσουν, είδε το χρώμα να βάφει τα μάγουλά της καθώς χάιδευε και έτριβε τα ζώα. Η σειρά μου, σκέφτηκε, και προχώρησε προς το μέρος τους. «Κάντε πίσω» πρόσταξε τα σκυλιά κι έπειτα απλώς στάθηκε και την κοίταξε. «Καιρός ήταν.» «Εμένα μου φάνηκε περισσότερος. Χρειάζομαι μια αγκαλιά. Μια μεγάλη, δυνατή αγκαλιά. Σπάσε μου τα
520
NORA ROBERTS
παΐδια, μπορείς, Σάιμον;» Εκείνος την αγκάλιασε και της πρόσφερε αυτό που χρειαζόταν, εκτός από το να της σπάσει τα παΐδια. Έπειτα τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού, στους κροτάφους, στο στόμα. «Καλύτερα, καλύτερα» είπε η Φιόνα, αναστενάζοντας. «Πολύ καλύτερα. Μυρίζεις πολύ ωραία. Πριονίδι, σκυλιά και δάσος. Μυρίζεις σπίτι. Χαίρομαι πάρα πολύ που γύρισα στο σπίτι.» «Είσαι καλά;» «Καλά είμαι. Θα σου τα πω όλα. Πρώτα θέλω να κάνω ένα ντους. Ξέρω ότι είναι στο μυαλό μου αυτό, αλλά αισθάνομαι… Απλώς χρειάζομαι ένα ντους. Έπειτα ίσως μπορούμε να ρίξουμε μια κατεψυγμένη πίτσα στο φούρνο, να ανοίξουμε ένα μπουκάλι και… Έφτιαξες ζαρντινιέρες για τα παράθυρα.» «Είχα λίγο ελεύθερο χρόνο σήμερα αφού δεν ήσουν εδώ να με διακόπτεις.» «Έφτιαξες ζαρντινιέρες για τα παράθυρα» μουρμούρισε η Φιόνα. «Είναι τόσο… ακριβώς αυτό που πρέπει. Σε ευχαριστώ.» «Είναι οι δικές μου ζαρντινιέρες στο δικό μου σπίτι.» «Φυσικά. Σε ευχαριστώ.» Ο Σάιμον την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. «Τις έφτιαξα για να μην τρελαθώ. Η Σιλ και εγώ βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον να μην τρελαθεί. Πρέπει να της τηλεφωνήσεις.» «Το έκανα. Τηλεφώνησα σε εκείνη, στη μαμά μου και στη Μάι από το φέρι.» «Ωραία, τότε είμαστε μόνο εγώ και εσύ. Και αυτά» πρόσθεσε καθώς τα σκυλιά κάθισαν στα πόδια τους. «Κάνε το ντους σου. Εγώ θα φτιάξω την πίτσα.» Όμως έπιασε το πιγούνι της Φιόνα στο χέρι του και το κράτησε ενώ κοίταζε εξεταστικά το πρόσωπό της. «Δε σε άγγιξε.» «Όχι με τον τρόπο που έλπιζε, όχι.» «Τότε μπορώ να περιμένω για τα υπόλοιπα. Πεινάω
έτσι κι αλλιώς.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
521
ΕΦΑΓΑΝ ΕΞΩ, ΣΤΗΝ ΠΙΣΩ ΒΕΡΑΝΤΑ, με τον ήλιο να λάμπει ανάμεσα από τα δέντρα και τα πουλιά να κελαηδάνε σαν τρελά. Έξω, σκέφτηκε ο Σάιμον, εκεί που σημαίνει κάτι. Ήταν ελεύθεροι. Ο Πέρι δεν ήταν. Η φωνή της Φιόνα παρέμεινε σταθερή καθώς του τα διηγήθηκε όλα, βήμα βήμα. «Δεν ξέρω από πού ήρθαν μερικά από αυτά. Τα είχα δουλέψει στο μυαλό μου, την προσέγγιση, τον τόνο, τις βασικές μπηχτές, αλλά κάποια από αυτά απλώς ήταν εκεί, βγήκαν από το στόμα μου προτού προλάβουν να σχηματιστούν στο κεφάλι μου. Όπως όταν του είπα ότι δε με νοιάζει αν ο Εκλ σκοτώσει κι άλλες γυναίκες. Συνήθως είμαι χάλια ψεύτρα. Δε μου έρχεται φυσικό και τα κάνω θάλασσα. Όμως αυτό απλώς το ξεφούρνισα, αβίαστα και ψυχρά.» «Και εκείνος το έχαψε.» «Προφανώς. Τους έδωσε ό,τι αναζητούσαν: τοποθεσίες, θυρίδες, ψευδώνυμα. Εντόπισαν ένα αυτοκίνητο κα τις πινακίδες του δηλωμένο σε ένα από τα ψευδώνυμα. Έχουν στείλει πράκτορες να κάνουν ό,τι κάνουν κάθε φορά.» «Και εσύ ξέμπλεξες.» «Ω Θεέ μου, Σάιμον, ειλικρινά αυτό νομίζω!» Σήκωσε τα χέρια της και πίεσε τα μάτια της με τα δάχτυλά της για μια στιγμή. «Ειλικρινά, νομίζω ότι ξέμπλεξα. Επιπλέον, ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενα, από αυτό για το οποίο είχα προετοιμαστεί.» «Με ποιον τρόπο;» «Ήταν πολύ οργισμένος. Ο Πέρι. Περίμενα ότι θα ήταν αυτάρεσκος, ότι θα κορδωνόταν για την ικανότητά του να κινεί τα νήματα ακόμα και από τη φυλακή. Και ήταν, μέχρι ένα βαθμό. Αλλά από κάτω υπήρχε θυμός και απογοήτευση. Και, όταν το είδα αυτό, όταν το κατάλαβα, όταν είδα πού βρίσκεται, πώς είναι η όψη του, ένιωσα…
522
NORA ROBERTS
νιώθω…» Έσφιξε τη γροθιά της πάνω στο τραπέζι και την κοίταξε. «Σταθερά. Νιώθω σκληρή, δυνατή και σταθερή.» Σήκωσε τα μάτια της ξανά και το απαλό γαλάζιο ήταν καθάριο πάλι, ήρεμο ξανά. «Νιώθω ότι τέλειωσε. Αυτό που υπήρχε ανάμεσα σε εκείνον και σ’ εμένα, που εξακολουθούσε να βρίσκεται στις σκιές και στο σκοτάδι, δεν υπάρχει τώρα. Έχουμε τελειώσει.» «Ωραία.» Ο Σάιμον άκουσε την αλήθεια στα λόγια, την ένιωσε – και συνειδητοποίησε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή κουβαλούσε και εκείνος αυτές τις σκιές μέσα του. «Τότε άξιζε τον κόπο. Αλλά, μέχρι να βρεθεί ο Εκλ στο ίδιο μέρος, τα πράγματα θα παραμείνουν ίδια εδώ. Δε θα το ρισκάρουμε, Φιόνα.» «Μπορώ να ζήσω με αυτό. Έχω ζαρντινιέρες στα παράθυρα και πίτσα.» Ξέσφιξε τη γροθιά της και έπιασε το χέρι του. «Και εσένα. Οπότε…» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πες μου κάτι άλλο. Τι έκανες εκτός από τις ζαρντινιέρες;» «Έχω βάλει μπροστά μερικά πράγματα. Πάμε μια βόλτα.» «Στην παραλία ή στο δάσος;» «Πρώτα στο δάσος και έπειτα στην παραλία. Πρέπει να βρω άλλο ένα κούτσουρο.» «Σάιμον! Πούλησες το νιπτήρα.» «Θα τον κρατήσω αυτόν, αλλά η Σιλ τον είδε και είπε ότι έχει έναν πελάτη που θα θέλει έναν.» «Θα τον κρατήσεις.» «Το μπανάκι στο ισόγειο χρειάζεται ανανέωση.» «Θα είναι φανταστικός!» Η Φιόνα κοίταξε τα σκυλιά και έπειτα πάλι τον Σάιμον. Τα αγόρια της, σκέφτηκε. «Ελάτε, αγόρια. Πάμε να βοηθήσουμε τον Σάιμον να βρει ένα κούτσουρο.» ΕΝΩΘΕ ΚΑΙ Ο ΕΚΛ ΚΑΤΙ. Ένιωθε ελεύθερος. Καινούριος στόχος, καινούριο πρόγραμμα. Καινούριο θήραμα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
523
Ήξερε ότι είχε κόψει τα νήματα που τον συνέδεαν με τον Πέρι και αντί να πέσει κάτω άψυχος, μια λυμένη μαριονέτα, έμεινε όρθιος, δυνατός και δυναμικός. Βίωνε μια καινούρια αίσθηση του εαυτού του, κάποια που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν, ούτε καν όταν ο Πέρι τον βοήθησε να ψάξει μέσα του και να βρει τον άντρα που έκρυβε επί τόσα χρόνια. Όφειλε ένα χρέος στον Πέρι γι’ αυτό, ένα χρέος που σκόπευε να ξεπληρώσει πέρα για πέρα. Όμως ήταν το χρέος ενός μαθητή στο δάσκαλό του. Ένας αληθινός δάσκαλος, ένας σοφός δάσκαλος ήξερε πως ο μαθητής έπρεπε να προχωρήσει, έπρεπε να χαράξει το δικό του δρόμο από τη στιγμή που θα έμπαιναν τα θεμέλια. Είχε διαβάσει, με ενδιαφέρον και περηφάνια, το άρθρο στη U.S. Report. Ανέλυσε το στιλ, την έκφραση, το περιεχόμενο και έβαλε στην Κάτι Σταρ ένα ατόφιο Β. Όπως θα είχε κάνει στην άλλη ζωή του, επιμελήθηκε, διόρθωσε, έκανε συστάσεις με κόκκινο στιλό. Μπορούσε να τη βοηθήσει να βελτιωθεί, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και είχε σκεφτεί να επικοινωνήσει μαζί της, ας πούμε για να συνεργαστούν, ώστε να δώσει περισσότερο βάθος στη σειρά των άρθρων της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ποτέ πόσο εθιστική μπορούσε να γίνει η κακή φήμη, πόσο πικάντικη ήταν η γεύση της αφού τη δοκίμαζες. Όμως ο καινούριος εαυτός του ήθελε περισσότερα κρυφά γλειψίματα και μικρές μπουκιές πριν από το τέλος. Ήθελε τσιμπούσι. Ήθελε να καταβροχθίσει. Ήθελε να μπουχτίσει. Καθώς μελετούσε τις συνήθειες και τη ρουτίνα της πιθανής μαθήτριάς του, καθώς διάβαζε τα υπόλοιπα άρθρα της και ερευνούσε τα προσωπικά και επαγγελματικά της δεδομένα, διέκρινε σε εκείνη αυτό που συχνά έβλεπε στους δικούς του μαθητές. Ιδιαίτερα στα θηλυκά. Πόρνες. Όλες οι γυναίκες ήταν πόρνες μέχρι τις
524
NORA ROBERTS
γλιστερές, υγρές ρίζες τους. Η ευφυής, έξυπνη Κάτι ήταν, κατά τη γνώμη του, υπερβολικά ξεροκέφαλη, υπερβολικά βιαστική, υπερβολικά σίγουρη για τον εαυτό της. Μεταχειριζόταν τους ανθρώπους και δε θα δεχόταν τη διδασκαλία ή την εποικοδομητική κριτική. Όμως αυτό δε σήμαινε ότι δεν μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. Όσο πιο πολύ παρατηρούσε, όσο περισσότερα μάθαινε, τόσο πιο πολλά ήθελε. Η Σταρ μπορούσε να γίνει η επόμενή του και, με έναν πολύ αληθινό τρόπο, η πρώτη του, ακόμα κι αν ήταν η τελευταία του. Μια δική του επιλογή και όχι ένας καθρέφτης των αναγκών του Πέρι. Ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία, όχι ιδιαίτερα αθλητική. Προτιμούσε τις ώρες στο γραφείο, ένα πληκτρολόγιο και ένα τηλέφωνο από τις σωματικές ενασχολήσεις. Προτιμούσε να παίζει στο λουσάτο κλαμπ γυμναστικής για να μπορεί να επιδεικνύει το κορμί της. Ναι, επιδεικνύει το κορμί της, σκέφτηκε ο Εκλ, αλλά δεν το φροντίζει, δεν το πειθαρχεί. Αν ζούσε, θα γινόταν πλαδαρή, χοντρή και αργή. Πραγματικά, θα της έκανε χάρη αν έβαζε ένα τέλος όσο ακόμα ήταν νέα, απαλή και σφιχτή. Ήταν απασχολημένος κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Σιάτλ. Είχε αλλάξει δυο φορές τις πινακίδες και είχε βάψει το αυτοκίνητο. Τώρα, όταν θα επέστρεφε στο Όρκας, οι μπάτσοι που θα παρακολουθούσαν την κίνηση του φέρι δε θα πρόσεχαν την επιστροφή του αυτοκινήτου – όχι ότι είχε την παραμικρή εκτίμηση στις ικανότητες των σχεδόν αγράμματων βλάχων. Ωστόσο, ο Πέρι τον είχε δασκαλέψει προσεκτικά να προφυλάσσεται. Σκέφτηκε ποια ήταν η καλύτερη στιγμή και τοποθεσία για να την αρπάξει, κι έπειτα περίμενε απλώς να του προσφέρει ο καιρός του Σιάτλ το τελευταίο στοιχείο.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
525
Η ΚΑΤΙ ΑΝΟΙΞΕ την ομπρέλα της και βγήκε στη δυνατή βροχή και στο μισοσκόταδο. Είχε δουλέψει μέχρι αργά, διορθώνοντας κάποιες λεπτομέρειες στο επόμενο άρθρο της. Προς το παρόν, δεν την πείραζε να μένει σε ένα κλουβί σε ένα μικρό κτίριο στα βροχερά Βορειοδυτικά. Ήταν ένα σκαλοπάτι για ψηλότερα. Με τα άρθρα της είχε εξασφαλίσει την προσοχή που ήθελε, όχι μόνο από τους αναγνώστες αλλά και από τους ιθύνοντες. Αν μπορούσε να κρατήσει ψηλά τη θερμοκρασία, λίγο ακόμα, είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως θα έπαιρνε το φορητό υπολογιστή της και θα έψαχνε για διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Η Φιόνα Μπρίστοου, ο Τζορτζ Πέρι και ο Δολοφόνος με το Κόκκινο Φουλάρι Νο 2 είχαν δημιουργήσει και σφραγίσει το εισιτήριό της από το Σιάτλ για το Μεγάλο Μήλο20. Και εκεί θα πουλούσε το βιβλίο της. Έπρεπε να «σπάσω» λιγάκι τη Φιόνα, σκέφτηκε καθώς ψαχούλευε στην τσάντα της για τα κλειδιά της. Και δε θα έβλαφτε αν ο Δολοφόνος Νο 2 άρπαζε άλλη μια φοιτήτρια, ώστε να διατηρηθεί αναμμένη η φλόγα – και το όνομα της Κατ στην πρώτη σελίδα. Φυσικά, ούτε η σύλληψη του Εκλ θα έβλαφτε. Είχε εξασφαλίσει πηγές, μεταξύ των οποίων και εκείνη που της είχε σφυρίξει ότι οι Τάουνι και Μαντζ είχαν μιλήσει ξανά με τον Πέρι – καθώς και το φρέσκο, ζουμερό νέο ότι ήταν και η Φιόνα μαζί τους. Πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που την είχε απαγάγει, που είχε σκοτώσει τον εραστή της. Αχ, και να ήταν σε μια άκρη εκείνου του δωματίου και να έβλεπε. Όμως, ακόμα και χωρίς την πρόσβαση, είχε μάθει αρκετά από τις πηγές της για ένα δυνατό άρθρο –στην κορυφή του πρωτοσέλιδου– στο αυριανό φύλλο. Πάτησε το κουμπί που ξεκλείδωνε το αμάξι στον κρίκο με τα κλειδιά της και, όταν άστραψαν οι προβολείς, είδε ότι το πίσω λάστιχο ήταν σκασμένο. «Σκατά. Σκατά!» Πλησίασε βιαστικά για να
526
NORA ROBERTS
σιγουρευτεί. Καθώς έστριψε, ψάχνοντας στην τσάντα της για το κινητό της, εκείνος πρόβαλε από τα σκοτάδια. Από το πουθενά, μια θολή φιγούρα. Τον άκουσε να λέει: «Γεια σου, Κάτι! Τι λες για ένα αποκλειστικό;» Τη διαπέρασε ο πόνος, μια ηλεκτρική σφαίρα που ζεμάτισε όλα τα κύτταρα του αποσβολωμένου κορμιού της. Το βροχερό μισοσκόταδο φωτίστηκε από ένα εκτυφλωτικό λευκό καθώς μια κραυγή πνίγηκε στο λαιμό της. Με κάποιο εμβρόντητο τμήμα του εγκεφάλου της σκέφτηκε ότι την είχε χτυπήσει κεραυνός. Το λευκό έγινε μαύρο. ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ για να τη δέσει και να την κλείσει στο πορτμπαγκάζ. Στοίβαξε προσεκτικά στο πίσω κάθισμα, προς το παρόν, την τσάντα, τον υπολογιστή και την ομπρέλα της, και έκλεισε το κινητό της. Πλημμυρισμένος από δύναμη και περηφάνια, απομακρύνθηκε με το αυτοκίνητο στη βροχερή νύχτα. Είχε πολλή δουλειά να κάνει προτού πέσει για ύπνο.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
527
ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΤΗΣ ΚΑΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕ έναν πλούτο πληροφοριών. Ξεψαχνίζοντάς το, ο Εκλ αντέγραψε όλα τα ονόματα και τους αριθμούς, έψαξε τα εισερχόμενα και τα εξερχόμενά της, το ημερολόγιο, τις υπενθυμίσεις της. Τον είχε συνεπάρει το γεγονός ότι ουσιαστικά όλες οι επικοινωνίες, όλα τα ραντεβού στα αρχεία της –εκτός από ένα επερχόμενο ραντεβού με τον οδοντίατρο– σχετίζονταν με τα επαγγελματικά ενδιαφέροντά της. Πραγματικά, σκέφτηκε καθώς έσβησε το περιεχόμενο του κινητού, εγώ και η Κάτι έχουμε πάρα πολλά κοινά: καμία πραγματική σχέση με οικογένεια, κανέναν ιδιαίτερο φίλο και προσήλωση στην ανέλιξη στο πεδίο που έχει επιλέξει ο καθένας τους. Ήθελαν και οι δύο να φτιάξουν ένα όνομα, να αφήσουν ένα βαθύ σημάδι. Αυτό δε θα έκανε ακόμα πιο σημαντικό το σύντομο χρόνο που θα περνούσαν μαζί; Πέταξε το τηλέφωνο στα σκουπίδια στο πάρκινγκ όπου είχε σταματήσει, έπειτα γύρισε πίσω, βγήκε από το διαπολιτειακό δρόμο και διένυσε τα τριάντα χιλιόμετρα μέχρι το μοτέλ που είχε διαλέξει γι’ αυτό το σκέλος της
528
NORA ROBERTS
δουλειάς. Πλήρωσε με μετρητά για παραμονή μιας βραδιάς και έπειτα πάρκαρε μακριά από τα φώτα. Μολονότι αμφέβαλλε αν χρειαζόταν αυτό, έγειρε την ομπρέλα της Κάτι για να κρύψει το πρόσωπό του καθώς βγήκε από το αυτοκίνητο. Οι άνθρωποι που σύχναζαν στα μοτέλ αυτού του είδους δεν κάθονταν στα σκατένια δωματιάκια τους κοιτώντας από το παράθυρο το δαρμένο από τη βροχή πάρκινγκ, όμως δεν έβλαφτε να είναι προσεκτικός. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, γεμάτα φόβο και πόνο, με εκείνο το θόλωμα από την κατάπληξη που ο Εκλ έβρισκε πολύ ερεθιστικό. Είχε πασχίσει να ελευθερωθεί, όμως εκείνος είχε μάθει κάνα δυο πραγματάκια και είχε ενώσει τα δεσμά των καρπών και των αστραγάλων πίσω της, έτσι που το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μαζεύεται σαν σκουλήκι. Παρ’ όλα αυτά, ήταν προτιμότερο να την ακινητοποιήσει εντελώς, να είναι απολύτως σιωπηλή μες στη νύχτα. «Θα τα πούμε το πρωί» της είπε καθώς έβγαλε μια σύριγγα από την τσέπη του και έβγαλε το καπάκι της. Οι κραυγές της δεν ήταν παρά βραχνοί ψίθυροι που κατάπιε η βροχή καθώς της άρπαξε το μπράτσο και της σήκωσε το μανίκι. «Καλόν ύπνο» της είπε και έχωσε τη βελόνα στην επιδερμίδα της. Ξανάβαλε το καπάκι στη θέση του. Η Κάτι, όπως οι υπόλοιπες, δε θα ζούσε αρκετά ώστε να ανησυχήσει για μόλυνση από τη χρησιμοποιημένη βελόνα. Ο Εκλ παρακολούθησε το βλέμμα της να θολώνει καθώς την έπιανε το φάρμακο. Αφού έκλεισε το πορτμπαγκάζ, πήρε τη βαλίτσα του και τα υπάρχοντα της Κάτι από το πίσω κάθισμα, διέσχισε το ραγισμένο οδόστρωμα του πάρκινγκ και τα μετέφερε στο δωμάτιό του. Μύριζε παλιό σεξ, πολυκαιρισμένο καπνό και το φτηνό καθαριστικό που δεν κατάφερνε να καλύψει το χαρμάνι.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
529
Είχε μάθει να αγνοεί αυτές τις ενοχλήσεις και επίσης είχε μάθει να αγνοεί τα αναπόφευκτα βογκητά και τους γδούπους από τα διπλανά δωμάτια. Άνοιξε την τηλεόραση και έκανε ζάπινγκ μέχρι που βρήκε τις τοπικές ειδήσεις. Πρώτα διασκέδασε ψάχνοντας το πορτοφόλι της Κάτι. Είχε μέσα σχεδόν διακόσια δολάρια σε μετρητά – για εξοφλήσεις; Λαδώματα; αναρωτήθηκε. Τα χρήματα θα του χρειάζονταν – άλλο ένα πλεονέκτημα της αλλαγής τύπου του θηράματος. Οι φοιτήτριες σπάνια είχαν περισσότερα από πέντε ή δέκα δολάρια, αν τα είχαν κι αυτά. Βρήκε τον κωδικό για τον υπολογιστή της κρυμμένο πίσω από το δίπλωμα οδήγησης. Τον άφησε στην άκρη γι’ αργότερα. Έφτιαξε σωρούς από αυτά που μπορούσε να χρησιμοποιήσει και από εκείνα που θα πετούσε από την τσάντα της, μασούλισε τα ζαχαρωτά που είχε η Κάτι σε μια εσωτερική τσέπη και έπαιξε με το νεσεσέρ των καλλυντικών της. Η αφοσιωμένη στη δουλειά Κάτι του δεν είχε καμία φωτογραφία. Όμως είχε έναν οδικό χάρτη του Σιάτλ και έναν του Όρκας, προσεκτικά διπλωμένους. Στο χάρτη του Όρκας είχε σημειώσει πολλές διαδρομές από το φέρι. Ο Εκλ αναγνώρισε τη διαδρομή για το σπίτι της Φιόνα και αναρωτήθηκε για τις υπόλοιπες. Αν του το επέτρεπε ο χρόνος, θα τις έλεγχε. Ενέκρινε το γεγονός ότι η Κάτι κουβαλούσε πολλά στιλό και μολύβια, ένα μικρό κύβο Post-it και ένα μπουκάλι νερό. Κράτησε τις καραμέλες δυόσμου για την αναπνοή, τα υγρά μαντιλάκια, ένα πακέτο χαρτομάντιλα και έβγαλε τις ταυτότητες και τις πιστωτικές κάρτες της για να τις κόψει και να τις πετάξει κατά τη διαδρομή. Χρησιμοποίησε τα χρήματα που υπήρχαν στο πορτοφολάκι για τα ψιλά για να αγοράσει μια Sprite και
530
NORA ROBERTS
