Εργατικά συμβούλια, αυτό-διαχείριση και ανάπτυξη της προλεταριακής αυτονομίας Τι έχει να μας πει η θεωρία των εργατικών συμβουλίων σήμερα; Οδηγεί σε ένα πιθανό ρήγμα προς την προλεταριακή αυτονομία; Οι σύντροφοι που θεωρητικοποίησαν αυτή την μορφή προλεταριακής οργάνωσης δεν έχουν παρά μια στατική και έμμονη οπτική, όμως αυτό που βλέπουν πέρα από το κάθε τι στα συμβούλια είναι μια μορφή οργάνωσης βασισμένη στην εργατική αυτό-διαχείριση. Τα συμβούλια αναπαριστούν έτσι ένα εργατικό κράτος, μια δικτατορία του προλεταριάτου, ένα εργαλείο με το οποίο το προλεταριάτο μπορεί να εξασκήσει την ταξική εξουσία του οργανωμένο καθ αυτόν τον τρόπο στους χώρους εργασίας (και στο έδαφος συνολικά θα προσθέταμε). Ποια είναι η κεντρική ιδέα στην οποία βασίζονται; Ότι οι εργαζόμενοι/ες παίρνουν στην κατοχή τους τις παραγωγικές δομές και την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ώστε να αναπτύξουν ένα νέο μοντέλο παραγωγής. Στην πραγματικότητα, στην αντίληψή τους περί κομμουνιστικής οικονομίας, τα συμβούλια δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια μέσα στα οποία γεννήθηκαν και τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξή τους, δηλαδή, το εργοστάσιο και η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και δεδομένης της μη-αλλαγής της μορφής της παραγωγής, επιτυγχάνουν μόνο στο σχηματισμό ενός διαφορετικού κριτηρίου για την κατανάλωση. Ακόμα και η σοσιαλιστική κοινωνία που οραματίζονται οι συμβουλιακοί κομμουνιστές έχει μια μεγάλη ομοιότητα με τον καπιταλισμό, και ο υπολογισμός της κατανάλωσης κάθε εργαζομένου/ης βάσει των ωρών εργασίας δεν έχει την αξία της ρήξης με την μισθωτή εργασία που υποτίθεται, μιας και στην πραγματικότητα η εργασία παραμένει ένα εμπόρευμα που δεν ανταλλάσσεται πλέον με χρήμα, αλλά με ένα άλλο εμπόρευμα. Τα συμβούλια, κατά την περίοδο που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη, δημιούργησαν μια κατάσταση αναταραχής η οποία από την μία στόχευε στην αντιπαράθεση με την αστική τάξη στα εργοστάσια, και από την άλλη άφηνε τις συνθήκες της ύπαρξής τους αναλλοίωτες, με λίγα λόγια συνέχιζε την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Η ουτοπία των συμβουλίων είναι λοιπόν ο έλεγχος του Κράτους και της αστικής τάξης από το προλεταριάτο, ενός Κράτους και μιας αστικής τάξης που δεν έχει τη δύναμη να εξολοθρεύσει. Έτσι αναγκάζεται να σταματά στο εργοστάσιο, ανταγωνιζόμενο με την αστική τάξη για την εξουσία μέσα στα όρια που το ίδιο θέτει στον εαυτό του. Με αυτούς τους όρους, τα συμβούλια είναι μόνο μια μορφή αντι-εξουσίας, οργανωμένης εργατικής εξουσίας αντιτιθέμενης στην αστική εξουσία. Οι μαρξιστές-λενινιστές δε δυσκολεύονται να κριτικάρουν τη θεωρία και την πρακτική της αντι-εξουσίας, να καταγγείλουν τον ρεφορμισμό της, λέγοντας πως δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης της μιας εξουσίας με μια άλλη, αλλά του να πάρουμε από της αστική τάξη τα μέσα και να εγκαθιδρύσουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου μέσω του κόμματος, η οποία στην καλύτερη περίπτωση θα υποβοηθηθεί από τις οργανωτικές μορφές των εργατικών συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτό βρίσκουμε τους εαυτούς μας πάλι πίσω στο πρώτο βήμα, πίσω στις θεωρίες των μπολσεβίκων των οποίων η απόλυτη σύγχυση αποδείχτηκε περίτρανα μέσα από άλλα έργα υποστηρικτών των εργατικών συμβουλίων. Όμως υπάρχει κάτι σταθερό: ότι τα συμβούλια, ως μια μορφή αντι-εξουσίας, δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον ρεφορμισμό, εμπλεκόμενα σε έναν πόλεμο φθοράς με την αστική τάξη χωρίς στην πραγματικότητα