Kant Kenny

  • November 2019
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Kant Kenny as PDF for free.

More details

  • Words: 12,592
  • Pages: 35
1 Anthony Kenny, «Από τον Ντεκάρτ στον Καντ», στο A. Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 230-265. [Στις παραπομπές σας, να δίνετε τον αριθμό σελίδων που είναι στην αγκύλη π.χ. (Kenny, 2005: 165)]

Το κριτικό εγχείρημα του Καντ [230] Ο Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant, 1724-1804) έζησε όλη του τη ζωή στην πόλη όπου γεννήθηκε, στο Κένιξμπεργκ, περιοχή που ήταν τότε το ανατολικό τμήμα της Πρωσίας. Ανατράφηκε σύμφωνα με τη λουθηρανική παράδοση του ευσεβισμού· αργότερα έγινε φιλελεύθερος στις θεολογικές του απόψεις, αλλά ακολουθούσε πάντα ένα αυστηρό πρόγραμμα στη ζωή του. Οι συμπολίτες του στο Κένιξμπεργκ, καθώς λένε, συνήθιζαν να ρυθμίζουν τα ρολόγια τους όταν εκείνος περνούσε μπροστά από το παράθυρο τους για τον καθημερινό του περίπατο. Μετά από διάφορες προσωρινές θέσεις διδασκάλου, έγινε καθηγητής Λογικής και Μεταφυσικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειρας του, το 1770. Δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε κατείχε δημόσιο αξίωμα· η ιστορία της ζωής του είναι η ιστορία των ιδεών του. Στη νεότητα του, τον ενδιέφερε η επιστήμη μάλλον παρά η φιλοσοφία, και τα πρώτα του φιλοσοφικά συγγράμματα ήταν κάπως επιφυλακτικά και συμβατικά. Μόνο μετά τα 57 του έγραψε το έργο που του έδωσε επάξια τη φήμη του μεγαλύτερου φιλοσόφου της νεότερης εποχής. Το αριστούργημα του, Η Κριτική του Καθαρού Λόγου, δημοσιεύτηκε το 1781, και αργότερα σε μία σημαντικά αναθεωρημένη έκδοση, το 1787. Ακολούθησαν άλλα δύο σημαντικά έργα, Η Κριτική του Πρακτικού [231] Λόγου (1788) και Η Κριτική της Κριτικής Δύναμης (1790). Η παρουσίαση της φιλοσοφίας του στο παρόν κεφάλαιο βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην πρώτη του Κριτική. Στόχος του Καντ σε εκείνο το έργο ήταν να καταστήσει τη φιλοσοφία, για πρώτη φορά, πραγματικά επιστημονική. Τα Μαθηματικά, καθώς έλεγε, έχουν προ πολλού ακολουθήσει την πεπατημένη της επιστήμης, από την ημέρα που κάποιοι ξεχασμένοι μαθηματικοί ανακάλυψαν τον ρόλο της κατασκευής στη Γεωμετρία. Η Φυσική έγινε πλήρως επιστημονική μόνο επί Μπέικον και Ντεκάρτ, όταν οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν την ταυτόχρονη ανάγκη της μεν θεωρίας να επικυρώνεται από το πείραμα, του δε πειράματος να καθοδηγείται από τη θεωρία. Έμενε να γίνει το ίδιο και με τη Μεταφυσική, τον αρχαιότερο επιστημονικό κλάδο,

2 που «θα επιβίωνε ακόμη και αν όλους τους άλλους τους είχε καταπιεί η άβυσσος [232] μιας βαρβαρότητας που καταστρέφει τα πάντα», ο οποίος όμως κλάδος δεν είχε ακόμη φτάσει στην επιστημονική ωριμότητα. Για να γίνει επιστημονική η φιλοσοφία, χρειάζεται μία επανάσταση, όπως εκείνη με την οποία ο Κοπέρνικος τοποθέτησε τον ήλιο και όχι τη γη στο κέντρο του συστήματος του ουρανού. Αντί να ρωτάμε πώς η γνώση μας θα προσαρμοστεί στα αντικείμενα της, πρέπει να αρχίσουμε με την υπόθεση ότι τα αντικείμενα είναι αυτά που πρέπει να προσαρμοστούν στη γνώση μας. Μόνο με αυτήν τη μέθοδο θα μπορέσουμε να δούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχει α priori γνώση των αντικειμένων, γνώση πριν από την εμπειρία. Η διάκριση μεταξύ του α priori και του α posteriori κατέχει κεντρική θέση στο εγχείρημα του Καντ. Η α priori γνώση είναι γνώση ανεξάρτητη από την εμπειρία. Όλη μας η γνώση στην πραγματικότητα αρχίζει από την εμπειρία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απορρέει από την εμπειρία. Η priori γνώση μπορεί να είναι καθαρή ή μη καθαρή. Το ότι γνωρίζουμε πως κάθε μεταβολή έχει μία αιτία είναι γνώση α priori, όμως δεν είναι καθαρή α priori γνώση, διότι ενέχει μία έννοια που προέρχεται από την εμπειρία, τη «μεταβολή». Εκτός από την α priori γνώση υπάρχει και η εμπειρική γνώση, η γνώση δηλαδή που απορρέει από την εμπειρία, την οποία ο Καντ ονομάζει α posteriori γνώση. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της α priori γνώσης είναι η αναγκαιότητα και η καθολικότητα. Η πρόταση «Κάθε μεταβολή έχει μία αιτία», όπως υποστηρίζει ο Καντ, αντίθετα από τον Χιουμ, εκφράζει κρίση αυστηρώς αναγκαία και καθολική. Η πρόταση «Όλα τα σώματα είναι βαριά», από την άλλη πλευρά, είναι απλώς μια γενίκευση της οποίας δεν έχουν παρατηρηθεί εξαιρέσεις. Αναλυτικό και συνθετικό Εκτός από τη διάκριση α priori και α posteriori κρίσης, ο Καντ χρησιμοποιεί τη διάκριση αναλυτικών και συνθετικών κρίσεων. Την παρουσιάζει ως εξής: Σε κάθε κρίση στην οποία νοείται η σχέση του υποκειμένου προς το κατηγόρημα ... είτε το κατηγόρημα Β ανήκει στο υποκείμενο Α, ως κάτι που περιέχεται (συγκεκαλυμμένα) σε αυτήν την έννοια Α· ή το Β βρίσκεται έξω από την έννοια Α, παρόλο που στην πραγματικότητα συνδέεται με αυτήν. Στην πρώτη περίπτωση τιτλοδοτώ την κρίση αναλυτική, στη δεύτερη συνθετική.

3

Η διάκριση με τον τρόπο που διαγράφεται δεν είναι απολύτως σαφής όπως υφίσταται. Ο Καντ την εννοεί σαφώς ως καθολικώς εφαρμόσιμη σε προτάσεις, ωστόσο, όπως τη διατυπώνει, αυτή εφαρμόζεται μόνο σε προτάσεις της μορφής [233] υποκείμενοκατηγόρημα, και δεν είναι όλες οι προτάσεις τόσο απλά δομημένες. Η έννοια του «περιέχεσθαι» είναι μεταφορική· παρόλο που η διάκριση εννοείται ως λογική, γίνεται εν μέρει με λογικούς και εν μέρει με ψυχολογικούς όρους. Επιπλέον, παραμένει ανεξακρίβωτο το κατά πόσον μπορούν να υπάρξουν α priori ψεύδη όπως και α priori αλήθειες. Έναν αιώνα μετά, ο Γκότλομπ Φρέγκε (Gottlob Frege) πήρε τη διάκριση του Καντ και την παρουσίασε με σαφέστερη μορφή. Η αναλυτική πρόταση, όπως είπε ο Φρέγκε, είναι πρόταση η δικαιολόγηση της οποίας εξαρτάται μόνο από γενικούς λογικούς νόμους και ορισμούς. Η συνθετική πρόταση είναι πρόταση, η δικαιολόγηση της οποίας εξαρτάται από γενικές αρχές επιμέρους επιστημών. Όπως ο Καντ, έτσι και ο Φρέγκε ορίζει την αροδίβήοή πρόταση ως πρόταση που εξαρτάται από επιμέρους γεγονότα της πραγματικότητας και της εμπειρίας. Όπως διατυπώνουν αμφότεροι Καντ και Φρέγκε τους ορισμούς τους, μία κρίση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αναλυτική και α posteriori. Όμως αμφότεροι αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο μία πρόταση να είναι ταυτόχρονα και συνθετική και α priori. Στο σύστημα του Καντ, μάλιστα, το βασίλειο του συνθετικού α priori είναι ευρύ και σημαντικό. Τα Μαθηματικά στο σύνολο τους, για παράδειγμα, κατά τον Καντ, ανήκουν στο συγκεκριμένο βασίλειο: η Αριθμητική και η Γεωμετρία είναι συνθετικές, καθώς εκτείνουν τη γνώση μας πολύ πιο πέρα από την καθαρή λογική, αλλά είναι και α priori, γιατί απορρέουν όχι από την εμπειρία, αλλά από την εποπτεία. Η τοποθέτηση του στο συγκεκριμένο θέμα είναι αντίθετη από εκείνη πολλών άλλων φιλοσόφων: αφενός των εμπειριστών, όπως του Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος θεωρούσε την Αριθμητική α posteriori, αφετέρου του Φρέγκε και του Ράσελ, οι οποίοι, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, επεχείρησαν να δείξουν ότι η Αριθμητική είναι αναλυτική. Όμως ο Καντ αναπτύσσει το θέμα του συνθετικού α priori ειδικά σε σχέση με τη φιλοσοφία. Το ίδιο το πρόβλημα του καθαρού Λόγου, όπως λέει ο Καντ, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Πώς είναι δυνατές οι συνθετικές α priori κρίσεις; Μόνο αν επιλυθεί το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι δυνατή η μεταφυσική. Κατά μία έννοια, η δυνατότητα της μεταφυσικής είναι αδιαμφισβήτητη, αφού στην πραγματικότητα

4 υπάρχει· αλλά υπάρχει μόνο ως η φυσική προδιάθεση μας να ρωτάμε συγκεκριμένου τύπου ερωτήσεις, ερωτήσεις λογού χάριν για το σύμπαν ως όλο. Το πραγματικά ζητούμενο είναι το κατά πόσον μπορεί να υπάρξει μια επιστήμη της Μεταφυσικής. Καθήκον του Λόγου είναι να αποφανθεί για το αν έχουμε ή όχι την ικανότητα να γνωρίσουμε τα αντικείμενα της Μεταφυσικής, έτσι ώστε να μπορούμε είτε να διευρύνουμε με αυτοπεποίθηση τη σφαίρα του καθαρού Λόγου, είτε να της θέσουμε συγκεκριμένα όρια. Ο Λόγος πρέπει να χρησιμοποιείται κριτικά, όχι δογματικά-αυτό σημαίνει ότι πρώτο καθήκον του είναι να κατανοήσει τη φύση και τα όρια της δικής του δύναμης. Η μόνη δυνατή αφετηρία προς την επιστημονική Μεταφυσική [234] πρέπει να είναι μια «Κριτική του Καθαρού Λόγου». Η μελέτη της α priori γνώσης, εν γένει, ονομάζεται από τον Καντ υπερβατολογική μεταφυσική. Η κριτική του καθαρού Λόγου είναι το προκαταρκτικό μέρος της υπερβατολογικής μεταφυσικής. Είναι το σχέδιο του αρχιτέκτονα, το οποίο παρουσιάζει συστηματικά τα στοιχεία με τα οποία θα οικοδομηθεί μια τέτοια φιλοσοφία, και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιηθούν για την οικοδόμηση της. «Υπάρχουν δύο παρακλάδια της ανθρώπινης γνώσης», μας λέει ο Καντ, «η αισθητικότητα και η νόηση, οι οποίες ίσως έχουν κοινή, άγνωστη ωστόσο σε εμάς, ρίζα. Μέσω της πρώτης, τα αντικείμενα μάς δίνονται μέσω της δεύτερης, νοούνται». Οι λειτουργίες της αισθητικότητας και της νόησης είναι συνυφασμένες με ιδιαίτερο τρόπο. Ενώ η σύσταση των αισθητηρίων οργάνων καθορίζει το περιεχόμενο της εμπειρίας, η σύσταση της νόησης καθορίζει τη μορφή της, δηλαδή την α priori δομή της. Η υπεοβατολογική αισθητική Ο Καντ ονομάζει το μέρος εκείνο της πραγματείας του στο οποίο ασχολείται με τις αναγκαίες συνθήκες για την ανθρώπινη αισθητικότητα «Υπερβατολογική Αισθητική». Όπως και οι προκάτοχοι του τον 17ο -και τον 18ο- αιώνα, θεωρεί ότι η αισθητικότητα καθ' εαυτήν είναι μια παθητική δύναμη λήψης παραστάσεων. Ωστόσο, στην εμπειρία κάνει τη διάκριση μεταξύ ύλης και μορφής: η ύλη είναι ό,τι απορρέει απευθείας από την αίσθηση, η μορφή είναι ό,τι επιτρέπει στην πολλαπλότητα των φαινομένων να μπει σε τάξη. Η ύλη των αισθήσεων θα περιέκλειε ό,τι διαφοροποιεί μια φευγαλέα θέα του μπλε από μία φευγαλέα θέα του πράσινου, ή την οσμή του

