ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ JOHN MAYNARD KEYNES (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ) 24/03/2018 · by kseeath ·
in Ανάλυση,Ιστορία,Μεταφρασμένο. ·
του Sam Williams Πηγή: https://critiqueofcrisistheory.wordpress.com/the-ideas-of-john-maynard-keynes-pt-1/ Μετάφραση: Νίκος Χ για το avantgarde Οι ιδέες του Άγγλου οικονομολόγου John Maynard Keynes, που έζησε ανάμεσα στο 1883-1946, βρέθηκαν στο μέγιστο της επιρροής τους κατά τη δεκαετία του 1960 και στις αρχές του 1970. Εκείνη την εποχή, ο Keynes θεωρούταν από τους υποστηριχτές του οικονομολόγους ως αυτός που κατάφερε να σώσει τον ίδιο τον καπιταλισμό. Οι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι περιγράφουν την ιστορία κάπως έτσι. Στις σκοτεινές ημέρες της Ύφεσης του 1930, ο καπιταλισμός οδηγούταν κατά τα φαινόμενα στο τέλος του. Στις αρχές της Ύφεσης, οι εκπρόσωποι του οικονομικού[1] φιλελευθερισμού[2], οι οποίοι είχαν εγκαθιδρυθεί ως οι κυρίαρχοι στην επιστήμη της Οικονομίας, ισχυρίζονταν πως ο καπιταλισμός θα ανακάμψει γρήγορα από την Ύφεση χωρίς να χρειαστεί η παρέμβαση της κεντρικής κυβέρνησης. Η πρόταση, επομένως, αυτών των οικονομολόγων ήταν η κυβέρνηση να μην κάνει τίποτα ουσιαστικά για να ενθαρρύνει την οικονομική ανάκαμψη. Άλλωστε οι εκπρόσωποι της παλιάς σχολής υποστήριζαν ότι έτσι καταφέραμε να υπερβούμε τη κρίση και στο παρελθόν. Η ανάκαμψη πάντοτε ακολουθούσε μετά την ύφεση. Όμως, σύμφωνα με την εξιστόρηση των Κεϊνσιανών, η Ύφεση της δεκαετίας του 1930 ήταν διαφορετική. Η οικονομία δεν φαινόταν να ανακάμπτει από μόνη της. Ως αποτέλεσμα, πολλοί νέοι, συμπεριλαμβανομένου ενός ορισμένου αριθμού ατόμων που ανήκαν στην κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη, στρέφονταν προς τις μαρξιστικές ιδέες[3]. Η αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό φάνηκε να γίνεται όλο και πιο πιθανή για το εγγύς μέλλον. Τότε ο κορυφαίος οικονομολόγος της Μεγάλης Βρετανίας, ο John Maynard Keynes, εξήγησε ότι ο καπιταλισμός θα μπορούσε να διαρκέσει επ’ αόριστον κάτω από τις νέες συνθήκες, εάν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες άλλαζαν ορισμένες πολιτικές που θεωρούνταν απαραβίαστες. Καθώς αναστοχάζονταν τα χρόνια της Ύφεσης από την πλεονεκτική του θέση της δεκαετίας του 1960, οι Κεϋνσιανοί συμπέραναν αυτομάτως ότι ο σοσιαλισμός δεν ήταν τελικά αναγκαίος. Για να σωθεί ο καπιταλισμός, οι Κεϊνσιανοί ισχυρίζονταν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να δημιουργήσει ένα αρκετά μεγάλο έλλειμμα ως μέσο αντιστάθμισης της μείωσης των δαπανών από τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι αντί για ανεργία θα είχαμε «πλήρη απασχόληση», πράγμα με το οποίο οι περισσότεροι Κεϋνσιανοί στην πραγματικότητα εννοούσαν την ποσότητα της ανεργίας που ήταν υποφερτή, ώστε τα συνδικάτα να παραμένουν υπό έλεγχο. Για να ενισχύσουν την άποψή τους, οι Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι επεσήμαναν πως με τα τεράστια ελλείμματα που δημιουργήθηκαν για τη μαζική σφαγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατέστη δυνατή η κινητοποίηση της βιομηχανίας και της νέας γενιάς της εργατικής τάξης. Ο τεράστιος στρατός των ανέργων που χαρακτηρίζει τα χρόνια της Ύφεσης μετατράπηκε σε πραγματικό στρατό και έτσι η ανεργία εξαφανίστηκε.
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, ήταν αρκετά διευρυμένη η πεποίθηση ότι η Ύφεση θα επέστρεφε. Θα μπορούσαν όλοι αυτοί οι στρατιώτες να έβρισκαν θέσεις εργασίας; Ή ακόμα και αν συνέβαινε αυτό, δεν θα επέστρεφε η Ύφεση με το καταλάγιασμα της έκρηξης της ανοικοδόμησης που θα ακολουθούσε μετά τον πόλεμο; Οι Κεϋνσιανοί της δεκαετίας του 1960 ισχυρίζονταν ότι η Ύφεση θα είχε πιθανότατα επιστρέψει αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν ακολουθήσει τις νέες πολιτικές που υποστήριζε ο Κέινς και οι υποστηρικτές του στη δεκαετία του 1930. Οι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι λόγω των κυβερνητικών δαπανών της δεκαετίας του 50’ κατέστη δυνατή η αποφυγή της Ύφεσης και της μαζικής ανεργίας, όπως αυτή είχε εκφραστεί τη δεκαετία του 1930[4]. Ωστόσο, σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, ο συντηρητικός Αϊζενχάουερ -με την αμερικανική έννοια της λέξης «συντηρητικός»- δεν είχε υιοθετήσει ολοκληρωτικά την Κεϊνσιανή πολιτική. Ως αποτέλεσμα, σημειώθηκε μια σειρά από «υφέσεις» που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν είχαν εφαρμοστεί απολύτως οι Κεϊνσιανές πολιτικές[5]. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, οι κυβερνήσεις των Δημοκρατικών του John F. Kennedy και του Lyndon B. Johnson υιοθέτησαν πλήρως την κεϊνσιανή θεωρία, με τρόπο που η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Eisenhower δεν είχε κάνει. Για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αντί να αυξήσει τους φόρους για να χρηματοδοτήσει τον κλιμακούμενο πόλεμο ενάντια στο Βιετνάμ, η κυβέρνηση του Johnson νομοθέτησε δια του Κογκρέσου των ΗΠΑ τεράστιες φοροαπαλλαγές. Ακολουθώντας τους εμπνευόμενους από τον Κεϊνσιανισμό οικονομικούς συμβούλους του, η κυβέρνησή του θεωρούσε πως με τις μειώσεις των φόρων θα αύξανε την αποτελεσματική ζήτηση και θα μείωνε τα υψηλά επίπεδα ανεργίας που χαρακτήριζαν την αμερικανική οικονομία έπειτα από την ύφεση του 1957-58. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η αμερικανική και η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία ήταν και πάλι σε πλήρη ακμή και τα επίπεδα ανεργίας των ΗΠΑ είχαν πέσει στα χαμηλά επίπεδα της περιόδου του Κορεάτικου Πόλεμου του 1950-53. Οι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι ισχυρίζονταν ότι στο μέλλον θα μπορούσαν να εξαφανίσουν όχι μόνο τις μεγάλες υφέσεις, αλλά ακόμη και τις πιο «ήπιες» υφέσεις όπως αυτές που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1950. Αυτό βέβαια κρινόταν από το αν η κεντρική κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει ορθά τα «εργαλεία» των δημοσιονομικών και των νομισματικών πολιτικών που πρόσφεραν τα «νέα» κεϊνσιανά οικονομικά. Τα κεϊνσιανά δόγματα δεν εφαρμόστηκαν μόνο από το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Πρακτικά υιοθετήθηκαν από όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας, είτε αριστερά είτε δεξιά. Στα αριστερά, τα Σοσιαλδημοκρατικά και τα Εργατικά Κόμματα αντικατέστησαν τον Μαρξ με τον Κέινς. Τα δεξιά κόμματα όπως τα διάφορα Χριστιανοδημοκρατικά ή Φιλελεύθερα κόμματα στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του Συντηρητικού Κόμματος στη Βρετανία, επίσης υιοθέτησαν την λογική των Κεϊνσιανών οικονομικών. Ακόμη και οι Ρεπουμπλικάνοι στις Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να επηρεάζονται από αυτό το κύμα. Ήταν μάλιστα ο δεξιός Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος των ΗΠΑ Richard Nixon που διακήρυξε «Είμαστε πια όλοι Κεϊνσιανοί». Στην περίπτωση που η οικονομία άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα επιβράδυνσης, τα κυρίαρχα Κεϊνσιανά δόγματα ισχυρίζονταν πως θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν την κρίση δια της αύξησης των ελλειμματικών δαπανών της κυβέρνησης και μέσω της μείωσης των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα. Αν είχαμε απειλητικά επίπεδα πληθωρισμού, η κυβέρνηση θα μπορούσε να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό -ή τουλάχιστον να μειώσει τα ελλείμματα- επιβραδύνοντας το ρυθμό αύξησης των δαπανών και αυξάνοντας τους φόρους[6]. Στην περίπτωση που χρειαστεί, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να βοηθήσει αυξάνοντας τα επιτόκια. Πολλοί αν όχι όλοι οι μαρξιστές της εποχής εκείνης φαινόταν να παραδέχονται την ορθότητα των βασικών ισχυρισμών των Κεϊνσιανών. Ωστόσο, αυτοί οι «Κεϊνσιανοί μαρξιστές» επεσήμαναν ότι μεγάλο μέρος των «κεϊνσιανών» κυβερνητικών ελλειμμάτων δαπανούνταν με σκοπό τη συντήρηση της μηχανής της παγκόσμιας εκμετάλλευσης, καθώς για παράδειγμα με αυτά τα κονδύλια χρηματοδοτήθηκε ο πόλεμος ενάντια στο Βιετνάμ ή ο «ψυχρός πόλεμος» ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της, και όχι για τη δημιουργία δημόσιων έργων ή δημόσιων προγραμμάτων οικιστικής στήριξης που πραγματικά θα βοηθούσαν την εργατική τάξη.
Η μεταπολεμική ευημερία αποδόθηκε στις στρατιωτικές δαπάνες Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τις αρχές του 50’, όταν οι κεϋνσιανές ιδέες είχαν αποκτήσει σημαντική επιρροή, υπήρχαν τμήματα του σοσιαλιστικού Τύπου που «απέδιδαν» τη μεταπολεμική ευημερία στις
τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες των αρχών του «ψυχρού πολέμου» και του θερμού πολέμου στην Κορέα. Η ευημερία αυτή διέψευδε τις ελπίδες για την ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Αυτοί οι σοσιαλιστές ισχυρίζονταν ότι οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες θεμελίωναν μια ολοκληρωτικά «τεχνητή» ευημερία. Εάν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις δεν είχαν προβεί σε αυτές τις δαπάνες, σύμφωνα με τους σοσιαλιστές, θα είχαν εκδηλωθεί υφεσιακές τάσεις και ως αποτέλεσμα θα υπήρχε η αναμενόμενη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικάτων και της εργατικής τάξης γενικά. Σύμφωνα με αυτούς τους μαρξιστές, ο καπιταλισμός ήταν ακόμη πτωχευμένος, αφού το μόνο που απέτρεπε την επιστροφή των τεράστιων επίπεδων ανεργίας της περιόδου της μεγάλης Ύφεσης ήταν η πολεμική προετοιμασία . Φυσικά αυτοί οι σοσιαλιστές δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να αποδείξουν αυτούς τους ισχυρισμούς.[7] Στο βαθμό που οι εργαζόμενοι πραγματικά ασχολούνταν με αυτές τις σοσιαλιστικές εφημερίδες, θα είχαν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι όσο υπήρχε ο κίνδυνος του πόλεμου με τη Σοβιετική Ένωση και οι στρατιωτικές δαπάνες παρέμεναν υψηλές, η ύφεση και η ανεργία δεν θα ξεπερνούσαν το όριο του ανεκτού[8]. Αν υπήρχε όμως πραγματική ειρήνη, θα είχαμε ύφεση και μαζική ανεργία! Πράγματι, οι αστικές φυλλάδες και τα περιοδικά έλεγαν τα ίδια πράγματα καθώς προσπαθούσαν να χτίσουν τον απαραίτητο πολιτικό συσχετισμό για την αντικομμουνιστική σταυροφορία του ψυχρού πολέμου. Μόνο λίγοι από μας που μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια της έκρηξης της δεκαετίας του 1960 γνώριζαν το πόσες φορές οι καπιταλιστές οικονομολόγοι είχαν δηλώσει την νίκη τους απέναντι στον «επιχειρηματικό κύκλο» ή τον εμπορικό κύκλο, κατά την αγγλική ορολογία. Για παράδειγμα, όπως έδειξα στην δημοσίευση της περασμένης εβδομάδας, οι νομοθέτες του British Bank Act του 1844 ισχυρίζονταν ότι η μεταρρύθμιση αυτή θα έθετε τέλος στις κρίσεις. Βέβαια και η ιδέα ότι η πολεμική δαπάνη αποτελούσε το κλειδί για την καπιταλιστική ευημερία δεν ήταν και τόσο καινούργια. Ο σημαντικότερος αντίπαλος του Ricardo ανάμεσα στους Άγγλους οικονομολόγους, ο υπεραντιδραστικός Thomas Robert Malthus, είχε υποστηρίξει ότι μέσω τεράστιων κυβερνητικών δαπανών θα αντισταθμιζόταν ο κίνδυνος μίας γενικής κρίσης στην κίνηση των εμπορευμάτων και η αντίστοιχη αύξηση της ανεργίας. Στις δημοσιεύσεις των προσεχών εβδομάδων, θέλω να διερευνήσω την πραγματική σημασία των ιδεών του Κεϊνς και να τις εξετάσω στην ιστορική τους διάσταση. Το έργο του Κεϊνς αντιπροσώπευε μια αντίδραση ενάντια στις ιδέες του οικονομικού φιλελευθερισμού που κυριάρχησαν στην αγγλική πολιτική οικονομία από τις ημέρες του Adam Smith[9]. Συγκριτικά με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, οι κευνσιανές ιδέες υποστηρίζουν περισσότερο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης; Πώς σχετίζονται στη πραγματικότητα η κριτική του Κέυνς στον οικονομικό φιλελευθερισμό και η μαρξική κριτική της αστικής πολιτικής οικονομίας; Ήταν όντως η πολεμική δαπάνη η αιτία της ευημερίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως θεωρούσαν πολλοί Αμερικανοί και Βρετανοί σοσιαλιστές; Τις τελευταίες δύο εβδομάδες εξέτασα το φιλελεύθερο δόγμα του διεθνούς εμπορίου, το οποίο κωδικοποιείται ως έννοια από τους σύγχρονούς μας οικονομολόγους ως ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Όμως η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος και η ποσοτική θεωρία του χρήματος καθώς και η λεγόμενη θεωρία των αγορών του Say, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, αποτελούν μόνο ένα μέρος της ευρύτερης οικονομικής σχολής που είναι γνωστή ως οικονομικός φιλελευθερισμός. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει επίσης αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Την περίοδο που πρωτοσυγκροτήθηκε ως σχολή, δηλαδή από τους Γάλλους φυσιοκράτες και τον Adam Smith και τον David Ricardo, οι εκπρόσωποι του οικονομικού φιλελευθερισμού ανακάλυψαν ότι η υπεραξία προέρχεται από τη σφαίρα της παραγωγής και όχι από την σφαίρα της κυκλοφορίας. Αυτό αποτέλεσε τομή σε σχέση με το παλιό δόγμα των πρώιμων οικονομολόγων, που έμειναν στην ιστορία ως οι μερκαντιλιστές, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η υπεραξία εμφανίζεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας[10]. Η πρώτη φορά που εμφανίστηκαν κάποια ψήγματα της έννοιας της αξίας της εργασίας ήταν με το έργο πρωτοπόρων οικονομολόγων πριν την εποχή του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως ήταν ο William Petty που έζησε στα τέλη του 17ου αιώνα. Με τον David Ricardo έχουμε το ανώτατο σημείο ανάπτυξης αυτών των ιδεών. Ο νόμος της αξίας της εργασίας που αποτέλεσε το ανώτερο σημείο ανάπτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας με το έργο του Ricardo οδηγούσε κατευθείαν στο συμπέρασμα ότι τα εισοδήματα των «ιδιοκτήτριων τάξεων» των καπιταλιστών και των ιδιοκτητών- προέρχονταν από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης[11]. Με την
ανάπτυξη της πάλης ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργάτες, οι οικονομολόγοι άρχισαν να γίνονται πιο νευρικοί. Ο ρικαρντιανός νόμος της αξίας της εργασίας έγινε το θεμέλιο μίας πρώιμης σοσιαλιστικής κριτικής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Και για αυτό τον λόγο έπρεπε να τον ξεφορτωθούν. Αλλά με τι έπρεπε να αντικατασταθεί; Οι αστοί οικονομολόγοι δεν ήταν σε θέση να αντιπροτείνουν τίποτα καλύτερο από την ιδέα ότι τα αγαθά έχουν αξία λόγω της σπανιότητάς τους συγκριτικά με τις υποκειμενικά προσδιοριζόμενες ανθρώπινες ανάγκες. Αυτή η ιδέα αναπτυσσόταν σταθερά και θεμελιώθηκε και μαθηματικά κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, λαμβάνοντας την ονομασία “marginalism” («θεωρία της οριακής ωφελιμότητας» ή «οριακή θεωρία»). Οι αρχές αυτής της θεωρίας διδάσκονται πλέον στους φοιτητές οικονομικών, και ιδιαίτερα στον τομέα των σύγχρονων αστικών οικονομικών της «μικροοικονομίας».
Η Οριακή Θεωρία της αξίας Οι υποστηρικτές της Οριακής Θεωρίας χρησιμοποιούν ως αφετηρία της σκέψης τους την αξία των καταναλωτικών αγαθών. Υποστηρίζουν ότι τα προσωπικά είδη κατανάλωσης έχουν αξία επειδή κρίνονται υποκειμενικά από τους καταναλωτές στη βάση της σπανιότητάς τους. Λόγω της σπανιότητάς τους έχουν και «οικονομική αξία». Το γεγονός ότι τα καταναλωτικά αντικείμενα είναι σπάνια σημαίνει ότι και τα μέσα παραγωγής τους -αυτό που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι ονομάζουν συντελεστές παραγωγής (γη, εργασία και κεφάλαιο)- είναι επίσης σπάνια. Συνεπώς, η σχετική σπανιότητα καθορίζει το πώς κάθε συντελεστής παραγωγής δημιουργεί αξία. Όσο υπάρχει «ελεύθερος ανταγωνισμός», κάθε συντελεστής παραγωγής (δηλαδή η γη που εκπροσωπείται από τους ιδιοκτήτες γης, το κεφάλαιο από τους καπιταλιστές και η εργασία από τους εργάτες) θα εισπράττει το εισόδημα που αντιστοιχεί στην πραγματική αξία που παράγει ο κάθε ένας εξ αυτών. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της Οριακής Θεωρίας, όσο υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός, κανένας «συντελεστής παραγωγής» δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί έναν άλλο «συντελεστή παραγωγής», τουλάχιστον μακροπρόθεσμα. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι οι εργαζόμενοι παίρνουν λιγότερη αξία με τη μορφή των μισθών από ό,τι δημιουργεί η εργασία τους. Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτό είναι νομοτέλεια κάτω υπό τις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Διαφορετικά δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος. Οι υποστηρικτές της Οριακής Θεωρίας αντιτάσσονται στην βασιμότητα αυτής της θέσης. Εάν οι εργαζόμενοι παράγουν περισσότερα από όσα λαμβάνουν με τη μορφή του μισθού, θα είναι επικερδές για τους καπιταλιστές να προσλάβουν επιπλέον εργαζόμενους, ώστε να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όσο η ζήτηση για «εργασία» ανεβαίνει, τόσο θα ανεβαίνουν και οι μισθοί. Αυτό θα συμβαίνει, σύμφωνα με τους υποστηριχτές της Οριακής Θεωρίας, μέχρι οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν με τη μορφή των μισθών την πλήρη αξία που δημιουργεί η εργασία τους. Ούτε μια δεκάρα παραπάνω ή παρακάτω. Αν είναι έτσι όμως η κατάσταση ποια είναι η πηγή του κέρδους; Οι υποστηρικτές της Οριακής Θεωρίας υποστηρίζουν ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός οδηγεί την οικονομία σε μια θέση «εξισορρόπησης» όπου το κέρδος εξαφανίζεται ως τέτοιο! Το πολύ, οι καπιταλιστές να κερδίζουν έναν τόκο. Σύμφωνοι, όμως και πάλι από πού προέρχεται ο τόκος; Ο τόκος, υποστηρίζουν, δημιουργείται από τη συμβολή του κεφαλαίου, όπως ακριβώς το ενοίκιο δημιουργείται από τη γη, και οι μισθοί από την εργασία[12]. Αντί να καταναλώνουν το κεφάλαιό τους, οι καπιταλιστές επιλέγουν να το αξιοποιήσουν «παραγωγικά», όπως κάνουν και οι εργαζόμενοι που επιλέγουν να εργαστούν για την ανταμοιβή των μισθών αντί να αναπαύονται Αλλά οι καπιταλιστές ως λογικοί άνθρωποι, δεν εκτελούν μια τέτοια «υπηρεσία» δωρεάν. Όπως οι μισθοί αυξομειώνονται ανάλογα με την «σπανιότητα» των μισθών, έτσι και ο «τόκος», που είναι η ανταμοιβή των καπιταλιστών για την μη κατασπατάληση του κεφαλαίου τους καταναλώνοντάς το – αυξάνεται όταν το κεφάλαιο σπανίζει και πέφτει όταν το κεφάλαιο είναι υπάρχει σε πληθώρα.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός της Οριακής Θεωρίας και τα συνδικάτα Οι εκπρόσωποι του οικονομικού φιλελευθερισμού ή απλώς, όπως ονομάζονται τώρα, οι νεοφιλελεύθεροι, αντιτίθενται σθεναρά στα συνδικάτα, επειδή θεωρούν ότι αυτά λειτουργούν ως μονοπώλια που διαταράσσουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Το μοναδικό όφελος που αναγνωρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι από την ύπαρξη των συνδικάτων βρίσκεται στο ότι ορισμένοι εργαζόμενοι βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση εις βάρος άλλων εργαζομένων.
Σύμφωνα λοιπόν με τους νεοφιλελεύθερους, τα συνδικάτα λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρούνται οι μισθοί σε υψηλές «μονοπωλιακές τιμές». Οι εργαζόμενοι λοιπόν που είναι ανειδίκευτοι και που η εργασία τους παράγει μικρότερη αξία από τους εξειδικευμένους δεν είναι σε θέση να «αγγίξουν» τους «μονοπωλιακά υψηλούς μισθούς. Για αυτό τον λόγο αδυνατούν να βρουν δουλειά λόγω της δράσης των συνδικάτων. Αυτό έχοντας κατά νου ότι οι εργαζόμενοι που είναι ανειδίκευτοι μπορούν να βελτιωθούν μόνο δουλεύοντας. Έτσι οι εκπρόσωποι της Οριακής Θεωρίας υπερασπιζόμενοι δήθεν τα συμφέροντα των ανειδίκευτων εργατών στην πραγματικότητα μάς λένε ότι τα συνδικάτα εν τέλει είναι αυτά που καταδικάζουν τους ανειδίκευτους εργάτες σε ένα φαύλο κύκλο ανεργίας και φτώχειας διά της διατήρησης των μισθών σε υψηλό σημείο με τεχνητό τρόπο. Η αιτία της ανεργίας λοιπόν, σύμφωνα με τους νεοφιλελεύθερους, δεν είναι η τάξη των κεφαλαιοκρατών, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά τα συνδικάτα και οποιαδήποτε φιλεργατική νομοθεσία που έχει επιβάλει το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις. Οι φιλελεύθεροι -ή αυτοί που ονομάζονται Συντηρητικοί στην Αμερικανική πολιτική- ισχυρίζονται ότι για την χρόνια ανεργία και την φτώχεια φταίνε οι διάφορες μορφές κοινωνικής ασφάλισης και οι νομοθετικές ρυθμίσεις περί κατώτατων μισθών, όπως φυσικά και η ύπαρξη των σωματείων. Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, εφόσον η «τιμή της εργασίας» διατηρείται σε υψηλότερο σημείο από την αξία που μπορούν να δημιουργήσουν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι τελευταίοι αδυνατούν να βρουν δουλειά. Εφόσον δεν δουλεύουν δεν μπορούν και να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους. Έτσι δημιουργείται ο φαύλος κύκλος της φτώχειας, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους. Το αποτέλεσμα, είναι αυτό που οι σύγχρονοι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Milton Friedman, αποκαλούν υψηλό «φυσικό ποσοστό ανεργίας». Τι αντιπροτείνουν λοιπόν οι εκπρόσωποι του οικονομικού φιλελευθερισμού για την αντιμετώπιση της χρόνιας ανεργίας και της φτώχειας; Μα φυσικά την διάλυση των συνδικάτων, την κατάργηση των νόμων που προστατεύουν τους ανέργους και τις άλλες μορφές κοινωνικής ασφάλισης καθώς και των νόμων που θεσμοθετούν τον κατώτατο μισθό. Με αυτό τον τρόπο οι φιλελεύθεροι υπόσχονται ότι το «φυσικό ποσοστό της ανεργίας» θα μειωθεί σε τέτοιο βαθμό, που θα εξαφανιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Έτσι υπόσχονται οι νεοφιλελεύθεροι ότι η χρόνια φτώχεια και η ανεργία θα εξαφανιστούν. Τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, αυτές οι θεωρίες και οι πολιτικές συνδέθηκαν με τον Ronald Reagan και τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Margaret Thatcher, οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τις θέσουν σε εφαρμογή. Λόγω της αντίστασης των εργαζομένων και των συνδικάτων τους, ο Reagan και η Thatcher μπόρεσαν να εφαρμόσουν μόνο ένα μέρος του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Το φιλελεύθερο δόγμα του κράτους ονομάζεται μερικές φορές το «κράτος νυχτοφύλακας». Το κράτος δεν πρέπει, σύμφωνα με το φιλελεύθερο δόγμα, είτε να εμπλακεί στην ίδια την παραγωγή, είτε να επιχειρήσει να καθορίσει τι παράγεται από τους ιδιωτικούς καπιταλιστές. Ούτε θα πρέπει να ανησυχεί για τη δεινή κατάσταση των ανέργων και των άπορων. Αυτό θα πρέπει να αφεθεί στην ιδιωτική φιλανθρωπική οργάνωση, ή όπως αποκαλείται σήμερα, «οργανώσεις που βασίζονται στην πίστη». Οι εκπρόσωποι του οικονομικού φιλελευθερισμού ισχυρίζονται ότι αν δεν υπήρχαν τα συνδικάτα και η φιλεργατική νομοθεσία, όπως οι νόμοι υποστήριξης των ανέργων, η θεσμοθέτηση των κατώτατων μισθών και οτιδήποτε κινείται σε αυτή τη λογική, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να βρει γρήγορα δουλειά. Εφόσον κάποιος δεν διαθέτει τις δεξιότητες που απαιτούνται για μια δουλειά, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους, ο μισθός του θα είναι αρχικά χαμηλός, επειδή η εργασία του δεν θα δημιουργεί πολλή αξία. Σε τελική ανάλυση η ανειδίκευτη εργασία είναι περισσότερη από την ειδικευμένη εργασία. Με την πάροδο όμως του χρόνου, αυτοί οι εργαζόμενοι θα γίνονται όλο και πιο εξειδικευμένοι με αποτέλεσμα οι μισθοί τους να αυξηθούν. Αν δεν υπήρχαν συνδικάτα και οι νόμοι για τους κατώτατους μισθούς κ.ο.κ., θα παρουσιαζόταν μόνο «μεταβατική ανεργία», δηλαδή σύντομες περίοδοι ανεργίας των εργαζομένων ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να έχουμε μόνο «εθελοντική ανεργία». Όσοι παραμένουν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πραγματικότητα επιλέγουν να «ξεκουράζονται» αντί να κερδίζουν μισθούς ανάλογα με τις δεξιότητες τους. Αν κάποιος από αυτούς τους μακροχρόνια άνεργους ήθελε πραγματικά να βρει μια θέση εργασίας, θα μπορούσε να την βρει, αν και ίσως αρχικά σε πολύ χαμηλούς μισθούς λόγω της μικρής δεξιοτήτάς του.
Ως εκ τούτου, το πραγματικό καθήκον των κυβέρνησεων είναι να μπορούν να επιβάλλουν τους νόμους που υπερασπίζονται το «δικαίωμα στην ιδιωτική ιδιοκτησία» και να εγγυώνται την δύναμη των συμβολαίων που έχουν αυτό το ρόλο. Η μόνη πραγματική νόμιμη λειτουργία του κράτους, σύμφωνα με το φιλελεύθερο δόγμα, είναι συνεπώς να λειτουργεί ως αστυνομική δύναμη.
Οι απαρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού Η κυριαρχία του οικονομικού φιλελευθερισμού ως ιδεολογία συνέπεσε με τη μετάβαση από την πρώιμη καπιταλιστική παραγωγή, που η παραγωγή θεμελιωνόταν στη βάση παραγωγικών δυνάμεων που εμφανίστηκαν στους προ-καπιταλιστικούς χρόνους, στην εκμηχανισμένη παραγωγή στη βάση της ατμοκίνητης δύναμης. Αυτό το νέο στάδιο του καπιταλισμού, που άρχισε να εμφανίζεται στην Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα, ονομάζεται βιομηχανικός καπιταλισμός. Η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στον πρώιμο καπιταλισμό και τον βιομηχανικό καπιταλισμό – περίπου από το 1760 ως το 1830 – ονομάζεται από τους ιστορικούς ως «η βιομηχανική επανάσταση». Πριν από την άνοδο της ατμοκίνητης βιομηχανίας, οι εμποροκαπιταλιστές -δηλαδή οι καπιταλιστές που έχουν ως αντικείμενο κυρίως το εμπορικό κεφάλαιο και όχι το παραγωγικό κεφάλαιο- ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν στον καπιταλιστικό κόσμο. Όμως με την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι βιομήχανοι καπιταλιστές ήταν αυτοί που αναδείχθηκαν ως το κυρίαρχο τμήμα της ανερχόμενης τάξης των κεφαλαιοκρατών. Συνέβη λοιπόν μία μετάβαση από τη συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου με τη μορφή χρυσού και ασημιού στη συσσώρευση βιομηχανικού κεφαλαίου.
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός και η κορύφωση της κλασικής πολιτικής οικονομίας Όπως ακριβώς ένας άνθρωπος περνά μέσα από τα στάδια της νηπιακής ηλικίας, της παιδικής ηλικίας, της εφηβείας, της μέσης ηλικίας, και τελικά του γήρατος, έτσι και η αστική πολιτική οικονομία. Στα νεανικά της χρόνια, επί των κλασικών οικονομολόγων, συνελήφθη για πρώτη φορά ο νόμος της αξίας και η θεώρηση ότι η υπεραξία προέρχεται από τον τομέα της παραγωγής και όχι από τη σφαίρα της κυκλοφορίας. Οι κλασικοί οικονομολόγοι ήταν αυτοί που συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι χωρισμένη σε τρεις τάξεις: οι ιδιοκτήτες, τα εισοδήματα των οποίων έχουν τη μορφή των ενοικίων, οι καπιταλιστές, των οποίων το εισόδημα παίρνει τη μορφή του κέρδους, και οι εργαζόμενοι, των οποίων το εισόδημα λαμβάνει τη μορφή μισθών. Και έτσι με τη βιομηχανική επανάσταση -στην εποχή του Ricardo- η κλασική πολιτική οικονομία έφτασε στο αποκορύφωμά της. Αλλά τότε οι πρώτοι εκπρόσωποι του αναπτυσσόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου άρχισαν να στρέφουν το νόμο της αξίας που είχε αναπτύξει ο Ricardo ενάντια στο ίδιο το κεφάλαιο. Η φυσική εξέλιξη του ρικαρδιανού νόμου της αξίας θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η υπεραξία προέρχεται από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης. Για αυτό τον λόγο έπρεπε εξαφανιστεί ολοσχερώς η έννοια της αξίας της εργασίας. Τα οικονομικά ως αστική επιστήμη έφτασαν στο τελικό τους σημείο. Επομένως, το στοίχημα της περαιτέρω ανάπτυξης της ρικαρδιανής θεωρίας της αξίας και της επιστήμης των οικονομικών παραδόθηκε από τους αστούς οικονομολόγους στους εκπροσώπους της εργατικής τάξης-πρώτα στους Ρικαρδιανούς σοσιαλιστές, όπως αποκαλούνταν, και στη συνέχεια στον Μαρξ. Με το τέλος της περιόδου του Ricardo γύρω στο 1830, που δεν ήταν πολύ μετά την πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση υπερπαραγωγής του 1825, ο οικονομικός φιλελευθερισμός άρχισε να γερνάει απότομα, καθώς εγκατέλειπε την νεανική ορμή της ανιδιοτελούς εξερεύνησης των οικονομικών νόμων του αναπτυσσόμενου καπιταλιστικού συστήματος. Η Ιστορία δεν μπορούσε να δημιουργήσει άλλους επιστήμονες όπως ο Ricardo. Οι βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας αντικαταστάθηκαν από άλλες έννοιες όπως τα «νοικοκυριά», τα άτομα και τους «επιχειρηματίες», όπως διαβάζουμε και στα σημερινά εγχειρίδια της οικονομίας. Η κλασική πολιτική οικονομία ήταν ένα όπλο στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης την περίοδο της καταπολέμησης της φεουδαρχικής αντίδρασης αλλά και της εργατικής τάξης. Η Οριακή Θεωρία, από την άλλη πλευρά, είναι χρήσιμη μόνο για την καταπολέμηση της εργατικής τάξης.