να αμφισβητούν την ύπαρξή τους. Τα συμβούλια είτε θα καταλήξουν εξαντλημένα, είτε θα ανοίξουν το έδαφος για την καταστολή, όπως συνέβη στη Γερμανία και στη Ρωσία. Οι περιορισμοί τους έγιναν αισθητοί από τον Λένιν, ο οποίος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μην τους επιτεθεί. Στην πραγματικότητα τα ανακήρυξε ως υπέρτατα όργανα εξουσίας, αγωνιώντας να επεκτείνει μέσω αυτών την Κρατική εξουσία καθώς κι αυτήν της κυρίαρχης τάξης, της γραφειοκρατίας, όπως προσωποποιούνταν στο μπολσεβικικό κόμμα. Η αιματηρή καταστολή στη Γερμανία και η γραφειοκρατική αντεπανάσταση στη Ρωσία απέδειξαν τους περιορισμούς του συμβουλιακού κομμουνιστικού κινήματος που παίρνει την μορφή της ακραίας συνέπειας της συνδικαλιστικής λογικής. Το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα αναμφισβήτητα αντιπροσώπευσε ένα τεράστιο ποιοτικό άλμα σε σύγκριση με την συνδικαλιστικού τύπου οργάνωση, αλλά, όπως και τα συνδικάτα, πήρε ως δεδομένη την ύπαρξη ενός εργοδότη με τον οποίο θα μπορούσε να διαπραγματεύεται. Τα συμβούλια λοιπόν έμελλε να επιβεβαιώσουν την αδυναμία του περάσματος πέρα από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, και για τον ίδιο λόγο πέρα από την ύπαρξη μιας αστικής τάξης. Η απαλλοτρίωση και αυτό-διεύθυνση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο είναι μια παραίσθηση: τα μέσα παραγωγής ως τέτοια (μηχανές, φυτά, κλπ) είναι στην πραγματικότητα εφήμερα και φθαρτά. Υπόκεινται σε συνεχείς αναβαθμίσεις μέσα στην καπιταλιστική οργάνωση, κι αυτό συμπεριλαμβάνει την αντικατάσταση των φυτών, την αναδιάρθρωση, τις μηχανικές τροποποιήσεις, την ανοικοδόμηση. Αυτό που θα κληρονομούσαν οι εργαζόμενοι/ες στην περίπτωση μιας «απαλλοτρίωσης» των μέσων παραγωγής δεν είναι τίποτα άλλο από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας και τη λογική της, της ιεραρχίας και της εκμετάλλευσης. Για να αυτό-διευθυνθεί μια τέτοια πραγματικότητα δε θα επιτρεπόταν καμία βελτίωση για τον/την εργαζόμενο/η, που θα έπρεπε να δουλεύει λίγο ή πολύ με
τον ίδιο τρόπο που δούλευε πριν, ακόμα κι αν πλέον επρόκειτο για την ανοικοδόμηση της «σοσιαλιστικής κοινωνίας», κάτι τέτοιο θα ήταν μικρή παρηγοριά. Δεν είναι τυχαίο που η «αυτό-διαχείριση» έχει τεθεί στη συζήτηση σε διάφορα αστικά κράτη (Ελβετία, Γαλλία) ή ψευδο-σοσιαλιστικά (πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλγερία) προτείνοντας στο προλεταριάτο την αυτό-εκμετάλλευσή του. Επίσης, όπως θα δούμε παρακάτω, οι δομικές βάσεις για μια πραγματική συζήτηση για την αυτό-διεύθυνση με τον τρόπο που θα μπορούσε να τεθεί στις αρχές του αιώνα λείπουν. Σε κάθε περίπτωση θα είναι πλέον ένα ζήτημα πάντοτε ψευδών μορφών αυτό-διαχείρισης. Εκτός από απομονωμένες περιπτώσεις μικρών εργοστασιακών ή αγροτικών συμπλεγμάτων. Η μόνη έγκυρη αυτό-διαχειριζόμενη δραστηριότητα για τους/τις εργαζόμενους/ες είναι λοιπόν αυτή της αυτό-διαχείρισης του αγώνα, δηλαδή, η άμεση δράση. Είναι δηλαδή ένα ζήτημα όχι επιβολής κάποιου επί των καπιταλιστικών δομών ούτως ώστε να τις χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του σοσιαλισμού, αλλά οικοδόμησης νέων σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Δεν εννοούμε απλά έναν «εξαγνισμό μέσω της φωτιάς» του παρελθόντος, καθώς αν οι παρούσες δομές καταστραφούν χωρίς να δημιουργηθεί κάτι νέο, τότε το πιο πιθανό είναι ένα πισωγύρισμα στα παλιά μοντέλα, ακόμα κι αν τους δοθούν διαφορετικά ονόματα. Η συζήτηση πλέον μας οδηγεί στο πρόβλημα των μέσων και των σκοπών: Αν κάποιος δρα με όρους διαπραγμάτευσης και αγώνα για την εξουσία (συνδικαλισμός, εργατικά