Ο ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
[email protected]
Πάσχα, Ανάσταση, Λαμπρή: Θεωρείται η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού. Ο ημερολογιακός καθορισμός του Πάσχα, φαινομενικά ένα καθαρά αστρονομικό θέμα (άρα και τυπικό ζήτημα), έχει αναμφισβήτητα αποκτήσει μια έντονα πολιτικοποιημένη, θεολογική, μέχρι και δογματική χροιά. Μια συναρπαστική περιδιάβαση στο χρονικό, τις έριδες και τις αντιπαλότητες δύο σχεδόν χιλιετιών ανάμεσα στην ίδια την Εκκλησία. Η λέξη «Πάσχα» προέρχεται από το εβραϊκό ( ֶפּסַחPesah) και σημαίνει διάβαση, πέρασμα, εις ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων από το πέρασμα του τιμωρού Αγγέλου του Θανάτου, της διάβασής τους από την Ερυθρά Θάλασσα, της απελευθέρωσής τους από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία και δουλεία, και της άφιξής τους στη γη της Επαγγελίας, τη Χαναάν (Έξοδος 12:1-18). Το γεγονός αυτό φαίνεται να συνέβηκε μια νύχτα του μήνα Νισάν με πανσέληνο, γι’ αυτό και θεσπίστηκε από το Μωυσή με εντολή Θεού να εορτάζεται τη 14η ημέρα του μήνα Νισάν (Λευιτικόν 23:1-8, Αριθμοί 9:1-5). Η σταθερότητα της ημερομηνίας του Νομικού Πάσχα ή Φάσκα οφείλεται στο γεγονός ότι το εβραϊκό ημερολόγιο, όντας σεληνιακό, εξασφαλίζει πως η μέρα αυτή βρίσκεται στο μέσο ενός μήνα, άρα είναι και πανσέληνος· σύμφωνα δε με τους ιουδαϊκούς κανόνες, το εβραϊκό Πάσχα εορτάζεται μόνο ημέρα Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή. Το χριστιανικό Πάσχα συνδέθηκε εξ αρχής με το εβραϊκό, αφού στα συνοπτικά Ευαγγέλια αναφέρεται πως ο Μυστικός Δείπνος τελέστηκε την πρώτη ημέρα των αζύμων (Ματθαίος 26:17-19, Μάρκος 14:12-16, Λουκάς 22:7-13). Η ημερομηνία της Σταύρωσης είναι αόριστη: ενώ οι Συνοπτικοί αναφέρουν την Παρασκευή, 15 Νισάν, ο Ιωάννης αναφέρει τις 14 Νισάν, επίσης Παρασκευή, επομένως πριν σφαχτεί το αρνί του Πάσχα (Ιωάννης 13:1, 13:29, 18:28, 19:14). Γνωρίζουμε, πάντως, ότι η Ανάσταση έγινε ημέρα Κυριακή, πάρα πολύ πρωί (Ματθαίος 28:1, Μάρκος 16:2, Λουκάς 24:1, Ιωάννης 20:1), οπωσδήποτε μετά την πανσέληνο. Δεν είμαστε βέβαιοι ούτε και για το έτος το οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα του Θείου Πάθους, το πιθανότερο είναι όμως να έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 30 μ.Χ. ή του 33 μ.Χ., αφού τα έτη εκείνα το Πάσχα εορτάστηκε το Σάββατο1. Οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν, φυσικά, Εβραίοι και, ως τέτοιοι, γιόρταζαν το Πάσχα τὸ καινὸν ἐπὶ τὲς τοῦ σωτηρίου Πάσχα ἑορτές, στις 14 Νισάν, ανεξαρτήτως ημέρας. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί στην Παλαιστίνη, την Αντιόχεια και τη Μικρά Ασία επέλεγαν τη μέρα αυτή για να τονίσουν τη Σταύρωση και το Πάθος, το ότι ο Ιησούς προσφέρθηκε συμβολικά σαν άλλο πρόβατο επί σφαγή, γι’ αυτό και πάντοτε μιλούσαν για το Πάσχα τὸ Σταυρώσιμον. Από την άλλη, οι ελληνίζοντες Χριστιανοί της Αλεξάνδρειας και των άλλων εθνών γιόρταζαν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία2, τονίζοντας την Ανάσταση του Κυρίου, γι’ αυτό άλλωστε και μιλούσαν για το Πάσχα τὸ Ἀναστάσιμον. Ανάμεσα σε άλλα, ο Επίσκοπος Ευσέβιος ο Καισαρεύς (263-339) και ο Επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών) και Άγιος Ειρηναίος (130-202) αναφέρονται στη διένεξη που ταλάνιζε τη νεαρή Εκκλησία (ανάμεσα σε τεσσαρεσκαιδεκατίτες και σε πεντεκαιδεκίτες), ήδη από τα χρόνια του Πάπα Σίξτου Α’ (115-125). Είναι δε χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Άγιου Πολύκαρπου, Επίσκοπου της Σμύρνης, που επισκέφθηκε τη Ρώμη στα 157/158, δεν έγινε όμως κατορθωτό να πειστεί από τον Πάπα Ανίκητο για την ορθότητα του εορτασμού μόνο ημέρα Κυριακή. 1 . Η ασάφεια αναφορικά με το ακριβές έτος του Θείου Πάθους και της Αναστάσεως προέκυψε επειδή οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ενδιαφέρονταν για τη σωστή χρονολόγηση των γεγονότων, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Απόστολοι και οι αρχικοί οπαδοί του Χριστού πίστευαν ακράδαντα στη σύντομη επιστροφή του Μεσσία, με αποτέλεσμα γι’ αυτούς ο χρόνος να μην έχει ιδιαίτερη σημασία. 2 . Ισημερία ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο η διάρκεια την ημέρας και της νύχτας είναι ίσες. Η εαρινή ισημερία συμβαίνει στις 20 ή 21 Μαρτίου, ενώ η φθινοπωρινή ισημερία στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου. Αναμεταξύ τους έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο (20 ή 21 Ιουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο (21 ή 22 ∆εκεμβρίου, η μικρότερη ημέρα του χρόνου).