ένα σακουλάκι πατατάκια Lay’s από τον αυτόματο πωλητή έξω από το δωμάτιο. Αφού οργάνωσε και τακτοποίησε, άνοιξε τον υπολογιστή της. Όπως συνέβαινε με τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα του κινητού της, όλα τα e-mail της επικεντρώνονταν στη δουλειά, και μερικά ήταν αινιγματικά. Όμως ο Εκλ ακολούθησε τις κουκκίδες όπως είχε ακολουθήσει την ίδια. Παρ’ ότι εκείνος, ο Πέρι και η Φιόνα δεν ήταν τα μόνα άρθρα της, αποτελούσαν, αναμφισβήτητα, το επίκεντρό της. Είχε πιέσει και πίεζε αμέτρητες πηγές για ψίχουλα πληροφοριών. Πείσμα, το όνομά σου είναι Κάτι Σταρ! Τα είχε καταφέρει καλά, σκέφτηκε ο Εκλ, σκαλίζοντας, σκαλίζοντας, σκαλίζοντας, συγκεντρώνοντας λεπτομέρειες και σχόλια από το παρελθόν του Πέρι, της Φιόνα, των περασμένων και των τωρινών θυμάτων. Είχε αρχεία γεμάτα από πληροφορίες για τη μονάδα έρευνας της Φιόνα, για τα υπόλοιπα μέλη, για τη σχολή της Φιόνα, για τη μητέρα, τη μητριά, το νεκρό πατέρα, το νεκρό εραστή της. Και για τον τωρινό εραστή. Ήταν σχολαστική. Ο Εκλ το σεβόταν αυτό. Και κατάλαβε ότι η Κάτι είχε μαζέψει και συνέχιζε να μαζεύει πολύ περισσότερες πληροφορίες από το μακρινό παρελθόν απ’ όσες μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια δημοσιογράφος σε μια σειρά άρθρων. «Γράφεις ένα βιβλίο» μουρμούρισε. «Γράφεις ένα βιβλίο, έτσι δεν είναι, Κάτι;» Συνέδεσε στον υπολογιστή ένα από τα δύο στικάκια που είχε βρει στην τσάντα. Αντί για το μυθιστόρημα ή το βιβλίο για ένα αληθινό έγκλημα που περίμενε να ανακαλύψει, άνοιξε το αρχείο που περιείχε το επόμενο άρθρο της. Για το αυριανό φύλλο. Το διάβασε ολόκληρο δύο φορές, τόσο απορροφημένος ώστε μετά βίας πρόσεξε ότι το ζευγάρι στο διπλανό
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
531
δωμάτιο άρχισε να πηδιέται. Η προδοσία –γιατί δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι ο Πέρι τον είχε προδώσει– τον χάραξε σαν μαχαίρι. Ένα δυνατό σφίξιμο στο λαιμό τον ανάγκασε να πεταχτεί όρθιος και να αρχίσει να πηγαινοέρχεται στο άθλιο δωματιάκι, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τις γροθιές του. Ο δάσκαλός του, ο μέντοράς του, ο πατέρας που είχε γίνει για εκείνον ο Πέρι, είχε στραφεί εναντίον του και αυτή η μεταστροφή θα επιτάχυνε –σχεδόν σίγουρα– το τέλος του. Σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, απλώς να εγκαταλείψει τα σχέδια που τόσο σχολαστικά είχε ετοιμάσει και να κατευθυνθεί με το αμάξι ανατολικά. Θα σκοτώσω τη δημοσιογράφο στο δρόμο, σκέφτηκε, πολύ μακριά από δω, πέρα από την περιοχή που, όπως ξέρω, η αστυνομία θα αποκαλέσει έδαφος κυνηγίου μου. Θα άλλαζε ξανά εμφάνιση και ταυτότητα. Θα άλλαζε τα πάντα – το αυτοκίνητο, τις πινακίδες και έπειτα… Τι; Αναρωτήθηκε. Θα γινόταν ξανά συνηθισμένος, θα γινόταν ένα τίποτα ξανά; Θα έβρισκε μια άλλη μάσκα και θα κρυβόταν πίσω της; Όχι, όχι, δε θα μπορούσε ποτέ να επιστρέψει πίσω, δε θα ήταν ποτέ ξανά εκείνο το αξιολύπητο κέλυφος. Πιο ήρεμος, στάθηκε στη θέση του, με τα μάτια κλειστά, και αποδέχτηκε αυτό που συνέβαινε. Ίσως ήταν αλήθεια και σωστό και αναπόφευκτο ο πατέρας να καταστρέψει το παιδί. Ίσως αυτό ολοκλήρωνε τον κύκλο, ίσως έφερνε το ταξίδι στο καλύτερο, πικρό τέλος του. Και ήξερε πάντα ότι αυτό θα τέλειωνε. Αυτή η καινούρια ζωή, αυτή η έντονη ύπαρξη ήταν εφήμερη. Όμως είχε πιστέψει, είχε ελπίσει πως είχε περισσότερο χρόνο. Με περισσότερο χρόνο μπορούσα –και θα το έκανα– να ξεπεράσω τον Πέρι, στα τραγούδια και στις ιστορίες, σκέφτηκε ο καθηγητής, ο λάτρης των βιβλίων. Όχι, δε θα επέστρεφε πίσω, δεν μπορούσε να επιστρέψει πίσω. Δε θα κρυβόταν σαν ποντικός στην
532
NORA ROBERTS
τρύπα. Θα προχωρούσε μπροστά, όπως σκόπευε. Θα ζήσω ή θα πεθάνω, αποφάσισε. Αλλά ποτέ, ποτέ ξανά δε θα υπάρχω απλώς. Κάθισε και διάβασε ξανά το άρθρο, και αυτή τη φορά είχε την αίσθηση ενός πεπρωμένου. Φυσικά γι’ αυτό είχε αρπάξει τη δημοσιογράφο. Όλα συνέβαιναν όπως ήταν γραφτό να συμβούν. Το αποδεχόταν αυτό. Όταν οι γείτονες τέλειωσαν και έφυγαν για να πάνε στα σπίτια τους, υπέθεσε, στις συζύγους που είχαν απατήσει, βρήκε το βιβλίο. Διάβασε το προσχέδιο, προσέχοντας ότι η Κάτι δούλευε με τρόπο που εκείνος ονόμαζε «στιλ πάτσγουορκ» – σκηνές και κεφάλαια χωρίς σειρά, τα οποία θα συνέδεε και θα συνύφαινε σε ένα άλλο προσχέδιο. Κοίταξε το μπρελόκ των κλειδιών της με κάποια θλίψη. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να ρισκάρει να ψάξει το διαμέρισμά της! Θα είχε περισσότερα εκεί – αρχεία, σημειώσεις, βιβλία, τεύχη. Άρχισε να διαβάζει ξανά, αυτή τη φορά κάνοντας κάποιες αλλαγές, κάποιες προσθήκες. Θα κρατούσε τον υπολογιστή, τα στικάκια, και θα ένωνε τη δουλειά της με τη δική του αν επιβίωνε στο επόμενο στάδιο. Για πρώτη φορά εδώ και μήνες ένιωσε ένα τσίμπημα έξαψης για κάτι άλλο εκτός από ένα φόνο. Θα συμπεριλάμβανε τα τμήματα του δικού του βιβλίου, το προσχέδιο που είχε ξεκινήσει σε πρώτο πρόσωπο, στη δική της αφήγηση δημοσιογράφου σε τρίτο πρόσωπο. Θα παρέθετε τα δικά του κομμάτια της ιστορίας δίπλα στα δικά της. Η εξέλιξή του και οι παρατηρήσεις της. Και, με τη βοήθεια της Κάτι, θα δημιουργούσε το δικό του τραγούδι, τη δική του ιστορία. Ο θάνατος, ακόμα και ο δικός του, θα ήταν η κληρονομιά του. ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΣΥΣΚΕΨΕΩΝ όπου εκείνη και ο Τάουνι
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
533
δούλευαν μαζί, η Μαντζ κρατούσε το κινητό της στο ένα χέρι και χτυπούσε το πληκτρολόγιό της με το άλλο. «Ναι, κατάλαβα. Ευχαριστώ. Τάουνι…» Άφησε κάτω το κινητό και του έκανε νόημα. «Μόλις έμαθα ότι η U.S. Report διαφημίζει το αυριανό άρθρο της Σταρ. Έχουν ανεβάσει σποτ στο Ίντερνετ. Πρέπει να το δεις αυτό.» Ο Τάουνι πήγε στο γραφείο της και διάβασε πάνω από τον ώμο της. Κάτω από την επικεφαλίδα «Γρήγορες Ματιές» ο τίτλος κραύγαζε: ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ Η Φιόνα Μπρίστοου πηγαίνει στη φυλακή να αντιμετωπίσει τον Πέρι Ένα αποκλειστικό άρθρο της Κάτι Σταρ
«Να πάρει ο διάβολος!» μουρμούρισε ο Τάουνι, και ο χαμηλός τόνος του ήταν πιο βίαιος κι από κραυγή. «Θα το διαβάσει αυτό ο ύποπτος και θα βάλει πάλι στο μάτι τη Φιόνα.» «Και η δημοσιότητα της Σταρ μεγαλώνει. Ανεβαίνουν οι μετοχές της με αυτό. Ό,τι κι αν επένδυσε για να αποσπάσει πληροφορίες, αποδίδει.» «Πρέπει να βρούμε τη διαρροή. Και πρέπει να διαβάσουμε αυτό το αναθεματισμένο το άρθρο. Θα πιέσω τον αρχισυντάκτη της, τον εκδότη της. Παρακωλύει την έρευνα δημοσιεύοντας ευαίσθητες πληροφορίες, πληροφορίες τις οποίες μπορεί να απόκτησε με παράνομα μέσα.» «Ναι, καλά, αν το επιχειρήσουμε αυτό, θα μπλέξουμε με τους δικηγόρους και από τις δύο πλευρές. Έχω μια πιο άμεση ιδέα. Θα την εφαρμόσω όσο εσύ θα δοκιμάσεις να τους πιέσεις. Θα επιχειρήσω και εγώ μια μικρή αναμέτρηση με τη Σταρ.» «Δεν πρόκειται να αποκαλύψει τις πηγές της.» Ο Τάουνι πήγε στην καφετιέρα. «Θα το απολαύσει.»
534
NORA ROBERTS
«Ναι. Αλλά θα πάω να τη δω, τώρα. Εκτός ωρών εργασίας, αργά. Θα προσπαθήσω να την ψαρέψω όσο εκείνη θα προσπαθεί να ψαρέψει εμένα. Μπορεί να μάθω κάτι.» Η Μαντζ έριξε μια ματιά στο ρολόι της καθώς ετοίμαζε το σενάριο στο μυαλό της. «Έτσι κι αλλιώς, θα τη φέρω εδώ, απόψε. Παρακώλυση δικαιοσύνης, παρέμβαση σε ομοσπονδιακή έρευνα, παρενόχληση ομοσπονδιακού μάρτυρα. Θα τα παραφουσκώσω όσο εκείνη θα κάνει φασαρία για την Τέταρτη Εξουσία και την ελευθερία του Τύπου.» Ο Τάουνι ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Εντάξει. Και μετά;» «Θα την κάνουμε να ιδρώσει λιγάκι. Θα ζητήσει δικηγόρο, θα τηλεφωνήσει στο αφεντικό της, αλλά ίσως καταφέρουμε να την αναγκάσουμε να κάνει πίσω, έστω λιγάκι. Θέλει προσοχή και πληροφορίες. Αν αφήσουμε να φανεί ότι έχουμε κι άλλες, ίσως προσπαθήσει να μας κάνει παιχνίδια. Ίσως εξασφαλίσουμε χρόνο.» «Για ποιο πράγμα;» «Για να αφήσουμε να διαρρεύσει ότι μιλάει. Ότι τη σπάμε.» Ο Τάουνι το σκέφτηκε και κάθισε στην άκρη του γραφείου της Μαντζ. «Έτσι η πηγή ή οι πηγές της θα αρχίσουν να ιδρώνουν.» «Αξίζει να προσπαθήσουμε. Κατά πάσα πιθανότητα είναι χάσιμο χρόνου, αλλά γιατί να μη χάσει λιγάκι τον ύπνο της μ’ αυτή την ιστορία, γιατί να μη νιώσει λίγη πίεση; Χώνεται στην υπόθεση, Τάουνι, και χρησιμοποιεί την Μπρίστοου με κάθε ευκαιρία που της δίνεται. Μπορούμε να συνεργαστούμε με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το κάνουμε. Τους χρησιμοποιούμε και μας χρησιμοποιούν. Έτσι γίνονται τα πράγματα. Αλλά αυτή δεν ενδιαφέρεται για συνεργασία. Απλώς ψάχνει για το άρθρο.» «Δε θα διαφωνήσω με αυτό. Θα δουλέψω από δω, θα παίξω το παιχνίδι με το αφεντικό της. Εσύ πήγαινε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
535
απευθείας. Ειδοποίησέ με αν και όταν τη φέρεις εδώ, και θα τα φροντίσω όλα.» Έτριψε τον πιασμένο σβέρκο του. «Μπορεί να μη δούμε το άρθρο. Μπορεί ο Εκλ να κάνει μια κίνηση αύριο, σε μία από τις θυρίδες, ή μπορεί να εντοπίσουμε το αυτοκίνητό του.» Η Μαντζ ένευσε καταφατικά καθώς φόρεσε το μπουφάν της. «Αν αυτός παρακολουθεί τα γεγονότα, και ξέρουμε πολύ καλά πως το κάνει, η Σταρ αποκαλύπτει τα στοιχεία μας ή αρκετά από αυτά ώστε ο τύπος να επαγρυπνεί. Οι θυρίδες είναι σχεδόν τελειωμένη κατάσταση. Νομίζω ότι έχει τελειώσει με τον Πέρι και, αν όχι, θα το κάνει όταν μάθει ότι η Μπρίστοου πήγε να τον δει.» Σταμάτησε στην πόρτα. «Θα της πεις τι συμβαίνει;» «Όπως είπες, είναι αργά. Ας κοιμηθεί σαν άνθρωπος απόψε. Μπορούμε να το κάνουμε αύριο αυτό. Στρίμωξε τη Σταρ, Έριν, και έπειτα φέρ’ την εδώ για να τη στριμώξουμε περισσότερο.» «Δε βλέπω την ώρα.»
ΗΤΑΝ ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΞΩ, να κάνει κάτι που δεν απαιτούσε ένα πληκτρολόγιο ή ένα τηλέφωνο. Τη Μαντζ δεν την πείραζε η βροχή. Ο καιρός του Σιάτλ τη βόλευε μια χαρά. Απολάμβανε να βλέπει το όρος Ρενιέρ τις ηλιόλουστες μέρες, το ίδιο όσο απολάμβανε τη ζεστή αίσθηση οικειότητας που της πρόσφερε η βροχή. Απόψε, τη θεωρούσε ένα πρόσθετο δώρο. Το να βγάλει τη Σταρ από το γραφείο ή το διαμέρισμά της στη νεροποντή πρόσθετε ένα κερασάκι στην τούρτα. Ήθελε πραγματικά να τη φέρει στη Σταρ σε προσωπικό αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο. Παρ’ ότι δεν πίστευε στην αλληλεγγύη μεταξύ γυναικών μόνο και μόνο επειδή ανήκουν στο ίδιο φύλο, έβλεπε το επιθετικό στιλ της Σταρ σε αυτή την ιστορία ως γυναίκας που πατούσε επί άλλων γυναικών – νεκρών και ζωντανών.
536
NORA ROBERTS
Εγώ σκαρφάλωσα το δικό μου βραχώδες βουνό για να φτάσω εκεί που βρίσκομαι στο FBI, σκέφτηκε η Μαντζ, αλλά μα τω Θεώ δεν έκοψα δρόμο ούτε πάτησα στο σβέρκο κάποιου άλλου για να τα καταφέρω. Σε αυτούς που το έκαναν άξιζαν κλοτσιές ώστε να κατρακυλήσουν μερικά σκαλοπάτια παρακάτω. Με τους υαλοκαθαριστήρες του παρμπρίζ της να πηγαινοέρχονται και τα φώτα να φαίνονται θολά στο βρεγμένο τζάμι, πήγε πρώτα στην εφημερίδα. Το πιθανότερο ήταν πως η Σταρ θα είχε φύγει τέτοια ώρα, αλλά το κτίριο ήταν στο δρόμο για το διαμέρισμά της. Δεν πείραζε να κάνει έναν έλεγχο εκεί. Καθώς οδηγούσε σκέφτηκε τη στρατηγική της. Θα αρχίσω με το καλό, σκέφτηκε, θα αφήσω την κούραση και το άγχος να φανούν. Θα δοκιμάσω την προσέγγιση σαν κοπέλα προς κοπέλα. Το ένστικτό της έλεγε ότι αυτή η προσέγγιση θα ήταν αποτυχία και πως η Σταρ θα την έβλεπε ως αδυναμία. Δεν πείραζε. Αυτό θα πρόσθετε ένα στοιχείο έκπληξης όταν η Μαντζ θα έκανε επίθεση, θα ορμούσε και θα κατηγορούσε τη Σταρ για παρακώλυση και ίσως πρόσθετε την υποψία δωροδοκίας ομοσπονδιακού υπαλλήλου. Βλέποντας και κάνοντας. Έστριψε στο πάρκινγκ και ανασήκωσε τα φρύδια της όταν εντόπισε το κατακόκκινο Τογιότα. Μια ματιά στην πινακίδα επιβεβαίωσε ότι ήταν το αυτοκίνητο της Σταρ. Δούλευε μέχρι αργά; Δεν πείραζε καθόλου αυτό. Καθώς σταμάτησε δίπλα στο αυτοκίνητο, πρόσεξε το σκασμένο πίσω λάστιχο. «Κακοτυχία» μουρμούρισε η Μαντζ και χαμογέλασε ενώ πάρκαρε. Τη στιγμή που άπλωσε το χέρι της να πιάσει την ομπρέλα της, ένιωσε ένα γαργάλημα στα σωθικά. Κάθισε για μια στιγμή, κοιτάζοντας το πάρκινγκ, τη βροχή, το κτίριο. Ήταν σκοτεινά, εκτός από τα φώτα ασφαλείας στο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
537
ισόγειο, πρόσεξε. Χρειαζόταν φως στο γραφείο του κάποιος για να δουλέψει μέχρι αργά. Άφησε την ομπρέλα στο αυτοκίνητο και έσπρωξε προς τα πίσω το μπουφάν της για να έχει πιο εύκολη πρόσβαση στο όπλο της. Όταν βγήκε έξω, δεν άκουσε τίποτα εκτός από τη βροχή και το υγρό βουητό της σποραδικής κυκλοφορίας. Κυκλοφορίας τόσο λιγοστής, παρατήρησε, και τόσο μακρινής ώστε το πάρκινγκ και η θέση του αυτοκινήτου δε θα φαίνονταν καθαρά. Και η βροχή; Να το πάλι εκείνο το κερασάκι. Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, κοίταξε το λάστιχο που είχε γίνει πίτα και, από παρόρμηση, δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα. Εκείνο το γαργάλημα που ένιωθε έγινε φαγούρα όταν το βρήκε ξεκλείδωτο. Ακολουθώντας τη φαγούρα, πήγε στο κτίριο και χτύπησε την κλειδωμένη γυάλινη πόρτα. Όταν ο φρουρός διέσχισε το πλακοστρωμένο πάτωμα του προθαλάμου, κατάλαβε από την περπατησιά και τη γλώσσα του σώματός του ότι ήταν συνταξιούχος αστυνομικός. Εξηντάρης, υπολόγισε η Μαντζ, και με κοφτερό βλέμμα. Σήκωσε την ταυτότητά της στο τζάμι. Εκείνος την κοίταξε, έπειτα κοίταξε τη Μαντζ και στη συνέχεια χρησιμοποίησε το ίντερκομ. «Υπάρχει πρόβλημα;» «Είμαι η Ειδική Πράκτορας Έριν Μαντζ. Ψάχνω την Κάτι Σταρ. Το αμάξι της είναι στο πάρκινγκ, με σκασμένο το πίσω δεξί λάστιχο. Είναι ξεκλείδωτο. Πρέπει να μάθω αν βρίσκεται στο κτίριο ή τι ώρα έφυγε.» Εκείνος σάρωσε με το βλέμμα του το πάρκινγκ και έπειτα ξανά το πρόσωπό της. «Περιμένετε.» Η Μαντζ έβγαλε το κινητό της. Είπε το όνομά της, τον αριθμό της ταυτότητάς της και έπειτα ζήτησε τα τηλεφωνικά νούμερα της Σταρ στο σπίτι, στο κινητό και στο γραφείο της.
538
NORA ROBERTS
Στο κινητό απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής καθώς ο φρουρός επέστρεψε. «Υπέγραψε στις εννιά και σαράντα. Δεν υπάρχει κανείς εδώ. Ακόμα και το συνεργείο καθαρισμού έχει τελειώσει.» Δίστασε μια στιγμή κι έπειτα ξεκλείδωσε τις πόρτες. «Πήρα στο σπίτι και στο κινητό της» είπε καθώς άνοιξε. «Αυτόματος και στα δύο.» «Μόνη της έφυγε;» «Σύμφωνα με την ασφάλεια του προθαλάμου βγήκε έξω μόνη της.» «Υπάρχει βίντεο ασφάλειας στο πάρκινγκ;» «Όχι. Σταματάει στην πόρτα και η Σταρ βγήκε από δω μόνη της. Το συνηθίζει» πρόσθεσε ο άντρας. «Δεν ταξιδεύει με άλλους ούτε κάνει πολλή παρέα με τους συναδέλφους της. Αν είχε πρόβλημα με το αμάξι της, θα χρησιμοποιούσε το ηλεκτρονικό κλειδί της και θα έμπαινε μέσα να τηλεφωνήσει για βοήθεια. Δεν υπήρχε λόγος να κάνει κάτι διαφορετικό. Κανείς άλλος δε βγήκε έξω στα είκοσι λεπτά έπειτα από αυτήν, από καμία πλευρά.» Η Μαντζ ένευσε καταφατικά και τηλεφώνησε στο συνεργάτη της. «Τάουνι; Έχουμε πρόβλημα.» ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ, πράκτορες είχαν πείσει τον επιστάτη του κτιρίου να ανοίξει το διαμέρισμα της Κάτι Σταρ, είχαν ξυπνήσει τον αρχισυντάκτη της και έπαιρναν δηλώσεις από το φρουρό και το συνεργείο καθαρισμού. Ο αρχισυντάκτης απέρριψε το αίτημα να ελεγχθεί ο υπολογιστής του γραφείου της. «Όχι χωρίς ένταλμα. Κοιτάξτε, το πιθανότερο είναι πως ψάχνει κάποιο στοιχείο ή πηδιέται με το φίλο της.» «Έχει φίλο;» ρώτησε η Μαντζ. «Πώς στο διάβολο να ξέρω εγώ; Η Σταρ κρατάει την προσωπική ζωή της κρυφή. Ώστε έμεινε από λάστιχο; Ίσως φώναξε ένα ταξί.» «Καμία από τις τοπικές εταιρείες ταξί δεν πήρε πελάτη
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
539
απ’ αυτή την τοποθεσία.» «Και από κει θέλετε να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι συνέβη κάτι κακό; Έτσι ώστε να σκαλίσετε τα αρχεία της; Όχι χωρίς ένταλμα.» Η Μαντζ έβγαλε το κινητό της όταν χτύπησε και γύρισε αηδιασμένη από την άλλη για να απαντήσει. «Πού; Συνεχίστε. Ερχόμαστε εκεί. Πιάσαμε σήμα από το κινητό της.» «Ορίστε, τα βλέπετε;» Ο αρχισυντάκτης ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι με γκόμενο ή πήγε να πιει ένα ποτό. Το κέρδισε.» «ΠΗΓΕ ΝΑ ΠΙΕΙ ΕΝΑ ΠΟΤΟ» είπε η Μαντζ μέσα από τα δόντια της καθώς στέκονταν μες στη βροχή, στο πάρκινγκ. Φόρεσε προστατευτικά γάντια. «Ο Εκλ άφησε το τηλέφωνο ανοιχτό για να πιάσουμε το σήμα. Και να έρθουμε εδώ.» Περίμενε ανυπόμονα ενώ η ομάδα της σήμανσης εξέταζε τη σκηνή. Πήρε το iPhone. «Θα χρειαστεί να μεταφέρουμε τα δεδομένα, να τα ψάξουμε.» Κοίταξε τον Τάουνι. «Πρέπει να είναι ο Εκλ. Δεν είναι σύμπτωση που την άρπαξαν από το πάρκινγκ του γραφείου της. Εκείνος την έχει. Την άρπαξε κάτω από τη μύτη μας. Δεν ταιριάζει με το προφίλ των θυμάτων του, αλλά ταιριάζει σ’ εκείνον. Σαν γάντι. Δεν το είδαμε.» «Όχι, δεν το είδαμε.» Ο Τάουνι της έδωσε ένα σακουλάκι στοιχείων για το τηλέφωνο. «Προηγείται περίπου δύο ώρες, αλλά εκείνος περίμενε ότι θα ήταν περισσότερες. Πολύ περισσότερες. Κανείς δε θα πρόσεχε την απουσία της πριν από το πρωί, κι ακόμα και τότε… Ίσως ο αρχισυντάκτης της να τσαντιζόταν αν δεν εμφανιζόταν, αλλά δε θα καλούσε την αστυνομία. Ίσως όχι προτού περάσουν πολλές ώρες, μέχρι κάποιος να πρόσεχε και να ανέφερε ότι το αυτοκίνητό της ήταν στο πάρκινγκ.
