396744244-nora-roberts-τραπεζι-για-δυο-pdf.pdf

  • Uploaded by: Natasa
  • 0
  • 0
  • December 2019
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View 396744244-nora-roberts-τραπεζι-για-δυο-pdf.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 140,480
  • Pages: 521
Τ ίτλος πρωτοτύπου: Table for Two Copyright © 2002 by Harlequin Books S.A. T he publisher acknowledges the copyright holder of the individual works as follows: SUMMER DESSERT S Copyright © 1985 by Nora Roberts LESSONS LEARNED Copyright © 1986 by Nora Roberts © 2009 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤ ΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l. ISBN 978-960-620-204-9 Μετάφραση: Χριστίνα Σπυριδάκη Επιμέλεια: Λέγκω Ιορδανίδου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. SILK – Τ ΕΥΧΟΣ 51 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤ ΙΚΗ ΑΒΕΕ Φειδίου 18, 106 78 Αθήνα, Τηλ. 210 3610 218

Γλυκός Πειρασμός Στη Μαριάν Σοκ, για την ενθαρρυντική και έξυπνη βοήθεια της τελευταίας στιγμής.

Κεφάλαιο 1 Την έλεγαν Σάμερ*(*Καλοκαίρι, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)). Ήταν ένα όνομα που σου έφερνε στο μυαλό λουλούδια με έντονα χρώματα, ξαφνικές μπόρες και μακριές, ανήσυχες νύχτες. Αλλά και ηλιόλουστα λιβάδια κι έναν υπνάκο στη σκιά. Της ταίριαζε. Έτσι όπως στεκόταν με τα χέρια σταθερά, το κορμί της σφιγμένο και τα μάτια της σε εγρήγορση, δεν ακουγόταν το παραμικρό στο δωμάτιο. Κανείς μα κανείς δεν τολμούσε να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Οι κινήσεις της μπορεί να ήταν αργές, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας που θα ήθελε να διακινδυνεύσει να χάσει μια χειρονομία, μια κίνηση. Όλη η προσοχή, όλη η συγκέντρωση επικεντρωνόταν σ’ εκείνη τη λεπτή, μοναχική φιγούρα. Ρομαντικές μελωδίες του Σοπέν πλημμύριζαν το χώρο. Το φως έπαιζε πάνω στα σχολαστικά μαζεμένα μαλλιά της –πλούσια, σ’ ένα ζεστό καστανό χρώμα με ξανθές ανταύγειες. Δυο σμαραγδένια σκουλαρίκια έλαμπαν στ’ αυτιά της. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο και το ρόδινο χρώμα του αναδείκνυε ακόμα περισσότερο τα ψηλά ζυγωματικά και την κομψή κατατομή του προσώπου της, που πρόδιδε την αριστοκρατική καταγωγή της. Η έξαψη και η βαθιά συγκέντρωση τόνιζαν τις κεχριμπαρένιες κηλίδες στα καστανά μάτια της –αυτή η ένταση

ευθυνόταν και για το σούφρωμα των καλοσχηματισμένων χειλιών της. Ήταν ντυμένη στα κατάλευκα, χωρίς κανένα στολίδι, και όμως μαγνήτιζε τα βλέμματα όπως μια πανέμορφη, πολύχρωμη πεταλούδα. Δεν επρόκειτο να μιλήσει, κι όμως όλοι έγερναν μπροστά, στήνοντας αυτί, μήπως και πιάσουν τον παραμικρό ψίθυρο. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, οι μυρωδιές εξωτικές, η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από την προσμονή. Η Σάμερ θα μπορούσε να ήταν και ολομόναχη, έτσι όπως αγνοούσε την παρουσία όλων γύρω της. Είχε μόνο ένα σκοπό, μόνο ένα στόχο: την τελειότητα. Δε θα συμβιβαζόταν ποτέ με τίποτε λιγότερο. Με τεράστια προσοχή, σήκωσε τη ρομβοειδή φόρμα και μετά πίεσε το άνθος της αγγελικής στο κέντρο του σαβαρέν για να ολοκληρώσει το σχέδιο που είχε εμπνευστεί. Είχε ήδη ξεχάσει τις ώρες που είχε περάσει προετοιμάζοντας το πολύπλοκο γλυκό, όπως είχε ξεχάσει και τη ζέστη, την κούραση και τους πόνους στα μπράτσα της. Η τελευταία πινελιά, η εμφάνιση μιας δημιουργίας της Σάμερ Λίντον, ήταν υψίστης σημασίας. Ναι, μπορεί η γεύση να ήταν τέλεια, η μυρωδιά να ήταν τέλεια, ο τρόπος που θα κοβόταν να ήταν τέλειος. Αλλά τίποτε από αυτά δε θα μετρούσε αν και η εμφάνιση του γλυκού δεν ήταν τέλεια. Με τη φροντίδα του καλλιτέχνη που ολοκληρώνει κάποιο από τα μεγάλα έργα του, η Σάμερ σήκωσε το πινέλο της για να περάσει τα φρούτα και τα αμύγδαλα μ’ ένα ελαφρύ γλάσο βερίκοκο. Όλοι εξακολουθούσαν να παραμένουν αμίλητοι. Χωρίς να ζητήσει καμιά βοήθεια –η αλήθεια ήταν πως δε θα την ανεχόταν– η Σάμερ άρχισε να γεμίζει το σαβαρέν με την πλούσια κρέμα, τη συνταγή της οποίας φυλούσε ζηλότυπα. Με το κεφάλι ψηλά και τα χέρια της απόλυτα σταθερά, η Σάμερ

έκανε ένα βήμα πίσω για να ρίξει μια τελευταία κριτική ματιά στο δημιούργημά της. Αυτή ήταν η ύστατη δοκιμασία, γιατί το μάτι της έκοβε περισσότερο από του οποιουδήποτε όταν επρόκειτο για τη δουλειά της. Σταύρωσε τα χέρια της ανέκφραστη. Στην τεράστια κουζίνα, και τρίχα να έπεφτε, θ’ ακουγόταν σαν πιστολιά. Αργά, τα χείλια της χαλάρωσαν και τα μάτια της έλαμψαν: επιτυχία. Σήκωσε το χέρι της κι έκανε μια μάλλον δραματική χειρονομία. «Πάρτε το», διέταξε. Δυο βοηθοί έσπευσαν να τσουλήσουν έξω από την κουζίνα το τραπέζι με το γλασαρισμένο επιδόρπιο, ενώ οι υπόλοιποι ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα. Η Σάμερ τα δέχτηκε σαν να τα δικαιούνταν. Καλή η ταπεινοφροσύνη, το ήξερε αυτό, αλλά δεν ταίριαζε στο σαβαρέν της. Το σαβαρέν της, για να το θέσει απλά, ήταν μεγαλοπρεπές. Ο Ιταλός δούκας ήθελε μεγαλοπρέπεια στο πάρτι των αρραβώνων της κόρης του και γι’ αυτό την είχε πληρώσει. Και η Σάμερ είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Μαντεμουαζέλ». Ο Φουλφόν, ο Γάλλος που ειδικευόταν στα οστρακοειδή, έπιασε τη Σάμερ από τους ώμους. Την κοιτούσε με τα στρογγυλά μάτια του δακρυσμένα και γεμάτα επιδοκιμασία. «Ενκρουαγιάμπλ ». Τη φίλησε γεμάτος ενθουσιασμό και στα δυο μάγουλα, ενώ τα επιδέξια δάχτυλά του πίεζαν τη σάρκα της σαν να ήταν κανένα φρεσκοψημένο καρβέλι. Η Σάμερ έσκασε το πρώτο χαμόγελο εδώ και ώρες. «Μερσί». Κάποιος είχε ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί για να το γιορτάσουν. Η Σάμερ πήρε δυο ποτήρια και έδωσε το ένα στο Γάλλο σεφ. «Στην επόμενη συνεργασία μας, μον αμί». Κατέβασε το κρασί μονορούφι, τράβηξε το σκούφο του σεφ από το κεφάλι της και βγήκε με χάρη από την κουζίνα. Το σαβαρέν της σερβιριζόταν ήδη στην πελώρια τραπεζαρία με το μαρμάρινο πάτωμα

και τον εντυπωσιακό πολυέλαιο, προς τέρψη όλων. Η τελευταία σκέψη της προτού φύγει ήταν: δόξα τω Θεώ, κάποιος άλλος θα καθάριζε το χάος πίσω της. Δύο ώρες αργότερα, είχε βγάλει τα παπούτσια της και είχε κλείσει τα μάτια της. Είχε ανοιχτό στα πόδια της ένα ανατριχιαστικό βιβλίο μυστηρίου και το αεροπλάνο της πετούσε πάνω από τον Ατλαντικό. Γύριζε σπίτι της. Είχε περάσει σχεδόν τρεις ολόκληρες μέρες στο Μιλάνο με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία αυτού του εδέσματος. Δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για εκείνη. Η Σάμερ είχε φτιάξει Σαρλ ότ Μαλ ακόφ στη Μαδρίτη, φλαμπέ Κρέπες Φουρέ στην Αθήνα και Ιλ Φλ οτάντ στην Κωνσταντινούπολη. Όταν της πλήρωναν τα έξοδα και την αστρονομική αμοιβή που ζητούσε, η Σάμερ Λίντον ήταν πρόθυμη να πάει παντού για να φτιάξει κάποιο από τα επιδόρπιά της που θα έμενε στη μνήμη αυτών που θα το δοκίμαζαν για πολύ καιρό αφού θα είχαν φάει και την τελευταία μπουκιά. Πάμε όπου μας καλούν, σκέφτηκε αφηρημένα και χασμουρήθηκε χαμογελώντας. Θεωρούσε ότι ήταν ειδική στον τομέα της, κάτι σαν επιδέξια χειρουργός. Και ήταν αλήθεια· είχε σπουδάσει και είχε κάνει πρακτική, όπως ακριβώς και τα αξιοσέβαστα μέλη της ιατρικής κοινότητας. Πέντε χρόνια αφότου είχε περάσει με επιτυχία τις αυστηρές εξετάσεις στο Παρίσι, στην πόλη όπου η μαγειρική είναι πραγματικά τέχνη, για να πάρει το δίπλωμα Κορντόν Μπλε, η Σάμερ είχε αποκτήσει τη φήμη ότι ήταν κυκλοθυμική σαν καλλιτέχνης, ότι είχε τη μνήμη υπολογιστή, όταν έπρεπε να θυμηθεί συνταγές, και τα χέρια ενός αγγέλου. Η Σάμερ λαγοκοιμήθηκε στο κάθισμα της πρώτης θέσης και προσπάθησε να πνίξει την έντονη επιθυμία της για ένα κομμάτι πίτσα πεπερόνι. Ήξερε πως η ώρα της θα περνούσε πιο γρήγορα αν κατάφερνε να

κοιμηθεί ή να διαβάσει. Αποφάσισε να τα συνδυάσει και δοκίμασε να πάρει πρώτα έναν υπνάκο. Η Σάμερ ήταν μια γυναίκα που εκτιμούσε τον ύπνο της σχεδόν όσο και τη μους σοκολάτα που έφτιαχνε. Γυρίζοντας στη Φιλαδέλφεια, το πρόγραμμά της θα ήταν πυρετώδες, στην καλύτερη περίπτωση. Είχε να ετοιμάσει την μπόμπα για το φιλανθρωπικό συμπόσιο του κυβερνήτη, να παρευρεθεί στην ετήσια συνάντηση του Σωματείου των Γευσιγνωστών, θα ακολουθούσε η επίδειξη που είχε δεχτεί να κάνει για την κρατική τηλεόραση... και είχε κι εκείνη τη συνάντηση, θυμήθηκε μισοκοιμισμένη. Αλήθεια, τι όνομα της είχε πει η γυναίκα με την τσιριχτή φωνή από το τηλέφωνο; Ντρέικ –όχι, Μπλέικ– Κόκραν. Ο Μπλέικ Κόκραν ο Τ ρίτος, της αλυσίδας ξενοδοχείων Κόκραν. Φανταστικά ξενοδοχεία, σκέφτηκε η Σάμερ χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ήταν τακτική πελάτισσα σε μερικά από αυτά, σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ο κύριος Κόκραν ο Τ ρίτος ήθελε να της κάνει μια επαγγελματική πρόταση. Υπέθεσε πως θα της πρότεινε να φτιάξει κάποιο ξεχωριστό επιδόρπιο για τα ξενοδοχεία του, στο οποίο θα μπορούσαν να προσθέσουν και το όνομα Κόκραν. Η Σάμερ δεν ήταν αντίθετη σε μια τέτοια προοπτική –υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Και με την κατάλληλη αμοιβή. Βέβαια, θα έπρεπε να ερευνήσει λεπτομερώς την κατάσταση όλων των επιχειρήσεων Κόκραν προτού δεχτεί να συνδέσει το όνομα και τις ικανότητές της μαζί τους. Αν έστω και ένα από τα ξενοδοχεία τους ήταν κατώτερης ποιότητας... Η Σάμερ χασμουρήθηκε και αποφάσισε να ξανασκεφτεί αυτό το θέμα αργότερα, αφού συναντούσε από κοντά τον Τ ρίτο. Μπλέικ Κόκραν ο Τ ρίτος, σκέφτηκε πάλι και χαμογέλασε νυσταγμένα. Στρουμπουλός, φαλακρός και μάλλον ξινός. Ιταλικά παπούτσια, ελβετικό ρολόι, γαλλικά πουκάμισα, γερμανικό αυτοκίνητο –ενώ,

χωρίς καμιά αμφιβολία, θα θεωρούσε τον εαυτό του τυπικό Αμερικανό. Η πληκτική αυτή εικόνα που σχημάτισε στο μυαλό της την έκανε να χασμουρηθεί ξανά –ύστερα αναστέναξε καθώς ένιωσε πάλι εκείνη την επιθυμία για πίτσα. Η Σάμερ έγειρε πιο πίσω το κάθισμά της και πίεσε τον εαυτό της να κοιμηθεί.

Ο Μπλέικ Κόκραν ο Τ ρίτος κάθισε στο μαλακό πίσω κάθισμα της λιμουζίνας με το μεταλλικό γκρίζο χρώμα και μελέτησε προσεκτικά την αναφορά για το τελευταίο Κόκραν Χάουζ που είχε χτιστεί στο Σεν Κρουά. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να βγάλει άκρη με ένα συνονθύλευμα από ανάκατα στοιχεία και να τα ταξινομήσει με απόλυτη ακρίβεια. Το χάος ήταν απλώς μια μορφή τάξης που περίμενε να διευθετηθεί με λογική. Ο Μπλέικ ήταν πολύ λογικός άντρας. Το Α οδηγούσε στο Β και αυτό στο Γ. Όσο μπερδεμένο και να ήταν το κουβάρι, με υπομονή και λογική, μπορούσες να βρεις το δρόμο σου. Και επειδή είχε το ταλέντο να κάνει ακριβώς αυτό, στα τριάντα πέντε του, ο Μπλέικ είχε σχεδόν τον πλήρη έλεγχο της αυτοκρατορίας των Κόκραν. Είχε κληρονομήσει τα πλούτη του, κι έτσι σπάνια τον απασχολούσαν. Είχε κερδίσει όμως με το σπαθί του τη θέση του στον όμιλο και γι’ αυτό την εκτιμούσε. Η ποιότητα ήταν παράδοση στους Κόκραν. Χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα σε όλα τα Κόκραν Χάουζ, από τα λινά σεντόνια στα κρεβάτια μέχρι το τσιμέντο που έριχναν στα θεμέλια. Και η αναφορά που είχε για τη Σάμερ Λίντον έλεγε πως εκείνη ήταν η καλύτερη. Ο Μπλέικ άφησε το φάκελο του Σεν Κρουά και έβγαλε έναν άλλον από το χαρτοφύλακα δίπλα στα πόδια του. Ένα χρυσό, οβάλ δαχτυλίδι με το μονόγραμμά του άστραψε στο χέρι του. Η Σάμερ

Λίντον, σκέφτηκε και άνοιξε το φάκελο... Είκοσι οχτώ χρονών, απόφοιτος της Σορβόνης, πιστοποιημένη σεφ με το δίπλωμα Κορντόν Μπλε. Ο πατέρας της, Ρότσιλντ Λίντον, ήταν ένα αξιοσέβαστο μέλος του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Η μητέρα της, η Μονίκ Ντιμπουά Λίντον, ήταν πρώην σταρ του γαλλικού κινηματογράφου. Οι γονείς της είχαν χωρίσει φιλικά πριν από είκοσι τρία χρόνια. Η Σάμερ Λίντον είχε περάσει τα πρώτα παιδικά της χρόνια ανάμεσα στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στη συνέχεια, η μητέρα της είχε ξαναπαντρευτεί, μ’ έναν Αμερικανό μεγιστάνα σιδήρου που είχε τη βάση του στη Φιλαδέλφεια. Η Σάμερ είχε επιστρέψει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της και αυτή τη στιγμή είχε σπίτι και στο Παρίσι και στη Φιλαδέλφεια. Η μητέρα της, στο μεταξύ, είχε κάνει και τρίτο γάμο, αυτή τη φορά με κάποιο βαρόνο του χαρτιού, και ο πατέρας της είχε χωρίσει από τη δεύτερη σύζυγό του, μια επιτυχημένη ποινικολόγο. Όσο και αν το είχε ψάξει, ο Μπλέικ κατέληγε στο ίδιο βασικό συμπέρασμα: Η Σάμερ Λίντον ήταν η καλύτερη σεφ επιδορπίων και στις δυο μεριές του Ατλαντικού. Ήταν βεβαίως καταπληκτική σεφ γενικότερα, με μια ενστικτώδη αντίληψη της ποιότητας, δημιουργικό πνεύμα και την ικανότητα ν’ αυτοσχεδιάζει σε ώρα κρίσης. Από την άλλη όμως, είχε τη φήμη της αυταρχικής, της καπριτσιόζας, μιας γυναίκας που δε μασούσε τα λόγια της. Ωστόσο αυτά τα τελευταία χαρακτηριστικά της δεν είχαν επηρεάσει τις σχέσεις της με τους κυβερνήτες διαφόρων χωρών, τα μέλη της αριστοκρατίας και τις διασημότητες. Μπορεί να επέμενε ν’ ακούγονται μελωδίες του Σοπέν σε όποια κουζίνα μαγείρευε, ή ν’ αρνιόταν να μαγειρέψει αν δεν την ικανοποιούσε ο φωτισμός, αλλά η μους της και μόνο έκανε έναν άντρα να παρακαλά να της εκπληρώσει και την παραμικρή της επιθυμία.

Ο Μπλέικ δεν ήταν από τους άντρες που παρακαλούν... αλλά ήθελε τη Σάμερ Λίντον για το Κόκραν Χάουζ. Και δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα μπορούσε να την πείσει να συμφωνήσει με αυτό που είχε κατά νου. Μια τρομερή γυναίκα, σκέφτηκε, αλλά το σεβόταν αυτό. Δεν άντεχε στιγμή τους αδύναμους χαρακτήρες και τους ελαφρόμυαλους –ιδίως αν ήταν συνεργάτες του. Και δεν ήταν πολλές οι γυναίκες που είχαν καταφέρει να αναρριχηθούν και ν’ αποκτήσουν τη θέση και τη φήμη της Σάμερ Λίντον. Οι γυναίκες μπορεί να ήταν παραδοσιακά μαγείρισσες, αλλά οι άντρες ήταν παραδοσιακά σεφ. Τη φαντάστηκε να δοκιμάζει συνεχώς τις δημιουργίες της, άρα να έχει χοντρή μέση. Δυνατά χέρια, συνέχισε αφηρημένα τις σκέψεις του. Κάπως θαμπό δέρμα από τις πολλές ώρες που περνούσε σε κλειστούς χώρους και σε κουζίνες. Μια γυναίκα που δε σήκωνε πολλά, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, και που είχε ακλόνητες απόψεις ως προς το τι πρέπει να τρώει κανείς και γιατί. Οργανωμένη, λογική και καλλιεργημένη –ίσως λιγάκι άχαρη επειδή ασχολούνταν συνέχεια με το φαγητό και όχι με τη μόδα. Ο Μπλέικ φαντάστηκε ότι θα συνεννοούνταν πολύ καλά οι δυο τους. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και διαπίστωσε ικανοποιημένος ότι ήταν στην ώρα του για το ραντεβού. Η λιμουζίνα σταμάτησε στο πεζοδρόμιο. «Δε θα κάνω πάνω από μία ώρα», είπε στον οδηγό του και βγήκε. «Μάλιστα, κύριε», απάντησε εκείνος και κοίταξε το ρολόι του. Όταν ο κύριος Κόκραν έλεγε μία ώρα, ήταν μία ώρα. Ο Μπλέικ κάρφωσε το βλέμμα του στον τέταρτο όροφο καθώς προχωρούσε προς το καλοδιατηρημένο, παλιό κτίριο. Από τ’ ανοιχτά παράθυρα έμπαινε το ζεστό ανοιξιάτικο αεράκι και έβγαινε μια μελωδία που δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει λόγω της κίνησης. Όταν ο Μπλέικ μπήκε στο κτίριο, διαπίστωσε ότι το μοναδικό

ασανσέρ ήταν εκτός λειτουργίας. Ανέβηκε τους τέσσερις ορόφους με τα πόδια. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε μια μικρόσωμη γυναίκα με εκπληκτικό πρόσωπο, που φορούσε ένα απλό μπλουζάκι και στενό μαύρο τζιν. Η υπηρέτρια, που ετοιμαζόταν να φύγει για το ρεπό της; αναρωτήθηκε αφηρημένα. Δεν έδειχνε όμως αρκετά γεροδεμένη για να τρίβει πατώματα. Και αν ήταν να βγει, θα έβγαινε ξυπόλυτη. Αφού της έριξε μια γρήγορη, αντικειμενική ματιά, το βλέμμα του ξαναγύρισε στο ακαταμάχητο πρόσωπό της. Κλασικό, αμακιγιάριστο και αναμφισβήτητα αισθησιακό. Και μόνο το στόμα της μπορούσε να κάνει το αίμα ενός άντρα να πάρει φωτιά. Ο Μπλέικ αγνόησε την ενστικτώδη σεξουαλική έλξη. «Είμαι ο Μπλέικ Κόκραν. Ήρθα να δω τη μις Λίντον». Η Σάμερ ύψωσε το αριστερό της φρύδι –δείγμα έκπληξης. Ύστερα ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της –δείγμα ευχαρίστησης. Στρουμπουλός δεν ήταν, παρατήρησε. Το αντίθετο, λεπτός με δυνατούς μυς –ρακέτες, τένις, κολύμπι· μάλλον αυτές οι ασχολίες ταίριαζαν στο παράστημά του παρά τα ατελείωτα επιχειρηματικά γεύματα. Φαλακρός, όχι. Είχε πλούσια μαύρα μαλλιά, περιποιημένα και φυσικά σπαστά, που τόνιζαν το γοητευτικό και αισθησιακό πρόσωπό του. Τα ψηλά ζυγωματικά του φανέρωναν δύναμη, και το θεληματικό πιγούνι του είχε ένα λακκάκι που του πρόσθετε γοητεία. Τα φρύδια του σχημάτιζαν σχεδόν ευθεία γραμμή πάνω από τα γαλανά μάτια του. Το στόμα του ήταν λίγο μακρύ, αλλά καλοσχηματισμένο. Η μύτη του, πολύ ίσια, ήταν από αυτές που η Σάμερ πίστευε πάντα πως είναι φτιαγμένες για να σε κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Εντάξει, για τα αξεσουάρ μπορεί να είχε δίκιο –ιταλικά παπούτσια και όλα τα σχετικά–, αλλά για τον ίδιο τον άντρα δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι είχε πέσει εντελώς έξω. Δε χρειάστηκε πολύ για να τον περιεργαστεί –τρία, μπορεί τέσσερα

δευτερόλεπτα. Αλλά το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. Ο Μπλέικ στάθηκε αδύνατο να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της. Κάθε ζωντανός άντρας θα ήθελε να γευτεί εκείνο το στόμα. «Παρακαλώ, περάστε, κύριε Κόκραν». Η Σάμερ έκανε ένα βήμα πίσω και άνοιξε περισσότερο την πόρτα. «Πολύ ευγενικό από μέρους σας να δεχτείτε να γίνει εδώ η συνάντηση. Παρακαλώ, καθίστε. Φοβάμαι πως έχω κάτι να τελειώσω στην κουζίνα». Χαμογέλασε, έκανε μια κίνηση με το χέρι της και εξαφανίστηκε. Ο Μπλέικ άνοιξε το στόμα του –δεν ήταν συνηθισμένος να τον παρατάνε σύξυλο οι υπηρέτριες–, αλλά ύστερα το ξανάκλεισε. Είχε το χρόνο να φανεί ανεκτικός. Άφησε κάτω το χαρτοφύλακά του και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο γύρω του. Λάμπες με κρόσσια, ένας καμπυλωτός καναπές από παχύ μπλε βελούδο, ένα τραπέζι από ξύλο κερασιάς με βαριά σκαλίσματα. Δύο χαλιά Ομπισόν στις απαλές αποχρώσεις του μπλε και του γκρι ήταν στρωμένα στο πάτωμα. Ένα βάζο Μινγκ, και σ’ ένα μπολ από πορσελάνη Δρέσδης αρωματικά ποτπουρί. Το δωμάτιο δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο στυλ, ήταν ένα μείγμα διαφόρων ευρωπαϊκών τεχνοτροπιών που κανονικά δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, ωστόσο δημιουργούσαν μια θελκτική ατμόσφαιρα. Ο Μπλέικ πρόσεξε στο βάθος του δωματίου ένα τραπέζι με πόδι στη μέση γεμάτο με δακτυλογραφημένες σελίδες και χειρόγραφες σημειώσεις. Η φασαρία του δρόμου έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Μια μελωδία του Σοπέν ακουγόταν από το στερεοφωνικό. Και ενώ στεκόταν εκεί, προσπαθώντας να συνηθίσει την ατμόσφαιρα, ξαφνικά συνειδητοποίησε πως στο σπίτι δε βρισκόταν κανείς άλλος πέρα από εκείνον και τη γυναίκα που του είχε ανοίξει την πόρτα. Η Σάμερ Λίντον; Αυτή η ιδέα τον γοήτευσε όπως και το άρωμα που ερχόταν από την κουζίνα. Διέσχισε το δωμάτιο.

Έξι φωλιές από ροδοκόκκινη ζύμη ήταν ακουμπισμένες σε μια σχάρα. Η Σάμερ τις έπαιρνε μία μία και τις γέμιζε με μια πλούσια λευκή κρέμα. Όταν ο Μπλέικ κοίταξε το πρόσωπό της, διέκρινε τη σοβαρότητα, τη συγκέντρωση και την ένταση που θα περίμενε να δει στο πρόσωπο ενός χειρουργού την ώρα που έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο ενός ασθενούς. Αυτό θα έπρεπε να τον διασκεδάσει. Κι όμως, ένιωσε να μαγεύεται έτσι όπως παρακολουθούσε τα λεπτά εκείνα δάχτυλα να στρώνουν την κρέμα υπό τους ήχους της μουσικής του Σοπέν. Την είδε να βουτάει ένα πιρούνι σ’ ένα κατσαρολάκι και να στάζει καυτή καραμέλα πάνω στην κρέμα. Την άφησε να κυλήσει άφθονη και να γλασάρει το γλυκό. Ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να μη θέλει κάποιος να φάει έστω και μια μπουκιά για να το δοκιμάσει. Η Σάμερ πήρε μία μία τις τάρτες και τις ακούμπησε σε μια πιατέλα στρωμένη μ’ ένα χάρτινο δαντελωτό πετσετάκι. Όταν τοποθέτησε και την τελευταία, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον Μπλέικ. «Θα θέλατε λίγο καφέ;» Του χαμογέλασε και η ρυτίδα συγκέντρωσης ανάμεσα στα φρύδια της εξαφανίστηκε. Η ένταση που είχε σκουρύνει τις κόρες των ματιών της έσβησε. Ο Μπλέικ κοίταξε το πιάτο με τα γλυκά και αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό η γυναίκα που τα έφτιαχνε να έχει τέτοια μέση δαχτυλίδι. «Ναι, θα ήθελα». «Είναι ζεστός», του είπε η Σάμερ και σήκωσε την πιατέλα με τα γλυκά. «Σερβιριστείτε. Θα πρέπει να πεταχτώ δυο λεπτά δίπλα να δώσω αυτά τα γλυκά». Τον προσπέρασε κι όταν έφτασε στην πόρτα, γύρισε και τον κοίταξε. «Ω, υπάρχουν μερικά μπισκότα στο βάζο, αν θέλετε. Θα γυρίσω αμέσως». Και λέγοντας αυτά, έφυγε, παίρνοντας και τα γλυκά μαζί της. Ο Μπλέικ ύψωσε αδιάφορα τους ώμους του και κοίταξε την κουζίνα γύρω του, που έμοιαζε βομβαρδισμένη. Η Σάμερ Λίντον μπορεί να

ήταν καταπληκτική σεφ, αλλά δεν ήταν καθόλου τακτική. Παρ’ όλα αυτά, αν έκρινε από το άρωμα και την εμφάνιση των γλυκών της... Ετοιμάστηκε να ψάξει για φλιτζάνι στα ντουλάπια, αλλά τελικά υπέκυψε στον πειρασμό της στιγμής. Ντυμένος με το κομψό κουστούμι από τη Σάβιλ Ρόου, ο Μπλέικ έσυρε το δάχτυλό του μέσα στο μπολ της κρέμας και το έφερε στη γλώσσα του. Έκλεισε τα μάτια του αναστενάζοντας. Πλούσια, παχιά και πολύ γαλλική. Είχε δειπνήσει στα πιο ακριβά εστιατόρια, σε μερικά από τα πιο πλούσια σπίτια, σε δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο. Λογικά, πρακτικά, ειλικρινά, δε θα μπορούσε να πει ότι είχε γευτεί κάτι τόσο νόστιμο όσο η κρέμα που είχε γλείψει από το μπολ στην κουζίνα τούτης της γυναίκας. Η απόφαση της Σάμερ Λίντον να ειδικευτεί στα επιδόρπια και τα γλυκά ήταν πολύ σωστή. Για μια στιγμή, ο Μπλέικ λυπήθηκε που είχε πάει να δώσει σε κάποιον άλλον εκείνες τις πλούσιες, αφράτες τάρτες. Όταν άρχισε να ψάχνει για φλιτζάνι, εντόπισε το κεραμικό βάζο σε σχήμα πάντα. Κανονικά δε θα του τραβούσε την προσοχή. Δεν ήταν άνθρωπος που του άρεσαν ιδιαίτερα τα γλυκά, αλλά είχε ακόμα τη γεύση της κρέμας στη γλώσσα του. Αλήθεια, τι μπισκότα να φτιάχνει μια σεφ υψηλής μαγειρικής; Κρατώντας ένα φλιτζάνι από αγγλική πορσελάνη στο ένα χέρι, ο Μπλέικ σήκωσε το κεφάλι του πάντα. Το ακούμπησε στην άκρη, έβγαλε ένα μπισκότο και έμεινε να το κοιτάζει σαστισμένος. Δεν υπήρχε Αμερικανός που δε θα αναγνώριζε αυτό το μπισκότο. Κλασικό; Παραδοσιακό; Ένα Oreo. Ο Μπλέικ συνέχισε να κοιτάζει το σοκολατένιο μπισκότο με τη λευκή γέμιση. Το γύρισε στο χέρι του. Το όνομα διακρινόταν και στις δυο πλευρές. Κι αυτό από μια γυναίκα που είχε φτιάξει και είχε γλασάρει γλυκά για βασιλείς; Ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια και άφησε το μπισκότο να πέσει πάλι στην κοιλιά του πάντα. Στην καριέρα του είχε γνωρίσει πολλούς

εκκεντρικούς ανθρώπους. Η διοίκηση μιας ξενοδοχειακής αλυσίδας δεν περιορίζεται μόνο στη ρεσεψιόν. Συνεπάγεται δοσοληψίες με σχεδιαστές, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, διακοσμητές, σεφ, μουσικούς, τους αντιπροσώπους των συνδικάτων. Ο Μπλέικ πίστευε πως ήταν γνώστης των ανθρώπων. Δε θα του έπαιρνε πολύ ν’ ανακαλύψει το κουμπί της Σάμερ. Εκείνη επέστρεψε βιαστική στην κουζίνα τη στιγμή που ο Μπλέικ σέρβιρε επιτέλους τον καφέ. «Λυπάμαι που σας έκανα να περιμένετε, κύριε Κόκραν. Το ξέρω ότι ήταν αγένεια». Του χαμογέλασε σαν να μην είχε καμιά αμφιβολία ότι θα τη συγχωρούσε και σέρβιρε ένα φλιτζάνι καφέ και για τον εαυτό της. «Έπρεπε να τελειώσω εκείνα τα γλυκά για τη γειτόνισσά μου. Οργανώνει ένα μικρό πάρτι αρραβώνων με τσάι και γλυκά σήμερα το απόγευμα, για να γνωρίσει τα μελλοντικά πεθερικά της». Το χαμόγελό της έγινε ελαφρώς ειρωνικό. Ήπιε μια γουλιά από το σκέτο καφέ της και σήκωσε το κεφάλι του πάντα. «Θέλετε ένα μπισκότο;» «Όχι. Παρακαλώ, εσείς φάτε». Η Σάμερ ακολούθησε τη συμβουλή του, πήρε ένα και άρχισε να το μασουλάει. «Ξέρετε, αυτά είναι τέλεια για το είδος τους», του είπε σκεφτικά, κουνώντας το μισό μπισκότο που είχε απομείνει στο χέρι της. «Θέλετε να καθίσουμε και να συζητήσουμε την πρότασή σας;» Οι κινήσεις της ήταν γρήγορες, σκέφτηκε επιδοκιμαστικά ο Μπλέικ. Ίσως να ήταν σωστή η εκτίμησή του ότι δεν έχανε άσκοπα το χρόνο της. Την ακολούθησε, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. Ήταν επιτυχημένος στη δουλειά του όχι γιατί ανήκε στην τρίτη γενιά των Κόκραν, αλλά γιατί διέθετε γρήγορο και αναλυτικό πνεύμα. Γιατί έλυνε τα προβλήματα με σύστημα. Για την ώρα, έπρεπε ν’ αποφασίσει πώς να πλησιάσει μια γυναίκα σαν τη Σάμερ Λίντον. Το πρόσωπό της έδινε την εντύπωση ότι περνούσε τις μέρες της στη σκιά ενός δέντρου στο Δάσος της Βουλόνης. Πολύ γαλλικό, πολύ

κομψό. Η φωνή της καθαρή, οι φθόγγοι της στρογγυλοί, μαρτυρούσαν την ευρωπαϊκή ανατροφή και παιδεία της –και πάλι ένα άρωμα Γαλλίας, σε συνδυασμό όμως με τη βρετανική πειθαρχία. Είχε σηκώσει τα μαλλιά της ψηλά, μάλλον λόγω της ζέστης και της υγρασίας, αν και προτιμούσε να έχει ανοιχτά τα παράθυρα, αγνοώντας το κλιματιστικό που είχε στη διάθεσή της. Τα σμαράγδια που φορούσε στ’ αυτιά της ήταν στρογγυλά και αψεγάδιαστα. Είχε όμως κι ένα μεγάλο σκίσιμο στο μανίκι της μπλούζας της. Η Σάμερ κάθισε στον καναπέ και δίπλωσε τα πόδια της. Τα νύχια των γυμνών ποδιών της ήταν βαμμένα μ’ ένα έντονο ροζ, αντίθετα τα νύχια των χεριών της ήταν κοντά και άβαφα. Το άρωμά της γαργάλησε τα ρουθούνια του· μπορεί να μπερδευόταν λίγο με το άρωμα της καραμέλας, αλλά ήταν σίγουρα γαλλικό και αυθάδικα ερωτικό. Πώς πλησιάζει ένας άντρας μια τέτοια γυναίκα; Χρησιμοποιεί τη γοητεία του, την κολακεία ή ξερούς αριθμούς; Η Σάμερ είχε τη φήμη της τελειομανούς· έλεγαν επίσης ότι ήταν φορές που έπαιρνε φωτιά σαν σπίρτο. Είχε αρνηθεί να μαγειρέψει για ένα σημαντικό πολιτικό επειδή εκείνος δεν είχε δεχτεί να μεταφέρει αεροπορικώς στη χώρα του τον εξοπλισμό της κουζίνας της. Είχε χρεώσει μια διασημότητα του Χόλιγουντ μια μικρή περιουσία προκειμένου να φτιάξει μια εικοσαώροφη γαμήλια τούρτα. Και σήμερα είχε φτιάξει και είχε παραδώσει προσωπικά μια πιατέλα γλυκά στη γειτόνισσά της για το τσάι της. Ο Μπλέικ προτιμούσε να βρει το κουμπί της προτού της κάνει την προσφορά του. Γνώριζε πολύ καλά τα πλεονεκτήματα της πλάγιας οδού και ας τη θεωρούσαν πολλοί άσκοπη καθυστέρηση. «Γνωρίζω τη μητέρα σας», ξεκίνησε αβίαστα, προσπαθώντας να τη ζυγίσει. «Αλήθεια;» Η φωνή της έκρυβε θυμηδία και τρυφερότητα ταυτόχρονα. «Δε θα έπρεπε να με ξαφνιάσει αυτό», του είπε,

δαγκώνοντας άλλη μια μπουκιά μπισκότο. «Σε όποιο μέρος και να ταξιδεύαμε με τη μητέρα, μέναμε πάντα στα Κόκραν. Νομίζω ότι πρέπει να δείπνησα με τον παππού σας όταν ήμουν έξι ή εφτά χρονών». Το γέλιο δε χάθηκε από τα μάτια της καθώς έπινε μια γουλιά καφέ. «Μικρός που είναι ο κόσμος». Υπέροχο κουστούμι, σκέφτηκε η Σάμερ και ξάπλωσε πίσω στον καναπέ. Είχε καλό κόψιμο και ήταν αρκετά συντηρητικό ώστε να κερδίσει την επιδοκιμασία του πατέρα της. Και αυτός που το φορούσε ήταν λεπτός και καλογυμνασμένος ώστε να κερδίσει την επιδοκιμασία της μητέρας της. Ίσως αυτός ο συνδυασμός να είχε τραβήξει και τη δική της προσοχή. Μα το Θεό, είναι γοητευτικός, σκέφτηκε καθώς περιεργαζόταν για ακόμη μια φορά το πρόσωπό του. Δεν ήταν ούτε πολύ τραχύ, ούτε πολύ αβρό, του ταίριαζε η δύναμή του. Η Σάμερ ήξερε ν’ αναγνωρίζει αυτό το βλέμμα τόσο στον εαυτό της όσο και στους άλλους. Σεβόταν τους ανθρώπους που κυνηγούσαν τους στόχους τους –και ο Μπλέικ ήταν ένας από αυτούς. Σεβόταν τον εαυτό της για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Γοητευτικός, σκέφτηκε πάλι, κάτι όμως της έλεγε πως ένας άντρας σαν τον Μπλέικ θα ήταν γοητευτικός ανεξάρτητα από την εξωτερική του εμφάνιση. Η μητέρα της θα τον αποκαλούσε σεντουιζάν, και θα είχε δίκιο. Η Σάμερ θα τον αποκαλούσε επικίνδυνο. Πολύ δύσκολο ν’ αντισταθεί κανείς σ’ έναν τέτοιο συνδυασμό. Μετακινήθηκε, ίσως ασυναίσθητα, για να βάλει μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά τους. Στο κάτω κάτω, η δουλειά ήταν δουλειά. «Τότε γνωρίζετε το επίπεδο των Κόκραν Χάουζ», της είπε ο Μπλέικ, που ευχήθηκε ξαφνικά το άρωμά της να μην ήταν τόσο σαγηνευτικό, το στόμα της να μην ήταν τόσο προκλητικό. Δεν ήθελε να μπερδεύει τη δουλειά με την ευχαρίστηση, όσο δελεαστικό και να ήταν.

«Ασφαλώς». Η Σάμερ άφησε κάτω τον καφέ της, γιατί η γεύση του περιέργως έκανε πιο έντονο το πετάρισμα στο στομάχι της. «Εξακολουθώ κι εγώ να τα προτιμώ». «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, και το δικό σας επίπεδο είναι το ίδιο υψηλό». Αυτή τη φορά το χαμόγελο της Σάμερ έκρυβε και μια δόση αλαζονείας. «Είμαι η καλύτερη σ’ αυτό, γιατί δε θα δεχόμουν τίποτε λιγότερο». Η πρώτη ένδειξη, σκέφτηκε ο Μπλέικ ικανοποιημένος. Επαγγελματική ματαιοδοξία. «Αυτό μου λένε και οι πληροφορίες μου, μις Λίντον. Και εμένα αυτό ακριβώς μ’ ενδιαφέρει, το καλύτερο». «Λοιπόν». Η Σάμερ ακούμπησε τον αγκώνα της στην πλάτη του καναπέ και το κεφάλι στην παλάμη της. «Και με ποιον ακριβώς τρόπο σας ενδιαφέρω, κύριε Κόκραν;» Ήξερε ότι η ερώτησή της έκρυβε πολλά υπονοούμενα, αλλά δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Όταν έχεις μάθει να παίρνεις ρίσκα και να πειραματίζεσαι στη δουλειά σου, σου γίνεται συνήθεια και στην καθημερινή σου ζωή. Έξι διαφορετικές απαντήσεις πέρασαν από το μυαλό του Μπλέικ, αλλά καμιά δεν είχε σχέση με το σκοπό της επίσκεψής του εκεί. Άφησε κάτω τον καφέ του. «Τα εστιατόρια των Κόκραν Χάουζ είναι φημισμένα για την ποιότητα και το σέρβις τους. Παρ’ όλα αυτά, τελευταία, το εστιατόριο του συγκροτήματός μας εδώ, στη Φιλαδέλφεια, δείχνει να υστερεί και στα δύο. Ειλικρινά, μις Λίντον, η γνώμη μου είναι ότι το φαγητό που σερβίρει έχει γίνει εντελώς προβλέψιμο –βαρετό, θα έλεγα. Σκοπεύω λοιπόν να κάνω μερικές αλλαγές τόσο στο μενού όσο και στο προσωπικό». «Σοφό. Τα εστιατόρια, όπως και οι άνθρωποι, έχουν συχνά την τάση να εφησυχάζουν». «Και θέλω να προσλάβω τον καλύτερο σεφ που υπάρχει». Την

κοίταξε στα ίσια. «Και οι έρευνές μου λένε ότι εσείς είστε η καλύτερη». Η Σάμερ ύψωσε το φρύδι, σκεφτική και όχι έκπληκτη αυτή τη φορά. «Πολύ κολακευτική η πρότασή σας, αλλά εγώ είμαι ελεύθερη επαγγελματίας. Και ειδικεύομαι σε κάτι συγκεκριμένο». «Ειδικεύεστε, ναι, αλλά έχετε τόσο τη γνώση όσο και την πείρα σε όλους τους τομείς της υψηλής μαγειρικής. Όσο για την ελεύθερη ενασχόλησή σας, θα έχετε τη δυνατότητα να τη συνεχίσετε σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα μετά τους πρώτους μήνες. Θα διαλέξετε μόνη το προσωπικό σας και θα δημιουργήσετε τα δικά σας μενού. Ποιος ο λόγος να προσλάβω την ειδικό και στη συνέχεια να παρέμβω;» Η Σάμερ είχε συνοφρυωθεί πάλι, αλλά η έκφρασή της φανέρωνε συγκέντρωση, όχι ενόχληση. Η πρότασή του ήταν δελεαστική, πολύ δελεαστική. Μπορεί να έφταιγε η κούραση του ταξιδιού της επιστροφής, αλλά ένιωθε κάπως μπουχτισμένη και βαριεστημένη από τα συνεχή ταξίδια από τη μια άκρη της γης ως την άλλη για να φτιάξει ένα και μόνο γλυκό. Φαίνεται πως ο Μπλέικ την είχε πετύχει την κατάλληλη στιγμή για να τη δελεάσει να επικεντρωθεί σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και σε μια συγκεκριμένη κουζίνα για ένα διάστημα. Η δουλειά θα ήταν ενδιαφέρουσα, αν της έλεγε αλήθεια ότι θα ήταν ελεύθερη να ανανεώσει την κουζίνα και ν’ αναθεωρήσει το μενού σ’ ένα παλιό και καταξιωμένο ξενοδοχείο. Θα της χρειάζονταν περίπου έξι μήνες εντατικής προσπάθειας κι ύστερα... Αυτό το «ύστερα» ήταν που την έκανε να διστάζει. Αν επένδυε τόση προσπάθεια και τόσο χρόνο σε μια συγκεκριμένη δουλειά, μήπως θα έχανε το χάρισμά της για το εντυπωσιακό; Ήταν κι αυτό κάτι που έπρεπε να σκεφτεί. Μέχρι τώρα ακολουθούσε σταθερά την πολιτική να μη δεσμεύεται με κάποιο συγκεκριμένο εστιατόριο –γενικά απεχθανόταν τη

δέσμευση σε όλους τους τομείς της ζωής της. Αν δεσμευτείς με κάτι, με κάποιον, γίνεσαι ευάλωτος σ’ ένα σωρό προβλήματα. Εξάλλου, σκέφτηκε πολύ λογικά, αν ήθελε να δεσμευτεί μ’ ένα εστιατόριο, θα μπορούσε ν’ ανοίξει το δικό της. Δεν το είχε κάνει ακόμα γιατί θα την κρατούσε για πολύ χρόνο σ’ ένα μέρος, σ’ ένα συγκεκριμένο στόχο. Εκείνη προτιμούσε να ταξιδεύει, να δημιουργεί ένα καταπληκτικό πιάτο τη φορά και μετά να προχωρά. Στην επόμενη χώρα, στο επόμενο γλυκό. Αυτό ήταν το στυλ της. Γιατί να το αλλάξει; «Είναι μια πολύ κολακευτική προσφορά, κύριε Κόκραν...» «Αμοιβαία επικερδής επίσης», τη διέκοψε εκείνος, αρκετά διορατικός ώστε να πιάσει την άρνησή της. Εντελώς αβίαστα, λοιπόν, της ανέφερε έναν εξαψήφιο ετήσιο μισθό που άφησε για μια στιγμή τη Σάμερ άφωνη –κάτι που δεν ήταν εύκολο να το πετύχει κανείς. «Και γενναιόδωρη», είπε, όταν ξαναβρήκε τη φωνή της. «Δεν είναι δυνατόν να θέλει να προσλάβει κάποιος τον καλύτερο αν δεν είναι διατεθειμένος να πληρώσει. Θα ήθελα να το σκεφτείτε, μις Λίντον». Ο Μπλέικ έχωσε το χέρι στο χαρτοφύλακά του και έβγαλε κάτι χαρτιά. «Αυτό είναι ένα πρόχειρο συμβόλαιο. Ίσως θέλετε να το δείξετε στο δικηγόρο σας· και βέβαια, μπορούμε να διαπραγματευτούμε τις λεπτομέρειες». Η Σάμερ δεν ήθελε να δει το αναθεματισμένο το συμβόλαιο, γιατί ένιωθε, πολύ απτά, ότι την είχαν στριμώξει στη γωνία –σε μια εξαιρετικά πολυτελή γωνία. «Κύριε Κόκραν. Εκτιμώ το ενδιαφέρον σας, αλλά...» «Αφού το σκεφτείτε καλά, θα ήθελα να το ξανακουβεντιάσουμε, γιατί όχι κατά τη διάρκεια ενός δείπνου. Να πούμε την Παρασκευή;» Η Σάμερ μισόκλεισε τα μάτια της. Ο άνθρωπος ήταν οδοστρωτήρας, αποφάσισε. Ένας πολύ γοητευτικός και αβρός οδοστρωτήρας. Όσο κομψό και να ήταν το μηχάνημα, αν βρισκόσουν

στο δρόμο του, σε ισοπέδωνε. Το γεγονός έκανε την υπεροψία της να βγει στην επιφάνεια. «Λυπάμαι, την Παρασκευή το βράδυ δουλεύω – είναι η φιλανθρωπική εκδήλωση του κυβερνήτη». «Α, ναι». Ο Μπλέικ της χαμογέλασε, αν και είχε σφιχτεί το στομάχι του. Ξαφνικά είδε τον εαυτό του να της κάνει έρωτα κατάχαμα μέσα σ’ ένα σκιερό δάσος. Αυτή η εικόνα τον έκανε για μια στιγμή να σκεφτεί να δεχτεί την άρνησή της. Η ίδια όμως εικόνα ατσάλωσε το πείσμα του να τη μεταπείσει. «Μπορώ να περάσω να σας πάρω από εκεί. Και να βγούμε για σουπέ». «Κύριε Κόκραν», του είπε η Σάμερ εντελώς ψυχρά, «θα πρέπει να μάθετε να δέχεστε το όχι ως απάντηση». Αποκλείεται, σκέφτηκε με πείσμα εκείνος, αλλά της χάρισε ένα μάλλον θλιμμένο και πολύ γοητευτικό χαμόγελο. «Σας ζητώ συγνώμη αν δείχνω να σας πιέζω, μις Λίντον. Ήσασταν η πρώτη μου επιλογή και συνηθίζω ν’ ακολουθώ το ένστικτό μου. Παρ’ όλα αυτά...» Σηκώθηκε φαινομενικά απρόθυμα. Ο κόμπος της έντασης και του θυμού στο στομάχι της Σάμερ άρχισε να λύνεται. «Αν εσείς έχετε πάρει την απόφασή σας...» Ξαναπήρε το συμβόλαιο από το τραπεζάκι κι έκανε να το βάλει στο χαρτοφύλακά του. «...ίσως θα μπορούσατε να μου πείτε τη γνώμη σας για τον Λουί Λα Πουάντ». «Τον Λα Πουάντ;» Η Σάμερ σφύριξε τη λέξη σαν να είχε δηλητήριο. Πολύ αργά κατέβασε τα πόδια της και σηκώθηκε από τον καναπέ, με το κορμί της σφιγμένο. «Με ρωτάτε για τον Λα Πουάντ;» Όταν θύμωνε, οι γαλλικές καταβολές της γίνονταν πιο εμφανείς στην ομιλία της. «Θα εκτιμούσα το οτιδήποτε μπορείτε να μου πείτε», συνέχισε ευγενικά ο Μπλέικ, ξέροντας πολύ καλά πως είχε κερδίσει τον πρώτο πραγματικό πόντο. «Με δεδομένο ότι εσείς οι δυο είστε συνεργάτες και...» Η Σάμερ τίναξε το κεφάλι της και είπε κάτι αιχμηρό και εύστοχο

στη γλώσσα της μητέρας της. Οι χρυσαφένιες κηλίδες στα μάτια της άστραψαν. Ο Σέρλοκ Χολμς είχε για αντίπαλο τον Καθηγητή Μοριάρτι. Ο Σούπερμαν, τον Λεξ Λούθορ. Η Σάμερ Λίντον... τον Λουί Λα Πουάντ. «Γλοιώδες γουρούνι», γρύλισε η Σάμερ, μιλώντας πάλι στα αγγλικά. «Έχει μυαλό κουκούτσι και χέρια ξυλοκόπου. Θέλετε να μάθετε για τον Λα Πουάντ;» Άρπαξε ένα τσιγάρο από τη θήκη πάνω στο τραπεζάκι και το άναψε, όπως έκανε πάντα όταν ήταν πολύ εκνευρισμένη. «Είναι ένας χωριάτης. Τ ι άλλο θέλετε να μάθετε;» «Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, είναι ένας από τους πέντε καλύτερους σεφ στο Παρίσι», επέμεινε ο Μπλέικ, γιατί όταν διαθέτεις ένα καλό όπλο πίεσης είναι αμαρτία να μην το χρησιμοποιήσεις. «Η ψητή πάπια του λένε ότι είναι ασυναγώνιστη». «Σκέτη σόλα». Η Σάμερ μόνο που δεν έφτυσε την απάντηση και ο Μπλέικ χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο τον αυτοέλεγχό του για να μη χαμογελάσει. Επαγγελματική ματαιοδοξία, σκέφτηκε πάλι. Η Σάμερ διέθετε μπόλικη από δαύτη. Όταν όμως την είδε να παίρνει μια βαθιά ανάσα χρειάστηκε να επιστρατεύσει και πάλι τον αυτοέλεγχό του, αυτή τη φορά για να πνίξει τον πόθο του. Αυτή η γυναίκα ήταν απίστευτα αισθησιακή. «Γιατί με ρωτάτε για τον Λα Πουάντ;» «Θα πάω αεροπορικώς στο Παρίσι την ερχόμενη εβδομάδα για να συναντηθώ μαζί του. Από τη στιγμή που εσείς αρνηθήκατε την προσφορά μου...» «Θα κάνετε την ίδια προσφορά...» Η Σάμερ έδειξε το συμβόλαιο που ο Μπλέικ κρατούσε ακόμα στο χέρι του. «...σ’ αυτόν;» «Το παραδέχομαι ότι είναι η δεύτερη επιλογή μου, υπάρχουν όμως πολλοί στο διοικητικό συμβούλιο που πιστεύουν ότι ο Λα Πουάντ είναι η καλύτερη επιλογή για τη θέση». «Αλήθεια;» Τα μάτια της φάνταζαν τώρα σαν δυο σχισμές πίσω από ένα σύννεφο καπνού. Η Σάμερ άρπαξε το συμβόλαιο από τα

χέρια του και το πέταξε δίπλα στο φλιτζάνι με τον κρύο καφέ της. «Μήπως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σας δεν ξέρουν τι τους γίνεται;» «Ίσως να κάνουν λάθος», κατάφερε να πει ο Μπλέικ. «Πράγματι». Η Σάμερ τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καπνού και βιάστηκε να τον βγάλει. Μισούσε τη γεύση του. «Μπορείτε να περάσετε την Παρασκευή το βράδυ στις εννιά να με πάρετε από την κουζίνα του κυβερνήτη, κύριε Κόκραν. Θα κουβεντιάσουμε τότε περισσότερο το θέμα». «Με μεγάλη μου χαρά, μις Λίντον». Ο Μπλέικ έγειρε το κεφάλι του και φρόντισε να διατηρήσει ανέκφραστο το πρόσωπό του, μέχρι που έκλεισε την πόρτα της πίσω του. Κατέβηκε, όμως, τα τέσσερα πατώματα γελώντας.

Κεφάλαιο 2 Το να φτιάξεις ένα καλό επιδόρπιο από το μηδέν δεν είναι απλή υπόθεση. Το να δημιουργήσεις όμως ένα αριστούργημα με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη, αυτό είναι το κάτι άλλο. Κάθε φορά που η Σάμερ έπιανε ένα μπολ, το σύρμα για τ’ αβγά ή ένα χτυπητήρι, ένιωθε υποχρέωσή της να δημιουργήσει ένα αριστούργημα. Το «καλό» ως χαρακτηρισμός για τη δουλειά της ήταν η μεγαλύτερη προσβολή. Καλό γλυκό, όπως πίστευε η Σάμερ, έφτιαχνε μια νιόπαντρη μ’ ένα βιβλίο ζαχαροπλαστικής στο χέρι, την πρώτη μέρα μετά την επιστροφή της από το μήνα του μέλιτος. Εκείνη δεν έψηνε, δεν ανακάτευε, δεν πάγωνε απλώς –εκείνη εμπνεόταν, ανέπτυσσε και πραγματοποιούσε. Ένας αρχιτέκτων, ένας μηχανικός, ένας επιστήμονας δεν έκανε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Όταν είχε αποφασίσει να σπουδάσει την τέχνη της υψηλής μαγειρικής, δεν το είχε κάνει επιπόλαια, είχε πάντα ως στόχο την τελειότητα. Και αυτή την τελειότητα εξακολουθούσε ν’ αναζητά κάθε φορά που έπιανε ένα κουτάλι. Είχε περάσει ήδη το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στην κουζίνα του μεγάρου του κυβερνήτη μαζί με τους άλλους σεφ που έκαναν πραγματικό σαματά φτιάχνοντας τις σούπες τους, τις σάλτσες τους –ή μαλώνοντας απλώς μεταξύ τους. Η Σάμερ όμως είχε επικεντρώσει όλο το ταλέντο της στη δημιουργία του φινάλε, στον έξοχο συνδυασμό των γεύσεων και των αρωμάτων και στην αισθητική ομορφιά της μπόμπας. Είχε στρώσει ήδη τη φόρμα με το σιροπιασμένο παντεσπάνι που είχε ψήσει και το είχε τεμαχίσει προσεκτικά, δίνοντάς του ένα συγκεκριμένο σχήμα με τη βοήθεια ενός αχναριού, όπως όταν ο μηχανικός σχεδιάζει μια γέφυρα. Είχε ήδη γεμίσει το θόλο στο εσωτερικό της μπόμπας με τη μους, ένα θεϊκό μείγμα σοκολάτας και κρέμας. Αυτό το απατηλά απλό κατασκεύασμα είχε μπει στο ψυγείο από νωρίς το πρωί. Και όσο είχε διαρκέσει η προετοιμασία, από το ανακάτεμα και το ψήσιμο μέχρι το χτίσιμο, η Σάμερ δεν είχε καθίσει ούτε λεπτό. Τ ώρα τα βασικά υλικά της μπόμπας της βρίσκονταν πάνω σ’ ένα τραπέζι που της έφτανε μέχρι τη μέση. Στο πλάι υπήρχε ένα ανοξείδωτο μπολ με λιωμένα κεράσια και σύμφωνα με τις αυστηρές υποδείξεις της, από τα μεγάφωνα της κουζίνας ακούγονταν μελωδίες του Σοπέν. Στην τραπεζαρία, οι καλεσμένοι έτρωγαν ήδη το πρώτο πιάτο. Η Σάμερ μπορούσε ν’ αγνοήσει τη σύγχυση γύρω της. Μπορούσε να παραβλέψει την πίεση, αφού το επιδόρπιο έπρεπε να είναι έτοιμο μια συγκεκριμένη ώρα. Όλα αυτά ήταν ρουτίνα για εκείνη. Καθώς όμως στεκόταν εκεί, έτοιμη να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, ένιωσε τη συγκέντρωσή της να διασπάται.

Ο Λα Πουάντ, σκέφτηκε, και έτριξε τα δόντια της. Φυσικά, ο θυμός ήταν αυτός που την είχε εμποδίσει να είναι απόλυτα συγκεντρωμένη σήμερα, το γεγονός ότι της είχαν πετάξει το όνομα αυτό στα μούτρα. Της Σάμερ δεν της είχε πάρει πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι ο Μπλέικ Κόκραν είχε χρησιμοποιήσει επίτηδες το όνομα του Λα Πουάντ. Αυτό, βέβαια, δεν την είχε βοηθήσει και πολύ, δεν είχε αλλάξει σε τίποτε την αντίδρασή της· με τη μόνη ίσως διαφορά ότι τώρα ήθελε να ρίξει το δηλητήριό της σε δύο άντρες κι όχι μόνο σε έναν. Η σκέψη της ταξίδεψε στον Μπλέικ, όπως συνέβαινε πολύ συχνά την τελευταία βδομάδα. Ω, ο κύριος νομίζει ότι είναι πολύ έξυπνος, συλλογίστηκε, και πήρε τρεις βαθιές ανάσες για να καθαρίσει το μυαλό της. Κοίταξε το χρυσαφένιο θόλο μπροστά της. Ακούς να ζητήσει από εμένα, εμένα, να του δώσω τη γνώμη μου για τον Λα Πουάντ. Ένα αχρείο γαλλικό γουρούνι, να τι ήταν ο Λα Πουάντ. Έχωσε το κουτάλι της στα κεράσια. Αλλά και ο Μπλέικ δεν πήγαινε πίσω, για να σκέφτεται να συνεργαστεί με το Γάλλο, αποφάσισε. Η Σάμερ θυμόταν πεντακάθαρα την κάθε δοσοληψία της με τον κοντοστούμπη Λα Πουάντ με τα γουρουνίσια μάτια. Και ενώ έστρωνε με προσοχή την εξωτερική επιφάνεια της μπόμπας με τα λιωμένα κεράσια, σκέφτηκε για μια στιγμή να τον προτείνει με τα καλύτερα λόγια. Θα ήταν καλό μάθημα για τον ύπουλο Αμερικανό να φορτωθεί έναν πομπώδη αλήτη σαν τον Λα Πουάντ. Το μυαλό της μπορεί να ταξίδευε, αλλά τα χέρια της άπλωναν πολύ προσεκτικά τα κεράσια, δίνοντας το τελικό σχήμα στο γλυκό. Πίσω της, κάποιος από τους βοηθούς έριξε με πάταγο ένα μεταλλικό μπολ και άκουσε της χρονιάς του. Οι δικές της σκέψεις, όμως, συνέχισαν ανενόχλητες την πορεία τους, το ίδιο και τα χέρια της. Ένας αυτάρεσκος, αλαζονικός κόπανος, να τι ήταν ο Μπλέικ,

σκέφτηκε, και άρχισε ν’ απλώνει με απόλυτη απάθεια πλούσια γαλλική κρέμα πάνω από τα κεράσια. Αν και έδειχνε ήρεμη και συγκεντρωμένη, τα μάτια της πρόδιδαν το θυμό της. Ήταν ένας άντρας που του άρεσε να κατευθύνει τους άλλους, να τους οδηγεί εκεί που ήθελε. Το έδειχναν οι αβροί, σοφιστικέ τρόποι του. Η Σάμερ ξεφύσηξε περιφρονητικά και βάλθηκε να στρώσει την κρέμα. Θα προτιμούσε έναν άντρα τραχύ παρά κάποιον εκλεπτυσμένο. Έναν άντρα που να ξέρει τι σημαίνει να ιδρώνεις και να σκύβεις παρά έναν άντρα με τέλειο μανικιούρ και κουστούμι των πεντακοσίων δολαρίων. Έναν άντρα... Η Σάμερ σταμάτησε να στρώνει την κρέμα καθώς συνειδητοποίησε την πορεία που είχαν πάρει οι σκέψεις της. Από πότε είχε αρχίσει να πιστεύει πως είχε θέση στη ζωή της ένας άντρας και, για όνομα του Θεού, γιατί χρησιμοποιούσε τον Μπλέικ σαν μέτρο σύγκρισης; Ήταν γελοίο. Η μπόμπα ήταν τώρα ένας λευκός θόλος. Η Σάμερ την κοίταξε· είχε φτάσει η ώρα να την περιχύσει μ’ ένα στρώμα πλούσιας σοκολάτας. Συνοφρυώθηκε και περίμενε ένα βοηθό να πάρει τα άδεια μπολ από μπροστά της. Ήταν έτοιμη να χτυπήσει τη σοκολάτα στο τεράστιο μίξερ, όταν άκουσε δυο μαγείρους να τσακώνονται πίσω της για το πόσο πηχτή θα έπρεπε να ήταν η σάλτσα που συνόδευε το πρώτο πιάτο. Έτσι κι εκείνη συνέχισε τις προηγούμενες σκέψεις της. Ήταν πράγματι γελοίο το πόσο συχνά έφερνε στο μυαλό της τον Μπλέικ τις τελευταίες μέρες, τις αστείες λεπτομέρειες που θυμόταν... Τα μάτια του είχαν σχεδόν την ίδια απόχρωση με τα νερά της λίμνης στο κτήμα του παππού της στο Ντέβον. Η φωνή του ήταν βαθιά και ευχάριστη, μ’ εκείνη την ανεπαίσθητη προφορά των νοτιοανατολικών περιοχών της Αμερικής. Τα χείλη του είχαν άλλο σχήμα όταν χαμογελούσε με χιούμορ και άλλο όταν χαμογελούσε από απλή ευγένεια.

Ήταν δύσκολο να εξηγήσει γιατί είχε προσέξει όλες αυτές τις λεπτομέρειες, και πολύ περισσότερο γιατί τις θυμόταν μέρες μετά. Κατά κανόνα, δε σκεφτόταν έναν άντρα, εκτός κι αν ήταν μαζί του – και πάλι, του αφιέρωνε μέρος μόνο της προσοχής της. Τ ώρα όμως, θύμισε στον εαυτό της, καθώς άρχισε ν’ απλώνει το γλάσο, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να σκέφτεται κάτι άλλο πέρα από την μπόμπα της. Ο Μπλέικ θα την απασχολούσε όταν θα τελείωνε τη δουλειά της και θα τον αντιμετώπιζε μια και καλή στο σουπέ που θα ακολουθούσε. Α, ναι, θα τον έβαζε στη θέση του, σκέφτηκε σφίγγοντας τα χείλη της. Ο Μπλέικ έφτασε νωρίς επίτηδες. Ήθελε να τη δει να δουλεύει. Ήταν κάτι εύλογο, ακόμα και λογικό. Στο κάτω κάτω, αν ήταν να υπογράψει μαζί της συμβόλαιο που θα τη δέσμευε για έναν ολόκληρο χρόνο με το Κόκραν Χάουζ, θα έπρεπε να δει με τα μάτια του τι ήταν ικανή να κάνει και πώς το έκανε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγχε πιθανούς υπαλλήλους ή συνεργάτες του στο δικό τους χώρο. Το αντίθετο μάλιστα, το συνήθιζε πολύ. Ήταν μια καλή επαγγελματική κίνηση. Συνέχισε να το επαναλαμβάνει αυτό στον εαυτό του, γιατί υπήρχε μια φωνή μέσα του που επέμενε να αμφισβητεί τα κίνητρά του. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι είχε φύγει ενθουσιασμένος από το διαμέρισμά της, ξέροντας ότι είχε νικήσει στον πρώτο γύρο. Η έκφραση του προσώπου της τη στιγμή που της είχε αναφέρει το όνομα του μεγάλου της αντιπάλου, του Λα Πουάντ, ήταν το κάτι άλλο. Αλλά είχε περάσει σχεδόν μια βδομάδα και είχε σταθεί αδύνατον να διώξει αυτό το πρόσωπο από το μυαλό του. Ήταν ενοχλητικό, κατέληξε, τη στιγμή που έμπαινε στην πελώρια, πολύβουη κουζίνα. Αυτή η γυναίκα τον έκανε να νιώθει άβολα. Και θα ήθελε να μάθει το γιατί. Ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν να γνωρίζει τους λόγους και τα κίνητρα. Από τη στιγμή που θα

μπορούσε να φτιάξει μια σαφή λίστα, η απάντηση στο οποιοδήποτε πρόβλημα θα βρισκόταν. Ο Μπλέικ εκτιμούσε την ομορφιά –στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και ιδίως στις γυναίκες. Και η Σάμερ Λίντον ήταν όμορφη. Αυτό όμως δε θα έπρεπε να τον κάνει να νιώθει άβολα. Η εξυπνάδα πάλι ήταν κάτι που όχι μόνο εκτιμούσε αλλά και απαιτούσε από τους συνεργάτες του. Και η Σάμερ ήταν αναμφισβήτητα έξυπνη. Άρα, ούτε αυτό υπήρχε λόγος να τον κάνει να νιώθει άβολα. Το στυλ ήταν κάτι ακόμα που γύρευε –και το είχε βρει σίγουρα σ’ εκείνη. Τ ι ήταν λοιπόν αυτό που έφταιγε... μήπως τα μάτια της; αναρωτήθηκε, καθώς προσπερνούσε δύο μαγείρους που είχαν έντονη διαφωνία για το πόσο πηχτή έπρεπε να είναι η σάλτα από αίμα πάπιας στο πρώτο πιάτο. Τα μάτια της είχαν ένα περίεργο, απροσδιόριστο καστανό χρώμα –οι χρυσαφένιες κηλίδες γύρω από την κόρη τους ήταν άλλοτε αχνές και άλλοτε έντονες, ανάλογα με τη διάθεσή της. Μάτια ειλικρινή που σε κοιτούσαν πάντα ευθέως, σκέφτηκε. Και αυτό το σεβόταν. Σε αντίθεση με το ευμετάβλητο χρώμα τους που κέντριζε την περιέργειά του. Ίσως και υπερβολικά. Η σεξουαλικότητα; Ήταν τόσο χαζός ώστε να νιώθει άβολα από τη φυσική σεξουαλικότητα αυτής της γυναίκας; Ο Μπλέικ δεν είχε θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του χαζό, αλλά ούτε και ιδιαίτερα ευάλωτο σε κάτι τέτοια. Κι όμως, από την πρώτη στιγμή που είχε αντικρίσει τη Σάμερ είχε νιώσει εκείνο τον έντονο πόθο, την άμεση έλξη του άντρα για τη γυναίκα. Κι αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο, σκέφτηκε αφηρημένα. Κάτι που θα έπρεπε να εξετάσει προσεκτικά και να το ξεπεράσει. Δεν υπήρχε χώρος για τον πόθο ανάμεσα σε δυο συνεργάτες. Θα γίνονταν συνεργάτες, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Ο Μπλέικ στηριζόταν στη δική του πειθώ και στη χρήση του ονόματος του Λα

Πουάντ για να φέρει τη Σάμερ στα νερά του. Η πλάστιγγα είχε αρχίσει ήδη να γέρνει προς το μέρος του, και μετά την αποψινή τους συνάντηση... Ξαφνικά έμεινε ακίνητος. Για μια στιγμή ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει μια γερή μπουνιά στη βάση της σπονδυλικής του στήλης. Και έμεινε εκεί να την κοιτάζει. Ήταν μισοκρυμμένη πίσω από το γλυκό που ετοίμαζε. Στο πρόσωπό της διάβασε την ένταση και διέκρινε εκείνη την αχνή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της, δείγμα θυμού, μπορεί και συγκέντρωσης. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα και οι βλεφαρίδες της χαμηλωμένες, έτσι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την έκφρασή τους. Το στόμα της, εκείνο το απαλό, καλοσχηματισμένο στόμα που δε θα πρέπει να το έβαφε ποτέ, ήταν ελαφρά σουφρωμένο. Σε προκαλούσε να το φιλήσεις. Με την κατάλευκη στολή θα έπρεπε να δείχνει μια ικανή επαγγελματίας. Ο σκούφος του σεφ πάνω στα καλοχτενισμένα μαλλιά της θα έπρεπε να προσθέτει μια κωμική νότα. Κι όμως, εκείνη έδειχνε εξωφρενικά όμορφη. Έτσι όπως στεκόταν ακίνητος, ο Μπλέικ άκουσε τη μελωδία του Σοπέν από τα μεγάφωνα, το σήμα κατατεθέν της, μύρισε τις έντονες και εξωτικές μυρωδιές της κουζίνας, ένιωσε την ένταση στην ατμόσφαιρα καθώς οι κυκλοθυμικοί μάγειροι προσπαθούσαν να στηρίξουν τις δημιουργίες τους. Εκείνος, όμως, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πώς θα ήταν η Σάμερ γυμνή στο κρεβάτι του, λουσμένη στο φως των κεριών μέσα στο σκοτάδι. Φρόντισε να συγκρατηθεί και κούνησε το κεφάλι του. Σταμάτα, σκέφτηκε συνοφρυωμένος, αν και το διασκέδαζε. Όταν μπλέκει κανείς τη δουλειά με την ευχαρίστηση, συνήθως κάποιο, αν όχι και τα δύο, την πληρώνει. Αυτό ήταν κάτι που το απέφευγε πάντα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Είχε τη θέση που είχε επειδή μπορούσε ν’ αναγνωρίσει τα πιθανά λάθη, να τα σταθμίσει και τελικά να τα

αποφύγει. Και μπορούσε να το κάνει ψυχρά και αποφασιστικά, χωρίς κανένα δισταγμό. Η γυναίκα αυτή μπορεί να ήταν το ίδιο νόστιμη με τα γλυκά που έφτιαχνε, αλλά δεν την ήθελε γι’ αυτό –διόρθωση, δεν είχε το περιθώριο να τη θέλει γι’ αυτό. Την ήθελε για τις ικανότητες, το μυαλό, τ’ όνομά της. Αυτό ήταν όλο. Για την ώρα, παρηγόρησε τον εαυτό του, καθώς προσπαθούσε να πνίξει μια πιο επιτακτική και βασική ανάγκη του. Από εκεί όπου στεκόταν, όσο πιο μακριά μπορούσε από τους σεφ και τους βοηθούς τους, ο Μπλέικ την παρατηρούσε ν’ απλώνει υπομονετικά και μεθοδικά τα διάφορα στρώματα του γλάσου. Δεν υπήρχε ο παραμικρός δισταγμός στα χέρια της. Αυτό του άρεσε, όπως του άρεσαν και τα ντελικάτα δάχτυλά της. Δεν υπήρχε καμιά έλλειψη σιγουριάς στη στάση της. Θα μπορούσε να βρισκόταν κάπου μόνη της, τέτοια ήταν η αδιαφορία της για το σαματά γύρω της. Αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να φτιάξει την εντυπωσιακή μπόμπα της ακόμα και στην Μπεν Φράνκλιν Πάρκγουεϊ σε ώρα αιχμής και να μη χύσει ούτε μια σταγόνα σοκολάτα. Ωραία. Δεν είχε καμιά διάθεση να συνεργαστεί με καμιά υστερική που θα λύγιζε κάτω από πίεση. Ο Μπλέικ την περίμενε υπομονετικά να ολοκληρώσει το έργο της. Όταν η Σάμερ έβαλε τη σαντιγί στο κορνέ και άρχισε το τελευταίο στάδιο της διακόσμησης, οι περισσότεροι από το προσωπικό της κουζίνας έκαναν κύκλο γύρω της και την παρακολουθούσαν. Το γεύμα είχε πλέον σερβιριστεί. Έμενε μόνο το φινάλε. Όταν έφτιαξε και τον τελευταίο κώνο γαρνιρίσματος, η Σάμερ έκανε ένα βήμα πίσω. Ακούστηκε ένας ομαδικός αναστεναγμός επιδοκιμασίας, εκείνη όμως δε βιάστηκε να χαμογελάσει. Έκανε το γύρο της μπόμπας, ελέγχοντας και ξαναελέγχοντας το αποτέλεσμα. Έπρεπε να είναι τέλεια. Δεν μπορούσε να δεχτεί τίποτε λιγότερο. Ύστερα ο Μπλέικ είδε τα μάτια της να φωτίζονται και τα χείλη της

να χαλαρώνουν. Όταν άκουσε τα σκόρπια χειροκροτήματα, χαμογέλασε. Τ ώρα δεν ήταν απλώς όμορφη, ήταν προσιτή. Και αυτό τον τάραξε ακόμα περισσότερο. «Πάρτε την». Η Σάμερ γέλασε και τέντωσε ψηλά τα χέρια της για να ξεπιαστεί. Ήταν έτοιμη να κοιμηθεί για μια βδομάδα. «Πολύ εντυπωσιακή». Με τα χέρια πάντα ψηλά, η Σάμερ γύρισε και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Μπλέικ. «Ευχαριστώ». Η φωνή της ήταν πολύ ψυχρή, τα μάτια της επιφυλακτικά. Κάπου ανάμεσα στα κερασάκια και το γλάσο είχε αποφασίσει να είναι πάρα, μα πάρα πολύ προσεκτική με τον Μπλέικ Κόκραν τον Τ ρίτο. «Αυτός ήταν ο στόχος». «Φαίνεται», συμφώνησε ο Μπλέικ και κατεβάζοντας το βλέμμα του, είδε το μπολ με το περίσσευμα του γλάσου σοκολάτας που δεν είχαν πάρει ακόμα οι βοηθοί. Έσυρε το δάχτυλό του στην άκρη και το έγλειψε. Η γεύση του μπορούσε να κάνει και την πιο σκληρή καρδιά να λιώσει. «Φανταστικό». Η Σάμερ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει –μια παιδιάστικη κίνηση από έναν άντρα με υπέρκομψο κουστούμι και μεταξωτή γραβάτα. «Φυσικά», του είπε, τινάζοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Ό,τι φτιάχνω εγώ είναι φανταστικό. Αυτός είναι και ο λόγος που με θέλετε – σωστά, κύριε Κόκραν;» «Μμμ». Ο ήχος που βγήκε από το στόμα του μπορεί να φανέρωνε συμφωνία, μπορεί και κάτι άλλο. Πολύ σοφά, το άφησαν και οι δυο να περάσει έτσι. «Θα πρέπει να είστε κουρασμένη τόσες ώρες όρθια». «Διορατικός άντρας», μουρμούρισε η Σάμερ κι έβγαλε το σκούφο του σεφ από το κεφάλι της. «Αν θέλετε, θα μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε το σουπέ μας στο ρετιρέ μου. Είναι διακριτικό και ήσυχο. Θα νιώσετε άνετα». Η Σάμερ ύψωσε το ένα της φρύδι κι έριξε μια γρήγορη καχύποπτη ματιά στο πρόσωπό του. Ένα πριβέ σουπέ είναι κάτι που χρειάζεται

σκέψη. Ήταν κουρασμένη, αλλά θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μια χαρά με τον οποιονδήποτε, ιδιαίτερα έναν Αμερικανό επιχειρηματία. Ύψωσε αδιάφορα τους ώμους της και έβγαλε τη λεκιασμένη ποδιά της. «Πολύ καλά. Θα χρειαστώ ένα λεπτό για ν’ αλλάξω». Λέγοντας αυτά, έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Ο Μπλέικ όμως συνέχισε να την παρακολουθεί με το βλέμμα του και είδε έναν άντρα με σκούρο μουστάκι να την πλησιάζει, να παίρνει τα χέρια της και να τα φέρνει με μια δραματική κίνηση στα χείλη του. Δε χρειαζόταν να κρυφακούσει για να καταλάβει τι της έλεγε. Ένιωσε κάποιον εκνευρισμό, αλλά προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει με χιούμορ. Ο άντρας μιλούσε γρήγορα, ενώ άρχισε να χαϊδεύει τα μπράτσα της Σάμερ. Εκείνη γέλασε, κούνησε το κεφάλι της και τον παραμέρισε μαλακά. Ο Μπλέικ είδε τον άντρα να την κοιτάζει σαν ξετρελαμένο κουτάβι και να σφίγγει το σκούφο του σεφ πάνω στην καρδιά του. Αυτή η γυναίκα ασκεί μεγάλη επίδραση στο αντρικό φύλο, σκέφτηκε. Μερικές γυναίκες έλκουν τους άντρες χωρίς καμιά εμφανή προσπάθεια, συνέχισε τις σκέψεις του. Διαθέτουν ένα έμφυτο... χάρισμα· αυτός πρέπει να είναι ο σωστός χαρακτηρισμός. Ένα χάρισμα που ούτε θαύμαζε ούτε αποδοκίμαζε, απλώς τον έκανε επιφυλακτικό. Μια τέτοια γυναίκα μπορούσε να σε παίξει στα δάχτυλα. Εκείνος προτιμούσε τις γυναίκες που δήλωναν φανερά τα χαρίσματά τους. Στάθηκε στην άκρη, μακριά από την κακόφωνη συναυλία των σκευών μαγειρικής που έπλεναν οι βοηθοί. Από την άλλη, σκέφτηκε, ήταν ένα χάρισμα που θα της φαινόταν χρήσιμο όταν θ’ αναλάμβανε επικεφαλής των σεφ στην κουζίνα του Κόκραν Χάουζ της Φιλαδέλφειας. Η Σάμερ γύρισε στην κουζίνα όχι ύστερα από ένα λεπτό όπως είχε πει, αλλά ύστερα από δέκα. Είχε διαλέξει ένα λεπτό μεταξωτό

φόρεμα στο χρώμα της παπαρούνας, επειδή ήταν τόσο απλό που κολλούσε πάνω της και πρόβαλλε κάθε καμπύλη του κορμιού της, τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της. Τα μπράτσα της ήταν γυμνά με μόνη εξαίρεση ένα χρυσό σκαλιστό μπρασελέ που φορούσε πάνω από τον αγκώνα. Τα κρεμαστά, σπιράλ σκουλαρίκια της έφταναν σχεδόν μέχρι τους ώμους της. Τα μαλλιά της, ελεύθερα τώρα, περιέβαλλαν το πρόσωπό της, κάπως κατσαρωμένα από τη ζέστη και την υγρασία της κουζίνας. Η Σάμερ ήξερε ότι το αποτέλεσμα ήταν εκκεντρικό και εξωτικό ταυτόχρονα. Όπως ήξερε ότι απέπνεε και μια πρωτόγονη σεξουαλικότητα. Ντυνόταν –άλλοτε με τζιν και άλλοτε με μεταξωτά– ανάλογα με τα κέφια της και για καθαρά δική της ευχαρίστηση. Όταν όμως είδε τον τρόπο που άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του Μπλέικ, ένιωσε μια διεστραμμένη ικανοποίηση. Τελικά ο κύριος δεν ήταν παγόβουνο –αν και βέβαια το ενδιαφέρον της γι’ αυτόν δεν ήταν προσωπικό. Η Σάμερ ήθελε να εδραιωθεί ως άτομο, ως προσωπικότητα, να μην είναι απλώς ένα όνομα πάνω σ’ ένα συμβόλαιο. Τα ρούχα της δουλειάς της ήταν διπλωμένα μέσα σε μια πάνινη τσάντα που κουβαλούσε στο ένα χέρι, ενώ στον άλλο ώμο της είχε κρεμάσει ένα κομψό τσαντάκι από χάντρες. Με μια μάλλον μεγαλόπρεπη κίνηση πρόσφερε το χέρι της στον Μπλέικ. «Έτοιμος;» «Ασφαλώς». Το χέρι της ήταν δροσερό, απαλό και λείο. Του θύμισε το χάδι του λαμπερού ήλιου πάνω στο υγρό, μυρωδάτο γρασίδι. Γι’ αυτό και η φωνή του ακούστηκε ψυχρή, πεζή. «Είσαι όμορφη». Η Σάμερ δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Τα μάτια της άστραψαν γεμάτα χιούμορ. «Ασφαλώς». Και για πρώτη φορά τον είδε να χαμογελάει αβίαστα, γοητευτικά. Επικίνδυνα. Δεν ήταν πια καθόλου

σίγουρη ποιος είχε το πάνω χέρι. «Ο οδηγός μου μας περιμένει απέξω», της είπε ο Μπλέικ μαλακά και βγήκε μαζί της από τη λαμπερή και θορυβώδη κουζίνα στο δρόμο που φώτιζε το φεγγάρι. «Υποθέτω ότι είσαι ευχαριστημένη από τη συμβολή σου στο γεύμα του κυβερνήτη. Δεν έμεινες ν’ ακούσεις την κριτική ή τα κομπλιμέντα». Η Σάμερ, που ήταν έτοιμη να μπει στη λιμουζίνα, σταμάτησε και τον κοίταξε εμβρόντητη. «Την κριτική; Η μπόμπα είναι η σπεσιαλιτέ μου, κύριε Κόκραν. Είναι πάντα εκπληκτική. Και δε χρειάζομαι κανέναν να μου το πει αυτό». Λέγοντας αυτά, μπήκε στο αμάξι, έστρωσε τη φούστα της και σταύρωσε τα πόδια της. «Ασφαλώς», μουρμούρισε ο Μπλέικ και γλίστρησε δίπλα της. «Είναι ένα πολύπλοκο επιδόρπιο», συνέχισε την κουβέντα. «Αν δε με απατά η μνήμη μου, χρειάζονται δυο ώρες για να ετοιμαστεί, σωστά;» Η Σάμερ τον είδε να βγάζει μια μπουκάλα σαμπάνια από τον πάγο και να την ανοίγει μ’ ένα σιγανό παφ του φελλού. «Υπάρχουν πολύ λίγα εκπληκτικά πράγματα που μπορείς να κάνεις σε σύντομο χρόνο». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Μπλέικ σέρβιρε σαμπάνια σε δυο ποτήρια φλογέρες, έδωσε το ένα στη Σάμερ και χαμογέλασε. «Σε μια μακρά συνεργασία». Η Σάμερ τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια στο φως της λάμπας του δρόμου που τρύπωνε στο εσωτερικό του αμαξιού και φώτιζε το πρόσωπό του. Θύμιζε κάτι ανάμεσα σε Σκοτσέζο πολεμιστή και Εγγλέζο αριστοκράτη, αποφάσισε. Καθόλου εύκολος συνδυασμός. Από την άλλη όμως, κι εκείνη δεν αναζητούσε πάντα το εύκολο. Ύστερα από ένα στιγμιαίο δισταγμό, τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του. «Ίσως», είπε. «Απολαμβάνετε τη δουλειά σας, κύριε Κόκραν;» Ήπιε μια γουλιά σαμπάνια και χωρίς να κοιτάξει το

μπουκάλι ή την ετικέτα, προσδιόρισε τη μάρκα της. «Πάρα πολύ». Ο Μπλέικ την περιεργάστηκε όσο έπινε το ποτό της και διαπίστωσε ότι δεν είχε προσθέσει παρά μια στρώση μάσκαρα στις βλεφαρίδες της όταν πήγε ν’ αλλάξει. Για μια στιγμή αφαιρέθηκε, ενώ αναρωτιόταν ποια θα ήταν η υφή του δέρματός της κάτω από τα δάχτυλά του. «Είναι φανερό απ’ όσα διαπίστωσα μέσα σ’ εκείνη την κουζίνα ότι απολαμβάνετε κι εσείς τη δική σας». «Ναι». Η Σάμερ χαμογέλασε –εκτιμούσε αυτό τον άνθρωπο. Θα ακολουθούσε μια ενδιαφέρουσα μάχη ισχύος. «Η πολιτική μου είναι να κάνω μόνο πράγματα που απολαμβάνω. Και, εκτός αν πέφτω εντελώς έξω, ακολουθείτε κι εσείς την ίδια πολιτική». Ο Μπλέικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, ξέροντας ότι τον ψάρευε. «Είστε πολύ διορατική, μις Λίντον». «Ναι». Του άπλωσε το ποτήρι της να το ξαναγεμίσει. «Έχετε εξαιρετικό γούστο στα κρασιά. Αυτό επεκτείνεται και σε άλλους τομείς;» Ο Μπλέικ την κοίταξε στα μάτια καθώς της ξαναγέμιζε το ποτήρι. «Σε όλους τους τομείς». Η Σάμερ χαμογέλασε, έφερε το ποτήρι στα χείλη της και απόλαυσε το χάδι των φυσαλίδων λίγο προτού γευτεί το κρασί. «Ασφαλώς. Θα ήταν σωστό να πω ότι είστε ένας οξυδερκής άνθρωπος;» Πού στην ευχή το πήγαινε; «Αν θέλετε», της απάντησε αβίαστα. «Ένας επιχειρηματίας», συνέχισε η Σάμερ. «Ένα διευθυντικό στέλεχος. Πείτε μου, τα διευθυντικά στελέχη δε συνηθίζουν να μοιράζουν αρμοδιότητες;» «Συχνά». «Και εσείς; Δε μοιράζετε αρμοδιότητες;» «Εξαρτάται». «Αναρωτιέμαι γιατί ο Μπλέικ Κόκραν ο Τ ρίτος θα σπαταλούσε κόπο και χρόνο ο ίδιος για να προσλάβει έναν σεφ για τον όμιλό

του». Ο Μπλέικ ήταν σίγουρος ότι τον κορόιδευε. Το σημαντικότερο, ήταν σίγουρος ότι ήθελε να τον κάνει να το καταλάβει. Κατέβαλε προσπάθεια να κρύψει την ενόχλησή του. «Αυτό το εγχείρημα θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι το παιδί μου. Και από τη στιγμή που θέλω το καλύτερο, δε φείδομαι ούτε χρόνου ούτε και κόπου για να το αποκτήσω ο ίδιος προσωπικά». «Κατάλαβα». Η λιμουζίνα σταμάτησε μαλακά δίπλα στο πεζοδρόμιο. Η Σάμερ έδωσε στον Μπλέικ το άδειο ποτήρι της τη στιγμή που ο οδηγός τής άνοιγε την πόρτα. «Τότε, τη στιγμή που θέλετε τον καλύτερο, το βρίσκω πολύ παράξενο ν’ αναφέρετε καν τ’ όνομα του Λα Πουάντ», του είπε και βγήκε από το αμάξι με μια έμφυτη υπεροψία. Αυτό, σκέφτηκε αυτάρεσκα, θα είναι ένα γερό πλήγμα στην αλαζονεία του. Το Κόκραν Χάουζ της Φιλαδέλφειας ήταν ένα εικοσαώροφο κτίριο με τούβλα στην πρόσοψη. Ήταν χτισμένο σύμφωνα με την παλιά, αποικιακή αρχιτεκτονική που κυριαρχούσε στην καρδιά της πόλης. Μπορεί να υπήρχαν άλλα πιο ψηλά, πιο λαμπερά και πιο μοντέρνα κτίρια, όμως ο Μπλέικ Κόκραν ήξερε τι ήθελε: κομψότητα, στυλ και διακριτικότητα. Ό,τι ακριβώς διέθετε το Κόκραν Χάουζ. Η Σάμερ δεν μπόρεσε παρά να επιδοκιμάσει την επιλογή του. Σε πολλά πράγματα προτιμούσε και αυτή το παλιό από το μοντέρνο. Η ρεσεψιόν ήταν ήσυχη. Και αν τα χρυσά διακοσμητικά ήταν κάπως θαμπά και τα χαλιά σε πολύ απαλά χρώματα που σ’ έκαναν να νομίζεις ότι ήταν ξεθωριασμένα, ήταν μια εσκεμμένη και έξυπνη επιλογή. Ο παλιός καταξιωμένος πλούτος δημιουργούσε μια δική του ατμόσφαιρα που όλη η χλιδή και η λάμψη είναι αδύνατον να πετύχουν. Ο Μπλέικ έπιασε τη Σάμερ από το μπράτσο και διέσχισε το χώρο, απαντώντας μ’ ένα απλό κούνημα του κεφαλιού στα πολλά

«Καλησπέρα, κύριε Κόκραν» που ακούστηκαν από δεξιά κι αριστερά. Έβαλε το κλειδί στο ιδιωτικό ασανσέρ του και την άφησε να περάσει πρώτη μέσα στο ήσυχο κουβούκλιο από φιμέ τζάμια. «Ωραίος χώρος», παρατήρησε η Σάμερ. «Πάνε χρόνια που είχα έρθει εδώ. Τον είχα ξεχάσει». Έριξε μια ματιά γύρω της και είδε την εικόνα τους ν’ αντανακλάται στο σκούρο γκρίζο γυαλί. «Αλλά δεν το βρίσκετε περιοριστικό να ζείτε σ’ ένα ξενοδοχείο –να ζείτε, εννοώ, στο χώρο όπου εργάζεστε;» «Όχι. Το βρίσκω βολικό». Κρίμα, σκέφτηκε η Σάμερ. Η ίδια όταν δε δούλευε ήθελε να βρίσκεται όσο γινόταν πιο μακριά από κουζίνες και χρονόμετρα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους –όπως, για παράδειγμα, ο πατέρας και η μητέρα της– που φέρνουν τη δουλειά στο σπίτι τους. Το ασανσέρ σταμάτησε τόσο μαλακά που μόλις το κατάλαβε και οι πόρτες άνοιξαν γλιστρώντας αθόρυβα. «Έχετε όλο τον όροφο δικό σας;» «Σ’ αυτό τον όροφο υπάρχουν τρεις σουίτες για τους πελάτες και το ρετιρέ μου», της εξήγησε ο Μπλέικ καθώς προχωρούσαν στο διάδρομο. «Αυτή τη στιγμή δεν είναι κατειλημμένη καμιά από τις σουίτες». Έβαλε το κλειδί του σε μια διπλή δρύινη πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει πρώτη. Τα φώτα ήταν ήδη αναμμένα στη χαμηλή σκάλα. Έχει διαλέξει έξυπνα τα χρώματα, σκέφτηκε η Σάμερ, προχωρώντας πάνω στην παχιά μολυβένια μοκέτα. Οι αποχρώσεις του γκρίζου, από το ασημί ως το θολό του καπνού, δέσποζαν στο χαμηλό καναπέ, στις καρέκλες και στους τοίχους. Τα χαμηλωμένα φώτα δημιουργούσαν μια ονειρική ατμόσφαιρα, που από τη μια ήταν αισθησιακή και από την άλλη σε χαλάρωνε. Η συνολική εντύπωση θα μπορούσε να ήταν αδιάφορη, ακόμα και μονότονη, αν δεν υπήρχαν χρωματικές πινελιές όπως οι κουρτίνες

στο έντονο μπλε του μεσονυκτίου, τα ιβουάρ μαξιλάρια στον καναπέ και το πλούσιο πράσινο του κισσού που σκαρφάλωνε σε μια βιβλιοθήκη. Τέλος, στον έναν τοίχο δέσποζε ο ζωηρόχρωμος πίνακας ενός Γάλλου ιμπρεσιονιστή. Δεν έβλεπες τίποτε από το συνονθύλευμα αντικειμένων που θα διάλεγε εκείνη, αλλά ο χώρος διέθετε ένα στυλ που η Σάμερ θαύμασε αμέσως. «Ασυνήθιστο, κύριε Κόκραν», τον επαίνεσε και έβγαλε ασυναίσθητα τα παπούτσια της. «Και εμπνευσμένο». «Ευχαριστώ. Θα θέλατε άλλο ένα ποτό, μις Λίντον; Το μπαρ είναι πλήρως εξοπλισμένο. Υπάρχει και σαμπάνια, αν προτιμάτε». Αποφασισμένη να έχει εκείνη το πάνω χέρι απόψε, η Σάμερ πήγε στον καναπέ και κάθισε. Του χάρισε ένα ψυχρό, αβίαστο χαμόγελο. «Πάντα προτιμώ τη σαμπάνια». Μέχρι να την ανοίξει ο Μπλέικ, η Σάμερ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ρίξει άλλη μια ματιά στο δωμάτιο. Ένας καθόλου συνηθισμένος άντρας, σκέφτηκε. Πολύ συχνά η λέξη «συνηθισμένος» ήταν συνώνυμη του «πληκτικός». Η Σάμερ ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί ότι, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της συναναστρεφόταν μποέμ και εκκεντρικούς καλλιτέχνες, είχε την τάση να πιστεύει ότι οι επιχειρηματίες ήταν πληκτικοί. Όχι όμως ο Μπλέικ Κόκραν. Σχεδόν λυπήθηκε γι’ αυτό. Έναν πληκτικό άνθρωπο, όσο ελκυστικός και να ήταν, θα μπορούσες να τον χειριστείς με ελάχιστη προσπάθεια. Τον Μπλέικ θα ήταν δύσκολο να τον αντιμετωπίσει. Ιδίως από τη στιγμή που δεν είχε πάρει μια οριστική απόφαση για την πρότασή του. «Η σαμπάνια σας, μις Λίντον». Όταν η Σάμερ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε, ο Μπλέικ χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μη συνοφρυωθεί. Τον ζύγιζε, και το βλέμμα της ήταν υπερβολικά υπολογιστικό. Αλήθεια, τι σκάρωνε πάλι; Και για το Θεό, γιατί έδειχνε να ταιριάζει τόσο σκανδαλιστικά στο χώρο του, έτσι

όπως ήταν κουλουριασμένη στον καναπέ του, με τα μαξιλάρια του στην πλάτη της; «Θα πρέπει να πεινάτε», της είπε και ξαφνιάστηκε που ένιωσε την ανάγκη της προστασίας που του πρόσφεραν οι λέξεις. «Πείτε μου τι θα θέλατε και θα ζητήσω από την κουζίνα να σας το ετοιμάσουν. Ή, αν προτιμάτε, μπορώ να ζητήσω να σας φέρουν το μενού». «Δε χρειάζομαι το μενού», του απάντησε η Σάμερ και ήπιε άλλη μια γουλιά από την παγωμένη γαλλική σαμπάνια. «Θα ήθελα ένα τσίζμπεργκερ». Ο Μπλέικ είδε το μεταξωτό φουστάνι της ν’ ανεβαίνει καθώς βολευόταν καλύτερα στη γωνιά του καναπέ. «Τ ι πράγμα;» «Ένα τσίζμπεργκερ», επανέλαβε εκείνη. «Με λεπτοκομμένες τηγανητές πατάτες». Σήκωσε το ποτήρι της και κοίταξε το χρώμα της σαμπάνιας. «Το ξέρετε ότι η συγκεκριμένη χρονιά ήταν ιδιαίτερα καλή;» «Μις Λίντον...» Ο Μπλέικ ένιωσε την υπομονή του να φτάνει στα όριά της. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες και διατήρησε ήρεμη τη φωνή του. «Τ ι ακριβώς παιχνίδι παίζετε;» Εκείνη ήπιε μια γουλιά σαμπάνια αργά, απολαμβάνοντας τη γεύση της. «Παιχνίδι;» «Θέλετε στ’ αλήθεια να πιστέψω ότι εσείς, μια γευσιγνώστης, μια σεφ με δίπλωμα Κορντόν Μπλε, θέλετε να φάτε τσίζμπεργκερ και τηγανητές πατάτες;» «Διαφορετικά δε θα σας το είχα ζητήσει». Όταν το ποτήρι της άδειασε, η Σάμερ σηκώθηκε να το ξαναγεμίσει μόνη της. Οι κινήσεις της ήταν νωχελικές, δεν έκρυβαν ίχνος από την κοφτή, σχεδόν στρατιωτική συμπεριφορά της όταν μαγείρευε. «Η κουζίνα σας διαθέτει άπαχο βοδινό, έτσι δεν είναι;» «Ασφαλώς». Σίγουρος ότι προσπαθούσε να τον εξοργίσει ή να τον γελοιοποιήσει, ο Μπλέικ την άρπαξε από το μπράτσο και τη γύρισε

προς το μέρος του. «Γιατί θέλετε τσίζμπεργκερ;» «Γιατί μου αρέσει», του απάντησε απλά. «Μου αρέσουν επίσης τα τάκος, η πίτσα και το τηγανητό κοτόπουλο –ιδιαίτερα όταν τα μαγειρεύει κάποιος άλλος για μένα. Αυτά τα φαγητά είναι γρήγορα, γευστικά και ευκολοφάγωτα». Η Σάμερ χαμογέλασε. Το κρασί την είχε χαλαρώσει και η αντίδρασή του τη διασκέδαζε. «Έχετε κάποιον ηθικό δισταγμό για το πρόχειρο φαγητό, κύριε Κόκραν;» «Όχι, αλλά θα περίμενα ότι θα είχατε εσείς». «Α, κατέστρεψα την εικόνα της γαστρονομικής σνομπ που είχατε για μένα». Η Σάμερ γέλασε και ο ήχος ήταν όμορφος και αφάνταστα θηλυκός. «Ως σεφ, μπορώ να σας πω ότι και οι πλούσιες σάλτσες με την κρέμα δεν είναι καθόλου εύπεπτες. Εξάλλου, η μαγειρική είναι το επάγγελμά μου. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα απολαμβάνω γεύσεις της υψηλής γαστρονομίας. Λιχουδιές, φαγητά που έχουν ετοιμαστεί με αμέριστη προσοχή και το χρονόμετρο στο χέρι. Όταν δε δουλεύω, μου αρέσει να χαλαρώνω». Ήπιε άλλη μια γουλιά σαμπάνια. «Αυτή τη στιγμή θα προτιμούσα ένα ζουμερό τσίζμπεργκερ από ένα φιλέ μινιόν με μανιτάρια, αν δεν έχετε αντίρρηση». «Η επιλογή είναι δική σας», γρύλισε ο Μπλέικ και πήγε στο τηλέφωνο να δώσει την παραγγελία. Η εξήγησή της ήταν λογική, όφειλε να το παραδεχτεί. Και δεν τον ενοχλούσε τίποτε περισσότερο από το να χρησιμοποιεί κάποιος άλλος τη δική του τακτική. Με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι, η Σάμερ πήγε στο παράθυρο. Της άρεσε η θέα της πόλης τη νύχτα. Τα κτίρια υψώνονταν πέρα στο βάθος και τ’ αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν στις διασταυρώσεις αθόρυβα. Φώτα, σκοτάδι, σκιές. Δε θα μπορούσε να μετρήσει πόσες πόλεις είχε παρατηρήσει έτσι από ψηλά τη νύχτα, αλλά η αγαπημένη της πόλη παρέμενε πάντα το Παρίσι. Κι όμως, είχε διαλέξει να μένει για μεγάλα διαστήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Της άρεσαν οι αντιθέσεις των ανθρώπων, των

πολιτισμών και των συμπεριφορών σε τούτη τη χώρα. Της άρεσαν η φιλοδοξία και ο ενθουσιασμός των Αμερικανών. Παράδειγμα, ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας της. Η φιλοδοξία ήταν κάτι που καταλάβαινε καλά η Σάμερ. Διέθετε μπόλικη και η ίδια. Καταλάβαινε πως αυτός ήταν ο λόγος που και στις προσωπικές της σχέσεις έψαχνε άντρες μάλλον δημιουργικούς παρά φιλόδοξους. Δύο ανταγωνιστικοί άνθρωποι που έχουν πρωταρχικό στόχο την καριέρα τους δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά. Αυτό το είχε μάθει από νωρίς, παρακολουθώντας τους γονείς της τον καιρό που ήταν παντρεμένοι, αλλά και στους γάμους που έκαναν στη συνέχεια. Όταν θ’ αποφάσιζε να δημιουργήσει και αυτή ένα μόνιμο δεσμό –κάτι που τοποθετούσε σε τουλάχιστον δέκα χρόνια από τώρα– θ’ αναζητούσε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να καταλάβει ότι η καριέρα της θα ερχόταν πάντα πρώτη. Κάθε μάγειρας, από ένα παιδί που φτιάχνει σάντουιτς με φιστικοβούτυρο μέχρι τον μεγάλο σεφ, πρέπει να γνωρίζει τις προτεραιότητές του. Και η Σάμερ γνώριζε τις δικές της μια ζωή. «Σας αρέσει η θέα;» Ο Μπλέικ είχε σταθεί πίσω της και την παρακολουθούσε πέντε ολόκληρα λεπτά. Γιατί η Σάμερ να του φαίνεται διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα είχε φέρει στο σπίτι του; Γιατί να δείχνει απρόσιτη και ποθητή; Και γιατί και μόνο η παρουσία της να τον δυσκολεύει να συγκεντρωθεί στο σκοπό για τον οποίο την είχε φέρει εδώ; «Ναι». Η Σάμερ δε γύρισε γιατί συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο κοντά της βρισκόταν ο Μπλέικ. Έπρεπε να είχε αντιληφθεί την παρουσία του νωρίτερα, σκέφτηκε και συνοφρυώθηκε ελαφρά. Αν γύριζε, θα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα κορμιά τους θα έρχονταν κοντά, οι ματιές τους θα έσμιγαν. Η νευρικότητα την έκανε να πιει μια ακόμα γουλιά σαμπάνια. Αυτό ήταν γελοίο, σκέφτηκε. Δεν υπήρχε άντρας που να της προκαλεί νευρικότητα.

«Ζείτε αρκετό καιρό εδώ ώστε ν’ αναγνωρίζετε τα πλεονεκτήματα αυτής της πόλης», είπε ήρεμα ο Μπλέικ, ενώ αναρωτιόταν τι γεύση θα είχε ο λαιμός της έτσι και τον χάιδευε με τα χείλη του. «Ασφαλώς. Όταν είμαι στη Φιλαδέλφεια, φέρομαι πλέον σαν ντόπια. Πολλοί από τους συνεργάτες μου ισχυρίζονται ότι έχω εξαμερικανιστεί πλήρως». Ο Μπλέικ διέκρινε την ανεπαίσθητη ευρωπαϊκή προφορά της, ρούφηξε το γαλλικό άρωμά της. Το θαμπό φως έπαιζε στις ξανθές ανταύγειες των μαλλιών της, που θύμιζαν αυτές των ματιών της. Δεν είχε παρά να τη γυρίσει για να δει το σμιλεμένο και εξωτικό πρόσωπό της. Και ήθελε πολύ να το κάνει. «Εξαμερικανιστεί», μουρμούρισε ο Μπλέικ και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Το μετάξι γλίστρησε απαλά κάτω από τις παλάμες του καθώς τη γύριζε προς το μέρος του. «Όχι...» Το βλέμμα του χάιδεψε τα μαλλιά, τα μάτια της, και καρφώθηκε στο στόμα της. «Νομίζω ότι οι συνεργάτες σας κάνουν πολύ μεγάλο λάθος». «Αλήθεια;» Τα δάχτυλά της έσφιγγαν με μανία το ποτήρι, το στόμα της είχε φλογιστεί. Επιστρατεύοντας την ισχυρή της θέληση κατάφερε να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. Το κορμί της άγγιξε το δικό του όταν την τράβηξε πιο κοντά του. Οι ανάγκες της, που ως τώρα βρίσκονταν υπό έλεγχο, άρχισαν να σιγοκαίουν. Διάφορα ενδεχόμενα πέρασαν από το μυαλό της καθώς έγειρε πίσω το κεφάλι της και ρώτησε ήρεμα: «Τ ι θα γίνει με τη δουλειά που ήρθαμε να κουβεντιάσουμε, κύριε Κόκραν;» «Δεν έχουμε πιάσει δουλειά ακόμα». Το στόμα του έμεινε για μια στιγμή μετέωρο πάνω από το δικό της, ύστερα τα χείλη του χάιδεψαν ανάλαφρα το μέτωπό της. «Και προτού ξεκινήσουμε ίσως θα ήταν καλύτερα να ξεκαθαρίσουμε αυτό το θέμα». Η Σάμερ ένιωσε την ανάσα της να παγιδεύεται στα πνευμόνια της.

Μπορούσε ακόμα να τραβηχτεί, αλλά γιατί να το κάνει; «Θέμα;» «Τα χείλη σας –είναι τόσο λαχταριστά όσο δείχνουν;» Η Σάμερ πετάρισε τις βλεφαρίδες της, το κορμί της χαλάρωσε. «Ενδιαφέρον θέμα», μουρμούρισε και έγειρε προκλητικά το κεφάλι της. Τα χείλη τους απείχαν μια ανάσα όταν ακούστηκε το δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Το μυαλό της Σάμερ καθάρισε στη στιγμή, αν και το κορμί της εξακολουθούσε να πάλλεται από τον πόθο. Χαμογέλασε, προσπαθώντας ν’ αρπαχτεί από εκείνο το ίχνος λογικής. «Το σέρβις στο Κόκραν εξακολουθεί να είναι άψογο». «Αύριο», γρύλισε ο Μπλέικ και τραβήχτηκε απρόθυμα, «θ’ απολύσω τον υπεύθυνο της υπηρεσίας δωματίου». Η Σάμερ γέλασε, αλλά φρόντισε να πιει μια γουλιά σαμπάνια όταν εκείνος έφυγε για ν’ ανοίξει την πόρτα. Παρά τρίχα, σκέφτηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Ήταν καιρός να στρέψει το ενδιαφέρον της βραδιάς σε επαγγελματικά μονοπάτια και να μην παραστρατήσει. Έδωσε στον εαυτό της ένα λεπτό να συνέλθει όσο ο σερβιτόρος έστρωνε το τραπέζι. «Μυρίζει υπέροχα», παρατήρησε η Σάμερ, διασχίζοντας το δωμάτιο τη στιγμή που ο Μπλέικ έδινε φιλοδώρημα στο γκαρσόνι. Προτού καθίσει, έριξε μια ματιά στο δικό του φαγητό. Μπριζόλα με το αίμα της, αχνιστή πατάτα με το φλούδι, σπαράγγια με βούτυρο. «Πολύ ισορροπημένο», είπε και του έριξε μια πειρακτική ματιά πάνω από τον ώμο της όταν της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. «Μπορούμε να παραγγείλουμε επιδόρπιο αργότερα». «Δεν αγγίζω ποτέ μου γλυκό», του απάντησε η Σάμερ φουσκώνοντας το μάγουλο με τη γλώσσα της και άλειψε με μια γερή δόση μουστάρδας το ψωμάκι της. «Διάβασα το συμβόλαιο που μου δώσατε». «Αλήθεια;» Ο Μπλέικ την είδε να κόβει το τσίζμπεργκερ στα δύο

και να παίρνει το ένα κομμάτι με το χέρι. Δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάσει αυτό. Στο κάτω κάτω, είχε ένα βάζο με μπισκότα Oreo στο σπίτι της. «Το ίδιο και ο δικηγόρος μου». Ο Μπλέικ άλεσε λίγο φρέσκο πιπέρι πάνω στην μπριζόλα του και άρχισε να τρώει. «Και;» «Και φαίνεται εντάξει. Εκτός...» Η Σάμερ άφησε τη λέξη να αιωρείται και δάγκωσε την πρώτη μπουκιά της. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να την απολαύσει. «Εκτός;» την πίεσε ο Μπλέικ. «Αν αποφασίσω να σκεφτώ την προσφορά σας, χρειάζομαι μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων». Ο Μπλέικ αγνόησε το αν. Η Σάμερ σκεφτόταν την πρότασή του στα σοβαρά και το ήξεραν και οι δύο. «Σε ποιον τομέα;» «Θα το ξέρετε σίγουρα ότι ταξιδεύω πολύ». Η Σάμερ έριξε αλάτι στις τηγανητές πατάτες, έφαγε μία και τη βρήκε του γούστου της. «Τα ταξίδια μου κρατάνε συνήθως δύο με τρεις μέρες. Για παράδειγμα, ένα ταξίδι στη Βενετία για να φτιάξω ένα γλυκό Σεντ Ονορέ. Κάποιοι από τους πελάτες μου φροντίζουν να με κλείσουν μήνες πριν. Άλλοι πάλι το κάνουν την τελευταία στιγμή. Και υπάρχουν φορές...» Η Σάμερ έφαγε άλλη μια μπουκιά τσίζμπεργκερ. «...που τους ικανοποιώ και αυτούς, επειδή είναι προσωπικοί μου φίλοι ή επειδή η πρότασή τους αποτελεί επαγγελματική πρόκληση». «Με άλλα λόγια, θα θέλετε κάθε τόσο να παίρνετε το αεροπλάνο για τη Βενετία ή για όπου αλλού θεωρείτε εσείς ότι είναι απαραίτητο». Αν και ο Μπλέικ έβρισκε εξωφρενικό το συνδυασμό της σαμπάνιας με το τσίζμπεργκερ, γέμισε πάλι το ποτήρι της. «Ακριβώς. Μολονότι η προσφορά σας παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον για μένα, θα ήταν αδύνατον, ακόμα και ανήθικο, να γυρίσω την πλάτη στους καταξιωμένους πελάτες μου».

«Το καταλαβαίνω». Είναι έξυπνη, σκέφτηκε ο Μπλέικ, αλλά κι εγώ δεν πάω πίσω. «Πιστεύω πως μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο λογικό διακανονισμό. Θα μπορούσαμε να μελετήσουμε το πρόγραμμά σας οι δυο μας». Η Σάμερ τσιμπολόγησε μια πατάτα και σκούπισε τα δάχτυλά της σε μια λευκή λινή πετσέτα. «Οι δυο μας;» «Θα ήταν πιο απλό. Στη συνέχεια, αν συμφωνήσουμε, θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε μεμονωμένα και όποια άλλη περίπτωση προκύψει μέσα στο χρόνο...» Ο Μπλέικ χαμογέλασε όταν την είδε να παίρνει το δεύτερο κομμάτι του τσίζμπεργκερ. «Θέλω να πιστεύω ότι είμαι λογικός άνθρωπος, μις Λίντον. Και για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να είμαι εγώ αυτός που θα υπογράψει το συμβόλαιο του ξενοδοχείου μου μαζί σας. Αυτή τη στιγμή, το διοικητικό συμβούλιο κλίνει προς το μέρος του Λα Πουάντ, αλλά...» «Γιατί;» Η ερώτηση ήταν απαιτητική, έκρυβε κατηγόρια. Ο Μπλέικ δε θα μπορούσε να νιώσει περισσότερο ευχαριστημένος. «Συνήθως οι μεγάλοι σεφ είναι άντρες», της είπε και την άκουσε να βρίζει με πάθος στα γαλλικά. Κούνησε το κεφάλι του. «Ναι, ακριβώς. Και αφού κάναμε μερικές διακριτικές ερωτήσεις, ανακαλύψαμε ότι ο κύριος Λα Πουάντ ενδιαφέρεται και με το παραπάνω για τη θέση». «Αυτό το σκουλήκι θα δεχόταν ακόμα και να ψήνει κάστανα στη γωνιά του δρόμου αν ήταν να δει τη φωτογραφία του στις εφημερίδες». Η Σάμερ πέταξε απότομα την πετσέτα της και σηκώθηκε. «Ίσως να νομίζετε ότι δεν καταλαβαίνω τη στρατηγική σας, κύριε Κόκραν». Το υπεροπτικό τίναγμα του κεφαλιού της τόνισε ακόμα περισσότερο το λυγερό λαιμό της. Και ο Μπλέικ θυμόταν πολύ καλά την αίσθηση του δέρματός της κάτω από τα δάχτυλά του. «Μου πετάτε το όνομα του Λα Πουάντ στα μούτρα και νομίζετε ότι θα βιαστώ ν’ αρπάξω τη θέση από εγωισμό, από

περηφάνια». Ο Μπλέικ χαμογέλασε γιατί η Σάμερ ήταν πραγματικά απίθανη. «Και έχει αποτέλεσμα;» Η Σάμερ μισόκλεισε τα μάτια της, αλλά χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να μη χαμογελάσει. «Ο Λα Πουάντ είναι βάρβαρος, εγώ είμαι καλλιτέχνης». «Και;» Η Σάμερ ήξερε ότι δεν έπρεπε ν’ αποφασίζει ποτέ εν θερμώ. Το ήξερε, αλλά... «Αν συμφωνήσετε με το πρόγραμμά μου, κύριε Κόκραν, τότε κι εγώ θα κάνω το εστιατόριό σας το πιο δημοφιλές στην Ανατολική Ακτή». Να πάρει η οργή, μπορούσε να το κάνει. Και ήθελε να το κάνει για να το αποδείξει και στους δυο τους. Ο Μπλέικ σηκώθηκε κι αυτός, παίρνοντας και τα δυο ποτήρια από το τραπέζι. «Πίνω στην επιτυχία της τέχνης σας, μαντεμουαζέλ». Της έδωσε το ποτήρι της. «Και στην επιτυχία του ξενοδοχείου μου. Εύχομαι η συνεργασία μας να είναι επικερδής και για τους δυο μας». «Στην επιτυχία», είπε η Σάμερ και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του. «Τελικά αυτήν αποζητούμε και οι δύο».

Κεφάλαιο 3 Ε, λοιπόν, το έκανα, σκέφτηκε η Σάμερ και συνοφρυώθηκε. Τ ράβηξε πίσω τα μαλλιά της και τα στερέωσε με δυο χτενάκια στολισμένα με πέρλες. Κοίταξε με κριτικό μάτι την εικόνα της στον καθρέφτη κι έλεγξε το μακιγιάζ της. Είχε μάθει από τη μητέρα της διάφορα κόλπα για να τονίζει τα δυνατά χαρακτηριστικά της και όταν το απαιτούσε η περίσταση και είχε κέφι, τα έθετε σε εφαρμογή. Το πρόσωπο που την κοιτούσε από τον καθρέφτη της άρεσε, παρ’ όλα αυτά

συνοφρυώθηκε. Δεν ήξερε αν το είχε κάνει από θυμό, εγωισμό ή πείσμα, πάντως είχε δεχτεί να συνεργαστεί με το Κόκραν Χάουζ και τον Μπλέικ για έναν ολόκληρο χρόνο. Μπορεί και να χρειαζόταν την πρόκληση, αλλά ήδη την ενοχλούσε η μακροχρόνια δέσμευση και οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από αυτή. Τ ριακόσιες εξήντα πέντε μέρες. Όχι, ο αριθμός αυτός την έπνιγε. Πενήντα δύο βδομάδες. Ούτε αυτός ήταν καλύτερος. Δώδεκα μήνες. Ε, λοιπόν, θα έπρεπε να ζήσει μ’ αυτό. Όχι, θα έπρεπε να κάνει κάτι καλύτερο, αποφάσισε καθώς έμπαινε στο στούντιο όπου θα γύριζε μια επίδειξη για το εθνικό δίκτυο. Έπρεπε να τηρήσει την υπόσχεσή της και να κάνει το εστιατόριο του Κόκραν Χάουζ το καλύτερο της Ανατολικής Ακτής. Και θα το έκανε, είπε στον εαυτό της, τινάζοντας πίσω τα μαλλιά της. Θα το έκανε στα σίγουρα. Μετά, θα κοιτούσε αφ’ υψηλού τον κύριο Μπλέικ Κόκραν τον Τ ρίτο. Τον παλιάνθρωπο. Της την είχε φέρει. Δυο φορές μάλιστα. Και μολονότι τη δεύτερη εκείνη το ήξερε, είχε ακολουθήσει το μονοπάτι που είχε φροντίσει να της υποδείξει. Γιατί; Η Σάμερ πέρασε τη γλώσσα πάνω από τα δόντια της, παρακολουθώντας το συνεργείο που έστηνε το σκηνικό για το γύρισμα. Για την πρόκληση, αποφάσισε, παίζοντας τη χρυσή αλυσίδα της γύρω από το δάχτυλό της. Θα ήταν πρόκληση να δουλέψει μαζί του και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Στο κάτω κάτω, ο ανταγωνισμός ήταν η μεγάλη αδυναμία της. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε διαλέξει να ξεχωρίσει σ’ ένα επάγγελμα όπου κυριαρχούσαν οι άντρες. Α, ναι, της άρεσε ο ανταγωνισμός. Αυτό που της άρεσε όμως περισσότερο ήταν να κερδίζει. Δεν έπρεπε να ξεχνά και την ωμή αρρενωπότητά του. Οι εκλεπτυσμένοι τρόποι δεν μπορούσαν να την κρύψουν. Τα κομψά

ρούχα δεν μπορούσαν να την καλύψουν. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής –και αυτή τη στιγμή αποφάσισε να το κάνει– έπρεπε να παραδεχτεί ότι θα χαιρόταν να την εξερευνήσει. Η Σάμερ ήξερε την επίδραση που ασκούσε στους άντρες. Ήταν ένα δώρο που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, σπάνια όμως έδινε σημασία στη σεξουαλικότητά της. Ήταν πολύ πιεσμένη από τις απαιτήσεις της δουλειάς της και χρειαζόταν απόλυτη χαλάρωση όποτε της δινόταν η ευκαιρία. Μπορεί όμως να είχε έρθει η ώρα ν’ αλλάξει λίγο τα πράγματα. Ο Μπλέικ Κόκραν αποτελούσε μια πραγματική πρόκληση. Πολύ θα ήθελε να στραπατσάρει εκείνη την αυτάρεσκη αντρική αλαζονεία του, να τον κάνει να πληρώσει που την είχε κατευθύνει να κάνει αυτό ακριβώς που ήθελε εκείνος. Κι ενώ σκεφτόταν διάφορους τρόπους για να το πετύχει αυτό, είδε σιγά σιγά το στούντιο να γεμίζει από το ακροατήριο. Χωρούσε κάπου πενήντα άτομα και απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, σήμερα το πρωί θα ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ο κόσμος μιλούσε ψιθυριστά, όπως μέσα στα θέατρα και τις εκκλησίες. Ο σκηνοθέτης, ένας μικρόσωμος, νευρικός άντρας με τον οποίο είχε ξαναδουλέψει η Σάμερ, έτρεχε να τα προλάβει όλα, φώτα, κάμερες, κάνοντας διάφορες χειρονομίες που φανέρωναν άλλοτε ικανοποίηση και άλλοτε φρίκη. Ήταν άνθρωπος των άκρων. Όταν την πλησίασε, η Σάμερ άκουσε τις γρήγορες, νευρικές εξηγήσεις του με μισό αυτί. Δεν είχε το νου της σ’ αυτόν, ούτε στο βασερέν που θα ετοίμαζε μπροστά στην κάμερα. Την απασχολούσε ο καλύτερος τρόπος ν’ αντιμετωπίσει τον Μπλέικ Κόκραν. Ίσως θα έπρεπε να του ριχτεί διακριτικά –όχι όμως και τόσο διακριτικά, ώστε εκείνος να μην το πάρει είδηση. Και με το που θα το έπαιρνε πάνω του, θα τον αγνοούσε παντελώς. Φανταστική ιδέα. «Η πρώτη ψημένη βάση βρίσκεται στο κεντρικό ντουλάπι».

«Ναι, Σάιμον, το ξέρω». Η Σάμερ χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι του σκηνοθέτη, ενώ προσπαθούσε να βρει ψεγάδια στο σχέδιό της. Και υπήρχε ένα πολύ μεγάλο ψεγάδι. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τη συγκίνηση που είχε ξυπνήσει μέσα της όταν λίγο είχε λείψει να τη φιλήσει ο Μπλέικ πριν από μερικά βράδια. Κι αν έπαιζε ένα τέτοιο παιχνίδι μπορεί τελικά να έβλεπε τους ρόλους να μπερδεύονται. Άρα... «Η δεύτερη βάση είναι ακριβώς από κάτω». «Ναι, το ξέρω». Μα η ίδια δεν τις είχε βάλει εκεί να κρυώσουν μετά που τις είχε ψήσει; Η Σάμερ χαμογέλασε αφηρημένα στον εκνευρισμένο σκηνοθέτη. Θα μπορούσε πολύ καλά ν’ αγνοήσει εντελώς τον Μπλέικ. Να του φερθεί όχι περιφρονητικά, αλλά αδιάφορα. Το χαμόγελό της έγινε κάπως απειλητικό. Τα μάτια της άστραψαν. Αυτό θα τον τρέλαινε στην κυριολεξία. «Όλα τα υλικά και τα σκεύη είναι ακριβώς εκεί που τα έβαλες». «Σάιμον», άρχισε ευγενικά η Σάμερ, «πάψε ν’ ανησυχείς. Μπορώ να φτιάξω βασερέν ακόμα και στον ύπνο μου». «Αρχίζουμε το γύρισμα σε πέντε λεπτά». «Πού είναι;» Η βροντερή φωνή έκανε τον Σάιμον και τη Σάμερ να γυρίσουν ταυτόχρονα. Η Σάμερ είχε αρχίσει να χαμογελάει προτού ακόμα αντικρίσει αυτόν που μιλούσε. «Κάρλο!» «Αχά». Μελαχρινός, λεπτός και ευκίνητος σαν φίδι, ο Κάρλο Φρανκόνι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο και τα καλώδια και την έσφιξε στο στήθος του. «Αφράτο σουδάκι μου», της είπε και τη χτύπησε φιλικά στα οπίσθια. Η Σάμερ γέλασε και του το ανταπέδωσε. «Κάρλο, τι γυρεύεις Τετάρτη πρωί στη Φιλαδέλφεια;» «Ήμουν στη Νέα Υόρκη για να προωθήσω το καινούριο βιβλίο μου, Ζυμαρικά από τον Μαιτρ». Ο Κάρλο τραβήχτηκε λίγο και έπαιξε

πονηρά τα φρύδια του. «Και είπα στον εαυτό μου: “ Κάρλο, είσαι δυο βήματα από την πιο σέξι γλυκατζού του κόσμου”. Κι έτσι, ήρθα». «Δυο βήματα», επανέλαβε η Σάμερ. Ο τυπικός Κάρλο. Και στο Λος Άντζελες να ήταν, το ίδιο θα είχε κάνει. Είχαν σπουδάσει μαζί, είχαν μαγειρέψει μαζί, και αν η φιλία τους δεν ήταν τόσο σημαντική και για τους δυο τους, ίσως να είχαν κοιμηθεί και μαζί. «Άσε με να σε κοιτάξω». Ο Κάρλο υπάκουσε, έκανε ένα βήμα πίσω και πήρε πόζα. Φορούσε ένα ίσιο, στενό τζιν που τόνιζε τους λεπτούς γοφούς του, ένα σομόν μεταξωτό πουκάμισο και ένα πάνινο καπέλο στραβά πάνω από τα σκούρα αμυγδαλωτά μάτια του. Ένα εξωφρενικό διαμάντι άστραφτε στο δάχτυλό του. Όπως πάντα, ήταν αρρενωπός, όμορφος και το ήξερε. «Είσαι φανταστικός, Κάρλο. Φαντάστικο». «Ασφαλώς». Έσυρε το δάχτυλό του στο μπορ του καπέλου του. «Και εσύ, αφράτο μου σουδάκι, είσαι...» Πήρε τα χέρια της και έφερε πρώτα τη μία παλάμη της και ύστερα την άλλη στα χείλη του. «...εσκουίσιτα. Θεσπέσια». «Ασφαλώς». Η Σάμερ γέλασε πάλι και τον φίλησε στο στόμα. Είχε εκατοντάδες γνωστούς στον επαγγελματικό και κοινωνικό κύκλο της, αλλά φίλο μόνο τον Κάρλο Φρανκόνι. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, Κάρλο. Αλήθεια, πόσος καιρός πάει; Τέσσερις μήνες; Πέντε; Εσύ ήσουν στο Βέλγιο την τελευταία φορά που εγώ ήμουν στην Ιταλία;» «Τέσσερις μήνες και δώδεκα μέρες», της απάντησε αβίαστα εκείνος. «Αλλά ποιος μετράει; Απλά πεθύμησα τα εκλεράκια σου, το...» Άρπαξε πάλι τα χέρια της κι άρχισε να γλείφει τα δάχτυλά της. «...το κέικ σου με σοκολάτα». «Σήμερα θα φτιάξω βασερέν», του απάντησε ξερά η Σάμερ, «και μπορείς να φας λίγο μετά το τέλος του σόου».

«Α, πεθαίνω για τη μαρέγκα σου». Ο Κάρλο της χαμογέλασε πονηρά. «Θα καθίσω στην πρώτη σειρά και δε θα πάρω στιγμή τα μάτια μου από πάνω σου». Η Σάμερ τον τσίμπησε στο μάγουλο. «Προσπάθησε να χαλαρώσεις λίγο, Κάρλο. Είσαι πολύ σφιγμένος». «Μις Λίντον, σας παρακαλώ...» Η Σάμερ κοίταξε τον Σάιμον, η ανάσα του ακουγόταν πιο ρηχή καθώς είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. «Εντάξει, Σάιμον, είμαι έτοιμη. Πήγαινε στη θέση σου, Κάρλο, και φρόντισε να με παρακολουθήσεις προσεκτικά. Πού ξέρεις, αυτή τη φορά μπορεί να μάθεις και κάτι». Η Σάμερ δε δυσκολεύτηκε να μεταφράσει την κοφτή βρισιά του καθώς έπαιρναν ο καθένας τη θέση του. Απόλυτα χαλαρή, στάθηκε πίσω από τον πάγκο εργασίας και κοίταξε το σκηνοθέτη, που μετρούσε αντίστροφα. Αγνοώντας την γκριμάτσα του Κάρλο, ξεκίνησε την επίδειξη, μιλώντας κατευθείαν στην κάμερα. Αντιμετώπιζε αυτό το κομμάτι της δουλειάς της το ίδιο σοβαρά με την κατασκευή της γαμήλιας τούρτας μιας Ευρωπαίας πριγκίπισσας. Για να μάθει τις απλές νοικοκυρές να φτιάχνουν κάτι ασυνήθιστο και νόστιμο, έπρεπε η επίδειξή της να ήταν άψογη. Δείχνει πραγματικά θεσπέσια, σκέφτηκε ο Κάρλο. Όπως πάντα, βέβαια. Και σίγουρη, ικανή, άνετη. Από τη μια χαιρόταν γι’ αυτό, γιατί δεν του άρεσαν οι άνθρωποι που άλλαζαν πολύ γρήγορα –ιδίως αν ο ίδιος δεν έπαιζε κανένα ρόλο σ’ αυτή την αλλαγή. Από την άλλη ανησυχούσε για εκείνη. Όσο καιρό γνώριζε τη Σάμερ –ήταν δυνατόν να είχαν περάσει κιόλας δέκα χρόνια;– δεν τη θυμόταν να είχε δημιουργήσει μια προσωπική σχέση. Ήταν δύσκολο για έναν άστατο και συναισθηματικό άνθρωπο όπως εκείνος να καταλάβει αυτή την επιφυλακτικότητά της, αυτή τη φαινομενική αδιαφορία της για μια

ρομαντική σχέση. Γιατί έκρυβε μέσα της πάθος. Ο Κάρλο την είχε δει να το εκδηλώνει σε ξεσπάσματα θυμού, χαράς, αλλά ποτέ για έναν άντρα. Είναι κρίμα, σκέφτηκε, καθώς την παρακολουθούσε να φτιάχνει δαχτυλίδια με μαρέγκα. Ο Κάρλο πίστευε πως μια γυναίκα πάει χαμένη χωρίς έναν άντρα δίπλα της –όπως και ο άντρας πάει χαμένος χωρίς μια γυναίκα δίπλα του. Εκείνος φρόντιζε να μοιράζεται τον εαυτό του με πολλές. Μια φορά που έτρωγαν τούρτα με κιρς και έπιναν Σαμπλί, η Σάμερ είχε χαλαρώσει αρκετά ώστε να του εξομολογηθεί ότι δεν πίστευε πως οι άντρες και οι γυναίκες προορίζονταν για μόνιμες σχέσεις. Ο γάμος ήταν ένας θεσμός που διαλυόταν πολύ εύκολα, ως εκ τούτου δεν ήταν καν θεσμός, αλλά μια υποκρισία που συνέχιζαν όσοι προσποιούνταν ότι μπορούν να δεσμευτούν. Η αγάπη ήταν ευμετάβλητη, άρα δεν μπορούσες να την εμπιστευτείς. Ήταν κάτι που το εκμεταλλεύονταν οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τα αλλοπρόσαλλα και παλαβά φερσίματά τους. Αν ήθελε να φερθεί παλαβά, θα το έκανε και χωρίς δικαιολογίες. Τότε, επειδή βρισκόταν στο τέλος της σχέσης του με μια Ελληνίδα κληρονόμο, ο Κάρλο είχε συμφωνήσει μαζί της. Αργότερα, είχε συνειδητοποιήσει ότι μπορεί εκείνος να είχε συμφωνήσει επειδή είχε κακή εξέλιξη μια σχέση του, η Σάμερ όμως εννοούσε πραγματικά αυτό που έλεγε. Κρίμα, σκέφτηκε πάλι, ενώ η Σάμερ έβγαζε τις ψημένες βάσεις από το ντουλάπι του πάγκου για να φτιάξει το γλυκό της. Αν δεν την ένιωθε σαν αδερφή του, θα χαιρόταν ιδιαίτερα να της αποκαλύψει τη χαρά και το μυστήριο της σχέσης ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα. Αλλά αυτό θα έπρεπε να το κάνει κάποιος άλλος, αποφάσισε και βολεύτηκε στη θέση του. Η Σάμερ εξήγησε τα διάφορα στάδια παρασκευής του γλυκού μ’

έναν αβίαστο μονόλογο μπροστά στην κάμερα και το ακροατήριο. Αφού το ολοκλήρωσε, το στόλισε με μαρέγκα και ζαχαρωμένες βιολέτες και το έβαλε στο φούρνο. Στη συνέχεια έβγαλε αυτό που είχε ψήσει νωρίτερα και είχε κρυώσει για να προχωρήσει στο τελευταίο στάδιο. Το γέμισε με κρέμα και φρούτα, το περιέχυσε μ’ ένα παχύ σιρόπι από βατόμουρα και το στόλισε με σαντιγί. Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας από το κοινό, ενώ ο φακός εστίαζε για ένα κοντινό πλάνο. «Μπράβα!» Ο Κάρλο σηκώθηκε και χειροκρότησε το γλυκό που βρισκόταν δελεαστικό πάνω στον πάγκο. «Μπραβίσιμα!» Η Σάμερ χαμογέλασε και, με το κορνέ της σαντιγί στο χέρι, έκανε μια υπόκλιση τη στιγμή που έκλεινε η κάμερα. «Θαύμα, μις Λίντον». Ο Σάιμον έτρεξε προς το μέρος της, βγάζοντας τ’ ακουστικά από τ’ αυτιά του. «Πραγματικά θαύμα. Ήσασταν, όπως πάντα, τέλεια». «Σ’ ευχαριστώ, Σάιμον. Να σερβίρουμε το γλυκό στο ακροατήριο και στους τεχνικούς;» «Ναι, ναι, πολύ καλή ιδέα». Ο Σάιμον έκανε νόημα σ’ έναν από τους βοηθούς. «Φέρε μερικά πιάτα και μοίρασε σε όλους το γλυκό προτού καθαρίσουμε το πλατό για να στήσουμε το επόμενο σκηνικό. Αερόβιος χορός», γρύλισε και απομακρύνθηκε βιαστικά. «Πολύ όμορφο, κάρα», της είπε ο Κάρλο και βούτηξε το δάχτυλό του στη σαντιγί. «Πραγματικό έργο τέχνης». Πήρε ένα κουτάλι από τον πάγκο και βούτηξε μια γερή κουταλιά κατευθείαν από την πιατέλα με το βασερέν. «Τ ώρα, εγώ θα σε κεράσω μεσημεριανό, κι εσύ θα με ενημερώσεις για τη ζωή σου. Η δική μου...» Ύψωσε αδιάφορα τους ώμους, τρώγοντας. «...είναι τόσο συναρπαστική που θα μας έπαιρνε μέρες, μπορεί και βδομάδες, για να σ’ τη διηγηθώ». «Μπορούμε να πάρουμε ένα κομμάτι πίτσα από τη γωνία». Η Σάμερ έβγαλε την ποδιά της και την άφησε στον πάγκο. «Τ υχαίνει να

θέλω τη συμβουλή σου για κάτι». «Τη συμβουλή μου;» Η ιδέα ότι η Σάμερ θα καταδεχόταν να ζητήσει τη συμβουλή του οποιουδήποτε τον διασκέδασε, αλλά αρκέστηκε να υψώσει απλώς το φρύδι του. «Φυσικά», είπε μ’ ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο και την παρέσυρε μαζί του. «Σε ποιον θα κατέφευγε μια έξυπνη γυναίκα για συμβουλή –και για οτιδήποτε άλλο– αν όχι στον Κάρλο». «Είσαι ένα γουρούνι, αγάπη μου». «Πρόσεχε». Ο Κάρλο φόρεσε ένα ζευγάρι σκούρα γυαλιά και έφτιαξε το καπέλο του. «Γιατί μπορεί να καταλήξεις να πληρώσεις εσύ την πίτσα». Λίγα λεπτά αργότερα, η Σάμερ δάγκωνε την πρώτη μπουκιά, ενώ ο Κάρλο έτρεχε σαν μανιακός με τη νοικιασμένη Φεράρι του μέσα στην κίνηση της Φιλαδέλφειας, τρώγοντας και αλλάζοντας ταχύτητες ταυτόχρονα. «Πες μου λοιπόν», της φώναξε για ν’ ακουστεί πάνω από το στερεοφωνικό που έπαιζε στη διαπασών, «τι σε απασχολεί;» «Ανέλαβα μια δουλειά», του απάντησε η Σάμερ, φωνάζοντας κι εκείνη. Τα μαλλιά μαστίγωναν το πρόσωπό της και τα έσπρωξε πάλι πίσω. «Μια δουλειά; Και λοιπόν, έχεις αναλάβει πολλές δουλειές». «Αυτή είναι διαφορετική». Η Σάμερ μετακινήθηκε στο κάθισμα, δίπλωσε τα πόδια από κάτω της και γύρισε στο πλάι, δαγκώνοντας και δεύτερη μπουκιά πίτσα. «Ανέλαβα να ανακαινίσω και να διευθύνω το εστιατόριο ενός ξενοδοχείου για έναν ολόκληρο χρόνο». «Το εστιατόριο ενός ξενοδοχείου;» Ο Κάρλο κοίταξε συνοφρυωμένος το κομμάτι του κι έκανε σφήνα σ’ ένα στέισον βάγκον. «Ποιου ξενοδοχείου;» Η Σάμερ ρούφηξε μια γενναία γουλιά αναψυκτικό με το καλαμάκι. «Του Κόκραν Χάουζ, εδώ, στη Φιλαδέλφεια». «Α». Το πρόσωπό του χαλάρωσε. «Πρώτης τάξεως, κάρα. Δε θα

έπρεπε ποτέ να σε αμφισβητήσω». «Ένα χρόνο, Κάρλο». «Περνάει γρήγορα όταν έχεις την υγειά σου», της απάντησε εκείνος μακάρια. Η Σάμερ χαμογέλασε. «Να πάρει η οργή, Κάρλο, στριμώχτηκα μόνη μου στη γωνία. Ήταν μια πρόκληση στην οποία δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ, ιδιαίτερα όταν εκείνος... εκείνος ο Αμερικάνος, ο οδοστρωτήρας, μου πέταξε στη μούρη τον Λα Πουάντ». «Τον Λα Πουάντ;» βρυχήθηκε ο Κάρλο, όπως μόνο ένας Ιταλός μπορεί να κάνει. «Τ ι σχέση έχει αυτό το γαλλικό σκουλήκι;» Η Σάμερ έγλειψε τη σάλτσα από τον αντίχειρά της. «Στην αρχή ήμουν έτοιμη ν’ απορρίψω την πρόταση, όταν ο Μπλέικ –αυτός είναι ο οδοστρωτήρας– μου ζήτησε τη γνώμη μου για τον Λα Πουάντ, μια και σκεφτόταν να κάνει και σ’ αυτόν την πρόταση». «Κι εσύ του την έδωσες;» ρώτησε ο Κάρλο, απολαμβάνοντάς το. «Βεβαίως, και κράτησα το συμβόλαιο για να το μελετήσω. Το δεύτερο δέλεαρ ήταν η καταπληκτική πρόταση. Με τον προϋπολογισμό που έχω στη διάθεσή μου, θα μπορούσα να μετατρέψω κι ένα αχούρι δύο δωματίων σε παλάτι των γκουρμέ». Η Σάμερ συνοφρυώθηκε και δεν πρόσεξε τον τρόπο που χώθηκε ο Κάρλο μπροστά από ένα μικρό αμάξι. «Μετά, υπάρχει κι ο ίδιος ο Μπλέικ». «Ο οδοστρωτήρας». «Ναι. Δεν μπορώ να ελέγξω την ανάγκη μου να του τη βγω. Είναι έξυπνος, αυτάρεσκος και αναθεματισμένα σέξι». «Α, ναι;» «Νιώθω την ακατανίκητη επιθυμία να τον βάλω στη θέση του». Ο Κάρλο πέρασε με πορτοκαλί. «Και πού είναι η θέση του;» «Να σέρνεται στα πόδια μου». Η Σάμερ γέλασε και καταβρόχθισε την υπόλοιπη πίτσα της. «Έτσι, για όλους αυτούς τους λόγους,

βρέθηκα παγιδευμένη για ένα χρόνο. Θα τη φας;» Ο Κάρλο κοίταξε το κομμάτι του και δάγκωσε μια γερή μπουκιά. «Ναι. Και η συμβουλή που ήθελες;» Η Σάμερ ρούφηξε πάλι με το καλαμάκι της, αλλά ανακάλυψε ότι το αναψυκτικό της είχε τελειώσει. «Για να μη μου στρίψει, αφού θα πρέπει ν’ ασχολούμαι για έναν ολόκληρο χρόνο με το ίδιο πράγμα, χρειάζομαι έναν αντιπερισπασμό». Χαμογέλασε και τέντωσε ψηλά τα χέρια της. «Ποιος είναι ο πιο ακίνδυνος τρόπος να κάνω τον Μπλέικ Κόκραν τον Τ ρίτο να συρθεί στα πόδια μου;» «Άκαρδη γυναίκα», είπε ο Κάρλο μ’ ένα χαιρέκακο χαμόγελο. «Δε χρειάζεσαι τη συμβουλή μου για να το πετύχεις αυτό. Υπάρχουν άντρες που σέρνονται ήδη στα πόδια σου σε είκοσι διαφορετικές χώρες». «Όχι, δεν υπάρχουν». «Απλά δεν κοιτάζεις ποτέ πίσω σου, κάρα μία». Η Σάμερ συνοφρυώθηκε, καθώς ξαφνικά δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι της άρεσε τελικά η ιδέα. «Στρίψε αριστερά στη γωνία, Κάρλο, θα περάσουμε να σου δείξω την καινούρια μου κουζίνα». Οι εικόνες και οι μυρωδιές ήταν αρκετά γνώριμες, αλλά μέσα σε ελάχιστα λεπτά η Σάμερ εντόπισε τις δεκάδες αλλαγές που θα έκανε. Ο φωτισμός ήταν καλός, παρατήρησε καθώς έμπαινε αγκαζέ με τον Κάρλο. Το ίδιο και ο χώρος. Χρειάζονταν όμως έναν εντοιχισμένο φούρνο, ψηλά στο ύψος των ματιών, με επένδυση από τούβλα για να αντικαταστήσουν τον ηλεκτρικό φούρνο, όπως χρειάζονταν και περισσότερους βοηθούς. Έριξε μια ματιά γύρω της, ψάχνοντας τις γωνίες για να δει αν υπήρχαν ηχεία στο ταβάνι. Δεν είδε κανένα. Και αυτό έπρεπε ν’ αλλάξει. «Καθόλου άσχημα, αγάπη μου». Ο Κάρλο πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και το ζύγισε στο χέρι του. «Έχεις όλα τα στοιχειώδη εδώ μέσα, είναι σαν να πήρες ένα καινούριο παιχνίδι για τα Χριστούγεννα και

πρέπει να το συναρμολογήσεις, σι;» «Μμμ». Η Σάμερ πήρε αφηρημένα ένα τηγάνι, είδε ότι ήταν από ανοξείδωτο ατσάλι και το άφησε πάλι κάτω. Θα έπρεπε ν’ αντικαταστήσει όλα τα σκεύη με επικασσιτερωμένα. Έκανε μεταβολή και έπεσε πάνω στον Μπλέικ. Για μια στιγμή χαλάρωσε και απόλαυσε την αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Το άρωμά του, σοφιστικέ και διακριτικό, της άρεσε. Στη συνέχεια όμως, νευρίασε γιατί δεν είχε νιώσει την παρουσία του όπως πίστευε ότι θα έπρεπε να είχε κάνει. «Κύριε Κόκραν». Η Σάμερ τραβήχτηκε, κρύβοντας τόσο την έλξη όσο και τον εκνευρισμό της πίσω από ένα ευγενικό χαμόγελο. «Δεν περίμενα να σας βρω εδώ». «Το προσωπικό μου φροντίζει να με ενημερώνει για τα πάντα, μις Λίντον. Με ειδοποίησαν αμέσως για την παρουσία σας εδώ». Η ιδέα αυτή μπορεί να την είχε ενοχλήσει, αλλά η Σάμερ αρκέστηκε να κουνήσει απλώς το κεφάλι της. «Να σας γνωρίσω τον Κάρλο Φρανκόνι», είπε, «έναν από τους καλύτερους σεφ της Ιταλίας». «Τον καλύτερο σεφ της Ιταλίας», τη διόρθωσε ο Κάρλο και άπλωσε το χέρι του. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κύριε Κόκραν. Έχω απολαύσει πολλές φορές τη φιλοξενία των ξενοδοχείων σας. Το εστιατόριό σας στο Μιλάνο σερβίρει υποφερτά λινγκουίνι». «Το “ υποφερτά” είναι μεγάλο κομπλιμέντο από τον Κάρλο», εξήγησε η Σάμερ. «Νομίζει πως κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο δεν μπορεί να μαγειρέψει σωστά ένα ιταλικό πιάτο». «Δεν το νομίζω, το ξέρω». Ο Κάρλο άνοιξε το καπάκι μιας κατσαρόλας που άχνιζε και μύρισε το περιεχόμενο. «Η Σάμερ με πληροφόρησε ότι θ’ αναλάβει το εστιατόριό σας εδώ. Είστε τυχερός άνθρωπος». Ο Μπλέικ κοίταξε τη Σάμερ και πρόσεξε το λεπτό μαυρισμένο

χέρι που είχε ακουμπήσει ο Κάρλο στον ώμο της. Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα που μπορούσε να αναγνωρίσει και ας μην το είχε ξανανιώσει ποτέ. Δεν του άρεσε καθόλου. «Ναι, είμαι. Μια και βρίσκεστε εδώ, μις Λίντον, είναι ευκαιρία να υπογράψετε το τελικό συμβόλαιο. Έτσι, δε θα χρειαστεί να ορίσουμε κάποια άλλη συνάντηση». «Εντάξει. Κάρλο;» «Πήγαινε να κάνεις τη δουλειά σου. Βλέπω ότι εκεί ετοιμάζουν κάτι παϊδάκια –ενδιαφέρον», της είπε και χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω του, πήγε να συνεισφέρει τις γνώσεις του. «Είναι στο στοιχείο του», παρατήρησε η Σάμερ και βγήκε από την κουζίνα με τον Μπλέικ. «Ήρθε για δουλειές;» «Όχι, ήρθε για να με δει». Η απάντησή της ήταν απλή και ειλικρινής και έκανε το στομάχι του Μπλέικ να δεθεί κόμπος. Ώστε της άρεσαν οι κομψοί Ιταλοί, σκέφτηκε βλοσυρά και την έπιασε κτητικά από το μπράτσο χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει. Αυτό ήταν σίγουρα δική της δουλειά. Η δική του ήταν να τη χώσει γρήγορα στην κουζίνα. Διέσχισαν αμίλητοι τη ρεσεψιόν και μπήκαν στο διάδρομο με τα γραφεία. Ήσυχα και λειτουργικά, ήταν η πρώτη εντύπωση της Σάμερ, προτού την οδηγήσει ο Μπλέικ σ’ ένα μεγάλο χώρο που πρέπει να ήταν το δικό του γραφείο. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν εκεί ήταν το ιβουάρ, το κρεμ και το καφέ. Η διακόσμηση ήταν λίγο πιο μοντέρνα απ’ ό,τι στο διαμέρισμά του, αλλά διέκρινε κι εδώ τη σφραγίδα του. Χωρίς να περιμένει να την προσκαλέσουν, η Σάμερ πήγε σε μια καρέκλα και κάθισε. Ήταν λίγο μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, αλλά θυμήθηκε πως ήταν στο πόδι σχεδόν έξι ώρες. «Βολικό που έτυχε να περάσω μια ώρα που ήσασταν κι εσείς

εδώ», άρχισε να λέει, μισοβγάζοντας τα παπούτσια της. «Απλοποιεί τα του συμβολαίου. Από τη στιγμή που δέχτηκα ν’ αναλάβω την κουζίνα σας, δεν υπάρχει λόγος να το καθυστερούμε». Με το που θα υπέγραφε, θα έπρεπε να περάσουν άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες, σκέφτηκε σιωπηλά και αναστέναξε. Του Μπλέικ δεν του άρεσε η επιπόλαιη αντιμετώπιση του συμβολαίου τους, όπως δεν του άρεσε και το επιπόλαιο ενδιαφέρον της για τον Ιταλό. Πήγε στο γραφείο του και πήρε κάτι χαρτιά. Όταν την ξανακοίταξε, ένιωσε ένα μέρος του θυμού του να σβήνει. «Δείχνεις κουρασμένη, Σάμερ». Η Σάμερ είχε κλείσει τα μάτια της, αλλά τώρα τα ξανάνοιξε απότομα. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μπλέικ χρησιμοποιούσε το μικρό της όνομα και αυτό την ξάφνιασε. Το πρόφερε σαν να είχε στο μυαλό του όλη την κάψα και τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού. Ένιωσε το στήθος της να σφίγγεται και το απέδωσε στην κούραση. «Είμαι. Έψηνα μαρέγκες από τις εφτά το πρωί». «Καφέ;» «Όχι, ευχαριστώ. Φοβάμαι πως έχω ξεπεράσει το όριο για σήμερα». Η Σάμερ κοίταξε τα χαρτιά που κρατούσε ο Μπλέικ και χαμογέλασε με μια δόση αυτοϊκανοποίησης. «Προτού τα υπογράψω, θα πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι σκοπεύω να κάνω εκτεταμένες αλλαγές στην κουζίνα». «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που σε προσλαμβάνω». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και άπλωσε το χέρι της. «Μπορεί να μην το αντιμετωπίσεις τόσο ψύχραιμα όταν θα λάβεις το λογαριασμό». Ο Μπλέικ πήρε ένα στυλό από το γραφείο του και της το έδωσε. «Νομίζω πως έχουμε και οι δυο τον ίδιο στόχο, και θα συμφωνήσουμε ότι το κόστος έρχεται δεύτερο». «Έτσι νομίζω κι εγώ». Η Σάμερ υπέγραψε με μια αβίαστη κίνηση.

«Αλλά δεν υπογράφω εγώ τις επιταγές. Λοιπόν...» Του έδωσε το συμβόλαιο. «...είναι πλέον επίσημο». «Ναι». Ο Μπλέικ άφησε τα χαρτιά στο γραφείο χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην υπογραφή της. «Θα ήθελα να σε βγάλω για δείπνο απόψε». Η Σάμερ σηκώθηκε, αν και ένιωθε τα πόδια της κάπως απρόθυμα να στηρίξουν το βάρος της. «Θα πρέπει να επισφραγίσουμε κάποιο άλλο βράδυ τη συμφωνία μας. Σήμερα θα βγω με τον Κάρλο». Του άπλωσε χαμογελαστή το χέρι της. «Βέβαια, είσαι ευπρόσδεκτος να έρθεις μαζί μας». «Η πρόσκλησή μου δεν έχει καμιά σχέση με τη δουλειά». Ο Μπλέικ έσφιξε το χέρι που του άπλωσε και, προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, της έπιασε και το άλλο. «Και θέλω να σε δω μόνη». Η Σάμερ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Υποτίθεται πως αυτή θα άρχιζε το παιχνίδι της αποπλάνησης και στο χρόνο της δικής της επιλογής. Τ ώρα ήταν υποχρεωμένη ν’ αναθεωρήσει τη στρατηγική της, ν’ αγνοήσει το αίμα που είχε πάρει φωτιά στις φλέβες της. Αποφασισμένη να μην του παραχωρήσει το πλεονέκτημα και αυτή τη φορά, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Είμαστε μόνοι». Ο Μπλέικ ύψωσε το φρύδι του. Τον προκαλούσε ή τον κορόιδευε; Όπως και να είχε, αυτή τη φορά δε θα το άφηνε να περάσει έτσι. Την τράβηξε στην αγκαλιά του κι εκείνη ταίριαξε αμέσως εκεί. Ήταν κάτι που πρόσεξαν και οι δύο, κάτι που αναστάτωσε και τους δύο. Η Σάμερ τον κοίταξε ίσια στα μάτια και ο Μπλέικ ένιωσε να μαγεύεται. Τα χρυσαφιά στίγματα είχαν σκουρύνει, λαμποκοπούσαν κεχριμπαρένια, δημιουργώντας αντίθεση με τις καστανές ίριδές της. Αυθόρμητα, απομάκρυνε τα μαλλιά από τα μάγουλά της με μια κίνηση τρυφερή και ερωτική, πολύ ασυνήθιστη για εκείνον. Η Σάμερ πάσχισε να μην επηρεαστεί από ένα απλό άγγιγμα.

Εκατοντάδες άντρες την είχαν αγγίξει φιλικά, θυμωμένα, με λαχτάρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος ένα φευγαλέο χάδι του στο μάγουλό της να της πάρει τα μυαλά. Επιστράτευσε την ισχυρή θέλησή της για να μην αφεθεί να λιώσει στην αγκαλιά του, αλλά και να μην τραβηχτεί απότομα μακριά του. Παρέμεινε ακίνητη και τον κοιτούσε. Περίμενε. Όταν είδε το στόμα του να πλησιάζει το δικό της, ήταν προετοιμασμένη. Το φιλί του θα ήταν φυσικά διαφορετικό, γιατί κι εκείνος ήταν διαφορετικός. Θα ήταν κάτι καινούριο, γιατί κι εκείνος ήταν καινούριος στη ζωή της. Αλλά αυτό ήταν όλο. Το φιλί παρέμενε πάντα η βασική επικοινωνία ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα. Ένα άγγιγμα των χειλιών, μια πίεση, μια διαφορετική γεύση. Δε διέφερε σε τίποτε από το φιλί των πρωτόπλαστων, που είχε ταξιδέψει μέσα στο χρόνο και στους διάφορους πολιτισμούς. Τη στιγμή όμως που βίωσε αυτό το άγγιγμα των χειλιών, αυτή την πίεση, αυτή τη γεύση, η Σάμερ κατάλαβε πως έκανε λάθος. Διαφορετικό; Καινούριο; Αυτοί οι χαρακτηρισμοί ήταν πολύ αδιάφοροι. Το χάδι των χειλιών του –γιατί στην αρχή δεν ήταν τίποτε περισσότερο– άλλαξε την υφή των πάντων. Οι σκέψεις της βυθίστηκαν στο χάος, που όμως της φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό. Το κορμί της λαμπάδιασε μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η γυναίκα που νόμιζε ότι ήξερε τι ακριβώς να περιμένει αναστέναξε για το απροσδόκητο. Και το αποζήτησε. «Κι άλλο», ψέλλισε, νιώθοντας τα χείλη του μια ανάσα από τα δικά της. Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και το τράβηξε προς το μέρος της, παρασύροντάς τον μέσα από την καταχνιά στη φλόγα. Ο Μπλέικ νόμιζε ότι θα ήταν ψυχρή, απαλή και ευωδιαστή. Ήταν σίγουρος. Ίσως γι’ αυτό η φλόγα της τον ξάφνιασε. Απαλή ήταν. Ένιωσε το δέρμα της σαν μετάξι όταν έσυρε τα χέρια του στην πλάτη της μέχρι ψηλά στο λαιμό της. Ευωδιαστή ήταν. Το άρωμά της από

εδώ κι εμπρός θα το συνέδεε πάντα με τη γυναικεία παρουσία. Αλλά ψυχρή δεν ήταν. Το στόμα της πάνω στο δικό του δεν ήταν καθόλου ψυχρό, ούτε η ανάσα της, που μπερδεύτηκε με τη δική του μόλις μισάνοιξαν τα χείλη τους. Κάτι συνέβη μεταξύ τους που τους συνεπήρε. Κάτι που δεν μπορούσε να συλλάβει, δεν μπορούσε να αναλύσει, μόνο να βιώσει. Μ’ ένα βαθύ, σαν γουργούρισμα, αναστεναγμό ευχαρίστησης, η Σάμερ έχωσε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Νόμιζε ότι δεν υπήρχε γεύση που να μην είχε δοκιμάσει ήδη, υφή που να μην είχε νιώσει κάτω από τα χείλη της. Η δική του όμως ξεπερνούσε τα πάντα κι εκείνη μπορούσε τώρα να την απολαύσει. Τα χείλη της, η γλώσσα της ρούφηξαν όλη τη γλύκα του, την άφησαν να την πλημμυρίσει. Κι άλ λ ο. Η Σάμερ δεν είχε νιώσει ποτέ απληστία. Είχε μεγαλώσει μέσα σ’ έναν κόσμο αφθονίας, που της παρείχε πάντα ό,τι χρειαζόταν. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε πραγματική πείνα, πραγματική ανάγκη. Και μαζί έναν πόνο που την άγγιξε μέχρι τα κατάβαθα του είναι της. Κι άλ λ ο. Η σκέψη αυτή αντήχησε στο μυαλό της, ενώ ήξερε ότι όσο περισσότερα έπαιρνε τόσο περισσότερα θα λαχταρούσε. Ο Μπλέικ την ένιωσε να σφίγγεται και επειδή δεν ήξερε το λόγο, η λαβή του έγινε πιο δυνατή. Την ήθελε εδώ και τώρα, περισσότερο απ’ όσο είχε επιθυμήσει ποτέ του γυναίκα. Ακόμα και στα πιο τρελά του όνειρα. Εκείνη σφίχτηκε, προβάλλοντας για πρώτη φορά αντίσταση από τη στιγμή που την είχε τραβήξει στην αγκαλιά του. Έριξε πίσω το κεφάλι της και διάβασε το πάθος και την ανυπομονησία στα μάτια του. «Αρκετά». «Όχι». Το χέρι του κρατούσε ακόμα τα μαλλιά της. «Όχι, δεν είναι». «Όχι, είναι», διαφώνησε η Σάμερ με μια τρεμάμενη ανάσα. «Γι’

αυτό ακριβώς πρέπει να με αφήσεις». Ο Μπλέικ την άφησε, αλλά δεν τραβήχτηκε. «Θα πρέπει να μου το εξηγήσεις αυτό». Τ ώρα είχε κάπως μεγαλύτερο έλεγχο του εαυτού της –έστω και οριακά–, συνειδητοποίησε η Σάμερ, και αυτό ήταν προτιμότερο από το τίποτα. Ήταν καιρός να θέσει τους κανόνες, τους δικούς της κανόνες, γρήγορα και με σαφήνεια. «Μπλέικ, εσύ είσαι επιχειρηματίας, εγώ είμαι καλλιτέχνης. Ο καθένας μας έχει τις προτεραιότητές του. Και αυτό...» Έκανε ένα βήμα πίσω και ίσιωσε το κορμί της. «...δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές». «Θέλεις να βάλουμε στοίχημα;» Τα μάτια της στένεψαν περισσότερο από έκπληξη παρά από ενόχληση. Ήταν περίεργο, αλλά δεν είχε διακρίνει αυτή την αδίστακτη πλευρά του. Θα ήταν ωστόσο καλύτερο να προβληματιστεί γι’ αυτό αργότερα, όταν θα υπήρχε μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά τους. «Θα συνεργαστούμε για ένα συγκεκριμένο σκοπό», συνέχισε μαλακά. «Αλλά είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές θέσεις. Εσύ είναι φυσικό να ενδιαφέρεσαι για το κέρδος και τη φήμη της επιχείρησής σου. Εγώ ενδιαφέρομαι να δημιουργήσω ένα σωστό μέρος για να εκθέσω την τέχνη μου –και για τη φήμη μου, φυσικά. Θέλουμε και οι δυο να πετύχουμε. Ας μην υπονομεύσουμε λοιπόν τη συνεργασία μας». «Αυτό είναι ξεκάθαρο», της απάντησε ο Μπλέικ. «Όπως και το εξής: Σε θέλω». «Αχ». Ο αναστεναγμός της ήταν αργός. Η Σάμερ άπλωσε το χέρι της και πήρε την τσάντα της. «Μπαίνεις κατευθείαν στο ψητό». «Θα ήταν γελοίο ν’ αρχίσω αυτή τη στιγμή τις υπεκφυγές». Το χιούμορ έτεινε να παραμερίσει την απογοήτευσή του. Χαιρόταν γι’ αυτό, γιατί θα του ξανάδινε το πλεονέκτημα που είχε αρχίσει να χάνει με το που γεύτηκε τα χείλη της. «Θα έπρεπε να ήσουν

αναίσθητη για να μην το καταλάβεις». «Όχι, δεν είμαι». Παρ’ όλα αυτά, η Σάμερ έκανε ένα ακόμα βήμα πίσω. Βασιζόταν στην αυτοκυριαρχία της για να τη βγάλει ασπροπρόσωπη προτού χάσει το όποιο μικρό πλεονέκτημα είχε. «Αλλά το θέμα μας είναι η κουζίνα σου –που θα γίνει και κουζίνα μου–, αυτό είναι το κύριο μέλημά μου αυτή τη στιγμή. Και με τα χρήματα που με πληρώνεις, θα έπρεπε να χαίρεσαι που ξέρω τις προτεραιότητές μου. Θα σου δώσω τη Δευτέρα μια πρώτη λίστα με τις αλλαγές και τον καινούριο εξοπλισμό που θα ήθελα να παραγγείλεις». «Ωραία. Θα βγούμε για δείπνο το Σάββατο». Η Σάμερ σταμάτησε στην πόρτα, γύρισε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι». «Θα περάσω να σε πάρω στις οχτώ». Ήταν σπάνιο να μη δέχεται κάποιος τα λόγια της. Αντί να θυμώσει, η Σάμερ αποφάσισε να του μιλήσει ήρεμα, με τον τόνο που χρησιμοποιούσε η γκουβερνάντα της –και μπορούσε να σε εξοργίσει. «Μπλέικ, είπα, όχι». Αν εκείνος εξοργίστηκε, κατάφερε να το κρύψει καλά. Αρκέστηκε απλώς να της χαμογελάσει σαν να είχε μπροστά του ένα πεισματάρικο παιδί. Φαίνεται ότι μπορούσαν να παίξουν και οι δυο επιδέξια το ίδιο παιχνίδι. «Στις οχτώ», επανέλαβε και κάθισε στη γωνία του γραφείου του. «Μπορούμε να φάμε ακόμα και τάκος, αν προτιμάς». «Είσαι πολύ πεισματάρης». «Ναι, είμαι». «Κι εγώ το ίδιο». «Ναι, είσαι. Θα σε δω το Σάββατο». Η Σάμερ χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να τον αγριοκοιτάξει τη στιγμή που ήθελε να βάλει τα γέλια. Στο τέλος,

πήρε την ικανοποίησή της, βροντώντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.