Η Οριακή Θεωρία εμποδίζει οποιαδήποτε προσπάθεια επιστημονικής κατανόησης των κρίσεων Εφόσον σύμφωνα με την Οριακή Θεωρία η αξία τελικά προκύπτει από τη σπανιότητα, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει γενική υπερπαραγωγή των αγαθών. Πώς γίνεται η προμήθεια ενός εμπορεύματος να «σπανίζει» και τα «παράγεται υπερβολικά» ταυτόχρονα; Το πολύ, θα μπορούσε να υπάρξει μία δυσανάλογη παραγωγή η οποία όμως θα εξαλειφόταν γρήγορα μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σε καμία περίπτωση όμως δεν γίνεται να εμφανιστεί γενική υπερπαραγωγή. Σε αντίθεση με την περίπτωση της κλασσικών της πολιτικής οικονομίας, όπου ο νόμος του Say εισάγεται εξωτερικά στα θεωρητικά τους συστήματα, ο νόμος του Say είναι χτισμένος ακριβώς στα θεμέλια της Οριακής Θεωρίας. Το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων -φυσικά η σημασία τους υποβαθμιζόταν, όμως δεν γινόταν να τις απαρνηθούν τελείως- θεωρήθηκε ότι αποτελεί απλώς στιγμιαίες ανισορροπίες μεταξύ της αποταμίευσης και των επενδύσεων ή ζήτημα που είχε να κάνει με τις προσωρινές δυσαναλογίες μεταξύ των παραγόμενων εμπορευμάτων των βιομηχανικών καπιταλιστών και των διαρκώς μεταβαλλόμενων προτιμήσεων των καταναλωτών. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της Οριακής Ωφελιμότητας, οι κεντρικές τράπεζες, όπως για παράδειγμα η Τράπεζα της Αγγλίας, θα έπρεπε να μειώνουν τα επιτόκια κατά τις περιόδους οικονομικής στασιμότητας. Οποιαδήποτε όμως κυβερνητική ενέργεια πέραν αυτής για την καταπολέμηση της κρίσης θα προκαλούσε μεγαλύτερο κακό από ό,τι καλό. Ως εκ τούτου, η θεωρία της Οριακής Ωφελιμότητας υπονοεί ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ποτέ υφέσεις, αλλά αν για κάποιο λόγο εμφανιστούν, η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να λάβει κανένα μέτρο στην κατεύθυνση της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή καταπολέμησης της ανεργίας. Στη περίπτωση που παρθεί κάποιο μέτρο υποβοήθησης των ανέργων, το αποτέλεσμα θα είναι η μακροχρόνια ακούσια ανεργία, δεδομένου ότι οι άνεργοι εργαζόμενοι θα προτιμούν να εισπράττουν επίδομα ανεργίας αντί να αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους. Αυτό που αρχίζει ως «εθελοντική ανεργία» με την πάροδο του χρόνου θα γίνει τότε «ακούσια ανεργία». Σίγουρα, ακόμη και οι υποστηρικτές της θεωρίας της Οριακής Ωφελιμότητας παραδέχονται ότι υπάρχουν πάντα εργαζόμενοι που αναζητούν εργασία. Και αυτό σε τελική ανάλυση είναι κάτι θετικό. Οι εκπρόσωποι της καθεστηκυίας καθηγητικής επιστήμης των οικονομικών – οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από την τάξη των καπιταλιστών και δεν χρειάστηκε ποτέ να ανησυχήσουν μήπως μείνουν άνεργοι – ισχυρίζονταν ότι αυτό αποτελούσε απλώς εκδήλωση της βραχυπρόθεσμης «μεταβατικής ανεργίας», η οποία δεν θα έπρεπε να ανησυχεί τις κυβερνήσεις. Η μακροχρόνια ανεργία θα ήταν απλώς εθελοντική ανεργία, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, αν οι κυβερνήσεις ακολουθούσαν φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και αν τα συνδικάτα απουσίαζαν. Και καθώς ζούμε σε μια «ελεύθερη κοινωνία», και όχι όπως στην δουλοκτητική ή την φεουδαρχική κοινωνία, οι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να «επιλέγουν την ραστώνη» αντί να δουλέψουν; Η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρεμβαίνει στις ελεύθερες επιλογές των ατόμων μίας ελεύθερης κοινωνίας.
Ο Οικονομικός φιλελευθερισμός στα γερατειά του Ωστόσο, την περίοδο της ανάπτυξης της νεοκλασσικής θεωρίας της Οριακής Ωφελιμότητας στα πανεπιστήμια ο ελεύθερος ανταγωνισμός άρχισε να εξαφανίζεται. Ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 1873, άρχισαν να εμφανίζονται εντός των χωρών καρτέλ και τραστ. Μόνο η Βρετανία φαινόταν να λειτουργεί ακόμα σύμφωνα με τις αρχές του «ελεύθερου εμπορίου», αλλά ακόμη στη περίπτωση της Βρετανίας τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά. Και παρά τις διαπιστώσεις των οικονομολόγων της Οριακής Ωφελιμότητας, η ανεργία αυξανόταν συστηματικά κατά τη διάρκεια της «Μεγάλης Ύφεσης» μετά την κρίση του 1873[13]. Στην Βρετανία άρχισε να αναπτύσσεται ένα κίνημα προστατευτισμού, χωρίς βέβαια να κυριαρχεί ακόμα ως λογική. Καθώς η προσφορά αγαθών έτεινε όλο και περισσότερο να υπερβαίνει τη ζήτηση, κάτι που οι υποστηρικτές της οριακής ωφελιμότητας είχαν μαθηματικώς «αποδείξει» ότι είναι αδύνατο, οι κυβερνήσεις απαντούσαν με όλο και περισσότερο προστατευτισμό. Το 1896, όμως, ο παγκόσμιος καπιταλισμός εισήλθε σε μια περίοδο επιταχυνόμενης ανάπτυξης και αυξανόμενων τιμών που έμελλε να διατηρηθούν μέχρι και τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτού
του «μακρού κύματος επέκτασης»[14] οι τιμές και τα κέρδη αυξήθηκαν, σώζοντας την αξιοπρέπεια των νεοκλασικών οικονομολόγων που είχαν εδραιωθεί στα τμήματα οικονομικών των πανεπιστημίων. Αλλά έπειτα από τον Α’ ΠΠ, ο οικονομικός φιλελευθερισμός, ιδιαίτερα στη Βρετανία, τη χώρα στην οποία είχε κυριαρχήσει η πολιτική οικονομία, βρέθηκε μπροστά σε μεγάλες δυσκολίες λόγω της χρόνιας και της μαζικής ανεργίας. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βρετανία αυτή η μαζική ανεργία ξεκίνησε με την ύφεση του 1920-21. Δεν εμφανίστηκε το 1929, όπως στις περισσότερες χώρες Αυτό δημιούργησε μια εντελώς νέα κατάσταση. Ενώ πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι καθηγητές του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η ανεργία που υπήρχε στη Βρετανία ήταν αποκλειστικά «εθελοντική» και «μεταβατική» ή απλώς οφειλόταν στα συνδικάτα, ήταν πολύ πιο δύσκολο να προβάλουν την ίδια δικαιολογία όταν η ανεργία ήταν γύρω στα 2 εκατομμύρια για μια ολόκληρη δεκαετία. Σε αυτό το πλαίσιο, ξέσπασε και η Γενική Απεργία του 1926, το μεγαλύτερο κίνημα της βρετανικής εργατικής τάξης από τις ημέρες του Χαρτισμού. Στη συνέχεια ήρθε η κρίση του 1929-33. Η μαζική ανεργία δεν περιοριζόταν πλέον στη Βρετανία και στις ηττημένες χώρες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε πια εξαπλωθεί στην πρωτοπόρο καπιταλιστική χώρα, τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τις αρχές της οριακής ωφελιμότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω του εξαιρετικά αδύνατου συνδικαλιστικού κινήματος και την απουσίας οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής ασφάλισης, θα έπρεπε να μην έχουν ουσιαστικά κανένα πρόβλημα ανεργίας.
John Maynard Keynes ο άνθρωπος Η κατάρρευση της αναπτυσσόμενης οικονομίας των ΗΠΑ στη Μεγάλη Ύφεση αποτέλεσε βαθύ πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καπιταλιστών για το σύστημά τους. Ακόμη και μερικοί από τους γόνους των οικογενειών της κυρίαρχης τάξης, που μελετούσαν την επιστήμη των οικονομικών στα αμερικανικά και τα βρετανικά πανεπιστήμια, άρχισαν να στρέφονται προς τις μαρξιστικές ιδέες. Ακόμα και όταν η κρίση του 1929-33 βρισκόταν στο χειρότερό της σημείο, οι νεοκλασικοί καθηγητές δίδασκαν μία θεωρία που έλεγε γιατί δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό ακριβώς που συνέβαινε στην εποχή τους. Για παράδειγμα, ο Paul Sweezy, ο γιος ενός τραπεζίτη, ο οποίος ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μεταπτυχιακός φοιτητής οικονομικών στο Χάρβαρντ, και θεωρούταν ένας από τους πλέον ελπιδοφόρους νεαρούς Αμερικανούς οικονομολόγους της γενιάς του, «λιποτάκτησε» στον σοσιαλισμό. Και σε αντίθεση με πολλούς άλλους διανοούμενους που ριζοσπαστικοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1930, ο Sweezy παρέμεινε συνεπής σοσιαλιστής καθ ‘όλη τη διάρκεια της μακράς του ζωής. Σε αυτό το περιβάλλον, ο κορυφαίος Βρετανός αστός οικονομολόγος, Τζον Μέιναρντ Κέινς, προσπάθησε να διασώσει την αστική επιστήμη των οικονομικών εμποδίζοντας την νέα γενιά οικονομολόγων να στραφούν προς το μαρξισμό και να γίνουν σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Όμως εφόσον επρόκειτο να το πετύχει, ο Κέινς έπρεπε να κάνει μια οπισθοχώρηση και να απομακρυνθεί από τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ο Κέινς γεννήθηκε το 1883 και ήταν ένας πραγματικός γόνος της βρετανικής άρχουσας τάξης. Ο πατέρας του, John Neville Keynes, ήταν, όπως και ο διάσημος γιός του, επίσης οικονομολόγος. Αφού πήγε σχολείο στο Eton, που ήταν ανοιχτό μόνο στα μέλη της άρχουσας τάξης, ο νεαρός Keynes σχεδίαζε να σπουδάσει μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Καθώς όμως τα ενδιαφέροντα του Keynes συμπεριλάμβαναν, πέραν των μαθηματικών, και την πολιτική, ο Alfred Marshall, που θεωρούταν ο ηγέτης της θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας στην Βρετανία, τον έπεισε να στραφεί στην επιστήμη των οικονομικών. Στα οικονομικά, ο Keynes Θα μπορούσε να συνδυάσει το ενδιαφέρον του στα μαθηματικά με την πολιτική. Ο Keynes ως ευρυμαθής διανοούμενος ενδιαφερόταν για την λογοτεχνία και την τέχνη, καθώς και για τα μαθηματικά και τα οικονομικά. Μεταξύ άλλων είχε ένα εγγενές ενδιαφέρον για την ζωή του Sir Isaac Newton, συλλέγοντας αυθεντικά αντίγραφα των γραπτών του. Ο συγκεκριμένος επιστήμονας θεωρούταν την εποχή του Keynes η σπουδαιότερη επιστημονική προσωπικότητα στη Φυσική της Βρετανίας και ενδεχομένως όλων των εποχών. Αλλά τα οικονομικά ήταν το πρώτιστο ενδιαφέρον του Keynes. Στο Κέιμπριτζ, ο Κέινς έλαβε βαθειά γνώση της νεοκλασικής θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας. Ο οποιοσδήποτε με ένα παρόμοιο υπόβαθρο δεν θα μπορούσε να γίνει υποστηρικτής της εργατικής τάξης και ο Κέινς δεν αποτέλεσε την εξαίρεση.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι ο Κέινς ανήκε σε μια καταπιεσμένη ομάδα. Ήταν γκέι. Την εποχή του Κέινς, οι ομοφυλόφιλοι όφειλαν να είναι διακριτικοί. Κανένας ανοιχτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στις δημόσιες υποθέσεις. Πράγματι, αυτή η λυπηρή κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι την άνοδο του σύγχρονου κινήματος των ομοφυλοφίλων μετά την εξέγερση του Stonewall του 1969 στη Νέα Υόρκη. Παρότι αυτό με θλίβει ιδιαίτερα, οφείλω να πω ότι, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικές σοσιαλιστικές οργανώσεις δεν επέτρεπαν να οργανώνονται ομοφυλόφιλοι στις τάξεις τους τη δεκαετία του 1960. Ενδεχομένως η ομοφυλοφιλία του Κέινς και άρα η καταπίεση που βίωνε τον κατέστησε πιο ανοικτό σε «ανορθόδοξες» ιδέες από ό,τι θα αναμενόταν κανονικά από έναν άνθρωπο της τάξης του και του ιστορικού του.
Ο Κέινς όσον αφορά την εργατική και την αστική τάξη Έγραφε ο Keynes: «Πώς μπορώ να αποδεχθώ το κομμουνιστικό δόγμα, το οποίο θεωρεί πως το βασικό του εγχειρίδιο τίθεται πέραν κάθε κριτικής, την στιγμή που θεωρώ πως είναι ένα ξεπερασμένο βιβλίο με πολλά επιστημονικά λάθη και κυρίως χωρίς κανένα ενδιαφέρον ή πρακτική εφαρμογή στον σύγχρονο κόσμο; Πώς μπορώ να υποστηρίξω ένα δόγμα, το οποίο τίθεται με το μέρος της λάσπης και όχι των ψαριών, που εκθειάζει το αμαρτωλό προλεταριάτο θεωρώντας ότι βρίσκεται πάνω από την αστική τάξη και τη διανόηση, οι οποίοι με όλα τα ελαττώματά τους είναι ωστόσο η δύναμη που εξασφαλίζει ό,τι ποιοτικό στη ζωή και αποτελούν την πηγή όλων των ανθρώπινων επιτευγμάτων; Ακόμη και αν η υποθέσουμε ότι η ανθρωπότητα χρειάζεται μια θρησκεία, γιατί πρέπει αυτή να τη βρούμε στον θολό σκουπιδότοπο του κόκκινου βιβλιοπωλείου; Δεν είναι δυνατόν ένας μορφωμένος, τίμιος και έξυπνος γόνος της Δυτικής Ευρώπης να βρει τα ιδανικά του εδώ, παρά μόνο αν έχει προηγουμένως υποστεί κάποια παράξενη και τρομακτική μετάλλαξη, λόγω της οποίας στράφηκε μακριά από τις αξίες του» (John Maynard Keynes, Essays in Persuasion, p 300 [WW Norton & Company, 1963]) Σε αυτά τα αποσπάσματα ο Κέινς παρομοιάζει την εργατική τάξη με τη «λάσπη». Ο Κέινς είχε ένα ιδιαίτερα ειρωνικό ύφος. Παραμένει όμως αφοσιωμένος στη τάξη του. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Κέινς ξεκαθαρίζει πως συντάσσεται πολιτικά με την πλευρά των εκμεταλλευτών, «οι οποίοι παρά τα ελαττώματά τους αντιπροσωπεύουν ό,τι είναι ποιοτικό στη ζωή». Στη σημερινή εποχή είναι πολύ δύσκολο να βρει κάποιος έναν αστό οικονομολόγο ή διανοούμενο που να παίρνει τόσο σαφή θέση δημόσια στο ζήτημα τού με ποιο στρατόπεδο συντάσσεται στην ταξική πάλη. Όπως αναφέρει και ο Ben Leach στο φύλλο της 18 Οκτωβρίου του 2008 της βρετανικής εφημερίδας The Telegraph, ο Keynes θεωρούσε ότι η ευγονική αποτελούσε «τον σημαντικότερο και με τη μεγαλύτερη σημασία, κατά τη γνώμη μου, αυθεντικό κλάδο της κοινωνιολογίας που υπάρχει». Τέτοιες ιδέες περί δημιουργίας μίας ανώτερης φυλής, όπως του Κέινς, δεν ήταν και ιδιαίτερα ξένες στους κύκλους της βρετανικής άρχουσας τάξης. Τέτοιες ρατσιστικές ιδέες ήταν μάλλον ο κανόνας μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων της Ευρώπης και της Αμερικής. Η διαφορά του Χίτλερ από αυτές τις ιδέες της άρχουσας τάξης είχε να κάνει με το πόσο μακριά έφτασε τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, αλλά και με την προθυμία του να εφαρμόσει τις ιδέες αυτές εντός Ευρώπης (και όχι μόνο στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική). Αλλά ο Κέινς δεν ήταν κανένας ηλίθιος αντιδραστικός. Ήταν έξυπνος. Διαφωνούσε με τις τιμωρητικές διατάξεις της διαβόητης Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στο βιβλίο του «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης» τόνισε ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να πληρώσει το ποσό που όφειλε να καταθέσει και ότι αν εφαρμοζόταν θα είχε έναν αποσταθεροποιητικό ρόλο στις οικονομίες όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και συνολικά της Ευρώπης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Κέινς συναντήθηκε με τον ηγέτη του Βρετανικού Φιλελεύθερου Κόμματος, Lloyd George, για να συζητήσουν για ένα πρόγραμμα δημόσιων έργων με σκοπό την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας. Η πρόταση για δημόσια έργα που κατατέθηκε από τον George και τον Κέινς ήταν μια προσπάθεια να καταπολέμησης του νέου βρετανικού Εργατικού Κόμματος.
Η άνοδος του βρετανικού Εργατικού Κόμματος Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Βρετανία διέθετε ένα δικομματικό σύστημα αποτελούμενο από το Συντηρητικό Κόμμα, γνωστό και με το ψευδώνυμό του ως το κόμμα των Τόρηδων, και το Φιλελεύθερο Κόμμα. Οι Συντηρητικοί ήταν παραδοσιακά το κόμμα των μεγάλων ιδιοκτητών γης, ενώ οι Φιλελεύθεροι αντιπροσώπευαν τους βιομήχανους καπιταλιστές[15]. Τα βρετανικά συνδικάτα ιστορικά υποστήριζαν τους Φιλελεύθερους, όπως ακριβώς και τα συνδικάτα των Η.Π.Α., τα οποία μέχρι και σήμερα υποστηρίζουν τους Δημοκρατικούς – με παρόμοια αποτελέσματα. Ωστόσο, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις άρχισαν να υποστηρίζουν το νέο Εργατικό Κόμμα, το οποίο βασιζόταν στα συνδικάτα. Παρ’ όλο που αυτό το κόμμα είχε ανέκαθεν καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική πολιτική, ακόμα και αν διακηρυκτικά κρατούσε αποστάσεις, αποτελούσε ένα σημαντικό προοδευτικό ιστορικό βήμα για την βρετανική εργατική τάξη. Ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί εργαζόμενοι έχουν πρόσβαση σε ένα κοινωνικοποιημένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, σύμφωνα με το οποίο η υγειονομική περίθαλψη είναι δικαίωμα και όχι προνόμιο για όσους μπορούν να πληρώσουν, όπως συμβαίνει ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η ύπαρξη του Εργατικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, το Εργατικό Κόμμα υπό τον Ramsay McDonald δεν κατάφερε να υλοποιήσει κάποιο πρόγραμμα αντιμετώπισης της ανεργίας στη Βρετανία. Αφότου η εργατική τάξη εγκατέλειψε το Φιλελεύθερο Κόμμα, αυτό έμεινε χωρίς μαζική εκλογική βάση. Ο Lloyd George και ο Κέινς ήλπιζαν να επανακτήσουν αυτή την εκλογική βάση διά της πρότασής τους για δημόσια έργα. Ωστόσο για τον Keynes υπήρχε ένα πρόβλημα. «Γνώριζε», ως εκπαιδευμένος στη θεωρία της οριακής ωφελιμότητας, ότι «δεν μπορούσε» να υπάρξει μαζική ανεργία για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Όμως ήταν σαφές ότι υπήρχε ανεργία. Ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, η ήδη σοβαρή ανεργία της Βρετανίας επιδεινώθηκε, αν και η παγκόσμια οικονομική κρίση δεν είχε επηρεάσει τόσο τη Βρετανία όσο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία. Ο μαθηματικός και εκπαιδευμένος οικονομολόγος και καθηγητής του Cambridge, John Maynard Keynes, ήταν, σε αντίθεση με τους κοντόφθαλμους συναδέλφους του, παραξενεμένος από την τραγική αντίφαση ανάμεσα στις προβλέψεις της οριακής ωφελιμότητας και της πραγματικότητας. Το 1936, ο Keynes δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, των Τόκων και του Χρήματος», με το οποίο εγκαινιάστηκε η ρήξη του με πολλές παραδοχές του οικονομικού φιλελευθερισμού, καταφέρνοντας έτσι να τροποποιήσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική θεωρία της οριακής ωφελιμότητας. Την επόμενη εβδομάδα θα εξετάσω την «Γενική Θεωρία» του Κέινς, η οποία θεωρείται το ιδρυτικό έγγραφο των κεϊνσιανών οικονομικών. Σημειώσεις [1] . Η λέξη liberal (φιλελεύθερος) έχει διαφορετικό νόημα στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι «φιλελεύθεροι» υποστηρίζουν την κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία με σκοπό την διατήρηση «υψηλών επιπέδων απασχόλησης» και την εξασφάλιση ενός μίνιμουμ εργασιακών δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα των εργαζομένων να ενταχθούν στα συνδικάτα και της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Όσοι αντιτίθενται στην κυβερνητική παρέμβαση και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις γενικά χαρακτηρίζονται με τον προσδιορισμό «συντηρητικοί» (conservatives) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το γεγονός αυτός ο όρος χρησιμοποιείται διαφορετικά στις Ηνωμένες Πολιτείες αντικατοπτρίζει την διαφοροποίηση της ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών από αυτήν της Ευρώπης. Στη Βρετανία, ο όρος «συντηρητικός» χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την ημι-φεουδαρχική αριστοκρατία της γης, η οποία προσπαθούσε να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις αξίες της παλιάς φεουδαρχικής κοινωνίας στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Οι «φιλελεύθεροι» αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα των βιομήχανων καπιταλιστών που ήθελαν να αναμορφώσουν πλήρως την κοινωνία στη βάση του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ ένα πραγματικό φεουδαρχικό παρελθόν. Ως εκ τούτου, ο όρος «συντηρητικός» υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους τους καπιταλιστές του χρήματος και τους βιομήχανους που επιθυμούσαν να «συντηρήσουν» όλα τα ακραία γνωρίσματα του καπιταλισμού, αντιτιθέμενοι σε μεταρρυθμιστές που προέρχονταν από την εργατική και τη μικροαστική τάξη. Εδώ, όταν χρησιμοποιώ τον όρο «φιλελεύθερος» ή «νεοφιλελεύθερος», το χρησιμοποιώ στην «ευρωπαϊκή» και όχι στην αμερικανική έννοια, εκτός αν υποδεικνύεται διαφορετικά.
[2] Οι «πολύ σκληροί για να πεθάνουν» φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της δεκαετίας του ’30, όπως ο Φρέντερικ Φον Χάγιεκ και ο Λούντβιχ Φον Μίζες, οι οποίοι αντιτασσόνταν στον Κέινς, θα είχαν εξεγερθεί από τις πολιτικές της δημοκρατικής κυβέρνησης Ομπάμα και του Ομοσπονδιακού Συστήματος Καταθέσεων, κάτω υπό την ηγεσία του «μετριοπαθούς» Ρεπουμπλικάνου Μπεν Μπερνάκε. Αυτές οι πολιτικές βασίζονται στη δημιουργία ελλειμμάτων τρισεκατομμυρίων δολαρίων και στον εικονικό πολλαπλασιασμό της προσφοράς χαρτονομισμάτων σε διάστημα μερικών μηνών. Τα επόμενα χρόνια, ο κόσμος θα μάθει τις συνέπειες αυτών των πολιτικών. [3] Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σημείωναν ότι καθώς οξύνεται η ταξική αντιπαράθεση ένας ορισμένος αριθμός ανθρώπων που προέρχεται από την τάξη των καπιταλιστών αποσπάται από αυτήν και αρχίζει να υποστηρίζει την εργατική τάξη. Ο ίδιος ο Μαρξ και ο Ένγκελς είναι παραδείγματα τέτοιων επαναστατών διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια περιόδων έντονης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ο αριθμός τέτοιου είδους επαναστατών διανοουμένων αυξάνεται. Η επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς την εσωτερική αποσύνθεση της παλιάς άρχουσας τάξης, με αποτέλεσμα οι πιο λαμπροί και καλλιεργημένοι άνθρωποι της άρχουσας τάξης να τεθούν στο πλευρό της εργατικής τάξης. [4] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότεροι από τους κεϊνσιανούς οικονομολόγους ήταν ιστορικά συνδεδεμένοι με τις πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος. Όσοι οικονομολόγοι αντιτάχθηκαν στις ιδέες του Κέινς από μία νεοφιλελεύθερη στάση ιστορικά αποτέλεσαν και παραμένουν υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. [5] Η σοβαρότερη από αυτές τις υφέσεις ήταν αυτή που έλαβε χώρα την διετία 1957-58. Το μέγεθος της ύφεσης αυτής ανάγκασε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να μειώσει πολύ απότομα τα επιτόκια. Ως αποτέλεσμα παρατηρήθηκε μία σημαντικότατη κίνηση εξαγωγής χρυσού από τη χώρα, που παρόμοιά της είχε να εμφανιστεί από τις αρχές του 1930. Για να σταματήσει τη διαρροή του χρυσού, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναγκάστηκε να αυξήσει κατακόρυφα τα επιτόκια, γεγονός που οδήγησε σε μία δεύτερη ύφεση το 1960-61. Η οικονομική κρίση του 1957-61 σε συνδυασμό με την ταχεία πρόοδο της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στην άρχουσα τάξη ότι η Σοβιετική Ένωση και οι ανατολικοευρωπαίοι σύμμαχοί της θα ξεπερνούσαν οικονομικά το καπιταλιστικό σύστημα, καταδικάζοντας σε καταστροφή τον καπιταλισμό μακροπρόθεσμα. Στις εκλογές του 1960, ο Δημοκρατικός υποψήφιος για την προεδρία, ο γερουσιαστής της Μασαχουσέτης, John F. Kennedy, θεμελίωσε το πρόγραμμά του στο σύνθημα «getting America moving again» (σημ. μτφρ: Να κινήσουμε και πάλι η Αμερική). Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, που είχαν την πλήρη ηγεμονία στους οικονομικούς συμβούλους του Kennedy και του διαδόχου του, Lyndon B. Johnson, θεωρούσαν πως η κυβέρνηση έπρεπε να ακολουθήσει αυστηρότερες κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες και γενικότερα στον καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό επίσης θα μείωνε το υψηλό ποσοστό ανεργίας που είχε διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα μετά την οικονομική κρίση του 1957-61. [6] Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι ήταν πολύ πιο ανεκτικοί στον «μέτριο» πληθωρισμό συγκριτικά με τους παραδοσιακούς φιλελεύθερους αστούς οικονομολόγους. Συχνά υποστήριζαν ότι υπήρχε ο πληθωρισμός λειτουργούσε αντισταθμιστικά ως προς την ανεργία. Η καπιταλιστική κοινωνία, ισχυρίζονταν, θα χτυπούσε ταχύτερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και χαμηλότερη ανεργία αν ανεχόταν λίγο περισσότερο πληθωρισμό. [7] Κατά τη διάρκεια της Ύφεσης, ορισμένοι Αμερικανοί οπαδοί του Keynes, όπως ο καθηγητής Αλβιν Χάνσεν – που είχε αλλάξει αρκετές φορές την άποψή του, αρχικά αντιτιθέμενος στον Keynes υποστηρίζοντας ένα παραδοσιακό οικονομικό φιλελεύθερο σκεπτικό, και στη συνέχεια υποστηρίζοντας τον – υιοθέτησαν την άποψη ότι η αμερικανική οικονομία εισήλθε σε ένα στάδιο στασιμοπληθωρισμού Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σώσει τον αμερικανικό καπιταλισμό, δήλωσε ο Hansen, θα ήταν όλο και μεγαλύτεροι ελλειμματικοί προϋπολογισμοί και αύξηση των δαπανών. Κάποιοι Αμερικανοί Μαρξιστές, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν συνδικαλιστές και είχαν λίγο χρόνο ώστε να μελετήσουν με συνέπεια την κριτική του Μαρξ στην αστική πολιτική οικονομία, θεώρησαν ότι αυτή η άποψη είχε έναν ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Μετά τον πόλεμο, καθώς η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία εισήλθε σε μια νέα φάση επέκτασης, η θεώρηση ότι «ο Μαρξ είχε διαψευσθεί» κέρδισε ευρύτερα ακροατήρια, ενώ ο Μαρξ είχε εξηγήσει ιδιαίτερα καλά τα γνωρίσματα της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Ο Μαρξ πάντα υπογράμμιζε το ότι ο καπιταλισμός ήταν ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής. Εάν υπήρξε ποτέ οικονομολόγος που ανέπτυξε την έννοια της «ανάπτυξης», αυτός ήταν ο Μαρξ. Ενώ ο Μαρξ σίγουρα δεν θεωρούσε ότι η διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή θα διαρκέσει για πάντα, ποτέ δεν έγραψε ότι η αυτή θα υπήρχε μόνο μέχρι το έτος 1929, και ότι έκτοτε θα γινόταν αδύνατη. Στις επόμενες δημοσιεύσεις, θα εξετάσω τις λεγόμενες Breakdown theories που είχαν προτείνει η Rosa Luxemburg και ο Henryk Grossman, μαρξιστές στοχαστές που μελέτησαν σοβαρά τόσο την αστική πολιτική οικονομία όσο και την μαρξιστική κριτική της. Σε αυτές τις δημοσιεύσεις, θα εξετάσω τα τελικά ιστορικά όρια της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής και τη σχέση ανάμεσα στην ύφεση της δεκαετίας του ’30 με αυτά τα όρια.
