Ο ΓΑΜΟΣ ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΓΕΥΝΤΑΚΙΜ ΖΑΧΑΡΟΒΙΤΣ ΖΙΓΚΑΛΩΦ, συνταξιούχος γραμματέας του Κολέγιου ΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΙΜΟΦΕΓΕΒΝΑ, γυναίκα του ΝΤΑΣΣΕΓΚΑ, κόρη του, η νύφη ΕΠΑΜΕΙΝΟΝΤ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ ΑΠΛΟΜΠΩΦ, ο γαμπρός ΦΙΟΝΤΟΡ ΓΙΑΚΟΒΛΕΒΙΤΣ ΡΕΒΟΥΝΩΦ – ΚΑΡΑΟΥΛΩΦ, συνταξιούχος, δεύτερος καπετάνιος του Ναυτικού ΑΝΤΡΕΪ ΑΝΤΡΕΓΕΒΙΤΣ ΝΙΟΥΝΙΝ, πράκτορας Κοινωνικών Ασφαλίσεων ΑΝΝΑ ΜΑΡΤΙΝΟΒΝΑ ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ, μαμή, γύρω στα τριάντα, μ' ένα κόκκινο χτυπητό φόρεμα ΙΒΑΝ ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΓΙΑΤ, τηλεγραφητής ΧΑΡΑΛΑΜΠΗ ΣΠΥΡΙΝΤΟΝΟΒΙΤΣ ΝΤΗΜΠΑΣ, Έλληνας ζαχαροπλάστης ΝΤΗΜΗΤΡΗ ΣΤΕΠΑΝΟΒΙΤΣ ΜΟΖΓΟΒΟΪ, ναύτης, εθελοντής ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΛΑΚΕΔΕΣ ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΙ κτλ. Η Σκηνή: σε μιά σάλα του εστιατόριου Αντρόνοφ. Εποχή 1889 Σάλα εστιατορίου έντονα φωτισμένη... Στη μέση ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο για δείπνο. Λακέδες με φράκα πάνε κι έρχονται γύρω στο τραπέζι. Πίσω απ' τη σκηνή ακούγεται η ορχήστρα που παίζει τις τελευταίες φιγούρες από τις καντρίλιες. Η Σμεγιούκινα. ο Γιάτ και ο Κουμπάρος διασχίζουν τη σκηνή. ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Όχι, όχι, όχι! ΓΙΑΤ, τρέχει ξοπίσω της: Λυπηθείτε με! Λυπηθείτε με! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Όχι, όχι, όχι! ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, τους ακολουθεί αναστατωμένος: Μα κύριοι... Τι ειν' αυτά; Δεν είναι σωστό! Μα πού πάτε λοιπόν! Και το Grand-Rond; Το Grand-Rond, σιλ-βου-πλε; (Βγαίνουν, μπαίνουν η Ναστάσια Τιμοφέγεβνα και ο Απλόμπωφ) ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Δεν πάτε καλύτερα να χορέψετε! Αντί να με συγχύζετε με τις φλυαρίες σας! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Εγώ δεν είμαι κανένας Εσπινόζα να στριφογυρίζω τα πόδια μου σαν σβούρα! Είμαι ένας άνθρωπος πρακτικός και με χαρακτήρα, και δε βρίσκω καμιά ευχαρίστηση σε κούφιες διασκεδάσεις! Αλλά τώρα δεν πρόκειται για το χορό. Με συγχωρείτε, Μαμά, αλλά μου είναι
αδύνατο να καταλάβω γιατί μου φερθήκατε μ' αυτόν τον τρόπο! Λόγου χάριν, εκτός από τα είδη οικιακής χρήσεως, υποσχεθήκατε να μου δώσετε για προίκα της κόρης σας και δύο ομολογίες! Πού'ν 'τες; ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Έχω τέτοια πονοκέφαλο! Φαίνεται πως θ' αλλάξει ο καιρός! Θα ζεστάνει... ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Σας παρακαλώ μη μου αλλά.ζετε κουβέντα! Σήμερα έμαθα πως οι ομολογίες σας είναι υποθηκευμένες. Με συγχωρείτε, Μαμά., όμως κάτι τέτοια μόνο οι κερδοσκόποι τα κάνουν! Δεν τα λέω αυτά. από εγωισμό, δε μου χρειάζoνται οι ομολογίες σας, αλλ' αυτό για μένα είναι ζήτημα αρχής και δεν επιτρέπω σε κανεναν να μου τη σκασει.... Έκανα την κόρη σας ευτυχισμένη, κι αν δε μου δώσετε απόψε τις ομολογίες... Να τη βράσω την κόρη σας! Εγώ 'μαι τίμιος άνθρωπος! ΝΑΣΤΑΣΙΑ, κοιτάζει γύρω το τραπέζι και μετράει τα σερβίτσια: Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε... ΥΠΗΡΕΤΗΣ: Ο μάγειρας μου είπε να σας ρωτήσω με τι θέλετε να σερβιριστεί το παγωτό, με ρούμι, με μαδέρα, ή σκέτο; ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Με ρούμι. Και να πεις στο Διευθυντή πως το κρασί δε φτάνει. Πες του να πάρει ακόμα και λίγο Σαμέρ (ο υπηρέτης βγαίνει. Στη Ναστάσια Τιμοφέγεβνα) Μου υποσχεθήκατε επίσης, και μάλιστα αυτή ήταν η συμφωνία μας, πως αύριο στο τραπέζι θα είχαμε κι ένα στρατηγό καλεσμένο. Πού 'ν' τος! Σας ρωτώ! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Χρυσό μου, δεν είναι δικό μου το φταίξιμο! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Ποιανού είναι λοιπόν; ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Φταίει ο Αντρέι Αντρέγιεβιτς! Χτες ήτανε στο σπίτι και μου 'δωσε το λόγο του πως θα 'φερνε ένα γνήσιο στρατηγό. (Αναστενάζει) Φαίνεται πως δεν τα κατάφερε να βρει κανέναν πουθενά., αλλιώς θα τον έφερνε. Σάμπως δε θα. θέλαμε κι εμείς; Για την ευτυχία του παιδιού μας κάνουμε τα πάντα. Και στρατηγό θα φέρουμε κι ό,τι να 'ναι! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Και κάτι ακόμα... Όλοι ξέρουν, όπως κι εσείς Μαμά., ότι πριν ζητήσω εγώ την Ντάσσεγκα της έκανε πρόταση αυτός ο Γιάτ, ο τηλεγραφητής. Γιατί λοιπόν τον καλέσατε; Μήπως δεν ξέρατε πως αυτό δε θα μου ήταν ευχάριστο; ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Αχ! πώς σε λένε καλέ. Επαμεινόντ Μαξίμιτς, δεν πέρασε ακόμα ούτε μια μέρα που παντρεύτηκες και μας έχεις τρελάνει κιόλας κι εμένα και την Ντάσσεγκα με τις γκρίνιες σου. κε ου τι α γινεται υστερ' από 'να χρονο. α ε πο υ τζαναμπέτης είσαι, μα το θεό! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Δε σας αρέσει ν' ακουτε την αλήθεια, ε; Αχα! Αυτό είναι! Τότε, λοιπόν, να φέρεστε μ' αξιοπρέπεια! Άλλο δε ζητώ από σας, να 'στε αξιοπρεπείς! (Διάφορα ζεύγη χορεύοντας Grand-Rond μπαίνουν από μια πόρτα, διασχίζουν τη σκηνή και βγαίνουν από μια άλλη. Το πρώτο ζεύγος είναι η Ντάσσεγκα και ο Κουμπάρος, το τελευταίο είναι ο Γιάτ και η Σμεγιούκινα. Το τελευταίο ζευγάρι ξεκόβει από τους άλλους και μένει μέσα στη σάλα. Ο Ζιγκάλωφ και ο Ντημπάς μπαίνουν και πλησιάζουν στο τραπέζι) ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, φωνάζει: Promenade! Messieurs, promenade! (Βγαίνοντας συνεχίζει πίσω απ' τη σκηνή) Promenade! (Τα διάφορα ζευγάρια βγαίνουν χορεύοντας) ΓΙΑΤ, στη Σμεγιούκινα: Λυπηθείτε με! Λυπηθείτε με, γοητευτική Άννα Μαρτυνοβνα! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Αχ, τι άνθρωπος! Σας το ξανάπα κι άλλη φορά, απόψε δεν είμαι en νoix! ΓΙΑΤ: Σας ικετευω, τραγουδήστε μου! Έστω και μια νότα! Λυπηθείτεμε! Μονάχα μια νότα! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Σας βαρέθηκα! (Κάθεται και κάνει αέρα με τη βεντάλια της) ΓΙΑΤ: Μα όχι, είστε απλούστατα σκληρή! Φανταστείτε τέτοιο σκληρό πλάσμα, επιτρέψτε μου την έκφραση, και να 'χει μια τόσο υπέροχη φωνή! Με μια τέτοια φωνή δε θα 'πρεπε να κάνετε τη Μαμή, επιτρέψτε μου την έκφραση, αλλά να δίνετε ρεσιτάλ στα θέατρα! Αλήθεια, τι υπέροχα που βγαίνει απ' το στόμα σας εκείνη η φιοριτούρα! Να, αυτή: (Σιγοτραγουδάει) “Σας αγαπούσα κι ο έρωτάς μου ήταν κρυφός!” Θαύμα! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ, σιγοτραγουδά: «Σας αγαπούσα και πάντα σας αγαπώ...» Αυτό δεν είναι; ΓΙΑΤ: Ναι, ναι, αυτό είναι! Τι θαύμα! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Όχι, όχι, απόψε δεν είμαι σε φόρμα. Κάνει τόση ζέστη... Κάντε μου αέρα με τη βεντάλια! (Στον Αμπλόμπωφ) Επαμεινόντ Μαξίμιτς, γιατί είστε τόσο μελαγχολικός; Επιτρέπεται αυτό σ' ένα γαμπρό; Θα 'πρεπε να ντρέπεστε απαίσιε άνθρωπε! Τι σκέφτεστε λοιπόν; ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Ο γάμος είναι κάτι πολύ σοβαρό. Πρέπει να σκεφτεί κανείς όλα, απ' όλες τις
μεριές. ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Τι σιχαμένοι σκεπτικιστές που είστε όλοι σας! Πνίγομαι κοντά σας, πνίγομαι! Δώστε μου λίγη ατμόσφαιρα! Μ' ακούτε; Δώστε μου ατμόσφαιρα! (Σιγοτραγουδάει) ΓΙΑΤ: Έξοχα! Έξοχα! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Κάντε μου αέρα, κάντε μου αέρα! K~ιπως η καρδιά μου θα εκραγεί! Πέστε μου σας παρακαλώ, γιατί πνίγομαι; ΓΙΑΤ: Είναι γιατί είστε ιδρωμένη και... ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Ούου! Τι χυδαία έκφραση! Σας απαγορεύω να εκφράζεστε έτσι! ΓΙΑΤ: Ω, σας ζητώ συγνώμη! Εσείς, βέβαια, είστε συνηθισμένη, ζείτε στον κόσμο της αριστοκρατίας, επιτρέψτε μου την έκφραση... ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Αχ, αφήστε με ήσυχη! Δώστε μου ποίηση... εξάρσεις! Κάντε μου αέρα, κάντε μου αέρα! ΖΙΓΚΑΛΩΦ, στον Ντημπά: Να το επαναλάβω, τι λέτε... (Βάζει κρασί σε δύο ποτήρια) Μπορεί κανείς να πίνει την κάθε στιγμή. Όμως να μην ξεχνάει και τη δουλειά του. Αυτό είναι το σπουδαίο, Χαραλάμπη Σπυριντόνονιτς. Πιες όσο θέλεις, όσο σ' αρέσει, αλλά με μέτρο! Κι αν είναι να πίνεις με μέτρο, γιατί να μην πίνεις; Το πιοτό δεν κάνει κακό. Στην υγεία σας! (βγαίνουν) Λοιπόν, έχετε τίγρεις στην Ελλάδα; ΝΤΗΜΠΑ: Έχοuμε ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Και λιοντάρια; ΝΤΗΜΠΑ: Μάλιστα, και λιοντάρια έχοuμε. Ση Ρωσία τίποτα δεν έχει, στο Ελλάντα έχουμε απ' όλα. Εκεί έχω πατέρα, και μπάρμπα κι αδέρφια. Εδώ τίποτα δεν έχω. ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Χμ... Και... έχει και φάλαινες στψ Ελλάδα; ΝΤΗΜΠΑΣ: Έχει. Απ' όλα έχει! ΝΑΣΤΑΣΙΑ, στον άντρα της: Μα γιατί τρώτε και πίνετε έτσι άσκοπα; Είναι ώρα να κάτσοuμε όλοι στο τραπέζι! Μη βάζεις χέρι στον αστακό! Αυτόν τον έχουμε για το στρατηγό. Μπορεί και να 'ρθει! ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Έχετε και αστακούς στην Ελλάδα; ΝΤΗΜΠΑΣ: Έχουμε! Απ' όλα έχουμε! ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Χμ... Και Γραμματείς Κολεγίου έχετε; ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Φαντάζομαι τι ατμόσφαιρα που θα 'χει στην Ελλάδα! ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Και σίγουρα θα 'χει και πολλούς κατεργάρηδες... Οι Ρωμιοί είναι σαν τους Αρμένηδες, ή σαν τους τσιγγάνους. Σου πουλάνε ένα σφουγγάρι ή ένα χρυσόψαρο κι έχουνε στο νου τους πώς να σε κλέψουν! Επαναλαμβάνουμε, τι λέτε; ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Ποιος ο λόγος να επαναλάβετε; Ειν' ώρα να κάσουμε όλοι στο τραπέζι. Κοντεύει δώδεκα. ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Ωραία λοιπόν, ας κάτσουμε. Κυρίες και κύριοι, παρακαλώ περάστε να φάμε. Περάστε! (Φωνάζει) Κοπιάστε όλoι στο τραπέζι! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Καλοί μου φίλοι, κοπιάστε παρακαλώ! Καθίστε! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ, κάθεται στο τραπέζι: Δώστε μου ποίηση! «Κι αυτός ανταριασμένος στις μπόρες γυρνάει, ζητώντας στις μπόρες να βρει τη γαλήνη!» Δώστε μου μπόρες! ΓΙΑΤ, σιγά: Χάρμα γuναίκα! Είμαι ερωτευμένος! Ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια! (Μπαίνουν η Ντάσσεγκα, ο Μοζγοβόι, ο Κουμπάρος, Κυρίες, Δεποινίδες και Κύριοι. Μέσα σε φασαρία κάθονται όλοι στο τραπέζι. Ύστερα γίνεται σιγή ενός λεπτού. Η ορχήστρα παίζει ένα μαρς) ΜΟΖΓΟΒΟΪ, σηκώνεται: Κυρίες και κύριοι, πρέπει να σας πω το εξής: Έχουμε να κάνουμε ένα σωρό προπόσεις και να πούμε πολλά συχαρίκια. Ας μη χάνουμε, λοιπόν, τον καιρό μας και ν' αρχίζουμε στα γρήγoρα! Κυρίες και κύριοι, λέω να πιούμε τώρα στην υγειά του γαμπρού και της νύφης ! (Η ορχήστρα παίζεί ένα σάλπισμα. Φωνές «Ζήτω» και τσουγκρίσματα ποτηριών) ΜΟΖΓΟΒΟΪ: Τι πικρό που είναι το κρασί! ΟΛΟΙ: Πικρό! Πικρό! Να γλυκαθεί από το γαμπρό! [Παλιά. ρωσική συνήθεια: Φωνάζουν έτσι όλοι μαζί για ν' αναγκαστεί ο γαμπρός να φιλήσει τη νύφη] (Ο Απλόμπωφ και η Ντάσσεγκα φιλιούνται) ΓΙΑΤ: Λαμπρά! Λαμπρότατα! Κυρίες και κύριοι, έχω χρέος να σας δηλώσω -κι αυτό μόνο και μόνο για ν' αποδώσω το οφειλόμενο δίκαιο- πως η αίθουσα τούτη και γενικώς το εστιατόριο είναι λαμπρό! Γοητευτικό! Αλλά ξέρετε μονάχα η λείπει για να 'ναι πλήρης ο θρίαμβος; Ο ηλεκτρικός
φωτισμός, επιτρέψτε μου την έκφραση. Σε όλες τις χώρες έχει ήδη εισαχθεί ο ηλεκτρικός φωτισμός και μονάχα η Ρωσία παραμένει οπισθοδρoμική! ΖΙΓΚΑΛΩΦ, με ύφος βαθυστόχαστο: Ηλεκτρικός φωτισμός! Χμ! Κατά τη γνώμη μου ο ηλεκτρικός φωτισμός δεν είναι άλλο από μια κατεργαριά! Χώνουνε κει μέσα έvα καρβουνάκι και θαρρούνε πως θα μας κοροϊδέψουν! Ε, όχι, αγαπητέ μου, αν πρόκειται να μας δώσεις φωτισμό, μη μας δίνεις ένα σκέτο καρβουνάκι, δώσε μας κάτι ουσιαστικό, κάτι στέρεο και χειροπιαστό! Δώσε μας φωτιά -καταλαβαίνεις- φλόγα, που να 'ναι φυσική και όχι επινοημένη! ΓΙΑΤ: Αν βλέπατε μια ηλεκτρική μπαταρία, και αν γνωρίζατε την κατασκευή της, θα μιλούσατε διαφορετικά. ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Δεν έχω καμιά όρεξη να δω! Κατεργαριές! Κοροϊδεύουνε τον κoσμάκη... Και τον ξεζουμίζουνε! Τους ξέρουμε δα αυτούς! Και εσείς νεαρέ μου, αντί να υπoστηρίζεται τους κατεργάρηδες καλύτερα να πιείτε κάνα ποτηράκι και να βάλετε και στους άλλους να πιούνε! Α, μα την αλήθεια! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Συμφωνώ κι εγώ μαζί σας, μπαμπά. Γιατί ν' ανοίγουμε τώρα επιστημoνικές συζητήσεις; Κι εγώ είμαι έτοιμος να συζητήσω για κάθε λoγής ανακαλύψεις επιστημoνικoύ περιεχομένου, αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του! (Στην Ντάσσεγκα) Εσείς τί γνώμη έχετε, mon chere; ΝΤΑΣΣΕΓΚΑ: Θέλει να μας κάνει το μορφωμένο και λέει πράγματα ακαταλαβίστικα ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Εμείς, δόξα τω θεώ, ζήσαμε τη ζωή μας δίχως μόρφωση και να τώρα που παντρεύουμε την τρίτη μας θυγατέρα μ' έναν καλό άνθρωπο. Κι αν εσείς θαρρείτε πως είμαστε αμόρφωτοι γιατί θέλετε να μας κάνετε παρέα; Δεν πάτε καλύτερα με τους φίλους σας τους μορφωμένους; ΓΙΑΤ: Εγώ είχα πάντα ένα μεγάλο σεβασμό για την οικογένειά σας, Ναστάσια Τιμοφέγεβνα, κι αν έκανα κάποια κουβέντα για τον ηλεκτρικό φωτισμό, δεν πάει να πει πως το 'κανα από έπαρση! Εγώ, με πoλλή ευχαρίστηση πίνω μαζί σας. Και πάντα είχα την επιθυμία να βρει η Ντάσσεγκα Εβντοκίμοβνα ένα καλό γαμπρό. Το ευχόμουν μ' όλη μου την καρδιά. Είναι δύσκολο στην επoχή μας μια κοπέλα να βρει ένα καλό σύζυγο. Σήμερα ο καθένας παντρεύεται από συμφέρον, Ναστάσια Τιμοφέγεβνα, για τα λεφτά! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Αυτό είναι υπαινιγμός! ΓΙΑΤ, τα 'χει χαμένα: Όχι, κάθε άλλο! Κανένας υπαινιγμός! Δε μιλάω για τους παρόντας στο τραπέζι! Μιλάω έτσι, γενικά. Στην τιμή μου! Ξέρουμε όλοι πως την παντρεύεστε από έρωτα! Η προίκα είναι ασήμαντη! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Ε, όχι και ασήμαντη! Να προσέχεις τα λόγια σου, κύριε! Όξω από χίλια ρούβλια μετρητά, της δίνουμε και τρία γούνινα πανωφόρια, το κρεβάτι κι όλα τα έπιπλα! Άντε ψάξε κι αλλού να δεις, θα βρεις τέτοια προίκα; ΓΙΑΤ: Μα εγώ δεν είπα τίποτα! Τ α έπιπλα είναι πραγματικά ωραία. Και... και τα γούνινα επανωφόρια φυσικά! Το είπα αυτό επειδή με παρεξηγήσατε πως έκανα τάχα κάποιον υπαινιγμό! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Κι εσείς πάλι, για ποιο λόγο να κάνετε υπαινιγμούς; Εμείς για χατίρι των γονιών σας σας καλέσαμε στο γάμο, κι εσείς μόνο που δε μας βρίζετε! Κι αφού η αφεντιά σας ήξερε πως ο Επαμεινόντ Μαξίμιτς παντρευότανε την κόρη μας από συμφέρον γιατί δε μας το λέγατε νωρίτερα; (Κλαψιάρικα) Εγώ, που την ανάθρεψα και τη μεγάλωσα μέσα στα πούπουλα, που την είχα σαν τα μάτια μου, που τη φύλαγα σαν διαμάντι, το χρυσό μου κοριτσάκι! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Μα στ' αλήθεια τον πιστεύετε; Ωραία! Μπράβο! Σας είμαι υπόχρεος! (Στον Γιάτ) Κι όσο για σας, κύριε Γιάτ, σας απαγορεύω, μόλο που είστε φίλος μου, να φέρνεστε με τέτοια απρέπεια σε ξένο σπίτι! Παρακαλώ περάστε έξω! ΓΙΑΤ: Δηλαδή, τι εννοείτε; ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Εννοώ ότι έχω την αξίωση να είσθε το ίδιο ευγενής όπως κι εγώ! Περάστε έξω παρακαλώ! (Ακούγεται ένα σάλπισμα από την ορχήστρα) ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΙ, στον Απλόμπωφ: Ω, μα σταματήστε πια! Αφήστε τα αυτά! Δεν αξίζει να γίνεται λόγος! Καθίστε! Αφήστε τον, μην του μιλάτε! ΓΙΑΤ: Μα εγώ δεν είπα τίποτα ... εγώ... ήθελα να... δεν καταλαβαίνω... τα 'χω χαμένα. Ε, λοιπόν, θα φύγω! Αφού το θέλετε! Μονάχα δώστε μου τα πέντε ρούβλια που σας δάνεισα για να πάρετε ένα
πικέ γιλέκο, επιτρέψτε μου την έκφραση! Θα πιω ακόμα ένα ποτηράκι και φεύγω, αλλά πρώτα θα μου πληρώσετε αυτά που μου χρωστάτε! ΟΛΟΙ: Μα ελάτε τώρα! Φτάνει! Σταματήστε! Φτάνει πια! Να τσακώνεστε για τέτοια μικροπράγματα!; ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, φωνάζει: Να πιούμε στην υγειά των γονιών της νύφης, του Ευντοκίμ Ζαχάριτς και της Ναστάσιας Τιμοφέγεβνας! (Η ορχήστρα παίζει μια μελωδία. Φωνές. ζητωκραυγές) ΖΙΓΚΑΛΩΦ, κατασυγκινημένος. υποκλίνεται προς όλους: Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι! Σας ευγνωμονώ βαθύτατα που δε μας ξεχάσατε, που ήρθατε, και δε μας περιφρονήσατε! Mη σας περάσει από το νου πως είμαι κανένας κουτοπόνηρος, κανένας κατεργάρης. Μιλάω έτσι απλά, όπως αισθάνομαι. Μέσα από την καρδιά μου! Για τους καλούς μου φίλους δεν κρατώ καμιά κακία! Σας ευχαριστώ μ' όλη μου την ψυχή! (Φιλεί αυτούς που είναι κοντά του) ΝΤΑΣΣΕΓΚΑ, στη μαμά της: Μαμάκα, γιατί κλαις; Εγώ είμαι τόσο ευτυχισμένη! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Η Μαμά στενοχωριέται με την ιδέα του αποχωρισμού. Εγώ όμως τη συμβουλεύω να θυμηθεί καλύτερα την προηγoύμενη κουβέντα μας! ΓΙΑΤ: Mην κλαίτε, Ναστάσια Τιμοφέγεβνα! Σκεφτείτε, τι είναι τάχα τ' ανθρώπινα δάκρυα; Μια διαταραχή νευροψυχική, τίποτε άλλο! ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Και μανιτάρια έχετε στην Ελλάδα; ΝΤΗΜΠΑΣ: Έχουμε. Εκεί απ' όλα έχουμε. ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Ναι, αλλά τέτοια μυρωδάτα μανιτάρια σαν τα δικά μας, σίγουρα δε θα 'χετε! ΝΤΗΜΠΑΣ: Έχουμε κι απ' αυτά! Απ' όλα έχουμε! ΜΟΖΓΟΒΟΪ: Xαραλάμπη Σπυριντόνοβιτς, η σειρά σας να βγάλετε λόγο! ΟΛΟΙ: Λόγο! Λόγο! Είναι η σειρά σας! Λόγο! ΝΤΗΜΠΑΣ: Μα πώς; Γιατί; Δεν καταλαβαίνω. Εγώ; ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Όχι, όχι! Μην αρνιέστε! Ειν' η σειρά σας! Σηκωθείτε! Λόγο! ΝΤΗΜΠΑΣ, σηκώνεται. σε μεγάλη αμηχανία: Εγκώ... μπορώ να πω τούτο... Δηλαδή... Τι λογιώ είναι το Ρουσία και τι λoγιώ το Ελλάντα. Τι λογιώ είναι άντρωποι στο Ρουσία και τι στο Ελλάντα... Στη θάλασσα στο Ελλάντα έχουμε παπόρια. Και στο Ρουσία έχουμε παπόρια... και τα λέμε καραμπλιά... Στη στεριά έχει τα τρένα και στη θάλασσα έχει παπόρια... Εγκώ καλά καταλαβαίνω... Εμείς είμαστε Ρωμιοί. Γρεκοί. Eσείς είστε Ρούσοι. Κι εγώ τίποτα ντεν γκυρεύω. Μπορώ να βρω στο Ρουσία έχει αυτά που έχει και στο Ελλάντα... Και... (Μπαίνει ο Νιούνιν) ΝΙΟΥΝΙΝ: Σταθείτε, κυρίες και κύριοι, μην τρώτε ακόμα! Μία στιγμή, περιμένετε! Ναστάσια Τιμοφέγεβνα, ελάτε από δω! Μια στιγμούλα! (Οδηγεί παράμερα τη Ναστάσια Τιμοφέγεβνα. Λαχανιασμένος) Ακούστε! Όπου να 'ναι φτάνει ο στρατηγός! Τον βρήκα επιτέλους! Μου 'βγαλε την πίστη, αλλά τον βρήκα! Ένας στρατηγός με τα ούλα του, ένας κοτσονάτος λεβεντόγερος, καμιά ογδονταριά χρονών, μπορεί και ενενήντα! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Πού 'ν'τονε, λοιπόν! Πότε θα 'ρθει; ΝΙΟΥΝΙΝ: Όπου να 'ναι! Θα μου το χρωστάτε χάρη σ' όλη τη ζωή! Αυτός παιδί μου δεν είναι στρατηγός, είναι ένα λουκούμι! Σωστός Μπουλανζέ! Δεν είναι κανένας ασήμαντος στρατηγός του πεζικού ή του πυροβολικού, είναι ένας στρατηγός ναυτικού! Ο βαθμός του είναι δεύτερος καπετάνιος, αλλά στο ναυτικό είναι σαν να λέμε αντιστράτηγος! Στο δικαστικό κλάδο θα ήτανε, να πούμε, σύμβουλος της επικρατείας! Ειν' ολότελα το ίδιο! Και μάλιστα, πιο ανώτερος! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Μπας και μας ξεγελάς, Αντριούσσεγκα; ΝΙΟΥΝΙΝ: Να σας ξεγελάσω; Μα η λέτε! Τι ειμ' εγώ κάνας απατεώνας; Μην ανησυχείτε! ΝΑΣΤΑΣΙΑ, αναστενάζει: Αχ, Αντριούσσα! Δε μ αρέσει να πετάω τα λεφτά μου, να το ξέρεις! ΝΙΟΥΝΙΝ: Μην ανησυχείτε, λέω! Είναι που λέτε, ένας στρατηγός, σωστή ζωγραφιά! (Μιλάει πιο δυνατά) Toυ λέω που λέτε: «Μας ξεχάσατε, εξοχότατε! Αυτό δεν είναι σωστό, εξοχότατε! Επιτρέπεται να ξεχνάτε τους παλιούς σας φίλους; Η Ναστάσια Τιμοφέγεβνα, έχει πολλά παράπονα μαζί σας!» (Προχωρεί στο τραπέζι και κάθεται) Κι αυτός μου λέει: «Τι μου λέτε ψυχούλα μου, σας παρακαλώ! Τι θέλετε να κάνω, πώς να πάω αφού δε γνωρίζω το γαμπρό!» «Ελάτε, του λέω, εξοχότατε, αφήστε τις τσιριμόνιες! Ο γαμπρός, του λέω, είναι σπουδαίο παιδί, καρδιά περβόλι! Είναι, του λέω, υπάλληλος, εκτιμητής στο ενεχυροδανειστήριo, αλλά μη φανταστείτε, εξοχότατε, πως είναι κανένας φουκαράς απένταρος ή κάνας κατεργάρης. Σήμερα στα ενεχυρoδανειστήρια
δουλεύουν ακόμα και κυρίες της αριστοκρατίας!» Εκείνος με κτύτησε έτσι δα στην πλάτη, ύστερα καπνίσαμε μαζί απ' ένα πούρο ης Αβάνας, ξεκινήσαμε κι όπου να 'ναι καταφθάνει! Περιμένετε, κυρίες και κύριοι, λιγάκι, μην τρώτε ακόμα παρακαλώ! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Και θα 'ρθει τώρα; ΝΙΟΥΝΙΝ: Αμέσως, έφθασε! Τον άφησα την ώρα που έβαζε ης γαλότσες του. Περιμένετε, κύριοι, μην τρώτε! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Τότε πρέπει να πούμε στην oρχήστρα να παίξει ένα εμβατήριo! ΝΙΟΥΝΙΝ, φωνάζει προς τα μέσα: Ε, μαέστρο! Ένα μαρς! (Η ορχήστρα παίζει ένα μαρς) ΥΠΗΡΕΤΗΣ, αναγγέλλει: Ο κύριος Ρεβούνωφ – Καραούλωφ! (Ο Ζιγκάλωφ, η Ναστάσια Τιμοφέγεβνα κι ο Νιούνιν, σηκώνονται και τρέχουν να τον υποδεχτούν. Μπαίνει ο ΡεβούνωφΚαραούλωφ) ΝΑΣΤΑΣΙΑ, υποκλίνεται: Καλώς ήρθατε! Περάστε εξοχότατε! Χαιρόμαστε πολύ! ΡΕΒΟΥΝΩΒ: Παρομοίως, χαίρομαι! ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Είμαστε φτωχοί, ταπεινοί άνθρωποι, εξοχότατε, απλοί άνθρωποι του λαού. Αλλά μη θαρρείτε πως είμαστε τίποτε κατεργάρηδες! Ούτε να περνάει από το νου σας! Για τους καλούς ανθρώπους έχουμε πάντα ην καρδιά μας ανοικτή. Γινόμαστε θυσία! Περάστε, καλώς ήρθατε! ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Χαίρω πολύ! ΝΙΟΥΝΙΝ: Επιτρέψτε μου να κάνω τις συστάσεις εξοχότατε: Από δω ο γαμπρός, Επαμεινόντ Μαξίμοβιτς Απλόμπωφ, μετά της νεογεννήτου... δηλαδή... μετά της νεονύμφου συζύγου του! Από δω ο Ιβάν Μιχαήλοβιτς Γιάτ, υπάλληλος του Τηλεγραφείoυ! Ο κύριος από δω, ξένος, ελληνικής καταγωγής Χαράλαμπος Σπυριδόνοβιτς Ντήμπας, ζαχαροπλάσης! Από δω ο Οσίπ Λούκιτ: Μπαμπελμάντεφσκι ... και τα λοιπά και τα λοιπά, οι υπόλoιπoι είναι σαχλαμάρες! Καθίστε εξοχότατε! ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Χαίρω πολύ! Ευχαριστώ. Με συγχωρείτε κυρίες και κύριοι, θέλω να πω δυο λόγια στον Αντριούσσα . (Τραβάει τον Νιούνιν κατά μέρος) Βρε παιδάκι μου... τα 'χω λιγάκι χαμένα... γιατί με φωνάζεις εξοχότατο; Εγώ δεν είμαι στρατηγός. Είμαι δεύτερος καπετάνιος, δηλαδή κατώτερος κι από ταξίαρχο! ΝΙΟΥΝΙΝ, του μιλάει στ' αυτί σαν να 'ναι κουφός: Το ξέρω, Φιόντορ Γιακόβλεβιτς, αλλά φανείτε λογικός κι αφήστε να σας φωνάζουμε εξοχότατο. Ξέρετε, είναι μια καλή οικογένεια, πατριαρχική, που τιμάει τους ανώτερους, κι αγαπάει και σέβεται τ' αξιώματα ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Καλά τότε, αφού ειν' έτσι, εγώ... (Προχωρεί στο τραπέζι) Έξοχα! Θαυμάσια! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Καθίστε εξοχότατε! Κάντε μας την τιμή! Τι θα πάρετε, εξοχότατε; Τρώτε ό,τι σας αρέσει! Μονάχα να μας συμπαθάτε, στο σπίτι σας θα 'στε συνηθισμένος σ' ένα σωρό νόστιμες λιχουδιές, εμείς εδώ είμαστε απλοί άνθρωποι. ΡΕΒΟΥΝΩΦ, που δεν άκουσε καλά: Τι; Πώς; Α! Ναι... (Παύση) Ναι... Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι ζούσανε απλά, κι ήταν κι ευχαριστημένοι. Εγώ είμαι άνθρωπος μ' αξιώματα κι όμως ζω απλά. Ήρθε σπίτι μου σήμερα ο Αντριοόσσα να με προσκαλέσει στο γάμο. «Μα πώς να πάω», του λέω, «αφού δεν τους γνωρίζω. Δεν πάει» Κι αυτός μου λέει “Είναι άνθρωποι απλοί, οικογένεια πατριαρχική και χαίρονται πάντα για κάθε μουσαφίρη που πάει σπίτι τους.” “Ε, καλά, αφού είναι έτσι, του λέω, γιατί όχι; Θα χαρώ πολύ! Στο σπίτι μονάχος στενοχωριέμαι, κι αν στο γάμο με την παρουσία μου θα τους ευχαριστήσω, μετά χαράς” του λέω ΖΙΓΚΑΛΩΦ: Ήρθατε σαν να λέμε με την καρδιά σας, εξοχότατε! Αυτό σας τιμά! Εγώ προσωπικά είμαι ένας ντόμπρος άνθρωπος, κατεργαριά δεν ξέρω τι θα πει, κι εκτιμώ πάντα αυτούς που μου μοιάζουνε. Παρακαλώ πάρτε κάτι, εξοχότατε. ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Κι είσαστε από καιρό σε αποστρατεία, εξοχότατε; ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Ε; Α, ναι! Ναι, σωστά... Πολύ σωστά! Βέβαια. Μα για σταθείτε. Τι γίνεται δω; Η σαρδέλα είναι πικρή! Και το ψωμί είναι πικρό, δεν πάει κάτω! ΟΛΟΙ: Πικρό! Πικρό! Να γλυκαθεί από το γαμπρό! (Ο Απλόμπωφ και η Ντάσσεγκα φιλιούνται) ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Χι-χι-χι! Στην υγειά σας! (Παύση) Μάλιστα... Στα παλιά τα χρόνια όλα ήτανε απλά, κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι! Μ' αρέσει η απλότητα... Είμαι γέρος όπως βλέπετε. Πήρα τη σύνταξή μου στα 1865. Είμαι εβδομήντα χρονών. Μάλιστα... Και στα παλιά χρόνια, βέβαια, η επίδειξη άρεσε στους ανθρώπους, αλλά βέβαια... (Βλέπει τον Μοζγοβόι) Του λόγου σου, σαν να λέμε, είσαι
ναύτης, ε; ΜΟΖΓΟΒΟΪ: Μάλιστα, κύριε! ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Αχα! Μπράβο! Λοιπόν, η υπηρεσία στο Ναυτικό ήτανε πάντα δύσκολη! Έχει πολλές σκοτούρες και σπαζοκεφαλιές. Κι η πιο ασήμαντη λέζη έχει σαν να λέμε μια ιδιαίτερη σημασία. Λόγου χάριν: “Αρμενιστές, στα ζάρτια! Ίσια στο πλωριό και τη μαϊστρα!” Τι πάει να πει αυτό; Κι όμως ο ναύτης το καταλαβαίνει! Χαχα! Δύσκολα πράματα. τύφλα να 'χουνε τα μαθηματικά! ΝΙΟΥΝΙΝ: Στην υγειά του εζοχότατου Φιόντορ Γιάκoβλεβιτς Ρεβούνωφ-Καραούλωφ! (Η ορχήστρα παίζει ένα μαρς) ΟΛΟΙ: Zήτω! Γ ΙΑΤ: Τώρα δα, εξοχότατε, ευαρεστηθήκατε να μας πείτε μερικά πράγματα για τις δυσκολίες της