Κεφάλαιο 4 «Μωρέ μπράβο θράσος», μουρμούρισε η Σάμερ και δάγκωσε συνοφρυωμένη άλλη μια μπουκιά χοτ-ντογκ. «Ο άνθρωπος έχει απίστευτο θράσος». «Δε θα έπρεπε να τον αφήσεις να σου κόψει την όρεξη, κάρα». Ο Κάρλο τη χτύπησε φιλικά στον ώμο καθώς προχωρούσαν στο πεζοδρόμιο προς το επιβλητικό Μέγαρο της Ανεξαρτησίας. Η Σάμερ δάγκωσε άλλη μια μπουκιά χοτ-ντογκ. Τ ίναξε πίσω το κεφάλι της και ο ήλιος έπαιξε στα μαλλιά της, γεμίζοντάς τα με χρυσαφένιες ανταύγειες. «Σκάσε, Κάρλο. Είναι απίστευτα αλ αζονικός», είπε, χειρονομώντας νευρικά με το ελεύθερο χέρι της, ενώ συνέχιζε να δαγκώνει σχεδόν με μανία το χοτ-ντογκ. «Κάρλο, δε δέχομαι εντολές από κανέναν, ιδιαίτερα από έναν κομψευόμενο Αμερικανό επιχειρηματία με δικτατορικές τάσεις και απίστευτα γαλανά μάτια». Ο Κάρλο ύψωσε το ένα του φρύδι όταν άκουσε την περιγραφή της και βιάστηκε να ρίξει μια επιδοκιμαστική ματιά στην ξανθούλα με τα μακριά πόδια και την ανύπαρκτη ροζ φουστίτσα που τους προσπέρασε. «Και βέβαια όχι, μι αμόρε», της είπε αφηρημένα και κόντεψε να στραβολαιμιάσει για ν’ ακολουθήσει με το βλέμμα του την ξανθιά. «Η Φιλαδέλφειά σου έχει εκπληκτικά αξιοθέατα, σι;» «Παίρνω μόνη τις αποφάσεις μου και ζω τη ζωή μου όπως θέλω», γρύλισε η Σάμερ και τον τράβηξε από το μπράτσο όταν αντιλήφθηκε πού είχε στραμμένη την προσοχή του. «Δέχομαι παρακλήσεις,

Φρανκόνι, όχι εντολές». «Πάντα έτσι ήταν». Ο Κάρλο έριξε μια τελευταία ματιά γεμάτη λαχτάρα πάνω από τον ώμο του. Ίσως θα μπορούσε να πείσει τη Σάμερ να σταματήσουν στον πάγκο ενός πάρκου, σε κάποιο υπαίθριο καφέ, κάπου όπου θα μπορούσε, τέλος πάντων, ν’ αποκτήσει μια πιο πλήρη εικόνα των αξιοθέατων της Φιλαδέλφειας. «Θα πρέπει να κουράστηκες με τόσο περπάτημα, αγάπη μου», άρχισε να λέει. «Δεν πρόκειται να βγω με τίποτε απόψε μαζί του για δείπνο». «Αυτό θα του δώσει ένα μάθημα ότι δεν πρέπει να στριμώχνει τη Σάμερ Λίντον». Το πάρκο, σκέφτηκε ο Κάρλο, θα πρέπει να πρόσφερε μάλλον τις πιο ενδιαφέρουσες πιθανότητες. Η Σάμερ του έριξε μια επικίνδυνη ματιά. «Το διασκεδάζεις επειδή είσαι άντρας». «Εσύ το διασκεδάζεις», τη διόρθωσε ο Κάρλο, χαμογελώντας. «Και ο άντρας αυτός σ’ ενδιαφέρει». «Όχι». «Α, ναι, κάρα μία, σ’ ενδιαφέρει. Γιατί δεν καθόμαστε λίγο ώστε να μπορέσω κι εγώ να θαυμάσω και να εκτιμήσω τις... ομορφιές και τα αξιοθέατα της δεύτερης πατρίδας σου; Στο κάτω κάτω...» Σήκωσε ελαφρά το καπέλο του για να χαιρετήσει μια μελαχρινούλα με καυτό σορτς. «...είμαι τουρίστας, σι;» Η Σάμερ είδε τη λάμψη στα μάτια του και μάντεψε την αιτία που την είχε προκαλέσει. Ξεφύσηξε και έστριψε απότομα δεξιά. «Θα σου δείξω όλα τα αξιοθέατα, αμίκο». «Μα, Σάμερ...» Ο Κάρλο είδε μια κοκκινομάλλα με στενό τζιν που είχε βγάλει βόλτα ένα κανίς. «Η θέα από δω είναι πολύ παιδαγωγική, σε τονώνει». «Να δεις πόσο θα σε τονώσω εγώ», του υποσχέθηκε εκείνη και τον τράβηξε αδίστακτα μέσα. «Εδώ έγινε το Δεύτερο Αμερικανικό Συνέδριο το 1775· τότε αυτό το κτίριο ήταν το Κυβερνείο της

Πενσιλβάνια». Ακούστηκαν φωνές και βήματα και τους προσπέρασε μια ομάδα μαθητές. Τους συνόδευε μια αυστηρή, συντηρητική δασκάλα που φορούσε ίσια παπούτσια. «Εντυπωσιακό», μουρμούρισε ο Κάρλο. «Γιατί δεν πάμε στο πάρκο, Σάμερ; Είναι όμορφη μέρα». Για τις κοπελίτσες που κάνουν τζόγκινγκ με σορτς και κοντές φουστίτσες, συνέχισε σιωπηλά τις σκέψεις του. «Θα ήμουν κακή φίλη αν δε φρόντιζα να σου δείξω τα ιστορικά μνημεία πριν την απογευματινή αναχώρησή σου, Κάρλο», του απάντησε εκείνη και τον έπιασε αποφασιστικά αγκαζέ. «Στην πραγματικότητα, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας διαβάστηκε στο πλήθος που είχε μαζευτεί στην αυλή έξω από το κτίριο στις οχτώ και όχι στις τέσσερις Ιουλίου». «Απίστευτο». Εκείνη η μελαχρινούλα στο πάρκο δεν πήγαινε; «Δεν ξέρεις πόσο ενδιαφέρουσα βρίσκω την αμερικανική ιστορία, αλλά και λίγος καθαρός αέρας...» «Δε γίνεται να φύγεις από τη Φιλαδέλφεια χωρίς να δεις το Λίμπερτι Μπελ». Η Σάμερ τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε μαζί της. «Τα σύμβολα της ελευθερίας είναι διεθνή, Κάρλο». Ούτε που άκουσε την απάντησή του, καθώς οι σκέψεις της είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν πάλι στον Μπλέικ. «Αλήθεια, τι θέλει ν’ αποδείξει με αυτή την επίδειξη ανδρισμού;» ρώτησε. «Εγώ ν’ αρνούμαι την πρόσκλησή του κι αυτός να μου λέει ότι θα περάσει να με πάρει στις οχτώ;» Έσφιξε τα δόντια, έβαλε τα χέρια στη μέση κι αγριοκοίταξε τον Κάρλο. «Άντρες... Βασικά είστε όλοι ίδιοι, σωστά;» «Όχι βέβαια, καρίσιμα». Ο Κάρλο της χαμογέλασε, διασκεδάζοντας, κι έσυρε το δάχτυλό του στο μάγουλό της. «Είμαστε όλοι μας μοναδικοί, ιδιαίτερα ο Φρανκόνι. Και υπάρχουν γυναίκες σε όλες τις πόλεις του κόσμου που μπορούν να σ’ το βεβαιώσουν αυτό». «Γουρούνι», του απάντησε ξερά η Σάμερ, αρνούμενη να υποκύψει

στο χιούμορ του. Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο, αδιαφορώντας για τις τρεις φοιτήτριες που κρυφάκουγαν κάθε λέξη τους. «Μη μου πετάς στα μούτρα τις κατακτήσεις σου, έκφυλε Ιταλέ». «Αχ, Σάμερ...» Ο Κάρλο έφερε την παλάμη της στα χείλη του, κοιτάζοντας τις τρεις φοιτήτριες. «Όχι έκφυλος... ειδήμων». Αντί για σχόλιο, η Σάμερ ξεφύσηξε κι ας μην ταίριαζε σε μια κυρία. «Εσύ... οι άντρες», διόρθωσε και τράβηξε το χέρι της, «αντιμετωπίζετε τις γυναίκες σαν παιχνίδι που το χαίρεστε για λίγο και στη συνέχεια το πετάτε. Κανείς δεν πρόκειται να παίξει αυτό το παιχνίδι μαζί μου». Μ’ ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο, ο Κάρλο πήρε τα χέρια της και τα φίλησε. «Αχ, όχι, όχι, κάρα μία. Η γυναίκα είναι ένα θεσπέσιο γεύμα». Η Σάμερ μισόκλεισε τα μάτια της. Όταν είδε τις τρεις φοιτήτριες να πλησιάζουν πιο κοντά, με δυσκολία συγκράτησε το χαμόγελό της. «Ένα γεύμα; Τολμάς να συγκρίνεις τη γυναίκα με γεύμα;» «Ένα θεσπέσιο γεύμα», της θύμισε ο Κάρλο. «Ένα γεύμα που περιμένεις με μεγάλη όρεξη, ένα γεύμα που απολαμβάνεις με την ησυχία σου, ακόμα και με λατρεία». Η Σάμερ ύψωσε τα φρύδια της. «Και όταν αδειάσει το πιάτο σου, Κάρλο;» «Μένει πάντα στη μνήμη σου». Ο Κάρλο ένωσε τον αντίχειρα με το δείκτη του και τους φίλησε με μια δραματική κίνηση. «Επιστρέφει στα όνειρά σου και σε κάνει ν’ αναζητάς διαρκώς μια παρόμοια αισθησιακή εμπειρία». «Πολύ ποιητικό», του είπε ξερά η Σάμερ. «Αλλά εγώ δεν πρόκειται να γίνω το πρώτο πιάτο κανενός». «Όχι, Σάμερ μου, εσύ είσαι το πιο απαγορευμένο επιδόρπιο, άρα και το πιο λαχταριστό», της απάντησε κι έκλεισε απτόητος το μάτι του στις τρεις κοπέλες. «Νομίζεις πως του Κόκραν δεν του τρέχουν

τα σάλια κάθε φορά που σε βλέπει;» Η Σάμερ γέλασε, απομακρύνθηκε δυο βήματα και σταμάτησε. Η εικόνα είχε μια παράξενη, πρωτόγονη γοητεία. Γύρισε και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Αλήθεια;» Ο Κάρλο κατάλαβε πως της είχε αποσπάσει την προσοχή, την αγκάλιασε από τη μέση και την παρέσυρε έξω από το κτίριο. Είχαν ακόμα μπόλικη ώρα για να πάρουν αέρα χαζεύοντας τις κοπελίτσες στο πάρκο. Πίσω τους, οι τρεις φοιτήτριες κάτι μουρμούρισαν απογοητευμένες. «Κάρα, είμαι ένας άντρας που έχει κάνει διατριβή στον έρωτα. Ξέρω τι διαβάζω στα μάτια ενός άλλου άντρα». Η Σάμερ πάσχισε να κρύψει τη χαρά που την πλημμύρισε και ύψωσε αδιάφορα τους ώμους. «Εσείς οι Ιταλοί επιμένετε να στολίζετε το βασικό ένστικτο με όμορφα επίθετα». Ο Κάρλο αναστέναξε βαθιά και την οδήγησε έξω. «Σάμερ, δεν είσαι καθόλου ρομαντική, για γυναίκα που κυλάει γαλλικό αίμα στις φλέβες της». «Ο ρομαντισμός είναι για τον κινηματογράφο και τα βιβλία». «Ο ρομαντισμός ταιριάζει παντού», τη διόρθωσε ο Κάρλο. Το σχόλιό της ήταν ανάλαφρο, αλλά πίστευε αυτό που έλεγε. Αυτό τον ανησύχησε και τον στενοχώρησε γιατί ήταν φίλος της. «Θα έπρεπε να δοκιμάσεις καμιά φορά να δειπνήσεις κάτω από το φως των κεριών, απολαμβάνοντας ένα καλό κρασί και λίγη απαλή μουσική, Σάμερ. Άφησε τον εαυτό σου να ζήσει αυτή την εμπειρία. Δε θα σε βλάψει». Εκείνη του έριξε ένα περίεργο πλάγιο βλέμμα καθώς προχωρούσαν. «Όχι;» «Μπορείς να εμπιστευτείς τον Κάρλο όσο κανέναν άλλον». «Ω, τον εμπιστεύομαι». Η Σάμερ γέλασε πάλι και τύλιξε το μπράτσο της στους ώμους του. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλον, Φρανκόνι». Και αυτό επίσης ήταν αλήθεια. Ο Κάρλο αναστέναξε, αλλά ο τόνος

του ήταν ανάλαφρος. «Τότε εμπιστέψου τον εαυτό σου, κάρα. Άσε το ένστικτό σου να σε οδηγήσει». «Μα τον εαυτό μου τον εμπιστεύομαι». «Αλήθεια;» Τ ώρα ήταν η σειρά του Κάρλο να την κοιτάξει λοξά. «Νομίζω ότι δεν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου να μείνεις μόνη με τον Αμερικανό». «Με τον Μπλέικ;» τον ρώτησε και ο Κάρλο την ένιωσε να σφίγγεται γεμάτη φρίκη κάτω από το μπράτσο που είχε τυλίξει στη μέση της. «Αυτό είναι παράλογο». «Τότε γιατί σε ταράζει τόσο η ιδέα να βγεις για ένα απλό δείπνο μαζί του;» «Τα αγγλικά σου πάσχουν, Κάρλο. Δε με ταράζει, με ενοχλεί». Η Σάμερ πίεσε τον εαυτό της να χαλαρώσει και πάλι κάτω από το μπράτσο του και έγειρε το κεφάλι της. «Με ενοχλεί γιατί ήταν σίγουρος ότι θα δειπνούσα μαζί του και συνέχισε να το πιστεύει αυτό ακόμα και μετά που αρνήθηκα την πρόσκλησή του. Είναι μια φυσιολογική αντίδραση». «Πιστεύω ότι η αντίδρασή σου απέναντί του είναι απόλυτα φυσιολογική. Κάποιος θα μπορούσε να πει, ακόμα και ενστικτώδης». Ο Κάρλο έβγαλε τα σκούρα γυαλιά του και τα φόρεσε. Μπορεί οι ρυτίδες να πρόσθεταν χαρακτήρα στο πρόσωπο, αλλά εκείνος δεν ήθελε καμιά στο δικό του. «Είδα αυτό που καθρέφτιζαν και τα δικά σου μάτια εκείνη τη μέρα στην κουζίνα». Η Σάμερ τον κοίταξε συνοφρυωμένη και ύψωσε ανεπαίσθητα το πιγούνι της. «Δεν ξέρεις τι λες». «Είμαι ένας γκουρμέ», τη διόρθωσε ο Κάρλο με μια κίνηση του ελεύθερου χεριού του. «Τόσο στο φαγητό όσο και στην αγάπη». «Καλύτερα να μείνεις κολλημένος στα μακαρόνια σου, Φρανκόνι». Εκείνος χαμογέλασε και της έδωσε μια στα πλευρά. «Καρίσιμα, τα μακαρόνια μου δεν κολλάνε ποτέ».

Η Σάμερ πρόφερε μία και μόνη λέξη στα γαλλικά όσο πιο μελιστάλαχτα μπορούσε. Την έβλεπες συχνά γραμμένη στους τοίχους στα σοκάκια του Παρισιού. Απόλυτα συγχρονισμένοι, συνέχισαν το δρόμο τους αμίλητοι, κάνοντας ο καθένας τις δικές του υποθέσεις για όσα θα διαδραματίζονταν εκείνο το βράδυ στις οχτώ.

Ήταν κάτι που έκανε εσκεμμένα, αφού το είχε σκεφτεί καλά, και την ικανοποιούσε πολύ. Η Σάμερ φόρεσε το πιο παλιό της τζιν και το πιο ξεθωριασμένο μπλουζάκι, που ήταν μάλιστα ξηλωμένο στο στρίφωμα και στο μανίκι. Δεν έκανε τον κόπο να χρησιμοποιήσει ούτε ίχνος μέικαπ. Αφού άφησε τον Κάρλο στο αεροδρόμιο, πήγε σ’ ένα τοπικό φαστφούντ και πήρε τηγανητό κοτόπουλο με τηγανητές πατάτες κι ένα μικρό μπολ λαχανοσαλάτα. Άνοιξε κι ένα κουτάκι αναψυκτικό διαίτης και πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης για να δει την καινούρια έκδοση μιας παλιάς κωμωδίας καταστάσεων. Πήρε στο χέρι της ένα μπουτάκι κι άρχισε να το μασουλάει. Είχε σκεφτεί να ντυθεί στην τρίχα και τη στιγμή που θα της χτυπούσε ο Μπλέικ το κουδούνι να τον προσπεράσει, λέγοντάς του πως είχε κάποιο ραντεβού. Θα το απολάμβανε. Αλλά με τον τρόπο που είχε επιλέξει τελικά, σκέφτηκε ακουμπώντας τα πόδια της στο τραπεζάκι, και δε θα χαλούσε την άνεσή της και θα τον πρόσβαλλε. Είχε περάσει όλη τη μέρα τριγυρίζοντας στην πόλη παρέα με τον Κάρλο, που φλέρταρε όλα τα θηλυκά από έξι ως εξήντα χρονών, έτσι λοιπόν η άνεση ήταν για εκείνη το ίδιο σημαντική με την προσβολή. Ικανοποιημένη με τη στρατηγική της, η Σάμερ βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ και περίμενε το κουδούνι. Δε θ’ αργούσε να το ακούσει. Αν τον είχε κρίνει σωστά, ο Μπλέικ ήταν πάντα συνεπής στα ραντεβού του. Όπως και σχολαστικός, συμπλήρωσε, κοιτώντας

ικανοποιημένη γύρω της το άνετο αλλά ακατάστατο διαμέρισμά της. Φυσικά, δεν έπρεπε να ξεχνάει και το «αυτάρεσκος», θύμισε στον εαυτό της, καταβροχθίζοντας το μπουτάκι. Θα κατέφθανε με το υπέρκομψο κουστούμι του, το κολλαριστό του πουκάμισο και τα μανικετόκουμπα με το μονόγραμμα. Δε θα υπήρχε ο παραμικρός λεκές στα δερμάτινα ιταλικά παπούτσια του. Δε θα ξέφευγε ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά του. Η Σάμερ κοίταξε χαρούμενη το ξηλωμένο μπλουζάκι και το παλιό τζιν της. Κρίμα που δεν είχαν και μερικές τρύπες. Χαμογέλασε πλατιά και πήρε το αναψυκτικό της. Άσχετα αν τα ρούχα της είχαν τρύπες ή όχι, σίγουρα δεν παρουσίαζε εικόνα γυναίκας που ήθελε να εντυπωσιάσει έναν άντρα. Και ένας άντρας σαν τον Μπλέικ σίγουρα το περίμενε αυτό. Ανυπομονούσε να τον δει να στέκεται έκπληκτος στην πόρτα. Κι ακόμη περισσότερο, εξοργισμένος. Όταν χτύπησε το κουδούνι, η Σάμερ κοίταξε γύρω της τεμπέλικα και κατέβασε τα πόδια της. Σηκώθηκε χωρίς να βιάζεται, τεντώθηκε και πήγε στην πόρτα. Για δεύτερη φορά, ο Μπλέικ ευχήθηκε να είχε μια κάμερα για να απαθανατίσει τη γεμάτη έκπληξη έκφρασή της. Δεν είπε τίποτε, μόνο έμεινε να τον κοιτάζει. Με μια υποψία χαμόγελου, ο Μπλέικ έβαλε τα χέρια στις τσέπες του εφαρμοστού, ξεθωριασμένου τζιν του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μάντευε τις προθέσεις κάποιου, με αποτέλεσμα ν’ αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε τέτοια ικανοποίηση. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η χαρά του, που μπήκε στον πειρασμό να το αναγάγει σε καριέρα. «Το δείπνο μας είναι έτοιμο;» Σούφρωσε επιδοκιμαστικά τη μύτη του. «Μυρίζει ωραία». Ανάθεμα την αλαζονεία του –και τη διορατικότητά του, σκέφτηκε

η Σάμερ. Πώς στην ευχή τα κατάφερνε να βγαίνει πάντα από πάνω; Δεν έφτανε ότι φορούσε αθλητικά παπούτσια, και μάλιστα στραπατσαρισμένα, ήταν ντυμένος σχεδόν πανομοιότυπα μ’ εκείνη. Εκείνο όμως που ήταν ακόμα πιο ενοχλητικό ήταν ότι έδειχνε τόσο άνετος και γοητευτικός με το τζιν και το μπλουζάκι όσο και με το κομψό επαγγελματικό του κουστούμι. Η Σάμερ χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να ελέγξει όχι μόνο το θυμό, αλλά και τον πόθο της, ακόμα και τη διάθεσή της να γελάσει. Μπορεί οι κανόνες να είχαν αλλάξει, αλλά το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Το δικό μου δείπνο είναι έτοιμο», του απάντησε ψυχρά. «Δε θυμάμαι να σε κάλεσα». «Σου είπα στις οχτώ». «Και εγώ είπα όχι». «Από τη στιγμή που αρνήθηκες να βγούμε έξω...» Ο Μπλέικ έπιασε και τα δυο χέρια της και μπήκε. «...σκέφτηκα ότι θα δειπνούσαμε μέσα». Η Σάμερ έμεινε στην πόρτα, με τα χέρια της παγιδευμένα στα δικά του. Μπορούσε να του ζητήσει να φύγει, να το απαιτήσει... Κι εκείνος μπορεί να το έκανε. Αλλά μολονότι δεν είχε κανένα πρόβλημα να φανεί αγενής, δε θα ένιωθε καμιά ικανοποίηση να κερδίσει έτσι τη μάχη. Θα έπρεπε να βρει έναν άλλον, πιο πανούργο και πιο ευχάριστο τρόπο να βγει από πάνω. «Είσαι πολύ επίμονος, Μπλέικ. Κάποιος θα μπορούσε να πει και ξεροκέφαλος». «Θα μπορούσε. Τ ι έχει για φαγητό;» «Πολύ λίγα». Η Σάμερ ελευθέρωσε το ένα χέρι της και του έδειξε τα κουτιά του φαστφούντ. Ο Μπλέικ ύψωσε το ένα φρύδι. «Η επιμονή σου για το πρόχειρο φαγητό είναι πολύ περίεργη. Έχεις σκεφτεί καθόλου ν’ ανοίξεις τη δική σου αλυσίδα –Κρουασάν Μινίτ; Παστάκια Ντράιβ Θρου;»

Η Σάμερ δε θα γελούσε. «Εσύ είσαι ο επιχειρηματίας», του θύμισε, «εγώ είμαι η καλλιτέχνης». «Με τα γούστα έφηβης στο φαγητό». Ο Μπλέικ προχώρησε και βούτηξε ένα μπουτάκι από το κουτί. Κάθισε στον καναπέ, σήκωσε τα πόδια του και τ’ ακούμπησε στο τραπεζάκι. «Καθόλου άσχημο», αποφάσισε όταν έφαγε την πρώτη μπουκιά. «Δεν υπάρχει κρασί;» Η Σάμερ δε θα γελούσε, σ’ αυτό ήταν ανένδοτη, αλλά έπνιξε με δυσκολία το χαμόγελο που ανέβηκε στα χείλη της όταν τον είδε να βολεύεται σαν στο σπίτι του και να τρώει το φαγητό της. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να τον προσβάλει, αλλά είχαν όλη τη νύχτα μπροστά τους. Ποιος ήξερε τι μπορούσε να φέρει; Μια αφορμή να έβρισκε και το χτύπημά της θα ήταν θανατερό. «Αναψυκτικό διαίτης». Η Σάμερ κάθισε και σήκωσε το κουτάκι. «Υπάρχει κι άλλο στην κουζίνα». «Αυτό μου κάνει». Ο Μπλέικ πήρε το κουτάκι από το χέρι της και ήπιε μια γουλιά. «Έτσι λοιπόν περνάει τα βράδια της μία από τις μεγαλύτερες σεφ επιδορπίων;» Η Σάμερ ύψωσε το ένα της φρύδι και του ξαναπήρε το κουτάκι. «Η μεγαλύτερη σεφ επιδορπίων περνάει τα βράδια της όπως της κάνει κέφι». Ο Μπλέικ σταύρωσε τους αστραγάλους του και την κοίταξε. Τα στίγματα στα μάτια της ήταν πιο αχνά απόψε· ίσως γιατί ήταν εντελώς χαλαρή. Του άρεσε να πιστεύει ότι θα μπορούσε να τα κάνει να λάμψουν πάλι μέχρι να τελειώσει η νύχτα. «Ναι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Αυτό ισχύει σε όλους τους τομείς;» «Ναι». Η Σάμερ πήρε άλλο ένα κομμάτι κοτόπουλο και στη συνέχεια του έδωσε μια χαρτοπετσέτα. «Έχω αποφασίσει πως μπορώ ν’ ανεχτώ το ξενοδοχείο σου –για την ώρα». Ο Μπλέικ έφαγε άλλη μια μπουκιά με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. «Αλήθεια;»

«Αυτός είναι και ο λόγος που απόψε απολαμβάνεις το μισό δείπνο μου». Η Σάμερ αγνόησε το γέλιο του και ακούμπησε κι αυτή τα πόδια της στο τραπεζάκι δίπλα στα δικά του. Είχε κάτι το οικείο αυτό το σκηνικό, που της άρεσε –αλλά και κάτι το προσωπικό, που την τρόμαζε. Ήταν πολύ προσεκτική γυναίκα για να επιτρέψει στον εαυτό της να ξεχάσει την επίδραση που είχε εκείνο το μοναδικό φιλί πάνω της. Αλλά ήταν και πολύ ξεροκέφαλη για να κάνει πίσω. «Είμαι περίεργη γιατί επέμεινες να με δεις απόψε». Η τηλεόραση έδειχνε μια διαφήμιση για ένα γυαλιστικό πατώματος. Η Σάμερ τη χάζεψε για λίγο και γύρισε προς το μέρος του. «Γιατί δε μου το εξηγείς;» Ο Μπλέικ πήρε ένα πλαστικό πιρούνι και δοκίμασε το λάχανο. «Θέλεις να σου πω τον επαγγελματικό ή τον προσωπικό λόγο;» Το είχε κάνει πια συνήθεια να της απαντά τις περισσότερες φορές με ερώτηση. Ήταν καιρός να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα. «Γιατί δε μου εξηγείς τον καθένα με τη σειρά;» Πώς είναι δυνατόν να τρώει αυτό το πράγμα; αναρωτήθηκε ο Μπλέικ και άφησε το πιρούνι του να πέσει πάλι στο μπολ. Όταν την κοιτούσε, τη φανταζόταν στο πιο κομψό εστιατόριο· λουλούδια, γαλλικό κρασί, ατσαλάκωτοι σερβιτόροι. Ντυμένη στα μεταξωτά να τσιμπολογάει ένα εξωτικό γλυκό. Η Σάμερ έτριψε την πατούσα του γυμνού ποδιού της πάνω στη μύτη του άλλου και δάγκωσε μια ακόμα μπουκιά κοτόπουλο. Ο Μπλέικ χαμογέλασε. Ήταν δυνατόν να του αρέσει αυτή η γυναίκα; «Ας αρχίσουμε με τον επαγγελματικό. Θα συνεργαστούμε στενά για κάμποσους μήνες. Νομίζω ότι είναι σοφό να γνωριστούμε, ν’ ανακαλύψουμε πώς δουλεύει ο καθένας μας, ώστε να προσαρμοστούμε ανάλογα, αν χρειαστεί». «Λογικό». Η Σάμερ τσίμπησε μερικές πατάτες και άπλωσε το κουτί προς το μέρος του Μπλέικ. «Είναι καλό λοιπόν να μάθεις

εξαρχής ότι εγώ δεν προσαρμόζομαι. Δουλεύω μόνο μ’ έναν τρόπο – το δικό μου τρόπο. Και τώρα ο... προσωπικός λόγος;» Του άρεσαν η αυτοπεποίθησή της και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας της. Το πρώτο θα το εξερευνούσε, το δεύτερο όμως θα το άλλαζε. «Ο προσωπικός λόγος είναι ότι σε βρίσκω όμορφη και ενδιαφέρουσα γυναίκα». Ο Μπλέικ έχωσε το χέρι του στο κουτί με τις πατάτες, κοιτάζοντάς τη. «Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου», της είπε και όταν εκείνη δεν του απάντησε, έβαλε στο στόμα του μια τηγανητή πατάτα. «Και πιστεύω ότι πρέπει να γνωριστούμε πρώτα». Η Σάμερ συνέχιζε να τον κοιτάζει ατάραχη, πράγμα που τον έκανε να χαμογελάσει. «Λογικό;» «Ναι, και εγωκεντρικός. Φαίνεται πως διαθέτεις και τα δυο γνωρίσματα. Αλλά...» Σκούπισε τα δάχτυλά της σε μια χαρτοπετσέτα προτού ξαναπιάσει το κουτάκι με το αναψυκτικό. «...είσαι ειλικρινής. Και θαυμάζω την ειλικρίνεια στους ανθρώπους». Η Σάμερ σηκώθηκε και τον κοίταξε. «Τέλειωσες;» Το βλέμμα του ήταν το ίδιο ψυχρό με το δικό της όταν της έδωσε το κουτί πίσω. «Ναι». «Τ υχαίνει να έχω δύο εκλέρ στο ψυγείο αν ενδιαφέρεσαι». «Σπεσιαλιτέ του σούπερ μάρκετ;» Η Σάμερ χαμογέλασε αχνά. «Όχι. Διαθέτω κι εγώ κάποιο επίπεδο. Είναι δικά μου». «Τότε δε θα μπορούσα να σε προσβάλω λέγοντας όχι». Αυτή τη φορά η Σάμερ γέλασε. «Είμαι σίγουρη ότι η διπλωματία είναι το μόνο σου κίνητρο». «Αυτή και η λαιμαργία μου», συμπλήρωσε ο Μπλέικ, ενώ η Σάμερ έβγαινε από το δωμάτιο. Είναι ψύχραιμη, ήταν η πρώτη του σκέψη όταν θυμήθηκε την αντίδρασή της ή μάλλον την παντελή έλλειψη αντίδρασης όταν της δήλωσε ότι ήθελε να κοιμηθεί μαζί της. Αυτός ο αυτοέλεγχός της τον προβλημάτιζε. Ή, πιο σωστά, τον προκαλούσε.

Μήπως όμως ήταν επιφανειακός; Αν ήταν όντως έτσι, θα ήθελε να του δινόταν η ευκαιρία να τον αποδομήσει, αργά, στρώση στρώση, μέχρι ν’ αποκαλύψει το πάθος που κρυβόταν από κάτω. Θα ήταν σαν κάποιο από τα γλυκά της –απαγορευμένη σκούρα σοκολάτα κάτω από μια στρώση λευκής κρέμας. Σκόπευε να το γευτεί προτού περάσει πολύς καιρός. Τα χέρια της δεν ήταν σταθερά. Η Σάμερ αναθεμάτισε τον εαυτό της καθώς άνοιγε το ψυγείο. Ο Μπλέικ την είχε κλονίσει –όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει. Ήλπιζε μόνο να μην την είχε προδώσει η απότομη απάντησή της. Ναι, ήθελε να την κλονίσει, αλλά τουλάχιστον αυτό που της είχε πει εννοούσε. Ήταν μια γλώσσα που η Σάμερ καταλάβαινε. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν είχε το χρόνο να αφομοιώσει και να αναλύσει τα αισθήματά της. Ήταν απλώς η πρώτη της αντίδραση –ούτε σοκ ούτε έκρηξη, μόνο μια έξαψη μαζί με νευρικότητα που είχε χρόνια να νιώσει. Χαζή, είπε στον εαυτό της, σερβίροντας τα εκλέρ σε δυο πιάτα Μάισεν. Δεν ήταν καμιά έφηβη για να ενθουσιάζεται. Ούτε θ’ ανεχόταν από κανέναν να της λέει τόσο ωμά ότι θα γινόταν ερωμένη του. Με τέτοιου είδους σχέσεις κινδυνεύεις, χάνεις το χρόνο σου και την αυτοσυγκέντρωσή σου. Χώρια που πάντα ο ένας από τους δύο δίνεται πιο ζεστά, με αποτέλεσμα να είναι πιο τρωτός. Δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να βρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Συνέχιζε, όμως, να νιώθει εκείνη την έξαψη. Έπρεπε να κάνει οπωσδήποτε κάτι με τον Μπλέικ Κόκραν, συλλογίστηκε, και γέμισε δυο φλιτζάνια καφέ. Και έπρεπε να το κάνει γρήγορα. Το πρόβλημα ήταν, τι; Έβαλε τα πιάτα και τα φλιτζάνια σ’ ένα δίσκο και αποφάσισε να κάνει αυτό που έκανε πάντα όταν βρισκόταν υπό πίεση: να μην το πάρει σοβαρά. «Θα ζήσεις μια αξέχαστη, αισθησιακή εμπειρία».

Ο Μπλέικ σήκωσε το κεφάλι του όταν άκουσε τη φωνή της και την είδε να μπαίνει στο δωμάτιο με το δίσκο στο χέρι. Ήταν τόσο απότομος και τόσο έντονος ο πόθος του, που κατάλαβε πως, αν ήθελε να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλο το ταλέντο του στο παιχνίδι. «Κανείς δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει αδιάφορα τα εκλέρ μου», συνέχισε η Σάμερ. «Ούτε να τα φάει χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό». Ο Μπλέικ την περίμενε να ξανακαθίσει δίπλα του και πήρε το ένα πιάτο. Πολύ όμορφο φαίνεται, σκέφτηκε κι ένιωσε το άρωμά της να τον τυλίγει. «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». «Στην πραγματικότητα...» Η Σάμερ έκοψε την πρώτη μπουκιά με το πιρούνι της. «...δε χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Μόνο να τα γευτείς». Ανίκανη ν’ αντισταθεί, πλησίασε το πιρούνι της στα χείλη του. Κοιτάζονταν στα μάτια όσο τον τάιζε. Το φως έμπαινε λοξά από το παράθυρο πίσω τους και παιχνίδιζε στα μάτια της, που έδειχναν τώρα πιο πράσινα, σχεδόν γατίσια. Ένας άντρας, ο οποιοσδήποτε άντρας, θα μπορούσε να χαθεί στα βάθη τους, προσπαθώντας να προσδιορίσει το χρώμα τους, να διαβάσει την έκφρασή τους. Ο Μπλέικ ένιωσε την πλούσια κρέμα και την αφράτη ζύμη να λιώνουν στο στόμα του. Το γλυκό ήταν ιδιαίτερο, μοναδικό, επιθυμητό – όπως και η δημιουργός του. Μετά την πρώτη γεύση, όπως και μετά το πρώτο φιλί, ήθελε κι άλλο. «Απίστευτο», της είπε κι όταν είδε τα χείλη της να χαμογελούν, ένιωσε την επιθυμία να τα γευτεί με τα δικά του. «Φυσικά». Όταν η Σάμερ έκοψε μια δεύτερη πιρουνιά, ο Μπλέικ τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από τον καρπό της. Ο σφυγμός της πετάρισε για μια στιγμή, και εκείνος τον ένιωσε, αλλά τα μάτια της παρέμειναν ήρεμα και ανέκφραστα.

«Σειρά μου», της είπε μαλακά και τα δάχτυλά του παρέμειναν τυλιγμένα γύρω από τον καρπό της καθώς έπαιρνε το πιρούνι με το άλλο χέρι. Οι κινήσεις του ήταν επίτηδες αργές, ενώ δεν τράβηξε στιγμή το βλέμμα του από το δικό της. Έφερε το γλυκό μέχρι τα χείλη της και την περίμενε να τ’ ανοίξει, περίμενε να δει την άκρη της γλώσσας της να προβάλλει. Θα ήταν πολύ εύκολο να αιχμαλωτίσει εκείνη τη στιγμή το στόμα της με το δικό του, γιατί από τον ξέφρενο τρόπο που χτυπούσε ο σφυγμός της κάτω από τα δάχτυλά του κατάλαβε πως δε θα του έφερνε καμιά αντίσταση. Αντί γι’ αυτό όμως, την τάισε με το εκλέρ κι ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται καθώς φαντάστηκε τη γεύση της να γίνεται ένα με τη γεύση του γλυκού που έλιωνε εκείνη τη στιγμή στο στόμα της. Η Σάμερ δεν είχε νιώσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Είχε δοκιμάσει αμέτρητες φορές τη μαγειρική της, αλλά ποτέ οι αισθήσεις της δεν ήταν τόσο οξυμένες. Τα αρώματα του γλυκού λες και γέμιζαν ολόκληρο το στόμα της. Δεν ήθελε να το καταπιεί, ήθελε να το κρατήσει εκεί, ώστε να εξερευνήσει αυτή την αίσθηση που εντελώς απροσδόκητα είχε γίνει απίστευτα ερωτική. Χρειάστηκε να καταβάλει συνειδητή προσπάθεια για να καταπιεί την μπουκιά και στη συνέχεια να μιλήσει. «Κι άλλο;» τον ρώτησε. Το βλέμμα του κατέβηκε από τα μάτια στο στόμα της και ξαναγύρισε πίσω. «Πάντα». Το παιχνίδι αυτό ήταν επικίνδυνο, η Σάμερ το ήξερε, αλλά αποφάσισε να το παίξει. Χωρίς να βιάζεται, τον τάισε την επόμενη μπουκιά. Το χρώμα των ματιών του είχε γίνει ξαφνικά πιο σκούρο; Η εντύπωση αυτή δεν μπορεί να ήταν της φαντασίας της, όπως δεν ήταν της φαντασίας της και τα κύματα πόθου που την είχαν τυλίξει. Άραγε πήγαζαν από μέσα της ή από εκείνον; Στην τηλεόραση κάποιος ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, αλλά κανείς

από τους δυο τους δεν το πρόσεξε. Θα ήταν φρόνιμο να κάνει πίσω τώρα, με προσοχή. Ενώ όμως αυτή η σκέψη τριγύριζε στο μυαλό της, άνοιξε το στόμα της για να δοκιμάσει ξανά. Ένιωσε κάτι σαν έκρηξη στη γλώσσα της· ζεστά, γαργαλιστικά αρώματα απελευθερώθηκαν. Ήταν μια ιδιαίτερη, φίνα εμπειρία, αισθησιακή σαν τη σαμπάνια, πρωτόγονη σαν το ώριμο φρούτο. Τα νεύρα της άρχισαν να ηρεμούν, αλλά οξύνθηκαν οι αισθήσεις της. Ο Μπλέικ φορούσε μια απαλή κολόνια που της θύμισε τα αρώματα του δάσους το φθινόπωρο. Τα μάτια του είχαν το βαθύ μπλε τ’ ουρανού το σούρουπο. Όταν το γόνατό του άγγιξε το δικό της, ένιωσε τη θέρμη του να διαπερνά τα ρούχα τους και ν’ αγγίζει τη σάρκα της. Τα λεπτά κυλούσαν χωρίς να συνειδητοποιεί ότι δε μιλούσαν, ότι τάιζαν αργά και αισθησιακά ο ένας τον άλλον. Η οικειότητα που την τύλιγε ήταν το ίδιο έντονη και συναρπαστική με την εμπειρία της ερωτικής πράξης. Ο καφές κρύωνε και οι σκιές γέμιζαν το δωμάτιο, καθώς ο ήλιος έγερνε στη δύση του. «Αυτή είναι η τελευταία μπουκιά», του ψιθύρισε και του την έδωσε. «Εγκρίνεται;» Ο Μπλέικ έπαιξε τις άκρες των μαλλιών της ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Απόλυτα». Η Σάμερ ένιωσε ένα ευχάριστο μυρμήγκιασμα. Δεν τραβήχτηκε, αλλά άφησε πολύ προσεκτικά το πιρούνι. Ένιωθε πολύ χαλαρή. Και ευάλωτη. «Έχω έναν πελάτη που τρέφει ένα μυστικό πάθος για τα εκλέρ μου. Τέσσερις φορές το χρόνο πηγαίνω στη Βρετανία και του φτιάχνω δύο ντουζίνες. Το φθινόπωρο που μας πέρασε μου δώρισε ένα σμαραγδένιο κολιέ». Ο Μπλέικ ύψωσε το φρύδι του, τυλίγοντας μια μπούκλα από τα μαλλιά της στο δάχτυλό του. «Αυτό είναι μπηχτή;» «Τ ρελαίνομαι για τα δώρα», του απάντησε αβίαστα. «Από την άλλη, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτα ηθικό ανάμεσα σε

επαγγελματικούς συνεργάτες». Η Σάμερ έσκυψε να πάρει τον καφέ της, αλλά ο Μπλέικ έσφιξε περισσότερο τα μαλλιά της και την κράτησε ακίνητη. Όταν το βλέμμα της συνάντησε το δικό του, καθρέφτιζε κάτι σαν έκπληξη και ενόχληση συνάμα. Δεν της άρεσε να την καταπιέζουν. «Η επαγγελματική συνεργασία μας είναι μόνο ένα επίπεδο της σχέσης μας. Αυτό το ξέρουμε καλά και οι δύο πλέον». «Έρχεται όμως πρώτη και έχει προτεραιότητα». «Ίσως». Του ήταν δύσκολο να παραδεχτεί, ακόμα και στον εαυτό του, ότι είχε αρχίσει να έχει τις αμφιβολίες του ως προς αυτό. «Όπως και να έχει το πράγμα, εγώ δε σκοπεύω να περιοριστώ σ’ αυτή». Αν ήθελε να τον χειριστεί, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Η Σάμερ άπλωσε νωχελικά το μπράτσο της στην πλάτη του καναπέ και ευχήθηκε να μην ένιωθε εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι της. «Με ελκύεις. Και πιστεύω πως θα είναι δύσκολο και θα έχει ενδιαφέρον να προσπαθήσω να το αγνοήσω τους επόμενους μήνες. Είπες ότι θέλεις να με καταλάβεις. Σπάνια δίνω εξηγήσεις για τον εαυτό μου, αλλά θα κάνω μια εξαίρεση». Έγειρε μπροστά και πήρε ένα τσιγάρο από τη θήκη. «Έχεις φωτιά;» Ήταν παράξενη η ικανότητά της να ξυπνάει αστραπιαία συναισθήματα μέσα του. Αυτή τη φορά, ήταν ενόχληση. Ο Μπλέικ έβγαλε τον αναπτήρα του και της άναψε το τσιγάρο. Την είδε να ρουφά τον καπνό και να τον βγάζει γρήγορα. Ήταν μια κίνηση που πρόδιδε μάλλον συνήθεια παρά ευχαρίστηση. «Συνέχισε». «Είπες ότι έχεις γνωρίσει τη μητέρα μου», άρχισε να λέει η Σάμερ. «Το σίγουρο είναι ότι την έχεις ακουστά. Είναι μια όμορφη, ταλαντούχα και έξυπνη γυναίκα. Την αγαπώ πολύ και ως μητέρα και ως ένα άτομο γεμάτο ζωή. Αν έχει μια αδυναμία, αυτή είναι οι άντρες». Η Σάμερ τύλιξε τα πόδια της από κάτω της και προσπάθησε να

χαλαρώσει. «Έχει παντρευτεί τρεις φορές και έχει αποκτήσει αναρίθμητους εραστές. Κάθε φορά είναι σίγουρη πως η σχέση της θα κρατήσει για πάντα. Όταν είναι μ’ έναν άντρα, είναι απίστευτα ευτυχισμένη. Τα ενδιαφέροντά του γίνονται και δικά της, το ίδιο και οι αντιπάθειές του. Βέβαια, όταν η σχέση φτάσει στο τέλος της, νιώθει συντετριμμένη». Η Σάμερ τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της. Περίμενε πως ο Μπλέικ θα έκανε κάποιο σχόλιο, αλλά όταν εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει σιωπηλός, προχώρησε στις εκμυστηρεύσεις της περισσότερο απ’ όσο σκόπευε αρχικά. «Ο πατέρας μου είναι πιο πρακτικός άνθρωπος, κι όμως, κι αυτός παντρεύτηκε δυο φορές, ενώ έζησε και κάμποσες διακριτικές περιπετειούλες. Αντίθετα με τη μητέρα μου, που δέχεται τα ελαττώματα των άλλων –τα απολαμβάνει κιόλας για ένα σύντομο διάστημα–, εκείνος αναζητά την τελειότητα. Και από τη στιγμή που δεν υπάρχει τελειότητα στους ανθρώπους αλλά μόνο σ’ αυτά που είναι ικανοί να δημιουργήσουν, απογοητεύεται συνεχώς. Η μητέρα μου αναζητά κάτι συναρπαστικό, κάτι ρομαντικό, ο πατέρας μου αναζητά την τέλεια σύντροφο. Εγώ δεν αναζητώ τίποτε από αυτά». «Και τότε γιατί δε μου λες τι αναζητάς εσύ;» «Την επιτυχία», του απάντησε απλά. «Τα ειδύλλια έχουν αρχή, άρα και τέλος. Ο σύντροφος απαιτεί συμβιβασμούς και υπομονή. Εγώ επικεντρώνω όλη μου την υπομονή στη δουλειά μου και δεν έχω καθόλου ταλέντο στους συμβιβασμούς». Τα λόγια της θα έπρεπε να τον είχαν ικανοποιήσει, ακόμα και ανακουφίσει. Στο κάτω κάτω, κι αυτός το μόνο που ήθελε ήταν μια περιπετειούλα, χωρίς μπλεξίματα και χωρίς δεσμεύσεις. Δεν καταλάβαινε, λοιπόν, γιατί ήθελε να την κάνει να τα πάρει πίσω. Απλώς το ήθελε. «Δε θέλεις ρομαντισμό», είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν αναζητάς συντροφικότητα. Αυτό όμως δε σ’ εμποδίζει να

με θέλεις, όπως σε θέλω κι εγώ». «Όχι». Ο καπνός είχε αφήσει μια πικρή γεύση στο στόμα της. Τη στιγμή που η Σάμερ έσβηνε το τσιγάρο της, συνειδητοποίησε ότι η κουβέντα τους έμοιαζε πολύ με διαπραγμάτευση. Αυτό όμως δεν ήθελε; «Σου είπα ότι θα μου είναι δύσκολο να το παραβλέψω, αλλά πρέπει. Θέλεις μια δουλειά από μένα, Μπλέικ, και συμφώνησα να την κάνω, γιατί θέλω και την εμπειρία και τη διαφήμιση που θα μου προσφέρει. Το ν’ αλλάξω όμως το ύφος και τις γεύσεις του εστιατορίου σου θα είναι και δύσκολο και χρονοβόρο. Αν προσθέσεις και τις άλλες υποχρεώσεις μου, δε θα έχω καθόλου χρόνο για προσωπικούς αντιπερισπασμούς». «Αντιπερισπασμούς;» Γιατί τον είχε εξοργίσει τόσο αυτή η λέξη; Το ίδιο τον είχε εξοργίσει και η ψυχρή, επαγγελματική απόρριψη του πόθου της. Μπορεί να μην είχε τη διάθεση να τον προκαλέσει, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει αλλιώς. «Αυτό είναι ένας αντιπερισπασμός για σένα;» Έσυρε το δάχτυλό του στο πλάι του λαιμού της και στη συνέχεια την έπιασε από τον αυχένα. Η Σάμερ ένιωσε την έντονη πίεση των δαχτύλων του πάνω στη σάρκα της, διάβασε το θυμό και την ανάγκη στα μάτια του. Δεν την άφησαν αδιάφορη. «Με πληρώνεις πολλά λεφτά για να σου κάνω μια δουλειά, Μπλέικ», του είπε και η φωνή της ακούστηκε σταθερή. Ωραία. Οι χτύποι της καρδιάς της όμως δεν ήταν. «Και ως επιχειρηματίας θα ήθελες τις λιγότερες δυνατές επιπλοκές». «Επιπλοκές», επανέλαβε εκείνος. Πέρασε το ελεύθερο χέρι του στα μαλλιά της και τράβηξε πίσω το κεφάλι της. Ένα ρίγος έξαψης διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. «Αυτό», είπε καθώς έσυρε τα χείλη του στο μάγουλό της, «είναι επιπλοκή;» «Ναι». Το μυαλό της της έλεγε να τραβηχτεί, αλλά το κορμί της αρνούνταν να υπακούσει. «Και αντιπερισπασμός;»

Ο Μπλέικ έσυρε βασανιστικά αργά τα χείλη του πάνω στα δικά της. Δεν υπήρχε καμιά πίεση στη στάση του, τα δάχτυλά του στη βάση του λαιμού της κινήθηκαν αργά, ρυθμικά. Η Σάμερ δεν τραβήχτηκε, αν και είπε στον εαυτό της ότι μπορούσε ακόμα να το κάνει. Δεν είχε επιτρέψει ποτέ σε κανέναν να την αποπλανήσει και το αποψινό βράδυ δε θα ήταν η εξαίρεση. Θα έπαιρνε μόνο μια γεύση. Ήξερε πολύ καλά πώς να δοκιμάζει όσο χρειαζόταν για να κρίνει και στη συνέχεια να κάνει πίσω, μπροστά και στις πιο δελεαστικές γεύσεις. Αλλά και να αντλεί τη μέγιστη ευχαρίστηση από αυτό το ενδεικτικό τεστ. «Ναι», μουρμούρισε και τα βλέφαρά της έκλεισαν. Δεν ήθελε πλέον να τον βλέπει, μόνο να τον αισθάνεται. Το στόμα του πάνω στο δικό της ήταν ζεστό, απαλό, υγρό. Τα δάχτυλά του πάνω στη σάρκα της ήταν δυνατά, αποφασιστικά, πειστικά. Το άρωμά του την τύλιγε διακριτικό, αρρενωπό, συναρπαστικό. Όταν πρόφερε τ’ όνομά της, η φωνή του τη χάιδεψε σαν ζεστή αύρα που προμήνυε καταιγίδα. «Πόσο πιο απλό το θέλεις, Σάμερ;» Του συνέβαινε πάλι, συνειδητοποίησε. Το συναισθηματικό μπλέξιμο που ούτε επιθυμούσε ούτε αναζητούσε –εκείνη την απόλυτη δέσμευση στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί. «Υπάρχουμε μόνο εσύ κι εγώ». «Δεν υπάρχει τίποτε απλό σ’ αυτό», διαφώνησε μαζί του, αλλά τα μπράτσα της τυλίχτηκαν γύρω του, το στόμα της αναζήτησε το δικό του. Δεν ήταν παρά ένα φιλί, είπε στον εαυτό της, νιώθοντας τα χείλη του να χαϊδεύουν τα δικά της. Μπορούσε να το σταματήσει όποτε ήθελε, είχε ακόμα τον έλεγχο στα χέρια της. Αλλά πρώτα ήθελε να δοκιμάσει άλλη μια φορά. Χωρίς να σκεφτεί, άγγιξε τη γλώσσα του με τη δική της για ν’ απολαύσει τη γεύση σε βάθος. Το βογκητό της αντήχησε γλυκά στ’ αυτιά της τη στιγμή που τον τραβούσε ακόμα

πιο κοντά της. Τα κορμιά τους ταίριαξαν τέλεια, απόλυτα, σκέφτηκε και επικεντρώθηκε στο φιλί τους. Γιατί ως τώρα θεωρούσε τα φιλιά μια απλή, βασική ευχαρίστηση; Κι όμως, τώρα ανακάλυπτε άπειρα ευαίσθητα σημεία του κορμιού της, τα οποία πάλλονταν από μια επιθυμία βαθιά κρυμμένη μέσα της που δε φανταζόταν ότι θα μπορούσε να βγει στην επιφάνεια με ένα απλό φιλί. Νόμιζε ότι ήξερε τα όρια των αναγκών της, το βάθος του πάθους της... μέχρι τώρα. Μ’ ένα του άγγιγμα, ο Μπλέικ μπορούσε να ξυπνήσει μια πλευρά του εαυτού της καθόλου ήρεμη, οργανωμένη και πειθαρχημένη. Και όταν θα ήταν τελείως ελεύθερη, τι θα γινόταν; Η Σάμερ βρισκόταν στα πρόθυρα μιας αλλαγής τρομακτικής –οι αισθήσεις να ελέγχουν απόλυτα το μυαλό. Ένα βήμα ακόμα και ο Μπλέικ θα την κατακτούσε ολοκληρωτικά. Δε θα κατακτούσε μόνο το κορμί, δε θα κατακτούσε μόνο τις σκέψεις της, θα κατακτούσε και την καρδιά της, που τη φυλούσε με τόση επιμέλεια. Ένιωσε τη λαίμαργη πείνα της γι’ αυτόν κι έκανε πίσω. Αν ενέδιδε στην ανάγκη της, θα παρέσερνε κι εκείνον. Ο Μπλέικ την είχε πάντα στην αγκαλιά του, αρκετά μαλακά ώστε να τραβηχτεί αν ήθελε κι αρκετά σταθερά ώστε να την κρατά κοντά του. Η Σάμερ ήταν ξέπνοη, συγκινημένη. Πάσχισε να σκεφτεί καθαρά, αλλά αποφάσισε πως θα ήταν ανώφελο ν’ αρνηθεί αυτά που ένιωθε. «Νομίζω ότι απέδειξα την άποψή μου», κατάφερε να πει. «Τη δική σου;» ρώτησε ο Μπλέικ, σέρνοντας το χέρι στην πλάτη της. «Ή τη δική μου;» Η Σάμερ πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Αυτή η απλή αντίδρασή της έκανε τον πόθο του να φουντώσει πάλι. «Έχω αναμείξει αρκετά υλικά ώστε να ξέρω ότι η επαγγελματική σχέση όταν μπερδεύεται με την προσωπική δημιουργεί έναν καθόλου γευστικό συνδυασμό. Τη Δευτέρα ξεκινώ τη δουλειά μου στο Κόκραν. Σκοπεύω να σου αποδείξω ότι αξίζω τα λεφτά που με

πληρώνεις. Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε άλλο ανάμεσά μας». «Υπάρχουν ήδη πολλά». Ο Μπλέικ την έπιασε από το πιγούνι και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Μέσα του πονούσε από τη σύγχυση και την ανάγκη. Μ’ εκείνο το φιλί, μ’ εκείνο το αργό, ατελείωτο φιλί, είχε ξεχάσει τον πιο αυστηρό κανόνα του: να χαλιναγωγεί τα αισθήματά του τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική του ζωή. Διαφορετικά, μπορούσε κανείς να οδηγηθεί σε λάθη που δεν ήταν εύκολο να διορθώσει. Χρειαζόταν χρόνο και απόσταση, συνειδητοποίησε. «Γνωριζόμαστε καλύτερα τώρα», της είπε ύστερα από λίγο. «Όταν κάνουμε έρωτα, θα καταλαβαινόμαστε ακόμη περισσότερο». Όταν εκείνος σηκώθηκε, η Σάμερ παρέμεινε καθιστή. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ότι θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. «Τη Δευτέρα», του είπε πιο αποφασιστικά, «θα ξεκινήσουμε να δουλεύουμε μαζί. Από κει και πέρα, η σχέση μας θα είναι καθαρά επαγγελματική». «Όταν διαχειρίζεσαι τόσα συμβόλαια όσα εγώ, Σάμερ, μαθαίνεις ότι ένα χαρτί είναι απλώς ένα χαρτί. Δεν κάνει καμιά διαφορά». Ο Μπλέικ πήγε στην πόρτα. Του χρειαζόταν λίγος φρέσκος αέρας για να καθαρίσει το μυαλό του, ένα ποτό για να ηρεμήσει τα νεύρα του. Και απόσταση, μεγάλη απόσταση, προτού ξεχάσει τα πάντα και παραδοθεί στην ανάγκη που του έτρωγε τα σωθικά και την κάνει δική του. Με το χέρι στο πόμολο, γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά. Υπήρχε κάτι στον τρόπο που είχε συνοφρυωθεί, στον τρόπο που τον κοιτούσε σοβαρή και συγκεντρωμένη, στον τρόπο που είχε σουφρώσει τα χείλη της, που τον έκανε να χαμογελάσει. «Τη Δευτέρα», της είπε κι έφυγε.

Κεφάλαιο 5 Γιατί στην ευχή δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του; Ο Μπλέικ καθόταν στο γραφείο του και μελετούσε τις λεπτομέρειες ενός εικοσασέλιδου συμβολαίου, προσπαθώντας να προετοιμαστεί για την πολύωρη και δύσκολη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου που είχε μπροστά του. Αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει λέξη. Σπάνια του συνέβαινε. Το ήξερε και τον εκνεύριζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να το αντιμετωπίσει. Μέρες τώρα, η Σάμερ τρύπωνε στο μυαλό του και δεν άφηνε χώρο για τίποτε άλλο. Του έσπαγε τα νεύρα γιατί ήταν ένας άντρας που θεωρούσε την τάξη και τον αυτοέλεγχο δεδομένα. Λογικά, δεν υπήρχε κανένας λόγος για την εμμονή του μαζί της. Ο Μπλέικ αποκαλούσε αυτό που ένιωθε εμμονή γιατί δεν έβρισκε καλύτερο όρο, αλλά δεν του άρεσε. Ήταν όμορφη, σκέφτηκε, αφήνοντας το μυαλό του να ξεστρατίσει ακόμα περισσότερο από τα συμβόλαια και τους όρους τους. Είχε γνωρίσει όμως εκατοντάδες όμορφες γυναίκες. Ήταν έξυπνη, αλλά είχε συναναστραφεί ξανά έξυπνες γυναίκες. Ήταν επιθυμητή –εδώ, μέσα στο κομψό και ήσυχο γραφείο του, ένιωσε τον πόθο του να ξυπνά. Η επιθυμία όμως δεν του ήταν κάτι άγνωστο. Απολάμβανε τις γυναίκες και σαν φίλες και σαν ερωμένες του. Ίσως το «απολάμβανε» ήταν η λέξη-κλειδί. Δεν είχε επιδιώξει ποτέ μια πιο βαθιά σχέση με γυναίκα. Δεν ήταν όμως πλέον σίγουρος ότι η συγκεκριμένη λέξη μπορούσε να περιγράψει ό,τι υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνον και τη Σάμερ. Η γυναίκα αυτή τον συγκινούσε, βαθιά, έντονα, τόσο που κλόνιζε τον έμφυτο αυτοέλεγχό του. Όχι, αυτό σίγουρα δεν το απολάμβανε, αλλά δεν τον εμπόδιζε και να θέλει

περισσότερα. Γιατί; Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που ακολουθούσε πάντα για να λύσει ένα πρόβλημα, ο Μπλέικ έγειρε πίσω, πήρε ένα στυλό και άρχισε να καταγράφει τις πιθανότητες. Ίσως ένας από τους λόγους που αυτή η γυναίκα τού ασκούσε τέτοια επίμονη έλξη να ήταν το ότι του άρεσε να της τη φέρνει. Μαζί της δεν ήταν εύκολο και απαιτούσε γρήγορη σκέψη και προσεκτικό σχεδιασμό. Μέχρι τώρα, την περίμενε σε κάθε γωνία. Ο Μπλέικ ήταν αρκετά ρεαλιστής για να ξέρει ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά ήθελε να το δοκιμάσει. Αλήθεια, ποια θα ήταν η επόμενη σύγκρουσή τους; Θα ήταν σε επαγγελματικό ή προσωπικό επίπεδο; Όπως και να είχε, η επιθυμία του να αντιπαρατεθεί μαζί της ήταν σχεδόν το ίδιο έντονη με την επιθυμία του να της κάνει έρωτα. Ίσως ένας άλλος λόγος να ήταν το ότι ήξερε πως κι εκείνη ένιωθε μια εξίσου δυνατή έλξη, αλλά επέμενε να την αγνοεί. Θαύμαζε την ισχυρή θέληση της Σάμερ. Η οικειότητα την έκανε επιφυλακτική. Να έφταιγε το παρελθόν των γονιών της; Ως ένα σημείο, ναι, αποφάσισε. Δεν πίστευε ωστόσο ότι αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος. Έπρεπε να σκάψει πιο βαθιά για να σχηματίσει ολόκληρη την εικόνα. Συνειδητοποίησε ότι ήθελε να το κάνει. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Μπλέικ ήθελε να γνωρίσει ολοκληρωτικά μια γυναίκα. Να γνωρίσει τον τρόπο που σκεφτόταν, τις εκκεντρικότητές της, τα πράγματα που την έκαναν να γελά, αυτά που την ενοχλούσαν, τι αποζητούσε πραγματικά στη ζωή. Όταν θα μάθαινε όσα είχε να μάθει... Δεν μπορούσε να δει πέρα από αυτό. Αλλά ήθελε να τη γνωρίσει, να την καταλάβει. Και την ήθελε για ερωμένη του όσο δεν είχε επιθυμήσει τίποτε στη ζωή του. Όταν άκουσε το εσωτερικό τηλέφωνο να χτυπά, ο Μπλέικ απάντησε αυτόματα, με το μυαλό του πάντα στη Σάμερ Λίντον. «Έρχεται ο πατέρας σας, κύριε Κόκραν».

Ο Μπλέικ κοίταξε το συμβόλαιο μπροστά του και το ταξινόμησε νοερά. Ήθελε καμιά ώρα ακόμα να το μελετήσει πριν από τη συνεδρίαση. «Ευχαριστώ». Δεν είχε προλάβει να διακόψει τη σύνδεση, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Μπλέικ Κόκραν ο Δεύτερος, γεμίζοντας το χώρο με την παρουσία του. Ο πατέρας είχε τα ίδια χρώματα και την ίδια κορμοστασιά με το γιο του. Η άθληση και η άσκηση τον είχαν διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια σφριγηλό. Κάτω από το καπέλο του καπετάνιου διακρίνονταν λίγες γκρίζες τρίχες στα σκούρα μαλλιά του, αλλά τα μάτια του είχαν μια ζωηρή, νεανική λάμψη. Κινούνταν με την άνεση ανθρώπου μαθημένου να περπατά περισσότερο σε καταστρώματα παρά σε γραφεία. Φορούσε πάνινα παπούτσια χωρίς κάλτσες κι ένα ελβετικό ρολόι στον καρπό του. Όταν χαμογέλασε, οι ρυτίδες από τον ήλιο και το χρόνο βάθυναν γύρω από τα μάτια και τα χείλη του. Ο Μπλέικ σηκώθηκε να τον χαιρετήσει κι ένιωσε την αλμύρα της θάλασσας στα ρουθούνια του, άρωμα που ταύτιζε πάντα στο μυαλό του με τον πατέρα του. «Μπι-Σι». Έσφιξαν τα χέρια, το ένα πιο γέρικο και τραχύ από το άλλο, αλλά και τα δύο σταθερά. «Είσαι περαστικός;» «Ναι, πάω για ιστιοπλοΐα στην Ταϊτή». Ο Μπι-Σι χαμογέλασε γοητευτικά, πιάνοντας το μπορ του καπέλου του. «Θέλεις να έρθεις για πλήρωμα;» «Δεν μπορώ. Είμαι κλεισμένος για τις επόμενες δυο βδομάδες». «Δουλεύεις πολύ, αγόρι μου». Σύμφωνα με μια παλιά του συνήθεια, ο Μπι-Σι πήγε στο μπαρ στ’ αριστερά του δωματίου και σέρβιρε στον εαυτό του ένα σκέτο μπέρμπον. Ο Μπλέικ χαμογέλασε, κοιτάζοντας την πλάτη του πατέρα του, που κατέβασε μονορούφι τα τρία δάχτυλα αλκοόλ. Δεν είχε πάει ακόμα μεσημέρι. «Το κληρονόμησα από σένα». Ο Μπι-Σι γέλασε και σέρβιρε και δεύτερο ποτό. Όταν αυτό ήταν

το γραφείο του, φρόντιζε το μπαρ να είναι γεμάτο με το καλύτερο μπέρμπον. Χαιρόταν που ο γιος του είχε διατηρήσει την παράδοση. «Μπορεί, αλλά εγώ έχω μάθει και να διασκεδάζω εξίσου πολύ». «Εσύ έκανες το χρέος σου, Μπι-Σι». «Ναι». Ο Μπι-Σι είχε δουλέψει είκοσι πέντε χρόνια επί δέκα ώρες την ημέρα. Ξενοδοχεία, αεροδρόμια, συνεδριάσεις. «Το ίδιο και ο γέρος μου –το ίδιο κι εσύ», είπε και κοίταξε πάλι το γιο του. Είναι σαν να κοιτάζω στον καθρέφτη είκοσι πέντε χρόνια πριν, σκέφτηκε και χαμογέλασε χωρίς να αναστενάξει. «Σ’ το έχω ξαναπεί, δεν μπορείς να ξοδεύεις όλη τη ζωή σου στα ξενοδοχεία». Αυτή τη φορά απόλαυσε αργά το ουίσκι, το στριφογύρισε στο ποτήρι του. «Θα πάθεις έλκος». «Για την ώρα, την έχω σκαπουλάρει». Ο Μπλέικ κάθισε πάλι, έπλεξε τα χέρια του και παρατήρησε τον πατέρα του. Τον ήξερε πολύ καλά, είχε μαθητεύσει δίπλα του και τον είχε παρακολουθήσει να κλείνει συμφωνίες και να ελίσσεται. Μπορεί να ήταν η Ταϊτή ο προορισμός του, αλλά δεν είχε κάνει στάση στη Φιλαδέλφεια χωρίς λόγο. «Ήρθες για τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου». Ο Μπι-Σι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και στη συνέχεια βρήκε μερικά αλμυρά αμύγδαλα κάτω από το μπαρ. «Πρέπει να κάνω κι εγώ την εμφάνισή μου πότε πότε». Έβαλε δυο αμύγδαλα στο στόμα του και τα μάσησε με βουλιμία. Ευγνωμονούσε το Θεό που ακόμα όλα τα δόντια του ήταν στη θέση τους και η όρασή του οξύτατη. Όταν ένας άντρας διαθέτει αυτά τα δύο και ένα εικοσάμετρο σκαρί, δε χρειάζεται πολύ περισσότερα. «Αν αγοράσουμε την αλυσίδα Χάμιλτον, θ’ αποκτήσουμε είκοσι νέα ξενοδοχεία και θα εντάξουμε πάνω από δύο χιλιάδες ανθρώπους ακόμα στο εργατικό δυναμικό μας. Είναι μεγάλο βήμα». Ο Μπλέικ ύψωσε το ένα του φρύδι. «Υπερβολικά μεγάλο;» Ο Μπι-Σι γέλασε και κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι από το

γραφείο. «Δεν είπα αυτό, δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε κι εσύ το πιστεύεις». «Όχι, δεν το πιστεύω», του απάντησε ο Μπλέικ και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, όταν ο πατέρας του του πρόσφερε αμύγδαλα. «Τα ξενοδοχεία Χάμιλτον είναι μια πολύ καλή αλυσίδα, απλώς αυτή τη στιγμή πάσχουν από κακή διαχείριση. Και μόνο τα κτίρια αξίζουν τα λεφτά που ζητούν». Έριξε στον πατέρα του ένα βλέμμα όλο νόημα. «Θα μπορούσες να ρίξεις μια ματιά στο Χάμιλτον της Ταϊτής όσο θα βρίσκεσαι εκεί». Ο Μπι-Σι χαμογέλασε και βολεύτηκε στην καρέκλα. Ο γιος του είχε μυαλό ξυράφι, σκέφτηκε χαρούμενος. Αλλά και αυτό το είχε κληρονομήσει. «Μου πέρασε αυτή η σκέψη από το νου. Τ ώρα που το θυμήθηκα, η μητέρα σου σου στέλνει την αγάπη της». «Τ ι κάνει;» «Είναι χωμένη μέχρι το λαιμό στην προσπάθεια να σώσει ένα ακόμα παλιό μνημείο που κοντεύει να καταρρεύσει». Το χαμόγελο του Μπι-Σι έγινε πιο πλατύ. «Έχει ν’ ασχολείται με κάτι. Θα έρθει να με συναντήσει στο νησί την ερχόμενη βδομάδα». Μασούλησε ένα ακόμα αμύγδαλο. Χαιρόταν που θα περνούσε λίγες μέρες μόνος με τη γυναίκα του σ’ ένα τροπικό νησί. «Δε μου λες, Μπλέικ, σε τι φάση βρίσκεται η σεξουαλική σου ζωή;» Ο Μπλέικ ήξερε καλά τον πατέρα του για να ενοχληθεί από την ερώτησή του. Έγειρε το κεφάλι του. «Σε πολύ ικανοποιητική, ευχαριστώ». Ο Μπι-Σι γέλασε κοφτά και ήπιε το υπόλοιπο ουίσκι. «Το “ ικανοποιητική” είναι σκέτη προσβολή στο όνομα Κόκραν. Εμείς κάνουμε τα πάντα στον υπερθετικό». Ο Μπλέικ έβγαλε ένα τσιγάρο. «Ναι, έχω ακούσει τις ιστορίες». «Και είναι όλες αλήθεια», του απάντησε ο πατέρας του, κουνώντας το άδειο ποτήρι του. «Μια μέρα θα πρέπει να σου πω για

εκείνη τη χορεύτρια στην Μπανγκόκ το ’39. Στο μεταξύ, άκουσα ότι σκοπεύεις να κάνεις ανακαίνιση στο ξενοδοχείο εδώ, στη Φιλαδέλφεια». «Στο εστιατόριο». Ο Μπλέικ κούνησε το κεφάλι του και στο μυαλό του ήρθε η Σάμερ. «Δείχνει... συναρπαστική προοπτική». Ο Μπι-Σι έπιασε την αλλαγή στον τόνο του και άρχισε να τον πιέζει μαλακά. «Δεν μπορώ να διαφωνήσω ότι το μέρος χρειάζεται μια καινούρια λάμψη. Έτσι προσέλαβες ένα Γάλλο σεφ να επιβλέψει τη δουλειά». «Γαλλίδα κατά το ήμισυ». «Μια γυναίκα;» «Ακριβώς». Ο Μπλέικ φύσηξε τον καπνό του, ξέροντας πολύ καλά πού το πήγαινε ο πατέρας του. Ο Μπι-Σι τέντωσε τα πόδια του. «Ξέρει τη δουλειά της, σωστά;» «Διαφορετικά δε θα την προσλάμβανα». «Νέα;» Ο Μπλέικ τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του κι έπνιξε το χαμόγελό του. «Αρκετά, υποθέτω». «Γοητευτική;» «Εξαρτάται από το τι εννοείς λέγοντας γοητευτική –εγώ δε θα την έλεγα γοητευτική». Πολύ γλυκανάλατος χαρακτηρισμός, σκέφτηκε ο Μπλέικ, πάρα πολύ γλυκανάλατος. Εξωτική, συναρπαστική, αυτοί οι χαρακτηρισμοί τής ταίριαζαν περισσότερο. «Μπορώ να σου πω ότι είναι αφοσιωμένη στη δουλειά της, φιλόδοξη, τελειομανής και ότι τα εκλέρ της...» Οι σκέψεις του πέταξαν σ’ εκείνο το μεθυστικό ιντερλούδιο. «Τα εκλέρ της είναι μια εμπειρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς». «Τα εκλέρ της», επανέλαβε ο Μπι-Σι. «Είναι φανταστικά». Ο Μπλέικ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Ναι, φανταστικά», είπε και συγκράτησε το χαμόγελό του όταν

άκουσε το εσωτερικό τηλέφωνο να χτυπά πάλι. «Είναι εδώ η μις Λίντον, κύριε Κόκραν». Δευτέρα πρωί, σκέφτηκε εκείνος. Στη δουλειά ως συνήθως. «Πες της να περάσει». «Λίντον». Ο Μπι-Σι άφησε το ποτήρι του. «Αυτή είναι η μαγείρισσα, σωστά;» «Η σεφ», τον διόρθωσε ο Μπλέικ. «Δεν είμαι σίγουρος ότι θα σου απαντούσε αν την αποκαλούσες μαγείρισσα». Ακούστηκε ένα κοφτό χτύπημα και μπήκε η Σάμερ. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα λεπτό, δερμάτινο ντοσιέ. Είχε πιάσει κοτσίδα τα μαλλιά της και οι χρυσαφένιες ανταύγειες τους έρχονταν σε αντίθεση με το καστανό χρώμα τους. Φορούσε ένα κουστούμι Σανέλ στο βαθύ χρώμα του δαμάσκηνου, σε απλή και κομψή γραμμή, και μια μεταξωτή μπλούζα με ψηλό γιακά που πλαισίωνε το πρόσωπό της. Το αυστηρά επαγγελματικό ντύσιμό της έκανε τον Μπλέικ να φανταστεί τι θα μπορούσε να φοράει από κάτω –κάτι μικροσκοπικό, μεταξωτό και σέξι, στο ίδιο χρώμα με το δέρμα της. «Μπλέικ». Η Σάμερ άπλωσε το χέρι της, προσπαθώντας ν’ ακολουθήσει τη λίστα με τις προτεραιότητες που είχε συντάξει για τον εαυτό της. Η συμπεριφορά της θα ήταν απρόσωπη, επαγγελματική και τυπική. Δε θα σκεφτόταν πώς ένιωθε όταν το στόμα του άγγιζε το δικό της. «Σου έφερα τη λίστα με τον εξοπλισμό που πρέπει ν’ αντικατασταθεί και τις προτάσεις που κουβεντιάσαμε». «Ωραία», της απάντησε εκείνος και την είδε να στρέφει το κεφάλι της όταν ο Μπι-Σι σηκώθηκε από την καρέκλα του. Πρόσεξε τον τρόπο που άστραψαν τα μάτια του πατέρα του, όπως συνέβαινε πάντα όταν βρισκόταν μπροστά σε μια ωραία γυναίκα. «Σάμερ Λίντον, ο Μπλέικ Κόκραν ο Δεύτερος. Μπι-Σι, η μις Λίντον θ’ αναλάβει την κουζίνα του Κόκραν εδώ, στη Φιλαδέλφεια». «Κύριε Κόκραν». Η Σάμερ βρέθηκε με το χέρι της παγιδευμένο

μέσα σε μια μεγάλη παλάμη γεμάτη κάλους. Συνειδητοποίησε ξαφνιασμένη ότι σε τριάντα χρόνια ο Μπλέικ θα έδειχνε ακριβώς σαν αυτό τον άντρα. Αρχοντικός, με τις ρυτίδες του κι εκείνο το διαχρονικό λούστρο. Ο Μπι-Σι της χαμογέλασε και κατάλαβε πως, και σε τρεις δεκαετίες από τώρα, ο Μπλέικ θα ήταν εξίσου επικίνδυνα γοητευτικός. «Μπι-Σι», τη διόρθωσε εκείνος κι έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Καλώς όρισες στην οικογένεια». Η Σάμερ έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον Μπλέικ. «Στην οικογένεια;» «Στη μεγάλη οικογένεια των Κόκραν Χάουζ». Ο Μπι-Σι της έδειξε την καρέκλα από την οποία είχε σηκωθεί. «Παρακαλώ, κάθισε. Να σου βάλω ένα ποτό;» «Ευχαριστώ. Ίσως ένα Περιέ». Η Σάμερ τον παρακολούθησε να διασχίζει το δωμάτιο, κάθισε και ακούμπησε το χαρτοφύλακα στα γόνατά της. «Νομίζω ότι γνωρίζεστε με τη μητέρα μου, τη Μονίκ Ντιμπουά». Ο Μπι-Σι έμεινε κόκαλο. Γύρισε, κρατώντας στο ένα χέρι το μπουκάλι με το Περιέ και στο άλλο ένα άδειο ποτήρι. «Τη Μονίκ; Είσαι η κόρη της Μονίκ; Θα με πάρει και θα με σηκώσει». Κυριολεκτικά, σκέφτηκε ο Μπι-Σι. Χρόνια πριν –μπορεί και είκοσι–, σε μια δύσκολη περίοδο του γάμου του, είχε μια σύντομη αλλά καυτή περιπέτεια με μια Γαλλίδα ηθοποιό. Οι δυο τους είχαν χωρίσει σαν φίλοι κι εκείνος είχε συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του. Όμως οι δυο βδομάδες που είχε περάσει με τη Μονίκ του είχαν μείνει αλησμόνητες. Τ ώρα, βρισκόταν στο γραφείο του γιου του και σέρβιρε Περιέ στην κόρη της. Η μοίρα, σκέφτηκε ειρωνικά, είναι μεγάλη πόρνη... Η Σάμερ είχε μια υποψία ότι η μητέρα της και ο Μπι-Σι είχαν υπάρξει εραστές, αλλά τώρα πλέον ήταν βέβαιη. Καθώς σταύρωνε τα

πόδια της, έκανε κι αυτή την ίδια σκέψη για τη μοίρα. Βάδιζε και η ίδια στα χνάρια της μητέρας της; Α, όχι, δεν ήταν το ίδιο. Ο Μπι-Σι συνέχιζε να την κοιτάζει. Για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινε απόλυτα, αποφάσισε να τον διευκολύνει. «Η μητέρα μου είναι πιστή πελάτισσα των Κόκραν Χάουζ. Δε μένει πουθενά αλλού. Το ανέφερα και στον Μπλέικ ότι μια φορά είχαμε δειπνήσει με τον πατέρα σας. Ήταν πολύ ευγενικός». «Ναι, είναι –όταν τον βολεύει», της απάντησε ο Μπι-Σι ανακουφισμένος. Ξέρει, σκέφτηκε, στρέφοντας το βλέμμα του στον Μπλέικ, και πρόσεξε αμέσως το συνοφρύωμα του γιου του. Θα το μάθει κι αυτός αν δεν προσέξω. Και τότε, θα βρεθώ στα βαθιά. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια, αλλά μπορώ ακόμα να πνιγώ. Η γυναίκα του ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, η καλύτερη φίλη του, αλλά είκοσι χρόνια δεν είναι αρκετά για να σε απαλλάξουν από μια απιστία. «Ώστε αποφάσισες να μην ακολουθήσεις τα βήματα της μητέρας σου, αλλά να γίνεις σεφ», είπε κι έδωσε το Περιέ στη Σάμερ. «Είμαι σίγουρη ότι ο Μπλέικ θα συμφωνήσει ότι το ν’ ακολουθήσεις τα βήματα του γονιού σου είναι συχνά επικίνδυνο». Ο Μπλέικ κατάλαβε από ένστικτο ότι εκείνη τη στιγμή η Σάμερ δε μιλούσε για τη δουλειά. Την είδε ν’ ανταλλάσσει ένα βλέμμα με τον πατέρα του που δεν κατάλαβε. «Εξαρτάται από το πού οδηγεί το μονοπάτι», είπε. «Στην περίπτωσή μου, προτιμώ να το αντιμετωπίζω σαν πρόκληση». «Ο Μπλέικ έχει μοιάσει στον παππού του», είπε ο Μπι-Σι. «Έχει τετράγωνη λογική». «Ναι», μουρμούρισε η Σάμερ. «Το έχω διαπιστώσει στην πράξη». «Προφανώς η επιλογή σου ήταν σωστή», συνέχισε ο Μπι-Σι. «Ο Μπλέικ μου μίλησε για τα εκλέρ σου». Η Σάμερ γύρισε αργά το κεφάλι της και κοίταξε τον Μπλέικ,

νιώθοντας τους μυς στους μηρούς και στο στομάχι της να σφίγγονται από την ανάμνηση. Η φωνή της παρέμεινε ήρεμη και άνετη. «Αλήθεια; Στην πραγματικότητα, η σπεσιαλιτέ μου είναι η μπόμπα». Ο Μπλέικ αντιμετώπισε θαρρετά το βλέμμα της. «Κρίμα που δεν είχες μία έτοιμη τις προάλλες». Ο Μπι-Σι αισθάνθηκε τις δονήσεις στην ατμόσφαιρα και ένιωσε σαν ο τρίτος τροχός της αμάξης. «Ε, λοιπόν, θ’ αφήσω εσάς τους δυο να συνεχίσετε τη δουλειά σας. Θέλω να κουβεντιάσω με κάποιους ανθρώπους πριν από τη συνεδρίαση. Χάρηκα που σε γνώρισα, Σάμερ». Πήρε πάλι το χέρι της και το κράτησε, κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Σε παρακαλώ, δώσε τους χαιρετισμούς μου στη μητέρα σου». Η Σάμερ πρόσεξε πως τα μάτια του είχαν το ίδιο χρώμα, το ίδιο σχήμα και την ίδια γοητεία με του Μπλέικ. Χαμογέλασε. «Θα τους δώσω». «Μπλέικ, θα σε δω το απόγευμα». Εκείνος κάτι μουρμούρισε, κοιτάζοντας τη Σάμερ κι όχι τον πατέρα του. Περίμενε να κλείσει η πόρτα και μετά μίλησε. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι εσείς οι δυο ανταλλάξατε μηνύματα μπροστά στα μάτια μου;» «Δεν έχω ιδέα», του απάντησε αβίαστα η Σάμερ και πήρε το χαρτοφύλακα. «Αν έχεις χρόνο, θα ήθελα να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτά τα χαρτιά τώρα που είμαι κι εγώ εδώ». Άνοιξε το φερμουάρ του χαρτοφύλακα και τα έβγαλε. «Έτσι, αν έχεις καμιά απορία ή διαφωνείς με κάτι, μπορούμε να το κουβεντιάσουμε αμέσως, προτού ξεκινήσω τη δουλειά κάτω». «Εντάξει». Ο Μπλέικ πήρε την πρώτη σελίδα, αλλά συνέχισε να κοιτάζει εκείνη. «Υποτίθεται ότι αυτό το κουστούμι θα με κρατήσει σε απόσταση;» Η Σάμερ του έριξε ένα υπεροπτικό βλέμμα. «Δεν έχω ιδέα για τι

πράγμα μιλάς». «Ναι, έχεις. Και κάποια άλλη φορά θα ήθελα να σ’ το βγάλω αργά, κομμάτι κομμάτι. Για την ώρα όμως, θα παίξουμε με τους δικούς σου όρους». Χωρίς άλλη λέξη, χαμήλωσε το βλέμμα του και άρχισε να διαβάζει τη σελίδα που κρατούσε στα χέρια του. «Ξιπασμένο γουρούνι», μουρμούρισε ευδιάκριτα η Σάμερ, αλλά όταν εκείνος δεν καταδέχτηκε καν να σηκώσει το βλέμμα του από το χαρτί, σταύρωσε τα μπράτσα της στο στήθος. Ήθελε ένα τσιγάρο για ν’ απασχολήσει με κάποιο τρόπο τα χέρια της, αλλά αρνήθηκε στον εαυτό της αυτή την πολυτέλεια. Θα καθόταν εκεί σαν βράχος και όταν θα ερχόταν η ώρα, θα πάλευε με νύχια και με δόντια για τις αλλαγές που ήθελε να κάνει. Στο συγκεκριμένο τομέα είχε αυτή τον απόλυτο έλεγχο. Ήθελε να τον μισήσει που είχε μαντέψει ότι το κομψό, συντηρητικό κουστούμι ήταν ένα μέσο για να καθορίσει το είδος της σχέσης τους. Ταυτόχρονα ένιωσε να τον σέβεται που ήταν αρκετά διορατικός ώστε να προσέχει και τις μικρές λεπτομέρειες. Ήθελε να τον μισήσει επειδή ένα βλέμμα, ένας λόγος του έφτανε για να ξυπνήσει τον πόθο μέσα της. Αλλά ήταν αδύνατο τη στιγμή που είχε περάσει το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο από τη μια να εύχεται να μην τον είχε γνωρίσει ποτέ και από την άλλη παρακαλώντας να γυρίσει κοντά της ώστε να ξαναζήσει εκείνη τη συγκίνηση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα πρόβλημα, δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Και ήξερε πως, για να λύσεις ένα πρόβλημα, πρέπει να προχωρήσεις βήμα βήμα. Το πρώτο βήμα λοιπόν ήταν η κουζίνα, η δική της κουζίνα. «Δύο καινούριοι φούρνοι γκαζιού», μουρμούρισε ο Μπλέικ, ρίχνοντας μια ματιά στα χαρτιά. «Ένας ηλεκτρικός φούρνος και δύο ακόμα στόφες από το κάθε είδος». Χωρίς να χαμηλώσει το χαρτί, την κοίταξε πάνω από την κορυφή της σελίδας. «Νομίζω ότι σου εξήγησα την ανάγκη ύπαρξης τόσο των

ηλεκτρικών φούρνων όσο και των φούρνων γκαζιού. Πρώτον, οι δικοί σου είναι αντίκες. Δεύτερον, σε ένα εστιατόριο αυτού του μεγέθους οι δύο φούρνοι γκαζιού είναι απαραίτητοι». «Προσδιορίζεις τις μάρκες». «Ασφαλώς, έχω άποψη για τις συσκευές που θέλω να χρησιμοποιώ». Ο Μπλέικ ύψωσε το ένα φρύδι του, γνωρίζοντας ότι οι προμηθευτές τους θα γκρίνιαζαν. «Και θέλεις ν’ αντικαταστήσεις όλα τα μαγειρικά σκεύη με καινούρια». «Οπωσδήποτε». «Ίσως θα έπρεπε να οργανώσουμε ένα παζάρι στην πίσω αυλή του ξενοδοχείου», μουρμούρισε ο Μπλέικ και έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο χαρτί. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν το σοτουάρ ή γιατί η Σάμερ χρειαζόταν τρία. «Και αυτό το συγκεκριμένο επαγγελματικό μίξερ;» «Είναι απαραίτητο. Αυτό που έχετε κάνει ικανοποιητική δουλειά, αλλά εμένα δε με καλύπτει». Ο Μπλέικ έπνιξε το γέλιο του καθώς θυμήθηκε τη γνώμη του πατέρα του για το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό σε συνάρτηση με την ερωτική του ζωή. «Έγραψες τόσα πολλά είδη στα γαλλικά απλώς και μόνο για να με μπερδέψεις;» «Τα έγραψα στα γαλλικά», τον αντέκρουσε η Σάμερ, «γιατί στα γαλλικά είναι η σωστή ορολογία». Ο Μπλέικ έβγαλε έναν απροσδιόριστο ήχο από το στόμα του και πέρασε στη δεύτερη σελίδα. «Όπως και να έχει το πράγμα, δεν έχω καμιά διάθεση να κάτσω να ψειρίσω τον εξοπλισμό της κουζίνας ούτε στα γαλλικά ούτε στα αγγλικά». «Ωραία. Γιατί κι εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να δουλέψω παρά μόνο με τον καλύτερο». Η Σάμερ του χαμογέλασε και έγειρε πίσω. Είχε κερδίσει τον πρώτο πόντο.

Ο Μπλέικ έριξε μια ματιά στη δεύτερη σελίδα και προχώρησε στην τρίτη. «Σκοπεύεις να ξηλώσεις τους πάγκους που υπάρχουν, να εντοιχίσεις τις καινούριες συσκευές, να δημιουργήσεις μια εστία στο κέντρο και μια άλλη επιφάνεια πάγκων που να φτάνει τα τρία μέτρα». «Είναι πιο λειτουργικό», του απάντησε απλά η Σάμερ. «Και χρονοβόρο». «Βιάζεσαι; Εμένα προσέλαβες, Μπλέικ, όχι τον σεφ Μινίτ», τον αντέκρουσε και το χαμόγελό του την έκανε να στενέψει τα μάτια της. «Αποστολή μου είναι να οργανώσω την κουζίνα σου, πράγμα που σημαίνει να την κάνω όσο πιο λειτουργική και δημιουργική μπορώ. Μόλις τελειώσω με αυτό το σκέλος, θα καταπιαστώ με τη βελτίωση του μενού». «Και αυτά...» Ο Μπλέικ ξεφύλλισε τις πέντε δακτυλογραφημένες σελίδες. «...είναι όλα απαραίτητα για το αποτέλεσμα που θέλεις;» «Στη δουλειά μου δεν ασχολούμαι ποτέ με κάτι που δεν είναι απαραίτητο. Αν δε συμφωνείς», του είπε και σηκώθηκε, «μπορούμε να βάλουμε ένα τέλος στη συνεργασία μας και να προσλάβεις τον Λα Πουάντ. Έτσι, θ’ αποκτήσεις μια πομπώδη, υπερτιμημένη και δεύτερης κατηγορίας κουζίνα, που θα σερβίρει πομπώδη, υπερτιμημένα και δεύτερης κατηγορίας γεύματα». «Πρέπει να γνωρίσω αυτόν τον Λα Πουάντ», μουρμούρισε ο Μπλέικ και σηκώθηκε κι αυτός. «Θα έχεις αυτά που θέλεις, Σάμερ», της είπε και όταν είδε το χαμόγελο ικανοποίησης που χαράχτηκε στα χείλη της, μισόκλεισε τα μάτια του. «Και το καλό που σου θέλω, να τηρήσεις το λόγο σου και να κάνεις όσα υποσχέθηκες». Τα μάτια της άστραψαν, τονίζοντας τους χρυσαφένιους κύκλους γύρω από τις ίριδές της. Ο Μπλέικ το πρόσεξε και ο πόθος του φούντωσε. «Σου έδωσα το λόγο μου. Το μικρομεσαίο εστιατόριό σου με τις μέτριες μπριζόλες και τα λαπαδιασμένα γλυκά μέσα σε έξι μήνες θα

σερβίρει τα καλύτερα πιάτα υψηλής μαγειρικής». «Διαφορετικά;» Ώστε ήθελε εγγύηση, σκέφτηκε η Σάμερ, ξεφυσώντας. «Διαφορετικά θα προσφέρω τις υπηρεσίες μου για την υπόλοιπη περίοδο μέχρι τη λήξη του συμβολαίου μου δωρεάν. Σε ικανοποιεί αυτό;» «Απόλυτα». Ο Μπλέικ της άπλωσε το χέρι του. «Όπως σου είπα, θα έχεις όσα ακριβώς ζήτησες, μέχρι το τελευταίο χτυπητήρι για τ’ αβγά». «Είναι χαρά να δουλεύει κανείς μαζί σου, Μπλέικ». Η Σάμερ επιχείρησε να τραβήξει το χέρι της, αλλά εκείνος συνέχισε να της το κρατά σφιχτά. «Μπορεί εσύ να μην έχεις δουλειά», άρχισε να του λέει, «αλλά εγώ έχω μπόλικη. Γι’ αυτό, με συγχωρείς...» «Θέλω να σε δω». Η Σάμερ κράτησε το χέρι της χαλαρό μέσα στο δικό του αντί ν’ αρχίσει μια μάχη που κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε. «Με είδες». «Απόψε». «Λυπάμαι». Η Σάμερ χαμογέλασε πάλι, αλλά δεν ήθελε πολύ για να του δείξει τα δόντια της. «Έχω ραντεβού». Τα δάχτυλά του έσφιξαν αυτόματα τα δικά της, πράγμα που την έκανε να νιώσει μια διεστραμμένη ικανοποίηση. «Εντάξει, πότε;» τη ρώτησε. «Θα είμαι στην κουζίνα κάθε μέρα, αλλά και μερικά απογεύματα για να επιβλέπω την ανακαίνιση. Δεν έχεις παρά να πάρεις το ασανσέρ και να κατέβεις». Ο Μπλέικ την τράβηξε πιο κοντά του και, μολονότι υπήρχε το γραφείο ανάμεσά τους, η Σάμερ ένιωσε το πάτωμα κάτω από τα πόδια της λιγότερο σταθερό. «Θέλω να σε δω μόνη», της είπε ήρεμα, έφερε το χέρι της στα χείλη του και φίλησε ένα ένα τα δάχτυλά της. «Μακριά από δω, εκτός ωραρίου».

Αν ο Μπλέικ Κόκραν ο Δεύτερος ήταν στα νιάτα του σαν τον Μπλέικ Κόκραν τον Τ ρίτο, τότε η Σάμερ καταλάβαινε γιατί η μητέρα της είχε μπλέξει τόσο γρήγορα και τόσο παθιασμένα μαζί του. Η λαχτάρα και ο πειρασμός υπήρχαν, αλλά η Σάμερ δεν ήταν η Μονίκ. Και στην προκειμένη περίπτωση, ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει να επαναληφθεί η ιστορία. «Σου εξήγησα γιατί αυτό δε γίνεται. Δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι». «Ο σφυγμός σου χτυπά σαν τρελός», της είπε ο Μπλέικ, σέρνοντας το δάχτυλό του στον καρπό της. «Συμβαίνει αυτό όταν ταράζομαι». «Ή διεγείρεσαι». Η Σάμερ έγειρε το κεφάλι της και του έστειλε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Θα το διασκέδαζες και με τον Λα Πουάντ μ’ αυτό τον τρόπο;» Ο Μπλέικ ένιωσε το θυμό του να φουντώνει, αλλά τον έπνιξε, γιατί ήξερε πως αυτός ήταν ο στόχος της. «Αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει αν είσαι σεφ, υδραυλικός ή νευροχειρουργός. Αυτή τη στιγμή», επανέλαβε, «το μόνο που με νοιάζει είναι ότι είσαι μια γυναίκα που επιθυμώ πάρα πολύ». Η Σάμερ ήθελε να καταπιεί, γιατί ξαφνικά ένιωσε ξερό το λαιμό της, αλλά έπνιξε την ανάγκη. «Αυτή τη στιγμή είμαι μία σεφ κι έχω μια συγκεκριμένη δουλειά να κάνω. Και σου ζητάω για μια ακόμη φορά να με συγχωρέσεις, γιατί πρέπει να φύγω ώστε να μπορέσω να την αρχίσω». Αυτή τη φορά, σκέφτηκε ο Μπλέικ καθώς άφηνε το χέρι της. Αλλά, μα το Θεό, αυτή η φορά θα ήταν και η τελευταία. «Αργά ή γρήγορα, Σάμερ». «Μπορεί και ναι», συμφώνησε εκείνη, παίρνοντας το δερμάτινο χαρτοφύλακά της. «Μπορεί και όχι», συνέχισε κι έκλεισε με μια κίνηση το φερμουάρ. «Καλή σου μέρα, Μπλέικ», κατέληξε,

προχώρησε μέχρι την πόρτα και βγήκε, κι ας ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν. Η Σάμερ διέσχισε ήρεμα τον προθάλαμο με την παχιά μοκέτα, προσπέρασε τα γραφεία όπου κάθονταν οι γραμματείς και βγήκε στη ρεσεψιόν. Όταν μπήκε στο ασανσέρ, έγειρε πάνω στον τοίχο και άφησε την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα να βγει αργά. Πάτησε το κουμπί για να κατέβει, νιώθοντας τα νεύρα της τεντωμένα. Πάει, τέλειωσε, είπε στον εαυτό της. Τον είχε αντιμετωπίσει στο γραφείο του και είχε κερδίσει όλους τους πόντους εκείνη. Αργά ή γρήγορα, Σάμερ. Άφησε πάλι την ανάσα της να βγει αργά. Σχεδόν όλους τους πόντους, διόρθωσε τον εαυτό της. Το σημαντικό τώρα ήταν να συγκεντρωθεί στην κουζίνα της και να φροντίσει να είναι διαρκώς απασχολημένη. Δε θα βοηθούσε σε τίποτε να κάθεται και να σκέφτεται τον Μπλέικ όπως είχε κάνει το Σαββατοκύριακο. Όταν τα νεύρα της ηρέμησαν κάπως, η Σάμερ απομακρύνθηκε από τον τοίχο. Τα είχε καταφέρει μια χαρά, είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της και είχε φύγει. Γενικά το πρωινό της ήταν πολύ πετυχημένο. Πίεσε το χέρι της στο στομάχι της, που εξακολουθούσε να είναι σφιγμένο. Να πάρει η οργή, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά αν δεν τον ήθελε τόσο πολύ. Όταν οι πόρτες άνοιξαν, βγήκε από το ασανσέρ και προχώρησε προς την κουζίνα. Μέσα στον πανικό που επικρατούσε καθώς πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού, κανείς δεν την πρόσεξε. Η Σάμερ εκτίμησε τη φασαρία που βασίλευε εκεί μέσα. Κατά τη γνώμη της, ήσυχη κουζίνα σημαίνει έλλειψη επικοινωνίας. Άρα και έλλειψη συνεργασίας. Για μια στιγμή στάθηκε απλά στην πόρτα να παρακολουθήσει. Της άρεσαν οι μυρωδιές στην ατμόσφαιρα. Ένα μείγμα από τα φαγητά που ετοιμάζονταν για το μεσημεριανό με αυτά που είχαν

μείνει από το πρόγευμα. Μπέικον, λουκάνικα και καφές από τη μια, ψητό κοτόπουλο, κρέας στη σχάρα και φρεσκοψημένα κεκάκια από την άλλη. Μισόκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε τη μορφή που θα έπαιρνε σύντομα αυτός ο χώρος. Σύμφωνα με τις δικές της επιθυμίες. Θα γινόταν καλύτερος, αποφάσισε, κουνώντας το κεφάλι της. «Μις Λίντον». Αφηρημένη, κοίταξε συνοφρυωμένη το μεγαλόσωμο άντρα με την ποδιά και το σκούφο. «Ναι;» «Είμαι ο Μαξ», της είπε εκείνος κοφτά και φούσκωσε το στήθος του. «Ο επικεφαλής σεφ». Εδώ έχουμε πρόβλημα θιγμένου εγωισμού, σκέφτηκε η Σάμερ και του άπλωσε το χέρι. «Τ ι κάνεις, Μαξ; Δε σε πέτυχα όταν πέρασα την περασμένη βδομάδα». «Ο κύριος Κόκραν μου έδωσε την εντολή να συνεργαστώ απόλυτα μαζί σας κατά τη διάρκεια αυτής της... μεταβατικής περιόδου». Θαύμα, σκέφτηκε εκείνη και βόγκηξε σιωπηλά. Η δυσαρέσκεια μέσα σε μια κουζίνα μοιάζει με το καθισμένο σουφλέ –δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να την αντιμετωπίσεις. Αν την είχαν αφήσει να χειριστεί το όλο θέμα μόνη της, μπορεί και να μην είχε πληγωθεί ο εγωισμός του, αλλά το κακό τώρα είχε γίνει. Κράτησε, λοιπόν, μια νοερή σημείωση να πει στον Μπλέικ την άποψή της για το τακτ και τη διπλωματία του. «Ε, λοιπόν, Μαξ, θα ήθελα να κουβεντιάσουμε μαζί τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχω προτείνει, τη στιγμή που εσύ γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα τη ρουτίνα που επικρατεί εδώ μέσα». «Διαρθρωτικές αλλαγές;» επανέλαβε εκείνος και το στρογγυλό πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. Το μουστάκι πάνω από τα χείλη του άρχισε να τρέμει, αφήνοντας να φανεί το χρυσό δόντι του από κάτω. «Στην κουζίνα μου;»

Στην κουζίνα μου, τον διόρθωσε νοερά η Σάμερ, αλλά χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρη ότι θα χαρείς με τις βελτιώσεις... και το νέο εξοπλισμό. Θα πρέπει να είναι απογοητευτικό εσύ να προσπαθείς να φτιάξεις κάτι μοναδικό, αλλά οι συσκευές που έχεις στη διάθεσή σου να είναι απαρχαιωμένες». «Αυτός ο φούρνος», της είπε και τον έδειξε με μια δραματική κίνηση, «αυτή η στόφα –και οι δυο συσκευές βρίσκονται εδώ από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω στο Κόκραν. Κανένας και τίποτε εδώ μέσα δεν είναι απαρχαιωμένο». Ως εδώ ήταν η συνεργασία, σκέφτηκε η Σάμερ με σαρκασμό. Αν, λοιπόν, ήταν πολύ αργά για μια φιλική αλλαγή σκυτάλης στην εξουσία, ήταν καιρός να περάσει στην επίθεση. «Θα παραλάβουμε τρεις καινούριους φούρνους», άρχισε να λέει κοφτά. «Δύο γκαζιού και έναν ηλεκτρικό. Τον ηλεκτρικό θα τον χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για τα επιδόρπια και τα γλυκά. Αυτός ο πάγκος», συνέχισε προχωρώντας, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της για να δει αν ο Μαξ την ακολουθούσε, «θα φύγει και τα ηλεκτρικά μάτια που παρήγγειλα θα προσαρμοστούν σ’ έναν καινούριο συμπαγή πάγκο. Η ηλεκτρική ψηστιέρα παραμένει. Θα τοποθετηθεί και ένας πάγκος στη μέση του δωματίου ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη επιφάνεια εργασίας, αλλά και για να εκμεταλλευτούμε όλο αυτόν το χώρο που τώρα μένει στην ουσία άχρηστος». «Δεν υπάρχει άχρηστος χώρος στην κουζίνα μου». Η Σάμερ γύρισε και τον κοίταξε με το πιο υπεροπτικό της χαμόγελο. «Δε θα καθίσω να το κουβεντιάσω αυτό. Η δημιουργικότητα θα είναι η πρώτη προτεραιότητα αυτής της κουζίνας, η αποδοτικότητα η δεύτερη. Οι πελάτες θα περιμένουν από εμάς να συνεχίσουμε να σερβίρουμε ποιοτικά γεύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ανακαίνισης –δύσκολο αλλά όχι αδύνατο, αν προσαρμοστούμε όλοι ανάλογα. Στο μεταξύ, εμείς οι δυο θα

μελετήσουμε το μενού που υπάρχει τώρα ώστε να προσθέσουμε καινούριες, ενδιαφέρουσες γεύσεις για να πάψει να είναι τόσο πεζό». Άκουσε την κοφτή ανάσα του, αλλά συνέχισε προτού προλάβει εκείνος να ξεσπάσει: «Ο κύριος Κόκραν με προσέλαβε για να κάνω αυτό το εστιατόριο το καλύτερο της πόλης. Και αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. Τ ώρα, θα ήθελα να επιθεωρήσω το προσωπικό ενώ ετοιμάζει το μεσημεριανό γεύμα». Η Σάμερ άνοιξε το φερμουάρ του χαρτοφύλακά της κι έβγαλε ένα στυλό κι ένα σημειωματάριο. Χωρίς άλλη λέξη, άρχισε να περιφέρεται ανάμεσα στους πολυάσχολους μαγείρους. Όπως διαπίστωσε ύστερα από λίγο, το προσωπικό ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένο και τακτικό. Μπράβο στον Μαξ. Η καθαριότητα προφανώς αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα. Άλλος ένας πόντος υπέρ του. Στη συνέχεια παρακολούθησε ένα μάγειρα που ξεκοκάλιζε επιδέξια ένα κοτόπουλο. Καθόλου άσχημα, αποφάσισε. Η ψηστιέρα τσιτσίριζε, οι κατσαρόλες άχνιζαν. Σήκωσε ένα καπάκι κι έβγαλε με μια κουτάλα λίγη από τη σούπα της ημέρας. Τη δοκίμασε, κρατώντας τη στη γλώσσα της για λίγο. «Βασιλικό», είπε απλώς και προχώρησε, παρατηρώντας έναν άλλο μάγειρα που έβγαζε τις μηλόπιτες από το φούρνο. Η μυρωδιά τους ήταν έντονη και μεστή. Ωραία, σκέφτηκε, αλλά κάθε έμπειρη γιαγιά μπορεί να το πετύχει αυτό. Εδώ χρειαζόταν κάτι πρωτότυπο. Οι άνθρωποι θα έρχονταν σε τούτο το εστιατόριο για να γευτούν κάτι που δεν μπορούσαν να βρουν στο σπίτι τους. Σαρλότ, Κλαφουτί, φλαμπέ. Οι διαρθρωτικές αλλαγές ήταν καθαρά πρακτικές, αλλά το μενού ήταν κάτι παραγωγικό, πράγμα που είχε μεγάλη σημασία για εκείνη. Όσο επιθεωρούσε το προσωπικό και την κουζίνα, ρουφούσε τις μυρωδιές κι αφομοίωνε τους ήχους, ένιωσε την πρώτη πραγματική συγκίνηση. Θα το έκανε, και θα το έκανε για δική της ικανοποίηση,

αλλά και για ν’ ανταποκριθεί στην πρόκληση του Μπλέικ. Όταν θα τελείωνε, αυτή η κουζίνα θα έφερε τη δική της σφραγίδα. Αυτό που θα έκανε εδώ θα ήταν εντελώς διαφορετικό από το να ταξιδεύει διαρκώς από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο για να φτιάξει ένα και μόνο γλυκό που θα έμενε αλησμόνητο σε όσους το έτρωγαν. Εδώ η δουλειά της θα είχε συνέχεια, σταθερότητα. Σ’ ένα χρόνο από τώρα, σε πέντε χρόνια, η κουζίνα αυτή θα εξακολουθούσε να έχει κάτι από το άγγιγμα, την επίδρασή της. Η σκέψη αυτή την ευχαρίστησε περισσότερο απ’ όσο περίμενε. Ποτέ μέχρι τώρα δεν έψαχνε για τη συνέχεια, αλλά μόνο για τη λάμψη του προσωπικού θριάμβου. Εδώ όμως δε θα δούλευε στα παρασκήνια; Μέχρι τώρα, μπορεί εκείνη να βρισκόταν σε μια κουζίνα στο Μιλάνο ή στην Αθήνα, αλλά οι καλεσμένοι στο σαλόνι ήξεραν ποιος τους ετοίμαζε τη Σαρλότ Ρουαγιάλ. Οι πελάτες όμως δε θα έρχονταν σε τούτο το εστιατόριο για να φάνε ένα γλυκό της Σάμερ Λίντον, αλλά για ν’ απολαύσουν ένα γεύμα στο Ξενοδοχείο Κόκραν. Παίδεψε για λίγο αυτή τη σκέψη στο μυαλό της, αλλά ανακάλυψε πως δεν είχε καμιά σημασία. Το γιατί δεν μπορούσε να το πει ακόμα. Για την ώρα, ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: Τη συγκινούσε ο σχεδιασμός του όλου εγχειρήματος. Σκέψου το αργότερα, συμβούλεψε τον εαυτό της και κράτησε μια τελευταία σημείωση. Είχε μήνες μπροστά της ν’ ανησυχήσει για τις συνέπειες, τους λόγους, τους κρυφούς κινδύνους. Ήθελε να ξεκινήσει, να πέσει με τα μούτρα στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου που για κάποιον περίεργο λόγο θεωρούσε πλέον δικό της. Στερέωσε το χαρτοφύλακα κάτω από τη μασχάλη της και βγήκε. Δεν έβλεπε την ώρα ν’ αρχίσει να δουλεύει τα μενού.

Κεφάλαιο 6 Ρωσικό χαβιάρι Μπελούγκα Μαλασόλ θα σέρβιραν τόσο στο μεσημεριανό όσο και στο δείπνο, αλλά και τη νύχτα μέσω της υπηρεσίας δωματίου. Η Σάμερ κράτησε μια ακόμα σημείωση. Τ ις τελευταίες δυο βδομάδες είχε αλλάξει το προτεινόμενο μενού μια ντουζίνα φορές. Ύστερα από μια άκαρπη προσπάθεια να συνεργαστεί με τον Μαξ, αποφάσισε να το κάνει μόνη της. Ήξερε την ατμόσφαιρα που ήθελε να δημιουργήσει, αλλά και πώς να το πετύχει αυτό μέσω του φαγητού. Για να κερδίσει χρόνο, είχε στήσει ένα μικρό γραφείο σ’ ένα κελάρι δίπλα στην κουζίνα. Από εκεί μπορούσε να επιβλέπει το προσωπικό και την ανακαίνιση, αλλά και να είναι αρκετά απομονωμένη ώστε να μπορεί να δουλεύει το νέο της σχέδιο. Μέχρι τώρα ήταν πολύ απασχολημένη και δεν της ήταν καθόλου δύσκολο ν’ αποφεύγει τον Μπλέικ. Κατά τα φαινόμενα, ήταν κι αυτός πνιγμένος με τις διαπραγματεύσεις μιας σημαντικής συμφωνίας. Την αγορά μιας καινούριας αλυσίδας ξενοδοχείων, αν αλήθευαν οι φήμες. Η Σάμερ έδινε λίγη σημασία σ’ αυτές· είχε επικεντρώσει την προσοχή της σε άλλα θέματα, όπως οι ροδέλες βοδινού με σάλτσα σαμπάνιας. Όσο κρατούσε η ανακαίνιση, το προσωπικό βρισκόταν διαρκώς σε μια κατάσταση που πλησίαζε τα όρια του πανικού. Η Σάμερ το είχε αποδεχτεί. Στις περισσότερες κουζίνες που είχε δουλέψει επικρατούσαν η ένταση και ο τρόμος που μόνο ένας μάγειρας μπορεί να καταλάβει. Ίσως ήταν αυτή η δημιουργική ένταση και ο τρόμος της αποτυχίας που οδηγούσαν σε υπέροχα γεύματα. Συνήθως, άφηνε την επίβλεψη του προσωπικού στον Μαξ.

Παρέμβαινε στη ρουτίνα του όσο γινόταν λιγότερο, ενσωματώνοντας τις αλλαγές που ήθελε σταδιακά. Είχε μάθει τη δύναμη και τη χρησιμότητα της διπλωματίας από τον πατέρα της. Δεν ήξερε αν αυτό είχε μαλακώσει καθόλου τον Μαξ, που παρέμενε ευγενικός αλλά ψυχρός απέναντί της. Η Σάμερ έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της υψώνοντας αδιάφορα τους ώμους της και συγκεντρώθηκε στη λίστα με τα πρώτα πιάτα που θα πρόσφερε η κουζίνα της. Συκώτι γάλακτος Μπερλινουάζ. Εξαιρετικό πρώτο πιάτο, ίσως όχι τόσο δημοφιλές όσο το φιλέτο ή τα παϊδάκια, αλλά εξαιρετικό. Αρκεί να μην έπρεπε να το φάει η ίδια, σκέφτηκε μ’ ένα μορφασμό και το κατέγραψε. Όταν θα τελείωνε με το κρέας και τα πουλερικά, θα καταπιανόταν με τα ψαρικά. Φυσικά, θα έπρεπε να υπάρχει και ένας κρύος μπουφές, διαθέσιμος είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσω της υπηρεσίας δωματίου. Αυτό ήταν κάτι ακόμα που έπρεπε να οργανώσει. Σούπες, ορεκτικά, σαλάτες –όλα αυτά έπρεπε να τα σκεφτεί και να τα καταγράψει προτού προχωρήσει στα γλυκά. Και εκείνη τη στιγμή θα άλλαζε οποιοδήποτε από τα γκουρμέ πιάτα που είχε στη λίστα μπροστά της με ένα ζουμερό τσίζμπεργκερ μέσα σε ψωμάκι ολικής άλεσης και μια σακούλα τηγανητές πατάτες. «Ώστε εδώ κρύβεσαι», είπε ο Μπλέικ, γερμένος στην παραστάδα της πόρτας. Είχε μόλις τελειώσει μια δύσκολη τετράωρη συνεδρίαση και σκόπευε ν’ ανέβει στη σουίτα του, να κάνει ένα ωραίο ντους και ν’ απολαύσει το γεύμα του μόνος του. Αντί γι’ αυτό όμως, είχε κατέβει στην κουζίνα και στη Σάμερ. Του θύμισε την πρώτη φορά που την είχε δει –με τα μαλλιά κάτω και ξυπόλυτη. Στο τραπέζι μπροστά της είχε διάφορα χαρτιά με σημειώσεις κι ένα μισογεμάτο ποτήρι με ξεθυμασμένο αναψυκτικό. Πίσω της υπήρχαν στοίβες κουτιά και σακιά. Το δωμάτιο μύριζε ελαφρά απορρυπαντικά και χαρτόνια. Εκείνη, όμως, είχε τον τρόπο

της να δείχνει ικανή και κύρια της κατάστασης. «Δεν κρύβομαι», τον διόρθωσε. «Δουλεύω». Είναι κουρασμένος, σκέφτηκε. Δείχνει κουρασμένος. Φαινόταν από τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. «Είχες πολλή δουλειά; Έχουμε δυο βδομάδες να σε δούμε εδώ κάτω». «Πάρα πολλή δουλειά». Ο Μπλέικ μπήκε κι άρχισε να σκαλίζει τις σημειώσεις της. «Έχεις πνιγεί στις διαπραγματεύσεις, απ’ ό,τι ακούω». Η Σάμερ έγειρε πίσω, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι την πονούσε η πλάτη της. «Θ’ αγοράσεις την αλυσίδα Χάμιλτον». Εκείνος την κοίταξε, ύψωσε τους ώμους του και στράφηκε πάλι στις σημειώσεις της. «Υπάρχει αυτή η πιθανότητα». «Διακριτικός». Η Σάμερ χαμογέλασε και ευχήθηκε να μην ένιωθε τόσο χαρούμενη που τον ξανάβλεπε. «Ε, λοιπόν, όσο εσύ έπαιζες Μονόπολη, εγώ ρύθμιζα πιο σαρκικά θέματα», του είπε κι όταν εκείνος στράφηκε πάλι προς το μέρος της υψώνοντας το φρύδι του, όπως το περίμενε, την έπιασαν τα γέλια. «Το φαγητό, Μπλέικ, είναι η πιο βασική και προσωπική επιθυμία, κι ας λένε μερικοί το αντίθετο. Για πολλούς, το φαγητό είναι μια ιεροτελεστία και την απολαμβάνουν τρεις φορές τη μέρα. Είναι δουλειά του σεφ να κάνει αυτή την απόλαυση αξέχαστη». «Το λες αυτό εσύ που καταβροχθίζεις το πρόχειρο φαγητό σαν έφηβη». «Όπως είπα», συνέχισε ήρεμα η Σάμερ, «το φαγητό είναι πολύ προσωπική υπόθεση». «Σύμφωνοι». Ο Μπλέικ έριξε άλλη μια ματιά στο δωμάτιο γύρω και στράφηκε πάλι προς το μέρος της. «Σάμερ, δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις στο κελάρι. Μπορώ να σου φτιάξω ένα γραφείο σε μία από τις σουίτες». Η Σάμερ έψαξε μέσα στα χαρτιά της να βρει τη λίστα με τα

πουλερικά. «Με βολεύει εδώ γιατί είναι κοντά στην κουζίνα». «Μα δεν έχει ούτε παράθυρο. Ο χώρος είναι γεμάτος κουτιά». «Έτσι δεν έχω τίποτα να μου αποσπά την προσοχή». Η Σάμερ ύψωσε τους ώμους της. «Αν ήθελα μια σουίτα, θα σ’ την είχα ζητήσει. Για την ώρα, αυτός ο χώρος με βολεύει». Και βρίσκεται αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από σένα, πρόσθεσε σιωπηλά. «Μια και ήρθες εδώ, ίσως θα ήθελες να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτά που κάνω». Ο Μπλέικ πήρε ένα από τα χαρτιά με τα ορεκτικά. «Κοκίγ Σεν Ζακ, Σαλ ιγκάρια Μπουργκινιόν, Πατέ ντε Καμπάν. Είναι πολύ προσωπικό να ρωτήσω αν έχεις δοκιμάσει ποτέ αυτά που προτείνεις;» «Μόνο όταν έχω εμπιστοσύνη στον σεφ. Θα δεις, αν διαβάσεις πιο προσεκτικά τις σημειώσεις μου, ότι θέλω να προσφέρω ένα πιο εξεζητημένο μενού. Βλέπεις, τώρα πια έχει αρχίσει και ο αμερικανικός ουρανίσκος να γίνεται πιο εκλεπτυσμένος». Ο Μπλέικ χαμογέλασε με τον όρο αμερικανικός και τον τρόπο που το είπε, και κάθισε απέναντί της. «Αλήθεια;» «Πρόκειται για μια αργή διαδικασία», του απάντησε ξερά. «Σήμερα μπορείς να βρεις ένα καλό πολυμίξερ σχεδόν σε κάθε κουζίνα. Με αυτό κι ένα καλό βιβλίο μαγειρικής, ακόμα κι εσύ μπορείς να φτιάξεις μια καλούτσικη μους». «Εκπληκτικό». «Άρα», συνέχισε η Σάμερ, χωρίς να του δώσει σημασία, «για να δελεάσεις τον κόσμο να έρθει σ’ ένα εστιατόριο όπου θα πληρώσει αδρά για να φάει, θα πρέπει να του προσφέρεις κάτι εξαιρετικό. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω μπορούν να βρουν ένα πλήρες γεύμα με το ένα δέκατο αυτών που θα πληρώσουν στο Κόκραν Χάουζ». Σταύρωσε τα χέρια της και ακούμπησε το πιγούνι της πάνω τους. «Άρα, θα πρέπει να τους προσφέρεις μια πολύ ξεχωριστή ατμόσφαιρα, ασύγκριτο σέρβις και εκπληκτικό φαγητό». Πήρε το αναψυκτικό της

και ήπιε μια γουλιά. «Προσωπικά θα προτιμούσα να πάρω μια πίτσα και να τη φάω σπίτι μου, αλλά...» Ύψωσε τους ώμους της. Ο Μπλέικ κοίταξε το επόμενο χαρτί. «Επειδή σου αρέσει η πίτσα ή επειδή προτιμάς να τρως μόνη;» «Και τα δύο. Τ ώρα...» «Μένεις μακριά από τα εστιατόρια επειδή περνάς τόσο πολύ χρόνο στις κουζίνες τους ή επειδή απλώς δε σ’ αρέσει να βρίσκεσαι με κόσμο;» Η Σάμερ άνοιξε το στόμα της ν’ απαντήσει, αλλά διαπίστωσε ότι δεν ήξερε την απάντηση. Έπαιξε αμήχανη με το αναψυκτικό της. «Οι ερωτήσεις σου γίνονται όλο και πιο προσωπικές και ξεφεύγουν από το θέμα». «Δε νομίζω. Μου λες ότι θα πρέπει να δελεάσουμε τους ανθρώπους που έχουν αποκτήσει πλέον την ικανότητα να ετοιμάζουν οι ίδιοι πιάτα που πρώτα αποτελούσαν αποκλειστικότητα των ειδικών, αλλά και μια διαφορετική κατηγορία, που θα προτιμούσε ένα γρήγορο και λιγότερο ακριβό γεύμα σ’ ένα εστιατόριο στην επόμενη γωνία. Εσύ, λόγω του επαγγέλματος, αλλά και των γευστικών σου προτιμήσεων, εμπίπτεις και στις δύο κατηγορίες. Τ ι θα έπρεπε να προσφέρει ένα εστιατόριο για να σε δελεάσει να το επισκεφθείς όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές;» Λογική ερώτηση. Η Σάμερ συνοφρυώθηκε. Μισούσε τις λογικές ερωτήσεις γιατί δε σου άφηναν άλλο περιθώριο από το να τις απαντήσεις. «Ησυχία, απομόνωση», του απάντησε στο τέλος. «Δεν είναι κάτι που μπορείς να πετύχεις εύκολα σ’ ένα εστιατόριο, και φυσικά δεν είναι κάτι που το αποζητούν όλοι. Είναι πολλοί αυτοί που βγαίνουν για φαγητό για να δουν κόσμο και για να τους δουν οι άλλοι. Υπάρχουν όμως και μερικοί, σαν κι εμένα, που προτιμούν έστω μια ψευδαίσθηση μοναξιάς. Για να καταφέρεις να προσφέρεις και τα δύο, θα πρέπει να έχεις κάποια τραπέζια τοποθετημένα με

τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται απομονωμένα από τα υπόλοιπα». «Πράγμα που μπορείς να πετύχεις εύκολα με τον κατάλληλο φωτισμό και την έξυπνη τοποθέτηση φυτών». «Οι λέξεις-κλειδιά είναι “ κατάλληλο” και “ έξυπνη”». «Η ησυχία και η απομόνωση είναι τα πρώτα που ζητάς εσύ για να επιλέξεις ένα εστιατόριο». «Δε συνηθίζω να τρώω σ’ εστιατόρια», του απάντησε η Σάμερ, υψώνοντας ανυπόμονα τους ώμους. «Αλλά αν πάω να φάω σ’ ένα εστιατόριο, η ησυχία και η απομόνωση μπαίνουν στην ίδια σειρά με την ατμόσφαιρα, το φαγητό και το σέρβις». «Γιατί;» Η Σάμερ είχε αρχίσει να μαζεύει τα χαρτιά της σε στοίβες πάνω στο γραφείο της. «Αυτή είναι σίγουρα μια προσωπική ερώτηση». «Ναι». Ο Μπλέικ κάλυψε τα χέρια της με το δικό του και τα κράτησε ακίνητα. «Γιατί;» Τον κοίταξε για μια στιγμή, σίγουρη ότι δε θα του απαντούσε. Έπιασε όμως τον εαυτό της να παρασύρεται από το ήρεμο βλέμμα και το τρυφερό άγγιγμά του. «Υποθέτω πως φταίει το ότι έτρωγα πολύ συχνά σ’ εστιατόρια όταν ήμουν παιδί. Υποθέτω ότι και ένας από τους λόγους που ενδιαφέρθηκα για τη μαγειρική ήταν μια άμυνα στην ατελείωτη ιεροτελεστία αυτών των γευμάτων. Η μητέρα μου ήταν –είναι– από τους τύπους που βγαίνουν για να δουν κόσμο και για να τους δουν οι άλλοι. Ο πατέρας μου, πάλι, θεωρούσε το να βγει έξω για φαγητό μέρος της δουλειάς του. Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής των γονιών μου, άρα και της δικής μου, ήταν δημόσιο. Απλά προτιμώ το δικό μου τρόπο». Τ ώρα που την είχε αγγίξει, ο Μπλέικ ήθελε κάτι περισσότερο. Τ ώρα που είχε αρχίσει να τη μαθαίνει, ήθελε να μάθει τα πάντα. Έπρεπε να το φανταστεί ότι θα γινόταν αυτό. Είχε καταφέρει σχεδόν να πείσει τον εαυτό του ότι είχε υπό έλεγχο τα αισθήματά του για τη

Σάμερ. Αλλά τώρα, μέσα σε τούτο το γεμάτο κουτιά κελάρι, με τους ήχους της κουζίνας από δίπλα να φτάνουν στ’ αυτιά τους, την ήθελε τόσο... όχι, περισσότερο από όσο ποτέ». «Δε θα σε θεωρούσα εσωστρεφή ή μονόχνοτη». «Όχι». Η Σάμερ δεν είχε προσέξει καν ότι είχε δέσει τα δάχτυλά της με τα δικά του. Ήταν μια κίνηση που της φάνηκε απόλυτα φυσική και άνετη. «Απλά προτιμώ να κρατώ την προσωπική μου ζωή για τον εαυτό μου». «Κι όμως, στον τομέα σου, είσαι διάσημη». Ο Μπλέικ μετακινήθηκε και το πόδι του άγγιξε κάτω από το τραπέζι το δικό της. Ένιωσε τη θέρμη του και η ανάγκη του γι’ αυτή διπλασιάστηκε. Χωρίς να σκεφτεί, η Σάμερ μετακίνησε το πόδι της ώστε ν’ αγγίξει πάλι το δικό του. Ένιωσε να λιώνει. «Μπορεί. Ή μάλλον θα έπρεπε να πεις ότι τα γλυκά μου είναι διάσημα». Ο Μπλέικ σήκωσε τα ενωμένα χέρια τους και τα κοίταξε. Τα δικά της ήταν πιο ανοιχτόχρωμα, πιο μικρά και πιο λεπτά. Φορούσε ένα οβάλ ζαφείρι με δέσιμο αντίκα που έκανε το χέρι της να φαντάζει ακόμα πιο κομψό. «Αυτό θέλεις;» Η Σάμερ έγλειψε τα χείλη της γιατί, όταν το βλέμμα του καρφώθηκε πάλι επίμονο στο δικό της, τα μάτια του είχαν το ίδιο βαθύ μπλε χρώμα με το ζαφείρι που φορούσε στο δάχτυλό της. «Θέλω να είμαι πετυχημένη. Θέλω να με θεωρούν την καλύτερη σε αυτό που κάνω». «Τ ίποτε περισσότερο;» «Όχι, τίποτε». Γιατί, αναρωτήθηκε με αγωνία, νιώθω ξέπνοη; Τα νεαρά κορίτσια έμεναν ξέπνοα –ή γίνονταν ρομαντικά. Όχι εκείνη. «Και όταν το έχεις πετύχει αυτό;» Ο Μπλέικ σηκώθηκε και τη σήκωσε κι εκείνη χωρίς προσπάθεια. «Τ ι άλλο;» Επειδή τώρα ήταν όρθιοι, η Σάμερ έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι της για να τον κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια. «Μου είναι αρκετό»,

του απάντησε, αλλά καθώς το έλεγε ένιωσε τις πρώτες αμφιβολίες για την αλήθεια των λόγων της. «Κι εσύ;» τον ρώτησε. «Κι εσύ δε γυρεύεις επιτυχία –περισσότερη επιτυχία; Τα καλύτερα ξενοδοχεία, τα καλύτερα εστιατόρια...» «Είμαι επιχειρηματίας». Ο Μπλέικ έκανε αργά το γύρο του τραπεζιού. Τ ώρα δεν τους χώριζε τίποτε. Τα χέρια τους ήταν πάντα ενωμένα. «Έχω ένα επίπεδο το οποίο πρέπει να διατηρήσω ή να το βελτιώσω. Αλλά είμαι και άντρας». Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά της και τ’ άφησε να κυλήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Και έχω στο μυαλό μου και άλλα πράγματα πέρα από τα λογιστικά βιβλία». Ήταν κοντά τώρα. Το κορμί της τρίφτηκε στο δικό του κι ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Η Σάμερ ξέχασε όλους τους κανόνες που είχε ορίσει και για τους δυο τους, σήκωσε το χέρι της και άγγιξε το μάγουλό του. «Τ ι άλλο έχεις στο μυαλό σου;» «Εσένα». Το χέρι του ανέβηκε από τη μέση στην πλάτη της και την τράβηξε πιο κοντά του. «Έχω εσένα στο μυαλό μου και αυτό». Τα χείλη τους άγγιξαν τρυφερά. Τα μάτια τους παρέμειναν ανοιχτά και σε εγρήγορση. Ο σφυγμός και των δύο χτυπούσε πιο γρήγορα και ο πόθος τους φούντωσε. Η Σάμερ βρισκόταν στην αγκαλιά του και ένιωθε ξαναμμένη, πεινασμένη. Όλες οι ώρες των τελευταίων δύο βδομάδων, όλη η δουλειά, τα σχέδια, οι κανόνες έσβησαν κάτω από τη φλόγα του πάθους. Ένιωσε την ανυπομονησία του να ταυτίζεται με τη δική της. Το φιλί του ήταν άγριο, βαθύ, απελπισμένο. Η τριβή των κορμιών τους, ένα γλυκό βασανιστήριο. Σφίξε με. Η Σάμερ δεν ήξερε αν είχε πει φωναχτά τις λέξεις ή τις είχε απλώς σκεφτεί, αλλά ο Μπλέικ θα πρέπει να ένιωσε την επιθυμία της. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της και την έσφιξε πάνω του, όπως ακριβώς λαχταρούσε. Τα κορμιά τους ταίριαξαν απόλυτα, όπως και τα χείλη τους, και η Σάμερ ένιωσε πιο μαλακή απ’ όσο θα μπορούσε

ποτέ της να φανταστεί. Θηλυκή, αισθησιακή, ευαίσθητη, παθιασμένη. Ήταν δυνατόν να ήταν όλ’ αυτά ταυτόχρονα; Η ανάγκη της για τον Μπλέικ μεγάλωσε· ήθελε να τον γευτεί, να τον αγγίξει όσο κανέναν άλλον. Το βογκητό της πάνω στα χείλη του πήγαζε από τη σύγχυση και την ηδονή της συνάμα. Για όνομα του Θεού, ήταν δυνατόν μια γυναίκα να τον ταξιδεύει τόσο μακριά μ’ ένα και μόνο φιλί; Ο Μπλέικ ήταν ήδη μισότρελος για κείνη. Έχανε τον έλεγχο μπροστά σε μια πολύ πιο επιτακτική ανάγκη. Το ήξερε πως η σάρκα της θα γλιστρούσε σαν μετάξι κάτω από τα δάχτυλά του. Έπρεπε να τη νιώσει. Έχωσε το χέρι του κάτω από το πουλόβερ της. Ένιωσε τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της κάτω από την παλάμη του. Δεν του αρκούσε αυτό. Δε θα του αρκούσε ποτέ. Αλλά οι ερωτήσεις, η λογική ήταν για αργότερα. Έκρυψε το πρόσωπό του στο λαιμό της και γεύτηκε τη σάρκα της. Το γνώριμο άρωμά της τον πλάνεψε, τον παρέσυρε ένα βήμα πιο κοντά στον γκρεμό απ’ όπου δε θα υπήρχε επιστροφή. Η κούραση που ένιωθε όταν είχε μπει στο δωμάτιο είχε εξαφανιστεί. Η ένταση που ένιωθε όποτε βρισκόταν κοντά του είχε διαλυθεί. Εκείνη τη στιγμή τη θεωρούσε ολοκληρωτικά δική του, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι την ήθελε κατ’ αποκλειστικότητα. Τα μαλλιά της χάιδεψαν το πρόσωπό του, ένα απαλό, μυρωδάτο σύννεφο. Του θύμισαν το Παρίσι όταν το καλοκαίρι είναι έτοιμο να διαδεχτεί την άνοιξη. Αλλά η καυτή σάρκα της που παλλόταν τον ταξίδεψε στις ατέλειωτες αποπνικτικές νύχτες γεμάτες νωχελικό έρωτα. Ήθελε να την κάνει δική του εκεί μέσα, στο μικρό δωμάτιο που το πάτωμά του ήταν γεμάτο κούτες. Η Σάμερ δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ένιωθε τα κόκαλά της να λιώνουν και το μυαλό της ν’ αδειάζει, ενώ την έπνιγε η μια συγκίνηση μετά την άλλη. Κι όμως αποζητούσε κάτι περισσότερο.

Ένιωσε τη λαχτάρα του κορμιού της. Τα ήθελε όλα –καταιγίδα, βροντή, φλόγα. Για μια φορά... Η λαχτάρα την πότισε με λάγνες υποσχέσεις. Θα μπορούσε να τον αφήσει να την κάνει δική του... να τον κάνει κι αυτή δικό της. Μόνο μια φορά. Κι ύστερα... Μ’ ένα βογκητό, τράβηξε το στόμα της από το δικό του και έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του. Αν κοιμόταν μια φορά με τον Μπλέικ, η εμπειρία θα τη στοίχειωνε μια ζωή. «Έλα πάνω μαζί μου», της ψιθύρισε εκείνος, ραίνοντας με φιλιά το πρόσωπό της. «Έλα πάνω μαζί μου όπου θα μπορώ να σου κάνω έρωτα όπως πρέπει. Σε θέλω στο κρεβάτι μου, Σάμερ. Απαλή, γυμνή, δική μου». «Μπλέικ...» Η Σάμερ γύρισε το πρόσωπό της στο πλάι και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της. Τ ι της είχε συμβεί; Πότε – πώς; «Είναι λάθος –και για τους δυο μας». «Όχι». Την έπιασε από τους ώμους και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Είναι σωστό –και για τους δυο μας». «Δεν μπορώ να μπλέξω...» «Είσαι ήδη μπλεγμένη». Η Σάμερ άφησε την ανάσα της να βγει αργά. «Δεν μπορώ να μπλέξω πιο πολύ. Έχω ήδη προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο σκόπευα». Όταν πήγε να τραβηχτεί, ο Μπλέικ την κράτησε αποφασιστικά μπροστά του. «Θέλω να μου πεις ένα λόγο, Σάμερ, έναν πολύ καλό λόγο». «Με μπερδεύεις», ξεστόμισε χωρίς να το συνειδητοποιήσει και αναθεμάτισε τον εαυτό της. «Να πάρει η οργή, δε μου αρέσει να με μπερδεύουν». «Κι εγώ πονάω για σένα». Η φωνή του ακούστηκε το ίδιο ανυπόμονη με τη δική της, το κορμί του ήταν το ίδιο σφιγμένο. «Και δε μου αρέσει να πονάω».

«Έχουμε πρόβλημα», κατάφερε να ψελλίσει η Σάμερ και έχωσε το χέρι στα μαλλιά της. «Σε θέλω». Ο τρόπος που το είπε αυτό ο Μπλέικ έκανε το χέρι της να μείνει μετέωρο στον αέρα και το βλέμμα της αναζήτησε το δικό του. Δεν έκρυβαν τίποτε το επιπόλαιο αυτές οι δυο λέξεις. «Σε θέλω περισσότερο απ’ όσο θέλησα ποτέ μου γυναίκα. Και αυτό δε μου αρέσει». «Έχουμε μεγάλο πρόβλημα», ψέλλισε η Σάμερ και κάθισε τρέμοντας στην άκρη του γραφείου. «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να το λύσουμε». Του χαμογέλασε. «Δύο τρόποι», τον διόρθωσε. «Και νομίζω ότι ο δικός μου είναι πιο ασφαλής». «Ασφαλής». Ο Μπλέικ έσυρε το δάχτυλό του στο μάγουλό της. «Αναζητάς την ασφάλεια, Σάμερ;» «Ναι», του απάντησε χωρίς να διστάσει, γιατί ήταν αλήθεια. Μέχρι να γνωρίσει τον Μπλέικ, δεν την είχε απασχολήσει ποτέ η ασφάλεια, γιατί κανείς δεν την είχε κάνει να νιώσει ότι κινδύνευε. «Έχω δώσει στον εαυτό μου πολλές υποσχέσεις, Μπλέικ, έχω θέσει πολλούς στόχους. Το ένστικτό μου με προειδοποιεί ότι εσύ θα μπορούσες να με αποσπάσεις από αυτούς. Και ακολουθώ πάντα το ένστικτό μου». «Δεν έχω κανένα σκοπό να σε αποσπάσω από τους στόχους σου». «Όπως και να έχει το πράγμα, έχω θέσει μερικούς πολύ αυστηρούς κανόνες. Ένας από αυτούς είναι να μη δημιουργώ ποτέ προσωπικές σχέσεις με τους συνεργάτες ή τους πελάτες μου. Κι εσύ εμπίπτεις και στις δύο κατηγορίες». «Και πώς σκοπεύεις να το εμποδίσεις αυτό; Μια σχέση για να γίνει προσωπική περνά από διάφορα στάδια, Σάμερ. Κι εμείς έχουμε διανύσει ήδη πολλά από αυτά». Πώς μπορούσε να το αρνηθεί αυτό; Απλώς ήθελε να το παραβλέψει. «Δυο βδομάδες τώρα καταφέραμε να μείνουμε μακριά ο

ένας από τον άλλον», του είπε. «Δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε έτσι. Είμαστε και οι δυο πολυάσχολοι για την ώρα, άρα δε θα πρέπει να είναι και τόσο δύσκολο». «Κάποια στιγμή, ένας από τους δυο μας θα σπάσει τους κανόνες». Και θα μπορούσα να ήμουν εγώ το ίδιο εύκολα όπως θα μπορούσε να ήταν κι εκείνος, παραδέχτηκε η Σάμερ. «Δεν μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει κάποια στιγμή, το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το τώρα. Εγώ θα μείνω εδώ κάτω και θα κάνω τη δουλειά μου. Κι εσύ θα μείνεις πάνω και θα κάνεις τη δική σου». «Με τίποτα», γρύλισε ο Μπλέικ κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η Σάμερ είχε μισοσηκωθεί όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Κύριε Κόκραν, σας ζητούν στο τηλέφωνο. Η γραμματέας σας λέει ότι είναι επείγον». Ο Μπλέικ συγκράτησε την οργή του. «Έρχομαι», είπε κι έριξε ένα σκληρό και επίμονο βλέμμα στη Σάμερ. «Εμείς οι δυο δεν τελειώσαμε». Η Σάμερ τον περίμενε να φτάσει στην πόρτα. «Μπορώ να μετατρέψω τούτο το μέρος σε παλάτι ή σε ένα λιγδιάρικο στέκι», του είπε ήρεμα. «Η επιλογή είναι δική σου». Ο Μπλέικ γύρισε και τη ζύγιασε με το βλέμμα. «Εκβιασμός;» «Διασφάλιση», τον διόρθωσε και χαμογέλασε. «Παίξε με τους δικούς μου όρους, Μπλέικ, και θα μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι». «Δικός σου ο πόντος, Σάμερ», της είπε, κουνώντας το κεφάλι του. «Αυτή τη φορά». Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Σάμερ κάθισε πάλι. Μπορεί να είχε ξεγλιστρήσει, αλλά το παιχνίδι ήθελε πολύ ακόμα για να τελειώσει.

Η Σάμερ έδωσε στον εαυτό της άλλη μια ώρα, ύστερα έφυγε από το γραφείο της και επέστρεψε στην κουζίνα. Οι σερβιτόροι μπαινόβγαιναν με δίσκους γεμάτους βρόμικα πιάτα. Το πλυντήριο δούλευε πυρετωδώς. Οι κατσαρόλες έβραζαν. Μια μαγείρισσα τραγουδούσε, ενώ έραβε ένα γεμιστό κοτόπουλο. Ήθελαν δυο ώρες ακόμα για τη φούρια του δείπνου. Σε μια ώρα ο πανικός και η σύγχυση θα έφταναν στο κατακόρυφο. Και τότε, καθώς τη χτύπησαν στη μύτη οι μυρωδιές, η Σάμερ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φάει. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σκέφτηκε κι άρχισε ν’ ανοίγει τα ντουλάπια. Όλο και κάτι θα έβρισκε να τσιμπήσει και ταυτόχρονα θα διαπίστωνε πόσο καλά οργανωμένες ήταν οι προμήθειες. Για το τελευταίο δεν μπορούσε να έχει κανένα παράπονο. Τα ντουλάπια δεν ήταν μόνο καλά αλλά και συστηματικά στοκαρισμένα. Ο Μαξ είχε πολλές ικανότητες, συνειδητοποίησε. Κρίμα που δεν ήταν και ανοιχτόμυαλος. Συνέχισε να επιθεωρεί ράφι ράφι, αλλά δε βρήκε πουθενά αυτό που έψαχνε. «Μις Λίντον;» Όταν άκουσε τη φωνή του Μαξ πίσω της, η Σάμερ έκλεισε αργά την πόρτα του ντουλαπιού. Δε χρειαζόταν να γυρίσει για ν’ αντικρίσει την ψυχρή ευγένεια στο βλέμμα του και την αποδοκιμασία στο σφιγμένο στόμα του. Θα έπρεπε να κάνει κάτι για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση και μάλιστα σύντομα, αποφάσισε. Για την ώρα, ήταν κουρασμένη, πεινούσε και δεν είχε καμιά διάθεση για διαπραγματεύσεις. «Ναι, Μαξ». Άνοιξε τη διπλανή πόρτα και συνέχισε να επιθεωρεί τις προμήθειες. «Ίσως θα μπορούσα να σας βοηθήσω να βρείτε αυτό που ψάχνετε». «Ίσως. Για να είμαι ειλικρινής, προσπαθώ να διαπιστώσω πόσο

καλά οργανωμένες είναι οι προμήθειες, ενώ ψάχνω ένα βάζο με φιστικοβούτυρο, Απ’ ό,τι φαίνεται...» Η Σάμερ έκλεισε και αυτή την πόρτα και άνοιξε την επόμενη. «...οι προμήθειές μας είναι και καλές και οργανωμένες». «Η κουζίνα μου είναι απόλυτα οργανωμένη», άρχισε να λέει σφιγμένα ο Μαξ. «Ακόμα και μέσα σ’ αυτό το χάος... με τους ξυλουργούς». «Οι ξυλουργοί κοντεύουν να τελειώσουν», του απάντησε αβίαστα. «Και πιστεύω ότι οι καινούριοι φούρνοι έχουν καλή απόδοση». «Για κάποιους το καινούριο είναι πάντα καλύτερο». «Για κάποιους», τον αντέκρουσε η Σάμερ, «η πρόοδος είναι πάντα άγγελμα θανάτου. Πού μπορώ να βρω το φιστικοβούτυρο, Μαξ; Θέλω στ’ αλήθεια να φτιάξω ένα σάντουιτς». Αυτή τη φορά η Σάμερ γύρισε και τον είδε να υψώνει τα φρύδια και να σουφρώνει το στόμα του. «Από κάτω», της είπε μ’ ένα μειδίαμα και της έδειξε. «Όλα αυτά τα είδη τα έχουμε πρόχειρα για τα παιδικά μενού». «Ωραία». Χωρίς να προσβληθεί καθόλου, η Σάμερ έσκυψε να το βρει. «Θα ήθελες κι εσύ ένα σάντουιτς να μου κάνεις παρέα;» «Ευχαριστώ, όχι. Έχω δουλειά». «Πολύ καλά». Η Σάμερ πήρε δυο φέτες ψωμί και άρχισε να τις αλείφει με φιστικοβούτυρο. «Αύριο, στις εννιά το πρωί, θα κουβεντιάσουμε οι δυο μας τα προτεινόμενα μενού στο γραφείο μου». «Έχω πολλή δουλειά στις εννιά». «Όχι», τον διόρθωσε μαλακά εκείνη. «Έχουμε πολλή δουλειά από τις εφτά μέχρι τις εννιά, ύστερα τα πράγματα ηρεμούν, ιδίως μεσοβδόμαδα, μέχρι τη φούρια του μεσημεριανού. Στις εννιά», επανέλαβε και τον άκουσε να ξεφυσά. «Συγνώμη, πρέπει να πάρω

και λίγο ζελέ για το σάντουιτς». Η Σάμερ άφησε τον Μαξ να τρίζει τα δόντια του και πήγε σ’ ένα από τα μεγάλα ψυγεία. Ξιπασμένε, στενόμυαλε, τον στόλισε μέχρι να βρει το πελώριο βάζο με ζελέ σταφύλι. Όσο ο Μαξ θα συνέχιζε να το παίζει σκληρός και να μη συνεργάζεται, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Μια δυο φορές είχε σκεφτεί ότι ήταν έτοιμος να δηλώσει την παραίτησή του –και ήταν στιγμές, όσο και αν δεν της άρεσε να είναι απόλυτη, που ευχόταν να το κάνει. Οι αλλαγές στην κουζίνα είχαν ήδη αρχίσει ν’ αποδίδουν, σκέφτηκε και έκλεισε το σάντουιτς. Ακόμα και ένας ηλίθιος θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι ηλεκτρικές στόφες και τα καινούρια μαγειρικά σκεύη είχαν μειώσει σημαντικά το χρόνο παρασκευής και είχαν βελτιώσει την ποιότητα των φαγητών. Δάγκωσε μια μπουκιά σάντουιτς τσατισμένη και τότε άκουσε την έντονη συζήτηση πίσω της. «Ο Μαξ θα γίνει έξαλλος. Έ-ξαλ -λ ος». «Δεν μπορεί να κάνει τίποτε τώρα». «Εκτός από το ν’ αρχίσει να φωνάζει και να πετάει ό,τι βρει μπροστά του». Ίσως να ήταν η κρυφή χαιρεκακία στην τελευταία δήλωση που έκανε τη Σάμερ να γυρίσει. Είδε δύο μαγείρους που κουβέντιαζαν σκυμμένοι πάνω από τη στόφα. «Για ποιο πράγμα θα γίνει έξαλλος ο Μαξ;» ρώτησε, μασουλώντας μια δεύτερη μπουκιά σάντουιτς. Οι δυο άντρες στράφηκαν προς το μέρος της. Τα πρόσωπά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα είτε από τη ζέστη της κουζίνας ή από την έξαψη της συζήτησης. «Ίσως θα πρέπει να του το πείτε εσείς, μις Λίντον», της είπε ο ένας μάγειρας ύστερα από ένα στιγμιαίο δισταγμό, κρύβοντας και πάλι με δυσκολία τη χαιρεκακία του. «Να του πω τι;» «Ο Χούλιο και η Τ ζόρτζια κλέφτηκαν –μόλις μας ειδοποίησε ο

αδερφός του Χούλιο. Έφυγαν για τη Χαβάη». Ο Χούλιο και η Τ ζόρτζια; Η Σάμερ έκανε μια γρήγορη αναδρομή στο νοερό σημειωματάριό της και θυμήθηκε ότι οι συγκεκριμένοι είχαν βάρδια τέσσερις με έντεκα. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και διαπίστωσε ότι είχαν ήδη αργήσει δεκαπέντε λεπτά. «Να υποθέσω ότι δε θα έρθουν σήμερα;» «Παραιτήθηκαν, έτσι απλά», της απάντησε ο ένας από τους μαγείρους χτυπώντας τα δάχτυλά του και κοίταξε τον Μαξ, που ετοίμαζε παϊδάκια στη σχάρα. «Ο Μαξ θα γίνει μπουρλότο». «Δεν πρόκειται να βοηθήσει αυτό σε τίποτα», μουρμούρισε η Σάμερ. «Ώστε έχουμε δύο άτομα λιγότερα στη βάρδια του δείπνου». «Τ ρία», τη διόρθωσε ο δεύτερος μάγειρας. «Ο Τσάρλι τηλεφώνησε πριν από μια ώρα για να ειδοποιήσει ότι είναι άρρωστος». «Θαύμα». Η Σάμερ τέλειωσε το σάντουιτς και σήκωσε τα μανίκια της. «Τότε καλύτερα να στρωθούμε στη δουλειά οι υπόλοιποι». Η Σάμερ φόρεσε μια ποδιά πάνω από το τζιν και το πουλόβερ της και ανασκουμπώθηκε στη μια άκρη του καινούριου πάγκου. Μπορεί να μην ήταν αυτό το συνηθισμένο στυλ της, σκέφτηκε χτυπώντας το βούτυρο για το κέικ, αλλά οι περιστάσεις απαιτούσαν άμεση δράση. Και το καλό που τους ήθελε, να τοποθετούσαν τα μεγάφωνα πριν από το τέλος της βδομάδας, συνέχισε τις σκέψεις της, γλείφοντας λίγο βούτυρο από τα δάχτυλά της. Η Σάμερ μπορούσε να μαγειρέψει σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς ν’ ακούει Σοπέν, αλλά δεν επρόκειτο να το επαναλάβει δεύτερη φορά. Έβαζε να ψήσει στο φούρνο τις βάσεις για την Μπλακ Φόρεστ όταν της μίλησε ο Μαξ πάνω από τον ώμο της. «Αποφασίσατε τώρα να φτιάξετε και γλυκό να φάτε;» τη ρώτησε. «Όχι». Η Σάμερ ρύθμισε το χρονόμετρο και γύρισε στον πάγκο να ετοιμάσει τη μους σοκολάτα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, έχουμε ένα γάμο και μια ασθένεια –αν και δε νομίζω ότι το ένα έχει σχέση με το άλλο.

Μας λείπει προσωπικό απόψε. Θ’ αναλάβω εγώ τα γλυκά, Μαξ, και δε συνηθίζω να φλυαρώ όταν δουλεύω». «Γάμο; Ποιο γάμο;» «Ο Χούλιο και η Τ ζούλια κλέφτηκαν και έφυγαν για τη Χαβάη, και ο Τσάρλι είναι άρρωστος. Και τώρα εγώ πρέπει να φτιάξω αυτή τη μους». «Κλέφτηκαν!» οργίστηκε ο Μαξ. «Κλέφτηκαν χωρίς την άδειά μου;» Η Σάμερ έκανε μια παύση και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Υποθέτω ότι και ο Τσάρλι θα έπρεπε να είχε συνεννοηθεί μαζί σου προτού αρρωστήσει. Άσε τις υστερίες, Μαξ, και βάλε κάποιον να μου καθαρίσει μερικά μήλα. Μόλις το τελειώσω αυτό, θα φτιάξω και μία Σαρλότ με μήλα». «Τ ώρα αλλάζετε και το μενού μου!» ξέσπασε εκείνος. Η Σάμερ γύρισε και τα μάτια της πετούσαν φλόγες. «Έχω να ετοιμάσω μια ντουζίνα διαφορετικά επιδόρπια σε πολύ λίγο χρόνο. Σε συμβουλεύω λοιπόν να κρατηθείς μακριά μου όσο δουλεύω. Δεν είμαι γνωστή για τους καλούς μου τρόπους όταν μαγειρεύω». Ο Μαξ ρούφηξε το στομάχι του και ίσιωσε τους ώμους του. «Θα δούμε τι θα έχει να πει ο κύριος Κόκραν γι’ αυτό». «Θαύμα. Φρόντισε να τον κρατήσεις κι αυτόν μακριά μου για τις επόμενες τρεις ώρες, διαφορετικά κάποιος θα φάει το μπολ με τη φρεσκοχτυπημένη κρέμα μου στα μούτρα», του είπε, έκανε μεταβολή και συνέχισε τη δουλειά της. Δεν είχε το χρόνο, δεν είχε την πολυτέλεια να εγκρίνει κάθε επιδόρπιο όταν το τελείωνε. Η Σάμερ θ’ αναλογιζόταν αργότερα τις ώρες της στη γραμμή παραγωγής. Τ ώρα ήταν πολύ βιαστική για να σκεφτεί. Ο Χούλιο και η Τ ζούλια ήταν οι σεφ των επιδορπίων. Τ ώρα, έπρεπε εκείνη να βγάλει δουλειά για δύο στον ίδιο χρόνο. Αγνόησε το μενού και συνέχισε να φτιάχνει συνταγές που θυμόταν

απέξω. Όσοι θα δειπνούσαν απόψε εκεί, θα είχαν μια έκπληξη, σκέφτηκε η Σάμερ τελειώνοντας τη δεύτερη τούρτα Μπλακ Φόρεστ, αλλά η έκπληξη θα ήταν ευχάριστη. Τη στόλισε στα γρήγορα με τα κεράσια, αναθεματίζοντας την ανάγκη για τόση βιασύνη. Ήταν αδύνατο να δημιουργήσει κανείς κάτω από τέτοια πίεση χρόνου, συνέχισε τις σκέψεις της, βρίζοντας με μανία μέσα από τα δόντια της. Μέχρι τις έξι είχε τελειώσει τα ψησίματα και αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση των γλυκών, που θα μπορούσαν να θρέψουν ένα στρατό. Λίγο γλάσο σοκολάτας εδώ, λίγη κρέμα εκεί, ένα γαρνίρισμα, ένα κουταλάκι μαρμελάδα ή ζελέ. Ήταν ξαναμμένη και τα μπράτσα της την πονούσαν. Η κάτασπρη ποδιά της ήταν τώρα γεμάτη λεκέδες. Κανείς δεν της μιλούσε, γιατί δε θα του απαντούσε. Κανείς δεν την πλησίαζε, γιατί θα του έδειχνε τα δόντια της. Κάθε τόσο, έδειχνε με μια κίνηση του χεριού της μια στοίβα σκεύη που ήταν για πλύσιμο. Οι βοηθοί υπάκουαν αμέσως, χωρίς να βγάλουν κιχ. Και να μιλούσε κανείς, το έκανε σιγανά και μακριά της. Κανείς τους δεν είχε δει ποτέ τη Σάμερ Λίντον να δουλεύει. «Προβλήματα;» Η Σάμερ άκουσε τον Μπλέικ να μιλάει σιγανά πάνω από τον ώμο της, αλλά δε γύρισε. «Τ ’ αυτοκίνητα παρουσιάζουν προβλήματα», μουρμούρισε, «όχι τα γλυκά». «Τα πρώτα σχόλια από την τραπεζαρία είναι κάτι παραπάνω από κολακευτικά». Η Σάμερ κάτι γρύλισε και άνοιξε τη ζύμη για τα ταρτάκια. «Την επόμενη φορά που θα πάω στη Χαβάη, θα ψάξω να βρω τον Χούλιο και την Τ ζόρτζια και θα τους σπάσω τα κεφάλια». «Νευράκια;» τη ρώτησε και σαν απάντηση εισέπραξε ένα θανατηφόρο βλέμμα. «Και έχεις ανάψει». Άγγιξε το μάγουλό της με το δάχτυλό του. «Πόση ώρα δουλεύεις;» «Άρχισα λίγο μετά τις τέσσερις». Η Σάμερ απομάκρυνε στα

γρήγορα το δάχτυλό του κι άρχισε να κόβει τα ταρτάκια. Ο Μπλέικ την παρακολούθησε ξαφνιασμένος. Δεν την είχε δει ποτέ μέχρι τώρα να δουλεύει βιαστικά. «Φύγε». Ο Μπλέικ έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά συνέχισε να την παρακολουθεί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, η Σάμερ θα πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον έξι ώρες μέσα σ’ εκείνο το κελάρι που δεν είχε καν παράθυρο φτιάχνοντας τα μενού και στη συνέχεια είχε δουλέψει άλλες τρεις ώρες όρθια εδώ μέσα. Ήταν πολύ μικροκαμωμένη, πολύ ντελικάτη, σκέφτηκε, κι ένιωσε την επιθυμία να την προστατέψει. «Σάμερ, δεν μπορεί ν’ αναλάβει κάποιος άλλος από δω και πέρα; Θα πρέπει να ξεκουραστείς». «Κανείς δεν αγγίζει τα γλυκά μου», του απάντησε εκείνη με τέτοια αυταρχικότητα, ώστε η εικόνα του ντελικάτου λουλουδιού έσβησε αμέσως από το μυαλό του. Παρ’ όλ’ αυτά στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Εγώ μπορώ να κάνω κάτι;» «Σε μια ώρα δε θα έλεγα όχι για λίγη σαμπάνια. Ντομ Περινιόν του ’73». Ο Μπλέικ κούνησε το κεφάλι του και μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Η Σάμερ είχε ποτίσει με το άρωμα των γλυκών που βρίσκονταν αραδιασμένα μπροστά της. Γαργαλιστικό, νόστιμο. Από τη μέρα που την είχε γνωρίσει, ο Μπλέικ είχε ανακαλύψει ότι διέθετε μια πολύ εκλεπτυσμένη γεύση για τα γλυκά. «Έχεις φάει;» «Ένα σάντουιτς πριν από κάμποσες ώρες», του απάντησε με το ζόρι. «Νομίζεις ότι μπορώ να φάω τέτοια ώρα;» Ο Μπλέικ κοίταξε τις εντυπωσιακές τούρτες και τα γλυκά. Στη μύτη του έφτασαν οι γαργαλιστικές μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι,

και βέβαια όχι. Θα επιστρέψω». Η Σάμερ κάτι μουρμούρισε και πατίκωσε τις άκρες της ζύμης στα ταρτάκια.

Κεφάλαιο 7 Η Σάμερ τέλειωσε κατά τις οχτώ και δεν είχε και την καλύτερη διάθεση. Τέσσερις ώρες σχεδόν χτυπούσε στο μίξερ, ζύμωνε, έπλαθε, έψηνε. Συχνά είχε χρειαστεί να περάσει διπλάσιες ώρες και να καταβάλει διπλάσια προσπάθεια για να τελειοποιήσει ένα και μόνο γλυκό. Αλλά εκείνο ήταν τέχνη. Τούτο, από την άλλη μεριά, ήταν σκληρή δουλειά, μια απλή και κοινή δουλειά. Δεν ένιωθε κανένα θρίαμβο, καμιά ικανοποίηση, ένιωθε απλώς κούραση. Κι ένας μάγειρας του στρατού, σκέφτηκε περιφρονητικά, κάνει περίπου την ίδια δουλειά, φτιάχνοντας γρήγορα κι εύκολα φαγητά για τις μάζες. Αυτή τη στιγμή, ούτε που ήθελε να ξαναδεί αβγό στα μάτια της. «Όσα έφτιαξα πρέπει να αρκούν για το δείπνο, αλλά και την υπηρεσία δωματίου αργότερα», είπε κοφτά στον Μαξ, βγάζοντας τη λεκιασμένη ποδιά της, και κοίταξε συνοφρυωμένη τις τάρτες. Διέκρινε μια δυο που δεν είχαν τέλειο σχήμα. Αν υπήρχε χρόνος, θα τις είχε βάλει στην άκρη και θα είχε φτιάξει άλλες. «Αύριο το πρωί, θέλω να έρθει κάποιος σ’ επαφή με τη διεύθυνση προσωπικού ώστε να φροντίσουν να προσλάβουν δύο καινούριους σεφ για τα επιδόρπια». «Ο κύριος Κόκραν το έκανε ήδη», της απάντησε σφιγμένα ο Μαξ, που δεν ήθελε να μαλακώσει τη στάση του απέναντί της, αν και είχε εντυπωσιαστεί με τον τρόπο που είχε αποτρέψει η Σάμερ την

καταστροφή, ικανά και γρήγορα. Εκείνος επέμενε να είναι πικρόχολος, κι ας όφειλε να παραδεχτεί –έστω και σιωπηλά– ότι οι τάρτες της με το βερίκοκο ήταν οι καλύτερες που είχε φάει ποτέ του. «Ωραία». Η Σάμερ έτριψε το σβέρκο με το χέρι της. Το δέρμα της ήταν ιδρωμένο, οι μύες της σφιγμένοι. «Εννιά η ώρα αύριο, Μαξ, στο γραφείο μου. Για να δούμε μήπως και καταφέρουμε να οργανωθούμε. Εγώ θα πάω τώρα σπίτι μου, θα γεμίσω την μπανιέρα μου με ζεστό νερό και θα μουλιάσω μέχρι το πρωί». Ο Μπλέικ στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο και την παρακολουθούσε. Ήταν εντυπωσιακό να βλέπει πόσο γρήγορα η καπριτσιόζα καλλιτέχνις είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Με αυτό τον τρόπο, του είχε δείξει δύο πράγματα που δεν περίμενε από εκείνη: ταχύτητα χωρίς ίχνος θεατρινισμού όταν βρισκόταν αντιμέτωπη με μια μάλλον όχι ιδανική κατάσταση, και ήρεμη αποδοχή της δύσκολης σχέσης της με τον Μαξ. Όσο και να το έπαιζε πριμαντόνα, τα έβγαζε μια χαρά πέρα όταν βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο. Όταν η Σάμερ έβγαλε την ποδιά της, ο Μπλέικ την πλησίασε. «Να σε πάω σπίτι σου;» Εκείνη τον κοίταξε όσο έβγαζε τις φουρκέτες που κρατούσαν μαζεμένα τα μαλλιά της, που έπεσαν τώρα σαν αναμαλλιασμένη χαίτη στους ώμους της, νωπά από τη ζέστη της κουζίνας. «Έχω το αμάξι μου». «Κι εγώ το δικό μου». Η υπεροψία και η έπαρση ήταν πάντα εκεί, ακόμα και όταν χαμογελούσε. «Και μια μπουκάλα Ντομ Περινιόν του ’73. Ο οδηγός μου μπορεί να περάσει το πρωί να σε πάρει». Η Σάμερ είπε στον εαυτό της ότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η σαμπάνια. Το αβίαστο χαμόγελό του δεν είχε επηρεάσει καθόλου την απόφασή της. «Καλά παγωμένη;» ρώτησε, υψώνοντας το φρύδι

της. «Η σαμπάνια, εννοώ». «Φυσικά». «Εντάξει, κύριε Κόκραν. Δε λέω ποτέ όχι για σαμπάνια». «Το αυτοκίνητο είναι στο πίσω μέρος», της είπε και την έπιασε από το χέρι και όχι από το μπράτσο όπως περίμενε. Προτού προλάβει να κάνει κάποια κίνηση, την οδήγησε έξω από την κουζίνα. «Θα σε έφερνα σε δύσκολη θέση αν σου έλεγα ότι εντυπωσιάστηκα από αυτό που έκανες απόψε;» Η Σάμερ ήταν συνηθισμένη στα κομπλιμέντα, τα περίμενε. Αλλά δε θυμόταν να την είχε ευχαριστήσει κάποιο άλλο τόσο πολύ. Ύψωσε τους ώμους της, ελπίζοντας να δώσει πιο ανάλαφρο τόνο στην απάντησή της. «Το έχω κάνει σκοπό της ζωής μου να εντυπωσιάζω. Είναι κάτι που δε με φέρνει ποτέ σε δύσκολη θέση». Ίσως, αν δεν ήταν τόσο κουρασμένη, ο Μπλέικ να μην είχε καταφέρει να μαντέψει με τέτοια ευκολία τι έκρυβε η ετοιμόλογη απάντησή της. Όταν έφτασαν στο αμάξι του, γύρισε και την έπιασε από τους ώμους. «Δούλεψες πολύ σκληρά εκεί μέσα». «Είναι κι αυτό μέρος της συμφωνίας». «Όχι», τη διόρθωσε εκείνος, μαλάζοντας τους σφιγμένους μυς της. «Δε σε προσέλαβα γι’ αυτό». «Όταν υπέγραψα το συμβόλαιο, η κουζίνα του ξενοδοχείου σου έγινε η κουζίνα μου· αυτό σημαίνει πως ό,τι βγαίνει από κει πρέπει να ικανοποιεί τους στόχους και την περηφάνια μου». «Καθόλου εύκολη υπόθεση». «Ήθελες την καλύτερη». «Και απ’ ό,τι φαίνεται, τη βρήκα». Η Σάμερ του χαμογέλασε, αν και το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει. «Αυτό σίγουρα. Τ ώρα, κάτι είπες για σαμπάνια». «Ναι, πράγματι». Ο Μπλέικ της άνοιξε την πόρτα. «Μυρίζεις βανίλια».

«Κέρδισα αυτό το προνόμιο με τον κόπο μου». Η Σάμερ κάθισε, αναστέναξε ηδονικά και άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει. Σαμπάνια, ένα ζεστό μπάνιο με μπόλικο αφρόλουτρο και απαλά, δροσερά σεντόνια. Με αυτή τη σειρά, ολοκλήρωσε τις σκέψεις της. «Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα», μουρμούρισε, «ακόμα και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, κάποιος στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου σου να τρώει την πρώτη κουταλιά από την τούρτα Μπλακ Φόρεστ που έφτιαξα». Ο Μπλέικ έκλεισε την πόρτα του οδηγού και την κοίταξε, γυρίζοντας το κλειδί στη μηχανή. «Σου φαίνεται περίεργο;» τη ρώτησε. «Να τρώνε οι ξένοι κάτι που σου πήρε τόσο χρόνο και φροντίδα για να το φτιάξεις;» «Περίεργο;» Η Σάμερ τεντώθηκε πίσω, απολαμβάνοντας το μαλακό κάθισμα και τη θέα του ουρανού την ώρα του σούρουπου μέσα από την ηλιοροφή. «Ο ζωγράφος ζωγραφίζει τον καμβά του για να τον δουν όλοι, ο συνθέτης γράφει τη συμφωνία του για να την ακούσει όποιος θέλει». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Μπλέικ έκανε μανούβρα και βγήκε στην κίνηση του δρόμου. Ο ήλιος ήταν κατακόκκινος χαμηλά στον ορίζοντα. Η νύχτα θα έπεφτε ξάστερη. «Αλλά δε θα ένιωθες μεγαλύτερη ικανοποίηση αν βρισκόσουν εκεί την ώρα που θα σέρβιραν τα γλυκά σου;» Η Σάμερ έκλεισε τα μάτια της και χαλάρωσε για πρώτη φορά εδώ και ώρες. «Όταν κάποιος μαγειρεύει για την οικογένεια ή για τους φίλους του, μπορεί να το κάνει από ευχαρίστηση ή από καθήκον. Τότε, μπορεί να νιώσει χαρά βλέποντας τους άλλους να εκτιμούν αυτά που μαγείρεψε. Αλλά όπως είπα και πριν, είναι κάτι που έκανε από ευχαρίστηση ή από καθήκον, δεν είναι αυτή η δουλειά του». «Σπάνια τρως αυτά που μαγειρεύεις». «Σπάνια μαγειρεύω για τον εαυτό μου», του απάντησε. «Εκτός από πολύ απλά πράγματα».

«Γιατί;» «Όταν μαγειρεύεις για τον εαυτό σου, δεν υπάρχει κανένας να πλύνει στη συνέχεια το χάος που δημιουργείς». Ο Μπλέικ γέλασε και μπήκε σ’ ένα πάρκινγκ. «Με το δικό σου περίεργο τρόπο, είσαι πολύ πρακτική γυναίκα». «Είμαι πρακτική γυναίκα από κάθε άποψη», του δήλωσε η Σάμερ και άνοιξε τεμπέλικα τα μάτια της. «Γιατί σταματήσαμε;» «Πεινάς;» «Πάντα πεινάω μετά τη δουλειά», του απάντησε, γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε τη φωτεινή, μπλε πινακίδα μιας πιτσαρίας. «Βλέπεις, έχω μάθει πλέον τις προτιμήσεις σου και σκέφτηκα ότι θα θεωρούσες την πίτσα τέλειο συνοδευτικό για τη σαμπάνια». Η Σάμερ χαμογέλασε, νιώθοντας την κούραση να υποχωρεί μπροστά στα πρώτα τσιμπήματα της πείνας. «Τέλεια». «Περίμενε εδώ», της είπε ο Μπλέικ και άνοιξε την πόρτα του. «Έβαλα κάποιον να τηλεφωνήσει και να την παραγγείλει όταν είδα ότι κόντευες να τελειώσεις». Νιώθοντας ευγνωμοσύνη και συγκίνηση ταυτόχρονα, η Σάμερ έγειρε πάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια της. Αλήθεια, αναρωτήθηκε, πότε ήταν η τελευταία φορά που επέτρεψα σε κάποιον να με φροντίσει; Αν θυμόταν καλά, την τελευταία φορά που την είχαν κανακέψει ήταν οχτώ χρονών, άρρωστη με ανεμοβλογιά. Οι γονείς της ήθελαν πάντα η κόρη τους να είναι ανεξάρτητη και το ίδιο ήθελε κι εκείνη για τον εαυτό της. Αλλά απόψε, για μια φορά, ένιωσε όμορφα, αφήνοντας κάποιον άλλον να φροντίσει τα πάντα με σκοπό τη δική της απόλαυση. Όφειλε να το παραδεχτεί· δεν περίμενε αυτό το στοργικό ενδιαφέρον από τον Μπλέικ. Στυλ, ναι, διέθετε και με το παραπάνω – αλλά όχι στοργικό ενδιαφέρον. Είχε περάσει μια δύσκολη μέρα και ο ίδιος, σκέφτηκε, όταν θυμήθηκε πόσο κουρασμένος της είχε φανεί το

απόγευμα. Κι όμως, είχε μείνει και την περίμενε πολύ μετά την ώρα που θα μπορούσε να αποσυρθεί, ν’ απολαύσει το δείπνο του και να χαλαρώσει. Περίμενε μέχρι να τελειώσει κι εκείνη. Εκπλήξεις, σκέφτηκε. Ο Μπλέικ Κόκραν ο Τ ρίτος έκρυβε πολλούς άσους στο μανίκι του. Κι εκείνης της άρεσαν πάντα οι εκπλήξεις. Όταν ο Μπλέικ άνοιξε την πόρτα, η μυρωδιά της πίτσας γέμισε ευχάριστα το χώρο. Η Σάμερ πήρε το κουτί από τα χέρια του, έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώ». «Θα έπρεπε να είχα δοκιμάσει να σου πάρω πίτσα πιο μπροστά», μουρμούρισε εκείνος. Η Σάμερ έγειρε πάλι πίσω, έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. «Μην ξεχνάς τη σαμπάνια. Αυτές είναι δύο από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μου». «Το έχω σημειώσει». Ο Μπλέικ βγήκε από το πάρκινγκ και μπήκε πάλι στην κίνηση. Η απλή ευγνωμοσύνη της δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάσει. Σίγουρα, δε θα έπρεπε να τον συγκινήσει. Κάτι του έλεγε πως η αντίδρασή της θα ήταν η ίδια ακόμα κι αν της πρόσφερε μια ζιμπελίνα ή ένα μπρασελέ με διαμάντια. Για τη Σάμερ δε μετρούσε το δώρο, αλλά η χειρονομία. Συνειδητοποίησε ότι του άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. Δεν ήταν μια γυναίκα που μπορούσες να την εντυπωσιάσεις εύκολα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν μια γυναίκα που μπορούσες να την ευχαριστήσεις εύκολα. Η Σάμερ έκανε κάτι ασυνήθιστο για την ίδια, εκτός κι αν ήταν μόνη. Χαλάρωσε τελείως. Μπορεί τα μάτια της να ήταν κλειστά, αλλά δε νύσταζε, αντίθετα αισθανόταν ζωντανή. Ένιωθε το απαλό ταρακούνημα του αμαξιού, άκουγε το θόρυβο της κίνησης έξω από το παράθυρο. Δεν είχε παρά να πάρει μια βαθιά ανάσα για να ρουφήξει το άρωμα των μυρωδικών από τη σάλτσα της πίτσας. Το αυτοκίνητο ήταν φαρδύ, αλλά ένιωθε τη θέρμη του Μπλέικ από το κάθισμα δίπλα της.