5 τριαντάφυλλου από την οσμή του τυριού. Ο Καντ στην υπερβατολογική αισθητική ενδιαφέρεται μόνο για τη μορφή της αισθητής εποπτείας, η οποία είναι α priori. Στην ανθρώπινη εμπειρία, κάθε αντικείμενο αισθητικότητας είναι και αντικείμενο σκέψης: ό,τι βιώνεται στην εμπειρία ταξινομείται και κωδικοποιείται, υπάγεται από τη νόηση σε μία ή περισσότερες έννοιες. Ο πρώτος στόχος της υπερβατολογικής αισθητικής είναι να απομονώσει την αισθητικότητα, απομακρύνοντας από αυτήν καθετί που η νόηση σκέπτεται μέσω των εννοιών της, έτσι ώστε να μην μείνει τίποτα παρά μόνο η εμπειρική εποπτεία. Ο δεύτερος στόχος της είναι να την διυλίσει, έτσι ώστε να μείνει μόνο η καθαρή εποπτεία και η α ρήοή μορφή της. «Στην πορεία αυτής της διερεύνησης», λέει ο Καντ, «θα διαπιστωθεί ότι υπάρχουν δύο καθαρές μορφές αισθητής εποπτείας, που χρησιμεύουν ως αρχές μιας α ρνιοή γνώσης, δηλαδή ο χώρος και ο χρόνος». Όπως και οι προκάτοχοι του, ο Καντ δέχεται τη διάκριση μεταξύ εσωτερικών [235] και εξωτερικών αισθήσεων. Ο χώρος είναι η μορφή της εξωτερικής αίσθησης, με την οποία εμείς «αναπαριστούμε στον εαυτό μας αντικείμενα ως εξωτερικά ημών, και όλα, μηδενός εξαιρουμένου, στον χώρο». Ο χρόνος είναι η μορφή της εσωτερικής αίσθησης δια της οποίας ο νους εποπτεύει τις δικές του εσωτερικές καταστάσεις, όλες διατεταγμένες στον χρόνο. [236] Τι είναι, επομένως, ο χώρος και ο χρόνος; Μήπως είναι πραγματικές υπάρξεις; Μήπως είναι μόνο προσδιορισμοί ή σχέσεις πραγμάτων, και ωστόσο τέτοιοι σαν να ανήκαν στα πράγματα ακόμη και αν δεν εποπτεύονταν; Ή μήπως ο χώρος και ο χρόνος είναι τέτοιοι που ανήκουν μόνο στη μορφή της εποπτείας, και ως εκ τούτου στην υποκειμενική σύσταση του νου μας, πέραν της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν σε τίποτε άλλο; Για να απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει, ο Καντ διακρίνει μεταξύ της μεταφυσικής και της υπερβατολογικής έκθεσης μιας α priori έννοιας. Σύμφωνα με τη μεταφυσική έκθεση του χώρου και του χρόνου, ο χώρος και ο χρόνος προϋποτίθενται, δεν απορρέουν, από την εμπειρία· μπορούμε να φανταστούμε χώρο και χρόνο χωρίς αντικείμενα, αλλά όχι αντικείμενα χωρίς χώρο και χρόνο· τέλος, υπάρχει ένας μόνο χώρος και ένας μόνο χρόνος, άπειροι. Η υπερβατολογική έκθεση των εννοιών του χώρου και του χρόνου αναλαμβάνει να δείξει πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουμε αλήθειες για τον χώρο και για τον χρόνο η οποίες βασίζονται στην εποπτεία (επειδή δεν είναι αναλυτικές), και

6 ωστόσο είναι α priori (επειδή προηγούνται κάθε εμπειρίας). Αυτή η γνώση των συνθετικών α priori αληθειών για τον χώρο και τον χρόνο μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν υπάρχουν α priori μορφές αισθητικότητας. Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι ούτε απόλυτες ούτε σχετικές ιδιότητες των πραγμάτων καθ' εαυτά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πραγματικοί;

Ο

Καντ

άπαντα

ότι

είναι

εμπειρικώς

πραγματικοί,

αλλά

υπερβατολογικώς ιδανικοί. «Αν απομακρύνουμε το υποκείμενο, ο χώρος και ο χρόνος εξαφανίζονται: ως φαινόμενα δεν μπορούν να υπάρχουν καθ' εαυτά, μόνο εντός μας». Η φύση των πραγμάτων καθ' εαυτά μάς είναι άγνωστη. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι τα πάντα είναι απλώς φαινόμενα; Όχι με τη συνηθισμένη έννοια. Συνήθως, διακρίνουμε στην εμπειρία το ισχύον για όλα τα ανθρώπινα όντα από το συμπτωματικό από μία και μοναδική σκοπιά: το ουράνιο τόξο μετά από μία καταιγίδα με λιακάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς φαινόμενο, ενώ η βροχή θεωρείται πράγμα καθ' εαυτό. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να δεχτούμε ότι δεν είναι τα πάντα απλώς φαινόμενα. Όμως, αυτή η διάκριση μεταξύ φαινομένου και πραγματικότητας, όπως λέει ο Καντ, είναι απλώς εμπειρική. Όταν θέτουμε το υπερβατολογικό ερώτημα συνειδητοποιούμε «όχι μόνο ότι οι στάλες της βροχής είναι απλώς φαινόμενα, αλλά ότι ακόμη και το σφαιρικό τους σχήμα, ή μάλλον ακόμη και. ο χώρος όπου πέφτουν, δεν είναι τίποτα καθ' εαυτά, παρά μόνο τροποποιήσεις ή βασικές μορφές της αισθητής μας εποπτείας, και ότι τα υπερβατολογικά αντικείμενα παραμένουν άγνωστα σε εμάς». Μπορεί να μας φαίνεται δύσκολο να δεχτούμε αυτό το συμπέρασμα, αλλά είμαστε αναγκασμένοι, εάν λάβουμε υπ' όψιν τη φύση της Γεωμετρίας. [237] Η Γεωμετρία είναι ένα λαμπρό επίτευγμα της ανθρώπινης διάνοιας: όμως σε τι βασίζεται; Δεν μπορεί να βασίζεται στην εμπειρία, γιατί η Γεωμετρία είναι καθολική και αναγκαία. Δεν μπορεί να βασίζεται απλώς σε έννοιες, γιατί αυτές δεν θα σου πουν ότι δεν μπορούν να υπάρχουν δίπλευρα σχήματα. Επομένως, πρέπει να είναι ένας συνθετικός επιστημονικός κλάδος βασιζόμενος στην α priori εποπτεία. Η υπερβατολογική αισθητική του Καντ είναι ένα από τα λιγότερο επιτυχημένα μέρη του εγχειρήματος του. Όταν ο Καντ έγραφε, η ευκλείδεια Γεωμετρία θεωρούνταν η μόνη δυνατή θεωρία για τον χώρο' λίγο αργότερα, αποδείχτηκε ότι υπήρχαν και άλλες συνεπείς μη ευκλείδειες Γεωμετρίες. Επιπλέον, έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται ως γνήσιο ερώτημα, που μπορεί να απαντηθεί με επιστημονική διερεύνηση, το αν η βασική δομή του κόσμου στον οποίον ζούμε είναι ευκλείδεια ή μη

7 ευκλείδεια. Όμως αυτό θα ήταν ανέφικτο, εάν η χωρικότητα είχε κατασκευαστεί από τον νου και είχε μια μοναδική, αναπόφευκτα ευκλείδεια, μορφή. Η ανακάλυψη μη ευκλείδειων Γεωμετριών σημαίνει ότι το ερώτημα: «Είναι η Γεωμετρία αναλυτική ή συνθετική;» δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται ότι είναι. Η απάντηση μπορεί να είναι ότι πρόκειται για θέμα ανάλυσης το να ορίσει κανείς αν ένα συγκεκριμένο σύνολο θεωρημάτων έπεται ενός συγκεκριμένου συνόλου αξιωμάτων, αλλά ότι πρόκειται για συνθετικό ερώτημα το κατά πόσον το όποιο δοθέν αξίωμα -π.χ. το αξίωμα των παραλλήλων- ισχύει για τον κόσμο όπου ζούμε. Ίσως ο Καντ έχει δίκιο όταν λέει ότι μια τέτοια συνθετική πρόταση μπορεί να είναι γνωστή μόνο α priori· αν όμως είναι έτσι, αυτό πρέπει να αποδειχτεί και με άλλον τρόπο, όχι μόνο με το επιχείρημα του από τη Γεωμετρία. Το ερώτημα για το αν η Αριθμητική είναι συνθετική α priori έχει ομοίως τροποποιηθεί, αυτήν τη φορά από εξελίξεις στη μαθηματική λογική. Και πάλι, δεν υπάρχει απλή απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα· έχει όμως αποδειχτεί πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η προσφυγή του Καντ στην εποπτεία ως βάση της αριθμητικής θεωρίας είναι εντελώς ανεπαρκής. Παραμένει θέμα διαφωνίας το κατά πόσον η υπερβατολογική αισθητική μπορεί να ερμηνευθεί εκ νέου έτσι ώστε να παραμείνει στα σοβαρά και αληθής και καντιανή. Η αναλυτική των εννοιών Στην ανάπτυξη του καντιανού συστήματος, μετά την υπερβατολογική αισθητική (θέμα της οποίας είναι το δεκτικό μέρος του νου, η αισθητικότητα) ακολουθεί η υπερβατολογική λογική (θέμα της οποίας είναι το δημιουργικό μέρος του νου, η νόηση). Η νόηση είναι αυτή που μετατρέπει τα αντικείμενα της αισθητής εποπτείας σε αντικείμενα της σκέψης. Η νόηση και η αίσθηση είναι ισότιμες και αλληλένδετες. [238] «Χωρίς την αισθητικότητα κανένα αντικείμενο δεν θα μας δινόταν, χωρίς τη νόηση δεν θα νοούνταν κανένα αντικείμενο. Οι σκέψεις χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, οι εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές... Η νόηση δεν μπορεί να εποπτεύσει τίποτα, οι αισθήσεις δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα. Μόνο από την ένωση τους μπορεί να προκύψει η γνώση». Με τον όρο «λογική» ο Καντ εννοεί τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η νόηση. Η λογική μπορεί να είναι ειδικής χρήσης ή γενική· λογική ειδικής χρήσης

8 είναι η μεθοδολογία των επιμέρους επιστημών η γενική λογική «περιέχει τους απολύτως αναγκαίους κανόνες σκέψης χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως χρήση της νόησης». Μ γενική λογική, με τη σειρά της, μπορεί να είναι είτε καθαρή είτε εφαρμοσμένη. Η εφαρμοσμένη λογική ασχολείται με τις εμπειρικές, ψυχολογικές συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί η νόηση. Η καθαρή γενική λογική ασχολείται με τη μορφή και όχι με το περιεχόμενο της σκέψης. Η καθαρή λογική δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την καταγωγή των σκέψεων μας· είναι ανεξάρτητη και προηγείται της ψυχολογίας. Ο Καντ πάντως δεν ενδιαφέρεται να εκθέσει ή να αναπτύξει την τυπική λογική καθ' εαυτήν. Αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα τη λογική της εποχής του (την οποία από λάθος θεωρούσε αριστοτελική και για την οποία από λάθος θεωρούσε ότι εξάντλησε τις δυνατότητες του κλάδου). Η δική του υπερβατολογική λογική είναι κάτι διαφορετικό: είναι διερεύνηση αυτού που μπορεί να είναι γνωστό α priori σχετικά με την εφαρμοσιμότητα της λογικής. Η υπερβατολογική λογική χωρίζεται σε δύο μείζονες τομείς: την αναλυτική και τη διαλεκτική. Η υπερβατολογική αναλυτική παρουσιάζει τα κριτήρια για την έγκυρη εμπειρική χρήση της νόησης· η υπερβατολογική διαλεκτική προσφέρει μία κριτική της απατηλής δογματικής χρήσης του Λόγου. Η νόηση μας χρησιμοποιείται στην παραγωγή εννοιών και στη σύλληψη άρχων. (Η διάκριση μεταξύ εννοιών και αρχών στη νόηση μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με τη διάκριση μεταξύ λέξεων και προτάσεων στη γλώσσα). Η υπερβατολογική αναλυτική επομένως συνίσταται από δύο μέρη: την αναλυτική των εννοιών και την αναλυτική των αρχών. Ως επί το πλείστον, η υπερβατολογική αναλυτική αφορά την αναλυτική των εννοιών, η οποία επίσης καλείται παραγωγή των κατηγοριών. Αυτή η παραγωγή επιχειρείται πρώτα μεταφυσικά, και μετά υπερβατολογικά. Τι σημαίνουν όλοι αυτοί οι όροι; Μπορούμε να ξεκινήσουμε από την έννοια της «κατηγορίας», που ο Καντ την παρέλαβε από τον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης είχε επιχειρήσει να καταρτίσει έναν κατάλογο διαφορετικών τύπων κατηγορήσεως ενός ατόμου. Ο κατάλογος περιείχε δέκα στοιχεία: ουσία, ποιόν, ποσόν, προς τί, που, πότε, κείσθαι, ποιείν, πάσχειν, έχειν. Θα μπορούσαμε να πούμε για τον Σωκράτη, λόγου χάριν, ότι ήταν ένα ανθρώπινο ον (ουσία), είχε ύψος 1,75 (ποσόν), ήταν σοφός (ποιόν), ήταν μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα (προς τί), ζούσε στην Αθήνα (πού), τον 5ο αιώνα π.Χ. (πότε), καθόταν (κείσθαι), έκοβε ένα κομμάτι ύφασμα (ποιείν), κάηκε

9 [239] στη φωτιά (πάσχειν) και φορούσε χιτώνα (έχειν). Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσο σοβαρά προοριζόταν το σχήμα του Αριστοτέλη ως η τελική ταξινόμηση των τύπων κατηγορήσεως. Ο Καντ, εν πάση περιπτώσει, απέρριψε τον κατάλογο ως απελπιστικά μη-συστηματικό. Αντ' αυτού, προτείνει τη δική του μεταφυσική παραγωγή των κατηγοριών. Αυτή βασίζεται στη σχέση μεταξύ εννοιών και κρίσης. Η έννοια δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η ικανότητα να διατυπώνει κανείς κρίσεις συγκεκριμένου είδους. (Το να κατέχει κανείς την έννοια μέταλλο, για παράδειγμα, σημαίνει να έχει την ικανότητα να διατυπώνει κρίσεις εκφράσιμες με προτάσεις που περιέχουν τη λέξη «μέταλλο» ή αντίστοιχη της). Οι διαφορετικοί δυνατοί τύποι έννοιας θα προσδιοριστούν επομένως με την παρουσίαση των διαφορετικών δυνατών τύπων κρίσης. Ο Καντ παρουσιάζει συστηματικά τη σχέση μεταξύ των δύο στον παρακάτω πίνακα.

