φυτολογιο - αστικο χωριο

  • Uploaded by: elli
  • 0
  • 0
  • May 2020
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View φυτολογιο - αστικο χωριο as PDF for free.

More details

  • Words: 13,748
  • Pages: 48
     

  Λεξικό φυτικών αποθεμάτων  Στη διαδρομή εκτενούς μελέτης                                                                                                              www.astikohorio.blogspot.com 

              Αγγελική:  Ανήκει στην οικογένεια Πιττοσπορίδες (Pittosporaceae) που περιλαμβάνει περισσότερα από 100 είδη που απαντούν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και κυρίως της Αυστραλίας. Με  την  κοινή  ονομασία  αγγελική  είναι  γνωστά  στην  Ελλάδα  δύο  είδη:  το  Πιττόσπορον  το  τομπίρα  (Pittosporum  tobira)  ή  Πιττόσπορον  το  σινικόν  (Pittosporum  sinense),  όπως  είναι  ευρύτερα  γνωστό,  και  το  Πιττόσπορον το κυμματόφυλλον (Pittosporum undulatum). Αρωματικό φυτό με δυνατή και επίμονη μυρωδιά. Το φυτό από θάμνος παίρνει διαστάσεις μικρού δέντρου και μπορεί να φτάσει ακόμη και τα δύο  μέτρα. Διετές με παχιά σαρκώδη ρίζα, κούφιο στέλεχος, οδοντωτά φύλλα και πράσινο από λουλούδια στην αρχή του καλοκαιριού. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες είναι πάρα πολλές και κατ' αρχήν χρησιμοποιείται  ως τονωτικό φάρμακο.    Τα είδη του Πιττόσπορου είναι δένδρα αειθαλή ή θάμνοι, με φύλλα απλά, εναλλασσόμενα, αλλά τόσο κοντά το ένα με το άλλο ώστε δίνουν την εντύπωση σπονδυλωτής διάταξης (βλ. φύλλο).    Καλλιεργούνται  εύκολα  και  πολλαπλασιάζονται  επίσης  εύκολα,  με  μοσχεύματα  από  ημιώριμο  ξύλο  ή  από  σπέρματα.  Είναι  φυτά  δασικά,  με  σκληρό  συμπαγές  ξύλο  που  δε  σαπίζει  εύκολα  και  για  αυτό  χρησιμοποιείται στην τορνευτική και στη ναυπηγική. Μπορεί να αναπτυχθεί σε δενδρύλλιο με πλατιά πυκνή κόμη, όπως επίσης και για φράχτη‐με το κατάλληλο κλάδεμα. Κατάλληλο για μπαλκόνια, σε γλάστρες και  ζαρντινιέρες  λόγω  του  ότι  είναι  πολύ  ανθεκτικό,  ζει  άνετα  και  σε  σκιερά  και  σε  ηλιόλουστα  μέρη.  Λουλούδια  άσπρα  που  αναδύουν  άρωμα  πορτοκαλιάς  από  Απρίλιο  έως  Μάιο.  Καλλιεργείται  εύκολα  και  έχει  μεγάλη ανθεκτικότητα κοντά στη θάλασσα και στο βουνό. 2,5 ‐3 μ.(‐15/‐10' Κελσίου).     

           

Αθάνατος, Αγάβη:    Ο αθάνατος είναι Μονοκοτυλήδονο φυτό, ανήκει στη οικογένεια Αμαρυλλίδες (Amaryllidaceae) και είναι αειθαλής. Το λατινικό όνομα του [agave] προέρχεται από το όνομα της κόρης του βασιλιά των Θηβών  Κάδμου.      Είναι φυτό ποώδες, πολυετές, με μεγάλα γκριζοπράσινα, σαρκώδη φύλλα, ξιφοειδή, αγκαθωτά στην περιφέρεια που απολήγουν σε οξύ και ισχυρό αγκάθι.  Το γένος περιλαμβάνει κακτώδη φυτά που αναπτύσσουν τα φύλλα τους σε μορφή ροζέτας. Φτάνουν σε μέγιστο ύψος 4μ και πλάτος 3μ. Ανθίζουν σε μεγάλη ηλικία, μία φορά σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους  (μονοκαρπικό). Έχει άνθη κίτρινα, χοανοειδή, ή κωνοειδή, που σχηματίζουν πυραμιδοειδή ταξιανθία, που λέγεται φόβη, απομυζούν δε όλη σχεδόν την ενέργεια του φυτού που αμέσως μετά ξηραίνονται. Βγαίνουν  στην κορυφή ψηλού και ισχυρού βλαστού που το ύψος του φτάνει συχνά τα 15μ.    Αναπτύσσονται  σε  ηλιόλουστες  θέσεις,  σε  φτωχά  και  ξηρά  εδάφη.  Μπορούν  να  καλλιεργηθούν  και  σε  παραθαλάσσιες  φυτεύσεις.  Φυτεύονται  σε  βραχόκηπους  και  γλάστρες.  Πολλαπλασιάζονται  με  παραβλαστήματα. Ζει 20 – 100 χρόνια στις παραμεσόγειες περιοχές.     

                Ακακία:    γένος φυτών που ανήκει στην υποοικογένεια Μιμοζοειδή, οικογένεια χεδρωπά.  Η  ακακία  είναι  δέντρο  ή  θάμνος,  αειθαλές  ή  φυλλοβόλο,  με  φύλλα  σύνθετα  διπτεροειδή,  με  αγκάθια  μικρά  ή  ισχυρά.  Τα  άνθη  της  είναι  μικρά  ωχροκίτρινα,  κίτρινα,  πορτοκαλοκίτρινα  και  σπανιότερα  λευκά,  τοποθετημένα σε ταξιανθίες που σχηματίζουν σφαιρικά κεφάλια, ίουλους κυλινδρικούς, ή στάχυς. Χαρακτηριστικό της ακακίας είναι ότι εκκρίνει το αραβικό κόμμι, ακόμη και σε άριστες συνθήκες καλλιέργειας, το  οποίο  θεωρείται  παθολογικό  φαινόμενο.  Ο  φλοιός  και  οι  λοβοί  πολλών  ειδών  περιέχουν  μεγάλη  ποσότητα  δεψικών  ουσιών  και  χρησιμοποιούνται  στη  βυρσοδεψία  και  τη  φαρμακευτική.  Το  αραβικό  κόμμι,  διαλυμένο σε κρύο νερό, δίνει τη γνωστή «γόμα» για τα χαρτιά.  Τα περισσότερα είδη ευδοκιμούν σε πυριτικά, αμμώδη και φτωχά εδάφη και αντέχουν την ξηρασία. Μερικά είδη, όπως η ακακία η κρεμοκλαδής (Acacia pendula), ευδοκιμούν σε νοτερούς, υγρούς και ελώδεις  τόπους και άλλα, όπως η ακακία η κατεχού (Acacia catechou), αντέχουν και σε θερμοκρασίες λίγων βαθμών κάτω από το 0ο C. Θεωρούνται βραχύβια φυτά, παρουσιάζουν όμως γρήγορη αύξηση. Μέσα σε λίγους  ο μήνες αποκτούν ύψος 3μ. Το συνολικό ύψος μπορεί να ξεπεράσει τα 7μ. Από τον 30  χρόνο αρχίζουν να παρακμάζουν. Πολλαπλασιάζονται κυρίως με σπέρματα, που φυτεύονται απευθείας στο χώμα, αλλά και με  μοσχεύματα από βλαστούς ημιώριμους.   Ποικιλίες: Ακακία η πυκνανθής (Acacia pycnantha), Ακακία η κυανόφυλλος (Acacia cyanophylla), Ακακία η φαρνεζιανή (Acacia farnesiana) – η γνωστή γαζία, Ακακία η μελανόξυλος (Acacia melanoxylon).    Φυτεύεται σε διάφορα πάρκα σχηματίζοντας δεντροστοιχίες για καλλωπιστικούς σκοπούς, αλλά και για να συγκρατούν αμμώδη εδάφη ή αμμόλοφους.   Η γνωστή από δενδροστοιχίες ακακία, με τα λευκά μυρωδάτα άνθη που κρέμονται σε τσαμπιά [βότρυς], δεν ανήκει στο γένος Acacia, αλλά είναι το φυτό Ροβίνια η ψευδοακακία [Robinia pseudacacia].     

 

 

  Αμπέλι:  Το  αμπέλι  είναι  πολυετές  φυτό  και  αναπτύσσεται  γρήγορα.  Ο  κορμός  του  έχει  πολλαπλές  διακλαδώσεις  και  αρκετούς  βραχίονες  και  βλαστάρια.  Ο  φλοιός  των  ξυλωδών  τμημάτων  βγαίνει  σε  λωρίδες  και  αποχωρίζεται. Οι βλαστοί στην πορεία του χρόνου γίνονται ξυλώδεις βραχίονες που ονομάζονται βέργες, κληματόβεργες ή κληματίδες. Το κλήμα έχει βλαστούς και κληματίδες διαφόρων ηλικιών. Κάθε βλαστός  έχει  τη  βάση  και  την  κορυφή  που  αυξάνεται,  διάφορους  κόμπους,  φύλλα  αλλά  και  τα  βασικά  διακριτικά  του  αμπελιού  που  είναι  οι  έλικες,  με  τη  βοήθεια  των  οποίων  μπορεί  να  αναρριχάται.  Ακόμα  τους  μεσοκάρδιους βλαστούς και τις ταξιανθίες που εξελίσσονται σε σταφύλια.    Τα φύλλα του αμπελιού είναι μεγάλα, παλαμοειδή και φύονται από το βλαστό με ένα μίσχο. Το σχήμα τους είναι χαρακτηριστικό και παρουσιάζει διαφορές ανάλογα με την ποικιλία και το είδος, όπως διαφορές  παρουσιάζει το χρώμα, το χνούδι στην κάτω επιφάνεια και το μέγεθος.    Τα μάτια, μικροί κόμποι δηλαδή από τους οποίους φυτρώνουν οι βλαστοί, βρίσκονται στις μασχάλες των φύλλων και είναι 2 ειδών, αυτά που βγαίνουν μαζί με τους βλαστούς και δίνουν μακριά βλαστάρια, και  αυτά που βγαίνουν μετά από μία περίοδο αργότερα από τους βλαστούς και δίνουν μικρά βλαστάρια. Επίσης υπάρχει στη βάση του κλίματος μία επιμήκυνση, που λέγεται στεφάνη, πάνω στην οποία υπάρχουν  μικρά νεκρά μάτια, που λέγονται φυλλίτες. Πάνω από την στεφάνη υπάρχει ένα άλλο μάτι που λέγεται τυφλό ή τσίμπλα, που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνει βλαστάρια.    Ο πολλαπλασιασμός των κλημάτων γίνεται με τις κληματόβεργες και με δύο τρόπους: με μόσχευμα ή με εμβολιασμό. Στην περίπτωση του μοσχεύματος λαμβάνεται κληματόβεργα από κλίμα μέσης ηλικίας. Θα  πρέπει οπωσδήποτε η κληματόβεργα να έχει μάτια και στο κάτω και στο πάνω μέρος της. Η θερμοκρασία που είναι ευνοϊκή για τη ριζοβόληση είναι από 23‐29 βαθμούς .Στη συνέχεια η κληματόβεργα φυτεύεται σε  δοχείο, κατά προτίμηση σιδερένιο, στο οποίο υπάρχει χώμα υγρό και λίγη κοπριά. Όταν η βέργα ριζοβολήσει καλά και βγουν τα πρώτα μικρά φύλλα τότε μεταφυτεύεται στο οργωμένο χωράφι. Η διαδικασία του  εμβολιασμού  είναι  δύσκολη.  Διαλέγεται  βέργα  από  μικρό  κλίμα.  Πρέπει  να  υπάρχει  αρκετή  υγρασία  στην  ατμόσφαιρα.  Στη  συνέχεια  το  αμπέλι  που  θα  δεχθεί  το  μόσχευμα  σχίζεται,  και  τοποθετείται  η  κληματόβεργα, η οποία δένεται. Το τμήμα της ενώσεως της βέργας και του αμπελιού σκεπάζεται καλά με λάσπη.    Το κλάδεμα των αμπελιών είναι απαραίτητο και γίνεται συνήθως το χειμώνα. Υπάρχει και το χλωρό κλάδεμα που γίνεται αργότερα και όταν το κλήμα έχει βλαστήσει, αλλά αυτό έρχεται απλά να συμπληρώσει το  χειμωνιάτικο. Το χειμωνιάτικο κλάδεμα γίνεται από το Δεκέμβριο μέχρι το Φεβρουάριο, αλλά ο πιο κατάλληλος μήνας είναι ο Ιανουάριος. Κόβονται όλα τα κλαδιά και αφήνονται 3‐4 κληματόβεργες που φέρουν  μάτια. Ανάλογα με την ποικιλία χρειάζεται να παραμείνουν στην κληματόβεργα 2‐4 μάτια και οπωσδήποτε ένα τυφλό μάτι (τσίμπλα). Με τα χλωρά κλαδέματα βελτιώνονται τα χαρακτηριστικά του αμπελιού και  επιδιώκονται καλλίτερα καλλιεργητικά αποτελέσματα, η αύξηση της παραγωγής και η βελτίωση της εμφάνισης του κλήματος. 

 

              Αμυγδαλιά:  Η  αμυγδαλιά  ανήκει  στην  οικογένεια  Rosaceae.  Το  γένος  Prunus  Amygdalus,  Amygdalys  communis  περιλαμβάνει  περισσότερα  από  30  είδη.  Απαντάται  αυτοφυής  ή  ημιαυτοφυής  σε  όλες  τις  θερμές  και  ξηρές  περιοχές της εύκρατης  Δ. Ασίας και των παραμεσόγειων χωρών της  Ευρώπης και της Αφρικής.   Η  αμυγδαλιά  θεωρείται  σύμβολο  της  αναγεννώμενης  φύσης,  της  απρονοησίας  και  της  σπουδής,  γιατί  εξαιτίας  της  πρόωρης  άνθησης  και  της  βλάστησης    της  ζημιώνεται  πολύ  συχνά  από  τον  παγετό.  Κατά  τον  Παπαδιαμάντη «ενθυμίζει πρώιμα όνειρα νεότητος ανυπόμονου».  Είναι δέντρο φυλλοβόλο, ύψους 4‐12 μ. Έχει φύλλα λογχοειδή, οδοντωτά, λεία, με μίσχο που φέρει αδένες κοντά στη βάση ελάσματος. Τα άνθη της είναι λευκά ή λευκορόδινα, πενταμερή, σχεδόν επιφυή, δηλαδή  χωρίς ποδίσκο και φυτρώνουν μεμονωμένα ή ανά ζεύγη, σπάνια σε ομάδες. Η αμυγδαλιά ανθίζει Ιανουάριο – Φεβρουάριο και πριν ακόμα βγάλει φύλλα. Ο καρπός της είναι δρύπη, με εξωκάρπιο γκριζοπράσινο,  χνουδωτό και με μεσοκάρπιο λεπτό, σαρκώδες στην αρχή. Αργότερα, όταν ωριμάσει γίνεται ξερό, δερματώδες και σχίζεται , οπότε αφήνει γυμνό το αποξυλωμένο ενδοκάρπιο [αμύγδαλο] που περιέχει 1‐2 σαρκώδη  ελαιούχα σπέρματα [αμυγδαλόψιχα].  Η αμυγδαλιά αναπτύσσεται και καρποφορεί σε θερμά και ξηρά κλίματα. Οι πολλοί χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες ζημιώνουν τη βλάστηση και  την ποιότητα του καρπού. Έχει την δυνατότητα να ευδοκιμεί σε  εδάφη πετρώδη, χαλικώδη, ξηρά, άγονα και κατεξοχήν ασβεστούχα που είναι συνηθισμένα στην Ελλάδα. Μπορεί να καλλιεργηθεί μαζί με άλλες δενδρώδεις ή ποώδεις καλλιέργειες χωρίς να τις βλάπτει γιατί έχει  ρίζα με μεγάλη διεισδυτική ικανότητα. Για τον ίδιο λόγο δεν είναι απαραίτητη η λίπανση, η άρδευση και οι άλλες καλλιεργητικές φροντίδες γιατί παίρνει τα απαραίτητα συστατικά της από τα βαθύτερα στρώματα  του εδάφους.   Πολλαπλασιάζεται με σπορά  επιτόπου ή σε φυτώριο. Η αμυγδαλιά αρχίζει να καρποφορεί από  το τρίτο έτος  και βρίσκεται σε πλήρη καρποφορία το έβδομο.  Καλλιεργείται για τους καρπούς της κυρίως αλλά και ως διακοσμητικό δέντρο για τα ωραιότατα λουλούδια της που βγαίνουν πολύ νωρίς και θεωρούνται προάγγελοι της άνοιξης.  Τα αμύγδαλα είναι νόστιμη και θρεπτική τροφή, πλούσια σε βιταμίνη Ε και έλαιο. Το αμυγδαλέλαιο είναι χρήσιμο στην αρωματοποιία, φαρμακευτική και ζαχαροπλαστική. 