540
NORA ROBERTS
»Ο Εκλ υπολογίζει ότι είναι δώδεκα, ίσως δεκαπέντε ώρες μπροστά από μας. Προηγείται μόνο δύο. Χρειαζόμαστε άτομα. Τώρα. Εγώ θα οδηγήσω, εσύ θα αναλάβεις το τηλέφωνο.» Ο Τάουνι προχώρησε προς το αμάξι. «Θέλουμε ένστολους να ελέγξουν όλα τα ξενοδοχεία, τα μοτέλ και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πρώτα θα πάνε στα απομακρυσμένα. Στα φτηνά. Έχει συνηθίσει να ζει λιτά. Δε χρειάζεται λούστρο. Θέλει ένα μέρος όπου κανείς δε θα τον προσέχει, κανείς δε θα ενδιαφέρεται.» Ο Τάουνι βγήκε γρήγορα με το αμάξι στο δρόμο. «Χρειάζεται προμήθειες, φαγητό» συνέχισε καθώς η Μαντζ μεταβίβαζε τις διαταγές. «Φαστφουντάδικα, μέρη απ’ όπου μπορεί να αγοράσει φαγητό για το δρόμο. Βενζίνη. Οι σταθμοί εξυπηρέτησης αυτοκινήτων θα τον βολεύουν καλύτερα, τα αγοράζει όλα σε μια στάση και έπειτα συνεχίζει.» «Έχει τον υπολογιστή της. Η Σταρ τον κρατούσε όταν βγήκε, άρα τον έχει εκείνος. Ίσως τον χρησιμοποιήσει. Μπορούμε να τον εντοπίσουμε. Ο Εκλ νομίζει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Ίσως της στείλουμε ένα e-mail. Θα ετοιμάσουμε ένα όνομα και ένα URL, και θα της στείλουμε ένα μήνυμα. Μια νύξη. Έχω πληροφορίες για το Δολοφόνο Νο 2, πόσο αξίζουν για σένα;» Η Μαντζ έριξε μια ματιά στον Τάουνι. «Μπορεί να το χάψει. Αν απαντήσει, ίσως τον εντοπίσουμε.» «Να διαπραγματευτούμε μαζί του, να τον κρατήσουμε απασχολημένο. Ίσως πιάσει. Βάλε τους κομπιουτεράκηδες να το δουλέψουν.» Ο ΕΚΛ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΠΑΝΩ στο λεπτό πάπλωμα, με τα ρούχα του. Το μυαλό του εξακολουθούσε να τρέχει. Είχε τόσο πολλά να κάνει, τόσο πολλά να αναβιώσει, τόσο πολλά να φανταστεί. Η ζωή του δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν τόσο γεμάτη που ακόμα και ο ύπνος του να είναι πλημμυρισμένος από χρώμα, κίνηση και ήχο.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
541
Ονειρεύτηκε τι θα έκανε με την Κάτι – με την ευφυή, έξυπνη Κάτι. Είχε το κατάλληλο μέρος γι’ αυτό, απλώς τον περίμενε. Το τέλειο σημείο – με όλη την απομόνωση που χρειαζόταν. Και η ειρωνεία του πράγματος ήταν γλυκιά σαν καραμέλα. Έπειτα, όταν θα τέλειωνε μαζί της –ή όχι εντελώς–, θα άρπαζε τη Φιόνα. Όσο εκείνοι θα έψαχναν για μία, εκείνος θα άρπαζε το χαμένο βραβείο του Πέρι. Ίσως την ανάγκαζε να βλέπει όσο θα έκανε πράγματα στην Κάτι. Θα την ανάγκαζε να βλέπει όσο θα τη μετέτρεπε από ζωντανή σε νεκρή. Θα είχε πολύ λίγη ώρα με τη Φιόνα, αυτό δε θα βελτίωνε το σύντομο χρόνο; Έτσι ονειρεύτηκε δύο γυναίκες, μωλωπισμένες, ματωμένες. Ονειρεύτηκε τα ικετευτικά μάτια τους. Τις ονειρεύτηκε να παρακαλάνε, να διαπραγματεύονται μαζί του. Να κάνουν ό,τι τους έλεγε να κάνουν, να λένε ό,τι τους έλεγε να πουν. Να τον ακούνε όπως δεν τον είχε ακούσει κανείς. Θα ήταν το μοναδικό επίκεντρο της ζωής τους. Μέχρι που θα τις σκότωνε. Ονειρεύτηκε ένα δωμάτιο απομονωμένο από το φως, ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο στο κόκκινο, σαν να κοίταζε πίσω από το λεπτό μεταξωτό ύφασμα ενός κόκκινου φουλαριού. Ονειρεύτηκε πνιχτά βογκητά και δυνατές, στριγκές κραυγές. Και ξύπνησε με ένα τίναγμα, με την ανάσα του σφυριχτή, με τα μάτια του να πηγαίνουν πέρα δώθε. Ήταν κάποιος στην πόρτα; Το χέρι του χώθηκε κάτω από το μαξιλάρι για το εικοσιδυάρι, για το όπλο που θα χρησιμοποιούσε για να φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι του αν δεν υπήρχε διαφυγή. Δε θα πήγαινε ποτέ στη φυλακή. Κράτησε την ανάσα του, αφουγκράστηκε. Μόνο η βροχή είναι, σκέφτηκε. Όμως δεν ήταν μόνο η βροχή. Ήταν ένα κλικ, κλικ, σαν να γύριζε το πόμολο, αλλά… Η ανάσα του έγινε κανονική ξανά.
542
NORA ROBERTS
Ένα e-mail. Είχε αφήσει ανοιχτό τον υπολογιστή όσο τον φόρτιζε. Πήρε το φορητό πάλι στο κρεβάτι και κοίταξε το αδιάβαστο e-mail. Στο θέμα έγραφε Δολοφόνος με το Κόκκινο Φουλάρι Νο 2 και όταν το διάβασε η επιδερμίδα του ανατρίχιασε. Προσεκτικά, σύγκρινε τη διεύθυνση του αποστολέα με τη λίστα επαφών της Κάτι. Ήταν καινούρια. Έμεινε στη θέση του μελετώντας το θέμα, το όνομα του αποστολέα, ενώ η έξαψη φούσκωνε και τραβιόταν σαν παλίρροια. Και το άνοιξε. Κάτι Σταρ: Διάβασα τα άρθρα σου για το Δολοφόνο με το Κόκκινο Φουλάρι Νο 2. Νομίζω ότι είσαι πολύ έξυπνη. Και εγώ είμαι έξυπνος. Έχω κάποια πληροφορία για το κοινό μας συμφέρον. Μια πληροφορία που νομίζω ότι θα θέλεις για το επόμενο άρθρο σου. Θα μπορούσα να πάω στην αστυνομία, αλλά αυτοί δεν πληρώνουν. Θέλω 10.000 δολάρια και να με αναφέρεις ως ανώνυμη πηγή. Το κορίτσι είναι ήδη νεκρό, οπότε δεν μπορώ να τη βοηθήσω. Θα σε βοηθήσω και θα βοηθήσω επίσης τον εαυτό μου. Αν θέλεις αυτό που έχω, ενημέρωσέ με μέχρι αύριο το μεσημέρι. Έπειτα απ’ αυτό, θα στείλω την προσφορά μου σε κάποιον άλλο. ΑΑ (Αυτόπτης Μάρτυρας) «Όχι. Όχι.» Κούνησε το κεφάλι του και χτύπησε δυο φορές με το δάχτυλό του την οθόνη. «Λες ψέματα. Ψέματα. Δεν είδες τίποτα. Κανείς δε με βλέπει. Κανείς.» Εκτός από αυτές, σκέφτηκε. Εκτός από τις γυναίκες που σκότωνε. Αυτές τον έβλεπαν. Ήταν ένα κόλπο, μόνο ένα κόλπο. Σηκώθηκε από το
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
543
κρεβάτι και άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο καθώς η παλίρροια στην επιδερμίδα του φούσκωνε γρήγορα. Οι άνθρωποι ήταν ψεύτες. Απατεώνες. Έλεγε την αλήθεια, στο τέλος τούς έλεγε την αλήθεια, έτσι δεν ήταν; Όταν έσφιγγε το φουλάρι γύρω από το λαιμό τους, τις κοίταζε κατάματα και την έλεγε. Τους έλεγε το όνομά του, τους έλεγε ποιος τις σκότωνε και γιατί. Την απλή αλήθεια. «Με λένε Φράνσις Εκλ και θα σε σκοτώσω τώρα. Γιατί μπορώ. Γιατί μου αρέσει.» Έτσι πέθαιναν με την αλήθεια του, σαν δώρο. Αλλά αυτός ο ΑΑ; Αυτός –ή αυτή– ήταν ψεύτης. Εκβίαζε τη δουλειά του για το χρήμα. Κανείς δεν τον έβλεπε. Όμως σκέφτηκε τον άντρα στην ουρά στα Starbucks. Το σπυριάρη υπάλληλο στο σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων του οποίου τα μάτια είχαν περάσει από πάνω του βαριεστημένα. Το νυχτερινό υπάλληλο με τα λαδωμένα μαλλιά στο μοτέλ που μύριζε χασίσι και που είχε χαμογελάσει αυτάρεσκα όταν του έδωσε το κλειδί. Ίσως. Κάθισε ξανά και κοίταξε το e-mail. Μπορούσε να απαντήσει, να απαιτήσει περισσότερες πληροφορίες πριν από οποιαδήποτε συζήτηση για πληρωμή. Αυτό θα έκανε η Κάτι. Έβαλε λίγο ουίσκι σε ένα ποτήρι και το σκέφτηκε. Ετοίμασε μια απάντηση, διορθώνοντας, σβήνοντας, βελτιώνοντας τόσο προσεκτικά όσο θα έκανε με μια διατριβή. Όταν το δάχτυλό του αιωρήθηκε πάνω από την Αποστολή, δίστασε. Μπορεί να ήταν παγίδα. Ίσως ήταν το FBI, που προσπαθούσε να παγιδεύσει την Κάτι. Ή εκείνον. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, έτσι σηκώθηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται ξανά, ήπιε ξανά, το σκέφτηκε ξανά. Για καλό και για κακό, αποφάσισε. Προηγείται η ασφάλεια.
544
NORA ROBERTS
Έκανε ένα ντους, βούρτσισε τα δόντια του, ξύρισε τις τρίχες που είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν στο κρανίο του, στο πρόσωπό του. Έβαλε όλα τα πράγματά του στον ταξιδιωτικό σάκο του. Αμέσως μετά πάτησε την Αποστολή και έφυγε από το δωμάτιο. Αγόρασε μια κοκακόλα από τον αυτόματο πωλητή για τη δόση της καφεΐνης, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν τη χρειαζόταν. Η ιδέα ότι τον είχαν δει, η αμυδρή πιθανότητα ότι τον είχαν ξεγελάσει, του έδινε ενέργεια. Τον συνάρπαζε. Σε κάποιο μυστικό μέρος της καρδιάς του έλπιζε να τον είχαν δει. Αυτό θα έδινε αξία στα πράγματα. Χτύπησε απαλά το πορτμπαγκάζ καθώς πέρασε από δίπλα του. «Πάμε μια βόλτα, τι λες, Κάτι;» «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΑΠΑΝΤΗΣΕ!» Η Μαντζ πετάχτηκε προς το μέρος του τεχνικού. «Τσίμπησε. Μπορείς να τον εντοπίσεις;» «Δώσ’ μου ένα λεπτό» της είπε ο τεχνικός, πατώντας πλήκτρα. ΑΑ, διάβασαν εκείνη και ο Τάουνι: Ενδιαφέρομαι πολύ για μια καλή πληροφορία. Ωστόσο, δεν μπορώ να διαπραγματευτώ για κανένα ποσό χωρίς άλλα δεδομένα. Δέκα χιλιάρικα είναι πολλά λεφτά, και η εφημερίδα θα απαιτήσει μια ένδειξη καλής πίστης από τη μεριά σου. Ισχυρίζεσαι ότι είσαι αυτόπτης μάρτυρας. Σε τι; Πρέπει να μου πεις μερικές λεπτομέρειες, δικής σου επιλογής, προτού κάνουμε το επόμενο βήμα. Μπορώ να σε συναντήσω, σε ένα δημόσιο μέρος – πάλι της επιλογής σου– αν δε θέλεις να δώσεις αυτές
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
545
τις λεπτομέρειες γραπτώς ή επίσημα αυτή τη φορά. Είμαι πρόθυμη να το συζητήσω αυτό. Κάτι Σταρ
«Είναι αρκετά έξυπνος ώστε να καταλάβει ότι η Σταρ δε θα τσιμπούσε προτού μάθει περισσότερα» παρατήρησε ο Τάουνι. «Αλλά είναι αρκετά περίεργος ώστε να μην το αγνοήσει.» «Και δε μετακινείται» πρόσθεσε η Μαντζ. «Πρέπει να είναι τρυπωμένος κάπου όπου έχει πρόσβαση στο Internet. Δεν κοιμάται, αλλά δε μετακινείται. Του πήρε λιγότερο από μια ώρα να απαντήσει, και σίγουρα το σκέφτηκε πρώτα. Ήταν πάνω από τον υπολογιστή της Σταρ όταν στείλαμε το μήνυμα.» «Τον βρήκα.» Ο τεχνικός έδειξε την οθόνη. Έστησαν τη στρατηγική τους καθ’ οδόν. Πράκτορες, σκοπευτές, διαπραγματευτές ομηρίας – όλοι με διαταγές να περικυκλώσουν, να κινηθούν σιωπηλά. «Ο πράκτορας που ξύπνησε το νυχτερινό υπάλληλο είπε πως απόψε πήγαν στο μοτέλ τέσσερις μοναχικοί άντρες» είπε η Μαντζ καθώς έτρεχαν μες στη νύχτα. «Δύο πλήρωσαν με μετρητά. Δεν έχει κρατήσεις από χθες, ούτε από άλλη μέρα. Δε μπορεί να αναγνωρίσει τον Εκλ από φωτογραφία, δεν είδε κανένα από τα αυτοκίνητα και δεν μπορεί να πει αν κάποιος από αυτούς πήγε στα δωμάτια μόνος. Βασικά, είναι μαστουρωμένος και δε δίνει πεντάρα τσακιστή.» «Ας βάλουμε μια ομάδα στα δωμάτια δίπλα στις τέσσερις κρατήσεις. Να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να πήρε τη Σταρ μαζί του.» Πάρκαραν στο πάρκινγκ του διανυκτερεύοντος φαγάδικου δίπλα στο μοτέλ και φόρεσαν τα προστατευτικά γιλέκα τους. Καθώς ο Τάουνι αξιολογούσε τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος, ένευσε σε έναν πράκτορα.
546
NORA ROBERTS
«Κέιτζ, ενημέρωσέ με.» «Καταλήξαμε σε δύο δωμάτια. Τα άλλα δύο είναι κατειλημμένα από ζευγάρια. Στο ένα πηδιούνται λες και είναι η 4η Ιουλίου, ενώ στο δεύτερο μια γυναίκα τα ψέλνει σε έναν τύπο για να παρατήσει τη σκύλα τη σύζυγό του. Οι ομάδες λένε ότι οι τοίχοι είναι λεπτοί σαν χαρτί. Είναι σαν να βρίσκονται μέσα.» «Τα άλλα δύο;» «Στο ένα κάποιος ροχαλίζει αρκετά δυνατά ώστε να ξεφλουδίσει η μπογιά από τους τοίχους.» Σταμάτησε και σήκωσε το δάχτυλό του στο ακουστικό του. «Μόλις ακούστηκε η φωνή μιας γυναίκας να λέει: “Βγάλε το σκασμό, Χάρι.” Οπότε μένει το άλλο δωμάτιο. Είναι το νούμερο δεκατέσσερα. Πρόκειται για το γωνιακό δωμάτιο στο πίσω μέρος, στην ανατολική πλευρά. Η ομάδα που το παρακολουθεί λέει ότι μέσα επικρατεί νέκρα. Δεν ακούγεται το παραμικρό.» «Θέλω να καλυφθούν τα άλλα δωμάτια και να κλειστεί το πάρκινγκ. Δε θα μας ξεγλιστρήσει.» «Έγινε.» «Ο υπάλληλος του μοτέλ έχει πρόβλημα αν σπάσουμε την πόρτα;» «Δε βλέπει μπροστά του από τη μαστούρα. Είπε να κάνουμε ό,τι θέλουμε – και μάλλον επέστρεψε στα ναρκωτικά και στα πορνοπεριοδικά του.» Ο Τάουνι ένευσε καταφατικά καθώς περπατούσαν. «Θέλω να ρίξουμε γρήγορα την πόρτα. Θέλω φώτα εκεί μέσα αμέσως μόλις πέσει η πόρτα. Να τον τυφλώσουν. Να του ορμήσει η ομάδα όπως ο λύκος στο ελάφι. Με το αμάξι τι γίνεται;» «Κανένα δεν ταιριάζει στην περιγραφή ή στις πινακίδες, ούτε στο πάρκινγκ του μοτέλ ούτε σε εκείνο του φαγάδικου.» «Μπορεί να το άλλαξε» είπε η Μαντζ. «Η Σταρ μπορεί να βρίσκεται σε κάποιο από αυτά. Σε οποιοδήποτε.» «Δε θα βρίσκεται για πολύ.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
547
Ο Τάουνι έπρεπε να περιμένει, να αφήσει την ομάδα που θα έριχνε την πόρτα να λάβει θέση. Ήθελε να ρίξει την πόρτα, το ήθελε τόσο πολύ όσο το οξυγόνο. Όμως έπρεπε να γίνει παστρικά, γρήγορα και με ασφάλεια. Τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς είχε διατάξει. Με το όπλο του τραβηγμένο, προχώρησε μπροστά καθώς από το δωμάτιο ακούστηκαν οι κραυγές Άδειο! Άδειο! Το στομάχι του σφίχτηκε. Δεν ήταν η ανταπόκριση που περίμενε. Ήξερε προτού φτάσει στην πόρτα ότι ο Εκλ ήδη είχε ξεφύγει μέσα από τα χέρια τους.
548
NORA ROBERTS
ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΝΕΑ
Η ΦΙΟΝΑ ΑΠΛΩΣΕ ΚΡΕΜΑ στη νοτισμένη επιδερμίδα της σιγοτραγουδώντας ένα σκοπό που της είχε καρφωθεί στο μυαλό μέσα στο μπάνιο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το τραγούδι, τους στίχους, όμως η εύθυμη μελωδία ταίριαζε με τη διάθεσή της. Ένιωθε πως είχε στρίψει σε μια γωνία και είχε κλείσει μια πόρτα. Της άρεσε η φιλοσοφία πως κλείνοντας μία μπορούσε –και ίσως ήδη το είχε κάνει– να ανοίξει μια άλλη. Ίσως ήταν αφελές, αλλά ήταν σίγουρη πως το FBI θα εντόπιζε τον Φράνσις Χαβιέ Εκλ, και μάλιστα γρήγορα, με τις καινούριες πληροφορίες. Πληροφορίες που οφείλονταν σε εκείνη. Βγήκα άλλη μια φορά κλοτσώντας από το πορτμπαγκάζ, αποφάσισε. Εξακολουθώντας να σιγοτραγουδάει, πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Ανασήκωσε έκπληκτη τα φρύδια της όταν είδε το άδειο κρεβάτι. Συνήθως έβρισκε τον Σάιμον ξαπλωμένο επάνω, με το κεφάλι στο μαξιλάρι του καθώς απολάμβανε τα τελευταία λεπτά ύπνου – μέχρι να κατέβει εκείνη κάτω και να φτιάξει καφέ.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
549
Μου αρέσει αυτή η ρουτίνα, σκέφτηκε καθώς ντύθηκε. Οι αβίαστες αμοιβαίες παραχωρήσεις. Της άρεσε να ξέρει ότι τα σκυλιά ήταν έξω για το πρωινό ξέφρενο παιχνίδι τους και ότι ο Σάιμον θα κατέβαινε σκουντουφλώντας, με αλλόκοτη ακρίβεια, όταν ο καφές ήταν έτοιμος ώστε, με αυτό τον υπέροχο καιρό, να τον πιουν στην πίσω βεράντα συνοδεύοντάς τον με όποιο φαγώσιμο ήταν εύκαιρο. Υπέθετε πως, σήμερα το πρωί, το θέλγητρο του καφέ ήταν πολύ έντονο ώστε να του αντισταθεί ο Σάιμον, ή απλώς εκείνη είχε αργήσει πολύ στο μπάνιο. Φόρεσε τα χακί Chucks21 της και έπειτα ασχολήθηκε μερικά λεπτά με τα μαλλιά και το μακιγιάζ της αφού είχε πρωινά μαθήματα. Υπήρχε ένα κενό το απόγευμα, υπολόγισε, αρκετό για μια επίσκεψη στο φυτώριο. Αν δεν μπορούσε να πάει μόνη –όχι ακόμα–, θα έπρεπε να πάει και ο Σάιμον μαζί της. Ήθελε να αγοράσει λουλούδια για τις ζαρντινιέρες της. Κατέβηκε σβέλτα στο ισόγειο, έχοντας στο μυαλό της τη μελωδία, γεράνια, πετούνιες και το πρόγραμμα εκπαίδευσης στα εμπόδια. «Μου μυρίζει καφές!» Η φωνή της χόρεψε στην κουζίνα λίγα βήματα μπροστά από την ίδια. «Και έχω όρεξη για Toaster Strudels. Γιατί δεν…» Κατάλαβε αμέσως μόλις αντίκρισε το πρόσωπό του και μια σκιά κάλυψε τον ήλιο της. «Ω Θεέ μου! Να πάρει η ευχή! Πες το γρήγορα.» «Άρπαξε τη δημοσιογράφο. Την Κάτι Σταρ.» «Μα…» «Το είπα γρήγορα.» Της έβαλε στα χέρια τον καφέ που είχε ετοιμάσει. «Πάρε αυτό τώρα. Θα καθίσουμε και θα σου πω τα υπόλοιπα.» Η Φιόνα πίεσε τον εαυτό της να καθίσει. «Είναι νεκρή;» «Δεν ξέρω. Δεν ξέρουν. Τηλεφώνησε ο Τάουνι όσο ήσουν στο μπάνιο. Έλπιζε να έρθει εδώ, να σου τα πει ο
550
NORA ROBERTS
ίδιος, αλλά δε μπορούσε να φύγει.» «Εντάξει, δεν πειράζει. Είναι σίγουροι;» Κούνησε το κεφάλι της προτού προλάβει να μιλήσει ο Σάιμον. «Ανόητη ερώτηση. Δε θα είχε τηλεφωνήσει ο Τάουνι αν δεν ήταν σίγουροι. Προσπαθώ να το βουλώσω, σου το λέω, αλλά οι λέξεις σπρώχνονται στο λαιμό μου. Η Σταρ δεν είναι ο σωστός τύπος. Είναι τουλάχιστον πέντε χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικιακή ομάδα. Δεν είναι φοιτήτρια κολεγίου, ούτε έχει το σωστό σωματότυπο. Είναι…» Κούνησε δεύτερη φορά το κεφάλι της. «Όχι, κάνω λάθος. Δεν είναι ο τύπος του Πέρι. Ο Εκλ ήδη έχει αποδείξει ότι θέλει να αφήσει το δικό του σημάδι, έτσι δεν είναι; Βαρέθηκε να το κάνει με τον τρόπο του Πέρι. Το αγόρι μεγάλωσε και θέλει να κάνει του κεφαλιού του. Και εκείνη –η δημοσιογράφος– τον έκανε αστέρι, τον έκανε σημαντικό. Του έδωσε ένα όνομα. Τον γνωρίζει, έτσι πιστεύει εκείνος. Αυτό κάνει την υπόθεση πιο προσωπική και συναρπαστική. Περισσότερο δική του.» Πήρε μια ανάσα. «Συγγνώμη.» «Εσύ είσαι ειδική στη συμπεριφορά, όχι εγώ. Αλλά έτσι το βλέπω και εγώ.» Μελέτησε το πρόσωπό της και έκρινε ότι η Φιόνα ήταν έτοιμη να ακούσει και τα υπόλοιπα. «Την άρπαξε χθες τη νύχτα, από το πάρκινγκ της δουλειάς της.» Η Φιόνα συγκράτησε την επιθυμία να τον διακόψει καθώς της έλεγε την ιστορία. «Κόντεψαν να τον πιάσουν» μουρμούρισε τελικά εκείνη. «Ποτέ δεν είχαν πλησιάσει τόσο πολύ τον Πέρι, όχι τόσο σύντομα έπειτα από μια απαγωγή. Είναι ακόμα ζωντανή. Πρέπει να είναι. Πιστεύουν ότι εκείνος ξέρει;» «Η θεωρία τους είναι ότι ο Εκλ απλώς ήταν προσεκτικός ή ότι σχεδίαζε να φύγει από το μοτέλ πριν από το πρωί έτσι κι αλλιώς. Έστειλαν άλλο ένα e-mail και ισχυρίστηκαν ότι τον είδαν να θάβει το τελευταίο θύμα ενώ έκαναν παράνομο κάμπινγκ στο πάρκο. Εκείνος δεν έχει απαντήσει. Ακόμα.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
551
«Η Σταρ είναι ακόμα ζωντανή. Τα σκυλιά είναι στην πόρτα και αναρωτιούνται γιατί αργούμε τόσο πολύ. Ας πάμε έξω. Μου χρειάζεται καθαρός αέρας έτσι κι αλλιώς.» Σηκώθηκε όρθια, αφήνοντας τον καφέ της εκεί που ήταν, χωρίς να τον έχει αγγίξει. Τα σκυλιά διαισθάνθηκαν τη διάθεσή της, κλαψούρισαν, τρίφτηκαν στα πόδια της και έσπρωξαν με τις μουσούδες τους τα χέρια της. «Αντιπαθώ φοβερά αυτή τη γυναίκα» είπε η Φιόνα. «Αυτή η αντιπάθεια εξακολουθεί να υπάρχει εξίσου έντονη παρ’ ότι αρρωσταίνω όταν σκέφτομαι τι περνάει τώρα. Είναι περίεργη αίσθηση.» «Είναι φυσιολογικό. Αυτό που περνάει δεν αλλάζει αυτό που είναι.» «Ω, θα το αλλάξει.» Πίεσε φευγαλέα τα μάτια της με τα δάχτυλά της και έπειτα τα κατέβασε ξανά. «Αν ζήσει, θα αλλάξει. Ποτέ δε θα είναι ακριβώς η ίδια. Θα της κάνει περισσότερο κακό απ’ όσο στις άλλες γιατί τώρα του αρέσει. Όπως ένα σκυλί που δαγκώνει και δεν τιμωρείται γι’ αυτό. Αν απαντήσει στο e-mail, θα τον εντοπίσουν ξανά, ακόμα και αν συνεχίσει να μετακινείται. Θα κάνουν αυτά που κάνουν. Αναλύσεις, τριγωνομετρήσεις, υπολογισμούς. Οπότε η Σταρ έχει περισσότερες ελπίδες από τις υπόλοιπες. Θα τις χρειαστεί.» «Έχουν κάτι ακόμα. Τους ανέκριναν όλους στο μοτέλ και υπάρχει ένας τύπος που τον είδε. Περίμενε τη γυναίκα που θα συναντούσε και έριξε μια ματιά όταν άκουσε το αυτοκίνητο. Κυρίως το πρόσεξε επειδή ο Εκλ σταμάτησε στην άλλη άκρη του πάρκινγκ και έβρεχε τόσο πολύ ώστε του φάνηκε παράξενο.» «Είδε τον Εκλ; Είδε το πρόσωπό του;» «Δεν τον είδε καλά. Ο Εκλ είχε ομπρέλα και την είχε γείρει έτσι ώστε να κρύβεται το πρόσωπό του – και ο τύπος κοίταξε έξω μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Όμως είναι σίγουρος ότι το αυτοκίνητο ήταν σκούρο –μαύρο, σκούρο μπλε, σκούρο γκρι –ήταν δύσκολο να καταλάβει
552
NORA ROBERTS
γιατί έβρεχε.» «Άλλαξε αυτοκίνητο ή το χρώμα. Άρα γνωρίζουν κι άλλα, και εκείνος δεν το ξέρει.» «Ο τύπος θα συνεργαστεί με ένα σκιτσογράφο του FBI. Συμφώνησε ακόμα και να τον υπνωτίσουν. Προφανώς, το απολαμβάνει. Μιλάνε και με τον υπάλληλο του μοτέλ. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχει ξυρίσει το μούσι.» «Εντάξει, κάτι είναι κι αυτό.» Η Φιόνα προσπάθησε να μη σκέφτεται τα χιλιόμετρα των επαρχιακών δρόμων και των διαπολιτειακών αυτοκινητόδρομων στα οποία μπορούσε να ταξιδέψει ένα άντρας χωρίς μούσι με σκούρο αμάξι, ούτε τα στρέμματα των πάρκων στα οποία μπορούσε να περιπλανηθεί. «Τι θέλεις να κάνεις;» «Θέλω να πάω να κουκουλωθώ στο κρεβάτι, να ψυχοπλακωθώ και να καταραστώ το Θεό. Αλλά θα κάνω τα πρωινά μαθήματά μου και το απόγευμα θα σε σύρω στο φυτώριο για να διαλέξω λουλούδια για τις ζαρντινιέρες.» «Σκατά. Αν είναι να το κάνουμε αυτό, θα σταματήσω να αγοράσω ξύλα και να αφήσω κάποια σχέδια στο ξενοδοχείο Ίνλετ.» «Εντάξει. Πρέπει να έχω επιστρέψει στις τέσσερις.» «Τότε θα έχουμε επιστρέψει στις τέσσερις.» Η Φιόνα επιστράτευσε ένα χαμόγελο για χάρη του. «Ας νοικιάσουμε και μια ταινία. Κάτι αστείο.» «Γίνεται να είναι πορνό;» «Όχι. Πρέπει να αγοράζεις τις πορνοταινίες από το Ίντερνετ ώστε να έρχονται μέσα σε απλά δέματα και να μην είναι κανείς σίγουρος στο νησί ότι βλέπεις πορνό. Αυτοί είναι οι κανόνες.» «Θα βολευτώ με ταινίες που έχουν γυμνό και βωμολοχίες.» «Σύμφωνοι.» Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλό του. «Πρέπει να προετοιμαστώ.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
553
Εκείνος σκέπασε το χέρι της με το δικό του προτού προλάβει να κάνει πίσω η Φιόνα. «Τώρα είμαστε κολλημένοι ο ένας με τον άλλον γιατί με τούμπαρες ώστε να σε ερωτευτώ. Οπότε θα περάσουμε ό,τι είναι να περάσουμε.» Τη φίλησε. «Με ή χωρίς πορνό.» «Αν μπορούσα να κεντήσω, θα έφτιαχνα έναν πίνακα με αυτή τη φράση.» Τον φίλησε και εκείνη. «Ελάτε, αγόρια, είναι ώρα για δουλειά.»
