Θεόδωρος Πενολίδης Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Φ 102: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ IMMANUEL KANT: Η καντιανή κριτική της γνώσης
1. Ο Πρόλογος της Κριτικής του καθαρού λόγου
Στον δεύτερο πρόλογ ο της Κριτικής του καθαρού λόγου ο Kant εκθέτει με τον πλέον εμπεριστατωμένο τρόπο ποιος είναι ο κύριος προσανατολισμός και σε ποια θεμέλια στηρίζεται η φιλοσ οφία του. Τα ερωτήματα που θέτει εν προκειμένω αφορ ούν τον τρόπο με τον οπ οίο η μεταφυσική σκέψη αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, αλλά και τις εμπειρίες της, οι οποίες προέρχονται από ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας. Ο Kant επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα συμπεράσματα τα οποία η μεταφυσική συνάγει μέσα σ’ολόκληρη την ιστορική της πορεία. Με βάση τα ως άνω ερωτήματα ο Kant επιχειρεί τον ακριβή προσδιορισμό της κατάστασης της μεταφυσικής, δηλαδή του επιστημο νικού λόγ ου της εποχής του. Έτσι, διαπιστώνει ότι η μεταφυσική δεν υψώθηκε ακόμη στο επίπεδο της επιστήμης, ενώ τα μαθηματικά, η Φυσική, η Λογική κατάφεραν μέσα στην ιστορική τους πορεία να πο ρευθο ύν τον ασφαλή δρόμο της επιστήμης.
1
Σταθερό κριτήριο της επιστημονικότητας μιας επιστήμης αποτελεί κατά τον Kant το γεγονός ότι οι ερευνητές που εργάζονται μέσα στο ορισμένο πλαίσιό της καταφέρνουν να συνυπάρχουν και να προχωρούν από μια κατάσταση διένεξης και έριδας σε μια κατάσταση συμφωνίας. Η αληθινή επιστήμη συνυφαίνεται επίσης στενά με μια απαραίτητη συνέχεια στην ιστορική της εξέλιξη, έτσι ώστε οι απόγ ο νοι να είναι σε θέση να οικοδ ομούν πάνω σε θεμέλια που θέτουν οι προκάτοχοι. Ο Kant χρησιμοποιεί στον πρόλογο της Κριτικής του καθαρού λόγου πολιτική γλώσσα. Η επιστήμη πρέπει να εξελίσσεται όπως ακριβώς ένα κράτος διευρύνεται και αυξάνει, καθώς ενσωματώνει στον κεντρικό του κορμό, μέσα σε μια συνεχή ιστορική κίνηση, νέα διαμερίσματα. Την οδ ό αυτή ακολούθησαν τα μαθηματικά και η Φυσική. Ωστόσο, η μεταφυσική δεν είχε - στην ιστορική της εξέλιξη μέχρι τον Kant - μια τόσ ο ευνοϊκή τύχη, ώστε να αξιώνει τον τίτλο της επιστή μης. Μέχρι τώρα, διαπιστώνει ο Kant, οι θιασώτες της μεταφυσικής συμπεριφέρ ονταν ως νομάδες που περιπλανούνταν δίχως σχεδιασμένη καλλιέργεια της γης και μόνιμη εγκατάσταση, αναζητώντας την τροφή τους χωρίς να εντάσσονται σε μια έλλογη θεσμική ολότητα. Ακολου θεί μια παρομοίωση της μεταφυσικής με τη συμπλοκή των μονο μάχων. Η μεταφυσική αποδεικνύεται εντέλει ως πεδίο ατέρμονων διαμαχών! Ο Kant κάνει λόγο για έναν αγώνα ξιφασκίας, στον οποίο μέχρι τώρα οι ξιφομάχοι ασκούσαν τις δυνάμεις τους σε σκιαμαχίες (σε αγώνες επιδείξεων). Ωστόσο, κανένας μαχητής δεν μπόρεσε ως τώρα να κατακτήσει και το παραμικρότερ ο πλεονέκτημα, για να θεμε -
2
λιώσει σε αυτό τη νίκη του με μια σταθερή κατοχή. Χωρίς να μπορεί να συντονίσει τις κινήσεις της η μεταφυσική μένει στο στάδιο των τυφλών αναζητήσεων - αναζητήσεων ψιλών εννοιών - και περιέρχεται τελικά σε στασιμότητα. Ο Kant επισημαίνει ότι η μεταφυσική περιέρχεται σε αυτή την δεινή κατάσταση χωρίς δική της υπαιτιότητα. Η αμηχανία και η στασιμότητα της μεταφυσικής υπαγορεύεται από την ίδια τη φύση του λόγου. Στον πρώτο πρόλογο διαβάζουμε: «Ο ανθρώπινος λόγ ος έχει σε ένα ορισμένο είδ ος των γνώσεών του αυτή την ξεχωριστή μοίρα: να ενοχλείται από φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει, γιατί τα ερωτήματα αυτά του τα υπαγορεύει η ίδια του η φύση χωρίς όμως και να μπορεί να τους δώσει απάντηση, επειδή υπερβαίνουν κάθε δυνατότητα του ανθρώπινου λόγ ου». «Ο λόγος ξεκινά από θεμε λιώδεις αρχές που η χρήση τους είναι αναπόφευκτη στο χώρο της εμπειρίας και επαρκώς εγγυημένη από αυτή. Με τη βοήθειά τους αίρεται ολοένα πιο ψηλά (όπως άλλωστε το συνεπάγεται η φύση του) προς όρ ους όλο και απώτερους. Επειδή όμως αντιλαμβάνεται ότι με τον τρόπο αυτό το έργο του πρέπει να μένει παντοτινά ανολοκλήρωτο, μια και τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν ποτέ τέλος, για αυτό αναγκάζεται να προσφεύγει σε θεμελιώδεις αρχές που υπερβαίνουν κάθε δυνατή χρήση εμπειρίας και που ωστόσο φαίνονται τόσ ο αξιόπιστες, ώστε να συμφωνεί μαζί τους και ο κοινός ανθρώπινος νους. Με αυτόν όμως τον τρόπο βυθίζεται σε τέτοιο σκοτάδι και τέτοιες αντιφάσεις, από όπ ου βέβαια μπορεί να συμπεράνει ο ίδιος ότι κάπου βαθιά πρέπει να βρίσκονται κρυμμένες πλάνες, δεν μπορεί όμως να τις ξεσκεπάσει,
3
γιατί οι θεμελιώδεις αρχές που χρησιμοπ οιεί, καθώς χωρούν πέρα από τα όρια κάθε εμπειρίας, δεν αναγνωρίζουν πια κανένα έλεγχο της εμπειρίας. Το πεδίο όλων αυτών των ατέρμονων διαμαχών ονομάζεται μεταφυσική». Στην ιστορία της μεταφυσικής σκέψης αρχικά ασκούν κυριαρχία οι δογματικοί. Η εξουσία τους είναι δεσποτική. Η εξουσία αυτή εκφυ λίζεται σιγά-σιγά λόγω εσωτερικών διενέξεων για να πέσει στο τέλος στα χέρια των σκεπτικών, οι οποίοι οδηγ ούν τη μεταφυσική σκέψη σε πλήρη αναρχία, συντρίβοντας από καιρό σε καιρό τους συνεκτικούς δεσμούς αυτής της επιστήμης. «Τώρα όμως, αφού δ οκιμάστηκαν μάταια όλοι οι δρ όμοι, επικρατεί κόρος και απόλυτη ακηδία, που απο τελούν τη μητέρα του χάους και της νύχτας στις επιστήμες, αλλά συνάμα και την πηγή, τουλάχιστο το προανάκρουσμα, ενός κοντινού μετασχηματισμού και διαφωτισμού των». Αυτό τον διαφωτισμό τον χορηγεί η Κριτική του καθαρού λόγου. Με αυτή την Κριτική ο λόγος επιχειρεί να καταυγάσει τον εαυτό του - τις δυνατότητες και τα όριά του. Ο τίτλος του έργου: Κριτική του καθαρού λόγου καταδεικνύει ήδη ότι ο λόγος εδώ εμφανίζεται σε δύο ρόλους. Ο λόγος είναι πρώτον η αρχή, η οπ οία διενεργεί την κριτική. Δεύτερ ον, ο λόγος είναι συγχρόνως το αντικείμενο αυτής της κριτικής. Ο λόγος συνεπώς απολογείται μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του. Ακολουθεί μια ιστορική σκέψη. Ήρθε ο καιρός, όπ ου ο λόγ ος μπορεί να εγκαταστήσει ένα δικαστήριο, που να του εξασφαλίζει από τη μια μεριά όλες τις νόμιμες διεκδικήσεις του, αλλά και να αποκρ ού ει αντίθετα κάθε αβάσιμη αξίωσή του. Το δικαστήριο αυτό θα εκτείνε -
4
ται σε όλη την ιστορία της φιλοσ οφίας και θα αποβλέπει στην απελευ θέρωση του λόγ ου από τον αυτοδιχασμό. Αυτό το δικαστήριο δεν εί ναι άλλο από την Κριτική του καθαρού λόγου. Ο Kant γνωρίζει ότι είναι αναγκασμένος να προϋποθέσει τις θεωρίες, οι οπ οίες διατυπώθη καν μέσα στην ιστορία της αυτοκατανόησης του λόγ ου, για να μπο ρέσει στο δικό του αιώνα να εγκαταστήσει, στο όνομα του λόγου, το δικαστήριο που θα κρίνει περί του νομίμου δικαιώματος ή της αβάσιμης αξιώσεώς του. Κατά συνέπεια ο λόγ ος εμφανίζεται ως μια ιστορικά διαμορφω μένη αρχή, αλλά συγχρόνως και ως μια αρχή που ελέγχει την αλήθεια του ιστορικά δεδομένου. «Η εποχή μας είναι η καθ΄αυτό εποχή της κριτικής, στην οπ οία πρέπει να υποβάλλονται τα πάντα. Η θρησκεία προβάλλοντας την αγιότητά της και η νομοθεσία τη μεγαλειότητά της ζητούν συνήθως να της ξεφύγ ουν. Με αυτό όμως προκαλούν δικαιολογημένη υποψία εναντίον τους και δεν μπορούν να διεκδικούν τον ανυπόκριτο σεβασμό που ο λόγος προσφέρει μόνον σε ό,τι μπόρεσε να αντέξει στον ελεύθερο και δημόσιο έλεγχό του». Ο Kant κάνει επίσης λόγο για μία ωριμότητα κριτικής δύναμης που διακρίνει την εποχή του. Η εποχή αυτή δεν βαυκαλίζεται πια με φαινομενική γνώση, αλλά περιέχει μια έντονη παρακίνηση στον λόγο «να αναλάβει ξανά το πιο επίπονο έργο του, δηλαδή την αυτογνωσία».
2. Η ιδέα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας
5
Ο Kant δεν επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα παραδοσιακά με ταφυσικά προβλήματα, αλλά αναπτύσσει μια καινούργια κριτική επιστήμη, στα πλαίσια της οποίας μπορεί πρωτίστως να θεμελιωθεί η δυ νατότητα κάθε μεταφυσικού προβλήματος και κάθε επίλυσής του. «Ο κόσμος έχει χορτάσει τους μεταφυσικούς ισχυρισμούς. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η θεμελίωση της δυνατότητας αυτής της επιστή μης, η ανεύρεση των πηγών, από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε βεβαιότητα, η διατύπωση ασφαλών κριτηρίων, βάσει των οπ οίων θα διαχωρίσουμε τη διαλεκτική φαινομενικότητα του καθαρού λόγ ου από την αλήθεια». (Προλεγόμενα) Η καινούργια επιστήμη που αναπτύσσεται στην Κριτική του καθαρού λόγου χαρακτηρίζεται από μια κατανοητική επιστροφή της νόησης στον εαυτό της. Δίχως να αναμειγνύει τις αρχές του με εμπειρικές αρχές ο νοών λόγος ενδιατρίβει στον εαυτό του, γνωρίζοντας τις δυνατότητές του ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία. Η Κριτική αποσκοπεί στη διάσωση της επιστημονικότητας της μεταφυσικής. Αυτό το διαπράττει καταδεικνύοντας τους όρ ους δυνατότητας της μεταφυσικής εν γένει. Κατ’αρχάς είναι χρήσιμη μια σύγκριση με τις άλλες απριορικές επιστήμες. Τα μαθηματικά λ.χ., η Λο γική και η θεωρητική μηχανική αποδεικνύουν τον απριορικό τους χαρακτήρα, καθώς διατυπώνουν προτάσεις με καθολική εγκυρότητα. Η καθολική εγκυρότητα προϋποθέτει την αναγνώρισή της από όλα τα λογικά υποκείμενα. Η αναγκαιότητα των προτάσεων μιας επιστήμης συμπίπτει με το γεγονός ότι τα αντικείμενά της υπόκεινται σε έναν
6
νό μο, ο οπ οίος αποκλείει την ενδεχομενικότητα. Το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει από το πρόγραμμα μιας Κριτικής του καθαρού Λόγου είναι το εξής: πώς είναι δυνατή μια γνώση a priori, όπως αυτή που παρουσιάζεται στο χώρο των μαθηματικών ή της Λογικής. Οι πολλές θεωρητικές προσεγγίσεις του προβλήματος της γνώσης που παρουσίασε η μεταφυσική στην ιστορική της εξέλιξη δεν αποτελούν τεκμήριο της επιστημονικότητάς της. Κάθε μεταφυσική θεωρία είναι μια τυφλή αναζήτηση και ικανοπ οίηση μιας ούτως ειπείν φυσικής ανάγκης του λόγου, η οπ οία δεν είναι άλλη από την απόλυτη καθολί κευση των γνωστικών του αρχών. Εντούτοις ζητούμενο δεν είναι η ικανοπ οίηση των μεταφυσικών αναγκών του λόγου και της μεταφυσικής ως της φυσικής του προδιάθεσης, αλλά η θεμελίωση της επιστη μο νικότητας της μεταφυσικής. Η Κριτική του καθαρού λόγου σκιαγραφεί το περίγραμμα της ολότητας όλων των δυνατών προεμπειρικών γνώσεων. Διευκρινίζει τους όρ ους, που καθιστούν δυνατή την προεμπειρική γνώση. Ως εκ τούτου, η κριτική αυτή είναι η απαρχή και η ιδέα μιας υπερβατολογικής φιλοσοφίας. Η υπερβατολογική φιλοσ οφία αποκτά στον Kant μια καινούργια σημασία: η υπερβατική φιλοσοφία «των παλαιών» συνιστούσε μια θεωρία των καθολικών εννοιών, τις οποίες ο θεός πραγματοποίησε στη φύση. Τέτοιες καθολικές έννοιες ήταν το αληθές, το αγαθό, το εν. Επειδή οι εν λόγω έννοιες κατανοούνται ως το καθολικό πλαίσιο, μέσα στο οπ οίο τα καθ’έκαστον καθορίζονται ως αληθή, αγαθά, ενικά κ.τ.λ., ονομάζονται transzendetalia (υπερβατικές έννοιες).
7
Οι υπερβατικές έννοιες είναι συνεπώς οι έννοιες που υπερβαίνο υν το επιμέρους. Μετά την κοπερνίκεια μεταστροφή ο Kant δεν συμμερίζεται τις θεολογικο-οντολογικές προκείμενες αυτής της υπερ βατικής φιλοσοφίας. Ανιχνεύει τις καθολικές έννοιες και αρχές μέσα στο ίδιο το υποκείμενο, το οποίο με τη βοήθεια των εννοιών αυτών μπορεί να πορευθεί την ασφαλή οδ ό προς την αντικειμενική επιστήμη. Η υπερβατολογική φιλοσ οφία (Transzendetalphilosophie) τοπ οθετείται σε ένα υψηλότερο σημείο αναστοχασμού εν σχέσει προς τη μεταφυσική και συνιστά κατά κάποιον τρόπο μια μεταφυσική της μεταφυσικής, αφού δεν διερευνά παρά τους όρ ους δυνατότητας των μεταφυσικών γνώσεων εν γένει. Η μεταφυσική γνώση είναι μια ειδική περίπτωση της γνώσης a priori. H υπερβατολογική γνώση ανιχνεύει τις υποκειμενικές συνθήκες της δυνατότητας όλων των απριορικών γνώσεων. Υπερβατολογική γνώση λέγεται η γνώση «που δεν ασχολείται τόσ ο με αντικείμενα όσ ο με το δικό μας μονάχα τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσ ον αυτός είναι a priori δυνατός». H υπερβατολογική φιλοσ οφία διερευνά αναστοχαστικά τη στάση του υποκειμένου απέναντι στα αντικείμενα εκείνα, τα οπ οία είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενα a priori γνώσης. Η υπερβατολογική φιλοσοφία είναι η προεμπειρική γνώση της προεμπειρικής γνώσης. Έτσι, τα μαθηματικά ή ακόμη και η μεταφυσική συνιστούν μια απριο ρική γνώση αντικειμένων. Η υπερβατολογική φιλοσ οφία όμως εξετάζει, βάσει μιας απριορικής μεθόδ ου, τους όρ ους δυνατότητας τέτοιων απριορικών γνώσεων.
8
Λόγος δεν σημαίνει «ταλέντο» ή «ικανότητα» και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Kant κάνει συχνές αναφορές σε γνωστικές ικανότητες. Ο λόγ ος είναι, πιο πολύ, μια συμπερίληψη τελέσεων, πράξεων και κινήσεων του νοείν (Funktion). Άρρηκτα συνδεδεμένη με τον λόγο είναι η υπέρβαση της σφαίρας του ιδιωτικού – της υποκειμενικής συναίσθησης του εαυτού μου - και η μετάβαση στη σφαίρα του κοινού, του με ταδ όσιμου, του δημοσίου. Τελικά ο λόγος αναδεικνύεται σε ιστορία ενός διαλόγ ου της φιλοσ οφίας με τον ίδιο τον εαυτό της. Το επίθετο «καθαρός», που εμφανίζεται στον τίτλο του καντια νο ύ έργου, σημαίνει ότι, εν προκειμένω, ο λόγ ος αντλεί από τον ίδιο τον εαυτό του και γνωρίζει πριν από κάθε εμπειρία. Η υπερβατολογική φιλοσ οφία αποκαλύπτει τις πρωταρχικές πηγές της υποκειμενικής εμπειρίας και παρουσιάζει μια συνολική θεωρία της υποκειμενικότητας. Το ανθρώπινο υποκείμενο είναι υποχρεωμένο να δέχεται μέσω της αισθητηριακής του εποπτείας το υλικό που πρόκειται να γνωρίσει (Rezeptivität = δεκτικότητα). Οι έννοιές μας αποκτούν σημασία μόνο καθώς εφαρμόζονται στο δεδομένο της εμπειρίας. Διαμέσ ου της αισθητηριακής εποπτείας τα πράγματα μας δίδονται. Διαμέσου της διάνοιας τα πράγματα νοούνται. Κενές είναι όλες οι έννοιες που δεν μπορ ούν να εκτεθούν στην εποπτεία (να αισθητικοποιηθούν). Έννοιες δίχως εποπτείες είναι κενές. Επ οπτείες δίχως έννοιες είναι τυφλές. Το πρόγραμμα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας είναι: 1. ο προσδιορισμός της πρωταρχικής γνωστικής κατάστασης του ανθρώπι-
9
νο υ υποκειμένου. 2. Η ανεύρεση των οδών που οδηγούν στην αντικει μενική γνώση.
