ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΟΝΑΧΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΣΑΟΥΝΤΡΑΚ Έβλεπε το πιο γλυκό του όνειρο. Ήταν στο πατρικό τους στο Μαρούσι. Η μάνα του, θολή φιγούρα, μ’ ένα γαλάζιο πτυχωτό φόρεμα, τον έλουζε στο μπάνιο. Μέσα, ο πατέρας, μια ακαθόριστη σκιά, άκουγε μουσική και σιγοτραγουδούσε. Τραγούδια της εποχής. Τελευταίες, οι νότες από το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Το αγαπημένο της μητέρας του. Στο ενδιάμεσο ύπνου και αφύπνισης, έμεινε να απολαμβάνει τη μελωδία. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα και κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν πια ξύπνιος και το τραγούδι συνεχιζόταν. «Θ’ άφησα το ραδιόφωνο ανοιχτό», σκέφτηκε. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι. Το power του στερεοφωνικού ήταν στο κόκκινο. Τσέκαρε το κινητό και το ραδιόφωνο της κουζίνας, καθώς στα αυτιά του πλέον άκουγε το «Τζέιλχαους Ροκ» του Έλβις Πρίσλει, το αγαπημένο του πατέρα του. Τίποτα, όλα κλειστά. Μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Το επόμενο τραγούδι ανακάλεσε μια ξεχασμένη εικόνα. Μόνος, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, μπροστά σ' όλο του το σόι να τραγουδάει το «Ομπλαντί Ομπλαντά» των Μπιτλς. «Τι χαριτωμένα που το λέει» – η Εύα, η ξαδέλφη της μητέρας. Άρχισε να ιδρώνει. Και ν’ ακουγόταν από κάπου, δεν μπορούσε να είναι κάποιος σταθμός. Ποιος σταθμός θα έπαιζε αποκλειστικά τα τραγούδια της παιδικής του ηλικίας, και μάλιστα χωρίς διαφημίσεις; Ποιος σταθμός θα έπαιζε μόνο τα τραγούδια τους; Συνειδητοποίησε πως συνέβαινε κάτι τρομακτικό. Το ραδιόφωνο ήταν μέσα στο κεφάλι του, μες στο μυαλό του. Και τώρα έπαιζε την εισαγωγή από το «Ποτέ την Κυριακή». Την επόμενη ώρα, ενώ εξακολουθούσε να ακούει το προσωπικό του σάουντρακ, την πέρασε τηλεφωνώντας στους μοναδικούς γνωστούς που του είχαν απομείνει. Ένας τύπος απ’ το στρατό, ο αδερφός της πρώην γυναίκας του κι ένας μακρινός ξάδερφος. Είχε μείνει μόνος του. Χωρισμένος εδώ και δέκα χρόνια, δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά, κάποιες σκόρπιες περιπετειούλες στη χάση και τη φέξη. Κούκος μόνος. Ο εξωφρενικός ισχυρισμός του αντιμετωπίστηκε με τον δέοντα σαρκασμό. Ο ξάδερφος σχολίασε καυστικά, «Ρε συ, μήπως κατέβασες τη λίστα του i-tunes στους νευρώνες», ο αδερφός της Κάτιας τον αποκάλεσε «Ζαν Ντ’ Αρκ του πενταγράμμου», κι ο φίλος απ’ το στρατό του δήλωσε ότι είναι τυχερός γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ του να αγοράσει σιντί. Στο μεταξύ, τα τραγούδια άρχισαν να ξαναπαίζουν από την αρχή. Το εσωτερικό του πρόγραμμα είχε μια αυστηρή συνέχεια. Σαν πλέι λιστ που επαναλαμβάνεται. Πήρε ένα χαρτί και το κατέγραψε. Ήταν εικοσιένα τραγούδια. Ελληνικά και ξένα, όλα από εκείνη την εποχή. Στην τρίτη επανάληψη πια, τηλεφώνησε στον Σπυρόπουλο, το γιατρό του. Εκείνος τον παρέπεμψε σε ένα νευρολόγο, τον κύριο Γεωργίου. Προσπαθώντας να συνεννοηθεί ανάμεσα στις γλυκές ενορχηστρώσεις του Χατζιδάκι και τις συναισθηματικές οκτάβες του Ανταμό, κατάφερε κι έκλεισε ραντεβού για το απόγευμα. Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ήταν ακόμα πιο ανησυχητικό. Έδειξε θρόμβωση στον κροταφικό λοβό. Η ξαφνική μουσική επίθεση των
2
τραγουδιών της παιδικής του ηλικίας, οφειλόταν στην ενεργοποίηση του αντιστοίχου σημείου του εγκεφαλικού φλοιού. «Δεν είναι παρά αναμνήσεις», είπε ο γιατρός. «Έχει ξανασυμβεί, υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία επί του θέματος, με συγκεκριμένα περιστατικά. Ηχητική επιληψία, είναι ο νευρολογικός όρος. Η φοβερή λεπτομέρεια με την οποία εμφανίζονται αυτού του είδους οι ανακλήσεις όταν ερεθιστεί ο φλοιός, ξεπερνά κάθε τι που θα μπορούσε να ονομαστεί συνήθης μνήμη. Ο εγκέφαλος είναι ένας αλάνθαστος ψυχικός υπολογιστής. Κατακρατά ένα σχεδόν τέλειο αρχείο όλων των εμπειριών της ζωής». Όλα αυτά ακούγονταν πολύ ενδιαφέροντα, αλλά στο τέλος της συνάντησης ο γιατρός πρόσθεσε και το πικρό συμπέρασμα: έπρεπε να κάνει επειγόντως εγχείρηση. Το διάστημα πριν την επέμβαση ο Γεωργίου του έδωσε κάποια φάρμακα που ανέστειλαν κάπως το εγκεφαλικό τζουκ μποξ. Για τρεις μέρες, όσο διήρκησε η προετοιμασία για το χειρουργείο, άκουγε μόλις δυο τρεις ώρες μουσική. Το πρώτο μεσημέρι, όταν ο γιατρός ήρθε να τον δει, δεν περίμενε ο ασθενής του να έχει αυτό το γλυκό χαμόγελο. «Δεν έχω ξαναδεί κάποιον να μοιάζει πιο ευτυχισμένος στο προεγχειρητικό στάδιο». «Γιατρέ να σας κάνω μια ερώτηση. Όταν εγχειριστώ η μουσική θα σταματήσει τελείως;» «Εκτός απίθανου απρόοπτου, ναι». Η σκυθρωπή του έκφραση έκανε το γιατρό να απορήσει. «Δηλαδή δεν θέλεις να σταματήσουν;». Τότε εκείνος του μίλησε για την οικογένεια του, για το φοβερό δυστύχημα στο Μαλιακό στα πέντε του, στο οποίο σκοτώθηκαν και οι δυο του γονείς. Ύστερα για τα χρόνια που πέρασε με μια αυστηρή μακρινή συγγενή της μάνας του που έκανε τη ζωή του κόλαση. Και για τέλος του φύλαξε και το πιο εντυπωσιακό. «Είμαι σαρανταπέντε χρονών και ως τώρα δεν είχα σχεδόν καμία ανάμνηση από τους γονείς μου. Σαν όλα να ’χαν σβηστεί. Μέσα από τα τραγούδια ξαναγύρισα κοντά τους, ξανάδα τα πρόσωπα τους. Τώρα ξέρω πως ήταν η μητέρα μου, ξέρω πως περπατούσε, πως χαμογελούσε. Δεν είναι απλά μια μαυρόασπρη φιγούρα σε μια φωτογραφία. Τώρα, μέσα από αυτή τη μουσική που ’ρθε απ’ τον ουρανό, ξέρω και τη φωνή του πατέρα μου. Είχα εξοριστεί από το παρελθόν και ξαφνικά σ’ ένα βράδυ επέστρεψα». Έμειναν άλλες δυο ώρες μαζί. Του διηγήθηκε όλη του τη ζωή. Ο γιατρός έφυγε μ’ ένα σφίξιμο στη καρδιά. Η εγχείρηση πήγε πολύ καλά. Σε μια βδομάδα ήταν σπίτι του. Σ’ άλλη μια ξαναπήγε στη δουλειά του στην τράπεζα. Η μελωδία των νευρώνων είχε σταματήσει πια τελείως. Μόνο τώρα, πριν κοιμηθεί έβαζε να ακούσει το σιντι που έφτιαξε αντιγράφοντας τη λίστα του εσωτερικού του ντιτζέι. Και, σχεδόν κάθε βράδυ, έβλεπε στο όνειρό του την μάνα του και τον πατέρα του, σαν να ζούσαν, όμορφους και νέους, ν’ ακούνε μουσική.