[8] Αυτό δείχνει το με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί να παρεισφρήσει η αστική ιδεολογία στο εργατικό κίνημα. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει να ακυρώνουμε συνολικά τους αστούς οικονομολόγους. Σε τελική ανάλυση ο Μαρξ πήρε τις περισσότερες από τις ιδέες όσον αφορά τα οικονομικά από τους αστούς οικονομολόγους και στη συνέχεια τις ανέπτυξε στην λογική τους συνέπεια. Οφείλουμε να κάνουμε το ίδιο με τα μάτια ανοιχτά και όχι απλά να «τσιμπάμε» την οποιαδήποτε θεώρηση των αστών οικονομολόγων που πλασάρεται ως «ριζοσπαστική». Γι ‘αυτό αφιερώνω και τόση προσπάθεια ασχολούμενος με τον Κέινς και τις ιδέες του. Ο Κέινς αξίζει ιδιαίτερης προσοχής ακριβώς επειδή είχε τόσο σημαντική επιρροή μεταξύ των αστών και των μαρξιστών οικονομολόγων. [9] Από τον Adam Smith έως τον John Maynard Keynes, οι Βρετανοί οικονομολόγοι κυριάρχησαν στον κλάδο της πολιτικής οικονομίας. Αυτό δεν είναι τόσο περίεργο καθώς η Βρετανία δεν αποτέλεσε απλώς πρωτοπορία στο πέρασμα στον βιομηχανικό καπιταλισμό από τον τέλη του 18ου αιώνα και ύστερα, αλλά ήταν και η πρώτη σύγχρονη καπιταλιστική βιομηχανική χώρα που γνώρισε οικονομική παρακμή. Ενώ ο Adam Smith και ο Ricardo αντιπροσωπεύουν την άνοδο του βρετανικού βιομηχανικού καπιταλισμού, ο Keynes αντιπροσωπεύει την παρακμή του. [10] Πριν από τη βιομηχανική επανάσταση του 1760-1830, οι έμποροι ή αλλιώς οι εμπορο-καπιταλιστές που είχαν κυριαρχήσει στον καπιταλιστικό κόσμο και όχι οι βιομήχανοι καπιταλιστές. Δεδομένου του ότι οι εμποροκαπιταλιστές δημιουργούν κέρδος αγοράζοντας φτηνά και πωλώντας ακριβά, οι πρώτοι αυτοί οικονομολόγοι – γνωστοί και ως μερκαντιλιστές – θεωρούσαν ότι το κέρδος ή η υπεραξία προκύπτει στη σφαίρα της κυκλοφορίας [11] Ο Μαρξ επεσήμανε ότι η επιστημονική (κλασσική) πολιτική οικονομία μπορούσε να αναδειχθεί μόνο σε μια περίοδο όπου οι ταξικές αντιφάσεις ήταν ακόμα ανώριμες. Με την ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργοδότες και τους καπιταλιστές, κατέστη πλέον αδύνατη η συγκρότηση της επιστημονικής πολιτικής οικονομίας σε αστική βάση. Στη σημερινή εποχή οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι αρνούνται να επιστρέψουν στην έννοια της αξίας της εργασίας, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική βάση κατανόησης μεταξύ άλλων για τις οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή που περνάμε αυτή την περίοδο. [12] Σύμφωνα με την θεωρία της οριακής ωφελιμότητας, οι γαιοκτήμονες που «αντιπροσωπεύουν» τη γη ως «συντελεστή παραγωγής» αξίζει να παίρνουν το ενοίκιο που παράγει η γη. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές «κερδίζουν» τον τόκο, γιατί αν υπό διαφορετικούς όρους όλο το κεφάλαιο της κοινωνίας θα ξοδευόταν στην προσωπική κατανάλωση. Αλλά η γη δημιουργείται από τη φύση και δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου είδους εργασίας των ιδιοκτητών γης. Ακόμη και αν αποδεχθούμε τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της οριακής ωφελιμότητας ότι η γη δημιουργεί το μίσθωμα, για ποιο λόγο θα πρέπει ο ιδιοκτήτης της γης να «κερδίζει» το ενοίκιο εφόσον ακόμα και με βάση τις δικές τους παραδοχές, το νοίκι δεν παράγεται από τον γαιοκτήμονα αλλά από την ίδια τη γη; [13] Η περίοδος ανάμεσα στο 1873 και το 1896 σημαδεύτηκε από μεγάλες περιόδους πτώσης των τιμών και βραχύτερες περιόδους αύξησης των τιμών. Κατά τις περιόδους αύξησης των τιμών, οι τιμές εν τέλει αυξήθηκαν λιγότερο συγκριτικά με το πόσο μειώθηκαν κατά τη διάρκεια των μεγαλύτερων περιόδων πτώσης των τιμών. Δεδομένου ότι οι περίοδοι πτώσης των τιμών συνδέονταν με περιόδους στασιμότητας και ύφεσης, η περίοδος αυτοί έγινε γνωστή ως η «Μεγάλη Ύφεση». Στη συνέχεια, όμως, ο όρος «Μεγάλη Ύφεση» εφαρμόστηκε και για την δεκαετία του 1930 κατά την οποία η κρίση και τα επίπεδα ανεργίας ξεπέρασαν οτιδήποτε είχε συμβεί μεταξύ του 1873 και του 1896. Ωστόσο η Ύφεση του 1873-1896 διήρκησε περισσότερο συγκριτικά με την «Μεγάλη Ύφεση» του 1929-1940, η οποία κράτησε μόλις λίγο περισσότερο από μία δεκαετία. Προκειμένου να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιόδους της οικονομικής ιστορίας, ορισμένοι ιστορικοί έχουν ονομάσει την ύφεση του 19ου αιώνα ως «μακρά ύφεση». [14] Δανείστηκα αυτήν την έννοια από τον Ερνέστ Μαντέλ. Στις επόμενες δημοσιεύσεις, θα εξετάσω την μαντελική θεωρία των «μακρών κυμάτων» [15] Το Φιλελεύθερο Κόμμα κατάγεται από το Whig party, το οποίο αντιπροσώπευε το τμήμα της βρετανικής άρχουσας τάξης που ήταν συνδεδεμένο με την έγγεια ιδιοκτησία, και υποστήριζαν ότι η Βρετανία έπρεπε να μεταμορφωθεί στα πλαίσια του αστισμού, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς Τόρηδες, που αποτέλεσαν τους προπομπούς του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος.
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ JOHN M. KEYNES (ΜΕΡΟΣ 2Ο) 30/03/2018 · by kseeath ·
in Αριστερά. ·
του Sam Williams Πηγή: https://critiqueofcrisistheory.wordpress.com/the-ideas-of-john-maynard-keynes-pt-1/the-ideas-of-johnmaynard-keynes-pt-2/ Μετάφραση: Θανάσης Λ. για το avantgarde
Ο Keynes για τους «κλασσικούς» οριακούς οικονομολόγους Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου «Η γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», ο Keynes μάς παρέχει μια περίληψη των θεωριών αυτών που ο ίδιος αποκαλεί «κλασσικούς» οικονομολόγους. Παρόλο που ο Keynes χρησιμοποιεί την ιδία ορολογία με αυτή του Marx, αναφέρεται στους «κλασσικούς» της οριακής σχολής και όχι τους κλασσικούς οικονομολόγους με την μαρξιστική έννοια του όρου. [1] Για τον Marx, οι κλασσικοί οικονομολόγοι ήταν εκείνοι οι προ-1830 αστοί οικονομολόγοι που ζούσαν σε μια εποχή που η αντίφαση μεταξύ της καπιταλιστικής και της εργατικής τάξης ήταν ακόμη υποανάπτυκτη. Ως εκ τούτου, οι αστοί οικονομολόγοι ήταν ακόμα σε θέση να αναλύσουν τους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής επιστημονικά, παρά απλώς απολογητικά. Οι «κλασσικοί» οικονομολόγοι του Keynes ήταν οι «κλασσικοί» της οριακής σχολής, ειδικά ο ίδιος ο δάσκαλος του Keynes, Alfred Marshall (1842-1924). Στην κριτική του για το «κλασσικό» οριακό δόγμα, ο Keynes δεν απέρριψε την οριακή σχολή, για να επιστρέψει σε κάτι παρόμοιο με την κλασική οικονομία με τη μαρξιστική έννοια. Αντί αυτού, ανανέωσε την οριακή σκέψη, έτσι ώστε να μην βρίσκεται πλέον σε τόσο προφανή αντίφαση με την καπιταλιστική πραγματικότητα, ειδικά την πραγματικότητα της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του ‘30. Ο κύριος στόχος του Keynesήταν να αναπτύξει μια μορφή οριακής σκέψης που θα μπορούσε να εξηγήσει την ύπαρξη της μόνιμης αλλά και επίμονης μαζικής ανεργίας υπό τα πλαίσια του καπιταλισμού. Η τροποποίηση της οριακής σκέψης από τον Keynes σχεδιάσθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει δυο σκοπούς. Πρώτον, όπως ο Keynes ήλπιζε, να σταματήσει την εξάπλωση των Μαρξιστικών ιδεών μεταξύ φοιτητών των οικονομικών, αλλά και άλλων μελών της διανόησης της νεολαίας, πράγμα το οποίο προέκυπτε υπό την πίεση που ασκούσε η επίδραση της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Keynes ήλπιζε ακριβώς πως μια τέτοια πιο αξιόπιστη εκδοχή της οριακής σκέψης θα κατέληγε να αναστρέψει τους πρόσφατα ριζοσπαστικοποιημένους νέους διανοούμενους, προς μια πιο «ασφαλή» αστική εκδοχή των οικονομικών. Δεύτερον, η αναθεωρημένη οριακή σκέψη του Keynes θα παρείχε επίσης μια επαρκή δικαιολόγηση για τις τεράστιες δαπάνες μέσω δημοσίων ελλειμμάτων, μια οικονομική πολιτική η οποία ήταν αναγκαία, κατά την πεποίθησή του, για να αντιμετωπιστεί η Μεγάλη Ύφεση. Μια οικονομική πολιτική την οποία η «κλασσική» οριακή σκέψη δεν θα εφάρμοζε ποτέ.
Η κριτική του Keynes για την οριακή θεωρία των μισθών και των τιμών. Στο δεύτερο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας», ο Keynes παρουσίασε τα αξιώματα των φιλελεύθερων οριακών οικονομολόγων. Αυτά τα αξιώματα εξακολουθούν να υπερασπίζονται σήμερα οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι. Όλα τα αποσπάσματα αυτής της δημοσίευσης προέρχονται από το δεύτερο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας» του Keynes. Το πρώτο αξίωμα, ίσως το πιο σημαντικό αξίωμα της παραδοσιακής οριακής σκέψης, είναι ότι «Ο μισθός ισούται με το οριακό προϊόν της εργασίας». «Δηλαδή, ο μισθός ενός μισθωτού είναι ίσος με την αξία η οποία θα μειωνόταν εάν μειωνόταν η απασχόληση κατά μια μονάδα (αφού πρώτα αφαιρεθούν οι τυχόν άλλες δαπάνες που
θα απέτρεπε αυτή η μείωση της παραγωγής), με την επιφύλαξη όμως του ότι η ισότητα μπορεί να διαταραχθεί, σύμφωνα με ορισμένες αρχές, εάν ο ανταγωνισμός και οι αγορές είναι ατελείς.» [2] Αυτό το αξίωμα θεωρεί ότι ο μισθός του εργαζόμενου είναι ίσος με το οριακό προϊόν της εργασίας του εργαζόμενου υπό συνθήκες «τέλειου ανταγωνισμού» – δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, κανένας νόμος περί κατώτατου μισθού και καμία κοινωνική ασφάλιση. Υποθέτει ότι οι εργάτες δεν υφίστανται εκμετάλλευση από τους καπιταλιστές. Σύμφωνα με την οριακή σκέψη, όταν προσλαμβάνεται ένας νέος εργαζόμενος, η παραγωγή θα αυξηθεί κατά ένα ορισμένο ποσό. Η πρόσθετη παραγωγή είναι το οριακό προϊόν που παράγεται από τους εργαζόμενους της συγκεκριμένης δεξιότητας. Καθώς προσλαμβάνονται περισσότεροι εργαζόμενοι της συγκεκριμένης δεξιότητας, η αξία του οριακού προϊόντος των εργαζομένων θα τείνει να μειωθεί, καθώς τα προϊόντα που παράγονται με τη βοήθεια των νεοπροσληφθέντων εργαζομένων γίνονται όλο και πιο άφθονα. Σύμφωνα με την οριακή θεωρία, αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίσα, η τιμή και, συνεπώς, η αξία αυτών των προϊόντων θα μειωθεί. [3] Από την άλλη πλευρά, όσο περισσότεροι εργαζόμενοι μιας δεδομένης δεξιότητας προσλαμβάνονται, τόσο ισχυρότερη είναι η ζήτηση εργασίας και τόσο υψηλότερος θα είναι ο μισθός. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται έως ότου η αξία που προστίθεται από τον τελευταίο εργαζόμενο που προσλήφθηκε να ισούται ακριβώς με τον μισθό του τελευταίου εργαζομένου. Σύμφωνα με τους οριακούς, η ισορροπία επιτυγχάνεται σε αυτό το σημείο. Επομένως, στο σημείο ισορροπίας, οι εργαζόμενοι μέσω της εργασίας τους παράγουν μια ποσότητα αξίας που είναι ακριβώς ίση με την αξία των μισθών τους.
Πώς οι οικονομολόγοι της οριακής σκέψης χρησιμοποίησαν τα μαθηματικά για να «αντικρούσουν» τον Μαρξ Αυτό το «αξίωμα» αποκρυσταλλώνεται στη δήλωση ότι η πηγή της υπεραξίας δεν είναι η απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης, αφού ο μισθός του εργάτη είναι ίσος με την αξία που παράγει ο εργαζόμενος. Ποια απόδειξη παρέχουν οι οριακοί οικονομολόγοι ότι πράγματι συμβαίνει αυτό; Και ποια είναι ακριβώς η έννοια της λέξης «αξίωμα»; Το «αξίωμα» είναι ένας μαθηματικός όρος, και στα μαθηματικά, ένα γνωστικό αντικείμενο με το οποίο ο Keynes ήταν πολύ εξοικειωμένος, το «αξίωμα» έχει πολύ ακριβές νόημα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν «Τα βασικά αξιώματα και θεωρίες γεωμετρίας» η λέξη «αξίωμα» ορίζεται ως εξής: «Τα αξιώματα είναι δηλώσεις που θεωρούνται αληθή χωρίς απόδειξη». Επομένως, βλέπουμε πώς οι οριακοί οικονομολόγοι, με την βοήθεια των μαθηματικών, διέψευσαν την εξήγηση του Marx για την υπεραξία. Απλώς υπέθεσαν χωρίς απόδειξηπως η εργατική τάξη δεν παράγει υπεραξία. Το δεύτερο «αξίωμα» είναι ότι «η χρησιμότητα του μισθού όταν χρησιμοποιείται ένας δεδομένος όγκος εργασίας είναι ίσος με την οριακή δυσαρέσκεια του εν λόγω όγκου εργασίας». Οι οριακοί οικονομολόγοι υποθέτουν ότι κανένας εργαζόμενος δεν θέλει πραγματικά να εργαστεί. Η εκτέλεση εργασίας για έναν καπιταλιστή είναι σίγουρα μια «δυσαρέσκεια» από την οπτική του εργάτη. Από την άλλη πλευρά, τα χρήματα που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε αντάλλαγμα για την «εργασία» δίνουν τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να αγοράζουν αγαθά που έχουν καθοριστική «χρησιμότητα» γι’ αυτούς. Πράγματι, χωρίς τη «χρησιμότητα» που παρέχεται από τον μισθό, την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να αποκτήσει μόνο με την πώληση του «εργασίας» του, ο εργαζόμενος δεν θα μπορούσε να ζήσει καθόλου. [4] «Δηλαδή», εξηγεί ο Keynes, «ο πραγματικός μισθός ενός μισθωτού είναι ο μισθός που θεωρείται μόλις επαρκής (κατά την εκτίμηση των ίδιων των μισθωτών) για να παροτρύνει εκείνους που πραγματικά απασχολούνται να είναι διαθέσιμοι, υπό την περιοριστική συνθήκη ότι η ισότητα για κάθε ξεχωριστή μονάδα εργασίας μπορεί να διαταραχθεί εξαιτίας μιας συνεννόησης μεταξύ των ατόμων που μπορούν να απασχοληθούν, ανάλογα με τις ατέλειες του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει το πρώτο αξίωμα. Εδώ η δυσαρέσκεια πρέπει να νοηθεί ότι καλύπτει κάθε λόγο που μπορεί να οδηγήσει κάποιον ή κάποιους να μην προσφέρουν την εργασία τους για ένα ημερομίσθιο που θα τους προσπόριζε χρησιμότητα κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο.» Συνεπώς, σύμφωνα με τους «κλασσικούς οριακούς οικονομολόγους», ο μισθωτός εργαζόμενος προβαίνει σε κάποιου τύπου ασυνείδητο μαθηματικό υπολογισμό. Όσο η χρησιμότητα του μισθού υπερβαίνει την «δυσαρέσκεια» του μισθωτού να εργάζεται για ένα αφεντικό, ο μισθωτός θα συνεχίσει να εργάζεται. Σε κάποιο χρονικό σημείο, ωστόσο, ο μισθωτός θα αποφασίσει ότι η δυσαρέσκειά του, που προκύπτει από την εργασία του για ένα αφεντικό, ξεπερνά την χρησιμότητα που του παρέχεται από τους επιπλέον μισθούς τούς οποίος ο μισθωτός θα κέρδιζε εάν συνέχιζε να εργάζεται. Σε αυτό το σημείο ο μισθωτός αποφασίζει πως μέχρι εδώ ήταν αρκετά και σχολάει.
Η παραπάνω συλλογιστική πορεία σύμφωνα με τους οριακούς οικονομολόγους θα διατηρούσε τα χαρακτηριστικά του αξιώματος και συνεπώς δεν θα υπήρχε ανάγκη για την απόδειξή της. Ο οποιοσδήποτε που εργάστηκε ποτέ υπό το καπιταλιστικό σύστημα θα καταλάβαινε αμέσως πως το παραπάνω «αξίωμα» είναι εντελώς διαζευγμένο από την πραγματικότητα. Ας υποθέσουμε πως ένας μισθωτός ο οποίος έχει πραγματικά μελετήσει τους οριακούς οικονομολόγους εξηγούσε στο αφεντικό του πως έφτασε σε ένα σημείο όπου η οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας του ισούται με το ημερομίσθιό του και, σύμφωνα με το αξίωμα που χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες οικονομολόγοι, είναι πλέον ώρα να σχολάσει. Ενδεχομένως το αφεντικό -εάν είναι μαθηματικά καταρτισμένο- θα εξηγήσει πως οι οικονομολόγοι δεν έχουν την ανάγκη να αποδείξουν αυτό το αξίωμα, από την στιγμή που ένα αξίωμα στα μαθηματικά είναι μια δήλωση η οποία δεν χρειάζεται απόδειξη. Παρ’ όλα αυτά, εγώ, το αφεντικό σου, θα αντικρούσω το συγκεκριμένο αξίωμα που χρησιμοποιείται από τους οικονομολόγους για εσάς. Εάν σχολάσεις τώρα, απολύεσαι. Υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι που θα ήταν υπέρ του δέοντος πρόθυμοι να πάρουν την θέση σου. Το δεύτερο «αξίωμα των κλασσικών οικονομολόγων» καταρρίπτεται κάθε φορά που ένα αφεντικό προγραμματίζει «αναγκαστικές» υπερωρίες. [5] Ακόμα και με την πρακτική του «150%», ο μισθωτός συχνά θα ήταν διατεθειμένος και με το παραπάνω να μην δουλέψει υπερωρίες, αλλά δεν μπορεί αφού, εάν αρνηθεί, επίκειται η απόλυσή του. Εξ ου και η ονομασία «αναγκαστικές υπερωρίες». Ίσως οι καθηγητές που δίδασκαν στην Οξφόρδη ή στο Κέιμπριτζ, οι οποίοι ανακάλυψαν αυτό το «αξίωμα», να είχαν την δυνατότητα να αρνηθούν να διδάξουν για παραπάνω από 2 ώρες την εβδομάδα. Τα τέλη του 19ου αιώνα στην Βρετανία, σχεδόν όλοι μάλλον οι καθηγητές προέρχονταν από οικογένειες της άρχουσας τάξης, οι οποίες και είχαν μεγάλα εισοδήματα από ενοίκια της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας όπως επίσης από τόκους και μερίσματα από οικογενειακές επενδύσεις. Μετά από τις δύο ώρες διδασκαλίας των κακομαθημένων νέων που αποτελούσαν την ανερχόμενη γενιά της άρχουσας τάξης πάνω στα βασικά στοιχεία της οριακής οικονομικής σκέψης, οι καθηγητές φυσικά θα προτιμούσαν να ξεκουραστούν για την υπόλοιπη εβδομάδα από το να συνεχίσουν να διδάσκουν. Ίσως αυτοί οι επαγγελματίες οικονομολόγοι που δίδασκαν σε τόσο μεγάλα ιδρύματα όπως το Κέιμπριτζ και η Οξφόρδη δεν συνειδητοποίησαν ότι οι συνθήκες εργασίας τους δεν ήταν ακριβώς ίδιες με εκείνες των εργαζομένων σε μύλους, σε ορυχεία και σε χωράφια. Σε αντίθεση με τους περισσότερους επαγγελματίες οικονομολόγους, οι πραγματικοί εργαζόμενοι δεν είχαν άλλη πηγή εισοδήματος εκτός από τους μισθούς τους. Αυτό το αξίωμα της κλασσικής οριακής σκέψης, ωστόσο, παρέχει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της υλιστικής θεωρίας της ιδεολογίας του Μαρξ. Το Είναι όντως καθορίζει την συνείδηση. Χρησιμοποιώντας αυτά τα δύο αξιώματα της οριακής οικονομικής σκέψης – αμφότερα σε αντίθεση με την πραγματικότητα – οι οριακοί οικονομολόγοι προχωρούν στην κατασκευή της «απόδειξής» τους ότι, αν υποτεθεί πως στην αγορά εργασίας επικρατεί «ελεύθερος ανταγωνισμός», τα είδη ανεργίας που μπορεί να υπάρξουν είναι είτε λόγω τριβής είτε εθελοντική. [6] Ένας εργαζόμενος που παραιτείται από μια δουλειά θα χρειαστεί μόνο λίγες μέρες να βρει μια άλλη δουλειά που του αρέσει περισσότερο. Μια τέτοια κατάσταση είναι ένα παράδειγμα της «ανεργίας λόγω τριβής». Η άλλη μορφή ανεργίας είναι η εθελοντική. Γιαπαράδειγμα, ίσως μπορώ να βρω μια δουλειά με μισθό $500 την εβδομάδα. Αλλά κάνω τον ακόλουθο υπολογισμό. Ενώ θα ήθελα σίγουρα τα εμπορεύματα που θα μπορούσα να αποκτήσω αν είχα ένα επιπλέον εισόδημα $500 την εβδομάδα, η χρησιμότητα που θα αποκτούσα από αυτά τα προϊόντα είναι μικρότερη από την δυσαρέσκεια μου να σηκωθώ το πρωί και να εργάζομαι για οκτώ ώρες. Ως εκ τούτου, επιλέγω τον ελεύθερο χρόνο παρά την εργασία. Πράγματι, η εθελοντική ανεργία ήταν ένα αυξανόμενο φαινόμενο για τα μέλη της άρχουσας τάξης στην Βρετανία κατά την περίοδο που αναπτύχθηκε η οριακή οικονομική σκέψη. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα σημειώθηκε η μετάβαση από τον βιομηχανικό καπιταλισμό με βάση τον ελεύθερο ανταγωνισμό στον μονοπωλιακό καπιταλισμό ή τον ιμπεριαλισμό. Τα μέλη της καπιταλιστικής τάξης αποσύρονταν όλο και περισσότερο από την ενεργό κατεύθυνση των επιχειρήσεων τους – αφήνοντάς τα σε μισθωτούς διευθυντές – και μεταμορφώνονταν σε απλούς συλλέκτες τόκων και μερισμάτων. Τα μέλη της άρχουσας τάξης όντως επέλεγαν όλο και περισσότερο την «ξεκούραση» παρά κάθε επιπλέον εισόδημα που θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει διευθύνοντας επιχειρήσεις, ως βουλευτές, υπηρετώντας στα ανώτερα αξιώματα του στρατού, ως δημόσιοι υπάλληλοι του κράτους ή της εκκλησίας, ως καθηγητές ή άλλα παρόμοια επαγγέλματα που θα μπορούσαν να τιμούν έναν «κύριο». Όσο ανήθικη και αν ήταν αυτή η ανάπτυξη ενός είδους μαζικής αδράνειας μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης, ήταν απολύτως αντιπροσωπευτική της ελεύθερης βούλησης των συγκεκριμένων ατόμων. Η αδράνεια στην εργατική τάξη ήταν εντελώς διαφορετική. Σε αντίθεση με τους αδρανείς καπιταλιστές και γαιοκτήμονες, η αδράνεια στην εργατική τάξη σήμαινε φτώχεια. Ελάχιστοι εργάτες θα επέλεγαν οικειοθελώς την ακραία φτώχεια που έζησαν οι άνεργοι στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αγγλία αντί να εργαστούν. Με βάση αυτά τα δύο παράλογα αξιώματα, οι κλασσικοί οριακοί οικονομολόγοι «απέδειξαν» ότι η μαζική μακροχρόνια ανεργία στην εργατική τάξη – εκτός ίσως σε βιομηχανίες που υφίστατο ο συνδικαλισμός – ήταν απλώς αδύνατη.
Αυτή την «απόδειξη», ότι σε μια καπιταλιστική οικονομία μπορούσε να υπάρξει μόνο οικειοθελής ανεργία ή ανεργία λόγω τριβής, αμφισβήτησε ο Keynes. Μετά την εμπειρία της μαζικής ανεργίας της δεκαετίας του 1920, ακολουθούμενη από την ακόμα μεγαλύτερη ανεργία του 1929 της Ύφεσης, ο Keynes συνειδητοποίησες πως κάτι πήγαινε πολύ στραβά με την «απόδειξη» των κλασσικών οριακών οικονομολόγων. Αλλά τι ακριβώς πήγαινε στραβά με την «απόδειξη»; Oι φανατικοί του οικονομικού φιλελευθερισμού, ιδιαίτερα οι ηγέτες της Αυστριακής σχολής των οριακών οικονομολόγων όπως ο Fredrick von Hayek και ο Ludwig von Mises, υποστηριζόμενοι στην Αγγλία από τον Lionel Robbins, επέμεναν πως η διέξοδος από την ύφεση ήταν οι τεράστιες περικοπές μισθών. [7] Σύμφωνα με αυτούς τους οικονομολόγους, εάν οι καπιταλιστές προσελάμβαναν τους ανέργους στο επίπεδο μισθών που κυριαρχούσε, η εργασία του μισθωτού θα παρήγαγε πολύ λιγότερη αξία από την αξία των μισθών που θα πλήρωναν οι εργοδότες στους μισθωτούς. Οι καημένοι οι καπιταλιστές θα έπεφταν θύμα εκμετάλλευσης από τους εργάτες! Σε μια ελεύθερη κοινωνία, οι καπιταλιστές απλώς δεν θα μπορούσαν να ανεχτούν κάτι τέτοιο. Η μόνη διέξοδος, με βάση τους οικονομολόγους της σχολής των Hayek, Mises και Robbins, ήταν με σημαντικές περικοπές μισθών. Μόλις οι μισθοί θα έπεφταν σε ένα επίπεδο το οποίο θα αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία που ήταν δυνατό να παράγουν οι εργάτες, η μαζική ανεργία θα εξαφανιζόταν. Το εμπόδιο, με βάση τούς Hayek, Mises και Robbins, ήταν η δύναμη που είχαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι «σοσιαλιστικές» κυβερνητικές πολιτικές οι οποίες είτε ενθάρρυναν την μαζική «οικειοθελή» αδράνεια της εργατικής τάξης είτε κρατούσαν τους μισθούς σε τόσο υψηλά επίπεδα, έτσι ώστε οι καπιταλιστές να μην έχουν την πολυτέλεια να κάνουν προσλήψεις στα υφιστάμενα μισθολογικά επίπεδα. Στην «Γενική Θεωρία», ο Keynes απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η μείωση των ονομαστικών μισθών θα οδηγούσε στην εξάλειψη της ανεργίας. Οι εργοδότες την περίοδο της Ύφεσης ήξεραν ακριβώς πώς να επωφεληθούν από την μαζική ανεργία. Δεν υπήρχε έλλειψη στις περικοπές μισθών, όμως σε αντίθεση με τις προβλέψεις των Hayek, Mises και Robbins, δεν υπήρχε κανένα σημάδι αποκατάστασης της πλήρους απασχόλησης. Ο Keynes σε καμία περίπτωση δεν διαφώνησε εντελώς με τους Hayek και σία. Μοιράστηκε μαζί τους τις βασικές παραδοχές της οριακής οικονομικής σκέψης. Αλλά η οριακή οικονομική σκέψη του Keynes ήταν πιο ρεαλιστική και ευέλικτη κατά τον βρετανικό τρόπο, σε αντίθεση με τον αυστηρό δογματισμό των Αυστριακών. Ο Keynes συμφώνησε με τους Αυστριακούς ότι πρέπει να μειωθούν οι «πραγματικοί μισθοί» προκειμένου να αποκατασταθεί η «πλήρης απασχόληση». Ισχυρίστηκε ότι η μείωση των χρημάτων σε έναν μισθό δεν ήταν το ίδιο πράγμα με την μείωση του πραγματικού μισθού. Σύμφωνα με τον Keynes, ήταν οι πραγματικοί μισθοί που έπρεπε να περικοπούν ώστε να αποκατασταθεί η πλήρης απασχόληση. «Ενώ οι εργαζόμενοι συνήθως αντιστέκονται σε μια χρηματική μείωση του μισθού τους», εξήγησε, «δεν είναι στην πρακτική των εργαζομένων να αποσύρονται από την εργασία όταν υπάρχει μια αύξηση των τιμών των αγαθών.» Ο Keynes επηρεάστηκε σχεδόν σίγουρα από την γενική απεργία του 1926, την σημαντικότερη κοινωνική και πολιτική κρίση στην πρόσφατη βρετανική ιστορία. Και είναι προφανές. Η γενική απεργία έλαβε χώρα λιγότερο από μια δεκαετία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στην Ρωσία. Θα μπορούσε να συμβεί κάτι παρόμοιο και στην Βρετανία. Αυτό ήταν φυσικά, ο απόλυτος εφιάλτης όλων των μελών της βρετανικής άρχουσας τάξης, συμπεριλαμβανομένου και του Keynes. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο υπουργός οικονομικών της Βρετανίας, Winston Churchill, αντιμετωπίζοντας πλατιά αντιπολίτευση από το εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης, συμπεριλαμβανομένου του Keynes, κινήθηκε προς την αποκατάσταση της μετατρεψιμότητας της βρετανικής λίρας σε χρυσό με την παλιά ισοτιμία. [8] Δεδομένου ότι η λίρα είχε παρουσιάσει μείωση της τάξης του 10% από την αναστολή της μετατρεψιμότητας του χρυσού το 1914, η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ανατίμηση της λίρας έναντι του χρυσού και του δολαρίου της τάξης του 9%. (Σε αντίθεση με την λίρα, το αμερικανικό δολάριο δεν είχε υποτιμηθεί έναντι του χρυσού ως αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.) Η επίδραση αυτής της ανατίμησης του νομίσματος είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής της εργατικής δύναμης σε όρους χρυσού και δολαρίου περίπου 9%. Οι εργοδότες – ειδικά στην φθίνουσα βρετανική βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα – ανταποκρίθηκαν προσπαθώντας να μειώσουν τους μισθούς σε σχέση με τις ανατιμημένες λίρες κατά περίπου 9%, προκειμένου να εξαλείψουν τα αποτελέσματα της ανατίμησης της λίρας. Η εναντίωση σε αυτές τις περικοπές των μισθών – σε όρους της ανατιμημένης βρετανικής λίρας – οδήγησε κατευθείαν στην γενική απεργία του 1926.
Αλλά τι θα συνέβαινε αν, αντί για ανατίμηση της λίρας, γινόταν υποτίμηση? Ας υποθέσουμε ότι η υποτίμηση της λίρας ήταν τέτοια, ώστε η τιμή των βασικών αγαθών τα οποία κατανάλωναν οι Βρετανοί εργάτες για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης να αυξανόταν κατά 10% σε όρους λίρας, ενώ οι ονομαστικοί μισθοί σε όρους λίρας παρέμεναν αμετάβλητοι. Οι πραγματικοί μισθοί θα παρουσίαζαν μια μείωση της τάξης του 9%. Θα ήταν η αντίδραση των εργατών το ίδιο δυνατή; Θα συνέβαινε η γενική απεργία του 1926 έτσι και αλλιώς; Ο Keynes υποψιαζόταν πως η απάντηση θα ήταν όχι. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι πάντοτε καλύτερο να αποφεύγεται η μείωση της ονομαστικής αξίας του μισθού, απέναντι στην οποία οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι εργάτες θα εναντιωθούν σθεναρά. Αντιθέτως, ο Keynes τόνισε πως η κυβέρνηση θα πρέπει να ακολουθήσει πολιτικές οι οποίες θα ενθαρρύνουν την άνοδο στο κόστος διαβίωσης. Αυτή η πρακτική έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργατών με τρόπο που είναι λιγότερο αντιληπτός σε αυτούς και, ως εκ τούτου, ήλπιζε να αποφευχθεί οποιαδήποτε επανάληψη της «δυσαρέσκειας» του 1926 η οποία έθεσε υπό αμφισβήτηση τη διαιώνιση της κυριαρχίας της -αγαπημένης του Keynes- καπιταλιστικής τάξης.