Το ζήτημα κατά πόσον είναι ορθό να εορτάζεται το Πάσχα σε ημέρα άλλη της Κυριακής διακανονίστηκε με τη Σύνοδο της Απελάτης [(Arles) 314], όπου διακηρύχθηκε πως το Πάσχα έπρεπε να εορτάζεται ημέρα Κυριακή, uno die et uno tempore per omnem orbem (μιαν ημέρα και μιαν εποχή για όλο τον κόσμο) και έτσι οι Μικρασιάτες αναγκάστηκαν να υπακούσουν, αφού ο Πάπας Βίκτωρ Α’ (189-199) τους είχε αποκόψει ως αιρετικούς. Μεταξύ της απόφασης αυτής και της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325), προέκυψε ένα άλλο ζήτημα, όχι λιγότερο σημαντικό: η ημέρα εορτασμού έπρεπε να είναι Κυριακή, αλλά ποια Κυριακή ακριβώς; Μια σοβαρή διαφωνία είχε προκύψει μεταξύ των Χριστιανών της Μεσοποταμίας, της Κιλικίας και της Συρίας, και των Χριστιανών του υπόλοιπου κόσμου. Το Πατριαρχείο της Αντιόχειας ήταν εξαρτημένο από το εβραϊκό ημερολόγιο για τον υπολογισμό του Πάσχα, ενώ οι Σύροι πάντοτε γιόρταζαν την πρώτη Κυριακή μετά το εβραϊκό Πάσχα3. Από την άλλη, οι Αλεξανδρινοί και η υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπολόγιζαν το Πάσχα από μόνοι τους, ανεξάρτητα από το εβραϊκό, με αποτέλεσμα την ασυνεννοησία και ασυμφωνία. Σ’ αυτό φαίνεται να ευθύνονται έμμεσα και οι ίδιοι οι Εβραίοι, καθώς - κατά τα γραφόμενα του Άγιου και Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α’ του Μέγα (272-337) - φαίνεται πως είχαν γίνει αμελείς του νόμου4 που όριζε ότι η 14η ημέρα του Νισάν δεν πρέπει να προηγείται της εαρινής ισημερίας, με αποτέλεσμα, μερικές φορές, να εορτάζονταν δύο Πάσχα ανάμεσα σε δύο εαρινές ισημερίες. Οι Αλεξανδρινοί και οι Ρωμαίοι, από την άλλη, θεωρούσαν πως το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, αμέσως μετά την εαρινή ισημερία. Δυστυχώς, δεν σώζεται το πρωτότυπο κείμενο των όρων5 της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας για τον καθορισμό του Πάσχα, γνωρίζουμε ωστόσο από τα γραφόμενα του Αγίου και Μέγα Αθανασίου (Ἐπιστολὴ περὶ τῆς ἐν Νίκαιᾳ Συνόδου) ότι αποφασίστηκαν τα εξής: Το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από την πανσέληνο που θα συμβεί κατά την ημέρα της εαρινής ισημερίας ή αμέσως μετά από αυτήν. Εάν η πανσέληνος συμβεί ημέρα Κυριακή, τότε το Πάσχα θα εορτάζεται την επόμενη Κυριακή (δηλαδή θα έπεται της 14ης ημέρας του μήνα Νισάν).
Ο δεύτερος όρος βασιζόταν στον Α’ κανόνα της Συνόδου της Άγκυρας (314), εξασφαλίζοντας ότι το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε με το εβραϊκό (και δεν θα βασιζόταν σ’ αυτό) και επαναλήφθηκε με τον Α’ κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας (341)6. Από επιστολή του Αγίου και Πάπα Λέοντος Α’ του Μέγα προς τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό (456), πληροφορούμαστε πως είχε αποφασιστεί να ληφθεί πρόνοια ούτως ώστε ο Κύριλλος Α’, Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας - πόλη στην οποία άκμαζαν η αστρονομία και οι επιστήμες - μεριμνήσει για τον επακριβή υπολογισμό του Πάσχα και τον διαβιβάσει στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Εντούτοις, λόγω γεωγραφικών και άλλων παρεκκλίσεων, δεν συμφωνούσαν όλοι ως προς την ακριβή ημέρα τις εαρινής ισημερίας. Η Ρώμη αρχικά υπολόγιζε τους σεληνιακούς κύκλους με τον 112ετή κύκλο του Άγιου Ιππόλυτου, Επισκόπου Ρώμης (γύρω στο 200), τον οποίο αντικατέστησε στα τέλη του 3ου αιώνα με άλλον που εφηύρε ο Αυγουστάλιος διάρκειας 84 ετών και το 457 με τον 532ετή κύκλο του Βικτώριου της Ακουιτανίας, τοποθετώντας την ισημερία στις 25 Μαρτίου, κάτι το οποίο η Αλεξάνδρεια θεωρούσε ανακριβές, αφού από τον 3ο αιώνα χρησιμοποιούσε το 19ετή κύκλο του Μέτωνα, που ταύτιζε την εαρινή ισημερία με την 21η Μαρτίου. Όπως μας πληροφορεί ο Άγιος Αυγουστίνος Αυρήλιος (387), το αλεξανδρινό Πάσχα έπεφτε μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ το Πάσχα στη Ρώμη εορταζόταν μεταξύ 25 Μαρτίου και 21 Απριλίου. Ο αρχαίος αστρονόμος Μέτων (433/2 π.Χ.) υπολόγισε πως για κάθε 19 τροπικά έτη έχουμε 235 3