Ευχάριστα. Αυτή ήταν η λέξη που ήρθε στο μυαλό της. Ένιωθε τόσο ευχάριστα που δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι επιφυλακτική ή αμυντική. Κρίμα, σκέφτηκε, που δεν έκαναν μια βόλτα άσκοπα... Περίεργο, δεν είχε επιλέξει ποτέ να κάνει κάτι άσκοπα. Κι όμως, απόψε θα ήθελε να πάει βόλτα σε μια απέραντη, ερημική παραλία και να χαζέψει το φως του φεγγαριού ν’ αντανακλάται στα νερά και την κατάλευκη άμμο. Θα μπορούσε ν’ ακούσει το κύμα να φουσκώνει και να σκάει, να δει τα εκατοντάδες αστέρια που σπάνια διακρίνεις στην πόλη. Θα μύριζε την αρμύρα της θάλασσας, θα την ένιωθε να την πιτσιλά. Η υγρή, ζεστή αύρα θα χάιδευε τη σάρκα της. Ένιωσε το αυτοκίνητο να βγαίνει από το δρόμο και να σταματά, αλλά έμεινε για λίγο γαντζωμένη στη φαντασίωσή της. «Τ ι σκέφτεσαι;» «Την παραλία», του απάντησε. «Τ ’ αστέρια». Σταμάτησε απότομα, ξαφνιασμένη που είχε γίνει ρομαντική έτσι ξαφνικά. «Εγώ θα πάρω την πίτσα», είπε και στήθηκε στο κάθισμά της. «Εσύ μπορείς να φέρεις τη σαμπάνια». Ο Μπλέικ ακούμπησε μαλακά το χέρι του στο μπράτσο της, αλλά τη σταμάτησε. Έσυρε αργά το δάχτυλό του στη σάρκα της. «Σου αρέσει η παραλία;» «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ στ’ αλήθεια». Αυτή τη στιγμή δε θα της άρεσε τίποτε περισσότερο από το ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του και να χαζέψει τα κύματα να σκάνε στην ακτή. Να μετρήσει τ’ αστέρια. Αλλά γιατί να θέλει να κάνει κάτι τόσο τρελό τη στιγμή που δεν το είχε επιθυμήσει ποτέ ως τώρα; «Για κάποιο λόγο μου φάνηκε η κατάλληλη νύχτα», είπε και αναρωτήθηκε αν αυτό απαντούσε στη δική του ερώτηση ή στη δική της. «Από τη στιγμή που δεν υπάρχει παραλία, θα πρέπει να βρούμε κάτι άλλο. Πώς τα πας από φαντασία;» «Αρκετά καλά». Πολύ καλά, σκέφτηκε η Σάμερ, τόσο που μπορώ

να δω πού θα καταλήξει αυτή η βραδιά αν δεν κάνω κάτι για ν’ αλλάξω τόσο τη δική μου διάθεση όσο και τη δική σου. «Και αυτή τη στιγμή φαντάζομαι την πίτσα να παγώνει και τη σαμπάνια να ζεσταίνεται». Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε κρατώντας την πίτσα. Μπήκε στην πολυκατοικία και άρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες. «Αυτό το ασανσέρ δουλεύει ποτέ;» Ο Μπλέικ άλλαξε χέρι τη σακούλα και την ακολούθησε. «Πότε πότε, αλλά τον περισσότερο καιρό είναι εκτός λειτουργίας. Προσωπικά, δεν το εμπιστεύομαι». «Τότε γιατί διάλεξες να μένεις στον τέταρτο;» Η Σάμερ του χαμογέλασε από το δεύτερο πλατύσκαλο. «Μου αρέσει η θέα, αλλά και το ότι οι διάφοροι πλασιέ παραιτούνται όταν πρέπει ν’ ανέβουν πάνω από δυο πατώματα». «Θα μπορούσες να είχες διαλέξει μια πιο μοντέρνα πολυκατοικία με θέα, σύστημα ασφαλείας και ασανσέρ που να δουλεύει». «Θεωρώ απαραίτητα τα μοντέρνα εργαλεία, επιβεβλημένο ένα καινούριο, στρωμένο αμάξι». Η Σάμερ έβγαλε τα κλειδιά της και τα έπαιξε σιγανά καθώς πλησίαζαν στην πόρτα της. «Ως προς την κατοικία μου όμως, έχω πιο ανοιχτές αντιλήψεις. Το διαμέρισμά μου στο Παρίσι έχει προβληματικά υδραυλικά, αλλά τις πιο θεαματικές μαρκίζες που έχω δει ποτέ». Όταν άνοιξε την πόρτα της, τους έπνιξε η μυρωδιά των τριαντάφυλλων. Υπήρχαν μια ντουζίνα λευκά τριαντάφυλλα σ’ ένα καλάθι, μια ντουζίνα κόκκινα σ’ ένα βάζο Σεβρών, μια ντουζίνα κίτρινα σ’ ένα πήλινο βάζο και μια ντουζίνα ροζ σ’ ένα βάζο από βενετσιάνικο γυαλί. «Είχαν ειδική προσφορά στο ανθοπωλείο;» Η Σάμερ ύψωσε τα φρύδια της, ακουμπώντας την πίτσα στο τραπέζι. «Δεν αγοράζω ποτέ λουλούδια για τον εαυτό μου. Μου τα

έστειλε ο Ενρίκο». Ο Μπλέικ ακούμπησε τη σακούλα δίπλα στο κουτί με την πίτσα και έβγαλε τη σαμπάνια. «Όλα αυτά;» «Είναι κάπως υπερβολικός –ο Ενρίκο Γκραβάντι, μπορεί να τον έχεις ακουστά. Ιταλικά παπούτσια και τσάντες». Αν θυμόταν καλά ο Μπλέικ, η αξία της επιχείρησής του με παπούτσια και τσάντες άγγιζε τα διακόσια εκατομμύρια δολάρια. Έσυρε το δάχτυλό του στο πέταλο ενός τριαντάφυλλου. «Δεν έτυχε να πάρει το αυτί μου ότι ο Γκραβάντι βρίσκεται στην πόλη μας. Όταν έρχεται, μένει συνήθως στο Κόκραν». «Όχι, είναι στη Ρώμη», του είπε η Σάμερ και πήγε στην κουζίνα για να φέρει πιάτα και ποτήρια. «Μου τα έστειλε όταν δέχτηκα να φτιάξω την τούρτα για τα γενέθλιά του τον ερχόμενο μήνα». «Τέσσερις ντουζίνες τριαντάφυλλα για μια τούρτα;» «Πέντε», τον διόρθωσε, επιστρέφοντας από την κουζίνα. «Υπάρχει μια ακόμα ντουζίνα στην κρεβατοκάμαρά μου. Έχουν ένα πολύ όμορφο πορτοκαλί χρώμα». Άπλωσε τα ποτήρια προς το μέρος του και περίμενε. «Εξάλλου, μιλάμε για μια δική μου τούρτα». Ο Μπλέικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Απασφάλισε το φελλό και ο αφρός έγλειψε το στόμιο της μπουκάλας. «Άρα, να συμπεράνω ότι θα πας στην Ιταλία για να τη φτιάξεις». «Δε σκοπεύω να τη στείλω κάργκο», του απάντησε, παρακολουθώντας τη χρυσαφένια σαμπάνια να γεμίζει το ποτήρι της. «Θα μείνω στη Ρώμη δύο, το πολύ τρεις μέρες». Η Σάμερ έφερε το ποτήρι στα χείλη της και ρούφηξε το κρασί με τα μάτια κλειστά και τις αισθήσεις της οξυμένες. «Τέλεια». Ήπιε μια δεύτερη γουλιά προτού ανοίξει πάλι τα μάτια της και του χαμογελάσει. «Είμαι ξελιγωμένη». Σήκωσε το καπάκι του κουτιού της πίτσας και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πεπερόνι». «Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτηκα ότι σου ταιριάζει».

Η Σάμερ γέλασε αβίαστα και κάθισε. «Πολύ διορατικός. Να σερβίρω;» «Παρακαλώ». Ενώ εκείνη άρχισε να γεμίζει τα πιάτα τους, ο Μπλέικ έβγαλε τον αναπτήρα του και άναψε τα λεπτά κεριά που είχε η Σάμερ πάνω στο τραπέζι της. «Σαμπάνια με πίτσα», είπε κι έσβησε τα φώτα. «Ένας συνδυασμός που απαιτείται να τον απολαύσεις κάτω από το φως των κεριών, δε συμφωνείς;» «Αν θέλεις». Η Σάμερ περίμενε να καθίσει και ο Μπλέικ, κι έφερε το πρώτο κομμάτι πίτσας στο στόμα της. Το τυρί ήταν τόσο καυτό που της έκοψε την ανάσα, η σάλτσα πικάντικη. «Μμμ. Θαύμα». «Το έχεις σκεφτεί καμιά φορά ότι περνάμε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας μαζί τρώγοντας;» «Μμμ –ε, λοιπόν, είναι κάτι που απολαμβάνω πολύ. Προσπαθώ πάντα ν’ αντιμετωπίζω το φαγητό σαν ευχαρίστηση και όχι σαν μια φυσική ανάγκη. Προσθέτει κάτι στη ζωή μας». «Κιλά, συνήθως». Η Σάμερ ύψωσε τους ώμους της κι άπλωσε το χέρι να πάρει τη σαμπάνια της. «Ασφαλώς, αν δεν είσαι αρκετά σοφός ώστε ν’ απολαμβάνεις τη χαρά σε μικρές δόσεις. Η λαιμαργία είναι αυτή που μας προσθέτει κιλά, καταστρέφει το δέρμα και μας κάνει δυστυχισμένους». «Κι εσύ δεν υποκύπτεις στη λαιμαργία;» Η Σάμερ θυμήθηκε ξαφνικά ότι αυτό ακριβώς είχε νιώσει για εκείνον. Αλλά το είχε ελέγξει, θύμισε στον εαυτό της. Δεν είχε υποκύψει. «Όχι», του απάντησε, μασώντας αργά, καθώς απολάμβανε την κάθε μπουκιά. «Δεν υποκύπτω. Στη δουλειά μου, αυτό θα ήταν καταστροφικό». «Και πώς περιορίζεις τις απολαύσεις σου σε μικρές δόσεις;» Η Σάμερ δεν ήταν σίγουρη πως εμπιστευόταν τον τρόπο που είχε θέσει ο Μπλέικ την ερώτηση. Χωρίς να βιάζεται, έβαλε και δεύτερο

κομμάτι στα πιάτα τους. «Προτιμώ να φάω μια κουταλιά από ένα εκπληκτικό σουφλέ σοκολάτα παρά ένα ολόκληρο πιάτο φαγητό χωρίς καμιά ιδιαίτερη γεύση». Ο Μπλέικ δάγκωσε άλλη μια μπουκιά πίτσα. «Και αυτή έχει γεύση;» Η Σάμερ χαμογέλασε γιατί ήταν φανερό ότι ο Μπλέικ δεν ήταν μαθημένος σε τέτοια φαγητά. «Διαθέτει μια άψογη ισορροπία μπαχαρικών –ίσως τσιμπάει λίγο η ρίγανη–, αρμονικό πάντρεμα ανάμεσα στη σάλτσα και τη ζύμη, το τυρί και το πικάντικο πεπερόνι. Αν χρησιμοποιήσεις σωστά τις αισθήσεις, σχεδόν το κάθε γεύμα μπορεί να σου μείνει αξέχαστο». «Αν χρησιμοποιήσεις σωστά τις αισθήσεις», την αντέκρουσε ο Μπλέικ, «μπορούν κι άλλα πράγματα να σου μείνουν αξέχαστα». Η Σάμερ πήρε πάλι το ποτήρι της και όταν τον κοίταξε από πάνω, τα μάτια της γελούσαν. «Μιλάμε για φαγητό. Η γεύση, βέβαια, παίζει τον πρώτο ρόλο, αλλά η εμφάνιση...» Τον ένιωσε να πλέκει τα δάχτυλά του με τα δικά της και έμεινε να τον κοιτάζει. «Τα μάτια σου είναι αυτά που σου δίνουν το πρώτο ερέθισμα ώστε να νιώσεις τη διάθεση να γευτείς κάτι». Το πρόσωπό του ήταν λεπτό, τα μάτια του είχαν ένα βαθύ μπλε χρώμα που το έβρισκε πάντα πολύ ελκυστικό... «Ύστερα μια μυρωδιά σε γαργαλάει, σε ξελογιάζει». Η δική του ήταν βαριά, σου θύμιζε δάσος, σε προκαλούσε... «Ακούς τον τρόπο που αφρίζει η σαμπάνια στο ποτήρι και θέλεις να τη δοκιμάσεις». Ή τον τρόπο που πρόφερε σιγανά τ’ όνομά της. «Ύστερα απ’ όλα αυτά», συνέχισε η Σάμερ, που είχε αρχίσει ν’ ακούγεται κάπως βραχνή, κάπως φορτισμένη, «έχεις να εξερευνήσεις την ίδια τη γεύση, την ουσία». Και το στόμα του είχε μια γεύση που της ήταν αδύνατον να ξεχάσει. «Άρα...» Ο Μπλέικ σήκωσε το χέρι της και κόλλησε τα χείλη του

στην παλάμη της. «...η συμβουλή σου είναι να γεύεσαι κάθε πλευρά της εμπειρίας για να μπορέσεις να αφομοιώσεις όλη την ευχαρίστηση. Ύστερα...» Γύρισε το χέρι της και έσυρε τα χείλη του, και στη συνέχεια τη γλώσσα του, στους κόμπους των δαχτύλων της. «...και η πιο βασική επιθυμία γίνεται μοναδική». Η Σάμερ ένιωσε τη φλόγα του να διαπερνάει σαν βέλος το μπράτσο της. «Διαφορετικά δεν είναι αποδεκτή καμιά εμπειρία». «Και η ατμόσφαιρα;» Ανάλαφρα, με τ’ ακροδάχτυλό του, διέγραψε το περίγραμμα του αυτιού της. «Δε θα έλεγες ότι και το κατάλληλο σκηνικό μπορεί να αναβαθμίσει μια εμπειρία; Το φως των κεριών, για παράδειγμα». Τα πρόσωπά τους ήταν κοντά τώρα και η Σάμερ είδε τις μυστηριώδεις σκιές που έριχνε το απαλό φως. «Εξωτερικοί παράγοντες μπορούν συχνά να ενισχύσουν τη διάθεση». «Αυτό θα μπορούσες να το ονομάσεις ρομαντισμό». Ο Μπλέικ κατέβασε το δάχτυλό του και το έσυρε στο πιγούνι της. «Θα μπορούσες». Η σαμπάνια δεν τη χτυπούσε ποτέ στο κεφάλι, κι όμως τώρα η Σάμερ το ένιωθε να γυρίζει. Αργά, νωχελικά, το κορμί της χαλάρωνε. Έκανε μια προσπάθεια να θυμηθεί γιατί δε θα έπρεπε να επιτρέψει να συμβεί τίποτε από τα δύο, αλλά δε βρήκε καμιά απάντηση. «Και ο ρομαντισμός, για κάποιους, είναι μια ακόμη βασική ανάγκη». «Για κάποιους», μουρμούρισε ο Μπλέικ και τα χείλη του ακολούθησαν το μονοπάτι που είχε χαράξει το δάχτυλό του. «Αλλά όχι για σένα». Ο Μπλέικ δάγκωσε τα χείλη της και τα βρήκε απαλά και ζεστά. «Όχι για μένα». Αλλά κι ο αναστεναγμός της ήταν το ίδιο απαλός και ζεστός. «Μια πρακτική γυναίκα». Ο Μπλέικ τη σήκωσε έτσι ώστε ν’

αγγίξουν τα κορμιά τους. «Ναι». Η Σάμερ έγειρε πίσω το κεφάλι της, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τα χείλη του. «Το φως των κεριών δε σε συγκινεί;» «Είναι απλά ένα όμορφο τέχνασμα». Η Σάμερ τύλιξε τα μπράτσα της στην πλάτη του για να τον τραβήξει πιο κοντά της. «Ως σεφ, μάθαμε ότι τέτοια πράγματα μπορούν να δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για τα γεύματά μας». «Και δε θα είχε καμιά σημασία αν σου έλεγα ότι είσαι όμορφη; Κάτω από τον ήλιο που η επιδερμίδα σου λάμπει αψεγάδιαστη –κάτω από το φως των κεριών που την κάνει να μοιάζει με πορσελάνη. Δε θα είχε σημασία», συνέχισε, ραίνοντας με υγρά, καυτά φιλιά το λαιμό της, «αν σου έλεγα ότι με συναρπάζεις όσο καμιά άλλη γυναίκα; Μόνο που σε βλέπω, σε θέλω. Όταν σε αγγίζω, τρελαίνομαι». «Λόγια», κατάφερε να πει η Σάμερ, αν και το κεφάλι της γύριζε. «Δε χρειάζομαι...» Το στόμα του κάλυψε το δικό της. Το βαθύ, παθιασμένο φιλί του διέψευσε όλους τους πρακτικούς ισχυρισμούς της. Απόψε, αν και δεν είχε λαχταρήσει ποτέ άλλοτε τέτοια πράγματα στη ζωή της, η Σάμερ είχε ανάγκη το ρομαντισμό του απαλού φωτισμού, τα γλυκόλογα. Λαχταρούσε να ζήσει τον αργό, αισθησιακό έρωτα που αδειάζει το μυαλό και μετατρέπει το κορμί σε καμίνι. Απόψε λαχταρούσε ένα μόνο άντρα. Και αν αύριο υπήρχαν συνέπειες, το αύριο αργούσε ακόμα. Και εκείνος ήταν εκεί. Η Σάμερ δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση όταν ο Μπλέικ τη σήκωσε στα χέρια του. Απόψε, έστω κι αν αυτό θα κρατούσε λίγο, θα ήταν ευάλωτη και ευαίσθητη. Τον άκουσε να σβήνει τα κεριά. Το άρωμά τους τους ακολούθησε μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Το φεγγάρι. Το μαγικό ασημένιο φως του τρύπωνε από τα παράθυρα. Τα τριαντάφυλλα. Το απαλό άρωμά τους πλανιόταν στον

αέρα. Η μουσική. Η μαγεία του Μπετόβεν έφτανε στ’ αυτιά τους από το κάτω διαμέρισμα. Το αεράκι. Η Σάμερ το ένιωσε να της χαϊδεύει το πρόσωπο καθώς ο Μπλέικ την ακουμπούσε στο κρεβάτι. Η ατμόσφαιρα, σκέφτηκε νωχελικά. Αν είχε σχεδιάσει μια νύχτα έρωτα, δε θα μπορούσε να την είχε σκηνοθετήσει καλύτερα. Ίσως... Τον τράβηξε να ξαπλώσει δίπλα της. Ίσως αυτό να ήταν το πεπρωμένο της. Κοίταξε τα μάτια του. Σκούρα μπλε, ειλικρινή, καθρέφτιζαν το ενδιαφέρον του. Την περιεργάζονταν ενώ διέγραφε το περίγραμμα του προσώπου, των χειλιών της με το δάχτυλό του. Της είχε δείξει ποτέ κανείς τέτοια τρυφερότητα; Το είχε θελήσει ποτέ εκείνη; Όχι. Και αν η απάντηση ήταν άλλοτε αρνητική, αυτή η απάντηση είχε αλλάξει απότομα τώρα. Η Σάμερ ήθελε να ζήσει την καινούρια εμπειρία, να γευτεί αυτή τη γλυκύτητα που παραμέριζε τα πάντα. Όπως ήθελε και τον άντρα που θα μπορούσε να της τα χαρίσει. Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον κοίταξε. Ήταν ο άντρας με τον οποίο θα μοιραζόταν αυτή την απόλυτα προσωπική στιγμή, ο άντρας που θα γνώριζε σύντομα το κορμί και τις ευαισθησίες της. Μπορεί να δίσταζε, να θύμιζε στον εαυτό της τους κρυφούς κινδύνους, αν ήταν ικανή ν’ αντισταθεί στην ανάγκη και στη δύναμη που διάβασε στα μάτια του. «Φίλησέ με πάλι», ψέλλισε. «Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να με κάνει να νιώσω αυτό που με κάνεις να νιώθω εσύ με τα φιλιά σου». Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που τον ξάφνιασε. Ο Μπλέικ έσκυψε το κεφάλι του και χάιδεψε τα χείλη της με τα δικά του, έπαιξε μαζί τους, χωρίς να τραβήξει στιγμή το βλέμμα του από το δικό της. Οι συγκινήσεις τους φούντωσαν και η ανάγκη του ενός για τον άλλον έγινε ακόμα πιο έντονη. Θα έπρεπε να το φανταστεί ότι η Σάμερ θα έδειχνε ακόμα πιο όμορφη κάτω από το φως του φεγγαριού με τα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι; Θα έπρεπε να το ξέρει ότι

ο πόθος του γι’ αυτή δε θα συγκρινόταν με καμιά άλλη επιθυμία του; Εξακολουθούσε, άραγε, να είναι ένας απλός πόθος ή είχε ξεπεράσει κάποια αόρατη διαχωριστική γραμμή χωρίς να το πάρει καν είδηση; Αυτή τη στιγμή δεν υπήρχαν απαντήσεις. Θα τις έβρισκε στο φως της ημέρας. Μ’ ένα βογκητό βάθυνε το φιλί του κι ένιωσε το κορμί της κάτω από το δικό του να λιώνει. Το στόμα της έγινε πιο απαιτητικό. Οι φλόγες του πάθους σιγόκαιγαν κάτω από την τρυφερότητα που έδειχναν να έχουν ανάγκη και οι δύο. Περίεργο, γιατί κανείς τους δεν είχε νιώσει αυτή την ανάγκη ως τώρα, ούτε είχε σκεφτεί να τη δείξει. Τα χέρια της χάιδεψαν απαλά το πρόσωπο, το λαιμό του, χώθηκαν στα μαλλιά του. Ένιωθε το κορμί του σκληρό πάνω στο δικό της, αλλά καθόλου απαιτητικό για την ώρα. Γεύσου με. Η σκέψη αυτή πέρασε από το μυαλό της, όταν ένιωσε τα χείλη του να χαϊδεύουν το πρόσωπό της. Αργά. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ της άντρα με τέτοια υπομονή, όπως δεν είχε γνωρίσει και τέτοια μεθυστική έξαψη. Το στόμα του τρυγούσε το δικό της, διέτρεχε τη σάρκα της, και την παρέσυρε όλο και πιο βαθιά στη χαύνωση που τύλιγε το κορμί και το μυαλό της. Άγγιξέ με. Εκείνος έδειξε να καταλαβαίνει αυτή την καινούρια ανάγκη της. Τα χέρια του κινήθηκαν, αλλά χωρίς βιασύνη ακόμα, χάιδεψαν τους ώμους, τα πλευρά, τα στήθη της. Αλλά αυτό πλέον δεν ήταν αρκετό για κανέναν από τους δυο τους. Αμίλητοι, άρχισαν να γδύνουν ο ένας τον άλλον. Οι αχτίδες του φεγγαριού σημάδευαν την εκτεθειμένη σάρκα –έναν ώμο, ένα μπράτσο, ένα στέρνο. Η Σάμερ έσυρε αργά τα χέρια της στο στήθος του Μπλέικ, απομνημονεύοντας το σχήμα, τους δυνατούς μυς, ενώ εκείνος έσυρε τα δικά του χέρια σε κάθε γωνιά του κορμιού της, απομνημονεύοντας τις απαλές, μεταξένιες καμπύλες της. Ακόμα και όταν έβγαλαν και το τελευταίο ρούχο που στεκόταν εμπόδιο

ανάμεσά τους, δεν επιτάχυναν το ρυθμό. Είχαν τόσα ν’ αγγίξουν, να γευτούν –και ο χρόνος δεν είχε καμιά σημασία. Το αεράκι εξακολουθούσε να φυσάει δροσερό, αλλά εκείνοι ένιωθαν να ζεσταίνονται όλο και περισσότερο. Κάτω από τα δάχτυλά της η σάρκα του έκαιγε, αλλά και να κρύωνε, ένα νέο άγγιγμα τη φλόγιζε πάλι. Τα χείλη του τη γεύονταν, εξερευνούσαν, μάθαιναν μυστικά, βάζοντας φωτιά στο κορμί της. Οι απαιτήσεις φούντωναν μέσα τους. Πιο επιτακτικά πλέον, με γρήγορα βογκητά και τρεμουλιαστές ανάσες παρέσερναν ο ένας τον άλλον όλο και πιο μακριά. Ο Μπλέικ δε φανταζόταν ότι θα μπορούσε κάποιος να τον οδηγήσει, και η Σάμερ αρνιόταν πάντα να επιτρέψει σε κάποιον να το κάνει, κι όμως τώρα οδηγούσαν ο ένας τον άλλον προς τον ίδιο προορισμό. Η Σάμερ ένιωσε να χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση ν’ αρπαχτεί από αυτή. Είχε μια ανεπαίσθητη συνείδηση της μουσικής, άκουγε όμως ολοκάθαρα όσα της ψιθύριζε εκείνος. Η μυρωδιά του κορμιού του και όχι των τριαντάφυλλων ερέθιζε πλέον τις αισθήσεις της. Η Σάμερ ήταν πρόθυμη ν’ αφεθεί στις αισθήσεις, ν’ ακολουθήσει το πεπρωμένο της, αρκεί να το μοιραζόταν μαζί του. Γιατί παράλληλα με την πιο έντονη φυσική επιθυμία που είχε γνωρίσει ποτέ της, ένιωθε και μια συναισθηματική ανάγκη να φουντώνει μέσα της. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει, δεν μπορούσε να την αρνηθεί. Το κορμί, το μυαλό και η καρδιά της πονούσαν γι’ αυτόν. Τον δέχτηκε μέσα της μουρμουρίζοντας τρεμουλιαστά τ’ όνομά του. Η ηδονή ήταν τόσο έντονη και για τους δυο τους που ξέχασαν γρήγορα κάθε λογική. Οι συγκινήσεις τούς κατέκλυσαν ορμητικά σαν καταιγίδα. Η ηρεμία είχε αντικατασταθεί από μια ηδονική λαίλαπα και αφέθηκαν να τους παρασύρει.

Είχαν περάσει ώρες ή λεπτά; Η Σάμερ, ξαπλωμένη στο φως του φεγγαριού, προσπάθησε να προσανατολιστεί. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ έτσι. Χορτασμένη, χαρούμενη, εξαντλημένη. Κάποτε θα ισχυριζόταν ότι ήταν αδύνατον να τα νιώσει κανείς όλ’ αυτά ταυτόχρονα. Ένιωθε τα μαλλιά του Μπλέικ να χαϊδεύουν τον ώμο της, την ανάσα του να χαϊδεύει το μάγουλό της. Η μυρωδιά του κορμιού του είχε μπερδευτεί με τη δική της, σβήνοντας σχεδόν τη μυρωδιά των τριαντάφυλλων. Η μουσική είχε σταματήσει, αλλά σαν ν’ άκουγε ακόμα την ηχώ της. Το κορμί του σκέπαζε το δικό της, αλλά το βάρος του της ήταν ευπρόσδεκτο. Η Σάμερ ήξερε πως θα μπορούσε χωρίς καμιά προσπάθεια να τυλίξει τα μπράτσα της γύρω του και να μείνει εκεί για την υπόλοιπη ζωή της. Και τότε, μέσα στη θολούρα της ηδονής, ένιωσε τα πρώτα σκιρτήματα του φόβου. Ω Θεέ μου, πόσο μακριά είχε φτάσει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Ήταν πάντα της σίγουρη ότι ήταν συναισθηματικά ασφαλής. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που κοιμόταν με άντρα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι είχε κάνει πραγματικά έρωτα. Λάθος. Κατέβαλε προσπάθεια να εδραιώσει αυτή τη λέξη στο μυαλό της, ενώ η καρδιά της επιχείρησε να την εμποδίσει. Έπρεπε να σκεφτεί, να φανεί πρακτική. Δεν είχε διαπιστώσει από πρώτο χέρι πού μπορούν να οδηγήσουν τα ανεξέλεγκτα συναισθήματα και τα όνειρα δυο έξυπνους ανθρώπους; Και οι δυο γονείς της, χρόνια τώρα, έκαναν τη μια σχέση μετά την άλλη αναζητώντας... τι; Αυτό, της απάντησε η καρδιά της, αλλά και πάλι μπλόκαρε την απάντηση. Ήταν αρκετά λογική ώστε να μην ψάξει για κάτι που ήξερε ότι δεν υπήρχε. Μονιμότητα, δέσμευση –αυτά ήταν ψευδαισθήσεις. Και οι ψευδαισθήσεις δεν είχαν θέση στη ζωή της. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και περίμενε να ηρεμήσει. Ήταν μια ώριμη και αρκετά εξεζητημένη γυναίκα ώστε να δεχτεί τον

αμοιβαίο πόθο χωρίς δεσμεύσεις. Αντιμετώπισέ το ανάλαφρα, είπε στον εαυτό της. Μην προσποιείσαι ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται κάτι περισσότερο. Αλλά δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί και χάιδεψε τα μαλλιά του καθώς έλεγε: «Η πίτσα και η σαμπάνια έχουν έναν περίεργο τρόπο να μ’ επηρεάζουν». Ο Μπλέικ σήκωσε το κεφάλι του και της χαμογέλασε. Αυτή τη στιγμή ένιωθε ότι θα μπορούσε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. «Νομίζω ότι αυτή θα πρέπει να είναι η βασική διατροφή σου», της είπε και τη φίλησε στον ώμο. «Σίγουρα θα είναι η δική μου. Θέλεις λίγο ακόμα;» «Πίτσα και σαμπάνια;» Ο Μπλέικ γέλασε κι έτριψε τη μύτη του στο λαιμό της. «Και απ’ αυτά», της είπε και γύρισε, τραβώντας τη να κουρνιάσει δίπλα του. Μία ακόμα κίνηση οικειότητας που βαθιά μέσα της την έκανε να τρέμει. Βάλε τους κανόνες, είπε η Σάμερ στον εαυτό της. Κάν’ το τώρα προτού... τους ξεχάσεις. «Μου αρέσει να είμαι μαζί σου», του είπε ήρεμα. «Κι εμένα μου αρέσει να είμαι μαζί σου». Ο Μπλέικ έβλεπε τις σκιές στο ταβάνι, άκουγε υπόκωφα την κίνηση από το δρόμο, αλλά οι αισθήσεις του ήταν ακόμα ποτισμένες από εκείνη. «Και τώρα που σμίξαμε έτσι, υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να επηρεαστεί η σχέση μας». Ο Μπλέικ γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε σαστισμένος. «Δύο πιθανοί τρόποι;» «Είτε θα αυξηθεί η ένταση όταν θα δουλεύουμε μαζί, είτε θα εκλείψει εντελώς. Ελπίζω να γίνει το δεύτερο». Ο Μπλέικ συνοφρυώθηκε μέσα στο σκοτάδι. «Αυτό που συνέβη πριν από λίγο μεταξύ μας δεν έχει καμιά σχέση με τη δουλειά».

«Η προσωπική μας σχέση θα επηρεάσει αναπόφευκτα και την επαγγελματική μας». Η Σάμερ έγλειψε τα χείλη της και προσπάθησε να συνεχίσει στον ίδιο ανάλαφρο τόνο. «Ο έρωτας που κάναμε ήταν κάτι καθαρά... προσωπικό μας, αύριο το πρωί όμως θα είμαστε και πάλι συνεργάτες. Και δεν μπορεί... θα ήταν λάθος να επιτρέψουμε σ’ αυτό που συνέβη εδώ απόψε ν’ αλλάξει τη μορφή της επαγγελματικής συνεργασίας μας». Μήπως φλυαρούσε άσκοπα; Έβγαζαν νόημα αυτά που έλεγε; Η Σάμερ ευχήθηκε να έλεγε και ο Μπλέικ κάτι, οτιδήποτε. «Νομίζω ότι το ξέραμε και οι δυο μας ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα συνέβαινε. Και τώρα που συνέβη, ξεκαθάρισε η ατμόσφαιρα». «Ξεκαθάρισε η ατμόσφαιρα;» Ο Μπλέικ στηρίχτηκε στον αγκώνα του έξαλλος και, προς μεγάλη του έκπληξη, πληγωμένος. «Να πάρει η οργή, Σάμερ, έγινε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Το ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο μας». «Ας το δούμε αντικειμενικά». Ήταν δυνατόν να το είχε εκφράσει τόσο άσχημα; Και ήταν δυνατόν να συνεχίσει αυτή την κουβέντα τη στιγμή που το μόνο που ήθελε ήταν να κουλουριαστεί δίπλα του και να συνεχίσει από εκεί που είχαν σταματήσει; «Είμαστε και οι δυο αδέσμευτοι και νιώθουμε αμοιβαία έλξη. Σ’ αυτό το στάδιο, δε θα πρέπει να περιμένουμε κάτι περισσότερο ο ένας από τον άλλον. Σε επαγγελματικό επίπεδο όμως, η συμμετοχή μας θα πρέπει να είναι απόλυτη». Κάθε φορά που αναφερόταν στην επαγγελματική τους σχέση, ο Μπλέικ ευχόταν να πνιγόταν με τα λόγια της. Το συναίσθημα αυτό δεν τον ευχαρίστησε καθόλου, όπως και το ότι εκείνος θα ήθελε την απόλυτη δέσμευσή της και σε προσωπικό επίπεδο. Κατάφερε όμως να συγκρατήσει την οργή του. Έπρεπε να κάνει πρώτα μερικές ερωτήσεις στον εαυτό του και να πάρει τις απαντήσεις. Στο μεταξύ, έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμος.

«Σάμερ, σκοπεύω να κάνω πολύ τακτικά έρωτα μαζί σου και τότε η δουλειά μπορεί να πάει στο διάβολο», της είπε και έσυρε το χέρι του στα πλευρά της, νιώθοντας το κορμί της ν’ ανταποκρίνεται. Αφού ήθελε κανόνες, σκέφτηκε έξαλλος, θα της έβαζε αυτός κανόνες. Τους δικούς του. «Όταν είμαστε εδώ, δεν υπάρχει ούτε ξενοδοχείο ούτε εστιατόριο. Μόνο εσύ κι εγώ. Πίσω, στο Κόκραν Χάουζ, μπορούμε να φερόμαστε όσο επαγγελματικά θέλεις». Η Σάμερ δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να συμφωνήσει ήρεμα μαζί του ή να διαμαρτυρηθεί βάζοντας τις φωνές. Έτσι, έμεινε σιωπηλή. «Και τώρα», συνέχισε ο Μπλέικ και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, «θέλω να ξανακάνω έρωτα μαζί σου, και στη συνέχεια θέλω να κοιμηθώ μαζί σου. Και στις εννιά αύριο το πρωί, μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στη δουλειά μας». Στο σημείο αυτό η Σάμερ μπορεί και να είχε μιλήσει, αλλά το στόμα του χάιδεψε το δικό της. Το αύριο ήταν πολλές ώρες μακριά.

Κεφάλαιο 8 Να πάρει η οργή, ήταν εκνευριστικό. Ο Μπλέικ είχε ακούσει άντρες να παραπονιούνται για τις γυναίκες, να τις αποκαλούν ακατανόητες, αντιφατικές, ανεξήγητες. Επειδή όμως εκείνος μπορούσε πάντοτε να συνεννοείται μαζί τους, δεν είχε δώσει μεγάλη βάση σε όλ’ αυτά, μέχρι που γνώρισε τη Σάμερ. Τ ώρα έπιασε τον εαυτό του ν’ αναζητά κι άλλα επίθετα για να την περιγράψει. Σηκώθηκε από το γραφείο του, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε συνοφρυωμένος την πόλη. Την πρώτη φορά που είχαν κάνει έρωτα, είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μια γυναίκα μπορεί να είναι τόσο τρυφερή και γενναιόδωρη. Δυνατή, ναι, εξακολουθούσε να είναι

δυνατή, αλλά διέθετε και μια ευαισθησία που τύλιγε τον άντρα σαν βελούδο. Ήταν της φαντασίας του ή είχε γίνει ολοκληρωτικά δική του με κάθε δυνατό τρόπο που μπορεί να δοθεί ένας άνθρωπος σ’ έναν άλλον; Θα μπορούσε να πάρει όρκο ότι εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα δεν είχε κανέναν άλλον στο μυαλό της παρά μόνο εκείνον. Κι όμως, προτού προλάβουν να ηρεμήσουν τα κορμιά τους, είχε μιλήσει εντελώς πρακτικά, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Να πάρει η οργή, κανονικά ένας άντρας δε θα έπρεπε να είναι ευγνώμων γι’ αυτό; Ένας άντρας που ήθελε να γνωρίσει το πάθος και τη συντροφικότητα με μια γυναίκα, αλλά χωρίς μπλεξίματα; Θυμήθηκε άλλες σχέσεις, τότε που μια σειρά αυστηροί κανόνες είχαν αποδειχτεί αναποτελεσματικοί, αλλά τώρα... Στο πεζοδρόμιο κάτω είδε ένα ζευγάρι να προχωρά αγκαλιασμένο. Τους παρακολούθησε και τους φαντάστηκε να γελάνε μ’ ένα αστείο που κανείς άλλος δε θα μπορούσε να καταλάβει. Καθώς τους κοιτούσε, θυμήθηκε τη δική του δήλωση για τους βαθμούς οικειότητας. Το ένστικτο του έλεγε ότι με τη Σάμερ είχαν μοιραστεί την πιο βαθιά οικειότητα που θα μπορούσαν να βιώσουν δυο άνθρωποι μεταξύ τους. Δε μιλούσε μόνο για το σμίξιμο των κορμιών, αλλά και για το συναπάντημα, το δέσιμο των σκέψεων, των αναγκών και των επιθυμιών τους, που ήταν απόλυτο. Αν όμως το ένστικτό του του είχε πει ένα πράγμα, εκείνη του είχε πει κάτι άλλο. Τ ι από τα δύο έπρεπε να πιστέψει; Εκνευριστικό, σκέφτηκε πάλι και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι είχε πάει στο διαμέρισμά της το προηγούμενο βράδυ με σκοπό να την ξελογιάσει και να βάλει ένα τέρμα στην ένταση ανάμεσά τους. Όπως δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι πέντε λεπτά μαζί της και τον είχε ξελογιάσει εκείνη. Δεν μπορούσε να τη βλέπει και να μην την αγγίζει. Δεν μπορούσε να την ακούει να γελάει και να μη θέλει να γευτεί τα χείλη της. Τ ώρα που είχε κάνει

έρωτα μαζί της, δεν ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να περάσει έστω και μια νύχτα χωρίς η επιθυμία του γι’ αυτή να φουντώσει πάλι. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιος όρος για την εμπειρία που είχε ζήσει. Ο Μπλέικ ένιωθε πάντα πιο άνετα όταν μπορούσε να βάλει μια ετικέτα σε κάτι και να το ταξινομήσει. Όσο πιο αντιπροσωπευτική η ετικέτα, τόσο πιο εύκολη η κατηγοριοποίηση. Αλλά τι ετικέτα να βάλεις στην εμμονή ενός άντρα να σκέφτεται μια γυναίκα τη στιγμή που θα έπρεπε να σκέφτεται κάτι άλλο; Τ ι όνομα να δώσεις σ’ αυτό το επίμονο και έντονο συναίσθημα; Αγάπη... Η λέξη τρύπωσε στο μυαλό του και δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. Έλα, Θεέ. Ο Μπλέικ κάθισε ταραγμένος και κάρφωσε το βλέμμα του στον απέναντι τοίχο. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ήταν τόσο απλό και τόσο τρομακτικό. Ήθελε να είναι μαζί της, να την κάνει να γελά, να την κάνει να τρέμει από πόθο. Ήθελε να βλέπει τα μάτια της ν’ αστράφτουν από θυμό –και πάθος. Ήθελε να περνά ήσυχα απόβραδα και ξέφρενες νύχτες μαζί της. Και ήταν απόλυτα σίγουρος ότι το ίδιο θα ήθελε και μετά από είκοσι χρόνια. Από εκείνη την πρώτη φορά που είχε κατέβει τα τέσσερα πατώματα από το διαμέρισμά της, δεν είχε ξανασκεφτεί άλλη γυναίκα. Η αγάπη –αν κάποιος μπορούσε ν’ αποκαλέσει λογική την αγάπη– ήταν το λογικό συμπέρασμα. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Ο Μπλέικ έβγαλε ένα τσιγάρο κι έσυρε το δάχτυλό του κατά μήκος του. Δεν το άναψε, μόνο συνέχισε να κοιτάζει τον τοίχο απέναντι. Και τώρα, αναρωτήθηκε, τι κάνω; Ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα που του είχε δηλώσει ξεκάθαρα τη γνώμη της για τις μόνιμες σχέσεις και τις δεσμεύσεις. Δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Εκείνος, από την άλλη, πίστευε στη μονιμότητα, ακόμα και στο ρομαντισμό, στο γάμο –αν και δεν ήταν θέματα που τον είχαν απασχολήσει ιδιαίτερα, γιατί δεν πίστευε ότι του ταίριαζαν.

Τα πράγματα ήταν διαφορετικά τώρα. Ήταν ένας πολύ ισορροπημένος άντρας, ψυχικά και σωματικά, για να μη θεωρήσει το γάμο φυσική κατάληξη της αγάπης. Όταν αγαπάς, αναζητάς τη σταθερότητα, τους όρκους, τη διάρκεια. Ήθελε τη Σάμερ. Ο Μπλέικ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Πίστευε απόλυτα ότι πάντα υπάρχει κάποιος τρόπος για να πετύχεις αυτό που θέλεις. Αν προσπαθούσε όμως να της αναφέρει τη λέξη «αγάπη», εκείνη θα γινόταν καπνός. Εδώ κι ο ίδιος δεν ένιωθε εντελώς άνετα. Στρατηγική, είπε στον εαυτό του. Όλα ήταν θέμα στρατηγικής –ή τουλάχιστον το ήλπιζε. Έπρεπε απλώς να την πείσει ότι ήταν σημαντικός για τη ζωή της, ότι η σχέση τους ήταν προορισμένη να διαψεύσει τους κανόνες της. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα, και ο Μπλέικ σκόπευε να το κερδίσει. Συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας τον τοίχο και βάλθηκε να λύσει το πρόβλημα με τον τρόπο του. Η Σάμερ, πάλι, είχε τα δικά της προβλήματα. Είχε πιει τέσσερα φλιτζάνια δυνατό σκέτο καφέ, αλλά δεν μπορούσε να πει ότι λειτουργούσε ακόμα στο εκατό τοις εκατό των δυνατοτήτων της. Με δέκα ώρες ύπνο τα πήγαινε μια χαρά, με οχτώ καλούτσικα, με λιγότερες –και το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί πολύ λιγότερες– γινόταν κακιά. Αν πρόσθετες σ’ αυτό τη συναισθηματική της αναστάτωση και την παγερή αντιπάθεια του Μαξ, το πρωινό της δεν προβλεπόταν ούτε ευχάριστο ούτε παραγωγικό. «Αν χρησιμοποιήσουμε κάποια γαλλική γαρνιτούρα για το ψητό αρνί, θα προσθέσουμε ένα όμορφο ευρωπαϊκό χρώμα στο πιάτο», είπε η Σάμερ και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στα σκόρπια χαρτιά στο γραφείο της. Είχε φέρει μερικά από τα τριαντάφυλλα του Ενρίκο μαζί της και τα είχε βάλει σ’ ένα ποτήρι. Σκέπαζαν κάπως τη μυρωδιά της σκόνης. «Το ψητό αρνί μου είναι τέλειο όπως είναι».

«Για τα γούστα κάποιων μπορεί», του απάντησε η Σάμερ ξερά. «Για τα δικά μου είναι απλώς υποφερτό. Και αυτό δεν το δέχομαι». Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα. Κανείς δεν έκανε πίσω, κι έτσι εκείνη συνέχισε: «Προτιμώ να συνοδεύεται με μια γαρνιτούρα κλ αμάρ, καρδιές αγκινάρας γεμισμένες με βουτυρωμένα μπιζέλια, και πατάτες σοταρισμένες με βούτυρο». «Εμείς χρησιμοποιούμε πάντα νεροκάρδαμο και μανιτάρια». Η Σάμερ άλλαξε προσεκτικά τη θέση σ’ ένα τριαντάφυλλο. Ο μικρός αυτός αντιπερισπασμός τη βοήθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Τ ώρα θα χρησιμοποιούμε κλ αμάρ», είπε, το σημείωσε και το υπογράμμισε. «Όσο για τα παϊδάκια...» «Δε θ’ αγγίξετε τα παϊδάκια μου». Η Σάμερ πήγε να του απαντήσει το ίδιο απότομα, αλλά έσφιξε τα δόντια της. Ήταν κοινό μυστικό ότι τα παϊδάκια ήταν η σπεσιαλιτέ του Μαξ, το μωρό του. Ήταν λοιπόν σοφό να υποχωρήσει σ’ αυτό το πιάτο και να επιμείνει σε όλα τ’ άλλα. Σ’ αυτό τη βοήθησε η βρετανική κληρονομιά της, που την είχε διδάξει να παίζει τίμια. «Τα παϊδάκια παραμένουν ως έχουν», του είπε. «Ο ρόλος μου εδώ είναι να βελτιώσω τα πιάτα που χρειάζονται βελτίωση και να τα προσαρμόσω στα στάνταρντ του Κόκραν Χάουζ». Καλά τα είπες, έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της, ενώ ο Μαξ υποχώρησε ξεφυσώντας. «Επίσης θα κρατήσουμε ως έχουν το Νιου Γιορκ Στριπ Στέικ και το φιλέτο». Νιώθοντας πως ο Μαξ είχε μαλακώσει, η Σάμερ έκανε επίθεση στο μενού με τα πουλερικά. «Θα συνεχίσουμε να σερβίρουμε ψητό κοτόπουλο με πατάτες, ρύζι και βραστά λαχανικά, αλλά θα προσθέσουμε και πάπια με το αίμα της». «Πάπια με το αίμα της;» ξέσπασε ο Μαξ. «Δεν έχουμε κανένα μάγειρα στο προσωπικό μας που να ξέρει να φτιάχνει σωστά αυτό το πιάτο, ούτε έχουμε πρέσα για να το ετοιμάσουμε». «Όχι, γι’ αυτό κι εγώ παρήγγειλα να μας φέρουν πρέσα, και θα

προσλάβω κάποιον που να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει». «Θα φέρετε κάποιον ξένο στην κουζίνα μου μόνο γι’ αυτό το πιάτο;» «Θα φέρω κάποιον στην κουζίνα μου», τον διόρθωσε η Σάμερ, «για να μαγειρεύει την πάπια με το αίμα της, το αρνί και πολλά άλλα. Είναι πρόθυμος ν’ αφήσει τη δουλειά που έχει αυτή τη στιγμή στο Σικάγο και να έρθει εδώ απλώς και μόνο επειδή εμπιστεύεται την κρίση μου. Ίσως θα έπρεπε ν’ αρχίσεις να κάνεις κι εσύ το ίδιο». Λέγοντας αυτά, άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά της. «Τελειώσαμε για σήμερα, Μαξ. Θα ήθελα να πάρεις μαζί σου αυτές τις σημειώσεις». Του έδωσε τα χαρτιά, νιώθοντας τα μηνίγγια της να σφυροκοπάνε από τον πονοκέφαλο. «Αν έχεις κάποιες προτάσεις στα όσα έχω καταγράψει, σε παρακαλώ να τις σημειώσεις», κατέληξε κι έσκυψε να συνεχίσει τη δουλειά της, ενώ εκείνος έβγαινε αμίλητος από το δωμάτιο. Ίσως δε θα έπρεπε να του είχε μιλήσει τόσο απότομα. Ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει πληγωμένος εγωισμός. Ίσως θα έπρεπε να το είχε χειριστεί καλύτερα. Ναι, ίσως να το είχε κάνει, σκέφτηκε αναστενάζοντας κουρασμένα και έτριψε τον κρόταφό της, αν δεν ένιωθε κι εκείνη λίγο ευάλωτη και πληγωμένη. Δικό σου ήταν το λάθος, θύμισε στον εαυτό της. Ακούμπησε τους αγκώνες της στο γραφείο και στήριξε το κεφάλι στα χέρια της. Τ ώρα, είχε φτάσει το αύριο και έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Είχε σπάσει έναν από τους βασικότερους κανόνες της: να μη δημιουργεί ποτέ προσωπική σχέση με συνεργάτες της. Κανονικά θα έπρεπε να μπορεί να το παραβλέψει, λέγοντας πως οι κανόνες γίνονται για να τους παραβαίνουμε, αλλά... εκείνο που την ανησυχούσε περισσότερο ήταν πως την αναστάτωση δεν της την προκαλούσε το γεγονός ότι είχε σπάσει αυτόν το συγκεκριμένο κανόνα, αλλά κάποιον άλλον: να μην αφήσεις ποτέ κάποιον που

μπορεί να σ’ αγγίξει πραγματικά να σε πλησιάσει. Και ο Μπλέικ, αν δε φρόντιζε να χαράξει τώρα τις διαχωριστικές γραμμές και να τις τηρήσει, θα μπορούσε να την αγγίξει πραγματικά. Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ και ευχήθηκε να είχε μια ασπιρίνη, καθώς μελετούσε για μια ακόμη φορά το μενού. Ήταν σίγουρη πως η στάση της την προηγούμενη νύχτα ήταν αρκετά άνετη και ξεκάθαρη σχετικά με τους δεσμούς και τις υποχρεώσεις. Αλλά όταν στη συνέχεια είχαν ξανακάνει έρωτα, όσα είχε πει έμοιαζαν να μην έχουν κανένα νόημα. Κούνησε το κεφάλι της, προσπαθώντας να απομακρύνει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Το πρωί η συμπεριφορά τους ήταν απόλυτα φυσική –δυο ενήλικες που ετοιμάζονταν για τη δουλειά τους χωρίς καμιά αμηχανία. Αυτό ακριβώς ήθελε κι εκείνη. Είχε δει πολλές φορές τη μητέρα της να λάμπει τρισευτυχισμένη στην αρχή μιας σχέσης. Αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας –αυτός ο άντρας ήταν ο πιο συναρπαστικός, ο πιο στοργικός, ο πιο ρομαντικός. Μέχρι που η λάμψη ξεθώριαζε. Έτσι η Σάμερ πίστευε πως, αν δε λάμπεις από την αρχή, δεν υπάρχει κίνδυνος να ξεθωριάσεις, και η ζωή σου είναι πιο εύκολη. Κι όμως, εξακολουθούσε να τον θέλει. Ακούστηκε ένα κοφτό χτύπημα κι ένας από τους μαγείρους έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα. «Μις Λίντον, ο κύριος Κόκραν θα ήθελε να σας δει στο γραφείο του». Η Σάμερ αποτέλειωσε τον καφέ της, που είχε αρχίσει να κρυώνει. «Ναι; Πότε;» «Αμέσως». Ύψωσε το φρύδι της. Κανείς δε διέταζε τη Σάμερ Λίντον να παρουσιαστεί αμέσως. Όλοι της ζητούσαν ευγενικά να περάσει να τους δει όποτε τη βόλευε. «Μάλιστα». Το παγωμένο χαμόγελό της έκανε τον αγγελιαφόρο να ζαρώσει. «Ευχαριστώ».

Όταν η πόρτα έκλεισε πάλι, η Σάμερ έμεινε εντελώς ακίνητη. Αυτές ήταν οι εργάσιμες ώρες της και είχε υπογράψει συμβόλαιο. Ήταν και σωστό και λογικό να της ζητήσει ο Μπλέικ να πάει να τον δει στο γραφείο του. Αυτό το δεχόταν. Δεν έπαυε όμως να είναι η Σάμερ Λίντον –και δεν παρουσιαζόταν σε κανέναν αμέσως. Πέρασε τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά τακτοποιώντας τα χαρτιά της και ύστερα σηκώθηκε. Διέσχισε αργά την κουζίνα, σταματώντας κάθε τόσο για να ελέγξει τι έβραζε στη μια κατσαρόλα και τι τσιγαριζόταν στο τηγάνι, και μπήκε στο ασανσέρ. Ανεβαίνοντας, έριξε μια ματιά στο ρολόι της και χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι θα χτυπούσε την πόρτα του σχεδόν είκοσι πέντε λεπτά αφότου την είχε καλέσει. Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, τίναξε μια κλωστούλα από το μανίκι της μπλούζας της και βγήκε. «Ο κύριος Κόκραν ζήτησε να μου μιλήσει;» είπε δίνοντας ερωτηματικό τόνο στη φωνή της και χαμογέλασε στη ρεσεψιονίστ. «Μάλιστα, μις Λίντον, μπορείτε να περάσετε κατευθείαν. Σας περιμένει». Η Σάμερ δεν ήξερε αν το τελευταίο σχόλιο ήταν επικριτικό ή προειδοποιητικό, πάντως εκείνη προχώρησε στο διάδρομο, χτύπησε κοφτά την πόρτα του Μπλέικ και μπήκε. «Καλημέρα, Μπλέικ». Όταν η Σάμερ μπήκε, ο Μπλέικ άφησε στο πλάι το φάκελο που είχε μπροστά του και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Δυσκολεύτηκες να βρεις το ασανσέρ;» «Όχι». Η Σάμερ διέσχισε το δωμάτιο, διάλεξε μια καρέκλα και κάθισε. Έχει το ίδιο ύφος που είχε και την πρώτη φορά που μπήκα μέσα σε τούτο το γραφείο και τον είδα, σκέφτηκε –υπεροπτικό, αριστοκρατικό. Το τέλειο ύφος για διαπραγματεύσεις. «Αυτό είναι ένα από τα λίγα ξενοδοχεία που δε γερνάει κανείς περιμένοντας να έρθει το ασανσέρ». «Και ξέρεις τι σημαίνει ο όρος “ αμέσως”;»

«Ξέρω. Είχα δουλειά». «Ίσως θα έπρεπε να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν ανέχομαι να με αφήνει να περιμένω μια υπάλληλος». «Τότε θα σου ξεκαθαρίσω κι εγώ δυο πράγματα», τον αντέκρουσε εκείνη. «Πρώτον, δεν είμαι μια απλή υπάλληλος, αλλά μια καλλιτέχνις. Δεύτερον, δεν εμφανίζομαι ποτέ μόλις κάποιος χτυπήσει τα δάχτυλά του». «Είναι έντεκα και είκοσι», άρχισε να λέει ο Μπλέικ με τέτοια ηρεμία που η Σάμερ έγινε αμέσως επιφυλακτική. «Είναι εργάσιμη μέρα. Τ ις επιταγές με τις οποίες πληρώνεσαι τις υπογράφω εγώ. Άρα, δίνεις λόγο σ’ εμένα». Ένα προδοτικό κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά της. «Πας να μετατρέψεις τη δουλειά μου σε δολάρια και λεπτά της ώρας...» «Η δουλειά είναι δουλειά», την έκοψε εκείνος, απλώνοντας τα χέρια του. «Ήσουν απόλυτα σαφής σ’ αυτό το θέμα». Η Σάμερ είχε φροντίσει να στριμωχτεί μόνη της στη γωνία και ο Μπλέικ της έδωσε την τελευταία σπρωξιά για να χωθεί ακόμα πιο βαθιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γίνει ακόμα πιο υπεροπτική. «Όπως βλέπεις, είμαι εδώ τώρα. Χάνεις την ώρα σου». Ήταν φανταστική ως βασίλισσα των πάγων, σκέφτηκε ο Μπλέικ. Άραγε αντιλαμβανόταν πόσο άλλαζε την εικόνα της μια έκφραση, ένας διαφορετικός τόνος στη φωνή της; Μέσα σε μια μέρα μπορούσε να εμφανιστεί με έξι διαφορετικά πρόσωπα. Είτε το ήξερε είτε όχι, η Σάμερ διέθετε το ταλέντο της μητέρας της. «Δέχτηκα άλλο ένα τηλεφώνημα από τον Μαξ για να μου εκφράσει τη δυσαρέσκειά του», της είπε ξερά. Η Σάμερ ύψωσε το φρύδι της και τον κοίταξε σαν βασίλισσα έτοιμη να αποπέμψει τον υποτακτικό της. «Ναι;» «Έχει έντονες αντιρρήσεις σε ορισμένες από τις προτάσεις σου για το μενού. Α...» Ο Μπλέικ έριξε μια ματιά στο σημειωματάριο

μπροστά του. «...το τρέχον πρόβλημα φαίνεται να είναι η πάπια με το αίμα της, αν και μου ανέφερε και κάμποσα ακόμα». Η Σάμερ τέντωσε την πλάτη στην καρέκλα της και πρότεινε το πιγούνι της. «Νόμιζα ότι με προσέλαβες για να βελτιώσω το μενού του εστιατορίου του Κόκραν Χάουζ». «Γι’ αυτό σε προσέλαβα». «Αυτό ακριβώς κάνω». Η γαλλική προφορά είχε αρχίσει να γίνεται έντονη στα λόγια της και τα μάτια της άστραψαν. Μπορεί να τον ενοχλούσε, αλλά δεν την είχε δει ποτέ πιο γοητευτική. «Σε προσέλαβα όμως και για να διευθύνεις την κουζίνα –πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να μπορείς να ελέγχεις το προσωπικό σου». «Να ελέγχω». Η Σάμερ σηκώθηκε και η βασίλισσα των πάγων είχε μεταμορφωθεί τώρα σε έξαλλη καλλιτέχνιδα. Οι χειρονομίες της ήταν γρήγορες, οι κινήσεις της δραματικές. «Θα χρειαζόμουν μαστίγιο και αλυσίδες για να ελέγξω έναν τόσο στενόμυαλο γερο-ιδιότροπο που το μόνο που τον απασχολεί είναι ο εγωισμός του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τον δικό του. Το μενού του είναι χαραγμένο σε πέτρα, και είναι ιερό. Παφ!» Αυτό ήταν ένα ιδιαίτερο γαλλικό επιφώνημα που θ’ ακουγόταν γελοίο από το στόμα οποιουδήποτε άλλου. Από το δικό της, όμως, ακούστηκε τέλειο. Ο Μπλέικ χτυπούσε το στυλό στην άκρη του γραφείου του όσο παρακολουθούσε την παράστασή της. Μπήκε στον πειρασμό να χειροκροτήσει. «Αυτό εννοούν όταν μιλούν για καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο;» Η Σάμερ πήρε μια βαθιά ανάσα. Την κορόιδευε; Πώς τολμούσε; «Δεν είδες ακόμα τίποτε, μον αμί». Ο Μπλέικ κούνησε το κεφάλι του. Μπήκε στον πειρασμό να τη σπρώξει στα άκρα, αλλά η δουλειά ήταν δουλειά. «Ο Μαξ δουλεύει στο Κόκραν πάνω από είκοσι πέντε χρόνια». Άφησε το στυλό και

σταύρωσε τα χέρια του απόλυτα ήρεμος, σε αντίθεση με τη Σάμερ, που έβραζε. «Είναι πιστός, ικανός και, απ’ ό,τι φαίνεται, εύθικτος». «Εύθικτος». Η Σάμερ μόνο που δεν έφτυσε τη λέξη. «Του άφησα τα παϊδάκια του και το πολύτιμο κοτόπουλό του, αλλά εξακολουθεί να μην είναι ευχαριστημένος. Στο καινούριο μενού θα περιλάβω και την πάπια με το αίμα και την κλ αμάρ μου. Το μενού μου δε θα είναι το μενού που έχει το μαγαζάκι στη γωνία». Αν είχα μαγνητοφωνήσει τη συζήτηση, αναρωτήθηκε ο Μπλέικ, και της την έβαζα να την ακούσει αργότερα, θα παραδεχόταν τη γελοιότητα του πράγματος; Για την ώρα, είχε τις αμφιβολίες του, και χρειάστηκε να ξεροβήξει για να κρύψει τη διάθεσή του να γελάσει. «Ακριβώς», της είπε ανέκφραστα. «Δεν έχω πρόθεση ν’ ανακατευτώ στο μενού. Το θέμα είναι ότι δεν έχω πρόθεση ν’ ανακατευτώ καθόλου». Αυτό δεν την ηρέμησε. Η Σάμερ τίναξε τα μαλλιά πίσω από τους ώμους της και τον αγριοκοίταξε. «Τότε γιατί σπαταλάς το χρόνο μου με ασήμαντα πράγματα;» «Αυτά τα ασήμαντα πράγματα», την αντέκρουσε εκείνος, «είναι δικό σου πρόβλημα, όχι δικό μου. Είναι μέρος των καθηκόντων σου. Αυτό σημαίνει προϊσταμένη. Να προΐστασαι. Και αν ο σεφ ο οποίος βρίσκεται κάτω από τις διαταγές σου είναι διαρκώς δυσαρεστημένος, σημαίνει ότι δεν κάνεις τη δουλειά σου. Είσαι ελεύθερη να κάνεις όσους συμβιβασμούς θεωρείς απαραίτητους». «Συμβιβασμούς;» Το κορμί της σφίχτηκε και ο Μπλέικ τη βρήκε πάλι φανταστική. «Εγώ δεν κάνω συμβιβασμούς». «Αν το παίξεις ξεροκέφαλη, δεν πρόκειται να φέρεις την ειρήνη στην κουζίνα σου». Η ανάσα της βγήκε σφυριχτή. «Ξεροκέφαλη;» «Ακριβώς. Τ ώρα, το πρόβλημα του Μαξ βρίσκεται πάλι στο γήπεδό σου. Δε θέλω να δεχτώ άλλο τηλεφώνημα από αυτόν».

Η Σάμερ κάτι είπε στα γαλλικά, και μολονότι ήταν ιδιωματικό, ο Μπλέικ μπήκε στο νόημα. Ύστερα τίναξε το κεφάλι της και ξεκίνησε για την πόρτα. «Σάμερ». Σταμάτησε και η στάση της θύμισε στον Μπλέικ τις μυθικές γυναίκες τοξοβόλους με τις θανατηφόρες βολές. Δε θα έκανε ούτε ένα μορφασμό καθώς θα έστελνε το βέλος κατευθείαν στην καρδιά του στόχου της. Βασίλισσα των πάγων ή πολεμίστρια, την ήθελε. «Θέλω να σε δω απόψε». Τα μάτια της έγιναν δυο σχισμές. «Πώς τολμάς». «Τ ώρα που θέσαμε επί τάπητος το πρώτο θέμα, είναι καιρός να κουβεντιάσουμε το δεύτερο. Θα μπορούσαμε να δειπνήσουμε μαζί». «Θέσαμε επί τάπητος το πρώτο θέμα», επανέλαβε η Σάμερ. «Εγώ δεν παραμερίζω έτσι τα θέματα. Κι όσο για το δείπνο, μπορείς να δειπνήσεις με τα λογιστικά βιβλία σου. Είναι τα μόνα που καταλαβαίνεις». Ο Μπλέικ σηκώθηκε και την πλησίασε χωρίς να βιάζεται. «Συμφωνήσαμε ότι, όταν θα βρισκόμαστε μακριά από δω, δε θα είμαστε συνεργάτες». «Δεν είμαστε μακριά από δω». Η Σάμερ πρότεινε πάλι το πιγούνι της. «Βρίσκομαι στο γραφείο σου μετά από εντολή σου». «Δε θα βρίσκεσαι στο γραφείο μου απόψε». «Απόψε θα βρίσκομαι όπου μου κάνει κέφι». «Άρα απόψε», συνέχισε αβίαστα εκείνος, «δε θα είμαστε συνεργάτες. Αυτοί δεν ήταν οι κανόνες σου;» Προσωπική και επαγγελματική σχέση με μια σαφή γραμμή να τις διαχωρίζει. Ναι, έτσι το ήθελε, αλλά δεν της ήταν τόσο εύκολο να κάνει αυτόν το διαχωρισμό όσο είχε πιστέψει. «Απόψε», είπε υψώνοντας τους ώμους της, «μπορεί να είμαι απασχολημένη». Ο Μπλέικ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Κοντεύει μεσημέρι.

Ώρα για φαγητό». Την κοίταξε πάλι μισοχαμογελώντας. Σήκωσε το χέρι του και το έχωσε στα μαλλιά της. «Το διάλειμμα δε συγκαταλέγεται στις εργάσιμες ώρες, Σάμερ. Και απόψε θέλω να είμαι μαζί σου». Χάιδεψε με το στόμα του πρώτα τη μια άκρη των χειλιών της και μετά την άλλη. «Θέλω να περάσω ατέλειωτες ώρες μόνος μαζί σου», κατέληξε και τα χείλη του χαμογέλασαν πάνω στα δικά της. Κι εκείνη το ήθελε, γιατί να προσποιηθεί το αντίθετο; Δεν πίστευε ποτέ στην προσποίηση, μόνο στην άμυνα. Όπως και να είχε το πράγμα, είχε ήδη αποφασίσει να χειριστεί τον Μαξ και την κουζίνα της με το δικό της τρόπο. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και του χαμογέλασε. «Εντάξει τότε, απόψε θα είμαστε μαζί. Θα φέρεις εσύ τη σαμπάνια;» Είχε μαλακώσει, αλλά δεν είχε λυγίσει. Ο Μπλέικ το βρήκε αυτό πολύ πιο συναρπαστικό από την πλήρη παράδοση. «Με το κατάλληλο τίμημα». Το γέλιο της ήταν ζεστό και πονηρό. «Τ ι τίμημα;» «Θέλω να κάνεις κάτι για μένα που δεν το έχεις κάνει ποτέ μέχρι τώρα». Έγειρε το κεφάλι της και άγγιξε τα χείλη του με την άκρη της γλώσσας της. «Τ ι πράγμα;» «Να μου μαγειρέψεις». Τα μάτια της άστραψαν γεμάτα έκπληξη και γέλασε πάλι. «Να σου μαγειρέψω; Ε, λοιπόν, αυτό σου το αίτημα είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι περίμενα». «Μετά το δείπνο, μπορεί να σκαρφιστώ και μερικά ακόμα». «Ώστε θέλεις να σου ετοιμάσει το δείπνο σου η Σάμερ Λίντον». Η Σάμερ τραβήχτηκε σκεφτική. «Μπορεί και να το κάνω, αν και συνήθως αυτό κοστίζει πολύ ακριβότερα από μια σαμπάνια. Κάποτε στο Χιούστον μαγείρεψα για ένα μεγιστάνα του πετρελαίου και τη

νέα του σύζυγο. Και πληρώθηκα με μετοχές. Μπλου τσιπς». Ο Μπλέικ πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Και εγώ σου πήρα πίτσα. Πεπερόνι». «Αυτό είναι αλήθεια. Στις οχτώ λοιπόν. Και σε συμβουλεύω να φας ένα πολύ ελαφρύ μεσημεριανό σήμερα». Έπιασε το πόμολο και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της χαμογελώντας. «Σου αρέσουν τα Σερβέλ Μπρεζέ;» «Μπορεί και να μου άρεσαν, αν ήξερα τι είναι». Η Σάμερ άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας πάντα. «Ψητά βοδινά μυαλά. Ορεβουάρ». Ο Μπλέικ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα. Αυτή τη φορά, είχε σίγουρα εκείνη την τελευταία λέξη.

Η κουζίνα μύριζε φαγητό, αλλά η απαλή μελωδία του Σοπέν που ακουγόταν από τα μεγάφωνα σ’ έκανε να νομίζεις ότι βρισκόσουν σε σαλόνι, καθώς η Σάμερ αλεύρωνε το ξεκοκαλισμένο στήθος του κοτόπουλου. Στην ηλεκτρική εστία, το βούτυρο είχε μόλις αρχίσει να ροδίζει. Τέλεια. Οι γεμιστές ντομάτες ήταν ήδη έτοιμες και περίμεναν στο ψυγείο. Τα βουτυρωμένα μπιζέλια είχαν αρχίσει να τσιγαρίζονται. Τ ώρα θα σόταρε τις πατάτες μαζί με τα φιλέτα. Ο χρόνος, βέβαια, ήταν το παν. Η συνταγή Συπρέμ ντε Βολ έιγ α Μπρυν έπρεπε να εκτελεστεί με ακρίβεια λεπτού, διαφορετικά θα την πετούσε αηδιασμένη, όπως κάθε ιδιότροπος σεφ. Το ζεστό βούτυρο τσιτσίρισε όταν έριξε μέσα το αλευρωμένο κοτόπουλο. Η Σάμερ άκουσε το χτύπημα στην πόρτα, αλλά έμεινε ακίνητη στη θέση της. «Είναι ανοιχτά», φώναξε και ρύθμισε μεθοδικά τη θερμοκρασία της κουζίνας. «Θα πιω τη σαμπάνια εδώ». «Σερί, μακάρι να σκεφτόμουν να φέρω μία». Η Σάμερ γύρισε έκπληκτη και είδε τη Μονίκ να στέκεται

εντυπωσιακή στην πόρτα της κουζίνας, φορώντας ένα ασημί και μαύρο σύνολο. «Μητέρα!» Κρατώντας το πιρούνι πάντα στο χέρι, η Σάμερ κάλυψε την απόσταση και έκλεισε τη μητέρα της στην αγκαλιά της. Μ’ εκείνο το γάργαρο και αισθησιακό γέλιο που την είχε κάνει διάσημη, η Μονίκ φίλησε την κόρη της και στα δυο μάγουλα. Ύστερα την απομάκρυνε λίγο. «Σου έκανα έκπληξη, ουί; Λατρεύω τις εκπλήξεις». «Με άφησες άφωνη», της απάντησε η Σάμερ. «Τ ι γυρεύεις στην πόλη;» Η Μονίκ κοίταξε προς την κουζίνα. «Αυτή τη στιγμή διακόπτω, απ’ ό,τι φαίνεται, τις προετοιμασίες για ένα τρυφερό τετ α τετ». «Ω!» Η Σάμερ έκανε μεταβολή, έτρεξε στο τηγάνι και γύρισε το κοτόπουλο. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα και θα ήταν για πέταμα! «Αυτό που εννοούσα είναι, τι γυρεύεις στη Φιλαδέλφεια;» Έλεγξε πάλι τη θερμοκρασία και διαπίστωσε ότι ήταν εντάξει. «Δεν είχες ορκιστεί κάποτε ότι δε θα ξαναπατούσες το πόδι σου στην πόλη του βασιλιά των σιδερικών;» «Ο χρόνος σε μαλακώνει», είπε η Μονίκ με μια χαρακτηριστική κίνηση του καρπού της. «Και ήθελα να δω την κόρη μου. Δεν έρχεσαι και πολύ συχνά στο Παρίσι τελευταία». «Όχι, δεν έρχομαι». Η Σάμερ μοίραζε την προσοχή της ανάμεσα στο τηγάνι και τη μητέρα της, κάτι που δε θα έκανε για κανέναν άλλον. «Δείχνεις απίθανη». Δυο λακκάκια φάνηκαν στα μάγουλα της Μονίκ. «Νιώθω απίθανα, μινιόν. Σε έξι βδομάδες ξεκινάω τα γυρίσματα μιας καινούριας ταινίας». «Μια καινούρια ταινία». Η Σάμερ πίεσε προσεκτικά το δάχτυλό της στη σάρκα του κοτόπουλου. Όταν την είδε να επανέρχεται αμέσως, έβγαλε τα φιλέτα και τα σέρβιρε σε μια ζεστή πιατέλα.

«Πού;» «Στο Χόλιγουντ. Μ’ έχουν ζαλίσει χρόνια τώρα, και τελικά ενέδωσα». Το μεταδοτικό γέλιο της Μονίκ αντήχησε πάλι στο χώρο. «Το σενάριο είναι απίθανο. Ήρθε στο Παρίσι ο ίδιος ο σκηνοθέτης για να με πείσει. Ο Κάιλ Μόρισον». Ψηλός, κάπως ξερακιανός, με έξυπνο πρόσωπο, γύρω στα πενήντα. Η Σάμερ είχε μια ξεκάθαρη εικόνα αυτού του άντρα στο μυαλό της από τις φωτογραφίες του στα περιοδικά, αλλά τον είχε δει και από κοντά στο πάρτι μιας διάσημης σταρ όπου είχε πάει για να φτιάξει Ιλ Φλ οτάντ. Από τον τόνο της μητέρας της, η Σάμερ μάντεψε την απάντηση προτού ακόμα κάνει την ερώτηση. «Και ο σκηνοθέτης πώς είναι;» «Είναι κι αυτός απίθανος. Πώς θα σου φαινόταν αν αποκτούσες καινούριο πατριό, σερί;» «Θα το αντιμετώπιζα στωικά», της απάντησε η Σάμερ και χαμογέλασε. Μάλλον ήταν σκληρή η απάντησή της. «Θα χαιρόμουν, βέβαια, αν εσύ είσαι ευτυχισμένη», είπε και άρχισε να ετοιμάζει τη σάλτσα βουτύρου, ενώ η Μονίκ της ανέλυε την κατάσταση. «Ω, μα είναι απίθανος και πολύ ευαίσθητος! Δεν έχω γνωρίσει άλλον άντρα που να καταλαβαίνει τόσο καλά μια γυναίκα. Επιτέλους, βρήκα το τέλειο ταίρι μου. Έναν άντρα που μου χαρίζει όλα όσα χρειάζομαι και επιθυμώ στη ζωή μου. Έναν άντρα που με κάνει να νιώθω γυναίκα». Η Σάμερ κούνησε το κεφάλι της, τράβηξε από το μάτι το τηγάνι, έριξε μέσα βασιλικό και λεμόνι και ανακάτεψε τη σάλτσα. «Πότε ο γάμος;» «Έγινε την περασμένη βδομάδα». Η Μονίκ χαμογέλασε πλατιά όταν η Σάμερ σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε. «Παντρευτήκαμε αθόρυβα στην αυλή μιας εκκλησούλας έξω από το Παρίσι. Υπήρχαν και περιστέρια –καλό σημάδι. Βρήκα τη δύναμη να

εγκαταλείψω τον Κάιλ, επειδή ήθελα να σου πω τα νέα η ίδια». Έκανε μερικά βήματα και της έδειξε μια λεπτή βέρα με διαμαντάκια. «Κομψή, ουί; Ο Κάιλ δεν είναι οπαδός του –αλήθεια, πώς το λέτε– κραυγαλέου». Άρα, για την ώρα δεν ήταν οπαδός του ούτε η Μονίκ Ντιμπουά Λίντον Σμιθ Κλάριον Μόρισον. Η Σάμερ όμως υπέθεσε πως, μόλις γίνονταν γνωστά τα νέα, οι δημοσιογράφοι θα τα έδιναν όλα και η Μονίκ θα χόρταινε δημοσιότητα. Φίλησε τη μητέρα της στο μάγουλο. «Να είσαι ευτυχισμένη, μα μερ». «Είμαι πανευτυχής. Θα πρέπει να έρθεις στην Καλιφόρνια να γνωρίσεις τον Κάιλ μου, και μετά...» Το χτύπημα στην πόρτα έκοψε τη φράση της στη μέση. «Αυτός θα πρέπει να είναι ο καλεσμένος σου. Ν’ ανοίξω εγώ για σένα;» «Αν θέλεις». Η Σάμερ δάγκωσε τη γλώσσα της και περιέχυσε τα φιλέτα κοτόπουλου με τη σάλτσα. Ή θα τα σέρβιρε σε πέντε λεπτά ή θα τα πετούσε στα σκουπίδια. Όταν άνοιξε η πόρτα, ο Μπλέικ αντίκρισε μια ελαφρά πιο πληθωρική και φανταχτερή έκδοση της Σάμερ. Το φως των κεριών έκρυβε την ηλικία της και πρόβαλλε τα κλασικά χαρακτηριστικά της. Το χαμόγελό της ήταν αργό, όπως και της κόρης της, καθώς του άπλωνε το χέρι. «Γεια σας, η Σάμερ είναι απασχολημένη στην κουζίνα. Είμαι η μητέρα της, η Μονίκ». Έκανε μια μικρή παύση τη στιγμή που του έσφιγγε το χέρι. «Αλλά μου είστε γνωστός, ναι. Μα ναι!» συνέχισε προτού προλάβει να μιλήσει ο Μπλέικ. «Κόκραν Χάουζ. Είστε ο γιος –ο γιος του Μπι-Σι. Έχουμε ξανασυναντηθεί». «Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, μαντεμουαζέλ Ντιμπουά». «Είναι περίεργο, ουί; Και διασκεδαστικό. Θα μείνω στο ξενοδοχείο σας όσο θα είμαι στη Φιλαδέλφεια. Έχουν ανεβάσει ήδη τις βαλίτσες μου στο δωμάτιό μου κι έχουν ετοιμάσει το κρεβάτι μου για ύπνο».

«Θέλω να επικοινωνήσετε μαζί μου, έτσι και χρειαστείτε κάποια εξυπηρέτηση όσο θα μένετε κοντά μας». «Ασφαλώς», του είπε η Μονίκ και τον περιεργάστηκε με το γρήγορο αλλά διαπεραστικό βλέμμα της έμπειρης γυναίκας. Η κόρη της είχε πάρει από εκείνη. Είχαν και οι δυο άψογο γούστο. «Παρακαλώ, περάστε. Η Σάμερ βάζει τις τελευταίες πινελιές στο δείπνο σας. Πάντα θαύμαζα το ταλέντο της στην κουζίνα. Εγώ είμαι απελπιστική σ’ αυτό τον τομέα». «Διαβολικά απελπιστική», συμπλήρωσε η Σάμερ, που μπήκε κρατώντας τη ζεστή πιατέλα. «Φρόντιζε πάντα να καίει τα φαγητά κι έτσι ποτέ κανείς δεν της ζητούσε να μαγειρέψει». «Έξυπνη κίνηση, κατά την άποψή μου», συμφώνησε αβίαστα η Μονίκ. «Και τώρα σας αφήνω ν’ απολαύσετε το δείπνο σας». «Είσαι ευπρόσδεκτη να μας κάνεις παρέα, μητέρα». «Πολύ γλυκό αυτό που είπες». Η Μονίκ πήρε το πρόσωπο της Σάμερ στα χέρια της και τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Χρειάζομαι όμως τον ύπνο μου μετά από ένα τόσο μακρύ ταξίδι. Θα τα πούμε αύριο, νον; Μεσιέ Κόκραν, θα μας κάνετε την τιμή να δειπνήσουμε όλοι μαζί στο υπέροχο ξενοδοχείο σας προτού φύγω;» Πήγε στην πόρτα με τη συνηθισμένη της μεγαλοπρέπεια. «Μπον απετί». «Εντυπωσιακή γυναίκα», παρατήρησε ο Μπλέικ. «Ναι», συμφώνησε η Σάμερ και γύρισε στην κουζίνα για να φέρει και τα υπόλοιπα φαγητά. «Εξακολουθεί να με ξαφνιάζει». Ακούμπησε τα λαχανικά στο τραπέζι και σήκωσε το ποτήρι της. «Μόλις παντρεύτηκε τον τέταρτο σύζυγό της. Τ ι θα έλεγες να πιούμε στην υγειά τους;» Ο Μπλέικ είχε αρχίσει να αφαιρεί το κάλυμμα από το στόμιο της μπουκάλας, αλλά ο τόνος της τον έκανε να σταματήσει. «Είσαι λίγο κυνική;»

«Ρεαλίστρια. Όπως και να έχει το πράγμα, τους εύχομαι κάθε ευτυχία». Όταν ο Μπλέικ έβγαλε το φελλό, η Σάμερ τον πήρε και τον έφερε αφηρημένα στη μύτη της. «Και ζηλεύω την αιώνια αισιοδοξία της». Τον περίμενε να γεμίσει τα ποτήρια, σήκωσε το δικό της και το τσούγκρισε στο δικό του. «Στην υγειά της νέας κυρίας Μόρισον». «Στην υγειά της αισιοδοξίας», είπε ο Μπλέικ προτού πιει μια γουλιά. «Αν προτιμάς», του απάντησε υψώνοντας τους ώμους της και κάθισε. Του σέρβιρε ένα κομμάτι κοτόπουλο. «Δυστυχώς τα βοδινά μυαλά δεν ήταν καλά σήμερα, γι’ αυτό θα πρέπει ν’ αρκεστείς στο κοτόπουλο». «Κρίμα». Η πρώτη μπουκιά ήταν τρυφερή και είχε τέλεια γεύση. «Μήπως θα ήθελες κάποιες ώρες άδεια να τις περάσεις με τη μητέρα σου όσο θα βρίσκεται στην πόλη;» «Όχι, δεν είναι απαραίτητο. Κατά τη διάρκεια της μέρας, η μητέρα μου θα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στα μαγαζιά και στα σπα ομορφιάς. Μου είπε πως πρόκειται να ξεκινήσει τα γυρίσματα μιας καινούριας ταινίας». «Αλήθεια». Ο Μπλέικ δε χρειάστηκε πάνω από ένα λεπτό για να συνδυάσει τα πράγματα. «Ο Μόρισον... ο σκηνοθέτης;» «Είσαι πολύ γρήγορος», παραδέχτηκε η Σάμερ και ήπιε στην υγειά του. «Σάμερ». Ο Μπλέικ ακούμπησε το χέρι του πάνω από τα δικά της. «Έχεις αντίρρηση;» Εκείνη άνοιξε το στόμα της για να του δώσει μια γρήγορη απάντηση, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Όχι. Η αντίρρηση δεν είναι η σωστή λέξη. Δική της είναι η ζωή. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς ή γιατί μπλέκεται συνέχεια σε σχέσεις, δεσμεύεται με γάμους που κατά μέσο όρο δεν κρατούν πάνω από 5,2 χρόνια ο καθένας. Αναρωτιέμαι, το κάνει αυτό από αισιοδοξία ή από αφέλεια;»

«Η Μονίκ δε μου φαίνεται καθόλου αφελής». «Ρομαντική; Το ίδιο κάνει». «Όχι, ο ρομαντισμός κρύβει ελπίδα, όχι αφέλεια. Απλώς ο τρόπος της δεν είναι ο δικός σου». Κι όμως, και οι δυο επιλέξαμε εραστές που τρέχει το ίδιο αίμα στις φλέβες τους, θύμισε η Σάμερ στον εαυτό της. Αλήθεια, ποια θα ήταν η αντίδραση του Μπλέικ σ’ αυτό; Άφησε το παρελθόν να μείνει παρελθόν, συμβούλεψε τον εαυτό της. Και συγκεντρώσου στο παρόν. Του χαμογέλασε. «Όχι, δεν είναι. Αλήθεια, πώς σου φαίνεται η μαγειρική μου;» Ίσως ήταν καλύτερα ν’ αλλάξουν θέμα, για την ώρα. Έπρεπε να προχωρήσει με το μαλακό. «Όπως και όλα τ’ άλλα πάνω σου», της απάντησε ο Μπλέικ. «Εξαίσια». Η Σάμερ γέλασε και άρχισε πάλι να τρώει. «Θα σε συμβούλευα να μην την πολυσυνηθίσεις. Σπάνια ετοιμάζω γεύματα απλώς και μόνο για ν’ ακούσω κομπλιμέντα». «Το φαντάστηκα. Γι’ αυτό και σου έφερα το κατάλληλο, κατά την άποψή μου, αναμνηστικό δωράκι». Η Σάμερ ήπιε μια ακόμη γουλιά σαμπάνια. «Ναι, η σαμπάνια είναι τέλεια». «Αλλά ανεπαρκής μπροστά σ’ ένα γεύμα της Σάμερ Λίντον». Όταν η Σάμερ τον κοίταξε ξαφνιασμένη, ο Μπλέικ έχωσε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του και έβγαλε ένα λεπτό κουτάκι. «Α, δώρο». Η Σάμερ πήρε το κουτάκι, διασκεδάζοντας. «Μου είπες ότι σου αρέσουν τα δώρα», της απάντησε ο Μπλέικ και είδε το γέλιο να σβήνει από τα μάτια της όταν άνοιξε το κουτί. Μέσα υπήρχε ένα φίνο, λεπτό διαμαντένιο μπρασελέ. Τα διαμάντια άστραφταν λευκά και μεγαλόπρεπα πάνω στο σκούρο βελούδο του κουτιού. Η Σάμερ δεν ένιωθε συχνά συνεπαρμένη. Τ ώρα όμως

προσπαθούσε να ελέγξει την έκπληξή της. «Το γεύμα είναι πολύ απλό για ένα τέτοιο δώρο», κατάφερε να πει. «Αν το ήξερα, θα είχα ετοιμάσει κάτι εντυπωσιακό». «Δε θα χαρακτήριζα ποτέ την τέχνη απλή». «Ίσως όχι, αλλά...» Η Σάμερ σήκωσε το κεφάλι της, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να συγκινείται από τέτοιες χειρονομίες. Στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά όμορφες πέτρες. Αλλά ένιωθε την καρδιά της γεμάτη. «Μπλέικ, είναι όμορφο, υπέροχο. Νομίζω ότι με πήρες πολύ στα σοβαρά όταν σου μίλησα για πληρωμές και δώρα. Απόψε σου μαγείρεψα μόνο επειδή το ήθελα». «Μόλις το είδα, θυμήθηκα εσένα», της είπε εκείνος σαν να μην την είχε ακούσει. «Βλέπεις πόσο ψυχρές και υπεροπτικές φαντάζουν οι πέτρες; Αλλά...» Έβγαλε το μπρασελέ από το κουτί. «Αν τις κοιτάξεις από κοντά, αν τις κρατήσεις στο φως, κρύβουν μέσα τους ζεστασιά, ακόμα και φλόγα». Καθώς μιλούσε, κρέμασε το μπρασελέ στα δάχτυλά του. Τα διαμάντια άστραψαν στο φως των κεριών. Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσες να τα θεωρήσεις ζωντανά. «Έχουν τόσες πολλές διαστάσεις, που μπορείς να δεις κάτι διαφορετικό ανάλογα με τη γωνία που τα κοιτάζεις. Τα διαμάντια είναι σκληρή πέτρα, αλλά η πιο όμορφη απ’ όλες». Ο Μπλέικ τύλιξε το μπρασελέ στον καρπό της και το κούμπωσε. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό της. «Και σ’ τα χάρισα απόψε μόνο επειδή το ήθελα». Η Σάμερ ένιωσε ξέπνοη, ευάλωτη. Αυτό θα γινόταν κάθε φορά που εκείνος θα την κοιτούσε; «Έχεις αρχίσει να με ανησυχείς», ψέλλισε. Η ήρεμη δήλωσή της έκανε την ανάγκη του γι’ αυτή να φουντώσει και να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ο Μπλέικ σηκώθηκε και αφού τη σήκωσε κι εκείνη, την έσφιξε πάνω του χωρίς να της αφήσει το περιθώριο να αμυνθεί ή να συναινέσει. «Ωραία».

Αυτή τη φορά το στόμα του δεν ήταν υπομονετικό, έκρυβε μια απόγνωση να γευτεί γρήγορα, να γευτεί τα πάντα. Η πείνα που φούντωνε μέσα του δεν είχε καμιά σχέση με το φαγητό, που τους περίμενε μισοτελειωμένο στο τραπέζι. Πεινούσε για τη Σάμερ, αυτή ήταν η μόνη επιθυμία του, η μόνη απάντηση. Έπνιξε μια βρισιά και την παρέσυρε στο πάτωμα. Η Σάμερ ένιωσε να στροβιλίζεται μέσα σε μια δίνη. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναζήσει κι αφέθηκε να τη συνεπάρει. Ενθουσιασμένη από το γρήγορο ρυθμό, τρέμοντας από τη δύναμη, τον ακολούθησε. Αυτή τη φορά δεν έδειξαν καμιά υπομονή με τα ρούχα τους. Τα τράβηξαν, τα πέταξαν, λαχταρώντας να σμίξουν οι σάρκες τους. Καυτό και πρόθυμο, το κορμί της έγινε τόξο για να συναντήσει το δικό του, ενώ την παρέσερνε ο καυτός ανεμοστρόβιλος που μόνο εκείνος μπορούσε να ξεσηκώσει. Τα χέρια του διέτρεχαν το κορμί της· τη μάγευε η δύναμη, η αποφασιστικότητα των δαχτύλων του. Αλλά είχε κι αυτή τις δικές της απαιτήσεις. Το στόμα της ταξίδεψε το λαιμό του, τα δόντια της δάγκωσαν τη σάρκα του, η γλώσσα της χάραξε ένα υγρό μονοπάτι. Από το λαχάνιασμά του κατάλαβε ότι τον τρέλαινε, όπως την τρέλαινε κι εκείνος. Αυτή η συνειδητοποίηση ήταν ηδονική από μόνη της. Δεν πρόσφερες μόνο, έπαιρνες κιόλας. Το μυαλό της είχε αρχίσει να θολώνει, αλλά ήξερε ακριβώς τη στιγμή που εκείνος έχασε κάθε έλεγχο. Ξαφνικά έγινε τραχύς, αλλά η Σάμερ το απόλαυσε. Είχε καταφέρει να τον κάνει να ξεχάσει τα πολιτισμένα του ένστικτα με το να είναι απλώς ο εαυτός της. Το στόμα του νόμιζες πως βρισκόταν παντού, διέγραψε ένα ξέφρενο ταξίδι από τα χείλη στα στήθη της και συνέχισε ακόμα πιο χαμηλά, κόβοντάς της την ανάσα. Η Σάμερ ξέχασε ξαφνικά τα πάντα καθώς στροβιλιζόταν σ’ ένα τούνελ όπου βασίλευαν μόνο οι αισθήσεις. Το κορμί της δε γνώριζε

όρια, εκείνη δεν είχε πια κανέναν έλεγχο πάνω του. Βόγκηξε, πασχίζοντας μια στιγμή να ανακτήσει τον έλεγχο, αλλά την παρέσυρε το πρώτο κύμα του οργασμού, διαλύοντας κάθε αυταπάτη λογικής. Ο Μπλέικ την ήθελε ακριβώς έτσι. Κάποιο σκοτεινό, πρωτόγονο κομμάτι του εαυτού του είχε ανάγκη να γνωρίζει ότι είχε τη δύναμη να την κάνει να παραληρεί μέσα στον κόσμο των αισθήσεων. Την ένιωσε να τρέμει από κάτω του, αλλά συνέχισε το γλυκό βασανιστήριο, χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια και το στόμα του. Μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό της στο φως των κεριών –να διαβάσει το πάθος, την ηδονή, την ανάγκη. Ήταν υγρή και καυτή. Κι εκείνος, αχόρταγος. Ένιωθε το σφυγμό της να πάλλεται σε όποιο σημείο κι αν την άγγιζε. Όταν το στόμα του χάιδεψε την ευαίσθητη καμπύλη όπου ο μηρός της συναντούσε το γοφό, η Σάμερ έκανε τόξο το κορμί της, προφέροντας τ’ όνομά του. Το βογκητό της τον διαπέρασε, έκανε το αίμα να κοχλάσει στις φλέβες του και ας βασίλευε τώρα η σιωπή. «Πες μου ότι με θέλεις», απαίτησε ο Μπλέικ, διατρέχοντας πάλι το κορμί της με τα χείλη του, αυτή τη φορά με κατεύθυνση προς τα πάνω. «Ότι θέλεις μόνο εμένα». «Σε θέλω». Η Σάμερ δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί τίποτα. Θα μπορούσε να του δώσει τα πάντα. «Θέλω μόνο εσένα». Έσμιξαν βίαια και βυθίστηκαν στην απόλυτη έκσταση.

Η Σάμερ έμεινε ακίνητη κάτω από το κορμί του. Δεν είχε τη δύναμη να κουνηθεί. Μόλις που είχε τη δύναμη ν’ ανασάνει. Δεν είχε σημασία. Για πρώτη φορά πρόσεξε ότι το πάτωμα ήταν σκληρό κάτω από την πλάτη της, αλλά δεν ένιωσε καμιά διάθεση να γυρίσει για να βολευτεί καλύτερα. Αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια της. Θα μπορούσε να κοιμηθεί εκεί που βρισκόταν, χωρίς καμιά προσπάθεια.

Ο Μπλέικ κουνήθηκε και στηρίχτηκε στα μπράτσα του για να μην την πιέζει με το βάρος του. Ξαφνικά του φάνηκε πολύ εύθραυστη και εντελώς ανυπεράσπιστη. Δεν είχε φανεί τρυφερός μαζί της, παρ’ όλ’ αυτά, όσο έκαναν έρωτα εκείνη ήταν γεμάτη δύναμη και φλόγα. Πρόσφερε στον εαυτό του την ευχαρίστηση να την παρατηρήσει έτσι όπως ήταν μισοκοιμισμένη, φορώντας μόνο το διαμαντένιο μπρασελέ στον καρπό της. Και ενώ την κοιτούσε, εκείνη άνοιξε τα μάτια της και του έριξε ένα γατίσιο βλέμμα κάτω από τις μισόκλειστες βλεφαρίδες της. Του χαμογέλασε. Ο Μπλέικ της ανταπέδωσε το χαμόγελο και τη φίλησε. «Τ ι έχουμε για επιδόρπιο;»

Κεφάλαιο 9 Δυστυχώς, η Σάμερ θα χρειαζόταν ένα τηλέφωνο στο γραφείο της. Προτιμούσε να μην την ενοχλεί κανείς όταν δούλευε, και τα τηλέφωνα έχουν τη συνήθεια να σ’ ενοχλούν, αλλά είχε ολοκληρώσει σχεδόν το τελικό μενού και τώρα πλησίαζε στο πρακτικό στάδιο της επιλογής των προμηθευτών. Με τόσα καινούρια είδη, και μάλιστα δυσεύρετα, θα έπρεπε ν’ αναζητήσει τους κατάλληλους προμηθευτές. Θα προτιμούσε ν’ αναθέσει αυτή τη δουλειά σε κάποιον άλλον, αλλά εμπιστευόταν τις διαπραγματευτικές της ικανότητες και τη διαίσθησή της περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου. Και για να διαλέξεις τον καλύτερο προμηθευτή στρειδιών ή μπάμιας, σου χρειάζονταν και τα δύο. Η Σάμερ τακτοποίησε την πρωινή δουλειά της και κοίταξε τα στοιβαγμένα χαρτιά μπροστά της, κουνώντας ικανοποιημένη το κεφάλι της. Το ένστικτό της την είχε οδηγήσει σωστά όταν είχε

αποφασίσει να δεχτεί αυτή την εντελώς διαφορετική δουλειά. Της ταίριαζε και την έκανε καλά. Η ανακαίνιση της κουζίνας είχε εξελιχτεί όπως ακριβώς τη φανταζόταν, το προσωπικό ήταν καλά εκπαιδευμένο και με τις δικές της προσεκτικές και επιλεκτικές προσλήψεις, το αποτέλεσμα ήταν ακόμα καλύτερο. Οι δύο καινούριοι σεφ για τα γλυκά ήταν καλύτεροι απ’ ό,τι περίμενε. Ο Χούλιο και η Τ ζόρτζια είχαν στείλει μια κάρτα από τη Χαβάη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους την είχαν κολλήσει τιμητικά στην πόρτα του ψυγείου. Η Σάμερ είχε μπει μόνο για μια στιγμή στον πειρασμό να την κάνει στόχο για βελάκια. Είχε παρέμβει ελάχιστα στο στήσιμο της τραπεζαρίας. Ο φωτισμός ήταν εξαιρετικός, τα τραπεζομάντιλα άψογα. Το φαγητό –το δικό της φαγητό– ήταν η μοναδική νότα ανανέωσης που χρειαζόταν το εστιατόριο. Πολύ γρήγορα, θα είχε τυπωμένα στα χέρια της τα καινούρια μενού. Είχε να βάλει μόνο κάτι τελευταίες τιμές και να διαπραγματευτεί τους όρους και τις ώρες παράδοσης. Το επόμενο βήμα ήταν η εγκατάσταση ενός τηλεφώνου. Αποφάσισε να το φροντίσει αμέσως. Μπήκε στην κουζίνα από τη μια πόρτα, τη στιγμή που η Μονίκ έμπαινε από την άλλη. Κάθε εργασία σταμάτησε. Η Σάμερ το διασκέδαζε, και μάλλον χαιρόταν, που η μητέρα της είχε τέτοια επίδραση στους ανθρώπους. Ο Μαξ είχε μείνει και την κοιτούσε με το κουτάλι στο χέρι και τη σάλτσα να στάζει στο πάτωμα. Η Μονίκ, βέβαια, ήξερε πώς να κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο. Ήταν γεννημένη γι’ αυτό. Χαμογέλασε αργά –σχεδόν διστακτικά– και μπήκε κουβαλώντας μαζί της τη μυρωδιά του Παρισιού και της άνοιξης. Τα μάτια της ήταν γκρίζα και, παρ’ όλη τη διαφορά στα χρόνια και στις εμπειρίες, έδειχναν αθώα. Η Σάμερ δεν μπορούσε ακόμα ν’ αποφασίσει αν ήταν προϊόν σκόπιμης προσπάθειας ή κάτι έμφυτο.

«Θα μπορούσε να με βοηθήσει κάποιος;» Έξι άντρες έκαναν ένα βήμα μπροστά. Ο Μαξ μάλιστα την πλησίασε τόσο, ώστε παραλίγο να στάξει το κουτάλι στον ώμο της. Η Σάμερ αποφάσισε ότι ήταν καιρός ν’ αποκαταστήσει την τάξη. «Μητέρα», είπε και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους άντρες που είχαν περικυκλώσει τη Μονίκ. «Α, Σάμερ, εσένα έψαχνα», είπε η Μονίκ, χαμογέλασε στους άντρες γύρω της και πήρε τα χέρια της κόρης της στα δικά της. «Πολύ εντυπωσιακή. Δε νομίζω ότι έχω ξαναβρεθεί σε κουζίνα ξενοδοχείου. Είναι τόσο... μεγάλη, ουί;» «Παρακαλώ, μις Ντιμπουά... μαντάμ». Ανίκανος να συγκρατηθεί, ο Μαξ έπιασε τη Μονίκ από το χέρι. «Θα ήταν τιμή μου να σας δείξω ό,τι θα θέλατε να δείτε. Ίσως θα θέλατε να δοκιμάσετε λίγη σούπα;» «Τ ι ευγενικό». Το χαμόγελό της θα ήταν ικανό να λιώσει σοκολάτα από απόσταση είκοσι μέτρων. «Θέλω να δω τα πάντα στο χώρο όπου δουλεύει η κόρη μου». «Η κόρη σας;» Κατά τα φαινόμενα, ο Μαξ ονειροβατούσε, άκουγε βιολιά από τη στιγμή που είχε μπει η Μονίκ στην κουζίνα. «Η μητέρα μου», είπε τονίζοντας τη λέξη η Σάμερ. «Η Μονίκ Ντιμπουά. Από δω ο Μαξ, υπεύθυνος του προσωπικού της κουζίνας». Μητέρα; Ο Μαξ τα έχασε. Αλλά, βέβαια, η ομοιότητα ήταν τόσο έντονη που ένιωσε εντελώς χαζός που δεν την είχε διακρίνει νωρίτερα. Δεν υπήρχε ούτε μια ταινία της Μονίκ Ντιμπουά που να μην την είχε δει τουλάχιστον τρεις φορές. «Χαρά μου». Έφερε ιπποτικά το χέρι της στα χείλη του. «Τ ιμή μου». «Είναι πολύ όμορφο να ξέρω ότι η κόρη μου δουλεύει δίπλα σ’ έναν τέτοιο κύριο», είπε η Μονίκ, προκαλώντας την γκριμάτσα της κόρης της, η οποία, όμως, δεν προχώρησε σε κάποιο σχόλιο. «Και θα ήθελα πολύ να δω τα πάντα, μα τα πάντα... ίσως λίγο αργότερα;»

πρόσθεσε προτού προλάβει ο Μαξ να μιλήσει. «Τ ώρα θα πρέπει να σας κλέψω για λίγο τη Σάμερ. Μήπως θα μπορούσατε να πείτε να μου ανεβάσουν μια σαμπάνια και λίγο χαβιάρι στη σουίτα μου;» «Το χαβιάρι δεν περιλαμβάνεται στο μενού», είπε η Σάμερ, ρίχνοντας ένα πλάγιο βλέμμα στον Μαξ. «Ακόμα». «Ω». Η Μονίκ σούφρωσε χαριτωμένα τα χείλη. «Υποθέτω πως μπορώ να συμβιβαστώ με λίγο πατέ ή κάποιο τυρί». «Θα το φροντίσω προσωπικά. Αμέσως, μαντάμ». «Καλοσύνη σας». Η Μονίκ πετάρισε τις βλεφαρίδες της, έπιασε αγκαζέ τη Σάμερ και βγήκε από την κουζίνα. «Το παράκανες», μουρμούρισε η Σάμερ. Η Μονίκ έγειρε πίσω το κεφάλι της και ξέσπασε σ’ ένα γάργαρο γέλιο. «Μη γίνεσαι τόσο Αγγλίδα, σερί. Μόλις σου έκανα μια τεράστια χάρη. Σήμερα το πρωί έμαθα από τον γοητευτικό νεαρό Κόκραν όχι μόνο ότι η κόρη μου δουλεύει ως υπάλληλος σε τούτο το ξενοδοχείο –πράγμα που δεν έκανες τον κόπο να μου το πεις εσύ–, αλλά και ότι αντιμετωπίζει κάποια εσωτερικά προβλήματα στην κουζίνα». «Δε σ’ το είπα γιατί είναι κάτι προσωρινό, και γιατί είχα πνιγεί στη δουλειά. Όσο για τα εσωτερικά προβλήματα...» «Βλέπε τον θεόρατο Μαξ», είπε η Μονίκ, μπαίνοντας χαριτωμένα στο ασανσέρ. «...μπορώ να τα χειριστώ μια χαρά μόνη μου», ολοκλήρωσε η Σάμερ. «Δεν κάνει κακό όμως να τον εντυπωσιάσεις με την καταγωγή σου». Η Μονίκ πάτησε το κουμπί για τον όροφο της σουίτας της, ύστερα γύρισε και περιεργάστηκε την κόρη της. «Λοιπόν, τώρα που σε κοιτάζω στο φως της μέρας, βλέπω πως έγινες πιο όμορφη μεγαλώνοντας. Χαίρομαι. Αφού έχω μια κόρη, καλύτερα να έχω μια όμορφη κόρη».

Η Σάμερ κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Είσαι το ίδιο ματαιόδοξη όπως πάντα». «Θα είμαι πάντα ματαιόδοξη», της απάντησε απλά η Μονίκ. «Και αν θέλει ο Θεός, θα έχω πάντα κάποιο λόγο να είμαι. Τ ώρα...» Έκανε νόημα στη Σάμερ να βγει από το ασανσέρ. «...έχω πιει τον πρωινό καφέ μου μαζί μ’ ένα κρουασάν και έχω κάνει το μασάζ μου. Είμαι έτοιμη, λοιπόν, ν’ ακούσω για την καινούρια δουλειά και τον καινούριο εραστή σου. Απ’ ό,τι βλέπω, σου ταιριάζουν και τα δύο». «Απ’ ό,τι ξέρω, οι κόρες συνηθίζουν να κουβεντιάζουν με τις μητέρες τους για τις καινούριες δουλειές τους, όχι και για τους καινούριους εραστές τους». «Πουφ». Η Μονίκ άνοιξε την πόρτα της σουίτας της. «Εμείς δεν ήμαστε ποτέ απλά μητέρα και κόρη, εμείς είμαστε φίλες, ν’ ες πα; Και οι καλές φίλες κουβεντιάζουν πάντα τους καινούριους εραστές τους». «Η δουλειά», είπε η Σάμερ, τονίζοντας τη λέξη καθώς καθόταν με τα πόδια ψηλά σε μια μαλακή ξαπλώστρα, «πάει πολύ καλά. Αρχικά τη δέχτηκα γιατί μου κίνησε το ενδιαφέρον και... ε, γιατί ο Μπλέικ μου πέταξε στα μούτρα το όνομα του Λα Πουάντ». «Του Λα Πουάντ; Του ανθρωπάκου με τα γουρουνίσια μάτια που μισείς όσο κανέναν; Αυτού που είπε στις παρισινές εφημερίδες ότι ήσουν...» «Μαιτρέσα του», συμπλήρωσε η Σάμερ οργισμένη. «Α, ναι, τι γελοία λέξη· μαιτρέσα, εντελώς απαρχαιωμένη, δε συμφωνείς; Εκτός κι αν κάποιος τη θεωρήσει ως το θηλυκό του μαιτρ». Η Μονίκ χαμογέλασε γαλήνια και ξάπλωσε στον καναπέ. «Και ήσουν;» «Ασφαλώς όχι. Ακόμα και να ήταν ο σπουδαίος σεφ που ισχυρίζεται ότι είναι, δε θα τον είχα αφήσει με τίποτα ν’ ακουμπήσει τα χοντρόχερά του πάνω μου». «Θα μπορούσες να του είχες κάνει μήνυση».

«Και τότε θα είχαν φουντώσει ακόμα περισσότερο τα χαιρέκακα γελάκια και τα σχόλια του τύπου “ όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά”. Πολύ θα το είχε χαρεί αυτό το γαλλικό γουρούνι». Η Σάμερ είχε σφίξει τα δόντια της, γι’ αυτό πίεσε τον εαυτό της να χαλαρώσει. «Μη με κάνεις τώρα ν’ αρχίσω για τον Λα Πουάντ. Αρκεί που ο Μπλέικ με στρίμωξε να δεχτώ αυτή τη δουλειά χρησιμοποιώντας τ’ όνομά του». «Πολύ έξυπνος άντρας –ο Μπλέικ σου, εννοώ». «Δεν είναι ο Μπλέικ μου», της απάντησε δηκτικά η Σάμερ. «Όπως κι εγώ δεν είμαι η Σάμερ του. Είμαστε δύο αυτόνομα άτομα. Το ξέρεις ότι εγώ δεν πιστεύω σ’ αυτά». Το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα έκανε τη Μονίκ να κουνήσει νωχελικά το χέρι της και τη Σάμερ να σηκωθεί ν’ ανοίξει. Όταν ο σερβιτόρος κύλησε μέσα το δίσκο με το τυρί, τα φρέσκα φρούτα και την παγωνιέρα με τη σαμπάνια, η πρώτη σκέψη της ήταν ότι, για να τους σερβίρουν τόσο γρήγορα, ο Μαξ θα πρέπει να τους είχε βάλει όλους να δουλέψουν σαν τρελοί. Υπέγραψε το λογαριασμό και έκλεισε την πόρτα πίσω από το σερβιτόρο. Η Μονίκ επιθεώρησε τεμπέλικα το δίσκο και τσίμπησε έναν κύβο τυρί. «Μα είσαι ερωτευμένη μαζί του». Η Σάμερ, που άνοιγε εκείνη την ώρα τη σαμπάνια, σήκωσε το κεφάλι της. «Τ ι είπες;» «Είσαι ερωτευμένη με τον νεαρό Κόκραν». Ο φελλός πετάχτηκε ψηλά και η σαμπάνια ξεχύθηκε σαν πίδακας από την μπουκάλα. Η Μονίκ σήκωσε το ποτήρι της για να της το γεμίσει. «Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του», την αντέκρουσε η Σάμερ με μια κρυφή απόγνωση που η μητέρα της αναγνώρισε αμέσως. «Πάντα είμαστε ερωτευμένες με τους εραστές μας». «Όχι, δεν είμαστε». Η Σάμερ σέρβιρε τη σαμπάνια, κάπως πιο ψύχραιμη τώρα. «Οι σχέσεις δεν είναι απαραίτητο να είναι όλο

αγάπες και λουλούδια. Μου αρέσει ο Μπλέικ, τον σέβομαι. Τον βρίσκω γοητευτικό, έξυπνο και απολαμβάνω την παρέα του». «Μπορείς να πεις το ίδιο για τον αδερφό ή το θείο σου. Ακόμα και για έναν πρώην σύζυγο», παρατήρησε η Μονίκ. «Και δε νομίζω ότι νιώθεις έτσι για τον Μπλέικ». «Νιώθω πάθος γι’ αυτόν», της απάντησε ανυπόμονα η Σάμερ. «Το πάθος δεν είναι συνώνυμο με την αγάπη». «Αχ, Σάμερ». Η Μονίκ πήρε ένα σταφύλι, διασκεδάζοντας. «Μπορεί να διαθέτεις βρετανική λογική, αλλά η καρδιά σου είναι γαλλική. Και ο νεαρός Κόκραν δεν είναι ένας άντρας που μια γυναίκα μπορεί να προσπεράσει εύκολα». «Όπως και ο πατέρας του;» Με το που το είπε αυτό, η Σάμερ το μετάνιωσε αμέσως. Η Μονίκ όμως αρκέστηκε να χαμογελάσει γλυκά, νοσταλγικά. «Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό. Δεν έχω ξεχάσει τον Μπι-Σι». «Ούτε εκείνος εσένα». Η Μονίκ επέστρεψε από το παρελθόν γεμάτη περιέργεια. «Συνάντησες τον πατέρα του Μπλέικ;» «Για λίγο. Όταν αναφέρθηκε τ’ όνομά σου, νόμισα ότι τον χτύπησε κεραυνός». Το απαλό χαμόγελο της Μονίκ έγινε τώρα λαμπερό. «Τ ι κολακευτικό. Σε μια γυναίκα αρέσει να ξέρει ότι ένας άντρας συνεχίζει να τη σκέφτεται και πολύ μετά το χωρισμό τους». «Εσύ μπορεί να νιώθεις κολακευμένη, εγώ όμως ένιωσα πολύ άβολα». «Μα γιατί;» «Μητέρα». Η Σάμερ σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται νευρικά. «Ο Μπλέικ με έλκυε –πάρα πολύ– και τον έλκυα κι εγώ. Πώς νομίζεις ότι ένιωσα κουβεντιάζοντας με τον πατέρα του, όταν η σκέψη που κυριαρχούσε τόσο στο μυαλό του Μπι-Σι όσο και στο

δικό μου ήταν ότι είχατε υπάρξει κι εσείς εραστές; Δε νομίζω ότι ο Μπλέικ έχει την παραμικρή ιδέα. Αν είχε, συνειδητοποιείς πόσο άβολη θα ήταν η όλη κατάσταση;» «Γιατί;» Η Σάμερ πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς το μέρος της μητέρας της. «Ο Μπι-Σι ήταν τότε και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα παντρεμένος με τη μητέρα του Μπλέικ. Και απ’ ό,τι έχω καταλάβει, ο Μπλέικ έχει μεγάλη αδυναμία και στη μητέρα και στον πατέρα του». «Και τι σχέση έχει αυτό;» Η αντίδραση της Μονίκ ήταν τυπικά γαλλική –ένα μικρό ανασήκωμα των ώμων, μια ανεπαίσθητη κίνηση του χεριού με την παλάμη προς τα πάνω. «Και εγώ είχα αδυναμία στον πατέρα του. Άκουσέ με», συνέχισε προτού προλάβει η κόρη της να την αντικρούσει. «Ο Μπι-Σι ήταν πάντα ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Το ήξερα αυτό και τότε. Απλώς παρηγορήσαμε ο ένας τον άλλον, διασκεδάσαμε μαζί σε μια περίοδο που ήταν δύσκολη και για τους δυο μας. Νιώθω ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, δεν ντρέπομαι. Ούτε κι εσύ θα έπρεπε να ντρέπεσαι». «Δεν ντρέπομαι». Η Σάμερ πέρασε το χέρι στα μαλλιά της γεμάτη απόγνωση. «Ούτε ζητάω από σένα να το κάνεις, αλλά να πάρει η οργή, μητέρα, νιώθω αμήχανα». «Η ζωή μάς φέρνει συχνά σε αμηχανία. Και μόλις μου θύμισες πως υπάρχουν κανόνες, αυτό είναι αλήθεια». Η Μονίκ τίναξε το κεφάλι της πίσω και το πρόσωπό της πήρε το υπεροπτικό ύφος που είχε κληρονομήσει και η κόρη της. «Εγώ όμως δεν παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, ούτε απολογούμαι γι’ αυτό». «Μητέρα». Η Σάμερ γονάτισε δίπλα στον καναπέ, αναθεματίζοντας τον εαυτό της. «Δε σου έκανα κριτική. Απλώς, αυτό που είναι καλό, αυτό που είναι σωστό για σένα δεν είναι απαραίτητα καλό ή σωστό και για μένα».

«Νομίζεις ότι δεν το ξέρω αυτό; Νομίζεις ότι θα ήθελα να ζήσεις τη ζωή μου;» Η Μονίκ ακούμπησε το χέρι στο κεφάλι της κόρης της. «Μπορεί εγώ να έχω γνωρίσει μεγαλύτερη ευτυχία από σένα. Αλλά έχω γνωρίσει και μεγαλύτερη απόγνωση. Και δεν μπορώ να σου ευχηθώ το πρώτο χωρίς να ξέρω ότι θα βρεθείς αντιμέτωπη και με το δεύτερο. Εγώ το μόνο που θέλω για σένα είναι αυτό που θέλεις κι εσύ για τον εαυτό σου». «Μερικά πράγματα φοβάσαι ακόμα και να τα ευχηθείς». «Όχι, απλώς πρέπει να είσαι πιο προσεκτική προτού ευχηθείς κάποια πράγματα. Θα σου δώσω μια συμβουλή». Η Μονίκ χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι της κόρης της και την τράβηξε να καθίσει στον καναπέ δίπλα της. «Όταν ήσουν κοριτσάκι, δε σου έδωσα καμία, γιατί τα μικρά παιδιά αποτελούσαν πάντα μυστήριο για μένα. Κι όταν μεγάλωσες λίγο, έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να με ακούσεις. Ίσως τώρα να έχουμε φτάσει στο στάδιο όπου υπάρχει κατανόηση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη». Η Σάμερ γέλασε και πήρε μια φράουλα από το δίσκο. «Εντάξει, θα σε ακούσω». «Το να έχεις ανάγκη έναν άντρα δε σε μειώνει ως γυναίκα». Η Μονίκ είδε τη Σάμερ να συνοφρυώνεται και συνέχισε: «Το να τον έχεις ανάγκη για να υπάρξεις, ναι, αυτό είναι βλακεία. Το να τον έχεις ανάγκη για να σε κάνει να νιώθεις σημαντική και σπουδαία είναι ανέντιμο. Αλλά το να έχεις ανάγκη έναν άντρα, ένα συγκεκριμένο άντρα, για να σου χαρίσει τη χαρά και το πάθος; Αυτό είναι η ζωή». «Μπορεί να υπάρχουν η χαρά και το πάθος στη ζωή μιας γυναίκας χωρίς να έχει απαραίτητα κάποιον άντρα δίπλα της». «Μια κάποια χαρά κι ένα κάποιο πάθος», συμφώνησε η Μονίκ. «Γιατί όμως ν’ αρκεστείς σ’ αυτό; Τ ι θ’ αποδείξεις στερώντας από τον εαυτό σου μια φυσική του ανάγκη; Μπορεί να είναι χαζό μια

γυναίκα να παντρεύεται τέσσερις διαφορετικούς συζύγους. Αλλά ούτε και γι’ αυτό θ’ απολογηθώ, θα σου θυμίσω μόνο ότι η Σάμερ Λίντον δεν είναι η Μονίκ Ντιμπουά. Γυρεύουμε διαφορετικά πράγματα από τη ζωή και με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Αλλά είμαστε και οι δυο γυναίκες. Δε μετανιώνω για τις επιλογές μου». Η Σάμερ αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο της μητέρας της. «Θέλω να μπορώ να το πω κι εγώ αυτό για τον εαυτό μου. Πάντα πίστευα ότι μπορούσα». «Είσαι έξυπνη γυναίκα. Όποια επιλογή και να κάνεις θα είναι η σωστή για σένα». «Ο μεγαλύτερος φόβος μου πάντα ήταν μήπως κάνω λάθος». «Ίσως ο μεγαλύτερος φόβος σου να είναι και το μεγαλύτερο λάθος σου», της είπε η Μονίκ και τη χάιδεψε στο μάγουλο. «Έλα, βάλε μου λίγη ακόμα σαμπάνια. Θα σου μιλήσω για τον Κάιλ μου». Όταν η Σάμερ επέστρεψε στην κουζίνα, εξακολουθούσε να έχει στο μυαλό της τη συζήτησή της με τη Μονίκ. Σπάνια η μητέρα της την πίεζε να της πει λεπτομέρειες γύρω από την προσωπική της ζωή και ακόμα πιο σπάνια της έδινε συμβουλές. Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της μιας ώρας που είχαν περάσει μαζί να την άκουγε να της απαριθμεί τις αρετές του Κάιλ Μόρισον, αλλά στην αρχή της κουβέντας τους, η Μονίκ της είχε πει μερικά πράγματα που είχαν βάλει τη Σάμερ σε σκέψεις –την είχαν κάνει ν’ αμφισβητήσει τις προτεραιότητές της. Όταν όμως πλησίασε την πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα και άκουσε τον καβγά από μέσα, συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις της έπρεπε να περιμένουν. «Το ψητό μου είναι τέλειο». «Έχει πολύ γάλα και πολύ λίγο τυρί». «Ποτέ δεν μπόρεσες να παραδεχτείς ότι τα ψητά που φτιάχνω εγώ είναι καλύτερα από τα δικά σου».

Μπορεί η σκηνή να ήταν αστεία: Ο θεόρατος Μαξ και ο λιλιπούτειος Τσάρλι, ο μικροσκοπικός Κορεάτης μάγειρας που έφτανε μέχρι το στήθος του προϊσταμένου του, στέκονταν εκεί και αγριοκοιτάζονταν, τραβώντας μια ο ένας και μια ο άλλος ένα πιάτο με σπανάκι. Η σκηνή θα ήταν αστεία, αν το υπόλοιπο προσωπικό δεν είχε χωριστεί στα δύο, παρακολουθώντας τους κι αγνοώντας τις παραγγελίες των πελατών για το μεσημεριανό. «Είναι πολύ κατώτερα», τον αντέκρουσε ο Μαξ, που δεν είχε συγχωρήσει ακόμα τον Τσάρλι επειδή είχε αρρωστήσει και είχε λείψει τρεις μέρες στη σειρά. «Τα ψητά σου είναι πάντα κατώτερα. Τα δικά μου είναι τέλεια». «Πάρα πολύ γάλα», επανέλαβε ο Μαξ. «Όχι αρκετό τυρί». «Πρόβλημα;» Η Σάμερ μπήκε στην κουζίνα και στάθηκε ανάμεσά τους. «Αυτό το ανθρωπάκι που παριστάνει το μάγειρα προσπαθεί να πλασάρει τούτα τα νερουλιασμένα φύλλα για σπανάκι φούρνου». Ο Μαξ προσπάθησε να τραβήξει το γυάλινο πιάτο, αλλά διαπίστωσε ότι ο κοκαλιάρης Ασιάτης είχε παράδοξα μεγάλη δύναμη. «Τούτος ο παραφουσκωμένος λουκουμάς που παριστάνει τον σεφ ζηλεύει γιατί ξέρω περισσότερα από αυτόν γύρω από τα λαχανικά». Η Σάμερ δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλι της. Να πάρει η οργή, η κατάσταση ήταν για γέλια, μόνο που δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Ίσως οι υπόλοιποι θα μπορούσατε να γυρίσετε στις δουλειές σας», άρχισε να λέει ψυχρά, «προτού η πελατεία που μας έχει απομείνει στην τραπεζαρία καταφύγει στο κοντινότερο φαστ-φουντάδικο για να βρει ένα ικανοποιητικό σέρβις. Τ ώρα...» Στράφηκε πάλι στους δύο αντιπάλους, που ήταν έτοιμοι να δείξουν τα δόντια τους. «Υποθέτω πως αυτό είναι το πιάτο για το οποίο τσακώνεστε». «Κατ’ όνομα», της πέταξε ο Μαξ. «Γιατί αυτό που βρίσκεται εδώ μέσα είναι για τα σκουπίδια».

«Για τα σκουπίδια!» τσίριξε εξοργισμένος ο Κορεάτης και σούφρωσε τα χείλη του. «Για τα σκουπίδια είναι τα παϊδάκια σου. Το μόνο που τρώγεται από εκείνο το πιάτο είναι το κλαράκι ο μαϊντανός με το οποίο το στολίζεις». «Κύριοι, μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, η Σάμερ ακούμπησε το δάχτυλό της στο πιάτο. Ήταν ακόμα ζεστό, αλλά δε θ’ αργούσε να κρυώσει. «Το δοκίμασε κανείς;» «Εγώ δε δοκιμάζω δηλητήριο», είπε ο Μαξ και προσπάθησε να τραβήξει πάλι το πιάτο. «Τ ’ αδειάζω στο νεροχύτη». «Δε θα ήθελα αυτό... αυτό το βόδι να δοκιμάσει ούτε μια πιρουνιά από το σπανάκι μου», είπε ο Τσάρλι και τράβηξε το πιάτο με τη σειρά του. «Θα το μολύνει». «Εντάξει, παιδιά», είπε μελιστάλαχτα η Σάμερ κι έκανε τους δυο άντρες να στραφούν σ’ εκείνη τώρα, νευριασμένοι. «Γιατί να μην το δοκιμάσω εγώ;» Οι δυο άντρες αντάλλαξαν επιφυλακτικά βλέμματα. «Πείτε του ν’ αφήσει το σπανάκι μου», επέμεινε ο Τσάρλι. «Μαξ...» «Να το αφήσει εκείνος πρώτος, είμαι ανώτερός του». «Τσάρλι...» «Στο μόνο που είναι ανώτερός μου είναι στο βάρος», απάντησε εκείνος και συνεχίστηκε η διελκυστίνδα. Η Σάμερ έχασε την υπομονή της και σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Εντάξει, αρκετά!» Μπορεί να ήταν το σοκ τους που ύψωσε τη φωνή της, κάτι που δεν είχε ξανακάνει σε κουζίνα –ή το πιάτο να γλιστρούσε ύστερα από τόσο τράβηγμα. Πάντως ξέφυγε από τα χέρια και των δυο αντρών, χτύπησε στον πάγκο κι έγινε κομμάτια. Τα γυαλιά πετάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις προτού το περιεχόμενο αγγίξει το πάτωμα. Ο Μαξ και ο Τσάρλι ξέσπασαν ταυτόχρονα σε βρισιές, κατηγορώντας ο

ένας τον άλλον. Η Σάμερ ένιωσε έναν πόνο στο δεξί της μπράτσο και είδε το αίμα. Έμεινε να το κοιτάζει, μη μπορώντας να πιστέψει ότι το αίμα που έτρεχε ποτάμι ήταν το δικό της. «Με συγχωρείτε», κατάφερε να πει στο τέλος. «Μήπως εσείς οι δυο θα μπορούσατε να τελειώσετε τον καβγά σας αργότερα, προτού πεθάνω από αιμορραγία;» Ο Τσάρλι κοίταξε προς το μέρος της, συγκρατώντας τις βρισιές που είχε στην άκρη της γλώσσας του. Όταν είδε την πληγή, γούρλωσε τα μάτια του κι άρχισε να μιλάει γρήγορα στα κορεάτικα. «Αν δεν είχες ανακατευτεί...» άρχισε να λέει ο Μαξ, αλλά όταν είδε το αίμα που έτρεχε στο μπράτσο της Σάμερ άσπρισε και, προς μεγάλη έκπληξη όλων, κινήθηκε αστραπιαία. Άρπαξε μια καθαρή πετσέτα και την πίεσε στο κόψιμο. «Κάθισε», τη διέταξε και την έσπρωξε σ’ ένα σκαμπό. «Εσύ», φώναξε, χωρίς ν’ απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα, «καθάρισε τούτο το χάος». Είχε φτιάξει ήδη έναν αιμοστατικό επίδεσμο. «Χαλάρωσε», είπε στη Σάμερ με ασυνήθιστη γλυκύτητα. «Θέλω να δω πόσο βαθύ είναι το κόψιμο». Η Σάμερ κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη και κράτησε καρφωμένο το βλέμμα της στον ατμό που έβγαινε από την κατσαρόλα απέναντι. Η πληγή δεν την πονούσε τόσο πολύ, σκέφτηκε, νιώθοντας για μια στιγμή την όρασή της να θολώνει, προτού καθαρίσει ξανά. Μάλλον θα είχε φανταστεί όλο εκείνο το αίμα. «Τ ι στην ευχή γίνεται εδώ μέσα;» άκουσε αμυδρά τη φωνή του Μπλέικ κάπου πίσω της. «Η φασαρία ακούγεται μέχρι την τραπεζαρία». Δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό –η Σάμερ και ο Μαξ ή θα αποφάσιζαν να συνυπάρξουν ειρηνικά ή θα έμεναν άνεργοι. Η ματωμένη πετσέτα όμως τον έκανε να κοκαλώσει. «Σάμερ;» «Ήταν ατύχημα», βιάστηκε να του πει ο Μαξ, ενώ η Σάμερ

κούνησε το κεφάλι της για να καθαρίσει τις σκέψεις της. «Το κόψιμο είναι βαθύ –θα χρειαστεί ράμματα». Ο Μπλέικ άρπαξε την πετσέτα από τον Μαξ και τον παραμέρισε. «Σάμερ. Πώς στην ευχή συνέβη αυτό;» Εκείνη επικέντρωσε το βλέμμα της στο πρόσωπό του, είδε την ανησυχία, ίσως και το θυμό στα μάτια του και άρχισαν πάλι όλα να γυρίζουν. Τότε, έκανε το λάθος να ξανακοιτάξει το μπράτσο της. «Το σπανάκι φούρνου», είπε χαζά, γλίστρησε από το σκαμπό και λιποθύμησε. Το επόμενο πράγμα που έφτασε στ’ αυτιά της ήταν μια λογομαχία. Έτσι δεν ξεκίνησαν όλα; αναρωτήθηκε θολωμένη. Χρειάστηκε μόνο ένα λεπτό για ν’ αναγνωρίσει τη φωνή του Μπλέικ, η άλλη φωνή όμως, μια κοφτή γυναικεία φωνή, της ήταν άγνωστη. «Θα μείνω». «Κύριε Κόκραν, δεν είστε συγγενής. Και σύμφωνα με την πολιτική του νοσοκομείου, απαγορεύεται να είστε παρών όσο δίνουμε τις πρώτες βοήθειες στη μις Λίντον. Πιστέψτε με, μόνο μερικά ράμματα θα της κάνουμε». Μερικά ράμματα; Η Σάμερ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά μπροστά στις βελόνες –αυτές που σου χώνουν οι γιατροί– ήταν εντελώς δειλή. Και αν δεν την απατούσε η όσφρησή της, δεν είχε καμιά αμφιβολία για το πού βρισκόταν. Τη μυρωδιά του αντισηπτικού την αναγνωρίζεις αμέσως. Ίσως, αν ανακάθιζε αθόρυβα να κατάφερνε να φύγει χωρίς να την πάρει κανείς χαμπάρι. Όταν τελικά ανακάθισε, διαπίστωσε πως βρισκόταν πίσω από την κουρτίνα ενός μικρού εξεταστηρίου. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο δίσκο στο τραπεζάκι που ήταν γεμάτος με όλα τα τρομακτικά εργαλεία. Ο Μπλέικ έπιασε με την άκρη του ματιού του την κίνηση και

βρέθηκε στη στιγμή στο πλευρό της. «Σάμερ, χαλάρωσε». Εκείνη έγλειψε τα χείλη της και κοίταξε πάλι γύρω της. «Νοσοκομείο;» «Στα επείγοντα. Θα περιποιηθούν το μπράτσο σου». Η Σάμερ κατάφερε να χαμογελάσει, αλλά δεν τράβηξε στιγμή το βλέμμα της από το δίσκο με τα εργαλεία. «Πρέπει;» Όταν έκανε να κατεβάσει τα πόδια της από το κρεβάτι, η γιατρός τη σταμάτησε αμέσως. «Μείνετε ακίνητη, μις Λίντον». Η Σάμερ κοίταξε το αποφασιστικό, ρυτιδιασμένο γυναικείο πρόσωπο. Η γιατρός είχε σγουρά μαλλιά στο χρώμα του ροδάκινου και φορούσε γυαλιά με συρμάτινο σκελετό. Η Σάμερ επιστράτευσε τη δύναμή της ενάντια στης γιατρού και αποφάσισε ότι μπορούσε να νικήσει. «Θα γυρίσω στο σπίτι μου τώρα», είπε απλά. «Θα ξαπλώσετε εκεί που βρίσκεστε και θα με αφήσετε να σας ράψω το μπράτσο. Σιωπή τώρα». Ίσως αν κατάφερνε ν’ αποκτήσει κάποιο σύμμαχο... «Μπλέικ;» «Χρειάζεσαι ράμματα, αγάπη μου». «Δε θέλω». «Πρέπει», της είπε κοφτά η γιατρός. «Αδερφή!» φώναξε και πήγε να πλύνει τα χέρια της στο μικροσκοπικό νιπτήρα. Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της. «Κύριε Κόκραν, θα πρέπει να περιμένετε έξω». «Όχι». Η Σάμερ κατάφερε ν’ ανακαθίσει πάλι. «Εσάς δε σας ξέρω», είπε στη γυναίκα με τη λευκή ρόμπα στο νεροχύτη. «Ούτε αυτή την ξέρω», συνέχισε, βλέποντας τη νοσοκόμα που παραμέρισε την κουρτίνα. «Αν είναι να καθίσω να μου ράψετε το μπράτσο με ζωικά ράμματα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο χρησιμοποιείτε, θέλω να έχω μαζί μου κάποιον που ξέρω». Έσφιξε περισσότερο το χέρι του Μπλέικ. «Αυτόν τον ξέρω». Ξάπλωσε πίσω, αλλά συνέχισε να σφίγγει σαν

μέγκενη το χέρι του Μπλέικ. «Πολύ καλά», υποχώρησε η γιατρός, αναγνωρίζοντας την ισχυρή θέληση αλλά και το φόβο της Σάμερ. «Απλώς γυρίστε το κεφάλι σας από την άλλη», τη συμβούλεψε. «Δε θα μου πάρει πολλή ώρα. Έχω ήδη χρησιμοποιήσει χιλιόμετρα ζωικά ράμματα σήμερα». «Μπλέικ». Η Σάμερ πήρε μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια. Δεν ήθελε να σκέφτεται τι έκαναν οι δυο γυναίκες στην άλλη άκρη του τραπεζιού στο μπράτσο της. «Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Δεν τα πάω καλά με τα νοσοκομεία», είπε και ξεροκατάπιε όταν ένιωσε την πίεση στο δέρμα της. «Ακόμα και ο οδοντογιατρός αναγκάζεται να μου κάνει αναισθητική ένεση». Ο Μπλέικ είδε με την άκρη του ματιού του τη γιατρό να κάνει το πρώτο ράμμα. «Λίγο ακόμα και θα χρειαζόταν να κάνουμε αναισθητική ένεση και στον Μαξ», της είπε και χάιδεψε τρυφερά τους κόμπους των δαχτύλων της. «Μετά από αυτό, μπορείς να του πεις ότι θα βάλεις στην κουζίνα μια εστία με ξύλα, ακόμα και φουγάρο, και δε θα σου φέρει καμιά αντίρρηση». «Απίθανος τρόπος για να εξασφαλίσω τη συνεργασία του». Η Σάμερ έκανε ένα μορφασμό, ένιωσε μια ανακατωσούρα στο στομάχι της και ξεροκατάπιε με αγωνία. «Μίλα μου –για οτιδήποτε». «Θα πρέπει να φροντίσουμε να βρούμε σύντομα ένα ελεύθερο Σαββατοκύριακο να πάμε στην παραλία. Κάπου ήσυχα στον ωκεανό». Ήταν όμορφη εικόνα και η Σάμερ προσπάθησε να συγκεντρώσει σ’ αυτή την προσοχή της. «Σε ποιον ωκεανό;» «Σ’ όποιον ωκεανό θέλεις. Για τρεις μέρες δε θα κάνουμε τίποτε άλλο από ηλιοθεραπεία και έρωτα». Η νεαρή νοσοκόμα τούς κοίταξε και της ξέφυγε ένας αναστεναγμός προτού η γιατρός την επαναφέρει με το βλέμμα της στην τάξη.

«Αμέσως μόλις γυρίσω από τη Ρώμη. Το μόνο που θα έχεις να κάνεις εσύ θα είναι να βρεις ένα όμορφο νησάκι στον Ειρηνικό όσο θα λείπω. Θα ήθελα να έχει φοίνικες και φιλόξενους ντόπιους». «Θα το φροντίσω». «Στο μεταξύ», είπε η γιατρός, κόβοντας μια γάζα, «φροντίστε να κρατήσετε στεγνό τον επίδεσμο. Να τον αλλάζετε κάθε τρεις μέρες και ελάτε σε δυο βδομάδες να κόψουμε τα ράμματα. Ήταν πολύ άσχημο κόψιμο», πρόσθεσε, δένοντας επαγγελματικά τον επίδεσμο, «αλλά θα ζήσετε». Η Σάμερ γύρισε επιφυλακτικά το κεφάλι της. Η πληγή ήταν τώρα καλυμμένη με μια αποστειρωμένη λευκή γάζα. Η δουλειά που είχε κάνει η γιατρός έδειχνε καθαρή και περιποιημένη. Η ανακατωσούρα στο στομάχι της υποχώρησε αμέσως. «Νόμιζα πως πλέον τα ράμματα είναι από υλικό που απορροφάται». «Έχετε όμορφο μπράτσο», είπε η γιατρός, ξεπλένοντας τα χέρια της στο νιπτήρα. «Δε θα θέλαμε να σας μείνει σημάδι. Θα σας δώσω μια συνταγή για παυσίπονα». Η Σάμερ πρόταξε το πιγούνι της. «Δε θα τα πάρω». Η γιατρός στέγνωσε τα χέρια της, υψώνοντας τους ώμους της. «Όπως θέλετε. Α, και θα μπορούσατε να πάτε στα Νησιά του Σολομώντος στη Νέα Γουινέα», είπε και παραμερίζοντας την κουρτίνα έφυγε. «Τ ι γυναίκα κι αυτή», γρύλισε η Σάμερ ενώ ο Μπλέικ τη βοηθούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Τ ρόποι να σου πετύχουν. Θύμισέ μου να την προσλάβω για γιατρό μου». Ξαναβρήκε τη σπιρτάδα της, σκέφτηκε ο Μπλέικ χαμογελώντας, αλλά τύλιξε προστατευτικά το μπράτσο του στη μέση της. «Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόσουν. Δεν είχες ανάγκη κι άλλη ανησυχία και συμπάθεια, έφτανε η δική μου». Η Σάμερ τον κοίταξε συνοφρυωμένη καθώς την οδηγούσε στο

πάρκινγκ. «Όταν αιμορραγώ», τον διόρθωσε, «έχω ανάγκη από όλη την ανησυχία και τη συμπάθεια του κόσμου». «Αυτό που έχεις ανάγκη», της είπε ο Μπλέικ και τη φίλησε στο μέτωπο προτού ανοίξει την πόρτα του αμαξιού, «είναι ένα κρεβάτι, ένα σκοτεινό δωμάτιο και λίγες ώρες ανάπαυση». «Θα επιστρέψω στη δουλειά», τον διόρθωσε εκείνη. «Στην κουζίνα θα επικρατεί πιθανότατα χάος κι έχω μια μεγάλη λίστα με τηλεφωνήματα που πρέπει να κάνω –αφού φροντίσεις, βέβαια, να μου συνδέσουν ένα τηλέφωνο». «Θα πας στο σπίτι και στο κρεβάτι σου». «Η αιμορραγία σταμάτησε», του θύμισε η Σάμερ. «Και μολονότι το παραδέχομαι ότι φέρομαι σαν μωρό όταν δω αίματα, βελόνες και γιατρούς με λευκές ποδιές, πάνε όλ’ αυτά, πέρασαν τώρα. Είμαι μια χαρά». «Είσαι χλομή». Ο Μπλέικ σταμάτησε στο φανάρι και γύρισε προς το μέρος της. Η τελευταία ώρα δεν ήταν εύκολη ούτε για εκείνον. «Το μπράτσο σου θα σε πονάει σίγουρα τώρα ή θ’ αρχίσει να σε πονάει σε λίγο. Επιπλέον, είναι πολιτική του ξενοδοχείου μας όταν ένας υπάλληλος λιποθυμήσει σε ώρα εργασίας να παίρνει την υπόλοιπη μέρα άδεια». «Πολύ φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό από μέρους σου, αλλά δε θα είχα λιποθυμήσει αν δεν είχα κοιτάξει την πληγή». «Σπίτι σου, Σάμερ». Εκείνη στήθηκε στο κάθισμα, σταύρωσε τα χέρια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το μπράτσο της την πονούσε, αλλά δε θα το παραδεχόταν σε καμιά περίπτωση. Από τη μια ο πόνος, από την άλλη η οργή της, ήταν εύκολο να ξεχάσει ότι λίγο πριν είχε γραπωθεί σαν τρελή από το χέρι του. «Μπλέικ, το ξέρω ότι σ’ το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά μερικές φορές η επανάληψη δε βλάπτει. Δε δέχομαι εντολές από κανέναν».

Για ένα ολόκληρο λεπτό, δε μίλησε κανένας. Ο Μπλέικ έστριψε αριστερά, αντίθετα από την περιοχή όπου βρισκόταν το Κόκραν και με κατεύθυνση το διαμέρισμα της Σάμερ. «Θα πάρω ταξί», του είπε ήρεμα εκείνη. «Αυτό που θα πάρεις είναι δυο ασπιρίνες μέχρι να τραβήξω εγώ τις κουρτίνες και να σε βάλω στο κρεβάτι». Μα το Θεό, αυτό θα ήταν σκέτος παράδεισος. Η Σάμερ έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της και πρότεινε το πιγούνι της. «Επειδή στηρίχτηκα πάνω σου –για λίγο– όσο εκείνη η γυναίκα μού έμπηγε τη βελόνα της, δε σημαίνει ότι χρειάζομαι νταντά». Υπήρχε ένας τρόπος να την πείσει να κάνει αυτό που της έλεγε, και για μια στιγμή ο Μπλέικ σκέφτηκε να τον χρησιμοποιήσει. Ίσως όμως ήταν καλύτερα να της μιλήσει ωμά. «Δε νομίζω ότι είδες πόσα ράμματα σου έκανε η γιατρός». «Όχι». Η Σάμερ κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Εγώ όμως είδα. Τα μέτρησα. Δεκαπέντε. Δεν είδες ούτε το μέγεθος της βελόνας;» «Όχι». Η Σάμερ έπιασε το στομάχι της και τον κοίταξε. «Παίζεις βρόμικα, Μπλέικ». «Αν έχει αποτέλεσμα...» Ακούμπησε το χέρι του πάνω στα δικά της. «Έναν υπνάκο, Σάμερ. Θα μείνω κοντά σου αν θέλεις». Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του τη στιγμή που τη μια ήταν καλός, την άλλη έπαιζε βρόμικα και μετά γινόταν τρυφερός; Και πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον εαυτό της τη στιγμή που το μόνο που ήθελε πραγματικά ήταν να κουλουριαστεί δίπλα του, ζεστή κι ασφαλής; «Θα ξεκουραστώ», του είπε και ξαφνικά ένιωσε πως το είχε φοβερή ανάγκη, μόνο που δεν είχε καμιά σχέση με την πληγή στο μπράτσο της. Αν ο Μπλέικ συνέχιζε να ξεσηκώνει έτσι τις αισθήσεις της, οι επόμενοι μήνες θα ήταν εξουθενωτικοί. «Μόνη», συμπλήρωσε αποφασιστικά. «Εσένα σου φτάνουν αυτά που

έχεις να κάνεις στο ξενοδοχείο». Όταν ο Μπλέικ σταμάτησε μπροστά στην πολυκατοικία της, η Σάμερ άπλωσε το χέρι της και τον εμπόδισε να σβήσει τη μηχανή. «Όχι, δε χρειάζεται ν’ ανέβεις πάνω. Θα πέσω στο κρεβάτι μου, σ’ το υπόσχομαι». Τον είδε που ήταν έτοιμος να της φέρει αντίρρηση, γι’ αυτό του έσφιξε το χέρι και χαμογέλασε. Πρέπει ν’ ανέβω μόνη μου πάνω, συνειδητοποίησε. Αν εκείνος έρθει μαζί μου τώρα, μπορούν ν’ αλλάξουν τα πάντα. «Θα πάρω εκείνες τις ασπιρίνες, θ’ ανοίξω το στερεοφωνικό και θα ξαπλώσω. Θα ένιωθα καλύτερα αν εσύ φρόντιζες να περάσεις από την κουζίνα για να βεβαιωθείς ότι όλα λειτουργούν ομαλά». Ο Μπλέικ περιεργάστηκε το πρόσωπό της. Ήταν χλομή και τα μάτια της ήταν κουρασμένα. Ήθελε να μείνει μαζί της, να την κάνει να στραφεί πάλι σ’ εκείνον για στήριγμα, γιατί έτσι όπως καθόταν δίπλα της, ένιωσε την απόσταση που προσπαθούσε να βάλει η Σάμερ ανάμεσά τους. Όχι, αυτό δε θα το επέτρεπε –αλλά τώρα χρειαζόταν ξεκούραση περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν τη συντροφιά του. «Αφού το θέλεις έτσι. Θα σου τηλεφωνήσω το βράδυ». Η Σάμερ έσκυψε, τον φίλησε στο μάγουλο και βγήκε στα γρήγορα από το αμάξι. «Σ’ ευχαριστώ που μου κράτησες το χέρι».

Κεφάλαιο 10 Η κατάσταση είχε αρχίσει να της δίνει στα νεύρα. Όχι πως η Σάμερ δεν απολάμβανε την προσοχή. Στην καριέρα της, περισσότερο και από το να την απολαμβάνει, είχε μάθει να τη θεωρεί δεδομένη. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να την εξυπηρετούν. Αυτό το είχε μάθει από νωρίς, μεγαλώνοντας σ’ ένα σπίτι γεμάτο υπηρέτες. Αλλά όπως

ξέρουν όλοι οι καλοί μάγειροι, τη ζάχαρη πρέπει να τη χρησιμοποιείς με μικρό κουτάλι. Η Μονίκ είχε παρατείνει μια ολόκληρη βδομάδα την παραμονή της στη Φιλαδέλφεια. Όπως είπε, δεν μπορούσε να φύγει τη στιγμή που η Σάμερ ανάρρωνε από τον τραυματισμό της. Κι όσο η Σάμερ προσπαθούσε να υποβιβάσει το όλο περιστατικό, τόσο η Μονίκ την κοιτούσε με μεγαλύτερο θαυμασμό και ανησυχία, πράγμα που ενίσχυε και την ανησυχία της κόρης της για την επόμενη επίσκεψή της στο γιατρό. Αν και δεν ήταν του χαρακτήρα της, η Μονίκ εμφανιζόταν κάθε μέρα στο γραφείο της Σάμερ πότε μ’ ένα φλιτζάνι τσάι, πότε μ’ ένα μπολ θρεπτική σούπα, και καθόταν πάνω από το κεφάλι της μέχρι να τη δει να τα πίνει. Τ ις πρώτες μέρες η Σάμερ το είχε βρει πολύ γλυκό –αν και το τσάι και η σούπα δεν περιλαμβάνονταν συνήθως στη δίαιτά της. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, η Μονίκ ήταν πάντα καλή και της έδειχνε την αγάπη της, αλλά δεν της είχε δείξει ποτέ μητρική στοργή. Και μόνο γι’ αυτόν το λόγο, η Σάμερ έπινε το τσάι, ρουφούσε τη σούπα, καταπίνοντας μαζί και τα παράπονά της. Καθώς όμως συνεχιζόταν αυτό και η Μονίκ τη διέκοπτε διαρκώς ενώ βρισκόταν στα τελικά στάδια του σχεδιασμού, άρχισε να χάνει την υπομονή της. Ίσως να μπορούσε ν’ αντέξει τις υπερβολές και το κανάκεμα της μητέρας της, αν δεν της φέρονταν με τον ίδιο τρόπο και στην κουζίνα, με πρώτο και καλύτερο τον Μαξ. Δεν της επέτρεπαν να κάνει τίποτε μόνη της. Αν πήγαινε να ψήσει έναν καφέ, όλο και κάποιος εμφανιζόταν για να την εξυπηρετήσει, προτρέποντάς τη να καθίσει και να ξεκουραστεί. Κάθε μέρα, ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι, ο ίδιος ο Μαξ της έφερνε ένα δίσκο με τη σπεσιαλιτέ της ημέρας. Καπνιστό σολομό, αστακό σουφλέ, γεμιστές μελιτζάνες... Η Σάμερ τα έτρωγε, γιατί όπως η μητέρα της έτσι και ο

Μαξ στεκόταν πάνω από το κεφάλι της, κρυφά μέσα της όμως λαχταρούσε ένα ζουμερό διπλό τσίζμπεργκερ με μπέικον και μπόλικα τηγανητά κρεμμύδια. Σκοτώνονταν να της ανοίξουν τις πόρτες, την κοιτούσαν ανήσυχα και ήταν όλοι διαλλακτικοί μαζί της, ενώ εκείνη ήθελε να ουρλιάξει. Μια μέρα είχε εκνευριστεί τόσο που τους φώναξε ότι είχε μόνο μερικά ράμματα στο μπράτσο της, δεν ήταν του θανατά. Το αποτέλεσμα; Της έφεραν άλλο ένα φλιτζάνι τσάι για να ηρεμήσει, μαζί μ’ ένα πιατάκι μπισκότα βανίλια. Τη σκότωναν με καλοσύνη. Κάθε φορά που πίστευε ότι είχε φτάσει στα όριά της, ο Μπλέικ κατάφερνε να ισορροπήσει την κατάσταση για χάρη της. Δεν ήταν άσπλαχνος ή αγενής, απλώς δεν της φερόταν σαν να βρισκόταν στο νεκροκρέβατο. Διέθετε ένα αλλόκοτο ένστικτο και της τηλεφωνούσε ή εμφανιζόταν στην κουζίνα πάντα την κατάλληλη στιγμή. Έμπαινε ήρεμος, όταν εκείνη είχε ανάγκη από ηρεμία, ή επέβαλλε την τάξη όταν εκείνη λαχταρούσε την τάξη. Και της ζητούσε να του κάνει διάφορα πράγματα όταν όλοι οι άλλοι δεν την άφηναν να κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Και όταν την τσάτιζε, το έκανε μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, μ’ έναν τρόπο που δοκίμαζε και ακόνιζε τις ικανότητές της αντί να τις πνίγει. Μαζί του, η Σάμερ δεν ένιωθε τύψεις όταν άφηνε το θυμό της να ξεσπάσει. Μπορούσε να του φωνάζει, ξέροντας ότι δε θ’ αντίκριζε την απύθμενη υπομονή που διάβαζε στα μάτια του Μαξ. Μπορούσε να φερθεί παράλογα χωρίς να φοβάται ότι θα πλήγωνε τα αισθήματά του όπως συνέβαινε με τη μητέρα της. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, άρχισε να τον αντιμετωπίζει σαν ένα αξιόπιστο στήριγμα μέσα σ’ έναν παράλογο κόσμο. Και ίσως, για πρώτη φορά στη ζωή της, ένιωσε μια εσωτερική ανάγκη γι’ αυτό το

στήριγμα. Παράλληλα με τον Μπλέικ, η Σάμερ είχε και τη δουλειά της, που τη βοηθούσε να κρατά υπό έλεγχο το θυμό και τα νεύρα της. Έπεσε, λοιπόν, με τα μούτρα σ’ αυτή. Έκανε πολύωρες συναντήσεις με τον τυπογράφο για να σχεδιαστεί ο τέλειος κατάλογος –ένα κομψό έντυπο στο γκρίζο του γρανίτη με τυπωμένες τις λέξεις ΚΟΚΡΑΝ ΧΑΟΥΖ στο εξώφυλλο. Στο εσωτερικό, πάνω σε λεπτά, διάφανα κρεμ φύλλα ήταν τυπωμένες με ντελικάτους χαρακτήρες οι τελικές επιλογές του μενού. Συνέχεια είχαν τα μενού της υπηρεσίας δωματίου, που θα τοποθετούνταν σε κάθε δωμάτιο –ίσως όχι τόσο πολυτελή αυτά, αλλά η Σάμερ είχε φροντίσει να τους δώσει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Μιλούσε με τις ώρες με τους προμηθευτές, παζάρευε, απαιτούσε και το χαιρόταν περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί ποτέ της, μέχρι που πετύχαινε αυτό ακριβώς που ζητούσε. Η επιτυχία τής είχε χαρίσει λάμψη –ίσως όχι την έξαψη που ένιωθε όταν ολοκλήρωνε μία μοναδική και εντυπωσιακή σπεσιαλιτέ, αλλά μια μόνιμη λάμψη. Είχε ανακαλύψει πως μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ήταν εξίσου ικανοποιητική. Και ήταν ανυπόφορα ενοχλητικό να της λένε, ύστερα από μια ιδιαίτερα μεγάλη και επιτυχή διαπραγμάτευση, ότι της χρειαζόταν ένας υπνάκος. «Σερί». Η Μονίκ γλίστρησε στο κελάρι τη στιγμή που η Σάμερ έκλεινε το τηλέφωνο με τον κρεοπώλη, κουβαλώντας το απαραίτητο φλιτζάνι τσάι. «Είναι ώρα να κάνεις ένα διάλειμμα. Δεν πρέπει να πιέζεις τον εαυτό σου». «Είμαι μια χαρά, μητέρα». Η Σάμερ κοίταξε το φλιτζάνι με το τσάι και της ήρθε αναγούλα. Ήθελε ένα ανθρακούχο αναψυκτικό, κατά προτίμηση με μπόλικη καφεΐνη. «Προσπαθώ να κλείσω τις συμφωνίες με τους προμηθευτές. Είναι κάπως μπερδεμένη υπόθεση και μου έχουν μείνει ένα δυο τηλέφωνα ακόμα να κάνω».

Αν ήλπιζε ότι η μητέρα της θα έπιανε το υπονοούμενο ότι ήθελε να μείνει μόνη για να δουλέψει, απογοητεύτηκε. «Πολύ μπερδεμένη ύστερα από τόσες ώρες που έχεις δουλέψει σήμερα», επέμεινε η Μονίκ και κάθισε από την άλλη μεριά του γραφείου. «Ξεχνάς ότι πέρασες ένα σοκ». «Έκοψα το μπράτσο μου», είπε η Σάμερ, νιώθοντας την υπομονή της να εξαντλείται. «Δεκαπέντε ράμματα», της θύμισε η Μονίκ και συνοφρυώθηκε αποδοκιμαστικά όταν είδε τη Σάμερ να παίρνει ένα τσιγάρο. «Τα τσιγάρα κάνουν κακό στην υγεία σου, Σάμερ». «Το ίδιο και τα τεντωμένα νεύρα», μουρμούρισε εκείνη και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Μητέρα, είμαι σίγουρη ότι λείπεις τρομερά στον Κάιλ, όπως σου λείπει κι εσένα. Δε θα έπρεπε να μένεις τόσο καιρό μακριά από τον καινούριο σου σύζυγο». «Αχ, ναι». Η Μονίκ αναστέναξε και κοίταξε ονειροπόλα το ταβάνι. «Σε μια νεόνυμφη η μία μέρα μακριά από τον άντρα της μπορεί να φανεί μία βδομάδα και η μία βδομάδα ολόκληρος χρόνος». Ξαφνικά, έσφιξε τα χέρια και κούνησε το κεφάλι της. «Αλλά ο Κάιλ μου έχει μεγάλη κατανόηση. Το ξέρει ότι πρέπει να μείνω εδώ τη στιγμή που η κόρη μου με χρειάζεται». Η Σάμερ άνοιξε το στόμα της, αλλά το ξανάκλεισε. Φέρσου διπλωματικά, θύμισε στον εαυτό της. Με τακτ. «Ήσουν υπέροχη», άρχισε να της λέει, νιώθοντας λίγο ένοχη επειδή αυτό ήταν αλήθεια. «Δε φαντάζεσαι πόσο εκτιμώ το χρόνο που μου αφιέρωσες, τον κόπο που έκανες μια βδομάδα τώρα. Αλλά το μπράτσο μου έχει σχεδόν θρέψει. Είμαι καλά, στ’ αλήθεια. Και νιώθω φοβερά ένοχη που σε κρατάω εδώ τη στιγμή που θα έπρεπε ν’ απολαμβάνεις το μήνα του μέλιτος». Η Μονίκ κούνησε το χέρι της, γελώντας μ’ εκείνο το σιγανό, σέξι γέλιο της. «Γλυκιά μου, θα διαπιστώσεις και μόνη σου ότι ο μήνας

του μέλιτος δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος χρόνος ή ένα ταξίδι, αλλά η δική σου διάθεση. Εξάλλου, πιστεύεις ότι θα μπορούσα να φύγω στ’ αλήθεια προτού βγάλουν εκείνα τ’ απαίσια ράμματα από το μπράτσο σου;» «Μητέρα...» Η Σάμερ ένιωσε τον κόμπο στο στομάχι της και πήρε το τσάι για να τον διαλύσει. «Όχι, όχι. Δεν ήμουν εκεί όταν η γιατρός σού έκανε τα ράμματα, αλλά...» Στο σημείο αυτό τα μάτια της βούρκωσαν και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. «...θα βρίσκομαι στο πλευρό σου όταν θα τα κόψει προσεκτικά, ένα ένα». Η Σάμερ είδε πάλι τον εαυτό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι του νοσοκομείου και την αυστηρή γιατρό σκυμμένη από πάνω της. Η Μονίκ, ντελικάτη με το μαύρο συνολάκι της, θα στεκόταν δίπλα και θα σκούπιζε τα μάτια της μ’ ένα δαντελένιο μαντιλάκι. Ειλικρινά, δεν ήξερε αν ήθελε να βάλει τις φωνές ή να κρύψει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της. «Μητέρα, θα πρέπει να με συγχωρήσεις. Μόλις τώρα θυμήθηκα ότι έχω ένα ραντεβού με τον Μπλέικ στο γραφείο του». Χωρίς να περιμένει απάντηση, η Σάμερ βγήκε βιαστικά από το κελάρι. Σχεδόν αμέσως τα δάκρυα της Μονίκ στέγνωσαν και τα χείλη της χαμογέλασαν. Έγειρε πίσω στην καρέκλα της και γέλασε ενθουσιασμένη. Μπορεί να μην ήξερε πάντα πώς να φερθεί στην κόρη της όταν η Σάμερ ήταν παιδί, αλλά τώρα, γυναίκα προς γυναίκα, ήξερε πολύ καλά πώς να τη στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση. Και την έστρεφε προς τον Μπλέικ, γιατί η Μονίκ δεν είχε καμιά αμφιβολία πως η θέση της πεισματάρας, λογικής και πολυαγαπημένης κόρης της ήταν στην αγκαλιά του. «Α λ ’ αμούρ», είπε και σήκωσε ψηλά το φλιτζάνι με το τσάι. Τη Σάμερ δεν την ένοιαζε που δεν είχε ραντεβού με τον Μπλέικ, εκείνη ήθελε να τον δει, να μιλήσει μαζί του και να ξαναβρεί την

ψυχική της ισορροπία. «Πρέπει να δω τον κύριο Κόκραν», είπε με απόγνωση και προσπέρασε τη ρεσεψιονίστ. «Μα, μις Λίντον...» Χωρίς ν’ ακούσει τίποτα, η Σάμερ διέσχισε τον προθάλαμο και άνοιξε την πόρτα του χωρίς να χτυπήσει. «Μπλέικ!» Εκείνος ύψωσε το φρύδι του, της έκανε νόημα να περάσει και συνέχισε τη συζήτησή του στο τηλέφωνο. Δείχνει σαν θήραμα έτοιμο να το κατασπαράξουν τα σκυλιά, σκέφτηκε. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να την ηρεμήσει, να την παρηγορήσει, αλλά υπερίσχυσε η λογική. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτό έκαναν όλοι οι άλλοι και το είχε βαρεθεί. Το μισούσε. Η Σάμερ άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο γεμάτη απόγνωση. Η νευρικότητά της ξεχείλιζε. Πήγε μέχρι το παράθυρο, αλλά γύρισε την πλάτη της στη θέα. Στο τέλος πλησίασε στο μπαρ κι έβαλε μια γερή δόση βερμούτ σ’ ένα ποτήρι. Μόλις τον άκουσε ν’ ακουμπά το ακουστικό στη θέση του, γύρισε και τον κοίταξε. «Κάτι πρέπει να γίνει!» «Αν σκοπεύεις να το κουνάς με τέτοια μανία», της είπε εκείνος ήρεμα, δείχνοντας το ποτήρι της, «καλύτερα να πιεις πρώτα λίγο. Θα το χύσεις πάνω σου». Η Σάμερ συνοφρυώθηκε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά. «Μπλέικ, η μητέρα μου πρέπει να γυρίσει στην Καλιφόρνια». «Αλήθεια;» της είπε εκείνος, σημειώνοντας κάτι στο μπλοκ μπροστά του. «Ε, θα λυπηθούμε να τη δούμε να φεύγει». «Όχι! Όχι, πρέπει να γυρίσει, αλλά δεν το κάνει. Επιμένει να μείνει εδώ να με φροντίζει μέχρι να με αποτρελάνει. Και ο Μαξ το ίδιο», συνέχισε η Σάμερ, χωρίς να του δώσει το περιθώριο να κάνει κάποιο σχόλιο. «Κάτι πρέπει να γίνει και με τον Μαξ. Σήμερα... σήμερα μου σέρβιρε γαριδοσαλάτα σε αβοκάντο. Δεν αντέχω άλλο». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε τ’ ασυνάρτητα παράπονά της. «Ο Τσάρλι

με κοιτάζει σαν να είμαι η Ιωάννα της Λοραίνης, αλλά και οι υπόλοιποι στην κουζίνα δεν πάνε πίσω –για να μη σου πω ότι είναι χειρότεροι. Κοντεύουν να με τρελάνουν». «Το βλέπω». Ο τόνος της φωνής του την έκανε να σταματήσει αμέσως το πήγαιν’ έλα και να τον κοιτάξει με στενεμένα μάτια. «Μη μου χαμογελάς εμένα». «Χαμογέλασα;» «Ούτε να μου παριστάνεις την αθώα περιστερά», του πέταξε η Σάμερ. «Χαμογελούσες από μέσα σου και ο νευρικός κλονισμός δεν είναι καθόλου αστεία υπόθεση». «Έχεις απόλυτο δίκιο». Ο Μπλέικ σταύρωσε τα χέρια του στο γραφείο. «Γιατί δεν κάθεσαι κάτω να μου τα πεις από την αρχή;» «Άκου...» Η Σάμερ σωριάστηκε σε μια καρέκλα, ήπιε λίγο βερμούτ, ξανασηκώθηκε κι άρχισε πάλι να πηγαινοέρχεται. «Δεν είναι ότι δεν εκτιμώ την καλοσύνη, αλλά ξέρεις αυτό που λένε ότι η υπερβολή σε όλα τα πράγματα κάνει κακό;» «Κάτι έχω ακούσει». Η Σάμερ τον αγνόησε και συνέχισε: «Το ξέρεις ότι η πολλή φροντίδα και προσοχή μπορεί να καταστρέψει ένα γλυκό;» Ο Μπλέικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Το ίδιο λένε πολλές φορές και για τα παιδιά». «Σταμάτα τις εξυπνάδες, που να πάρει». «Δεν το κάνω επίτηδες». Της χαμογέλασε. Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Ακούς τι σου λέω;» τον ρώτησε. «Την κάθε σου λέξη». «Δεν κόπηκα για να με κανακεύουν, τελεία και παύλα. Η μητέρα μου μου φέρνει το ένα φλιτζάνι τσάι μετά το άλλο, με αποτέλεσμα στο τέλος της μέρας να ονειρεύομαι καταρράκτες. “ Πρέπει να ξεκουραστείς, Σάμερ. Δεν είσαι ακόμα δυνατή, Σάμερ”. Να πάρει η

οργή, είμαι δυνατή σαν βόδι». Ο Μπλέικ έβγαλε ένα τσιγάρο, απολαμβάνοντας την παράσταση. «Το ίδιο θα έλεγα κι εγώ». «Κι έχω και τον Μαξ! Κοντεύει να με πνίξει με την καλοσύνη του. Κάθε μέρα, ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι, μου φέρνει φαγητό». Η Σάμερ βόγκηξε και πίεσε το χέρι στο στομάχι της. «Έχω να φάω κανονικά μια βδομάδα τώρα. Λιγουρεύομαι συνέχεια τάκος, αλλά το στομάχι μου είναι τόσο γεμάτο με τσάι και αστακό που δεν μπορώ να κάνω τίποτε για να ικανοποιήσω την όρεξή μου. Αν ακούσω κάποιον ακόμα να μου λέει να καθίσω με τα πόδια ψηλά να ξεκουραστώ, σου τ’ ορκίζομαι, θα του δώσω μπουνιά στο στόμα». Ο Μπλέικ κοίταξε την άκρη του τσιγάρου του. «Θα φροντίσω να μην το αναφέρω». «Ακριβώς, εσύ δεν το κάνεις». Η Σάμερ έκανε το γύρο και κάθισε στο γραφείο μπροστά του. «Από τη μέρα που συνέβη εκείνο το γελοίο περιστατικό, εσύ είσαι ο μόνος εδώ μέσα που μου φέρεται σαν να είμαι φυσιολογικός άνθρωπος. Χτες μου έβαλες ακόμα και τις φωνές. Το εκτιμώ». «Ούτε που να το σκέφτεσαι». Η Σάμερ πήρε το χέρι του μ’ ένα γελάκι. «Μιλάω σοβαρά. Νιώθω ήδη αρκετά ηλίθια που επέτρεψα να συμβεί ένα τέτοιο ατύχημα στην κουζίνα μου. Εσύ όμως δε φροντίζεις να μου το θυμίζεις συνέχεια με χαϊδευτικά χτυπήματα στο κεφάλι και βλέμματα γεμάτα ανησυχία». «Εγώ σε καταλαβαίνω», της είπε ο Μπλέικ κι έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Σε μελετάω από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα». Ο τρόπος που της το είπε αυτό έκανε το σφυγμό της να χτυπήσει πιο γρήγορα. «Δεν είναι εύκολο να με καταλάβει κανείς». «Όχι;» «Εδώ δε με καταλαβαίνω ούτε εγώ η ίδια πάντα».