3. Η ιδέα της υπερβατολογικής Λογικής
Τα εργαλεία της διάνοιας είναι η έννοια και η κρίση. Όπως στην περιοχή της εποπτείας, παρομοίως και στην περιοχή της διάνοιας διακρίνουμε ανάμεσα στις εμπειρικές και τις καθαρές παραστάσεις, στις οπ οίες δεν έχει προσμιχθεί το αίσθημα. Οι πρώτες προϋποθέτουν την πραγματική παρουσία του πράγματος που φαίνεται. Σε αντιδιαστολή προς την αισθητικότητα, ακόμη και προς τη μορφή της καθαρής και απριορικής εποπτείας, η διάνοια προσδιορίζεται ως μια αυτενεργός ικανότητα. Η διάνοια δεν χαρακτηρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε αντικείμενα, αλλά από ενεργήματα που είναι ελεύθερα από την παρουσία δυνητικών αντικειμενικών επιδράσεων. Δίχως την αισθητικότητα δεν θα μας διδόταν κάποιο αντικείμενο και δίχως τη διάνοια το αντικείμενο δεν θα νοούνταν. Διανοήματα χωρίς περιεχόμενο είναι κενά, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές. Ο Kant ανατρέχει σε μια παραδ οσιακή επιστήμη, η οποία θεμα τοποιεί τους νόμους, τις μορφές, τις μεθόδ ους της νόησης. Πρόκειται για τη Λογική, η οπ οία ως γνωστόν ιδρύεται από τον Αριστοτέλη. Η Λογική συνιστά το πρότυπο μιας απριορικής επιστήμης και αφαιρεί, ως γενική λογική, κάθε ιδιαίτερο περιεχόμενο της νόησης. Ασχολείται μό νο με τις καθαρές μορφές της νόησης. Ακολουθεί η εφαρμογή των μορφών αυτών στην εμπειρία.
10
Σε συμφωνία με την αριστοτελική διαίρεση της Λογικής στα Αναλυτικά και τα Τοπικά, ο Kant διαιρεί τη Λογική σε Αναλυτική και Διαλεκτική. Στη διάκριση αυτή προβαίνει σκεπτόμενος ως εξής: όπως αποδεικνύεται στην περίπτωση των αρχαίων σοφιστών και στη νεότε ρη εποχή στην περίπτωση των ψευδών αποδείξεων, που χρησιμοπ οιεί η σχολαστική φιλοσ οφία, η νόηση διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρήσει ως πραγματικές, γνώσεις ή προτάσεις, οι οποίες προέρχονται από την απλή λειτουργία, από την τυπική δηλαδή διεκπεραίωση του διανοείσθαι. Με τον τρόπο αυτόν η νόηση παραπλανεί τον ίδιο τον εαυτό της, καθώς θεωρεί κάποιες τυπικές προτάσεις, οι οπ οίες είναι κενές περιεχομένου, ως γνήσιες αλήθειες. Έτσι γεννιούνται οι σοφιστικές φενάκες και εν γένει η επίφαση. Μολονότι είναι ορθό ότι η γενική λο γική συνιστά conditio sine qua non της εύρεσης της αλήθειας, εντούτοις η χρήση των λογικών μορφών από μόνη της δεν αρκεί για να πληρώσει τη γνώση με περιεχόμενο. Αν ωστόσ ο η τυπική λογική χρησιμοπ οιηθεί ως όργανο για τη διατύπωση της πεπληρωμένης γνώσης της αλήθειας, τότε ανοίγονται οι θύρες στα δελεαστικά μεν και συ ναρπαστικά, ωστόσο πλήρως ανεδαφικά καυχήματα και διαλεκτικές ψευδαισθήσεις. Ωστόσο η διαλεκτική δεν συλλαμβάνεται εδώ ως μια θεωρία παραγωγής της λογικής επίφασης, αλλά ως η κριτική της διαλεκτικής επίφασης, που προκύπτει από την ίδια την απολυτοποίηση της λογικής σκέψης. Το μέρ ος της «Κριτικής» που ονομάζεται Υπερβατολογική Αναλυτική εκθέτει μια θεωρία της αλήθειας, ενώ η Υπερβατολογική Διαλεκτική επιχειρεί συγχρόνως την έκθεση και την διάλυση της επί-
11
φασης, την αποκάλυψη δηλαδή της απάτης των αδικαιολόγητων σφετερισμών του λόγ ου, όπως επίσης και τη μείωση των απαιτήσεών του. Η γενική Λογική δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση στο ερώτημα: πώς είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori. Για να δώσουμε απάντηση στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να αντλήσουμε από μια άλλη Λογική - την Υπερβατολογική Λογική – η οπ οία ασχολείται με τις απριορικές αρχές, που είναι καθοριστικές για την υποκειμενική μας διάνοια, αλλά και με τη χαρακτηριστική προσάρτηση της διάνοιας στην αισθητηριακή εποπτεία. Η Υπερβατολογική Λογική εξετάζει τις μορφές της νόησης εν σχέσει προς τα πράγματα που είναι για μας (φαινόμενα) και όχι καθ΄ εαυτά. Η ως άνω Λογική ασχολείται με τον προσδιορισμό των προεμπειρικών αρχών της υποκειμενικής χρήσης της διάνοιας, οι οποίες χρησιμεύουν για την αντικειμενική γνώση a priori. Η υπερβατολογική λογική μορφή είναι η φυσιογνωμία των πράξεων της διάνοιάς μας. Η ανάλυση της νοητικής μας ικανότητας διαιρεί τη γνώση κατά το πρότυπο της γενικής λογικής σε έννοιες, κρίσεις και συλλογισμούς. Υπό το πρίσμα της Υπερβατολογικής Λογικής, η έννοια βρίσκεται σε στενή διαπλοκή με αυτό που ο Kant ονομάζει συναρτησιακή τέλεση (Funktion). Η συναρτησιακή τέλεση είναι η ενότητα της πράξης, η οποία συναιρεί πολλές δυνατές γνώσεις σε μια ενιαία γνώση . Η Υπερβατολογική Λογική συλλαμβάνεται εν προκειμένω ως μια θεωρία της νόησης, στα πλαίσια της οποίας η νόηση αποκτά τη σημασία μιας πρωταρχικής πράξης. Η νόηση περικλείει διαφορετικούς τρόπους συναρτησιακών τελέσεων - διεργασιών που ενοποιούν (συναιρούν) αντι-
12
κειμενικά περιεχόμενα σε μια εννοιακή ολότητα. Αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι των νοητικών πράξεων συναίρεσης του πολλαπλού σε ενότη τες είναι οι κατηγορίες. Οι κατηγορίες παράγονται από τη μορφή της κρίσης. Ο Kant προϋποθέτει ότι το κατηγόρημα μιας κρίσης εκφράζει την ενοποιητική πράξη της νόησης. Στις διαφορετικές μορφές της κρίσης, που διακρίνει η Λογική, αντιστοιχούν διαφορετικές συναρτησιακές τελέσεις του «νοείν». Συνεπώς τα κατηγορικά ενεργήματα των μορφών της κρίσης περιέχουν το σύστημα των κατηγοριών. Έτσι ο Kant βρίσκει το μίτο για την ανίχνευση του συστήματος των κατηγοριών. Αυτό που ονο μάζουμε γνώση κατά τον Kant είναι μια πράξη συνένωσης (σύνθεσης) του πολλαπλού. Οι κατηγορίες ονομάζουν διάφορ ους τρόπους, σύμ φωνα με τους οποίους επιτελείται η ως άνω σύνθεση.
4. Η έννοια της συνθετικής κρίσης
Η γνώση μας στηρίζεται στο γεγονός ότι τα πράγματα μας δίδ ο νται κατά έναν τρόπο, ο οποίος αναλογεί στην ίδια την υποκειμενι κότητά μας και την αισθητηριακή της ικανότητα να προσλαμβάνει εποπτείες πραγμάτων. Το δεδομένο της εμπειρίας δίδεται εποπτειακά, νοείται όμως
μέσα
από
ξεχωριστά
συνθεσιακά
ενεργήματα
της
διάνοιάς μας. Το αντικείμενο της εμπειρίας δεν υπάρχει ξεχωριστά, αλλά μόνο σε στενή διαπλοκή με τη δική μας αισθητηριακή εποπτεία. Για να είναι δηλαδή εμπειρικό αντικείμενο πρέπει να δίδεται μέσα στις μορφές του χώρου και του χρόνου.
13
Ο Kant διδάσκει ότι τα πράγματα που απαντώνται στον κόσμο μας συντάσσονται μέσα σε έναν ορισμένο διαστατικό χώρ ο - αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω κ.τ.λ. Ως υποκείμενο που έχει σώμα και αισθη τηριακή εποπτεία, ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο ενός κοσμικού χώρου, το οπ οίο είναι το σημείο αναφοράς της προοπτικής του θεώρησης. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τα πράγματα καθ΄εαυτά, αλλά μόνο τα πράγματα που μπορ ούν να καταστούν αντικείμενα γνώσης εν σχέσει προς αυτόν τον ίδιο. Ο τρόπ ος της οργάνωσης της εποπτείας του ανθρώπου συντελεί ώστε ο άνθρωπος να γνωρίζει μόνο φαινόμενα και όχι τα πράγματα καθ΄ εαυτά. Η συνεργασία ανάμεσα στη συνθέτουσα - νοούσα διάνοια και την αισθητηριακή εποπτεία δεν συντελείται, φρονεί ο Kant, σύμφωνα με το μοντέλο του εμπειρισμού. Κατά τον J. Locke αλλά και κατά τον σύγχρονο εμπειρισμό, για να υπάρξει γνώση πρέπει να τεθεί πρώτα το θεμέλιο της αισθητηριακής αντίληψης και βάσει αυτού να ενεργ οποιηθεί ύστερα η νόηση με τη μορφή συνθεσιακών πράξεων. Ο Kant συμφωνεί ότι η διάνοια ενεργοπ οιείται ως σύνθεση και συνένωση. Ωστόσο θεωρεί ότι στη νόηση δεν τίθενται ως βάση κάποιες εμπειρικές κρίσεις, στις οπ οίες η νόηση στηρίζεται για να επιτελέσει συνθέσεις και συγκρίσεις. Ο Kant ανιχνεύει τις λειτουργίες, τις συναρτησιακές τελέσεις της «καθαρής» νόησης και εποπτείας, οι οπ οίες είναι πρωταρχικές και θεμελιώνουν πρωτίστως κάθε εμπειρία. Ως υπερβατολογικός φιλόσ οφος, δεν προσκολλάται στην «εμπειρική» εποπτεία. Ούτε επίσης ενδιαφέρεται για τα εκ των υστέρων ( a posteriori) ενεργήματα της σύνθεσης, τα οπ οία η διάνοια επιτελεί ακολουθώντας τις
14
αισθητηριακές αντιλήψεις. Ο Kant στρέφει το ενδιαφέρον του απο κλειστικά στην a priori σύνθεση. «Ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία. Γιατί με τι άλλο θα μπορούσε να αφυπνιστεί η γνωστική μας δύναμη για να ασκήσει το έργο της, αν όχι με αντικείμενα που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και που πότε προκαλούν από μό να τους τη γέννηση παραστάσεων και πότε βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστεί το άμορφο υλικό των κατ’ αίσθηση εντυπώσε ων για το σχηματισμό μιας γνώσης των αντικειμένων που ονομάζεται εμπειρία; Έτσι, από την άποψη του χρόνου, δεν έχουμε καμιά γνώση μέσα μας που να προηγείται από την εμπειρία. Όλες αρχίζουν με αυ τήν. Αλλά και αν ακόμη κάθε γνώση μας πρωτοαρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν σημαίνει ότι και κάθε μια πηγάζει από την εμπειρία. Γιατί θα ήταν δυνατό ακόμη και η εμπειρική γνώση μας η ίδια να απο τελεί ένα σύνθετο κατασκεύασμα από αυτό που προσλαμβάνουμε μέσω εντυπώσεων και από εκείνο που η ίδια μας η γνωστική δύναμη (ερεθιζόμενη μονάχα από τις κατ’ αίσθηση εντυπώσεις) αντλεί από τον εαυτό της, μια προσθήκη που ασφαλώς δεν την διακρίνουμε αμέσως από εκείνη την πρώτη ύλη παρά μονάχα ύστερα από μακρόχρ ονη άσκηση, που μας έμαθε να στρέφουμε σε αυτή την προσ οχή μας και να την ξεχωρίζουμε. Αυτό είναι τουλάχιστο ένα ζήτημα που απαιτεί πιο επισταμένη έρευνα και που δεν μπορεί να επιλυθεί αμέσως με την πρώτη ματιά:
15
αν δηλαδή υπάρχει γνώση τέτοιου είδ ους ανεξάρτητη από την εμπειρία και από όλες τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Τέτοιες γνώσεις τις ονο μάζουν a priori και τις διαστέλλουν από τις εμπειρικές, που έχουν την πηγή τους a posteriori, δηλαδή μέσα στην εμπειρία». Πώς είναι δυνατή η απριορική σύνθεση των a priori δεδομένων; Για να κατανοήσ ουμε αυτή τη δυνατότητα στρέφουμε την προσοχή μας στα μαθηματικά. Αν εξετάσουμε την κρίση 5+7=12, τότε θα αντι ληφθούμε τις ενεργηματικές, συνθεσιακές τελέσεις της διανοίας. Η έννοια του 12 προκύπτει εν προκειμένω ως αποτέλεσμα μιας εξακο λουθητικής διαδικασίας πρόσθεσης μονάδων: στο 5 προστίθεται εξακολουθητικά το 7. Αυτή η κρίση είναι συνθετική, είναι δηλαδή έκφρα ση ενός συνθεσιακού ενεργήματος, διαμέσου του οπ οίου η διάνοια περισυλλέγει πολλές μονάδες σε μια ενότητα. Συνθετική κρίση υφίσταται όταν το κατηγόρημα διατυπώνει ένα περιεχόμενο, το οπ οίο δεν περιέχεται ήδη στο υποκείμενο, αλλά προστίθεται σε αυτό δυνάμει ενός συνενωτικού ενεργήματος, το οπ οίο ονομάζουμε σύνθεση. Αν αντιθέτως το κατηγόρημα διατυπώνει ένα περιεχόμενο, το οποίο ήδη περικλείεται στο υποκείμενο, τότε η κρίση καλείται αναλυτική. Ως ένα παράδειγμα αναλυτικής κρίσης ο Kant αναφέρει την κρίση: τα σώματα είναι έκτατα. Εδώ η έννοια του σώματος περικλείει, ή καλύτερα, ορίζεται από εκείνη της χωρικής έκτασης. Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η πραγματική γνωστική πρόοδ ος βρίσκεται μόνο στη συνθετική κρίση, καθώς στην αναλυτική κρίση δεν διατυπώνεται κάτι καινούργιο. Η συναρτησιακή τέλεση της ανα λυτικής κρίσης συνίσταται στην καλύτερη περίπτωση στο εξής, ότι
16
δηλαδή μπορεί βάσει αυτής της κρίσης να αναλυθεί στα συστατικά της στοιχεία μια έννοια, που χρησιμοπ οιείται στην επιστήμη, και υπό αυτή τη σημασία να επιτευχθεί ένας έλεγχος των εννοιών που προϋπο τίθενται σε μία επιστήμη ως δεδομένες. Την αναλυτική κρίση ο Kant την ονομάζει και εξηγητική, ενώ η συνθετική κρίση είναι κατά τον ίδιο διευρυντική ή αναπτύσσουσα κρίση. Όλες οι ταυτολογίες είναι αναλυτικές κρίσεις, π.χ. ότι ένα ορθογώνιο τρίγωνο έχει μια ορθή γωνία. Μια γεωμετρική κρίση, όπως αυτή που διατυπώνεται στο πυθα γόρειο θεώρημα ή λ.χ. η κρίση σύμφωνα με την οποία η ευθεία είναι η συντομότερη σύνδεση ανάμεσα σε δύο σημεία, δεν συνιστούν παρά συνθετικές κρίσεις. Στο τελευταίο παράδειγμα λ.χ. δεν περικλείεται στην έννοια της ευθύτητας η έννοια του ελαχίστου μεγέθους, αλλά το ελάχιστο μέγεθος προστίθεται πρωταρχικά σε αυτήν. Οι δύο αυτές έννοιες συντίθενται έτσι σε μια καινούργια νοηματική ενότητα. Πραγματική αύξηση της γνώσης χορηγεί μόνον η συνθετική κρίση. Απεναντίας, στην αναλυτική κρίση η σκέψη δεν υπερβαίνει τον ορίζοντα του υποκειμένου της κρίσης. Εδώ η λογική διάνοια ασχολείται με τις υφιστάμενες προτάσεις και έννοιες μιας επιστήμης, δίχως να προσδίδει σε αυτές νέο περιεχόμενο. Η αρχή των αναλυτικών κρίσεων είναι η αρχή της ταυτότητας και της αντίφασης. Αυτές οι αρχές δεν επαρκούν στην περιοχή των συνθετικών κρίσεων, καθώς οι συνθετικές κρίσεις συνδέουν έννοιες μεταξύ τους, που δεν αντιφάσκουν, αλλά και δεν παράγονται με ανα λυτική ομοιότητα, δεν εξάγονται δηλαδή η μια από την άλλη.