Ποσότητα Ποιότητα Σχέση Τρόπος

Κρίσεις

Κατηγορίες

Καθολικές Μερικές Ενικές Καταφατικές Αποφατικές Άπειρες Κατηγορικές Υποθετικές Διαζευκτικές Προβληματικές Βεβαιωτικές Αποδεικτικές

Ενότητα Πολλαπλότητα Ολότητα Πραγματικότητα Άρνηση Περιορισμός Ουσία Αιτία Αλληλεπίδραση Δυνατότητα Ύπαρξη Αναγκαιότητα

Τις υποδιαιρέσεις των διαφορετικών ειδών κρίσης τις παρέλαβε από σύγχρονους του ενασχολούμενους με τη λογική. Ήταν, λόγου χάριν, κοινός τόπος η διάκριση των κρίσεων σε καθολικές («Κάθε άνθρωπος είναι θνητός»), μερικές («Κάποιοι άνθρωποι είναι θνητοί»), και ενικές («Ο Σωκράτης είναι θνητός»). Επίσης, οι ενασχολούμενοι με τη λογική διέκριναν τις κρίσεις σε καταφατικές («Η ψυχή είναι θνητή»), αποφατικές («Η ψυχή δεν είναι θνητή») και άπειρες («Η ψυχή είναι μη-θνητή»). Επίσης, μία κρίση μπορούσε να είναι κατηγορική («Υπάρχει τέλεια δικαιοσύνη», για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα του Καντ) ή υποθετική («Εάν υπάρχει τέλεια δικαιοσύνη, οι αδιάλλακτα διεφθαρμένοι τιμωρούνται») ή διαζευκτική («Ο κόσμος

10 υπάρχει είτε από τυφλή τύχη είτε από εσωτερική αναγκαιότητα είτε από εξωτερική αιτία»). [240] Η πρωτοτυπία του Καντ έγκειται στον ισχυρισμό ότι αντλεί από τις συγκεκριμένες ταξινομήσεις των κρίσεων μια νέα και θεμελιώδη ταξινόμηση των εννοιών. Ωστόσο, δεν παρουσιάζει με καμία ιδιαίτερα πειστική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίον το κάνει αυτό, και στην πραγματικότητα μας αφήνει αβέβαιους για το πώς θα ερμηνεύσουμε τη θέση του ότι η έννοια είναι ουσιαστικά μια ικανότητα κρίσης. Οι σχολιαστές έχουν προτείνει διάφορα αντίστοιχα του ρόλου που ο Καντ απέδωσε στις κατηγορίες. Ορισμένοι πρότειναν ότι, εάν συγκρίνουμε τη γλώσσα με επιτραπέζιο παιχνίδι όπου κινούνται πιόνια, τότε οι κατηγορίες είναι ο κατάλογος των πιθανών τελικών κινήσεων που έχει το δικαίωμα να κάνει ένας παίχτης (μπροστά, πίσω, πλαγίως, διαγωνίως κτλ.). Επίσης, εάν θεωρήσουμε τη γλώσσα εργαλείο για να αντεπεξέλθουμε στον κόσμο, θα λέγαμε ότι ο κατάλογος των κατηγοριών είναι η τεχνική προδιαγραφή ενός εργαλείου για όλες τις χρήσεις (πρέπει να μπορεί να κόβει, να τρυπά, να στιλβώνει, κτλ.). Οι εξελίξεις στη λογική από την εποχή του Καντ έχουν καταστήσει λιγότερο φυσική την ταξινόμηση των κρίσεων επί της οποίας βάσισε τη μεταφυσική του παραγωγή των κατηγοριών. Ένα σύγχρονο στοιχειώδες εγχειρίδιο λογικής θα περιέχει δύο στοιχεία. Θα παρουσιάζει τον προτασιακό λογισμό ο οποίος τυποποιεί τις λογικές σχέσεις που εκφράζουν λέξεις όπως το («και», το «ή» και το «εάν», οι οποίες συνδέουν τις προτάσεις μεταξύ τους· ακόμη, θα παρουσιάζει τον κατηγορικό λογισμό ο οποίος τυποποιεί τις σχέσεις που εκφράζουν οι ποσοδείκτες όπως το «όλοι» και το «κάποιοι», οι οποίοι εμφανίζονται μέσα σε προτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η καντιανή διάκριση των κρίσεων κατά την ποσότητα, την ποιότητα και τη σχέση δεν είναι πλέον κατάλληλη, και φαίνεται να είναι μάλλον περίπλοκο σύστημα για την ταξινόμηση τους. Παρόλα αυτά, θα μπορούσε ακόμη να αναρωτηθεί κανείς, στο σύγχρονο πλαίσιο, για το αν υπάρχουν κάποιες αναγκαίες για τη λειτουργία της νόησης μας έννοιες. Το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί με γλωσσολογική μορφή: υπάρχουν άραγε έννοιες αναγκαίες για μία ολοκληρωμένη γλώσσα; Οποιοσδήποτε χρήστης γλώσσας -ακόμη και αν μιλάει διαφορετική γλώσσα από τη δική μας- πρέπει να διαθέτει μία έννοια άρνησης, και την ικανότητα να χρησιμοποιεί ποσοδείκτες όπως είναι το «όλοι» και το «κάποιοι». Εάν πρόκειται για ορθολογικό χρήστη γλώσσας, θα

11 χρειαστεί επίσης την ικανότητα να εξάγει συμπεράσματα, ικανότητα που εκδηλώνεται με την άρτια γνώση λέξεων όπως είναι το «εάν», το «τότε» και το «επομένως». Η Υπερβατολογική παραγωγή των κατηγοριών Ακόμη και αν ο Καντ ορθώς υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρχει ένας πυρήνας αναγκαίων κατηγοριών, πρόκειται για εντελώς διαφορετικό ερώτημα το κατά [241] πόσον η δική μας σύλληψη των συγκεκριμένων κατηγοριών πρέπει να είναι έμφυτη. Προκειμένου να αποτιμήσουμε αυτό το ερώτημα, πρέπει να περάσουμε από τη μεταφυσική παραγωγή στην υπερβατολογική παραγωγή. Η υπερβατολογική παραγωγή των καθαρών εννοιών της νόησης βρίσκεται στον πυρήνα της καντιανής φιλοσοφίας· σε αυτήν θα στραφούμε τώρα. Ο όρος «παραγωγή» στην ορολογία του Καντ είναι ένας οιονεί νομικός όρος, μία μεταφορά από τη γενεαλογία και το κληρονομικό δικαίωμα. Η παραγωγή μίας έννοιας είναι απόδειξη ότι έχουμε το δικαίωμα να τη χρησιμοποιούμε, ότι, χρησιμοποιώντας την, ενεργούμε σύμφωνα με τα γνωσιολογικά μας δικαιώματα. Η παραγωγή των κατηγοριών είναι απόδειξη ότι έχουμε το δικαίωμα να εφαρμόζουμε αυτές τις α priori έννοιες σε αντικείμενα. Η παραγωγή μίας α priori έννοιας δεν μπορεί να είναι απλώς μια εμπειρική εξήγηση του πώς οδηγούμαστε σε αυτήν πρέπει να είναι ένα υπερβατολογικό εγχείρημα, μια απόδειξη που δείχνει ότι η έννοια είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρξει καν η εμπειρία. [242] Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την έννοια της «αιτίας», που εμφανίζεται στον καντιανό κατάλογο κατηγοριών. Εάν είναι α priori, τότε η εμπειρία δεν μπορεί να αναφερθεί ως η προέλευση της· η εμπειρία δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποδείξει την αναγκαιότητα και την καθολικότητα του δεσμού που συνέχει αιτία και αποτέλεσμα. Χωρίς αμφιβολία, η εμπειρία όντως μας υποδεικνύει διάφορες γενικεύσεις. Όμως, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένας κόσμος εμπειρίας όπου θα επικρατούσε τόσο χάος ώστε τίποτα να μην μπορεί να αναγνωριστεί ως αιτία και αποτέλεσμα; Το σοκ που μας προκαλεί η υπερβατολογική παραγωγή είναι η συνειδητοποίηση ότι χωρίς τις έννοιες των κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων της ουσίας και της αιτίας, δεν θα μπορούσαμε να νοήσουμε -δεν θα μπορούσαμε να εννοιολογήσουμε- ούτε την πιο αποσπασματική και ακατάστατη εμπειρία. Μόνο αν μπορούμε να εννοιολογήσουμε αντικείμενα το είναι των οποίων είναι κάτι παραπάνω από απλώς φαινόμενο, μπορούμε να εννοιολογήσουμε και εποπτείες.

12 Τρία είναι τα στοιχεία που ενέχονται στην εννοιολόγηση της εμπειρίας. Πρώτον, υπάρχει η διάταξη των εποπτειών στον χρόνο· δεύτερον, υπάρχει η συνένωση των εποπτειών σε μία μοναδική συνείδηση· και, τέλος, υπάρχει η ικανότητα του κατόχου αυτής της συνείδησης να υπαγάγει τις εποπτείες σε έννοιες. Αυτό, όπως υποστηρίζει ο Καντ, ενέχει τη μόνιμη δυνατότητα αυτοσυνείδησης. «Οι πολλαπλές παραστάσεις, που δίδονται σε μία εποπτεία, δεν θα ήταν απαξάπασες δικές μου παραστάσεις, εάν δεν ανήκαν σε μία αυτοσυνείδηση». Η αυτοσυνείδηση προϋποθέτει την αναγκαία κυριότητα της εμπειρίας. Δεν είναι δυνατό να ανακαλύψω ότι κάτι είναι στοιχείο της δικής μου συνείδησης. Δεν μπορώ, τρόπον τινά, να έλθω αντιμέτωπος με ένα στοιχείο συνείδησης, να αναρωτηθώ σε ποιον ανήκει και να συμπεράνω, κατόπιν έρευνας, ότι δεν ανήκει σε κανέναν άλλο παρά σε εμένα. Μπορώ, μετά από σκέψη, να αποκτήσω επίγνωση των διαφόρων χαρακτηριστικών της συνειδητής εμπειρίας μου- αλλά δεν μπορώ να αποκτήσω επίγνωση του ότι αυτή ανήκει σε εμένα. Οι αυτοσυνείδητες διαπιστώσεις που μπορεί κάποιος να κάνει σχετικά με την εμπειρία του ονομάζονται από τον Καντ «καταλήψεις». Η επίγνωση της κυριότητας της εμπειρίας δεν είναι εμπειρική κατάληψη, αλλά «υπερβατολογική κατάληψη». Η επίγνωση των εμπειριών ως δικών μου είναι ταυτόχρονα επίγνωση του ότι ανήκουν σε μία μοναδική συνείδηση. Όμως αυτό που συνενώνει αυτές τις εμπειρίες δεν είναι η ίδια η εμπειρία- οι εμπειρίες μου, όπως λέει ο Καντ, είναι «πολύχρωμες και διαφορετικές». Για άλλη μια φορά η α priori δραστηριότητα της νόησης είναι αυτό που τίθεται σε λειτουργία, αυτό που δημιουργεί ό,τι ο Καντ αποκαλεί «σύνθεση» εποπτειών, αυτό που τις συνδυάζει στην ενότητα μιας μοναδικής συνείδησης. Ο τρόπος με τον οποίον η νόηση συνθέτει τις εποπτείες είναι με το να συνδέει στοιχεία ως δυνατά συστατικά μιας κρίσης. Αλλά μια κατηγορία είναι απλώς ένα [243] πλαίσιο για κρίση· συνεπώς, σε κάθε δοθείσα εποπτεία, η πολλαπλότητα αναγκαστικά υπάγεται στις κατηγορίες. Οι συνθήκες που καθιστούν εφικτή την αυταπόδοση εμπειρίας είναι η ενότητα και η συνάφεια μιας χρονικής διαδοχής εποπτειών. Όμως αυτές οι συνθήκες ταυτίζονται με τις συνθήκες που καθιστούν εφικτό μια διαδοχή εποπτειών να συγκροτεί έναν μοναδικό αντικειμενικό κόσμο. Επομένως, η δυνατότητα αυτοσυνείδησης προϋποθέτει τη δυνατότητα συνείδησης εξω-νοητικών αντικειμένων.

13 Ο Καντ κάνει όλη αυτήν τη διαδρομή για να συναντήσει τον εμπειριστή, και στη συνέχεια του δείχνει, στο δικό του έδαφος, ότι ο εμπειρισμός δεν επαρκεί. Συμφωνεί ότι για κάθε γνώση αντικειμένων -ακόμη και για τη γνώση του εαυτού μας ως αντικειμένου- είναι απαραίτητη η εμπειρία. Η αρχική ενότητα της κατάληψης μου δίνει μόνο την έννοια του εαυτού μου- για την όποια γνώση του εαυτού μου είναι απαραίτητη η εποπτεία. Όμως η εμπειρική γνώση, είτε του εαυτού μου είτε οτιδήποτε άλλου, εμπεριέχει κρίση· και δεν μπορεί να υπάρξει κρίση χωρίς έννοιες. Δεν μπορούν να υπάρχουν έννοιες που απορρέουν από την εμπειρία χωρίς έννοιες που προϋποτίθενται από την εμπειρία· επομένως λοιπόν, η γνώση ακόμη και των φαινομένων, η γνώση ακόμη και του εαυτού μου, πρέπει να εξαρτάται από τις κατηγορίες. Η πηγή της αντικειμενικής τάξης της φύσης είναι το υπερβατολογικό Εγώ: το Εγώ που φαίνεται, αλλά δεν γίνεται γνωστό στην υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης. Έτσι λύνουμε το αίνιγμα του «πώς μπορούμε να συλλάβουμε το γεγονός ότι η φύση θα έπρεπε να προοδεύει σύμφωνα με κατηγορίες, οι οποίες ωστόσο δεν αντλούνται από αυτήν και δεν διαμορφώνονται βάσει του προτύπου της». Από την υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης ο Καντ αντλεί την αντικειμενική φύση του κόσμου και αποδεικνύει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαινομένου. Η υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης είναι δυνατή μόνο εάν η εμπειρία μας είναι εμπειρία ενός κόσμου περιγράψιμου από τις κατηγορίες. Ουσιαστικά, δηλαδή, από την υπερβατολογική παραγωγή των κατηγοριών. Οι λεπτομέρειες του επιχειρήματος παραμένουν ασαφείς. Ο Καντ το διατυπώνει επανειλημμένως, ποικιλοτρόπως· κάθε φορά φαίνεται να λείπει ένας κρίκος από την αλυσίδα του συλλογισμού. Ο αναγνώστης μένει με μεμονωμένες αναλαμπές ενόρασης μάλλον παρά με τη σφαιρική θεώρηση ενός ακαταμάχητου επιχειρήματος. Η υπερβατολογική παραγωγή του Καντ δείχνει προς την κατεύθυνση ανατροπής του εμπειρισμού, ωστόσο δεν φαίνεται να είναι ικανή να τον εξαλείψει. Η αναλυτική των αρχών Ο Καντ διακρίνει ανάμεσα σε δύο ικανότητες του νου: τη νόηση και την κρίση. Η νόηση είναι η ικανότητα του νου να σχηματίζει έννοιες, η κρίση είναι η ικανότητα [244] να τις εφαρμόζει. Οι λειτουργίες της νόησης βρίσκουν έκφραση σε μεμονωμένες λέξεις, οι λειτουργίες της κρίσης βρίσκουν έκφραση σε ολόκληρες