«Άσε με τότε να σου πω εγώ για τη Σάμερ Λίντον». Ο Μπλέικ ζύγισε το χέρι της μέσα στο δικό του, ύστερα έπλεξε πάλι τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Είναι μια όμορφη γυναίκα, λίγο κακομαθημένη λόγω της καταγωγής της, αλλά και της προσωπικής της επιτυχίας», είπε και χαμογέλασε όταν την είδε να σμίγει τα φρύδια της. «Είναι δυνατή, ξεροκέφαλη, απίστευτα θηλυκή και καθόλου υπολογίστρια. Είναι φιλόδοξη, αφοσιωμένη και η προσήλωση στο στόχο της μου θυμίζει χειρουργό. Και είναι ρομαντική, αν και ισχυρίζεται το αντίθετο». «Αυτό δεν είναι αλήθεια», άρχισε να λέει η Σάμερ. «Ακούει Σοπέν όταν δουλεύει. Μπορεί να έκανε το γραφείο της σ’ ένα κελάρι, αλλά φρόντισε να το στολίσει με τριαντάφυλλα». «Υπάρχει λόγος που...» «Σταμάτα να με διακόπτεις», της είπε απλά ο Μπλέικ κι εκείνη υποχώρησε, ξεφυσώντας. «Ό,τι φοβίες και να έχει, τις κρατάει καλά κρυμμένες για να μη βγουν στην επιφάνεια, γιατί δε θέλει να παραδεχτεί ότι φοβάται. Είναι αρκετά σκληρή ώστε να τα βγάλει πέρα με οποιονδήποτε, αλλά και αρκετά ευαίσθητη ώστε ν’ ανεχτεί μια δυσάρεστη κατάσταση για να μην πληγώσει τα αισθήματα των άλλων. Είναι συγκρατημένη, αλλά και γεμάτη πάθος. Της αρέσει η πιο εκλεκτή σαμπάνια και το πιο πρόχειρο φαγητό. Δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα που να με εκνευρίζει τόσο πολύ, αλλά να της έχω τυφλή εμπιστοσύνη». Η Σάμερ άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έκανε να μην ξέρει τι να πει. «Δεν είναι απόλυτα αξιοθαύμαστη αυτή η γυναίκα». «Όχι απόλυτα», συμφώνησε ο Μπλέικ, «αλλά είναι συναρπαστική». Η Σάμερ χαμογέλασε και κάθισε στα πόδια του. «Πάντα ήθελα να το κάνω αυτό», του ψιθύρισε και κούρνιασε στην αγκαλιά του. «Να

καθίσω στα πόδια ενός μεγιστάνα μέσα στο κομψό γραφείο του. Και ξαφνικά είμαι απόλυτα σίγουρη ότι προτιμώ να είμαι συναρπαστική παρά αξιοθαύμαστη». «Κι εγώ σε προτιμώ έτσι», της είπε ο Μπλέικ και τη φίλησε, αλλά το φιλί του ήταν ανάλαφρο. «Για μια ακόμα φορά τα κατάφερες να αποτρέψεις το νευρικό κλονισμό μου». Ο Μπλέικ χάιδεψε τα μαλλιά της και σκέφτηκε ότι ήθελε λίγο, πάρα πολύ λίγο, να την κερδίσει ολοκληρωτικά. «Κάνω τα πάντα για να σ’ ευχαριστήσω». «Μακάρι να μην ήταν ανάγκη να γυρίσω τώρα πίσω ν’ αντιμετωπίσω όλη εκείνη τη ζάχαρη», είπε αναστενάζοντας η Σάμερ. «Και όλα εκείνα τα ειλικρινά ανήσυχα βλέμματα». «Τ ι θα προτιμούσες να κάνεις;» Η Σάμερ τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του, γέλασε και τραβήχτηκε πίσω. «Αν μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω;» «Ακριβώς». Έσυρε σκεφτική τη γλώσσα πάνω στα δόντια της και χαμογέλασε. «Θα ήθελα να πάω στον κινηματογράφο, να δω μια άθλια ταινία και να καταβροχθίσω κουβάδες ποπκόρν με μπόλικο βούτυρο και αλάτι». «Εντάξει», της είπε ο Μπλέικ και της έδωσε ένα χαϊδευτικό χτύπημα στα οπίσθια. «Πάμε να βρούμε μια άθλια ταινία». «Εννοείς τώρα;» «Τ ώρα αμέσως». «Μα είναι μόνο τέσσερις το απόγευμα». Ο Μπλέικ τη φίλησε και την τράβηξε να σηκωθεί. «Δεν έχεις ακούσει τη λέξη “ κοπάνα”; Θα σου πω στο δρόμο πώς γίνεται».

Τον έκανε να νιώθει νέος, ανόητα νέος και ανεύθυνος, έτσι όπως ήταν καθισμένος σε μια σκοτεινή γωνιά του κινηματογράφου, μ’ έναν τεράστιο κουβά ποπκόρν στα πόδια του και το χέρι της μέσα στο δικό του. Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν του, ο Μπλέικ δε θυμόταν να είχε νιώσει κάποια στιγμή ότι δεν ήταν ασφαλής. Ανεύθυνος; Σίγουρα ποτέ. Το γεγονός ότι είχε πίσω του μια επιχείρηση πολλών εκατομμυρίων δολαρίων είχε ριζώσει την αίσθηση του καθήκοντος βαθιά μέσα του. Όσα οφέλη και να είχε αποκομίσει, απολαμβάνοντας πάντα το καλύτερο, υπήρχε πάντα η σιωπηλή πίεση να διατηρήσει αυτό το δεδομένο –τόσο για τον εαυτό του όσο και για την οικογενειακή επιχείρηση. Και επειδή έπαιρνε πάντα στα σοβαρά αυτή τη θέση, ήταν επιφυλακτικός άνθρωπος. Ο αυθορμητισμός δεν ήταν στο στυλ του. Αυτό όμως ίσως να είχε αλλάξει λίγο –με τη Σάμερ. Τούτο το απόγευμα, είχε υποκύψει στην παρόρμηση να της προσφέρει αυτό που ήθελε. Και ένα ταξίδι στο Παρίσι να του είχε ζητήσει για να δειπνήσουν στο Μαξίμ, θα το είχε κανονίσει επιτόπου. Από την άλλη όμως, θα έπρεπε πια να το ξέρει ότι ένας κουβάς ποπκόρν και μια ταινία ταίριαζαν περισσότερο στο στυλ της. Και ήταν αυτό το στυλ –αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην κομψότητα και την απλότητα– που τον είχε τραβήξει από την αρχή. Ο Μπλέικ ήξερε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι δε θα γνώριζε ποτέ άλλη γυναίκα που να τον συγκινήσει με τον ίδιο τρόπο. Η Σάμερ ήξερε ότι είχαν περάσει πολλές μέρες χωρίς να καταφέρει να χαλαρώσει. Στην πραγματικότητα, από τη μέρα που είχε γίνει το ατύχημα δεν μπορούσε να ηρεμήσει παρά μόνο όταν ήταν με τον Μπλέικ. Την είχε στηρίξει, αλλά, το σημαντικότερο, της είχε αφήσει ελευθερία κινήσεων. Δεν είχαν συναντηθεί πολλές φορές την τελευταία βδομάδα, γιατί προσπαθούσε κι αυτός να κλείσει τη συμφωνία για την αλυσίδα Χάμιλτον. Ήταν και οι δυο

απασχολημένοι, πιεσμένοι, είχαν τις έγνοιες τους, αλλά όταν ήταν μόνοι, μακριά από το Κόκραν Χάουζ, δε συζητούσαν για δουλειές. Ο Μπλέικ είχε δουλέψει σκληρά για να πετύχει αυτή την αγοραπωλησία –διαπραγματεύσεις, γραφειοκρατία, ατέλειωτες συναντήσεις– κι εκείνη το ήξερε· παρ’ όλ’ αυτά, είχε αφήσει τα πάντα στην άκρη για χάρη της. Η Σάμερ έγειρε προς το μέρος του. «Είσαι γλυκός». «Μμμ;» «Είσαι γλυκός», του επανέλαβε ψιθυριστά, προσπαθώντας ν’ ακουστεί πάνω από το διάλογο της ταινίας. «Επειδή βρήκα μια ανεκδιήγητη ταινία;» Η Σάμερ γέλασε κι άπλωσε το χέρι της να πάρει κι άλλο ποπκόρν. «Είναι πράγματι απίστευτα κακή, δεν είναι;» «Απαίσια, γι’ αυτό κι ο κινηματογράφος είναι σχεδόν άδειος. Έτσι μου αρέσει». «Αντικοινωνικός;» «Όχι, απλώς διευκολύνει...» Ο Μπλέικ έγειρε πιο κοντά και δάγκωσε το λοβό του αυτιού της. «...αυτού του είδους τις δραστηριότητες». «Ω». Η Σάμερ ένιωσε ένα ηδονικό μυρμήγκιασμα να ξεκινά από τα δάχτυλα των ποδιών της και να απλώνεται σε ολόκληρο το κορμί της. «Και αυτού». Ο Μπλέικ τη δάγκωσε απαλά στον αυχένα και απόλαυσε το απότομο πιάσιμο της ανάσας της. «Είσαι πιο νόστιμη από τα ποπκόρν». «Και είναι καταπληκτικά ποπκόρν». Η Σάμερ γύρισε και το στόμα της χάιδεψε το δικό του. Ζεστό, τέλειο. Ένιωσε λες και τα χείλη της είχαν πλαστεί για να ταιριάξουν με τα δικά του. Αν πίστευε κανείς σε τέτοια πράγματα... Αν πίστευε σε τέτοια πράγματα, μπορεί και να έλεγε ότι ήταν γραφτό

να γνωριστούν οι δυο τους σ’ αυτό ακριβώς το στάδιο της ζωής τους. Να γνωριστούν, να συγκρουστούν, να γοητεύσουν ο ένας τον άλλον, να σμίξουν. Μια γυναίκα κι ένας άντρας, για πάντα. Όταν βρίσκονταν τόσο κοντά, όταν τα χείλη του τρυγούσαν τόσο ζεστά τα δικά της, μπορούσε σχεδόν να το πιστέψει. Ήθελε να το πιστέψει. Ο Μπλέικ έσυρε το χέρι του στα μαλλιά της. Απαλά, δροσερά. Και μόνο αυτό το άγγιγμα ήταν αρκετό για να νιώσει έναν παράλογο πόθο. Δεν αισθανόταν ποτέ τόσο δυνατός όσο όταν ήταν μαζί της. Όπως δεν αισθανόταν και ποτέ τόσο τρωτός. Δεν άκουσε την έκρηξη της μουσικής από τα μεγάφωνα. Αλλά και εκείνη δεν είδε το καλειδοσκόπιο των χρωμάτων, την κίνηση στην οθόνη. Παγιδευμένοι στα στενά καθίσματα, μετακινήθηκαν για να βρεθούν ακόμα πιο κοντά. «Συγνώμη». Ο νεαρός ταξιθέτης, που είχε πιάσει αυτή τη δουλειά μέχρι το Σεπτέμβρη που θ’ άνοιγαν πάλι τα σχολεία, έσυρε τα πόδια του στο διάδρομο και ξερόβηξε. «Συγνώμη», επανέλαβε. Ο Μπλέικ σήκωσε το κεφάλι του και διαπίστωσε πως τα φώτα της αίθουσας είχαν ανάψει και η οθόνη ήταν μαύρη. Μετά την πρώτη έκπληξη, η Σάμερ έκρυψε το στόμα της στον ώμο του για να πνίξει το γέλιο της. «Η ταινία τελείωσε», τους είπε το αγόρι αμήχανα. «Πρέπει... ε... να σκουπίζουμε την αίθουσα μετά το τέλος κάθε προβολής». Κοίταξε τη Σάμερ και σκέφτηκε ότι ήταν φυσικό να χάσει ένας άντρας το ενδιαφέρον του για μια ταινία όταν είχε δίπλα του τέτοια γυναίκα. Ύστερα ο Μπλέικ σηκώθηκε μ’ εκείνο το υπεροπτικό στυλ του, υψώνοντας το ένα φρύδι. Το αγόρι ξεροκατάπιε. Και σε μερικούς άντρες δεν αρέσει να τους διακόπτουν, συμπλήρωσε τις σκέψεις του. «Ε... αυτός είναι ο κανονισμός, ξέρετε. Ο διευθυντής...» «Πολύ λογικός κανονισμός», τον διέκοψε ο Μπλέικ όταν πρόσεξε το άγχος του μικρού και τον τρόπο που ανεβοκατέβαινε το καρύδι

στο λαιμό του. «Θα πάρουμε τα ποπκόρν μαζί μας», είπε η Σάμερ και σηκώθηκε. Κράτησε τον κουβά με το ένα χέρι και με το άλλο έπιασε αγκαζέ τον Μπλέικ. «Καλό βράδυ», είπε στον ταξιθέτη πάνω από τον ώμο της καθώς έφευγαν. Όταν βρέθηκαν έξω, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Το κακόμοιρο το παιδί, νόμισε ότι θα το καταχέριαζες». «Μου πέρασε αυτή η σκέψη, αλλά μόνο φευγαλέα». «Ήταν αρκετό για να τα δει όλα ο μικρός». Η Σάμερ μπήκε στο αμάξι και ακούμπησε τα ποπκόρν στα πόδια της. «Ξέρεις τι θα σκέφτηκε, έτσι;» «Τ ι;» «Ότι ήμασταν παράνομο ζευγαράκι». Η Σάμερ έγειρε και δάγκωσε το λοβό του αυτιού του. «Αυτή τη στιγμή η γυναίκα σου πιστεύει ότι βρίσκεσαι στο γραφείο και ο άντρας μου ότι βγήκα για ψώνια». «Και γιατί δεν πήγαμε σ’ ένα μοτέλ;» «Μα πάμε εκεί τώρα». Η Σάμερ έβαλε ένα ποπκόρν στο στόμα της και τον κοίταξε πονηρά. «Αν και νομίζω πως στη δική μας περίπτωση μπορούμε να βολευτούμε με το διαμέρισμά μου». «Είμαι πρόθυμος να φανώ ευπροσάρμοστος. Σάμερ...» Ο Μπλέικ την τράβηξε πιο κοντά του καθώς περνούσε ένα φανάρι. «Αλήθεια, ποια ήταν η υπόθεση του έργου;» Εκείνη γέλασε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα». Αργότερα, ξάπλωσαν γυμνοί στο κρεβάτι της. Είχαν τραβήξει τις κουρτίνες για να μπαίνει το φως και είχαν ανοίξει τα παράθυρα για να τρυπώνει το αεράκι. Στο κάτω διαμέρισμα κάποιος έκανε εξάσκηση σε μουσικές κλίμακες στο πιάνο. Η Σάμερ θα πρέπει να λαγοκοιμήθηκε, γιατί τώρα το φως τής φάνηκε πιο απαλό, σχεδόν ρόδινο. Αλλά δε βιαζόταν καθόλου να πέσει η νύχτα.

Τα σεντόνια ήταν ζεστά από τα κορμιά τους και ζαρωμένα. Ο αέρας ήταν φορτωμένος με τις γαργαλιστικές μυρωδιές του βραδινού φαγητού –ψητό χοιρινό από το διαμέρισμα της δασκάλας του πιάνου, σπαγγέτι με κόκκινη σάλτσα από το διπλανό διαμέρισμα των νεόνυμφων. «Είναι όμορφα», μουρμούρισε κουρνιασμένη στον ώμο του εραστή της. «Να ξαπλώνεις έτσι και να ξέρεις πως αυτά που έχεις να κάνεις μπορούν να γίνουν και αύριο. Δε νομίζω πως κάνεις συχνά κοπάνα». Εκείνη σίγουρα δεν το συνήθιζε. «Αν το έκανα, η επιχείρηση θα αντιμετώπιζε προβλήματα και θ’ άρχιζε η γκρίνια στο διοικητικό συμβούλιο. Τους αρέσει πολύ να κάνουν παράπονα». Η Σάμερ έτριψε αφηρημένη την πατούσα της στο πόδι του. «Δε σε ρώτησα για την αλυσίδα Χάμιλτον, γιατί σκέφτηκα ότι μάλλον θα έχεις μπουχτίσει από τις ερωτήσεις των συνεργατών σου και των δημοσιογράφων, ενδιαφέρομαι όμως να μάθω αν πέτυχες αυτό που ήθελες». Ο Μπλέικ σκέφτηκε να πάρει ένα τσιγάρο, αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί. «Ήθελα αυτά τα ξενοδοχεία. Τελικά αποδείχτηκε ότι η συμφωνία που κλείσαμε ικανοποίησε όλους τους ενδιαφερομένους. Δεν μπορεί να ζητήσει κανείς κάτι περισσότερο». «Όχι». Η Σάμερ γύρισε σκεφτική για να μπορέσει να τον κοιτάξει στα μάτια. Τα μαλλιά της χάιδεψαν το στέρνο του. «Γιατί τα ήθελες; Σ’ ενδιέφεραν μόνο ως ακίνητα, ή απολαμβάνεις την αγοραπωλησία; Τη στρατηγική των διαπραγματεύσεων;» «Όλα μαζί. Ένα μέρος της απόλαυσης στον επιχειρηματικό κόσμο είναι το στήσιμο μιας συμφωνίας· δουλεύεις τα αδύνατα σημεία και επιμένεις στο σχέδιό σου μέχρι να πετύχεις αυτό που θέλεις. Από ορισμένες απόψεις, οι επιχειρήσεις δε διαφέρουν και τόσο από την τέχνη».

«Οι επιχειρήσεις δεν είναι τέχνη», τον διόρθωσε δηκτικά η Σάμερ. «Υπάρχουν αντιστοιχίες. Κι εσύ έχεις μια ιδέα, δουλεύεις τα αδύνατα σημεία και επιμένεις μέχρι να δημιουργήσεις αυτό που θέλεις». «Το έριξες πάλι στη λογική. Στην τέχνη, όσο χρησιμοποιείς το μυαλό άλλο τόσο χρησιμοποιείς και τις αισθήσεις σου. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό στις επιχειρήσεις». Το ανασήκωμα των ώμων της ήταν τυπικά γαλλικό. Είχε έναν τρόπο να γίνεται πιο Γαλλίδα μόλις κάποιος αμφισβητούσε την τέχνη της. «Οι επιχειρήσεις στηρίζονται στους αριθμούς και τα δεδομένα». «Ξέχασες το ένστικτο. Χωρίς αυτό, οι αριθμοί και τα δεδομένα δεν πιάνουν μία». Η Σάμερ συνοφρυώθηκε σκεφτική. «Μπορεί, αλλά δε θ’ ακολουθούσες ποτέ το ένστικτό σου αγνοώντας μια σειρά τεκμηριωμένων γεγονότων». «Ακόμα και μια σειρά τεκμηριωμένων γεγονότων ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες και τους παίκτες». Τ ώρα ο Μπλέικ αναφερόταν στη δική τους περίπτωση. Άπλωσε το χέρι του και στερέωσε τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. «Πολλές φορές τα ένστικτά μας είναι πιο αξιόπιστα». Τ ώρα σκέφτηκε και η Σάμερ τη δική τους περίπτωση. «Συχνά, ναι», μουρμούρισε, «αλλά όχι πάντα. Αφήνουν περιθώρια αποτυχίας». «Κανένας σχεδιασμός, καμιά βάση δεδομένων δεν αποκλείει την αποτυχία». «Όχι». Η Σάμερ ακούμπησε πάλι το κεφάλι της στον ώμο του, προσπαθώντας να πνίξει την αίσθηση πανικού που απειλούσε να την κυριεύσει. Ο Μπλέικ έσυρε το χέρι του στην πλάτη της. Εξακολουθεί να είναι πολύ επιφυλακτική, σκέφτηκε. Χρειαζόταν κι άλλο χρόνο,

περισσότερη άνεση. Ήταν ώρα ν’ αλλάξουν θέμα. «Έχω είκοσι καινούρια ξενοδοχεία να επιβλέψω, να οργανώσω», είπε. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άλλες είκοσι κουζίνες που πρέπει να μελετηθούν και να αξιολογηθούν. Χρειάζομαι μία ειδικό». Η Σάμερ χαμογέλασε αχνά και σήκωσε πάλι το κεφάλι της. «Το είκοσι είναι ένας απαιτητικός και χρονοβόρος αριθμός». «Όχι άμα έχεις την καλύτερη». Η Σάμερ έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε υπεροπτικά. «Φυσικά όχι, αλλά είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλίσεις την καλύτερη». «Κι όμως, η καλύτερη βρίσκεται αυτή τη στιγμή, τρυφερή και γυμνή, στην αγκαλιά μου». Χαμογέλασε αργά, έτσι όπως του άρεσε. «Αυτό είναι αλήθεια. Μόνο που δε νομίζω ότι καθόμαστε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». «Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα για να περάσουμε το βράδυ μας;» Η Σάμερ έσυρε το ακροδάχτυλό της στο πιγούνι του. «Πολύ καλύτερη». Ο Μπλέικ έπιασε το χέρι της, έβαλε το δάχτυλό της στο στόμα του και άρχισε να το πιπιλάει. «Δείξε μου». Η ιδέα τής άρεσε, την ενθουσίασε. Μέχρι τώρα, κάθε φορά που έκαναν έρωτα τη συνέπαιρναν η ένταση των συναισθημάτων της και η δεξιοτεχνία του. Αυτή τη φορά θα καθόριζε η ίδια το ρυθμό. Με την άνεση και τον τρόπο της θα εκμηδένιζε τον αυτοέλεγχό του, που από τη μια της προκαλούσε θαυμασμό και από την άλλη απόγνωση. Και μόνο η σκέψη την έκανε να ριγήσει. Το στόμα της πλησίασε στο δικό του, αλλά το γεύτηκε μόνο με την άκρη της γλώσσας της. Αργά, πολύ αργά, διέγραψε το περίγραμμα των χειλιών του. Ένιωθε ήδη τη φλόγα να φουντώνει μέσα της. Μ’ ένα νωχελικό αναστεναγμό, το κορμί της κάλυψε το δικό του, ενώ

έραινε με φιλιά το πιγούνι του. Δυνατό πρόσωπο, σκέφτηκε, αριστοκρατικό αλλά όχι μαλθακό, έξυπνο αλλά όχι ψυχρό. Ήταν ένα πρόσωπο που μερικές γυναίκες μπορεί να το έβρισκαν υπεροπτικό –μέχρι να κοιτάξουν τα μάτια του. Η Σάμερ τα κοίταξε και διάβασε την ένταση, τη φλόγα, ακόμα και τον ανυποχώρητο χαρακτήρα του. «Σε θέλω περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε», άκουσε τον εαυτό της να λέει. «Σ’ έχω λιγότερο απ’ όσο θέλω». Προτού προλάβει εκείνος να μιλήσει, το στόμα της αιχμαλώτισε το δικό του, ξεκινώντας ένα ταξίδι και για τους δυο. Και μόνο τα λόγια της είχαν κάνει το αίμα να σφυροκοπά στις φλέβες του. Ήθελε να την ακούσει να το παραδέχεται, περίμενε να την ακούσει να το λέει. Όπως περίμενε μέχρι τώρα να νιώσει και αυτό το δυνατό, ατόφιο συναίσθημα από εκείνη. Και ήταν αυτό το συναίσθημα που διέλυσε την άμυνά του, ενώ τα χέρια και τα χείλη της απολάμβαναν την αδυναμία του. Τον άγγιζε. Η σάρκα του έπαιρνε φωτιά. Τον γευόταν. Το αίμα του τραγουδούσε. Τον αγκάλιαζε. Το μυαλό του ταξίδευε. Ήταν τρωτός. Αυτό ήταν κάτι που ανακάλυπτε για πρώτη φορά ο Μπλέικ. Εκείνη τον έκανε τρωτό. Ήταν ξαπλωμένοι στο απαλό φως του σούρουπου κι ένιωθε παγιδευμένος στην παραφορά της νύχτας. Τα δάχτυλά της ήταν δροσερά και πολύ σίγουρα καθώς τον χάιδευε, ξεσηκώνοντας τις αισθήσεις του. Τα ένιωθε να κυλούν νωχελικά πάνω του, να σταματούν φευγαλέα και ένας αναστεναγμός να ξεφεύγει από τα χείλη της. Και όσο η Σάμερ αναστέναζε, τόσο εξερευνούσε. Η ηδονή τον πλημμύριζε κατά κύματα, το γεγονός ότι τον ήθελε τόσο απόλυτα τον έκανε να χάνει εντελώς το μυαλό του. Τα χείλη της εξερευνούσαν με άπληστα, παθιασμένα φιλιά κάθε γωνιά του κορμιού του. Απολάμβανε την έντονη αρρενωπότητά του,

ξέροντας ότι δε θ’ αργούσε να εκμηδενίσει τον ατσάλινο αυτοέλεγχό του. Της είχε γίνει εμμονή αυτό, της είχε γίνει εμμονή εκείνος. Πώς ήταν δυνατόν, τώρα που είχε κάνει έρωτα μαζί του, τώρα που είχε αρχίσει να κατανοεί τη δύναμη και τις αδυναμίες του κορμιού του, ν’ απολαμβάνει ακόμα περισσότερο αυτή την εξερεύνηση; Η αλλαγή των συναισθημάτων, των συγκινήσεων, όταν βρισκόταν μαζί του, της φαινόταν να μην έχει τέλος. Κάθε φορά ήταν το ίδιο ζωτική και μοναδική όπως η πρώτη φορά. Αν αυτό αναιρούσε όσα πίστευε ως τώρα για τη σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας, δεν το αμφισβητούσε. Το απολάμβανε. Ο Μπλέικ ήταν δικός της. Σωματικά και πνευματικά –το ένιωθε, σχεδόν απτά. Ένιωθε το λούστρο και την ευγένεια που αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία του χαρακτήρα του να ατονούν. Όπως ακριβώς ήθελε. Του είχαν απομείνει ελάχιστα ίχνη λογικής. Καθώς τα χείλη της συνέχιζαν την άπληστη αναζήτηση, μια πρωτόγονη, σχεδόν αρχέγονη ανάγκη φούντωσε μέσα του. Λαχταρούσε περισσότερα, πολύ περισσότερα, ενώ το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Ήταν τόσο σβέλτη, τόσο επίμονη. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε εντελώς ανίσχυρος. Τα χέρια της ήταν επιδέξια, πολύ επιδέξια, δεν του επέτρεπαν ν’ ακούσει την τρεμάμενη ανάσα της. Ο Μπλέικ ζούσε το γλυκό βασανιστήριο στο οποίο τον υπέβαλλε, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει το πάθος και την ένταση της επιθυμίας που έλαμπε στα μάτια της. Ήταν τυφλός και κουφός στα πάντα. Ύστερα το στόμα της αιχμαλώτισε το δικό του και όλα τα άγρια ένστικτα που συγκρατεί ένας πολιτισμένος άντρας βγήκαν στην επιφάνεια. Την ήθελε σαν τρελός. Μια έκρηξη χρωμάτων θάμπωσε τα μάτια του και στ’ αυτιά του αντήχησε η αντάρα της θάλασσας. Το όνομά της ξέφυγε από τα χείλη του σαν όρκος, την άρπαξε, την ξάπλωσε ανάσκελα και την έκανε δική του.

Δεν υπήρχε τίποτε στον κόσμο εκτός από εκείνη. Ο Μπλέικ την κατέκτησε, πνίγηκε στη γλύκα της, τη λάτρεψε, αφήνοντας τον πόθο του να ξεσπάσει ελεύθερος, να τον αδειάσει απ’ όλη την ένταση.

Κεφάλαιο 11 «Πεινάω». Τους είχε τυλίξει το σκοτάδι. Δεν υπήρχε φεγγάρι για να ρίξει το φως του στο δωμάτιο, αλλά το σκοτάδι είχε τη δική του γαλήνη και ηρεμία. Ήταν ακόμα γυμνοί, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της Σάμερ, αλλά το πιάνο είχε σταματήσει ν’ ακούγεται από κάτω και δεν υπήρχαν οι μυρωδιές από τα φαγητά του δείπνου στον αέρα. Ο Μπλέικ την τράβηξε πιο κοντά του. Είχε τα μάτια του κλειστά, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Δεν ήξερε γιατί, αλλά μέσα στη σιωπή και το σκοτάδι ένιωθε πιο κοντά της. «Πεινάω», επανέλαβε η Σάμερ, κάπως μουτρωμένη αυτή τη φορά. «Εσύ είσαι η σεφ». «Α, όχι, όχι αυτή τη φορά», του απάντησε και τον αγριοκοίταξε στηριγμένη στον αγκώνα της. Διέκρινε το περίγραμμα του προφίλ του, τη γραμμή του πιγουνιού του, την ίσια μύτη, τα φρύδια του. Ήθελε να τα φιλήσει πάλι όλα, ένα ένα, αλλά ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. «Αυτή τη φορά είναι σίγουρα η σειρά σου να μαγειρέψεις». «Η σειρά μου;» Ο Μπλέικ άνοιξε επιφυλακτικά το ένα μάτι. «Θα μπορούσα να παραγγείλω να μας φέρουν πίτσα». «Θ’ αργήσει να έρθει». Η Σάμερ ανέβηκε πάνω του, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και μια μπουνιά στα πλευρά. «Σου είπα ότι πεινάω. Το πρόβλημα είναι άμεσο».

Ο Μπλέικ σταύρωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Κι εκείνος το μόνο που διέκρινε ήταν ένα περίγραμμα –την κουρτίνα των μαλλιών της, το στρογγύλεμα του ώμου της, την καμπύλη του στήθους της. Ήταν αρκετό. «Δε μαγειρεύω». «Όλοι οι άνθρωποι μαγειρεύουν κάτι». «Ομελέτα», της είπε, ελπίζοντας να την αποθαρρύνει. «Αυτό είναι όλο». «Μου κάνει». Προτού προλάβει να σκεφτεί κάτι ο Μπλέικ ώστε να της αλλάξει γνώμη, η Σάμερ πετάχτηκε από το κρεβάτι και άναψε τη λάμπα του κομοδίνου. «Σάμερ!» Σήκωσε το μπράτσο του για να προστατέψει τα μάτια του από το φως, βογκώντας δήθεν αγανακτισμένος. Εκείνη χαμογέλασε όταν τον άκουσε και πήγε στην ντουλάπα να βρει μια ρόμπα. «Έχω και αβγά και τηγάνι». «Φτιάχνω πολύ άσχημα αβγά». «Δεν πειράζει». Η Σάμερ βρήκε το παντελόνι του, το κούνησε για μια στιγμή και του το πέταξε. «Όταν πεινάς πολύ, κάνεις υποχωρήσεις». Ο Μπλέικ αποδέχτηκε τη μοίρα του και κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα. «Τότε, δεν έχει κριτική στη συνέχεια». Η Σάμερ τον περίμενε να βάλει το σλιπάκι του. Κατέβαινε χαμηλά στη μέση και αγκάλιαζε ψηλά το μηρό. Πολύ σέξι, σκέφτηκε, και πολύ διακριτικό. Ήταν περίεργο πώς κάτι επουσιώδες μπορούσε να καθρεφτίζει την προσωπικότητά σου. «Στους σεφ αρέσει να τους μαγειρεύουν», του είπε ενώ εκείνος φορούσε το παντελόνι του. Ο Μπλέικ φόρεσε και το πουκάμισό του, αλλά το άφησε ξεκούμπωτο. «Τότε να μην ανακατευτείς». «Ούτε που θα φανταζόμουν κάτι τέτοιο». Η Σάμερ τον έπιασε

αγκαζέ και τον οδήγησε στην κουζίνα. Άναψε κι εκεί το φως και τον έκανε να μορφάσει. «Σαν στο σπίτι σου», του είπε. «Θα με βοηθήσεις;» «Όχι, αλήθεια σου λέω». Η Σάμερ άνοιξε το βάζο με τα μπισκότα κι έβγαλε το γνώριμο γεμιστό μπισκότο. «Δε δουλεύω υπερωρίες και δε δουλεύω ποτέ ως βοηθός». «Κανόνες του συνδικάτου σου;» «Δικοί μου κανόνες». «Θα φας μπισκότα;» τη ρώτησε ο Μπλέικ, ψάχνοντας να βρει ένα μπολ. «Και αβγά;» «Το μπισκότο το τρώω για ορεκτικό», του απάντησε εκείνη με το στόμα γεμάτο. «Θέλεις ένα;» «Άσ’ το καλύτερα». Ο Μπλέικ έχωσε το κεφάλι του στο ψυγείο και βρήκε μια καρτέλα με αβγά κι ένα μικρό κουτί γάλα. «Μπορείς να τρίψεις και λίγο τυρί», άρχισε να του λέει η Σάμερ, αλλά βιάστηκε να σηκώσει τους ώμους της όταν τον είδε να την κοιτάζει με υψωμένα φρύδια. «Συγνώμη. Συνέχισε», του είπε και τον παρακολούθησε να σπάει τέσσερα αβγά σ’ ένα μπολ και να προσθέτει λίγο γάλα. «Ξέρεις, ο κόσμος μετράει τις δόσεις». «Ξέρεις, ο κόσμος δε μιλάει με το στόμα γεμάτο», την αντέκρουσε εκείνος ήρεμα και άρχισε να χτυπάει τ’ αβγά. Να τα παραχτυπάει, σκέφτηκε η Σάμερ, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί και να μη μιλήσει. Όταν όμως έφτασε η ώρα του μαγειρέματος, δεν άντεξε. «Δε ζέστανες το τηγάνι», του είπε και όταν αυτός την αγνόησε, πήρε απτόητη και δεύτερο μπισκότο. «Απ’ ό,τι βλέπω, θα χρειαστείς μαθήματα». «Αν θέλεις να κάνεις κάτι, ζέστανε λίγο ψωμί». Η Σάμερ υπάκουσε, πήρε ένα καρβέλι ψωμί από την ψωμιέρα και έριξε δυο φέτες στη φρυγανιέρα. «Είναι χαρακτηριστικό των μαγείρων να τσατίζονται όταν τους παρακολουθούν οι άλλοι την ώρα

που μαγειρεύουν, όμως ένας καλός σεφ πρέπει να το ξεπερνάει αυτό –όπως και τους αντιπερισπασμούς». Η Σάμερ περίμενε να ρίξει ο Μπλέικ τα χτυπημένα αβγά στο τηγάνι και τότε τον πλησίασε. Τύλιξε τα μπράτσα της στη μέση του και κόλλησε τα χείλη της στη βάση του λαιμού του. «Κάθε είδους αντιπερισπασμούς. Και έχεις πολύ ψηλά τη φωτιά». «Θέλεις την ομελέτα σου ροδοψημένη ή καρβουνιασμένη;» Η Σάμερ γέλασε κι έσυρε τα χέρια της στο γυμνό στέρνο του. «Ροδοψημένη είναι μια χαρά. Έχω κι ένα ωραίο λευκό Μπορντό, θα μπορούσες να είχες ρίξει λίγο και στ’ αβγά, αλλά μια και δεν το έκανες, λέω να το σερβίρω στα ποτήρια». Τον άφησε να μαγειρέψει και μέχρι να τελειώσει την ομελέτα, εκείνη βουτύρωσε τις φέτες του ψωμιού σ’ ένα πιάτο και σέρβιρε το δροσερό κρασί στα ποτήρια. «Εντυπωσιακή», αποφάσισε καθώς καθόταν στο τραπέζι. «Και αρωματική». Τα μάτια είναι αυτά που σε προδιαθέτουν πρώτα, θυμήθηκε ο Μπλέικ. «Ελκυστική;» Την κοίταξε καθώς της σέρβιρε την ομελέτα στο πιάτο. «Πάρα πολύ, και...» Η Σάμερ έφαγε μια μπουκιά για να δοκιμάσει. «...ναι, και αρκετά νόστιμη τελικά. Μπορεί να σκεφτώ να σε συμπεριλάβω δοκιμαστικά στη βάρδια για το πρόγευμα». «Κι εγώ μπορεί να σκεφτόμουν ν’ αναλάβω τη θέση, αν το βασικό μενού ήταν κορνφλέικς με γάλα». «Πρέπει να επεκτείνεις τους ορίζοντές σου», του είπε η Σάμερ και συνέχισε να τρώει, απολαμβάνοντας το απλό, ζεστό φαγητό που γέμιζε το άδειο στομάχι της. «Πιστεύω ότι με λίγα απλά μαθήματα μπορείς να γίνεις πολύ καλός μάγειρας». «Μαθήματα από σένα;» Η Σάμερ πήρε το κρασί της και τα μάτια της γέλασαν πάνω από το ποτήρι. «Αν θέλεις. Σίγουρα δε θα μπορούσες να βρεις καλύτερη

δασκάλα». Τα μαλλιά της –ανακατεμένα από τα χέρια του– πλαισίωναν το πρόσωπό της. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα και στα μάτια της λαμπύριζαν οι χρυσαφένιες ανταύγειες. Η ρόμπα της είχε πέσει στον έναν ώμο, αποκαλύπτοντας παιχνιδιάρικα τη γυμνή σάρκα της. Όπως το πάθος είχε εκμηδενίσει τον αυτοέλεγχό του, έτσι και τώρα ένα εντελώς διαφορετικό συναίσθημα εκμηδένισε κάθε λογική. «Σ’ αγαπώ, Σάμερ». Έμεινε να τον κοιτάζει, ενώ το χαμόγελο ξεθώριαζε στα χείλη της. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό που συνέβαινε μέσα της. Δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο, αλλά ένα συνονθύλευμα φόβων, συγκίνησης, δυσπιστίας και λαχτάρας. Ήταν παράξενο, αλλά στην αρχή δε φαινόταν να υπερισχύει κανένα, ήταν όλα τόσο μπερδεμένα που πάσχισε να ξεχωρίσει κάποιο και ν’ αρπαχτεί απ’ αυτό. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, έτσι άφησε προσεκτικά το ποτήρι της και κάρφωσε το βλέμμα της στο κρασί που λαμπύριζε μέσα. «Δεν ήταν απειλή». Ο Μπλέικ πήρε το χέρι της και το κράτησε, μέχρι που η Σάμερ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε πάλι. «Και δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να σε ξάφνιασε τόσο». Κι όμως, την είχε ξαφνιάσει. Περίμενε τη στοργή του. Αυτή θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Και το σεβασμό, ήταν κάτι που καταλάβαινε. Αλλά την αγάπη –η αγάπη ήταν μια πολύ εύθραυστη λέξη. Μια λέξη που αθετούσε κανείς πολύ εύκολα. Αν και κάτι μέσα της την ικέτευε να τη δεχτεί από αυτόν, να την εκτιμήσει, να την προστατέψει. Η Σάμερ προσπάθησε ν’ αντισταθεί. «Μπλέικ, δεν έχω ανάγκη ν’ ακούσω αυτά που ζητούν οι άλλες γυναίκες. Σε παρακαλώ...» «Εσύ μπορεί να μην έχεις ανάγκη να το ακούσεις...» –ο Μπλέικ δεν είχε αρχίσει όπως ήθελε, αλλά τώρα που είχε κάνει το πρώτο βήμα, θα έφτανε μέχρι το τέλος– «...αλλά εγώ είχα ανάγκη να το πω.

Εδώ και πολλές μέρες». Η Σάμερ τράβηξε το χέρι της από το δικό του και πήρε πάλι νευρικά το ποτήρι της. «Πάντα πίστευα ότι τα λόγια είναι τα πρώτα που μπορούν να χαλάσουν μια σχέση». «Όταν δε λέγονται», την αντέκρουσε ο Μπλέικ. «Η έλλειψη επικοινωνίας, συνεννόησης, αυτό είναι που καταστρέφει μια σχέση. Και το “ Σ’ αγαπώ” δεν είναι λέξεις που χρησιμοποίησα επιπόλαια». «Όχι». Αυτό μπορούσε να το πιστέψει. Ίσως αυτή η πίστη της ήταν που ενίσχυσε το φόβο. Όταν κάποιος σου δίνει την αγάπη του, περιμένει να του την ανταποδώσεις. Κι εκείνη δεν ήταν έτοιμη να το κάνει –ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα, αν θέλουμε να συνεχίσουν τα πράγματα ως έχουν, να...» «Δε θέλω να συνεχίσουν τα πράγματα ως έχουν», τη διέκοψε ο Μπλέικ. Θα προτιμούσε να ένιωθε οργή παρά εκείνο τον ύπουλο πανικό που απειλούσε να τον κυριεύσει. Έκανε μια μικρή παύση, προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Θέλω να σε παντρευτώ». «Όχι». Ο πανικός της Σάμερ ξέσπασε πρώτος. Πετάχτηκε στα γρήγορα όρθια, λες και μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να σβήσει τα λόγια του, να ξαναβάλει μια απόσταση ανάμεσά τους. «Όχι, αυτό είναι αδύνατο». «Είναι πολύ δυνατό». Ο Μπλέικ σηκώθηκε κι εκείνος, γιατί δεν ήθελε να της επιτρέψει ν’ απομακρυνθεί από κοντά του. «Θέλω να μοιραστώ μαζί σου τ’ όνομά μου, τη ζωή μου. Θέλω να κάνουμε παιδιά μαζί και να τα δούμε να μεγαλώνουν». «Σταμάτα». Η Σάμερ σήκωσε όλο απόγνωση το χέρι της, θέλοντας να εμποδίσει τα λόγια να βγουν από το στόμα του. Τη συγκινούσαν, και ήξερε ότι θα της ήταν εύκολο να πει ναι και να κάνει το ολέθριο λάθος. «Γιατί;» Προτού προλάβει να τον εμποδίσει, ο Μπλέικ πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. Το άγγιγμά του ήταν τρυφερό και ας

ήταν ατσάλινη η λαβή του. «Επειδή φοβάσαι να παραδεχτείς ότι το θέλεις κι εσύ;» «Όχι, δεν το θέλω –δεν πιστεύω σ’ αυτό. Ο γάμος είναι μια άδεια που δίνεις λίγα δολάρια για να τη βγάλεις. Ένα χαρτί. Στη συνέχεια, με λίγα δολάρια παραπάνω, μπορείς να πάρεις και διαζύγιο. Άλλο ένα χαρτί». Ο Μπλέικ την ένιωσε να τρέμει και αναθεμάτισε τον εαυτό του επειδή δεν ήξερε πώς να την πλησιάσει. «Το ξέρεις πως δεν είναι έτσι. Ο γάμος είναι οι υποσχέσεις που δίνουν δυο άνθρωποι μεταξύ τους και η προσπάθειά τους να τις τηρήσουν. Το διαζύγιο έρχεται όταν παραιτείσαι από την προσπάθεια». «Δε μ’ ενδιαφέρουν οι υποσχέσεις». Η Σάμερ έσπρωξε γεμάτη απόγνωση τα χέρια του από το πρόσωπό της και έκανε ένα βήμα πίσω. «Δε θέλω να μου δώσει κανείς καμιά υπόσχεση και δε θέλω να δώσω κι εγώ καμιά υπόσχεση σε κανέναν. Είμαι ευτυχισμένη με τη ζωή μου όπως είναι τώρα. Έχω να σκεφτώ την καριέρα μου». «Αυτό δε σου είναι αρκετό, και το ξέρουμε και οι δυο μας. Δεν μπορείς να μου πεις ότι δεν τρέφεις αισθήματα για μένα. Το καταλαβαίνω μόνος μου. Κάθε φορά που βρίσκομαι μαζί σου τα βλέπω να καθρεφτίζονται στα μάτια σου, όσο περνάει ο καιρός και πιο έντονα». Το χειριζόταν άσχημα, αλλά δεν έβλεπε άλλη λύση από την κατά μέτωπο επίθεση. Όσο εκείνος προσπαθούσε να την πλησιάσει, τόσο εκείνη απομακρυνόταν. «Να πάρει η οργή, Σάμερ, αρκετά περίμενα. Μπορεί η στιγμή που διάλεξα να σ’ το πω να μην είναι η κατάλληλη, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό». «Η στιγμή;» Η Σάμερ πέρασε το χέρι στα μαλλιά της. «Περίμενες; Τ ι είναι αυτά που λες;» Άφησε το χέρι της να πέσει κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. «Ήταν κι αυτό ένα από τα καλοστημένα σου σχέδια, ένα σχέδιο που μελετούσες καιρό με κάθε λεπτομέρεια; Ω, τώρα το βλέπω». Από τα χείλη της ξέφυγε μια

τρεμάμενη ανάσα καθώς γύριζε απότομα προς το μέρος του. Δεν την ένοιαζε πια αν φερόταν παράλογα. «Καθόσουν στο γραφείο σου και μελετούσες τη στρατηγική σου βήμα βήμα; Έστηνες το σχέδιο, δούλευες τις αδυναμίες, ώστε να πετύχεις αυτό που θέλεις;» «Μη γίνεσαι γελοία...» «Γελοία;» τον έκοψε. «Όχι, δε νομίζω. Θα έπαιζες καλά το παιχνίδι –αφοπλιστικός, ανατρεπτικός, γοητευτικός, στυλοβάτης. Υπομονή, έχεις πολλή από αυτή. Περίμενες τη στιγμή που θα ήμουν ευάλωτη;» Η ανάσα της έβγαινε λαχανιασμένη τώρα και η μια λέξη έμπλεκε με την άλλη. «Άσε με να σου πω κάτι, Μπλέικ. Δεν είμαι μια ξενοδοχειακή αλυσίδα που μπορείς να οικειοποιηθείς, περιμένοντας να ωριμάσει η αγορά». Μ’ ένα διαστρεβλωμένο τρόπο, αυτό που του έλεγε ήταν απόλυτα ακριβές. Και αυτό τον έκανε να πάρει αμυντική στάση. «Να πάρει η οργή, Σάμερ, να σε παντρευτώ θέλω, όχι να σε οικειοποιηθώ». «Πολλές φορές αυτές οι λέξεις έχουν το ίδιο νόημα. Αυτή τη φορά το σχέδιό σου έπεσε λίγο έξω, Μπλέικ. Δε θα υπάρξει συμφωνία. Τ ώρα, θα ήθελα να με αφήσεις μόνη». «Έχουμε πολλά να πούμε, πανάθεμά με». «Όχι, δεν έχουμε τίποτε να πούμε, όχι γι’ αυτό το θέμα. Θα δουλέψω για σένα μέχρι τη λήξη του συμβολαίου. Αυτό είναι όλο». «Ανάθεμα το συμβόλαιο». Ο Μπλέικ την έπιασε από τους ώμους και την τράνταξε γεμάτος απόγνωση. «Και ανάθεμα κι εσένα που είσαι τόσο ξεροκέφαλη. Σ’ αγαπώ. Και αυτό δεν μπορείς να το παραβλέψεις σαν να μη συμβαίνει». Προς μεγάλη έκπληξη και των δύο, τα μάτια της Σάμερ βούρκωσαν ξαφνικά. «Παράτα με ήσυχη», κατάφερε να ψελλίσει και τα πρώτα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Παράτα με ήσυχη, σου λέω». Ήταν αυτά τα δάκρυα που τον διέλυσαν, όχι το οργισμένο της

ξέσπασμα. «Αυτό δεν μπορώ να το κάνω», της απάντησε, αλλά την άφησε κι ας ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του. «Θα σου δώσω λίγο χρόνο, μπορεί να χρειαζόμαστε και οι δυο χρόνο, αλλά θα το ξανακουβεντιάσουμε». «Απλά φύγε». Η Σάμερ δεν επέτρεπε στον εαυτό της να κλαίει μπροστά σε κανέναν, αλλά τώρα, όσο κι αν προσπαθούσε, τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. «Φύγε», επανέλαβε και του γύρισε την πλάτη. Έμεινε εκεί, ακίνητη, μέχρι που άκουσε το κλικ της πόρτας. Τότε γύρισε. Ο Μπλέικ μπορεί να είχε φύγει, αλλά ο χώρος ήταν γεμάτος από την παρουσία του. Η Σάμερ σωριάστηκε στον καναπέ και άφησε τα δάκρυά της να ξεσπάσουν, ενώ ευχόταν να βρισκόταν οπουδήποτε αλλού.

Δεν είχε έρθει στη Ρώμη ούτε για τους καθεδρικούς, ούτε για τα σιντριβάνια, ούτε για τα έργα τέχνης. Δεν είχε έρθει σε τούτη την πόλη ούτε για την κουλτούρα ούτε για την ιστορία της. Η Σάμερ πήρε ένα ταξί από το αεροδρόμιο και την ευχαρίστησαν περισσότερο η κίνηση και η φασαρία στους δρόμους παρά τα ιστορικά μνημεία ολόγυρα. Ίσως αυτή τη φορά να είχε μείνει υπερβολικά μεγάλο διάστημα στην Αμερική. Η Ευρώπη ήταν όλο γρήγορα αμάξια, αρχαία μνημεία και παλάτια. Τη χρειαζόταν την Ευρώπη. Καθώς περνούσαν μπροστά από τη Φοντάνα ντι Τ ρέβι, το μυαλό της πέταξε στη Φιλαδέλφεια. Χρειαζόταν λίγες μέρες κάπου μακριά, σκέφτηκε. Λίγες μέρες όπου θα καταγινόταν με αυτό που ήξερε να κάνει καλά και τότε τα πάντα θ’ αποκτούσαν μια καινούρια προοπτική. Είχε κάνει ένα λάθος με τον Μπλέικ –από την αρχή το ήξερε ότι ήταν λάθος να μπλέξει μαζί του. Τ ώρα ήταν στο χέρι της να διαλύσει αυτή τη σχέση – γρήγορα και οριστικά. Σε λίγο καιρό θα της ήταν ευγνώμων, γιατί θα

τον είχε αποτρέψει να κάνει ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος. Να την παντρευτεί... Ναι, τον φαντάστηκε αφάνταστα ανακουφισμένο σε λίγες βδομάδες. Η Σάμερ κοιτούσε τη Ρώμη έξω από το πίσω κάθισμα του ταξί, νιώθοντας δυστυχισμένη όσο ποτέ στη ζωή της. Όταν το ταξί σταμάτησε απότομα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Στάθηκε για μια στιγμή στο πεζοδρόμιο, μια λυγερή γυναίκα με λευκή ρεπούμπλικα και τζάκετ και μια τσάντα από δέρμα φιδιού κρεμασμένη στον ώμο. Το ντύσιμό της έδειχνε μια γυναίκα έμπειρη, με αυτοπεποίθηση. Αν την κοιτούσε όμως κανείς στα μάτια, θα έβλεπε ένα παιδί που ένιωθε χαμένο. Πλήρωσε μηχανικά τον οδηγό, πήρε τη βαλίτσα που της έδωσε με μια ελαφριά υπόκλιση και του γύρισε την πλάτη. Ήταν δέκα και κάτι το πρωί στη Ρώμη, αλλά ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό και έκανε ήδη ζέστη. Και να φανταστεί κανείς πως είχε φύγει από τη Φιλαδέλφεια με καταιγίδα. Η Σάμερ ανέβηκε τις σκάλες ενός παλιού, κομψού οικήματος και χτύπησε κοφτά, πέντε φορές, την πόρτα. Αφού περίμενε ένα εύλογο διάστημα, ξαναχτύπησε, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Όταν άνοιξε η πόρτα, κοίταξε τον άντρα με την κοντή μεταξωτή ρόμπα, κεντημένη με παπαγάλους. Αν τη φορούσε κάποιος άλλος, θα έδειχνε αστείος. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, τα μάτια του μισόκλειστα. Τα πρώτα γένια ήδη σκούραιναν το πιγούνι του. «Γεια σου, Κάρλο. Σε ξύπνησα;» «Σάμερ!» Ο Κάρλο έπνιξε τις ιταλικές βρισιές που είχε στην άκρη της γλώσσας του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Έκπληξη, σι;» Της έδωσε δυο ζεστά φιλιά και την απομάκρυνε. «Αλλά ήταν ανάγκη να μου κάνεις την έκπληξη τα χαράματα;» «Είναι περασμένες δέκα». «Είναι χαράματα όταν κάποιος έχει πέσει για ύπνο μετά τις πέντε

το πρωί. Αλλά πέρασε μέσα, πέρασε μέσα. Δεν το ξέχασα ότι θα ερχόσουν για τα γενέθλια του Γκραβάντι». Εξωτερικά, το σπίτι του Κάρλο ήταν απλώς κομψό. Εσωτερικά, ήταν γεμάτο χλιδή. Στο χολ κυριαρχούσε το χρυσό και το μάρμαρο, μαρτυρώντας την αγάπη του για την πολυτέλεια. Αφού το διέσχισαν, πέρασαν από κάτι αψίδες και μπήκαν σ’ ένα καθιστικό γεμάτο με μικρούς και μεγάλους θησαυρούς. Οι περισσότεροι ήταν δώρα από πελάτες του που ήθελαν να τον ευχαριστήσουν –ή από γυναίκες. Ο Κάρλο είχε το ταλέντο να διαλέγει ερωμένες με τις οποίες διατηρούσε καλές σχέσεις κι όταν έπαυαν πια να είναι ερωμένες του. Στα παράθυρα κρέμονταν μπροκάρ κουρτίνες, τα χαλιά στο πάτωμα ήταν γνήσια ανατολίτικα και στον τοίχο κρεμόταν ένας πίνακας του Τ ιντορέτο. Τα παχιά μαξιλάρια στους δυο καναπέδες σε προκαλούσαν να κάνεις βουτιά. Δίπλα υπήρχε ένα λιοντάρι από αλάβαστρο, σχεδόν ένα μέτρο ψηλό, ενώ το φως από τον κρυστάλλινο πολυέλαιο αντανακλούσε σε όλο το χώρο. Η Σάμερ έσυρε το δάχτυλό της σ’ ένα λαγήνι από φίνα μπλε και λευκή κινέζικη πορσελάνη. «Καινούριο;» «Σι». «Τ ων Μεδίκων;» «Βεβαίως. Δώρο από μια... φίλη». «Οι φίλες σου είναι πάντα πολύ γενναιόδωρες». Της χαμογέλασε. «Κι εγώ το ίδιο». «Κάρλο;» Η βραχνή, ανυπόμονη φωνή ακούστηκε από τις στριφογυριστές σκάλες. Ο Κάρλο σήκωσε το κεφάλι του, ύστερα κοίταξε πάλι τη Σάμερ και χαμογέλασε. Εκείνη έβγαλε το λευκό καπέλο της. «Μια φίλη σου, να υποθέσω;» «Δώσε μου ένα λεπτό, κάρα», της απάντησε ο Κάρλο και πλησίασε

τις σκάλες. «Γιατί δεν πας εσύ στην κουζίνα να φτιάξεις καφέ;» «Και να μη φαίνεσαι», συμπλήρωσε η Σάμερ, ενώ ο Κάρλο εξαφανιζόταν στις σκάλες. Στράφηκε προς την κουζίνα, αλλά ξαναγύρισε να πάρει και τη βαλίτσα της μαζί. Ποιος ο λόγος να την αφήσει εκεί και να υποχρεώσει τον Κάρλο να δώσει εξηγήσεις στη φίλη του; Η κουζίνα ήταν το ίδιο εντυπωσιακή με το υπόλοιπο σπίτι και μεγάλη όσο ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Η Σάμερ γνώριζε τα κατατόπια το ίδιο καλά με της δικής της. Τα χρώματα που δέσποζαν εδώ ήταν το εβένινο και το ιβουάρ και νόμιζες πως οι πάγκοι κάλυπταν χιλιόμετρα. Στο χώρο υπήρχαν δύο φούρνοι, ένα επαγγελματικό ψυγείο, δύο νεροχύτες κι ένα πλυντήριο ικανό να χωρέσει τα πιάτα από πάρτι πρεσβείας. Ο Κάρλο Φρανκόνι δεν έκανε ποτέ τίποτε σε μικρή κλίμακα. Η Σάμερ άνοιξε ένα ντουλάπι για να πάρει τους κόκκους του καφέ και τη μηχανή για να τους αλέσει. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, αποφάσισε να φτιάξει κρέπες. Ο Κάρλο μάλλον θ’ αργούσε να κάνει την εμφάνισή του. Όταν την έκανε, η Σάμερ κόντευε να τελειώσει. «Α, μπέλ α, μαγειρεύεις για μένα. Τ ιμή μου». «Ένιωσα τύψεις που σε ανησύχησα πρωινιάτικα. Εξάλλου...» Η Σάμερ σέρβιρε ζεστές κρέπες με μήλο και κανέλα στα πιάτα. «...πεινάω». Ακούμπησε τα πιάτα στο ξύλινο τραπέζι και ο Κάρλο τράβηξε τις καρέκλες. «Θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη που εμφανίστηκα έτσι απροειδοποίητα. Η φίλη σου ενοχλήθηκε;» Ο Κάρλο της χαμογέλασε και κάθισε. «Δε με ξέρεις καλά». «Σκούζι», του είπε η Σάμερ και του έδωσε το κανατάκι με την κρέμα. «Ώστε θα δουλέψουμε πάλι στην ίδια κουζίνα για τα γενέθλια του Ενρίκο». «Θα φτιάξω το μοσχαράκι μου με σπαγγέτι. Ο Ενρίκο έχει

αδυναμία στα σπαγγέτι μου. Έρχεται κάθε Παρασκευή στο εστιατόριό μου μόνο για να φάει σπαγγέτι», της είπε ο Κάρλο και ρίχτηκε στις κρέπες. «Κι εσύ θα φτιάξεις το επιδόρπιο». «Μια τούρτα γενεθλίων». Η Σάμερ ήπιε μια γουλιά καφέ, ενώ η κρέπα της κρύωνε ανέγγιχτη. Ξαφνικά δεν είχε καμιά όρεξη να φάει. «Ο Ενρίκο μου ζήτησε κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα φτιάξω ειδικά για εκείνον. Επειδή, λοιπόν, ξέρω τη ματαιοδοξία του και τη λατρεία του για τη σοκολάτα και τη σαντιγί, δε δυσκολεύτηκα να καταλήξω στη συνταγή». «Ναι, αλλά το δείπνο είναι σε δύο μέρες. Δεν ήρθες λίγο νωρίς;» Η Σάμερ ύψωσε τους ώμους, παίζοντας με τον καφέ της. «Ήθελα να περάσω λίγες μέρες στην Ευρώπη». «Κατάλαβα», μουρμούρισε ο Κάρλο, πιστεύοντας πως είχε πράγματι καταλάβει. Υπήρχαν κύκλοι κάτω από τα μάτια της. Σημάδι συναισθηματικής σύγχυσης. «Όλα καλά στη Φιλαδέλφεια;» «Η ανακαίνιση της κουζίνας τελείωσε, τα καινούρια μενού έχουν τυπωθεί. Πιστεύω ότι το προσωπικό της κουζίνας θα τα βγάλει πέρα μια χαρά. Προσέλαβα και τον Μορίς από το Σικάγο. Τον θυμάσαι;» «Α, ναι, πάπια με το αίμα της, η σπεσιαλιτέ του». «Το μενού μου είναι συναρπαστικό», συνέχισε η Σάμερ. «Το μενού που θα έβαζα αν αποφάσιζα ποτέ ν’ ανοίξω δικό μου εστιατόριο. Ξέρεις, άρχισα να σε σέβομαι κάπως περισσότερο από τη μέρα που μπλέχτηκα με όλο εκείνο το χαρτομάνι». «Το χαρτομάνι είναι φρικτό, αλλά απαραίτητο». Ο Κάρλο καταβρόχθισε τις κρέπες του και κοίταξε τις δικές της. «Δεν τρως, Σάμερ». «Μμμ. Όχι, μ’ έχει επηρεάσει μάλλον η διαφορά της ώρας». Του έδειξε το πιάτο της. «Ελεύθερα». Ο Κάρλο πήγα τα λόγια της κατά λέξη και άλλαξε τα πιάτα τους. «Έλυσες το πρόβλημα με τον Μαξ;»

Η Σάμερ ακούμπησε αφηρημένα το χέρι στο μπράτσο της. Τα ράμματα, δόξα τω Θεώ, ανήκαν στο παρελθόν. «Τα καταφέρνουμε. Μας έκανε μια επίσκεψη και η μητέρα μου. Το ξέρεις ότι η παρουσία της εντυπωσιάζει πάντα τους άλλους». «Η Μονίκ! Τ ι κάνει;» «Ξαναπαντρεύτηκε», απάντησε απλά η Σάμερ και σήκωσε το φλιτζάνι με τον καφέ της. «Αυτή τη φορά ένα σκηνοθέτη. Είναι κι αυτός Αμερικανός». «Είναι ευτυχισμένη;» «Φυσικά». Ο καφές ήταν δυνατός –πολύ πιο δυνατός από αυτόν που είχε συνηθίσει να πίνει στην Αμερική. Ξαφνικά συνειδητοποίησε γεμάτη απόγνωση πως τίποτε δεν ήταν πια όπως παλιά για εκείνη. «Σε λίγες βδομάδες θ’ αρχίσουν το γύρισμα μιας καινούριας ταινίας οι δυο τους». «Ίσως αυτή τη φορά να έκανε πιο σωστή επιλογή. Να βρήκε κάποιον που θα καταλαβαίνει το καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο και τις ανάγκες της», παρατήρησε ο Κάρλο, απολαμβάνοντας το τέλειο πάντρεμα του φρούτου με την κανέλα. «Και τι κάνει ο δικός σου Αμερικανός;» Η Σάμερ άφησε κάτω τον καφέ της και κοίταξε τον Κάρλο. «Θέλει να με παντρευτεί». Ο Κάρλο πνίγηκε μ’ ένα κομματάκι κρέπα και πήρε τον καφέ του. «Ε... συγχαρητήρια». «Μη γίνεσαι χαζός». Η Σάμερ δεν μπορούσε να μείνει άλλο ακίνητη, έτσι σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια στις τσέπες της μακριάς, ριχτής ζακέτας της. «Δε θα τον παντρευτώ». «Όχι;» Ο Κάρλο πήγε στην καφετιέρα και ξαναγέμισε τα φλιτζάνια τους. «Γιατί όχι; Τον βρίσκεις αποκρουστικό; Κακότροπο, ηλίθιο;» «Και βέβαια όχι». Η Σάμερ άρχισε να σφίγγει και να ξεσφίγγει τα δάχτυλά της ανυπόμονα μέσα στις τσέπες της ζακέτας της. «Δεν έχει

καμιά σχέση μ’ αυτό». «Και με τι έχει;» «Δεν έχω σκοπό να παντρευτώ κανέναν. Μπορώ να κάνω και χωρίς το καρουσέλ του γάμου». «Μήπως δε θέλεις ν’ απλώσεις το χέρι σου ν’ αρπάξεις τον μπρούντζινο κρίκο*(*Έκφραση που δηλώνει την επιτυχία. Προέρχεται από τα παραδοσιακά καρουσέλ, όπου αυτός που καταφέρνει ν’ αρπάξει έναν μπρούντζινο κρίκο από την άκρη ενός προτεταμένου μηχανικού βραχίονα κερδίζει έναν ακόμη γύρο δωρεάν. (Σ.τ.Μ.)) από φόβο πως δε θα τα καταφέρεις;» Η Σάμερ πρότεινε το πιγούνι της. «Πρόσεχε, Κάρλο». Ο ψυχρός τόνος της τον έκανε να υψώσει τους ώμους. «Το ξέρεις ότι λέω πάντα αυτό που πιστεύω. Αν ήθελες ν’ ακούσεις κάτι άλλο, δε θα έπρεπε να έρθεις εδώ». «Ήρθα εδώ γιατί ήθελα να περάσω μερικές μέρες μ’ ένα φίλο, όχι για να κουβεντιάσω το θέμα του γάμου». «Σ’ έχει κάνει, όμως, να χάσεις τον ύπνο σου». Η Σάμερ σήκωσε το φλιτζάνι της και το ξανακούμπησε απότομα, χύνοντας τον καφέ. «Ήταν μεγάλη η πτήση και έχω δουλέψει πολύ σκληρά τελευταία. Και ναι, μπορεί να μ’ έχει αναστατώσει το όλο θέμα», συμπλήρωσε, προτού προλάβει ο Κάρλο να μιλήσει. «Δεν περίμενα μια τέτοια πρόταση από μέρους του, δεν την ήθελα. Είναι τίμιος άνθρωπος, και το ξέρω ότι όταν λέει ότι με αγαπά και θέλει να με παντρευτεί το εννοεί. Για την ώρα. Αυτό δε με διευκολύνει να πω όχι». Το ξέσπασμά της δεν τον εκνεύρισε. Ο Κάρλο ήταν μαθημένος στις παθιασμένες αντιδράσεις των γυναικών –τις προτιμούσε. «Κι εσύ... τι νιώθεις γι’ αυτόν;» Η Σάμερ δίστασε και πήγε στο παράθυρο. Από το σημείο αυτό μπορούσε να δει τον κήπο του Κάρλο, μια ήσυχη όαση, ένα όριο

ανάμεσα στο σπίτι και τους πολυσύχναστους δρόμους της Ρώμης. «Έχω αισθήματα γι’ αυτόν», μουρμούρισε. «Δυνατά αισθήματα που ξεπερνούν τη λογική. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για μένα να διαλύσω τη σχέση μας τώρα. Δε θέλω να τον πληγώσω, Κάρλο, αλλά δε θέλω να πληγωθώ κι εγώ». «Και γιατί είσαι τόσο σίγουρη ότι η αγάπη και ο γάμος θα σε πληγώσουν;» Ο Κάρλο ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και άρχισε να της κάνει ένα ελαφρό μασάζ. «Όταν στη ζωή σου κυριαρχεί το “ αν”, κάρα μία, ξεχνάς να τη ζήσεις. Έχεις κάποιον που σ’ αγαπά – και μπορεί να μην είπες τις λέξεις, αλλά νομίζω ότι τον αγαπάς κι εσύ. Γιατί να το αρνείσαι στον εαυτό σου;» «Ο γάμος, Κάρλο», είπε η Σάμερ, γυρίζοντας γεμάτη ειλικρίνεια προς το μέρος του, «δεν είναι για ανθρώπους σαν κι εμάς, είναι;» «Για ανθρώπους σαν κι εμάς;» «Εμείς είμαστε εντελώς απορροφημένοι από την καριέρα μας. Είμαστε μαθημένοι να πηγαινοερχόμαστε ανάλογα με το κέφι μας. Δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν, δεν έχουμε να σκεφτούμε κανέναν παρά μόνο τον εαυτό μας. Αυτός δεν είναι ο λόγος που δεν παντρεύτηκες κι εσύ ποτέ σου;» «Θα μπορούσα να σου απαντήσω ότι είμαι πολύ γενναιόδωρος και το θεωρώ εγωιστικό να χαρίσω όλα τα δώρα μου μόνο σε μια γυναίκα», της είπε και την είδε να χαμογελά πλατιά, έτσι όπως του άρεσε. Τ ρυφερά, παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. «Αλλά σ’ εσένα θα πω την αλήθεια. Δεν έχω καταφέρει να βρω καμιά μέχρι τώρα που να κάνει την καρδιά μου να πεταρίσει. Την έχω αναζητήσει. Αν τη βρω ποτέ, θα τρέξω να βγάλω τις άδειες και να φωνάξω τον παπά». Η Σάμερ αναστέναξε και γύρισε να κοιτάξει πάλι έξω από το παράθυρο. Τα λουλούδια έμοιαζαν με πολύχρωμη ταπετσαρία κάτω από τον καυτό ήλιο. «Ο γάμος είναι ένα παραμύθι, Κάρλο, ένα

παραμύθι με πρίγκιπες, χωρικούς και βατράχους. Και έχω δει πολλά απ’ αυτά τα παραμύθια να ξεφτίζουν». «Ο καθένας γράφει την ιστορία του μόνος του, Σάμερ. Κι εσύ πρέπει να το ξέρεις αυτό, γιατί το κάνεις συνέχεια». «Μπορεί. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ξέρω αν έχω το κουράγιο να γυρίσω σελίδα». «Με την ησυχία σου. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από τη Ρόμα για να σκεφτείς τη ζωή σου και την αγάπη. Και δεν υπάρχει καλύτερος άντρας για να σε βοηθήσει να το κάνεις αυτό από τον Φρανκόνι. Απόψε, θα σου μαγειρέψω εγώ. Λινγκουίνι», της είπε, φιλώντας τις άκρες των δαχτύλων του. «Θα γλείφεις και τα δάχτυλά σου. Κι εσύ μπορείς να μου φτιάξεις έναν μπαμπά –όπως όταν ήμασταν φοιτητές, σι;» Η Σάμερ γύρισε πάλι προς το μέρος του και τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του. «Ξέρεις, Κάρλο, αν ήμουν από τις γυναίκες που θέλουν γάμο, θα σε παντρευόμουν για τα μακαρόνια σου». Εκείνος της χαμογέλασε. «Καρίσιμα, ακόμα και τα μακαρόνια μου δεν πιάνουν μία μπροστά στο...» «Είμαι σίγουρη», τον έκοψε ξερά εκείνη. «Γιατί δεν πας να ντυθείς και να βγούμε για ψώνια; Θέλω να βρω ν’ αγοράσω κάτι εντυπωσιακό όσο θα βρίσκομαι στη Ρώμη. Δεν έχω κάνει ακόμα γαμήλιο δώρο στη μητέρα μου».

Μα πώς τα είχε καταφέρει να φερθεί τόσο ηλίθια; Ο Μπλέικ άναψε τον αναπτήρα του και παρακολούθησε τη φλόγα του να σκίζει το σκοτάδι. Ήθελε καμιά ώρα ακόμα για να ξημερώσει, αλλά είχε παραιτηθεί εντελώς από κάθε προσπάθεια να κοιμηθεί. Όπως είχε παραιτηθεί και από κάθε προσπάθεια να φανταστεί τι έκανε η Σάμερ στη Ρώμη όσο εκείνος έμενε ξάγρυπνος στη σουίτα του. Αν πήγαινε

κι αυτός στη Ρώμη... Όχι, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δε θα την πίεζε, ιδιαίτερα ύστερα από τον άγαρμπο τρόπο που είχε χειριστεί την κατάσταση. Θα έδινε ένα περιθώριο και στους δυο τους. Θα κατέστρωνε καινούρια στρατηγική, σκέφτηκε κοροϊδευτικά και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Εκεί είχε φτάσει το πράγμα; Πάντα του άρεσαν οι προκλήσεις, τα προβλήματα. Και η Σάμερ ήταν σίγουρα και πρόκληση και πρόβλημα. Μήπως γι’ αυτό την ήθελε; Αν εκείνη είχε δεχτεί να τον παντρευτεί, μήπως θα είχε δώσει απλώς συγχαρητήρια στον εαυτό του επειδή είχε καταστρώσει ένα τέλειο σχέδιο και το είχε εκτελέσει άψογα; Ένα ακόμη απόκτημα του Κόκραν. Να πάρει η οργή. Σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται. Ο καπνός του τσιγάρου του έφτιαχνε δαχτυλίδια που χάνονταν μέσα στο μισοσκόταδο. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι, ακόμα κι αν εκείνη δεν τον πίστευε. Αν ήταν αλήθεια πως είχε αντιμετωπίσει τη σχέση τους σαν ένα πρόβλημα που έπρεπε να λύσει με προσοχή, το είχε κάνει μόνο γιατί έτσι ήταν ο χαρακτήρας του. Αλλά την αγαπούσε, και ήταν σίγουρος ότι τον αγαπούσε κι εκείνη. Πώς θα κατάφερνε όμως να περάσει τον τοίχο που είχε υψώσει με τη στάση της ανάμεσά τους; Να γυρίσουν πίσω στην αρχική σχέση τους; Αδύνατον. Ο Μπλέικ κοίταξε την πόλη έξω καθώς άρχιζε να φαίνεται το πρώτο ρόδινο φως της αυγής. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε παρακολουθήσει πάρα πολλές φορές την ανατολή του ήλιου μόνος. Είχαν αλλάξει πάρα πολλά μεταξύ τους πλέον, συνέχισε την προηγούμενη σκέψη του. Είχαν ειπωθεί πάρα πολλά. Δεν μπορούσε να πάρει πίσω την αγάπη του και να την κλειδαμπαρώσει σ’ ένα σεντούκι επειδή δεν τη βόλευε. Είχε μείνει μακριά από τη Σάμερ μία ολόκληρη βδομάδα πριν φύγει για τη Ρώμη. Είχε αποδειχτεί πιο δύσκολο απ’ όσο περίμενε, αλλά τα

δάκρυά της εκείνη τη νύχτα τον είχαν πείσει να το κάνει. Τ ώρα, όμως, αναρωτιόταν μήπως είχε κάνει ένα ακόμα λάθος. Ίσως αν είχε πάει να τη βρει την επομένη... Ο Μπλέικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Από την αρχή, το λάθος του ήταν ότι είχε προσπαθήσει ν’ αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση με τη λογική. Δεν υπήρχε λογική στην αγάπη, μόνο συναίσθημα. Και χωρίς τη λογική, είχε χάσει κάθε πλεονέκτημα. Ήταν τρελά ερωτευμένος. Ναι, ήταν αλήθεια. Ζούσε μια τρέλα, μια αθεράπευτη τρέλα. Αν η Σάμερ ήταν εκεί, μαζί του, θα της το έδειχνε. Όταν θα επέστρεφε, σκέφτηκε με πάθος, θα έβρισκε κάποιον τρόπο να γκρεμίσει τον τοίχο που τους χώριζε πέτρα πέτρα και να τη φέρει κι εκείνη αντιμέτωπη με την τρέλα. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, έμεινε να το κοιτάζει. Η Σάμερ; «Εμπρός;» «Μπλέικ;» Η φωνή ήταν κάπως υπερβολικά μελιστάλαχτη, υπερβολικά γαλλική. «Ναι. Μονίκ;» «Λυπάμαι που σε ανησυχώ, αλλά ξεχνάω πάντα τη διαφορά της ώρας ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ακτή. Ετοιμαζόμουν να πέσω για ύπνο. Εσύ είχες ξυπνήσει;» «Ναι». Ο ήλιος ανέτελλε αργά στον ουρανό κι ένα αχνό φως έλουζε το δωμάτιο. Οι περισσότεροι στην πόλη ακόμα κοιμούνταν, αλλά εκείνος είχε ξυπνήσει. «Ήταν καλή η πτήση σου για την Καλιφόρνια;» «Κοιμήθηκα σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Δόξα τω Θεώ, γιατί με περίμεναν πολλά πάρτι. Έχουν αλλάξει πολύ λίγα στο Χόλιγουντ –λίγα ονόματα, μερικά πρόσωπα. Τ ώρα, για να είσαι σικ, πρέπει να φοράς τα γυαλιά του ηλίου περασμένα σε κορδόνι. Η μητέρα μου το έκανε αυτό, αλλά για να μην τα χάνει». Ο Μπλέικ χαμογέλασε, γιατί η Μονίκ σου επέβαλλε το χαμόγελο.

«Εσύ δε χρειάζεται να ακολουθείς τη μόδα για να είσαι σικ». «Τ ι κολακευτικό». Η φωνή της ακούστηκε πολύ νεανική και πολύ χαρούμενη. «Τ ι μπορώ να κάνω για σένα, Μονίκ;» «Ω, είσαι πολύ γλυκός. Πρώτα θέλω να σε ευχαριστήσω για την υπέροχη, όπως πάντα, παραμονή μου στο ξενοδοχείο σου. Το σέρβις εξακολουθεί να είναι άψογο. Και το μπράτσο της Σάμερ πάει καλύτερα, έτσι;» «Κατά τα φαινόμενα. Είναι στη Ρώμη». «Αχ, ναι, πού έχω το μυαλό μου; Ε, η Σάμερ μου δεν ήταν ποτέ από τους ανθρώπους που κάθονται για πολύ σ’ ένα μέρος. Την είδα ελάχιστα προτού φύγω. Έδειχνε... προβληματισμένη». Ο Μπλέικ ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι και έσφιξε το πιγούνι του, αμέσως όμως πίεσε τον εαυτό του να χαλαρώσει. «Ήταν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά της στην κουζίνα». Η Μονίκ έκανε μια γκριμάτσα. Τούτος εδώ είναι σκέτο στρείδι, σκέφτηκε επιδοκιμαστικά. «Ναι, ίσως θα έχω την ευκαιρία να τη δω και πάλι για λίγο. Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, Μπλέικ. Ήσουν τόσο εξυπηρετικός κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου». «Θα κάνω ό,τι μπορώ». «Η σουίτα στην οποία έμεινα με χαλάρωσε, ήταν πολύ αγκρεάμπλ . Θα μπορούσες να την κλείσεις και πάλι στ’ όνομά μου σε δυο μέρες από τώρα;» «Σε δυο μέρες;» Ο Μπλέικ συνοφρυώθηκε, πήρε όμως αμέσως ένα στυλό για να το σημειώσει. «Θα ξανάρθεις ανατολικά;» «Είμαι εντελώς ξεμυαλισμένη. Είχα κάτι εκκρεμότητες να ρυθμίσω εκεί και τις ξέχασα εντελώς με το ατύχημα της Σάμερ. Έτσι πρέπει να ξανάρθω να τις τακτοποιήσω. Εντάξει με τη σουίτα;» «Ναι, βέβαια, θα το φροντίσω». «Μερσί. Μπορώ να σου ζητήσω κάτι ακόμα; Θα οργανώσω ένα

μικρό πάρτι το Σάββατο το βράδυ –λίγοι παλιοί, καλοί φίλοι, να πιούμε ένα ποτήρι κρασί. Θα χαιρόμουν πολύ αν περνούσες κι εσύ για λίγο. Κατά τις οχτώ, συμφωνείς;» Το τελευταίο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να πάει σε πάρτι, αλλά οι τρόποι του, η ανατροφή του και η επαγγελματική του συνείδηση του άφηναν μόνο μία επιλογή. Σημείωσε πάλι αυτόματα την ημερομηνία και την ώρα. «Με μεγάλη μου χαρά». «Θαύμα. Θα τα πούμε το Σάββατο τότε, ορεβουάρ». Η Μονίκ έκλεισε το τηλέφωνο και γέλασε. Μπορεί να ήταν ηθοποιός και όχι σεναριογράφος, αλλά το μικρό της σενάριο ήταν ιδιοφυές. Ναι, πραγματικά ιδιοφυές. Σήκωσε το τηλέφωνο κι ετοιμάστηκε να στείλει ένα τηλεγράφημα. Στη Ρώμη.

Κεφάλαιο 12 Σερί. Επιστρέφω Φιλ αδέλ φεια για να ρυθμίσω κάποιες εκκρεμότητες πριν τα γυρίσματα της ταινίας. Θα βρίσκομαι όλ ο το Σαββατοκύριακο στη σουίτα μου στο Κόκραν Χάουζ. Το Σάββατο το βράδυ θα κάνω μια μικρή σουαρέ. Σε περιμένω. Στις 8:30. Α μπιεντό. Η μητέρα σου. Τ ι σκάρωνε πάλι; Η Σάμερ ξαναδιάβασε το τηλεγράφημα της μητέρας της, ενώ πετούσε πάνω από τον Ατλαντικό. Εκκρεμότητες; Τ ι εκκρεμότητες μπορεί να είχε η Μονίκ στη Φιλαδέλφεια; Εκτός κι αν είχαν σχέση με το σύζυγο νούμερο δύο. Αυτός όμως ανήκε πλέον στην ιστορία, και η Μονίκ έβαζε πάντα κάποιον άλλον να κανονίζει τις δουλειές της. Ισχυριζόταν ότι μία ηθοποιός μένει παιδί στην καρδιά και δεν έχει μυαλό για μπίζνες. Ήταν κι αυτό ένα ακόμη από τα διαβολικά κόλπα της για να κάνει μόνο εκείνα που ήθελε. Τ ώρα,

γιατί ήθελε να ξανάρθει ανατολικά; Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Η Σάμερ ύψωσε τους ώμους της αδιάφορα και έβαλε πάλι το τηλεγράφημα στην τσάντα της. Δεν είχε καμιά διάθεση να πάει σε κοκτέιλ πάρτι σε πέντε ώρες από τώρα. Μόλις την προηγουμένη είχε ξεπεράσει τον εαυτό της, φτιάχνοντας μία τούρτα που είχε το σχήμα του παλατιού του Ενρίκο στα περίχωρα της Ρώμης με γέμιση κρέμα και σοκολάτα. Είχε χρειαστεί δώδεκα ώρες για να τη φτιάξει. Για πρώτη φορά, ύστερα από επιμονή του οικοδεσπότη της, είχε μείνει και είχε ενωθεί με τη συντροφιά που θ’ απολάμβανε το γλυκό, πίνοντας σαμπάνια. Νόμιζε πως θα της έκανε καλό να βρεθεί με κόσμο, μέσα σε όλη εκείνη τη φινέτσα και την εορταστική ατμόσφαιρα. Είχε διαπιστώσει όμως πως δεν είχε καμιά διάθεση για ψιλοκουβεντούλα και σαμπάνια, το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι της. Και όσο περίεργο και αν ήταν αυτό, για εκείνη το σπίτι της ήταν στη Φιλαδέλφεια. Δε λαχταρούσε να βρεθεί στο εκκεντρικό διαμερισματάκι της στην Αριστερή Όχθη στο Παρίσι. Ήθελε να γυρίσει στο διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου στη Φιλαδέλφεια, όπου κάθε γωνιά ήταν γεμάτη από τις αναμνήσεις της με τον Μπλέικ. Όσο ανόητη έμοιαζε, όσο παράλογο κι αν ήταν, ήθελε τον Μπλέικ. Αλλά και τώρα, στην πτήση της επιστροφής, διαπίστωσε ότι η επιθυμία της δεν είχε αλλάξει. Στον Μπλέικ ήθελε να πάει με το που θα πατούσε στο έδαφος. Στον Μπλέικ ήθελε να διηγηθεί τις αστείες ιστορίες που είχαν ειπωθεί στην τραπεζαρία του Ενρίκο. Το δικό του γέλιο ήθελε ν’ ακούσει. Στη δική του αγκαλιά ήθελε να κουρνιάσει τώρα που η ένταση και η ενέργεια των τελευταίων ημερών είχαν αρχίσει να υποχωρούν. Η Σάμερ αναστέναξε, έγειρε πίσω το κάθισμά της και έκλεισε τα μάτια της. Αλλά θα έκανε το καθήκον της και θα περνούσε από τη

σουίτα της μητέρας της. Ίσως το παρτάκι της Μονίκ να ήταν ο τέλειος αντιπερισπασμός. Θα έδινε στη Σάμερ λίγο ακόμα χρόνο προτού βρεθεί αντιμέτωπη με τον Μπλέικ. Τον Μπλέικ και την απόφαση που νόμιζε ότι είχε ήδη πάρει.

Ο Μπι-Σι έσυρε το δάχτυλό του στο σφιχτό κολάρο του πουκαμίσου του, ελπίζοντας ότι δεν έδειχνε τόσο νευρικός όσο ένιωθε. Θα έβλεπε τη Μονίκ ύστερα από τόσα χρόνια –θα έπρεπε να της συστήσει τη Λίλιαν. Μονίκ, η γυναίκα μου, η Λίλ ιαν. Λίλ ιαν, η Μονίκ Ντιμπουά, η πρώην ερωμένη μου. Μικρός που είναι ο κόσμος, ε; Ήταν από τους ανθρώπους που εκτιμούν ένα καλό αστείο, το συγκεκριμένο όμως του διέφευγε εντελώς. Μάλλον τα συζυγικά αμαρτήματα δεν παραγράφονταν. Ήταν αλήθεια πως εκείνος είχε παραστρατήσει μία και μοναδική φορά, και μάλιστα σε μια περίοδο που βρισκόταν σε διάσταση με τη γυναίκα του, η οποία τον είχε θυμώσει, τον είχε πικράνει, τον είχε φοβίσει. Από τη στιγμή όμως που διαπράττεις ένα έγκλημα, δεν παύει να είναι έγκλημα. Αγαπούσε τη Λίλιαν, πάντα την αγαπούσε, αλλά δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί τη σύντομη περιπετειούλα του με τη Μονίκ. Όπως δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι ήταν συναρπαστική, παθιασμένη και αλησμόνητη. Στη συνέχεια, δεν είχαν ξανάρθει ποτέ σ’ επαφή, αν και την είχε ξαναδεί μια δυο φορές όταν είχε αυτός στα χέρια του τη διεύθυνση των ξενοδοχείων του. Αλλά και από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια. Γιατί, λοιπόν, εκείνη του είχε τηλεφωνήσει τώρα, είκοσι χρόνια αργότερα, και είχε επιμείνει να πάει –μαζί με τη γυναίκα του– στη σουίτα της στο Κόκραν Χάουζ της Φιλαδέλφειας; Ο Μπι-Σι έσυρε

πάλι το δάχτυλο στο κολάρο του. Κάτι τον έπνιγε. Η μόνη εξήγηση που του είχε δώσει η Μονίκ ήταν ότι η πρόσκλησή της είχε σχέση με την ευτυχία του γιου του και της κόρης της. Του είχε δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα γιατί έπρεπε να σκαρφιστεί μια δικαιολογία για να έρθει στην πόλη, επιμένοντας να τον συνοδέψει και η Λίλιαν. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί είχε παντρευτεί μια πολύ έξυπνη και ανεξάρτητη γυναίκα, αλλά ήταν παιχνιδάκι μπροστά στην επόμενη δοκιμασία. «Θα φας όλη μέρα για να δέσεις μια γραβάτα;» Ο Μπι-Σι αναπήδησε όταν η γυναίκα του τον πλησίασε από πίσω. «Ήρεμα». Εκείνη γέλασε και του έστρωσε την πλάτη του σακακιού με τα χέρια της, μια συνήθεια που τον γύρισε πίσω στο μήνα του μέλιτος. «Θα νόμιζε κανείς ότι δεν έχεις περάσει άλλη βραδιά με μια διασημότητα. Ή μήπως μόνο οι Γαλλίδες ηθοποιοί σου προκαλούν νευρικότητα;» Αυτή η συγκεκριμένη Γαλλίδα ηθοποιός, σκέφτηκε ο Μπι-Σι και γύρισε προς το μέρος της γυναίκας του. Η Λίλιαν ήταν πάντα γοητευτική. Μπορεί να μην είχε εκείνη την εκτυφλωτική ομορφιά της Μονίκ που σου έκοβε την ανάσα, αλλά διέθετε μια ήρεμη γοητεία που παρέμενε αναλλοίωτη από το χρόνο. Τα όμορφα καστανά μαλλιά της είχαν αρχίσει ν’ αποκτούν γκρίζες τρίχες, αλλά ήταν χτενισμένα με τέτοιο στυλ που η αντίθεση των χρωμάτων την κολάκευε. Η Λίλιαν διέθετε ανέκαθεν στυλ. Ήταν η σύντροφός του, η γυναίκα που βρισκόταν πάντα δίπλα του, στο πλευρό του. Ήταν μια δυνατή γυναίκα. Και ο Μπι-Σι είχε ανάγκη μια δυνατή γυναίκα. Ήταν το καλύτερο ταίρι που θα μπορούσε να ζητήσει ένας άντρας. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και τη φίλησε τρυφερά. «Σ’ αγαπώ, Λίλι», της είπε κι όταν εκείνη άγγιξε το μάγουλό του χαμογελώντας, πήρε το χέρι της στο δικό του, νιώθοντας σαν θανατοποινίτης που διανύει τα τελευταία του μέτρα. «Καλύτερα να

πηγαίνουμε. Θ’ αργήσουμε».

Ο Μπλέικ έκλεισε το τηλέφωνο αγανακτισμένος. Ήταν σίγουρος ότι η Σάμερ θα γύριζε απόψε. Πήγαινε όμως πάνω από μια ώρα που τηλεφωνούσε στο διαμέρισμά της και δεν έπαιρνε καμιά απάντηση. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του και δεν είχε καμιά διάθεση να κατέβει στη σουίτα της Μονίκ και να παριστάνει τον κοινωνικό. Όπως κι ο πατέρας του, πέρασε το δάχτυλο στο κολάρο του και προσπάθησε να ξεσφίξει τη γραβάτα του. Όταν θα τελείωναν όλ’ αυτά, όταν η Σάμερ θα γύριζε, θα φρόντιζε να βρει έναν τρόπο να την πείσει να φύγει μαζί του. Θα της έβρισκε εκείνο το αναθεματισμένο νησί στον Ειρηνικό, αν αυτό ήθελε. Θα το αγόραζε, θα το γέμιζε με υπηρετικό προσωπικό. Θα έφτιαχνε μια αλυσίδα με πιτσαρίες και φαστφούντ σ’ αυτό. Μπορεί έτσι να κατάφερνε επιτέλους να την ικανοποιήσει. Βγήκε από το διαμέρισμά του, νιώθοντας παράλογος και λίγο κακός. Η Μονίκ έριξε μια ματιά στη σουίτα της και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της. Τα λουλούδια πρόσφεραν μια ευχάριστη νότα. Δεν ήταν πολλά –λίγα τριαντάφυλλα μπουμπούκια εδώ κι εκεί απλώς για να προσφέρουν ένα άρωμα κήπου στο χώρο. Μια μικρή –πολύ μικρή– ρομαντική νότα. Η σαμπάνια πάγωνε στην παγωνιέρα και τα ποτήρια άστραφταν κάτω από τον απαλό φωτισμό. Ο Μαξ είχε ξεπεράσει τον εαυτό του με τα ορντέβρ. Λίγο χαβιάρι, λίγο πατέ, μικρά κις –πολύ κομψό. Θα έπρεπε να θυμηθεί να κάνει μια επίσκεψη στην κουζίνα. Όσο για τη δική της εμφάνιση... Η Μονίκ άγγιξε το σινιόν στη βάση του λαιμού της. Δεν ήταν το συνηθισμένο στυλ της, αλλά ήθελε να δείχνει σοβαρή κι αξιοπρεπής. Ένιωθε ότι το απαιτούσε η βραδιά.

Αλλά το μαύρο μεταξωτό παντελόνι και η ξώπλατη μπλούζα της ήταν πολύ σικ και σέξι. Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να ντυθεί κομψά για το πάρτι. Το σκηνικό είχε στηθεί. Τ ώρα πια ήταν θέμα των πρωταγωνιστών... Ακούστηκε ένα χτύπημα. Η Μονίκ πήγε στην πόρτα μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Η πρώτη πράξη ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει. «Μπι-Σι!» Του άπλωσε τα χέρια μ’ ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Είναι υπέροχο να σε ξαναβλέπω ύστερα από τόσα χρόνια». Η ομορφιά της παρέμενε το ίδιο εκτυφλωτική. Ήταν αδύνατον ν’ αντισταθεί κανείς σ’ εκείνο το χαμόγελο. Αν και είχε αποφασίσει να είναι ευγενικός και απόμακρος, η φωνή του ακούστηκε ζεστή. «Μονίκ, δε δείχνεις ούτε λεπτό μεγαλύτερη». «Πάντα κόλακας». Η Μονίκ γέλασε, τον φίλησε και στράφηκε στη γυναίκα πλάι του. «Κι εσύ είσαι η Λίλιαν. Χαίρομαι που γνωριζόμαστε επιτέλους. Ο Μπι-Σι μου έχει πει τόσα πολλά για σένα που νιώθω σαν να είμαστε παλιές φίλες». Η Λίλιαν τη μέτρησε με το βλέμμα της και ύψωσε το φρύδι. «Ω;» Δεν είναι καθόλου χαζή, σκέφτηκε η Μονίκ, και τη συμπάθησε αμέσως. «Βέβαια, έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε, έτσι θα πρέπει να ξαναγνωριστούμε από την αρχή όλοι. Παρακαλώ, περάστε. Μπι-Σι, έχεις την καλοσύνη ν’ ανοίξεις τη σαμπάνια;» Ο Μπι-Σι διέσχισε το δωμάτιο για να κάνει αυτό που του ζήτησε, νιώθοντας τα νεύρα του ένα κουβάρι. Ένα ποτό θα ήταν καταπληκτική ιδέα. Βέβαια, εκείνος θα προτιμούσε μπέρμπον, σκέτο. «Σας έχω δει πολλές φορές, φυσικά», άρχισε να λέει η Λίλιαν. «Είμαι σίγουρη ότι δεν έχω χάσει καμιά ταινία σας, μις Ντιμπουά». «Μονίκ, παρακαλώ». Με μια απλή, γεμάτη χάρη κίνηση, η Μονίκ πήρε ένα τριαντάφυλλο από το βάζο και το πρόσφερε στη Λίλιαν. «Και με κολακεύεις. Κατά περιόδους αποσύρομαι, αυτή η τελευταία

αποχή μου ήταν η μεγαλύτερη. Αλλά πάντα, όταν ξαναρχίζουν τα γυρίσματα, νιώθεις σαν να επιστρέφεις σ’ έναν παλιό εραστή». Ο φελλός πετάχτηκε από την μπουκάλα σαν πύραυλος και καρφώθηκε στο ταβάνι. Ήρεμα, η Μονίκ έπιασε τη Λίλιαν αγκαζέ. Από μέσα της χασκογελούσε σαν κοριτσάκι. «Συναρπαστικός ήχος, δε συμφωνείς; Το καταχαίρομαι όταν ανοίγουν σαμπάνιες. Πρέπει να κάνουμε μια πρόποση, ν’ ες πα;» Σήκωσε σκερτσόζικα ένα ποτήρι. Ίδια η ηρωίδα του Όνειρου του Χτες, σκέφτηκε η Λίλιαν. «Στη μοίρα, θα έλεγα», αποφάσισε η Μονίκ. «Και στα καπρίτσια της να μας σμίξει όλους μαζί». Τσούγκρισε το ποτήρι της με του Μπι-Σι και στη συνέχεια με της γυναίκας του και ήπιε μια γουλιά. «Για πες μου, σε μαγεύει πάντα η ιστιοπλοΐα, Μπι-Σι;» Εκείνος ξερόβηξε. Δεν ήξερε ποια να πρωτοκοιτάξει. Τη γυναίκα του ή τη Μονίκ; Το σίγουρο ήταν ότι και οι δύο κοιτούσαν εκείνον. «Α, ναι. Μόλις γυρίσαμε με τη Λίλιαν από ένα ταξίδι μας στην Ταϊτή». «Τ ι ωραία. Το τέλειο μέρος για εραστές, ουί;» Η Λίλιαν ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. «Τέλειο». «Ε βουαλ ά», είπε η Μονίκ όταν ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα. «Ο επόμενος καλεσμένος μου. Παρακαλώ, σερβιριστείτε». Τ ώρα θα περνούσαν στη δεύτερη πράξη. Διασκεδάζοντας αφάνταστα, η Μονίκ πήγε ν’ ανοίξει. «Μπλέικ, πολύ ευγενικό που ήρθες, και είσαι φοβερά γοητευτικός». «Μονίκ». Ο Μπλέικ πήρε το χέρι που του άπλωσε και το έφερε στα χείλη του, ενώ προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο γρήγορα θα κατάφερνε να το σκάσει. «Καλώς όρισες πάλι κοντά μας». «Πάντως θα πρέπει να φροντίσω να μην καταχραστώ τη φιλοξενία σας. Νομίζω ότι θα ξαφνιαστείς όταν θα δεις τους υπόλοιπους καλεσμένους μου», του απάντησε εκείνη και του έκανε νόημα να

περάσει. Οι τελευταίοι άνθρωποι που περίμενε να δει ο Μπλέικ στη σουίτα της Μονίκ ήταν οι γονείς του. Διέσχισε το δωμάτιο κι έσκυψε να φιλήσει τη μητέρα του. «Και πολύ μάλιστα. Δεν το ήξερα ότι είστε στην πόλη». «Φτάσαμε πριν από λίγο», είπε η Λίλιαν κι έδωσε στο γιο της ένα ποτήρι σαμπάνια. «Τηλεφωνήσαμε στη σουίτα σου, αλλά το τηλέφωνο ήταν απασχολημένο». Αλήθεια, τι σκηνικό στήνει αυτή η γυναίκα; αναρωτήθηκε όταν είδε τη Μονίκ να έρχεται στην παρέα τους. «Οικογένειες», είπε εκείνη μεγαλόπρεπα και σερβιρίστηκε λίγο χαβιάρι. «Μου αρέσουν πολύ οι οικογένειες. Οφείλω να ομολογήσω σ’ εσάς τους δυο ότι θαυμάζω πολύ το γιο σας. Ο νεαρός Κόκραν συνεχίζει άψογα την παράδοση, σωστά;» Για μια στιγμή, αλλά μόνο για μια στιγμή, τα μάτια της Λίλιαν στένεψαν. Θα ήθελε να μάθει σε ποια ακριβώς παράδοση αναφερόταν η Γαλλίδα ηθοποιός. «Είμαστε και οι δυο πολύ περήφανοι για τον Μπλέικ», απάντησε κάπως ανακουφισμένος ο Μπι-Σι. «Δε διατήρησε απλώς το επίπεδο των Κόκραν, το βελτίωσε κιόλας. Η απόκτηση της αλυσίδας Χάμιλτον ήταν πολύ έξυπνη κίνηση». Σήκωσε το ποτήρι του στην υγειά του γιου του. «Πάρα πολύ έξυπνη. Αλήθεια, πώς πάει η αλλαγή πλεύσης στην κουζίνα;» «Πολύ ομαλά», του απάντησε ο Μπλέικ, αν και ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να συζητήσει. «Θα ξεκινήσουμε να σερβίρουμε το καινούριο μενού από αύριο». «Τότε διαλέξαμε τον κατάλληλο χρόνο για την επίσκεψή μας. Θα έχουμε την ευκαιρία να το δοκιμάσουμε από πρώτο χέρι». «Μεγάλη σύμπτωση, συμφωνείς;» ρώτησε η Μονίκ, προσφέροντας στη Λίλιαν την πιατέλα με τα κις.

«Σύμπτωση;» «Μα είναι πολύ αστείο. Η κόρη μου είναι αυτή που έχει την ευθύνη της κουζίνας του γιου σου». «Η κόρη σου». Η Λίλιαν κοίταξε τον άντρα της. «Όχι, δε μου το ανέφερε κανείς». «Είναι καταπληκτική σεφ. Δε συμφωνείς, Μπλέικ; Του μαγειρεύει συχνά», πρόσθεσε η Μονίκ χαμογελώντας με νόημα, προτού προλάβει εκείνος να κάνει το παραμικρό σχόλιο. Η Λίλιαν κράτησε το τριαντάφυλλο κάτω από τη μύτη της. Ενδιαφέρον. «Αλήθεια;» «Γοητευτική κοπέλα», πρόσθεσε ο Μπι-Σι. «Σου μοιάζει, Μονίκ, αν και μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι έχεις μια ενήλικη κόρη». «Κι εγώ ξαφνιάστηκα το ίδιο όταν πρωτογνώρισα το γιο σου», του απάντησε χαμογελώντας εκείνη. «Δεν είναι περίεργο πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια;» Ο Μπι-Σι ξερόβηξε και ξαναγέμισε με σαμπάνια τα ποτήρια τους. Πριν από κάμποσες βδομάδες ο Μπλέικ είχε αναρωτηθεί για τα σιωπηλά μηνύματα ανάμεσα στον πατέρα του και τη Σάμερ. Τ ώρα δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει όσα δεν είχαν ειπωθεί. Κοίταξε πρώτα τη μητέρα του και την είδε να πίνει ήρεμη τη σαμπάνια της. Ο πατέρας του και η μητέρα της Σάμερ; Πότε; Ο Μπλέικ έκανε αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό του, προσπαθώντας να χωνέψει το γεγονός. Όσο θυμόταν τον εαυτό του, οι γονείς του ήταν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, σχεδόν αχώριστοι. Όχι –ξαφνικά θυμήθηκε μια σύντομη, ταραγμένη περίοδο τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του. Το σπίτι ήταν γεμάτο ένταση και καβγάδες. Στη συνέχεια ο Μπι-Σι είχε λείψει δυο βδομάδες –ή μήπως τρεις; Σε επαγγελματικό ταξίδι, του είχε πει η μητέρα του, αλλά ακόμα και τότε ο Μπλέικ δεν το είχε πιστέψει. Η κρίση όμως είχε περάσει τόσο γρήγορα, που σπάνια τη θυμόταν. Τ ώρα... τώρα γνώριζε πολύ καλά

πώς είχε περάσει ο πατέρας του τουλάχιστον ένα μέρος του χρόνου του μακριά από το σπίτι τους. Και με ποια. Έπιασε το βλέμμα του πατέρα του –την αμήχανη, σχεδόν απολογητική ματιά του. Ο άνθρωπος πληρώνει για μια απιστία που είχε κάνει πριν από δυο δεκαετίες, σκέφτηκε. Ύστερα είδε τη Μονίκ να χαμογελά αργά. Τ ι στην ευχή προσπαθούσε να πετύχει; Προτού προλάβει όμως να θυμώσει, εκείνη ακούμπησε μαλακά το χέρι της στο μπράτσο του σαν να του ζητούσε να κάνει υπομονή, να περιμένει. Τότε, ακούστηκε ξανά ένα χτύπημα στην πόρτα. «Α, με συγχωρείτε. Θα μπορούσες να σερβίρεις ένα ακόμα ποτήρι σαμπάνια», ζήτησε η Μονίκ από τον Μπι-Σι. «Έχουμε άλλον έναν καλεσμένο απόψε». Όταν άνοιξε την πόρτα, η Μονίκ δε θα μπορούσε να νιώσει μεγαλύτερη χαρά βλέποντας την κόρη της. Το απλό μεταξωτό φόρεμά της στο χρώμα του νεφρίτη ήταν στενό και διακριτικά σέξι. Έδινε στη χλομάδα της ένα ρομαντικό αέρα. «Σερί, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που δε με απογοήτευσες». «Δεν μπορώ να μείνω πολύ, μητέρα, πρέπει να κοιμηθώ και λίγο», της είπε η Σάμερ και της έδωσε ένα κουτί μ’ ένα μεγάλο ροζ φιόγκο. «Ήθελα, όμως, να σου φέρω το δώρο για το γάμο σου». «Είσαι πολύ γλυκιά». Η Μονίκ τη φίλησε στο μάγουλο. «Έχω κι εγώ κάτι για σένα. Κάτι που ελπίζω ότι θ’ αγαπάς πάντα», κατέληξε και τράβηξε τη Σάμερ μέσα. Όχι έτσι, σκέφτηκε απελπισμένη η Σάμερ, νιώθοντας την καρδιά της να γίνεται κομμάτια από το σοκ με το που ξαναείδε τον Μπλέικ. Ήθελε να είναι προετοιμασμένη, ξεκούραστη, σίγουρη. Δεν ήθελε να τον δει εδώ και τώρα. Και οι γονείς του –δε χρειάστηκε να ρίξει πάνω από μια ματιά στη γυναίκα που στεκόταν δίπλα στον Μπλέικ για να καταλάβει ότι ήταν η σύζυγος του Μπι-Σι. Ήταν παράλογο· δεν μπορούσε να καταλάβει τη λογική της Μονίκ.

«Το παιχνίδι σου δεν είναι διασκεδαστικό, μητέρα», μουρμούρισε στα γαλλικά. «Το αντίθετο, μπορεί ν’ αποδειχτεί το πιο σημαντικό που έπαιξα ποτέ στη ζωή μου», της δήλωσε εκείνη και γύρισε πρόσχαρα στον Μπι-Σι. «Έχεις γνωρίσει την κόρη μου, ουί;» «Πράγματι», απάντησε εκείνος κι έδωσε χαμογελαστός ένα ποτήρι σαμπάνια στη Σάμερ. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Και η μητέρα του Μπλέικ», συνέχισε η Μονίκ. «Λίλιαν, θα ήθελα να σου συστήσω τη μοναχοκόρη μου, τη Σάμερ». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω». Η Λίλιαν της έσφιξε ζεστά το χέρι. Δεν ήταν τυφλή, είχε προσέξει το εμβρόντητο βλέμμα που είχαν ανταλλάξει ο γιος της και η κόρη της ηθοποιού. Έκρυβε έκπληξη, λαχτάρα και αβεβαιότητα. Αν ήταν αυτός ο λόγος που είχε στήσει η Μονίκ όλο τούτο το σκηνικό, θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τη βοηθήσει. «Μόλις έμαθα ότι είσαι σεφ και μάλιστα υπεύθυνη για το καινούριο μενού που θα σερβίρουμε από αύριο». «Ναι». Η Σάμερ έψαξε κάτι να πει. «Απολαύσατε την ιστιοπλοΐα σας; Στην Ταϊτή δεν πήγατε;» «Περάσαμε υπέροχα, αν και ο Μπι-Σι έχει την τάση να παριστάνει τον τυραννικό Κάπτεν Μπλάι αν δεν τον προσέχεις». «Ανοησίες», είπε εκείνος και τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. «Αυτή είναι η μόνη γυναίκα που εμπιστεύομαι στο τιμόνι των πλοίων μου». Λατρεύουν ο ένας τον άλλον, σκέφτηκε η Σάμερ και ένιωσε ξαφνιασμένη. Κόντευαν να κλείσουν σαράντα χρόνια γάμου, τα οποία ολοφάνερα είχαν τις τρικυμίες τους... κι όμως λάτρευαν ο ένας τον άλλον. «Είναι όμορφο, δεν είναι, όταν ένας άντρας μπορεί να μοιράζεται τα ενδιαφέροντά του με τη γυναίκα του και ταυτόχρονα να διατηρεί ο καθένας την ατομικότητά του;» Η Μονίκ τους χάρισε ένα

αστραφτερό χαμόγελο και στράφηκε στον Μπλέικ. «Θα συμφωνούσες ότι αυτό είναι που κρατά έναν άντρα και μια γυναίκα μαζί, ακόμα κι αν χρειαστεί ν’ αγωνιστούν για να ξεπεράσουν τις όποιες δυσκολίες και παρεξηγήσεις;» «Θα συμφωνούσα», της απάντησε ο Μπλέικ και κοίταξε τη Σάμερ στα μάτια. «Είναι θέμα αγάπης, σεβασμού και ίσως... αισιοδοξίας». «Αισιοδοξίας!» Η Μονίκ βρήκε τη λέξη τέλεια. «Ναι, μου αρέσει. Βέβαια, εγώ είμαι πάντα αισιόδοξη. Ίσως και να το παρακάνω. Έχω αποκτήσει τέσσερις συζύγους. Είμαι σίγουρα υπεραισιόδοξη». Γέλασε μόνη της. «Από την άλλη, το πρώτο και το τελευταίο που αναζητούσα σε μια σχέση ήταν ο ρομαντισμός. Θα έλεγες, Λίλιαν, ότι είναι λάθος να μην κοιτάζει κανείς πέρα από αυτό;» «Όλοι αναζητούμε το ρομαντισμό, την αγάπη, το πάθος», απάντησε εκείνη και άγγιξε το μπράτσο του άντρα της με μια τόσο φυσική κίνηση που πέρασε απαρατήρητη και από τους δυο τους. «Αλλά και το σεβασμό. Υποθέτω ότι θα είχα να προσθέσω άλλα δυο πράγματα». Κοίταξε τον άντρα της. «Την ανεκτικότητα και την αντοχή. Ο γάμος τα χρειάζεται όλ’ αυτά». Ξέρει, σκέφτηκε ο Μπι-Σι όταν είδε την έκφραση που είχαν τα μάτια της γυναίκας του, το ήξερε από την αρχή. Είκοσι χρόνια το ήξερε. «Θαύμα». Ικανοποιημένη με τον εαυτό της, η Μονίκ ακούμπησε το δώρο της στο τραπέζι. «Τότε αυτή είναι η κατάλληλη ώρα ν’ ανοίξουμε το δώρο του γάμου μου. Γιατί αυτή τη φορά σκοπεύω ν’ αναζητήσω κι εγώ όλ’ αυτά τα πράγματα στο γάμο μου». Ήθελε να φύγει. Η Σάμερ είπε στον εαυτό της πως δεν είχε παρά να κάνει μεταβολή και να πάει στην πόρτα. Έμεινε όμως εκεί, σαν να είχε ριζώσει στη θέση της, με το βλέμμα της καρφωμένο στον Μπλέικ. «Ω, είναι πανέμορφο». Η Μονίκ έβγαλε σχεδόν με ευλάβεια το

μικρό καρουσέλ από το κουτί του. Τα άλογα ήταν από ελεφαντόδοντο με χρυσά στολίδια –το καθένα τέλειο, το καθένα μοναδικό. Όταν γύριζες τη βάση, έπαιζε ένα ρομαντικό πρελούδιο του Σοπέν. «Αγάπη μου, είναι τέλειο. Το καρουσέλ του γάμου. Στ’ άλογα θα πρέπει να δώσουμε τα ονόματα ρομαντισμός, αγάπη, αντοχή και όλα τα σχετικά. Θα το φυλάω σαν θησαυρό». «Εγώ...» Η Σάμερ κοίταξε τη μητέρα της και ξαφνικά τα πρακτικά ζητήματα, τα λάθη δεν είχαν καμιά σημασία. «Να είσαι ευτυχισμένη, μα μερ». Η Μονίκ άγγιξε το μάγουλο της κόρης της με τ’ ακροδάχτυλό της και μετά το χάιδεψε με τα χείλη της. «Κι εσύ, μινιόν». Ο Μπι-Σι έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της γυναίκας του. «Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Εκείνη σήκωσε το ποτήρι της στην υγειά του, διασκεδάζοντας. «Ασφαλώς», του απάντησε με ύφος. «Ποτέ δεν κατάφερες να κρύψεις μυστικά από μένα». «Μα...» «Το κατάλαβα από τότε και σχεδόν για μια ολόκληρη μέρα σε μισούσα. Θυμάσαι ποιανού ήταν το λάθος; Εγώ όχι πια». «Θεέ μου, Λίλι, αν ήξερες πόσο ένοχος ένιωθα. Απόψε κόντεψα να σκάσω από...» «Ωραία», του απάντησε απλά εκείνη. «Τ ώρα, γερο-ηλίθιε, πάμε να φύγουμε από δω για να μπορέσουν να τα βρουν τα παιδιά. Μονίκ...» Η Λίλιαν της άπλωσε το χέρι και την ώρα που αντάλλασσαν τη χειραψία, κοιτάζοντας η μία την άλλη στα μάτια, είπαν με το βλέμμα πράγματα που δε θα χρειαζόταν να πουν ποτέ φωναχτά. «Σ’ ευχαριστούμε για την υπέροχη βραδιά και εύχομαι ολόθερμα κάθε ευτυχία σ’ εσένα και στον άντρα σου». «Το ίδιο εύχομαι κι εγώ σ’ εσάς τους δυο». Μ’ ένα χαμόγελο που έκρυβε τις αναμνήσεις του παρελθόντος, η Μονίκ γύρισε και άνοιξε

την αγκαλιά της στον Μπι-Σι. «Ορεβουάρ, μον αμί». Εκείνος δέχτηκε την αγκαλιά της νιώθοντας σαν κατάδικος που του είχαν δώσει αμνηστία. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν ν’ ανέβει στη σουίτα του και να δείξει στη γυναίκα του πόσο πολύ την αγαπούσε. «Ίσως να γευματίσουμε μαζί αύριο το μεσημέρι», είπε χωρίς ν’ απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. «Καληνύχτα». Η Μονίκ άρχισε να γελάει όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του. «Η αγάπη με κάνει πάντα να γελάω. Λοιπόν...» Με κοφτές κινήσεις έβαλε το δώρο της πίσω στο κουτί του. «Έχουν κρατήσει τις τσάντες μου στη ρεσεψιόν και το αεροπλάνο μου φεύγει σε μια ώρα». «Σε μια ώρα;» άρχισε να λέει η Σάμερ. «Μα...» «Η δουλειά μου εδώ τελείωσε». Η Μονίκ κράτησε το δώρο της κάτω από το μπράτσο της και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φιλήσει τον Μπλέικ. «Έχεις την τύχη να έχεις δυο καταπληκτικούς γονείς», του είπε και στη συνέχεια φίλησε την κόρη της. «Κι εσύ, γλυκιά μου, έχεις δυο καλούς γονείς, και ας μην ήταν γραφτό να παραμείνουν σύζυγοι. Η σουίτα είναι πληρωμένη για όλο το βράδυ και η σαμπάνια καλά παγωμένη». Προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς την πόρτα, αφήνοντας το παριζιάνικο άρωμά της στο διάβα της. Στην πόρτα σταμάτησε και στράφηκε πάλι προς το μέρος τους. «Μπον απετί, μεζ ενφάν», είπε κι έκανε, κατά τη γνώμη της, την πιο επιτυχημένη αποχώρησή της από τη σκηνή. Όταν η πόρτα έκλεισε, η Σάμερ έμεινε ακίνητη στη θέση της. Δεν ήξερε αν ήθελε να χειροκροτήσει ή να πετάξει κάτι. «Σπουδαία παράσταση», παρατήρησε ο Μπλέικ. «Λίγη σαμπάνια ακόμα;» Η Σάμερ μπορούσε να φερθεί το ίδιο άνετα και πολιτισμένα μ’ εκείνον. «Εντάξει». «Πώς ήταν η Ρώμη;» «Ζεστή».

«Και η τούρτα σου;» «Εντυπωσιακή». Η Σάμερ πήρε το ποτήρι που της είχε ξαναγεμίσει και απομακρύνθηκε δυο βήματα. Ήταν πάντα καλύτερα να μιλάς περί ανέμων και υδάτων όταν ένιωθες να σε βαραίνουν ένα σωρό επείγοντα και πιεστικά θέματα. «Τα πράγματα κύλησαν ομαλά εδώ;» «Περιέργως, ναι. Αν και νομίζω ότι θ’ ανακουφιστούν όλοι που θα είσαι παρούσα για την πρώτη δοκιμή αύριο. Για πες μου...» Ο Μπλέικ ήπιε μια γουλιά από τη σαμπάνια του, απολαμβάνοντάς την. «Πότε κατάλαβες για πρώτη φορά ότι ο πατέρας μου και η μητέρα σου είχαν ζήσει μια περιπέτεια;» Της το είχε θέσει πολύ ωμά, θα του απαντούσε λοιπόν κι αυτή με τον ίδιο τρόπο. «Την εποχή που συνέβη. Ήμουν παιδί τότε, αλλά τα παιδιά είναι έξυπνα. Θα μπορούσες να πεις ότι τότε απλώς το υποπτεύτηκα και το επιβεβαίωσα τις προάλλες, όταν ανέφερα τ’ όνομα της μητέρας μου στον πατέρα σου». Ο Μπλέικ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, φέρνοντας στο νου του εκείνη τη συνάντηση στο γραφείο του. «Και πόσο άφησες να σε προβληματίσει αυτό;» «Ένιωσα κάπως αμήχανα», του απάντησε, υψώνοντας ανυπόμονα τους ώμους της. «Και ήσουν αποφασισμένη να μην αφήσεις να επαναληφθεί η ιστορία». Η διορατικότητά του συχνά σκότωνε. «Μπορεί». «Ναι, αλλά, από μια άποψη, επαναλήφθηκε». Η Σάμερ έκανε άλλη μια προσπάθεια να φανεί άνετη, αλείφοντας ένα κρακεράκι με χαβιάρι. «Ναι, αλλά κανένας από τους δυο μας δεν ήταν παντρεμένος». Λες κι έκαναν μια αόριστη κουβέντα σ’ ένα κοκτέιλ πάρτι, ο Μπλέικ διάλεξε ένα κις. «Ξέρεις γιατί η μητέρα σου μας κάλεσε εδώ

απόψε». Η Σάμερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της όταν τον είδε να της προσφέρει την πιατέλα. «Η Μονίκ δεν μπορεί ν’ αντισταθεί να κάνει σκηνή. Έστησε, λοιπόν, το σκηνικό και μάζεψε και τους πρωταγωνιστές για να μου δείξει, πιστεύω, ότι ο γάμος μπορεί να μην είναι τέλειος, αλλά να έχει διάρκεια». «Τα κατάφερε;» Όταν η Σάμερ δεν του απάντησε, ο Μπλέικ άφησε κάτω το ποτήρι του. Ήταν καιρός ν’ αφήσουν τα μισόλογα και τις γενικότητες. «Δεν πέρασε ούτε μια ώρα που να μη σε σκεφτώ από την τελευταία φορά που σε είδα». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Η Σάμερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μπλέικ, δε νομίζω ότι θα έπρεπε...» «Να πάρει η οργή, θα με ακούσεις. Είμαστε καλοί ο ένας για τον άλλον. Δεν μπορείς να μου πεις ότι δεν το πιστεύεις αυτό. Ίσως να είχες δίκιο για τον τρόπο που σχεδίασα το... φλερτ μου», είπε όταν δεν κατάφερε να βρει καλύτερη λέξη. «Ίσως να ήμουν αυτάρεσκος, ίσως να ήμουν πολύ σίγουρος ότι, αν περίμενα την κατάλληλη στιγμή, θ’ αποκτούσα αυτό ακριβώς που ήθελα με το λιγότερο δυνατό κόπο. Έπρεπε να βεβαιωθώ, διαφορετικά θα τρελαινόμουν προσπαθώντας να σου δώσω τον απαραίτητο χρόνο ώστε να δεις από μόνη σου αυτό που θα μπορούσαμε να έχουμε οι δυο μας». «Ήμουν πολύ σκληρή εκείνη τη νύχτα». Η Σάμερ τύλιξε τα μπράτσα γύρω της και στη συνέχεια τ’ άφησε να πέσουν στο πλάι. «Είπα πολλά γιατί με φόβισες. Δεν τα εννοούσα, όχι όλα». «Σάμερ». Ο Μπλέικ άγγιξε το μάγουλό της. «Εγώ εννοούσα κάθε λέξη που είπα εκείνη τη νύχτα. Σε θέλω τώρα με την ίδια ένταση που σε ήθελα και την πρώτη φορά». «Εδώ είμαι». Η Σάμερ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Είμαστε μόνοι οι δυο μας». Η ανάγκη τού έσφιξε τα σωθικά. «Θέλω να κάνω έρωτα μαζί σου,

αλλά όχι προτού μάθω τι θέλεις από μένα. Θέλεις μόνο μερικές νύχτες, μερικές αναμνήσεις όπως αυτές που είχαν οι γονείς μας;» Εκείνη του γύρισε την πλάτη. «Δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω». «Πες μου τι νιώθεις». Η Σάμερ περίμενε μια στιγμή να ηρεμήσει. «Εντάξει. Όταν μαγειρεύω, παίρνω το ένα υλικό, μετά το άλλο... Χρησιμοποιώ τα χέρια και το ταλέντο μου, τ’ ανακατεύω, και φτιάχνω κάτι τέλειο. Αν δεν το βρω τέλειο, το πετάω. Δε διακρίνομαι για την υπομονή μου». Έκανε μια μικρή παύση, ενώ αναρωτιόταν αν ο Μπλέικ καταλάβαινε τι προσπαθούσε να του πει. «Πίστευα πως, αν αποφάσιζα κάποτε να δημιουργήσω μια σχέση, θα είχα πάλι τα υλικά και θα έπρεπε να τ’ ανακατέψω. Αλλά ήξερα ότι το αποτέλεσμα δε θα ήταν ποτέ τέλειο. Έτσι...» Άφησε την ανάσα της να βγει αργά. «Δεν μπορούσα να μην αναρωτιέμαι αν και αυτή η προσπάθεια θα κατέληγε στα σκουπίδια». «Μια σχέση δε δημιουργείται, δεν τελειοποιείται σε μια μέρα. Ένα μέρος του παιχνιδιού είναι η συνεχής προσπάθεια να την τελειοποιήσεις. Πενήντα χρόνια μπορεί να μην είναι αρκετά». «Πολλά χρόνια για να δουλεύεις για κάτι που θα έχει διαρκώς κάποιο ψεγάδι». «Δεν αντέχεις την πρόκληση;» Η Σάμερ γύρισε απότομα προς το μέρος του και σταμάτησε. «Με ξέρεις πολύ καλά», μουρμούρισε. «Περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε, για το καλό μου. Ίσως και για το δικό σου καλό». «Κάνεις λάθος», της απάντησε ήρεμα ο Μπλέικ. «Εσύ είσαι το καλό μου». Το στόμα της άρχισε να τρέμει, το άνοιξε, αλλά το έκλεισε πάλι. «Σε παρακαλώ», κατάφερε να πει, «θέλω να τελειώνουμε. Όταν ήμουν στη Ρώμη, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό ήθελα –να ταξιδεύω συνέχεια από δω κι από κει χωρίς να έχω ν’ ανησυχώ για τίποτε εκτός από τον εαυτό μου και την επόμενη

σπεσιαλιτέ που θα έφτιαχνα. Όταν ήμουν στη Ρώμη», πρόσθεσε αναστενάζοντας, «ήμουν πιο δυστυχισμένη από ποτέ στη ζωή μου». Ο Μπλέικ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο που ανέβηκε στα χείλη του. «Λυπάμαι που το ακούω». «Όχι, νομίζω ότι δε λυπάσαι καθόλου». Η Σάμερ του γύρισε πάλι την πλάτη κι έσυρε το δάχτυλο στο χείλος του ποτηριού της. Θα του το εξηγούσε μόνο μια φορά και ήθελε να είναι σίγουρη ότι θα του το εξηγούσε σωστά. «Στο αεροπλάνο, είπα στον εαυτό μου ότι, όταν θα γύριζα, θα κουβεντιάζαμε λογικά και ήρεμα. Και θα ρυθμίζαμε την κατάσταση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Με το μυαλό μου πίστευα ότι θα επιστρέφαμε στην αρχική μας σχέση, σε μια οικειότητα χωρίς υποσχέσεις και δεσμεύσεις, αλλά ίσως αυτή να μην είναι καν οικειότητα». Σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε μια γουλιά παγωμένη σαμπάνια. «Όταν μπήκα εδώ απόψε και σε είδα, κατάλαβα ότι αυτό θα ήταν αδύνατον. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Στο τέλος αυτό θα κατέστρεφε και τους δυο μας». «Δε θα βγεις από τη ζωή μου». Η Σάμερ γύρισε πάλι προς το μέρος του και τον αντιμετώπισε καταπρόσωπο. «Θα το έκανα, αν μπορούσα. Και να πάρει η οργή, δεν είσαι εσύ αυτός που με σταματά. Είναι ο εαυτός μου! Κανένα σχέδιο, καμιά τακτική σου δε θα μπορούσε ν’ αλλάξει αυτό που υπάρχει μέσα μου. Μόνο εγώ θα μπορούσα να το αλλάξω, μόνο τα αισθήματά μου θα μπορούσαν να το αλλάξουν». Η Σάμερ έπιασε το χέρι του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θέλω ν’ ανέβω σ’ εκείνο το καρουσέλ μαζί σου, και θέλω να δοκιμάσω ν’ αρπάξω τον μπρούντζινο κρίκο». Τα χέρια του χάιδεψαν τα μπράτσα της, χώθηκαν στα μαλλιά της. «Γιατί; Πες μου μόνο γιατί». «Γιατί κάποια στιγμή, από τη μέρα που πέρασες για πρώτη φορά το κατώφλι μου μέχρι σήμερα, σ’ ερωτεύτηκα. Και όσο τρελό κι αν

είναι, θέλω να δοκιμάσω να το ζήσω». «Θα πετύχουμε». Το στόμα του αναζήτησε το δικό της και όταν την ένιωσε να τρέμει, κατάλαβε ότι έτρεμε από νευρικότητα αλλά και από πάθος. Σύντομα θα χόρταιναν το πάθος τους, αλλά για την ώρα ήθελε να την καθησυχάσει. «Αν θέλεις, μπορούμε να ορίσουμε μια δοκιμαστική περίοδο», της είπε, ραίνοντας το πρόσωπό της με φιλιά. «Να την κατοχυρώσουμε και με συμβόλαιο –είναι πιο πρακτικό». «Δοκιμαστική περίοδο;» Η Σάμερ έκανε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος την κράτησε. «Ναι, και αν στη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου κάποιος από τους δυο μας θελήσει διαζύγιο, θα πρέπει απλώς να περιμένει να φτάσει η λήξη του συμβολαίου». Η Σάμερ έσμιξε τα φρύδια της. Ήταν δυνατόν, τέτοια ώρα, ο Μπλέικ να είχε το νου του στις επιχειρήσεις; Θα το τολμούσε; Πρότεινε προκλητικά το πιγούνι της. «Και πόση θα είναι η διάρκεια του συμβολαίου;» «Πενήντα χρόνια». Η Σάμερ γέλασε και τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του. «Σύμφωνοι. Θέλω να συνταχθεί αυτό το συμβόλαιο αύριο κιόλας, σε τρία αντίγραφα. Αλλά απόψε...» Δάγκωσε παιχνιδιάρικα τα χείλη του, χώνοντας τα χέρια της κάτω από το σακάκι του. «...απόψε είμαστε μόνο εραστές. Πραγματικοί εραστές πλέον. Και η σουίτα είναι δική μας μέχρι το πρωί». Το φιλί τους ήταν αργό, απολαυστικό, ατελείωτο. «Θύμισέ μου να στείλω μια κάσα σαμπάνιες στη Μονίκ», είπε ο Μπλέικ και σήκωσε τη Σάμερ στα χέρια του. «Μια και μίλησες για σαμπάνια...» άρχισε να λέει εκείνη, σκύβοντας –κάπως επικίνδυνα– να πάρει τα δυο μισογεμάτα ποτήρια από το τραπέζι. «Δεν πρέπει να την αφήσουμε να ξεθυμάνει. Και

αργότερα», συνέχισε ενώ ο Μπλέικ κρεβατοκάμαρα, «πολύ αργότερα, ίσως τηλεφωνήσουμε να μας φέρουν μια πίτσα».

τη θα

μετέφερε στην μπορούσαμε να

Η Συνταγή της Αγάπης Στην Τ ζιλ Γκρέγκορι, γνωστή ως Το Μωρό, μία από τις πιο αγαπητές μου συγκατοίκους.

Κεφάλαιο 1 Εντάξει, ήταν υπέροχος. Και πλούσιος... και ταλαντούχος. Και σέξι, δεν έπρεπε να ξεχνά κανείς ότι ήταν εξωφρενικά σέξι. Όλ’ αυτά δεν είχαν καμιά σημασία για την Τ ζούλιετ. Εκείνη ήταν επαγγελματίας, και για μια επαγγελματία η δουλειά είναι δουλειά. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκπληκτική εμφάνιση και η έντονη προσωπικότητα θα βοηθούσαν, εκείνη όμως αντιμετώπιζε το όλο θέμα επαγγελματικά. Αυστηρά επαγγελματικά. Προσωπικά, δεν την ενδιέφερε καθόλου. Εξάλλου, είχε γνωρίσει αρκετούς υπέροχους άντρες στη ζωή της. Όπως είχε γνωρίσει και αρκετούς πλούσιους, και πήγαινε λέγοντας, αν και όφειλε να παραδεχτεί ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ της κανέναν που να συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Και σίγουρα δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να δουλέψει μ’ έναν τέτοιο άντρα. Τ ώρα θα την είχε. Το θέμα ήταν ότι η εμφάνιση, η γοητεία, η φήμη και το ταλέντο

του Κάρλο Φρανκόνι θα έκαναν ευχάριστη τη δουλειά της. Τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Παρ’ όλ’ αυτά, πίσω από την κλειστή πόρτα του γραφείου της, η Τ ζούλιετ κοίταξε συνοφρυωμένη την είκοσι επί είκοσι πέντε γυαλιστερή μαυρόασπρη διαφημιστική φωτογραφία. Είχε την εντύπωση ότι αυτός ο άνθρωπος μάλλον θα της δημιουργούσε προβλήματα. Ο Κάρλο της χαμογελούσε πονηρά από τη φωτογραφία και τ’ αμυγδαλόσχημα σκούρα μάτια του την κοιτούσαν χαμογελαστά και γεμάτα υποσχέσεις. Άραγε, τη φωτογραφία αυτή την είχε τραβήξει γυναίκα φωτογράφος; Τα πλούσια, πυκνά μαλλιά του ήταν επιμελώς ατημέλητα και σχημάτιζαν μια σκάλα πάνω από το κολάρο και τ’ αυτιά του. Δεν ήταν έντονη, απλά τα έκανε να δείχνουν σπαστά. Τα ψηλά ζυγωματικά, το αυτάρεσκο στόμα, η ίσια μύτη και τα εκφραστικά φρύδια του δημιουργούσαν ένα πρόσωπο ικανό να σαμποτάρει τη λογική οποιασδήποτε γυναίκας. Δώρο, ή καλλιεργημένο ταλέντο, η Τ ζούλιετ δεν ήταν σίγουρη, πάντως έπρεπε να το χρησιμοποιήσει προς όφελός της. Οι περιοδείες των συγγραφέων μπορούσαν να σ’ εξοντώσουν. Ένα βιβλίο μαγειρικής. Η Τ ζούλιετ έκανε μια προσπάθεια να πνίξει τον αναστεναγμό της, αλλά δεν τα κατάφερε. Το βιβλίο του Κάρλο Φρανκόνι Ο Ιταλ ικός Τρόπος ήταν, είτε της άρεσε είτε όχι, η σημαντικότερη αποστολή που της είχαν αναθέσει. Και η δουλειά ήταν δουλειά. Της άρεσε η δουλειά της στην Τ ρίνιτι Πρες, τον τωρινό εργοδότη της, στο τμήμα που αναλάμβανε την προώθηση των νέων εκδόσεων. Από την αρχή της καριέρας της είχε αλλάξει έξι εργοδότες, ανεβαίνοντας κάθε φορά κι ένα σκαλί στην ιεραρχία. Είχε ξεκινήσει πριν από δέκα χρόνια ως απλή ρεσεψιονίστ. Στα είκοσι οχτώ της πλέον, την οδηγούσε η ίδια φιλοδοξία. Είχε δουλέψει σκληρά, είχε μελετήσει και είχε ιδρώσει για ν’ αποκτήσει το δικό της γραφείο και

τη θέση που κατείχε τούτη τη στιγμή. Αυτά τώρα ήταν κεκτημένα, αλλά δεν ήταν έτοιμη να χαλαρώσει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, σε δύο χρόνια θα ήταν έτοιμη να κάνει το επόμενο βήμα, ν’ ανοίξει τη δική της εταιρεία δημοσίων σχέσεων. Βέβαια, στην αρχή θα ήταν μικρή, αλλά θα ήταν συναρπαστική η προσπάθεια να την αναπτύξει. Οι γνωριμίες και η πείρα που είχε αποκτήσει από τα είκοσί της θα τη βοηθούσαν να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες της στα τριάντα. Και η Τ ζούλιετ ήταν χαρούμενη γι’ αυτό. Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει στις δημόσιες σχέσεις ήταν ότι ο πελάτης ήταν πελάτης, είτε ήταν ήδη διάσημος συγγραφέας μπεστ σέλερ που προορίζονταν να γίνουν ταινίες, είτε είχε γράψει ένα μικρό τόμο ποιημάτων που δε θα απέφερε ούτε την προκαταβολή που είχε πάρει. Μέρος της πρόκλησης, της απόλαυσης, ήταν να βρεις το κλειδί για να τον προωθήσεις. Τ ώρα, είχε ένα βιβλίο μαγειρικής κι ένα γόη Ιταλό σεφ. Ο Φρανκόνι, σκέφτηκε στραβομουτσουνιάζοντας, είχε προϊστορία και στις γυναίκες και στις εκδόσεις. Στο πρώτο, είχαν δώσει διάσταση τα κοινωνικά κουτσομπολιά στο διεθνή Τύπο. Δεν ήταν ανάγκη να μαγειρεύεις για να έχεις ακουστά τον Φρανκόνι. Το δεύτερο ήταν ο λόγος που ο εκδοτικός οίκος είχε φροντίσει να του εξασφαλίσει προσωπική διαφημίστρια για την περιοδεία προώθησης. Τα δύο πρώτα βιβλία μαγειρικής που είχε γράψει είχαν γίνει αμέσως μπεστ σέλερ. Και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος για την επιτυχία του, αναγκάστηκε να παραδεχτεί η Τ ζούλιετ. Μπορεί να μην ήταν ικανή να τηγανίσει ούτε ένα αβγό, αλλά ήξερε ν’ αναγνωρίζει το στυλ και την ποιότητα. Ο Φρανκόνι μπορούσε να σε πείσει να μαγειρέψεις λινγκουίνι φορώντας μαύρη δαντέλα. Μεταμόρφωνε μια απλή μακαρονάδα σε ερωτικό γεγονός. Σεξ. Η Τ ζούλιετ έγειρε πίσω στην καρέκλα της κι έπαιξε τα

δάχτυλα των ποδιών της μέσα στις κάλτσες της. Ο άντρας αυτός ήταν πολύ σέξι. Αυτό θα χρησιμοποιούσαν. Η περιοδεία τους θα διαρκούσε είκοσι μία μέρες και όταν θα έφτανε στο τέλος της, η Τ ζούλιετ θα είχε αναδείξει τον Κάρλο Φρανκόνι ως τον πιο σέξι μάγειρα της υφηλίου. Κάθε θερμόαιμη Αμερικανίδα θα έτρεφε φαντασιώσεις με ήρωα τον Κάρλο να ετοιμάζει ένα ρομαντικό δείπνο για δύο. Κεριά, ζυμαρικά και ρομάντζο. Η Τ ζούλιετ έριξε άλλη μια ματιά στη φωτογραφία της διαφημιστικής καμπάνιας και το πονηρό χαμόγελό του τη βεβαίωσε ότι ο Κάρλο θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μια χαρά μ’ αυτόν το ρόλο. Στο μεταξύ, εκείνη έπρεπε να κάνει κάμποση χαμαλοδουλειά ακόμα. Το να καταρτίζει ένα πρόγραμμα ήταν ευχαρίστηση, το να μείνει πιστή σ’ αυτό ήταν μια πρόκληση. Τη συνάρπαζαν και τα δύο. Η Τ ζούλιετ σήκωσε το τηλέφωνο, διαπίστωσε με στωικότητα ότι είχε σπάσει ένα ακόμη νύχι και κάλεσε τη βοηθό της. «Τέρι, πάρε μου την Νταϊάν Μάξουελ, είναι η συντονίστρια του Σίμσον Σόου στο Λος Άντζελες». «Πας για το βαρύ πυροβολικό;» «Ναι», της απάντησε και το χαμόγελό της δεν ήταν καθόλου επαγγελματικό. Έκλεισε το τηλέφωνο και άρχισε να κρατά σημειώσεις στα γρήγορα. Δεν έβλεπε γιατί να μην ξεκινήσει από την κορυφή. Έτσι, και να έσπαγε τα μούτρα της, θ’ άξιζε η προσπάθεια. Όσο περίμενε, έριξε μια ματιά στο γραφείο γύρω της. Δε βρισκόταν ακόμα στην κορυφή, αλλά είχε ανέβει αισθητά από τον πάτο. Τουλάχιστον είχε παράθυρο. Η Τ ζούλιετ ανατρίχιαζε ακόμα όταν θυμόταν μερικά από τα δωμάτια-κουτιά στα οποία είχε δουλέψει. Τ ώρα, είκοσι πατώματα κάτω, οι άνθρωποι και τ’ αυτοκίνητα στριμώχνονταν στους δρόμους και τα πεζοδρόμια. Άλλη μια εργάσιμη μέρα στη Νέα Υόρκη. Η Τ ζούλιετ Τ ρεντ είχε μπει και η

ίδια σ’ αυτόν το ρυθμό όταν είχε μετακομίσει από το σχετικά πιο ήσυχο προάστιο του Χάρισμπεργκ της Πενσιλβάνια. Μπορεί να είχε μεγαλώσει σε μια διακριτική, μικρή γειτονιά, όπου μόνο ένας ξένος περνούσε οδηγώντας με πάνω από τριάντα χιλιόμετρα την ώρα κι όλοι διατηρούσαν το γκαζόν καλοκουρεμένο στους κήπους τους, αλλά είχε εγκλιματιστεί γρήγορα. Η αλήθεια ήταν ότι της άρεσε ο γρήγορος, έντονος ρυθμός και η ενέργεια της Νέας Υόρκης. Δε θα μπορούσε ποτέ να ξαναγυρίσει στην ήσυχη ζωή των προαστίων, όπου όλοι γνωρίζουν ποιος είσαι, τι κάνεις και πώς το κάνεις. Προτιμούσε την ανωνυμία και την ατομικότητα που σου προσφέρει το πλήθος. Μπορεί η μητέρα της να είχε προσαρμοστεί στο ρόλο της τέλειας μεσοαστής συζύγου, αλλά όχι η Τ ζούλιετ. Η Τ ζούλιετ ήταν μια σύγχρονη, ανεξάρτητη και αυτάρκης γυναίκα, που ανέβαινε γρήγορα τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Είχε ένα διαμέρισμα στη δυτική πλευρά της Εβδομηκοστής Λεωφόρου, το οποίο είχε επιπλώσει αργά, σχολαστικά και –το κυριότερο– με το προσωπικό της γούστο. Είχε αρκετή υπομονή ώστε να προχωρά βήμα βήμα, αρκεί το αποτέλεσμα να ήταν τέλειο. Είχε μια καριέρα για την οποία ήταν περήφανη κι ένα γραφείο το οποίο διαμόρφωνε σιγά σιγά, ώστε να ταιριάζει με το γούστο της. Ήθελε ν’ αφήσει τη σφραγίδα της και αυτό ήταν κάτι που δεν το έπαιρνε καθόλου αψήφιστα. Είχε χρειαστεί τέσσερις μήνες για να διαλέξει τα κατάλληλα φυτά για τον εργασιακό της χώρο, από το δίμετρο φιλόδεντρο μέχρι τη μικρή, λευκή, αφρικανική βιολέτα. Μπορεί να είχε αναγκαστεί να συμβιβαστεί με την μπεζ μοκέτα, αλλά η πελώρια αφίσα του Νταλί στον τοίχο απέναντι από το παράθυρο πρόσθετε χρώμα και ενέργεια στο χώρο. Και ο στενός μπιζουτέ καθρέφτης πρόσθετε μια νότα κομψότητας, ενώ σου έδινε ταυτόχρονα την αίσθηση ότι ο χώρος ήταν μεγαλύτερος. Είχε βάλει στο μάτι μια μεγάλη, φανταχτερή ανατολίτικη υδρία που θα ήταν

τέλεια για να τοποθετήσει μέσα μερικά εξίσου φανταχτερά φτερά παγονιού. Η τιμή της τώρα ήταν εξωφρενική, αλλά αν έκανε λίγη υπομονή, ίσως την έβαζαν προσφορά σε μια εξευτελιστικά χαμηλή τιμή, και τότε θα την αγόραζε. Η Τ ζούλιετ μπορεί να παρίστανε την πρακτική σε όλους, ακόμα και στον εαυτό της, αλλά δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στις προσφορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο τραπεζικός λογαριασμός της να μην είναι τόσο πλούσιος όσο η γκαρνταρόμπα της. Δεν ήταν επιπόλαιη. Όχι, δε θα το άντεχε αν κάποιος τη χαρακτήριζε έτσι. Η γκαρνταρόμπα της ήταν οργανωμένη, προσεγμένη και καθώς πρέπει. Μπορεί κάποιος να θεωρούσε υπερβολή τα είκοσι ζευγάρια παπούτσια, εκείνη όμως θεωρούσε πολύ λογικό, τη στιγμή που περνούσε και δέκα ώρες την ημέρα όρθια, να προσφέρει στον εαυτό της αυτή την πολυτέλεια. Στο κάτω κάτω, τα λεφτά για τα αθλητικά, τις πρακτικές μαύρες χαμηλοτάκουνες γόβες, αλλά και τα βραδινά σανδάλια με τα λεπτά λουράκια τα είχε κερδίσει με τον ιδρώτα της. Τα είχε κερδίσει ύστερα από αναρίθμητες πολύωρες συνεδριάσεις, αμέτρητες αναμονές σε αεροδρόμια και ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο. Τα είχε κερδίσει με τις συνεχείς περιοδείες με συγγραφείς. Αυτές οι περιοδείες ήταν σκέτο λαχείο· είχες ν’ αντιμετωπίσεις ανθρώπους πνευματώδεις, ιδιόρρυθμους, αδέξιους, πληκτικούς, ακόμα και αγενείς. Άσχετα όμως με το τι ήταν, εκείνη έπρεπε να εφαρμόσει το ίδιο πρόγραμμα. Μίντια, μίντια και πάλι μίντια. Είχε μάθει πώς να χειρίζεται τον Τύπο, από τους δημοσιογράφους των Νιου Γιορκ Τάιμς μέχρι τους συντάκτες μιας τοπικής εβδομαδιαίας εφημερίδας. Ήξερε πώς να γοητεύει τους υπεύθυνους των τοκ σόου, από τις φίρμες μέχρι εκείνους που μόλις είχαν ξεκινήσει. Το να το μάθει ήταν μια περιπέτεια, και επειδή επέτρεπε πολύ λίγες περιπέτειες στον εαυτό της στην προσωπική της ζωή, η επαγγελματική της επιτυχία ήταν ακόμα πιο σημαντική.

Όταν άκουσε το εσωτερικό τηλέφωνο να χτυπά, πέρασε τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια της και τη δάγκωσε. Τ ώρα, θα έθετε σε εφαρμογή όλα όσα είχε μάθει και θα κατάφερνε να εξασφαλίσει την εμφάνιση του Φρανκόνι σ’ ένα από τα μεγαλύτερα σόου της Αμερικής. Και όταν θα τα κατάφερνε, σκέφτηκε πατώντας το κουμπί για ν’ απαντήσει, το καλό που του ήθελε, να το εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Διαφορετικά, θα του έκοβε το λαρύγγι με το δικό του μαχαίρι του σεφ.

«Α, μι αμόρε. Σκουίζιτο». Η φωνή του Κάρλο, κάτι σαν βραχνό γουργουρητό, σου ανέβαζε αμέσως την πίεση. Δεν ήταν επίκτητη, ο Κάρλο είχε γεννηθεί μ’ αυτή την αισθησιακή φωνή. Και πάντα πίστευε ότι ένας άντρας είναι τρελός αν δε χρησιμοποιεί τα δώρα που του έδωσε ο Θεός. «Μπελ ίσιμο», μουρμούρισε και τα μάτια του ήταν σκούρα και ονειροπόλα από την προσμονή. Η ζέστη ήταν αποπνικτική, αλλά την προτιμούσε. Το κρύο επιβραδύνει την κυκλοφορία του αίματος. Ο ήλιος που έμπαινε από το παράθυρο είχε πάρει εκείνο το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα που μαρτυρά το τέλος της μέρας και την αρχή μιας ηδονικής νύχτας. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο μυρωδιές και ο Κάρλο πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένας άντρας μπορεί να χάσει πολλά από τη ζωή αν δε χρησιμοποιεί και δεν εκτιμά όλες τις αισθήσεις του. Κι εκείνος δεν ήθελε να χάσει τίποτε. Κοίταξε την τωρινή του αγάπη με το μάτι του ειδικού. Θα τη χάιδευε, θα της ψιθύριζε, θα την κολάκευε –δεν είχε καμιά σημασία γι’ αυτόν αν θα χρειαζόταν μερικά λεπτά ή ατέλειωτες ώρες για να πετύχει αυτό που ήθελε. Αρκεί να το πετύχαινε. Για τον Κάρλο, η διαδικασία, η προσμονή, η στρατηγική πρόσφεραν την ίδια

ικανοποίηση με το αποτέλεσμα. Όπως ο χορός, σκεφτόταν πάντα. Όπως το τραγούδι. Μια άρια από τους Γάμους του Φίγκαρο έπαιζε κάπου στο βάθος, ενώ εκείνος σαγήνευε. Του άρεσε να στήνει το σκηνικό γιατί πίστευε ότι η ζωή είναι σαν ταινία και σκοπός δεν είναι μόνο να διασκεδάσεις, αλλά και να την απολαύσεις. «Μπελ ίσιμο», ψιθύρισε κι έσκυψε ακόμα πιο κοντά στη λατρεία του. Η σάλτσα με τα καλαμάρια σιγόβραζε ερωτικά όσο την ανακάτευε. Αργά, απολαμβάνοντας τη στιγμή, ο Κάρλο έφερε το κουτάλι στα χείλη του και τη δοκίμασε με μισόκλειστα μάτια. Ένα ηδονικό βογκητό βγήκε από τα βάθη του λαιμού του. «Σκουίζιτο». Άφησε τη σάλτσα και πήγε να δείξει την ίδια ερωτική προσοχή και στο ζαμπαλ ιόνε του. Κατά τη γνώμη του, δεν υπήρχε γυναίκα που θα μπορούσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την πλούσια κρέμα, αρωματισμένη ελαφρά με κρασί. Και ως συνήθως, γυναίκα ήταν αυτή που περίμενε. Για τον Κάρλο η κουζίνα ήταν ένα πεδίο εξίσου ερωτικό με την κρεβατοκάμαρα. Δεν ήταν τυχαίο που ήταν από τους πιο ονομαστούς και σεβαστούς σεφ στον κόσμο και ταυτόχρονα ένας από τους πιο περιζήτητους εραστές. Πίστευε ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του. Η κουζίνα του ήταν πολύ έξυπνα σχεδιασμένη, προορισμένη ν’ αναδείξει όλα τα αρώματα των μπαχαρικών και τις σάλτσες, ενώ η κρεβατοκάμαρά του ήταν ιδανική για να ξεμυαλίζει τις γυναίκες. Ναι, ο Κάρλο Φρανκόνι πίστευε ότι έπρεπε ν’ απολαμβάνει τη ζωή. Και την τελευταία σταγόνα της. Όταν το χτύπημα στην πόρτα αντήχησε στο ψηλοτάβανο σπίτι του, κάτι ψιθύρισε στα μακαρόνια που έβραζε και έβγαλε την ποδιά του. Πηγαίνοντας ν’ ανοίξει, κατέβασε τα μανίκια του μεταξωτού πουκαμίσου του, αλλά δε σταμάτησε να φτιαχτεί μπροστά σ’ έναν από τους καθρέφτες αντίκα που στόλιζαν τους τοίχους. Δεν ήταν θέμα ματαιοδοξίας, απλά αυτοπεποίθησης.

Άνοιξε την πόρτα. Έξω στεκόταν μια ψηλή, λυγερή γυναίκα με μελένια επιδερμίδα και σκούρα λαμπερά μάτια. Συγκινήθηκε, όπως κάθε φορά που την έβλεπε. «Μι αμόρε». Πήρε το χέρι της και φίλησε την παλάμη της, κοιτάζοντάς τη χαμογελαστός στα μάτια. «Μπέλ α. Μόλ το μπέλ α». Εκείνη στάθηκε για λίγο εκεί, στο φως του δειλινού, μελαχρινή, όμορφη, μ’ ένα χαμόγελο που προοριζόταν μόνο για εκείνον. Μόνο μια ηλίθια δε θα καταλάβαινε ότι ο Κάρλο είχε υποδεχτεί δεκάδες γυναίκες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κι εκείνη δεν ήταν ηλίθια. Αλλά τον αγαπούσε. «Είσαι κάθαρμα, Κάρλο». Η γυναίκα σήκωσε το χέρι της και το ακούμπησε στα μαλλιά του. Ήταν πυκνά, σκούρα και ήταν δύσκολο ν’ αντισταθείς και να μην τα χαϊδέψεις. «Είναι τρόπος αυτός να υποδέχεσαι τη μητέρα σου;» «Αυτός είναι ο τρόπος...» Φίλησε πάλι το χέρι της. «...που υποδέχομαι μια όμορφη γυναίκα». Ύστερα τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της και τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Αυτός είναι ο τρόπος που υποδέχομαι τη μητέρα μου. Είναι τυχερός ένας άντρας όταν μπορεί να την υποδεχτεί και με τους δυο τρόπους». Η Τ ζίνα Φρανκόνι γέλασε και ανταπέδωσε το αγκάλιασμα του γιου της. «Για σένα, όλες οι γυναίκες είναι όμορφες». «Αλλά μόνο μία είναι η μητέρα μου», της είπε εκείνος και τυλίγοντας το μπράτσο του στη μέση της, την οδήγησε μέσα. Η Τ ζίνα επιδοκίμασε, όπως πάντα, το γεγονός ότι το σπίτι του ήταν πεντακάθαρο, αν και κάπως εξωτικό για τα γούστα της. Πολύ συχνά αναρωτιόταν πώς τα κατάφερνε η κακομοίρα η καθαρίστρια και οι σκαλιστές αψίδες ήταν πάντα γυαλισμένες και όλα εκείνα τα παντζούρια χωρίς ίχνος σκόνης. Ήταν μια γυναίκα που είχε περάσει δεκαπέντε χρόνια της ζωής της καθαρίζοντας σπίτια άλλων και σαράντα χρόνια καθαρίζοντας το δικό της, έτσι ήταν φυσικό να την

προβληματίζουν τέτοια πράγματα. Κοίταξε το καινούριο του απόκτημα, μια κουκουβάγια ενάμισι μέτρο από ελεφαντόδοντο που είχε πιάσει με το νύχι της ένα μικρό τρωκτικό. Μια καλή σύζυγος, σκέφτηκε η Τ ζίνα, θα οδηγούσε τα γούστα του γιου της σε λιγότερο εκκεντρικά μονοπάτια. «Ένα απεριτίφ, μάμα;» Ο Κάρλο πλησίασε ένα ντουλάπι με φιμέ τζάμι κι έβγαλε ένα λεπτό, μαύρο μπουκάλι. «Πρέπει να το δοκιμάσεις αυτό», της είπε, διάλεξε δυο ποτηράκια και τα γέμισε. «Μου το έστειλε μια φίλη». Η Τ ζίνα άφησε την κόκκινη τσάντα της από δέρμα φιδιού και πήρε το ποτήρι. Η πρώτη γουλιά ήταν διεγερτική, δυνατή και γλυκιά όπως το φιλί του αγαπημένου σου, και το ίδιο μεθυστική. Ύψωσε το φρύδι της και ήπιε τη δεύτερη. «Έξοχο». «Ναι, είναι. Η Άννα έχει έξοχο γούστο». Η Άννα, σκέφτηκε η Τ ζίνα, μάλλον διασκεδάζοντας παρά αγανακτώντας. Είχε μάθει εδώ και χρόνια ότι δεν ωφελεί ν’ αγανακτείς μ’ έναν άντρα, ιδιαίτερα όταν τον αγαπάς. «Δεν έχεις και κανέναν άντρα φίλο, Κάρλο; Μόνο γυναίκες;» «Όχι». Ο Κάρλο σήκωσε το ποτήρι του και το στριφογύρισε. «Αλλά αυτή ήταν γυναίκα. Και μου το έστειλε ως γαμήλιο δώρο». «Ως...» «Για το δικό της γάμο», της είπε ο Κάρλο χαμογελώντας. «Ήθελε σύζυγο, εγώ δεν μπορούσα να ικανοποιήσω αυτή την επιθυμία της, αλλά παρ’ όλ’ αυτά χωρίσαμε σαν φίλοι», κατέληξε, σηκώνοντας το μπουκάλι ως απόδειξη. «Το πήγες για ανάλυση προτού το πιεις;» τον ρώτησε ξερά η Τ ζίνα. Εκείνος τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του. «Ένας έξυπνος άντρας φροντίζει να μετατρέπει όλες τις πρώην ερωμένες του σε φίλες, μάμα».

«Πάντα ήσουν έξυπνος». Η Τ ζίνα ύψωσε ελαφρά τους ώμους της και κάθισε, πίνοντας άλλη μια γουλιά από το ποτό της. «Άκουσα ότι βγαίνεις με μια Γαλλίδα ηθοποιό». «Όπως πάντα, διαθέτεις άριστη ακοή». Η Τ ζίνα περιεργάστηκε το χρώμα του ποτού της σαν να ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα στον κόσμο. «Είναι, βέβαια, όμορφη». «Βέβαια». «Δε νομίζω ότι θα μου χαρίσει εγγόνια». Ο Κάρλο γέλασε και κάθισε δίπλα της. «Έχεις έξι εγγόνια και περιμένεις το έβδομο, μάμα. Μη γίνεσαι άπληστη». «Δεν έχω όμως κανένα από το γιο μου. Το μοναχογιό μου», του θύμισε εκείνη, χτυπώντας το δάχτυλό της στον ώμο του. «Δεν έχω παραιτηθεί ακόμα». «Ίσως αν κατάφερνα να βρω μια γυναίκα σαν κι εσένα». Το αλαζονικό βλέμμα που του έριξε η Τ ζίνα ταίριαζε με το δικό του. «Αδύνατον, κάρο». Αυτό ακριβώς πιστεύω κι εγώ, σκέφτηκε ο Κάρλο και έστρεψε τη συζήτηση στις τέσσερις αδερφές του και στις οικογένειές τους. Όταν κοιτούσε τούτη την κομψή και όμορφη γυναίκα που καθόταν τώρα δίπλα του, του ήταν δύσκολο ν’ αναγνωρίσει τη μητέρα που τον είχε μεγαλώσει σχεδόν ολομόναχη. Τότε δούλευε σκληρά και μπορεί να εξοργιζόταν και να φώναζε, αλλά δεν παραπονιόταν ποτέ. Τα ρούχα της ήταν πάντα προσεκτικά μπαλωμένα και το πάτωμα του σπιτιού της σχολαστικά σφουγγαρισμένο, ενώ ο πατέρας του περνούσε ατέλειωτους μήνες στη θάλασσα. Έπρεπε να συγκεντρωθεί –πράγμα που έκανε σπάνια– για να φέρει στο μυαλό του το μελαχρινό, νευρώδη άντρα με το μαύρο μουστάκι και το αβίαστο χαμόγελο. Η ανάμνηση δεν ήταν δυσάρεστη, δεν τον έθλιβε. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός προτού ακόμα παντρευτούν οι γονείς του και είχε παραμείνει ναυτικός. Ο Κάρλο πίστευε ακράδαντα

ότι ο καθένας συναντά το πεπρωμένο του. Αλλά ενώ τα αισθήματα για τον πατέρα του ήταν αμφίσημα, για τη μητέρα του ήταν συγκεκριμένα και δυνατά. Η Τ ζίνα είχε στηρίξει τις φιλοδοξίες όλων των παιδιών της, και όταν ο Κάρλο είχε κερδίσει την υποτροφία για τη Σορβόνη, τον είχε αφήσει να πάει στο Παρίσι και να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει σεφ της υψηλής μαγειρικής. Είχε ενισχύσει μάλιστα το πενιχρό εισόδημα που έβγαζε ο γιος της δουλεύοντας παράλληλα με τις σπουδές του με τα λεφτά της ασφάλειας που είχε πάρει όταν ο άντρας της είχε χαθεί στη θάλασσα που αγαπούσε. Έξι χρόνια πριν, ο Κάρλο είχε βρει ένα δικό του τρόπο να της το ξεπληρώσει. Της είχε κάνει δώρο στα γενέθλιά της μια μπουτίκ με ρούχα, εκπληρώνοντας το όνειρο και των δύο. Εκείνος είχε δει επιτέλους τη μητέρα του ευτυχισμένη. Και η Τ ζίνα είχε βρει έναν τρόπο να κάνει μια καινούρια αρχή. Ο Κάρλο είχε μεγαλώσει μέσα σε μια μεγάλη και φασαριόζικη οικογένεια. Χαιρόταν όταν γύριζε πίσω και θυμόταν τα παιδικά του χρόνια. Ένας άντρας που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια γεμάτη γυναίκες μαθαίνει να τις καταλαβαίνει, να τις εκτιμά και να τις θαυμάζει. Ο Κάρλο γνώριζε τα όνειρα των γυναικών, τις ματαιοδοξίες και τις ανασφάλειές τους. Για να κάνει μια γυναίκα ερωμένη του, έπρεπε εκτός από πόθο να νιώθει και τρυφερότητα για εκείνη. Αν ένιωθε μόνο πόθο, ήξερε ότι στο τέλος δε θα υπήρχε φιλία, μόνο μνησικακία. Ακόμα και τώρα, η βολική σχέση που είχε με τη Γαλλίδα ηθοποιό πλησίαζε στο τέλος της. Σε λίγες βδομάδες εκείνη θ’ άρχιζε τα γυρίσματα μιας καινούριας ταινίας κι αυτός θα έφευγε για μια περιοδεία στην Αμερική. Αυτό θα ήταν το τέλος, σκέφτηκε ο Κάρλο κάπως λυπημένος. «Κάρλο, θα πας στην Αμερική σύντομα;» «Μμμ. Ναι». Μα καλά, διάβασε τις σκέψεις μου; αναρωτήθηκε,

γνωρίζοντας ότι οι γυναίκες είχαν αυτή την ικανότητα. «Σε δυο βδομάδες». «Θα μου κάνεις μια χάρη;» «Ασφαλώς». «Θέλω να παρατηρήσεις για λογαριασμό μου τι φοράνε οι Αμερικανίδες στη δουλειά τους. Σκέφτομαι να προσθέσω κάποια κομμάτια στην μπουτίκ και οι Αμερικανίδες είναι πολύ έξυπνες και πρακτικές». «Ελπίζω όχι υπερβολικά πρακτικές», μουρμούρισε ο Κάρλο, στριφογυρίζοντας το ποτό στο ποτήρι του. «Η διαφημίστριά μου είναι κάποια μις Τ ρεντ», συνέχισε και άδειασε μονορούφι το ποτήρι του, απολαμβάνοντας το κάψιμο στο στομάχι του. «Σου υπόσχομαι να μελετήσω και την παραμικρή λεπτομέρεια της γκαρνταρόμπας της». Η Τ ζίνα ανταπέδωσε το χαμόγελό του μ’ ένα σταθερό βλέμμα. «Είσαι πολύ καλός μαζί μου, Κάρλο». «Ασφαλώς, μάμα. Και τώρα θα σε ταΐσω σαν βασίλισσα».