Ο ΕΚΛ ΑΓΟΡΑΣΕ ΜΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ για να τη διαβάσει με την ησυχία του στο φέρι. Είχε κάνει άλλη μια ένεση στην Κάτι το πρωί, προτού συνέλθει εντελώς από την πρώτη. Την ήθελε φρόνιμη, ήσυχη και γαλήνια. Αυτό ήταν ένα από τα λάθη που έκανε ο Πέρι και δεν είχε κάνει εκείνος – ούτε θα έκανε. Ο Πέρι τις ήθελε τουλάχιστον μισοξύπνιες όσο ήταν κλεισμένες στο πορτμπαγκάζ. Και έτσι τον είχε νικήσει η Φιόνα. Στον Εκλ άρεσε η σκέψη της Κάτι αναίσθητης και ανήμπορης στο πορτμπαγκάζ. Εκτιμούσε το νέο τρόμο που θα βίωνε εκείνη όταν θα συνερχόταν σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος. Θαρρείς με μαγικό τρόπο. Αλλά, προς το παρόν, απλώς θα απολάμβανε τη βόλτα με το φέρι που ήταν γεμάτο από τουρίστες και ανθρώπους του καλοκαιριού. Μπορεί να προτιμούσε να καθίσει στο αυτοκίνητό του σε όλο το ταξίδι, αλλά καταλάβαινε ότι ίσως προκαλούσε υποψίες αν κάποιος τον πρόσεχε. Εξάλλου το να περιφέρεται, να ανακατεύεται με το πλήθος, ακόμα και να μιλάει στους ανθρώπους πότε πότε ήταν καλή εξάσκηση και ακόμα καλύτερη κάλυψη. Φρόντισε να μιλήσει σε δυο πεζοπόρους που είχαν ανέβει πεζοί στο φέρι. Όταν προετοιμαζόταν για το χρόνο που θα περνούσε στο Όρκας, είχε μελετήσει τα μονοπάτια, τα πάρκα και τα κάμπινγκ, και ήδη είχε επισκεφθεί αρκετά στα προηγούμενα ταξίδια του. Έτσι μίλησε σαν βαθύς γνώστης – και κέρδισε την ευγνωμοσύνη τους κερνώντας τους καφέ.
554
NORA ROBERTS
Κούνησε το χέρι του σαν να ήταν ανάξιο λόγου. «Ξέρω τι σημαίνει να είναι κάποιος νέος και να κάνει πεζοπορία. Έχω ένα γιο στην ηλικία σας. Θα έρθει την άλλη βδομάδα με τη μητέρα του.» «Μέχρι τότε είσαι εργένης;» Ο Εκλ χαμογέλασε. Είχε κοντέψει να ξεχάσει το όνομα του πεζοπόρου. Τους έβλεπε και τους δύο σαν εργαλεία που θα χρησιμοποιούσε. «Ακριβώς. Μόνο εγώ, λίγη γαλήνη και ηρεμία και ένα πακέτο μπίρες των έξι.» «Κατάλαβα. Αν αποφασίσεις να κάνεις πεζοπορία σήμερα, εμείς θα αρχίσουμε από τη λίμνη Κασκέιντ.» «Μπορεί. Αλλά νομίζω ότι μάλλον θα…» Ήξερε την έκφραση. Πώς ήταν; Πώς ήταν; Ένιωσε το σβέρκο του που άρχιζε να καίει καθώς τα αγόρια τον κοίταξαν παραξενεμένα. «Θα πνίξω μερικά σκουλήκια» είπε, και φαντάστηκε ότι τους έσπρωχνε τα κεφάλια κάτω από το νερό. «Κοιτάξτε, αν πηγαίνετε στη λίμνη, μπορώ να σας πάω με το αμάξι μέχρι το Ροζάριο. Δε θα χαλάσετε και τις μπότες σας με το περπάτημα.» «Σοβαρά; Σούπερ!» Τα αγόρια κοιτάχτηκαν και ένευσαν καταφατικά. «Σε ευχαριστούμε, Φρανκ.» «Κανένα πρόβλημα. Κοντεύουμε. Πάμε να βάλετε τα πράγματά σας στο αμάξι.» Ήταν ο Φρανκ Μπλίνκενσταφ από την Ολίμπια. Καθηγητής λυκείου με μια σύζυγο, τη Σάρον, και ένα γιο, τον Μάρκους. Φυσικά δεν τον είχαν ρωτήσει για τη Σάρον και τον Μάρκους – ήταν πολύ εγωιστές, πολύ εγωκεντρικοί για να ενδιαφερθούν για κείνον. Ο Φρανκ ήταν ένα μέσο για να κάνουν τη δουλειά τους – αλλά το ίδιο και εκείνοι. «Το πορτμπαγκάζ είναι φίσκα» τους είπε με ένα λαμπερό, πολύ λαμπερό χαμόγελο που έκανε ένα από τα αγόρια να παγώσει. «Αλλά υπάρχει αρκετός χώρος στο
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
555
πίσω κάθισμα.» Τα αγόρια δίστασαν, έπειτα ανασήκωσαν τους ώμους τους. Στο τέλος βγήκε με το αμάξι από το φέρι κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του βοηθού που έλεγχε τα αυτοκίνητα, μοιάζοντας, σκέφτηκε, με πατέρα που πηγαίνει διακοπές με τους δύο γιους του. Κανείς δε με είδε, σκέφτηκε ξανά. Κι αυτό είναι τέλειο.
ΑΦΗΣΕ ΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΤΟΥ και τους ξέχασε. Ήταν φαντάσματα, όπως οι μαθητές που μπαινόβγαιναν στην τάξη του. Προσωρινοί, ανυπόστατοι, χωρίς νόημα. Η πιο σημαντική επιβάτιδά μου θα συνέλθει σύντομα, σκέφτηκε, οπότε πρέπει να τηρήσω το πρόγραμμά μου αν θέλω να έχω εκείνη, και τον εαυτό μου, τακτοποιημένους προτού ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της. Είχε φτάσει η ώρα για την επόμενη πράξη. Η έξαψη άφρισε στα σωθικά του. Κανείς δε θα τον έβλεπε. Θα έβλεπαν μόνο τον Φρανκ Μπλίνκενσταφ από την Ολίμπια. Πέρασε με το αμάξι μέσα από το πολυσύχναστο χωριό, τους φιδογυριστούς δρόμους και μπήκε στο πάρκο. Αναγκάστηκε να σκουπίσει τις ιδρωμένες παλάμες του στο τζιν του καθώς σκέφτηκε τη Φιόνα. Ήταν πολύ κοντά τώρα, τόσο κοντά που θα μπορούσε να την αγγίξει. Θα μπορούσε να πει στον άγρυπνο βοηθό στο φέρι ότι στη Φιόνα απέμεναν λίγες μέρες. Μέρες για να φάει, να κοιμηθεί και να διδάξει. Μέρες που απέμεναν για να αναρωτηθεί. Μέρες που απέμεναν προτού εκείνος ξεπληρώσει το μέντορά του και κάνει τη Φιόνα και τον Πέρι άλλα φαντάσματα που είχαν περάσει από τη ζωή του. Και, μόλις γινόταν αυτό, εκείνος θα ολοκληρωνόταν. Κύριος του εαυτού του, επιτέλους. Είτε ζούσε είτε πέθαινε, κύριος του εαυτού του. Ελίχθηκε στους στριφογυριστούς δρόμους, οδήγησε
556
NORA ROBERTS
προσεκτικά στις ανηφόρες και στις κατηφόρες, και χαμογέλασε καθώς πύκνωσαν τα δέντρα. Σαν κουρτίνες, σκέφτηκε, σαν πράσινες κουρτίνες τις οποίες θα κρατάω βολικά κλειστές καθώς θα εργάζομαι. Έστριψε στο στενό μονοπάτι – βρήκε το δρόμο του καθώς η έξαψή του μεγάλωσε μέχρι που τα χέρια του κόντεψαν να αρχίσουν να τρέμουν. Εντόπισε το αμάξι στο μπροστινό μέρος του γραφικού ξύλινου σπιτιού που ήταν περικυκλωμένο από εκείνες τις πράσινες, καταπράσινες κουρτίνες. Η σπιτονοικοκυρά του περίμενε, όπως είχε υποσχεθεί. Πρόσεξε ότι τα παράθυρα ήταν ανοιχτά – αέριζε το σπίτι για χάρη του. Στη βεράντα υπήρχαν γλάστρες με λουλούδια. Θα έπρεπε να θυμάται να τα ποτίζει για την περίπτωση που εκείνη θα περνούσε να ελέγξει. Καθώς πάρκαρε δίπλα στο αμάξι της, βγήκε από το σπίτι. Είχε αναγκαστεί να επαναλάβει πολλές φορές το όνομά της στο κεφάλι του για να την κάνει αληθινή. «Κυρία Γκριν!» «Μεγκ» του υπενθύμισε εκείνη και κατέβηκε να του προσφέρει το χέρι της. «Καλώς ήρθες. Είχες καλό ταξίδι;» «Δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερο. Δεν μπορώ να σου πω πόσο χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ.» Κράτησε το χαμόγελό του κολλημένο στο πρόσωπό του καθώς ο σκύλος έτρεξε να τον υποδεχτεί. «Γεια σου, αγόρι μου, πώς πάει;» «Η Ζίνα και εγώ νοικοκυρέψαμε λιγάκι το σπίτι.» «Ω, δεν ήταν ανάγκη. Για λίγες μέρες θα είμαι μόνος μου. Περίμενε να έρθουν η Σάρον και ο Μάρκους! Θα είναι έρωτας με την πρώτη ματιά.» «Το ελπίζω. Σου φέραμε μερικά βασικά είδη. Μην πεις ότι δεν ήταν ανάγκη. Είναι μέρος του πακέτου. Έλα να σε βοηθήσω με τα πράγματά σου και να σου δείξω ξανά το σπίτι. Ζίνα! Φύγε από κει.» «Πρέπει να της μύρισαν τα σύνεργα ψαρικής» είπε ο Εκλ καθώς το σκυλί μύρισε γύρω από το πορτμπαγκάζ
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
557
του αυτοκινήτου του. Η φωνή του έγινε άχρωμη. Φαντάστηκε ότι κλοτσούσε το σκυλί μέχρι που μάτωνε και ότι στραγγάλιζε την ιδιοκτήτριά του. «Θα πάρω αργότερα τα πράγματά μου. Δε χρειάζεται να μου δείξετε ξανά το σπίτι, κυρία… Μεγκ. Νομίζω ότι το πρώτο πράγμα που θα κάνω θα είναι να πάω ένα μεγάλο περίπατο για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου.» «Αν είσαι σίγουρος, εντάξει. Άφησα τα κλειδιά στον πάγκο της κουζίνας και υπάρχει στην πόρτα του ψυγείου ένας κατάλογος με όλα τα τηλέφωνα που ίσως χρειαστείς. Ένα βιβλιαράκι στο καθιστικό περιέχει όλες τις πληροφορίες για το ξυλόσπιτο, τα μενού των εστιατορίων, τα καταστήματα, το πάρκο. Σίγουρα δε χρειάζεσαι την καθαρίστρια;» «Θα είμαστε μια χαρά.» Θα τη σκότωνε αν δεν τον άφηνε ήσυχο. Ναι, θα σκότωνε εκείνη και το σκυλί της που μύριζε το αμάξι του αν δεν έφευγαν σε ένα λεπτό. Ειλικρινά, δεν είχε άλλη επιλογή. «Αν αλλάξεις γνώμη ή αν χρειαστείς κάτι, απλώς τηλεφώνησε. Κατά τα άλλα, απόλαυσε το ξυλόσπιτο και την ησυχία. Καλή τύχη με το γράψιμό σου.» «Ορίστε;» «Με το γράψιμό σου. Με το ταξιδιωτικό άρθρο που πρόκειται να γράψεις.» «Ναι, ναι. Το μυαλό μου ήταν αλλού.» Ο Εκλ άφησε ένα χε χε χε, ό,τι πιο κοντινό μπορούσε σε γέλιο. «Δεν ήπια αρκετό καφέ το πρωί.» «Υπάρχουν φρέσκοι κόκκοι στον καταψύκτη.» Τριάντα δευτερόλεπτα, σκέφτηκε. Ζήσε ή ψόφα. «Το εκτιμώ.» «Σε αφήνω να πας τη βόλτα σου. Έλα, Ζίνα.» Ο Εκλ περίμενε και, επειδή τα δάχτυλά του είχαν αρχίσει να τρέμουν, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του ενώ το σκυλί την ακολούθησε στο αμάξι. Ο Εκλ το είδε να γυρίζει το κεφάλι του και να κοιτάζει το πορτμπαγκάζ
558
NORA ROBERTS
του, με τη μύτη του να τρέμει. Θα σε κλοτσήσω μέχρι να ματώσεις κι έπειτα θα σε σφάξω και θα σε θάψω μαζί με τη σκύλα την αφεντικίνα σου. Κόλλησε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο και έβγαλε τα τρεμάμενα δάχτυλά του από την τσέπη του για να ανταποδώσει το χαιρετισμό της Μεγκ. Και πήρε τη μια ανάσα μετά την άλλη με τον αέρα να βγαίνει από μέσα του σαν από ατμομηχανή καθώς εκείνη κατηφόρισε το μονοπάτι με το αμάξι και χάθηκε στα δέντρα. Οι αδιάκριτες σκύλες, καλά θα έκαναν να μείνουν μακριά. Του πήρε ώρα να τακτοποιηθεί. Έπρεπε να κλείσει και να ασφαλίσει όλα τα παράθυρα, να τραβήξει τις κουρτίνες. Στην άνετη κρεβατοκάμαρα που η φλύαρη σπιτονοικοκυρά τού είχε δείξει στην προηγούμενη επίσκεψή του και την οποία είχε θεωρήσει τέλεια για το φανταστικό γιο του, κάλυψε το κρεβάτι με πλαστικό. Έβγαλε τα πράγματά του, τα τοποθέτησε νοικοκυρεμένα στην ντουλάπα, στην τουαλέτα, στον πάγκο του μπάνιου, ενώ απολάμβανε το ήσυχο και ευρύχωρο ξυλόσπιτο. Είχε συνηθίσει στα μικροσκοπικά δωμάτια των μοτέλ, στα ελεεινά κρεβάτια, στους άσχημους ήχους και στις μυρωδιές. Αυτό το σπίτι ήταν ένα δώρο. Ικανοποιημένος από τις προετοιμασίες και την απομόνωση, βγήκε πάλι έξω. Για λίγα λεπτά απλώς στάθηκε και απόλαυσε την ησυχία, τη γαλήνη. Έπειτα άνοιξε το πορτμπαγκάζ. «Φτάσαμε στο σπίτι, Κάτι! Πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου.» Εκείνη συνερχόταν τρέμοντας, της ερχόταν εμετός, πονούσε, ήταν συγχυσμένη. Αισθανόταν σαν να επέπλεε σε ένα παγωμένο ποτάμι με θραύσματα από κοφτερό πάγο να ξύνουν και να καρφώνουν την επιδερμίδα της.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
559
Κόκκινες και μαύρες κουκκίδες στροβιλίζονταν μπροστά στα μάτια της με αναγουλιαστική ταχύτητα. Μέσα από το βουητό του αίματος που πλημμύριζε τους κροτάφους της, άκουσε κάποιον να σιγοτραγουδάει. Ένας ξαφνικός καυτός πόνος στο μπράτσο της την έκανε να βγάλει μια άναρθρη κραυγή κατάπληξης, όμως δεν μπόρεσε να πάρει αέρα. Καθώς άρχισε να πασχίζει, καθώς τα μάτια της γύριζαν, το τραγούδι σταμάτησε. «Α, συνήλθες επιτέλους. Κοιμόσουν όλη την ώρα που σου έκανα μπάνιο. Πίστεψέ με, το χρειαζόσουν. Τα είχες κάνει πάνω σου και βρομοκοπούσες. Δεν είναι να απορείς που εκείνο το ηλίθιο σκυλί μύριζε το πορτμπαγκάζ.» Η Κάτι προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο πρόσωπο πάνω από το δικό της, αλλά όλα ήταν είτε πολύ σκληρά είτε πολύ φωτεινά. Τα μάτια, το χαμόγελο. Ζάρωσε. «Δεν είχα χρόνο να συστηθώ μέχρι τώρα. Είμαι ο Φράνσις Εκλ. Εσύ όμως μπορείς να με αποκαλείς Δολοφόνο Νο 2.» Ο φόβος την πότισε σαν ιδρώτας και, καθώς κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, εκείνο το λαμπερό, σκληρό χαμόγελο απλώς έγινε πιο πλατύ. «Είμαι μεγάλος θαυμαστής σου! Και θα σου δώσω μια αποκλειστική συνέντευξη. Είναι το άρθρο της ζωής σου, Κάτι. Σκέψου το λίγο. Θα μάθεις τα πάντα, θα τα βιώσεις όλα.» Της μπάτσισε απαλά το μάγουλο. «Μυρίζομαι Πούλιτζερ! Φυσικά, θα σου κοστίσει, αλλά θα το συζητήσουμε αυτό. Θα σε αφήσω να βολευτείς.» Έγειρε κοντά στο αυτί της και ψιθύρισε. «Θα σε πονέσω. Θα το απολαύσω. Σκέψου το αυτό.» Έγειρε πίσω και της χάρισε ξανά εκείνο το φωτεινό χαμόγελο. «Ε, λοιπόν, όλη αυτή η έξαψη μου άνοιξε την όρεξη. Θα κατέβω κάτω να φάω. Θέλεις τίποτα; Όχι;» Γέλασε με το αστείο του ενώ δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Κάτι. «Τα λέμε σε λίγο.»