                                                                                                                                                                         Αχλαδιά: 

 

Η αχλαδιά ανήκει στην οικογένεια των Rosaceae. Το γένος Pyrus περιλαμβάνει περισσότερα από 20 είδη που όλα κατάγονται από την Ευρώπη και την Ασία. Πολλά από τα είδη αυτά μοιάζουν και η διάκρισή τους  είναι δύσκολη. Η αχλαδιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, μακρόβιο, μικρού έως μεγάλου μεγέθους. Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με την μηλιά αλλά χαρακτηρίζεται σαν πιο ορθόκλαδο.     Τα φύλλα είναι απλά κατ’ εναλλαγή, ωοειδή ή καρδιόσχημα, οδοντωτά στιλπνά και μακρόσχημα. Ο μίσχος των φύλλων στη βάση του φέρει δυο μικρά παράφυλλα. Οι οφθαλμοί διακρίνονται σε ξυλοφόρους και  μικτούς  και  βρίσκονται  πλάγια  και  επάκρια  των  βλαστών.  Οι  ξυλοφόροι  οφθαλμοί  έχουν  σχήμα  κωνικό,  φέρουν  χνούδι  και  σχηματίζουν  στο  σημείο  εκ  φύσεώς  του  με  το  βλαστό  οξεία  γωνιά,  χαρακτήρας  που  διακρίνει την μηλιά από την αχλαδιά. Οι καρποφόροι οφθαλμοί είναι μικτοί έχουν σχήμα κωνικό δε φέρουν χνούδι, είναι ελάχιστα μικρότεροι σε μέγεθος από εκείνους της μηλιάς και περικλείουν συνήθως 4‐12  άνθη. Τα άνθη είναι λευκά σπανιότερα δε ρόδινα. Παράγονται πριν ή συγχρόνως με τα φύλλα από μικτούς οφθαλμούς κατά κορύμβους. Ο καρπός είναι μήλο (ψευδής καρπός) έχει σχήμα σφαιρικό ή αχλαδόμορφο  με ή χωρίς κάλυκα. Ο τρόπος καρποφορίας της αχλαδιάς μοιάζει με εκείνο της μηλιάς. Μερικές ποικιλίες παράγουν άνθη σε κλάδους ενός χρόνου από μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς που βρίσκονται επάκρια και πλαγιά αυτών. Τα  άνθη  όμως  που  παράγονται  από  πλαγίους  μικτούς  καρποφόρους  οφθαλμούς  δεν  δίνουν  τόση  ικανοποιητική  παραγωγή  όσο  δίνουν  εκείνα  που  παράγονται  από  επάκριους  μικτούς  καρποφόρους  οφθαλμούς.  Οι  καρποί που παράγονται σε κλάδους ενός χρόνου λόγω του βάρους τους λυγίζουν τους κλάδους προς τα κάτω με αποτέλεσμα να δέχεται το εσωτερικό μέρος της κόμης των δέντρων των ορθόκλαδων ποικιλιών πιο  πολύ φως και να επιτυγχάνεται έτσι το δυνάμωμα της βλάστησης του δέντρου που βρίσκεται προς τα χαμηλότερα σημεία της κόμης του. Η αχλαδιά εισέρχεται σε αξιόλογη καρποφορία από τον 4ο‐6ο χρόνο της ηλικίας της ανάλογα με την ποικιλία και το υποκείμενο. Τα νάνα κλωνικά υποκείμενα επιταχύνουν την είσοδο των δέντρων σε καρποφορία. Η  παραγωγική διαδικασία της αχλαδιάς υπολογίζεται σε 30‐40 χρονιά περίπου. Πρέπει να καλλιεργείται σε περιοχές με αρκετό χειμερινό ψύχος για να μπορεί να διακοπεί ο λήθαργος των ξυλοφόρων και καρποφόρων  οφθαλμών της προκειμένου να εκπτυχθούν την Άνοιξη. Οι κλιματικές αυτές απαιτήσεις της περιορίζουν την επέκταση της καλλιέργειας της σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Επειδή ακόμη χαρακτηρίζεται και ως  μη ανθεκτική σε θερμοκρασίες κάτω από ‐29 0C δε μπορεί να καλλιεργηθεί σε περιοχές με πολύ δριμύ χειμώνα. Η αχλαδιά ευδοκιμεί σε ευρεία ποικιλία εδαφών από τα αμμοπηλώδη έως τα αργιλλοαμμώδη αλλά  δεν  αναπτύσσεται  καλά  σε  ξηρά  ελαφρά  εδάφη.  Συγκριτικά  με  την  μηλιά  είναι  λιγότερο  ανεκτική  στην  ξηρασία  και  μάλλον  ανεκτική  σε  μη  καλή  αποστράγγιση.  Κατάλληλο  βάθος  εδάφους  για  την  ανάπτυξη  του  ριζικού της συστήματος είναι τα 50 εκ. Γενικά πρέπει να αποφεύγεται η καλλιέργεια της αχλαδιάς σε αβαθή ασβεστούχα εδάφη σε πολύ αλκαλικά ή σε εδάφη που το εδαφικό νερό είναι φορτισμένο με κατιόντα  ασβεστίου.   Ποικιλίες: Μαγιάτικη, Ζαχαράτη, Μοσχάτη, Κοντούλα, Αυγουστιάτικη. Η αχλαδιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεμονωμένο ή σε ομάδες σε διάφορα σημεία του κήπου.     Μπορούμε να το τοποθετήσουμε και σε σημεία που χρειαζόμαστε σκίαση ακόμα και δίπλα σε κάποιο παράθυρο αφού τους χειμερινούς μήνες δεν διατηρεί τα φύλλα του και έτσι ο ήλιος είναι διαθέσιμος. Η αχλαδιά  δεν  μπαίνει  σε  γλάστρα  αλλά  υπάρχουν  κάποιες  νάνες  ποικιλίες  τις  οποίες  τις  χρησιμοποιούμε  αποκλειστικά  ως  γλαστρικά.  Η  αχλαδιά  μπορεί  να  τοποθετηθεί  στα  υψηλότερα  σημεία  του  κήπου  γιατί  είναι  πιο  ανθεκτικά στους ανέμους και σε άλλες δυσχερείς καταστάσεις. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αν υπάρχει διαθέσιμος χώρος διαφορετικές ποικιλίες αχλαδιάς έτσι ώστε να έχουμε σε όλες τις περιόδους άνθη και  καρπούς. 

 

 

   

 

              Βιβούρνο:    Το γένος Viburnum της οικογένειας Caprifoliaceae αποτελείται από αειθαλείς ή φυλλοβόλους θάμνους και σπανιότερα μικρά δένδρα με απλά, αντίθετα φύλλα και άνθη και άλλα έντονα χρώματα στα φύλλα και  διακοσμητικούς καρπούς το φθινόπωρο.   Αναπτύσσεται σε μέτρια υγρά, στραγγιζόμενα εδάφη και σε ηλιόλουστες ή ημισκιαζόμενες θέσεις. Φυτεύεται μεμονωμένα, σε ομάδες και φυτοφράχτες.   Πολλαπλαιάζεται κυρίως με ημιξυλώδη μοσχεύματα το καλοκαίρι.   Φτάνει τα 5 μ. ύψος και τα 4 μ. πλάτος. Έχει μέτριες απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες κάτω των  ‐20ο C. 

                                 

Βραχυχίτωνας:    Το γένος Brachychiton Populneum της οικογένειας Cterculiaceae είναι αιθαλές ή φυλλοβόλο δέντρο που κατάγεται από την Αυστραλία.   Χρησιμοποιείται στην κηποτεχνία για τον λείο και μεγάλο κορμό του αλλά και στην δημιουργία δενδοστοιχείων ως ανεμοφράχτης.  Μπορεί να φτάσει τα 20 μ. Ανθίζει το καλοκαίρι και καρποφορεί την άνοιξη. Έχει μικρά ροδοκόκκινα άνθη. 

 

                         

 

Βρωμοκαρυδιά [βρωμόδεντρο]:    Το γένος Ailanthus της οικογένειας Simaroubaceae περιλαμβάνει φυλλοβόλα δέντρα ή θάμνους με μεγάλα πράσινα σύνθετα φύλλα που γίνονται κίτρινα το φθινόπωρο  Είναι δίοικα φυτά και τα θυλικά παράγουν δύσοσμα άνθη. Αναπτύσσονται ακόμα και σε φτωχά και ξηρά εδάφη, σε ηλιόλουστες θέσεις. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στη ρύπανση γι΄ αυτό παρατηρείται ότι πολύ συχνά  φυτρώνει δίπλα σε μεγάλες λεωφόρους.   Ήρθε στην Ελλάδα από την Κίνα μαζί με τα φυτά του Εθνικού Κήπου και σήμερα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Είναι ζιζάνιο, φυτό καταστροφικό για όλα τα υπόλοιπα.  Πολλαπλασιάζεται με σπόρους. Δεν προσβάλλονται από ασθένειες.   ο Φτάνει τα 25 μ. ύψος και τα 10 μ. πλάτος.  Είναι φωτόφυλλο είδος, έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες των ‐20  C. 

 

 

Γιασεμί:  Το γιασεμί ή ίασμος είναι αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό και ανήκει στην τάξη Λιγουστρώδη και στην οικογένεια Ελαιίδες. Υπάρχουν 300 περίπου είδη που βρίσκονται στις εύκρατες και θερμές χώρες της γης . Είναι  αναρριχώμενος θάμνος συνήθως αειθαλής αλλά και φυλλοβόλος. Τα φύλλα του εναλλάσσονται είναι απλά ή τρίφυλλα και πτερωτά. Τα άνθη του είναι λευκά στα περισσότερα είδη αλλά και κίτρινα, λευκά‐ροζ, ροζ,  γαλάζια  και  μπλε.  Είναι  αρωματικά  και  αναδύουν  ένα  γλυκό  θαυμάσιο  άρωμα.  Ο  καρπός  του  γιασεμιού  είναι  ράγα  με  2  λοβούς.  Είναι  διακοσμητικό  φυτό  και  καλλιεργείται  σε  γλάστρες  και  κήπους.  Το  γιασεμί  πολλαπλασιάζεται  με  εμβολιασμό,  με  μοσχεύματα  ή  με  καταβολάδες  είναι  ευαίσθητο  στο  δυνατό  κρύο  και  τον  παγετό  ενώ  αγαπά  τη  ζέστη  και  τη  μεγάλη  ηλιοφάνεια.  Εκτός  από  διακοσμητικά  μερικά  είδη  του  καλλιεργούνται για βιομηχανικούς σκοπούς, και χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρωματοποιία. Η καλλιέργεια των ειδών αυτών γίνεται κοντά σε παραθαλάσσιες περιοχές γιατί η θαλάσσια αύρα είναι ευεργετική για  την ανάπτυξη τους. Οι ρίζες του γιασεμιού δεν αναπτύσσονται πολύ ούτε διεισδύουν βαθιά στο έδαφος. Είναι πολυετές φυτό και χρησιμοποιεί το έδαφος μακροχρόνια και η καλλιέργεια του κρατάει γύρω στα 15  χρόνια. Τα άνθη του αναπτύσσονται από τον πρώτο χρόνο αλλά είναι λίγα ενώ σημαντική παραγωγή λουλουδιών έχουμε από τον τρίτο χρόνο. Τα είδη των γιασεμιών που φυτεύονται σε αγρούς χρειάζονται αρκετό  πότισμα όταν η περίοδος των βροχών σταματήσει. Το έδαφος πρέπει να λιπαίνεται με διάφορα λιπάσματα και κοπριά, ενώ το φυτό χρειάζεται κλάδεμα και αφαίρεση των ξερών βλαστών και φύλλων .Η συλλογή των  λουλουδιών  γίνεται  τις  πρώτες  πρωινές  ώρες  και  τους  μήνες  Ιούνιο  έως  Οκτώβριο.  Από  το  γιασεμί  εξάγεται  ένα  αιθέριο  έλαιο  γνωστό  με  την  ονομασία  γιασμινέλαιο.  Για  την  εξαγωγή  αυτού  του  ελαίου  χρησιμοποιούνται 2 μέθοδοι, η απόσταξη και η εκχύλιση. Το αιθέριο έλαιο αυτό χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Περιέχει λινολικό οξύ ,γερανιόλη ,βενζυλικό οξύ ,ευγενόλη, τερπινεόλη και λιναλοόλη. Είναι  απαραίτητο συστατικό σχεδόν όλων των αρωμάτων.  Τα σπουδαιότερα είδη γιασεμιού είναι:  Φρούτικανς: Βρίσκεται αυτοφυές στην Ελλάδα στις περιοχές της Μεσογείου και στη δυτική Ασία. Είναι αειθαλής θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 2 μέτρα. Έχει κίτρινα άνθη, βρίσκονται δε στις κορυφές των κλαδιών  που είναι αρκετά σκληρά και εύθραυστα.  Οφισινάλις: Θάμνος με όρθιο, λείο και αποξυλωμένο βλαστό. Κατάγεται από το Ιράν και τα Ιμαλάια και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στο ψύχος. Υπάρχουν μορφές ποικιλόφυλλες με διπλά άνθη. Το γιασεμί οφισινάλις  είναι η κύρια πηγή του γιασμινέλαιου.  Χιουμίλ: Θάμνος που έρπει και ο βλαστός του φτάνει και τα 7 μέτρα μήκος. Τα κλαδιά του είναι λεία ,τα φύλλα του αρκετά παχιά και τα άνθη του σχηματίζουν πυκνές ταξιανθίες. Είναι ανθεκτικός στις χαμηλές  θερμοκρασίες των εύκρατων περιοχών.  Μεγαλοανθής:  Θάμνος  με  ασιατική  καταγωγή,  πατρίδα  του  θεωρείται  η  Μαλαισία  όπου  παλαιότερα  το  χρησιμοποιούσαν  σε  εορτές  και  τελετές.  Καλλιεργείται  στις  νότιες  περιοχές  της  Γαλλίας,  στην  Αίγυπτο  τη  Σικελία, τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη για την παραγωγή του γιασμινέλαιου. Στην Ελλάδα είναι γνωστό και σα γιασεμί της Χίου. Από το βλαστό του κατασκευάζονται πίπες ανατολίτικου τύπου πολύ καλής  ποιότητας.  Μπουγαρίνι ή φούλι: Θάμνος αναρριχώμενος που φτάνει σε μεγάλο ύψος. Τα κλαδιά του σχηματίζουν πολλές γωνίες και τα φύλλα του είναι μεγάλα με νευρώσεις. Τα άνθη του είναι μεγάλα ,λευκά με εξαιρετικό  άρωμα. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό και για την παρασκευή του έξοχου ομώνυμου αρώματος, ενώ μία μορφή του με διπλά άνθη έχει την ονομασία γκραντούκα τα άνθη του δε, χρησιμοποιούνται στο αρωματικό  τσάι. 

 

     

                Γρεβιλλέα:     Το γένος Grevillea της οικογένειας Proteaceae περιλαμβάνει 300 περίπου είδη αειθαλών δένδρων και θάμνων που προέρχονται από τροπικές και υποτροπικές περιοχές.  Αναπτύσσονται σε ηλιόλουστες θέσεις, σε ουδέτερα ή όξινα εδάφη, με μικρές απαιτήσεις σε νερό.  Τα δένδρα φυτεύονται σε δενδροστοιχείες, ενώ οι θάμνοι σε γλάστρες, βραχόκηπους και ομάδες.  Πολλαπλασιάζονται με ημιξυλώδη μοσχεύματα. Δεν προσβάλλονται από ασθένειες.  Έχει πορτοκαλί άνθη από το τέλος του χειμώνα έως τις αρχές του καλοκαιριού.  Φτάνει τα 20 μ. ύψος και 10 μ. πλάτος και νατέχει σε θερμοκρασίες από ‐10ο έως ‐20ο C. 

 

 

    Δάφνη:  Λάουρος η ευγενής, Laurus nobilis : αρωματικό φυτό της οικογένειας των δαφνιδών ή λαουριδών. Ανήκει στο γένος λάουρος και στη χώρα μας απαντάται και αυτοφυής. Επίσης, στον ελληνικό χώρο καλλιεργείται  και η δάφνη του Απόλλωνα, γνωστή με τα λαϊκά ονόματα βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα. Δεν είναι γνωστή η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φύλλων δάφνης. Μόνο στην Ελλάδα εξάγονται περί τους 200  τόνους ετησίως.    Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, ακέραια, λογχοειδή, βαθυπράσινα με μικρό μίσχο και με ελαφρά κυματοειδή μορφή. Η οσμή τους είναι αρωματική και η γεύση τους είναι λίγο  πικρή. Τα άνθη βγαίνουν τον Μάρτιο με Απρίλιο. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες περικάρπιο και μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, σχήμα ωοειδές και μέγεθος μικρής  ελιάς. Από τους καρπούς παράγεται το δαφνέλαιο, που έχει μορφή αλοιφής και στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι πράσινο.    Το  φυτό  ευδοκιμεί  σε  ασβεστολιθικά  και  καλά  αρδευόμενα  εδάφη.  Ο  πολλαπλασιασμός  του  γίνεται  με  σπέρματα  ,  τα  οποία  σπέρνονται  σε  σπορεία.  Έπειτα  από  3‐4  μήνες  τα  φυτεύουν  στο  έδαφος  και  όταν  αναπτυχθούν αρκετά τότε μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση. Εκτός αυτού, η δάφνη πολλαπλασιάζεται και με μοσχεύματα όπως και με παραφυάδες.    Τα φύλλα του φυτού χρησιμοποιούνται ως άρτυμα στη μαγειρικά (νοστιμίζει φαγητά όπως όσπρια) και στη συσκευασία ξερών καρπών, όπως σύκα σταφίδες. Το αιθέριο έλαιο που έχουν τα φύλλα και οι καρποί  χρησιμοποιούνται για εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα. Ένα αραιό αφέψημα από αυτά χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο οργανισμών που παρασιτούν σε άλογα.    Στην Ελλάδα η  δάφνη ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και γίνεται  μνεία γι' αυτήν στον Όμηρο.  Ήταν ιερό δέντρο, αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Πρώτα οι Έλληνες και έπειτα οι  Ρωμαίοι συνήθιζαν να  στεφανώνουν με κλαδιά δάφνης τους νικητές των αγώνων. Έτσι, ακόμα και σήμερα η δάφνη ταυτίζεται με τη δόξα, τη νίκη και την υπεροχή. Στην αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστές οι θεραπευτικές της ιδιότητες.     