17
Επειδή η μεταφυσική αποβλέπει σε μια γνωστική πρόοδ ο, γι’αυ τό προκύπτει εντός της το υπερβατολογικό ερώτημα: «πώς είναι δυνα τόν να υπάρχουν συνθετικές κρίσεις;». Για τους λόγ ους που έχουν ήδη εκτεθεί παραπάνω ο Kant στρέφει την προσοχή του στον σκεπτικισμό που διατύπωσε ο Hume αναφορικά προς το χαρακτηριστικότερ ο ίσως παράδειγμα συνθετικής κρίσης - την αιτιακή κρίση. Αυτό που απασχολεί τον Hume στην ειδική περίπτωση της αιτιότητας, ο Kant θέλει να το εντάξει σ’ένα καθο λικό πλαίσιο, εντός του οποίου τίθεται και επιλύεται το πρόβλημα της επιστημονικής θεμελίωσης της μεταφυσικής. Αν επιλέγαμε λ.χ. την κρίση ότι η αστραπή είναι η αιτία της βροντής ή η βροντή το αποτέλε σμα της αστραπής, τότε θα έπρεπε σύμφωνα με τον Hume να πούμε το εξής: εδώ διαπιστώνεται μεν μια αιτιακή συνάφεια, ωστόσ ο η μια έν νοια δεν παράγεται λογικά από την άλλη. Η έννοια της βροντής δεν περικλείει την έννοια της αστραπής και αντιστρόφως. Συνεπώς, η αιτιακή κρίση που διατυπώνει τη σύνδεση ανάμεσα στις δύο παραπάνω έννοιες, πρέπει να στηρίζεται σ’έναν σύνδεσμο διαφορετικό από εκείνο της λογικής ταυτότητας. Ο Hume διδάσκει ότι αυτός ο σύνδεσμος είναι το ενέργημα του συνειρμού. Ο συνειρμός είναι ένας ψυχικός μη χανισμός σύνδεσης δύο γεγονότων, ο οπ οίος ενεργοποιείται όταν δύο συμβάντα, που εμφανίζονται διαδοχικά μέσα στο χρόνο, εκλαμβάνο νται εξακολουθητικά ως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Επειδή αυτή η σύνδεση επαναλαμβάνεται, η διάνοια θεωρεί ότι ο σύνδεσμος δεν υπάρχει μόνον σ’αυτήν, αλλά βρίσκεται στα ίδια τα πράγματα. Αυτό που υφίσταται μόνο «post hoc» για τη διάνοια καθίσταται «propter
18
hoc», καθώς αυτή εθίζεται στην επαναλαμβανόμενη εμφάνιση ομοίων γεγονότων. Έτσι, η διάνοια εξαπατάται, θεωρώντας ότι η αιτιακή συνάφεια είναι ένα πραγματικό γεγονός και όχι μόνο ένα ψυχικό φαινό μενο. Ο Kant δικαιώνει τον Hume στη θεώρησή του ότι η συνθετική αιτιακή κρίση δεν σχηματίζεται μέσω της αποσαφήνισης μιας έννοιας, π.χ. της έννοιας της αστραπής ή της έννοιας της βροντής. Συμφωνεί με την κριτική του Hume, διότι τη θεωρεί εν γένει κριτική της γνώσης. Ο σύνδεσμος της ταυτότητας και η λογική παραγωγή δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τη γνώση. Ωστόσ ο, διαφωνεί με την ανα γωγή του συνθετικού συνδέσμου ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα σ’έναν ψυχικό μηχανισμό. Η αιτιακή σχέση αφορά κατά τον Kant το ίδιο το πράγμα της γνώσης. Ο Kant ενδιαφέρεται να καταδείξει ότι η συνθετική κρίση προσφέρει, σε αντιδιαστολή προς την αναλυτική, τη γνώση του πράγματος στην οπ οία θεμελιώνεται η επιστήμη εν γένει. Η συνθετική σκέψη υπερβαίνει τα όρια μιας εμπράγματης έννοιας και μεταβαίνει στο έδαφος μιας άλλης αντικειμενικής έννοιας για να επιχειρήσει τη σύνδεση. Σε μια υφιστάμενη έννοια η συνθετική κρίση συναρτά νέους εμπράγματους προσδιορισμούς. Έτσι, η σύνθεση δεν είναι μια αυθαίρετη σύνδεση παραστασιακών περιεχομένων που υπάρχουν μόνον μέσα στην ψυχή, αλλά η συνένωση των προσδιορι σμών που περικλείονται στο ίδιο το πράγμα. Ακόμη και στην περίπτω ση της βροντής και της αστραπής, η αιτιότητα είναι μια πρόταση που αφορά στην πραγματική υπόσταση των δύο αυτών φαινομένων.
19
Ο Kant υπερβαίνει τη θεωρία της συνειρμικής σύνδεσης του Hume, καθώς δεν παραμένει στη συνθετική κρίση a pos teriori, η ύπαρξη της οποίας είναι γι’αυτόν φιλοσ οφικά ασήμαντη, αλλά προ άγεται στην εξέταση της φύσης της σύνθεσης εν γένει και ερωτά πώς είναι δυνατή η συνθετική κρίση a priori. Η συνθετική κρίση a priori διατυπώνει μια σύνδεση ανάμεσα σε έννοιες, η οποία υφίσταται πριν από κάθε εμπειρία. Παραδείγματα τέτοιων κρίσεων βρίσκουμε στα μαθηματικά. Ότι η ευθεία είναι η συντομότερη σύνδεση ανάμεσα σε δύο σημεία, είναι μια συνθετική κρίση. Η κρίση αυτή δεν σχηματίστηκε καθώς μετρήθηκαν πολλές ευθείες ανάμεσα σε δύο σημεία που απαντούν στη φύση. Η ως άνω κρίση δεν αναφέρεται στις φυσικές ευθείες γραμμές και τις ιδιότητές τους, αλλά στην ιδεατή ευθεία και τις ιδεατές γεωμετρικές της ιδιότητες. Για να επιστρέψουμε στο προηγούμενο παράδειγμα του Hume, πρέπει να πούμε ότι η αστραπή και η βροντή για να καταστούν φαι νό μενα, δηλαδή αντικείμενα μιας φυσικής επιστήμης, πρέπει να προσ διορισθούν διαμέσου αιτιακών συνδέσεων.
5.
Η
υπερβατολογική
παραγωγή
των
καθαρών
εννοιών
της διανοίας
α) Το «εγώ νοώ»
Ακολουθούμε τα επιχειρήματα της δεύτερης έκδ οσης, καθώς εδώ η υπερβατολογική αρχή φαίνεται να εκτίθεται με μεγαλύτερη πλη-
20
ρότητα. Από τις πρώτες κιόλας παραγράφους ο Kant στρέφει την προσοχή του στην αρχή της σύνθεσης. Το κεφάλαιο αυτό της Κριτικής του καθαρού λόγου ο Kant το έχει αναδιαμορφώσει πλήρως έναντι της πρώτης έκδοσης. Με έμφαση ο Kant τονίζει ότι οι αισθήσεις δεν μπορ ούν να προσλάβουν μια δεδ ομένη σύνδεση του πολλαπλού και ότι επίσης η σύνδεση δεν παράγεται από την καθαρή αισθητηριακή εποπτεία. Η ενότητα αποτελεί ένα υποκειμενικό επίτευγμα που ανήκει στην αυτε νέργεια της διάνοιας. Η αρχή της «ενότητας» έχει διττή σημασία. Αφ’ενός είναι αποτέλεσμα μιας συνθετικής πράξης. Έτσι, η έννοια γραμμή αποτελεί μια ενότητα που παράγεται διαμέσου της σύνθεσης. Αφ’ετέρου η ενότητα δεν είναι παρά ο χαρακτήρας της κίνησης και της συνθέτουσας πράξης: μια ενιαία επιτέλεση του συνθέτειν (συναρτησιακή τέλεση). Αυτή η ενότητα της κίνησης της συνθέτουσας πράξης ανάγεται σε εκείνη την αρχή, η οπ οία αποτελεί τον αιτιώδη λόγο της ενότητας διαφορετικών εννοιών, που προέρχεται από τις κρίσεις, συνεπώς της δυνατότητας της διάνοιας εν σχέσει ακόμη και προς τη λογική της χρήση. «Αλλά η έννοια της σύνδεσης φέρει μαζί της εκτός από την έν νοια του πολλαπλού και της σύνθεσής του ακόμη και την έννοια της ενότητας του ίδιου. Σύνδεση είναι παράσταση της συνθετικής ενότη τας του πολλαπλού. Άρα η παράσταση της ενότητας αυτής δεν μπορεί να γεννιέται από τη σύνδεση, αυτή η ενότητα μάλλον, με το να προστίθεται στην παράσταση του πολλαπλού, αυτή πρωταρχικά καθιστά και την έννοια της σύνδεσης δυνατή. Η ενότητα αυτή, που προηγείται
21
a priori όλων των εννοιών της σύνδεσης, δεν είναι, όπως θα λέγαμε, εκείνη η κατηγορία της ενότητας. Γιατί όλες οι κατηγορίες βασίζονται στις λογικές λειτουργίες των κρίσεων, αλλά σε αυτές τις κρίσεις νοεί ται ήδη σύνδεση, άρα ενότητα δεδ ομένων εννοιών. Επ ομένως η κατη γορία προϋποθέτει ήδη τη σύνδεση. Γι’αυτό είμαστε αναγκασμένοι να αναζητούμε την ενότητα αυτή ακόμη πιο ψηλά, δηλαδή σε εκείνο που περιέχει το ίδιο την αρχή της ενότητας διαφόρων εννοιών στις κρίσεις, άρα της δυνατότητας της νόησης και μάλιστα στη λογική της χρήση» Αυτός ο ενεργώς αιτιώδης λόγος της ενότητας, ο οποίος συλλαμβάνεται μόνον ως κίνηση και τίθεται ως βάση σε κάθε συγκεκριμένη κατηγοριακή ενότητα είναι το «εγώ νοώ», το οποίο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες μου τις παραστάσεις. Καθόσον συλλαμβάνω κάθε παράσταση ως αυτό που συνενώνω εγώ αυτενεργώς, απο κτώ ένα είδος αυτοσυνείδησης που διαμεσολαβείται ακριβώς από αυτή την παράσταση. Ο Kant κάνει λόγ ο για μια καθαρή (υπερβατολογική) κατάληψη, την οποία ονομάζει πρωταρχική. Τη διαχωρίζει από την εμπειρική. Η καθαρή πρωταρχική κατάληψη (ή συγκατάληψη) είναι η αυτοσυνείδηση, η οπ οία παράγει τον εαυτό της διαμέσου των αντικειμενικών παραστάσεων. Η πρωταρχική κατάληψη της συνείδη σης αυτοπροσδιορίζεται ως η λειτουργική ταυτότητα μιας ιστορίας της συνένωσης της αντικειμενικής πολλαπλότητας - ως η υπερβατολο γική ενότητα της αυτοσυνείδησης. Η πρωταρχική κατάληψη συντελεί, ώστε το εγώ να αίρει στη συνείδηση την σύνθεση που επιτελεί, η οπ οία συνιστά κάθε φορά μια μοναδική συνεκτική ιστορία της σύζευ-
22
ξης του πολλαπλού. Η αυτοσυνείδηση της ταυτότητας του εγώ, το οπ οίο κινείται μέσα σε αυτή την ιστορία της συνένωσης, δεν επιτρέπει στο εγώ να παρουσιάζει μια πολυχρωμία και διαφορετικότητα όπως αυτή των παραστάσεών του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αντικειμενική σημασία για τη γνώση μπορεί να κατέχει μόνο εκείνο το εποπτειακό περιεχόμενο, το οπ οίο τίθεται υπό τους όρους της πρωταρχικής - συνθετικής ενότητας της κατάληψης. Ο Kant ομιλεί για τη θεμελιώδη αρχή της συνθετικής ενότητας της κατάληψης, η οπ οία αποτελεί την ανώτατη αρχή κάθε χρήσης της διάνοιας. Η ενοποιητική κίνηση του «εγώ νοώ» θεμελιώνει συγχρόνως a priori τη δυνατότητα της αντικειμενικότητας. Διότι το αντικείμενο είναι αυτό στο οποίο αποκρυσταλλώνεται, ως παραστασιακό αντικείμενο, η συνενωτική ενέργεια του «εγώ νοώ». Η συλλογή των παραστάσεων στην ενότητα ενός αντικειμενικού περιεχομένου απαιτεί «ενότητα της συνείδησης στην σύνθεση», την οπ οία επιτελεί το εγώ νοώ σ΄αυτές τις παραστάσεις. Άρα «η συνθετική ενότητα της συνείδησης είναι ένας αντικειμενικός όρ ος κάθε είδους γνώσης, όχι αυτός που χρειάζομαι απλώς ο ίδιος, για να γνωρίσω ένα αντικείμενο, αλλά αυτός στον οποίο πρέπει να υπάγεται αναγκαστικά κάθε επο πτεία, για να καταστεί αντικείμενο για μένα, γιατί κατ’άλλο τρόπ ο, και χωρίς αυτή τη σύνθεση, δεν θα συνενωνόταν το πολλαπλό σε μια συνείδηση». Επειδή στην πρωταρχική ενότητα μιας ιστορίας της σύνθεσης γνωρίζω τον εαυτό μου ως το ενιαίο και το ταυτόν, γι΄αυτό το επο πτειακό πολλαπλό, το οποίο συλλέγω σε αντικειμενική ενότητα καθί -
23
σταται για μένα ταυτόσημο αντικείμενο. Από αυτή την οπτική γωνία ο Kant είχε ορίσει υπερβατολογικά την κρίση ως τον τρόπο συνένωσης ορισμένων εποπτειών σε μια αντικειμενική εποπτεία. Ακόμη και στην εμπειρική κρίση, όπως λ.χ. ότι το σώμα είναι βαρύ, υπόκειται ως βάση και ως ενεργός πράξη αυτή η αναγκαία ενότητα μέσα στην κίνη ση της αυτοσύνειδης συνένωσης. Η κρίση δεν έχει απόλυτη ισχύ ως ένα απριορικό μέγεθος, αλλά ισχύει «δυνάμει της αναγκαίας ενότητας της κατάληψης στη σύνθεση των εποπτειών». Η συσχέτιση των εμπειρικών εποπτειών με την υπερβατολογική κατάληψη παρέχει στις πρώτες αντικειμενικό χαρακτήρα. Η πρόταση: «αισθάνομαι ένα βαρύ σώμα» μετατρέπεται στην πρόταση: «το σώμα, αντικειμενικά ειλημμένο, είναι βαρύ».
β) Η Φαντασία
1) Πώς αποκτά το υπερβατολογικό εγώ συνείδηση του εαυτού του; Διαμέσου της πράξης συνένωσης πολλαπλών στοιχείων σε ένα αντικειμενικό περιεχόμενο, το οποίο ανήκει στη δική του συνθεσιακή κίνηση. Η κίνηση αυτή δεν επι συμβαίνει θύραθεν στο αντικείμενο, αλλά συνιστά πράξη του υποκειμένου. 2) Η υποκειμενική κίνηση της σύνθεσης επιτελείται εν σχέσει προς το πολλαπλό της εποπτείας. Έτσι λ.χ. η έννοια της γραμμής παράγεται, καθώς η γραμμή έλκεται νοερώς, καθώς δηλαδή ένα εποπτειακό τμήμα της προστίθεται σε ένα
24
δεύτερο κ.ο.κ. Σ’αυτή τη διάπραξη - έλξη της γραμμής υπεισέρχεται η έννοια του χρόνου, η οπ οία συλλαμβάνεται ως μια διαδοχή των συνθεσιακών βηματισμών. Κατά την κατασκευή της έννοιας της γραμμής η συνθέτουσα νόηση εξωτερικεύεται, ως εκ τούτου, εν χώρω και χρόνω, αλλά συγχρόνως περισυλλέγει τον εαυτό της μέσα στην ενότητα της σύλληψης ενός ενιαίου αντικειμένου. Η σύμπραξη νόησης (επιστροφή εις εαυτόν) και εποπτείας (στροφή στο Εκτός-Εαυτού-Είναι) ορίζει την έννοια της φαντασίας. Η φαντασία είναι εν μέρει εποπτειακή, εφόσ ον παράγει αντικειμενικές εικόνες (είδωλα). Αφ’ετέρου όμως η φύση της είναι ακραιφνώς νοητική, εφόσ ον συμπίπτει με την καθαρή αυτενεργό κίνηση της διάνοιας μιας διάνοιας που δεν περιμένει να προσβληθεί από παρόντα αντικείμενα για να ενεργοποιηθεί. Η φαντασία αυτή είναι πρωταρχική φαντασία, ήτοι παραγωγική ή δημιουργική. Παράγει εικόνες της γραμμής ή του κύκλου, αντί να αναπαράγει είδωλα των πραγμάτων που έχει κάποτε θεαθεί. 3) Η πραγματικότητα εποπτειακών μορφών συγκροτείται διαμέσ ου μιας υπερβατολογικής περιγράφουσας κίνησης της φαντασίας. Η φαντασία είναι η σύμπτωση της διάνοιας και της εποπτείας. Η διάνοια και η εποπτεία συμβάλλουν στο συνολικό έργο της παρουσίασης των αντικειμενικών μορ φωμάτων. Η διάνοια χορηγεί τον κανόνα, η εποπτεία τη χωροχρονική μορφή. Διάνοια και εποπτεία μεταβάλλονται σε φαντασία, ως τον πιο δραστικό παράγοντα της σύστα -
25
σης μιας δυνατής εμπειρίας. Η υπερβατολογική κίνηση είναι γεγονός (ιστορία) που επιτελείται στο πεδίο της καθα ρής φαντασίας. Η φαντασία είναι η πρωταρχή του αντικειμένου: πρώτον, ως έλξη της γραμμής και δεύτερον, ως η δημιουργία της έννοιάς της. 4) Εφόσον στην κίνηση της καθαρής φαντασίας τίθεται ως βάση η κατηγορία και μαζί της η πρωταρχική αυτοσυνείδηση, δεν παράγονται από αυτήν την κίνηση κάποια αυθαίρετα μορφώματα, αλλά αντικειμενικές εικόνες. Είναι π.χ. διαφορετικό αν σκέφτομαι απλώς την εμπειρική εικόνα ενός κτιρίου, που έχω δει στο παρελθόν και το αναπλάθω τώρα στη μνήμη μου, ή αν ερμηνεύω τη μορφή αυτού του σπιτιού ως προϊόν της υπερβατολογικής ειδωλοποιητικής φαντασίας. Στην πρώτη περίπτωση απαντά μια υποκειμενική εικόνα, που μπορώ λ.χ. να περιγράψω από κάτω προς τα πάνω ή από πάνω προς τα κάτω. Ο Kant κάνει λόγ ο εν προκειμένω για μια πρόσληψη ( Apprehension), η οπ οία μετατρέπει την εμπειρική πολλαπλότητα της εποπτείας σε μια κατ’αίσθηση αντίληψη. Ωστόσ ο, για να γεννηθεί αυτή η εμπειρική ενότητα πρέπει να τεθεί ως βάση η αναγκαία ενότητα του χώρου και της εξω τερικής αισθητηριακής εποπτείας. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για μια αντικειμενική εικόνα, που δεν αποτελεί ένα αυθαίρετο σύνθεμα πολλαπλότητας, μια αυθαίρετα συντεθειμένη εικόνα – πρόκειται δηλαδή για μια εικόνα του κτιρίου που δημιουργείται παραγωγικά σύμφωνα με έναν καθορισμένο κανόνα κατασκευής της.