3
Η ΓΚΡΟΥΣΕΝΚΑ ΤΗΣ ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ Ο Ηλίας Ταλιμανίδης, ξύπνησε χαράματα, ως συνήθως. Η πρώτη εικόνα που αντίκρισε ήταν ένα μικρό κομμάτι ουρανού. Νικηφόρου Ουρανού. Εκεί έμενε. Κάτω από τον Λυκαβηττό. Το φως περνούσε μαλακά από μια μικρή χαραμάδα που άφηνε το σκληρό ύφασμα. Σηκώθηκε, προσπαθώντας για μια ακόμα φορά να μη χτυπήσει πάνω στα βιβλία. Ανακάθισε, και το «σπίτι» του έτριξε, παρόλο που οι ρόδες, σκασμένες εδώ και χρόνια, παρείχαν ακόμα μια αρκούντως σταθερή βάση. Άνοιξε το φερμουάρ της σκεπής κι ο κόσμος μεμιάς αποκαλύφθηκε μπροστά του. Γυμνός από τη μέση και πάνω, βγήκε από το τρέιλερ. Ρούφηξε τον καθαρό αέρα όπως έναν γερό φραπέ. Μια νέα μέρα άρχιζε. Περπάτησε ως το άλλο στενό, στη βρύση. Πλύθηκε τοπικά και ξαναγύρισε στην «κατοικία» του. Ο Ηλίας έμενε σε ένα παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο τρέιλερ που το ’χε μετασκευάσει σε μια λιλιπούτεια καμπίνα. Το ’χε σκεπάσει με ένα γερό καραβόπανο κι είχε προσαρμόσει ένα φερμουάρ στο πάνω μέρος. Κοιμόταν σε μια στρεβλωμένη στάση, σαν έμβρυο. Στη φωλιά του είχε στριμώξει και όλα του τα υπάρχοντα: τα βιβλία, την κιθάρα και τα εργαλεία του. Τα είδη πρώτης ανάγκης τα είχε σε μια ιδιοκατασκευή στον πάτο. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα υπήρχαν έξω. Στη ζωή. Ο Ηλίας δε δούλευε. Περιφερόταν στην Αθηνά με το καροτσάκι του γεμάτο μικροπράγματα που έβρισκε από εδώ κι από εκεί που τα ’φτιαχνε και τα μεταπωλούσε. Όποτε είχε κέφι την έστηνε στην Πλάκα ή στου Ψυρρή κι έπαιζε Σαββόπουλο και παλιά γαλλικά του Λεό Φερέ και του Μπρασένς. Οι ανάγκες του ήταν στοιχειώδεις. Εδώ και είκοσι χρόνια, ζούσε καλά, ήρεμα, όπως πάντοτε ήθελε, σαν ένας φυσιολάτρης της πόλης. Με μία έννοια, ήταν ένας όμορφος άντρας. Αδύνατος, με σφιχτό γραμμωμένο σώμα, μεγάλα γαλανά μάτια, μακριά καστανόξανθα μαλλιά και μούσια που του κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο, τα οποία είχαν αρχίσει να γκριζάρουν - πλησίαζε τα σαράντα πέντε πια. Καταγόταν από μια μεσοαστική οικογένεια, ο πατέρας υπάλληλος υπουργείου. Από μικρός ήταν ένα παράξενο, εσωστρεφές παιδί που διάβαζε πολύ, ήταν πολύ καλός στα γαλλικά και δεν έκανε ποτέ αυτό που του έλεγαν. Αυτή η απείθεια ήταν που τον οδήγησε στα δεκαπέντε σε μία έντονη ρήξη με τον πατέρα του. Τσακώνονταν συνέχεια, κάποια στιγμή μάλιστα έπαιξαν κι άγριο ξύλο, με αποτέλεσμα ο μικρός να φύγει για πάντα από το σπίτι. Μονήρης όπως ήταν, πήγε για τρία χρόνια στην Πάρο, άλλα δυο στο Όρος, ύστερα στη Γαλλία όπου έμεινε για ένα διάστημα σ’ ένα οικολογικό χωριό. Δεν ρίζωσε πουθενά. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, οι γονείς του είχαν πεθάνει, συγγενείς δεν είχε – φτερό στον άνεμο. Άλλαξε δυο τρεις γκαρσονιέρες - η μια πιο μικρή από την άλλη - ώσπου μια μέρα είδε το εγκαταλελειμμένο τρέιλερ στην Νικηφόρου Ουρανού. Το «ανάπλασε» κι από τότε έμενε εκεί. Ο Ηλίας διάβαζε πολύ - είχε ένα γνωστό σ’ ένα βιβλιοπωλείο που του ’δινε τζάμπα βιβλία απ’ την αποθήκη. Το αγαπημένο του ήταν οι
4
«Αδερφοί Καραμαζόφ», μάλιστα ήταν αθεράπευτα ερωτευμένος με την Γκρούσενκα - το καταστροφικό πάθος του μεσαίου αδερφού. Αν και Μάιος ακόμα, στην πόλη είχε ενσκήψει ένας πρώιμος καύσωνας με τη θερμοκρασία να μη ξεκολλάει από τους 35ο C. Ο Ηλίας πήρε την κιθάρα του, έκλεισε το τρέιλερ και κλείδωσε τις δυο μεγάλες κλειδαριές. Απ’ την άλλη άκρη του δρόμου πλησίαζε ένας φαλακρός πενηντάρης μ’ ένα αστείο μουσάκι. Τον χαιρέτησε. Ήταν ο Στάθης, ο κουρέας της γειτονιάς, ίσως ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να αποκαλέσει φίλο του. Πελατειακή σχέση δεν είχαν αναπτύξει, ο Ηλίας δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε κοκέτης. Κατέβηκε την Ασκληπιού κι αυτή τη φορά κατευθύνθηκε προς την Αλεξάνδρας. Φτάνοντας στο ύψος της Λασκάρεως, ξαφνικά αισθάνθηκε ένα έντονο βλέμμα επάνω του. Από την ανηφόρα της Μάρκου Ευγενικού κατέβαινε μια οπτασία. Ήταν μία ψηλόλιγνη γυναίκα, γύρω στα σαρανταπέντε - πενήντα, με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά, κατάξανθη, με κυματιστά μαλλιά, σαν να είχε μόλις βγει από το κομμωτήριο. Έμοιαζε ξένη. Βαμμένη στην εντέλεια, φορούσε ένα κομψό μπορντό σατέν φόρεμα, ψηλές γόβες, μακριά σκουλαρίκια και μία σειρά βραχιόλια στα χέρια που κουδούνιζαν σε κάθε βήμα έτσι όπως κατέβαινε τα σκαλοπάτια προς την διασταύρωση της Ασκληπιού με τη Λασκάρεως. Σκέφτηκε ότι το πλάσμα αυτό πριν από είκοσι χρόνια θα ήταν μια καλλονή, εξ άλλου και τώρα κάπως έτσι θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει. Μια σύγχρονη Γκρούσενκα, αν και δυο δεκαετίες μεγαλύτερη. Το πιο παράξενο ήταν, πως η γυναίκα αυτή τον κοίταζε απ’ ευθείας στα μάτια, μ’ ένα βλέμμα έντονο, βαθύ. Ο Ηλίας στάθηκε ακίνητος. Εκείνη τον πλησίασε κι όταν έφτασε δίπλα του είπε: «Σκόουντς τσελ ζναμ». «Τι;» ρώτησε απορημένος ο Ηλίας «Κάπου σε ξέρω» είπε η γυναίκα με ξένη, βαριά προφορά. «Εμένα;» έκανε ο Ηλίας. «Που μένεις;» «Εδώ πάνω, σ’ ένα τρέιλερ». «Α, το χω δει... Μπορείς να τραβήξεις τα μαλλιά σου πίσω;» Ο Ηλίας χωρίς να ξέρει γιατί, υπάκουσε. Η γυναίκα τον ξανακοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Ο Ηλίας πρόσεξε τα χείλη. Το καθένα ήταν βαμμένο με διαφορετικής απόχρωσης κόκκινο. «Έχεις πάει ποτέ στην…» είπε και σταμάτησε. «Να έχω πάει που;» ρώτησε. «Τίποτα, αντίο» είπε η γυναίκα και χωρίς να περιμένει απάντηση έφυγε. «Αντίο», πρόλαβε να πει ο Ηλίας και γύρισε προς το μέρος της παρακολουθώντας την να κατευθύνεται προς την Ιπποκράτους. Ανάμεσα στο πρωινό πλήθος το ξανθό όραμα ακτινοβολούσε. Ένας ώριμος άγγελος είχε προσγειωθεί στη γειτονιά. Ο Ηλίας δεν το άφησε εκεί. Ποτέ δεν τον είχε κοιτάξει έτσι μια τέτοια γυναίκα. Ή μάλλον, τα τελευταία χρόνια, καμία γυναίκα δεν τον είχε καν κοιτάξει. Η ερωτική του ζωή περιοριζόταν σε μια σχέση αμοιβαίου οίκτου