  

  

 

    Δεντρολίβανο:  Αρωματικός αειθαλής θάμνος το δενδρολίβανο ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.    Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές ,σε στολισμούς κτηρίων, ναών και το έκαιγαν και σαν θυμίαμα.    Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής.    Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά  , γραμμοειδή και μοιάζουν  με πευκοβελόνες.  Η πάνω επιφάνεια  των φύλλων έχει χρώμα  σκούρο πράσινο και η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρώς χνουδωτή με χρώμα λευκό ή αχνά γκριζωπό. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή  και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.    Οι  τρυφεροί  βλαστοί  και  τα  φύλλα  του  δενδρολίβανου  χρησιμοποιούνται  σαν  αρωματικό  σε  πολλά  φαγητά.  Στα  ψητά  δίνει  μία  ιδιαίτερη  γεύση.  Στη  ζαχαροπλαστική  το  χρησιμοποιούν  κυρίως  στα  γλυκά  του  κουταλιού. Έχουν ένα ευχάριστο άρωμα που μοιάζει με αυτό του τσαγιού και η γεύση του είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.    Από τα φύλλα του δενδρολίβανου εξάγεται ένα υγρό που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φάρμακου για τους ρευματισμούς, για τις διάφορους ερεθισμούς του στόματος καθώς και για το βήχα. Από τους βλαστούς  εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία καθώς και με κατάλληλη επεξεργασία στην παρασκευή εντομοκτόνων.  Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για τη παραγωγή μελιού.     

 

  

  Ελιά:  Η καλλιέργεια της ελιάς ξεκινάει από τα προϊστορικά χρόνια. Σήμερα καλλιεργείται ευρέως σε όλες τις χώρες της Μεσογείου. Ονομάζεται Olea europea και ανήκει στην οικογένεια Oleaceae.     Είναι δέντρο αειθαλές. Έχει την ανάγκη του ψύχους το χειμώνα για να διαφοροποιηθούν οι οφθαλμοί σε ταξιανθίες. Τα άνθη της ελιάς είναι μικρά και κιτρινόλευκα, ταξιανθία φόβη. Η επάρκεια εδαφικής υγρασίας  και τα αζωτούχα λιπάσματα είναι απαραίτητα για την κανονική ανθοφορία και καρποφορία της ελιάς. Τα φύλλα είναι λογχοειδή, λειόχειλα, δερματώδη, πράσινα στην επάνω επιφάνεια και σταχτιά στην κάτω. Οι  οφθαλμοί είναι μικροί. Οι ανθοφόροι διακρίνονται δύσκολα από τους βλαστοφόρους και μόνο σε προχωρημένο στάδιο διακρίνονται οι ταξιανθίες Τα άνθη φέρονται σε βοτρυώδεις ταξιανθίες που δημιουργούνται  στις μασχάλες αντίθετων φύλλων . Τα άνθη είναι μικρά κιτρινόλευκα.     Η ελιά καρποφορεί σε βλαστούς του προηγούμενου έτους με μέτρια ζωηρότητα. Πρέπει λοιπόν το έτος της καρποφορίας να σχηματίζει και βλαστούς 10‐30 εκ. μήκους για να ανθοφορήσει τον επόμενο χρόνο. Στη  χώρα μας η ελιά καλλιεργείται ως επί το πλείστον σε ξηρά και άγονα εδάφη, με αποτέλεσμα να παρενιαυτοφορεί. Η εξήγηση αυτού του φαινόμενου είναι ότι η υπερβολική ανθοφορία και καρπόδεση εξαντλεί το  δέντρο. Η διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών της ελιάς αρχίζει το τέλος του χειμώνα ή την άνοιξη, αφού τα δέντρα υποστούν την επίδραση των χαμηλών θερμοκρασιών του χειμώνα. Οι ελιές συγκομίζονται  αφού φτάσουν στο κατάλληλο στάδιο ωριμότητας. Ο καρπός προς το τέλος της αύξησής του διέρχεται από διάφορα στάδια χρώματος και ωριμάζει τελείως 7‐8 μήνες μετά την ανθοφορία. Η ελιά ευδοκιμεί στο μεσογειακό κλίμα. Θέλει ήπιο και βροχερό χειμώνα και ζεστό και ξηρό καλοκαίρι. Θερμοκρασίες ‐10ο C το χειμώνα μπορεί να προκαλέσουν ζημιές στο δέντρο. Για τις περισσότερες ποικιλίες η  άριστη θερμοκρασία είναι κατώτερη από 7,2 0C και για μερικές είναι μικρότερη από 13 C. Είναι δέντρο που ευδοκιμεί σε ξηροθερμικές περιοχές και παράγει καρπό ακόμη και σε πετρώδη και άγονα εδάφη. Στα  εδάφη αυτά το ριζικό σύστημα φτάνει σε αρκετό βάθος και απλώνεται σε μεγάλη έκταση. Σε γόνιμες και αρδευόμενες περιοχές αποδίδει πολύ και παρουσιάζει γρήγορη και έντονη ανάπτυξη. Τα καταλληλότερα  όμως εδάφη για κανονική καρποφορία είναι τα βαθιά αμμοπηλώδη, που είναι επαρκώς εφοδιασμένα με Ν, Κ, Ρ και νερό.   Στο  κλάδεμα  εφαρμόζεται  το  ελεύθερο  σχήμα  που  αναπτύσσει  βλάστηση  και  στο  κέντρο  του  δέντρου  και  έτσι  προστατεύει  το  δέντρο  από  το  δυνατό  ήλιο  του  καλοκαιριού.  Στα  ψυχρότερα  μέρη  μπορεί  να  εφαρμόζεται το σχήμα κυπέλλου. Άλλο σχήμα είναι το ημισφαιρικό (σχήμα ομπρέλας) που είναι ομοίως κατάλληλο για την ελιά αλλά δεν το συναντούμε συχνά. Υπάρχουν μικρόκαρπες, μεσόκαρπες και αδρόκαρπες  ποικιλίες. Μερικές από αυτές είναι: Καλαμών, Χονδρολιά, Χαλκιδικής, Κορωνέικη.     Η κυρία χρήση  της ελιάς από τα αρχαία χρονιά ήταν κυρίως  παραγωγική. Τα τελευταία χρόνια η ελιά έχει καθιερωθεί και  ως καλλωπιστικό φυτό μέσα στους κήπους ή ακόμα και σε δημόσιους χώρους είτε  ως  μεμονωμένο  είτε  σε  μορφή  δεντροστοιχίας,  επίσης  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  ως  γλαστρικό  σε  διάφορα  σημεία  καθώς  επίσης  και  ως  κουρευόμενος  φράκτης  και  ως  διαμορφωμένο.  Ως  καλλωπιστικά  χρησιμοποιούνται και τα δέντρα με τον ανάγλυφο κορμό. Οι λόγοι που καθιέρωσαν την ελιά από ένα παραγωγικό φυτό σε ένα καλλωπιστικό είναι οι εξής, η ελιά είναι αειθαλές δέντρο άρα διατηρεί το φύλλωμα  του καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου, η καρποφορία της είναι επίσης μεγάλης διάρκειας. Αυτό όμως που είναι εντυπωσιακό είναι το φύλλωμα της, το οποίο έχει διαφορετικό χρώμα στην πάνω και στην κάτω  επιφάνεια των φύλλων. Μπορεί να τοποθετηθεί μεμονωμένα σε κάποιο σημείο του κήπου ή σε μορφή δεντροστοιχίας. Ο συνδυασμός της ελιάς με βράχους και αρωματικά φυτά είναι πολύ πετυχημένος. Επίσης  πρέπει να προσέχουμε που θα την τοποθετήσουμε έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν προβλήματα με το ριζικό της σύστημα το οποίο αναπτύσσεται αρκετά. 

 

  Ευκάλυπτος:  Ο  ευκάλυπτος  είναι  αγγειόσπερμο,  δικότυλο,  ιθαγενές  φυτό  και  ανήκει  στην  τάξη  Μυρτώδη  και  στην  οικογένεια  Μυρτίδες.  Περιλαμβάνει  550  περίπου  είδη  μεγάλων  ως  επί  το  πλείστον  δέντρων  που  καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές για εμπορική εκμετάλλευση και για τη σκιά τους. Τα φύλλα του είναι μακριά , δερματώδη και κρέμονται από το δέντρο. Ο καρπός είναι κάψα που περιβάλλεται από μία θήκη  και περιέχει πολλά μικρά σπόρια ενώ τα άνθη όταν ανοίγουν ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα μικρό δοχείο.    Τα  φύλλα  πολλών  ειδών  περιέχουν  ένα  έλαιο  γνωστό  και  σαν  ευκαλυπτέλαιο  που  χρησιμοποιείται  στη  φαρμακευτική  σε  διάφορα  σπρέι  κατά  της  ρινικής  καταρροής.  Από  τον  κορμό  κάποιων  άλλων  ειδών  λαμβάνεται η ρητίνη, χρήσιμη στη βυρσοδεψία και στη φαρμακευτική. Τα δέντρα είναι ψηλά και μπορούν να φτάσουν σε ύψος και τα 90 μέτρα και η περιφέρεια του κορμού τα 8 μέτρα. Ο φλοιός του ευκαλύπτου  έχει χρήσεις στη βυρσοδεψία, ενώ το ξύλο του, επειδή έχει την ιδιότητα να είναι σκληρό και στερεό, έχει χρήσεις στη ναυπηγική σε βαριές και ελαφριές κατασκευές, στην κατασκευή αποβάθρων, στη γεφυροποιία,  σε τηλεγραφικούς στύλους και σε οικοδομές. Στην Αυστραλία χρησιμοποιείται σαν καύσιμο. Επίσης χρησιμοποιείται πολύ σε αναδασώσεις γιατί αναπτύσσεται πολύ γρήγορα ενώ παράλληλα δεν είναι ευαίσθητος  στις διάφορες ασθένειες.   Στην Ελλάδα βρίσκουμε το είδος ευκάλυπτος γκλόμπουλους που φτάνει σε ύφος τα 80 μέτρα. Έχει ξερό φλοιό που μαδάει βγάζοντας μακριές ταινίες αφήνοντας τον κορμό λείο και το χρώμα του σταχτίλευκο.  Καλλιεργείται κυρίως στη νότια Ελλάδα και στη Χαλκιδική και βρίσκεται σε δάση και κήπους. Η καλλιέργεια ευκαλύπτου επιδιώκεται σε ελώδεις περιοχές γιατί με τις πολλές ρίζες του απορροφά τα πλεονάζοντα  νερά,  τις  αποξηραίνει  και  τις  εξυγιαίνει.  Μερικοί  τον  φυτεύουν  στον  κήπο  του  σπιτιού  τους  αφού  εκτός  της  σκιάς  και  της  δροσιάς  που  παρέχει  έχει  τη  δυνατότητα  να  απομακρύνει  και  τα  κουνούπια.  Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα που φυτεύονται την άνοιξη σε ξύλινα κιβώτια, μεταφυτεύονται σε γλάστρες, όπου παραμένουν ως το φθινόπωρο ή την επόμενη άνοιξη, οπότε μεταφυτεύονται στην τελική τους  θέση.   Κυριότερα είδη στην Ελλάδα: Ευκάλυπτος ο καμαλδουλένσιος (Eucalyptus calmadulensis) ή Ευκάλυπτος ο ρυγχωτός (Eucalyptus rostratus) και Ευκάλυπτος ο σφαιρικός (Eucalyptus globulus).      

                       

Ιπποκαστανιά:    Η ποικιλία Aesculus Indica της οικογένειας Hippocastanaceae είναι φυλλοβόλο δέντρο με σφαιρική κόμη και λευκορόδινα άνθη την άνοιξη.   Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και ημισκιασμένες θέσεις, σε μέτρια υγρά, στραγγιζόμενα, βαθειά, γόνιμα εδάφη.  Φυτεύεται μεμονομένα, σε δενδροστοιχίες και συστάδες.  Πολλαπλασιάζεται με σπόρους που χρειάζονται υγρή και ψυχρή στρωμάτωση για να φυτρώσουν ή με εμβόλια.   Φτάνει τα 12 μ. ύψος και τα 8 μ. πλάτος.  ο Αντέχει σε θερμοκρασίες ‐20  C. 

 

                         

Κισσός:  Ο κισσός είναι γένος φυτών της οικογένειας Αραλιίδες (Araliacae) και ανήκει στην τάξη των σκιαδανθών (Umbelliflorae). Το γένος Χέδερα (Hedera) περιλαμβάνει 2, ή σύμφωνα με άλλη ταξινόμηση, 5 ή 6 είδη,  ιθαγενή της Βόρειας Αφρικής, των Καναρίων νήσων , της Ευρώπης και της Ασίας. Το γνωστότερο στην Ελλάδα είναι το καλλιεργούμενο αλλά και αυτοφυές Χέδερα η έλιξ (Hedera helix), κοινά κισσός και είναι  αειθαλής  ή  δενδρύλλιο.  Μπορεί  να  αναπτυχθεί  σε  μεγάλο  εύρος  περιβαλλοντικών  συνθηκών,  όμως  αναπτύσσεται  καλύτερα  σε  ημισκιαζόμενες  και  σκιασμένες  θέσεις,  σε  μέτρια  υγρά,  καλά  στραγγιζόμενα,  ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Φυτεύονται για να αναρριχηθούν σε πέργολες, φράχτες και τοίχους. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για κάλυψη εδαφών.    Είναι αειθαλής θάμνος, μακρόβιος, αναρριχώμενος ή έρπων και σπάνια δενδρύλλιο. Τα φύλλα του είναι τοποθετημένα εναλλάξ, με μακρύ μίσχο, ωοειδή, τριγωνικά, ρομβοειδή και καρδιόσχημα. Συχνά εμφανίζουν  το φαινόμενο της ετεροφυλλίας. Αυτό σημαίνει ότι πάνω στο ίδιο φυτό υπάρχουν φύλλα με διαφορετικό σχήμα (ρομβοειδή και τρίλοβα ή πεντάλοβα). Ο αναρριχώμενος κισσός δημιουργεί μικρές εναέριες ρίζες  (τις λεγόμενες απτικές ρίζες) , που συντελούν στη συγκράτηση του φυτού κατά την αναρρίχηση σε διάφορα υποστηρίγματα.    Τα άνθη του είναι διγενή με 5 σέπαλα, 5 πέταλα, 5 στήμονες και πεντάχωρη ωοθήκη. Είναι διαταγμένα σε σφαιρικά σκιάδια, που μπορεί να είναι απλά ή να ενώνονται σε σύνθετες ταξιανθίες. Τα άνθη του δίνουν  γύρη μέτριας αξίας και μέλι λευκό αρωματικό που κρυσταλλώνει γρήγορα. Ο καρπός είναι ράγα, συνήθως μελανού χρώματος, με 2‐5 σπέρματα.     

    Κορομηλιά:  Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η κορομηλιά ανήκει στο γένος Προύνος και στην οικογένεια Ροδίδες.  Είναι γνωστή και με την ονομασία τζανεριά και τζαρνικιά. Η καταγωγή της είναι από τις Μεσογειακές περιοχές όπου τις καλλιεργούσαν πριν 2000 χρόνια. Σήμερα βρίσκεται και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της  Ευρώπης και της Ασίας.    Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα , έχει μεγάλα οδοντωτά φύλλα που εναλλάσσονται και χνουδωτά παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν ταξιανθίες και μοιάζουν με αυτά της βερικοκιάς και της  αμυγδαλιάς, τα δε κλαδιά της όταν είναι τρυφερά, είναι τριχωτά.    Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν  κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα  και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.  Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό  φυτό και γενικά είναι σκληραγωγημένο έτσι γίνεται  και υποκείμενο εμβολιασμού για μεγάλη ποικιλία οπωροφόρων δέντρων. Προτιμά τη μοναξιά και όχι τις συστοιχίες δέντρων.  Αποδίδει καρπούς πολύ νωρίς, μόλις από τον τρίτο χρόνο της ζωής της.    Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τις μπουρνέλες.  Η κορομηλιά είναι είδος φυτού του γένους Προύνος, το οποίο περιλαμβάνει πολλά οπωροφόρα δέντρα. Αυτά, σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη, αποτελούν ιδιαίτερα γένη. Χαρακτηρίστηκε από τον Λινναίο  αρχικά  ως  ξεχωριστό  είδος,  νεότερες  όμως  απόψεις  τη  θέλουν  υποείδος  του  είδους  Προύνος  η  οικιακή  (Prunus  Domestica),  που  είναι  η  δαμασκηνιά  και  ονομάζεται  Προύνος  η  οικιακή,  υποείδος  εμβόλιμος.  Ευδοκιμεί σε διάφορα κλίματα και σε ορεινά ή πεδινά εδάφη.    Είναι  φυλλοβόλο  δέντρο  και  ο  καρπός  του  είναι  δρύπη,  σχεδόν  σφαιρική,  με  λείο  εξωκάρπιο  και  κίτρινο  ,  κόκκινο  ή  ιώδες  χρώμα.  Έχει  οδοντωτά  φύλλα  και  μεγάλα  λευκά  άνθη,  που  εκπτύσσονται  ανά  δύο  ή  περισσότερα, πιο μπροστά από τα φύλλα. Τα άνθη έχουν πέντε σέπαλα και ισάριθμα πέταλα, ενώ οι στήμονες φτάνουν τους 30. Το μεσοκάρπιο είναι σαρκώδες και χυμώδες.   