14 προτάσεις. Οι α priori έννοιες είναι κατηγορίες· οι α priori κρίσεις ονομάζονται αρχές. Σε κάθε κατηγορία αντιστοιχεί μια αρχή. Οι α priori κρίσεις, όπως θυμόμαστε, μπορεί να είναι αναλυτικές ή συνθετικές. Η υπέρτατη αρχή των αναλυτικών κρίσεων είναι η αρχή της μηαντίφασης: μία αυτο-αντιφατική κρίση είναι κενή, και το χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας αναλυτικής κρίσης είναι ότι η αντίφαση της είναι αυτο-αντιφατική. Αλλά η αρχή της μη-αντίφασης μας περιορίζει στη σφαίρα των αναλυτικών προτάσεων: είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή, συνθήκη για την αλήθεια των συνθετικών προτάσεων. Σε μία συνθετική κρίση συνδέονται δύο μη-ταυτόσημες έννοιες. Το μέσο αυτής της σύνθεσης παραστάσεων, όπως λέει ο Καντ, είναι η φαντασία, που τις συνενώνει λόγω της ενότητας της κατάληψης. Η υπέρτατη αρχή των συνθετικών κρίσεων μπορεί επομένως να διατυπωθεί ως εξής: «κάθε αντικείμενο μιας δυνατής εμπειρίας υπόκειται στις αναγκαίες συνθήκες συνθετικής ενότητας του πολλαπλού της εποπτείας». Από εδώ είναι που αντλούμε συνθετικές α priori κρίσεις, συσχετίζοντας αυτές τις συνθήκες με κάθε δυνατό αντικείμενο εμπειρίας. Ο Καντ χωρίζει τις συνθετικές αρχές σε τέσσερις τάξεις. Αυτές αντιστοιχούν στην τετραμερή διάκριση του πίνακα των κατηγοριών. Πρώτον, υπάρχουν τα αξιώματα της εποπτείας, που αντιστοιχούν στην κατηγορία της ποσότητας· δεύτερον, οι προλήψεις της αντίληψης, που αντιστοιχούν στην κατηγορία της ποιότητας· τρίτον, οι αναλογίες της εμπειρίας, που αντιστοιχούν στην κατηγορία της σχέσης· τέλος, τα αιτήματα της εμπειρικής σκέψης, που αντιστοιχούν στην κατηγορία του τρόπου. Ας παρακολουθήσουμε την εξήγηση του Καντ για καθένα από αυτά. Αξιώματα της εποπτείας: Η αρχή των εν λόγω αξιωμάτων είναι ότι όλες οι εποπτείες είναι εκτατά μεγέθη: ό,τι βιώνουμε στην εμπειρία εκτείνεται (δηλαδή, έχει μέρη διακριτά από άλλα μέρη) στον χώρο ή τον χρόνο. «Όλα τα φαινόμενα», όπως λέει ο Καντ, «εποπτεύονται ως συναθροίσεις, ως συμπλέγματα προηγουμένως δοθέντων μερών». Αυτή ακριβώς είναι, σύμφωνα με τον Καντ, η βάση των γεωμετρικών αξιωμάτων, όπως είναι το αξίωμα που λέει ότι μεταξύ δύο σημείων μπορεί να χαραχτεί μόνο μία ευθεία γραμμή. Προλήψεις της αντίληψης: Σύμφωνα με την αρχή τους, σε όλα τα φαινόμενα το πραγματικό, που είναι αντικείμενο αίσθησης, είναι εντατό. Για παράδειγμα, όταν αισθάνεται κανείς έναν συγκεκριμένο βαθμό θερμότητας, γνωρίζει ότι θα μπορούσε

15 να αισθανθεί και κάτι περισσότερο ή λιγότερο θερμό' αυτό που αισθάνεται κανείς είναι ένα σημείο σε μια κλίμακα που εκτείνεται και προς τις δύο [245] κατευθύνσεις. Ομοίως, το ότι βλέπει κανείς ένα χρώμα σημαίνει ότι βλέπει κάτι που βρίσκεται σε ένα φάσμα. Ο όρος «πρόληψη» δεν είναι εύστοχος: είναι σαν να λέει ο Καντ ότι όποτε αισθάνεται κανείς κάτι, μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα αισθανθεί αμέσως μετά. Αλλά φυσικά μόνο η εμπειρία θα μπορούσε να το δείξει αυτό· όπως λέει ο Καντ, «αίσθηση είναι το στοιχείο εκείνο που δεν μπορεί να προληφθεί». Ό,τι γνωρίζω εκ των προτέρων όποτε έχω μια αίσθηση είναι απλώς η λογική δυνατότητα παρομοίων αισθήσεων σε άλλα σημεία πάνω σε μια κοινή κλίμακα. Ο όρος «προβολή» θα απέδιδε καλύτερα από τον όρο «πρόληψη» αυτό που εννοεί ο Καντ. Αναλογίες της εμπειρίας: Η ενότητα αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ισοδυναμεί με μία επιτυχή ανατροπή του εμπειριοκρατικού ατομισμού και του χιουμιανού σκεπτικισμού σχετικά με την αιτιότητα. Η αρχή των αναλογιών είναι η εξής: η εμπειρία είναι εφικτή μόνο αν βρεθούν αναγκαίες συνδέσεις ανάμεσα στις αντιλήψεις μας. Δύο είναι τα κύρια στάδια του επιχειρήματος: (1) Για να έχω την όποια εμπειρία, πρέπει να έχω την εμπειρία μιας αντικειμενικής σφαίρας· και αυτή πρέπει να περιέχει αιώνιες ουσίες. (2) Για να έχω την εμπειρία μιας αντικειμενικής σφαίρας, πρέπει να έχω την εμπειρία αιτιακά διατεταγμένων αλληλεπιδρουσών ουσιών. Σε καθεμία από τις τρεις αναλογίες, το επιχείρημα ξεκινάει με στοχασμό πάνω στην επίγνωση μας του χρόνου· ο χρόνος εξετάζεται πρώτα ως διάρκεια, μετά ως διαδοχή και τέλος ως συνύπαρξη. Οι τρεις αναλογίες Η πρώτη αναλογία επισημαίνει ότι ο χρόνος καθ' εαυτόν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός. Στην εμπειρία μιας στιγμής, που εξετάζεται απλώς ως εσωτερικό συμβάν, δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει πότε εμφανίζεται η εμπειρία, ούτε το αν εμφανίζεται πριν ή μετά από την όποια άλλη δοθείσα στιγμιαία εμπειρία. Επομένως, η επίγνωση μας του χρόνου πρέπει να είναι ένας συσχετισμός των φαινομένων με κάποιο μόνιμο, ουσιαστικό υπόστρωμα. «Σε κάθε μεταβολή των φαινομένων», λέει η αρχή, «η ουσία είναι μόνιμη: η ποσότητα της στη φύση ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται». Για να υπάρξει μεταβολή (σε αντιδιαστολή προς την απλώς ασύνδετη ακολουθία) πρέπει να υπάρχει κάτι που αρχικά θα είναι ένα πράγμα και μετά θα είναι κάτι άλλο.

16 Όμως αυτό το μόνιμο στοιχείο δεν μπορεί να μας το παράσχει η εμπειρία, που η ίδια βρίσκεται σε διαρκή ροή· πρέπει επομένως να το παράσχει κάτι αντικειμενικό, το οποίο μπορούμε να το ονομάσουμε «ουσία». «Κάθε ύπαρξη και κάθε μεταβολή στον χρόνο πρέπει επομένως να θεωρείται απλώς ως τρόπος [246] ύπαρξης εκείνου το οποίο παραμένει και διατηρείται. Σε όλα τα φαινόμενα, το μόνιμο είναι το αντικείμενο καθαυτό, δηλαδή η ουσία ως φαινόμενο». Υπάρχουν πολλές ασάφειες τόσο στο επιχείρημα όσο και στο συμπέρασμα της πρώτης αναλογίας. Η λέξη «ουσία» άλλοτε φαίνεται να χρησιμοποιείται σαν να ήταν ήδη γνωστή η σημασία της - ίσως, όπως στις κατηγορίες, ως κάτι που [247] εκφέρεται πάντα ως υποκείμενο και ποτέ ως κατηγόρημα· άλλοτε φαίνεται να εισάγεται εξ ορισμού ως το ανθεκτικό στοιχείο στη μεταβολή. Δεν είναι πάντα σαφές το είδος της μεταβολής για το οποίο γίνεται λόγος: το επιχείρημα άραγε αφορά τη γέννηση και τη φθορά ουσιών, ή μήπως αφορά τη μεταβολή στις ιδιότητες μιας ανθεκτικής ουσίας; Συνεπώς, δεν είναι σαφές τι ακριβώς αποδεικνύει το επιχείρημα: το συμπέρασμα λέει ότι πρέπει να υπάρχουν πολλά μόνιμα πράγματα, ότι πρέπει να υπάρχει ένα μόνιμο πράγμα, ή μήπως ότι πρέπει να υπάρχει ένα αμετάβλητο ποσό ουσίας; Παραμένει ασφαλώς αδιευκρίνιστο το γιατί η ουσία πρέπει να είναι αιώνια. Όμως ακόμη και η πιο ασθενής εκδοχή του συμπεράσματος -ότι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον κάποιες αντικειμενικές οντότητες με μη-στιγμιαία διάρκεια- αρκεί για την ανατροπή του εμπειριοκρατικού ατομισμού. Η δεύτερη και η τρίτη αναλογία καταφέρονται με πολύ μεγαλύτερη σφοδρότητα ενάντια στις χιουμιανές. Η δεύτερη αναλογία βασίζεται σε μια απλή, αλλά σημαντική, παρατήρηση. Όταν κοιτάζω ένα σπίτι, υπάρχει διαδοχή στις εμπειρίες μου: πρώτα, ίσως, κοιτώ τη στέγη, μετά, τους επάνω ορόφους, κατόπιν το ισόγειο, και τέλος το υπόγειο. Ομοίως, όταν είμαι ακίνητος και παρατηρώ ένα πλοίο να κατεβαίνει έναν ποταμό, έχω μία διαδοχή διαφορετικών εικόνων: πρώτα, την εικόνα του πλοίου κοντά στις πηγές του ποταμού, έπειτα, την εικόνα του πιο κοντά στις εκβολές του, και ούτω καθ' εξής. Τι είναι αυτό που διακρίνει μια απλώς υποκειμενική διαδοχή φαινομένων (τις διάφορες στιγμιαίες θέες του σπιτιού) από μια αντικειμενική διαδοχή (την κίνηση του πλοίου προς τις εκβολές του ποταμού); Στη μία περίπτωση, όχι όμως και στην άλλη, η σειρά των αντιλήψεων θα μπορούσε να αντιστραφεί· και δεν υπάρχει καμία βάση επί της οποίας θα μπορούσε να γίνει αυτή η διάκριση εκτός από μία αναγκαία αιτιώδη κανονικότητα. «Ποτέ στην εμπειρία δεν αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο την έννοια της διαδοχής... και δεν το διακρίνουμε από την υποκειμενική

17 διαδοχή της κατάληψης, εκτός αν έχουμε έναν κανόνα ως βάση». Έτσι, η άποψη του Χιουμ, ότι πρώτα αντιλαμβανόμαστε τη χρονική διαδοχή μεταξύ δύο συμβάντων και μετά θεωρούμε το ένα αιτία και το άλλο αποτέλεσμα, είναι ουσιαστικά αβάσιμη. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική: χωρίς σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος δεν μπορούμε να αποδείξουμε αντικειμενική τάξη στον χρόνο. Ακόμη και αν η χρονική διαδοχή ίσχυε ανεξάρτητα από τη σχέση αιτίαςαποτελέσματος, η χρονική διαδοχή από μόνη της δεν θα επαρκούσε ως εξήγηση της. Διότι μια αιτία μπορεί να συμβαίνει ταυτόχρονα με το αποτέλεσμα της. Μία μπάλα, πάνω σε ένα παραφουσκωμένο μαξιλάρι, αφήνει ένα βαθούλωμα στο μαξιλάρι αμέσως μόλις ακουμπήσει πάνω του. Η μπάλα είναι η αιτία, και το βαθούλωμα είναι το αποτέλεσμα· αυτό το γνωρίζουμε, επειδή κάθε τέτοια μπάλα δημιουργεί βαθούλωμα, αλλά κάθε τέτοιο βαθούλωμα δεν περιέχει μια μπάλα. Η σχέση χρόνου και αιτιότητας είναι πολύ πιο περίπλοκη από όσο τη φαντάστηκε ο Χιουμ. [248] Στην τρίτη αναλογία, ο Καντ εξετάζει την τρίτη πλευρά του χρόνου, τη συνύπαρξη, και αποδεικνύει ότι και αυτή είναι αδιανόητη χωρίς την αιτιακή σχέση. Εάν το Α συνυπάρχει χρονικά με το Β, τότε μπορούμε εξίσου να στρέψουμε την προσοχή μας είτε από το Α στο Β ή από το Β στο Α. Αν όμως υποθέσουμε ότι τα Α και Β βρίσκονται σε αιτιακή απομόνωση, έτσι ώστε ούτε το μεν ούτε το δε να μπορεί να επιδράσει σε οτιδήποτε άλλο, δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε αν η φαινόμενη συνύπαρξη είναι αντικειμενική ή απλώς ιδιότητα της κατάληψης μας. Μόνο στην περίπτωση που η αντίληψη μας των Α και Β αφορά την επίδραση των Α και Β πάνω μας -κάτι που είναι ασυμβίβαστο με το γεγονός ότι βρίσκονται σε αιτιακή απομόνωση-, μπορούμε να πούμε ότι η δική μας ταυτόχρονη αντίληψη αυτών είναι αντίληψη της συγχρονικότητας. Η τρίτη αναλογία δεν είναι τόσο πειστική όσο η δεύτερη· οι σχολιαστές υποψιάζονται ότι ο Καντ οδηγήθηκε στο να παρουσιάσει την τριάδα των αναλογιών όχι από αμιγώς φιλοσοφικά κίνητρα, αλλά από την επιθυμία του να παραλληλίσει τη δική του μεταφυσική της εμπειρίας με τους τρεις μείζονες νόμους της φυσικής του Νεύτωνα. Τα αιτήματα της εμπειρικής σκέψης Το πιο ενδιαφέρον μέρος της συζήτησης στην οποία ο Καντ δίνει τον συγκεκριμένο τίτλο είναι η ανατροπή του ιδεαλισμού. Ο στόχος του Καντ είναι διπλός: ο προβλη-