Ο Keynes φοβήθηκε πως η μείωση των χρημάτων στους μισθούς δεν θα μείωνε τους πραγματικούς μισθούς Εκτός από τις αντιθέσεις για τις μειώσεις των ονομαστικών μισθών επειδή προκαλούσαν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την εργατική τάξη, ο Keynes ισχυρίστηκε επίσης ότι η μείωση των ονομαστικών μισθών ήταν απλώς αναποτελεσματική σε ότι αφορούσε την πραγματική μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. «Επιπλέον», έγραψε ο Keynes, «η άποψη ότι η ανεργία που χαρακτηρίζει μια ύφεση οφείλεται σε άρνηση των εργαζομένων να αποδεχτούν μείωση των ονομαστικών μισθών δεν φαίνεται να στηρίζεται στα γεγονότα. Δεν είναι τόσο εύλογο να ισχυριστούμε ότι η ανεργία στις ΗΠΑ το 1932 οφειλόταν είτε στο ότι οι εργαζόμενοι αρνούνταν κατηγορηματικά να αποδεχθούν μια μείωση των ονομαστικών μισθών είτε στην κατηγορηματική τους απαίτηση για πραγματικούς μισθούς πάνω από την παραγωγικότητα που η οικονομική μηχανή μπορούσε να προσφέρει. Στον όγκο της απασχόλησης παρατηρούνται μεγάλες διακυμάνσεις δίχως κάποια εμφανή αλλαγή είτε σε ελάχιστες πραγματικές απαιτήσεις των εργαζομένων είτε στην παραγωγικότητα. Οι εργαζόμενοι δεν είναι περισσότερο επιθετικοί στην ύφεση απ’ ό,τι στην οικονομική άνθηση – κάθε άλλο μάλιστα. Ούτε και η φυσική τους παραγωγικότητα είναι μικρότερη. Τα εμπειρικά αυτά γεγονότα αποτελούν ένα primafacie (εκ πρώτης όψεως) υπόβαθρο για αμφισβήτηση της επάρκειας της κλασσικής ανάλυσης.» Ακολουθώντας την συλλογιστική πορεία της κλασσικής οριακής σκέψης και ανάλυσης, γιατί θα έπρεπε η αξία που παρήγαγε η εργασία των μισθωτών ξαφνικά να καταρρεύσει στις αρχές του 1930, προκαλώντας έτσι τους μισθούς τους να ξεπεράσουν ξαφνικά αυτή την αξία; Σε όρους «φυσικής παραγωγικότητας», όπως το έθεσε ο Keynes ή, όπως θα το έθεταν οι κλασσικοί οικονομολόγοι και ο Marx, σε όρους ανταλλακτικής αξίας, η εργασία των μισθωτών ήταν δυνατό να παράγει σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ. Όντως, την δεκαετία του 1920, την οποία διαδέχθηκε η Μεγάλη Ύφεση, παρατηρήθηκε μια εξωπραγματικά ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων στις ΗΠΑ, αφού ο ηλεκτρισμός εν τέλει ξεπέρασε τον ατμό ως κινητήρια δύναμη στην βιομηχανία. Ωστόσο οι ΗΠΑ ήταν αυτές που χτυπήθηκαν περισσότερο σε έκταση και διάρκεια από την Μεγάλη Ύφεση και παρατηρήθηκαν σε αυτές τα υψηλότερα και πιο επίμονα επίπεδα μαζικής ανεργίας ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Μεγάλη Ύφεση ή «Μεγάλες Διακοπές»; Σύμφωνα με τους οριακούς οικονομολόγους, στις ΗΠΑ κατά το τρομακτικό έτος του 1932 οι άνεργοι «επέλεγαν» να μην δουλέψουν αντί να δέχονται μισθούς οι οποίοι θα αντιπροσώπευαν την αξία που όντως παρήγαγε η εργασία τους. Μάλιστα, υπήρχε και μια ειρωνική δήλωση πως, εάν η ανάλυση των οριακών οικονομολόγων ήταν σωστή, η Μεγάλη Ύφεση θα έπρεπε να μετονομαστεί σε «Μεγάλες Διακοπές». Πράγματι, αυτό δεν απέχει και πάρα πολύ από την ανάλυση του Milton Friedman για την Ύφεση. Εάν η Ύφεση δεν ήταν «Μεγάλες Διακοπές», ήταν τουλάχιστον μια «Μεγάλη Παρεξήγηση». Σύμφωνα με τον Friedman, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών που προκλήθηκε από την μείωση της προσφοράς χρήματος. Ως εκ τούτου, όταν η Fed (Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα) επέτρεψε να μειωθεί η προσφορά χρήματος κατά ένα τρίτο, οι εργάτες έλαβαν μια τεράστια αύξηση μισθών σε πραγματικούς όρους, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις περικοπές των ονομαστικών τους μισθών. Οι εργάτες, χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο μειώθηκε το κόστος ζωής, δεν δούλευαν διότι ερμήνευαν λανθασμένα τις περικοπές στους ονομαστικούς μισθούς σαν μειώσεις στους πραγματικούς μισθούς.
Ένα προφανές πρόβλημα με αυτή την «ανάλυση» είναι ότι, αν ήταν αληθής, οι εργαζόμενοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους, αφού οι προϊστάμενοί τους έσπευσαν να τους μειώσουν τους μισθούς – αντί να απολύονται, όπως έγινε στην πραγματικότητα. Οι συνέπειες της «κλασσικής οριακής θεωρίας», που υπερασπίστηκε ο νεοφιλελεύθερος Friedman, ήταν ότι μόλις οι εργαζόμενοι θα είχαν βαρεθεί αρκετά κάνοντας «Διακοπές» και άρχιζαν να συνειδητοποιούν πόσο φθηνότερα ήταν όλα, θα επέστρεφαν με χαρά και με χαμηλότερους μισθούς – αλλά με τους ίδιους πραγματικούς μισθούς – και η οικονομία θα έφτανε και πάλι τα επίπεδα της «πλήρους απασχόλησης». Αναγνωρίζοντας ότι η Μεγάλη Ύφεση δεν ήταν «Μεγάλες Διακοπές», ο Keynes κατέληξε σε ένα συμπέρασμα το οποίο ήταν προφανές σε κάθε εργάτη και στην ουσία σε κάθε απλό λαϊκό άνθρωπο ο οποίος δεν ήταν επαγγελματίας οικονομολόγος. Αλλά ο Keynes ήταν επαγγελματίας οικονομολόγος και μάλιστα της οριακής σχολής. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να εναρμονίσει την οριακή του ανάλυση με τα πραγματικά γεγονότα τα οποία ήταν τόσο προφανή σε όλους εκτός από τους οριακούς οικονομολόγους; Ο Keynes τα κατάφερε επικαλούμενος μια ακόμα μεγαλύτερη οικονομική σοφιστεία από αυτήν της οριακή σχολής. Η σοφιστεία αυτή είναι ο ισχυρισμός ότι το γενικό επίπεδο τιμών καθορίζεται από το επίπεδο των ονομαστικών μισθών. Αυτή η άποψη υποστηρίζει πως – ενώ όλοι οι άλλοι προσδιοριστικοί παράγοντες μένουν σταθεροί – εάν οι ονομαστικοί μισθοί αυξηθούν, οι τιμές θα αυξηθούν και αυτές αφήνοντας τους πραγματικούς μισθούς ίδιους. Επίσης, αν οι μισθοί μειωθούν, οι τιμές θα μειωθούν και αυτές, με την ίδια επιρροή στους πραγματικούς μισθούς. Στο παρελθόν, το επιχείρημα αυτό είχε χρησιμοποιηθεί για να «καταδείξει» τη ματαιότητα της συνδικαλιστικής δραστηριότητας. Το επιχείρημα ήταν ότι εάν τα συνδικάτα κατάφερναν να κερδίσουν υψηλότερους ονομαστικούς μισθούς, οι εργαζόμενοι δεν θα κέρδιζαν τίποτα από αυτό, επειδή οι προϊστάμενοι απλά θα μετακυλούσαν το πρόσθετο κόστος με τη μορφή υψηλότερων τιμών. Ο Keynes έγραψε: «Η κλασσική θεωρία υποθέτει πως οι εργαζόμενοι μπορούν να προσαρμόζουν και να μειώνουν τον πραγματικό τους μισθό αποδεχόμενοι μια μείωση στον ονομαστικό τους μισθό. Το αξίωμα ότι υπάρχει η τάση του πραγματικού μισθού να εξισώνεται με την οριακή δυσαρέσκεια της εργασίας προϋποθέτει ξεκάθαρα πως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι είναι σε θέση να αποφασίζουν τον πραγματικό μισθό για τον οποίον εργάζονται, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αποφασίζουν την ποσότητα της απασχόλησης που είναι διαθέσιμη στον μισθό αυτό.» Με άλλα λόγια, οι οριακοί οικονομολόγοι υποθέτουν πως εάν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας, οι εργαζόμενοι απλά θα δεχθούν χαμηλότερους μισθούς, δηλαδή χαμηλότερους ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς. Υποστήριξαν πως αυτό θα οδηγήσει σε μια ταχεία αποκατάσταση της «πλήρους απασχόλησης». «Τώρα, η υπόθεση ότι το γενικό επίπεδο των πραγματικών μισθών εξαρτάται από τις διαπραγματεύσεις του ονομαστικού μισθού μεταξύ των εργοδοτών και των εργατών προφανώς δεν ισχύει. Είναι, πραγματικά, περίεργο ότι δεν έγινε παρά ελάχιστη προσπάθεια για να αποδειχτεί ή να απορριφθεί η υπόθεση αυτή. Πολύ περισσότερο αφού κάθε άλλο παρά συνεπής είναι προς την γενική κατεύθυνση της κλασσικής θεωρίας, η οποία μας έχει διδάξει να πιστεύουμε ότι οι τιμές διαμορφώνονται από το οριακό άμεσο κόστος σε χρηματικούς όρους και ότι οι ονομαστικοί μισθοί προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το οριακό άμεσο κόστος.» [9] Σύμφωνα με τους οικονομολόγους σαν τον Friedman, ακόμα και η ηλιθιότητα της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) να «επιτρέψει» ή ακόμα και να «προκαλέσει» την κατά ένα τρίτο μείωση προσφοράς στα χρηματικά διαθέσιμα των Η.Π.Α. κατά την περίοδο 1929-1933 δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της για να προκαλέσει την Μεγάλη Ύφεση. [10] Η ηλιθιότητα της Fed έπρεπε να υποστηριχθεί από την ηλιθιότητα των εργαζομένων, που δεν κατάλαβαν την διαφορά μεταξύ της υπαρκτής μείωσης των πραγματικών μισθών και της μείωσης των ονομαστικών μισθών. Αλλά ο Keynes υποστήριζε ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι τόσο ηλίθιοι. Ακόμα και αν οι εργαζόμενοι «καταλάβουν» πλήρως ότι οι πραγματικοί μισθοί πρέπει να μειωθούν για να μπορέσουν να προσληφθούν, οι εργαζόμενοι δεν θα μπορέσουν πραγματικά να μειώσουν τους πραγματικούς τους μισθούς σε αντίθεση με τους ονομαστικούς. Σύμφωνα με τον Keynes, όσο περισσότερο μειώνονται οι μισθοί, τόσο περισσότερο μειώνονται και οι τιμές. Οπότε οι εργαζόμενοι είναι ανίκανοι να μειώσουν τους πραγματικούς τους μισθούς. Προκειμένου να μειώσουν τους πραγματικούς τους μισθούς έτσι ώστε να μπορούν να εργασθούν ξανά, ο Keynes υπονοούσε πως οι εργαζόμενοι χρειάζονταν την βοήθεια μιας πληθωριστικής πολιτικής εκ μέρους της κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας.
Ο ισχυρισμός ότι το «άμεσο κόστος» – το οποίο υποτίθεται πως είναι το μισθολογικό κόστος – καθορίζει το γενικό επίπεδο τιμών, στην πραγματικότητα δεν είναι μια ιδέα της οριακής σχολής αλλά η επιστροφή στην εσφαλμένη ιδέα του Adam Smith η οποία αργότερα καταρρίφθηκε από τον Ricardo. Ο Smith χρησιμοποίησε εν μέρει την θεωρία της αξίας της εργασίας, αλλά με έναν πολύ λιγότερο συνεπή τρόπο από αυτόν του Ricardo. Βασικά, ο Smith υπέθεσε πως τα εμπορεύματα θα ανταλλάσσονται σε αναλογία με κοινωνικά αναγκαία εργασία για να παραχθούν υπό συνθήκες απλής παραγωγής, κατά την οποία οι μισθοί και τα κέρδη δεν υπάρχουν. Αλλά με την έλευση της καπιταλιστικής παραγωγής, η εξίσωση του ποσοστού κέρδους κατέστη ο βασικός οδηγός της καπιταλιστικής παραγωγής. Το κεφάλαιο πάντα ρέει από βιομηχανίες όπου το ποσοστό κέρδους είναι μικρότερο του μέσου όρου στις βιομηχανίες όπου το ποσοστό κέρδους είναι μεγαλύτερο από τον μέσο όρο. Συνεπώς, υπό συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής, σύμφωνα με τον Smith, η αξία των εμπορευμάτων – αυτό που αποκάλεσε ο Smith«φυσική τιμή» – δεν είναι πραγματικά ανάλογη με την ποσότητα τής κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που είναι απαραίτητη για να παραχθούν. Τότε τι καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων σε μια καπιταλιστική παραγωγής καθοδηγούμενη από το κέρδος; Ο Smith πίστευε ότι το «σταθερό κεφάλαιο», υπό την μεταγενέστερη Μαρξιστική ορολογία, θα μπορούσε να μετατραπεί τελικά σε μεταβλητό κεφάλαιο. O Smith υποστήριξε ότι τα εμπορεύματα τα οποία είναι απαραίτητα για να παραχθεί ένα συγκεκριμένο αγαθό εκτός της εργατικής δύναμης παράγονται με σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Με την σειρά τους, τα εμπορεύματα που παράγουν αυτά τα εμπορεύματα εκτός της εργατικής δύναμης παράγονται και αυτά με σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, ο Smith υποστήριξε πως, εάν πας αρκετά πίσω σε αυτή τη διαδικασία, όλο το κεφάλαιο αποτελείται μόνο από μεταβλητό κεφάλαιο. Επομένως όλο το κεφάλαιο αποκρυσταλλώνεται στους μισθούς! Πράγματι, μια ωραία θεωρία. Ο Smith συμπέρανε ότι η αξία ενός αγαθού μπορεί να περιοριστεί σε τρεις μορφές εισοδήματος – ή προσόδων – της καπιταλιστικής κοινωνίας: μισθοί, κέρδη και ενοίκια. Συνεπώς, ο Smith υποστήριξε ότι, εάν οι μισθοί αυξάνονται, η αξία και επομένως η τιμή των αγαθών θα πρέπει να αυξηθεί και αυτή. Ο Keynes στο αναφερόμενο απόσπασμα αντικαθιστά στην πραγματικότητα την χυδαία θεωρία της οριακής οικονομικής σκέψης με μια άλλη χυδαία θεωρία. Οι μεταβολές των μισθών, τονίζει ο Keynes, προσδιορίζουν τις μεταβολές των τιμών. Εάν αυτό ήταν αληθές – το οποίο δεν είναι – η ποσοτική θεωρία του χρήματος θα ήταν άκυρη. Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι ακόμη και αν η ποσοτική θεωρία του χρήματος είναι άκυρη, η οποία όντως είναι, δεν σημαίνει πως ο ισχυρισμός του Keynes ότι οι μεταβολές στους μισθούς προσδιορίζουν τις μεταβολές στις τιμές ισχύει. (Αυτός ο ισχυρισμός θα είναι το θέμα της επόμενης εβδομάδας.)
Ήταν ο Keynes όντως φίλος της εργατικής τάξης; Κατά την διάρκεια των πρώτων αποπληθωριστικών χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης, σε σύγκριση με τους οικονομολόγους της «Αυστριακής» σχολής και άλλους οριακούς οικονομολόγους, ο Keynes φάνηκε πιο φιλικός προς την εργατική τάξη. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η εργατική τάξη αντιστέκονταν στις περικοπές των μισθών τους και ο Keynes για τους δικούς του λόγους αντιστεκόταν στις περικοπές των ονομαστικών μισθών. Οι εργαζόμενοι προσπαθούσαν στο βαθμό που ήταν αυτό δυνατό να υπερασπιστούν ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο υπό τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες των πρώτων χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης. Ο Keynes, από την άλλη πλευρά, αντιτάχθηκε στην περικοπή των ονομαστικών μισθών επειδή πίστευε ότι ήταν αναποτελεσματικό μέτρο για την μείωση των πραγματικών μισθών. Ωστόσο κατά τα πληθωριστικά έτη που θα ακολουθούσαν, οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι έγιναν οι κυριότεροι υποστηρικτές της συγκράτησης μισθών για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Κατά την διάρκεια του «Μεγάλου Πληθωρισμού» την δεκαετία του 1970, οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, υποστηριζόμενοι από τον αστικό Τύπο, μιλούσαν συνεχώς για το «σπιράλ μισθών και τιμών». Οι υψηλότεροι μισθοί έφερναν αυξήσεις στο «κόστος παραγωγής» – ψήγματα από την παλιά θεωρία του Adam Smith – και συνεπώς αυτό ωθούσε τις τιμές προς τα πάνω. Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι χαρακτήρισαν αυτή την διαδικασία: πληθωρισμός ως προς το κόστος (costpush inflation). Επομένως, οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι παρότρυναν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να ζητούν την «συγκράτηση των μισθών» και ενθουσιάστηκαν όταν ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος Richard Nixon επέβαλε ελέγχους στις τιμές και τους μισθούς, οι οποίοι στην πράξη αφορούσαν κυρίως τους μισθούς. [11] Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι διακήρυξαν νίκη επί του «κύκλου εργασιών» την δεκαετία του 1960, ισχυρίστηκαν ότι η ευημερία θα μπορούσε να διατηρηθεί από – τις επονομαζόμενες επεκτατικές πολιτικές –
μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία θα χρηματοδοτούνταν από μαζικό δανεισμό της κυβέρνησης συνδυασμένο με την ταχεία αύξηση στην ποσότητα του παραστατικού χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες – χωρίς τον πληθωρισμό να σκαρφαλώνει σε «ανυπόφορα» επίπεδα αν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συνέχιζαν να ζητούν την συγκράτηση των μισθών. Δυστυχώς, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ειδικά στις Η.Π.Α., ακολούθησαν τις συμβουλές των κεϋνσιανών ή επηρεασμένων από τον Keynes συμβούλων και συνέχισαν να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις για την συγκράτηση των μισθών. Το αποτέλεσμα; Ο πληθωρισμός συνέχισε να καλπάζει και η αμερικανική οικονομία πέρασε την διαδοχικές τερατώδεις υφέσεις του 1974-1975 και 1979-1982. Τόσο ο ρυθμός του πληθωρισμού και το επίσημο ποσοστό ανεργίας έφτασαν τελικά σε διψήφιους αριθμούς. Όσο για τους πραγματικούς μισθούς: μετρημένοι σε ωριαία βάση, δεν επέστρεψαν ποτέ στα επίπεδα που κυριάρχησαν το 1973 λίγο μετά τους ελέγχους που είχαν επιβληθεί, παρά την σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Η αποτυχία των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο να αντισταθούν στους ελέγχους των μισθών τις αποδυνάμωσε σημαντικά, όχι μόνο από οικονομικής απόψεως αλλά και από πολιτικής. Αυτή η αποδυνάμωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων κατέστησε δυνατή την αντίδραση των ετών Reagan-Thatcher και την μακρά κυριαρχία του «νεοφιλελευθερισμού» που ακολούθησε. Αυτό το μάθημα δεν πρέπει να ξεχαστεί την ώρα που τα δημόσια χρέη διογκώνονται – καμία σχέση με αυτά που είδαμε την δεκαετία του 1970 – υποστηριζόμενα από την δυσθεώρητη αύξηση του παραστατικού χρήματος – επίσης ασύγκριτη σε σχέση με αυτή της δεκαετίας του 1970 – τα οποία υποδεικνύουν όλα τα στοιχεία για μια νέα ανοδική έκρηξη του κόστους διαβίωσης στο εγγύς μέλλον. (Στη συνέχεια, θα εξεταστεί η κριτική Ricardo-Marx στον ισχυρισμό ότι το επίπεδο των μισθών καθορίζει το γενικό επίπεδο τιμών.)
_________________
Σημειώσεις [1] Πιο συγκεκριμένα, ο Keynes συνένωσε τους πρώιμους οριακούς όπως ο Marshall με τους Ricardo και Say ως «κλασσικούς» οικονομολόγους. Παρότι ο Say ήταν σύγχρονος του Ricardo, ο Marx θεωρούσε τον Say ως χυδαίο και όχι κλασσικό οικονομολόγο. Ωστόσο, όταν ο Keynes εξήγησε τα «αξιώματα» των «κλασσικών» οικονομολόγων, αναφερόταν ξεκάθαρα στους οριακούς οικονομολόγους. [2] Για παράδειγμα, αν δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνική ασφάλιση και νόμοι περί κατώτατων μισθών. [3] Σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία της αξίας, η οριακή θεωρία της αξίας δεν κάνει διάκριση μεταξύ τιμής και αξίας. [4] Για την ακρίβεια, ο εργαζόμενος πουλάει την εργατική του δύναμη και όχι την εργασία του. [5] Η εργασιακή νομοθεσία, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, ενώ ορίζει τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας στις 8 ώρες, επιτρέπει στους προϊσταμένους να προγραμματίζουν «αναγκαστικές υπερωρίες», τις οποίες οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αρνηθούν υπό την πίεση της απόλυσης. Ωστόσο, ο προϊστάμενος υποχρεούται να πληρώσει το 150% του μισθού για τις επιπλέον ώρες. Αυτό υποτίθεται ότι αποθαρρύνει την υπερβολική χρήση υπερωριών και δίνει κίνητρο για την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων, εντούτοις η μισθολογική πρακτική του «150%» είναι εντελώς ανεπαρκής να αποτρέψει τους προϊσταμένους από την προσφυγή σε αναγκαστικές υπερωρίες, ιδιαιτέρως σε περιόδους οικονομικής άνθησης. [6] Και πάλι δεν υπάρχουν συνδικάτα, δεν υπάρχει νομοθεσία περί κατώτατου μισθού και δεν υπάρχει κοινωνική ασφάλιση.
[7] Η βρετανική οριακή σκέψη αναπτύχθηκε σε ένα τόπο και χρόνο όπου οι εργάτες είχαν ελάχιστη ταξική συνείδηση. Οι βρετανικές συνδικαλιστικές οργανώσεις υποστήριζαν συχνά το Φιλελεύθερο Κόμμα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μαζικό Κόμμα της εργατικής τάξης στην Βρετανία. Η Αυστριακή σχολή της οριακής οικονομικής σκέψης αναπτύχθηκε αρχικά στη Αυστρία, όπου σε αντίθεση με την Βρετανία πολλοί εργάτες υποστήριζαν το τότε Μαρξιστικό Αυστριακό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα υπό την καθοδήγηση των Σοσιαλδημοκρατών. Ενώ οι Βρετανοί οριακοί οικονομολόγοι απλώς αγνοούσαν τον Marx, οι Αυστριακοί ομόλογοί τους είχαν εμμονή με την «κατάρριψη» του Marx, ωστόσο δανείζονταν συγκεκριμένες ιδέες από τον Marx με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όταν ήταν προς το συμφέρον τους. [8] Η κίνηση για την αποκατάσταση της λίρας στην προπολεμική ισοτιμία έναντι του χρυσού και του δολαρίου υποστηριζόταν από τα οικονομικά συμφέροντα του «Σίτι» (του Λονδίνου). Βασικά, τα βρετανικά τραπεζικά συμφέροντα, εκπροσωπούμενα από τον Churchill, ήλπιζαν πως οι καπιταλιστές που ασχολούντο με το διεθνές εμπόριο θα κατέθεταν για ακόμα μια φορά τα χρήματά τους στις τράπεζες του Λονδίνου, όπως είχαν κάνει και πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, οι υποστηρικτές της επιστροφής στην παλιά ισοτιμία λίρας – χρυσού προέτασσαν το βασικό επιχείρημα ότι η λίρα θα έπρεπε να επιστρέψει στην προπολεμική της ισοτιμία με τον χρυσό και να παραμείνει εκεί. Ωστόσο οι Βρετανοί βιομήχανοι καπιταλιστές, οι οποίοι ευρίσκοντο σε τρομακτικά δυσχερή θέση την δεκαετία του 1920, τρομοκρατήθηκαν από το γεγονός ότι τα κόστη τους, συγκεκριμένα τα μισθολογικά τους κόστη, θα αυξάνονταν σε όρους χρυσού και δολαρίου. Η ανατίμηση, εκτός του ότι βοήθησε να προκληθεί η γενική απεργία του 1926, ήταν πλήρως αποτυχημένη. Το 1931, μόνο 5 χρόνια αργότερα από την επιστροφή της προπολεμικής ισοτιμίας, η Τράπεζα της Αγγλίας αντιμετώπισε μια τεράστια μείωση στα αποθέματά της σε χρυσό, οπότε και αναγκάστηκε να αναστείλει τις πληρωμές σε χρυσό, με αποτέλεσμα την τεράστια υποτίμηση της λίρας. Η υποτίμηση της λίρας το 1931 αποδείχθηκε η πρώτη από τις πολλές που έμελλαν να ακολουθήσουν τις επόμενες δεκαετίες. Οι ημέρες κυριαρχίας της Βρετανίας στον καπιταλιστικό κόσμο άρχισαν να φαίνονται μακρινές. [9] Οι Βρετανοί οριακοί οικονομολόγοι ισχυρίστηκαν πως συνεχίζουν την κλασσική παράδοση των Adam Smith και David Ricardo. Ωστόσο, βασίστηκαν ενστικτωδώς σε ό,τι ήταν χυδαίο από το έργο των Smith και Ricardo παρά στο επιστημονικό έργο τους. Ο ισχυρισμός ότι το «άμεσο κόστος» – που αποκρυσταλλώθηκε στο «μισθολογικό κόστος» – διακυβεύει το γενικό επίπεδο τιμών, το οποίο επιβεβαίωσαν ο Smith και ο Malthus, αντικρούστηκε από τον Ricardo. Οι πιο συνεπείς οριακοί οικονομολόγοι της επικράτειας γενικά υποστήριζαν πως το επίπεδο τιμών καθορίζεται από την ποσότητα του χρήματος σε σχέση με τα εμπορεύματα. Οι σύγχρονοι υποστηρικτές αυτής της άποψης, όπως ο Milton Friedman, παραδέχονται με τον τρόπο τους ότι οι αλλαγές στους ονομαστικούς μισθούς δεν προκαλούν αλλαγές στο γενικό επίπεδο τιμών αλλά απλά τις αντανακλούν. (Η θέση της επόμενης εβδομάδας θα αφιερωθεί στην εξέταση του ισχυρισμού, ο οποίος εξακολουθεί να υποστηρίζεται επίμονα από τους οπαδούς του Keynes, ότι οι αλλαγές στους μισθούς διακυβεύουν τις μεταβολές των τιμών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, καθώς πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις – για παράδειγμα, η ανανεωμένη αύξηση της τιμής του πετρελαίου – ότι ένα παλιρροϊκό κύμα πληθωρισμού θα μας πνίξει σύντομα. Εάν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις επαναλάβουν τα λάθη της δεκαετίας του 1970 και ασκήσουν πιέσεις για την διατήρηση των μισθών τους για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό, τα οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο καταστροφικά από αυτά της δεκαετίας του 1970.) [10] Στο βιβλίο “A monetary history of the United States, 1867 – 1960”, το οποίο εκδόθηκε αρχικά το 1963, με τον Friedman συντάκτη από κοινού με την οικονομολόγο Anna Jacobson Schwartz, οι συγγραφείς ισχυρίστηκαν ότι η Fed επιτρέποντας στην «προσφορά χρήματος» – ορισμένη ως μετρητά και τραπεζικές καταθέσεις – να μειωθεί στο ένα τρίτο, έκαναν την «συρρίκνωση», όπως ο Friedman και η Schwartz συνήθιζαν ονομάζουν τις οικονομικές κρίσεις, πολύ χειρότερη απ’ ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Εκείνη την περίοδο, o Friedman και η Schwartz δεν ισχυρίζονταν κάτι περισσότερο από αυτό. Αλλά αργότερα, o Friedman και οι οπαδοί του υπονοούσαν αλλά και έλεγαν ξεκάθαρα μερικές φορές πως η ίδια η Fed όχι απλά «επέτρεψε» αλλά στην πραγματικότητα προκάλεσε την μείωση της προσφοράς χρήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, με συνέπεια να προκαλέσει την Μεγάλη Ύφεση, η οποία, όπως υποστήριξαν, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. [11] Αντιθέτως, ο Milton Friedman, πολύ πιο συνεπής στην οριακή σκέψη σε σχέση με τους κεϋνσιανούς, αποκήρυξε τους ελέγχους τιμών-μισθών του Richard Nixon. Έφτασε ακόμη και στο σημείο να περιγράψει υπερβολικά τον δεξιό Ρεπουμπλικάνο Nixon ως τον πιο «σοσιαλιστή» πρόεδρο στην ιστορία των Η.Π.Α. Όταν ο Friedman περιέγραφε ένα άτομο ως «σοσιαλιστή» δεν το έλεγε ως κομπλιμέντο. Ωστόσο, να σημειωθεί πως ο Friedman υποστήριξε σθεναρά ένα άλλο μέρος του προγράμματος του Nixon το οποίο αποδείχθηκε άκρως πληθωριστικό στην πράξη. Αυτή η πράξη – η οποία υποστηρίχθηκε και από κεϋνσιανούς οικονομολόγους – ήταν η τελευταία αποκήρυξη της υπόσχεσης της αμερικανικής κυβέρνησης να ανταλλάσσει χρυσό για δολάρια στην ισοτιμία της μιας ουγκιάς χρυσού για κάθε 35 δολάρια που έφερνε μια ξένη κυβέρνηση ή μια ξένη κεντρική τράπεζα. Χωρίς αυτή την τεράστια υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου – και άλλων νομισμάτων – σε σχέση με τον χρυσό κατά την δεκαετία του 1970, δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί ο πληθωρισμός.
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΜΕΫΝΑΡΝΤ ΚΕΫΝΣ (3Ο ΜΕΡΟΣ) 07/05/2018 · by kseeath ·
in Αριστερά. ·
του Sam Williams πηγή: https://critiqueofcrisistheory.wordpress.com/the-ideas-of-john-maynard-keynes-pt-1/the-ideas-of-johnmaynard-keynes-pt-3/ Μετάφραση: Φ.Τ. Επιμέλεια: Θανάσης Λ. για το avantgarde Εδώ το 1ο μέρος, εδώ το 2ο.
Ρικάρντο και Μαρξ απέναντι στον Κέυνς Σε αντίθεση με τον Άνταμ Σμιθ, ο Ρικάρντο επιχείρησε να χρησιμοποιήσει το νόμο της αξίας της εργασίας με συνέπεια. Αντιλήφθηκε ότι ο νόμος της αξίας της εργασίας ίσχυε όχι μόνο για την απλή παραγωγή εμπορευμάτων αλλά για τα οργανικά στοιχεία του ίδιου του καπιταλισμού. Ο Ρικάρντο δεν τα κατάφερε πλήρως, αλλά σίγουρα ήταν στην σωστή κατεύθυνση. Συνειδητοποίησε ότι η τιμή συνιστά μια σχέση μεταξύ δύο εμπορευμάτων, από την μια τα εμπορεύματα των οποίων μετριέται η τιμή και από την άλλη το χρηματικό εμπόρευμα – χρυσός- στο οποίο υπολογίζεται η τιμή του εμπορεύματος. Σύμφωνα με τον ρικαρδιανό νόμο της αξίας της εργασίας, οι τιμές της αγοράς τείνουν να κυμαίνονται γύρω από ένα άξονα που ορίζεται από τις σχετικές αξίες του χρυσού και του εμπορεύματος η αξία του οποίου μετριέται σε χρυσό. Ο Ρικάρντο συνειδητοποίησε ότι η άνοδος ή η πτώση των μισθών επηρεάζει το ποσοστό κέρδους όχι όμως τις συνολικές τιμές των εμπορευμάτων. Ο Μαρξ ανέπτυξε περαιτέρω το ρικαρδιανό νόμο της αξίας της εργασίας, επιλύοντας τις αντιφάσεις που ο Ρικάρντο δεν μπόρεσε να υπερβεί. Ωστόσο, ακόμη και η ρικαρδιανή εκδοχή του νόμου της αξίας της εργασίας είναι επαρκής για την διάψευση του ισχυρισμού του Κέυνς ότι οι μισθοί καθορίζουν τις τιμές.