 

          Κουκιά:  Η κουκιά είναι ποώδες, ετήσιο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, του γένους Βικία που καλλιεργείται για τους καρπούς του. Το λατινικό της όνομα είναι Vicia faba. Τα φύλλα της είναι σύνθετα πτερωτά, τα άνθη  της σχηματίζουν βότρυες και μοιάζουν με αυτά της μπιζελιάς. Είναι χρώματος λευκού ή μοβ έχοντας μία χαρακτηριστική μαύρη κηλίδα σε κάθε πέταλο. Το ύψος του φυτού φτάνει το 1 μέτρο και η συγκομιδή των  καρπών είναι σχετικά εύκολη αφού ο βλαστός του είναι ίσιος ενώ στα περισσότερα άλλα είδη των ψυχανθών είναι περιεστραμμένος.    Καλλιεργείται σε ψυχρές και εύκρατες περιοχές. Η καταγωγή της είναι από την Ασία και η Κίνα έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή στο κόσμο. Ευδοκιμεί σε όλα τα χώματα που έχουν καλή στράγγιση. Η σπορά γίνεται  τον Οκτώβριο και το πότισμα την Άνοιξη.    Ο καρπός είναι κοντός, χοντρός, και άμισχος και περιέχει έως 10 μεγάλα ογκώδη σπόρια, τα γνωστά κουκιά. Η θρεπτική αξία των κουκιών είναι μεγάλη αφού είναι πλούσια σε πρωτεΐνες. Κάθε καρπός περιέχει νερό  72%, πρωτεΐνες 8%, υδατάνθρακες 20%, φυτικές ίνες 5%, φυτικά έλαια 1%. Είναι πλούσια σε φολικό οξύ (104 mg ανά 100 γρμ), φωσφόρο, μαγγάνιο, μαγνήσιο, χαλκό, κάλιο, νάτριο, σίδηρο. Περιέχει επίσης λιπαρά  οξέα ω6 152 mg/100γρ και ω3 12.0 mg/100γρ.    Τα κουκιά τρώγονται μαγειρεμένα χλωρά ή ξερά. Οι καρποί που προορίζονται να καταναλωθούν σαν χλωροί μαζεύονται 10 μέρες μετά το δέσιμο του καρπού. Εκτός από τροφή για τον άνθρωπο χρησιμοποιείται  και σαν ζωοτροφή καθώς και για λίπανση των εδαφών αφού είναι πλούσια σε άζωτο. Αυτή είναι η γνωστή χλωρή λίπανση.    Στην Ελλάδα καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες όπως "κουκιά Σεβίλλης" με μακριούς καρπούς, "πρώιμα Χίου" με τα πλατιά σπόρια, "φούλια" με μικρούς καρπούς που συνήθως δίνονται σε ζωοτροφές, "κοινά  κουκιά" με κοντό καρπό και μεγάλα αλλά λίγα σπόρια και άλλες.    Τα κουκιά μπορούν να προκαλέσουν δηλητηρίαση στα ζώα και στον άνθρωπο γνωστή ως κυάμωση, που εκδηλώνεται ως αιμολυτική αναιμία και σε πολλές περιπτώσεις είναι θανατηφόρος. Η κυάμωση προκαλείται  σε άτομα που έχουν λόγω κληρονομικότητας έλλειψη του ενζύμου 6GPD.       

                 

        Κουτσουπιά [δέντρο του Ιούδα]:    Το  γένος  Cercis  της  οικογένειας  Fabaceae  είναι  θάμνος  ή  μικρό  δέντρο  ύψους  μέχρι  10  μ.  και  πλάτους  6  μ.  Έχει  φύλλα  εναλλασσόμενα,  κυκλικά  ‐  νεφροειδή,  με  μακρύ  μίσχο.  Τα  άνθη  εκφύονται  σε  ομάδες  κατευθείαν από τα κλαδιά ή και το βλαστό. Έχουν ροδόχρωμη, ζυγόμορφη, ψυχόμορφη στεφάνη.   Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες θέσεις, ακόμη και σε σχετικά άγονα και ξηρά, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη. Απαιτεί προστασία από τους πολύ δυνατούς παγετούς.  Φυτεύεται μεμονωμένα και σε δενδροστοιχίες.  Πολλαπλασιάζεται με σπόρους και κάποιες ποικιλίες με ημιξυλώδη μοσχεύματα.   Ο καρπός (χέδρωπας) είναι κοκκινοκαστανός, πεπιεσμένος. Βρίσκεται σε θαμνώνες, σε χαμηλά και μέσα υψόμετρα.     Είναι είδος της Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο εξαπλώνεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Β. Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό.     

 

                        Κουμαριά:  Η κουμαριά είναι φυτό ιθαγενές των Μεσογειακών περιοχών και της ΝΔ Ιρλανδίας. Ανήκει στο γένος Άρβουτος (Arbutus), οικογένεια Ερεικίδες (Ericaceae).   Αειθαλής θάμνος ή δένδρο που φτάνει σε ύψος 12 μ. Ο φλοιός του είναι τραχύς. Τα φύλλα του είναι γυαλιστερά βαθυπράσινα, λογχοειδή και οδοντωτά. Τα άνθη άσπρα ή ροζ βγαίνουν κατά κρεμαστά σκιάδια. Ο  καρπός είναι σφαιρικός με διάμετρο 1,5 – 2 εκ. με χρώμα κόκκινο ‐ πορτοκαλί και τραχεία επιφάνεια.   Ανθίζει  στο  τέλος  του  Φθινοπώρου  με  αρχές  του  Χειμώνα.  Πολλαπλασιάζεται  με  σπόρους,  την  άνοιξη  ή  το  φθινόπωρο,  αλλά  και  με  μοσχεύματα.  Ευδοκιμεί  σε  ελαφρό  αμμώδες  και  μη  ασβεστούχο  χώμα  και  χρειάζεται ήλιο και απάνεμες περιοχές.   Χρησιμοποιείται  στην  ποτοποιία  και  στην  βαφική.  Σε  ορισμένες  περιοχές  της  Ιταλίας  και  της  Κορσικής  από  τους  καρπούς  του  παράγεται  με  απόσταξη  ένα  είδος  οινοπνευματώδους  ποτού.  Επίσης  οι  καρποί  τρώγονται, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα νόστιμοι. Τα φύλλα και ο φλοιός χρησιμοποιούνται στην φαρμακευτική.  Στην  Ελλάδα  συναντώνται  οι  αυτοφυείς  ποικιλίες  Άρβουτος  η  κοινή  (Arbutus  unedo),  κοινώς  κουμαριά  και  η  Άρβουτος  η  ανδράχνη  (Arbutus  andrachne),  κοινώς  αγριοκουμαριά.  Η  κουμαριά  στην  Ελλάδα  ήταν  γνωστή από την αρχαιότητα και αναφέρεται με το όνομα «κόμαρος».      

 

  Κυπαρίσσι:  Γυμνόσπερμο, κωνοφόρο ,αειθαλές φυτό το κυπαρίσσι ανήκει στην τάξη ελατώδη και στην οικογένεια κυπαρισσίδες με 18 είδη που βρίσκονται στις περιοχές της Βορείου Αμερικής, στις χώρες της Μεσογείου και στη  Δυτική Ασία.  Τα  περισσότερα  είδη  είναι  δέντρα  που  φτάνουν  σε  ύψος  τα  30  μέτρα  και  έχουν  σχήμα  πυραμίδας.  Λίγα  είναι  τα  θαμνώδη  είδη  που  είναι  αυτοφυή  άγριων  βραχωδών  περιοχών  με  απλωμένα  κλαδιά  που  δεν  ξεπερνούν σε ύψος τα 7 μέτρα.  Ο φλοιός του δέντρου χωρίζεται σε λωρίδες που αποχωρίζονται και πέφτουν τα φύλλα του είναι απλωτά βελονοειδή και σε μεγαλύτερη ηλικία αποκτούν λέπια. Οι κώνοι του κυπαρισσιού έχουν σχήμα σφαιρικό και  φέρουν ζεύγη ξυλωδών λεπιών που βγαίνουν από τον άξονα του κάθε κώνου. Τα λέπια αυτά όταν γονιμοποιηθούν φέρουν αρκετά σπόρια που ωριμάζουν κάθε δεύτερο χρόνο. Ο κώνος ανοίγει 2 χρόνια αργότερα.    Τα πιο γνωστά είδη κυπαρισσιού είναι :    Το κοινό κυπαρίσσι. Βρίσκεται σαν αυτοφυές στις περιοχές της Μικράς Ασίας, του Ιράν και της Ελλάδας καλλιεργείται δε και σαν καλλωπιστικό σε όλη τη νότια Ευρώπη. Ψηλό δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε  ύψος,  ο  κορμός  του  είναι  ίσιος  ,  τα  φύλλα  του  μικρά  και  φέρουν  λέπια  είναι  δε  πολύ  πυκνά  και  σκεπάζουν  τα  μικρά  κλαδιά.  Τοποθετείται  σε  διάφορα  πάρκα  ,  κατά  μήκος  των  δρόμων  ,  για  τη  δημιουργία  αντιανεμικών  φραγμάτων  και  σε  αναδασώσεις.  Η  καλής  ποιότητας  ξυλεία  του  χρησιμοποιείται  στην  επιπλοποιία.  Είναι  δέντρο  πολύμορφο  και  υπάρχει  σε  πολλές  παραλλαγές.  Οι  πιο  σημαντικές  είναι  δύο.  Η  πυραμοειδής παραλλαγή ,στην οποία τα κλαδιά του είναι όρθια και λέγεται και αρσενικό κυπαρίσσι. Οριζοντιόκλαδος παραλλαγή με οριζόντια απλωτά κλαδιά και πλατιά πλούσια κόμη. Είναι το γνωστό θηλυκό  κυπαρίσσι. Το κυπαρίσσι το κοινό είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια. Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει τον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι  ώστε να παραμείνει αθάνατος , μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε σαν πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.    Κυπαρίσσι το πένθιμο. Καλλιεργείται στην Κίνα για της καλής ποιότητας ξυλεία που δίνει , σαν καλλωπιστικό και φυτεύεται σε κοιμητήρια.    Το κυπαρίσσι το μακρύκαρπο κατάγεται από την Καλιφόρνια. Φτάνει σε ύψος τα 30 μέτρα και καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. Όταν φτάσει σε μεγάλη ηλικία θυμίζει τον κέδρο.    Το κυπαρίσσι του Κασμίρ. Ωραίο δέντρο με ύψος που φτάνει τα 20 μέτρα. Βρίσκεται σε ορεινές περιοχές της Κίνας του Μπουτάν και του Κασμίρ.    Το λουσιτανικό. Η καταγωγή του είναι από το Μεξικό και είναι ευρέως διαδεδομένο στην Πορτογαλία το Μαρόκο και την Ισπανία. Τα φύλλα του έχουν χρώμα γλαυκοπράσινο το ύψος του φτάνει τα 18 μέτρα και τα  κλαδιά του είναι κρεμαστά. 

      Λεμονιά:  Η λεμονιά ανήκει στην οικογένεια Rutaceae το γένος Citrus το είδος Limon. Το δέντρο της λεμονιάς κάτω από ευνοϊκές συνθήκες που περιλαμβάνουν ήπιους χειμώνες, δροσερό καλοκαίρι, ελαφρές βροχοπτώσεις και  χαμηλή  σχετική  υγρασία,  αναπτύσσεται  ζωηρά.  Εάν  δεν  κλαδευτεί  μπορεί  να  φτάσει  στο  ύψος  των  7  m,  συνήθως  όμως  γίνεται  μικρότερο  δέντρο.  Οι  νεαροί  βλαστοί  είναι  λείοι,  με  τριγωνική  διατομή  και  ιώδες  χρώματος. Είναι ζωηροί και επεκτείνονται προς τα έξω περισσότερο απ’ ότι των άλλων εσπεριδοειδών. Φέρει αγκάθια και φλοιό γκρίζου χρώματος. Τα φύλλα είναι οξύληκτα και έχουν μήκος 5‐8 cm. Οι μίσχοι των  φύλλων δεν φέρουν πτερύγιο. Τα νεαρά δέντρα αναπτύσσονται γρηγορότερα και μπαίνουν στην καρποφορία σε μικρότερη  ηλικία απ’ ότι εκείνα των άλλων εσπεριδοειδών. Οι κύκλοι βλάστησης της λεμονιάς δεν  διακρίνονται μεταξύ τους τόσο εύκολα όσο στα πορτοκαλοειδή.   Η λεμονιά φέρει άνθη σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, δίνει όμως το μέγιστο ποσοστό άνθησης αργά την άνοιξη ή το καλοκαίρι. Τα ποσοστά της κάθε περιόδου μπορεί να’ ναι μικρότερα ή μεγαλύτερα ανάλογα  με το φορτίο καρπών που φέρει το δέντρο. Τα άνθη εμφανίζονται ως μονήρη ή ανά δυο μαζί. Η επικονίαση δεν αποτελεί πρόβλημα διότι αν τα άνθη δε γονιμοποιηθούν, σχηματίζουν καρπούς παρθενοκαρπικά.  Το  δέντρο αρχίζει να δίνει τους πρώτους καρπούς από το τρίτο έτος και μπαίνει στην πλήρη καρποφορία, το 6ο – 7ο έτος.   Η λεμονιά είναι το πιο ευαίσθητο εσπεριδοειδές στις χαμηλές θερμοκρασίες και στον αέρα Θερμοκρασίες ‐5ο C έως ‐7ο C προκαλούν μεγάλη ζημιά στο ξύλο της λεμονιάς. Οι καρποί ζημιώνονται στους ‐2ο C. Επίσης, τα  άνθη  και  οι  νεαροί  καρποί  είναι  δυνατόν  να  νεκρωθούν  στην  ίδια  θερμοκρασία.  Τα  φύλλα  πέφτουν  όταν  η  θερμοκρασία  φτάσει  στους  ‐4,5ο  C  και  οι  κορυφές  των  βλαστών  νεκρώνονται  στους  ‐3ο  C.  Τα  λεμόνια  αποκτούν  όξινη  γεύση  σε  περιοχές  με  δροσερό  καλοκαίρι.  Η  λίπανση  και  η  άρδευση  παίζουν  σπουδαίο  ρολό  στην  παραγωγή  καρπών.  Τα  στοιχεία  άζωτο  και  κάλιο  είναι  τα  2  κύρια  στοιχεία  που  επηρεάζουν  την  παραγωγή της λεμονιάς. Η λεμονιά ωφελείται περισσότερο από το αυστηρό κλάδεμα απ’ ότι τα υπόλοιπα εσπεριδοειδή. Το νεαρό λεμονόδεντρο εξαιτίας των μακρών βλαστών που δημιουργεί, χρειάζεται περισσότερο  κλάδεμα διαμόρφωσης απ’ ότι τα άλλα εσπεριδοειδή. Οι βλαστοί εξαιτίας του βάρους των φύλλων και καρπών λυγίζουν προς τα κάτω και λαίμαργοι εκφύονται στο σημείο κάμψης των βλαστών. Στα ώριμα δέντρα  εφαρμόζεται μέτριο κλάδεμα για να εξασφαλίζεται επαρκής φωτισμός της κόμης, να μειώνεται το ύψος των δέντρων και να αποφεύγεται η προστριβή των βλαστών μεταξύ τους.     Ποικιλίες: Interdonat, Santa Tereza, Zagara Bianca και Lisbon, Αδαμοπούλου και Eureka.     Η  λεμονιά  είναι  ίσως  το  πιο  συνηθισμένο  δέντρο  μέσα  στους  κήπους.  Είναι  δέντρο  αειθαλές,  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  σε  διάφορα  σημεία  του  κήπου  είτε  για  σκίαση  είτε  για  διαφόρους  λογούς.  Έχει  τριπλή  καλλωπιστική αξία αφού διαθέτει πράσινο πλούσιο φύλλωμα . πλούσια ανθοφορία και καρποφορία. Για να έχουμε αυξημένη παραγωγή καρπών πρέπει να έχουμε τις απαραίτητες για το δέντρο αρδεύσεις άρα δεν  μπορούμε να το συνδυάσουμε με γκαζόν γιατί για να διατηρηθεί το γκαζόν χρειάζεται αυξημένες αρδεύσεις που είναι αρνητικό για το δέντρο. Όπως και όλα τα εσπεριδοειδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεμονωμένα  καθώς και με άλλους τρόπους .Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γλαστρικό αλλά αν επιθυμούμε καλύτερη παραγωγή χρειάζεται αρκετή περιποίηση.     Η ονομασία "λεμόνι" προέρχεται από την περσική λέξη (‫ﻣﻮﯼل‬ Limu), η οποία είναι συγγενική με τη σανσκριτική λέξη nimbuka. Λεμονιές καλλιεργήθηκαν στη Γένοβα στα μέσα του 15ου αιώνα και εμφανίστηκαν στις  Αζόρες το 1494. Πρόσφατες έρευνες έχουν επισημάνει λεμόνια στα ερείπια της Πομπηίας. Τα λεμόνια χρησιμοποιήθηκαν παλιά από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό για την καταπολέμηση του σκορβούτου, καθώς  παρείχαν μεγάλη ποσότητα βιταμίνης C. 