Ο Κάρλο δεν είχε ιδέα πώς ήταν η Τ ζούλιετ Τ ρεντ, αλλά αφέθηκε στα χέρια της μοίρας. Το μόνο που ήξερε από τα γράμματά της ήταν πως ανήκε στις Αμερικανίδες που είχε περιγράψει η μητέρα του. Πρακτική και έξυπνη. Καταπληκτικά προσόντα για μια διαφημίστρια. Το παρουσιαστικό της ήταν άλλη υπόθεση. Αλλά και πάλι, όπως είχε πει και η μητέρα του, ο Κάρλο ήξερε να βρίσκει πάντα κάτι όμορφο σε μια γυναίκα. Μπορεί στις προσωπικές σχέσεις του να προτιμούσε μια γυναίκα με ωραία εμφάνιση, ήξερε όμως να σκάβει και να βρίσκει την εσωτερική ομορφιά που κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια. Αυτό ήταν κάτι που έκανε τη ζωή ενδιαφέρουσα και αισθητικά ευχάριστη. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν βγήκε από το αεροπλάνο, μπήκε στο κτίριο

του αεροδρομίου του Λος Άντζελες κρατώντας από τον αγκώνα μια εκτυφλωτική κοκκινομάλλα. Η Τ ζούλιετ γνώριζε πολύ καλά πώς ήταν ο Κάρλο και όταν τον πρωτοείδε, συνόδευε μια πανέμορφη γυναίκα που φορούσε γόβες στιλέτο. Στο χέρι του κρατούσε μια ογκώδη δερμάτινη τσάντα και είχε κρεμάσει στον ώμο του έναν ταξιδιωτικό σάκο, παρ’ όλ’ αυτά βγήκε με την κοκκινομάλλα από την πύλη σαν να έμπαινε σε αίθουσα χορού ή σε κρεβατοκάμαρα. Η Τ ζούλιετ έκανε μια γρήγορη εκτίμηση του ντυσίματός του – καλοραμμένο παντελόνι, σπορ σακάκι και πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό. Ο άνετος ταξιδιώτης. Στο δάχτυλό του φορούσε ένα τεράστιο χρυσό μονόπετρο που θα έπρεπε να δείχνει κραυγαλέο και κακόγουστο. Κι όμως, πάνω του έμοιαζε απλό και αεράτο, ταίριαζε με την υπόλοιπη εμφάνισή του. Ξαφνικά ένιωσε πολύ τυπική και ιδρωμένη. Είχε έρθει στο Λος Άντζελες από το προηγούμενο βράδυ ώστε να φροντίσει προσωπικά τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ο Κάρλο Φρανκόνι δε θα είχε να κάνει τίποτε άλλο από το να είναι γοητευτικός, ν’ απαντά στις ερωτήσεις και να υπογράφει αυτόγραφα στα βιβλία του. Καθώς τον παρακολουθούσε να φιλάει τους κόμπους των δαχτύλων της κοκκινομάλλας, σκέφτηκε ότι θα μοίραζε πάρα πολλά αυτόγραφα. Στο κάτω κάτω, οι γυναίκες δεν αγόραζαν ως επί το πλείστον τα βιβλία μαγειρικής; Η Τ ζούλιετ σηκώθηκε αργά, προσπαθώντας να κρύψει το σαρκαστικό της μειδίαμα. Η κοκκινομάλλα γύρισε και του έριξε μια τελευταία νοσταλγική ματιά πάνω από τον ώμο της καθώς απομακρυνόταν. «Κύριε Φρανκόνι;» Ο Κάρλο τράβηξε το βλέμμα του από την πολύ ευχάριστη συνταξιδιώτισσά του στη μεγάλη πτήση από τη Νέα Υόρκη. Η πρώτη ματιά που έριξε στην Τ ζούλιετ ξύπνησε γρήγορα το ενδιαφέρον του,

καθώς κι έναν αμυδρό πόθο, πράγμα που του συνέβαινε συχνά μπροστά σε μια γυναίκα. Ήταν ένας πόθος που μπορούσε είτε να ελέγξει είτε ν’ αφήσει να εξελιχτεί κατά το δοκούν. Αυτή τη φορά, τον απόλαυσε. Το πρόσωπό της δεν ήταν απλά όμορφο, ήταν ενδιαφέρον. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή, πράγμα που θα έπρεπε να την κάνει να δείχνει εύθραυστη, αλλά τα ψηλά ζυγωματικά διέψευδαν αυτή την εντύπωση, ενώ έδιναν ένα ασυνήθιστο ρομβοειδές σχήμα στο πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, με πυκνές βλεφαρίδες και αριστοτεχνικά τονισμένα με μια γκρίζα σκιά που αναδείκνυε το πράσινο χρώμα τους. Τα χείλη της γυάλιζαν, περασμένα μ’ ένα ροδακινί λιπ γκλος. Ήταν αισθησιακά από μόνα τους, έτσι δε χρειαζόταν να τα τονίσει ιδιαίτερα για να τραβήξει τα βλέμματα. Και φαίνεται πως ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να το ξέρει αυτό. Τα μαλλιά της είχαν ένα απαλό, φυσικό χρυσοκάστανο χρώμα. Πίσω έπεφταν αρκετά μακριά ώστε να μπορεί να τα μαζέψει σε σινιόν αν το ήθελε, ενώ μπροστά και στα πλάγια ήταν αρκετά κοντά ώστε να τ’ αφήνει ίσια ή να τα κατσαρώνει σε μπούκλες, ανάλογα με την περίσταση και τη διάθεσή της. Αυτή τη στιγμή τα είχε αφήσει να πέφτουν ίσια, αλλά δεν ήταν αναμαλλιασμένη από τον αέρα. Είχε φροντίσει να πεταχτεί μέχρι τις τουαλέτες μόλις είχαν αναγγείλει την άφιξη της πτήσης που περίμενε. «Είμαι η Τ ζούλιετ Τ ρεντ», του είπε όταν έκρινε ότι την είχε περιεργαστεί αρκετά με το βλέμμα του. «Καλώς ήρθατε στην Καλιφόρνια». Όταν εκείνος πήρε το χέρι που του πρόσφερε και το έφερε στα χείλη του αντί να το σφίξει, συνειδητοποίησε πως θα έπρεπε να το περιμένει. Παρ’ όλ’ αυτά, σφίχτηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και από το ανασήκωμα του φρυδιού του κατάλαβε ότι εκείνος το ένιωσε. «Μια όμορφη γυναίκα κάνει έναν άντρα να νιώθει καλοδεχούμενος

οπουδήποτε». Η φωνή του ήταν απίστευτη –σαν την κρέμα που φουσκώνει και σκεπάζει ένα αφράτο γλύκισμα. Η Τ ζούλιετ είπε στον εαυτό της ότι της άρεσε επειδή θα έγραφε καλά στην κάμερα και πήρε τη δήλωσή του κατά γράμμα. Έφερε μάλιστα στο μυαλό της την κοκκινομάλλα και του χάρισε ένα αβίαστο, αλλά όχι και τόσο φιλικό χαμόγελο. «Τότε θα πρέπει να είχατε μια πολύ ευχάριστη πτήση». Μπορεί η μητρική του γλώσσα να ήταν τα ιταλικά, αλλά ο Κάρλο έπιανε τα υπονοούμενα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Της χαμογέλασε. «Πάρα πολύ». «Και κουραστική», πρόσθεσε η Τ ζούλιετ, φροντίζοντας να θυμηθεί τη θέση της. «Οι αποσκευές σας θα πρέπει να έχουν βγει τώρα», του είπε και κοίταξε πάλι τη μεγάλη του τσάντα. «Θα θέλατε να το πάρω εγώ αυτό;» Και μόνο η ιδέα ότι ένας άντρας θα μπορούσε να φορτώσει μια γυναίκα με τα βάρη του έκανε τον Κάρλο να υψώσει το φρύδι του. Άλλο ισότητα και άλλο καλοί τρόποι. «Όχι, το κουβαλώ πάντα μόνος μου». Η Τ ζούλιετ του έδειξε το δρόμο και συγχρόνισε το βήμα της με το δικό του. «Είναι μισή ώρα με το αυτοκίνητο μέχρι το Μπέβερλι Γουίλσιρ, αλλά θα έχετε το περιθώριο να ξεκουραστείτε όλο το απόγευμα, αφού τακτοποιηθείτε. Το βράδυ, θα ήθελα να δούμε λίγο μαζί το αυριανό σας πρόγραμμα». Του άρεσε το περπάτημά της. Αν και δεν ήταν ψηλή, περπατούσε με μεγάλα βήματα, χωρίς να βιάζεται, πράγμα που έκανε την κόκκινη φούστα με τις πιέτες να χορεύει στους μηρούς της. «Δειπνώντας;» Η Τ ζούλιετ του έριξε ένα γρήγορο, πλάγιο βλέμμα. «Αν θέλετε». Για τις επόμενες τρεις βδομάδες θα είμαι στη διάθεσή του, φρόντισε να θυμίσει στον εαυτό της. Προσπέρασε, χωρίς πολλά πολλά, έναν πελώριο άντρα που κουβαλούσε έναν παραγεμισμένο

σάκο κι ένα χαρτοφύλακα. Ναι, του άρεσε το περπάτημά της, σκέφτηκε πάλι ο Κάρλο. Ήταν μια γυναίκα ικανή, αλλά όχι πομπώδης. «Κατά τις εφτά; Αύριο θα εμφανιστείτε σ’ ένα τοκ σόου που αρχίζει στις εφτάμισι το πρωί, άρα είναι καλύτερα να αποσυρθούμε νωρίς για ύπνο». Στις εφτάμισι το πρωί, σκέφτηκε φευγαλέα ο Κάρλο, προσπαθώντας να υπολογίσει τη διαφορά της ώρας και το τζετ λαγκ. «Ώστε θα με στρώσετε αμέσως στη δουλειά». «Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ, κύριε Φρανκόνι», του είπε πρόσχαρα η Τ ζούλιετ, πλησιάζοντας τον κυλιόμενο ιμάντα. «Έχετε τα αποκόμματα για τις αποσκευές σας;» Μια οργανωμένη γυναίκα, σκέφτηκε ο Κάρλο κι έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του άνετου καφέ σακακιού του. Της τα έδωσε αμίλητος και κατέβασε μια βαλίτσα με ρόδες και μια γκαρνταρόμπα από τον κυλιόμενο ιμάντα μόνος του. Γκούτσι, παρατήρησε η Τ ζούλιετ. Ώστε ο κύριος δε διέθετε μόνο χρήματα, αλλά και γούστο. Έδωσε σ’ έναν αχθοφόρο τα αποκόμματα και περίμενε να φορτωθούν οι αποσκευές του Κάρλο στο καρότσι. «Πιστεύω πως θα μείνετε ικανοποιημένος με όσα σας έχουμε κανονίσει, κύριε Φρανκόνι», του είπε, ενώ περνούσαν από τις αυτόματες πόρτες, κι έκανε νόημα στη λιμουζίνα να πλησιάσει. «Το ξέρω πως στο παρελθόν συνεργαζόσασταν με τον Τ ζιμ Κόλινς, όταν ερχόσασταν στην Αμερική για περιοδεία. Σας στέλνει τα χαιρετίσματά του». «Ο Τ ζιμ απολαμβάνει τη θέση του διευθυντή;» «Έτσι δείχνει». Ο Κάρλο περίμενε πως η Τ ζούλιετ θα έμπαινε πρώτη στη λιμουζίνα, εκείνη όμως έκανε ένα βήμα πίσω και παραμέρισε. Ο Κάρλο τίμησε τον επαγγελματισμό της με μια υπόκλιση, μπήκε στη

λιμουζίνα και βολεύτηκε στη θέση του. «Εσείς απολαμβάνετε τη δική σας θέση, μις Τ ρεντ;» Η Τ ζούλιετ κάθισε απέναντί του και τον κοίταξε θαρρετά, χωρίς να μπορεί να φανταστεί πόσο θαύμαζε ο Κάρλο τη στάση της. «Ναι, την απολαμβάνω». Ο Κάρλο άπλωσε τα πόδια του –η μητέρα του είχε ισχυριστεί κάποτε ότι τα πόδια του είχαν αρνηθεί να σταματήσουν να μεγαλώνουν όταν έπρεπε. Θα προτιμούσε να οδηγήσει εκείνος, ιδιαίτερα μετά την ατέλειωτη πτήση κατά την οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από τη στιγμή όμως που δεν μπορούσε, η άνεση και η πολυτέλεια της λιμουζίνας ήταν ό,τι καλύτερο. Άπλωσε το χέρι του και άνοιξε το στερεοφωνικό, και η χαλαρωτική αλλά ζωντανή μελωδία του Μότσαρτ γέμισε το χώρο. Αν οδηγούσε εκείνος, το στερεοφωνικό θα έπαιζε δυνατό και άγριο ροκ. «Έχετε διαβάσει το βιβλίο μου, μις Τ ρεντ;» «Ναι, ασφαλώς. Δε θα μπορούσα να διαφημίσω ή να προωθήσω ένα προϊόν που θα μου ήταν άγνωστο», του απάντησε εκείνη και έγειρε πίσω. Της ήταν εύκολο να κάνει τη δουλειά της όταν μπορούσε να πει την καθαρή αλήθεια. «Εντυπωσιάστηκα από την προσοχή στη λεπτομέρεια και τις ξεκάθαρες οδηγίες. Μου φάνηκε ένα πολύ φιλικό βιβλίο κι όχι ένα απλό εργαλείο για την κουζίνα». «Μμμ». Ο Κάρλο πρόσεξε ότι οι κάλτσες της είχαν ένα πολύ ανοιχτό ροζ χρώμα, ενώ μια σειρά μικρές βούλες σχημάτιζαν μια ρίγα στο πλάι. Θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορήσει τη μητέρα του ότι η πρακτική Αμερικανίδα επιχειρηματίας διέθετε και μια αίσθηση ανεμελιάς. Κι εκείνος βρήκε ενδιαφέρον ότι την ανεμελιά αυτή τη διέθετε η Τ ζούλιετ Τ ρεντ. «Δοκιμάσατε να φτιάξετε κάποια από τις συνταγές μου;» «Όχι, δε μαγειρεύω». «Δεν...» Το τυπικό ενδιαφέρον του έγινε στη στιγμή ειλικρινές.

«Καθόλου;» Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε. Ο Κάρλο φαινόταν πραγματικά σοκαρισμένος. Εκείνος πάλι, βλέποντας το τέλειο στόμα της να χαμογελά, αναγκάστηκε να ελέγξει ένα δεύτερο κύμα πόθου. «Όταν είσαι αποτυχημένος σε κάτι, κύριε Φρανκόνι, αφήνεις να το κάνει κάποιος άλλος». «Θα μπορούσα να σας μάθω». Η ιδέα τον παραξένεψε. Δεν πρόσφερε απλόχερα την πείρα του. «Να μαγειρεύω;» Η Τ ζούλιετ χαλάρωσε τόσο που η φτέρνα της γλίστρησε από το παπούτσι καθώς κουνούσε το πόδι της. «Δεν το νομίζω». «Είμαι καταπληκτικός δάσκαλος», επέμεινε ο Κάρλο μ’ ένα αργό χαμόγελο. Η Τ ζούλιετ του έριξε πάλι ένα από εκείνα τα ήρεμα, αιχμηρά βλέμματά της. «Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό. Εγώ, από την άλλη, είμαι πολύ κακή μαθήτρια». «Πόσων χρονών είστε;» τη ρώτησε και όταν την είδε να στενεύει τα μάτια της, της χάρισε ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Αγενής ερώτηση όταν μια γυναίκα έχει φτάσει σε μια κάποια ηλικία. Εσείς δεν την έχετε φτάσει». «Είκοσι οχτώ», του απάντησε τόσο ψυχρά, που το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. «Δείχνετε μικρότερη, αλλά τα μάτια σας έχουν την έκφραση μεγαλύτερης γυναίκας. Θα ήταν χαρά μου να σας δώσω μερικά μαθήματα, μις Τ ρεντ». Η Τ ζούλιετ τον πίστεψε. Ήταν κι εκείνη καλή στο να πιάνει τα υπονοούμενα. «Κρίμα που το πρόγραμμά μας δε θα το επιτρέψει». Ο Κάρλο ύψωσε αδιάφορα τους ώμους του και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο αυτοκινητόδρομος του Λος Άντζελες ωστόσο δεν

παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. «Συμπεριλάβατε και τη Φιλαδέλφεια στο πρόγραμμά μας όπως σας ζήτησα;» «Θα περάσουμε μια ολόκληρη μέρα εκεί, προτού πάρουμε το αεροπλάνο για τη Βοστόνη. Η περιοδεία μας θα τελειώσει στη Νέα Υόρκη». «Ωραία. Έχω μια φίλη εκεί, κι έχω να τη δω σχεδόν ένα χρόνο». Η Τ ζούλιετ ήταν σίγουρη ότι ο Κάρλο θα είχε –φίλες– παντού. «Έχετε ξανάρθει στο Λος Άντζελες;» τη ρώτησε. «Ναι, πολλές φορές, για δουλειά». «Ούτε εγώ έχω καταφέρει ακόμα να έρθω εδώ για διασκέδαση. Πώς τη βρίσκετε σαν πόλη;» Όπως κι εκείνος προηγουμένως, η Τ ζούλιετ κοίταξε έξω από το παράθυρο χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον. «Προτιμώ τη Νέα Υόρκη». «Γιατί;» «Διαθέτει περισσότερο τσαγανό και λιγότερο λούστρο». Του άρεσε η απάντηση και ο τρόπος που τη διατύπωσε. Γι’ αυτό και την περιεργάστηκε με περισσότερη προσοχή. «Έχετε πάει ποτέ στη Ρώμη;» «Όχι», του απάντησε και ο Κάρλο νόμισε πως διέκρινε κάτι σαν λαχτάρα στη φωνή της. «Δεν έχω πάει πουθενά στην Ευρώπη». «Όταν το κάνετε, ελάτε στη Ρώμη. Είναι μια πόλη που έχει χτιστεί με τσαγανό». Η Τ ζούλιετ αφαιρέθηκε λίγο, αφήνοντας το μυαλό της να ταξιδέψει, ενώ συνέχισε να χαμογελά. «Όταν τη σκέφτομαι, φέρνω στο μυαλό μου μαρμάρινα σιντριβάνια και καθεδρικούς». «Θα τα βρείτε αυτά –και πολύ περισσότερα». Το πρόσωπό της ήταν τόσο φίνο που άξιζε να το σκαλίσεις σε μάρμαρο, σκέφτηκε ο Κάρλο. Η φωνή της, γλυκιά κι απαλή, θα αντηχούσε τόσο όμορφα σε έναν καθεδρικό ναό. «Η Ρώμη ανθίζει, παρακμάζει, και παλεύει με νύχια και με δόντια για να ξανακερδίσει τη δόξα της. Μια έξυπνη

γυναίκα μπορεί να το εισπράξει αυτό. Μια ρομαντική γυναίκα μαγεύεται από τα σιντριβάνια». Η Τ ζούλιετ κοίταξε πάλι από το παράθυρο, καθώς η λιμουζίνα σταματούσε έξω από το ξενοδοχείο. «Φοβάμαι ότι δεν είμαι πολύ ρομαντική». «Μια γυναίκα που έχει το όνομα Τ ζούλιετ δεν έχει κι άλλη επιλογή». «Η μητέρα μου το διάλεξε», του απάντησε. «Όχι εγώ». «Δεν ψάχνετε για το Ρωμαίο σας;» Η Τ ζούλιετ πήρε το χαρτοφύλακά της. «Όχι, κύριε Φρανκόνι. Δεν ψάχνω». Ο Κάρλο βγήκε πρώτος και της άπλωσε το χέρι του. Όταν η Τ ζούλιετ πάτησε στο πεζοδρόμιο, εκείνος δεν έκανε πίσω για να της αφήσει χώρο. Αντίθετα, πειραματίστηκε με την εμπειρία του διακριτικού αγγίγματος του κορμιού της πάνω στο δικό του στη μέση ενός πεζοδρομίου. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε· το βλέμμα της δεν ήταν επιφυλακτικό, ήταν ευθύ. Να την πάλι εκείνη η έλξη. Αυτή τη φορά δεν ήταν κάτι απρόσωπο, κάτι που μπορούσε να του προκαλέσει οποιαδήποτε γυναίκα. Ο πόθος του αυτή τη φορά ήταν βαθύς για μία και μοναδική γυναίκα. Άρα έπρεπε να γευτεί το στόμα της. Στο κάτω κάτω ήταν ένας άντρας που έκρινε τα πάντα από τη γεύση. Αλλά ήταν και ένας άντρας που ήξερε να περιμένει. Ορισμένες δημιουργίες ήταν σύνθετες και απαιτούσαν πολύ χρόνο προετοιμασίας για να τελειοποιηθούν. Και, όπως η Τ ζούλιετ, επέμενε και αυτός στην τελειότητα. «Μερικές γυναίκες», της ψιθύρισε, «δε χρειάζεται να ψάξουν, μόνο να ξεφύγουν, ν’ αποφύγουν και να επιλέξουν». «Μερικές γυναίκες», του απάντησε στον ίδιο χαμηλό τόνο, «προτιμούν να μην επιλέξουν καθόλου». Η Τ ζούλιετ του γύρισε επίτηδες την πλάτη για να πληρώσει τον οδηγό. «Έχω συμπληρώσει

ήδη για λογαριασμό σας το απαραίτητο έντυπο του ξενοδοχείου, κύριε Φρανκόνι», του είπε πάνω από τον ώμο της κι έδωσε το κλειδί στον γκρουμ που περίμενε. «Το δωμάτιό μου είναι ακριβώς απέναντι από τη σουίτα σας». Χωρίς να τον κοιτάξει, η Τ ζούλιετ ακολούθησε τον γκρουμ μέσα στο ξενοδοχείο και το ασανσέρ. «Αν σας βολεύει, μπορώ να κάνω κράτηση για δείπνο στις εφτά εδώ, στο ξενοδοχείο. Όταν θα είστε έτοιμος, χτυπήστε μου απλά την πόρτα». Η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά στο ρολόι της, υπολόγισε τη διαφορά της ώρας και διαπίστωσε πως προλάβαινε να κάνει τρία τηλεφωνήματα στη Νέα Υόρκη και ένα στο Ντάλας προτού κλείσουν τα γραφεία εκεί. «Αν χρειαστείτε κάτι, δεν έχετε παρά να το παραγγείλετε και να το χρεώσετε στο δωμάτιό σας». Η Τ ζούλιετ βγήκε από το ασανσέρ, άνοιξε το φερμουάρ του χαρτοφύλακά της κι έβγαλε το δικό της κλειδί, καθώς προχωρούσε. «Είμαι σίγουρη πως θα βρείτε άνετη τη σουίτα σας». Ο Κάρλο παρατηρούσε τις κοφτές, μετρημένες κινήσεις της. «Δεν αμφιβάλλω καθόλου». «Στις εφτά, τότε». Η Τ ζούλιετ είχε ήδη βάλει το κλειδί της στην κλειδαριά, ενώ ο γκρουμ άνοιγε την πρώτη πόρτα που οδηγούσε στη σουίτα απέναντι. Το μυαλό της ταξίδευε ήδη στα τηλεφωνήματα που ήθελε να κάνει με το που θα έβγαζε τη ζακέτα και τα παπούτσια της. «Τ ζούλιετ». Εκείνη σταμάτησε, τίναξε πίσω τα μαλλιά της και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Ο Κάρλο δε μίλησε αμέσως. «Μην αλλάξεις το άρωμά σου», της ψιθύρισε. «Σεξ χωρίς λουλούδια, θηλυκότητα χωρίς αδυναμία. Σου ταιριάζει». Κι ενώ η Τ ζούλιετ συνέχιζε να κοιτάζει πάνω από τον ώμο της, εκείνος εξαφανίστηκε μέσα στη σουίτα του και ο γκρουμ άρχισε να του εξηγεί ευγενικά τις διάφορες ανέσεις που πρόσφερε. Ο Κάρλο δεν

άργησε να τον κάνει να γελάσει. Η Τ ζούλιετ γύρισε το κλειδί της με περισσότερη δύναμη απ’ όση χρειαζόταν, άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε, ακουμπώντας πάνω της. Για ένα λεπτό, έμεινε εκεί ακίνητη, περιμένοντας να ηρεμήσει. Ο επαγγελματισμός της την είχε βοηθήσει να μην αρχίσει να τραυλίζει και γίνει γελοία. Ο επαγγελματισμός της την είχε βοηθήσει να συγκρατήσει τα νεύρα της. Κάτω από τον επαγγελματισμό όμως, δεν έπαυε να κρύβεται η γυναίκα. Και ο αυτοέλεγχος της είχε στοιχίσει. Η Τ ζούλιετ ήταν σίγουρη ότι δεν υπήρχε γυναίκα στον κόσμο που θα κατάφερνε να μείνει εντελώς ασυγκίνητη από τον Κάρλο Φρανκόνι. Αλλά δεν ήταν βάλσαμο για το εγώ της να παραδεχτεί ότι αποτελούσε μέρος ενός πολύ μεγάλου συνόλου. Εκείνος δε θα το μάθαινε ποτέ, είπε στον εαυτό της, αλλά ο σφυγμός της ήταν ξέφρενος από την πρώτη στιγμή που είχε πιάσει ο Κάρλο το χέρι της. Κι εξακολουθούσε να χάνει χτύπους. Ηλίθια, μάλωσε τον εαυτό της και πέταξε την τσάντα της σε μια καρέκλα. Ύστερα το σκέφτηκε καλύτερα και κάθισε κι εκείνη. Τα πόδια της έτρεμαν. Η Τ ζούλιετ άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να ηρεμήσει. Εντάξει, ήταν υπέροχος. Και πλούσιος... και ταλαντούχος. Και εξωφρενικά σέξι. Αυτό το ήξερε ήδη, σωστά; Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν σίγουρη πώς να τον αντιμετωπίσει. Όχι όσο σίγουρη θα έπρεπε να είναι.

Κεφάλαιο 2 Η Τ ζούλιετ ήταν μια γυναίκα που έβγαζε τον καλύτερο εαυτό της κάτω από πίεση, όταν είχε ν’ αντιμετωπίσει απρόοπτα της

τελευταίας στιγμής και μικρές κρίσεις. Πράγματα που σε κρατούν σε εγρήγορση και ακονίζουν το μυαλό και το ενδιαφέρον σου. Αν η δουλειά της ήταν απλή, δε θα ήταν τόσο ευχάριστη. Ήταν όμως και μια γυναίκα που της άρεσαν τα νωχελικά μπάνια με αφρόλουτρο και τα πολύ μεγάλα κρεβάτια. Πράγματα που σε βοηθούν να διατηρήσεις την ισορροπία σου. Και πίστευε πως από τη στιγμή που είχε ξεμπερδέψει με το πρώτο, της άξιζε το δεύτερο. Αφού άφησε λοιπόν τον Κάρλο να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο του με το δικό του τρόπο, εκείνη πέρασε μιάμιση ώρα στο τηλέφωνο και στη συνέχεια άλλη μια ώρα για ν’ ανακεφαλαιώσει και να ρυθμίσει το πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Είχε προκύψει μια συνέντευξη της τελευταίας στιγμής σε κάποια εφημερίδα κι έπρεπε να τη στριμώξει κι αυτή κάπου. Τη στρίμωξε. Μια άλλη εφημερίδα θα έστελνε έναν ρεπόρτερ της κι ένα φωτογράφο στο βιβλιοπωλείο όπου ο Κάρλο θα υπέγραφε τα βιβλία του. Η Τ ζούλιετ σημείωσε τα ονόματά τους για να τα θυμάται. Τα κύκλωσε με το στυλό της και τα κατέγραψε στη μνήμη της. Έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, αύριο θα ήταν τυχεροί αν θα κατάφερναν να βρουν έστω και δυο ώρες να πάρουν μια ανάσα. Τ ίποτε δε θα μπορούσε να την ευχαριστήσει περισσότερο. Όταν πια έκλεισε τη χοντρή, δερμάτινη ατζέντα της, ήταν πανέτοιμη να χωθεί στην μπανιέρα. Το κρεβάτι θα έπρεπε δυστυχώς να περιμένει. Στις δέκα το βράδυ, υποσχέθηκε στον εαυτό της. Μέχρι τις δέκα θα έπεφτε στο κρεβάτι της, θα κουλουριαζόταν και θα βυθιζόταν στην ανυπαρξία. Είχε υπολογίσει ακριβώς σαράντα πέντε λεπτά ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό της. Και θα τον περνούσε μουλιάζοντας. Στο μπάνιο ούτε κατέστρωνε σχέδια, ούτε έκανε υπολογισμούς. Έβγαζε οτιδήποτε επαγγελματικό από το μυαλό της και αφηνόταν στην απόλαυση. Χαλάρωση –αφιέρωσε τα πρώτα δέκα λεπτά για να χαλαρώσει πλήρως. Ονειροπόληση –θα μπορούσε να φανταστεί τη λευκή,

συμβατικών διαστάσεων μπανιέρα ως υπερπολυτελή και πελώρια. Γιατί όχι από μαύρο μάρμαρο και αρκετά μεγάλη ώστε να χωράει δύο; Ήταν μια κρυφή της φιλοδοξία ν’ αποκτήσει μια τέτοια μπανιέρα κάποτε. Τη θεωρούσε το σύμβολο της απόλυτης επιτυχίας. Και θα της σηκώνονταν οι τρίχες αν κάποιος αποκαλούσε το στόχο της ρομαντικό. Πρακτικό, θα επέμενε εκείνη. Όταν δουλεύεις σκληρά, χρειάζεσαι ένα μέρος να χαλαρώνεις. Και αυτό ήταν το δικό της μέρος. Η ρόμπα της κρεμόταν πίσω από την πόρτα –μεταξωτή, στο πράσινο του νεφρίτη και προκλητικά κοντή. Δεν τη θεωρούσε πολυτέλεια, απλώς αναγκαιότητα. Όταν κατά βάση έχεις ελάχιστο χρόνο για να χαλαρώσεις, χρειάζεσαι κάθε δυνατή βοήθεια. Και θεωρούσε τη μεταξωτή ρόμπα το ίδιο απαραίτητη όσο τα μπουκαλάκια με τις βιταμίνες που είχε αραδιάσει στον πάγκο δίπλα στο νιπτήρα. Όταν ταξίδευε, τα έπαιρνε πάντα μαζί της. Αφού χαλάρωσε ονειροπολώντας, μπόρεσε ν’ απολαύσει και το ζεστό νερό, τις μεταξένιες αρωματικές φουσκάλες που χάιδευαν το δέρμα της. Της είχε πει να μην αλλάξει το άρωμά της. Η Τ ζούλιετ συνοφρυώθηκε όταν ένιωσε τους μυς στους ώμους της να σφίγγονται. Α, όχι. Πήρε επίτηδες μια πλάκα από το σαπούνι του ξενοδοχείου και την έτριψε στα μπράτσα της. Α, όχι, δε θα επέτρεπε στον Κάρλο Φρανκόνι να εισβάλει στον προσωπικό χρόνο της. Αυτός ήταν ο πρώτος κανόνας. Είχε επιχειρήσει επίτηδες να την ταράξει. Και τα είχε καταφέρει. Ναι, τα είχε καταφέρει, παραδέχτηκε η Τ ζούλιετ, κουνώντας πεισματικά το κεφάλι. Αλλά αυτό αποτελούσε πια παρελθόν. Δε θα επέτρεπε να ξανασυμβεί. Δουλειά της ήταν να προωθήσει το βιβλίο του, όχι το εγώ του. Και για να το προωθήσει, θα έκανε το καθήκον της και με το παραπάνω, θα επιστράτευε όλη την ενέργεια και τις

ικανότητές της, αλλά θα προστάτευε τα αισθήματά της. Όταν ο Φρανκόνι θα επέστρεφε σε τρεις βδομάδες στη Ρώμη, ο μόνος λόγος για να χαμογελά αυτάρεσκα θα ήταν η δουλειά του. Εκείνη η άμεση έντονη έλξη έπρεπε να χαλιναγωγηθεί. Η Τ ζούλιετ θα έθετε τις προτεραιότητές της. Ο Κάρλο θα μπορούσε να συμπεριλάβει στη λίστα με τις κατακτήσεις του όσες Αμερικανίδες ήθελε, αρκεί να μη βρισκόταν και το δικό της όνομα ανάμεσά τους. Όπως και να είχε, ο Κάρλο δεν την ενδιέφερε σοβαρά. Απλώς είχε ξυπνήσει το πρωτόγονο ένστικτο μέσα της. Δεν είχε λειτουργήσει η λογική. Η Τ ζούλιετ προτιμούσε έναν εντελώς διαφορετικό τύπο άντρα –έναν άντρα αξιόπιστο παρά λαμπερό, ειλικρινή παρά γοητευτικό. Μια λογική γυναίκα ψάχνει για έναν τέτοιο άντρα όταν φτάσει η κατάλληλη ώρα να κατασταλάξει. Και η Τ ζούλιετ υπολόγιζε ότι αυτή η ώρα θα έφτανε για εκείνη σε τρία χρόνια. Μέχρι τότε θα είχε στήσει τη δική της επιχείρηση. Θα ήταν οικονομικά ανεξάρτητη και επαγγελματικά καταξιωμένη. Ναι, σε τρία χρόνια θα ήταν έτοιμη να δημιουργήσει μια μόνιμη σχέση. Αυτό θα ταίριαζε τέλεια στο πρόγραμμά της. Κανονίστηκε, αποφάσισε κι έκλεισε τα μάτια της. Ωραία λέξη, μόνο που το ζεστό νερό και ο μυρωδάτος αφρός δεν μπορούσαν πια να τη χαλαρώσουν. Ελαφρώς εκνευρισμένη, τράβηξε την τάπα, σηκώθηκε και άφησε το νερό να κυλήσει από το κορμί της. Ο μεγάλος καθρέφτης πάνω από τον πάγκο είχε θολώσει, αλλά μέσα από τους ατμούς μπορούσε να διακρίνει την Τ ζούλιετ Τ ρεντ. Περίεργο, σκέφτηκε, πόσο χλομή, πόσο μαλακή και ευάλωτη μπορεί να μοιάζει μια γυναίκα όταν είναι γυμνή. Εκείνη πίστευε ότι ήταν δυνατή, πρακτική, ακόμα και σκληρή. Τ ώρα, όμως, μπορούσε να διακρίνει στο θολό καθρέφτη την ευαισθησία, ακόμα και τη λαχτάρα της. Αισθησιακή; Η Τ ζούλιετ συνοφρυώθηκε, αλλά είπε στον εαυτό της

ότι δε θα έπρεπε να νιώθει δυσαρεστημένη που διέθετε μια λεπτή, φίνα σιλουέτα κι όχι ένα χυμώδες κορμί με πλούσιες καμπύλες. Θα έπρεπε να χαίρεται που είχε μακριά πόδια για να φτάνει γρήγορα στον προορισμό της και λεπτούς γοφούς για να μπορεί να φοράει με αξιοπρέπεια τα επαγγελματικά κουστούμια της. Ο αισθησιασμός δεν αποτελεί ποτέ ατού σε μια καριέρα. Χωρίς μακιγιάζ το πρόσωπό της έδειχνε πολύ νεανικό, σχεδόν αφελές. Χωρίς ένα προσεγμένο χτένισμα, τα μαλλιά της ήταν ατίθασα, ιδιότροπα. Ευαίσθητη, νέα, ιδιότροπη. Η Τ ζούλιετ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Αυτά δεν ήταν προσόντα για μια γυναίκα καριέρας. Ήταν τυχερή που με τα κατάλληλα ρούχα και καλλυντικά μπορούσε να τονίσει κάποια χαρακτηριστικά της και ν’ απαλύνει κάποια άλλα. Πήρε μια πετσέτα, την τύλιξε γύρω της, ύστερα πήρε μια δεύτερη και σκούπισε τους ατμούς από τον καθρέφτη. Όχι άλλη θολούρα, σκέφτηκε. Για να πετύχεις, πρέπει να μπορείς να δεις καθαρά. Έριξε μια ματιά στα μπουκαλάκια και στα σωληνάρια στον πάγκο κι άρχισε να δημιουργεί την επαγγελματία μις Τ ρεντ. Επειδή μισούσε την ησυχία που βασίλευε στα δωμάτια των ξενοδοχείων, η Τ ζούλιετ άναψε την τηλεόραση όσο ντυνόταν. Έπαιζε μια παλιά ταινία με τον Μπόγκαρτ και την Μπακόλ που της άρεσε και τη χαλάρωσε πολύ περισσότερο από το αφρόλουτρο. Παρακολούθησε το γνώριμο διάλογο, ανεβάζοντας τις φιμέ κάλτσες της. Έγινε μάρτυρας του συγκρατημένου πάθους τους, φτιάχνοντας τις τιράντες στο μαύρο αραχνοΰφαντο κορμάκι της. Κι ενώ η πλοκή του έργου προχωρούσε, εκείνη κούμπωσε το φερμουάρ του στενού μαύρου φορέματός της και έδεσε μια μακριά σειρά πέρλες ακριβώς κάτω από το στήθος της. Συνεπαρμένη από το έργο, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και βούρτσισε τα μαλλιά της, κοιτάζοντας την οθόνη. Χαμογελούσε

απορροφημένη, αφηρημένη, αλλά θα τη σόκαρε αν κάποιος την αποκαλούσε ρομαντική. Όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα, κοίταξε το ρολόι της: 7:05. Είχε χάσει δεκαπέντε λεπτά ρεμβάζοντας. Για να κερδίσει το χαμένο χρόνο, η Τ ζούλιετ φόρεσε τα παπούτσια και τα σκουλαρίκια της, πήρε την τσάντα και το σημειωματάριό της μέσα σε δώδεκα δευτερόλεπτα ακριβώς. Πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα, έτοιμη να απολογηθεί. Ένα τριαντάφυλλο. Μόνο ένα, στο χρώμα που παίρνει το πρόσωπο ενός κοριτσιού όταν κοκκινίζει από ντροπή. Όταν ο Κάρλο της το έδωσε, η Τ ζούλιετ δε βρήκε τίποτε να πει. Εκείνος, πάλι, δεν αντιμετώπιζε τέτοιο πρόβλημα. «Μπέλ α». Έφερε το χέρι της στα χείλη του, προτού προλάβει εκείνη να τον σταματήσει. «Υπάρχουν γυναίκες που δείχνουν ψυχρές και αυστηρές όταν φορούν μαύρα. Άλλες πάλι...» Την περιεργάστηκε επίμονα, αλλά το χαμόγελό του ήταν ευγενικό. «Σε άλλες πάλι το μαύρο τονίζει απλώς τη θηλυκότητά τους. Ενοχλώ;» «Όχι, όχι, και βέβαια όχι. Απλώς...» «Α, την ξέρω αυτή την ταινία». Χωρίς να περιμένει πρόσκληση, ο Κάρλο την προσπέρασε και μπήκε. Το απλό, μονό δωμάτιο του ξενοδοχείου έπαψε πια να φαντάζει τόσο απρόσωπο. Και γιατί όχι; Ο άνθρωπος αυτός μετέδιδε ζωή, ενέργεια και πάθος στην ατμόσφαιρα λες και αυτή ήταν η αποστολή του. «Ναι, την έχω δει πολλές φορές». Δυο δυνατά πρόσωπα κυριαρχούσαν στην οθόνη: του Μπόγκαρτ, ρυτιδιασμένο, με βαριά μάτια, κουρασμένο· της Μπακόλ, απαλό, ομιχλώδες και προκλητικό. «Πασιόνε», μουρμούρισε και η λέξη κύλησε από το στόμα του σαν μέλι που σε προκαλούσε να το δοκιμάσεις. Απίστευτο –η Τ ζούλιετ έπιασε τον εαυτό της να ξεροκαταπίνει. «Ένας άντρας και μια

γυναίκα μπορούν να προσφέρουν πολλά ο ένας στον άλλον, αλλά χωρίς πάθος όλα είναι άνοστα. Σι;» Η Τ ζούλιετ κατάφερε να συνέλθει. Δεν ήταν να συζητάς για πάθος με τον Φρανκόνι. Το θέμα δε θα παρέμενε για πολύ ακαδημαϊκό. «Μπορεί». Άλλαξε χέρι στη βραδινή τσάντα και την ατζέντα της, αλλά δεν άφησε το τριαντάφυλλο. «Έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε στο δείπνο, κύριε Φρανκόνι. Καλύτερα να ξεκινήσουμε». Με τους αντίχειρες στις τσέπες του γκρι παντελονιού του, ο Κάρλο γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Η Τ ζούλιετ φαντάστηκε εκατοντάδες γυναίκες να έχουν εμπιστευτεί αυτό το χαμόγελο. Εκείνη δε θα το έκανε. Μ’ ένα τίναγμα του χεριού του, ο Κάρλο έκλεισε την τηλεόραση. «Ναι, είναι ώρα να ξεκινήσουμε».

Ποια ήταν η γνώμη του γι’ αυτή; Ο Κάρλο έκανε στον εαυτό του την ερώτηση και περίμενε να πάρει την απάντηση σταδιακά κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Όμορφη. Δε θεωρούσε την αγάπη του για τις όμορφες γυναίκες αδυναμία. Του άρεσε που η Τ ζούλιετ δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη να υποβαθμίσει τη φυσική ομορφιά της σε αυστηρότητα, αλλά ούτε και να την τονίσει σε βαθμό που να δείχνει τεχνητή. Είχε βρει μια ευχάριστη ισορροπία. Τη θαύμαζε γι’ αυτό. Ήταν φιλόδοξη, κάτι που επίσης προκαλούσε το θαυμασμό του. Έχανε πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον του για τις όμορφες γυναίκες που δεν είχαν καμιά φιλοδοξία. Δεν του είχε εμπιστοσύνη και αυτό τον διασκέδαζε. Πίνοντας το δεύτερο ποτήρι Μποζολέ, ο Κάρλο αποφάσισε ότι η επιφυλακτικότητά της ήταν κομπλιμέντο για εκείνον. Κατά τη γνώμη του, μια γυναίκα σαν την Τ ζούλιετ θα ήταν επιφυλακτική απέναντι σ’

έναν άντρα μόνο αν την έλκυε. Αν ήταν ειλικρινής –και ήταν–, θα παραδεχόταν ότι οι περισσότερες γυναίκες ένιωθαν έλξη γι’ αυτόν. Και του φαινόταν δίκαιο τη στιγμή που κι εκείνες του ασκούσαν ανάλογη έλξη. Κοντές, ψηλές, στρουμπουλές, λεπτές, γριές ή νέες, ο Κάρλο έβρισκε τις γυναίκες μαγευτικές, απολαυστικές, διασκεδαστικές. Τ ις σεβόταν όπως μπορούσε να το κάνει μόνο ένας άντρας που είχε μεγαλώσει περιτριγυρισμένος από γυναίκες. Ωστόσο αυτό δε σήμαινε ότι δεν μπορούσε να τις απολαύσει. Και θ’ απολάμβανε την Τ ζούλιετ. «Η εμφάνισή σας στο Καλ ημέρα, Λ.Α. είναι η πρώτη αυριανή σας υποχρέωση». Η Τ ζούλιετ συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις της, ενώ ο Κάρλο τσιμπολογούσε πατέ. «Είναι το πρώτο σε ακροαματικότητα πρωινό τοκ σόου όχι μόνο στο Λος Άντζελες αλλά σε όλη τη Δυτική Ακτή. Η Λιζ Μαρκς είναι η οικοδέσποινα. Είναι πολύ ευπαρουσίαστη –και όχι ιδιαίτερα πολυλογού. Στο Λος Άντζελες δε θέλουν πολλά λόγια στις 8:00 π.μ.». «Δόξα τω Θεώ». «Όπως και να έχει το πράγμα, έχει ένα αντίτυπο του βιβλίου σας. Είναι σημαντικό ν’ αναφέρετε μια δυο φορές τον τίτλο του εσείς, αν δεν το κάνει εκείνη. Θα έχετε είκοσι ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή σας, έτσι δε θα υπάρξει πρόβλημα. Στη συνέχεια, από τη μία μέχρι τις τρεις θα υπογράφετε αντίτυπα των βιβλίων σας στο Μπουκς Ινκορπορέιτεντ στη Γουίλσιρ Μπούλεβαρντ». Η Τ ζούλιετ κράτησε μια βιαστική σημείωση να τηλεφωνήσει το πρωί στο βιβλιοπωλείο για έναν έλεγχο της τελευταίας στιγμής. «Αυτό θα θέλετε να το διαφημίσετε, αλλά θα σας το υπενθυμίσω και το πρωί λίγο πριν βγείτε στον αέρα. Φυσικά, θα θέλετε ν’ αναφέρετε επίσης ότι ξεκινάτε από εδώ, την Καλιφόρνια, μια περιοδεία τριών εβδομάδων σε όλη τη χώρα».

«Μμμ. Το πατέ είναι αρκετά καλό. Θα θέλατε λίγο;» «Όχι, ευχαριστώ. Φάτε εσείς». Η Τ ζούλιετ έλεγξε τη λίστα της και άπλωσε το χέρι να πιάσει το κρασί της χωρίς να τον κοιτάξει. Το εστιατόριο ήταν κομψό και ήσυχο, αλλά αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Και σ’ ένα πολύβουο μπαρ της Στριπ Μπούλεβαρντ να βρίσκονταν, εκείνη πάλι με τις σημειώσεις της θα ασχολούνταν. «Αμέσως μετά το πρωινό σόου θα πάμε για ένα ραδιοφωνικό σποτάκι. Ακολουθεί γεύμα με τον ρεπόρτερ των Τάιμς. Έχει δημοσιευτεί ήδη ένα άρθρο για το βιβλίο σας στην Τρίμπιουν. Σας έχω ένα απόκομμα. Θα θέλατε ίσως ν’ αναφέρετε και τα δύο προηγούμενα βιβλία σας, αλλά καλύτερα να επικεντρωθείτε στο καινούριο. Δε θα σας βλάψει να αναφέρετε και κάποιες από τις μεγαλύτερες πόλεις της περιοδείας σας. Ντένβερ, Ντάλας, Σικάγο, Νέα Υόρκη... Στη συνέχεια έχετε την υπογραφή των βιβλίων σας, ένα σποτάκι στις βραδινές ειδήσεις και δείπνο με δύο αντιπροσώπους βιβλιοπωλείων. Την επομένη...» «Μία μέρα τη φορά», την έκοψε μαλακά ο Κάρλο. «Έτσι κινδυνεύετε λιγότερο να σας δείξω τα δόντια μου». «Εντάξει». Η Τ ζούλιετ έκλεισε την ατζέντα και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί της. «Στο κάτω κάτω, οι λεπτομέρειες είναι δική μου δουλειά, δική σας δουλειά είναι να υπογράφετε βιβλία και να είστε γοητευτικός». Ο Κάρλο τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του. «Τότε κανείς από τους δυο μας δε θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει πρόβλημα. Το να είμαι γοητευτικός είναι η ζωή μου». Την ειρωνευόταν ή αυτοσαρκαζόταν; «Και απ’ ό,τι έχω δει, έχετε γίνει εξπέρ σ’ αυτό». «Αυτό είναι δώρο, κάρα». Τα σκούρα βαθουλωτά μάτια του καθρέφτιζαν ενθουσιασμό και χιούμορ. «Αντίθετα με τις δεξιότητες που αποκτάς με την εξάσκηση».

Ώστε ειρωνευόταν και τους δυο τους, συνειδητοποίησε η Τ ζούλιετ. Θα ήταν δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα σοφό, να μην τον συμπαθήσει γι’ αυτό. Όταν της σέρβιραν την μπριζόλα της, την κοίταξε αφηρημένα. Αντίθετα ο Κάρλο περιεργάστηκε το μοσχαράκι του σαν να ήταν ένας όμορφος παλιός πίνακας. Όχι, συνειδητοποίησε η Τ ζούλιετ ύστερα από λίγο, το περιεργάστηκε σαν να ήταν μια νέα, όμορφη γυναίκα. «Η εμφάνιση στο φαγητό όπως και στους ανθρώπους είναι σημαντική», της είπε χαμογελώντας κι έκοψε το μοσχαράκι του. «Και, όπως και στους ανθρώπους, μπορεί να σε ξεγελάσει». Η Τ ζούλιετ τον παρακολούθησε να δοκιμάζει την πρώτη μπουκιά, αργά, με μισόκλειστα μάτια. Ένιωσε ένα περίεργο μούδιασμα στη βάση της σπονδυλικής της στήλης. Και μια γυναίκα με τον ίδιο τρόπο θα τη γευόταν. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Αργά. «Καλό», της είπε ύστερα από λίγο. «Τ ίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο». Η Τ ζούλιετ δεν κατάφερε να συγκρατήσει το μειδίαμά της καθώς έκοβε την μπριζόλα της. «Το δικό σας είναι καλύτερο, φυσικά». Ο Κάρλο ύψωσε τους ώμους του· μία κίνηση αλαζονείας. «Φυσικά. Είναι σαν να συγκρίνετε μια χαριτωμένη κοπέλα με μια όμορφη γυναίκα». Όταν η Τ ζούλιετ τον κοίταξε, εκείνος σήκωνε το πιρούνι του. Την περιεργάστηκε. «Δοκιμάστε», την παρότρυνε και η απλή λέξη την έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τίποτε χωρίς να το δοκιμάζουμε, Τ ζούλιετ». Εκείνη ύψωσε τους ώμους της και τον άφησε να την ταΐσει τη μικρή μπουκιά μοσχαράκι. Ήταν πιπεράτο, ένιωσε στη γλώσσα της το κρέας ζουμερό και ζεστό. «Είναι καλό». «Καλό, σι. Αλλά αυτά που μαγειρεύει ο Φρανκόνι δεν είναι ποτέ απλώς καλά. Αν ήταν απλώς καλά, θα τα πετούσα στα σκουπίδια, θα τα τάιζα στ’ αδέσποτα στους δρόμους». Το γέλιο της τον ενθουσίασε.

«Αν κάτι δεν είναι ιδιαίτερο, είναι κοινότοπο». «Αυτό είναι αλήθεια». Η Τ ζούλιετ έβγαλε ασυναίσθητα τα παπούτσια της. «Αλλά πάλι, υποθέτω ότι αντιμετώπιζα πάντα το φαγητό σαν μια βασική ανάγκη». «Ανάγκη;» Ο Κάρλο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Το είχε ξανακούσει αυτό, αλλά εξακολουθούσε να το θεωρεί ιεροσυλία. «Μαντόνα, έχετε πολλά να μάθετε. Όταν κάποιος ξέρει πώς να τρώει, πώς να εκτιμά το φαγητό, βιώνει μια απόλαυση που περνά σε δεύτερη μοίρα μόνο μπροστά στον έρωτα. Αρώματα, ουσίες, γεύσεις. Να τρως μόνο για να γεμίσεις το στομάχι σου; Είναι βάρβαρο». «Συγνώμη». Η Τ ζούλιετ έφαγε άλλη μια μπουκιά από την μπριζόλα της. Ήταν τρυφερή και καλοψημένη. Αλλά ήταν απλώς ένα κομμάτι κρέας. Δεν το είχε αντιμετωπίσει ποτέ σαν κάτι αισθησιακό ή ρομαντικό, ήταν μόνο κάτι που γέμιζε το στομάχι της. «Γι’ αυτό γίνατε μάγειρας; Γιατί βρίσκετε το φαγητό σέξι;» Ο Κάρλο μόρφασε. «Έγινα σεφ, κάρα μία». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε, βγάζοντας για πρώτη φορά μια υποψία χιούμορ και σκανταλιάς. «Ποια η διαφορά;» «Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο άλογο που ζεύεις στο άροτρο και σ’ ένα καθαρόαιμο; Ανάμεσα στον πηλό και την πορσελάνη;» Η Τ ζούλιετ ακούμπησε τη γλώσσα στο χείλος του ποτηριού της, διασκεδάζοντας. «Πολλοί μπορεί να πουν τα δολάρια». «Όχι, όχι, αγάπη μου. Τα χρήματα είναι μόνο το αποτέλεσμα, όχι η αιτία. Ο μάγειρας φτιάχνει χάμπουργκερ μέσα σε μια λιγδιασμένη κουζίνα που βρομάει κρεμμυδίλα πίσω από έναν πάγκο όπου οι πελάτες ζουλούν πλαστικά μπουκάλια με κέτσαπ και μουστάρδα. Ο σεφ δημιουργεί...» Έκανε έναν κύκλο με το χέρι του. «...μια εμπειρία». Η Τ ζούλιετ σήκωσε το ποτήρι και χαμήλωσε τις βλεφαρίδες της, αλλά δεν έκρυψε το χαμόγελό της. «Κατάλαβα».

Ο Κάρλο, αν ήθελε, μπορούσε να προσβληθεί πολύ εύκολα από ένα βλέμμα και να φανεί αμείλικτος μ’ αυτόν που του το είχε ρίξει, αποφάσισε όμως ότι του άρεσε το στυλ της. «Το διασκεδάζετε. Αλλά δεν έχετε δοκιμάσει τον Φρανκόνι». Περίμενε μέχρι που η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε ειρωνικά και δύσπιστα συνάμα. «Ακόμα». Ο άνθρωπος αυτός είχε το ταλέντο να μετατρέπει την πιο απλή κουβέντα σε ερωτικό υπονοούμενο, ήταν η πρώτη της σκέψη. Θα ήταν πρόκληση να τα βγάλει πέρα μαζί του χωρίς να υποκύψει. «Αλλά δε μου απαντήσατε γιατί γίνατε σεφ». «Δεν μπορώ να ζωγραφίσω ή να φτιάξω ένα άγαλμα. Δεν έχω την υπομονή ή το ταλέντο να γράψω σονέτα. Υπάρχουν άλλοι τρόποι να δημιουργήσεις, να κάνεις τέχνη». Η Τ ζούλιετ κατάλαβε με έκπληξη αλλά και σεβασμό ότι ο Κάρλο μιλούσε σοβαρά. «Αλλά η ζωγραφική, η γλυπτική, η ποίηση υπάρχουν αιώνες μετά τη δημιουργία τους. Αν εσείς φτιάξετε ένα σουφλέ, τη μια στιγμή είναι εδώ και την άλλη πάει, εξαφανίστηκε». «Η πρόκληση είναι να καταφέρεις να το φτιάξεις και να το ξαναφτιάξεις. Η τέχνη δεν είναι ανάγκη να απεικονίζεται πίσω από ένα τζάμι ή ν’ αποτυπώνεται στον μπρούντζο, Τ ζούλιετ, πρέπει απλώς να την απολαμβάνεις. Έχω μια φίλη...» Το μυαλό του ταξίδεψε στη Σάμερ Λίντον –όχι, Σάμερ Κόκραν πλέον. «Φτιάχνει θεϊκά γλυκά. Όταν φας ένα, νιώθεις βασιλιάς». «Τότε η μαγειρική είναι μαγεία ή τέχνη;» «Και τα δύο. Όπως και ο έρωτας. Και νομίζω ότι εσείς, Τ ζούλιετ Τ ρεντ, τρώτε πολύ λίγο». Το βλέμμα της έσμιξε με το δικό του όπως ακριβώς το περίμενε ο Κάρλο. «Δεν πιστεύω στην άμετρη απόλαυση, κύριε Φρανκόνι. Οδηγεί στην απώλεια της αίσθησης του μέτρου». «Στην απλή απόλαυση τότε». Ο Κάρλο σήκωσε το ποτήρι του. Το

χαμόγελο είχε επιστρέψει στα χείλη του, γοητευτικό και επικίνδυνο. «Με μέτρο».

Μπορούσαν να πάνε όλα στραβά. Γι’ αυτό έπρεπε να το προβλέψεις, να το περιμένεις –και να το αποφύγεις. Η Τ ζούλιετ ήξερε ότι πολλά μπορούσαν να στραβώσουν σε μια εικοσάλεπτη ζωντανή συνέντευξη στις εφτάμισι το πρωί της Δευτέρας. Ήλπιζες για το καλύτερο και έμενες ευχαριστημένος με το όχι και τόσο κακό. Ακόμα κι εκείνη δεν περίμενε το τέλειο την πρώτη μέρα μιας περιοδείας. Και δεν της ήταν εύκολο να εξηγήσει γιατί ενοχλήθηκε όταν εκείνος τα κατάφερε. Η πρωινή συνέντευξη κύλησε άψογα. Δεν έβρισκε άλλες λέξεις να την περιγράψει καθώς παρακολουθούσε τη Λιζ Μαρκς να συνεχίζει να γελά και ν’ αστειεύεται με τον Κάρλο ακόμη και όταν έσβησαν οι κάμερες. Ο Κάρλο ήταν πολύ καπάτσος και διέθετε πηγαίο ταλέντο. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, με πολύ αβρό τρόπο, είχε κυριαρχήσει κυριολεκτικά στη συζήτηση, θαμπώνοντας με τη γοητεία του την οικοδέσποινά του. Δυο φορές είχε κάνει τη βετεράνο των πρωινάδικων, εδώ και δέκα χρόνια, να χασκογελάσει σαν κοριτσάκι. Και μια φορά, προς μεγάλη της έκπληξη, η Τ ζούλιετ θυμήθηκε ότι την είχε δει να κοκκινίζει. Ναι. Άλλαξε χέρι στο βαρύ χαρτοφύλακά της. Ο Φρανκόνι διέθετε πηγαίο ταλέντο. Αυτό θα έπρεπε να διευκολύνει τη δουλειά της. Χασμουρήθηκε και τον αναθεμάτισε. Η Τ ζούλιετ κοιμόταν πάντα καλά στα ξενοδοχεία. Πάντα. Εκτός από το προηγούμενο βράδυ. Σε κάποιον τρίτον θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έφταιγαν οι πολλοί καφέδες και το άγχος της πρώτης μέρας. Εκείνη όμως ήξερε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος. Θα μπορούσε να πιει μια ολόκληρη καφετιέρα στις δέκα και στις έντεκα το βράδυ

και στη συνέχεια να την πάρει αμέσως ο ύπνος. Ο οργανισμός της ήταν πολύ πειθαρχημένος. Με εξαίρεση το προηγούμενο βράδυ. Λίγο ακόμα και θα τον είχε ονειρευτεί. Αν δεν είχε πεταχτεί από το κρεβάτι στις δύο τα ξημερώματα, θα τον είχε ονειρευτεί. Και αυτός δεν ήταν τρόπος να ξεκινήσεις μια μεγάλη και πολύ σημαντική περιοδεία μ’ ένα συγγραφέα. Πάντως τώρα, είπε στον εαυτό της, αν είχε να διαλέξει ανάμεσα σε μερικές γελοίες φαντασιώσεις και την κούραση, θα επέλεγε την κούραση. Έπνιξε άλλο ένα χασμουρητό και κοίταξε το ρολόι της. Η Λιζ είχε πιάσει αγκαζέ τον Κάρλο και δεν έδειχνε διατεθειμένη να τον αφήσει, εκτός κι αν της τον έπαιρνε κάποιος με το ζόρι. Η Τ ζούλιετ αναστέναξε και αποφάσισε να μπει στη μέση. «Μις Μαρκς, το σόου ήταν υπέροχο», της είπε και της άπλωσε το χέρι. Με φανερή απροθυμία, η Λιζ άφησε τον Κάρλο και της το έσφιξε. «Σας ευχαριστώ, μις...» «Τ ρεντ», συμπλήρωσε η Τ ζούλιετ απτόητη. «Η Τ ζούλιετ είναι η διαφημίστριά μου», είπε ο Κάρλο στη Λιζ, αν και οι δυο γυναίκες είχαν ξανασυστηθεί πριν από μια ώρα. «Αυτή ρυθμίζει το πρόγραμμά μου». «Ναι, και φοβάμαι ότι ο κύριος Φρανκόνι πρέπει να βιαστεί. Έχει ένα ραδιοφωνικό σποτ σε μισή ώρα». «Αφού πρέπει», είπε η Λιζ και αγνοώντας την Τ ζούλιετ, στράφηκε πάλι στον Κάρλο. «Έχετε έναν καταπληκτικό τρόπο να ξεκινάτε τη μέρα. Κρίμα που δε θα μείνετε περισσότερο στην πόλη». «Κρίμα», συμφώνησε ο Κάρλο και φίλησε τα ακροδάχτυλα της Λιζ. Σαν να βλέπω παλιά ταινία, σκέφτηκε ανυπόμονα η Τ ζούλιετ. Λείπουν μόνο τα βιολιά. «Σας ευχαριστώ και πάλι, μις Μαρκς». Η Τ ζούλιετ επιστράτευσε το πιο διπλωματικό της χαμόγελο όταν έπιασε τον Κάρλο από το

μπράτσο για να τον οδηγήσει έξω από το στούντιο. Στο κάτω κάτω θα ξαναχρειαζόταν τη Λιζ Μαρκς. «Είμαστε λίγο βιαστικοί», μουρμούρισε ενώ διέσχιζαν τη ρεσεψιόν. Το τηλεοπτικό σόου είχε τελειώσει και είχαν κι άλλα ψάρια να πιάσουν. «Η ραδιοφωνική εκπομπή που θα παρουσιάσει το διαφημιστικό σποτ είναι από τις πρώτες σε ακροαματικότητα. Παίζει τα τοπ σαράντα χιτς, αλλά και κλασική ροκ. Τη συγκεκριμένη ώρα απευθύνεται σ’ ένα κοινό ηλικίας από δεκαοχτώ ως τριάντα πέντε χρονών. Σε συνδυασμό με το κοινό του πρωινού τηλεοπτικού σόου, που απευθύνεται κυρίως σε γυναίκες ηλικίας από είκοσι πέντε ως πενήντα χρονών, έχουμε ένα κοινό με εξαιρετική αγοραστική δύναμη». Ο Κάρλο την άκουγε με φαινομενικό ενδιαφέρον και φτάνοντας πρώτος στη λιμουζίνα, άνοιξε ο ίδιος την πόρτα. «Και είναι σημαντικό αυτό;» «Ασφαλώς». Η ερώτησή του, που τη θεώρησε εντελώς χαζή, της απέσπασε την προσοχή και η Τ ζούλιετ μπήκε πρώτη στη λιμουζίνα. «Έχουμε πολύ σφιχτό πρόγραμμα στο Λος Άντζελες», του είπε και δε βρήκε το λόγο να του αναφέρει ότι υπήρχαν πόλεις όπου δε θα ήταν τόσο απασχολημένοι. «Ένα πετυχημένο πρωινό τοκ σόου, μία δημοφιλής ραδιοφωνική εκπομπή, δύο συνεντεύξεις σε εφημερίδες και δύο σύντομα σποτ στις βραδινές ειδήσεις και στο Σίμσον Σόου». Το τελευταίο το είπε με μια κρυφή ικανοποίηση. Η εμφάνισή του στο Σίμσον Σόου αντιστάθμιζε στον προϋπολογισμό της τα έξοδα για τη λιμουζίνα. «Ώστε είσαι ευχαριστημένη». «Ναι, βέβαια», του απάντησε και έβγαλε ένα ντοσιέ από το χαρτοφύλακά της για να επιβεβαιώσει το όνομα του συνδέσμου της στο ραδιοφωνικό σταθμό. «Τότε γιατί δείχνεις τόσο τσατισμένη;» «Δεν ξέρω τι εννοείτε».

«Έχεις μια ρυτίδα... εδώ», της είπε ο Κάρλο κι έσυρε το ακροδάχτυλό του ανάμεσα στα φρύδια της. Το άγγιγμά του την έκανε να τιναχτεί πίσω προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Εκείνος τότε έγειρε απλώς το κεφάλι του κι έμεινε να την κοιτάζει. «Μπορεί να χαμογελάς και να μιλάς ευγενικά και ήρεμα, αλλά η ρυτίδα σε προδίδει». «Έμεινα πολύ ευχαριστημένη από το σόου», του είπε πάλι. «Αλλά;» Πολύ καλά, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ, πας γυρεύοντας. «Μπορεί να με τσατίζει να βλέπω μια γυναίκα να γελοιοποιείται», του δήλωσε και έχωσε απότομα το ντοσιέ στο χαρτοφύλακά της. «Η Λιζ Μαρκς είναι παντρεμένη, ξέρετε». «Το πρώτο πράγμα που φροντίζω να δω σε μια γυναίκα είναι αν φοράει βέρα», της απάντησε ο Κάρλο, υψώνοντας τους ώμους του. «Οι οδηγίες σου ήταν να είμαι γοητευτικός, σωστά;» «Μπορεί η λέξη γοητεία να έχει διαφορετική έννοια στην Ιταλία». «Όπως σου είπα, πρέπει να έρθεις στη Ρώμη». «Υποθέτω ότι το απολαμβάνετε να κάνετε τις γυναίκες να τους τρέχουν τα σάλια». Της χαμογέλασε αβίαστα, ελκυστικά, αθώα. «Μα βέβαια». Η Τ ζούλιετ έπνιξε το γάργαρο γέλιο που ανέβηκε στο λαιμό της. Δε θα υπέκυπτε στη γοητεία του. «Θα έχετε να κάνετε και με άντρες σ’ αυτή την περιοδεία». «Σου υπόσχομαι να μη φιλήσω τα ακροδάχτυλα του Σίμσον». Αυτή τη φορά το γέλιο της ξέφυγε. Για μια στιγμή χαλάρωσε και αφέθηκε να το απολαύσει. Ο Κάρλο διέκρινε, έστω και φευγαλέα, τα νιάτα και τη ζωντάνια που έκρυβε κάτω από την πειθαρχία. Θα του άρεσε να την έβλεπε περισσότερο έτσι, να γελά τόσο μ’ εκείνον όσο και με τον εαυτό της. Θα ήταν πρόκληση, σκέφτηκε, να βρει τα σωστά κουμπιά που θα έπρεπε να πατήσει ώστε να βλέπει πιο συχνά

το γέλιο στα μάτια της. Του άρεσαν οι προκλήσεις –ιδιαίτερα όταν αφορούσαν γυναίκα. «Τ ζούλιετ». Έλεγε τ’ όνομά της όπως μόνο ένας Ευρωπαίος θα μπορούσε να το προφέρει. «Δεν πρέπει ν’ ανησυχείς. Η παντρεμένη Λιζ απόλαυσε ένα απλό φλερτ μ’ έναν άντρα που το πιθανότερο είναι να μην ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Ακίνδυνο. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο η αποψινή βραδιά με τον άντρα της να επιφυλάσσει περισσότερο ρομαντισμό και για τους δύο». Η Τ ζούλιετ τον κοίταξε για μια στιγμή κατάματα. «Μήπως έχετε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας;» Ο Κάρλο χαμογέλασε. Δεν ήταν σίγουρος αν ένιωθε ανακούφιση ή λύπη που δεν είχε ξανασυναντήσει άλλη γυναίκα που να της μοιάζει. «Όχι μεγαλύτερη από αυτήν που μου αξίζει, κάρα. Κάθε άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα αφήνει τη σφραγίδα του στον άλλον. Εσύ θα ήθελες να φύγεις από τούτο τον κόσμο χωρίς να έχεις ταράξει καθόλου τα νερά;» Όχι, όχι, αυτό δεν το ήθελε καθόλου. Η Τ ζούλιετ ξάπλωσε πίσω, αποφασισμένη να μείνει ακλόνητη στη θέση της. «Υποθέτω ότι μερικοί από εμάς επιμένουν να ταράζουν τα νερά περισσότερο απ’ όσο κάποιοι άλλοι». Ο Κάρλο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Εμένα δε μου αρέσει να κάνω τίποτε σε μικρή κλίμακα». «Προσέξτε, κύριε Φρανκόνι, διαφορετικά θ’ αρχίσετε να πιστεύετε στην εικόνα σας». Η λιμουζίνα είχε σταματήσει, αλλά προτού προλάβει η Τ ζούλιετ ν’ ανοίξει την πόρτα, ο Κάρλο την άρπαξε από το χέρι. Όταν στράφηκε να τον κοιτάξει, δεν είδε τον ευγενικό, ερωτιάρη Ιταλό σεφ, αλλά έναν άντρα με πυγμή. Έναν άντρα που ήξερε πολύ καλά ως πού μπορούσε να φτάσει. Η Τ ζούλιετ δεν τραβήχτηκε, αλλά δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί

πόσες άλλες γυναίκες είχαν διακρίνει, άραγε, αυτή την ατσάλινη δύναμη κάτω από το μετάξι. «Δε χρειάζομαι κολακείες, Τ ζούλιετ». Η φωνή του ήταν απαλή, σαγηνευτική, υπέροχη. Αλλά και κοφτερή σαν ξυράφι. «Ο Φρανκόνι είναι ο Φρανκόνι. Δέξου με όπως με βλέπεις, ή πήγαινε στο διάβολο». Λέγοντας αυτά, ο Κάρλο βγήκε σβέλτα από τη λιμουζίνα. Αμέσως γύρισε, την έπιασε από το χέρι και τη βοήθησε να βγει κι εκείνη. Η κίνησή του ήταν ευγενική, ακόμα και συνηθισμένη, έδειχνε σεβασμό. Ήταν μια κίνηση, συνειδητοποίησε η Τ ζούλιετ, που υποδήλωνε τις θέσεις τους. Τη θέση ενός άντρα απέναντι σε μια γυναίκα. Με το που πάτησε το πόδι της στο πεζοδρόμιο, τράβηξε το χέρι της από το δικό του.

Αφού τέλειωσαν με τα δύο σόου και το επαγγελματικό γεύμα, η Τ ζούλιετ άφησε τον Κάρλο στο βιβλιοπωλείο, όπου οι γυναίκες είχαν κάνει ήδη ουρά για να δουν τον Φρανκόνι και ν’ ανταλλάξουν μερικές κουβέντες μαζί του. Από τη στιγμή που είχαν τελειώσει με τον ρεπόρτερ και το φωτογράφο, ένας άντρας σαν τον Φρανκόνι δε θα χρειαζόταν τη βοήθειά της για να τα βγάλει πέρα με το πλήθος των θαυμαστριών του. Πήρε λοιπόν κι αυτή κάμποσα κέρματα, την πιστωτική της κάρτα και πήγε να βρει έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Τα πρώτα σαράντα πέντε λεπτά τα πέρασε μιλώντας με τη βοηθό της στη Νέα Υόρκη. Η Τ ζούλιετ γέμισε ένα σημειωματάριο με ημερομηνίες, ώρες και ονόματα, ενώ τ’ αυτοκίνητα διέσχιζαν τους δρόμους του Λος Άντζελες έξω από τον τηλεφωνικό θάλαμο. Ένιωσε τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι στην πλάτη της και αναρωτήθηκε αν είχε διαλέξει το πιο ζεστό μέρος της πόλης για να κάνει τα τηλεφωνήματά της.

Στο Ντένβερ τα πράγματα εξακολουθούσαν να μη δείχνουν τόσο ευοίωνα όσο θα ήθελε, αλλά στο Ντάλας... Η Τ ζούλιετ δάγκωσε το κάτω χείλι της καθώς κρατούσε σημειώσεις. Στο Ντάλας θα ήταν φανταστικά. Ίσως θα έπρεπε να διπλασιάσει τη δόση των βιταμινών που έπαιρνε για να τα βγάλει πέρα εκείνες τις συγκεκριμένες είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά θα ήταν φανταστικά. Αφού έκλεισε με τη Νέα Υόρκη, η Τ ζούλιετ τηλεφώνησε στον πρώτο από τους ανθρώπους της στο Σαν Φρανσίσκο. Δέκα λεπτά αργότερα, έτριζε τα δόντια της. Όχι, ο σύνδεσμός της στο εμπορικό κέντρο είχε πέσει στο κρεβάτι με γρίπη. Λυπόταν, λυπόταν πραγματικά που ο άνθρωπος ήταν άρρωστος. Ήταν ανάγκη όμως κι αυτός ν’ αρρωστήσει τώρα, χωρίς μάλιστα να φροντίσει ν’ αφήσει ένα μυαλωμένο αντικαταστάτη στο πόδι του; Της είχε απαντήσει μια κοπελίτσα με τσιριχτή φωνή. Ναι, γνώριζε για την επίδειξη μαγειρικής. Ναι, ήξερε τα πάντα, θα ήταν ωραία, σωστά; Μπαλαντέζες; Ωχ, ειλικρινά, γι’ αυτό δεν είχε ιδέα. Ίσως θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιον συντηρητή. Τ ραπέζι... καρέκλες; Ε, καλά, κάτι θα μπορούσε να βρει αν ήταν πραγματικά απαραίτητο. Μέχρι να τελειώσει τη συζήτηση, η Τ ζούλιετ είχε βγάλει το κουτί με τις ασπιρίνες από την τσάντα της. Τ ώρα θα έπρεπε να πάει στο πολυκατάστημα τουλάχιστον δυο ώρες πριν από την επίδειξη για να βεβαιωθεί ότι όλα θα ήταν εντάξει. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να στριμώξει το πρόγραμμα. Αφού τέλειωσε τα τηλεφωνήματά της, βγήκε από το γωνιακό θάλαμο με τις ασπιρίνες στο χέρι και ξαναγύρισε στο βιβλιοπωλείο, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν να της δώσουν ένα ποτήρι νερό και να της παραχωρήσουν μια ήσυχη γωνιά να καθίσει. Δεν της έδωσαν την παραμικρή προσοχή. Και εξωγήινη να ήταν, πάλι δε θα της είχαν δώσει σημασία. Το μικρό, κομψό βιβλιοπωλείο αντηχούσε από τα γέλια. Δεν είχε μείνει ούτε ένας πωλητής πίσω

από τον πάγκο. Στη δεξιά γωνιά του καταστήματος καθόταν ο Φρανκόνι και τραβούσε τους πάντες σαν μαγνήτης. Αυτή τη φορά δεν τον είχαν περικυκλώσει μόνο οι γυναίκες, πράγμα που είχε ενδιαφέρον. Υπήρχαν και άντρες στο πλήθος. Κάποιους μπορεί να τους είχαν φέρει μέχρι εκεί οι γυναίκες τους με το ζόρι, αλλά τώρα το απολάμβαναν. Η ατμόσφαιρα θύμιζε κοκτέιλ πάρτι, χωρίς όμως τον καπνό από τα τσιγάρα και τ’ άδεια ποτήρια από τα ποτά. Η Τ ζούλιετ δεν κατάφερε καν να τον διακρίνει καθώς προχωρούσε προς το πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου. Τον είχαν περιτριγυρίσει, τον είχαν περικυκλώσει στην κυριολεξία. Κουνώντας τις ασπιρίνες στο χέρι της, χάρηκε που θα μπορούσε να βρει μια δική της γωνιά κάπου. Μπορεί να κέρδιζε αυτός όλη τη δόξα, αλλά δε θα ήθελε με τίποτα ν’ αλλάξει θέση μαζί του. Κοίταξε το ρολόι της και διαπίστωσε ότι είχε άλλη μια ώρα στη διάθεσή του. Άραγε θα κατάφερνε να προλάβει να ευχαριστήσει όλο αυτό τον κόσμο σ’ αυτό το διάστημα; Έριξε τις ασπιρίνες στην τσέπη της φούστας της και άρχισε να ψάχνει μήπως βρει πουθενά κανένα σκαμπό. «Είναι φανταστικός, δεν είναι;» άκουσε μια γυναίκα να λέει σιγανά από το δίπλα διάδρομο με τα βιβλία. «Μα το Θεό, ναι. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που μ’ έπεισες να έρθω». «Γι’ αυτό δεν είναι οι φίλες;» «Νόμιζα ότι θα πλήξω θανάσιμα. Και νιώθω σαν παιδί σε ροκ συναυλία. Έχει πολύ...» «Στυλ», συμπλήρωσε η άλλη φωνή. «Αν τύχαινε να μπει ένας τέτοιος άντρας στη ζωή μου, δε θα τον άφηνα να ξαναβγεί ποτέ». Η Τ ζούλιετ έκανε περίεργη το γύρο του διαδρόμου. Δεν ήξερε τι περίμενε να δει –νεαρές νοικοκυρές, φοιτήτριες. Είδε, όμως, δυο

γοητευτικές τριαντάρες με κομψά επαγγελματικά κουστούμια. «Πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο», είπε η μία, ρίχνοντας μια ματιά στο χρυσό Ρόλεξ της. «Έχω μια συνάντηση στις τρεις». «Κι εγώ πρέπει να γυρίσω στο δικαστήριο». Οι δυο γυναίκες έβαλαν τα βιβλία με την ιδιόχειρη υπογραφή του συγγραφέα στους δερμάτινους χαρτοφύλακές τους. «Πώς γίνεται και κανένας από τους εκάστοτε καβαλιέρους μου δεν έχει καταφέρει να μου φιλήσει το χέρι χωρίς να θεωρήσω την κίνησή του σκηνή από μονόπρακτο;» «Στυλ. Τα πάντα έχουν να κάνουν με το στυλ». Μ’ αυτή την παρατήρηση, ή το παράπονο, οι δυο γυναίκες χάθηκαν μέσα στο πλήθος. Στις τρεις και τέταρτο, ο Κάρλο εξακολουθούσε να υπογράφει βιβλία, αλλά ο κόσμος είχε μειωθεί αισθητά, έτσι η Τ ζούλιετ μπορούσε τώρα να τον δει. Ναι, διέθετε στυλ, αναγκάστηκε να παραδεχτεί. Δεν ξεπετούσε κανέναν απ’ όσους πλησίαζαν στο τραπέζι με το βιβλίο του στο χέρι μ’ ένα γρήγορο αυτόγραφο κι ένα τυπικό χαμόγελο. Τους έπιανε κουβέντα, διασκέδαζε μαζί τους, ανεξάρτητα από το αν είχε μπροστά του μια γιαγιά που μύριζε λεβάντα ή μια νεαρή γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά. Μα πώς ήξερε τι έπρεπε να πει στον καθένα ώστε άλλον να τον κάνει να φεύγει με το γέλιο, άλλον με το χαμόγελο κι άλλον με τον αναστεναγμό στα χείλη; Αυτή ήταν η πρώτη μέρα της περιοδείας, θύμισε στον εαυτό της. Ο Κάρλο θα κατάφερνε να κρατηθεί σ’ αυτό το επίπεδο για τρεις ολόκληρες βδομάδες; Ο χρόνος θα έδειχνε, σκέφτηκε, και αποφάσισε ότι μπορούσε να του δώσει δεκαπέντε λεπτά ακόμα προτού τον παρασύρει προς την έξοδο. Ακόμα και με τη μισή ώρα παράταση, το έργο της Τ ζούλιετ δεν ήταν εύκολο. Στο μυαλό της είχε αρχίσει να σχηματίζεται ήδη η

εικόνα που θα διαμόρφωνε το ρυθμό της περιοδείας. Ο Κάρλο θα γοήτευε και θα ενθουσίαζε, κι εκείνη θα έπαιζε τον άχαρο ρόλο του λοχία. Γι’ αυτό την πλήρωναν, θύμισε στον εαυτό της και άρχισε να οδηγεί χαμογελαστή τον κόσμο προς την έξοδο. Μέχρι τις τέσσερις είχαν μείνει μόνο μια φούχτα επίμονοι. Με σιδερένια πυγμή, η Τ ζούλιετ ζήτησε συγνώμη και απαγκίστρωσε τον Κάρλο από τα νύχια τους. «Πήγε πολύ καλά», τον πληροφόρησε όταν βγήκαν στο πεζοδρόμιο. «Ο ένας από τους πωλητές μού είπε ότι πούλησαν σχεδόν όλο το στοκ που είχαν. Αυτό με κάνει ν’ αναρωτιέμαι πόσος κόσμος θα μαγειρέψει μακαρόνια στο Λος Άντζελες απόψε. Άλλος ένας θρίαμβος για σήμερα». «Γκράτσιε». «Πρέγκο. Όπως και να ’χει, δε θ’ αφήνουμε πάντα το ρεύμα να μας παρασύρει και να μας βγάζει μία ώρα από το πρόγραμμα», συνέχισε η Τ ζούλιετ όταν έκλεισε η πόρτα της λιμουζίνας πίσω της. «Θα βοηθούσε αν προσπαθούσατε να έχετε το νου σας στην ώρα και να επιταχύνετε το ρυθμό, ας πούμε μισή ώρα πριν την εκπνοή του χρόνου. Σας μένουν μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά προτού βγείτε στον αέρα...» «Ωραία». Ο Κάρλο πάτησε ένα κουμπί και είπε στον οδηγό να τους κάνει μια βόλτα. «Μα...» «Ακόμα κι εγώ χρειάζομαι να χαλαρώσω λίγο», τη διέκοψε κι άνοιξε το εντοιχισμένο μπαρ. «Κονιάκ», αποφάσισε και σέρβιρε δυο ποτήρια χωρίς να τη ρωτήσει. «Εσύ είχες δύο ώρες να τριγυρίσεις στα μαγαζιά και να χαζέψεις». Ξάπλωσε πίσω και άπλωσε τα πόδια του. Η Τ ζούλιετ θυμήθηκε τη μιάμιση ώρα που είχε φάει στο τηλέφωνο και την ώρα που της είχε πάρει ν’ αδειάσει το βιβλιοπωλείο από τον κόσμο. Είχε περάσει δυόμισι ώρες όρθια, αλλά δεν είπε τίποτε. Το

κονιάκ κατέβηκε γλυκά στο λαιμό της και τη ζέστανε. «Το σποτ στις ειδήσεις θα κρατήσει τέσσερα με τεσσεράμισι λεπτά. Δε φαίνεται πολύς χρόνος, αλλά θα ξαφνιαστείτε με το πόσα θα προλάβετε να κάνετε. Φροντίστε ν’ αναφέρετε οπωσδήποτε τον τίτλο του βιβλίου, αλλά και την επίδειξη και την υπογραφή αυτογράφων στο κολέγιο αύριο το απόγευμα. Η αισθησιακή πλευρά του φαγητού, το μαγείρεμα και η απόλαυσή του προσφέρονται για συζήτηση. Αν θα...» «Μήπως θα ήθελες να δώσεις εσύ τη συνέντευξη για λογαριασμό μου;» τη ρώτησε τόσο ευγενικά που η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Ώστε μπορούσε να τσατιστεί κι εκείνος. «Χειρίζεστε πολύ καλά τις συνεντεύξεις, κύριε Φρανκόνι, αλλά...» «Κάρλο», την έκοψε εκείνος και προτού προλάβει ν’ ανοίξει το σημειωματάριό της, την έπιασε από τον καρπό. «Κάρλο με λένε, και κρύψε αυτές τις αναθεματισμένες τις σημειώσεις για δέκα λεπτά. Για πες μου, τυπικότατη Τ ζούλιετ Τ ρεντ, για ποιο λόγο βρισκόμαστε εδώ εμείς οι δυο;» Η Τ ζούλιετ έκανε να τραβήξει το χέρι της, αλλά η λαβή του ήταν πιο δυνατή απ’ ό,τι περίμενε. Για δεύτερη φορά ένιωσε στο πετσί της όλο το δυναμισμό, την ενέργεια και την αποφασιστικότητά του. «Για να προωθήσουμε το βιβλίο σου». «Σήμερα τα πήγαμε καλά, σι;» «Ναι, μέχρι στιγμής...» «Σήμερα τα πήγαμε καλά», είπε πάλι ο Κάρλο και άρχισε να την εκνευρίζει με τις συνεχείς διακοπές του. «Θα κάνω τη σύντομη εμφάνιση στο τοπικό δελτίο ειδήσεων, θα πω αυτά που έχω να πω, και στη συνέχεια θα παραστώ στο επαγγελματικό δείπνο, αν και θα προτιμούσα να φάω μια μπριζόλα και να πιω ένα μπουκάλι κρασί στο δωμάτιό μου, μόνος μαζί σου,

όπου θα μπορούσα να σε δω χωρίς το καθώς πρέπει επαγγελματικό κουστούμι σου και τους καθώς πρέπει επαγγελματικούς τρόπους σου». Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της ν’ ανατριχιάσει. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της ν’ αντιδράσει με τον οποιονδήποτε τρόπο. «Εδώ έχουμε έρθει για να κάνουμε μια δουλειά. Και αυτό είναι το μόνο που μ’ ενδιαφέρει». «Μπορεί». Είχε συμφωνήσει πάρα πολύ εύκολα. Σε αντίθεση όμως με τα λόγια του, ο Κάρλο μετέφερε το χέρι του στον αυχένα της. Το έκανε μαλακά, αλλά όχι τόσο ώστε να της δώσει το περιθώριο να ξεφύγει. «Αλλά έχουμε μια ώρα μέχρι να ξαναρχίσει η δουλειά. Σταμάτα λοιπόν να μου μιλάς για ωράρια». Ξαφνικά η Τ ζούλιετ συνειδητοποίησε ότι η λιμουζίνα μύριζε δέρμα. Ή μάλλον δέρμα, πολυτέλεια και Κάρλο. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Τα ωράρια, όπως είπες και μόνος σου το πρωί, είναι μέρος της δουλειάς μου». «Έχεις μια ώρα άδεια», της απάντησε και ύψωσε το φρύδι του προτού προλάβει εκείνη να μιλήσει. «Χαλάρωσε λοιπόν. Σε πονάνε τα πόδια σου, βγάλε τα παπούτσια σου και πιες το κονιάκ σου». Ο Κάρλο άφησε το δικό του ποτό, πήρε το χαρτοφύλακά της και τον ακούμπησε στο πάτωμα. Τ ώρα δεν υπήρχε τίποτε ανάμεσά τους. «Χαλάρωσε», της είπε πάλι, αλλά δεν τον πείραξε όταν την είδε να σφίγγεται. «Δε σκοπεύω να κάνω έρωτα μαζί σου στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου. Αυτή τη φορά». Χαμογέλασε όταν είδε το θυμό που καθρεφτίστηκε στα μάτια της, γιατί είχε διακρίνει και την αμφιβολία και την έξαψη επίσης. «Μια μέρα, μια μέρα σύντομα, θα βρω την κατάλληλη στιγμή γι’ αυτό, το κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη ατμόσφαιρα». Έσκυψε προς το μέρος της τόσο ώστε να νιώσει την ανάσα της να χαϊδεύει τρεμουλιαστή τα χείλη του. Αν έκανε το επόμενο βήμα

τώρα, θα τον χαστούκιζε. Το ήξερε. Και μπορεί κι αυτός ν’ απολάμβανε τη μάχη. Το κόκκινο χρώμα στα μάγουλά της δεν οφειλόταν στο μακιγιάζ της, αλλά στο πάθος. Το βλέμμα της ήταν σαν να τον προκαλούσε. Έμοιαζε να πιστεύει ότι το στόμα του θα αιχμαλώτιζε άγρια το δικό της, κολλώντας την πίσω στο κάθισμα. Και τον περίμενε, ατάραχη, έτοιμη. Εκείνος της χαμογέλασε, με τα χείλη του πολύ κοντά στα δικά της, μέχρι που ένιωσε την έντασή της να μεγαλώνει, να γίνεται ίδια με τη δική του. Άφησε το βλέμμα του να χαϊδέψει το στόμα της, να μαντέψει τη γεύση, την υφή, τη γλύκα του. Το πιγούνι της παρέμεινε υψωμένο προκλητικά ακόμα και όταν έσυρε τον αντίχειρά του στα χείλη της. Ο Κάρλο δεν έκανε ποτέ αυτό που περίμεναν από αυτόν. Με μια αργή, αβίαστη κίνηση, ξάπλωσε πίσω, σταύρωσε τα πόδια στους αστραγάλους και έκλεισε τα μάτια του. «Βγάλε τα παπούτσια σου», της είπε ξανά. «Τα ωράριά μου θα έπρεπε να συγχωνεύονται τέλεια με τα δικά σου». Και λέγοντας αυτά αποκοιμήθηκε, προς μεγάλη της έκπληξη. Δεν προσποιήθηκε ότι κοιμόταν, τον πήρε ο ύπνος για τα καλά, σαν να είχε κατεβάσει ένα διακόπτη. Η Τ ζούλιετ άφησε απότομα το μισογεμάτο ποτήρι της και σταύρωσε τα μπράτσα της. Ήταν θυμωμένη. Ναι, που να πάρει η οργή, ήταν θυμωμένη επειδή δεν την είχε φιλήσει. Όχι επειδή ήθελε να τη φιλήσει, είπε στον εαυτό της κοιτάζοντας έξω από το φιμέ τζάμι. Αλλά επειδή της είχε στερήσει την ευκαιρία να του δείξει τα νύχια της. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι πολύ θα της άρεσε να τα βουτήξει σε λίγο ιταλικό αίμα.

Κεφάλαιο 3 Οι βαλίτσες τους βρίσκονταν ήδη στη λιμουζίνα. Προνοητική, η Τ ζούλιετ είχε ρίξει μια τελευταία γρήγορη ματιά στη σουίτα του Κάρλο για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε αφήσει τίποτε πίσω του. Θυμόταν ακόμα την περιοδεία μ’ ένα συγγραφέα βιβλίων μυστηρίου που είχε ξεχάσει την οδοντόβουρτσά του και στις οχτώ πόλεις που περιλάμβανε η περιοδεία. Μια γρήγορη ματιά, λοιπόν, ήταν κάτι πιο απλό από το ν’ αναζητά νυχτιάτικα φαρμακείο. Η αναχώρησή τους από το ξενοδοχείο ήταν άμεση και χωρίς καθυστερήσεις της τελευταίας στιγμής. Προς μεγάλη της ανακούφιση, οι χρεώσεις στο λογαριασμό της σουίτας του Κάρλο ήταν μικρές και λογικές. Αν συνέχιζε έτσι, θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα με τον προϋπολογισμό της. Έφυγαν από το Γουίλσιρ χωρίς μπερδέματα και η Τ ζούλιετ ευχήθηκε το τσεκ-ιν τους στο αεροδρόμιο και στη συνέχεια στο ξενοδοχείο τους στο Σαν Φρανσίσκο να πήγαινε το ίδιο ομαλά. Δεν ήθελε να σκέφτεται το Σίμσον Σόου. Δε χρειαζόταν γκάλοπ και δημοσκοπήσεις. Ήξερε ότι ο Κάρλο είχε περάσει αρκετό χρόνο στην Αμερική ώστε να γνωρίζει πόσο σημαντική θα ήταν η δεκάλεπτη εμφάνισή του και η σύντομη επίδειξη που θα έκανε στον αέρα φτιάχνοντας τορτόνι. Δεκαπέντε χρόνια τώρα αυτό ήταν το βραδινό σόου με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση. Ο Μπομπ Σίμσον αποτελούσε κατεστημένο για την Αμερική. Μία ολιγόλεπτη εμφάνιση στο σόου του μπορούσε να εξασφαλίσει τις πωλήσεις ενός βιβλίου και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Ή να τις μηδενίσει εντελώς. Θεέ μου, Θεέ μου, σκέφτηκε με ανανεωμένο ενθουσιασμό, δεν ήταν εντυπωσιακό που είχε καταφέρει να συμπεριλάβει το Σίμσον Σόου στο πρόγραμμά της; Και προσευχήθηκε για μια ακόμα φορά να

μην τα θαλασσώσει ο Κάρλο.

Η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά στο μικρό καταψύκτη στα παρασκήνια για να βεβαιωθεί ότι η τούρτα παγωτό που είχε φτιάξει ο Κάρλο το απόγευμα ήταν έτοιμη στη θέση της. Το μείγμα έπρεπε να παγώσει τέσσερις ώρες ώστε να μπορέσουν να παίξουν το πριν και το μετά για τους τηλεθεατές. Ο Κάρλο θα ανακάτευε τα διάφορα υλικά στον αέρα και στη συνέχεια, μέσα σε λίγα λεπτά, θα παρουσίαζαν την τούρτα έτοιμη στο κοινό. Ο Κάρλο είχε κουβεντιάσει ήδη για όλη τη διαδικασία με τον παραγωγό και το σκηνοθέτη, είχε φροντίσει για τα υλικά και για τα εργαλεία που θα χρειαζόταν, αλλά η Τ ζούλιετ τα έλεγξε και εκείνη. Η κρέμα πάγωνε και μέχρι στιγμής κανένας από τους τεχνικούς του συνεργείου δεν είχε κλέψει αμυγδαλωτά. Και το ξηρό σέρι για το οποίο είχε επιμείνει ο Κάρλο βρισκόταν στο ντουλάπι σφραγισμένο. Κανείς δεν είχε ανοίξει το μπουκάλι για ένα γρήγορο σφηνάκι. Η Τ ζούλιετ είχε φτάσει να πιστεύει πως στην ανάγκη θα μπορούσε να φτιάξει και η ίδια την πολύπλοκη τούρτα παγωτό, αλλά ευχαριστούσε το Θεό που δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει γαστρονομικές επιδείξεις μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές. Εκείνος δεν έδειχνε να νιώθει την παραμικρή πίεση, σκέφτηκε, όταν πήραν τις θέσεις τους στο γκριν ρουμ. Όχι, ο Κάρλο είχε ήδη προσφέρει στη μισόγυμνη ξανθιά στον καναπέ ένα μεγάλο χαμόγελο κι έναν καφέ από το αυτόματο μηχάνημα. Καφέ; Ακόμα και στο Χόλιγουντ έπρεπε να έχεις τρελή φαντασία για να θεωρήσεις καφέ το περιεχόμενο του μηχανήματος. Η Τ ζούλιετ είχε πιει μια γουλιά από εκείνο το χλιαρό μαυροζούμι που θύμιζε λάσπη και είχε αφήσει στην άκρη το ποτήρι της. Απ’ ό,τι κατάλαβε, η ξανθούλα ήταν η καινούρια βεντέτα σε μια

βραδινή σαπουνόπερα και είχε φοβερό άγχος. Ο Κάρλο κάθισε στον καναπέ δίπλα της και της έπιασε την κουβέντα σαν να ήταν παλιοί φίλοι. Όταν ξανάνοιξε η πόρτα του γκριν ρουμ, η κοπέλα χασκογελούσε. Όσο για το γκριν ρουμ, στην πραγματικότητα ήταν μπεζ –μπεζ άτονο και αποκρουστικό. Ασφυκτικό. Το κλιματιστικό δούλευε, αλλά με το ζόρι. Παρ’ όλ’ αυτά, η Τ ζούλιετ γνώριζε ότι πολλοί διάσημοι και μη είχαν καθίσει σ’ αυτό το μουντό δωμάτιο, τρώγοντας τα νύχια τους ή κατεβάζοντας γρήγορες γουλιές από κάποιο φλασκί. Ο Κάρλο είχε αφήσει τον απαίσιο καφέ, είχε πάρει ένα ποτήρι νερό και είχε απλωθεί στον καναπέ με το μπράτσο του στην πλάτη. Έδειχνε άνετος, σαν να δεξιωνόταν κόσμο στο σπίτι του, ενώ εκείνη αναρωτιόταν γιατί δεν είχε ρίξει ένα κουτί αντιόξινα στην τσάντα της. Για να μετριάσει τον εκνευρισμό της, βάλθηκε να ξαναελέγξει δήθεν το πρόγραμμά τους, ενώ ο Κάρλο γοήτευε την ανερχόμενη σταρ. Στο μεταξύ, το Σίμσον Σόου κυλούσε στην εικοσιπεντάρα έγχρωμη οθόνη στην απέναντι μεριά του δωματίου. Και τότε, μπήκε ο χιμπαντζής. Η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και είδε ένα χιμπαντζή με σμόκιν να κρατά από το χέρι έναν ψηλό, αδύνατο άντρα με ταλαιπωρημένο βλέμμα και νευρικό χαμόγελο. Ένιωσε κάπως νευρική και η ίδια και κοίταξε τον Κάρλο. Εκείνος χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού τους νεοφερμένους και συνέχισε τη συζήτησή του με την ξανθιά σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Κι ενώ η Τ ζούλιετ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της να χαλαρώσει, ο χιμπαντζής χαμογέλασε, έριξε πίσω το κεφάλι του και έβγαλε μια μακρόσυρτη γοερή κραυγή. Η ξανθιά χασκογέλασε, αλλά φάνηκε έτοιμη να το βάλει στα πόδια έτσι και ο χιμπαντζής –άσχετα αν φορούσε σμόκιν ή όχι– πλησίαζε

ένα βήμα ακόμα. «Φρόνιμα, Μπουτς». Ο αδύνατος άντρας ξερόβηξε και έριξε μια ματιά στο δωμάτιο γύρω. «Ο Μπουτς μόλις τέλειωσε το γύρισμα μιας ταινίας την περασμένη βδομάδα», εξήγησε γενικά σε όλους. «Νιώθει λίγο ανήσυχος». Η ξανθιά προχώρησε προς την πόρτα όταν άκουσε να ανακοινώνουν τ’ όνομά της, κάνοντας τις πούλιες του φορέματός της να κουδουνίσουν. Ο Κάρλο πρόσεξε ικανοποιημένος ότι δεν ήταν πια τόσο νευρική όσο όταν είχε καθίσει δίπλα της. Εκείνη γύρισε και του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Ευχήσου μου καλή τύχη, αγάπη μου». «Την καλύτερη». Αγανακτισμένη η Τ ζούλιετ είδε την ξανθιά να του στέλνει ένα φιλί καθώς έβγαινε. Ο αδύνατος άντρας φάνηκε να χαλαρώνει αισθητά. «Μεγάλη ανακούφιση αυτό. Οι ξανθιές διεγείρουν υπερβολικά τον Μπουτς». «Κατάλαβα», είπε η Τ ζούλιετ. Τα δικά της μαλλιά άλλοι τα θεωρούσαν ξανθά και άλλοι καστανά, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Ήλπιζε ο Μπουτς να τα έβλεπε καστανά και να μην τον διήγειραν. «Μα πού είναι η λεμονάδα;» Η νευρικότητα του άντρα επέστρεψε πιο έντονη. «Το ξέρουν ότι ο Μπουτς θέλει να πιει λεμονάδα προτού βγει στον αέρα. Τον ηρεμεί». Η Τ ζούλιετ δάγκωσε τη γλώσσα της για να πνίξει το γέλιο της. Ο Κάρλο και ο Μπουτς αντάλλασσαν βλέμματα επιεικούς κατανόησης. «Εμένα μου φαίνεται αρκετά ήρεμος», είπε ο Κάρλο. «Είναι ένα μάτσο νεύρα», διαφώνησε ο άντρας. «Δε θα τα καταφέρω ποτέ να τον βγάλω μπροστά στις κάμερες». «Είμαι σίγουρη πως απλώς το παρέβλεψαν», είπε η Τ ζούλιετ, που ήταν συνηθισμένη να ηρεμεί τα πνεύματα. Χαμογέλασε. «Ίσως θα

μπορούσατε να μιλήσετε μ’ έναν από τους βοηθούς σκηνής». «Αυτό θα κάνω». Ο άντρας χτύπησε χαϊδευτικά τον Μπουτς στο κεφάλι και εξαφανίστηκε. «Μα...» Η Τ ζούλιετ μισοσηκώθηκε, αλλά ξανακάθισε αμέσως. Ο χιμπαντζής στεκόταν στη μέση του δωματίου και είχε ακουμπήσει τους κόμπους των δαχτύλων των χεριών του στο πάτωμα. «Δεν είμαι σίγουρη ότι θα έπρεπε να είχε αφήσει εδώ την Τσίτα του». «Τον Μπουτς», τη διόρθωσε ο Κάρλο. «Εγώ τον βρίσκω μάλλον ακίνδυνο». Χαμογέλασε στο χιμπαντζή. «Άσε που έχει και καλό ράφτη». Η Τ ζούλιετ κοίταξε τον Μπουτς και τον είδε να της κλείνει χαμογελαστός το μάτι. «Κάνει σπασμωδικούς μορφασμούς ή φλερτάρει μαζί μου;» ρώτησε τον Κάρλο. «Αν έχει το παραμικρό γούστο ως αρσενικός, σε φλερτάρει», της απάντησε εκείνος. «Κι όπως είπα και πριν, το γούστο του στα ρούχα είναι καλό. Για πες μου, Μπουτς, βρίσκεις γοητευτική την Τ ζούλιέτ μου;» Ο Μπουτς έριξε πίσω το κεφάλι του κι έβγαλε μια σειρά κραυγές που ο καθένας θα μπορούσε να τις ερμηνεύσει όπως ήθελε. «Βλέπεις; Ξέρει να εκτιμά μια όμορφη γυναίκα». Εκτιμώντας και η Τ ζούλιετ τη γελοιότητα της κατάστασης, γέλασε. Ήταν το γέλιο της που τον προκάλεσε ή ο Μπουτς αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να κάνει την κίνησή του; Όπως και να είχε, πλησίασε προς το μέρος της. Χαμογελώντας πάντα, ακούμπησε το χέρι του στο γυμνό γόνατό της και αυτή τη φορά η Τ ζούλιετ ήταν σίγουρη ότι της έκλεισε το μάτι. «Εγώ δεν κάνω ποτέ στο πρώτο ραντεβού μια τόσο τολμηρή κίνηση», παρατήρησε ο Κάρλο. «Υπάρχουν γυναίκες που προτιμούν να τις πλησιάζεις στα ίσια», είπε η Τ ζούλιετ και χαμογέλασε στον Μπουτς, αφού αποφάσισε ότι

ήταν ακίνδυνος. «Μου θυμίζει κάποιον». Γύρισε και κοίταξε ήρεμα τον Κάρλο. «Θα πρέπει να φταίει αυτό το μαλαγάνικο χαμόγελο». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και ο Μπουτς πήδησε στα πόδια της, τυλίγοντας το πελώριο μπράτσο του γύρω της. «Είναι γλυκούλης». Η Τ ζούλιετ γέλασε πάλι και περιεργάστηκε το πρόσωπο του χιμπαντζή. «Νομίζω ότι έχει τα μάτια σου, Κάρλο». «Αχ, Τ ζούλιετ, νομίζω ότι θα έπρεπε...» «Αν και τα δικά του μπορεί να είναι πιο έξυπνα». «Ω, είναι έξυπνος, και πολύ μάλιστα». Ο Κάρλο έβηξε μέσα στη χούφτα του, παρακολουθώντας τα αεικίνητα δάχτυλα του χιμπαντζή. «Τ ζούλιετ, αν θα...» «Και βέβαια είναι έξυπνος, αφού παίζει σε ταινίες». Η Τ ζούλιετ το διασκέδαζε, παρακολουθώντας το χιμπαντζή να της χαμογελά. «Έχω δει κάποιο από τα έργα σου, Μπουτς;» «Δε θα με ξάφνιαζε αν έπαιζε σε πορνό». Η Τ ζούλιετ γαργάλησε τον Μπουτς κάτω από το πιγούνι. «Είσαι εντελώς άξεστος, Κάρλο». «Μια σκέψη έκανα», της απάντησε εκείνος, γδύνοντάς τη με το βλέμμα του. «Πες μου, Τ ζούλιετ, νιώθεις κάποιο ρεύμα;» «Όχι. Θα έλεγα ότι κάνει πολλή ζέστη εδώ μέσα. Κι αυτός ο ταλαίπωρος φοράει και σμόκιν». Πλατάγισε τη γλώσσα της στον Μπουτς κι εκείνος της απάντησε χτυπώντας τα δόντια του. «Τ ζούλιετ, πιστεύεις ότι τα ρούχα που διαλέγουν να φορέσουν οι άνθρωποι μπορούν να σου αποκαλύψουν την προσωπικότητά τους; Να σου στείλουν κάποιο μήνυμα, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Μμμ;» Η Τ ζούλιετ ύψωσε τους ώμους της αφηρημένη και βοήθησε τον Μπουτς να ισιώσει το παπιγιόν του. «Υποθέτω». «Το βρίσκω ενδιαφέρον να φοράς ροζ μεταξωτό εσώρουχο κάτω από μια τόσο συντηρητική μπλούζα». «Συγνώμη;»

«Μια παρατήρηση, μι αμόρε». Ο Κάρλο άφησε πάλι το βλέμμα του να πλανηθεί πάνω της. «Μια απλή παρατήρηση». Η Τ ζούλιετ κοκάλωσε και κούνησε το κεφάλι της. Την επόμενη στιγμή, το στόμα της έχασκε όπως και η μπλούζα της. Ο χαριτωμένος χιμπαντζής που ραβόταν σε καλό ράφτη είχε ξεκουμπώσει επιδέξια όλα τα κουμπιά της. Ο Κάρλο κοίταξε τον Μπουτς γεμάτος θαυμασμό. «Θα πρέπει να τον ρωτήσω πώς κατάφερε να τελειοποιήσει αυτή την πρακτική». «Παλιομπά...» «Όχι εγώ». Ο Κάρλο ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του. «Εγώ είμαι ένας αθώος θεατής». Η Τ ζούλιετ σηκώθηκε απότομα, παρατώντας το χιμπαντζή στο πάτωμα. Την ώρα που έμπαινε στη διπλανή τουαλέτα, άκουσε τα γέλια των δύο αρσενικών –ο ένας ήταν χιμπαντζής και ο άλλος γουρούνι.

Η Τ ζούλιετ κράτησε μια βασανιστικά ευγενική σιωπή στη διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο με προορισμό το Σαν Ντιέγκο. «Έλα τώρα, κάρα, το σόου πήγε καλά. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρθηκε τρεις φορές και έγινε και η παρουσίασή του με κοντινό πλάνο. Το τορτόνι ήταν ένας θρίαμβος, και ξετρελάθηκαν με το ανέκδοτό μου ως προς την αισθησιακή προετοιμασία ενός πλούσιου ιταλικού γεύματος». «Είσαι μανούλα στα ανέκδοτα», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ. «Αμόρε, ο χιμπαντζής επιχείρησε να σε γδύσει, όχι εγώ», της είπε και αναστέναξε βαθιά ικανοποιημένος. Δε θυμόταν να είχε απολαύσει τόσο στριπτίζ. «Αν το είχα κάνει εγώ, θα είχαμε χάσει το σόου». «Και έπρεπε να διηγηθείς την ιστορία στον αέρα, έτσι;» Η

Τ ζούλιετ του έριξε ένα ψυχρό, δολοφονικό βλέμμα. «Ξέρεις πόσα εκατομμύρια άνθρωποι παρακολουθούν αυτό το σόου;» «Ήταν ωραία ιστορία», είπε ο Κάρλο και η Τ ζούλιετ είδε τα μάτια του ν’ αστράφτουν, παρ’ όλο το χαμηλό φωτισμό στο εσωτερικό της λιμουζίνας. «Και οι περισσότεροι από αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπους διασκεδάζουν με τις ωραίες ιστορίες». «Όλοι οι συνεργάτες μου θα είδαν το σόου». Η Τ ζούλιετ συνειδητοποίησε ότι είχε σφίξει το σαγόνι της και πίεσε τον εαυτό της να χαλαρώσει. «Όχι μόνο κάθισες και άφησες εκείνο το πλάσμα να με μισογδύσει με ταχυδακτυλουργικό τρόπο, αλλά στη συνέχεια έκανες αναμετάδοση του περιστατικού και από τη δημόσια τηλεόραση». «Μαντόνα, θα θυμάσαι ότι επιχείρησα να σε προειδοποιήσω». «Δε θυμάμαι τίποτε τέτοιο». «Σε είχε όμως μαγέψει ολοκληρωτικά ο Μπουτς», συνέχισε ο Κάρλο. «Ομολογώ πως ήταν δύσκολο να μη μαγευτώ κι εγώ». Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην προσεκτικά κουμπωμένη μπλούζα της. «Έχεις υπέροχο δέρμα, Τ ζούλιετ· ίσως ν’ αφαιρέθηκα στιγμιαία. Σε παρακαλώ να δεχτείς την ταπεινή συγνώμη ενός αδύναμου άντρα». «Ω, πάψε πια», τον έκοψε, σταύρωσε τα μπράτσα της και κάρφωσε το βλέμμα της ίσια μπροστά. Δεν ξαναμίλησε μέχρι που ο οδηγός σταμάτησε στην είσοδο του αεροδρομίου. Η Τ ζούλιετ έβγαλε από το πορτμπαγκάζ τη χειραποσκευή της. Ήξερε πως υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο να χαθούν οι αποσκευές ή να καταλήξουν στο Σαν Χοσέ ενώ θα ταξίδευαν για το Σαν Ντιέγκο, έτσι κουβαλούσε τ’ απολύτως απαραίτητα μαζί της. Έδωσε το εισιτήριό της και το εισιτήριο του Κάρλο στον αχθοφόρο για να ξεκινήσει το τσεκ-ιν και πλήρωσε τον οδηγό. Αυτό την έκανε να θυμηθεί τον προϋπολογισμό της. Είχε καταφέρει να δικαιολογήσει τη

λιμουζίνα στο Λος Άντζελες, αλλά από δω κι εμπρός θα έπρεπε να περιοριστεί στα ταξί και τα νοικιασμένα αυτοκίνητα. Αντίο, χλιδή, σκέφτηκε, βάζοντας την απόδειξη στην τσέπη της. Γεια σου, πραγματικότητα. «Όχι, αυτό θα το πάρω μαζί μου». Γύρισε και είδε τον Κάρλο να δείχνει το δερμάτινο μπαουλάκι του που είχε ένα μέτρο μήκος και κάπου είκοσι πέντε πόντους πλάτος. «Είναι πολύ ογκώδες, καλύτερα να το στείλεις με τις αποσκευές». «Δε στέλνω ποτέ τα εργαλεία μου στις αποσκευές». Ο Κάρλο πέρασε την ταξιδιωτική τσάντα στον ώμο του και σήκωσε το μπαουλάκι από το χερούλι του. «Όπως θέλεις», του είπε η Τ ζούλιετ υψώνοντας αδιάφορα τους ώμους της και πέρασε τις αυτόματες πόρτες μαζί του. Η κούραση είχε αρχίσει να τη βαραίνει και δεν ήταν αυτή που είχε φτιάξει το πολύπλοκο επιδόρπιο. Άνθρωπος ήταν κι ο Κάρλο, θα έπρεπε λοιπόν να νιώθει το ίδιο κουρασμένος. Μπορεί να την ενοχλούσε με χίλιους τρόπους, αλλά δεν γκρίνιαζε. Έπνιξε έναν αναστεναγμό. «Έχουμε μισή ώρα μέχρι ν’ αρχίσει η επιβίβαση. Θα ήθελες ένα ποτό;» Της χαμογέλασε αβίαστα. «Ανακωχή;» Εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο αυθόρμητα. «Όχι, ποτό». «Εντάξει». Βρήκαν ένα άδειο τραπέζι σ’ ένα σκοτεινό, πολυσύχναστο σαλόνι και η Τ ζούλιετ παρακολούθησε τον Κάρλο να μανουβράρει κάπως δύσκολα το μπαούλο του ανάμεσα στον κόσμο και τις καρέκλες για να το χώσει κάτω από το τραπέζι τους. «Τ ι έχεις εκεί μέσα;» «Εργαλεία», της επανέλαβε εκείνος. «Καλοζυγισμένα μαχαίρια, ανοξείδωτες, ατσάλινες σπάτουλες στο σωστό μέγεθος και βάρος. Το δικό μου μαγειρικό λάδι και ξίδι. Και διάφορα άλλα απαραίτητα σύνεργα». «Θα κουβαλάς στις αποσκευές σου λάδι και ξίδι από αεροδρόμιο

σε αεροδρόμιο, από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη;» Η Τ ζούλιετ κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε τη σερβιτόρα. «Βότκα με χυμό γκρέιπφρουτ». «Μπράντι. Ναι». Ο Κάρλο είχε ξαναστρέψει την προσοχή του στην Τ ζούλιετ, αφού είχε θαμπώσει τη σερβιτόρα μ’ ένα γρήγορο χαμόγελο. «Γιατί δεν υπάρχει αμερικανική μάρκα που να συγκρίνεται με τη δική μου», της είπε και πήρε ένα φιστίκι από το μπολάκι στο τραπέζι. «Δεν υπάρχει μάρκα σε καμιά αγορά που να συγκρίνεται με τη δική μου». «Παρ’ όλ’ αυτά, θα μπορούσες να το στείλεις με τις αποσκευές», επέμεινε η Τ ζούλιετ. «Στο κάτω κάτω, έστειλες τα πουκάμισα και τις γραβάτες σου». «Δεν εμπιστεύομαι τα εργαλεία μου στα χέρια των αχθοφόρων», της απάντησε εκείνος και έβαλε το φιστίκι στο στόμα του. «Μια γραβάτα είναι εύκολο να την αντικαταστήσει κανείς, ακόμα και να τη βαρεθεί. Αλλά ένα άψογο χτυπητήρι είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όταν θα σε μάθω να μαγειρεύεις, θα καταλάβεις». «Όσες πιθανότητες έχεις να πετάξεις στο Σαν Ντιέγκο χωρίς αεροπλάνο, άλλες τόσες έχεις να μάθεις κι εμένα να μαγειρεύω. Τ ώρα στο θέμα μας· ξέρεις ότι έχεις να μαγειρέψεις ζωντανά στον αέρα λινγκουίνι με σάλτσα από στρείδια για την εκπομπή Πρωινό στο Σαν Ντιέγκο. Το σόου μεταδίδεται στις οχτώ το πρωί, έτσι θα πρέπει να πάμε στο στούντιο από τις έξι για να προετοιμάσουμε το έδαφος». Κατά τη γνώμη του, το μόνο που θα μπορούσε να μαγειρέψει ένας πολιτισμένος άνθρωπος τέτοια ώρα θα ήταν ένα πρόγευμα με σαμπάνια για δύο. «Γιατί επιμένουν οι Αμερικανοί να σηκώνονται από τα χαράματα να δουν τηλεόραση;» «Θα κάνω μια δημοσκόπηση και θα σου πω», του απάντησε αφηρημένα. «Στο μεταξύ, εσύ θα πρέπει να ετοιμάσεις ένα πιάτο που θα το έχουμε έτοιμο στην άκρη όπως ακριβώς και απόψε. Θα δείξεις

στον αέρα τα διάφορα στάδια της προετοιμασίας, αλλά βέβαια δε θα υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να τελειώσεις το φαγητό, γι’ αυτό θα πρέπει να έχουμε ένα πιάτο έτοιμο. Και τώρα, τα καλά νέα». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε φευγαλέα στη σερβιτόρα που τους έφερε τα ποτά. «Έγινε κάποιο μπέρδεμα στο στούντιο, έτσι θα πρέπει να φέρουμε μαζί μας τα υλικά. Θέλω να μου φτιάξεις μια λίστα με όσα θα χρειαστείς. Με το που θα τακτοποιηθείς εσύ στο ξενοδοχείο, εγώ θα τρέξω να τα ψωνίσω. Όλο και κάποιο μπακάλικο θα μένει ανοιχτό όλη νύχτα». Ο Κάρλο έφτιαξε μια λίστα στο μυαλό του με τα υλικά που θα χρειαζόταν για το λ ινγκουίνι κον βόνγκολ ε μπιάνκε. Ήταν αλήθεια ότι σε μια αμερικανική αγορά θα έβρισκε μερικά από τα υλικά, αλλά ευτυχώς που είχε κι αυτός κάποια άλλα μαζί του στο μπαουλάκι στα πόδια του. Η σάλτσα από στρείδια ήταν η σπεσιαλιτέ του και δεν την αντιμετώπιζε ποτέ επιπόλαια. «Τα μεταμεσονύκτια ψώνια σε παντοπωλείο είναι κι αυτά μέρος της δουλειάς μιας διαφημίστριας;» Η Τ ζούλιετ του χαμογέλασε. Ήταν όμορφη, αλλά το πραγματικά σημαντικό ήταν πως ίσως για πρώτη φορά τού χαμογελούσε ειλικρινά. «Σε μια περιοδεία, ό,τι χρειαστεί να γίνει είναι δουλειά του διαφημιστή. Πες μου, λοιπόν, τα υλικά να τα γράψω». «Δεν είναι απαραίτητο». Ο Κάρλο στριφογύρισε το μπράντι στο ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά. «Θα έρθω μαζί σου». «Έχεις ανάγκη τον ύπνο σου», του απάντησε, ψάχνοντας για στυλό. «Ακόμα και να καταφέρεις να πάρεις ένα γρήγορο υπνάκο στο αεροπλάνο, δε θα έχεις να κοιμηθείς παρά πέντε ώρες». «Κι εσύ το ίδιο», της επισήμανε κι όταν πήγε πάλι να τον αντικρούσει, ύψωσε το φρύδι του μ’ εκείνον το χαρακτηριστικό τρόπο που είχε να σε διακόπτει. «Μπορεί να μην εμπιστεύομαι μια ερασιτέχνισσα να διαλέξει τα στρείδια μου».

Η Τ ζούλιετ τον κοίταξε πίνοντας το ποτό της. Ή μπορεί απλώς να ήταν κύριος, σκέφτηκε. Αν εξαιρούσες τη φήμη του για τις γυναίκες και μια γερή δόση ματαιοδοξίας, ο Κάρλο ανήκε στο σπάνιο είδος των αντρών που ήξεραν να είναι περιποιητικοί απέναντι σε μια γυναίκα χωρίς να την πατρονάρουν. Τελικά, αποφάσισε να τον συγχωρήσει για το επεισόδιο με τον Μπουτς. «Πιες το ποτό σου, Φρανκόνι», του είπε, σηκώνοντας το ποτήρι της φιλικά στην υγειά του. «Έχουμε κι ένα αεροπλάνο να προλάβουμε». «Σαλ ούτε», της απάντησε, υψώνοντας κι αυτός το ποτήρι του στην υγειά της. Ο επόμενος τσακωμός τους ήταν αφού μπήκαν στο αεροπλάνο. Γκρινιάζοντας λίγο, η Τ ζούλιετ τον βοήθησε να τακτοποιήσει το μπαούλο με τα εργαλεία του κάτω από το κάθισμά του. «Είναι σύντομη πτήση», είπε και έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ναι, τα ψώνια τους θα ήταν μεταμεσονύκτια. Το πρωί θα έπρεπε να πάρει πάλι μαγιά μπίρας και ας είχε απαίσια γεύση. «Θα σε δω μετά την προσγείωση». Ο Κάρλο την έπιασε από τον καρπό όταν πήγε να τον προσπεράσει. «Πού πας;» «Στη θέση μου». «Δεν κάθεσαι εδώ;» τη ρώτησε και της έδειξε τη θέση δίπλα του. «Όχι, η δική μου θέση είναι στην οικονομική». Η Τ ζούλιετ στριμώχτηκε ανυπόμονα για ν’ αφήσει κάποιον άλλον ταξιδιώτη να περάσει. «Γιατί;» «Κάρλο, κλείνω το διάδρομο». «Γιατί η δική σου θέση είναι στην οικονομική;» Η Τ ζούλιετ αναστέναξε σαν γονιός που προσπαθεί να βάλει μυαλό σ’ ένα ξεροκέφαλο παιδί. «Γιατί ο εκδότης είναι παραπάνω και από

πρόθυμος ν’ αγοράσει εισιτήριο πρώτης θέσης για ένα διάσημο συγγραφέα μπεστ σέλερ. Ο διαφημιστής όμως εντάσσεται σε άλλη κατηγορία. Γι’ αυτό και ταξιδεύει στην οικονομική θέση». Κάποιος τη χτύπησε μ’ ένα χαρτοφύλακα στο γοφό. Να πάρει η οργή, θα μελάνιαζε. «Τ ώρα, αν με αφήσεις να φύγω, θα σταματήσουν να με κοπανούν και θα μπορέσω κι εγώ να καθίσω». «Η πρώτη θέση είναι σχεδόν άδεια», της είπε ο Κάρλο. «Είναι πολύ απλό ν’ αναβαθμίσεις το εισιτήριό σου». Η Τ ζούλιετ κατάφερε να ελευθερώσει τον καρπό της. «Μην αντιστέκεσαι στο κατεστημένο, Φρανκόνι». «Πάντα αντιστέκομαι στο κατεστημένο», της απάντησε, ενώ εκείνη προχωρούσε στο διάδρομο για τη θέση της. Ναι, του άρεσε πολύ ο τρόπος που περπατούσε. «Κύριε Φρανκόνι;» Η αεροσυνοδός τού χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Θα θέλατε κάτι να πιείτε μετά την απογείωση;» «Ποιο είναι το άσπρο κρασί που σερβίρετε;» ρώτησε ο Κάρλο και βολεύτηκε στη θέση του. Ένα κρασί με κάπως επίπεδη γεύση, αλλά όχι κι αποκρουστική, σκέφτηκε όταν η αεροσυνοδός τού είπε τη μάρκα. «Θα προσέξατε την κοπέλα με την οποία μιλούσα. Εκείνη με τα μελιά μαλλιά και το πεισματάρικο πιγούνι». Το χαμόγελο της αεροσυνοδού παρέμεινε φωτεινό, αν και σκέφτηκε πως ήταν κρίμα που είχε στο μυαλό του άλλη γυναίκα. «Βεβαίως, κύριε Φρανκόνι». «Θα ήθελα να της προσφέρετε ένα ποτήρι κρασί από εμένα». Η Τ ζούλιετ θα θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που είχε θέση στο διάδρομο, αν ο διπλανός της δεν είχε απλωθεί ήδη ροχαλίζοντας. Σκέτη χλιδή το ταξίδι, σκέφτηκε, βγάζοντας τα παπούτσια της. Και να σκεφτεί κανείς πως την περίμενε και άλλη πτήση το επόμενο βράδυ.

Μην παραπονιέσαι, Τ ζούλιετ, προειδοποίησε τον εαυτό της. Όταν θ’ ανοίξεις το δικό σου πρακτορείο, θα μπορείς να στέλνεις άλλους σ’ αυτές τις απαίσιες περιοδείες. Ο άντρας δίπλα της ροχάλιζε σε όλη τη διάρκεια της απογείωσης. Στην άλλη μεριά του διαδρόμου μια γυναίκα κοίταζε νευρικά γύρω της. Η Τ ζούλιετ έβγαλε την ατζέντα της κι άρχισε να δουλεύει. «Μις;» Η Τ ζούλιετ έπνιξε ένα χασμουρητό, σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την αεροσυνοδό. «Συγνώμη, δεν παρήγγειλα ποτό». «Από τον κύριο Φρανκόνι. Στην υγειά σας». Η Τ ζούλιετ δέχτηκε το ποτό, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος της πρώτης θέσης. Ήταν ύπουλος, σκέφτηκε. Προσπαθούσε να κάμψει τις αντιστάσεις της με την ευγένειά του. Έκλεισε την ατζέντα της, αναστέναξε και ξάπλωσε πίσω. Το κόλπο του έπιανε. Δεν είχε προλάβει να πιει καλά καλά το κρασί της και προσγειώθηκαν, αλλά το ποτό την είχε χαλαρώσει. Τόσο πολύ μάλιστα, που το μόνο που ήθελε τώρα ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο κι ένα μαλακό κρεβάτι. Σε μια δυο ώρες, υποσχέθηκε στον εαυτό της και πήρε τον ταξιδιωτικό σάκο και το χαρτοφύλακά της. Βρήκε τον Κάρλο να την περιμένει στην πρώτη θέση μαζί με μια πολύ νεαρή και πολύ γοητευτική αεροσυνοδό. Κανείς τους δεν έδειχνε έστω και λίγο ταλαιπωρημένος από το ταξίδι. «Α, Τ ζούλιετ, η Ντέμπορα ξέρει ένα καταπληκτικό κατάστημα που μένει ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κι όπου μπορούμε να βρούμε ό,τι χρειαζόμαστε». Η Τ ζούλιετ κοίταξε τη λυγερή μελαχρινούλα και κατάφερε να χαμογελάσει. «Τ ι βολικό». Ο Κάρλο πήρε το χέρι της αεροσυνοδού και το φίλησε. «Αριβεντέρτσι».

«Δε χάνουμε χρόνο, έτσι;» παρατήρησε η Τ ζούλιετ με το που βγήκαν από το αεροπλάνο. «Πρέπει να χαιρόμαστε κάθε στιγμή της ζωής». «Τ ι υπέροχο συναίσθημα». Πέρασε την τσάντα της στο άλλο χέρι και προχώρησε προς την παραλαβή των αποσκευών. «Να το κάνεις τατουάζ». «Πού;» Η Τ ζούλιετ δε χρειάστηκε να τον κοιτάξει για να καταλάβει ότι χαμογελούσε. «Μα εκεί που θα ήταν πιο ελκυστικό, φυσικά». Αναγκάστηκαν να περιμένουν περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε για τις αποσκευές τους, και μέχρι να τις πάρουν, η χαλαρωτική επίδραση του κρασιού είχε περάσει. Είχε δουλειές να κάνει. Και επειδή του άρεσε να την παρακολουθεί σε δράση, ο Κάρλο την άφησε να τις κάνει μόνη της. Η Τ ζούλιετ βρήκε ταξί, έδωσε φιλοδώρημα στον αχθοφόρο και είπε στον οδηγό το όνομα του ξενοδοχείου τους. Την ώρα που καθόταν δίπλα στον Κάρλο, πρόσεξε το χαμόγελό του. «Βλέπεις κάτι αστείο;» «Είσαι ικανότατη, Τ ζούλιετ». «Αυτό είναι κομπλιμέντο ή προσβολή;» «Δεν προσβάλλω ποτέ μου γυναίκα». Της το είπε τόσο απλά που δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία ότι έλεγε την αλήθεια. Αντίθετα με την Τ ζούλιετ, ο Κάρλο ήταν απόλυτα χαλαρός και δε νύσταζε ιδιαίτερα. «Αν βρισκόμασταν τώρα στη Ρώμη, θα πηγαίναμε σ’ ένα μικρό, σκοτεινό καφέ, θα πίναμε δυνατό, κόκκινο κρασί και θ’ ακούγαμε αμερικάνικη μουσική». Η Τ ζούλιετ έκλεισε το παράθυρό της γιατί ο αέρας ήταν υγρός και παγωμένος. «Η περιοδεία σκοτώνει τη νυχτερινή σου ζωή;» «Μέχρι στιγμής απολαμβάνω την αναζωογονητική παρέα σου». «Αύριο θα νιώθεις πτώμα».

Ο Κάρλο αναλογίστηκε το παρελθόν του και χαμογέλασε. Στα εννιά του, περνούσε τις ώρες μεταξύ σχολείου και δείπνου πλένοντας πιάτα και σφουγγαρίζοντας κουζίνες. Στα δεκαπέντε του δούλευε σερβιτόρος και ξόδευε τον ελεύθερο χρόνο του μαθαίνοντας τα μυστικά για τα καρυκεύματα και τις σάλτσες. Στο Παρίσι είχε συνδυάσει τις πολύωρες σπουδές του με τη δουλειά του ως βοηθός σεφ. Ακόμα και τώρα, που είχε το δικό του εστιατόριο και τους δικούς του πελάτες, αναγκαζόταν να δουλεύει δώδεκα ώρες την ημέρα. Το προσεκτικά δακτυλογραφημένο βιογραφικό που είχε η Τ ζούλιετ στο χαρτοφύλακά της δεν περιείχε όλες τις λεπτομέρειες από το παρελθόν του. «Δεν έχω αντίρρηση να δουλεύω, αρκεί αυτό που κάνω να μ’ ενδιαφέρει. Πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για σένα». «Είμαι υποχρεωμένη να δουλεύω», τον διόρθωσε η Τ ζούλιετ. «Βεβαίως είναι πιο εύκολο όταν το απολαμβάνεις κιόλας». «Είσαι πιο πετυχημένος όταν το απολαμβάνεις. Το δείχνεις. Οι φιλοδοξίες, Τ ζούλιετ, αν δε σου προσφέρουν και κάποια ευχαρίστηση, είναι ψυχρό πράγμα, και όταν τις πραγματοποιείς σου αφήνουν μια επίπεδη γεύση». «Μα είμαι φιλόδοξη». «Α, ναι». Ο Κάρλο γύρισε και την κοίταξε, κάνοντάς τη να νιώσει ένα αλάφιασμα που πίστευε ότι ήταν πολύ έξυπνη για να το αφήσει να την επηρεάσει. «Αλλά δεν είσαι ψυχρή». Για μια στιγμή, η Τ ζούλιετ σκέφτηκε πως τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για εκείνη, αν η εκτίμησή του ήταν λάθος. «Φτάσαμε στο ξενοδοχείο», του είπε και έπαψε να τον κοιτάζει, ανακουφισμένη που είχε ν’ ασχοληθεί με διάφορες λεπτομέρειες. Στράφηκε στον ταξιτζή. «Θα θέλαμε να μας περιμένεις. Μόλις κάνουμε το τσεκ-ιν, θα ξαναφύγουμε», τον πληροφόρησε. «Μου είπαν ότι το ξενοδοχείο έχει όμορφη θέα στον κόλπο», συνέχισε, απευθυνόμενη πάλι στον Κάρλο,

και μπήκε στο ξενοδοχείο μαζί του, ενώ ο γκρουμ φρόντιζε τις αποσκευές τους. «Είναι κρίμα που δε θα έχουμε το χρόνο να την απολαύσουμε». Κοίταξε τον υπάλληλο της ρεσεψιόν. «Φρανκόνι και Τ ρεντ», του είπε. Ο προθάλαμος ήταν ήσυχος και άδειος. Ω, τι τυχεροί που ήταν όσοι κοιμούνταν στα κρεβατάκια τους, σκέφτηκε, παραμερίζοντας ένα τσουλούφι που είχε ξεφύγει από τα μαλλιά της. «Αύριο θα κάνουμε τσεκ-άουτ πρωί πρωί. Δε θα έχουμε το περιθώριο να ξαναγυρίσουμε από δω, γι’ αυτό φρόντισε να βεβαιωθείς ότι δε θ’ αφήσεις τίποτε στο δωμάτιό σου». «Έτσι κι αλλιώς θα το ελέγξεις κι εσύ». Η Τ ζούλιετ του έριξε ένα πλάγιο βλέμμα, υπογράφοντας το έντυπο του ξενοδοχείου. «Είναι μέρος του σέρβις», του εξήγησε κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη της. «Εσείς μπορείτε ν’ ανεβάσετε τις αποσκευές μας», είπε στον γκρουμ και έβαλε διακριτικά στο χέρι του ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα. «Εμείς έχουμε να βγούμε για μια δουλειά με τον κύριο Φρανκόνι». «Μάλιστα, κυρία». «Μου αρέσει αυτό σ’ εσένα». Προς μεγάλη έκπληξη της Τ ζούλιετ, ο Κάρλο την έπιασε αγκαζέ καθώς έβγαιναν πάλι έξω. «Ποιο;» «Η γενναιοδωρία σου. Πολλοί θα είχαν φύγει χωρίς να δώσουν φιλοδώρημα στον γκρουμ». Η Τ ζούλιετ ανασήκωσε τους ώμους της. «Ίσως είναι πιο εύκολο να είσαι γενναιόδωρη όταν δεν είναι δικά σου τα χρήματα». «Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο της άνοιξε την πόρτα του ταξί που τους περίμενε και της έκανε νόημα να μπει. «Είσαι αρκετά έξυπνη. Δε θα μπορούσες –πώς το λέτε;– να ρίξεις τον γκρουμ και στη συνέχεια να συμπεριλάβεις το φιλοδώρημα στα έξοδά σου;» «Δεν αξίζει να είσαι ανέντιμος για πέντε δολάρια».

«Για τίποτε δεν αξίζει να είσαι ανέντιμος». Ο Κάρλο είπε στον οδηγό το όνομα του μαγαζιού και βολεύτηκε πίσω. «Κάτι μου λέει ότι έτσι και επιχειρήσεις να πεις ψέμα –ένα αληθινό ψέμα–, θα πάθεις γλωσσοδέτη». «Κύριε Φρανκόνι». Του έβγαλε τη γλώσσα της να την επιθεωρήσει. «Ξεχνάς ότι είμαι στις δημόσιες σχέσεις. Αν δεν πω ψέματα, θα μείνω χωρίς δουλειά». «Ένα αληθινό ψέμα», τη διόρθωσε. «Δεν είναι αντιφατικές αυτές οι δυο λέξεις;» «Ίσως είσαι πολύ νέα για να γνωρίζεις ότι υπάρχουν πολλές αλήθειες και πολλά ψέματα. Α, βλέπεις; Γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ η χώρα σου». Ο Κάρλο έσκυψε από το παράθυρο καθώς πλησίαζαν στο φωτισμένο κατάστημα. «Στην Αμερική, θέλεις να φας μπισκότα τα μεσάνυχτα, μπορείς ν’ αγοράσεις μπισκότα τα μεσάνυχτα. Πολύ πρακτικό». «Χαρά μας να σας εξυπηρετούμε». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε και γύρισε στον οδηγό. «Περίμενε εδώ», του είπε και ακολούθησε τον Κάρλο. «Ελπίζω να ξέρεις τι θέλεις. Δε θα μ’ άρεσε να φτάσουμε αύριο στο στούντιο και ν’ ανακαλύψω ότι θα πρέπει να τρέχω χαράματα για πιπεριές ή δεν ξέρω τι άλλο». «Ο Φρανκόνι ξέρει τη συνταγή για τα λινγκουίνι απέξω». Ο Κάρλο τύλιξε το μπράτσο του στους ώμους της και την τράβηξε πιο κοντά του καθώς έμπαιναν μέσα. «Αυτό είναι το πρώτο σου μάθημα, αγάπη μου». Την οδήγησε πρώτα στην πτέρυγα με τα θαλασσινά. Εκεί άρχισε να ξεφυσά, να μουρμουρίζει και ν’ απορρίπτει μέχρι που διάλεξε επιτέλους τα στρείδια που του χρειάζονταν για δυο πιάτα λινγκουίνι. Η Τ ζούλιετ είχε δει γυναίκες να διαλέγουν με ανάλογη προσοχή και επιμέλεια το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους. Τον ακολούθησε τσουλώντας το καρότσι, όσο εκείνος

επιθεωρούσε τα διάφορα τρόφιμα που υπήρχαν στα ράφια. Άγγιζε τα πάντα. Κονσέρβες, κουτιά, μπουκάλια, και εκείνη τον περίμενε να τα ελέγξει, να διαβάσει τις ετικέτες τους, τα συστατικά τους, να τα ψηλαφίσει μ’ εκείνα τα λεπτά δάχτυλα του καλλιτέχνη, ενώ το μονόπετρο στο χέρι του έμοιαζε να της κλείνει το μάτι κάτω από τις λάμπες φθορισμού. «Είναι εκπληκτικό το τι βάζουν μέσα σε τούτα τα τυποποιημένα σκουπίδια», είπε ο Κάρλο, τοποθετώντας ένα κουτί στο ράφι του. «Πρόσεχε, Φρανκόνι, αναφέρεσαι στη βασική διατροφή μου». «Θα έπρεπε να νιώθεις αηδία». «Τα έτοιμα κατεψυγμένα φαγητά απελευθέρωσαν την Αμερικανίδα από την κουζίνα». «Και κατέστρεψαν τους γευστικούς κάλυκες μιας ολόκληρης γενιάς». Ο Κάρλο διάλεξε τα μπαχαρικά του προσεκτικά και χωρίς καμιά βιασύνη. Άνοιξε τρεις διαφορετικές μάρκες ρίγανης και τις μύρισε όλες προτού διαλέξει μία. «Να σου πω, Τ ζούλιετ, θαυμάζω την άνεση που προσφέρει η Αμερική, είναι πρακτική, αλλά προτιμώ να ψωνίζω στη Ρώμη, όπου μπορώ να περιφέρομαι στους πάγκους και να διαλέγω χορταρικά που μόλις τα έχουν μαζέψει από το χωράφι και ψάρια που έρχονται κατευθείαν από τη θάλασσα. Δεν είναι απαραίτητο να μας έρχονται όλα τυποποιημένα όπως η μουσική». Ο Κάρλο δεν άφησε ούτε ένα διάδρομο που να μην εξερευνήσει, αλλά η Τ ζούλιετ ξέχασε την κούρασή της μαγεμένη. Δεν είχε δει άλλον άνθρωπο να κάνει τα ψώνια του όπως ο Κάρλο Φρανκόνι. Ήταν σαν να επισκεπτόσουν κάποιο μουσείο παρέα μ’ ένα σπουδαστή της σχολής Καλών Τεχνών. Τον είδε να στέκεται μπροστά στ’ αλεύρια και να κοιτάζει συνοφρυωμένος τα πακέτα ένα ένα. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θ’ άνοιγε κάποιο για να ελέγξει το περιεχόμενο. «Αυτή είναι καλή μάρκα». Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε ότι ήταν ζήτημα αν αγόραζε ένα πακέτο

αλεύρι το χρόνο. «Ε, η μητέρα μου χρησιμοποιούσε πάντα αυτή τη μάρκα, αλλά...» «Ωραία. Να εμπιστεύεσαι πάντα μια μητέρα». «Είναι φρικτή μαγείρισσα». Ο Κάρλο έβαλε αποφασιστικά το αλεύρι στο καλάθι τους. «Είναι μητέρα». «Παράξενη δήλωση από έναν άντρα στον οποίο δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη καμιά μητέρα». «Εγώ τρέφω απόλυτο σεβασμό για τις μητέρες. Έχω κι εγώ μητέρα. Τ ώρα, χρειαζόμαστε σκόρδο, μανιτάρια και πιπεριές. Φρέσκες». Ο Κάρλο πλησίασε τον πάγκο με τα λαχανικά κι άρχισε να τα πιάνει, να τα ζουλάει, να τα μυρίζει. Η Τ ζούλιετ έριξε μια επιφυλακτική ματιά γύρω της να δει αν υπήρχαν υπάλληλοι. Ευτυχώς που είχαν έρθει για ψώνια μεσάνυχτα και όχι μέσα στη μέρα. «Κάρλο, δεν πρέπει να πιάνεις τα πράγματα και να τα ζουλάς έτσι». «Αν δεν τα πιάσω, πώς θα καταλάβω ποιο είναι πραγματικά καλό και ποιο φαίνεται καλό;» τη ρώτησε και της χαμογέλασε φευγαλέα πάνω από τον ώμο του. «Σου είπα, τα τρόφιμα είναι σαν τη γυναίκα. Έβαλαν τα μανιτάρια μέσα σ’ αυτό το κουτί και τα κάλυψαν με ζελατίνα». Αηδιασμένος, έσκισε τη ζελατίνα προτού προλάβει η Τ ζούλιετ να τον σταματήσει. «Κάρλο! Δεν μπορείς να το ανοίξεις». «Εγώ θέλω ν’ αγοράσω μόνο αυτά που θέλω. Όπως βλέπεις, μερικά είναι πολύ μικρά, πολύ καχεκτικά». Υπομονετικά άρχισε να βγάζει από το κουτί τα μανιτάρια που δεν του έκαναν. «Τότε θα πετάξουμε αυτά που δε σου κάνουν όταν θα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο». Κοιτώντας μήπως εμφανιστεί ο υπεύθυνος της βραδινής βάρδιας, η Τ ζούλιετ άρχισε να μαζεύει τα μανιτάρια που είχε πετάξει ο Κάρλο και να τα βάζει πίσω στο κουτί. «Αγόρασε δύο

κουτιά αν σου χρειάζονται». «Είναι κρίμα. Θέλεις να πετάξεις τα λεφτά σου». «Τα λεφτά του εκδότη», του απάντησε στα γρήγορα εκείνη κι έβαλε το ανοιγμένο κουτί στο καλάθι τους. «Του αρέσει να τα πετάει. Το χαίρεται...» μουρμούρισε. Ο Κάρλο την κοίταξε για λίγο και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι, δεν μπορώ να το κάνω». Αλλά όταν πήγε να βάλει το χέρι του στο καλάθι, η Τ ζούλιετ μπήκε μπροστά και τον εμπόδισε. «Κάρλο, αν ανοίξεις κι άλλο κουτί, θα μας συλλάβουν». «Είναι καλύτερα να πάμε φυλακή παρά ν’ αγοράσω μανιτάρια που το πρωί δε θα μου κάνουν». Η Τ ζούλιετ του χαμογέλασε, αλλά έμεινε ακλόνητη στη θέση της. «Όχι, δεν είναι». Ο Κάρλο έσυρε το ακροδάχτυλό του στα χείλη της, προτού προλάβει εκείνη ν’ αντιδράσει. «Το κάνω για χάρη σου τότε, αλλά αντιβαίνει στις αρχές μου». «Γκράτσιε. Πήρες όλα όσα χρειάζεσαι;» Το βλέμμα του ακολούθησε το μονοπάτι που είχε χαράξει το δάχτυλό του. «Όχι». «Λοιπόν, τι άλλο θέλεις;» Ο Κάρλο πλησίασε πιο κοντά της, και επειδή εκείνη δεν το περίμενε, βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα στο καρότσι με τα ψώνια και το κορμί του. «Η αποψινή νύχτα προσφέρεται για όλα τα πρώτα μαθήματα», της ψιθύρισε, αγγίζοντας τα μάγουλά της. Η Τ ζούλιετ θα έπρεπε να γελάσει. Είπε στον εαυτό της ότι ήταν γελοίο το ενδεχόμενο να της ριχτεί κάτω από τα φώτα ενός μπακάλικου που διανυκτέρευε και μάλιστα μπροστά στον πάγκο με τα λαχανικά. Ο Κάρλο Φρανκόνι, ο άντρας που θεωρούσε τον έρωτα τέχνη, όπως και τη μαγειρική του, δε θα διάλεγε ποτέ ένα τόσο γελοίο σκηνικό.

Είδε όμως την έκφραση στα μάτια του και δε γέλασε. Υπάρχουν γυναίκες, σκέφτηκε ο Κάρλο, νιώθοντας το απαλό και ζεστό δέρμα της κάτω από τα χέρια του, που είναι πλασμένες για να τις διδάξεις αργά. Πολύ αργά. Υπάρχουν γυναίκες που γεννιούνται ξέροντας, κι άλλες που γεννιούνται με την απορία. Με την Τ ζούλιετ, θα επιστράτευε όλο το χρόνο και τη φροντίδα του γιατί την καταλάβαινε. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Εκείνη δεν αντιστάθηκε, αλλά τα χείλη της μισάνοιξαν από έκπληξη. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της τρυφερά, υπομονετικά, αλλά χωρίς δισταγμό. Τα μάτια της του είχαν δώσει ήδη την απάντηση. Ο Κάρλο δε βιάστηκε. Δεν τον ένοιαζε πού βρίσκονταν, δεν τον ένοιαζε που τα φώτα ήταν πολύ δυνατά και η μουσική τυποποιημένη. Εκείνον το μόνο που τον ένοιαζε ήταν οι γεύσεις. Ήταν πρωτόγνωρες, έτσι τις ξαναγεύτηκε χωρίς καμιά πίεση. Ξανά και ξανά. Η Τ ζούλιετ συνειδητοποίησε ότι κρατιόταν από το καρότσι, ότι είχε τυλίξει τα δάχτυλά της γύρω από το μέταλλο. Μα γιατί δεν έφευγε; Γιατί δεν τον παραμέριζε για να βγει από το μαγαζί; Ο Κάρλο δεν την κρατούσε εκεί. Τα χέρια του άγγιζαν το πρόσωπό της ανάλαφρα, όχι επίμονα. Θα μπορούσε να κινηθεί. Θα μπορούσε να φύγει. Θα έπρεπε να το κάνει. Δεν το έκανε. Ο Κάρλο έσυρε τους αντίχειρές του στο πιγούνι της. Ένιωσε το σφυγμό της να χτυπά γρήγορα, ακανόνιστα, και συνέχισε το ανάλαφρο χάδι του. Δε σκόπευε να γίνει πιο επιθετικός, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει ότι η γεύση της θα ήταν τόσο μοναδική. Κανείς από τους δυο δεν ήταν σίγουρος ποιος έκανε το επόμενο βήμα. Μπορεί και να το έκαναν ταυτόχρονα. Το στόμα του δεν ήταν πια τόσο τρυφερό, ούτε το δικό της τόσο παθητικό. Τα χείλη τους

έσμιξαν θριαμβευτικά, παθιασμένα. Τα δάχτυλά της δεν έσφιγγαν τώρα το καρότσι, αλλά τους ώμους του για να τον τραβήξουν πιο κοντά της. Τα κορμιά τους ταίριαξαν τέλεια. Αυτό θα έπρεπε να είχε χτυπήσει ένα προειδοποιητικό καμπανάκι μέσα της. Η Τ ζούλιετ δεν έδινε ποτέ τίποτε χωρίς σκέψη, μέχρι τώρα. Βέβαια, με το που έδωσε, πήρε κιόλας, μόνο που δε σκέφτηκε να ισορροπήσει τη ζυγαριά. Το στόμα του ήταν ζεστό, σαρκώδες. Τα χέρια του κρατούσαν πάντα το πρόσωπό της, αλλά τώρα η λαβή του έκρυβε δύναμη. Η Τ ζούλιετ δε θα μπορούσε ν’ απομακρυνθεί τόσο εύκολα. Δε θα το έκανε με τίποτα. Ο Κάρλο πίστευε ότι είχε γνωρίσει όλα όσα θα μπορούσε να του προσφέρει μια γυναίκα. Τη φλόγα, την ψυχρότητα, τον πειρασμό. Απόψε δεν είχε πάρει μόνο εκείνη ένα μάθημα, είχε πάρει κι αυτός το δικό του. Είχε ξανανιώσει ποτέ αυτή τη ζεστασιά; Αυτή τη γλύκα; Όχι, γιατί θα το θυμόταν αν είχε συμβεί. Δεν ξεχνούσε ποτέ τις γεύσεις, τις συγκινήσεις που είχε βιώσει. Ήξερε τι σημαίνει να ποθείς μια γυναίκα –πολλές γυναίκες–, αλλά δεν ήξερε τι σημαίνει να τη λαχταράς. Και για μια στιγμή άφησε αυτή την αίσθηση να τον πλημμυρίσει. Δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Ήξερε επίσης ότι ο συνετός άντρας κάνει ένα βήμα πίσω, αφήνει στον εαυτό του το περιθώριο να πάρει μια δεύτερη ανάσα προτού πηδήξει στον γκρεμό. Μουρμουρίζοντας κάτι στη γλώσσα του, έκανε λοιπόν πίσω. Η Τ ζούλιετ γράπωσε πάλι το καρότσι για να στηριχτεί. Έτρεμε ολόκληρη. Αναθεμάτισε τον εαυτό της που ήταν τόσο ηλίθια και περίμενε μέχρι να ξαναβρεί η ανάσα της το φυσιολογικό της ρυθμό. «Πολύ όμορφο», είπε σιγανά ο Κάρλο, σέρνοντας το δάχτυλό του στο μάγουλό της. «Πάρα πολύ όμορφο, Τ ζούλιετ». Είσαι μια σύγχρονη γυναίκα, θύμισε εκείνη στον εαυτό της, ενώ η

καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Μια γυναίκα δυνατή, ανεξάρτητη, σοφιστικέ. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που το εγκρίνεις». Εκείνος την άρπαξε από το χέρι προτού προλάβει να τσουλήσει το καρότσι στο διάδρομο. Το δέρμα της έκαιγε ακόμα, ο σφυγμός της χτυπούσε ακανόνιστα. Αν ήταν μόνοι... Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Για την ώρα. «Το θέμα δεν είναι ότι το εγκρίνω, αλλά ότι το εκτιμώ, κάρα μία». «Από δω κι εμπρός να εκτιμάς μόνο τη δουλειά μου, εντάξει;» Η Τ ζούλιετ ελευθέρωσε το χέρι της κι απομακρύνθηκε τσουλώντας το καρότσι. Αδιαφορώντας για την προσοχή με την οποία είχε διαλέξει ο Κάρλο τα ψώνια του, τ’ άδειασε όπως όπως στο ταμείο. «Δεν έφερες καμιά αντίρρηση», της θύμισε εκείνος. Έπρεπε να βρει και αυτός την ισορροπία του. Για την ώρα όμως, έγειρε πάνω στο καρότσι και της χάρισε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Δεν ήθελα να κάνω σκηνή». Ο Κάρλο έβγαλε τις πιπεριές από το καρότσι μόνος του, προτού του τις σημαδέψει η Τ ζούλιετ. «Α, άρχισες να μαθαίνεις στα ψέματα». Όταν σήκωσε το κεφάλι της, το βλέμμα της ήταν αιχμηρό σαν λεπίδα. «Εσύ δε θα ξεχώριζες την αλήθεια, ακόμα κι αν σε χτυπούσε κατακούτελα». «Αγάπη μου, πρόσεχε τα μανιτάρια», την προειδοποίησε ο Κάρλο όταν την είδε να πετάει το πακέτο στον πάγκο. «Δε θα θέλαμε να χτυπηθούν. Τ ρέφω ιδιαίτερη τρυφερότητα γι’ αυτά τώρα». Η βρισιά της Τ ζούλιετ ήταν αρκετά δυνατή ώστε ο ταμίας να γουρλώσει τα μάτια του. Ο Κάρλο συνέχισε να χαμογελά. Το μυαλό του πετούσε ήδη στο δεύτερο μάθημα. Θα έφτανε η ώρα του σύντομα. Πολύ σύντομα.

Κεφάλαιο 4 Eίναι φορές που ξέρεις ότι όλα μπορούν να πάνε στραβά, που περιμένεις να πάνε στραβά, και όμως δεν πάνε στραβά. Υπάρχουν όμως και οι άλλες φορές. Ίσως η Τ ζούλιετ να είχε τις κακές της επειδή είχε περάσει άλλη μια ξάγρυπνη νύχτα τη στιγμή που δεν είχε το περιθώριο να χάνει τον ύπνο της. Βέβαια, θα μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο στον Κάρλο, αλλά δε θα κέρδιζε και τίποτα μ’ αυτό. Ακόμα όμως κι αν ήταν ξεκούραστη και χαρούμενη, η δοκιμασία στο Πολυκατάστημα Γκάλαχερ θα την είχε κάνει να βγάλει αφρούς. Αλλά αν είχε κοιμηθεί καλά ένα οκτάωρο, ίσως και να μην άφηνε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Το πρώτο της πρόβλημα ήταν ότι ο Κάρλο είχε επιμείνει να την ακολουθήσει, δυο ώρες πριν την ώρα που τον χρειαζόταν ή τον ήθελε μαζί της. Η Τ ζούλιετ δεν είχε καμιά διάθεση να περάσει τις δυο πρώτες ώρες μιας μέρας που προβλεπόταν φορτωμένη και ατελείωτη μ’ έναν αυτάρεσκο, εγωκεντρικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση σεφ που έμοιαζε να έχει έρθει κατευθείαν από τις διακοπές του στην ηλιόλουστη Ριβιέρα. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, αυτός δε χρειαζόταν ύπνο, σκέφτηκε μέσα στο αποπνικτικό ταξί στη γρήγορη διαδρομή από το ξενοδοχείο ως το εμπορικό κέντρο. Δεν ήξερε τι έλεγε ο τουριστικός οδηγός για την ηλιόλουστη Καλιφόρνια, πάντως σήμερα έβρεχε –έπεφταν χοντρές ψιχάλες, που ακύρωναν τις όποιες προσπάθειές της να τιθασεύσει τα μαλλιά της. Ο Κάρλο όμως ήταν αποφασισμένος ν’ απολαύσει τη διαδρομή, έτσι κοίταζε έξω από το παράθυρο. Του άρεσε ο θόρυβος που έκαναν οι σταγόνες της βροχής μέσα στις λιμνούλες που είχαν σχηματιστεί. Δεν τον πείραζε που τον είχε ξυπνήσει λίγο μετά τις

τέσσερις το πρωί. «Ο ήχος της βροχής είναι όμορφος», αποφάσισε. «Σου προσφέρει ηρεμία, γαλήνη, δε συμφωνείς;» Η Τ ζούλιετ διέκοψε τις δικές της αρνητικές σκέψεις για τη βροχή και γύρισε προς το μέρος του. «Τ ι είπες;» «Η βροχή». Ο Κάρλο πρόσεξε τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ωραία. Δεν είχε μείνει ανεπηρέαστη. «Η βροχή αλλάζει την όψη των πραγμάτων». Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε συμφωνήσει μαζί του. Δεν την πείραζε να τρέξει μέχρι το σταθμό του μετρό μέσα στην καταιγίδα, ούτε να κάνει βόλτα στην Πέμπτη Λεωφόρο κάτω από το ψιλόβροχο. Σήμερα, όμως, το θεώρησε δικαίωμά της να δει την άσχημη πλευρά της βροχής. «Η βροχή μπορεί να μειώσει την παρουσία του κόσμου στην επιδειξούλα σου κατά δέκα τα εκατό». «Και λοιπόν;» Ο Κάρλο ύψωσε αδιάφορα τους ώμους του, ενώ ο ταξιτζής έμπαινε στο πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου. Αυτό που δε χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή η Τ ζούλιετ ήταν η επιπόλαιη αδιαφορία. «Κάρλο, ο σκοπός όλων αυτών είναι να σε δει ο κόσμος». Εκείνος χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι της. «Εσύ σκέφτεσαι μόνο με νούμερα. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν σκεφτόσουν τη σπεσιαλιτέ μου. Πάστα κον πέστο. Σε λίγες ώρες, όλοι οι υπόλοιποι αυτό θα κάνουν». «Εγώ δεν αντιμετωπίζω το φαγητό όπως εσύ», γρύλισε η Τ ζούλιετ, έκπληκτη ακόμα με την αγάπη με την οποία είχε μαγειρέψει ο Κάρλο το πρώτο του πιάτο λινγκουίνι στις έξι το πρωί και δυο ώρες αργότερα το δεύτερο μπροστά στην κάμερα. Και τα δύο ήταν τρανό παράδειγμα της εκλεπτυσμένης ιταλικής μαγειρικής. Ο Κάρλο παρουσίαζε περισσότερο την εικόνα ενός αστέρα του κινηματογράφου που βρίσκεται σε διακοπές παρά ενός σεφ την ώρα της δουλειάς του, εικόνα που ήθελε η Τ ζούλιετ να προβάλει. Το σποτ

του στο πρωινό σόου ήταν τέλειο. Και αυτό έκανε την Τ ζούλιετ ν’ αντιμετωπίζει την υπόλοιπη μέρα με ακόμα μεγαλύτερη απαισιοδοξία. «Είναι δύσκολο να σκέφτεσαι το φαγητό όταν έχεις ένα τόσο σφιχτό πρόγραμμα». «Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έφαγες τίποτε για πρωινό». «Δεν κάνω κέφι λινγκουίνι για πρωινό». «Τα λινγκουίνι μου κάνουν για οποιαδήποτε ώρα». Η Τ ζούλιετ ξεφύσηξε περιφρονητικά και βγήκε από το ταξί στη βροχή. Αν και πήγε τρέχοντας προς την πόρτα, ο Κάρλο βρέθηκε πρώτος εκεί και της την άνοιξε. «Ευχαριστώ». Μόλις μπήκε μέσα, χτένισε με το χέρι τα μαλλιά της κι αναρωτήθηκε πόσο σύντομα θα μπορούσε να πιει ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ. «Έχεις δυο ώρες ελεύθερες». Δεν τον ήθελε μέσα στα πόδια της μέχρι να στήσουν το σκηνικό στον τρίτο όροφο. «Εντάξει, θα χαζέψω». Ο Κάρλο έβαλε τα χέρια στις τσέπες και έριξε μια ματιά γύρω του. Η τύχη το είχε φέρει να μπουν στο επίπεδο με τα εσώρουχα. «Βρίσκω τα αμερικανικά εμπορικά κέντρα μαγευτικά». «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό», του απάντησε ξερά η Τ ζούλιετ όταν τον είδε ν’ αγγίζει τη δαντέλα ενός εσώρουχου. «Μπορείς ν’ ανέβεις πρώτα πάνω μαζί μου, αν θέλεις». «Όχι, όχι». Μια πωλήτρια τόσο όμορφη που τραβούσε το βλέμμα σου σαν μαγνήτης τακτοποίησε δυο νεγκλιζέ και του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Νομίζω πως θα κάνω ένα γύρο να δω τι έχουν να προσφέρουν τα μαγαζιά σας», είπε ο Κάρλο, ανταποδίδοντας το χαμόγελο στην πωλήτρια. «Μέχρι στιγμής, είμαι καταγοητευμένος». Η Τ ζούλιετ πρόσεξε τα χαμόγελα που αντάλλαξαν και προσπάθησε να μη σφίξει τα δόντια της. «Εντάξει, τότε, φρόντισε μόνο να...» «...είμαι παρών στις έντεκα και σαράντα πέντε στον τρίτο όροφο

στο χώρο των ειδικών εκδηλώσεων», ολοκλήρωσε τη φράση της ο Κάρλο και τη φίλησε με το δικό του φιλικό τρόπο στο μέτωπο, κάνοντάς τη ν’ αναρωτηθεί πώς γινόταν εκείνος να τη φιλάει σαν ξάδερφος κι αυτή να τον βλέπει σαν εραστή. «Πίστεψέ με, Τ ζούλιετ, δεν έχω ξεχάσει τίποτε απ’ όσα μου έχεις πει». Πήρε το χέρι της και έσυρε τον αντίχειρά του στους κόμπους των δαχτύλων της. Αυτό σίγουρα δεν ήταν το άγγιγμα ξαδέρφου. «Θα σου αγοράσω ένα δώρο». «Δεν είναι απαραίτητο». «Είναι ευχαρίστησή μου. Τα πράγματα που μας είναι απαραίτητα σπάνια μας ευχαριστούν». Η Τ ζούλιετ τράβηξε το χέρι της, προσπαθώντας να μη σκέφτεται την ευχαρίστηση που θα μπορούσε να της προσφέρει εκείνος. «Σε παρακαλώ, μην έρθεις αργότερα από τις έντεκα και σαράντα πέντε, Κάρλο». «Είμαι άσος στο να επιλέγω την κατάλληλη στιγμή, μι αμόρε». Βάζω στοίχημα, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ και προχώρησε προς τις κυλιόμενες σκάλες. Θα στοιχημάτιζε το μισθό μιας βδομάδας ότι ο Κάρλο φλέρταρε ήδη με την πωλήτρια των εσωρούχων. Δε χρειάστηκε πάνω από δέκα λεπτά στο χώρο των ειδικών εκδηλώσεων για να ξεχάσει την τάση του Κάρλο να φλερτάρει με όποιο θηλυκό περνούσε από μπροστά του. Υπεύθυνη της εκδήλωσης εξακολουθούσε να είναι η νεαρή βοηθός με την τσιριχτή φωνή, μια και το αφεντικό της πάλευε ακόμα με τη γρίπη. Ήταν νέα, όμορφη σαν μαζορέτα και το ίδιο θρασύς. Και ήταν εμφανές ότι η όλη κατάσταση την ξεπερνούσε. «Ελίζ», άρχισε να λέει η Τ ζούλιετ, γιατί ήταν ακόμα αρκετά νωρίς ώστε να διατηρεί κάποια αισιοδοξία. «Ο κύριος Φρανκόνι θα χρειαστεί έναν πάγκο κουζίνας για να δουλέψει. Είναι όλα έτοιμα;» «Α, ναι». Η Ελίζ χάρισε στην Τ ζούλιετ ένα πρόσχαρο, φιλικό

χαμόγελο. «Θα φέρω ένα ωραίο πλιάν τραπέζι από το Σπόρτινγκ Γκουντς». Η διπλωματία, θύμισε η Τ ζούλιετ στον εαυτό της, ήταν ένας από τους πρωταρχικούς κανόνες στις δημόσιες σχέσεις. «Φοβάμαι ότι θα χρειαστούμε κάτι πιο σταθερό. Ίσως ένα σταντ όπου ο κύριος Φρανκόνι θα μπορεί να στέκεται από τη μια μεριά και να ετοιμάζει το φαγητό, βλέποντας ταυτόχρονα το κοινό. Το είχα κουβεντιάσει με τον προϊστάμενό σου». «Α, αυτό εννοούσε;» Η Ελίζ την κοίταξε για λίγο σαν χαζή, αλλά στη συνέχεια το πρόσωπό της φωτίστηκε. Η Τ ζούλιετ όμως είχε αρχίσει τις σκοτεινές σκέψεις για την εύθυμη Καλιφόρνια. «Ε, γιατί όχι;» «Γιατί όχι;» συμφώνησε. «Φροντίσαμε το πιάτο που θα ετοιμάσει ο κύριος Φρανκόνι να είναι όσο γίνεται πιο απλό. Έχεις αγοράσει όλα τα υλικά που σου γράψαμε στη λίστα;» «Α, ναι. Φαίνεται γευστικότατο. Είμαι χορτοφάγος, ξέρεις». Ε, βέβαια είσαι χορτοφάγος, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ. Το γιαούρτι θα πρέπει να είναι το πιο βιταμινούχο γεύμα της μέρας σου. «Ελίζ, λυπάμαι αν σε πιέζω, αλλά ειλικρινά πρέπει να στήσω το σκηνικό το συντομότερο δυνατό». «Ναι, βέβαια». Η Ελίζ της χαμογέλασε, απόλυτα συνεργάσιμη. «Τ ι θέλεις να μάθεις;» Η Τ ζούλιετ κοίταξε με απόγνωση το ταβάνι. «Πόσο άρρωστος είναι ο κύριος Φράνσις;» ρώτησε, φέρνοντας στο μυαλό της το συνετό επαγγελματία με τον οποίο είχε συνεννοηθεί. «Είναι χάλια». Η Ελίζ τίναξε πίσω τα ίσια, κατάξανθα μαλλιά της. «Θα λείψει όλη την υπόλοιπη βδομάδα». Δε θα είχε βοήθεια από κει. Η Τ ζούλιετ αποδέχτηκε το αναπόφευκτο και κοίταξε στα ίσια την Ελίζ. «Εντάξει, τι έχεις κάνει μέχρι τώρα;»

«Ε, πήραμε ένα καινούριο μπλέντερ και μερικά πάρα πολύ όμορφα μπολ από το Χάουζγουερς». Η Τ ζούλιετ σχεδόν χαλάρωσε. «Ωραία. Και την ηλεκτρική εστία;» Η Ελίζ χαμογέλασε. «Ποια εστία;» «Την ηλεκτρική εστία που χρειάζεται ο κύριος Φρανκόνι για να βράσει τα σπαγγέτι. Υπάρχει στη λίστα». «Ω. Θα χρειαστούμε ηλεκτρικό γι’ αυτό, δε θα χρειαστούμε;» «Ναι». Η Τ ζούλιετ σταύρωσε τα χέρια της για να μην τα σφίξει σε γροθιές. «Θα χρειαστούμε. Και για το μπλέντερ». «Υποθέτω πως είναι καλύτερα να συνεννοηθώ με το συνεργείο της συντήρησης». «Μάλλον». Διπλωματία, τακτ, θύμισε πάλι η Τ ζούλιετ στον εαυτό της, ενώ θα ήθελε να πιάσει την Ελίζ από το λαιμό. «Από την άλλη, ίσως είναι καλύτερα να πάω η ίδια να ρίξω μια ματιά στη διάταξη της κουζίνας και να δω τι είδους προέκταση θα βολέψει καλύτερα τον κύριο Φρανκόνι». «Θαύμα. Ίσως αποφασίσει να δώσει και τη συνέντευξή του εκεί πέρα». Η Τ ζούλιετ είχε κάνει δυο βήματα όταν σταμάτησε και γύρισε πίσω. «Τη συνέντευξη;» «Με τη ρεπόρτερ της Σαν. Θα είναι εδώ στις έντεκα και μισή». Ήρεμη, συγκρατημένη, η Τ ζούλιετ έβγαλε το πρόγραμμα του Σαν Ντιέγκο. Του έριξε μια ματιά αν και το ήξερε απέξω. «Δε βλέπω να έχω καταγράψει κάτι σχετικό». «Προέκυψε την τελευταία στιγμή. Τηλεφώνησα στο ξενοδοχείο σας στις εννιά, αλλά είχατε ήδη φύγει». «Μάλιστα». Άραγε η Τ ζούλιετ θα έπρεπε να περιμένει από την Ελίζ να τηλεφωνήσει στο τηλεοπτικό στούντιο και να της αφήσει μήνυμα; Κοίταξε το χαμόγελο πολλών καρατίων της μικρής. Σίγουρα όχι. Αποδέχτηκε τη μοίρα της και κοίταξε το ρολόι της. Θα

προλάβαινε να στήσει το σκηνικό αν ξεκινούσε αμέσως. Όσο για τον Κάρλο, θα έπρεπε να τον ειδοποιήσουν από τα μεγάφωνα. «Πώς μπορώ να έρθω σ’ επαφή με τη διεύθυνση του εμπορικού κέντρου;» «Ω, μπορείς να τηλεφωνήσεις από το γραφείο μου. Εγώ μπορώ να κάνω κάτι;» Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε κάμποσες απαντήσεις, αλλά τις απέρριψε γιατί καμιά δεν ήταν ευγενική. «Θα ήθελα έναν καφέ. Με δυο κουταλιές ζάχαρη», είπε, ανασκουμπώθηκε και στρώθηκε στη δουλειά. Μέχρι τις έντεκα, η Τ ζούλιετ είχε στήσει τον πάγκο, είχε συνδέσει την ηλεκτρική εστία και είχε τακτοποιήσει προσεκτικά τα υλικά που είχε ζητήσει ο Κάρλο να του αγοράσουν. Είχε χρειαστεί ένα τηλεφώνημα στο ανθοπωλείο του εμπορικού κέντρου και μπόλικη ευγένεια για να της διαθέσουν δυο πολύχρωμες συνθέσεις. Τελείωνε τον τρίτο καφέ και σκεφτόταν να προχωρήσει στον τέταρτο όταν εμφανίστηκε ο Κάρλο. «Δόξα τω Θεώ», του είπε και ήπιε τις τελευταίες γουλιές που είχαν μείνει στο πλαστικό ποτήρι. «Νόμιζα ότι θα έπρεπε να οργανώσω ομάδα αναζήτησης να σε εντοπίσει». «Ομάδα αναζήτησης;» απόρησε εκείνος και περιεργάστηκε αργά το στήσιμο της κουζίνας. «Ήρθα μόλις άκουσα την κλήση από τα μεγάφωνα». «Σ’ έχουν καλέσει πέντε φορές την τελευταία μία ώρα». «Ναι;» Ο Κάρλο της χαμογέλασε. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον προσεγμένο κότσο της, ενώ εκείνος λες και είχε βγει από το εξώφυλλο του Τζέντλ μαν’ς Κουόρτερλ ι. «Εγώ μόλις τώρα το άκουσα. Αλλά βλέπεις πέρασα κάμποση ώρα στο πραγματικά απίθανο δισκοπωλείο. Εκπληκτικά μεγάφωνα. Τετραφωνικά». «Ωραία». Η Τ ζούλιετ πέρασε το χέρι στα ήδη ανάκατα μαλλιά της. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Ναι, και λέγεται Ελίζ. Παραλίγο να τη σκοτώσω μισή ντουζίνα φορές. Αν μου ξαναχαμογελάσει, μπορεί και να το κάνω». Η Τ ζούλιετ κούνησε το χέρι για να διώξει τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν ήταν ώρα τώρα για τέτοιες φαντασιώσεις, όση ικανοποίηση κι αν της πρόσφεραν. «Τα πράγματα ήταν κάπως ανοργάνωτα εδώ πέρα». «Αλλά εσύ τα οργάνωσες». Ο Κάρλο έσκυψε και εξέτασε την ηλεκτρική εστία όπως ένας οδηγός εξετάζει τη μηχανή του αμαξιού του πριν τρέξει στο ράλι του Λε Μαν. «Τέλεια». «Μπορείς να χαίρεσαι που θα έχεις ηλεκτρικό και δε θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις μόνο τη φαντασία σου», γρύλισε η Τ ζούλιετ. «Έχεις συνέντευξη με τη Μάρτζορι Μπάλιστερ, ρεπόρτερ της Σαν, αρμόδια για θέματα εστίασης». Ο Κάρλο ύψωσε αδιάφορα τους ώμους του και περιεργάστηκε το μπλέντερ. «Εντάξει». «Αν το ήξερα πως θα ερχόταν, θα είχα αγοράσει μια εφημερίδα για να διαβάσουμε τα άρθρα της και να μπούμε στο στυλ της. Τ ώρα όμως...» «Δεν έχει σημασία. Ανησυχείς πάρα πολύ, Τ ζούλιετ». Θα μπορούσε να τον φιλήσει. Θα το έκανε από ευγνωμοσύνη, αλλά θα μπορούσε να τον φιλήσει. Δεν το βρήκε όμως και πολύ φρόνιμο, έτσι του χαμογέλασε. «Εκτιμώ τη στάση σου, Κάρλο. Μια ώρα τώρα έχω να κάνω με ανεύθυνους, ανίκανους και ανυπόφορους, είναι ανακούφιση να βλέπω κάποιον ν’ αντιμετωπίζει δυναμικά τα πράγματα». «Ο Φρανκόνι αντιμετωπίζει πάντα δυναμικά τα πράγματα», της είπε και η Τ ζούλιετ πήγε να καθίσει σε μια καρέκλα να κάνει πέντε λεπτά διάλειμμα. «Ντίο! Τ ι είδους αστείο είναι αυτό;» Η Τ ζούλιετ σηκώθηκε πάλι και κοίταξε το μικρό κουτί που κρατούσε ο Κάρλο στα χέρια του. «Ποιος θέλει να σαμποτάρει τα μακαρόνια μου;»

«Να τα σαμποτάρει;» Είχε βρει καμιά βόμβα στο κουτάκι; «Τ ι είναι αυτά που λες;» «Αυτό», της απάντησε εκείνος και κούνησε το κουτάκι. «Πώς το λες εσύ αυτό;» «Βασιλικό», άρχισε να του λέει, όταν όμως σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το έξαλλο, σκοτεινό βλέμμα του άρχισε να κλονίζεται. «Το γράφεις στη λίστα σου». «Βασιλικό!» Ο Κάρλο ξεστόμισε ένα χείμαρρο λέξεων στα ιταλικά. «Τολμάς ν’ αποκαλείς αυτό το πράμα βασιλικό;» Ήρεμα, θύμισε η Τ ζούλιετ στον εαυτό της. Ήταν κι αυτό μέρος της δουλειάς της. «Κάρλο, το κουτί γράφει πάνω “ βασιλικός”». «Το κουτί». Ο Κάρλο πέταξε μια κοφτή βρισιά και της το έβαλε στο χέρι. «Και πού γράφει στις έξυπνες σημειώσεις σου ότι ο Φρανκόνι χρησιμοποιεί βασιλικό από κουτί;» «Λέει απλώς “ βασιλικό”», του είπε εκείνη με σφιγμένα δόντια. «Βα-σι-λι-κό». «Φρέσκο. Στην περίφημη λίστα σου θα δεις και τη λέξη φρέσκο. Ακσιντέντι! Μόνο ένας ανίδεος θα χρησιμοποιούσε βασιλικό από κονσέρβα για να φτιάξει πάστα κον πέστο. Σου φαίνομαι για ανίδεος;» Δεν μπορούσε να του πει πώς της φαινόταν. Αργότερα, μόνη της, μπορεί και να παραδεχόταν ότι ήταν απίθανος όταν θύμωνε. Σκοτεινός και παράλογος, αλλά απίθανος. «Κάρλο, το καταλαβαίνω ότι τα πράγματα εδώ δεν είναι τόσο τέλεια όσο θα θέλαμε και οι δυο μας να είναι, αλλά...» «Δε χρειάζεται να είναι τέλεια», την αντέκρουσε εκείνος. «Μπορώ να μαγειρέψω και σε υπόνομο, αλλά όχι χωρίς τα κατάλληλα υλικά». Η Τ ζούλιετ κατάπιε, με δυσκολία βέβαια, την περηφάνια, το θυμό και τη γνώμη της. Είχε δεκαπέντε λεπτά μέχρι τη συνέντευξη. «Λυπάμαι, Κάρλο, δε θα μπορούσαμε να συμβιβαστούμε...» «Να συμβιβαστούμε;» Ο τρόπος που πρόφερε τη λέξη, σαν να

ήταν η χειρότερη βρισιά, την έκανε να καταλάβει ότι είχε χάσει τη μάχη. «Θα ζητούσες από τον Πικάσο να συμβιβαστεί για κάποιο από τα έργα του;» Η Τ ζούλιετ έχωσε το κουτί στην τσέπη της. «Πόσο φρέσκο βασιλικό χρειάζεσαι;» «Τ ρεις ουγκιές». «Θα τον έχεις. Τ ίποτε άλλο;» «Ένα γουδί κι ένα γουδοχέρι. Μαρμάρινο». Είχε σαράντα πέντε λεπτά να τα βρει. «Εντάξει. Αν μείνεις εδώ να δώσεις τη συνέντευξη, εγώ θα φροντίσω να τα βρω ώστε να είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσει η επίδειξη στις δώδεκα το μεσημέρι», του είπε και προσευχήθηκε να υπήρχε κάποιο γκουρμέ μαγαζί σε ακτίνα δεκαπέντε χιλιομέτρων. «Θυμήσου ν’ αναφέρεις τον τίτλο του βιβλίου όπως και τον επόμενο σταθμό της περιοδείας μας. Θα κάνεις επίδειξη σε Πολυκατάστημα Γκάλαχερ και στο Πόρτλαντ, έτσι είναι μια καλή ευκαιρία να το θυμίσεις στον κόσμο. Ορίστε». Έψαξε στο χαρτοφύλακά της και έβγαλε μια διαφημιστική φωτογραφία του. «Πάρε να της τη δώσεις, στην περίπτωση που δε γυρίσω εγκαίρως. Η Ελίζ δε μου ανέφερε τίποτε για φωτογράφο». «Θα σου άρεσε να την κάνεις κομματάκια την πεταχτούλα», παρατήρησε ο Κάρλο, ακούγοντας την Τ ζούλιετ να βρίζει εντελώς αντιεπαγγελματικά μέσα από τα δόντια της. «Δε θα πει τίποτε». Έψαξε πάλι στο χαρτοφύλακά της. «Πάρε ένα αντίτυπο του βιβλίου. Στην ανάγκη, η δημοσιογράφος μπορεί να το κρατήσει». «Μπορώ να χειριστώ τη δημοσιογράφο», της είπε αρκετά ήρεμα ο Κάρλο. «Εσύ φρόντισε να μου φέρεις το βασιλικό». Φαίνεται πως η τύχη ήταν με το μέρος της, γιατί η Τ ζούλιετ χρειάστηκε να κάνει μόνο τρία τηλεφωνήματα για να βρει το μαγαζί που είχε τα πράγματα που ζητούσε. Η τρεχάλα μέσα στη βροχή, αλλά

και η τιμή που είχε το μαρμάρινο γουδί δε συνέβαλαν στο να φτιάξει το κέφι της. Έριξε όμως μια ματιά στο ρολόι της και διαπίστωσε ότι δεν ήταν ώρα για νευράκια τώρα. Κουβαλώντας τις εκκεντρικότητες του Κάρλο –πώς αλλιώς μπορούσε να τις αποκαλέσει;– γύρισε τρέχοντας στο ταξί που την περίμενε. Η Τ ζούλιετ ανέβηκε στον τρίτο όροφο του Γκάλαχερ στις δώδεκα παρά δέκα ακριβώς, στάζοντας στην κυριολεξία. Το πρώτο που αντίκρισε ήταν τον Κάρλο, ξαπλωμένο σε μια μπαμπού πολυθρόνα να γελά με μια στρουμπουλή, μεσήλικη γυναίκα που κρατούσε ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι στο χέρι. Ήταν εκτυφλωτικός, ευδιάθετος και, το σημαντικότερο, στεγνός. Πολύ θα ήθελε να του χώσει το γουδοχέρι στο αυτί. «Α, η Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο σηκώθηκε πρόσχαρα όταν την είδε να πλησιάζει στο τραπέζι τους. «Θα ήθελα να σου συστήσω τη Μάρτζορι. Λέει ότι έχει δοκιμάσει τα ζυμαρικά μου στο εστιατόριό μου στη Ρώμη». «Και απόλαυσα και την τελευταία αμαρτωλή μπουκιά. Τ ι κάνετε; Θα πρέπει να είστε η Τ ζούλιετ Τ ρεντ που ο Κάρλο μου εκθείασε». Εκθείασε; Όχι, δε θα κολακευόταν. Αλλά η Τ ζούλιετ ακούμπησε την τσάντα στο τραπέζι και άπλωσε το χέρι της. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ελπίζω να μείνετε για την επίδειξη». «Δε θα την έχανα με τίποτε». Η Μάρτζορι έκλεισε το μάτι στον Κάρλο. «Ούτε την ευκαιρία να δοκιμάσω τα σπαγγέτι του Φρανκόνι». Η Τ ζούλιετ ένιωσε κάποια ανακούφιση. Ίσως τελικά να κατάφερναν να περισώσουν κάτι από τη σημερινή καταστροφή. Εκτός κι αν είχε παρεξηγήσει εντελώς την κατάσταση, το άρθρο της Μάρτζορι για τον Κάρλο θα ήταν διθυραμβικό. Ο Κάρλο είχε βγάλει το βασιλικό από τη σακούλα. «Τέλεια», είπε αφού τον μύρισε. «Ναι, ναι, είναι υπέροχος». Ύστερα έλεγξε το

μέγεθος του γουδιού και ζύγιασε το γουδοχέρι. «Όπως θα δεις, ο κόσμος έχει μαζευτεί ήδη γύρω από την κουζίνα μας», συνέχισε αβίαστα, απευθυνόμενος στην Τ ζούλιετ. «Έτσι ήρθαμε εδώ για να μιλήσουμε, ξέροντας ότι μόλις θα έβγαινες από το ασανσέρ, θα μας έβλεπες». «Ωραία». Και οι δυο είχαν χειριστεί πολύ καλά την κατάσταση, γιατί λοιπόν να μην το χαρεί; Έριξε μια ματιά γύρω και είδε την Ελίζ να κουβεντιάζει με μια παρέα σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια στον κόσμο. Ε, αυτό το είχε πάρει πια απόφαση, σκέφτηκε με κακία. Θα πεταγόταν πέντε λεπτά στην τουαλέτα να σουλουπωθεί στα γρήγορα, και το πρόγραμμα θα τηρούνταν κατά γράμμα. «Έχεις όλα όσα σου χρειάζονται τώρα, Κάρλο;» Εκείνος διέκρινε τον εκνευρισμό στη φωνή της, πήρε το χέρι της και της χαμογέλασε. «Γκράτσιε, κάρα μία. Είσαι υπέροχη». Η Τ ζούλιετ θα ήθελε να του δείξει τα δόντια της, αλλά του επέστρεψε το χαμόγελο. «Κάνω απλώς τη δουλειά μου. Έχετε μερικά λεπτά ακόμα μέχρι να ξεκινήσουμε. Εμένα με συγχωρείτε, πάω να ρυθμίσω κάποια πράγματα και επιστρέφω». Και λέγοντας αυτά απομακρύνθηκε όλο αξιοπρέπεια. Όταν όμως υπολόγισε ότι εκείνοι δεν μπορούσαν πια να τη δουν, συνέχισε τρέχοντας προς την τουαλέτα, ψάχνοντας τη βούρτσα της καθ’ οδόν. «Τ ι σου έλεγα;» Ο Κάρλο κράτησε τη σακούλα με το βασιλικό στο χέρι του και ζύγισε το βάρος της. «Είναι απίθανη». «Και πολύ όμορφη», συμφώνησε η Μάρτζορι. «Ακόμα και όταν είναι τσατισμένη και παπί από τη βροχή». Ο Κάρλο γέλασε, έγειρε μπροστά και πήρε και τα δυο χέρια της Μάρτζορι στα δικά του. Ήταν από τους ανθρώπους που τους αρέσει ν’ αγγίζουν τους άλλους. «Είσαι διορατική γυναίκα. Το ήξερα ότι θα σε συμπαθούσα». Η Μάρτζορι γέλασε ξερά και για μια στιγμή ένιωσε είκοσι χρόνια

νεότερη και δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ο Κάρλο το είχε αυτό το ταλέντο και το χρησιμοποιούσε γενναιόδωρα. «Μία τελευταία ερώτηση, Κάρλο, προτού η απίθανη μις Τ ρεντ σε πάρει μακριά μου. Είσαι πάντα έτοιμος να πετάξεις στο Κάιρο ή στις Κάννες για να ετοιμάσεις μία από τις σπεσιαλιτέ σου για έναν καλό πελάτη που εκτιμά τη μαγειρική σου και είναι πρόθυμος να πληρώσει την εξωφρενική τιμή που θα του ζητήσεις;» «Υπήρξε μια εποχή που αυτό ήταν ρουτίνα για μένα». Ο Κάρλο έμεινε σιωπηλός για λίγο, αναπολώντας τα πρώτα χρόνια της επιτυχημένης καριέρας του. Ήταν μια τρελή περίοδος, με υπέροχα ταξίδια από τη μια χώρα στην άλλη για να ετοιμάσει φετουτσίνι για έναν πρίγκιπα ή κανελόνια για κάποιον μεγιστάνα. Μια περίοδος ξέφρενη, θεαματική. Ύστερα, όμως, είχε ανοίξει το εστιατόριό του και είχε ανακαλύψει ότι η σταθερότητα και η ασφάλεια που του πρόσφερε το δικό του μαγαζί τον γέμιζαν πολύ περισσότερο από τη φευγαλέα δόξα της δημιουργίας μίας και μοναδικής σπεσιαλιτέ. «Θα συνεχίσω να κάνω αυτά τα ταξίδια, αλλά πολύ πιο αραιά. Πριν από δυο μήνες ήταν τα γενέθλια του κόμη Λεκίν. Είναι ένας παλιός πελάτης και παλιός φίλος, και τρελαίνεται για τα σπαγγέτι μου. Αλλά η δουλειά στο δικό μου εστιατόριο μου προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση». Την κοίταξε ερωτηματικά καθώς μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του. «Λες να κατασταλάζω;» «Κρίμα που δεν αποφάσισες να κατασταλάξεις στην Αμερική», του είπε η Μάρτζορι και έκλεισε το σημειωματάριό της. «Σου εγγυώμαι ότι, αν ανοίξεις ένα Φρανκόνι’ς εδώ, στο Σαν Ντιέγκο, θα έχεις πελάτες από όλα τα μέρη της χώρας». Ο Κάρλο πήρε την ιδέα και τη ζύγισε, όπως είχε ζυγίσει λίγο πριν το βασιλικό, και την καταχώρισε σε μια γωνιά του μυαλού του. «Ενδιαφέρουσα ιδέα».