26
Το συμπέρασμα αυτής της υπερβατολογικής παραγωγής των κα τηγοριών είναι το εξής: Οι κατηγορίες είναι οι έννοιες της καθαρής αυτοσυνείδησης, η οποία συντελείται ως κίνηση. Ως τελέσεις του «συνειδέναι» προσδέχονται τη μορφή της παραγωγικής φαντασίας, διαμέσου της οποίας τα χωρ οχρονικά δεδ ομένα διαμορφώνονται σε αντικείμενα και τα φαινόμενα μεταβάλλονται σε εμπειρίες
1 η σύνθεση: φαντασία. 2 η σύνθεση: συνείδηση του εγώ
«Αλλά η συνθετική αυτή ενότητα προϋποθέτει μια σύνθεση. Κι αν η πρώτη (η φαντασία) οφείλει να είναι κατά αναγκαιότητα a priori, τότε και η δεύτερη (εγώ) πρέπει να είναι υποχρεωτικά μια σύνθεση a priori. Άρα η υπερβατική ενότητα της κατάληψης αναφέρεται στη σταθερή σύνθεση της φαντασίας ως προς ένα a priori όρ ο της δυνατότητας κάθε συναγωγής του πολλαπλού σε μια γνώση. Αλλά μόνο η δημιουργική σύνθεση της φαντασίας μπορεί να γίνεται a priori. Γιατί η αναπλαστική σύνθεση στηρίζεται σε όρ ους της εμπειρίας. Άρα η αρχή της αναγκαίας ενότητας της καθαρής συνθεσιακής δύναμης της φαντασίας αποτελεί και πριν ακόμη από την κατάληψη, την αρχή της δυνατότητας της γνώσης, ιδιαίτερα της εμπειρίας. Τώρα, υπερβατική ονομάζουμε τη σύνθεση του πολλαπλού στη φαντασία όταν αυτή ανεξάρτητα από τις διάφορες εποπτείες, αναφέρεται μόνο στην a priori σύνθεση του πολλαπλού, και η ενότητα της σύνθεσης αυτής ονομάζεται υπερβατική, όταν, σε σχέση προς την πρωταρχική ενότητα της κατάληψης, παριστάνεται ως a priori ανα-
27
γκαία. Τώρα, επειδή η τελευταία αυτή υπόκειται ως βάση της δυνατότητας κάθε είδ ους γνώσης, για αυτό η υπερβατική ενότητα της σύν θεσης της φαντασίας είναι η καθαρή μορφή κάθε είδους δυνατής γνώσης και συνεπώς πρέπει μέσω αυτής υποχρεωτικά να παριστάνονται a priori όλα τα αντικείμενα δυνατής εμπειρίας. Η ενότητα της κατάληψης σε σχέση προς τη σύνθεση της φαντασίας είναι η νόηση και αυτή ακριβώς η ενότητα σε σχέση προς την υπερβατική σύνθεση της φαντασίας είναι η καθαρή νόηση. Άρα υπάρχουν μέσα στο νου καθαρές a priori γνώσεις, οι οπ οίες περιέχουν την αναγκαία ενότητα της καθαρής σύνθεσης της φαντασίας αναφορικά προς όλα τα δυνατά φαινόμενα. Αλλά αυτό είναι οι κατηγορίες, δηλαδή οι καθαρές έννοιες του νου. Άρα η εμπειρική γνωστική ικανότητα του ανθρώπου περιέχει κατά αναγκαιότητα έναν νου, ο οπ οίος ανα φέρεται σε όλα τα αντικείμενα των αισθήσεων, μολονότι αυτό γίνεται διαμέσου μόνο της εποπτείας και της σύνθεσής της με τη φαντασία, ώστε όλα τα φαινόμενα, θεωρ ούμενα ως δεδομένα για μια δυνατή εμπειρία, να υπάγονται σε αυτές τις κατηγορίες. Επειδή τώρα η ανα φορά αυτή των φαινομένων σε μια δυνατή εμπειρία είναι εξίσου ανα γκαία, για αυτό έπεται ότι ο καθαρός νους αποτελεί μέσω των κατηγο ριών μια μορφολογική και συνθετική αρχή όλων των εμπειριών και ότι όλα τα φαινόμενα έχουν μια αναγκαία αναφορά προς τον νου».
6. Η σχηματοποίηση
28
Στο κεφάλαιο της Σχηματοποίησης τίθεται το ερώτημα που αφορά στη δυνατότητα της εφαρμογής της κατηγορίας σε φαινόμενα. Και στο εν λόγω ερώτημα απαντά η αρχή της υπερβατολογικής συνθεσιακής κίνησης. Η έννοια του κύκλου λ.χ. παράγεται διαμέσ ου της περιγραφής αυτού του σχήματος. Στο τέλος της περιγραφής του κύκλου προκύπτει μια ορισμένη εικόνα, που εικονίζει την καθολική έννοια. Μεταξύ της εικόνας και της καθαρής έννοιας βρίσκεται η κίνηση της περιγραφής του κύκλου, δηλαδή η κατασκευή (Konstruktion) του. Η κίνηση αυτή γίνεται σύμφωνα με έναν κανόνα, με βάση τον οποίο κινείται και λειτουργεί η σύνθεση (κανόνας μεθοδικής πρόβασης = Verfahrensregel). Ο Kant κάνει λόγο για ένα υπερβατολογικό σχήμα. Το σχήμα είναι μια «μέθοδος» κατασκευής / δημιουργίας μιας ορισμένης εικόνας σύμφωνα με έναν καθολικό νόμο. Έτσι, η έννοια ενός τρι γώνου είναι λ.χ. τόσ ο καθολική, ώστε καμιά συγκεκριμένη εικόνα τριγώνου να μην συμφωνεί προς αυτήν. Επειδή όμως στην έννοια περιέχεται ο κανόνας, με βάση τον οπ οίον κινείται η περιγραφή των επιμέρ ους εικόνων - τριγώνων, επειδή, επομένως, η έννοια περιέχει ένα σχήμα, ήτοι έναν κανόνα με βάση τον οποίον μπορεί να περιγραφεί ένα επιμέρ ους τρίγωνο, γι’αυτό το παραγόμενο σχήμα μπορεί να θεωρηθεί εικόνα ενός τριγώνου εν γένει. Στην καθαρή διάνοια αναπτύσσεται μια σχηματοπ οίηση. Με την μετάπλασή της σε φαντασία, η διάνοια επιτελεί μια συντεταγμένη κίνηση περιγραφής, η οπ οία προσάπτει στην έννοια την εικόνα της. Διαμέσ ου του σχήματος η κατηγορία, ως μια θεμελιώδης έννοια, κερδίζει αντικειμενική σημασία, γίνεται δηλαδή συμβατή προς την εποπτεία.
29
Το σχήμα είναι ούτως ειπείν ο γραφικός χαρακτήρας που αφήνει πίσω της η καθαρή διάνοια ή η καθαρή φαντασία κατά τη τελεστική της κίνηση. Ο Kant κάνει λόγ ο για το μονόγραμμα της καθαρής a priori φαντασίας. Εδώ επισημαίνουμε την αντιδιαστολή ανάμεσα στην κατηγορία, ως την θεμελιώδη έννοια, και την επιμέρους έννοια, όπως λ.χ. την έν νοια του κύκλου. Το σχήμα της κατηγορίας έχει πιο καθολικό χαρα κτήρα από το σχήμα λ.χ. του κύκλου. Το σχήμα της καθαρής κατηγο ρίας δεν αποκρυσταλλώνεται σε μια συγκεκριμένη εικόνα
- πράγμα
που διαπράττει το σχήμα της επιμέρους έννοιας (κύκλος) - αλλά προσδίδει, πιο πολύ, στην κατηγορία έναν χαρακτήρα καθαρής συνθε σιακής κίνησης, βάσει της οπ οίας καθίστανται δυνατές επιμέρους περιγραφές εικόνων (λ.χ. κύκλος, τρίγωνο κ.ο.κ.). Το καθαρό σχήμα της κατηγορίας της ποσότητας είναι ο αριθμός εν γένει. Ο αριθμός είναι μια παράσταση που περιγράφει μια καθολική κίνηση, η οπ οία εκτίθε ται ως μια διαδοχική πρόσθεση της μονάδας στη μονάδα (της ομοειδούς στην ομοειδή μονάδα). Ο αριθμός 5 είναι μια επιμέρους έννοια, το σχήμα της οπ οίας παράγει λ.χ. την εικόνα των πέντε σημείων «.….». Για να σχηματισθεί μια συνθετική κρίση, που υπερβαίνει μια δεδομένη έννοια, για να προστεθεί δηλαδή σε αυτήν κάποιο ξένο πε ριεχόμενο, είναι απαραίτητη η συμβολή ενός "τρίτου" παράγοντα: Ο Kant κάνει λόγ ο για το «διάμεσ ο» όλων των συνθετικών κρίσεων, το οπ οίο χαρακτηρίζει ως εσωτερική αίσθηση. Η προεμπειρική μορφή αυτής της αίσθησης είναι ο χρόνος. Ο χρόνος είναι η βάση της σχημα-
30
τοποίησης όλων των καθαρών εννοιών της διάνοιας και ως εσωτερική αίσθηση συμπίπτει ουσιωδώς με την ίδια την πρωταρχική κατάληψη. Για τον λόγ ο αυτόν ο Kant χορηγεί στην εσωτερική αίσθηση την πρω τοκαθεδρία έναντι της εξωτερικής αίσθησης.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: Φ 102 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ:ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΕΝΟΛΙΔΗΣ
ΜΑΘΗΜΑ 1 ο :Η καντιανή κριτική της γνώσης Εισηγητές:Σαχπεκίδου Φαίδρα και Τεμπερίδου Γιώτα
Ο Kant ασκεί κριτική στη μεταφυσική, αποβλέποντας στη διάσωση του έλλογ ου πυρήνα της. Όπως αναφέρει στην εισαγωγή της Κριτικής του καθαρού λόγου, η εποχή του είναι η καθ’εαυτό εποχή της κριτικής, στην οπ οία πρέπει να υποβάλλουμε τα πάντα. Παρατηρεί ότι μό νο η θρησκεία και η νομοθεσία αρνούνται να υποβληθούν σε κριτι κή, προβάλλοντας, η μεν την αγιότητά της και η δε, τη μεγαλειότητα και την ισχύ της. Η στάση αυτή δικαιολογημένα εγείρει υποψίες, κα θώς, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Καντ, ο λόγ ος χορηγεί τον ανυπόκριτο σεβασμό του μόνο σε ό,τι αντέχει στη δημόσια κριτική και στον ελεύθερ ο δημόσιο έλεγχο. Οι επιστήμες χαρακτηρίζονται από συνέχεια και αν η συνέχεια αποτελεί κριτήριο επιστημονικότητας, τότε η μεταφυσική δεν ικανο ποιεί αυτό το κριτήριο. Ο Kant τη χαρακτηρίζει πεδίο ατέρμονων διε-
31
νέξεων, όπου ο κάθε φιλόσ οφος ανασκευάζει εκ θεμελίων τη μεταφυ σική και την ιδρύει ξανά από την αρχή. Η κατάσταση αυτή της μετα φυσικής οφείλεται στην ίδια τη φύση του λόγου, ο οποίος σύμφωνα με τον Kant έχει τη μοίρα να ενοχλείται από φορτικά ερωτήματα που δεν μπορεί να αποφύγει ούτε όμως και να απαντήσει. Έτσι ο κριτικός λόγος, ως το γνωστικό όργανο και ως η κινητήριος δύναμη της φιλοσοφίας γίνεται αυτοσκοπικός, χαρακτηρίζεται δηλαδή από μια διάθεση αποδ όμησης και περιορισμού του εαυτού του. Ο Kant θεωρεί πως η νόηση και η γνώση είναι δυνατές μόνο μέσω του αυτοπεριορισμού.
Η έννοια της υπερβατολογικής φιλοσοφίας
Βασική επιδίωξη του Kant είναι να δημιουργήσει μια νέα υπερβατολογική επιστήμη (Transzendentalphilosophie) και όχι να δώσει απαντήσεις σε παραδοσιακά ερωτήματα. Πιστεύει πως ο κόσμος έχει «χορτάσει» τους μεταφυσικούς ισχυρισμούς. Τα ερωτήματα που η νέα φιλοσ οφία θέτει είναι τρία: πώς είναι δυνατή η φιλοσ οφία, ποιές είναι οι συνθήκες, οι όρ οι δυνατότητας της γνώσης (Bedingungen der Möglichkeit) και τέλος πώς είναι δυνατή η ικανοπ οίηση των όρων αυτών από την γνώση. Ο Καντ επιχειρεί να θεμελιώσει τη δυνατότητα της επιστήμης της φιλοσοφίας και να διατυπώσει ασφαλή κριτήρια για το τι είναι αληθές και τι όχι. Δεν ασχολείται με πιθανά αντικείμενα γνώσης αλλά με την υποκειμενική δυνατότητα του «νοείν» να γνωρίσει το αντικείμενο εν γένει. Έτσι ο Κant δε θα ασχοληθεί με μια θεωρία για τη φύση, τον άνθρωπο, την ψυχή,
32
αλλά με τις κατηγορίες δυνάμει των οπ οίων ο νους γνωρίζει αυτά τα γνωστικά αντικείμενα. Συνεπώς, η υπερβατολογική γνώση θα μπορ ούσε να χαρακτηριστεί επιστρεπτική, καθόσον αφορά την κατανοούσα επιστροφή του λόγου στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο, ο Καντ θέλει να προσδιο ρίσει τη μεταφυσική ως επιστήμη και να βρει τους όρ ους υπό τους οπ οίους η μεταφυσική αντιλαμβάνεται τον ίδιον τον εαυτό της.
Η έννοια της γνώσης a priori
Στα πλαίσια της νέας υπερβατολογικής φιλοσ οφίας ο Κant αναζητά γνώσεις a priori, δηλαδή προεμπειρικές γνώσεις που θεμελιώνουν την επιστημονικότητά της. Ο Κant δεν αμφιβάλλει για την χρονική προτεραιότητα της εμπειρίας. Η αναγκαιότητα της γνώσης όμως αντλείται από τη νόηση. Επομένως, δεν πηγάζουν όλες οι γνώσεις από την εμπειρία. Με την υπερβατολογική φιλοσ οφία ο Καντ επιχειρεί μία «μετα φυσική
της
μεταφυσικής»,
μια
«μεταγλώσσα
της
μεταφυσικής».
Στόχος του είναι ο προσδιορισμός των όρων δυνατότητας του «νοείν» και η ανεύρεση των οδών που οδηγούν στην αντικειμενική γνώση. Σε αντιδιαστολή προς την παλαιά μεταφυσική που επεδίωκε την αφαιρετική γνώση και την αναγωγή στο απόλυτο, η υπερβατολογική φιλοσ ο φία πραγματοποιεί μια κοπερνίκεια μεταστροφή στην υποκειμενικότητα και μετατοπίζει το κέντρ ο βάρους της φιλοσ οφίας, από το Είναι στο «νοείν».