18 ματικός ιδεαλισμός του Ντεκάρτ (Το «Υπάρχω» είναι ο μοναδικός αδιαμφισβήτητος εμπειρικός ισχυρισμός) και ο δογματικός ιδεαλισμός του Μπέρκλεϊ (ο εξωτερικός κόσμος είναι πλασματικός). Κοινή και στους δύο είναι η θέση ότι το εσωτερικό μπορεί να γνωστεί καλύτερα από το εξωτερικό, και ότι οι εξωτερικές υποστάσεις συνάγονται από τις εσωτερικές εμπειρίες. Το επιχείρημα ακολουθεί την εξής πορεία: Έχω επίγνωση των μεταβαλλόμενων νοητικών καταστάσεων, και επομένως έχω συνείδηση της ύπαρξης μου στον χρόνο- δηλαδή, όπως όταν έχω εμπειρίες πρώτα τη μια στιγμή και μετά μιαν άλλη. Αλλά η αντίληψη της αλλαγής προϋποθέτει, όπως υποστηρίχτηκε προηγουμένως, αντίληψη ενός μόνιμου κάτι. Όμως αυτό το κάτι δεν είναι ο εαυτός μου- το ενοποιητικό υποκείμενο της εμπειρίας μου είναι κάτι του οποίου έχω ανά πάσα στιγμή την επίγνωση, αλλά όχι κάτι του οποίου έχω την εμπειρία. Επομένως, μόνο εάν έχω εξωτερική εμπειρία, μου είναι δυνατόν να διατυπώνω κρίσεις σχετικά με το παρελθόν. Η αναλυτική του Καντ καταλήγει σε μία επιμονή σχετικά με τα όρια της επάρκειας της νόησης. Οι κατηγορίες δεν μπορούν να καθορίσουν την ίδια τους την εφαρμοσιμότητα, οι αρχές δεν μπορούν να εγκαθιδρύσουν την ίδια τους την αλήθεια. Η νόηση από μονή της δεν μπορεί να εγκαθιδρύσει ότι υπάρχει ουσία, ή ότι κάθε [249] μεταβολή οφείλεται σε μία αιτία. Το μόνο που αποδεικνύεται α priori, είτε με την υπερβατολογική παραγωγή των κατηγοριών είτε με την έκθεση του συστήματος των αρχών, είναι το ότι για να είναι δυνατή η εμπειρία πρέπει να υφίστανται συγκεκριμένες συνθήκες. Όμως το κατά πόσο είναι δυνατή η εμπειρία, είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχτεί εκ των προτέρων η δυνατότητα της εμπειρίας αποδεικνύεται μόνο με την πραγματική εμφάνιση της ίδιας της εμπειρίας. Οι έννοιες πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε αντικείμενα δυνατής εμπειρίας- μπορεί να μην εφαρμόζονται στα πράγματα εν γένει και καθ' εαυτά. Αν στην εποπτεία δεν παρουσιαστεί ένα αντικείμενο υπαγόμενο σε μία έννοια, η έννοια είναι κενή και άστοχη. Ο Καντ παρατηρεί ότι οι φιλόσοφοι διακρίνουν ανάμεσα στα φαινόμενα (τις εκφάνσεις) και τα νοούμενα (τα αντικείμενα της σκέψης), και χωρίζουν τον κόσμο σε κόσμο των αισθήσεων και κόσμο της νόησης. Η ίδια του η αναλυτική έχει δείξει ότι δεν μπορεί να υπάρχει κόσμος μόνο φαινομένων, μόνο αντικειμένων αίσθησης που δεν υπάγονται σε κατηγορίες ή δεν αποτελούν περιπτώσεις κανόνων. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένας μη-αισθητός κόσμος που έχει ανακαλυφθεί μόνο από τη νόηση. Ο Καντ δέχεται ότι υπάρχουν νοούμενα με μία αρνητική έννοια: πράγματα που δεν είναι αντικείμενα αισθητής εποπτείας. Αρνείται όμως ότι υπάρχουν νοούμενα

19 με μια καταφατική έννοια: πράγματα που είναι αντικείμενα μιας μη-αισθητής εποπτείας. Η έννοια του νοουμένου, εάν κατανοηθεί σωστά, είναι απλώς μία περιοριστική έννοια, αρμοδιότητα της οποίας είναι να καθορίζει τα όρια της αισθητικότητας. Το ότι δέχεται την ύπαρξη νοουμένων ως εξω-αισθητών αντικειμένων, που μπορούν να μελετηθούν με τη χρήση της διάνοιας μόνο, σημαίνει ότι εισέρχεται σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, η γεωγραφία του οποίου θα μελετηθεί στην υπερβατολογική διαλεκτική. Από την αναλυτική στη διαλεκτική Η αναλυτική έχει περιγράψει την περιοχή της καθαρής νόησης: Αυτή η περιοχή είναι ένα νησί, που η ίδια η φύση έχει εγκλείσει σε αμετακίνητα όρια. Είναι η γη της αλήθειας -μαγευτικό όνομα!- που περιβάλλεται από έναν πλατύ και τρικυμισμένο ωκεανό, τη γενέτειρα των ψευδαισθήσεων, όπου πολλές ομιχλώδεις ξέρες και πολλά παγόβουνα που λιώνουν γρήγορα δίνουν την απατηλή εικόνα μακρινών ακτών, παραπλανώντας τον ριψοκίνδυνο θαλασσοπόρο κάθε φορά με νέες κούφιες ελπίδες, και παρασύροντας τον σε εγχειρήματα από τα οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παραιτηθεί, και είναι ωστόσο ανίκανος να τα φέρει εις πέρας. [250] Στην υπερβατολογική διαλεκτική, ο Καντ προτίθεται να παρουσιάσει τη λογική της ψευδαίσθησης και να υποβάλει σε κριτική μια α priori ψυχολογία, κοσμολογία και θεολογία. Δεν ασχολείται με τα τυχαία και συμπτωματικά σφάλματα, όπως είναι οι οπτικές παραισθήσεις ή οι λογικές πλάνες, αλλά με κάτι πιο σημαντικό και υπερβατολογικό: την προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ο νους πέρα από τα όρια της εμπειρίας, που είναι μία «φυσική και αναπόφευκτη» ψευδαίσθηση η οποία προκύπτει από τη φύση των λειτουργιών μας. Όλη μας η γνώση, όπως λέει ο Καντ, ξεκινάει από τις αισθήσεις, μεταβαίνει στη νόηση και καταλήγει με τον Λόγο. Η εξήγηση του Καντ για τη διαφορά ανάμεσα στη νόηση και τη λογική είναι αόριστη, και ίσως όχι απόλυτα συνεπής. Αλλά επικεντρώνεται σε τρεις τύπους συλλογισμού: τον κατηγορικό (π.χ. «Όλα τα Μ είναι Π· Όλα τα Σ είναι Μ· άρα όλα τα Σ είναι Π»), τον υποθετικό (π.χ. «Αν Α τότε Β· αλλά Α· άρα Β»), και τον διαζευκτικό (π.χ. «Είτε Α ή Β· αλλά όχι Α· άρα Β»). Ο Λόγος, όπως και η νόηση, λειτουργεί μέσα από έννοιες. Έχοντας ονομάσει τις καθαρές έννοιες της νόησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αριστοτέλη,

20 «Κατηγορίες», ο Καντ τώρα ονομάζει τις έννοιες του καθαρού Λόγου «Ιδέες», επικαλούμενος σκόπιμα τον Πλάτωνα. Οι Ιδέες είναι αναγκαίες έννοιες του Λόγου στις οποίες δεν αντιστοιχεί κανένα αντικείμενο της αισθητηριακής εμπειρίας. Φτάνει κανείς στις Ιδέες του καθαρού Λόγου αν πάρει μία μορφή συναγωγής και επιχειρήσει να την απολυτοποιήσει. Εξάγουμε συμπεράσματα από προκείμενεςτα συμπεράσματα ισχύουν, εφ' όσον ισχύουν και οι προκείμενες. Αυτό όμως φαίνεται να είναι μία αλήθεια υπό όρους, αφού η αλήθεια των προκειμένων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω. Ο Λόγος αναζητεί κάτι άνευ όρων, μία βάση απόλυτη, η οποία θα απορρέει μόνο από τον εαυτό της. Ό,τι είναι απολύτως έγκυρο, είναι έγκυρο άνευ όρων, από όλες τις απόψεις, χωρίς περιορισμό. Τρεις είναι οι Ιδέες του καθαρού Λόγου, στις οποίες φτάνει κανείς αν απολυτοποιήσει τους τρεις διαφορετικούς τύπους συναγωγής. Υπάρχει η ιδέα της ψυχής ως μόνιμου ουσιαστικού υποκειμένου, η οποία προκύπτει από την επιδίωξη του απροϋπόθετου στον κατηγορικό συλλογισμό. Υπάρχει η ιδέα του κόσμου ως της ολότητας των πραγμάτων που σχετίζονται ως αιτίες και αποτελέσματα, η οποία προκύπτει από τον υποθετικό συλλογισμό. Τέλος, υπάρχει η ιδέα του Θεού ως του όντος απάντων των όντων, η οποία προκύπτει από τον διαζευκτικό συλλογισμό. «Έτσι, ο καθαρός Λόγος μας προσφέρει την ιδέα για ένα υπερβατολογικό δόγμα της ψυχής, για μία υπερβατολογική επιστήμη του κόσμου, και τέλος για μία υπερβατολογική γνώση του Θεού». Τρία διαφορετικά είδη διαλεκτικού επιχειρήματος οδηγούν στις τρεις διαφορετικές ιδέες. Τα επιχειρήματα που καταλήγουν από την υποκειμενική εμπειρία στην ψυχή ως ουσία, ονομάζονται παραλογισμοί τον καθαρού Λόγου. Το επιχείρημα που ξεκινάει από τις αιτιακές σχέσεις μεταξύ εμπειρικών αντικειμένων και καταλήγει [251] στην έννοια ενός ολικού κόσμου, άνευ όρων γιατί περιέχει όλους τους όρους, ονομάζεται αντινομία του καθαρού Λόγου. Το επιχείρημα που πηγαίνει από την ενδεχομενικότητα των αντικειμένων της εμπειρίας στην άνευ όρων αναγκαιότητα ενός όντος απάντων των όντων, δηλαδή του Θεού, ονομάζεται ιδεώδες του καθαρού Λόγου. Οι παραλογισμοί του Καθαρού Λόγου Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην εμπειρική και στην ορθολογική Ψυχολογία. Η εμπειρική Ψυχολογία ασχολείται με την ψυχή ως το αντικείμενο της εσωτερικής

21 αίσθησης· η ορθολογική Ψυχολογία αναλαμβάνει να ασχοληθεί με την ψυχή ως το υποκείμενο κάθε κρίσης. Η ορθολογική Ψυχολογία, όπως λέει ο Καντ, «διατείνεται ότι είναι επιστήμη που βασίζεται στην απλή πρόταση "Σκέφτομαι"». Δεν βασίζεται στις εμπειρικές αντιλήψεις της εσωτερικής αίσθησης, αλλά στην απλή, χωρίς κανένα εμπειρικό περιεχόμενο, κατάληψη. Το «Σκέφτομαι» είναι «το ένα και μοναδικό κείμενο της ορθολογικής Ψυχολογίας». «Το Εγώ ή το αυτός ή το αυτό (το πράγμα) που σκέπτεται» είναι ένας άγνωστος χ, το υπερβατολογικό υποκείμενο των σκέψεων. [252] Ο Ντεκάρτ χρησιμοποίησε το «Σκέφτομαι» ως λέξη χαρακτηριστική γένους, για να συμπεριλάβει όλες τις νοητικές καταστάσεις και δραστηριότητες. Όμως, όταν το «Σκέφτομαι» χρησιμοποιείται ως το κείμενο της ορθολογικής Ψυχολογίας, το σκέπτεσθαι πρέπει να εκληφθεί όχι ως γένος της σκέψης, αλλά ως συμπλήρωμα της σκέψης. Είναι η έκφραση της αυτοσυνείδησης που είναι αναπόσπαστη από τη σκέψη. Όμως, με ποιον τρόπο καταλαβαίνουμε πως ό,τι σκέπτεται έχει συνείδηση εαυτού; Απάντηση: η αυτοσυνείδηση είναι αναγκαία για να σκέπτεται κανείς το σκέπτεσθαι, και αποδίδουμε α priori στα πράγματα εκείνες τις ιδιότητες που αποτελούν όρους για να τα σκεφτόμαστε. Ο Καντ καταρτίζει έναν κατάλογο από τέσσερις παραλογισμούς του καθαρού Λόγου - τέσσερις πλάνες στις οποίες οδηγούμαστε από την παρόρμηση να υπερβούμε τα όρια της απλώς εμπειρικής Ψυχολογίας. Στον πρώτο παραλογισμό μεταβαίνουμε από την προκείμενη «Αναγκαστικά, το υποκείμενο σκέψης είναι υποκείμενο» στο συμπέρασμα «Το υποκείμενο σκέψης είναι αναγκαστικά υποκείμενο». Στον δεύτερο περνάμε από την προκείμενη «Το εγώ δεν μπορεί να χωριστεί σε μέρη» στο συμπέρασμα «Το εγώ είναι μία απλή ουσία». Στον τρίτο, μεταβαίνουμε από την προκείμενη «Όποτε έχω συνείδηση, είμαι το ίδιο Εγώ που έχει συνείδηση» στο συμπέρασμα «Όποτε έχω συνείδηση, έχω συνείδηση του ίδιου Εγώ». Τέλος στον τέταρτο παραλογισμό, από την αλήθεια ότι «Μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου εκτός από οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένου του σώματος μου» αποδεικνύουμε το συμπέρασμα «Εκτός από οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένου του σώματος μου, μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου». Σε κάθε παραλογισμό μία απλή αναλυτική πρόταση μετατρέπεται σε μία αμφιλεγόμενη συνθετική αρηοή πρόταση. Όλοι μαζί οι παραλογισμοί καταλήγουν στον ισχυρισμό ότι το Εγώ είναι μία άυλη, άφθαρτη, προσωπική, αθάνατη οντότητα.

22 Η αντινομία τον καθαρού Λόγου Ο Καντ πίστευε ότι κάθε απόπειρα του Λόγου να σχηματίσει «κοσμικές έννοιες», δηλαδή έννοιες του κόσμου ως όλου, ήταν καταδικασμένη να καταλήξει σε άλυτη αντίφαση. Για να δείξει τις απατηλές τάσεις του καθαρού Λόγου κατασκευάζει ένα σύνολο αντινομιών. Η αντινομία είναι ένα ζεύγος αντίθετων επιχειρημάτων που οδηγούν σε αντιφατικά συμπεράσματα (μία θέση και μία αντίθεση). Η πρώτη αντινομία, για παράδειγμα, έχει ως θέση την πρόταση «Ο κόσμος έχει αρχή στον χρόνο, και επίσης είναι πεπερασμένος όσον αφορά τον χώρο» και ως αντίθεση την πρόταση «Ο κόσμος δεν έχει αρχή, ούτε έχει όρια στον χώρο· είναι άπειρος όσον αφορά και τον χρόνο και τον χώρο». Οι δύο προτάσεις «Ο κόσμος έχει αρχή στον χρόνο» και «Ο κόσμος δεν έχει [253] αρχή» έχουν μεγάλη προϊστορία στα έργα φιλοσόφων. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η δεύτερη μπορεί να αποδειχτεί. Ο Αυγουστίνος πίστευε ότι η πρώτη μπορεί να αποδειχτεί. Ο Ακινάτης πίστευε ότι καμία από τις δύο δεν μπορεί να αποδειχτεί. Ο Καντ τώρα προτείνει ότι και οι δύο προτάσεις μπορούν να αποδειχτούν. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι αμφότερες οι αντιφατικές προτάσεις είναι αληθείς· σκοπός του είναι να αποδείξει ότι ο Λόγος δεν έχει το δικαίωμα να μιλάει καν για τον «κόσμο» ως όλο. Στην πραγματικότητα, καμία από τις «αποδείξεις» του Καντ δεν είναι αδιάσειστη. Το επιχείρημα για τη θέση βασίζεται στο ότι είναι αδύνατον να ολοκληρωθεί μία άπειρη σειρά. Η άπειρη σειρά, όπως λέει ο Καντ, είναι σειρά που «δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί με διαδοχική σύνθεση»· άρα είναι αδύνατον να έχει παρέλθει ένας άπειρος κόσμος-σειρά. Οι μετά τον Καντ μαθηματικοί πρότειναν εναλλακτικούς τρόπους ορισμού του απείρου· όμως ακόμη και αν δεχτούμε τον ορισμό του Καντ, μπορούμε να απορρίψουμε το συμπέρασμα του. Είναι αλήθεια ότι κάθε άπειρη διακριτή σειρά πρέπει να είναι ανοιχτή στο ένα της άκρο: καμία τέτοια σειρά δεν μπορεί να «ολοκληρωθεί» με την έννοια ότι θα έχει δύο τελικά σημεία. Γιατί όμως να μην μπορεί να έχει ένα τέλος προς τη μία κατεύθυνση, και να συνεχίζεται επ' άπειρον προς την άλλη; Ο παρελθών χρόνος τότε θα «ολοκληρωνόταν» έχοντας το τελικό σημείο του στο παρόν, ενώ θα εκτεινόταν ες αεί στο παρελθόν. Ο Καντ δεν προτείνει κανένα πειστικό επιχείρημα ενάντια σε αυτήν την πρόταση. Η αδυνατότητα ύπαρξης ενός κόσμου άπειρου στον χώρο υποτίθεται ότι συνάγεται από την αδυνατότητα του απείρου στον χρόνο. Ένας άπειρος κόσμος δεν θα μπορούσε να ιδωθεί με μία μόνο ματιά· θα έπρεπε να τον κοιτάζει κανείς κομμάτι-