Ο Μαρξ, στα τρία πρώτα κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, δείχνει ότι η τιμή πρέπει πάντα να μετριέται σύμφωνα με την αξία χρήσης του εμπορεύματος που χρησιμεύει ως καθολικό ισοδύναμο. Αν υποθέσουμε ότι ο χρυσός είναι το χρηματικό εμπόρευμα, η ανταλλακτική αξία ή αυτό που καταλήγει να είναι το ίδιο, δηλαδή η τιμή, είναι πάντα μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού που μετριέται σε βάρος. Η αξία, σε αντίθεση με την ανταλλακτική αξία δεν διαμεσολαβείται από μια υλική ουσία όπως ο χρυσός, αλλά είναι καθαρά κοινωνική ουσία- αφηρημένη ανθρώπινη εργασία. Ενώ ο χρυσός ως υλική αξία χρήσης μετριέται σε βάρος, η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, παρόλο που είναι κοινωνική, όχι απτή ουσία, έχει επίσης μονάδα μέτρησης- το χρόνο. Αντίθετα από τον Ρικάρντο, ο Μαρξ, στα ώριμα γραπτά του από το 1857 κι έπειτα κάνει διάκριση ανάμεσα στην εργασία και την εργατική δύναμη. Αφού η εργασία με την αφηρημένη έννοια είναι η πεμπτουσία της αξίας, η εργασία ως τέτοια δεν μπορεί να έχει αξία. Ως εκ τούτου, η εργασία δεν μπορεί η ίδια να αποτελεί εμπόρευμα. Αυτό που είναι εμπόρευμα είναι η ικανότητα του εργάτη για εργασία- δηλαδή η εργατική δύναμη. Οι εργάτες πρέπει να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στον βιομήχανο κεφαλαιοκράτη. (1) Όταν ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης αγοράζει την εργατική δύναμη των εργατών από τους ίδιους τους εργάτες, αποκτά την ικανότητα των εργατών για εργασία. Ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης —το αφεντικό—στην συνέχεια διατάζει τους εργάτες να εκτελέσουν εργασία η οποία χρησιμοποιείται για να παραχθεί ένα προϊόν που θα πάρει την μορφή εμπορεύματος. Η εργασία των εργατών που ενσωματώνεται στο εμπόρευμα αποτελεί την αξία αυτού του εμπορεύματος. Η εργασία που ενσωματώνεται στο εμπόρευμα που παράγουν οι εργάτες συναποτελείται με την σειρά της από δύο μέρη. Το ένα μέρος, η απαραίτητη εργασία, αντικαθιστά την αξία του μισθού των εργατών. Το άλλο μέρος, η επιπρόσθετη εργασία, η οποία στην καπιταλιστική παραγωγή παίρνει την μορφή της υπεραξίας, είναι η εργασία που εκτελούν οι εργάτες χωρίς πληρωμή για τους κεφαλαιοκράτες, τους γαιοκτήμονες και άλλους που ροκανίζουν την υπεραξία. Οι βιομήχανοι κεφαλαιοκράτες δεν καταφέρνουν να κρατήσουν όλη την υπεραξία που παράγουν οι εργάτες. Είναι αναγκασμένοι να την μοιραστούν με τους κεφαλαιοκράτες του χρήματος, τους γαιοκτήμονες και το κράτος.
Η αξία της εργατικής δύναμης Αν και η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, η εργατική δύναμη είναι. Όπως όλα τα εμπορεύματα, έχει αξία καθώς και ανταλλακτική αξία. Η τιμή, ή η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος της εργατικής δύναμης είναι γνωστό ως μισθός. (2) Ο μισθός είναι ένα χρηματικό ποσό—δηλαδή ο μισθός αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη (σε βάρος) ποσότητα χρυσού που οι βιομηχανικοί κεφαλαιοκράτες πρέπει να χρησιμοποιήσουν για να αγοράσουν μια συγκεκριμένη ποσότητα εργατικής δύναμης. Ως αξία χρήσης, η εργατική δύναμη μετριέται σε χρόνο. Το γεγονός ότι η μονάδα μέτρησης τόσο της εργασίας όσο και της εργατικής δύναμης είναι ο χρόνος οδηγεί συχνά στην αδυναμία διάκρισής τους. Αυτή η συχνότατη σύγχυση δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι αμείβεται όλη η εργασία που εκτελεί ο εργάτης. Με τους οριακούς οικονομολόγους, συμπεριλαμβανομένου του Κέυνς, η σύγχυση αυτή επισημοποιείται μαθηματικά με την ανακήρυξή της σε αξίωμα, που δεν χρειάζεται να επαληθευτεί.
Προσδιορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης Προκειμένου να εργαστούν, οι εργάτες πρέπει καταρχήν να ζήσουν και στην συνέχεια, να παράξουν την επόμενη γενιά εργατών. Για να το κάνουν αυτό στο καπιταλιστικό σύστημα, οι εργάτες πρέπει να καταναλώνουν τα εμπορεύματα που αγοράζουν με τα χρήματα που εισπράττουν σε αντάλλαγμα για την εργατική τους δύναμη. Καθώς οι εργάτες καταναλώνουν αυτά τα εμπορεύματα, μεταβιβάζουν την αξία— την ποσότητα αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που χρειάστηκε για να παραχθούν αυτά τα εμπορεύματα υπό τις κυρίαρχες κατά μέσον όρο συνθήκες παραγωγής— στην δική τους εργατική δύναμη, καθώς και στην αναπτυσσόμενη εργατική δύναμη των παιδιών τους. Επομένως, η αξία της εργατικής δύναμης των εργατών συνίσταται στα εμπορεύματα που πρέπει να καταναλώσουν οι εργάτες για να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη σε καθημερινή βάση καθώς και για να παράξουν την επόμενη γενιά εργατών. Η αξία της εργατικής δύναμης μπορεί να αλλάξει για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά μια αλλαγή στην παραγωγικότητα της εργασίας στην βιομηχανία που παράγει «κοινά αγαθά» (“wage goods”, αγαθά τα οποία καταναλώνονται για βιοποριστικούς λόγους) που πρέπει να καταναλώσουν οι εργάτες για να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη και να θρέψουν την επόμενη γενιά εργατών. (3) Ο δεύτερος παράγοντας αφορά μια αλλαγή στην ποσότητα και την ποιότητα των αξιών χρήσης που καταναλώνουν οι εργάτες.
Τι καθορίζει την ποσότητα και την ποιότητα αυτών των εμπορευμάτων με όρους αξιών χρήσης που καταναλώνουν οι εργάτες για να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη; Ο Μαρξ εξηγεί ότι ο μισθός αποτελείται από δύο στοιχεία. Το ένα είναι το βιολογικό ελάχιστο. Το βιολογικό ελάχιστο, με την σειρά του, αποτελείται κι αυτό από δύο υπο στοιχεία. Το πρώτο υπό στοιχείο είναι το ποσοστό του μισθού που χρειάζεται για να αναπαραχθεί η εργατική δύναμη των εργατών σε καθημερινή βάση. Το δεύτερο υπό στοιχείο είναι το ποσοστό του μισθού που χρειάζεται για να αναπαραχθεί η επόμενη γενιά εργατών. Εάν ο μισθός έπεφτε κάτω από το επίπεδο που είναι αναγκαίο για να αναπαραχθεί η εργατική δύναμη των εργατών σε καθημερινή βάση, η καπιταλιστική παραγωγή θα κατέρρεε μέσα σε λίγες μέρες ή βδομάδες καθώς η εργατική τάξη θα λιμοκτονούσε. Εάν ο μισθός έπεφτε κάτω από το επίπεδο που είναι αναγκαίο στους εργάτες για να παράξουν και να αναθρέψουν την επόμενη γενιά εργατών, η καπιταλιστική παραγωγή θα κατέρρεε μέσα σε μια δεκαετία περίπου, καθώς δεν υπήρχαν αντικαταστάτες για τους εργάτες που θα πέθαιναν. (4) Το βιολογικά οριζόμενο ελάχιστο θέτει το όριο κάτω από το οποίο δεν μπορούν ποτέ να πέσουν οι μισθοί, τουλάχιστον όχι για πολύ καιρό. Το άλλο στοιχείο του μισθού είναι το κοινωνικό στοιχείο. Κατά την εναλλαγή γενεών ταξικής πάλης, οι εργάτες κατόρθωσαν να προσθέσουν στο βιολογικό ελάχιστο ένα επιπρόσθετο στοιχείο, το οποίο επιτρέπει στους εργάτες, όπως το θέτει ο Μαρξ, να συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό στην πρόοδο του πολιτισμού. Για παράδειγμα, οι εργάτες δεν χρειάζονται στην πραγματικότητα ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, κινητά τηλέφωνα, προσωπικούς υπολογιστές και ούτω καθεξής για να ζήσουν και να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη. Οι απολογητές του καπιταλισμού αρέσκονται να επισημαίνουν ότι κατά το παρελθόν, ακόμη και οι πλουσιότεροι άνθρωποι στερούνταν αυτά τα αγαθά και πολλά άλλα εμπορεύματα που στις ιμπεριαλιστικές χώρες τουλάχιστον τα θεωρούμε δεδομένα σήμερα. Κατόπιν, εξάγουν το συμπέρασμα ότι οι εργάτες σήμερα ζουν καλύτερα απ’ ότι οι πλούσιοι μόλις πριν από λίγες γενιές. (5) Μέσα σε αξιοσημείωτα σύντομο χρονικό διάστημα, πολλά από αυτά τα είδη εμπορευμάτων έγιναν ανάγκες.
Μισθοί και συνδικάτα Ο αγώνας των συνδικάτων περιστρέφεται γύρω από αυτόν τον επιπλέον μισθό που προστίθεται στο σκέτο βιολογικά οριζόμενο ελάχιστο μισθό. Οι κεφαλαιοκράτες συνεχώς πιέζουν τους μισθούς προς τα κάτω προς το βιολογικό ελάχιστο. Πράγματι ,στις καταπιεζόμενες καπιταλιστικές χώρες, οι μισθοί συχνά προσεγγίζουν πολύ το βιολογικό ελάχιστο. Τα συνδικάτα, από την άλλη, προσπαθούν να υπερασπιστούν και σε ευμενείς συνθήκες, να αυξήσουν το επιπλέον μέρος του μισθού που προστίθεται στο βιολογικά οριζόμενο ελάχιστο μισθό.
Μισθοί και τιμές Τώρα, τι σχέση έχουν οι αλλαγές στο επίπεδο των μισθών με τις τιμές των εμπορευμάτων; Στην ανάρτηση της προηγούμενης εβδομάδας, εξήγησα ότι ο Κέυνς ισχυριζόταν ότι η άνοδος στους χρηματικούς μισθούς θα επέφερε την άνοδο των τιμών. Εν τούτοις, στην πραγματικότητα, οι αλλαγές στο επίπεδο των χρηματικών μισθών— ή στους πραγματικούς μισθούς, σε αυτή την περίπτωση — δεν έχουν παρά ελάχιστη επίδραση στις τιμές. Αν υποθέσουμε ότι όλα τα υπόλοιπα παραμένουν ίσα, παρά τα όσα ισχυρίζονται οι Κευνσιανοί οικονομολόγοι, η άνοδος των χρηματικών μισθών δεν θα έχει καμία επίδραση στο συνολικό κόστος διαβίωσης. Αυτό που επηρεάζεται είναι το ποσοστό της επιπρόσθετης αξίας, ή πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο, ο λόγος της απλήρωτης προς την πληρωμένη εργασία. Όπως εξήγησε ο Ρικάρντο, άνοδος των μισθών δεν επιφέρει άνοδο των τιμών, αλλά μειώνει το ποσοστό κέρδους. Οι κεφαλαιοκράτες και τα φερέφωνά τους στις τάξεις των αστών οικονομολόγων και στα ΜΜΕ αντιτίθενται στις αυξήσεις των μισθών όχι γιατί αυξάνουν τον πληθωρισμό αλλά γιατί χαμηλώνουν το ποσοστό κερδοφορίας των κεφαλαιοκρατών. Το σύνολο των εμπορευμάτων που χρησιμεύουν ως είδη προσωπικής κατανάλωσης μπορούν αν διαιρεθούν σε δύο είδη, αναγκαία αγαθά και αγαθά πολυτελείας. Τα αναγκαία αγαθά καταναλώνονται τόσο από την εργατική τάξη όσο και από την τάξη των κεφαλαιοκρατών. Για παράδειγμα, είτε είσαι ο Μπιλ Γκέιτς είτε δουλεύεις σε εργοστάσιο ενδυμάτων στο Λος Άντζελες, πρέπει να φας, να ντυθείς κλπ. Τα αγαθά πολυτελείας καταναλώνονται μόνο από τα μέλη της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Για παράδειγμα, τα προσωπικά αεροσκάφη τύπου τζετ Gulf Stream αγοράζονται και χρησιμοποιούνται ως είδη προσωπικής κατανάλωσης μόνο από τους κεφαλαιοκράτες, και δη μόνο από τα μέλη του πιο εύπορου τμήματος της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Ωστόσο, το ποια αγαθά είναι αναγκαία και ποια πολυτελείας δεν είναι αιώνιο αλλά μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Σε αυτό το σημείο, ο αγώνας των συνδικάτων σε ευμενείς συνθήκες μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση. Για παράδειγμα, τα αυτοκίνητα ήταν αναμφισβήτητα αγαθά πολυτελείας στις αρχές του 20ου αιώνα. Λίγα χρόνια πριν, στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν υπήρχαν καν. Η πλησιέστερη εκδοχή/ αυτό που υπήρχε και πλησίαζε το αυτοκίνητο ήταν η άμαξα που την έσερναν άλογα. Αρχής γενομένης με την εισαγωγή της μαζικής παραγωγής των αυτοκινήτων την δεκαετία του 1920, η αξία και κατά συνέπεια, η τιμή των αυτοκινήτων μειώθηκαν σημαντικά. Πράγματι, η αξία και η τιμή τους έπεσε τόσο πολύ που οι καλύτερα αμειβόμενοι εργάτες στις ΗΠΑ μπορούσαν να τα αγοράσουν.
Σήμερα, σε κάποιες χώρες, τα αυτοκίνητα δεν είναι αγαθά πολυτελείας αλλά αναγκαία. Ειδικά στις ΗΠΑ, λόγω του ανεπαρκούς συστήματος δημόσιας συγκοινωνίας, πολλοί εργάτες δεν θα μπορούσαν να μεταβούν στον χώρο εργασίας τους και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσαν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη αν δεν είχαν αυτοκίνητο. (6) Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, τα αυτοκίνητα εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις δυνατότητες των εργατών. Σ’α υτές τις χώρες, το αυτοκίνητο παραμένει σε μεγάλο βαθμό πολυτέλεια. Ποια αγαθά είναι πολυτέλεια και ποια αντιπροσωπεύουν ανάγκες ποικίλλει ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο. Ας υποθέσουμε ότι σε μια δεδομένη χώρα μια δεδομένη στιγμή τα συνδικάτα έχουν αρκετή δύναμη ώστε να επιτύχουν γενική αύξηση των μισθών. Σύμφωνα με τον Κέυνς, αυτό θα οδηγήσει σε άνοδο του οριακού άμεσου κόστους, η οποία με την σειρά της θα οδηγήσει σε γενική αύξηση των τιμών. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Η αύξηση των χρηματικών μισθών αυξάνει την αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης. Όμως η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργατών αντισταθμίζεται από την μείωση της αγοραστικής δύναμης των κεφαλαιοκρατών. Γι’ αυτό οι κεφαλαιοκράτες αντιτίθενται με τόσο σθένος σε οποιαδήποτε πρόταση για αύξηση των χρηματικών μισθών. Η αυξανόμενη αγοραστική δύναμη των εργατών θα αυξήσει την ζήτηση για αναγκαία καταναλωτικά αγαθά (φαγητό, ενδυμασία, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κλπ). Πιθανότατα ορισμένα είδη που στο παρελθόν θεωρούνταν πολυτελείας ενταχτούν στην κατανάλωση της εργατικής τάξης επιτρέποντας έτσι στην εργατική τάξη να συμμετάσχει στην «πρόοδο του πολιτισμού». Ακόμη και αν συμβεί αυτό, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι δεν θα αυξηθεί η ζήτηση για προσωπικά αεροσκάφη τύπου τζετ Gulf Stream. Αντίθετα, αύξηση στους μισθούς σημαίνει ότι η ζήτηση για αεροσκάφη Gulf Streams θα σημειώσει πτώση, αφού η τάξη των κεφαλαιοκρατών θα έχει μικρότερη αγοραστική δύναμη από πριν. Όμως η αύξηση της αγοραστικής δύναμης της εργατικής τάξης δεν θα ωθήσει προς τα πάνω τις τιμές των αναγκαίων αγαθών που εντάσσονται στην κατανάλωση της εργατικής τάξης; Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί. Είναι πιθανό οι τιμές τροφίμων, βασικών φαρμάκων και άλλων αναγκαίων αγαθών να αυξηθούν. Όμως, όπως έχουν κατανοήσει οι οικονομολόγοι ήδη από την εποχή του Άνταμ Σμιθ, το ποσοστό κέρδους σε διαφορετικές βιομηχανίες τείνει να εξισώνεται. Το κεφάλαιο στην διαρκή του αναζήτηση για το υψηλότερο δυνατό κέρδος ρέει από τομείς όπου το ποσοστό κέρδους είναι κάτω από το μέσο όρο σε τομείς όπου το ποσοστό κέρδους είναι πάνω από το μέσο όρο. Αμέσως μετά την αύξηση των μισθών, το ποσοστό κέρδους στις βιομηχανίες που παράγουν αναγκαία αγαθά θα ανέλθει πάνω από το επί του παρόντος χαμηλότερο μέσο ποσοστό κέρδους, ενώ οι βιομηχανίες εκείνες που παράγουν αγαθά πολυτελείας όπως τα αεροσκάφη Gulf Streams θα δουν το ποσοστό κέρδους τους να πέφτει κάτω από το νέο χαμηλότερο μέσο ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό κέρδους πιθανότατα θα σημειώσει πτώση σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, αλλά θα σημειώσει πολύ μεγαλύτερη πτώση σε βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα όπως τα αεροσκάφη Gulf Streams παρά σε βιομηχανίες τροφίμων και βασικής ένδυσης, για παράδειγμα. Επομένως, θα αρχίσει μια ροή κεφαλαίου από τις βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα τα οποία καταναλώνονται από τους κεφαλαιοκράτες προς τις βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα για τους εργάτες. Καθώς εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, οι τιμές των αναγκαίων αγαθών θα πέσουν ενώ οι τιμές των εμπορευμάτων όπως τα αεροσκάφη Gulf Streams θα ανέβουν. Σύντομα το ποσοστό κέρδους θα είναι πάλι περίπου ίσο. Ωστόσο, το νέο μέσο ποσοστό κέρδους θα είναι σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι ήταν πριν από την αύξηση των μισθών. (7) Δεύτερον, μεγαλύτερο μέρος του συνολικού χρόνου εργασίας της κοινωνίας θα αφιερωθεί στην παραγωγή εμπορευμάτων για τους εργάτες και λιγότερο παραγωγή εμπορευμάτων για τους κεφαλαιοκράτες. Θα είναι πιο πιθανό μια δεδομένη εργάτρια να παράγει εμπορεύματα για τους συναδέλφους της εργάτες παρά για τους κεφαλαιοκράτες εκμεταλλευτές της. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι τιμές θα είναι απαραιτήτως οι ίδιες ακριβώς όπως πριν. Αυτό συμβαίνει επειδή τα εμπορεύματα τείνουν να πωλούνται σε τιμές που δεν εκφράζουν ακριβώς την αξία τους αλλά σε τιμές που εξισώνουν το ποσοστό κέρδους μεταξύ των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας. Σε κλάδους υψηλότερης έντασης εργασίας, ή για να χρησιμοποιήσουμε την μαρξιστική ορολογία, στους κλάδους εκείνους της βιομηχανίας που έχουν χαμηλότερη από το μέσο όρο οργανική σύνθεση κεφαλαίου, οι τιμές ανεβαίνουν καθώς αυξάνονται οι μισθοί και πέφτουν καθώς μειώνονται οι μισθοί, επειδή οι κλάδοι αυτοί της βιομηχανίας δαπανούν περισσότερα στα «εργατικά κόστη» απ’ ότι ο μέσος όρος για την βιομηχανία συνολικά. Αντιθέτως, οι βιομηχανίες με υψηλότερη του μέσου οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αυτές που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου», επηρεάζονται λιγότερο από την αύξηση των μισθών. Αμέσως μετά την αύξηση των μισθών, το ποσοστό κέρδους στις βιομηχανίες με υψηλότερη του μέσου οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αν και θα υποστούν κι αυτές μια κάποια μείωση στο ποσοστό κέρδους, θα υπερβεί το νέο χαμηλότερο
μέσο ποσοστό κέρδους στην βιομηχανία συνολικά. Θα υπάρξει ροή κεφαλαίου σε αυτές τις βιομηχανίες από τις βιομηχανίες «έντασης εργασίας». Επομένως, οι τιμές των εμπορευμάτων που παράγουν οι βιομηχανίες αυτές, σε άμεση αντίφαση με τους ισχυρισμούς του Κέυνς, στην πραγματικότητα θα μειωθούν καθώς αυξάνονται οι μισθοί. Αυτή η επίδραση είναι μια από τις μεγάλε ςοικονομικές ανακαλύψεις του Ρικάρντο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ορισμένες προϋποθέσεις. Καταρχήν, κάνουμε την υπόθεση ότι η αύξηση και η μείωση των μισθών διαχέεται σε όλο το φάσμα της βιομηχανίας. Εάν οι εργάτες κερδίσουν μια αύξηση μισθού σε μία μόνο βιομηχανία και το γεγονός αυτό δεν αποτελέσει έμπνευση για μια αύξηση των μισθών και στις άλλες βιομηχανίες, αυτό μπορεί όντως να προκαλέσει μια αύξηση των τιμών για τα εμπορεύματα που παράγει η συγκεκριμένη βιομηχανία. Αυτό οφείλεται στο ότι τα κέρδη θα μειωθούν έναντι του εργατικού κόστους που θα αυξηθεί στην συγκεκριμένη βιομηχανία, προκαλώντας έτσι την μείωση του ποσοστού κέρδους αυτής της βιομηχανίας κάτω από μέσο ποσοστό κέρδους για την βιομηχανία συνολικά. Αν όλα τα υπόλοιπα παραμείνουν ίσα, η αύξηση των μισθών θα προκαλέσει την εκροή κεφαλαίου από αυτή την βιομηχανία. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η αύξηση των τιμών σε μια βιομηχανία θα οδηγήσει σε μικρή μείωση των τιμών των εμπορευμάτων που παράγονται σε όλες τις άλλες βιομηχανίες καθώς θα υπάρξει εκροή κεφαλαίου από την βιομηχανία που αύξησε τους μισθούς και εισροή του σε όλες τις άλλες βιομηχανίες που δεν έπραξαν αντίστοιχα. Συνεπώς, και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα υπάρξει γενική αύξηση τιμών. Το ίδιο ισχύει και σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι γνωστό ότι οι μισθοί στην Ασία, εκτός της Ιαπωνίας, δεν είναι παρά ένα ελάχιστο ποσοστό των μισθών στις ΗΠΑ, την δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία. Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια, βλέπουμε μια ροή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ και την δυτική Ευρώπη προς την Ασία. Πριν την τρέχουσα κρίση, η βιομηχανία αναπτύχθηκε με φρενήρεις ρυθμούς σε πολλές ασιατικές χώρες, ενώ η επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ και στην δυτική Ευρώπη ήταν ελάχιστη, όπου η τάση εδώ και μια γενιά, είναι προς την «εκβιομηχάνιση» (8) Αυτές οι ακραίες διαφορές στους μισθούς, αδιανόητες την εποχή του Μαρξ, επιτρέπουν στους βιομήχανους κεφαλαιοκράτες που λειτουργούν τις επιχειρήσεις τους στην Ασία να χρεώνουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές και παρόλα αυτά να υλοποιούν το συνολικό μέσο ποσοστό κέρδους διεθνώς. Ωστόσο, αυτές οι χαμηλότερες τιμές αντισταθμίζονται από την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων που εξακολουθούν να παράγονται στις ΗΠΑ, στη δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία—κατά κανόνα, τα εμπορεύματα που ακόμη παράγονται στις ιμπεριαλιστικές χώρες παράγονται από βιομηχανίες με πολύ υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου. Οπότε, και πάλι, αν κοιτάξουμε το σύνολο της παγκόσμιας αγοράς, το γενικό επίπεδο τιμών παραμένει ανεπηρέαστο. Ο μόνος τρόπος να επηρεαστεί το γενικό επίπεδο τιμών από μεταβολές στους μισθούς είναι οι μεταβολές αυτές να επηρεάσουν την «τιμή» του εμπορεύματος που χρησιμεύει ως χρήμα. Όπως έχω εξηγήσει και σε παλιότερες αναρτήσεις, η «τιμή» του χρηματικού εμπορεύματος είναι απλώς όλοι οι κατάλογοι τιμών αν διαβαστούν αντίστροφα. Για παράδειγμα, αν οι μισθοί αυξάνονταν σε όλες τις χώρες και η μέση οργανική σύνθεση κεφαλαίου στην βιομηχανία εξόρυξης και επεξεργασίας χρυσού ήταν χαμηλότερη από το διεθνές βιομηχανικό μέσο όρο, η «τιμή» του χρηματικού εμπορεύματος— οι κατάλογοι τιμών αν διαβαστούν αντίστροφα —θα αυξανόταν. Ή αντίστοιχα, η αύξηση στους μισθούς στην βιομηχανία χρυσού στην πραγματικότητα θα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του γενικού επιπέδου τιμών παγκοσμίως, αν υποθέσουμε ότι οι αξίες χρυσού των νομισμάτων παρέμεναν αμετάβλητες.
Πώς το απαρτχάιντ βοήθησε τον «ελεύθερο κόσμο» να νικήσει τον Ψυχρό Πόλεμο Ως προς αυτό το θέμα, θα ήθελα να εξετάσω την επίδραση των τεχνητά χαμηλών μισθών στην βιομηχανία εξόρυξης χρυσού στις διεθνείς τιμές εμπορευμάτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπό το κυρίαρχο τότε διεθνές νομισματικό σύστημα Bretton Woods—το οποίο κατέρρευσε μεταξύ 1968 και 1971—τα νομίσματα, σε αντίθεση με αυτό που ισχύει σήμερα, ήταν λίγο πολύ σταθερά έναντι του χρυσού. Η Νότια Αφρική, που εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό το ρατσιστικό καθεστώς απαρτχάιντ, ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός χρυσού παγκοσμίως. Υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ, η κανονική συνδικαλιστική δραστηριότητα ήταν αδύνατη για τους Αφρικανούς εργάτες που δούλευαν στην εξόρυξη και επεξεργασία του χρυσού. (9) Αν υποθέσουμε ότι ο χρυσός πουλιόταν στην «τιμή» παραγωγής του, αυτό θα σήμαινε ότι το ποσοστό κέρδους στην βιομηχανία χρυσού θα ήταν αρκετά υψηλότερο του μέσου ποσοστού που επικρατούσε στην παγκόσμια αγορά. Καθώς η ανάπτυξη στην μετα –κρισιακή, μεταπολεμική περίοδο οδηγούσε σταδιακά σε αύξηση των τιμών στην παγκόσμια αγορά, το ποσοστό κέρδους άρχισε να μειώνεται στην νοτιοαφρικανική βιομηχανία χρυσού. Όμως, δεδομένου ότι το ποσοστό κέρδους ήταν αφύσικα υψηλό στην βιομηχανία αυτή εξαιτίας των ακραία χαμηλών μισθών υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ, πέρασε πολύ καιρός μέχρι το ποσοστό κέρδους να πέσει στο σημείο όπου άρχισε να μειώνεται η παραγωγή χρυσού.
Πράγματι, η παραγωγή χρυσού δεν άρχισε να εξισορροπεί παρά στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και δεν άρχισε να μειώνεται πριν από το 1971. (10) Επομένως, οι ακραία χαμηλοί μισθοί των Αφρικανών εργατών στα ορυχεία χρυσού που κατέστησε εφικτούς το απαρτχάιντ, σε συνδυασμό με την υποτίμηση του δολαρίου έναντι του χρυσού από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούζβελτ το 1933-34, εξηγούν γιατί οι τιμές των δολαρίων στις ΗΠΑ και παγκοσμίως ήταν τόσο υψηλότερες κατά την μεταπολεμική περίοδο απ’ ότι στα χρόνια πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- αν και με όρους δολαρίων ήταν πολύ χαμηλότερες από τις τιμές που ισχύουν σήμερα. Οι υψηλότεροι μισθοί επομένως δεν είχαν καμία σχέση απολύτως με το «υψηλό κόστος διαβίωσης», αν και το υψηλότερο κόστος διαβίωσης όντως οδήγησε σε υψηλότερους μισθούς ως αντίδραση στην άνοδο του κόστους διαβίωσης. Πράγματι, αν οι χρηματικοί μισθοί δεν είχαν αυξηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πραγματικοί μισθοί θα έπεφταν σε επίπεδα πείνας ή ακόμη και κάτω από το βιολογικά οριζόμενο ελάχιστο μισθό. Το υψηλό επίπεδο παραγωγής χρυσού που επικράτησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η επακόλουθη επέκταση της παγκόσμιας αγοράς που κατέστη δυνατή χάρη στον παραγόμενο χρυσό, σήμαιναν ότι οι βιομηχανικοί κύκλοι αμέσως μετά τον πόλεμο ήταν σε ανοδική φάση. Και όπως κατέδειξα σε προηγούμενες αναρτήσεις, μια από τις επιδράσεις των ανοδικών φάσεων είναι η άνοδος του γενικού επιπέδου τιμών των εμπορευμάτων. Επομένως, οι υψηλότεροι χρηματικοί μισθοί ήταν επακόλουθο, όχι αιτία της ανόδου του κόστους διαβίωσης. Αντιθέτως, οι ακραία χαμηλοί μισθοί των Νοτιοαφρικανών εργατών στα ορυχεία χρυσού όντως συνέβαλαν στα υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα τιμών που επικράτησαν υπό το μεταπολεμικό διεθνές νομισματικό σύστημα Bretton Woods.