. Επιπλέον, μερικοί Επίσκοποι στη Γαλατία είχαν ορίσει τη Σταύρωση του Χριστού στις 25 Μαρτίου και την Ανάστασή Του στις 27 Μαρτίου, ενώ οι Μοντανιστές (πρωτοχριστιανική αίρεση στη Φρυγία κατά το 2ο αιώνα) τηρούσαν το Πάσχα την Κυριακή κατά ή μετά τις 6 Απριλίου. 4 . Αυτό φαίνεται να οφείλεται κυρίως στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. και τη ∆ιασπορά των Εβραίων, οι οποίοι πλέον χρησιμοποιούσαν τα κατά τόπους ειδωλολατρικά ημερολόγια για να καθορίσουν το Πάσχα τους. 5 . Ο καθορισμός, που έγινε αστρονομικά και όχι ημερολογιακά, γράφτηκε σε όρους (και όχι κανόνες) για να μην επιδέχεται αλλαγής. 6 . Στη Νίκαια θεσπίστηκε και ο Ζ’ Αποστολικός Κανόνας, ο οποίος απαγορεύει την τέλεση του Πάσχα «πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων» για να καταπολεμήσει τους Πρωτοπασχίτες, που γιόρταζαν το Πάσχα με τους Εβραίους και βασίζονταν σε αυτούς για τον υπολογισμό του.
συνοδικούς μήνες της σελήνης7· η ανακάλυψη έκαμε τεράστια εντύπωση στους Αθηναίους, οι οποίοι και αποφάσισαν να γράψουν χρυσοῖς γράμμασιν, σε όλα τα δημόσια κτίρια, τον αριθμό που φανερώνει την τάξη του κάθε έτους στον κύκλο του, ο οποίος όμως είχε ένα σφάλμα 0,086399 ημερών (2 ώρες 4 λεπτά και 25 δευτερόλεπτα) ανά 19ετία. Δεδομένου του σφάλματος αυτού, οι τελικοί πασχάλιοι πίνακες που συντάχθηκαν το 525 από το Σκύθη αββά Διονύσιο το Μικρό είχαν ήδη μια απόκλιση 4-5 ημερών, αν και ο κύκλος που υιοθέτησε η μία και αδιαίρετη Εκκλησία ήταν ουσιαστικά ένας συμβιβασμός ανάμεσα στους υπολογισμούς της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας. Ο Διονύσιος ήταν επίσης ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα αρίθμησης των ετών με βάση τη Γέννηση του Χριστού, ταυτίζοντας το 754 AUC (Ab Urbe Condita - Από Κτίσεως της Ρώμης) με το έτος 18. Στην Ανατολή, το ζήτημα δεν διακανονίστηκε παρά μέχρι τον 6ο αιώνα, αφού ακόμη υπήρχαν τεταρτοκαιδεκίτες στη Συρία. Παρόμοιας υφής ζήτημα δημιουργήθηκε στη Βρετανία, όταν το 597 ο ιεραπόστολος, Αρχιεπίσκοπος και Άγιος Αυγουστίνος βρήκε τους εκεί Κέλτες Χριστιανούς να χρησιμοποιούν τον παλιό 84ετή κύκλο που η ίδια η Ρώμη είχε εγκαταλείψει. Αν και δεν ήταν τεταρτοκαιδεκίτες (αφού γιόρταζαν το Πάσχα ημέρα Κυριακή), φαίνεται πως πήραν το σύστημα αυτό από τους Μικρασιάτες, τηρώντας την παράδοση του Αγίου Ιωάννη. Το ζήτημα, τυπικά, έκλεισε με την ιρλανδική Σύνοδο του Mag Léne το 631 και τη βρετανική Σύνοδο του Whitby το 664, με την απόφαση να υιοθετηθεί ο 532ετής κύκλος που χρησιμοποιούσαν οι Γαλάτες και οι Φράγκοι ήδη από τον 5ο αιώνα, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε πλήρως9 μέχρι το 729. Δεν ήταν παρά στα πρώτα χρόνια του Καρλομάγνου (771-814) όταν όλοι πλέον υιοθέτησαν τους πασχάλιους πίνακες. Από τον 9ο μέχρι και το 15ο αιώνα, ανεξαρτήτως δογματικών ή πολιτικών διαφορών, το Πάσχα εορταζόταν από όλους τους Χριστιανούς την ίδια