33
ΜΑΘΗΜΑ 2 ο :Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ A PRIORI Εισηγητές:Ντάλα Ειρήνη και Περσίδου Αλεξάνδρα
Ως κρίση ορίζεται η σύνδεση ενός υποκειμένου με ένα κατηγόρημα. Σε κάθε κρίση το κατηγόρημα μπορεί να λάβει δύο θέσεις, είτε μέσα στην έννοια του υποκειμένου, είτε εκτός αυτής. Στην πρώτη περίπτωση η κρίση ονομάζεται αναλυτική, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, στην συμπλοκή δηλαδή του υποκειμένου με ένα κατηγόρημα που βρίσκεται έξω από την σφαίρα του υποκειμένου, η κρίση είναι συνθετική. Οι αναλυτικές κρίσεις προσφέρουν ταυτολογικές γνώσεις. Αποτελούν δηλαδή κρίσεις που δεν διευρύνουν τη γνώση, αλλά μόνον αποσαφηνίζουν το ήδη υπάρχον περιεχόμενο στη σφαίρα του υποκειμένου. Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, η έννοια αποτελεί μια σφαίρα γνωρισμάτων (διακριτικών εννοιακών χαρακτηριστικών) που και αυτά με τη σειρά τους είναι έννοιες. Έτσι σε κάθε εξήγηση μιας έννοιας θέτουμε έξω από αυτή τα γνωρίσματα που περιέχονται στη σφαίρα της, οδηγώντας την έννοια στην αναλυτική σαφήνεια. Πα ράδειγμα αναλυτικής κρίσης αποτελεί η πρόταση:
«Όλα τα σώματα
είναι εκτατά». Εδώ η έννοια του σώματος περικλείει την έννοια της έκτασης. Σε αντιδιαστολή προς τις αναλυτικές κρίσεις οι συνθετικές
34
είναι εκείνες που διευρύνο υν τη γνώση. Με αυτές θα ασχοληθεί ο Kant στην Υπερβατολογική Λογική. A priori γνώση καλείται η ανεξάρτητη από την εμπειρία γνώση και αντιδιαστέλλεται προς την a posteriori, δηλαδή τη γνώση που προκύπτει από την εμπειρία. Οι αναλυτικές κρίσεις παρέχουν a priori γνώση, ενώ οι συνθετικές τόσο a posteriori όσ ο και a priori γνώση. Οι προτάσεις a priori διατυπώνονται από μία νόηση που έχει μαθητεύσει στον εαυτό της. Ο νους θεωρεί λ.χ. τον κόσμο υπό τη μορφή μίας σχέσης αιτίου-αποτελέσματος. Υποστηρίζει δηλαδή ότι αν τεθεί το Α τότε ακολουθεί το Β. Στην συνθετική κρίση a priori η σύνδεση κατηγορήματος και υποκειμένου πραγματοποιείται χωρίς τη συμ βολή της εμπειρίας. Εξηγώντας ο Kant τη συνθετική κρίση a priori μας παραπέμπει στα μαθηματικά. Οι μαθηματικές κρίσεις είναι αποδεικτικές κρίσεις. Έχουν μία απόλυτη αναγκαιότητα που δεν θα μπο ρούσε να μας τη δώσει η εμπειρία. Είναι δηλαδή a priori. Η κρίση λ.χ.: «Η ευθεία γραμμή αποτελεί τη βραχυτέρα οδ ό ανάμεσα σε δύο σημεία» είναι συνθετική, καθώς η έννοια της ευθείας περιγράφει την ποιότητα της γραμμής αλλά όχι και την ποσ ότητά της. Η ποσότητα που εκφράζει το κατηγόρημα της βραχήτητας δεν περικλείεται στην έννοια της ευθείας γραμμής, αλλά προστίθεται με συνθετικό τρόπ ο στο υποκείμενο της κρίσης. Τα αξιώματα της γεωμετρίας διαφέρ ουν ριζικά από τις φιλοσ ο φικές κρίσεις. Κατά τον Kant η μαθηματική γνώση αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσ οφική. Ο μαθηματικός και ο γεωμέτρης κατασκευάζουν τις έννοιες τους. Αντιθέτως ο φιλόσοφος ορίζει την έννοια διακρίνο -
35
ντάς την από άλλες επιμέρους έννοιες βάσει γνωρισμάτων. Τα μαθηματικά ορίζουν μια ζητούμενη έννοια μέσω της κατασκευής, δηλαδή μέσω της έκθεσης αυτής της έννοιας στην εποπτεία. Παραδειγματικά αναφέρ ουμε τον μαθηματικό ορισμό του κύκλου «ως την ίση απόσταση κάθε σημείου της περιφέρειας από το κέντρο». Η παραπάνω πρότα ση δεν αποτελεί εννοιακό ορισμό του κύκλου αλλά την κατασκευή του. Οι μαθηματικές κρίσεις ερείδ ονται στην εποπτεία, η οπ οία αποτελεί τον αιτιώδη λόγ ο της σύνδεσης ενός υποκειμένου με ένα κατη γόρημα. Ο θεϊκός νους, ως ο intellectus archetypus, λειτουργεί ως μαθηματικός νους. Η ανθρώπινη γνώση στηρίζεται στον intellectus ektypus. Στη διαδικασία του ορισμού μίας έννοιας Α η φιλόσοφική γνώση υποκαθιστά τη δοθείσα έννοια με επιμέρους έννοιες Β, Γ, κ.ο.κ. Καταλήγει έτσι να δημιουργεί μία κατηγοριακή δ ομή Χ αποτελούμενη από συζεύξεις εννοιών που συνεχίζονται επ’ άπειρον, καθώς κάθε έννοια περιέχει άλλες έννοιες που την ορίζουν. Οι έννοιες διέπονται από μία πολυπλοκότητα. Η γνώση δεν είναι σε θέση να καθορίσει με τέλειο τρόπο μία έννοια, αφού η ανάλυσή της δεν εξαντλείται ποτέ. Φιλοσοφώ, σημαίνει κατά τον Kant, αποσαφηνίζω τις έννοιες μου, αλλά δεν οδηγούμαι στο Είναι. Η γνώση οδηγείται κατά την ρήση του Kant στο καλύτερ ο Είναι. Επομένως η φιλοσ οφία δεν πρέπει να έχει την αξίωση να κατασκευάζει τις έννοιες που ορίζει ως το πραγματικό. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται η αρνητική στάση του Kant απέναντι στην παραδοσιακή οντολογία.
36
Ο Kant δέχεται εν μέρει την κριτική που ασκεί ο Hume στην έννοια της αιτιότητας, διαφωνεί όμως στην απόδοση της σύνδεσης αιτίας-αποτελέσματος σε ψυχολογικό μηχανισμό (συνειρμική σύνδεση). Ο ίδιος υποστηρίζει ότι στην κατηγορία της αιτιότητας τίθεται ως βάση μια γνωστική διαδικασία και όχι για μια αυθαίρετη σύνδεση παραστα σιακών περιεχομένων της ψυχής. Η διαφορετική οπτική οφείλεται στις διαφορετικές αφετηρίες, αφού ο Kant εδώ συνομιλεί με την φυσική επιστήμη της εποχής του. Ο Kant διδάσκεται από την νευτώνεια έν νοια του φυσικού νόμου και ερμηνεύει αντίστοιχα τη συνθετική κρίση ως νόμο της αντικειμενικής γνώσης. Η αιτιότητα είναι μια κατηγορία που περιγράφει νομοτελειακά τα φυσικά φαινόμενα και δεν παράγεται από τις αυταπάτες μιας διάνοιας. Ο Kant δεν παραιτείται από την αξίωση αντικειμενικότητας και πιστεύει πως η πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έν νοια της γνωστικής σύνθεσης. Οι λογικές λειτουργίες δεν συνιστούν κατ’αυτόν συνειρμικές διεργασίες.
ΜΑΘΗΜΑ 3 ο : ΕΝΟΡΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΝΝΟΙΑ ΚΟΤΗΤΑ Εισηγητές:Χατζηχαραλάμπους Χριστίνα και Πολίτη Βασιλική Στην καντιανή σκέψη αντιδιαστέλλεται η άπειρη γνώση του θεού προς την πεπερασμένη γνώση του ανθρώπου. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να δημιουργεί τις ιδέες του. Η φιλοσ οφία είναι απλή απο σαφήνιση των εννοιών της και δε φτάνει ποτέ στο Είναι, αλλά προ σεγγίζει συνεχώς ένα καλύτερο Είναι. Η απόσταση ανάμεσα στο πράγ-
37
μα και στις γνωστικές προσβάσεις προς αυτό είναι άπειρη. Γι’ αυτό η φιλοσοφία είναι συλλογιστική, διεννοιακή ( diskursiv). Αντιθέτως η μαθηματική γνώση είναι ενορατική ( intuitiv). Η φιλοσ οφική γνώση οδεύει από έννοια σε έννοια
και βρίσκεται πάντα καθοδ όν προς το
πράγμα. Λ.χ σε μια φιλοσοφική θεωρία επιδιώκεται η αποσαφήνιση της έννοιας της δικαιοσύνης, αλλά καμιά αποσαφήνιση της έννοιάς της δεν είναι η ίδια η δικαιοσύνη. Υπάρχει μια θεωρία από την οποία ο Κant προσπαθεί να αποδεσμευτεί και την οπ οία συνταυτίζει με την καθεαυτό μεταφυσική. Αυτή είναι η θεωρία του Leibniz για την προδιατετεγμένη αρμονία ανάμεσα στα πραγματικά και τα ιδεατά. Ο Leibniz διδάσκει ότι η γνώση δεν έρχεται θύραθεν στο Είναι, αλλά ότι το Είναι επιστρέφει ούτως ειπείν στον εαυτό του ως γνώση. Στη μεταφυσική του Leibniz το Eίναι ενέχει αποχρώντα λόγ ο, σκοπ ό – η κίνησή του δεν ορίζεται ως μηχα νική μετατόπιση στο χώρ ο, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά μιας έλλογης αυτοσυγκρότησης. Στη μεταφυσική του Leibniz το Είναι έχει έναν δυναμικό, ορθολογικό χαρακτήρα. Στη μεταφυσική αυτή o Kant αντιτείνει ότι δεν μπορ ούμε να γνωρίσουμε, όντας πεπερασμένα όντα, χωρίς τον αυτοπεριορισμό του υποκειμένου. Ο Leibniz στηρίζει τη γνώση στην αρχή του αποχρώντος λόγου.Το Είναι έχει μέσα του έναν αποχρώντα λόγο, που δεν είναι μια ratio cognoscendi (γνωστικός λόγ ος) αλλά μια ratio essendi (υπαρκτικός λόγος). Ο Kant διαθραύει τη μεταφυσική αυτή σύνδεση του απο χρώντος λόγου και του Είναι.Το ίδιο συμβαίνει και στο Hume. Γι’αυτό και ο Kant λέει ότι ο Hume τον ξύπνησε από τον δ ογματικό λήθαρ-
38
γο. Ο Hume σε διαλεκτικό επίπεδο σπάζει τους δεσμούς αιτίας και αποτελέσματος, θεωρώντας ότι αυτό που τα συνδέει είναι ο μηχανικός συνειρμός. Ο Leibniz υποστηρίζει ότι υπάρχει μια στοιχειώδης συμβατότητα ανάμεσα στον κόσμο και τη γνώση, ότι ο κόσμος έχει έλλογη υφή. O Kant έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την αντίληψη, απορρίπτοντας τη θεωρία της προδιατεταγμένης αρμονίας. Κατά τον Kant το πραγματικό και το ιδεατό είναι δύο αυτοτελή μέρη, δύο άσχετες μεταξύ τους περιοχές.Η έλλειψη κοινωνίας μεταξύ ιδεατότητας και πραγματικότητας, του «διότι» και του «ότι», της νόησης και του Είναι οδηγεί σε μία αδυναμία του λόγου να κατανοεί την πραγματικότητα. Η έλλειψη νοή ματος στον αντικειμενικό κόσμο παρωθεί τη νόηση στην ενασχόληση με τον εαυτό της. Η νόηση θα επιστρέψει στον εαυτό της, θα απολυτοποιήσει την αυτοτέλειά της έναντι της φύσης. Η ίδια αποκοπή του νοήματος από το «ότι» οδηγεί σε μια βουλησιαρχία (Voluntarismus), η οπ οία καταλύει την οντολογία. Η βασικότερη προϋπόθεση της Κριτικής του καθαρού Λόγου είναι εκείνη της περατότητας της γνώσης.Η γνώση μας βασίζεται σε δύο πηγές: στη διάνοια (καθολικότητα, αυτενέργεια, έμμεσότητα, έννοια) και στην αισθητικότητα ( ατομικότητα, δεκτικότητα, αμεσότητα, εποπτεία).Τα δύο αυτά ξεχωριστά πράγματα δεν συγχέονται ποτέ μεταξύ τους και ποτέ δεν μπορούμε να συγκεράσουμε δημιουργικά κάποιες από αυτές τις έννοιες.Ο Kant πιστεύει ότι όλα τα προβλήματα της μεταφυσικής προήλθαν από αυτήν τη σύγχυση της ιδεατότητας και της πραγματικότητας. Η νόηση δεν εποπτεύει, μένει στην καθολικότητα.
39
Όμως, για να υπάρξει γνώση πρέπει να υπάρχουν και τα δύο μέρη της αντίθεσης, η εποπτεία και η έννοια. Ο κοινός κορμός αυτών των εναντίων στελεχών μένει κατά τον Kant άγνωστος.
Υπερβατολογική Αισθητική
Η αισθητική δεν είναι η θεωρία του ωραίου, αλλά η θεωρία των βασικών αρχών της αίσθησης. Με τον όρ ο υπερβατολογική αισθητική ο Kant εννοεί μια επιστήμη που ασχολείται με όλους τους κανόνες και τις αρχές της αίσθησης a priori. Αισθητικότητα είναι η δεκτικότητα του υποκειμένου, δηλαδή η ικανότητά του να δέχεται μέσω των αισθήσεων παραστάσεις που μας χορηγεί η εξωτερική ύλη του πραγμα τικού. Αντίθετα, η διάνοια είναι η ικανότητα που παράγει παραστάσεις και εννοεί το αντικείμενο που μας δίνει η αισθητική εποπτεία. Οι εποπτείες και οι έννοιες συναποτελούν τα θεμελιώδη στοιχεία της γνώσης. Για να υπάρξει εποπτεία πρέπει να μας δ οθεί το αντικείμενο. Η επενέργεια ενός αντικειμένου πάνω στην παραστατική ικανότητα καλείται αίσθημα. Βασική είναι η διάκριση μεταξύ ύλης και μορφής. Ο Kant διαφοροποιεί την εμπειρική από την καθαρή εποπτεία και ενδιαφέρεται μό νο για την δεύτερη. Η ύλη είναι εκείνο που βρίσκεται σε αντα πόκριση με το αίσθημα, αυτό που διεγείρει την δεκτική μας ικανότητα. Η μορφή είναι εκείνο, δυνάμει του οποίου η πολλαπλότητα του φαινομένου
ταξινομείται
σε
ορισμένες
σχέσεις
(συντάσσουσες
σχέσεις). Ο Κant πιστεύει ότι η γνώση που έχουμε από τις αισθήσεις
40
μας παρέχει την ύλη αλλά όχι και την μορφή. Η ύλη είναι a posteriori ενώ η μορφή a priori. Η συντάσσουσα σχέση είναι η καθαρή μορφή της εποπτείας, η οποία έχει δύο εκδοχές, τον χώρ ο (Raum) και τον χρόνο (Zeit). Ο χώρος και ο χρόνος προέρχονται από την παραστατική ικανότητα του υποκειμένου και δεν έχουν απόλυτη και αντικειμενική εγκυρ ότητα. Χώρος είναι η εντελώς αφηρημένη αθροιστική συμπαράταξη. Ο χώρος δεν είναι συγκέντρωση στο έσω αλλά διάχυση στο έξω, διάσταση (εξωτερική αίσθηση). Χρόνος είναι μια διαδοχή των εσωτερικών συνειδησιακών γεγονότων (εσωτερική αίσθηση). Όλα τα αντικείμενα του εσωτερικού κόσμου τα εποπτεύουμε στον χρόνο. Ενώ ο χώρος ως εξωτερική αίσθηση αφορά τη μορφή των αντικειμένων, το μέγεθος, τις σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων. Ο χρόνος είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία συνδέουμε τα γεγονότα της ψυχικής αντίληψης (αιτία –αποτέλεσμα ως ηγούμενο και επόμενο). Η εποπτεία του χρόνου στον Kant έχει την πρωτοκαθεδρία έναντι της εποπτείας του χώρου. Η συνείδηση π.χ της αιτιακής συνάφειας των γεγονότων συν δέεται με το εσωτερικό βίωμα του χρόνου, καθώς μέσα στο χρόνο, στην πρωταρχική δηλαδή κατάληψη κατατάσσουμε τα συνειδησιακά γεγονότα το ένα μετά το άλλο. Ο χώρ ος δεν είναι έννοια εμπειρική, αλλά αναγκαία παράσταση a priori, αφού για να υπάρχουν εξωτερικές αισθήσεις πρέπει να προ ϋφίσταται ως όρ ος ο χώρος. Ο χώρος δεν είναι καθαρή, λογική έννοια αλλά καθαρή εποπτεία. Σε αντιδιαστολή προς την καθολικότητα της έννοιας ο χώρ ος είναι ενικός και όταν κάνουμε λόγο για πολλούς χώρους στην ουσία μιλούμε για περιορισμούς του ενιαίου χώρου. Ο
41
χώρος είναι ενικός, η ενικότητά του όμως είναι μια άπειρη περιοριστι κότητα, ούτως ειπείν μια διάσταση, η οπ οία μπορεί να επεκτείνεται εξακολουθητικά. Ο περιορισμός αυτής της διάστασης παράγει τους καθ’έκαστον χώρους. Ο χώρος είναι συνεχές ποσό (quantum continuum), ένα απείρως εξακολουθητικό μέγεθος. Ο χρόνος επίσης δεν είναι έννοια αλλά εποπτεία. Ο χρόνος έχει μόνο μια διάσταση. Οι πολλοί χρόνοι υπάρχουν μόνο διαδ οχικά. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εκείνα τα θεμελιώδη στοιχεία στα οπ οία μπορεί να αναχθεί η εποπτεία στην καθαρή της μορφή.
ΜΑΘΗΜΑ 4º: ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΝΟΥ Εισηγητές:Μιχαλά Θέκλη και Γαλάνης Τιμολέων
Στην υπερβατολογική αισθητική ο Κant εξετάζει τις δύο a priori καθαρές μορφές της εποπτείας, τον χώρο και τον χρόνο. Ο χώρ ος κατά τον Κant δεν είναι έννοια, αλλά καθαρή εποπτεία, η εξωτερική συμπαράταξη (Nebeneinander) των αντικειμένων. Και ο χρόνος είναι μια καθαρή μορφή εποπτείας μέσα στην οπ οία τα πράγματα εκτίθενται διαδοχικά. Τη δεύτερη ενότητα της Κριτικής του καθαρού λόγου αφιερώνει ο Kant στις καθαρές έννοιες. Έννοιες μπορ ούμε να ορίσουμε από δύο απόψεις: από την άποψη της ύλης και από την άποψη της μορφής. Οι καθ’ύλην προσδιορισμένες έννοιες σχετίζονται με την εμπειρία. Οι καθαρές μορφές του εννοείν, οι έννοιες κατά τη μορφή, είναι προε -
42
μπειρικές, αποτελούν δηλαδή το a priori στοιχείο της γνώσης και ονο μάζονται κατηγορίες. Η Τυπική Λογική ασχολείται μόνο με τις μορφές της σκέψης, δεν ενδιαφέρεται για τα επιμέρους στοιχεία και πραγματεύεται τους μορφολογικούς προσδιορισμούς και τις αμοιβαίες τους σχέσεις. Αντίθετα ο Κant εισηγείται μια Υπερβατολογική
Λογική. Η
Υπερβατολογική Λογική εστιάζει σε αντιδιαστολή προς την τυπική Λογική στην πηγή, την έκταση, την αντικειμενική εγκυρότητα των γνώσε ών μας, όπως επίσης και στους νόμους της διάνοιας που αναφέρονται σε αντικείμενα a priori. Οι καθαρές έννοιες ανήκουν στην διάνοια και είναι πιο στοιχειώδεις από τις εμπειρικές και παράγωγες έννοιες, γιατί πάνω σε αυτές εδράζεται η νόηση. Η κρίση είναι η ενέργεια της διάνοιας δια μέσου της οπ οίας συνδέουμε πολλές παραστάσεις σε μια ενότητα. Κατά συνέπεια η κρίση είναι η πηγή από την οπ οία παράγονται καθαρές έννοιες, οι κατηγορίες. Η κρίση αποτελεί την πιο στοιχειώδη τέλεση της διάνοιας και είναι ο μίτος που οδηγεί στην ανακάλυψη όλων των καθαρών εννοιών της νόησης.