Τι είναι αυτό που πραγματικά προκαλεί τον πληθωρισμό; Ο Ρικάρντο και ο Μαρξ απέδειξαν επιστημονικά ότι οι αύξηση στους μισθούς, είτε εννοούμε του χρηματικούς είτε τους πραγματικούς μισθούς, δεν προκαλεί πληθωρισμό. Η επίδραση των υψηλότερων μισθών, αν όλα τα υπόλοιπα παραμείνουν ίσα, είναι να μειώσει το ποσοστό κέρδους. Αν η αύξηση στους χρηματικούς μισθούς δεν προκαλεί πληθωρισμός, τότε τι τον προκαλεί; Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να προκαλέσουν μια γενική αύξηση στις τιμές των εμπορευμάτων. Αυξήσεις τιμών που οφείλονται στην οικονομική ανάπτυξη Καταρχάς, όπως έχω εξηγήσει στην σειρά αναρτήσεων μου σχετικά με τον «ιδανικό» βιομηχανικό κύκλο, κατά την ανοδική φάση του βιομηχανικού κύκλου η ζήτηση για εμπορεύματα στα υπάρχοντα επίπεδα τιμών τείνει να υπερβαίνει την προσφορά. Επομένως, οι τιμές πρέπει να ανέλθουν ώστε η προσφορά και η ζήτηση να εξισορροπήσουν και πάλι. Ωστόσο, αυτά τα υψηλότερα επίπεδα τιμών είναι μόνο προσωρινά. Μόλις ο βιομηχανικός κύκλος αρχίσει την πτωτική του πορεία, η προσφορά θα υπερβεί την ζήτηση στα υπάρχοντα επίπεδα τιμών. Οι τιμές πάλι πέφτουν στην αξία τους και κάτω από την αξία τους. Πράγματι, μια από τις κύριες λειτουργίες της κρίσης, είναι να διατηρεί μακροπρόθεσμα τις τιμές αγοράς ευθυγραμμισμένες με τις αξίες. Επομένως, οι εναλλαγές φάσης του βιομηχανικού κύκλου δεν μπορούν να εξηγήσουν την σχεδόν ακατάπαυστη άνοδο τιμών την οποία βλέπουμε από 1933 και μετά. Το πολύ- πολύ, η οικονομική ανάπτυξη εν μέρει μόνο εξηγεί την άνοδο των τιμών μεταξύ 1945 και 1968, όταν στους βιομηχανικούς κύκλους κυριαρχούσε η ανοδική φάση. Αυξήσεις τιμών που οφείλονται στην πτώση της αξίας του χρήματος Οι τιμές των εμπορευμάτων συνολικά θα αυξηθούν αν η αξία του χρηματικού εμπορεύματος πέσει σε σχέση με τα την αξία των άλλων εμπορευμάτων. Για παράδειγμα, όταν ανακαλύφθηκαν οι ποσότητες χρυσού και αργύρου στην Αμερική κατά τον 16ο αιώνα, το άνοιγμα αυτών των νέων πλούσιων ορυχείων οδήγησε σε μείωση της αξίας του χρυσού και του αργύρου σε σχέση με τα περισσότερα άλλα εμπορεύματα. Αυτό προκάλεσε την αύξηση των τιμών που μετριούνταν με βάση αυτά τα πολύτιμα μέταλλα. Αυτό το φαινόμενο παρατηρήθηκε πάλι μετά την ανακάλυψη χρυσού στην Καλιφόρνια και στην Αυστραλία μεταξύ 1848 και 1851. Η πτωτική τάση στις τιμές που ίσχυε προηγουμένως αντιστράφηκε και οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται μέχρι το 1873. Η εισαγωγή της επεξεργασίας χρυσού με υδροκυάνιο —που καθιστά δυνατή την εξαγωγή χρυσού από πολύ φτωχά μεταλλεύματα— κατά την δεκαετία του 1890, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη πλούσιων νέων κοιτασμάτων χρυσού στην Αλάσκα και το Γιούκον, μείωσαν σημαντικά την αξία του χρυσού. Αυτό ήταν το έναυσμα για μια σημαντική αύξηση των τιμών των παγκόσμιων εμπορευμάτων, που ξεκίνησε 1896 και συνεχίστηκε μέχρι το 1913. Αυξήσεις τιμών που οφείλονται σε πολέμους Οι πόλεμοι, ιδιαίτερα οι παγκόσμιοι πόλεμοι που περικόπτουν την παραγωγή εμπορευμάτων που προορίζονται για τους πολίτες, είτε αυτά είναι είδη προσωπικής κατανάλωσης είτε κεφαλαιουχικά αγαθά, οδηγούν σε οξύτατες αυξήσεις στις τιμές. Αυτό παρατηρήθηκε, για παράδειγμα, στην διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου που ακολούθησε την Γαλλική Επανάσταση του 1789-93, καθώς και στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, άμα τη λήξει του πολέμου, επανέρχονται τα κανονικά μοτίβα παραγωγής που αρμόζουν σε «ειρηνικές περιόδους» και οι τιμές που αυξήθηκαν εξαιτίας του πολέμου, αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίσα,
πέφτουν απότομα. Αυτό παρατηρήθηκε την εποχή του Ρικάρντο μετά την λήξη του παγκόσμιου πολέμου που ακολούθησε την Γαλλική Επανάσταση και πάλι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυξήσεις τιμών που οφείλονται στη νομισματική υποτίμηση Οι ονομαστικές τιμές, σε αντίθεση με τις τιμές που ορίζονται με βάση στάνταρ ποσότητας χρυσού (ή αργύρου, στο παρελθόν), θα αυξηθούν, εάν μειωθεί η ποσότητα πολύτιμου μετάλλου που αντιπροσωπεύει η νομισματική μονάδα. (11) Κατά το παρελθόν, οι κυβερνήσεις συχνά μείωναν την ποσότητα χρυσού ή αργύρου στην οποία αντιστοιχούσε το νόμισμα. Ή μπορούν απλώς να ορίσουν την νομισματική μονάδα —την λίρα στερλίνα, για παράδειγμα— ως μικρότερη ποσότητα του πολύτιμου μετάλλου. Αυτή ήταν συνήθης πρακτική την εποχή του μερκαντιλισμού. Σήμερα, η άνοδος της «τιμής του χρυσού» με βάση ένα δεδομένο νόμισμα πετυχαίνει το ίδιο πράγμα, όπως εξήγησα στις αναρτήσεις σχετικά με το χρήμα. Για παράδειγμα, η υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου κατά 40% μεταξύ 1933 και 1934 ξεκίνησε μια μακρά περίοδο ανόδου των τιμών στις ΗΠΑ. Μια πολύ πιο βίαιη διαδικασία πληθωρισμού έλαβε χώρα την δεκαετία του 1970, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακολουθώντας την συμβουλή των Κευνσιανών οικονομολόγων, αρνήθηκε να περικόψει το ποσοστό αύξησης του κερματικού νομίσματος εν όψει της μειούμενης παραγωγής χρυσού. Τελικά, η μάταια προσπάθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ να διατηρήσει την καπιταλιστική ευημερία των πρώτων χρόνων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο — η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ επιχειρούσε να υπερβεί την παγκόσμια «έλλειψη» χρυσού υποκαθιστώντας το κερματικό νόμισμα αντί του χρυσού— οδήγησε στο να χάσει το αμερικανικό δολάριο γύρω στο 90 % της αξίας χρυσού μέσα σε μια δεκαετία.
Προειδοποίηση για καταιγίδα πληθωρισμού «Ξαφνικά φαίνεται όλοι να μιλούν για τον πληθωρισμό», έγραφε ο νομπελίστας Κευνσιανός οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν στις 28 Μαΐου 2009, σε άρθρο γνώμης στους New York Times. «Τα αυστηρά άρθρα γνώμης προειδοποιούν ότι ο υπερπληθωρισμός είναι προ των πυλών», επεσήμανε. Ο Κρούγκμαν, ως τυπικός Κευνσιανός οικονομολόγος, δεν διαβλέπει ιδιαίτερο κίνδυνο πληθωρισμού. «Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε», γράφει, «ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ασκούνται πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία επί του παρόντος». Και γιατί εξάγει ο νομπελίστας οπαδός του Κέυνς αυτό το καθησυχαστικό συμπέρασμα; Καταρχάς, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, «οι καταναλωτικές τιμές είναι χαμηλότερες τώρα σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν» και δεύτερον, «οι αυξήσεις στους μισθούς έχουν παγώσει εν όψει της υψηλής ανεργίας. Ο αποπληθωρισμός, κι όχι ο πληθωρισμός είναι ο ορατός, τρέχων κίνδυνος», συμπεραίνει. Ας εξετάσουμε την επιχειρηματολογία του Κρούγκμαν. Το πρώτο του επιχείρημα είναι ότι με βάση τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, το κόστος διαβίωσης μειώθηκε ελαφρώς κατά τον τελευταίο χρόνο τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, αν σκεφτεί κανείς ότι κατά τον τελευταίο χρόνο ξέσπασε η πιο βίαιη παγκόσμια κρίση υπερπαραγωγής από την δεκαετία του 1930 και μετά, τόσο ως προς την βιομηχανική παραγωγή όσο και ως προς το παγκόσμιο εμπόριο, το ερώτημα θα έπρεπε αμέσως να ανασκευαστεί. Γιατί το κόστος διαβίωσης —που σε μεγάλο βαθμό αντανακλά την πτώση στα κόστη καυσίμων— μειώθηκε μόνο ελαφρώς με βάση τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία εν όψει της άγριας πτώσης της παγκόσμιας οικονομίας; Την περίοδο πριν την κρίση, μια πολύ πιο ήπια ύφεση θα είχε οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερη πτώση του κόστους διαβίωσης. Το χαμηλότερο κόστος διαβίωσης θα αντιστάθμιζε σε κάποιο βαθμό τις μειωμένες ώρες απασχόλησης και τις περικοπές στους χρηματικούς μισθούς που συμβαίνουν κατά την πτωτική φάση του βιομηχανικού κύκλου. Στην ανάρτηση της προηγούμενης βδομάδας, κατέδειξα πώς ταραζόταν ο Κέυνς από την τάση των πτωτικών τιμών να εξουδετερώνουν τις περικοπές στους χρηματικούς μισθούς κατά την διάρκεια της κρίσης. Αλλά ακόμη κι αν το κόστος διαβίωσης είχε σημειώσει σημαντική πτώση στην παρούσα κρίση—πράγμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει —αυτό δεν μας λέει τίποτα για το τι πρόκειται να συμβεί στο κόστος διαβίωσης τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, και αυτό είναι το κύριο επιχείρημα του Κρούγκμαν, «οι αυξήσεις στους μισθούς έχουν παγώσει εν όψει της υψηλής ανεργίας». Ασφαλώς, ο Κρούγκμαν έχει δίκιο λέγοντας ότι οι αυξήσεις στους μισθούς έχουν παγώσει. Μάλιστα και λίγα λέει. Οι αυξήσεις στους μισθούς έχουν όχι απλώς παγώσει, αλλά ανεβαίνει ολοένα ένα κύμα περικοπών στους μισθούς εν όψει της μαζικής ανεργίας που προκαλεί η κρίση.
Σε αντίθεση με τις κρίσεις πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, αυτές οι περικοπές στους μισθούς δεν αντισταθμίζονται παρά ανεπαίσθητα από μια πτώση του κόστους διαβίωσης. Ως οπαδός του Κέυνς, κι όχι του Ρικάρντο ή του Μαρξ, ο Κρούγκμαν πιστεύει ότι οι αλλαγές στους μισθούς προκαλούν αλλαγές στις τιμές. Αν ο Κέυνς είχε δίκιο, δεν θα υπήρχε ιδιαίτερος κίνδυνος πληθωρισμού αυτή την στιγμή. Πράγματι, ο πληθωρισμός δεν θα αποτελούσε καθόλου απειλή μέχρι να επιστρέψει η οικονομία σε επίπεδα «πλήρους απασχόλησης», πράγμα που μάλλον απέχει πολλά χρόνια αν προκύψει ποτέ ξανά στο καπιταλιστικό σύστημα. Αν όμως έχουν δίκιο ο Ρικάρντο και ο Μαρξ, οι αλλαγές στους μισθούς δεν μας λένε απολύτως τίποτα για την πιθανή μελλοντική τάση των τιμών. Κι ωστόσο, παρά τα όσα ισχυρίζεται ο Κρούγκμαν, υπάρχουν σημάδια ότι οι τιμές θα αυξηθούν σύντομα και μάλιστα απότομα, αν δεν αυξάνονται ήδη. Για παράδειγμα, η τιμή του πετρελαίου έχει ανέλθει από $33.87 το βαρέλι στις 19 Δεκεμβρίου, 2008, σε $68.58 την 1 η Ιουνίου, 2009. Με΄σα σε λιγότερους από έξι μήνες, η τιμή του πιο σημαντικού βιομηχανικού εμπορεύματος υπερδιπλασιάστηκε! Κι αυτό ενώ σοβεί η βαθιά κρίση στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και το διεθνές εμπόριο. Είναι αλήθεια ότι οι τιμές του πετρελαίου εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες από τα επίπεδα των άνω των $100 το βαρέλι που επικράτησαν το προηγούμενο καλοκαίρι, πριν από τον πανικό του προηγούμενου φθινοπώρου. Αν όμως συνεχιστεί η ανοδική τάση στις τιμές του πετρελαίου, στις αρχές του επόμενου χειμώνα του Βόρειου Ημισφαιρίου θα έχουν επανέλθει στα επίπεδα του προηγούμενου καλοκαιριού. Να θυμίσουμε ότι πέρσι το καλοκαίρι υπήρχαν ανησυχίες για την επίδραση που θα είχε το δριμύ κρύο του χειμώνα, καθώς οι άνθρωποι δεν θα είχαν αρκετά λεφτά να αγοράσουν τα καύσιμα για την θέρμανση στα σπίτια τους, αν οι τιμές του πετρελαίου που επικρατούσαν κατά τους θερινούς μήνες επέμεναν και κατά την χειμερινή περίοδο. Ο πανικός και η επακόλουθη κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου μετρίασαν αυτήν την κατάσταση, όμως με κόστος μια τερατώδη αύξηση της ανεργίας. Όμως ποια θα είναι η κατάσταση αυτόν τον χειμώνα; Μήπως τα διψήφια νούμερα ανεργίας που προκάλεσε η κρίση και το επακόλουθο κραχ συνδυαστούν με απρόσιτες τιμές καυσίμων τον επόμενο χειμώνα; Με τις τιμές των τροφίμων τι θα γίνει; Αν δεν ελέγξει κάτι την τρέχουσα αύξηση των τιμών του πετρελαίου, πολλοί άνθρωποι θα τουρτουρίζουν στα παγωμένα σπίτια τους και θα αναπολούν με νοσταλγία τον χειμώνα του 2008-09 σαν τον παλιό καλό καιρό. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα μυστήριο που συσκοτίζει αυτές τις κινήσεις των τιμών. Από τον προηγούμενο Αύγουστο— αμέσως πριν να φουντώσει ο πανικός— σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται δύο φορές την εβδομάδα στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Σεντ Λούις , η νομισματική βάση των ΗΠΑ —το κερματικό νόμισμα σε δολάρια— έχει υπερδιπλασιαστεί. Και όπως εξήγησα στο τμήμα που αφορά το κερματικό νόμισμα, ο διπλασιασμός του κερματικού νομίσματος— αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίσα— θα επιφέρει τον διπλασιασμό του γενικού επιπέδου των τιμών. Φυσικά όλα τα άλλα δεν παραμένουν ποτέ ίσα στον πραγματικό κόσμο. Παρόλα αυτά, η θεωρία του Μαρξ για το κερματικό νόμισμα, η ιστορική εμπειρία και η τρέχουσα κίνηση των τιμών των πρωταρχικών εμπορευμάτων όπως η τιμή του πετρελαίου, όλα συγκλίνουν προς μια μεγάλη αύξηση των τιμών. (12) Μόνο οπαδοί του Κέυνς, όπως ο Κρούγκμαν, οι οποίοι κολλάνε σε μια θεωρία που έχει διαψευστεί ήδη από την εποχή του Ρικάρντο ότι δήθεν οι αλλαγές στους χρηματικούς μισθούς είναι αυτές που προκαλούν τις αλλαγές στις τιμές, δεν θορυβούνται από την επερχόμενη δραστική αύξηση του κόστους διαβίωσης.
Πώς να αντιδράσουμε και πώς να μην αντιδράσουμε στη νομισματική υποτίμηση — δύο παραδείγματα από την ιστορία Σχεδόν αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του το 1933, στο ναδίρ της Μεγάλου Κραχ, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ άρχισε να πειράζει το αμερικανικό νομισματικό σύστημα. Διέταξε τον Οργανισμό Χρηματοδότησης για την Ανασυγκρότηση (RFC) να αρχίσει να αγοράζει χρυσό στην ανοιχτή αγορά σε όλο και υψηλότερες τιμές. Την διετία 1933 – 1934, η κυβέρνηση Ρούζβελτ ώθησε προς τα πάνω την τιμή σε δολάρια του χρυσού από $20.67 που είχε επικρατήσει από το 1879 σε $35. Αυτό ισοδυναμούσε με μια υποτίμηση του δολαρίου έναντι του χρυσού της τάξεως του 40%. Αυτή ήταν μια κίνηση του Νιου Ντηλ με σκοπό να αυξήσει τις τιμές σε δολάρια, δήθεν για να βοηθήσει τους χρεωμένους αγρότες οι οποίοι αντιπροσώπευαν σημαντικό ποσοστό της βάσης του Δημοκρατικού Κόμματος. Οι τιμές άρχισαν να εκτινάσσονται και η βιομηχανική παραγωγή επίσης άρχισε να αυξάνεται ραγδαία καθώς οι βιομήχανοι κεφαλαιοκράτες αλλά και οι κεφαλαιοκράτες του εμπορίου άρχισαν να αγοράζουν εμπορεύματα με την προσδοκία ότι οι τιμές τους σύντομα θα αυξηθούν. (13) Αυτή η «προσδοκία» από την πλευρά των καπιταλιστών —αρκετά ορθολογική αν λάβουμε υπόψη την σκόπιμη μείωση της αξίας σε χρυσό του νομίσματος από τον Ρούζβελτ —σύντομα έγινε πραγματικότητα και οι τιμές άρχισαν να ανεβαίνουν απότομα. Οι Αμερικανοί εργάτες , που οι μισθοί τους είχαν ήδη χτυπηθεί τα πρώτα τριάμιση χρόνια της Κρίσης, απάντησαν με ένα κύμα απεργιών απαιτώντας αναγνώριση των συνδικάτων και αυξήσεις στους μισθούς για να αντισταθμίσουν τον πληθωρισμό που προκάλεσε η σκόπιμη υποτίμηση του δολαρίου από τον Ρούζβελτ. Μέσα σε
λίγα χρόνια, η βασική βιομηχανία για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ οργανώθηκε σε βιομηχανικά συνδικάτα και έτσι γεννήθηκε η CIO. (14) Η αύξηση των μισθών εξουδετέρωσε τις επιδράσεις της πτώσης της αξίας του δολαρίου στο βιοτικό επίπεδο των Αμερικανών εργατών. Είναι πιθανόν ο Ρούζβελτ να σταμάτησε την υποτίμηση του δολαρίου το 1934 εξαιτίας της αντίστασης με την μορφή απεργιών και της συνδικαλιστικής οργανωτικής ορμής που προκαλούσε η υποτίμηση. Επομένως, έμμεσα, η πίεση για υψηλότερους χρηματικούς μισθούς από τους εργάτες μπορεί στην πραγματικότητα να ανέκοψε περαιτέρω πληθωρισμό εκείνη την εποχή. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που συνέβη την δεκαετία του 1970. Το διάστημα μεταξύ 1968-71, η αμερικανική κυβέρνηση έσπασε την υπόσχεσή της να διατηρήσει το δολάριο στο 1/35 μιας ουγγιάς χρυσού, και η τιμή του χρυσού απογειώθηκε. Ανήλθε από $35 η ουγγιά το 1970 στο μέγιστο $875 κάποια στιγμή μέσα στον χειμώνα του 1980. Σε αμερικανικά δολάρια, η τιμή του χρυσού δεν ξανάπεσε ποτέ κάτω από $250. Όπως ανέφερα την προηγούμενη βδομάδα, τα συνδικάτα της AFL-CIO, ακούγοντας Κευνσιανούς οικονομολόγους όπως ο Κρούγκμαν, εφάρμοσαν περικοπή μισθών. (15) Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με αυτό που ακολούθησε μετά το 1933, οι πραγματικοί μισθοί των εργατών καταποντίστηκαν. Και σε κατάφωρη αντίθεση με την οριακή ανάλυση του Κέυνς για την απασχόληση, εκτινάχτηκε επίσης και το ποσοστό ανεργίας. Αφού τα συνδικάτα απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό στον πρωταρχικό τους ρόλο να υπερασπιστούν το βιοτικό επίπεδο των μελών τους, προοδευτικά απαξιώθηκαν. Αντί να αρχίσουν νέες εκστρατείες που να στοχεύουν στην εγγραφή νέων μελών και στην αύξηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας —πλην ελαχίστων εξαιρέσεων—όπως έκαναν κατά την δεκαετία του 1930, τα συνδικάτα σήμαναν υποχώρηση σε όλους τους τομείς. Όλα δείχνουν ότι στο άμεσο μέλλον, το κόστος διαβίωσης σε δολάρια και άλλα παραστατικά νομισματα θα αρχίσει να αυξάνεται αλματωδώς. Είναι επίσης πιθανό οι βιομηχανικοί κεφαλαιοκράτες και οι κεφαλαιοκράτες του εμπορίου να αντιδράσουν όπως το1933 και να προβούν σε ένα αγοραστικό όργιο προκειμένου να «χτυπήσουν» περαιτέρω αύξηση των τιμών, προκαλώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών. Όμως αυτό θα προκαλούσε επίσης αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας εν γένει, που για κάποιο διάστημα λιγότερο ή περισσότερο θα ανέκοπτε το μαζικό κύμα απολύσεων και μπορεί μάλιστα να αύξανε την ζήτηση για το εμπόρευμα της εργατικής δύναμης. Αυτό θα δημιουργούσε μια ευκαιρία για τα συνδικάτα να περάσουν στην αντεπίθεση. Αν οι εργάτες και τα συνδικάτα σε όλο τον κόσμο αντιδρούσαν σε μια τέτοια περίσταση όπως αντέδρασαν οι Αμερικανοί εργάτες το 1933-34, ίσως να αρχίζαμε να βλέπουμε μια αναζωπύρωση των συνδικάτων και κατ’ επέκταση του εργατικού κινήματος. Μια τέτοια αναζωπύρωση θα σήμαινε ότι οι εργάτες θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση ώστε να αντιμετωπίσουν ό, τι μπορεί να φέρει το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, οι Κευνσιανοί οικονομολόγοι όπως ο Κρούγκμαν θα επιμείνουν τα συνδικάτα να εφαρμόσουν περικοπές μισθών. (16) Θα ισχυριστούν ότι ο πληθωρισμός δεν αποτελεί κίνδυνο μόνο όμως με την προϋπόθεση οι εργάτες να εφαρμόσουν περικοπή μισθών. Όταν ο πληθωρισμός επέλθει ούτως ή άλλως, οι Κευνσιανοί θα ισχυριστούν ότι οποιαδήποτε αύξηση στους χρηματικούς μισθούς που απλώς αντανακλά την εκτόξευση του κόστους διαβίωσης είναι η αιτία του πληθωρισμού. Θα εκφράσουν την σθεναρή τους αντίθεση σε οποιαδήποτε απόπειρα από την πλευρά των εργατών να ανεβάσουν τους χρηματικούς μισθούς ώστε να προστατεύσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Οι Κευνσιανοί θα εξηγήσουν ότι αυτή η περικοπή μισθών θα σταματήσει τον πληθωρισμό και θα δώσει την δυνατότητα στην Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ—και σε άλλες κεντρικές τράπεζες —να συνεχίσουν μια «επεκτατική πολιτική» με την οποία εννοούν την δημιουργία ακόμη περισσότερου κερματικού νομίσματος που θα καταστήσει δυνατή την χρηματοδότηση των τεράστιων κυβερνητικών ελλειμμάτων, η οποία σύμφωνα με τους Κευνσιανούς, είναι η μόνη ελπίδα για οικονομική ανάκαμψη για πολλά επόμενα χρόνια. (17) Αν ακούσουν την συμβουλή των Κευνσιανών οικονομολόγων, τα συνδικάτα θα αποδυναμωθούν ακόμη περισσότερο αν δεν καταρρεύσουν τελείως, και θα στρωθεί έτσι ο δρόμος για μια νέα έντονη στροφή προς τα δεξιά στην παγκόσμια πολιτική, όπως ακριβώς συνέβη τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Αντίθετα από ότι ισχυρίζονται οι Κευνσιανοί οικονομολόγοι, μια ανάκαμψη που θα οικοδομείται πάνω στην εκτίναξη της ποσότητας του κερματικού νομίσματος—σε αντίθεση με την αύξηση της ποσότητας του παραστατικού χρήματος— θα είναι πολύ βραχυπρόθεσμη και θα οδηγήσει μόνο για λίγο στην μείωση της ανεργίας. Μόλις ο πληθωρισμός εκτοξευτεί «αναπάντεχα», θα πλασαριστούν οι ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και ολόκληρο το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, αυτή την φορά όμως σε πιο ακραία μορφή. Συμβαίνει ήδη! Στην Καλιφόρνια, την πιο πυκνοκατοικημένη, δυναμική και πλούσια πολιτεία των ΗΠΑ, ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης μόλις πρότεινε οι δομές πρόνοιας να καταργηθούν πλήρως καθώς και να γίνουν βαθιές περικοπές στην εκπαίδευση μεταξύ άλλων. Οι Δημοκρατικοί πιθανότατα θα προτείνουν «μόνο» σημαντικές περικοπές αντί για την πλήρη κατάργηση του κράτους πρόνοιας. Όλα αυτά σε μια περίοδο που η ανεργία στην πολιτεία έχει σκαρφαλώσει σε διψήφια νούμερα, σύμφωνα με επίσημες κυβερνητικές αναφορές. Το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας θα κάνει τους άνεργους εργάτες που θα αντιμετωπίζουν το αναπόφευκτο τέλος των επιδομάτων ανεργίας —αν λαμβάνουν καν καταρχήν —απεγνωσμένους κι έτοιμους να δεχτούν δουλειά με σχεδόν οποιοδήποτε μισθό για να μην λιμοκτονήσουν. Αν αυτό συνδυαστεί με ένα νέο κύμα πληθωρισμού, όπως δείχνου όλοι οι δείκτες, η επίπτωση στους πραγματικούς μισθούς θα είναι ολέθρια .
Γι’ αυτό δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό που εξέφρασαν ορισμένοι της αριστερής πτέρυγας για την αναβίωση των Κευνσιανών ιδεών. Οι ιδέες αυτές στην πραγματικότητα ανέκαθεν υπήρξαν καταστρεπτικές για τα συνδικάτα και το εργατικό κίνημα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την δεκαετία του 1970. Για να είμαστε δίκαιοι με τον Κέυνς, δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι φίλος του εργατικού κινήματος. Όμως με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, οι ιδέες του Κευνσιανισμού θα είναι καταστροφικές αν βρουν απήχηση στους εργάτες και τα συνδικάτα τους. Την επόμενη βδομάδα, θα εξετάσω τις θεωρίες του Κέυνς για το χρήμα, το κέρδος και τα επιτόκια. ———1 Δεν χρησιμοποιείται κάθε μορφή εργατικής δύναμης που πουλάνε οι εργάτες για την παραγωγή υπεραξίας. Για παράδειγμα,. Η εργατική δύναμη της οικιακής υπηρεσίας ή των εργατών που βοηθούν τους κεφαλαιοκράτες εμπόρους να εκτελέσουν συναλλαγές που σχετίζονται καθαρά με τίτλους ιδιοκτησίας δεν παράγει αξία ή υπεραξία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εργατική δύναμη εξακολουθεί να είναι ένα εμπόρευμα με ορισμένη αξία και ανταλλακτική αξία, όμως η αξία χρήσης του για τον αγοραστή είναι κάτι διαφορετικό από την παραγωγή υπεραξίας. Ο ορισμός του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη είναι ο κεφαλαιοκράτης που αγοράζει εργατική δύναμη με τον συγκεκριμένο σκοπό να αποκτήσει υπεραξία πέρα και πάνω από την αξία της αγορασθείσας εργατικής δύναμης. 2 Τον 19ο αιώνα, κάποιοι από τους καλύτερα αμειβόμενους Άγγλους εργάτες πληρώνονταν κατευθείαν σε χρυσές λίρες. Γενικά όμως, οι εργάτες πληρώνονται με μονάδες που αντιπροσωπεύουν το χρυσό, όπως κερματικά νομίσματα που φτιάχνονται από μέταλλα βάσης, χαρτονομίσματα και πιστωτικό χρήμα με την μορφή επιταγών που είναι εξαργυρώσιμες σε κερματικό νόμισμα. Το κερματικό αυτό χρήμα αντιπροσωπεύει χρυσό σε κυκλοφορία σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν το κερματικό νόμισμα όπως έχω εξετάσει σε παλιότερες αναρτήσεις. 3 Οι πραγματικοί μισθοί δεν μπορούν με την στενή έννοια να συγκριθούν ποσοτικά μεταξύ διαφορετικών χωρών και σε άλλες χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, τα εμπορεύματα που ήταν διαθέσιμα για προσωπική κατανάλωση την εποχή του Μαρξ είναι ποιοτικά πολύ διαφορετικά από τα εμπορεύματα που είναι διαθέσιμα σήμερα. Οι εργάτες την εποχή του Μαρξ—μάλιστα και οι κεφαλαιοκράτες την εποχή του Μαρξ—δεν μπορούσαν να βρουν στην αγορά πολλά πράγματα που σήμερα τα θεωρούμε δεδομένα , όπως ραδιόφωνα, ηλεκτρικό φωτισμό, τηλεοράσεις και πολλά είδη φαρμάκων, για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. 4 Οι εργάτες, είτε είναι άντρες είτε γυναίκες, που δεν έχουν παιδιά, μπορούν να ζήσουν με πολύ λιγότερα από τους εργάτες που έχουν οικογένεια. Ωστόσο, αν οι μισθοί έπεφταν τόσο χαμηλά που μόνο οι εργάτες που δεν έχουν παιδιά μπορούσαν να ζήσουν με αυτούς τους μισθούς, θα ήταν αδύνατον να βρεθούν αντικαταστάτες για την παλιότερη γενιά εργατών καθώς θα συνταξιοδοτούνταν ή πέθαιναν. Το μέγεθος της εργατικής τάξης θα συρρικνωνόταν με επακόλουθο την έλλειψη εργατικών χεριών. Η αυξανόμενη έλλειψη εργατικών χεριών θα μετατόπιζε τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους αγοραστές του εμπορεύματος της εργατικής δύναμης και τους πωλητές της ευνοώντας τους δεύτερους. Αυτό θα προκαλούσε την άνοδο της τιμής της εργατικής δύναμης, του μισθού σε επίπεδα που θα επέτρεπαν και πάλι στους εργάτες να μεγαλώνουν παιδιά και να παράξουν μια νέα γενιά εργατών. 5 Αυτού του τύπου τα επιχειρήματα εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είναι αδύνατον να προβεί κανείς σε ποσοτικές συγκρίσεις μεταξύ ποιοτικά διαφορετικών αξιών χρήσης. Ωστόσο, παρά όλους τους νέους τύπους αξιών χρήσης που επινοήθηκαν από την εποχή του Μαρξ μέχρι σήμερα, οι εργάτες εξακολουθούν συχνά να ανησυχούν για το αν θα έχουν να φάνε την επόμενη βδομάδα ή πώς θα καταφέρουν αν πληρώσουν το νοίκι κι αυτόν τον μήνα και να μην μείνουν άστεγοι. Οι εύποροι των προηγούμενων εποχών δεν είχαν τέτοιες έγνοιες. 6 Στις ΗΠΑ, οι αυτοκινητοβιομηχανίες χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για να καταστρέψουν σκόπιμα τις δημόσιες συγκοινωνίες όσο ήταν δυνατόν, ώστε να αναγκάσουν τους εργάτες να αγοράσουν τα προϊόντα τους είτε ήθελαν είτε όχι. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της περίφημης «ελευθερίας επιλογής» του καπιταλισμού στην πράξη. 7 Διατυπώνεται μερικές φορές η άποψη από ανθρώπους στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην αριστερά γενικότερα ότι οι κεφαλαιοκράτες που παράγουν εμπορεύματα αποκλειστικά για κατανάλωση από τους εργάτες θα επωφεληθούν από την αύξηση των μισθών λόγω της αυξημένης ζήτησης για τα προϊόντα τους. Εξάγεται τότε το συμπέρασμα ότι αυτοί οι καπιταλιστές είναι σύμμαχοι της εργατικής τάξης, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές που παράγουν αγαθά πολυτελείας και κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία καταναλώνει μόνο η τάξη των καπιταλιστών. Αυτού του είδους τα επιχειρήματα παραβλέπουν την εξίσωση του ποσοστού κέρδους. Είναι πιθανόν μια αύξηση μισθών στην αρχή να αυξήσει το ποσοστό κέρδους ορισμένων καπιταλιστών που παράγουν εμπορεύματα που καταναλώνει αποκλειστικά η εργατική τάξη. Σε αυτή την περίπτωση, η άνοδος των τιμών και του κύκλου εργασιών θα αντισταθμίσει και με το παραπάνω την άνοδο στα εργατικά κόστη.