5
με μια ψιλοτζάνκι πουτανίτσα που έκανε πιάτσα πίσω απ’ την Κλαυθμώνος. Πήρε λοιπόν τη ξανθιά βασίλισσα από πίσω, διακριτικά. Την παρακολούθησε ν’ ανεβαίνει την Ιπποκράτους, να ψωνίζει από ένα σούπερ μάρκετ, ύστερα να περπατά κάτω ως τη Σκουφά και να κατευθύνεται προς την πλατεία Κολωνακίου. Σταμάτησε σε κάμποσα μαγαζιά. Έμπαινε, πρόβαρε ρούχα κι έβγαινε χωρίς να αγοράσει. Ο άντρες την κοίταζαν από απόσταση μ’ ένα μείγμα θαυμασμού και περιέργειας. Όταν έφτασε στην πλατεία, κάθισε για έναν καφέ στο Ντα Κάπο. Δεν μίλησε με κανέναν. Ύστερα γύρισε πάλι πίσω - απ’ την Ασκληπιού τώρα. Ο Ηλίας δεν έχασε βήμα της, ώσπου την είδε να σταματάει μπροστά σ’ ένα υπέροχο νεοκλασικό διώροφο στη Μάρκου Ευγενικού, το ωραιότερο σπίτι της γειτονιάς. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και χάθηκε. Κοίταξε το κουδούνι, δεν υπήρχε όνομα. Ο Ηλίας γύρισε στο τροχόσπιτό του με την καρδιά του να πάλλεται σε μια διαφορετική, πρωτόγνωρη συχνότητα. Το βράδυ σχεδόν δεν έκλεισε μάτι, η «καμπίνα» του δεν τον χωρούσε. Την άλλη μέρα την ξαναείδε από μακριά κι άρχισε πάλι να την παρακολουθεί. Ο καύσωνας είχε πια υποχωρήσει, η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω απ’ τους 30ο C. Αυτή τη φορά η γυναίκα διάλεξε ν’ ανέβει από τον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Και πάλι Κολωνάκι - Πατριάρχου Ιωακείμ αυτή τη φορά. Και ξανά πίσω. Πριν ξεκλειδώσει την εξώπορτα, έκανε μια απότομη κίνηση προς τα πίσω και το βλέμμα της έπεσε στη γωνία όπου στεκόταν ο Ηλίας. Του έριξε που διαπεραστική ματιά, και, πριν μπει μέσα, του χαμογέλασε πλατιά. Την επόμενη μέρα το πρωί ο Ηλίας πήγε στο μαγαζί του Στάθη. Του ζήτησε να τον κουρέψει και να τον ξυρίσει. Ο Στάθης, εντυπωσιασμένος από την αναπάντεχη επίσκεψη, δεν του πήρε λεφτά. Όταν τέλειωσε, ο κουρέας έμεινε να θαυμάζει το έργο τον χεριών του. «Είσαι κούκλος ρε, σαν τον Κρίστοφερ Ουόκεν μοιάζεις». Ο Ηλίας δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο Κρίστοφερ Ουόκεν, σινεμά δεν έβλεπε, ωστόσο έκανε ώρα να πιστέψει το θέαμα που αντίκριζε στον καθρέφτη. Λες κι ήταν άλλος άνθρωπος. Ο Στάθης ήταν τόσο ξετρελαμένος από το δημιούργημα του, που του χάρισε ένα παλιό του σακάκι. Ο Ηλίας το φόρεσε κι η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε. Ο παραιτημένος, ρακένδυτος κλοσάρ είχε μετατραπεί σ’ έναν κομψό γοητευτικό σαραντάρη. Φεύγοντας, κατευθύνθηκε προς το νεοκλασικό. Τα παράθυρα ήταν κλειστά. Κάθισε απ’ έξω στα σκαλάκια και περίμενε. Κάποιες περαστικές του έριχναν ματιές. Αλλιώτικες ματιές τώρα. Σε μια - μιάμιση ώρα την είδε να ανεβαίνει την ανηφόρα. Φορούσε μία λευκή μπλούζα, κολλητό λευκό παντελόνι και ένα βιολετί μεταξωτό μαντίλι. Αγέρωχη, το κεφάλι ψηλά. Όταν έφτασε δίπλα του τον ξανακοίταξε ξαφνιασμένη – το χαμόγελο που ακολούθησε ήταν ακόμα πιο πλατύ αυτή τη φορά. «Εγώ είμαι, που μιλήσαμε στο δρόμο τις…» είπε. «Σε κατάλαβα», διέκοψε εκείνη και γυρίζοντας, ξεκλείδωσε την πόρτα και την άφησε διάπλατα ανοιχτή. Το κάλεσμα ήταν σαφές. Από το άνοιγμα αντίκρισε ένα σαλόνι απίθανης πολυτέλειας και αισθητικής. Βαρείς πολυέλαιοι, καναπέδες εποχής, πίνακες στους τοίχους. Περίμενε λίγο και την ακολούθησε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Η γυναίκα, χωρίς να τον κοιτάξει, κατευθύνθηκε στην εσωτερική σκάλα. Έριξε μια ματιά
6
τριγύρω. Δεν είχε ξαναδεί σε ωραιότερο σπίτι στη ζωή του. Εκείνη είχε φτάσει στο κεφαλόσκαλο όταν ο Ηλίας ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι. Φτάνοντας στον όροφο, βρέθηκε μπροστά σε τέσσερις πόρτες - η μία ήταν ανοιχτή. Πέρασε μέσα. Ήταν ένα ψηλοτάβανο δωμάτιο μ’ ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι-αντίκα με ουρανό και κουνουπιέρα. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη κι είχε βγάλει τη μπλούζα. Τα στήθη της ήταν στητά, σμιλεμένα στην εντέλεια. Ο Ηλίας ξεκούμπωσε το πουκάμισό του. «Έλα» είπε, εκείνη. Τον πήρε μέσα της με μια τέτοια φυσικότητα, σαν να ’ταν χρόνια ζευγάρι. Ο Ηλίας βιαζόταν - είχε μία νευρικότητα. Του χάιδεψε το μάγουλο τρυφερά, σαν να του έλεγε, ας το πάνω μου. Κάποια στιγμή την έπιασε μια ένταση, ανέβηκε πάνω του και τέλειωσαν σε μια δίνη. Ύστερα τον αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει σιγά. Μετά του μίλησε. Δυο κουβέντες. Τον σταμάτησε στο δρόμο γιατί της θύμισε τον άντρα της. Έμενα στο εξωτερικό είπε - χωρίς να επεκταθεί. Και να μην αφήσει ξανά τα μαλλιά του μακριά, πρόσθεσε - είναι πιο όμορφος έτσι. Ύστερα - έτσι γυμνή - σηκώθηκε από το κρεβάτι να πάει κάτω να φέρει ποτά. Το σώμα της για την ηλικία της ήταν εξαιρετικό, χυτό, δεμένο, με λεπτόσχημα άκρα. Όσο έλειπε, ο Ηλίας περιεργάστηκε το χώρο. Απέναντι του κρεμόταν ένας τεράστιος οβάλ καθρέφτης με χρυσή μπορντούρα. Κοίταξε το είδωλο του παραξενεμένος. Δίπλα, στο κομοδίνο, υπήρχε μια φωτογραφία με μια λεπτή χρυσή κορνίζα. Εικόνιζε δυο ξανθοκάστανα κορίτσια, ολόιδια σχεδόν, γύρω στα δεκαεπτά. Την σήκωσε και την έφερε κοντά του. Κάποια στιγμή, έκανε μία αδέξια κίνηση κι η κορνίζα έπεσε στο πάτωμα κι έσπασε στα τέσσερα. Το δε τζάμι έγινε θρύψαλα. Τρόμαξε, σηκώθηκε και, στην προσπάθεια του να την μαζέψει, έκανε κι άλλη ζημιά, παρασύροντας το γυάλινο φωτιστικό που με τη σειρά του κατέληξε στο πάτωμα στα εξ ων συνετέθη. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στο κατώφλι η γυναίκα με τα ποτά. Με το που είδε την καταστροφή, χλόμιασε και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. «Μαλάκα, τι έκανες;» φώναξε με την βαριά προφορά της. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει, η έκφρασή της είχε αλλάξει, τα χαρακτηριστικά της είχαν σκληρύνει. «Συγγνώμη», ψέλλισε εκείνος. «Μαλάκα, αλήτη, εξαφανίσου!» Ο Ηλίας σοκαρίστηκε - σχεδόν τρόμαξε. Με αστραπιαίες κινήσεις έβαλε τα ρούχα του και κατέβηκε άρον άρον τις σκάλες ενώ από το κεφαλόσκαλο η γυναίκα φώναζε: «Φύγε και να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» Την επόμενη όμως την ξανασυνάντησε, τυχαία στην Καλλιδρομίου. Τον αγνόησε επιδεικτικά. Το ίδιο κι ύστερα από δυο μέρες. Ο Ηλίας όμως υπέφερε. Δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε ούτε καν το λιτό γεύμα που μπορούσε να πληρώσει στη Λεύκα. Τα τριών ημερών γένια του τον έκαναν ακόμα πιο γοητευτικό, όμως πλέον είχε αρχίσει σχεδόν να μισεί τη νέα του φάτσα. Το σακάκι το έδωσε πίσω στον Στάθη. Ένα σούρουπο στην Πλάκα, εκεί που τραγουδούσε Ζακ Μπρελ, τον πήρανε τα κλάματα και τα’ αποφάσισε. Όταν έφτασε σπίτι της είχε νυχτώσει για τα καλά. Τα
7
παράθυρα ήταν και πάλι κλειστά, σκοτάδι παντού. Περίμενε απ’ έξω, μια δυο ώρες. Κάποια στιγμή είδε ένα φως να ανάβει στον όροφο εκεί που υπολόγισε πως ήταν το δωμάτιο της. Ανέβηκε τα σκαλάκια ως την εξώπορτα. Πήγε να χτυπήσει το κουδούνι, αλλά δίστασε. Κοίταξε γύρω στο δρόμο. Ψυχή. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κατσαβίδι που είχε πάντα μαζί του και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία άνοιξε την πόρτα. Όχι, δεν ήταν κλέφτης. Είχε μάθει να ανοίγει κλειδαριές από την φυλακή. Στην τέχνη τον είχε μυήσει ένας συγκρατούμενος, είχε κάνει τρεις μήνες μέσα για αλητεία πριν από κάποια χρόνια και να που το «επιτήδευμα» του ήταν για πρώτη φορά χρήσιμο. Στο σπίτι δεν ακουγόταν κιχ. Το κεφαλόσκαλο ήταν φωτισμένο από το φως του δωματίου. Ανέβηκε με προσοχή τις σκάλες, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Η πόρτα του δωματίου ήταν μισάνοιχτη αλλά δεν μπορούσε να δει στο εσωτερικό. Πήρε μία βαθιά ανάσα και την άνοιξε διάπλατα. Το πρώτο που ακούστηκε ήταν μια γυναικεία κραυγή. Ύστερα μια αντρική φωνή: «Ποιος είσαι εσύ;» Ο Ηλίας έμεινε αποσβολωμένος. Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένο ένα ζευγάρι. Ένα άντρας γύρω στα πενήνταπέντε, φαλακρός, με λεπτό μουστάκι και μια γυναίκα αρκετά νεότερη, αδύνατη που κρατούσε με αγωνία ένα σεντόνι μπροστά στο στήθος της. Έμειναν κι οι τρεις τους για κάποια δευτερόλεπτα να κοιτάζονται έκπληκτοι χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ο άντρας, παίρνοντας θάρρος από την αμηχανία του Ηλία, άνοιξε με μια γρήγορη κίνηση το συρτάρι του κομοδίνου κι έβγαλε ένα όπλο. «Μην κουνηθείς!» Ο Ηλίας είχε μείνει άγαλμα. «Κατερίνα, το τηλέφωνο», είπε ο άντρας με τρεμάμενη φωνή. «Μα δεν ...» ψέλλισε ο Ηλίας. H γυναίκα είχε μείνει κοκαλωμένη. Εκείνη τη στιγμή από το ισόγειο ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν κάποιος ν’ ανέβαινε γρήγορα τη σκάλα και σε λίγο στο κατώφλι εμφανίστηκε η παλιά γνώριμη του Ηλία. Αυτή την φορά όμως έμοιαζε άλλος άνθρωπος. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω σε κοτσίδα, ήταν άβαφη και φορούσε μια απλή ρόμπα. Ήταν ακόμα όμορφη, αλλά το αριστοκρατικό, η μαγεία, είχε φύγει. «Κύριε Βασιλείου μην ανησυχείτε, ο αδερφός μου είναι, δεν ήξερε...» «Ο αδερφός σου; Τρελή είσαι; Πότε ήρθε απ’ την Πολωνία; Τον έβαλες μέσα κρυφά;» «Θα σας εξηγήσω...» «Τι να εξηγήσεις», είπε ο άντρας, σηκώθηκε και πήγε προς το τηλέφωνο. «Παίρνω αμέσως την αστυνομία». Έτσι όπως έσκυψε να σηκώσει το ασύρματο από τη βάση του, ο Ηλίας με μια αστραπιαία κίνηση, έκανε μεταβολή και κατέβηκε σαν σίφουνας τις σκάλες. Σε ένα δευτερόλεπτο είχε φτάσει στην εξώπορτα και προτού προλάβει να συλλάβει τι είχε γίνει, βρισκόταν ήδη στην καμπίνα του έχοντας κλείσει μάλιστα και το φερμουάρ. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Δίπλα στα βιβλία είχε ένα μπουκάλι φτηνό κονιάκ. Το άνοιξε και μέσα σε μία ώρα ήπιε το μισό. Κοιμήθηκε έναν ταραγμένο ύπνο με εφιάλτες.