«Και φανταστική συνέντευξη. Σ’ ευχαριστώ». Η Μάρτζορι χάρηκε όταν ο Κάρλο σηκώθηκε μαζί της και έσφιξε το χέρι της στο δικό του. Ήταν μια δυναμική, ντόμπρα φεμινίστρια που εκτιμούσε τους καλούς τρόπους και τη γνήσια γοητεία. «Ανυπομονώ να δοκιμάσω τα μακαρόνια σου. Λέω να πάω κι εγώ εκεί που έχει μαζευτεί ο υπόλοιπος κόσμος και να προσπαθήσω να βρω μια καλή θέση. Ορίστε, έρχεται και η μις Τ ρεντ σου». Η Μάρτζορι δε θεωρούσε τον εαυτό της ιδιαίτερα ρομαντικό, αλλά πίστευε ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Είδε τον τρόπο που γύρισε ο Κάρλο το κεφάλι του, την αλλαγή στο βλέμμα του, το ελαφρό χαμόγελο στα χείλη του. Και στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε σίγουρα φωτιά, αποφάσισε. Σ’ έπιανε η κάψα της από δυο μέτρα απόσταση. Με το φορητό πιστολάκι και τη βούρτσα της, η Τ ζούλιετ είχε καταφέρει να τιθασεύσει κάπως τα μαλλιά της. Με προσεκτικές παρεμβάσεις εδώ κι εκεί, είχε διορθώσει και το μακιγιάζ της. Κρατώντας την καμπαρτίνα της στο χέρι, προχωρούσε δείχνοντας απόλυτα ικανή και οργανωμένη. Ήταν όμως έτοιμη να παραδεχτεί ότι είχε πιει πολλούς καφέδες. «Πήγε καλά η συνέντευξη;» «Ναι». Ο Κάρλο επιδοκίμασε νοερά το γεγονός ότι είχε ανανεώσει το άρωμά της. «Τέλεια». «Ωραία. Μπορείς να με ενημερώσεις αργότερα. Τ ώρα καλύτερα ν’ αρχίσουμε». «Σ’ ένα λεπτό». Ο Κάρλο έβαλε το χέρι του στην τσέπη του. «Σου είπα ότι θα σου αγοράσω ένα δώρο». Η Τ ζούλιετ ένιωσε ένα πετάρισμα χαράς, αλλά προσπάθησε να το αγνοήσει. Φταίει ο πολύς καφές, είπε στον εαυτό της. «Κάρλο, σου είπα να μην το κάνεις. Δεν έχουμε χρόνο...» «Πάντα υπάρχει χρόνος». Ο Κάρλο άνοιξε μόνος του το κουτάκι

και έβγαλε από μέσα μια μικρή χρυσή καρδιά που τη διαπερνούσε ένα διαμαντένιο βελάκι. Εκείνη πάλι περίμενε ένα κουτί σοκολάτες ή κάτι τέτοιο. «Ω, εγώ...» Η Τ ζούλιετ έχασε τα λόγια της, κι ας ήταν αυτά η βάση για τη δουλειά της. «Κάρλο, ειλικρινά, δεν μπορείς...» «Ποτέ μη λες “ δεν μπορείς” στον Φρανκόνι», της ψιθύρισε εκείνος και στερέωσε την καρφιτσούλα στο πέτο της χωρίς καμιά δυσκολία. Στο κάτω κάτω, ήταν ένας άντρας με πείρα σ’ αυτές τις γυναικείες συνήθειες. «Τη βρήκα πολύ λεπτή, πολύ κομψή. Σου ταιριάζει». Μισόκλεισε τα μάτια του, έκανε ένα βήμα πίσω και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Ναι, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό». Η Τ ζούλιετ δεν μπορούσε να συνεχίσει να του κρατά μούτρα για την ξέφρενη κούρσα της να του αγοράσει φρέσκο βασιλικό όταν εκείνος της χαμογελούσε μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί καν την όλη φαρσοκωμωδία που είχε ζήσει για να στήσει το σκηνικό της επίδειξης. Αυθόρμητα, σήκωσε το χέρι της και έσυρε το δάχτυλό της στην καρφίτσα. «Είναι πανέμορφη». Χαμογέλασε γλυκά, αβίαστα, πράγμα που έκανε σπάνια. «Σ’ ευχαριστώ». Ο Κάρλο ούτε που θυμόταν πόσα δώρα είχε κάνει σε γυναίκες και με πόσους διαφορετικούς τρόπους τον είχαν ευχαριστήσει εκείνες. Κάτι του έλεγε όμως ότι αυτό το «ευχαριστώ» δε θα το ξεχνούσε ποτέ. «Πρέγκο». «Α, μις Τ ρεντ;» Η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και είδε την Ελίζ να την κοιτάζει. Καλό το δώρο, αλλά ένιωσε το πιγούνι της να σφίγγεται. «Ναι, Ελίζ. Δεν έχεις γνωρίσει ακόμα τον κύριο Φρανκόνι». «Η Ελίζ με πληροφόρησε πού θα σ’ έβρισκα όταν άκουσα να με φωνάζουν από τα μεγάφωνα και πήγα στο γραφείο», είπε ο Κάρλο, που είχε πιάσει την ενόχληση της Τ ζούλιετ.

«Ναι», είπε η Ελίζ μ’ ένα ακόμη αστραφτερό χαμόγελο. «Βρίσκω το βιβλίο της μαγειρικής σας πολύ σούπερ, κύριε Φρανκόνι. Όλοι ανυπομονούν να σας δουν να μαγειρεύετε». Άνοιξε ένα σημειωματάριο με μαργαρίτες. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσατε να μου πείτε τι είναι αυτό που θα φτιάξετε ώστε να τους το ανακοινώσω όταν θα σας παρουσιάσω». «Ελίζ, έχω ήδη γραμμένα τα πάντα». Η Τ ζούλιετ κατάφερε να συνδυάσει τη γοητεία με τη διπλωματία για να μην τη διώξει με τις κλοτσιές. «Γιατί να μην ανακοινώσω εγώ τον κύριο Φρανκόνι;» «Τέλεια». Η Ελίζ έλαμψε. Η Τ ζούλιετ δε βρήκε άλλη λέξη να περιγράψει την αντίδρασή της. «Αυτό θα είναι πολύ πιο εύκολο». «Θα ξεκινήσουμε αμέσως, Κάρλο. Εσύ πήγαινε, σε παρακαλώ, να σταθείς πίσω από τον πάγκο κι εγώ πάω να κάνω την ανακοίνωση». Χωρίς να περιμένει απάντηση, η Τ ζούλιετ πήρε το βασιλικό, το γουδί και το γουδοχέρι που είχε αγοράσει και απόλυτα φυσικά πήγε στο χώρο που είχε ετοιμάσει, τα τακτοποίησε στον πάγκο και στράφηκε προς το κοινό. Τ ριακόσια άτομα, υπολόγισε, μπορεί και περισσότερα. Καθόλου άσχημα για επίδειξη σε πολυκατάστημα και μάλιστα μια βροχερή μέρα. «Καλησπέρα σας». Η φωνή της ακούστηκε ευχάριστη και στο σωστό τόνο. Δε χρειαζόταν μικρόφωνο γιατί ο χώρος ήταν περιορισμένος. Ευτυχώς, γιατί η Ελίζ είχε ξεχάσει και αυτή τη λεπτομέρεια. «Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους που ήρθατε εδώ σήμερα και να ευχαριστήσω και το Πολυκατάστημα Γκάλαχερ που μας παραχώρησε αυτό τον όμορφο χώρο για την επίδειξη». Λίγο πιο πέρα, ο Κάρλο είχε γείρει στον πάγκο και την παρακολουθούσε. Όπως είχε πει και στη ρεπόρτερ, η Τ ζούλιετ ήταν απίθανη. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν στο πόδι από τα χαράματα. «Σε όλους μας αρέσει το φαγητό». Η δήλωσή της αυτή ξεσήκωσε

ένα πνιχτό γέλιο· το περίμενε άλλωστε. «Όπως μου είπε όμως ένας ειδικός, το φαγητό δεν είναι μόνο μια βασική ανάγκη, είναι μια εμπειρία. Δεν αρέσει σε όλους μας να μαγειρεύουμε, αλλά ο ίδιος ειδικός με πληροφόρησε ότι η μαγειρική είναι τέχνη και μαγεία μαζί. Σήμερα, ο εν λόγω ειδικός, ο Κάρλο Φρανκόνι, θα μοιραστεί μαζί σας την τέχνη, τη μαγεία και την εμπειρία του φτιάχνοντας πάστα κον πέστο». Η Τ ζούλιετ χειροκρότησε πρώτη, αλλά γρήγορα την ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Με το που πήρε ο Κάρλο τη θέση του, τραβήχτηκε πίσω. Το κέντρο της σκηνής ανήκε τώρα σ’ εκείνον. «Είναι τυχερός ο άντρας», άρχισε να λέει, «που έχει την ευκαιρία να μαγειρέψει για τόσο πολλές και όμορφες γυναίκες. Υπάρχουν ανάμεσά σας κάποιες που έχουν συζύγους;» Αμέσως ακούστηκαν γέλια και σηκώθηκαν πολλά χέρια. «Α, καλά», συνέχισε, υψώνοντας τους ώμους του μ’ ένα εντελώς ευρωπαϊκό στυλ. «Τότε θα πρέπει να περιοριστώ στο μαγείρεμα». Η Τ ζούλιετ ήξερε ότι ο Κάρλο είχε διαλέξει το συγκεκριμένο πιάτο γιατί η προετοιμασία του δεν απαιτούσε πολύ χρόνο. Αλλά ύστερα από τα πέντε πρώτα λεπτά της επίδειξης κατάλαβε πως και ώρες να χρειαζόταν για να ετοιμαστεί το πιάτο, κανείς δε θα το κουνούσε ρούπι. Δεν είχε πειστεί ακόμα ότι η μαγειρική είναι μαγεία, εκείνος πάντως ήταν σίγουρα μαγικός. Τα χέρια του δούλευαν επιδέξια και σίγουρα σαν χειρουργού, η γλώσσα του είχε την ευφράδεια πολιτικού. Τον παρακολουθούσε να μετρά, να ξύνει, να ψιλοκόβει, να αναμειγνύει και έπιασε τον εαυτό της να διασκεδάζει, λες και παρακολουθούσε ένα καλοσκηνοθετημένο μονόπρακτο. Μια γυναίκα είχε αρκετό θάρρος ώστε να του κάνει μια ερώτηση, ανοίγοντας το δρόμο για ν’ ακολουθήσουν δεκάδες άλλες. Η Τ ζούλιετ δε χρειάστηκε ν’ ανησυχήσει μήπως όλη αυτή η φασαρία και οι

κουβέντες τον ενοχλούσαν. Ήταν φανερό ότι τον ενθουσίαζε αυτή η ανταλλαγή. Ο Κάρλο δεν έκανε απλώς τη δουλειά του, δεν εκπλήρωνε μια υποχρέωση. Το απολάμβανε στην κυριολεξία. Κάλεσε μάλιστα μια γυναίκα να μαγειρέψει μαζί του, αστειευόμενος ότι όλοι οι μεγάλοι σεφ χρειάζονταν μια έμπνευση, μια βοήθεια. Την έβαλε ν’ ανακατέψει τα σπαγγέτι, έπιασε το χέρι της για να της δείξει το σωστό τρόπο να το κάνει, σιγουρεύοντας με το στυλ του αυτό τις πωλήσεις για κάμποσες δεκάδες βιβλία παραπάνω. Η Τ ζούλιετ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Εκείνος το είχε κάνει για πλάκα, όχι για τις πωλήσεις. Ναι, ο Κάρλο είχε πλάκα κι ας είχε πάρει τόσο σοβαρά το θέμα του βασιλικού. Ήταν γλυκός άνθρωπος. Η Τ ζούλιετ άρχισε να παίζει ασυναίσθητα με τη χρυσή καρφίτσα με τα διαμαντάκια στο πέτο της. Υπερβολικά περιποιητικός και υπερβολικά απαιτητικός. Σε όλα του ήταν υπερβολικός. Όσο τον παρακολουθούσε να αστειεύεται με το ακροατήριο, κάτι άρχισε να λιώνει μέσα της. Αναστέναξε ονειροπόλα. Υπήρχαν μερικοί άντρες που έκαναν μια γυναίκα, ακόμα και μια πρακτική γυναίκα, να ονειροπολεί. Η γυναίκα που καθόταν κοντά της έσκυψε και είπε στη φίλη της. «Θεέ μου, είναι ο πιο σέξι άντρας που έχω δει στη ζωή μου. Θα μπορούσε να έχει μια ντουζίνα ερωμένες να τον περιμένουν υπομονετικά». Η Τ ζούλιετ φρόντισε να συνέλθει και κατέβασε το χέρι από το πέτο της. Ναι, ήταν σίγουρη ότι ο Κάρλο θα μπορούσε να έχει μια ντουζίνα ερωμένες να τον περιμένουν υπομονετικά. Ήταν σίγουρη ότι αυτό έκανε. Έχωσε επίτηδες τα χέρια στις τσέπες της φούστας της. Θα έπρεπε να θυμάται ότι εκείνη ενίσχυε αυτή την εικόνα του προβάλλοντάς τη δημόσια, την εκμεταλλευόταν. Θα έπρεπε να θυμάται ότι ο ίδιος ο Κάρλο της είχε πει ότι δε χρειαζόταν κολακείες.

Αν άρχιζε να πιστεύει τα μισά απ’ όσα της είχε πει, θα μπορούσε να βρεθεί να περιμένει κι αυτή υπομονετικά στην ουρά. Και μόνο η σκέψη ήταν αρκετή για να τη συνεφέρει. Η αναμονή δε χωρούσε στο πρόγραμμά της. Όταν κατανάλωσαν και το τελευταίο σπαγγέτι, και όταν όλοι οι θαυμαστές του Κάρλο κατάφεραν ν’ ανταλλάξουν μια κουβέντα μαζί του, εκείνος επέτρεψε επιτέλους στον εαυτό του την πολυτέλεια να καθίσει, να χαλαρώσει και ν’ απολαύσει ένα ποτήρι δροσερό κρασί. Η Τ ζούλιετ κρατούσε ήδη το σακάκι του. «Μπράβο, Κάρλο», είπε και τον βοήθησε να το φορέσει. «Μπορείς να φύγεις από την Καλιφόρνια ξέροντας ότι σημείωσες τεράστια επιτυχία». Εκείνος πήρε από τα χέρια της την καμπαρτίνα τη στιγμή που ήταν έτοιμη να τη φορέσει. «Φεύγουμε για το αεροδρόμιο;» Ο τρόπος που της το είπε την έκανε να χαμογελάσει –τον καταλάβαινε. «Θα περάσουμε να πάρουμε τις αποσκευές μας από τη φύλαξη του ξενοδοχείου και φύγαμε. Φρόντισε να το δεις ως εξής: Αν θέλεις, θα μπορέσεις να κοιμηθείς σε όλο το ταξίδι μέχρι το Πόρτλαντ». Επειδή η σκέψη αυτή ήταν αρκετά ελκυστική, ο Κάρλο συνεργάστηκε. Κατέβηκαν στον πρώτο όροφο και βγήκαν από τη δυτική έξοδο, όπου η Τ ζούλιετ είχε καλέσει ένα ταξί να τους περιμένει. Αναστέναξε μάλιστα ανακουφισμένη όταν διαπίστωσε ότι βρισκόταν πράγματι εκεί. «Θα φτάσουμε νωρίς στο Πόρτλαντ;» «Στις εφτά». Η βροχή χτυπούσε το παρμπρίζ του ταξί. Η Τ ζούλιετ διέταξε τον εαυτό της να χαλαρώσει. Τα αεροπλάνα απογειώνονταν κάθε μέρα μέσα στη βροχή με ασφάλεια. «Θα εμφανιστείς στην εκπομπή Ενδιαφέροντα Πρόσωπα, αλλά στις εννιάμισι το πρωί. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε ν’ απολαύσουμε το πρόγευμά μας μια

πολιτισμένη ώρα και να είμαστε συνεπείς στο πρόγραμμά μας». Γρήγορα και με σύστημα βεβαιώθηκε ότι είχαν εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις τους στο Σαν Ντιέγκο με επιτυχία. Είχε το χρόνο και για μια γρήγορη πρώτη ματιά στο πρόγραμμα που τους περίμενε στο Πόρτλαντ προτού το ταξί σταματήσει μπροστά στο ξενοδοχείο. «Περιμένετε εδώ», διέταξε τόσο τον ταξιτζή όσο και τον Κάρλο. Ύστερα βγήκε από το ταξί και, επειδή τους πίεζε ο χρόνος, κατάφερε να φορτωθούν όλες οι αποσκευές τους μέσα σε εφτά λεπτά. Ο Κάρλο το ήξερε γιατί το διασκέδαζε να τη χρονομετρά. «Κι εσύ μπορείς να κοιμηθείς σε όλο το ταξίδι μέχρι το Πόρτλαντ». Η Τ ζούλιετ κάθισε πάλι δίπλα του. «Όχι, έχω δουλειά να κάνω. Το καλό με τα αεροπλάνα είναι ότι μπορώ να προσποιηθώ ότι βρίσκομαι στο γραφείο μου και να ξεχνώ ότι πετάω χιλιάδες μέτρα πάνω από το έδαφος». «Δεν είχα καταλάβει ότι τα αεροπορικά ταξίδια σε φοβίζουν». «Μόνο όταν βρίσκομαι στον αέρα». Η Τ ζούλιετ βολεύτηκε καλύτερα και έκλεισε τα μάτια της, θέλοντας να ξεκουραστεί για λίγο. Το επόμενο που κατάλαβε ήταν το φιλί που την ξύπνησε. Αποπροσανατολισμένη, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του Κάρλο. Ήταν μια αίσθηση γλυκιά, όμορφη. Ύστερα η φλόγα άρχισε να φουντώνει. «Κάρα». Τον είχε εκπλήξει ευχάριστα. «Είναι κρίμα, αλλά πρέπει να σε ξυπνήσω». «Μμμ». Όταν άνοιξε τα μάτια της, το πρόσωπό του ήταν κοντά στο δικό της, το στόμα της ήταν ακόμα ζεστό και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τ ραβήχτηκε πίσω και προσπάθησε να βρει το χερούλι της πόρτας. «Αυτό ήταν εντελώς περιττό». «Είναι αλήθεια». Ο Κάρλο βγήκε νωχελικά στη βροχή. «Αλλά διαφωτιστικό. Έχω πληρώσει ήδη τον οδηγό, Τ ζούλιετ», της είπε

όταν την είδε να ψάχνει στην τσάντα της. «Έχω κάνει και το τσεκ-ιν των αποσκευών μας. Η επιβίβαση είναι από την έξοδο πέντε». Την έπιασε από το μπράτσο, πήρε και το χοντρό δερμάτινο μπαουλάκι του και την οδήγησε στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου. «Δεν είχες κανένα λόγο να τα φροντίσεις εσύ όλ’ αυτά». Θα είχε τραβήξει το μπράτσο της αν είχε τη δύναμη, ή τουλάχιστον αυτό είπε στον εαυτό της. «Ο λόγος που βρίσκομαι εδώ είναι για να...» «...προωθήσεις το βιβλίο μου», συμπλήρωσε αβίαστα ο Κάρλο. «Αν αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, έτσι φερόμουν και με τον προκάτοχό σου». Αυτό την έκανε να νιώσει στ’ αλήθεια καλύτερα, πράγμα που το θεώρησε γελοίο. «Το εκτιμώ, Κάρλο. Δεν είναι ότι έχω αντίρρηση να μου δώσει κάποιος ένα χεράκι, απλώς δεν είμαι μαθημένη. Θα ξαφνιαστείς, αλλά οι περισσότεροι συγγραφείς είναι εντελώς ανήμποροι ή εντελώς αδιάφοροι σε μια περιοδεία». «Θα ξαφνιαστείς, αλλά οι περισσότεροι σεφ είναι ιδιότροποι και αγενείς». Η Τ ζούλιετ θυμήθηκε το βασιλικό. «Όχι!» «Α, ναι», είπε ο Κάρλο, που, μολονότι είχε μαντέψει τις σκέψεις της, συνέχισε απόλυτα σοβαρά: «Γίνονται ανεξέλεγκτοι, βρίζουν, πετάνε πράγματα. Αυτό συμβάλλει στο να έχουμε κακή φήμη όλοι μας. Ορίστε, άρχισε η επιβίβαση για την πτήση μας. Μακάρι να μας σερβίρουν κανένα καλό Μπορντό». Η Τ ζούλιετ έπνιξε ένα χασμουρητό και τον ακολούθησε. «Θα χρειαστώ την κάρτα μου για την επιβίβαση, Κάρλο». «Την έχω εγώ», της απάντησε. Έδειξε και τις δυο κάρτες στην αεροσυνοδό και έσπρωξε την Τ ζούλιετ να προχωρήσει. «Θέλεις να καθίσεις στο παράθυρο ή στο διάδρομο;» «Θα χρειαστώ την κάρτα μου για να δω ποια θέση μού έδωσαν». «Έχουμε τη 2Α και τη 2Β. Διάλεξε».

Κάποιος έπεσε πάνω της από πίσω και την έσπρωξε με δύναμη. Την είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. «Κάρλο, εγώ ταξιδεύω στην οικονομική, γι’ αυτό...» «Όχι, τα εισιτήριά σου έχουν αλλάξει. Κάθισε στο παράθυρο». Προτού προλάβει να του φέρει αντίρρηση, ο Κάρλο την έσπρωξε στη θέση και γλίστρησε δίπλα της. «Τ ι εννοείς, “ τα εισιτήριά σου έχουν αλλάξει”; Κάρλο, πρέπει να πάω στην οικονομική θέση, προτού γίνει καμιά σκηνή». «Η θέση σου είναι εδώ». Ο Κάρλο έδωσε στην Τ ζούλιετ την κάρτα της επιβίβασης και άπλωσε τα πόδια του. «Ντίο, τι ανακούφιση». Η Τ ζούλιετ κοίταξε συνοφρυωμένη τη σφραγίδα με το 2Α. «Δεν ξέρω πώς μπορεί να έκαναν ένα τέτοιο λάθος. Καλύτερα να ρωτήσω αμέσως». «Δεν έγινε κανένα λάθος. Δέσε τη ζώνη σου», τη συμβούλευσε ο Κάρλο, ύστερα έσκυψε και της την έδεσε ο ίδιος. «Εγώ άλλαξα τα εισιτήριά σου για όλες τις επόμενες πτήσεις της περιοδείας». Η Τ ζούλιετ άπλωσε το χέρι της για ν’ απασφαλίσει την πόρπη της ζώνης που μόλις είχε ασφαλίσει εκείνος. «Εσύ... μα δεν μπορείς». «Σου είπα να μη λες “ δεν μπορείς” στον Φρανκόνι». Αφού βεβαιώθηκε ότι η ζώνη της ήταν δεμένη, ο Κάρλο έδεσε και τη δική του. «Δουλεύεις το ίδιο σκληρά μ’ εμένα. Γιατί εσύ να ταξιδεύεις στην οικονομική;» «Γιατί με πληρώνουν για να δουλεύω. Κάρλο, άφησέ με να σηκωθώ για να μπορέσω να ρυθμίσω το θέμα πριν την απογείωση». «Όχι». Για πρώτη φορά ο τόνος του ήταν κοφτός, δε σήκωνε αντίρρηση. «Προτιμώ τη συντροφιά σου από τη συντροφιά ενός άγνωστου ή ενός άδειου καθίσματος». Όταν γύρισε και την κοίταξε, το βλέμμα του ήταν το ίδιο αποφασιστικό με τη φωνή του. «Σε θέλω εδώ. Σταμάτα λοιπόν». Η Τ ζούλιετ άνοιξε το στόμα της, αλλά το ξανάκλεισε.

Επαγγελματικά, βάδιζε σε κινούμενη άμμο από όποια άποψη και να το έβλεπε, γιατί υποτίθεται ότι έπρεπε να ικανοποιεί τις ανάγκες του μέσα σε λογικά πλαίσια. Προσωπικά, ήλπιζε στην απόσταση, τουλάχιστον κατά την πτήση, για να διατηρήσει την ισορροπία της. Με τον Κάρλο, ακόμα και λίγη απόσταση μπορούσε να βοηθήσει. Ήταν καλός, το ήξερε. Τη νοιαζόταν. Ήταν όμως και πεισματάρης. Υπήρχε πάντα ένας διπλωματικός τρόπος να χειριστείς μια τέτοια κατάσταση. Του χάρισε ένα υπομονετικό χαμόγελο. «Κάρλο...» Εκείνος έκοψε στη μέση τη φράση της, αιχμαλωτίζοντας το στόμα της με το δικό του, σιωπηλά και ακαταμάχητα. Την κράτησε εκεί για μια στιγμή. Το ένα χέρι του χάιδεψε το μάγουλό της, ενώ με το άλλο έσφιξε τα δάχτυλα που είχαν κοκαλώσει στα γόνατά της. Η Τ ζούλιετ ένιωσε το πάτωμα να γέρνει και το κεφάλι της να ταξιδεύει. Απογειωνόμαστε, σκέφτηκε θολωμένη, ήξερε όμως ότι το αεροπλάνο δεν είχε εγκαταλείψει το έδαφος. Η γλώσσα του άγγιξε τη δική της φευγαλέα, παιχνιδιάρικα, ύστερα ανέλαβαν δράση τα χείλη του. Ο Κάρλο χάιδεψε τα μαλλιά της και έγειρε πίσω. «Τ ώρα, πάρε πάλι κανέναν υπνάκο», τη συμβούλευσε. «Δε θα διάλεγα τούτο το μέρος για να σε αποπλανήσω». Είναι φορές, αποφάσισε η Τ ζούλιετ, που η σιωπή είναι η καλύτερη διπλωματία. Χωρίς να πει κουβέντα, έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.

Κεφάλαιο 5 Kολοράντο. Βραχώδη Όρη, Πάικ’ς Πικ, ινδιάνικα ερείπια, λεύκες και γοργά ρυάκια. Ακουγόταν όμορφο, συναρπαστικό. Αλλά ένα δωμάτιο

ξενοδοχείου είναι παντού ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Στην Πολιτεία της Ουάσινγκτον ήταν πολύ απασχολημένοι. Κατά την τριήμερη παραμονή τους εκεί, η Τ ζούλιετ ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει και να σκέφτεται όρθια. Αλλά οι δημοσιογράφοι ήταν εκπληκτικοί. Το πρόγραμμά τους ήταν τόσο γεμάτο, που το αφεντικό της στη Νέα Υόρκη θα πρέπει να έκανε τούμπες. Η αναφορά της για την περιοδεία τους στην Ανατολική Ακτή θα ήταν το όνειρο κάθε διαφημιστή. Και ύστερα ήρθε το Ντένβερ. Η κάλυψη που είχε καταφέρει να πετύχει εκεί με το ζόρι θα δικαιολογούσε τα αεροπορικά εισιτήρια. Ένα τοκ σόου στις εφτά το πρωί –αδιανόητη ώρα– κι ένα αρθράκι στην τοπική εφημερίδα στη σελίδα με τα θέματα εστίασης. Καμιά κάλυψη, ούτε από τοπικό ούτε από εθνικό δίκτυο, της εκδήλωσης για την υπογραφή των βιβλίων, καμιά έντυπη δημοσίευση που να επιβεβαιώνει την εκδήλωση. Φρίκη. Ήταν έξι το πρωί όταν η Τ ζούλιετ βγήκε από το ντους και άρχισε να ψάχνει τη γεμάτη ακόμα βαλίτσα της για να βρει ένα ταγέρ και μια καθαρή μπλούζα. Με το που θα έφταναν στο Ντάλας, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να στείλει τα ρούχα της στο καθαριστήριο. Ευτυχώς ο Κάρλο δε θα μαγείρευε σήμερα το πρωί. Δεν πίστευε πως θα μπορούσε ν’ αντέξει τη θέα του φαγητού αν δεν περνούσαν τουλάχιστον δυο ώρες ακόμα. Με λίγη τύχη, θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στο ξενοδοχείο μετά το σόου, να κοιμηθεί καμιά ωρίτσα και στη συνέχεια να φάει πρωινό στο δωμάτιό της, κάνοντας τα τηλεφωνήματά της. Η εκδήλωση για την υπογραφή των βιβλίων είχε οριστεί για το μεσημέρι και η αναχώρησή τους ήταν με την πρώτη πρωινή πτήση αύριο. Αυτό την έκανε ν’ αναθαρρήσει κάπως και έψαξε να βρει κάλτσες στην κατάλληλη απόχρωση. Για πρώτη φορά εδώ και μια βδομάδα θα

είχαν ένα βράδυ ελεύθερο χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δεξιωθούν κάποιον ή να παραστούν σε κάποια εκδήλωση. Θα δειπνούσαν ήσυχα και ωραία κάπου κοντά και στη συνέχεια θ’ απολάμβαναν έναν όμορφο ύπνο όλη νύχτα. Με αυτή την προοπτική στην άκρη του τούνελ, θα μπορούσε να βγάλει τη μέρα. Κάνοντας μια γκριμάτσα, ήπιε την ημερήσια δόση μαγιάς μπίρας. Είχε ολοκληρώσει το ντύσιμό της όταν ξύπνησε αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με το μακιγιάζ της. Ανασήκωσε τους ώμους, έβγαλε το πράσινο σακάκι της και ξαναγύρισε στο μπάνιο. Όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα της, την κοίταξε καχύποπτα και εκνευρισμένα. Έριξε μια ματιά από το ματάκι και είδε τον Κάρλο. Εκείνος της χαμογέλασε και ύστερα αλληθώρισε αστεία. Βρίζοντας σιγανά, του άνοιξε την πόρτα. «Πρωινός πρωινός», άρχισε να του λέει και τότε τη χτύπησε στη μύτη η μυρωδιά του καφέ. Χαμήλωσε το βλέμμα της και είδε ότι ο Κάρλο κουβαλούσε ένα δίσκο με μια μικρή καφετιέρα, φλιτζάνια και κουτάλια. «Καφές», ψέλλισε, σχεδόν σαν προσευχή. «Ναι». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και μπήκε στο δωμάτιο. «Το περίμενα ότι εσύ θα ήσουν έτοιμη και ας μην είναι έτοιμη η υπηρεσία δωματίου να σε σερβίρει». Ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και πρόσεξε ότι το δωμάτιό της θα μπορούσε να χωρέσει σ’ ένα μικρό μέρος του δικού του. «Έτσι, σκέφτηκα να σε σερβίρω εγώ». «Να ’σαι καλά». Τα λόγια της ήταν τόσο ειλικρινή, που ο Κάρλο χαμογέλασε πάλι, ενώ εκείνη διέσχιζε το δωμάτιο. «Πώς τα κατάφερες; Η υπηρεσία δωματίου θέλει μισή ώρα ακόμα για ν’ ανοίξει». «Η σουίτα μου έχει μια μικρή κουζινούλα. Είναι βέβαια πρωτόγονη, αλλά μπορείς να ψήσεις έναν καφέ». Η Τ ζούλιετ ήπιε την πρώτη γουλιά· ο καφές ήταν δυνατός και

ζεστός. «Είναι υπέροχος. Πραγματικά υπέροχος». «Ασφαλώς. Εγώ τον έφτιαξα». Η Τ ζούλιετ άνοιξε πάλι τα μάτια της. Όχι, αποφάσισε, δε θ’ απαξίωνε την ευγνωμοσύνη της με το σαρκασμό. Στο κάτω κάτω, είχαν καταφέρει να τα πάνε καλά τρεις μέρες στη σειρά. Μετά το ντους, τη μαγιά της μπίρας και τον καφέ, ένιωθε πάλι άνθρωπος – σχεδόν. «Βολέψου», του πρότεινε. «Κι εγώ θα τελειώσω με το ντύσιμό μου». Η Τ ζούλιετ περίμενε πως ο Κάρλο θα καθόταν σε μια καρέκλα, έτσι πήρε τον καφέ της και πήγε στο μπάνιο να μακιγιαριστεί και να χτενιστεί. Άπλωνε κρέμα στο πρόσωπό της όταν ο Κάρλο έγειρε στην παραστάδα της πόρτας. «Μι αμόρε, αυτός ο διακανονισμός δε σου φαίνεται εντελώς άβολος;» Εκείνη προσπάθησε να μη νιώσει περίεργα καθώς άπλωνε τη διάφανη κρέμα που χρησιμοποιούσε ως βάση. «Σε ποιο διακανονισμό αναφέρεσαι;» «Μένεις σε τούτη την... ντουλάπα», αποφάσισε, δείχνοντας το δωμάτιό της. Ναι, ήταν μικρό, αλλά το γεμάτο θηλυκότητα άρωμα του αφρόλουτρού της πλημμύριζε κάθε του γωνία. «Τη στιγμή που εγώ έχω μια πελώρια σουίτα με δυο μπάνια, ένα κρεβάτι αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει τρεις φίλους κι έναν από εκείνους τους καναπέδες που γίνονται κρεβάτια». «Εσύ είσαι ο σταρ», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ, απλώνοντας ρουζ στα μάγουλά της. «Θα έκανες οικονομία στον εκδότη αν μοιραζόμασταν τη σουίτα». Η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν μέσα στον καθρέφτη. Θα μπορούσε να πάρει όρκο ότι ο Κάρλο εννοούσε αυτό ακριβώς που έλεγε και τίποτα περισσότερο. Θα μπορούσε να το κάνει, αν δεν τον ήξερε. «Αντέχει η τσέπη του»,

του απάντησε ανάλαφρα. «Οι λογιστές του τρίβουν τα χέρια τους όταν φτάνει η ώρα να φτιάξουν τη δήλωση». Ο Κάρλο ύψωσε αδιάφορα τους ώμους του και ήπιε άλλη μια γουλιά από τον καφέ του. Ήξερε ποια θα ήταν η απάντησή της. Φυσικά και θα χαιρόταν να μοιραστεί τη σουίτα του μαζί της για προφανείς λόγους, αλλά παράλληλα τον ενοχλούσε που το δικό της δωμάτιο ήταν τόσο στριμωγμένο. «Θα πρέπει να βάλεις λίγο ακόμα ρουζ στο αριστερό σου μάγουλο», της είπε νωχελικά χωρίς να προσέξει το ξαφνιασμένο βλέμμα της. Εκείνο που πρόσεξε ήταν η πράσινη μεταξωτή ρόμπα που κρεμόταν πίσω από την πόρτα και καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη. Αλήθεια, πώς θα ήταν η Τ ζούλιετ όταν τη φορούσε; Πώς θα ήταν όταν θα της την έβγαζε; Η Τ ζούλιετ, στο μεταξύ, περιεργαζόταν με μισόκλειστα μάτια την εικόνα της και διαπίστωσε ότι ο Κάρλο είχε δίκιο. Πήρε πάλι το πινέλο της και εξομοίωσε το χρώμα. «Είσαι πολύ παρατηρητικός άνθρωπος». «Μμμ;» Ο Κάρλο την κοιτούσε πάλι, αντικαθιστώντας με τη φαντασία του τη συντηρητική μπλούζα με τον ψηλό γιακά και την ίσια φούστα με την προκλητική ρόμπα. «Οι περισσότεροι άντρες δε θα πρόσεχαν μια μικρή διαφορά στο ρουζ μιας γυναίκας», είπε η Τ ζούλιετ και πήρε το μολύβι για να βάψει τα μάτια της. «Εγώ προσέχω τα πάντα σε μια γυναίκα». Ο καθρέφτης ήταν ακόμα θολός στο πάνω μέρος από τους υδρατμούς του ντους της. Αυτό πλούτισε τη φαντασία του Κάρλο και με άλλες όμορφες, νοερές εικόνες. «Το μακιγιάζ αλλάζει εντελώς την εικόνα σου». Η Τ ζούλιετ γέλασε, χαλαρή πάλι. «Αυτή είναι η ιδέα». «Μα, όχι». Ο Κάρλο πλησίασε για να μπορεί να παρακολουθεί πάνω από τον ώμο της. Η μικρή αυτή οικειότητα ήταν απόλυτα

φυσική για εκείνον και τελείως άβολη για την ίδια. «Χωρίς το μακιγιάζ, το πρόσωπό σου δείχνει νεότερο, πιο ευαίσθητο, αλλά όχι λιγότερο όμορφο. Απλώς διαφορετικό...» Χωρίς να διστάσει, πήρε τη βούρτσα της κι άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της. «Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο όμορφο. Απλώς διαφορετικό. Μου αρέσεις κι έτσι κι αλλιώς». Δεν ήταν εύκολο για την Τ ζούλιετ να κρατήσει σταθερό το χέρι της. Άφησε λοιπόν τη σκιά και προσπάθησε να πιει μια γουλιά καφέ. Καλύτερα να παριστάνει την κυνική παρά να επηρεαστεί, θύμισε στον εαυτό της και του χάρισε ένα ψυχρό χαμόγελο. «Δείχνεις απόλυτα άνετος στο μπάνιο με μια γυναίκα που μακιγιάρεται». Του άρεσε ο τρόπος που έπεφταν τα μαλλιά της καθώς τα βούρτσιζε. «Έχω βρεθεί πολλές φορές». Το χαμόγελό της έγινε πιο ψυχρό. «Είμαι σίγουρη». Ο Κάρλο έπιασε τον τόνο της, αλλά συνέχισε να τη χτενίζει. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της στον καθρέφτη. «Πάρ’ το όπως θέλεις, κάρα, αλλά να θυμάσαι, μεγάλωσα μέσα σ’ ένα σπίτι με πέντε γυναίκες. Οι πούδρες και οι σκιές σου δεν αποτελούν μυστήριο για μένα». Η Τ ζούλιετ το είχε ξεχάσει αυτό, ίσως γιατί είχε επιλέξει να ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση μαζί του και δεν αφορούσε το βιβλίο του. Τ ώρα, όμως, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι είδους διορατικότητα αποκτά ένας άντρας ως προς το γυναικείο φύλο όταν τον περιβάλλουν από παιδί οι γυναίκες. Συνοφρυώθηκε ελαφρά και πήρε τη μάσκαρά της. «Ήσασταν δεμένη οικογένεια;» «Είμαστε δεμένη οικογένεια», τη διόρθωσε ο Κάρλο. «Η μητέρα μου είναι χήρα και διευθύνει με επιτυχία μια μπουτίκ στη Ρώμη». Φυσικά, παρέλειψε να της αναφέρει ότι της την είχε αγοράσει εκείνος. «Οι τέσσερις αδερφές μου ζουν όλες σε μια ακτίνα τριάντα

χιλιομέτρων. Μπορεί να μη μοιράζομαι πλέον το μπάνιο μου μαζί τους, αλλά, αν εξαιρέσεις αυτό, δεν έχουν αλλάξει και πολλά άλλα». Η Τ ζούλιετ έμεινε για λίγο σκεφτική. Η εικόνα που της παρουσίαζε ήταν άνετη, ζεστή και χαριτωμένη. Αλλά δεν μπόρεσε να ταυτιστεί μαζί της. «Η μητέρα σου θα πρέπει να είναι πολύ περήφανη για σένα». «Θα ήταν πιο περήφανη αν συνέβαλλα με τη σειρά μου στο να αυξηθούν οι ορδές των εγγονιών της». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε. Αυτό της ήταν πιο οικείο. «Καταλαβαίνω τι εννοείς». «Θα έπρεπε να αφήνεις τα μαλλιά σου έτσι λυτά», της είπε ο Κάρλο κι ακούμπησε τη βούρτσα στο νιπτήρα. «Εσύ έχεις οικογένεια;» «Οι γονείς μου ζουν στην Πενσιλβάνια». Ο Κάρλο πάλεψε για λίγο με τη γεωγραφία του. «Α, τότε θα τους επισκεφθείς όταν θα πάμε στη Φιλαδέλφεια». «Όχι», του απάντησε κοφτά η Τ ζούλιετ και έκλεισε τη μάσκαρα. «Δε θα υπάρχει χρόνος». «Κατάλαβα». Πράγματι ο Κάρλο πίστεψε ότι είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα. «Έχεις αδέρφια;» «Μια αδερφή». Επειδή ο Κάρλο είχε δίκιο για τα μαλλιά της, η Τ ζούλιετ τ’ άφησε κάτω και βγήκε να πάρει τη ζακέτα της. «Παντρεύτηκε ένα γιατρό κι έκανε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, προτού κλείσει τα είκοσι πέντε της». Α, ναι, ο Κάρλο είχε αρχίσει να μπαίνει για τα καλά στο νόημα. Μπορεί η Τ ζούλιετ να μιλούσε αβίαστα, αλλά οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι. «Είναι μια καλή σύζυγος γιατρού;» «Η Κάρι είναι η τέλεια σύζυγος γιατρού». «Δεν είμαστε όλοι πλασμένοι για τα ίδια πράγματα». «Εγώ δεν ήμουν». Η Τ ζούλιετ πήρε το χαρτοφύλακα και την

τσάντα της. «Καλύτερα να πηγαίνουμε. Είπαν πως θα χρειαστούμε περίπου δεκαπέντε λεπτά για να φτάσουμε στο στούντιο». Τον ξάφνιαζε πάντα η ψευδαίσθηση των ανθρώπων ότι μπορούσαν να κρύψουν τα ευαίσθητα σημεία τους. Για την ώρα, όμως, δε θα τη διέψευδε.

Επειδή οι οδηγίες που της είχαν δώσει ήταν καλές και η κίνηση ελάχιστη, η Τ ζούλιετ κατάφερε να οδηγήσει το τελευταίο μοντέλο της Σεβρολέ που είχε νοικιάσει με σιγουριά. Ο Κάρλο αρκέστηκε στο ρόλο του συνοδηγού, γιατί του άρεσε ο σταθερός και επιδέξιος τρόπος με τον οποίο χειριζόταν εκείνη το τιμόνι. «Δε μου έκανες διάλεξη γύρω από το σημερινό μας πρόγραμμα», της είπε. «Στρίψε δεξιά σ’ αυτό το φανάρι». Η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά στο καθρεφτάκι, έβγαλε φλας, άλλαξε λωρίδα κι έστριψε. Δεν ήταν ακόμα σίγουρη για την αντίδρασή του όταν θα του έλεγε ότι στην ουσία δεν υπήρχε πρόγραμμα. «Αποφάσισα να σε αφήσω να πάρεις μια ανάσα», του είπε πρόσχαρα, γιατί ήξερε ότι μερικοί συγγραφείς μπορεί να σ’ τα σούρουν όταν συνηθίσουν στη δημόσια προβολή. «Έχεις αυτή την εμφάνιση στο πρωινό σόου και στη συνέχεια την υπογραφή των βιβλίων σου στο Γουόρλντ οφ Μπουκς στο κέντρο της πόλης». Ο Κάρλο περίμενε να συνεχιστεί η λίστα. Γύρισε και την κοίταξε, υψώνοντας το φρύδι του. «Και;» «Αυτά είναι όλα», του απάντησε η Τ ζούλιετ κάπως απολογητικά, καθώς σταματούσε στον κόκκινο σηματοδότη. «Συμβαίνει καμιά φορά, Κάρλο. Απλώς δε μου βγήκε ο σχεδιασμός. Το ήξερα ότι στο Ντένβερ θα ήταν πιο χλιαρά τα πράγματα, συνέπεσαν όμως και τα γυρίσματα μιας καινούριας ταινίας εδώ στην πόλη. Το απόγευμα, όλοι οι δημοσιογράφοι, όλα τα τηλεοπτικά συνεργεία, όλοι οι

κάμεραμαν θα καλύπτουν το συγκεκριμένο γεγονός. Στην ουσία, μας έφτυσαν». «Μας έφτυσαν; Εννοείς ότι δεν έχουμε εκπομπή στο ραδιόφωνο, γεύμα με κάποιον δημοσιογράφο ή κάποια υποχρέωση για δείπνο;» «Όχι, λυπάμαι. Απλώς...» «Φαντάστικο!» Ο Κάρλο πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί. «Θα μάθω τον τίτλο αυτής της ταινίας και θα φροντίσω να πάω στην πρεμιέρα της». Το μικρό σφίξιμο της ενοχής και της έντασης που ένιωθε μέσα της έσβησε στη στιγμή. «Μην το παίρνεις τόσο βαριά, Κάρλο». Ο Κάρλο ένιωθε σαν να είχε μόλις βγει από τη φυλακή με αναστολή. «Τ ζούλιετ, νόμιζες ότι θα με ενοχλούσε; Ντίο, μια βδομάδα τώρα μ’ έτρεχες συνέχεια από δω κι από κει». Η Τ ζούλιετ εντόπισε τον πύργο του τηλεοπτικού σταθμού κι έστριψε αριστερά. «Ήσουν απίθανος», του είπε. Η καλύτερη ώρα για να παραδεχτείς κάτι τέτοιο είναι όταν έχεις μόνο δυο λεπτά στη διάθεσή σου για να το κάνεις. «Δε μου τυχαίνουν πάντα τόσο ευγενικοί άνθρωποι στις περιοδείες». Τον είχε αιφνιδιάσει. Του άρεσε αυτό σε μια γυναίκα. Ο Κάρλο τύλιξε μια μπούκλα από τα μαλλιά που της είχε χτενίσει ο ίδιος στο δάχτυλό του. «Ώστε με συγχώρεσες για το βασιλικό;» Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε και με δυσκολία συγκρατήθηκε να μην πιάσει την καρφιτσούλα στο πέτο της. «Το έχω ξεχάσει τελείως». Ο Κάρλο τη φίλησε στο μάγουλο, τόσο φιλικά και ανάλαφρα που δεν του έφερε καμιά αντίρρηση. «Σε πιστεύω. Έχεις καλή καρδιά, Τ ζούλιετ. Και αυτό είναι στοιχείο ομορφιάς από μόνο του». Μπορούσε να τη μαλακώσει πολύ εύκολα. Το ένιωσε, το πολέμησε, αλλά για μια στιγμή αφέθηκε. Με μια αυθόρμητη, εντελώς αχαρακτήριστη κίνηση για εκείνη, απομάκρυνε τα μαλλιά από το μέτωπό του. «Πάμε μέσα. Έχουμε να ξυπνήσουμε το Ντένβερ».

Επαγγελματικά, η Τ ζούλιετ θα έπρεπε να είναι εξοργισμένη με την απουσία υποχρεώσεων και την ελλιπή προβολή στο Ντένβερ. Θ’ άφηνε ένα σημαντικό κενό στην αναφορά της όλης περιοδείας. Προσωπικά, ήταν ενθουσιασμένη. Όπως το είχε προγραμματίσει, ήταν πίσω στο δωμάτιό της στις οχτώ. Στις οχτώ και τρία λεπτά, είχε βγάλει το κουστούμι της και είχε χωθεί ολόγυμνη στο ξέστρωτο κρεβάτι της. Για μια ώρα κοιμήθηκε βαθιά και χωρίς όνειρα· τουλάχιστον δε θυμόταν κανένα. Μέχρι τις δέκα και μισή είχε τελειώσει τα τηλεφωνήματά της κι ένα χορταστικό πρόγευμα. Αφού φρεσκάρισε το μακιγιάζ της, ξαναφόρεσε το ταγέρ της και κατέβηκε στη ρεσεψιόν να συναντήσει τον Κάρλο. Δε θα έπρεπε να ξαφνιαστεί όταν τον είδε βολεμένο σ’ ένα από τα σαλόνια, παρέα με τρεις γυναίκες. Ούτε θα έπρεπε να ενοχληθεί. Προσποιούμενη ότι δεν είχε συμβεί τίποτε από τα δύο, τους πλησίασε. Μόνο τότε πρόσεξε ότι και οι τρεις γυναίκες είχαν εκπληκτικά μυώδη κορμιά. Ούτε αυτό θα έπρεπε να την είχε ξαφνιάσει. «Α, Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο της χαμογέλασε όλο γοητεία και χάρη κι εκείνη δε στάθηκε ν’ αναρωτηθεί γιατί θα ήθελε να τον ξαπλώσει αναίσθητο. «Πάντα συνεπής. Κυρίες μου». Γύρισε και υποκλίθηκε και στις τρεις τους. «Χάρηκα». «Μπάι μπάι, Κάρλο». Η μία από τις τρεις του έστειλε ένα βλέμμα που θα μπορούσε να λιώσει ακόμα και ατσάλι. «Θυμήσου, αν έρθεις ποτέ στην Τούσον...» «Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω;» είπε εκείνος κι αφού έπιασε αγκαζέ την Τ ζούλιετ, την οδήγησε έξω. «Τ ζούλιετ», της ψιθύρισε, «πού είναι η Τούσον;» «Δεν τα παρατάς ποτέ;» τον ρώτησε.

«Να παραιτηθώ από ποιο πράγμα;» «Από το να κάνεις συλλογή με γυναίκες». Εκείνος ύψωσε το φρύδι του, ανοίγοντας την πόρτα του οδηγού. «Τ ζούλιετ, ο κόσμος κάνει συλλογή από αυτοκινητάκια, όχι από γυναίκες». «Θα έλεγα ότι υπάρχουν κάποιοι που τις κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία». Ο Κάρλο της έφραξε το δρόμο προτού προλάβει να μπει στο αμάξι. «Όποιοι το κάνουν αυτό είναι πολύ ηλίθιοι», της είπε, έκανε το γύρο του αμαξιού και άνοιξε τη δική του πόρτα προτού προλάβει εκείνη να μιλήσει. «Όπως και να έχει το πράγμα, ποιες ήταν αυτές;» Πολύ σοβαρά, ο Κάρλο έφτιαξε το μπορ του καπέλου του. «Γυναίκες μποντιμπίλντερς. Έχουν κάποιο συνέδριο». Ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της προτού προλάβει να το συγκρατήσει. «Φαίνεται». «Ναι, πράγματι, είδες μυς;» Η έκφρασή του εξακολουθούσε να είναι σοβαρή όταν μπήκε στο αμάξι. Η Τ ζούλιετ παρέμεινε σιωπηλή για λίγο, ύστερα παραιτήθηκε και ξέσπασε σε γέλια. Να πάρει η οργή, δεν είχε ξαναδιασκεδάσει ποτέ τόσο σε περιοδεία. Γιατί να μην το παραδεχτεί; «Η Τούσον είναι στην Αριζόνα», του είπε γελώντας πάλι. «Και δε βρίσκεται στο δρομολόγιό μας». Θα είχαν φτάσει έγκαιρα στην εκδήλωση της υπογραφής των βιβλίων, αν δεν τους είχαν υποχρεώσει να κάνουν παράκαμψη. Υπήρχε μεγάλο μποτιλιάρισμα, έτσι διοχέτευαν τ’ αυτοκίνητα σε άλλη λεωφόρο, ενώ επικρατούσε εκνευρισμός από τον αποκλεισμό των δρόμων για το γύρισμα της ταινίας. Η Τ ζούλιετ έφαγε είκοσι λεπτά βρίζοντας και κάνοντας διάφορους ελιγμούς, για να διαπιστώσει στο τέλος ότι το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κάνει

έναν ωραίο και μεγάλο κύκλο. «Έχουμε ξαναπεράσει από δω», της είπε νωχελικά ο Κάρλο κι εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Α, αλήθεια;» Ο γλυκός τόνος της έσταζε φαρμάκι. Εκείνος βόλεψε τα πόδια του καλύτερα. «Ενδιαφέρουσα πόλη», παρατήρησε. «Νομίζω πως, αν στρίψεις δεξιά στην επόμενη γωνία και αριστερά δυο γωνίες παρακάτω, θα βρεθούμε στο σωστό δρόμο». Η Τ ζούλιετ άνοιξε τις προσεκτικά γραμμένες οδηγίες της, αν και θα προτιμούσε να τις τσαλακώσει σ’ ένα μπαλάκι. «Η υπάλληλος του βιβλιοπωλείου μού είπε συγκεκριμένα...» «Είμαι σίγουρος ότι είναι υπέροχη γυναίκα, αλλά τα πράγματα είναι κάπως μπερδεμένα σήμερα». Όχι ότι εκείνον τον ενοχλούσαν ιδιαίτερα. Μια κόρνα, όμως, έκανε την Τ ζούλιετ ν’ αναπηδήσει. Ο Κάρλο την κοίταξε, διασκεδάζοντας. «Τη στιγμή που ζεις στη Νέα Υόρκη, θα έπρεπε να είχες συνηθίσει σε τέτοιες καταστάσεις». Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα δόντια της. «Δεν οδηγώ ποτέ στην πόλη». «Εγώ οδηγώ. Έχε μου εμπιστοσύνη, ιναμοράτα». Με τίποτα, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ, αλλά έστριψε δεξιά. Χρειάστηκαν περίπου δέκα λεπτά, έτσι όπως τ’ αυτοκίνητα κινούνταν σαν χελώνες, να διασχίσουν τα δύο επόμενα τετράγωνα, αλλά με το που έστριψε αριστερά βρέθηκε στο σωστό δρόμο, όπως ακριβώς της είχε πει ο Κάρλο. Αποδέχτηκε τη μοίρα της και περίμενε ν’ ακούσει τους κομπασμούς του. «Ακόμα και στη Ρώμη μετακινείσαι πιο γρήγορα», ήταν το μόνο που της είπε εκείνος. Πώς ήταν δυνατόν να προβλέψει τις αντιδράσεις αυτού του ανθρώπου τη στιγμή που δε γινόταν έξαλλος όταν περίμενες να ξεσπάσει ή δεν κόμπαζε όταν ήταν απόλυτα φυσικό να το κάνει; Η Τ ζούλιετ παραιτήθηκε αναστενάζοντας. «Οπουδήποτε μετακινείσαι πιο γρήγορα». Έφτασε στο τετράγωνο που ήθελε, αλλά δεν είδε

πουθενά πάρκινγκ. Αφού ζύγισε τα υπέρ και τα κατά, διπλοπάρκαρε δίπλα σ’ ένα άλλο αμάξι. «Κοίτα, Κάρλο, θα πρέπει να σε αφήσω εδώ. Έχουμε ήδη αργήσει. Θα βρω κάπου να παρκάρω και θα έρθω κι εγώ το συντομότερο δυνατό». «Εσύ είσαι το αφεντικό», της απάντησε εκείνος, πρόσχαρος πάντα, παρ’ όλη τη σαρανταπεντάλεπτη ταλαιπωρία μέσα στην κίνηση. «Αν δεν έχω επιστρέψει σε μια ώρα, εκτόξευσε φωτοβολίδα». «Στοιχηματίζω υπέρ σου». Προσεκτική πάντα, η Τ ζούλιετ περίμενε να τον δει να μπαίνει στο κατάστημα και μετά ξαναχώθηκε στην κίνηση. Ύστερα από είκοσι εκνευριστικά λεπτά, η Τ ζούλιετ μπήκε κι εκείνη στο μικρό και φημισμένο βιβλιοπωλείο. Το βρήκε άδειο και πολύ ήσυχο και ένιωσε το στομάχι της να βουλιάζει. Την υποδέχτηκε ένας υπάλληλος με μια λεπτή ριγέ γραβάτα και καλογυαλισμένα παπούτσια. «Καλημέρα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Είμαι η Τ ζούλιετ Τ ρεντ. Η διαφημίστρια του κυρίου Φρανκόνι». «Α, ναι, από δω, παρακαλώ», της είπε οδηγώντας τη σε μια φαρδιά σκάλα. «Ο κύριος Φρανκόνι βρίσκεται στο δεύτερο όροφο. Μεγάλη ατυχία σήμερα, η κίνηση και η σύγχυση που επικρατούν αποθάρρυναν τον κόσμο να βγει έξω. Βέβαια, σπάνια οργανώνουμε τέτοιες εκδηλώσεις». Της χαμογέλασε κι έδιωξε μια κλωστούλα από το μανίκι του μπλε σακακιού του. «Η τελευταία φορά ήταν... για να θυμηθώ, το φθινόπωρο. Τότε έκανε περιοδεία ο Τ ζ. Τ ζόναθαν Κούπερ. Είμαι σίγουρος ότι τον έχετε ακουστά. Έχει γράψει το Οι Μεταφυσικές Δυνάμεις και Εσείς». Η Τ ζούλιετ έπνιξε έναν αναστεναγμό. Όταν πιάσεις πάτο, πρέπει να περιμένεις την παλίρροια. Εντόπισε τον Κάρλο σε μια όμορφη εσοχή, καθισμένο σ’ ένα σκαλιστό καναπεδάκι. Δίπλα του καθόταν μια γυναίκα γύρω στα

σαράντα που φορούσε ένα κομψό κουστούμι και είχε όμορφα πόδια. Η Τ ζούλιετ δεν έμπαινε πια στον κόπο ούτε να υψώσει το φρύδι της μπροστά σ’ ένα τέτοιο θέαμα. Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, ο Κάρλο δεν προσπαθούσε να τη γοητεύσει. Αντίθετα, άκουγε με προσοχή το αγόρι που καθόταν απέναντί του. «Έχω δουλέψει σε διάφορες κουζίνες σ’ εστιατόρια της περιοχής τα τελευταία τρία καλοκαίρια. Στην πραγματικότητα δε μου επιτρέπουν να μαγειρέψω κάτι, αλλά μπορώ να παρακολουθώ. Στο σπίτι μαγειρεύω όποτε έχω την ευκαιρία, αλλά από τη μια το σχολείο, από την άλλη η δουλειά, αυτό γίνεται κυρίως τα Σαββατοκύριακα». «Γιατί;» Το αγόρι τον κοίταξε ανέκφραστα. «Γιατί;» «Γιατί μαγειρεύεις;» ρώτησε ο Κάρλο, που αναγνώρισε την παρουσία της Τ ζούλιετ μ’ ένα νεύμα και έστρεψε πάλι την προσοχή του στο αγόρι. «Γιατί...» Το αγόρι κοίταξε τη μητέρα του και μετά πάλι τον Κάρλο. «Γιατί είναι σημαντικό για μένα. Μου αρέσει ν’ ανακατεύω τα διάφορα υλικά. Πρέπει να το κάνεις προσεκτικά, ξέρετε, συγκεντρωμένος. Αλλά μπορείς να φτιάξεις πραγματικά εκπληκτικά πράγματα. Πράγματα που δείχνουν όμορφα, που μυρίζουν όμορφα. Είναι... δεν ξέρω». Χαμήλωσε τη φωνή του κάπως αμήχανα. «Μια μεγάλη ικανοποίηση, υποθέτω». «Ναι». Ο Κάρλο του χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Πολύ καλή απάντηση». «Έχω και τα δύο προηγούμενα βιβλία σας», ξεφούρνισε το αγόρι. «Έχω δοκιμάσει όλες τις συνταγές σας. Ετοίμασα μάλιστα το πάστα αλ τρε φορμάτζι για το πάρτι που έκανε η θεία μου». «Και;» «Τους άρεσε». Το αγόρι χαμογέλασε. «Θέλω να πω, τους άρεσε

πραγματικά». «Θέλεις να σπουδάσεις». «Α, ναι», απάντησε το αγόρι, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια που έτριβαν νευρικά τα γόνατά του. «Το θέμα είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε στ’ αλήθεια τα μέσα για να πάω στο κολέγιο, γι’ αυτό ελπίζω να καταφέρω να βρω δουλειά σε κάποιο εστιατόριο». «Στο Ντένβερ;» «Οπουδήποτε, αρκεί ν’ αρχίσω να μαγειρεύω αντί να σφουγγαρίζω τα πατώματα της κουζίνας». «Αρκετά απασχολήσαμε τον κύριο Φρανκόνι», είπε η μητέρα του αγοριού και σηκώθηκε μόλις πρόσεξε ότι είχαν μαζευτεί στο μεταξύ μια χούφτα άνθρωποι στο δεύτερο όροφο και περιφέρονταν με το βιβλίο του Κάρλο, στα χέρια. «Θέλω να σας ευχαριστήσω». Άπλωσε το χέρι της στον Κάρλο, που είχε σηκωθεί κι εκείνος. «Ήταν πολύ σπουδαίο για τον Στίβεν το ότι κουβέντιασε μαζί σας». «Χαρά μου», είπε ο Κάρλο, αβρός όπως πάντα, αλλά ξανάστρεψε την προσοχή του στο αγόρι. «Ίσως θα μπορούσες να μου δώσεις τη διεύθυνσή σου. Ξέρω αρκετούς ιδιοκτήτες εστιατορίων εδώ στην Αμερική και μπορεί κάποιος από αυτούς να χρειάζεται έναν μαθητευόμενο σεφ». Ο Στίβεν έμεινε να τον κοιτάζει εμβρόντητος. «Είστε πολύ καλός». Η μητέρα του έβγαλε ένα σημειωματάριο κι έγραψε τη διεύθυνση. Το χέρι της ήταν σταθερό, αλλά όταν του έδωσε το χαρτί, ο Κάρλο διάβασε στα μάτια της τη συγκίνηση. Του θύμισε τη μητέρα του. Πήρε το χαρτί και της έσφιξε το χέρι. «Έχετε ένα τυχερό παιδί, κυρία Χάρντεστι». Η Τ ζούλιετ τους παρακολούθησε σκεφτική ν’ απομακρύνονται. Είδε τον Στίβεν να ρίχνει μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο του μ’ εκείνη την εμβρόντητη έκφραση ζωγραφισμένη πάντα στο πρόσωπό του.

Ώστε ο Κάρλο διέθετε και καρδιά, σκέφτηκε συγκινημένη. Μια καρδιά που δεν απέβλεπε μόνο στο αμόρε. Τον είδε όμως να βάζει το χαρτάκι στην τσέπη του και αναρωτήθηκε μήπως αυτό θα ήταν και το τέλος της ιστορίας. Η εκδήλωση δεν είχε επιτυχία. Έξι βιβλία, μέτρησε η Τ ζούλιετ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακολούθησε και το επεισόδιο. Κοιτάζοντας το άδειο βιβλιοπωλείο, η Τ ζούλιετ σκεφτόταν να βγει στους δρόμους με μια διαφημιστική αφίσα στην πλάτη της, όταν εμφανίστηκε μια μικρόσωμη συμπαθητική γυναίκα, κρατώντας και τα τρία βιβλία του Κάρλο. Καλό αυτό για το εγώ του, σκέφτηκε. Αυτό, όμως, προτού η γυναίκα πει κάτι που έκανε το βλέμμα του Κάρλο να παγώσει, το ίδιο και τη φωνή του. Το μόνο που άκουσε η Τ ζούλιετ ήταν το όνομα Λαμπάρ. «Τ ι είπατε, κυρία μου;» ρώτησε ο Κάρλο και η φωνή του θα μπορούσε να διαπεράσει ακόμα και ατσάλι. Η Τ ζούλιετ δεν τον είχε ξανακούσει να χρησιμοποιεί αυτό τον τόνο. «Είπα ότι έχω όλα τα βιβλία σας στο ράφι της κουζίνας μου δίπλα στα βιβλία του Αντρέ Λαμπάρ. Λατρεύω τη μαγειρική». «Του Λαμπάρ;» Ο Κάρλο ακούμπησε το χέρι του πάνω στα βιβλία του όπως ένας γονιός όταν θέλει να προστατέψει το παιδί του. «Τολμάτε να βάζετε τα βιβλία μου δίπλα στα βιβλία αυτού... αυτού του χωριάτη;» Χωρίς πολλή σκέψη, η Τ ζούλιετ αποφάσισε να μπει κι αυτή στη συζήτηση. Ο Κάρλο έδειχνε έτοιμος να κάνει φόνο. «Ω, βλέπω ότι έχετε όλα τα βιβλία του κυρίου Φρανκόνι. Θα πρέπει να λατρεύετε τη μαγειρική». «Ε, ναι, εγώ...» «Περιμένετε μέχρι να δοκιμάσετε μερικές από τις καινούριες συνταγές του. Εγώ έφαγα το πάστα κον πέστο. Απίθανο». Η Τ ζούλιετ δοκίμασε να πάρει τα βιβλία κάτω από το χέρι του Κάρλο, αλλά

εκείνος τα κράτησε, κοιτώντας την πεισμωμένος. Του ανταπέδωσε το βλέμμα και τράβηξε τα βιβλία. «Η οικογένειά σας θα ενθουσιαστεί όταν θα μαγειρέψετε αυτή τη συνταγή», συνέχισε η Τ ζούλιετ ευγενικά και οδήγησε τη γυναίκα μακριά από τη ζώνη πυρός. «Και τα φετουτσίνι...» «Ο Λαμπάρ είναι γουρούνι». Η φωνή του Κάρλο έφτασε καθαρά μέχρι τις σκάλες και η γυναίκα έριξε μια νευρική ματιά πίσω της. «Άντρες», είπε συνωμοτικά η Τ ζούλιετ. «Φοβεροί εγωιστές». «Ναι». Η γυναίκα πήρε τα βιβλία της, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε από το μαγαζί. Η Τ ζούλιετ περίμενε μέχρι που βεβαιώθηκε ότι δεν μπορούσε να την ακούσει και τα έψαλε στον Κάρλο. «Πώς μπόρεσες;» «Εγώ πώς μπόρεσα;» Ο Κάρλο σηκώθηκε και μολονότι δεν έφτανε το ένα ογδόντα, της φάνηκε πελώριος. «Εκείνη πώς τόλ μησε να μου αναφέρει αυτό το όνομα; Πώς τόλ μησε να συγκρίνει τη δουλειά ενός καλλιτέχνη με τη δουλειά ενός βλάκα; Ο Λαμπάρ...» «Αυτή τη στιγμή, δε δίνω δεκάρα ποιος ή τι είναι ο Λαμπάρ». Η Τ ζούλιετ ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και τον έσπρωξε να ξανακαθίσει στο καναπεδάκι. «Το μόνο που με νοιάζει είναι να μη διώξεις και τους λιγοστούς πελάτες που έχουμε. Τ ώρα, φρόντισε να συμπεριφερθείς καθώς πρέπει». Ο Κάρλο κάθισε κάτω φρόνιμα μόνο και μόνο επειδή θαύμασε τον τρόπο που του έδωσε την εντολή. Φανταστική γυναίκα, αποφάσισε, θεωρώντας πιο σοφό να επικεντρώσει τις σκέψεις του σ’ αυτήν και όχι στον Λαμπάρ. Ήταν πιο σοφό να σκεφτεί ακόμα και λιμούς και πλημμύρες παρά τον Λαμπάρ. Το απόγευμα του φάνηκε ατελείωτο, με μοναδική εξαίρεση τη συνάντησή του με το αγόρι. Ο Κάρλο έπιασε το χαρτάκι στην τσέπη του. Θα τηλεφωνούσε στη Σάμερ στη Φιλαδέλφεια και θα της μιλούσε για τον νεαρό Στίβεν Χάρντεστι.

Εκτός όμως από το αγόρι και τη γυναίκα που του είχε ανεβάσει την πίεση αναφέροντας τον Λαμπάρ, ο Κάρλο έπιασε τον εαυτό του να βαριέται θανάσιμα. Και αυτό ήταν κάτι που το θεωρούσε χειρότερο και από την αρρώστια. Χρειαζόταν λίγη δράση, μια πρόκληση –έστω και μικρή. Κοίταξε την Τ ζούλιετ, που μιλούσε μ’ έναν υπάλληλο. Αυτή δεν ήταν καθόλου μικρή πρόκληση. Η Τ ζούλιετ δεν τον έκανε ποτέ να βαριέται. Του κέντριζε διαρκώς το ενδιαφέρον. Σεξουαλικά; Ναι, αυτό ήταν αυτονόητο. Πνευματικά; Αυτό ήταν ένα μεγάλο συν. Ο Κάρλο καταλάβαινε τις γυναίκες. Δεν ήταν θέμα περηφάνιας, αλλά περιστάσεων. Απολάμβανε τις γυναίκες. Ως ερωμένες, φυσικά, αλλά και ως συντρόφους, φίλες, συνεργάτιδες. Και ήταν σπάνιο να βρει ένας άντρας μια γυναίκα που να τα συνδυάζει όλα. Αυτό ζητούσε από την Τ ζούλιετ. Δεν το είχε αναλύσει ακόμα, απλώς το ένιωθε. Το να την πείσει να γίνει φίλη του θα ήταν μια πρόκληση που θα του πρόσφερε την ίδια χαρά με το να την πείσει να γίνει ερωμένη του. Όχι, συνειδητοποίησε, κοιτάζοντας το προφίλ της. Αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να γίνει πιο εύκολα ερωμένη παρά φίλη του. Και του έμεναν δυο βδομάδες για να πετύχει και τα δύο. Χαμογέλασε και αποφάσισε να ριχτεί με τα μούτρα στην εκστρατεία του. Μισή ώρα αργότερα προχωρούσαν προς το γκαράζ που είχε βρει η Τ ζούλιετ τρία τετράγωνα παρακάτω. «Αυτή τη φορά θα οδηγήσω εγώ», της είπε ο Κάρλο όταν μπήκαν στο γκρίζο κτίριο με την έντονη ηχώ. Όταν εκείνη πήγε να διαμαρτυρηθεί, της άπλωσε το χέρι για να του δώσει τα κλειδιά. «Έλα, αγάπη μου, σκυλοβαρέθηκα δυο ώρες. Γιατί να το διασκεδάζεις μόνο εσύ;» «Αφού το θέτεις έτσι». Η Τ ζούλιετ έβαλε τα κλειδιά στο χέρι του, ανακουφισμένη που έδειχνε να έχει ξεπεράσει την προηγούμενη

τσατίλα του. «Ώστε τώρα έχουμε μπροστά μας μια ελεύθερη βραδιά». «Ακριβώς». Η Τ ζούλιετ έγειρε πίσω αναστενάζοντας και τον περίμενε να βάλει μπροστά. «Θα δειπνήσουμε στις εφτά. Απόψε θα τα κανονίσω όλα εγώ». Η Τ ζούλιετ θα ήθελε να φάει ένα χάμπουργκερ στο δωμάτιό της, παρακολουθώντας μια παλιά ταινία στο κρεβάτι της. Ξέχασε όμως στα γρήγορα τι θα ήθελε. Μέσα στα καθήκοντά της ήταν και η διασκέδασή του. «Όπως θέλεις». Ο Κάρλο ξεπάρκαρε κάνοντας τα λάστιχα να στριγκλίσουν και η Τ ζούλιετ στήθηκε αμέσως στη θέση της. «Δε θα σ’ αφήσω να το ξεχάσεις αυτό, κάρα». Βγήκε σαν σίφουνας από το κτίριο του γκαράζ και έστριψε δεξιά χωρίς καν να κόψει ταχύτητα. «Κάρλο...» «Θα πρέπει να πιούμε σαμπάνια για να γιορτάσουμε το τέλος της πρώτης μας βδομάδας. Σου αρέσει η σαμπάνια;» «Ναι, εγώ... Κάρλο, το φανάρι». Εκείνος πέρασε με πορτοκαλί, απέφυγε ξυστά τον προφυλακτήρα ενός σαραβαλιασμένου σεντάν και συνέχισε. «Ιταλικό φαγητό. Έχεις καμιά αντίρρηση;» «Όχι». Η Τ ζούλιετ γραπώθηκε τόσο σφιχτά από το χερούλι που οι κλειδώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν. «Το φορτηγό!» «Ναι, το βλέπω». Ο Κάρλο το προσπέρασε, πέρασε ένα ακόμα πορτοκαλί φανάρι και έστριψε απότομα δεξιά. «Έχεις σχέδια για το απόγευμα;» Η Τ ζούλιετ πίεσε το χέρι στο λαιμό της, ελπίζοντας να βγει η φωνή της. «Σκεφτόμουν να χρησιμοποιήσω το σπα του ξενοδοχείου. Αν ζήσω». «Ωραία. Εγώ λέω να βγω για ψώνια». Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα δόντια της, βλέποντάς τον ν’ αλλάζει

διαρκώς λωρίδες μέσα στην κίνηση. «Ποιος είναι ο κοντινότερος συγγενής σου που θα πρέπει να ειδοποιήσω;» Ο Κάρλο σταμάτησε μπροστά στο ξενοδοχείο, γελώντας. «Μην ανησυχείς, Τ ζούλιετ. Εσύ απόλαυσε το τζακούζι σου και τη σάουνα. Θα περιμένω να χτυπήσεις την πόρτα μου στις εφτά». Εκείνη έριξε μια ματιά στο δρόμο πίσω τους. Καλόπιανε και διασκέδαζε, θύμισε στον εαυτό της. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διακινδυνεύεις και τη ζωή σου; Το αφεντικό της θα της έλεγε ναι. «Ίσως είναι καλύτερα να έρθω μαζί σου». «Όχι, επιμένω». Ο Κάρλο έσκυψε και έβαλε το χέρι του στον αυχένα της προτού προλάβει να συνέλθει και ν’ αντιδράσει. «Απόλαυσέ το», της ψιθύρισε με τα χείλη του πάνω στα δικά της. «Και να με σκέφτεσαι όσο οι πόροι σου θα ζεσταίνονται και οι μύες σου θα χαλαρώνουν». Σε κατάσταση αυτοάμυνας, η Τ ζούλιετ βγήκε από το αμάξι. Ο Κάρλο ξαναμπήκε σαν βολίδα στην κίνηση προτού προλάβει να του πει να προσέχει. Έκανε λοιπόν κι αυτή μια προσευχή για τους μανιακούς Ιταλούς και μπήκε στο ξενοδοχείο. Στις εφτά, ένιωθε αναγεννημένη. Ο ιδρώτας που είχε χύσει στη σάουνα είχε παρασύρει και την κούρασή της, ενώ στη συνέχεια η βουτιά που είχε κάνει στην πισίνα την είχε αναζωογονήσει. Τέλος, είχε αποφασίσει να ζήσει τη χλιδή, απολαμβάνοντας ένα ωραίο μασάζ. Η ζωή είχε και τις ωραίες στιγμές της, σκέφτηκε, βάζοντας άρωμα. Στην αυριανή πτήση για το Ντάλας θα μπορούσε να γράψει την αναφορά της για το Ντένβερ. Απόψε, θα είχε το μυαλό της μόνο στο φαγητό. Πίεσε το χέρι στο στομάχι της. Ήταν έτοιμη και με το παραπάνω να το απολαύσει. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη και επιδοκίμασε την επιλογή του απλού ιβουάρ φορέματος με τον ψηλό γιακά και τις μικρές πέρλες για κουμπιά. Θα ταίριαζε όπου κι αν πήγαιναν, εκτός

κι αν ο Κάρλο είχε διαλέξει καμιά υπαίθρια καντίνα με χοτντογκ. Πήρε τη βραδινή τσάντα της και διέσχισε το διάδρομο για να του χτυπήσει την πόρτα. Ήλπιζε μόνο να είχε διαλέξει κάποιο εστιατόριο εδώ κοντά. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να ξαναμπλέξει στην κίνηση του κέντρυ του Ντένβερ. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε όταν ο Κάρλο της άνοιξε την πόρτα ήταν τα σηκωμένα μανίκια του πουκαμίσου του. Το πουκάμισο ήταν βαμβακερό, ριχτό και σικάτο, αλλά το βλέμμα της τράβηξαν οι ραβδωτοί μύες στους βραχίονές του. Ο άνθρωπος αυτός δε χειριζόταν μόνο κουτάλια και σπάτουλες. Το δεύτερο που πρόσεξε ήταν οι ερωτικές μυρωδιές των μπαχαρικών και της σάλτσας. «Όμορφη». Ο Κάρλο την έπιασε και από τα δυο χέρια και την τράβηξε μέσα. Του άρεσε το απαλό, λευκό δέρμα της, το διακριτικό άρωμά της, αλλά περισσότερο του άρεσε ο σαστισμένος δισταγμός στο βλέμμα της όταν κοίταξε προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν πιο έντονη η μυρωδιά του φαγητού. «Ενδιαφέρουσα κολόνια», κατάφερε να πει η Τ ζούλιετ ύστερα από λίγο. «Αλλά δε νομίζεις ότι έβαλες κάπως υπερβολική δόση;» «Ιναμοράτα, δε φοράς τη σάλτσα για τα σπαγγέτι του Φρανκόνι, τη ρουφάς», της απάντησε και φίλησε τη ράχη του χεριού της. «Τη λαχταράς». Φίλησε και το άλλο χέρι της. «Τη γεύεσαι». Αυτή τη φορά φίλησε την παλάμη της. Μια έξυπνη γυναίκα δε συγκινείται από έναν άντρα που χρησιμοποιεί τόσο εκκεντρικές μεθόδους, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της, νιώθοντας μια ανατριχίλα στα μπράτσα. «Τη σάλτσα για τα σπαγγέτι;» Τ ράβηξε τα χέρια της από τα δικά του και τα έδεσε πίσω από την πλάτη της. «Βρήκα ένα καταπληκτικό μαγαζί. Τα μπαχαρικά του μ’ ενθουσίασαν. Είχε ένα εξαιρετικό κρασί τύπου Βουργουνδίας.

Ιταλικό, φυσικά». «Φυσικά». Η Τ ζούλιετ έκανε ένα επιφυλακτικό βήμα μέσα στη σουίτα. «Πέρασες τη μέρα μαγειρεύοντας;» «Ναι. Αν και θα πρέπει να μου θυμίσεις να πω δυο λογάκια στο διευθυντή του ξενοδοχείου για την ποιότητα της εστίας. Πάντως, γενικά, τα πήγα πολύ καλά». Η Τ ζούλιετ είπε στον εαυτό της ότι δεν ήταν φρόνιμο να τον ενθαρρύνει τη στιγμή που δε σκόπευε να δειπνήσει μόνη μαζί του στη σουίτα του. Αλλά θα έπρεπε να ήταν φτιαγμένη από πέτρα για ν’ αντισταθεί στη μυρωδιά που ερχόταν από την κουζινούλα και να μην πλησιάσει. Ένιωσε να της τρέχουν τα σάλια. «Ω Θεέ μου». Ο Κάρλο τύλιξε ενθουσιασμένος το μπράτσο του στη μέση της και την οδήγησε προς την εστία. Βέβαια, η κουζινούλα ήταν σκέτο χάλι. Η Τ ζούλιετ δεν είχε ξαναδεί τόσα μπολ και κουτάλια στοιβαγμένα σ’ ένα νεροχύτη. Οι πάγκοι ήταν πιτσιλισμένοι και λεκιασμένοι. Αλλά οι μυρωδιές ήταν θεσπέσιες. Τελεία και παύλα. «Οι αισθήσεις, Τ ζούλιετ. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον κυβερνούν οι αισθήσεις του. Πρώτα μυρίζεις και ύστερα αρχίζεις να φαντάζεσαι». Τα χέρια του κινήθηκαν ανάλαφρα στη μέση της. «Φαντάσου. Με τη φαντασία μπορείς να νιώσεις σχεδόν τη γεύση στη γλώσσα σου». «Μμμ». Ξέροντας πως αυτό που έκανε ήταν λάθος, η Τ ζούλιετ τον παρακολούθησε να σηκώνει το καπάκι της κατσαρόλας που ήταν πάνω στην εστία. Η μυρωδιά την έκανε να κλείσει τα μάτια και να πάρει μια βαθιά ανάσα. «Αχ, Κάρλο». «Ύστερα βλέπουμε, και η φαντασία προχωρά ένα βήμα παραπέρα». Τα δάχτυλά του πίεσαν λίγο περισσότερο τη μέση της μέχρι που εκείνη άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε μέσα στην κατσαρόλα, όπου έβραζε μια πηχτή κόκκινη σάλτσα με κομμάτια κρέας, πιπεριές και μυρωδικά. Το στομάχι της γουργούρισε.

«Είναι όμορφη, δεν είναι;» «Ναι». Η Τ ζούλιετ δεν το πήρε είδηση ότι έβγαλε τη γλώσσα κι έγλειψε τα χείλη της όλο προσμονή. «Και ακούμε». Δίπλα στη σάλτσα είχε αρχίσει να βράζει μια κατσαρόλα με νερό. Με την κίνηση ενός ειδικού, ο Κάρλο υπολόγισε τα μακαρόνια με το μάτι και τα έριξε μέσα. «Μερικά πράγματα είναι προορισμένα για να ενώνονται», της είπε, ανακατεύοντας μαλακά τα μακαρόνια με μια κουτάλα. «Μόνα τους είναι λειψά, αλλά όταν ενωθούν...» Ρύθμισε τη φωτιά. «...ένας θησαυρός. Τα μακαρόνια με τη σάλτσα. Ο άντρας με τη γυναίκα. Έλα, θα σου βάλω λίγο κρασί. Η σαμπάνια είναι για αργότερα». Ήταν καιρός να βάλει η Τ ζούλιετ τα πράγματα στη θέση τους, έστω και στην κουζίνα. «Κάρλο, δεν είχα ιδέα ότι είχες κάτι τέτοιο στο μυαλό σου. Νομίζω...» «Μου αρέσουν οι εκπλήξεις», την έκοψε εκείνος και της έδωσε ένα ποτήρι γεμάτο μέχρι τη μέση με σκούρο κόκκινο κρασί. «Και ήθελα να μαγειρέψω για σένα». Η Τ ζούλιετ ευχήθηκε να το είχε θέσει κάπως αλλιώς. Να μην ήταν η φωνή του τόσο ζεστή και τόσο βαθιά όσο και το βλέμμα του. Όσο τα αισθήματα που μπορούσε να ξυπνήσει μέσα της. «Το εκτιμώ, Κάρλο, μόνο που...» «Έκανες σάουνα;» «Ναι, έκανα. Τ ώρα...» «Σε χαλάρωσε. Φαίνεται». Η Τ ζούλιετ αναστέναξε και ήπιε μια γουλιά κρασί χωρίς να το σκεφτεί. «Ναι». «Εμένα με χαλαρώνει αυτό. Θα φάμε μαζί απόψε». Ο Κάρλο τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του. «Οι άντρες και οι γυναίκες το κάνουν αυτό αιώνες τώρα. Έχει γίνει μια πολιτισμένη συνήθεια». Η Τ ζούλιετ πρότεινε το πιγούνι της. «Με κοροϊδεύεις».

«Ναι». Ο Κάρλο άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μια μικρή πιατέλα. «Πρώτα θα δοκιμάσεις τα αντιπάστι μου. Πρέπει να προετοιμάσεις τον ουρανίσκο σου». Η Τ ζούλιετ διάλεξε μια λεπτή φέτα κολοκύθι. «Θα περίμενα ότι θα προτιμούσες να σε σερβίρουν σε κάποιο εστιατόριο». «Κάποιες φορές. Άλλες πάλι προτιμώ κάτι πιο προσωπικό», της απάντησε, ακουμπώντας το δίσκο. Έκανε ένα βήμα πίσω και ύψωσε το φρύδι του μ’ ενδιαφέρον. «Τ ζούλιετ, σου προκαλώ νευρικότητα;» Εκείνη κατάπιε το κολοκύθι. «Μη λες σαχλαμάρες». «Λέω;» Σε μια παρόρμηση της στιγμής, ο Κάρλο άφησε και το κρασί του κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η Τ ζούλιετ βρέθηκε παγιδευμένη με την πλάτη στο ψυγείο. «Κάρλο». «Όχι, σσς. Πειραματιζόμαστε». Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, χάιδεψε με τα χείλη του το μάγουλό της, ύστερα το άλλο. Άκουσε την ανάσα της να πιάνεται και αμέσως μετά να βγαίνει τρεμουλιαστή. Νευρικότητα –την περίμενε. Όταν ένας άντρας και μια γυναίκα βρίσκονται κοντά και νιώθουν αμοιβαία έλξη, η νευρικότητα είναι φυσική. Χωρίς λίγο νεύρο, το πάθος είναι επίπεδο, όπως η σάλτσα χωρίς μπαχαρικά. Αλλά φόβο; Γιατί φόβος δεν ήταν αυτός που καθρεφτίστηκε στα μάτια της, έστω και φευγαλέα; Τα νεύρα θα τα χρησιμοποιούσε, θα τα εξερευνούσε, θα έπαιζε μαζί τους. Αλλά ο φόβος ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Τον τάραζε, τον μπέρδευε και ταυτόχρονα τον συγκινούσε. «Δε θα σε πληγώσω, Τ ζούλιετ». Το βλέμμα της ήταν ευθύ, αν και είχε σφίξει γροθιά το χέρι της. «Όχι;» Ο Κάρλο πήρε το χέρι της κι άνοιξε αργά τα δάχτυλά της. «Όχι», της είπε και ήταν μια υπόσχεση που έδωσε και στους δυο τους. «Δε

θα το κάνω. Έλα να φάμε». Η Τ ζούλιετ συγκράτησε το ρίγος της μέχρι που της γύρισε την πλάτη για ν’ ανακατέψει και να σουρώσει τα μακαρόνια. Μπορεί εκείνος να μην την πλήγωνε, σκέφτηκε, και στράγγισε αστόχαστα το κρασί της. Μπορεί όμως να πλήγωνε η ίδια τον εαυτό της. Ο Κάρλο δεν ήταν πομπώδης, απλώς τελειομανής. Η Τ ζούλιετ τον παρακολούθησε να βάζει τις τελευταίες πινελιές στο γεύμα τους μέσα στη μικρή κουζινούλα και σκέφτηκε πως ήταν ακριβώς έτσι και μπροστά στην κάμερα. Αποφάσισε να του προσφέρει τη μόνη βοήθεια που θα τολμούσε –θα έστρωνε το τραπέζι. Ναι, ήταν λάθος, είπε στον εαυτό της βάζοντας τα πιάτα. Αλλά μόνο ένας τρελός θα έφευγε και δε θα καθόταν ν’ απολαύσει ένα φαγητό που μοσχοβολούσε. Κι εκείνη δεν ήταν τρελή. Μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση. Η στιγμή της αδυναμίας και του φόβου που είχε νιώσει στην κουζίνα είχε περάσει. Θ’ απολάμβανε ένα χαλαρό δείπνο, θα έπινε δυο ποτήρια εξαιρετικό κόκκινο κρασί και στη συνέχεια θα διέσχιζε το διάδρομο και θα πήγαινε να κοιμηθεί οχτώ ολόκληρες ώρες. Το γαϊτανάκι θα συνεχιζόταν αύριο. Τσίμπησε ένα μαριναρισμένο μανιτάρι την ώρα που ο Κάρλο έφερνε την πιατέλα με τα σπαγγέτι. «Έτσι μπράβο», της είπε όταν την είδε να του χαμογελά. «Είσαι έτοιμη να το απολαύσεις». Η Τ ζούλιετ ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε. «Αφού ένας από τους κορυφαίους σεφ του κόσμου θέλει να μου μαγειρέψει, γιατί να παραπονεθώ;» «Ο κορυφαίος», τη διόρθωσε και της έκανε νόημα να σερβιριστεί. Εκείνη υπάκουσε, συγκρατώντας με δυσκολία τη λαιμαργία της. «Σε χαλαρώνει πράγματι να δουλεύεις στην κουζίνα;» «Εξαρτάται, άλλοτε με χαλαρώνει κι άλλοτε με συναρπάζει. Πάντα μ’ ευχαριστεί. Όχι, μην τα κόψεις». Κούνησε το κεφάλι του και άπλωσε το χέρι του. «Αμερικανοί. Τα μακαρόνια τα στρίβεις στο

πιρούνι σου». «Όποτε το κάνω αυτό, μου γλιστράνε». «Έτσι». Ο Κάρλο ακούμπησε τα χέρια του στους καρπούς της και την καθοδήγησε. Ο σφυγμός της ήταν σταθερός, αλλά όχι αργός. «Τ ώρα». Κρατώντας πάντα το χέρι της, σήκωσε το πιρούνι και το έφερε στο στόμα της. «Δοκίμασε». Η Τ ζούλιετ δοκίμασε και ο Κάρλο είχε την ευχαρίστηση να κοιτάζει το πρόσωπό της τη στιγμή που γινόταν η έκρηξη των μπαχαρικών στο στόμα της. Η κάψα τους σιγά σιγά γλύκανε, έγινε απολαυστική, ενώ το μυαλό της πετούσε στην επόμενη μπουκιά. «Ω, αυτό δεν είναι απλή αμαρτία, είναι σκέτη ακολασία». Τ ίποτε δε θα μπορούσε να τον ενθουσιάσει περισσότερο. Ο Κάρλο κάθισε κι άρχισε να τρώει κι εκείνος το φαγητό του. «Οι απλές αμαρτίες προσφέρουν απλές απολαύσεις. Όταν σου μαγειρεύει ο Φρανκόνι, το φαγητό παύει να είναι βασική ανάγκη». Η Τ ζούλιετ τύλιγε ήδη τη δεύτερη πιρουνιά. «Αυτό το στοίχημα το κέρδισες. Πώς και δεν είσαι χοντρός;» «Πρέγκο;» «Αν εγώ ήξερα να μαγειρεύω έτσι...» Δοκίμασε πάλι και αναστέναξε. «Θα ήμουν το ίδιο χοντρή με τα κεφτεδάκια σου». Ο Κάρλο γέλασε και έμεινε να την παρακολουθεί να τρώει. Του άρεσε να βλέπει ένα αγαπημένο του πρόσωπο ν’ απολαμβάνει μία από τις δημιουργίες του. Χρόνια τώρα μαγείρευε κι όμως απολάμβανε πάντα την εμπειρία. «Ώστε δε σ’ έμαθε η μητέρα σου να μαγειρεύεις;» «Προσπάθησε». Η Τ ζούλιετ πήρε τη φέτα το ψωμί με την παχιά κόρα που της πρόσφερε, αλλά την άφησε δίπλα στο πιάτο της και τύλιξε μια ακόμα πιρουνιά μακαρόνια. Κάθε πράγμα στην ώρα του. «Ποτέ δεν ήμουν αρκετά καλή στα πράγματα που ήθελε εκείνη να είμαι καλή. Η αδερφή μου παίζει πολύ όμορφα πιάνο, εγώ με

δυσκολία θυμάμαι τις οκτάβες». «Εσύ τι ήθελες να κάνεις αντί να παρακολουθείς μαθήματα πιάνου;» «Να παίζω μπέιζμπολ, τρίτη βάση». Η απάντηση βγήκε τόσο αβίαστα από το στόμα της που ξάφνιασε και την ίδια. Η Τ ζούλιετ νόμιζε πως είχε θάψει και αυτή της την επιθυμία μαζί με δεκάδες άλλες απογοητεύσεις της παιδικής της ηλικίας. «Απλώς δε γινόταν», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Η μητέρα μου ήταν αποφασισμένη να μεγαλώσει δύο καλοαναθρεμμένες κυρίες που θα γίνονταν δύο πετυχημένες σύζυγοι. Με τη μία κέρδισε το στοίχημα, με την άλλη το έχασε». «Νομίζεις ότι δεν είναι περήφανη για σένα;» Η ερώτησή του πέτυχε το στόχο. Η Τ ζούλιετ πήρε το κρασί της. «Δεν είναι θέμα περηφάνιας, αλλά απογοήτευσης, υποθέτω. Την απογοήτευσα και σύγχυσα τον πατέρα μου. Ακόμα αναρωτιούνται τι έκαναν λάθος». «Αυτό που έκαναν λάθος ήταν που δε σε αποδέχτηκαν όπως είσαι». «Μπορεί», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ. «Ή μπορεί απλώς εγώ να ήμουν αποφασισμένη να κάνω κάτι που εκείνοι δε θα μπορούσαν να το αποδεχτούν. Δεν κατάφερα ποτέ να το ξεδιαλύνω». «Εσύ νιώθεις δυστυχισμένη;» Η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε έκπληκτη. Δυστυχισμένη; Ήταν φορές που ένιωθε απογοητευμένη, ταλαιπωρημένη και πιεσμένη. Αλλά δυστυχισμένη; «Όχι. Όχι, δε νιώθω δυστυχισμένη». «Τότε μπορεί αυτή να είναι η απάντησή σου». Η Τ ζούλιετ έμεινε μια στιγμή να τον κοιτάζει. Δεν ήταν απλώς απίθανος και σέξι, δε διέθετε μόνο όλα εκείνα τα χαρίσματα που του είχε αποδώσει κάποτε. «Κάρλο», είπε και τον άγγιξε για πρώτη φορά

από μόνη της. Άγγιξε μόνο το χέρι του, αλλά εκείνος το θεώρησε γιγάντιο βήμα. «Είσαι πολύ καλός άνθρωπος». «Μα φυσικά και είμαι». Τα δάχτυλά του έσφιξαν τα δικά της –δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. «Θα μπορούσα να σου αναφέρω πολλές που θα σ’ το επιβεβαίωναν». Η Τ ζούλιετ γέλασε και έκανε πίσω. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό», του είπε και βάλθηκε να καθαρίσει με μπόλικη βουλιμία το πιάτο της. «Ώρα για το επιδόρπιο». «Κάρλο!» βόγκηξε και πίεσε το χέρι στο στομάχι της. «Σε παρακαλώ, μη γίνεσαι σκληρός». «Θα σου αρέσει», της είπε και πήγε στην κουζίνα προτού προλάβει να του φέρει δεύτερη αντίρρηση. «Είναι μια παλιά, πολύ παλιά ιταλική παράδοση. Πηγαίνει πίσω στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωραίο το αμερικάνικο τσιζκέικ, αλλά αυτό...» Της έφερε μια πολύ ωραία τούρτα καλυμμένη με ζουμερά κεράσια. «Κάρλο, θα σκάσω». «Ένα μικρό κομμάτι με τη σαμπάνια», επέμεινε εκείνος. Άνοιξε την μπουκάλα με μια επιδέξια κίνηση του καρπού του και γέμισε δυο καθαρά ποτήρια. «Πήγαινε, κάθισε στον καναπέ, βολέψου». Η Τ ζούλιετ υπάκουσε και μόνο τότε συνειδητοποίησε γιατί οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να κοιμούνται αμέσως μετά το γεύμα. Θα μπορούσε τώρα κι εκείνη να κουλουριαστεί και να βυθιστεί στη λήθη μέσα σε δευτερόλεπτα. Η σαμπάνια όμως ήταν δροσερή, γαργαλιστική. «Ορίστε». Ο Κάρλο έφερε ένα πιάτο μ’ ένα μικρό κομμάτι. «Θα το μοιραστούμε». «Μια μπουκιά», του είπε, αποφασισμένη αυτή τη φορά να μην κάνει πίσω. Και τότε έβαλε την μπουκιά στο στόμα της. Το επιδόρπιο ήταν κρεμώδες, αφράτο, με μπόλικους ξηρούς καρπούς και όχι πολύ γλυκό. Εκπληκτικό. Η Τ ζούλιετ υποχώρησε

αναστενάζοντας κι έφαγε και δεύτερη μπουκιά. «Κάρλο, είσαι μάγος». «Καλλιτέχνης», τη διόρθωσε εκείνος. «Ό,τι πεις». Επιστρατεύοντας όση θέληση της είχε απομείνει, η Τ ζούλιετ άφησε το γλυκό και προτίμησε τη σαμπάνια. «Ειλικρινά δεν μπορώ να φάω άλλη μπουκιά». «Ναι, θυμάμαι. Δεν πιστεύεις στις άμετρες απολαύσεις», είπε ο Κάρλο, αλλά ξαναγέμισε το ποτήρι της με σαμπάνια. «Μπορεί αυτό να είναι αλήθεια», του απάντησε εκείνη, απολαμβάνοντας την πλούσια γεύση που μόνο η σαμπάνια μπορεί ν’ αφήσει στη γλώσσα σου. «Αλλά τώρα έχω μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τις απολαύσεις». Έβγαλε τα παπούτσια της και γέλασε, κοιτάζοντάς τον πάνω από το ποτήρι της. «Είμαι νεοφώτιστη». «Είσαι όμορφη». Το φως ήταν χαμηλό, η μουσική απαλή, τα αρώματα πλούσια. Ο Κάρλο σκέφτηκε ν’ αντισταθεί. Το απαιτούσε ο φόβος που είχε διαβάσει στα μάτια της. Τ ώρα όμως την έβλεπε χαλαρή, χαμογελαστή. Ο πόθος που είχε νιώσει από την πρώτη στιγμή που την είχε αντικρίσει δεν είχε σβήσει ποτέ εντελώς. Οι αισθήσεις τους είχαν οξυνθεί από το γεύμα. Αυτό το καταλάβαινε απόλυτα. Όπως καταλάβαινε ότι ένας άντρας και μια γυναίκα δεν πρέπει ν’ αγνοούν ποτέ την όποια ευχαρίστηση μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον. Έτσι δεν αντιστάθηκε, αλλά πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. Ήθελε να νιώσει την επιδερμίδα της, να τη γευτεί σχεδόν με την αφή του. Αυτή τη φορά διάβασε στα μάτια της τον πόθο, την επαγρύπνηση, αλλά όχι το φόβο. Ίσως να ήταν έτοιμη για το δεύτερο μάθημα. Η Τ ζούλιετ θα μπορούσε να τραβηχτεί. Η σκέψη αυτή πέρασε από το μυαλό της, αλλά τα χέρια του άγγιζαν δυνατά και τρυφερά το πρόσωπό της. Κανείς δεν την είχε αγγίξει ποτέ έτσι. Ήξερε πως θα τη

φιλούσε και η προσμονή της μπερδεύτηκε με τη νευρικότητα. Ήξερε και λαχταρούσε. Μα καλά, δεν ήταν μια γυναίκα που ήξερε τι ήθελε; Η Τ ζούλιετ τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από τους καρπούς του, αλλά δεν απομάκρυνε τα χέρια του, τα κράτησε εκεί που ήταν, αγγίζοντας με το στόμα της το δικό του. Για μια στιγμή έμειναν έτσι ακίνητοι, απολαμβάνοντας την πρώτη γεύση, την πρώτη αίσθηση. Ύστερα, αργά, αποζήτησαν και οι δυο κάτι περισσότερο. Ο Κάρλο την ένιωθε τόσο μικροσκοπική στην αγκαλιά του που του ήταν εύκολο να ξεχάσει πόσο δυνατή και ικανή ήταν στην καθημερινή ζωή της. Έπιασε τον εαυτό του να θέλει να την προστατέψει σαν θησαυρό. Μπορεί να τον έκαιγε ο πόθος, αλλά όταν εκείνη ήταν τόσο πρόθυμη, τόσο εύθραυστη, δεν μπορούσε παρά να είναι τρυφερός μαζί της. Της είχε δείξει ποτέ άλλος άντρας τέτοια τρυφερότητα; Η Τ ζούλιετ ένιωσε το μυαλό της να ταξιδεύει όταν ο Κάρλο έχωσε το χέρι του στα μαλλιά της. Υπήρχε άλλος άντρας που να διαθέτει τέτοια υπομονή; Ένιωθε την καρδιά του να βροντοχτυπά πάνω στη δική της, άγρια, απελπισμένα. Το στόμα του όμως ήταν απαλό, τα χέρια του τρυφερά. Σαν να ήταν εραστές χρόνια, σκέφτηκε θολωμένη. Και είχαν όλο το χρόνο μπροστά τους να συνεχίσουν ν’ αγαπιούνται. Καμιά βιασύνη, καμιά σπουδή, καμιά φρενίτιδα. Μόνο ηδονή. Η καρδιά της άνοιξε απρόθυμα, αλλά άνοιξε. Κι εκείνος άρχισε να τη γεμίζει. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ο Κάρλο έβρισε κι εκείνη αναστέναξε. Ήταν και οι δυο έτοιμοι να το διακινδυνεύσουν. «Θα κάνω μόνο ένα λεπτό», της ψιθύρισε. Ονειροπολώντας ακόμα, η Τ ζούλιετ άγγιξε το μάγουλό του. «Εντάξει». Όταν ο Κάρλο πήγε ν’ απαντήσει, εκείνη έγειρε πίσω, αποφασισμένη να μη σκεφτεί τίποτα.

«Κάρα!» Ο ενθουσιασμός στη φωνή του και το γλυκόλογο την έκαναν ν’ ανοίξει τα μάτια της. Στη συνέχεια, τον άκουσε να γελά ζεστά και να συνεχίζει σ’ ένα χείμαρρο ιταλικών. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να σκεφτεί. Στοργή. Ναι, στη φωνή του υπήρχε στοργή. Δε χρειαζόταν να καταλάβει τα λόγια. Γύρισε το κεφάλι της και τον είδε να χαμογελά όσο συνέχιζε την κουβέντα του με τη γυναίκα που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Σήκωσε μοιρολατρικά το ποτήρι με τη σαμπάνια της. Δεν της ήταν εύκολο να παραδεχτεί ότι ήταν ηλίθια. Ή ότι είχε πληγωθεί. Ήξερε ποιος ήταν ο Κάρλο. Τ ι ήταν ο Κάρλο. Ήξερε πόσες γυναίκες είχε ξελογιάσει. Μπορεί να ήταν μια γυναίκα που ήξερε τι ήθελε. Και, ναι, τον ήθελε. Αλλά δε σκόπευε να μπει στη μακριά λίστα με τις άλ λ ες. Άφησε το ποτήρι με τη σαμπάνια και σηκώθηκε. «Σι, σι. Σ’ αγαπώ». Η Τ ζούλιετ γύρισε αλλού το κεφάλι της όταν άκουσε το «σ’ αγαπώ». Τ ι όμορφα που το έλεγε σε όλες τις γλώσσες. Και πόσο λίγα σήμαινε σε όλες τις γλώσσες. «Συγνώμη για τη διακοπή». Η Τ ζούλιετ γύρισε και τον κοίταξε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Δε χρειάζεται. Το δείπνο ήταν υπέροχο, Κάρλο, σ’ ευχαριστώ. Το πρωί, θα πρέπει να είσαι έτοιμος για αναχώρηση στις οχτώ ακριβώς». «Μια στιγμή», μουρμούρισε εκείνος, προτού διασχίσει το δωμάτιο και την πιάσει από τα μπράτσα. «Τ ι συμβαίνει; Είσαι θυμωμένη». «Και βέβαια όχι». Η Τ ζούλιετ προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά απέτυχε. Ξεχνούσε εύκολα πόσο δυνατός ήταν. «Γιατί να είμαι θυμωμένη;» «Μια γυναίκα δεν πρέπει να έχει απαραίτητα ένα συγκεκριμένο λόγο για να θυμώσει». Το είχε πει απλά, ο τόνος του δεν ήταν προσβλητικός, η Τ ζούλιετ

όμως τον κοίταξε με στενεμένα μάτια. «Ο ειδικός. Ε, λοιπόν, άφησέ με να σου πω κάτι για τούτη τη συγκεκριμένη γυναίκα, Φρανκόνι. Δεν έχει σε καμιά υπόληψη έναν άντρα που τη μια στιγμή κάνει έρωτα σ’ αυτήν και την άλλη της πετάει στα μούτρα μια άλλη ερωμένη του». Ο Κάρλο σήκωσε ψηλά τα χέρια, προσπαθώντας ν’ ακολουθήσει τη σκέψη της. «Δε σε παρακολουθώ. Μπορεί να φταίνε τ’ αγγλικά μου». «Τα αγγλικά σου είναι τέλεια», του πέταξε εκείνη. «Και απ’ ό,τι άκουσα, το ίδιο και τα ιταλικά σου». «Τα...» Ο Κάρλο χαμογέλασε. «Το τηλεφώνημα». «Ναι. Το τηλεφώνημα. Τ ώρα, με συγχωρείς». Ο Κάρλο την άφησε να πάει μέχρι την πόρτα. «Τ ζούλιετ, το παραδέχομαι ότι αγαπώ απελπιστικά τη γυναίκα με την οποία μιλούσα. Είναι όμορφη, έξυπνη, ενδιαφέρουσα, δεν έχω ξαναγνωρίσει τέτοια γυναίκα». Η Τ ζούλιετ γύρισε έξαλλη προς το μέρος του. «Θαύμα». «Κι εγώ το ίδιο πιστεύω. Ήταν η μητέρα μου». Η Τ ζούλιετ ξαναγύρισε για να πάρει την τσάντα της, που παραλίγο να ξεχάσει. «Θα πίστευα ότι ένας άντρας με την πείρα και τη φαντασία σου θα μπορούσε να βρει κάτι καλύτερο». «Θα μπορούσα». Την έπιασε πάλι, μόνο που αυτή τη φορά η λαβή του δεν ήταν ούτε τόσο τρυφερή ούτε τόσο υπομονετική. «Αν ήταν απαραίτητο. Δε συνηθίζω να δίνω εξηγήσεις, κι όταν το κάνω, δε λέω ποτέ ψέματα». Η Τ ζούλιετ πήρε μια βαθιά ανάσα, γιατί κατάλαβε ξαφνικά ότι αυτό που της έλεγε ήταν αλήθεια. Όπως και να είχε το πράγμα, εκείνη είχε φερθεί ηλίθια. «Συγνώμη. Έτσι κι αλλιώς, δε με αφορά». «Πράγματι». Ο Κάρλο την έπιασε σταθερά από το πιγούνι. «Προηγουμένως διάβασα το φόβο στα μάτια σου. Ανησύχησα. Αλλά τώρα νομίζω ότι δε φοβόσουν εμένα, αλλά τον εαυτό σου».

«Αυτό δε σε αφορά». «Πράγματι», είπε πάλι ο Κάρλο. «Μου αρέσεις, Τ ζούλιετ, για πολλούς λόγους, και σκοπεύω να κοιμηθώ μαζί σου. Αλλά θα περιμένουμε μέχρι να πάψεις να φοβάσαι». Η Τ ζούλιετ ήθελε να βάλει τις φωνές. Ήθελε να κλάψει. Κι εκείνος το μάντεψε. «Η πτήση μας είναι νωρίς το πρωί, Κάρλο». Την άφησε να φύγει, αλλά έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση για αρκετή ώρα αφού άκουσε την πόρτα της στην απέναντι μεριά του διαδρόμου να κλείνει.

Κεφάλαιο 6 Το Ντάλας ήταν διαφορετικό. Το Ντάλας ήταν Ντάλας και δε χρειάζονταν εξηγήσεις. Το Τέξας ήταν πλούσιο, ήταν μεγάλο, ήταν αλαζονικό. Και το Ντάλας ήταν η πόλη που τ’ αντιπροσώπευε όλ’ αυτά. Φουτουριστική αρχιτεκτονική και γρήγοροι αυτοκινητόδρομοι έδεναν αρμονικά με τα πιο παραδοσιακά κτίρια του κέντρου. Ο αέρας ήταν ζεστός, φορτωμένος με τις μυρωδιές του πετρελαίου, τα ακριβά αρώματα και τη σκόνη της πεδιάδας. Το Ντάλας ήταν το Ντάλας, αλλά δεν είχε ξεχάσει ποτέ τις ρίζες του. Διατηρούσε τη δυναμική μιας πόλης που συνέχιζε ν’ αναπτύσσεται και δεν είχε σκοπό να σταματήσει ποτέ να το κάνει. Έσφυζε από αμερικανική ενέργεια που δεν έλεγε να υποχωρήσει. Αν ρωτούσες την Τ ζούλιετ όμως, θα μπορούσαν να βρίσκονται και στο Τ ιμπουκτού. Ο Κάρλο φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, σαν να μην είχαν δειπνήσει τετ α τετ, σαν να μην είχε ξυπνήσει ο πόθος τους, σαν να μην είχαν παραδοθεί σ’ αυτόν, σαν να μην είχαν λογομαχήσει. Το

έκανε, άραγε, για να την τρελάνει; Ήταν καλοσυνάτος, συνεργάσιμος και γοητευτικός. Εκείνη όμως τον ήξερε καλύτερα πλέον. Πίσω από την ευγένειά του κρυβόταν μια ατσάλινη πυγμή. Το είχε διαπιστώσει μόνη της. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι το είχε νιώσει. Και θα ήταν ψέμα αν έλεγε ότι δεν το είχε θαυμάσει. Συνεργάσιμος ήταν σίγουρα. Κι αυτό τον τιμούσε. Η Τ ζούλιετ όφειλε να παραδεχτεί πως πρώτη φορά συνόδευε κάποιον σε περιοδεία τόσο πρόθυμο να δουλέψει αγόγγυστα. Και η περιοδεία απαιτούσε σκληρή δουλειά, όσο λαμπρή και να φάνταζε στις εφημερίδες. Τη δεύτερη βδομάδα, σου ήταν πια δύσκολο να χαμογελάς, εκτός κι αν ήσουν κουρδισμένος. Και ο Κάρλο δεν έχασε ποτέ το ρυθμό. Απαιτούσε την τελειότητα –έθετε τους όρους του– και δεν έκανε πίσω αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε. Γοητευτικός. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μπορεί να γοητεύσει τον κόσμο όπως ο Φρανκόνι. Αυτό από μόνο του διευκόλυνε τη δουλειά της. Κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στη γοητεία του, εκτός κι αν είχε δει τα μάτια του να γίνονται ψυχρά σαν ατσάλι. Εκείνη τα είχε δει. Είχε κι αυτός τα ελαττώματά του όπως όλοι οι άνθρωποι, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ. Αν φρόντιζε να το θυμάται αυτό, θα μπορούσε να κρατήσει μια απόσταση συναισθηματικά. Πάντα τη βοηθούσε να ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά μιας κατάστασης, ακόμα κι αν αυτή η κατάσταση αφορούσε έναν άντρα. Το πρόβλημα ήταν πως παρά τα ελαττώματά του ήταν σχεδόν ακαταμάχητος. Και το ήξερε. Αυτό ήταν κάτι ακόμα που έπρεπε να θυμάται η Τ ζούλιετ. Το εγώ του δεν ήταν μικρή υπόθεση. Θα έπρεπε να το βάλει ως αντίβαρο στην απεριόριστη γενναιοδωρία του. Η ματαιοδοξία για το

άτομό του και για τη δουλειά του ξεπερνούσε τα όρια της αλαζονείας. Δε θα την έβλαπτε λοιπόν να τη χρησιμοποιήσει σαν αντίβαρο στην έμφυτη γενναιοδωρία του απέναντι στους άλλους. Αλλά ήταν κι ο τρόπος που χαμογελούσε, ο τρόπος που έλεγε τ’ όνομά της. Ακόμα και η πρακτική, επαγγελματίας Τ ζούλιετ Τ ρεντ δυσκολευόταν να βρει ένα ελάττωμα για ν’ αντισταθμίσει τις μικρές αυτές λεπτομέρειες. Οι δυο μέρες στο Ντάλας ήταν τόσο γεμάτες που έτρεχε όλη μέρα. Είχε κοιμηθεί μόνο έξι ώρες, ενώ είχε κατεβάσει χούφτες τις βιταμίνες και βαρέλια ολόκληρα με καφέ. Είχαν πάρει το αίμα τους πίσω για το Ντένβερ. Της το αποδείκνυαν και οι κράμπες στα πόδια της. Τέσσερα λεπτά στο εθνικό δελτίο ειδήσεων, συνέντευξη από ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της χώρας, τρία άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και δύο εκδηλώσεις για να υπογράψει τα βιβλία του, κατά τις οποίες πουλήθηκαν όλα. Έκαναν κι άλλα, αλλά εστίασε σ’ αυτά την αναφορά της. Θα γύριζε στη Νέα Υόρκη θριαμβεύτρια. Η Τ ζούλιετ δεν ήθελε να σκέφτεται τα δείπνα με τους διευθυντές του πολυκαταστήματος που ξεκινούσαν στις δέκα το βράδυ και, ούτε λίγο ούτε πολύ, κόντευε να την πάρει ο ύπνος όταν έφταναν στην μπανάνα φλαμπέ για επιδόρπιο. Δεν άντεχε να μετρήσει τα γεύματα με σολομό και γαριδοσαλάτα, ενώ ήταν αναγκασμένη ν’ ανανεώνει συνέχεια τα κουτιά με τις ασπιρίνες και τα αντιόξινα στην τσάντα της. Αλλά άξιζε τον κόπο. Θα έπρεπε να είναι ενθουσιασμένη. Ήταν δυστυχισμένη. Κόντευε να τον τρελάνει. Ήταν ευγενική, σκέφτηκε ο Κάρλο, ενώ ετοιμάζονταν για μια ακόμα συνέντευξη την ώρα του γεύματος. Ναι, ήταν ευγενική. Η μητέρα της μπορεί να μην την είχε μάθει να μαγειρεύει, αλλά της είχε διδάξει άψογους τρόπους.

Ικανή; Προσωπικά εκείνος δεν είχε γνωρίσει άλλον άνθρωπο, γυναίκα ή άντρα, που να είναι τόσο ικανός και ευσυνείδητος όσο η Τ ζούλιετ Τ ρεντ. Ο Κάρλο το θαύμαζε πάντα αυτό σε μια σύντροφο, το απαιτούσε από ένα συνεργάτη. Και βέβαια, η Τ ζούλιετ ήταν και τα δύο. Ακριβής, συνεπής, ψύχραιμη σε μια κρίση, ενεργητική, ακούραστη. Αξιοθαύμαστα προσόντα όλ’ αυτά. Για πρώτη φορά στη ζωή του, όμως, σκεφτόταν σοβαρά να στραγγαλίσει γυναίκα. Αδιάφορη. Αυτό ο Κάρλο δεν μπορούσε να το χάψει με τίποτα. Φερόταν σαν να περιοριζόταν η σχέση τους στην επόμενη συνέντευξη, στο επόμενο τηλεοπτικό σποτ, στην επόμενη πτήση. Φερόταν σαν να μην είχε φουντώσει ανάμεσά τους η ανάγκη, το πάθος. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η Τ ζούλιετ δεν τον ήθελε με την ίδια ένταση που την ήθελε αυτός. Εκείνος, όμως, ήξερε καλύτερα. Σωστά; Θυμόταν την ώριμη, χωρίς δισταγμό, ανταπόκρισή της στην αγκαλιά του. Στόμα με στόμα, κορμί με κορμί. Δεν υπήρχε καμιά αδιαφορία στον τρόπο που τον είχαν αγκαλιάσει τα μπράτσα της. Όχι, υπήρχε δύναμη, ανάγκη, απαίτηση, αλλά όχι αδιαφορία. Κι όμως τώρα... Είχαν περάσει δυο μέρες σχεδόν με την αποκλειστική συντροφιά ο ένας του άλλου, αλλά δεν είχε δει τίποτε στα μάτια της, δεν είχε ακούσει τίποτε στη φωνή της που να υποδηλώνει κάτι περισσότερο από μια ευγενική, επαγγελματική σχέση. Έτρωγαν μαζί, μετακινούνταν μαζί, δούλευαν μαζί. Έκαναν τα πάντα μαζί εκτός από το να κοιμούνται μαζί. Ο Κάρλο είχε βαρεθεί την ευγένεια. Αλλά δεν είχε βαρεθεί την Τ ζούλιετ. Τη σκεφτόταν. Δεν πλήγωνε καθόλου την περηφάνια του η παραδοχή ότι τη σκεφτόταν πολύ. Σκεφτόταν συχνά τις γυναίκες, και

γιατί όχι; Όταν ένας άντρας πάψει να σκέφτεται τις γυναίκες, καλύτερα να πεθάνει. Την ήθελε. Δεν τον προβλημάτιζε να παραδεχτεί ότι κάθε φορά που τη σκεφτόταν την ήθελε περισσότερο. Είχε επιθυμήσει πολλές γυναίκες. Δεν πίστευε ποτέ στον έλεγχο των ορμών του. Όταν ένας άντρας δε θέλει μια γυναίκα, είναι νεκρός. Αλλά... Ο Κάρλο το βρήκε περίεργο ν’ ακολουθεί ένα «αλλά» όλες τις σκέψεις που έκανε για την Τ ζούλιετ. Αλλά είχε πιάσει τον εαυτό του ν’ ασχολείται μαζί της περισσότερο απ’ όσο ήταν υγιές. Δεν τον ένοιαζε να πονέσει από τον πόθο του για μια γυναίκα, ανακάλυψε όμως πως η Τ ζούλιετ μπορούσε να τον πονέσει περισσότερο από όσο ανεχόταν μέχρι τώρα. Μπορεί να κατάφερνε ν’ αντιμετωπίσει λογικά την απειλή για την υγεία και τη βολή του. Αλλά... ήταν διαβολεμένα αδιάφορη, που να πάρει η οργή. Και τίποτε άλλο να μην έκανε στο σύντομο χρόνο που τους είχε απομείνει στο Ντάλας, αυτό θα το άλλαζε. Θα έτρωγαν για μεσημέρι σ’ ένα εστιατόριο με λινά τραπεζομάντιλα, βαριά ασημένια μαχαιροπίρουνα και λεπτά κρυστάλλινα σερβίτσια. Στο δωμάτιο κυριαρχούσαν αχνορόδινες και παστέλ πράσινες αποχρώσεις. Οι ψιθυριστές συζητήσεις ήταν το ίδιο υποτονικές. Ο Κάρλο το θεώρησε κρίμα που δεν είχαν συναντηθεί με τη δημοσιογράφο σ’ ένα από τα πολλά Tex-Mex εστιατόρια, όπου θα μπορούσαν ν’ απολαύσουν μεξικάνικη μπίρα, τρώγοντας τσίλι με νάτσος. Ορκίστηκε στον εαυτό του να το διορθώσει αυτό μόλις θα έφταναν στο Χιούστον. Όταν κάθισαν, δεν έδωσε μεγάλη σημασία στη νεαρότατη ηλικία της δημοσιογράφου και την ολοφάνερη νευρικότητά της. Είχε αποφασίσει πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε να

σπάσει την ασπίδα ευγένειας που είχε υψώσει η Τ ζούλιετ προτού ξανασηκωθούν από το τραπέζι. Ακόμα κι αν έπρεπε να παίξει βρόμικα. «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που συμπεριλάβατε και το Ντάλας στην περιοδεία σας, κύριε Φρανκόνι», άρχισε να λέει η δημοσιογράφος και άπλωσε το χέρι να πάρει το ποτήρι με το νερό για να καθαρίσει το λαιμό της. «Ο κύριος Βαν Νες σας ζητά να τον συγχωρήσετε. Ήθελε πολύ να σας γνωρίσει». Ο Κάρλο της χαμογέλασε, αλλά το μυαλό του ήταν στην Τ ζούλιετ. «Ναι;» «Ο κύριος Βαν Νες είναι ο συντάκτης της στήλης για θέματα εστίασης της Τρίμπιουν». Η Τ ζούλιετ άπλωσε στην ποδιά της την πετσέτα, επαναλαμβάνοντας στον Κάρλο πληροφορίες που του είχε δώσει και πριν από δεκαπέντε λεπτά. Του χάρισε ένα φιλικότατο χαμόγελο που όμως έκρυβε πολλά αγκάθια, ελπίζοντας ότι εκείνος θα το καταλάβαινε. «Η μις Τ ρίμπλι τον αντικαθιστά». «Ασφαλώς», κάλυψε αβίαστα ο Κάρλο το κενό της προσοχής του. «Και πολύ επιτυχημένα, είμαι σίγουρος». Ως γυναίκα δεν έμεινε ασυγκίνητη από αυτή τη ζεστή φωνή. Ως δημοσιογράφος γνώριζε πολύ καλά τη σπουδαιότητα της αποστολής της. «Τα πράγματα μπερδεύτηκαν κάπως». Η μις Τ ρίμπλι σκούπισε τα ιδρωμένα χέρια της στην πετσέτα. «Ο κύριος Βαν Νες γεννάει. Θέλω να πω, η γυναίκα του γεννάει, την έπιασαν πόνοι πριν από δυο ώρες». «Τότε πρέπει να πιούμε στην υγειά τους». Ο Κάρλο έκανε νόημα στο σερβιτόρο. «Μαργαρίτες;» Έκανε την ερώτηση σαν να θεωρούσε δεδομένη την απάντηση και εισέπραξε ένα ψυχρό νεύμα από την Τ ζούλιετ κι ένα χαμόγελο όλο ευγνωμοσύνη από τη δημοσιογράφο. Αποφασισμένη να πετύχει στην πρώτη σημαντική αποστολή της, η μις Τ ρίμπλι έβγαλε διακριτικά ένα σημειωματάριο και το ισορρόπησε

στην ποδιά της. «Απολαμβάνετε την περιοδεία σας στην Αμερική, κύριε Φρανκόνι;» «Το απολαμβάνω πάντα όταν βρίσκομαι στην Αμερική», της απάντησε εκείνος κι έσυρε απαλά το δάχτυλό του στη ράχη του χεριού της Τ ζούλιετ προτού προλάβει εκείνη να το τραβήξει. «Ειδικά όταν έχω για συντροφιά μια όμορφη γυναίκα». Η Τ ζούλιετ πήγε να τραβήξει το χέρι της, αλλά το βρήκε παγιδευμένο. Μπορεί τα χέρια του Κάρλο να χτυπούσαν την πιο αφράτη κρέμα για σουφλέ, αλλά είχαν τη δύναμη μποξέρ. Σε μια ακόμη αναμέτρηση των προσωπικοτήτων τους, πετάχτηκαν σπίθες, η φωνή του Κάρλο όμως παρέμεινε απαλή, γλυκιά, ρομαντική. «Οφείλω να ομολογήσω, μις Τ ρίμπλι, ότι η Τ ζούλιετ είναι καταπληκτική γυναίκα. Δε θα τα έβγαζα πέρα χωρίς αυτήν». «Ο κύριος Φρανκόνι είναι πολύ καλός». Η φωνή της Τ ζούλιετ ακούστηκε το ίδιο απαλή και γλυκιά με τη δική του, αλλά η κλοτσιά που του έδωσε κάτω από το τραπέζι δεν ήταν καθόλου μαλακή. «Εγώ ασχολούμαι με τις λεπτομέρειες. Ο κύριος Φρανκόνι είναι ο καλλιτέχνης». «Αποτελούμε φοβερή ομάδα. Δε συμφωνείτε, μις Τ ρίμπλι;» «Ναι», απάντησε εκείνη κι επειδή δεν ήταν και τόσο σίγουρη για το πώς να χειριστεί τη συγκεκριμένη κατάσταση, αποφάσισε ν’ αλλάξει θέμα. «Κύριε Φρανκόνι, πέρα από τη συγγραφή των βιβλίων σας, ασχολείστε και με το εστιατόριό σας στη Ρώμη, ενώ κάνετε και περιστασιακά ταξίδια για να μαγειρέψετε μία μόνο σπεσιαλιτέ σας. Πριν από λίγους μήνες προσγειωθήκατε σ’ ένα γιοτ στο Αιγαίο για να φτιάξετε μινεστρόνε για το Δημήτρη Αζάρη, το μεγαλοεφοπλιστή». «Είχε τα γενέθλιά του», θυμήθηκε ο Κάρλο. «Και με κάλεσε η κόρη του για να του κάνει έκπληξη». Το βλέμμα του χάιδεψε πάλι τη γυναίκα της οποίας κρατούσε το χέρι. «Θα σας το πει και η Τ ζούλιετ,

λατρεύω τις εκπλήξεις». «Ωραία». Η μις Τ ρίμπλι πήρε πάλι το ποτήρι με το νερό της. «Το πρόγραμμά σας είναι συναρπαστικό και γεμάτο. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν εξακολουθείτε ν’ απολαμβάνετε τη βασική χαρά της μαγειρικής». «Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη μαγειρική σαν αγγαρεία ή χόμπι. Αλλά όπως έχω πει και στην Τ ζούλιετ...» Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν κτητικά γύρω από τα δικά της. «...η τροφή είναι μια βασική ανάγκη. Όπως ο έρωτας, πρέπει να διεγείρει όλες τις αισθήσεις. Πρέπει να συναρπάζει, να εξάπτει, να ικανοποιεί». Ο αντίχειράς του χάιδευε τώρα την παλάμη της. «Θυμάσαι, Τ ζούλιετ;» Εκείνη είχε προσπαθήσει να ξεχάσει, είχε πει στον εαυτό της ότι μπορούσε να το κάνει. Τ ώρα, στο φως της μέρας, εκείνος τα είχε ξαναφέρει όλα στη μνήμη της με το επίμονο χάδι του αντίχειρά του στην παλάμη της. «Ο κύριος Φρανκόνι πιστεύει ακράδαντα ότι το φαγητό κρύβει αισθησιασμό. Το μοναδικό ταλέντο του να αναδεικνύει αυτή την πλευρά τον έκανε έναν από τους μεγαλύτερους σεφ του κόσμου». «Γκράτσιε, μι αμόρε», μουρμούρισε εκείνος κι έφερε το σφιγμένο χέρι της στα χείλη του. Η Τ ζούλιετ έμπηξε τη μύτη του παπουτσιού της στα δερμάτινα μοκασίνια του και ευχήθηκε να τον είχε βρει στο κόκαλο. «Πιστεύω ότι τόσο εσείς όσο και οι αναγνώστες σας θα ανακαλύψετε ότι το βιβλίο του κυρίου Φρανκόνι, Ο Ιταλ ικός Τρόπος, είναι ένα πραγματικά εκπληκτικό παράδειγμα της τεχνικής, του στυλ και των απόψεών του και είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο ώστε οποιοσδήποτε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει κατά γράμμα τις συνταγές του να καταφέρει να δημιουργήσει κάτι πραγματικά μοναδικό». Όταν τους σέρβιραν τα ποτά τους, η Τ ζούλιετ επιχείρησε πάλι να τραβήξει το χέρι της, ελπίζοντας να τον πιάσει στον ύπνο, αλλά δε θα έπρεπε να είναι τόσο ανόητη.

«Στο νεογέννητο», είπε ο Κάρλο και χαμογέλασε στην Τ ζούλιετ. «Είναι πάντα χαρά να πίνεις στη ζωή σε όλα της τα στάδια». Η μις Τ ρίμπλι ήπιε μια μικρή γουλιά από το ποτό της. «Κύριε Φρανκόνι, έχετε στ’ αλήθεια μαγειρέψει και δοκιμάσει όλες τις συνταγές που βρίσκονται στο βιβλίο σας;» «Ασφαλώς», της απάντησε ο Κάρλο, απολαμβάνοντας την αψιά γεύση της Μαργαρίτας. Υπάρχουν φορές που προχωράς με το μαλακό και άλλες που χτυπάς ύπουλα. Το γέλιο του ακούστηκε σιγανό και απαλό καθώς κάρφωνε το βλέμμα του στην Τ ζούλιετ. «Όταν κάτι είναι δικό μου, μαθαίνω τα πάντα γι’ αυτό. Ένα γεύμα, μις Τ ρίμπλι, είναι σαν μια ερωτική σχέση». Η μύτη του μολυβιού της έσπασε απότομα και έψαξε στα γρήγορα για άλλο. «Μια ερωτική σχέση;» «Ναι. Ξεκινά αργά, σχεδόν πειραματικά. Παίρνεις μια γεύση για να σου ανοίξει η όρεξη, για να εντείνεις την προσμονή. Στη συνέχεια η γεύση αλλάζει, προχωράς σε κάτι ελαφρύ, κάτι δροσερό για να διατηρηθούν ζωντανές οι αισθήσεις χωρίς όμως να μπουκώσεις. Ακολουθούν τα μπαχαρικά, το κρέας, η ποικιλία. Οι αισθήσεις διεγείρονται, το μυαλό επικεντρώνεται στην ευχαρίστηση. Θέλει να την παρατείνει. Αλλά τελικά φτάνει το επιδόρπιο, η ώρα της ηδονής». Όταν χαμογέλασε στην Τ ζούλιετ, δε θα μπορούσε κανείς να παρερμηνεύσει το μήνυμά του. «Πρέπει να το απολαύσεις αργά, να το γευτείς μέχρι να ικανοποιηθεί ο ουρανίσκος και το κορμί να νιώσει χορτάτο». Η μις Τ ρίμπλι ξεροκατάπιε. «Θ’ αγοράσω κι εγώ ένα αντίτυπο του βιβλίου σας». Ο Κάρλο γέλασε και πήρε το μενού στα χέρια του. «Ξαφνικά, μου άνοιξε η όρεξη». Η Τ ζούλιετ παρήγγειλε μια μικρή φρουτοσαλάτα και την τσιμπολογούσε μισή ώρα.

«Ειλικρινά, πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο», είπε η μις Τ ρίμπλι αφού καθάρισε όλο το πιάτο της και έφαγε και μια τάρτα. Μάζεψε το σημειωματάριό της. «Δε φαντάζεστε πόσο το χάρηκα, κύριε Φρανκόνι. Από δω κι εμπρός, κάθε φορά που θα κάθομαι μπροστά σ’ ένα πιάτο με ψητό της κατσαρόλας η διάθεσή μου θα είναι εντελώς διαφορετική». Ο Κάρλο σηκώθηκε χαμογελαστός. «Η χαρά ήταν όλη δική μου». «Πολύ ευχαρίστως να στείλω ένα αντίγραφο του άρθρου στο γραφείο σας, μις Τ ρεντ». «Θα το εκτιμούσα». Η Τ ζούλιετ της άπλωσε το χέρι και ξαφνιάστηκε όταν η δημοσιογράφος τής το κράτησε κάπως περισσότερο. «Είστε τυχερή γυναίκα. Καλό υπόλοιπο της περιοδείας σας, κύριε Φρανκόνι». «Αριβεντέρτσι». Ο Κάρλο κάθισε χαμογελαστός να τελειώσει τον καφέ του. «Ωραίο το σόου σου, Φρανκόνι». Ο Κάρλο περίμενε την καταιγίδα. Την πρόσμενε. «Ναι, νομίζω ότι από πάρλα τα πήγα καλά». «Εγώ θα έλεγα ότι έδωσες ολόκληρη παράσταση». Η Τ ζούλιετ υπέγραψε το λογαριασμό με αργές, ήρεμες κινήσεις. «Την επόμενη φορά όμως δε θέλω να με συμπεριλάβεις στο θίασο, εκτός κι αν μου ζητήσεις πρώτα την άδεια». «Στο θίασο;» Παρίστανε επίτηδες τον αθώο για να τη φουρκίσει. Ο Κάρλο πετύχαινε πάντα το στόχο του. «Έδωσες στη γυναίκα την εντύπωση ότι είμαστε εραστές». «Τ ζούλιετ, εγώ της έδωσα την πολύ σωστή εντύπωση ότι σε σέβομαι και σε θαυμάζω. Δεν ευθύνομαι εγώ για το τι κατάλαβε εκείνη».

Η Τ ζούλιετ σηκώθηκε, ακούμπησε προσεκτικά την πετσέτα της στο τραπέζι και πήρε το χαρτοφύλακά της. «Κάθαρμα». Ο Κάρλο την παρακολούθησε να βγαίνει από το εστιατόριο. Κανένα γλυκόλογο δε θα τον είχε ευχαριστήσει περισσότερο. Όταν μια γυναίκα αποκαλεί έναν άντρα κάθαρμα, μόνο αδιάφορη δεν είναι. Βγήκε έξω να τη συναντήσει σφυρίζοντας. Χάρηκε ακόμα περισσότερο όταν τη βρήκε να ψάχνει στην τσάντα της τα κλειδιά του νοικιασμένου αυτοκινήτου τους που ήταν παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο. Όταν μια γυναίκα είναι αδιάφορη, δε βρίζει άψυχα αντικείμενα. «Θα ήθελες να οδηγήσω εγώ μέχρι το αεροδρόμιο;» «Όχι». Βρίζοντας πάλι, η Τ ζούλιετ έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Θα έλεγχε το θυμό της. Έπρεπε να το κάνει. Βρε, δεν πήγαινε στο διάβολο. Χτύπησε και τα δυο χέρια της στην οροφή του αυτοκινήτου και τον αγριοκοίταξε. «Αλήθεια, ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της μικρής μασκαράτας;» Σκουίζιτο, σκέφτηκε φευγαλέα ο Κάρλο. Τα μάτια της είχαν πάρει μια φαρμακερή πράσινη απόχρωση. Αυτό τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι προτιμούσε μια γυναίκα με ταμπεραμέντο. «Μασκαράτα;» «Τα φλογερά βλέμματα, το κράτημα του χεριού μου;» «Δεν είναι καμιά μασκαράτα. Χαίρομαι να κρατώ το χέρι σου, και μου είναι δύσκολο να τραβήξω το βλέμμα μου από πάνω σου». Η Τ ζούλιετ δε θα συνέχιζε αυτή τη λογομαχία με το αμάξι ανάμεσά τους. Έκανε στα γρήγορα το γύρο και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. «Η συμπεριφορά σου ήταν εντελώς αντιεπαγγελματική». «Ναι. Ήταν εντελώς προσωπική». Δε θα μπορούσαν να συνεχίσουν αυτή τη λογομαχία αν εκείνος έπαιρνε κάθε κουβέντα της και τη διαστρέβλωνε προς όφελός του.

«Μην τολμήσεις να το ξανακάνεις ποτέ». «Μαντόνα». Η φωνή του ήταν πολύ ήρεμη, η κίνησή του πολύ υπολογισμένη και η Τ ζούλιετ βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα στο αμάξι και το κορμί του. «Δέχομαι εντολές από σένα μόνο σχετικά με το πρόγραμμα της δουλειάς και τις αεροπορικές πτήσεις. Όταν πρόκειται για κάτι πιο προσωπικό, κάνω ό,τι μου αρέσει». Δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση, γι’ αυτό και έχασε το πλεονέκτημα. Η Τ ζούλιετ θα το επαναλάμβανε αυτό πολλές φορές στον εαυτό της –αργότερα. Ο Κάρλο την κρατούσε τώρα από τους ώμους και είχε καρφώσει το βλέμμα του στο δικό της. Την ταρακούνησε απότομα. Δεν ήταν το γλυκό, υπολογισμένο ξελόγιασμα που περίμενε εκείνη. Ήταν άγριο, παρορμητικό και εκνευριστικό. Το στόμα του κάλυψε απαιτητικά το δικό της. Τα δυνατά χέρια του την κράτησαν ακίνητη. Η Τ ζούλιετ δεν είχε το χρόνο ούτε να αντισταθεί, ούτε να παλέψει, ούτε να σκεφτεί. Ο Κάρλο την παρέσυρε γρήγορα μαζί του σ’ ένα ταξίδι όλο φλόγα και φως. Κι εκείνη τελικά παραδόθηκε. Αργότερα, θα το αρνούνταν στον εαυτό της, αλλά θα ήταν ψέμα. Υπήρχαν άνθρωποι στο πεζοδρόμιο, αυτοκίνητα στο δρόμο. Η Τ ζούλιετ και ο Κάρλο όμως δεν έδιναν σημασία σε τίποτε. Η απογευματινή ζέστη του Ντάλας έκανε την άσφαλτο να καίει κάτω από τα πόδια τους, τον αέρα να ζεματά. Εκείνους όμως τους έκαιγε η δική τους φωτιά. Τα χέρια της μια έσφιγγαν τη μέση του και μια την άφηναν. Τους προσπέρασε ένα αυτοκίνητο, που το ραδιόφωνό του έπαιζε ροκ μουσική στη διαπασών. Η Τ ζούλιετ ούτε που την άκουσε. Δεν είχε πιει κρασί με το μεσημεριανό, το γεύτηκε όμως τώρα στη γλώσσα του και ένιωσε να μεθάει. Αργότερα, πολύ αργότερα, ο Κάρλο θ’ αφιέρωνε χρόνο για να

σκεφτεί αυτό που του συνέβαινε. Κάτι είχε αλλάξει. Ένα μέρος του εαυτού του το ήξερε και γι’ αυτό φοβόταν. Όταν την άγγιζε, ένιωθε διαφορετικά απ’ ό,τι όταν άγγιζε άλλες γυναίκες. Όταν τη γευόταν με ανάλαφρα, φλογερά, παιχνιδιάρικα φιλιά, ένιωθε διαφορετικά απ’ ό,τι όταν γευόταν άλλες γυναίκες. Τα συναισθήματα ήταν καινούρια, αν και μέχρι τώρα θα έπαιρνε όρκο ότι είχε νιώσει όλα όσα θα μπορούσε να βιώσει ένας άντρας. Γνώριζε τις συγκινήσεις. Τ ις ενσωμάτωνε στη δουλειά και στη ζωή του. Αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν τέτοιο βάθος. Και όταν ένας άντρας ανακάλυπτε κάτι περισσότερο και δεν το διεκδικούσε, ήταν τρελός. Γνώριζε την οικειότητα. Την περίμενε, την απαιτούσε σε ό,τι κι αν έκανε. Αλλά δεν είχε ποτέ μέχρι τώρα αυτή την ένταση. Τ ις καινούριες εμπειρίες δεν έπρεπε να τις απορρίπτεις, αλλά να τις εξερευνάς και να τις ζεις. Μπορεί να ένιωθε ένα μικρό, ενοχλητικό φόβο, αλλά θα τον αγνοούσε. Για τώρα. Αργότερα. Σφιχταγκαλιάστηκαν και είπαν και οι δυο στον εαυτό τους ότι θα σκέφτονταν αργότερα. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος δεν είχε καμιά σημασία. Το τώρα ήταν που μετρούσε. Ο Κάρλο τράβηξε το στόμα του από το δικό της, αλλά τα χέρια του την κράτησαν ακίνητη. Σοκαρίστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απόλυτα σταθερά. Οι γυναίκες τον είχαν κάνει να πονά, να καίγεται, αλλά καμιά γυναίκα μέχρι τώρα δεν τον είχε κάνει να τρέμει. «Χρειαζόμαστε ένα μέρος», της ψιθύρισε. «Κάπου ήσυχα, μόνοι οι δυο μας. Είναι καιρός να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι αυτό δε μας συμβαίνει στ’ αλήθεια». Η Τ ζούλιετ ήθελε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της, ν’ αφεθεί ολοκληρωτικά στα χέρια του. Αυτό όμως δεν ήταν το πρώτο βήμα για να χάσεις τον έλεγχο της ζωής σου; «Όχι, Κάρλο». Η φωνή της δεν ακούστηκε τόσο αποφασιστική όσο θα ήθελε, αλλά δεν έκανε

πίσω. «Πρέπει να σταματήσουμε να μπερδεύουμε τα προσωπικά μας αισθήματα με τη δουλειά μας. Μας μένουν σχεδόν δυο βδομάδες ακόμα για να τελειώσει η περιοδεία». «Δε δίνω δεκάρα αν είναι δυο βδομάδες ή δυο χρόνια. Θέλω να περάσω αυτό το διάστημα κάνοντας έρωτα μαζί σου». Η Τ ζούλιετ κατάφερε να συνέλθει αρκετά ώστε να θυμηθεί ότι στέκονταν σ’ ένα δημόσιο δρόμο μέσα στην απογευματινή κίνηση. «Κάρλο, δεν είναι τώρα η ώρα να το συζητήσουμε αυτό». «Πάντα είναι η ώρα. Τ ζούλιετ...» Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Δεν πολεμάς εμένα». Δε χρειάστηκε να ολοκληρώσει εκείνος τη φράση. Η Τ ζούλιετ το ήξερε ότι ο πόλεμος γινόταν μέσα της. Ανάμεσα στο τι ήθελε και στο τι ήταν φρόνιμο. Ανάμεσα στο τι είχε ανάγκη και στο τι ήταν ασφαλές. Ο πόλεμος αυτός απειλούσε να τη χωρίσει στα δύο και τα δύο μισά, όταν θα ενώνονταν ξανά, δε θ’ αποτελούσαν το ολόκληρο που γνώριζε εκείνη. «Κάρλο, έχουμε μια πτήση να προλάβουμε». Εκείνος είπε μια σιγανή αλλά δηκτική βρισιά στα ιταλικά. «Μίλα μου». «Όχι». Σήκωσε τα χέρια και τον έπιασε από τα μπράτσα. «Όχι γι’ αυτό». «Τότε θα μείνουμε εδώ που βρισκόμαστε μέχρι ν’ αλλάξεις γνώμη». Θα μπορούσαν και οι δυο να γίνουν ξεροκέφαλοι, αλλά με το πείσμα δε θα έβγαζαν τίποτε. «Έχουμε ένα χρονοδιάγραμμα». «Έχουμε κάτι πολύ περισσότερο». «Όχι, δεν έχουμε», τον αντέκρουσε και τον είδε να υψώνει το φρύδι του. «Πολύ καλά, δεν μπορούμε να το κουβεντιάσουμε τώρα. Έχουμε μια πτήση να προλάβουμε». «Θα την προλάβουμε την πτήση σου, Τ ζούλιετ. Αλλά θα

μιλήσουμε στο Χιούστον». «Κάρλο, μη με στριμώχνεις στη γωνία». «Ποιος σε στριμώχνει;» μουρμούρισε εκείνος. «Εγώ ή εσύ;» Η Τ ζούλιετ δεν είχε να του δώσει μια εύκολη απάντηση. «Ξέρω τι θα κάνω. Θα κανονίσω να έρθει κάποιος άλλος να με αντικαταστήσει για το υπόλοιπο κομμάτι της περιοδείας». Ο Κάρλο κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δε θα το κάνεις. Είσαι πολύ φιλόδοξη. Και το να εγκαταλείψεις μια περιοδεία στη μέση δε θα είναι καθόλου καλό για σένα». Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα δόντια της. Την είχε μάθει ήδη πάρα πολύ καλά. «Θ’ αρρωστήσω». Αυτή τη φορά ο Κάρλο χαμογέλασε. «Είσαι πολύ περήφανη. Δεν μπορείς να το βάλεις στα πόδια». «Δεν το βάζω στα πόδια». Παλεύω να γλιτώσω, σκέφτηκε, αλλά βιάστηκε ν’ αλλάξει τη φράση της. «Βάζω προτεραιότητες». Ο Κάρλο τη φίλησε πάλι ανάλαφρα. «Τ ίνος;» «Κάρλο, έχουμε δουλειές». «Ναι, αλλά η μια δεν έχει καμιά σχέση με την άλλη». «Για μένα έχουν. Αντίθετα μ’ εσένα, δε συνηθίζω να πέφτω στο κρεβάτι με όποιον άντρα μου αρέσει». Ο Κάρλο της χαμογέλασε χωρίς να προσβληθεί καθόλου. «Με κολακεύεις, κάρα». Η Τ ζούλιετ θα μπορούσε ν’ αναστενάξει από απόγνωση. Ήταν χαρακτηριστικό του Κάρλο να την κάνει να θέλει να γελάσει κι ας εξακολουθούσε να είναι έξαλλη μαζί του. «Το έκανα κατά λάθος». «Μου αρέσει όταν μου δείχνεις τα δόντια σου». «Τότε θ’ απολαύσεις τις δυο επόμενες βδομάδες», του είπε και απομάκρυνε τα χέρια του από πάνω της. «Έχουμε πολύ δρόμο για το αεροδρόμιο, Κάρλο. Πρέπει να πηγαίνουμε». Πρόσχαρος όπως πάντα, ο Κάρλο άνοιξε την πόρτα του. «Εσύ

είσαι το αφεντικό». Μια χαζή γυναίκα μπορεί και να πίστευε ότι είχε κερδίσει μια νίκη.

Κεφάλαιο 7 Η Τ ζούλιετ ήταν ειδική στην οργάνωση του χρόνου. Όπως η διαφήμιση, αποτελούσε και αυτό μέρος της δουλειάς της. Και από τη στιγμή που μπορούσε να φτιάξει ένα πρόγραμμα, μπορούσε και να το φορτώσει με ένα σωρό πράγματα όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αν έκανε λοιπόν καλά τη δουλειά της, αν φρόντιζε να κινηθεί γρήγορα, θα μπορούσε να φτιάξει ένα τόσο σφιχτό πρόγραμμα ώστε να μην υπάρχει χρόνος για κουβέντες άσχετες με καθαρά επαγγελματικά θέματα. Στηριζόταν στο Χιούστον για να το πετύχει αυτό. Είχε ξανασυνεργαστεί με τον Μπιγκ Μπιλ Μπάουερς. Ήταν ένας θρασύς, καλόκαρδος φαφλατάς που αναλάμβανε τις ειδικές εκδηλώσεις για λογαριασμό των Books, Etc., μία από τις πιο μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων στη χώρα. Ο Μπιγκ Μπιλ ήταν Τεξανός και δεν ντρεπόταν να το πει. Του άρεσαν οι ατέλειωτες, παραφουσκωμένες ιστορίες, οι καουμπόικες μπότες και η παγωμένη μπίρα. Η Τ ζούλιετ τον συμπαθούσε γιατί ήταν έξυπνος, σκληροτράχηλος και διευκόλυνε πάντα τη δουλειά της. Στο συγκεκριμένο ταξίδι τον μακάρισε επειδή ήταν και πολυλογάς και κοινωνικότατος. Δε θα την άφηνε καθόλου μόνη με τον Κάρλο. Από τη στιγμή που προσγειώθηκαν στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Χιούστον, ο Τεξανός, που είχε ύψος ένα και ενενήντα πέντε και ζύγιζε εκατόν δεκαεννιά κιλά, έβαλε σκοπό του να τους διασκεδάσει.

Υπήρχε κάμποσος κόσμος που περίμενε στο τέλος της φυσούνας, αρκετοί είχαν κάνει πηγαδάκια και συζητούσαν, αλλά ήταν αδύνατον να μην ξεχωρίσεις τον Μπιγκ Μπιλ. Δεν είχες παρά ν’ αναζητήσεις με το βλέμμα ένα βραχμάνικο ταύρο με στέτσον. «Μπα, μπα, η μικρή μας Τ ζούλιετ. Όμορφη όπως πάντα», την υποδέχτηκε ο Μπιλ, κλείνοντάς τη στην πελώρια αγκαλιά του και, παρά τις καλές προθέσεις του, λίγο έλειψε να της σπάσει τα πλευρά από το σφίξιμο. «Μπιλ», είπε εκείνη, δοκιμάζοντας προσεκτικά τα πνευμόνια της και τραβήχτηκε. «Πάντα χαίρομαι όταν έρχομαι στο Χιούστον. Δείχνεις θαύμα». «Κάνω καλή ζωή, γλυκιά μου», της απάντησε και το τρανταχτό γέλιο του έκανε πολλά κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος τους. Η Τ ζούλιετ ένιωσε τη διάθεσή της να φτιάχνει αμέσως. «Κάρλο Φρανκόνι, ο Μπιλ Μπάουερς. Να είσαι ευγενικός μαζί του», πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο. «Δεν είναι μόνο θεόρατος, είναι και ο άνθρωπος που θα προωθήσει τα βιβλία σου για τη μεγαλύτερη αλυσίδα βιβλιοπωλείων στη χώρα». «Τότε θα είμαι πάρα πολύ ευγενικός». Ο Κάρλο άπλωσε το χέρι του, που χάθηκε μέσα στην παλάμη του άλλου άντρα, η οποία έμοιαζε με κουπί. «Χαίρομαι που ήρθες», του απάντησε ο Μπιλ, χτυπώντας τον τώρα φιλικά στην πλάτη με το τεράστιο χέρι του. Η Τ ζούλιετ περίμενε να δει τον Κάρλο ισοπεδωμένο με τη μύτη στο χώμα κι όταν δεν έγινε αυτό, ο Ιταλός κέρδισε κάμποσους πόντους στα μάτια της. «Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ», τον άκουσε να λέει απλά. «Δεν έχω πάει ποτέ στην Ιταλία, αλλά έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο ιταλικό φαγητό. Η γυναίκα μου φτιάχνει φοβερά σπαγγέτι. Άσε, θα το πάρω εγώ αυτό». Προτού προλάβει να φέρει αντίρρηση ο Κάρλο, ο

Μπιλ βούτηξε το βαρύ δερμάτινο μπαουλάκι του και η Τ ζούλιετ δεν μπόρεσε να κρύψει το μειδίαμα που ανέβηκε στα χείλη της όταν ο Κάρλο γύρισε και το κοίταξε σαν να ήταν κανένα παιδάκι που ανέβαινε για πρώτη φορά σε σχολικό λεωφορείο. «Έχω το αυτοκίνητο απέξω. Θα πάρουμε τις βαλίτσες σας και φύγαμε. Τα αεροδρόμια και τα νοσοκομεία δεν τ’ αντέχω». Ο Μπιλ προχώρησε με μεγάλα βήματα προς το χώρο παραλαβής των αποσκευών. «Στο ξενοδοχείο σάς περιμένουν. Έκανα εγώ τσεκ-ιν το πρωί για λογαριασμό σας». Η Τ ζούλιετ κατάφερε ν’ ακολουθήσει το βήμα του και ας φορούσε εφτάμισι πόντους τακούνι. «Το ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ σ’ εσένα, Μπιλ. Τ ι κάνει η Μπέτι;» «Τ ζαναμπέτα όπως πάντα», της απάντησε περήφανα εκείνος, αναφερόμενος στη γυναίκα του. «Τα παιδιά την έχουν σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, μόνο σ’ εμένα ξέρει να δίνει διαταγές». «Εξακολουθείς όμως να είσαι τρελός για εκείνη». «Συνήθισα πια τη στριμάδα της». Ο Μπιλ χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας το χρυσό δόντι του. «Δεν υπάρχει λόγος να σας πάω κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Μπορούμε να δείξουμε στον Κάρλο μας τι σημαίνει Χιούστον», είπε κουνώντας πέρα δώθε το μπαουλάκι. «Θα μου άρεσε αυτό», συμφώνησε ο Κάρλο και τον πλεύρισε διπλωματικά. «Θα ήθελες να πάρω εγώ το μπαουλάκι...» «Δε χρειάζεται. Τ ι έχεις εδώ μέσα, αγόρι μου; Είναι σκέτο βαρίδι». «Τα εργαλεία του», μπήκε στη μέση η Τ ζούλιετ μ’ ένα αθώο χαμόγελο. «Ο Κάρλο είναι πολύ ιδιότροπος». «Μη χρησιμοποιείς ποτέ τέτοιους χαρακτηρισμούς όταν μιλάς για τα εργαλεία ενός άντρα», την αντέκρουσε ο Μπιλ και σήκωσε το καπέλο του καθώς προσπερνούσε μια κοπέλα με μίνι και ατελείωτα πόδια. «Εγώ έχω ακόμα το σφυρί που μου έκανε δώρο ο γέρος μου όταν ήμουν οχτώ χρονών».

«Έχω κι εγώ το ίδιο συναισθηματικό δέσιμο με τις σπάτουλές μου», μουρμούρισε ο Κάρλο, εκτιμώντας κι αυτός δεόντως τα ατελείωτα πόδια της κοπέλας. «Έχεις κάθε δικαίωμα». Οι δυο άντρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα όλο νόημα που η Τ ζούλιετ συσχέτισε μάλλον με τις καμπύλες της κοπέλας παρά με τα εργαλεία. «Τ ώρα», συνέχισε ο Μπιλ, «υποθέτω ότι εσείς οι δυο θα έχετε μπουχτίσει πια τα πολυτελή εστιατόρια και το φιλέτο κοτόπουλο με κρέμα. Γι’ αυτό θα κάνουμε μπάρμπεκιου στο σπίτι μου όπου μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας, να χαλαρώσετε και ν’ απολαύσετε λίγο πραγματικό φαγητό». Η Τ ζούλιετ είχε ξαναβρεθεί σε μπάρμπεκιου στο σπίτι του Μπιλ και ήξερε τι σήμαινε. Θα έψηναν ένα ολόκληρο βόδι, μαζί με κοτόπουλα και ένα γουρουνόπουλο, και, για να πάνε όλ’ αυτά κάτω, θα κατανάλωναν γαλόνια παγωμένη μπίρα. Και θα έκανε τουλάχιστον πέντε ώρες να δει το δωμάτιο του ξενοδοχείου της. «Θαύμα. Κάρλο, δεν ξέρεις τι θα πει ζωή αν δε φας μία από τις μπριζόλες του Μπιλ με μεσκίτε». Ο Κάρλο ακούμπησε το χέρι του στον αγκώνα της. «Τότε πρέπει να γνωρίσουμε τι θα πει ζωή πρώτα». Ο τόνος του την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Προτού πιάσουμε δουλειά». «Αυτά είναι τ’ αποκόμματα». Ο Μπιλ σταμάτησε μπροστά στον κυλιόμενο ιμάντα. «Δείξτε μου ποιες είναι και θα τις πάρουμε».