 

 

              Λεύκα:  Γένος φυτών που ανήκει στην  οικογένεια Σαλικίδες (salicaceae). Το γένος Πόπουλος (populous) περιλαμβάνει περίπου 40 είδη που απαντούν στις εύκρατες  περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Η  ετυμολογία της  λατινικής λέξης populus δεν είναι καθορισμένη με βεβαιότητα. Πιθανώς προέρχεται από την ελληνική λέξη παιπάλω[=τρέμω, κινώ]. Οι  λεύκες ανθίζουν από το Φεβρουάριο ως τον Απρίλη , ανάλογα με το είδος και ο  καρπός ωριμάζει από τον Απρίλιο μέχρι το Μάιο. Ευδοκιμούν σε νωπά ως υγρά, πηλώδη και αμμώδη εδάφη. Αγαπούν το φώς και αντέχουν στους παγετούς και τους καύσωνες. Είναι δέντρα ανθεκτικά στους ανέμους  γιατί χάρη στην ευλυγισία τους κάμπτονται και δεν σπάζουν. Σπάνια βλάπτονται από το χιόνι εκτός από την εποχή που βγάζουν φύλλα. Ο πολλαπλασιασμός γίνεται με μοσχεύματα, σύντομα και εύκολα. Μόνο το  είδος Πόπουλος η τρέμουσα πολλαπλασιάζεται με ριζοβλαστήματα και σπέρματα.  Τα σπουδαιότερα είδη λεύκας που συναντώνται αυτοφυή ή καλλιεργούμενα στην Ελλάδα είναι:  Πόπουλος η λευκή (Populus alba). Απαντάται αυτοφυής στην Ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως από  τη Θεσσαλία και βορειότερα και είναι γνωστή ως λεύκα ή λευκή.  Πόπουλος η τρέμουσα (Populous tremula). Απαντά αυτοφυής στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και είναι γνωστή ως αγριολεύκα.  Πόπουλος μέλαινα (Populus nigra). Απαντάται αυτοφυής στην ηπειρωτική Ελλάδα και κυρίως στην βόρεια, κοντά στις όχθες ποταμών και ρυακιών, σε υγρούς τόπους χαμηλών υψομέτρων και είναι γνωστή ως λεύκα  ή καβάκι.  Πόπουλος  η  καναδική  (Populus  Canadensis).  Καλλιεργείται  πολύ  κατά  μήκος  των  δρόμων  και  είναι  γνωστή  ως  καναδική  λευκή.  Προήλθε  από  φυσικό  υβριδισμό  των  ειδών  Πόπουλος  η  μέλαινα  και  Πόπουλος  η  δελτοειδής, πιθανώς το 1750 στην Γαλλία.   Πόπουλος η δελτοειδής (Populus deltoides). Είδος ιθαγενές της Β. Αμερικής που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη , αρχικά στη Γαλλία.  Η ανάπτυξη της αυτοκαλλιέργειας που παρατηρήθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οφείλεται: α] στην δυνατότητα μαζικής παραγωγής πρώτης ύλης [ξύλου] εξαιτίας της ταχείας αύξησης με εντατική καλλιέργεια, β]  στις  καλές  φυσικές,  μηχανικές,  χημικές  και  τεχνολογικές  ιδιότητες  του  ξύλου  και  γ]  στην  ποικιλία  των  παραγόμενων  προϊόντων.  Το  ξύλο  της  λεύκας  είναι  μαλακό,  ελαφρύ  ως  μέτρια  βαρύ.  Χρησιμοποιείται  στην  κατασκευή  κιβωτίων  για  την  συσκευασία  φρούτων  γιατί  είναι  άοσμο,  ελαφρύ  και  καρφώνεται  εύκολα,  στην  επιπλοποιία,  στην  ξυλουργική  οικοδομών  [κουφώματα]  για  φτηνές  οικοδομικές  κατασκευές,  στην  χαρτοποιία, στην κατασκευή παιχνιδιών και μικροαντικειμένων, σπίρτων, κόντρα πλακέ κλπ. Οι λεύκες ως καλλωπιστικά δέντρα καλλιεργούνται σε δενδροστοιχίες και πάρκα.  Σύμφωνα με έρευνες οι λεύκες λειτουργούν ως φυσικοί διαλύτες επικίνδυνων τοξικών, οπότε συμβάλουν στην απορρύπανση της ατμόσφαιρας της πόλης. 

                                 

Λιγούστρο:    Το γένος Ligustrum της οικογένειας Olaceae περιλαμβάνει 50 περίπου είδη αειθαλών, ημιαειθαλών και φυλλοβόλων θάμνων και μικρών δένδρων.  Αναπτύσσεται σε κάθε καλά στραγγιζόμενο έδαφος, σε ηλιόλουστες και ημισκιασμένες θέσεις.   Φυτεύονται κυρίως σε φυτοφράχτες και γλάστρες.   Πολλαπλασιάζονται εύκολα με μοσχεύματα.   ο ο Φτάνει τα 6 μ. ύψος και τα 5 μ. πλάτος . Έχει μέτριες απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες των ‐10  έως ‐20  C. 

 

    Μανταρινιά:  Η  μανταρινιά  ανήκει  στην  οικογένεια  Rutaceae  το  γένος  Citrus.  Στην  Ευρώπη  μεταφέρθηκε  περίπου  το  1805  π.Χ.    Η  ιστορία  του  φρούτου  ανάγεται  πριν  από  τρεις  χιλιάδες  χρόνια,  στην  Κίνα.  Λέγεται  ότι  τα  γευστικά φρούτα πήραν το όνομά τους από τους μανδαρίνους, τους ανώτερους κρατικούς λειτουργούς της κινεζικής αυτοκρατορίας, εξαιτίας του χρώματος που είχαν οι στολές τους αλλά και γιατί αντάλλασσαν  τα φρούτα αυτά ως δώρα. Τα μανταρίνια Κλημεντίνες πήραν το όνομα τους από τον μοναχό Clement Rodier (1829 ‐ 1904) που εντόπισε την συγκεκριμένη ποικιλία στην Αλγερία. Είναι συνήθως άσπορα, μικρού  σχετικά μεγέθους. Είναι διαθέσιμα από τον Νοέμβριο έως τα τέλη Φεβρουαρίου με τις μεγαλύτερες ποσότητες τον Ιανουάριο. Είναι τα εσπεριδοειδή που προτιμούν τα παιδιά. Ο Ρώσος ναύαρχος Λογγίνος Χέιδεν  φέρεται να έφερε πρώτος το μανταρίνι στη χώρα μας. Στα αγγλικά το μανταρίνι αναφέρεται πότε ως mandarin και πότε ως tangerine. Η λέξη αυτή αρχικά χρησιμοποιούνταν για μια μικρή ποικιλία πορτοκαλιού  που έφεραν από την Ταγγέρη, στο Μαρόκο.    Η μανταρινιά είναι μικρόσωμο εσπεριδοειδές. Οι βλαστοί της είναι σχετικά ευλύγιστοι. Οι καρποφορούντες βλαστοί λόγω υπερβολικής καρποφορίας είναι δυνατόν να λυγίσουν και να φτάσουν μέχρι το έδαφος ή  ακόμα και να αποκολληθούν ολόκληροι βραχίονες. Άλλα είναι πλαγιόκλαδα και άλλα ορθόκλαδα στην αρχή ώσπου οι μακριοί βλαστοί τους να αναγκαστούν να καμφθούν από το βάρος των καρπών. Τα άνθη  φέρονται  ως  μονήρη  στις  μασχάλες  των  φύλλων  των  νέων  βλαστών  ή  σε  ταξιανθίες  στους  βλαστούς  προηγουμένου  κύματος  βλάστησης.  Οι  καρποφορούντες  βλαστοί  λόγω  υπερβολικής  καρποφορίας  είναι  δυνατόν να λυγίσουν και να φθάσουν μέχρι το έδαφος ή ακόμη και να αποκολληθούν ολόκληρη βραχίονες. Σε περιοχές με ψυχρό χειμώνα ή περίοδος ξηρασίας τα νεαρά δέντρα της μανταρινιάς εισέρχονται  γρήγορα στην καρποφορία. Αντίθετα σε περιοχές με ήπιο χειμώνα αργούν να μπουν στην καρποφορία γι’ αυτό συνήθως εφαρμόζεται δακτυλίωση. Σε τροπικές περιοχές τα άνθη της μανταρινιάς είναι δυνατόν να  εμφανίζονται σε διαφορές εποχές του έτους ακολουθώντας τους κύκλους βλάστησης. Σε περιοχές όμως που  επικρατεί ψυχρός χειμώνας ή εναλλαγή  ξηρής και υγρής περιόδου τα δέντρα  ανθίζουν  μια φορά.  Αντέχει σε χαμηλότερες θερμοκρασίες απ’ ότι τα άλλα εσπεριδοειδή. Παρά την αντοχή του δέντρου στο ψύχος οι καρποί της μανταρινιάς ζημιώνονται από τους παγετούς περισσότερο από τα πορτοκάλια και τα  γκρέιπφρουτ.   Ως προς το έδαφος, λειτουργεί ομοίως με το πορτοκάλι.  Η μανταρινιά είναι δέντρο εντυπωσιακό, διαθέτει πλούσιο και ωραίο φύλλωμα, εντυπωσιακά άνθη και έντονη καρποφορία. Είναι δέντρο αειθαλές και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε δεντροστοιχίες στους δρόμους  αν και προτιμώνται συνήθως φυλλοβόλα δέντρα έτσι ώστε να υπάρχει ανανέωση των φύλλων ή σε εισόδους σπιτιών για διακοσμητικούς λόγους αλλά και μεμονωμένα σε διάφορα σημεία του κήπου. Μπορούμε  να τα χρησιμοποιήσουμε ως γλαστρικά αλλά αν θέλουμε να υπάρχει απόδοση καρπών χρειάζονται περισσότερη περιποίηση. Μπορούμε να το τοποθετήσουμε διπλά σε κάποια σημεία για σκίαση αλλά πρέπει η  σκίαση  να  είναι  επιθυμητή  και  το  χειμώνα  Επίσης  μπορούμε  να  το  συνδυάσουμε  και  με  γκαζόν  αλλά  επειδή  θα  υπάρχουν  αρκετές  αρδεύσεις  θα  έχουμε  μειωμένη  παραγωγή.  Μια  πρόταση  φύτευσης  στους  κήπους σε περίπτωση που υπάρχει χώρος για παραπάνω από μια πορτοκαλιά είναι να φυτέψουμε διαφορετικές ποικιλίες πορτοκαλιάς οι οποίες έχουν διαφορετικές εποχές καρποφορίας και ανθοφορίας έτσι  ώστε να μην παραμένει γυμνός.     Ποικιλίες: η κοινή Citrus reticulate, Cleopatra Citrus reshni, Dancy Citrus tangerine, Satsuma Citrus unshiu.

                       

 

Μελιά:    Το γένος Melia της οικογένειας Meliaceae περιλαμβάνει μόνο τρία είδη φυλλοβόλων δένδρων με σύνθετα πράσινα φύλλα.   Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες θέσεις και γόνιμα εδάφη. Φυτεύεται μεμονωμένα και σε δενδροστοιχείες.   Πολλαπλασιάζεται με σπόρους.     Melia Azedarach, Πασχαλιά των Ινδιών:   Έχει μωβ αρωματικά άνθη στα τέλη της άνοιξης και κίτρινους διακοσμητικούς καρπούς σε μεγάλες ταξικαρπίες που παραμένουν στο δένδρο μετά την πτώση των φύλλων όλο το χειμώνα. Οι καρποί είναι δηλητηριώδεις.  ο ο Φτάνει τα 12 μ. ύψος, τα 8 μ. πλάτος και είναι φωτόφυλλο είδος, με μικρές απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες από ‐10  έως ‐20  C. 

 

        Μηδική:    Το γένος Colutea της οικογένειας Fabaceae περιλαμβάνει 25 περίπου είδη φυλλοβόλων θάμνων με σύνθετα φύλλα. Αναπτύσσονται σε ηλιόλουστες θέσεις και καλά στραγγιζόμενα, ακόμα και ξηρά εδάφη.   Πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα, κλαδεύονται στο τέλος του χειμώνα, για να έχουν πλούσια ανθοφορία το καλοκαίρι. Δεν προσβάλονται από ασθένειες.   Έχει κίτρινα άνθη στο τέλος της άνοιξης και καφέ καρπούς το καλοκαίρι και το φθινόπωρο που μιάζουν με φούσκες.  ο ο Φτάνει τα 4 μ. ύψος και πλάτος, είναι φωτόφυλλο είδος, έχει μικρές απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες από ‐10  C εως ‐20  C. 

      Μουριά:  Η  μουριά  ανήκει  στο  γένος  Morus,  της  οικογένειας  Moreaceae,  της  τάξης  Unticaceae.  Περιλαμβάνει  5  είδη  από  τα  οποία  είναι  η  Λευκή  Μουριά  (Morus  alba),  η  Μαύρη  Μουριά (Morus  nigra),  και  η  Ερυθρή  Μουριά (Morus rubra).  Οι Μουριές είναι δέντρα φυλλοβόλα, δίκλινα, μόνοικα ή δίοικα. Δίκλινα, ως γνωστών, θα πει ότι αναπτύσσουν χωριστά τα θηλυκά και χωριστά τα αρσενικά άνθη, είτε πάνω στο ίδιο δέντρο (μόνοικα) ή σε αλλά  δέντρα τα θηλυκά και σε άλλα δέντρα τα αρσενικά άνθη (δίοικα). Γενικώς, είναι δέντρα μακρόβια (ζούνε 300 ‐ 400 χρόνια). Έχουν ρίζα βαθειά, με πολλές διακλαδώσεις. Ό κορμός είναι ισχυρός, ίσιος. Η Ερυθρή  Μουριά φτάνει σε ύψος μέχρι 30 μ., πολύ μεγαλύτερο από τα άλλα είδη. Τα φύλλα είναι μεγάλα, καρδιόσχημα, οδοντωτά, λεία. Η Μαύρη Μουριά έχει φύλλα πιο κολπωτά και χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια. Η  Ερυθρή Μουριά έχει φύλλα τραχεία και νευρώδη. Τα άνθη φέρονται χωριστά τα αρσενικά, σε ίουλους και χωριστά τα θηλυκά, σε ψευδοστάχεις, είτε στο ίδιο δέντρο, είτε χωριστά. Τα αρσενικά δέντρα τα λένε και  άκαρπα (Μουριές φυλλούσες) και τα προτιμούνε για δεντροστοιχίες και κήπους, γιατί δεν παράγουν μούρα, που πέφτουν και λερώνουν τους δρόμους κλπ. Ο καρπός, το μούρου, είναι συγκάρπιο και αποτελείται  από πολλούς μικρούς καρπούς, πού περιέχουν ένα σκληρό πυρήνα, περιβαλλόμενο από τρυφερή, χυμώδη σάρκα (καρπός δρύπη).     Η Λευκή Μουριά είναι δέντρο των εύκρατων χωρών. Ευδοκιμεί σε όλη την Ελλάδα. Η Πελοπόννησος πήρε από τη Μουριά το όνομά της (Μοριάς). Στις βορειότερες χώρες και στις ορεινές περιοχές αναπτύσσεται  καλύτερα  ή  Μαύρη  Μουριά.  Ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη, εκτός από τα πολύ υγρά. Τα καλύτερα είναι τα αμμοαργιλώδη, γόνιμα και δροσερά, προσχωματικά εδάφη. Στα άγονα και ξερά εδάφη, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει χωρίς άρδευση και λίπανση.   Στα Μουρολίβαδα, γίνεται πολύ αυστηρό κλάδευμα, κάθε χρόνο, για να διατηρείται ή βλάστηση χαμηλή και να διευκολύνεται το μάζεμα των φύλλων. Στις δεντροστοιχίες, όταν ο χώρος το επιτρέπει, πρέπει οι  Μουριές  να  μην  κλαδεύονται  αυστηρά  και  να  αφήνονται  να  παίρνουν  το  ελεύθερο,  φυσικό  τους  σχήμα.  Οι  φράχτες  μπορούν  να  κλαδεύονται  κάθε  χρόνο,  για  να  μην  επεκτείνονται  πολύ  προς  τα  πλάγια. Οι  κυριότερες ελληνικές ποικιλίες είναι του Άργους και της Προύσας. Η μουριά είναι δέντρο εντυπωσιακό και είναι φυλλοβόλο. Διαθέτει πλούσια κόμη και ωραίο φύλλωμα. Οι καρποί της μπορεί να είναι λευκού χρώματος ή ακόμα και κόκκινοι. Είναι δέντρο ανθεκτικό σε αντίξοες  κλιματικές συνθήκες αλλά και στα αυστηρά κλαδέματα. Αυτός είναι και ένας λόγος που η χρήση της στην κηποτεχνία είναι ευρέως διαδεδομένη. Την συναντάμε στους δρόμους είτε σε μορφή δεντροστοιχίας είτε  μεμονωμένα σε κάποια σημεία. Η μουριά  είναι δέντρο το οποίο μπορούμε  να  το αξιοποιήσουμε πάρα πολύ  και σε ιδιωτικούς κήπους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεμονωμένα σε διάφορα σημεία του κήπου.  Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σημεία στα οποία μας είναι απαραίτητη η σκίαση το καλοκαίρι για αφού διαθέτει πλούσια κόμη. Το μόνο πρόβλημα της μουριάς ήταν η ρύπανση που δημιουργούσαν οι καρποί της  αλλά αυτό το πρόβλημα έχει λυθεί αφού έχει βρεθεί η άκαρπη μουριά. 

 

 

            Μουσμουλιά:  Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η μουσμουλιά ή μεσκουλιά ανήκει στην τάξη ροδώδη και στην οικογένεια ροδίδες και η επιστημονική της ονομασία είναι εριοβοτρύα η Ιαπωνική. Θεωρείται από τα πλέον αρχαία  φυτά με καταγωγή από την Ιαπωνία και την Κίνα. Σήμερα καλλιεργείται για το νόστιμο κίτρινο καρπό της το μούσμουλο, αλλά και σαν καλλωπιστικό για το πλούσιο της φύλλωμα. Είναι συγγενές είδος με τη μηλιά  και άλλα γνωστά οπωροφόρα δέντρα της εύκρατης ζώνης.     Η μουσμουλιά είναι αειθαλές δέντρο. Το ύψος της φτάνει τα 6 με 8 μέτρα και ο κορμός της είναι σχεδόν ευθύγραμμος. Τα φύλλα της είναι μεγάλα και δερματώδη, σκληρά πράσινα στο πάνω μέρος και ελαφριά  πράσινα χνουδωτά στο κάτω φτάνουν δε στο μήκος τα 25 εκατοστά.    Τα άνθη της μουσμουλιάς είναι λευκοκίτρινα με ευχάριστη οσμή πικραμύγδαλου και σχηματίζουν βότρυς με πυκνό χνούδι. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με σπορά και το φυτό αναπτύσσεται εύκολα, αλλά και με  εμβολιασμό των συγγενικών δέντρων της κυδωνιάς και της μεσπιλιάς.    Το δέντρο ανθίζει από το Σεπτέμβριο ως το Δεκέμβριο και δίνει ώριμους καρπούς από τον Απρίλιο ως το Μάιο. Η καρποφορία του δέντρου αρχίζει από τον 6ο – 7ο χρόνο της ζωής του , ενώ σε πλήρη καρποφορία  είναι μετά τον 12ο χρόνο. Η μουσμουλιά είναι ανθεκτική στο ψύχος και τη ζέστη.    Στην Ελλάδα η μουσμουλιά καλλιεργείται μαζί με άλλα δέντρα και σπάνια συστηματικά. Μεγαλύτερες καλλιέργειες έχουμε στην Κορινθία, Στερεά Ελλάδα, Αχαΐα, Κέρκυρα και Κρήτη. Απαντάται αυτοφυές σε δάση  της Βορειοηπειρώτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας.    Δεν έχει ιδιαίτερες καλλιεργητικές απαιτήσεις αρκεί να αναπτύσσεται σε εδάφη ούτε πολύ υγρά ούτε πολύ ξηρά. Προτιμά θέσεις δροσερές και απάνεμες.   