συμβούλια, αντι-εξουσία), το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι μια επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνθέσουμε τα μέσα με τους επιθυμητούς σκοπούς, και να οικοδομήσουμε το νέο κοινωνικό μοντέλο τώρα, στους αγώνες του προλεταριάτου μέσα στην παρούσα κοινωνία. Οι συμβουλιακοί κομμουνιστές δεν μπορούν να θεωρητικοποιήσουν καμία μορφή προλεταριακού αγώνα πέρα από την άγρια απεργία, που ίσως να μην είναι συνδικαλιστική στην μορφή της, αλλά στο περιεχόμενο παραμένει τέτοια λόγω της σημασίας της διαπραγμάτευσης και του παζαριού που είναι εγγενές στην ίδια την απεργία ως μορφή αγώνα. Ακόμα και μια εξέγερση (με την έννοια του ένοπλου αγώνα) δεν λύνει πάντοτε το πρόβλημα καθώς, από μόνη της δεν είναι παρά ένας τρόπος για ένα κόμμα, θεωρητικά εκπροσωπώντας το προλεταριάτο, να φτάσει στην εξουσία. Η προλεταριακή αυτονομία (εννοούμενη ως ένα πραγματικό μαζικό κίνημα και όχι ως ταμπέλα ιδεολογικής ομαδοποίησης) κατάφερε πρόσφατα να επιβάλει κάποιες δραστηριότητες ικανές να ξεπεράσουν την διαπραγμάτευση και τον συνδικαλισμό σε όλες τις μορφές τους. Έχουμε ακούσει για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή (αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας κλπ) δηλαδή δραστηριότητες που αναπαριστούν την ικανοποίηση των συμφερόντων του εργαζομένου (υγιεινή στο εργοστάσιο, το μπλοκάρισμα της αναδιάρθρωσης και κατά συνέπεια των απολύσεων κλπ) χωρίς να καταφεύγουν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στην διαμεσολάβηση των συνδικάτων. Με τον τρόπο αυτό, η σύνθεση μέσα-σκοποί επιτυγχάνεται: οι αγώνες δεν τελειώνουν με τις διεκδικήσεις ή τις διαπραγματεύσεις, αλλά επιτυγχάνουν άμεσα το τέλος τους, και επικυρώνονται ως τέτοιοι. Αυτοί οι αγώνες είναι επαναστατικοί και κομμουνιστικοί, ακόμη κι αν αναπαριστούν την υπεράσπιση μικρο-συμφερόντων. Τείνουν προς την κατεύθυνση της άρνησης, μέσα από την άμεση δράση και τη συλλογική επαγρύπνηση του προλεταριάτου αναφορικά με καθημερινά προβλήματα, της καπιταλιστικής οργάνωσης, και την άρνηση του πιο ουσιώδους συστατικού της, της μισθωτής εργασίας. Στην πρόοδο της αυτονομίας του, το προλεταριάτο δεν επιβεβαιώνεται ως τάξη, αλλά αρνείται και αυτό-ακυρώνεται ως τέτοια. Πραγματοποιείται όμως πλήρως ως ανθρωπότητα, τραβώντας κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το μόνο στήριγμά της, την υποτελή τάξη που εργάζεται, παράγει, καταναλώνει. Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αδύνατη γιατί τα συμφέροντα του προλεταριάτου είναι να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη. Να γίνει ανθρωπότητα με την πιο πλήρη έννοια της λέξης. Μια τελική επίδοξη δικτατορία του προλεταριάτου (ακόμη κι αν αναπαριστόταν ως «αντι-κρατική» ή ως «από-τα-κάτω»), δε θα μπορούσε να εξασκηθεί παρά μόνο από τους εκπροσώπους του προλεταριάτου, τους υποτιθέμενους κατόχους της πραγματικής ουσίας και της θέλησής του. Το προλεταριάτο λοιπόν, αγωνίζεται για τα δικά του συμφέροντα, αυτό-αναιρούμενο ως τάξη, και αρνούμενο την ίδια στιγμή ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Στην ολική άρνηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας μέσω της άμεσης δράσης, οι προλετάριοι/ες αναπτύσσουν σοσιαλιστικές κομμουνιστικές σχέσεις, ένα εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο. Με άλλα λόγια, η άμεση δράση είναι ήδη κομμουνισμός: η αυτό-οικοδόμηση από το προλεταριάτο της συνείδησης και της κομμουνιστικής οργάνωσης, των νέων κοινωνικών σχέσεων σαν μια εναλλακτική έναντι στον καπιταλισμό. Η απόκτηση της ικανότητας αυτής από το προλεταριάτο, είναι το αποτέλεσμα της