Και γνώρισαν τι θα πει ζωή στο μπάρμπεκιου του Μπιλ, μαζί με καμιά εκατοστή ακόμα καλεσμένους. Μία επταμελής ορχήστρα έπαιζε ασταμάτητα μουσική. Πλατσουρίσματα και γέλια ακούγονταν από την πισίνα, πίσω από μια σειρά κόκκινους ανθισμένους θάμνους με έντονη μυρωδιά που τη χώριζαν από το αίθριο. Οι μυρωδιές όμως

που υπερίσχυαν ήταν αυτές του ψητού κρέατος, της πικάντικης σάλτσας και του καπνού. Η Τ ζούλιετ έφαγε δυο φορές περισσότερο απ’ όσο συνήθως γιατί ο οικοδεσπότης τής γέμιζε συνέχεια το πιάτο και δεν την άφηνε από τα μάτια του μέχρι να το αδειάσει. Θα έπρεπε να χαίρεται που μια ντουζίνα Τεξανές με μαγιό και λεπτά καλοκαιρινά φορεματάκια είχαν περικυκλώσει τον Κάρλο, ανακαλύπτοντας ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για τη μαγειρική. Εκείνη όμως σκέφτηκε με κακία ότι οι περισσότερες από αυτές δε θα ήξεραν να ξεχωρίσουν το ηλεκτρικό μάτι από ένα ανοιχτήρι κονσέρβας. Θα έπρεπε να χαίρεται επίσης που ήταν πολλοί οι άντρες που προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή της. Με δυσκολία όμως συγκρατούσε τα ονόματα και τις φάτσες τους καθώς παρακολουθούσε τον Κάρλο να γελά με μια μελαχρινούλα που ξεπερνούσε το ένα κι ογδόντα και φορούσε δυο μικροσκοπικές κορδέλες ύφασμα που κάλυπταν μετά βίας τα επίμαχα σημεία. Η μουσική ήταν δυνατή, ο αέρας βαρύς και ζεστός, πράγμα που είχε κάνει την Τ ζούλιετ να ψαρέψει μια βερμούδα κι ένα τοπάκι από την τσάντα της και ν’ αλλάξει. Ήταν η πρώτη φορά από τη μέρα που είχαν ξεκινήσει την περιοδεία που είχε την ευκαιρία να καθίσει στον ήλιο χωρίς να κρατά ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι στο χέρι. Αν και ο ξανθός δίπλα της, με τους δικέφαλους να γυαλίζουν από το αντηλιακό, κινδύνευε να της γίνει μεγάλο τσιμπούρι, άφησε τον εαυτό της να χαρεί τη στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά που κι ο Κάρλο την έβλεπε να φορά κάτι άλλο πέρα από τα αξιοπρεπή ταγέρ και τα κουστούμια της. Βέβαια, είχε συμπεράνει ήδη, από τον τρόπο που την έβλεπε να περπατά, ότι είχε μακριά πόδια για το ύψος της. Και δεν είχε κάνει λάθος. Τ ώρα τα έβλεπε λυγερά και κατάλευκα σε όλο τους το μεγαλείο. Η αγαλματένια μελαχρινή λες και δεν υπήρχε δίπλα του, τόση ήταν η προσοχή που της έδινε.

Ο Κάρλο δε συνήθιζε να επικεντρώνει την προσοχή του σε μια γυναίκα που βρισκόταν μέτρα μακριά του, τη στιγμή που υπήρχε κάποια άλλη ακριβώς δίπλα του. Το ήξερε αυτό, αλλά όχι και πώς να το αντιμετωπίσει. Η γυναίκα δίπλα του μοσχομύριζε κυριολεκτικά κάτω από τον ήλιο –το άρωμά της ήταν βαρύ, σαγηνευτικό. Εκείνος όμως δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί το άρωμα της Τ ζούλιετ. Ήταν πιο απαλό, αλλά εξίσου διεγερτικό. Απ’ ό,τι έβλεπε, η κυρία δεν είχε κανένα πρόβλημα να χαλαρώνει παρέα με άλλους άντρες. Ο Κάρλο τέλειωσε την μπίρα του και την παρακολούθησε να κάθεται πάνω σ’ εκείνα τα μακριά πόδια της και να γελά με τους δυο άντρες που την είχαν πλευρίσει. Δεν έδειξε μάλιστα να ενοχλείται, όταν ο μυώδης τύπος στα δεξιά της ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και έγειρε πιο κοντά της. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του να ζηλεύει. Όσο συναισθηματικός και να ήταν, δεν είχε βιώσει ποτέ το συγκεκριμένο συναίσθημα. Επίσης πίστευε ότι κάθε γυναίκα είχε το ίδιο ακριβώς δικαίωμα που είχε κι αυτός να φλερτάρει και να πειραματίζεται. Ξαφνικά, όμως, ανακάλυψε ότι αυτός ο κανόνας δεν ίσχυε και για την Τ ζούλιετ. Αν επέτρεπε σ’ εκείνον το λιμοκοντόρο να ξανακουμπήσει το χέρι του πάνω της... Δεν είχε το χρόνο να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Η Τ ζούλιετ γέλασε, άφησε το πιάτο της στο πλάι και σηκώθηκε. Ο Κάρλο δεν ήταν δυνατό ν’ ακούσει τι είπε στον άντρα δίπλα της, αλλά την είδε να μπαίνει στο σπίτι. Λίγα λεπτά αργότερα, ο ηλιοκαμένος, μισόγυμνος τύπος σηκώθηκε και την ακολούθησε. «Μαλ εντέτο!» «Τ ι πράγμα;» Η μελαχρινούλα έκοψε στη μέση την προσωπική, όπως πίστευε, κουβεντούλα τους. Ο Κάρλο της έριξε μετά βίας μια ματιά. «Σκούζι». Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ακολούθησε την κατεύθυνση που είχε πάρει η

Τ ζούλιετ. Το βλέμμα του ήταν δολοφονικό. Η Τ ζούλιετ είχε βαρεθεί ν’ αποκρούει το φλερτ του νεαρού υπερφίαλου γείτονα του Μπιγκ Μπιλ, έτσι τρύπωσε στο σπίτι από την κουζίνα. Μπορεί να ήταν τσατισμένη, αλλά έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της που είχε κρατήσει την ψυχραιμία της. Δεν είχε δαγκώσει το δήθεν Άδωνι με τα μακριά χέρια, ούτε είχε δείξει τα δόντια της στον Κάρλο. Η δουλειά τη βοηθούσε πάντα να καλμάρει τα νεύρα της. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και αποφάσισε πως θα μπορούσε να κάνει ένα τηλεφώνημα στη βοηθό της, ζητώντας από την τηλεφωνήτρια να το χρεώσει στο γραφείο της. Δεν είχε προλάβει να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου της κουζίνας όταν βρέθηκε ξαφνικά στον αέρα. «Είσαι μια σταλιά, αλλά σκέτο χάρμα οφθαλμών». Η Τ ζούλιετ με δυσκολία συγκρατήθηκε να μην του δώσει αγκωνιά. «Τ ιμ», είπε καταφέρνοντας να διατηρήσει ευχάριστη τη φωνή της, ενώ σκεφτόταν ότι δυστυχώς όλα τα μούσκουλα είχαν μαζευτεί στο κεφάλι του. «Θα πρέπει να με αφήσεις κάτω για να μπορέσω να κάνω το τηλεφώνημά μου». «Σε πάρτι είμαστε, γλυκιά μου». Ο Τ ιμ τη γύρισε σαν πούπουλο και την κάθισε στον πάγκο. «Δε χρειάζεται να τηλεφωνήσεις σε κανέναν άλλον όταν έχεις εμένα δίπλα σου». «Ξέρεις τι λέω;» Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε για μια στιγμή να του δώσει μια κλοτσιά κάτω από τη ζώνη, αλλά τελικά τον χτύπησε στον ώμο. Στο κάτω κάτω, ήταν γείτονας του Μπιλ. «Λέω καλύτερα να ξαναβγείς έξω, όπου το πάρτι είναι στο φόρτε του, προτού λείψεις στις κυρίες». «Εγώ έχω μια καλύτερη ιδέα». Ο Τ ιμ έγειρε προς το μέρος της, ακουμπώντας ένα χέρι δεξιά και ένα αριστερά της. Τα δόντια του άστραψαν σαν σε διαφήμιση οδοντόπαστας. «Γιατί να μην κάνουμε

το δικό μας πάρτι για δύο; Φαντάζομαι ότι και εσείς οι Νεοϋορκέζες ξέρετε να διασκεδάζετε». Αν δεν τον θεωρούσε εντελώς κόπανο, θα είχε προσβληθεί ως γυναίκα γενικότερα, και ως Νεοϋορκέζα ειδικότερα. Τον κοίταξε συγκαταβατικά. «Εμείς οι Νεοϋορκέζες», είπε ήρεμα, «ξέρουμε πώς να λέμε όχι. Δίνε του, Τ ιμ». «Έλα τώρα, Τ ζούλιετ», είπε εκείνος περνώντας το δάχτυλό του στο γιακά του τοπ της. «Το σπίτι μου είναι λίγο πιο κάτω και έχω ένα ωραίο κρεβάτι με στρώμα νερού». Η Τ ζούλιετ τον έπιασε από τον καρπό. Γείτονας ή όχι, θα του την έχωνε κάτω από τη ζώνη. «Γιατί δεν πας για μια βουτιά;» Εκείνος χαμογέλασε κι έσυρε το χέρι του στο πόδι της. «Αυτό ακριβώς είχα κατά νου». «Συγνώμη». Η φωνή του Κάρλο τρύπωσε σαν φίδι από την πόρτα. «Αν δε βρεις ν’ απασχολήσεις με κάτι άλλο τα χέρια σου και γρήγορα, σε λίγο δε θα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις καθόλου». «Κάρλο». Η φωνή της ακούστηκε κοφτή, χωρίς ίχνος ανακούφισης. Δεν είχε καμιά διάθεση να της το παίξει ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία. «Έχουμε μια προσωπική συζήτηση με την κυρία», του είπε ο Τ ιμ, παίζοντας το θώρακά του. «Πάρε δρόμο». Ο Κάρλο πλησίασε με τους αντίχειρες περασμένους στις τσέπες του και η Τ ζούλιετ πρόσεξε ότι έδειχνε το ίδιο θυμωμένος όπως και εκείνη τη μέρα με τον κονσερβαρισμένο βασιλικό. Και όταν βρισκόταν σ’ αυτή τη διάθεση, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι ήταν ικανός να κάνει. Έβρισε μέσα από τα δόντια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε ν’ αποφύγει τη σκηνή. «Γιατί δεν πάμε όλοι έξω;» «Θαύμα». Ο Κάρλο άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να κατέβει, αλλά προτού προλάβει εκείνη να το πιάσει, ο Τ ιμ της

έφραξε το δρόμο. «Εσύ μπορείς να πας έξω, φιλαράκο. Η Τ ζούλιετ κι εγώ δεν τελειώσαμε την κουβέντα μας». Ο Κάρλο έγειρε το κεφάλι του και έστρεψε το βλέμμα του στην Τ ζούλιετ. «Εσύ τέλειωσες την κουβέντα;» «Ναι», του απάντησε και θα είχε κατέβει από τον πάγκο, αλλά αν το έκανε θα προσγειωνόταν στους ώμους του Τ ιμ. Τσατισμένη, κάθισε εκεί που καθόταν. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η Τ ζούλιετ έχει τελειώσει». Το χαμόγελο του Κάρλο ήταν φιλικό, τα μάτια του όμως ήταν ανέκφραστα, ψυχρά. «Κι εσύ της φράζεις το δρόμο». «Σου είπα να φύγεις». Εκνευρισμένος και θεόρατος, ο Τ ιμ άρπαξε τον Κάρλο από τα πέτα. «Σταματήστε και οι δύο». Η Τ ζούλιετ είδε με τη φαντασία της το αίμα να τρέχει από τη μύτη και το στόμα του Κάρλο και άρπαξε μια γυάλα για μπισκότα σε σχήμα καουμπόικου καπέλου. Προτού προλάβει όμως να τη χρησιμοποιήσει, ο Τ ιμ διπλώθηκε στα δύο και έπιασε το στομάχι του βογκώντας. «Μπορείς να αφήσεις τη γυάλα κάτω», της είπε ο Κάρλο ήρεμα. «Ώρα να φεύγουμε». Εκείνη όμως δεν έκανε καμιά κίνηση, έτσι πήρε αυτός τη γυάλα από τα χέρια της και στη συνέχεια σήκωσε και την ίδια από τον πάγκο. «Εμάς μας συγχωρείς», είπε ευχάριστα στον Τ ιμ, που εξακολουθούσε να βογκάει, και οδήγησε την Τ ζούλιετ έξω. «Τ ι έκανες;» «Αυτό που χρειαζόταν». Η Τ ζούλιετ γύρισε και κοίταξε προς την πόρτα της κουζίνας. Αν δεν το είχε δει με τα μάτια της... «Τον χτύπησες». «Όχι πολύ δυνατά», της απάντησε ο Κάρλο και χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα μια παρέα που λιαζόταν. «Όλα τα μούσκουλα περιορίστηκαν στο στέρνο και στο μυαλό του».

«Μα...» Η Τ ζούλιετ κοίταξε τα χέρια του Κάρλο. Ήταν λεπτά, κομψά, μ’ ένα μονόπετρο στο μικρό του δάχτυλο. Δεν ήταν χέρια που θα συνέδεε κανείς με την αυτοάμυνα. «Ήταν θεόρατος». Ο Κάρλο ύψωσε το φρύδι του και έβγαλε πάλι τα γυαλιά ηλίου από την τσέπη του. «Το να είσαι θεόρατος δεν είναι πάντα πλεονέκτημα. Η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα ήταν πολύ διδακτική από αυτή την άποψη. Είσαι έτοιμη να φύγουμε;» Όχι, η φωνή του δεν ήταν ευχάριστη, διόρθωσε την προηγούμενη σκέψη της, ήταν ψυχρή. Παγωμένη. Αυθόρμητα, υιοθέτησε τον ίδιο τόνο. «Υποθέτω ότι θα έπρεπε να σ’ ευχαριστήσω». «Εκτός και αν σου αρέσει να σε χουφτώνουν. Μπορεί ο Τ ιμ ν’ ανταποκρίθηκε απλώς στα μηνύματα που του έστειλες». Η Τ ζούλιετ κοκάλωσε. «Ποια μηνύματα;» «Αυτά που στέλνουν οι γυναίκες όταν θέλουν να τις κυνηγήσει ένας άντρας». Η Τ ζούλιετ έδωσε ένα λεπτό στον εαυτό της, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να ελέγξει το θυμό της. «Μπορεί να ήταν πιο μεγαλόσωμος από σένα», είπε μέσα από τα δόντια της, «αλλά πιστεύω τελικά πως είσαι κι εσύ το ίδιο κόπανος μ’ εκείνον. Μοιάζετε οι δυο σας». Μπορεί τα γυαλιά του να ήταν σκούρα, αλλά είδε τα μάτια του να στενεύουν. «Συγκρίνεις αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας με αυτό που συνέβη εκεί μέσα;» «Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχουν μερικοί άντρες που δεν μπορούν να δεχτούν ευγενικά το όχι ως απάντηση. Μπορεί να είσαι πιο εκλεπτυσμένος, Κάρλο, αλλά ο στόχος σου είναι ο ίδιος, είτε θέλεις να με ρίξεις στ’ άχυρα είτε να με ταξιδέψεις πάνω σ’ ένα στρώμα νερού». Ο Κάρλο πήρε το χέρι του από το μπράτσο της. «Αν παρεξήγησα τα αισθήματά σου, Τ ζούλιετ, σου ζητώ συγνώμη», της είπε και

έχωσε και τα δυο χέρια του στις τσέπες. «Δεν είμαι από τους άντρες που το βρίσκουν απαραίτητο ή ευχάριστο να πιέζουν μια γυναίκα. Τ ώρα πες μου, θέλεις να φύγεις ή να μείνεις;» Η Τ ζούλιετ ένιωθε φοβερή ένταση –στο λαιμό, πίσω από τα μάτια της. Αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να την αφήσει να ξεσπάσει. «Θα ήθελα να πάω στο ξενοδοχείο. Έχω ακόμα αρκετή δουλειά να κάνω απόψε». «Ωραία». Ο Κάρλο την παράτησε εκεί και πήγε να βρει τον οικοδεσπότη τους.

Τ ρεις ώρες αργότερα, η Τ ζούλιετ παραδέχτηκε πως της ήταν αδύνατον να δουλέψει. Είχε δοκιμάσει όλα τα κόλπα που ήξερε για να χαλαρώσει. Μισή ώρα μούλιασμα στην μπανιέρα, απαλή μουσική στο ραδιόφωνο ενώ παρακολουθούσε τη δύση του ήλιου από το παράθυρο του ξενοδοχείου. Όταν κάθε προσπάθειά της να χαλαρώσει απέτυχε, ξαναμελέτησε δυο φορές το πρόγραμμά τους στο Χιούστον. Θα βρίσκονταν στο δρόμο από τις εφτά το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα σχεδόν χωρίς διακοπή. Η πτήση τους για το Σικάγο έφευγε στις έξι. Δε θα είχαν το χρόνο να κουβεντιάσουν, ούτε καν να σκεφτούν όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες. Αυτό ήθελε κι εκείνη. Κι όμως, όταν πήγε να δουλέψει το διήμερο πρόγραμμά τους στο Σικάγο, δεν μπόρεσε. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν τον άντρα που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά, στο απέναντι δωμάτιο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι μπορούσε να γίνει τόσο ψυχρός. Ήταν πάντα του τόσο ζεστός, τόσο γεμάτος ζωή. Εντάξει, ήταν πάντα εξοργιστικός, αλλά σε εξόργιζε με μπρίο. Τ ώρα την είχε αφήσει μετέωρη. Όχι. Η Τ ζούλιετ πέταξε το σημειωματάριό της στο πλάι και

ακούμπησε το πιγούνι στο χέρι της. Όχι, η ίδια είχε φέρει τον εαυτό της σ’ αυτή την κατάσταση. Και μπορεί να το άντεχε αν είχε δίκιο. Είχε όμως παντελώς άδικο. Δεν είχε στείλει κανένα μήνυμα στον ηλίθιο τον Τ ιμ, και το γεγονός ότι ο Κάρλο είχε πιστέψει κάτι τέτοιο την έκανε ακόμα να βγάζει καπνούς, αλλά... Αλλά δεν τον είχε ευχαριστήσει καν που την είχε βοηθήσει σε μια στιγμή που είχε ανάγκη από βοήθεια, είτε ήθελε να το παραδεχτεί είτε όχι. Και δεν της άρεσε να μένει υποχρεωμένη σε κάποιον. Σηκώθηκε από το τραπέζι τεντώνοντας τους ώμους της κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τέλειωναν την περιοδεία με τον Κάρλο στην τωρινή, ψυχρή του διάθεση. Έτσι θ’ αντιμετώπιζαν σίγουρα λιγότερα προσωπικά προβλήματα, γιατί δε θα υπήρχε τίποτε προσωπικό μεταξύ τους. Και η σχέση τους δε θα ήταν άβολη, γιατί δε θα είχαν καμιά σχέση. Λογικά, αυτό το μικρό συμβάν ήταν πιθανότατα ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τους τύχει. Δεν είχε σημασία αν είχε δίκιο ή άδικο τη στιγμή που τη συνέφερε το αποτέλεσμα. Έριξε μια ματιά στο μικρό, τακτικό, απρόσωπο δωμάτιο μέσα στο οποίο θα περνούσε λιγότερες από οχτώ ώρες και τις περισσότερες από αυτές κοιμισμένη. Όχι, δεν μπορούσε να το αντέξει. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, η Τ ζούλιετ έχωσε το κλειδί του δωματίου στην τσέπη της ρόμπας της.

Οι γυναίκες τον είχαν εξοργίσει κι άλλες φορές. Ο Κάρλο βασιζόταν σ’ αυτό γιατί δεν του άρεσε η πολλή ηρεμία. Οι γυναίκες τον είχαν φέρει σε απόγνωση και άλλες φορές. Χωρίς μια δόση απόγνωσης είναι δυνατόν ν’ απολαύσει κανείς πλήρως την επιτυχία; Αλλά να τον πληγώσουν; Αυτό δεν το είχε πετύχει καμιά άλλη γυναίκα μέχρι τώρα. Και δεν είχε σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο.

Απόγνωση, οργή, πάθος, γέλιο, φωνές. Δεν υπάρχει άντρας που να έχει γνωρίσει τόσες γυναίκες –μητέρα, αδερφές, ερωμένες– και να μην τα περιμένει όλ’ αυτά σε μια σχέση. Ο πόνος όμως ήταν διαφορετικό πράγμα. Ο πόνος ήταν ένα πολύ προσωπικό συναίσθημα. Πιο προσωπικό και από το πάθος, πιο πρωτόγονο και από το θυμό. Και όταν προχωρήσει βαθιά, αποκαλύπτει κομμάτια του εαυτού σου που καλύτερα να είχαν μείνει ανεξερεύνητα. Ποτέ δεν τον ένοιαζε αν τον αποκαλούσαν παλιόμουτρο, μόρτη, πλεϊμπόι, χαρακτηρισμοί που αποδίδονται σ’ έναν άντρα που του αρέσουν οι γυναίκες. Η μία σχέση του διαδεχόταν φυσικά την άλλη. Διαρκούσε όσο και το πάθος που την είχε δημιουργήσει. Ήταν ένας προσεκτικός άντρας, ένας στοργικός άντρας. Ένας εραστής που γινόταν φίλος όσο έφθινε το πάθος. Στη διάρκεια μιας θυελλώδους σχέσης μπορεί να είχε πει κάποιες κουβέντες παραπάνω, να είχε καβγαδάκια, αλλά δεν είχε διαλύσει ποτέ μια σχέση του μ’ αυτό τον τρόπο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως με την Τ ζούλιετ είχε περισσότερα καβγαδάκια, είχε ανταλλάξει περισσότερα λόγια απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Κι όμως, δεν είχαν υπάρξει ποτέ εραστές. Ούτε θα γίνονταν. Ο Κάρλο σέρβιρε ένα ποτήρι κρασί, κάθισε σε μια βαθιά πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε μια γυναίκα που τον συνέκρινε μ’ έναν κουφιοκέφαλο μποντιμπίλντερ, που μπέρδευε το πάθος με τη λαγνεία. Δεν ήθελε μια γυναίκα που συνέκρινε την ομορφιά του έρωτα –αλήθεια, πώς το είχε πει;– με ταξίδι πάνω σε στρώμα νερού. Ντίο! Δεν ήθελε μια γυναίκα που μπορούσε να τον κάνει να πονάει τόσο –μέρα νύχτα. Δεν ήθελε μια γυναίκα που μπορούσε να του προκαλέσει πόνο με λίγες μόνο βαριές κουβέντες. Θεέ, ήθελε την Τ ζούλιετ.

Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα και συνοφρυώθηκε. Μέχρι ν’ αφήσει το ποτήρι του και να σηκωθεί, άκουσε και δεύτερο. Αν η Τ ζούλιετ δεν ήταν τόσο νευρική, μπορεί να είχε σκεφτεί να κάνει κάποιο πνευματώδες σχόλιο για την κοντή μαύρη ρόμπα με τα ροζ φλαμίνγκο που φορούσε ο Κάρλο. Τ ώρα όμως έμεινε εκεί κοκαλωμένη, φορώντας κι αυτή τη ρόμπα της και με τα χέρια της σταυρωμένα. «Συγνώμη», του είπε όταν άνοιξε την πόρτα. Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Πέρασε μέσα, Τ ζούλιετ». «Έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη», του είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Σου φέρθηκα απαίσια σήμερα το απόγευμα, ενώ εσύ με βοήθησες να απεμπλακώ από μια δυσάρεστη κατάσταση με τη λιγότερη δυνατή φασαρία. Θύμωσα όταν υπαινίχθηκες ότι προκάλεσα εκείνον... εκείνο τον ηλίθιο με κάποιο τρόπο. Είχα κάθε δικαίωμα να θυμώσω». Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της κι άρχισε να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. «Ήταν μια προσβλητική και αβάσιμη παρατήρηση. Ακόμα κι αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να ήταν αλήθεια, δεν είχες κανένα δικαίωμα να το αναφέρεις. Στο κάτω κάτω, κι εσύ διασκέδαζες με το χαρέμι σου». «Το χαρέμι μου;» Ο Κάρλο σέρβιρε ένα δεύτερο ποτήρι κρασί και της το έδωσε. «Μ’ επικεφαλής εκείνη τη μελαχρινή αμαζόνα». Η Τ ζούλιετ ήπιε μια γουλιά κρασί, κούνησε το ποτήρι της χειρονομώντας και ήπιε και δεύτερη. «Όπου και να πηγαίνουμε, έχεις τουλάχιστον μισή ντουζίνα γυναίκες στα πόδια σου. Είπα εγώ ποτέ τίποτα;» «Ε, εσύ...» «Και μία φορά, μία μόνο φορά, αντιμετώπισα κι εγώ πρόβλημα μ’ έναν κόπανο με αχαλίνωτο λίμπιντο κι εσύ συμπέρανες ότι πήγα γυρεύοντας. Νόμιζα ότι τα δύο μέτρα και δύο σταθμά ήταν πλέον ξεπερασμένα και στην Ιταλία».

Είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα που να μπορούσε να του αλλάξει τη διάθεση τόσο γρήγορα; Συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν κάτι που του άρεσε και κάρφωσε το βλέμμα του στο κρασί του. «Τ ζούλιετ, ήρθες εδώ για να μου ζητήσεις συγνώμη ή για ν’ απαιτήσεις να το κάνω εγώ;» Τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Δεν ξέρω γιατί ήρθα, αλλά προφανώς ήταν λάθος». «Περίμενε». Ο Κάρλο ύψωσε το χέρι του προτού προλάβει εκείνη να βγει πάλι σαν το σίφουνα. «Ίσως θα ήταν σοφότερο να δεχτώ τη συγνώμη σου μόλις μπήκες». Η Τ ζούλιετ του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Μπορείς να πάρεις τη συγνώμη μου και να...» «Και να σου ζητήσω κι εγώ συγνώμη με τη σειρά μου», ολοκλήρωσε την πρόταση ο Κάρλο. «Τότε θα είμαστε πάτσι». «Δεν τον ενθάρρυνα», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ και σούφρωσε τα χείλη της. Ο Κάρλο δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτή τη μουτρωμένη και απίστευτα θηλυκή έκφραση στο πρόσωπό της, πράγμα που προκάλεσε ενδιαφέρουσες αντιδράσεις στο σώμα του. «Και εγώ δεν έχω τον ίδιο στόχο μ’ εκείνον», της είπε και την πλησίασε αρκετά ώστε να την αγγίξει. «Ζητάω πολύ περισσότερα». «Ίσως το ξέρω αυτό», ψέλλισε η Τ ζούλιετ, αλλά έκανε ένα βήμα πίσω. «Ίσως θα ήθελα να το πιστέψω. Δεν έχω ιδέα από σχέσεις, Κάρλο». Γέλασε σιγανά, πέρασε το χέρι στα μαλλιά της κι έστρεψε αλλού το πρόσωπό της. «Θα έπρεπε, ο πατέρας μου είχε μπόλικες. Διακριτικά», πρόσθεσε με μια πικρή γεύση στο στόμα της. «Η μητέρα μου ήταν πρόθυμη να παριστάνει την τυφλή, αρκεί οι σχέσεις του να ήταν διακριτικές». Ο Κάρλο ήξερε από τέτοιες καταστάσεις, τις είχε ζήσει σε συγγενείς και φίλους, καταλάβαινε λοιπόν την απογοήτευση και τις ουλές που άφηναν πίσω τους. «Τ ζούλιετ, δεν είσαι η μητέρα σου».

«Όχι», του απάντησε και γύρισε πάλι προς το μέρος του με το κεφάλι ψηλά. «Όχι, δούλεψα σκληρά και επίμονα για να το πετύχω αυτό. Η μητέρα μου είναι μια αξιαγάπητη και έξυπνη γυναίκα που θυσίασε την καριέρα της, την αυτοεκτίμησή της, την ανεξαρτησία της για να γίνει μια αξιοσέβαστη οικονόμος, επειδή αυτό ήθελε ο πατέρας μου. Δεν ήθελε η δική του γυναίκα να δουλεύει. Η δική του γυναίκα...» επανέλαβε. «Άκου έκφραση. Η δική της δουλειά ήταν να τον φροντίζει. Να του έχει δηλαδή κάθε μέρα το δείπνο του στο τραπέζι στις έξι ακριβώς και τα πουκάμισά του σιδερωμένα και διπλωμένα στο συρτάρι. Εκείνος –να πάρει η οργή, είναι καλός πατέρας, προσηλωμένος, ευγενικός. Αλλά αυτό μόνο επειδή πιστεύει ότι ένας άντρας δεν πρέπει να υψώνει τη φωνή του στη γυναίκα και στα παιδιά του. Ως σύζυγος, δεν έχει ξεχάσει ποτέ γενέθλια, επετείους. Φρόντιζε πάντα να μη λείπει τίποτε στη μητέρα μου, αλλά καθόριζε τον τρόπο που θα ζούσε τη ζωή της. Στο μεταξύ, αυτός χαιρόταν διακριτικά μια αλυσίδα σχέσεων με άλλες γυναίκες». «Γιατί η μητέρα σου παραμένει γυναίκα του;» «Της έκανα κι εγώ την ίδια ερώτηση πριν από μερικά χρόνια, λίγο προτού μετακομίσω στη Νέα Υόρκη. Είναι ερωτευμένη μαζί του». Η Τ ζούλιετ κοίταξε το ποτήρι της. «Αυτός ο λόγος είναι αρκετός για εκείνη». «Θα προτιμούσες να τον είχε αφήσει;» «Θα προτιμούσα να ήταν αυτή που θα μπορούσε να είναι. Αυτή που θα μπορούσε να είχε γίνει». «Η επιλογή ήταν δική της, Τ ζούλιετ. Όπως και η επιλογή που έκανες εσύ είναι δική σου». «Δε θέλω να συνδεθώ ποτέ με κανέναν, με κανέναν που θα μπορούσε να με ταπεινώσει τόσο». Σήκωσε πάλι το κεφάλι της. «Δε θα βάλω τον εαυτό μου στη θέση της μητέρας μου. Για κανέναν». «Θεωρείς ότι όλες οι σχέσεις είναι τόσο άνισες;»

Η Τ ζούλιετ ανασήκωσε τους ώμους της και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί της. «Υποθέτω ότι δεν έχω τόσο μεγάλη πείρα». Ο Κάρλο έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Ήξερε τι σημαίνει πίστη, κατανοούσε την ανάγκη του ανθρώπου γι’ αυτή, το κενό από την έλλειψή της. «Ίσως να έχουμε κάτι κοινό εμείς οι δυο. Δε θυμάμαι καλά τον πατέρα μου, τον έβλεπα λίγο. Ούτε εκείνος ήταν πιστός στη μητέρα μου». Η Τ ζούλιετ τον κοίταξε, αλλά δε διέκρινε καμιά έκπληξη στο πρόσωπό της. Ήταν σαν να το περίμενε. «Της έκανε απιστίες με τη θάλασσα. Έλειπε μήνες ολόκληρους, ενώ εκείνη μας μεγάλωνε μόνη της. Δούλευε και τον περίμενε. Όταν γύριζε σπίτι, τον καλωσόριζε. Ύστερα ο πατέρας μου έφευγε πάλι, ανίκανος ν’ αντισταθεί. Όταν πέθανε, η μητέρα μου τον πένθησε. Τον είχε ερωτευτεί και είχε κάνει την επιλογή της». «Δεν είναι δίκαιο, είναι;» «Όχι. Θεωρούσες τον έρωτα δίκαιο;» «Δε θέλω τον έρωτα». Ο Κάρλο θυμήθηκε μια άλλη γυναίκα, μια φίλη που του είχε πει το ίδιο μια εποχή που βρισκόταν σε σύγχυση. «Όλοι αποζητούμε τον έρωτα, Τ ζούλιετ». «Όχι», επέμεινε εκείνη και κούνησε το κεφάλι της με τη σιγουριά που γεννά η απελπισία. «Όχι, τρυφερότητα, σεβασμό, θαυμασμό, ναι, αλλά τον έρωτα... Ο έρωτας σου κλέβει κάτι». Ο Κάρλο την κοίταξε έτσι όπως στεκόταν στο φως της λάμπας. «Μπορεί και να σου κλέβει», μουρμούρισε. «Αλλά μέχρι να ερωτευτούμε, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι είχαμε ανάγκη αυτό που χάσαμε». «Ίσως είναι πιο εύκολο για σένα να λες κάτι τέτοιο, να το πιστεύεις. Είχες πολλές ερωμένες». Αυτό θα έπρεπε να τον κάνει να γελάσει. Αντίθετα, τόνισε το κενό

που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε μέσα του. «Ναι. Αλλά δεν έχω ερωτευτεί ποτέ μου. Έχω μια φίλη», της είπε και το μυαλό του πέταξε πάλι στη Σάμερ. «Κάποτε μου είπε ότι ο έρωτας είναι ένα καρουσέλ. Ίσως κάτι να ήξερε». Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα χείλη της. «Και η σχέση;» Κάτι στη φωνή της τον έκανε να την κοιτάξει πάλι. Την πλησίασε για δεύτερη φορά, αλλά αργά. «Ίσως είναι ένας και μόνο γύρος με το καρουσέλ». Τα δάχτυλά της δεν ήταν σταθερά, έτσι η Τ ζούλιετ άφησε το ποτήρι της. «Καταλαβαινόμαστε». «Ως ένα σημείο». «Κάρλο...» Η Τ ζούλιετ δίστασε για μια στιγμή, αλλά συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει την απόφαση προτού διασχίσει το χολ. «Κάρλο, ποτέ δε σπατάλησα πολύ χρόνο στα καρουσέλ, αλλά σε θέλω». Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί της; Ήταν περίεργο, αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε χρειαστεί να ζυγίσει τόσο προσεκτικά τα πράγματα. Σε κάποιες σχέσεις του ήταν σαρωτικός, συνέπαιρνε κυριολεκτικά τις γυναίκες. Σε άλλες, παρορμητικός, τους έκανε έρωτα στο χαλί. Αλλά τίποτα απ’ όσα είχε ζήσει μέχρι τώρα δεν του φαινόταν τόσο σημαντικό όσο η πρώτη του φορά με την Τ ζούλιετ. Ποτέ δε δυσκολευόταν να βρει τα λόγια που έπρεπε να πει σε μια γυναίκα. Η κατάλληλη φράση, ο σωστός τόνος ήταν κάτι απόλυτα φυσικό γι’ αυτόν, όπως η ανάσα του. Τ ώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε. Ακόμα κι ένας ψίθυρος θα μπορούσε να καταστρέψει την απλότητα της δήλωσής της, τον τρόπο που του την είχε κάνει. Έτσι, δε μίλησε. Τη φίλησε. Το φιλί του δεν έκρυβε το τρελό πάθος που μπορούσε να ξυπνήσει εκείνη μέσα του, ούτε το δισταγμό που τον έκανε μερικές φορές να νιώθει. Τη φίλησε με την αλήθεια και τη γνώση που

μοιράζονται παλιοί εραστές. Είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον με διαφορετικό τρόπο, έχοντας διαφορετικές ανάγκες ο καθένας, αλλά με αυτό το φιλί άφηναν το παρελθόν πίσω τους. Απόψε ήταν η ώρα της αλλαγής και της αναζωογόνησης. Η Τ ζούλιετ περίμενε τα λόγια, το πνεύμα και το στυλ που τον χαρακτήριζαν. Μπορεί και να περίμενε να τον ακούσει να θριαμβολογεί. Εκείνος όμως της πρόσφερε πάλι κάτι διαφορετικό, κάτι καινούριο, απλώς αγγίζοντας τα χείλη της με τα δικά του. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι έδειχνε κι αυτός το ίδιο αβέβαιος μ’ εκείνη, αλλά έδιωξε γρήγορα αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Ύστερα ο Κάρλο της άπλωσε το χέρι, η Τ ζούλιετ το έπιασε και προχώρησαν μαζί στην κρεβατοκάμαρα. Αν είχε στήσει το σκηνικό για μια ρομαντική νύχτα, ο Κάρλο θα είχε φροντίσει να υπάρχουν λουλούδια με μεθυστική ευωδιά, ερωτική μουσική, το ζεστό φως των κεριών και η απόλαυση της σαμπάνιας. Απόψε όμως, με την Τ ζούλιετ, υπήρχαν μόνο η ησυχία και το φως του φεγγαριού. Η καμαριέρα είχε ετοιμάσει το κρεβάτι για ύπνο και είχε αφήσει τις κουρτίνες ορθάνοιχτες. Το λευκό φως διέλυε τις σκιές και αντανακλούσε πάνω στα λευκά σεντόνια. Ο Κάρλο στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι και φίλησε τις παλάμες της μία μία. Ήταν δροσερές και διατηρούσαν μια υποψία από το άρωμά της. Ο σφυγμός σφυροκοπούσε στον καρπό της. Αργά, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από πάνω της, έλυσε τη ζώνη της ρόμπας της. Κοιτάζοντάς την πάντα, ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και παραμέρισε το ρούχο, που έπεσε αθόρυβα, σχηματίζοντας μια λίμνη στα πόδια της. Δεν την άγγιξε, απλώς συνέχισε να την κοιτάζει στο πρόσωπο. Και κάπου ανάμεσα στη νευρικότητα και τον πόθο, η Τ ζούλιετ άρχισε να γαληνεύει. Στα χείλη της χαράχτηκε ένα αχνό χαμόγελο καθώς άπλωνε το χέρι της για να λύσει τον κόμπο της ζώνης του. Τα χέρια

της ακούμπησαν ανάλαφρα αλλά σταθερά τους ώμους του και παραμέρισαν το μεταξωτό ύφασμα. Ήταν και οι δυο ευάλωτοι τόσο μπροστά στις ανάγκες τους όσο και μπροστά στα συναισθήματα που ξυπνούσαν ο ένας στον άλλον. Το φως ήταν αχνό, λευκό, μπλεκόταν με τις σκιές, αλλά δε χρειάζονταν περισσότερο φωτισμό για ν’ ανακαλύψουν για πρώτη φορά ο ένας το κορμί του άλλου. Ο Κάρλο ήταν λεπτός, αλλά όχι λιπόσαρκος. Η Τ ζούλιετ ήταν λεπτή, αλλά με απαλές καμπύλες. Το δέρμα της φάνταζε ακόμα πιο λευκό όταν την άγγιζε εκείνος. Το χέρι της φάνταζε ακόμα πιο ντελικάτο, όταν τον άγγιζε εκείνη. Έσμιξαν αργά. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για βιασύνη. Το στρώμα υποχώρησε, τα σεντόνια θρόισαν. Ξάπλωσαν ήσυχα, ο ένας δίπλα στον άλλον, δίνοντας χρόνο στον εαυτό τους, όσο χρόνο είχαν ανάγκη για ν’ ανακαλύψουν όλη την ηδονή που έκρυβε η γεύση των χειλιών, το άγγιγμα των κορμιών τους. Η Τ ζούλιετ θα έπρεπε να το είχε φανταστεί ότι θα ήταν έτσι; Τόσο απλό. Αναπόφευκτο. Η σάρκα της φλογιζόταν όπου την άγγιζε. Τα χείλη του απαιτούσαν, έπαιρναν, αλλά με υπομονή. Της έκανε έρωτα τρυφερά, αργά, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Κι όσο βυθιζόταν στο πάθος, η Τ ζούλιετ σκέφτηκε πως μπορεί και να ήταν. Αθωότητα. Συναισθηματική, όχι σωματική. Ο Κάρλο ένιωσε την Τ ζούλιετ να την εκπέμπει. Όσο απίστευτο κι αν ήταν, συνειδητοποίησε ότι το ίδιο συνέβαινε και σ’ εκείνον. Άσχετα με το πόσους εραστές ή ερωμένες είχαν γνωρίσει, αυτή τη στιγμή οι δυο τους έσμιγαν εντελώς αθώα. Τα χέρια της δεν ήταν διστακτικά όταν τον χάιδεψαν, διέτρεξαν το κορμί του σαν να ήταν τυφλή και ήθελε να συνθέσει την εικόνα του με τις υπόλοιπες αισθήσεις της. Στα ρουθούνια της έφτασε η μυρωδιά του σαπουνιού του, η γεύση του όμως ήταν πιο πλούσια, ήταν η

γεύση του κρασιού. Τότε εκείνος μίλησε για πρώτη φορά, προφέροντας τ’ όνομά της. Κι αυτό αντήχησε στ’ αυτιά της πιο συγκινητικό, πιο ποιητικό από οποιοδήποτε γλυκόλογο. Οι κινήσεις του κορμιού της εναρμονίστηκαν με τις κινήσεις του δικού του κορμιού, ακολούθησαν το ρυθμό του. Η Τ ζούλιετ λες και μάντευε πού και πότε θα την άγγιζε εκείνος, και αμέσως ένιωθε τ’ ακροδάχτυλά του να εξερευνούν, τις παλάμες του να κατακτούν. Ύστερα τα χείλη του άρχισαν ένα μακρύ, νωχελικό ταξίδι που ευχήθηκε να μην τελειώσει ποτέ. Ήταν τόσο μικροσκοπική. Γιατί δεν είχε προσέξει ποτέ μέχρι τώρα πόσο μικροσκοπική ήταν; Ο Κάρλο ξέχασε εύκολα τη δυναμική, γεμάτη ενέργεια και αυτοπεποίθηση Τ ζούλιετ. Θα της πρόσφερε τρυφερότητα και θα περίμενε να φουντώσει το πάθος. Ο λαιμός της φάνταζε λυγερός και κατάλευκος στο φως του φεγγαριού. Το άρωμά της θα έλεγες ότι είχε παγιδευτεί εκεί, στη λακκουβίτσα του. Είχε γίνει πιο μεθυστικό. Τον εξίταρε, αλλά θα περίμενε μέχρι να πάρει φωτιά και το αίμα τους. Το δικό του και το δικό της. Ο Κάρλο έσυρε τη γλώσσα του στην απαλή καμπύλη του στήθους της, χάιδεψε τη θηλή της. Όταν τη ρούφηξε στο στόμα του, η Τ ζούλιετ βόγκηξε τ’ όνομά του, σπρώχνοντας και τους δυο στο χείλος του γκρεμού. Είχαν όμως πολλά ακόμα να γευτούν, να εξερευνήσουν. Το πάθος όταν φουντώνει εκμηδενίζει τον αυτοέλεγχο. Διάφοροι ψίθυροι τρύπωναν στο δωμάτιο –το πιάσιμο μιας ανάσας, ένας στεναγμός, ένα βογκητό–, όλοι ηδονικοί. Οι μυρωδιές των κορμιών τους είχαν συνδυαστεί δημιουργώντας το άρωμα του έρωτα. Στο φως του φεγγαριού τα σώματά τους είχαν σχηματίσει μια φιγούρα. Τα σεντόνια ήταν καυτά, τσαλακωμένα. Όταν την γκρέμισε από την πρώτη κορυφή, χρησιμοποιώντας μόνο τη γλώσσα και τ’

ακροδάχτυλά του, η Τ ζούλιετ γραπώθηκε με τα νύχια της από τα σεντόνια, έκανε τόξο το κορμί της και αφέθηκε να την παρασύρει ένας χείμαρρος συγκινήσεων. Κι ενώ ήταν ακόμα αδύναμη, ξέπνοη, ο Κάρλο μπήκε μέσα της. Τον έπιασε ίλιγγος –κάτι πρωτόγνωρο και ονειρικό γι’ αυτόν. Ήθελε να κρύψει το κεφάλι του στον ώμο της, αλλά ήθελε και να τη βλέπει. Τα μάτια της ήταν κλειστά, τα χείλη της μισάνοιχτα, η ανάσα της έβγαινε γρήγορη. Η Τ ζούλιετ ακολούθησε το ρυθμό του, στην αρχή αργά, ύστερα πιο γρήγορα, μέχρι που έμπηξε τα νύχια της στους ώμους του. Μια κραυγή χαράς ξέφυγε από τα χείλη της. Τα μάτια της άνοιξαν, και στα βάθη τους ο Κάρλο αντίκρισε τη σκοτεινή ηδονή που λαχταρούσε να της προσφέρει. Αμέσως παραδόθηκε κι αυτός στην επιτακτική ανάγκη του κορμιού του. Της έδωσε ένα άγριο φιλί και άφησε ελεύθερο τον εαυτό του να φτάσει στον οργασμό.

Κεφάλαιο 8 Υπήρχαν άνθρωποι που ήξεραν τι σημαίνει πραγματικό πάθος; Στην αγκαλιά του Κάρλο, ρουφώντας και αφομοιώνοντας τα πάντα, η Τ ζούλιετ κατάλαβε πως μέχρι λίγες στιγμές πριν εκείνη δεν ήξερε. Το πάθος σ’ έκανε αδύναμη; Ένιωθε αδύναμη, αλλά όχι άδεια. Θα έπρεπε, άραγε, να το μετανιώσει; Ναι, λογικά θα έπρεπε. Είχε προσφέρει μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού της από αυτό που σκόπευε αρχικά να δώσει, είχε μοιραστεί περισσότερα απ’ όσα είχε φανταστεί ποτέ δυνατό, είχε ρισκάρει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε να τολμήσει να χάσει. Αλλά δεν το μετάνιωνε. Ίσως αργότερα να

έφτιαχνε μια λίστα με τα υπέρ και τα κατά. Για την ώρα, το μόνο που ήθελε ήταν ν’ απολαύσει τη γλυκιά γεύση που της είχε αφήσει ο έρωτας. «Είσαι σιωπηλή». Η ανάσα του χάιδεψε τον κρόταφό της και αμέσως ακολούθησαν τα χείλη του. Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε αχνά και άφησε τα μάτια της να κλείσουν. «Το ίδιο κι εσύ». Ο Κάρλο έτριψε το μάγουλό του στα μαλλιά της και κοίταξε το φως του φεγγαριού που τρύπωνε από το παράθυρο. Δεν ήταν σίγουρος ποιες λέξεις έπρεπε να χρησιμοποιήσει. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι με άλλη γυναίκα. Δεν περίμενε ποτέ να νιώσει κάτι τέτοιο. Πώς να της το πει όμως και να έχει από εκείνη την απαίτηση να το καταλάβει, τη στιγμή που του ήταν δύσκολο να το καταλάβει και ο ίδιος; Εξάλλου... ίσως τελικά το πιο δύσκολο είναι να εκφράσεις την αλήθεια με λόγια. «Σε νιώθω πολύ μικρή έτσι όπως σε κρατάω στην αγκαλιά μου», μουρμούρισε. «Και θέλω να μείνω εδώ και να σε κρατάω για ώρες». «Μου αρέσει να με κρατάς στην αγκαλιά σου». Της ήταν πιο εύκολο να το παραδεχτεί απ’ όσο περίμενε. Μ’ ένα μικρό γελάκι, γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε το πρόσωπό του. «Μου αρέσει πάρα πολύ». «Τότε δε θα έχεις αντίρρηση να συνεχίσω να σε κρατάω μερικές ώρες ακόμα». Η Τ ζούλιετ φίλησε το πιγούνι του. «Μερικά λεπτά», τον διόρθωσε. «Πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιό μου». «Δε σου αρέσει το κρεβάτι μου;» Εκείνη τεντώθηκε, κουλουριάστηκε και σκέφτηκε πόσο όμορφα θα ήταν να μην το κουνούσε ποτέ από εκεί. «Με ξετρελαίνει, αλλά έχω να τελειώσω λίγη δουλειά προτού πέσω για ύπνο και στη συνέχεια πρέπει να ξυπνήσω στις εξίμισι το πρωί, και...»

«Δουλεύεις πάρα πολύ», την έκοψε ο Κάρλο και, γέρνοντας από πάνω της, σήκωσε το τηλέφωνο. «Μπορείς να ξυπνήσεις το ίδιο εύκολα και στο δικό μου κρεβάτι». Της Τ ζούλιετ της άρεσε ο τρόπος που το κορμί του πίεζε το δικό της και ήταν έτοιμη να πειστεί. «Ίσως. Τ ι κάνεις;» «Σσσς. Ναι, Φρανκόνι από το 922. Θα ήθελα αφύπνιση στις έξι». Ο Κάρλο άφησε το ακουστικό στη θέση του, γύρισε και την τράβηξε πάνω του. «Ορίστε, ρυθμίστηκαν όλα. Το τηλέφωνο θα χτυπήσει τα χαράματα και θα μας ξυπνήσει». «Ναι». Η Τ ζούλιετ σταύρωσε τα μπράτσα της πάνω στο στήθος του και ακούμπησε το πιγούνι στις παλάμες της. «Αλλά τους είπες να τηλεφωνήσουν στις έξι. Εμείς δε θα πρέπει να σηκωθούμε παρά στις εξίμισι». «Ναι». Ο Κάρλο έσυρε τα χέρια του στην πλάτη της. «Έτσι θα έχουμε μισή ώρα... ε... να ξυπνήσουμε». Η Τ ζούλιετ γέλασε και τον φίλησε στον ώμο. Αυτή τη φορά, είπε στον εαυτό της, μόνο αυτή τη φορά, θ’ άφηνε κάποιον άλλον να ρυθμίσει το πρόγραμμα. «Πολύ πρακτικό. Τ ι λες, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε άλλο ένα μισάωρο και για να ετοιμαστούμε για ύπνο;» «Έκανα ακριβώς την ίδια σκέψη».

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, η Τ ζούλιετ βόγκηξε και γλίστρησε κάτω από τα σεντόνια, μ’ αποτέλεσμα να βρεθεί για δεύτερη φορά παγιδευμένη κάτω από το σώμα του Κάρλο, όταν εκείνος γύρισε για ν’ απαντήσει. Χωρίς παράπονο, έμεινε ακίνητη, ελπίζοντας πως άκουγε το τηλέφωνο στο όνειρό της. «Έλα τώρα, Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο την απάλλαξε κατά το μεγαλύτερο μέρος από το βάρος του ραίνοντας με φιλιά τον ώμο της.

«Παίζεις τον κοριό». «Τ ι κάνω;» μουρμούρισε εκείνη ηδονικά, νιώθοντας το χέρι του να χαμηλώνει στο μηρό της. «Δε σε καταλαβαίνω». «Παίζεις τον κοριό». Ήταν τόσο ζεστή, τόσο απαλή, τόσο ποθητή. Ο Κάρλο το περίμενε ότι θα ήταν έτσι. Τα πρωινά πρόσφεραν ηδονικές απολαύσεις και το να την ξυπνήσει ήταν μια απόλαυση που μόλις είχε αρχίσει. Η Τ ζούλιετ τεντώθηκε κάτω από το χάδι των χεριών του. Τα πρωινά ήταν για ένα γρήγορο ντους κι ένα φλιτζάνι καφέ στο πόδι. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να είναι τόσο ηδονικά. «Παίζω τον κοριό;» «Είναι μια έκφραση, δεν την ξέρεις;» Η σάρκα που κάλυπτε τα πλευρά της ήταν μαλακή σαν βούτυρο. Δε θα έβρισκε καλύτερη ώρα να τη γευτεί. «Παριστάνεις την πεθαμένη». Το μυαλό της ήταν θολό από τον ύπνο και τον πόθο που είχε αρχίσει να φουντώνει πάλι μέσα της, έτσι άργησε λίγο να καταλάβει τι της έλεγε. «Α, κάνω τον ψόφιο κοριό». Άνοιξε το ένα μάτι. Τα μαλλιά του πλαισίωναν άτακτα το πρόσωπό του, το πιγούνι του είχε αρχίσει να σκουραίνει από τα γένια. Όταν όμως χαμογελούσε, έδειχνε να είναι ξύπνιος από ώρες. Έδειχνε –δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί– πραγματικά απίθανος. «Παίζεις, κάνεις τον ψόφιο κοριό, το ίδιο είναι». «Ώστε πιάσαμε τώρα τα ζώα;» Η Τ ζούλιετ ανέβηκε πάνω του με μια ενέργεια πρωτόγνωρη για εκείνη. Τα χέρια της διέτρεξαν το κορμί του σαν αστραπή, το στόμα της ρούφηξε λαίμαργα τη σάρκα του. Μέσα σε δευτερόλεπτα του έκοψε την ανάσα. Η Τ ζούλιετ πότε δεν είχε επιχειρήσει να γίνει επιθετική, αλλά το έκπληκτο βογκητό του και ο ξέφρενος χτύπος της καρδιάς του την ενθουσίασαν. Το κορμί της πήρε φωτιά. Δεν την ένοιαζε που τα χέρια του δεν ήταν πια τόσο τρυφερά και υπομονετικά όσο την

προηγούμενη νύχτα. Αυτή η νέα ανυπομονησία τη συνάρπασε. Ήταν ο Φρανκόνι, γνωστός για τη μεγάλη πείρα του τόσο στην κουζίνα όσο και στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη όμως τον έκανε να νιώθει άγριος και ανίσχυρος ταυτόχρονα. Μ’ ένα γέλιο, το στόμα της κάλυψε το δικό του και η γλώσσα της βάλθηκε να εξερευνήσει όλες τις σκοτεινές, πλούσιες γεύσεις. Όταν δοκίμασε να τη γυρίσει, να την κατακτήσει γιατί η ανάγκη του είχε κορυφωθεί, εκείνη του ξέφυγε. Η ξέπνοη βρισιά του πνίγηκε στο στόμα της. Ο Κάρλο δεν είχε χάσει ποτέ μέχρι τώρα τη φινέτσα του με γυναίκα. Το πάθος, το δικό του πάθος, συνδυαζόταν πάντα με στυλ. Τ ώρα, ενώ η Τ ζούλιετ συνέχιζε την ξέφρενη εξερεύνησή της, εκείνος δε διέθετε πια κανένα στυλ, μόνο ανάγκες. Δεν ήταν ποτέ του βιαστικός. Όταν μαγείρευε, προχωρούσε αργά, βήμα βήμα. Απολάμβανε την εμπειρία, το πείραμα. Με τον ίδιο τρόπο έκανε έρωτα. Ήταν και τα δύο πράγματα που έπρεπε κανείς να γευτεί, να τα εκτιμήσει και με τις πέντε αισθήσεις. Δεν μπορείς όμως να γευτείς κάτι όταν παλαβώνεις και αφήνεσαι στα ένστικτά σου. Όταν οι αισθήσεις μπερδεύονται, κουβαριάζονται, είναι αδύνατον να τις διαχωρίσεις. Το να χάσει τον έλεγχο ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν και τον μέθυσε. Όχι, δε θα το πολεμούσε, θα την παρέσυρε κι εκείνη στην τρέλα μαζί του. Την άρπαξε από τους γοφούς, άγρια, ανυπόμονα. Δευτερόλεπτα αργότερα χάθηκε κάθε σκέψη, κάθε λογική... Η ανάσα του έβγαινε ακόμα λαχανιασμένη, αλλά συνέχιζε να τη σφίγγει στην αγκαλιά του. Ό,τι κι αν του έκανε, δεν ήθελε να το χάσει. Δεν ήθελε να τη χάσει. Αυτή ήταν μια σκέψη φευγαλέα που φρόντισε να παραμερίσει, γιατί ήταν επικίνδυνη. Είχαν το τώρα. Ήταν πιο σοφό να επικεντρωθεί σ’ αυτό. «Πρέπει να φύγω». Η Τ ζούλιετ πολύ θα ήθελε να κουλουριαστεί στην αγκαλιά του, παρ’ όλ’ αυτά τραβήχτηκε. «Σε σαράντα λεπτά

πρέπει να είμαστε κάτω για το τσεκ-άουτ». «Για να συναντήσουμε τον Μπιγκ Μπιλ». «Ακριβώς». Η Τ ζούλιετ μάζεψε από το πάτωμα τη ρόμπα της και την πέρασε στα μπράτσα της προτού σηκωθεί. Τα χείλη του Κάρλο ανασηκώθηκαν όταν είδε τον τρόπο που του γύρισε την πλάτη για να δέσει τη ζώνη. Ήταν γλυκό να γίνεται μάρτυρας της ασυνείδητης σεμνοτυφίας μιας γυναίκας που λίγο πριν είχε εξερευνήσει κάθε γωνιά του κορμιού του. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που ο Μπιλ προσφέρθηκε να μας κάνει τον σοφέρ. Το τελευταίο που θέλω είναι να μπλεχτώ στην κίνηση αυτής της πόλης. Έχω αναγκαστεί να το κάνω και δεν είναι καθόλου ευχάριστο». «Θα μπορούσα να οδηγήσω εγώ», είπε ο Κάρλο, απολαμβάνοντας τον τρόπο που η πράσινη μεταξωτή ρόμπα αγκάλιαζε τους γοφούς της. «Τη θέλω τη ζωούλα μου, ένας ακόμη λόγος που νιώθω ευγνώμων στον Μπιλ. Θα τηλεφωνήσω στη ρεσεψιόν και θα ζητήσω να ειδοποιήσουν τον γκρουμ να έρθει να πάρει τις αποσκευές σου σε τριάντα πέντε λεπτά. Φρόντισε να βεβαιωθείς...» «...ότι πήρες τα πάντα γιατί δε θα έχουμε το χρόνο να γυρίσουμε πίσω», ολοκλήρωσε για λογαριασμό της ο Κάρλο. «Τ ζούλιετ, δε σου έχω αποδείξει ακόμα ότι είμαι ικανός να μαζεύω τα πράγματά μου;» «Μια φιλική υπενθύμιση». Η Τ ζούλιετ πήγε να συμβουλευτεί το ρολόι της, όταν θυμήθηκε ότι δεν το φορούσε. «Το τηλεοπτικό σποτ θα είναι ευχάριστο. Οικοδέσποινα θα είναι η Τ ζάκι Τόρενς. Η εκπομπή της είναι ανάλαφρη, χωρίς βαθυστόχαστα μηνύματα». «Μμμ». Ο Κάρλο σηκώθηκε και τεντώθηκε. Η διαφημίστριά του είχε επιστρέψει, σκέφτηκε μισοχαμογελώντας, αλλά καθώς έσκυβε να πάρει τη ρόμπα του, διαπίστωσε ότι εκείνη είχε σταματήσει να μιλάει. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Θεέ μου, ήταν πανέμορφος. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να

σκεφτεί η Τ ζούλιετ. Τα προγράμματα, οι σχεδιασμοί, οι πληροφορίες, όλα έσβησαν από το μυαλό της. Κάτω από το φως του πρωινού ήλιου, το δέρμα που κάλυπτε τα πλευρά και τους λεπτούς γοφούς του φάνταζε περισσότερο χρυσαφένιο παρά μπρούντζινο. Η ανάσα της βγήκε σφυριχτή καθώς έκανε ένα βήμα πίσω. «Καλύτερα να πηγαίνω», κατάφερε να ψελλίσει. «Μπορούμε ν’ ανακεφαλαιώσουμε το πρόγραμμα της μέρας καθ’ οδόν προς το στούντιο». Ο Κάρλο χάρηκε αφάνταστα όταν διαπίστωσε τι ήταν αυτό που την είχε κάνει να χάσει τη συγκέντρωσή της. Κράτησε τη ρόμπα χαλαρά στο χέρι του κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Μπορεί να μας τρακάρουν». «Δάγκωσε τη γλώσσα σου». Η Τ ζούλιετ πάσχισε να ακουστεί ανάλαφρη, αλλά η φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος. «Ενδιαφέρουσα ρόμπα». Ο Κάρλο δεν ήθελε πολύ για να φουντώσει και ο τόνος της φωνής της του έδωσε τη χαριστική βολή. «Σου αρέσουν τα φλαμίνγκο; Η μητέρα μου έχει περίεργο χιούμορ», της είπε, αλλά δε φόρεσε τη ρόμπα καθώς έκανε ένα ακόμη βήμα προς το μέρος της. «Κάρλο, μείνε εκεί που είσαι. Το εννοώ». Η Τ ζούλιετ σήκωσε το χέρι της και συνέχισε να οπισθοχωρεί προς την πόρτα. Εκείνος χαμογέλασε και συνέχισε να χαμογελά κι αφού άκουσε το κλικ της πόρτας του διαδρόμου. Με την Τ ζούλιετ να κάνει κουμάντο και τις επιδέξιες μανούβρες του Μπιλ, οι συναντήσεις τους στο Χιούστον κύλησαν ρολόι. Τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά σποτ, συνεντεύξεις στις εφημερίδες, όλοι οι δημοσιογράφοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό και ζωντάνια. Η απογευματινή εκδήλωση για τα αυτόγραφα εξελίχτηκε σε πραγματικό πάρτι και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Η Τ ζούλιετ κατάφερε ν’ απομονωθεί μια στιγμή στην αποθήκη για ν’ ανοίξει τον

τεράστιο φάκελο που είχε φτάσει στο ξενοδοχείο από το γραφείο της. Βολεύτηκε πίσω κι άρχισε να ξεφυλλίζει τα διάφορα αποκόμματα που της είχε στείλει η βοηθός της. Στο Λος Άντζελες τα είχαν πάει περίφημα, όπως το περίμενε. Οι κριτικές ήταν ενθουσιώδεις. Στο Σαν Ντιέγκο θα περίμενε περισσότερα, μια εφημερίδα πάντως του είχε αφιερώσει μία ολόκληρη σελίδα στο ένθετο για την Εστίαση και άλλη μισή σελίδα στο ένθετο για το Στυλ . Δεν είχε παράπονο. Στο Πόρτλαντ και στο Σιάτλ είχαν δημοσιεύσει μια ολόκληρη συνταγή του, συνοδευμένη με διθυραμβικούς επαίνους. Η Τ ζούλιετ θα είχε τρίψει ενθουσιασμένη τα χέρια της αν δεν κρατούσε το κύπελλο με τον καφέ. Και στο σημείο αυτό έφτασε στο Ντένβερ. Ο καφές χύθηκε από το κύπελλο και έβρεξε το χέρι της. «Πανάθεμα!» Έψαξε στην τσάντα της, βρήκε τρία τσαλακωμένα χαρτομάντιλα και άρχισε να σκουπίζει τα χέρια της. Μία κουτσομπολίστικη στήλη. Ποιος θα το φανταζόταν; Έδωσε στον εαυτό της μια στιγμή να το σκεφτεί και χαλάρωσε. Η δημοσιότητα ήταν δημοσιότητα. Και η αλήθεια ήταν πως ο Φρανκόνι το είχε στο αίμα του να τροφοδοτεί τα κουτσομπολιά. Το αντιμετώπισε λοιπόν λογικά. Όσο πιο πολλές φορές αναφερόταν τ’ όνομά του στον Τύπο, τόσο πιο πετυχημένη θα ήταν η περιοδεία τους. Συμφιλιωμένη με τη σκέψη, άρχισε να διαβάζει. Κουνούσε αφηρημένα το κεφάλι όσο διάβαζε την πρώτη παράγραφο. Φλύαρη, ρηχή, αλλά καθόλου προσβλητική. Άνθρωποι που δε θα έριχναν ούτε μια ματιά στο ένθετο της εστίασης θα μπορούσαν να διαβάσουν τις στήλες με τα κουτσομπολιά. Τελικά, ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Και τότε διάβασε τη δεύτερη παράγραφο. Η Τ ζούλιετ πετάχτηκε ξαφνικά από την πλιάν πολυθρόνα της και αυτή τη φορά ούτε που πρόσεξε τον καφέ που έχυσε στο πάτωμα. Η έκπληξή της μετατράπηκε μέσα σε δευτερόλεπτα σε οργή. Μέσα σε

δευτερόλεπτα επίσης μάζεψε τ’ αποκόμματα και τα ξανάχωσε στο φάκελο. Δεν ήταν εύκολο, αλλά έδωσε στον εαυτό της πέντε λεπτά να συνέλθει προτού επιστρέψει στην κεντρική αίθουσα του καταστήματος. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, η εκδήλωση θα τελείωνε σε δεκαπέντε λεπτά, υπήρχαν όμως είκοσι άτομα που έκαναν ουρά μπροστά στον Κάρλο και άλλα τόσα που περιφέρονταν. Τα δεκαπέντε λεπτά θα έπρεπε να γίνουν τριάντα. Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα δόντια της και πλησίασε τον Μπιλ. «Καλώς τη». Φιλικός όπως πάντα, την αγκάλιασε από τους ώμους και την έσφιξε πάνω του. «Τα πάει θαύμα. Ο γερο-Κάρλο ξέρει να γοητεύει τις γυναίκες χωρίς ν’ αποξενώνει τους άντρες. Πολύ έξυπνος ο παλιομπάσταρδος». «Δε θα μπορούσα να το εκφράσω καλύτερα». Τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει από τη μανία με την οποία έσφιγγε το χερούλι του χαρτοφύλακά της. «Μπιλ, υπάρχει κάποιο τηλέφωνο που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω; Πρέπει να τηλεφωνήσω στο γραφείο». «Κανένα πρόβλημα. Έλα μαζί μου». Διέσχισαν την πτέρυγα με τα βιβλία ψυχολογίας, πέρασαν σ’ εκείνη με τα γουέστερν και τα ρομάντζα μέχρι που έφτασαν σε μια πόρτα που έγραφε «Ιδιωτικός Χώρος». «Σαν στο σπίτι σου», της είπε ο Μπιλ και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει μέσα σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα παλιό μεταλλικό γραφείο, μια λάμπα με σπιράλ λαιμό και στοίβες βιβλία. Η Τ ζούλιετ πήγε κατευθείαν στο τηλέφωνο. «Σ’ ευχαριστώ, Μπιλ», του είπε και δεν περίμενε ν’ ακούσει την πόρτα να κλείνει πίσω του για να σχηματίσει το νούμερο. «Την Ντέμπορα Μόρτιμορ, παρακαλώ», είπε στην τηλεφωνήτρια και περίμενε να τη συνδέσουν, χτυπώντας νευρικά το πόδι της. «Μις Μόρτιμορ». «Ντεμπ, η Τ ζούλιετ είμαι».

«Γεια. Περίμενα το τηλεφώνημά σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι Τάιμς θα εκδηλώσουν έντονο ενδιαφέρον με το που θα γυρίσεις στη Νέα Υόρκη. Μόλις...» «Αργότερα». Η Τ ζούλιετ έχωσε το χέρι στο χαρτοφύλακά της να βρει το μπουκαλάκι με τα αντιόξινα. «Έλαβα τα αποκόμματα σήμερα». «Δεν είναι φανταστικά;» «Α, βέβαια. Έξοχα!» «Μμμ». Η Ντεμπ έμεινε για λίγο αμίλητη. «Φταίει το άρθρο στο Ντένβερ, σωστά;» Η Τ ζούλιετ έδωσε μια κλοτσιά στην πολυθρόνα με τις ρόδες. «Και βέβαια αυτό φταίει». «Κάθισε κάτω, Τ ζούλιετ». Η Ντεμπ δε χρειαζόταν να τη δει για να μαντέψει ότι η αφεντικίνα της πήγαινε πάνω κάτω. «Να καθίσω; Μπαίνω στον πειρασμό να γυρίσω πίσω στο Ντένβερ και να καρυδώσω τη Φλύαρη Κάθι». «Το να σκοτώσεις μια αρθρογράφο δεν είναι καλό για τις δημόσιες σχέσεις, Τ ζούλιετ». «Μα γράφει μπούρδες». «Όχι, όχι, τα παραλές. Αηδίες». Η Τ ζούλιετ κατάφερε να χαλιναγωγήσει κάπως το θυμό της. «Άσε τις εξυπνάδες μαζί μου, Ντεμπ. Δε μου αρέσουν τα υπονοούμενα για μένα και τον Κάρλο. Η όμορφη Αμερικανίδα συνοδός του Κάρλ ο Φρανκόνι», διάβασε με σφιγμένα δόντια. «Άκου, συνοδός». «Το διάβασα», τη διέκοψε η Ντεμπ. «Το ίδιο και ο Χαλ», πρόσθεσε, αναφερόμενη στο διευθυντή του διαφημιστικού τμήματος. Η Τ ζούλιετ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. «Και;» «Ε, είχε έξι διαφορετικές αντιδράσεις. Στο τέλος αποφάσισε πως μερικά τέτοια σχόλια θα ενισχύσουν περισσότερο την... αίγλη του Φρανκόνι».

«Κατάλαβα». Η Τ ζούλιετ έσφιξε το σαγόνι της και γράπωσε με μανία το μπουκαλάκι με τα χάπια για το στομάχι. «Ωραία, λοιπόν. Χαίρομαι που συνέβαλα στην ενίσχυση της αίγλης του πελάτη». «Έλα τώρα, Τ ζούλιετ...» «Κοίτα, πες απλώς στο γερο-Χαλ ότι τα πράγματα πήγαν τέλεια στο Χιούστον». Ένα χάπι δε θα της έκανε τίποτα. Κατάπιε και δεύτερο. «Δε θέλω να του αναφέρεις καν πως τηλεφώνησα για τις σάχλες στο Ντένβερ». «Ό,τι πεις». Η Τ ζούλιετ πήρε ένα στυλό, κάθισε κι έκανε χώρο στο γραφείο. «Τ ώρα, πες μου τι έχεις από τους Τάιμς». Μισή ώρα αργότερα, η Τ ζούλιετ τέλειωνε το τελευταίο της τηλεφώνημα, όταν ο Κάρλο έχωσε το κεφάλι του στο γραφείο. Όταν την είδε στο τηλέφωνο, έκανε μια γκριμάτσα, έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της. Το μισοάδειο μπουκαλάκι με τα αντιόξινα τον έκανε να υψώσει το φρύδι του. «Ναι, σ’ ευχαριστώ, Εντ. Ο κύριος Φρανκόνι θα φέρει μαζί του όλα τα απαραίτητα υλικά και θα βρίσκεται στο στούντιο στις οχτώ. Ναι». Την άκουσε να γελά, χτυπούσε όμως νευρικά το πόδι της στο πάτωμα. «Είναι πραγματικά πεντανόστιμο. Σ’ το εγγυώμαι. Θα τα πούμε σε δυο μέρες». Όταν η Τ ζούλιετ έκλεισε το τηλέφωνο, ο Κάρλο προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. «Δεν ήρθες να με σώσεις». Γύρισε αργά και τον κοίταξε. «Έδειχνες να χειρίζεσαι μια χαρά την κατάσταση και χωρίς εμένα». Ο Κάρλο ήξερε πολύ καλά αυτό τον τόνο και αυτή την έκφραση. Τ ώρα το μόνο που είχε να κάνει ήταν ν’ ανακαλύψει το λόγο που τα είχε προκαλέσει. Πλησίασε και πήρε το μπουκαλάκι με τα αντιόξινα. «Είσαι πολύ νέα για να τα χρειάζεσαι». «Δεν άκουσα ποτέ ότι το έλκος κάνει διακρίσεις ανάλογα με την

ηλικία». Ο Κάρλο έσμιξε τα φρύδια του και κάθισε στην άκρη του γραφείου. «Τ ζούλιετ, αν πίστευα ότι έχεις έλκος, θα σ’ έκανα πακέτο και θα σε μετέφερα στο σπίτι μου στη Ρώμη, θα σε κρατούσα στο κρεβάτι ένα μήνα, και θα σε τάιζα μόνο λαπά. Τ ώρα...» Έριξε το μπουκαλάκι με τα χάπια στην τσέπη του. «Τ ι πρόβλημα υπάρχει;» «Κάμποσα», του απάντησε εκείνη απότομα και βάλθηκε να μαζέψει τις σημειώσεις της. «Αλλά για την ώρα κατάφερα να τα ρυθμίσω. Στο Σικάγο θα πρέπει να πάμε πάλι να ψωνίσουμε τα υλικά για εκείνη τη συνταγή με το κοτόπουλο που σκοπεύεις να μαγειρέψεις. Αν τέλειωσες λοιπόν από εδώ, μπορούμε...» «Όχι». Ο Κάρλο ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και την κράτησε ακίνητη στη θέση της. «Δεν τελειώσαμε. Δεν φταίει το κοτόπουλο που θα μαγειρέψω στο Σικάγο που πήρες αντιόξινα. Τ ι ήταν, λοιπόν, αυτό που σ’ έφερε σε τέτοια κατάσταση;» Η καλύτερη άμυνα είναι η ψυχρότητα. Η φωνή της ακούστηκε σκέτος πάγος. «Κάρλο, είχα πολλή δουλειά». «Λες ύστερα από δυο βδομάδες να μη σ’ έχω μάθει ακόμα;» τη ρώτησε ανυπόμονα εκείνος και την ταρακούνησε. «Σκαλίζεις την τσάντα σου για τις ασπιρίνες ή για τις μέντες σου μόνο όταν νιώθεις πολύ πιεσμένη. Δε μου αρέσει όταν το βλέπω αυτό». «Αυτά έχει η δουλειά». Η Τ ζούλιετ προσπάθησε να παραμερίσει το χέρι του, αλλά δεν τα κατάφερε. «Κάρλο, πρέπει να πάμε στο αεροδρόμιο». «Έχουμε χρόνο και με το παραπάνω. Πες μου, τι συμβαίνει;» «Πολύ καλά λοιπόν». Με δυο κοφτές κινήσεις έβγαλε το απόκομμα από την τσάντα της και το έβαλε στο χέρι του. «Τ ι είναι αυτό;» Ο Κάρλο του έριξε μια ματιά χωρίς να το διαβάσει στ’ αλήθεια. «Ένα από τα αρθράκια για το ποιος εθεάθη με ποια και τι ρούχα φορούσε;»

«Πάνω κάτω». «Α». Ο Κάρλο άρχισε να το διαβάζει από την αρχή και κούνησε το κεφάλι του. «Κι εσύ εθεάθης μαζί μου». Η Τ ζούλιετ έκλεισε το σημειωματάριό της και το έβαλε στο χαρτοφύλακά της. Υπενθύμισε δυο φορές στον εαυτό της ότι δε θα κέρδιζε τίποτε χάνοντας την ψυχραιμία της. «Ως διαφημίστριά σου, δεν μπορούσα να το αποφύγω». Επειδή ο Κάρλο είχε μάθει να περιμένει λογικές αντιδράσεις από εκείνη, κούνησε πάλι το κεφάλι του. «Νιώθεις όμως ότι τούτο εδώ υπονοεί κάτι άλλο». «Λέει κάτι άλλο», του πέταξε εκείνη. «Κάτι που δεν είναι αλήθεια». «Σε αποκαλεί συνοδό μου». Ο Κάρλο την κοίταξε, ξέροντας πως η Τ ζούλιετ δε θα μπορούσε να χωνέψει εύκολα αυτόν το χαρακτηρισμό. «Μπορεί να μην απεικονίζει ολόκληρη την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι ψέμα. Σε ενοχλεί να σε βλέπουν οι άλλοι ως συνοδό μου;» Η Τ ζούλιετ δεν ήθελε έναν Κάρλο λογικό. Και δεν είχε καμιά διάθεση να τον μιμηθεί. «Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη λέξη “ συνοδός” δεν είναι ούτε επαγγελματικός ούτε αθώος. Δε βρίσκομαι εδώ για να συνδέουν με αυτό τον τρόπο τ’ όνομά μου με το δικό σου, Κάρλο». «Με ποιον τρόπο, Τ ζούλιετ;» «Αναφέρει τ’ όνομά μου και συνεχίζει λέγοντας ότι βρίσκομαι διαρκώς στο πλευρό σου και σε φρουρώ σαν να είσαι προσωπική μου ιδιοκτησία. Και ότι εσύ...» «Σου φιλώ το χέρι σε δημόσιους χώρους, σαν να μην μπορώ να περιμένω να βρεθώ κάπου μόνος μαζί σου», διάβασε ο Κάρλο με μια ματιά. «Και λοιπόν; Τ ι σημασία έχει τι γράφει εδώ;» Η Τ ζούλιετ πέρασε και τα δυο χέρια στα μαλλιά της. «Κάρλο,

βρίσκομαι εδώ μαζί σου για να κάνω μια δουλειά. Αυτό το απόκομμα πέρασε από το γραφείο μου, από τον προϊστάμενό μου. Δεν το καταλαβαίνεις ότι κάτι τέτοιο μπορεί να βλάψει την αξιοπιστία μου;» «Όχι», της απάντησε απλά εκείνος. «Δεν είναι παρά ένα κουτσομπολιό. Ο προϊστάμενός σου ενοχλήθηκε από τούτο το άρθρο;» Η Τ ζούλιετ γέλασε, αλλά το γέλιο της δεν έκρυβε χιούμορ. «Όχι, απ’ ό,τι φαίνεται το βρήκε καλό. Καλό για την εικόνα σου». «Τότε;» «Δε θέλω να είμαι καλή για την εικόνα σου», του πέταξε με τόσο πάθος που σόκαρε και τους δυο τους. «Δε θέλω να είμαι ένα από τα δεκάδες ονόματα και πρόσωπα που σχετίζονται μαζί σου». «Μάλιστα», μουρμούρισε ο Κάρλο. «Τ ώρα φτάσαμε στην αλήθεια. Είσαι θυμωμένη μαζί μου, γι’ αυτό». Άφησε το απόκομμα. «Είσαι θυμωμένη γιατί τώρα υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια σ’ αυτό το άρθρο από τη μέρα που γράφτηκε». «Δε θέλω να προστεθώ στη λίστα κανενός, Κάρλο». Η φωνή της ακούστηκε πιο χαμηλή, πιο ήρεμη. Η Τ ζούλιετ έσφιξε γροθιές τα χέρια της και τα έχωσε στις τσέπες της φούστας της. «Ούτε στη δική σου, ούτε σε κανενός. Δεν έφτασα ως εδώ στη ζωή μου για να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο τώρα». Ο Κάρλο έμεινε εκεί και την κοιτούσε, ενώ αναρωτιόταν αν είχε συναίσθηση πόσο προσβλητικά ήταν τα λόγια της. Όχι, εκείνη έβλεπε απλώς τα γεγονότα, δεν εκσφενδόνιζε βέλη. «Δε σε τοποθέτησα σε καμιά λίστα. Αν εσύ έχεις κάποια στο μυαλό σου, δεν έχει καμιά σχέση μ’ εμένα». «Πριν από μερικές βδομάδες ήταν η Γαλλίδα ηθοποιός, πριν από ένα μήνα η χήρα κόμισσα». Ο Κάρλο δεν ύψωσε τη φωνή του, η δύναμη της θέλησής του τον

βοήθησε να χρησιμοποιήσει ήρεμο τόνο. «Δεν προσποιήθηκα ποτέ ότι ήσουν η πρώτη γυναίκα που έριξα στο κρεβάτι μου. Και δεν περίμενα ότι θα ήμουν ο πρώτος άντρας που ξάπλωσε στο δικό σου». «Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό». «Α, τώρα το βρίσκεις βολικό να χρησιμοποιείς δύο μέτρα και δύο σταθμά». Ο Κάρλο πήρε το απόκομμα, το έκανε ένα μπαλάκι στο χέρι του και το έριξε στο καλάθι. «Δεν έχω υπομονή για τέτοια πράγματα, Τ ζούλιετ». Είχε φτάσει στην πόρτα, όταν τον σταμάτησε. «Κάρλο, περίμενε». Εκείνος γύρισε με μια υποκριτική ευγένεια που κάλυπτε μετά βίας την οργή του. «Να πάρει η οργή». Με τα χέρια πάντα στις τσέπες, η Τ ζούλιετ άρχισε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις στοίβες με τα βιβλία. «Δεν είχα σκοπό να ξεσπάσω πάνω σου. Παραφέρθηκα και με συγχωρείς, ειλικρινά. Ελπίζω να βλέπεις ότι δεν μπορώ να σκεφτώ και πολύ καθαρά τούτη τη στιγμή». «Αυτό φαίνεται». Η Τ ζούλιετ αναστέναξε, αναγνωρίζοντας την αιχμηρή νότα στη φωνή του. «Δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η καριέρα μου είναι πολύ σημαντική για μένα». «Αυτό το καταλαβαίνω». «Δεν είναι όμως πιο σημαντική από την ιδιωτική μου ζωή. Και δε θέλω η ιδιωτική μου ζωή να γίνεται αντικείμενο προς συζήτηση γύρω από τους ψύκτες των διαδρόμων». «Ο κόσμος μιλάει, Τ ζούλιετ. Είναι φυσικό και δεν έχει καμιά σημασία». «Εγώ δεν μπορώ να το παραβλέψω όπως εσύ». Η Τ ζούλιετ άρπαξε το χαρτοφύλακά της από το λουρί και στη συνέχεια τον ξανάφησε. «Είμαι συνηθισμένη να στέκομαι στα παρασκήνια. Οργανώνω τα πράγματα, ρυθμίζω τις λεπτομέρειες, κάνω όλη τη χαμαλοδουλειά και στις εφημερίδες δημοσιεύεται η φωτογραφία κάποιου άλλου. Έτσι

θέλω». «Δεν παίρνεις πάντα αυτό που θέλεις». Ο Κάρλο έχωσε τους αντίχειρες στις τσέπες του, έγειρε πίσω στην πόρτα και έμεινε να την κοιτάζει. «Ο θυμός σου φτάνει πιο βαθιά, δεν οφείλεται στις λίγες γραμμές που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα και θα έχουν ξεχαστεί μέχρι αύριο». Η Τ ζούλιετ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της, ύστερα τον κοίταξε πάλι. «Εντάξει, ναι, αλλά δεν είναι θέμα θυμού. Κάρλο, έβαλα τον εαυτό μου σε πολύ λεπτή θέση μαζί σου». Ο Κάρλο ζύγισε προσεκτικά τη φράση, την εξέτασε, την έκρινε. «Σε λεπτή θέση;» «Σε παρακαλώ, μη με παρεξηγείς. Βρίσκομαι εδώ, μαζί σου, λόγω της δουλειάς μου. Είναι πολύ σημαντικό για μένα να χειριστώ αυτή την περιοδεία επαγγελματικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό που συνέβη μεταξύ μας...» «Αυτό που συνέβη μεταξύ μας;» επέμεινε ο Κάρλο όταν εκείνη άφησε τη φράση της να σβήσει. «Μη δυσκολεύεις τα πράγματα». «Εντάξει, θα τα απλουστεύσουμε. Είμαστε εραστές». Η Τ ζούλιετ άφησε την ανάσα της να βγει τρεμουλιαστή, αβέβαιη. Πίστευε στ’ αλήθεια ο Κάρλο ότι μ’ αυτό τον τρόπο απλούστευε τα πράγματα; Για εκείνον η σχέση τους μπορεί να ήταν άλλη μια περιπέτεια στο φεγγαρόφωτο. Γι’ αυτήν ήταν ένας αγώνας στη δίνη του ανεμοστρόβιλου. «Θέλω να διαχωρίσω εντελώς αυτή την πλευρά της σχέσης μας από την επαγγελματική». Ο Κάρλο ξαφνιάστηκε, αλλά βρήκε πολύ αξιαγάπητη αυτή τη δήλωσή της. Ίσως ένα μέρος της σαγήνης που ασκούσε αυτή η γυναίκα πάνω του να οφειλόταν στο γεγονός ότι από τη μια ήταν ρομαντική και από την άλλη στυγνή επαγγελματίας. «Τ ζούλιετ, αγάπη μου, μιλάς σαν να διαπραγματεύεσαι συμβόλαιο».

«Μπορεί και να το κάνω», του απάντησε, νιώθοντας τα νεύρα της να τεντώνονται πάλι. «Μπορεί ως ένα σημείο να το κάνω». Ο θυμός του Κάρλο είχε εξαφανιστεί εντελώς. Τα μάτια της δεν έδειχναν τη σιγουριά της φωνής της. Και πρόσεξε πως έλυνε και έδενε νευρικά τα χέρια της. Την πλησίασε αργά και χάρηκε όταν εκείνη δεν οπισθοχώρησε, παρ’ όλη την επιφυλακτικότητά της. «Τ ζούλιετ...» Σήκωσε το χέρι του και το πέρασε στα μαλλιά της. «Μπορείς να διαπραγματευτείς τους όρους, το χρόνο, αλλά όχι το συναίσθημα». «Μπορείς να το... ελέγξεις». Ο Κάρλο πήρε και τα δυο χέρια της στα δικά του και τα φίλησε. «Όχι». «Κάρλο, σε παρακαλώ...» «Σου αρέσει να σ’ αγγίζω», της ψιθύρισε. «Είτε βρισκόμαστε εδώ μόνοι, είτε ανάμεσα σε μια παρέα ξένους. Με το που θ’ αγγίξω το χέρι σου, ξέρεις τι έχω στο μυαλό μου. Δεν είναι πάντα το πάθος. Είναι φορές που σε βλέπω, που σε αγγίζω, και το μόνο που θέλω είναι την παρέα σου –να κουβεντιάσω μαζί σου ή να μοιραστώ τη σιωπή. Θα διαπραγματευτείς τώρα και τον τρόπο που μπορώ να πιάνω το χέρι σου, ή πόσες φορές την ημέρα είναι επιτρεπτό κάτι τέτοιο;» «Μη με κάνεις να φαίνομαι χαζή». Τα δάχτυλά του έσφιξαν τα δικά της. «Μην κάνεις να φαίνεται χαζό αυτό που νιώθω για σένα». «Εγώ...» Όχι, δεν μπορούσε να το θίξει αυτό. Δεν τολμούσε να το κάνει. «Κάρλο, το μόνο που θέλω εγώ είναι να μείνουν τα πράγματα απλά». «Αδύνατον». «Όχι, δεν είναι». «Τότε πες μου, αυτό είναι απλό;» Αγγίζοντας μόνο με τ’ ακροδάχτυλά του τον ώμο της, έσκυψε και τη φίλησε. Το φιλί του

ήταν τόσο τρυφερό, τόσο ανάλαφρο, που δεν ήταν καν φιλί. Η Τ ζούλιετ ένιωσε τα γόνατά της να λύνονται. «Κάρλο, ξεφεύγουμε από το θέμα». Εκείνος τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της. «Μου αρέσει αυτό το θέμα καλύτερα. Όταν πάμε στο Σικάγο...» Τα δάχτυλά του διέτρεχαν τώρα τη σπονδυλική της στήλη, ενώ τα χείλη του χάιδευαν το πρόσωπό της. «Θέλω να περάσω τη βραδιά μόνος μαζί σου». «Έχουμε ένα ραντεβού για ποτό στις δέκα με...» «Ακύρωσέ το». «Κάρλο, το ξέρεις ότι δεν μπορώ». «Πολύ καλά», της είπε και δάγκωσε το λοβό του αυτιού της. «Θα προσποιηθώ τον κουρασμένο και θα φροντίσω να ξεμπερδέψουμε στα γρήγορα. Και μετά, θα περάσουμε μαζί το υπόλοιπο βράδυ κάνοντας τρελίτσες». Έχωσε τη γλώσσα του μέσα στ’ αυτί της και στη συνέχεια την έσυρε στην ευαίσθητη περιοχή ακριβώς από κάτω. Το ρίγος που τη διαπέρασε ήταν αρκετό για ν’ ανάψει και τους δύο. «Κάρλο, δεν καταλαβαίνεις». «Καταλαβαίνω ότι σε θέλω», της είπε και αλλάζοντας απότομα διάθεση, τη γράπωσε από τους ώμους. «Αν σου έλεγα αυτή τη στιγμή ότι σε θέλω περισσότερο απ’ όσο επιθύμησα ποτέ μου άλλη γυναίκα, δε θα με πίστευες». Η Τ ζούλιετ τραβήχτηκε πίσω, αλλά εκείνος την ξανάφερε κοντά του. «Όχι, δε θα σε πίστευα. Δεν είναι απαραίτητο να το πεις αυτό». «Φοβάσαι να το ακούσεις, φοβάσαι να το πιστέψεις. Δεν πρόκειται να ζήσεις κάτι απλό μαζί μου, Τ ζούλιετ. Αλλά θα γνωρίσεις έναν εραστή που δε θα ξεχάσεις ποτέ». Η Τ ζούλιετ ηρέμησε κάπως και αντιμετώπισε θαρρετά το βλέμμα του. «Το έχω αποδεχτεί αυτό ήδη, Κάρλο. Δεν απολογούμαι στον εαυτό μου, ούτε προσποιούμαι ότι το μετανιώνω που ήρθα και σε

βρήκα χτες βράδυ». «Τότε αποδέξου και αυτό». Τα μάτια του πετούσαν πάλι σπίθες θυμού. «Δε με νοιάζει τι γράφει η εφημερίδα, δε με νοιάζει τι ψιθυρίζουν στα γραφεία στη Νέα Υόρκη. Εσύ, τούτη η στιγμή, είναι το μόνο που με νοιάζει». Κάτι γκρεμίστηκε αθόρυβα μέσα της. Η άμυνα που είχε υψώσει από ένστικτο τόσα χρόνια. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να παίρνει τα λόγια του στα σοβαρά. Στο κάτω κάτω, ήταν ο Φρανκόνι. Αν νοιαζόταν γι’ αυτή, το έκανε όποτε και όπως ήθελε αυτός. Κάτι όμως είχε γκρεμιστεί και δεν μπορούσε να το ξαναχτίσει τόσο γρήγορα. Έτσι αποφάσισε να μιλήσει ωμά. «Κάρλο, δεν ξέρω πώς να σε χειριστώ. Δεν έχω την πείρα». «Τότε αφέσου», της είπε εκείνος, πιάνοντάς την πάλι από τους ώμους. «Δείξε μου εμπιστοσύνη». Η Τ ζούλιετ ακούμπησε τα χέρια της πάνω στα δικά του, τα έσφιξε για μια στιγμή, ύστερα τα παραμέρισε. «Είναι πολύ γρήγορα και ζητάς πάρα πολλά». Υπήρχαν φορές στη δουλειά του που έπρεπε να φανεί πάρα, μα πάρα πολύ υπομονετικός. Στην ιδιωτική του ζωή αυτό συνέβαινε πιο σπάνια. Ήξερε όμως ότι, αν την πίεζε τώρα, και για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήθελε να το κάνει, θα έβαζε απλώς μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά τους. «Τότε, για την ώρα, θ’ απολαύσουμε ο ένας τον άλλον». Αυτό ήθελε κι η Τ ζούλιετ. Τ ίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Κι όμως της ερχόταν να κλάψει. «Θ’ απολαύσουμε ο ένας τον άλλον», συμφώνησε αναστενάζοντας, και πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της, όπως συνήθως έπαιρνε εκείνος το δικό της. «Αφάνταστα». Ο Κάρλο ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της, ενώ αναρωτιόταν γιατί αυτό δεν του πρόσφερε καμιά ικανοποίηση.

Κεφάλαιο 9 Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο στο Σικάγο, η Τ ζούλιετ πλησίασε στη ρεσεψιόν εξαντλημένη από το ταξίδι. Το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει με τα πόδια ψηλά και ν’ απολαύσει ένα ποτό. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο χώρο γύρω της: μαρμάρινα πατώματα, γλυπτά, όμορφες γλάστρες με φοινικιές –της άρεσαν. Κάτι τέτοια μέρη υποδήλωναν συνήθως δωμάτια με μεγάλα, κομψά μπάνια. Ωραία, γιατί σκόπευε να περάσει την πρώτη ώρα της στο Σικάγο μουλιάζοντας στην μπανιέρα. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Υπάρχει κράτηση για Φρανκόνι και Τ ρεντ». Ο υπάλληλος πάτησε μερικά κουμπιά στο πληκτρολόγιο και οι κρατήσεις τους εμφανίστηκαν στην οθόνη. «Για δύο διανυκτερεύσεις, μις Τ ρεντ;» «Ναι, ακριβώς». «Η χρέωση θα γίνει κατευθείαν στην εταιρεία. Είναι όλα κανονισμένα. Εσείς το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να συμπληρώσετε αυτή τη φόρμα, το ίδιο και ο κύριος Φρανκόνι. Στο μεταξύ, θα ειδοποιήσω τον γκρουμ να κατέβει». Καθώς συμπλήρωνε τη φόρμα του, ο Κάρλο σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Προφίλ έδειχνε πανέμορφη, αν και κάπως κουρασμένη. Τα μαλλιά της ήταν φουντωτά στο πλάι, ενώ πίσω τα είχε πιάσει ψηλά με φουρκέτες. Είχε ξεχτενιστεί ελάχιστα στο ταξίδι. Έδειχνε ικανή να πάει κατευθείαν για μια τρίωρη επαγγελματική σύσκεψη χωρίς το παραμικρό παράπονο. Τότε όμως την είδε να καμπουριάζει, να κλείνει για μια στιγμή τα μάτια της και να τεντώνει τους ώμους της. Ένιωσε την επιθυμία να τη φροντίσει. «Τ ζούλιετ, δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε δύο δωμάτια».

Εκείνη άλλαξε ώμο στην τσάντα της και υπέγραψε. «Κάρλο, μην αρχίζεις. Οι κρατήσεις έχουν γίνει». «Μα είναι παράλογο. Θα μείνεις στη σουίτα μου, άρα το δεύτερο δωμάτιο είναι απλώς περιττό». Ο ρεσεψιονίστ στεκόταν σε διακριτική απόσταση, αλλά παρακολουθούσε την κάθε λέξη. Η Τ ζούλιετ έβγαλε την πιστωτική κάρτα από το πορτοφόλι της και την ακούμπησε απότομα στον πάγκο. Ο Κάρλο πρόσεξε, διασκεδάζοντας κάπως, ότι δεν έδειχνε πλέον καθόλου κουρασμένη. Ένιωσε την επιθυμία να της κάνει έρωτα για ώρες. «Θα τη χρειαστείτε για τις επιπλέον χρεώσεις μου», την άκουσε να λέει αρκετά ήρεμα στον υπάλληλο. «Τα έξοδα του κυρίου Φρανκόνι θα χρεωθούν κατευθείαν στο λογαριασμό». Ο Κάρλο έσπρωξε και τη δική του φόρμα προς το μέρος του υπαλλήλου και έγειρε στον πάγκο. «Τ ζούλιετ, δε θα είναι χαζό να τρέχεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο; Είναι γελοίο ακόμα και για μια διαφημίστρια να πληρώνει ένα κρεβάτι στο οποίο δεν πρόκειται να κοιμηθεί». Η Τ ζούλιετ ξαναπήρε την πιστωτική κάρτα της με σφιγμένο σαγόνι. «Θα σου πω τι είναι γελοίο», γρύλισε μέσα από τα δόντια της. «Είναι γελοίο να στέκεσαι εδώ και να με ντροπιάζεις εσκεμμένα». «Έχετε τα δωμάτια 1102 και 1108», είπε ο υπάλληλος και έσπρωξε τα κλειδιά προς το μέρος τους. «Φοβάμαι ότι το ένα είναι στη μια άκρη του διαδρόμου και το άλλο στην άλλη και όχι απέναντι». «Ωραία». Η Τ ζούλιετ γύρισε και είδε ότι ο γκρουμ είχε φορτώσει τις αποσκευές του στο καροτσάκι, στήνοντας κι αυτός αυτί. Αμίλητη, προχώρησε στο ασανσέρ. Καθώς την ακολουθούσε, ο Κάρλο πρόσεξε πως η ταμίας είχε

εκπληκτικό χαμόγελο. «Τ ζούλιετ, το βρίσκω παράξενο να ντρέπεσαι για κάτι τόσο απλό». «Εγώ δεν το βρίσκω απλό», τον αντέκρουσε εκείνη και πίεσε με δύναμη το κουμπί για την άνοδο. «Συγνώμη». Ο Κάρλο πλατάγισε τη γλώσσα του. «Μόνο που θυμάμαι να μου τονίζεις ότι ήθελες η σχέση μας να είναι απλή». «Δε θα μου πεις εσύ τι είπα. Αυτό που είπα δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που εννοούσα». «Και βέβαια όχι», μουρμούρισε ο Κάρλο και παραμέρισε για να μπει εκείνη στο ασανσέρ. Ο γκρουμ είδε το ύφος της Τ ζούλιετ κι άρχισε ν’ ανησυχεί για το φιλοδώρημά του. Έτσι φόρεσε το πιο καλό του χαμόγελο. «Θα μείνετε για πολύ στο Σικάγο;» «Δυο μέρες», του απάντησε αρκετά φιλικά ο Κάρλο. «Μπορείτε να δείτε πολλά σε δυο μέρες. Να κατεβείτε μέχρι τη λίμνη...» «Βρισκόμαστε εδώ για δουλειά», τον διέκοψε η Τ ζούλιετ. «Μόνο για δουλειά». «Μάλιστα, κυρία». Ο γκρουμ χαμογέλασε κι έσπρωξε το καροτσάκι του στο διάδρομο. «Το 1108 είναι η πρώτη μας στάση». «Αυτό είναι το δικό μου δωμάτιο», είπε η Τ ζούλιετ, έβγαλε το πορτοφόλι από την τσάντα της και πήρε μερικά χαρτονομίσματα, ενώ ο γκρουμ ξεκλείδωνε την πόρτα. «Εκείνες οι δυο τσάντες», του έδειξε και γύρισε στον Κάρλο. «Έχουμε ραντεβού στις δέκα στο μπαρ με τον Ντέιβ Λόκγουελ για ένα ποτό. Μέχρι τότε μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει». «Ναι, έχω μερικές ιδέες», άρχισε να λέει ο Κάρλο, αλλά η Τ ζούλιετ τον προσπέρασε, έβαλε τα χαρτονομίσματα στο χέρι του γκρουμ και έκλεισε στα γρήγορα την πόρτα της.

Ο Κάρλο πίστευε ότι τριάντα λεπτά αρκούσαν στον οποιονδήποτε για να ηρεμήσει. Η δογματική στάση της Τ ζούλιετ σε ό,τι αφορούσε τα δωμάτιά τους τον είχε περισσότερο αγανακτήσει παρά ενοχλήσει. Αλλά το περίμενε αυτό από τις γυναίκες. Από μια άποψη έβρισκε την αντίδρασή της γλυκιά και αφελή. Πίστευε στ’ αλήθεια ότι το γεγονός πως οι δυο τους ήταν εραστές θα προκαλούσε έκπληξη στον ρεσεψιονίστ ή στον γκρουμ; Το γεγονός όμως ότι εκείνη το πίστευε και πιθανόν θα το πίστευε για πάντα ήταν ένα ακόμα στοιχείο του χαρακτήρα της που του άρεσε. Ό,τι και να έκανε, η Τ ζούλιετ Τ ρεντ παρέμενε καθώς πρέπει. Το πάθος της σιγόκαιγε κάτω από ένα κομψό επαγγελματικό κουστούμι. Ο Κάρλο την έβρισκε ακαταμάχητη. Είχε γνωρίσει πολλούς τύπους γυναικών –την πρόσχαρη και άπληστη ενζενί, την πλούσια αριστοκράτισσα μεγαλωμένη μέσα στα λεφτά και τις παραδόσεις, την επιτυχημένη επαγγελματία που ήθελε και ταυτόχρονα φοβόταν το γάμο. Ναι, είχε γνωρίσει πολλούς τύπους γυναικών –την ευτυχισμένη, τη σίγουρη, την απελπισμένη, την ολοκληρωμένη, αυτή που ήθελε να σε παγιδέψει στα δίχτυα της. Δεν ήταν όμως σίγουρος σε ποια κατηγορία θα μπορούσε να κατατάξει την Τ ζούλιετ Τ ρεντ με τα ψυχρά, πράσινα μάτια και την ήρεμη φωνή. Έδειχνε να διαθέτει όλες και καμία από τις γυναικείες αρετές που καταλάβαινε εκείνος. Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι ήθελε να την ταιριάξει με κάποιο τρόπο στη ζωή του. Ο καλύτερος τρόπος, ο μοναδικός τρόπος που ήξερε για να το πετύχει αυτό ήταν να την παρασύρει με τη γοητεία του, μέχρι να πιαστεί από μόνη της στα δίχτυα του. Στη συνέχεια, θα διαπραγματεύονταν το επόμενο βήμα. Ο Κάρλο πήρε από το βαζάκι το τριαντάφυλλο που είχε παραγγείλει να του φέρουν από το ανθοπωλείο του ξενοδοχείου, το μύρισε και διέσχισε το διάδρομο προς το δωμάτιο της Τ ζούλιετ.

Εκείνη την ώρα αυτή σκουπιζόταν ύστερα από το καυτό μπάνιο της. Αν είχε ακούσει το χτύπημα στην πόρτα πέντε λεπτά νωρίτερα θα είχε γρυλίσει· τώρα φόρεσε τη ρόμπα της και πήγε ν’ ανοίξει. Τον περίμενε. Η Τ ζούλιετ δεν ήταν χαζή ώστε να πιστέψει ότι ένας άντρας σαν τον Κάρλο θα δεχόταν έτσι απλά να του κλείσουν την πόρτα στα μούτρα. Μπορεί να το είχε χαρεί που του την έκλεισε, το χάρηκε όμως και τώρα που του την άνοιξε. Τ ώρα που ήταν έτοιμη. Το τριαντάφυλλο δεν το περίμενε. Μολονότι ήξερε ότι δεν ήταν έξυπνο ν’ αφήσει να τη συγκινήσει ένα λουλούδι στο χρώμα του ήλιου, εκείνη συγκινήθηκε. Και το σχέδιό της να κάνει μια ήρεμη και σοβαρή συζήτηση μαζί του άρχισε να μπάζει νερά. «Δείχνεις ξεκούραστη». Αντί να της δώσει το λουλούδι, ο Κάρλο έπιασε το χέρι της. Προτού προλάβει ν’ αποφασίσει η Τ ζούλιετ αν θα του έλεγε να περάσει ή όχι, εκείνος ήταν ήδη μέσα. Πρέπει να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, θύμισε στον εαυτό της, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Αν δεν το έκανε τώρα, δε θα έβρισκε ποτέ την ισορροπία της. «Μια και ήρθες, θα μιλήσουμε. Έχουμε μία ώρα». «Ασφαλώς». Ο Κάρλο έριξε μια ματιά στο χώρο γύρω όπως το συνήθιζε πάντα. Η βαλίτσα της ήταν πάνω στον ειδικό πάγκο, γεμάτη, αλλά με ανοιχτό το καπάκι. Δεν είναι πρακτικό να την αδειάζεις εντελώς για να την ξαναγεμίσεις λίγο αργότερα, όταν μετακινείσαι διαρκώς από πόλη σε πόλη. Και μολονότι είχαν μπει στην τρίτη βδομάδα της περιοδείας τους, τα πράγματά της έδειχναν τοποθετημένα τακτικά και με σύστημα. Όχι ότι περίμενε κάτι άλλο από εκείνη. Το σημειωματάριό της και δυο στυλό βρίσκονταν ήδη δίπλα στο τηλέφωνο. Τα μόνα πράγματα που έδειχναν κάπως παράταιρα μέσα στο τακτικό, απρόσωπο δωμάτιο ήταν τα ιταλικά ψηλοτάκουνα σανδάλια στη μέση του χαλιού, όπου τα είχε βγάλει. Αυτή η ανακολουθία τής ταίριαζε τέλεια.

«Μπορώ να κουβεντιάσω καλύτερα αν δε γυρίζεις σαν σβούρα», άρχισε να του λέει. «Ναι;» Απόλυτα συνεργάσιμος, ο Κάρλο κάθισε και κούνησε το τριαντάφυλλο κάτω από τη μύτη του. «Θέλεις να κουβεντιάσουμε το πρόγραμμά μας εδώ, στο Σικάγο;» «Όχι... ναι». Η Τ ζούλιετ είχε τουλάχιστον μια ντουζίνα θέματα που είχε να κουβεντιάσει μαζί του. Για πρώτη φορά όμως, θα έβαζε τη δουλειά σε δεύτερη μοίρα. «Αργότερα», του είπε και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το κάθε πλεονέκτημα, έτσι έμεινε όρθια. «Πρώτα θέλω να κουβεντιάσουμε αυτό που έγινε κάτω στη ρεσεψιόν». «Ααα...» Ένα καθαρά ευρωπαϊκό επιφώνημα, φιλικό σαν χαμόγελο. Θα μπορούσε να τον σκοτώσει. «Ήταν εντελώς άσκοπο». «Ήταν;» Ο Κάρλο είχε μάθει ότι η καλύτερη στρατηγική χτίζεται με ερωτήσεις ή με μια απλή παραδοχή. Με αυτό τον τρόπο μπορείς να εξασφαλίσεις το υπέρ σου αποτέλεσμα χωρίς να χυθεί πολύ αίμα. «Και βέβαια ήταν». Η Τ ζούλιετ ξέχασε εντελώς τη δική της στρατηγική και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Κάρλο, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να συζητάς τα προσωπικά μας δημόσια». «Έχεις απόλυτο δίκιο». «Ε...» Η ήρεμη παραδοχή του την αποπροσανατόλισε. Το αυστηρό και θυμωμένο λογύδριο που είχε ετοιμάσει στο μπάνιο πέταξε από το παράθυρο. «Πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη», συνέχισε ο Κάρλο, προτού προλάβει η Τ ζούλιετ να βρει την ισορροπία της. «Ήταν εντελώς απερίσκεπτο από μέρους μου». «Ε, όχι». Όπως το περίμενε, η Τ ζούλιετ έσπευσε να τον υπερασπιστεί. «Δεν ήταν απερίσκεπτο, απλώς ανάρμοστο». Ο Κάρλο κούνησε το τριαντάφυλλο, σαν να ήθελε να της πει ότι δεν άξιζε τη στήριξή της. «Είσαι πολύ καλή, Τ ζούλιετ. Βλέπεις, εγώ

είχα κατά νου την πρακτική σου πλευρά. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που θαυμάζω περισσότερο σ’ εσένα». Για να πετύχει αυτό που ήθελε, ο Κάρλο πίστευε πάντα ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί όσο γινόταν περισσότερες αλήθειες. «Βλέπεις, εκτός από τις γυναίκες της οικογένειάς μου, έχω γνωρίσει πολύ λίγες πραγματικά πρακτικές γυναίκες. Και αυτό το χαρακτηριστικό σου με γοητεύει όσο και το χρώμα των ματιών σου, η υφή του δέρματός σου...» Η Τ ζούλιετ ένιωσε ότι έχανε έδαφος και τέντωσε την πλάτη της. «Δε χρειάζεται να με κολακεύεις, Κάρλο. Το θέμα είναι να μπουν κάποιοι κανόνες». «Βλέπεις;» Ο Κάρλο έγειρε μπροστά και άγγιξε τ’ ακροδάχτυλά της, σαν να του είχε μόλις αποδείξει πόσο δίκιο είχε. «Είσαι πολύ πρακτική για να περιμένεις κολακείες ή να επηρεαστείς από αυτές. Γιατί απορείς λοιπόν που είμαι ολοκληρωτικά γοητευμένος μαζί σου;» «Κάρλο...» «Δεν τέλειωσα ακόμα». Οπισθοχώρησε ελαφρά ώστε να δώσει μεγαλύτερη ορμή στην επίθεσή του. «Βλέπεις, επειδή σε ξέρω, νόμισα ότι θα συμφωνούσες ότι ήταν χαζό και καθόλου πρακτικό να κλείσουμε χωριστά δωμάτια τη στιγμή που θέλουμε να είμαστε μαζί. Θέλεις να είσαι μαζί μου, έτσι δεν είναι, Τ ζούλιετ;» Εκείνη τον κοίταξε γεμάτη απόγνωση. Πήγαινε ν’ ανατρέψει την όλη κατάσταση. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό και προσπάθησε να πιαστεί από κάπου. «Κάρλο, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το αν θέλω να είμαι μαζί σου ή όχι». Εκείνος ύψωσε το φρύδι του. «Δεν έχει;» «Όχι. Έχει σχέση με τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική ζωή μας». «Για μένα είναι δύσκολη η ύπαρξη μιας τέτοιας γραμμής. Σχεδόν αδύνατη». Ο Κάρλο της έλεγε και πάλι την αλήθεια, έστω κι αν δεν

το είχε σχεδιάσει. «Θέλω να βρίσκομαι μαζί σου, Τ ζούλιετ, κάθε στιγμή. Πιάνω τον εαυτό μου να μισεί ακόμα και τη μια ώρα που εσύ είσαι εδώ κι εγώ αλλού. Λίγες ώρες τη νύχτα δε μου αρκούν. Θέλω κάτι περισσότερο, πολύ περισσότερο για μας». Τα λόγια του τον είχαν ξαφνιάσει. Αυτό που είπε δεν ήταν κάποια έξυπνη μανούβρα, κάποια πιασάρικη έκφραση. Αυτό το διαμάντι είχε ξεπηδήσει από μέσα του, όπου περίμενε κρυμμένο να του κάνει την έκπληξη. Σηκώθηκε, και για να δώσει στον εαυτό του ένα λεπτό να συνέλθει, στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και χάζεψε την κίνηση του Σικάγου απέξω. Τ ’ αυτοκίνητα έτρεχαν, σταματούσαν για λίγο σε κάποιο φανάρι, και στη συνέχεια ανέπτυσσαν ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα. Το ίδιο γινόταν και με τη ζωή, συνειδητοποίησε. Μπορεί να τρέχεις, αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί κάτι που θα σε κάνει να σταματήσεις. Η Τ ζούλιετ έμεινε σιωπηλή πίσω του, διχασμένη ανάμεσα σ’ αυτά που της είχε πει, σ’ αυτά που εννοούσε και τα δικά της συναισθήματα. Από την αρχή είχε κρατήσει στο μυαλό της την ερμηνεία που είχε δώσει ο Κάρλο στον όρο «σχέση». Μία και μόνη βόλτα με το καρουσέλ. Όταν η μουσική σταματούσε, κατέβαινες και ήξερες ότι τα λεφτά που πλήρωσες είχαν πιάσει τόπο. Τ ώρα, με λίγες λέξεις, εκείνος το είχε αλλάξει αυτό. Ήταν άραγε έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν αυτή την εξέλιξη; «Κάρλο, μια και λες ότι είμαι πρακτική, θα είμαι και τώρα». Η Τ ζούλιετ μάζεψε το κουράγιο της και σηκώθηκε. «Μας έχει μείνει ακόμα μια βδομάδα περιοδεία. Στο διάστημα αυτό θα πρέπει να εμφανιστείς στο Σικάγο και σε τέσσερις ακόμα πόλεις. Για να είμαι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή, θα προτιμούσα ν’ ασχοληθούμε μόνο με τους εαυτούς μας». Ο Κάρλο γύρισε προς το μέρος της και μολονότι το χαμόγελό του

ήταν κάπως παράξενο, τουλάχιστον της χαμογελούσε. «Αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα που μου έχεις πει όλες αυτές τις μέρες, σε όλες αυτές τις πόλεις, Τ ζούλιετ». Εκείνη έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ήταν χαζό ν’ αναλογίζεται τους κινδύνους όταν είχαν τόσο λίγο χρόνο μαζί. «Η γνωριμία μας θα είναι κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ όσο κι αν το θελήσω στα χρόνια που θα έρθουν». «Τ ζούλιετ...» «Όχι, περίμενε. Θέλω να είμαι μαζί σου, κι ένα μέρος του εαυτού μου μισεί το χρόνο που χάνουμε με τους άλλους, τα χωριστά δωμάτια και όλες τις άλλες υποχρεώσεις που μας έσμιξαν αρχικά. Ένα άλλο όμως μέρος του εαυτού μου γνωρίζει ότι όλ’ αυτά είναι απαραίτητα. Όλ’ αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν όταν ο καθένας μας ξαναπάρει το δρόμο του». Όχι, μην το σκέφτεσαι αυτό τώρα, προειδοποίησε τον εαυτό της. Αν το έκανε, η φωνή της θα έσπαγε. «Όσο χρόνο και να περνάω μαζί σου, στη σουίτα σου, έχω ανάγκη ένα δικό μου δωμάτιο, αν μη τι άλλο για να ξέρω απλώς ότι υπάρχει. Ίσως τελικά αυτή να είναι η πρακτική πλευρά μου, Κάρλο». Ή η ευάλωτη, σκέφτηκε εκείνος. Αλλά μήπως λίγο πριν δεν είχε συνειδητοποιήσει και ο ίδιος ότι διέθετε κι αυτός την ευάλωτη πλευρά του; Και την έλεγαν Τ ζούλιετ. «Εντάξει, θα γίνει ό,τι θέλεις εσύ». Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Μπορεί να χρειαζόταν κι αυτός λίγο χρόνο για να σκεφτεί τα πράγματα και να τα ξεκαθαρίσει. «Τέλος οι τσακωμοί;» «Έχουμε τσακωθεί ποτέ εμείς, κάρα;» Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε. «Ποτέ», του απάντησε, τον πλησίασε και έδεσε τα μπράτσα της στο λαιμό του. «Μήπως έτυχε να σου πω ότι όταν ξεκίνησα να στήνω αυτή την περιοδεία κοίταξα τη διαφημιστική φωτογραφία σου και σκέφτηκα ότι είσαι υπέροχος;»

«Όχι». Ο Κάρλο χάιδεψε με τα χείλη του τα δικά της. «Γιατί δε μου το λες τώρα;» «Και σέξι», του ψιθύρισε και τον παρέσυρε προς το κρεβάτι. «Πολύ, πάρα πολύ σέξι». «Αλήθεια;» Την άφησε να τον ξαπλώσει στο κρεβάτι. «Έτσι αποφάσισες στο γραφείο σου στη Νέα Υόρκη ότι θα γινόμασταν εραστές;» «Όχι, στο γραφείο μου στη Νέα Υόρκη αποφάσισα ότι δε θα γινόμασταν ποτέ εραστές», του απάντησε και άρχισε να ξεκουμπώνει αργά το πουκάμισό του. «Αποφάσισα ότι το τελευταίο που ήθελα ήταν ν’ αφήσω να με γοητεύσει ένας απίθανος, σέξι Ιταλός σεφ που η αλυσίδα των γυναικών του ήταν πιο μακριά και από τα σπαγγέτι του, αλλά...» «Ναι». Ο Κάρλο έτριψε τη μύτη του στο λαιμό της. «Νομίζω ότι θα προτιμήσω το “ αλλά”». «Αλλά μου φαίνεται ότι δεν μπορείς να πάρεις αποφάσεις χωρίς να ξέρεις όλα τα γεγονότα». «Σου έχω πει ποτέ ότι το πρακτικό πνεύμα σου με ανάβει σε σημείο τρέλας;» Η Τ ζούλιετ αναστέναξε όταν ο Κάρλο τράβηξε τη ζώνη της ρόμπας της χωρίς να τη λύσει. «Σου είπα ποτέ ότι οι άντρες που μου φέρνουν λουλούδια με τρελαίνουν;» «Λουλούδια». Ο Κάρλο σήκωσε το κεφάλι του και πήρε το τριαντάφυλλο που είχε αφήσει στο μαξιλάρι δίπλα τους. «Αγάπη μου, θέλεις κι εσύ ένα;» Η Τ ζούλιετ γέλασε και τον τράβηξε πάλι πάνω της.

Η Τ ζούλιετ κατέληξε στο συμπέρασμα πως είχε δει πιο πολλά από το Σικάγο την ώρα που κατέβαιναν για να προσγειωθούν στο

αεροδρόμιο Ο’Χερ παρά τη μιάμιση μέρα που έμεινε εκεί. Οι διαδρομές με το ταξί από το ξενοδοχείο στον τηλεοπτικό σταθμό, από τον τηλεοπτικό σταθμό στο πολυκατάστημα, από το πολυκατάστημα στο βιβλιοπωλείο και από εκεί πίσω στο ξενοδοχείο δεν προσφέρονταν ακριβώς για να δεις τ’ αξιοθέατα με την ησυχία σου. Εδώ και τώρα, λοιπόν, αποφάσισε ότι όταν θα έπαιρνε σ’ ένα μήνα την άδειά της, θα πήγαινε κάπου ζεστά και δε θα έκανε τίποτε άλλο από το να λιάζεται δίπλα στην πισίνα από την αυγή μέχρι το σούρουπο. Τη μόνη ώρα που διασκέδασε κάπως ήταν όταν συνόδεψε τον Κάρλο στα ψώνια του για να διαλέξει το παχουλό κοτόπουλο για το κατσατόρε του. Θα μαγείρευε πολ άστρο αλ ά κατσατόρα ζωντανά σ’ ένα από τα πρωινά σόου με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα στη χώρα. Μετά το Σίμσον Σόου στο Λος Άντζελες, η Τ ζούλιετ θεωρούσε αυτή την εμφάνιση μία από τις κορυφαίες της περιοδείας του. Το Ας το Συζητήσουμε ήταν η πιο καυτή ωριαία εκπομπή της πρωινής ζώνης, και παρέμενε το ίδιο δημοφιλής και αμφιλεγόμενη έπειτα από πέντε χρόνια στον αέρα. Μολονότι η Τ ζούλιετ γνώριζε ότι ο Κάρλο ήταν γεννημένος σόουμαν, ένιωθε φοβερή νευρικότητα. Η εκπομπή θα μεταδιδόταν ζωντανά και στη Νέα Υόρκη και δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι όλοι στο τμήμα της θα την παρακολουθούσαν. Αν ο Κάρλο ήταν απίθανος, η επιτυχία θα ήταν δική του. Αν τα θαλάσσωνε, η αποτυχία θα ήταν όλη δική της. Αυτή ήταν η λογική στις δημόσιες σχέσεις. Του Κάρλο όμως ούτε που του πέρασε από το μυαλό να νιώσει νευρικότητα. Μπορούσε να φτιάξει κατσατόρε στο σκοτάδι, χρησιμοποιώντας μόνο το ένα του χέρι. Όταν είδε λοιπόν την Τ ζούλιετ να κάνει για πέμπτη φορά το γύρο του γκριν ρουμ, κούνησε το κεφάλι του. «Χαλάρωσε, αγάπη μου, ένα κοτόπουλο θα φτιάξω».

«Μην ξεχάσεις ν’ αναφέρεις τις ημερομηνίες που θα βρισκόμαστε στις άλλες πόλεις. Αυτό το σόου μεταδίδεται κι εκεί». «Μου το έχεις ήδη πει αυτό». «Και τον τίτλο του βιβλίου». «Δε θα το ξεχάσω». «Θα πρέπει να θυμηθείς ν’ αναφέρεις ότι μαγείρεψες αυτό το ίδιο πιάτο και για τον Πρόεδρο, πέρυσι που επισκέφθηκε τη Ρώμη». «Θα προσπαθήσω να το έχω κατά νου. Τ ζούλιετ, δε θα ήθελες λίγο καφέ;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και συνέχισε να περπατά πέρα δώθε. Τ ι άλλο; «Εγώ θα ήθελα λίγο», αποφάσισε ξαφνικά ο Κάρλο. Η Τ ζούλιετ κοίταξε την καφετιέρα. «Σερβιρίσου». Ο Κάρλο ήξερε πως, αν η Τ ζούλιετ είχε κάτι να κάνει, θα σταματούσε να τρώγεται, έστω και για λίγο. Τουλάχιστον θα σταματούσε το πέρα δώθε μπροστά του. «Τ ζούλιετ, είσαι τόσο άκαρδη ώστε να θέλεις να πιω αυτό το μαυροζούμι που βράζει εκεί από το χάραμα;» «Ω». Χωρίς να διστάσει, η Τ ζούλιετ άρχισε πάλι να τον κανακεύει. «Θα το φροντίσω». «Γκράτσιε». Στην πόρτα σταμάτησε. «Η ρεπόρτερ της Σαν μπορεί να έρθει πριν από το σόου». «Ναι, μου το είπες. Θα είμαι γοητευτικός». Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της, η Τ ζούλιετ έφυγε για να βρει έναν από τους βοηθούς. Ο Κάρλο έγειρε πίσω και άπλωσε τα πόδια του. Όταν θα του έφερνε τον καφέ, θα έπρεπε να τον πιει κι ας μην τον ήθελε. Δεν ήθελε να μπει στο αεροπλάνο για το Ντιτρόιτ το απόγευμα, αλλά ήταν αναπόφευκτο. Όπως και να είχε το πράγμα, εκείνος και η

Τ ζούλιετ θα είχαν ελεύθερο το βράδυ τους στο Ντιτρόιτ –αλήθεια, σε ποια Πολιτεία βρισκόταν; Έτσι κι αλλιώς δε θα έμεναν πολύ για να έχει σημασία. Δε θ’ αργούσαν να πάνε στη Φιλαδέλφεια κι εκεί θα έβλεπε τη Σάμερ. Το είχε ανάγκη. Είχε πολλούς φίλους, και με αρκετούς διατηρούσε στενή σχέση, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τόσο έντονη την ανάγκη να δει κάποιον από αυτούς. Θα μπορούσε να μιλήσει στη Σάμερ, ξέροντας ότι θα τον άκουγε προσεκτικά και δε θα επαναλάμβανε όσα θα της έλεγε. Τα κουτσομπολιά δεν τον είχαν ενοχλήσει ποτέ στο παρελθόν, αλλά ό,τι αφορούσε την Τ ζούλιετ... Ό,τι αφορούσε την Τ ζούλιετ δεν είχε καμιά σχέση με το παρελθόν. Καμιά από τις προηγούμενες σχέσεις του με γυναίκα δεν του είχε γίνει συνήθειο. Το να ξυπνά το πρωί δίπλα σε μια γυναίκα τού ήταν ευχάριστο, αλλά ποτέ απαραίτητο. Μέρα με τη μέρα, η Τ ζούλιετ το άλλαζε αυτό. Δεν μπορούσε να φανταστεί την κρεβατοκάμαρά του στη Ρώμη χωρίς εκείνη, κι ας μην είχε κοιμηθεί ποτέ εκεί μαζί της. Εδώ και πολύ καιρό είχε πάψει να φαντάζεται άλλες γυναίκες στο κρεβάτι του. Σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται κι αυτός όπως λίγο νωρίτερα η Τ ζούλιετ. Όταν άνοιξε η πόρτα, γύρισε, περιμένοντας να τη δει. Η ψηλή, λυγερή ξανθιά που μπήκε δεν ήταν η Τ ζούλιετ, αλλά του ήταν γνωστή. «Κάρλο! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Λίντια». Ο Κάρλο χαμογέλασε, αναθεματίζοντας τον εαυτό του που δεν είχε συνδυάσει το όνομα της δημοσιογράφου της Σαν με τη γυναίκα με την οποία είχε περάσει δυο ενδιαφέρουσες μέρες στο Σικάγο πριν από δεκαοχτώ μήνες. «Είσαι πανέμορφη». Και βέβαια ήταν. Η Λίντια Ντίκερσον δεν επέτρεπε κάτι λιγότερο στον εαυτό της. Ήταν έξυπνη, σέξι και χωρίς αναστολές. Ήταν

επίσης, απ’ ό,τι θυμόταν ο Κάρλο, καταπληκτική μαγείρισσα και κριτικός γκουρμέ εδεσμάτων. «Κάρλο, ειλικρινά ενθουσιάστηκα όταν άκουσα ότι θα ερχόσουν στην πόλη. Θα σου πάρω συνέντευξη μετά το σόου, αλλά δεν μπόρεσα να μην πεταχτώ μέχρι τα παρασκήνια να σε δω». Η Λίντια προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του, αφήνοντας ένα άρωμα πασχαλιάς στο διάβα της. «Δε σε πειράζει;» «Και βέβαια όχι». Ο Κάρλο πήρε χαμογελαστός το χέρι που του άπλωσε. «Είναι πάντα ωραίο να βλέπεις μια παλιά φίλη». Εκείνη γέλασε και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του. «Θα έπρεπε να είμαι θυμωμένη μαζί σου, κάρο. Έχεις το τηλέφωνό μου, αλλά δεν το άκουσα να χτυπάει χτες βράδυ». «Αχ». Ο Κάρλο ακούμπησε τα χέρια του στους καρπούς της, ενώ αναρωτιόταν πώς ν’ απαγκιστρωθεί απ’ αυτήν. «Θα πρέπει να με συγχωρήσεις, Λίντια. Το πρόγραμμά μας είναι φουλ. Και υπάρχει ένα... κώλυμα», της είπε και μόρφασε αναλογιζόμενος την αντίδραση της Τ ζούλιετ έτσι και τον άκουγε να την αποκαλεί «κώλυμα». «Κάρλο». Η Λίντια τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. «Δεν μπορεί να μου λες ότι δεν έχεις λίγες ελεύθερες ώρες για... μια παλιά φίλη. Έχω μια φοβερή συνταγή για βιτέλ ο τονάτο». Αυτό του το είπε ψιθυριστά, σαν να ήταν μια συνταγή που έπρεπε να γευτεί κανείς στο φεγγαρόφωτο. «Και για ποιον θα έπρεπε να τη μαγειρέψω αν όχι για τον καλύτερο σεφ της Ιταλίας;» «Τ ιμή μου». Ο Κάρλο ακούμπησε τα χέρια στους γοφούς της ελπίζοντας να καταφέρει να την απομακρύνει χωρίς να την προσβάλει. Και δε συνειδητοποίησε, παρά πολύ αργότερα, ότι δεν ένιωσε καμιά έστω και επιπόλαιη επιθυμία γι’ αυτήν. «Δεν έχω ξεχάσει πόσο υπέροχη μαγείρισσα είσαι, Λίντια». Το γέλιο της ήταν σιγανό, γεμάτο αναμνήσεις. «Ελπίζω ότι δεν έχεις ξεχάσει και άλλα πράγματα».

«Όχι». Ο Κάρλο ξεφύσηξε και αποφάσισε να γίνει ωμός. «Αλλά, βλέπεις, είμαι...» Η πόρτα ξανάνοιξε, προτού προλάβει να της μιλήσει με ειλικρίνεια. Η Τ ζούλιετ μπήκε μ’ ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι και έμεινε κόκαλο. Κοίταξε την ξανθιά που είχε κολλήσει σαν εξωτικός κισσός στον Κάρλο. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στο πρόσωπο του Κάρλο και ύψωσε το φρύδι της. Πολύ θα ήθελε να είχε μια κάμερα. Η φωνή της ήταν το ίδιο ψυχρή και σκληρή με τη ματιά της. «Βλέπω ότι γνωριστήκατε». «Τ ζούλιετ, εγώ...» «Θα σας δώσω μερικά λεπτά για τα... προκαταρκτικά της συνέντευξης», τον έκοψε ωμά. «Φρόντισε να έχετε τελειώσει μέχρι τις εννιά παρά δέκα, Κάρλο. Θα πρέπει να ρίξεις μια ματιά και στην κουζίνα». Και χωρίς άλλη λέξη έκλεισε την πόρτα πίσω της. Με τα μπράτσα της πάντα τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Κάρλο, η Λίντια κοίταξε την κλειστή πόρτα. «Ουπς», είπε ανάλαφρα. Ο Κάρλο άφησε την ανάσα του να βγει αργά καθώς χώριζαν. «Δε θα μπορούσες να το είχες εκφράσει καλύτερα». Στις εννιά, η Τ ζούλιετ πήρε τη θέση της κάπου στη μέση του κοινού. Όταν η Λίντια γλίστρησε στην καρέκλα δίπλα της, γύρισε και τη χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα και έστρεψε πάλι το βλέμμα της στο πλατό. Απ’ όσο μπορούσε να δει, και το είχε ελέγξει σπιθαμή προς σπιθαμή, το σκηνικό ήταν τέλειο. Ο Κάρλο έγινε δεκτός μ’ ένα θερμό χειροκρότημα, πράγμα που την έκανε να χαλαρώσει λίγο. Και όταν εκείνος άρχισε να μαγειρεύει το κοτόπουλο με κινήσεις χειρουργού, συνομιλώντας ταυτόχρονα με τον οικοδεσπότη και το ακροατήριο σαν επαγγελματίας περφόρμερ, η Τ ζούλιετ χαλάρωσε εντελώς. Ήταν φανταστικός. «Είναι πραγματικά το κάτι άλλο...» της ψιθύρισε η Λίντια στο πρώτο διάλειμμα.

«Το κάτι άλλο», συμφώνησε η Τ ζούλιετ. «Με τον Κάρλο γνωριστήκαμε την τελευταία φορά που βρισκόταν στο Σικάγο». «Ναι, το κατάλαβα. Χαίρομαι που κατάφερες να περάσεις από δω σήμερα. Πήρες το διαφημιστικό υλικό που σου έστειλα;» Ψυχρή γυναίκα, σκέφτηκε η Λίντια και άλλαξε θέση στην καρέκλα της. «Ναι. Το πορτραίτο του θα δημοσιευτεί στο τέλος της βδομάδας. Θα στείλω ένα απόκομμα». «Θα το εκτιμούσα». «Μις Τ ρεντ...» «Τ ζούλιετ, παρακαλώ». Για πρώτη φορά η Τ ζούλιετ γύρισε προς το μέρος της άλλης γυναίκας και της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. «Δεν υπάρχει λόγος για τυπικότητες». «Εντάξει, Τ ζούλιετ, νιώθω σαν ηλίθια». «Λυπάμαι. Δε θα έπρεπε». «Μου αρέσει πολύ ο Κάρλο, αλλά δε συνηθίζω να μπαίνω σε ξένα χωράφια». «Λίντια, είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει γυναίκα που να μην της αρέσει ο Κάρλο», είπε η Τ ζούλιετ και σταύρωσε τα πόδια της καθώς η εκπομπή ετοιμαζόταν να βγει και πάλι στον αέρα. «Αλλά αν πίστευα ότι υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να μπεις σε ξένα χωράφια, δε θα μπορούσες ούτε το στυλό σου να πιάσεις τώρα». Η Λίντια έμεινε για λίγο ακίνητη, ύστερα έγειρε πίσω γελώντας. Ο Κάρλο τα είχε μπλέξει αυτή τη φορά με ατίθαση. Καλά να πάθει. «Μπορώ να σου ευχηθώ καλή τύχη;» Η Τ ζούλιετ της χάρισε ένα ακόμα χαμόγελο. «Θα το εκτιμούσα». Οι δυο γυναίκες μπορεί να συζητούσαν φιλικά, ο Κάρλο όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη μαγειρική του, ξέροντας πως κάθονταν δίπλα δίπλα στο ακροατήριο. Με τη Λίντια είχε περάσει δυο πολύ ζωντανές μέρες. Αλλά δε γνώριζε για εκείνη τίποτε

περισσότερο από το ότι προτιμούσε να χρησιμοποιεί φιστικόλαδο στο μαγείρεμα και μπλε σεντόνια στο κρεβάτι της. Και ήξερε πως ήταν πολύ εύκολο ένας άντρας να σταλεί στο απόσπασμα χωρίς να περάσει καν από δίκη. Ήδη ένιωθε το βρόχο να σφίγγει στο λαιμό του. Αλλά ήταν αθώος. Ο Κάρλο έχυσε το μείγμα της ντομάτας και των μπαχαρικών πάνω από το τσιγαρισμένο κοτόπουλο και σκέπασε την κατσαρόλα. Ακόμα και αν χρειαζόταν να τη δέσει και να τη φιμώσει, η Τ ζούλιετ θα τον άκουγε. Ολοκλήρωσε τη συνταγή με τη φινέτσα ζωγράφου που φιλοτεχνεί το πορτραίτο ενός βασιλιά. Ένας πραγματικός ηθοποιός μπροστά στο κοινό, ενώ έκανε τις σκέψεις μελλοθανάτου. Όταν τέλειωσε το σόου, πέρασε μερικά ακόμα λεπτά με τον οικοδεσπότη του, ύστερα αποχώρησε και άφησε τα μέλη του συνεργείου να καταβροχθίσουν ένα από τα καλύτερα κατσατόρε του. Μόλις όμως επέστρεψε στο γκριν ρουμ δεν είδε πουθενά την Τ ζούλιετ. Η Λίντια τον περίμενε εκεί μόνη της. Έτσι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ξεμπερδεύει πρώτα με τη συνέντευξη και μαζί της. Εκείνη δεν τον διευκόλυνε καθόλου, αλλά και ποια γυναίκα θα το έκανε; Η Λίντια τον άρχισε στην πάρλα σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Του έκανε τις ερωτήσεις της και κατέγραψε τις απαντήσεις του, ρίχνοντάς του κάθε τόσο πονηρές ματιές. Στο τέλος, δεν άντεξε. «Εντάξει, Λίντια, τι της είπες;» «Σε ποια;» Η Λίντια πετάρισε αθώα τις βλεφαρίδες της. «Α, στη διαφημίστριά σου. Συμπαθητική γυναίκα. Αλλά πάλι, εγώ θα ήμουν η τελευταία που θα μπορούσα να σε κατηγορήσω για το γούστο σου, αγάπη μου». Ο Κάρλο σηκώθηκε, έβρισε και αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να κάνει ένας απελπισμένος άντρας με τα χέρια του. «Λίντια, περάσαμε

μερικές ευχάριστες ώρες οι δυο μας, τίποτε περισσότερο». «Το ξέρω». Κάτι στον τόνο της τον έκανε να σταματήσει και να την κοιτάξει. «Υποθέτω ότι κανείς από τους δυο μας δε θα μπορούσε να μετρήσει πόσες ανάλογες ευχάριστες ώρες έχει περάσει». Η Λίντια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και σηκώθηκε. Μάλλον τον καταλάβαινε, μπορεί και να ζήλευε αυτό που νόμισε ότι διάβασε στα μάτια του, αλλά δεν ήταν λόγος αυτός να τον αφήσει να τη βγάλει καθαρή. «Με την Τ ζούλιέτ σου απλώς κουβεντιάσαμε, αγάπη μου», του είπε και έριξε το στυλό και το σημειωματάριο στην τσάντα της. «Γυναικείες κουβέντες. Απλές γυναικείες κουβέντες, ξέρεις τώρα. Σ’ ευχαριστώ για τη συνέντευξη, Κάρλο». Στην πόρτα σταμάτησε και τον κοίταξε πάλι. «Αν ξαναβρεθείς στην πόλη χωρίς να έχεις κάποιο... κώλυμα, τηλεφώνησέ μου. Τσάο». Όταν η Λίντια έφυγε, ο Κάρλο ένιωσε την ανάγκη να σπάσει κάτι. Προτού αποφασίσει όμως τι, μπήκε η Τ ζούλιετ. «Πάμε, Κάρλο. Το ταξί μάς περιμένει. Απ’ ό,τι φαίνεται, προλαβαίνουμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο, να κάνουμε τσεκ-άουτ και να πάρουμε μια πτήση που φεύγει νωρίτερα». «Θέλω να σου μιλήσω». «Ναι, ωραία. Θα μιλήσουμε στο ταξί». Η Τ ζούλιετ προχωρούσε ήδη στο στενό διάδρομο, έτσι ο Κάρλο δεν είχε άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσει. «Όταν μου είπες το όνομα της δημοσιογράφου, απλώς δεν το συνδύασα». «Τ ι να συνδυάσεις;» Η Τ ζούλιετ έσπρωξε τη βαριά μεταλλική πόρτα και βγήκε στο πίσω πάρκινγκ. Λίγο περισσότερη ζέστη να έκανε και ο Κάρλο θα μπορούσε να τσιγαρίσει το κοτόπουλό του στην άσφαλτο. «Α, ότι την ήξερες; Μα είναι τόσο δύσκολο να θυμόμαστε όλους όσους γνωρίζουμε, έτσι δεν είναι;» Λέγοντας αυτά, μπήκε στο ταξί και έδωσε το όνομα του ξενοδοχείου στον οδηγό.

«Έχουμε διασχίσει τη μισή χώρα». Ο Κάρλο μπήκε πίσω της ενοχλημένος. «Έχω αρχίσει να ζαλίζομαι». «Σίγουρα». Τον χτύπησε χαϊδευτικά στο χέρι όλο συμπάθεια. «Και σε περιμένουν το Ντιτρόιτ και η Βοστόνη. Θα είσαι τυχερός αν στο τέλος θυμάσαι ακόμα και το δικό σου όνομα». Η Τ ζούλιετ έβγαλε την πουδριέρα της να ρίξει μια ματιά στο μακιγιάζ της. «Στη Φιλαδέλφεια, όμως, μπορώ να σε βοηθήσω. Μου έχεις πει ήδη ότι έχεις μια... φίλη εκεί». «Η Σάμερ είναι άλλη περίπτωση». Ο Κάρλο πήρε την πουδριέρα από τα χέρια της. «Την ξέρω χρόνια. Σπουδάσαμε μαζί. Ποτέ δεν... Φίλοι, είμαστε μόνο φίλοι», κατέληξε γρυλίζοντας. «Δε μου αρέσει να δίνω εξηγήσεις». «Αυτό το βλέπω». Η Τ ζούλιετ έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα, υπολογίζοντας και το φιλοδώρημα, την ώρα που το ταξί σταματούσε έξω από το ξενοδοχείο. Βγαίνοντας, έριξε ένα επίμονο βλέμμα στον Κάρλο. «Κανείς δε σου ζήτησε να το κάνεις». «Γελοιότητες». Ο Κάρλο την άρπαξε από το μπράτσο προτού φτάσει στην είσοδο. «Εσύ μου το ζήτησες. Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις με λόγια». «Η ενοχή σε κάνει να φαντάζεσαι διάφορα». Η Τ ζούλιετ έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στη ρεσεψιόν. «Η ενοχή;» Ο Κάρλο την πρόλαβε εξαγριωμένος στο ασανσέρ. «Δεν έχω κανένα λόγο να νιώθω ενοχή. Για να νιώθεις ενοχή, πρέπει να έχεις κάνει κάποιο έγκλημα, κάποιο αμάρτημα». Η Τ ζούλιετ μπήκε ατάραχη στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί για τον όροφό τους. «Αυτό είναι αλήθεια, Κάρλο. Μου φαίνεσαι έτοιμος για εξομολόγηση». Εκείνος ξέσπασε οργισμένος σ’ ένα χείμαρρο ιταλικών που έκανε τους άλλους δυο επιβάτες του ασανσέρ να τραβηχτούν στη γωνία. Η Τ ζούλιετ σταύρωσε ήρεμα τα χέρια της και αποφάσισε πως ήταν η

πρώτη φορά που το διασκέδαζε τόσο. Όταν το ασανσέρ σταμάτησε στον όροφό τους, οι άλλοι δυο κρατήθηκαν μακριά από τον Κάρλο. «Θέλεις να τσιμπήσεις κάτι στα γρήγορα στο αεροδρόμιο ή προτιμάς να περιμένεις να προσγειωθούμε;» «Δε μ’ ενδιαφέρει το φαγητό». «Περίεργη δήλωση για σεφ», είπε η Τ ζούλιετ, διασχίζοντας το διάδρομο. «Σου δίνω δέκα λεπτά να μαζέψεις τα πράγματά σου για να καλέσω τον γκρουμ». Είχε βάλει το κλειδί της στην κλειδαριά όταν τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν στον καρπό της. Τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι δεν τον είχε δει άλλη φορά σε τέτοια απόγνωση. Ωραία. Καιρός ήταν. «Δε μαζεύω τίποτε μέχρι να το ξεκαθαρίσουμε». «Τ ι να ξεκαθαρίσουμε;» τον αντέκρουσε. «Όταν διαπράττω έγκλημα ή αμαρτία, το κάνω ανοιχτά», της είπε έτοιμος να εκραγεί και η Τ ζούλιετ στάθηκε να τον ακούσει, υψώνοντας το φρύδι της. «Η Λίντια ήταν εκείνη που είχε τυλίξει τα μπράτσα της γύρω μου». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε. «Ναι, σε είδα πόσο πάλευες να ελευθερωθείς. Όταν μια γυναίκα εκμεταλλεύεται μ’ αυτό τον τρόπο έναν άντρα, πρέπει να την κλείνουν στη φυλακή». Τα μάτια του ήταν τόσο αγριεμένα που φάνταζαν μαύρα. «Γίνεσαι σαρκαστική. Αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι την κατάσταση». «Το αντίθετο». Η Τ ζούλιετ ακούμπησε πάνω στην πόρτα. «Κάρλο, πιστεύω ότι καταλαβαίνω πολύ καλά πώς έχουν τα πράγματα. Και δεν πιστεύω ότι σου ζήτησα εξηγήσεις. Τ ώρα, αν θέλεις να πάρουμε την πτήση που φεύγει νωρίτερα, καλύτερα να μαζέψεις τα πράγματά σου», του είπε και του έκλεισε για δεύτερη φορά την πόρτα στα μούτρα. Ο Κάρλο έμεινε ακίνητος στη θέση του για μια στιγμή, νιώθοντας διχασμένος. Σαν άντρας περίμενε μια δόση ζήλιας από τη γυναίκα με

την οποία είχε σχέσεις. Μέχρι ένα σημείο την απολάμβανε. Εκείνο που δεν περίμενε ήταν, όταν τον έπιανε στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, όσο αθώο και να ήταν αυτό το αγκάλιασμα, να του δώσει ένα χαϊδευτικό χτύπημα στο χέρι και να του χαρίσει ένα χαμόγελο όλο κατανόηση. Όχι, αυτό δεν το περίμενε καθόλου. Δε θα το ανεχόταν. Όταν ακούστηκε το κοφτό χτύπημα στην πόρτα, η Τ ζούλιετ είχε ακόμα το χέρι της στο πόμολο. Πολύ σοφά, μέτρησε ως το δέκα προτού ανοίξει. «Χρειάζεσαι κάτι;» Ο Κάρλο περιεργάστηκε προσεκτικά το πρόσωπό της, αναζητώντας κάποια παγίδα. «Δεν είσαι θυμωμένη». Η Τ ζούλιετ ύψωσε τα φρύδια της. «Όχι, γιατί;» «Η Λίντια είναι πολύ όμορφη». «Σίγουρα είναι». Ο Κάρλο μπήκε μέσα. «Δε ζηλεύεις;» «Μη γίνεσαι παράλογος», του απάντησε, διώχνοντας μια κλωστούλα από το μανίκι της. «Αν μ’ έβρισκες εσύ μ’ έναν άλλον άντρα κάτω από παρόμοιες συνθήκες, θα έδειχνες κατανόηση, είμαι σίγουρη γι’ αυτό». «Όχι». Ο Κάρλο έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Θα του έσπαγα τα μούτρα». «Ω;» Μάλλον ευχαριστημένη, η Τ ζούλιετ γύρισε να πάρει κάποια πράγματα από την τουαλέτα της. «Υποθέτω ότι μιλάει το ιταλικό ταμπεραμέντο σου. Οι δικοί μου πρόγονοι ήταν μάλλον πράοι. Μου δίνεις, σε παρακαλώ, τη βούρτσα;» Ο Κάρλο την πήρε και την ακούμπησε στο χέρι της. «Πράοι –που σημαίνει;» «Ήρεμοι, σίγουροι. Αν και είχα μια προγιαγιά που όταν βρήκε τον άντρα της να σαλιαρίζει με τη λαντζιέρισσα, με το δικό της πράο

τρόπο τον έριξε σέκο, φέρνοντάς του το τηγάνι στο κεφάλι. Δε νομίζω ο προπάππος μου να ξανασαλιάρισε με άλλη υπηρέτρια». Η Τ ζούλιετ έβαλε τη βούρτσα στην πλαστική θήκη της και την τακτοποίησε στην τσάντα της. «Λένε ότι της έχω μοιάσει». Ο Κάρλο την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε προς το μέρος του. «Δεν υπάρχουν τηγάνια εδώ γύρω». «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είμαι εφευρετική. Κάρλο...» Χαμογελώντας πάντα, η Τ ζούλιετ τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό του. «Αν δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς γινόταν, θα σε είχα λούσει με τον καφέ που είχα πάει να σου φέρω. Καπίσε;» «Σι». Ο Κάρλο χαμογέλασε κι έτριψε τη μύτη του στη δική της. Αλλά δεν την καταλάβαινε στ’ αλήθεια. Ίσως γι’ αυτό τον μάγευε τόσο. Τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά της και άφησε τη μαγεία να τους τυλίξει. «Τ ζούλιετ», της ψιθύρισε. «Υπάρχει και αργότερα πτήση για το Ντιτρόιτ, σωστά;» Κι εκείνη αναρωτιόταν αν θα το σκεφτόταν ποτέ. «Ναι, το απόγευμα». «Το ξέρεις πως η βιασύνη κάνει κακό στην υγεία;» Όσο της μιλούσε κατέβαζε τη ζακέτα από τους ώμους της και την άφησε να κυλήσει στο πάτωμα. «Κάτι έχω ακούσει». «Είναι αλήθεια. Είναι πολύ καλύτερα, από ιατρική άποψη, να μη βιάζεσαι. Να διατηρείς ένα σταθερό ρυθμό, αλλά όχι γρήγορο. Και, φυσικά, να δίνεις στο σύστημά σου την ευκαιρία να χαλαρώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα. Θα ήταν πολύ ανθυγιεινό για μας να μαζέψουμε τώρα τα πράγματά μας και να φύγουμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο». Ξεκούμπωσε τη φούστα της και την άφησε ν’ ακολουθήσει τη ζακέτα της. «Μάλλον έχεις δίκιο». «Και βέβαια έχω δίκιο», της ψιθύρισε στο αυτί. «Και δε θα ήταν

καλό για κανέναν από τους δυο μας να πέσει άρρωστος στη μέση της περιοδείας». «Θα ήταν καταστροφικό», συμφώνησε η Τ ζούλιετ. «Στην πραγματικότητα, θα ήταν καλύτερα αν ξαπλώναμε και οι δυο μας για λίγο». «Πολύ καλύτερα. Ο άνθρωπος πρέπει να προσέχει πάντα την υγεία του». «Συμφωνώ απόλυτα», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ και άφησε το πουκάμισό του να πάει να βρει τη ζακέτα και τη φούστα της. Γελούσε όταν σωριάστηκαν στο κρεβάτι. Έτσι του άρεσε. Ελεύθερη, ανέμελη, ενθουσιώδης. Αλλά του άρεσε και όταν είχε εκείνη την πιο ψυχρή και αινιγματική διάθεση. Μπορούσε να την απολαύσει με εκατό διαφορετικούς τρόπους, σαν να μην ήταν η ίδια γυναίκα. Κι όμως, ήταν. Απαλή, όπως τώρα. Ζεστή όπου και να την άγγιζε, μεθυστική όπου και να τη γευόταν. Μπορεί τη μια φορά να φερόταν πειθήνια και την άλλη επιθετικά, αλλά αυτή η αλλαγή δεν τον κούραζε ποτέ. Αυτή τη φορά έκαναν έρωτα γελώντας, κάτι που ήξερε ότι ήταν σπάνιο και πολύτιμο. Ακόμα και όταν το πάθος άρχισε να κυριαρχεί, υπήρχε μια εύθυμη νότα που δε σκίαζε τη φλόγα. Σε μια στιγμή του πρόσφερε περισσότερα απ’ όσα πίστευε ότι θα μπορούσε να του δώσει μια γυναίκα και ας ζούσε μαζί της μια ζωή. Η Τ ζούλιετ δεν περίμενε να τον δει ποτέ έτσι –γελαστό, ταραγμένο, ευτυχισμένο, απελπισμένο. Υπήρχαν τόσα που δεν ήξερε. Κάθε φορά που την άγγιζε, της πρόσφερε κάτι καινούριο, αν και από μια άποψη ήταν σαν να μην είχε γνωρίσει άλλο άγγιγμα από το δικό του. Την έκανε να νιώθει νέα και επιθυμητή, άγρια και μελοδραματική συνάμα. Μέσα σε λίγα λεπτά μπορούσε να της προσφέρει την απόλυτη ικανοποίηση μέσα από μια γκάμα έξαλλων συγκινήσεων.

Και όσο περισσότερα της έδινε, όσο περισσότερα της χάριζε, τόσο πιο εύκολο ήταν να του δώσει κι εκείνη. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα –αυτό ίσχυε και για εκείνον–, αλλά κάθε φορά που έκαναν έρωτα η οικειότητά τους μεγάλωνε, βάθαινε. Αποκτούσε δύναμη, βάρος και δε θα ήταν απλό να εξαφανιστεί όταν θα ξανάπαιρνε ο καθένας το δρόμο του. Ίσως αν το είχαν συνειδητοποιήσει, να το πολεμούσαν. Αντί γι’ αυτό, πέρασαν όλο το πρωινό κάνοντας έρωτα με το σθένος των νιάτων και την ένταση της εξοικείωσης.

Κεφάλαιο 10 H Τ ζούλιετ έκλεισε το τηλέφωνο, πέρασε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά της και βλαστήμησε. Σηκώθηκε, πέταξε άλλη μια βρισιά και πήγε προς το φαρδύ παράθυρο της σουίτας του Κάρλο. Για λίγο άρχισε να μουρμουρίζει χωρίς να έχει κάποιον συγκεκριμένο στόχο. Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο Κάρλο ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Πολύ σοφά, περίμενε ώσπου η Τ ζούλιετ ηρέμησε. «Προβλήματα;» «Έχουμε αποκλειστεί εξαιτίας της ομίχλης», του απάντησε και άρχισε πάλι να βρίζει κοιτώντας από το παράθυρο. Απέξω, η ομίχλη αιωρούνταν, πυκνή και ασάλευτη. Το Ντιτρόιτ είχε χαθεί. «Όλες οι πτήσεις ακυρώνονται. Ο μόνος τρόπος για να πάμε στη Βοστόνη είναι να δείξουμε πόδι». «Να δείξουμε πόδι;» «Ξέχνα το». Η Τ ζούλιετ γύρισε και άρχισε να βηματίζει μέσα στη σουίτα. Στο Ντιτρόιτ είχαν κάνει πολλές συναντήσεις με δημοσιογράφους,

είχαν πάει σε πολλές εκδηλώσεις, και το Αναγεννησιακό Κέντρο είχε αποδειχτεί ένας όμορφος τόπος διαμονής, αλλά τώρα ήταν καιρός να συνεχίσουν. Η Βοστόνη ήταν πολύ κοντά με το αεροπλάνο, οπότε το βράδυ η Τ ζούλιετ θα μπορούσε να γράψει τις αναφορές της και στη συνέχεια ν’ απολαύσει έναν ωραίο ύπνο. Μόνο που είχε έρθει η ομίχλη από τη λίμνη και είχε τυλίξει ολόκληρη την πόλη. Κολλήσαμε εδώ, σκέφτηκε κοιτάζοντας πάλι από το παράθυρο με αγριεμένο βλέμμα. Είχαν κολλήσει, ενώ εκείνη είχε κανονίσει να κάνουν μια ζωντανή επίδειξη στις οχτώ το πρωί στο πλαίσιο μιας καθιερωμένης πρωινής εκπομπής στη Βοστόνη. Ο Κάρλο σάλεψε στον καναπέ, αλλά δεν ανακάθισε. Αν δε χρειαζόταν να σκεφτεί, θα μπορούσε να είχε απαριθμήσει τις φορές που είχε μείνει καθηλωμένος σε κάποιο μέρος για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Θυμήθηκε πως μια φορά τον είχε παρασύρει μια χορεύτρια του φλαμένκο στη Μαδρίτη και είχε χάσει την τελευταία πτήση. Ήταν όμως προτιμότερο να μην αναφέρει αυτό το περιστατικό. Παρ’ όλ’ αυτά, σκέφτηκε πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις το καλύτερο που είχε να κάνει κανείς ήταν να χαλαρώσει και να το απολαύσει. Ήξερε όμως πως η Τ ζούλιετ δεν ήταν τέτοιος τύπος. «Στενοχωριέσαι για την πρωινή εκπομπή». «Φυσικά». Πηγαίνοντας πέρα δώθε, η Τ ζούλιετ ξανασκέφτηκε όλες τις εναλλακτικές λύσεις. Να νοικιάσουν ένα αυτοκίνητο και να πάνε οδικώς –όχι, ακόμα κι αν ήταν καλός ο καιρός, η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη. Θα μπορούσαν να ναυλώσουν ένα αεροπλάνο και να ελπίζουν ότι η ομίχλη θα καθάριζε μέχρι να ξημερώσει. Έριξε άλλη μια ματιά από το παράθυρο. Βρίσκονταν στον εξηκοστό πέμπτο όροφο, αλλά το ίδιο θα έκανε αν βρίσκονταν εξήντα πέντε μέτρα κάτω από τη γη. Όχι, αποφάσισε, καμιά τηλεοπτική διαφήμιση δεν άξιζε τέτοιο ρίσκο. Θα έπρεπε να ακυρώσουν την εκπομπή. Δε

γινόταν αλλιώς. Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και ακούμπησε τα πόδια της πλάι στου Κάρλο. «Λυπάμαι, Κάρλο, δεν υπάρχει διέξοδος. Θα πρέπει να ξεχάσουμε τη Βοστόνη». Η Τ ζούλιετ έπαιξε τα δάχτυλα των ποδιών της γιατί τα ένιωθε κάπως πιασμένα ύστερα από δεκάωρη ορθοστασία. «Δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβουμε το σποτ στην τηλεόραση, κι αυτό είναι το σημαντικότερο από όσα έχουμε κανονίσει για τη Βοστόνη. Έχουμε μόνο δύο συνεντεύξεις σε έντυπα και μια εκδήλωση για αυτόγραφα. Δεν περιμέναμε μεγάλη κίνηση εκεί πέρα κι έτσι στηριχτήκαμε στο τηλεοπτικό σποτ. Χωρίς αυτό...» Ανασήκωσε τους ώμους της μοιρολατρικά. «Τ ις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες θα είσαι αραχτός –δε θα κάνεις τίποτε». «Τ ίποτε;» «Τ ίποτε». Εκείνος χαμογέλασε πλατιά. Με ταχύτητα για την οποία δε φαινόταν ικανός, ανακάθισε, τη γράπωσε από τα μπράτσα και την τράβηξε δίπλα του. «Ωραία, μπορείς να την αράξεις μαζί μου. Δυο αραχτοί, μαντόνα, είναι καλύτερα από έναν». «Κάρλο». Η Τ ζούλιετ δεν μπόρεσε να αποφύγει το πρώτο φιλί. Ή μπορεί να μην κατέβαλε την απαραίτητη προσπάθεια, ήξερε όμως ότι ήταν βασικό να αποφύγει το δεύτερο. «Περίμενε ένα λεπτό». «Έχουμε μόνο είκοσι τέσσερις ώρες», της υπενθύμισε, ενώ τα χείλη του προχώρησαν στ’ αυτί της. «Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο». «Πρέπει να... Σταμάτα», τον πρόσταξε όταν οι σκέψεις της άρχισαν να θολώνουν. «Έχουμε να κανονίσουμε πολλά πράγματα». «Τ ι έχουμε να κανονίσουμε;» Η Τ ζούλιετ έκανε στα γρήγορα μια νοερή λίστα. Εκείνη είχε κάνει ήδη τσεκ-άουτ από το δωμάτιό της. Είχαν κρατήσει μόνο τη σουίτα για να μη χάσουν τη βολή τους, αλλά ως τις έξι. Θα μπορούσε να

κλείσει ένα χωριστό δωμάτιο για να περάσουν τη βραδιά, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανοησία. Ανασήκωσε τους ώμους της και κατέφυγε σε ανούσιες πρακτικότητες. «Θα πρέπει να κρατήσουμε τη σουίτα για όλο το βράδυ». «Αυτό είναι σημαντικό», είπε ο Κάρλο και σήκωσε το κεφάλι του για μια στιγμή. Το πρόσωπο της Τ ζούλιετ ήταν ήδη αναψοκοκκινισμένο και το βλέμμα της είχε γίνει απαλό. Λες κι εκείνη είχε εκφράσει τις σκέψεις της φωναχτά, ο Κάρλο ακολούθησε τον ειρμό της. Άθελά του θαύμασε τον τρόπο που το μυαλό της πήγαινε από το ένα θέμα στο άλλο σε απόλυτη ευθεία. «Πρέπει να τηλεφωνήσω στη Νέα Υόρκη και να τους ενημερώσω για την κατάστασή μας. Θα πρέπει ακόμα να πάρω τη Βοστόνη και να ακυρώνω το σποτ, και μετά το αεροδρόμιο για να αλλάξω την πτήση μας. Κατόπιν έχω να...» «Μου φαίνεται ότι τα έχεις φτιάξει με το τηλέφωνο. Είναι δύσκολο για έναν άντρα να ζηλεύει ένα άψυχο αντικείμενο». «Τα τηλέφωνα είναι η ζωή μου». Η Τ ζούλιετ προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από κάτω του, αλλά δεν τα κατάφερε. «Κάρλο». «Μου αρέσει όταν λες το όνομά μου με μια υποψία αγανάκτησης». «Σε λίγο δε θα είναι απλώς μια υποψία». Εκείνος σκέφτηκε ότι κι αυτό θα το έβρισκε απολαυστικό. «Δε μου είπες ακόμα πόσο φανταστικός ήμουν σήμερα». «Ήσουν φανταστικός». Ήταν τόσο εύκολο να χαλαρώσει όταν ο Κάρλο την κρατούσε στην αγκαλιά του μ’ αυτό τον τρόπο. Τα τηλεφωνήματα μπορούσαν να περιμένουν, για λίγο. Στο κάτω κάτω, δεν επρόκειτο να πάνε πουθενά. «Τους μάγεψες όλους με τα λινγκουίνι σου». «Τα λινγκουίνι μου υπνωτίζουν τον κόσμο», συμφώνησε ο Κάρλο.

«Μάγεψα και το δημοσιογράφο από το Φρι Πρες». «Τον άφησες έκπληκτο. Το Ντιτρόιτ δε θα είναι ποτέ πια το ίδιο». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Κάρλο τη φίλησε στη μύτη. «Η Βοστόνη δε θα μάθει ποτέ τι έχασε». «Μη μου το θυμίζεις», άρχισε η Τ ζούλιετ, αλλά μετά σταμάτησε. Ο Κάρλο άκουσε τα γρανάζια να δουλεύουν στο μυαλό της. «Έχω μια ιδέα». Με μοιρολατρική διάθεση, ο Κάρλο την έφερε από πάνω του και την παρατηρούσε καθώς εκείνη σκεφτόταν. «Ίσως να πιάσει», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ. «Αν συνεργαστούν όλοι, ίσως να πάει πολύ καλά. Εδώ που τα λέμε, ίσως αποδειχτεί εξαιρετική». «Τ ι θες να πεις;» «Ισχυρίζεσαι πως είσαι και μάγος, όχι μόνο καλλιτέχνης». «Η μετριοφροσύνη δε μου επιτρέπει να...» «Άσ’ το καλύτερα». Η Τ ζούλιετ στριφογύρισε μέχρι που κάθισε πάνω του. «Κάποτε μου είπες ότι θα μπορούσες να μαγειρέψεις ακόμα και μέσα σ’ έναν υπόνομο». Ο Κάρλο συνοφρυώθηκε και βάλθηκε να παίζει μ’ ένα μικρό χρυσό χαλκά που φορούσε η Τ ζούλιετ στ’ αυτί της. «Ναι, ίσως να είπα κάτι τέτοιο, αλλά είναι απλώς μια έκφραση...» «Τ ι θα ’λεγες για μαγειρική με τηλεκοντρόλ;» Τα φρύδια του έσμιξαν, αλλά το χέρι του ταξίδεψε νωχελικά στον ποδόγυρο της φούστας της, που είχε ανέβει ψηλά. «Έχεις απίθανα πόδια», της είπε αφηρημένα, αλλά ύστερα έστρεψε την προσοχή του στα λεγόμενά της. «Τ ι εννοείς, “ με τηλεκοντρόλ”;» «Αυτό ακριβώς που είπα». Παρασυρμένη από την ιδέα της, η Τ ζούλιετ σηκώθηκε και άρπαξε μολύβι και χαρτί. «Δώσε μου όλα τα συστατικά –αύριο θα έκανες πάλι λινγκουίνι, έτσι δεν είναι;» «Ναι, είναι η σπεσιαλιτέ μου».