ημέρα. Εντούτοις, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να δημιουργηθεί πρόβλημα, αφού το ιουλιανό ημερολόγιο - που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του Πάσχα - ήταν εξ αρχής ανακριβές: επηρεασμένος από την εκστρατεία του στην Αίγυπτο, ο Ιούλιος Καίσαρας θέσπισε το ηλιακό ιουλιανό ημερολόγιο το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη, για να αντιμετωπιστεί η ημερολογιακή αταξία που επικρατούσε με το 355 ημερών σεληνιακό ημερολόγιο του Νουμά10. Για να ξεκινήσει σωστά, προστέθηκαν 90 ημέρες στο έτος 708 AUC (46 π.Χ.), το οποίο - έχοντας διάρκεια 445 ημερών - έμεινε γνωστό στην ιστορία ως annus confusionis (έτος σύγχυσης)11. Υπολογίστηκε πως το έτος είχε διάρκεια 365,25 ημερών και επί των ημερών του Αύγουστου Καίσαρα (8 π.Χ.) διαμορφώθηκε σε 365 ημέρες για τρία χρόνια και μια εμβόλιμη μέρα τον τέταρτο χρόνο, η έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου (bis sextus, αφού τη μετρούσαν δύο φορές, στις 24 Φεβρουαρίου). Ωστόσο, υπήρχε μια διαφορά 0,007801 ημερών (11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα) με το πραγματικό έτος, η οποία σε βάθος χρόνου έγινε ιδιαίτερα αισθητή σε σχέση με την εαρινή ισημερία: την εποχή του Χριστού συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 στις 20/21 Μαρτίου, το 730 στις 18/19 Μαρτίου, το 1250 στις 13/14 Μαρτίου και το 1582 στις 10/11 Μαρτίου, προσκρούοντας έτσι στον πρώτο όρο της Συνόδου. Ο πρώτος που υπολόγισε το σφάλμα ήταν ο Βρετανός Φραγκισκανός μοναχός Ρογήρος Βάκων το 1267 (Opus Maius), αλλά ο πρόωρος θάνατος του Πάπα Κλήμη Δ’ τον επόμενο χρόνο πάγωσε την όποια πρωτοβουλία. Στο Βυζάντιο, η πρώτη νύξη για μεταρρύθμιση έγινε το 1324 από τον αστρολόγο Νικηφόρο Γρηγορά προς τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο· όπως και οι 7 . Τροπικό έτος είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις του Ήλιου από το ίδιο σημείο αναφοράς και της συμπλήρωσης του κύκλου των εποχών [365,2421896698 μέσες ηλιακές ημέρες (365 ημέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45,19 δευτερόλεπτα), με μείωση περίπου 53 δευτερόλεπτα ανά αιώνα], ενώ συνοδικός μήνας είναι το διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές φάσεις της Σελήνης [29,530588853 μέσες ηλιακές ημέρες (29 ημέρες, 12 ώρες, 44 λεπτά και 2,88 δευτερόλεπτα), με αύξηση περίπου 1,7 χιλιοστοδευτερόλεπτα ανά αιώνα]. 8 . ∆εν το ονόμασε 0, αφού η έννοια του μηδενός δεν έφθασε στην Ευρώπη παρά τον 11ο αιώνα, από τους Μαυριτανούς της Ισπανίας. 9 . Ο θεολόγος Βέδας ο Αιδέσιμος (Historia ecclesiastica gentis Anglorum, 731) μας αναφέρει ότι συχνά στη Νορθάμπρια, ενώ ο κελτοχριστιανός Βασιλιάς Oswiu (642-670) αρταινόταν για το Πάσχα, η ρωμαιοχριστιανή Βασίλισσα Eanfled νήστευε ακόμη για την Κυριακή των Βαΐων. 10 . Αρχικά η Ρώμη χρησιμοποιούσε το σεληνιακό ημερολόγιο του Ρωμύλου, διάρκειας 10 μηνών ή 304 ημερών. Για να προσεγγίσει το ηλιακό έτος, γύρω στο 700 π.Χ. ο Βασιλιάς της Ρώμης, Νουμάς Πομπίλιος, πρόσθεσε ακόμη δύο μήνες (Ιανουάριος, Φεβρουάριος), αυξάνοντάς το σε 354 ημέρες· λόγω μιας ρωμαϊκής πρόληψης σχετικά με τους περιττούς αριθμούς, πρόσθεσε άλλη μια μέρα, κι έτσι έφτασε τις 355 ημέρες. 11 . Ο Ιούλιος Καίσαρας, ως pontifex maximus (αρχιερέας), κατακρίθηκε έντονα γι’ αυτή του την ενέργεια. Χαρακτηριστικά, ο Κικέρωνας έλεγε πως ο παλιός του πολιτικός αντίπαλος δεν ήταν ικανοποιημένος που κυβερνούσε τον κόσμο, ήθελε να κυβερνήσει και τα άστρα.