   

 

                  Νεραντζιά:  Η νεραντζιά ανήκει στην οικογένεια Ρουτίδες και είναι μικρό δέντρο, στην Ελλάδα δε είναι γνωστό και με τις ονομασίες κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά.    Μοιάζει πολύ με τη πορτοκαλιά και ανήκει στα εσπεριδοειδή. Η καταγωγή της είναι από το Βιετνάμ αλλά σήμερα είναι πολύ κοινή και καλλιεργείται σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στις τροπικές περιοχές και στις  χώρες της Μεσογείου.    Ο  καρπός  της  είναι  το  νεράντζι  που  μοιάζει  με  το  πορτοκάλι  εξωτερικά  αλλά  η  διαφορά  του  είναι  στη  γεύση.  Τα  νεράντζια  είναι  πολύ  πικρά  και  ξινά  και  δεν  καταναλώνονται  νωπά.  Η  χρήση  τους  γίνεται  στη  ζαχαροπλαστική και στην ποτοποιία.    Σαν γλυκό του κουταλιού το νεράντζι είναι έξοχο και παραδοσιακό σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Από τον ανθό της νεραντζιάς λαμβάνεται αιθέριο έλαιο και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Η νεραντζιά  επίσης καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε διάφορα πάρκα, το δέντρο δε είναι ανθεκτικό τόσο στο ψύχος όσο και στη ξηρασία.   

   

 

                            Πασχαλιά:  Γένος  Δικοτυλήδονων  φυτών  που  ανήκει  στην  οικογένεια  Ελαιίδες  (Oleaceae).  Περιλαμβάνει  περίπου  60  είδη  ιθαγενή  των  εύκρατων  περιοχών  της  Ασίας  και  της  ανατολικής  Ευρώπης.  Είναι  συνήθως  φυτά  θαμνώδη, καλλωπιστικά. Ανθίζουν την άνοιξη με μικρά μοβ ή κάτασπρα άνθη, τοποθετημένα σε φόβες πυκνές και επάκριες.   Οι πασχαλιές είναι θάμνοι ή μικρά δένδρα, φυλλοβόλοι, σπάνια αειθαλείς, με φύλλα συνήθως ακέραια και αντίθετα. Η καλλιέργεια των φυτών είναι σχετικά εύκολη. Αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος και  θέση και αντέχουν σε δυσμενείς κλιματικές συνθήκες. Για αυτό και συναντώνται συχνά σε κήπους, πάρκα κ.τ.λ. Προτιμώνται βέβαια τα γόνιμα και νοτερά εδάφη. Φτάνει μέχρι τα 10 μέτρα ύψος.  Πολλαπλασιάζονται με σπέρματα την άνοιξη, κυρίως για τα τυπικά είδη. Κάποιες ποικιλίες πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα από ημιώριμο ξύλο ή παραφυάδες.   Τα μέρη του φυτού είναι πικρά. Σ' αυτό το γεγονός έγκειται και η φαρμακευτική αξία του. Είναι καλό αντιπυρετικό. Τονωτικό και κατάλληλο γι αυτούς που υποφέρουν από δυσπεψία, φούσκωμα και διάρροια αλλά  και όσους πάσχουν από ρευματισμούς.  Αξιόλογες ποικιλίες: Σύριγγα η ιαπωνική (Syrinca japonica), Σύριγγα η ανακαμπτή(Syrinca reflexa), Σύριγγα  η ιοσικαία (Syrinca josinkaea), Σύριγγα η εμόδειος (Syrinca emodi).     

Πεύκο:     

 

  Τα πεύκα είναι γυμνόσπερμα, αειθαλή, ρητινοφόρα κωνοφόρα δένδρα με 90 περίπου είδη ανά τον κόσμο, που ανήκουν στην οικογένεια Πευκίδες λατ. Pinaceae.  Ο  φλοιός  είναι  παχύς  και  αυλακωτός,  τα  φύλλα  βελονοειδή  και  φύονται  κατά  σπονδύλους  ανά  δύο,  τρία  ή  πέντε,  παραμένοντας  στο  πεύκο  από  2  μέχρι  17  χρόνια.  Στη  βάση  τους  περιβάλλονται  από  ένα  μεμβρανώδη κολεό και το χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο.  Όλα τα βλαστικά μέρη του δέντρου διατρέχονται από αδενικά στοιχεία που έχουν την μορφή αγωγών παράγοντας ρητίνη και αιθέρια έλαια.  Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι οι «καρποί» του πεύκου γνωστοί με την ονομασία κουκουνάρια.  Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον για τα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην  περιοχή της Αττικής τα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυ (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως,  είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.  Η  αναπαραγωγή  των  πεύκων  γίνεται  μέσω  των  κώνων  τους.  Στους  αρσενικούς  κώνους  υπάρχουν  πολλοί  μικροί  «σάκοι»  που  φέρουν  γύρη.  Στους  θηλυκούς  κώνους  βρίσκονται  διατεταγμένα  «λέπια»  (τροποποιημένα φύλλα).  Κατά την Άνοιξη οι γυρεόσακοι ανοίγουν και με τον άνεμο σκορπούν τη γύρη. Τα λέπια στους θηλυκούς κώνους ανοίγουν, δέχονται τη γύρη και κλείνουν. Η γονιμοποίηση γίνεται την επόμενη Άνοιξη.  Στην Ελλάδα βρίσκουμε 8 είδη πεύκου που είναι αυτοφυή.  • Το κοινό πεύκο επιστ. P.halepensis, γνωστό με την ονομασία Χαλέπιος Πεύκη. Βρίσκεται στη Κρήτη, Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, στα Νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική, στα νησιά του Ιονίου, σχηματίζοντας δάση.  Αναπτύσσεται  σε  χαμηλό  υψόμετρο,  μέχρι  1000  μέτρα.  Προτιμά  τις  ξερές  και  ζεστές  περιοχές  και  τα  ασβεστολιθικά  εδάφη  που  δεν  συγκρατούν  υγρασία.  Από  το  δέντρο  αυτό  συλλέγεται  το  ρετσίνι  ,  που  προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.  • Το μαύρο πεύκο επιστ. Μαύρη Πεύκη ‐ P.nigra, ψηλό δέντρο που φτάνει σε ύψος και τα 45 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και οι βελόνες του μετρίου μεγέθους. Βρίσκεται σε δάση στην οροσειρά  της Πίνδου, στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ λίγα υπάρχουν και στα βουνά της Κρήτης και της Λέσβου. Το ξύλο του έχει ερυθρωπό χρώμα εσωτερικά, είναι καλής ποιότητας, χρησιμοποιείται στις οικοδομές,  στη ναυπηγική και σαν στύλος στήριξης καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος.  • Το δασόπευκο ή λιάχα επιστ. Δασική Πεύκη ‐ P.sylvestris, με κιτρινοκόκκινο  φλοιό,  μεγάλο  ύψος που φτάνει και τα 50 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι  μικρά και  ωοειδή, χρώματος γκριζοκάστανου.  Ο  κορμός του ίσιος με μεγάλες ρωγμές. Βρίσκεται σε μερικά όρη της βορείου Ελλάδας και όταν είναι γέρικο γυμνώνεται αφήνοντας μία τούφα στη κορυφή του. Το ξύλο του είναι γνωστό με την ονομασία κόκκινη  ξυλεία, ερυθρωπό εσωτερικά και σκληρό, και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για τη παρασκευή ξυλοπολτού για χαρτί, στις οικοδομικές κατασκευές και στη ναυπηγική.  • Το βουνόπευκο, μικρό με λεπτό ίσιο κορμό, μικρά κουκουνάρια, βρίσκεται σε περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας σε υψόμετρο μέχρι 2000 μέτρα.  • Το Θασίτικο πεύκο επιστ. Τραχεία Πεύκη ‐ P.brutia,που μοιάζει με το κοινό, έχει μεγαλύτερο όγκο και ύψος από αυτό, σκληρές και χοντρές βελόνες. Υπάρχει σε νησιά του Αιγαίου, τη Χαλκιδική και τη Μικρά  Ασία.  • Το Μακεδονίτικο ή Βαλκανικό πεύκο επιστ. P.peuce, που είναι χαμηλό και θαμνώδες, βρίσκεται σπάνια στην Ελλάδα και κυρίως φύεται στην Αλβανία και Βουλγαρία.  • Η κουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. P. pinea, είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές,  κυρίως  στις  Σποράδες  αλλά  και  στη  Χαλκιδική,  Στερεά  και  Πελοπόννησο.  Απαντά  επίσης  στις  περισσότερες  περιοχές  της  Μεσογείου.  Το  ξύλο  του  χρησιμοποιείται  σαν  στρογγυλή  ξυλεία  και  παραγωγή  σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του , γνωστά και αυτά με την ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.  • Τέλος  το  ρόμπολο  ή  λευκόδερμο  επιστ.  P.  leucodermis,  με  σταχτίλευκο  φλοιό,  ενώ  οι  βελόνες  του  σχηματίζουν  τούφες  στις  άκρες  των  κλαδιών.  Ο  κορμός  είναι  χοντρός  και  ίσιος,  το  ίδιο  και  τα  κλαδιά.  Βρίσκεται σε πετρώδη και ορεινά εδάφη στη Βόρεια Ελλάδα. Εξαιτίας του αρωματικού του ξύλου είναι ιδανικό για την κατασκευή βαρελιών. Χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων γιατί  δεν σαπίζει.   

                      Πικροδάφνη:    Ανήκει στο γένος Νήριον (Nerium) και στην οικογένεια Apocynaceae και είναι αειθαλής θάμνος, ύψους έως 4 μ. Έχει φύλλα στενά λογχοειδή, δερματώδη, τα οποία διατάσσονται ανά 3 σε σπονδύλους. Τα άνθη  έχουν  συμπέταλη,  χοανοειδή,  ροδόχρωμη  στεφάνη  με  πέντε  λοβούς.  Φέρει  εσωτερικά  εξαρτήματα  που  διαιρούνται  σε  λοβούς.  Ο  καρπός  είναι  επιμήκης,  δερματώδης  και  περιέχει  πολυάριθμα  τριχωτά  σπέρματα.   Όλα  τα  μέρη  του  φυτού  περιέχουν  τοξικά  αλκαλοειδή.  Για  αυτό  και  η  πικροδάφνη  είναι  εξαιρετικά  δηλητηριώδης  και,  παρόλο  που  διαθέτει  καρδιοτονωτικές  ιδιότητες  δε  χρησιμοποιείται  πολύ  στη  φαρμακευτική. Τα ζώα αποφεύγουν να αγγίξουν το φυτό. Μερικοί χρησιμοποιούν τα φύλλα της πικροδάφνης ως ποντικοφάρμακο. Η τοξικότητα και οι θεραπευτικές ιδιότητες της πικροδάφνης ήταν γνωστά  ο από την αρχαιότητα. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα σαν φάρμακο από τους Άραβες γιατρούς. Στην Ευρώπη πάντως έγινε γνωστή από τον 19  αιώνα και μετά, όταν απομονώθηκε το κύριο δραστικό συστατικό της, η  ολεανδρίνη.   Η πικροδάφνη καλλιεργείται και πολλαπλασιάζεται εύκολα με μοσχεύματα και παραφυάδες. Αντέχει σε εδάφη ελαφρά υφάλμυρα.   Απαντάται σε ρέματα, κοντά σε όχθες ποταμών και υγρές θέσεις σε χαμηλά υψόμετρα. Είναι μεσογειακό φυτό και είναι αυτοφυές κυρίως στο νότιο τμήμα της Ελλάδας. Καλλιεργείται, ως καλλωπιστικό, σε  κήπους, πάρκα και συχνά κατά μήκος των δρόμων. Περιέχει δηλητηριώδη, γαλακτώδη χυμό σε όλα τα μέρη του.     

    Πλάτανος:    Ο πλάτανος είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, μακρόβιο φυτό της οικογένειας πλατανίδες (Platanaceae) με 10 είδη μεγάλων δέντρων φυλλοβόλων, της Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της βορείου Αμερικής.    Ο φλοιός του δέντρου είναι λεπιδώδης, τα φύλλα και τα παράφυλλα είναι μεγάλα, τα άνθη μονογενή, ανεμόγαμα σε διαφορετικές ταξιανθίες κυρίως σφαιρικές. Ο καρπός είναι μικρός, σφαιρικός, σκληρός και  φέρει θύσανο τριχών.  Τα είδη του πλάτανου φυτρώνουν γενικά σε εύκρατες και παρατροπικές περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Το είδος πλάτανος η ανατολική απαντάται αυτοφυές σε όλη την ηπειρωτική και νησιωτική χώρα σε  υψόμετρο μέχρι 1000 μ. σε υγρές θέσεις, κοντά σε ποτάμια, ρεματιές ή και υπόγεια ρεύματα. Είναι το πιο αξιόλογο δέντρο σκιάς, γι’ αυτο και από τα πολύ παλιά χρόνια φυτεύεται σε θέσεις συγκεντρώσεως  και αναψυχής, όπως πλατείες, πηγές κλπ.  Ο πλάτανος είναι εξαιρετικά μακρόβιο δέντρο και συχνά συνδέεται με ιστορικά γεγονότα του τόπου όπου βρίσκεται.  Είναι δέντρο μεγάλο, το ύψος του φτάνει τα 20 έως 30 μ. συνήθως φυλλοβόλο. Έχει φυλλωσιά πλατειά, πυκνή, σφαιρική και κλαδιά που απλώνονται οριζόντια. Η εμφάνιση του είναι μεγαλοπρεπής και συχνά  παίρνει  τεράστιες  διαστάσεις.  Η  περίμετρος  του  κορμού  του  μπορεί  να  φτάσει  τα  16  μ.  Ευδοκιμεί  σε  εδάφη  βαθιά,  υγρά  και  πλούσια  σε  θρεπτικά  συστατικά.  Είναι  δέντρο  φωτόφυλλο  και  ανθεκτικό  σε  μεταβολές της υγρασίας ή σε τραυματισμούς.   Πολλαπλασιάζεται  εύκολα  με  σπέρματα,  που  σπέρνονται  την  άνοιξη.  Πολλαπλασιάζονται  επίσης  με  μοσχεύματα  και  παραφυάδες.  Καρποφορεί  νωρίς  και  σχεδόν  κάθε  χρόνο.  Οι  ρίζες  του  πλάτανου  παραβλαστάνουν εύκολα, οπότε δημιουργείτε μια συνέχεια στο δέντρο και έτσι εξηγείτε ο θρύλος της μακροβιότητας του. Το δέντρο μετά από 600 – 700 χρόνια ζωής αδυνατίζει και ξεραίνεται και συνεχίζει τη  ζωή του με παραβλάστηση.  Το πλατάνι έχει ξύλο μέτρια σκληρό και βαρύ. Χρησιμοποιείται στην ξυλουργικά, τορνευτική και την επιπλοποιία. Επίσης χρησιμεύει για ξυλοπολτό και χαρτί. 