«Ωραία, τα έχω όλα στο αρχείο μου έτσι κι αλλιώς. Μπορούμε να στήσουμε μια τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ Ντιτρόιτ και του στούντιο στη Βοστόνη. Μπορείς να βγεις στον αέρα εκεί πέρα, ενώ θα είμαστε εδώ». «Τ ζούλιετ, εδώ ζητάς να γίνουν πολλά μαγικά». «Όχι, πρόκειται για στοιχειώδη ηλεκτρονικά συστήματα. Ο οικοδεσπότης του σόου –ο Πολ Ο’Χάρα– μπορεί να μαγειρέψει το πιάτο ζωντανά ενώ εσύ θα του δίνεις τηλεφωνικά τις οδηγίες. Είναι σαν να δίνεις οδηγίες από τον πύργο ελέγχου σ’ ένα αεροπλάνο πώς να προσγειωθεί, ξέρεις. Σαράντα μοίρες αριστερά –ένα φλιτζάνι αλεύρι». «Όχι». «Κάρλο». Εκείνος έβγαλε τα παπούτσια του αργά. «Θέλεις να βάλεις αυτόν εκεί, τον Ο’Χάρα που χαμογελά για να τον βλέπει η κάμερα, να μαγειρέψει τα λινγκουίνι μου;» «Μη μου αρχίζεις τα νευράκια», του είπε η Τ ζούλιετ προειδοποιητικά, ενώ το μυαλό της ανέτρεχε με ταχύτητα σε όλα τα ενδεχόμενα. «Κοίτα, γράφεις βιβλία μαγειρικής έτσι που να μπορεί ο μέσος άνθρωπος να μαγειρέψει κάποια από τις συνταγές σου». «Να τις μαγειρέψει, ναι», είπε ο Κάρλο, εξετάζοντας τα νύχια του. «Όχι όμως σαν τον Φρανκόνι». Η Τ ζούλιετ άνοιξε το στόμα της, αλλά μετά το ξανάκλεισε. Πρόσεχε να μην πας κόντρα στον εγωισμό του, υπενθύμισε στον εαυτό της. Τουλάχιστον μέχρι να καταφέρεις να κάνεις αυτό που θέλεις. «Όχι βέβαια, Κάρλο. Κανένας δεν περιμένει να γίνει τέτοιο πράγμα. Μπορούμε όμως να μετατρέψουμε αυτή την αναποδιά σε μια πραγματική εκδήλωση. Χρησιμοποιώντας το βιβλίο σου στη διάρκεια μιας ζωντανής εκπομπής, και με λίγη καθοδήγηση από μέρους σου, ο Ο’Χάρα μπορεί να μαγειρέψει τα λινγκουίνι σου. Δεν

είναι σεφ, ούτε γαστρονόμος, αλλά ένας μέσος άνθρωπος. Έτσι, λοιπόν, θα δείχνει στο κοινό τις αντιδράσεις ενός μέσου ανθρώπου. Θα κάνει τα λάθη ενός μέσου ανθρώπου, κι εσύ θα μπορείς να του τα διορθώνεις. Αν τα καταφέρουμε, οι πωλήσεις του βιβλίου σου θα εκτοξευτούν στα ύψη. Ξέρεις ότι μπορείς να το κάνεις». Η Τ ζούλιετ του χαμογέλασε σαγηνευτικά. «Εσύ είπες πως θα μπορούσες να μάθεις ακόμα κι εμένα να μαγειρεύω, εμένα που είμαι σκέτη καταστροφή στην κουζίνα. Το δίχως άλλο, μπορείς να καθοδηγήσεις τον Ο’Χάρα για να μαγειρέψει ένα πιάτο». «Και βέβαια μπορώ». Ο Κάρλο σταύρωσε πάλι τα μπράτσα του και κοίταξε το ταβάνι. Η λογική της Τ ζούλιετ ήταν άψογη, η ιδέα της δημιουργική. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, του άρεσε πολύ –σχεδόν όσο του άρεσε η ιδέα ότι δε θα ήταν αναγκασμένος να πετάξει ως τη Βοστόνη. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν του φαινόταν δίκαιο να υποχωρήσει χωρίς να βγάλει κι εκείνος κάτι. «Θα το κάνω –μ’ έναν όρο». «Και ποιος είναι αυτός ο όρος;» «Αύριο το πρωί, θα καθοδηγήσω αυτόν τον Ο’Χάρα πώς να φτιάξει τα λινγκουίνι. Απόψε...» Της χαμογέλασε. «Απόψε θα κάνουμε μια πρόβα τζενεράλε. Θα καθοδηγήσω εσένα». Η Τ ζούλιετ σταμάτησε να κοπανάει τη μύτη του μολυβιού πάνω στο σημειωματάριό της. «Θες να μαγειρέψω εγώ λινγκουίνι;» «Με τη δική μου καθοδήγηση, κάρα μία, θα μπορούσες να μαγειρέψεις οτιδήποτε». Εκείνη το σκέφτηκε και κατέληξε πως δεν είχε καμιά σημασία. Αυτή τη φορά η σουίτα δε διέθετε κουζίνα, οπότε ο Κάρλο θα πρέπει να βασιζόταν στο ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την κουζίνα του ξενοδοχείου. Ίσως να γινόταν αυτό, ίσως όχι. Αν γινόταν κι εκείνη τα έκανε μαντάρα, θα μπορούσαν να παραγγείλουν να τους φέρουν φαγητό στο δωμάτιο. Αυτό που μετρούσε ήταν να περισώσει ό,τι γινόταν να περισωθεί ως προς τη Βοστόνη. «Ευχαρίστως. Και

τώρα πρέπει να κάνω διάφορα τηλεφωνήματα». Ο Κάρλο έκλεισε τα μάτια του και προτίμησε να πάρει έναν υπνάκο. Αν επρόκειτο να διδάξει τα μυστικά των λινγκουίνι σε δυο ερασιτέχνες μέσα σε δώδεκα ώρες, θα χρειαζόταν όλες τις δυνάμεις του. «Ξύπνα με όταν τελειώσεις», της είπε. «Πρέπει να επιθεωρήσουμε την κουζίνα του ξενοδοχείου». Η Τ ζούλιετ χρειάστηκε σχεδόν δύο ώρες, κι όταν έκλεισε το τηλέφωνο για τελευταία φορά, ο σβέρκος της και τα δάχτυλά της είχαν πιαστεί. Είχε καταφέρει όμως αυτό που ήθελε. Ο Χαλ τη χαρακτήρισε μεγαλοφυΐα και ο Ο’Χάρα συμφώνησε πως θα είχε πλάκα. Είχαν ήδη αρχίσει να διευθετούνται οι διάφορες λεπτομέρειες. Αυτή τη φορά η Τ ζούλιετ χαμογέλασε κοροϊδευτικά στην επίμονη ομίχλη που στροβιλιζόταν έξω από το παράθυρο. Ούτε η βροχή, ούτε η καταιγίδα, ούτε το σκοτάδι μπορούν να με σταματήσουν, σκέφτηκε, ικανοποιημένη από τον εαυτό της. Τ ίποτε δε θα στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο της Τ ζούλιετ Τ ρεντ. Μετά, γύρισε και κοίταξε τον Κάρλο. Κάτι μέσα της έκανε την αυτοπεποίθηση και την αυταρέσκειά της να ταλαντευτούν. Είναι το συναίσθημα, είπε στον εαυτό της. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε συμπεριλάβει στο πρόγραμμα. Τ ι να γίνει, ίσως να παραμόνευε κάπου μια καταστροφή εκτός προγράμματος. Ίσως να ήταν κάτι που δεν μπορούσε να παρακάμψει με τις δημιουργικές ιδέες και την καπατσοσύνη της. Απλά, ήταν αναγκασμένη να αντιμετωπίζει τα αισθήματά της για τον Κάρλο βήμα βήμα. Άλλες τέσσερις μέρες, σκέφτηκε, και η βόλτα θα τέλειωνε. Η μουσική θα σταματούσε και θα ήταν καιρός να κατέβει από το καρουσέλ. Δεν ωφελούσε να προσπαθήσει να δει τι θα γινόταν μετά· όλες οι σελίδες ήταν άγραφες. Έπρεπε να διατηρήσει την πεποίθησή της ότι η

ζωή χτιζόταν μέρα με τη μέρα. Ο Κάρλο θα έφευγε, κι εκείνη θα μάζευε τα συντρίμμια και θα ξανάρχιζε τη ζωή της από εκείνο το σημείο. Δεν ήταν τόσο χαζή ώστε να πει στον εαυτό της ότι δεν επρόκειτο να κλάψει. Θα έχυνε δάκρυα για τον Κάρλο, αλλά θα το έκανε όταν θα έμενε μόνη. Βάλε στο πρόγραμμά σου μια μέρα για να θρηνήσεις, είπε στον εαυτό της και μετά πέταξε μακριά το σημειωματάριό της. Δε θα έκανε καλό στην υγεία της αν το σκεφτόταν από τώρα. Έμεναν μόνο τέσσερις μέρες. Για μια στιγμή, η Τ ζούλιετ κοίταξε τα άδεια χέρια της και αναρωτήθηκε αν θα είχε κάνει τα βήματα που έκανε έτσι και ήξερε πού θα την οδηγούσαν. Μετά έριξε μια ματιά στον Κάρλο και έμεινε να τον κοιτάζει ενώ εκείνος κοιμόταν. Παρ’ όλο που είχε τα μάτια του κλειστά και δεν εκδήλωνε την ακαταμάχητη εσωτερική ζωντάνια του, ο Κάρλο την τραβούσε. Η Τ ζούλιετ συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απλώς θέμα ομορφιάς. Εκείνη δεν ήταν από τις γυναίκες που θα άφηναν τη ζωή τους να ξεστρατίσει μόνο και μόνο για την εξωτερική εμφάνιση. Ήταν θέμα στυλ. Χαμογελώντας, σηκώθηκε και πήγε πιο κοντά του. Όσο πρακτικός άνθρωπος κι αν ήταν, όσο κοινό νου κι αν διέθετε, δε θα είχε κατορθώσει να αντισταθεί στο στυλ του. Διαβεβαίωσε τον εαυτό της ότι δε θα μετάνιωνε. Ούτε τώρα, ούτε σε πέντε μέρες, όταν θα τους χώριζαν ένας ωκεανός και οι προτεραιότητες της ζωής τους. Καθώς θα περνούσαν τα χρόνια, καθώς οι ζωές τους θα κυλούσαν και θα άλλαζαν, εκείνη θα θυμόταν τις λίγες μέρες που έζησε κάτι ξεχωριστό. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, είχε πει ο Κάρλο. Δαγκώνοντας ελαφρά τη γλώσσα της, σκέφτηκε ότι συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. Άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. Από συνήθεια, την κρέμασε προσεκτικά στη ράχη μιας καρέκλας πριν ανοίξει την κόπιτσα της φούστας της. Όταν το ρούχο έπεσε στο πάτωμα, το

σήκωσε, το έστρωσε και το δίπλωσε. Έβγαλε μια μια τις φουρκέτες από τα μαλλιά της και τις άφησε παράμερα. Φορώντας ένα καθόλου πρακτικό δαντελένιο κορμάκι και ένα στρινγκάκι πλησίασε ακόμα περισσότερο. Ο Κάρλο ξύπνησε με το αίμα να σφυροκοπά στα μηνίγγια του και το κεφάλι του να γυρίζει. Έπιασε το απαλό άρωμά της στον αέρα και το ένιωσε πιο δυνατά στο δέρμα της καθώς το στόμα της ενώθηκε κατακτητικά με το δικό του. Το κορμί της ήταν κιόλας φλογισμένο όταν ξάπλωσε πλάι του. Πριν προλάβει να βάλει σε τάξη τις πρώτες του σκέψεις, φλογίστηκε και το δικό του κορμί. Η Τ ζούλιετ ήταν όλο δαντέλες, σάρκα και πάθος. Ο Κάρλο δεν είχε χρόνο για να συγκρατηθεί ή να κινηθεί με στυλ και λεπτότητα. Σπρωγμένος από ασυγκράτητη απόγνωση, άπλωσε τα χέρια του κι όπου κι αν άγγιζε, έπιανε μετάξι και ντελικάτη επιδερμίδα, αλλά συνάμα δύναμη και απαίτηση. Η Τ ζούλιετ του ξεκούμπωσε το πουκάμισο και το παραμέρισε για να αφήσει τα σώματά τους να ενωθούν και να ανάψουν. Κάτω από την καρδιά της, αισθάνθηκε τον ξέφρενο χτύπο της δικής του κι ένιωσε να την πιάνει ίλιγγος. Το στόμα της αιχμαλώτισε πάλι το δικό του με μόνο στόχο να τον ξετρελάνει. Ένιωσε την ασυγκράτητη επιθυμία ν’ απλώνεται μέσα του, να θεριεύει και να τους κυριεύει και τους δύο. Όταν ο Κάρλο τη γύρισε και την παγίδεψε ανάμεσα στη ράχη του καναπέ και στο σώμα του, η Τ ζούλιετ ήταν έτοιμη να αφήσει τον έλεγχο να της ξεφύγει. Μ’ ένα βογκητό, αφέθηκε να απολαύσει αυτό που είχε αρχίσει. Καμιά γυναίκα δεν του είχε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Η μόνη σκέψη του Κάρλο ήταν να την καταβροχθίσει. Τα δάχτυλά του, τόσο επιδέξια, τόσο απαλά, άρχισαν να τραβούν τη δαντέλα ώσπου κόπηκε η τιράντα χωρίς να κάνει σχεδόν καθόλου θόρυβο.

Τα χέρια του βρήκαν τα μικρά, απαλά στήθη της που ταίριαζαν τόσο τέλεια στις χούφτες του, τα δυνατά πλευρά της και τη λεπτή της μέση. Ήταν δική του. Η λέξη κόντεψε να τον τρελάνει. Η Τ ζούλιετ ήταν πια δική του, όπως στο όνειρο από το οποίο τον είχε ξυπνήσει. Ίσως και να ονειρευόταν ακόμα. Το κορμί της ανέδιδε την ευωδιά μυστικών, μικρών θηλυκών μυστικών που κανένας άντρας δεν ήταν σε θέση να καταλάβει πέρα για πέρα. Είχε μια γεύση πάθους ώριμου, που την έκανε να τρέμει, ενός πάθους που κάθε άντρας λαχταρούσε να γευτεί. Ο Κάρλο άφησε τη γλώσσα του να χαϊδέψει εκείνη τη μικρή κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της και την ένιωσε να αναριγά. Η Τ ζούλιετ ήταν δυνατή γυναίκα, ο Κάρλο δεν αμφέβαλλε στιγμή γι’ αυτό. Και μ’ όλη τη δύναμή της, τώρα του παραδινόταν απόλυτα, για να χαρούν και οι δυο την ηδονή. Η δαντέλα είχε αιχμαλωτίσει την ευωδιά της. Ο Κάρλο θα μπορούσε να αφεθεί σ’ εκείνη την απόλαυση, αλλά η επιδερμίδα της ήταν ακαταμάχητη. Της κατέβασε το κορμάκι μέχρι τη μέση και γεύτηκε τη σάρκα της. Με τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και τη φλόγα στο κορμί της, εκείνη δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο εκείνον. Ούτε το αύριο, ούτε το χτες. Όσο κι αν σε μια ώρα θα το αρνιόταν, οι δυο τους είχαν γίνει ένα. Εξαρτιόνταν ο ένας από τον άλλον για την απόλαυση, τις δυνατές συγκινήσεις. Και για τόσα άλλα που αυτή τη στιγμή η Τ ζούλιετ δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί. Τον λαχταρούσε. Τ ίποτε δε θα κατάφερνε ποτέ να σβήσει αυτή τη λαχτάρα. Τ ώρα όμως ο Κάρλο την έπαιρνε, με ασυγκράτητη ορμή, και διάβαινε πόρτες που είχαν ανοίξει μαζί. Κανείς τους δεν είχε βρεθεί σε τέτοια μέρη με άλλο ταίρι, ούτε θα βρισκόταν ξανά. Η Τ ζούλιετ αφέθηκε στο σκοτάδι, στη φωτιά και στον Κάρλο. Εκείνος τράβηξε τα κορδονάκια στους γοφούς της που τον

εμπόδιζαν να απολαύσει την ουσία του είναι της. Όταν την οδήγησε στην πρώτη κορφή, το κατάλαβε και τον πλημμύρισε η αγαλλίαση. Ατέλειωτα κύματα ηδονής την ανέβασαν στα ύψη ξανά και ξανά, μέχρι που έτρεμαν κι οι δυο. Καθώς τα χείλη του ταξίδευαν κατά μήκος του ποδιού της, εκείνη φώναξε το όνομά του. Η μόνη σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό του ήταν πώς να τη γευτεί ολόκληρη, πώς να την κάνει να θελήσει να τον γευτεί κι εκείνη ολόκληρο. «Τ ζούλιετ, σε θέλω». Το πρόσωπό του ήταν πάλι πάνω από το δικό της, η ανάσα του έβγαινε με κόπο. «Κοίταξέ με». Η Τ ζούλιετ παρέπαιε στην κόψη του ξυραφιού ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα. Όταν άνοιξε τα μάτια της, το πρόσωπό του γέμισε όλο το οπτικό πεδίο της. Δεν ήθελε τίποτε άλλο. «Σε θέλω», επανέλαβε εκείνος, ενώ το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. «Μόνο εσένα θέλω». Η Τ ζούλιετ είχε τυλίξει χέρια και πόδια γύρω του και είχε αφήσει το κεφάλι της να πέσει πίσω. Για μια στιγμή οι ματιές τους έσμιξαν. Αυτό που πέρασε από τα μάτια τους ήταν κάτι που δεν ήθελαν να προσπαθήσουν να εξηγήσουν. Ήταν ταυτόχρονα κίνδυνος και σιγουριά. «Μόνο», μουρμούρισε εκείνη και τον δέχτηκε μέσα της.

Έμειναν και οι δυο άφωνοι, συγκλονισμένοι, νιώθοντας απέραντη ικανοποίηση. Γυμνοί, ιδρωμένοι, βυθισμένοι στη θαλπωρή, έμειναν ενωμένοι χωρίς να μιλούν. Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε πως είχαν ξεστομίσει λόγια. Λόγια που ήταν μέρος της στιγμιαίας τρέλας. Θα έπρεπε να φροντίσει να μην τα επαναλάβει όταν θα κόπαζε το πάθος. Δε χρειάζονταν λόγια, είχαν τέσσερις μέρες. Κι όμως εκείνη λαχταρούσε να ξανακούσει αυτά τα λόγια, και να τα ξαναπεί. Σκέφτηκε ότι μπορούσε να καθορίσει εκείνη την ατμόσφαιρα που

θα επικρατούσε ανάμεσά τους. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κάνει τώρα την αρχή και να συνεχίσει. Χωρίς καμιά πίεση. Έμεινε λίγο ακόμα με τα μάτια κλειστά. Δε μετάνιωνε. Η παραπανίσια στιγμή που χρειάστηκε για να ξαναβρεί τη δύναμή της πέρασε απαρατήρητη. «Θα μπορούσα να μείνω έτσι μια ολόκληρη βδομάδα», μουρμούρισε. Παρ’ όλο που το εννοούσε, τα λόγια της ακούστηκαν νωχελικά. Γυρίζοντας το κεφάλι της, τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Είσαι έτοιμος για άλλον έναν υπνάκο;» Εκείνος ήθελε να της πει τόσα πολλά. Τόσα πολλά που εκείνη δεν ήθελε να ακούσει, σκέφτηκε ο Κάρλο. Είχαν θέσει τους κανόνες κι εκείνος χρειαζόταν μόνο να τους τηρήσει. Τ ίποτε δεν ήταν εύκολο όσο θα έπρεπε. «Όχι», της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Αν και ποτέ δεν ήταν τόσο απολαυστικό το ξύπνημά μου. Μου φαίνεται πως ήρθε η ώρα για το έξτρα μάθημά σου». «Αλήθεια;» Η Τ ζούλιετ έπιασε το κάτω χείλι του ανάμεσα στα δόντια της. «Εγώ νόμιζα ότι είχα αποφοιτήσει». «Στη μαγειρική», της απάντησε, τσιμπώντας την εκεί που είχαν την τάση να το κάνουν οι Ιταλοί. Η Τ ζούλιετ τίναξε τα μαλλιά της και του το ανταπέδωσε. «Νόμιζα ότι θα το ξεχνούσες». «Ο Φρανκόνι δεν ξεχνά ποτέ. Κάνουμε ένα ντους, αλλάζουμε και κατεβαίνουμε στην κουζίνα». Εκείνη συμφώνησε μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το νου της ότι η διεύθυνση του ξενοδοχείου θα του επέτρεπε να κάνει μάθημα μαγειρικής στην κουζίνα τους. Τ ριάντα λεπτά αργότερα, αποδείχτηκε πόσο έξω είχε πέσει. Ο Κάρλο απλώς παρέκαμψε τη διεύθυνση. Δεν είδε για ποιο λόγο έπρεπε να ακολουθήσει την ιεραρχία. Χωρίς πολλή φασαρία, την

οδήγησε μέσα από την κομψή τραπεζαρία του ξενοδοχείου στη μεγάλη εντυπωσιακή κουζίνα. Στον αέρα πλανιόνταν μυρωδιές εξωτικές, ενώ οι ήχοι θύμιζαν σταθμό του μετρό. Η Τ ζούλιετ ήταν σίγουρη ότι θα τον σταματούσαν εκεί και ότι θα δειπνούσαν στην τραπεζαρία ή θα τους σέρβιραν στο δωμάτιό τους. Μολονότι είχε φορέσει ένα άνετο τζιν, δε σχεδίαζε να μαγειρέψει. Έριξε μια ματιά στο μεγάλο χώρο με τις υπερμεγέθεις συσκευές και τους αχανείς πάγκους και ήταν βέβαιη ότι δεν επρόκειτο να μαγειρέψει. Δε θα έπρεπε να είχε εκπλαγεί διαπιστώνοντας ότι και πάλι είχε πέσει έξω. «Φρανκόνι!» Οι τοίχοι αντιλάλησαν το όνομα και η Τ ζούλιετ πετάχτηκε δέκα πόντους στον αέρα από την τρομάρα της. «Κάρλο, νομίζω ότι θα έπρεπε να...» Μα καθώς μιλούσε, κοίταξε προς το μέρος του και τον είδε να έχει ένα χαμόγελο από το ένα αυτί ως το άλλο. «Πιερ!» Ο Κάρλο βρέθηκε χωμένος στην αγκαλιά ενός πελώριου τύπου με άσπρη ποδιά, κρεμαστό μουστάκι κι ένα πρόσωπο πλατύ και στρογγυλό σαν τηγάνι. Το δέρμα του γυάλιζε από τον ιδρώτα, αλλά ανέδιδε μια ευχάριστη μυρωδιά ντομάτας. «Τ ι γυρεύεις στην κουζίνα μου, βρε Ιταλέ σάτυρε;» «Ήρθα να την τιμήσω», του απάντησε ο Κάρλο όταν οι δυο άντρες χωρίστηκαν. «Νόμιζα πως ήσουν στο Μόντρεαλ και δηλητηρίαζες τουρίστες». «Με ικέτεψαν να αναλάβω την κουζίνα εδώ πέρα». Ο μεγαλόσωμος άντρας με τη βαριά γαλλική προφορά ανασήκωσε τους ώμους του που θύμιζαν ντουλάπα. «Τους λυπάμαι. Οι Αμερικανοί έχουν τόσο λίγη φινέτσα στην κουζίνα». «Προσφέρθηκαν να σε πληρώνουν με το κιλό», είπε ξερά ο Κάρλο.

«Να σου δώσουν το βάρος σου σε λεφτά». Ο Πιερ έπιασε την αξιοσέβαστη μέση του και έβαλε τα γέλια. «Εμείς οι δυο καταλαβαινόμαστε, παλιόφιλε. Πάντως, εξακολουθεί να μου αρέσει η Αμερική. Κι εσύ, γιατί δεν είσαι στη Ρώμη να ψαρεύεις κυρίες;» «Είμαι στο τέλος μιας περιοδείας που έκανα για το βιβλίο μου». «Α, ναι, βέβαια, εσύ και τα βιβλία της μαγειρικής σου». Ένας θόρυβος πίσω του έκανε τον Πιερ να στραφεί και να αρχίσει τις φωνές στα γαλλικά. Η Τ ζούλιετ ήταν σίγουρη ότι οι τοίχοι έτρεμαν. Μ’ ένα χαμόγελο, ο σεφ τακτοποίησε το σκούφο του και στράφηκε πάλι προς το μέρος τους. «Πάει καλά η περιοδεία σου;» «Αρκετά καλά», είπε ο Κάρλο και τράβηξε την Τ ζούλιετ κοντά του. «Από δω η Τ ζούλιετ Τ ρεντ, η διαφημίστριά μου». «Άρα πάει πολύ καλά», μουρμούρισε ο Πιερ, πήρε το χέρι της Τ ζούλιετ και το χάιδεψε με τα χείλη του. «Μπορεί να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο μαγειρικής. Καλώς ορίσατε στην κουζίνα μου, μαντεμουαζέλ, είμαι στη διάθεσή σας». Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε γοητευμένη. «Σ’ ευχαριστώ, Πιερ». «Μην τον αφήσεις να σε ξεγελάσει», την προειδοποίησε ο Κάρλο. «Τούτος εδώ έχει μια κόρη στην ηλικία σου». «Μπα!» Ο Πιερ τον κοίταξε με σμιγμένα φρύδια. «Είναι μόλις δεκάξι. Αν ήταν έστω και μια μέρα μεγαλύτερη, θα τηλεφωνούσα στη γυναίκα μου και θα της έλεγα να κλειδώσει τις πόρτες όσο θα βρίσκεται στην πόλη ο Φρανκόνι». Ο Κάρλο χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Τ ι κολακεία, Πιερ!» Με τα χέρια χωμένα στις κωλότσεπες, κοίταξε ολόγυρα. «Πολύ ωραία», είπε σκεφτικά. Σήκωσε το κεφάλι του και οσμίστηκε τον αέρα. «Πάπια. Πάπια είναι αυτό που μυρίζω;» Ο Πιερ κορδώθηκε. «Η σπεσιαλιτέ. Κανάρ ο Πιερ». «Φαντάστικο». Ο Κάρλο αγκάλιασε την Τ ζούλιετ και την οδήγησε

προς τη μυρωδιά. «Κανένας, απολύτως κανένας δεν μπορεί να κάνει με την πάπια αυτό που κάνει ο Πιερ». Τα μαύρα μάτια στο πλατύ πρόσωπο έλαμψαν. «Εσύ είσαι που με κολακεύεις, μον αμί». «Δεν υπάρχει κολακεία στην αλήθεια». Ο Κάρλο κοίταζε καθώς ένας βοηθός έκοβε την πάπια του Πιερ. Με την άνεση που χαρίζει η πείρα, πήρε μια λεπτή φέτα και την έριξε στο στόμα της Τ ζούλιετ. Εκεί έλιωσε, αφήνοντας πίσω της ένα φευγαλέο άρωμα που την έκανε να θέλει κι άλλο. Ο Κάρλο απλώς έγλειψε το δάχτυλό του για να δοκιμάσει. «Θεσπέσια, όπως πάντα. Θυμάσαι, Πιερ, όταν ετοιμάσαμε το τσιμπούσι για τους αρραβώνες του σεΐχη; Πριν από πέντ’ έξι χρόνια». «Εφτά», τον διόρθωσε ο Πιερ και αναστέναξε. «Η πάπια σου και τα δικά μου κανελόνια». «Υπέροχα. Μη βάζεις τόση πολλή πάπρικα σ’ εκείνο το ψάρι», βροντοφώναξε. «Δε βρισκόμαστε στη Βουδαπέστη. Ωραίες μέρες», συνέχισε ανάλαφρα. «Αλλά...» Ο τρόπος που ανασήκωσε τους ώμους του ήταν χαρακτηριστικά γαλατικός. «Όταν ένας άντρας αποκτήσει το τρίτο του παιδί, πρέπει να νοικοκυρευτεί, ουί;» Ο Κάρλο έριξε άλλη μια ματιά στην κουζίνα και με το μάτι του ειδήμονα, ενέκρινε αυτό που είδε. «Διάλεξες ένα εξαιρετικό μέρος για να ριζώσεις. Θα μπορούσες ίσως να μου δώσεις μια γωνιά για λίγο;» «Μια γωνιά;» «Σου το ζητώ σαν χάρη», είπε ο Κάρλο μ’ ένα χαμόγελο που θα έκανε ακόμα και τα στρείδια να του χαρίσουν τα μαργαριτάρια τους. «Υποσχέθηκα στην Τ ζούλιετ να της δείξω πώς να φτιάχνει λινγκουίνι». «Λινγκουίνι κον βόνγκολ ε μπιάνκε;» Τα μάτια του Πιερ γυάλισαν. «Φυσικά. Είναι η σπεσιαλιτέ μου». «Μπορείς να πιάσεις μια γωνιά της κουζίνας μου, μον αμί, σε

αντάλλαγμα για μια μερίδα». Ο Κάρλο έβαλε τα γέλια και χάιδεψε την κοιλιά του Πιερ. «Για σένα, αμίκο, δύο μερίδες». Ο Πιερ τον γράπωσε από τους ώμους και τον φίλησε σταυρωτά. «Αισθάνομαι να ξανανιώνω. Πες μου τι χρειάζεσαι». Σε χρόνο μηδέν, η Τ ζούλιετ βρέθηκε με μια λευκή ποδιά και τα μαλλιά της χωμένα κάτω από ένα σκούφο. Αν της δινόταν η ευκαιρία, μπορεί και να ένιωθε γελοία. «Πρώτα ψιλοκόβεις τα όστρακα». Εκείνη κοίταξε τον Κάρλο και μετά έστρεψε το βλέμμα της στο σωρό με τα όστρακα που ήταν πάνω στην επιφάνεια κοπής. «Να τα ψιλοκόψω;» «Να, έτσι». Ο Κάρλο πήρε το μαχαίρι και με μερικές γρήγορες κινήσεις, έκοψε τα μισά όστρακα σε μικρά, τέλεια κομμάτια. «Δοκίμασε». Νιώθοντας λιγάκι σαν δήμιος, η Τ ζούλιετ κατέβασε το μαχαίρι. «Δεν πιστεύω να είναι... ζωντανά, ε;» «Μαντόνα, δεν υπάρχει όστρακο που δεν το θεωρεί τιμή του να αποτελέσει μέρος των λινγκουίνι του Φρανκόνι. Λίγο πιο μικρά τα κομμάτια. Μάλιστα». Ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, της έδωσε ένα κρεμμύδι. «Κόψ’ το, αλλά όχι σε υπερβολικά μικρά κομμάτια». Της έδειξε πάλι πώς να το κάνει, αλλά αυτή τη φορά η Τ ζούλιετ αισθάνθηκε πιο άνετα. Παίρνοντας το μαχαίρι, άρχισε να κόβει ώσπου το κρεμμύδι έγινε μικρά κομμάτια και τα μάτια της έτρεχαν. «Σιχαίνομαι το μαγείρεμα», μουρμούρισε, αλλά ο Κάρλο έσπρωξε απλά προς το μέρος της μια σκελίδα σκόρδο. «Αυτό πρέπει να το ψιλοκόψεις πολύ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το άρωμά του, όχι η υφή του». Στάθηκε πάνω από τον ώμο της, μέχρι που ενέκρινε το αποτέλεσμα. «Πιάνουν τα χέρια σου,

Τ ζούλιετ. Εδώ τώρα, λιώσε το βούτυρο». Ακολουθώντας τις οδηγίες του, εκείνη τσιγάρισε το κρεμμύδι και το σκόρδο στο βούτυρο, ανακατεύοντας μέχρι να της πει ο Κάρλο ότι ήταν έτοιμα. «Τ ώρα έχουν μαλακώσει, βλέπεις. Προσθέτουμε λίγο αλεύρι». Της έπιασε το χέρι για να της δείξει πώς έπρεπε να το κάνει. «Έτσι το μείγμα γίνεται πηχτό. Προσθέτουμε τα όστρακα. Σιγά σιγά», πρόσθεσε και την πρόλαβε πριν τα ρίξει όλα μαζί. «Δε θέλουμε να τα πληγώσουμε. Χμμ...» Της έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Μπαχαρικά», της είπε κατόπιν. «Αυτά είναι το μυστικό και η δύναμη της συνταγής». Σκύβοντας από πάνω της, της έδειξε πώς να πάρει μια πρέζα από το ένα κι άλλη μια πρέζα από το άλλο ώστε να έχει ένα δημιουργικό αποτέλεσμα. Όσο πιο ευχάριστη γινόταν η ευωδιά, τόσο αυξανόταν και η δική της αυτοπεποίθηση. Δεν επρόκειτο να θυμάται τις αναλογίες ή τα συστατικά, αλλά διαπίστωσε πως δεν είχε σημασία. «Τ ι θα έλεγες γι’ αυτό;» τον ρώτησε, δείχνοντας μερικά κλαράκια μαϊντανό. «Όχι, αυτός έρχεται στο τέλος. Δε θέλουμε να τον πνίξουμε. Κατέβασε τη φωτιά, λίγο ακόμα. Εκεί». Ο Κάρλο έγνεψε ευχαριστημένος. «Σκέπασε καλά την κατσαρόλα και άφησε το φαγητό να σιγοβράσει, ώσπου να ξυπνήσουν όλα τα μπαχαρικά». Η Τ ζούλιετ σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό της με τη ράχη του χεριού της. «Κάρλο, μιλάς για τη σάλτσα λες και είναι κάτι ζωντανό και αναπνέει». «Αυτό κάνουν οι σάλτσες μου», της είπε απλά εκείνος. «Όσο σιγοβράζει το φαγητό, τρίψε το τυρί». Έπιασε ένα κομμάτι και το μύρισε, κλείνοντας τα μάτια του. «Σκουίζιτο». Την άφησε να τρίβει και να ανακατεύει ενώ το υπόλοιπο προσωπικό της κουζίνας εργαζόταν ολόγυρά τους. Η Τ ζούλιετ θυμήθηκε την κουζίνα της μητέρας της με τους καθαρούς πάγκους

και τις σπιτικές μυρωδιές. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Σίγουρα πάντως δεν επικρατούσε ησυχία. Κατσαρολικά έπεφταν, άνθρωποι και πιάτα δέχονταν βλαστήμιες, και όλα έπρεπε να γίνονται γρήγορα. Βοηθοί μπαινόβγαιναν βιαστικά, κουβαλώντας βαριούς δίσκους, σερβιτόροι και σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν, δίνοντας τις παραγγελίες τους με προστακτικό ύφος. Ενώ εκείνη παρακολουθούσε με μάτια διάπλατα, ο Κάρλο δεν έδινε καμιά σημασία. Είχε έρθει η ώρα να δημιουργήσει τα ζυμαρικά του. Βλέποντας πάντα τα ζυμαρικά μαγειρεμένα, η Τ ζούλιετ θεωρούσε πως ήταν κάτι που έπαιρνες από το ράφι, σε χαρτονένια κουτιά. Τ ώρα έμαθε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα, όταν τα χέρια της χώθηκαν στο αλεύρι ως τους καρπούς. Ο Κάρλο την έβαλε να ζυγίσει, να ζυμώσει, να ανοίξει και να απλώσει τη ζύμη ώσπου η Τ ζούλιετ ένιωσε τους αγκώνες της να τρίζουν. Η διαδικασία δε θύμιζε σε τίποτε το πεντάλεπτο ανακάτεμα που είχε συνηθίσει εκείνη. Καθώς δούλευε, συνειδητοποίησε για ποιο λόγο ο Κάρλο είχε τόση αντοχή. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Βγάζοντας το ψωμί του με τη μαγειρική, κατανάλωνε όση ενέργεια καταναλώνει κι ένας αθλητής. Μέχρι να περάσουν τα ζυμαρικά από τον έλεγχό του, η Τ ζούλιετ ένιωθε τους ώμους της να πονούν όπως ύστερα από μια έντονη παρτίδα τένις. Παραμερίζοντας τα μαλλιά από τα μάτια της μ’ ένα φύσημα και σκουπίζοντας τον ιδρώτα της, στράφηκε προς το μέρος του. «Τ ι κάνουμε τώρα;» «Τ ώρα θα τα μαγειρέψεις». Εκείνη προσπάθησε να μην αρχίσει τη μουρμούρα καθώς έβαζε νερό σε μια χύτρα για να βράσει. «Μια κουταλιά της σούπας αλάτι», της είπε ο Κάρλο. «Μια κουταλιά της σούπας αλάτι», επανέλαβε εκείνη μέσα από τα δόντια της και το πρόσθεσε. Όταν έκανε μεταβολή, είδε τον Κάρλο

να της δίνει ένα ποτήρι κρασί. «Μέχρι να βράσει το νερό, μπορείς να χαλαρώσεις». «Μπορώ να χαμηλώσω τη φωτιά;» Εκείνος έβαλε τα γέλια και τη φίλησε, αλλά ύστερα αποφάσισε πως το σωστό θα ήταν να την ξαναφιλήσει. Η Τ ζούλιετ μοσχομύριζε. «Μου αρέσεις στα άσπρα», της είπε και της σκούπισε την αλευρωμένη μύτη της. «Είσαι λίγο ανασούμπαλη μαγείρισσα, αγάπη μου, αλλά καταπληκτική». Της ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσει τη βαβούρα και το πήγαιν’ έλα της κουζίνας. «Μαγείρισσα;» Η Τ ζούλιετ έφτιαξε το σκούφο της με μια σεμνότυφη κίνηση. «Ο σωστός όρος δεν είναι σεφ;» Ο Κάρλο την ξαναφίλησε. «Μην το παραπαίρνεις πάνω σου. Με μια φορά που έφτιαξες λινγκουίνι δεν έγινες και σεφ». Πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει το κρασί της, εκείνος την ξανάριξε στη δουλειά. «Βάλε τη μια άκρη των λινγκουίνι στο νερό. Ναι, ακριβώς έτσι. Και τώρα, καθώς θα μαλακώνουν, τύλιγέ τα. Προσεκτικά. Ναι, ναι, ωραία το κάνεις. Με λίγη ακόμα υπομονή, ίσως σε προσλάβω στο εστιατόριό μου». «Όχι, ευχαριστώ», είπε απερίφραστα η Τ ζούλιετ καθώς ο ατμός ανέβαινε στο πρόσωπό της. Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ένιωθε τους πόρους της να ανοίγουν ένας ένας. «Ανακάτευε αργά. Εφτά λεπτά ακριβώς, ούτε ένα παραπάνω». Της ξαναγέμισε το ποτήρι και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνη ανακάτεψε, σούρωσε τα μακαρόνια, έβαλε όσο μαϊντανό χρειαζόταν και πρόσθεσε το τριμμένο τυρί. Όταν πια τέλειωσε, πίστευε ότι δε θα μπορούσε να κατεβάσει ούτε μπουκιά. Διαπίστωσε έκπληκτη ότι τα νεύρα της είχαν τεντωθεί. Ένιωσε σαν νιόνυμφη την πρώτη μέρα στην κουζίνα. Με τα χέρια σφιχτοδεμένα, κοίταζε τον Κάρλο καθώς εκείνος έπαιρνε μια πιρουνιά. Έκλεισε τα μάτια του και ανάσανε το άρωμα.

Η Τ ζούλιετ ξεροκατάπιε. Εκείνος έμεινε με τα μάτια κλειστά κάνοντας την πρώτη δοκιμή. Η Τ ζούλιετ δάγκωσε το χείλι της. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε αντιληφθεί ότι στην κουζίνα είχε απλωθεί ησυχία λες και ήταν εκκλησία. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της και διαπίστωσε ότι είχε σταματήσει κάθε δραστηριότητα και τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα στον Κάρλο. Αισθάνθηκε λες και περίμενε να ακούσει την καταδίκη ή την αθώωσή της. «Λοιπόν;» τον ρώτησε όταν πια δεν άντεχε άλλο. «Υπομονή», της θύμισε ο Κάρλο χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Ένας βοηθός μπήκε με φόρα στην κουζίνα και όλοι του είπαν να πάψει. Ο Κάρλο άνοιξε τα μάτια του και απέθεσε προσεκτικά το πιρούνι του στον πάγκο. «Φαντάστικο!» Έπιασε την Τ ζούλιετ από τους ώμους και τη φίλησε σταυρωτά με τελετουργικό τρόπο ενώ ακούγονταν χειροκροτήματα. Εκείνη έβαλε τα γέλια και έβγαλε το σκούφο της με μια μεγαλόπρεπη κίνηση. «Αισθάνομαι σαν να κέρδισα το χρυσό στο δέκαθλο». «Έφτιαξες ένα αριστούργημα». Ενώ ο Πιερ έδινε παραγγελίες με τη στεντόρεια φωνή του, ο Κάρλο την έπιασε και από τα δυο χέρια. «Κάνουμε καλό ζευγάρι, Τ ζούλιετ Τ ρεντ». Ένιωσε κάτι να τρυπώνει κλεφτά στην καρδιά της. Της ήταν αδύνατο να το σταματήσει. «Ναι, κάνουμε καλό ζευγάρι, Φρανκόνι».

Κεφάλαιο 11 Mέχρι το μεσημέρι της επόμενης μέρας, δεν έμενε απολύτως τίποτε άλλο να γίνει. Η επιτυχία της επίδειξης που είχε κάνει εξ αποστάσεως ο Κάρλο σχετικά με το σωστό τρόπο μαγειρέματος των λινγκουίνι

είχε ξεπεράσει κάθε ελπίδα της Τ ζούλιετ, που είχε μείνει κολλημένη στην τηλεόραση, ακούγοντας τη φωνή του Κάρλο δίπλα της και μέσα από τα ηχεία. Όταν ο προϊστάμενός της τηλεφώνησε προσωπικά για να τη συγχαρεί, η Τ ζούλιετ σιγουρεύτηκε για την επιτυχία. Έγειρε πίσω στο κρεβάτι, χαλαρωμένη και γεμάτη ικανοποίηση. «Θαύμα». Σταύρωσε χέρια και πόδια και χαμογέλασε πλατιά. «Υπέροχα». «Είχες καμιά αμφιβολία;» Η Τ ζούλιετ, εξακολουθώντας να χαμογελά, έριξε μια ματιά στον Κάρλο, που αποτέλειωνε και τη δική της μερίδα από το πρωινό που είχαν παραγγείλει. «Ας πούμε απλά ότι χαίρομαι που τέλειωσε». «Ανησυχείς υπερβολικά, μι αμόρε», της είπε εκείνος. Πάντως εδώ και τρεις μέρες δεν την είχε δει να αναζητά το κουτάκι με τα χάπια της. Του πρόσφερε μεγάλη χαρά το γεγονός ότι τη βοηθούσε να χαλαρώσει σε σημείο που να μην τα χρειάζεται. «Όταν πρόκειται για τα λινγκουίνι του Φρανκόνι, η επιτυχία είναι πάντα εξασφαλισμένη». «Από δω και πέρα δε θα αμφιβάλω ποτέ ξανά. Έχουμε μπροστά μας πέντε ώρες μέχρι την πτήση μας. Πέντε ολόκληρες, εντελώς απρογραμμάτιστες ώρες». Ο Κάρλο κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έσυρε τα δάχτυλά του στην καμάρα του ποδιού της. Η Τ ζούλιετ ήταν τόσο όμορφη όταν χαμογελούσε, όταν άφηνε το μυαλό της να ησυχάσει. «Καταπληκτικό δώρο», μουρμούρισε ο Κάρλο. «Είναι σαν διακοπές». Βγάζοντας έναν αναστεναγμό, η Τ ζούλιετ αφέθηκε στην απόλαυση του γαργαλητού που της προκαλούσε το άγγιγμά του. «Τ ι θα ήθελες να κάνουμε με τις πέντε ολόκληρες, απρογραμμάτιστες ώρες μας;» Εκείνη τον κοίταξε υψώνοντας το φρύδι της. «Θες στ’ αλήθεια να μάθεις;»

Ο Κάρλο φίλησε ένα ένα τα δάχτυλα του ποδιού της. «Φυσικά. Η μέρα σου ανήκει». Χάιδεψε με τα χείλη του τον αστράγαλό της. «Είμαι στη διάθεσή σου». Η Τ ζούλιετ πετάχτηκε πάνω, τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον φίλησε παράφορα. «Πάμε για ψώνια». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, τριγύριζαν στον πρώτο πύργο του πελώριου κυκλικού εμπορικού κέντρου που ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο τους. Γύρω στους χάρτες με τις κατόψεις του συγκροτήματος ήταν μαζεμένος κόσμος, αλλά η Τ ζούλιετ τους προσπέρασε. Δε χρειάζονταν ούτε χάρτες, ούτε προγράμματα, ούτε προκαθορισμένες διαδρομές. Σήμερα, δεν είχε καμιά σημασία πού θα πήγαιναν. «Ξέρεις ότι παρ’ όλα τα πολυκαταστήματα, τα εμπορικά κέντρα και τις πόλεις που έχουμε επισκεφθεί, δε μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω ψώνια;» του είπε. «Δε δίνεις χρόνο στον εαυτό σου για να το κάνει». «Το ίδιο είναι. Α, κοίτα». Η Τ ζούλιετ σταμάτησε σε μια βιτρίνα και κοίταξε προσεκτικά μια μακριά τουαλέτα καλυμμένη με μικροσκοπικές ασημένιες παγέτες. «Πολύ κομψή», είπε ο Κάρλο. «Κομψή», συμφώνησε εκείνη. «Αν ήμουν δεκαπέντε πόντους ψηλότερη, δε θα με έκανε να μοιάζω με κολόνα σε σμίκρυνση. Πάμε να δούμε παπούτσια». Προχώρησε στο επόμενο κατάστημα τραβώντας τον μαζί της. Μέσα σε λίγη ώρα, ο Κάρλο ανακάλυψε τις μεγαλύτερες αδυναμίες της. Ο δρόμος για την καρδιά της δεν περνούσε από το φαγητό, ούτε ήταν στρωμένος με γούνες και διαμάντια. Στα κοσμήματα μόλις που έριχνε μια ματιά. Στις βραδινές τουαλέτες στεκόταν ελάχιστα, ενώ τα καθημερινά και τα σπορ ρούχα τής τραβούσαν κάπως το ενδιαφέρον. Τα παπούτσια, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική ιστορία. Μέσα σε

μια ώρα, είχε μελετήσει, είχε χαϊδέψει και σχολιάσει τουλάχιστον πενήντα ζευγάρια. Βρήκε ένα ζευγάρι πάνινα με έκπτωση τριάντα τοις εκατό και τα αγόρασε για να τα προσθέσει στη συλλογή της, που ήταν ήδη σημαντική. Στη συνέχεια, με μεγάλη επιλεκτικότητα, περιορίστηκε σε τρία ζευγάρια ψηλοτάκουνες γόβες, όλες ιταλικές. «Το γούστο σου είναι εξαιρετικό». Με την υπομονή ενός ανθρώπου που ήταν συνηθισμένος στις εξορμήσεις για ψώνια, ο Κάρλο άραξε σε μια πολυθρόνα και την κοίταζε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα διάφορα ζευγάρια. Έπιασε νωχελικά μια γόβα και έριξε μια ματιά στην υπογραφή. «Φτιάχνει εξαιρετικά παπούτσια και έχει προτίμηση στα λαζάνια μου». Η Τ ζούλιετ στριφογύρισε στα λεπτά της τακούνια, με μάτια διάπλατα. «Τον γνωρίζεις;» «Φυσικά. Μια φορά τη βδομάδα τρώει στου Φρανκόνι». «Είναι ο ήρωάς μου». Βλέποντας τον Κάρλο να υψώνει το φρύδι του, η Τ ζούλιετ έβαλε τα γέλια. «Ξέρω ότι μπορώ να φορέσω τις γόβες του και να περπατώ οχτώ ώρες χωρίς να χρειαστώ επείγουσα χειρουργική επέμβαση. Θα πάρω και τα τρία ζευγάρια», πρόσθεσε παρορμητικά και μετά κάθισε κάτω, έβγαλε τις γόβες και φόρεσε τα καινούρια της αθλητικά παπούτσια. «Με ξαφνιάζεις», σχολίασε ο Κάρλο. «Τόσα πολλά παπούτσια ενώ έχεις μόνο δύο πόδια. Αυτή δεν είναι η δική μου Τ ζούλιετ με το πρακτικό πνεύμα». «Δικαιούμαι να έχω ένα βίτσιο», απάντησε εκείνη και πίεσε το σκρατς για να κλείσει. «Εξάλλου, ανέκαθεν ήξερα ότι οι Ιταλοί φτιάχνουν τα καλύτερα παπούτσια». Έσκυψε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Τ ώρα ξέρω ότι κάνουν και τα καλύτερα... μακαρόνια». Πλήρωσε το λογαριασμό με την κάρτα της, χωρίς καν να πεταρίσει τα βλέφαρά της όταν διάβασε το σύνολο, και έβαλε την απόδειξη στην τσέπη της.

Κουνώντας τη σακούλα ανάμεσά τους, περιπλανήθηκαν από τον έναν πύργο στον άλλον. Μια ομάδα γυναικών πέρασε πλάι τους, κερδίζοντας το θαυμασμό του Κάρλο. Βγήκαν για ψώνια την ώρα του διαλείμματος για φαγητό, σκέφτηκε, καθώς τους έριχνε άλλη μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Δεν μπορούσε κανείς παρά να θαυμάσει το αμερικανικό εργατικό δυναμικό. «Θα στραμπουλίξεις το σβέρκο σου έτσι που κάνεις», σχολίασε ανάλαφρα η Τ ζούλιετ. Της φαινόταν διασκεδαστική αυτή η κατάφωρη απόλαυση που έβρισκε ο Κάρλο σε οτιδήποτε θηλυκό. Εκείνος απλώς χαμογέλασε. «Πρέπει να ξέρεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις». Με τη χαλαρή διάθεσή της, η Τ ζούλιετ απολάμβανε την αίσθηση που της χάριζαν τα δάχτυλά του γύρω από τα δικά της. «Δε θα τολμούσα ποτέ να διαφωνήσω με τον εξπέρ». Ο Κάρλο σταμάτησε μόνο μια φορά σε μια βιτρίνα. Του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον ένα μικρό κολιέ με αμέθυστους και διαμάντια. «Πολύ όμορφο», είπε. «Η αδερφή μου, η Τερέζα, πάντα προτιμούσε το μαβί χρώμα». Η Τ ζούλιετ έσκυψε πιο κοντά στη βιτρίνα. Τα μικρά, φίνα πετράδια λαμπύριζαν, ψυχρά και θερμά μαζί. «Και σε ποιον δε θα άρεσε; Αυτό το κολιέ είναι καταπληκτικό». «Σε λίγες βδομάδες θα γεννήσει», μουρμούρισε ο Κάρλο και μετά έκανε νόημα στον υπάλληλο, που περίμενε με διακριτική αγωνία. «Θέλω να του ρίξω μια ματιά». «Φυσικά, είναι υπέροχο κομμάτι, δε συμφωνείτε;» είπε ο υπάλληλος βγάζοντας το κολιέ από την κλειδωμένη προθήκη, και το απέθεσε με ευλάβεια στο χέρι του Κάρλο. «Τα διαμάντια είναι όλα ανώτερης ποιότητας, φυσικά, βάρους 1,3 καρατίων. Οι αμέθυστοι...» «Θα το πάρω». Ο υπάλληλος ανοιγόκλεισε τα μάτια του, ξαφνιασμένος που του

είχαν διακόψει το λογύδριο. «Μάλιστα, κύριε, εξαιρετική επιλογή». Προσπαθώντας να μη δείξει την έκπληξή του, πήρε την πιστωτική κάρτα που του έδωσε ο Κάρλο και το κολιέ και προχώρησε στην άκρη του πάγκου. «Κάρλο». Η Τ ζούλιετ ζύγωσε και χαμήλωσε τη φωνή της. «Ούτε καν ζήτησες να μάθεις την τιμή». Εκείνος της χάιδεψε απλώς το χέρι καθώς κοίταζε το υπόλοιπο περιεχόμενο της προθήκης. «Η αδερφή μου όπου να ’ναι θα με κάνει πάλι θείο», είπε μόνο. «Το κολιέ τής ταιριάζει. Σ’ εσένα, πάντως, θα ταίριαζαν τα σμαράγδια». Η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά σ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με πετράδια στο χρώμα του νοτισμένου καλοκαιρινού χόρτου. Η στιγμιαία λαχτάρα που αισθάνθηκε ήταν απόλυτα γυναικεία και μπόρεσε πολύ εύκολα να την ελέγξει. Τα παπούτσια μπορούσε να τα δικαιολογήσει, τα σμαράγδια όμως όχι. Κούνησε το κεφάλι της και γέλασε πειρακτικά. «Θα αρκεστώ στο κανάκεμα των ποδιών μου». Όταν ο Κάρλο πήρε το όμορφα τυλιγμένο δώρο και την απόδειξη, βγήκαν από το κατάστημα. «Μου αρέσουν πολύ τα ψώνια», του εξομολογήθηκε η Τ ζούλιετ. «Πότε πότε περνώ όλο μου το Σάββατο χαζεύοντας βιτρίνες. Είναι ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν ιδιαίτερα στη Νέα Υόρκη». «Τότε θα λάτρευες τη Ρώμη». Ο Κάρλο συνειδητοποίησε ότι θα του άρεσε πολύ να τη δει εκεί. Πλάι στα σιντριβάνια, γελαστή, να περιδιαβαίνει τις αγορές και τις εκκλησίες, να χορεύει στα κλαμπ που ανέδιδαν μια ευωδιά κρασιού και ανθρώπων. Ήθελε να την πάρει εκεί, μαζί του. Αν γύριζε στη Ρώμη μόνος του, θα ήταν σαν να γύριζε στο τίποτε. Όσο έκανε αυτές τις σκέψεις, έφερε το χέρι της στα χείλη του και το κράτησε εκεί, ώσπου εκείνη κοντοστάθηκε, αβέβαιη. «Κάρλο;» Κόσμος περνούσε πλάι τους και καθώς το βλέμμα του γινόταν πιο έντονο, η Τ ζούλιετ ξεροκατάπιε και επανέλαβε τ’ όνομά

του. Τα μάτια του δεν καθρέφτιζαν το φευγαλέο αντρικό θαυμασμό όπως όταν έβλεπε μια περαστική γυναίκα, αλλά κάτι βαθύ και επικίνδυνο. Όταν ένας άντρας κοίταζε μια γυναίκα με τέτοιο τρόπο, η γυναίκα καλά θα έκανε να τρέξει. Αλλά η Τ ζούλιετ δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει κοντά του ή μακριά του. Ο Κάρλο έδιωξε τις σκέψεις του μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, προειδοποιώντας τον εαυτό του ότι έπρεπε να προχωρήσει πολύ προσεκτικά σε ό,τι είχε σχέση με την Τ ζούλιετ –αλλά και με τον ίδιο. «Αν ερχόσουν μαζί μου», της είπε ανάλαφρα, «θα μπορούσα να σε συστήσω στον ήρωά σου. Ταΐζοντάς τον κάμποσα από τα λαζάνια μου, θα κατάφερνες να πάρεις τα παπούτσια σου σε τιμή κόστους». Η Τ ζούλιετ πέρασε πάλι το μπράτσο της στο δικό του, ανακουφισμένη. «Με βάζεις στον πειρασμό ν’ αρχίσω αμέσως τις οικονομίες για να πληρώσω το αεροπορικό εισιτήριο. Ω Κάρλο, κοίτα αυτό!» Γεμάτη χαρά, σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα και του έδειξε τι εννοούσε. Στην καταστόλιστη προθήκη ήταν ένας ινδικός ελέφαντας ύψους ενός περίπου μέτρου, φτιαγμένος από γυαλιστερό κεραμικό. Η κουβέρτα του ήταν ένα καλειδοσκόπιο αστραφτερών πετραδιών και χρωμάτων. Ξεχειλίζοντας πολυτέλεια και ηγεμονικότητα, είχε σηκωμένο το κεφάλι και υψωμένη την προβοσκίδα. Η Τ ζούλιετ ερωτεύτηκε το άγαλμα. «Είναι υπέροχο, φορτωμένο στολίδια και άχρηστο πέρα για πέρα». Ο Κάρλο άνετα φαντάστηκε το ελεφαντάκι μέσα στο καθιστικό του, μαζί με τα άλλα πλουμιστά και άχρηστα κομμάτια που είχε συλλέξει με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά δε θα φανταζόταν ποτέ του ότι η Τ ζούλιετ θα είχε το ίδιο γούστο με το δικό του. «Και πάλι με εκπλήσσεις». Νιώθοντας κάπως αμήχανα, εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Ω, το ξέρω ότι είναι φρικτό, πράγματι, αλλά μου αρέσουν τα πράγματα που δεν ταιριάζουν σε κανένα περιβάλλον».

«Τότε πρέπει να έρθεις στη Ρώμη και να δεις το σπίτι μου». Βλέποντας το σαστισμένο ύφος της, ο Κάρλο έβαλε τα γέλια. «Το τελευταίο μου απόκτημα είναι μια τόση κουκουβάγια», της είπε, δείχνοντάς της με την παλάμη του. «Στα νύχια της έχει πιασμένο ένα μικρό, άτυχο τρωκτικό». «Φοβερό». Βγάζοντας ένα γελάκι που ακούστηκε σχεδόν νευρικό, η Τ ζούλιετ τον φίλησε. «Είμαι σίγουρη ότι θα μου άρεσε πολύ». «Πολύ πιθανό», μουρμούρισε ο Κάρλο. «Όπως και να ’χει, πιστεύω ότι ο ελέφαντας πρέπει να αποκτήσει ένα καλό σπίτι». «Θα τον αγοράσεις;» Η Τ ζούλιετ του έσφιξε το χέρι γεμάτη ενθουσιασμό, καθώς έμπαιναν στο κατάστημα. Ο χώρος μύριζε σανταλόξυλο και στον αέρα πλανιόταν το κουδούνισμα από τα κρυστάλλινα καμπανάκια που αιωρούνταν από το φύσημα ενός ανεμιστήρα. Η Τ ζούλιετ άφησε τον Κάρλο να κανονίσει την αποστολή του ελέφαντα κι εκείνη χάζευε διάφορα μακριά κορδόνια με μπρούντζινες καμπανούλες, αλαβάστρινα λιοντάρια και διακοσμητικά σετ του τσαγιού. Τελικά, είπε μέσα της, ήταν η πιο άνετη και χαλαρή μέρα που είχε περάσει εδώ και κάμποσες βδομάδες, ίσως και περισσότερο. Υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θα τη θυμόταν όταν θα ξαναβρισκόταν μόνη και η ζωή θα ξανάπαιρνε το συνηθισμένο απαιτητικό ρυθμό της. Γυρίζοντας, είδε τον Κάρλο την ώρα που έλεγε στον υπάλληλο κάτι που τον έκανε να γελάσει. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι υπήρχαν άντρες σαν αυτόν –γεμάτοι σιγουριά, πέρα για πέρα αρρενωποί αλλά και ευαίσθητοι απέναντι στις διαθέσεις και τις ανάγκες μιας γυναίκας. Αλαζονικός, αυτό σίγουρα ήταν, αλλά και γενναιόδωρος. Γεμάτος πάθος, αλλά και ευγενικός· ματαιόδοξος, μα και έξυπνος. Αν η Τ ζούλιετ μπορούσε να πλάσει με μαγικό τρόπο τον άντρα που θα ερωτευόταν... Αχ, όχι, προειδοποίησε τον εαυτό της με

απόγνωση σχεδόν. Ο άντρας αυτός δε θα ήταν ο Κάρλο Φρανκόνι. Δε θα μπορούσε να είναι. Δεν ήταν πλασμένος για μια μόνο γυναίκα, κι όσο για την ίδια, δεν ήταν πλασμένη για έναν οποιονδήποτε άντρα. Χρειάζονταν και οι δυο την ελευθερία τους. Αν το ξεχνούσε αυτό, θα ήταν σαν να ξεχνούσε τα σχέδια που είχε κάνει και για τα οποία δούλευε εδώ και δέκα χρόνια. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να θυμάται ότι ο Κάρλο ήταν σαν ένα καρουσέλ, και ότι η μουσική κάποια στιγμή θα σταματούσε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και περίμενε ώσπου να χωνέψει την ίδια της τη συμβουλή. Χρειάστηκε περισσότερη ώρα από όση θα έπρεπε. Η Τ ζούλιετ χαμογέλασε αποφασιστικά και πήγε προς το μέρος του. «Τέλειωσες;» «Ο φίλος μας θα βρίσκεται σύντομα στο σπίτι του, λίγο μετά από εμάς». «Τότε λοιπόν να του ευχηθούμε καλό ταξίδι. Καλά θα κάνουμε ν’ αρχίσουμε κι εμείς να σκεφτόμαστε το αεροδρόμιο». Ο Κάρλο την αγκάλιασε από τους ώμους και βγήκαν από το κατάστημα. «Θα μου πεις στο αεροπλάνο ποιο θα είναι το πρόγραμμά μας στη Φιλαδέλφεια». «Θα κάνεις πάταγο», του είπε η Τ ζούλιετ. «Αν και ίσως θελήσεις να δοκιμάσεις λίγη από τη μαγιά της μπίρας που παίρνω εγώ προτού τελειώσουμε».

«Δεν το πιστεύω». Στις οχτώ, η Τ ζούλιετ σωριάστηκε σε μια καρέκλα έξω από το γραφείο εξυπηρέτησης πελατών. Πίσω της, ο κυλιόμενος ιμάντας μεταφοράς των αποσκευών είχε σταματήσει. «Οι αποσκευές μας πήγαν στην Ατλάντα». «Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το πιστέψεις», της αντιγύρισε ο Κάρλο. Είχε χάσει τις αποσκευές του πάρα πολλές φορές. Χτύπησε

χαϊδευτικά τη δερμάτινη θήκη που κρατούσε. Οι σπάτουλές του ήταν ασφαλείς. «Πότε λοιπόν περιμένουμε να έρθουν τα εσώρουχά μας;» «Μέχρι αύριο το πρωί στις δέκα, ενδεχομένως». Η Τ ζούλιετ κοίταξε αηδιασμένη το τζιν και το μακό που φορούσε στο ταξίδι. Στην τσάντα της είχε τα καλλυντικά της και μερικά άλλα μικροπράγματα, αλλά τίποτε που να μοιάζει έστω και στο ελάχιστο με επαγγελματικό κουστούμι. Δεν έχει σημασία, κατέληξε. Έτσι κι αλλιώς εκείνη θα έμενε στα παρασκήνια. Μετά γύρισε και κοίταξε τον Κάρλο. Εκείνος φορούσε ένα κοντομάνικο φούτερ που έγραφε Σορβόνη, τζιν που είχε ασπρίσει στα σημεία που τριβόταν και αθλητικά παπούτσια που κάθε άλλο παρά καινούρια ήταν. Πώς στην οργή θα κατάφερνε να βγει στον αέρα στις 8:00 το πρωί ντυμένος έτσι; «Κάρλο, πρέπει να σου βρούμε ρούχα». «Έχω ρούχα», της υπενθύμισε εκείνος. «Στις βαλίτσες μου». «Θα εμφανιστείς στο Καλ ημέρα, Φιλ αδέλ φεια στις οχτώ το πρωί, κι από κει θα πάμε κατευθείαν για πρωινό με τους δημοσιογράφους από τη Χέραλ ντ και την Ινκουάιρερ. Στις δέκα, οπότε μπορεί να έχουν ή να μην έχουν έρθει οι βαλίτσες μας, βγαίνεις στα Πρωινά Νέα. Και στη συνέχεια...» «Μου έχεις ήδη δώσει το πρόγραμμα, αγάπη μου. Τ ι έχουν αυτά;» Όταν της έδειξε τα ρούχα που φορούσε, εκείνη σηκώθηκε. «Άσε τις εξυπνάδες, Κάρλο. Πάμε στο πλησιέστερο πολυκατάστημα». «Πολυκατάστημα;» Ο Κάρλο την άφησε να τον τραβήξει έξω από το κτίριο του αεροδρομίου. «Ο Κάρλο Φρανκόνι δε βάζει ρούχα από πολυκαταστήματα». «Αυτή τη φορά θα βάλεις. Δεν έχεις περιθώριο για εκλεκτικότητες. Τ ι υπάρχει στη Φιλαδέλφεια;» μουρμούρισε η Τ ζούλιετ ενώ έκανε νόημα σ’ ένα ταξί. «Το Γουαναμέικερς;» Του κράτησε την πόρτα του ταξί για να περάσει και έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Ίσως το

προλάβουμε». Έφτασαν στο κατάστημα, που αποτελούσε έναν παλιό αξιοσέβαστο θεσμό για τη Φιλαδέλφεια, μισή ώρα πριν από το κλείσιμο, και ο Κάρλο την άφησε να τον σύρει πίσω της, γκρινιάζοντας. Ξέροντας ότι ο χρόνος κυλούσε εναντίον τους, η Τ ζούλιετ πήγε σ’ ένα ράφι με παντελόνια. «Τ ι νούμερο φοράς;» «Τ ριάντα ένα μέση, τριάντα τρία καβάλο», της είπε με υψωμένο το φρύδι. «Μπορώ να διαλέξω ο ίδιος τα ρούχα μου;» «Δοκίμασε αυτό». Η Τ ζούλιετ του έδωσε ένα γκριζοκάστανο παντελόνι με πιέτες. «Προτιμώ το κιτρινωπό», είπε ο Κάρλο. «Το χρώμα αυτό είναι καλύτερο για την κάμερα. Και τώρα πάμε για πουκάμισα». Αφήνοντάς τον να κρατάει την κρεμάστρα, η Τ ζούλιετ έτρεξε στο διπλανό ράφι. «Τ ι νούμερο;» «Πού θες να ξέρω τα αμερικάνικα νούμερα;» γκρίνιαξε εκείνος. «Αυτό πρέπει να ταιριάζει». Η Τ ζούλιετ διάλεξε ένα λεπτό μεταξωτό πουκάμισο σε μια κομψή απόχρωση του σομόν που ο Κάρλο αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι θα είχε τραβήξει και το δικό του μάτι. «Πήγαινε να τα προβάρεις όσο εγώ θα κοιτάζω τα σακάκια». «Είναι σαν να ψωνίζεις με τη μητέρα σου», είπε εκείνος μέσα από τα δόντια του καθώς πήγαινε προς τα δοκιμαστήρια. Η Τ ζούλιετ βρήκε μια ζώνη, λεπτή και μαλακιά, με μια όμορφη μικρή αγκράφα, για την οποία ήξερε ότι ο Κάρλο δε θα είχε αντίρρηση. Αφού απέρριψε έξι σακάκια, πέτυχε ένα σπορ λινό χωρίς συγκεκριμένη γραμμή σε μια απόχρωση ανάμεσα στο κρεμ και το καφέ. Όταν ο Κάρλο βγήκε από το δοκιμαστήριο, του έδωσε το σακάκι και μετά έκανε πίσω για να δει την εντύπωση που παρουσίαζε το σύνολο. «Καλό είναι», κατέληξε καθώς εκείνος φορούσε το σακάκι.

«Ναι, είναι στ’ αλήθεια καλό. Το χρώμα του πουκαμίσου σπάει τη μουντίλα των υπολοίπων και το σακάκι δίνει ένα σπορ τόνο χωρίς να φαίνεται ατημέλητο το ντύσιμο». «Τη μέρα που ο Φρανκόνι θα βάλει έτοιμα ρούχα...» «Μόνο ο Φρανκόνι θα μπορούσε να βάλει έτοιμα ρούχα που πάνω του να φαίνονται σαν να έχουν ραφτεί κατά παραγγελία». Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε τα γελαστά της μάτια. «Με κολακεύεις». «Κάνω ό,τι χρειάζεται». Τον έφερε μια βόλτα και μετά τον έσπρωξε προς το δοκιμαστήριο. «Γδύσου, Φρανκόνι. Θα σου φέρω και μποξεράκια». Το βλέμμα που της έριξε ήταν ψυχρό και έδειξε πως η υπομονή του κόντευε να εξαντληθεί. «Υπάρχουν και όρια, Τ ζούλιετ». «Εσύ μη σκας για τίποτε», του είπε πρόσχαρα. «Θα πληρώσει ο εκδότης το λογαριασμό. Βιάσου. Μόλις προλαβαίνουμε να σου αγοράσουμε παπούτσια». Η Τ ζούλιετ υπέγραψε την τελευταία απόδειξη πέντε λεπτά μετά την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι το κατάστημα έκλεινε. «Έτοιμος είσαι». Πριν προλάβει να το κάνει ο ίδιος, μάζεψε εκείνη τα πακέτα του. «Και τώρα, αν καταφέρουμε να βρούμε ένα ταξί για να μας πάει στο ξενοδοχείο, θα είμαστε εντάξει». «Θα φορέσω τα αμερικάνικα παπούτσια σου, αλλά διαμαρτύρομαι». «Δε σε κατηγορώ γι’ αυτό», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Έκτακτα μέτρα ανάγκης, κάρο». Ο Κάρλο ένιωσε μια ανόητη συγκίνηση ακούγοντας το γλυκόλογο. Ποτέ πριν η Τ ζούλιετ δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της να ξεπεράσει την επιφυλακτικότητά της σε τέτοιο βαθμό. Γι’ αυτό και μόνο, ο Κάρλο αποφάσισε να φερθεί γενναιόδωρα και να τη συγχωρήσει για την αυταρχικότητά της. «Η μητέρα μου θα σε θαύμαζε».

«Μπα;» Η Τ ζούλιετ στάθηκε αφηρημένη στην άκρη του πεζοδρομίου και σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει ένα ταξί. «Γιατί;» «Μόνο εκείνη με έχει πάει σπρώχνοντας σ’ ένα κατάστημα και έχει διαλέξει τα ρούχα μου. Πάνε είκοσι χρόνια από τότε που το έκανε αυτό». «Όλες οι διαφημίστριες είναι μαμάδες», του είπε, αλλάζοντας χέρι. «Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». Ο Κάρλο έσκυψε και δάγκωσε απαλά το λοβό του αυτιού της. «Σε προτιμώ σαν ερωμένη». Ένα ταξί φρέναρε απότομα μπροστά τους, κάνοντας τα λάστιχά του να στριγκλίσουν. Η Τ ζούλιετ αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν που της έκοψε την ανάσα. Ξαναβρήκε την ψυχραιμία της και έχωσε τον Κάρλο και τα πακέτα στο αυτοκίνητο. «Για τις επόμενες λίγες μέρες θα είμαι και τα δύο». Κόντευε δέκα η ώρα μέχρι να κάνουν τσεκ-ιν στο Κόκραν Χάουζ. Ο Κάρλο κατάφερε να μην κάνει κανένα σχόλιο για τα χωριστά δωμάτια, αλλά αποφάσισε την ίδια κιόλας στιγμή ότι δε θα την άφηνε να περάσει ούτε στιγμή μονάχη. Είχαν τρεις μέρες στη διάθεσή τους και το μεγαλύτερο διάστημα θα το έτρωγαν με δουλειές. Ούτε μια στιγμή από όσες απέμεναν δεν έπρεπε να πάει στράφι. Δεν της είπε τίποτε καθώς έμπαιναν στο ασανσέρ πριν από τον γκρουμ. Όσο ανέβαιναν, σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό, ενώ η Τ ζούλιετ φλυαρούσε. Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα της σουίτας του, την έπιασε από το μπράτσο. «Βάλε όλες τις τσάντες εδώ μέσα, σε παρακαλώ», είπε στον γκρουμ. «Η μις Τ ρεντ κι εγώ πρέπει να κάνουμε αμέσως μια δουλειά. Θα ξεχωρίσουμε μετά τα πράγματά μας». Πριν προλάβει η Τ ζούλιετ να πει λέξη, έβγαλε από την τσέπη του κάμποσα χαρτονομίσματα και τα έδωσε στον γκρουμ. Εκείνη έμεινε σιωπηλή μέχρι που βρέθηκαν

και πάλι οι δυο τους. «Κάρλο, τι νομίζεις ακριβώς ότι κάνεις; Σου είπα πριν...» «Ότι ήθελες δικό σου δωμάτιο. Εξακολουθείς να το έχεις», υπογράμμισε εκείνος. «Δυο πόρτες παρακάτω. Αλλά θα μείνεις εδώ, μαζί μου. Και τώρα, θα παραγγείλουμε ένα μπουκάλι κρασί και θα χαλαρώσουμε». Της πήρε από τα χέρια τα πακέτα που κρατούσε ακόμα και τα πέταξε σ’ ένα μακρύ, χαμηλό καναπέ. «Προτιμάς κάτι ελαφρύ;» «Θα προτιμούσα να μη με πηγαίνουν πέρα δώθε». «Το ίδιο κι εγώ», απάντησε ο Κάρλο χαμογελώντας και έριξε μια ματιά στα καινούρια ρούχα του. «Έκτακτα μέτρα ανάγκης». Αδιόρθωτος, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ. Ήταν αδιόρθωτος. «Κάρλο, προσπάθησε να καταλάβεις...» Το χτύπημα στην πόρτα τη σταμάτησε. Μουρμούρισε μόνο κάτι ενώ εκείνος πήγαινε να ανοίξει. «Σάμερ!» Η Τ ζούλιετ ξεχώρισε τη χαρά στη φωνή του και γυρίζοντας, τον είδε χωμένο στην αγκαλιά μιας εκπληκτικής καστανής. «Κάρλο, νόμιζα ότι θα ερχόσουν μια ώρα νωρίτερα». Η φωνή ήταν εξωτική, με μια υποψία γαλλικής προφοράς, αλλά κι έναν ανεπαίσθητο τόνο βρετανικής πειθαρχίας. Όταν η γυναίκα απομακρύνθηκε από τον Κάρλο, η Τ ζούλιετ παρατήρησε πως ήταν κομψή, εντυπωσιακή και στυλάτη συνάμα. Είδε τον Κάρλο να παίρνει το πρόσωπό της στα χέρια του, όπως είχε κάνει τόσες φορές μ’ εκείνη, και να τη φιλάει με πάθος. «Αχ, σουδάκι μου, είσαι πανέμορφη όπως πάντα». «Κι εσύ, Φρανκόνι, είσαι όλο....» Η Σάμερ σταμάτησε απότομα όταν αντιλήφθηκε τη γυναίκα που στεκόταν στο κέντρο του δωματίου. Της χαμογέλασε και παρ’ όλο που το χαμόγελό της ήταν αρκετά φιλικό, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει το εξεταστικό

ύφος της. «Γεια σου. Εσύ πρέπει να είσαι η διαφημίστρια του Κάρλο». «Από δω η Τ ζούλιετ Τ ρεντ». Πράγμα παράξενο, ο Κάρλο ένιωθε φοβερή νευρικότητα, σαν αγόρι που σύστηνε τον πρώτο του έρωτα στη μητέρα του. «Κι από δω η Σάμερ Κόκραν, η καλύτερη σεφ επιδορπίων κι από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού». Η Σάμερ άπλωσε το χέρι της καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. «Με κολακεύει γιατί ελπίζει ότι θα του φτιάξω ένα εκλέρ». «Μια ντουζίνα εκλέρ», τη διόρθωσε ο Κάρλο. «Κούκλα δεν είναι, Σάμερ;» Ενώ η Τ ζούλιετ πάσχιζε να βρει κάποιο κατάλληλο σχόλιο, η Σάμερ της χαμογέλασε και πάλι. Είχε ακούσει κάτι απροσδιόριστο στη φωνή του Κάρλο. «Ναι, πράγματι. Είναι φρίκη η συνεργασία μαζί του, δε συμφωνείς, Τ ζούλιετ;» Η Τ ζούλιετ ένιωσε το γέλιο να της βγαίνει αβίαστα. «Συμφωνώ απόλυτα». «Αλλά δε γίνεται ποτέ ανιαρός», πρόσθεσε η Σάμερ, ρίχνοντας μια σύντομη, γεμάτη νόημα ματιά στον Κάρλο. Μάλιστα, κάτι υπήρχε εδώ που ξεπερνούσε τα όρια της δουλειάς. Καιρός ήταν. «Παρεμπιπτόντως, Κάρλο, θα έπρεπε να σ’ ευχαριστήσω που μου έστειλες τον νεαρό Στίβεν». «Τα καταφέρνει λοιπόν;» ρώτησε ο Κάρλο μ’ ενδιαφέρον, αφήνοντας κάτω το δερμάτινο μπαουλάκι του. «Θαυμάσια». «Ο νεαρός που θέλει να γίνει σεφ», είπε σιγανά η Τ ζούλιετ και έπιασε τον εαυτό της να έχει συγκινηθεί απίστευτα. Ο Κάρλο δεν τον είχε ξεχάσει. «Ναι, τον γνώρισες; Είναι πολύ αφοσιωμένος», συνέχισε η Σάμερ όταν η Τ ζούλιετ έγνεψε καταφατικά. «Νομίζω ότι η ιδέα σου να τον στείλεις για εκπαίδευση στο Παρίσι θα αποδώσει. Θα γίνει

εξαιρετικός». «Ωραία». Ικανοποιημένος, ο Κάρλο της χάιδεψε το χέρι. «Θα μιλήσω με τη μητέρα του για να τα κανονίσω». Η Τ ζούλιετ τον κοίταξε με τα φρύδια σμιγμένα. «Θα τον στείλεις στο Παρίσι;» «Είναι το μόνο μέρος όπου μπορεί κανείς να μελετήσει σωστά για το Κορντόν Μπλε», είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους του, λες και μιλούσαν για καθημερινά πράγματα. «Μετά, όταν θα έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, απλώς θα τον κλέψω από τη Σάμερ για να δουλέψει στο δικό μου εστιατόριο». «Ίσως να το κάνεις», είπε χαμογελώντας η Σάμερ. «Ίσως και να μην το κάνεις». Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε απορημένη ότι ο Κάρλο θα πλήρωνε για τις σπουδές και την κατάρτιση ενός παιδιού που είχε δει μόνο μια φορά στη ζωή του. Τ ι σόι άντρας ήταν αυτός που μπορούσε ν’ ασχολείται είκοσι ολόκληρα λεπτά με τον κόμπο της γραβάτας του και από την άλλη να δείχνει τόση γενναιοδωρία σ’ έναν άγνωστο; Τ ι ανόητη ήταν που πίστεψε, έστω και για μια στιγμή, ότι τον γνώριζε στ’ αλήθεια. «Καλοσύνη σου, Κάρλο», του είπε χαμηλόφωνα. Εκείνος την κοίταξε περίεργα και μετά ανασήκωσε τους ώμους του. «Τα χρέη πρέπει να εξοφλούνται, Τ ζούλιετ. Κάποτε υπήρξα κι εγώ νέος και είχα μόνο τη μητέρα μου να με φροντίζει. Και μια και μιλάμε για μητέρες», συνέχισε αλλάζοντας με μαεστρία το θέμα, «πώς είναι η Μονίκ;» «Εξακολουθεί να βρίσκεται στον έβδομο ουρανό», του απάντησε η Σάμερ και χαμογέλασε στη σκέψη της μητέρας της. «Ο Κάιλ ήταν προφανώς ο άντρας που έψαχνε μια ζωή». Γέλασε και μετά στράφηκε πάλι στην Τ ζούλιετ. «Με συγχωρείς, ο Κάρλο κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά». «Μη ζητάς συγνώμη. Ο Κάρλο μου είπε ότι σπουδάσατε μαζί».

«Πριν από εκατό χρόνια, στο Παρίσι». «Και τώρα η Σάμερ είναι παντρεμένη με τον ψηλέα τον Αμερικανό της. Πού είναι ο Μπλέικ, κάρα; Σου έχει εμπιστοσύνη όταν είσαι μαζί μου;» «Όχι για πολλή ώρα». Ο Μπλέικ εμφανίστηκε στην πόρτα, εξακολουθώντας να δείχνει κομψός ύστερα από δώδεκα ώρες δουλειάς. Ήταν πιο ψηλός από τον Κάρλο, με φαρδύτερους ώμους, αλλά η Τ ζούλιετ είχε την εντύπωση ότι διέκρινε μια ομοιότητα. Μια δύναμη, τόσο σεξουαλική όσο και πνευματική. «Από δω η Τ ζούλιετ Τ ρεντ», είπε η Σάμερ κάνοντας τις συστάσεις. «Φροντίζει να μην παρεκτρέπεται ο Κάρλο στην αμερικανική περιοδεία του». «Δεν είναι εύκολη δουλειά». Ένας σερβιτόρος έφερε ένα τρόλεϊ με μια σαμπάνια στην παγωνιέρα και ποτήρια. Ο Μπλέικ του έκανε νόημα ότι μπορούσε να φύγει. «Η Σάμερ λέει ότι το πρόγραμμά σας στη Φιλαδέλφεια είναι πολύ σφιχτό». «Εκείνη κάνει κουμάντο», του είπε ο Κάρλο, δείχνοντας την Τ ζούλιετ. Όταν όμως κατέβασε το χέρι του, χάιδεψε τρυφερά τον ώμο της με μια ανάλαφρη και ξεκάθαρη οικειότητα. «Σκέφτομαι να πεταχτώ αύριο το πρωί στο στούντιο να παρακολουθήσω την επίδειξή σου», είπε η Σάμερ, παίρνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια που της πρόσφερε ο άντρας της. «Πάει καιρός που δε σε έχω δει να μαγειρεύεις». «Ωραία». Ο Κάρλο χαλάρωσε με την πρώτη γουλιά της παγωμένης σαμπάνιας. «Ίσως προλάβω να επιθεωρήσω την κουζίνα σου. Η Σάμερ ήρθε εδώ για να αναδιοργανώσει και να επεκτείνει την κουζίνα του Μπλέικ, αλλά μετά έμεινε γιατί δέθηκε μαζί της». «Πολύ σωστά», είπε η Σάμερ, και κοίταξε τον άντρα της διασκεδάζοντας. «Εδώ που τα λέμε, δέθηκα τόσο πολύ με την κουζίνα του, που αποφάσισα να κάνω άλλη μια επέκταση».

«Αλήθεια;» Ο Κάρλο ύψωσε το φρύδι του με ενδιαφέρον. «Άλλο ένα Κόκραν Χάουζ;» «Άλλον έναν Κόκραν», τον διόρθωσε η Σάμερ. Ο Κάρλο δεν κατάλαβε αμέσως, αλλά η Τ ζούλιετ διέκρινε πότε ακριβώς έπιασε το νόημα εκείνων των λόγων. Περίμενε εκδηλωτικότητα από τον Κάρλο, και τώρα την είδε στα μάτια του καθώς εκείνος άφηνε κάτω το ποτήρι του. «Περιμένεις παιδί». «Το χειμώνα». Η Σάμερ χαμογέλασε και τέντωσε το χέρι της. «Ακόμα δεν έχω σκεφτεί πώς θα φτάνω στην κουζίνα για να ετοιμάσω το χριστουγεννιάτικο δείπνο». Ο Κάρλο έπιασε το χέρι της και το φίλησε, και μετά τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Έχουμε κάνει πολύ δρόμο, κάρα μία». «Πάρα πολύ δρόμο». «Θυμάσαι το καρουσέλ;» Η Σάμερ θυμόταν καλά την απεγνωσμένη φυγή της στη Ρώμη για να ξεφύγει από τον Μπλέικ και τα συναισθήματά της. «Εσύ μου είπες ότι φοβόμουν ν’ αρπάξω τον μπρούντζινο κρίκο και μ’ έκανες να δοκιμάσω. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω». Ο Κάρλο μουρμούρισε κάτι στα ιταλικά που έκανε τη Σάμερ να βουρκώσει. «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Και τώρα κάνε μια πρόποση πριν γίνω ρεζίλι». «Μια πρόποση». Ο Κάρλο έπιασε το ποτήρι του και με το ελεύθερο χέρι του αγκάλιασε την Τ ζούλιετ. «Στο καρουσέλ που δε σταματάει ποτέ». Η Τ ζούλιετ σήκωσε το ποτήρι της και άφησε τη σαμπάνια να παρασύρει τον πόνο της.

Η μαγειρική μπροστά στην κάμερα ήταν κάτι που η Σάμερ καταλάβαινε πολύ καλά. Περνούσε κάμποσες ώρες το χρόνο

κάνοντας ακριβώς αυτό, ενώ ταυτόχρονα διηύθυνε την κουζίνα του Κόκραν Χάουζ της Φιλαδέλφειας. Πρόσφερε ευχαρίστηση και στους δικούς της εκλεκτούς πελάτες με μερικά ταξίδια κάθε χρόνο αν τα χρήματα και η περίσταση ήταν αρκετά σημαντικά και, το σπουδαιότερο, μάθαινε ν’ απολαμβάνει το γάμο της. Αν και είχε μαγειρέψει πολλές φορές με τον Κάρλο στην κουζίνα κάποιου παλατιού, στο λιγότερο ακριβό διαμέρισμα που διατηρούσε ακόμα στο Παρίσι και σε τόσα άλλα μέρη, δε βαριόταν ποτέ να τον παρακολουθεί την ώρα της δράσης. Ενώ για την ίδια έλεγαν ότι δημιουργούσε με την ένταση ενός νευροχειρουργού, ο Κάρλο είχε το χάρισμα ενός καλλιτέχνη. Η Σάμερ ανέκαθεν θαύμαζε τη διαχυτικότητά του, τους άνετους τρόπους του και ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τις παρουσιάσεις του. Όταν ο Κάρλο έβαλε τις τελευταίες πινελιές στη μακαρονάδα στην οποία, χωρίς την παραμικρή έλλειψη σεμνότητας, είχε δώσει το όνομά του, τον χειροκρότησε και η ίδια η Σάμερ μαζί με τους θεατές. Είχε πάει όμως στο στούντιο μ’ εκείνον και την Τ ζούλιετ και για έναν άλλο λόγο πέρα από το να τονώσει τον εγωισμό ενός παλιού φίλου. Αν υπήρχε κάποιος σ’ αυτό τον κόσμο που τον γνώριζε όσο και τον ίδιο τον εαυτό της, αυτός ο κάποιος ήταν ο Κάρλο. Συχνά σκεφτόταν ότι, από πολλές απόψεις, οι δυο τους ήταν φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. «Μπράβο, Φρανκόνι». Καθώς το συνεργείο άρχιζε να σερβίρει το πιάτο στους θεατές, η Σάμερ πήγε κοντά του και του έδωσε ένα τυπικό φιλί στο μάγουλο. «Ναι», είπε ο Κάρλο, ανταποδίδοντάς της το φιλί. «Ήμουν καταπληκτικός». «Πού είναι η Τ ζούλιετ;» «Στο τηλέφωνο», της απάντησε ο Κάρλο, στρέφοντας τα μάτια του στο ταβάνι. «Ντίο, αυτή η γυναίκα περνά περισσότερες ώρες στο

τηλέφωνο από όσες μια νεόνυμφη στο κρεβάτι». Η Σάμερ έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Είχε σημειώσει κι εκείνη το πρόγραμμα του Κάρλο. «Δε φαντάζομαι ν’ αργήσει. Ξέρω ότι θα πάρετε πρόγευμα στο ξενοδοχείο με τους δημοσιογράφους». «Υποσχέθηκες να φτιάξεις κρέπες», της θύμισε ο Κάρλο, που σκεφτόταν χωρίς καμιά ντροπή τη δική του απόλαυση. «Πράγματι. Σε αντάλλαγμα, πιστεύεις ότι θα μπορούσες να βρεις ένα μικρό, ήσυχο δωμάτιο για τους δυο μας;» Εκείνος χαμογέλασε και ανεβοκατέβασε τα φρύδια του. «Αγάπη μου, τη μέρα που ο Φρανκόνι δε θα μπορέσει να βρει ένα ήσυχο δωμάτιο για μια κυρία, η Γη θα σταματήσει να γυρνά». «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». Τον έπιασε αγκαζέ και τον άφησε να την οδηγήσει στο βάθος του διαδρόμου, σε μια αποθήκη που φωτιζόταν από μια λάμπα κρεμασμένη από το ταβάνι. «Ποτέ δε σου έλειψε το στυλ, κάρο». «Λοιπόν». Ο Κάρλο βολεύτηκε σε μια στοίβα από κιβώτια. «Μια και ξέρω ότι αυτό που θέλεις δεν είναι το κορμί μου, παρ’ όλο που είναι υπέροχο, τι έχεις κατά νου;» «Εσένα, φυσικά, σερί». «Φυσικά». «Σ’ αγαπώ, Κάρλο». Το ύφος της, που είχε γίνει τόσο απότομα σοβαρό, τον έκανε να χαμογελάσει και να πιάσει τα χέρια της. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, πάντα». «Θυμάσαι, όχι και τόσο παλιά, όταν πέρασες από τη Φιλαδέλφεια στο πλαίσιο μιας περιοδείας για ένα άλλο βιβλίο;» «Αναρωτιόσουν πώς να πάρεις τη δουλειά της αναδιοργάνωσης της κουζίνας του Αμερικανού ενώ τον έβρισκες τόσο ελκυστικό και ήσουν αποφασισμένη να αντισταθείς». «Ενώ ήμουν ερωτευμένη μαζί του και ήμουν αποφασισμένη να αντισταθώ», τον διόρθωσε η Σάμερ. «Μου έδωσες μερικές καλές

συμβουλές, τόσο εδώ όσο και όταν σ’ επισκέφθηκα στη Ρώμη. Θέλω να σου ανταποδώσω τη χάρη». «Συμβουλές;» «Άρπαξε τον μπρούντζινο κρίκο, Κάρλο, και μην τον ξαναφήσεις». «Σάμερ...» «Υπάρχει άνθρωπος που να σε ξέρει καλύτερα;» τον διέκοψε εκείνη. Ο Κάρλο ανασήκωσε τους ώμους του. «Κανείς». «Κατάλαβα πως είσαι ερωτευμένος μαζί της μόλις μπήκα στο δωμάτιο, μόλις είπες τ’ όνομά της. Καταλαβαινόμαστε πολύ καλά και δεν μπορείς να υποκριθείς». Εκείνος έμεινε αμίλητος για μια στιγμή. Εδώ και μέρες γυρόφερνε τη λέξη, και τις συνέπειές της, με μεγάλη προσοχή. «Η Τ ζούλιετ είναι ξεχωριστή», είπε αργά. «Σκέφτηκα ότι μπορεί αυτό που νιώθω για κείνη να είναι διαφορετικό». «Σκέφτηκες;» Ο Κάρλο έβγαλε μια σιγανή κραυγή και παράτησε την προσπάθεια. «Το ξέρω. Αλλά το είδος της αγάπης που συζητάμε οδηγεί σε δέσμευση, γάμο, παιδιά». Η Σάμερ άγγιξε ενστικτωδώς την κοιλιά της. Ο Κάρλο θα καταλάβαινε το γεγονός ότι εξακολουθούσε να φοβάται λιγάκι. Δε χρειαζόταν να του μιλήσει για τους φόβους της. «Ναι. Κάποτε, όταν σε ρώτησα γιατί δεν παντρεύτηκες ποτέ, μου είπες ότι καμιά γυναίκα δεν είχε κάνει την καρδιά σου να πεταρίσει. Θυμάσαι τι μου είχες πει ότι θα έκανες αν τύχαινε να γνωρίσεις μια τέτοια γυναίκα;» «Θα πήγαινα τρέχοντας να βγάλω την άδεια και να βρω έναν παπά». Ο Κάρλο σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού που είχε διαλέξει για λογαριασμό του η Τ ζούλιετ. «Εύκολα τα λόγια πριν αρχίσει να πεταρίζει η καρδιά. Δε θέλω να τη χάσω». Αναστέναξε για μια ακόμη φορά. «Ποτέ πριν δεν είχε

σημασία, αλλά τώρα παραέχει σημασία και δε θέλω να κάνω καμιά στραβή κίνηση. Η Τ ζούλιετ είναι ένα άπιαστο πλάσμα, Σάμερ. Είναι φορές που την κρατώ και νιώθω ένα μέρος της να ξεμακραίνει. Κατανοώ την ανεξαρτησία της, τη φιλοδοξία της, και μάλιστα τη θαυμάζω γι’ αυτό». «Εγώ έχω τον Μπλέικ, αλλά διατηρώ την ανεξαρτησία και τις φιλοδοξίες μου». «Ναι». Ο Κάρλο της χαμογέλασε. «Ξέρεις, σου μοιάζει πολύ. Είναι πεισματάρα». Όταν είδε τη Σάμερ να υψώνει το φρύδι της, χαμογέλασε πλατιά. «Ξεροκέφαλη και τόσο αποφασισμένη να είναι η καλύτερη σε ό,τι κάνει. Είναι χαρακτηριστικά που ανέκαθεν έβρισκα αλλόκοτα ελκυστικά σε μια όμορφη γυναίκα». «Μερσί, μον σερ αμί», είπε ξερά η Σάμερ. «Τότε, λοιπόν, πού είναι το πρόβλημά σου;» «Μπορείς να με εμπιστευτείς;» Η Σάμερ φάνηκε να ξαφνιάζεται και μετά έκανε μια κίνηση σαν να είχε ακούσει κάποια ανοησία. «Φυσικά». «Εκείνη δεν μπορεί –δε θέλει», είπε ο Κάρλο, διορθώνοντας τον εαυτό του. «Η Τ ζούλιετ θα το έβρισκε ευκολότερο να μου χαρίσει το κορμί της, ακόμα και ένα μέρος της καρδιάς της, παρά να μου δείξει εμπιστοσύνη. Κι αυτό είναι κάτι που έχω ανάγκη, Σάμερ, όση ανάγκη έχω κι αυτό που μου έχει ήδη δώσει». Η Σάμερ έγειρε πάνω σ’ ένα κιβώτιο με ύφος σκεφτικό. «Σε αγαπάει;» «Δεν ξέρω». Ήταν δύσκολο να παραδεχτεί κάτι τέτοιο ένας άντρας που πάντα θεωρούσε ότι καταλάβαινε τόσο καλά τις γυναίκες. Ο Κάρλο χαμογέλασε αχνά καθώς συνειδητοποίησε ότι ένας άντρας ποτέ δεν καταλάβαινε απόλυτα τη γυναίκα που είχε τη μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν. Με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα ήταν αρκετά σίγουρος ότι θα μπορούσε να καθοδηγήσει και να πλάσει τα

συναισθήματά της κατά τις προτιμήσεις του. Με την Τ ζούλιετ, δεν ήταν σίγουρος για τίποτε. «Είναι φορές που φαίνεται τόσο προσιτή, κι άλλες που φαίνεται τόσο απόμακρη. Μέχρι χτες δεν είχα καταλάβει τι ήθελα κι εγώ ο ίδιος». «Και τι είναι αυτό;» «Τη θέλω μαζί μου», είπε απλά εκείνος. «Κι όταν θα έχω γεράσει και θα κάθομαι πλάι στα σιντριβάνια κοιτάζοντας τα κοριτσόπουλα, και τότε θα τη θέλω μαζί μου». Η Σάμερ πήγε κοντά του και ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους του. «Σε φοβίζει αυτή η σκέψη, έτσι δεν είναι;» «Μου προκαλεί τρόμο». Κι όμως, είπε με το νου του, τώρα που το είχε παραδεχτεί δεν του φαινόταν τόσο φοβερό. «Ανέκαθεν νόμιζα ότι θα ήταν εύκολο. Έρωτας, ρομάντζο, γάμος και παιδιά. Πού να ήξερα ότι η γυναίκα αυτή θα ήταν μια πεισματάρα Αμερικανίδα;» Η Σάμερ έβαλε τα γέλια και έγειρε το μέτωπό της πάνω στο δικό του. «Όπως δεν μπορούσα ούτε εγώ να ξέρω ότι θα ήταν ένας πεισματάρης Αμερικανός. Αλλά ήταν ο κατάλληλος άντρας για μένα. Η Τ ζούλιετ είναι η κατάλληλη γυναίκα για σένα». «Λοιπόν», είπε ο Κάρλο, δίνοντάς της ένα φιλί στον κρόταφο. «Πώς θα την πείσω;» Η Σάμερ συνοφρυώθηκε για μια στιγμή καθώς σκεφτόταν. Μετά χαμογέλασε και πήγε σε μια γωνιά. Έπιασε μια σκούπα και την έτεινε προς το μέρος του. «Σάρωσέ την».

Η Τ ζούλιετ ένιωσε σχεδόν πανικό όταν είδε τον Κάρλο να κατηφορίζει στο διάδρομο με τη Σάμερ στο μπράτσο του, λες και μόλις είχαν χαρεί τον απογευματινό ήλιο στην Αριστερή Όχθη. Το αρχικό κύμα ανακούφισης εξατμίστηκε δίνοντας τη θέση του στην

ενόχληση. «Κάρλο, έκανα τον κόσμο άνω κάτω γυρεύοντάς σε». Εκείνος απλώς χαμογέλασε και τη χάιδεψε με το ακροδάχτυλό του στο μάγουλο. «Ήσουν στο τηλέφωνο». Λέγοντας στον εαυτό της να μην αρχίσει να του φωνάζει, η Τ ζούλιετ πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά της. «Την επόμενη φορά που θα ξεμακρύνεις, φρόντισε ν’ αφήσεις πίσω σου μια σειρά από ψίχουλα. Στο μεταξύ, έξω έχω έναν πολύ δύστροπο ταξιτζή που μας περιμένει». Καθώς τον έσερνε πίσω της, πάλεψε να ξαναθυμηθεί τους τρόπους της. «Σου άρεσε η παρουσίαση;» ρώτησε τη Σάμερ. «Πάντα μου αρέσει να βλέπω τον Κάρλο να μαγειρεύει. Μακάρι να μένατε περισσότερο οι δυο σας στην πόλη. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, όμως, έχετε οργανώσει πολύ σωστά το χρόνο σας». «Αλήθεια;» Ο Κάρλο άνοιξε την πόρτα του ταξί για να μπουν οι δυο γυναίκες. «Το γαλλικό γουρούνι θα περάσει από δω την επόμενη βδομάδα». Η πόρτα έκλεισε μ’ ένα θόρυβο που θύμιζε σφαίρα. «Ο Λαμπάρ;» Η Τ ζούλιετ γύρισε και τον κοίταξε. Τον είχε ξανακούσει και άλλοτε να λέει αυτό το όνομα με τόσο άγριο τόνο. «Κάρλο...» Εκείνος σήκωσε το χέρι του, μη επιτρέποντάς της να τον διακόψει. «Τ ι δουλειά έχει εδώ αυτός ο γαλατικός γυμνοσάλιαγκας;» «Ακριβώς ό,τι κι εσύ», του αντιγύρισε η Σάμερ. Τ ίναξε τα μαλλιά της με βλοσυρό ύφος, χωρίς να κοιτάζει κάποιον συγκεκριμένα. «Έχει γράψει άλλο ένα βιβλίο». «Ο χωριάτης. Αυτός κάνει για να μαγειρεύει μόνο για ύαινες». «Για λυσσασμένες ύαινες», τον διόρθωσε η Σάμερ. Βλέποντας ότι και οι δυο τους είχαν αρχίσει να παίρνουν φωτιά, η Τ ζούλιετ τους έπιασε από τα μπράτσα. «Νομίζω ότι μπορούμε να το συζητήσουμε στο ταξί». «Δεν πρόκειται να σου μιλήσει», δήλωσε ο Κάρλο, αγνοώντας την Τ ζούλιετ. «Θα τον κόψω σε κομματάκια».

Παρ’ όλο που της άρεσε η εικόνα, η Σάμερ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μη στενοχωριέσαι. Θα τον φροντίσω εγώ. Εξάλλου, ο Μπλέικ το βρίσκει διασκεδαστικό». Ο Κάρλο έβγαλε έναν ήχο που θύμιζε φίδι. Η Τ ζούλιετ ένιωσε τα νεύρα της να τεντώνονται. «Αμερικανοί. Ίσως επιστρέψω στη Φιλαδέλφεια για να τον σκοτώσω». Βάζοντας τα δυνατά της, η Τ ζούλιετ τον έσπρωξε προς το ταξί. «Έλα, Κάρλο, ξέρεις ότι δε θέλεις να σκοτώσεις τον Μπλέικ». «Τον Λαμπάρ», τη διόρθωσε εκείνος, και ο τόνος του ήταν σαν έκρηξη. «Ποιος είναι ο Λαμπάρ;» ρώτησε η Τ ζούλιετ στα όρια της αγανάκτησης. «Ένας παλιολεχρίτης», απάντησε ο Κάρλο. «Ένα γουρούνι», επιβεβαίωσε η Σάμερ. «Αλλά έχω κάνει σχέδια για ελόγου του. Θα μείνει στο Κόκραν Χάουζ». Άπλωσε τα χέρια και εξέτασε τα νύχια της. «Θα ετοιμάσω τα γεύματά του προσωπικά». Βάζοντας τα γέλια, ο Κάρλο τη σήκωσε και τη φίλησε. «Η εκδίκηση, αγάπη μου, είναι πιο γλυκιά ακόμα κι από τη μαρέγκα σου». Ικανοποιημένος, την άφησε πάλι κάτω. «Σπουδάσαμε μαζί μ’ αυτό το γλοιώδες υποκείμενο», εξήγησε στην Τ ζούλιετ. «Τα εγκλήματά του είναι αναρίθμητα». Με μια απότομη κίνηση, έφτιαξε το σακάκι του. «Αρνούμαι να βρίσκομαι στην ίδια ήπειρο μ’ αυτόν». Έχοντας εξαντλήσει πλέον την υπομονή της, η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά στο βλοσυρό ταξιτζή. «Δε θα βρίσκεσαι στην ίδια ήπειρο», υπενθύμισε στον Κάρλο. «Θα έχεις επιστρέψει στην Ιταλία όταν θα είναι αυτός εδώ». Το πρόσωπο του Κάρλο φωτίστηκε. «Έχεις δίκιο», είπε γνέφοντας. «Σάμερ, θα με πάρεις να μου πεις πώς έφαγε τα μούτρα του;» «Φυσικά». «Το θέμα τακτοποιήθηκε λοιπόν». Με εντελώς αλλαγμένη

διάθεση, ο Κάρλο χαμογέλασε και ξανάπιασε τη συζήτηση από το σημείο που είχε μείνει όταν αναφέρθηκε το όνομα του Γάλλου. «Την επόμενη φορά που θα έρθουμε στη Φιλαδέλφεια», υποσχέθηκε, «εσύ κι εγώ θα μαγειρέψουμε για τον Μπλέικ και την Τ ζούλιετ. Εγώ θα φτιάξω το μοσχάρι μου κι εσύ την μπόμπα σου. Δεν μπορείς να λες ότι αμάρτησες, Τ ζούλιετ, αν δεν έχεις δοκιμάσει την μπόμπα της Σάμερ». Η Τ ζούλιετ ήξερε ότι δε θα υπήρχε επόμενη φορά, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει. «Θα περιμένω με ανυπομονησία». Ο Κάρλο κοντοστάθηκε καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα του ταξί. «Απόψε όμως φεύγουμε για τη Νέα Υόρκη». Η Σάμερ χαμογέλασε μπαίνοντας στο ταξί. «Μην ξεχάσεις να πάρεις τη σκούπα σου». Η Τ ζούλιετ έκανε να μπει στο μπροστινό κάθισμα. «Τη σκούπα;» Ο Κάρλο έπιασε το χέρι της Σάμερ και χαμογέλασε. «Είναι μια παλιά γαλλική έκφραση».

Κεφάλαιο 12 H Νέα Υόρκη δεν είχε αλλάξει. Ίσως να ήταν πιο ζεστή από τότε που είχε φύγει η Τ ζούλιετ, αλλά η κυκλοφορία εξακολουθούσε να είναι πυκνή, ο κόσμος εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται βιαστικά και ο θόρυβος εξακολουθούσε να είναι ανυπόφορος. Η Τ ζούλιετ στεκόταν στο παράθυρό της στο Χάρλεϊ και απολάμβανε το σκηνικό. Όχι, η Νέα Υόρκη δεν είχε αλλάξει, είχε αλλάξει όμως εκείνη. Πριν από τρεις βδομάδες, η θέα που έβλεπε από το παράθυρο του γραφείου της δεν ήταν και τόσο διαφορετική. Στις σκέψεις της τότε κυριαρχούσε η περιοδεία, πώς να εξασφαλίσει την επιτυχία της. Για

τον εαυτό της, όπως παραδεχόταν. Ήθελε να κάνει πάταγο. Συνειδητοποίησε ότι τα είχε καταφέρει. Εκείνη την ώρα, ο Κάρλο ήταν στη σουίτα του και έδινε συνέντευξη σε έναν ανταποκριτή των Τάιμς. Η Τ ζούλιετ του είχε αραδιάσει ένα σωρό δικαιολογίες που δε θα παρευρισκόταν στη συνέντευξη. Ο Κάρλο είχε δεχτεί το συνηθισμένο κατάλογό της με τα τηλεφωνήματα και τις λεπτομέρειες, αλλά η αλήθεια ήταν ότι η Τ ζούλιετ είχε ανάγκη να μείνει μόνη. Αργότερα, θα έρχονταν ένας άλλος ανταποκριτής και ένας φωτογράφος από ένα από τα κορυφαία περιοδικά. Η επίδειξή του στο Μπλούμινγκντεϊλ’ς θα μεταδιδόταν τηλεοπτικά. Το βιβλίο Ο Ιταλ ικός Τρόπος είχε αναρριχηθεί στο νούμερο πέντε της λίστας των μπεστ σέλερ. Το αφεντικό της Τ ζούλιετ ήταν έτοιμο να την ανακηρύξει αγία. Η Τ ζούλιετ προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε νιώσει ποτέ τόσο δυστυχισμένη. Ο χρόνος κυλούσε. Το επόμενο βράδυ, ο Κάρλο θα επιβιβαζόταν σ’ ένα αεροπλάνο κι εκείνη θα έπαιρνε ένα ταξί για να ξαναγυρίσει στο διαμέρισμά της. Ενώ θα έβγαζε τα πράγματά της από τις βαλίτσες, εκείνος θα βρισκόταν χιλιάδες μέτρα πάνω από τον Ατλαντικό. Εκείνη θα τον σκεφτόταν κι αυτός θα φλερτάριζε με κάποια αεροσυνοδό ή μια όμορφη συνταξιδιώτισσα. Έτσι ήταν ο Κάρλο. Η Τ ζούλιετ το ήξερε. Δεν ήταν δυνατόν να απολαύσει την επιτυχία της, ν’ αρχίσει να καταστρώνει την επόμενη δουλειά της, τη στιγμή που δεν μπορούσε να δει πέρα από το επόμενο εικοσιτετράωρο. Αυτό ακριβώς δεν ήταν που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δε θα ξανασυνέβαινε; Ανέκαθεν δε χάραζε προσεκτικά το δρόμο της στη ζωή ώστε να μην της ξεφεύγει τίποτε; Είχε φτιάξει την καριέρα της από το μηδέν και ό,τι είχε το είχε κερδίσει με το σπαθί της. Ποτέ δεν

είχε θεωρήσει εγωιστικό το να μη μοιράζεται την επιτυχία με άλλους, απλώς πρακτικό. Στο κάτω κάτω, είχε αυτό που πίστευε πως ήταν ένα τέλειο παράδειγμα του τι γινόταν άμα άφηνες τα ηνία και έδινες σε κάποιον άλλον την ευκαιρία να τα πάρει στα χέρια του. Η μητέρα της είχε αφήσει τον έλεγχο και το αποτέλεσμα ήταν να μην ξαναδιαφεντέψει την ίδια της τη ζωή. Η πολλά υποσχόμενη καριέρα της ως νοσοκόμας είχε περιοριστεί στην περιποίηση των γδαρμένων γονάτων των παιδιών της. Είχε θυσιάσει τον εαυτό της για έναν άντρα που την αγαπούσε, αλλά που δεν μπορούσε να της είναι πιστός. Πόσο κοντά είχε φτάσει και η Τ ζούλιετ να κάνει το ίδιο; Για ένα πράγμα εξακολουθούσε να είναι σίγουρη: Δεν μπορούσε να ζήσει με τέτοιο τρόπο. Θα σήμαινε ότι απλώς θα υπήρχε, δε θα ζούσε. Έτσι λοιπόν, είτε το ήθελε είτε όχι, είτε πίστευε ότι μπορούσε είτε όχι, έπρεπε να σκεφτεί πέρα από το επόμενο εικοσιτετράωρο. Έπιασε το σημειωματάριό της και πήγε στο τηλέφωνο. Πάντα είχε να κάνει κάποια τηλεφωνήματα. Πριν προλάβει να πατήσει το πρώτο πλήκτρο, μπήκε ο Κάρλο. «Πήρα το κλειδί», της είπε πριν προλάβει να τον ρωτήσει. «Για να μη σε ανησυχήσω αν τυχόν κοιμόσουν. Θα έπρεπε όμως να το είχα φανταστεί». Έγνεψε προς το τηλέφωνο και μετά σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. Έδειχνε τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του, που η Τ ζούλιετ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Πώς πήγε η συνέντευξη;» «Τέλεια». Ο Κάρλο τέντωσε τα πόδια του μ’ έναν αναστεναγμό. «Ο δημοσιογράφος είχε φτιάξει τα ραβιόλια μου μόλις χτες το βράδυ. Θεωρεί –πολύ σωστά– ότι είμαι ιδιοφυΐα». Η Τ ζούλιετ έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Πολύ ωραία. Σε λίγο έρχεται ένας άλλος δημοσιογράφος. Αν μπορείς να τον πείσεις κι

αυτόν ότι είσαι ιδιοφυΐα...» «Το μόνο που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι να έχει αντίληψη». Εκείνη χαμογέλασε και μετά, σε μια παρόρμηση της στιγμής, πήγε και γονάτισε μπροστά του. «Μην αλλάξεις ποτέ, Κάρλο». Αυτός έσκυψε και πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Αυτό που είμαι τώρα θα είμαι και αύριο». Αύριο θα έφευγε. Η Τ ζούλιετ δεν εννοούσε όμως να το σκεφτεί αυτό. Τον φίλησε βιαστικά και μετά ανάγκασε τον εαυτό της να απομακρυνθεί από κοντά του. «Αυτά θα φορέσεις;» Ο Κάρλο έριξε μια ματιά στο σπορ λινό πουκάμισο και το καλοραμμένο μαύρο τζιν. «Φυσικά. Αν δε σκόπευα να φορέσω αυτά, θα είχα βάλει κάτι άλλο». «Χμ». Η Τ ζούλιετ τον κοίταξε προσεκτικά, προσπαθώντας να τον κρίνει με το μάτι μιας κάμερας. «Εδώ που τα λέμε, νομίζω πως είναι ό,τι πρέπει για το συγκεκριμένο άρθρο. Κάτι ανεπίσημο και άνετο για ένα περιοδικό που συνήθως είναι γεμάτο κολλαριστούς γιακάδες και γραβάτες. Θα είναι μια μοναδική προσέγγιση». «Γκράτσιε», της είπε ξερά καθώς σηκωνόταν. «Και τώρα για πες μου, πότε θα μιλήσουμε και για κάτι άλλο εκτός από δημοσιογράφους;» «Όταν θα το έχεις κερδίσει με το σπαθί σου». «Είσαι σκληρή γυναίκα, Τ ζούλιετ». «Από ατόφιο ατσάλι». Δεν μπόρεσε όμως να μην τον αγκαλιάσει για να του αποδείξει το αντίθετο. «Όταν θα έχεις σημειώσει άλλη μια επιτυχία, θα πάμε στο Μπλούμινγκντεϊλ’ς». Ο Κάρλο την έσφιξε πάνω του μέχρι που τα κορμιά τους έγιναν ένα. «Και μετά;» «Μετά θα πιεις ένα ποτό με τον εκδότη σου». Ο Κάρλο της χάιδεψε το λαιμό με την άκρη της γλώσσας του. «Και μετά;»

«Μετά θα είσαι ελεύθερος για το βράδυ». «Θα δειπνήσουμε αργά στη σουίτα μου». Τα χείλη τους έσμιξαν, έμειναν ενωμένα για λίγο και μετά χώρισαν. «Αυτό μπορεί να κανονιστεί». «Σαμπάνια;» «Εσύ είσαι ο σταρ. Ό,τι θέλεις». «Εσένα». Η Τ ζούλιετ κόλλησε το μάγουλό της στο δικό του. Απόψε, αυτή την τελευταία νύχτα, δε θα υπήρχαν περιορισμοί. «Εμένα». Είχε πάει δέκα η ώρα ώσπου να πάρουν το δρόμο για τη σουίτα του. Η Τ ζούλιετ δεν είχε πια καμιά διάθεση για φαγητό, αλλά ο ενθουσιασμός της δεν είχε καταλαγιάσει. «Κάρλο, δεν παύει να με εκπλήσσει ο τρόπος που κάνεις τις παρουσιάσεις σου. Αν είχες διαλέξει τη σόου μπιζ, θα είχες γεμίσει έναν ολόκληρο τοίχο με Όσκαρ». «Το τάιμινγκ, ιναμοράτα. Όλα έχουν να κάνουν με το τάιμινγκ». «Κρέμονταν όλοι από τα χείλη σου». «Δυσκολεύτηκα κάπως», της ομολόγησε και σταμάτησε στην πόρτα της σουίτας για να την πάρει στην αγκαλιά του. «Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο από τη στιγμή που θα ξαναβρισκόμουν εδώ μαζί σου». «Τότε σου αξίζει πραγματικά ένα Όσκαρ. Κάθε γυναίκα στο ακροατήριο ήταν σίγουρη ότι δε σκεφτόσουν παρά μόνο εκείνη». «Είναι γεγονός ότι δέχτηκα δυο ενδιαφέρουσες προτάσεις». Η Τ ζούλιετ ύψωσε το φρύδι της. «Μπα, αλήθεια;» Ο Κάρλο έτριψε τη μύτη του στο πιγούνι της. «Ζηλεύεις;» ρώτησε με ελπίδα. «Εδώ είμαι εγώ, όχι εκείνες». «Τ ι αλαζονεία. Μου φαίνεται πως έχω ακόμη έναν από τους αριθμούς στην τσέπη μου».

«Κάνε πως απλώνεις χέρι να τον πιάσεις, Φρανκόνι, και θα σου το σπάσω». Εκείνος της χαμογέλασε πλατιά. Του άρεσε το ξέσπασμα επιθετικότητας από μια γυναίκα που το δέρμα της ήταν απαλό σαν ροδοπέταλο. «Τότε λοιπόν ίσως είναι καλύτερα να βγάλω μόνο το κλειδί μου». «Αυτή είναι καλύτερη ιδέα». Η Τ ζούλιετ έκανε ένα βήμα πίσω καθώς ο Κάρλο άνοιγε την πόρτα. Μετά μπήκε μέσα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο τριαντάφυλλα. Εκατοντάδες τριαντάφυλλα όλων των χρωμάτων που θα μπορούσε να φανταστεί η Τ ζούλιετ ξεχείλιζαν από καλάθια, βάζα και μπολ. Ο χώρος ευωδίαζε σαν εγγλέζικος κήπος ένα ανοιξιάτικο απόγευμα. «Κάρλο, πού τα βρήκες όλα αυτά;» «Τα παρήγγειλα». Εκείνη έσκυψε και μύρισε ένα μπουμπούκι. «Τα παρήγγειλες; Για τον εαυτό σου;» Ο Κάρλο πήρε το μπουμπούκι από το βάζο και της το έδωσε. «Για σένα». Η Τ ζούλιετ κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, συνεπαρμένη. «Για μένα;» «Πάντα θα έπρεπε να έχεις λουλούδια», της είπε και τη φίλησε στον καρπό. «Τα τριαντάφυλλα ταιριάζουν στην Τ ζούλιετ». Ή ένα τριαντάφυλλο, ή εκατό τριαντάφυλλα. Δεν υπήρχαν μισές δουλειές για τον Κάρλο. Για μια ακόμη φορά, είχε καταφέρει να τη συγκινήσει αφάνταστα. «Δεν ξέρω τι να πω». «Σου αρέσουν». «Αν μου αρέσουν; Ναι, φυσικά, τα λατρεύω, αλλά...» «Τότε δε χρειάζεται να πεις τίποτε. Μου υποσχέθηκες να δειπνήσουμε μαζί και να πιούμε σαμπάνια». Παίρνοντάς την από το

χέρι, την οδήγησε στην άλλη άκρη του δωματίου, στο τραπέζι που ήταν ήδη στρωμένο δίπλα στο φαρδύ χωρίς κουρτίνες παράθυρο. Μια πελώρια σαμπάνια ήταν σε μια ασημένια παγωνιέρα, ενώ λευκά κεριά περίμεναν να ανάψουν. Ο Κάρλο σήκωσε ένα καπάκι αποκαλύπτοντας αστακοουρές τέλεια ψημένες στη σχάρα. Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε ότι το σημείο εκείνο ήταν το ομορφότερο του κόσμου. «Πώς κατάφερες να τα έχεις όλα αυτά εδώ, έτοιμα;» «Είπα στην υπηρεσία δωματίου να τα φέρουν μέχρι τις δέκα», απάντησε εκείνος, τραβώντας την καρέκλα της. «Μπορώ κι εγώ να τηρήσω ένα πρόγραμμα, αγάπη μου». Όταν την έβαλε να καθίσει, άναψε τα κεριά και χαμήλωσε τα φώτα, κάνοντας έτσι τα ασημικά να αστράφτουν. Μ’ ένα ακόμα άγγιγμα έκανε τη μουσική να κυλήσει σαν κύμα προς το μέρος της. Η Τ ζούλιετ χάιδεψε ανάλαφρα το λεπτό λευκό στέλεχος ενός κεριού και μετά κοίταξε τον Κάρλο, που ήρθε και κάθισε κοντά της. Εκείνος άνοιξε τη σαμπάνια και όταν ο αφρός έφτασε στο χείλος του μπουκαλιού, γέμισε δυο ποτήρια. Η Τ ζούλιετ σκέφτηκε ότι ο Κάρλο είχε φροντίσει να δώσει μια ξεχωριστή νότα στην τελευταία βραδιά τους. Τα πάντα θύμιζαν το χαρακτήρα του. Γλυκός, γενναιόδωρος, ρομαντικός. Όταν θα χώριζαν οι δρόμοι τους, καθένας τους θα έπαιρνε μαζί του κάτι αλησμόνητο. Μη μετανιώνεις για τίποτε, είπε πάλι στον εαυτό της και χαμογέλασε στον Κάρλο. «Σ’ ευχαριστώ». «Στην ευτυχία, Τ ζούλιετ. Στη δική σου και τη δική μου». Εκείνη τσούγκρισε το ποτήρι της με το δικό του και τον κοίταζε προσεκτικά καθώς έπινε μια γουλιά από τη σαμπάνια της. «Ξέρεις, μερικές γυναίκες μπορεί να σκέφτονταν ότι έχεις βαλθεί να τις ξελογιάσεις αν τους πρόσφερες δείπνο με σαμπάνια υπό το φως των

κεριών». «Ναι. Σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο;» Η Τ ζούλιετ γέλασε και ήπιε άλλη μια γουλιά. «Αυτό ακριβώς περιμένω». Θεέ μου, πόσο τον αναστάτωνε και μόνο που την έβλεπε να γελάει, και μόνο που την άκουγε να μιλάει. Ο Κάρλο αναρωτήθηκε αν αυτή η αναστάτωση που του προκαλούσε θα καταλάγιαζε ύστερα από χρόνια συνύπαρξης. Πώς θα ήταν άραγε να ξυπνά κάθε πρωί χαλαρά πλάι στη γυναίκα που αγαπούσε; Θα ήταν φορές που θα έκαναν έρωτα ικανοποιώντας την αμοιβαία ανάγκη και το πάθος τους. Άλλες φορές πάλι θα έμεναν απλώς πλάι πλάι, νιώθοντας ασφάλεια μέσα στη θαλπωρή της νύχτας. Εκείνος ανέκαθεν θεωρούσε το γάμο ιερό, σχεδόν μυστηριώδη. Τ ώρα σκεφτόταν ότι θα ήταν μια περιπέτεια –μια περιπέτεια που δε σκόπευε να μοιραστεί με καμιά άλλη γυναίκα εκτός από την Τ ζούλιετ. «Υπέροχα». Η Τ ζούλιετ άφησε το βουτυρωμένο αστακό να λιώσει στη γλώσσα της. «Με κακόμαθες για τα καλά». Ο Κάρλο της ξαναγέμισε το ποτήρι. «Σε κακόμαθα; Πώς δηλαδή;» «Αυτή η σαμπάνια δεν έχει καμιά σχέση με το Ρίσλινγκ που πίνω πότε πότε όταν αποφασίζω να το ρίξω στη σπατάλη. Και το φαγητό». Έβαλε στο στόμα της άλλη μια μπουκιά από τον αστακό και έκλεισε τα μάτια της. «Μέσα σε τρεις βδομάδες άλλαξε εντελώς η στάση μου σε ό,τι αφορά το φαγητό. Θα καταλήξω χοντρή και άφραγκη για να ικανοποιώ τον εθισμό μου». «Έμαθες λοιπόν να χαλαρώνεις και να απολαμβάνεις. Τόσο κακό είναι αυτό;» «Αν συνεχίσω να χαλαρώνω και να απολαμβάνω, θα πρέπει να μάθω να μαγειρεύω». «Σου είπα πως θα σε μάθω εγώ».

«Τα κατάφερα με τα λινγκουίνι», του θύμισε, μασώντας αργά την τελευταία μπουκιά. «Αυτό δεν ήταν παρά ένα μόνο μάθημα. Χρειάζονται χρόνια για να τα μάθεις σωστά». «Τότε λοιπόν φαντάζομαι ότι θα πρέπει να βολευτώ με τα κουτάκια που λένε ότι περιέχουν ένα πλήρες γεύμα». «Αυτό θα ήταν ιεροσυλία, κάρα, τώρα που εκπαιδεύτηκε ο ουρανίσκος σου». Ο Κάρλο άπλωσε το χέρι του και άγγιξε τα δάχτυλά της. «Τ ζούλιετ, θέλω να σε μάθω να μαγειρεύεις». Εκείνη αισθάνθηκε το σφυγμό της να τρελαίνεται και όσο κι αν συγκεντρώθηκε, δεν κατάφερε να τον ελέγξει. Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Θα πρέπει να γράψεις άλλο ένα βιβλίο μαγειρικής. Στην επόμενη περιοδεία σου, θα πρέπει να μου δείξεις πώς γίνονται τα σπαγγέτι». Συνέχισε να φλυαρείς, είπε στον εαυτό της. Όταν φλυαρείς, δεν μπορείς να σκέφτεσαι. «Αν γράφεις ένα βιβλίο το χρόνο, θα μπορώ να το φέρω βόλτα. Όταν ξανάρθεις του χρόνου τέτοιο καιρό, θα πρέπει να είμαι έτοιμη για το επόμενο μάθημα. Μέχρι τότε, ίσως θα έχω στήσει τη δική μου εταιρεία και θα μπορείς να με προσλάβεις. Ύστερα από τρία μπεστ σέλερ, θα πρέπει να σκεφτείς ν’ αποκτήσεις προσωπικό διαφημιστή». «Προσωπικό διαφημιστή;» Τα δάχτυλά του έσφιξαν τα δικά της και μετά την άφησε. «Ίσως έχεις δίκιο». Έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του. «Έχω κάτι για σένα». Η Τ ζούλιετ αναγνώρισε το σήμα της αεροπορικής εταιρείας και πήρε το φάκελο με σμιγμένα φρύδια. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την πτήση της επιστροφής; Νόμιζα ότι τα είχα...» Η φωνή της έσβησε όταν είδε το δικό της όνομα στην πτήση για τη Ρώμη. «Έλα μαζί μου, Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο περίμενε ώσπου τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. «Έλα σπίτι μαζί μου». Περισσότερο χρόνο, σκέφτηκε εκείνη σφίγγοντας το φάκελο. Ο

Κάρλο της πρόσφερε περισσότερο χρόνο. Και περισσότερο πόνο. Ήταν καιρός να αποδεχτεί ότι θα πονούσε. Περίμενε μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι θα κατάφερνε να ελέγξει τη φωνή της, και τα λόγια της. «Δεν μπορώ, Κάρλο. Ξέραμε κι οι δυο ότι η περιοδεία θα τελείωνε κάποια στιγμή». «Η περιοδεία, ναι. Εμείς, όμως, όχι». Ο Κάρλο περίμενε πως θα ένιωθε σιγουριά, αυτοπεποίθηση, ακόμα και χαρά. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα τον έπιανε απόγνωση. «Σε θέλω μαζί μου, Τ ζούλιετ». Εκείνη απέθεσε το εισιτήριο παράμερα, με πολλή προσοχή. Διαπίστωσε ότι πόνεσε αφήνοντάς το από το χέρι της. «Είναι αδύνατον». «Τ ίποτε δεν είναι αδύνατον. Ανήκουμε ο ένας στον άλλον». Με κάποιο τρόπο, η Τ ζούλιετ έπρεπε να αγνοήσει αυτά τα λόγια, να υποκριθεί ότι δεν είχαν εισχωρήσει στα κατάβαθα του είναι της, ότι δεν την έκαναν να νιώθει ότι η καρδιά της κόντευε να σπάσει. «Κάρλο, έχουμε κι οι δυο μας υποχρεώσεις, υποχρεώσεις που βάζουν χιλιάδες χιλιόμετρα ανάμεσά μας. Τη Δευτέρα θα γυρίσουμε κι οι δυο στις δουλειές μας». «Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό», τη διόρθωσε εκείνος. «Εμείς οι δυο έχουμε μόνο σημασία. Αν χρειάζεσαι μερικές μέρες για να τακτοποιήσεις τις δουλειές σου στη Νέα Υόρκη, θα περιμένουμε. Την άλλη βδομάδα, ή την παράλλη, φεύγουμε για τη Ρώμη». «Να τακτοποιήσω τις δουλειές μου;» Η Τ ζούλιετ σηκώθηκε και διαπίστωσε ότι τα γόνατά της έτρεμαν. «Ακούς τι λες;» Ο Κάρλο άκουγε και δεν ήξερε τι απέγιναν αυτά που είχε σχεδιάσει να πει. Από τα χείλη του έβγαιναν απαιτήσεις, ενώ σκόπευε να της εκφράσει την ανάγκη και τα συναισθήματά του. Παρέπαιε σε σημεία που ανέκαθεν πατούσε με σιγουριά. Ακόμα και τώρα, βλαστημώντας τον εαυτό του, δεν κατάφερνε να βρει σταθερό έδαφος.

«Σου λέω ότι σε θέλω μαζί μου», είπε. Σηκώθηκε και την άρπαξε από το μπράτσο. Το φως των κεριών τρεμόπαιζε στα σαστισμένα πρόσωπά τους. «Τα προγράμματα και τα πλάνα δε σημαίνουν τίποτε απολύτως, δεν το καταλαβαίνεις; Σ’ αγαπώ». Η Τ ζούλιετ πάγωσε, λες και την είχε χαστουκίσει. Αισθάνθηκε να πονάει σύγκορμη, να την πλημμυρίζει μια λαχτάρα, και συνάμα η επίγνωση ότι τα λόγια εκείνα τα είχε πει ο Κάρλο σε τόσες γυναίκες, που του ήταν πια αδύνατον να τις θυμηθεί. «Αυτό να το πεις αλλού, Κάρλο». Δεν ύψωσε τη φωνή της, αλλά εκείνος είδε την οργή στα μάτια της. «Έμεινα μαζί σου ως τώρα γιατί δε με πρόσβαλες ποτέ λέγοντάς μου τέτοιο πράγμα». «Σε πρόσβαλα;» Κατάπληκτος, και μετά εξοργισμένος, ο Κάρλο την ταρακούνησε. «Σε πρόσβαλα με την αγάπη μου;» «Χρησιμοποιώντας μια φράση που έρχεται πολύ εύκολα σ’ έναν άντρα σαν εσένα και δε σημαίνει τίποτε παραπάνω από την ανάσα που χρειάζεται για να την ξεστομίσει». Τα δάχτυλά του χαλάρωσαν αργά ώσπου την άφησαν εντελώς. «Ύστερα από αυτό, ύστερα από όσα ζήσαμε μαζί, έρχεσαι και μου πετάς καταπρόσωπο το χτες; Ούτε εσύ ήσουν ανέγγιχτη όταν ήρθες σ’ εμένα, Τ ζούλιετ». «Ξέρουμε κι οι δυο μας ότι υπάρχει μια διαφορά. Εγώ δεν είχα κάνει καριέρα την επιτυχία μου στον τομέα του έρωτα». Η Τ ζούλιετ ήξερε ότι αυτό που έλεγε ήταν χυδαίο, αλλά το μόνο που σκεφτόταν ήταν να υπερασπίσει τον εαυτό της. «Σου το είχα ξαναπεί, Κάρλο, πώς βλέπω τον έρωτα. Δεν εννοώ να τον αφήσω να μου κάνει άνω κάτω τη ζωή και να με απομακρύνει από κάθε στόχο που έχω βάλει. Εσύ... εσύ μου δίνεις ένα εισιτήριο και μου λες να έρθω στη Ρώμη, και περιμένεις να το σκάσω μαζί σου για να ζήσω μια περιπέτεια, αφήνοντας πίσω τη δουλειά μου και τη ζωή μου μέχρι να μπουχτίσουμε και οι δύο».

Τα μάτια του έγιναν δυο κομμάτια πάγος. «Ξέρω από περιπέτειες, Τ ζούλιετ, ξέρω πού αρχίζουν και πού τελειώνουν. Από σένα ζητούσα να γίνεις γυναίκα μου». Αποσβολωμένη, η Τ ζούλιετ έκανε ένα βήμα πίσω, και πάλι νιώθοντας σαν να την είχε χαστουκίσει. Γυναίκα του; Αισθάνθηκε τον πανικό να την πνίγει, καυτός. «Όχι». Η λέξη ήταν ένας ψίθυρος γεμάτος τρόμο. Η Τ ζούλιετ έτρεξε στην πόρτα και διέσχισε το διάδρομο χωρίς να κοιτάξει πίσω της.

Χρειάστηκε τρεις μέρες για να ξαναβρεί τη δύναμη να πάει στο γραφείο της. Δε δυσκολεύτηκε να πείσει τον προϊστάμενό της ότι ήταν άρρωστη και ότι χρειαζόταν να βρει κάποιον να την αντικαταστήσει την τελευταία μέρα της τουρνέ του Κάρλο. Έτσι κι αλλιώς, το πρώτο πράγμα που της είπε ο άνθρωπος όταν την είδε να μπαίνει στο γραφείο ύστερα από κάμποσες μέρες ήταν ότι θα έπρεπε να είχε μείνει στο κρεβάτι της. Η Τ ζούλιετ ήξερε την εικόνα που παρουσίαζε –χλομή, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ήταν όμως αποφασισμένη να κάνει αυτό που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Να μαζέψει τα συντρίμμια και να συνεχίσει τη ζωή της. Και δε θα τα κατάφερνε μένοντας στο διαμέρισμά της και κοιτάζοντας τους τοίχους. «Ντεμπ, θέλω ν’ αρχίσω το ξεκαθάρισμα του προγράμματος για την αυγουστιάτικη περιοδεία της Λία Μπάριστερ». «Τα χάλια σου έχεις». Η Τ ζούλιετ σήκωσε το κεφάλι της από το γραφείο, που ήταν ήδη πηγμένο στα προγράμματα που έπρεπε να φωτοτυπηθούν. «Σ’ ευχαριστώ». «Αν θες τη συμβουλή μου, φέρε πιο μπροστά την άδειά σου μερικές βδομάδες και φύγε από την πόλη. Χρειάζεσαι λίγο ήλιο,

Τ ζούλιετ». «Αυτό που χρειάζομαι είναι μια λίστα εγκεκριμένων ξενοδοχείων στην Αλμπουκέρκη για την περιοδεία της Μπάριστερ». Η Ντεμπ ανασήκωσε τους ώμους της και εγκατέλειψε την προσπάθεια. «Θα την ετοιμάσω. Στο μεταξύ, καθώς κοίταζα τα αποκόμματα, βρήκα αυτό που αφορά τον Φρανκόνι». Σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε ότι η Τ ζούλιετ είχε αναποδογυρίσει το κουτί με τους συνδετήρες της στο πάτωμα. «Το πρώτο που σε εγκαταλείπει είναι ο συντονισμός των κινήσεων». «Για να δω τα αποκόμματα». «Υπάρχει ένα που δεν είμαι σίγουρη τι να το κάνω». Η Ντεμπ έβγαλε ένα απόκομμα από το ντοσιέ και το κοίταξε συνοφρυωμένη. «Δεν αφορά κάποιον δικό μας, μάλιστα, αλλά ένα Γάλλο σεφ που τώρα ξεκινά μια περιοδεία». «Τον Λαμπάρ;» Η Ντεμπ την κοίταξε εντυπωσιασμένη. «Ναι. Πώς το ήξερες;» «Είχα ένα άσχημο προαίσθημα». «Όπως και να ’χει το πράγμα, αναφέρθηκε το όνομα του Φρανκόνι στη συνέντευξη γιατί ο δημοσιογράφος είχε γράψει ένα άρθρο γι’ αυτόν. Αυτός ο Λαμπάρ έκανε ορισμένα... ε, δυσάρεστα σχόλια». Παίρνοντας το απόκομμα, η Τ ζούλιετ διάβασε αυτά που είχε σημειώσει η βοηθός της. «Μαγειρική για χωριάτες από ένα χωριάτη», μουρμούρισε. «Λάδι, άμυλο και καμιά ουσία...» Υπήρχαν κι άλλα, αλλά η Τ ζούλιετ αρκέστηκε να υψώσει το φρύδι της. Ήλπιζε ότι το σχέδιο εκδίκησης που είχε καταστρώσει η Σάμερ θα εξελισσόταν στην εντέλεια. «Καλύτερα να το αγνοήσουμε αυτό», κατέληξε και πέταξε το απόκομμα στα σκουπίδια. «Αν το δώσουμε στον Κάρλο, μπορεί να προκαλέσει τον Λαμπάρ σε μονομαχία». «Με σούβλες στα δέκα βήματα;» Η Τ ζούλιετ απλώς την κοίταξε ψυχρά. «Τ ι άλλο έχεις;»

«Ίσως να υπάρξει πρόβλημα με το άρθρο στο Ντάλας», είπε η Ντεμπ και της έδωσε ένα ντοσιέ. «Η δημοσιογράφος παρασύρθηκε και κατέγραψε δέκα συνταγές κατευθείαν από το βιβλίο». Η Τ ζούλιετ τινάχτηκε. «Είπες, “ δέκα”;» «Μέτρα τες. Φαντάζομαι πως ο Φρανκόνι θα γίνει μπαρούτι όταν τις δει». Η Τ ζούλιετ ξεφύλλισε τα αποκόμματα μέχρι που βρήκε το συγκεκριμένο. Το άρθρο ήταν ενθουσιώδες και κολακευτικό. Η συνεσταλμένη δεσποινίς Τ ρίμπλι είχε ετοιμάσει ένα πλήρες γεύμα, από τα ορεκτικά μέχρι το επιδόρπιο. Οι συνταγές του Κάρλο από το βιβλίο Ο Ιταλ ικός Τρόπος αναφέρονταν κατά λέξη. «Μα τι σκεφτόταν την ώρα που έγραφε το άρθρο;» μουρμούρισε η Τ ζούλιετ. «Θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει μία ή δύο συνταγές χωρίς να δημιουργήσει πρόβλημα. Αλλά αυτό...» «Λες να κάνει φασαρία ο Φρανκόνι;» «Λέω ότι η δεσποινίς Τ ρίμπλι είναι τυχερή που βρίσκεται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Πάρε μου το νομικό τμήμα. Αν ο Φρανκόνι θελήσει να υποβάλει μήνυση, καλύτερα να έχουμε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία». Ύστερα από δύο περίπου ώρες στο τηλέφωνο, η Τ ζούλιετ είχε επανέλθει σχεδόν στα φυσιολογικά της. Κι αν ένιωθε κάποιο κενό μέσα της, είπε στον εαυτό της ότι οφειλόταν στο ότι δεν είχε φάει μεσημεριανό –ούτε πρωινό. Κι αν της ξέφευγαν ολόκληρες φράσεις που της έλεγαν οι δικηγόροι, είπε στον εαυτό της ότι ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς όλους εκείνους τους δυσνόητους νομικούς όρους. Θα μπορούσαν να κάνουν μήνυση στην Τ ρίμπλι, ή να την κρεμάσουν, αλλά και στις δυο περιπτώσεις θα γινόταν ντόρος κι εκείνοι είχαν άλλους δύο συγγραφείς να προωθήσουν στο Ντάλας το καλοκαίρι.

Η Τ ζούλιετ έκλεισε το τηλέφωνο ενώ σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να ενημερωθεί ο Κάρλο. Δε θα ήταν δυνατόν, ή τουλάχιστον ηθικό, να τσαλακώσει το απόκομμα και να κάνει πως δεν υπήρχε, όπως στην περίπτωση του Λαμπάρ. Το πρόβλημα ήταν αν θα άφηνε το νομικό τμήμα να του το πει, αν θα ενημέρωνε τον εκδότη του ή αν θα έκανε κουράγιο και θα του έγραφε η ίδια. Δε θα έβλαφτε αν του έγραφε, είπε στον εαυτό της παίζοντας με το στυλό. Είχε πάρει την απόφασή της, είχε πει ό,τι είχε να πει και είχε κατέβει από τα αλογάκια του καρουσέλ. Ήταν και οι δυο τους ενήλικοι και επαγγελματίες. Δε θα της προκαλούσε πόνο να υπαγορεύσει το όνομά του στη βοηθό της. Και μόνο η σκέψη του ονόματός του της έφερε πόνο. Σηκώθηκε βλαστημώντας και πήγε στο παράθυρο. Ο Κάρλο δε σοβαρολογούσε. Όπως έκανε συνέχεια εδώ και μέρες, η Τ ζούλιετ αναλογίστηκε ξανά και ξανά την τελευταία βραδιά που είχαν περάσει μαζί. Για εκείνον ήταν ένα ρομάντζο. Λουλούδια και κεριά. Αφηνόταν να παρασυρθεί από τη στιγμή και δεν ήταν αναγκασμένος να υποστεί τις συνέπειες. Σ’ αγαπώ –μια τόσο απλή φράση. Την είχε πετάξει απρόσεκτα και υστερόβουλα. Δεν την εννοούσε όπως θα έπρεπε. Γάμος; Τ ι βλακεία. Ο Κάρλο σ’ όλη την ενήλικη ζωή του ξεγλιστρούσε από τα δίχτυα του γάμου. Ήξερε τι ακριβώς ένιωθε εκείνη για το γάμο. Γι’ αυτό της το είχε πει, συμπέρανε η Τ ζούλιετ. Ήξερε ότι ήταν ασφαλής και ότι εκείνη ποτέ δε θα συμφωνούσε. Θα περνούσαν χρόνια για να σκεφτεί στα σοβαρά το γάμο. Είχε να σκεφτεί την εταιρεία της. Τους στόχους, τις υποχρεώσεις της. Μα γιατί δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόπο που την έκανε να γελάει, τον τρόπο που την έκανε να φλέγεται; Οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα δεν έλεγαν να ξεθωριάσουν, ενώ είχαν περάσει τόσες μέρες. Αντίθετα, είχαν γίνει πιο έντονα, τη στοίχειωναν. Τη

χλεύαζαν. Ήταν φορές –πολύ συχνά, δυστυχώς– που θυμόταν ακριβώς την έκφρασή του καθώς έπαιρνε το πρόσωπό της στα χέρια του. Η Τ ζούλιετ ψηλάφισε τη χρυσή καρδούλα με τα διαμάντια που δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό της να καταχωνιάσει κάπου. Χρειαζόταν κι άλλο χρόνο, αυτό έλεγε στον εαυτό της. Ίσως ερχόταν τελικά σ’ επαφή μαζί του μέσω των δικηγόρων. « Τ ζούλιετ;» Η Τ ζούλιετ γύρισε από το παράθυρο και είδε τη βοηθό της στην πόρτα. «Ναι;» «Σε πήρα δυο φορές στο τηλέφωνο». «Με συγχωρείς». «Έχει έρθει ένα δέμα για σένα. Θέλεις να πω να σου το φέρουν εδώ;» Παράξενη ερώτηση, σκέφτηκε η Τ ζούλιετ και ξανακάθισε στο γραφείο της. «Φυσικά». Η Ντεμπ άνοιξε εντελώς την πόρτα. «Εδώ». Ένας τύπος με στολή τσούλησε μια πλατφόρμα μέσα στο δωμάτιο. Σαστισμένη, η Τ ζούλιετ έμεινε και κοίταζε το ξύλινο κιβώτιο που ήταν μεγάλο σχεδόν όσο και το γραφείο της. «Πού το θέλετε, δεσποινίς;» «Ε... εκεί. Εκεί είναι μια χαρά». Με μια επιδέξια κίνηση, ο μεταφορέας τράβηξε την πλατφόρμα. «Υπογράψτε μόνο εδώ πέρα». Της έδωσε μια πινακίδα, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να χαζεύει το κιβώτιο. «Καλή σας μέρα». «Α... ναι, ευχαριστώ». Ακόμα το κοίταζε όταν ξαναγύρισε η Ντεμπ μ’ ένα μικρό λοστό. «Τ ι παρήγγειλες;» «Τ ίποτε». «Έλα, άνοιξέ το», της είπε ανυπόμονα η Ντεμπ και της έδωσε το

λοστό. «Πεθαίνω από περιέργεια». «Δεν μπορώ να φανταστώ τι είναι». Χώνοντας το λοστό κάτω από το καπάκι, η Τ ζούλιετ άρχισε να το ανοίγει. «Εκτός κι αν η μητέρα μου έστειλε τελικά το πορσελάνινο σερβίτσιο της γιαγιάς όπως με απειλούσε εδώ και δυο χρόνια». «Τούτο δω χωράει ένα σερβίτσιο για ολόκληρο στρατό». «Μάλλον θα είναι τα υλικά συσκευασίας», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ, βάζοντας περισσότερη δύναμη. Όταν βγήκε το καπάκι, άρχισε να παραμερίζει το φελιζόλ. «Το σερβίτσιο της γιαγιάς σου έχει προβοσκίδα;» «Τ ι να έχει;» «Προβοσκίδα». Μη μπορώντας να περιμένει άλλο, η Ντεμπ άρχισε να παραμερίζει η ίδια το φελιζόλ. «Θεέ και Κύριε, για ελέφαντας φαίνεται, Τ ζούλιετ». Η Τ ζούλιετ είδε την πρώτη λάμψη και έπαψε να σκέφτεται. «Βοήθησέ με να τον βγάλω». Οι δυο μαζί κατόρθωσαν να βγάλουν το ογκώδες άγαλμα από το κιβώτιο και να το ακουμπήσουν πάνω στο γραφείο. «Αυτό είναι το πιο γελοίο πράγμα που έχω δει ποτέ μου», είπε η Ντεμπ όταν ξαναβρήκε την αναπνοή της. «Είναι άσχημο, φανταχτερό και γελοίο». «Ναι», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ, «το ξέρω». «Ποιος τρελός θα σου έστελνε έναν ελέφαντα;» Μόνο ένας, είπε η Τ ζούλιετ στον εαυτό της και έσυρε τρυφερά το χέρι της πάνω στην προβοσκίδα. «Ο δίχρονος γιος μου θα μπορούσε να τον καβαλήσει», σχολίασε η Ντεμπ. Είδε την κάρτα που είχε βγει μαζί με το φελιζόλ. «Ορίστε. Έτσι θα μάθεις σε ποιον πρέπει να κάνεις μήνυση». Η Τ ζούλιετ δεν εννοούσε να πάρει την κάρτα. Είπε στον εαυτό της ότι ούτε καν θα την κοίταζε. Καμιά λογική γυναίκα δεν ένιωθε τέτοια συγκίνηση εξαιτίας ενός άχρηστου γυάλινου μαραφετιού με

ένα μέτρο ύψος. Πήρε την κάρτα και την άνοιξε απότομα. Μην ξεχνάς Έβαλε τα γέλια. Όταν άρχισαν να κυλούν τα πρώτα δάκρυα, η Ντεμπ στάθηκε πλάι της χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν. «Τ ζούλιετ... είσαι καλά;» «Όχι». Η Τ ζούλιετ κόλλησε το μάγουλό της στον ελέφαντα και συνέχισε να γελάει. «Μόλις τρελάθηκα».

Όταν έφτασε στη Ρώμη, ήξερε ότι ήταν πια πολύ αργά για να σκεφτεί λογικά. Κουβαλούσε ένα σάκο που είχε γεμίσει παραληρώντας. Έτσι και τον έχανε στο ταξίδι, δε θα κατάφερνε να περιγράψει το περιεχόμενό του. Όσο για την πρακτικότητα, την είχε αφήσει στη Νέα Υόρκη. Αυτό που θα γινόταν στη συνέχεια θα καθόριζε αν θα ξαναγύριζε για να τη βρει. Έδωσε στον ταξιτζή τη διεύθυνση του Κάρλο και μετά βολεύτηκε στο κάθισμά της για να απολαύσει την πρώτη ιλιγγιώδη βόλτα της στη Ρώμη. Ίσως να έβλεπε όλη την πόλη πριν επιστρέψει στο σπίτι της. Ίσως να βρισκόταν ήδη στο σπίτι της. Έπρεπε να παρθούν ορισμένες αποφάσεις, εκείνη όμως ήλπιζε ότι δε θα αναγκαζόταν να τις πάρει μόνη της. Είδε τα σιντριβάνια που είχε αναφέρει ο Κάρλο. Τα νερά ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα, γεμάτα όνειρα. Σε μια παρόρμηση της στιγμής, η Τ ζούλιετ είπε στον οδηγό να σταματήσει και έτρεξε σ’ ένα σιντριβάνι που δεν ήξερε ούτε καν το όνομά του. Έκανε μια ευχή και πέταξε ένα νόμισμα. Το είδε να αναπηδά και να πέφτει για να συναντήσει χιλιάδες άλλες ευχές. Είπε στον εαυτό της ότι μερικές από εκείνες τις ευχές γίνονταν πραγματικότητα. Αυτή η σκέψη τής έδωσε ελπίδα.

Όταν ο ταξιτζής φρέναρε απότομα στο πεζοδρόμιο και σταμάτησε, η Τ ζούλιετ άρχισε να ψάχνει αδέξια μερικά χαρτονομίσματα. Εκείνος τη λυπήθηκε και μέτρησε ο ίδιος το αντίτιμο της κούρσας. Επειδή η κοπέλα ήταν νέα και ερωτευμένη, ο ταξιτζής πρόσθεσε μόνο ένα μικρό φιλοδώρημα. Μη τολμώντας να επιτρέψει στον εαυτό της να σταματήσει έστω και μια στιγμή, η Τ ζούλιετ έτρεξε στην πόρτα και χτύπησε. Τα αμέτρητα πράγματα που ήθελε να πει, που είχε σχεδιάσει να πει, έγιναν ένα κουβάρι στο μυαλό της και ήταν σίγουρη ότι αποκλειόταν να εγγυηθεί με ποια σειρά θα έβγαιναν. Όταν όμως άνοιξε η πόρτα, ήταν έτοιμη. Η γυναίκα που της άνοιξε ήταν όμορφη, σκουρομάλλα, χυμώδης και νέα. Η Τ ζούλιετ αισθάνθηκε να της κόβεται η φόρα βλέποντάς την. Τόσο γρήγορα, αυτό μόνο μπόρεσε να σκεφτεί. Ο Κάρλο είχε βρει κιόλας άλλη γυναίκα. Για μια στιγμή, της ήρθε να κάνει μεταβολή και να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μετά όρθωσε τους ώμους της και κοίταξε την άλλη γυναίκα κατάματα. «Ήρθα να δω τον Κάρλο». Η κοπέλα δίστασε μόνο μια στιγμή και μετά της χάρισε ένα όμορφο χαμόγελο. «Είστε Αγγλίδα». Η Τ ζούλιετ έσκυψε το κεφάλι. Δεν είχε κάνει τόσο δρόμο ούτε είχε πάρει τέτοιο ρίσκο μόνο και μόνο για να βάλει την ουρά στα σκέλια και να το σκάσει. «Αμερικανίδα». «Περάστε. Είμαι η Αντζελίνα Τουκίνα». «Τ ζούλιετ Τ ρεντ». Μόλις άπλωσε το χέρι της, η άλλη το έσφιξε με δύναμη. «Α, ναι, ο Κάρλο μου είπε για σας». Η Τ ζούλιετ κόντεψε να βάλει τα γέλια. «Έτσι είναι ο Κάρλο». «Αλλά δεν είπε ότι θα ερχόσασταν. Ελάτε από δω. Πίνουμε το τσάι μας. Μου έλειψε ο Κάρλο όσο ήταν στην Αμερική, βλέπετε, και

γι’ αυτό δεν τον άφησα να πάει στο εστιατόριο σήμερα, για να μου τα προλάβει όλα». Η Τ ζούλιετ ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας ότι έβρισκε την κατάσταση διασκεδαστική. Από το μυαλό της πέρασε η σκέψη ότι από δω κι εμπρός η Αντζελίνα και πολλές άλλες θα απογοητεύονταν. Η μόνη γυναίκα που θα του τα προλάβαινε όλα του Κάρλο θα ήταν η ίδια. Όταν όμως μπήκε στο σαλόνι, ξαφνιάστηκε. Ο Κάρλο ήταν καθισμένος σε μια σατινένια πολυθρόνα με ψηλή ράχη και ήταν απορροφημένος από τη συζήτηση μ’ ένα άλλο θηλυκό. Αυτό το θηλυκό ήταν καθισμένο στα γόνατά του και δεν ήταν πάνω από πέντε ετών. «Κάρλο, έχεις παρέα». Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και το χαμόγελο με το οποίο είχε γοητεύσει το κοριτσάκι εξαφανίστηκε. Το ίδιο έκανε και οποιαδήποτε λογική σκέψη περνούσε από το μυαλό του. «Τ ζούλιετ». «Άστε με να σας ξαλαφρώσω». Η Αντζελίνα πήρε το σάκο από το χέρι της Τ ζούλιετ, ρίχνοντας στον Κάρλο μια ερωτηματική ματιά. Δεν τον είχε ξαναδεί τόσο θαμπωμένο από μια γυναίκα ως τώρα. «Ρόζα, έλα να πεις καλημέρα στη σινιορίνα Τ ρεντ. Η Ρόζα είναι η κόρη μου». Η Ρόζα κατέβηκε από τα γόνατα του Κάρλο και πλησίασε την Τ ζούλιετ, χωρίς να πάψει στιγμή να την κοιτάζει. «Καλημέρα, σινιορίνα Τ ρεντ». Ικανοποιημένη από τα αγγλικά της, στράφηκε στη μητέρα της και συνέχισε μ’ ένα χείμαρρο στα ιταλικά. Η Αντζελίνα έβαλε τα γέλια και την πήρε στην αγκαλιά της. «Λέει ότι έχετε πράσινα μάτια σαν την πριγκίπισσα που της είπε ο Κάρλο. Κάρλο, δε θα πεις στη μις Τ ρεντ να καθίσει;» Μ’ έναν αναστεναγμό, έδειξε η ίδια στην Τ ζούλιετ μια καρέκλα. «Σας παρακαλώ,

βολευτείτε. Πρέπει να τον συγχωρήσετε τον αδερφό μου, μις Τ ρεντ. Μερικές φορές χάνεται κι ο ίδιος μέσα στις ιστορίες που λέει στη Ρόζα». Αδερφός της; Η Τ ζούλιετ κοίταξε την Αντζελίνα και είδε τα ζεστά, σκούρα μάτια του Κάρλο. Νιώθοντας να την πλημμυρίζει η αγαλλίαση, αναρωτήθηκε με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορούσε κανείς να νιώσει τόσο χαζός. «Εμείς πρέπει να πηγαίνουμε». Η Αντζελίνα πήγε και φίλησε στο μάγουλο τον αδερφό της, που ακόμα δεν είχε βγάλει λέξη. Είχε ήδη αποφασίσει να περάσει από το μαγαζί της μητέρας της και να της διηγηθεί την ιστορία της Αμερικανίδας που είχε κάνει τον Κάρλο να χάσει τη φωνή του. «Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε όσο θα μείνετε στη Ρώμη, μις Τ ρεντ». «Ευχαριστώ». Η Τ ζούλιετ έσφιξε το χέρι της Αντζελίνας και ανταπέδωσε με ένα νεύμα το χαμόγελο και όλα όσα άφηνε να υπονοηθούν. «Είμαι σίγουρη ότι θα ξανασυναντηθούμε». «Θα βρούμε μόνες μας την πόρτα, Κάρλο. Τσάο». Εκείνος εξακολουθούσε να μένει αμίλητος καθώς η Τ ζούλιετ άρχισε να τριγυρνά στο δωμάτιο, σταματώντας για να θαυμάσει κάτι ή να εξετάσει κάτι άλλο. Η τέχνη κάθε μορφής πολιτισμού αντιπροσωπευόταν εκεί μέσα στην πιο πολυτελή έκδοσή της. Κανονικά ο χώρος θα έπρεπε να θυμίζει μουσείο. Κι όμως, ήταν φιλικός και ανάλαφρος, φανερώνοντας μόνο μια κάποια ματαιοδοξία του ιδιοκτήτη του, στον οποίο ταίριαζε απόλυτα. «Μου είπες ότι θα μου άρεσε το σπίτι σου», του είπε τελικά. «Πράγματι, μου αρέσει». Ο Κάρλο κατάφερε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, αλλά δεν πήγε κοντά της. Ένα μέρος του εαυτού του είχε μείνει στη Νέα Υόρκη, αλλά είχε ακόμα την περηφάνια του. «Είπες ότι δε θα ερχόσουν». Εκείνη ανασήκωσε τον έναν της ώμο και αποφάσισε ότι δεν ήταν

σκόπιμο να πέσει στα πόδια του, όπως σκόπευε να κάνει αρχικά. «Ξέρεις τις γυναίκες, Φρανκόνι. Αλλάζουν γνώμη. Ξέρεις κι εμένα». Έκανε μεταβολή και κατάφερε να τον κοιτάξει κατάματα. «Μου αρέσει να τακτοποιώ τις δουλειές μου». «Τ ις δουλειές σου;» Ευχαριστημένη που το είχε προβλέψει, η Τ ζούλιετ έβγαλε από την τσάντα της το απόκομμα από το Ντάλας. «Είναι κάτι που θα θέλεις να διαβάσεις». Όταν δεν τον πλησίασε περισσότερο, ο Κάρλο αναγκάστηκε να πάει και να το πάρει από το χέρι της. Γύρω της πλανιόταν το άρωμά της, όπως πάντα. Του έφερε πάρα πολλά πράγματα στο νου, πάρα πολύ γρήγορα. Την κοίταξε κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ξερή και κοφτή. «Ήρθες στη Ρώμη για να μου φέρεις ένα χαρτί;» «Ίσως είναι καλύτερα να το διαβάσεις πριν συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο». Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει πολλή ώρα αμίλητος πριν στρέψει το βλέμμα του στο χαρτί. «Άλλο ένα απόκομμα», άρχισε και μετά σταμάτησε. «Τ ι είναι;» Η Τ ζούλιετ κρατήθηκε για να μη χαμογελάσει ακούγοντας την αλλαγή στον τόνο του. «Είναι κάτι που σκέφτηκα ότι θα ήθελες να δεις». Έπιασε τις βρισιές με τις οποίες στόλισε ο Κάρλο την καημένη την Τ ρίμπλι, αν και τις ξεστόμισε έξαλλος σε γρήγορα ιταλικά. Είπε κάτι για πισώπλατο μαχαίρωμα, τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε σ’ ένα καθαρισμένο τζάκι στην άλλη άκρη του δωματίου. Η Τ ζούλιετ παρατήρησε ότι το σημάδι του ήταν τέλειο. «Τ ι προσπαθεί να κάνει αυτή;» τη ρώτησε απότομα. «Τη δουλειά της. Με κάπως υπερβολικό ενθουσιασμό». «Τη δουλειά της; Δουλειά της είναι να αναφέρει όλες μου τις συνταγές; Και μάλιστα λάθος!» Άρχισε να πηγαινοέρχεται

μανιασμένος στο δωμάτιο. «Βάζει υπερβολικά πολλή ρίγανη στο μοσχάρι μου». «Φοβάμαι πως αυτό δεν το πρόσεξα», μουρμούρισε η Τ ζούλιετ. «Όπως και να ’χει το πράγμα, δικαιούσαι να ζητήσεις αποζημίωση». «Αποζημίωση». Ο Κάρλο πρόφερε τη λέξη με απόλαυση και σχημάτισε έναν κύκλο με τα χέρια του. «Θα πεταχτώ στο Ντάλας και θα πάρω την αποζημίωσή μου καρυδώνοντάς την». «Υπάρχει κι αυτή η λύση, φυσικά». Η Τ ζούλιετ έσφιξε τα χείλη της για να μη γελάσει. Πώς είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό της ότι μπορούσε να κάνει χωρίς εκείνον; «Ή να υποβάλεις μήνυση. Το σκέφτηκα πολύ, όμως, και πιστεύω ότι ίσως η καλύτερη λύση είναι μια πολύ αυστηρή επιστολή αποδοκιμασίας». «Αποδοκιμασίας;» Ο Κάρλο γύρισε πάλι απότομα προς το μέρος της. «Στη χώρα σου μόνο αποδοκιμάζετε κάποιον όταν κάνει φόνο; Αυτή εδώ φλόμωσε το μοσχάρι μου στα μπαχαρικά». Αφού καθάρισε το λαιμό της, η Τ ζούλιετ κατάφερε να μιλήσει κατευναστικά. «Σε καταλαβαίνω, Κάρλο, αλλά πιστεύω πως ήταν ένα άδολο σφάλμα. Αν θυμάσαι τη συνέντευξη, η Τ ρίμπλι ήταν γεμάτη νευρικότητα και αβεβαιότητα. Φαίνεται ότι απλώς τη συνεπήρες». Πετώντας μια κακία μέσα από τα δόντια του, ο Κάρλο έχωσε τα χέρια του στις τσέπες. «Θα της γράψω ο ίδιος». «Ίσως αυτή να είναι η πιο σωστή κίνηση –αν αφήσεις το δικηγόρο σου να του ρίξει πρώτα μια ματιά». Εκείνος την αγριοκοίταξε κι έπειτα την παρατήρησε προσεκτικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Η Τ ζούλιετ δεν είχε αλλάξει. Ο Κάρλο ήταν σίγουρος ότι δε θα άλλαζε. Για κάποιο λόγο, το γεγονός αυτό τον παρηγόρησε και τον στενοχώρησε ταυτόχρονα. «Ήρθες στη Ρώμη να μιλήσουμε για μηνύσεις;» Η Τ ζούλιετ πήρε τη ζωή στα χέρια της. «Ήρθα στη Ρώμη», είπε

απλά. Ο Κάρλο δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τη ζυγώσει περισσότερο χωρίς να την αγγίξει, κι αν την άγγιζε, χωρίς να την αρπάξει για να της κάνει έρωτα. Ο πόνος που ένιωθε μέσα του δεν είχε υποχωρήσει. Δεν ήταν σίγουρος αν θα υποχωρούσε ποτέ. «Γιατί;» «Γιατί δεν ξέχασα». Μια και δεν την πλησίαζε αυτός, πήγε εκείνη κοντά του. «Γιατί δεν μπόρεσα να ξεχάσω, Κάρλο. Μου ζήτησες να έρθω κι εγώ φοβήθηκα. Μου είπες πως μ’ αγαπούσες κι εγώ δε σε πίστεψα». Εκείνος έσφιξε τις γροθιές του για να σταματήσει το τρέμουλο των χεριών του. «Και τώρα;» «Ακόμα φοβάμαι. Μόλις έμεινα μόνη, μόλις κατάλαβα ότι είχες φύγει, αναγκάστηκα να σταματήσω να υποκρίνομαι. Ακόμα κι όταν αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, νόμιζα ότι μπορούσα να ξεφύγω. Νόμιζα ότι έπρεπε να ξεφύγω από αυτό τον έρωτα». «Τ ζούλιετ». Ο Κάρλο άπλωσε τα χέρια του, αλλά εκείνη πισωπάτησε γρήγορα. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να περιμένεις να τελειώσω. Σε παρακαλώ», πρόσθεσε όταν εκείνος πλησίασε ακόμα περισσότερο. «Τότε τέλειωνε στα γρήγορα. Έχω ανάγκη να σε νιώσω στην αγκαλιά μου». «Ω Κάρλο». Η Τ ζούλιετ έκλεισε τα μάτια της και αγωνίστηκε να κρατηθεί. «Θέλω να πιστεύω ότι μπορώ να ζήσω μια ζωή μαζί σου χωρίς να απαρνηθώ αυτό που είμαι, αυτό που έχω ανάγκη να γίνω. Αλλά, βλέπεις, σ’ αγαπώ τόσο πολύ που φοβάμαι ότι θα παρατήσω τα πάντα μόλις μου το ζητήσεις». «Ντίο, τι γυναίκα!» Επειδή δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήταν κομπλιμέντο ή προσβολή, έμεινε σιωπηλή, ενώ ο Κάρλο έκανε πάλι

ένα γύρο στο δωμάτιο. «Δεν καταλαβαίνεις ότι σ’ αγαπώ πάρα πολύ για να σου ζητήσω τέτοιο πράγμα; Ότι αν δεν ήσουν αυτή που είσαι, δε θα σε είχα ερωτευτεί; Αφού αγαπώ την Τ ζούλιετ Τ ρεντ, γιατί να θέλω να την κάνω μια άλλη Τ ζούλιετ Τ ρεντ;» «Δεν ξέρω, Κάρλο. Απλά...» «Φάνηκα αδέξιος». Όταν η Τ ζούλιετ σήκωσε τα χέρια της, ο Κάρλο τα έπιασε για να την κάνει να σωπάσει. «Τη βραδιά που σου ζήτησα να με παντρευτείς, φέρθηκα αδέξια. Είχα να σου πω τόσα πράγματα, ήθελα να τα πω μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, αλλά ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Αυτό που μου έρχεται εύκολα με κάθε γυναίκα γίνεται αδύνατο όταν έχω να κάνω με τη μία και μοναδική γυναίκα». «Δεν πίστεψα ότι εννοούσες...» «Όχι». Πριν προλάβει η Τ ζούλιετ να προβάλει αντίσταση, ο Κάρλο έφερε τα χέρια της στα χείλη του. «Ξανασκέφτηκα αυτά που σου είχα πει. Εσύ νόμισες ότι σου ζητούσα να εγκαταλείψεις τη δουλειά σου, το σπίτι σου, και να έρθεις να ζήσεις μαζί μου στη Ρώμη. Εγώ ήθελα λιγότερα, αλλά και πολύ περισσότερα συνάμα. Θα έπρεπε να σου τα είχα πει. Τ ζούλιετ, έχεις γίνει η ζωή μου και χωρίς εσένα νιώθω πια μισός. Έλα να μοιραστούμε τη ζωή». «Κάρλο, θέλω να το κάνω». Η Τ ζούλιετ κούνησε το κεφάλι της και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Το θέλω. Μπορώ ν’ αρχίσω πάλι από την αρχή, να μάθω ιταλικά. Κάποιος εκδότης πρέπει να υπάρχει στη Ρώμη που να μπορεί να χρησιμοποιήσει μια Αμερικανίδα». Ο Κάρλο την έπιασε από τους ώμους, την κράτησε μακριά του και την κοίταξε στα μάτια. «Τ ι είναι αυτά που λες, ν’ αρχίσεις πάλι από την αρχή; Αφού θα στήσεις τη δική σου εταιρεία. Μου το είπες». «Δεν έχει σημασία. Μπορώ...» «Όχι». Ο Κάρλο την κράτησε πιο σταθερά. «Έχει πολύ μεγάλη σημασία, και για τους δυο μας. Κάποια μέρα λοιπόν θα κάνεις τη δική

σου εταιρεία στη Νέα Υόρκη. Ποιος ξέρει καλύτερα από μένα πόσο πετυχημένη θα είσαι; Μπορώ να έχω μια γυναίκα για την οποία να κοκορεύομαι όσο κοκορεύομαι και για τον εαυτό μου». «Μα εσύ έχεις το εστιατόριό σου εδώ πέρα». «Ναι. Σκέφτομαι ότι ίσως θ’ αποφάσιζες ν’ ανοίξεις κι ένα υποκατάστημα της εταιρείας σου δημοσίων σχέσεων στη Ρώμη. Η απόφασή σου να μάθεις ιταλικά είναι εξαιρετική. Θα σου τα μάθω εγώ. Ποιος άλλος θα το κάνει καλύτερα;» «Δε σε καταλαβαίνω. Πώς μπορούμε να μοιραστούμε τη ζωή αν εγώ είμαι στη Νέα Υόρκη κι εσύ στη Ρώμη;» Εκείνος τη φίλησε γιατί είχε τόσο καιρό να το κάνει. Την τράβηξε στην αγκαλιά του γιατί η Τ ζούλιετ ήταν πρόθυμη να του δώσει κάτι που δεν της είχε ζητήσει ποτέ. «Δεν πρόφτασα να σου πω τα σχέδιά μου εκείνο το βράδυ. Σκέφτομαι ν’ ανοίξω άλλο ένα εστιατόριο. Φυσικά, το Φρανκόνι’ς στη Ρώμη είναι το καλύτερο. Ασύγκριτο». «Φυσικά», του είπε εκείνη, που το μόνο που σκεφτόταν αυτή τη στιγμή ήταν τα φιλιά του, που τα είχε ξαναβρεί. «Οπότε, ένα Φρανκόνι’ς στη Νέα Υόρκη θα είναι δυο φορές το καλύτερο». «Στη Νέα Υόρκη;» Η Τ ζούλιετ έγειρε πίσω το κεφάλι της για να μπορέσει να τον βλέπει. «Σκέφτεσαι να ανοίξεις εστιατόριο στη Νέα Υόρκη;» «Οι δικηγόροι μου ψάχνουν ήδη να βρουν τον κατάλληλο χώρο. Βλέπεις, Τ ζούλιετ, δε θα γλίτωνες από μένα για πολύ καιρό ακόμα». «Θα ξαναρχόσουν». «Μόλις σιγουρευόμουν ότι δε θα σε σκότωνα. Έχουμε τις ρίζες μας σε δυο χώρες. Έχουμε τις δουλειές μας σε δυο χώρες. Θα έχουμε και τη ζωή μας σε δυο χώρες». Τα πράγματα ήταν τόσο απλά. Η Τ ζούλιετ είχε ξεχάσει την αστείρευτη γενναιοδωρία του. Τ ώρα ξαναθυμήθηκε όλα όσα είχαν

ζήσει μαζί, σκέφτηκε όλα όσα θα ζούσαν στο μέλλον. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Θα έπρεπε να σου είχα δείξει εμπιστοσύνη». «Θα έπρεπε να είχες δείξει εμπιστοσύνη και στον εαυτό σου, Τ ζούλιετ». Πήρε πάλι το πρόσωπό της στα χέρια του και άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν μέσα στα μαλλιά της. «Ντίο, πόσο μου έλειψες. Θέλω να περάσω τη βέρα μου στο δάχτυλό σου, και τη δική σου βέρα στο δικό μου». «Πόσο καιρό κάνει να βγει μια άδεια στη Ρώμη;» Χαμογελώντας πλατιά, ο Κάρλο τη στριφογύρισε και μετά την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Έχω τα μέσα. Μέχρι το τέλος της βδομάδας, το πολύ». «Πήγαινέ με στο κρεβάτι, Κάρλο». Η Τ ζούλιετ κόλλησε πάνω του, ξέροντας ότι έπρεπε να τον νιώσει ακόμα πιο κοντά της. «Θέλω να μου δείξεις πάλι πώς θα είναι η υπόλοιπη ζωή μας». «Σε σκεφτόμουν, εδώ, μαζί μου». Ο Κάρλο κόλλησε τα χείλη του στον κρόταφό της καθώς αναλογιζόταν τα λόγια που του είχε πετάξει εκείνο το τελευταίο βράδυ. «Τ ζούλιετ». Τ ραβήχτηκε ταραγμένος, κρατώντας τη μόνο από τα χέρια. «Ξέρεις τι άνθρωπος είμαι, τι ζωή έζησα. Δεν μπορώ να την πάρω πίσω, ούτε θα το έκανα, ακόμα κι αν μπορούσα. Πέρασαν κι άλλες γυναίκες απ’ το κρεβάτι μου». «Κάρλο». Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν γύρω από τα δικά του. «Ίσως κάποτε να είπα λόγια ανόητα, αλλά δεν είμαι ανόητη. Δε θέλω να είμαι η πρώτη γυναίκα στο κρεβάτι σου. Θέλω να είμαι η τελευταία. Η μία και μοναδική». « Τ ζούλιετ, μι αμόρε, από αυτή τη στιγμή υπάρχεις μόνο εσύ». Εκείνη τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Το ακούς;» «Ποιο;» «Το καρουσέλ». Του άπλωσε τα χέρια της χαμογελαστή. «Δε σταμάτησε ποτέ να γυρίζει».

More Documents from "Natasa"

December 2019 62
December 2019 401
December 2019 108
December 2019 64
December 2019 658