8
Ξύπνησε από ένα θόρυβο. Κάποιος χτυπούσε το καραβόπανο. Το φως οπό τη χαραμάδα σήμαινε ότι είχε ξημερώσει. «Η αστυνομία» σκέφτηκε μέσα στην ζάλη του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Άνοιξε το φερμουάρ. Ήταν εκείνη, με τα μαλλιά της ακόμα κότσο. Φαινόταν ξενυχτισμένη. Πρόσεξε τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια, τα άβαφα χείλη. Κρατούσε ένα σακ βουαγιάζ. «Με λένε Ιρένα. Μ’ έδιωξε. Δεν έχω που να πάω». «Έλα μέσα», είπε ο Ηλίας και της έκανε όσο χώρο μπορούσε. Η γυναίκα άφησε το σακ βουαγιάζ στα πόδια του Ηλία και μπήκε στο τρέιλερ. Δεν υπήρχε χώρος για δυο άτομα κι έμειναν έτσι, αγκαλιά. Οι ρόδες καταπονημένες από το πρόσθετο βάρος, κατέβηκαν άλλο ένα εκατοστό και το «σπίτι» ισορρόπησε λίγο χαμηλότερα.
9
ΓΕΝΕΣΗ Ξύπνησα. Και το ξύπνημα πιο βαρύ από τον ύπνο ήταν. Ανοίγοντας τα μάτια μου, από τα βλέφαρα κατρακύλησαν μαζεμένα τα όνειρα τόσων ημερών κι απλώθηκαν στην ελευθερωμένη κοιλιά μου και σκίρτησα. Εμπρός μου, που κοίταζα, ένας τοίχος κατάλευκος και γύρω μου μια καινούργια ζωή. Η ανάσα του έχει φωλιάσει ήδη μέσα μου. Κακώς που λέω φωλιάσει, γιατί σωματικά το αντίθετο έγινε, την απέδωσα. Είναι παράξενο - τον ένιωσα σαν να υψώθηκε κάποια στιγμή. Εκεί που δεν έχει ο χρόνος τίποτα. Δηλαδή ούτε δευτερόλεπτα ούτε λεπτά ούτε στιγμές. Ήταν εκείνο που αισθάνθηκα σαν ανάληψη, ένα αίσθημα που πάνω από τα αισθήματα υπάρχει. Θέλω να πω πως ήταν κάτι σα δώρο, η κάθε στιγμή αθάνατο μυστήριο. Μιλώ βέβαια δίχως να γνωρίζω ακριβώς, γιατί έτσι όπως είναι τόσο πρόσφατο – μόνο ένα χρόνο έχω που γνώρισα και παρασύρθηκα κι έφτασα ως εδώ - μόνο να το ακουμπήσω μπορώ, και ούτε καν, γιατί φοβάμαι πως αυτή είναι αξία άλλη, αξία διάφορη, που δεν την κατέχω, δεν τη δικαιούμαι κι αμφιβάλλω αν θα την αξιωθώ ποτέ. Εκείνος τώρα βρίσκεται ήδη στον κόσμο. Είναι ώρες τώρα που είναι εδώ, μα δεν το ξέρει. Για εκείνον ο πριν κόσμος δεν υφίσταται, ό,τι έχουμε ζήσει όλοι εμείς ως τώρα, είναι ανύπαρκτο, τίποτα, κενό. Τώρα, πριν λίγες ώρες, άρχισε γι’ αυτόν το σύμπαν. Για μένα όμως σαν ένα κομμάτι του σύμπαντός μου να κόπηκε, μάλιστα μπορώ να θυμηθώ και την στιγμή. Ήταν μέσα στο λήθαργο, όταν άκουσα τέσσερις ήχους, έναν από κάθε σημείο του ορίζοντα και συνέκλιναν οι ήχοι μέσα μου κι οι συχνότητές τους όλες μαζί με τράνταξαν και λύθηκα κι ένιωσα να συσπάται μέσα μου η ζωή. Τότε κατάλαβα πως τον απέδωσα κι εκείνη ακριβώς την στιγμή μου φάνηκε πως ένα ακαθόριστο αντικείμενο έπεσε από τον ουρανό, βυθίστηκε στη θάλασσα κι απλώθηκε σαν μια τεράστια κηλίδα. Όπως έπεφτε, προσπάθησα να το αρπάξω, να το αιχμαλωτίσω με την όραση, αλλά δεν μπόρεσα. Κάτι τέτοια περνάνε τώρα από το μυαλό μου μετά από ένα τόσο ταραγμένο ύπνο, ύπνο που με πήγε στα έγκατα και με τράνταξε ώσπου με ξέσφιξε και μ’ ανέβασε και να ’μαι τώρα μόνη να κοιτάζω έξω από το παράθυρο τους ευκάλυπτους και να χάνομαι σ’ αυτή την άγρια ησυχία και να συνειδητοποιώ ότι όσα μου συμβαίνουν είναι τόσο φτωχά, είναι συρμός, είναι πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο έχουν την εμπειρία, είναι αυτό που λένε πράγματα καθημερινά, που αν συγκριθούν με τα των άλλων, τα δικά μου μπορεί και να ωχριούν, όμως δικά μου είναι, μοναδικά δικά μου βιώματα μόνο ετούτα έχω, κι αν με ταράζουν, αυτό είναι το μέτρο μου και βάση αυτού θα κριθώ. Το μόνο που θέλω είναι κάποτε σε χρόνο πιο αληθινό, σε χρόνο ωριμότερο, τότε
10
θέλω όλα αυτά να εξηγηθούν κι εκεί να κάνω την αποκατάσταση και να πω, να ειπωθώ. Τέτοια σκέφτομαι, κι είμαι ξαπλωμένη, γιατί να σηκωθώ δεν επιτρέπεται κι αν σηκωνόμουν το μόνο που θα ’θελα θα ήταν να χαθώ να μην ξαναδώ ούτε αυτούς τους ανθρώπους, ούτε τις σκιές που τους κρύβουν και κρύβουν και την ίδια μου την πράξη, αλλά φοβάμαι, και προσεύχομαι και κρατώ ενός λεπτού σιγή. Κι εκεί φεύγει ο νους μου από την πράξη με τους ανθρώπους, το συμβόλαιο, και πάει στην πράξη μ’ εκείνον, που έκανε και δημιούργησε κι πράξη του αναπτύχθηκε, κι αυτός να ’χει ήδη φύγει, να ’χει φύγει με πάταγο. Η ίδια η πράξη είναι ψυχρή εξ’ ορισμού, πόσο μάλλον εκείνες που προηγήθηκαν με τα σεντόνια και το πάλεμα, όταν ο άντρας είναι τόσο επιβλητικός, το εννοώ απόλυτα αυτό, επιβλητικός, κάτι που είναι αδύνατον να συλλάβεις από πριν, πού να καταλάβεις εκείνη την στιγμή, η ίδια λοιπόν η πράξη, που πράξη όπως την εννοούμε δεν είναι, παρά μοιραία εξέλιξη, πως αυτή ακριβώς η πράξη αυτή είναι ψυχρή εξ ορισμού, γιατί ξέρεις τι κάνεις και το κάνεις επί τούτου κι ύστερα αναπολείς και προτιμάς όπως ήταν πριν, τότε που όλα ήταν τόσο αθώα, μελωδικά, στην προσωρινότητα τους. Εδώ που βρίσκομαι δεν έχω σχεδόν τίποτα. Δεν υπάρχει κανείς να με επισκεφτεί, δεν ξέρω πια κανένα. Δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο εγώ, ξαπλωμένη με τις σκέψεις και τα ερωτήματά μου. Κοιτάζω προς τα πάνω να δω, να εποπτεύσω τι με περιβάλλει. Βλέπω μόνο το ταβάνι, μια λευκή σαγρέ επιφάνεια κι ένα γυμνό γλόμπο. Πιο κάτω σκέφτομαι, σε έναν άλλο όροφο, θα κοιμάται. Ο μικρός αυτός θεός θα ’ναι ξαπλωμένος ποιος ξέρει άραγε τι θα νιώθει. Τι θα νιώθει αυτό το σώμα το άοπλο, στο νέο θύλακα, στο νέο θάλαμο, μέσα σε αυτή τη σιωπή; ΤΙ νομίζει για νέο κόσμο; Που γυρίζει η μικρή του ψυχή, για πρώτη φορά σε ελεύθερο ύπνο; Η ψυχή του, που τώρα είναι δίχως μνήμες, με το φύλλωμά της αμόλυντο, ακόμα πεντακάθαρη και απαστράπτουσα κι ύστερα θα δούμε με τη ζωή. Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η διάθεση να σηκωθώ και να πάω στο παράθυρο να δω ξανά τους ευκάλυπτους, αλλά όχι οριζοντιωμένη, όρθια θέλω να δω τα δέντρα, να νιώσω παράλληλη στον κορμό τους και να αισθανθώ την αγαλλίαση να ’μαι κι εγώ ποθητή ξανά κάπου μέσα στον κόσμο. Αφού με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώνομαι, πριν ακόμα σηκωθώ τελείως όρθια, παρ` όλες τις ενοχές και τα πρέπει - δεν πρέπει, ότι δηλαδή πιθανόν κάτι κακό θα συμβεί, τότε κάτι όντως συμβαίνει, τελείως διαφορετικό κι αναπάντεχο. Εμπρός μου, όχι ακριβώς αντικριστά, μα σε κάποια απόσταση κι αριστερά στον απέναντι τοίχο, είμαι εγώ, με την εικόνα μου, εγώ είμαι που μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κοιτάζομαι, έναν μεγάλο καθρέφτη που με χωράει τόσο ώστε να με διακρίνω κάτω αριστερά, έναν καθρέφτη που δεν υπήρχε πριν κοιμηθώ, γιατί ο τοίχος ήταν γυμνός, είμαι σίγουρη για αυτό, μόνη μου κοιτάζομαι με μένα και το είδωλό μου και τα μάτια μου ξαναφτιάχνουν την εικόνα μου. Όμως δεν είμαι αλήθεια μόνη μου, καθώς μου λέει ο καθρέφτης πως, όχι δεν είσαι μόνη σου, δεν είσαι μόνη σου εσύ, και μη νομίζεις πως όλα αυτά είναι καταστάσεις ψυχικές, ψευδείς εννοώ, ή αποκυήματα,
11
σαν αυτές που προκαλούν οι γυναικούλες, κι εγώ ξέρω καλά, ήξερα ήδη από τότε πως δεν είμαι καμιά γυναικούλα, σε καμία περίπτωση, εγώ είμαι ταγμένη για σπουδαία πράγματα, θα δείτε, όμως τώρα είμαι εδώ ανακαθισμένη στο κρεβάτι, να θέλω να σηκωθώ να ξεσκάσω, να δω τον κήπο, τους ευκάλυπτους, να δω τη πόλη, κι όμως να αυτό που έρχεται και μ’ εμποδίζει, ένας καθρέφτης του οποίου την ύπαρξη πριν αγνοούσα όπου να κοιτάζομαι και να ’μαι εγώ, να με αναγνωρίζω, να έχω αποδείξεις χειροπιαστές - όσο μπορείς να θεωρήσεις μια αντανάκλαση χειροπιαστή - εν πάση περιπτώσει να ’μαι σίγουρη για αυτή την εμπειρία που ζω, γιατί εγώ είμαι αυτή η εικόνα, διακρίνονται σαφώς τα σημάδια της ταλαιπωρίας και του άγχους, ιδίως στα μάτια κι επιπροσθέτως φαίνεται καθαρά αυτή τη γλυκεία κούραση που μου ’λεγαν, αυτόν τον παράξενο συνδυασμό που είσαι μαζί και θεός και άνθρωπος και δημιουργείς. Κι όλα αυτά καλά, γιατί αν εξαιρέσουμε την αναπάντεχη εμφάνιση του καθρέφτη, ίσως θα ήταν αναμενόμενα, όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν εξηγεί όλη αυτή την εμπειρία, γιατί όπως είπα και πριν εγώ μόνη μου κοιτάζομαι κι όμως δεν είμαι μόνη. Δεν εξηγεί την εμπειρία, γιατί ψηλά εκεί, στο πάνω δεξί μέρος, διακρίνεται πεντακάθαρα η μικρή εικόνα, όχι το σώμα ολόκληρο, μονάχα το πρόσωπο, μονάχα ένα πρόσωπο ακαθόριστο ενός παιδιού όπως αρχικά νόμισα, αλλά τώρα που κοιτάζω προσεκτικά ανατριχιάζω γιατί είναι το είδωλο ενός βρέφους μαζί και ενός ενήλικα, που αμέσως αναγνωρίζω, γιατί έχει κάτι η αύρα του από μένα και φαντάζομαι ποια θα ήταν η πορεία του στο μέλλον και ποια η εξέλιξη, και περνάει σαν αστραπή εμπρός μου όλη η μελλοντική ζωή του, κι ανατριχιάζω μ’ αυτά που βλέπω γιατί ξέρω πως είναι πραγματικά εκείνος, ένα πρόσωπο που το στόμα του κλαίει και γελάει μαζί και τα μάτια μισοκλείνουν, γιατί είναι μάτια που μαζί και σώμα είναι και ψυχή και να διαλέξουν δε ξέρουν, κι ούτε πρόκειται να μάθουν. Δεν έχω πια πολύ χρόνο μόνη μου, σε λίγο θα έρθουν, είναι πολύ φιλικοί και συμπαθητικοί, η επαφή μας ήταν πολύ καλή - ο άντρας αρχιτέκτονας, η γυναίκα αρχαιολόγος. Είναι κάτι ο καθένας. Κάτι είναι. Κι εγώ τίποτα. Καθρέφτης. Και στον καθρέφτη ένα παιδί σαν νεκρό και ζωντανό μαζί κι εγώ που το γέννησα, να μιλώ γι αυτό, μ’ ένα άγριο άλογο να καλπάζει στην καρδιά, ξέροντας, πως οι πιο βαθιές μου συλλαβές χτυπάνε εκεί – στο είδωλο της μελλοντικής απουσίας του – κι επιστρέφουν, μαύρα, ανυπόφορα βέλη στην κοιλιά μου. Σαν να μετανιώνει
12
ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Άδειο. Άδειο όπως το τέλος. Όπως η αρχή. Άδειο σώμα, άδεια θάλασσα, άδειο σπίτι. Μεσημέρι καλοκαιριού - μιας αδυσώπητης εποχής. Άδειο, άδεια παραλία, άδεια, τετελεσμένη. Μέσα μου ο Αύγουστος τρέχει σαν ποταμός. Κυλάει από τα αγγεία, γλιστράει μέσα απ’ τους πόρους – αδυσώπητος. Περπατώ προς το σπίτι που μεγάλωσα. Πόσα χρόνια πέρασαν; Δεκαπέντε, είκοσι; Η φουσκοθαλασσιά απαντά: είκοσι. Το ’17 ήταν που φύγαμε. Σεπτέμβριο. Εγώ δεκαέξι. Σε πέντε χρόνια ο πατέρας είχε σκοτωθεί. Η μητέρα σε οκτώ. Στην «Ευέλικτη Πένσα». Δεν πρόλαβε να κατέβει στο καταφύγιο. Νεκροί. Ο ένας στην πρώτη σάρωση, η άλλη στο τέλος, δύο μέρες πριν την τελική υπογραφή. Στην κηδεία της όταν έφυγαν όλοι είχα κοιτάξει ψηλά σα να περίμενα κάποια βοήθεια. Τίποτα. Ο ουρανός ήταν κλειστός. Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σκιά. Ύστερα στο σπίτι, κάποιος είπε να βάλουν το αγαπημένο της τραγούδι. Οι νότες είχαν βουίσει στ’ αυτιά μου – ξεχασμένες, περιφρονημένες, νότες αρχών του αιώνα. Δεν έκλαψα. Η θλίψη που δεν έχει διέξοδο στα δάκρυα κάνει άλλα όργανα να κλαίνε. Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει η βραδιά, να φύγει το πλήθος, να κρατήσει λίγο ο χρόνος, να μείνω μόνος με τον θάνατο πριν τον πάρουνε τα χώματα. Κι όταν έκλεισε η πόρτα, ξαφνικά, μ’ έπιασε κάτι άρχισα να σπάω ότι έβρισκα μπροστά μου. Το σερβίτσιο της, τα βάζα με τα λουλούδια, τα κηροπήγια, οι κούπες του καφέ, χίλια κομμάτια. Δεν υπήρχε πια κανείς. Μόνος, κατάμονος να περιμένω τη σειρά μου. Όμως επέζησα. Ακόμα και σήμερα, στο ζενίθ του «Μεσογειακού Έλικα». Στο Δεύτερο Μεγάλο Επεισόδιο. Οι δορυφόροι μεταδίδουν: Έμβια υστέρηση 28%. Ο κύριος όγκος στη Μεσογειακή λεκάνη. «Έχεις άστρο εσύ. Είσαι παιδί της θάλασσας», ο πατέρας. Είκοσι χρόνια απουσίας. Είμαι εδώ με τριανταέξι ώρες άδεια. Αυτή είναι πια η ζωή μου εδώ και χρόνια. Δουλειά, μόνο δουλειά. Οι άνθρωποι πια, μόνο στολές. Ένα ποτάμι από στολές που ολοένα λιγοστεύει. Σε λίγο φεύγω για Μαύρη Θάλασσα. Απ’ το υποβρύχιο απ’ ευθείας στο μητροπολιτικό σταθμό. Τελευταία μεγάλη αποστολή. Διεκπεραιωτής παράπλευρου σχεδιασμού. Θέση υψηλή, μισθός εξαιρετικός. Προοπτικές για τομεάρχης ανασυγκρότησης. Εφ’ όσον τελικά υπάρξουν προοπτικές. Σε κάθε περίπτωση, από την αρχή της σύρραξης στο μητρώο μου αναγράφεται ευκρινώς: προσδόκιμο επιβίωσης υψηλό. Τουλάχιστον αυτή τη φορά είμαστε με τους επικρατούντες. Απ’ έξω το σπίτι φαίνεται γερό. Η στέγη μόνο, γερμένη απειλή. Θαύμα πως γλίτωσε. Η παραλία - σα να’ χει εξατμιστεί. Πως να ορίσω την ομίχλη παραθαλάσσια; Το μάτι καταγράφει, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα αποσύρεται. Οσφραίνομαι τη γαλάζια φλόγα, τις εκρήξεις, το κύμα του θανάτου. Συμπαρασύρονται οσμές από άλλες ηλικίες, περασμένες, αιωρούνται χαμηλά, στις κάτω ζώνες. Επικάλυψη.
13
Η φυσική πορεία. Πυρήνας, άτομο, κύτταρο, έλικας, αίμα, δέρμα, πόροι - ξάφνου φως, φως που σ' αγκαλιάζει, κι ύστερα σ' αφήνει και πάλι στο σκοτάδι - έτη φωτός σκοταδιού. Ο ήλιος, σακατεμένος. Δεν μπορώ να το πω αυτό καλοκαίρι. Υψηλό Θερμοκρασιακό Περιβάλλον, ίσως. Κι αυτά τα έντομα, δεν τα’ χω ξαναδεί. Τέτοιο σχήμα, ποτέ. Έλυτρα από θειάφι. Λιλιπούτεια βομβαρδιστικά. Η φύση αντιγράφει τη φρίκη, σε μικρογραφία. Πάω προς τη θάλασσα. Βγάζω τα παπούτσια. Μια μάζα βρώμικη ο πυθμένας, δεν είναι φύκια αυτά. Δεξαμενή γεμάτη φίδια νομίζω. Το νερό, φαιό, ανεξάντλητο, σκιά ενός χρόνου πυκνού που ακόμα αντιστέκεται. Να κολυμπώ με τον πατέρα, εγώ κρόουλ, εκείνος πρόσθιο. Οι πατούσες του σαν του ψαριού. Τον θυμάμαι να γλιστρά στα κύματα, στο χρόνο. Αγκαλιαζόμαστε - οι μύες της πλάτης. Τα μάτια του. Κοιταζόμαστε. Τα σώματα μας δίπλα. Το νερό μας χωρίζει, μας ενώνει. Παίζουμε σαν φίλοι - ήμασταν φίλοι - τι είναι εικοσιδύο χρόνια διαφορά; Σήμερα θα ’ταν εξήντα έξι. Μόλις εξήντα έξι. Περπατώ στην μαύρη άμμο. Ζιγκ ζαγκ, ν’ αποφύγω τα σιδερένια θραύσματα. Μοιάζουν με τα παλιά κουτιά μπίρας - δεν είναι. Σκύβω, στη λαμαρίνα διακρίνονται μισοκαμμένοι οι κωδικοί. Το ατσάλι μυρίζει ακόμα. Η ημερομηνία, Gothic γραμματοσειρά. Series 2035. Made in... Οι δύο μονομάχοι: η στρατιά του θριαμβεύοντας αίματος, η στρατιά του ηττημένου αίματος. Η βαθύτερη κοινωνία του αίματος. Είκοσι χρόνια. Γιατί τώρα; Δεν ξέρω. Το παρόν, μικρό διάφανο αγκάθι. Περπατώ προς το σκοτεινό παρελθόν. Προς το σπίτι. Το ’χα κλείσει τότε. Το ’χα σφραγίσει. Το ’χα ξεχάσει. Αν γυρίσω - αν γυρίσω ποτέ - θα το ξαναφτιάξω, όπως ήταν. Και θα μείνω εδώ, για πάντα. Περνάω τον φράχτη, εκεί που ήταν ο φράχτης. Η εξώπορτα. Σπρώχνω το σπασμένο μαδέρι - μια αχνή γραμμή γλιστρά πίσω μου, κοσκινισμένα χρόνια. Το σαλόνι, άφωνη κραυγή. Αδειασμένο απ’ οξυγόνο. Δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί τέτοια ακινησία. Μια βόλτα στα δωμάτια. Μια πεταλίδα αγκιστρωμένη στο πλακάκι της κουζίνας. Σφουγγίζει τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Στο υπνοδωμάτιο το πάτωμα έχει βουλιάξει. Ούτε μύγες, ούτε κατσαρίδες. Μόνο αυτά τα έντομα να με τρυπούν με τις κουκίδες-μάτια τους. Από την τρύπα εξέχει η γωνία μιας κορνίζας. Μισολιωμένο, ένα τοπίο του Πηλίου. Δική της ελαιογραφία. Καμιά ευθεία, μόνο καμπύλες, σαν τον Μουνχ. Τον αγαπούσε τον Μουνχ, τους πίνακες του με τα πρόσωπα στα φιόρδ. Την θυμάμαι στο στούντιο να ζωγραφίζει. Μουσαμάδες στρωμένοι, μπογιές παντού. Αναποδογύρισα το κόκκινο, μ’ έβαψε για πάντα. Την κοίταξα. Η μικρή ουλή πάνω απ’ το χείλος. Η μυρωδιά της μουσκεμένης ανάσας. Τα μάτια της. Το σχήμα της, αγαπημένο. Τελευταίο το δικό του. Θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα του δωματίου του, να δω. Δεν προλαβαίνω να την ακουμπήσω - διαλύεται σαν χαρτί. Μόνο το σκυρόδεμα άντεξε. Το γραφείο γονατισμένο, θαλάσσιο τέρας που ψυχορραγεί. Εδώ έγραφε. Τη διατριβή πρώτα, αργότερα τα θεατρικά. Το τελευταίο, «Άλφα και Ωμέγα», στο Περιφερειακό Δυτικής Μακεδονίας. Δύο χρονιές. Κριτικές διθυραμβικές, τις έχω κρατήσει στο lifebook. Στη διευρυμένη μνήμη.