560
NORA ROBERTS
ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟ να κάνω κάτι φυσιολογικό, κάτι διασκεδαστικό. Ακόμα καλύτερα, σκέφτηκε η Φιόνα, να περιφέρομαι στο φυτώριο, να σταματάω και να μιλάω με γείτονες. Σκέφτηκε πόσο είχε απομονωθεί την τελευταία βδομάδα, πόσο είχε καθηλωθεί στο σπίτι. Μου λείπουν οι έξοδοι, σκέφτηκε, τα θελήματα και τα μικροκουτσομπολιά που μάθαινα από τις επισκέψεις μου στα μαγαζιά. Είχε απολαύσει ακόμα και τη στάση για τα ξύλα και τα εξαρτήματα. Ο Σάιμον πέρασε την ώρα του προβάλλοντας βέτο στις επιλογές της ή δίνοντας τη συγκατάθεσή του ανασηκώνοντας τους ώμους του. Μέχρι που εκείνη χασομέρησε μπροστά στις ντάλιες. «Διάλεξε μία. Όλες έχουν κοτσάνια, φύλλα και πέταλα.» «Αυτά τα λέει ένας άνθρωπος που μόλις πέρασε τη μισή ζωή του μπροστά σε πόμολα συρταριών.» «Τα πόμολα των συρταριών δε θα ξεραθούν με την πρώτη γερή παγωνιά.» «Πράγμα που κάνει ακόμα πιο σημαντική την επιλογή ντάλιας, γιατί η ζωή της είναι σύντομη.» «Αυτή.» Ο Σάιμον άρπαξε μία στην τύχη. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτή.» Εκείνη γέλασε καθώς πήρε άλλες δύο. «Τέλεια. Τώρα θέλω μερικά από εκείνα τα γαλάζια λουλούδια.» Έδειξε ένα σωρό από λοβελίες. «Έπειτα θα… Ε, γεια σου, Μεγκ, Τσακ.» Οι φίλοι της γύρισαν. Η Μεγκ κρατούσε μια αγκαλιά από κινέζικα γαρίφαλα. «Γεια! Α, τι όμορφα που είναι αυτά!» Η Μεγκ χαμογέλασε στον Σάιμον. «Πρέπει να έφτιαξες εκείνες τις ζαρντινιέρες για τα παράθυρα.» «Ναι» είπε ο Σάιμον καθώς εκείνος και ο Τσακ αντάλλαξαν σύντομες αλλά καρτερικές ματιές πάνω από τα κεφάλια των γυναικών.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
561
«Θα φτιάξεις κι άλλο παρτέρι;» ρώτησε η Φιόνα. «Όχι, αλλά πήγα να ανοίξω το ξυλόσπιτο για το νέο ένοικο, και ο Τσακ, που έμεινε στο σπίτι, άρχισε να καθαρίζει την αποθήκη.» «Αν το κάνω όταν είναι εκεί η Μεγκ, δε με αφήνει να πετάξω τίποτα.» «Ποτέ δεν ξέρεις πού θα χρειαστούν, έτσι δεν είναι; Ήταν έτοιμος να πετάξει ένα παλιό μαστέλο.» «Ήταν άχρηστο» είπε μέσα από τα δόντια του ο Τσακ. «Θα πάψει να είναι όταν φυτέψω μέσα αυτά και το βάλω στην αυλή. Σκέφτομαι να χώσω τη μια άκρη του στο χώμα, ώστε να φαίνεται σαν να είναι πεταμένο εκεί. Θα γίνει έργο τέχνης αντί για παλιατζούρα.» «Η Μεγκ συνέχεια σκέφτεται πώς να ανακυκλώνει τα πράγματα.» Η Φιόνα έβαλε τα λουλούδια στο καρότσι. «Απεχθάνομαι τη σπατάλη.» «Υποθέτω πως μακροπρόθεσμα κάνουμε οικονομία» είπε ο Τσακ. «Το ξυλόσπιτο το επίπλωσε κυρίως με πράγματα από παλιατζίδικα και παζάρια ιδιωτών τα οποία ανακαίνισε.» «Ώστε έχετε ένοικο» είπε η Φιόνα καθώς πήρε άλλη μια λοβελία. «Για δυο βδομάδες. Ο άντρας θα μείνει μόνος αυτή τη βδομάδα. Την επόμενη θα έρθουν η γυναίκα και ο γιος του.» Η Μεγκ πήρε μια λοβελία, την κράτησε δίπλα στα κινέζικα γαρίφαλα και θεώρησε ότι ταίριαζαν. «Το αγόρι έχει κάποιο αγώνα κολύμβησης ή κάτι τέτοιο που δεν ήθελε να χάσει. Ο μπαμπάς είναι καθηγητής και γράφει ταξιδιωτικά άρθρα. Ελπίζουμε ότι θα γράψει κάτι για το ξυλόσπιτο και το Όρκας. Δε θα έβλαφτε. Παράξενος τύπος» πρόσθεσε η Μεγκ καθώς περιφέρονταν στο φυτώριο. «Ήρθε πριν από κάνα δυο μήνες και ζήτησε να το δει. Ήθελε ένα ήσυχο μέρος, απομονωμένο, ώστε να μπορέσει να γράψει.» «Ε, υποθέτω πως δεν είναι παράξενο αυτό.» «Μάλλον θέλει την ησυχία του γιατί σήμερα το πρωί
562
NORA ROBERTS
σχεδόν με έδιωξε με τις κλοτσιές. Δεν ήθελε καθαρίστρια, οπότε ήδη αρχίζω να λυπάμαι τη γυναίκα του. Όμως πλήρωσε τοις μετρητοίς, μια και έξω. Και μ’ αυτά τα χρήματα αγοράζω πολλά λουλούδια για το μαστέλο.» «Πώς ελέγχεις τους ενοίκους σου;» Η Μεγκ ανοιγόκλεισε τα μάτια της με την ερώτηση του Σάιμον. «Ε, δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα γι’ αυτό. Οι περισσότεροι άνθρωποι το κλείνουν για κάνα δυο βδομάδες ή ακόμα και για ένα Σαββατοκύριακο εκτός σεζόν. Παίρνεις μια προκαταβολή και ελπίζεις το καλύτερο. Δεν είχαμε σοβαρά προβλήματα μέχρι τώρα. Σκέφτεσαι να αγοράσεις κάποιο μέρος για να το νοικιάζεις;» «Όχι. Είναι πολλοί εκείνοι που πληρώνουν τοις μετρητοίς;» «Όχι πολλοί, αλλά συμβαίνει. Μερικοί άνθρωποι δε νιώθουν τόσο άνετα ώστε να μας δώσουν τον αριθμό της πιστωτικής κάρτας τους.» «Πώς ήταν αυτός;» Η Μεγκ κοίταξε τη Φιόνα, που είχε μείνει ασυνήθιστα σιωπηλή. «Α, είναι… Χριστέ μου, νομίζεις ότι μπορεί να είναι ο… Θεέ μου, Σάιμον, με τρομάζεις. Είναι… έεε… είναι γύρω στα σαράντα πέντε. Έχω κρατήσει τα στοιχεία του διπλώματος οδήγησης γιατί τα ζητάμε, αλλά δε θυμάμαι την ημερομηνία γέννησης. Είναι ξυρισμένος και καραφλός σαν βραστό αυγό. Έχει τρόπους και είναι αρκετά φιλικός. Μίλησε για τη γυναίκα του και είπε πως το μέρος θα αρέσει στο παιδί του. Ρώτησε μάλιστα αν το παιδί του μπορούσε να φέρει ένα φίλο του για μερικές μέρες αν ήθελε.» «Είμαστε όλοι λίγο νευρικοί.» Η Φιόνα έτριψε το μπράτσο της Μεγκ. «Θέλετε να περάσετε από κει να του ρίξετε μια ματιά;» ρώτησε ο Τσακ. «Δεν μπορούμε να ελέγχουμε όλους όσοι νοικιάζουν ένα μέρος ή κάνουν κάμπινγκ ή περνάνε λίγες μέρες σε ένα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
563
από τα ξενοδοχεία ή τα B&B» είπε η Φιόνα. «Οι Αρχές παρακολουθούν το φέρι.» Έπρεπε να αρκεί αυτό. Η Φιόνα περίμενε μέχρι που βρέθηκαν ξανά στο φορτηγάκι, επιστρέφοντας στο σπίτι. «Ξέχασα, ή δε συνειδητοποιώ πάντα, πόσο ανησυχείς. Μην το αντιπαρέρχεσαι» είπε στον Σάιμον όταν εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Αυτό το πράγμα ήταν σχεδόν από την αρχή μαζί μας. Σαν σκιά στο δωμάτιο, συνέχεια. Και είμαι τόσο απασχολημένη να το σκέφτομαι ή να λέω στον εαυτό μου να μην το σκέφτεται, ώστε ξεχνάω ότι βαραίνει κι εσένα.» Ο Σάιμον δεν είπε τίποτα επί σχεδόν μισό χιλιόμετρο. «Δε σε ήθελα. Το έχεις καταλάβει αυτό;» «Σάιμον, θα φυλάξω αυτή τη δήλωση μέσα στην καρδιά μου.» «Δε σε ήθελα γιατί ήξερα πολύ καλά ότι θα έμπλεκες στα πόδια μου και θα έβρισκες έναν τρόπο να με κάνεις να μου αρέσει αυτό. Να το χρειάζομαι. Και να χρειάζομαι κι εσένα. Έτσι, τώρα σε χρειάζομαι. Κρατάω ό,τι είναι δικό μου και το φροντίζω.» Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της. «Όπως ένα κουταβάκι;» «Δες το όπως θες.» «Θα πρέπει να το σκεφτώ.» «Οι μπάτσοι, οι ομοσπονδιακοί, δε με πειράζουν. Κάνουν αυτό που κάνουν. Αλλά κανένας δε θα περάσει από μένα για να σε φτάσει. Κανένας.» Αυτή τη φορά η Φιόνα έμεινε σιωπηλή, παρέμεινε σιωπηλή μέχρι που πήραν τη στροφή για το σπίτι του. «Ξέρεις ότι μπορώ και ότι θα φροντίσω τον εαυτό μου. Όχι, περίμενε – το ξέρεις αυτό. Και, επειδή το ξέρεις, όταν σε ακούω να μου το λες, όταν ξέρω ότι το εννοείς, νιώθω πολύ περισσότερο ότι κάποιος νοιάζεται για μένα απ’ όσο έχω να νιώσω εδώ και πάρα πολύ καιρό.» Η Φιόνα πήρε μια ανάσα. «Οπότε θα φυτέψω
564
NORA ROBERTS
λουλούδια στις ζαρντινιέρες και έπειτα θα κάνω το βραδινό μου μάθημα. Και θα ελπίσω με όλη μου την ψυχή να βρουν την Κάτι Σταρ, ζωντανή, και σύντομα – πολύ σύντομα– να ξεφορτωθούμε τις σκιές ώστε να μείνουμε μόνο εγώ κι εσύ.» «Και μια αγέλη σκυλιών.» Εκείνη χαμογέλασε. «Ναι.» Ο ΕΚΛ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ, φρεσκοπλυμένος, με καθαρό μποξεράκι και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Στο κρεβάτι, η Κάτι κλαψούρισε πίσω από την κολλητική ταινία καθώς τα μάτια της –το αριστερό σχεδόν κλειστό από το πρήξιμο– στράφηκαν προς το μέρος του. «Καλύτερα τώρα. Δεν ήμουν σίγουρος πώς θα ένιωθα με το βιασμό αφού ποτέ δε θεωρούσα το σεξ ιδιαίτερα σημαντικό. Όμως μου άρεσε. Ήταν μια εντελώς καινούρια εμπειρία για μένα, και κάθε καινούρια εμπειρία είναι σημαντική – σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Με το βιασμό, όλη η πίεση εξαφανίζεται αφού δε χρειάζεται να ανησυχείς για το αν θα ευχαριστήσεις την πόρνη που σου έχει ανοίξει τα πόδια της.» Τράβηξε την καρέκλα του μικρού γραφείου και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι. «Μου αρέσει να προσφέρω πόνο. Πάντα το ήξερα, αλλά αφού δεν είναι αποδεκτό από τους κανόνες» –σχημάτισε εισαγωγικά στον αέρα– «έθαψα αυτή την παρόρμηση. Δεν ήμουν ευτυχισμένος άνθρωπος, Κάτι. Απλώς έκανα τις κινήσεις που έπρεπε να κάνω, ζώντας μια ζωή στο γκρίζο. Μέχρι που εμφανίστηκε ο Πέρι. Του το χρωστάω αυτό. Του χρωστάω τη Φιόνα γι’ αυτό. Αλλά αυτό εδώ, όλα τα υπόλοιπα; Εσένα; Αυτά είναι δικά μου, αποκλειστικά. Και τώρα…» Χτύπησε με το δάχτυλό του το μίνι κασετοφωνάκι που είχε πάρει από την τσάντα της και το ακούμπησε στο κομοδίνο. «Θα το ανοίξω αυτό και θα κάνουμε μια συζήτηση. Θα μου πεις όλα όσα ξέρεις, όλα όσα σου έχει αποκαλύψει η πηγή ή οι πηγές σου. Αν ουρλιάξεις, έστω
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
565
μια φορά, θα σου βάλω πάλι την ταινία και θα αρχίσω να σου σπάω τα δάχτυλα. Δεν υπάρχει κανείς να σε ακούσει, αλλά δε θα ουρλιάξεις. Έτσι δεν είναι, Κάτι;» Καθώς τη ρωτούσε, της λύγισε προς τα πίσω το ένα από τα μικρά δάχτυλα μέχρι που το πρόσωπό της άσπρισε. «Θα φωνάξεις, Κάτι;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, λυγίζοντας τη μέση της σαν να ήθελε να αποφύγει τον πόνο. «Ωραία. Αυτό θα πονέσει.» Τράβηξε βίαια την ταινία από το στόμα της και ένευσε ικανοποιημένος καθώς εκείνη συγκράτησε μια κραυγή. «Πολύ ωραία. Πες ευχαριστώ.» Η ανάσα της βγήκε τρεμουλιαστή, ανέπνευσε, το στήθος της ρίγησε, αλλά κατάφερε να ψιθυρίσει κάτι που μόλις ακούστηκε. Και έγλειψε τα στεγνά χείλη της. «Παρακαλώ. Νερό. Παρακαλώ.» «Αυτό;» Ο Εκλ κράτησε ψηλά το μπουκάλι. «Βάζω στοίχημα ότι έχεις κορακιάσει.» Της τράβηξε το κεφάλι πιάνοντάς την από τα μαλλιά και της έριξε νερό στο στόμα έτσι που εκείνη πνίγηκε, στραβοκατάπιε και βόγκηξε. «Καλύτερα; Τι λες;» Η Κάτι είπε ευχαριστώ.
566
NORA ROBERTS
ΤΡΙΑΝΤΑ
ΗΞΕΡΑΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΣΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕ Ο ΕΚΛ, αλλά όχι πιο πολλά από εκείνα για τα οποία ήταν προετοιμασμένος. Ο Τάουνι και η συνεργάτιδά του είχαν πάει στο κολέγιο Πλέις, παρ’ ότι η Κάτι δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει αν είχαν πάει στο σχολείο ή στο διαμέρισμά του. Ακόμα και όταν της έσπασε δύο από τα δάχτυλά της, δεν μπόρεσε να του πει πού ακριβώς είχαν πάει. Η πηγή της δεν της είχε δώσει τις πληροφορίες, ή δεν είχε πληροφορίες να της δώσει. Όμως είχαν πάει εκεί, ο Εκλ ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Είχαν ψάξει τα πράγματά του, την καθημερινή ζωή του ανθρώπου που ήταν κάποτε. Όχι ότι έχει σημασία, σκέφτηκε. Δεν ήταν πια τα πράγματά του. Ανήκαν σε μια άλλη ζωή – σε μια γκρίζα ζωή. Όπως το περίμενε, παρακολουθούσαν τα φέρι. Και η Φιόνα είχε μετακομίσει στο σπίτι του εραστή της. Δεν έμενε ποτέ μόνη. Ο Εκλ είχε τακτοποιήσει την πρώτη επιπλοκή και είχε σχέδια για τη δεύτερη. Το επίκεντρο αυτού του σχεδίου ήταν αναίσθητο πάνω στο πλαστικό κάλυμμα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
567
Σκέφτηκε το e-mail. Ήταν μια παγίδα, όπως είχε υποψιαστεί. Τώρα ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Είχαν νομίσει ότι θα τον ξεγελούσαν, ότι θα του την έφερναν, όμως εκείνος ήταν υπερβολικά έξυπνος για κάτι τέτοιο. Σκέφτηκε, για λίγο, να ξαναβάλει τη δημοσιογράφο στο πορτμπαγκάζ και να πάρει το πρωινό φέρι για την ηπειρωτική χώρα ή για κάποιο από τα υπόλοιπα νησιά. Όμως έτσι δε θα έκλεινε η εκκρεμότητα με τη Φιόνα, και το χρέος ήταν χρέος. Επιπλέον, ο μαθητής θα ξεπερνούσε το δάσκαλο μόνο όταν θα σκότωνε τη Φιόνα. Η διόρθωση του λάθους του Πέρι ήταν μέρος της κληρονομιάς του. Το τραγούδι και η ιστορία του. Ήταν κρίμα που πια δεν μπορούσε να απολαύσει με την ησυχία του την Κάτι, που δεν μπορούσε πια να ρισκάρει δυο ή τρεις μέρες μαζί της όπως είχε ελπίσει. Του έμενε λίγος χρόνος για τη συνεργασία τους στο βιβλίο. Θα έπρεπε να κάνει εκείνος το μεγαλύτερο μέρος, όπως επίσης να αρχίσει την επόμενη φάση νωρίτερα απ’ όσο είχε αρχικά σχεδιάσει. Την κοίταξε και ανασήκωσε τους ώμους του. Πραγματικά, δεν υπήρχαν πολλά ακόμα που ήθελε να της κάνει. Αποφάσισε να μελετήσει ξανά τους χάρτες του, να κοιμηθεί μερικές ώρες και να ετοιμάσει ένα γερό πρόγευμα. Έπρεπε να ξεκινήσει πολύ πριν από το χάραμα. Καθώς βγήκε έξω, σκέφτηκε πως ήταν καλό που της είχε σπάσει τα δάχτυλα των χεριών αντί των ποδιών. Δεν ήθελε να την κουβαλάει σε όλη τη διαδρομή. Ο ΣΑΙΜΟΝ ΚΡΑΤΗΣΕ ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ και βρήκε δουλειά που μπορούσε να κάνει στη βεράντα του εργαστηρίου. Έτσι, μπορούσε να ακούει και να βλέπει ποιος ερχόταν και ποιος έφευγε. Κάτι ακόμα που οφείλω στον Εκλ, σκέφτηκε. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου,
568
NORA ROBERTS
ότι δεν μπορώ να βάλω στη διαπασών τη μουσική μου. Είχε αποφασίσει να περιμένει άλλη μια βδομάδα, και έπειτα, όποιο κι αν ήταν το πρόγραμμα της Φιόνα, θα την έπαιρνε να φύγουν για λίγο. Ήταν αδιαπραγμάτευτο αυτό. Θα πήγαιναν να επισκεφθούν τους γονείς του στο Σποκέιν, δηλαδή θα πετύχαιναν με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αφού η μητέρα του θα έπαυε να του γκρινιάζει πότε θα της γνώριζε τη Φιόνα κάθε φορά που μιλούσαν στο τηλέφωνο ή που αντάλλασσαν e-mail. Ήδη είχε διαλέξει το μέσο επίτευξης του σκοπού του. Θα θυσίαζε τα μπαλάκια του σκύλου του. Η Φιόνα ήθελε να ευνουχίσουν τον Σαγόνια – και του άφηνε πληροφορίες σχετικά με αυτό σε όλο το σπίτι. Ο Σάιμον θα της το πρόσφερε αυτό και εκείνη θα του πρόσφερε αυτό που ήθελε εκείνος. Συγγνώμη, φιλαράκο, σκέφτηκε. Έπειτα θα πήγαιναν –ολόκληρη η αγέλη αν ήθελε η Φιόνα– στο Σποκέιν. Θα νοίκιαζε βαν αν χρειαζόταν. Η διαδρομή με το αμάξι ήταν μεγάλη, όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο κατά τη γνώμη του. Αν η Τάουνι και ο Μαντζ δεν κατάφερναν να κατατροπώσουν τον Εκλ μέχρι να επιστρέψουν, δεν τους άξιζαν τα σήματά τους. Σήκωσε το κεφάλι του καθώς άκουσε τον ήχο ενός αυτοκινήτου και έπειτα, όταν είδε το περιπολικό, άφησε το πινέλο που χρησιμοποιούσε για να βάψει ένα ζευγάρι από σκαμνιά για μπαρ. Έλπιζε με όλη του την ψυχή να ήταν καλά τα νέα. «Ντέιβι.» Η Φιόνα βγήκε από το σπίτι. «Ούτε ραντεβού να είχαμε. Οι τελευταίοι πελάτες μου έφυγαν πριν από δέκα λεπτά. Οι επόμενοι θα έρθουν σε είκοσι.» Πίεσε τις αρθρώσεις των δαχτύλων της ανάμεσα στα στήθη της, εκεί που είχε σφηνώσει η αναπνοή της. «Είναι ζωντανή;» «Δεν τη βρήκαν ακόμα, Φι.» Η Φιόνα κάθισε εκεί που στεκόταν, στα σκαλοπάτια
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
569
της βεράντας. Τα χέρια της αγκάλιασαν τα σκυλιά καθώς εκείνα την περικύκλωσαν. «Μας έστειλαν ένα σκίτσο. Είναι το καλύτερο που μπόρεσαν να κάνουν από τους δύο μάρτυρες στο μοτέλ. Σου έφερα ένα αντίγραφο.» Ο Ντέιβι το έβγαλε από το ντοσιέ που κρατούσε και της το έδωσε. «Δεν του μοιάζει – ή δε μοιάζει με αυτό που ήταν πριν. Τα μάτια, ίσως. Τα μάτια μοιάζουν.» «Οι μάρτυρες δεν ήταν σίγουροι. Έφτιαξαν μια σύνθεση.» «Το πρόσωπό του φαίνεται… πιο εύρωστο και ο ίδιος φαίνεται νεότερος χωρίς το μούσι. Αλλά… το καπελάκι καλύπτει πολλά, έτσι δεν είναι;» «Ο νυχτερινός υπάλληλος ήταν σχεδόν άχρηστος – έτσι μας είπαν. Ο άλλος άνθρωπος έβαλε τα δυνατά του. Όμως είδε ελάχιστα τον Εκλ. Άφησε δακτυλικά αποτυπώματα στο δωμάτιο του μοτέλ – ο Εκλ. Τα σύγκριναν με αποτυπώματα από το διαμέρισμά του. Δεν έχει τσιμπήσει ξανά στο e-mail, τουλάχιστον μέχρι τώρα.» Ο Ντέιβι ένευσε στον Σάιμον που πλησίαζε. «Δεν πιστεύουν ότι θα το κάνει τώρα, αφού το απόγευμα ανακοίνωσαν το όνομά του και αυτό το σκίτσο στον Τύπο. Σε κάνα δυο ώρες θα το δείχνουν στην τηλεόραση και θα υπάρχει στο Ίντερνετ. Κάποιος θα τον εντοπίσει, Φι.» Ο Σάιμον δεν είπε τίποτα, αλλά πήρε το σκίτσο από το χέρι της Φι για να το μελετήσει. «Θα το κολλήσουμε στα φέρι, στις αποβάθρες» συνέχισε ο Ντέιβι. «Η εφημερίδα της Σταρ προσφέρει διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια για πληροφορίες που θα οδηγήσουν σε εκείνη ή στον Εκλ. Θα του γυρίσει μπούμερανγκ, Φι.» «Ναι, έτσι νομίζω. Ελπίζω να γυρίσει αρκετά γρήγορα και δυνατά ώστε να σωθεί η Σταρ.»