23 κομμάτι, και θα χρειαζόταν άπειρο χρόνο για να παρατηρήσει έναν άπειρο αριθμό κομματιών. Αλλά γιατί αυτός που πιστεύει στο χωρικό άπειρο να δεσμευτεί στο ότι πρέπει να μπορεί κανείς να μετρήσει και κάθε τμήμα του κόσμου; Δεν μπορεί κάποιος να δεχτεί ότι ο κόσμος είναι άπειρος, αλλά μη καταμετρήσιμος; Το επιχείρημα της αντίθεσης πάει ως εξής: Εάν ο κόσμος είχε αρχή, τότε υπήρξε κάποια εποχή κατά την οποία ο κόσμος δεν υφίστατο. Κάθε στιγμή αυτού του «κενού χρόνου» είναι πανομοιότυπη με τις άλλες. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ο κόσμος άρχισε τότε που άρχισε;». Μπορεί κάποιος να απαντήσει ότι αυτός που πιστεύει σε έναν χρονικώς πεπερασμένο κόσμο δεν χρειάζεται να πιστεύει στον «κενό χρόνο». Μπορεί κάλλιστα να συμφωνεί ότι δεν είναι δυνατόν να εντοπίσει την αρχή του κόσμου από τα έξω (σε ένα τάδε σημείο του «κενού χρόνου»), ενώ παράλληλα να υποστηρίζει ότι μπορεί κανείς να την εντοπίσει από τα μέσα (τόσες πολλές μονάδες χρόνου πριν από το τώρα). Ο Καντ παρουσιάζει ένα ανάλογο επιχείρημα σε όσους πιστεύουν σε ένα χωρικώς πεπερασμένο σύμπαν. «Εάν ο κόσμος περιορίζεται στον χώρο, πρέπει να περιορίζεται από τον χώρο· όμως ο κενός χώρος είναι ένα τίποτα». Μπορεί να [254] δοθεί μια ανάλογη απάντηση. Το επιχείρημα του Καντ φαίνεται να επηρεάζει μόνον εκείνους που πιστεύουν στον χώρο ως απόλυτη οντότητα, όχι εκείνους που θεωρούν την έννοια του χώρου αφηρημένη μέθοδο για να αναφέρεται κανείς σε χωρικές σχέσεις μεταξύ πραγματικών οντοτήτων. Γενικά, η πρώτη αντινομία φαίνεται αναποτελεσματική στο να αποδείξει την ανικανότητα του Λόγου. Συνολικά, ο Καντ προτείνει τέσσερις αντινομίες. Η δεύτερη αφορά την απλότητα και την πολυπλοκότητα· η τρίτη αφορά την ελευθερία και την αιτιότητα· η τέταρτη αφορά την αναγκαιότητα και την ενδεχομενικότητα. Σε καθεμία από τις αντινομίες, η αντίθεση βεβαιώνει ότι μία συγκεκριμένη σειρά συνεχίζεται επ' άπειρον, η θέση ότι η ίδια σειρά φτάνει σε ένα τέλος. Έτσι: Πρώτη: η σειρά στοιχείων που βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο στον χώρο και τον χρόνο φτάνει σε ένα τέλος (θέση)/ συνεχίζεται επ' άπειρον (αντίθεση). Δεύτερη: η σειρά στοιχείων που αποτελούν μέρη άλλων φτάνει σε ένα τέλος (θέση) / συνεχίζεται επ' άπειρον (αντίθεση).

24 Τρίτη: η σειρά στοιχείων που έχουν ως αιτία τους κάποιο άλλο πράγμα καταλήγει σε ένα ελεύθερο, φύσει αναίτιο, συμβάν (θέση) /συνεχίζεται επ' άπειρον (αντίθεση). Τέταρτη: η σειρά στοιχείων που προκύπτουν ενδεχομενι,κά από ένα άλλο συνεχίζεται επ' άπειρον (αντίθεση) / καταλήγει σε ένα απολύτως αναγκαίο ον (θέση). Καθεμία από τις τονισμένες σχέσεις θεωρείται από τον Καντ ως μία μορφή περιορισμού από κάτι άλλο· έτσι καθεμία από τις σειρές αυτές είναι μία σειρά όρων. «Η όλη αντινομία του καθαρού Λόγου εδράζεται στο διαλεκτικό επιχείρημα: εάν δίνεται το υπό όρους, δίνεται ομοίως ολόκληρη η σειρά των όρων του· τα αντικείμενα των αισθήσεων δίνονται ως άνευ όρων επομένως, κτλ.». Ο Καντ πιστεύει ότι αμφότερες οι πλευρές κάθε αντινομίας είναι εσφαλμένες: η θέση είναι το σφάλμα του δογματισμού, η αντίθεση το σφάλμα του εμπειρισμού. Αυτό που αποκαλύπτει η αντινομία είναι ότι η σφαίρα της εμπειρικής έρευνας και οι αξιώσεις του ορθολογικού ιδεώδους δεν ταιριάζουν. Η θέση παρουσιάζει τον κόσμο μικρότερο από τη σκέψη: μπορούμε να σκεφτούμε πέρα από τον κόσμο. Η αντίθεση παρουσιάζει τον κόσμο πάντα μεγαλύτερο από τη σκέψη: δεν μπορούμε να σκεφτούμε μέχρι το τέλος του. «Εν πάση περιπτώσει, η κοσμική ιδέα είναι είτε υπερβολικά μεγάλη είτε υπερβολικά μικρή για την εμπειρική αναδρομή». Δική μας είναι η ευθύνη να προσαρμόσουμε την κοσμική μας ιδέα ώστε να ταιριάζει στην εμπειρική έρευνα, όχι το αντίστροφο· γιατί το μόνο που μπορεί να δώσει πραγματικότητα στις έννοιες μας είναι η δυνατή εμπειρία. [255] Η ιδέα του κοσμικού όλου είναι το βασικό λάθος, κοινό και στη δογματική θέση και στην εμπειριοκρατική αντίθεση· κάθε φορά η ανάθεση ενός στόχου (π.χ. να ανευρεθούν τα αιτιακά προηγούμενα ενός συμβάντος) συγχέεται με την επίτευξη ενός στόχου (π.χ. την καταμέτρηση της ολότητας των αιτίων). Ο κόσμος ως όλο δεν θα μπορούσε ποτέ να δοθεί στην εμπειρία και άρα «ο κόσμος ως όλο» είναι μία ψευδο-έννοια. Ως εκ τούτου, δεν ισχύει ούτε ότι ο κόσμος είναι πεπερασμένος, ούτε ότι ο κόσμος είναι άπειρος. Η αντινομία παρέχει μία απόδειξη του υπερβατολογικού ιδεαλισμού. Εάν ο κόσμος είναι ένα όλο που υπάρχει καθ' εαυτό, είναι είτε πεπερασμένος είτε άπειρος. Όμως αμφότερες οι εναλλακτικές περιπτώσεις είναι ψευδείς (όπως φάνηκε στις αποδείξεις της αντίθεσης και της θέσης αντίστοιχα). Είναι επομένως ψευδές ότι ο κόσμος (το άθροισμα όλων των φαινομένων) είναι ένα όλο που υπάρχει καθ' εαυτό.

25 Από αυτό στη συνέχεια προκύπτει ότι τα φαινόμενα εν γένει δεν είναι κάτι έξω από τις παραστάσεις μας - αυτό ακριβώς σημαίνει η υπερβατολογική ιδεατότητά τους. Οι κοσμολογικές ιδέες δεν μπορούν να εκληφθούν στα σοβαρά ως γνήσιες έννοιες· έχουν όμως ρόλο ρυθμιστικό. «Η αρχή του Λόγου είναι άρα, κατά κυριολεξία, μόνο ένας κανόνας, που ορίζει μία αναδρομή στη σειρά των όρων δοθέντων φαινομένων, και που του απαγορεύει να περατώσει την αναδρομή, αντιμετωπίζοντας καθετί στο οποίο μπορεί να φτάσει ως απολύτως άνευ όρων». Φύση και ελευθερία Η τρίτη αντινομία διαφέρει από τις δύο προηγούμενες. Στις δύο πρώτες αντινομίες, αμφότερες θέση και αντίθεση απερρίφθησαν ως ψευδείς. Όταν όμως ο Καντ φτάνει στην τρίτη αντινομία, επιχειρεί να δείξει ότι, εάν ερμηνευθούν όπως πρέπει, αμφότερες θέση και αντίθεση είναι αληθείς. Η διαφορά ανάμεσα στις αντινομίες, καθώς λέει, οφείλεται στο γεγονός ότι οι δύο πρώτες ασχολούνται με εμπειρικές ομοιογενείς σειρές (τον χώρο, τον χρόνο και την ύλη), ενώ η τρίτη ενέχει δύο ετερογενή στοιχεία (τη φυσική αιτιότητα και την ελεύθερη αιτιότητα). Σύμφωνα με τη θέση της τρίτης αντινομίας, η φυσική αιτιότητα δεν επαρκεί για να εξηγήσει τα φαινόμενα του κόσμου· δεν πρέπει μόνο να προσδιορίσουμε αιτίες, αλλά να λάβουμε υπ' όψιν την ελευθερία και την αυθορμησία. Σύμφωνα με την αντίθεση, το αίτημα της υπερβατολογικής ελευθερίας σημαίνει παραίτηση στην τυφλή ανομία, αφού η παρείσφρηση μιας απροσδιόριστης αιτίας θα αποδιοργάνωνε ολόκληρο το επεξηγηματικό σύστημα της φύσης. Ο τρόπος με τον οποίον ο Καντ πραγματεύεται την τρίτη αντινομία είναι μία από τις πολλές απόπειρες που έχουν κάνει οι φιλόσοφοι να συμβιβάσουν την ελευθερία με την αιτιοκρατία. Η αιτιοκρατία είναι η πεποίθηση ότι κάθε συμβάν έχει μία αιτία, υπό την έννοια μιας ικανής προηγούμενης συνθήκης. Οι αιτιοκράτες χωρίζονται ορισμένες φορές σε δύο ομάδες. Στους αυστηρούς αιτιοκράτες, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η ελευθερία είναι ασύμβατη με την αιτιοκρατία, και ως εκ τούτου μια ψευδαίσθηση· και στους ήπιους αιτιοκράτες, οι οποίοι πρεσβεύουν ότι ελευθερία και αιτιοκρατία είναι συμβατές, και επομένως δέχονται ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι πραγματική. Ο Καντ ανήκει στους ήπιους αιτιοκράτες: επιχειρεί να δείξει ότι η ελευθερία, εάν κατανοηθεί σωστά, είναι συμβατή με την αιτιοκρατία, εάν κατανοηθεί

26 σωστά. Ένα συμβάν μπορεί κάλλιστα να καθορίζεται από τη φύση και συγχρόνως να βασίζεται στην ελευθερία. Η ανθρώπινη βούληση είναι, για τον Καντ, αισθησιακή, αλλά και ελεύθερη: αυτό σημαίνει ότι επηρεάζεται μεν από το πάθος χωρίς όμως και να την επιβάλλει το πάθος. «Υπάρχει μέσα στον άνθρωπο μία δύναμη αυτοκαθορισμού, ανεξαρτήτως του όποιου εξαναγκασμού μέσω των αισθησιακών παρορμήσεων». Όμως η άσκηση αυτής της δύναμης αυτοκαθορισμού έχει δύο πλευρές, την αισθητή (που είναι αντιληπτή στην εμπειρία), και τη νοητή (που μόνον η διάνοια μπορεί να συλλάβει). Η ελεύθερη δράση μας είναι η νοητή αιτία αισθητών αποτελεσμάτων και αυτά τα αισθητά φαινόμενα είναι επίσης μέρη μιας αδιάσπαστης σειράς, σύμφωνα με αμετάβλητους νόμους. Η υπερβατολογική ιδέα της ελευθερίας, και ο νοητός χαρακτήρας της πράξης μας, αποκαλύπτονται όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «θα έπρεπε». Δεν μπορούμε να λέμε πως οτιδήποτε στη φύση θα έπρεπε να είναι κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Οι επιταγές τις οποίες επιβάλλουμε στη συμπεριφορά μας εκφράζουν αναγκαιότητα η οποία προκύπτει όχι από τη φύση, αλλά από την αυτοκαθορίζουσα λογική. «Οι λέξεις εγώ θα έπρεπε να εκφράζουν ένα είδος αναγκαιότητας και να υπονοούν τη σχέση με λόγους που η φύση δεν προσφέρει, δεν μπορεί να προσφέρει, στον νου του ανθρώπου». Οι θεολόγοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν τη δυσκολία τού να συμβιβάσουν τη θεϊκή παντογνωσία με την ανθρώπινη ελευθερία, συχνά υποστηρίζουν ότι δεν υφίσταται πρόβλημα, γιατί οι άνθρωποι δρουν μέσα στον χρόνο, ενώ η γνώση του Θεού βρίσκεται έξω από τον χρόνο. Έχοντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τού να συμβιβάσει την ανθρώπινη ελευθερία με την αιτιοκρατική φύση, ο Καντ ισχυρίζεται ότι η φύση λειτουργεί μέσα στον χρόνο, ενώ η ανθρώπινη βούληση, ως νοούμενο μάλλον παρά ως φαινόμενο, βρίσκεται ομοίως έξω από τον χρόνο. Έτσι, η δυνατότητα ύπαρξης ενός δρώντος παράγοντα, που είναι ένα αισθαντικό αντικείμενο με χαρακτήρα εμπειρικό και ταυτόχρονα κατανοητό, είναι τέτοια, ώστε εξαρτάται από τη θέση ότι τα πράγματα καθ' εαυτά βρίσκονται έξω από τον χρόνο. Πολλοί ήπιοι αιτιοκράτες έχουν υποστηρίξει ότι η ελευθερία είναι συμβατή με την αιτιοκρατία επειδή οι πράξεις μας, μολονότι καθορισμένες, καθορίζονται από νοητικά συμβάντα μέσα στον δικό μας νου· και μία πράξη είναι ελεύθερη, όπως [257] λένε, εάν καθορίζεται από εσωτερικά μάλλον παρά εξωτερικά αίτια. Πίστευε άραγε ο Καντ σε τέτοιου είδους ψυχολογική αιτιοκρατία; Λέει αφενός ότι «εάν μπορούσαμε

