Η αρμένικη κοινότητα της Κύπρου ευημερούσε καθ’ όλη την Αγγλοκρατία, ιδρύοντας συλλόγους, χορωδίες, ομάδες προσκόπων, μουσικά σχήματα κτλ. Αρμένικες εκκλησίες, σχολεία και κοιμητήρια κτίστηκαν στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, τη Λεμεσό και τη Λάρνακα, συμπεριλαμβανομένου και του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου Μελκονιάν. Κατά πολλούς τρόπους μοναδικό σε ολόκληρη την Αρμενική Διασπορά, το Μελκονιάν κτίστηκε μεταξύ 1924-1926 μετά τη γενναιόδωρη και φιλάνθρωπη δωρεά των Αιγυπτιοαρμένιων καπνεμπόρων αδελφών Krikor και Garabed Melkonian.
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑ∆ΙΟ
Εκ φύσεως νομοταγείς, οι Αρμενοκύπριοι πάντοτε είχαν υψηλό προφίλ με τη βρετανική διοίκηση, και πολλοί έγιναν δημόσιοι λειτουργοί και αστυνομικοί ή εργοδοτήθηκαν στον Κυπριακό Κυβερνητικό Σιδηρόδρομο και την Cable and Wireless. Κατά τις δεκαετίες 1920-1950, μερικοί εργάστηκαν στα αμιαντωρυχεία στον Αμίαντο και στα μεταλλεία χαλκού του Μαυροβουνίου και της Σκουριώτισσας, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν συνδικαλιστές. Μερικοί Αρμενοκύπριοι συμμετείχαν στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (1914-1918 και 1939-1945) και στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959). Επίσης, η Ανατολική Λεγεώνα (αργότερα ονομάστηκε Αρμενική) συγκροτήθηκε και εκπαιδεύτηκε το 1917 κοντά στο χωριό Μπογάζι, αποτελούμενη από πάνω από 4.000 εθελοντές Αρμένιους της Διασποράς που πολέμησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την ανεξαρτησία της Κύπρου στις 16/08/1960, το Σύνταγμα αναγνώρισε τους Αρμένιους, Μαρωνίτες και Λατίνους ως θρησκευτικές ομάδες, που αργότερα επέλεξαν να ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Κατά τις διακοινοτικές ταραχές που ξέσπασαν το 1963-1964, εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι εκδίωξαν τους Αρμενοκύπριους από την αρχαία τους συνοικία στην περιτειχισμένη Λευκωσία, όπου βρίσκονταν το κτίριο της Μητρόπολης, η εκκλησία και τα σχολεία, καθώς και το μνημείο της Γενοκτονίας· στερήθηκαν, επίσης, και τη μεσαιωνική τους εκκλησία στην περιτειχισμένη Αμμόχωστο. Ως αποτέλεσμα, πολλοί έφυγαν για τη Σοβιετική Αρμενία, τη Μεγάλη Βρετανία και αλλού. Μετά την άνομη και βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974, Αρμενοκύπριοι από την Αμμόχωστο, Λευκωσία και Κερύνεια προσφυγοποιήθηκαν, και το Αρμενομονάστηρο καταλήφθηκε. Στις 24/04/1975 η Κύπρος έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα (και η δεύτερη παγκοσμίως) που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία. Με τη βοήθεια και την υποστήριξη της κυπριακής κυβέρνησης, οι Αρμενοκύπριοι κατάφεραν να ευημερήσουν και να ευδοκιμήσουν, διατηρώντας τη θρησκεία, την εκπαίδευση, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους. Τις τελευταίες λίγες δεκαετίες, Αρμένιοι από την Αρμενία, τη Γεωργία, το Ιράν, το Λίβανο, τη Ρωσσία και τη Συρία έχουν εγκατασταθεί επίσης εδώ, ως πολιτικοί και οικονομικοί μετανάστες. Αντιπροσωπευμένοι από έναν εκλελεγμένο Εκπρόσωπο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι Αρμένιοι σήμερα αριθμούν περίπου 3.500 άτομα, που ζουν κυρίως στις αστικές περιοχές. Διαθέτουν τις δικές τους εκκλησίες, σχολεία, συλλόγους, συνδέσμους και ιδρύματα, μνημεία, αθλητικές ομάδες, ραδιοφωνικό πρόγραμμα, εφημερίδες, ιστοσελίδες, και το Μέλαθρο Ευγηρίας Καλαϊτζιάν.