570
NORA ROBERTS
ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΑΝΑΓΚΑΣΕΙ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΕΙ. Παρά την αμφεταμίνη και το ρόφημα πρωτεΐνης που της είχε δώσει με το ζόρι, χρειάστηκαν τρεις ολόκληρες ώρες. Η Σταρ έπεφτε συχνά, όμως αυτό δεν πείραζε. Ο Εκλ ήθελε να αφήσει καλά ίχνη. Την έσερνε όταν χρειαζόταν και το απολάμβανε. Ήξερε πού πήγαινε και πώς να φτάσει εκεί. Ήταν το τέλειο μέρος. Ιδιοφυές, αν μπορούσε να το πει ο ίδιος αυτό. Όταν σταμάτησαν, το πρόσωπό της ήταν βρόμικο, μπλαβί από τις μελανιές, σημαδεμένο από γρατσουνιές και κοψίματα. Τα ρούχα που ο Εκλ είχε πλύνει και της είχε φορέσει ξανά είχαν γίνει σχεδόν κουρέλια. Εκείνη δεν έκλαψε ούτε αντιστάθηκε όταν την έδεσε στο δέντρο. Το κεφάλι της απλώς έπεσε προς τα εμπρός και τα δεμένα χέρια της έμειναν άψυχα στα γόνατά της. Ο Εκλ αναγκάστηκε να τη χαστουκίσει πολλές φορές για να τη συνεφέρει. «Πρέπει να σε αφήσω εδώ για λίγο. Θα επιστρέψω, μην ανησυχείς. Μπορεί να πεθάνεις από αφυδάτωση, κρυοπληξία ή από κάποια μόλυνση.» Ανασήκωσε τους ώμους του σαν να ήθελε να πει «συμβαίνουν αυτά». «Ελπίζω να μη γίνει αυτό γιατί θέλω να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Αφού πρώτα σκοτώσω τη Φιόνα. Μία για τον Πέρι, μία για μένα. Χριστέ μου! Βρομάς, Κάτι. Καλύτερα βέβαια, αλλά αμάν! Τέλος πάντων, όταν τελειώσει αυτό, θα γράψω το άρθρο και θα το στείλω με το όνομά σου. Θα το πάρεις το Πούλιτζερ. Μετά θάνατον, αλλά το ’χεις σίγουρο. Τα λέμε σύντομα.» Κατάπιε ένα μαύρο χάπι και ο ίδιος –χρειαζόταν το νεύρο– και απομακρύνθηκε τρέχοντας ελαφρά. Χωρίς το νεκρό βάρος, υπολόγισε ότι θα είχε επιστρέψει στο μισό του χρόνου, και λιγότερο, που του πήρε μέχρι να σύρει το αξιοθρήνητο τομάρι της Σταρ. Θα γύριζε στο ξυλόσπιτο πριν από το χάραμα ή αμέσως μετά. Είχε πολλή δουλειά να κάνει πριν επιστρέψει πίσω.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
571
Ο ΣΑΙΜΟΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ να πιέζει τον εαυτό της σε όλη τη διάρκεια του επόμενου μαθήματος και αποφάσισε ότι ήταν αρκετά ως εκεί. Όταν έκανε ό,τι χρειαζόταν να κάνει, περίμενε μέχρι που έφυγε και το τελευταίο αμάξι και η Φιόνα επέστρεψε στο σπίτι. Τη βρήκε στην κουζίνα να πιέζει ένα παγωμένο κουτάκι κοκακόλα στο μέτωπό της. «Κάνει ζέστη σήμερα.» Κατέβασε το κουτάκι και το άνοιξε. «Νιώθω λες και κατέβηκε μερικές χιλιάδες πόδια ο ουρανός έτσι που ο ήλιος πιέζει τις κορυφές των δέντρων.» «Πήγαινε να κάνεις ένα ντους, να δροσιστείς. Έχεις χρόνο» της είπε προτού προλάβει εκείνη να απαντήσει. «Θα έρθει η Σίλβια να αναλάβει τα δύο τελευταία μαθήματά σου.» «Ορίστε; Γιατί;» «Γιατί έχεις τα χάλια σου και κατά πάσα πιθανότητα αισθάνεσαι ακόμα χειρότερα. Χθες τη νύχτα έκανες χάλια ύπνο και το ξέρω γιατί προσπαθούσα να κοιμηθώ δίπλα σου. Είσαι τσιτωμένη και εξουθενωμένη. Κάνε λοιπόν ένα ντους και πάρε έναν υπνάκο. Ψυχοπλακώσου, αν χρειάζεται, αρκεί να μην είμαι τριγύρω. Σε κάνα δυο ώρες θα παραγγείλω βραδινό.» «Για περίμενε.» Η Φιόνα άφησε κάτω το κουτάκι. «Δικά μου είναι τα μαθήματα, δική μου η επιχείρηση, δική μου η απόφαση. Δεν αποφασίζεις εσύ ποτέ είμαι ικανή να διευθύνω την επιχείρησή μου ή πότε χρειάζομαι έναν αναθεματισμένο ύπνο. Δεν είσαι επικεφαλής.» «Νομίζεις ότι θέλω να είμαι; Νομίζεις ότι θέλω να σε φροντίζω; Ε, δε θέλω. Είναι μπελάς.» «Κανείς δε σου ζήτησε να με φροντίσεις.» Ο Σάιμον την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε έξω από την κουζίνα. «Αν δε με αφήσεις, θα σε ξαπλώσω κάτω.» «Ναι, για κάν’ το.» Την έβαλε στο μπανάκι για τους ξένους και την έσπρωξε μπροστά στον καθρέφτη. «Κοιτάξου. Δεν μπορείς να ξαπλώσεις κάτω ούτε
572
NORA ROBERTS
αναίσθητο νήπιο. Τσαντίσου λοιπόν όσο θες γιατί έχω δίκιο. Και είμαι πιο σωματώδης, πιο δυνατός και πιο κακός.» «Με συγχωρείς που δεν είμαι στις ομορφιές μου. Και σε ευχαριστώ που δε νοιάζεσαι για τα συναισθήματά μου και μου λες ότι μοιάζω με ζεσταμένη κουράδα.» «Τα συναισθήματά σου δεν είναι η πρώτη προτεραιότητά μου.» «Πες κάτι νέο! Κάνε τη δουλειά σου, και εγώ θα κάνω τη δική μου και έπειτα θα σου κάνω μια χάρη. Όταν τελειώσω, θα πάω στο αχούρι που έχεις για ξενώνα και θα κοιμηθώ εκεί ώστε να μη σου ταράξω τον ύπνο.» Ο Σάιμον κατάλαβε από τη φωνή της ότι ισορροπούσε ανάμεσα στην οργή και σε ένα ξέσπασμα δακρύων. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. «Αν επιχειρήσεις να πας στο επόμενο μάθημα, θα κάνω τέτοια σκηνή που θα χάσεις όλους τους πελάτες σου. Πίστεψέ με, θα το φροντίσω.» «Ποιος στο διάβολο νομίζεις ότι είσαι;» Τον έσπρωξε με πολύ περισσότερη δύναμη απ’ αυτή που φανέρωνε το χλωμό πρόσωπό της. «Μου δίνεις διαταγές, με απειλείς, με εκβιάζεις. Ποιος στο διάβολο νομίζεις ότι είσαι;» «Είμαι αυτός που σε αγαπάει, που να πάρει η οργή.» «Μην το χρησιμοποιείς αυτό σ’ εμένα.» «Αυτό έχω.» Είναι ανόητο, συνειδητοποίησε ο Σάιμον. Είχε αφήσει το θυμό να παραμερίσει τη λογική – και τη στρατηγική. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος να χειριστεί τη Φιόνα και το ήξερε. «Δεν το αντέχω.» Της είπε την αλήθεια, πράγμα πιο δύσκολο για κείνον από τις απειλές. «Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι.» Την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Χρειάζεσαι ένα διάλειμμα. Σου ζητάω να κάνεις ένα διάλειμμα.» «Δε μου το ζήτησες.» «Εντάξει. Σου το ζητάω τώρα.» Εκείνη αναστέναξε, δυνατά. «Είμαι σκατά.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
573
«Ναι, είσαι.» «Όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου ή ότι εσύ μπορείς να φωνάζεις τους αναπληρωματικούς χωρίς να με ρωτάς.» «Θα κάνουμε μια ανταλλαγή.» «Τι;» Η Φιόνα τραβήχτηκε πίσω. «Μια ανταλλαγή;» «Εσύ θα κάνεις διάλειμμα και η Μάι θα κόψει τα μπαλάκια του Σαγόνια.» Είναι ένας άσος στο μανίκι μου, σκέφτηκε ο Σάιμον, που πρέπει να χρησιμοποιηθεί αργά ή γρήγορα. «Ω! Αυτό είναι γελοίο. Αυτό είναι λάθος. Αυτό…» Η Φιόνα έσφιξε τις γροθιές της στους κροτάφους της. «Είναι πρόστυχο. Χρησιμοποιείς τις αρχές μου για υπεύθυνη ζωοφιλία.» «Δυο ώρες ανάπαυση για σένα, μια ζωή χωρίς τις συγκινήσεις ενός θηλυκού για κείνον. Εσύ κερδίζεις τη μερίδα του λέοντος.» Η Φιόνα τον έσπρωξε πίσω και βγήκε από το μπανάκι. Έπειτα γύρισε και τον αγριοκοίταξε καθώς εκείνος είχε γείρει στο κούφωμα της πόρτας. «Θα το κάνεις έτσι κι αλλιώς.» «Μπορεί. Μπορεί και όχι. Σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να δοκιμάσει πρώτα την τύχη του με κάνα δυο πρόθυμες σκυλίτσες. Ένας αρσενικός πρέπει να έχει κάποιες αναμνήσεις.» «Με δουλεύεις.» Όμως εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και άφησε τη σιωπή να απλωθεί. «Να πάρει η ευχή! Θα τηλεφωνήσεις στη Μάι τώρα, σήμερα, και θα κλείσεις ραντεβού;» Ο Σάιμον άνοιξε το στόμα του και θα ορκιζόταν πως ένιωσε τα δικά του μπαλάκια να ζαρώνουν. «Όχι. Θα το κάνεις εσύ.» «Εντάξει, αλλά μην αλλάξεις γνώμη.» «Τι θέλεις, να ορκιστώ; Η συμφωνία είναι συμφωνία. Πήγαινε να κάνεις ένα ντους.» «Θα πάω, αφού πρώτα τηλεφωνήσω στη Μάι – και
574
NORA ROBERTS
δώσω οδηγίες στη Σίλβια για τα μαθήματα που θα αναλάβει.» «Εντάξει. Ξέρεις εκείνα τα ηλίθια σπα, τα κομμωτήρια και τις μπουτίκ για σκύλους;» Η Φιόνα ξεφύσησε, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Δεν τα θεωρούν όλοι ηλίθια, αλλά ναι.» «Θα έπρεπε να έχουν και οίκους ανοχής για σκύλους για κάτι τέτοιες ώρες. Ένας αρσενικός θα έπρεπε να πηδήξει τουλάχιστον μια φορά προτού γίνει ευνούχος.» «Να το φροντίσεις. Υπάρχουν πολλοί που σκέφτονται σαν εσένα και μπορεί να βγάλεις μια περιουσία.» Η Φιόνα κοίταξε την μπροστινή πόρτα καθώς οι σκύλοι πήραν στάση επιφυλακής. «Πρέπει να είναι η Σιλ.» Ο Σάιμον πήγε στην πόρτα πριν από εκείνη και κοίταξε. «Τόσο πολύ ανησυχείς;» τον ρώτησε. «Δεν υπάρχει λόγος να το διακινδυνεύσουμε. Είναι μαζί της η Μεγκ.» «Ω…» Η Φιόνα βγήκε έξω. «Γεια. Πρώτα απ’ όλα, συγγνώμη, δεύτερον, ευχαριστώ.» «Πρώτα απ’ όλα, δεν πειράζει. Δεύτερον, παρακαλώ. Δεν είχα δουλειά σήμερα το απόγευμα και ανταλλάξαμε μερικά λουλούδια με τη Μεγκ. Εγώ έχω πολλά κρινάκια και εκείνη έχει πολλές μοβ μαργαρίτες.» «Οπότε ήρθα μαζί.» Η Μεγκ μίλησε με σκόπιμη ευθυμία. «Έχεις δύο αναπληρωματικές.» «Και ο Σάιμον έχει δίκιο. Γλυκιά μου, φαίνεσαι κουρασμένη.» «Με ενημέρωσε» είπε η Φιόνα ρίχνοντάς του μια διαπεραστική ματιά «με λιγότερο διακριτικό τρόπο. Ελάτε μέσα. Θα σας δώσω οδηγίες για τα μαθήματα – και έχουμε παγωμένο τσάι.» «Ωραίο ακούγεται.» Η Σίλβια ανέβηκε στη βεράντα, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φίλησε τον Σάιμον στο μάγουλο. «Έκανες καλή δουλειά.» Εκείνος χαμογέλασε αυτάρεσκα στη Φιόνα πάνω από το κεφάλι της Σίλβια.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
575
«Μην τον ενθαρρύνεις.» Η Φιόνα μπήκε μέσα. «Η πρώτη είναι τάξη αρχαρίων και δουλεύουμε τα βασικά. Να κρατήσεις το ποιμενικό Σέτλαντ μακριά από το κανίς. Αυτός είναι αποφασισμένος ότι εκείνη είναι ο έρωτας της ζωής του και την καβαλάει όποτε του δοθεί η ευκαιρία. Υπάρχει ένα θηλυκό μπόρντερ κόλι22» συνέχισε καθώς έφτασαν στην κουζίνα «που προσπαθεί σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος να τους μαζέψει όλους σε κοπάδι.» «Υπάρχουν δαγκανιάρικα;» ρώτησε η Σίλβια καθώς η Φιόνα έβγαζε ποτήρια. «Όχι. Έχουν ηλικία από τρεις έως έξι μήνες, οπότε χάνουν εύκολα τη συγκέντρωσή τους και σαχλαμαρίζουν, αλλά έχουν καλό χαρακτήρα. Μάλιστα είναι ένα που… Μεγκ;» Η Φιόνα σταμάτησε όταν είδε την εμβρόντητη έκφραση στο πρόσωπο της Μεγκ. «Τι συμβαίνει;» «Αυτός είναι.» Η Μεγκ πίεσε το δάχτυλό της πάνω στο σκίτσο στον πάγκο της κουζίνας. «Ο τύπος στο ξυλόσπιτό μας. Αυτός είναι ο Φρανκ.» Το ποτήρι άρχισε να λιώνει στο χέρι της Φιόνα. Το άφησε κάτω προτού της πέσει. «Είσαι σίγουρη; Μεγκ, είσαι σίγουρη;» «Αυτός είναι. Δεν είναι τέλειο το σκίτσο, αλλά είναι αυτός. Τα μάτια, το σχήμα του προσώπου. Ξέρω ότι είναι αυτός. Είναι σκίτσο της αστυνομίας, σωστά; Ω Θεέ μου!» «Είναι σκίτσο της αστυνομίας με την εμφάνιση που έχει ο Εκλ τώρα;» Η φωνή της Σίλβια ήταν απολύτως ήρεμη και φαινόταν να έρχεται από ένα τούνελ. «Φι!» «Ναι. Ναι. Το έφερε νωρίτερα ο Ντέιβι. Το έστειλε στο σερίφη ο Τάουνι.» «Μεγκ, πήγαινε έξω και φέρε τον Σάιμον. Αμέσως. Αμέσως. Φι, τηλεφώνησε στον πράκτορα Τάουνι. Εγώ θα πάρω το σερίφη.» Όμως προτού τηλεφωνήσει στο FBI η Φιόνα ανέβηκε πάνω και πήρε το όπλο της.
576
NORA ROBERTS
ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ, είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της και αγνόησε τη φευγαλέα έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπο της Σίλβια όταν η μητριά της είδε το όπλο περασμένο στη ζώνη της. «Έρχεται ο σερίφης.» «Το ίδιο και το FBI. Θα συντονιστούν με το σερίφη καθ’ οδόν. Όλα είναι υπό έλεγχο.» Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της Μεγκ καθώς η φίλη της κάθισε στον πάγκο. «Ήμουν μόνη μαζί του σ’ εκείνο το ξυλόσπιτο. Του το έδειξα την περασμένη άνοιξη, μίλησα μαζί του. Και χθες… Ω Χριστέ μου, εκείνη η καημένη η γυναίκα ήταν στο πορτμπαγκάζ όσο εγώ είχα πιάσει ψιλή κουβέντα. Γι’ αυτό το μύριζε συνέχεια η Ζίνα. Έπρεπε να καταλάβω ότι…» «Γιατί; Πώς;» ρώτησε η Φιόνα. «Να είσαι ευγνώμων που είσαι καλά, που είσαι εδώ και που αναγνώρισες το σκίτσο.» «Του έσφιξα το χέρι» μουρμούρισε η Μεγκ κοιτώντας στο κενό. «Κι αυτό με κάνει να νιώθω… Θεέ μου, πρέπει να τηλεφωνήσω στον Τσακ.» «Τηλεφώνησα εγώ.» Η Σίλβια πήγε πίσω από τη Μεγκ και άρχισε να της τρίβει τους ώμους. «Έρχεται.» «Μπορεί να έσωσες τη ζωή της δημοσιογράφου» είπε η Φιόνα. «Μπορεί να έσωσες τη δική μου. Για σκέψου το. Σάιμον.» Βγήκε από την κουζίνα, πήγε στο καθιστικό και κράτησε χαμηλή τη φωνή της. «Ξέρω τι θέλεις να κάνεις. Το βλέπω. Θέλεις να πας εκεί, να τον σύρεις έξω από το ξυλόσπιτο και να τον κάνεις αλοιφή στο ξύλο.» «Μου πέρασε από το μυαλό. Δεν είμαι ηλίθιος» είπε εκείνος προτού προλάβει να μιλήσει η Φιόνα. «Και δε θέλω να ρισκάρω ακόμα και την ισχνή πιθανότητα να μου ξεφύγει. Ξέρω να περιμένω.» Η Φιόνα τού έπιασε το χέρι και το έσφιξε. «Εκείνος δεν ξέρει. Δεν είναι σαν τον Πέρι. Ήταν εντελώς ηλίθιο να έρθει εδώ έτσι και να τη φέρει μαζί του – πρέπει να την έφερε.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
577
«Ηλίθιο, ναι, αλλά αν ξεφύγει; Θα γίνει μεγάλος ντόρος αν βρουν τη δημοσιογράφο νεκρή στην πίσω αυλή σου. Ο Πέρι απλώς ήθελε να σκοτώνει. Αυτός εδώ θέλει να γίνει κάποιος.» «Δεν πρόκειται να ξεφύγει.» Ωστόσο η Φιόνα έτριψε τα μπράτσα της για να τα ζεστάνει καθώς κοίταξε ξανά από το μπροστινό παράθυρο. «Δε θα φύγει από το νησί. Όμως την έχει δυο μέρες τώρα. Μπορεί να είναι ήδη νεκρή.» «Αν η δημοσιογράφος έχει μια ευκαιρία, το οφείλει σ’ εσένα.» «Σ’ εμένα;» «Μην είσαι ανόητη. Την έφερε εδώ για να σε πτοήσει, για να σε πληγώσει. Περιορίστηκε μόνος του, και μπορεί να σε πλήγωσε, αλλά δε σε πτόησε.» «Μου αρέσει που σε έχω κοντά μου.» «Στο σπίτι μου είμαστε. Εγώ σε έχω κοντά μου.» Η Φιόνα νόμιζε ότι δεν μπορούσε να γελάσει, όμως ο Σάιμον το έβγαλε από μέσα της. Και γελώντας πέρασε τα μπράτσα της γύρω του και έμειναν έτσι μέχρι που πάρκαρε απέξω ο σερίφης. Όταν βγήκαν να τον συναντήσουν, ο σερίφης Μακμάχον δεν έχασε χρόνο. «Κλείσαμε το δρόμο που οδηγεί στο ξυλόσπιτο. Ο Ντέιβι κατάφερε να πλησιάσει αρκετά ώστε να ρίξει μια ματιά με τα κιάλια. Το αυτοκίνητο είναι εκεί, όλα τα παράθυρα είναι κλειστά και οι κουρτίνες τραβηγμένες.» «Είναι μέσα. Μαζί της.» «Έτσι φαίνεται» είπε ο σερίφης, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του στη Φιόνα. «Οι ομοσπονδιακοί έρχονται με ελικόπτερο και ζήτησα ενισχύσεις. Ο Μπεν Τάισον έρχεται από το Σαν Χουάν με δύο από τους βοηθούς του. Οι ομοσπονδιακοί δε θέλουν να κάνουμε τίποτα, αλλά θα το συζητήσω μαζί τους. Θα μας βοηθούσε, Σάιμον, αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σπίτι σου ως βάση προς το παρόν.»
578
NORA ROBERTS
«Είναι δικό σας.» «Το εκτιμώ. Πρέπει να μιλήσω με τη Μεγκ και να διατηρήσω επικοινωνία με τον Ντέιβι και τον Ματ. Παρακολουθούν το ξυλόσπιτο.» Η Φιόνα ένιωθε τα λεπτά να στάζουν σαν σιρόπι, πολύ αργά και βαριά. Καμία κίνηση, ανέφεραν οι βοηθοί, ξανά και ξανά. Κάθε φορά φανταζόταν τι κινιόταν μέσα στο ξυλόσπιτο, πίσω από εκείνα τα κλειστά παράθυρα. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν είμαστε αρκετοί και το ότι, να πάρει, ο Ματ είναι ακόμα άβγαλτος.» Ο Μακμάχον έτριψε το κεφάλι του. «Μπορούμε να παρακολουθούμε, αλλά δεν μπορώ να διαφωνήσω με τους ομοσπονδιακούς πως, αν μπουκάρουμε, μπορεί να μας ξεφύγει. Σας το λέω, δε μου κάθεται καλά, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά. Τουλάχιστον μέχρι να φτάσει εδώ ο Τάισον.» «Έχω μια καραμπίνα.» Ο Τσακ στεκόταν όρθιος, με το χέρι του περασμένο γύρω από τους ώμους της Μεγκ. «Σε δέκα λεπτά μπορούμε να μαζέψουμε μισή ντουζίνα άντρες πρόθυμους να μας βοηθήσουν.» «Τσακ, δε χρειάζομαι ένα τσούρμο από πολίτες, ούτε θέλω να ανησυχώ μήπως πρέπει να πω στη γυναίκα κάποιου ότι έμεινε χήρα. Τις άλλες τις σκότωσε εκεί που τις έθαψε – ούτε αυτό το γεγονός μπορώ να αρνηθώ. Το πιθανότερο είναι πως η δημοσιογράφος είναι ζωντανή και ότι θα τη βγάλουμε έξω έτσι.» Έβγαλε το τηλέφωνό του όταν χτύπησε και βγήκε έξω για να απαντήσει στο τηλεφώνημα. «Θα την έχει εδώ πάνω, έτσι δεν είναι;» Η Φιόνα έδειξε την εκτυπωμένη φωτογραφία του σπιτιού που είχαν πάρει από την ιστοσελίδα του ξυλόσπιτου. «Σε μία από τις κρεβατοκάμαρες. Όχι στο ισόγειο, για την περίπτωση που κάποιος θα μπει μέσα στο σπίτι. Αλλά εκεί όπου μπορεί να την κλειδώσει. Οπότε όχι μόνο πρέπει να μπουν στο ξυλόσπιτο αλλά και να ανέβουν τη σκάλα – αν εκείνος
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
579
είναι μαζί της.» Προσπάθησε να το σκεφτεί ως έρευνα και εφάρμοσε τις ίδιες αρχές της πιθανότερης συμπεριφοράς. «Η μεγάλη κρεβατοκάμαρα έχει μια μικρή βεράντα. Δε νομίζω ότι θα την έβαζε εκεί. Θα χρησιμοποιούσε το μικρότερο δωμάτιο, εκείνο που έχει τη μικρότερη πρόσβαση. Όμως μπορούν να βάλουν άντρες σε εκείνη τη βεράντα εξωτερικά, και αυτοί να γλιστρήσουν μέσα στο ξυλόσπιτο από την επικλινή σκεπή στο δεύτερο όροφο. Έπειτα…» Σταμάτησε απότομα καθώς όρμησε μέσα ο Μακμάχον. «Το ελικόπτερο μόλις προσγειώθηκε και έρχονται. Ο Τάισον έφτασε στο νησί και έρχεται κι εκείνος. Πάω να τους συναντήσω. Θέλω να μείνετε όλοι εδώ. Μην κουνηθείτε. Θα είμαι σε επαφή μαζί σας όσο καλύτερα μπορώ.»
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΕ στα δέντρα πάνω στο ύψωμα πίσω από το σπίτι του Σάιμον, ο Εκλ παρακολουθούσε το σερίφη με τα κιάλια του. Την τρίτη φορά που ο άντρας άρχισε να πηγαινοέρχεται στην πίσω βεράντα, με το τηλέφωνο στο αυτί του, ο Εκλ κατάλαβε ότι τον είχαν βρει. Αναρωτήθηκε πώς. Το e-mail που είχε ετοιμάσει ήταν ρυθμισμένο να σταλεί σε δύο ώρες. Ίσως είχε γίνει κάποιο μπέρδεμα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Τα πράγματα απλώς θα άρχιζαν νωρίτερα. Τον άκουσε αμυδρά – το βόμβο του ελικοπτέρου. Ήρθε όλη η συμμορία, αποφάσισε. Οι πιθανότητες να δραπετεύσει, να κρυφτεί αρκετό καιρό ώστε να γράψει το άρθρο, να τελειώσει το βιβλίο, μειώθηκαν δραματικά. Το πιθανότερο ήταν πως θα πέθαινε στο νησί της Φιόνα. Ούτε αυτό είχε σημασία. Αν η πρώην όμορφη Κάτι δεν είχε ήδη πεθάνει, πιθανότατα θα πέθαινε προτού τη βρουν, οπότε θα είχε γίνει το δικό του.