Κρίσεις κατά το ποσόν Καθολικές Μερικές Ατομικές
43
Η κρίση κατά το ποσ όν προσδιορίζεται αναφορικά με το πλάτος του υποκειμένου, δηλαδή αναφορικά με το πλήθος των περιπτώσεων που περιέχονται μέσα στο υποκείμενο. Καθολική
κρίση :
Όλοι
οι
άνθρωποι(Υ)
είναι(συνδετικό)
θνητοί(κ). Όπου το κατηγόρημα(κ) αποτελεί τη γνωστική αιτία του πράγματος, το γενικό στοιχείο, τη γενική γνώση. Μερική κρίση : Μερικοί κύκνοι είναι λευκοί. Ατομική κρίση : Ένας κύκνος είναι λευκός.
Κρίσεις κατά το ποιόν Καταφατικές Αποφατικές Αόριστες / Άπειρες / Απειροδύναμες
Το κατηγόρημα καθολικοποιεί το υποκείμενο. Έχει εννοιακή, αφηρημένη ύπαρξη και όχι άμεση. Αποδίδεται στο υποκείμενο και μας δίνει μια κατηγορική απόφανση. Οι κρίσεις κατά το ποιόν εξετάζουν αν το κατηγόρημα μπορεί εν γένει να αποδ οθεί στο υποκείμενο. Όταν μπορεί να αποδοθεί, τότε έχουμε καταφατική κρίση. Όταν το κατηγόρημα δεν μπορεί να αποδ οθεί στο υποκείμενο, τότε έχουμε αποφα τική κρίση και τέλος, όταν εν μέρει αποδίδεται το κατηγόρημα στο υποκείμενο έχουμε κρίση αόριστη. Καταφατική κρίση : Ο αετός είναι πτηνό. Αποφατική κρίση : Ο αετός δεν είναι θηλαστικό.
44
Άπειρη κρίση : Η ψυχή είναι Μη-θνητή (στην κρίση αυτή η άρνηση δεν προσβάλει το συνδετικό είναι, αλλά αποδίδεται στο ίδιο το κατηγόρημα. Επομένως η άπειρη κρίση αποτελεί οιονεί θετική κρίση. Το μη-θνητό είναι μια ολότητα που περιέχει άπειρους προσδιορισμούς εκτός από εκείνον του θνητού).
Κρίσεις κατά την αναφορά Κατηγορικές Υποθετικές Διαζευκτικές
Οι κρίσεις κατά την αναφορά ( Relation) είναι κρίσεις που αφο ρούν 1) τη σχέση υποκειμένου προς το κατηγόρημα, 2) τη συσχέτιση δυο κρίσεων και 3) την συσχέτιση αλληλοαποκλειόμενων κατηγορημάτων προς τη σφαίρα του υποκειμένου. Κατηγορική κρίση : Ο αετός (Υ) είναι (συνδετικό) πτηνό (κ). (Εκφράζει τη σχέση μεταξύ του υποκειμένου και του κατηγορήματος). Υποθετική κρίση : Αν υπάρχει δικαιοσύνη, τότε θα τιμωρηθεί ο άδικος. (Εδώ έχουμε δύο κρίσεις οι οποίες τίθενται σε μια σχέση αι τίας και αποτελέσματος, λόγου και ακολουθίας). Διαζευκτική κρίση : Το Α είναι είτε Β είτε Γ κ.ο.κ., περικλείει δηλαδή μια έννοια, που αποκλείει από τη δικής της σφαίρα άλλες έννοιες. Η διαζευκτική κρίση καθιστά λογικά δυνατές τις κατηγοριακές σχέσεις κοινωνίας και αλληλεπίδρασης.
45
Κρίσεις κατά τον τρόπο Προβληματικές Βεβαιωτικές Αποδεικτικές Οι κρίσεις κατά τον τρόπο διαφέρουν ριζικά από όλες τις άλλες, αφορ ούν μόνο την υποκειμενική πεποίθηση, τη γνώση, που έχω εγώ, όταν σχηματίζω την κρίση μου. Δεν είναι αντικειμενικές, αφού δεν στρέφονται στο αντικείμενο, αλλά στο υποκείμενο, που σχηματίζει την κρίση. Αυτές οι κρίσεις αναφέρ ονται στον σκεπτόμενο άνθρωπο και στην πεποίθησή του για την κρίση, που ο ίδιος διατυπώνει. Προβληματική κρίση : Πρόκειται για μια κρίση, που δεν μας πεί θει ο ύτε αντικειμενικά, ούτε υποκειμενικά. Ο βαθμός πεποίθησης αυτής της κρίσης στηρίζεται σε έναν λόγο, που δεν είναι ούτε αντικειμε νικά ούτε υποκειμενικά επαρκής, δηλώνει απλά μια γνώμη, μια δυνα τότητα. Βεβαιωτική κρίση : Στην περίπτωση αυτή ο λόγος, στον οπ οίο βασίζεται η κρίση μας πείθει υποκειμενικά, αλλά όχι αντικειμενικά. Ο λόγος της κρίσης είναι αντικειμενικά ανεπαρκής, υποκειμενικά όμως επαρκής. Η κρίση αυτή δηλώνει πίστη. Αποδεικτική κρίση : Η κρίση αυτή μας οδηγεί στη γνώση, αφού ο λόγος της θεωρείται υποκειμενικά και αντικειμενικά επαρκής. Η κρίση αυτή οδηγεί στην κατηγορία της αναγκαιότητας. Οποιαδήποτε όμως απόδειξη προϋποθέτει προκείμενες πάνω στις οπ οίες θα δ ομηθεί η καινούργια γνώση. Προϋποθέτει αρχικές παραδ οχές της επιστήμης και κανόνες που διαπιστεύονται ως αναγκαίοι για την κατανόηση του
46
πραγματικού κόσμου. Η αποδεικτική κρίση έχει ως προϋπόθεση μια επιστημονική κοινότητα, η οποία θεσπίζει κανόνες παραγωγής του αντικειμενικού.
ΒΑΘΜΟΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΗΣ Γνώμη: κατηγορία της δυνατότητας Πίστη: κατηγορία της πραγματικότητας Γνώση: κατηγορία της αναγκαιότητας
Ο Kant έχει την πεποίθηση πως δεν πρέπει να περνάμε χωρίς λόγο από τη γνώμη στην πίστη. Η πίστη είναι για τον Κάντ διαφορετι κή από τη χριστιανική, αφού εξατομικεύει και οδηγεί τον άνθρωπο στον εαυτό του. Κατά τον Kant την πραγματικότητα μόνο να την κρίνο υμε μπορούμε, ούτε να τη δούμε είναι δυνατό, ούτε να την αισθανθούμε. Επαφή με την αντικειμενικότητα έχουμε μέσα από την κρίση. Η πραγματική κρίση είναι αυτή, που συνοδεύεται από βαθμό πεποίθησης. Το πέρασμα από την πίστη στη γνώση προϋποθέτει την θεσμο ποίηση κανόνων μέσα σε μία αυστηρά προσδιορισμένη επιστημονική κοινότητα. Για να έχουμε γνώση, πρέπει να υπάρχει αλληλουχία ανάμεσα στα «πιστεύω», επικοινωνία. Γνώση δε σημαίνει απλά ένα πέρασμα από την υποκειμενικότητα στην αντικειμενικότητα. Κατά τον Kant η γνώση δεν παύει να βρίσκεται καθ’ οδ όν προς το καλύτερ ο Eίναι.
47
Από τις κρίσεις παράγονται οι κατηγορίες. Δια μέσ ου των κατη γοριών η διάνοια συνενώνει την πολλαπλότητα των φαινομένων και την υπάγει σε ορισμένους κανόνες. Η διάνοια υποτάσσει τα φαινόμενα στους λογικούς νόμους. Η αίσθηση δεν καταδεικνύει ότι δυο αντικείμενα είναι συνδεδεμένα ή σχετίζονται μεταξύ τους, αυτό είναι απο τέλεσμα μιας κατηγορίας. Οι κατηγορίες δηλαδή είναι a priori μορφές της γνώσης. Οι κατηγορίες είναι λογικοί και αναγκαίοι κανόνες σύμφωνα με τους οπ οίους λειτουργεί η διάνοια. Ο πίνακας των κατηγο ριών έχει ως εξής:
Α. Ποσόν
Β. Ποιόν
1. Ενότητα
1. Πραγματικότητα
2. Πολλαπλότητα
2. Άρνηση
3. Ολότητα
3. Περιορισμός
Γ. Αναφορά 1. Ενύπαρξη και αυθύπαρξη (συμβεβηκός και ουσία) 2. Αιτιότητα και εξάρτηση (αίτιο- αιτιατό) 3. Κοινωνία (Αλληλεπίδραση ανάμεσα στο πάσχον)
Δ. Τρόπος 1. Δυνατότητα-Μη δυνατότητα 2. Ύπαρξη- Μη ύπαρξη 3. Αναγκαιότητα- Τυχαιότητα.
48
ποιούν και το
Ο Kant δανείζεται τον πίνακα των κατηγοριών από τον Αριστο τέλη, τον οποίο μέμφεται γιατί δε διερεύνησε την αρχή από την οπ οία πηγάζουν οι κατηγορίες.
Γενικός ορισμός των Κατηγοριών.
Κατηγορίες είναι έννοιες ενός αντικειμένου εν γένει που συντελούν ώστε η εποπτεία του αντικειμένου να θεωρείται ως καθορισμένη εν σχέσει προς μια από τις λογικές λειτουργίες του κρίνειν. Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτόν τον ορισμό είναι πως η αντικειμενικότητα δεν εμφανίζεται αλλά συγκροτείται από τη διάνοια. Ο κόσμος συγκροτείται βάσει των κατηγοριών. Μέσω των κατηγοριών ο συγκεχυμένος κόσμος των αισθήσεων αποκτά προσδιορισμούς και δεν είναι μια απροσδιόριστη ραψωδία χρωμάτων. Η πραγματικότητα χωρίς κρίση και προσωπική ευθύνη του κρίνοντος παραμένει μια ραψωδία χρωμάτων. Οι κατηγορίες χρησιμοπ οιούνται όχι σε κρίσεις της αισθητηριακής αντίληψης, αλλά σε κρίσεις λογικές. Με τις κατηγορίες εξαντικει μενικεύω τον κόσμο, υπερβαίνω το «αισθάνομαι» και οδηγούμαι στο Είναι. Το Είναι στον Κant είναι ταυτόσημο με το «θεωρώ ως καθορισμένο». Το Είναι σημαίνει «αξιώνω ότι είναι». Το «αξιώνω ότι είναι» δηλώνει το υποκειμενικό ενδιαφέρ ον.
49
ΜΑΘΗΜΑ 5 ο :Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΟΥ ΝΟΥ Εισηγητές: Καπράρα Αναστασία και Τσολακίδου Μαρία Η Κριτική του καθαρού λόγου έχει δύο πυλώνες, την Αναλυτική και τη Διαλεκτική. Στην Υπερβατολογική Αναλυτική αναλύονται οι πηγές και οι ικανότητες της γνώσης, ενώ στην Υπερβατολογική Διαλεκτική θεματοποιούνται θεμελιώδη προβλήματα της μεταφυσικής, όπως λ.χ. η φαινομενικότητα, η φύση της ιδέας κ.ο.κ. Η Υπερβατολογική Αναλυτική ασχολείται με τις έννοιες, ενώ η Υπερβατολογική Διαλεκτική με τις ιδέες. Ένα κεντρικό κεφάλαιο της Κριτικής του καθαρού λόγου φέρει τον τίτλο:Η παραγωγή των καθαρών εννοιών του νού. Ο Kant υποστηρίζει ότι αν τα αντικείμενα της γνώσης ήταν άσχετα με το υποκείμενο που γνωρίζει και υπήρχαν αυτοτελή και έτοιμα, θα ήταν αδύνατον να εξηγηθεί πώς οι κρίσεις μας είναι συνθήκες δυνατότητας της αντικειμενικής γνώσης. Τίθεται το ερώτημα: Πώς μια γνωστική υποκειμενική πράξη χορηγεί αντικειμενικότητα στα πράγματα; Στο ερώτημα αυτό ο φιλόσοφος απαντά ως εξής: οι κατηγορίες είναι συνθήκες της αντικει μενικότητας της γνώσης και τα αντικειμενικά πράγματα τελούν σε εξάρτηση από την υποκειμενική συνείδηση. Για τον Kant η αντικειμενικότητα εξαρτάται από τις κατηγορίες. Γι’ αυτό τον λόγο η φύση ως σύνολο είναι αδύνατον να υπάρξει έξω από τις κατηγορίες. Η αίσθηση δεν δίνει τίποτε άλλο παρά μια απειρία εντυπώσεων. Ο δρόμος προς τη γνώση είναι ο δρ όμος προς την τάξη και τη σύνθε ση. Η πρώτη πράξη προς τη σύνθεση είναι η ένταξη της εποπτείας στο
50
χώρο και τον χρόνο. Αυτή την πράξη την επιτελεί η εποπτεία, βάσει της καθαρής της μορφής. Το να αντιλαμβανόμαστε το Α ασύνδετα από το Β, δεν αρκεί για την επιστημονική γνώση. Πρέπει να συνδέουμε τα στοιχεία της γνώσης και αυτό το κάνει μόνο η συνθετική κρίση. Στο συνθετικό ενέργημα της κρίσης περιλαμβάνονται 3 γνωστικές πράξεις: 1 . η πρόσληψη, 2 . η αναπαραγωγή, 3 . η αναγνώριση. Το αντικείμενο της γνώσης είναι ανάγκη να προσλαμβάνεται από τη γνώση, να αναπαράγεται από τη φαντασία ακόμη και εν απουσία του και να αναγνωρίζεται ως ταυτότητα σε όλες τις διαφορετικές του πτυχές. Προκύπτει όμως το ερώτημα: Πώς γνωρίζουμε ότι οι κρίσεις δεν είναι προϊόν αυθαιρεσίας της συνείδησης; Από πού πηγάζει η λο γική τους αναγκαιότητα; Ο Kant απαντά ότι η αναγκαιότητά τους πηγάζει από την έννοια της συνείδησης και από την ίδια την ενότητα της συνείδησης. Στο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν οι υποκειμενικές αρχές και οι προϋποθέσεις του «νοείν» να έχουν αντικειμενικό κύρ ος, ο Kant απαντά ότι η γνώση πηγάζει από τρεις πρωταρχικές πηγές: 1. την αίσθηση, 2. τη φαντασία και 3. την κατάληψη. Η χρήση τους είναι και εμπειρική και υπερβατολογική. Ο Kant διακρίνει α) τη σύνοψη της πολλαπλότητας a priori δια μέσ ου των αισθήσεων, β) τη σύνθεση της πολλαπλότητας αυτής μέσ ου της φαντασίας και γ) την ενότητα αυτής της σύνθεσης που επέρχεται δια μέσου της πρωταρχικής συνείδησης (Apperzeption). Ο Kant μιλάει πρώτον για τη σύνθεση μέσα στην εποπτεία. Θεωρεί ότι οι παραστάσεις προέρχονται είτε από την επίδραση εξωτερι-
51
κών αντικειμένων, είτε από εσωτερικά αίτια. Κάνει επίσης λόγ ο για μια σύνθεση της αναπαραγωγής στη φαντασία. Ο νόμος της αναπαραγωγής είναι εμπειρικός. Τέλος, ο φιλόσοφος μιλάει για τη σύνθεση της αναγνώρισης στην έννοια. Χωρίς την έννοια και τη συνείδηση δεν είναι δυνατόν να υπάρχει το ενιαίο του αντικειμένου. Αυτό που κατά τον Kant εγγυάται την αντικειμενικότητα της γνώσης είναι η ενότητα της συνείδησης. Αν δω ένα πράγμα σήμερα και το αναπαραγάγω αύριο χωρίς την ενότητα της συνείδησης, δεν μπορώ να το κατανοήσω ως ενιαίο. Πρέπει οι αναπαραστάσεις να συνοδεύονται από το «εγώ νοώ», διαφορετικά κάθε αντικείμενο κάθε μέρα θα είναι διαφορετικό. Οι κατηγορίες έχουν αντικειμενικό κύρος διότι πηγάζουν από ενεργήματα κρίσης και διότι στα ενεργήματα αυτά τίθεται ως βάση η ταυτότητα του «εγώ νοώ». Στο σημείο αυτό ο Kant εισάγει την έννοια της αυτοσυνείδησης. Χωρίς την ταυτότητα της αυτοσυνείδησης δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική γνώση. Για να υπάρξει γνώση, πρέπει να έχουμε ένα υποκείμενο που να είναι σταθερ ό μπροστά σε όλα τα αντικείμενα. Το σταθερό υποκείμενο δεν μπορεί να είναι κάποιο ψυχικό ή σωματικό προσόν. Το σταθερ ό υποκείμενο που συνθέτει τη γνώση είναι κατά τον Kant το υπερβατολογικό υποκείμενο. Αν δεν υπήρχε αυτό το υποκείμενο, το εγώ ως ταυτότητα, στο οπ οίο μπορεί να στηριχθεί η αναπλαστική φαντασία, οι αντιλήψεις μας θα ήταν ένα χάος. Το «εγώ» δεν είναι ένας ψυχολογικός προσδιορισμός αλλά ένα λογικό στοιχείο αυτενέργειας και γνωστικής δημιουργίας. Μόνο ν όταν το «εγώ» ενεργεί ως σύνθεση φτάνει στη σύλληψη φαινο μένων. Κρίνει συνθέτοντας και συλλαμβάνοντας εννοιακά. Άρα η
52
αντικειμενικότητα δεν υπάρχει έτοιμη, αλλά έχει πίσω της έναν δη μιουργ ό. Η δημιουργία είναι το συνθετικό ενέργημα στο επίπεδο της αίσθησης, της φαντασίας και της έννοιας . Η πεμπτουσία της ενότητας και της σύνθεσης είναι το «εγώ νοώ». Το «εγώ νοώ» μέσω των κατη γοριών εξαντικειμενικεύει τον αισθητό κόσμο. Η σύνταξη του κατ’αίσθηση δεδ ομένου μέσω των κατηγοριών είναι η αντικειμενικότητα. Η κατηγορία των κατηγοριών όμως είναι το «εγώ νοώ».