Όμως αυτή η επίδραση είναι προσωρινή. Άλλοι καπιταλιστές συρρέουν για να εκμεταλλευτούν τα υψηλά κέρδη, και σύντομα οι καπιταλιστές που παράγουν είδη κατανάλωσης που προορίζονται για την εργατική τάξη μόνο αντιμετωπίζουν πολύ αυξημένο ανταγωνισμό, που συμπιέζει προς τα κάτω τα κέρδη τους προς το νέο χαμηλότατο μέσο ποσοστό κέρδους. Ενώ αυτή η διαδικασία είναι επωφελής για τους καταναλωτές εργάτες, είναι εξαιρετικά επιζήμια για τους καπιταλιστές που παράγουν είδη προς κατανάλωση αποκλειστικά από την εργατική τάξη. Επομένως, οι συνδικαλιστές και οι αριστεροί που αναζητούν συμμάχους στην τάξη των καπιταλιστών που επωφελούνται από την αυξημένη κατανάλωση της εργατικής τάξης κυνηγάνε χίμαιρες. 8 Στις ΗΠΑ, η μέγιστη ιστορικά απασχόληση των εργατών στην βιομηχανική παραγωγή, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στατιστικά στοιχεία, ήταν το 1979, ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Η τάση είναι παρόμοια για την Βρετανία και την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, καθώς και για την Ιαπωνία. 9 Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, αντίθετα από αυτό που «διδάσκουν» τα εισαγωγικά εγχειρίδια οικονομικών, το χρήμα δεν δημιουργείται από αέρα κοπανιστό από διευθυντές κεντρικών τραπεζών στα ντιζαινάτα κλιματιζόμενα γραφεία τους, αλλά από την εργασία των βιομηχανικών εργατών που δουλεύουν στην βιομηχανία εξόρυξης και επεξεργασίας χρυσού. 10 Εξαιτίας της πρόκλησης που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της για τον καπιταλισμό μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιβίωση του καπιταλισμού σε σημαντικό βαθμό εξαρτιόταν από μια παρατεταμένη μεταπολεμική ανάπτυξη. Η διατήρηση ενός υψηλού και ανοδικού επιπέδου παραγωγής χρυσού για μια παρατεταμένη περίοδο ήταν απολύτως αναγκαία για τα συμφέροντα της «Δύσης» στην διαμάχη της ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της. Πράγματι, μόλις η παγκόσμια παραγωγή χρυσού άρχισε να φθίνει την δεκαετία του 1970, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία άρχισε και πάλι να κατακρημνίζεται σε οικονομική κρίση. Αυτή τάση συνεχίστηκε ώσπου η παραγωγή χρυσού άρχισε να αυξάνεται και πάλι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 για λόγους που θα εξετάσω σε επόμενες αναρτήσεις. Χωρίς αυτή την εκ νέου άνοδο της παραγωγής χρυσού, που κέρδισε χρόνο για τον διεθνή καπιταλισμό —χρόνο τον οποίο δυστυχώς χρησιμοποίησε πολύ αποτελεσματικά —η περίοδος «μεγάλης ηρεμίας» που κράτησε από το 1983 ως το 2007 θα ήταν δυνατή. Ωστόσο, μετά το 2001, η παγκόσμια παραγωγή χρυσού μπήκε εκ νέου σε συρρίκνωση, καθώς η παραγωγή στα παλιά μειωμένων αποθεμάτων ορυχεία χρυσού της Νότιας Αφρικής έπεσε κατακόρυφα ενώ οι νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων χρυσού ήταν μάλλον ταπεινές. Μέσα σε μόνο εφτά χρόνια από την ιστορικά μέγιστη παγκόσμια παραγωγή χρυσού, χτύπησε ο πανικός του 2008. Η ανάγκη του καπιταλισμού να νικήσει στον «Ψυχρό Πόλεμο» ενάντια στο σοβιετικό μπλοκ —και σε τελική ανάλυση ενάντια στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της είναι ένας από τους λόγους που οι Δημοκρατικές και οι Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις, τόσο οι φιλελεύθερες όσο και οι συντηρητικές, υποστήριξαν με τόση επιμονή το καθεστώς του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής. Η Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, συμπεριέλαβε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, ηγέτης του οποίου ήταν ο Νέλσον Μαντέλα που τώρα χαίρει πάσης τιμής, στην επίσημη λίστα με τις «τρομοκρατικές οργανώσεις». 11 Οι περισσότερες αυξήσεις τιμών που έλαβαν χώρα μετά την Μεγάλη Ύφεση προέρχονται από νομισματικές υποτιμήσεις. Αν οι τιμές μετρώνται σε χρυσό αντί για τραπεζογραμμάτια μειούμενης αξίας χρυσού, η μακροπρόθεσμη τάση των τιμών —χωρίς να συνυπολογίσουμε την επίδραση παραγόντων όπως οι πόλεμοι και οι φάσεις οικονομικής ανάπτυξης— είναι καθοδική από το 1920 και μετά. Αυτή η καθοδική τάση στις τιμές που μετρώνται σε χρυσό αντανακλά την σχετική αυξανόμενη αξία του χρυσού καθώς τα κοιτάσματα στα ορυχεία χρυσού σε όλον τον κόσμο μειώνονται όλο και περισσότερο. 12 Το Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ πιθανότατα θα επιχειρήσει να απομακρύνει κάποιο μέρος της «ρευστότητας» — κερματικού νομίσματος— που δημιούργησε κατά τους τελευταίους εννιά μήνες καθώς σταθεροποιείται η οικονομική ανάκαμψη —ασφαλώς με την υπόθεση πάντα ότι δεν θα υπάρχει μια νέα αναζωπύρωση πανικού. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να το κάνουν αυτό στην αρχή του πανικού. Αυτό συμβαίνει επειδή η μη φυσιολογική ζήτηση για χρήμα ως μέσο πληρωμής φτάνει στο τέλος της . Σε προηγούμενη ανάρτηση εξήγησα ότι στα μέσα του 19ου αιώνα αρκούσε να δοθεί στην Τράπεζα της Αγγλίας η εξουσία να εκδίδει επιπρόσθετα χαρτονομίσματα που υπερέβαιναν τα αποθέματα χρυσού της χωρίς στην πραγματικότητα να αυξάνεται η προσφορά χαρτονομισμάτων. Ποτέ όμως στην ιστορία του καπιταλισμού δεν δημιούργησε η σημαντικότερη κεντρική τράπεζα τόσο πολύ κερματικό νόμισμα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ως απάντηση στον πανικό. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο γράφημα που δείχνει τις αλλαγές στην «νομισματική βάση» των ΗΠΑ που παρέχει η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα του Σεν Λούις. Από το 1987, έχουμε παρακολουθήσει το κραχ του χρηματιστηρίου του 1987, την εικονική κατάρρευση των καταθέσεων και του συστήματος δανειοδότησης στις ΗΠΑ σε συνδυασμό με ύφεση το 1990, την ασιατική κρίση που άρχισε το 1997 και εξαπλώθηκε στις
αμερικάνικες χρηματαγορές όταν κατέρρευσε το hedge fund LTCM το 1998, και τέλος την ύφεση και στασιμότητα το 2000-03, με την φούσκα των dot-com και την κατάρρευση της Enron μεταξύ άλλων. Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα αντέδρασε σε αυτές τις κρίσεις δημιουργώντας επιπρόσθετα τραπεζικά αποθεματικά— κερματικό νόμισμα— και στην συνέχεια αποσύροντας το κερματικό νόμισμα όταν υποχωρούσαν οι κρίσεις. Αν όμως κοιτάξει κανείς το γράφημα, αυτές οι κινήσεις στην «νομισματική βάση» είναι πολύ ήπιες. Η αύξηση της νομισματικής βάσης από πέρσι τον Αύγουστο είναι τελείως διαφορετικής τάξης μεγέθους. Αν η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα ξαφνικά απέσυρε αυτά τα αποθεματικά κερματικού νομίσματος από το τραπεζικό σύστημα, τα επιτόκια σχεδόν σίγουρα θα εκτοξεύονταν —όπως άλλωστε ήδη δείχνουν — διακόπτοντας την πολυπόθητη κυκλική ανάκαμψη πριν καν ξεκινήσει. Μια πλήρους κλίμακας επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης θα έπληττε τότε την οικονομία. Αν όμως, πράγμα που φαντάζει πιο πιθανό, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα διατηρήσει τον όγκο των αποθεματικών που δημιούργησε τους τελευταίους εννιά μήνες στο τραπεζικό σύστημα, στην καλύτερη σταματήσει απλώς την περαιτέρω αύξησή τους, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα καταφέρει να αποφευχθεί ένα νέο κύμα πληθωρισμού πολύ χειρότερο από αυτό που έσκασε την δεκαετία του 1970. Σε αυτή την περίπτωση, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα σχεδόν σίγουρα θα αναγκαστεί να επιτρέψει την άνοδο των επιτοκίων για μια σύντομη χρονική περίοδο προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση του δολαρίου ως νομίσματος αναφοράς. Αν συμβεί αυτό, θα σημαίνει άλλη μια τερατώδη οικονομική ύφεση μέσα σε λίγα μόνο χρόνια στην καλύτερη περίπτωση. 13 Η αμερικανική βιομηχανική παραγωγή είχε σφοδρές διακυμάνσεις, καθώς αρχικά εκτινάχτηκε όταν ο Ρούζβελτ προέβη στην υποτίμηση του δολαρίου και στην συνέχεια έπεσε απότομα όταν η υποτίμηση δεν έφτασε τις προσδοκίες των κερδοσκόπων της αγοράς. Ενώ η κρίση του βιομηχανικού κύκλου αυτή καθαυτή του 1929 -33 είχε φτάσει το κατώτατο σημείο και πλέον η γενική τάση της βιομηχανικής παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας ήταν ανοδική, η βιομηχανική παραγωγή δεν άρχισε να αυξάνεται με τρόπο ομαλό και βιώσιμο μέχρι που ο Ρούζβελτ σταθεροποίησε την τιμή του χρυσού σε $35 την ουγγιά το 1934. 14 Το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO) αρχικά συγκροτήθηκε ως επιτροπή εντός της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας (AFL), μιας ομοσπονδίας ομοιοεπαγγελματικών συνδικάτων. Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας και τα ομοιοεπαγγελματικά της σωματεία είχαν κακή φήμη λόγω του ρατσισμού τους και των αντιδραστικών πολιτικών τους. Το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων σύντομα διασπάστηκε από την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας και οργάνωσε συνδικάτα με βάση τον βιομηχανικό κλάδο και όχι το επάγγελμα. Ωστόσο, η ρήξη με τις αντιδραστικές πολιτικές της Ομοσπονδίας ήταν μόνο περιορισμένη. Σε αντίθεση με τα συνδικάτα στην Βρετανία, για παράδειγμα, το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων δεν δημιούργησε ένα εργατικό κόμμα. Αντίθετα, σφυρηλάτησε μια στενή συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα και εν γένει υποστήριξε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό όπως ακριβώς έκανε και η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας. Περιορίστηκε στο να στοχεύει στην βελτίωση των συνθηκών των εργατών μέσα στο πλαίσιο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που τώρα έβαζε στόχο την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Κατά το κυνήγι μαγισσών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση πολλών βιομηχανικών συνδικάτων του Κογκρέσου Βιομηχανικών Οργανώσεων, εκδιώχθηκε από τα συνδικάτα του Κογκρέσου. Άλλοι αριστεροί, συμπεριλαμβανομένων των έμπλεων πικρίας «αντισταλινικών» αντιπάλων του αμερικανικού Κ.Κ., εκδιώχθηκαν επίσης. Το 1955, έχοντας εκκαθαρίσει πια όλους τους ριζοσπαστικούς όλων των πολιτικών αποχρώσεων, το Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανώσεων ξανασυγχωνεύτηκε με την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας, με τους ultra αντιδραστικούς γραφειοκράτες της AFL να έχουν το πάνω χέρι. Έκτοτε, τα αμερικανικά συνδικάτα, τόσο τα ομοιοεπαγγελματικά όσο και τα βιομηχανικά κλαδικά, έπεσαν σε μαρασμό, καθώς δεν κατάφεραν να οργανώσουν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, νέους εργάτες, ενώ πολλές από τις αμερικανικές βασικές βιομηχανίες που είχαν οργανωθεί στο CIO κατέρρευσαν. Τώρα πια, το αμερικανικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι παρά η σκιά αυτού που υπήρξε στις μέρες του CIO. 15 Αφού είχαν εκδιωχθεί οι «κόκκινοι» όλων των αποχρώσεων, οι οικονομολόγοι της AFL-CIO ήταν σε γενικές γραμμές υπέρ του Νιου Ντηλ που πρότειναν οι αστοί οικονομολόγοι της Κευνσιανής Σχολής.
16 Οι αντίπαλοί τους, οι οπαδοί του Φρίντμαν, επιρρίπτουν την ευθύνη για τον πληθωρισμό στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα καις τις άλλες κεντρικές τράπεζες επειδή προκάλεσαν την υπέρμετρη αύξηση της «προσφοράς χρήματος». Όπως απέδειξε περίτρανα η δεκαετία του 1970, η τωρινή αναβίωση των οικονομικών του Κευνσιανισμού δεν μπορεί παρά να είναι βραχύβια. Αν δεν αναπτύξουμε μια μαρξιστική κριτική όλων των αστικών οικονομικών θεωριών και αρκεστούμε απλώς να επαναλαμβάνουμε σαν ηχώ τα επιχειρήματα του Κευνσιανισμού επικαλούμενοι τον ισχυρισμό ότι και ο Κέυνς ήταν επικριτικός απέναντι στον καπιταλισμό, η νεοφιλελεύθερη αντίδραση— ή κάτι πολύ χειρότερο— θα ξαναφουντώσει και για άλλη μια φορά δεν θα συναντήσει αντίλογο. 17 Ο Κρούγκμαν στο άρθρο γνώμης του της 28ης Μαΐου 2009, επισημαίνει ότι ο λόγος του αμερικανικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, παρόλο που σημειώνει απότομη άνοδο, εξακολουθεί να παραμένει κάτω από τα επίπεδα που επικράτησαν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφού δεν συνέβη κάποιος απολύτως καταστροφικός πληθωρισμός τότε —αν και ήταν μια εν γένει πληθωριστική περίοδος— δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος πληθωρισμού τώρα. Ο Κρούγκμαν θα είχε δίκιο αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι το υψηλό δημόσιο χρέος δεν είναι ο μόνος παράγοντας που προκαλεί πληθωρισμό. Η υπό διαμόρφωση πληθωριστική απειλή δεν προκύπτει από την εκτίναξη του δημόσιου χρέους αλλά από την υπέρμετρη αύξηση της ποσότητας του κερματικού χρήματος, την οποία οι οικονομολόγοι αποκαλούν νομισματική βάση . Αυτό που προσπαθεί να κάνει η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα και οι άλλες κεντρικές τράπεζες είναι να παράσχουν επαρκή «ρευστότητα» που θα δώσει την δυνατότητα στις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν τα τεράστια ελλείμματά τους χωρίς να αυξηθούν σημαντικά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Αν αυξηθούν πολύ τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, θα εξουδετερωθεί το διεγερτικό αντίκτυπο των ελλειμμάτων στο οποίο βασίζονται οι Κευνσιανοί και οι κυβερνήσεις για να αποτρέψουν την μετατροπή της παρούσας κρίσης σε μια πλήρους κλίμακας επανάληψη της Ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Ωστόσο, η δημιουργία κερματικού χρήματος σε τέτοια κλίμακα που υπερβαίνει κατά πολύ οποιαδήποτε πιθανή αύξηση της ποσότητας του χρυσού — του πραγματικού χρήματος— στην παγκόσμια αγορά, απειλεί με σημαντική πτώση της αξίας σε χρυσό του δολαρίου και άλλων χαρτονομισμάτων που είναι λιγότερο ή περισσότερο προσδεδεμένα με το δολάριο υπό το κυρίαρχο καθεστώς που λαμβάνει το δολάριο ως νόμισμα αναφοράς. Αν το δολάριο πέσει κατακόρυφα έναντι του χρυσού ως αντίδραση στον διπλασιασμό της «νομισματικής βάσης» του δολαρίου, ένα τεράστιο κύμα πληθωρισμού θα ακολουθηθεί σύντομα από ταχύτατες και έντονες αυξήσεις στα επιτόκια. Αυτό γρήγορα θα οδηγήσει σε νέα σφοδρή ύφεση και στην επακόλουθη έκρηξη της ανεργίας. Αν αυτή η κατάσταση ξεφύγει από κάθε έλεγχο —δεν υπάρχει προηγούμενο για την τωρινή κατάσταση σε ολόκληρη την ιστορία του καπιταλισμού— θα μπορούσε να καταλήξει σε οικονομική πανωλεθρία που τελικά θα αποδεικνυόταν ακόμη χειρότερη από την Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Γι’ αυτό είναι τόσο υψηλό το διακύβευμα. Αν το εργατικό κίνημα ακούσει τους Κευνσιανούς συμβουλάτορες και συνεχίσει να οπισθοχωρεί και ξεσπάσει πλήρως η επαπειλούμενη οικονομική υπερκρίση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα φασισμού ή και σε ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο που θα μπορούσε να γίνει ο τάφος του σύγχρονου πολιτισμού. Σε αυτή την περίπτωση, η σύγχρονη πάλη ανάμεσα στην τάξη των καπιταλιστών και την εργατική τάξη θα κατέληγε στην «αμοιβαία καταστροφή» των αντιμαχόμενων τάξεων, για να χρησιμοποιήσουμε την ζοφερή διατύπωση από το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΜΕΫΝΑΡΝΤ ΚΕΫΝΣ (ΜΕΡΟΣ 4Ο) 29/09/2018 · by kseeath ·
in Ιστορία,Μεταφρασμένο. ·
Τζ. Μ. Κέινς – φωτογραφία: Bettmann/getty images
Του Sam Williams Πηγή: https://critiqueofcrisistheory.wordpress.com/the-ideas-of-john-maynard-keynes-pt-1/the-ideas-of-johnmaynard-keynes-pt-4/ Μετάφραση ΔΚ, ΝΧ για το avantgarde
Η θεωρία του Κέυνς για την υπεραξία
Σε προηγούμενο μέρος της παρούσας εργασίας, είδαμε ότι ο Κέυνς αρνείται το ότι η υπεραξία παράγεται από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης. Οπότε τίθεται το ερώτημα: πως η υπεραξία- όπως άλλωστε και το κέρδος και ο τόκος και η πρόσοδος- προκύπτει, σύμφωνα με τον Κέυνς, εάν δεν παράγεται από την εργατική τάξη; (1) «Είναι κατά πολύ προτιμότερο», έγραφε ο Κέυνς στο 16 ο κεφάλαιο της «Γενικής Θεωρίας», «να μιλάμε για το κεφάλαιο ως εάν αυτό να έχει απόδοση κατά την διάρκεια της ζωής του πάνω από το αρχικό του κόστος, παρά σαν να είναι παραγωγικό. Διότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο προσφέρει προοπτική απόδοσης κατά την διάρκεια της ζωής του έχοντας μια συνολική αξία μεγαλύτερη από την αρχική τιμή προσφοράς του (2), είναι η σπανιότητά του, η οποία και παραμένει εξαιτίας του ανταγωνισμού του ποσοστού του τόκου του χρήματος. Εάν το κεφάλαιο καταστεί λιγότερο σπάνιο, η επιπλέον αξία του θα μειωθεί, χωρίς να έχει γίνει το ίδιο λιγότερο παραγωγικό- τουλάχιστον με την φυσική έννοια του όρου». Η διαφορά μεταξύ της «συνολικής αξίας» για να χρησιμοποιήσουμε και την ορολογία του Κέυνς, και της «τιμής προσφοράς»- το κόστος που έχει για τον κεφαλαιοκράτη αυτό το περιουσιακό στοιχείο- είναι η υπεραξία που αποφέρει το «περιουσιακού στοιχείο»- και δεν την παράγει, σύμφωνα με τον Κέυνς- στον ιδιοκτήτη του. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η αποφερόμενη υπεραξία αν δεν παράγεται- δηλαδή εάν δεν ανακύπτει εντός της σφαίρας της παραγωγής; Όπως έχουμε δει σε άλλο σημείο της εργασίας αυτής, ο Κέυνς αποδέχεται τον «κλασικό» μαρτζιναλιστικό ισχυρισμό, ή για να το πούμε αλλιώς την αναπόδεικτη υπόθεση, ότι ο εργάτης δεν παράγει καμιά υπεραξία αλλά απλώς αναπαράγει την αξία του εργατικού μισθού. Ούτε η εργατική τάξη, ούτε το κεφάλαιο, σύμφωνα με τον Κέυνς, παράγουν υπεραξία. Δηλαδή, σε αντίθεση με τους φυσιοκράτες ή και με την σχολή των Σμιθ-Ρικάρντο, η υπεραξία δεν παράγεται εντός της σφαίρας της παραγωγής. Από πού πηγάζει λοιπόν η υπεραξία; Σύμφωνα με τον Κέυνς, ο μόνος λόγος για τον οποίο το κεφάλαιο αποφέρει υπεραξία είναι η σπανιότητά του. Εάν το κεφάλαιο δεν ήταν σπάνιο, δεν θα υπήρχε υπεραξία. Στην πραγματικότητα, η αξία του κεφαλαίου θα μηδενιζόταν ή πράγμα που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, το κεφάλαιο θα έπαυε να υπάρχει. Οι μαρτζιναλιστές, συμπεριλαμβανομένου του Κέυνς, στην πραγματικότητα έχουν στραφεί στις απόψεις των εμποροκρατών και του Μάλθους –Ο Κέυνς έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Μάλθους- σύμφωνα με τις οποίες η υπεραξία δεν προκύπτει στην σφαίρα της παραγωγής αλλά στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Σε αυτό το σημείο, οι μαρτζιναλιστές όντες έξω από το έδαφος της εργασιακής θεωρίας της αξίας, αρνούνται το μεγαλύτερο επίτευγμα των φιλελεύθερων κλασικών της πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για την ανακάλυψη του γεγονότος ότι η υπεραξία προκύπτει στην σφαίρα της παραγωγής και όχι στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, ο Κέυνς υπερασπίζεται το τεράστιο βήμα προς τα πίσω των «κλασικών» μαρζτιναλιστών οικονομολόγων, ότι δηλαδή η υπεραξία δεν παράγεται αλλά προκύπτει εξαιτίας της σπανιότητας, στην σφαίρα της κυκλοφορίας.
Ο Κέυνς για το κέρδος και τον τόκο Το σημείο στο οποίο ο Κέυνς διαφοροποιούνταν από την κλασσική οριακή θεωρία, ήταν η άποψή του για την φύση και την σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών μερών της υπεραξίας, του κέρδους της επιχείρησης και του τόκου. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο οποίος εξηγούσε τον «τόκο» σαν ένα απλό υπο-μέρος του κέρδους, το οποίο κι αυτό είναι μονάχα ένα μέρος της υπεραξίας που έχει παραχθεί από την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης, ο Κέυνς αντιμετώπιζε το κέρδος και τον τόκο σαν απόδοση του χρήματος και του πραγματικού κεφαλαίου αντίστοιχα. Το πραγματικό κεφάλαιο αποδίδει κέρδος γιατί είναι «σπάνιο», όπως και το χρήμα αποδίδει στον κάτοχό του ένα τόκο επειδή κι αυτό είναι σπάνιο επίσης. Σε αντίθεση με τον Κέυνς, οι «κλασικοί» μαρτζιναλιστές, ισχυρίζονται πως το κεφάλαιο αποφέρει τόκο επειδή είναι ένας σπάνιος συντελεστής της παραγωγής. Ο Κέυνς, ωστόσο, διέκρινε το κέρδος των βιομήχανων κεφαλαιοκρατών από των εμπόρων κεφαλαιοκρατών- το κέρδος που έβγαζαν οι επιχειρηματίες, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία που προτιμούσε ο Κέυνς- και τον τόκο που κέρδιζαν οι κεφαλαιοκράτες του χρήματος- ή οι εισοδηματίες, όπως τους αποκαλούσε ο Κέυνς.
Η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου Όπως οι «κλασικοί» μαρτζιναλιστές, έτσι και ο Κέυνς αποφεύγει τον όρο «κέρδος» ή «ποσοστό κέρδους». Αντιθέτως, εισάγει έναν νέο όρο για να διακρίνει το κέρδος που βγαίνει από τους «επιχειρηματίες» από τον «τόκο» που ιδιοποιούνται οι «εισοδηματίες». Ο Κέυνς αποκαλεί το κέρδος που βγαίνει από τους βιομήχανους και εμπόρους κεφαλαιοκράτες ως οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου. Σε αυτό το σημείο ο Κέυνς χρησιμοποιεί την μαρτζιναλιστική μεθοδολογία για να αναλύσει αυτό που στην απλή γλώσσα είναι το ποσοστό του κέρδους. Ο Κέυνς το έθεσε ως εξής: Εάν μια δοσμένη μονάδα πρόσθετου κεφαλαίου χρησιμοποιηθεί, τα εμπορεύματα τα οποία θα παραχθούν θα είναι λιγότερο σπάνια, και έτσι η αξία ή η
τιμή τους- πράγμα που είναι το ίδιο στην οικονομική θεωρία του μαρτζιναλισμού- θα μειωθεί. Αναγνωρίζοντας πως θα συμβεί κάτι τέτοιο, ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης θα αναμένει ένα χαμηλότερο ποσοστό κέρδους σε κάθε επιπρόσθετη μονάδα κεφαλαίου στην οποία επενδύει. Το ποσοστό κέρδους το οποίο αναμένει ο κάθε βιομήχανος ή έμπορος κεφαλαιοκράτης από μια επιπρόσθετη μονάδα κεφαλαίου, ο Κέυνς το ορίζει σαν οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Μαρξ, υποθέτουμε πως οι βιομήχανοι και οι έμποροι κεφαλαιοκράτες δημιουργούν το μέσο ποσοστό κέρδους, αυτοί οι κεφαλαιοκράτες ιδιοποιούνται τον τόκο του κεφαλαίου τους μαζί με ένα επιπρόσθετο κέρδος, το κέρδος της επιχείρησης. Το μέσο κέρδος, σύμφωνα με τον Μαρξ, αποτελείται από τον τόκο συν το κέρδος της επιχείρησης. Ο Κέυνς, ωστόσο, εξαιτίας του ιδιότυπου τρόπου με τον οποίο ορίζει τον τόκο, αρνείται το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας εκ των πραγμάτων λαμβάνει τόκο επί του κεφαλαίου του ή της. Ο Κέυνς ορίζει τον τόκο σαν «ανταμοιβή» την οποία ένας κεφαλαιοκράτης του χρήματος- ή ένας εισοδηματίας κατά την ορολογία του Κέυνςλαμβάνει επειδή δεν αποθησαυρίζει χρήμα. Η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου- η οποία διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο στο Κεϋνσιανό σύστημα με αυτόν που διαδραματίζει το μέσο ποσοστό του κέρδους στην κλασική και μαρξιστική σχολή- ανακύπτει, σύμφωνα με τον Κέυνς, λόγω της σπανιότητας του πραγματικού κεφαλαίου, και ο τόκος ανακύπτει κι αυτός εξαιτίας της σπανιότητας του χρηματικού κεφαλαίου. Εν αντιθέσει με τους «κλασικούς» μαρτζιναλιστές, ο Κέυνς, όπως και ο Μαρξ, διακρίνουν με μεγάλη σαφήνεια το πραγματικό από το χρηματικό κεφάλαιο. Η διάκριση την οποία τόσο ο Μαρξ όσο και ο Κέυνς κάνουν μεταξύ του πραγματικού και του χρηματικού κεφαλαίου είναι ασύμβατη με την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, όταν αλλάζει η αναλογία στην ποσότητα του χρήματος σε σχέση με την ποσότητα των εμπορευμάτων οι πραγματικοί μισθοί και τα πραγματικά κέρδη δεν επηρεάζονται. Η σύγχρονη εκδοχή της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος με βασικό εκπρόσωπο τον Μιλτον Φριντμαν, θα τροποποιούσε αυτόν τον ισχυρισμό λέγοντας ότι δεν επηρεάζονται μακροπρόθεσμα. Οι πιο παραδοσιακοί μαρτζιναλιστές- για παράδειγμα οι νεοφιλελεύθεροι ακόλουθοι του Μ. Φριντμαν- θα επιχειρηματολογούσαν λέγοντας πως αν η ποσότητα του χρήματος είναι ανεπαρκής προκειμένου να κινηθούν οι αξίες των εμπορευμάτων στις υπάρχουσες τιμές, οι τιμές απλά θα έπεφταν σε ένα τέτοιο επίπεδο στο οποίο θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση της αξία τους. Εάν η συνολική ποσότητα χρήματος που βρίσκεται στην κυκλοφορία αποτελείτο από ένα δολάριο ή ένα ευρώ, για παράδειγμα, όλα τα εμπορεύματα που έχουν παραχθεί θα συνέχιζαν να πωλούνται αν και οι τιμές τους που θα αναφέρονταν σε μικρά κλάσματα του ενός λεπτού. Ως εκ τούτου, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, η ποσότητα του χρήματος δεν θα είχε καμιά επίπτωση στο επιτόκιο. Το πολύ, σύμφωνα με την παραδοσιακή οριακή θεωρία, αν ο ρυθμός αύξησης της ποσότητα των χρημάτων υπερβεί τον ρυθμό αύξησης της ποσότητας των εμπορευμάτων, θα προστεθεί ένα «ασφάλιστρο πληθωρισμού» στο «φυσικό επιτόκιο» το οποίο καθορίζεται με την σειρά του από την σπανιότητα του πραγματικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, αν, σύμφωνα με τον Φρίντμαν, το φυσικό επιτόκιο, είναι 3% και το αναμενόμενο ποσοστό πληθωρισμού είναι 4%, το ονομαστικό επιτόκιο θα είναι 7%. (3) Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση το πραγματικό επιτόκιο που μπορούμε να το μετρήσουμε έχοντας αντισταθμίσει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού, δεν θα επηρεαστεί. Ο Κέυνς απορρίπτει μια τέτοια ανάλυση. Όπως εξήγησα σε προηγούμενο σημείο της παρούσας εργασίας, ο Κέυνς σε αντίθεση με τον Ρικάρντο, τον Μαρξ και τους μαρτζιναλιστές υποστηρικτές της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος όπως ο Μ. Φρίντμαν, ισχυρίστηκε πως το επίπεδο των ονομαστικών τιμών καθορίζεται από το επίπεδο των χρηματικών μισθών. Συνεπώς, μια συρρίκνωση της ποσότητας του χρήματος θα αυξήσει τα επιτόκια, σύμφωνα με τον Κέυνς, όχι χαμηλότερα από το γενικό επίπεδο των τιμών. Μόνο αν η συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος και η συνακόλουθη αύξηση των επιτοκίων οδηγήσουν σε μαζική ανεργία που με την σειρά της ρίξει τα επίπεδα των μισθών, το γενικό επίπεδο των τιμών τελικά θα πέσει. (4) Άρα, Ο Κέυνς αρνείται την έννοια της ουδετερότητας του χρήματος, που υποστηρίζεται από τον Ρικάρντο, τους παραδοσιακούς μαρτζιναλιστές και άλλους φιλελεύθερους οικονομολόγους.
Μαρξ εναντίον Κέυνς Ο Μαρξ και ο Κέυνς εδώ βρίσκονται σε μια μερική συμφωνία. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Κέυνς απορρίπτουν την ποσοτική θεωρία του χρήματος και την συνακόλουθη ουδετερότητά του τελευταίου. Επίσης και οι δύο διανοητές απορρίπτουν τον ισχυρισμό ότι η συρρίκνωση της ποσότητας του μεταλλικού χρήματος θα μειώσει τις τιμές, και συμφωνούν αντιθέτως στο γεγονός πως μια συρρίκνωση της προσφοράς του μεταλλικού χρήματος θα αυξήσει τα επιτόκια. (5) Αντίστροφα, συμφωνούν ότι μια αύξηση της ποσότητας του μεταλλικού χρήματος, και αν όλα τα άλλα παραμείνουν ίδια, θα μειωθούν τα επιτόκια και δεν θα αυξηθούν οι τιμές.