580
NORA ROBERTS
Και όσο εκείνοι θα έψαχναν θα έβρισκε τη Φιόνα και θα πετύχαινε αυτό που δεν είχε καταφέρει ποτέ ο δάσκαλός του και ούτε θα μπορούσε να καταφέρει. ΜΠΗΚΑΝ ΜΕΣΑ ΣΧΕΔΟΝ όπως είχε φανταστεί η Φιόνα – γρήγορα, σιωπηλά, καλύπτοντας κάθε πόρτα και παράθυρο. Καθώς μια μονάδα έτρεξε στο ισόγειο του ξυλόσπιτου, μια άλλη έτρεξε επάνω. Ο Τάουνι όρμησε στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα λίγα βήματα πίσω από την ομάδα. Δε χρειάστηκε να ακούσει την κραυγή Άδειο! για να καταλάβει ότι ο Εκλ είχε φύγει και είχε πάρει τη Σταρ μαζί του. «Παίζει το δικό του σενάριο τώρα. Έχει παρατήσει του Πέρι και παίζει το δικό του.» «Το πορτμπαγκάζ του είναι άδειο.» Λίγο ξέπνοη, η Μαντζ πήγε κοντά τους. «Την είχε εκεί μέσα. Είναι καλυμμένο με πλαστικό και έχει κηλίδες αίματος. Χριστέ μου» μουρμούρισε όταν είδε το πλαστικό – που κάλυπτε το κρεβάτι, καθώς και από τι ήταν λερωμένο. «Μας άφησε πολλή από τη μυρωδιά του.» Ο Τάουνι αναρωτήθηκε γιατί. Η Φιόνα αναρωτήθηκε το ίδιο καθώς η μονάδα έρευνάς της έδωσε αναφορά στο ξυλόσπιτο. Άκουσε τη θεωρία σύμφωνα με την οποία ο Εκλ σκόπευε να γυρίσει, να καθαρίσει και να φύγει –είχε αφήσει και ρούχα εκεί– αφού πρώτα σκότωνε και έθαβε τη Σταρ. Δε διαφώνησε. Η μονάδα της είχε μια δουλειά να κάνει και σκοπός ήταν να βρουν τη δημοσιογράφο. «Θα χρησιμοποιήσουμε το σύστημα του συντρόφου» είπε. «Κανείς από μας δε θα πάει μόνος του. Μεγκ και Τσακ, Ομάδα Ένα. Τζέιμς και Λόρι, Ομάδα Δύο. Ο Σάιμον και εγώ, Ομάδα Τρία. Δύο άνθρωποι και δύο σκυλιά ανά ομάδα.» Πήρε μια ανάσα. «Θα υπάρχουν παντού ένοπλοι αστυνομικοί και ομοσπονδιακοί πράκτορες. Θα έχετε
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
581
τακτική επικοινωνία με τη Μάι και τον πράκτορα Τάουνι. Έχουν αναλάβει τη βάση. Έχουμε περίπου τρεις ώρες προτού χαθεί το φως. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χτυπήσει μια καταιγίδα πριν από το σούρουπο. Αν δε βρούμε τη δημοσιογράφο προτού σκοτεινιάσει, θα σταματήσουμε μέχρι το πρωί. Γυρίστε όλοι στη βάση το σούρουπο. Δε θα βάλουμε σε κίνδυνο ούτε τον εαυτό μας ούτε τα σκυλιά.» Έριξε μια ματιά στον Τάουνι. «Ακούσαμε όλοι τι μας είπε ο πράκτορας Τάουνι. Ο Φράνσις Εκλ είναι δολοφόνος. Μπορεί να είναι οπλισμένος και σίγουρα είναι επικίνδυνος. Αν κάποιος από σας θελήσει να εγκαταλείψει την έρευνα, δε θα έχει αντίκτυπο σ’ εσάς ή στην ομάδα. Απλώς πείτε το στη Μάι και εκείνη θα το κανονίσει.» Παραμέρισε καθώς η Μάι έκανε νόημα. «Δε θέλω να πας στην έρευνα, Φι. Είσαι στόχος. Έχει ήδη επικεντρωθεί πάνω σου και αν του δοθεί η ευκαιρία…» «Δε θα του δοθεί.» «Δεν μπορείς να την πείσεις να μείνει εδώ;» ρώτησε τον Σάιμον η Μάι. «Θα πάρω τον Νιούμαν και θα έρθω μ’ εσένα και τον Πεκ.» «Θα σπαταλήσω το σάλιο μου, όπως έκανες εσύ και ο Τάουνι. Όμως έχει δίκιο. Δε θα του δοθεί η ευκαιρία.» Η Μάι βλαστήμησε και έπειτα αγκάλιασε σφιχτά τη Φιόνα. «Αν σου συμβεί τίποτα –οτιδήποτε– θα σου ρίξω κλοτσιά στον κώλο.» «Και μόνο ο φόβος γι’ αυτό θα με κρατήσει ασφαλή. Ας ξεκινήσουμε» φώναξε η Φιόνα. Έκανε νόημα στα σκυλιά και προχώρησε προς τον τομέα της. «Δεν υποτίθεται ότι πρέπει να τους δώσεις τη μυρωδιά;» τη ρώτησε ο Σάιμον. «Όχι ακόμα» μουρμούρισε εκείνη. «Θέλω να με καλύψεις. Θα σου εξηγήσω.» Όταν έκρινε ότι η απόσταση ήταν αρκετή, έβγαλε το σακουλάκι με τη μυρωδιά από το σακίδιό της. «Έχουμε τέσσερις έμπειρους ανθρώπους και σκυλιά να ψάχνουν
582
NORA ROBERTS
για τη Σταρ – και αστυνομικούς και ομοσπονδιακούς. Ή θα τη βρουν ή δε θα τη βρουν.» Κοίταξε τον Σάιμον στα μάτια. «Εμείς δε θα ψάξουμε για εκείνη. Θα ψάξουμε για τον Εκλ.» «Κανένα πρόβλημα.» Αυτή τη φορά η Φιόνα άφησε την ανάσα της να βγει. «Ωραία. Εντάξει, ωραία.» Άνοιξε το σακουλάκι. «Αυτή είναι δική του. Φορούσε αυτή την κάλτσα και δεν την έχει πλύνει. Ακόμα και εγώ μπορώ να τον μυρίσω πάνω της.» Έδωσε και στα δύο σκυλιά τη μυρωδιά. «Αυτός είναι ο Εκλ. Είναι ο Εκλ. Πάμε να βρούμε τον Εκλ. Βρείτε τον!» Καθώς τα σκυλιά μύρισαν τον αέρα, με τις μύτες τους να κάνουν συσπάσεις και τα κεφάλια σηκωμένα, εκείνη και ο Σάιμον τα ακολούθησαν.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
583
ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΝΑ
ΕΙΧΑΝ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ πεντακόσια μέτρα, και ο Σάιμον θα ορκιζόταν ότι τα σκυλιά συμβουλεύονταν το ένα το άλλο. Με τεντώματα των αυτιών, κουνήματα της ουράς, κάνα δυο μυρίσματα. Η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τα δέντρα, εκεί που το έδαφος ήταν στρωμένο με πευκοβελόνες, και ανέβαινε ξανά στα ανοιχτά με τα αγριοχόρταρα και τα βράχια. «Αν την έφερε από δω» αναρωτήθηκε ο Σάιμον «γιατί δε χρησιμοποίησε το δρόμο, με εκείνη στο πορτμπαγκάζ μέχρι να βρει το σημείο που ήθελε; Κι αν το έκανε αυτό, γιατί το αυτοκίνητο είναι πίσω στο ξυλόσπιτο, και το ξυλόσπιτο άδειο;» «Δεν την έφερε από δω. Τουλάχιστον δε βλέπω καμία ένδειξη.» Η Φιόνα φώτισε με το φακό της το έδαφος, τις λόχμες και τα κλαδιά. «Άφησε σημάδια, δεν ήταν προσεκτικός. Αλλά δε βλέπω κάποιο που θα μπορούσε να ήταν δικό της. Δεν έχει νόημα, αλλά ξέρω πολύ καλά πως ακολουθούμε τη διαδρομή του. Τη διαδρομή που έκανε μόνος του.» «Ίσως εντόπισε τους αστυνομικούς ή τους αντιλήφθηκε με κάποιον τρόπο και βγήκε έξω. Αυτό θα
584
NORA ROBERTS
εξηγούσε γιατί τα άφησε όλα πίσω.» «Πανικοβλήθηκε, το έβαλε στα πόδια.» Η Φιόνα ένευσε καταφατικά. «Έχουμε κάνει μόνο κάνα δυο έρευνες όπου το άτομο δεν ήθελε να βρεθεί. Ένα ζευγάρι εφήβων εραστών και ένας τύπος που είχε μαχαιρώσει τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια ενός καβγά ενώ έκαναν κάμπινγκ. Οι έφηβοι είχαν ένα σχέδιο και κάλυψαν τα ίχνη τους, κρύφτηκαν. Ο άντρας απλώς το έβαλε στα πόδια, και αυτό έκανε ευκολότερη την ανακάλυψή του. Μακάρι να ήξερα σε ποια κατηγορία ανήκει ο Εκλ. Αν ανήκει σε κάποια από τις δύο. Πρέπει να επικοινωνήσω με τη Μάι.» Ο Σάιμον την είδε να βγάζει τον ασύρματό της. «Αποφάσισες τι θα της πεις;» «Είμαστε ακόμα στον τομέα μας, οπότε θα της πω την αλήθεια. Απλώς όχι όλη ακόμα.» Κοίταξε τον ασύρματο στο χέρι της. «Θα έπρεπε να της την πω όλη. Το ξέρω αυτό σε κάποιο λογικό κομμάτι του μυαλού μου. Να ενημερώσει τον πράκτορα Τάουνι ή τουλάχιστον το σερίφη. Θα μπορούσα να πω στη Μάι να το πει στο σερίφη Τάισον. Μπορούμε να φέρουμε δυο βοηθούς εδώ.» «Θα μπορούσες» συμφώνησε ο Σάιμον. «Και θα έτρωγες χρόνο διαφωνώντας μαζί τους όταν θα σου έλεγαν να επιστρέψεις στη βάση.» Πράγμα που είναι κακή ιδέα, σκέφτηκε ο Σάιμον. «Μπορεί κάποιος από αυτούς –ο Ντέιβι, ο Μακμάχον, ο Τάισον– να χειριστούν τα σκυλιά σε μια έρευνα;» «Ίσως ο Ντέιβι. Ίσως, λέω. Η αλήθεια είναι πως δεν έχει περισσότερη εκπαίδευση ή εμπειρία από τη δική σου. Που δεν είναι αρκετή, όχι χωρίς έναν έμπειρο εκπαιδευτή στην ομάδα. Εγώ ξέρω πώς να διαβάζω τα σκυλιά μου. Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι μπορεί να το κάνει και κάποιος από αυτούς.» «Υποθέτω πως αυτή είναι η απάντηση.» Η Φιόνα κάλεσε τη Μάι και έδωσε τη θέση τους. «Βρήκα μερικά ίχνη» είπε «και τα σκυλιά έχουν πιάσει μια καλή μυρωδιά.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
585
«Ο Τάουνι θέλει να μάθει αν εντόπισες ίχνη αίματος ή σημάδια πάλης.» «Όχι, τίποτε από αυτά.» «Ο Τζέιμς και η Λόρι βρήκαν αίμα και έντονα σημάδια από πτώση, πιθανώς από σύρσιμο. Τα σκυλιά τους έχουν φερμάρει πολλές φορές. Προσπαθώ να μικρύνω τους τομείς.» Η Φιόνα κοίταξε τον Σάιμον. «Προς το παρόν θα ήθελα να μείνω εδώ που είμαστε. Δε θέλω να μπερδεύω τα σκυλιά όταν βρίσκονται σε επιφυλακή.» «Κατανοητό, αλλά… Περίμενε. Αναμονή.» «Έδωσα στα σκυλιά τον Εκλ και ακολούθησαν τη διαδρομή του. Πρέπει να είναι πιο φρέσκια από τη διαδρομή που βρήκαν ο Τζέιμς και η Λόρι. Δεν μπορώ να πω ψέματα στη Μάι, ούτε σε κανέναν άλλον» είπε η Φιόνα στον Σάιμον. «Η μονάδα έχει βασιστεί στην εμπιστοσύνη.» «Τότε πες της το στα ίσια. Συζήτησέ το. Έτσι κι αλλιώς, θα κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις.» Τη στιγμή που η Φιόνα κατένευσε, ο ασύρματος βόμβησε. «Προς όλες τις ομάδες, ο πράκτορας Τάουνι μόλις με ενημέρωσε ότι ο Εκλ έστειλε ένα προκαθορισμένο μήνυμα από τον υπολογιστή της Σταρ. Υποθέτουν πως ήθελε να το εντοπίσουν, πως ήθελε να βρουν οι Αρχές το ξυλόσπιτο. Φι, θέλει να επιστρέψεις αμέσως. Πιστεύουν ότι ίσως πρόκειται για δόλωμα ώστε να σε τραβήξει έξω.» «Έξω είμαι» είπε η Φιόνα. «Και ερευνούμε για τον Εκλ, όχι για τη Σταρ.» «Φι…» «Τα σκυλιά βρίσκονται σε επιφυλακή, Μάι, και δεν επιστρέφω ενώ η υπόλοιπη μονάδα μου είναι έξω. Θα παραμείνω σε επαφή, αλλά χρειάζομαι ένα λεπτό για να το σκεφτώ.» Έβαλε τον ασύρματο πάλι στη ζώνη της και χαμήλωσε την ένταση του ήχου. «Πρέπει να το κάνω αυτό.»
586
NORA ROBERTS
«Εδώ είμαι» είπε ο Σάιμον. «Οπότε είμαστε δύο. Πού συναντιόμαστε με την περιοχή του Τζέιμς και της Λόρι;» «Δώσ’ μου ένα λεπτό.» Η Φιόνα έβγαλε το αντίγραφο του χάρτη. «Εντάξει, εντάξει» μουρμούρισε καθώς έψαχνε. «Βρίσκονται ανατολικά από μας, εδώ. Πολλά σημεία είναι εκτός των μονοπατιών ή σε ιδιωτικά κτήματα. Όμως, αν τα σκυλιά έπιασαν τη μυρωδιά και βρήκαν αίμα, ο Εκλ πρέπει να διέσχισε αυτό το δρόμο.» «Οπότε έπρεπε να το κάνει νύχτα. Χρειαζόταν το σκοτάδι και τη σχετική βεβαιότητα ότι δε θα τον έβλεπε κανείς.» «Ναι, αλλά βρισκόμαστε εδώ. Πολύ δυτικά. Μάλιστα, λοξοδρόμησε από την αρχή δυτικά, πράγμα που φανερώνει πανικό. Μάλλον προσπαθούσε να απομακρυνθεί από το σημείο όπου την πήγε. Αλλά…» «Καινούριο στοιχείο» είπε ο Σάιμον. «Αν έστειλε το email για να πάει τους αστυνομικούς στο ξυλόσπιτο και εσένα εδώ έξω, πού πηγαίνει; Νομίζει ότι εσύ θα ακολουθήσεις τη μυρωδιά της Σταρ, όχι τη δική του. Αν σου έχει στήσει παγίδα, δεν την έχει στήσει εδώ.» «Πιστεύεις ότι η Σταρ είναι το δόλωμα» μουρμούρισε η Φιόνα. «Την έφερε εδώ, στο νησί μου, μάλιστα χρησιμοποίησε το ξυλόσπιτο μιας φίλης, μιας συνεργάτιδας. Θεέ μου, και βέβαια είναι το δόλωμα η Σταρ.» Με ποιον τρόπο, αναρωτήθηκε, αυτό κάνει τα πράγματα χειρότερα; «Την ανάγκασε να περπατήσει, τη νάρκωσε, άφησε ίχνη από αίμα επειδή ήθελε να μας οδηγήσει –ή να οδηγήσει εμένα– όπου βρίσκεται εκείνη. Όμως δεν είναι σίγουρος ότι θα είμαι εγώ εκείνη που θα τη βρει.» «Χρειάζεται ένα μέρος απ’ όπου θα μπορεί να παρακολουθεί. Αν τη βρεις εσύ, θα σε αρπάξει ή θα σε σκοτώσει εκεί. Αν όχι, θα έρθει στην τοποθεσία σου και θα κάνει το ίδιο.» «Μα… Όχι, καταλαβαίνω. Δε χρειάζεται να με απαγάγει και να ακολουθήσει όλο το σενάριο. Θέλει απλώς
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
587
να με σκοτώσει. Είμαι του Πέρι. Είμαι η εξόφληση.» Κοίταξε κατευθείαν μπροστά και μίλησε ήρεμα. «Πρέπει να ποτίσουμε τα σκυλιά.» Ο Σάιμον κάθισε στις φτέρνες του μαζί της για να γεμίσουν το μπολ. «Φιόνα, δε χρειάζεται να είσαι αστυνομικός ή ψυχίατρος για να καταλάβεις ότι αυτός ο τύπος έχει ξεπεράσει ένα όριο. Όταν λοξοδρόμησε, όταν αντάλλαξε το πρόγραμμα του Πέρι, τη μέθοδο, τα κριτήριά του –και ό,τι άλλο– με τα δικά του, ξεπέρασε ένα όριο.» «Ναι.» «Η Σταρ είχε πληροφορίες, μερικές από αυτές τυπωμένες, αλλά πιθανώς προσπαθούσε ακόμα να τις επιβεβαιώσει. Ο Εκλ μάλλον ξέρει ότι έχουν μάθει το όνομά του, ότι ξέρουν το πρόσωπό του και ό,τι άλλο υπάρχει για εκείνον. Μάλλον ξέρει ότι ο Πέρι στράφηκε εναντίον του.» «Ναι» είπε ξανά η Φιόνα. «Και η Σταρ θα του είπε τα πάντα, φαντάζομαι. Οτιδήποτε ήθελε να μάθει ο Εκλ, αν της είπε πως θα την άφηνε να ζήσει. Ίσως δε χρειάστηκε να της το ζητήσει. Είχε τον υπολογιστή της, το τηλέφωνό της. Ήξερε ότι το FBI τον πλησίαζε.» «Πού θα πάει, Φιόνα; Όταν ξεπληρώσει το χρέος του στον Πέρι, πού θα πάει; Πώς θα φύγει από το νησί; Θα κλέψει ένα σκάφος; Ένα αυτοκίνητο; Πώς θα περάσει από όλες τις ομάδες έρευνας για να το καταφέρει αυτό; Έχει ελάχιστες πιθανότητες. Ακόμα κι αν το κάνει, πώς θα περάσει από τους υπόλοιπους αστυνομικούς για να επιβιβαστεί στο φέρι ή για να πάρει ένα σκάφος και να φύγει από το νησί;» «Δε θα το κάνει.» Η Φιόνα μάζεψε το άδειο μπολ και το έβαλε στη θέση του. «Δεν έχει πανικοβληθεί, ποτέ δεν πανικοβλήθηκε. Ίσως τον Απρίλιο, όταν νοίκιασε το ξυλόσπιτο, να σκέφτηκε ότι μπορούσε να με πιάσει, να κάνει ό,τι ήταν να κάνει και να συνεχίσει, αλλά όλα αυτά άλλαξαν όταν άρπαξε τη Σταρ. Όταν την έφερε εδώ
588
NORA ROBERTS
ξέροντας ότι πήγα να δω τον Πέρι, όταν διάβασε το άρθρο της. Η ιστορία τελειώνει μ’ εμένα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ίσως προσπαθήσει να σκοτώσει τα σκυλιά κι εσένα. Ίσως προσπαθήσει να σκοτώσει όσους μπορεί. Αλλά ξέρει ότι θα τελειώσει μ’ εμένα.» «Η φλόγα της δόξας.» «Δεν την είχε ποτέ.» Η Φιόνα έβγαλε το σακουλάκι με τη μυρωδιά. «Αλλά τη γεύτηκε τώρα. Του την έδωσε η Σταρ, οπότε έκανε τη δημοσιογράφο μέρος της. Αυτός είναι ο Εκλ» είπε, προσδίδοντας ενθουσιασμό στη φωνή της καθώς ανανέωσε τη μυρωδιά. «Πάμε να βρούμε τον Εκλ! Βρείτε τον!» Καθώς ξεκίνησαν ξανά, άνοιξε τον ασύρματό της και έκανε μια γκριμάτσα εξαιτίας της φλυαρίας και των απαιτήσεων που άκουσε. «Δώσ’ το σ’ εμένα.» Ο Σάιμον άπλωσε το χέρι του. «Εσύ πρέπει να συγκεντρωθείς στα σκυλιά.» Ο Σάιμον είχε δίκιο. Δεν κινδύνευε μόνο μια ζωή, αλλά πολλές. Η Σταρ είτε ήταν ζωντανή είτε ήταν νεκρή – εξαρτιόταν από τα καπρίτσια του Εκλ. Η μονάδα της, οι φίλοι της, ήταν κι αυτοί έρμαια εκείνων των καπρίτσιων. Όπως ο Γκρεγκ ήταν έρμαιο του Πέρι. Όμως συνειδητοποίησε πως για τον Εκλ ποτέ δεν είχε σημασία εκείνη. Παρά τα πειράγματα και την τρομοκρατία. Η Φιόνα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα χρέος, και η διεστραμμένη αίσθηση τιμής του Εκλ απαιτούσε να πληρώσει εκείνο το χρέος προτού τελειώσει η νέα αποκρουστική ζωή που του είχε χαρίσει ο Πέρι. «Τώρα κατευθύνεται ανατολικά.» Μάρκαρε με ένα σημαιάκι την επόμενη θέση επιφυλακής των σκυλιών. «Αν συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπει στον τομέα του Τζέιμς. Πρέπει να…» «Θα το κάνω εγώ. Σου ξέφυγε αυτό.» Ο Σάιμον έβγαλε άλλο ένα σημαιάκι και μάρκαρε ένα περιτύλιγμα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
589
καραμέλας. «Αφήνεις την προσοχή σου να αποσπάται. Σταμάτα.» Πάλι έχει δίκιο, σκέφτηκε η Φιόνα, και σταμάτησε για μια στιγμή. Έκλεισε τα μάτια της, άφησε τον εαυτό της να ακούσει, να μυρίσει, να νιώσει. Το Όρκας ήταν ένα μικρό νησί. Το έδαφος που έπρεπε να καλυφθεί ήταν πολύ, ναι, αλλά περιορισμένο. Αν ο στόχος του Εκλ ήταν να την προσελκύσει σε μια παγίδα, θα έπρεπε να έχει μια κάλυψη και ένα σημείο με θέα. «Η διαδρομή του πρέπει να διασταυρώθηκε με τη διαδρομή που έκανε με τη Σταρ. Κάπου πρέπει να διασταυρώθηκε με αυτή ή να προχώρησε παράλληλα, αλλά ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση…» Είχε το χάρτη στο μυαλό της, αλλά τον έβγαλε από το σακίδιό της για να τον μελετήσει ξανά. Δε θα το ρίσκαρε. «Οι μετοχές του Πέρι ανέβηκαν όταν σκότωσε τον Γκρεγκ. Αυτό ήταν μια άλλου είδους ανταμοιβή.» «Ο Πέρι πιάστηκε και μπήκε στη φυλακή. Δε νομίζω ότι ο Εκλ βλέπει τη φυλακή ως επιλογή.» Πάνω από τον ώμο της Φιόνα, ο Σάιμον σάρωσε το χάρτη, τα μονοπάτια, τις διαδρομές. «Ούτε ο Τάουνι.» «Έχει δουλειά να κάνει πρώτα» μουρμούρισε η Φιόνα. «Ταξίδεψε σε τόξο – έκανε μια ανοιχτή καμπύλη, που τώρα κλείνει προς τα ανατολικά. Απομακρύνθηκε από τη Σταρ και κινήθηκε πάλι προς εκείνη. Αλλά δεν πήγε σε εκείνη. Αυτό δεν έχει νόημα. Ωστόσο θα βρίσκεται αρκετά κοντά ώστε να παρακολουθεί. Ίσως για να ακούσει τα σκυλιά και τους ασυρμάτους όταν θα πλησιάσουν. Και με αυτή την κατεύθυνση, θα αρχίσει να πέφτει σε σπίτια, στο αγρόκτημα του Γκάρι και της Σου.» «Δεν έχω τη δική σου αίσθηση προσανατολισμού, αλλά το σπίτι σου είναι πριν από το αγρόκτημα. Πόσο μακριά είμαστε;» «Από το…» Της κόπηκε η αναπνοή. «Το σπίτι μου. Το είπες και πριν. Η πίσω αυλή μου. Τις πήρε όλες, ακόμα και τη Σταρ, από το χώρο τους – από τη σχολή, από την
590
NORA ROBERTS
περιοχή της καθημερινής ρουτίνας τους, από τη δουλειά. Ποτέ δεν παρέκκλινε από αυτό.» Έπιασε το χέρι του Σάιμον καθώς η βεβαιότητα και η βιασύνη τη διαπέρασαν σαν γοργά ποτάμια. «Όχι απλώς στο νησί, αλλά στο σπιτικό μου. Είναι άδειο, το σπίτι μου, γιατί έχω βγει έξω και τον αναζητώ. Ή μπορεί να ξέρει ότι μένω στο σπίτι σου. Όπως και να ’ναι, έχει το δάσος για κάλυψη.» «Και, αν μπορούσε να σε τραβήξει μέσα, θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να δώσει την τελευταία παράστασή του. Πόσο μακριά είμαστε, Φιόνα;» «Γύρω στα οχτακόσια μέτρα. Ίσως λιγότερο. Εξαρτάται από το πόσο μακριά κάνει κύκλο, από ποιο σημείο διάλεξε για κρυψώνα.» Η Φιόνα σάρωσε τις σκιές, τις λίμνες γκρίζου και πράσινου. «Ο αέρας δυναμώνει και αυτό θα επηρεάσει τον κώνο μυρωδιάς. Θα διασχίσουμε τον τομέα του Τζέιμς και της Λόρι αν συνεχίσουμε να κατευθυνόμαστε ανατολικά. Πρέπει να αναγκάσουμε τα σκυλιά να παραμείνουν στα δέντρα, ακόμα κι αν τα ίχνη συνεχιστούν στο ξέφωτο. Πρέπει να τα κρατήσουμε ήσυχα. Και, αφού επικοινωνήσουμε με τη βάση, πρέπει να κλείσουμε τον ασύρματο.» Ο Σάιμον σκέφτηκε να της πει να μείνει εκεί, αλλά η Φιόνα δε θα το έκανε. Σκέφτηκε να της πει να έμεναν και οι δύο εκεί και να πει η Φιόνα στον Τάουνι την καλύτερη εκτίμησή της για το πού βρισκόταν ο Εκλ. Ήξερε την απάντηση και σ’ αυτό, αλλά έκανε μια δοκιμή. «Ας μείνουμε εδώ, να ειδοποιήσουμε και να δώσουμε στον Τάουνι την πληροφορία.» «Και αν αλλάξει κατεύθυνση ο Εκλ; Δεν μπορούμε να τους πούμε πού πάει αν δε σιγουρευτούμε. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε.» «Αυτό σκέφτηκα και εγώ. Βγάλε το όπλο σου. Είναι στο χέρι σου από δω και πέρα.» Ο Σάιμον έβγαλε τον ασύρματο. «Μάι, δώσ’ μου τον Τάουνι.» «Παίρνουν στάση επιφυλακής πάλι.» Η Φιόνα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
591
προχώρησε μπροστά για να σημαδέψει την τοποθεσία. «Θέλει να σου μιλήσει.» Ο Σάιμον τής έδωσε τον ασύρματο. «Φι εδώ. Όβερ.» «Φιόνα, θέλω να με ακούσεις. Μείνε εκεί που είσαι. Συγκρίναμε τη διαδρομή σας με εκείνη των δύο άλλων ομάδων έρευνας. Πιστεύουμε ότι βρίσκεται στο κτήμα σου ή εκεί κοντά. Στέλνουμε μια μονάδα στο σπίτι σου και φέρνουμε προσωπικό έρευνας για να ενωθούν μ’ εσένα και τη μονάδα σου. Με ακούς;» «Ναι, σε ακούω, πράκτορα Τάουνι. Γνωρίζει κανένας από τους άντρες σου την περιοχή, έχει σκυλιά που δείχνουν όλο και πιο έντονη επιφυλακή; Μόλις μπήκαμε στον τομέα της Ομάδας Ένα. Βλέπω μία από τις σημαίες τους.» Πλησιάζουμε, σκέφτηκε, και το αίμα της κύλησε πιο γρήγορα. «Πέρασε κι αυτός από δω, διέσχισε την περιοχή όπου πήγε τη Σταρ. Ο Τζέιμς και η Λόρι θα μπορούσαν… Θα μπορούσε να τους σκοτώσει. Ο Σάιμον και εγώ πλησιάζουμε από τη μεριά που πρέπει να είναι τυφλή για εκείνον. Στείλε το ιππικό, σε παρακαλώ, Θεέ μου, αλλά εμείς ακολουθούμε τα σκυλιά. Πρέπει να κλείσω τον ασύρματο. Δεν μπορούμε να ρισκάρουμε να μας ακούσει.» Έκλεισε τον ασύρματο και τον έδωσε στο Σάιμον. «Ο Τζέιμς δε θα μείνει πίσω. Μπορεί να διαφωνήσει με τη Λόρι και να την πείσει να περιμένει, αλλά δε θα μείνει πίσω. Όχι όταν υπάρχει μια πιθανότητα να βρει τη Σταρ ζωντανή. Και εγώ δεν μπορώ να περιμένω, Σάιμον, και να ρισκάρω να σκοτωθεί άλλος ένας άνθρωπος που αγαπώ εξαιτίας μιας βεντέτας εναντίον μου.» «Έφερα καμία αντίρρηση;» Με ηρέμησε, συνειδητοποίησε η Φιόνα, εκείνος ο αδιόρατος εκνευρισμός στη φωνή του. «Πρέπει να συγκρατήσουμε τα σκυλιά. Κράτα τα κοντά. Και ήσυχα.» Σήκωσε το κεφάλι της καθώς ακούστηκε μια βροντή.