ΜΑΘΗΜΑ 6 ο Η ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΟΥ ΝΟΥ Εισηγητές:Δοϊτσόγλου Σοφία και Κορυφίδου Ελισάβετ Στη σχηματοποίηση των καθαρών εννοιών του νού ο Kant θέτει το ερώτημα που αφορά στη δυνατότητα εφαρμογής της κατηγορίας στα φαινόμενα και επιχειρεί τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της έννοιας και της εποπτείας. Η έννοια του κύκλου αντιδιαστέλλεται λ.χ. στην περιγραφή αυτού του σχήματος στην εποπτεία. Την εικόνα και την έννοια του κύκλου συνδέει μια γέφυρα, η οπ οία δεν είναι άλλη από την κίνηση της περιγραφής του κύκλου, δηλαδή δεν είναι άλλη από την κατασκευή του. Η κίνηση της περιγραφής του κύκλου στηρίζεται σε έναν κανόνα (ίση απόσταση των σημείων της περιφέρειας από το κέντρ ο). Αυτόν τον κανόνα χρησιμοποιεί η κατασκευή για να απεικονίσει την έννοια. Συνεπώς το σχήμα δεν είναι εικόνα αλλά ο κανόνας και η μέθοδ ος στην οποία υπακούει η κατασκευή της ει κόνας.
53
Ποιο είναι όμως το σχήμα των κατηγοριών ως των καθαρών εννοιών του νου. Στην καθαρή διάνοια αναπτύσσεται μια σχηματοποίηση. Η σχηματοποίηση των καθαρών εννοιών του νου αισθητικοποιεί τις έννοιες αυτές, καθώς τις ανάγει σε χρονικούς προσδιορισμούς. Τα σχήματα των κατηγοριών είναι χρονικοί προσδιορισμοί. Δια μέσου του σχήματος η κατηγορία αποκτά αντικειμενικότητα. 1. Το σχήμα της κατηγορίας της ποσότητας είναι ο αριθμός. Το σχήμα του αριθμού είναι ένας κανόνας μεθοδικής κατασκευής ή πρόσθεσης των μονάδων. Το σχήμα της ποσ ότητας είναι ως εκ τούτου η παράσταση της κατά συνεχή χρονική σειρά προσθήκης της μονάδας στη μονάδα. Μια επιμέρους έννοια, όπως είναι ο αριθμός 5, σχηματοποιείται με την πρόσθεση 5 διαδοχικών σημείων ( . . . . . ) . Αυτή η διαδοχή αποκαλύπτει την ίδια τη φύση του χρόνου. 2. Το σχήμα της πραγματικότητας ή ποιότητας είναι η συνεχής και ο μοιόμορφη γέννηση ενός περιεχομένου στον χρόνο, είναι η πλήρωση του χρόνου. Το υπερβατολογικό σχήμα της ποιότητας είναι ο βαθμός, ο οπ οίος είναι ο χρόνος τόσ ο ως πεπληρωμένος όσ ο και ως κενός. Ο βαθμός είναι μια αύξηση από το μηδέν του χρόνου στην πληρότητα του χρόνου. Ο βαθμός είναι ένα μέγεθος έντασης και όχι έκτασης. Η ένταση αναφέρεται στην εσωτερικότητα του ίδιου του πράγματος . 3. Το σχήμα της ουσίας είναι η κατάσταση της μονιμότητας του πραγματικού μέσα στον χρόνο, εφόσ ον ουσία είναι κατά τον Kant το παραμόνιμο, δηλαδή εκείνο το οποίο πάντοτε μένει, όταν όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Το σχήμα της αιτιότητας (αιτία - αποτέλεσμα) είναι η
54
κανονική διαδοχή της πολλαπλότητας. Η αιτιότητα είναι μια χρονική τάξη. Το σχήμα της αμοιβαίας αιτιότητας των ουσιών εν σχέσει προς τα συμβεβηκότα τους είναι η ταυτόχρ ονη ύπαρξη των καθορισμών των μεν και των καθορισμών των δε σύμφωνα προς έναν γενικό κανόνα. Ο χρόνος φαίνεται να είναι η γενεσιουργ ός αιτία της σχηματοποίησης. Ο χρόνος είναι 1. χρονική σειρά (στην ποσότητα), 2. χρονικό περιεχόμε νο (στην ποιότητα), 3. χρονική τάξη (στην αναφορά), δηλαδή η διάρ κεια, η σχέση ηγούμενου - επόμενου και η συνύπαρξη των στιγμών στο ο μού (συγχρονικότητα) και 4.ολότητα εν σχέσει προς όλα τα δυ νατά αντικείμενα. 4. Το σχήμα της δυνατότητας είναι η συμφωνία των διαφορετικών παραστάσεων με τους όρ ους του χρόνου. Το σχήμα της πραγματικότητας είναι η ύπαρξη σε έναν καθορισμένο χρόνο. Το σχήμα της αναγκαιότητας είναι η ύπαρξη ενός αντικειμένου σε όλη την έκταση του χρόνου. Στο σχήμα του μεγέθους συλλαμβάνεται όλος ο χρόνος. Το σχήμα της ποιότητας περιέχει τη σύνθεση του αισθήματος με την πα ράσταση του χρόνου. Το σχήμα της αναφοράς περιγράφει τη συσχέτιση των αισθητηριακών αντιλήψεων μέσα στην χρονική τάξη. Το σχή μα του τρόπου αναπαριστά τον ίδιο τον χρόνο ως αυτοαναφορά. Στο ερώτημα: ποιο είναι το υποκείμενο της σχηματοπ οίησης, ο Kant απαντά ότι η σχηματοποίηση του νου γίνεται μέσω της υπερβα τολογικής σύνθεσης της φαντασίας, η οποία έχει και ειδωλοποιητικό και διανοητικό εν χαρακτήρα. Η ίδια παράγει την έλλογη κίνηση της σύνθεσης και συγχρόνως την αισθητικοπ οιεί. Η φαντασία παίζει ένα
55
διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στην έννοια και την εποπτεία. Τα σχήματα των καθαρών εννοιών του νου είναι οι όρ οι που επιτρέπουν να αποδίδεται στις έννοιες μια αντικειμενικότητα και επομένως μια σημασία. Χωρίς τη σχηματοποίηση οι έννοιες δεν έχουν σημασία.
ΜΑΘΗΜΑ 7 ο :Η ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙ ΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ Εισηγητές:Δοϊτσόγλου Σοφία και Σακελλαρίου Γλυκερία
Η Υπερβατολογική Αναλυτική αρκείται στη διαίρεση των στοιχείων της γνώσης. Διακρίνει λ.χ. την εποπτεία από την έννοια. Το απο τέλεσμα της Υπερβατολογικής Αναλυτικής είναι ότι η διάνοια αποτελεί ένα περιορισμένο πεδίο εντός του οπ οίου μπορεί να υπάρξει αντικει μενική γνώση. Ο λόγ ος ωστόσ ο υπερβαίνει τα όρια της διάνοιας, επι διώκοντας την απολυτοπ οίηση της γνώσης. Αν η διανοητική γνώση διατρέχει μια σειρά όρων, τότε ο λόγος αποβλέπει στην ολότητα των όρων της γνώσης και υψώνεται στον έσχατο όρ ο της – στο ανυπόθετο. Ο λόγ ος επιχειρεί να ολοκληρώσει τη γνώση μέσα από τη σύλληψη της ολότητας. Οι κατηγορίες δεν εξηπηρετούν αυτόν τον σκοπ ό, κα θώς χρησιμεύουν μόνο στη σύνδεση των δεδ ομένων της εμπειρίας. Το όλον στο οποίο τείνει ο λόγος είναι μια ενότητα εποπτείας και νόησης. Στην ενότητα αυτή ερείδεται η έννοια της ιδέας. Οι ιδέες είναι έννοιες του λόγου στις οποίες δεν αντιστοιχεί κανένα αντικείμενο της εμπειρίας. Οι ιδέες είναι πλάσματα του λόγου χωρίς οντολογι κό αντίκρισμα. Οι ιδέες δεν είναι αυθαίρετα μορφώματα, αλλά παραδειγματικά
56
προτάγματα της γνώσης, τα οποία εμπεριέχουν μια πληρότητα των προϋποθέσεών της. Η υπέρβαση της εμπειρίας διαμέσου της ιδέας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της ηθικής. Για την πράξη του αν θρώπου είναι απαραίτητος ένας στόχος προς τον οποίο θα κατευθύνονται τα βουλητικά του ενεργήματα. Αυτό το κάτι προς το οποίο πρέπει να ευθυγραμμιστεί η βούληση είναι το δέον και ο κανόνας του πρα κτικού λόγου. Το διακριτικό χαρακτηριστικό του δέοντος είναι η ιδεατή του φύση. Γιατί όμως ο λόγος είναι αναγκαίο να υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάνοια; Η τάση για ολοκλήρωση της γνώσης μπορεί να απο σαφηνισθεί από τρεις απόψεις: την ομοιογένεια, την εξειδίκευση και τη συνέχεια. H ομοιογένεια δηλώνει την υπαγωγή των γενικών και των ειδι κότερων εννοιών της φύσης σε μια αρμονική ολότητα. Πρόκειται για μια ρυθμιστική ιδέα. Η εξειδίκευση εκθέτει τη διαίρεση μιας γενικής έννοιας, η οπ οία παρά τη διαφορά της παραμένει ταυτόσημη με τον εαυτό της. Η εξειδίκευση στηρίζεται στο λογικό νόμο της ολοκλήρωσης και καθιστά δυνατή την έννοια του συστήματος, η οποία απου σιάζει από τη διανοητική γνώση. Το σύστημα το αποτελούν οι έννοιες που συνδέουν τα είδη με τα γένη.Το ολοκληρωμένο σύστημα είναι και αυτό μια ιδέα, η οπ οία παραμένει ένα δέον της γνώσης που δεν μπο ρεί να γίνει αντικείμενό της. Οι ιδέες δεν είναι προσδιοριστικές αλλά έχουν μόνο ρυθμιστική χρήση, καθώς κατευθύνουν τη διάνοια προς ένα ορισμένο τέρμα, στο
57
οπ οίο συγκλίνουν οι κατευθυντήριες γραμμές των κανόνων και των νό μων της. Όταν ο λόγος υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάνοια, οδηγείται στην περιοχή της απατηλής φαινομενικότητας, της επίφασης, της απάτης. Η φαινομενικότητα αυτή γεννιέται από την πρόθεση του λόγου να υπαγάγει τον κανόνα της διάνοιας σε υψηλότερες αρχές. Αυτή η φαινομενικότητα όμως ανταποκρίνεται στον τελικό σκοπό της ενιαίας οργάνωσης της γνώσης. O διαλεκτικός λόγ ος διενεργεί συνθέσεις που διαφέρ ουν από τις κατηγοριακές. Ο Kant περιορίζει την ιδέα στη χρήση της. Η ιδέα δεν είναι ον. Αν και στερείται θεωρητικής πραγματικότητας, η ιδέα ωστόσ ο είναι μεστή από πρακτική πραγματικότητα, έχει πρακτική ση μασία.
ΜΑΘΗΜΑ 8 ο :ΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ Εισηγητές: Βαλανιδά Έλενα και Σακελλαρίου Γλυκερία
Κατά τον Kant οι ιδέες της μεταφυσικής είναι η ψυχολογική, η κοσμολογική και η θεολογική ιδέα. Η πρώτη αναφέρεται στο ανυ πόθετο ως ενότητα του σκεπτόμενου υποκειμένου (Ψυχή), η δεύτερη στην απόλυτη ενότητα της σειράς των προϋποθέσεων του φαινομένου (Κόσμος), και η τρίτη στην απόλυτη ενότητα των προϋποθέσεων όλων των αντικειμένων της σκέψης εν γένει (Θεός).
58
Σύμφωνα με τον Κant η ορθολογική μεταφυσική των προγε νέστερων (Πλάτων, Αριστοτέλης, Leibniz) διέπεται από παραλογισμούς που αφορ ούν τις έννοιες της Ψυχής, του Κόσμου και του Θεού. Παραλογισμοί είναι οι διαλεκτικοί συλλογισμοί που απολυτοποιούν, εξαντικειμενικοποιούν και υποστασιοποιούν τις παραπάνω έννοιες ως εάν αυτές υφίσταντο καθεαυτές. Η ορθολογική Ψυχολογία (psychologia rationalis) θεωρεί την Ψυχή, το «εγώ νοώ», ως ουσία. Υποστασιοποιεί το «εγώ νοώ», ενώ κατά τον Κant αυτό δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο της γνώσης. Το «εγώ νοώ» είναι μια τυπική, μορφική προϋπόθεση που συνοδεύει την παράσταση, ένα ψιλό σύμβολο και δεν αντιστοιχεί σε αυτό κάποια εποπτείας. Χωριστά από τη λειτουργία του δεν μπορ ούμε να έχουμε γι’ αυτό την παραμικρή γνώση. Το εγώ είναι απλός φορέας των νοητι κών πράξεων. Το «εγώ νοώ» είναι μια έννοια μεσότητας και ως τέτοια δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο σε μια ευθεία απόβλεψη ( intentio directa). Στη γνώση μας είναι προσιτό μόνο το ψυχολογικό εγώ ως εμπειρική συνείδηση. Όμως η αυτοσυνειδησία δεν είναι αυτογνωσία. Έτσι ο Κant καταλύει την ορθολογική ψυχολογία, ενώ αποδέχεται την εμπειρική. Γνωρίζουμε τον εαυτό μας όχι ως μια ουσία αλλά όπως αυτός φαίνεται σε μας. Την υπερβατική συνείδηση δεν τη γνωρίζουμε ως αντικείμενο. Αυτή είναι απλώς μορφικός όρ ος της σκέψης μας.
Οι παραλογισμοί του καθαρού λόγου είναι οι εξής: 1. Η ψυχή είναι ουσία. (Η ψυχή είναι άυλη)
59
2. Η ψυχή είναι ως προς την ποιότητά της απλή. Δεν μπορεί να αποσυντεθεί. (Η ψυχή είναι, λοιπόν, άφθαρτη άρα και αθάνατη) 3. Η ψυχή είναι ως προς τους διάφορους χρόνους αριθμητικά ταυτόσημη, δηλαδή ενότητα και όχι πολλαπλότητα (Η ψυχή είναι προσωπο) 4. Η ψυχή βρίσκεται σε σχέση με τα δυνατά αντικείμενα στο χώρο. Επιδρά σε αυτά και δέχεται επίδραση από αυτά (Η ψυχή καθίσταται αρχή της ζωής μέσα στην ύλη) Οι παραπάνω ιδιότητες συνιστούν την Πνευματικότητα της Ψυχής.
Ο Κant αναλύει τον παραλογισμό της ουσιαστικότητας στον ακόλουθο διαλεκτικό συλλογισμό: Μείζων πρόταση : Εκείνο του οποίου η παράσταση είναι το απόλυτο υποκείμενο των κρίσεών μας και για τούτο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν προσδιορισμός άλλου πράγματος είναι ουσία. Ελάσσων πρόταση : Εγώ ως σκεπτόμενο ον είμαι το απόλυτο υποκείμενο όλων των κρίσεών μου και η παράσταση του εαυτού μου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν κατηγόρημα. Συμπέρασμα: Εγώ, ως ψυχή (σκεπτόμενο όν), είμαι ουσία. Ο παραλογισμός έγκειται στη θεώρηση του «εγώ νοώ» ως υπόστασης (Substanz). Ο Kant προβάλλει το αντεπιχείρημα ότι το «εγώ νοώ» δεν είναι αντικειμενική μονιμότητα. Θα έπρεπε να μπορούμε να εποπτεύσουμε το «εγώ νοώ» για να έχουμε γνώση του εγώ. Άρα δεν έχουμε την παραμικρή γνώση για το «εγώ νοώ» αυτό καθ’ε -
60
αυτό. Παραμένει, λοιπόν, αναπόδεικτη η μονιμότητα της Ψυχής άρα και η ο υσιαστικότητα της.
Ο δεύτερος παραλογισμός είναι ο παραλογισμός της απλότητας, τον οποίο ο Καντ αναλύει ως εξής : Μείζων πρόταση : Εκείνο του οποίου η ενέργεια δεν είναι συρ ροή πολλών ενεργ ούντων πραγμάτων είναι απλό. Ελάσσων πρόταση : Η Ψυχή (το σκεπτόμενο εγώ) είναι ένα τέτοιο πράγμα Συμπέρασμα: Η Ψυχή είναι απλή. Και πάλι ο Καντ αντιτάσσει την αδυναμία εποπτείας άρα και γνώσης της μοναδικότητας της συνείδησης. Η απλότητα της αυτοσυνειδησίας είναι η μεσ ότητα της γνώσης και όχι ένα αντικείμενο. Χω ρίς την εποπτεία δεν υπάρχει πραγματική γνώση. Κάθε εποπτεία είναι αισθητηριακή, καθετί που θα ειπωθεί πέρα από την εμπειρία περιέχει τη φαινομενικότητα της ιδέας.
Ο παραλογισμός της προσωπικότητας μπορεί να αναλυθεί ως ακολούθως: Μείζων πρόταση : Ό,τι έχει συνείδηση της αριθμητικής ταυτότη τας του εαυτού του σε διαφορετικούς χρόνους είναι πρόσωπο. Ελάσσων πρόταση : Η ψυχή έχει μια τέτοια συνείδηση. Συμπέρασμα: Η ψυχή είναι πρόσωπο. Ο Καντ αντιτάσσει ότι η λογική ενότητα του υποκειμένου είναι δεδομένη αλλά μόνο σαν μορφική προϋπόθεση.Το εγώ είναι φορέας
61
πράξεων, νοηματοδ οτικό ενέργημα, αλλά όχι εξαντικειμενικεύσιμη έννοια. Γνωρίζουμε τον εαυτό μας όπως μας φαίνεται, δεν γνωρίζουμε το καθ’εαυτό «εγώ». Το πρόσωπο είναι ένα contextus (περικείμενο) ως μια μορφική προϋπόθεση της γνώσης και της πράξης. Ο παραλογισμός της προσωπικότητας είναι πάντως η απόλυτη προϋπόθεση της Καντιανής ηθικής. Ο Καντ ορίζει την έννοια της προσωπικότητας όχι γνωσιοθεωρητικά αλλά ηθικά, και την ανάγει υπό αυτή την σημασία σε θεμέλιο κάθε ηθικού συστήματος. Σε πρακτικό λοιπόν επίπεδ ο η προσωπικότητα της ψυχής είναι απολύτως βέβαιη και εναργής, είναι η ελευθερία ενός λογικού όντος, σε γνωσιοθεωρη τικό όμως επίπεδο παραμένει αναπόδεικτη. Η ιδέα της προσωπικότητας ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω από τον κόσμο των αισθήσεων.