ναυτικής υπηρεσίας. Αλήθεια, μήπως κι η τηλεγραφική υπηρεσία είναι ευκολότερη; Σήμερα εξοχότατε, κανένας δεν μπορεί να διορισθεί στην τηλεγραφική υπηρεσία, αν δε γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει Γαλλικά και Γερμανικά! Αλλά το δυσκολότερο στη δουλειά μας, είναι η μεταβίβαση των τηλεγραφημάτων. Είναι κάτι φοβερά δύσκολο. Να, προσέξτε! (Χτυπάει με το πιρούνι του στο τραπέζι μιμόμενος τον τηλέγραφο) ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Τι σημαίνει αυτό; ΓΙΑΤ: Αυτό σημαίνει... “Σας εκτιμώ, εξοχότατε, δια τα ευγενικά σας αισθήματα” Νομίζετε πως αυτό ειν' εύκολο; Να, ορίστε άλλο! (Χτυπάει) ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Λίγο δυνατότερα... Δεν ακούω... ΓΙΑΤ: Κι αυτό θα πει... “Μαντάμ, είμαι τόσο ευτυχισμένος που σας σφίγγω στην αγκαλιά μου!» ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Για ποια μαντάμ το λέτε αυτό; Α, μάλιστα (Στον Μοζγοβόι) Κι αν λόγου χάριν αρμενίζεις με κόντρα τον άνεμο κι ειν' ανάγκη ν' απλώσεις παπαφίγκο και κόντρα παπαφίγκο, τότες δίνεις τη διάτα: «Πρυμάτσι, στα ξάρτια! Βίρα σκότες! Κάτω γάμπια! » Και καθως στην αντένα ισάρουνε τα κόντρα μπράτσα, κάτω κοτσάρουνε τη μπούμα, τους φλόκους και τους κόντρα φλόκους, τη μαϊστρα και το στίγγο, τις σκότες και τις ράντες και... ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, σηκώνεται: Αγαπητοί κύριοι! Αγαπητοί κύριοι! ΡΕΒΟΥΝΩΦ, τον διακόπτει: Μάλιστα... υπάρχουνε λογιών-λογιών παραγγέλματα. Βέβαια! «Όρτσα παπαφίγκο! Τράβα ράντα! Βίρα σκότα!» Ε, ωραία δεν ακούγεται; Όμως τι πάει να πει; Τι νόημα έχει; Χα, μα είναι απλούστατο! Βιράρουνε τους φλόκους και τους κόντρα φλόκους και λεβάρουνε τις σκότες ... όλοι μαζί! Μονομιάς! Και την ώρα που ισάρουνε τις σκότες και τους στίγγους του κούντρου, κρατάνε τα ζύγια και την ίδια στιγμή αμολάρουνε το σταυρό της αντένας, κι όταν τεζαριστούνε οι σκότες και ισαριστούνε οι στίγγοι για τα καλά, τότες ανοίγουνε οι παπαφίγγοι και οι κούντροι, και τότες μπορείς να μαϊνάρεις τις αντένες κατά πού φυσάει ο άνεμος. ΝΙΟΥΝΙΝ, στον Ρεβούνωφ: Φιόντορ Γιάκοβλεβιτς, σας παρακαλεί η οικοδέσποινα να μιλήσετε για κάτι άλλο. Αυτά για τους καλεσμένους μας είναι ακαταλαβίστικα και πληκτικά. ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Τι; Ποιος είναι που πλήττει; (Στον Μοζγοβόι) Αχ, νεαρέ μου! Λοιπόν, για πες μου, αν το καράβι πρυμάρει μ' όλα τα πανιά και με κόντρα τον άνεμο, και θέλεις να στρίψεις για να πιάσεις κάβο, τι κουμάντο θα δωσεις; Ε, λοιπόν, άκου νεαρέ... Σφυράω και φωνάζω δυνατά: «Όλο το τσούρμο απάνω! Βίρα πρίμα! Στρίβε ζερβά! Όρτσα!» Χα, χα, χα, χα! ΝΙΟΥNIN: Φιόντορ Γιάκοβλεβιτς, φτάνει πια! Τρώτε! ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Και μόλις συναχθεί το τσούρμο δίνω αμέσως το πρόσταγμα: «Στας θέσεις σας! Όρτσα λαμπάντα!» Αχ, τι ζωή! Κουμαντάρεις και τηράς τους ναύτες να σκορπάνε ω .. αστραπή και να πιάνουνε τα πόστα τους. Κι αμέσως να μπρχτσάρουνε τις σκότες και τις ράντες! Και τότε πια δε βαστιέσαι και ουρλιάζεις: “Μπράβο, παιδιά!” (Πνίγεται και βήχει) ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, που βιάζεται να επωφεληθεί απ' την παύση που μεσολαβεί: Τη σημερινή εορτάσιμη ημέρα, να την πούμε έ-:σ. κατά την οποία όλοι εμείς συναχθήκαμε εδώ, για να τιμήσουμε τον αγαπητόν μας... ΡΕΒΟΥΝΩΦ, τον διακόπτει: Ναι, βέβαια! Και πρέπει όλα αυτά να τα θυμάσαι! Να, λόγου χάριν: “Όρτσα τα στράλια! Βίρα τα παταρατσίνια του αλμπουρέτου!” ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, αγαναχτισμένος: Μα γιατί με διακόπτει; Έτσι δε θα καταφέρουμε να κάνουμε καμιά πρόποση! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Εμείς είμαστε αμόρφωτοι άνθρωποι, εξοχότατε! Απ' αυτά που λέτε τίποτα δεν