ιστορικής προόδου που έχει καταφερθεί μέσα από πολυάριθμες εμπειρίες, λάθη και θεωρητικές αναζητήσεις τις οποίες έχει επηρεάσει επίσης η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Οι σχέσεις παραγωγής που υπήρχαν στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, όπου η δουλειά στο εργοστάσιο καταμεριζόταν ανά κομμάτι, επέτρεπαν στον/ην εργάτη/τρια ένα δικό του γνωστικό πεδίο, έστω συρρικνωμένο. Είχε μια αυτό-συνείδηση που τον έκανε να νιώθει δεμένος με την οργάνωση της εργασίας με έναν τέτοιο τρόπο που τον απέτρεπε από το να θέσει ρεαλιστικά το ζήτημα της καταστροφής της, αλλά μάλλον το να τη θέσει υπό την κατοχή του. Αυτή η εργατική φιγούρα βρήκε αρχικά έκφραση μέσα στα συνδικάτα, κι έπειτα στα συμβούλια, κανένα εκ των οποίων όπως είδαμε, δεν κατάφερε να διαρρήξει τα μοντέλα του καπιταλισμού. Καθώς οι λενινιστικές και κομματικές εμπειρίες δεν είχαν καμία σχέση με τους/τις εργάτες/τριες και συνιστούν κυρίως μια παρέμβαση της μεσαίας τάξης, ο συνδικαλισμός και τα εργατικά συμβούλια ήταν αντίθετα εμπειρίες προλεταριακής αυτονομίας, μιας και αποτέλεσαν την πρώτη βάση για μια διάκριση των ταξικών συμφερόντων. Δεν τίθεται ζήτημα άρνησής τους, αλλά
ξεπεράσματός τους, ως πρώιμες προλεταριακές εμπειρίες. Οι παρούσες παραγωγικές σχέσεις έχουν καταστρέψει ολόκληρο αυτόν τον προλεταριακό γνωστικό χώρο, και συνεχίζουν να το κάνουν με ένα τρόπο που, προκειμένου ο/η εργάτης/τρια να διασφαλίσει την ανθρωπιά του, είναι αναγκασμένος/η να επιστρατεύσει την ατομική και συλλογική διάνοια ενάντια στην παραγωγή και την καπιταλιστική οργάνωση της κατανάλωσης στο έδαφος, το οποίο παίρνει μια ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στον σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα. Αγωνιζόμενο ενάντια στην οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης, το προλεταριάτο δημιουργεί νέους γνωστικούς χώρους, νέες κοινωνικές σχέσεις με μορφές ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό. Αυτές οι έννοιες οδήγησαν αρκετούς να δηλώσουν ότι η αυτονομία είναι μια πρακτική για χρήση και κατανάλωση από τον λεγόμενο μαζικό (ανειδίκευτο) εργάτη, και ότι, δεδομένου ότι αυτή η φιγούρα είναι προορισμένη να εξαφανιστεί προς όφελος μιας επιστροφής στον/ην ειδικευμένο/η εργαζόμενο/η λόγω της αναδιάρθρωσης, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα ή μια οργάνωση ικανή να γίνει η «μνήμη» των περασμένων εμπειριών του αγώνα, έτσι ώστε να τις επαν-επεξεργαστεί και να δώσει στο προλεταριάτο νέες ενδείξεις προσαρμοσμένες στις συνθήκες που έχουν αλλάξει. Μια τέτοια θέση δεν φέρει υπόψη της ορισμένα στοιχεία: 1) Τα τελευταία χρόνια, η καπιταλιστική αναδιάρθρωση κατάφερε ήδη σημαντικές αλλαγές τόσο στην οργάνωση της παραγωγής όσο και στη λειτουργία της εργασιακής διαδικασίας. Όμως αυτές οι αλλαγές πάντοτε έτειναν προς μια κινητικότητα, απευθυνόμενες σε ένα σώμα γενικά θεωρούμενων ως τεχνικών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο κύριος στόχος αυτής της αναδιάρθρωσης είναι η ικανότητα να διαθέτει ένα ευρύ σώμα «ευέλικτων» ανειδίκευτων εργατών/τριων που θα χρησιμοποιούνται για σύντομες περιόδους με ιδιαίτερα έντονη εργατική απόδοση. Αυτό επιτρέπει στους καπιταλιστές να απολύουν εργαζόμενους/ες από την παραγωγική πρόοδο όχι μόνο μέσω απολύσεων, αλλά επίσης μέσα από την υπερ-εκμετάλλευση που ωθεί τους εργαζόμενους/ες να παραιτηθούν οι ίδιοι. Η παρουσία ενός διευρυμένου σώματος ανέργων που προκύπτει, αυξάνει την υπο-απασχόληση και την κακοπληρωμένη εργασία στις ανταγωνιστικές παραγωγικές δραστηριότητες (π.