14
Ανοίγω το πρώτο συρτάρι - σπασμένα γυαλιά, ξεραμένο μελάνι, ένα καμένο βιβλίο. Στο δεύτερο, ένα σιδερένιο κουτί. Γερό μέταλλο, άντεξε. Μέσα ένα σιντί, παμπάλαιη τεχνολογία, αρχών του αιώνα. Κειμήλιο πια. Τότε δεν υπήρχε lifebook. Πρόοδος ίσον σμίκρυνση. Στην ετικέτα μια επιγραφή με μπλε στυλό: «Millenium». Τα γράμματά του. Βιαστικά, να προλάβει. Πλησιάζω την παλάμη, το lifebook. Το’ χω τρία χρόνια, ενδοφλέβιο, γεμίζει με τον ήλιο. Σκανάρω το σιντί. Τα χαρακτηριστικά εμφανίζονται αμέσως: «Τεχνολογία: Πεπαλαιωμένη, Ημερομηνία : 2000, 01.08.00, Ώρα: 11:13:24, Συντάκτης: Παύλος Πλ., Millenium.doc». Παύλος, ο πατέρας. 2000, Καλοκαίρι, εννιά μήνες πριν γεννηθώ. Διαβάζω, όπως μήνυμα πεταμένο σε μπουκάλι στη θάλασσα: Τρίτη 1.08.00 Κοιμάσαι. Κοιμάσαι ακόμα. Είναι μεσημέρι. Σε κοιτάζω ξαπλωμένη στον ήλιο στην ακρογιαλιά. Εγώ κι εσύ μόνοι σ’ αυτό το σπίτι, σ’ αυτή την παραλία. Ανέβηκα σπίτι, να σου φτιάξω καφέ. Ύστερα θα ’ρθω να σε ξυπνήσω. Κοιτάζω τον πίνακά σου, με τα κύματα που σκάνε κι αισθάνομαι πως κάτι λείπει. Δεν ξέρω τι. Κοιμάσαι κι εγώ θέλω να σου πω τόσα. Δεν μπορώ, δε βρίσκω λόγια. Χτες, όταν ήμουν μέσα σου έβλεπα τη θάλασσα. Έβλεπα τη θάλασσα που ξέβραζε, τα μάτια σου, την άκρη των χειλιών σου, κι ένιωθα το νερό να κυλάει μέσα μας, μαζί μ’ αυτό το ανείπωτο, την αγάπη μας τώρα. Την αγάπη μας χτες. Ένιωθα τη θάλασσα, τα κύματα να μας χαϊδεύουν, κάθε φορά και καινούργιο νερό, κάθε φορά και καινούργια αγάπη, κάθε φορά και καινούργιος χρόνος. Η αγάπη μας αύριο. Όταν χύθηκα μέσα σου δεν ήξερα τίποτα. Κι όμως εκείνη την ώρα ένα άπειρο κομμάτι θάλασσας έγλυφε το δεξί σου πόδι, για να χαθεί μαζί μου, μέσα σου, αιώνια. Τα υγρά του σώματος ξεχείλισαν, σ’ έλουσαν ολόκληρη, χύθηκαν μαζί σου στο μεγάλο νερό. Χίλια χρόνια σ’ ένα μας φιλί. Δεν μπορεί, αυτό κάτι γίνεται. Σε κάτι μετατρέπεται. Μαρίνα, δε θα ξεχάσω. Κάθε μόριο νερού, που κυλάει, εξαφανίζεται, ξαναφτιάχνεται. Όπως η κάθε στιγμή. Ποιο είναι το ακριβώς της θάλασσας, ποιο είναι το ναι της ζωής μας, ποιο είναι το τώρα του έρωτά μας; Ό, τι είναι μέσα μου κινούμενο - μονάχα εκείνο καταλαβαίνει. Ο κινούμενος, ο ερωτευμένος χρόνος. Ο χρόνος που κυλά. Υπάρχει πολύ θάλασσα στην αγάπη μας Μαρίνα. Σ’ ευχαριστώ που μου χάρισες αυτή τη νερένια στιγμή. Παύλος.
Η συνέχεια. Άλλη ημερομηνία. Δευτέρα, 9.10.00 Γύρισες από τον Βασιλειάδη. Μου το’ πες. Θετικό. Ήξερα πως θα γινόταν εκείνο το βράδυ. Το ’ξερα. Το παιδί μας βγήκε από τη Θάλασσα, απ’ την πηγή του Χρόνου. Μαρίνα, το ’νιωθα . Δεν υπήρχαμε, κι υπήρχαμε όσο ποτέ.
Σιωπή. Μέσα μου, έξω μου, παντού. Φόρος σιωπής. Δεν το αποθηκεύω στη μνήμη. Δεν αντέχω. Δε το θέλω στο μέλλον φυτεμένο μέσα μου στο δέρμα. Το μέλλον, κείμενο σβησμένο. Στον στήθος τσιμπιές. Στον καρπό, ένας θύσανος πόνου. Οι ρίζες στα έγκατα. Ατσάλινες. Ζεσταίνομαι. Άγριες και μαζί γλυκές εικόνες τρυπάνε το κρανίο. Το σχέδιο των νεκρών. Πάντα τέλειο. Βγαίνω έξω, στον αέρα. Το χνώτο 15
του τόπου, αφόρητο. Περπατώ στην μαύρη άμμο. Προς την θάλασσα. Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος των προηγούμενων ωρών. Ο κόσμος έπαψε να είναι εκκωφαντικός. Το άναυδο δεν έχει αντίλαλο. Προσπερνώ τις λαμαρίνες, τα καμένα ξύλα. Μπροστά μου η ραχοκοκαλιά ενός μεγάλου ψαριού. Πεντάγραμμο για τον χαλασμένο χρόνο. Δεν μπορεί, κάποιος παίζει μαζί μας. Με τη γεωμετρία, με το χρόνο, με τη μνήμη, κάποιος παίζει. Μπαίνω στη θάλασσα. Στα χέρια μου ο μικρός μεταλλικός δίσκος. Τον πετάω μέσα, μακριά, όσο μπορώ, να χαθεί, να βυθιστεί στο νερό. Να μη βλέπω. Εξαφανίζεται ο χρόνος, βυθίζεται, χάνεται για πάντα. Η θάλασσα σκοτεινιάζει. Το υποβρύχιο με περιμένει. Χαμηλά. Μέσα. Βαθιά. Στη Μαύρη Θάλασσα. Στο σκοτεινό καλοκαίρι.
16
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει δημοσιεύσει έξι μυθιστορήματα, με πλέον πρόσφατο την Αμερικάνικη Φούγκα (Καστανιώτης, 2006). Το πρώτο, Ο έβδομος ελέφαντας (Κέδρος, 1998) εκδόθηκε στην Μεγάλη Βρετανία και το Μπαγκλαντές ενώ το δεύτερο, «Μπαρ Φλωμπέρ» (Κέδρος, 2000) εκδόθηκε στην Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ρωσία, την Ισπανία και τη Σερβία. Έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές. Για την δεύτερη, Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων, του απονεμήθηκε το 1994 από τον Δήμο Αθηναίων το Βραβείο Ποίησης στη μνήμη Νικηφόρου Βρεττάκου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην Μεγάλη Βρετανία. Έχει αντιπροσωπεύσει πολλές φορές την Ελλάδα σε διεθνή λογοτεχνικά συνέδρια. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται την εφημερίδα Έθνος και με περιοδικά σε θέματα τέχνης και πολιτισμού. E-mail:
[email protected]
0isin@edbookfest.
17