καταλαβαίνουμε. Δε μας λέτε καλύτερα καμιά νόστιμη ιστορία για... ΡΕΒΟΥΝΩΦ, που δεν άκουσε τι του είπε: Πώς, ευχαριστώ... Πήρα, πήρα! Χήνα δεν είπατε; Πώς; ευχαριστώ! Ναι! Θυμήθηκα λίγο τα παλιά... Έτσι που λες, νεαρέ μου, σπουδαία ζωή! Ταξιδεύεις στα πέλαγα και καρφί δε σου καίγεται, για τίπoτα! (Με τρεμάμενη φωνή) Θυμάσαι κείνη την ταραχή που σε πιάνει όταν θέλεις να κάνεις στροφή με κόντρα τον άνεμο; Ποιος ναυτικός δεν παίρνει φωτιά όταν αποφασίζει αυτή τη μανούβρα; Μόλις ακουστεί το παράγγελμα: “Απάνω όλοι!» Εξαρτιούνται στο κατάστρωμα σαν αυτόματα! Κι ύστερα το προσταγμα για τη μανούβρα τους τινάζει όλους σαν ηλεκτρικό ρεύμα! Από τον καπετάνιο ίσαμε τον τελευταίο ναύτη! Όλοι ανατριχιάζουν! ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Τι πλήξη, θεέ μου! Τι πλήξη! (Γενική. αγανάκτηση) ΡΕΒΟΥΝΩΦ, που δεν τους ακούει: Ε, ναι, ευχαριστώ, έφαγα. (Με έξαρση) Όλοι ειν' έτοιμοι! Όλοι έχουνε στυλωμένα τα μάτια στον κυβερνήτη! «Σκότες λασκάδες!η ... κουμαντάρει ο καπετάνιος! «Μπούνια έτοιμη! Μπράτσα μούΟα!» Όλα γίνουνται στο φτερό! «Σα βράντε τιμόνι! Ράντα δεξιά! Ράντα ζερβά! Ίσα στην κουβέρτα! Σία κι αράζαμε!” (Σηκώνεται) Το καράβι ορθοπλωρίζει κατά τον άνεμο και τεζάρουν τα πανιά! Ο καπετάνιος φωνάζει: «Στα ξάρτια! Στα ξάρτια! Mη χαζεύετε!” Κι εκείνος καρφώνει τα μάτια του στην κάτω γάμπια! Και στο τέλος, όταν κι εκείνο το πανί τεζαριστεί -σημάδι πως έφτασε η στιγμή για τη μανούβρα της στρoφής- τότες βροντοφωνάζει το φοβερό παράγγελμα: “Σηκώστε τις γάμπιες! Σηκώστε τις γάμπιες! Βίρα τις σκότες!” Κείνη την ώρα όλα πετάνε, όλα τριζοβολάνε! Σωστός Πύργος της Βαβέλ! Όλα εκτελούνται σην εντέλεια! Το καράβι πήρε τη στρoφή! . ΝΑΣΤΑΣΙΑ, έξω φρενών: Μα, κοτζάμ στρατηγός και να λέτε τόσα παλιόλογα! Δε ντρεπόσαστε γέρος άνθρωπος! Τέτοιες , προστυχιές... ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Πιπεριές; Όχι, δεν έφαγα. Σας ευχαριστώ! ΝΑΣΤΑΣΙΑ, δυνατά: Λέω δεν ντρέπεστε στην ηλικία σας; Εσείς, ένας στρατηγός, και να λέτε τέτοια βρωμόλογα; ΝΙΟΥΝΙΝ, ανήσυχος: Ελάτε, ελάτε, δεν αζίζει τον κόπο να στενοχωριέστε, κυρία μου. Μα την αλήθεια δεν... ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Πρώτα πρώτα, δεν είμαι στρατηγός! Είμαι δεύτερος καπετάνιος, σαν να λέμε ένας ταξίαρχος στο στρατό! ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Τι έκανε λέει; Τότες αφού δεν είστε στρατηγός γιατί πήρατε τα λεφτά μας; Γιατί σας πληρώσαμε, για να 'ρθετε δω να μας λέτε βρωμόλογα; ΡΕΒΟΥΝΩΦ, σε απορία: Λεφτά; Ποια λεφτά; ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Ποια λεφτά; Μην κάνετε τον ανήξερo! Δεν επήρατε από τον Αντρέι Αντρέγεβιτς είκοσι πέντε ρούβλια; (Στον Νιούνιν) Κρίμα σε σένα Αντριούσσα! Κρίμα! Δε σου γύρεψα να μας νοικιάσεις ένα τέτοιο μούτρο! ΝΙΟΥΝΙΝ: Ω, ελάτε τώρα! Πάψτε! Aφήστε τις φασαρίες! ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Να σας νοικιάσει; Πληρώσατε; Τι θα πουν αυτά; ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Μια στιγμή παρακαλώ. Επιτρέψτε μου! Δεν παρελάβατε από τον Αντρέι Αντρέγεβιτς είκοσι πέντε ρoύβλια; ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Είκοσι πέντε ρούβλια; Εγώ; (Μπαίνει στο νόημα) Α! Αυτό είναι λοιπόν! Τώρα καταλαβαίνω! Τι παλιανθρωπιά! Τι αηδία! ΑΠΛΟΜΠΩΦ: Όμως τα πήρατε τα λεφτά, δεν τα πήρατε; ΡΕΒΟΥΝΩΦ: Εγώ δεν πήρα λεφτά! Ξεφορτωθείτε με! (Βγαίνει από το τραπέζι) Τι προστυχιά! Τι χυδαιότητα! Να προσβάλλετε έτσι ένα γέρον άνθρωπο! Ένα τιμημένο αξιωματικό του Ναυτικού! Αν ήσασταν άνθρωποι καθώς πρέπει θα μπορούσα να καλέσω κανέναν από σας σε μονομαχία! Αλλά τέτοιοι που είστε, τι μπορώ να κάνω; (Τα 'χει χαμένα) Πού είναι η πόρτα; Από πού θα φύγω; Γκαρσόν, έλα, oδήγα με έξω! Γκαρσόν! (Προχωρεί) Τι προστυχιά! Τι αηδία! (Φεύγει) ΝΑΣΤΑΣΙΑ: Τι τα 'κανες λοιπόν, Αντριούσσα, τα είκοσι πέντε ρούβλια; ΝΙΟΥΝΙΝ: Ω! Μα είναι τώρα να χαλάτε την καρδιά σας με τέτοια μικροπράγματα; Σπουδαίο το ζήτημα! Εδώ ο κόσμος γλέντάει, κι εσείς χάνετε τον καιρό σας μ' αυτές τις σαχλαμάρες! (Φωνάζει) Στην υγειά του ευτυχισμένου ζεύγους. μας! Moυσική! Moυσική! Ένα μαρς! Παίξτε (η ορχήστρα παίζει ένα μαρς) Στην υγειά των νεονύμφων!
ΣΜΕΓΙΟΥΚΙΝΑ: Θα σκάσω, δε βαστώ! Δώστε μου ατμόσφαιρα! Κοντά σας πνίγομαι! ΓΙΑΤ, έξαλλος: Έξοχη γυναίκα! Θαυμάσια γυναίκα! (Στη σκηνή γίνεται μεγάλη φασαρία, θόρυβος και φωνές απ' όλους) ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ, προσπαθώντας να ξεπεράσει τις φωνές των άλλων: Κυρίες και κύριοι! Κυρίες και κύριοι! Η σημερινή μέρα, είναι ας πούμε μια μέρα που... (Πανδαιμόνιο) ΤΕΛΟΣ