μετέπειτα προτάσεις του μοναχού Ισαάκ Αργυρού και του κανονολόγου Ματθαίου Βλαστάρη (1371), καθώς και του φιλόσοφου Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού (1450), προσέκρουσε σε άγονο έδαφος από το φόβο σχίσματος. Στη Ρώμη, ωστόσο, επικρατούσε θετική αντιμετώπιση, όπως δείχνουν και οι μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν οι Πάπες Λέων Ι’, Παύλος Γ’ και Πίος Ε’ (16ος αιώνας). Μετά την εκλογή του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ το 1572, ο οποίος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, ο Βαυαρός Ιησουίτης μαθηματικός Χριστόφορος Κλάβιος και ο Ναπολιτάνος φυσικός Αλοΐσιος Λίλιο υπέβαλαν πρόταση μεταρρύθμισης, η οποία έτυχε επεξεργασίας μεταξύ 1576-1580 από ειδική επιτροπή. Με παπική βούλλα (Inter Gravissimas, 24/02/1582), την Παρασκευή 4η Οκτωβρίου ακολούθησε η 15η Οκτωβρίου. Οι αμαθείς χωρικοί, νομίζοντας πως τους έκλεψαν μέρες, ζητούσαν αμοιβή για τις «χαμένες» μέρες εργασίας, ενώ άλλοι ζητούσαν τις μέρες τους πίσω. Η αλλαγή αυτή μετατόπισε την ισημερία από τις 11 στις 21 Μαρτίου, ενώ για το Πάσχα ο χρυσός μετώνειος αριθμός αντικαταστάθηκε από την επακτή, με σφάλμα περίπου μίας ημέρας ανά 20.000 χρόνια12. Η αλλαγή τέθηκε σε ισχύ άμεσα σε Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία13 και ολόκληρη σχεδόν την Ιταλία14, και αργότερα στη Γαλλία15 και τη Σαβοΐα (1582), τις Νότιες Κάτω Χώρες (Βέλγιο & Λουξεμβούργο) (1582/1583), την Αυστρία και τα καθολικά καντόνια της Ελβετίας (1583), την καθολική Γερμανία (1583-1585), τη Βοημία, τη Μοράβια και τη Σιλεσία (1584), την Ουγγαρία (1587) και την Τρανσυλβανία (1590). Ωστόσο, το νέο αυτό ημερολόγιο (και νέο υπολογισμό του πασχαλίου) αρχικά δεν υιοθέτησαν ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι, ούτε οι Ορθόδοξοι, κυρίως λόγω της αμφισβήτησης και του μίσους προς τον Πάπα16, αλλά και διότι το εβραϊκό Πάσχα εορταζόταν πλέον στις 15 Νισάν (30 Μαρτίου με 27 Απριλίου - παλαιότερα μεταξύ 3 Απριλίου και 1 Μαΐου), με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το πνεύμα του δεύτερου όρου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Σταδιακά, μέχρι το 18ο αιώνα, υιοθετήθηκε και από τους Προτεστάντες [π.χ. Σκωτία (1600), Πρωσσία (1610), Αλσατία (1648), Στρασβούργο (1682), προτεσταντικά κρατίδια Γερμανίας και Δανία/Νορβηγία/Ισλανδία (1700), προτεσταντική Ελβετία και Ολλανδία (1700/1701), Μεγάλη Βρετανία (1752), Σουηδία/Φινλανδία (1753)17, Λωρραίνη (1760), Γκριζόν (1811) κτλ], για οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους18. Στις ορθόδοξες χώρες, όμως, ο περίπλοκος υπολογισμός του Πάσχα δεν επέτρεπε την υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου, το οποίο ωστόσο έγινε αποδεκτό ως πολιτικό, μεταξύ των ετών 1916 και 192319. Το Μάιο του 1923 συγκλήθηκε Πανορθόδοξο Συνέδριο20 υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Μελέτιο Δ’, στο οποίο αποφασίστηκε η αλλαγή του ημερολογίου, ενώ ως μέρα εφαρμογής ορίστηκε η 01/14 Οκτωβρίου 1923. Εντούτοις, μόνο οι Εκκλησίες της Ελλάδας και της Ρουμανίας υλοποίησαν την απόφαση, αφού η Εκκλησία της Κύπρου θεώρησε το θέμα ανώριμο, οι Εκκλησίες της Ρωσσίας και της Σερβίας αποφάσισαν παραμονή στο ιουλιανό ημερολόγιο, τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας 12
. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει μέση διάρκεια 365 97/400 ή 365,2425 ημέρες (365 ημέρες, 5 ώρες, 49 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα). . Μεταξύ 1721-1915 στα ρωσσοκρατούμενα τμήματα των Βαλτικών χωρών βρισκόταν σε χρήση το ιουλιανό ημερολόγιο. Η Λεττονία και η Λιθουανία το υιοθέτησαν το 1915 (κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής), ενώ η Εσθονία το 1918. 14 . Οι πόλεις της Πίζας και της Φλωρεντίας στην Τοσκάνη υιοθέτησαν το γρηγοριανό ημερολόγιο μόλις το 1750/1751. 15 . Με την αλλαγή του ημερολογίου στη Γαλλία, εδραιώθηκε και η αλλαγή που είχε επιβάλει το 1564 ο Βασιλιάς Κάρολος Θ’ η Πρωτοχρονιά να εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου αντί της 1ης Απριλίου. Έκτοτε, οι αστοί κορόιδευαν τους αντιδραστικούς που γιόρταζαν με τον παλιό τρόπο, στέλνοντάς τους δώρα και προσκλήσεις για ανύπαρκτες γιορτές, κάτι που μετατράπηκε στο γνωστό μας έθιμο της Πρωταπριλιάς. 16 . Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός συγκάλεσε τρία Πανορθόδοξα Συνέδρια (1583, 1587 και 1593), στα οποία με σιγίλλια και εγκυκλίους το «νέον καλενδάριον» αναθεματίστηκε και καταδικάστηκε ως αντικανονικό. Το γρηγοριανό ημερολόγιο αναθεματίστηκε εκ νέου από πατριαρχικό σιγίλλιο (1756) και με εγκύκλιο (1848), μετά την Πανορθόδοξη Σύνοδο. 17 . Η εφαρμογή του νέου ημερολογίου στη Σουηδία (και τη Φινλανδία, που μέχρι το 1809 αποτελούσε τμήμα της Σουηδίας και μετά της Ρωσσίας, επανερχόμενη στο ιουλιανό ημερολόγιο) υπήρξε επεισοδιακή: μεταξύ 1700-1712 ήταν μία μέρα μπροστά από το ιουλιανό ημερολόγιο, το 1712 επανήλθε στο ιουλιανό (με ένα Φεβρουάριο 30 ημερών), ενώ μεταξύ 1740-1844 το Πάσχα υπολογιζόταν αστρονομικά. 18 . Για τους ίδιους λόγους υιοθετήθηκε και από μη Χριστιανικές χώρες (Ιαπωνία 1873, Αίγυπτος 1875, Θαϋλάνδη 1889, Κορέα 1895, Αλβανία και Κίνα 1912, Οθωμανική Αυτοκρατορία 1917, Περσία 1925, Σοβιετική Ένωση 1922, Τουρκία 1927 κτλ). Το γρηγοριανό ημερολόγιο εφαρμόστηκε ταυτόχρονα και στις ευρωπαϊκές αποικίες· στην Αλάσκα, που προηγουμένως ανήκε στη Ρωσσία, αυτό υιοθετήθηκε το 1867. 19 . Το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία το υιοθέτησαν το 1916, η Ρωσσία το 1918 [γι’ αυτό και η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης (25/10/1917) εορτάζεται στις 7/11], η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία το 1919, ενώ η Ελλάδα μόλις το 1923 (χρονιά την οποία ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και η επέτειος της Επανάστασης του 1821 γιορτάστηκαν ξεχωριστά, επισπεύδοντας τη μετέπειτα υιοθέτηση του κοσμικού ημερολογίου). 20 . Στο Συνέδριο αρνήθηκαν να συμμετάσχουν τα Πατριαρχεία Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων, δεν προσκλήθηκε η Εκκλησία της Βουλγαρίας (λόγω σχίσματος με την Κωνσταντινούπολη) και δεν συμμετείχε το Πατριαρχείο Μόσχας (λόγω σοβιετικών αναταραχών). Του Συνεδρίου είχαν προηγηθεί εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ (12/06/1902 και 12/05/1904) προς τις λοιπές Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, ζητώντας την άποψή τους αναφορικά με πιθανή τροποποίηση του ιουλιανού ημερολογίου. 13
δεν δέχθηκαν την απόφαση, ενώ το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων θεώρησε ότι η αλλαγή του ημερολογίου επέφερε και αλλαγή του πασχαλίου. Την οριστική λύση έδωσε ένα χρόνο μετά ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Γρηγόριος Ζ’, με πρόταση για την αποδοχή του γρηγοριανού ημερολογίου και υπολογισμό του Πάσχα με βάση το ιουλιανό, με ημέρα αλλαγής την Κυριακή, 10/23 Μαρτίου 1924. Έτσι, όλες οι Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες21 - με εξαίρεση τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρωσσίας, Σερβίας και Γεωργίας, τις Ορθόδοξες Εκκλησίες Πολωνίας, Ουκρανίας και Ιαπωνίας, την Αρχιεπισκοπή του Όρους Σινά και την Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους (χερσόνησος του Άθω) - έχουν υιοθετήσει το αναθεωρημένο ιουλιανό ημερολόγιο (διάρκειας 365,2422222222... ημερών)22, το οποίο - μέχρι και το 2800 τους επιτρέπει να συνεορτάζουν τα Χριστούγεννα με τις Δυτικές Εκκλησίες, αλλά το Πάσχα με τις λοιπές Ορθόδοξες, για να αποφευχθεί το σχίσμα λόγω παράβασης των όρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Εκτός από τις πιο πάνω Εκκλησίες, το ημερολόγιο του Σέρβου αστρονόμου Milutin Milanković δεν υιοθέτησαν και οι σχισματικοί Παλαιοημερολογίτες, που αυτοαποκαλούνται Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ)· οι ΓΟΧ πρεσβεύουν ότι η αλλαγή του ημερολογίου είναι παράτυπη, παραβιάζει τις Συνόδους, καταπατά τις «πατρώες παραδόσεις», αναστατώνει την αρμονία και την ισορροπία του λειτουργικού έτους23, συνιστά αναγνώριση του Πάπα, υποκινείται από τη Μασωνία και τις σκοτεινές δυνάμεις, θεωρούν δε πως το ιουλιανό ημερολόγιο είναι δοσμένο από το Θεό (!), αδιαφορώντας για το ότι θεσπίστηκε από έναν ειδωλολάτρη Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Ωστόσο, η όποια ημερομηνιακή διαφορά ανάμεσα στο Ορθόδοξο και το Δυτικό Πάσχα οφείλεται σε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του και όχι σε δογματικά αίτια. Οι Δυτικοί (Ρωμαιοκαθολικοί, Ουνίτες, Αγγλικανοί, Προτεστάντες) τηρούν τον πρώτο όρο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όχι όμως και το δεύτερο24, αφού πολλές φορές εορτάζουν το Πάσχα πριν ή