ΜΑΘΗΜΑ 9 ο : ΟΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ Εισηγητές:Παπαδοπούλου Στυλιανή και Πιλάτη Μαρία
Αντινομίες: Αποτελούνται από τη θέση και την αντίθεση.Η θέση καταφάσκει και η αντίθεση αρνείται. Είναι ισοσθενείς λόγ οι, και οι δύο αποδεικνύουν την αλήθεια με τις βεβαιώσεις τους και έχουν την ίδια αποδεικτική ισχύ. Η θέση εκφράζει αντιλήψεις τις θεοκρατικής παραδ οσιακής μεταφυσικής (δ ογματισμός). Η αντίθεση εκφράζει τις αντιλήψεις της νευτώνειας φυσικής και εν γένει της νεότερης φιλοσοφίας.Οι δύο πρώτες αντινομίες είναι μαθηματικές και οι άλλες δύο δυναμικές.
62
1 η Αντινομία Θέση:Ο κόσμος έχει μια αρχή στο χρόνο και ως προς το χώρ ο είναι μέσα σε όρια. Άρα έχει χρονική αρχή και χωρικό όριο.Είναι ένα όλο κλεισμένο μέσα στον εαυτό του. Αντίθεση:Ο χώρ ος είναι χωρικά και χρονικά άπειρος. Παρ’όλ’αυτά και οι δυο προτάσεις είναι εσφαλμένες γιατί αφορ ούν τον εμπειρικό κόσμο. Τα αντικείμενα όμως της εμπειρίας είναι φαινό μενα, όχι πράγματα καθ’εαυτά. Άρα ο κόσμος καθ’εαυτόν δεν είναι πεπερασμένος, ούτε άπειρος. Ο κόσμος δεν είναι πράγμα καθ’εαυτό αλλά ιδέα. Ο Καντ θεωρεί ότι ο κόσμος εγκιβωτίζεται σε μια συνάφεια, σε ένα συγκείμενο εμπειρίας και αυτό είναι υποκειμενικό μεγεθος. Θεωρεί το συγκείμενο εμπειρίας (Kontext der Erfharung) πιο σημαντικό από το περιεχόμενο που τοποθετείται εντός του. Θεωρεί τη σύνταξη πιο σημαντική από το συντεταγμένο πράγμα εντός της.
2 η Αντινομία Θέση:Κάθε ουσία στον κόσμο συνίσταται από απλά μέρη και δεν υπάρχει τίποτα άλλο από το απλό και αυτό που απαρτίζεται από το απλό . Aντίθεση:Κανένα σύνθετο πράγμα δεν συνίσταται από το απλό και το απλό είναι μια μεταφυσική εμμονή. Σύμφωνα με τον Καντ η ύπαρξη του απολύτως απλού δεν μπο ρεί να εξηγηθεί ούτε με την εσωτερική ούτε με την εξωτερική εμπει ρία. Καμία ύπαρξη δεν είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία και ό,τι
63
εγείρει την αξίωση της αντικειμενικότητας εντάσσεται μέσα σε αυτή. Προβλήματα όπως τα ακόλουθα: αν δηλαδή ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός που αποτελείται από έσχατες μονάδες ή ένα συνοθύλευμα από άπειρες ουσίες, αποτελούν ερωτήματα που σύμφωνα με τον Καντ δεν μπορ ούν να απαντηθούν από την εμπειρία.
3 η Αντινομία Θέση:.Η αιτιότητα σύμφωνα προς τους νόμους της φύσης δεν είναι η μόνη που μπορεί να εξηγήσει τα φαινόμενα του κόσμου. Υπάρχει μια αιτία η οπ οία είναι πρωταρχική και αρχέγονη, που θέτει σε κίνηση τον κόσμο των φαινομένων και δεν αποτελεί αποτέλεσμα τους. Αυτή η αιτία είναι ελεύθερη. Αντίθεση:Δεν υπάρχει ελευθερία αλλά τα πάντα συντελούνται σύμφωνα με το νόμο της φύσης. Η υπερβατολογική ελευθέρια διαιρείται σε μια δημιουργική ελευθερία της πρώτης αιτίας του κόσμου και σε μια ηθική ελευθερία του ατόμου. Η θέση ότι υπάρχει ελευθερία και δυνατότητα να καταλο γίσουμε τα αίτια των πράξεων σε κάποιο υποκείμενο ισχύει για τον κόσμο του νοητού. Η αντίθεση που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ελευ θερία και ότι η εμπειρία αποδεικνύει την ανυπαρξία της ισχύει για τον κόσμο του φαινομένου.Ο κόσμος χωρίζεται σε έναν αισθητό κόσμο, μια περιοχή αναγκαιότητας, μηχανικής συμπλοκής αιτίων και αποτε λεσμάτων και σε ένα νοητό κόσμο που δεν εξηγείται από την συμπλο κή αιτιών και αιτιατών και ιδρύει το βασίλειο της ελευθερίας.
64
Ο Κant θεωρεί ότι υπάρχει στον άνθρωπο και ο νοητός και ο εμπειρικός χαρακτήρας. Η καθαρή βούληση, ο νοητός χαρακτήρας, είναι ελεύθερη, προέρχεται από ένα νοητικό κόσμο. Οι πράξεις εφόσον είναι φαινόμενα υπόκεινται στην αναγκαιότητα αλλά η ορθολογική διάσταση του «πράττειν» θεμελιώνεται στην ιδέα της αιτιότητας που εκκινεί από ελευθερία(αυτονομία). Η ελευθερία αναφέρεται ως υπερβατολογική ιδέα που η πραγμα τικότητα δεν μπορεί να αποδεχθεί και αποτελεί το μεταφυσικό θε μέλιο της πράξης.
4 η Αντινομία Θέση:Στον κόσμο ανήκει κάτι το οποίο είτε ως μέρος είτε ως ουσία του είναι είναι ένα απολύτως αναγκαίο ον. Αντίθεση: Δεν υπάρχει το απολύτως αναγκαίο ον ούτε μέσα στον κόσμο ούτε έξω από αυτόν. Ο Καντ θεωρεί ότι ο λόγος έχει ανάγκη να βρει ένα λογικό τέρμα.Ο θεός είναι ένα λογικό αίτημα, μια κανονιστική ιδέα του κόσμου της οπ οίας η πραγματικότητα, όπως και η πραγματικότητα της υπερ βατολογικής ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Όσο πιο πολύ προχωρεί η σκέψη τόσ ο απομακρυνόμαστε από τη θεωρητική βεβαιότητα και ο πρακτικός λόγος πραξικοπηματικά θέτει στη θέση του θεωρητικώς αβέβαιου το πρακτικώς βέβαιο. Γι’ αυτό δεχόμαστε τη χρησιμότητα της ύπαρξης του θεού και της ελευθερίας, καθώς δεν έχουμε τη δυνατότητα μιας διανοητικής απόδειξης ή ανασκευής της ιδέας αυτής.
65
ΜΑΘΗΜΑ 10 ο :Η ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙ ΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Εισηγητές: Κιρπουΐκη Ανατολή και Τουμάση Σοφία Ό,τι έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα περιλαμβάνεται στη στοιχειολογία η οπ οία είναι η διδασκαλία των στοιχείων της γνώσης. Αυτά είναι η
εποπτεία, η διάνοια, η σχηματοπ οίηση των καθαρών εννοιών
του νου, οι θεμελιώδεις αρχές του, οι ιδέες κ.ο.κ.. Η μεθοδ ολογία εστιάζει απεναντίας στις βασικές αρχές και τις λειτουργικές διαστάσεις της γνώσης, εκθέτοντας μια μέθοδ ο γενικής εφαρμογής των γνώσεων. Ο Kant ορίζει τη μεθοδ ολογία ως τον καθο ρισμό των μορφικών προϋποθέσεων ενός πλήρους συστήματος του καθαρού λόγου. Προσπαθεί να καθορίσει την μέθοδο που είναι ανα γκαία για τη συγκρότηση ενός συστήματος γνώσεων του καθαρού λόγου.
Στην υπερβατολογική μεθοδ ολογία ο Kant διακρίνει: 1. την πειθαρχία του καθαρού λόγου 2. τον κανόνα του καθαρού λόγου 3. την αρχιτεκτονική του καθαρού λόγου 4. την ιστορία του καθαρού λόγου.
1. Η πειθαρχία του καθαρού λόγου
Ο ανθρώπινος λόγος έχει ανάγκη από μια πειθαρχία, ώστε να περιορίζεται η φυσική του ροπή να επεκτείνεται πέρα από τα στενά
66
όρια της εμπειρίας. Η πειθαρχία επιτελεί αρνητικό έργο, περιορίζοντας τις παρεκκλίσεις του ανθρώπινου λόγ ου και προλαμβάνοντας τις πλάνες στις οπ οίες αυτός περιπίπτει. Δίνονται εν προκειμένω οδηγίες για να αποφεύγονται οι πλάνες (απολυτοποιήσεις) κατά τη χρήση του λόγου. Τις απολυτοποιήσεις του λόγου πρέπει να τις εκλαμβάνουμε ως ρυθμιστικές λειτουργίες που καθοδηγούν τη γνώση και όχι ως κα θοριστικές οι οποίες συγκροτούν τη γνώση.
Μαθηματική και φιλοσοφική μέθοδος
Η φιλοσ οφική μέθοδ ος συγγενεύει προς τη μαθηματική μόνο ως προς την προεμπειρική (a priori) προέλευση των γνώσεων που διατυπώνει. Και οι δύο περιγράφουν a priori γνώσεις. Διαφέρουν όμως στο εξής: η μαθηματική γνώση επιτελείται διαμέσου της κατασκευής των εννοιών (Kοnstruktίοn), ενώ η φιλοσ οφία κινείται μόνον διαμέσ ου εννοιών, αποσαφηνίζει δηλαδή τις έννοιές της χρησιμοποιώντας πάλι έννοιες. Η φιλοσοφία πορεύεται από έννοια σε έννοια χωρίς να μπορεί να φθάσει κάποτε στην εποπτεία του πράγματος, που επιχειρεί να ορί σει. Η φιλοσ οφική γνώση δεν είναι κατά συνέπεια τόσ ο ακριβής όσο η μαθηματική. Τι σημαίνει λ.χ. γνωρίζω τον κύκλο; Σημαίνει τον ορίζω. Πώς ορίζω όμως κατά τον Καντ τα μαθηματικά σχήματα; Τα κατα σκευάζω στην εποπτεία. Η έννοια έχει μια σημασία και αυτή η σημασία είναι κατά την κοινή αντίληψη αυτό το ίδιο το πράγμα. Στη φιλοσοφία όμως δεν μπο -
67
ρούμε να φτάσουμε "στο ίδιο το πράγμα". Προσεγγίζουμε το πράγμα μέσω εννοιών, αλλά
μένο υμε σε αυτές τις έννοιες, οι οποίες δεν
έχουν κατασκευάσει τη σημασία τους, στην οποία παραπέμπουν (το πράγμα). Στην καντιανή φιλοσ οφία δεν υπάρχει η έννοια με τη σημα σία της απόλυτης ταυτοπ οίησης (πραγματικός ορισμός) ενός πράγματος. Η φιλοσ οφία είναι μόνο αποσαφήνιση εννοιών. Δεν κατασκευάζει ποτέ τις έννοιες που ορίζει. Στο φιλοσ οφικό διάλογο μπορ ούμε να πειστούμε ότι κάτι είναι αδιαμφισβήτητο και αυτονόητο (σαφές), σύ ντομα όμως ανακαλύπτουμε ότι αυτό δεν είναι αυτονόητο. Αν αλλάξει το πλαίσιο αναφοράς, κάθε εννοιακό δεδ ομένο αποκαλύπτεται ευθύς ως ζητούμενο. Μια ενδεχόμενη μετατόπιση του πλαισίου το παρουσιάζει ακριβώς ως προβληματικό. Το πράγμα δεν είναι υπαρκτό υπό μια ο ντολογική σημασία. Δεν υπάρχουν οντολογικά στοιχεία, τα οπ οία απεικονίζουμε στη γνώση. Το πράγμα είναι πάντοτε συνάρτηση μιας αποσαφήνισης. Εν τέλει μένουν μόνον οι αποσαφηνίσεις, καθώς το πράγμα δεν είναι ειμή ο τρόπ ος με τον οποίο αυτό αποσαφηνίζεται. Το Είναι εδώ εξοβελίζεται από την γνώση. Το Είναι δεν είναι τίποτε άλλο από μια καλύτερη αποσαφήνιση – και όχι ένα οντολογικό μέγε θος- . Άρα η πειθαρχία του καθαρού λόγου περιoρίζει την επέκταση της αποσαφήνισης σε ένα ο ντολογικό επίπεδ ο. Το πράγμα της γνώσης είναι η απολυτοπ οίηση της ίδιας της γνώσης. Η μεταφυσική γνώση μέσα από αυτές τις απολυτοπ οιήσεις οδηγείται σε ατέρμονες διενέξεις, καθώς κάθε φορά εκλαβάνει τα πα ράγωγα του λόγ ου ως όντα. Η γνώση δεν αντιστοιχεί προς το πράγμα, αλλά το πράγμα το ίδιο είναι ένα γνωστικό προιόν. Η πειθαρχία του
68
λόγου τον εμποδίζει να φετιχοποιήσει τα προϊόντα της εργασίας του. Η μαθηματική γνώση αναφέρεται μόνο σε μεγέθη, μόνο αυτά μπορ ούν να κατασκευαστούν. Κατασκευάζω ένα τρίγωνο σημαίνει: απαριστάνω το αντικείμενο, που αντιστοιχεί στην έννοια αυτή, στην καθαρή εποπτεία. Άρα τα μαθηματικά εξετάζουν το γενικό στο ειδικό, ενώ η φιλοσ οφία το ειδικό μέσα στο γενικό.
2. Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ.
Κανόνας είναι το σύνολο των αρχών a priori της ορθής χρήσης των γνωστικών δυνάμεων εν γένει. Εφόσ ον δεν είναι δυνατή η ορθή χρήση μιας γνωστικής δύναμης, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει και κα νό νας. Η συνθετική γνώση του καθαρού λόγ ου, κατά την θεωρητική του χρήση, είναι τελείως αδύνατη. Γι’αυτό ακριβώς και δεν είναι δυνατό να υπάρξει κανόνας της θεωρητικής χρήσης του λόγου. Κατά συ νέπεια περί ορθής χρήσης του λόγ ου τίθεται θέμα μόνο όταν πρόκειται για την πρακτική του χρήση.
Η διαίρεση μεταξύ των φυσικών και των πρακτικών νόμων
Οι φυσικοί νόμοι αναφέρονται μόνο σε ό,τι συμβαίνει και περιγράφουν μόνο αυτό που γίνεται. Από αυτούς διακρίνονται οι πρακτικοί, ηθικοί νόμοι που επιτάσσουν ό,τι πρέπει να γίνει (τι οφείλει να συμβεί, όχι τι συμβαίνει). Οι πρακτικοί νόμοι δεν αναφέρ ονται στο Είναι αλλά στο «δέον γενέσθαι». Η πρακτική βεβαιότητα είναι πιο
69
απόλυτη από τη θεωρητική. Στην ελευθερία πρέπει να κατευθύνεται κάθε χρήση του πρακτικού λόγου. Πρακτικά η αναγκαιότητα της ελευθερίας αποδεικνύεται, θεωρητικά όμως όχι. Ο Kant διατυπώνει στη μεθοδ ολογία τρία σπουδαία ερωτήματα: 1. Τι μπορώ να γνωρίσω; 2. Τι οφείλω να πράττω; 3. Τι μπορώ να ελπίζω; (εφόσον πράττω ό,τι οφείλω). Ο Kant θέτει το πρόβλημα της σχέσης ηθικής και θρησκείας. Η θρησκεία έχει τα θεμέλιά της στην ηθική και όχι η ηθική στη θρη σκεία. Θρησκεία είναι η αναγνώριση των ηθικών καθηκόντων μας ως ηθικών προσταγών. Ο Kant υποστηρίζει έναν εξορθολογισμένο χριστιανισμό που δεν αντιτίθεται στους φυσικούς νόμους.
3. Αρχιτεκτονική του καθαρού λόγου
Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη που μας καθοδηγεί στην οικο δόμηση του συστήματος της γνώσης. Το σύστημα είναι για τον Kant η ενότητα των πολλαπλών γνώσεων υπό μια ιδέα. Αρχιτεκτονική είναι η διδασκαλία της επιστημονικότητας στη γνώση μας. Εξετάζει τα είδη της γνώσης σε αμοιβαία σχέση μεταξύ τους. Κατά τον Kant ο άνθρωπος μπορεί μεν να γίνει μαθηματικός, ουδέποτε όμως μπορεί να γίνει φιλόσοφος. Αν γνωρίζει κάποιος ιστο ρία της φιλοσ οφίας, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι φιλόσ οφος. Η θεωρη-
70
τική εφαρμογή των εννοιών δεν μπορεί να γίνει θέμα μιας διδασκαλί ας. Η φιλοσ οφία παραμένει μια ελεύθερη ατομική εφαρμογή των εν νοιών. Μπορώ μόνο να μάθω να φιλοσοφώ!
Η σχολική και η κοσμική έννοια της φιλοσοφίας
Η σχολική έννοια της φιλοσ οφίας αναφέρεται στο σύστημα της γνώσης που ερευνάται μόνο ως επιστήμη και έχει ως σκοπ ό τη συστηματική ενότητα των γνώσεων και τη λογική τελειότητα της διατύπω σής τους. Αυτή η έννοια της φιλοσ οφίας δεν έχει καμία απολύτως αξία κατά τον Kant. Θεωρεί την κοσμική έννοια της φιλοσοφίας πολύ πιο σπουδαία, καθώς αυτή αποκαλύπτει την πρακτική της διάσταση. Η πραγματική φιλοσοφία δεν αναλίσκεται στο να τελειοπ οιεί τις προτάσεις της, αλλά εφαρμόζει καθολικές έννοιες σε συνάρτηση προς έναν πρακτικό σκοπ ό και προς έναν γνωστικό ορίζοντα. Ο γνωστικός ορίζοντας ορίζεται κατά τον Kant ως το σύνολο των γνώσεων ενός ανθρώπου σε συνάρτηση προς τους πρακτικούς του σκοπ ούς.
71