Δημοσίευση: Οκτώβριος 2009 Συγγραφέας: Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας Εκδότης: Ίδρυμα Καλαϊτζιάν Διαστάσεις: 282x205 mm Χαρτί: Χαρτί art gloss Πληροφορίες για το βιβλίο: 36 σελίδες, 11 κεφάλαια, 43 φωτογραφίες, 2 πίνακες, 2 χάρτες της Κύπρου, 7 ένθετοι τοπικοί χάρτες.
Ïé ÁñìÝíéïé ôçò Êýðñïõ Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
[email protected] πάρχει ένας μακρύς δεσμός ανάμεσα στην Κύπρο και τους Αρμένιους, που πιθανόν να ανάγεται πίσω στον 5ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, η πραγματική ιστορία της αρμενικής κοινότητας στο νησί ξεκίνησε το 578 μ.Χ.: σε εκστρατεία του κατά του Πέρση Βασιλιά Χοσρόη Α’, ο Στρατηγός Μαυρίκιος ο Καππαδόκης συνέλαβε 10.090 Αρμένιους ως αιχμάλωτους στην Αρζανήνη (Aghdznik), εκ των οποίων οι 3.350 μεταφέρθηκαν στην Κύπρο. Κρίνοντας από τη στρατηγική τοποθεσία των αποικιών που ίδρυσαν (Αρμενοχώρι, Αρμίνου, Κορνόκηπος, Πατρίκι, Πλατάνι, Σπαθαρικό και ίσως το Μούσερε), είναι πολύ πιθανόν να υπηρέτησαν το Βυζάντιο ως μισθοφόροι στρατιώτες και ακρίτες.
Υ
Περισσότεροι Αρμένιοι κατέφθασαν κατά τη βασιλεία του αρμενικής καταγωγής Αυτοκράτορα Ηράκλειου (610-641) για πολιτικούς λόγους, κατά την εποχή του Καθόλικου Hovhannes Odznetsi (717-728) για εμπορικούς λόγους, και μετά την απελευθέρωση από τις αραβικές επιδρομές από το Νικήτα Χαλκούτζη (965) για στρατιωτικούς λόγους. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο υπηρέτησαν στην Κύπρο Αρμένιοι στρατηγοί και κυβερνήτες, όπως ο Levon (910-911), ο οποίος ανέλαβε την ανέγερση της βασιλικής του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα. Το 973 ο Καθόλικος Khatchig I ίδρυσε την Αρμενική Επισκοπή στη Λευκωσία. Μεταξύ 1136-1138, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Β’ Κομνηνός μετέφερε ολόκληρο τον πληθυσμό της αρμένικης πόλης Τελ Χαμντούν στην Κύπρο. Μετά το γάμο του Ισαάκιου Κομνηνού με την κόρη του Αρμένιου πρίγκηπα Thoros II το 1185, Αρμένιοι ευγενείς και πολεμιστές ήρθαν μαζί του στην Κύπρο, πολλοί από τους οποίους υπεράσπισαν το νησί εναντίον του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου (1191) και των Ναϊτών Ιπποτών (1192). Μετά την αγορά της Κύπρου από τον Guy de Lusignan το 1192, έλαβε χώρα μια μαζική μετανάστευση Αρμένιων και άλλων ευγενών, ιπποτών και πολεμιστών, στους οποίους παραχωρήθηκαν φέουδα, τιμάρια και προνόμια. Λόγω της γειτνίασής τους, των εμπορικών τους δεσμών, και μιας σειράς βασιλικών και αριστοκρατικών γάμων, τα Βασίλεια της Κύπρου και της Κιλικίας αλληλοσυνδέθηκαν αναπόσπαστα με το πέρασμα του χρόνου. Αρμένιοι της Κιλικίας αναζήτησαν καταφύγιο στην Κύπρο μετά την Πτώση της Ιερουσαλήμ (1267), την Κατάκτηση της Άκρας (1291), την επίθεση των Σαρακηνών (1322), τις επιθέσεις των Μαμελούκων (1335 και 1346), και την Οθωμανική κατάκτηση (1403 και 1421). Εξαιτίας της συνεχούς παρακμής της Μικρής Αρμενίας, ο Βασιλιάς της Λέων Ε’ μετακινήθηκε στην Κύπρο το 1375· αφού πέθανε το 1396, ο τίτλος του και τα προνόμιά του μεταβιβάστηκαν στον ξάδελφό του, Βασιλιά Ιάκωβο Α’ Λουζινιανό, στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας.