μαζί με το Φάσκα, ενώ οι Ορθόδοξοι (βυζαντινού, σλαβικού και καυκάσιου ρυθμού) τηρούν απαρεγκλίτως το δεύτερο όρο της Συνόδου, συχνά αθετώντας τον πρώτο. Μαζί με τους Ελληνορθόδοξους εορτάζουν οι Κύπριοι Μαρωνίτες και Λατίνοι και οι Έλληνες Αρμένιοι και Καθολικοί, ενώ μαζί με τους Διαμαρτυρόμενους οι Φινλανδοί και Εσθονοί Ορθόδοξοι. Οι Παλαιές Ανατολικές Εκκλησίες (Αιθίοπες, Αρμένιοι, Ερυθραίοι, Ιακωβίτες, Κόπτες)25 και οι Νεστοριανοί26 έχουν δικούς τους τρόπους υπολογισμού. Ο υπολογισμός της ημερομηνίας του Πάσχα είναι ένα σύνθετο μαθηματικό θέμα, αν και ουσιαστικά απαιτεί τις 4 πράξεις της αριθμητικής (αλγόριθμος Γκάους27). Εάν η εαρινή πανσέληνος συμβεί μεταξύ 21 Μαρτίου και 3 Απριλίου, δεν θεωρείται πασχαλινή από τους Ορθόδοξους, οι οποίοι περιμένουν την επόμενη πανσέληνο, με αποτέλεσμα να εορτάζουν το Πάσχα 4 μέχρι και 6 εβδομάδες μετά τους Δυτικούς. Εάν η πανσέληνος συμβεί από τις 30 Μαρτίου και μετά, θεωρείται πασχαλινή από όλους, κι έτσι το Δυτικό Πάσχα συμπίπτει ή εορτάζεται μια εβδομάδα πριν (αφού ιουλιανή 22 Μαρτίου = γρηγοριανή 4 Απριλίου). Για να έχουμε Κοινό Πάσχα, θα πρέπει η γρηγοριανή και ιουλιανή πανσέληνος να συμβούν από την Κυριακή μέχρι και το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας, κάτι που θα λάβει χώρα για τελευταία φορά τον Απρίλη του 2698. Οι ημερομηνίες του Δυτικού 21
. Τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιόχειας υιοθέτησαν το νέο ημερολόγιο το 1928, ενώ το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας το 1968. . Η διάρκεια του ημερολογίου είναι 365 218/900, αφού για τα επαιώνια έτη, μόνο αυτά που διαιρούνται με το 900 και αφήνουν υπόλοιπο 2xx ή 6xx θεωρούνται δίσεκτα. Έτσι, τα έτη 1900, 2100, 2200 και 2300 δεν θεωρούνται δίσεκτα, ενώ τα έτη 2000 και 2400 θεωρούνται. 23 . Στην πολεμική τους κατά του νέου ημερολογίου προβάλλουν και τις εξής κριτικές: α) η εορτή της α’ και β’ εύρεσης της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου) μπορεί να πέσει κατά την περίοδο της νηστείας, β) η εορτή των εν Σεβαστεία Αγίων Σαράντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) πέφτει κατά την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, γ) η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου) πέφτει πάντοτε πριν το Πάσχα, ενώ στο ιουλιανό ημερολόγιο υπάρχει περίπτωση να πέφτει την ημέρα του Πάσχα (οπότε και ονομάζεται Κύριον Πάσχα), δ) η νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων επιδεικνύει τη μεγαλύτερη αδυναμία του διορθωμένου ιουλιανού ημερολογίου: ξεκινά τη ∆ευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων και καταλήγει σε συγκεκριμένη ημερομηνία (29 Ιουνίου)· καθώς το νέο ημερολόγιο είναι 13 ημέρες μπροστά από το παλαιό, η νηστεία αυτή είναι 13 ημέρες μικρότερη για όσους ακολουθούν το νέο ημερολόγιο και, αναλόγως της ημερομηνίας του Πάσχα, μπορεί να ξεκινήσει στις 31 Μαΐου ή κάποιες χρονιές να μην τελεστεί καθόλου (4 Ιουλίου). 24 . Στην ουσία δεν αθετούν το γράμμα, αλλά το πνεύμα του όρου της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και του Ζ’ αποστολικού κανόνα. 25 . Η Αρμενική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία υιοθέτησε το γρηγοριανό ημερολόγιο το 1923, με εξαίρεση το Αρμενικό Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ. Οι υπόλοιπες Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες υπολογίζουν το Πάσχα με βάση το ιουλιανό ημερολόγιο, εκτός από τη Συριακή και την Ινδική Εκκλησία στο Μαλαμπάρ της Ινδίας, οι οποίες στράφηκαν στο γρηγοριανό ημερολόγιο το 1953 και το 1956, αντίστοιχα. 26 . Η Ασσυριακή (Χαλδαϊκή) Εκκλησία χρησιμοποιεί το γρηγοριανό ημερολόγιο από το 1964. 27 . Ο αλγόριθμος αυτός εφευρέθηκε από το μεγάλο Γερμανό μαθηματικό Carl Friedrich Gauss το 1800 και τελειοποιήθηκε το 1816 και ισχύει και για τα δύο ημερολόγια. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλοι αλγόριθμοι για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. 22
Πάσχα κυμαίνονται μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ οι αντίστοιχες Ορθόδοξες είναι 4 Απριλίου με 8 Μαΐου28. Πιο κάτω, δίνεται πίνακας για τα προηγούμενα και τα επόμενα έτη: Έτος 2007 2008 2009 2010
Δυτικό Πάσχα Ορθόδοξο Πάσχα 8 Απριλίου 23 Μαρτίου 27 Απριλίου 12 Απριλίου 19 Απριλίου 4 Απριλίου
Έτος 2011 2012 2013 2014