27 να διερευνήσουμε όλα τα φαινόμενα της ανθρώπινης βούλησης μέχρι τα πιο βαθιά τους θεμέλια μέσα στον νου, δεν θα υπήρχε πράξη που δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα και να αναγνωρίσουμε ως απολύτως αναγκαία από τις προηγούμενες της συνθήκες». Από την άλλη πλευρά, λέει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν πράξεις οι οποίες «έχουν συμβεί επειδή ήταν καθορισμένες, όχι από εμπειρικές αιτίες, αλλά από την άσκηση της βούλησης επί τη βάσει της λογικής». Φαίνεται ότι ο Καντ υπήρξε πράγματι ένας ψυχολογικός αιτιοκράτης· αλλά η δική του εκδοχή συμβατοκρατίας δεν εξαρτάται από τον ορισμό της ελεύθερης πράξης ως πράξης ψυχολογικώς καθορισμένης. Η συμφιλίωση την οποία προτείνει δεν λαμβάνει χώρα στο επίπεδο της εσωτερικής εμπειρίας. Πίστευε, και είχε ασφαλώς δίκιο, ότι η αιτιακή εξήγηση και η λογική εξήγηση είναι δύο ριζικά διαφορετικοί τύποι εξήγησης, και ότι η μία δεν μπορεί να αναχθεί στην άλλη. Όμως, αφού η συμφιλίωση, την οποία προτείνει, λαμβάνει χώρα στο επίπεδο του νοουμένου, του πράγματος καθ' εαυτό, το συμφιλιωτικό του σχέδιο επηρεάζεται μοιραία από την ασάφεια που συνοδεύει αυτές τις έννοιες. Στην τέταρτη αντινομία ο Καντ εξετάζει επιχειρήματα υπέρ και κατά της ύπαρξης ενός αναγκαίου όντος. Αφήνει εκεί αναπάντητο το ερώτημα αν ένα αναγκαίο ον μπορεί να βρεθεί μέσα στον ίδιο τον κόσμο, ή έξω από τον κόσμο ως αιτία του. Το κεφάλαιο για το ιδεώδες του καθαρού Λόγου είναι το κεφάλαιο στο οποίο εξετάζει την έννοια του Θεού ως της υπέρτατης πραγματικότητας, του όντος που είναι ένα, απλό, παντοδύναμο και αιώνιο. Το ιδεώδες του καθαρού Λόγου είναι το αντικείμενο της υπερβατολογικής θεολογίας. Αποδείξεις για την ύπαρξη τον Θεού Σύμφωνα με τον Καντ, τα επιχειρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του Θεού πρέπει να είναι τριών ειδών. Υπάρχουν οντολογικά επιχειρήματα που ξεκινούν από α priori έννοια ενός υπέρτατου όντος· υπάρχουν κοσμολογικά επιχειρήματα που απορρέουν από τη φύση του εμπειρικού κόσμου εν γένει· και υπάργουν φυσικοθεολογικές αποδείξεις, που ξεκινούν από επιμέρους φυσικά φαινόμενα. Το επιχείρημα του Άνσελμου για την ύπαρξη εκείνου του οποίου τίποτα μείζον δεν μπορεί να νοηθεί είναι οντολογικό, όπως είναι και το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Ντεκάρτ στον Πέμπτο Στοχασμό. Ο τρίτος δρόμος του Ακινάτη είναι μία εκδοχή του κοσμολογικού επιχειρήματος, και ο πέμπτος δρόμος του μπορεί να θεωρηθεί ως φυσικο-θεολογικό

28 επιχείρημα. Άλλες αποδείξεις που προσφέρει ο Ακινάτης και [258] άλλοι φιλόσοφοι δεν είναι τόσο εύκολο να χωρέσουν στην ταξινόμηση του Καντ, ενώ δεν είναι σαφές ότι αυτή είναι τόσο ισχυρή όσο ο ίδιος πίστευε. Ο Καντ στην ορθολογική θεολογία του αποδίδει πολύ ιδιαίτερο ρόλο στο οντολογικό επιχείρημα. Ισχυρίζεται ότι το κοσμολογικό επιχείρημα δεν είναι παρά συγκεκαλυμμένο οντολογικό, και υποστηρίζει ότι το φυσικο-θεολογικό επιχείρημα από μόνο του δεν οδηγεί παρά σε έναν σχεδιαστή και όχι σε έναν πραγματικό δημιουργό του σύμπαντος. H καντιανή κριτική του οντολογικού επιχειρήματος υπήρξε πολύ σημαντική. Ξεκινάει ρωτώντας τι εννοεί κάποιος όταν αναφέρεται στον Θεό ως απολύτως αναγκαίο ον. Αντιλαμβανόμαστε ποικιλοτρόπως την έννοια της αναγκαιότητας: υπάρχει, για παράδειγμα, η αναγκαία αλήθεια των προτάσεων της Λογικής και των Μαθηματικών, την οποία θα μπορούσαμε, με μία ευρεία έννοια, να ονομάσουμε λογική αναγκαιότητα. Υπάρχει η φυσική αναγκαιότητα των αιτιακών νόμων. Άραγε υπάρχει και μεταφυσική αναγκαιότητα; Μπορούν τα πράγματα, όπως και οι προτάσεις, να είναι αναγκαία; Ορισμένοι φιλόσοφοι έχουν ορίσει το αναγκαίο ον ως ον που υπάρχει σε όλους τους δυνατούς κόσμους. Εάν ορίσουμε έτσι τον Θεό, τότε σίγουρα υπάρχει. Ο κόσμος μας είναι ένας από τους δυνατούς κόσμους, διαφορετικά δεν θα ήταν πραγματικός· άρα, εάν ο Θεός υπάρχει σε κάθε δυνατό κόσμο, πρέπει να υπάρχει και στον δικό μας. Είναι όμως θεμιτό να στηρίζουμε την ύπαρξη -ακόμη και τη δυνατή ύπαρξηστον ορισμό κάποιου πράγματος με αυτόν τον τρόπο; Ο Καντ πιστεύει ότι δεν είναι θεμιτό. «Υπάρχει ήδη αντίφαση στο να εισαγάγουμε την έννοια της ύπαρξης -όποιο όνομα και αν της δοθεί- στην έννοια ενός πράγματος». Το οντολογικό επιχείρημα προσπαθεί να καταστήσει τη δήλωση περί ύπαρξης του Θεού αναλυτική πρόταση. Όταν μια πρόταση είναι αναλυτική, τότε το κατηγόρημα είναι μέρος του υποκειμένου και δεν μπορεί να διαψευσθεί· ο Καντ χρησιμοποιεί το εξής παράδειγμα: «Ένα τρίγωνο έχει τρεις γωνίες». Επισημαίνει: Το να θέτει κάποιος ένα τρίγωνο, αλλά να απορρίπτει τις τρεις γωνίες του είναι κάτι αυτο-αντιφατικό· αλλά δεν υπάρχει αντίφαση στο να απορρίπτει κανείς ένα τρίγωνο μαζί με τις τρεις γωνίες του. Το ίδιο ισχύει και για την έννοια ενός απολύτως αναγκαίου όντος. Εάν απορριφθεί η ύπαρξη του, απορρίπτουμε το ίδιο το πράγμα μαζί με όλα τα κατηγορήματα του- και τότε δεν τίθεται ζήτημα αντίφασης.

29 Γιατί όμως ο Καντ είναι τόσο σίγουρος ότι όλες οι υπαρκτικές προτάσεις είναι συνθετικές; Μπορούμε μέσω εννοιών να υποστηρίξουμε τη μη-ύπαρξη: επειδή ακριβώς αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες «τετράγωνο» και «κύκλος» γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν τετράγωνοι κύκλοι. Γιατί δεν μπορούμε μέσω εννοιών να [259] αποδείξουμε την ύπαρξη; Εάν η πρόταση «Δεν υπάργουν έγγαμοι εργένηδες» είναι αναλυτική, γιατί να μην είναι και η πρόταση «Υπάρχει ένα αναγκαίο ον»; Το κύριο επιχείρημα του Καντ είναι ότι το είναι, δεν είναι κατηγόρημα, αλλά συνδετικό ρήμα. «Η πρόταση "Ο Θεός είναι παντοδύναμος" περιέχει δύο έννοιες, η καθεμία εκ των οποίων περιέχει το αντικείμενο της - τον Θεό και την παντοδυναμία. Η λέξη "είναι" δεν προσθέτει κανένα νέο κατηγόρημα». Αν πούμε «Ο Θεός είναι» ή «Υπάρχει Θεός», λέει ο Καντ, «δεν επισυνάπτουμε κανένα νέο κατηγόρημα στην έννοια του Θεού, αλλά μόνο θέτουμε το υποκείμενο καθ' εαυτό με όλα του τα κατηγορήματα». Η χρήση τού «είναι» ως συνδετικού ρήματος είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετική από τη χρήση του σε υπαρκτικές προτάσεις, αλλά μπορεί να συμφωνήσουμε με τον Καντ ότι ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση είναι κατηγόρημα. Όπως υπαινίσσεται ο Καντ, οι υπαρκτικές προτάσεις δεν «θέτουν» πάντα· κάποιος που λέει «Αν υπάρχει Θεός, οι αμαρτωλοί θα τιμωρηθούν» δεν θέτει την ύπαρξη Θεού. Μια βεβαιωτική δήλωση ότι το Α υπάρχει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιλάβει το Α στη σφαίρα της πραγματικότητας μάλλον παρά της φαντασίας [260] («Ο Ρομπέν των δασών υπήρξε πραγματικά»), στη σφαίρα του συγκεκριμένου μάλλον παρά του αφηρημένου («Τα γονίδια πραγματικά υπάρχουν»), στη σφαίρα του διασωζόμενου μάλλον παρά του εκλιπόντος («Υπάρχει ακόμα ο Φάρος της Αλεξάνδρειας;»). Για όποιο από αυτά τα είδη· ύπαρξης και αν μιλάμε, είναι αλήθεια, όπως λέει ο Καντ, ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το «υπάρχω» ως ένα καθαρό πρώτης τάξεως κατηγόρημα. Στη σύγχρονη λογική, την ύπαρξη την εκφράζει η χρήση ποσοδεικτών. Η πρόταση «Ο Θεός υπάρχει» διατυπώνεται ως εξής: «Για κάποιο χ, το χ είναι Θεός». Αυτό αποσαφηνίζει, αλλά δεν λύνει, τα προβλήματα που σχετίζονται με το οντολογικό επιχείρημα. Γιατί τα προβλήματα που προκύπτουν όταν συμπεραίνει κανείς το ενεργεία από το δυνάμει επανεμφανίζονται ως ερωτήματα σχετικά με το εύρος των τιμών της μεταβλητής «χ»· συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν τόσο δυνάμει όσο και ενεργεία αντικείμενα;

30 Ο Καντ επιμένει στη βασική του θέση. Όσα κατηγορήματα και αν σκεφτούμε για κάτι -ακόμη και αν το προσδιορίσουμε πλήρως- δεν του προσθέτουμε το παραμικρό, αν επιπλέον δηλώσουμε ότι αυτό είναι. Διαφορετικά, δεν θα ήταν ακριβώς το ίδιο πράγμα που υπάρχει, αλλά κάτι περισσότερο από αυτό που είχαμε σκεφτεί στην έννοια· και δεν θα μπορούσαμε, επομένως, να πούμε ότι το ακριβές αντικείμενο της έννοιας μου υπάρχει. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν στην πραγματικότητα υπάρχει κάτι που ανταποκρίνεται στην έννοια μου δεν μπορεί το ίδιο να είναι μέρος της έννοιας μου. Μία έννοια πρέπει να έχει προσδιοριστεί πριν την παραβάλουμε με την πραγματικότητα, διαφορετικά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια έννοια παραβάλαμε και διαπιστώσαμε ότι αντιστοιχεί, ή δεν αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα. Το ότι υπάρχει Θεός δεν μπορεί να αποτελεί μέρος αυτού που εννοούμε όταν λέμε «Θεός»· άρα, η πρόταση «Υπάρχει Θεός» δεν μπορεί να είναι αναλυτική, και το οντολογικό επιχείρημα μάλλον αποτυγχάνει. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού καταρρέουν; Ο Καντ πίστευε ότι το κοσμολογικό επιχείρημα πρέπει να υπεισέρχεται στο οντολογικό, γιατί συνάγει την ύπαρξη ενός αναγκαίου όντος η ουσία του οποίου υποδηλώνει την ύπαρξη του, κάτι που μόλις απέδειξε ο ίδιος ότι είναι αδύνατον. Αλλά πολλές εκδοχές του κοσμολογικού επιχειρήματος ισχυρίζονται ότι αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός όντος που είναι αναγκαίο με μια σαφέστερη έννοια. Χωρίς να αποδέχεται κάποιος το οντολογικό επιχείρημα, ίσως είναι δυνατόν να προτείνει επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης ενός όντος χωρίς αιτία, αμετάβλητου, και αέναου, σε αντίθεση με τα υποκείμενα σε αιτία, μεταβλητά και ενδεχομενικά αντικείμενα στον κόσμο της εμπειρίας. [261] Ο Καντ στην πραγματικότητα ασκεί κριτική και στο κοσμολογικό επιχείρημα ανεξάρτητα από την ανασκευή του οντολογικού επιχειρήματος. Διατυπώνει το επιχείρημα ως εξής: «Εάν υπάρχει οτιδήποτε, πρέπει να υπάρχει και ένα απολύτως αναγκαίο ον. Λοιπόν, τουλάχιστον εγώ υπάρχω. Επομένως, υπάρχει ένα απολύτως αναγκαίο ον». Αυτή η διατύπωση θα καλύψει όχι μόνο τον τρίτο δρόμο του Ακινάτη, αλλά και το επιχείρημα του Τρίτου Στοχασμού του Ντεκάρτ. Η πρώτη προκείμενη εξαρτάται από το επιχείρημα ότι μία σειρά ενδεχομενικών αιτιών, όσο μακριά και αν είναι, μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με μία αναγκαία αιτία. Όμως