592
NORA ROBERTS
«Θα χάσουμε το φως. Έτσι κι αλλιώς κοντεύει να σουρουπώσει. Ο αέρας είναι καλή κάλυψη. Η βροχή θα ήταν καλύτερη. Αλλά και τα δύο επηρεάζουν τη μυρωδιά. Σύντομα θα προχωράμε όλοι μόνο με το ένστικτό μας.» «Θέλω να βρίσκεσαι πίσω μου. Αυτό είναι το δικό μου ένστικτο» είπε ο Σάιμον προτού προλάβει εκείνη να διαμαρτυρηθεί. «Θέλω να το σεβαστείς.» «Εγώ κρατάω όπλο» είπε η Φιόνα. «Ακριβώς.» Τη φίλησε ανάλαφρα. «Και εγώ βασίζομαι στο ότι θα το χρησιμοποιήσεις αν χρειαστεί.» Συνέχισαν σιωπηλοί ενώ η ατμόσφαιρα δρόσισε εξαιτίας του αέρα. Ο άνεμος ανάμεσα στα δέντρα αποτελούσε καλή κάλυψη και θα έκρυβε –έλπιζε η Φιόνα– το πλησίασμά τους. Όμως ούτε εκείνη μπορούσε να ακούσει πάνω απ’ αυτόν. Και κάθε αναστεναγμός και σάλεμα των δέντρων έκανε την καρδιά της να κλοτσάει στο στήθος της. Χρησιμοποίησαν σινιάλα με τα χέρια μεταξύ τους και με τα σκυλιά. Έφτασαν στην άκρη του ξέφωτου όπου ο Σάιμον είχε βρει το κούτσουρο. Η Φιόνα είδε το νεαρό δεντράκι που είχε φυτέψει εκείνος χωρίς να της το πει κι αυτό έκανε την καρδιά της που κάλπαζε να ηρεμήσει. Τον άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της – ήταν ένα σύντομο ευχαριστώ. Εντόπισε άλλη μια σημαία και, όταν τα σκυλιά θέλησαν να βγουν στο ξέφωτο, τα πρόσταξε να μείνουν πίσω. Το αίμα της πάγωσε όταν άκουσε το βόμβο του ασύρματου, αλλά την ίδια στιγμή που το βλέμμα της στράφηκε στον Σάιμον συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ο δικός τους. Ο Τζέιμς, σκέφτηκε. Βρισκόταν πιο κοντά απ’ όσο νόμιζε. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τα λόγια, όχι όλα, αλλά ο εξημμένος τόνος ήταν γλαφυρός. Το ίδιο και το χαρούμενο γάβγισμα.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
593
«Τη βρήκαν» ψιθύρισε. Και μια σκιά κινήθηκε στις σκιές. Η αναπνοή της σφήνωσε στο λαιμό της. Ο Εκλ στεκόταν πίσω από ένα δέντρο, η Φιόνα τον είδε, στην απέναντι πλευρά του ξέφωτου. Και τώρα χρησιμοποιούσε τον άνεμο, το μισοσκόταδο και εκείνες τις πρώτες γρήγορες σταγόνες βροχής για να κρύψει τις κινήσεις του. Ο Σάιμον ακούμπησε το χέρι του στο στόμα της και έγειρε κοντά στο αυτί της. «Εσύ μείνε εδώ. Κράτα τα σκυλιά μαζί σου. Θα τον περικυκλώσω και θα τον αποκόψω. Μείνε εδώ» επανέλαβε. «Δε θα περάσει από μένα. Οι αστυνομικοί θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά.» Η Φιόνα ήθελε να διαφωνήσει – δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Πρόσταξε τα μπερδεμένα σκυλιά της να καθίσουν και να μείνουν στη θέση τους, με μια αυστηρή, θυμωμένη χειρονομία που τα έκανε να χαμηλώσουν τα κεφάλια και να στρέψουν τα μάτια τους πάνω της, κλαψουρίζοντας με πληγωμένα αισθήματα. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει. Το βραβείο ήταν εκεί, καραδοκούσε στις σκιές. Ο απροσδόκητος θυμός της τα έκανε να βγάλουν χαμηλά κλαψουρίσματα μέχρι που η Φιόνα τα έκανε να σωπάσουν με μια οργισμένη ματιά και ένα τίναγμα του δαχτύλου της. Ικανοποιημένη, έγειρε λιγάκι προς τα έξω για να κοιτάξει και είδε το όπλο στο χέρι του Εκλ. Είχε το κεφάλι του γυρισμένο στο πλάι – αφουγκραζόταν– καθώς στράφηκε αργά προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Σάιμον. Η Φιόνα σκέφτηκε πολύ απλά: Όχι. Και βγήκε στο ξέφωτο. Σήκωσε το όπλο και σημάδεψε. Βλαστήμησε που έτρεμε καθώς εκείνος ολοκλήρωσε τη στροφή και την κοίταξε στα μάτια. «Πέτα το όπλο σου, Φράνσις, γιατί ορκίζομαι σε όλες τις ζωές που αφαιρέσατε εσύ και ο Πέρι πως θα σου
594
NORA ROBERTS
ρίξω.» Θα ζούσε μ’ αυτό, μπορούσε να ζήσει μ’ αυτό. Έπρεπε να ζήσει μ’ αυτό. «Μου είπε να μη σε υποτιμήσω.» Όπως εκείνη, ο Εκλ σήκωσε το πιστόλι του και σημάδεψε. Όμως το δικό του όπλο δεν έτρεμε. Χαμογέλασε όπως θα έκανε με την απρόσμενη εμφάνιση ενός φίλου. «Ξέρεις πως, όταν σε σκοτώσω, ο συνεργάτης σου θα τρέξει προς τα δω. Τότε θα σκοτώσω και εκείνον. Και το σκυλί του. Και το δικό σου. Πού είναι το σκυλί σου, Φιόνα;» «Πέτα το όπλο σου. Ξέρεις ότι η αστυνομία και το FBI έρχονται. Είναι απλωμένοι σε ολόκληροι την περιοχή. Δε θα περάσεις ποτέ ανάμεσά τους.» «Όμως τελικά έζησα. Για λίγους, σύντομους μήνες έζησα και βίωσα περισσότερα απ’ όσα στα προηγούμενα χρόνια. Σε όλα εκείνα τα γκρίζα χρόνια. Ελπίζω να είναι και ο Τάουνι μαζί με αυτούς που θα έρθουν. Αν μου δοθεί η ευκαιρία να τον σκοτώσω, θα είναι σαν αποχαιρετιστήριο δώρο στον Πέρι.» «Σε πρόδωσε.» «Αλλά πρώτα με ελευθέρωσε. Μακάρι να είχαμε περισσότερο χρόνο, Φιόνα. Το χέρι σου τρέμει.» «Δε θα με σταματήσει αυτό.» Η Φιόνα πήρε μια ανάσα, έτοιμη να σκοτώσει. Ο Σάιμον πετάχτηκε από τα δέντρα, με το κορμί του χαμηλά, ανάμεσα στο δικό της και του Εκλ. Χτύπησε τον Εκλ στο δεξί πλευρό, κάνοντας τη Φιόνα να σκεφτεί στιγμιαία, εντελώς τρελά, ένα τρένο που έτρεχε. Το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα άνοιξε ένα αυλάκι στο μαλακό χώμα αμέσως πριν το πιστόλι τιναχτεί από το χέρι του Εκλ. Η Φιόνα έτρεξε μπροστά και το άρπαξε. Τη στιγμή που σημάδεψε και με τα δύο όπλα άκουσε τον Τζέιμς να φωνάζει και να τρέχει ανάμεσα από τις λόχμες. Όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Εκλ, σκέφτηκε. Όταν πλησίασε, του έδωσε τα όπλα. «Κράτα τα.»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
595
«Φι, Χριστέ μου! Χριστέ μου!» Εκείνος απλώς γονάτισε δίπλα στον Σάιμον που κοπανούσε το πρόσωπο του Εκλ λυσσασμένα, μεθοδικά, με τις γροθιές του. «Σταμάτα. Σταμάτα τώρα.» Πάσχισε να μιλήσει με τον αυστηρό, σοβαρό τόνο που χρησιμοποιούσε στα σκυλιά που δεν κάθονταν καλά, και σχεδόν το κατάφερε. «Σάιμον, σταμάτα. Τέλειωσε αυτός.» Εκείνος της έριξε μια οργισμένη ματιά. «Σου είπα να μείνεις κρυμμένη. Σου είπα ότι δε θα περνούσε από μένα.» «Και δεν πέρασε.» Έπιασε μία από τις σφιγμένες γροθιές του Σάιμον, με τις μελανιασμένες και ματωμένες αρθρώσεις, και την ακούμπησε στο μάγουλό της καθώς τα σκυλιά της στριμώχτηκαν πάνω της. «Τους είπα να μείνουν στη θέση τους, αλλά δεν το έκαναν. Όλοι προστατεύουμε ο ένας τον άλλον. Έτσι λειτουργεί.» Δεν έριξε ούτε μια ματιά στον Εκλ. «Είναι ζωντανή;» ρώτησε τον Τζέιμς. «Ναι. Αλλά δεν ξέρω αν θα παραμείνει έτσι. Είναι σε κακή κατάσταση. Πρέπει να επιστρέψω στη Λόρι. Μας έκοψες το αίμα.» Εκείνος, ωστόσο, κοίταξε κάμποση ώρα το τσακισμένο, αναίσθητο πρόσωπο του Εκλ. «Κάνεις καλή δουλειά, Σάιμον. Ορίστε.» Έδωσε τα όπλα πίσω στη Φιόνα. «Ακούω τους μπάτσους ή τους ομοσπονδιακούς. Πρέπει να πάμε το θύμα στο νοσοκομείο. Έχουμε να πούμε πολλά πράγματα στην αναφορά» πρόσθεσε και έπειτα χώθηκε στις λόχμες. «Δεν ήξερα αν είδες το όπλο» είπε στον Σάιμον. «Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Δεν μπορούσα να το ρισκάρω.» «Είσαι τυχερή που δε σου τίναξε τα μυαλά στον αέρα. Τι θα γινόταν αν δεν ήθελε να μιλήσει ένα λεπτό;» «Θα του είχα ρίξει.» Έβαλε το όπλο της στη θήκη του και έπειτα του Εκλ στη ζώνη της. «Άλλο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου… Χαίρομαι που δε χρειάστηκε να το κάνω.
596
NORA ROBERTS
Χαίρομαι που αντί γι’ αυτό του έσπασες τα μούτρα.» Η Φιόνα άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό κι έπειτα κάθισε στα γόνατα. «Καλά σκυλιά! Είστε πολύ καλά σκυλιά! Βρήκατε τον Εκλ.» Είχε τα μπράτσα της περασμένα γύρω από τα σκυλιά και το κεφάλι της στο στέρνο του Σάιμον όταν οι αστυνομικοί ήρθαν τρέχοντας στο ξέφωτο. ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΠΟΛΛΕΣ ΩΡΕΣ ΑΚΟΜΑ, ώρες που έμοιαζαν με μέρες. Ερωτήσεις, αναφορές, κι άλλες ερωτήσεις, η αναφορά της μονάδας. Η Μαντζ την πλησίασε για να της σφίξει το χέρι. «Επιμένω ότι θα γινόσουν καλή πράκτορας.» «Ίσως, αλλά ανυπομονώ για μια ήσυχη ζωή.» «Καλή τύχη.» Η Μαντζ έσκυψε και χάιδεψε τον Νιούμαν, που δεν είχε φύγει ακόμα από το πλευρό της Φιόνα. «Καλό σκυλί» είπε, και, όταν η Φιόνα ανασήκωσε το φρύδι της, η γυναίκα γέλασε. «Μάλλον μου άλλαξαν γνώμη για το είδος τους. Τα λέμε.» Από τον Τάουνι η Φιόνα πήρε μια αγκαλιά. «Μην περιμένεις να μπλέξω για να έρθεις να με δεις» μουρμούρισε εκείνη. «Γιατί έχω τελειώσει με τους μπελάδες, αλλά όχι μ’ εσένα.» «Σήμερα απόκτησα μια καινούρια τούφα γκρίζων μαλλιών εξαιτίας σου. Θα σου έλεγα να φροντίζεις τον εαυτό σου, αλλά ήδη το κάνεις. Θα χρειαστεί να κάνουμε μερικές επαναλήψεις.» «Όποτε θέλεις.» «Πήγαινε στο σπίτι.» Τη φίλησε στο μέτωπο. «Κοιμήσου λιγάκι.» Καθώς κόντεψε να αποκοιμηθεί κατά τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι, η Φιόνα πίστευε ότι αυτό δε θα ήταν πρόβλημα. «Θα κάνω ένα ντους, θα φάω ό,τι υπάρχει στο ψυγείο και έπειτα θα κοιμηθώ δώδεκα ώρες» είπε στον Σάιμον. «Εγώ έχω κάνα δυο πράγματα να κάνω, και έπειτα θα
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
597
φάμε και οι δύο ό,τι υπάρχει στο ψυγείο.» Η Φιόνα πήγε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. «Μπορείς να ελέγξεις αν υπάρχει κάποιο νέο για την κατάσταση της Σταρ; Ξέρω ότι είναι άσχημα τα πράγματα για κείνη, αλλά ίσως… Δε μας αρέσει να χάνουμε ανθρώπους.» «Θα το ελέγξω. Κάνε το ντους σου.» Η Φιόνα πλατσούρισε στην ντουζιέρα, το απόλαυσε, χρονοτρίβησε. Έπειτα, αφού έπιασε τα βρεγμένα μαλλιά της αλογοουρά, φόρεσε βαμβακερό παντελόνι και ένα απαλό, ξεθωριασμένο κοντομάνικο μπλουζάκι. Άνεση, σκέφτηκε. Δεν ήθελε παρά μόνο άνεση. Και το ξεκίνημα, παρακαλώ, Θεέ μου, της ήσυχης ζωής μου. Πήρε το μικρό σουγιά που είχε αφήσει στην τουαλέτα της και τον πίεσε στο μάγουλό της. «Θα χαιρόσουν για μένα» ψιθύρισε. Έπειτα τον άφησε κάτω και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Φαινόταν λιγάκι κουρασμένη, αλλά δεν είχε τα χάλια της. Φαίνομαι, σκέφτηκε και χαμογέλασε, ελεύθερη. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα συνοφρυώθηκε όταν άκουσε ένα κοφτό κορνάρισμα. Αγαπούσε τους φίλους της, αλλά, Θεέ μου, απλώς ήθελε να φάει και να κοιμηθεί. Όχι άλλες κουβέντες. Όμως βρήκε τον Σάιμον στην κουζίνα, μόνο με τα σκυλιά. «Ποιος ήταν εδώ;» «Πότε; Α, ο Τζέιμς. Χρειαζόμουν βοήθεια με κάτι. Έλα.» Της έβαλε στο στόμα ένα κρακεράκι με μια λεπτή φέτα τυριού από πάνω. «Θεέ μου!» είπε εκείνη μπουκωμένη. «Κι άλλο.» Της έβαλε και δεύτερο. «Αυτό ήταν. Τα άλλα θα τα φτιάξεις μόνη σου.» Της έβαλε στο χέρι ένα ποτήρι με κρασί. «Τηλεφώνησες στο νοσοκομείο;» «Είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Κρυοπληξία, αφυδάτωση, σοκ. Έχει σπασμένα δάχτυλα, σπασμένο
598
NORA ROBERTS
σαγόνι. Υπάρχουν κι άλλα. Είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να την κακοποιήσει και το εκμεταλλεύτηκε.» «Εντάξει.» «Έχει και ο Εκλ κάμποσα προβλήματα.» Ο Σάιμον κοίταξε τα μπανταρισμένα χέρια του. «Του άξιζαν.» Έπιασε εκείνα τα μπανταρισμένα χέρια και τον έκανε να μουρμουρίσει όταν τα φίλησε. «Έγραφε ένα βιβλίο.» «Ορίστε;» «Κάθισες πολύ στο μπάνιο» είπε ο Σάιμον. «Ο Ντέιβι συμπλήρωσε τα κενά. Και εκείνη έγραφε βιβλίο. Φαίνεται ότι ο Εκλ διόρθωσε το δικό της και συμπλήρωσε με υλικό.» «Θεέ μου!» Κλείνοντας τα μάτια της, η Φιόνα πίεσε το ποτήρι του κρασιού στο μέτωπό της. «Είχες δίκιο. Ήθελε να γίνει κάποιος.» «Εξακολουθεί να θέλει. Σύμφωνα με τον Ντέιβι, παραιτήθηκε από το δικαίωμα δικηγόρου και δεν το έχει βουλώσει καθόλου. Θέλει να μιλήσει, θέλει να πει λεπτομέρειες. Είναι περήφανος για τον εαυτό του.» «Περήφανος.» Η Φιόνα επανέλαβε τη λέξη, ρίγησε. «Και τέλειωσε. Είναι τελειωμένος. Σαν τον Πέρι.» «Ναι.» Άνοιξε τα μάτια της, χαμήλωσε το ποτήρι. Σκέφτηκε τα τείχη της φυλακής, τις αμπάρες, τα όπλα, τους δεσμοφύλακες. «Δε γνώρισε τη φλόγα της δόξας, όχι όπως την ήθελε. Νομίζω ότι πρέπει να καθίσουμε έξω, να παρακολουθήσουμε τα σκυλιά, να πιούμε αυτό το κρασί και έπειτα να φάμε σαν λύκοι. Επειδή μπορούμε.» «Όχι ακόμα. Φέρε το κρασί. Θέλω να σου δείξω κάτι.» «Κι άλλο φαγητό;» Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε στην τραπεζαρία – όπου το τραπέζι, πρόσεξε η Φιόνα, δυστυχώς ήταν άδειο από φαγητό. «Εντάξει. Ελπίζω ειλικρινά να μη θέλεις να διασκεδάσουμε πάνω στο τραπέζι γιατί δε νομίζω ότι το ’χω απόψε. Αύριο βέβαια…» Σταμάτησε καθώς είδε την οινοθήκη. «Ω!»
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
599
Έκανε τροχάδην το γύρο του τραπεζιού. «Ω, είναι υπέροχη! Το ξύλο είναι σαν μαύρη σοκολάτα με κρέμα γάλακτος. Και οι πόρτες! Αυτά είναι σκυλόδεντρα. Είναι τόσο… Ω…» Άνοιξε τις πόρτες και χόρεψε επιτόπου. «Είναι το απόλυτο αριστούργημα. Όλες οι λεπτομέρειες. Είναι συναρπαστική και διασκεδαστική και όμορφη.» «Σου ταιριάζει.» Γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Δική μου είναι; Ω Θεέ μου, Σάιμον…» Προτού πέσει στην αγκαλιά του, εκείνος σήκωσε το χέρι του. «Εξαρτάται. Νομίζω ότι θα κάνω μια ανταλλαγή. Θα σου τη χαρίσω, αλλά, αφού θα μείνει εδώ, αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις κι εσύ.» Η Φιόνα άνοιξε το στόμα της και το έκλεισε ξανά. Πήρε το κρασί που είχε αφήσει στο τραπέζι και ήπιε μια γουλιά. «Μπορώ να έχω την οινοθήκη αν μείνω εδώ, μαζί σου;» «Εγώ μένω εδώ, άρα ναι, μαζί μου. Αυτό το σπίτι είναι μεγαλύτερο από το δικό σου. Εσύ έχεις το δάσος, αλλά εγώ έχω το δάσος και την παραλία. Τα σκυλιά θα έχουν περισσότερο χώρο. Και χρειάζομαι το εργαστήρι μου.» «Χμμ…» «Μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις εδώ τα μαθήματά σου ή μπορείς να τα κάνεις στο σπίτι σου. Κράτα το σπίτι για τη δουλειά. Ή πούλησέ το. Ή νοίκιασέ το. Αν θέλεις την οινοθήκη όμως, θα μείνεις.» «Είναι ενδιαφέρουσα η τράμπα.» «Εσύ την άρχισες.» Πέρασε τους αντίχειρές του στις μπροστινές τσέπες του τζιν του. «Νομίζω ότι περάσαμε μερικά από τα χειρότερα που μπορεί να περάσει κάποιος. Και να μαστε εδώ. Δε βλέπω το λόγο να χάσουμε χρόνο. Οπότε, αν θες την οινοθήκη, θα ζήσεις εδώ. Μάλλον θα πρέπει να παντρευτούμε.» Η Φιόνα πνίγηκε, αλλά κατάφερε να καταπιεί το κρασί. «Μάλλον θα πρέπει;» «Δεν πρόκειται να σου κάνω καμιά φανταχτερή πρόταση γάμου.»
600
NORA ROBERTS
«Τι λες για κάτι ανάμεσα στο “μάλλον θα πρέπει” και στο φανταχτερή;» «Θέλεις να παντρευτούμε;» Τώρα η Φιόνα γέλασε. «Φαντάζομαι ότι αυτό είναι ανάμεσα. Ε, θέλω την οινοθήκη. Θέλω εσένα. Οπότε… ναι, υποθέτω πως θέλω να παντρευτούμε.» «Είναι μια καλή συμφωνία» είπε εκείνος και την πλησίασε. «Είναι μια πολύ καλή συμφωνία.» Ακούμπησε τα χέρια της στα μάγουλά του. «Σάιμον.» Ο Σάιμον πίεσε τα χείλη του στη δεξιά παλάμη της και έπειτα στην αριστερή. «Σε αγαπώ.» «Το ξέρω.» Χώθηκε στην αγκαλιά του. «Είναι το καλύτερο συναίσθημα στον κόσμο να το ξέρει κανείς. Και κάθε φορά που θα κοιτάζω αυτή την οινοθήκη, που θα βάζω μέσα ένα ποτήρι, που θα βγάζω έξω ένα μπουκάλι, θα το ξέρω. Είναι ένα απίστευτο δώρο.» «Είναι μια τράμπα.» «Φυσικά.» Ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Χρονοτρίβησε. Είμαι ελεύθερη, σκέφτηκε η Φιόνα, και με αγαπούν. Και είμαι στο σπιτικό μου. «Πάμε να το πούμε στα αγόρια» μουρμούρισε. «Σωστά. Είμαι σίγουρος ότι θα θέλουν σαμπάνια και πούρα.» Την έπιασε από το χέρι για να βγουν έξω. «Ας το κάνουμε γρήγορα. Πεθαίνω της πείνας.» Την έκανε να γελάει, και αυτό, σκέφτηκε η Φιόνα, ήταν άλλη μια πολύ καλή συμφωνία.
ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ
601
1. Σ.τ.Μ.: Ειδική κουβέρτα που χρησιμοποιείται στις Πρώτες Βοήθειες για τη μείωση της απώλειας θερμότητας του ανθρώπινου σώματος. 2. Σ.τ.Μ.: Είδος χρωματιστών δημητριακών της Kellogg’s. 3. Σ.τ.Μ.: Μάρκα στρούντελ με μαρμελάδα. 4. Σ.τ.Μ.: Ηλεκτρονική συσκευή με την οποία ειδοποιείται κάποιος σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. 5. Σ.τ.Μ.: Ιαπωνική τεχνική κατασκευής πήλινων αντικειμένων.
6. Σ.τ.Μ.: Bed and Breakfast, μικρά καταλύματα που προσφέρουν νυχτερινή διαμονή και πρόγευμα, συνήθως χωρίς άλλα γεύματα. 7. Σ.τ.Μ.: Καλωδιακό αθλητικό κανάλι. 8. Σ.τ.Μ.: Lifetime Television. Καλωδιακό αμερικανικό κανάλι που προβάλλει κυρίως ταινίες που απευθύνονται σε γυναίκες. 9. Σ.τ.Μ.: Dogwood στα αγγλικά. Το δέντρο κρανιά. 10. Σ.τ.Μ.: Μάρκα κατεψυγμένης βάφλας από την Kellogg’s. 11. Σ.τ.Μ.: Αμερικανός παίκτης του μπέιζμπολ. 12. Σ.τ.Μ.: Annie Oakley, Αμερικανίδα δεινή σκοπεύτρια επιδείξεων των αρχών του εικοστού αιώνα. 13. Σ.τ.Μ.: Έκφραση από τα λατινικά, που σημαίνει δίνω κάτι, παίρνω κάτι ίσης αξίας με το προσφερόμενο. 14. Σ.τ.Μ.: Δρακάκια αποκαλούνται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας τα δηλητηριώδη εξωτικά φυτά με τη λατινική ονομασία Arisaema triphyllum. 15. Σ.τ.Μ.: Τεντ Μπάντι (1946-1989), Αμερικανός κατά συρροήν δολοφόνος, βιαστής, απαγωγέας και νεκρόφιλος. Συνήθιζε να προσεγγίζει τα θύματά του παριστάνοντας ότι είχε ένα σπασμένο χέρι και χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. 16. Σ.τ.Μ.: Στα γαλλικά, φιλολογικό ψευδώνυμο. 17. Σ.τ.Μ.: Ιστοσελίδα μικρών αγγελιών. 18. Σ.τ.Μ.: Διεθνές αεροδρόμιο Σιάτλ-Τακόμα. 19. Σ.τ.Μ.: Ακρωνύμιο των λέξεων «be on the look-out». Ειδοποίηση από μία υπηρεσία επιβολής του νόμου προς μία άλλη, η οποία συνήθως περιέχει πληροφορίες για έναν καταζητούμενο ύποπτο ή για ένα άτομο που έχει εξαφανιστεί. 20. Σ.τ.Μ.: Big Apple, η Νέα Υόρκη. 21. Σ.τ.Μ.: Αθλητικά παπούτσια All Stars της Converse. 22. Σ.τ.Μ.: Ράτσα ποιμενικού σκύλου.