χ. οικιακοί βοηθοί). Θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας επίσης, ότι η συνεχής αναπροσαρμογή της παραγωγής εκ μέρους των καπιταλιστών σήμερα, απαιτεί ένα προλεταριάτο που να μην είναι δεμένο με την παραγωγή με κανέναν τρόπο, αλλά το οποίο θα είναι ικανό να προσαρμόζεται στα διάφορα συστήματα που τίθενται σε κίνηση (όχι πάντα με το να ανανεώνει τις τεχνικές του γνώσεις, αλλά σίγουρα με το να προσαρμόζεται σε μια αυξανόμενη καταπίεση). Στο πλαίσιο αυτό, οι ικανότητες και τα πτυχία είναι μόνο ένα μέσο για τη διαίρεση των εργαζομένων και την όξυνση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, η παρούσα αναδιάρθρωση μοιάζει να αντιτίθεται στο κριτήριο της εξειδικευμένης εργασίας, προς μια επέκταση της κινητικότητας, της μήτρας κάθε εμπορίου, ακόμα και στους τομείς που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εξειδικευμένοι. Ένα ελαστικό σύστημα παραγωγής δεν μπορεί να βασιστεί στην εξειδικευμένη εργασία, λόγω της στατικής φύσης της. 2) Η ίδια η πραγματικότητα καθιστά τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και διαπραγματεύσεις, με τις ανάλογές τους μορφές αγώνα (απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων κλπ) άχρηστες. Είναι όργανα που δεν μπορούν να παν παραπέρα από τον μερικό έλεγχο ή την αντι-εξουσία, μπροστά σε έναν καπιταλισμό ικανό για έναν ολοκληρωτικό έλεγχο της διεύθυνσης της παραγωγής. Η διαρκής αναδιάρθρωση, με την ελαχιστοποίηση του εργοστασιακού περιβάλλοντος, και την εργασιακή κινητικότητα, θέτει τον/την εργάτη/τρια σε μια ασταθή θέση και του στερεί κάθε διαπραγματευτική ισχύ. Για το λόγο αυτόν, η προλεταριακή αυτονομία έχει εκφραστεί μέσα στους αγώνες που τίθενται άμεσα ενάντια στην παραγωγή: την αυτό-μείωση στον χώρο εργασίας, την άμεση και έμμεση άρνηση της κινητικότητας και του εργατικού μόχθου, το μποϋκοτάζ και το σαμποτάζ της παραγωγής και της αναδιάρθρωσης κλπ Αυτοί οι αγώνες, που ξεκίνησαν οργανικά στα 1967/68 και αρχικά αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον «κοινωνικό διάλογο» και τη λήξη των συμβολαίων, αντιμετωπίζονται ολοένα και περισσότερο από το προλεταριάτο ως το μόνο έγκυρο εργαλείο άμυνάς του, όχι ως ένα συμπλήρωμα, αλλά ως μια εναλλακτική στον συνδικαλισμό. Οι αγώνες ενάντια στην παραγωγή δε στοχεύουν μόνο στο να κερδίσουν μια καλύτερη διαπραγματευτική αξία, αλλά στην αντιπαράθεση, με τον καιρό, στα σχέδια των εργοδοτών για την αύξηση της εκμετάλλευσης και την απαξίωση της εργασίας. Δεν είναι τυχαίο που η δράση των συνδικάτων σήμερα έγκειται στην καταστολή αυτών των αγώνων, τόσο ανακοινώνοντας παραπλανητικά προγράμματα και εξαγγελίες, όσο και μέσα από τη φυσική αντιπαράθεση. 3) Οι προλεταριακές εμπειρίες, ακόμα κι αν με τον καιρό ξεφτίζουν, δεν εξαλείφονται απόλυτα αλλά κυκλοφορούν και μεταλλάσσονται από τον έναν τομέα στον άλλον, μπορούμε λοιπόν να δούμε πως μια κριτική του αγώνα στα εργοστάσια μπορεί να γενικευτεί στο κοινωνικό πεδίο με τις ανάλογες μορφές αγώνα: Καταλήψεις, αυτό-μείωση ενοικίων, λογαριασμών, τιμών τροφίμων κλπ, που ισχύουν τόσο για τους/τις άνεργους/ες όσο και για τους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες. Ο αγώνας ενάντια στην παραγωγή λοιπόν επεκτείνεται στο κοινωνικό πεδίο δίνοντας στους/τις άνεργους/ες και στους/τις ημι-απασχολήσιμους/ες τη δυνατότητα να αγωνιστούν. Όχι για μια θέση εργασίας, αλλά για μια πραγματική υπεράσπιση των συνθηκών της ζωής. Οι θέσεις για τον αγώνα ενάντια στην παραγωγή προφανώς δεν εφαρμόζουν στις υπηρεσίες (μεταφορές, νοσοκομεία κλπ) όπου η αστική τάξη έχει συμφέρον να τις κρατά σε ανεπαρκείς συνθήκες. Πρόκειται για μη παραγωγικούς τομείς που ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί ως δεξαμενές για κερδοσκοπία. 4) Ακόμα και μια ριζική αναδιάρθρωση του καπιταλισμού δε θα μπορούσε να απαλείψει την κυκλοφορία και τις εμπειρίες των αυτόνομων αγώνων. Για παράδειγμα, η εξολόθρευση του συνελευσιακού χαρακτήρα προς όφελος της συν-διαχείρισης ή της ψευδούς αυτό-διαχείρισης της παραγωγής θα μπορούσε ίσως να εκμηδενίσει τον συγκεκριμένο αγώνα από την αυτό-μείωση στους