    Πορτοκαλιά:  Αγγειόσπερμο, δικότυλο, αειθαλές φυτό η πορτοκαλιά ανήκει στην τάξη ταβερινθώδη και στην οικογένεια ρουτίδες. Από τα σημαντικότερα εσπεριδοειδή έχει καταγωγή από την Ινδία και την Κίνα. Γνωστή  από  τα  αρχαία  χρόνια  όμως  η  εντατική  της  καλλιέργεια  άρχισε  από  το  10  μΧ.  αιώνα  στη  βόρεια  Αφρική.  Γύρω  στο  1490  έφτασε  στις  μεσογειακές  περιοχές  από  Πορτογάλους  θαλασσοπόρους  και  πιθανολογείται ότι σε αυτούς οφείλει το όνομα της. Στη συνέχεια από την Ελλάδα διαδόθηκε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και Ισπανοί ιεραπόστολοι την μετέφεραν στη βόρεια Αμερική.   Η πορτοκαλιά δεν αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες , το πολύ μέχρι και 4 βαθμούς υπό το μηδέν για το λόγο αυτό καλλιεργείται σε τροπικές, υποτροπικές και εύκρατες περιοχές με ήπιο χειμώνα. Είναι  μικρό δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 8 μέτρα και σπάνια τα ξεπερνά. Ο κορμός της είναι λείος και ίσιος, οι ρίζες της πλούσιες , θυσανωτές που δεν φτάνουν όμως σε μεγάλο βάθος.    Τα κλαδιά της πορτοκαλιάς σχηματίζουν γωνίες και απλώνουν, είναι κυλινδρικά και έχουν ελαστικότητα έτσι μπορούν να αντέχουν αρκετά μεγάλο βάρος καρπών αν και λυγίζουν. Τα φύλλα της είναι μετρίου  μεγέθους, πλατιά, λεία, στιλπνά και φέρουν μίσχους με πτερύγια. Κατά το μήνα Απρίλιο κάποια από τα παλιά φύλλα πέφτουν και αντικαθίστανται από καινούργια. Τα άνθη της είναι λευκά, αρκετά μεγάλα  και εύοσμα , βγαίνουν δε την άνοιξη μεμονωμένα από τους βλαστούς. Λίγο αργότερα από τους οφθαλμούς των φύλλων βγαίνουν νέοι βλαστοί που ανθοφορούν κατά ομάδες. Από τα άνθη αυτά δένονται  καρποί σε μικρό ποσοστό ενώ τα περισσότερα πέφτουν. Όταν από τα 10 άνθη δέσει 1 καρπός τότε η καρποφορία του δέντρου κρίνεται πολύ ικανοποιητική.  Η πορτοκαλιά ανθίζει μία φορά το χρόνο και η ανθοφορία της κρατάει 5‐7 εβδομάδες. Ο καρπός της πορτοκαλιάς είναι το  πορτοκάλι ή εσπερίδιο. Το δέντρο ευδοκιμεί σε μία μεγάλη εδαφική ποικιλία, όμως  προτιμά  τα  αμμοπηλώδη  εδάφη.  Ο  πολλαπλασιασμός  της  γίνεται  με  εμβολιασμό  συνήθως  δέντρων  που  αναπτύσσονται  από  σπορά  καλής  ποιότητας  πορτοκαλιών.  Χρησιμοποιούνται  επίσης  δέντρα  νεραντζιάς  και  μανταρινιάς.  Οι  πορτοκαλιές  δίνουν  καλή  καρποφορία  για 80  περίπου  χρόνια  ενώ  υπάρχουν  και  δέντρα  που  καρποφορούν  και  μετά  από  100  ή  περισσότερα  χρόνια.  Οι  πρώιμες  ποικιλίες  ωριμάζουν τους καρπούς τους από το μήνα Οκτώβριο ενώ οι όψιμες τους καλοκαιρινούς μήνες. Υπάρχουν 160 περίπου ποικιλίες πορτοκαλιάς ,οι πιο σημαντικές που καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι:    Βαλέντσια:  Ξενική ποικιλία που ωριμάζει από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο και έτσι επιτρέπει στους παραγωγούς να εφοδιάζουν την αγορά με πορτοκάλια και τους καλοκαιρινούς μήνες. Η ποικιλία αυτή είναι  ιδιαίτερα ανθεκτική και προσαρμόζεται εύκολα σε πολλούς τύπους εδαφών , δίνει δε εύγευστα πορτοκάλια πολύ καλής ποιότητας.    Χίου:  Δίνει μικρούς καρπούς και ωριμάζει από τα μέσα Νοεμβρίου. Ο καρπός της έχει πολλά σπόρια , δίνει λίγο χυμό και είναι εξαιρετικά ανθεκτικός στη μεταφορά.    Άρτας:  Οι καρποί της ποικιλίας αυτής είναι σφαιρικοί , έχουν λεπτό περικάρπιο υπόξινη γεύση και είναι εξαιρετικά αρωματικοί. Η ωρίμανση τους γίνεται κατά τον Ιανουάριο.    Σουλτανί του Φόδελε:  Δίνει μεγάλους ωοειδείς καρπούς με φλούδα που αφαιρείται εύκολα , πολύ νόστιμη σάρκα με πλούσιο χυμό.    Μέρλιν: Γνωστή ποικιλία με πολύ εύγευστους καρπούς και χυμώδεις ,καλλιεργείται σε πολλές περιοχές του κόσμου.    Σαγκουίνι: Λέγεται και αιματόσαρκος ποικιλία εξαιτίας της κόκκινης σάρκας των καρπών της. Είναι ξενικής προέλευσης. Πολύ εύγευστοι και χυμώδεις καρποί δίνουν χυμούς πλούσιους σε βιταμίνες. 

 

              Προύνος:     Το γένος Prunus της οικογένειας Rosaceae αποτελείτε από πολυάριθμα είδη μεταξύ των οποίων βρίσκουμε τα κυριότερα καρποφόρα δέντρα, όπως τις ροδακινιές, τις κερασιές, τις δαμασκινιές κ.α.  Είναι κυρίως φυλλοβόλα ή αιθαλή δέντρα και θάμνοι.   Καλλιεργούνται άλλες φορές για τα διακοσμητικά άνθη τους , άλλες φορές για τα φρούτα τους και άλλες φορές για το φύλλωμα τους που πολλές φορές το φθινόπωρο αποκτά έντονα κόκκινα και κίτρινα  χρώματα. Αναπτύσσονται σε ηλιόλουστες θέσεις, σε μέτρια υγρά εδάφη. Φυτέονται σε δενδροστοιχίες, οπωρώνες, φράχτες αλλά και μεμονομένα. Πολλαπλασιάζονται κυρίως με εμβόλια και λιγότερο με  μοσχεύματα. 

  Prunus Cerasifera “nigra”, καλλωπιστική δαμασκηνιά:  Φυλλοβόλο δέντρο με σκούρα κόκκινα φύλλα και λευκορόδινα άνθη την άνοιξη πριν την έκτυξη των φύλλων. Το καλοκαίρι έχει κόκκινους εδώδιμους καρπούς,  τα δαμάσκηνα.  Φτάνει τα 8 μ. σε ύψος και τα 6 μ. σε πλάτος, είναι φωτόφυλλο είδος. Έχει μέτριες απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίας κάτω από ‐20ο C. 

 

                          Ροβίνια [Ψευδοακακία] :     Φυλλοβόλο δέντρο μέτριου μεγέθους , ύψους 20 ‐ 35 μέτρων η φυσική γεωγραφική του εξάπλωση είναι στη Βόρειο Αμερική , στην Ευρώπη καλλιεργείτε από το 17ον αιώνα. Παρουσιάζει καλή προσαρμογή σε  πολλούς τύπους εδαφών, αντέχει σε πολύ φτωχά και ξηρά εδάφη όμως για να έχει καλή και γρήγορη ανάπτυξη χρειάζεται βαθιά , χαλαρά, μέτρια νωπά εδάφη. Άνθη λευκά κατά την περίοδο  Απρίλιο ‐ Μάιο , ο  καρπός ωριμάζει το Οκτώβριο ‐ Νοέμβριο . Είναι δέντρο διακοσμητικό και φυτεύεται σε δενδροστοιχίες και μεμονωμένα.  Τα τυπικά είδη πολλαπλασιάζονται με σπόρους και οι ποικιλίες με εμβόλια. Δεν προσβάλλονται από ασθένειες. Έχει πολλές απαιτήσεις σε φως (φωτόφυλλο) ενώ η θερμοκρασία παίζει μικρότερο ρόλο στην  εξάπλωση του είδους. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε υποβαθμισμένα εδάφη. Συχνά εξαπλώνεται στο γύρο χώρο με ριζοβλαστήματα γεγονός που πολλούς τους ενοχλεί. Μετά από καταστροφή με φωτιά  η αναγέννηση είναι άμεση (με ριζοβλαστήματα) γεγονός που το καθιστά κατάλληλο για περιοχές που καίγονται συχνά. 

 

    Ροδιά:    Η ροδιά κατάγεται από την Περσία. Στην Ελλάδα καλλιεργείται κυρίως στα νησιά του Β. Αιγαίου, Χίος, Λέσβος, Σάμος, στα Δωδεκάνησα, στην Κρήτη, Αργολίδα, Μαγνησία κ.ά. Ανήκει στην οικογένεια Punicaceae, στο γένος Punica και στο είδος Punica granatum L. Είναι  θάμνος  ή  μικρό  δένδρο  φυλλοβόλο.  Τα  φύλλα  είναι  αντίθετα,  μικρά,  λογχοειδή  και  γυαλιστερά.  Οι  οφθαλμοί  διακρίνονται  σε  ξυλοφόρους και μικτούς καρποφόρους. Επάκρια, σε κανονική ή λογχοειδή βλάστηση, φέρει πάντοτε αγκάθι. Τα άνθη φέρονται επάκρια της τρέχουσας βλάστησης, μεγάλα, καμπανοειδή ή κυλινδρικά, κόκκινα  ή και λευκοκίτρινα. Κάθε άνθος αποτελείται από πέντε ή περισσότερα σέπαλα, από πολυάριθμους κόκκινους στήμονες, με κίτρινους ανθήρες. Τα άνθη είναι δυο τύπων: τα καρποφόρα (μεγάλα, μακρόστυλα,  μακροστήμονα, έγχρωμα, με τους ανθήρες και το στίγμα στο ίδιο ύψος) και τα άγονα (μικρότερα, βραχύστυλα, βραχυστήμονα, με το στίγμα πολύ χαμηλότερα από τους ανθήρες ).     Ο καρπός είναι ράγα, έχει μεγάλο μέγεθος και σχήμα σφαιρικό. Ο φλοιός είναι κοκκινοπράσινος ή βιολετί κατά την ωρίμαση. Κάθε σπέρμα περιβάλλεται από σάρκα ροδοκόκκινη ή λευκοκίτρινη, χυμώδη,  γλυκιά ή υπόξινη, μερικές φορές ελαφρά στυφή.   Οι ξυλοφόροι οφθαλμοί εκπτύσσονται την άνοιξη (μέσα Μαρτίου έως μέσα Απριλίου) και δίνουν κανονική βλάστηση ή λογχοειδή βλάστηση, που φέρουν ξυλοφόρους και μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς.  Οι μικτοί καρποφόροι εκπτύσσονται επίσης την άνοιξη (Μάιο) και δίνουν βραχεία βλάστηση (συνήθως άφυλλη) με άνθη επάκρια. Η λογχοειδής βλάστηση είτε φέρει επάκρια αγκάθια και πλάγια συνήθως δυο  οφθαλμούς από τους οποίους ο ένας είναι συνήθως μικτός, είτε μόνον αγκάθι όταν καρποφορεί από μικτούς καρποφόρους οφθαλμούς, σε τρέχουσα βλάστηση, επάκρια. Μπαίνει σε αξιόλογη καρποφορία  από το 3ο‐4ο χρόνο της ηλικίας της. Η παραγωγική ζωή της υπολογίζεται σε 40 έως 50 χρόνια.     Η  ροδιά  ευδοκιμεί  σε  περιοχές  θερμές.  Θεωρείται  πιο  ανθεκτική  στο  ψύχος  από  τα  εσπεριδοειδή  και  ελιά.  Ανέχεται  μακρές  περιόδους  ξηρασίας  και  πτώση  της  θερμοκρασίας  μέχρι  τους  ‐10°C.  Η  ψηλή  θερμοκρασία του καλοκαιριού ευνοεί την ωρίμαση των καρπών. Έχει μικρές ανάγκες σε ψύχος για τη διακοπή του λήθαργου 94 των οφθαλμών της (150 έως 400 ώρες ψύχους κάτω από 7°C). Δεν ανέχεται  περιοχές με ομίχλη ή ψυχρούς ανέμους. Ευδοκιμεί καλύτερα σε εδάφη μέσης σύστασης, βαθιά, γόνιμα, νοτερά ‐αρδευόμενα. Ανέχεται μέτρια αλκαλικά εδάφη. Τα πολύ υγρά εδάφη θεωρούνται ακατάλληλα.  Η ροδιά διαμορφώνεται συνήθως σε δένδρο μ' ένα ή πολλούς κορμούς (σε κήπους αφήνετε να αναπτυχθεί σαν θάμνος ελεύθερα). Επειδή σχηματίζει πολλές παραφυάδες, το κλάδεμα καρποφορίας θα πρέπει  να συνίσταται σ' αφαίρεση των παραφυάδων και σε αραίωση κλάδων της κόμης, για να ενθαρρύνουμε την παραγωγή νέας καρποφόρας λογχοειδούς βλάστησης.     Οι πιο αξιόλογες ξενικές ποικιλίες της ροδιάς είναι:     Dolce Nostrana (έντονο κόκκινο χρώμα, σπόροι γλυκείς, φλοιός λεπτός)    Dolce Alapia Η ροδιά είναι μικρού μεγέθους δέντρο, μπορεί να τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία του κήπου. Έχει παρά πολύ εντυπωσιακή ανθοφορία λόγω του χρώματος που είναι κόκκινο. Υπάρχει μια νέα ποικιλία, άκαρπη η  οποία χρησιμοποιείται πάρα πολύ στην κηποτεχνία και ως γλαστρικό καθώς επίσης και νάνες ποικιλίες οι οποίες χρησιμοποιούνται επίσης ως γλαστρικά. Η νέα βλάστηση της ανθοφορίας είναι κόκκινου χρώματος και  αυτός είναι ένας επίσης λόγος που χρησιμοποιείται ως γλαστρικό. Η ροδιά δεν πρέπει να τοποθετείται κοντά σε σημεία που περνάνε άνθρωποι γιατί διαθέτει αγκάθια και υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού. 

 

 

 

 

  Συκιά:    Η λατινική της ονομασία είναι Ficus carica και ανήκει στην οικογένεια Moreaceae. Το γένος αυτό έχει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα των τροπικών χωρών. Η Συκιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, παίρνει συνήθως  μεγάλες διαστάσεις και είναι μακρόβια. Δίνει καλή παραγωγή και σε ηλικία μεγαλύτερη των 60 χρόνων. Η ρίζα της είναι ισχυρή, με πολλές διακλαδώσεις και πηγαίνει βαθειά, ιδίως στα ξερικά εδάφη, αναζητώντας  υγρασία. Ο κορμός της συνήθως δεν είναι ίσιος και όρθιος, αλλά μάλλον ακανόνιστος, πολύκλαδος, με φλοιό αρχικά τεφροπράσινο και κατόπι υπόλευκο, με ακανόνιστες κοιλότητες. Το ύψος του δέντρου μπορεί να  φθάσει  μέχρι  12  μ.  Τα  κλαδιά  της  έχουν  την  τάση  να  αναπτύσσονται  πλάγια  και  προς  τα  κάτω  και  τελικά  μπορεί  να  φθάσουν  σε  μικρή  απόσταση  από  το  έδαφος.  Τα  φύλλα  είναι  τραχεία  στην  αφή,  χνουδωτά  πεντάλοβα ή και τρίλοβα, πιο πράσινα στην επάνω επιφάνεια τους. Τα ξυλοφόρα μάτια βρίσκονται συνήθως στην άκρη των κλαδίσκων. Το ίδιο και τα ανθοφόρα μάτια, πού βρίσκονται και στις μασχάλες των φύλλων  των βλαστών του προηγούμενου έτους ή των βλαστών του έτους, πού αναπτύσσονται.     Η ταξιανθία της Συκιάς μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν «κεφάλιο». Μέσα στα σύκα βρίσκονται τα άνθη, συνήθως και αρσενικά και θηλυκά, με τη διαφορά ότι, στα θηλυκά δέντρα, επικρατούν τα θηλυκά άνθη και  ατροφούν τα αρσενικά. Ο καρπός (ψευδής καρπός) είναι συγκάρπιο. Τα σύκα αναπτύσσονται στις μασχάλες των φύλλων των νεαρών αναπτυσσόμενων βλαστών. Αυτά ωριμάζουν κατά τον Αύγουστο, αρχίζοντας από  τη βάση των βλαστών προς τα πάνω. Στις μασχάλες, των φύλλων της κορυφής των νέων βλαστών, οι πιο όψιμες εκεί ταξιανθίες δεν προλαβαίνουν να εξελιχθούν κανονικά και μένουν υποτυπώδεις. Έτσι, σε μερικές ποικιλίες, την επόμενη Άνοιξη, πάνω στο γυμνό από φύλλα περσυνό βλαστό, συνεχίζουν την ανάπτυξή τους αυτά τα υποτυπώδη σύκα και ωριμάζουν νωρίς το καλοκαίρι. Δένδρο των εύκρατων χωρών. Αντέχει στις  μεγάλες θερμοκρασίες. Επίσης δεν φοβάται και τις χαμηλές θερμοκρασίες, αλλά μόνο μέχρι ‐8°C. Κάτω απ' αυτό το όριο, παθαίνει ζημιές. Χρειάζεται συνολική βροχόπτωση 600 ‐ 700 χιλιοστά, για να αναπτυχθεί και  να καρποφορήσει καλά. Οι ποικιλίες όμως, που παράγουν ξερά σύκα, χρειάζονται ξηρασία κατά το μήνα Σεπτέμβριο, γιατί οι βροχές αυτό το μήνα εμποδίζουν την καλή αποξήρανση των καρπών.     Η συκιά δεν είναι απαιτητική ως προς το έδαφος. Πρέπει πάντως να αποφεύγονται τα πολύ αργιλώδη εδάφη. Η παρουσία αρκετά μεγάλου ποσοστού ασβεστίου στο έδαφος είναι απαραίτητη, για την παραγωγή  ξερών  σύκων  καλής  ποιότητας.  Τα  πολύ  υγρά  εδάφη  εμποδίζουν  τη  μερική  αποξήρανση  των  σύκων  πάνω  στο  δέντρο  κι  αυτό  βλάφτει  στην  ποιότητα  του  προϊόντος.  Γενικώς,  η  συκιά  προτιμά  τα  βαθειά,  γόνιμα,  μάλλον ασβεστώδη εδάφη, που ζεσταίνονται εύκολα. Συνίσταται μόνο στην αφαίρεση των ξερών κλαδιών, καθώς και των πολύ πυκνών, από τη βάση τους. Φροντίζαμε να διατηρούμε το σχήμα της φυτείας, κόβοντας  τους νέους βλαστούς, που πάνε τυχόν να ξεφύγουν, προς τα πάνω ή τα πλάγια. Αποφεύγαμε το κόψιμο χοντρών κλάδων, γιατί ή Συκιά περιέχει στο ξύλο της πολλή εντεριώνη και σαπίζει. Αν είναι ανάγκη να κοπούν  χοντροί κλάδοι, γίνεται απολύμανση των πληγών του κλαδεύματος με κατάλληλη αλοιφή. Διαμόρφωση σκελετού: Σύμφωνα με τις νέες τάσεις και τα δέντρα της Συκιάς πρέπει να διαμορφώνονται όσο το δυνατό πιο  χαμηλά και να επιδιώκεται να παίρνουν σχήμα «πεπλατυσμένο» (σα φράχτης), φροντίζοντας να μένει όσο μπορεί περισσότερο ελεύθερος ο χώρος μεταξύ των γραμμών. Ο σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι να  διευκολυνθεί ή εκτέλεση των διαφόρων καλλιεργητικών εργασιών (τυχόν ψεκασμός, κλάδευμα ) και κυρίως ή συλλογή των σύκων, πού γίνεται με το χέρι.   Οι ποικιλίες της συκιάς είναι πολυάριθμες. Χωρίζονται, σε δίφορες και μονόφορες. Επίσης, ανάλογα με το χρώμα, τους, χωρίζονται σε λευκές και σε μαύρες ή ιώδεις. Τέλος χωρίζονται και ανάλογα με τον προορισμό  τους,  σε  ποικιλίες  νωπών  σύκων,  ξερών  σύκων  και  διπλού  προορισμού.  Από  τις  λευκές  ποικιλίες  είναι:  Αποστολιάτικα,  Σμυρνέϊκα,  Σύκα  Κύμης  και  Καλαμών.  Από  τις  μαύρες  ‐  ιώδεις  ποικιλίες,  αναφέρομε  τις  ακόλουθες : Τα Βασιλικά σύκα, τα Μαυρόσυκα και τα Κοκκινομάτικα. Η συκιά είναι δέντρο φυλλοβόλο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεμονωμένα σε σημεία που χρειάζονται σκίαση το καλοκαίρι και ήλιο το χειμώνα.  Η χρήση της κοντά σε χώρους όπως καθιστικό ή κάποιο πλακόστρωτο δεν ενδείκνυται γιατί η συκιά ρίχνει τους καρπούς της και λερώνει. Αυτό δεν είναι επιθυμητό σε τέτοιους χώρους. Επίσης ένας άλλος λόγος που  δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε σημεία όπως καθιστικά είναι γιατί έχει επιφανειακό ριζικό σύστημα και μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην επιφάνεια του εδάφους. Επίσης το χνούδι στα φύλλα συχνά δημιουργεί  αλλεργίες.  