Ο Μαρξ και ο Κέυνς αναγνωρίζουν επίσης από κοινού ότι η απόλυτη διάκριση μεταξύ χρήματος και εμπορευμάτων καθιστά εφικτές γενικές κρίσεις υπερπαραγωγής. Και οι δυο οικονομολόγοι απορρίπτουν τον Νόμο του Say. Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι είναι γενικά αρκετά θετικοί προς την θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος επίσης (6) Αυτό δεν εκπλήσσει από την στιγμή που, όπως έχουμε ισχυριστεί, η άποψη ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα σε αντίθεση με το απόλυτο πλεονέκτημα εφαρμόζεται στο εμπόριο μεταξύ κεφαλαιοκρατικών εθνών-κρατών και επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει- και αποτυγχάνει- μαζί με την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Επισημαίνοντας αυτά σημεία συμφωνίας, πολλοί μαρξιστές έβγαλαν το βιαστικό συμπέρασμα ότι οι θεωρίες του Κέυνς αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του Μαρξ. Οι μαρξιστές με τις περισσότερες επιρροές από τον Κέυνς έχουν υποστηρίξει ότι πολλές από τις διαφορές μεταξύ του Μαρξ και του Κέυνς είναι περισσότερο διαφορές ορολογίας, και αν και ομολογούν, ότι σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Κέυνς δεν κατάφερε να εξάγει κανένα σοσιαλιστικό συμπέρασμα από την κριτική που άσκησε στην «κλασική» μαρτζιναλιστική οικονομική θεωρία. Αν η διαφορά μεταξύ Μαρξ και Κέυνς ήταν κυρίως διαφορά ορολογίας, θα ήταν εφικτή η ενσωμάτωση ολόκληρου του Κεϋνσιανού συστήματος στον μαρξισμό. Το μόνο που θα χρειαζόμασταν θα ήταν ένα λεξικό για να μεταφράζουμε τους διαφορετικούς όρους. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πράγματι, ακόμα κι αν αφήσει κανείς στην άκρη το γεγονός ότι ο Κέυνς δεν καταλήγει στο συμπέρασμα του σοσιαλισμού, οι διαφορές μεταξύ του Μαρξ και του Κέυνς είναι πολύ πιο βαθιές. Ξεκινούν από το πιο βασικό ζήτημα ολόκληρης της οικονομικής επιστήμης: Την πηγή και την φύση της υπεραξίας. Εκτός από αυτό, αφορούν και στην ιδιαίτερη φύση της αξίας, του χρήματος και της τιμής. Γιατί τα προϊόντα της εργασίας κάτω από συγκεκριμένες, ιστορικά καθορισμένες συνθήκες παραγωγής παίρνουν την μορφή του εμπορεύματος. Τι καθορίζει το μέγεθος της αξίας ενός δοσμένου εμπορεύματος; Ποια είναι η σημασία της έννοιας της αξίας; Ο Μαρξ και ο Κέυνς δίνουν ριζικά διαφορετικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Για παράδειγμα, ας πάρουμε την οικονομική κατηγορία «χρήμα». Όπως έχουμε ισχυριστεί σε αναρτήσεις μας που αφορούν την θεωρία του χρήματος, σύμφωνα με τον Μαρξ, το χαρτονόμισμα και το πιστωτικό χρήμα λειτουργούν κάτω από διαφορετικούς νόμους. Ωστόσο, ο Κέυνς- όπως επίσης και ο Μ. Φρίντμαν- δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ αυτών των διαφορετικών μορφών χρήματος. Είτε τα χρήματα παίρνουν την μορφή χρυσών νομισμάτων, τραπεζογραμματίων μετατρέψιμων σε χρυσό, ή χάρτινου χρήματος, το χρήμα είναι χρήμα σύμφωνα με τον Κέυνς και τον Φρίντμαν. Καθώς λοιπόν, οι υποστηρικτές της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, όπως οι νεοφιλελεύθεροι οπαδοί του Μ. Φρίντμαν λανθασμένα εφαρμόζουν τους νόμους που αφορούν το χαρτονόμισμα στο μεταλλικό χρήμα, έτσι ο Κέυνς και οι οπαδοί του λανθασμένα εφαρμόζουν τους νόμους του μεταλλικού χρήματος στο χαρτονόμισμα. (7) Ο Κέυνς οδηγείται σε αυτό το συμπέρασμα όταν ισχυρίζεται λανθασμένα πως μια αύξηση της ποσότητας του χαρτονομίσματος από την κεντρική τράπεζα, θα είχε ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα με μια αύξηση της ποσότητας του μεταλλικού χρήματος. Σε σχέση με το ερώτημα του τι συμβαίνει όταν αυξάνεται η ποσότητα του χαρτονομίσματος που εκδίδει μία κεντρική τράπεζα, ο Μαρξ ήταν στην πραγματικότητα πιο κοντά στον Μ. Φρίντμαν από ότι στον Κέυνς. Ο Μαρξ και ο Φρίντμαν, θα συμφωνούσαν ότι μία αύξηση στην ποσότητα των χαρτονομισμάτων που τυπώνει μια κεντρική τράπεζα, χωρίς να αλλάζει η ποσότητα του μεταλλικού χρήματος και η ποσότητα των αγαθών, ακόμα κι αν οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται ή μειώνονται, θα ήταν πληθωριστική. Αλλά ο Μαρξ θα ήταν πιο κοντά στον Κέυνς όταν θα επρόκειτο για τις επιπτώσεις μιας αύξησης στην ποσότητα του μεταλλικού χρήματος. Ενώ ο Φρίντμαν θα θεωρούσε αυτή την αύξηση ως επίσης πληθωριστική, όπως θα έβλεπε δηλαδή και μια αύξηση της ποσότητας των χαρτονομισμάτων, ο Μαρξ θα συμφωνούσε με τον Κέυνς ότι μια αύξηση της ποσότητας του μεταλλικού χρήματος, και με αμετάβλητα όλα τα άλλα, θα προξενούσε μια πτώση των επιτοκίων και όχι μια αύξηση στις τιμές. Ο Κέινς θεωρούσε ότι αυτό θα οδηγούσε σε μια πληθωριστική αύξηση της τιμής του χρήματος. Σε αντίθεση όμως με τον Μαρξ, ο Φρίντμαν θα αντιτασσόταν σε μία πιθανή αύξηση των μισθών, όχι λόγω των πληθωριστικών επιπτώσεων, αλλά επειδή θα θεωρούσε πως αυτό θα αύξανε την ανεργία. Ιδιαίτερα πρόθυμος στο να διαφυλάξει τη φήμη του ως το αγαπημένο παιδί του επιχειρηματικού κόσμου, μας φαίνεται δύσκολο να φανταστούμε τον
παλιό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγου να υποστήριζε ποτέ την αύξηση των μισθών ως λύση για οποιαδήποτε πραγματική κατάσταση. Ο Μαρξ, αντιθέτως, ως πρωτοπόρος υπερασπιστής της εργατικής τάξης υποστήριζε πάντα το αίτημα για υψηλότερους μισθούς για τους εργαζόμενους, παρόλο που εξηγούσε ότι η πραγματική απελευθέρωση των εργαζομένων δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την αύξηση των μισθών αλλά με την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει μαρξιστής, συνδικαλιστής ή αριστερός τουλάχιστον από αυτούς που γνώρισα που να ισχυρίστηκαν ποτέ ότι η «αντι-Κεϋνσιανή αντεπανάσταση» του Μίλτον Φρίντμαν ήταν μια υποχώρηση των αστών ακαδημαϊκών οικονομολόγων προς τον Μαρξ. Παρόλα αυτά έχω δείξει ότι υπάρχουν κάποια σημεία όπου ο Μαρξ και ο Φρίντμαν συμφωνούν μεταξύ τους, διαφωνώντας με τον Keynes. Ως εκ τούτου, νομίζω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην επιχειρούμενη αναβίωση των κεϋνσιανών οικονομικών, στη βάση της υπόθεσης ότι υπάρχουν κάποια σημεία συμφωνίας μεταξύ του Μαρξ και του Κέινς ενάντια στο Φρίντμαν.
Ο Κέινς σχετικά με τις επιπτώσεις των μεταβολών των τόκων και του ποσοστού του κέρδους στην παραγωγή και την απασχόληση Οι υποστηριχτές της «κλασσικής» οριακής θεωρίας θεωρούν πως όταν η οικονομία βρίσκεται σε «ισορροπία» το κέρδος εξαφανίζεται και το μόνο που παραμένει είναι το επιτόκιο. Υποστήριζαν ότι αν υπήρχαν κλάδοι της βιομηχανίας που τα κέρδη υπερέβαιναν τα επιτόκια, οι βιομήχανοι καπιταλιστές θα επένδυαν σε αυτούς τους κλάδους ως μέρος της αδιάκοπης προσπάθειάς τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Η παραγωγή τους σε αυτούς τους κλάδους θα επεκτεινόταν μέχρις ότου πέσουν οι τιμές και τα κέρδη επίσης μειωθούν σημαντικά σε αντίθεση με τους τόκους. Υποθέτοντας ότι όντως υπάρχει «ελεύθερος ανταγωνισμός, ειδικά στην αγορά εργασίας», ο μόνος πιθανός δρόμος μέσω του οποίου θα μπορούσε να καταστεί δυνατή η οικονομική ισορροπία θα ήταν αν υπήρχε πλήρης απασχόληση και οι βιομήχανοι καπιταλιστές κέρδιζαν μόνο το «επιτόκιο». Για πολλά χρόνια πριν γράψει τη «Γενική Θεωρία», αυτή ήταν και η άποψη του Κέινς. Αλλά ο Κέινς προβληματιζόταν από την πρόδηλη αντίφαση ανάμεσα στην μαζική ανεργία στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930 και τη μεγάλη «θεωρητική ανακάλυψη» της Οριακής σχολής ότι η καπιταλιστική οικονομία θα μπορούσε να βρίσκεται σε ισορροπία μόνο όταν θα υπήρχε «πλήρης απασχόληση», δηλαδή αποκλείοντας τις αρνητικές επιπτώσεις από την δράση των συνδικάτων και την νομοθεσία της κοινωνικής πρόνοιας.
Η πρόταση συμφιλίωσης του Keynes ανάμεσα στην Οριακή Θεωρία και την πραγματικότητα της μαζικής ανεργίας Στη «Γενική Θεωρία» του, ο Κέινς υποστήριξε ότι η οικονομία τείνει προς μια ισορροπία όπου το επιτόκιο ισούται με την οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου. Με όρους άλγεβρας, η οριακή απόδοση του κεφαλαίου ισούται με το επιτόκιο. Ή πιο απλά, το επιτόκιο ισούται με το ποσοστό κέρδους. Οι βιομήχανοι καπιταλιστές στην ατέρμονη αναζήτηση κέρδους στην οποία επιδίδονται θα σταματήσουν να επεκτείνουν την παραγωγή τους στο σημείο όπου αναμένουν ότι μια περαιτέρω επένδυση κεφαλαίου θα τους αποφέρει μόνο το επιτόκιο. Στα κεϋνσιανά οικονομικά, καθώς η παραγωγή αυξάνεται – με το δεδομένο ότι όλοι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν ίδιοι- τα εμπορεύματα είναι όλο και λιγότερο σπάνια, με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών, πράγμα το οποίο στη συνέχεια μειώνει το ποσοστό του κέρδους του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στην παραγωγή. Η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου μειώνεται όσο αυξάνεται η παραγωγή. Ωστόσο, οι βιομηχανικοί καπιταλιστές θα συνεχίσουν να αυξάνουν την παραγωγή τους, παρά τις προοπτικές μείωσης του ποσοστού απόδοσης, στο βαθμό που το αναμενόμενο ποσοστό του κέρδους -απόδοσης του κεφαλαίου- υπερβαίνει το επιτόκιο. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία θα σταματήσει τη στιγμή που το ποσοστό του κέρδους που αποδίδεται από το επενδυμένο κεφάλαιο στη βιομηχανία τείνει να εξισώνεται με το επιτόκιο. Σε αυτό το σημείο, η οικονομία φτάνει σε μια ισορροπία όπου το επιτόκιο και η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου είναι ίσα. Αλλά αυτό μπορεί να μην εξισώνεται με την «πλήρη απασχόληση». Στο σημείο αυτό ο Κέινς δεν ταυτιζόταν με την κλασσική φιλελεύθερη οριακή θεωρία. Δεδομένου ότι το επιτόκιο καθορίζεται από τη σχετική σπανιότητα χρημάτων σε σχέση με τη ζήτηση για χρήμα – αυτό που ο Κέινς ονομάζει liquidity preference- δεν υπάρχει
κάποιος μηχανισμός στην καπιταλιστική οικονομία που να εξασφαλίζει αυτόματα ότι το επιτόκιο είναι ίδιο με την οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου που ανταποκρίνεται στην πλήρη απασχόληση. Σύμφωνα με τον Keynes, το επιτόκιο και η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου θα μπορούσαν να εξισωθούν μόνο υπό τη προϋπόθεση μαζικής ανεργίας. Ο Κέινς επί της ουσίας θεώρησε ότι η οικονομία θα κυμαίνεται γύρω από το σημείο εκείνο στο οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η οριακή απόδοση του κεφαλαίου, δηλαδή το επιτόκιο. Με τον ίδιο τρόπο που στην κλασσική οικονομία και στον Μαρξ, οι τιμές της αγοράς κυμαίνονται γύρω από το κόστος παραγωγής των μεμονωμένων προϊόντων. Μερικές φορές η παραγωγή θα είναι κάτω από το σημείο που η οριακή απόδοση του κεφαλαίου και το επιτόκιο ταυτίζονται. Σε αυτή την περίπτωση, οι βιομήχανοι καπιταλιστές θεωρούν ότι αν επενδύσουν πρόσθετες ποσότητες κεφαλαίου αυτό θα τους αποφέρει κέρδος μεγαλύτερο από το επιτόκιο. Υπό αυτό το ανισόρροπο πλαίσιο , η βιομηχανική παραγωγή και η απασχόληση στην οικονομία αυξάνονται. Αυτό αντιστοιχεί στην ανοδική φάση του «εμπορικού κύκλου». Ωστόσο, σε κάποιο σημείο, καθώς η παραγωγή αυξάνεται και οι τιμές και τα κέρδη αρχίζουν να μειώνονται, η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου θα πέσει κάτω από το επιτόκιο που επικρατεί. Οι βιομηχανικοί καπιταλιστές θα αρχίσουν στη συνέχεια να μειώσουν την παραγωγή και να απολύσουν τους εργαζόμενους. Η οικονομία εισέρχεται στη φάση καθοδικής φάσης ή ύφεσης του «εμπορικού κύκλου». Εάν, σύμφωνα με τον Κέινς της «Γενικής Θεωρίας», το επίπεδο στο οποίο ισορροπεί η παραγωγή – το σημείο δηλαδή όπου η οριακή αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου είναι ίση με το επιτόκιο – έχει ως αποτέλεσμα την μαζική ανεργία, τότε καθ’όλη την διάρκεια του «εμπορικού κύκλου», θα εμφανίζονται υψηλά ποσοστά «ακούσιας ανεργίας», όπως ακριβώς συνέβαινε στη Βρετανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του 1930. Η παραδοσιακή θέση της Οριακής θεωρίας, από την οποία ο Κέινς απομακρυνόταν με τη «Γενική Θεωρία», ήταν ότι εφόσον η μόνη δυνατή καπιταλιστική οικονομική ισορροπία θα μπορούσε να εμφανιστεί με την «πλήρη απασχόληση», τότε οποιαδήποτε άνοδος της ανεργίας ως αποτέλεσμα μίας ύφεση θα ήταν σύντομη, καθώς εξ ορισμού οποιοδήποτε επίπεδο ανεργίας εκτός από την περίπτωση «πλήρους απασχόλησης», συνιστά έλλειψη ισορροπίας. Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα που συνάγεται ήταν ότι εάν εμφανιστεί ύφεση, τότε η καπιταλιστική οικονομία θα επέστρεφε γρήγορα στην πλήρη απασχόληση αν δεν υπήρχε καμία κυβερνητική παρέμβαση. Ξεκινώντας από τη «Γενική Θεωρία», ο Κέινς, αντίθετα, έκρινε ότι η οικονομική ισορροπία θα μπορούσε να επιτευχθεί εξίσου καλά έχοντας υψηλά επίπεδα ανεργίας. Αν αυτό όντως ίσχυε, το οποίο σίγουρα πίστευε ότι συνέβαινε όταν έγραφε τη «Γενική Θεωρία», ο Κέινς, σε αντίθεση με τους «κλασικούς» υποστηρικτές της Οριακής Θεωρίας, πίστευε ότι –αν η κυβέρνηση εμποδιζόταν στο να πάρει κάποια ενέργεια- η μαζική ανεργία θα μπορούσε να επιμείνει – με κυκλικές διακυμάνσεις – επ ‘αόριστον. Σύμφωνα με τον Κείνς της «Γενικής Θεωρίας», ο παραδοσιακός ισχυρισμός της Οριακής θεωρίας ότι υπό προϋποθέσεις ελεύθερου ανταγωνισμού, ειδικά στην αγορά εργασίας, η καπιταλιστική οικονομία θα επανέρθει ταχύτατα στην «πλήρη απασχόληση» έπειτα από μια ύφεση, ισχύει μόνο στην ειδική περίπτωση. Αυτή θα ήταν όταν το επίπεδο της παραγωγής ήταν τέτοιο ώστε το επιτόκιο εξισωνόταν με το ποσοστό του κέρδους και με κάποιο τυχαίο τρόπο αυτό συνέπιπτε με την «πλήρη απασχόληση». Επομένως, σύμφωνα με τον Κέινς, οι «κλασικοί» υποστηρικτές της Οριακής θεωρίας έκαναν το λάθος να μπερδεύουν μόνο μια ειδική περίπτωση – δηλαδή αυτή που η οικονομική ισορροπία τυχαία συμπίπτει με την «πλήρη απασχόληση» – με τις πολλές πραγματικές καταστάσεις όπου η ισορροπία συμπίπτει με τη μαζική ανεργία. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον Keynes, δεν υπάρχει κάτι το θεμελιωδώς λανθασμένο με την Οριακή Θεωρία ή με την καπιταλιστική κοινωνία την οποία υπερασπιζόταν. Το μόνο καθήκον που εκπορευόταν ήταν όχι μόνο η ανάλυση της «ειδικής περίπτωσης» όπου η οικονομική ισορροπία συνέπιπτε με την «πλήρη απασχόληση», αλλά και την άλλη περίπτωση όπου δεν συνέβαινε αυτή η ισορροπία. Μόλις το έκανε αυτό, θα άνοιγε ένα σημαντικό κεφάλαιο στο ρόλο που θα μπορούσε να παίξει η κυβέρνηση ώστε να διασφαλίσει την σύμπτωση ανάμεσα στην οικονομική σταθερότητα και την «πλήρη απασχόληση». Ο Κέινς
ήταν πεπεισμένος ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει εντός των πλαισίων της αγαπημένης του υπάρχουσας τάξης – δηλαδή το σύστημα της ταξικής καπιταλιστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης
Ο Κέινς παρέμεινε στην ουσία υπερασπιστής της Οριακής Θεωρίας Ο μεγάλος φυσικός του 20ού αιώνα Albert Einstein δεν έκανε την ρήξη με την ειδική θεωρία της σχετικότητας – η οποία εφαρμοζόταν στην ειδική περίπτωση όπου η επιτάχυνση απουσιάζει – όταν την επέκτεινε ώστε να ερμηνεύσει και περιπτώσεις όπου υπάρχει επιτάχυνση. Η γενίκευση της θεωρίας της σχετικότητας που έκανε ο Einstein είναι γνωστή ως η γενική θεωρία της σχετικότητας. Ο Einstein μπόρεσε να γενικεύσει την ειδική θεωρία της σχετικότητας στη γενική θεωρία, επειδή η ειδική θεωρία, τουλάχιστον μέσα σε ένα ευρύ πεδίο, αντιστοιχεί στη φυσική πραγματικότητα. Αντίθετα, η Οριακή Θεωρία βασίζεται σε μια σειρά από αξιώματα τα οποία βρίσκονται σε θεμελιώδη αντίφαση με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος.Την επόμενη εβδομάδα, θα αντιπαραβάλλω την ανάλυση του Κέινς για την απασχόληση και την ανεργία με την ανάλυση του Μαρξ. ——— 1. Αν και οι αστοί οικονομολόγοι, φυσικά, δεν χρησιμοποιούν τον όρο υπεραξία, όλες οι οικονομικές σχολές απαιτείται να έχουν «κάποια» εξήγηση για την προέλευση του κέρδους, του επιτοκίου ή του ενοικίου. Χαρακτηριστικό όλων των οικονομολόγων πριν από τον Μαρξ ήταν ότι η υπεραξία περιγραφόταν διαμέσου συγκεκριμένων εννοιών όπως είναι το ενοίκιο, ο τόκος ή το κέρδος και όχι ως αυτοτελής κατηγορία με το δικό της όνομα. Οι μερκαντιλιστές και γενικά οι αστοί οικονομολόγοι πριν από την ανάδειξη του κλασσικού φιλελευθερισμού υπέθεταν ότι η υπεραξία προκύπτει στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Δηλαδή, ότι ένας έμπορος προσθέτει ένα κέρδος πάνω και πέρα από την τιμή κόστους των εμπορευμάτων τα οποία ανέλαβε. Αυτό μερικές φορές ονομάζεται «κέρδος κατά την αλλοτρίωση». Οι πρωτοπόροι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της γαλλικής φυσιοκρατικής σχολής αναγνώρισαν το πώς η υπεραξία ή αυτό που ονόμαζαν ως μίσθωση, προέκυπτε στην γεωργική παραγωγή. Ένας σπόρος σιταριού παράγει ένα ολόκληρο ματσάκι σιταριού. Κατέληξαν όμως λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι μόνο η γεωργική εργασία παρήγαγε την υπεραξία. Η φυσιοκρατική θεωρία, η οποία αντανακλούσε τις ημι-φεουδαρχικές, προ-βιομηχανικές συνθήκες της Γαλλίας της εποχής τους, ήταν, ωστόσο, ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός συγκριτικά με τη θεωρία των μερκαντιλιστών. Ο ‘Ανταμ Σμιθ, στα πιο επιστημονικά του αποσπάσματα, και ο Ρικάρντο, είδαν ότι η υπεραξία προέρχεται ως την απλήρωτη εργασία της εργατικής τάξης. Πράγματι, στην κλασσική σχολή, σε αντίθεση με την Οριακή σχολή, υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική εργασία που παράγει υπεραξία και μη παραγωγική εργασία που δεν το κάνει. Όμως η Ρικαρδιανή σχολή δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί ποτέ με την θεώρηση ότι η εργασία της εργατικής τάξης δεν αποδίδεται εξολοκλήρου, καθώς με βάση την ερμηνεία που έκανε πάνω στον νόμο της αξίας, τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται κατά μέσο όρο αντίστοιχα με την ποσότητα της εργασίας που χρειάστηκε κατά μέσο όρο για να παραχθούν. Οι Ρικαρδιανοί σοσιαλιστές θεωρούσαν ότι η εμπορευματική ανταλλαγή δεν διέπεται ακόμα στην καπιταλιστική πραγματικότητα από την έννοια της ανταλλαγής ίσων ποσοτήτων της εργασίας, αλλά μάλλον ως κάτι που έπρεπε να παλέψουν ώστε να επιτευχθεί στην πράξη. Θεώρησαν ότι εάν η ανταλλαγή ίσων ποσοτήτων εργασίας εφαρμοζόταν στην εμπορευματική ανταλλαγή ορισμένων βασικών προϊόντων, η υπεραξία καθώς και οι ιδιοκτήτριες και οι καπιταλιστικές τάξεις θα εξαφανίζονταν. Μέχρι τον Μαρξ η θεωρία της υπεραξίας περί απλήρωτης εργασίας της εργατικής τάξης, ήταν πλήρως συμφιλιωμένη με την θεώρηση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται κατ’αναλογία με την ποσότητα της αποκρυσταλλωμένης εργασίας την οποία αντιπροσωπεύουν. Επιπλέον, ο Μαρξ ήταν ο πρώτος συγγραφέας στην επιστήμη των οικονομικών που αντιμετώπισε την υπεραξία ως μια αυτοτελή κατηγορία με την δική της ονομασία και όχι πίσω από άλλες ονομασίες όπως το κέρδος, το επιτόκιο ή το ενοίκιο. Ο Μαρξ έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο σχετικά με την ιστορία των θεωριών για την υπεραξία που είχε τον τίτλο στα αγγλικά «Θεωρίες για την Υπεραξία», αν και δεν δημοσιεύθηκε στη διάρκεια της ζωής του. Το βιβλίο αυτό θεωρείται ότι είναι ο τέταρτος τόμος του «Κεφαλαίου».
2. Στα οικονομικά του Marshall, η τιμή προμήθειας είναι η χαμηλότερη τιμή στην οποία ο πωλητής διατίθεται να πουλήσει ένα εμπόρευμα. Είναι περίπου η ίδια έννοια με αυτήν της τιμής παραγωγής στα μαρξιστικά οικονομικά. Η τιμή παραγωγής ενός εμπορεύματος -τιμή προμήθειας- ενός βιομήχανου καπιταλιστή το οποίο θα λειτουργήσει ως τμήμα του σταθερού κεφαλαίου του αγοραστή του, ενός δεύτερου βιομηχανικού καπιταλιστή, αποτελεί μέρος της τιμής κόστους του εμπορεύματος που θα παράξει ο δεύτερος καπιταλιστής. 3. Από το ζήτημα της πτώσης των τιμών προκύπτει ένα λογικό πρόβλημα. Όσοι από εμάς έζησαν την περίοδο της «Κεϋνσιανής επανάστασης» – σχεδόν όλοι όσοι είναι ζωντανοί σήμερα – μπορεί να μην συνειδητοποιήσουν ότι οι πτώσεις των τιμών δεν ήταν τόσο ασυνήθιστο φαινόμενο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την περίοδο του διεθνούς χρυσού κανόνα, οι τιμές μειώνονταν περίπου όσο αυξάνονταν. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το «φυσικό επίπεδο του επιτοκίου» είναι 3 τοις εκατό, όπως θεωρούσε γενικώς ο Friedman, αλλά το γενικό επίπεδο των τιμών πέφτει κατά 10 τοις εκατό, όπως για παράδειγμα συνέβη στην κρίση του 1929-33. Αυτό θα σήμαινε ότι τα ποσοστά του επιτοκίου θα ήταν -7 τοις εκατό. Κανένας όμως δεν θα δάνειζε χρήματα με αρνητικό πρόσημο της τάξης του 7 τοις εκατό, αντί απλώς να τα κρατάει διατηρώντας ένα ποσοστό επιτοκίου της τάξης του μηδέν τοις εκατό –αφαιρώντας φυσικά το κόστος αποθήκευσης του κεφαλαίουκάτι που είναι ασφαλώς καλύτερο από ένα αρνητικό επιτόκιο του 7 τοις εκατό. Το γεγονός ότι το επιτόκιο όσον αφορά το χρήμα δεν μπορεί να πέσει ποτέ κάτω από μηδέν είναι ένα πρόβλημα στην ανάλυση του Friedman. 4. To 1958, ο κεινσιανός οικονομολόγος William Phillips ισχυρίστηκ ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στο ποσοστό του πληθωρισμού και το επίπεδο της ανεργίας. Σε κάθε μονάδα ανεργίας αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο ποσοστό πληθωρισμού. Αυτό ονομάζεται και η «καμπύλη Phillips». Η συλλογιστική του Phillips, η οποία βασίστηκε στην θεωρία του Κέινς για τους μισθούς και τις τιμές ήταν η εξής: Όσο μικρότερο το ποσοστό της ανεργίας, τόσο σε καλύτερη θέση θα βρίσκονται όσοι πουλούν την «εργασία» τους συγκριτικά με τους αγοραστές της «εργασίας». Αν η ανεργία είναι χαμηλή, οι μισθοί θα ανεβαίνουν με ένα συγκριτικά υψηλό ρυθμό. Επομένως, εφόσον σύμφωνα με τον Κέινς υψηλότεροι μισθοί σημαίνουν υψηλότερες τιμές, το ποσοστό του πληθωρισμού θα αυξάνεται. Από την άλλη, αν το ποσοστό της ανεργίας είναι υψηλό, οι μισθοί θα πέφτουν με αποτέλεσμα σύμφωνα με τον Κέινς μία πτώση σε τιμές. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 60’, οι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι, βασιζόμενοι στην καμπύλη του Philips, ισχυρίστηκαν ότι αν η οικονομία ανεχόταν ένα συγκριτικά υψηλότερο ποσοστό πληθωρισμού- της τάξης του 4,5 για παράδειγμα έναντι παραδοσιακά αποδεκτών τιμών της τάξης του 1 ή 3 τοις εκατό- θα μπορούσαμε να έχουμε αρκετά χαμηλότερη ανεργία και αρκετά υψηλότερους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης. Αν λοιπόν ο πληθωρισμός ήταν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει η οικονομία με αντάλλαγμα την γρήγορη οικονομική ανάπτυξη και έναν καπιταλισμό χωρίς υφέσεις, τότε αυτό το στοίχημα έπρεπε να παιχτεί. Κατά την δεκαετία του 70’, όμως, παρουσιάστηκε ταυτόχρονα πληθωρισμός με υψηλά ποσοστά ανεργίας, απαξιώνοντας την εγκυρότητα της καμπύλης του Philips. 5. Σε παγκόσμια κλίμακα, η ποσότητα των μεταλλικών χρημάτων δεν μπορεί ποτέ να συρρικνωθεί, καθώς η εξόρυξη και η επεξεργασία νέου χρυσού δεν σταματά. Ωστόσο, η παγκόσμια ποσότητα μεταλλικού χρήματος μπορεί να μειωθεί σε σχέση με την παγκόσμια ποσότητα των βασικών εμπορευμάτων εάν η παγκόσμια ποσότητα των εμπορευμάτων αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από την αύξηση της παγκόσμιας ποσότητας χρυσού. Σε μια δεδομένη χώρα, μια απόλυτη μείωση της ποσότητας μεταλλικού χρήματος είναι δυνατή εάν η χώρα παρουσιάσει αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών. 6. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί αστοί οικονομολόγοι πρώην αποικιακών χωρών που είχαν επηρεαστεί από το Κέινς υποστήριζαν πολιτικές * υποκατάστασης των εισαγωγών διά της βιομηχανοποίησης της ίδιας της χώρας. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να απορρίψουν τους παραδοσιακούς ισχυρισμούς των φιλελευθέρων οικονομολόγων ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι εξίσου προς το συμφέρον των «υπανάπτυκτων» καταπιεσμένων καπιταλιστικών εθνών και των «αναπτυγμένων» καταπιεστικών καπιταλιστικών εθνών. Αυτοί οι αστοί οικονομολόγοι- υποστηρικτές της ανάπτυξης, επομένως, αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα των βιομήχανων καπιταλιστών των καταπιεσμένων εθνών σε σχέση με τους καπιταλιστές των ιμπεριαλιστικών εθνών, που ήταν πρόθυμοι να προστατεύσουν τη μονοπωλιακή τους θέση στην παγκόσμια αγορά. Στον βαθμό που ανταγωνίζονται τον ιμπεριαλισμό, αυτοί οι οικονομολόγοι της ανάπτυξης, αν και εξακολουθούν να είναι αστοί οικονομολόγοι, διαδραματίζουν ένα σχετικά προοδευτικό ρόλο σε σύγκριση με τους αστούς οικονομολόγους των ιμπεριαλιστικών χωρών, είτε πρόκειται για Κεϋνσιανούς είτε για υποστηρικτές του
Friedman, που εκπροσωπούν όχι μόνο τα συμφέροντα των καπιταλιστών εναντίον της εργατικής τάξης αλλά και το συμφέρον των καταπιεστικών χωρών έναντι των καταπιεσμένων χωρών. 7. Η αδυναμία του Friedman να διαφοροποιήσει ανάμεσα στα χαρτονομίσματα και τα μεταλλικά νομίσματα τον οδήγησε σε σημαντικά λάθη. Στη «Νομισματική Ιστορία» του, για παράδειγμα, ο ίδιος και ο Schwartz ισχυρίστηκαν ότι, εφόσον το γενικό επίπεδο των τιμών έτεινε να μειώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, δεν υπήρχαν πληθωριστικές τάσεις. Ως εκ τούτου, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα έπρεπε να είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να αποφευχθεί η πτώση του γενικού επιπέδου τιμών. Αυτό που ο Friedman – όπως και οι οπαδοί του Keynes – δεν υποψιάζεται είναι ότι η γενική τιμή μπορεί να είναι * υπερβολικά υψηλή συγκριτικά με την καθορισμένη αξία της εργασίας* ακόμα κι έχουμε μηδενικό πληθωρισμό. Υπό αυτές τις οικονομικές συνθήκες, ο μηδενικός πληθωρισμός ή ακόμη και η ελαφριά τάση πληθωρισμού είναι * πάρα πολύς πληθωρισμός *! Στη «Νομισματική Ιστορία» τους, ο Friedman και ο Schwartz αγνοούν το γεγονός ότι αν και οι τιμές δεν αυξάνονταν τα χρόνια πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, ήταν υψηλότερες συγκριτικά με την περίοδο πριν από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεδομένου ότι οι τιμές ήταν είτε σταθερές ή ελαφρώς μειώθηκαν την παραμονή της Ύφεσης οι Friedman, Schwartz και οι οπαδοί τους κατέληξαν στο παράλογο συμπέρασμα ότι η αμερικανική οικονομία ήταν ουσιαστικά σταθερή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και ότι υπήρχε σημαντική πιθανότητα συνέχισης της σταθερότητας αυτής αν δεν είχε εμποδίσει απότομα την παροχή χρημάτων μεταξύ του 1929 και 1933 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Στα τελευταία χρόνια της «Μεγάλης Ρύθμισης» του 1983-2007, οι οικονομολόγοι που επηρεάστηκαν από το Friedman ισχυρίστηκαν ότι η αμερικάνικη και άλλες παγκόσμιες καπιταλιστικές οικονομίες ήταν * εξαιρετικά σταθερές * και ότι αυτή τη φορά η σταθερότητα θα συνεχιζόταν επειδή, υπό την επίδραση του έργου του Friedman, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑκαι άλλες κεντρικές τράπεζες δεν θα επέτρεπαν ποτέ πάλι την μείωση της «προσφοράς χρήματος». Έτσι και ο Ben Bernanke, ο σημερινός πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, υποστήριξε αυτή την άποψη. Η ξαφνική και βίαιη συρρίκνωση της αμερικάνικης και άλλων παγκόσμιων καπιταλιστικών οικονομιών που άρχισε το περασμένο φθινόπωρο εξέπληξε εντελώς τους οικονομολόγους που είχαν επηρεαστεί από τον Friedman.