χώρους εργασίας, αλλά όχι και κάποιες ενέργειες άμεσης δράσης τον σπόρο για τις οποίες θα άφησε η μείωση της έντασης της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι το προλεταριάτο διαθέτει μια δική του «μνήμη», και ως τέτοιο δεν εξαρτάται από τις δομικές προσαρμογές του καπιταλισμού για την ανάπτυξη της ταξικής αυτονομίας, όσο στις εμπειρίες αυτονομίας που έχει συσσωρεύσει. Μορφές «αυτό-διαχείρισης» και συν-διαχείρισης υπάρχουν ήδη σε ορισμένες καταστάσεις, όμως αδυνατούν να πάρουν έναν πιο γενικό χαρακτήρα. 5) Τα διάφορα κόμματα και οι οργανώσεις που θεωρούν τον εαυτό τους ως «μνήμη» της εργατικής τάξης πάντοτε τείνουν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μέσα από την πολωτική οπτική των ομάδων εξουσίας, κι έχουν κατά συνέπεια ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο προλεταριάτο. Από την κατηγορία αυτή προφανώς εξαιρείται ο ρόλος της ενεργούς μειονότητα (ή εξειδικευμένων οργανισμών), όμως τους απευθύνεται μάλλον ο ρόλος ενδεικτικών πράξεων, κυκλοφορίας των πληροφοριών και γενίκευσης των εμπειριών της άμεσης δράσης. Εκτός φυσικά από τους λίγους εκείνους που θεωρούν ότι είναι άχρηστο να χάνει κανείς τον καιρό του με αυτόνομους αγώνες, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί το κόμμα και δε θα πρεπε να τους αποσπούν από αυτό τα κινήματα και οι αναταραχές. Οι έμμεσοι αγώνες ενάντια στην παραγωγή γίνονται αποδεκτοί σχεδόν ομόφωνα από τον λεγόμενο «χώρο της αυτονομίας». Αυτοί οι έμμεσοι αγώνες, αν και αποδεκτοί, σχεδόν πάντοτε μεταφράζονται ως υποστηρικτικοί ή συμπορευόμενοι με τις «πολιτικές» διεκδικήσεις των οργανώσεων: το 35ωρο, τον ένοπλο αγώνα, το κόμμα, τις εργοστασιακές επιτροπές και τις επιτροπές στέγασης, αντιμετωπίζονται όλα μαζί ως όργανα μιας αντι-εξουσίας. Ο στόχος του 35ωρου ανά εβδομάδα, παρουσιάζεται σαν ένα αδιαμφισβήτητο όραμα των σύγχρονων αγώνων ενάντια στην παραγωγή, αντιπροσωπεύει την τυπική συμπεριφορά αυτών που, θέλοντας να ντύσουν τις προτάσεις τους με μια αίσθηση ρεαλισμού, καταλήγουν να κατρακυλούν στο αφηρημένο και ακατανόητο. Η αυτό-μείωση στις ώρες εργασίας θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετικά έγκυρη μορφή αγώνα, όπως οι έμμεσοι αγώνες που έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά γι αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε έναν στόχο: γιατί 35 ώρες, κι όχι, για παράδειγμα 30; Ποιος είναι που αποφασίζει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Η δυναμική του ταξικού αγώνα στην συγκεκριμένη κατάσταση, οπότε θεωρητικές κι εκ των προτέρων αποφάσεις σε τέτοια ζητήματα δεν έχουν κανένα νόημα. Η γραμμή του ένοπλου αγώνα (με την μορφή του στρατιωτικού κόμματος) ξεκινά ακριβώς από μια έλλειψη πίστης στο περιεχόμενο των αγώνων αυτών και η μόνη εγκυρότητα που τους αποδίδει είναι αυτή της πιθανότητας για ένοπλη σύγκρουση. Φυσικά, η εργατική αυτονομία θέτει το ζήτημα της βίας, και μπορεί κανείς να πει ότι όλες οι μορφές αυτόνομης δράσης τίθενται μέσα στη λογική της βίας και της παρανομίας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι εκτός συζήτησης, αλλά οι ομάδες που προτείνουν μια τέτοια