1
Μια
ηλιόλουστη
καλοκαιρινή
μέρα,
ο
Μάριος
διάβαζε
ένα
βιβλίο.
Ξαφνικά
είδε
μια
λάμψη
και
ένιωθε
κάτι
να
τον
τραβάει.
Πριν
να
προλάβει
να
αμυνθεί,
το
βιβλίο
τον
ρούφηξε
μέσα.
2
Βρέθηκε
σε
μία
παράξενη
πόλη
όπου
όλα
ήταν
φτιαγμένα
από
ξύλο.
Εκεί
που
περπατούσε,
ξαφνικά,
σκοντάφτει
πάνω
σε
κάτι.
Έμοιαζε
με
άνθρωπο
αλλά
δεν
ήξερε
τι
ήταν.
‐ ‐ ‐ ‐
Ποιός
είσαι;
Του
λέει.
Είμαι
ο
Πινόκιο.
Θέλεις
να
γίνουμε
φίλοι;
Ναι!
3
Ο
Μάριος
και
ο
Πινόκιο
παίζανε
μέχρι
που
σκέφτηκαν
να
κάνουν
ένα
γύρο
της
πόλης.
Μετά
από
λίγη
ώρα,
σε
ένα
δρόμο,
είδαν
φώτα
και
πήγαν
να
δούν
τι
είναι.
Όταν
έφτασαν,
με
έκπληξη
είδαν
ένα
πανηγύρι
και
πήγαν
να
διασκεδάσουν.
4
Σαν
παίζανε
στα
παιχνίδια,
ο
Πινόκιο
βλέπει
τους
τύχη
οι
ιδιοκτήτες
των
παιχνιδιών
τρέχουν
από
5
γονείς
του,
φοβάται
και
φεύγουν.
Για
κακή
τους
πίσω
τους
για
να
πληρώσουν
και
προδώνονται.
6
Τελικά
οι
γονείς
του
Πινόκιο
τον
βρήκαν.
Άρχισαν
να
τον
μαλώνουν
και
αυτός
έκλαιγε.
Ο
φίλος
του
ο
Μάριος
είχε
προλάβει
και
κρυφτεί
και
ακουγέ
τους
γονείς
του
Πινόκιο
να
του
φωνάζουν
και
ένιωθε
πολύ
άσχημα.
7
Ο
Πινόκιο
αρχίζει
να
δικαιολογείται
και
να
λέει
ψέματα.
Έτσι
μεγάλωσε
η
μύτη
του.
‐ «Τι
κάνεις
εδώ
Πινόκιο;»
ρωτά
η
μητέρα
‐ «Αυτός
με
ανάγκασε
να
έρθω
μαζί
του»
απαντά
ο
Πινόκιο
καθώς
δείχνει
τον
Μάριο.
8
Τελικά
όμως,
λέει
την
αλήθεια
στους
γονείς
του
αποφασίζουν
ότι
πρέπει
να
βοηθήσουν
τον
Μάριο
η
μητέρα
του
Μάριου
τον
ψάχνει
απελπισμένα
στο
πάει
να
το
κλείσει.
Ο
Μάριος
φοβάται
ότι
θα
μείνει
φτάσει,
πέφτει
κάτω
από
το
κρεβάτι
και
ξυπνά!
9
και
τους
συστήνει
το
Μάριο.
Οι
γονείς
του
Πινόκιο
να
επιστρέψει
στον
δικό
του
κόσμο.
Ταυτόχρονα,
σπίτι.
Καθώς
έψαχνε
βρίσκει
το
μαγικό
βιβλίο
και
για
πάντα
στον
κόσμο
του
Πινόκιο
και
τρέχει
να
‐Ουφ,
όνειρο
κι
αυτό
λεέι!
10