 

 

 

                     

Τεύκριο:    Το όνομα του γένους Teucrium (της οικογένειας Lamiaceae) προέρχεται από τον ομηρικό ήρωα «Τεύκρο» και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη αειθαλών και φυλλοβόλων θάμνων και πολυετών ποωδών φυτών, με  φύλλλα που έχουν αρωματικά έλαια.   Αναπτύσσονται σε στεγνά, άγονα, αλκαλικά ή ουδέτερα εδάφη και ηλιόλουστες θέσεις και απαιτούν προστασία από τους δυνατούς παγετούς.  Φυτεύονται σε βραχόκηπους, σε ομάδες για εδαφοκάλυψη και γλάστρες. Δέχονται κλάδεμα μορφοποίησης και είναι κατάλληλα για παραθαλάσσιες φυτεύσεις.  Πολλαπλασιάζονται εύκολα με μοσχεύματα και με διαίρεση. Δεν προσβάλλονται από ασθένειες.  Το τεύκριο θαμνώδες είναι αειθαλής θάμνος με γκριζοπά φύλλα και μπλε άνθη το καλοκαίρι.  Φτάνει τα 1,5 μ. ύψος και τα 2 μ. πλάτος. Είναι φωτόφυλλο είδος με μικρές απαιτήσεις σε νερό και αντέχει σε θερμοκρασίες από ‐10ο έως ‐20ο C. 

                Τριανταφυλλιά:  Η τριανταφυλλιά είναι ένα από τα πολλά είδη φυτών. Ανήκει στην οικογένεια των ροδιδών του γένους Δικοτυλήδονων. Διαφορετικά η τριανταφυλλιά ονομάζεται και ρόδη. Περιλαμβάνει γύρω στα 100‐200  είδη που φυτρώνουν στις εύκρατες και υποτροπικές περιοχές του βορείου ημισφαιρίου.  Είναι θαμνώδες, καλλωπιστικό και φυλλοβόλο ή αειθαλές, όρθιο, αναρριχώμενο ή έρποντο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι  αποξυλωμένη  και  διακλαδίζεται  προς  όλες  τις  κατευθύνσεις.  Συνεχίζοντας,  ο  βλαστός  της  αρχικά  είναι  τρυφερός  και  πράσινος,  ενώ  κάποια  στιγμή  αρχίζει  να  σκληραίνει  και  να  αποξηραίνεται.  Επίσης,  ο  βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά  αρχίζουν  να  ανοίγουν  και  να  ξεπετάγονται  τα  πέταλα.  Τα  πέταλα  έχουν  διάφορα  χρώματα  όπως  λευκό,  κόκκινο,  ροζ,  κίτρινο  και  άλλα.  Το  χρώμα  των  ανθών  τους  είναι  ανάλογο  με  την  ποικιλία  της  κάθε  τριανταφυλλιάς.  Οι  τριανταφυλλιές  ευδοκιμούν  καλύτερα  σε  εδάφη  μέτρια,  αργιλώδη,  ασβεστώδη,  ουδέτερα  ή  ελαφρά  όξινα  (ph  5.5‐6.5).  Μπορούν,  όμως,  να  καλλιεργηθούν  και  σε  πολύ  όξινα  ή  υγρά  εδάφη.  Τα  φυτά  φυτεύονται από τον Ιανουάριο ως το Φεβρουάριο και στα ψυχρότερα κλίματα τον Μάρτιο.   Η τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός από την ομορφιά και τα  ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε από τα ροδοπέταλά της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων,  κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό.    

 

         

Φιλάδελφος, φούλι:    Tο γένος Philadelphus της οικογένειας Ηydrangeaceae περιλαμβάνει 40 με 60 είδη φυλλοβόλων και σπάνια αειθαλών θάμνων με λευκά αρωματικά άνθη.  Αναπτύσσονται σε ηλιόλουστες και ημισκιασμένες θέσεις. Φυτεύονται σε ομάδες.  Πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα το καλοκαίρι και το χειμώνα.  ο Φτάνει τα 3 μ. σε ύψος και πλάτος. Είναι φωτόφυλλο ή ημισκιόφυτο είδος με μέτριες απαιτήσεις σε νερό και αντοχή σε θερμοκρασίες κάτω των ‐20  C. 

    Φοίνικας:    Κοινή  ονομασία  φυτών  με  την  οποία  χαρακτηρίζονται  όλα  τα  είδη  της  οικογένειας  Φοινικίδες  (Palmae).  Η  ονομασία  εξάλλου  Palmae  σημαίνει  στην  κυριολεξία  "φοίνικες".  Ειδικότερα,  όμως,  η  ονομασία  Φοίνικας αναφέρεται στα είδη του γένους Φοίνιξ (Phoenix) της παραπάνω οικογένειας. Σημαντικότερο είναι το είδος Φοίνιξ ο Δακτυλοφόρος (Phoenix Dactylifera) γνωστός με τα κοινά ονόματα Φοίνικας,  Φοινικιά, Χουρμαδιά, Κουρμαδιά και άλλα . Το είδος αυτό κατάγεται από την Βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία και καλλιεργείται στους τόπους καταγωγής του αλλά και σε πολλές άλλες τροπικές και  υποτροπικές χώρες για τους καρπούς του (χουρμάδες) και πολλά άλλα προϊόντα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται ως διακοσμητικό. Οι Φοίνικες ήταν γνωστοί στον άνθρωπο από τα πανάρχαια χρόνια. Υπάρχουν  αποδείξεις ότι η καλλιέργεια του Φοίνικα γινόταν από το 6.000π.Χ. Οι Φοίνικες ήταν γνωστοί στους Έλληνες από την προϊστορική εποχή. Σύμφωνα με τη μυθολογία η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα στη Δήλο  κάτω από έναν φοίνικα.  Επίσης μερικές αρχαίες ονομασίες τοποθεσιών σε νησιά του νοτίου Αιγαίου δείχνουν την πιθανή ύπαρξη φοινίκων στις περιοχές αυτές τα αρχαία χρόνια.    Τα είδη του γένους Φοίνιξ είναι δέντρα δίοικα, ψηλά έως 30μ., αλλά μερικές φορές είναι φυτά χαμηλά, νανώδη, με στέλεχος μικρότερο από 1μ. Το στέλεχος είναι κυλινδρικό και ομοιοπαχές σε όλο το μήκος  του. Στους φοίνικες η πτώση των φύλλων δεν είναι μια προκαθορισμένη κατάσταση που επαναλαμβάνεται περιοδικά, όπως συμβαίνει στα φυλλοβόλα Δικοτυλήδονα. Εξάλλου τα φυτά αυτά δεν θεωρούνται  φυλλοβόλα αφού μόνιμα έχουν φύλλα στην κορφή τους.  Είδη του γένους Φοίνιξ καλλιεργούνται για γεωργική παραγωγή ή σαν διακοσμητικά στη Βόρεια Αφρική, την τροπική και παρατροπική Ασία, την Αμερική, την Αυστραλία και σποραδικά στη νότια Ευρώπη και  ιδιαίτερα στην Ισπανία, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και γενικά τη νότια Ελλάδα.  Η  φοινικιά  ευδοκιμεί  σε  όλα  τα  μέρη  αρκεί  οι  κλιματολογικές  συνθήκες  να  είναι  κατάλληλες,  δηλαδή  ξηρή  ατμόσφαιρα,  υψηλές  θερμοκρασίες  και  άφθονο  νερό.  Πολλαπλασιάζεται  εύκολα  με  σπορά.  Οι  καλλιεργητές  όμως  προτιμούν  τον  αγενή  πολλαπλασιασμό  με  παραφυάδες  γιατί  έτσι  εξασφαλίζεται  η  επιθυμητή  ποικιλία  αλλά  και  το  φύλλο,  το  οποίο  στα  άτομα  που  προέρχονται  από  σπορά  δεν  είναι  δυνατόν να αναγνωριστεί παρά μόνον κατά την άνθηση. Οι χρησιμοποιούμενες παραφυάδες πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 χρονών. Η καρποφορία αρχίζει στα 3 με 5 χρόνια, φτάνει στην πλήρη απόδοση στα  10 με 15 και διατηρείται μέχρι τα 100.   

              Φραγκοσυκιά:    Είδος δικοτυλήδονου φυτού που ανήκει στο γένος Οπουντία [Opuntia] της οικογένειας Κακτίδες [Cactaseae]. Στη χώρα μας απαντάται η Οπουντία η ινδική συκή, κοινώς φραγκοσυκιά. Βρίσκεται ημιαυτοφυής  σε βραχώδεις ή πετρώδεις ξηρές θέσεις ή καλλιεργείτε κυρίως για τη δημιουργία φρακτών και σπάνια για τον καρπό της. Φράκτες από φραγκοσυκιές μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην εξάπλωση  δασικών πυρκαγιών διότι ο σαρκώδης κορμός περιέχει νερό και καίγεται δύσκολα.  Ο καρπός της αποκτά τον κατάλληλο βαθμό ωρίμανσης μόνο σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας όπως τα Επτάνησα, την Κρήτη και την Ν. Πελοπόννησο. Είναι κάκτος με βλαστό όρθιο, δενδρόμορφο, ύψους  3 ‐  5 μ. Δεν έχει κορμό και αποτελείται από σαρκώδη επίπεδα τμήματα («φύλλα») με μορφή ελλειπτικού δίσκου, ενωμένα μεταξύ τους. Τα άνθη είναι μεγάλα και κίτρινα. Ο καρπός της φραγκοσυκιάς είναι το  φραγκόσυκο, ο οποίος είναι ένα από κίτρινο (πριν ωριμάσει πλήρως) προς ροδοκόκκινο (όταν ωριμάσει) φρούτο με μικρά αγκαθάκια, σα χνούδι, στην επιφάνειά του. Τα φραγκόσυκα αναπτύσσονται  περιμετρικά στην άκρη των επίπεδων τμημάτων της φραγκοσυκιάς και έχουν βάρος 150‐400 γραμμάρια.  Έχουν σάρκα γλυκιά, πορτοκαλιά ή κοκκινωπή. Ωριμάζουν τέλος Ιουλίου με αρχές Σεπτεμβρίου.  Η φραγκοσυκιά ευδοκιμεί σε θερμούς και ηλιόλουστους τόπους χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση στο έδαφος, αρκεί αυτό να μην είναι υγρό ή να στραγγίζεται καλά.  Πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπέρματα, κυρίως όμως με μοσχεύματα. Όπου εγκαθίσταται μόνιμα εκτοπίζει την τοπική βλάστηση. Μερικές φορές γίνεται πολύ ενοχλητικό ζιζάνιο. 

    Χαρουπιά:    Είδος Δικοτυλήδονου φυτού που ανήκει στο γένος Κερατονία [Σερατονία]. Υπάγεται στην υποοικογένεια Καισαλπινιοειδη, οικογένεια Χεδρωπά. Η χαρουπιά κατάγεται από την ανατολική παραμεσόγειο  περιοχή από όπου διαδόθηκε στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες αρχικά από τους έλληνες και τους Ρωμαίους. Στα ευρωπαϊκά κράτη την ονομάζουν και αρτόδενδρο του Αγίου Ιωάννου γιατί σύμφωνα με μια  ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, το άγριο μέλι και οι ακρίδες που αναφέρονται σαν τροφή του Ιωάννου του Βαπτιστή στην έρημο, ήταν τα χαρούπια που αφθονούσαν στην περιοχή αυτή.   Στην Ελλάδα απαντάται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα αυτοφυής ή καλλιεργημένη και είναι γνωστή με τα ονόματα: ξυλοκερατιά, κερατιά, κουντουριδιά, τερατσιά.   Η χαρουπιά είναι δέντρο αειθαλές, μακρόβιο, ύψους 5 έως 10 μ. Έχει ισχυρό κορμό και φλοιό λεπτό, καστανόφαιο. Το φύλλωμα της είναι πυκνό, βαθυπράσινο και στο σύνολο του έχει συνήθως μορφή  σφαιρική. Τα άνθη είναι πολύ μικρά, απέταλα, με βαριά μυρωδιά. Ο καρπός είναι αδιάρρηκτος χέδρωψ, που χαρακτηρίζεται ως μεριστόκαρπος.   Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα εδάφη, ακόμα και στα ξερά και πετρώδη, αρκεί να έχουν αρκετό βάθος για την ανάπτυξη του ριζικού της συστήματος. Αποφεύγει τα πολύ υγρά εδάφη. Είναι φυτό θερμόβιο αλλά  ο αντέχει και στο κρύο [έως 2  C]. Μπορεί να ανανεώνεται συνεχώς από τις ρίζες του [πρεμνοβλαστικό].  Πολλαπλασιάζεται με σπέρματα την άνοιξη  και τα φυτάρια που είναι άγρια εμβολιάζονται. Μπορεί επίσης να πολλαπλασιαστεί και με μοσχεύματα.  ο Ανθίζει από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο. Η καρποφορία των δέντρων αρχίζει από τον 8  περίπου χρόνο και συνεχίζεται για πολλά χρόνια.   Η χαρουπιά είναι πολύτιμο γεωργικό, βιομηχανικό και διακοσμητικό δέντρο. Τα πλούσια σε σάκχαρα εκχυλίσματα των καρπών του χρησιμοποιούνται στην παραγωγή αλκοολούχων ποτών και οινοπνεύματος.  Το αλεσμένο περικάρπιο δίνει αλεύρι, πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά, που χρησιμοποιείται σαν κτηνοτροφή, αλλά και σαν τροφή του ανθρώπου. Τα σπέρματα χρησιμεύουν στην βιομηχανία παραγωγής  κυτταρίνης που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φωτογραφικών πλακών και άλλων αντικειμένων καθώς και για την εξαγωγή δεψτικών, βαφικών και κολλητικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη  βυρσοδεψία, την κλωστοβιομηχανία κ.α. Από εκχυλίσματα χαρουπιών παρασκευάζονται σκευάσματα υποκατάστατα της σοκολάτας. Το ξύλο της χαρουπιάς είναι σκληρό και βαρύ. Χρησιμοποιείται στην  ξυλογλυπτική, τορνευτική κ.α.  Τα χαρούπια συλλέγονται μετά το θερισμό με ραβδισμό του δέντρου. 

   

  Πίνακας ιδιοτήτων 

         

Βιβλιογραφία     Φυτολογία, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 10, Εκδοτική Αθηνών 1990    Πατλής Γιάννης [2009], κήπος και φυτά, Αθήνα: εκδόσεις Σταμούλη    Τσιάκαλου Αικατερίνη, Μονιάκη Ουρανία, πτυχιακή εργασία: σχεδιαστικές προτάσεις, χρήσης καρποφόρων δέντρων σε κηποτεχνικές εφαρμογές,ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ, σχολή τεχνολογίας γεωπονίας,  τμήμα θερμοκηπιακών καλλιεργειών και ανθοκομίας. Ηράκλειο 2007    Καγιαυτάκη Ελένη, πτυχιακή εργασία: μελέτη της βιοσυσσώρευσης βαρέων μετάλλων από δυόσμο καλλιεργημένο σε ρυπασμένα εδάφη, ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ, τμήμα φυσικών πόρων και περιβάλλοντος,  Χανιά, Ιούνιος 2008    http://www.melissokomia.gr    http://fruit.com.gr/season.php    http://el.wikipedia.org/wiki 

More Documents from "elli"

May 2020 9
May 2020 8
May 2020 10
The Hidden Value
December 2019 21