γραμμή οικοδομούν, με δική τους πρωτοβουλία, μια πρακτική βίας την οποία θέλουν να επιβάλλουν ως τον υπέρτατο στόχο στη διαδικασία της προλεταριακής αυτονομίας, αυτό-ανακηρυσσόμενες ως ειδικοί και ελεγκτές. Είναι το ζήτημα του κόμματος και πάλι, που αντί να κινείται με κάθε πιθανό δρόμο, βασίζεται αυτή τη φορά στον πιο στρατιωτικό και εξεγερσιακό. Αυτοί που επιθυμούν ένα κόμμα είναι αυτοί που έχουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη σε μια πιθανή γενίκευση της άμεσης δράσης και του έμμεσου αγώνα ενάντια στην παραγωγή, ονομάζοντάς τα παροδικά κινήματα μικρής σημασίας: ένα προλεταριάτο που έχει εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση έμμεσων προβλημάτων άμεσα και χωρίς τη διαμεσολάβηση ειδικών είναι όντως ένας πολύ κακός αποδέκτης εντολών, και πολύ δύσκολα θα υποταχτεί στη θέληση ενός κόμματος. Πιο κοινές ωστόσο, είναι οι θέσεις αυτών που επιθυμούν να οργανώσουν την προλεταριακή αυτονομία σε εργοστασιακές επιτροπές και σε οργανώσεις από διάφορους τομείς. Σ αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται αυτοί που θεωρούν ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι θεμελιώδεις ως ένα σημείο εκκίνησης για τους αυτόνομους αγώνες, κι αυτοί που μετρούν την εγκυρότητα ενός αγώνα με τη δυναμική των οργανώσεων που αφήνει πίσω του. Οι πρώτοι δίνουν την εργολαβία στις δράσεις συντονισμού της «πρωτοπορίας» που οικοδομεί τις οργανώσεις, οι δεύτεροι στις οργανώσεις που οικοδομούνται στη διάρκεια του αγώνα. Συχνά πάλι, οι δυο θέσεις αναμειγνύονται με διάφορες αναλογίες. Το αποτέλεσμα της πρώτης είναι μια σειρά από ψευδο-μαζικές οργανώσεις (αυτόνομες συλλογικότητες, εργατικές επιτροπές και διάφορες οργανώσεις συχνά ονομαζόμενες προλεταριακές, αυτόνομες, οργανωμένες) και οι οποίες στην πραγματικότητα είναι μειοψηφίες (ειδικές οργανώσεις) ή πολύ απλά πολιτικές ομάδες. Η μη-συνειδητοποίηση του ρόλου τους τις καθιστά αυτόματα άχρηστες κι επίσης επικίνδυνες. Από την άλλη, το αποτέλεσμα των δεύτερων είναι συνήθως ψευδαισθήσεις, καθώς οι μαζικές οργανώσεις, όταν είναι αυθεντική έκφραση της άμεσης δράσης του μαζικού κινήματος, γεννιούνται και πεθαίνουν ή αναπτύσσονται στους αγώνες και για τους αγώνες, συχνά χωρίς την πρακτική δυνατότητα να χαρακτηρίσουν έτσι τους εαυτούς τους ή να χαρακτηριστούν ως τέτοιες, και στη συνέχεια να μπουν στη φορμόλη μιας συγκεκριμένης δομής. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι μια οργανωσιακή αντίληψη της προλεταριακής αυτονομίας είναι αντι-παραγωγικής και έμμεσα κατασταλτική, καταλήγοντας στη θέσμιση των λεγόμενων οργανώσεων εργατικής εξουσίας και αντι-εξουσίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να δράσουν ως μικρά εναλλακτικά συνδικάτα, και κατ επέκταση να αγωνιστούν σε ένα παιχνίδι εξισορρόπησης των διεκδικήσεων και των συμβολαίων με τα επίσημα συνδικάτα. Τέλος, η οπτική τους, της αντι-εξουσίας δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια ανάμειξη στα εργατικά συμβούλια και στην αυτό-
διαχείριση. Ένας πιθανός συμβουλιακός κομμουνιστικός και αυτό-διαχειριζόμενος νέο-συνδικαλιστικός δρόμος ήδη έχει ηττηθεί και ξεπεραστεί από τις εμπειρίες του προλεταριάτου, και σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί η παραμικρή δομική βάση για να ξαναπιαστεί, και μπορεί να φτάσει εκεί μόνο μέσα από μια θέσμιση με την έννοια μιας ψευδούς θεσμικής αυτό-διαχείρισης. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η άμεση δράση γεννιέται και αναπτύσσεται σε δυνατότητες και επίπεδα του αγώνα, επιβεβαιώνοντας τον από καιρό σε καιρό. Μπορεί να εκφραστεί μινιμαλιστικά, όπως μπορεί και να φτάσει σε υψηλά επίπεδα ταξικής αντιπαράθεσης, αλλά καμιά από τις εμπειρίες αυτές δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα σε δομές ή πρότυπα, σε οργανωτικά προγράμματα ή στόχους. Αντιθέτως, αυτό που αφήνουν πίσω τους είναι η σπορά για νέες και συχνά απρόβλεπτες υψηλότερα ανεπτυγμένες και αυτόνομες οργανωμένες συνειδήσεις, κομμουνιστικές κοινωνικές σχέσεις. Τα αδιέξοδα του συμβουλιακού κομμουνισμού, η ανικανότητά του να δει παραπέρα από τον ανταγωνισμό για την εξουσία με την αστική τάξη μέσα στο εργοστάσιο, χωρίς να καταφέρει να θέσει την ύπαρξη της τελευταίας σε κρίση, έγιναν επίσης κατανοητά από ένα ρωσικό αναρχικό ρεύμα (Dielo Truda) που το 1926 χάραξε μια οργανωτική πλατφόρμα η οποία έγινε γνωστή λανθασμένα ως η πλατφόρμα του Αρσίνωφ. Στη συνέχεια προτάθηκε η ίδρυση μιας ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής πολιτικής οργάνωσης, η οποία παράλληλα με την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής από το προλεταριάτο, οργανωμένο σε εργατικά συμβούλια, θα αναλάμβανε το καθήκον της αντιπαράθεσης με την πολιτική υπερ-δομή, το Κράτος, σε άμεση σύγκρουση όπου θα το κατέστρεφε. Η σύλληψη της οργάνωσης (σε δυο επίπεδα, ένα ειδικό, πολιτικό, κι ένα μαζικό) δεν φτάνει στη ρίζα του αδιεξόδου του συμβουλιακού κομμουνισμού, και περιορίζεται στην προσπάθεια να αποφύγει ορισμένα προβλήματα στη δράση. Επίσης εισάγει μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία στη συζήτηση που μεταξύ άλλων είναι αρκετά έγκυρα και αξιοσημείωτα. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να εμβαθύνουμε στα προβλήματα σχετικά με τη Dielo Truda και το ζήτημα της οργάνωσης εν γένει, αλλά θα ήταν κατάλληλο να τονίσουμε μερικά σημεία πάνω στο ζήτημα. Η πολυπλοκότητα της αστικής εξουσίας δεν τελειώνει στην οργανωμένη βία του Κράτους. Όχι μόνο δεν είναι αρκετό για το προλεταριάτο να απαλλοτριώσει τα μέσα παραγωγής για να εκμηδενίσει την αστική εξουσία, αλλά ακόμα και η άμεση ρευστοποίηση του Κράτους δεν θα έλυνε το πρόβλημα. Όπως είδαμε ήδη, το κύριο στήριγμα της αστικής εξουσίας στην οικονομική και κρατική της μορφή, είναι η αποδοχή από το προλεταριάτου του ρόλου του ως τέτοιο. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να αρνηθεί και να αναιρέσει την αστική εξουσία, το προλεταριάτο πρέπει σε πρώτο επίπεδο να αυτό-αναιρεθεί ως τάξη, να πραγματωθεί πλήρως ως ανθρωπότητα μέσα από την οικοδόμηση της άμεσης δράσης και των κομμουνιστικών σχέσεων. Αυτό το ζήτημα θίγεται αρκετές φορές στην πλατφόρμα, αλλά ποτέ δεν ωθείται στο έπακρο λογικό του συμπέρασμα. Ο λόγος μπορεί να βρεθεί στο πιο αδύνατο σημείο της πλατφόρμας, την ασυνείδητη αποδοχή ορισμένων λενινιστικών αρχών. Δεν είναι ζήτημα εξουσιο-μανίας (όπως θεωρούν ορισμένοι αναρχικοί), αλλά αναφοράς σε μια θεωρία που βρίσκεται εκτός του προλεταριάτου, δηλαδή, σε μια ιδεολογία. Σε κάτι που έγινε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον Λένιν, με τις θέσεις του για το κόμμα σαν μια συνείδηση από τα έξω της τάξης. Είναι ακριβώς η μετακίνηση της πλατφόρμας σε ένα ιδεολογικό επίπεδο που ώθησε κάποιους που έβλεπαν κριτικά την πλατφόρμα προς το συμβουλιακό κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να την ξεπεράσουν, κι όχι προς την κατεύθυνση της μαζική δυνατότητας της άμεσης δράσης, ή προς την πολιτική δράση αναρχικών κομμουνιστικών αγωνιστών με μια ισχυρή ελευθεριακή ιδεολογία, που όμως οι όροι της οποίας γίνονται αφηρημένοι και ασαφείς. THE COMRADES OF KRONSTADT EDITIONS Μετάφραση: για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας (Νοέμβρης 2007)