Δυτικό Πάσχα Ορθόδοξο Πάσχα 24 Απριλίου 8 Απριλίου 15 Απριλίου 31 Μαρτίου 5 Μαΐου 20 Απριλίου
Έτος 2015 2016 2017 2018
Δυτικό Πάσχα Ορθόδοξο Πάσχα 5 Απριλίου 12 Απριλίου 27 Μαρτίου 1 Μαΐου 16 Απριλίου 1η Απριλίου 8 Απριλίου
Η σημασία του Πάσχα για την Εκκλησία δεν είναι μόνο συμβολική (αφού μας υπενθυμίζει το Θείο Πάθος, τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού), αλλά και ουσιαστική, καθώς με βάση το Πάσχα καθορίζεται ένα σύνολο των κινητών εορτών της Εκκλησίας. Όσον αφορά την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, ο πασχάλιος κύκλος έχει ως εξής: Α) Τριώδιο: i) Κυριακές [του Τελώνη και του Φαρισαίου (10 Κυριακές πριν το Πάσχα), του Ασώτου Υιού (-9), της Απόκρεω (-8) και της Τυροφάγου (-7)]. ii) Άλλες ημέρες [Τσικνοπέμπτη (Πέμπτη πριν την Κυριακή της Απόκρεω) και Ψυχοσάββατο Α’ (Σάββατο πριν την Κυριακή της Απόκρεω)]. Β) Μεγάλη Σαρακοστή: i) Κυριακές [της Ορθοδοξίας (-6), του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (-5), της Σταυροπροσκύνησης (-4), του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος (-3), της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας (-2) και των Βαΐων (-1)]. ii) Άλλες ημέρες [Καθαρή Δευτέρα (μετά την Κυριακή της Τυρινής), του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος (Σάββατο πριν την Κυριακή της Ορθοδοξίας), του Μεγάλου Κανόνος (Πέμπτη μετά την Κυριακή του Ιωάννου της Κλίμακος), του Ακάθιστου Ύμνου (Παρασκευή πριν την Κυριακή της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας) και Σάββατο του Λαζάρου (πριν την Κυριακή των Βαΐων ή της Ελιάς)]. Γ) Μεγάλη και Αγία Εβδομάδα: η εβδομάδα που προηγείται του Πάσχα. Δ) Εβδομάδα της Διακαινησίμου: η εβδομάδα που έπεται του Πάσχα. Ε) Πεντηκοστάριο: i) Κυριακές [του Θωμά (1 Κυριακή μετά το Πάσχα), των Μυροφόρων (+2), του Παράλυτου (+3), της Σαμαρείτιδας (+4), του Τυφλού (+5), των Αγίων 318 πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (+6), της Πεντηκοστής (+7) και των Αγίων Πάντων (+8)]. ii) Άλλες ημέρες [της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή μετά το Πάσχα), της Μεσοπεντηκοστής (Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παράλυτου), της Απόδοσης του Πάσχα (Τετάρτη μετά την Κυριακή του Τυφλού), της Αναλήψεως (η επομένη της Αποδόσεως), Ψυχοσάββατο Β’ (πριν την Κυριακή της Πεντηκοστής) και του Αγίου Πνεύματος ή του Κατακλυσμού (Δευτέρα μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής)].
Το γρηγοριανό ημερολόγιο δεν είναι τέλειο: έχει ένα σφάλμα μιας μέρας ανά 3323 χρόνια (25,96768 sec/έτος), ωστόσο είναι πολύ πιο ακριβές από το ιουλιανό (σφάλμα 1 ημέρας/128 ½ χρόνια)29. Αν οι Ορθόδοξοι εξακολουθήσουν να υπολογίζουν το Πάσχα με το παλαιό ημερολόγιο μέχρι το έτος 14.000, τότε η εαρινή πανσέληνος θα συμβεί στις 2 Ιουλίου (!), με καθυστέρηση 103 ημερών, το Πάσχα θα εορταστεί την 23 Ιουλίου και ο Μάρτης δεν θα είναι πλέον μέρος της Σαρακοστής. Τα ημερολόγια είναι ανθρώπινες επινοήσεις και, ως τέτοιες, δεν διεκδικούν το αλάθητο, θα ήταν δε παράλογο να υποστηρίζουμε πως ο Θεός και οι Άγιοι ακολουθούν οποιοδήποτε ημερολόγιο!!! Μπορεί τα ουράνια φαινόμενα να μην πειθαρχούν σε κανέναν, ωστόσο οι ουρανοί εορτάζουν και αγάλλονται κάθε μέρα και ώρα, αφού δεν περιορίζονται ούτε και εξαντλούνται από τους δικούς μας εορτασμούς. Όπως είπε και ο Χριστός: «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθαίος 22:21, Μάρκος 12:17, Λουκάς 20:25). Καλή Ανάσταση! 28
. Στο γρηγοριανό ημερολόγιο, η συχνότερη ημερομηνία του Πάσχα είναι η 19η Απριλίου (3,87%), ενώ η σπανιότερη η 22η Μαρτίου (0,48%), με βάση τον επαναλαμβανόμενο κύκλο των 5.700.000 ετών (ο ιουλιανός κύκλος επαναλαμβάνεται κάθε 532 χρόνια). Με βάση πίνακες του Πάσχα (1583-3000), υπάρχει 19,12% πιθανότητα Κοινού Πάσχα, 49,26% πιθανότητα το Ορθόδοξο Πάσχα να ακολουθεί το ∆υτικό κατά μία εβδομάδα, 0,14% κατά δύο εβδομάδες, 1,91% κατά τέσσερις εβδομάδες, 26,11% κατά πέντε εβδομάδες και 3,46% κατά έξι εβδομάδες. 29 . Επίσης, μια αξιοσημείωτη διαφορά των δύο ημερολογίων είναι ότι ενώ στο ιουλιανό ημερολόγιο όλα τα έτη που διαιρούνται με το 4 είναι δίσεκτα, στο γρηγοριανό ημερολόγιο τα έτη που διαιρούνται ακριβώς με το 100 πρέπει να διαιρούνται και με το 400 για να θεωρούνται δίσεκτα: έτσι, τα έτη 1700, 1800, 1900, 2100, 2200 και 2300 δεν θεωρούνται δίσεκτα στο γρηγοριανό ημερολόγιο.