Κατά τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία (1192-1489 και 14891570) υπήρχαν αρμένικες εκκλησίες στη Λευκωσία, την Αμμόχωστο, το Σπαθαρικό και τον Κορνόκηπο. Οι Αρμένιοι της Λευκωσίας είχαν την Επισκοπή τους και ζούσαν στη δική τους ενορία, που ονομαζόταν Αρμενία ή Αρμενογειτονιά. Στην Αμμόχωστο ιδρύθηκε Επισκοπή το 12ο αιώνα, και οι Αρμένιοι ζούσαν γύρω από τη συριακή ενορία· ιστορικά έγγραφα υποδεικνύουν την παρουσία ενός σημαντικού μοναστικού και θεολογικού κέντρου εκεί. Μέχρι το 1425 το φημισμένο Αρμενομονάστηρο, αρχικά ένα κοπτικό μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου (Sourp Magar) κοντά στη Χαλεύκα, παραχωρήθηκε στους Αρμένιους, ενώ κάποια στιγμή πριν το 1504 η γοτθική μονή βενεδικτινών καλογριών της Notre Dame de Tyre (Sourp Asdvadzadzin) στη Λευκωσία περιήλθε στην κατοχή των Αρμενίων. Κατά την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς (1570-1571), στρατολογήθηκαν περίπου 40.000 Οθωμανοαρμένιοι τεχνίτες. Πολλοί απ’ όσους επέζησαν εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Λευκωσία, με την Αρμενική Μητρόπολη να αναγνωρίζεται ως Εθναρχία. Ωστόσο, ο αριθμός τους μειώθηκε δραματικά λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας και της σκληρότητας της οθωμανικής διοίκησης, εξαναγκάζοντας πολλούς Αρμένιους να γίνουν λινοβάμβακοι (κρυπτοχριστιανοί) ή να ασπαστούν το Ισλάμ· μερικοί έγιναν Καθολικοί μέσω γάμων με Λατίνους. Προικισμένοι με το δαιμόνιο της εργατικότητας, οι Αρμένιοι εξασκούσαν επικερδή επαγγέλματα, και στις αρχές του 17ου αιώνα Περσοαρμένιοι εγκαταστάθηκαν εδώ ως έμποροι μεταξιού. Κατά την περίοδο του Tanzimat (1839-1876) παρατηρήθηκαν βελτιώσεις, με αποτέλεσμα τη συμμετοχή του Αρμένιου Επισκόπου στο Διοικητικό Συμβούλιο (Idare Meclis) και την εργοδότηση μερικών Αρμενίων στη δημόσια υπηρεσία. Επιπρόσθετα, το άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ το 1869 ωφέλησε τους Αρμένιους και τους άλλους εμπόρους της Κύπρου. Η άφιξη των Βρετανών τον Ιούλιο του 1878 και η προοδευτική τους διοίκηση ενδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τη μικρή αρμενική κοινότητα. Γνωστοί για τις γλωσσικές τους επιδεξιότητες, αρκετοί Αρμένιοι συμβλήθηκαν στην Κύπρο για να εργαστούν ως διερμηνείς στα κονσουλάτα και τη βρετανική διοίκηση. Ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο αυξήθηκε σημαντικά ως επακόλουθο των μαζικών απελάσεων, των τρομερών σφαγών και της Γενοκτονίας που διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι (1894-1896, 1909 και 1915-1923). Η Κύπρος άνοιξε απλόχερα την αγκαλιά της για να καλωσορίσει πάνω από 9.000 πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Κιλικία, οι οποίοι κατέφθασαν απ’ όλα της τα λιμάνια, μερικοί κατά τύχη άλλοι από πρόθεση. Περίπου 1.300 απ’ αυτούς αποφάσισαν να μείνουν, φέρνοντας νέα πνοή στην παλιά κοινότητα, και σύντομα καθιερώθηκαν ως άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ικανοί επιχειρηματίες και έμποροι, αξεπέραστοι τεχνίτες, πρωτοπόροι επαγγελματίες κτλ. Περισσότεροι Αρμένιοι ήρθαν εδώ ως πρόσφυγες από την Παλαιστίνη (1947) και την Αίγυπτο (1956).