31 αντιμετωπίζει κανείς δίλημμα εάν ρωτήσει κατά ποσόν η αναγκαία αιτία είναι μέρος της αλυσίδας των αιτιών. Εάν είναι μέρος της αλυσίδας, τότε μπορεί και στη δική της περίπτωση, όπως και στην περίπτωση των υπολοίπων μελών της αλυσίδας, να τεθεί το ερώτημα γιατί υπάρχει. Όμως αυτή είναι μία σκέψη, όπως λέει ο Καντ, την οποία δεν μπορούμε να αντέξουμε· πρόκειται για «τη σκέψη ότι ένα ον, που εμείς το παρουσιάζουμε στον εαυτό μας ως το υπέρτατο όλων των δυνατών όντων, θα μπορούσε, τρόπον τινά, να πει στον εαυτό του: "Είμαι εις τον αιώνα, και εκτός εμού δεν υπάρχει τίποτα εκτός αυτού που υπάρχει μέσω της βουλήσεως μου, αλλά τότε πόθεν είμαι;"». Από την άλλη πλευρά, εάν το αναγκαίο ον δεν αποτελεί μέρος της αλυσίδας της αιτιότητας, πώς μπορεί να είναι το πρώτο μέλος της και να δικαιολογεί την ύπαρξη όλων των άλλων κρίκων που καταλήγουν στην ύπαρξη του εαυτού μου; Η φυσικο-θεολογική απόδειξη είναι η μόνη που ο Καντ αντιμετωπίζει ήπια: αξίζει, καθώς λέει, να αναφέρεται κανείς σε αυτήν πάντα με σεβασμό. Στόχος του δεν είναι να μειώσει το κύρος του επιχειρήματος, αλλά να περιορίσει το εύρος του πεδίου εφαρμογής του συμπεράσματος του. Η απόδειξη υποστηρίζει ότι παντού στον κόσμο διαπιστώνουμε σημάδια τάξης, σύμφωνα με έναν καθορισμένο σκοπό, ο οποίος εκπληρώνεται με μεγάλη σοφία. Αυτή η τάξη είναι ξένη προς τα ατομικά όντα στον κόσμο, που συνεισφέρουν στη δημιουργία της· πρέπει επομένως να έχει επιβληθεί από μία, ή περισσότερες, ανυπέρβλητα σοφή αιτία, που λειτουργεί όχι τυφλά, όπως η φύση, αλλά ελεύθερα, όπως οι άνθρωποι. Ο Καντ αντιπαρέρχεται διάφορες δυσκολίες σχετικά με τις αναλογίες ανάμεσα στη λειτουργία της φύσης και την ανθρώπινη δεξιοτεχνία, όπως τις περιγράφει το συγκεκριμένο επιχείρημα. Επιμένει, ωστόσο, ότι το επιχείρημα μπορεί να αποδείξει το πολύ την ύπαρξη «ενός αρχιτέκτονα του κόσμου ο οποίος παρεμποδίζεται διαρκώς από την προσαρμοστικότητα του υλικού με το οποίο εργάζεται, όχι ενός δημιουργού του κόσμου στην ιδέα του οποίου υπόκεινται τα πάντα». Η καντιανή ηθική [262] Ο Καντ εξηγεί με συντομία και ευγλωττία τα βασικά στοιχεία του ηθικού του συστήματος στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785). Εδώ, ο Καντ παρουσιάζει κριτικά τις συνθετικές α priori αρχές του πρακτικού Λόγου, για να τις

32 συνταιριάξει με την κριτική του παρουσίαση των συνθετικών α priori αρχών του θεωρητικού Λόγου. Η αφετηρία του Καντ είναι ότι το μόνο ανεπιφύλακτα καλό είναι η καλή βούληση. Τα ταλέντα, ο χαρακτήρας, ο αυτο-έλεγχος και η τύχη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κακούς σκοπούς· ακόμη και η ευτυχία μπορεί να διαφθείρει. Δεν είναι τα επιτεύγματα της που καθιστούν την καλή βούληση καλή· το καλώς βούλεσθαι είναι καλό καθ' εαυτό. Ακόμη και αν, [από] κάποια ιδιαίτερη δυσμένεια της μοίρας, ή από τη φειδωλή, σαν μητριάς, προίκα της φύσης, αυτή η βούληση δεν έχει καμία απολύτως δύναμη να εκπληρώσει τις προθέσεις της· αν, παρά τη μέγιστη προσπάθεια της, εξακολουθεί να μην επιτυγχάνει τίποτα, και μένει μόνον η καλή βούληση...- ακόμη και τότε θα έλαμπε παρόλα αυτά σαν κόσμημα, για το δικό της χατήρι, σαν κάτι που φέρει όλη του την αξία μέσα του. Τα ανθρώπινα όντα δεν έχουν προικιστεί με τη βούληση για να επιδιώκουν την ευτυχία· το ένστικτο θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό γι' αυτόν τον σκοπό. Ο Λόγος μας δόθηκε για να παραγάγει μία βούληση καλή, όχι ως μέσο προς επίτευξη κάποιου απώτερου σκοπού, αλλά καλή καθ' εαυτήν. Η καλή βούληση είναι το ύψιστο αγαθό και προϋπόθεση όλων των άλλων αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της ευδαιμονίας. Τι, επομένως, είναι αυτό που κάνει τη βούληση καλή καθ' εαυτήν; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξετάσουμε την έννοια του καθήκοντος. Το να πράττει κανείς από καθήκον σημαίνει να επιδεικνύει καλή βούληση παρά τις δυσκολίες. Πρέπει όμως να διακρίνουμε μεταξύ του να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον και του να πράττει κανείς με κίνητρο το καθήκον. Ένας παντοπώλης που είναι τίμιος από προσωπικό συμφέρον, ή ένας φιλάνθρωπος που χαίρεται με την ευχαρίστηση των άλλων, μπορεί να κάνουν πράξεις που είναι σύμφωνες με το καθήκον. Όμως αυτές οι πράξεις, όσο κι αν είναι ορθές και ευγενικές, στερούνται, σύμφωνα με τον Καντ, ηθικής αξίας. Η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος κάνει καλό όχι από προδιάθεση, αλλά από καθήκον: όταν, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που, μολονότι έχει χάσει κάθε διάθεση για ζωή και επιθυμεί διακαώς τον θάνατο, κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να συνεχίσει να ζει σύμφωνα με τον ηθικό νόμο. [263] Η διδασκαλία του Καντ σε αυτό το σημείο είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικά ενάρετοι, στον βαθμό που ασκούν την αρετή παρά τη θέληση τους· ένα

33 πραγματικά ενάρετο άτομο απολαμβάνει πλήρως το να εκτελεί ενάρετες πράξεις. Για τον Καντ, από την άλλη πλευρά, η πραγματική απόδειξη αρετής είναι η οδύνη του καλώς πράττειν. Μόνο, όταν μας κοστίζει κάτι το ορθώς πράττειν, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράττουμε με κίνητρο το καθήκον. Ο Καντ συνειδητοποιεί ότι έχει ορίσει τρομακτικά κριτήρια ηθικής διαγωγής- είναι αρκετά προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την πιθανότητα ότι, στην πραγματικότητα, δεν έχει υπάρξει πράξη που να έγινε αποκλειστικά και μόνο επί ηθικής βάσης και με κίνητρο την αίσθηση του καθήκοντος. Τι σημαίνει, επομένως, να πράττει κανείς από καθήκον; Το να πράττει κανείς από καθήκον σημαίνει να πράττει από σεβασμό στον ηθικό νόμο' και ο τρόπος για να ελεγχθεί το αν κάποιος πράττει έτσι, είναι να αναζητήσει τον κανόνα, ή την αρχή, βάσει του οποίου ενεργεί. Εάν πράττω από σεβασμό στον νόμο, δεν πρέπει να πράττω παρά μόνο με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορώ επίσης να θέλω η δική μου αρχή να καταστεί καθολικός νόμος· είναι η περίφημη «κατηγορική προσταγή» του Καντ. Υπάρχουν δύο είδη προσταγής, η υποθετική και η κατηγορική. Η υποθετική προσταγή λέει: Εάν θέλεις να επιτύχεις έναν συγκεκριμένο στόχο, πράττε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η κατηγορική προσταγή λέει: Ανεξάρτητα από τον στόχο που θέλεις να επιτύχεις, πράττε με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν πολλές υποθετικές προσταγές, επειδή υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί στόχοι τους οποίους μπορεί να θέτουν οι άνθρωποι. Υπάρχει μόνο μία κατηγορική προσταγή: η προσταγή της ηθικής. Η κατηγορική προσταγή είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου. «Άρα υπάρχει μόνο μία κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, δια της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις αυτή να γίνει καθολικός νόμος». Ο Καντ το εξηγεί αυτό με πολλά παραδείγματα, από τα οποία θα αναφέρουμε δύο. Το πρώτο είναι το εξής: Μην έχοντας χρήματα, μπορεί να μπω στον πειρασμό να δανειστώ, παρόλο που ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω το χρέος μου. Πράττω βάσει της αρχής: «Όποτε πιστεύω ότι δεν έχω χρήματα, θα δανείζομαι και θα υπόσχομαι να τα επιστρέψω, παρότι ξέρω καλά ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ». Δεν μπορώ να θέλω όλοι να πράττουν βάσει αυτής της αρχής, γιατί, εάν το έκαναν όλοι αυτό, θα κατέρρεε ο θεσμός της υπόσχεσης. Επομένως, δανειζόμενος κανείς χρήματα υπό αυτές τις προϋποθέσεις, θα παραβίαζε την κατηγορική προσταγή. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το εξής: Κάποιος ο οποίος έχει καλύψει όλες τις ανάγκες του, και ζητούν τη βοήθεια του άλλοι που αντιμετωπίζουν δυσκολίες,

34 μπορεί να μπει στον πειρασμό να απαντήσει: «Και τι με νοιάζει εμένα; Ας είναι [264] καθένας ευτυχισμένος στο μέτρο που θέλει ο Θεός ή στο μέτρο που μπορεί ο ίδιος να γίνει- δεν θα τον βλάψω, αλλά ούτε θα τον βοηθήσω». Δεν μπορεί να θέλει να ισχύσει καθολικά αυτή η αρχή, γιατί μπορεί να βρεθεί στη θέση να χρειαστεί και ο ίδιος την αγάπη και τη συμπόνια των άλλων. Οι δύο αυτές περιπτώσεις παρουσιάζουν δύο διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους εφαρμόζεται η κατηγορική προσταγή. Στην πρώτη περίπτωση, η αρχή δεν καθολικεύεται γιατί η καθολίκευσή της συνεπάγεται αντίφαση (εάν κανείς δεν τηρεί τις υποσχέσεις του, δεν υφίσταται ο θεσμός της υπόσχεσης). Στη δεύτερη περίπτωση, η αρχή μπορεί να καθολικευτεί χωρίς να υπάρχει αντίφαση, όμως κανένας δεν θα μπορούσε ορθολογικά να θέλει την κατάσταση που θα προέκυπτε από την καθολίκευσή της. Ο Καντ λέει ότι οι δύο διαφορετικές περιπτώσεις αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά είδη καθήκοντος: στα αυστηρά καθήκοντα και στα αξιέπαινα καθήκοντα. Δεν είναι όλα τα παραδείγματα του Καντ πειστικά. Υποστηρίζει, λόγου χάριν, ότι η κατηγορική προσταγή αποκλείει την αυτοκτονία. Όμως η καθολική αυτοκτονία δεν εμπεριέχει αντίφαση· και κάποιος αρκετά απελπισμένος μπορεί να θεωρεί την αυτοκτονία ως το τέλος που πρέπει κανείς να επιθυμεί διακαώς. Ο Καντ προτείνει άλλη μία διατύπωση της κατηγορικής προσταγής: «Να πράττεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μεταχειρίζεσαι πάντα την ανθρωπότητα, είτε στο πρόσωπο σου είτε στο πρόσωπο κάθε άλλου, ποτέ απλώς ως μέσον, άλλα πάντα και ως σκοπό ταυτόχρονα». Ισχυρίζεται, μολονότι δεν έχει καταφέρει να πείσει πολλούς από τους αναγνώστες του, ότι η συγκεκριμένη· είναι ισοδύναμη με την προηγούμενη προσταγή, και ότι επιτρέπει να εξαχθούν τα ίδια πρακτικά συμπεράσματα. Πράγματι, είναι περισσότερο αποτελεσματική στο να αποκλείει την αυτοκτονία. Το να αφαιρέσεις την ίδια σου τη ζωή, διατείνεται ο Καντ, σημαίνει να χρησιμοποιήσεις το άτομο σου ως μέσο για να δώσεις τέλος στην ταλαιπωρία και την αγωνία σου. Ως ανθρώπινο ον, δεν είμαι μόνο σκοπός καθ' εαυτόν, είμαι μέλος ενός βασιλείου σκοπών. «Βασίλειο», όπως λέει ο Καντ, σημαίνει «συστηματική ένωση διαφορετικών έλλογων όντων υπό κοινούς νόμους». Η βούληση μου, όπως έχει ειπωθεί, είναι ορθολογική στον βαθμό που οι αρχές της μπορούν να γίνουν καθολικοί νόμοι. Το αντίστροφο, ο καθολικός νόμος είναι νόμος που συνίσταται από ορθολογικές βουλήσεις σαν τη δική μου. Ένα έλλογο ον «υπόκειται μόνο σε νόμους

35 τους οποίους έχει θεσπίσει το ίδιο και οι οποίοι είναι ωστόσο καθολικοί». Στο βασίλειο των σκοπών, είμαστε όλοι νομοθέτες και υπήκοοι ταυτόχρονα. Ο Καντ κλείνει την παρουσίαση του ηθικού του συστήματος με έναν πανηγυρικό για την αξιοπρέπεια της αρετής. Στο βασίλειο των σκοπών, τα πάντα έχουν τιμή ή αξιοπρέπεια. Αν κάτι έχει τιμή, μπορεί να ανταλλαγεί με κάτι άλλο. Ό,τι έχει αξιοπρέπεια είναι μοναδικό και δεν ανταλλάσσεται· είναι πέρα από κάθε τιμή. [265] Υπάρχουν, όπως λέει, ο Καντ, δύο είδη τιμής: η τιμή αγοράς, που σχετίζεται με την ικανοποίηση της ανάγκης· και η τιμή προτίμησης, που σχετίζεται με την ικανοποίηση του γούστου. Η Ηθική βρίσκεται πέρα και υπεράνω και από τα δύο είδη τιμής. «Η Ηθική, και η ανθρωπότητα στον βαθμό που είναι ικανή για Ηθική, είναι το μόνο πράγμα το οποίο έχει αξιοπρέπεια. Η δεξιοτεχνία και η εργατικότητα έχουν τιμή αγοράς· το πνεύμα, η ζωηρή φαντασία και η αίσθηση του χιούμορ έχουν τιμή προτίμησης· όμως η τήρηση των υποσχέσεων και η ευγένεια που βασίζονται σε αρχές (όχι στο ένστικτο) έχουν εγγενή αξία». Τα λόγια του Καντ αντηχούσαν καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα· ακόμη και σήμερα θίγουν μία ευαίσθητη χορδή.

Related Documents

Kant Kenny
November 2019 12
Kenny Grammick
October 2019 17
Kant
May 2020 26
Kant
December 2019 50
Kant
November 2019 38
Kant
May 2020 28